ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ Α τόμος
Εισαγωγή MARTHE ROBERT Μετάφραση ΜΑΡΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΓΡΑ
Η μετάφρα...
159 downloads
576 Views
15MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ Α τόμος
Εισαγωγή MARTHE ROBERT Μετάφραση ΜΑΡΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΓΡΑ
Η μετάφραση της ελληνικής έκδοσης των Παραμυθιών των Αδελφών Γκριμμ επιδοτήθηκε από το ίδρυμα I N T E R N A Z I O N E S .
Τίτλος πρωτοτύπου : Kinder
-
und Hausmarchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια
Ο 2ος και 3ος των Παραμυθιών των αδελφών Γκριμμ (Άπαντα) θα εκ δοθούν το 1995. Μαζί θα κυκλοφορήσει και μία κασέτα με ανάγνωση μιας επιλογής των παραμυθιών από την ηθοποιό Ό λ ι α Λαζαρίδου.
I S Β Ν τ. Α' 960 - 325 - 124 - 0 ISBN set
960 - 325 - 1 2 8 - 3
© 1994, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ — Σταύρος Πετσόπουλος Φωκιανού 7 - Στάδιο, 116 35 Αθήνα 1994 - Τηλ. 7011.461 - FAX 7018.649
ΤΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ Α' τόμος
Εισαγωγή MARTΗΕ ROBERT Μετάφραση ΜΑΡΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Π
Ε
Ρ
Ι
Ε
Χ
Ο
Μ
Ε
Ν
Προλογικό σημείωμα της μεταφράστριας Εισαγωγή της Marthe Robert Πρόλογος των Αδελφών Γκριμμ ΒΙΒΛΙΟ
Α
9 13 27
ΠΡΩΤΟ
1. Ο πρίγκιπας βάτραχος ή ο καρδιοσιδεροσφιγμένος Χάινριχ 2. Η γάτα και το ποντίκι 3. Το παιδί της Παναγίας 4. Παραμύθι για ένα παλικάρι που ξεκίνησε να μάθει τι θα πει φόβος 5. Ο κακός λύκος και τα εφτά κατσικάκια 6. Ο πιστός Ιωάννης 7. Ο έξυπνος χωριάτης 8. Ο θαυμαστός βιολιστής 9. Τα δώδεκα αδέρφια 10. Η παλιοπαρέα 11. Αδερφούλης κι αδερφούλα 12. Το Μαρούλι 13. Οι τρεις νάνοι του δάσους 14. Οι τρεις κλώστρες 15. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ 16. Τα τρία φύλλα του φιδιού 17. Το άσπρο φίδι 18. Το άχυρο, το κάρβουνο και το φασόλι 19. Ο ψαράς κι η γυναίκα του 20. Ο γενναίος ραφτάκος 21. Η Σταχτοπούτα 22. Το αίνιγμα 23. Το ποντίκι, το πουλί και το λουκάνικο 24. Η κυρά-Καλή 25. Τα εφτά κοράκια 26. Η Κοκκινοσκουφίτσα
41 48 51 58 76 80 92 98 103 110 117 133 139 146 151 164 170 175 177 189 206 220 225 227 232 235
27. 28. 29. 30. 31. 32. 33. 34. 35. 36. 37. 38. 39. 40. 41. 42. 43. 44. 45. 46. 47. 48. 49. 50. 51. 52. 53. 54. 55. 56. 57. 58. 59. 60.
Οι μουζικάντηδες της Βρέμης Το κόκαλο που τραγουδούσε Ο Διάβολος με τις τρεις χρυσές τρίχες Η ψείρα και ο ψύλλος Το κορίτσι με τα κομμένα χέρια Ο Χανς, το εξυπνοπούλι Οι τρεις ξένες γλώσσες Η Έλσα, η ξύπνια Ο ραφτάκος στον ουρανό Το τραπεζάκι, ο χρυσογάιδαρος κι η μαγκούρα Ο Δαχτυλάκης Ο γάμος της κυρά-Μαριώς Τα καλικαντζαράκια Ο γαμπρός ληστής Ο κυρ-Κόρμπες Ο νονός Η κυρά-Τρούντε Ο Θάνατος νονός Οι περιπέτειες του Δαχτυλάκη Το πουλί του Μάγου [ή Ο Μπλαβογένης στη γερμανική παράδοση ] Το παραμύθι του κέδρου Ο γερο-Σουλτάνος Οι έξι κύκνοι Η Τριανταφυλλένια [ Η ωραία κοιμωμένη του δάσους ] Ο Βρισκοπούλης Ο βασιλιάς Τσιχλογένης Η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι Ο γυλιός, το καπελάκι κι η μικρή τρομπέτα Ο Κουτσοκαλιγέρης Ό πολυαγαπημένος Ρολάνδος Το χρυσό πουλί Ο σκύλος κι ο σπουργίτης Ό Φρίντερ και το Κατινάκι του Τα δυο αδέρφια
Χρονολόγιο Σημείωμα
των του
Αδελφών Jean-Claude
Γκριμμ Schneider
244 255 258 268 270 279 283 286 291 294 313 321 325 330 335 337 339 344 346 355 361 379 382 390 395 403 412 427 436 441 447 459 464 474 507 513
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ Η Σ Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Τ Ρ Ι Α Σ
Ο ΚΙ
ΑΠΕΡΑΝΤΟΣ Ο
ΚΟΣΜΟΣ
ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ Μια
φ ο ρ ά κι έναν
φτάσαμε
ΚΟΝΤΕΥΟΥΝ ΔΥΟ
ΑΙΩΝΕΣ
Γερμανία ο πρώτος
από
τόμος
ΧΡΟΝΟΣ
στα
τότε
των
καιρό
πέρατα του κόσμου . . .
που
κυκλοφόρησε στη
Παραμυθιών των Αδελφών
Γκριμμ. Κι έχουν κλείσει εκατό χρόνια α π ' την πρώτη γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού μ α ζ ί τους. Τα Παραμύθια των Γκριμμ στην έκδοση του Βλαστού (1886, 1888, 1890) ήταν η αρχή μιας μακρόχρονης σχέσης αγάπης, που έφτασε στο αποκορύφωμα της τη
μεταπολεμική εποχή
και
ιδίως τη δεκαετία
του '60,
οπότε έχουμε και τις περισσότερες ελληνικές μεταφράσεις. Πρό κειται βέβαια για εκδόσεις ανθολογίου, όπου περιλαμβάνονται λίγα μόνο απ
το πλήθος της γερμανικής συλλογής, τα πιο γνωστά και
αγαπημένα παραμύθια, αυτά που όλοι ξέρουμε κι ας μην τά' χουμε διαβάσει ποτέ : « Η Χιονάτη
κι οι εφτά νάνοι »,
«Η Κοκκινο
σκουφίτσα », « Ο λύκος και τα εφτά κατσικάκια », « Ο Κοντορε βιθούλης », «Η κοιμισμένη βασιλοπούλα »
κι άλλα ακόμα. Και
τώρα είναι η πρώτη φορά που μεταφράζονται και εκδίδονται στη γλώσσα μας όλα τα παραμύθια της συλλογής των Γκριμμ. Μιας κι η γενιά του ' 6 0 είναι ίσως η τελευταία στη χώρα μας που μεγάλωσε δίχως τηλεόραση, ακούγοντας ακόμα παραμύθια, ιστορίες κι αινίγματα, δεν θα προσπάθησα) να πείσω τους σημερι νούς γονείς για τη μαγεία και την ομορφιά που κρύβει μέσα του αυτός ο κόσμος. Είναι ένας κόσμος αληθινός σαν τη ζωή και μαγι κός σαν τα όνειρα μας, που μας κερδίζει και μας ταξιδεύει ασταμά τητα, ξανά και ξανά.
Γ ι α τ ί το παραμύθι είναι ένας κόσμος απέραντος, όπου όλα είναι δυνατά, όλα χωράνε κι όλα είναι ευπρόσδεκτα. Έ ν α ς κόσμος όπου τίποτα δεν αποκλείεται, τίποτα δεν είναι απ έξω. Καλεί τον ανα γνώστη να κοιτάξει πέρα μακριά, να δει πράγματα καινούργια και παλιά, να φτάσει στα πέρατα της απεραντοσύνης. Τον πείθει ότι μπορεί, φτάνει να θέλει. Και το κυριότερο : ότι υπάρχει άφθονος χρόνος στη διάθεση τ ο υ ! Σ τ ο παραμύθι όλος ο χρόνος είναι δικός μας, ο χρόνος δεν περνάει καν. Οι ήρωες του παραμυθιού, φτωχοί και πλούσιοι, βασιλοπούλες και ραφτάδες, πρίγκιπες και ψαράδες, ποτέ δεν γερνούν. Κι οι γέροι βασιλιάδες δεν πεθαίνουν, παρά μο νάχα για ν΄ αφήσουν το θρόνο στα παιδιά τους. Αυτός ο απέραντος κόσμος που ζει στον ακίνητο, ανύπαρκτο χρόνο τον. αποκτά σήμερα μια ξεχωριστή σαγήνη για μας, που ζούμε σ΄ έναν κόσμο όλο και πιο μικρό, όλο και πιο στενάχωρο, μ
έναν χρόνο που κυλάει αγωνιζόμενος να προσπεράσει τον ίδιο
του τον εαυτό. Ας μη (φανταστούμε, ωστόσο, π ω ς ο χρόνος δεν παί ζει κανένα ρόλο στο παραμύ)θτ οι διορίες, που σχεδόν πάντα εξαν τλούνται, είναι κοινός τόπος στα παραμύθια, στοιχείο αναπόσπαστο της δράσης τους : τα εφτά χρόνια που πρέπει να περάσουν, περ νάνε σε δυο-τρεις αράδες, που περιγράφουν αόριστα τις δυσκολίες και τα βάσανα του ήρωα και το τέλος τους σημαίνει στην ουσία την αρχή της αληθινής ζωής τον ήρωα ή της ηρωίδας. Το παραμύθι συνδυάζει « άσκοπα » το φυσικό με το υπερφυ σικό, το κοντινό με το μακρινό, το κατανοητό με το ακατανόητο. Ο ανθρώπινος κόσμος κι ο κόσμος των ξωτικών, των νάνων και των μάγων δεν είναι ξέχο)ροι και μακρινοί ο ένας απ τον άλλον. Είναι δίπλα, κοντά, είναι μ α ζ ί ένα ασταμάτητο πάρε-δώσε φέρνει τους μεν σ΄ επαφή ή με τους δε. Κι ο ήρωας του παραμυθιού δεν απορεί και δεν συγκινείται, όταν συναντάει νεράιδες και μάγισσες και ζώα που μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά. Γ ι α τ ί ο ήρωας του παραμυθιού δεν έχει καιρό ν΄ απορήσει ή να φοβηθεί. Είναι ένας ήρωας που δρα, που έχει δρόμο μπροστά του να διανύσει, έχει εμπόδια να ξεπεράσει, έχει δυσκολίες ν' αντιμετωπίσει. Μ΄ αυτούς τους ήρο)ες το παρα μύθι μάς γοητεύει : με τους μικρούς και θαρραλέους, που ξεκινάνε χωρίς να ξέρουν για πού τραβάνε, μ΄ αυτούς που αφήνονται να παρασυρθούν κι όπου τους βγάλει.
Αλλά οι ήρωες τον δεν είναι μονάδα οι καλοί κι οι νικητές. Το παραμύθι έχει να μας δείξει κι αρκετούς αντιήρωες, πολύ πριν επι νοήσουμε εμείς αυτόν τον όρο : έχει τους σταθερά και θλιβερά απο τυχημένους του, που πάντα χάνουν το παιχνίδι, σαν τη γυναίκα του ψαρά και τον βαφτισιμιό του θανάτου έχει τις μεγάλες κι άσκημες αδερφές, που μοιραία κάνουν πάντοτε το λάθος, δίνουν πάντα τη λαθεμένη απάντηση, ενεργούν π ά ν τ α με τον λαθεμένο τρόπο. Σ τ ο παραμύθι όλοι χωράνε. Το παραμύθι δεν δικαιολογεί, δεν εξηγεί, δεν νοιάζεται για το π ώ ς και το γιατί. Το παραμύθι μονάχα λέει, αφηγείται, πλέκει την ιστορία του΄ και μοιάζει σ αυτό με την ίδια τη ζωή : είναι. Το π α ραμύθι δεν απαιτεί πίστη. Κι έτσι κερδίζει αβίαστα, χωρίς προσπά θεια καμιά, την εμπιστοσύνη. Λεν ρωτάει ποτέ ποιος, πότε, πούθε και για πού. Τέτοιου είδους απαντήσεις δεν βρίσκονται μέσα στα παραμύθια. Τα κύρια ονόματα που απαντούν στη συλλογή των Γκριμμ είναι ελάχιστα, κι αυτά τόσο κοινότοπα, τόσο συνηθισμέ να, που χάνουν πια τη διάσταση της ταυτότητας, της ταύτισης μ΄ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Το ψηλό βουνό είναι το κάθε βου νό της γης, το βαθύ ποτάμι, το σκοτεινό δάσος, οι πολιτείες και τα χωριά είναι αλλού μα κι εδώ. Η ανωνυμία τους είναι τα τ ο π ω νύμια του κόσμου που κρύβονται μέσα στον καθένα, τον κόσμου όπως αυτός προβάλλει την π ρ ώ τ η
πρώτη στιγμή κι απλώνεται
ολόγυρα μαγικός και άγνωστος. Η μετάφραση των παραμυθιών, με όλες τις ιδιαιτερότητες μιας γλώσσας παλιάς και συχνά ξεχασμένης, μ' έφερε συχνά αντιμέτωπη με προβλήματα δυσεπίλυτα αλλά όμορφα. Τα Ελληνικά Παραμύ θια του Μέγα με βοήθησαν πολύ στην επιλογή φραστικού υλικού άρρηκτα συνδεδεμένου με την αφήγηση και τον προφορικό χαρα κτήρα της γλώσσας. Οι υποδείξεις του άντρα μου, που πρώτος διά βασε την ελληνική μετάφραση, καθώς και οι διορθώσεις τον εκδό τη Σταύρου Πετσόπουλου, ήταν για μένα πολύτιμες. Μα το πιο μεγάλο Ευχαριστώ το χρωστάω στη γιαγιά μου Τασία, που ποτέ δεν κουράστηκε να λέει παραμύθια, και στο γιο μου, που τώρα πε ριμένει να τ
ακούσει. ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΓΙΑΚΟΜΠ
και
ΒΙΛΕΛΜ
ΓΚΡΙΜΜ
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
της Marthe Robert 1
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥΝ, να καταγράψουν και να δημοσιεύσουν τα λα ήταν ακόμα ζωντανή στη Γερμανία την εποχή εκείνη, οι αδελφοί Γκριμμ είχαν κατά νου απλώς και μόνο να σώσουν τον λαϊκό αυτό πλούτο απ' τη λήθη, πριν χαθεί μια για πάντα. Η λαμπρή τύχη των δυο μικρών βιβλίων, που φέρουν δικαίως το όνομα τους, δείχνει πε ρίτρανα πως πέτυχαν το σκοπό τους και μάλιστα με το παραπάνω γιατί χάρη σ' αυτούς, χάρη στην αγάπη τους και στην αφάνταστη υπομονή τους, αυτά τα δυο μικρά αριστουργήματα πέρασαν και ση μάδεψαν όχι μόνο την ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά και την ιστο ρία της σκέψης. Πριν από τους Γκριμμ τα παραμύθια ήταν τα προ ϊόντα της απλοϊκής λαϊκής φαντασίας, γοητευτικά κι αφελή τις πε ρισσότερες φορές, προορισμένα για τις γιαγιάδες και τα μικρά παι διά. Ό σ ο κι αν ο Περρώ με τη συλλογή του τα είχε φέρει κοντά στους μορφωμένους και τους καλλιεργημένους κύκλους, κανείς δεν έψαχνε σ' αυτά τίποτα περισσότερο από απλές ιστοριούλες για να περνάνε τα παιδιά την ώρα τους. Μπορεί να διασκέδαζαν διαβάζον τας τα, ίσως ακόμα και γράφοντας καινούργια αλλά κανείς δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ γιατί υπήρχαν και πώς κατάφερναν να επι βιώνουν. Ό σ ο για το νόημα τους, ήταν προφανές : ένα δίδαγμα στο τέλος, που δικαιολογούσε την ύπαρξη τους και συγχωρούσε τα τερ τίπια και τις τρέλες τους. Ί σ ω ς μάλιστα οι Γερμανοί φιλόλογοι να
1.
Ή Ε ι σ α γ ω γ ή της M a r t h e R o b e r t προέρχεται από τη γαλλική επιλο
γ ή τ ω ν Π α ρ α μ υ θ ι ώ ν , σ ε μ ε τ ά φ ρ α σ η τ η ς ίδιας, στις Ε κ δ . G a l l i m a r d , 1 9 7 6 .
μην είχαν ξεφύγει απ αυτόν τον τρόπο σκέψης, αν η λογική της με θόδου τους δεν τους είχε οδηγήσει σε μιαν εντελώς νέα άποψη των παραμυθιών, ανοίγοντας τους απροσδόκητους δρόμους γεμάτους εμπόδια και αναπάντητα ερωτηματικά. Το μεγάλο τους τόλμημα ήταν πως προχώρησαν σ' αυτούς τους δρόμους, που ήταν δύσβατοι κι επικίνδυνοι σαν τα μαγεμένα δάση των παραμυθιών τους προ χώρησαν χωρίς να δειλιάσουν και χωρίς να χάσουν το δρόμο τους. Το αξιοθαύμαστο έργο της καταγραφής, το οποίο ολοκλήρω σαν με το ζήλο και την ευσέβεια των παλιών βάρδων, αλλά και την οξυδέρκεια και την ανησυχία των φιλολόγων, αφ' ενός στάθηκε πο λύτιμο για την ποίηση, αναγνωρίζοντας την τελειότητα και την ευ γένεια της λαϊκής λογοτεχνίας, ενώ αφ' ετέρου πρόσφερε άφθονο υλικό για την επιστημονική μελέτη της λαϊκής παράδοσης, που ήταν αδιανόητη όταν ακόμα δεν υπήρχαν αποθησαυρισμένα παρά ελάχι στα απομονωμένα παραμύθια εδώ κι εκεί. Στο βαθμό που ανάλογες ανθολογίες άρχισαν σιγά σιγά να κάνουν την εμφάνιση τους σε όλη την Ευρώπη, οι μελετητές δεν άργησαν να διαπιστώσουν την ύπαρ ξη τόσο πολλών ομοιοτήτων και αναλογιών, που δεν ήταν πλέον δυνατόν να αποδοθούν στην τύχη και στη σύμπτωση. Πράγματι : παραμύθια από διαφορετικές, συχνά μακρινές χώρες, παρουσίαζαν εκπληκτικές ομοιότητες τόσο στη δομή και την πλοκή τους όσο και στις λεπτομέρειες τους, στα στοιχεία τα οποία συνδύαζαν με ταυτόσημο τρόπο, και τέλος στις παραλλαγές τους, που υπογράμμι ζαν την ξεκάθαρη συνέχεια και σχέση ανάμεσα στα θέματα τους. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει τόσες ομοιότητες, πα ρά υιοθετώντας τη θεωρία της κοινής καταγωγής; Αλλά το ζήτημα της καταγωγής και της προέλευσης τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμέ νο με το πρόβλημα της σημασίας τους και του λόγου της ύπαρξης τους. Γιατί αν αυτές οι ιστορίες είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από γενιά σε γενιά και να απλωθούν ξεκινώντας από κάποια κοινή πα τρίδα, δεν μπορούσαν πια να θεωρηθούν απλά προϊόντα της λαϊκής φαντασίας, παράλογα κι ανόητα. Αντίθετα, ήταν λογοτεχνήματα με νόημα και σημασία, που με την πάροδο του χρόνου είχε κρυφτεί κι είχε θολώσει πίσω απ' τα εξωτερικά στοιχεία τους. Για να φω τίσουν αυτά τα προβλήματα, που στερούσαν απ' τα παραμύθια τον παιδιάστικο κι απλοϊκό τους χαρακτήρα, οι αδελφοί Γκριμμ δια-
μόρφωσαν μια θεωρία τόσο γοητευτική, που για πολύν καιρό θεω ρήθηκε ταυτόσημη με την αλήθεια. Σαν φιλόλογοι που ήταν, ενδια φέρονταν κυρίως για την καταγωγή της γλώσσας τους. Κατέληξαν λοιπόν να πιστέψουν ότι όλα τα παραμύθια και οι αφηγήσεις που αποτελούν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής λαϊκής παράδοσης, είναι αρίας καταγωγής και οφείλουν επομένως να μελετηθούν σαν τα απομεινάρια, περισσότερο ή λιγότερο ζωντανά ή ξεθωριασμένα, των μύθων που συνέλαβε προ αμνημονεύτων χρόνων ο λαός από τον οποίο προήλθαν αργότερα οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Έλληνες, οι Ρ ω μαίοι και η πλειονότητα των ευρωπαϊκών φυλών. Μετακινούμενες οι διάφορες φυλές των Αρίων πήραν μαζί τους αυτές τις απαρχές της μυθολογίας τους, που με τις παραλλαγές και τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε η προσαρμογή σε νέα κλίματα και σε νέους τρό πους ζωής, εμφανίζονται και πάλι μέσα στα παραμύθια όλων των συγγενικών λαών. "Αυτά τα στοιχεία", γράφει ο Βίλελμ Γκριμμ, « που ξαναβρίσκουμε μέσα σ' όλα τα παραμύθια, μοιάζουν με τα κομμάτια μιας σπασμένης πέτρας σπαρμένα στο χώμα, ανάμεσα στα χόρτα και στα λουλούδια : μόνο τα πολύ προσεχτικά βλέμματα μπορούν να τ ανακαλύψουν. Η σημασία τους έχει χαθεί πριν από πολύν καιρό. Αλλά τη νιώθουμε ακόμα, κι αυτό είναι που δίνει στο παραμύθι την αξία του ». Οι αδελφοί Γκριμμ, λοιπόν, καθώς και οι μελετητές της σχολής τους, πιστεύουν ότι μπορούν να ερμηνεύσουν τα παραμύθια με βάση τους μύθους από τους οποίους προέρχονται, ανάγοντας και τα μεν και τους δε σε μία και μοναδική θεωρία : κατά τη γνώμη τους, και οι μύθοι και τα παραμύθια είναι η αναπαράσταση του μεγάλου κο σμικού ή συμπαντικού δράματος, που ο άνθρωπος δεν σταματάει να πλέκει με το νου του απ την αυγή ακόμα της ιστορίας του. Η ερμηνεία λοιπόν κάθε παραμυθιού είναι απλή υπόθεση, αν όχι στις λεπτομέρειες, τουλάχιστον στο γενικό σχεδίασμα και στη δομή που το διέπει. Κι αφού τα μυθικά πρόσωπα είναι προσωποποιήσεις των φυσικών φαινομένων, όπως είναι τα άστρα, το φως, ο άνεμος, η θύ ελλα, η εναλλαγή των εποχών, τότε πρέπει να δεχτούμε πως και η Ωραία κοιμωμένη του δάσους δεν είναι άλλη από την Ά ν ο ι ξ η ή το Καλοκαίρι, ναρκωμένη από το Χειμώνα κι ο λήθαργος στον οποίο έχει βυθιστεί απλώς και μόνο επειδή τσίμπησε το δάχτυλο της με τη
μύτη μιας βελόνας θυμίζει τη νάρκη που απειλούσε τους Αρίους θεούς από την επαφή με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Ό σ ο για τον νεαρό πρίγκιπα που την ξυπνάει, αντιπροσωπεύει ασφαλώς τον ανοιξιάτικο ήλιο. (Ας σημειώσουμε εδώ ότι η παραλλαγή του Περρώ συμβαδίζει θαυμάσια μ' αυτήν την εκδοχή : η Πεντάμορφη και ο Πρίγκιπας έχουν δυο παιδάκια, τον Ή λ ι ο και την Αυγή. Η γερ μανική παραλλαγή, αντίθετα, σταματάει στο γάμο, όπως συνήθως συμβαίνει στα παραμύθια αυτού του τύπου.) Εφαρμόζοντας την ίδια μέθοδο, διαπιστώνουμε πως η Σταχτοπούτα είναι κι αυτή μια Αυγή συννεφιασμένη — κρυμμένη πίσω απ' τις στάχτες της, που θα σκορ πίσουν για να φανεί και πάλι η ομορφιά της χάρη στις ακτίνες τού πρωινού ήλιου — του νεαρού πρίγκιπα που την παντρεύεται. Στη μορφή του κοριτσιού που προσπαθεί να ξεφύγει από τις αιμομεικτικές επιθέσεις του πατέρα του και σκεπάζεται μ' ένα αρκουδοτόμαρο (στο παραμύθι της
Χιλιογουναρένιας,
παραλλαγή της Γαϊ-
δουρόγουνας του Περρώ), πρέπει επίσης ν' αναγνωρίσουμε την Αυγή την κυνηγημένη απ' τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Σύμφωνα μ' αυ τήν την ερμηνευτική πρόταση, τη λεγόμενη « νατουραλιστική », όλα τα παραμύθια έχουν πάνω-κάτω την ίδια σημασία. Και το πα ραμύθι αυτό καθ΄ εαυτό γεννιέται απ' την καθαρή μεταφορά, είναι μια ποιητική εικόνα, μια καλυμμένη έκφραση του συναισθήματος του κόσμου και της φύσης, όπως αυτό έγινε αντιληπτό απ' τους λαούς των χωρών μας κατά την πρώιμη περίοδο της ιστορίας τους. Ας μην προχωρήσουμε στις λεπτομέρειες μιας θεωρίας που συμ πληρώθηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους, απέκτησε υποστη ρικτές και αντιπάλους και έφτασε σήμερα να μη διαθέτει άλλη ν αξία πέραν της ιστορικής. Ας σημειώσουμε μόνο πως άρχισε να κα ταρρέει μετά τη γνωριμία με τα παραμύθια και τις παραδόσεις άλ λων λαών, πολύ μακριά απ' την Ευρώπη, που απέδειξαν ότι όλα τα παραμύθια συγγενεύουν μεταξύ τους, απ' όπου κι αν προέρχονται. Η θεωρία των αδελφών Γκριμμ, πότε στενή κι αυστηρή, πότε πλα τιά κι ασαφής, μοιάζει σήμερα περισσότερο με μια υπόθεση που πρέπει να εγκαταλειφθεί πλέον. Της οφείλουμε, ωστόσο, το ότι κα τάφερε να συνδυάσει, και μάλιστα με δημιουργικό τρόπο, τα φαινό μενα εντελώς διαφορετικής τάξης, που ώς τότε βρίσκονταν εντελώς απομακρυσμένα τα μεν από τα δε μέσα στη σκέψη των ερευνητών.
Προσπαθώντας να μελετήσουν τη σχέση μεταξύ μύθων και παρα μυθιών, έφεραν για πρώτη φορά στο φως το γεγονός πως ο μύθος, το παραμύθι και η λαϊκή παραδοσιακή αφήγηση είναι μορφές λό γου που σκοπό έχουν να ντύσουν και ν΄ μεταδώσουν τα ίδια πράγ ματα. Αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία απ' τη λεπτομερειακή ανάλυση των αλληγοριών που κρύβει c μαγικός κόσμος του παρα μυθιού. Γιατί η εμπειρία αυτή, που βρίσκεται στο βάθος όλων των μύθων, των παραδόσεων και των παραμυθιών, αλλάζει ίσως μορ φές, αλλά επιβεβαιώνεται διαρκώς σε πείσμα όλων των κοινωνικών και θρησκευτικών αλλαγών. Οι ιστορίες για νεράιδες, που γνώρισαν μεγάλη διάδοση σε χώρες προ πολλού χριστιανικές, μας αποκαλύ πτουν μ' εκπληκτική επιμονή αμέτρητες πεποιθήσεις, τελετουργικά και δεισιδαιμονίες, που επιβιώνουν και εξακολουθούν να συνδέουν τον χριστιανικό κόσμο με την αρχαία ειδωλολατρεία. Και στην πε ρίπτωση των παραμυθιών, δεν πρόκειται για απλές αναμνήσεις κα θώς είχαμε ήδη την ευκαιρία να παρατηρήσουμε, το παραμύθι μορφωνει, είναι με τον μετριόφρονα τρόπο του ένα μικρό διδακτικό έργο. Τι θέλει άραγε να πει κάτω απ' τη φανταστική ποικιλία των χρω μάτων του; Σε γενικές γραμμές, περιγράφει ένα πέρασμα — ένα πέρασμα αναγκαίο, δύσκολο, φραγμένο από χίλια εμπόδια, συνδε δεμένο με δοκιμασίες φαινομενικά ακατόρθωτες, ένα πέρασμα, ωσ τόσο, που έχει παρ' όλα αυτά καλό τέλος. Κάτω απ' τις πιο απί στευτες μυθοπλαστίες διακρίνεται πάντοτε ένα πραγματικό γεγονός: η αδήριτη ανάγκη του περάσματος από μια κατάσταση σε μιαν άλ λη, που αντιμετωπίζει πολύ συχνά ο άνθρωπος στη ζωή του το πέ ρασμα από τη μια ηλικία στην άλλη, από τη μια περίοδο στην άλλη, η προσαρμογή που απαιτείται μέσω μεταμορφώσεων συχνά οδυνη ρών, η οποία δεν τελειώνει παρά με την επίτευξη μιας ικανοποιη τικής και αληθινής ωριμότητας. Σύμφωνα με την αρχαϊκή αντίληψη, που το παραμύθι εξακολουθεί να θυμάται, το πέρασμα απ' την παι δική ηλικία στην εφηβεία και εν συνεχεία στην ενήλικη ζωή, είναι ένα ταξίδι γεμάτο κινδύνους, μια δοκιμασία που κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει χωρίς την κατάλληλη κι απαραίτητη μύηση έτσι και το παιδί, το παλικάρι τού παραμυθιού χάνεται μια μέρα μέσα στο σκοτεινό δάσος και δεν μπορεί να βρει το δρόμο του την κατάλληλη στιγμή συναντάει κάποιο πρόσωπο σοφό, τις περισσότερες φορές
ηλικιωμένο και με τις συμβουλές του καταφέρνει να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να πετύχει το σκοπό του. Αν η γαλλική παράδοση αποδυναμώνει τον μυητικό χαρακτήρα του παραμυθιού προβάλλοντας έναν ερωτισμό μετά βίας μεταμ φιεσμένο και μια ηθική μάλλον συμβατική, το γερμανικό παραμύθι, σαφώς λιγότερο « πολιτισμένο », διατηρεί όλη την πρωταρχική ορμή του. Η διαφορά προβάλλει εντονότατη όταν οι δυο παραδό σεις —γερμανική και γαλλική-— επεξεργάζονται το ίδιο θέμα : ας θυμηθούμε
τη
Σταχτοπούτα,
την Ωραία
κοιμωμένη
τον
δάσους,
τη Γαΐδουρόγουνα κ.ά. Η διαπίστωση επαληθεύεται ιδίοις στην εξέ ταση του κεντρικού προσώπου της νεράιδας. Μάταια θα ψάξουμε στα παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ την Καλή Νεράιδα με την αστραφτερή φορεσιά και το μαγικό ραβδάκι στο χέρι, που έρχεται τη σωστή στιγμή για να βοηθήσει τους νεαρούς ήρωες να λύσουν τα ερωτικά τους προβλήματα. Τις περισσότερες φορές το ρόλο της τον έχει αναλάβει μια μορφή εντελώς διαφορετική, που καθόλου δεν της μοιάζει, και της οποίας ο διακριτικός χαρακτήρας έρχεται σε αντί θεση με τη λάμψη της γνώριμης μας νεράιδας. Συχνά πρόκειται για μια γριά γυναίκα, που ο αφηγητής δεν χάνει τον καιρό του για να μας την περιγράψει η μορφή της, όμως, είναι αμφίβολη εκ πρώ της όψεως δεν ξέρει κανείς τι να περιμένει απ' αυτήν, αν είναι μια δύναμη σωτήρια ή μια μάγισσα του κακού. Αυτή η τρομαχτική γριά δεν διαθέτει καμιά λάμψη, δεν προκαλεί ούτε το θαυμασμό ούτε την ευγνωμοσύνη ούτε την αγάπη. Στεγνή και λιπόσαρκη, ακό μα κι όταν προστατεύει την ευτυχία, δεν έχει τίποτα κοινό με την ακτινοβόλα καλή νεράιδα, που για τα ορφανά μπερδεύεται με τη μορφή της νεκρής μάνας. Εμφανίζεται σπάνια, τη συναντάει όποιος αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες, όποιος έχει χαθεί και δεν μπο ρεί να ξαναβρεί το δρόμο του. Δεν είναι η "νονά " αυτών που βοη θάει. Κι αν παρευρίσκεται πότε πότε στη γέννηση του ήρωα, δεν ξανάρχεται στο γάμο του. Και μόλις ολοκληρώσει την αποστολή της, εξαφανίζεται. Με λίγα λόγια, έχει τόσο λίγες ομοιότητες με τη νεράιδα των παραμυθιών, που νιώθουμε τον πειρασμό να της αρνηθούμε αυτήν την ιδιότητα. Το γερμανικό παραμύθι, εξάλλου, δεν την αποκαλεί Νεράιδα. Τις λίγες φορές που την ονομάζει, την ονομάζει Μάγισσα ή Μαμή,
όρο που προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε στη μετάφραση μας, στο μέτρο του δυνατού. 1 Γιατί πριν ανάλαβε, το ρόλο της Μάγισσας, η Μαμή, σαν τις αρχαίες Ελληνίδες Μοίρες και τις Γερμανίδες Νόρνες, επιστατεί στη γέννηση του ανθρώπου και προδιαγράφει το μέλλον του. (Πολλές φορές η σοφή αυτή γριά-μαμή-μάγισσα εί ναι κλώστρα.) Η μαμή βοηθάει το παιδί να γεννηθεί, διευκολύνει με τις γνώσεις της και τη σοφία της τον ερχομό του στον κόσμο. Επιβλέπει τη σωστή εφαρμογή των παραδοσιακών τυπικών και την τήρηση των εθίμων, που αφορούν τη γέννηση αλλά και κάθε ση μαντικό σταθμό της ανθρώπινης ζωής. Ό σ ο κι αν η μορφή της έχει θολώσει και δεν διακρίνεται πια καθαρά, η γριά στα παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ έχει διατηρήσει το χαρακτήρα του θεματοφύλα κα της παράδοσης, πράγμα που εξηγεί κατά κάποιον τρόπο το φόβο και το δέος που νιώθουν συνήθους οι άνθρωποι για λογαριασμό της. Δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, ούτε νεράιδα ούτε μάγισσα. Είναι και το ένα και το άλλο, ανάλογα με τις περιστάσεις, και υπενθυμίζει την αναγκαιότητα των παραδοσιακών εθίμων, τα οποία εξηγούν και κάνουν κατανοητά τα μεγάλα γεγονότα της ζωής μας. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ωραία κοιμωμένη τον
δάσους.
Οι Γκριμμ μας λένε πως στο βασίλειο του πατέρα της ζουν συνο λικά δεκατρείς σοφές γριές. (Ο Περρώ δεν αναφέρει παρά εφτά μο νάχα νεράιδες, από τις οποίες η τελευταία αποκλείεται απ' τη γιορ τή για λόγους παρόμοιους μ' αυτούς που αναφέρονται στο γερμανι κό παραμύθι.) Ο βασιλιάς, όμως, δεν μπορεί να τις προσκαλέσει ό λες, γιατί δεν έχει παρά δώδεκα μονάχα χρυσά πιατάκια και, φυσικά, ΟΙ σοφές γριές δεν μπορούν να φάνε σε άλλα, κοινά πιάτα. Τη δέ κατη τρίτη λοιπόν την « ξεχνάνε ». Και η παράλειψη αυτή σε σχέση με το πατροπαράδοτο έθιμο, έχει σοβαρές συνέπειες για το μωρό : η νεογέννητη βασιλοπούλα δεν πρέπει ποτέ να πιάσει στα χέρια της αδράχτι, δεν της επιτρέπεται δηλαδή να κάνει αυτό που κάνουν όλα τα κορίτσια, να ζήσει σαν όλα τα κορίτσια. Ο περιοριστικός αυτός όρος δίνει την ευκαιρία για μια νέα παράλειψη : καταστρέφουν όλα τ΄ αδράχτια της χώρας, εκτός από ένα, που μένει στα χέρια μιας
1. Η Μ. Robert αναφέρεται στη μετάφραση της δικής της επιλογής των Παραμυθιών των Γκριμμ.
γριάς κλωστρας στο πρόσωπο της μπορούμε εύκολα ν' αναγνωρί σουμε την ίδια τη δέκατη τρίτη γριά. Το τελευταίο στάδιο είναι η δοκιμασία, ξεθωριασμένη επανάληψη των αρχαϊκών τελετών του θα νάτου, ο εκατόχρονος ύπνος, στον οποίο θα βάλει τέλος η γαμήλια τελετή, αν και εφόσον διεξαχθεί με τον σωστό, πατροπαράδοτο τρόπο. Κακογεννημένη, αφού η γέννηση της συνοδεύτηκε από μια παράλειψη, μια ασέβεια προς το τυπικό της γέννησης, η Πεντά μορφη δεν μπορεί να συνεχίσει το ταξίδι της ζωής παρά διακινδυ νεύοντας ανά πάσα στιγμή να πέσει στην αγκαλιά του θανάτου. Περνάει από την παιδική στην εφηβική ηλικία βυθισμένη σε βαθιά νάρκη και ξυπνάει με μεγάλη καθυστέρηση για να γνωρίσει επιτέλους τον έρωτα. Μαμή, σοφή και, φυσικά, μάγισσα, χάρη στις στενές σχέσεις της με τις σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η Γριά των γερμανικών παραμυθιών πλησιάζει περισσότερο απ' τη ρομαντική νεράιδα της χώρας μας το αρχαίο πρότυπο, το οποίο απηχεί : βοηθάει εκείνους που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη απ' τη βοήθεια της, τους νέους και τα παιδιά, μυεί τα νεαρά άτομα στα θρησκευτικά τυπικά και στις κοινωνικές τελετουργίες, με τις οποίες ο άνθρωπος προσαρμό ζεται στην εδώ τάξη πραγμάτων, έρχεται αληθινά στον κόσμο και βρίσκει τη θέση του. Α π ' αυτή την οπτική γωνία φωτίζεται και το παράδοξο στοιχείο των παραμυθιών, που ενώ προορίζονται για τα παιδιά, επιμένουν ιδιαίτερα σ' ένα θέμα μάλλον ακατάλληλο για την παιδική λογοτεχνία : την κοπιαστική αναζήτηση του ερωτικού αν τικειμένου μέσα από χίλιες οδυνηρές δοκιμασίες. Στην πραγματικό τητα το παράδοξο δεν υφίσταται, παρά μονάχα για μας, με βάση τα κριτήρια της παιδαγωγικής ηθικής μας : το πρόσωπο της Γριάς, υποθηκοφύλακα των παραδοσιακών τελετών, μυήτριας και συμβού λου με την πραγματική έννοια αυτων των λέξεων, επιτρέπει την άρση της φαινομενικής αυτής αντίφασης. Κι έτσι καταλαβαίνουμε γιατί το παραμύθι είναι ταυτόχρονα τόσο αθώο και τόσο σκληρό, γιατί δείχνει προτίμηση στις ματωμένες σκηνές, στους ακρωτηρια σμούς, στις ανθρωποθυσίες, λες και πρόκειται για κάτι εντελώς φυ σιολογικό και συνηθισμένο κι όχι για πράξεις βίας, που προκαλούν τη φρίκη και την αγανάκτηση. Η σκληρότητα είναι αναπόσπαστο στοιχείο των εθιμοτυπικών
τελετουργιών αποτελεί τη μακρινή αντανάκλαση εκείνου του κό σμου δεν έχει σκοπό ν' αποκρύψει και ν αποσιωπήσει την αιματηρή πλευρά της ζωής, αλλ' αντίθετα να την προβάλει και κατά κάποιον τρόπο να μας συμφιλιώσει μαζί της. Δεν πρέπει λοιπόν ν' απορούμε που το αίμα κυλάει ποτάμι μέσα στα παραμύθια, που οι κοπέλες αυτοακρωτηριάζονται την ώρα του γάμου τους (οι δυο αδερφές τής Στα χτοπούτας προδόθηκαν απ'το «αίμα στο γοβάκι τους»), που αφήνουν τον πατέρα τους να τους κόψει τα χέρια (στο Κορίτσι με τα κομμένα χέρια), που ο πατέρας θυσιάζει τα ίδια του τα παιδιά (στον Πιστό Ιω άννη, στα Δώδεκα αδέρφια, στα Εφτά κοράκια και σε τόσα άλλα), που οι άντρες θυσιάζουν την ίδια τους τη γυναίκα : το αίμα καθαγιάζει το τελετουργικό πέρασμα, από το οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύ γει. Η αιματηρή θυσία συνοδεύεται συχνά κι από μια περίοδο ασκη τικής ζωής : αυστηρή νηστεία, αποχή από την ομιλία κι απ' το γέ λιο
(δοκιμασία που με τη θέληση τους αποδέχονται οι κοπέλες για
να σώσουν τ
αδέρφια τους), μακροχρόνια απομόνωση μέσα στο
θεοσκότεινο δάσος — απ' όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, η δοκι μασία αποτελεί λόγο ύπαρξης του παραμυθιού, είναι το κατ* εξοχήν υλικό του, το περιεχόμενο της μυητικής του λειτουργίας. Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η επιμονή και η αντοχή αυτής της μυη τικής λειτουργίας, η οποία διατηρήθηκε πέρα και πίσω απ' όλα τα ισχυρά ρεύματα που προσπάθησαν να την καταπνίξουν. Ή τ α ν τέ τοια η ορμή και η ζωτικότητα της που κατάφερε ν' αντισταθεί ακό μα και σ' αυτόν τον ίδιον τον παντοδύναμο χριστιανισμό. Το οφεί λει ίσως στις γιαγιάδες, τις παραμάνες και τις τροφούς, που τη στάλαξαν στις ψυχές των παιδιών από γενιά σε γενιά. Σ' όλες αυτές τις γυναίκες, που καθισμένες ταπεινά δίπλα στο τζάκι έπαιξαν, δί χως ίσως να το ξέρουν, τον καθοριστικό ρόλο της Σοφής Γριάς, της Μοίρας, της Νεράιδας των παραμυθιών. Βλέπουμε λοιπόν ότι τα πλέον προφανή χαρακτηριστικά τού παραμυθιού, η αφέλεια του, η παιδιάστικη γοητεία του, δεν μπο ρούν μόνα τους να δικαιολογήσουν την εκπληκτική του δύναμη επι βίωσης. Στην πραγματικότητα, το παραμύθι είναι δισυπόστατο : κι αν μας θέλγει με την απλότητα του, σίγουρα μας σαγηνεύει με την πραγματικότητα που διαισθανόμαστε
κρυμμένη μέσα του.
Παρ' όλα αυτά δεν θεωρούμε σκόπιμο να μεταφράσουμε την αλή-
θεια του. Ό σ ο μεταμφιεσμένη κι αν είναι πίσω απ' τα σύμβολα και τις εικόνες του, εξακολουθεί να μας μιλάει σε μια γλώσσα πιο άμε ση από κείνην του μύθου, για παράδειγμα. Τα παιδιά το γνωρίζουν αυτό από ένστικτο και « πιστεύουν » στα παραμύθια στο βαθμό που βρίσκουν εκεί μέσα αυτό που τα ενδιαφέρει περισσότερο από το καθε τί στον κόσμο : μια εικόνα του εαυτού τους εύκολα αναγνωρίσιμη, μια εικόνα της οικογένειας τους, των γονιών τους. Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία ένα απ' τα μυστικά του παραμυθιού, που εξηγούν τη μακροβιότητα του : μιλάει αποκλειστικά και μόνο για την ανθρώπι νη οικογένεια, κινείται μέσα στο περιορισμένο αυτό σύμπαν, που για τον άνθρωπο αποτελεί τον κόσμο ολόκληρο για ένα μεγάλο χρο νικό διάστημα, αν όχι για πάντα. Το « βασίλειο » του παραμυθιού δεν είναι άλλο απ' τον κόσμο της οικογένειας, το κλειστό και περι ορισμένο αυτό σύμπαν, όπου παίζεται το πρώτο δράμα στη ζωή του ανθρώπου. Ο βασιλιάς αυτού του βασιλείου είναι αναμφισβήτητα ο άντρας, ο σύζυγος, ο πατέρας. Κι αυτή είναι η μορφή του έτσι όπως προβάλλει μέσα απ' τα παραμύθια : τα αμύθητα πλούτη του, η υπε ράνθρωπη δύναμη του, τα απέραντα κτήματα του, δεν υπάρχουν παρά μόνο για να περιγράψουν ανάγλυφα την πατρική εξουσία. Αυ τό είναι το μόνο χαρακτηριστικό του που παρουσιάζει ενδιαφέρον για το παραμύθι. Κατά τ' άλλα, η μορφή του πατέρα μένει σκοτει νή. Τις περισσότερες φορές το παραμύθι περιορίζεται να τον πα ρουσιάσει με τα παρακάτω τυποποιημένα λόγια : " Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς . . . », για να συμπληρώσει λίγο πιο κά τω : « . . . που είχε ένα γιο . . . » Κι αμέσως ύστερα τον ξεχνάει για να παρακολουθήσει το γιο αυτό στις περιπέτειες του ως το τέλος, οπότε τον ξαναθυμάται και τον εμφανίζει και πάλι στη σκηνή της επιστροφής ή της συμφιλίωσης. Τα ίδια συμβαίνουν κι όταν ο πα τέρας δεν είναι βασιλιάς, αλλά ένας απλός άνθρωπος : η παρουσία του δεν αλλάζει στο παραμικρό την πλοκή του παραμυθιού. Η συμ βολική αξία που μπορούμε να του αποδώσουμε, απ' όσα τουλάχι στον βλέπουμε σ' αυτήν εδώ τη συλλογή παραμυθιών, είναι οι δε σμοί σάρκας και στοργής που τον συνδέουν με τα μέλη της οικο γένειας του. Ο βασιλιάς ή ο πατέρας δεν είναι ποτέ εργένηδες. Κι αν έχουν χηρέψει, πράγμα που δεν είναι διόλου σπάνιο, άλλο δεν έχουν στο νου τους παρά πώς να ξαναπαντρευτούν. (Όταν ήρθε ο χειμώ-
νας, λέει μελαγχολικά ο αφηγητής
της Σταχτοπούτας, το χιόνι
έστρωσε το κατάλευκο χαλί του πάνω απ' τον τάφο της. Κι όταν ο ήλιος της άνοιξης τό 'λιωσε και το σκόρπισε, ο άντρας πήρε κιόλας άλλη γυναίκα.) Ο βασιλιάς δεν μπορεί να μείνει χωρίς γυναίκα κι ακό μα περισσότερο χωρίς παιδιά. Κι cv ποτέ φτάσει σ' αυτή τη δυ σάρεστη θέση, το παραμύθι βιάζεται να τον βοηθήσει να βγει το γρηγορότερο. Η βασίλισσα απ' τη μεριά της δεν έχει καμιάν άλλη λειτουργία πέρα απ' αυτήν της μητέρας και συζύγου. Ό σ ο για τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα, είναι κατ΄ αρχάς γιος και κόρη, ως τη στιγμή που θα φτιάξουν δική το ς οικογένεια και θα οροθετή σουν έτσι το τέρμα της πατρικής βασιλείας, της πατρικής εξουσίας, παίρνοντας πια αυτοί τη θέση των γονιών τους. Με αξιοσημείωτη οικονομία μέσων το παραμύθι, και μάλιστα το παραμύθι των Αδελφών Γκριμμ, μας παρουσιάζει ένα μικρό οικογενειακό δράμα, του οποίου το σχήμα είναι σταθερό κι αμετά βλητο : ένα παιδί γεννιέται σε κάποια ανο^νυμη οικογένεια σε κά ποιον τόπο που δεν προσδιορίζεται (η ανωνυμία των τόπων είναι μόνιμο στοιχείο των παραμυθιών αλλά θα πρέπει εδώ να παρατη ρήσουμε πως και τα ονόματα προσώπων είναι ελάχιστα στις ιστο ρίες μας : ο ήρωας του παραμυθιού είναι ο " πρίγκιπας " κι ακόμα πιο συχνά « το παλικάρι ». Οι γονείς ή που θ' αγαπούν το παιδί τους ή που θα το κακομεταχειρίζονται. Απορίας άξιο είναι πως η μεγαλύτερη σκληρότητα έρχεται συνήθως απ' την πλευρά της μη τέρας, της οποίας η θηριωδία έρχεται σ' έντονη αντίθεση με την αδύ ναμη, ονειροπόλα ίσως, καλοσύνη του πατέρα. (Δεν θα βρούμε παρά δύο, ή τρεις το πολύ, σκληρούς πατεράδες, όπως είναι π.χ. ο πατέ ρας στο Κοριτσάκι με τις χήνες [β' τόμος] και στα Δώδεκα αδέρφια, ενώ οι μητριές είναι αμέτρητες. Ό σ ο κι αν κρύβονται πίσω απ' την ιδιότητα της πεθεράς ή της μητριάς, ωστόσο, δεν μας ξεγελούν : είναι οι κακές μανάδες, εκείνες που βασανίζουν, που ζηλεύουν, που καταβροχθίζουν τα παιδιά τους. Γιατί η καλή, η στοργική μάνα, η μάνα που αφοσιώνεται όλο αγάπη στα παιδιά της, είναι μια μορφή μακρινή για το παραμύθι, ένα πρόσωπο συνήθως πεθαμένο.) Η παι δική ηλικία του ήρωα είναι πάντα γεμάτη ατυχίες και κινδύνους : αν τον αγαπούν οι γονείς του, τότε τον μισεί ο αδερφός ή η αδερφή του. Αν τον περιβάλλουν όλοι με στοργή, τότε τον καταδιώκει κά-
ποιο σφάλμα, κάποια αμαρτία, που στην πλειονότητα των περιπτώ σεων έχει διαπράξει πριν από τη γέννηση του κάποιος απ' τους δικούς του : κάποια παράλειψη, κάποια απερίσκεπτη υπόσχεση στον Διά βολο, μια ευχή ίσως προκλητική για τις Μοίρες. II συνέπεια είναι πάντα η ίδια : ο ήρωας δεν μπορεί να μεγαλώσει σαν τ άλλα παιδιά : πριν προλάβει καλά καλά να περάσει στην εφηβεία, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την οικογένεια του και να πάει, όπως τόσο ωραία το λέει ο παραμυθάς, " να βρει την τύχη του » μέσα στον απέραντο κόσμο . . . Κι εκεί, μέσα στη σκοτεινιά του δάσους, όπου βρίσκεται άθελα του, αντιμετωπίζει τις στερήσεις, την αγωνία της μοναξιάς και τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Παίρνει τότε το δρόμο τον σπαρμένο εμπόδια και κινδύνους, κυνηγημένος από τις δυνάμεις του Κακού, λες και η απομάκρυνση του από την οικογένεια του δεν ήταν αρκετή για να τον προφυλάξει απ' τη Μοίρα του. Η μόνη πι θανότητα που έχει για να σωθεί, είναι να συναντήσει το αγαπημένο πλάσμα, που θα « λύσει τα μάγια και θα τον ελευθερώσει " από τα δεσμά που τον κρατούν ακόμα φυλακισμένο στην παιδική του ηλι κία. Αλίμονο του αν δεν τολμήσει να κόψει με σίγουρο και σταθερό χέρι μια για πάντα αυτά τα δεσμά — κόβοντας, ας πούμε, όλα τα κεφάλια του δράκου μαζί με τις γλώσσες τους. Αν υποχωρήσει στη νοσταλγία που τον σπρώχνει προς το πατρικό του και ξεχάσει τις συμβουλές της αγαπημένης του, αν φιλήσει τους γονείς του « στο αριστερό μάγουλο ", αν τους πει "πάνω από τρεις λέξεις", τότε βυθίζεται ξανά στο χαμό, στο λήθαργο, στο χάος της παιδικής ηλι κίας, απ' όπου τόσο κοπίασε να ξεφύγει. Κι αν ξυπνώντας απ' τον βαθύ του ύπνο, δεχτεί τη νύφη που τού 'χουν ετοιμάσει οι γονείς του, αρνούμενος έτσι την αγαπημένη της καρδιάς του, τότε χάνον τας την « αληθινή του αγάπη » χάνει και τον ίδιο του τον εαυτό για πολύν καιρό. Η αλήθεια είναι πως ο πρίγκιπας των παραμυθιών δεν έχει και πολλές ομοιότητες με τον Οιδίποδα. Το παραμύθι εξάλλου δεν θίγει ποτέ το ζήτημα της αιμομειξίας απ' αυτήν την άποψη, αλλά πάντα απ' την πλευρά του πατέρα, του οποίου οι επιθυμίες εκδηλο^νονται με ωμό τρόπο (πράγμα που φαίνεται πιο καθαρά στις πολυάριθμες επίσης περιπτώσεις όπου κυριαρχεί η αδερφική αγάπη). Όλα όμως συντείνουν στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος που προσπαθεί ν' απο-
φύγει ο ήρωας εγκαταλείποντας την οικογένεια του, είναι ο ίδιος μ' εκείνον που απειλούσε τον ήρωα της αρχαίας τραγωδίας. Η μόνη διαφορά είναι πως ο ήρωας του παραμυθιού τελικά θριαμβεύει και δεν φτάνει στο διπλό έγκλημα του Οιδίποδα : όσο μεγάλη κι αν εί ναι η σύγκρουση, της οποίας θέατρο είναι το πατρικό βασίλειο, κα ταφέρνει στο τέλος να βγει νικητής. Ό σ ο σφιχτά κι αν είναι τα δε σμά που τον κρατούν καρφωμένο στην παιδική του ηλικία, έχει τη δύναμη να τα σπάσει και να « ζήσει ευτυχισμένος μέχρι τα βαθιά του γεράματα ». Υπόδειγμα απόλυτης επιτυχίας εκεί ακριβώς όπου ο Οιδίποδας αποτυγχάνει, αποδεικνύε, περίτρανα ότι το πέρασμα του ανθρώπου απ' την παιδική ηλικία στην ωριμότητα είναι δυνατό και πραγματοποιήσιμο, όσους κινδύνους κι αν κρύβει. Κι ότι αυτό και μόνο μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ευτυχία της αγάπης, που το παραμύθι εξιδανικεύει σε μεγάλο βαθμό. Με τα χαρακτηριστικά και το ύφος του έπους, το παραμύθι εί ναι ένα μικρό μυθιστόρημα « συναισθηματικής αγωγής » και τίπο τα δεν δικαιολογεί καλύτερα τους παιδαγωγικούς του στόχους. Κά τω απ' τη διασκεδαστική του επιφάνεια κρύβει στόχους πολύ σο βαρούς. Κι όλα συνηγορούν στο να πιστέψουμε πως έχει συνείδηση της υψηλής αποστολής του. Αλλά με πόση χάρη δεν προσπαθεί να εκπληρώσει το καθήκον του, με πόση τέχνη δεν πασχίζει να μορφώ σει και να διδάξει! Και πώς ξέρει να διαλέγει τις λεπτομέρειες, με πόση ελευθερία, με πόση τόλμη δεν παραβαίνει τις ίδιες τις συμβά σεις του, ανακατεύοντας τα χαρτιά του ονείρου και της πραγματι κότητας, της αλήθειας και της ψευδαίσθησης. Ό σ ο κι αν ξεπηδάει μέσα απ' το βασίλειο της επιθυμίας, όπου τίποτα δεν χωρίζει την ευχή απ' την πραγματοποίηση της, ρίχνει στην καθημερινή πραγ ματικότητα της σκληρής δουλειάς, του μόχθου και της υπομονής ένα βλέμμα ζωηρό, διαυγές, χαρούμενο ή θλιμμένο, αλλά πάντα γε μάτο ζεστασιά και αγάπη για τη ζωή. Κι αν προτείνει έναν κόσμο ονειρικό, όπου η δυστυχία εξορίζεται χάρη στην πραγματοποίηση και των πιο τρελών επιθυμιών, εξακολουθεί παράλληλα να σέβεται την αλήθεια της ζωής και δεν αρνείται τη δυστυχία αυτήν καθ΄ εαυτήν : την εντοπίζει και σημειώνει με θλίψη τη θέση της. « Τα πράγ ματα αυτά δεν συμβαίνουν πια στις μέρες μας », λέει το παρα μύθι Το κοριτσάκι με τις χήνες για τα δάκρυα που μεταμορφώ-
νονταν σε μαργαριτάρια. Το παραμύθι, φυσικά, δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους. Μένει, ωστόσο, αξεδιάλυτα ζυμωμένο με τη σάρ κα και το αίμα, δεν αγνοεί ποτέ το κορμί του ήρωα του. το περιγρά φει στις κακουχίες, στην πείνα, στο κρύο. στην ανείπωτη κούραση του δρόμου. Δεν διστάζει να μιλήσει και για τη φρίκη και τα βάσανα του πολέμου : οι απλοί στρατιώτες που ξεσηκώνονται ενάντια στο βασιλιά τους, περνάνε πρώτα απ' τη φτώχεια και τη δυστυχία του άχρηστου πια μισθοφόρου. Δεν περιορίζεται στην περιγραφή των απέραντων εκτάσεων που ο βασιλιάς έχει στην εξουσία του. Σαν όλα τα ποιητικά και βαθυστόχαστα έργα, πλησιάζει με προσοχή και σεβασμό τη ζωή στις πιο απλές της εκφάνσεις. Έ τ σ ι οπλίζεται με το ισχυρότερο όπλο του, που είναι το δικαίωμα να ψεύδεται, χω ρίς να προδίδει την αλήθεια. Η χάρη και η τέχνη — νά τα μέσα που εξασφαλίζουν στα παρα μύθια την καλύτερη άμυνα ενάντια στις επιθέσεις της επιστήμης. Κανείς δεν το ένιωθε αυτό με περισσότερη σιγουριά απ' τους Α δελφούς Γκριμμ, που αγωνίστηκαν να τα σώσουν στην αυθεντι κή μορφή τους, προσέχοντας πολύ να μην παρεμβάλουν δικές τους ερμηνείες. Είναι σχεδόν θαύμα το ότι τα κατάφεραν. Η επιτυχία τους οφείλεται σ' έναν σπάνιο συνδυασμό της γνώσης με την αγάπη της ποίησης. Σαν το παιδάκι του τελευταίου τους παραμυθιού, μας δίνουν το χρυσό κλειδί που νομίζουν ότι βρήκαν κάτω απ' το χιό νι. Αλλά δεν μας αναγκάζουν να το πάρουμε. Το κλειδάκι είναι τόσο όμορφο, τόσο λεπτοδουλεμένο, τό σολαμπερό, που αρκούμα στε να το θαυμάζουμε, χωρίς καν να προσπαθήσουμε να το χρησι μοποιήσουμε. MARTHE
ROBERT
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΩΝ
ΓΚΡΙΜΜ
Π Ο Λ Λ Ε Σ Φ Ο Ρ Ε Σ , όταν καταιγίδες ή άλλες συμφορές που στέλνει ο ουρανός, δέρνουν τους σπόρους σε φράχτες και θάμνους στην άκρη του δρόμου, συμ βαίνει και κάποιοι απ΄ όλους φυτρώνουν σαν βγει ο ήλιος και μεγα λώνουν και ψηλώνουν σε μέρη όπου κανείς δεν τους περιμένει. Τα δρεπάνια των θεριστών δεν τα βρίσκουν αυτά τα στάχυα να τα κό ψουν για τις σιταποθήκες των πλούσιων αφεντάδων. Αλλά το φθι νόπωρο, όταν ωριμάζουν και χρυσίζουν, φ τ ω χ ά χέρια έρχονται και τα μαζεύουν ένα ένα με προσοχή και φροντίδα, σαν νά 'ταν δεμάτια ολόκληρα κι έτσι φτάνουν στα φτωχόσπιτα και είναι το φαγητό όλου του χειμώνα, ίσως μάλιστα κι ο σπόρος ο μοναδικός για τα χρόνια που έρχονται.
Έ τ σ ι νιώσαμε κι εμείς όταν είδαμε π ω ς απ το πλήθος που ανθούσε στο παρελθόν δεν είχαν σωθεί παρά λιγοστά μόνο λουλουδά κια εδώ κι εκεί π ω ς ακόμα κι η ανάμνηση είχε χαθεί ολότελα σχε δ ό ν και π ω ς δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστα πράγματα, μετρη μένα στα δάχτυλα : βιβλία, μύθοι, λαϊκά τραγουδάκια κι αυτά εδώ τ' αθώα παραμύθια. Τα πεζούλια μπροστά στο τζάκι, στη σόμπα, τα κεφαλόσκαλα, οι ώρες κι οι μέρες της σχόλης, τα βοσκοτόπια και τα δάση μέσα στη σιωπή και τη μοναξιά τους, αλλά πάνω απ όλα η ζωηρή κι ασυννέφιαστη ακόμα φαντασία, ήταν οι ήσυχες γ ω νιές που δέχτηκαν το σπόρο και τον σιγούρεψαν, τού 'δωσαν κατα φύγιο και τον βοήθησαν να ζήσει και να καρπίσει. Είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να καταγράψουμε τούτα τα παραμύθια, αφού οι άνθρωποι που κρατούν ακόμα ζωντανή την π α -
ράδοση σπανίζουν ολοένα και περισσότερο. Αυτοί βέβαια που ξέ ρουν ακόμα παραμύθια, ξέρουν πολλά. Γ ι α τ ί μπορεί οι άνθρωποι να λιγοστεύουν, τα παραμύθια όμως όχι. Αλλά το ίδιο το έθιμο αργο πεθαίνει, σαν τις κρυψώνες εκείνες μέσα σε σπίτια και αυλές, που περνούσαν από π α π π ο ύ σ' εγγονό και τώρα υποχωρούν διαρκώς στην ανάγκη για περισσότερο χρήσιμο χώρο μέσα στις καινούργιες κατοικίες μας, στην ανάγκη για μια κενή κι ανόητη μεγαλοπρέπεια' μια μεγαλοπρέπεια παρόμοια με το χαμόγελο εκείνο που αν θεί στα χείλια μας, σαν μιλάμε για τα παραμύθια αυτά, ένα χαμό γελο όλο αξιοπρέπεια που τίποτα δεν κοστίζει.
Ε κ ε ί όπου ακόμα
υπάρχουν, ζουν με τέτοιον τρόπο, ώστε κανείς δεν σκέφτεται αν εί ναι καλά ή κακά, όμορφα ή ά σ χ η μ α : τα ξέρουν απλώς και τ αγαπούν, επειδή έτσι τα δ έ χ τ η κ α ν και τα χαίρονται δίχως λόγο. Κι αυτό έχει η ποίηση κοινό μ όλα τα αιώνια : ότι ακόμα και άθελα του φτάνει κανείς να την αγαπήσει. Α εν είναι δύσκολο, ωστόσο, να προσέξουμε π ω ς ακόμα κι η ποίηση εξακολουθεί να ζει εκεί μόνο όπου υπάρχει μια σχετική προδιάθεση ή όπου οι αναποδιές της ζωής δεν έχουν ακόμα καταφέρει να νικήσουν τη ζωηράδα της φαντασίας. Μ΄ αυτό το πνεύμα δεν πρόκειται κι εμείς α π ' τη μεριά μας να παινέψουμε αυτά τα παραμύθια ή να τα προστατέψουμε ενάντια σ' αντίθετες γνώμες : η παρουσία τους, η ύπαρξη τους και μόνο, είναι γι αυτά η καλύτερη προστασία. Αυτά, που κατάφεραν με τόσο πολλούς τρόπους να διασκεδάσουν, να διδάξουν, να χαρίσουν απόλαυση και συγκίνηση, κλείνουν ήδη μέσα τους την αναγκαιότητα της ύπαρξης τους και έχουν σίγουρα τη ρίζα τους σε μια α π ' τις αιώνιες πηγές, που δροσίζουν τη Ζ ω ή . Κι αν είναι μονάχα μία σταγόνα, αυτή που έχει κρυφτεί μέσα σ' ένα μικρό ταπεινό φυλλαράκι, λαμπυρίζει και πάλι στο πρώτο φως της αυγής. Μέσα σ΄ αυτήν την ποίηση ζει και φέγγει η ίδια εκείνη καθαρό τητα που μας κάνει να βλέπουμε τα παιδιά τόσο θαυμάσια κι ευτυ χισμένα : έχουν τα ίδια πεντακάθαρα γαλάζια μάτια, που δεν μ π ο ρούν να μεγαλώσουν άλλο, ενώ τ άλλα μέλη τους είναι ακόμα τρυ φερά κι αδύναμα κι αδέξια στην υπηρεσία της γης. Αυτός είναι ο λόγος που μ αυτή τη συλλογή μας δεν είχαμε σκοπό να υπηρετή σουμε μονάχα την ιστορία της ποίησης και της μυθολογίας, αλλά ταυτόχρονα την ίδια την ποίηση που ζει μέσα τους, δρα και συγκι-
νεί όποιον μπορεί να συγκινήσει. Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, θέλει να χρησιμέψει και στην ανατροφή τ ω ν παιδιών. Αποφύγαμε γι
αυτό
καθετί που θα μπορούσε να θεωρηθεί ακατάλληλο ή επικίνδυνο για παιδιά και προτιμήσαμε να περιλάβουμε μονάχα εκείνες τις διηγή σεις που κρύβουν μέσα τους αλήθεια. Σ τ η ν τελευταία έκδοση της συλ λογής μας προσπαθήσαμε να εξαλείφουμε όλες τις εκφράσεις που δεν αρμόζουν στα παιδιά αυτά. Κι αν κάποιοι θεωρήσουν π ω ς υπάρ χουν, παρ' όλες τις προφυλάξεις μ α ς σημεία και αποσπάσματα που θα μπορούσαν να φέρουν σε αμηχανία τους γονείς, αν κάποιοι π ι στέψουν π ω ς η συλλογή μας δεν είναι κατάλληλη για τα παιδικά χε ράκια, μπορεί για κάποια ευαίσθητο παιδιά νά εχουν πράγματι δί κιο κι οι ανησυχίες τους να είναι απόλυτα δικαιολογημένες. Σ τ η ν περίπτο)ση αυτή μπορούν εύκολα να προχωρήσουν σε μια επιλογή και να παρακάμψουν τον κίνδυνο. Για τη μεγάλη πλειονότητα, ό μως, των γερών και φυσιολογικών παιδιών, κάτι τέτοιο είναι εντε λώς περιττό. Και δεν υπάρχει καλύτερος υπερασπιστής της υπόθε σης μας από την ιδια τη φύση, που άφησε αυτά τα άνθη να φυτρώ σουν και να φουντώσουν με τόσα χ ρ ώ μ α τ α και τόση ποικιλία. Ό ποιος δεν αντέχει την ποικιλία και τη ζωηράδα της φύσης, δεν γ υ ρεύει να προσαρμοστούν τα λουλούδια και τα δέντρα στις δικές του ανάγκες. Ή αλλιώς : η βροχή κι η δροσιά πέφτουν ευεργετικά π ά νω σ όλα όσα ζουν στη γ η . Αν κάποιος δεν τολμάει να βγάλει τις γλάστρες του έξω και να τις αφήσει να δροσιστούν, παρά προτιμάει να τις ποτίζει μέσα στο σπίτι του με το κανάτι, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Αλλά η βροχή κι η δροσιά δεν πρόκειται να σταματή σουν να πέφτουν στη γ η , απλώς και μόνο επειδή αυτός δεν τις θέλει. Αλλά ό,τι φροντίζει η φύση από μόνη της, τελικά προκόβει. Και μ αυτή τη σιγουριά στην καρδιά μας πρέπει να ζούμε. Κι εξάλλου όλα τα σπουδαία και σημαντικά αναγνώσματα, που βοηθούν στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, όλα χωρίς καμιά εξαίρεση περιέχουν πολύ περισσότερα σημεία κι αποσπάσματα ικανά να φέρουν σε αμη χανία τον αναγνώστη. Κι απ τον κατάλογο αυτόν δεν εξαιρείται ούτε αυτή η ίδια η Αγία Γραφή. Αλλά με τη σωστή χρήση αυτών των βιβλίων δεν πρόκειται ν
ανακαλύψουμε μέσα στις σελίδες τους τί
ποτα κακό. Μέσα σ αυτά ο καθένας βρίσκει μιαν εικόνα της καρ διάς του. Τα παιδιά κοιτάζουν άφοβα τ άστρα, ενώ άλλοι δεν τολ-
μούν να κοιτάξουν προς τον ουρανό, να μην προσβάλουν τάχα τους αγγέλους. Η καταγραφή αυτών των παραμυθιών έχει αρχίσει εδώ και δε κατρία χρόνια περίπου. Ο πρώτος τόμος, που κυκλοφόρησε το 1812, περιέχει κυρίως τα παραμύθια που ακούσαμε στην Έ σ σ η , στις πε ριοχές του Μάιν και του Κίντσιγκ της κομητείας του Χάναου, όπου γεννηθήκαμε. Ο δεύτερος τόμος ολοκληρώθηκε το 1814 και κυκλο φόρησε γρηγορότερα, εν μέρει επειδή το βιβλίο είχε πια αποκτήσει τους δικούς του φίλους, που το υποστήριξαν με κάθε δυνατό τρόπο, εν μέρει επειδή μας βοήθησε η τύχη που παραστέκει πάντα την επι μέλεια και το ζήλο παρόμοιων έργων. Ό π ο ι ο ς έχει πια συνηθίσει να προσέχει τα παραμύθια, ακούει περισσότερα α π ' όσα φαντάζεται κανείς' και το ίδιο συμβαίνει με τις παροιμίες, με τα αινίγματα και μ όλα τα δημιουργήματα της λαϊκής μούσας. Τα ο)ραιότατα παρα μύθια στις διαλέκτους της Βεστφαλίας α π ' το δουκάτο του Μύνστερ και του Πάντερμπορν τα χρωστάμε στην καλοσύνη και στην εξυπηρετικότητα φίλων. Η ζεστασιά κι η οικειότητα του διαλεκτικού στοιχείου μ α ζ ί με την εσωτερική
τελειότητα που διακρίνει αυτά
τα παραμύθια, συνδυάζονται εδώ μ έναν τρόπο εκπληκτικό. Σ τ ι ς περιοχές αυτές της γερμανικής ελευθερίας, τα παραμύθια κι οι μύ θοι αντιπροσωπεύουν ακόμα και σήμερα μια καθημερινή ευχαρί στηση. Και η χώρα εξακολουθεί να είναι πλούσια σε τραγούδια και πατροπαράδοτα έθιμα. Ε κ ε ί όπου η γραφή δεν έχει ακόμα επιτρέ ψει την εισβολή του ξενικού στοιχείου και το αδυνάτισμα της μνή μης της στηριγμένης στα γραπτά, η παράδοση παραμένει ισχυρή κι ολοζώντανη. Αυτή είναι η περίπτωση και στην Κ ά τ ω Σαξονία, όπου η παράδοση φαίνεται π ω ς έχει διατηρήσει περισσότερα πράγ ματα α π ' οπουδήποτε αλλού. Πόσο πληρέστερη θα ήταν αυτή η κα ταγραφή τον 15ο ή έστω και τον 16ο αιώνα, την εποχή του Χανς του Σαξόνου και του Φίσαρτ. 1 Η τύχη, πάντως, μας χαμογέλασε κι έτσι γνωρίσαμε μιαν αγρό τισσα στο χωριουδάκι Νίντερτσβέρν κοντά στο Κάσσελ, η οποία μας διηγήθηκε τα περισσότερα και τα ωραιότερα παραμύθια τού 1. Το παράξενο είναι πως οι Γαλάτες δεν επέτρεπαν την καταγραφή των παραδοσιακών τραγουδιών τους, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαν τη γραφή
δεύτερον τόμου. Η γυναίκα αυτή δεν η : α ν πολύ πάνω από πενήντα χρονώ. Το πρόσωπο της φανέρωνε δυναμη, ζωντάνια κι εξυπνάδα και τα μεγάλα μάτια της ακτινοβολούσαν φωτεινά. 1 Η γυναίκα αυ τή κρατούσε σφιχτά και σίγουρα στη μ ν ή μ η της πλήθος παραμύθια. Ή ξ ε ρ ε πολύ καλά ότι αυτό ήταν ένα ξεχωριστό χάρισμα. Ό π ω ς έλεγε κι η ίδια, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να θυμηθούν απολύτως τίποτα. Ό τ α ν έλεγε τα παραμύθια, μιλούσε με ζωντάνια, με σιγουριά και μ
ευχαρίστηση. Μπορούσε χωρίς καμιά δυσκολία
να ξαναπεί το ίδιο παραμύθι σιγά σιγά, έτσι ώστε με λίγη εξάσκη ση κατάφερνε κανείς να το γράψει τη στιγμή που το άκουγε. Αρκε τά παραμύθια καταγράφτηκαν έτσι λέξη προς λέξη. Ό π ο ι ο ς θεω ρεί π ω ς η προφορική παράδοση έχει την τάση να προχο)ράει στα διακά σε αλλοιώσεις, μεταβολές και παραποιήσεις, όποιος πιστεύει ότι αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο κανόνας, θά 'πρεπε ν ακούσει αυτήν τη γυναίκα : με πόση ακρίβεια επαναλάμβανε τα παραμύ θια διαλέγοντας πάντα τις ίδιες λέξεις και τις ίδιες φράσεις με π ό ση επιμονή πρόσεχε, ώστε όλα να γραφτούν όπως ήταν στ αλήθεια" με πόση φροντίδα διόρθωνε
τον εαυτό της, όταν κάτι της ξέφευγε.
Οι άνθρωποι που ζουν με την παράδοση, είναι προσκολλημένοι σ αυ τήν κι επιμένουν στη διατήρηση και στην πιστή φύλαξη των πάν των, πολύ περισσότερο α π ' ό,τι φανταζόμαστε ίσως εμείς, που τεί νουμε μάλλον προς την αλλαγή και την πρόοδο. Γι αυτό και τα π α ραμύθια, που έχουν φτάσει ώς εμάς μέσα α π ' τα βάθη του χρόνου, σ' όλες τις άλλες περιστάσεις της ζωής τους. Ο Καίσαρας, που το πρόσεξε (De hello Gallico, VI 4), πιστεύει ότι προσπαθούσαν έτσι ν αποφύγουν μιαν πιθα νή εξασθένηση της μνήμης, η οποία θα εγκατέλειπε την άσκηση, βασιζόμενη στο γεγονός της καταγραφής των τραγουδιών. Ανάλογη κατηγορία προσάπτει κι ο Θαμούζ στον Θωθ (στον Φαιδρό του Πλάτωνα), όταν συζητείται η εφεύ ρεση απ' τον τελευταίο των γραμμάτων : η γραφή μπορεί να συντελέσει στο αδυνάτισμα της μνήμης. 1. Ο αδελφός μας Λούντβιχ Γκριμμ τη ζωγράφισε και το σκίτσο του, που βρίσκεται στη Λειψία, χαρακτηρίζεται από μεγάλη φυσικότητα και ομοιό τητα με το αληθινό πρόσωπο. Ο πόλεμος της έφερε μεγάλη δυστυχία, που κά ποιοι φιλάνθρωποι προσπάθησαν να τη μετριάσουν, χωρίς ωστόσο να μπορούν να την εξαφανίσουν εντελώς. Ο πατέρας των εγγονών της πέθανε από εγκε φαλικό πυρετό και τα ορφανά κατέληξαν στη φτωχή της καλύβα. II ίδια αρ ρώστησε και πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 1816.
διαθέτουν μια δύναμη και μια ζεστασιά που σπάνια χαρακτηρίζει άλλα προϊόντα του ανθρώπινου νου, όσο λαμπερά κι εντυπο)σιακά κι αν είναι. Η επική βάση της λαϊκής ποίησης μοιάζει με το πρά σινο, που βάφει σ όλες του τις αποχρώσεις κάθε γωνιά της φύσης, που μας χορταίνει και μας γαληνεύει, χωρίς ποτέ να μας κουράζει. Εκτός από τα παραμύθια του δεύτερου τόμου καταγράψαμε έτσι κι ένα σωρό παραλλαγές των παραμυθιών του πρώτου τόμου, που είχαμε βρει από παρόμοιες πηγές. Η 'Εσση, περιοχή ορεινή, μα κριά απ τους στρατιωτικούς δρόμους και τα θέατρα των πολεμούν, χώρα κατ
εξοχήν αγροτική, μπόρεσε να διατηρήσει περισσότερα
απ τα έθιμα και τις παραδόσεις του λαού μας. II σοβαρότητα των ανθρώπων της, η εργατικότητα, η τόλμη και η ηθική τους, είναι στοιχεία που επιβιώνουν ώς τα σήμερα. Ακόμα κι η ψηλή κορμοστασιά κι η ομορφάδα των αντρων της κρατάει ίσως από τ αρχαία χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι σ αυτές ακριβώς τις περιοχές κατοι κούσαν οι Τσάτοι ώς τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η έλλειψη άνεσης και λεπτότητας, σε σύγκριση μ
άλλες γερμανικές χώρες, όπως η
Σαξονία, εδώ μοιάζει μάλλον με πλεονέκτημα. Η 'Εσση χαρακτη ρίζεται από μια σκληράδα και μια αυστηρότητα, που όμως ταιριά ζουν μια χαρά με την εικόνα της λιτής και απλής ζο)ής. Οι κάτοικοι της θα πρέπει να συμπεριληφθούν οποιοσδήποτε ανάμεσα σ' εκεί νους που κράτησαν πιστά τόσο τη γη όσο και τις παραδόσεις της, χωρίς να υποκύψουν στα ρεύματα των αλλαγών. Θεωρήσαμε λοιπόν πως όσα αποκομίσαμε απ τη δεύτερη αυτή συλλεκτική μας προσπάθεια δεν θά πρεπε να λείπουν απ το βιβλίο μας. Για τη δεύτερη έκδοση επεξεργαστήκαμε απ την αρχή σχεδόν τον πρώτο τόμο, ολοκληρώσαμε οτιδήποτε είχε μείνει μισό, γράψαμε πολλ
ξανα
παραμύθια με τρόπο απλούστερο και καθαρότερο.
Ελαχιστα έμειναν ίδια όπως ήταν και πριν. Ελέγξαμε για μια ακόμα φορά όλα όσα μας φαίνονταν για οποιονδήποτε λόγο ύποπτα, όλα όσα δηλαδή παρουσίαζαν ίχνη ξένων προσμείξεων ή επιρροών ή π α ραποιήσεων. Και στη συνέχεια αποκλείσαμε όλα αυτά τα στοιχεία απ τη συλλογή μας. Αντ αυτών συμπεριλαβαμε πολλά καινούργια, απ την Αυστρία και τη Βοημία. Ό σ ο για τα σχόλια και τις παρατη ρήσεις μας, που αναγκαστικά τις είχαμε περιορίσει στο έπακρο, προ χωρήσαμε τώρα στην έκδοση ενός τρίτου τόμου, που τις περιλαμ-
βάνει. Κ α τ αυτόν τον τρόπο μπορέσαμε να δώσουμε στον αναγνώ στη στοιχεία που άθελα μας δεν είχαν έκδοση
συμπεριληφθεί στην πρώτη
και να παρουσιάσουμε ε π ί σ η ς καινούργια αποσπάσματα,
που, όπως ελπίζουμε, θα καταστήσουν προφανή την αξία αυτών των παραδόσεων. Ό σ ο ν αφορά τον τρόπο
και τη μέθοδο που υιοθετήσαμε κατά
τη συλλογή και καταγραφή των παραμυθιών, προσπαθήσαμε να μείνουμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε στην αλήθεια. Δεν προσθέσαμε τίποτα δικό μας, δεν ωραιοποιησαμαι τίποτα μόνο καταγράψαμε το καθετί όπως ακριβώς το ακούσαμε. Τα παραμύθια φέρουν φυσικά τη σφραγίδα της δικής μας πένας Προσπαθήσαμε, ωστόσο, να κρατήσουμε όλες τις ιδιαιτερότητες που αντιληφθήκαμε και να δια τηρήσουμε έτσι την ποικιλία και τον πλούσιο χροωματισμό που η ίδια η φύση και η παράδοση τους έχει χαρίσει. Ό π ο ι ο ς έχει καταπια στεί έστω και λίγο με παρόμοια δουλειά, ξέρει πόση προσοχή, πόση οξυδέρκεια και πόσος μόχθος απαιτούνται για να διακρίνει κανείς το απλό κι αληθινό α π ' το πιο σύνθετο και ψεύτικο. Ό σ α παραμύθια ολοκληρώνονταν απ τη συλλογή στοιχείου και δεν εμφάνιζαν πλέον αντιφάσεις α π ' την αρχή ώς το τέλος τους, τα καταγράφαμε ως ενό τητες. Ό τ α ν είχαμε περισσότερες παραλλαγές, που δεν μπορούσαν να συνδυαστούν ικανοποιητικά μεταξύ τους, επιλέγαμε την καλύτε ρη και κρατούσαμε τις υπόλοιπες για τον τρίτο τόμο με τα σχόλια και τις σημειώσεις μας. Οι παραλλαγές αυτές μας φάνηκαν ιδιαί τερα ενδιαφέρουσες, μιας και είναι, ίσως απόπειρες προσέγγισης ενός αρχικού προτύπου, που δεν υπάρχει παρά μονάχα μέσα στη λαϊκή ψυχή, ανείπωτο κι ανέκφραστο ακόμα. Επαναλήψεις μεμο νωμένων λέξεων, χαρακτηριστικών και εισαγωγικών φράσεων πρέ πει να θεωρηθούν επικά στοιχεία, που αντηχούν ξανά και ξανά μό λις γίνει η αρχή. Με άλλον τρόπο δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν. Ό π ο υ το διαλεκτικό στοιχείο ήταν αποφασιστικό κι έντονο, με χαρά μας το κρατήσαμε. Αν αυτό μπορούσε να γίνει μ όλα τα π α ραμύθια, σίγουρα το σύνολο θα κέρδιζε σε πλούτο και σε ζωντάνια. Έ χ ο υ μ ε εδώ ν' αντιμετωπίσουμε μιαν από τις λίγες περιπτώσεις όπου η μόρφωση, η εκλέπτυνση και η καλλιέργεια βλάπτει μάλλον το λόγο παρά τον ωφελεί. Η προσεγμένη, διανοούμενη γραφή, όσο όμορφη και ανώτερη κι αν παρουσιάζεται σε άλλες περιπτώσεις,
όσο σαφέστερη κι ακριβέστερη κι αν είναι, μοιάζει κακόγουστη και άνοστη στα παραμύθια κι αφήνει την ουσία τους να χαθεί. Κρίμα που η διάλεκτος της Έ σ σ η ς κοντά στο Κάσσελ έχει δεχτεί τόσες προσμείξεις από την Καθαρή Γερμανική κι έχει χάσει τον πρωταρ χικό της χαρακτήρα. Απ όσο ξέρουμε, στη Γερμανία δεν υπάρχει άλλη συλλογή π α ραμυθιών διαπνεόμενη από ανάλογο πνεύμα. Ό σ ε ς υπάρχουν, είναι ανθολογίες περιορισμένες και σ υ μ π τ ω μ α τ ι κ έ ς ή αποθησαυρισμόυς υλικού, που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία μεγαλύτερων αφηγημάτων. Εμείς προσπαθήσαμε ν
αποφύγουμε
κάθε είδους παρόμοιες επεξεργασίες. Είναι φυσικά αναμφίβολο π ω ς η ζωντανή ποιητική παράδοση καλεί και ευνοεί τέτοιας λογής συν θέσεις και ανασυνθέσεις, χωρίς τις οποίες θά μενε στείρα και νε κρή. Κι αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η κάθε περιοχή, το κάθε στόμα διηγείται τα παραμύθια με ξεχωριστό τρόπο. Αλλά η ήσυχη, υποσυνείδητη, ανεπαίσθητη σχεδόν διαφοροποίηση που υφίσταται το υλικό από στόμα σε στόμα, μοιάζει με τη σιωπηλή ανάπτυξη των φυτών και βρέχει τις ρίζες της στην αιώνια πηγή της ζωντανής παράδοσης. Ενώ η συνειδητή παραποίηση, αυτή που γίνεται από σκοπού κι αυθαίρετα, αποκόβει το αρχικό υλικό απ
τον μεγάλο
κορμό του λαϊκού παραμυθιού. Αυτή τη δεύτερη μορφή επεξεργα σίας προσπαθήσαμε ν αποφύγουμε. Γ ι α τ ί το λαϊκό παραμύθι έχει τη δική του ψυχή, που δεν επιτρέπει την έκφραση προσωπικών από ψεων, προτιμήσεων ή οραμάτων. Αν δεχτούμε την επιστημονική αξία της παράδοσης, αν δεχτούμε δηλαδή ότι κλείνουν μέσα τους αντιλήψεις και εικόνες του κόσμου έτσι όπως το παρελθόν μάς τις έχει κληροδοτήσει, τότε εξυπακούεται ότι τέτοιου είδους παρεμβά σεις και επεξεργασίες παραμορφώνουν το πρωταρχικό υλικό και εκμηδενίζουν αυτήν την επιστημονική αξία. Αλλά ούτε η ποίηση αποκομίζει κέρδος απ αυτές τις μεθόδους : γιατί η ποίηση δεν ζει παρά μονάχα εκεί όπου μπορεί να συναντήσει γυμνή την ανθρώπινη ψυχή
εκεί όπου μπορεί να δροσίσει, ν ανακουφίσει, να ζεστάνει και
να παρηγορήσει. Κάθε παραμόρφωση κλέβει απ αυτά τα παραμύ θια την απλότητα, τη δροσιά, την αθωότητα τους, τα απομακρύνει απ τον κύκλο όπου ανήκουν κι όπου συνεχίζουν να είναι αγαπητά, χωρίς φτιασίδια. Είναι φυσικά πιθανό μια τέτοια επεξεργασία, στην
καλύτερη των περιπτώσεων, να προσδώσει στο παραμύθι λεπτό τητα και πνεύμα και καλλιέργεια και υφος αστείο, που μόνο η επα φή με διαφορετικούς πολιτισμούς κα με την ποίηση πολλών λαών μπορεί να εξασφαλίσει. Αλλά το δωρο αυτό μάλλον θα βλάψει το λαϊκό παραμύθι, παρά θα το πλουτίζει. Γ ι α τ ί υπακούει στη λογική της μίας και μόνο ανάγνωσης, που έχει επικρατήσει στην εποχή μας. Ο σημερινός κόσμος προτιμά να περνάει ασταμάτητα σε κάτι και νούργιο και κατά συνέπεια αγαπάει την ένταση της γοητείας και της ομορφιάς. Αλλά τ αστεία κουράζουν όταν επαναλαμβάνονται. Η διάρκεια πρέπει να χαρακτηρίζεται από τόνους χαμηλούς, ήσυ χους και καθαρούς.
Το άξιο χέρι που προχωράει σε τέτοιες επε
ξεργασίες του λαϊκού παραμυθιού, μοιάζει με το προικισμένο, δυσ τυχισμένο χέρι του αρχαίου μύθου, που μεταμόρφωνε σε χρυσάφι ό,τι κι αν άγγιζε, ακόμα και τα φαγητά, με αποτέλεσμα να πεινάει και να διψάει μέσα στη μεγαλύτερη αφθονία πλούτου. Ό λ α αυτά φυσικά ισχύουν για τις επεμβάσεις εκείνες
που στόχο έχουν να
ωραιοποιήσουν και να βελτιώσουν το παραμύθια. Δεν εννοούμε την ελεύθερη αναδημιουργία, που πλάθει νέες ιστορίες ταιριαστές με το πνεύμα της κάθε εποχής. Γ ι α τ ί φυσικά δεν έχουμε καμιά πρόθεση να θέσουμε όρια και περιορισμούς στην ποίηση. Παραδίνουμε με χαρά μας αυτό το βιβλίο στους αναγνώστες. Και ευχόμαστε να μη φτάσει ποτέ στα χέρια όσων αρνούνται την ευλογία της ποίησης στους απλούς ανθρώπους. Κάσσελ, 3 Ιουλίου 1819.
Η τρίτη έκδοση της συλλογής μας εμπλουτίστηκε μ
έναν αριθμό
παραμυθιών που προστέθηκαν στον δεύτερο τόμο. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ορισμένα γραμμένα σε ελβετική διάλεκτο. Εκτός αυτού συμπληρώσαμε και ολοκληρώσαμε μερικά α π ' τα παλιά παραμύθια της συλλογής μας. Το τρίτο μέρος, του οποίου το περιεχόμενο προορίζεται για την επιστημονική αξιοποίηση της συλλογής κι επομένως δεν βρήκε α π ή χηση παρά μόνο σε περιορισμένους κύκλους, αυτή τη φορά δεν ξανατυπώθηκε, μιας και υπάρχουν ακόμα αρκετά αντίτυπα στο βιβλίο-
πωλείο του Ράιμερ στο Βερολίνο. Και πρόκειται αργότερα να κυκλο φορήσει σαν ανεξάρτητο βιβλίο, στο οποίο θα συμπεριληφθούν και τα προοίμια τα σχετικά με τα παραμύθια και τα έθιμα που έχουν σχέση με την παιδική ηλικία. Η πιστή καταγραφή της παράδοσης, η αποφυγή κάθε εκζήτη σης και, αν η μετριοφροσύνη το επιτρέπει, ο πλούτος και η ποικιλία της συλλογής, της εξασφάλισαν την αγάπη του αναγνωστικού κοινού και την αναγνώριση, τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Μεταξύ των μεταφράσεων ξεχωρίζει η αγγλική : η συγγένεια με ταξύ των δύο γλωσσών έπαιξε ίσως εδώ κάποιο ρόλο. Μια επιλογή σε δύο τόμους, που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1823 και το 1826. προσ πάθησε να λάβει υπ όψη της και τις ενστάσεις όσων δεν θεωρούσαν όλα τα παραμύθια της συλλογής κατάλληλα για παιδιά. Η επιλογή αυτή ξανατυπώθηκε το 1833 και το 1836. Η αξία αυτών των παραδοσιακών παραμυθιών για την επιστή μη είναι μεγάλη, αφού παρουσιάζουν εκπληκτικές συγγένειες με π α λιούς μύθους για τους θεούς και τους ήρωες. Οι μελετητές της γερμα νικής μυθολογίας βρήκαν σ' αυτήν τη συλλογή πολύτιμα στοιχεία, που σε συνδυασμό με τους μύθους του Βορρά, τους επέτρεψαν ν απο δείξουν πρωταρχικές σχέσεις και ν
αποκαταστήσουν δεσμούς.
Αν το κοινό συνεχίσει να τιμά αυτό το βιβλίο με την προτίμηση του. δεν θα παραλείψουμε κι εμείς απ τη μεριά μας να το φροντι ζουμε και να το εμπλουτίζουμε κάθε φορά και περισσότερο. Γκαίτινγκεν, 15 Μαΐου 1 8 3 7 .
Χαιρόμαστε ιδιαίτερα γιατί ανάμεσα στα παραμύθια που αυτή τη φορά ήρθαν να προστεθούν στη συλλογή μας. υπάρχει κι ένα από την ιδιαίτερη πατρίδα μας. Το ωραίο παραμύθι για τις ηλικίες τής ανθρώπινης ζωής το διηγήθηκε ένας γεωργός απ το Τσβερν σ' έναν φίλο μας, που τού πιάσε κουβέντα στο χωράφι του. Βλέπουμε, λοι πόν, ότι η σοφία δεν έχει χαθεί ακόμα εντελούς απ τους δρόμους και τις δημοσιές. Κάσσελ,
17 Σεπτεμβρίου 1840.
Η π έ μ π τ η αυτή έκδοση περιλαμβάνει και πάλι έναν σημαντικό αριθ μό νέων παραμυθιών.
Αλλα πάλι έχουν συμπληρωθεί με νέα στοι
χεία. Α π ό την π ρ ώ τ η έκδοση τ η ; συλλογής έχουν προστεθεί σιγά σιγά πάνω από πενήντα π α ρ α μ υ θ ά . Το μεγάλο, εξαίρετο χαρακτι κό, με θέμα την Τριανταφυλλένα, που βγήκε α π ' τα χέρια του Νώυρώυτερ (Μόναχο 1836), δείχνει τη γονιμοποιό επίδραση που μπορούν αυτά τα παραμύθια να εχουν στις εικαστικές τέχνες. Εί δαμε ακόμα καταπληκτικές εικόνες
της
Κοκκινοσκουφίτσας. Ε
δώ θα πρέπει ν αναφέρουμε και τις ωραιότατες εικόνες του Πότσι για διάφορα παραμύθια. Κυκλοφόρησαν στο Μόναχο : Χιονάτη το 1837, Χάνσελ και Γκρέτελ το 1838, Εβραίος στ' αγκάθια το 1839 και τέλος το Παραμύθι για ένα παλικάρι που ξεκίνησε να μάθει τι θα πει φόβος χωρίς ένδειξη του έτους κυκλοφορίας. Η μικρή μας συλλ.ογή ξανακυκλοφόρησε το 1839 και το 1841. Βερολίνο, 4 Απριλίου 1843.
*** Και η έκτη έκδοση συμπληρώθηκε με νέα παραμύθια και βελτιώ θηκε σε πολλά σημεία και από πολλές απόψεις. Προσπάθησα να διατηρήσω παροιμίες και ιδιομορφίες του λαϊκού λόγου, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν . . . Έρντμανσντόρφ Σιλεσίας,
30 Σεπτεμβρίου 1850.
Έ ν α παραμύθι από τον 15ο αιώνα προστέθηκε στην έβδομη έκδοση, καθώς και τρία ακόμα, που καταγράφτηκαν α π ' την προφορική π α ράδοση. Τα νέα αυτά κομμάτια της συλλογής μας έρχονται να αντι καταστήσουν ορισμένα άλλα, τα οποία αποκλείστηκαν, μιας και θεωρήθηκαν ξενικής προέλευσης. Η βιβλιογραφία επίσης στην έκ δοση αυτή αναθεωρήθηκε. Βερολίνο,
23
ΑΔΕΛΦΟΙ
Μαΐου
1857.
ΓΚΡΙΜΜ
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
1
Ο πρίγκιπας βάτραχος ή ο καρδιοσιδεροσφιγμένος Χάινριχ
Τ
ΟΝ Π Α Λ Ι Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ο ,
σαν α κ ό μ α
βασιλιάς.
στις
δύσκολες
όταν
οι
ευχές βοηθού
π ε ρ ι σ τ ά σ ε ι ς , ζ ο ύ σ ε ένας
Ό λ ε ς oι θυγατέρες τ ο υ ήταν πανέμορφες
η
μικρότερη ό μ ω ς ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος, π ο υ τ ό σ α έ χ ο υ ν δει τ α μ ά τ ι α τ ο υ , τ η θ α ύ μ α ζ ε κ ά θ ε φορά π ο υ α ν τ ί κ ρ ι ζ ε τ ο π ρ ό σ ω π ο τ η ς . γο του
Κ ο ν τ ά στον π ύ ρ
β α σ ι λ ι ά ή τ α ν ένα μ ε γ ά λ ο κ α ι σ κ ο τ ε ι ν ό δάσος.
Κ α ι μ έ σ α στο δάσος, κ ά τ ω από μια γ έ ρ ι κ η φλαμουριά, ανάβλυζε μια π η γ ή
τ ι ς π ο λ ύ ζ ε σ τ έ ς μέρες λ ο ι π ό ν η κ ό
ρ η τ ο υ β α σ ι λ ι ά π ή γ α ι ν ε σ τ ο δάσος κ α ι κ α θ ό τ α ν ν α δρο σ ι σ τ ε ί π λ ά ι σ τ α νερά τ η ς . Κ α : γ ι α ν α π ε ρ ν ά ε ι τ η ν ώ ρ α τ η ς , ε ί χ ε ένα χ ρ υ σ ό τ ό π ι , π ο υ τ ο π ε τ ο ύ σ ε ψηλά κ α ι τ ό 'πιανε πάλι. Το τόπι αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της παιχνίδι. Νά όμως που
μ ι α φορά ήρθαν έ τ σ ι τ α π ρ ά γ μ α τ α
και το χρυσό τόπι τής ξέφυγε
η βασιλοπούλα είχε σ η
κ ώ σ ε ι ψηλά τ α χ έ ρ ι α τ η ς γ ι α ν α τ ο π ι ά σ ε ι αλλά ξ α σ τ ό χ η σ ε κι αυτό κατρακύλησε στο χ ώ μ α κι έπεσε ίσια μέσα σ τ α νερά τ η ς π η γ ή ς . Η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α π ρ ο σ π ά θ η σ ε ν α μ η ν το χάσει α π ' τα μάτια της, το τόπι όμως εξαφανίστηκε μ έ σ α σ τ α νερά. Κ ι η π η γ ή ή τ α ν τ ό σ ο β α θ ι ά , τ ό σ ο β α θ ι ά , π ο υ δεν έ β λ ε π ε ς τον π ά τ ο . Τ ό τ ε η κ ό ρ η ά ρ χ ι σ ε ν α κ λ α ί ε ι κ ι έ κ λ α ι γ ε όλο κ α ι π ι ο δ υ ν α τ ά κ α ι π α ρ η γ ο ρ ι ά δεν
ε ί χ ε . Κ ι έ τ σ ι ό π ω ς έ κ λ α ι γ ε και χ τ υ π ι ό τ α ν , ά κ ο υ σ ε ξ ά φ νου μ ι α φ ω ν ή ν α τ η
ρωτάει : " Τι
έχεις, βασιλοπούλα
μ ο υ , κ α ι θρηνείς τ ό σ ο σ π α ρ α χ τ ι κ ά , π ο υ κ ι α π ό π έ τ ρ α ν ά ' τ α ν η κ α ρ δ ι ά τ ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ , θα ρ ά γ ι ζ ε ; " Η π ε ν τ ά μ ο ρ φη γύρισε, και τι να δει; Έ ν ο ς κακάσχημος βάτραχος ε ί χ ε β γ ά λ ε ι τ ο χ ο ν τ ρ ό κ ε φ ά λ ι τ ο υ έ ξ ω α π 5 τ α νερά κ α ι της μιλούσε μ' α ν θ ρ ω π ι ν η φωνή. " Α χ , εσύ είσαι, γεροβάτραχε », είπε. " Κ λ α ί ω γ ι α το χρυσό μου τόπι,
που
μ ο ύ ' π ε σ ε σ τ ο νερό ». — " Η σ ύ χ α σ ε κι άλλο μ η ν κ λ α ι ς ", α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο β ά τ ρ α χ ο ς . « Ε γ ώ θα σε β ο η θ ή σ ω . Α λ λ ά τι θ α μου δ ώ σ ε ι ς , α ν σου φ έ ρ ω π ί σ ω τ ο χ ρ υ σ ό σου τ ό π ι ; » — " ' Ο , τ ι κι αν μου γυρέψεις, καλέ μου βάτραχε », α π ά ν τησε η βασιλοπούλα. «
Γα φ ο ρ έ μ α τ α μ ο υ , τα μ α ρ γ α ρ ι
τάρια μου και τα π ο λ ύ τ ι μ α πετράδια μου, ακόμα και τη χρυσή
κορόνα
που
φορώ ".
Ο
βάτραχος
τότε
είπε :
" Δ ε ν Θέλα) ο ύ τ ε τα φ ο ρ έ μ α τ α σου, ούτε τα μ α ρ γ α ρ ι τ ά ρια σου κ α ι τ α π ο λ ύ τ ι μ α π ε τ ρ ά δ ι α σου, ούτε τ η
χρυσή
κορόνα π ο υ φοράς, θ έ λ ω ν α μ ' α γ α π ά ς , ν α μ ' έ χ ε ι ς φίλο σου κ α ι σύντροφο σ τ α π α ι χ ν ί δ ι α σ ο υ . Ν α μ
αφήνεις να
κ ά θ ο μ α ι δ ί π λ α σου σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι σ ο υ , ν α τ ρ ώ ω α π ό τ ο χ ρ υ σ ό π ι α τ ά κ ι σου, ν α π ί ν ω α π ' τ ο π ο τ η ρ ά κ ι σου κ α ι ν α κ ο ι μ ά μ α ι σ τ ο κ ρ ε β α τ ά κ ι σ ο υ . Α ν μ ο υ τ α υ π ο σ χ ε θ ε ί ς όλα α υ τ ά , τ ό τ ε θ α β ο υ τ ή ξ ω ώ ς τον π ά τ ο κ α ι θ α σου φέρω π ί σω το χ ρ υ σ ό σου τ ό π ι ». — « Α χ , ναι », ε ί π ε η β α σ ι λ ο πούλα,
" σου
υπόσχομαι
π ω ς Οα
έχεις
ό.τι
θελήσεις.
Φ τ ά ν ε ι να μου ξαναφέρεις το χρυσό μου τόπι ». της όμως σκεφτόταν :
Μέσα
α Μα τι κουταμάρες είναι τ ο ύ
τ ε ς π ο υ λέει ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς ο β ά τ ρ α χ ο ς . . . Α φ ο ύ εδώ μόνο μ π ο ρ ε ί ν α ζ ή σ ε ι , μ έ σ α σ τ ο νερό, μ α ζ ί μ ε τ ο υ ς άλ λους
βατράχους,
φωνάζοντας
βρεκεκέξ
Α κ ο υ να π ι ά σ ε ι φιλίες με τ ο υ ς ανθρώπους
κουάξ ! »
κουάξ.
Ο
βάτραχος όμως,
μόλις π ή ρ ε τ ο τ ά ξ ι μ ο ,
βούτηξε
μ ε τ ο κ ε φ ά λ ι κ ά τ ω σ τ α νερά. Κ α ι π ρ ι ν π ε ρ ά σ ε ι π ο λ λ ή ώρα,
ξαναβγήκε
κρατώντας
στο
στόμα του το χρυσό
τόπι στο χορτάρι πλάι στα χείλη της π η γ ή ς .
Η κόρη,
καταχαρούμενη που ξανάβρισκε το ωραίο της παιχνίδι, το άρπαξε στα χέρια της κι έφυγε τρέχοντας. « Π ε ρ ί μ ε νε, π ε ρ ί μ ε ν ε », φ ώ ν α ξ ε ο β ά τ ρ α χ ο ς π ί σ ω τ η ς . " Π ά ρ ε με κ ι ε μ έ ν α μ α ζ ί σου, δεν μ π ο ρ ώ ν α τ ρ έ ξ ω σαν ε σ έ ν α " . Ά δ ι κ α όμως ξεφώνιζε π ί σ ω της βρεκεκέξ κουάξ κ ο υ ά ξ ! Η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α δεν τ ο ύ ' δ ω σ ε κ α μ ι ά σ η μ α σ ί α . Τ ρ έ χ ο ν τας γύρισε στο π α λ ά τ ι και ξέχασε α μ έ σ ω ς τον καημένο τ ο β ά τ ρ α χ ο , π ο υ άλλο δεν τ ο ύ ' μ ε ν ε ν α κ ά ν ε ι , π α ρ ά ν α γ υ ρ ί σ ε ι κ α ι π ά λ ι σ τ α νερά τ η ς π η γ ή ς τ ο υ . Τ η ν άλλη μ έ ρ α , μόλις κ ά θ ι σ ε σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι μ α ζ ί μ ε τ ο β α σ ι λ ι ά κ α ι όλους τ ο υ ς π α λ α τ ι α ν ο ύ ς , να τρώει
απ
μόλις
άρχισε
τ ο χ ρ υ σ ό τ η ς τ ο π ι α τ ά κ ι , ν ά σου ξ ά φ ν ο υ ,
πλιτς πλατς, κ ά τ ι π ο υ ανέβαινε σερνόμενο τις μ α ρ μ ά ρ ι νες σ κ ά λ ε ς τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ . Κ ι ό τ α ν έ φ τ α σ ε π ά ν ω , χ τ ύ π η σε τ η ν π ό ρ τ α κ α ι φ ώ ν α ξ ε : « Β α σ ι λ ο π ο ύ λ α , μ ι κ ρ ή β α σ ι λ ο π ο ύ λ α , άνοιξε μ ο υ ! »
Η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η έ τ ρ ε ξ ε να δει
π ο ι ο ς χ τ υ π ο ύ σ ε . Α λ λ ά όταν ά ν ο ι ξ ε τ η ν π ό ρ τ α , μπροστά της τη
το
αντίκρισε
βάτραχο. Α μ έ σ ω ς σφάλισε την πόρτα,
μ α ν τ ά λ ω σ ε όσο π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ο ρ ο ύ σ ε
και
κάθισε
πάλι στο τ ρ α π έ ζ ι . Η καρδιά της όμως είχε π α γ ώ σ ε ι από το φόβο. έτρεμε απ
Ο
β α σ ι λ ι ά ς κ α τ ά λ α β ε ότι η μ ι κ ρ ή τ ο υ κ ό ρ η
την τρομάρα της. Κ α ι τη ρώτησε : " Π α ι δ ί
μ ο υ , τ ι φ ο β ά σ α ι ; Μ η ν είναι κ α ν έ ν α ς γ ί γ α ν τ α ς , π ο υ χ τ ύ π η σ ε τ η ν π ό ρ τ α μ α ς , κ α ι θέλει να σε π ά ρ ε ι ; » — " Α χ , όχι, π α τ έ ρ α »,
αποκρίθηκε εκείνη.
« Δεν είναι γ ί γ α ν
τ α ς . Ε ί ν α ι ένας α π α ί σ ι ο ς β ά τ ρ α χ ο ς ». — « Κ α ι τι θέλει ο βάτραχος από σένα; » —
"Αχ,
πατέρα μου καλέ, χτες
π ο υ ήμουνα στο δάσος κι έ π α ι ζ α πλάι στην π η γ ή , έχασα τ ο χρυσό μου τ ό π ι μ έ σ α σ τ α νερά. Έ β α λ α τ α κ λ ά μ α τ α , κι ο βάτραχος, π ο υ μ
ά κ ο υ σ ε , β ο ύ τ η ξ ε κ α ι μ ο υ τ ό 'φερε
π ί σ ω . Κ ι επειδή επέμενε πολύ. τ ο ύ ' τ α ξ α π ω ς θ ά ' μ α σ τ ε φίλοι. Δ ε ν φ α ν τ α ζ ό μ ο υ ν α π ω ς θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α β γ ε ι κ α ι να ζήσει έξω απ
το νερό. Νά όμως που βγήκε και τ ώ ρ α
περιμένει ν α τον π ά ρ ω κοντά μ ο υ » . Τ η σ τ ι γ μ ή εκείνη η π ό ρ τ α χ τ ύ π η σ ε π ά λ ι κι ο β ά τ ρ α χ ο ς φ ώ ν α ξ ε :
«Βασιλοπούλα τον
βασιλιά
έλα
την
Εχτές
τι
όμορφη, κόρη
μικρή,
πόρτα
να μ
μού
'ταξες,
δεν
το
στα
δροσερά
ανοίξεις!
θυμάσαι, πλάι
Βασιλοπούλα τον
βασιλιά
έλα
την
τα
νερά;
όμορφη, κόρη
πόρτα
μικρή,
να μ
ανοίξεις! »
Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε ε ί π ε : " Ό τ α ν δίνεις το λ ό γ ο σ ο υ , π ρ έ π ε ι να τον κ ρ α τ ά ς . Π ή γ α ι ν ε και άνοιξε του ». Η βα σιλοπούλα π ή γ ε , λοιπόν, και του άνοιξε, κι ο βάτραχος μ π ή κ ε χοροπηδώντας και την ακολούθησε καταπόδι μέ χρι την καρέκλα της. Ε κ ε ί στάθηκε και φώναξε : " Σ ή κ ω σ ε μ ε κ α ι π ά ρ ε μ ε κ ο ν τ ά σου " .
Η βασιλοπούλα δί
στασε, ώσπου ο βασιλιάς την πρόσταξε να το κάνει. Ό τ α ν ο β ά τ ρ α χ ο ς β ρ έ θ η κ ε σ τ η ν κ α ρ έ κ λ α , ήθελε ν' ανέβει στο τ ρ α π έ ζ ι . Κι όταν ανέβηκε και στο τ ρ α π έ ζ ι , είπε στη βασιλοπούλα : " Σ π ρ ώ ξ ε τ ώ ρ α πιο κοντά το χρυσό π ι α τ ά κ ι σου, γ ι α να φάμε μ α ζ ί ». Η όμορφη βασιλοπούλα έ κ α ν ε π ρ ά γ μ α τ ι α υ τ ό π ο υ τ η ς ζ ή τ η σ ε , αλλά φ α ι ν ό τ α ν π ω ς
τό 'κανε με κρύα καρδιά. 0 βάτραχος καλόφαγε, εκείνη ό μ ω ς δεν κ α τ ά φ ε ρ ε ν α κ α τ α π ι ε ί μ π ο υ κ ι ά . Τ έ λ ο ς τ η ς εί πε : « Έ φ α γ α και χόρτασα και τώρα είμαι κουρασμέ νος. Π ή γ α ι ν ε μ ε λοιπόν σ τ η ν κ ά μ α ρ α σου κ α ι σ τ ρ ώ σ ε τ α μ ε τ α ξ ω τ ά σεντόνια στο κρεβατάκι σου, να πέσουμε γ ι α ύ π ν ο ».
Η
β α σ ι λ ο π ο ύ λ α έβαλε
τα κ λ ά μ α τ α .
Ο
κρύος
β ά τ ρ α χ ο ς τ η ν α η δ ί α ζ ε . Ο ύ τ ε ν α τον π ι ά σ ε ι δεν ή θ ε λ ε . Ό χ ι κ α ι ν α κ ο ι μ η θ ε ί μ α ζ ί τ ο υ σ τ ο ίδιο κ ρ ε β ά τ ι ! Ο β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς θ ύ μ ω σ ε κ α ι ε ί π ε : " Α υ τ ό ν π ο υ σε β ο ή θ η σ ε ό τ α ν ε ί χ ε ς τ η ν α ν ά γ κ η τ ο υ , δεν π ρ έ π ε ι μ ε τ ά ν α τ ο ν ξ ε χ ν ά ς κ α ι ν α τον π ε ρ ι φ ρ ο ν ε ί ς » . Τ ό τ ε τον π ή ρ ε κ ι ε κ ε ί ν η μ ε τ α δυο τ η ς δ ά χ τ υ λ α , τ ο ν α ν έ β α σ ε σ τ η ν κ ά μ α ρ α τ η ς κ α ι τον ά φ η σ ε σ ε μ ι α γ ω ν ι ά . Ό τ α ν ό μ ω ς π λ ά γ ι α σ ε σ τ ο κρεβατάκι
της,
εκείνος
σύρθηκε
κοντά
της
και
της
είπε : « Ε ί μ α ι κουρασμένος, θέλω να κ ο ι μ η θ ώ στα π ο ύ π ο υ λα όπως
κι εσύ.
Π ά ρ ε με κοντά σου,
π ω στον π α τ έ ρ α σου » . που
ειδαλλιώς θα το
Εκείνη τότε θύμωσε τόσο πολύ,
τ ο ν ά ρ π α ξ ε κ α ι τον π έ τ α ξ ε μ ' όλη τ η δ ύ ν α μ η τ η ς
στον τ ο ί χ ο : « Τ ώ ρ α π ι α θ α μ ' α φ ή σ ε ι ς ή σ υ χ η ,
παλιο-
βάτραχε! » Νά όμως που
ξ α ν α π έ φ τ ο ν τ α ς ο β ά τ ρ α χ ο ς , δεν ή τ α ν
β ά τ ρ α χ ο ς π ι α . Ή τ α ν ένα β α σ ι λ ό π ο υ λ ο μ ε όμορφα, κ α λοσυνάτα μ ά τ ι α . Κ α ι με την ευχή του π α τ έ ρ α της, αυτός έ γ ι ν ε ά ν τ ρ α ς τ η ς κ α ι σύντροφος τ η ς . Τ η ς δ ι η γ ή θ η κ ε τ ό τε
εκείνος π ω ς μ ι α κ α κ ι ά μ ά γ ι σ σ α τ ο ν ε ί χ ε κ α τ α ρ α σ τ ε ί
κ α ι κ α ν ε ί ς δεν θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τον σ ώ σ ε ι α π ' τ η ν κ α τ ά ρα τ η ς , π α ρ ά μ ο ν ά χ α ε κ ε ί ν η η μ ι κ ρ ή , η π α ν έ μ ο ρ φ η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α . Τ η ν άλλη κ ι ό λ α ς μ έ ρ α , τ η ς έ τ α ξ ε , θ α έ φ ε υ γ α ν γ ι α το βασίλειο του. Κι έτσι τους πήρε ο ύπνος. Το π ρ ω ί , σ α ν έ φ ε ξ ε ο Θεός τ η μ έ ρ α , μ ι α ά μ α ξ α ήρθε ν α τ ο υ ς π ά ρει. Ο χ τ ώ ά σ π ρ α ά λ ο γ α τ η ν έ σ ε ρ ν α ν . Ά σ π ρ α λοφία ε ί -
χαν στα κεφάλια τους κ α ι χρυσές αλυσίδες στα χάμουρα τους. Κ α ι στη θέση τ ο υ α μ α ξ ά σ τ ε κ ό τ α ν ο πιστός Χ ά ι ν ριχ, ο υ π η ρ έ τ η ς τ ο υ ν ε α ρ ο ύ β α σ ι λ ι ά . Ο π ι σ τ ό ς Χ ά ι ν ρ ι χ τό 'χε πάρει κατάκαρδα, όταν ο αφέντης του μεταμορφώ θηκε σε βάτραχο. Κ α ι γ ι α
να μη σπάσει η καρδιά του
α π ' τον π ό ν ο , τ η ν ε ί χ ε σ φ ί ξ ε ι μ ε τ ρ ε ι ς σ ι δ ε ρ έ ν ι ε ς α λ υ σ ί δες. Α λ λ ά η ώ ρ α ε ί χ ε φ τ ά σ ε ι , κι η ά μ α ξ α θα έφερνε το βασιλόπουλο π ί σ ω στο βασίλειό του. Ο πιστός Χ ά ι ν ρ ι χ τους βοήθησε ν' ανέβουν κι οι δ υ ο στην ά μ α ξ α , κι ανέ β η κ ε κ ι ο ίδιος α π ό π ί σ ω . Ή τ α ν τ ρ ι σ ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ς π ο υ τ α μ ά γ ι α ε ί χ α ν λυθεί κ ι ο α φ έ ν τ η ς τ ο υ ε ί χ ε σ ω θ ε ί . Δ ρ ό μ ο π ή ρ α ν , δ ρ ό μ ο ά φ η σ α ν κ ι όταν π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν κ ά μ π ο σ ο τ ο β α σ ι λ ό π ο υ λ ο ά κ ο υ σ ε έναν θόρυβο α π ό π ί σ ω , λες κ α ι κάποιο σίδερο είχε σ π ά σ ε ι .
« Το νου σον, « Όχι,
αφέντη,
Είναι απ' όταν και
τα
τη η τη
Χάινριχ, και
σίδερα
θλίψη
σον
η ρόδα μας θα σπάσει ». χαρά σον ας μη χαλάσει.
που
να μη
μάγισσα μορφή
η
σ'
Γύρισε τότε και φώναξε :
είχα σπάσε: είχε
σου
σφίξει
στην
την
κακιά,
καρδιά,
μαγέψει.
είχε
κλέψει ».
Ά λ λ η μ ι α φορά, κ ι άλλη μ ί α α κ ο ύ σ τ η κ ε σ τ ο δρόμο ο ίδιος θόρυβος. Κ α ι κ ά θ ε φορά το β α σ ι λ ό π ο υ λ ο ν ό μ ι ζ ε ότι ε ί χ ε σ π ά σ ε ι η ρόδα τ η ς ά μ α ξ α ς . Α λ λ ά δεν ή τ α ν π α ρ ά οι τρεις αλυσίδες που είχε σφίξει γ ύ ρ ω
α π ' την καρδιά
του ο πιστός Χ ά ι ν ρ ι χ . Η χαρά του τώρα ήταν τόση, που μια μια τινάζονταν κι έφευγαν από π ά ν ω του, μιας κι ο αφέντης του είχε σωθεί και γ ύ ρ ι ζ ε π ί σ ω ευτυχισμένος.
Η γάτα και το ποντίκι
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήτανε μια γ ά τ α , που
σες
έ π ι α σ ε φιλίες μ ' έναν π ο ν τ ι κ ό . Κ α ι τ ο ύ ' δ ω σ ε τ ό
υποσχέσεις και τού
'ταξε τόσα
ωραία πράγματα,
που με τα πολλά ο ποντικός συμφώνησε και δέχτηκε να ζ ή σ ο υ ν ε μ α ζ ί σ τ ο ίδιο σ π ί τ ι , μ ο ι ρ ά ζ ο ν τ α ς σαν κ α λ ο ί φί λοι τα υ π ά ρ χ ο ν τ α τ ο υ ς .
« Α λ λ ά θα π ρ έ π ε ι να
φροντί
σουμε γ ι α το χειμώνα, ειδαλλιως θα πεινάσουμε ", είπε η γάτα. να
« Ε σ ύ , ποντικέ, να προσέχεις πού π α τ ά ς και
μη χ ώ ν ε σ α ι ό π ο υ βρεις, γ ι α τ ί σ τ ο τέλος Οα π ι α σ τ ε ί ς
σ ε κ α μ ι ά φ ά κ α κ α ι θ α σ ε χ ά σ ω » . Η ιδέα τ η ς γ ά τ α ς ή τ α ν κ α λ ή κ α ι π ρ ά γ μ α τ ι α γ ό ρ α σ α ν ένα β α ρ ε λ ά κ ι β ο ύ τ υ ρ ο , ν α τ ό ' χ ο υ ν γ ι α τ ο χ ε ι μ ώ ν α . Μ ό ν ο π ο υ δεν ή ξ ε ρ α ν π ο ύ ν α τ ο κ ρ ύ ψ ο υ ν , γ ι α ν α μ η ν τ ο υ ς τ ο κλέψει κ α ν ε ί ς . Α φ ο ύ έσπασαν
τα κεφάλια τους,
η
γάτα
μίλησε
« Δ ε ν μ π ο ρ ώ να βρω κ α λ ύ τ ε ρ η κ ρ υ ψ ώ ν α απ σ ί α . Ε κ ε ί δεν τ ο λ μ ά ε ι κ α ν ε ί ς ν
και
είπε :
την εκκλη
απλώσει το χέρι του και
ν α κλέψει τ ο π α ρ α μ ι κ ρ ό . Π ά μ ε ν α τ α φ ή σ ο υ μ ε κ ά τ ω α π ό την Α γ ί α Τράπεζα.
Κ α ι δεν θ α τ ' α ν ο ί ξ ο υ μ ε π α ρ ά μ ό
νον όταν θα το χ ρ ε ι α σ τ ο ύ μ ε ». Έ κ ρ υ ψ α ν λοιπόν κ ι
ασφάλισαν το
βούτυρο γ ι α τ ο
χ ε ι μ ώ ν α . Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, τη γ ά τ α την έ π ι α σ ε λ ι γ ο ύ ρ α γ ι α τ η ν ό σ τ ι μ η λ ι χ ο υ δ ι ά . Κ α ι λέει στον ποντικό :
« Π ο ν τ ι κ έ , η ξ α δ έ ρ φ η μ ο υ γ έ ν ν η σ ε κι έφερε
στον κ ό σ μ ο ένα γ α τ ά κ ι κ α σ τ α ν ό ξ α ν θ ο . Σ ή μ ε ρ α θ α γ ί ν ε ι η β ά φ τ ι σ η κ ι ε γ ώ θ α ε ί μ α ι νονά. Ά σ ε μ ε ν α π ά ω κ α ι φρόντισε μόνος σου το σ π ι τ ι κ ό μ α ς ». — « Ε ν τ ά ξ ε ι , ε ν -
τάξει »,
αποκρίθηκε
το
ποντίκι.
του Θεού. Κι αν σας τρατάρουν
" Πήγαινε
στο
καλό
τ ί π ο τ α καλό, μη με ξε
χάσεις. Μ ' αρέσουν κ α ι μένα τ α κουφέτα » . Α λ λ ά ή τ α ν όλα ψ έ μ α τ α . Η γ ά τ α ούτε ξ α δ έ ρ φ η ε ί χ ε , ο ύ τ ε α ν ι ψ ά κ ι ε ί χ ε α π ο κ τ ή σ ε ι . Π α ρ ά μ ι α κ α ι δυο τ ρ α β ά ε ι γ ι α την εκκλησία, τ ρ υ π ώ ν ε ι κ ά τ ω α π ' την Α γ ί α Τ ρ ά π ε ζα κι ανοίγει το βαρελάκι με το βούτυρο. Α φ ο ύ έφαγε το π ά ν ω π ά ν ω , τ ο κ α ϊ μ ά κ ι , έ κ α \ ε μ ι α βόλτα π ά ν ω α π ' τ ι ς στέγες
των
σκούπισε τα
κοντινών
σπιτιών,
μουστάκια της
και
λιάστηκε
καλά
καλά,
ξερογλειφότανε
κάθε
που θυμότανε το βούτυρο. Κ α τ ά το βραδάκι γύρισε σπίτι. " Ε π ι τ έ λ ο υ ς ή ρ θ ε ς ! », τ η ν υ π ο δ έ χ τ η κ ε ο π ο ν τ ι κ ό ς . " Τα π έ ρ α σ ε ς ω ρ α ί α ; » — " Κ α λ ά ή τ α ν ε ». — α Κ α ι π ώ ς το β γ ά λ α τ ε το γ α τ ά κ ι ; »,
ρώτησε ο ποντικός,
α Παειτο-
κ α ϊ μ ά κ ι », α π ά ν τ η σ ε ξερά η γ ά τ α . " Π α ε ι τ ο κ α ϊ μ ά κ ι ; ", α π ό ρ η σ ε ο π ο ν τ ι κ ό ς . " Π α ρ ά ξ ε ν ο ό ν ο μ α . Το σ υ ν η θ ί ζ ε τ ε σ τ η ν ο ι κ ο γ έ ν ε ι α σ α ς ; » — " Μ η ν το ψ ά χ ν ε ι ς », τ ο ν έ κ ο ψε η γ ά τ α . " Δ ε ν ε ί ν α ι δα χ ε ι ρ ό τ ε ρ ο απ έδωσες
εσύ
στο
βαφτιστήρι
σου :
το ό ν ο μ α π ο υ
Ψιχουλοφάης
...»
Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη γ ά τ α πάλι την έπια σ ε λ ι γ ο ύ ρ α γ ι α τ ο β ο ύ τ υ ρ ο . Γ υ ρ ν ά ε ι λ ο ι π ό ν κ α ι λέει σ τ ο ν π ο ν τ ι κ ό : " Θα μ ο υ κ ά ν ε ι ς τη
χάρη και
θα
φροντίσεις
σ ή μ ε ρ α μόνος σου τ ο σ π ι τ ι κ ό μ α ς . Γ ι α τ ί θ α γ ί ν ω κ α ι π ά λ ι νονά. Τ ο κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο γ α τ ά κ ι είναι μ α ύ ρ ο μ ε μ ι α ά σ π ρ η γ ρ α μ μ ο ύ λ α γ ύ ρ ω α π ' τ ο λ α ι μ ό . Δ ε ν μ π ο ρ ώ ν α π ω όχι " . Ο καλός ο ποντικός συμφώνησε.
Η γ ά τ α όμως χώθηκε
στα στενά και κρυφά έφτασε μέχρι την εκκλησία. Ε κ ε ί ά ν ο ι ξ ε π ά λ ι τ ο β α ρ ε λ ά κ ι κ α ι κ α τ έ β α σ ε τ ο βούτυρο ώ ς τ η μ έ σ η . « Τ ί π ο τ α δεν είναι π ι ο ν ό σ τ ι μ ο », σ κ έ φ τ η κ ε , " ά π ' α υ τ ό π ο υ τ ρ ω ς ε σ ύ ο ίδιος » . Κ ι έ μ ε ι ν ε π ο λ ύ ε υ χ α ρ ι σ τ η μένη απ5 την εκδρομή της. Ό τ α ν γύρισε σπίτι, ο ποντικός
τη ρ ώ τ η σ ε :
" Π ώ ς το β ά φ τ ι σ ε ς α υ τ ό το γ α τ ά κ ι ; » —
" Π α ε ι τ ο μ ι σ ό », Τι λες; Σ
απάντησε
η
γάτα.
— « Παειτομισό !
όλη μ ο υ τ η ζ ω ή δεν έ χ ω ξ α ν α κ ο ύ σ ε ι τ έ τ ο ι ο
ό ν ο μ α . Β ά ζ ω σ τ ο ί χ η μ α ότι σ τ ο η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο δεν έ χ ε ι μ έ ρα να γ ι ο ρ τ ά ζ ε ι ! » Δεν πέρασε πολύς καιρός και της γ ά τ α ς της τρέξανε πάλι τα σάλια γ ι α το βούτυρο. " Ό λ α τα καλά π ρ ά γ μ α τ α τ ρ ι τ ώ ν ο υ ν » , ε ί π ε στον π ο ν τ ι κ ό . « Μ ε κ ά λ ε σ α ν π ά λ ι νονά σ ε μ ι α β ά φ τ ι σ η . Τ ο γ α τ ά κ ι α υ τ ή τ η φορά ε ί ν α ι κ α τάμαυρο,
μόνο π ο υ έ χ ε ι
άσπρα ποδαράκια.
Ούτε
μια
ά σ π ρ η τ ρ ί χ α σ ' όλο τ ο υ τ ο κ ο ρ μ ά κ ι . Α υ τ ό ε ί ν α ι π ο λ ύ σ π ά ν ι ο , μ ι α φορά σ τ α δ έ κ α χ ρ ό ν ι α σ υ μ β α ί ν ε ι . Θ α μ ' α φ ή σεις να π ά ω ; » — « Π α ε ι τ ο κ α ϊ μ ά κ ι , Π α ε ι τ ο μ ι σ ό ! Α υ τ ά τα π α ρ ά ξ ε ν α ο ν ό μ α τ α μ
έ χ ο υ ν βάλει σε
σ κ έ ψ ε ι ς ». —
" Ε ί ν α ι ε π ε ι δ ή κ ά θ ε σ α ι κ λ ε ι σ μ έ ν ο ς όλη μ έ ρ α ε δ ώ μ έ σ α μ ε τ η ν γ κ ρ ί ζ α σου τ η ρ ό μ π α κ α ι μ ε τ η ν ο υ ρ ί τ σ α σου τ υ λ ι γ μ έ ν η σ τ η ν π ο λ υ θ ρ ό ν α . Α υ τ ά π α θ α ί ν ε ι όποιος δεν β γ α ί νει έ ξ ω " . Ο π ο ν τ ι κ ό ς έ μ ε ι ν ε λ ο ι π ό ν σ π ί τ ι κ α ι κ α θ ά ρ ι σ ε και σκούπισε και συγύρισε. Η λιχούδα γ ά τ α ό μ ω ς έβαλε κ ά τ ω το
βαρελάκι και το τέλειωσε το
η σ υ χ ά ζ ε ι ς π α ρ ά μ ο ν ά χ α όταν
τον
βούτυρο.
φας όλον
το
" Δεν μεζέ »,
μονολόγησε. Χ ο ρ τ ά τ η και καλοφαγωμένη γύρισε σπίτι αργά το βράδυ. Ο ποντικός ρώτησε α μ έ σ ω ς
να μάθει τι όνομα εί
χ α ν ε δ ώ σ ε ι σ τ ο τ ρ ί τ ο γ α τ ά κ ι . « Μ π α , ούτε α υ τ ό θ α σου αρέσει », του αποκρίθηκε η γ ά τ α . « Το β γ ά λ α μ ε Π α ε ι όλο ». — " Π α ε ι ό λ ο ! », φ ώ ν α ξ ε ο π ο ν τ ι κ ό ς . ναι τ ο π ι ο π α ρ ά ξ ε ν ο α π
όλα.
« Α υ τ ό εί
Δεν τό ' χ ω συναντήσει
πουθενά γ ρ α μ μ έ ν ο . Τι στην ευχή σημαίνει; " Κ α ι κου νώντας το κεφάλι του κουλουριάστηκε στη γ ω ν ι ά του να κοιμηθεί.
Α π ό τ ό τ ε κ ι ύ σ τ ε ρ α κ α ν ε ί ς δεν ξ α ν α κ ά λ ε σ ε τ η γ ά τ α να βαφτίσει.
Ό τ α ν ό μ ω ς χ ε ι μ ώ ν ι α σ ε κ ι έ ξ ω δεν έ β ρ ι
σκαν π ι α τ ί π ο τ α να φάνε, ο ποντικός θυμήθηκε το βού τυρο και είπε : « Έ λ α , γ ά τ α , π ά μ ε στην εκκλησία να πάρουμε το βούτυρο, π ο υ ε ί χ α μ ε φυλάξει γ ι α το χ ε ι μ ώ να. Θα ε ί ν α ι ό,τι π ρ έ π ε ι ». — « Μ ά λ ι σ τ α », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ ά τ α . " Γ ι α σένα π ρ ο π ά ν τ ο ν θ α ε ί ν α ι ό,τι π ρ έ π ε ι . Κ α ι δεν θ α σου π έ σ ε ι β α ρ ύ σ τ ο σ τ ο μ ά χ ι . Ε ί ν α ι ελαφρύ, σ α ν ν α τ ρ ω ς αέρα κ ο π α ν ι σ τ ό » . Μ ι α κ α ι δυο, ξ ε κ ι ν ά ν ε γ ι α την εκκλησία. Κι όταν έφτασαν, βρήκαν το βαρελάκι στη θέση
του.
είπε
ο ποντικός.
Αλλά ήταν
άδειο.
" Ωραία
" Τώρα
φίλη
ζεις γ α τ ά κ ι α , ερχόσουνα εδώ
καταλαβαίνω »,
ε ί σ α ι ! Α ν τ ί να β α φ τ ί
και έτρωγες το βούτυρο.
Π ρ ώ τ α πρώτα Παειτοκαϊμάκι, μετά Παειτομισό, κι ύστε ρα . . . » — " Σ τ α μ ά τ α ! » τ ο ν
γάτα.
" Άλλη
μ ι α λ έ ξ η κ α ι θα σε φ ά ω κι ε σ έ ν α ! » — " . . .
Παειό-
ό λ ο ! »,
ξεστόμισε
ο
καημένος
έκοψε η
ο ποντικός.
Κ α ι πριν
π ρ ο λ ά β ε ι ν ' α π ο σ ώ σ ε ι τ ο λ ό γ ο τ ο υ , τον α ρ π ά ζ ε ι η γ ά τ α και τον κάνει μια χ α ψ ι ά . Τι να κ ά ν ο υ μ ε ; Έ τ σ ι είναι ο κόσμος.
3·
Το παιδί της Παναγίας
Μ
Ι Α Φ Ο Ρ Α Κ Ι Ε Ν Α Ν Κ Α Ι Ρ Ο ζ ο ύ σ ε σ ' ένα μ ε γ ά λ ο δ ά σος ένας ξ υ λ ο κ ό π ο ς μ ε τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Ε ί χ α ν ένα
μ ο ν ά κ ρ ι β ο π α ι δ ά κ ι , ένα κ ο ρ ι τ σ ά κ ι τ ρ ι ώ ν χ ρ ό ν ω ν . Ή τ α ν ό μ ω ς τόσο φτωχοί που
δεν ε ί χ α ν ο ύ τ ε ψ ω μ ί ν α φάνε
κ α ι δεν ή ξ ε ρ α ν τ ι ν α τ ο υ δ ώ σ ο υ ν . Έ ν α π ρ ω ί , λ ο ι π ό ν , ξ ε -
κ ί ν η σ ε λ υ π η μ έ ν ο ς ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς να π ά ε ι σ τ η δουλειά τ ο υ . Και
τ η ν ώ ρ α π ο υ έ κ ο β ε ξ ύ λ α , ν ά σου β λ έ π ε ι ξ α φ ν ι κ ά
μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ μ ι α π α ν έ μ ο ρ φ η γ υ ν α ί κ α , π ο υ φορούσε σ τ ο κ ε φ ά λ ι τ η ς μ ι α κορόνα α π ό α σ τ ρ α φ τ ε ρ ά α σ τ έ ρ ι α . Κ α ι η γυναίκα μίλησε και του είπε :
" Είμαι η
Παναγία, η
Μ η τ έ ρ α τ ο υ Χ ρ ι σ τ ο ύ . Ε ί σ α ι φ τ ω χ ό ς ά ν θ ρ ω π ο ς κ α ι δεν έχεις να ταΐσεις το π α ι δ ί σου. Φ έ ρ ε το σε μένα κι ε γ ώ θ α τ ο π ά ρ ω μ α ζ ί μ ο υ κ α ι θ α τ ό ' χ ω σαν δ ι κ ό μ ο υ κ α ι θ α το φ ρ ο ν τ ί ζ ω κ α λ ά ».
Ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς υ π ά κ ο υ σ ε , έφερε το
παιδί του και τό 'δωσε στην Π α ν α γ ί α . Κ α ι το κοριτσάκι περνούσε καλά, έ τ ρ ω γ ε ψωμί με ζ ά χ α ρ η κι έπινε γάλα γλυκό και τα ρουχαλάκια του ήταν από χρυσάφι και μά λαμα κι έ π α ι ζ ε με τους αγγέλους. Όταν
έγινε
δεκατεσσάρων χρόνων,
η
Π α ν α γ ί α το
φ ώ ν α ξ ε κ α ι τ ο υ ε ί π ε : " Π α ι δ ί μ ο υ , θ α φύγω τ α ξ ί δ ι . Π ά ρ ε τα κλειδιά
που
ξεκλειδωνουν
τις δεκατρείς πόρ
τ ε ς τ ο υ Π α ρ α δ ε ί σ ο υ κ α ι φύλαξε τ α κ α λ ά . Τ ι ς δ ώ δ ε κ α μπορείς να τις
α ν ο ί ξ ε ι ς κ α ι ν α θ α υ μ ά σ ε ι ς τ α όμορφα
π ρ ά γ μ α τ α και τους θησαυρούς που κρύβουν. Α λ λ ά τη δέ κατη τρίτη πόρτα, που ανοίγει μ' αυτό το μικρό κλειδάκι, μην την ανοίξεις. Πρόσεχε καλά, μην την ξεκλειδώσεις, γ ι α τ ί θα γίνεις πολύ δυστυχισμένη ». Το κορίτσι υπο σ χ έ θ η κ ε ότι θ α είναι υ π ά κ ο υ ο . Κ ι όταν έ φ υ γ ε η Π α ν α γ ί α , άρχισε ν' ανοίγει μια μια τις πόρτες. Κ ά θ ε μέρα άνοιγε και μ ι α πόρτα και θ α ύ μ α ζ ε τους θησαυρούς που έκρυβε μ έ σ α τ η ς . Έ τ σ ι είδε μ ε τ η σ ε ι ρ ά κ α ι τ α δ ώ δ ε κ α δ ώ μ α τ α του Παραδείσου. τους
Δώδεκα
Σ τ ο κ α θ έ ν α κ α τ ο ι κ ο ύ σ ε κ ι ένας ά π ό
Αποστόλους,
όλο
λαμπρότητα
και
φως.
Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι χ α ι ρ ό τ α ν κ α ι θ α ύ μ α ζ ε τ ο μ ε γ α λ ε ί ο κ α ι τον πλούτο. Κ α ι μαζί του χαίρονταν τ
ακολουθούσαν.
και
οι
άγγελοι
που
Ό τ α ν π έ ρ α σ α ν ο ι δ ώ δ ε κ α μ έ ρ ε ς , δεν ε ί χ ε μ ε ί ν ε ι π ι α παρά μονάχα η απαγορευμένη πόρτα. Κ α ι το κορίτσι έ ν ι ω σ ε μ ε γ ά λ η λ α χ τ ά ρ α ν α δ ε ι τ ι κ ρ υ β ό τ α ν α π ό πίσω της. Ε ί π ε λοιπόν στους α γ γ έ λ ο υ ς : " Δεν θα την ανοίξω, ούτε θ α δ ι α β ώ τ ο κ α τ ώ φ λ ι , τ η ς . Θ α τ η ν ξ ε κ λ ε ι δ ώ σ ω μο νάχα, να ρίξουμε μια μ α τ ι ά χ π ' τη χαραμάδα ». — « Ό χι, όχι » τη
σ τ α μ ά τ η σ α ν οι ά γ γ ε λ ο ι . « Ε ί ν α ι α μ α ρ τ ί α
Η Π α ν α γ ί α σ ' τ ο α π α γ ό ρ ε υ σ ε . Α ν π α ρ α κ ο ύ σ ε ι ς τ α λόγιο, τ η ς , θ α σ ε βρει μ ε γ ά λ η δ υ σ τ υ χ ί α » . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι δεν μί λ η σ ε , αλλά η π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α μ έ σ α σ τ η ν κ α ρ δ ι ά τ η ς σ υ ν έ χ ι σ ε να της μιλάει σ ι γ α ν ά κ α ι να τ η ν τ σ ι γ κ λ ά ε ι και να την τ σ ι μ π ά ε ι κ α ι ν α τ η ν ψ ή ν ε ι . Δ ε ν τ η ν άφηνε σ ε η σ υ χ ί α . Κ α ι κάποια στιγμή που της,
σκέφτηκε :
τ
αγγελάκια την
« Τώρα
είμαι
μόνη
άφησαν μονάχη μου
και μπορώ
ν ' α ν ο ί ξ ω . Μ ι α μ α τ ι ά θ α ρ ί ξ ω . Κ α ι κ α ν ε ί ς δεν θ α τ ο μ ά θει » . Έ ψ α ξ ε κ α ι β ρ ή κ ε τ ο κ λ ε ι δ ά κ ι . Κ ι ό τ α ν τ ο π ή ρ ε στο χέρι της, τό 'βαλε και σ τ η ν κλειδαριά. Κι όταν τό βαλε σ τ η ν κ λ ε ι δ α ρ ι ά , τ ο γ ύ ρ ι σ ε κ ι ό λ α ς .
Η πόρτα τότε
άνοιξε και το κορίτσι είδε μ π ρ ο σ τ ά του την Α γ ί α Τ ρ ι ά δ α τυλιγμένη
σ τ η ν π α ν τ ο δ ύ ν α μ η λ ά μ ψ η τ η ς . Σ τ ά θ η κ ε λι
γάκι και κοίταζε με θαυμασμό. Ύ σ τ ε ρ α άπλωσε το χε ράκι της και με το δάχτυλο τ η ς ά γ γ ι ξ ε την άκρη αυτής της χρυσής λαμπράδας. Κ α ι το δάχτυλο της έγινε χρυσό. Α μ έ σ ω ς φόβος μ ε γ ά λ ο ς τ η ν έ π ι α σ ε , έ κ λ ε ι σ ε μ ε δ ύ ν α μ η τ η ν π ό ρ τ α κ ι έ φ υ γ ε όσο π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ο ρ ο ύ σ ε . Ο φόβος ό μ ω ς δεν έ λ ε γ ε ν α κ α τ α λ α γ ι ά σ ε ι . Ό , τ ι κ ι α ν έ κ α ν ε , δεν μπορούσε να σταματήσει το καρδιοχτύπι, που κόντευε ν α τ η ς σ π ά σ ε ι τ α σ τ ή θ ι α . Κ α ι τ ο χ ρ υ σ ά φ ι έ μ ε ι ν ε κολ λ η μ έ ν ο σ τ ο δ ά χ τ υ λ ο τ η ς , όσο κι αν τό τό
π λ έ ν ε , όσο κι αν
'τριβε. Μετά από λίγο γύρισε κι η Π α ν α γ ί α α π ' το ταξίδι
της.
Φ ώ ν α ξ ε το κορίτσι και ζήτησε π ί σ ω τα κλειδιά
τ ο υ Π α ρ α δ ε ί σ ο υ . Τ η σ τ ι γ μ ή π ο υ τ η ς έδινε τ η ν α ρ μ α θ ι ά , η Π α ν α γ ί α κοίταξε το κορίτσι στα μ ά τ ι α και ρώτησε : « Κ α ι τη « Ό χ ι »,
δέκατη τρίτη
πόρτα;
Δεν την
αποκρίθηκε το κορίτσι.
Η
άνοιξες; » —
Π α ν α γ ί α τότε α
κούμπησε το χέρι της στην καρδιά του κοριτσιού, την έ ν ι ω σ ε π ο υ χ τ υ π ο ύ σ ε σαν τ ρ ε λ ή κ α ι κ α τ ά λ α β ε π ω ς η μ ι κ ρ ή ε ί χ ε π α ρ α κ ο ύ σ ε ι τ η ν εντολή τ η ς .
" Ε ί σ α ι σίγουρη
ότι δεν τ η ν ά ν ο ι ξ ε ς ; " , ξ α ν α ρ ώ τ η σ ε . " Ό χ ι , δεν τ η ν ά ν ο ι ξ α » , ξ α ν ά π ε τ ο κ ο ρ ί τ σ ι . Η Π α ν α γ ί α είδε τ ό τ ε τ ο δ ά χτυλο του κοριτσιού, που είχε γίνει χρυσό α π ' το ά γ γ ι γ μ α τ η ς θ ε ί α ς λ ά μ ψ η ς . Κ α τ ά λ α β ε ότι η μ ι κ ρ ή ε ί χ ε α μ α ρ τήσει και ρώτησε για τρίτη
φορά :
« Δεν άνοιξες την
α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α ; » — " Ό χ ι », α ρ ν ή θ η κ ε το κ ο ρ ί τ σ ι γ ι α τ ρ ί τ η φορά. Κ α ι η Π α ν α γ ί α τ η ς ε ί π ε : " Δ ε ν υ π ά κ ο υ σ ε ς σ τ ι ς εντολές μ ο υ . Κ α ι σαν ν α μ η ν ή τ α ν α υ τ ό α ρ κετό, είπες ψέματα από π ά ν ω . Δεν είσαι π ι α άξια γ ι α να ζ ε ι ς στον
Π α ρ ά δ ε ι σ ο ».
Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι τ ό τ ε β υ θ ί σ τ η κ ε σ ε ύ π ν ο β α θ ύ κ ι όταν ξ ύ πνησε, βρέθηκε σους.
κάτω
στη γ η , στην
κ α ρ δ ι ά ενός δ ά
Ή θ ε λ ε ν α φ ω ν ά ξ ε ι , αλλά μ ι λ ι ά δεν έ β γ α ι ν ε α π ό
τ ο σ τ ό μ α τ η ς . Τ ι ν ά χ τ η κ ε όρθια κ α ι π ρ ο σ π ά θ η σ ε ν α τ ρ έ ξ ε ι , αλλά ό π ο υ κ ι α ν γ ύ ρ ι ζ ε , π υ κ ν ά α γ κ ά θ ι α π ρ ό β α λ λ α ν και της έκλειναν το δρόμο. Σ τ η ν ερημιά, όπου βρέθηκε π α γ ι δ ε υ μ έ ν η , ή τ α ν κ ι ένα γ έ ρ ι κ ο δ έ ν τ ρ ο . Σ τ η ν κ ο υ φ ά λ α του
λοιπόν, έφτιαξε το σπίτι της. Ε κ ε ί μέσα τ ρ ύ π ω ν ε
κ α ι κ ο ι μ ό τ α ν όταν ε ρ χ ό τ α ν η ν ύ χ τ α , ε κ ε ί μ έ σ α έ β ρ ι σ κ ε κ α τ α φ ύ γ ι ο όταν έ β ρ ε χ ε κ α ι χ ι ό ν ι ζ ε . Κ α ι ζ ο ύ σ ε ζ ω ή δ υ σ τυχισμένη. Κάθε που θυμόταν
πόσο
όμορφα
περνούσε
στον Π α ρ ά δ ε ι σ ο και π ώ ς έ π α ι ζ ε μ α ζ ί μ ε τους αγγέλους, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Μ ά ζ ε υ ε ρίζες και βατόμουρα
κ ι αυτό ή τ α ν τ ο φ α γ η τ ό της, Τ ο φθινόπωρο μ ά ζ ε υ ε κ α ρ ύ δ ι α κ α ι φύλλα, π ο υ έ π ε φ τ α ν α π ' τ α δ έ ν τ ρ α . Κ ι ό τ α ν χ ε ι μ ώ ν ι α ζ ε , έ τ ρ ω γ ε τ α καρύδια και τ ρ ύ π ω ν ε σαν ζ ω ά κ ι σ τ α ξ ε ρ ά φύλλα γ ι α ν α φ υ λ α χ τ ε ί α π ' τ ο χ ι ό ν ι κ α ι τ η ν π α γ ω ν ι ά . Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα ρούχα της έγιναν κουρέλια κι έμεινε γ υ μ ν ή .
Oταν
πρόβαλλε ξανά ο ήλιος,
έ β γ α ι ν ε κ ι ε κ ε ί ν η α π τ η ν κ ρ υ ψ ώ ν α τ η ς κ α ι κ α θ ό τ α ν σ ' ένα κ λ α δ ί , τ υ λ ί γ ο ν τ α ς γ ύ ρ ω τ η ς τ α μ α λ λ ι ά τ η ς , σαν μ α ν δ ύ α . Έ τ σ ι π ε ρ ν ο ύ σ α ν τ α χ ρ ό ν ι α , τ ο ένα μ ε τ ά τ ο άλλο, κ ι η κοπελίτσα ζούσε λυπημένη μέσα στη δυστυχία. Μ ι α μ έ ρ α ό μ ω ς , ό τ α ν τ α δ έ ν τ ρ α ε ί χ α ν π ά λ ι φορέσει τ η ν π ρ ά σ ι ν η , δ ρ ο σ ε ρ ή φορεσιά τ ο υ ς , ο β α σ ι λ ι ά ς τ η ς χ ώ ρας β γ ή κ ε κ υ ν ή γ ι σ τ ο δ ά σ ο ς . Κ ι ό π ω ς κ υ ν η γ ο ύ σ ε , π ή ρ ε α π ό π ί σ ω ένα ε λ ά φ ι , π ο υ π ή γ ε κ α ι χ ώ θ η κ ε μ έ σ α σ τ ι ς π ι ο πυκνές αγκαθιές, στην καρδιά του δάσους. Ο βασιλιάς τότε ξεπέζεψε, π α ρ α μ έ ρ ι σ ε τ' α γ κ ά θ ι α και άνοιξε με το σπαθί του δρόμο να περάσει. Ό τ α ν επιτέλους τα κ α τ ά φερε, είδε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ μ ι α π α ν έ μ ο ρ φ η κ ο π έ λ α , ν α κ ά θεται τ υ λ ι γ μ έ ν η από τα νύχια ώς την κορφή με τα χρυσά μαλλιά της. θαυμασμό. είσαι;
Στάθηκε
ασάλευτος και την κοίταζε
Ύ σ τ ε ρ α της μίλησε και της είπε :
όλο
" Ποια
Γ ι α τ ί κάθεσαι εδώ στην ε ρ η μ ι ά ; » Αλλά α π ά ν
τ η σ η δεν π ή ρ ε , γ ι α τ ί τ ο κ ο ρ ί τ σ ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν
ανοίξει
το σ τ ό μ α τ ο υ . Ο β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς ε π έ μ ε ι ν ε : « Θ έ λ ε ι ς νά 'ρθεις μ α ζ ί μου, στο π α λ ά τ ι μ ο υ ; »
Εκείνη
τότε
έγνε
ψε μονάχα με το κεφάλι και δέχτηκε. Ο βασιλιάς τη σ ή κ ω σ ε στην αγκαλιά του, την ανέβασε
πάνω
στο
άλογο
του και την πήρε μ α ζ ί του. Κι όταν έφτασαν στο παλάτι, τ η ς χ ά ρ ι σ ε ό μ ο ρ φ α ρ ο ύ χ α κι ό,τι της. Μόνο να μιλήσει
δεν
άλλο
ποθούσε η ψυχή
μπορούσε. Αλλά ήταν όμορ
φη κ α ι κ α λ ή , χι ο β α σ ι λ ι ά ς τ η ν α γ ά π η σ ε μ
όλη τ ο υ τ η ν
καρδιά. Κ α ι πριν περάσει πολύς καιρός την π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε . Μ ε τ ά α π ό ένα χ ρ ό ν ο η β α σ ί λ ι σ σ α έφερε στον κ ό σ μ ο ένα γ ι ο . Κ α ι τ η ν ύ χ τ α π ο υ ή τ α ν ξ α π λ ω μ έ ν η
μόνη
στο
κρεβάτι της, παρουσιάστηκε εμπρός της η Π α ν α γ ί α και της είπε :
" Α ν π ε ι ς τ η ν α λ ή θ ε ι α κ α ι ο μ ο λ ο γ ή σ ε ι ς ότι
άνοιξες την απαγορευμένη πόρτα, θ
ανοίξω κι ε γ ώ το
σ τ ό μ α σου κ α ι θ α σου ξ α ν α δ ω σ ω τ η μ ι λ ι ά σ ο υ . Α ν ό μ ω ς επιμένεις στο ψέμα και στην αμαρτία κι εξακολουθήσεις π ε ι σ μ α τ ι κ ά ν' αρνείσαι αυτό που έκανες, τότε θα π ά ρ ω μ α ζ ί μ ο υ τ ο ν ε ο γ έ ν ν η τ ο π α ι δ ί σου » . Κ α ι π ε ρ ί μ ε ν ε τ η ν απάντηση της βασίλισσας. Ε κ ε ί ν η όμως άνοιξε το στό μ α τ η ς κ α ι ε ί π ε : α Ό χ ι , δεν ά ν ο ι ξ α τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η πόρτα ". Η Π α ν α γ ί α τότε της πήρε το νεογέννητο π α ι δ ί κ α ι χ ά θ η κ ε α π ό μ π ρ ο σ τ ά τ η ς . Τ η ν άλλη μ έ ρ α , π ο υ δεν έβρισκαν πουθενά το μικρό βασιλόπουλο, ο κόσμος άρ χ ι σ ε να μ ο υ ρ μ ο υ ρ ί ζ ε ι κ α ι να λέει ότι η β α σ ί λ ι σ σ α το ε ί χ ε σ κ ο τ ώ σ ε ι γ ι α ν α τ ο φάει. Ε κ ε ί ν η τ α ά κ ο υ γ ε όλα, αλλά μ ι λ ι ά δεν έ β γ α ι ν ε α π ' τ ο σ τ ό μ α τ η ς . Ο β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς δεν τ α π ί σ τ ε ψ ε , γ ι α τ ί τ η ν α γ α π ο ύ σ ε π ο λ ύ , μ έ σ α α π ' τ η ν καρδιά του. Π έ ρ α σ ε άλλος ένας χρόνος κι η
βασίλισσα γέννησε
άλλον ένα γ ι ο . Κ α ι τ η ν ύ χ τ α π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε π ά λ ι μ π ρ ο στά της η
Παναγία
και
της είπε :
" Αν ο μ ο λ ο γ ή σ ε ι ς
ότι ά ν ο ι ξ ε ς τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α , τ ό τ ε θ α σου ξ α ν α δ ώ σ ω τ ο π α ι δ ί σου κ α ι τ η χ α μ έ ν η σου μ ι λ ι ά . Α ν ό μ ω ς συνεχίσεις με π ε ί σ μ α να το αρνείσαι, τότε θα π ά ρ ω μ α ζ ί μ ο υ κ α ι τ ο ν δ ε ύ τ ε ρ ο γ ι ο σου ». Η β α σ ί λ ι σ σ α ό μ ω ς α ρ ν ή θ η κ ε π ά λ ι : " Ό χ ι , δεν ά ν ο ι ξ α τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τα ». Η Π α ν α γ ί α τότε της πήρε το παιδί α π ' την α γ κ α λιά κ α ι τ ο α ν έ β α σ ε μ α ζ ί τ η ς στον ουρανό. Τ η ν άλλη μ έ ρ α τ ο π ρ ω ί , ό τ α ν ε ί δ α ν ότι κ ι α υ τ ό τ ο μ ω ρ ό ε ί χ ε χ α θ ε ί .
ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ έ β α λ α ν τ ι ς φωνές, κ α τ η γ ο ρ ώ ν τας τη βασίλισσα. Κ α ι ζ ή τ η σ α ν από
το βασιλιά να τη
δικάσει. Ο βασιλιάς ό μ ω ς τη\ α γ α π ο ύ σ ε τόσο πολύ, μέ σα α π ' την καρδιά του, που α π α γ ό ρ ε υ σ ε στους π α λ α τ ι α νούς ν α ξ α ν α μ ι λ ή σ ο υ ν γ ι ' α υ τ ό . Τ ο ν τρίτο χρόνο η κορούλα.
Τη
νύχτα
βασίλισσα γέννησε μια όμορφη
παρουσιάστηκε
μπροστά
της
για
τ ρ ί τ η φορά η Π α ν α γ ί α κ α ι της ε ί π ε : " Έ λ α μ α ζ ί μ ο υ ! » Κ α ι τ η ν α ν έ β α σ ε σ τ ο ν ουρανό κ α ι τ η ς έ δ ε ι ξ ε τ α δυο τ η ς τ α γ ο ρ ά κ ι α , π ο υ γ ε λ ο ύ σ α ν κι έ π α ι ζ α ν χ α ρ ο ύ μ ε ν α . Η β α σίλισσα χάρηκε και τότε η Π α ν α γ ί α
τη
ρώτησε ξανά :
" Δ ε ν μ α λ ά κ ω σ ε α κ ό μ α η κ α ρ δ ι ά σ ο υ ; Δ ε ν θέλεις να ο μ ο λ ο γ ή σ ε ι ς ότι ά ν ο ι ξ ε ς τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α ; Α ν π α ρ α δ ε χ τ ε ί ς τ η ν α μ α ρ τ ί α σ ο υ , τ ό τ ε θα σου ξαναδώσω
τα
δυο σου α γ ό ρ ι α ». Η β α σ ί λ ι σ σ α ό μ ω ς α ρ ν ή θ η κ ε γ ι α τ ρ ί τη φορά : " Ό χ ι , δεν ά ν ο ι ξ α τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α ! » Η
Π α ν α γ ί α τότε την ξαπόστειλε ξανά στη γη και της
πήρε και το τρίτο παιδί. Τ η ν άλλη μ έ ρ α τ ο π ρ ω ί , όταν μ α θ ε ύ τ η κ ε π ω ς κ α ι τ ο τρίτο μωρό είχε χαθεί, ο κόσμος ξεσηκώθηκε : " Η βα σίλισσα τρώει τα παιδιά της, πρέπει να τη δικάσουμε ». Κ ι ο β α σ ι λ ι ά ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε π ι α ν α κ ά ν ε ι τ ί π ο τ α γ ι α ν α τ η σ ώ σ ε ι . Τ η ν π έ ρ α σ α ν α π ό δ ί κ η κ ι αφού δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μ ι λ ή σ ε ι γ ι α ν α υ π ε ρ α σ π ι σ τ ε ί τον ε α υ τ ό τ η ς , την κ α τ α δ ί κ α σ α ν κ ι α π ο φ ά σ ι σ α ν ν α την κ ά ψ ο υ ν ζ ω ν τ α ν ή . Τ α ξ ύ λα μ α ζ ε ύ τ η κ α ν σ ω ρ ό ς κι η
β α σ ί λ ι σ σ α δ έ θ η κ ε σ' έναν
ψηλό π ά σ σ α λ ο . Ό τ α ν ο ι φλόγες άναψαν κ ι ά ρ χ ι σ α ν ν α χ ο ρ ε ύ ο υ ν ολόγυρα τ η ς , έ λ ι ω σ ε κι ο σκληρός π ά γ ο ς τ ή ς π ε ρ η φ ά ν ι α ς τ η ς κι η κ α ρ δ ι ά τ η ς
ρίγησε μετανιωμένη :
" Α χ , ας μ π ο ρ ο ύ σ α , π ρ ι ν π ε θ ά ν ω , να ποο τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν την α λ ή θ ε ι α , πως ναι, ά ν ο ι ξ α τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η π ό ρ τ α ! »
Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή ξ α ν ά β ρ ε τ η φ ω ν ή τ η ς κ α ι μ ε δ ύ ν α μ η φώναξε : « Ναι, Π α ν α γ ί α μου, το έ κ α ν α ! Ά ν ο ι ξ α απαγορευμένη
πόρτα! »
Δεν πρόλαβε ν
την
α π ο σ ώ σ ε ι το
λόγο της κι α μ έ σ ω ς έπιασε μπόρα γ ε ρ ή κι έσβησε τη φω τ ι ά κ ι ένα γ λ υ κ ό φ ω ς κ α τ έ β η κ ε α π ' τ α ουράνια κ α ι τ η ν έλουσε ο λ ό κ λ η ρ η . Κι η Π α ν α γ ί α η ίδια π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε μ ε τ α δυο α γ ό ρ ι α δ ε ξ ι ά κ ι α ρ ι σ τ ε ρ ά κ α ι τ η ν ε ο γ έ ν ν η τ η κορούλα τ η ς σ τ η ν α γ κ α λ ι ά τ η ς . Μ ε κ α λ ο σ ύ ν η τ η ς μ ί λ η σ ε και της είπε : « Ό π ο ι ο ς ομολογεί τις αμαρτίες του και μετανιωνει γ ι ' αυτές, βρίσκει συχώρεση ». Κ α ι μ' αυτά τα λόγια της έδωσε τα τρία παιδιά της και τη μιλιά της και την ευτυχία της.
Παραμύθι για ένα παλικάρι που ξεκίνησε να μάθει τι θα πει φόβος
Μ
Ι Α Φ Ο Ρ Α Κ Ι Ε Ν Α Ν Κ Α Ι Ρ Ο ζ ο ύ σ ε ένας π α τ έ ρ α ς μ ε δυο γ ι ο υ ς . Ο μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο ς ή τ α ν έ ξ υ π ν ο ς κ ι ε π ι τ ή
δειος κ α ι ή ξ ε ρ ε ν α τ α β γ ά ζ ε ι π ά ν τ ο τ ε π έ ρ α . Ο μ ι κ ρ ό ς ό μ ω ς ή τ α ν κ ο υ τ ό ς , τ ί π ο τ α δεν κ α τ α λ ά β α ι ν ε , τ ί π ο τ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μ ά θ ε ι . Κ ι όσοι τον έ β λ ε π α ν , έ λ ε γ α ν : α Α υ τ ό τ ο π α ι δ ί θ α είναι τ ο β ά σ α ν ο τ ο υ π α τ έ ρ α τ ο υ ! » Ό π ο ι α δουλειά κι αν είχαν, την έκανε π ά ν τ α ο μεγαλύτερος. Ό τ α ν ό μ ω ς ο π α τ έ ρ α ς τον έ σ τ ε λ ν ε γ ι α θ έ λ η μ α α ρ γ ά τ ο β ρ ά δ υ ή , α κ ό μ α χ ε ι ρ ό τ ε ρ α , μ έ σ α σ τ η ν ύ χ τ α , κ ι ο δρόμος π ε ρ ν ο ύ σ ε α π ' τ ο π ρ ο α ύ λ ι ο τ η ς ε κ κ λ η σ ί α ς ή κ ά π ο ι ο άλλο ε ρ η μ ι κ ό μέρος, τ ό τ ε εκείνος α π α ν τ ο ύ σ ε : " Α χ , όχι π α -
τ έ ρ α μ ο υ , δεν π ά ω . Κ α ι μ ό ν ο π ο υ τ ο σ κ έ φ τ ο μ α ι , α ν α τ ρ ι χιάζω απ
τ ο φόβο μ ο υ ! » Γ ι α τ ί ή τ α ν φ ο β η τ σ ι ά ρ η ς . Τ α
βράδια πάλι,
μ π ρ ο σ τ ά στο τ ζ ά κ ι , όταν διηγιόντουσαν
τ ρ ο μ α χ τ ι κ έ ς ι σ τ ο ρ ί ε ς , α π ' α υ τ έ ς π ο υ σου σ η κ ώ ν ο υ ν τ η ν τρίχα, τότε πολλοί έλεγαν : ( Α χ , π ώ ς φ ο β ή θ η κ α ! » Ο μικρός γιος, καθισμένος στη γ ω ν ι ά του, τ
ά κ ο υ γ ε όλα
α υ τ ά κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ α κ α τ α λ ά β ε ι .
« Λ έ ν ε όλοι
τους : Φ ο β ά μ α ι και φ ο β ά μ α ι !
Εγώ
δεν φ ο β ά μ α ι , όσο
κι αν β ά ζ ω τα δ υ ν α τ ά μ ο υ ! θά ' ν α ι , φ α ί ν ε τ α ι , άλλη μ ι α δ ύ σ κ ο λ η τ έ χ ν η , α π ' α υ τ έ ς π ο υ δεν κ α τ α λ α β α ί ν ω ! » Ν ά ό μ ω ς π ο υ μ ι α φορά
ο
πατέρας του γύρισε και
του είπε : « Γ ι ά άκου εδώ, εσύ, στη γ ω ν ι ά σου. Ε ί σ α ι π ι α μεγάλος κ α ι δυνατός, π ρ έ π ε ι κι εσύ να μάθεις κ ά τ ι , ν α β γ ά ζ ε ι ς τ ο ψ ω μ ί σ ο υ . Β λ έ π ε ι ς π ώ ς δουλεύει κ α ι κ ο υ ρ ά ζ ε τ α ι ο αδερφός σ ο υ ; Ε σ ύ ό μ ω ς τ ζ ά μ π α τ ρ ω ς κ α ι π ί νεις ! » — « Α, π α τ έ ρ α μ ο υ », α π ά ν τ η σ ε ο μ ι κ ρ ό ς γ ι ο ς . « Π ο λ ύ θά 'θελα να μ ά θ ω κι ε γ ώ κ ά τ ι . Κι αν περνούσε α π ' το χέρι μου, τότε θα μάθαινα να φοβάμαι και ν'ανατ ρ ι χ ι ά ζ ω α κ ό μ α α π ' τ ο φόβο μ ο υ . Α κ ό μ α δεν έ χ ω κ α τ α λάβει τ ί π ο τ α α π ' αυτή την τ έ χ ν η ». Ο μεγαλύτερος γ ι ο ς γέλασε όταν τ
άκουσε,
και
ε ί π ε με το νου τ ο υ : " Θ ε -
ούλη μ ο υ , τ ι χ α ζ ό ς π ο υ ε ί ν α ι ο αδερφός μ ο υ . Π ο τ έ τ ο υ δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α κ α τ α φ έ ρ ε ι τ ί π ο τ α . Ό π ο ι ο ς θέλει ν α ο ρ γ ώ σ ε ι , ξ ε κ ι ν ά ε ι π ο υ ρ ν ό π ο υ ρ ν ό ». Ο π α τ έ ρ α ς α ν α σ τ έ ν α ξε κ α ι α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Ε ν τ ά ξ ε ι , θα μ ά θ ε ι ς να φ ο β ά σ α ι . Α λ λ ά με
το
φόβο
δεν
θα μπορέσεις
να κερδίσεις το
ψ ω μ ί σου ». Μ ε τ ά από λίγο ήρθε μουσαφίρης στο σ π ί τ ι τους ο καντηλανάφτης. Κι ο πατέρας άρχισε να παραπονιέται κ α ι ν α τ ο υ λέει τον π ό ν ο τ ο υ , π ό σ ο κ ο υ τ ό ς κ ι α ν ί κ α ν ο ς σ ε όλα ή τ α ν ο μ ι κ ρ ό ς τ ο υ γ ι ο ς , π ο υ δεν ή ξ ε ρ ε τ ί π ο τ α κ α ι τ ί -
π ο τ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε να μ ά θ ε ι . " Φ α ν τ ά σ ο υ : ό τ α ν τον ρ ώ τησα π ώ ς θα προτιμούσε να βγάζει το ψωμί του, μου ε ί π ε π ω ς θά 'θελε π ά ρ α π ο λ ύ να μ ά θ ε ι να φ ο β ά τ α ι ». — « Αν α υ τ ό είναι όλο κι όλο το π ρ ό β λ η μ α σου », α π ά ν τ η σε ο κ α ν τ η λ α ν ά φ τ η ς , « δ ώ σ ' τον σε μ έ ν α π α ρ α γ ι ό , κι ε γ ώ θ α τον μ ά θ ω ν α φ ο β ά τ α ι . Α ν τον βάλεις μ ο υ , θ α τον σ τ ρ ώ σ ω μ ι α χ α ρ ά » . γ ι α τ ί σκέφτηκε :
" Ο
σ τ η δούλεψη
Ο πατέρας χάρηκε,
μ ι κ ρ ό ς θα ξ ε μ υ τ ί σ ε ι λ ι γ ά κ ι α π ό
δω μ έ σ α κ α ι θα μ ά θ ε ι τι θα π ε ι φόβος ». Ο κ α ν τ η λ α ν ά φτης λ ο ι π ό ν τ ο ν π ή ρ ε μ α ζ ί τ ο υ , σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ , κ α ι τον έβαλε να χ τ υ π ά ε ι τις κ α μ π ά ν ε ς . Μ ε τ ά από λίγες μέρες τον ξ ύ π ν η σ ε μ έ σ α σ τ ' ά γ ρ ι α μ ε σ ά ν υ χ τ α κ α ι τ ο ν έ σ τ ε ι λ ε ν'
ανέβει στο κ α μ π α ν α ρ ι ό να χ τ υ π ή σ ε ι τις κ α μ π ά ν ε ς .
" Τ ώ ρ α θα καταλάβεις τι εστί τρομάρα », σκέφτηκε και α ν έ β η κ ε σ τ α κ ρ υ φ ά σ τ ι ς σ κ ά λ ε ς π ρ ι ν α π ' τον π α ρ α γ ι ό τ ο υ . Ό τ α ν το παιδί έφτασε π ά ν ω , στις καμπάνες, και γύρισε γ ι α ν α π ά ρ ε ι τ ο σ κ ο ι ν ί , είδε σ τ ι ς σ κ ά λ ε ς , μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο φ ε γ γ ί τ η , μια μορφή λευκόντυμένη. " Ποιος ε ί σ α ι ; », ρώτησε με δ υ ν α τ ή φ ω ν ή . Α λ λ ά η μ ο ρ φ ή δεν α π ά ν τ η σ ε , δεν σ ά λ ε ψε, δεν κ ο υ ν ή θ η κ ε ρ ο ύ π ι . « Α π ά ν τ η σ ε μ ο υ », φ ώ ν α ξ ε το παλικάρι. " Ή
φύγε αμέσως.
Δεν έχεις κ α μ ι ά δουλειά
εδώ, μέσα στη νύχτα ». Ο καντηναλάφτης
όμως
έμεινε
α κ ί ν η τ ο ς , γ ι α ν α π ι σ τ έ ψ ε ι ο π α ρ α γ ι ό ς τ ο υ ότι ε ί χ ε α π έ ν α ν τ ι τ ο υ ένα φ ά ν τ α σ μ α . νεαρός : " Τ ι θέλεις
εδω
Γ ι α δ ε ύ τ ε ρ η φορά φ ώ ν α ξ ε ο Μ ί λ α ! Αν είσαι τίμιος άνθρω-
π ο ς , δ ώ σ ε μ ο υ α π ά ν τ η σ η . . . Α λ λ ι ώ ς θα σε π ε τ ά ξ ω κ ά τω α π ' τ ι ς σ κ ά λ ε ς ! » Ο κ α ν τ η λ α ν ά φ τ η ς δεν τον π ί σ τ ε ψ ε . " Μ π α , δεν θα το κ ά ν ε ι ! », σ κ έ φ τ η κ ε κι ε ξ α κ ο λ ο ύ θ η σ ε να σ τ έ κ ε τ α ι α κ ί ν η τ ο ς κ ι α μ ί λ η τ ο ς , σαν ν ά ' τ α ν α π ό π έ τ ρ α . Τ ο π α λ ι κ ά ρ ι τ ό τ ε τον ρ ώ τ η σ ε γ ι α τ ρ ί τ η φορά. Κ ι όταν έ μ ε ι ν ε χ ω ρ ί ς α π ά ν τ η σ η κ ι α υ τ ή τ ο υ η ε ρ ώ τ η σ η , π ή ρ ε φόρα
κι έσπρωξε το φάντασμα και το γκρέμισε κ ά τ ω απ' τις σκάλες. Ο καντηλανάφτης κουτρουβαλιάστηκε δέκα σκα λιά κ ι έ μ ε ι ν ε κ ο υ β α ρ ι α σ μ έ ν ο ς σ ε μ ι α γ ω ν ι ά . Ο π α ρ α γ ι ό ς του χ τ ύ π η σ ε τις καμπάνες, γύρισε σπίτι και χωρίς να πει λέξη έπεσε ξανά γ ι α ύπνο. Η κ α ν τ η λ α ν ά φ τ ι σ σ α π ε ρ ί μ ε ν ε τον ά ν τ ρ α τ η ς , π ε ρ ί μ ε ν ε , π ε ρ ί μ ε ν ε , εκείνος
όμως
δεν ε ρ χ ό τ α ν .
Τελικά τη
ζ ώ σ α ν ε τα φίδια, ξ ύ π ν η σ ε τον π α ρ α γ ι ό και τον ρώτησε : " Μ ή π ω ς ξέρεις π ο ύ είναι ο άντρας μ ο υ ; Α ν έ β η κ ε στο κ α μ π α ν α ρ ι ό π ρ ι ν α π ό σένα ». — « Ό χ ι »,
αποκρίθηκε
το παλικάρι. « Δεν ξ έ ρ ω . Α λ λ ά εκεί π ά ν ω , στο κ α μ π α ν α ρ ι ό , μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο φ ε γ γ ί τ η , ή τ α ν ένας π ο υ δεν μ ι λ ο ύ σ ε κ α ι δεν ήθελε ν α π ε ι π ο ι ο ς ή τ α ν κ α ι δεν έ φ ε υ γ ε . Θ ά ρ ρ ε ψ α λ ο ι π ό ν π ω ς ή τ α ν κ ά π ο ι ο ς σ κ α ν τ α λ ι ά ρ η ς κ α ι τον γ κ ρ ε μ ο τ σ ά κ ι σ α κ ά τ ω α π ' τ ι ς σ κ ά λ ε ς . Γ ι ά π ή γ α ι ν ε ν α δεις. Θ α
λ υ π η θ ώ π ο λ ύ αν ή τ α ν έφυγε τρέχοντας.
ο κ α ν τ η λ α ν ά φ τ η ς ».
Και πράγματι
πεσμένο σε μ ι α γ ω ν ι ά , μ και να χτυπιέται απ
βρήκε τον
Η γυναίκα άντρα της
ένα π ό δ ι σ π α σ μ έ ν ο , ν α κ λ α ί ε ι
τους πόνους.
Τ ο ν κ ο υ β ά λ η σ ε σ τ ο σ π ί τ ι κ ι ύ σ τ ε ρ α έ τ ρ ε ξ ε μ ε φωνές κ α ι κ λ ά μ α τ α σ τ ο ν π α τ έ ρ α τ ο υ ν ε α ρ ο ύ . « Ο γ ι ο ς σ ο υ », τ ο υ ε ί π ε , « μ α ς έφερε μ ε γ ά λ η σ υ μ φ ο ρ ά . Έ ρ ι ξ ε τ ο ν ά ν τ ρ α μου απ
τις σκάλες και τού ' σ π ά σ ε το πόδι. Έ λ α να τον
πάρεις τον α κ α μ ά τ η απ
το σπίτι μας ». Ο πατέρας τρό
μ α ξ ε , π ή γ ε τ ρ έ χ ο ν τ α ς κ α ι έδειρε τ ο γ ι ο τ ο υ . « Τ ι σ κ α ν ταλιές είναι αυτές, π ά λ ι ; Ο Ο ξ α π ο δ ώ ς σ' έ σ π ρ ω ξ ε να κ ά ν ε ι ς τ έ τ ο ι α π ρ ά γ μ α τ α ! » — « Π α τ έ ρ α μ ο υ », α π ά ν τ η σ ε ο μ ι κ ρ ό ς γ ι ο ς , « άκουσε μ ε , δεν φ τ α ί ω . Ε ί δ α κ ά ποιον μ π ρ ο σ τ ά μου να στέκεται μέσα στη νύχτα, σαν ά ν θ ρ ω π ο ς κ α κ ό ς , π ο υ έ χ ε ι κ α κ ό σ τ ο νου τ ο υ . Δ ε ν ή ξ ε ρ α π ο ι ο ς ή τ α ν κ α ι τ ρ ε ι ς φορές τον ρ ώ τ η σ α , τ ρ ε ι ς φορές τ ο υ ε ί π α να μ ι λ ή σ ε ι ή να φ ύ γ ε ι ». — " Αχ », α ν α σ τ έ ν α ξ ε ο πατέρας του. « Ό λ ο έγνοιες και βάσανα θά ' χ ω μ
εσέ
να. Φ ύ γ ε α π ' τ α μ ά τ ι α μ ο υ . Δ ε ν θ έ λ ω π ι α ν α σ ε β λ έ π ω » . — " Ε ν τ ά ξ ε ι , π α τ έ ρ α μ ο υ . Θα φ ύ γ ω . Π ε ρ ί μ ε ν ε μόνο να ξημερώσει και θα π ά ω να βρω την τ ύ χ η μου και να μά θω να φοβάμαι. Έ τ σ ι θά ' χ ω κι ε γ ώ
μια
τέχνη που θα
μ π ο ρ ε ί να με θρέψει ». — « Ά ν τ ε να μ ά θ ε ι ς ό,τι θέλεις », τ ο υ ε ί π ε ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ . α Ε μ έ ν α τ ο ίδιο μ ο υ κ ά ν ε ι . Π ά ρ ε και πενήντα τάλαρα να πορευτείς στην αρχή.
Κι όταν
σ ε ρ ω τ ά ν ε , ν α μ η λες α π ό π ο ύ ε ί σ α ι κ α ι π ο ι ο ς ε ί ν α ι ο π α τέρας σου, γ ι α τ ί ντρέπομαι γ ι α λογαριασμό
σου » .
—
" Ε ν τ ά ξ ε ι , π α τ έ ρ α μ ο υ . Θ α κ ά ν ω α υ τ ό π ο υ θέλεις. Ε ί ν α ι εύκολο κ α ι δεν θα το ξ ε χ ά σ ω ». Μ ό λ ι ς , λ ο ι π ό ν , χ ά ρ α ξ ε ο Θεός τ η μ έ ρ α , τ ο π α λ ι κ ά ρ ι έ χ ω σ ε τ α π ε ν ή ν τ α τ ά λ α ρ α σ τ η ν τ σ έ π η τ ο υ κ α ι β γ ή κ ε στον
μεγάλο δρόμο. Κι όπως
περπατούσε, μονολογούσε
λ ε γ ε : " Α χ , κ α ι να μ π ο ρ ο ύ σ α
χι έ
να φ ο β η θ ώ ! Μ α κ ά ρ ι να
μπορούσα να φοβηθώ ! » Σ τ ο δρόμο που
πήγαινε, συ
νάντησε κάποιον κι άρχισαν vα περπατάνε μ α ζ ί . Κι έτσι ό π ω ς π ε ρ π α τ ο ύ σ α ν , ο ξένος άκουσε τα λόγια που έλεγε ο νεαρός σ τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ . Μ ε τ ά α π ό λ ί γ ο σ υ ν ά ν τ η σ α ν ένα δέντρο ψ η λ ό , π ο υ σ τ α κ λ α δ ι ά τ ο υ κ ρ έ μ ο ν τ α ν ε φ τ ά κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο ι . Ο ξένος τ ό τ ε λέει σ τ ο π α λ ι κ ά ρ ι : " Β λ έ π ε ι ς α υ τ ό εκεί το δέντρο; Σ τ α κλαριά του μόλις παντρεύτηκαν εφτά νομάτοι με την κόρη του σχοινοπλόκου. Κ α ι τ ώ ρ α μαθαί νουν ν α π ε τ ά ν ε . Κ ά τ σ ε α π ό κ ά τ ω κ α ι π ε ρ ί μ ε ν ε ν α ν υ χ τ ώ σ ε ι . Κ α ι τ ό τ ε θ α μ ά θ ε ι ς μ ι α χ α ρ ά τ ι θ α π ε ι φόβος » . — " Α ν δεν χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι τ ί π ο τ α ά λ λ ο , τ ό τ ε δεν θ α δ υ σ κ ο λευτώ », απάντησε το παλικάρι. « Αν όμως μ ά θ ω τόσο γ ρ ή γ ο ρ α ν α φ ο β ά μ α ι , τ ό τ ε θ α σου δ ώ σ ω τ α π ε ν ή ν τ α μ ο υ τ ά λ α ρ α . Έ λ α α ύ ρ ι ο τ ο π ρ ω ί , ν ω ρ ί ς ν ω ρ ί ς , ν α μ ε βρεις, κ α ι θ α σου τ α δώσω
». Κ α ι π ή γ ε κ ά τ ω
με τους κρεμασμένους, κάθισε
α π ' τ ο δέντρο
και περίμενε τη νύχτα.
Κι επειδή κρύωνε, άναψε φωτιά. Τα μ ε σ ά ν υ χ τ α ό μ ω ς η π α γ ω ν ι ά ή τ α ν μ ε γ ά λ η και φυσούσε πολύ και π α ρ
όλη τ η
φ ω τ ι ά τ ο υ δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε να ζ ε σ τ α θ ε ί . Ο ά ν ε μ ο ς έδερνε τ ο υ ς κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο υ ς κ α ι τ ο υ ς χ τ υ π ο ύ σ ε τ ο ν έναν π ά ν ω στον άλλον κ α ι τ ο υ ς κ ο υ ν ο ύ σ ε π έ ρ α - δ ώ θ ε . μ ε τ ο νου τ ο υ : " Κ ά ν ε ι τ ό σ ο κ ρ ύ ο α κ ό μ α κ ι ε γ ώ εδώ
Κ ι ο νεαρός ε ί π ε
που έχω ξεπαγιάσει
κ ά τ ω , που στέκομαι δίπλα στη φω
τιά. Φ α ν τ ά σ ο υ πόσο θα κρυώνουν αυτοί εκεί π ά ν ω , π ο υ τ ο υ ς δέρνει ο ά ν ε μ ο ς κ ι η π α γ ω ν ι ά » . Κ ι ε π ε ι δ ή ε ί χ ε κ α λ ή κ α ρ δ ι ά , έ σ τ η σ ε τ η σ κ ά λ α , α ν έ β η κ ε , τ ο υ ς έλυσε έναν έναν κ α ι τ ο υ ς κ α τ έ β α σ ε κ ο ν τ ά σ τ η φ ω τ ι ά κ α ι τ ο υ ς ε φ τ ά . Ύ σ τ ε ρ α συδαύλισε
τ ι ς φλόγες
και τους έβαλε γ ύ ρ ω να
ζ ε σ τ α θ ο ύ ν . Α υ τ ο ί ό μ ω ς κ ά θ ο ν τ α ν α σ ά λ ε υ τ ο ι κ α ι δεν μ ι -
λούσαν κ ι ο ι φλόγες ά ρ χ ι σ α ν ν α γ λ ε ί φ ο υ ν τ α ρ ο ύ χ α τ ο υ ς . Ε κ ε ί ν ο ς τότε τους είπε : " Π ρ ο σ έ ξ τ ε , γ ι α τ ί θα
σας ξ α -
ν α κ ρ ε μ ά σ ω εκεί π ο υ ή σ α σ τ α ν » . Ο ι π ε θ α μ έ ν ο ι ό μ ω ς δεν α π ά ν τ η σ α ν , δεν σάλεψαν κ ι ά φ η σ α ν τ α ρ ο ύ χ α τ ο υ ς ν α καίγονται.
Το παλικάρι τότε θ ύ μ ω σ ε και τους είπε :
" Α ν δεν π ρ ο σ έ χ ε τ ε , ε γ ώ δεν μ π ο ρ ώ ν α σας β ο η θ ή σ ω . Α λ λ ά δεν θ α κ ά τ σ ω ν α κ α ώ μ α ζ ί σας » . Κ α ι μ ' α υ τ ά τ α λόγια τούς ξανακρέμασε
με τη
σειρά στα κλαδιά τού
δέντρου. Ύ σ τ ε ρ α π λ ά γ ι α σ ε κοντά στη φωτιά κι αποκοι μ ή θ η κ ε . Τ ο π ρ ω ί ήρθε ο ξένος, ν α π ά ρ ε ι τ α π ε ν ή ν τ α τ ά λαρα. Κ α ι τον ρ ώ τ η σ ε :
" Λ ο ι π ό ν ; Ξέρεις τ ώ ρ α τι θα
π ε ι φ ό β ο ς ; » — « Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο νεαρός. « Π ο ύ να ξ έ ρ ω ; Α υ τ ο ί εκεί π ά ν ω ούτε που άνοιξαν το σ τ ό μ α τ ο υ ς . Ά σ ε π ο υ ε ί ν α ι α κ ό μ α π ι ο χ α ζ ο ί α π ό μ έ ν α . Ν α φαν τ α σ τ ε ί ς ότι τους έβαλα να καθίσουν κοντά στη φ ω τ ι ά να
ζεσταθούν, και κόντεψαν να κάψουν τα ρούχα τους ». 0 ξένος τ ό τ ε κ α τ ά λ α β ε ότι δεν θ α τ σ έ π ω ν ε τ α π ε ν ή ν τ α τ ά λαρα κι
έφυγε λέγοντας :
"
Δεν
έχω
ματαϊδεί τέτοιον
α τ ρ ό μ η τ ο ». Το παλικάρι συνέχισε κι α υ τ ό το δρόμο του κι άρ χισε π ά λ ι να μονολογεί και να λέει : ρούσα
να
φοβηθώ!
Μακάρι
να
" Α χ , και να μ π ο
μπορούσα! »
Κι
ένας
αμαξάς, π ο υ ερχόταν π ί σ ω του, τον άκουσε και ρώτησε : " Π ο ι ο ς ε ί σ α ι ; » — « Δ ε ν ξ έ ρ ω », α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π α λ ι κάρι. —
Ο
α μ α ξ ά ς τον ξαναρώτησε :
« Πούθε έρχεσαι; »
« Δ ε ν ξ έ ρ ω ». — " Κ α ι π ο ι ο ς ε ί ν α ι ο π α τ έ ρ α ς σ ο υ ; »
— α Α υ τ ό δεν μ π ο ρ ώ να το πω ». — " Κ α ι τι μ ο υ ρ μ ο υ ρίζεις
συνέχεια
ανάμεσα
στα δόντια
σου; » —
« Αχ »,
α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο νεαρός, « θά ' θ ε λ α τόσο π ο λ ύ να μ ά θ ω να φ ο β ά μ α ι , α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν μ π ο ρ ε ί ν α μ ο υ ε ξ η γ ή σ ε ι τ ι θ α πει
φόβος ».
— « Ά σ ε τ ι ς κ ο υ τ α μ ά ρ ε ς »,
είπε
ο
αμα
ξάς, " κι έλα μαζί μου. Θα κ ο ι τ ά ξ ω να σε βολέψω κ ά π ο υ κι εσένα ». έφτασαν
Το π α λ ι κ ά ρ ι τον ακολούθησε και το
σ'
ένα
πανδοχείο,
όπου
στάθηκαν
να
βράδυ περά
σουν τ η ν ύ χ τ α . Μ π α ί ν ο ν τ α ς εκεί, τ ο π α λ ι κ ά ρ ι μ ο ν ο λ ό γ η σ ε π ά λ ι και είπε : " Α χ , Θεέ μου, ας μάθαινα επιτέλους τι θα π ε ι φόβος ! » Κι ο τ α β ε ρ ν ι ά ρ η ς , π ο υ τον άκουσε, γ έ λασε και του είπε : « Αν έχεις όρεξη να μάθεις τι θα πει φόβος,
ήρθες
στον
σωστό
τ ό π ο ».
—
γ λ ώ σ σ α σου », ε ί π ε η τ α β ε ρ ν ι ά ρ ι σ σ α , τη
« Αχ,
κράτα
τη
« κι έτσι έ χ α σ α ν
ζ ω ή τους κ ά μ π ο σ α γενναία παλικάρια.
Κρίμα
στα
μ ά τ ι α του και στην ομορφιά του, να μην ξαναδεί το φ ω ς του ήλιου ! » Το π α λ ι κ ά ρ ι ό μ ω ς επέμεινε :
« Ό σ ο δύ
σκολο κι αν είναι, ε γ ώ θέλω να μ ά θ ω να φ ο β ά μ α ι . Σ τ ο κ ά τ ω κ ά τ ω γι
αυτό το λόγο ξεκίνησα να βρω την τ ύ χ η
μ ο υ σ τ ο ν κ ό σ μ ο » . Κ α ι δεν έ λ ε γ ε ν
αφήσει τον ταβερ-
νιάρη
σ ε χλοερό κ λ α ρ ί ,
ώ σ π ο υ τ ε λ ι κ ά εκείνος α ν α γ κ ά
στηκε ν α τ ο υ πει π ω ς εκεί κ ο ν τ ά βρισκόταν ένας
κατα
ραμένος πύργος, όπου θα μπορούσε και ο πιο γενναίος να
μάθει τι σημαίνει φόβος, αρκεί να περνούσε εκεί μέ
σα
κλεισμένος
τρεις
ολόκληρες
νύχτες.
Κι
ο
βασιλιάς
τ η ς χ ώ ρ α ς είχε υποσχεθεί την κόρη του σ' όποιον θα τολ μούσε να κάνει τέτοιο κ α τ ό ρ θ ω μ α . Η βασιλοπούλα ήταν η πιο όμορφη κοπέλα π ο υ είχε αντικρίσει π ο τ έ ο ήλιος. Σ τ ο ν π ύ ρ γ ο ήταν κρυμμένοι αμύθητοι θησαυροί
κι αμέ
τρητα δαιμόνια αγρυπνούσαν π ά ν ω τους. Αλλά μετά από τρεις νύχτες
οι
θησαυροί θα ελευθερώνονταν.
Κι ήταν
αρκετοί γ ι α να κάνουν πλούσιο α κ ό μ α και τον π ι ο φ τ ω χ ό . Πολλοί είχαν δοκιμάσει την τ ύ χ η τους κι είχαν μπει μέ σ α σ τ ο ν κ α τ α ρ α μ έ ν ο π ύ ρ γ ο . Α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν ε ί χ ε β γ ε ι ζ ω ν τ α ν ό ς α π ό κει μέσα. Τ η ν άλλη μέρα τ ο π ρ ω ί τ ο π α λ ι κ ά ρ ι π ά ε ι στο β α σ ι λ ι ά κ α ι τ ο υ λέει : " Αν μ' α φ ή σ ε ι ς , βασιλιά μου, θα μ π ω στον κ α τ α ρ α μ έ ν ο π ύ ρ γ ο και θα μεί νω εκεί μέσα τρεις μέρες και τρεις ν ύ χ τ ε ς ». Ο βασιλιάς γύρισε, τον είδε, κι ε π ε ι δ ή τ ο υ άρεσε, είπε : α Μ π ο ρ ε ί ς ν α ζ η τ ή σ ε ι ς τ ρ ί α π ρ ά γ μ α τ α κ α ι ν α τ α π ά ρ ε ι ς μ α ζ ί σου στον κ α τ α ρ α μ έ ν ο π ύ ρ γ ο . Μόνο π ο υ π ρ έ π ε ι ν α είναι ά ψ υ χα και τα τρία ». Το παλικάρι τότε αποκρίθηκε : « Θα π ά ρ ω μ ι α φ ω τ ι ά , έναν τόρνο κ ι έναν π ά γ κ ο μ α ρ α γ κ ο ύ με το
μαχαίρι του ».
Ο β α σ ι λ ι ά ς π ρ ό σ τ α ξ ε να τα μ ε τ α φ έ ρ ο υ ν αμέσους στον π ύ ρ γ ο , όσο έ φ ε γ γ ε α κ ό μ α τ ο φ ω ς τ η ς μ έ ρ α ς . Ό τ α ν νύ χτωσε,
ανέβηκε το
παλικάρι
στον
πύργο,
διάλεξε
ένα
δ ω μ ά τ ι ο κι άναψε τη φ ω τ ι ά του, α κ ο ύ μ π η σ ε δ ί π λ α τον π ά γ κ ο με το μαχαίρι και κάθισε στον τόρνο. " Αχ, Θεέ μου, να μάθαινα τι θα πει φόβος ! », έλεγε και ξανάλεγε. " Μου φαίνεται ό μ ω ς ότι ούτε
δω θα
καταφέρω τίπο-
τα ».
Κ α τ ά τα μεσάνυχτα σηκώθηκε
φωτιά του.
Κι όπως
να
συδαυλίσει τη
φυσούσε τα κάρβουνα να πάρουν
φ ω τ ι ά τα ξύλα, άκουσε ξάφνου α π ό μια γ ω ν ι ά : « Νιάου, νιάου ! Τι κ ρ ύ ο π ο υ κ ά ν ε ι ! » — " Τι φ ω ν ά ζ ε τ ε , βρε χ α ϊ βάνια; », γύρισε και είπε το παλικάρι. " Α φ ο ύ κρυώνετε, ελάτε κοντά να ζεσταθείτε ». Δεν είχε κ α λ ά καλά α π ο σ ώ σ ε ι τ η κ ο υ β έ ν τ α τ ο υ κ α ι δυο θεόρατες μ α ύ ρ ε ς γ ά τ ε ς βρέθηκαν μ ' ένα σάλτο δ ί π λ α τ ο υ
τα μάτια τους πετού
σαν φλόγες και τον κοιτούσαν αγριεμένες.
Κι αφού ζε
στάθηκαν λιγάκι, γύρισαν και του είπαν :
α Φιλαράκο,
είσαι γ ι α μια π α τ ρ ί δ α χ α ρ τ ι ά ; » — " α π ά ν τ η σ ε εκείνος.
« Δείξτε
μου
Και γιατί
ό χ ι ; »,
όμως π ρ ώ τ α τα νύχια
σας ». Οι γ ά τ ε ς έβγαλαν τότε τα νύχια τους. Κι εκείνος είπε :
" Ω!
Μά την αλήθεια, έχουν παραμακρύνει.
σταθείτε να σας τα κ ό ψ ω ,
Γιά
μια στιγμή ! » Τις αρπάζει
λοιπόν α π ' τ ο σβέρκο, τις βάζει π ά ν ω στον π ά γ κ ο του και πιάνει τα πόδια τους στη μέγγενη, α Τ ώ ρ α π ο υ είδα τα νύχια σας α π ό κοντά,
μού ' φ υ γ ε η όρεξη να π α ί ξ ω
μ α ζ ί σας χ α ρ τ ι ά » , τ ο υ ς λέει κ ι α μ έ σ ω ς τ ι ς σ κ ο τ ώ ν ε ι κ α ι τις πετάει έ ξ ω α π ' το παράθυρο, στην τάφρο του πύργου. Μ ό λ ι ς ό μ ω ς ξ ε μ π έ ρ δ ε ψ ε μ' α υ τ έ ς τ ι ς δυο κ α ι γύρισε να ξεκουραστεί κοντά στη φ ω τ ι ά του, άρχισαν να πετιούν ται απ' γάτες
όλες τ ι ς μεριές, α π '
και
μαύρα
σκυλιά,
όλες τ ι ς γ ω ν ί τ σ ε ς ,
με
περιλαίμια
μαύρες
από
φωτιά.
Κ ι ή τ α ν α μ έ τ ρ η τ α τ α ζ ώ α , τ ό σ ο π ο υ τ ο π α λ ι κ ά ρ ι δεν ε ί χ ε π ι α τ ό π ο να σταθεί : ούρλιαζαν φ ρ ι χ τ ά κι απαίσια, π ο δοπατούσαν τη φ ω τ ι ά του, τραβολογούσαν τα ξύλα και τα κάρβουνα α π ό δω κι α π ό κει και κόντευαν σβήσουν. τα
Εκείνος έμεινε κ ά μ π ο σ ε ς
κοίταζε. Ό τ α ν
όμως
είδε
ότι
να του τη
στιγμές ήσυχος και τελειωμό
δεν
είχαν
κ ι ό τ ι α π ό μ ό ν α τ ο υ ς δεν ε π ρ ό κ ε ι τ ο ν α σ τ α μ α τ ή σ ο υ ν , π ή ρ ε το μαχαίρι του και φώναξε δυνατά : « Φ ύ γ ε τ ε , βρομερά ζ ω ν τ α ν ά ! Χαθείτε από μπροστά μου! » Ά λ λ α τό
'βαλαν
στα πόδια,
άλλα πρόλαβε
και
τα
σ κ ό τ ω σ ε κι ύστερα τα π έ τ α ξ ε κι α υ τ ά σ τ α νερά τ η ς τ ά φρου.
Γυρίζοντας φύσηξε τα κάρβουνα να ξαναφουντώ-
σει τ η φ ω τ ι ά τ ο υ κ α ι κ ά θ ι σ ε ν α ζ ε σ τ α θ ε ί . Κ ι έ τ σ ι ό π ω ς κ α θ ό τ α ν , δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κ ρ α τ ή σ ε ι τ α μ ά τ ι α τ ο υ α ν ο ι χ τ ά και κόντευε π ι α να τον πάρει ο ύπνος. Έ ρ ι ξ ε τότε μ ι α μ α τ ι ά γ ύ ρ ω τ ο υ κ α ι είδε σ τ η γ ω ν ι ά ένα μ ε γ ά λ ο κ ρ ε β ά τ ι . " Ο ύ τ ε π α ρ α γ γ ε λ ί α ν α τ ο ε ί χ α ! » , ε ί π ε μ ε τ ο νου του.
Και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Μόλις ό μ ω ς έκλεισε τα
βλέφαρα του, το κρεβάτι σηκώθηκε κι άρχισε να πετάει σ' ολόκληρο τον π ύ ρ γ ο . « Μ ι α χ α ρ ά είναι », σ κ έ φ τ η κ ε το π α λ ι κ ά ρ ι . « Ό , τ ι π ρ έ π ε ι ! » Κ α ι το κ ρ ε β ά τ ι έτρεχε, λες κι ή τ α ν ζ ε μ έ ν α έξι ά λ ο γ α και το τ ρ α β ο ύ σ α ν ,
ανεβοκα-
τέβαινε
σκάλες,
Ώσπου,
περνούσε
διαδρόμους,
δίνει
χοπ!
ξάφνου,
κι έρχεται
μια,
κι
διέσχιζε
σάλες.
αναποδογυρίζει
τα π ά ν ω κ ά τ ω και τον κουκουλώνει. Εκείνος
όμως πετάει από π ά ν ω του κουβέρτες και στρώματα και μαξιλάρια, σ η κ ώ ν ε τ α ι και λέει :
" Τ έ ρ μ α γ ι α μένα. Ας
ανεβεί ο επόμενος ! » Κ α ι μ' α υ τ ά τα λ ό γ ι α ξ ά π λ ω σ ε κον τά στη πρωί.
φ ω τ ι ά του Μόλις
και
κοιμήθηκε
ξημέρωσε,
ήρθε
μονορούφι
στον
πύργο
ο
μέχρι το βασιλιάς.
Κ ι όταν τον είδε ξ α π λ ω μ έ ν ο κ α τ α γ ή ς , τον π έ ρ α σ ε γ ι α π ε θ α μ έ ν ο κ α ι φ α ν τ ά σ τ η κ ε ότι τ ο ν είχαν ξ ε π α σ τ ρ έ ψ ε ι τ α φαντάσματα.
" Κ ρ ί μ α το όμορφο το π α λ ι κ ά ρ ι ! ", είπε
στενοχωρημένος. Ο νεαρός ό μ ω ς τον άκουσε και σ η κ ώ θ η κ ε λέγοντας : " Ε, μη βιάζεσαι κ α ι τόσο πολύ ! Α κ ό μ α ε δ ώ είμαι! »
Ο
βασιλιάς έμεινε
μ'
ανοιχτό το
στόμα.
Χά
ρηκε ό μ ω ς και τον ρώτησε π ώ ς πέρασε τη νύχτα. " Μ ι α χ α ρ ά π έ ρ α σ α ", αποκρίθηκε ο νεαρός. " Κι αφού πέρασε η π ρ ώ τ η ν ύ χ τ α , θα περάσουν κ α ι οι άλλες ". Ό τ α ν π ή γ ε στον
ταβερνιάρη,
εκείνος
δεν
πίστευε
στα
μάτια του.
" Δεν το π ε ρ ί μ ε ν α να σε ξ α ν α δ ώ ζ ω ν τ α ν ό », του είπε. " Έ μ α θ ε ς τ ώ ρ α π ι α τι θα πει φ ό β ο ς ; » — " Ό χ ι », του απάντησε το παλικάρι. " Ό λ ε ς μου οι προσπάθειες πάνε στράφι. Μακάρι να βρισκότανε κάποιος να μου το εξη γήσει ! » Τη
δεύτερη
νύχτα
ξαναπήγε
στον
πύργο,
κάθισε
κ ο ν τ ά σ τ η φ ω τ ι ά τ ο υ κ ι ά ρ χ ι σ ε π ά λ ι τ ο ίδιο τ ρ ο π ά ρ ι : « Αχ, και να μπορούσα να φ ο β η θ ώ ! Αχ, και να μπορού σα να φοβηθώ ! » Ό τ α ν κόντευαν τα μεσάνυχτα, ακού σ τ η κ ε βρόντος και κρότος φοβερός, π ο υ ολοένα δ υ ν ά μ ω νε.
Μετά απλώθηκε για μια στιγμή σιωπή.
Κι ύστερα
ένας μισός ά ν θ ρ ω π ο ς έπεσε α π ' την κ α μ ι ν ά δ α και κ α τ ρ α κύλησε σ τ α π ό δ ι α τ ο υ ουρλιάζοντας. « Ε, εσύ ! », φ ώ ν α -
ξε το π α λ ι κ ά ρ ι . « Π ο ύ είναι το άλλο σου μ ι σ ό ; Δεν μ π ο ρεί ν α
μείνεις έ τ σ ι ! » Α μ έ σ ω ς
και τα ουρλιαχτά μισό
κορμί α π '
και
ξανάρχισαν τα
βογκητά
σε λίγο έπεσε και το υπόλοιπο
την καμινάδα.
" Κ ά τ σ ε »,
τ ο υ λέει τ ο
π α λ ι κ ά ρ ι . " Θα ρ ί ξ ω ξύλα σ τ η φ ω τ ι ά , να ζ ε σ τ α θ ε ί ς λι γάκι ». Ό τ α ν όμως τέλειωσε κι ετοιμάστηκε να
καθίσει
π ά λ ι σ τ ο ν π ά γ κ ο τ ο υ , τ ι ν α δ ε ι ; Τ α δ υ ο μ ι σ ά κ ο ρ μ ι ά εί χ α ν ενωθεί κι είχαν σ τ ρ ο γ γ υ λ ο κ α θ ί σ ε ι στον π ά γ κ ο τ ο υ . " Ε,
δεν
είπαμε
κι
έ τ σ ι ! »,
φ ώ ν α ξ ε το π α λ ι κ ά ρ ι .
" Ο
π ά γ κ ο ς είναι δικός μου ».
Ο μ ι σ ό ς - μ ι σ ό ς ά ν θ ρ ω π ο ς δεν
εννοούσε να π α ρ α μ ε ρ ί σ ε ι ,
ο νεαρός
όμως
δεν τ ό
'βαλε
κ ά τ ω : τον έ σ π ρ ω ξ ε δυνατά και κάθισε ξανά στη θέση τ ο υ . Τ ό τ ε ά ρ χ ι σ α ν να π έ φ τ ο υ ν κι άλλοι ά ν θ ρ ω π ο ι , μισοίμισοί, α π ' την κ α μ ι ν ά δ α , ο ένας μ ε τ ά τον άλλον. Κ ρ α τούσαν
εννέα
ανθρώπινα κόκαλα,
που
τά
' στη σαν
όλα
μ α ζ ί κ ι ά ρ χ ι σ α ν ν α τ α σ η μ α δ ε ύ ο υ ν μ ε δυο ν ε κ ρ ο κ ε φ α λ έ ς . Το παλικάρι ζήλεψε και τους ρ ώ τ η σ ε : μ π ο ρ ώ να π α ί ξ ω κι ε γ ώ μαζί
« Γιά ακούστε,
σ α ς ; » — « Να παίξεις.
Ά μ α έχεις λεφτά . . . » — " Λ ε φ τ ά έ χ ω ,
αλλά οι
μπά
λες σ α ς δεν είναι ο λ ο σ τ ρ ό γ γ υ λ ε ς » , τ ο υ ς α π ά ν τ η σ ε , π ή ρ ε τις νεκροκεφαλές και άρχισε να τ ι ς πελεκάει στον τόρνο του,
ώ σ π ο υ έγιναν στ
αλήθεια ολοστρόγγυλες.
« Έτσι
μ π ρ ά β ο ! », είπε. " Τ ώ ρ α θα κυλάνε πολύ καλύτερα α π ό πριν.
έπαιξε
μαζί
τους
λίγα α π ' τα χρήματα του. Ό τ α ν
Αρχίζουμε; »
όμως
χτύπησαν
σάνυχτα,
όλα
Έτσι
εξαφανίστηκαν
από
κι
μπροστά του.
έχασε με Τότε
π λ ά γ ι α σ ε κι εκείνος κι α π ο κ ο ι μ ή θ η κ ε ή σ υ χ α ώς το ξ η μ έ ρ ω μ α . Τ η ν άλλη μέρα ο βασιλιάς ξανάρθε και τον ρ ώ τησε : " Π ώ ς τα π ή γ ε ς τ ο ύ τ η τη ν ύ χ τ α ; » — " Έ π α ι ξ α μπάλες με κάτι φιλαράκια », του αποκρίθηκε το παλι κάρι.
" Κ ι έ χ α σ α λ ί γ α χ ρ ή μ α τ α » . — " Κ α ι δεν φ ο β ή
θηκες; »
—
«Τι
να
φοβηθώ;
Εγώ
διασκέδασα πολύ.
Μ α κ ά ρ ι να μπορούσα να μ ά θ ω τι θα πει φόβος ! » Την τρίτη μονολογούσε
ν ύ χ τ α κάθισε π ά λ ι στον π ά γ κ ο του και
θλιμμένος :
" Αχ,
μ α κ ά ρ ι νά
'ξερα τι θα
πει φόβος ! » Ε ί χ ε νυχτώσει π ι α γ ι α τα καλά, όταν ξ ά φ νου π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν
μπροστά του
έξι
γεροί και ψηλοί
άντρες, π ο υ κουβαλούσαν ένα φέρετρο. " Θά 'ναι σίγου ρα το ξαδερφάκι μου, π ο υ πέθανε πριν α π ό λίγες μέρες ! », είπε τότε το παλικάρι και κάνοντας νόημα με το χέρι τ ο υ φ ώ ν α ξ ε : " Ξ ά δ ε ρ φ ε , ε δ ώ ε ί μ α ι ! Έ λ α ! » Οι έξι ά ν τρες άφησαν το φέρετρο κ α τ ά χ α μ α . Κι εκείνος π λ η σ ί α σ ε , άνοιξε
το
σκέπασμα
και
μέσα
ήταν
ξαπλωμένος
ένας
πεθαμένος. Ο νεαρός τον ά γ γ ι ξ ε στο π ρ ό σ ω π ο , αλλά το κρέας τ ο υ ή τ α ν κρύο σαν τον π ά γ ο . « Κ ά τ σ ε », του είπε, " ε γ ώ θα σε ζ ε σ τ ά ν ω ». Κ α ι μ
αυτά τα λόγια π ή γ ε στη
φ ω τ ι ά , ζέστανε το χέρι του και το ακούμπησε στα μ ά γουλα του πεθαμένου. μένει π α γ ω μ έ ν ο ς
Εκείνος ό μ ω ς εξακολουθούσε να
όπως
τον έβγαλε α π ' το
και π ρ ώ τ α .
φέρετρο,
Το παλικάρι τότε
τον κουβάλησε κοντά στη
φ ω τ ι ά , τον κάθισε μ π ρ ο σ τ ά του κι άρχισε να του τρίβει τα χέρια, μ π α ς και γυρίσει το αίμα μέσα του. Είδε όμως ότι ούτε έτσι κ α τ ά φ ε ρ ν ε τ ί π ο τ α . Τ ό τ ε μ η χ α ν ε ύ τ η κ ε άλ λον τ ρ ό π ο : τότε
« Ό τ α ν κ ο ι μ ο ύ ν τ α ι δυο μ α ζ ί στο κ ρ ε β ά τ ι ,
ζεσταίνονται! »
Κουβάλησε
λοιπόν
τον
πεθαμένο
στο κρεβάτι, τον σκέπασε και χ ώ θ η κ ε κ ά τ ω α π ' τις κου βέρτες δίπλα του. Πέρασε λίγη ώρα κι ο πεθαμένος ζε στάθηκε
πράγματι
κι
άρχισε
να
κουνιέται.
" Βλέπεις,
ξαδερφάκι μ ο υ ; », είπε τότε το παλικάρι. « Δεν σ' το ε ί π α ότι θα σε ζ ε σ τ ά ν ω ; » Ο π ε θ α μ έ ν ο ς ό μ ω ς α ν α σ η κ ώ θ η κ ε και είπε : " Ε τ ο ι μ ά σ ο υ να π ε θ ά ν ε ι ς ! Γιατί θα σε στραγ γ α λ ί σ ω ! » — " Τ ι ; Α υ τ ό είναι το ε υ χ α ρ ι σ τ ώ σ ο υ ; Ά ν τ ε χ ά σ ο υ , στο φέρετρο σου ! » Κ α ι με μ ι α κ λ ω τ σ ι ά τον ξ α ποστέλνει π ί σ ω
στο
φέρετρο και κλείνει α π ό π ά ν ω τ ο
σ κ έ π α σ μ α . Τ ό τ ε π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν ο ι έξι άντρες, σ ή κ ω σαν π ά λ ι την κ ά σ α κι έ φ υ γ α ν . " Ο ύ τ ε α υ τ ή τη φορά κ α τ ά φ ε ρ α να φοβηθώ
» , σ κ έ φ τ η κ ε τ ο π α λ ι κ ά ρ ι . " Π ο τ έ δεν
π ρ ό κ ε ι τ α ι να μ ά θ ω τι είναι α υ τ ό το π ρ ά γ μ α , ο φόβος ». Τ ό τ ε μ π ή κ ε ξάφνου ένας άντρας μεγαλύτερος α π ' ό λους τους άλλους, φοβερός ταν
όμως
γέρος
κι
είχε
και τρομερός μακριά,
στην όψη. ' Η
ολόασπρη
γενειάδα.
" Δεν θ' αργήσεις, κακομοίρη μου, να μάθεις τι θα πει φόβος ", του φ ώ ν α ξ ε . " Γ ι α τ ί ήρθε η ώ ρ α να πεθάνεις ». — " Μη
β ι ά ζ ε σ α ι ! » α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π α λ ι κ ά ρ ι .
" Κι αν
ήρθε η ώ ρ α να π ε θ ά ν ω , ας κοπιάσει ο θάνατος να με π ά ρει ! » — " Τ ο ύ τ η κ ι ό λ α ς τη σ τ ι γ μ ή θα σε π ε ρ ι λ ά β ο ^ , φ ι λ α ρ ά κ ο μ ο υ ! », φ ώ ν α ξ ε ο δ α ί μ ο ν α ς .
" Γ ι ά σ ι γ ά », τ ο υ
ε ί π ε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Δεν είσαι μ ο ν ά χ α τ ο υ λ ό γ ο υ σου δ υ ν α τ ό ς . Ε ί μ α ι κ ι ε γ ώ γ ε ρ ό ς σ τ α χ έ ρ ι α , γ ε ρ ό ς όσο κ ι εσύ, ίσως και π α ρ α π ά ν ω ». — " Α υ τ ό θα το δούμε », α π ά ν τησε
ο
γέρος.
« Αν είσαι
πράγματι
δυνατότερος,
θα
σ' α φ ή σ ω να φύγεις. Έ λ α , λοιπόν, να μετρηθούμε ! » Τον ο δ ή γ η σ ε α π ό σκοτεινούς δ ι α δ ρ ό μ ο υ ς σ' ένα υ π ό γ ε ι ο σι δεράδικο. Κι εκεί ο γέρος σ ή κ ω σ ε
μια
βαριά και χ τ ύ
π η σ ε τ ο ένα αμόνι τόσο δ υ ν α τ ά , π ο υ τ ό ' χ ω σ ε σχεδόν στο χ ώ μ α . " Α υ τ ό δεν είναι τ ί π ο τ α » , ε ί π ε τ ο π α λ ι κ ά ρ ι κ α ι π ρ ο χ ώ ρ η σ ε στο άλλο αμόνι. Ο γ έ ρ ο ς στάθηκε δ ί π λ α του, να βλέπει. Κι η άσπρη γενειάδα του κρεμόταν π ά ν ω από το αμόνι. Το παλικάρι σήκωσε το τσεκούρι του και χ τ ύ πησε το αμόνι τόσο δυνατά
που
το ατσάλι σκίστηκε
σ τ α δυο. Κ α ι στη χ α ρ α μ α τ ι ά σ φ η ν ώ θ η κ ε η γενειάδα τού γέρου.
" Τ ώ ρ α σε κ ρ α τ ά ω ε γ ώ ! »,
φώναξε ο νεαρός.
" Κι ή ρ θ ε η δ ι κ ή σ ο υ η ωρα να π ε θ ά ν ε ι ς ! » Κι α ρ π ά ζ ο ν τ α ς ένα σιδερολοστό άρχισε να τον χ τ υ π ά ε ι , ώ σ π ο υ ο άλ λος ζ ή τ η σ ε έλεος και τού ' τ α ξ ε μ ε γ ά λ α π λ ο ύ τ η , αν τ ο υ χάριζε τη ζωή. Το παλικάρι τράβηξε
το
τσεκούρι
του
α π ό το αμόνι και ο γέρος ελευθερώθηκε. Α μ έ σ ω ς ξαναγύρισαν στον π ύ ρ γ ο και στο κ α τ ώ ι τού έδειξε τρία σεντούκια γ ε μ ά τ α χ ρ υ σ ά φ ι . " Έ ν α γ ι α τους φ τ ω χ ο ύ ς , ένα γ ι α το βασιλιά κι ένα γ ι α σένα », είπε. Τη σ τ ι γ μ ή εκείνη χ τ ύ π η σ α ν μ ε σ ά ν υ χ τ α
κι ο
γέρος
χάθηκε
κι έγινε κ α π ν ό ς . Κ α ι το π α λ ι κ ά ρ ι έμεινε μόνο του μ έ σ α στο σκοτάδι. « Π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α , ας β γ ω από δω μέσα », είπε και ψαχουλεύοντας βρήκε την π ό ρ τ α , έφτασε στο δ ω μ ά τιο του και κοιμήθηκε ώς το πρωί, δίπλα στη φ ω τ ι ά του. Τ η ν άλλη μέρα ήρθε π ά λ ι ο βασιλιάς και τον ρ ώ τ η σ ε : " Έ μ α θ ε ς τ ώ ρ α π ι α τι θα πει φόβος; » — « Ό χ ι », α π ο κρίθηκε
το παλικάρι.
έ ν α ς ξάδερφος
« Ό χ ι ακόμα. Χτες
μου πεθαμένος,
βράδυ ήρθε
κι ένας γέρος
μ' άσπρη
γενειάδα. Α υ τ ό ς μού 'δειξε κ ά τ ω στο υπόγειο και τ ρ ί α σ ε ν τ ο ύ κ ι α γ ε μ ά τ α χ ρ υ σ ά φ ι . Α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν μ ο υ ε ξ ή γ η σ ε τι θα π ε ι φόβος ». Τ ό τ ε ο βασιλιάς τ ο υ ε ί π ε : « Κ α τ ά φ ε ρες ν α λ ύ σ ε ι ς τ α μ ά γ ι α τ ο υ π ύ ρ γ ο υ κ α ι θ α σ ο υ δ ώ σ ω τ η ν κ ό ρ η μου να τ η ν π ά ρ ε ι ς γ υ ν α ί κ α σου ». — « Ω ρ α ί α είναι όλα α υ τ ά »,
α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π α λ ι κ ά ρ ι .
" Μ ό ν ο π ο υ δεν
κατάφερα ακόμα να μάθω τι θα πει φόβος». Ανέβασαν τότε το χρυσάφι και γιόρτασαν το γ ά μ ο με
χαρές
και
πανηγύρια. Αλλά
ο
νέος
βασιλιάς,
όσο
κι αν αγαπούσε την όμορφη γυναίκα του, έλεγε και ξανά λεγε στενοχωρημένος : « Αχ, και νά 'ξερα τι θα πει φ ό βος ! Α χ , και νά 'ξερα τι θα πει φόβος ! » Έ τ σ ι έλεγε και ξ α ν ά λ ε γ ε κ α ι τ ε λ ε ι ω μ ό δεν ε ί χ ε ,
ώσπου η γυναίκα του
βαρέθηκε να τον ακούει. Κι η β ά γ ι α τ η ς γυρίζει και τ η ς
λέει : " Θ α β ρ ω ε γ ώ τ ρ ό π ο κ α ι θ α τ ο ν τ ρ ο μ ά ξ ω . Κ ά τ σ ε και θα δεις ! » Κ α ι τρέχει έ ξ ω , στο π ο τ α μ ά κ ι π ο υ π ε ρ νούσε α π ' τον κ ή π ο τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ , κ α ι γ ε μ ί ζ ε ι έναν κ ο υ βά με μ ι κ ρ ά ψ α ρ ά κ ι α του γ λ υ κ ο ύ νερού. Τη ν ύ χ τ α , λοι πόν, π ο υ ο νεαρός βασιλιάς κοιμόταν, η βασίλισσα τον ξ ε σ κ έ π α σ ε και τον έλουσε
με το π α γ ω μ έ ν ο νερό,
όπου
τα ψάρια σπαρταρούσαν ακόμα ζωντανά. Π ε τ ά γ ε τ α ι τότε ο νεαρός βασιλιάς α π ' τον ύπνο του και φ ω ν ά ζ ε ι : " Αχ, κ α λ ή μου γ υ ν α ί κ α , π ώ ς τ ρ έ μ ω , τ ρ έ μ ω σαν τ ο ψάρι, τ ρ έ μω σ ύ γ κ ο ρ μ ο ς . Τ ώ ρ α π ι α
ξέρω
τι θα π ε ι φόβος ! »
Ο κακός λύκος και τα εφτά κατσικάκια
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν μ ι α γ ρ ι ά κ α τ σ ί κ α , π ο υ είχε εφτά μικρά κατσικάκια, και τ
αγαπούσε
πολύ, όπως η μάνα αγαπάει τα παιδιά της. Μια μέρα αποφάσισε να πάει στο δάσος να μαζέψει χόρτα, φώναξε λοιπόν και τα ε φ τ ά και τους είπε :
« Α γ α π η μ έ ν α μου
π α ι δ ά κ ι α , θα φ ύ γ ω να π ά ω στο δάσος. Τα μ ά τ ι α σας δε κατέσσερα, μην ανοίξετε σε κανέναν. Γ ι α τ ί αν τ ρ υ π ώ σ ε ι μέσα ο κ α κ ό ς λύκος, θα σας κάνει μ ι α χ α ψ ι ά . Ο λύκος ξέρει ν απ
αλλάζει τη μορφή του. Θα τον γνωρίσετε ό μ ω ς
τη χοντρή, βραχνή φωνή του κι α π ' τα μαύρα του
π ό δ ι α ». — Και τα κ α τ σ ι κ ά κ ι α τ ή ς α π ά ν τ η σ α ν : " Έ ν νοια σου, μ α μ ά , θα π ρ ο σ έ χ ο υ μ ε . Φ ύ γ ε και μην ανησυ χείς ». Βέλασε τ ό τ ε η κ α τ σ ί κ α , γ ι α να τ κι
έφυγε Δεν
αποχαιρετήσει,
ήσυχη.
πέρασε
πολλή
ώρα και
κάποιος
χτύπησε
την
π ό ρ τ α λέγοντας : « Ανοίξτε, κ α λ ά μου π α ι δ ά κ ι α . Η μ α νούλα γύρισε κι έχει φέρει δ ω ρ ά κ ι α γ ι α όλους ». Τα κ α τσικάκια όμως γνώρισαν τη χοντρή, βραχνή φωνή και κ α τ ά λ α β α ν π ω ς είναι ο λύκος. " Δεν ανοίγουμε », α π ο κρίθηκαν. « Δεν είσαι η μανούλα μας. Εκείνη έχει γ λ υ κιά
και
τραγουδιστή
φωνή.
Η
δικιά
σου
ό μ ω ς είναι
χ ο ν τ ρ ή και β ρ α χ ν ή . Ε ί σ α ι ο κ α κ ό ς λύκος ». Τ ό τ ε ο λύ κος έ φ υ γ ε και π ή γ ε στον μ π α κ ά λ η . Α γ ό ρ α σ ε ένα μ ε γ ά λ ο κ ο μ μ ά τ ι κ ι μ ω λ ί α και τό ' φ α γ ε , γ ι α να κάνει τη φωνή του γλυκιά και τραγουδιστή.
Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι κι έγινε.
Τότε π ή γ ε πάλι και χτύπησε την πόρτα φωνάζοντας :
" Α ν ο ί ξ τ ε , καλά μου π α ι δ ά κ ι α .
Η μανούλα γύρισε κι έχει
φέρει δ ω ρ ά κ ι α γ ι α όλους ». Ο λύκος ό μ ω ς είχε α κ ο υ μ π ή σει τ ο μ α ύ ρ ο τ ο υ π ο δ ά ρ ι στο π α ρ ά θ υ ρ ο . Κ α ι τ α κ α τ σ ι κ ά κ ι α το είδαν κ α ι τον κ α τ ά λ α β α ν : « Δεν ανοίγουμε », φώναξαν. « Η μανούλα μας δεν έχει
μαύρα π ό δ ι α σαν
τα δικά σου. Ε ί σ α ι ο κ α κ ό ς λύκος ». Ο λύκος τότε, μια και δυο, π ά ε ι στο το πόδι μου.
φούρναρη
Άλειψε μου το
ο πόνος ». Κι ύστερα έτρεξε
κ α ι τ ο υ λέει : " Χ τ ύ π η σ α με ζυμάρι, να μαλακώσει στο
μ υ λ ω ν ά κ α ι τ ο υ λέει :
" Κοσκίνισέ μου λίγο αλεύρι π ά ν ω
στο
π ό δ ι μου ».
Ο
μ υ λ ω ν ά ς κ α τ ά λ α β ε : " Κ ά π ο ι ο ν π ά ε ι να ξεγελάσει ο λύ κ ο ς » . Κ ι α ρ ν ή θ η κ ε . Ο λ ύ κ ο ς ό μ ω ς τ ο υ ε ί π ε : " Α ν δεν κάνεις αυτό π ο υ σου λ έ ω , θα σε φ ά ω ». Ο μυλωνάς τ ό τ ε φοβήθηκε και κοσκίνισέ ά σ π ρ ο αλεύρι
στο πόδι του λύ
κου. Έ τ σ ι είναι ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι . Τρίτη
φορά πάει
π ό ρ τ α κ α ι λέει :
ο
κακός λύκος και χτυπάει την
" Α ν ο ί ξ τ ε , καλά μου παιδάκια.
Η μα
νούλα σας γ ύ ρ ι σ ε κ ι έχει φέρει α π ' τ ο δάσος δ ω ρ ά κ ι α γ ι α όλους ». Τα κ α τ σ ι κ ά κ ι α τ ό τ ε φ ώ ν α ξ α ν α π ό μ έ σ α : " Δ ε ί ξε μ α ς το π ό δ ι σου, γ ι α να σιγουρευτούμε ότι είσαι η μανούλα μ α ς ».
Ο λύκος τότε τους
έδειξε το πόδι
του
α π ' το π α ρ ά θ υ ρ ο , κι όταν εκείνα το είδαν άσπρο, π ί σ τ ε ψαν
πως
τους
έλεγε
την
αλήθεια. Έ τ σ ι
άνοιξαν
την
π ό ρ τ α . Αλλά αυτός που μ π ή κ ε μέσα ήταν ο λύκος ο κ α κός κι όχι η καλή τους μητερούλα. Τρόμαξαν τα κατσι κάκια κι έτρεξαν να κρυφτούν. Το π ρ ώ τ ο πήδησε κ ά τ ω απ' τρίτο
το τ ρ α π έ ζ ι , το δεύτερο τ ρ ύ π ω σ ε στο κρεβάτι, μέσα
στη
σόμπα,
το τέταρτο
στην
κουζίνα,
το το
π έ μ π τ ο στο ντουλάπι, το έκτο χ ώ θ η κ ε κ ά τ ω α π 5 τη με γ ά λ η σ ο υ π ι έ ρ α κ α ι τ ο έ β δ ο μ ο μ έ σ α σ τ ο ρολόι τ ο υ τ ο ί χ ο υ . Ο λύκος ό μ ω ς τα βρήκε όλα και χ ω ρ ί ς να χάσει λ ε π τ ό
άνοιξε τ η σ τ ο μ α τ ά ρ α τ ο υ και τ ά ' χ α ψ ε τ ο ένα μ ε τ ά τ ο ά λ λ ο . Μ ό ν ο τ ο π ι ο μ ι κ ρ ό δεν β ρ ή κ ε , π ο υ ε ί χ ε χ ω θ ε ί ρολόι τ ο υ τ ο ί χ ο υ . του,
Μόλις ο λύκος
χόρτασε
την
βγήκε σιγά σιγά έξω, προχώρησε στο λιβάδι,
σ π ο υ έ φ τ α σ ε κ ά τ ω α π ό ένα δέντρο.
στο
πείνα ώ
Κι εκεί έπεσε να
κοιμηθεί. Μ ε τ ά από λίγη ώρα γύρισε η γριά κατσίκα α π 5 το δάσος. Αχ, τι ήταν αυτό που αντίκρισαν
τα μάτια της !
Η πόρτα του σπιτιού της ορθάνοιχτη : τραπέζι, καρέ κλες και π ά γ κ ο ι , α ν α π ο δ ο γ υ ρ ι σ μ έ ν α όλα, η μ ε γ ά λ η σουπ ι έ ρ α θρύψαλα στο πάτο^μα, κουβέρτες και μαξιλάρια σκισμένα και πεταμένα
από δω
κι α π ό κει. Σ α ν τρελή
έψαξε ν α βρει τ α π α ι δ ι ά τ η ς . Π ο υ θ ε ν ά . Έ ν α ένα τ α φ ώ ν α ζ ε μ ε τ ' όνομα τ ο υ ς , κ α ν έ ν α ό μ ω ς δεν α π α ν τ ο ύ σ ε . Ό ταν τέλος έ φ τ α σ ε και στο τελευταίο, μ ι α ψιλή φωνούλα της απάντησε : τοίχου ».
« Μ α ν ο ύ λ α , ε ί μ α ι μ έ σ α σ τ ο ρολόι τ ο ύ
Αμέσως
τό
'βγαλε
από
μέσα
η
κατσίκα
κι εκείνο τ η ς ε ί π ε ότι είχε έρθει ο λύκος κι ε ί χ ε φάει όλα του τ
αδερφάκια. Με μαύρο δάκρυ τά
κλάψε η κατσίκα
τα κακόμοιρα τα παιδάκια της. Μ ε τ ά από ώρα πολλή βγήκε έξω και το μικρό το κ α τ σ ι κ ά κ ι την ακολούθησε. Φ τ ά ν ο ν τ α ς στο λιβάδι, είδαν το λύκο
που
τόσο δυνατά
κοιμόταν που
κάτω
απ
το δέντρο. Ρ ο χ ά λ ι ζ ε
τα κλαριά π ά ν ω α π ' το κεφάλι του
έτριζαν. Η κ α τ σ ί κ α τον κοίταξε απ
όλες τ ι ς μεριές κ α ι
είδε π ω ς μ έ σ α στην τ ο υ ρ λ ω μ έ ν η τ ο υ κοιλιά κ ά τ ι χ ο ρ ο πηδούσε. " Α χ , Θεέ μ ο υ » , σκέφτηκε. " Μ ή π ω ς ο κακός ο λύκος έκανε τα π α ι δ ά κ ι α μου μ ι α χ α ψ ι ά και ζούνε α κ ό μα μέσα στην κοιλιά τ ο υ ; »
Γ ρ ή γ ο ρ α στέλνει το μικρό
το κ α τ σ ι κ ά κ ι στο σ π ί τ ι , να φέρει ψαλίδι και βελόνα κ α ι κ λ ω σ τ ή . Κι ανοίγει την κοιλιά του λύκου με μια ψαλι-
διά. Δεν π ρ ό λ α β ε να ψάξει, κ α ι νά σου κιόλας το π ρ ώ τ ο κ α τ σ ι κ ά κ ι , π ο υ β γ ά ζ ε ι α π ό μ έ σ α τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ . Κ ι όσο έκοβε, ά ρ χ ι σ α ν ν α π η δ ο ύ ν έ ξ ω τ ο ένα μ ε τ ά τ ο άλλο. Ή τ α ν γ ε ρ ά κ α ι τ α έ ξ ι , κ α ν έ ν α τ ο υ ς δεν ε ί χ ε π ά θ ε ι τ ί π ο τ α . Γιατί ο κακός λύκος, απ
τη λ α ι μ α ρ γ ί α του, τα είχε χ α -
ταπιεί ολόκληρα, δ ί χ ω ς να τα μασήσει. Τι χ α ρ ά έκαναν ! Α γ κ ά λ ι α ζ α ν όλα τη μανούλα τους κ α ι χ ο ρ ο π η δ ο ύ σ α ν , σαν να ε ί χ α ν π α ν η γ ύ ρ ι . όμως τους είπε :
" Πηγαίνετε γρήγορα
Η κατσίκα
να βρείτε με
γάλες και βαριές πέτρες. Μ' αυτές θα γεμίσουμε την κοι λιά του κακού λύκου,
τ ώ ρ α που κοιμάται ».
Γρήγορα
γ ρ ή γ ο ρ α έφεραν τ α ε φ τ ά κ α τ σ ι κ ά κ ι α όσες π έ τ ρ ε ς βρήκαν ολόγυρα και γέμισαν την κοιλιά του λαίμαργου θηρίου. Η κ α τ σ ί κ α τ ό τ ε τον έραψε με τόση γ ρ η γ ο ρ ά δ α και δεξιοσ ύ ν η π ο υ α υ τ ό ς δεν κ α τ ά λ α β ε τ ί π ο τ α . Ο ύ τ ε κ α ν σ ά λ ε ψ ε στον
ύπνο
του.
Κι όταν επιτέλους ξύπνησε, σηκώθηκε και π ρ ο σ π ά θησε να π ά ε ι να π ι ε ι νερό, γ ι α τ ί οι π έ τ ρ ε ς στην κοιλιά του του είχαν φέρει να προχωράει,
μεγάλη
οι πέτρες
δίψα. Κ α θ ώ ς στην
κοιλιά του
όμως
άρχισε
άρχισαν να
κουνιούνται και να χ τ υ π ά ν ε μεταξύ τους. Τ ό τ ε ο λύκος έβαλε
τις
φωνές : « Νόμιζα έξι
πως
Φαίνεται χίλια
είχα
φάει
κατσικάκια. όμως
πετραδάκια!
πως
κατάπια
»
Κι όταν έ φ τ α σ ε στο π η γ ά δ ι κι έσκυψε να πιει νερό, οι βαριές π έ τ ρ ε ς τον παρέσυραν κι ο κ α κ ό ς λύκος π ν ί γ η κ ε . Μόλις τ ο είδαν αυτό τ α ε φ τ ά κ α τ σ ι κ ά κ ι α , έτρεξαν
καταχαρούμενα Πάει!
φωνάζοντας:
α Πάει
ο
κακός
λύκος!
Π ν ί γ η κ ε ! » Και α π ' τη χαρά τους βάλθηκαν να
χορεύουν με την κ α τ σ ί κ α γ ύ ρ ω α π ' το π η γ ά δ ι .
6.
Ο πιστός
Μ
ΙΑ
ΦΟΡΑ ΚΙ
Ιωάννης
ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
γ έ ρ ο ς κι ά ρ ρ ω σ τ ο ς ,
και
ήταν
ένας
σκεφτόταν :
βασιλιάς, « Φαίνεται
π ω ς ήρθε π ι α η ώ ρ α να π ε θ ά ν ω ». Κ α ι π ρ ό σ τ α ξ ε : « Νά 'ρθει α μ έ σ ω ς κ ο ν τ ά μου ο π ι σ τ ό ς μου Ι ω ά ν ν η ς ». 0 π ι στός Ιωάννης ήταν ο α γ α π η μ έ ν ο ς του υπηρέτης. Και τον έ λ ε γ α ν έτσι ε π ε ι δ ή σ ' όλη τ ο υ τ η ζ ω ή πιστά
τον
αφέντη
του.
Όταν
είχε
υπηρετήσει
παρουσιάστηκε
στον ά ρ ρ ω σ τ ο βασιλιά, εκείνος του είπε :
λοιπόν
« Πιστέ μου
Ι ω ά ν ν η , ν ι ώ θ ω π ω ς έχει φτάσει τ ο τέλος μου. Κ α ι διόλου δεν θ ' α ν η σ υ χ ο ύ σ α , α ν
δεν ή τ α ν ο γ ι ο ς μ ο υ , τ ο β α σ ι λ ό
π ο υ λ ο . Ε ί ν α ι π ο λ ύ μ ι κ ρ ό ς α κ ό μ α , δεν έ χ ε ι μ ά θ ε ι ν α ξ ε χ ω ρ ί ζ ε ι τ ο σ ω σ τ ό κ α ι τ ο κ α λ ό . Α ν λ ο ι π ό ν δεν μ ο υ υ π ο σχεθείς ότι θα του σταθείς σαν π α τ έ ρ α ς , ότι θα τον σ υ μ β ο υ λ ε ύ ε ι ς κ α ι θ α τ ο υ δ ε ί χ ν ε ι ς π ά ν τ α τ ο ν σ ω σ τ ό δ ρ ό μ ο , δεν θα μ π ο ρ έ σ ω κι ε γ ώ να κλείσω ήσυχος τα μ ά τ ι α μου ». Ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης τότε α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Δεν θα τον α φ ή σω
μόνο
κι έρημο.
Θα τον
υπηρετήσω
πιστά,
ακόμα
κι αν χρειαστεί να δ ώ σ ω τη ζ ω ή μου γ ι α χ ά ρ η του ».
—
" Μπορώ λοιπόν να π ε θ ά ν ω ήσυχος, με την καρδιά μου α ν α π α μ έ ν η », ε ί π ε ο γ ε ρ ο - β α σ ι λ ι ά ς .
« Μ ε τ ά το
θάνατο
μ ο υ ν α τ ο υ δ ε ί ξ ε ι ς όλο τ ο π α λ ά τ ι , ό λ ε ς τ ι ς α ί θ ο υ σ ε ς , τ ι ς
κάμαρες και τα κελάρια. βρίσκονται
Όλους
μ α ζ ε μ έ ν ο ι εδώ
μέσα.
τους
θησαυρούς που
Πρόσεχε όμως :
μην
τ ο ν α φ ή σ ε ι ς ν α μ π ε ι σ τ ο τ ε λ ε υ τ α ί ο κ α μ α ρ ά κ ι , σΓο β ά θ ο ς τ ο υ δ ι α δ ρ ό μ ο υ , γ ι α τ ί εκεί μ έ σ α είναι κ ρ ε μ α σ μ έ ν η η ζ ω γ ρ α φ ι ά τ η ς β α σ ι λ ο π ο ύ λ α ς τ ο υ Χ ρ υ σ ο ύ Ο υ ρ α ν ο ί . Α ν δει τη ζ ω γ ρ α φ ι ά της, θα την αγαπήσει
τόσο
πολύ π ο υ θ α
σωριαστεί λιπόθυμος· κι ύστερα θα ριχτεί γ ι α χάρη της σε
μεγάλους
κινδύνους.
Εσύ
όμως
δεν
πρέπει
αφήσεις ". Κι όταν ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης έδωσε
να
τον
στον γερο-
βασιλιά το λόγο του γ ι ' άλλη μ ι α φορά, εκείνος ησύχασε, ακούμπησε το κεφάλι του στα μαξιλάρια και πέθανε. Ό τ α ν έγινε η κηδεία, ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης έπιασε τον νεαρό βασιλιά και του μίλησε γ ι α τον όρκο π ο υ είχε δ ώ σει στον ε τ ο ι μ ο θ ά ν α τ ο π α τ έ ρ α τ ο υ . Τ ε λ ε ι ώ ν ο ν τ α ς π ρ ό σ θεσε : " Θα κ ρ α τ ή σ ω το λ ό γ ο μ ο υ και θα σε υ π η ρ ε τ ή σ ω π ι σ τ ά , ό π ω ς υ π η ρ έ τ η σ α κι εκείνον, α κ ό μ α κι αν χ ρ ε ι α στεί να δ ώ σ ω τη ζ ω ή μου ». Κ α ι πέρασαν οι μέρες τού πένθους και ο πιστός Ιωάννης είπε στο βασιλιά : θε τ ώ ρ α ο κ α ι ρ ό ς να δεις τ η ν κ λ η ρ ο ν ο μ ι ά σου
" Ήρ π ά μ ε να
σου δ ε ί ξ ω τ ο π α λ ά τ ι κ α ι τ ο υ ς θ η σ α υ ρ ο ύ ς π ο υ σου ά φ η σ ε ο π α τ έ ρ α ς σου ». Κ α ι τον γ ύ ρ ι σ ε σ' όλες τ ι ς κ ά μ α ρ ε ς κ α ι τις στολισμένες σάλες και τα κελάρια και τού 'δειξε ό λους τους θησαυρούς.
Μ ό ν ο μ ι α π ό ρ τ α δεν τ ο υ ά ν ο ι ξ ε ,
την π ό ρ τ α στο βάθος του διαδρόμου, π ο υ οδηγούσε στο μικρό καμαράκι με την επικίνδυνη ζ ω γ ρ α φ ι ά . Η ζ ω γ ρ α φιά όμως ήταν τοποθετημένη με τέτοιον τρόπο, που ό ποιος άνοιγε την πόρτα, την τόσο
όμορφη
και
αντίκριζε αμέσως. Κι ήταν
καλοκαμωμένη,
που
θαρρούσες π ω ς
ή τ α ν ζ ω ν τ α ν ή κ α ι θα γ ύ ρ ν α γ ε να σου μιλήσει. Κ α ι άλλη ο μ ο ρ φ ό τ ε ρ η κ α ι γ λ υ κ ύ τ ε ρ η δεν υ π ή ρ χ ε σ ' ο λ ό κ λ η ρ η τ η ν πλάση.
Ο νεαρός βασιλιάς λοιπόν πρόσεξε ότι ο π ι σ τ ό ς Ι ω άννης α π ό φ ε υ γ ε την πορτούλα τ η ς μικρής κ ά μ α ρ α ς και τ ο ν ρ ώ τ η σ ε : « Γ ι α τ ί δεν α ν ο ί γ ε ι ς ν α μ ο υ δ ε ί ξ ε ι ς κ ι α υ τ ό το κ α μ α ρ ά κ ι ; » — « Γ ι α τ ί έχει μ έ σ α κ ά τ ι π ο υ θα σε τ ρ ο μ ά ξ ε ι π ο λ ύ », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο π ι σ τ ό ς υ π η ρ έ τ η ς . Ο νέος β α σιλιάς τότε π ε ί σ μ ω σ ε :
"
Γ ύ ρ ι σ α όλο τ ο π α λ ά τ ι . Τ ώ ρ α
ό μ ω ς θέλω να μ ά θ ω τι κ ρ ύ β ε τ α ι εκεί μ έ σ α ». Κ α ι π λ η σιάζοντας π ρ ο σ π ά θ η σ ε ν'
ανοίξει την π ό ρ τ α .
Ο πιστός
Ιωάννης τον εμπόδισε και του είπε : " Υ π ο σ χ έ θ η κ α στον π α τ έ ρ α σ ο υ , λ ί γ ο π ρ ι ν π ε θ ά ν ε ι , ό τ ι δεν θ α σ ' α φ ή σ ω ν α δεις τι κρύβεται μέσα σ' αυτό το κ α μ α ρ ά κ ι . Αν π α ρ α κ ο ύ σεις τη
συμβουλή
μου,
μ ε γ ά λ ε ς σ υ μ φ ο ρ έ ς θα σε βρουν
κ α ι σ έ ν α κ α ι μ έ ν α ». — " Α, ό χ ι », ε π έ μ ε ι ν ε ο ν έ ο ς β α σ ι λ ι ά ς . " Τ ο κ α κ ό θ α τ ο π ά θ ω α ν δεν
μ' αφήσεις να κοι
τ ά ξ ω ε κ ε ί μ έ σ α . Μ έ ρ α κ α ι ν ύ χ τ α η σ υ χ ί α δεν θ α β ρ ί σ κ ω , ώσπου ν' ανοίξω την π ό ρ τ α και να ικανοποιήσω την π ε ριέργεια μ ο υ . Δεν το κ ο υ ν ά ω
α π ό δω
α ν δεν μ ο υ α ν ο ί
ξεις την π ό ρ τ α ». Ε ί δ ε κι απόειδε ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς , κ α τ ά λ α β ε ότι με τ ί π ο τ α δεν θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο υ α λ λ ά ξ ε ι μ υ α λ ά . Κ α ι μ ε βαριά καρδιά έψαξε στην αρμαθιά με τα κλειδιά του να βρει τ ο κλειδί π ο υ τ α ί ρ ι α ζ ε στην κ λ ε ι δ α ρ ι ά . Ά ν ο ι ξ ε τ η ν π ό ρ τ α και μ π ή κ ε μέσα π ρ ώ τ ο ς , θέλοντας να σκεπάσει τη ζ ω γ ρ α φ ι ά , ν α μ η ν τ η δει ο ν έ ο ς β α σ ι λ ι ά ς . Ά δ ι κ ο ς κ ό π ο ς . Γιατί ο
βασιλιάς ανασηκώθηκε στις μύτες τ ω ν ποδιών
τ ο υ και τ η ν είδε π ά ν ω α π ' τον ώ μ ο τ ο υ π ι σ τ ο ύ Ι ω ά ν ν η . Κ ι όταν είδε τ η ζ ω γ ρ α φ ι ά τ η ς π ε ν τ ά μ ο ρ φ η ς , π ο υ ά σ τ ρ α φτε α π ' το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια, σωριά στηκε κ α τ ά χ α μ α λιπόθυμος. Ο πιστός Ιωάννης
τον σ ή
κ ω σ ε , τ ο ν κ ο υ β ά λ η σ ε σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι τ ο υ κ α ι ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ όλο θ λ ί ψ η : « Θ ε έ μ ο υ , τ ώ ρ α τ ο κ α κ ό έ γ ι ν ε ! Τ ι σ υ μ -
φορές
μας
περιμένουν; »
Ύστερα
έδωσε
στον
αφέντη
του κρασί, γ ι α να τον συνεφέρει. Κι η π ρ ώ τ η κουβέντα που είπε το παλικάρι, μόλις ήρθε στα συγκαλά του, ήταν : " Α χ , π ο ι α είναι α υ τ ή η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η κ ο π έ λ α ; » — " Ε ί ναι
η
βασιλοπούλα
του
Χρυσού
Ουρανού »,
απάντησε
ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς . Κι ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε ε ί π ε : " Η α γ ά π η μου γι5 α υ τ ή ν είναι τ ό σ ο μ ε γ ά λ η π ο υ α κ ό μ α
κι αν όλα
τα φύλλα π ά ν ω στα δέντρα είχαν στόμα και λαλιά, πάλι δεν θ α μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α τ η ν τ ρ α γ ο υ δ ή σ ο υ ν ό π ω ς θ ά ' π ρ ε π ε . Δ ί ν ω και τη ζ ω ή μου γ ι α να τ η ν κ ά ν ω δική μου. Κι εσύ, πιστέ μου υ π η ρ έ τ η , πρέπει να με βοηθήσεις! » Ο πιστός Ιωάννης έστυψε το μυαλό του, να σκεφτεί α π ό π ο ύ ν α ξεκινήσουν και π ώ ς ν α ψάξουν ν α τ η βρουν. Γιατί ήταν δύσκολο πολύ, α κ ό μ α και να φτάσουν να την αντικρίσουν.
Μ ε τ α π ο λ λ ά β ρ ή κ ε έναν τ ρ ό π ο
και είπε
στον α φ έ ν τ η τ ο υ : " Ό , τ ι έχει γ ύ ρ ω τ η ς , είναι α π ό χ ρ υ σάφι : τ ρ α π έ ζ ι α , κ α θ ί σ μ α τ α , π ι α τ ι κ ά , λεκάνες, ποτήρια, όλα. Σ τ α κ ε λ ά ρ ι α τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ σου έ χ ε ι ς π έ ν τ ε τόνους χρυσάφι.
Φ ώ ν α ξ ε τ ο υ ς χ ρ υ σ ο χ ό ο υ ς τ η ς χ ώ ρ α ς σου κ α ι
βάλ' τ ο υ ς ν α σου φ τ ι ά ξ ο υ ν κ α ν ά τ ι α και δ ο χ ε ί α κ α ι π ο υ λάκια και ζωάκια ψεύτικα και θαυμαστά, που θα τραβή ξουν τ η ν π ρ ο σ ο χ ή τ η ς κ α ι θ α τ η ς αρέσουν. Κ ι όταν π ά μ ε να τη βρούμε, θα της τα τ ύ χ η μας ».
δείξουμε, να δοκιμάσουμε την
Π ρ ά γ μ α τ ι ο βασιλιάς ακολούθησε τη συμ
βουλή του και κάλεσε όλους τ ο υ ς χ ρ υ σ ο χ ό ο υ ς τ η ς χ ώ ρ α ς του. Μ έ ρ α και ν ύ χ τ α δούλευαν οι τεχνίτες, ώ σ π ο υ τέλος έφτιαξαν
σωρό
τα
στολίδια
και
τα κομψοτεχνήματα.
Κι όταν όλα φ ο ρ τ ώ θ η κ α ν σ' ένα κ α ρ ά β ι , ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ντύθηκε ρούχα εμπόρου κι έβαλε και
το βασιλιά να κά
νει τ ο ί δ ι ο , γ ι α ν α μ η ν μ π ο ρ ε ί κ α ν ε ί ς ν α τ ο υ ς γ ν ω ρ ί σ ε ι . Ύ σ τ ε ρ α άνοιξαν π α ν ι ά κι άρχισαν να ταξιδεύουν στη θά-
λασσα. Ταξίδευαν, ταξίδευαν, ώ σ π ο υ έφτασαν στην π ο λιτεία όπου ζούσε η βασιλοπούλα του Χρυσού Ουρανού. Ο
πιστός
Ιωάννης
συμβούλεψε
τον
αφέντη
καθίσει στο καράβι και να τον περιμένει. τα κ α τ α φ έ ρ ω », είπε,
του
να
« Μπορεί να
" και να γ υ ρ ί σ ω μαζί με τη βασι
λ ο π ο ύ λ α . Φ ρ ό ν τ ι σ ε , λοιπόν, α φ έ ν τ η , να είναι όλα έ τ ο ι μ α και συγυρισμένα. Κ α ι βγάλε όλα τα χρυσά, να στολίσεις το καράβι μας ». Ύ σ τ ε ρ α διάλεξε τα καλύτερα στολίδια, τά 'κρυψε στη ζώνη του, κατέβηκε στη στεριά και π ή γ ε γ ρ α μ μ ή στο π α λ ά τ ι . Μόλις έφτασε μ π ρ ο σ τ ά του
παλατιού,
είδε
μιαν
όμορφη
κοπέλα
στην αυλή
στο
πηγάδι,
π ο υ κ ρ α τ ο ύ σ ε σ τ α χ έ ρ ι α τ η ς δυο χ ρ υ σ ο ύ ς κ ο υ β ά δ ε ς κ α ι τ ρ α β ο ύ σ ε νερό. Ό τ α ν γ έ μ ι σ ε τους κ ο υ β ά δ ε ς τ η ς μ ε κ ρ υ στάλλινο,
καθάριο
νερό,
ετοιμάστηκε
να
γυρίσει
στο
π α λ ά τ ι . Τ ό τ ε ε ί δ ε τ ο ν ξένο κ α ι τ ο ν ρ ώ τ η σ ε π ο ι ο ς ή τ α ν κι α π ό π ο ύ ερχόταν. « Ε ί μ α ι έμπορος », της αποκρίθηκε ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης. Κι ανοίγοντας τη ζ ώ ν η του τ η ς έδειξε την π ρ α μ ά τ ε ι α του. " Πω, πω ! Τι όμορφα στολίδια! », φώναξε η κοπέλα κι άφησε κ ά τ ω τους κουβάδες, για να τα κοιτάξει με την η σ υ χ ί α τ η ς .
" Ε ί μ α ι σίγουρη ότι η
β α σ ι λ ο π ο ύ λ α μ α ς θα τ' αγοράσει όλα, αν τ η ς τα δείξεις. Τρελαίνεται
για
τα
χρυσαφικά και
τα
στολίδια . . . »
Τον πήρε λοιπόν α π ' το χέρι και τον έ μ π α σ ε στο π α λ ά τ ι γιατί αυτή ήταν η καμαριέρα της βασιλοπούλας. Ό τ α ν η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α είδε τ α χ ρ υ σ α φ ι κ ά π ο υ έ κ ρ υ β ε στη
ζώνη του ο πιστός Ιωάννης, θ α μ π ώ θ η κ ε α π '
ομορφιά τους και είπε :
"
Είναι
τόσο
την
καλοδουλεμένα
π ο υ θα τ' α γ ο ρ ά σ ω όλα ». Ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ό μ ω ς τ η ς αποκρίθηκε :
« Εγώ
δεν
είμαι π α ρ ά
ο
υπηρέτης
ενός
π λ ο ύ σ ι ο υ π ρ α μ α τ ε υ τ ή . Α υ τ ά π ο υ έ χ ω μ α ζ ί μ ο υ δεν ε ί ν α ι τ ί π ο τ α μ π ρ ο σ τ ά στην π ρ α μ ά τ ε ι α π ο υ έχει στο καράβι του
ο αφέντης μου : σ τ ' αλήθεια κουβαλάει τα ωραιότερα και τα ακριβότερα χ ρ υ σ α φ ι κ ά του κόσμου ".
Η βασιλοπού
λ α ζ ή τ η σ ε τ ό τ ε ν α τ η ς τ α φέρουν ν α τ α δει όλα, ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης όμως της είπε :
" Θα μας πάρει μέρες πολλές
να τα φέρουμε ώς ε δ ώ , γ ι α τ ί είναι πολλά.
Και θα μας
χρειαστούν τόσο πολλές κάμαρες, για
να τ' απλώσουμε,
π ο υ τ ο π α λ ά τ ι δεν θ α μ α ς χ ω ρ έ σ ε ι » .
Έ τ σ ι της κέντρισε
την περιέργεια και την επιθυμία και την έβαλε σε τέτοιο πειρασμό που στο
τέλος
η βασιλοπούλα είπε :
" Οδή
γησε με στο κ α ρ ά β ι σας. Θα π ά ω μόνη μου να δω τους θησαυρούς του αφέντη
σου ".
Ό λ ο χ α ρ ά την οδήγησε στο καράβι ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν νης. Κ α ι τ ο β α σ ι λ ό π ο υ λ ο , μ ό λ ι ς την είδε, κ α τ ά λ α β ε π ω ς ήταν πιο όμορφη ακόμα από τη ζ ω γ ρ α φ ι ά της, κι η καρ διά του πήγαινε να σπάσει α π ' την α γ ά π η . Ανέβηκε η βασιλοπούλα στο καράβι κι ο βασιλιάς την υ π ο δ έ χ τ η κ ε με τ ι μ έ ς . Ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ό μ ω ς έμεινε π ι ο πίσω
και
πρόσταξε τον κ α π ε τ ά ν ι ο να σηκώσει την ά γ κ υ ρ α και να ξανοιχτεί
στο
πέλαγος :
« Ανοίξτε
όλα τα π α ν ι ά ,
σαν
το πουλί να φτερουγίσει το σκαρί π ά ν ω α π ' τα κ ύ μ α τ α ! » Κι
όσην
ώρα
ο
βασιλιάς
έδειχνε
στη
βασιλοπούλα τα
χ ρ υ σ ά π ο τ ή ρ ι α και τ α φ λ ι τ ζ α ν ά κ ι α και τ α στολίδια, ένα ένα, τ ο κ α ρ ά β ι τ α ξ ί δ ε υ ε σαν τον ά ν ε μ ο . Ώ ρ ε ς π ο λ λ έ ς π έ ρασαν έτσι, θ α υ μ ά ζ ο ν τ α ς τα χρυσά α ρ ι σ τ ο υ ρ γ ή μ α τ α . Κ α ι η
β α σ ι λ ο π ο ύ λ α δεν κ α τ ά λ α β ε π ω ς τ ο κ α ρ ά β ι ε ί χ ε σ α λ
πάρει κι είχε απομακρυνθεί α π ' την πολιτεία της. Κι όταν είδε
και
το
τελευταίο
στολίδι, ευχαρίστηκε τον
έμπο
ρο και θέλησε να γυρίσει στο π α λ ά τ ι της. Ανεβαίνοντας όμο^ς σ τ ο κ α τ ά σ τ ρ ω μ α , ε ί δ ε ό τ ι ε ί χ α ν ξ ε μ α κ ρ ύ ν ε ι τ ό σ ο α π ' τ η σ τ ε ρ ι ά π ο υ ολόγυρα τ ο υ ς μ ό ν ο θ ά λ α σ σ α φ α ι ν ό τ α ν . "Αχ!»,
φώναξε
τρομαγμένη.
«Με
κορόιδεψαν
και
μ' έκλεψαν. Κ α ι τ ώ ρ α με κρατάει σ τ α χέρια του ένας έμ πορος. Καλύτερα να πεθάνω ! . . . " έπιασε απ
Ο βασιλιάς τότε την
το χέρι και τ η ς είπε : " Δεν είμαι έμπορος.
Ε ί μ α ι βασιλιάς α π ό αρχοντική γενιά, ό π ω ς κι εσύ. σ' έκλεψα με πονηριά,
φταίει η
αγάπη
π ο υ είναι μ ε γ ά λ η . Τ η ν π ρ ώ τ η φορά
Κι αν
μου γ ι α σένα,
που αντίκρισα τη
ζ ω γ ρ α φ ι ά σου, σ ω ρ ι ά σ τ η κ α λιπόθυμος κ α τ ά χ α μ α ». βασιλοπούλα του Χρυσού Ουρανού ησύχασε στο
Η
άκου
σμα αυτών των λόγων. Κι η καρδιά της χτύπησε γλυκά για το
όμορφο
παλικάρι,
έτσι
που
δέχτηκε
να γίνει
γυναίκα του. Κ α θ ώ ς ταξίδευαν όμως στο πέλαγος, τρία κοράκια πέταξαν π ά ν ω α π ' το καράβι. Ο πιστός Ιωάννης, που κ α θ ό τ α ν ε στην π λ ώ ρ η κ α ι τ ρ α γ ο υ δ ο ύ σ ε , τ α είδε κ α ι σ τ α μ ά τ η σ ε να π α ί ζ ε ι την κιθάρα του, γ ι α ν' ακούσει τι λέ γανε. Γιατί ο πιστός υπηρέτης του βασιλιά καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών.
Και το π ρ ώ τ ο κοράκι είπε :
" Γιά κοίτα, κατάφερε να την πάρει μαζί του τη βασι λοπούλα του
Χρυσού
Ο υ ρ α ν ο ύ ».
—
« Ν α ι »,
αποκρί
θ η κ ε τ ο δ ε ύ τ ε ρ ο , « α λ λ ά δεν τ η ν έ χ ε ι κ ά ν ε ι α κ ό μ α δ ι κ ή τ ο υ ». — α Τ η ν έχει ό μ ω ς μ α ζ ί τ ο υ στο κ α ρ ά β ι », είπε το τρίτο. είπε :
Και τότε μίλησε πάλι το π ρ ώ τ ο κοράκι και
« Και
λοιπόν;
Αυτό
δεν
φτάνει.
Γιατί
μόλις
φτάσουν κ α ι π α τ ή σ ο υ ν τ ο π ό δ ι τ ο υ ς σ τ η στεριά, ένα π υ ρόξανθο άλογο θα παρουσιαστεί μ π ρ ο σ τ ά του. Κι ο β α σ ι λ ι ά ς δεν θ 5 α ν τ έ ξ ε ι : α μ έ σ ω ς θ α τ ο κ α β α λ ι κ έ ψ ε ι . Κ α ι τότε πάει, θα φύγει φ τ ε ρ ω τ ό το άλογο και θα τον πάρει μ α ζ ί τ ο υ σ τ ο υ ς ο υ ρ α ν ο ύ ς . Π ο τ έ δεν θ α ξ α ν α δ ε ί τ η ν κ α λ ή τ ο υ » . Κ α ι τ ο δ ε ύ τ ε ρ ο κ ο ρ ά κ ι ρ ώ τ η σ ε : « Μ α δεν υ π ά ρ χ ε ι λ ύ σ η κ α μ ι ά ; Σ ω τ η ρ ί α δεν υ π ά ρ χ ε ι ; » — « Κ α ι β έ βαια υ π ά ρ χ ε ι . Αν βρεθεί κ ά π ο ι ο ς να καβαλικέψει το π υ -
ρόξανθο άλογο πριν
α π ό το βασιλιά, να ξεθηκαρώσει
σπαθί της φωτιάς που
είναι
περασμένο
στη
το
σέλα του
κ α ι να σ κ ο τ ώ σ ε ι το ά λ ο γ ο , τ ό τ ε ο νέος β α σ ι λ ι ά ς θα σ ω θεί. Α λ λ ά π ο ι ο ς το ξέρει α υ τ ό ; Κ α ν ε ί ς ! Κι αν α κ ό μ α βρε θ ε ί κ ά π ο ι ο ς π ο υ τ ο ξ έ ρ ε ι , δεν μ π ο ρ ε ί ν α τ ο υ τ ο π ε ι , γ ι α τ ί αμέσως θα γίνει π έ τ ρ α α π ' τα ν ύ χ ι α τ ω ν ποδιών του μέ χρι
τα
γόνατα ».
Τότε
μίλησε το
δεύτερο κοράκι :
« Εγώ
ξέρω και
κ ά τ ι π α ρ α π ά ν ω . Α κ ό μ α κι αν βρεθεί κ ά π ο ι ο ς και σκο τώσει το άλογο, α κ ό μ α και τότε ο βασιλιάς θα χάσει την καλή του. Γ ι α τ ί την ώ ρ α π ο υ θα φτάσουν στο π α λ ά τ ι , θα δουν μ ι α γ α μ π ρ ι ά τ ι κ η φ ο ρ ε σ ι ά τ ό σ ο ό μ ο ρ φ η κ α ι π λ ο ύ σ ι α στολισμένη, κεντημένη
υφασμένη μ' ασήμι.
θαρρείς
από
καθαρό χρυσάφι,
Α λ λ ά στην π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α είναι
φ τ ι α γ μ έ ν η α π ό θειάφι κ α ι π ί σ σ α , και μόλις τη φορέσει, θα π ά ρ ε ι φ ω τ ι ά και θα καεί ζ ω ν τ α ν ό ς , μέχρι το κόκαλο ». — « Κ α ι σ ω τ η ρ ί α δεν υ π ά ρ χ ε ι ; » , ρ ώ τ η σ ε τ ο τ ρ ί τ ο κ ο ρ ά κ ι . " Π ώ ς ! Υ π ά ρ χ ε ι . . . Αν βρεθεί κ ά π ο ι ο ς κι α ρ π ά ξ ε ι τη φορεσιά φ ο ρ ώ ν τ α ς γ ά ν τ ι α και την π ε τ ά ξ ε ι στη φ ω τ ι ά , τότε θα λαμπαδιάσει α μ έ σ ω ς το θειάφι κι η π ί σ σ α και ο β α σ ι λ ι ά ς θα σ ω θ ε ί . Α λ λ ά π ο ι ο ς το ξέρει α υ τ ό ; Κ α ν ε ί ς ! Κ ι α ν α κ ό μ α β ρ ε θ ε ί κ ά π ο ι ο ς π ο υ τ ο ξ έ ρ ε ι , δεν μ π ο ρ ε ί ν α του το πει, γ ι α τ ί α μ έ σ ω ς θα γίνει π έ τ ρ α α π ' τα γ ό ν α τ α ώς την καρδιά του ». Τελευταίο μίλησε το τρίτο κοράκι και είπε : " Ε γ ώ ξέρω και κ ά τ ι π α ρ α π ά ν ω . Α κ ό μ α κι αν βρεθεί κ ά π ο ι ο ς να κάψει τη γ α μ π ρ ι ά τ ι κ η βασιλιάς
θα χάσει
την
φορεσιά, ακόμα
καλή του. Γιατί
και τότε ο
την
ώρα
που
0' αρχίσει ο χορός, μ ε τ ά το γ ά μ ο , κι όταν η νεαρή βασίλισ σα θα σηκωθεί να χορέψει, θα χλομιάσει ξαφνικά και θα σ ω ρ ι α σ τ ε ί κ α τ ά χ α μ α ν ε κ ρ ή . Κ ι α ν δεν β ρ ε θ ε ί ε κ ε ί κ ο ν τ ά
κάποιος να τη
σηκώσει
και να ρουφήξει τρεις στάλες
α ί μ α α π ' τ ο δεξί τ η ς βυζί, γ ι α ν α τις ξαναφτύσει α μ έ σ ω ς , τ ό τ ε π ά ε ι , π έ θ α ν ε . Α λ λ ά π ο ι ο ς τ ο ξέρει α υ τ ό ; Κ α ν ε ί ς ! Κ ι α ν α κ ό μ α β ρ ε θ ε ί κ ά π ο ι ο ς π ο υ τ ο ξ έ ρ ε ι , δεν μ π ο ρ ε ί ν α του το πει, γ ι α τ ί α μ έ σ ω ς θα γίνει π έ τ ρ α ολόκληρος, α π ό τα νύχια ώς την κορφή ». Και μ' αυτά τα λόγια τα κορά κια ξεμάκρυναν κι έφυγαν π ε τ ώ ν τ α ς . Ο πιστός Ιωάννης είχε ακούσει κι είχε καταλάβει τα λόγια τους.
Κι από
τ η ν ώ ρ α ε κ ε ί ν η ή τ α ν θ λ ι μ μ έ ν ο ς κ ι α μ ί λ η τ ο ς . Α ν δεν έ λ ε γ ε στον αφέντη του τα όσα είχε μάθει, τον έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο. Αν ό μ ω ς του τα φανέρωνε, τότε έ π α ι ζ ε κορόναγ ρ ά μ μ α τ α την ίδια τ η ζ ω ή του. Τέλος π ή ρ ε την α π ό φ α σ η του και είπε : « Θα σ ώ σ ω τον αφέντη μου, α κ ό μ α κι αν χρειαστεί να δ ώ σ ω τη ζ ω ή μου ». Ό τ α ν έφτασαν λοιπόν στη στεριά, τ α π ρ ά γ μ α τ α έγι ναν
όπως
ακριβώς
είχε
προβλέψει το
πρώτο
κοράκι :
ένα λ α μ π ρ ό ά λ ο γ ο , κόκκινο σαν τ η φ ω τ ι ά π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ ς κι ο β α σ ι λ ι ά ς το είδε κ α ι το λ ι μ π ί σ τ η κ ε . " Ωραία, κ α β ά λ α σ' αυτό το άλογο θα π ά μ ε στο π α λ ά τ ι », είπε κι ετοιμάστηκε να το καβαλικέψει.
Ο πιστός Ι ω
άννης ό μ ω ς τον π ρ ό λ α β ε . Μ ' ένα γ ο ρ γ ό π ή δ η μ α ανέβηκε στη σέλα, ξεθηκάρωσε
το
σπαθί
της
φωτιάς που ήταν
περασμένο στα χάμουρα και σκότωσε το περήφανο άτι. Ο ι π α λ α τ ι α ν ο ί τ ο υ β α σ ι λ ι ά , π ο υ δεν χ ώ ν ε υ α ν τ ο ν π ι σ τ ό Ιωάννη, άρχισαν τις φωνές. « Κ ρ ί μ α το άλογο ! Τ έ τ ο ι ο π ε ρ ή φ α ν ο κ α ι λ α μ π ρ ό ά τ ι ή τ α ν ό,τι έ π ρ ε π ε γ ι α ν α μ ε τ α φέρει
το
βασιλιά στο παλάτι του ! » Ο βασιλιάς όμως
τους πρόσταξε να σωπάσουν : " Μη λέτε τ ί π ο τ α κι α φ ή στε τον ή σ υ χ ο ! Ο π ι σ τ ό ς μου Ι ω ά ν ν η ς ξέρει τι κάνει κ α ι γ ι α τ ί το κ ά ν ε ι ! » Π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν λοιπόν κι
όταν έφτασαν
στο παλάτι,
μ π ή κ α ν στην α ί θ ο υ σ α τ ο υ θρόνου και σ' ένα δίσκο τούς περίμενε η γ α μ π ρ ι ά τ ι κ η
φορεσιά.
Στ'
αλήθεια έμοιαζε
υφασμένη με χ ρ υ σ ά φ ι και κεντημένη με ασήμι. Ο νεαρός βασιλιάς ά π λ ω σ ε το χέρι του γ ι α να τη φορέσει.
Ο
πι
στός Ιωάννης ό μ ω ς τον έ σ π ρ ω ξ ε , την άρπαξε φορώντας τα γ ά ν τ ι α του και την έριξε σ τ η φ ω τ ι ά . Οι παλατιανοί ά ρ χ ι σ α ν π ά λ ι ν α μ ο υ ρ μ ο υ ρ ί ζ ο υ ν κ α ι ν α λένε : " Γ ι ά δ έ σ τ ε τ ώ ρ α , καίει και τη γ α μ π ρ ι ά τ ι κ η φορεσιά του βασιλιά ! » Α λ λ ά ο νεαρός βασιλιάς τους έκοψε : « Α φ ή σ τ ε τον ήσυ χο !
Ο π ι σ τ ό ς μου Ι ω ά ν ν η ς ξέρει τι κάνει και γ ι α τ ί το
κάνει! » Κι έγινε ο γ ά μ ο ς . Κι άρχισε ο χορός. Κ α ι σ η κ ώ θ η κ ε η ν ύ φ η ν α χ ο ρ έ ψ ε ι . Ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς δεν τ η ν ά φ η ν ε α π ό τα μ ά τ ι α του. Ξάφνου χ λ ό μ ι α σ ε η νεαρή βασίλισσα και σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε κ α τ ά χ α μ α , σαν νεκρή. Α μ έ σ ω ς βρέθηκε π λ ά ι τ η ς ο Ιωάννης, τη σ ή κ ω σ ε και τ η ν ξ ά π λ ω σ ε στη διπλανή κ ά μ α ρ α . Ύ σ τ ε ρ α ρούφηξε τρεις στάλες α ί μ α α π ' τ ο δεξί της βυζί και τις έφτυσε. και πήρε βαθιά ανάσα.
Αμέσως η
Ο νέος
βασίλισσα συνήλθε
βασιλιάς όμως
τα είχε
δει ό λ α κ α ι ε ί χ ε θ υ μ ώ σ ε ι . Γ ι α τ ί α υ τ ή τ η φ ο ρ ά δεν μ π ο ρούσε ν α δ ι κ α ι ο λ ο γ ή σ ε ι τον π ι σ τ ό τ ο υ Ι ω ά ν ν η .
Πρόστα
ξε λοιπόν να τον βάλουν φ υ λ α κ ή . Μόλις ξ η μ έ ρ ω σ ε η άλλη μέρα, έφεραν τον Ιωάννη να τον κρεμάσουν. Κι όταν στάθηκε στην κρεμάλα, μίλησε και είπε : « Ό λ ο ι οι μελλοθάνατοι έχουν
δ ι κ α ί ω μ α να
μιλήσουν μια τελευταία φορά πριν πεθάνουν. Μ
αφήνεις,
β α σ ι λ ι ά μ ο υ , να μ ι λ ή σ ω κι ε γ ώ ; » — α Ν α ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο β α σ ι λ ι ά ς . " Έ χ ε ι ς τ η ν άδεια μ ο υ ». Κ α ι τ ό τ ε ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ά ρ χ ι σ ε ν α λέει : " Ά δ ι κ α μ ε κ α τ α δ ί κ α σες κι ε τ ο ι μ ά ζ ε σ α ι τ ώ ρ α να με κ ρ ε μ ά σ ε ι ς , μ' όλο π ο υ σε υ π η ρ έ τ η σ α π ι σ τ ά σ ' όλη μου τ η ζ ω ή » . Κ ι ε ξ ή γ η σ ε
στο
βασιλιά τι είχε ακούσει α π ' τα κοράκια, όταν ταξίδευαν μ ε σ ο π έ λ α γ α , και π ω ς είχε κάνει
όλα όσα είχε κάνει
μόνο
και μόνο γ ι α να σώσει τον αφέντη τ ο υ . Κ α ι τ ό τ ε ο βασι λιάς φώναξε : " Π ι σ τ έ μου Ιωάννη ! Χάρη, χ ά ρ η ! Κ α τ ε βάστε τον α μ έ σ ω ς α π ' την κ ρ ε μ ά λ α ! » Α λ λ ά μόλις η τε λευταία λέξη βγήκε α π ' τα χείλη του, ο π ι σ τ ό ς Ιωάννης σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε α ν α ί σ θ η τ ο ς . Κ ι όλο τ ο υ τ ο κ ο ρ μ ί ε ί χ ε γ ί ν ε ι πέτρα. Βαριά λύπη έσφιξε την καρδιά του βασιλιά και της βασίλισσας.
" Με τι άθλιο τ ρ ό π ο α ν τ ά μ ε ι ψ α τη
μεγάλη
π ί σ τ η και την α φ ο σ ί ω σ η του ! », έλεγε και ξανάλεγε ο βασιλιάς.
Και πρόσταξε να κουβαλήσουν το πετρωμένο
κορμί του Ιωάννη στην κ ρ ε β α τ ο κ ά μ α ρ α του και να το στήσουν δίπλα στο κρεβάτι του. Κάθε φορά που το έβλε π ε , έκλαιγε με δάκρυα π ι κ ρ ά κι έλεγε :
" Αχ, να μ π ο
ρούσα να σου ξ α ν α δ ώ σ ω π ν ο ή και ζ ω ή , καλέ μου Ι ω ά ν ν η ». Έ τ σ ι πέρασε κάμποσος καιρός κι η
βασίλισσα γέν
νησε δ ί δ υ μ α , δυο α γ ο ρ ά κ ι α π ο υ μ ε γ ά λ ω ν α ν κ ι ο μ ό ρ φ α ι ναν κ ι ή τ α ν η χ α ρ ά τ ω ν γ ο ν ι ώ ν τ ο υ ς . Μ ι α μ έ ρ α λ ο ι π ό ν , που η
βασίλισσα είχε π ά ε ι στη λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α και τα δυο
α γ ο ρ ά κ ι α καθόντουσαν και π α ί ζ α ν ε με τον π α τ έ ρ α τους, είδε π ά λ ι ο
βασιλιάς το π ε τ ρ ω μ έ ν ο κορμί του
και θλιμμένος αναστέναξε : ξαναδώσω
Ιωάννη
" Α χ , να μ π ο ρ ο ύ σ α να σου
πνοή και ζ ω ή , καλέ μου Ιωάννη ». Και τότε
η π έ τ ρ α μ ί λ η σ ε κ α ι ε ί π ε : " Μ π ο ρ ε ί ς , αν θέλεις. Αν θ υ σιάσεις γ ι α μένα ό,τι π ο λ υ τ ι μ ό τ ε ρ ο
έ χ ε ι ς ». — « Λ έ γ ε ,
τι είναι, και γ ι α σένα θα δ ώ σ ω τα π ά ν τ α ! », φ ώ ν α ξ ε ο β α σ ι λ ι ά ς . Κι η π έ τ ρ α ξ α ν α μ ί λ η σ ε : « Π ρ έ π ε ι να κ ό ψ ε ι ς μ ε τ α ίδια σου τ α χ έ ρ ι α τ α κ ε φ ά λ ι α τ ω ν π α ι δ ι ώ ν σου κ α ι να μ' αλείψεις με το α ί μ α τους. Μόνο έτσι θα ξ α ν α β ρ ώ την πνοή
και τη
ζωή μου».
Ο
βασιλιάς π ά γ ω σ ε όταν
τ' άκουσε. Θυμήθηκε ό μ ω ς
την
απέραντη αφοσίωση του
πιστού Ιωάννη, π ο υ είχε δ ω σ ε , τ η ζ ω ή του γ ι α τον αφέντη του, και βγάζοντας το σπαθί τ ο υ πήρε τα κεφάλια των π α ι δ ι ώ ν του. Κι όταν άλειψε την π έ τ ρ α με το αίμα τους, ο πιστός Ιωάννης ξαναβρήκε τη ζωντάνια του, σηκώθηκε γερός
και
δυνατός
και
είπε στο βασιλιά :
" Η πίστη
σ ο υ κ ι η κ α λ ο σ ύ ν η σ ο υ δεν θ α μ ε ί ν ο υ ν χ ω ρ ί ς α ν τ α μ ο ι β ή ! » Μ
αυτά τα λόγια πήρε τα κομμένα
κεφάλια των παι
διών, τά 'βαλε ξανά στη θέση τους και
άλειψε την π λ η
γή με το α ί μ α τους. Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή ζωντάνεψαν και συ ν έ χ ι σ α ν τ ο π α ι χ ν ί δ ι τ ο υ ς , ό π ω ς κ α ι π ρ ώ τ α , λ ε ς κ α ι δεν είχαν πάθει τίποτα. Ο
βασιλιάς κόντευε να
Κ ι όταν είδε τ η
τρελαθεί απ
τη χ α ρ ά του.
βασίλισσα να γυρίζει α π ' την εκκλησία,
βιάστηκε να κρύψει τα αγόρι
και τον
Ιωάννη
σε μια
ντουλάπα. Τη στιγμή που η βασίλισσα μπήκε μέσα, τη ρώτησε :
"
Π ρ ο σ ε υ χ ή θ η κ ε ς ; » — " Ν α ι », τ ο υ α π ο κ ρ ί
θ η κ ε ε κ ε ί ν η . « Α λ λ ά ό λ η ν τ η ν ώ ρ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν α β γ ά λω α π ' το μυαλό μου τον π ι σ τ ό Ιωάννη, που έχασε τη ζωή
του για χάρη
μας ».
Θ
βασιλιάς τότε της είπε :
" Κ α λ ή μου γυναίκα, μπορούμε να του ξαναδώσουμε τη ζ ω ή . Αλλά πρέπει να θυσιάσουμε τα αγοράκια μας ». βασίλισσα
χλόμιασε
και
πάγωσε
ολόκληρη.
Αλλά
Η δεν
δ ί σ τ α σ ε : " Τ ο υ το χ ρ ω σ τ ά μ ε », είπε. " Γ ι α τη μ ε γ ά λ η του
π ί σ τ η ».
κι εκείνη το
Ο
βασιλιάς
τότε
χάρηκε
που
σκέφτηκε
ίδιο, άνοιξε την ν τ ο υ λ ά π α και τ η ς φ α ν έ ρ ω σ ε
τον π ι σ τ ό Ι ω ά ν ν η κ α ι τ α δυο α γ ο ρ ά κ ι α . " Δ ο ξ α σ μ έ ν ο ς να είναι ο Θεός, ο π ι σ τ ό ς Ι ω ά ν ν η ς ξ α ν α γ ύ ρ ι σ ε κ ο ν τ ά μ α ς . Κ α ι τ ' α γ ό ρ ι α μ α ς είναι κ ι α υ τ ά μ ι α χ α ρ ά » , τ η ς ε ί π ε και τ η ς δ ι η γ ή θ η κ ε τα όσα είχαν γίνει. Κι έζησαν εκείνοι καλά κι εμείς καλύτερα.
Ο έξυπνος χωριάτης
Μ
ΙΑ
ΦΟΡΑ ΚΙ
ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ένας χ ω ρ ι ά τ η ς π ή γ ε
την αγελάδα του στο π α ζ ά ρ ι και την πούλησε δεκα
ε φ τ ά τσεκίνια. Σ τ ο δρόμο που γύριζε,
π έ ρ α σ ε α π ό ένα
δάσος, κι άκουσε α π ό μακριά τις δεκοχτούρες που φ ώ ναζαν : είν
" Δεκοχτώ,
δεκοχτώ,
δεκοχτώ ! »
—
" Καλές
τ ο ύ τ ε ς ! » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ . " Δ ε κ α ε φ τ ά τ η ν π ο ύ
λ η σ α κι όχι δ ε κ α ο χ τ ώ ! » Κι όταν έ φ τ α σ ε κ ο ν τ ά τους, φώναξε :
" Βρε
χαζοβιόλες!
Δεκαεφτά τσεκίνια π ή ρ α
γ ι α την α γ ε λ ά δ α κι όχι δ ε κ α ο χ τ ώ ! » Τα πουλιά ό μ ω ς συνέχισαν
να
φωνάζουν :
« Δεκοχτώ,
δεκοχτώ,
δεκο
χ τ ώ ! » — " Ε , α φ ο ύ δεν μ ε π ι σ τ ε ύ ε τ ε , ν α σ α ς τ α μ ε τ ρ ή σ ω , γ ι α να δείτε και μόνες σας », είπε ο χ ω ρ ι ά τ η ς και έβγαλε
τα
λεφτά απ
την τσέπη
του
κι ήταν π ρ ά γ μ α τ ι δεκαεφτά τσεκίνια,
και
τα
μέτρησε
εικοσιτέσσερα δίλε-
π τ α τ ο κ α θ έ ν α . Ο ι δ ε κ ο χ τ ο ύ ρ ε ς ό μ ω ς δεν έ δ ω σ α ν κ α μ ι ά σημασία στους λογαριασμούς του και εξακολούθησαν να φωνάζουν :
« Δεκοχτώ,
δεκοχτώ,
δεκοχτο)! »
Ο χο^-
ριάτης τότε θύμωσε και τους έβαλε τις φωνές : " Αφού θαρρείτε π ω ς ξέρετε καλύτερα α π ό μένα, π ά ρ τ ε τα να τα μετρήσετε και μόνες σ α ς ! » Κ α ι π έ τ α ξ ε τα τσεκίνια του μέσα στα φυλλώματα των ψηλών δέντρων. Ύ σ τ ε ρ α κάθισε από κ ά τ ω και περίμενε να τελειώσουν τα πουλιά το μέτρημα και να του ξαναδώσουν τα λεφτά του. δεκοχτούρες
όμως
συνέχισαν
να
φωνάζουν :
Οι
« Δεκο
χ τ ώ , δ ε κ ο χ τ ώ , δ ε κ ο χ τ ώ ! » κ α ι δεν έ λ ε γ α ν ν α π ε τ ά ξ ο υ ν π ί σ ω τα λεφτά του χ ω ρ ι ά τ η .
Περίμενε
αυτός,
ώσπου
βράδιασε κι έπρεπε
πια να γυρίσει
σπίτι του.
Τότε τά
'βαλε με τα πουλιά και τα πέρασε μια γερή κατσάδα : " Βρομοπούλια!
Ό λ ο να φωνάζετε
ξέρετε και να μας
παίρνετε το κεφάλι με τις τσιρίδες σας, αλλά ούτε δεκα ε φ τ ά τ σ ε κ ί ν ι α δεν ε ί σ α σ τ ε ά ξ ι ε ς ν α μ ε τ ρ ή σ ε τ ε ! Μ ή π ω ς ν ο μ ί ζ ε τ ε ότι θ α κ ά τ σ ω ε δ ώ ν α σ α ς περιμένω
μέχρι αύ
ριο; » Και μ' αυτά τα λόγια σ η κ ώ θ η κ ε κι έφυγε. Αλλά τα π ο υ λ ι ά συνέχιζαν να φ ω ν ά ζ ο υ ν πίσω
του :
« Δεκο-
χ τ ώ , δ ε κ ο χ τ ω , δ ε κ ο χ τ ώ ! » Κι ο χ ω ρ ι ά τ η ς γύρισε σπίτι του πολύ στενοχωρημένος. Δεν π έ ρ α σ ε πολύς καιρός κ α ι π ή ρ ε άλλην α γ ε λ ά δ α . Κι αποφάσισε να τη σφάξει και
να
πουλήσει το κρέας.
Κ α ι λογάριασε ότι αν τό 'δινε σε κ α λ ή τ ι μ ή , θά 'παιρνε τα διπλά λεφτά και θα τού 'μενε και το τομάρι. Την έσφα ξε λοιπόν και
ξεκίνησε γ ι α την π ό λ η , να πουλήσει το
κρέας. Αλλά στην πύλη βρήκε ένα κ ο π ά δ ι α δ έ σ π ο τ α σκυ λ ι ά π ο υ γ ά β γ ι ζ α ν κ α ι δεν τ ο ν ά φ η ν α ν ν α π ε ρ ά σ ε ι .
Μπρο-
σ τ ά ρ η ς ή τ α ν ένα θεόρατο κ υ ν η γ ό σ κ υ λ ο π ο υ χ ο ρ ο π η δ ο ύ σε,
μυριζόταν
γαβ, γαβ
το
κρέας
κι έκανε
σαν
τρελό :
" Γαβ,
! » Κ ι ε π ε ι δ ή δεν έ λ ε γ ε ν α σ τ α μ α τ ή σ ε ι , ο χ ω
ριάτης γύρισε και του είπε : " Ε ν τ ά ξ ε ι , κ α τ ά λ α β α τι θέ λεις : ν α σου δ ώ σ ω τ ο κ ρ έ α ς μ ο υ , ν α τ ο π ο υ λ ή σ ε ι ς . Α λ λ ά δεν ε ί μ α ι χ α ζ ό ς » . Ο σ κ ύ λ ο ς ά λ λ η α π ά ν τ η σ η δεν ε ί χ ε να τ ο υ
δώσει
παρά μονάχα :
" Γαβ,
γαβ,
γαβ ! » —
" Μ ο υ δ ί ν ε ι ς τ ο λ ό γ ο σ ο υ ό τ ι δεν θ α τ ο φ α ς κ ι ό τ ι δεν θ ' α φ ή σ ε ι ς κ α ι τ ο υ ς φίλους σου να το π ε ι ρ ά ξ ο υ ν ; » — " Γ α β , γ α β , γ α β ! » γ ά β γ ι σ ε πάλι ο σκύλος. — " Εντάξει, τότε. Α φ ο ύ επιμένεις, θα σ' τ' α φ ή σ ω να το πουλήσεις εσύ. Σε ξέρω : είσαι ο σκύλος του χ α σ ά π η . Α λ λ ά άκουσε με κ α λ ά : σ ε τ ρ ε ι ς μ έ ρ ε ς α π ό σ ή μ ε ρ α θέλω
τα λ ε φ τ ά μου. Κ α
νόνισε να μου τα φέρεις, ε ι δ α λ λ ι ώ ς θα τ η ν έ χ ε ι ς ά σ κ η μ α ».
Και
μ'
αυτά ξεφόρτωσε το κρέας και πήρε το
δρόμο
του γ υ ρ ι σ μ ο ύ . Τ α σκυλιά έπεσαν μ ε τ α μ ο ύ τ ρ α στο ανέλ πιστο φαγητό γαβγίζοντας δυνατά : « Γαβ, γαβ, γ α β ! » Ο χ ω ρ ι ά τ η ς τ ' ά κ ο υ σ ε φ ε ύ γ ο ν τ α ς κ ι ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ : « Τ ώ ρ α του ζ η τ ά ν ε κι οι άλλοι μ ε ρ τ ι κ ό . Το κ υ ν η γ ό σ κ υ λ ο ό μ ω ς μού ' δ ω σ ε το λόγο του ». Ό τ α ν π έ ρ α σ α ν ο ι τ ρ ε ι ς μ έ ρ ε ς , ο χ ω ρ ι ά τ η ς ή τ α ν όλο χ α ρ ά : « Σ ή μ ε ρ α το βράδυ θά ' χ ω τα λ ε φ τ ά στην τ σ έ π η μ ο υ » , σ κ ε φ τ ό τ α ν . Α λ λ ά ά δ ι κ α π ε ρ ί μ ε ν ε . Κ α ν ε ί ς δεν ή ρ θ ε ν α τ ο υ φέρει τ α λ ε φ τ ά τ ο υ . « Δ ε ν είναι π ι α ν α ε μ π ι σ τ ε ύ ε σαι κανέναν », είπε και χ ά ν ο ν τ α ς την υ π ο μ ο ν ή του σ η κ ώ θ η κ ε μ ι α κ α ι δυο και π ή γ ε
στο
τα λ ε φ τ ά του. Ο χ α σ ά π η ς τον αστειευόταν.
Ο
δεν α σ τ ε ι ε ύ ο μ α ι .
χωριάτης
χ α σ ά π η να γυρέψει
άκουσε και νόμισε
όμως επέμεινε :
πως
« Καθόλου
Θ έ λ ω τα λ ε φ τ ά μ ο υ . Δεν σού 'φερε ο
σκύλος σου π ρ ι ν α π ό τρεις
μέρες
μια
ολόκληρη αγελά
δα σ φ α γ μ έ ν η ; Ε, δική μου ήτανε και τ ώ ρ α θέλω να με π λ η ρ ώ σ ε ι ς ! » Ο χ α σ ά π η ς τ ό τ ε θ ύ μ ω σ ε , ά ρ π α ξ ε το σκουπόξυλο
και τον
κυνήγησε.
" Κάτσε
και θα σου
δείξω
ε γ ώ ! », ε ί π ε τ ό τ ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς . « Υ π ά ρ χ ε ι δ ι κ α ι ο σ ύ ν η σε τούτον τον κόσμο ! » γύρεψε να
δει
το
Και π ή γ ε α μ έ σ ω ς στο π α λ ά τ ι και
βασιλιά.
Πράγματι,
τον
οδήγησαν
μ π ρ ο σ τ ά στο βασιλιά, που καθόταν μαζί με τη θυγατέρα του. Κι εκείνος τον ρ ώ τ η σ ε ποιος τον είχε πειράξει και τι ήθελε. Ο χ ω ρ ι ά τ η ς τ ό τ ε α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Οι δ ε κ ο χ τ ο ύ ρες
στο
δάσος και
τα
σκυλιά
με
κορόιδεψαν
και
μού
'κλεψαν τα λ ε φ τ ά μου. Κ α ι σαν να μην έ φ τ α ν ε α υ τ ό , ο χ α σ ά π η ς με ξυλοφόρτωσε αντί να με π λ η ρ ώ σ ε ι γ ι α το κρέας τ η ς αγελάδας μου ». Και εξιστόρησε κ α τ α λ ε π τ ώ ς τα π α θ ή μ α τ α του. Ό τ α ν τον άκουσε η βασιλοπούλα, άρ χισε να γελάει με την κ α ρ δ ι ά τ η ς . Κι ο βασιλιάς του είπε :
" Ε γ ώ δεν μ π ο ρ ώ ν α σ ε β ο η θ ή σ ω ν α βρεις τ ο δ ί κ ι ο σου. Α λ λ ά θα σου δ ώ σ ω την κόρη μου, να την π ά ρ ε ι ς γ υ ν α ί κ α σου. Σ τ η ζ ω ή τ η ς ολόκληρη δεν έχει ξαναγελάσει έτσι, κ ι έ χ ω κάνει όρκο
π ω ς θα την έπαιρνε όποιος την κ α τ ά
φερνε ν α γ ε λ ά σ ε ι μ ε τ η ν κ α ρ δ ι ά τ η ς . Μ π ο ρ ε ί ς ν α ε υ χ α ρ ι στήσεις το Θεό γ ι α την κ α λ ή σου τ ύ χ η ». — "Ω », α π ά ν τ η σ ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς , " δεν
τη
θέλω. Έ χ ω στο σπίτι μου
μια γυναίκα. Μου φτάνει και μου περισσεύει. Αφού το βράδυ
π ο υ γ υ ρ ί ζ ω σ π ί τ ι , μου φ α ί ν ε τ α ι π ω ς είναι π ο λ
λές, μία
σε κάθε γ ω ν ί τ σ α ». Ο βασιλιάς θ ύ μ ω σ ε με την
προσβολή : " Είσαι άνθρωπος άξεστος και χοντροκομ μένος ! » — "
Μα β α σ ι λ ι ά μ ο υ », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο χ ω ρ ι ά
τ η ς , " α π ' το βόδι, βοδινό κ ρ έ α ς θα π ά ρ ε ι ς ! » — « Κ α λά. Π ε ρ ί μ ε ν ε κ α ι θ α σου δ ώ σ ω ε γ ώ τ η ν α ν τ α μ ο ι β ή
που
σου τ α ι ρ ι ά ζ ε ι ! », ε ί π ε τ ό τ ε ο β α σ ι λ ι ά ς . « Έ λ α σε τρεις μέρες κ α ι θα σου μ ε τ ρ ή σ ο υ ν π ε ν τ α κ ό σ ι ε ς ». Κ α θ ώ ς ο χ ω ρ ι ά τ η ς έβγαινε, ο φρουρός έ ξ ω
α π ' την
π ό ρ τ α τον σ τ α μ ά τ η σ ε και του είπε : " Κ α τ ά φ ε ρ ε ς τη βα σιλοπούλα να γελάσει. Ο βασιλιάς θα σου χαρίσει σ ί γ ο υ ρα κ ά τ ι κ α λ ό ». — α Ε μ , β έ β α ι α », α π ά ν τ η σ ε ο χο^ριάτης. " Μου είπε νά ' ρ θ ω σε τρεις μέρες και θα μου με τρήσουν μένα
π ε ν τ α κ ό σ ι ε ς ». — " Γ ι α τ ί
λ ί γ ε ς ; »,
νεις τ ό σ ε ς λίρες
δεν
μ ο υ δ ί ν ε ι ς κι ε
ρ ώ τ η σ ε τ ό τ ε ο φρουρός. " Τι θα τις κ ά μ ό ν ο ς σ ο υ ; » — " Ε π ε ι δ ή ε ί σ α ι συ »,
τ ο υ ε ί π ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς , « θα σου δ ώ σ ω διακόσιες. Έ λ α σε τρεις μέρες μ π ρ ο σ τ ά τρήσουν
διακόσιες ».
στο
βασιλιά και ζ ή τ α να σου μ ε
Ένας
Εβραίος,
που
ήταν
εκεί
κ ο ν τ ά κ ι άκουσε όλη τ η ν κ ο υ β έ ν τ α τ ο υ ς , έτρεξε π ί σ ω α π 5 το χ ω ρ ι ά τ η και του
είπε : « Γ ι α το Θεό, εσύ έχεις
τ ύ χ η βουνό ! Έ λ α να σου α λ λ ά ξ ω τ ι ς λίρες σου ! Οι λίρες είναι βαριές κ α ι άβολες. Θ α σου δ ώ σ ω ω ρ α ί ε ς κ ι ελαφριές
δ ε κ ά ρ ε ς ». — « Ε ν τ ά ξ ε ι , χ α χ α μ ί κ ο », σ υ μ φ ώ ν η σ ε ο χ ω ριάτης. " Τ ρ α κ ό σ ι ε ς λίρες έ χ ω , δ ώ σ ε μου τ ώ ρ α τις δε κάρες και π ή γ α ι ν ε σε τρεις μέρες στο βασιλιά να πάρεις τ ι ς λίρες ».
Ο Εβραίος έτριψε ευχαριστημένος τα χέρια
του κι έτρεξε να φέρει το ποσόν σε π α λ ι ο δ ε κ ά ρ ε ς , π ο υ δεν ε ί χ α ν ο ύ τ ε τ η μ ι σ ή α ξ ί α α π ' τ ι ς λ ί ρ ε ς . Ό τ α ν π έ ρ α σαν οι τρεις μέρες, ο χ ω ρ ι ά τ η ς π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά στο βασιλιά, ό π ω ς τον είχαν π ρ ο σ τ ά ξ ε ι . " Γ δ ύ σ τ ε τον », είπε τότε ο βασιλιάς, « και μετρήστε του τις πεντακό σιες π ο υ τ ο υ υ π ο σ χ έ θ η κ α ». — « Αχ », ε ί π ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς , " δεν ε ί ν α ι π ι α δ ι κ έ ς μ ο υ . Τ ι ς δ ι α κ ό σ ι ε ς τ ι ς χ ά ρ ι σ α σ τ ο φρουρό και τις τρακόσιες
μού τις άλλαξε ο
Εβραίος.
Ά ρ α δεν έ χ ω ν α π α ί ρ ν ω τ ί π ο τ α » . Τ η ν ί δ ι α σ τ ι γ μ ή μ π ή κ α ν μ έ σ α ο φρουρός κι ο Ε β ρ α ί ο ς κ α ι ζ ή τ η σ α ν ό,τι ε ί χ α ν να παίρνουν. Κι οι στρατιώτες του βασιλιά τους μέτρη σαν στην π λ ά τ η τ ο υ ς τ ι ς βουρδουλιές.
Ο φρουρός, π ο υ
είχε ξ α ν α δ ο κ ι μ ά σ ε ι και ήξερε π ώ ς είναι, υ π ό μ ε ν ε κ α ρ τερικά την τιμωρία. Ο Εβραίος ό μ ω ς έσκουζε κι έκλαι γε κι ή τ α ν ε γ ι α λ ύ π η σ η : « Ωχ ! Ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς τι έ π α θ α ! Ε ί ν α ι βαριές τ ο ύ τ ε ς οι λ ί ρ ε ς ! » Ο βασιλιάς γέλασε πάλι με τα κ α μ ώ μ α τ α του χ ω ρ ι ά τ η κ ι ο θ υ μ ό ς τ ο υ π έ τ α ξ ε κ α ι χ ά θ η κ ε . « Α φ ο ύ τ ί π ο τ α δεν σού 5 μείνε δώρο :
α π ' το δ ώ ρ ο π ο υ σου έ κ α ν α , θα σου κ ά ν ω άλλο
Π ή γ α ι ν ε στο κελάρι που φυλάω το χρυσάφι μου,
κ α ι γ έ μ ι σ ε τ ι ς τ σ έ π ε ς σου μ ' όσα λ ε φ τ ά μ π ο ρ ε ί ς ν α σ η κώσεις ». δεύτερη
Ο χ ω ρ ι ά τ η ς δεν π ε ρ ί μ ε ν ε ν α τ ο υ τ ο π ε ι κ α ι φορά.
Έ τ ρ ε ξ ε και γέμισε τις τσέπες του,
σπου τις ξεχείλισε. Ύ σ τ ε ρ α π ή γ ε σ
ώ
ένα χάνι κι άρχισε
να μετράει τα λ ε φ τ ά του. Κι ο Ε β ρ α ί ο ς , π ο υ τον είχε π ά ρει α π ό π ί σ ω , τ ο ν ά κ ο υ σ ε ν α μ ο υ ρ μ ο υ ρ ί ζ ε ι : « Τ ι ή θ ε λ ε κι αυτός ο ευλογημένος ο βασιλιάς να μου δώσει όσα ή-
θ ε λ α ; Τ ώ ρ α δεν ξ έ ρ ω π ό σ α π ή ρ α ! Ω ρ α ί α μού τ η ν έφερε, ο παλιανθρωπάκος! » — « σιγανά ο Εβραίος.
Θεος
φ υ λ ά ξ ο ι ! »,
" Αυτός μιλάει
είπε τότε
με ασέβεια γ ι α
τον
α φ έ ν τ η μ α ς κ α ι άρχοντα μ α ς . Θ α τ ρ έ ξ ω ν α τ ο ν μ α ρ τ υ ρήσω. θα
Κάποια ανταμοιβή θα π ά ρ ω .
τον
Κι αυτόν σίγουρα
τ ι μ ω ρ ή σ ο υ ν ».
Όταν τ
άκουσε ο βασιλιάς, θύμωσε πάλι και πρόσ
ταξε τον Εβραίο να πάει να φέρει Ο Εβραίος έτρεξε τότε και του κιόλας τη
στιγμή
ο
αμέσως
το
χωριάτη.
ε ί π ε : " Σε θέλει τ ο ύ τ η
άρχοντας και βασιλιάς μας. 'Ασ' τα
όλα και τρέξε ». — « Δεν
μ π ο ρ ώ να π ά ω
μ'
αυτά τα
π α λ ι ό ρ ο υ χ α στο βασιλιά », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο χ ω ρ ι ά τ η ς . « Θα ράψω π ρ ώ τ α καινούργια ρούχα.
Έ ν α ς άνθρωπος με τό
σ α λ ε φ τ ά σ τ ι ς τ σ έ π ε ς τ ο υ , δεν μ π ο ρ ε ί ν α γ υ ρ ί ζ ε ι μ ε τ α κουρέλια! » Ο
Ε β ρ α ί ο ς , π ο υ κ α τ ά λ α β ε ότι ο χ ω ρ ι ά τ η ς
δεν ε ί χ ε σ κ ο π ό ν α π α ρ ο υ σ ι α σ τ ε ί δ ί χ ω ς κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α φ ο ρ ε σιά,
φοβήθηκε ότι στο
το θυμό του.
μεταξύ ο
βασιλιάς θα ξεχνούσε
Για να μη χάσει λοιπόν αυτός την αμοιβή
του και γλιτώσει κι ο
χωριάτης την
τιμωρία του, α π ο
φάσισε να του δανείσει μια δικιά του φορεσιά και είπε : " Θα σου δ α ν ε ί σ ω ε γ ώ μ ι α ω ρ α ί α φορεσιά, γ ι α λ ί γ ο .
Η
καλή μου η καρδιά, βλέπεις, με σ π ρ ώ χ ν ε ι να σε βοηθή σω ! " Ο χ ω ρ ι ά τ η ς δ έ χ τ η κ ε ε υ χ α ρ ί σ τ ω ς ,
φόρεσε τα
ρού
χα του Εβραίου και ξεκίνησε μαζί του γ ι α το παλάτι. Ο βασιλιάς τότε τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια Εβραίος.
" Αχ »,
είπε
ο
χωριάτης.
όσα έλεγε ο
" Αφού
το
ξέρετε
π ω ς ο ι Ε β ρ α ί ο ι δεν λ έ ν ε π ο τ έ τ η ν α λ ή θ ε ι α . Ό λ ο ψ έ μ α τ α ξεστομίζουν οι αθεόφοβοι. Ν ά ! Τ ώ ρ α αν τον ρωτήσετε, θα σας π ε ι ότι τα ρ ο ύ χ α π ο υ φ ο ρ ώ είναι δ ι κ ά τ ο υ ! » — " Π ο ύ το π α ς ; », έβαλε τις φωνές ο Ε β ρ α ί ο ς . « Κ α ι βέ β α ι α είναι δ ι κ ά μου τ α ρ ο ύ χ α π ο υ φ ο ρ ά ς !
Σ ο υ τα δάνει-
σα από καλοσύνη, για να μπορέσεις να παρουσιαστείς μ π ρ ο σ τ ά στο β α σ ι λ ι ά ! » Ό τ α ν τ' άκουσε αυτό ο βασι λιάς, είπε :
" Κ ά π ο ι ο ν π ά ε ι να ξ ε γ ε λ ά σ ε ι ο Ε β ρ α ί ο ς , ή
εμένα ή το χ ω ρ ι ά τ η ». Και π ρ ό σ τ α ξ ε
να
του μετρήσουν
κ ά μ π ο σ ε ς α κ ό μ α α π ' τις βαριές λίρες στην π λ ά τ η . Κι ο χ ω ρ ι ά τ η ς έφυγε με τα καλά του ρούχα και με τα λεφτά στην τ σ έ π η ,
λέγοντας :
" Α υ τ ή τη
φορά β γ ή κ α κερδι
σμένος ! »
8.
Ο θαυμαστός βιολιστής
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ βιολιστής, που προχωρούσε
ή τ α ν ένας θ α υ μ α σ τ ό ς ολομόναχος στο δάσος
κ α ι σ κ ε φ τ ό τ α ν . Κ ι ό τ α ν δεν ε ί χ ε π ι α τ ι ν α σ κ ε φ τ ε ί , ά ρ χισε να
μονολογεί
κι
είπε :
" Βαριέμαι πια εδώ
στο δάσος, ο λ ο μ ό ν α χ ο ς . Θ α π α ί ξ ω τ ο βιολί μου
μέσα
για να
τ ρ α β ή ξ ω σ υ ν τ ρ ο φ ι ά » . Κ ι έ β γ α λ ε τ ο βιολί α π ' τ ο δ ι σ ά κι του κι έ π α ι ξ ε ένα τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι , π ο υ α κ ο ύ σ τ η κ ε σ' ολό κληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α κι ανάμεσα α π ό τ α δ έ ν τ ρ α π ρ ό β α λ ε έ ν α ς λ ύ κ ο ς . « Α χ , δεν ή θ ε λ α ν α μ ο ύ ' ρ θ ε ι λ ύ κ ο ς ! », ε ί π ε με το νου τ ο υ ο β ι ο λ ι σ τ ή ς . Ο λ ύ κ ο ς ό μ ω ς τον πλησίασε και του είπε : " Τι ωραία που π α ί ζεις, καλέ μου βιολιστή ! Π ώ ς θά 'θελα κι ε γ ώ να μ ά θ ω να π α ί ζ ω το βιολί έτσι ό μ ο ρ φ α ! » — « Δεν είναι δ ύ σ κ ο λο », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο β ι ο λ ι σ τ ή ς . « Π ρ έ π ε ι μ ό ν ο να κ ά ν ε ι ς ό,τι σου λ έ ω ». — " Θα σ' α κ ο ύ ω ,
ό π ω ς ακούει ο μ α θ η
τ ή ς τ ο δάσκαλο τ ο υ » , υ π ο σ χ έ θ η κ ε ο λ ύ κ ο ς .
Π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν λοιπόν μαζί. και μετά από λίγο έ φ τ α σαν σ ε μ ι α γ έ ρ ι κ η β ε λ α ν ι δ ι ά , π ο υ είχε μ ι α μ ε γ ά λ η σχισ μ ά δ α στον κορμό τ η ς . « Κ ο ί τ α δ ω , ο βιολιστής.
λύκε », είπε τότε
" Αν θέλεις να μ ά θ ε ι ς βιολί,
μ π ρ ο σ τ ι ν ά σου π ό δ ι α μ έ σ α σ'
βάλε τα δυο
αυτή τη σ χ ι σ μ ά δ α ».
Ο
λύκος υπάκουσε κι ο βιολιστής σήκωσε στα γρήγορα μια π έ τ ρ α και τη σφήνωσε α ν ά μ ε σ α στα ξύλα και γ ρ ά π ω σ ε έ τ σ ι τ α δυο
μπροστινά π ό δ ι α του λύκου.
" Κάτσε εδώ
και περίμενε ώ σ π ο υ να ξανάρθω », είπε ο βιολιστής στο λύκο και συνέχισε το δρόμο τ ο υ . Μ ε τ ά α π ό λίγο
όμως μονολόγησε και είπε :
" Βα
ριέμαι π ι α εδώ μέσα στο δάσος, ολομόναχος. Θα π α ί ξ ω το βιολί μου, γ ι α να τ ρ α β ή ξ ω
συντροφιά ».
Κι έβγαλε
τ ο βιολί α π ' τ ο δ ι σ ά κ ι τ ο υ κ ι έ π α ι ξ ε ένα τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι , π ο υ ακούστηκε σ' ολόκληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α κι ανάμεσα α π ' τα δέντρα πρόβαλε μια αλεπού.
" Αχ,
δεν ή θ ε λ α ν α μ ο ύ ' ρ θ ε ι α λ ε π ο ύ ! » , ε ί π ε μ ε τ ο ν ο υ τ ο υ ο βιολιστής.
Η αλεπού ό μ ω ς τον π λ η σ ί α σ ε και του είπε :
" Τι ωραία που παίζεις,
καλέ
μου
βιολιστή !
Π ώ ς θά
'θελα κι ε γ ώ να μ ά θ ω να π α ί ζ ω το βιολί έτσι ό μ ο ρ φ α ! » — « Δεν
είναι
δ ύ σ κ ο λ ο »,
αποκρίθηκε
ο
βιολιστής.
" Π ρ έ π ε ι μόνο να κάνεις ό,τι σου λ έ ω ». — " Θ α σ ' α κ ο ύ ω , ό π ω ς ακούει ο μ α θ η τ ή ς το δάσκαλο του », υποσχέθηκε η
αλεπού.
στην
« Ακολούθησε
με ",
είπε
τότε
ο
βιολιστής
αλεπού.
Κ α ι π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν μ α ζ ί , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ α ν σ' ένα μονο π ά τ ι , που είχε δεξιά κι αριστερά ψηλούς θάμνους. Εκεί ο βιολιστής σ τ ά θ η κ ε , λύγισε τα κλαριά του π ι ο ψηλού θά μνου α π ' τ η δεξιά μεριά ώ ς κ ά τ ω στη γ η και τ α π ά τ η σ ε με το πόδι του
ύ σ τ ε ρ α έκανε τ ο ίδιο κ ι α π ' τ η ν α ρ ι σ τ ε ρ ή
μεριά. Κι όταν τ έ λ ε ι ω σ ε , είπε : " Α λ ε π ο υ δ ί τ σ α μου, αν
θέλεις να μάθεις βιολί, δ ώ σ ε μου το αριστερό σου μ π ρ ο στινό π ό δ ι ». Η α λ ε π ο ύ υ π ά κ ο υ σ ε κι εκείνος τ η ς τό 'δεσε στο
κλαδί
δεξιά
του.
« Αλεπουδίτσα
μου »,
της
είπε
" δ ώ σ ε μου τ ώ ρ α το δεξί σου π ό δ ι ". Κι α υ τ ό τ η ς τό ' δ ε σε στο κλαδί αριστερά του. Κι όταν στερέωσε τους κόμ πους γερά, άφησε τα κλαδιά κι αυτά τινάχτηκαν ψηλά παρασέρνοντας μαζί τους και την αλεπού, που βρέθηκε σπαρταρώντας
στον
αέρα.
" Κάτσε
εδώ
και
περίμενε
με ώ σ π ο υ να ξ α ν ά ρ θ ω », είπε ο βιολιστής στην αλεπού και συνέχισε το δρόμο του. Μετά από λίγο όμως βαρέθηκε πάλι και είπε : « Βα ριέμαι π ι α εδώ μέσα στο δάσος, ολομόναχος. Θα π α ί ξ ω το βιολί μου, γ ι α να τ ρ α β ή ξ ω συντροφιά ».
Κι έβγαλε
τ ο βιολί α π ' τ ο δισάκι τ ο υ κ ι έ π α ι ξ ε ένα τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι , π ο υ ακούστηκε σ' ολόκληρο το δάσος. Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α κι ανάμεσα α π '
τα δέντρα π ρ ό β α λ ε ένας λαγός.
« Αχ,
δεν ή θ ε λ α ν α μ ο ύ ' ρ θ ε ι λ α γ ό ς ! » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ ο βιολιστής.
Ο λαγός ό μ ω ς τον π λ η σ ί α σ ε και του είπε :
" Τι ωραία που παίζεις,
καλέ
μου
βιολιστή !
Π ώ ς θά
'θελα κι ε γ ώ να μ ά θ ω να π α ί ζ ω το βιολί έτσι ό μ ο ρ φ α ! » — " Δ ε ν ε ί ν α ι δ ύ σ κ ο λ ο », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο β ι ο λ ι σ τ ή ς . « Π ρ έ π ε ι μόνο να κ ά ν ε ι ς ό,τι σου λ έ ω ». — " Θα σ' α κ ο ύ ω , ό π ω ς ακούει ο μ α θ η τ ή ς το δ ά σ κ α λ ο τ ο υ », υ π ο σ χ έ θ η κ ε ο λ α γ ό ς . Κ α ι π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν μ α ζ ί , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ α ν σ ' ένα ξ έ φ ω τ ο . Κι εκεί στη μέση είδαν μ ι α ψηλή λεύκα. Ο βιολιστής τ ό τ ε έδεσε ένα σκοινί στο λ α ι μ ό τ ο υ λ α γ ο ύ κ α ι την άλλη άκρη
τη
στερέωσε
στον κορμό
λοιπόν, λ α γ έ », του είπε.
της λεύκας.
« Εμπρός,
« Αν θέλεις να μάθεις βιολί,
γύρνα είκοσι φορές γ ύ ρ ω α π ' τη λεύκα ». Κ α ι ο λ α γ ό ς υπάκουσε κι όταν γύρισε είκοσι φορές γ ύ ρ ω α π ' τη λεύ κ α , το σκοινί είχε τ υ λ ι χ τ ε ί στον κ ο ρ μ ό του δέντρου και ο
λ α γ ό ς ή τ α ν π ι α σ μ έ ν ο ς στη φ ά κ α . Κ ι όσο τ ρ α β ο ύ σ ε , τ ό σ ο έσφιγγε τη θηλιά γ ύ ρ ω
απ
το μαλακό του λαιμουδάχι.
" Κάτσε εδώ και περίμενε ώ σ π ο υ
να ξ α ν ά ρ θ ω », είπε ο
βιολιστής και συνέχισε το δρόμο του. Ο λύκος ό μ ω ς στο μεταξύ έ σ π ρ ω χ ν ε και σκουντούτε την π έ τ ρ α με νύχια και με δόντια, ώσπου κατάφερε να
την κουνήσει και να τραβήξει τα π ό δ ι α του. Λυσσασμέ νος α π ' τ ο κ α κ ό τ ο υ , έτρεξε
πίσω
απ
το βιολιστή, να
τον ξεσκίσει μ ε τ α δόντια τ ο υ . Σ τ ο δρόμο ό μ ω ς τον είδε η αλεπού και του φώναξε : βοηθήσεις, γιατί ο
" Ε, κ υ ρ - λ ύ κ ε , έλα να με
β ι ο λ ι σ τ ή ς με γ έ λ α σ ε κι ε μ έ ν α ».
Ο
λύκος τότε λύγισε τα δέντρα, έκοψε τα κλαδιά κι ελευ θέρωσε τ η ν α λ ε π ο ύ . Μ α ζ ί κι οι δυο τ ο υ ς ά ρ χ ι σ α ν να κ υ νηγούν
το
βιολιστή, γ ι α να τον εκδικηθούν. Σ τ ο δρόμο
ό μ ω ς τ ο υ ς είδε ο λ α γ ό ς κ α ι τ ο υ ς φ ώ ν α ξ ε .
Τον έλυσαν
λ ο ι π ό ν κ ι α υ τ ό ν κ ι όλοι μ α ζ ί π ή ρ α ν α π ό π ί σ ω τ ο ν ε χ θ ρ ό τους. Σ τ ο δρόμο ο βιολιστής είχε β γ ά λ ε ι π ά λ ι το βιολί τ ο υ . Κι αυτή τη φορά είχε σταθεί πιο τυχερός. λωδία έφτασε στ'
α υ τ ι ά ενός
φτωχού
Γιατί η με
ξυλοκόπου,
που
θέλοντας και μ η , π α ρ ά τ η σ ε τη δουλειά του και με το τσε κούρι π α ρ α μ ά σ χ α λ α πλησίασε ν
ακούσει τη
μουσική.
« Ε π ι τ έ λ ο υ ς ! Νά ο σύντροφος π ο υ ή θ ε λ α ! », είπε ο βιο λιστής. " Έ ν α ν ά ν θ ρ ω π ο γύρευα, να μ
ακούσει, κι όχι
τ' άγρια θηρία του δάσους! » Κι άρχισε να παίζει τόσο όμορφα και γλυκά που ο κακόμοιρος ο ξυλοκόπος στά θηκε ασάλευτος, σαν μ α γ ε μ έ ν ο ς , κι η κ α ρ δ ι ά του κόντευε να σπάσει α π ' τη γ λ ύ κ α . Κι εκεί π ο υ στεκόταν κ ι ά κ ο υ γ ε , είδε τ ο λύκο κ α ι τ η ν α λ ε π ο ύ κ α ι σιάζουν.
Κι
αμέσως
το
λαγό
κατάλαβε π ω ς κάτι
να
πλη
κακό
είχαν
κ α τ ά νου. Σ ή κ ω σ ε τ ό τ ε τ ο α σ τ ρ α φ τ ε ρ ό τσεκούρι του και στάθηκε μπροστά
στο
βιολιστή, σαν νά 'θελε να π ε ι :
" Ό π ο ι ο ς τολμήσει να τον πειράξει,
θά 'χει να κάνει
μαζί μου ». Τα ζ ώ α φοβήθηκαν τότε και τό 'σκασαν στο δάσος. Ο βιολιστής έ π α ι ξ ε άλλο ένα τ ρ α γ ο ύ δ ι , γ ι α να ευ χαριστήσει το σ ω τ ή ρ α του, κι ύστερα συνέχισε το δρόμο του.
Τα δώδεκα αδέρφια
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ζούσαν ένας βασιλιάς
και μια βασίλισσα. Ή τ α ν πολύ αγαπημένοι μετα
ξύ τους και είχαν δ ώ δ ε κ α π α ι δ ι ά , όλα αγόρια. Μ ι α μ έ ρ α λοιπόν ο βασιλιάς είπε σ τ η γ υ ν α ί κ α του : " Αν το δ έ κ α τ ο τρίτο
παιδί
π ο υ θ α φέρεις στον κ ό σ μ ο είναι κορίτσι,
τότε τα δώδεκα αγόρια μας πρέπει να πεθάνουν, γ ι α να μείνουν στην κόρη μας όλα μ α ς τ α π λ ο ύ τ η και ν α κ λ η ρ ο νομήσει αυτή μόνη της το βασίλειο ». Π ρ ό σ τ α ξ ε μάλιστα να του φτιάξουν δ ώ δ ε κ α φέρετρα, τα γέμισε πριονίδι, έβαλε α π ό ένα σάβανο στο κ α θ έ ν α και τα κλείδωσε σε μια κρυφή κ ά μ α ρ η . Το κλειδί τό 'δωσε στη βασίλισσα και της είπε να μη μιλήσει σε κανέναν γι
αυτό.
Η μ ά ν α ό μ ω ς κ α θ ό τ α ν όλη μ έ ρ α π ι κ ρ α μ έ ν η κι έ κ λ α ι γε. Τόσο π ο υ ο μικρός τ η ς γιος, π ο υ τον έλεγε Βενιαμίν σ α ν ε κ ε ί ν ο ν τ η ς Β ί β λ ο υ , δεν ά ν τ ε ξ ε κ α ι τ η ρ ώ τ η σ ε : " Μ η τέρα μου α γ α π η μ έ ν η , γ ι α τ ί είσαι τόσο λ υ π η μ έ ν η ; » — " Καλό μου π α ι δ ί ", του α π ο κ ρ ί θ η κ ε εκείνη, « έ χ ω ορ κιστεί να κ ρ α τ ή σ ω τη λύπη μου κρυφή ». Εκείνος ό μ ω ς τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε, ώσπου η βασίλισσα δεν ά ν τ ε ξ ε π ι α , τον π ή ρ ε μ α ζ ί τ η ς , ξ ε κ λ ε ί δ ω σ ε τ η ν κ ρ υ φ ή κ ά μ α ρ η και του έδειξε τ α δ ώ δ ε κ α φέρετρα τ α γ ε μ ά τ α πριονίδι.
Και του είπε :
« Αγαπημένε
μου
Βενιαμίν,
α υ τ ά τ α φ έ ρ ε τ ρ α τ α π α ρ ά γ γ ε ι λ ε ο π α τ έ ρ α ς σου γ ι α σένα κ α ι γ ι α τ α έντεκα αδέλφια σου. Γ ι α τ ί α ν τ ο π α ι δ ί θα φ έ ρ ω στον κ ό σ μ ο
που
ε ί ν α ι κ ο ρ ί τ σ ι , όλοι σ α ς θ α π ρ έ π ε ι
να πεθάνετε ». κλαίει
Και μ'
αυτά τα λόγια άρχισε
πάλι να
πικρά.
Ο γιος της όμως ο μικρός την παρηγόρησε και της είπε :
" Μη στενοχωριέσαι, μητερούλα. Ε μ ε ί ς θα τα κ α
τ α φ έ ρ ο υ μ ε και θα φ ύ γ ο υ μ ε μ α κ ρ ι ά ». — Κι εκείνη του απάντησε :
« Π ά ρ ε τ'
α δ έ λ φ ι α σου κ α ι π η γ α ί ν ε τ ε στο
δάσος. Κι ένας α π ό σας να σ κ α ρ φ α λ ώ ν ε ι κάθε μέρα στο π ι ο ψηλό δέντρο παρακολουθεί
που θα βρείτε, να φυλάει σκοπιά, να
τον
γεννήσω αγόρι,
πιο
ψηλό
πύργο
του
παλατιού.
Αν
θα βάλω να σηκώσουν άσπρη σημαία,
και τ ό τ ε είστε ελεύθεροι να γυρίσετε. Αν γ ε ν ν ή σ ω κορί τσι, θα β ά λ ω να σηκώσουν κόκκινη σημαία : τότε να φύ γ ε τ ε όσο
πιο γρήγορα
μπορείτε.
Κι ο Θεός μαζί σας.
Κάθε νύχτα θα σηκώνομαι και θα προσεύχομαι γ ι α σας το χειμώνα, να βρίσκετε φ ω τ ι ά να ζεσταίνεστε
το καλο
καίρι, νά ' χ ε τ ε σκιά να δροσίζεστε ». Έ τ σ ι έδωσε την ευχή της στα π α ι δ ι ά της κι εκείνα έφυγαν να κρυφτούν στο δάσος. Έ ν α ς ανέβαιναν
στην
κορφή
της
πιο
μετά
τον άλλον
ψηλής βελανιδιάς και
αγνάντευαν τον π ύ ρ γ ο του π α λ α τ ι ο ύ . Έ ν τ ε κ α μέρες π έ ρασαν κι ή τ α ν η σειρά του Βενιαμίν να φυλάξει σκοπιά. Α π ' τ η ν κ ο ρ φ ή τ ο υ δέντρου είδε ο μ ι κ ρ ό ς γ ι ο ς τ η ς β α σ ί λ ι σ σ α ς τ ο σ η μ ά δ ι π ο υ π ε ρ ί μ ε ν α ν : η σ η μ α ί α ό μ ω ς δεν ή τ α ν ά σ π ρ η ή τ α ν η κ ό κ κ ι ν η σ η μ α ί α , κ ό κ κ ι ν η σαν το α ί μ α , π ο υ έφερνε το μ ή ν υ μ α του θανάτου. Θ ύ μ ω σ α ν τ' αδέρ φια όταν τ'
άκουσαν,
κι έδωσαν
" Γ ι α χ ά ρ η ενός κ ο ρ ι τ σ ι ο ύ , δικάσουν σε θάνατο !
Γι
όρκο
μεταξύ τους :
αποφάσισαν να μας κ α τ α
αυτό κι εμείς παίρνουμε όρκο
το π ρ ώ τ ο κορίτσι που θα συναντήσουμε στο δρόμο μας, θα το σφάξουμε και το α ί μ α του θα τρέξει κόκκινο στη γη ! » Ύ σ τ ε ρ α π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν α κ ό μ α πιο βαθιά μέσα στο δά-
σος, ώ σ π ο υ στο π ι ο σ κ ο τ ε ι ν ό σ η μ ε ί ο τ ο υ βρήκαν ένα ά δειο, μ α γ ε μ έ ν ο σ π ι τ ά κ ι . « Ε δ ώ θα μείνουμε », α π ο φ ά σ ι σαν. « Κι εσύ, Β ε ν ι α μ ί ν , π ο υ είσαι ο π ι ο μικρός κι ο π ι ο αδύναμος, θα κάθεσαι στο σπίτι και θα φροντίζεις τις δουλειές. Ε μ ε ί ς θα π η γ α ί ν ο υ μ ε γ ι α κυνήγι και θα φέρνουμε το φαγητό
"
Έ β γ α ι ν α ν λοιπόν στο δάσος και χ τ υ π ο ύ
σαν λ α γ ο ύ ς κι α γ ρ ι ο ε λ ά φ ι α , π ο υ λ ι ά και π ε ρ ι σ τ έ ρ ι α και ό,τι άλλο έ β ρ ι σ κ α ν , κ α λ ό γ ι α φ ά γ ω μ α .
Και τά 'φερναν
όλα στον Βενιαμίν, να τους τα μαγειρέψει, να χορτάσουν τ η ν π ε ί ν α τ ο υ ς . Δ έ κ α χ ρ ό ν ι α έ ζ η σ α ν έ τ σ ι όλοι μ α ζ ί σ τ ο σ π ι τ ά κ ι του δάσους κι ούτε τό 'νιωσαν ότι πέρασε
τόσος
καιρός. Σ τ ο μεταξύ η κορούλα της βασίλισσας είχε μ ε γ α λ ώ σει κι είχε γίνει κ ο ρ ι τ σ ά κ ι κ α λ ό κ α ρ δ ο κι όμορφο" ένα χρυσό που είχαν
αστέρι
στόλιζε
μ π ο υ γ ά δ α στο
το
μέτωπο
της.
Μια
και
μέρα,
π α λ ά τ ι , η μ ι κ ρ ή είδε τ ι ς π λ ύ -
στρες ν' απλώνουν δ ώ δ ε κ α αντρικά π ο υ κ ά μ ι σ α στον ήλιο. Κ α ι ρ ώ τ η σ ε τη μ η τ έ ρ α τ η ς : « Τ ί ν ο ς είναι α υ τ ά τα δ ώ δεκα π ο υ κ ά μ ι σ α ; Είναι π ο λ ύ μικρά γ ι α νά 'ναι του π α τ έ ρ α ». θηκε :
Βαριαναστενάζοντας η " Αχ,
παιδί
μου,
βασίλισσα της
αποκρί
α υ τ ά τα π ο υ κ ά μ ι σ α
ανήκουν
σ τ α δ ώ δ ε κ α α δ έ ρ φ ι α σου ». — « Π ο ύ είναι, μ η τ έ ρ α ; », ρώτησε το κοριτσάκι. « Π ρ ώ τ η έ χ ω δώδεκα αδέρφια ".
μου φορά ακούω
Η μητέρα τότε πήρε
τη
πως θυγα
τέρα τ η ς και τ η ς έδειξε την κ ά μ α ρ η με τα δ ώ δ ε κ α φέρε τρα. " Α υ τ ά τα φέρετρα », τ η ς είπε, « ήταν προορισμέ να γ ι α τ5 αδέρφια σου. Ε κ ε ί ν α ό μ ω ς τό 'σκασαν κρυφά, πριν γεννηθείς ».
Κ α ι τ η ς εξήγησε π ώ ς είχαν γίνει τα
π ρ ά γ μ α τ α . Και το κοριτσάκι της είπε : " Κ α λ ή μου μ η τερούλα, μην κλαις. Κι ε γ ώ θα π ά ω να βρω τ μου κ α ι να σου τα φ έ ρ ω π ί σ ω ».
αδέρφια
Π ή ρ ε λοιπόν τ α δ ώ δ ε κ α π ο υ κ ά μ ι σ α και μ ι α κ α ι δυο ξεκίνησε γ ι α τ ο
μεγάλο δάσος.
Όλη
μέρα περπατούσε
και το βράδυ έφτασε στο μαγεμένο σπιτάκι στην καρδιά του δάσους.
Άνοιξε την πόρτα η
παλικαράκι.
Με
θαυμασμό
μικρή και βρήκε ένα
αντίκρισε
ο
Βενιαμίν
την
ομορφιά της, τα βασιλικά της ρούχα και το χρυσό αστέρι στο
μέτωπο
κόρη, και
της.
πού
Και
τη
ρώτησε :
πηγαίνεις; »
—
του αποκρίθηκε το κοριτσάκι.
« Πούθε
« Βασιλοπούλα
έρχεσαι, ε ί μ α ι »,
« Και ψάχνω τα δώδεκα
αδέρφια μου. Ως τα π έ ρ α τ α της γ η ς θα φ τ ά σ ω , γ ι α να τα ξαναβρώ ».
Και τού 'δειξε τα δ ώ δ ε κ α
είχε μαζί της.
πουκάμισα που
Ο Βενιαμίν κ α τ ά λ α β ε ότι ή τ α ν η
μικρή
τ ο υ ς α δ ε ρ φ ή κ α ι τ η ς λέει : " Ε γ ώ ε ί μ α ι ο Β ε ν ι α μ ί ν , ο μ ι κρότερος α π ' τα δώδεκα
αδέρφια
σου » .
Τότε
έκλαψαν
μ α ζ ί α π ό χ α ρ ά α γ κ α λ ι ά ζ ο ν τ α ς και φιλώντας ο ένας τον άλλον
όλο
αγάπη.
Ύστερα
εκείνος
μίλησε
και
είπε :
« Α γ α π η μ έ ν η μου αδερφούλα, υ π ά ρ χ ε ι α κ ό μ α ένα ε μ π ό διο. Ε ί χ α μ ε
πάρει
όρκο
να
σκοτώσουμε
όποιο
κορίτσι
θ ' α π α ν τ ο ύ σ α μ ε σ τ ο δ ρ ό μ ο μ α ς , γ ι α τ ί ε ξ α ι τ ί α ς ενός κ ο ρ ι τσιού
αναγκαστήκαμε να φύγουμε α π ' το παλάτι μας ».
« Με χ α ρ ά θα δ ώ σ ω τη ζ ω ή μου, αν είναι έτσι να σ ώ σ ω τα δ ώ δ ε κ α αδέρφια μου ». — « Ό χ ι », την έκοψε ο Β ε νιαμίν. « Δεν πρέπει να πεθάνεις. Κρύψου κ ά τ ω α π 5 αυτό το κοφίνι,
μέχρι νά 'ρθουν οι άλλοι έντεκα.
τους κ α τ α φ έ ρ ω
ν
Κι ε γ ώ θα
αλλάξουν γ ν ώ μ η ».
Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι έγινε. Κι όταν ν ύ χ τ ω σ ε γ ι α τα καλά, γύρισαν τα έντεκα αδέρφια α π ' το κυνήγι τους και βρή καν το
φ α γ η τ ό έτοιμο να τους περιμένει στο τραπέζι.
Κάθισαν
λοιπόν
κι άρχισαν
να
τρώνε
και τ ρ ώ γ ο ν τ α ς
ρ ώ τ η σ α ν τον Β ε ν ι α μ ί ν : « Τι ν έ α ; » Κι εκείνος α π ό ρ η σ ε : « Δεν
τα
μάθατε;
Δεν
ξέρετε
τίποτα; »
—
« Ό χ ι »,
του
αποκρίθηκαν.
Κι
εκείνος
τους
ξαναρώτησε :
" Ε
σείς β γ α ί ν ε τ ε έ ξ ω κ α ι π ά τ ε γ ι α κ υ ν ή γ ι σ τ ο δάσος. Κ α ι περιμένετε α π ό μένα, π ο υ είμαι κλεισμένος εδώ μέσα, να σας πω τα νέα; » — « Π ε ς μας, λ ο ι π ό ν ! », του φώναξαν οι υ π ό λ ο ι π ο ι . Ε κ ε ί ν ο ς ό μ ω ς δεν έ λ ε γ ε ν του.
ανοίξει το σ τ ό μ α
" Π ρ ώ τ α θ α μ ο υ δ ώ σ ε τ ε τ ο λόγο
σ α ς ό τ ι δεν θ α
πειράξουμε το π ρ ώ τ ο κορίτσι π ο υ θα τύχει να συναντή σουμε, και μ ε τ ά θα σας π ω ! » — « Ε ν τ ά ξ ε ι , θα τ
αφή
σουμε να ζ ή σ ε ι ! Λ έ γ ε , λ ο ι π ό ν ! », είπαν οι άλλοι α ν υ π ό μονα. Και τότε εκείνος μίλησε και είπε : " Είναι εδώ η αδερφή μας ! " Κ α ι σ ή κ ω σ ε το καλάθι κ α ι φανερώθηκε η βασιλοπούλα ντυμένη με τα βασιλικά τ η ς ρούχα και με το χρυσό αστέρι στο μ έ τ ω π ο . Κι ήταν τόσο όμορφη έλαμπε
ολόκληρη.
Χαρά πλημμύρισε
τις
καρδιές
που όλων
τους και την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν με α γ ά π η . Α π ό κείνη τ η μέρα έμεινε κ ο ν τ ά τους. Κ α θ ό τ α ν μ α ζ ί με τον Βενιαμίν στο σ π ί τ ι και τον βοηθούσε στις δουλειές τ ο υ . Ο ι άλλοι έ ν τ ε κ α π ή γ α ι ν α ν γ ι α κυνήγι, έπιαναν α γ ρ ι ο πούλια, ελάφια, λαγούς και περιστέρια. Κι ο με τη μικρή τους.
τα
Βενιαμίν
μ α γ ε ί ρ ε υ α ν γ ι α ν ά ' χ ο υ ν ν α τ ρ ώ ν ε όλοι
Εκείνη μάζευε ξύλα γ ι α τη φωτιά, έκοβε χόρτα,
έβαζε το καζάνι να βράσει. Κι έτσι το φ α γ η τ ό ήταν π ά ν τα έτοιμο στην ώρα του. Κι α κ ό μ α συγύριζε και νοικο κύρευε το σπιτάκι, κι έστρωνε τα κρεβάτια ωραία και καθαρά.
Και τ
αδέρφια της ήταν πολύ ευχαριστημένα
κ α ι ζ ο ύ σ α ν όλοι μ α ζ ί α γ α π η μ έ ν ο ι . Μ ι α μέρα ο Βενιαμίν κι η αδερφή του είχαν μ α γ ε ι ρ έ ψει έ ν α ν ό σ τ ι μ ο φ α γ η τ ό . Κ ι ό τ α ν γ ύ ρ ι σ α ν κ ι ο ι υ π ό λ ο ι π ο ι , ετοιμάστηκαν πιούνε.
να
καθίσουν
όλοι
μαζί
να
φάνε
και
να
Κ ι ή τ α ν όλο χ α ρ ά . Α λ λ ά έ ξ ω α π ' τ ο μ α γ ε μ έ ν ο
σ π ι τ ά κ ι ή τ α ν ένας μικρός κ ή π ο ς , κι εκεί είχαν φ υ τ ρ ώ σ ε ι
δ ώ δ ε κ α κρίνα. Η μικρή σκέφτηκε να κόψει τα λουλούδια και να τα χαρίσει στ' αδέρφια της,
στο
βραδινό τ ρ α π έ ζ ι .
Μόλις ό μ ω ς έκοψε και το τελευταίο κρίνο, την ίδια εκεί νη στιγμή, τα δώδεκα αδέρφια της μεταμορφώθηκαν σε δώδεκα κοράκια και πέταξαν μακριά π ά ν ω απ
το δάσος.
Και το μικρό σπιτάκι χάθηκε κι αυτό. Το καημένο το κοριτσάκι βρέθηκε ξάφνου μονάχο του μέσα στην ερημιά. Έ ρ ι ξ ε μ ι α μ α τ ι ά γ ύ ρ ω τ η ς κ α ι είδε μ ι α γ ρ ι ά , π ο υ γ ύ ρ ι σ ε κ α ι τ η ς ε ί π ε : " Τι έ κ α ν ε ς , μ ι κ ρ ή μ ο υ ; Γ ι α τ ί δεν τ
άφη
νες ή σ υ χ α τ α δ ώ δ ε κ α ά σ π ρ α λ ο υ λ ο ύ δ ι α ! Α υ τ ά ή τ α ν τ ' α δέρφια σου. Τ ώ ρ α μ ε τ α μ ο ρ φ ώ θ η κ α ν σε κ ο ρ ά κ ι α κι έτσι θα
μείνουν γ ι α π ά ν τ α ! »
ριτσάκι :
" Και
Κλαίγοντας η
γριά.
"
Δεν
ένας μ ο ν ά χ α τ ρ ό π ο ς γ ι α να σωθούνε. που
το
κο
δεν υ π ά ρ χ ε ι τ ρ ό π ο ς γ ι α ν α σ ω θ ο ύ ν ; »
— " Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε δύσκολος
ρώτησε
αποκλείεται
να
τα
υπάρχει
παρά
Είναι όμως τόσο
καταφέρεις να τους
βοηθήσεις. Γ ι α τ ί θα π ρ έ π ε ι να βουβαθείς γ ι α ε φ τ ά ολό κληρα χρόνια, να μη μιλήσεις,
να
μη
γελάσεις.
Κι
αν
π ε ι ς έ σ τ ω και μία μόνο λέξη, αν λείπει έ σ τ ω κ α ι μία μ ό νο ώρα α π ' τα εφτά χρόνια,
τ ό τ ε ά δ ι κ α θ α π ά ν ε όλοι σ ο υ
οι κόποι, κι αυτή η λέξη θα σκοτώσει και τα δ ώ δ ε κ α α δ έ ρ φ ι α σου ». Τ ό τ ε το κορίτσι είπε μέσα του : « Ε ί μ α ι σίγουρη π ω ς θα τα κ α τ α φ έ ρ ω να σ ώ σ ω τ' αδέρφια μου ». Β ρ ή κ ε λοιπόν ένα ψηλό δέντρο, α ν έ β η κ ε σ τ α κ λ α δ ι ά τ ο υ κ ι έ κ λ ω θ ε κ α ι δεν μ ι λ ο ύ σ ε κ α ι δεν γ ε λ ο ύ σ ε . Μ ι α μ έ ρ α ό μ ω ς η τ ύ χ η τό 'φερε κι ένας βασιλιάς β γ ή κ ε στο δάσος να κυνηγήσει. Κι ο βασιλιάς είχε ένα μ ε γ ά λ ο λ α γ ω ν ι κ ό , που πήγε
ίσια στο δέντρο του κοριτσιού κι άρχισε να
γ α β γ ί ζ ε ι και να πηδάει ολόγυρα αγριεμένο. Ο βασιλιάς π λ η σ ί α σ ε και είδε την ό μ ο ρ φ η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α με το χ ρ υ σ ό
αστέρι στο μ έ τ ω π ο και θ α μ π ώ θ η κ ε τόσο α π ' τ η ν ομορ φιά της,
που τη ρώτησε αν ήθελε να γίνει γ υ ν α ί κ α του.
Ε κ ε ί ν η δεν έ δ ω σ ε α π ά ν τ η σ η , μόνο έ γ ν ε ψ ε α ν ά λ α φ ρ α μ ε το κεφάλι της και τού 'κανε νόημα π ω ς δέχεται. Σ κ α ρ φάλωσε τότε ο βασιλιάς στο δέντρο και την κ α τ έ β α σ ε και την πήρε στο άλογο του και την έφερε στο π α λ ά τ ι του. Κι έγιναν οι γ ά μ ο ι με χαρές και πανηγύρια. Η νύφη ό μ ω ς ούτε μίλησε ούτε γ έ λ α σ ε . Έ ζ η σ α ν έτσι ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ι λί γα χρόνια, ώ σ π ο υ η μάνα του βασιλιά, π ο υ ήτανε κακιά στην ψυχή τ η ς , άρχισε να βάζει λ ό γ ι α στο γ ι ο τ η ς γ ι α τη νεαρή γυναίκα του : " Π ή γ ε ς και μάζεψες
μια
παλιο-
ζ η τ ι ά ν α α π ' το δ ρ ό μ ο και τ η ν α ν έ β α σ ε ς σ τ ο θρόνο σου ! Ποιος
ξέρει τ ι
βρομοδουλειές σκαρώνει π ί σ ω
α π ' την
π λ ά τ η σ ο υ ! Κ ι α ν α κ ό μ α δεν έ χ ε ι μ ι λ ι ά ν α μ ι λ ή σ ε ι , θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε , μ ι α φ ο ρ ά έ σ τ ω , να γ ε λ ά σ ε ι . . . Ό π ο ι ο ς δεν γελάει ποτέ του,
έχει σίγουρα κάτι κακό να κρύψει ».
Ο β α σ ι λ ι ά ς σ τ η ν α ρ χ ή δεν τ η ν π ί σ τ ε ψ ε . Η γ ρ ι ά ό μ ω ς δ ε ν τον
άφηνε
νύφη
της
σε χ λ ω ρ ό κλαρί, για
ένα
συνέχεια
κατηγορούσε τη
σωρό φριχτά κι απαίσια π ρ ά γ μ α τ α ,
ώ σ π ο υ τον έπεισε να την καταδικάσει σε θάνατο. Μ ά ζ ε ψ α ν λ ο ι π ό ν έναν θ ε ό ρ α τ ο σ ω ρ ό ξ ύ λ α σ τ η ν α υ λ ή του παλατιού κι ετοιμάστηκαν να την κάψουν. Κι ο βα σιλιάς στεκόταν ψηλά στο παραθύρι του και κοίταζε με μ ά τ ι α δακρυσμένα, γ ι α τ ί α κ ό μ α την αγαπούσε. Κι όταν π ι α την
έδεσαν
στον
πάσσαλο
κι
οι
φλόγες
έγλειφαν
κατακόκκινες τα ρούχα της, τότε πέρασε και πέταξε μα κριά και το τελευταίο λεπτό των εφτά χρόνων. Φτερού γ ι σ μ α α κ ο ύ σ τ η κ ε στον αέρα και δ ώ δ ε κ α κοράκια κ α τ έ βηκαν από ψηλά χ τ υ π ώ ν τ α ς τις φτερούγες τους. Τη στιγ μή όμως που άγγιξαν τη γ η , πήραν ξανά την αλλοτινή μορφή τους κ ι έγιναν δ ώ δ ε κ α παλικάρια. Ή τ α ν τ α δ ώ -
δεκα αδέρφια της, που με τη σ ι ω π ή της τα είχε λυτρώσει α π 5 το κακό ξόρκι. Α μ έ σ ω ς όρμησαν κι έσβησαν τη φ ω τιά, έλυσαν την αδερφή τους,
την
αγκάλιασαν και τη
φ ι λ ο ύ σ α ν όλοι μ α ζ ί . Κ ι ε κ ε ί ν η , τ ώ ρ α π ι α π ο υ μ π ο ρ ο ύ σ ε ν' ανοίξει το σ τ ό μ α τ η ς κ α ι να μιλήσει, ε ξ ή γ η σ ε
στο
βα
σ ι λ ι ά γ ι α τ ί δεν γ ε λ ο ύ σ ε π ο τ έ κ α ι δεν έ λ ε γ ε τ ί π ο τ α . Ο β α σιλιάς χ ά ρ η κ ε π ο υ η αθώα,
κι έζησαν
γυναίκα του η
αγαπημένη
ήταν
αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι η
κ α κ ι ά πεθερά δικάστηκε και κ α τ α δ ι κ ά σ τ η κ ε . Τ η ν έκλει σαν σ' ένα βαρέλι με ζ ε μ α τ ι σ τ ό λάδι κ α ι φίδια φ α ρ μ α κ ε ρ ά και βρήκε έτσι το τέλος που της άξιζε.
10.
Η παλιοπαρέα
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ κότα :
« Τ ώ ρ α είναι
η
είπε ο κόκορας στην
εποχή που ωριμάζουν
τα
κ α ρ ύ δ ι α . Π ά μ ε μ α ζ ί στο βουνό, ν α φ ά μ ε και ν α χ ο ρ τ ά -
σουμε, πριν τα μ α ζ έ ψ ε ι όλα το σ κ ι ο υ ρ ά κ ι ». — « Σ ύ μ φωνοι », α π ά ν τ η σ ε η κότα. « Π ά μ ε και θα τα περάσουμε ζ ά χ α ρ η ». Μ ι α κ α ι δυο λοιπόν ξεκίνησαν κι έ φ τ α σ α ν στο βουνό.
Κι επειδή η
μέρα ήταν όμορφη,
βράδυ.
Τ ώ ρ α δεν ξ έ ρ ω τ ι α κ ρ ι β ώ ς έ γ ι ν ε :
έμειναν ώς το φάγανε πολύ
κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ε ν α κ ο υ ν η θ ο ύ ν ; Ή μ ή π ω ς σ ή κ ω σ α ν μ ύ τ η ψ η λ ά ώ ς τ ο ν ο υ ρ α ν ό ; Μ ε λ ί γ α λ ό γ ι α , π ά ν τ ω ς , δεν ήθελαν να γυρίσουν με τα πόδια. Π ή ρ ε λοιπόν ο κόκορας τα καρυδότσουφλα κι έφτιαξε μια μικρή άμαξα. Μόλις τέλειωσε,
η
« Μπορείς ν
κοτούλα στρογγυλοκάθισε
μέσα και είπε :
α ρ χ ί σ ε ι ς να με σ έ ρ ν ε ι ς ! » — « Μ ω ρ έ κ α λ ή
είσαι του λόγου
σ ο υ ! »,
της αποκρίθηκε το κοκοράκι.
" Κ α ι δεν π ά ω κ α λ ύ τ ε ρ α μ ε τ α π ό δ ι α ώ ς τ ο σ π ί τ ι ; Δ ε ν ήταν αυτή η συμφωνία μας. Ε γ ώ θέλω να είμαι αμαξάς και να τ ρ α β ά ω τα γκέμια. την
άμαξα.
Αυτό
Εκεί που τσακώνονταν, μια π ά π ι α :
Ό χ ι ν α τ ρ α β ά ω ολόκληρη
αποκλείεται! »
ήρθε κουνιστή και λυγιστή
« Βρε παλιοκλέφτες, ποιος σας έδωσε την
άδεια να 'ρθείτε και να φάτε τα καρύδια μ ο υ ;
Περιμέ-
ν ε τ ε και θ α σ α ς κ α ν ο ν ί σ ω ε γ ώ ! » λητικά το
Κι ανοίγοντας
ράμφος της όρμησε π ά ν ω στο κοκόρι.
απει Αλλά
τ ο κ ο κ ό ρ ι δεν ή τ α ν ε ύ κ ο λ ο ς α ν τ ί π α λ ο ς : μ ε τ α ν ύ χ ι α τ ο υ
και με το ράμφος του τσιμπούσε κι έγδερνε την π ά π ι α σ
όλο τ η ς το κ ο ρ μ ί , ώ σ π ο υ κ ό ν τ ε ψ ε να τ η ν ξ ε π ο υ π ο υ
λιάσει. Τ ε λ ι κ ά την α ν ά γ κ α σ ε να ζητήσει χ ά ρ η τ ι μ ω ρ ί α τ η ν έ ζ ε ψ α ν σ τ η ν άμαξα τ ο υ ς .
και γ ι α
Ο κόκορας στρώ-
θ η κ ε σ τ η θέση τ ο υ α μ α ξ ά , η κ ό τ α δεν ε ί χ ε κ ο υ ν η θ ε ί κ α θόλου α π ' τ η θέση τ ο υ ε π ι β ά τ η και τ ο τ α ξ ί δ ι ξεκίνησε. " Τ ρ έ ξ ε , τρέξε, π ά π ι α , τρέξε όσο Στο σμένους
δρόμο που πήγαιναν, οδοιπόρους,
μια
μπορείς! »
συνάντησαν
βελόνα
κα:
μια
δυο
κουρα
σακοράφα.
« Σ τ α θ ε ί τ ε ! Σ τ α θ ε ί τ ε ! », τους φ ώ ν α ξ α ν . Κ α ι τους είπαν ό τ ι ε ί χ ε π ι α σ κ ο τ ε ι ν ι ά σ ε ι , ότι δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α σ υ ν ε χ ί σουν τ ο δ ρ ό μ ο τ ο υ ς , κ ι ή τ α ν τ ό σ ο β ρ ό μ ι κ α , ούτε ν α ξ α π ο σ τ ά σ ο υ ν δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ε κ ε ί σ τ η ν ε ξ ο χ ή .
Μ ή π ω ς θα
ήταν εύκολο να τους πάρουν μ α ζ ί τους λίγο δρόμο με την ά μ α ξ α ; Είχαν πάει στην Ταβέρνα του Ρ ά φ τ η κι είχαν αργήσει γ λ ε ν τ ώ ν τ α ς με την π α ρ έ α τους. Ο κόκορας δέ χ τ η κ ε , μ ι α ς κ ι ή τ α ν μ ι κ ρ ο κ α μ ω μ έ ν ε ς κ α ι δεν θ α
έπια
ναν τ ό π ο . Τ ο υ ς ζ ή τ η σ ε ό μ ω ς π ρ ώ τ α ν α υ π ο σ χ ε θ ο ύ ν ότι δεν θ α σ τ ρ ι μ ώ ξ ο υ ν ο ύ τ ε α υ τ ό ν ο ύ τ ε τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Α ρ γ ά τ η ν ύ χ τ α έ φ τ α σ α ν σ ' ένα π α ν δ ο χ ε ί ο κ ι α π ο φ ά σ ι σ α ν να σταματήσουν.
Η π ά π ι α κόντευε να πέσει κ ά τ ω α π ό
την κούραση κι έγερνε π ό τ ε α π ό τη μ ι α και π ό τ ε α π ό την άλλη. Σ τ α μ ά τ η σ α ν λοιπόν και χ τ ύ π η σ α ν την π ό ρ τ α . Ο
ξ ε ν ο δ ό χ ο ς δεν ή θ ε λ ε σ τ η ν α ρ χ ή ν α τ ο υ ς α ν ο ί ξ ε ι .
πανδοχείο του ήταν γ ε μ ά τ ο .
Το
« Κι εξάλλου, ποιος τίμιος
και καλός άνθρωπος ταξιδεύει τέτοια ώ ρ α μέσα στη νύ χ τ α ; », σκέφτηκε. Τελικά ό μ ω ς τον έπιασαν με το καλό, του υποσχέθηκαν
και το αυγό π ο υ είχε κάνει στο δρόμο
η κότα, του υποσχέθηκαν και την ίδια την π ά π ι α , π ο υ έκανε α υ γ ά κάθε μέρα, κι ο ξενοδόχος δέχτηκε. Η
παρέα
στρώθηκε
στο
τραπέζι,
παράγγειλε
κόσμου τις νοστιμιές και το γλέντησε γενναία.
του
Και την
άλλη μ έ ρ α τ ο π ρ ω ί , π ρ ι ν χ α ρ ά ξ ε ι , όταν όλοι κ ο ι μ ό ν τ ο υ σαν α κ ό μ α , ο κ ό κ ο ρ α ς ξύπνησε τ η ν κ ό τ α , έφερε το α υ γ ό , τ ο άνοιξε κ α ι τ ό ' φ α γ α ν ο ι δυο τ ο υ ς . Ύ σ τ ε ρ α π ή ρ α ν α π ό
το κεφάλι τη βελόνα, α κ ό μ α κ ο ι μ ι σ μ έ ν η , και την έ κ ρ υ ψαν
στο
μαξιλάρι
της πολυθρόνας
του
ξενοδόχου.
Τη
σακοράφα την έκρυψαν μέσα στην π ε τ σ έ τ α του. Κι έ π ε ι τ α έ φ υ γ α ν τ ρ έ χ ο ν τ α ς κ α ι φ τ ε ρ ο κ ο π ώ ν τ α ς , λες κ α ι δεν ε ί χ ε γίνει τ ί π ο τ α .
Η π ά π ι α , π ο υ τ η ς άρεσε να κ ο ι μ ά τ α ι στο
ύπαιθρο, είχε περάσει τη ν ύ χ τ α στην αυλή. Τους άκουσε λοιπόν την ώρα που έφευγαν. Α μ έ σ ω ς σηκώθηκε κι κυ-
τ ή , ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε , βρήκε ένα π ο τ α μ ά κ ι και ρ ί χ τ η κ ε σ τ α νερά τ ο υ .
Και κολυμπώντας προχωρούσε πιο γρήγορα,
π α ρ ά τ ρ α β ώ ν τ α ς την άμαξα. Λίγες ώρες αργότερα ση κώθηκε α π ' το κρεβάτι κι ο ξενοδόχος. Πλύθηκε και π ή ρε την π ε τ σ έ τ α του να σκουπιστεί. τον έγδαρε στα μούτρα, νιά, απ
Η σακοράφα όμως
μια μεγάλη κόκκινη γρατζου-
το ένα αυτί ώς το άλλο. Π ά ε ι μ ε τ ά ο δ ύ σ τ υ χ ο ς
στο μαγερειό ν
ανάψει την π ί π α του στα κάρβουνα τ η ς
θράκας. Κι ό π ω ς πλησίασε στη φωτιά, τα τσόφλια τού αυγού πετάχτηκαν και μπήκαν στα μάτια του. « Σ ή μ ε ρα το π ρ ω ί όλα σ τ ρ α β ά μου π ά ν ε . Να δούμε π ο ύ αλλού θα χ τ υ π ή σ ω το κεφάλι μου »,
συλλογίστηκε λυπημένος
και π ή γ ε να καθίσει στην πολυθρόνα του. Α λ λ ά την ίδια
κιόλας σ τ ι γ μ ή τ ι ν ά χ τ η κ ε όρθιος με φωνές, γ ι α τ ί η β ε λ ό να τον είχε τρυπήσει π ο λ ύ ά σ χ η μ α , και όχι στο κ ε φ ά λ ι . Τ ό τ ε θύμωσε γ ι α τα καλά και υποψιάστηκε τους π ε λ ά τ ε ς π ο υ ε ί χ α ν έρθει α ρ γ ά χ τ ε ς τ ο β ρ ά δ υ . Π ά ε ι ν α δει, α λ λά τους βρίσκει φευγάτους. ναδεχτεί
τέτοιες
τρώνε τον
Π ή ρ ε όρκο τ ό τ ε να μην ξ α -
παλιοπαρέες
αγλέουρα,
στο
πανδοχείο
δεν π λ η ρ ώ ν ο υ ν
φράγκο
του,
που
και
στή
νουν α π ό π ά ν ω κ α ι τ έ τ ο ι ε ς β ρ ο μ ο δ ο υ λ ε ι έ ς . 11.
Αδερφούλης κι αδερφούλα
Ο
ΑΔΕΡΦΟΥΛΗΣ Π Η Ρ Ε ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΟΥΛΑ ΤΟΥ α π ό το χέρι και είπε : " Α π ό τ ό τ ε π ο υ π έ θ α ν ε η μ α ν ο ύ
λ α μ α ς , δεν ε ί δ α μ ε ά σ π ρ η μ έ ρ α . Η μ η τ ρ ι ά μ α ς μ α ς δ έ ρ νει κ ά θ ε μέρα, κ ι όταν τ η ν π λ η σ ι ά ζ ο υ μ ε , μ α ς κ λ ω τ σ ά ε ι μακριά της. Μ α ς ταΐζει με τα ξερά ψ ω μ ι ά
που περισ
σεύουν α κ ό μ α και τ ο σκυλί κ ά τ ω α π ' τ ο τ ρ α π έ ζ ι π ε ρ νάει κ α λ ύ τ ε ρ α : π ό τ ε π ό τ ε τού π ε τ ά ε ι κανένα κ α λ ό μ ε ζ ε δάκι. Δ ό ξ α τω Θεώ
π ο υ η κ α η μ έ ν η η μ α ν ο ύ λ α μ α ς δεν τ α
βλέπει όλα α υ τ ά ! Έ λ α , θ α φύγουμε μαζί και θ α π ά μ ε στα πέρατα του κόσμου ». Ό λ η μέρα περπατούσαν. Π έ ρασαν λιβάδια, χ ω ρ ά φ ι α , βράχια. Κι όταν έπιασε βρο χ ή , η α δ ε ρ φ ο ύ λ α ε ί π ε : " Ο Θ ε ό ς κ λ α ί ε ι μ α ζ ί με τ ι ς κ α ρ διές μ α ς ! » Το βράδυ έ φ τ α σ α ν σ' ένα μ ε γ ά λ ο δάσος κ α ι ή τ α ν τόσο κ ο υ ρ α σ μ έ ν α και τ α δυο α π ' τ η
στενοχώρια
τους, α π ' την πείνα κι α π ' το π ε ρ π ά τ η μ α , που τρύπωσαν σ τ η ν κ ο υ φ ά λ α ενός δέντρου κ ι α π ο κ ο ι μ ή θ η κ α ν . Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί , όταν ξύπνησαν, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό κι έστελνε ζ ε σ τ έ ς τ ι ς ακτίνες του μέσα στην κουφάλα του δέντρου. Ο αδερφούλης τότε
είπε :
« Αδερφούλα
μου,
διψάω.
Ας
έβρισκα, Θεούλη
μου, μια π η γ ή να δ ρ ο σ ι σ τ ώ . Γ ι ά στάσου, ό μ ω ς . . . Μου φαίνεται π ω ς ακούω νεράκι να κελαρύζει ». Και μ' αυτά τα λόγια σηκώθηκε, πήρε πάλι την αδερφούλα του από το χέρι και βάλθηκαν να ψάχνουν την π η γ ή . Αλλά η κ α κ ι ά μ η τ ρ ι ά τ ο υ ς ή τ α ν μ ά γ ι σ σ α . Ε ί χ ε δει τ α δ υ ο π α ι δ ι ά ν α φεύγουν, τα είχε ακολουθήσει στα κρυφά, ό π ω ς κάνουν
οι μ ά γ ι σ σ ε ς , κι είχε μ α γ έ ψ ε ι όλες τ ι ς π η γ έ ς τ ο υ δ ά σ ο υ ς . Μ ό λ ι ς τ α δυο α δ έ ρ φ ι α β ρ ή κ α ν
την
πηγή, που τα γάρ
γ α ρ α νερά τ η ς ανάβλυζαν α ν ά μ ε σ α στις π έ τ ρ ε ς , ο αδερφούλης έσκυψε να πιει. νερά να λένε
Η
αδερφούλα
όμως
κελαρύζοντας :
«Όποιος άγριος
τα
νερά
τίγρης
θα
μου
πιει,
γενεί.
άκουσε τα
Όποιος άγριος
τα
νερά
τίγρης
μου
θα
πιει,
γενεί ».
Τ ό τ ε βιάστηκε να σ τ α μ α τ ή σ ε ι τον αδερφό τ η ς : « Σε παρακαλώ,
αδερφούλη
μου,
μην πιεις.
Αν
ξεδιψάσεις
εδω τη δίψα σου, θηρίο άγριο θα γίνεις και θα με κ α τ α σ π α ρ ά ξ ε ι ς ".
Ο
αδερφούλης,
λοιπόν,
δεν
ήπιε,
μ'
όλο
π ο υ δίψα μεγάλη τον βασάνιζε. « Θα π ε ρ ι μ έ ν ω μέχρι να βρούμε μιαν άλλη π η γ ή », είπε.
Ό τ α ν όμως έφτασαν
στην επόμενη π η γ ή , η αδερφούλα άκουσε τα νερά τ η ς να λ έ ν ε : « Όποιος
τα
άγριος
λύκος
Όποιος άγριος
τα
νερά θα
νερά
λύκος
μου
πιει,
γενεί. μου
θα
πιει,
γενεί ».
Β ι ά σ τ η κ ε τότε η αδερφούλα να εμποδίσει τον αδερ φούλη
της :
« Μην πιεις,
αδερφούλη
μου,
μην πιεις.
Γιατί λύκος φοβερός θα γίνεις και θα με φας ». Και π ά λ ι ο α δ ε ρ φ ο ύ λ η ς δεν ή π ι ε , π α ρ ά ε ί π ε : " Θ α π ε ρ ι μ έ ν ω , μ έ χρι να βρούμε την επόμενη π η γ ή .
Εκεί όμως θα π ι ω ,
ό,τι κ ι α ν λ ε ς . Γ ι α τ ί η δ ί ψ α μ ο υ ε ί ν α ι μ ε γ ά λ η " . Κ ι ό τ α ν έφτασαν στην τρίτη π η γ ή , η αδερφούλα την άκουσε να μιλάει κι α υ τ ή μ' α ν θ ρ ώ π ι ν η λ α λ ι ά κ α ι να λέει : « Όποιος
τα
ελαφάκι Όποιος ελαφάκι
νερά
θα τα
πιει,
γενεί.
νερά θα
μου μου
πιει,
γενεί».
Κ α ι το κοριτσάκι είπε : « Αχ, αδερφούλη μου, σε π α ρακαλώ μην πιεις. Γιατί θα γίνεις ελαφάκι και θα τρέξεις,
θα μου φύγεις ». Ο αδερφός τ η ς ό μ ω ς είχε κιόλας γονα τίσει πλάι στην π η γ ή ,
είχε σκύψει π ά ν ω α π ' τ α νερά τ η ς
κι
δίψα του.
έπινε να σβήσει τη
Μόλις όμως οι π ρ ώ τ ε ς
σταγόνες ά γ γ ι ξ α ν τα χείλια του άλλαξε κι έγινε ελάφι. Έ β α λ ε τα κ λ ά μ α τ α η αδερφούλα γ ι α τον καημένο τον μαγεμένο
αδερφούλη της.
Και το ελαφάκι
κάθισε
πλάι
της κι έκλαιγε κι αυτό μαζί της. Τέλος το κορίτσι σ τ α μ ά
τησε τα κ λ ά μ α τ α και είπε : " Η σ ύ χ α σ ε , α γ α π η μ έ ν ο μου ε λ α φ ά κ ι , κ ι ε γ ώ π ο τ έ δεν θ α σ ' ε γ κ α τ α λ ε ί ψ ω » . Έ β γ α λ ε τη χρυσή της καλτσοδέτα, την πέρασε
στο λαιμό
τού
ελαφιού κι έδεσε π ά ν ω τ η ς ένα μ α λ α κ ό σκοινί, π ο υ το έπλεξε
με
χόρτα.
της το ελαφάκι. θιά μέσα
Κρατώντας
το
σκοινί
Κι έτσι προχωρούσε
στο δάσος.
έσερνε
όλο κ α ι π ι ο
πίσω βα
Δρόμο
πήραν,
δρόμο
άφησαν
σ' ένα μικρό σ π ι τ ά κ ι . Το κορίτσι
κι
έριξε
έφτασαν μια
κάποτε
ματιά μέσα,
είδε πως ή τ α ν άδειο κ α ι σ κ έ φ τ η κ ε : " Ε δ ώ μ π ο ρ ο ύ μ ε να σταματήσουμε
και
να
μείνουμε ».
Μάζεψε
φύλλα
και
χ ό ρ τ α ξερά, έ φ τ ι α ξ ε ένα μ α λ α κ ό γ ι α τ ά κ ι γ ι α τ ο ελάφι, και κάθε π ρ ω ί έβγαινε και μάζευε ρίζες και β α τ ό μ ο υ ρ α κ α ι καρύδια γ ι α τον εαυτό της, και φρέσκο, δροσερό χ ο ρ τ ά ρ ι
γ ι α το ελαφάκι της, π ο υ ερχόταν να φάει μέσα α π ' τη χούφτα της κι έπαιζε μαζί της και χοροπηδούσε ευχα ριστημένο. Κάθε βράδυ, σευχή ράχη
της
και
κουρασμένη πλάγιαζε
το
η
μικρή
κεφαλάκι
του ελαφιού. Αυτό ήταν το
έλεγε της
την προ στη
ζεστή
μαξιλάρι τ η ς κ ι εκεί
κοιμόταν ύπνο γλυκό και ήσυχο. Κι αν μπορούσε να ξα-
ναπάρει ο αδερφούλης της την ανθρώπινη
μορφή του,
όλα θα ή τ α ν ω ρ α ί α και κ α λ ά . Έ τ σ ι π έ ρ α σ ε κ ά μ π ο σ ο ς καιρός και τ α δυο α δ ε ρ φ ά κ ι α ζούσαν
ολομόναχα μέσα στην καρδιά του δάσους.
Μα
έτυχε κάποτε κι ο βασιλιάς της χ ώ ρ α ς βγήκε για κυνήγι, κ ι όλο τ ο δ ά σ ο ς β ο ύ ι ξ ε
α π ' τα βούκινα κι α π ' τα γ α β γ ί
σματα των σκύλων κι απ
νηγών.
Το
ελαφάκι τ
τις χαρούμενες φωνές των κυ
άκουσε και πολύ θά 'θελε να π ά
ρει κ ι α υ τ ό μ έ ρ ο ς σ τ η γ ι ο ρ τ ή τ ο υ κ υ ν η γ ι ο ύ . " Α χ , σ ε π α ρακαλώ »,
έλεγε
και
ξανάλεγε
στην
αδερφούλα
του,
" ά σ ε μ ε ν α π ά ω , δεν α ν τ έ χ ω ά λ λ ο ε δ ώ » . Κ α ι δεν έ λ ε γ ε ν α σ τ α μ α τ ή σ ε ι τ α π α ρ α κ ά λ ι α , ώ σ π ο υ εκείνη τελικά υ π ο χ ώ ρ η σ ε . " Κ ο ί τ α ό μ ω ς το βράδυ να γυρίσεις π ί σ ω », του είπε. « Θά ' χ ω κλειδωμένη την πορτούλα μου, γιατί οι
κυνηγοί
είναι
κακοί.
Για
να σε γνωρίσω,
χτύπα την
π ό ρ τ α και πες μου : Αδερφούλα, άνοιξε Α λ λ ι ώ ς δεν
θ'
μου
αδερφούλα, την
πορχούλα.
α ν ο ί ξ ω ".
Τρέχοντας έφυγε το ελαφάκι.
Κι απ
τη χαρά του
χοροπηδούσε μέσα στα μονοπάτια του δάσους και δια σκέδαζε με την ελευθερία τ ο υ . Ο βασιλιάς κι οι κ υ ν η γ ο ί του είδαν το όμορφο ζ ώ ο και βάλθηκαν να το κυνηγούν, μ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α τ ο π ι ά σ ο υ ν . Ε κ ε ί π ο υ ν ό μ ι ζ α ν ό τ ι το κρατούσαν, αυτό πηδούσε π ά ν ω απ' τους θάμνους κ α ι χανόταν απ
τα μάτια τους. Ό τ α ν σκοτείνιασε, γύρισε
στο μικρό σπιτάκι, στην καρδιά του δάσους, και χ τ ύ πησε
την
πόρτα : « Αδερφούλα, άνοιξε
μου
αδερφούλα, την
πορτούλα
».
Α μ έ σ ω ς άνοιξε η π ό ρ τ α κι εκείνο τ ρ ύ π ω σ ε μ έ σ α κ α ι κ ο ι μ ή θ η κ ε όλη ν ύ χ τ α στο
μαλακό του κρεβατάκι. Την
άλλη μέρα το π ρ ω ί το κυνήγι ξανάρχισε. Το ελαφάκι ά κουγε τα βούκινα και τις
φ ω ν έ ς τ ω ν κ υ ν η γ ώ ν κ α ι δεν
μπορούσε με τ ί π ο τ α να ησυχάσει. " Ά ν ο ι ξ ε μου, αδερ φούλα μου, να β γ ω έξω ! », άρχισε π ά λ ι τα π α ρ α κ ά λ ι α . Κ α ι το κορίτσι τού άνοιξε την π ό ρ τ α και τ ο υ είπε : « Μ η ν αργήσεις το βράδυ. Κ α ι μην ξεχάσεις να μου π ε ι ς τα λό για που πρέπει,
για να σε γνωρίσω ».
Μόλις φάνηκε το ελάφι με το χρυσό περιλαίμιο, ο βα σ ι λ ι ά ς κ ι ο ι κ υ ν η γ ο ί τ ο υ ά ρ χ ι σ α ν ν α τ ο κ υ ν η γ ο ύ ν όλοι μ α ζ ί . Ε κ ε ί ν ο ό μ ω ς , γ ο ρ γ ο π ό δ α ρ ο κ α ι φ τ ε ρ ω τ ό σ α ν τ ο ν άνεμο?
τους ξέφευγε. Ό λ η
μέρα προσπαθούσαν να το πιάσουν
κ ι όλη μ έ ρ α τ ο ύ ς ξ έ φ ε υ γ ε .
Και
μόνον
όταν άρχισε π ι α
να β ρ α δ ι ά ζ ε ι , μ π ό ρ ε σ α ν να το σ τ ρ ι μ ώ ξ ο υ ν κ α ι λ ί γ ο έλει ψε να το πιάσουν. Έ ν α ς
μάλιστα το χ τ ύ π η σ ε στο πόδι.
Κουτσαίνοντας κατάφερε
να
ξεφύγει το ελάφι και σιγά
σιγά να γυρίσει στο σπιτάκι του. Αλλά κάποιος
το
πήρε
από π ί σ ω , στα κρυφά, και το παραμόνεψε ώσπου έφτα σε στην π ό ρ τ α και τη χ τ ύ π η σ ε και είπε : « Αδερφούλα, άνοιξε
μου
αδερφούλα, την
πορτούλα ».
Κ α ι είδε ο κ υ ν η γ ό ς τ η ν π ό ρ τ α ν' ανοίγει κ α ι να κλεί νει π ά λ ι , π ί σ ω α π ' τ ο ε λ ά φ ι . Α μ έ σ ω ς τ α σ η μ ε ί ω σ ε ό λ α κ α λ ά μ έ σ α στο μυαλό τ ο υ . Κ α ι μ ι α κ α ι δυο π ά ε ι την αλ
λ η μ έ ρ α σ τ ο β α σ ι λ ι ά κ α ι τ ο υ τ α λέει χ α ρ τ ί κ α ι κ α λ α μ ά ρ ι . Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε λέει σ τ ο υ ς κ υ ν η γ ο ύ ς τ ο υ : κυνηγήσουμε
π ά λ ι ».
Το κορίτσι όμως τρόμαξε
σαν
ειδε
ότι τ ο ε λ α φ ά κ ι
γύρισε π λ η γ ω μ έ ν ο . Του έπλυνε το αίμα απ την
έδεσε
« Α ύ ρ ι ο θα
με
βότανα και
είπε :
« Άντε
την π λ η γ ή , να
κοιμηθείς
τ ώ ρ α , α γ α π η μ έ ν ο μου ελαφάκι, γ ι α να γιάνει η λ α β ω μ α τ ι ά σου κ α ι να γίνεις κ α λ ά ».
Η πληγή όμως ήταν τόσο
μικρή που την άλλη μέρα το π ρ ω ί το ελαφάκι την είχε κιόλας ξεχάσει.
Κι όταν άκουσε πάλι τις φωνές και τα
γέλια τ ω ν κυνηγών, άρχισε ξανά τα π α ρ α κ ά λ ι α : « Δεν α ν τ έ χ ω , αδερφούλα, άσε με να π ά ω κι ε γ ώ . Σ ο υ δίνω το λ ό γ ο μ ο υ : κ α ν ε ί ς δεν θ α μ ε π ι ά σ ε ι ! " Η α δ ε ρ φ ο ύ λ α τ ο υ ό μ ω ς αρνήθηκε με κ λ ά μ α τ α και του είπε : " Θα σε σκοτοοσουν κ α ι τ ό τ ε θ ' α π ο μ ε ί ν ω μ ό ν η μ ο υ ε δ ώ σ τ ο δ ά σ ο ς , μόνη κι ολομόναχη. Δεν σ' α φ ή ν ω ". — " Ε, τ ό τ ε κι ε γ ώ θα π ε θ ά ν ω α π ' τη στεναχώρια μου », αποκρίθηκε το ελα φάκι. « Έ τ σ ι που ακούω τα βούκινα τ ω ν κυνηγών, ησυ χ ί α δεν έ χ ω ! » Τ ι ν α κ ά ν ε ι τ ο κ ο ρ ί τ σ ι ; Μ ε β α ρ ι ά κ α ρ δ ι ά του άνοιξε την π ό ρ τ α και το ελάφι όρμησε α μ έ σ ω ς έ ξ ω , χ ο ρ ο π η δ ώ ν τ α ς χ α ρ ο ύ μ ε ν ο . Μ ό λ ι ς το είδε ο β α σ ι λ ι ά ς , γ ύ ρισε κ α ι ε ί π ε σ τ ο υ ς κ υ ν η γ ο ύ ς τ ο υ : « Κ υ ν η γ ή σ τ ε τ ο ό λ η μέρα, μέχρι να βραδιάσει.
Προσέξτε ό μ ω ς ! Κανείς σας
να μην το λ α β ώ σ ε ι ! » Κι όταν βασίλεψε ο ήλιος, ε ί π ε ο βασιλιάς στον κ υ ν η γ ό :
" Έ λ α τ ώ ρ α και δείξε μου το
σπιτάκι στην καρδιά του δάσους ».
Κι όταν έφτασαν,
χ τ ύ π η σ ε ο βασιλιάς την π ό ρ τ α και φώναξε :
« Αδερφούλα, άνοιξε
μου
αδερφούλα, την
πορτούλα ».
Η π ό ρ τ α άνοιξε μ ε μ ι ά ς κι ο βασιλιάς μ π ή κ ε μέσα κ ι ε ί δ ε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ έ ν α κ ο ρ ί τ σ ι , π ο υ ο μ ο ρ φ ό τ ε ρ ο δεν ε ί χ ε δει π ο τ έ τ ο υ . Ε κ ε ί ν η τ ρ ό μ α ξ ε , π ο υ α ν τ ί γ ι α τ ο ε λ α φ ά κ ι τ η ς μ π ή κ ε μέσα ένας άντρας, με χρυσή κορόνα στο κ ε φ ά λι του. Ο βασιλιάς ό μ ω ς την κοίταξε με τόση ευγένεια και καλοσύνη, της έδωσε το χέρι του και τ η ς είπε : « Θέ λεις νά 'ρθεις μ α ζ ί μου, στο π α λ ά τ ι μου, και να γίνεις η
γ υ ν α ί κ α κι η
β α σ ί λ ι σ σ α μ ο υ ; » — " Α χ , ν α ι ».
αποκρί
θηκε το κορίτσι. « Α λ λ ά το ελάφι π ρ έ π ε ι νά 'ρθει μ α ζ ί μου κι αυτό. Δεν μ π ο ρ ώ να φ ύ γ ω και να τ' α φ ή σ ω ». Κι ο β α σ ι λ ι ά ς το δ έ χ τ η κ ε : " Ας έρθει κι
ας μείνει μ α ζ ί σου,
ώ ς τ α β α θ ι ά σ ο υ γ ε ρ ά μ α τ α . Κ α ι τ ί π ο τ α δεν θ α τ ο υ λ ε ί πει ! » Την
ίδια σ τ ι γ μ ή το ε λ α φ ά κ ι γύρισε και μ'
ένα
π ή δ η μ α μ π ή κ ε μέσα. Η αδερφούλα του το έδεσε π ά λ ι με
τ ο π λ ε χ τ ό σκοινί α π ' τ ο χ ρ υ σ ό τ ο υ π ε ρ ι λ α ί μ ι ο κ α ι κ ρ α τ ώ ν τ α ς η ίδια το χορταρένιο σκοινί στο χέρι τ η ς β γ ή κ ε α π ' το μικρό σπιτάκι, στην καρδιά του δάσους. Ο
βασιλιάς π ή ρ ε το όμορφο κορίτσι στο άλογο του
και το οδήγησε στο π α λ ά τ ι του, όπου έκαναν το γ ά μ ο τους, τσι
όλο
μ ε γ α λ ο π ρ έ π ε ι α . Εκείνη έγινε βασίλισσα. Κι έ
έζησαν
ελαφάκι
μαζί
ευτυχισμένοι
περνούσε κι εκείνο
νε και χοροπηδούσε
μια
χαρούμενο
για
πολλά
χαρά, στους
χρόνια.
Το
έτρωγε κι έπι κήπους του π α
λατιού. Η κακιά μητριά όμως, που εξαιτίας της είχαν φύγει τ α δυο α δ ε ρ φ ά κ ι α α π ' τ ο σ π ί τ ι τ ο υ ς , ν ό μ ι ζ ε ότι τ ο κορι τ σ ά κ ι το είχαν φάει τα ά γ ρ ι α θηρία του δάσους, κι ότι το ελαφάκι το είχαν σκοτώσει οι κυνηγοί. Ό τ α ν άκουσε
τώρα
ότι ή τ α ν τ ό σ ο ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν α κ α ι τ α δυο τ ο υ ς , κ ι ότι
περνούσαν
ζωή
χ α ρ ι σ ά μ ε ν η , η ζήλια και ο φθόνος τ ρ ύ
π ω σ α ν μ έ σ α σ τ η ν κ α ρ δ ι ά τ η ς κ α ι δεν τ η ν ά φ η ν α ν σ τ ι γ μ ή σ ε η σ υ χ ί α . Κ ι ά λ λ η σ κ έ ψ η δεν ε ί χ ε , π α ρ ά μ ο ν ά χ α ν α τ ο υ ς κάνει π ά λ ι κ α κ ό .
Η
π ρ α γ μ α τ ι κ ή της κόρη,
που ήταν
ά σ χ η μ η σαν τ η ς ν ύ χ τ α ς τ ο σ κ ο τ ά δ ι κ ι είχε ένα μ ά τ ι αντί γ ι α δυο, τ η ς π α ρ α π ο ν ι ό τ α ν και τ η ς έλεγε : " Ε γ ώ έ π ρ ε
πε να γίνω
βασίλισσα,
σ'
εμένα θά 'πρεπε
μια τέτοια
τ ύ χ η ! » — « Σ ώ π α , σ ώ π α », τ η ν π α ρ η γ ο ρ ο ύ σ ε
η γριά.
« Κι όταν θά 'ρθει η ώρα, ξέρω ε γ ώ τι θα κ ά ν ω ». Κι όταν ήρθε η ώ ρ α , η β α σ ί λ ι σ σ α έφερε στον κ ό σ μ ο ένα όμορφο αγοράκι. Ο βασιλιάς έλειπε π ά λ ι στο κυνήγι. Τότε η γριά μάγισσα πήρε τη μορφή της βάγιας, μπήκε στην κ ά μ α ρ α ,
όπου ήταν
ξαπλωμένη
η
βασίλισσα, και
τ η ς είπε : « Ε λ ά τ ε , το μ π ά ν ι ο σας είναι έτοιμο. Θα σας κάνει καλό, θα σας ξαναδώσει τις δυνάμεις σας. Ε λ ά τ ε γ ρ ή γ ο ρ α , πριν κρυώσει το νερό ».
Η θυγατέρα
της
τη
βοήθησε να μεταφέρουν κι οι δυο μ α ζ ί την α ν ή μ π ο ρ η βα σίλισσα στο λουτρό.
Εκεί την πέταξαν μέσα στον κάδο
και έφυγαν κλειδώνοντας π ί σ ω τους την π ό ρ τ α .
Πριν
φύγουν ό μ ω ς άναψαν έ ξ ω απ
το λουτρό μια τόσο δυνα
τή φ ω τ ι ά
που η καημένη η
β α σ ί λ ι σ σ α δεν ά ρ γ η σ ε ν α
πνιγεί απ
τους καπνούς και τη ζέστη.
Ό τ α ν τέλειωσαν, η γριά μάγισσα
στόλισε την κόρη
τ η ς , τ η ς φόρεσε κι ένα δαντελένιο σκουφάκι και την έ β α λε να ξ α π λ ώ σ ε ι στο κρεβάτι της βασίλισσας. Και με τα μ α γ ι κ ά τ η ς κ α τ ά φ ε ρ ε να την κάνει ίδια με
τη
βασίλισ
σ α σ τ η ν ό ψ η . Μ ό ν ο τ ο χ α μ έ ν ο μ ά τ ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ η ς
ξαναδώσει.
Και γ ι α να μην το καταλάβει ο βασιλιάς,
της είπε να πλαγιάσει απ
τ ο π λ ε υ ρ ό π ο υ δεν ε ί χ ε μ ά τ ι ,
γ ι α να μη φαίνεται. Το βράδυ, π ο υ γύρισε εκείνος α π ό το κυνήγι κι άκουσε ότι είχε α π ο κ τ ή σ ε ι γ ι ο , κόντεψε να τρελαθεί α π ' τη χ α ρ ά του κι α μ έ σ ω ς έτρεξε στη γυναί κ α τ ο υ , ν α δει π ώ ς ή τ α ν . Η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α ό μ ω ς τ ο ν σ τ α μ ά τ η σ ε : " Μην ανοίγετε τα π α ρ ά θ υ ρ α , μην τ ρ α β ά τ ε τις
κ ο υ ρ τ ί ν ε ς , τ ο φ ω ς δεν κ ά ν ε ι α κ ό μ α ν ' α γ γ ί ξ ε ι τ α μ ά τ ι α της βασίλισσας. Αφήστε
τη
να ησυχάσει ». Κι ο βασι
λιάς βγήκε, χωρίς να καταλάβει
ότι μια ψεύτικη βασί
λισσα είχε πάρει τη θέση τ η ς α γ α π η μ έ ν η ς του. Τ α μ ε σ ά ν υ χ τ α ό μ ω ς , ό τ α ν όλοι κ ο ι μ ό ν τ ο υ σ α ν , η π α ραμάνα,
που
ξαγρυπνούσε πλάι
στην
κούνια του
μω
ρού, είδε την π ό ρ τ α ν' ανοίγει : κ α ι η αληθινή β α σ ί λ ι σ σ α
μπήκε
μέσα.
Σήκωσε το
μωρό
στην
αγκαλιά τ η ς και
τού 'δωσε το στήθος της να χορτάσει. Ύ σ τ ε ρ α τον ' σ τ ρ ω σε κ α θ α ρ ά την κούνια του, τό 'βαλε γ ι α ύπνο και το σκέ πασε τρυφερά με το π α π λ ω μ α τ ά κ ι του. Ούτε το ελαφάκι το ξέχασε : π ή γ ε στη γ ω ν ι ά
όπου ήταν ξαπλωμένο
το χάιδεψε α π α λ ά στην π λ ά τ η . Κι έ π ε ι τ α βγήκε,
και
δίχως
να πει λέξη. Την άλλη μέρα το π ρ ω ί η π α ρ α μ ά ν α ρ ώ τ η σ ε τ ο υ ς σ κ ο π ο ύ ς α ν ε ί χ α ν δ ε ι κ α ν έ ν α ν ν α μ π α ί ν ε ι στο π α λ ά τ ι . Εκείνοι ό μ ω ς α π ά ν τ η σ α ν : « Ό χ ι , δεν ε ί δ α μ ε κανέναν ». Έ τ σ ι συνέχισε να έρχεται η αληθινή βασίλισσα νύχτες πολ λές, α μ ί λ η τ η . Κι η π α ρ α μ ά ν α τ η ν έ β λ ε π ε , αλλά δ ε ν τ ο λ μ ο ύ σ ε ν α π ε ι τ ί π ο τ α σ ε κ α ν έ ν α ν . Μ ε τ ά α π ό κάμπ3σο κ α ι ρ ό η β α σ ί λ ι σ σ α ά ρ χ ι σ ε ν α μ ι λ ά ε ι κ α ι ν α λέει τ ι ς ν ύ χ τ ε ς : « Τι
κάνει
Τι
κάνει
'Αλλες κι
δυο
ύστερα
το το
παιδάκι ελαφάκι
φορές θε
θα
να
μου; μου; ρθώ,
χαθώ ».
Η π α ρ α μ ά ν α δεν τ η ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε . Τ ο π ρ ω ί ό μ ω ς π ή γ ε στο βασιλιά και του τα ε ί π ε όλα. " Θεέ μου ! », φ ώ ν α ξ ε εκείνος. " Τι είναι τ ο ύ τ ο π ά λ ι ; Α π ό ψ ε τη ν ύ χ τ α θα ξ α γ ρ υ π ν ή σ ω κι ε γ ώ πλάι στην κούνια του παιδιού ».
Το
βράδυ π ή γ ε στο δ ω μ ά τ ι ο του μωρού και π ρ ά γ μ α τ ι , τα μεσάνυχτα, παρουσιάστηκε πάλι η βασίλισσα και είπε : « Τι Τι
κάνει κάνει
'Αλλη κι
μια
ύστερα
το
παιδάκι μου;
το
ελαφάκι μου;
φορά πια
θα θα
'ρθώ, χαθώ ».
Και ό π ω ς έκανε π ά ν τ α , πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, του έδωσε το στήθος της να χορτάσει, τ
άφησε πάλι
σ τ η ν κ ο ύ ν ι α τ ο υ κ ι έ φ υ γ ε . Ο β α σ ι λ ι ά ς δεν τ ό λ μ η σ ε ν α τ η ς μιλήσει, αλλά αποφάσισε να την περιμένει και την ε π ό μενη ν ύ χ τ α . Κι εκείνη ήρθε ξανά και είπε : « Τι Τι
κάνει κάνει
Τούτη κι
Ο
τη
άλλο
το το
παιδάκι ελαφάκι
φορά δεν
θα
είμαι
μου; μου; εδώ,
ξαναρθώ ».
β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α κ ρ α τ η θ ε ί .
Με
μια
δρασκελιά έφτασε κοντά της και της είπε : « Δεν μ π ο ρεί ν α ε ί σ α ι ά λ λ η
από την α γ α π η μ έ ν η
μου γ υ ν α ί κ α ».
« Ν α ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε εκείνη. " Ε γ ώ είμαι η α γ α π η μ έ ν η σου γ υ ν α ί κ α ». μέσα της,
Και από θαύμα Θεού η ζ ω ή ξαναγύρισε
ρόδινη φ ρ ε σ κ ά δ α στόλισε ξανά τ α μάγουλα τ η ς .
Ύστερα διηγήθηκε
στο
βασιλιά το κακό που της
κάνει η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α κι η
θυγατέρα της.
Ο
είχαν
βασλιάς
τ ι ς έ π ι α σ ε , τ ι ς δ ί κ α σ ε κ α ι τ ι ς κ α τ α δ ί κ α σ ε . Τ η ν κόρη τ η ν π ή γ α ν στο δάσος, όπου την έ φ α γ α ν τ' άγρια θηρία μάγισσα Κι
όμως
την
έδεσαν
και
την
όταν π ι α έγινε ολότελα σ τ ά χ τ η ,
βρήκε την ανθρώπινη μορφή του.
Τη
έκαψαν ζωντανή. το
Κι
ελαφάκι ξανα-
έτσι ο αδερφού-
λης κι η αδερφούλα έζησαν κ α λ ά κι εμείς καλύτερα.
12.
Το Μαρούλι
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας άντρας κ α ι
μια γυναίκα, που λαχταρούσαν ν
αποχτήσουν ένα
παιδί. Και κ ά π ο τ ε ο καλός Θεός τους λυπήθηκε και η γ υ ναίκα έμεινε έγκυος. πίσω
Το σπίτι
όπου ζούσαν, είχε στο
μέρος ένα μικρό π α ρ α θ υ ρ ά κ ι , π ο υ έβλεπε σ' ένα
πανέμορφο περιβόλι, γ ε μ ά τ ο λουλούδια και ζαρζαβατικά.
Αλλά γύρω
τριγύρω
ήταν χτισμένος
ψηλός τοίχος
κ α ι κ α ν ε ί ς δεν τ ο λ μ ο ύ σ ε ν α μ π ε ι μ έ σ α , γ ι α τ ί ο κ ή π ο ς ή τ α νε μ ι α ς μ ά γ ι σ σ α ς , π ο υ ε ί χ ε μ ε γ ά λ η δ ύ ν α μ η κι όλος ο κ ό σμος τη
φοβόταν. Μια μέρα, λοιπόν, στεκόταν η γυναί
κα στο παραθυράκι της και κοίταζε το όμορφο περβόλι. Κ ι είδε μ ι α π ρ α σ ι ά , φ υ τ ε μ έ ν η μ ε τ α ω ρ α ι ό τ ε ρ α που είχε αντικρίσει ποτέ της.
μαρούλια
Φάνταζαν τόσο πράσινα
και δροσερά π ο υ λαχτάρησε να φάει. Κι η λ α χ τ ά ρ α της μ ε γ ά λ ω ν ε μέρα με τη μέρα. Κι ε π ε ι δ ή ήξερε ότι τ ρ ό π ο ς δεν υ π ή ρ χ ε ν α τ α δ ο κ ι μ ά σ ε ι , ά ρ χ ι σ ε ν α μ α ρ α ζ ώ ν ε ι , χ λ ό μιασε κι έπεσε σε λύπη βαθιά. Ο άντρας της τότε τ ρ ό μ α -
ξε κ α ι τη ρ ώ τ η σ ε : « Τι έχεις κ α ι λιώνεις σαν το κερί, α γ α π η μ έ ν η μου γ υ ν α ί κ α ; » — « Αχ », α ν α σ τ έ ν α ξ ε εκεί ν η , « α ν δεν φ ά ω μ α ρ ο ύ λ ι α π ' τ ο ν κ ή π ο τ η ς μ ά γ ι σ σ α ς , να το ξέρεις π ω ς θα π ε θ ά ν ω ». Ο άντρας τ η ς την α γ α π ο ύ σ ε π ο λ ύ , κ ι ε ί π ε μ ε τ ο ν ο υ τ ο υ : " Α ν δεν θ έ λ ε ι ς ν α πεθάνει η γ υ ν α ί κ α σου, άντε να κόψεις μερικά α π 5 α υ τ ά τα μ α ρ ο ύ λ ι α , κι ό,τι θέλει ας γ ί ν ε ι ». Μ ό λ ι ς σ κ ο τ ε ί ν ι α σ ε , λοιπόν, σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε στον τ ο ί χ ο και π ή δ η σ ε μέσα στο π ε ριβόλι τ η ς μ ά γ ι σ σ α ς . Έ κ ο ψ ε σ τ α γ ρ ή γ ο ρ α κ ά μ π ο σ α μ α ρούλια και τ ά 'φερε στη γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Εκείνη τ ά 'κοψε αμέσως σαλάτα και τά ' φ α γ ε με μεγάλη όρεξη. Και της άρεσε τόσο πολύ, μα τόσο πολύ, π ο υ την άλλη μέρα ήθελε τ ό σ α κ ι ά λ λ α τ ό σ α . Κ ι α δ ύ ν α τ ο ν ν α η σ υ χ ά σ ε ι , α ν δεν π ή γ α ι ν ε ο άντρας τ η ς να τ η ς φέρει π ά λ ι μαρούλια απ περιβολάκι
της
μάγισσας.
Μόλις
σκοτείνιασε,
το
λοιπόν,
σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε ο καημένος και π ά λ ι στον τ ο ί χ ο και π ή δ η σ ε μέσα στο περιβόλι της μ ά γ ι σ σ α ς . Αλλά μόλις π ά τ η σ ε στο χώμα,
κόντεψε να πέσει
ξερός
απ
γιατί βρέθηκε ακριβώς μ π ρ ο σ τ ά στη τόλμησες ", τον ρ ώ τ η σ ε εκείνη
την τρομάρα του, μάγισσα.
με άγριο
μ π ε ι ς στον κ ή π ο μου κ α ι σαν κ λ έ φ τ η ς ν
"
Πώς
βλέμμα,
« να
αρπάξεις τα
μαρούλια μ ο υ ; Α υ τ ό θα μου το πληρώσεις α κ ρ ι β ά ! » — " Αχ ", ψέλλισε εκείνος, " λ υ π ή σ ο υ με !
Γ ι α τ ί ό,τι έ κ α
να, το έκανα α π ό α ν ά γ κ η ! Η γ υ ν α ί κ α μου είδε τα μ α ρ ο ύ λια απ
το παραθυράκι μας και την έπιασε τέτοια λαχτά
ρα που έπεσε να πεθάνει ».
Αυτό μαλάκωσε κ ά π ω ς την
οργή της μάγισσας, που γύρισε και του είπε :
Αν μου
λες την αλήθεια, π ά ρ ε όσα μαρούλια θέλεις. Έ ν α μόνο σου ζ η τ ώ : να μου δ ώ σ ε ι ς το π α ι δ ί π ο υ θα φέρει στον κόσμο η γ υ ν α ί κ α σου. Θα περάσει κ α λ ά μ α ζ ί μου και θα το φ ρ ο ν τ ί σ ω σαν νά ' τ α ν ε δικό μου ». Μ έ σ α
στο
φόβο
τ ο υ ο ά ν τ ρ α ς τ ή ς υ π ο σ χ έ θ η κ ε ό , τ ι τ ο υ ζ ή τ η σ ε . Κ ι οταν η γυναίκα
του
γέννησε, π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε
μάγισσα, βάφτισε
το
παιδί
Μαρούλι
και
αμέσως το
η
πήρε μ α
ζί τ η ς . Το Μαρούλι ήταν τ π ο τ έ ο ήλιος. τό
Όταν
ωραιότερο έγινε
κ ο ρ ί τ σ ι π ο υ είχε δ ε ι
δώδεκα χρονώ, η
μάγισσα
κλείσε σ ' έναν ψηλό π ύ ρ γ ο σ τ ο δ ά σ ο ς , π ο υ δεν ε ί χ ε
ούτε σκάλα
ούτε π ό ρ τ α , αλλά μ ο ν ά χ α ένα μικρό π α ρ α
θυράκι στην κορφή του. Κι όταν η μ ά γ ι σ σ α ήθελε να μπει μέσα, στεκόταν από κ ά τ ω και φ ώ ν α ζ ε :
« Μαρούλι, ρίξε απ
μου το
Μαρουλάκι, τα
μαλλιά
παραθυράκι
Γιατί το Μαρούλι είχε όμορφα
σου ».
μακριά μαλλιά, φίνα
σαν το ψιλοδουλεμένο χ ρ υ σ ά φ ι . Κι όταν άκουγε τη φωνή της
μάγισσας,
έλυνε
τις
κοτσίδες
της
και
έριχνε
τις
μπούκλες της α π ' το παράθυρο. Κι η μάγισσα σκαρφά λωνε κι ανέβαινε π ά ν ω . Μ ε τ ά α π ό λίγα χρόνια έτυχε και πέρασε α π ' το δάσος ο γιος του βασιλιά. Κι ό π ω ς πήγαινε καβάλα στ' άλο γο
του,
έφτασε
στον π ύ ρ γ ο
Ε κ ε ί άκουσε ένα τ ρ α γ ο ύ δ ι
όπου
ζούσε
το
Μαρούλι.
τόσο γλυκό που κράτησε τα
χαλινάρια και σταμάτησε κι αφουγκραζόταν. Ή τ α ν Μαρούλι, που τραγουδούσε
το
γ ι α να περνάει την ώρα της
και να ξεγελάει τη μοναξιά της. Το βασιλόπουλο ήθελε ν' ανέβει να τη συναντήσει, α λ λ ά όσο κι αν έ ψ α χ ν ε , π ό ρ τ α δεν έ β ρ ι σ κ ε . Κ α β ά λ η σ ε λ ο ι π ό ν τ ' ά λ ο γ ο τ ο υ κ α ι γ ύ ρισε σ τ ο π α λ ά τ ι . Α λ λ ά τ ο τ ρ α γ ο ύ δ ι ε ί χ ε τ ό σ ο π ο λ ύ τ α ράξει την κ α ρ δ ι ά του, π ο υ π ή γ α ι ν ε κάθε μέρα στο δάσος κ α ι ά κ ο υ γ ε . Έ τ σ ι μ ι α φ ο ρ ά , π ο υ σ τ ε κ ό τ α ν π ί σ ω α π ό ένα
δέντρο κι α φ ο υ γ κ ρ α ζ ό τ α ν , και
να
είδε
τη
μάγισσα νά 'ρχεται
φωνάζει : «
Μαρούλι, ρίξε
μου
απ
το
Μαρουλάκι, τα
μαλλιά
σου
παραθυράκι ».
Το Μαρούλι τ ό τ ε έλυσε τις κοτσίδες του, έριξε τα μαλλιά του α π ' το παράθυρο κι η μάγισσα ανέβηκε π ά ν ω . « Α φ ο ύ α υ τ ή είναι η σ κ ά λ α συλλογίστηκε ο πρίγκιπας,
π ο υ ανεβαίνει π ά ν ω »,
« θα δ ο κ ι μ ά σ ω κι ε γ ώ την
τ ύ χ η μου ». Και την άλλη μέρα, μόλις σκοτείνιασε, π ή γ ε και σ τ ά θ η κ ε κ ά τ ω α π ' τον π ύ ρ γ ο και φ ώ ν α ξ ε : «
Μαρούλι ρίξε
μου
απ'
το
Μαρουλάκι, τα
μαλλιά
σου
παραθυράκι ».
Κι α μ έ σ ω ς οι ξανθιές πλεξούδες έπεσαν ώς κ ά τ ω και ο π ρ ί γ κ ι π α ς π ι ά σ τ η κ ε κι ανέβηκε. Τ ρ ό μ α ξ ε το Μαρούλι όταν τον είδε, γ ι α τ ί π ο τ έ στη ζ ω ή τ η ς δεν ε ί χ ε ξ α ν α δ ε ί ά ν τ ρ α . χισε να της μιλάει
Ο πρίγκιπας όμως άρ
μ' ευγένεια και καλοσύνη
της είπε
π ό σ ο π ο λ ύ τ ο ν ε ί χ ε σ υ γ κ ι ν ή σ ε ι τ ο τ ρ α γ ο ύ δ ι τ η ς , π ο υ δεν μπορούσε να ησυχάσει
και τ η ς είπε ότι ήθελε π ο λ ύ να
τη γνωρίσει
κι
α π ό κοντά, γ ι ' αυτό κι είχε ανέβει στον
πύργο της.
Ξέχασε τότε το Μαρούλι τους φόβους του.
Κι όταν εκείνος τη ρώτησε αν ήθελε να τον πάρει άντρα τ η ς , τ ο ν ε ί δ ε νέο κ ι ό μ ο ρ φ ο κ α ι ε ί π ε μ ε τ ο νου τ η ς : « Α υ τός θα μ' αγαπάει περισσότερο α π ' τη γιαγιά Γκότελ! » Και δέχτηκε και τού 'δωσε το χέρι της.
" Θέλω πολύ
ν ά ' ρ θ ω μ α ζ ί σ ο υ » , τ ο υ ε ί π ε . " Α λ λ ά δεν ξ έ ρ ω πο^ς ν α κατέβω από δω.
Γι' αυτό κάθε φορά που θά 'ρχεσαι, να
μ ο υ φ έ ρ ν ε ι ς κ ι έ ν α κ ο μ μ ά τ ι μ ε τ α ξ ω τ ό κ ο ρ δ ό ν ι . Εγώ π λ έ ξ ω μια σκαλίτσα κι όταν θά
θα
ναι έτοιμη, θα κ α τ έ β ω
κ ά τ ω κι εσύ θα με π ά ρ ε ι ς με το άλογο σου ». Έ τ σ ι τα συμφώνησαν κι ο π ρ ί γ κ ι π α ς άρχισε νά ρ χ ε ται κάθε βράδυ. Γιατί την ημέρα ερχόταν η γριά μάγισ σ α . Κ ι η μ ά γ ι σ σ α δεν ε ί χ ε υ π ο ψ ι α σ τ ε ί τ ί π ο τ α , ώ σ π ο υ μ ι α μέρα το Μαρούλι
τη
ρώτησε : " Γιά
πες
μου, γ ι α γ ι ά
Γκότελ, γ ι α τ ί είσαι τόσο π ο λ ύ β α ρ ι ά ; Ο γιος του βασι λιά είναι π ο λ ύ π ι ο ελαφρύς κ α ι σ' ένα λ ε π τ ό α ν ε β α ί ν ε ι ! » — " Α χ , κ α κ ό κ ο ρ ί τ σ ι ! », έβαλε τ ό τ ε τις φωνές η μ ά γισσα.
" Τ ι είναι α υ τ ό π ο υ α κ ο ύ ω α π
το στόμα σου;
Κι εγώ, π ο υ ν ό μ ι ζ α ότι σε ε ί χ α ε δ ώ ασφαλισμένη απ λον τ ο ν κ ό σ μ ο !
Με
ξεγέλασες ! » Και
μέσα
ό
στο θυμό
της, αρπάζει τα όμορφα μαλλιά τής κοπέλας, τα τυλί γει μ ι α κ α ι δυο κ α ι τρεις γ ύ ρ ω α π τ ο αριστερό τ η ς χ έ ρ ι , παίρνει με το δεξί το ψαλίδι, και, κ ρ ι τ ς - κ ρ α τ ς , της κ ό βει τ ι ς ό μ ο ρ φ ε ς π λ ε ξ ο ύ δ ε ς κ α ι τ ι ς π ε τ ά ε ι κ α τ α γ ή ς . Κ α ι ήταν τόσο σκληρή και άκαρδη που
πήγε το καημένο το
Μαρούλι σε μια ε ρ η μ ι ά κ α ι τ' ά φ η σ ε εκεί να λιώσει ολο μόναχο. Κ α ι την ίδια μέρα π ο υ έδιωξε το Μαρούλι, ξ α ν α γ ύ ρισε στον π ύ ρ γ ο , έδεσε τ ι ς κ ο μ μ έ ν ε ς π λ ε ξ ο ύ δ ε ς στο φ ε γ γ ί τ η και περίμενε το βασιλόπουλο. Κι όταν εκείνος ήρθε το βράδυ και φ ώ ν α ξ ε :
«
Μαρούλι, ρίξε απ'
μου το
Μαρουλάκι, τα
μαλλιά
παραθυράκι
σου »
εκείνη έριξε τις πλεξούδες και τον ανέβασε. Ο π ρ ί γ κ ι π α ς μ π ή κ ε μ έ σ α , α λ λ ά δεν β ρ ή κ ε τ ο α γ α π η μ έ ν ο τ ο υ Μ α ρ ο ύ λ ι . Πανω τον περίμενε η μ ά γ ι σ σ α , έτοιμη να τον φ α ρ μ α κ ώ -
σει μ ε τ ο β λ έ μ μ α τ η ς .
" Α χ ά ! », του φώναξε αγριεμέ
νη η γριά. " Ή ρ θ ε ς ν
αγκαλιάσεις την α γ α π η μ έ ν η σου.
Α λ λ ά τ ο π ο υ λ ά κ ι π ά ε ι , π έ τ α ξ ε , δεν ε ί ν α ι π ι α σ τ η φ ω λ ι ά τ ο υ . Τ ο ά ρ π α ξ ε η γ ά τ α . Κ α ι τ ώ ρ α θ α σου β γ ά λ ε ι κ ι εσέ ν α τ α μ ά τ ι α μ ε τ α νύχια τ η ς . Χ ά θ η κ ε γ ι α σένα τ ο Μ α ρ ο ύ λ ι , δεν Ο α τ ο ξ α ν α δ ε ί ς π ο τ έ π ι α » . Κ α ι τ η ν ί δ ι α σ τ ι γ μή
ο π ρ ί γ κ ι π α ς ένιωσε τέτοιο πόνο,
που
ξετρελαμένος
πήδηξε α π ' το παράθυρο κι έπεσε κ ά τ ω . Δεν
σκοτώθηκε,
αλλά τ
μάτια κι έχασε το φως του. τυφλός
μέσα στο
αγκάθια τού
έγδαραν
τα
Ά ρ χ ι σ ε τότε να τριγυρίζει
δάσος. Έ τ ρ ω γ ε
ρίζες και
βατόμουρα
κ ι ά λ λ ο δεν έ κ α ν ε , π α ρ ά ν α κ λ α ί ε ι κ α ι ν α θ ρ η ν ε ί γ ι α τ ο χ α μό της αγαπημένης του. Έ τ σ ι περιπλανήθηκε κάμποσα χρόνια μέσα στη θλίψη και τη δυστυχία. Κ ά π ο τ ε ό μ ω ς έφτασε στην ερημιά,
όπου ζούσε φ τ ω χ ι κ ά το
με τα δίδυμα π α ι δ ά κ ι α κι
κι ένα
κοριτσάκι.
π ο υ είχε γεννήσει : Ο
τυφλός
πρίγκιπας
φωνή της και του φάνηκε γνωστή. κει, κι όταν το Μαρούλι
ένα
Μαρούλι αγορά
άκουσε τη
Προχώρησε προς τα
τον είδε, τον γ ν ώ ρ ι σ ε κι έπεσε
στην α γ κ α λ ι ά του κλαίγοντας.
Δ υ ο α π ' τ α δάκρυα τ η ς
άγγιξαν τα μάτια του κι αμέσως ο π ρ ί γ κ ι π α ς ξαναβρήκε το φως του κι έβλεπε πάλι ό π ω ς και π ρ ώ τ α . Και την π ή ρε μαζί του, στο π α λ ά τ ι , όπου τους υποδέχτηκαν με χ α ρ ά μεγάλη.
Κι από τότε έζησαν ευτυχισμένοι,
κι
καλύτερα.
εμείς
αυτοί καλά
Οι τρεις νάνοι του δάσους
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας άντρας π ο υ
είχε χάσει τη γυναίκα του, και μια γυναίκα π ο υ
είχε χάσει τον άντρα τ η ς . Κι ο ά ν τ ρ α ς είχε μια κόρη, κι η γυναίκα είχε
μια κόρη
κ ι α υ τ ή . Τ α δυο κορίτσια γ ν ω
ρ ί σ τ η κ α ν κ ι έ κ α ν α ν μαζί τ η β ό λ τ α τ ο υ ς . Κ ι ύ σ τ ε ρ α γ ύ ρισαν στο σ π ί τ ι τ η ς γ υ ν α ί κ α ς .
Κι η γ υ ν α ί κ α είπε
στην
κόρη τ ο υ ά ν τ ρ α : « Ά κ ο υ , π ε ς στον π α τ έ ρ α σου π ω ς θέ λω να τον π α ν τ ρ ε υ τ ώ . Αν δεχτεί, θά 'χεις κάθε π ρ ω ί γ ά λα γ ι α να πλένεσαι και κρασί γ ι α να πίνεις. Η κόρη μου ό μ ω ς μ ε νερό θ α π λ έ ν ε τ α ι κ α ι ν ε ρ ό θ α π ί ν ε ι » . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι γύρισε
στο
σπίτι του και
διηγήθηκε
στον π α τ έ ρ α του
όσα είχε π ε ι η γ υ ν α ί κ α . Κι ο ά ν τ ρ α ς ε ί π ε : « Τι να κ ά ν ω ; Ο γ ά μ ο ς ε ί ν α ι δ ί κ ο π ο μ α χ α ί ρ ι » . Κ ι ε π ε ι δ ή δεν μ π ο ρ ο ύ σε να πάρει την απόφαση του, έβγαλε την μ π ό τ α του, την έδωσε στην κόρη του και είπε :
" Πάρε αυτή την
μ π ό τ α . Έ χ ε ι μια τ ρ ύ π α στη σόλα της. Ά ν τ ε στη σοφίτα και κρέμασε
τη
στο καρφί. Κι ύστερα
γέμισε
τη
νερό.
Αν κ ρ α τ ή σ ε ι το νερό, θα π α ν τ ρ ε υ τ ώ . Αν αδειάσει, τ ό τ ε δεν π α ν τ ρ ε ύ ο μ α ι » . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι έ κ α ν ε ό,τι τ ο υ ε ί π ε ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ : α λ λ ά το δ έ ρ μ α μ ά ζ ε ψ ε με το νερό, η τ ρ ύ π α έ κ λ ε ι σ ε κ α ι η μ π ό τ α κ ρ ά τ η σ ε τ ο νερό κ α ι γ έ μ ι σ ε μ έ χ ρ ι πάνω.
Η
κόρη
έτρεξε
και
το
είπε
στον
πατέρα της.
Κ ι ε κ ε ί ν ο ς α ν έ β η κ ε ν α δει μ ό ν ο ς τ ο υ . Ό τ α ν τ ο ε ί δ ε μ ε τ α μ ά τ ι α του και πείστηκε, π ή γ ε στη χ ή ρ α και την πήρε γυναίκα του. Τ η ν άλλη μ έ ρ α τ ο π ρ ω ί , όταν ξ ύ π ν η σ α ν τ α δυο κορί-
τσια, η κόρη του άντρα βρήκε γ ά λ α γ ι α να πλυθεί και κρασί γ ι α να πιει. Α λ λ ά η κόρη τ η ς γ υ ν α ί κ α ς βρήκε μόνο νερό. Τη δ ε ύ τ ε ρ η μ έ ρ α β ρ ή κ α ν νερό κι οι δυο τ ο υ ς . Α λ λ ά τ η ν τ ρ ί τ η μ έ ρ α η κ ό ρ η τ ο υ ά ν τ ρ α β ρ ή κ ε νερό γ ι α ν α π λ υ θ ε ί κ α ι νερό γ ι α ν α π ι ε ι , ε ν ώ η κ ό ρ η τ η ς γ υ ν α ί κ α ς β ρ ή κ ε γ ά λ α γ ι α να πλυθεί και κρασί για να πιει. Κι από τότε έτσι γινόταν κάθε π ρ ω ί .
Η γυναίκα είχε μίσος γ ι α την
π ρ ο γ ο ν ή τ η ς κι ολοένα έβρισκε τ ρ ό π ο υ ς να τ η ς κάνει τη ζ ω ή δύσκολη. Και ζήλευε, επειδή η προγονή της ήταν όμορφη και καλή, ενώ η π ρ α γ μ α τ ι κ ή της κόρη ήταν ά σχημη και κακιά. Μια
φορά το χειμώνα,
που
έκανε
κρύο
παγωνιά
και το χιόνι είχε σκεπάσει βουνά και πεδιάδες, η γυναί κ α έ φ τ ι α ξ ε ένα φουστανάκι α π ό χ α ρ τ ί , φ ώ ν α ξ ε την π ρ ο γονή της και της είπε :
« Φόρεσε αυτό το φόρεμα και
π ή γ α ι ν ε στο δάσος να μου μαζέψεις ένα καλάθι φράουλες, γ ι α τ ί λ α χ τ ά ρ η σ α να φ ά ω ». — " Γ ι α το Θεό », α π ο κ ρ ί θηκε το γη
κορίτσι.
« Το χ ε ι μ ώ ν α
είναι π α γ ω μ έ ν η
δεν έ χ ε ι
φράουλες.
Η
και το χιόνι έχει σκεπάσει δέντρα
και θάμνους. Κ α ι γ ι α τ ί να φορέσω ένα φ ο υ σ τ α ν ά κ ι α π ό χ α ρ τ ί ; Έ ξ ω κάνει τέτοια π α γ ω ν ι ά π ο υ
σου
κόβει την
ανάσα. Θ άνεμος θα περνάει α π ό μέσα και τ' α γ κ ά θ ι α θα μου το κάνουν κ ο μ μ ά τ ι α ». — « Μη μου φέρνεις α ν τ ι ρ ρήσεις ! »,
φώναξε η
μητριά της.
μ,ην ξ α ν ά ρ θ ε ι ς π ρ ο τ ο ύ γ ε μ ί σ ε ι ς
« Φύγε αμέσως και
με φράουλες το καλάθι
σου ». Ύ σ τ ε ρ α τ η ς έ δ ω σ ε κι ένα κ ο μ μ ά τ ι ξερό ψ ω μ ί κ α ι είπε : « Π ά ρ ε κι α υ τ ό να φ α ς στο δρόμο ». Κ α ι με το νου της είπε : " Θα πουντιάσει και θα πεθάνει α π ' το κρύο κ ι α π 5 τ η ν π ε ί ν α . Κ ι έ τ σ ι δεν θ α τ η ν ξ α ν α δ ώ μ π ρ ο σ τ ά μ ο υ » . Το κορίτσι ήταν υπάκουο. Φόρεσε λοιπόν το χάρτινο φ ο υ σ τ α ν ά κ ι κ α ι β γ ή κ ε κ ρ α τ ώ ν τ α ς τ ο κ α λ ά θ ι . Έ ξ ω δεν
υπήρχε π α ρ ά μονάχα χιόνι, όσο έβλεπε το μάτι, κι ούτε γρασίδι ούτε
φύλλο
φαινόταν
πουθενά.
Ό τ α ν έφτασε
στο δ ά σ ο ς , είδε ένα μ ι κ ρ ό σ π ι τ ά κ ι . Κ ι α π
το παράθυρο
την κοιτούσαν τρία μικροσκοπικά ανθρωπάκια. H μικρή τους
ευχήθηκε την καλημέρα και χτύπησε
σιγανά την
π ό ρ τ α τους να τ η ς ανοίξουν. Τ η ν καλωσόρισαν κι εκείνη μ π ή κ ε και κάθισε στον π ά γ κ ο , μ π ρ ο σ τ ά στη φ ω τ ι ά , ν α ζ ε σ τ α θ ε ί και ν α φάει τ ο ψ ω μ ά κ ι τ η ς . Ο ι τρεις νάνοι τ ό τ ε τ η ς είπαν : « Δ ώ σ ε μ α ς κι ε μ ά ς λ ί γ ο ψ ω μ ί ». — " Π ο λ ύ ε υ χ α ρ ί σ τ ω ς », α π ά ν τ η σ ε το κορίτσι, έκοψε το ψ ω μ ί σ τ α δύο κ α ι το μ ο ι ρ ά σ τ η κ ε μ α ζ ί τ ο υ ς . Οι νάνοι τη ρ ώ τ η σ α ν : " Τι ήρθες
να
κάνεις
χειμώνα
καιρό
μέσα
στο
δάσος,
5
μ ένα χ ά ρ τ ι ν ο φ ο υ σ τ α ν ά κ ι ; » — " Α χ », αναστέναξε το κ ο ρίτσι, « π ρ έ π ε ι ν α γ ε μ ί σ ω έ ν α κ α λ ά θ ι φ ρ ά ο υ λ ε ς . Κ α ι δεν μ π ο ρ ώ ν α γ υ ρ ί σ ω σ π ί τ ι , α ν δεν β ρ ω μ π ό λ ι κ ε ς γ ι ν ω μ έ ν ε ς φράουλες ».
Μόλις απόφαγε,
οι τρεις νάνοι τ η ς έ δ ω σ α ν
μια σκούπα και της είπαν : « Ά ν τ ε να σκουπίσεις το χιόνι π ί σ ω α π ' το σπίτι μας ». Κι όταν βγήκε, είπαν μεταξύ τους :
« Τι να τ η ς χ α ρ ί σ ο υ μ ε , π ο υ είναι τ ό σ ο κ α λ ή κ α ι
ευγενική και μ ο ι ρ ά σ τ η κ ε το ψ ω μ ί τ η ς μ α ζ ί μ α ς ; » — Ο π ρ ώ τ ο ς είπε : « Ε γ ώ της χ α ρ ί ζ ω , να γίνεται ομορφότερη κάθε
μ έ ρ α ». — Ο
δεύτερος είπε :
« Εγώ
ν'ανοίγει το στόμα της και να πέφτουν τ η ς λ έ ξ η ». — Κι ο τ ρ ί τ ο ς είπε : πάρει γι
της χαρίζω,
φλουριά με κάθε
« Ε γ ώ τ η ς χ α ρ ί ζ ω , να
ά ν τ ρ α τ η ς έναν β α σ ι λ ι ά " .
Το κορίτσι έκανε αυτό που της είχαν ζητήσει οι νά νοι κ α ι σ κ ο ύ π ι σ ε μ ε τ η σ κ ο ύ π α τ ο χ ι ό ν ι α π σπιτιού τους. κατακόκκινες, κ ά τ ω απ
Και τι νομίζετε π ώ ς λαχταριστές
την αυλή τού
βρήκε;
φράουλες,
που
Γινωμένες, άστραφταν
το άσπρο χιόνι. Κ α τ α χ α ρ ο ύ μ ε ν η γέμισε η μικρή
το καλάθι τ η ς , ευχαρίστησε τους τρεις νάνους, τους α π ο -
χαιρέτησε κι έτρεξε γ ι α το σπίτι, να πάει στη μητριά της το καλάθι με τα φρούτα. Κι όταν μ π ή κ ε μέσα κι άνοιξε το σ τ ό μ α τ η ς να πει " Κ α λ η σ π έ ρ α », ένα φλουρί έπεσε στο π ά τ ω μ α . Ύ σ τ ε ρ α διηγήθηκε τι της είχε συμβεί στο δάσος και τα φλουριά συνέχισαν να πέφτουν α π ' το στό μ α τ η ς , ώ σ π ο υ σ τ ο τ έ λ ο ς γ έ μ ι σ ε όλο τ ο δ ω μ ά τ ι ο . « Γ ι ά δ έ σ τ ε ! »,
είπε τότε η
κόρη της γυναίκας.
" Δεν είναι
σωστό να πετάει κανείς έτσι τα λεφτά ! » Μ έ σ α τ η ς ό μ ω ς την είχε πιάσει
η ζήλια
κι ο φθόνος
κι ήθελε να
πάει κι αυτή στο δάσος, να μαζέψει φράουλες.
Η μάνα
τ η ς ό μ ω ς δεν τ η ν ά φ η ν ε : " Ό χ ι , κ ο ρ ο ύ λ α μ ο υ α γ α π η μ έ νη. Κάνει κρύο και θα μου κρυώσεις ». Η θ υ γ α τ έ ρ α τ η ς ό μ ω ς δεν τ η ν ά φ η ν ε σ ε η σ υ χ ί α . Τ ι ν α κ ά ν ε ι η γ υ ν α ί κ α ; Μ ε τ α π ο λ λ ά υ π ο χ ώ ρ η σ ε . Τ η ς έ φ τ ι α ξ ε ό μ ω ς ένα γούνινο π α λ τ ο υ δ ά κ ι , να το φορέσει στο δρόμο. Κ α ι τ η ς ετοίμασε φέτες με βούτυρο και γλυκό, να πάρει μαζί της. Το κορίτσι έ φ τ α σ ε στο δάσος και π ή γ ε ίσια στο σ π ι τάκι τ ω ν τριών νάνων. Κάθονταν πάλι κι οι τρεις στο π α ράθυρο, εκείνη ό μ ω ς ούτε π ο υ τους έδωσε σημασία. Π α ρά μ π ή κ ε μέσα, δ ί χ ω ς να ρωτήσει κανέναν και δ ί χ ω ς να χαιρετήσει. Στρογγυλοκάθισε μπροστά στη φ ω τ ι ά κι άρ χισε να τρώει τις βουτυρωμένες φέτες και το γλυκό της. " Δ ώ σ ε μ α ς κι ε μ ά ς λ ι γ ά κ ι », φ ώ ν α ξ α ν οι νάνοι, το κ ο ρίτσι ό μ ω ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε :
" Δεν
φτάνει καλά καλά για
μένα. Π ώ ς μ π ο ρ ώ να δ ώ σ ω και σ' εσάς; » Ό τ α ν τέλειω σε το φ α γ η τ ό της, τ η ς είπαν : « Π ά ρ ε τη σ κ ο ύ π α κι άντε να σκουπίσεις το χιόνι α π ' την αυλή μας ». — " Να π ά τ ε να σ κ ο υ π ί σ ε τ ε μόνοι σ α ς ! », α π ά ν τ η σ ε το κ α κ ό κορίτσι. " Δεν είμαι υπηρέτρια
σας
εγώ ! » Και
βλέποντας ότι
δεν ε ί χ α ν ν α τ η ς χ α ρ ί σ ο υ ν τ ί π ο τ α , β γ ή κ ε α π ' τ η ν π ό ρ τ α κι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε να φ ύ γ ε ι . Οι νάνοι τ ό τ ε ε ί π α ν : " Τι να
τ η ς χ α ρ ί σ ο υ μ ε , π ο υ είναι τ ό σ ο κ α κ ι ά κ α ι τ ε μ π έ λ α κ α ι δεν δ ί ν ε ι τ ί π ο τ α σε κ α ν έ ν α ν ; » — Ο πρώτος μ ί λ η σ ε κ α ι ε ί π ε : « Ε γ ώ της χ α ρ ί ζ ω , να γίνεται ασχημότερη κάθε μέρα ». —
Ο δεύτερος
μίλησε
και
είπε :
< Εγώ
της
χαρίζω,
ν ανοίγει το σ τ ό μ α τ η ς και να πέφτουν β α τ ρ ά χ ι α σε κάθε τ η ς λ έ ξ η ». — Κι ο τ ρ ί τ ο ς ε ί π ε : « βρει τέλος κ α κ ό κ α ι ά σ χ η μ ο » . να μαζέψει φράουλες,
Εγώ
τ η ς χ α ρ ί ζ ω , να
Το κορίτσι έψαξε έξω
αλλά δεν βρηκε τ ί π ο τ α .
Γύρισε
λοιπόν μ ο υ τ ρ ω μ έ ν ο στο σ π ί τ ι . Κ α ι μόλις άνοιξε το στό μα του, για να διηγηθεί στη
μ ά ν α τ ο υ ό,τι ε ί χ ε γίνει,
έ ν α ς β ά τ ρ α χ ο ς π ή δ η σ ε α π ό μ έ σ α και π ρ ο σ γ ε ι ώ θ η κ ε σ τ ο π ά τ ω μ α . Και με κάθε λέξη π ο υ έλεγε,
κι άλλα βατράχια
έ π ε φ τ α ν α π ' τ α χ ε ί λ ι α τ η ς , ώ σ π ο υ όλοι έ φ υ γ α ν μ ε σ ι χ α σιά α π ό κοντά της. Η
μητριά τότε θύμωσε α κ ό μ α περισσότερο και το
μόνο π ο υ γ ύ ρ ι ζ ε στο μυαλό
τ η ς ήταν π ώ ς θα κάνει κ α κ ό
στην κόρη του άντρα της, π ο υ η ομορφιά της κάθε μέρα και μεγάλωνε. Σ τ ο τέλος π ή ρ ε ένα καζάνι, τό 'βαλε στη φ ω τ ι ά και ζ ε μ ά τ ι σ ε λινάρι. Ό τ α ν τέλειωσε, τ ο πέρασε στους ώμους της καημένης της προγονής της, της έδωσε κι ένα τσεκούρι και τ η ς είπε : " Ά ν τ ε στο π ο τ ά μ ι , άνοι ξ ε μ ι α τ ρ ύ π α στον π ά γ ο και κ ο π ά ν α τ ο λινάρι ν α μ α λ α κώσει ». Η μικρή ήταν υπάκουη. Κ α τ έ β η κ ε στο π ο τ ά μ ι και την ώ ρ α π ο υ κοπανούσε τ ο λινάρι, έ φ τ α σ ε κοντά τ η ς μια μεγαλόπρεπη άμαξα, που ήταν η άμαξα του βασι λιά. Η ά μ α ξ α σ τ ά θ η κ ε κι ο βασιλιάς ρ ώ τ η σ ε την όμορφη κ ο π έ λ α : « Π ο ι α είσαι, π α ι δ ί μου, και τι κάνεις ε δ ώ ; » —
« Ε ί μ α ι ένα φ τ ω χ ό κορίτσι και κ ο π α ν ώ το λινάρι ».
Ο βασιλιάς τη λ υ π ή θ η κ ε κι όταν είδε την ομορφιά τ η ς , τ η ς είπε : « Θέλεις νά 'ρθεις μαζί μου και
να γίνεις γ υ
ν α ί κ α μ ο υ ; » — « Μ' όλη μου τ η ν κ α ρ δ ι ά », α π ο κ ρ ί θ η κ ε
το κορίτσι και χάρηκε στ
α λ ή θ ε ι α , γ ι α τ ί δεν ή θ ε λ ε π ι α
να ζει με τη μ η τ ρ ι ά και τη θ υ γ α τ έ ρ α της. Ανέβηκε λοιπόν στην
άμαξα
κι έφυγε μαζί με το
βασιλιά. Και φτάνοντας στο π α λ ά τ ι του, γιόρτασαν το γ ά μ ο τους με χαρές και πανηγύρια, ό π ω ς είχαν π ρ ο φ η τ έ ψ ε ι οι τ ρ ε ι ς νάνοι σ τ ο δ ά σ ο ς . Κ α ι μ έ σ α σ' ένα χρόνο η νεαρή βασίλισσα γέννησε ένα γ ι ο . Ό τ α ν ό μ ω ς η κ α κ ι ά μητριά έμαθε την καλή τύχη της προγονής της, πήρε την κόρη της και π ή γ α ν στο παλάτι, τ ά χ α γ ι α να την επι σκεφτούν. Κ α ι μια σ τ ι γ μ ή , π ο υ ο βασιλιάς έλειπε κι η βασίλισσα ήταν ολομόναχη, την άρπαξαν α π ' τα πόδια κι α π ' τους ώμους και την πέταξαν α π ' το παράθυρο στο π ο τ ά μ ι . Η ά σ χ η μ η θυγατέρα ξ ά π λ ω σ ε στο κρεβάτι και η γ ρ ι ά την κουκούλωσε ίσαμε τις ρίζες τ ω ν μαλλιών τ η ς . Ό τ α ν γ ύ ρ ι σ ε ο β α σ ι λ ι ά ς κ α ι ήρθε ν α δει τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ , η γ ρ ι ά τον σ τ α μ ά τ η σ ε : " Μ η , μη ! Δεν γ ί ν ε τ α ι τ ώ ρ α . Τ η ν έχει κόψει κρύος ιδρώτας
κ ι είναι ά ρ ρ ω σ τ η
' Α φ η σ έ τη να ησυχάσει ». Ο βασιλιάς
δεν έ β α λ ε
πολύ. κακό
μ ε τ ο νου τ ο υ κ ι έ φ υ γ ε , γ ι α ν α ξ α ν α γ υ ρ ί σ ε ι τ ο π ρ ω ί . Κ α ι κ α θ ώ ς μιλούσε με τη γ υ ν α ί κ α του κι εκείνη του α π α ν τ ο ύ σε, ένας β ά τ ρ α χ ο ς π η δ ο ύ σ ε μ ε κ ά θ ε τ η ς λέξη κ ι έ π ε φ τ ε στο π ά τ ω μ α ,
ενώ ώ ς τ ό τ ε ένα φλουρί έ π ε φ τ ε α π ' τ α
χείλη της βασίλισσας, κάθε που άνοιγε το στόμα της. Ρ ώ τ η σ ε τότε τι είχε γίνει, η γριά ό μ ω ς σε π ω ς ήταν
τον κ α θ η σ ύ χ α
α π ' τ η ν α ρ ρ ώ σ τ ι α κ α ι π ω ς δεν θ ' α ρ γ ο ύ σ ε
να περάσει. Τ η ν ύ χ τ α ό μ ω ς ο π α ρ α γ ι ό ς του μ ά γ ε ι ρ α είδε μ ι α π ά πια που κατέβηκε
το
π ο τ ά μ ι κι ήρθε και
στο π α λ ά τ ι . Κι η π ά π ι α μίλησε και είπε :
μπήκε μέσα
« Κύρη
μου
Ξύπνιος
δεν
με
είσαι,
γιά
θυμάσαι; κοιμάσαι; »
Κ ι ε π ε ι δ ή δεν π ή ρ ε α π ά ν τ η σ η , ρ ώ τ η σ ε : « Και
οι
Ο παραγιός του «Κείνες
δυο
οι
καλεσμένες; »
μ ά γ ε ι ρ α τ ό τ ε της είναι
αποκρίθηκε :
κοιμισμένες».
Κι η π ά π ι α ξ α ν α ρ ώ τ η σ ε : « Και το γλυκό
μου
το μωράκι; »
Και το παιδί τής έδωσε απόκριση : « Κοιμάται
μες
στο
κρεβατάκι ».
Η π ά π ι α τ ό τ ε άλλαξε όψη κι έγινε βασίλισσα, π ή ρ ε το παιδί και τό 'βαλε στο στήθος τ η ς να χορτάσει, ύστερα το νανούρισε και τό 'βαλε ξανά στην κούνια του να κοι μηθεί. Και μετά ξανάγινε π ά π ι α κι έφυγε κ ο λ υ μ π ώ ν τ α ς στο π ο τ ά μ ι . Έ τ σ ι ήρθε και την άλλη ν ύ χ τ α και την π α ράλλη. Τ η ν τρίτη ό μ ω ς είπε στον π α ρ α γ ι ό του μ ά γ ε ι ρ α : α Π ή γ α ι ν ε και πες στο βασιλιά
να πάρει το σπαθί του
και νά 'ρθει να το περάσει τρεις φορές π ά ν ω απ φάλι μου ».
Έτρεξε
το παιδί
και
τό 'πε
στο
το κε βασιλιά
κι εκείνος ήρθε κι έκανε ό π ω ς του είπε η π ά π ι α . Κ α ι την τρίτη φορά που πέρασε το σπαθί του π ά ν ω α π ' το κεφά λι της, η π ά π ι α χάθηκε και μπροστά του παρουσιάστηκε η γυναίκα του, γερή και δυνατή, ό π ω ς ήταν και π ρ ώ τ α . Ο
βασιλιάς κόντεψε να τρελαθεί
απ
τη χ α ρ ά τ ο υ .
Α λ λ ά έκρυψε τ η β α σ ί λ ι σ σ α σ ' ένα δ ω μ ά τ ι ο και την κ ρ ά τ η σ ε εκεί κ ρ υ μ μ έ ν η ώς την Κ υ ρ ι α κ ή , που είχαν τη β ά -
φτιση του παιδιού. Κι όταν έγινε η β ά φ τ ι σ η , μίλησε και ε ί π ε : " Π ο ι α τ ι μ ω ρ ί α α ξ ί ζ ε ι σ' έναν ά ν θ ρ ω π ο π ο υ α ρ π ά ζ ε ι τον άλλον α π ' τ ο κ ρ ε β ά τ ι τ ο υ και τ ο ν ρίχνει στο π ο τ ά μ ι ; » — " Να τον κλείσουν τον κ α κ ο ύ ρ γ ο σ' ένα β α ρέλι, να τ ο ν κ α ρ φ ώ σ ο υ ν κ α ι να τον ρίξουν σ τ ο νερό ! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ ρ ι ά . Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε ε ί π ε : " Μ ό ν η σου α π ο φ ά σ ι σ ε ς τ η ν τ ι μ ω ρ ί α σου » . Κ α ι π ρ ό σ τ α ξ ε α μ έ σ ω ς ν α φέρουν ένα βαρέλι, να χ ώ σ ο υ ν μ έ σ α τη γ ρ ι ά κ α ι τ η ν κ ό ρη της, να το καρφώσουν καλά και να το κατρακυλή σουν μ έ σ α σ τ ο νερό τ ο υ π ο τ α μ ο ύ .
Οι τρεις κλώστρες
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α κ ο ρ ί τ σ ι ,
που
όλες τ ι ς δουλειές τ ι ς έκανε α λ λ ά κ α θ ό λ ο υ δεν ήθελε
να κ λ ώ θ ε ι . Κι ό,τι κι αν τ η ς έ λ ε γ ε η μ ά ν α τ η ς , δεν μ π ο ρούσε να τ η ς αλλάξει μ υ α λ ά . Μ ι α μέρα λοιπόν η μ ά ν α θ ύ μ ω σ ε κι έχασε την υπομονή τ η ς και την άρχισε στο ξύλο. Έ β α λ ε τ α κ λ ά μ α τ α τ ο κορίτσι. Κ ι έτυχε τ η σ τ ι γ μ ή εκεί νη ακριβώς να περνάει α π ' έξω η βασίλισσα. Μόλις ά κουσε τα κ λ ά μ α τ α , πρόσταξε να σταματήσουν την ά μ α ξα, μ π ή κ ε μέσα στο σπίτι και ρώτησε τη μάνα γ ι α τ ί χ τ υ π ο ύ σ ε τ η ν κόρη τ η ς κ α ι τ η ν έδερνε τ ό σ ο δ υ ν α τ ά , ώ σ τ ε ν5 ακούγονται οι φωνές της ώς έ ξ ω στο δρόμο. Η γυναί κα τότε ντράπηκε να φανερώσει την τεμπελιά της θυγα τέρας της και είπε : « Ό λ η ν ώρα κλώθει, βασίλισσα μου. Κ ι ό , τ ι κ ι α ν τ η ς λ έ ω , σ τ α μ α τ η μ ό δεν έ χ ε ι . Κ ι ε γ ώ ε ί μ α ι
φ τ ω χ ή γ υ ν α ί κ α κ α ι δεν μ π ο ρ ώ ν α τ η ς α γ ο ρ ά ζ ω τ ό σ ο λ ι νάρι». Η βασίλισσα τότε είπε :
« Τ ί π ο τ α δεν
μ
αρέσει
περισσότερο από τ' αδράχτι και τη ρόκα. Ο θόρυβος που κάνει
το
ροδάνι
στ αυτιά μου. μ α ζ ί μου
κι η
ανέμη,
αντηχούν
σαν
Δ ώ σ ε μου την κόρη σου, να
στο π α λ ά τ ι . Ε κ ε ί έ χ ω λινάρι γ ι α
μουσική
την να
πάρω κλώθει
όσο τ ρ α β ά ε ι η ψ υ χ ή τ η ς ». Η
μ ά ν α κ α τ α χ ά ρ η κ ε κι η βασίλισσα π ή ρ ε το κορί
τσι μαζί της.
Ό τ α ν έφτασαν στο π α λ ά τ ι , την ανέβασε
π ά ν ω σε τρεις μεγάλες κάμαρες γ ε μ ά τ ε ς ώς το ταβάνι με το καλύτερο λινάρι. « Κ λ ώ σ ε μου αυτό το λινάρι », της είπε, " κι όταν τ ε λ ε ι ώ σ ε ι ς , θα σε π α ν τ ρ έ ψ ω με τον π ρ ώ τ ο μ ο υ γ ι ο . Κ ι α ν ε ί σ α ι φ τ ω χ ή , κ α θ ό λ ο υ δεν μ ε ν ο ι ά ζ ε ι . Τα χ ρ υ σ ά σου χ έ ρ ι α κι η αξιοσύνη σου γ ι α μένα η κ α λ ύ τ ε ρ η π ρ ο ί κ α ».
Η
σ τ η δουλειά είναι
κ ο π έ λ α δεν μ ί λ η σ ε ,
αλλά η καρδιά της σφίχτηκε α π ' την τρομάρα της. Γιατί α κ ό μ α κι αν δούλευε α σ τ α μ ά τ η τ α ν ύ χ τ α και μέρα γ ι α τ ρ α κ ό σ ι α ο λ ό κ λ η ρ α χ ρ ό ν ι α , ο ύ τ ε κ α ι τ ό τ ε δεν θ α π ρ ο λ ά β α ι ν ε ν α κ λ ώ σ ε ι όλο τ ο ύ τ ο τ ο λ ι ν ά ρ ι . Κ ι ό τ α ν η β α σ ί λ ι σ σ α έ φ υ γε και την άφησε μόνη της, έβαλε τα κ λ ά μ α τ α κι έκλαιγε τρεις μέρες χ ω ρ ί ς σ τ α μ α τ η μ ό .
Κ α ι δεν ά π λ ω σ ε κ α ν τ ο
χέρι τ η ς στο λινάρι. Τ η ν τ ρ ί τ η μέρα η βασίλισσα ανέβηκε π ά λ ι ν α τ η δ ε ι κ ι α π ό ρ η σ ε β λ έ π ο ν τ α ς π ω ς δεν ε ί χ ε κ ά νει τ ί π ο τ α .
Το κορίτσι δικαιολογήθηκε και είπε π ω ς η
λύπη του αποχωρισμού από τη
μ ά ν α τ η ς δεν τ η ν ε ί χ ε
αφήσει να δουλέψει. Η βασίλισσα την άκουσε και δ έ χ τ η κε τη δικαιολογία της, αλλά φεύγοντας της είπε : « Α π ό αύριο ό μ ω ς θα π ρ έ π ε ι ν' αρχίσεις να δουλεύεις ». Το κορίτσι έμεινε π ά λ ι μόνο τ ο υ . Μην ξέροντας τι να κάνει, στάθηκε μ π ρ ο σ τ ά στο ανοιχτό παράθυρο κι αγνάν τευε. Είδε τότε τρεις γυναίκες να πλησιάζουν κι η πρω
τη είχε μια π α τ ο ύ σ α μ ε γ ά λ η και π λ α τ ι ά , η δεύτερη είχε το κ ά τ ω χείλι της χοντρό κ α ι κρεμασμένο τόσο που της έκρυβε το σαγόνι, κι η τ ρ ί τ η είχε το μ:γάλο της δάχτυλο φαρδύ και πλακουτσό. Οι τρεις γυναίκες στάθηκαν κ ά τ ω α π ' το παράθυρο της και λυπημένη.
Η
τ η ρώτησαν
γιατί ήταν τόσο
κ ο π έ λ α τους είπε τον τ ό ν ο τ η ς .
τότε προσφέρθηκαν να τη
βοηθήσουν
και
Εκείνες
της είπαν :
" Αν μ α ς καλέσεις στο γ ά μ ο σου, αν δεν ν τ ρ α π ε ί ς γ ι α την ασχήμια μας και σου,
μ α ς π α ρ ο υ σ ι ά σ ε ι ς σαν
αν μ α ς κ α θ ί σ ε ι ς σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι σου,
ξαδέρφες
τότε εμείς θα
κ λ ώ σ ο υ μ ε γ ι α χ ά ρ η σου όλο τ ο λινάρι κ α ι γ ρ ή γ ο ρ α μ ά λ ι σ τ α ». — " Μ
όλη μ ο υ τ η ν κ α ρ δ ι ά »,
σ υ μ φ ώ ν η σ ε το
κορίτσι. " Ε λ ά τ ε μέσα και π ι ά σ τ ε δουλειά ». Κι έμπασε στο π α λ ά τ ι τις τρεις παράξενες γυναίκες, τ ι ς οδήγησε στην π ρ ώ τ η α π ' τις τρεις κ ά μ α ρ ε ς και τους άνοιξε λίγο τ ό π ο να καθίσουν και να δουλέψουν. Η π ρ ώ τη έστριβε το ν ή μ α και κ λ ω τ σ ο ύ σ ε το ροδάνι, η άλλη το σάλιωνε με το χείλι της και το περνούσε στο αδράχτι, και η τρίτη σφοντύλιζε την ανέμη και το τύλιγε στο τυλι γάδι. Και κάθε που χτυπούσε με το δάχτυλο το τραπέζι, έ π ε φ τ ε κ ά τ ω κ ι ένα κουβάρι έ τ ο ι μ ο ν ή μ α , λ ε π τ ό και φίνο. Κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο υ ε ρ χ ό τ α ν η β α σ ί λ ι σ σ α ν α δει π ώ ς π ή γ α ι ν ε η
δουλειά, η
κοπέλα έκρυβε τις τρεις γυναίκες και της
έδειχνε μόνο τα έ τ ο ι μ α κ ο υ β ά ρ ι α . δεν ε ί χ ε λ ό γ ι α να τ η ν π α ι ν έ σ ε ι .
Κι η
βασίλισσα π ι α
Μόλις άδειασε έτσι
η
π ρ ώ τ η κάμαρα, πέρασαν στη δεύτερη, κι ύστερα στην τ ρ ί τ η , κ α ι δεν ά ρ γ η σ α ν ν α τ η ν τ ε λ ε ι ώ σ ο υ ν κ ι α υ τ ή .
Οι
τρεις γυναίκες αποχαιρέτησαν τότε την κοπέλα και τ η ς είπαν :
" Μην ξεχάσεις το λόγο π ο υ
μας έδωσες.
Δεν
θα χ ά σ ε ι ς ! » Ό τ α ν τ ο κορίτσι έδειξε στη βασίλισσα τ ι ς τρεις
α-
δειανές κ ά μ α ρ ε ς και το σωρό τα έ τ ο ι μ α κουβάρια, εκείνη κανόνισε α μ έ σ ω ς το γ ά μ ο . Και το βασιλόπουλο ήταν π ο λύ χαρούμενο που θά 'παιρνε τόσο άξια και προκομμένη γ υ ν α ί κ α , κ α ι δεν σ τ α μ α τ ο ύ σ ε ν α τ η ν π α ι ν ε ύ ε ι . τρεις ξαδέρφες », είπε τ ό τ ε η
« Έχω
κοπέλα, « που μου έχουν
κάνει πολλές καλοσύνες. Δεν θέλω λοιπόν να τις ξεχά σ ω , τ ώ ρ α π ο υ η τ ύ χ η μού χαμογελάει. Α φ ή σ τ ε με να τις κ α λ έ σ ω στο γ ά μ ο και να τις βάλω να καθίσουν μαζί μου σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι » . Ο β α σ ι λ ι ά ς κι η β α σ ί λ ι σ σ α σ υ μ φ ώ ν η σ α ν : " Γ ι α τ ί να σ' το
αρνηθούμε; »
Ό τ α ν λοιπόν άρχισε
η
γιορτή, μπήκαν οι τρεις αλλόκοτες γυναίκες ντυμένες με παράξενες φορεσιές. Κι η νύφη δέχτηκε
με χ α ρ ά :
σηκώθηκε και τις υπο
« Κ α λ ώ ς ορίσατε,
α γ α π η μ έ ν ε ς μου
ξαδέρφες ". Μα το βασιλόπουλο απόρησε με τις άσχημες συγγένισσες της γυναίκας του και τη ρώτησε : " Αχ, π ο ύ τις βρήκες τούτες τις ασχημογυναίκες; »
Και ρώτησε την
π ρ ώ τ η : « Γ ι α τ ί είναι τόσο μ ε γ ά λ η κ α ι π λ α τ ι ά η π α τ ο ύ σα σ ο υ ; » Κι εκείνη α π ά ν τ η σ ε : α Ε π ε ι δ ή μ' αυτό γ υ ρ ί ζ ω το
ροδάνι . . .
Τ ο ροδάνι » .
Ο γ α μ π ρ ό ς τότε π ή γ ε στη
δεύτερη και τη ρ ώ τ η σ ε : " Γ ι α τ ί είναι τ ό σ ο χ ο ν τ ρ ό κ α ι κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο το σαλιώνω
το
κ ά τ ω χείλι
κουβάρι . . .
σου; »
Το
—
« Γιατί
κουβάρι ».
Τότε
μ
αυτό ρωτάει
κ α ι τ η ν τ ρ ί τ η : « Γ ι α τ ί είναι τ ό σ ο φ α ρ δ ύ κ α ι π λ α κ ο υ τ σ ό το
δάχτυλο σου; » — " Γιατί μ
αυτό κ λ ώ θ ω το ν ή μ α
και το π ε ρ ν ώ στο τ υ λ ι γ ά δ ι . . . Σ τ ο τ υ λ ι γ ά δ ι ». Το βασι λόπουλο τότε πήρε μεγάλη τρομάρα και είπε :
" Ποτέ
π ι α η γ υ ν α ί κ α μ ο υ δεν θ α ξ α ν α π ι ά σ ε ι σ τ α χ έ ρ ι α τ η ς ρ ό κα κι α δ ρ ά χ τ ι ! »
Κι έτσι η
νεαρή
βασίλισσα γλίτωσε
μια για πάντα απ
τ η δ ο υ λ ε ι ά π ο υ δ ι ό λ ο υ δεν α γ α π ο ύ σ ε .
Ο Χάνσελ καί η Γκρέτελ
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ζούσε στην άκρη τού
δάσους ένας φ τ ω χ ό ς ξ υ λ ο κ ό π ο ς με τη γ υ ν α ί κ α τ ο υ
κ α ι τ α δυο τ ο υ π α ι δ ά κ ι α . Τ ο α γ ό ρ ι τ ο λ έ γ α ν ε Χ ά ν σ ε λ κ α ι τ ο κορίτσι Γκρέτελ. Ο ξυλοκόπος μόλις και μ ε τ ά βίας έ β γ α ζε το ψωμί της οικογένειας του. Κι όταν κ ά π ο τ ε έπεσε πείνα σ'
ολόκληρη
τη χώρα,
πείνασαν κι αυτοί.
Ένα
βράδυ λοιπόν, που είχε ξ α π λ ώ σ ε ι στο κρεβάτι του και οι έ γ ν ο ι ε ς δεν τ ο ν ά φ η ν α ν ν α κ ο ι μ η θ ε ί , ε ί π ε σ τ η γ υ ν α ί κ α του : " Τι θ' α π ο γ ί ν ο υ μ ε ; Π ώ ς θα ταΐσουμε τα π α ι δ ι ά μας, α φ ο ύ δεν έ χ ο υ μ ε ν α φ ά μ ε ο ύ τ ε ε μ ε ί ς ο ι ί δ ι ο ι ; » — « Ξ έ ρεις τι θα κ ά ν ο υ μ ε ,
άντρα
μ ο υ ; »,
αποκρίθηκε τότε η
γυναίκα. " Αύριο το πρωί, νωρίς νωρίς, θα πάρουμε τα π α ι δ ι ά μ α ς και θα τα π ά μ ε στο δάσος, βαθιά μέσα, εκεί π ο υ τ α δέντρα είναι π ο λ ύ π υ κ ν ά . Θ α τους ανάψουμε μ ι α φ ω τ ι ά , θα τους δ ώ σ ο υ μ ε κι α π ό ένα κ ο μ μ ά τ ι ψ ω μ ί και θα φ ύ γ ο υ μ ε ν α π ά μ ε σ τ η δουλειά μ α ς . Α π ο κ λ ε ί ε τ α ι ν α βρουν το δρόμο γ ι α το σπίτι. Έ τ σ ι θα γλιτώσουμε α π 5 αυτά ». — " Ό χ ι , γ υ ν α ί κ α », ε ί π ε ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς . « Δεν μ π ο ρ ώ να κάνω τέτοιο π ρ ά γ μ α .
Π ώ ς ν' αφήσω
μονάχα τους τα
π α ι δ ι ά μου στο δ ά σ ο ς ; Τ ' ά γ ρ ι α θ η ρ ί α θ α έρθουν κ α ι θ α τα κ α τ α σ π α ρ ά ξ ο υ ν ! » — « Μ η ν ε ί σ α ι κ ο υ τ ό ς ! », τ ο υ ε ί π ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Α ν δεν κ ά ν ε ι ς α υ τ ό π ο υ σ ο υ λ έ ω , θ α π ε θάνουμε τ η ς π ε ί ν α ς κ α ι οι τέσσερις. Κι εσύ ίσα π ο υ θα προλάβεις να κόψεις τα ξύλα και να κ α ρ φ ώ σ ε ι ς τις σανί δ ε ς γ ι α τ α φέρετρα μ α ς » . Έ τ σ ι τ ο υ μ ι λ ο ύ σ ε κ α ι δ ε ν τ ο ν άφηνε σε η σ υ χ ί α , ώ σ π ο υ ο ξυλοκόπος συμφώνησε. " Τα
κακόμοιρα
τα
π α ι δ ι ά »,
είπε.
« Τα
λυπάται
η
ψυχή
μου ! » Τ α δυο π α ι δ ι ά ή τ α ν κ ι α υ τ ά ξ α π λ ω μ έ ν α σ τ α κ ρ ε β α τάκια τους χωρίς να κοιμούνται, γιατί η πείνα τα βα σάνιζε. τριάς.
Κι είχαν ακούσει τα λόγια της άσπλαχνης μ η Η
Γ κ ρ έ τ ε λ έκλαψε π ι κ ρ ά και είπε στον Χάνσελ :
« Τ ώ ρ α πια είμαστε χαμένοι! » — " Ησύχασε,
Γκρέ
τελ ", της α π ά ν τ η σ ε ο αδερφός της. " Μη στενοχωριέσαι κι ε γ ώ θα βρω τ ρ ό π ο γ ι α να σωθούμε ! » Κι όταν οι γ ο νείς τους α π ο κ ο ι μ ή θ η κ α ν , σ η κ ώ θ η κ ε , φόρεσε το σ α κ ά κ ι τ ο υ , άνοιξε την π ο ρ τ ο ύ λ α και γλίστρησε έ ξ ω . Το φ ε γ γ ά ρ ι έλαμπε τόσο δυνατά που
τα άσπρα χαλίκια έξω α π ' το
σ π ί τ ι ά σ τ ρ α φ τ α ν σαν γ υ α λ ι σ τ ε ρ ά
ασημένια τάλιρα.
Ο
Χ ά ν σ ε λ έσκυψε κ ι έ χ ω σ ε στις τ σ έ π ε ς τ ο υ όσο μ π ο ρ ο ύ σ ε περισσότερα. Ύ σ τ ε ρ α γύρισε π ί σ ω και είπε στην Γκρέ τελ : " Κοιμήσου ήσυχη, αδερφούλα μου. Στηρίξου π ά νω
μου. Κι ο
Θεός
δεν
θα
μας
εγκαταλείψει ».
Και
μ' αυτά τα λόγια ξάπλωσε πάλι να κοιμηθεί. Ό τ α ν χάραξε, πριν α κ ό μ α βγει ο ήλιος, η γυναίκα ήρθε κ α ι ξ ύ π ν η σ ε τα δυο π α ι δ ι ά :
« Ξυπνήστε, τεμπέ
ληδες. Θα π ά μ ε στο δάσος να κόψουμε ξύλα ». Μ ε τ ά τους έ δ ω σ ε α π ό ένα κ ο μ μ ά τ ι ψ ω μ ί και τους είπε : « Α υ τ ό θα είναι το μ ε σ η μ ε ρ ι α ν ό σας. Κ α ι π ρ ο σ έ ξ τ ε να μην το φ ά τ ε ν ω ρ ί τ ε ρ α , γ ι α τ ί δεν έ χ ε ι ά λ λ ο » .
Η
Γ κ ρ έ τ ε λ έκρυψε το
ψ ω μ ί στην π ο δ ί τ σ α της, γ ι α τ ί οι τ σ έ π ε ς του Χάνσελ ήταν γεμάτες χαλίκια. δάσος.
Όταν
Ύ σ τ ε ρ α ξεκίνησαν
είχαν
προχωρήσει
όλοι
μαζί για το
κάμποσο,
ο
Χάνσελ
σ τ ά θ η κ ε κ α ι γ ύ ρ ι σ ε ν α ρίξει μ ι α μ α τ ι ά στο σ π ί τ ι . Μ ε τ ά α π ό λ ί γ ο έκανε π ά λ ι τ ο ίδιο. Κ α ι π ά λ ι και ξανά. Ώ σ π ο υ ο π α τ έ ρ α ς του τον ρώτησε : « Χάνσελ, γιατί σ τ α μ α τ ά ς ολοένα και κ ο ι τ ά ζ ε ι ς π ρ ο ς τ α π ί σ ω ; Π ε ρ π α τ ά π ι ο γ ρ ή -
γ ο ρ α κ α ι μ η ν α ρ γ ε ί ς ! » — « Α χ , π α τ έ ρ α », α π ά ν τ η σ ε ο Χάνσελ,
" κ ο ι τ ά ζ ω το ά σ π ρ ο μου γ α τ ά κ ι , που
στη στέγη και με χαιρετάει ».
κάθεται
Η μητριά τότε μπήκε στη
μ έ σ η : « Δεν είναι το γ α τ ά κ ι σου, κ ο υ τ έ . Ε ί ν α ι ο ήλιος, που
χτυπάει
πάνω
στην
κ α μ ι ν ά δ α ».
Ο
Χάνσελ
όμως
δεν κ ο ί τ α ζ ε τ ο γ α τ ά κ ι τ ο υ , α λ λ ά έ ρ ι χ ν ε κ ι α π ό έ ν α χ α λ ί κ ι στο μονοπάτι, γ ι α να ξαναβρεί το δρόμο του γυρισμού. Ό τ α ν έφτασαν στην καρδιά του δάσους, ο π α τ έ ρ α ς είπε : " Μ α ζ έ ψ τ ε ξύλα εσείς
π α ι δ ι ά , και θα σας α ν ά ψ ω
μια φ ω τ ι ά γ ι α να μην κ ρ υ ώ ν ε τ ε ». Ο Χάνσελ κι η Γ κ ρ έ τ ε λ μ ά ζ ε ψ α ν ξερά ξ υ λ α ρ ά κ ι α , έναν
ολόκληρο σωρό. Και
όταν η φ ω τ ι ά άναψε γ ι α τα κ α λ ά , η μ η τ ρ ι ά τους είπε : " Κ α θ ί σ τ ε εσείς ε δ ώ , π α ι δ ι ά , και ξεκουραστείτε.
Εμείς
θα π ά μ ε να κόψουμε ξύλα. Μόλις τελειώσουμε, θα γυρί σουμε να σας π ά ρ ο υ μ ε ». Ο Χάνσελ κι η
Γκρέτελ κάθισαν κοντά στη
Και όταν μεσημέριασε, έφαγαν το ψωμί τους.
φωτιά.
Κι επειδή
ά κ ο υ γ α ν τα χ τ υ π ή μ α τ α α π ' το τσεκούρι, νόμιζαν ότι ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ ς ή τ α ν α κ ό μ α κ ο ν τ ά τ ο υ ς . Α λ λ ά δεν ή τ α ν τ ο τσεκούρι αυτό π ο υ ά κ ο υ γ α ν ήταν ένα
ξερό κλαδί, π ο υ ο
π α τ έ ρ α ς τ ο υ ς τ ο ε ί χ ε δέσει σ ' ένα δέντρο κ α ι τ ο χ τ υ π ο ύ σ ε ο α έ ρ α ς π έ ρ α - δ ω θ ε . Έ τ σ ι π ε ρ ί μ ε ν α ν ώρες π ο λ λ έ ς , ώ σ π ο υ τα μ ά τ ι α τους έκλεισαν α π ' την κούραση και κοιμήθηκαν βαθιά. Ό τ α ν ξύπνησαν, ήταν κατασκότεινα. Η Γκρέτελ άρχισε να κλαίει :
" Π ώ ς θα β γ ο ύ μ ε τ ώ ρ α μέσα α π ' το
δάσος; » Ο Χάνσελ ό μ ω ς την παρηγόρησε και της είπε : α Π ε ρ ί μ ε ν ε λ ι γ ά κ ι να βγει το βρούμε το δρόμο ».
φεγγάρι και τότε
θα
τον
Π ρ ά γ μ α τ ι , μόλις το φ ε γ γ ά ρ ι πρόβαλε
λ α μ π ρ ό στον ουρανό, ο Χάνσελ π ή ρ ε την αδερφούλα του α π ' το χέρι κι άρχισε να π ε ρ π α τ ά ε ι πλάι στα χαλίκια, που άστραφταν
σαν
γυαλιστερά
ασημένια τάλιρα
και
τού
'δειχναν το δρόμο. Ό λ η νύχτα περπατούσαν και την αυ γή έφτασαν στο σπίτι του π α τ έ ρ α τους. Χ τ ύ π η σ α ν την
π ό ρ τ α κι όταν η μ η τ ρ ι ά τους την έβαλε
τις
φωνές :
κ ο ι μ η θ ή κ α τ ε στο λετε π ι α
να
« Παλιόπαιδα,
άνοιξε, α μ έ σ ω ς τους τον
αξύπνητο
δάσος ! Κι εμείς νομίζαμε
γυρίσετε
στο
σπίτι! »
ό μ ω ς χ ά ρ η κ ε , γ ι α τ ί τό ' χ ε βάρος
ότι
ύπνο
δεν θ έ
Ο πατέρας
τους
στην καρδιά του π ο υ
τά 'χε αφήσει έτσι ολομόναχα μέσα στο δάσος.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και η πείνα πάλι χ τ ύ π η σ ε την π ό ρ τ α του ξυλοκόπου. Και τα παιδιά άκουσαν πάλι τη μητριά τους να μουρμουρίζει τη νύχτα στ' αυτί τού π α τ έ ρ α τ ο υ ς : « Δεν μ α ς έχει μείνει τ ί π ο τ α π ι α . Μόνο μισό καρβέλι ψωμί έχουμε στο τ ρ α π έ ζ ι μας. φάμε κι αυτό, τελειώσανε τα ψέματα.
Μόλις το
Πρέπει να διώ
ξουμε τα παιδιά. Να τα π ά μ ε πιο βαθιά μέσα στο δάσος, να μην μ π ο ρ έ σ ο υ ν να βρούνε ξ α ν ά το δ ρ ό μ ο τ ο υ γ υ ρ ι σ μ ο ύ . Ε ι δ ε μ ή ε ί μ α σ τ ε όλοι χ α μ έ ν ο ι » . Μ α ύ ρ η
λύπη έσφιξε την
καρδιά του πατέρα και συλλογίστηκε :
« Κ α λ ύ τ ε ρ α να
μ ο ι ρ α ζ ό σ ο υ ν α μ ε τ α π α ι δ ι ά σου κ α ι τ η ν τ ε λ ε υ τ α ί α σου μ π ο υ κ ι ά ! » Η γ υ ν α ί κ α ό μ ω ς δεν έ π α ι ρ ν ε α π ό λ ό γ ι α . Τ ο ν κατσάδιασε και άρχισε να τον κατηγοράει : " Α φ ο ύ κ ά ναμε την αρχή, πρέπει να συνεχίσουμε, κι αφού δ έ χ τ η κες την π ρ ώ τ η φορά, πρέπει να δεχτείς και τη δεύτερη ». Αλλά τα παιδιά ήταν ακόμα ξύπνια στα κρεβατάκια τ ο υ ς κι ά κ ο υ σ α ν όλη τ η ν κ ο υ β έ ν τ α . Κι όταν οι γ ο ν ε ί ς τ ο υ ς αποκοιμήθηκαν, ο Χάνσελ σηκώθηκε πάλι και προσπά θησε να γλιστρήσει έ ξ ω να μαζέψει χαλίκια,
όπως την
π ρ ώ τ η φορά. Αλλά η μητριά είχε κλειδώσει την πορτούλ α κ α ι τ ο π α ι δ ί δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α β γ ε ι . Π α ρ η γ ό ρ η σ ε ό μ ω ς την αδελφούλα του και της είπε : " Μην κλαις, Γκρέτελ. Κοιμήσου ή σ υ χ α κι ο καλός Θεούλης θα μας βοηθήσει ». Μόλις χάραξε, ήρθε η
μ η τ ρ ι ά κ α ι ξ ύ π ν η σ ε τα δυο
π α ι δ ι ά . Τ ο υ ς έδωσε π ά λ ι α π ό ένα κ ο μ μ ά τ ι ψ ω μ ί , αλλά μικρότερο α π ' την προηγούμενη φορά. Σ τ ο δρόμο γ ι α το δάσος ο Χάνσελ έτριβε το ψ ω μ ά κ ι του ψίχουλα και τό 'ριχνε στο μονοπάτι, α Χάνσελ, γ ι α τ ί α ρ γ ε ί ς ; Π ρ ο χ ώ ρ α π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α ! », του είπε ο π α τ έ ρ α ς του. " Κοιτάζο^ το άσπρο μου περιστεράκι, που κάθεται στη στέγη και με χ α ι ρ ε τ ά ε ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο Χ ά ν σ ε λ . « Κ ο υ τ έ », τ ο ν έ κ ο ψ ε η μ η τ ρ ι ά , " δεν ε ί ν α ι το π ε ρ ι σ τ ε ρ ά κ ι σ ο υ , ε ί ν α ι ο ή λ ι ο ς π ο υ λ ά μ π ε ι στην κ α μ ι ν ά δ α » . Ο Χ ά ν σ ε λ ό μ ω ς π έ τ α ξ ε ψί χ ο υ λ ο ψ ί χ ο υ λ ο όλο τ ο ψ ω μ ί τ ο υ σ τ ο δ ρ ό μ ο . Η γυναίκα οδήγησε τα παιδιά ακόμα πιο βαθιά μέ σ α σ τ ο δ ά σ ο ς , σ ' έ ν α μ έ ρ ο ς ό π ο υ δεν ε ί χ α ν ξ α ν α π ά ε ι π ο τ έ στη ζ ω ή τους. Ά ν α ψ α ν πάλι μια μεγάλη φ ω τ ι ά κι η μ η τριά τους είπε : " Κ α θ ί σ τ ε ε δ ώ , π α ι δ ι ά . Κι όταν κουρα στείτε, κοιμηθείτε. Εμείς θα π ά μ ε να κόψουμε ξύλα και το βράδυ, που θα τελειώσουμε, θά 'ρθουμε να σας π ά ρ ο υ με ".
Το μεσημέρι η
Γκρέτελ μοιράστηκε με τον Χάν
σελ τ ο ψ ω μ ί τ η ς , του στο
μιας κι εκείνος είχε σκορπίσει το δ ι κ ό
μονοπάτι.
Ύ σ τ ε ρ α α π ο κ ο ι μ ή θ η κ α ν κ ι ήρθε
το
β ρ ά δ υ , α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν ή ρ θ ε ν α π ά ρ ε ι τ α κ α κ ό μ ο ι ρ α τ α παιδάκια. Ξύπνησαν πάλι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας κι ο Χάνσελ π α ρ η γ ό ρ η σ ε την αδερφούλα του και τ / ς εί πε : α Περίμενε, Γκρέτελ, κ α ι μόλις βγει το φεγγάρι, θα δούμε τα ψίχουλα π ο υ σκόρπισα στο μονοπάτι.
Kαι
θα
βρούμε το δρόμο γ ι α το σπίτι ». Ό τ α ν ό μ ω ς π ρ ό β α λ ε τ ο φ ε γ γ ά ρ ι στον ουρανό κ ι ετοι μάστηκαν να ξεκινήσουν,
δεν β ρ ή κ α ν ο ύ τ ε ένα ψ ί χ ο υ λ ο .
Γ ι α τ ί τ α α μ έ τ ρ η τ α π ο υ λ ά κ ι α , π ο υ π ε τ ο ύ ν στο δάσος, τ α είχαν φάει όλα. Ο Χάνσελ είπε τ ό τ ε στην αδερφή του : « Θα τον
βρούμε το δρόμο,
τον βρήκαν.
μη
φ ο β ά σ α ι ! » Αλλά
δεν
Ό λ η ν ύ χ τ α π ε ρ π α τ ο ύ σ α ν , κ ι όλη μέρα ώ ς
τ ο β ρ ά δ υ , α λ λ ά δεν ε ί χ α ν κ α τ α φ έ ρ ε ι ν α β ρ ο υ ν τ η ν ά κ ρ η του δάσους.
Κ α ι π ε ι ν ο ύ σ α ν π ο λ ύ , γ ι α τ ί δεν ε ί χ α ν φ ά ε ι
τίποτα εκτός από λίγα βατόμουρα
π ο υ ε ί χ α ν βρει σ τ ο
δρόμο. Τα παιδιά ήταν τόσο κουρασμένα
π ο υ δεν έ β λ ε
π α ν μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ ς . Κ ι ε π ε ι δ ή τ α π ό δ ι α τ ο υ ς δεν ά ν τ ε χ α ν πια,
ξάπλωσαν κάτω
α π ό ένα δέντρο και κ ο ι μ ή θ η κ α ν .
Ή τ α ν πια η τρίτη μέρα
που έλειπαν α π ' το σπίτι
του π α τ έ ρ α τους. Ά ρ χ ι σ α ν και πάλι να περπατάνε, αλλά χ ώ ν ο ν τ α ν όλο κ α ι π ι ο β α θ ι ά μ έ σ α σ τ ο δ ά σ ο ς . Κ ι α ν δ ε ν ερχόταν γ ρ ή γ ο ρ α κάποιος να τα βοηθήσει,
σίγουρα θα
πέθαιναν α π ' την πείνα και την κούραση. Το μεσημέρι ό μ ω ς είδαν ένα όμορφο π ο υ λ ά κ ι , ά σ π ρ ο σαν το χιόνι, π ο υ καθόταν
σ'
ένα
κλαδί
και
τραγουδούσε
τόσο
όμορφα
ώ σ τ ε τ α δυο π α ι δ ι ά σ τ ά θ η κ α ν ν α τ ' ακούσουν. Κ ι όταν τέλειωσε το τ ρ α γ ο ύ δ ι του, άνοιξε τα φ τ ε ρ ά του κι άρχισε να πετάει
μπροστά τους.
ώσπου το πουλί έφτασε σ'
Τα παιδιά το
ακολούθησαν,
ένα σ π ί τ ι και κάθισε π ά ν ω
στη σ κ ε π ή . Ό τ α ν τ α π α ι δ ι ά π λ η σ ί α σ α ν , είδαν π ω ς τ ο σπιτάκι είχε τους τοίχους του φτιαγμένους α π ό γλυκό ψωμί και
τη
σ κ ε π ή τ ο υ α π ό π α ν τ ε σ π ά ν ι . Τ α παράθυρα
του ήταν ολόκληρα κ α μ ω μ έ ν α από ζ ά χ α ρ η . " Έ λ α να φ ά μ ε λιγάκι, να χ ο ρ τ ά σ ο υ μ ε την πείνα μας », είπε ο Χ ά ν σ ε λ σ τ η ν Γ κ ρ έ τ ε λ . " Ε γ ώ θ α φάω
λίγη α π ' τη σκε
π ή κ ι εσύ κόψε ένα κ ο μ μ α τ ά κ ι α π ' τ α π α ρ ά θ υ ρ α , π ο υ είναι
γ λ υ κ ό ».
Ο
Χάνσελ
σκαρφάλωσε
κι
έκοψε
μιαν
ακρούλα α π ' τη σκεπή, να τη δοκιμάσει. Κι η Γκρέτελ σ τ ά θ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά σ' ένα π α ρ ά θ υ ρ ο κι άρχισε να μ α σ ο υ λάει τ η ζ ά χ α ρ η . Τ ό τ ε α κ ο ύ σ τ η κ ε α π ό μέσα μια λ ε π τ ή φωνούλα :
«Κριτς,
κριτς,
Το σπιτάκι
μου
κριτς, ποιος
Και τα παιδιά απάντησαν :
ποιος
τραγανίζει;
μασουλίζει;
»
« Είναι και Και
ο
αέρας
τον
το παιδάκι τ'
συνέχισαν
να τρώνε
πρωινού
ουρανού δ ί χ ω ς να
». φανερωθούν.
0
Χάνσελ βρήκε τη σκεπή πολύ νόστιμη κι έκοψε ενα με γάλο κομμάτι, κατέβηκε κ ά τ ω κι άρχισε να το τραγανίζει με όρεξη. Η Γ κ ρ έ τ ε λ έ β γ α λ ε ένα ολόκληρο τ ζ ά μ ι α π ' το παράθυρο,
στρώθηκε κ α τ ά χ α μ α κι έτρωγε γλείφοντας
κ α ι τ α δάχτυλα τ η ς . Ξ ά φ ν ο υ ό μ ω ς άνοιξε η π ό ρ τ α κ α ι μια γριά, πολύ γριά, βγήκε α π ' το σπιτάκι στηριγμένη στη
μαγκούρα της. Ο Χάνσελ κι η
Γκρέτελ τρόμαξαν τόσο πολύ
που
άφησαν τα γλυκά να τους πέσουν α π ' τα χέρια τους. γ ρ ι ά ό μ ω ς κούνησε το κεφάλι τ η ς και τους είπε : κ α λ ά μου π α ι δ ι ά , ποιος σας έφερε ε δ ώ ; Ε λ ά τ ε
μέσα
Η
« Ε, να
μ ε ί ν ε τ ε μ α ζ ί μ ο υ κ α ι δεν θ α π ά θ ε τ ε κ α ν έ ν α κ α κ ό » . Κ α ι τ α π ή ρ ε κ α ι τ α δυο α π ' τ ο χέρι κ α ι τ α π ή γ ε μέσα στο σπίτι.
Έ σ τ ρ ω σ ε ύστερα το τραπέζι με νόστιμο φαγητό
και γ ά λ α και τηγανίτες ζαχαρωμένες, μήλα και καρύδια. Μ ε τ ά τ ο υ ς ε τ ο ί μ α σ ε δυο ω ρ α ί α κ α ι ζ ε σ τ ά κ ρ ε β α τ ά κ ι α * ο Χάνσελ κι η Γκρέτελ ξ ά π λ ω σ α ν και νόμισαν π ω ς βρί σκονταν στον έβδομο ουρανό α π ' την ε υ τ υ χ ί α τους. Η γ ρ ι ά τούς είχε φερθεί π ο λ ύ κ α λ ά , στην π ρ α γ μ α τ ι κότητα όμως ήταν μια κακιά μάγισσα, που παραμόνευε τα π α ι δ ά κ ι α να τα πιάνει. Γι' αυτό είχε φτιάξει και
το
ζαχαρένιο σ π ι τ ά κ ι , γ ι α να τους στήνει π α γ ί δ α και να τ' α ρ πάζει. Κι όποτε κάποιο παιδάκι έπεφτε στα χέρια της, τότε το σκότωνε, το μαγείρευε και τό 'τρωγε.
Γιατί το
κρέας τ ω ν π α ι δ ι ώ ν τ ή ς άρεσε π ο λ ύ και το ευχαριστιόταν. Ο ι μ ά γ ι σ σ ε ς έ χ ο υ ν κ ό κ κ ι ν α μ ά τ ι α κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ ν ν α δουν μ α κ ρ ι ά . Έ χ ο υ ν ό μ ω ς π ο λ ύ γ ε ρ ή μ ύ τ η , σαν τ α ζ ώ α ,
και το καταλαβαίνουν α μ έ σ ω ς όταν τις ζυγώνουν
άνθρω
ποι. Ό τ α ν λοιπόν μυρίστηκε την Γκρέτελ και τον Χ ά ν σελ ν α π λ η σ ι ά ζ ο υ ν τ ο σ π ί τ ι τ η ς , γ έ λ α σ ε μ ε κ α κ ί α κ α ι ε ί π ε : « Α υ τ ο ύ ς τ ο υ ς έ χ ω σ τ ο χ έ ρ ι , δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α μ ο υ ξεφύγουν ». Το πρωί, νωρίς νωρίς, πριν ακόμα τα παιδιά ξυπνήσουν, η μ ά γ ι σ σ α σ η κ ώ θ η κ ε και κ α θ ώ ς τα είδε να κοιμούνται ή σ υ χ α στα κ ρ ε β α τ ά κ ι α τους, με τα μάγουλα τους κόκκινα απ
το καλό φ α γ η τ ό , μουρμούρισε : « Ό
ταν θα τα μ α γ ε ι ρ έ ψ ω , θά 'ναι τόσο ν ό σ τ ι μ α
που θα τρώει
η μ ά ν α κ α ι τ ο υ π α ι δ ι ο ύ δεν θ α δ ί ν ε ι ! » Π ή ρ ε ύ σ τ ε ρ α μ ε τα κοκαλιάρικα χέρια τ η ς τον Χάνσελ και τον στο κοτέτσι και κλείδωσε κ α λ ά την π ό ρ τ α .
έκλεισε
Ό σ ο κι αν
φ ώ ν α ζ ε , κ α ν ε ί ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο ν α κ ο ύ σ ε ι . Μ ε τ ά π ή γε,
σκούντησε άγρια την
της είπε :
Γκρέτελ να την ξυπνήσει και
" Σ ή κ ω , π α λ ι ο τ ε μ π έ λ α , άντε να φέρεις νερό
και να μαγειρέψεις κ ά τ ι καλό γ ι α τον αδερφό σου. Τον έ χ ω κλείσει στο κοτέτσι και θα τον ταΐζουμε καλά, να παχύνει, γ ι α να τον φ ά ω ». Η Γκρέτελ άρχισε να κλαίει μ ε μ α ύ ρ ο δ ά κ ρ υ , α λ λ ά τ α κ λ ά μ α τ α σ ε τ ί π ο τ α δεν ω φ ε λ ο ύ σαν. Α ν α γ κ ά σ τ η κ ε να κάνει αυτό που έλεγε η μ ά γ ι σ σ α . Από
τότε
λοιπόν
μαγείρευαν
το
γ ι α τον κακόμοιρο τον Χάνσελ, ενώ η
καλύτερο
φαγητό
Γ κ ρ έ τ ε λ δεν έ τ ρ ω
γε π α ρ ά μονάχα ψίχουλα και αποφάγια.
Κάθε πρωί η
γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α πήγαινε στο κοτέτσι και φώναζε : " Χάν σελ, β γ ά λ ε έ ξ ω τ ο δ α χ τ υ λ ά κ ι σου, ν α δ ω α ν π ά χ υ ν ε ς γ ι α ν α σ ε φ ά ω ! » Ο Χ ά ν σ ε λ ό μ ω ς δεν έ β γ α ζ ε τ ο δ ά χ τ υ λ ο του, αλλά ένα κ ο κ α λ ά κ ι α π ' το φ α γ η τ ό τ ο υ . Κι η γ ρ ι ά , π ο υ δεν έ β λ ε π ε ο ύ τ ε τ η μ ύ τ η τ η ς , α π ο ρ ο ύ σ ε π ο υ τ ο π α ι δ ί έτρωγε
τόσο
και
δεν
έλεγε
να
πάρει
δράμι.
Τέσσερις
ε β δ ο μ ά δ ε ς π έ ρ α σ α ν έ τ σ ι κι ο Χ ά ν σ ε λ ή τ α ν το ίδιο κ ο κ α λιάρης,
ό π ω ς και στην α ρ χ ή .
Η
μάγισσα όμως έχασε
τ η ν υ π ο μ ο ν ή τ η ς κ α ι δεν ή θ ε λ ε ν α π ε ρ ι μ έ ν ε ι ά λ λ ο . « Ε μ πρός, Γ κ ρ έ τ ε λ ! », φ ώ ν α ξ ε . " Ά ν τ ε να φέρεις νερό, γ ι α τ ί αύριο θα μ α γ ε ι ρ έ ψ ω τον Χάνσελ, είτε χοντρός είναι είτε αδύνατος ».
Αχ, π ώ ς έκλαιγε η καημένη η αδερφούλα
κ ο υ β α λ ώ ν τ α ς τ ο νερό. Α χ , π ώ ς κυλούσαν τ α δ ά κ ρ υ α σ τ α μάγουλα τ η ς ! « Θεούλη μου καλέ, βοήθησε μ α ς », π α ρακαλούσε. τ'
άγρια
μ α ζ ί ».
" Καλύτερα
θηρία. —
Έτσι
να
μας
έτρωγαν
στο
τουλάχιστον θα είχαμε
" Σ τ α μ ά τ α να
μ υ ξ ο κ λ α ί ς »,
της
δάσος πεθάνει
φώναξε
η
γ ρ ι ά . " Τ α κ λ ά μ α τ α κ α ι τ α π α ρ α κ ά λ ι α δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α σε
β ο η θ ή σ ο υ ν ». Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί η μ ά γ ι σ σ α έστειλε την Γκρέ
τελ στην αυλή ν' ανάψει φ ω τ ι ά και να κρεμάσει α π ό π ά νω το κ α ζ ά ν ι με το νερό.
« Π ρ ώ τ α θα φουρνίσουμε το
ψ ω μ ί », ε ί π ε η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α .
" Ο
φούρνος έχει κάψει
κιόλας και τα κ α ρ β έ λ ι α είναι ζ υ μ ω μ έ ν α ». Κ α ι μ' α υ τ ά τα λόγια έσπρωξε
τη
δύστυχη την
Γκρέτελ μ π ρ ο σ τ ά στο
ά ν ο ι γ μ α του φούρνου, α π ' όπου οι φλόγες τινάζονταν ψη λά.
« Μ π ε ς μ έ σ α », π ρ ό σ τ α ξ ε η μ ά γ ι σ σ α .
" να δεις αν
έχει ζεσταθεί καλά, γ ι α να φουρνίσουμε το ψωμί ».
Και
όταν η Γκρέτελ θά ' μ π α ι ν ε μέσα, η γ ρ ι ά θά 'κλεινε α μ έ σ ω ς το π ο ρ τ ά κ ι του φούρνου και θα την έψηνε γ ι α να τη φάει κι αυτήν.
Η
Γκρέτελ όμως κατάλαβε την πονηριά
της και π α ρ ά σ τ η σ ε την κουτή : « Δεν ξέρω π ώ ς να μ π ω εκεί μέσα.
Γ ι ά δ ε ί ξ ε μ ο υ ! » — « Β ρ ε κ ο υ τ ο ρ ν ί θ ι », τ η ς
είπε η γ ρ ι ά . « Το ά ν ο ι γ μ α είναι τ ό σ ο μ ε γ ά λ ο κι ε γ ώ χ ω ρ ά ω να μ π ω μέσα ». σύρθηκε μ έ σ α στο φούρνο έ π ρ ε π ε να μπει.
Η
Και μ'
που ακόμα
αυτά τα λόγια
γ ι α να δείξει στη μικρή π ώ ς
Γκρέτελ τότε την έσπρωξε μ'
όλη
τ η ς τη δ ύ ν α μ η , έκλεισε τη σιδερένια π ό ρ τ α κι έβαλε το μάνταλο. Π ω π ώ , τι φωνές ήταν αυτές που ακούστηκαν
α π ό μ έ σ α ! Να σου σ η κ ώ ν ε τ α ι η τ ρ ί χ α ! Η Γ κ ρ έ τ ε λ ό μ ω ς έφυγε
τρέχοντας
κι η
κακιά
μάγισσα κάηκε
ζωντανή
μ έ σ α στο φούρνο τ η ς . Κι η
Γκρέτελ π ή γ ε γ ρ α μ μ ή στο κοτέτσι, άνοιξε την
π ό ρ τ α κι ελευθέρωσε τον αδερφό τ η ς : " Χάνσελ, σ ω θ ή κ α μ ε , η γριά μ ά γ ι σ σ α πάει, κ ά η κ ε ! » Κι ο Χάνσελ π ή δησε έ ξ ω α π ' τ ο κ ο τ έ τ σ ι , σαν τ ο π ο υ λ ά κ ι π ο υ του ανοί γ ο υ ν τ η ν π ό ρ τ α τ ο υ κλουβιού. Π ό σ ο χ ά ρ η κ α ν τ α δυο π α ι
διά ! Α π ' τον ενθουσιασμό τους α γ κ α λ ι ά ζ ο ν τ α ν και φιλ ι ο ύ ν τ α ν κ α ι χ ό ρ ε υ α ν . Κ ι ε π ε ι δ ή π ι α τ ί π ο τ α δεν ε ί χ α ν ν α φοβηθούν, μ π ή κ α ν στο σπίτι τ η ς μ ά γ ι σ σ α ς και άνοιξαν τα μπαούλα της με τους θησαυρούς της. Τι χρυσάφια, τι μαργαριτάρια,
τι
πολύτιμα
ακόμα καλύτερα απ έχωσε
5
πετράδια!
« Αυτά
είναι
τα χαλίκια », είπε ο Χάνσελ και
σ τ ι ς τ σ έ π ε ς τ ο υ όσο μ π ο ρ ο ύ σ ε π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α .
Και
η Γκρέτελ είπε : « Κ ά τ ι π ρ έ π ε ι να π ά ω κι ε γ ώ στο σπί-
τι ». Και γέμισε την π ο δ ί τ σ α της με μαργαριτάρια. « Και τ ώ ρ α π ά μ ε να φύγουμε, γ ι α να βρούμε τρόπο να β γ ο ύ μ ε α π ' αυτό το μαγεμένο δάσος », είπε ο Χάνσελ. Ει αφού π ε ρ π ά τ η σ α ν κάμποσες ώρες, έφτασαν σ' ένα μεγάλο π ο τ ά μ ι . " Π ώ ς Οα π ε ρ ά σ ο υ μ ε α π έ ν α ν τ ι ; », α ν α ρ ω τ ή θ η κ ε ο Χάνσελ.
" Δεν
βλέπω
ούτε
γέφυρα
" Ο ύ τ ε κ α μ ι ά β α ρ κ ο ύ λ α βλέπω
ούτε
τίποτα.! »
—
π ο υ θ ε ν ά », π ρ ό σ θ ε σ ε η
Γκρέτελ. " Α λ λ ά εκεί κ ά τ ω κ ο λ υ μ π ά ε ι ένα ά σ π ρ ο π α π ά κι,
κι αν το παρακαλέσουμε,
θα μας βοηθήσει ».
Και
φώναξε :
« Παπί,
καλό
παπάκι,
πάρε
Βόηθα μας να φύγουμε,
μας
από
να πάμε
δω.
στο
καλό ».
Το π α π ά κ ι π ρ ά γ μ α τ ι ήρθε κοντά τους κι ο Χάνσελ ανέβηκε π ρ ώ τ ο ς στη ράχη του.
Ύ σ τ ε ρ α είπε και στην
α δ ε ρ φ ή τ ο υ ν' ανέβει. Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς α ρ ν ή θ η κ ε . " Θα εί μαστε πολύ βαριοί γ ι α το π α π ά κ ι . Κ α λ ύ τ ε ρ α να μας κ ο υ β α λ ή σ ε ι τον έναν μ ε τ ά τον ά λ λ ο ν » . νε. Τ ο κ α λ ό
παπάκι
Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι κι έγι
τούς πέρασε απέναντι και τα π α ι
διά συνέχισαν το δρόμο τους. Και το δάσος τούς φαινόταν ολοένα και π ι ο γ ν ώ ρ ι μ ο ,
ώ σ π ο υ είδαν α π ό
μακριά το
σπίτι του π α τ έ ρ α τους. Τότε άρχισαν να τρέχουν.
Και
τρέχοντας μ π ή κ α ν μέσα κι έπεσαν στην α γ κ α λ ι ά του π α τ έ ρ α τ ο υ ς . Ο δ ύ σ τ υ χ ο ς ο ξ υ λ ο κ ό π ο ς δεν ε ί χ ε δει ά σ π ρ η μέρα α π ό τότε που άφησε τα π α ι δ ι ά του στο δάσος. Αλ λά η κ α κ ι ά μ η τ ρ ι ά είχε πεθάνει.
Η
Γκρέτελ άδειασε τα
μαργαριτάρια α π ' την π ο δ ί τ σ α της κι αυτά κ α τ ρ α κ ύ λ η σαν στο π ά τ ω μ α . Ο Χ ά ν σ ε λ έ β γ α ζ ε χ ο ύ φ τ ε ς χ ο ύ φ τ ε ς τα πολύτιμα πετράδια α π ' τις τσέπες του και τ
άφηνε να
π έ φ τ ο υ ν σαν β ρ ο χ ή . Κ ι α π ό τ ό τ ε τ έ λ ε ι ω σ α ν τ α βάσανα
τ ο υ ς κι έ ζ η σ α ν α υ τ ο ί κ α λ ά χι ε μ ε ί ς κ α λ ύ τ ε ρ α . Κι ε δ ώ τ ε λειώνει το π α ρ α μ υ θ ά κ ι , το μαλλί το κουβαράκι. Κ ό κ κινη κ λ ω σ τ ή δεμένη, στην ανέμη τ υ λ ι γ μ έ ν η .
16.
Τα τρία φύλλα του φιδιού
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ τόσο
φτωχός που
τον μονάκριβο γ ι ο του.
δεν
ή τ α ν ένας ά ν θ ρ ω π ο ς
μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α θρέψει ο ύ τ ε
" Κ α λ έ μου π α τ έ ρ α », του είπε
τ ό τ ε ο γ ι ο ς τ ο υ , « τ α φέρνεις τ ό σ ο δ ύ σ κ ο λ α β ό λ τ α κ ι ε γ ώ σου ε ί μ α ι βάρος. Κ α λ ύ τ ε ρ α ν α φ ύ γ ω κ α ι ν α κ ο ι τ ά ξ ω ν α β γ ά λ ω μόνος μ ο υ τ ο ψ ω μ ί μ ο υ » . Ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ έ δ ω σ ε την ευχή
του και τον
αποχωρίστηκε
λυπημένος.
Τον
κ α ι ρ ό εκείνο ο β α σ ι λ ι ά ς μ ι α ς π α ν ί σ χ υ ρ η ς π ο λ ι τ ε ί α ς έ κ α -
νε πόλεμο
τ ο π α λ ι κ ά ρ ι λ ο ι π ό ν μ π ή κ ε στο
και ξεκίνησε
για τη μάχη.
Κι όταν
στρατό του
έφτασαν
μπροστά
σ τ ο ν ε χ θ ρ ό , η σ ύ γ κ ρ ο υ σ η ή τ α ν τ ρ ο μ ε ρ ή >.ι ο κ ί ν δ υ ν ο ς μεγάλος. Ο ουρανός έβρεχε μολύβι κι οι σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς τού βασιλιά σωριάζονταν νεκροί ολόγυρα του. Τ έ λ ο ς σ κ ο τ ώ θηκε κι ο
στρατηγός τους,
κι οι νικημένοι
πολεμιστές
δείλιασαν κι ήταν έτοιμοι να το βάλουν σ τ α π ό δ ι α . Τ ό τ ε όμως μπήκε μπροστά το παλικάρι, τους έδωσε κουράγιο και φώναξε : « Δεν θ
α φ ή σ ο υ μ ε την π α τ ρ ί δ α μ α ς να χ α
θεί ! » Τ ο ν α κ ο λ ο ύ θ η σ α ν κι οι άλλοι κι έ τ σ ι κ α τ ά φ ε ρ α ν τελικά να νικήσουν. Ό τ α ν τό 'μαθε ο βασιλιάς
π ω ς μο
ν ά χ α σ' αυτόν χ ρ ω σ τ ο ύ σ ε τη νίκη, τον έκανε α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο , π ρ ώ τ ο και καλύτερο στο βασίλειο του, και του χ ά ρισε θ η σ α υ ρ ο ύ ς π ο λ λ ο ύ ς . Ο βασιλιάς είχε μια κόρη π ε ν τ ά μ ο ρ φ η . Η π ε ν τ ά μ ο ρ φη βασιλοπούλα ό μ ω ς είχε μια παραξενιά : είχε δώσει ό ρ κ ο π ω ς δεν θ ά ' π α ι ρ ν ε ά ν τ ρ α τ η ς π α ρ ά μ ό ν ο ν
όποιον
τ η ς ορκιζόταν ότι θα έ μ π α ι ν ε μ α ζ ί τ η ς στον τ ά φ ο , αν τύχαινε π ρ ώ τ η εκείνη να πεθάνει. « Αν μ' α γ α π ά ε ι μέσα α π ' την κ α ρ δ ι ά τ ο υ », έλεγε, " τι τη θέλει τη ζ ω ή τ ο υ , όταν ε γ ώ θά ' χ ω πεθάνει; » Αν πάλι πέθαινε ο άντρας τ η ς π ρ ώ τ ο ς , τότε θα τον ακολουθούσε κι εκείνη ζ ω ν τ α νή στον τ ά φ ο . Α υ τ ή η αλλόκοτη α π α ί τ η σ η π ο υ είχε, τ ρ ό μ α ζ ε ώ ς τ ό τ ε όλους τ ο υ ς υ π ο ψ ή φ ι ο υ ς γ α μ π ρ ο ύ ς . Τ ο π α λικάρι όμως θ α μ π ώ θ η κ ε τόσο α π ' την ομορφιά της
που
δεν ν ο ι ά σ τ η κ ε κ α θ ό λ ο υ γ ι ' α υ τ ή τ η ν π α ρ α ξ ε ν ι ά τ η ς , π α ρ ά ζήτησε αμέσως
το
χέρι της α π ' το βασιλιά.
τι όρκο π ρ έ π ε ι να π ά ρ ε ι ς να σε π α ν τ ρ ε υ τ ε ί ; »,
τον
« Ξέρεις
γ ι α να δεχτεί η θυγατέρα μου ρώτησε ο βασιλιάς.
" Ν α ι »,
αποκρίθηκε το παλικάρι. « Αν πεθάνει π ρ ώ τ η , τότε θα π ρ έ π ε ι ν α κ α τ έ β ω μ α ζ ί τ η ς ζ ω ν τ α ν ό ς στον τ ά φ ο . Α λ λ ά
η α γ ά π η μου είναι τόσο μ ε γ ά λ η
π ο υ δεν υ π ο λ ο γ ί ζ ω κ α
νέναν κίνδυνο ». Σ υ μ φ ώ ν η σ ε τ ό τ ε ο β α σ ι λ ι ά ς κ α ι ο γ ά μ ο ς έγινε
με
μεγαλοπρέπεια.
Έζησαν Ώσπου
καιρό
ξαφνικά
πολύ η
νεαρή
ριά και κανένας γ ι α τ ρ ό ς καλά.
χαρούμενοι
κι
βασίλισσα
δεν
βρισκόταν
ευτυχισμένοι.
αρρώστησε να
την
βα κάνει
Κι όταν π ι α άφησε την τελευταία της πνοή,
νεαρός βασιλιάς θυμήθηκε
με
φρίκη την υπόσχεση
που
τ η ς ε ί χ ε δ ώ σ ε ι . Α λ λ ά δεν υ π ή ρ χ ε τ ρ ό π ο ς ν α ξ ε φ ύ γ ε ι . β α σ ι λ ι ά ς π α τ έ ρ α ς τ η ς είχε βάλει φρουρούς σ' όλες πύλες της πολιτείας : ήταν αδύνατον να ξεφύγει μοίρα του.
ο Ο τις
α π ' τη
Και τη μέρα π ο υ η νεκρή κηδεύτηκε, τον κ α
τέβασαν κι αυτόν στην υπόγεια κ ρ ύ π τ η , όπου βρίσκονταν οι βασιλικοί τάφοι, κλείδωσαν και μαντάλωσαν την π ό ρ τ α κι έφυγαν. Δ ί π λ α στο φέρετρο ή τ α ν τ ο π ο θ ε τ η μ έ ν ο ένα τ ρ α π ε ζ ά κ ι με τέσσερα κεριά, τέσσερα καρβέλια ψωμί και τέσσερα κ α ν ά τ ι α κρασί. Μόλις θα τέλειωναν, τον περίμενε κι αυ τόν ο θάνατος. και
στο
Καθόταν λοιπόν βουτηγμένος στη λύπη
παράπονο, έτρωγε
κάθε
μέρα
μια
μπουκίτσα
ψωμί κι έπινε μια γουλιά κρασί μονάχα. Κι έβλεπε μέσα στο σκοτάδι
το
θάνατο να τον ζυγώνει κάθε σ τ ι γ μ ή και
περισσότερο. Κι έτσι ό π ω ς καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα τ ο υ , είδε σε μ ι α γ ω ν ι ά τ η ς κ ρ ύ π τ η ς ένα φίδι να σέρνεται και να πλησιάζει τη
νεκρή.
Ο νεαρός
βασιλιάς νόμισε
ότι το φίδι π ή γ α ι ν ε να χορτάσει με τη σάρκα τ η ς π ε θ α μένης γυναίκας του. Σ η κ ώ θ η κ ε λοιπόν, τράβηξε το σ π α θ ί τ ο υ κ α ι ε ί π ε : α Ό σ ο ζ ω κ α ι β ρ ί σ κ ο μ α ι , δεν θ α σ ' α φ ή σω να την α γ γ ί ξ ε ι ς ! » Και μ' α υ τ ά τα λόγια έκοψε το φίδι σε τ ρ ί α κ ο μ μ ά τ ι α . Μ ε τ ά α π ό λίγο ένα δεύτερο φίδι πρόβαλε
στη
γωνιά.
Βλέποντας
όμως
το
πρώτο
φίδι
σκοτωμένο και κομματιασμένο, γύρισε π ί σ ω στην τρύπα του και ξανάρθε σε λίγο κουβαλώντας στο στόμα τ ο υ τρία π ρ ά σ ι ν α φύλλα. Π ή ρ ε ύστερα τ α τ ρ ί α κ ο μ μ ά τ ι α τ ο υ νε κρού φιδιού, τα ταίριασε μεταξύ τους και σ κ έ π α σ ε τις τρεις πληγές με τα τρία πράσινα φύλλα. Α μ έ σ ω ς οι π λ η γές
έκλεισαν,
ξανά.
το
σκοτωμένο
φίδι
σάλεψε,
ζωντάνεψε
Κ α ι τ α δυο μ α ζ ί έ τ ρ ε ξ α ν ν α χ ω θ ο ύ ν σ τ η
φωλιά
τους. Τα φύλλα έμειναν π ε σ μ έ ν α στο δ ά π ε δ ο . Τ ο δ ύ σ τ υ χ ο τ ο π α λ ι κ ά ρ ι , π ο υ ε ί χ ε δει τ α π ά ν τ α , α ν α ρωτήθηκε
μήπως η
μαγική
δύναμη
ρούσε ν α γ ι α τ ρ έ ψ ε ι κ ι α ν θ ρ ώ π ο υ ς .
των Τα
έβαλε ένα στο σ τ ό μ α τ η ς νεκρής και τ'
φύλλων
μάζεψε
μπο
λοιπόν,
άλλα δυο στα
μ ά τ ι α τ η ς . Τ η ν ίδια κιόλας σ τ ι γ μ ή τ ο α ί μ α ά ρ χ ι σ ε και πάλι να τρέχει στις φλέβες της, ανέβηκε στο π ρ ό σ ω π ο τ η ς κ α ι ρόδισε ξανά τα μάγουλα τ η ς . Π ή ρ ε α ν ά σ α η β α σίλισσα,
άνοιξε τα μ ά τ ι α τ η ς και
ρώτησε :
" Αχ,
Θεέ
μου, πού βρίσκομαι; » — « Είσαι πλάι μου, α γ α π η μ έ ν η μου γυναίκα », της αποκρίθηκε το παλικάρι και τ η ς διη γ ή θ η κ ε όλα όσα είχαν συμβεί και π ώ ς είχε κ α τ α φ έ ρ ε ι να την
ξαναφέρει
στη
ζωή.
Της
έδωσε
ύστερα
ψωμί και
κρασί κι όταν εκείνη συνήλθε λιγάκι, σ η κ ώ θ η κ ε και π ή γ α ν μ α ζ ί κι οι δυο τ ο υ ς στην π ό ρ τ α . Ε κ ε ί ά ρ χ ι σ α ν να χ τ υ πούν και να φωνάζουν τόσο δυνατά
π ο υ οι φρουροί τούς
άκουσαν και έστειλαν μαντάτο
βασιλιά. Ο βασιλιάς
στο
κ α τ έ β η κ ε ο ίδιος κι άνοιξε τ η ν π ό ρ τ α τ η ς κ ρ ύ π τ η ς . Κ α ι όταν τ ο υ ς είδε κ α ι τ ο υ ς δυο μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ γερούς κ α ι δ υ νατούς, κόντεψε να τρελαθεί α π ' τη χ α ρ ά του, τ ώ ρ α που είχε π ι α περάσει η συμφορά. Ο νεαρός βασιλιάς ό μ ω ς μ ά ζ ε ψε τα τρία φύλλα του
φιδιού και τά ' δ ω σ ε στον υ π η ρ έ τ η
τ ο υ να τα κρύψει, λ έ γ ο ν τ α ς : « Φύλαξε τα σαν τα μ ά τ ι α σου, γ ι α τ ί π ο ι ο ς ξέρει τι έ χ ο υ μ ε α κ ό μ α ν' α ν τ ι μ ε τ ω π ί σ ο υ μ ε ! »
Αλλά η βασιλοπούλα είχε αλλάξει πολύ από την ημέ ρα π ο υ α ν α σ τ ή θ η κ ε : λες κι είχε σβήσει, λες κι είχε χ α θ ε ί όλη η α γ ά π η π ο υ είχε μ έ σ α στην κ α ρ δ ι ά τ η ς γ ι α τον άν τρα της.
Και
μετά από κάμποσο καιρό,
όταν εκείνος
α π ο φ ά σ ι σ ε ν α περάσουν μ α ζ ί τ η θ ά λ α σ σ α γ ι α ν α δούνε τον γ ε ρ ο - π α τ έ ρ α του, η γ υ ν α ί κ α του λησμόνησε την π ί στη και την α γ ά π η του, λησμόνησε ότι την είχε σώσει α π ' το θάνατο, κι οι σκέψεις του κακού άρχισαν να τρι γυρίζουν στο μυαλό τ η ς : η νεαρή βασίλισσα α γ ά π η σ ε τον καπετάνιο του καραβιού.
Και μια μέρα που ο άντρας
της κοιμόταν ξαπλωμένος στο κ α τ ά σ τ ρ ω μ α , φώναξε τον κ α π ε τ ά ν ι ο , έπιασαν τον κοιμισμένο α π ' τους ώ μ ο υ ς κ α ι α π ' τ α π ό δ ι α κ α ι τον έριξαν στο νερό. Κ ι ύ σ τ ε ρ α η β α σιλοπούλα είπε στον κ α π ε τ ά ν ι ο : " Τ ώ ρ α θα γυρίσουμε π ί σ ω και θα π ο ύ μ ε ότι πέθανε στο τ α ξ ί δ ι . Θα σε π α ρ ο υ σ ι ά σ ω στον π α τ έ ρ α μου και θα μ ι λ ή σ ω γ ι α σένα με τ έ τ ο ι α ωραία
λόγια που θα μας δώσει την άδεια να π α ν τ ρ ε υ
τ ο ύ μ ε κ α ι θα σου δ ώ σ ε ι το θρόνο τ ο υ ». Α λ λ ά ο π ι σ τ ό ς υ π η ρ έ τ η ς , π ο υ όλα τ α είχε δει, έλυσε μ ι α β α ρ κ ο ύ λ α α π ό το καράβι, μπήκε μέσα κι άφησε τους προδότες να φύ γ ο υ ν . Μ ε τ ά α π ό λ ί γ ο κ α τ ά φ ε ρ ε ν α βρει τον π ν ι γ μ έ ν ο α φέντη
του
και
τον
μάζεψε
μέσα
στη
βάρκα.
Αμέσως
έ β γ α λ ε τ α τ ρ ί α φ ύ λ λ α τ ο υ φιδιού, α κ ο ύ μ π η σ ε ένα στο σ τ ό μ α κ α ι τ' άλλα δυο σ τ α μ ά τ ι α τ ο υ , κι ο π ν ι γ μ έ ν ο ς ξ α ναγύρισε
στη
ζωή.
Μ έ ρ α κ α ι ν ύ χ τ α τ ρ α β ο ύ σ α ν κ ο υ π ί κι οι δυο τ ο υ ς , μ' όλη τους τη δύναμη. γρήγορα που
Και η
έφτασαν
βαρκούλα
τους
αρμένιζε τόσο
στην πολιτεία του γερο-βασιλιά
πριν α π ' το κ α ρ ά β ι με τους δυο π ρ ο δ ό τ ε ς .
Ο βασιλιάς
α π ό ρ η σ ε π ο υ τ ο υ ς είδε ν α φτάνουν μ ο ν ά χ ο ι κ α ι τ ο υ ς ρ ώ τησε τι είχε συμβεί. Ό τ α ν έμαθε γ ι α τη φριχτή κακία
τ η ς κόρης του, είπε : " Δεν μ π ο ρ ώ να το π ι σ τ έ ψ ω ότι η θυγατέρα μου έκανε τέτοιο π ρ ά γ μ α .
Η
δεν θ
Κ α ι έκρυψε τους
αργήσει να λάμψει στο φ ω ς ».
αλήθεια
όμως
δυο ν α υ α γ ο ύ ς σε μ ι α μ ι κ ρ ή κ ά μ α ρ η κ α ι τ ο υ ς ορμήνεψε να
μη
φανερωθούν σε κανέναν. Μ ε τ ά α π ό λίγο έφτασε
και το μεγάλο καράβι. Κι η κακιά βασιλοπούλα παρου σιάστηκε στον π α τ έ ρ α τ η ς
με τη
θλίψη
ζωγραφισμένη
στο πρόσωπο της. " Γ ι α τ ί γ ύ ρ ι σ ε ς μόνη σου ; Π ο ύ είναι ο ά ν τ ρ α ς σ ο υ ; », τη ρ ώ τ η σ ε ο π α τ έ ρ α ς τ η ς .
« Αχ, πατέρα
μου
καλέ »,
του αποκρίθηκε, « μ ε γ ά λ η συμφορά μάς βρήκε. Ο άντρας μου α ρ ρ ώ σ τ η σ ε στο τ α ξ ί δ ι κ α ι π έ θ α ν ε . Κι αν δεν ή τ α ν αυτός ο γενναίος κ α π ε τ ά ν ι ο ς , να με φροντίσει κ α ι να με βοηθήσει,
θα
είχα
πεθάνει
κι
εγώ
μαζί
του.
Ήταν
μ π ρ ο σ τ ά κ α ι θα σου τα π ε ι κι ο ίδιος ». Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε μίλησε και
είπε :
« Εγώ,
κόρη
μου, θα τον α ν α σ τ ή σ ω
τον πεθαμένο ». Κι ανοίγοντας την π ό ρ τ α τ η ς κ ρ υ ψ ώ ν α ς τους, κάλεσε έ ξ ω τον νεαρό βασιλιά και τον υ π η ρ έ τ η του. Μόλις η
γυναίκα αντίκρισε τον άντρα της,
τα γόνατα
της λύγισαν και πεσμένη στα πόδια τους γύρεψε σ υ γ χ ώ ρεση. Ο γ ε ρ ο - β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς είπε : " Δεν σου αξίζει σ υ γ χώρεση.
Εκείνος πρόθυμα
σ'
ακολούθησε
στον
τάφο
όταν π έ θ α ν ε ς κ α ι σου ξ α ν ά δ ω σ ε τ η ζ ω ή . Ε σ ύ ό μ ω ς τον σ κ ό τ ω σ ε ς στον ύπνο τ ο υ . Τ ώ ρ α θ α τ ι μ ω ρ η θ ε ί ς , ό π ω ς σου αξίζει ». Κ α ι την έριξαν μ α ζ ί με τον κ α π ε τ ά ν ι ο σ' ένα β α ρ κ ά κ ι μισοβουλιαγμένο, τους έσυραν στ
ανοιχτό π έ
λαγος και τους άφησαν να χαθούν μέσα στα κύματα.
17.
Το
άσπρο φίδι
M
IA ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ,
ήταν
ξακουστή
πριν από πολλά πολ
λά χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς, π ο υ η σοφία του σ'
ολόκληρη τη χ ώ ρ α .
λες κι ο άνεμος του ψιθύριζε στ
Ό λ α τα ήξερε,
αυτί α κ ό μ α και τα πιο
κ ρ υ φ ά μ υ σ τ ι κ ά . Ε ί χ ε ό μ ω ς ένα π α ρ ά ξ ε ν ο συνήθειο. Κ ά θ ε μεσημέρι, όταν τέλειωνε το φ α γ η τ ό του κι έμενε μόνος, ο π ι σ τ ό ς του υπηρέτης τού 'φερνε π ά ν τ α μια ξ ε χ ω ρ ι σ τ ή σουπιέρα. κι ούτε
Αλλά η
σουπιέρα
ήταν
ο υπηρέτης ούτε κανένας
τι είχε μέσα.
πάντα
άλλος
σκεπασμένη,
άνθρωπος ήξερε
Γ ι α τ ί ο β α σ ι λ ι ά ς δεν τ η ν ά ν ο ι γ ε κ α ι δεν
έ τ ρ ω γ ε το περιεχόμενο τ η ς π α ρ ά όταν έμενε ολομόναχος. Έ τ σ ι πέρασε πολύς καιρός. Μια μέρα όμως ο υ π η ρ έ τ η ς δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α κ ρ α τ η θ ε ί κ ι α ν τ ί ν α π ά ε ι τ η σ ο υ πιέρα στο βασιλιά, την π ή γ ε στο δ ω μ ά τ ι ο του. Έ κ λ ε ι σ ε και κ λ ε ί δ ω σ ε την πόρτα του, σήκωσε το σκέπασμα και τι να δει; Μ έ σ α ή τ α ν κουλουριασμένο ένα ά σ π ρ ο φίδι. Ό τ α ν τ ο ε ί δ ε , δεν ά ν τ ε ξ ε σ τ ο ν π ε ι ρ α σ μ ό κ α ι κ ό β ο ν τ α ς έ ν α μ ι κ ρ ό κ ο μ μ α τ ά κ ι τ ό ' β α λ ε σ τ ο σ τ ό μ α τ ο υ . Α λ λ ά δεν πρόλαβε καλά καλά να το κι άκουσε έξω απ
αγγίξει
το ανοιχτό
με
τη
γλώσσα του,
παράθυρο τ ο υ λ ε π τ έ ς
φω-
νούλες να ψιθυρίζουν α λ λ ό κ ο τ α . Π λ η σ ί α σ ε και τ έ ν τ ω σ ε τ ' α υ τ ι ά του και κ α τ ά λ α β ε ότι ή τ α ν τ α σ π ο υ ρ γ ί τ ι α , π ο υ μ ι λ ο ύ σ α ν μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς κι έ λ ε γ α ν ένα σ ω ρ ό ιστορίες, τι εί χ α ν δει κ α ι τ ι ε ί χ α ν α κ ο ύ σ ε ι σ τ ο δ ά σ ο ς κ α ι σ τ ο υ ς α γ ρ ο ύ ς . Το κρέας του φιδιού τού είχε δώσει το χ ά ρ ι σ μ α να κ α τ α λαβαίνει τη λαλιά τ ω ν πουλιών και των ζ ώ ω ν . Έ τ υ χ ε ό μ ω ς και τη μέρα εκείνη η βασίλισσα έχασε
το καλύτερο της δαχτυλίδι.
Κι οι υποψίες έ π ε σ χ ν στον
πιστό υπηρέτη, που είχε τ η ν άδεια να τριγύριζε,
σ ' όλο
το π α λ ά τ ι . Ο βασιλιάς π ρ ό σ τ α ξ ε να τον φέρουν μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ κ α ι μ ε σ κ λ η ρ ά λ ό γ ι α τ ο υ ε ί π ε π ω ς α ν δεν έ β ρ ι σ κ ε τον κλέφτη μέχρι την άλλη μέρα το π ρ ω ί , θα τον θ ε ω ρούσε φ τ α ί χ τ η κ α ι θα τον π ε ρ ν ο ύ σ ε α π ό δ ί κ η . 0 μοίρης
έκλαιγε
και
φώναζε π ω ς ήταν
αθώος.
κακο Αδικος
κ ό π ο ς . Ο β α σ ι λ ι ά ς δεν ά λ λ α ξ ε γ ν ώ μ η . Μ έ σ α σ τ η ν α γ ω νία του και στο φόβο τ ο υ ο δ ύ σ τ υ χ ο ς υ π η ρ έ τ η ς π ή γ α ι ν ε κι ε ρ χ ό τ α ν στην αυλή κ α ι σ κ ε φ τ ό τ α ν τι να κάνει γ ι α να γ λ ι τ ώ σ ε ι . Σ τ ο π ο τ α μ ά κ ι π ο υ κυλούσε εκεί δ ί π λ α
τ α νε
ρά του, κολυμπούσαν ή σ υ χ α οι πάπιες, καθάριζαν με τα ράμφη τους τα πούπουλα τους και ψιλοκουβέντιαζαν. Ο υπηρέτης κοντοστάθηκε και έστησε
αυτί.
Έ λ ε γ α ν πού
κ α ι π ο ύ ε ί χ α ν π ά ε ι τ ο π ρ ω ί , τ ι ε ί χ α ν δει, τ ι ν ο σ τ ι μ ι έ ς ε ί χ α ν βρει γ ι α φ α γ η τ ό . Κ α ι μ ι α π ά π ι α ε ί π ε σ τ ε ν ο χ ω ρ η μένη
στις υπόλοιπες :
« Έ χ ω ένα βάρος στο σ τ ο μ ά χ ι .
Εκεί, κ ά τ ω α π ' το παράθυρο της βασίλισσας, βρήκα ένα δαχτυλίδι.
Και
μέσα
στη
βιασύνη
μου
το
κατάπια ".
Σ τ ι γ μ ή δεν έ χ α σ ε ο υ π η ρ έ τ η ς : τ η ν ά ρ π α ξ ε α π ' τ ο λ α ι μό, μ ι α κ α ι δυο τ η ν π ή γ ε μάγειρα : " Τούτη η πρέπει
για
να τη
στο
μαγειρείο κ α ι ε ί π ε σ τ ο
π ά π ι α είναι κ α λ ο θ ρ ε μ μ έ ν η . Ό , τ ι
σ φ ά ξ ε ι ς ». — " Δ ί κ ι ο
έ χ ε ι ς »,
μάγειρας ζυγιάζοντας την π ά π ι α
στο
κ α ν ε ό,τι μ π ο ρ ο ύ σ ε
κι ήρθε η
για
να τη
γ ι α να παχύνει
σερβίρουμε
ψητή
στο
χέρι του.
βασιλικό
είπε ο " Έ
ώρα της τραπέζι ».
Και της έκοψε το λαιμό και την κ ο μ μ ά τ ι α σ ε και βρήκε μέσα στην κοιλιά της το δαχτυλίδι τ η ς βασίλισσας.
Ο
υ π η ρ έ τ η ς μπόρεσε έτσι ν' αποδείξει π ω ς ήταν αθώος. Κ α ι ο βασιλιάς, για να επανορθώσει το άδικο, τού 'δωσε χ ά ρη και τού 'ταξε το ανώτερο α ξ ί ω μ α στο π α λ ά τ ι του.
Ο υπηρέτης όμως αρνήθηκε και τα δώρα και τ' α ξ ι ώ μ α τ α . Τ ο μόνο π ο υ ζ ή τ η σ ε ή τ α ν ένα ά λ ο γ ο κ α ι λ ί γ α χ ρ ή μ α τ α , γ ι α να φύγει και να γυρίσει τον κόσμο. Ο βασιλιάς του έδωσε πρόθυμα αυτά που
είχε ζητήσει
κι εκείνος
τότε ξεκίνησε το ταξίδι του. Μ ι α μέρα, εκεί π ο υ π ρ ο χ ω ρούσε, έ φ τ α σ ε στην ό χ θ η μ ι α ς μ ι κ ρ ή ς λιμνούλας. Κι είδε τρία ψαράκια, που είχαν πιαστεί στις καλαμιές και π ά λευαν να γυρίσουν στο νερό. Κ α ι μ π ο ρ ε ί όλος ο κ ό σ μ ο ς ν α π ι σ τ ε ύ ε ι ό τ ι τ α ψ ά ρ ι α μ ι λ ι ά δεν έ χ ο υ ν , ε κ ε ί ν α ό μ ω ς μιλούσαν κι έκλαιγαν, που θα π ή γ α ι ν α ν έτσι άδικα χ α μένα και θά 'βρισκαν άθλιο θάνατο. Ο υ π η ρ έ τ η ς τ' ά κ ο υ σε και τα κ α τ ά λ α β ε . Κι επειδή είχε καλή και πονετική καρδιά, ξεπέζεψε, ελευθέρωσε τα ψάρια α π ' τις καλα μιές και τά 'ριξε π ί σ ω
στο νερό.
Εκείνα σπαρτάρισαν
α π ' τη χ α ρ ά τους, έβγαλαν τα κεφαλάκια τους έξω από τα νερά και του φ ώ ν α ξ α ν : " Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το καλό που μας έκανες θα σ' το ξεπληρώσουμε ». Ο υ π η ρέτης συνέχισε το δρόμο του και μ ε τ ά α π ό λίγο του φ ά νηκε π ω ς άκουσε χ α μ η λ ά κ ά τ ω α π ' τ α πόδια του μια ψιλή φωνούλα. Σ τ ά θ η κ ε κ ι α φ ο υ γ κ ρ ά σ τ η κ ε και π ρ ά γ μ α τ ι ήταν ένας βασιλιάς μ έ ρ μ η γ κ α ς , π ο υ θρηνούσε : " Μ α κάρι να κρατούσαν οι άνθρωποι μακριά μας αυτά τ' αδέ ξια και μεγάλα ζ ώ α
! Αυτό το ανόητο άλογο θα τσαλα
π α τ ή σ ε ι το λαό μου με τα βαριά του π έ τ α λ α ! » Ο υ π η ρέτης τράβηξε τα χαλινάρια κι άλλαξε δρόμο κι άκουσε π ί σ ω του το βασιλιά των μυρμηγκιών να του
φωνάζει :
" Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το καλό που μας έκανες θα σ' το ξεπληρώσουμε ».
Δρόμο
πήρε,
δρόμο
άφησε,
έφτασε
σ' ένα δ ά σ ο ς κι είδε εκεί έναν κ ό ρ α κ α με τη γ υ ν α ί κ α τ ο υ , που στέκονταν π ά ν ω α π ' τη φωλιά τους και πετούσαν έξω τα μικρά τους :
« Έ ξ ω από δω, χαραμοφάικα »,
φώναζαν
θυμωμένοι.
« Μεγαλώσατε
πια.
Εμείς
δεν
μπορούμε να σας τ α ΐ ζ ο υ μ ε άλλο. Να π ά τ ε να βρείτε μο νάχα σας να χορτάσετε ». Τα καημένα τα πουλάκια φτε ροκοπούσαν στο χ ώ μ α κ α ι τιτίβιζαν τ ρ ο μ α γ μ έ ν α : « Τι θ α κ ά ν ο υ μ ε τ α κ α κ ό μ ο ι ρ α ; Ε μ ε ί ς δεν ξ έ ρ ο υ μ ε α κ ό μ α ν α π ε τ ά μ ε ! Θ α π ε θ ά ν ο υ μ ε α π ' τ η ν π ε ί ν α , αφού κ α ν έ ν α ς δεν μας φροντίζει! » Ξ ε π έ ζ ε ψ ε τότε το καλόκαρδο παλικάρι, σ κ ό τ ω σ ε μ ε τ ο σ π α θ ί τ ο υ τ ο άλογο τ ο υ κ α ι τ ά φ η σ ε π λ ά ι στα κορακάκια, να το τρώνε, ώσπου να μπορέσουν να π ε τάξουν. Εκείνα ζύγωσαν, τσίμπησαν ώσπου να χορτάσουν κι ύστερα του φ ώ ν α ξ α ν : « Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το κ α λό που μας έκανες θα σ' το ξεπληρώσουμε ». Το παλικάρι προχώρησε με τα πόδια. Κι αφού περ πάτησε πολύ, έφτασε σε μια μεγάλη πολιτεία.
Κόσμος
πολύς ή τ α ν μαζεμένος στους δρόμους. Κι ένας ντελάλης, καβάλα
στ
άλογο
του,
διαλαλούσε
δεξιά κι
αριστερά
π ω ς η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α έ ψ α χ ν ε ν α βρει ά ν τ ρ α . Ό π ο ι ο ς ό μ ω ς ήθελε να την πάρει γ υ ν α ί κ α του, έπρεπε να περάσει μια δύσκολη δ ο κ ι μ α σ ί α , κ ι α ν δεν τ α κ α τ ά φ ε ρ ν ε , θ ά ' χ α ν ε τ ο κεφάλι του. τυχία.
Πολλοί είχαν κιόλας δοκιμάσει, χωρίς επι
Το παλικάρι θ α μ π ώ θ η κ ε όταν
είδε
την πεντά
μορφη βασιλοπούλα. Κ α ι ξ ε χ ν ώ ν τ α ς τους κινδύνους π α ρουσιάστηκε στο βασιλιά και ζήτησε το χέρι της. Αμέσως
τον
οδήγησαν
στην
ακροθαλασσιά
κι
έρι
ξαν μέσα σ τ α νερά ένα χρυσό δ α χ τ υ λ ι δ ά κ ι . Ο βασιλιάς τον π ρ ό σ τ α ξ ε να βουτήξει σ τ α νερά και
να τ ο υ το φέρει
π ί σ ω . « Αν τολμήσεις να γυρίσεις δ ί χ ω ς αυτό, οι φρου ροί μ ο υ θ α σ ε σ π ρ ώ ξ ο υ ν ξ α ν ά π ί σ ω σ τ α κ ύ μ α τ α , ν α π ν ι γ ε ί ς ! », π ρ ό σ θ ε σ ε ο β α σ ι λ ι ά ς . Ό λ ο ι λ υ π ή θ η κ α ν τ φο παλικάρι. Κι ύστερα έφυγαν και τ
όμορ
άφησαν μονάχο
του στην ακροθαλασσιά. Εκείνος κάθισε στην αμμουδιά
και σκεφτόταν τι να κάνει.
Ξ ά φ ν ο υ είδε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ
τ ρ ί α ψ α ρ ά κ ι α ν α π λ η σ ι ά ζ ο υ ν κ ο λ υ μ π ώ ν τ α ς . Κ ι ά λ λ α δεν ήταν απ
τα τρία ψαράκια που τους
είχε σώσει τη ζ ω ή .
Το μεσιανό κ ρ α τ ο ύ σ ε στο σ τ ό μ α του ένα κ ο χ υ λ ά κ ι
ήρθε
και τ' άφησε σ τ α π ό δ ι α του π α λ ι κ α ρ ι ο ύ . Κι όταν εκείνος το σ ή κ ω σ ε κ α ι τ ' άνοιξε, είδε μέσα τ ο χ ρ υ σ ό δ α χ τ υ λ ι δ ά κ ι . Γ ε μ ά τ ο ς χ α ρ ά τ ρ έ χ ε ι στο β α σ ι λ ι ά κ α ι τ ο υ τ ο δίνει, περιμένοντας
να πάρει
την
ανταμοιβή
του.
Αλλά του
βασιλιά η θυγατέρα, μαθαίνοντας π ω ς ο υποψήφιος γ α μ π ρ ό ς δεν ή τ α ν α π ό ε υ γ ε ν ι κ ή γ ε ν ι ά σ α ν κ α ι τ η ν ί δ ι α , α ρ νήθηκε. Κ α ι ζήτησε να τον περάσουν κι α π ό δεύτερη δο κιμασία.
Κατέβηκε η
ίδια στον κ ή π ο κι
άδειασε
στο
χορτάρι δέκα σακιά κεχρί. « Ως αύριο το π ρ ω ί , π ρ ο τ ο ύ να βγει ο ήλιος, πρέπει να τά
χει μαζέψει όλα. Να μη
λείπει ούτε ένα σ π υ ρ ί ! » Ε ί π ε κι έ φ υ γ ε . Το π α λ ι κ ά ρ ι κ ά θισε στον κ ή π ο και σ κ ε φ τ ό τ α ν τι να κάνει, αλλά λύση δεν έ β ρ ι σ κ ε κ α ι π ε ρ ί μ ε ν ε λ υ π η μ έ ν ο τ η ν α υ γ ή κ α ι τ ο θ ά νατο. Μόλις ό μ ω ς χάραξεν η μέρα κι έπεσαν στον κ ή π ο οι πρώτες ηλιαχτίδες,
είδε τ ο κ ε χ ρ ί
μαζεμένο
και τα
δ έ κ α σ α κ ι ά γ ε μ ά τ α . Κ α ι δεν έ λ ε ι π ε ο ύ τ ε σ π υ ρ ί . Ο β α σ ι λιάς μ έ ρ μ η γ κ α ς με τις στρατιές τ ω ν υ π η κ ό ω ν του
είχαν
έρθει τ η ν ύ χ τ α κ α ι ε ί χ α ν μ α ζ έ ψ ε ι τ ο κ ε χ ρ ί σ π υ ρ ί σπυρί, γ ι α να του δείξουν την ευγνωμοσύνη τους. Η
θυγατέρα του
α π ό ρ η σ ε όταν είδε
βασιλιά κ α τ έ β η κ ε στον κ ή π ο κ α ι
τα δέκα γεμάτα σακιά και το κεχρί
μαζεμένο ώς το τελευταίο
σπυρί. Αλλά
η
περηφάνια
τ η ς δεν λ ύ γ ι σ ε κ α ι ε ί π ε : " Τι κι αν π έ ρ α σ ε τ ι ς δυο δ ο κ ι μ α σ ί ε ς ; Ε γ ώ ά ν τ ρ α μ ο υ δεν τ ο ν π α ί ρ ν ω , π α ρ ε κ τ ό ς κ α ι μου φέρει ένα μήλο α π ' τ ο Δέντρο
της
Ζ ω ή ς ». Το π α
λ ι κ ά ρ ι δεν ή ξ ε ρ ε π ο ύ ή τ α ν τ ο Δ έ ν τ ρ ο τ η ς Ζ ω ή ς . Ξ ε κ ί νησε λοιπόν κι άρχισε να ψάχνει κι είχε π ά ρ ε ι α π ό φ α σ η
ν α συνεχίσει όσο τον β α σ τ ο ύ σ α ν τ α π ό δ ι α τ ο υ . Α λ λ ά ελ π ί δ α δεν ε ί χ ε κ α μ ι ά . Κ ι έ τ σ ι π ρ ο χ ω ρ ώ ν τ α ς π έ ρ α σ ε τ ρ ί α βασίλεια. Έ ν α βράδυ, λ ο ι π ό ν , έ φ τ α σ ε σ ' ένα δ ά σ ο ς κ α ι κ ά θ ι σ ε κ ά τ ω α π ό ένα δ έ ν τ ρ ο ν α ξ ε κ ο υ ρ α σ τ ε ί κ α ι ν α κοι μηθεί. Ξάφνου κάτι έτριξε π ά ν ω απ
το κεφάλι του, στα
κλαδιά του δέντρου, κι ένα χρυσό μήλο έπεσε μ έ σ α
στα
χ έ ρ ι α τ ο υ . Κ α ι την ίδια σ τ ι γ μ ή τ ρ ί α κ ο ρ ά κ ι α π έ τ α ξ α ν και ήρθαν κοντά του και κάθισαν στα γόνατα του. c Ε ί μ α σ τ ε τα τρία μικρά κοράκια π ο υ έσωσες α π ό βέβαιο θ ά ν α τ ο », του είπαν. " Τ ώ ρ α π ο υ μ ε γ α λ ώ σ α μ ε , ακούσαμε ότι ψά χνεις γ ι α τ ο Δέντρο τ η ς Ζ ω ή ς , ν α βρεις τ ο χ ρ υ σ ό μήλο. Π ε τ ά ξ α μ ε λοιπόν π ά ν ω α π ' τ η θάλασσα, ώ ς τ α π έ ρ α τ α τ ο υ κ ό σ μ ο υ , κ α ι σου φ έ ρ α μ ε τ ο μ ή λ ο » . Ό λ ο χ α ρ ά τ ο παλικάρι πήρε
το
δρόμο
πεντάμορφη βασιλοπούλα
του
γυρισμού
κι
το χρυσό μήλο.
έφερε
στην
Κι άλλη δι
κ α ι ο λ ο γ ί α π ι α δεν τ η ς έ μ ε ι ν ε κ ι α π ο φ ά σ ι σ ε ν α τ ο ν π α ν τρευτεί.
Έ κ ο ψ α ν λοιπόν στη
μέση το Μήλο της Ζ ω ή ς
και το έφαγαν μαζί : η καρδιά της τότε πλημμύρισε α π ό α γ ά π η γι5 αυτόν. Κι έζησαν ευτυχισμένοι ώς τα βαθιά τους
γεράματα.
18.
Το άχυρο, το κάρβουνο και το φασόλι
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζ ο ύ σ ε σ' έ ν α χ ω ρ ι ό μ ι α φ τ ω χ ή γριούλα, π ο υ είχε μαζέψει μια μερίδα φ α
σόλια κι ε τ ο ι μ α ζ ό τ α ν να τα μαγειρέψει.
Ά ν α ψ ε λοιπόν
φωτιά, και για να φουντώσουν οι φλόγες πιο γρήγορα,
έριξε μ ι α χ ο ύ φ τ α ά χ υ ρ ο . Ό τ α ν έβαλε τ α φασόλια στο τσουκάλι, ένα ξ έ φ υ γ ε κ ι έπεσε κ α τ ά χ α μ α . Κ α ι κ α τ ρ α κ υ λ ώ ν τ α ς έ φ τ α σ ε κ ο ν τ ά σ' ένα άχυρο, π ο υ είχε ξεφύγει απ
τ
άλλα κι είχε χωθεί παράμερα. Μ ε τ ά από λίγο π ή
δησε κι ένα αναμμένο κάρβουνο α π ' τη φ ω τ ι ά κι ήρθε και προσγειώθηκε κοντά στ
άλλα δυο. Το άχυρο έκανε
την αρχή και μίλησε και είπε : " Πούθε έρχεστε, καλοί μου φίλοι; » Το κάρβουνο α π ά ν τ η σ ε : « Ε γ ώ , γ ι α καλή μ ο υ τ ύ χ η , ξ έ φ υ γ α α π ' τ η φ ω τ ι ά . Κ ι α ν δεν π η δ ο ύ σ α μ α κριά της μ
όλη μου τη δ ύ ν α μ η , τ ώ ρ α θά ' χ α π ε θ ά ν ε ι :
θά ' χ α καεί και θά ' χ α γίνει σ τ ά χ τ η ». Και το φασόλι είπε : « Κι ε γ ώ μετά βίας κατάφερα να σ ώ σ ω τη ζ ω ή μου. Γ ι α τ ί αν η γ ρ ι ά μ
έριχνε και μένα
στο τσουκάλι,
τ ώ ρ α θά ' χ α γίνει σ ο ύ π α σαν τους συντρόφους μου ». — " Μ ή π ω ς νομίζετε ότι εμένα με περίμενε καλύτερη τ ύ χη ; », ρ ώ τ η σ ε το ά χ υ ρ ο . « Η γ ρ ι ά έριξε στη φ ω τ ι ά όλα μου τ
αδέρφια, να γίνουν φλόγες και κ α π ν ό ς . Ε ξ ή ν τ α
έπιασε μονομιάς και τα' στειλε στο θάνατο. Ε γ ώ ε υ τ υ χ ώ ς ξ ε γ λ ί σ τ ρ η σ α α ν ά μ ε σ α α π ' τα δάχτυλα τ η ς ». — « Τ ώ ρ α όμως τι να κάνουμε; », αναρωτήθηκε το κ ά ρ β ο υ ν ο . — " Ε γ ώ λ έ ω », α π ά ν τ η σ ε το φασόλι,
« να γίνουμε φίλοι.
Κι αφού σταθήκαμε κι οι τρεις μας τόσο τυχεροί και γλιτώσαμε απ
το θάνατο, να μείνουμε μαζί και να φύ
γ ο υ μ ε γ ι α τ ι ς ξένες χ ώ ρ ε ς , μ η μ α ς βρει ε δ ώ π έ ρ α κ α ι κ α μιά καινούργια συμφορά ». Η π ρ ό τ α σ η άρεσε και στους άλλους δυο και ξεκίνη σ α ν όλοι μ α ζ ί γ ι α τ α ξ έ ν α . Σ τ ο δ ρ ό μ ο ό μ ω ς π ο υ π ή γ α ι ν α ν , έ φ τ α σ α ν σ' ένα π ο τ α μ ά κ ι . Κι ούτε γ έ φ υ ρ α ούτε γ ε φ υ ρ ά κ ι δεν υ π ή ρ χ ε γ ι α ν α π ε ρ ά σ ο υ ν α π έ ν α ν τ ι . Τ ο ά χ υ ρ ο όμως σκέφτηκε και είπε :
" Θα σταθώ ε γ ώ π ά ν ω από
τ ο νερό, κ ι εσείς θ α π α τ ή σ ε τ ε και θ α π ε ρ ά σ ε τ ε α π ό π ά -
νω μου, σαν νά 'μουν γ έ φ υ ρ α ». Έ τ σ ι κι έγινε
Και το
κάρβουνο, π ο υ ήταν όλο ενθουσιασμό και κέφι. π ρ ο χ ώ ρησε π ρ ώ τ ο π ά ν ω στο γ ε φ ύ ρ ι . Ό τ α ν ό μ ω ς έφθασε σ τ α μισά, κι άκουσε από κ ά τ ω τα νερά να τρέχουν, άρχισε να φ ο β ά τ α ι : σ τ ά θ η κ ε και δεν π ή γ α ι ν ε ούτε μ π ρ ο ς ο ύ τ ε π ί σ ω . Έ τ σ ι ό μ ω ς π ή ρ ε φ ω τ ι ά τ ο άχυρο, κ ό π η κ ε σ τ α δύο κι έπεσε στο νερό. Α π ό π ί σ ω έπεσε και το κάρβουνο, π ο υ τσιτσίριξε κι έσβησε στη σ τ ι γ μ ή . Το φασόλι τ ώ ρ α , π ο υ δεν ε ί χ ε τ ο λ μ ή σ ε ι να π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ι , π ρ ο τ ο ύ να δει τι θα γινόταν,
έβαλε
τα γέλια
και γελούσε
τόσο
πολύ
που
έ σ κ α σ ε . Κ α ι θ α π ή γ α ι ν ε κ ι α υ τ ό χ α μ έ ν ο , α ν δεν τ ό ' β λ ε πε ένας
ραφτάκος περαστικός,
που
είχε σταθεί κοντά
στο π ο τ α μ ά κ ι γ ι α να ξεκουραστεί. Κι επειδή ειχε καλή καρδιά,
έ β γ α λ ε το βελόνι κ α ι την κ λ ω σ τ ή του
και τό
'ραψε. Το φασόλι τον ευχαρίστηκε θερμά. Ο ραφτάκος όμως τό 'χε μαντάρει με μαύρη κλωστή, κι από τότε ό λα τα φασόλια έχουν μια μαύρη
ραφούλα στο πλάι τους.
19.
Ο ψαράς κι η γυναίκα του
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας ψαράς, π ο υ
ζούσε
σ' ένα κ α λ υ β ά κ ι κοντά
με τη γυναίκα του
στη θάλασσα. Κάθε μέρα ο ψαράς πήγαινε στην ακρο γ ι α λ ι ά και ψάρευε : ψάρευε και ψάρευε με τις ώρες. Έ τ σ ι κ α θ ό τ α ν μ ι α μέρα π ά λ ι και ψάρευε, κ ο ι τ ά ζ ο ν τ α ς ώρες α τ ε λ ε ί ω τ ε ς τα διάφανα νερά, και έριχνε την π ε τ ο ν ι ά τ ο υ όσο π ι ο β α θ ι ά μ π ο ρ ο ύ σ ε . Κ α ι ξάφνου ένιωσε
ένα τ σ ί μ π η μ α
στ
αγκίστρι του. Τραβάει
Ε ί χ ε πιάσει ένα μεγάλο ψάρι.
και τι να δει;
Κ α ι το ψάρι τού μίλησε
και τ ο υ είπε : « Ά κ ο υ , ψαρά, σε π α ρ α κ α λ ώ , χάρισε μου τ η ζ ω ή . Δεν είμαι ψάρι αληθινό, αλλά ένας μ α γ ε μ έ ν ο ς π ρ ί γ κ ι π α ς . Τι θα κερδίσεις μου
δεν
είναι καθόλου ν ό σ τ ι μ ο . Ρ ί ξ ε με π ά λ ι
κι άσε με να φ ύ γ ω ». ο
αν με σκοτώσεις; Το κρέας
— « Μ π α ! »,
ψ α ρ ά ς , " δεν χ ρ ε ι ά ζ ο ν τ α ι
σ τ ο νερό
έκανε απορημένος
τόσο πολλά
λόγια
γ ι α να
σ ' α φ ή σ ω . Δεν έ χ ω κ α μ ι ά όρεξη ν α φ ά ω ένα ψάρι π ο υ ξέρει να μ ι λ ά ε ι ». Κι έριξε έ τ σ ι το ψάρι ξ α ν ά σ τ ο νερό κ α ι το ψάρι χ ά θ η κ ε σ τ α β α θ ι ά α φ ή ν ο ν τ α ς π ί σ ω του μ ι α λ ε π τ ή γ ρ α μ μ ή από αίμα. Ο ψαράς σηκώθηκε τότε και γύρισε στο
καλύβι του. " Λ ο ι π ό ν ; », τον ρ ώ τ η σ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Δ ε ν έ π ι α
σες τ ί π ο τ α σ ή μ ε ρ α ; » — « Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ψ α ρ ά ς . « Έ π ι α σ α δηλαδή και
μου
είπε
πως
ένα
μεγάλο
είναι
ένας
ψάρι,
αλλά
μαγεμένος
μου
μίλησε
πρίγκιπας.
Κι έτσι τό 'ριξα π ά λ ι σ τ α νερά και τ' ά φ η σ α να φύγει ». — " Κ α ι δεν τ ο υ ζ ή τ η σ ε ς τ ί π ο τ α ; Δ ε ν έ κ α ν ε ς κ α μ ι ά ε υ χ ή ; », ρ ώ τ η σ ε η γ υ ν α ί κ α .
" Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ψα
ρ ά ς . " Τι έ π ρ ε π ε να ε υ χ η θ ώ ; » — « Αχ », α ν α σ τ έ ν α ξ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Δεν είναι κ ρ ί μ α να ζ ο ύ μ ε ε δ ώ μ έ σ α , σε μ ι α στενάχωρη
και
σκοτεινή
βρομοκαλύβα;
Θα
μπορούσες
να ζητήσεις ένα ωραίο, καθαρό σ π ι τ ά κ ι . Ά ν τ ε π ί σ ω να το φωνάξεις και να του το ζητήσεις ! Π ε ς του π ω ς θέλου μ ε ένα όμορφο σ π ι τ ά κ ι . Θ α σου κάνει σ ί γ ο υ ρ α α υ τ ή τ η χ ά ρ η ! " — " Μα . . . δεν έ χ ω κ α μ ι ά ό ρ ε ξ η να τ ρ έ χ ω π ά λ ι ε κ ε ί κ ά τ ω ! », δ ι α μ α ρ τ υ ρ ή θ η κ ε ο ψ α ρ ά ς . — « Μ η ν ε ί σ α ι κ ο υ τ ό ς ! », τον έ σ π ρ ω ξ ε η γ υ ν α ί κ α του. « Ε σ ύ τό ' π ι α σες κ α ι τ
άφησες πάλι να φ ύ γ ε ι ! Σ ο υ χρωστάει χάρη.
Θα
ό,τι
κάνει
του
ζητήσεις. Ά ν τ ε
να
το
βρεις ». Ο
ψ α ρ ά ς δεν ή θ ε λ ε ν α θ υ μ ώ σ ε ι γι
κι ά λ λ ο η
γυναίκα του,
αυτό σ η κ ώ θ η κ ε και κ α τ έ β η κ ε πάλι στην ακροθαλασσιά. Ό τ α ν έ φ τ α σ ε στην ά κ ρ η του γ ι α λ ο ύ , τ α νερά είχαν
π ρ α σ ι ν ί σ ε ι κ ι ά φ ρ ι ζ α ν κ α ι δεν ή τ α ν π ι α δ ι ά φ α ν α , ό π ω ς την ώ ρ α π ο υ ψάρευε. Σ τ ά θ η κ ε λ ο ι π ό ν εκεί π ο υ έ σ π α γ ε το κ ύ μ α και φώναξε :
«Έβγα ψάρι
έξω, μου,
πρίγκιπα καλό
μου
μου, ψάρι!
Κι η γνναίκα
μου
με
στέλνει
για
ζητήσω
χάρη! »
να
σου
Το ψάρι τον άκουσε κι α μ έ σ ω ς ήρθε κ ο λ υ μ π ώ ν τ α ς : « Τι χ ά ρ η
ζητάει η
γ υ ν α ί κ α σ ο υ ; »,
ρώτησε.
" Αχ »,
αποκρίθηκε ο ψαράς,
« λέει π ω ς αφού σ' έ π ι α σ α , έ π ρ ε π ε
ν α σου ζ η τ ή σ ω κ ά τ ι
πριν
καλυβάκι
σ' α φ ή σ ω . Δεν τ η ς αρέσει το
π ο υ μ έ ν ο υ μ ε κ α ι θέλει
ένα μικρό σπιτάκι ».
— " Γ ύ ρ ν α σ π ί τ ι σ ο υ », α π ά ν τ η σ ε το ψ ά ρ ι . « Η ε π ι θ υ μία
της
εκπληρώθηκε ».
Κ ι έ τ σ ι γ ύ ρ ι σ ε ο ψ α ρ ά ς σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ κ α ι δεν β ρ ή κ ε π ι α την π α λ ι ά τους καλυβούλα, αλλά ένα όμορφο μικρό σπιτάκι
και
τη
γυναίκα
του
καθισμένη
στον
πάγκο,
μ π ρ ο σ τ ά στην π ό ρ τ α . Κι η γ υ ν α ί κ α του τον πήρε α π 5 το χέρι και τον έ μ π α σ ε μέσα και του είπε :
" Βλέπεις τι
ωραία που είμαστε τ ώ ρ α ; » Και διάβηκαν το κατώφλι και μ π ή κ α ν στη σάλα κι ύστερα στην κρεβατοκάμαρη, π ο υ είχε ένα κρεβάτι γ ι α τον καθένα τους. Κ α ι είχε και ένα κελάρι, και κουζίνα, γ ε μ ά τ η κατσαρολικά
και
πιάτα
χάλκινα. Και πίσω απ
κι
απ
μ' όλα,
όλα τα κ α λ ά , και μπρούντζινα
και
το σπίτι ήταν μια μικρή αυλή με
κοτούλες και π ά π ι ε ς κι ένα π ε ρ ι β ο λ ά κ ι με ζ α ρ ζ α β α τ ι κ ά κ α ι φ ρ ο ύ τ α . « Κ ο ί τ α ! », ε ί π ε η γ υ ν α ί κ α . « Δ ε ν ε ί ν α ι ό λ α
π α ν έ μ ο ρ φ α ; » — " Ν α ι », σ υ μ φ ώ ν η σ ε ο ψ α ρ ά ς . " Τ ώ ρ α πια
θα
μ α ς ».
ζήσουμε —
ευτυχισμένοι
όλη
« Α υ τ ό θα το δ ο ύ μ ε »,
την
υπόλοιπη
είπε η γυναίκα.
ζωή Κι α
φού έφαγαν, έπεσαν γ ι α ύπνο. Πέρασαν έτσι μια-δυο βδομάδες, και μια μέρα η γ υ ν α ί κ α ε ί π ε : « Ά κ ο υ , ά ν τ ρ α μου, το σ π ι τ ά κ ι είναι π ο λ ύ μ ι κ ρ ό κ α ι δεν μ α ς χ ω ρ ά ε ι . Κ ι η α υ λ ή κ α ι τ ο π ε ρ ι β ό λ ι , μ ι κ ρ ά είναι κι α υ τ ά . Το ψάρι σου θα μ π ο ρ ο ύ σ ε να μ α ς χαρίσει ένα μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο , ένα πέτρινο π α λ ά τ ι .
Ά ν τ ε να
τ ο υ το ζ η τ ή σ ε ι ς ! » — " Α χ , γ υ ν α ί κ α », π α ρ α π ο ν έ θ η κ ε ο ψ α ρ ά ς . " Α υ τ ό το μικρό σ π ι τ ά κ ι είναι μ ι α χ α ρ ά .
Γιατί
δεν σ ' α ρ έ σ ε ι ; Τ ι δ ο υ λ ε ι ά έ χ ο υ μ ε ε μ ε ί ς μ ε π α λ ά τ ι α ; » — « Ά κ ο υ π ο υ σου λ έ ω », ε π έ μ ε ι ν ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Ά ν τ ε ν α τ ο υ τ ο ζ η τ ή σ ε ι ς κ α ι δεν θ α σ ο ύ α ρ ν η θ ε ί ! » — " Ό χ ι , γ υ ν α ί κ α », είπε ο άντρας. « Το ψάρι μ ά ς έδωσε το σ π ι τάκι. Δεν θέλω να π ά ω και να του ζ η τ ή σ ω τ ώ ρ α περισ σότερα. Μ π ο ρ ε ί να μου κ ρ α τ ή σ ε ι κ α κ ί α ». — « Π ή γ α ι ν ε , σ ο υ λ έ ω » , τ ο ν έ σ π ρ ω ξ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . " Γ ι α κ ε ί ν ο δεν είναι τ ί π ο τ α . Θ α σ ' την κάνει α μ έ σ ω ς τ η χ ά ρ η . Ά ν τ ε π ή γ α ι ν ε ! » Ο ψ α ρ ά ς σ η κ ώ θ η κ ε με β α ρ ι ά κ α ρ δ ι ά κ α ι κ α τ έ β η κ ε σ τ η ν α κ ρ ο γ ι α λ ι ά . Κ α ι μ ε τ ο νου τ ο υ έ λ ε γ ε : « Δ ε ν είναι σ ω σ τ ό αυτό π ο υ κ ά ν ω ». Α λ λ ά τό 'κανε. Κ ι ό τ α ν έ φ τ α σ ε , η θ ά λ α σ σ α δεν ή τ α ν π ι α π ρ ά σ ι ν η κ α ι αφρισμένη,
αλλά είχε σκούρο
μενεξεδί χ ρ ώ μ α κι ήταν
μ α β ι ά και γ κ ρ ί ζ α . Τα νερά ό μ ω ς ή τ α ν ή σ υ χ α . Ο ψαράς λοιπόν στάθηκε και είπε :
« Έβγα ψάρι Κι για
έξω,
μου, η να
πρίγκιπα
καλό
μου
γυναίκα
μου
σον
ζητήσω
μου, ψάρι!
με
στέλνει χάρη! »
" Τι θέλει π ά λ ι η γ υ ν α ί κ α σ ο υ ; » « Αχ »,
δείλιασε
ο
άντρας.
σπίτι
σου,
« Τώρα
ρ ώ τ η σ ε το ψ ά ρ ι . θέλει
ένα π$τρινο
π α λ ά τ ι ». — " Γύρνα
κι
η
γυναίκα
σου
στέκεται
α π έ ξ ω κ α ι σε περιμένει. », ε ί π ε το ψάρι. Κι ο ψαρός γ ύ ρισε σ π ί τ ι τ ο υ κ α ι τ ι ν α δ ε ι ; Α ν τ ί γ ι α τ ο μ ι κ ρ ό σ π ι τ ά κ ι τ ο υ , υ ψ ω ν ό τ α ν σ τ ο ίδιο μ έ ρ ο ς έ ν α π έ τ ρ ι ν ο π α λ ά τ ι . Κ ι η γ υ ν α ί κ α του στεκόταν στις σκάλες κ α ι τον περίμενα. Τ ο ν π ή ρ ε απ
το χέρι και του είπε : " Έ λ α να μ π ο ύ μ ε μέσα ! »
Και μ π ή κ α ν μαζί μέσα και είδαν τ' αστραφτερά μ α ρ μάρινα π α τ ώ μ α τ α και τους αμέτρητους υπηρέτες,
που
πρόσμεναν διαταγές. Κι οι τοίχοι ήταν κάτασπροι, στο λισμένοι μ' όμορφες εικόνες καμωμένα
από
χρυσάφι
κρέμονταν α π ' τα ταβάνια
τ ρ α π έ ζ ι α και καρέκλες ή τ α ν και
κρυστάλλινοι
πολυέλαιοι
και σ' όλα τα δ ω μ ά τ ι α και τις
σάλες και τις επίσημες αίθουσες ήταν στρωμένα π ο λ ύ τ ι μ α χαλιά. Και στα τ ρ α π έ ζ ι α ήταν σερβιρισμένα τα πιο εκλεκτά φ α γ η τ ά και τ
ακριβότερα κρασιά.
Και π ί σ ω
α π ' το σ π ί τ ι είδαν μια μ ε γ ά λ η αυλή : στάβλοι με ά λ ο γ α κ α ι α γ ε λ ά δ ε ς , κ ι ά μ α ξ ε ς π ο λ λ έ ς . Κ α ι π ι ο π ί σ ω ένας α π έ ραντος κήπος,
με τα ωραιότερα λουλούδια και δέντρα.
Κ α ι π ι ο π ί σ ω ένα δάσος, μ ε ζ α ρ κ ά δ ι α και ε λ ά φ ι α και λ α γούς, γ ι α να περνούν την ώ ρ α τους με το κυνήγι και να δ ι α σ κ ε δ ά ζ ο υ ν . « Λ ο ι π ό ν ; », ρ ώ τ η σ ε η γ υ ν α ί κ α τον ά ν τ ρ α τ η ς . " Δ ε ν είναι π α ν έ μ ο ρ φ ο το π α λ ά τ ι μ α ς ; » — " Ν α ι », αποκρίθηκε ο άντρας.
« Τ ώ ρ α π ι α θα ζήσουμε ευτυχι
σμένοι όλη τ η ν υ π ό λ ο ι π η ζ ω ή
μ α ς ». — « Α υ τ ό θα το
δούμε », είπε η γ υ ν α ί κ α . " Π ά μ ε τ ώ ρ α γ ι α ύπνο ». Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί η γυναίκα ξύπνησε π ρ ώ τ η και θαύμασε το μαγευτικό τοπίο που απλωνόταν
έξω από
τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο τ η ς . Ο ά ν τ ρ α ς τ η ς δεν ε ί χ ε κ α λ ο ξ υ π ν ή σ ε ι
α κ ό μ α , κι εκείνη τον σκούντησε με τον α γ κ ώ ν α τ η ς και του είπε : « Ά ν τ ρ α μου, σήκω και κοίτα έξω α π
5
το π α
ρ ά θ υ ρ ο . Γ ι ά π ε ς μ ο υ : δεν θ α μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε ν α γ ί ν ο υ μ ε β α σιλιάδες αυτής εδώ της χ ώ ρ α ς ; Ά ν τ ε
ν α π ε ι ς στο ψάρι
π ω ς θέλουμε να γ ί ν ο υ μ ε β α σ ι λ ι ά δ ε ς ! » — « Α χ , γ υ ν α ί κα ! »,
φώναξε ο άντρας.
" Γ ι α τ ί να γ ί ν ο υ μ ε β α σ ι λ ι ά
δ ε ς ; Ε γ ώ δεν θ έ λ ω να γ ί ν ω β α σ ι λ ι ά ς ! » — <( Κι αν ε σ ύ δεν θ έ λ ε ι ς ν α γ ί ν ε ι ς β α σ ι λ ι ά ς , ε γ ώ θ έ λ ω ν α γ ί ν ω β α σ ί λισσα ! Ά ν τ ε να το π ε ι ς στο ψ ά ρ ι ! » — « Μ α , τι σ' έ π ι α σε τ ώ ρ α και θέλεις να γίνεις
βασίλισσα;
Δεν θέλω να
π ά ω να του ζ η τ ή σ ω κι άλλη χ ά ρ η ! » — « Κ α ι γ ι α τ ί όχι, π α ρ α κ α λ ώ ; Ν α π α ς α μ έ σ ω ς ν α του π ε ι ς ότι θέλω ν α γ ί νω
βασίλισσα! »
Τι να κάνει
ο κακομοίρης
ο
ψαράς;
Σ η κ ώ θ η κ ε και τράβηξε στενοχωρημένος γ ι α την ακρο γ ι α λ ι ά . Κ ι όλο έ λ ε γ ε μ ε τ ο ν ο υ τ ο υ :
« Δεν είναι σ ω σ τ ό
α υ τ ό π ο υ κ ά ν ω . Δ ε ν ε ί ν α ι σ ω σ τ ό » . Κ α θ ό λ ο υ δεν ή θ ε λ ε να πάει, αλλά πήγε. Κι
όταν έφτασε
στην
ακροθαλασσιά,
είδε τ α νερά
π ο υ είχαν γίνει γ κ ρ ί ζ α και μ α ύ ρ α και μύριζαν, σαν νά ' τ α ν σ ά π ι α . Κ α ι σ τ ά θ η κ ε εκεί π ο υ έ σ π α γ ε
το κύμα και
φώναξε :
« Έβγα
έξω,
ψάρι μου, Κι για
η να
πρίγκιπα
καλό μου
γυναίκα σου
ψάρι !
μου με ζητήσω
μου, στέλνει
χάρη ! »
" Τι θέλει π ά λ ι η γ υ ν α ί κ α σ ο υ ; », ρ ώ τ η σ ε το ψάρι. « Αχ », α π ά ν τ η σ ε ο ά ν τ ρ α ς μ ρα
θέλει
να γίνει
έναν α ν α σ τ ε ν α γ μ ό . " Τ ώ
β α σ ί λ ι σ σ α ».
—
" Γύρνα
σπίτι
σου,
έγινε κιόλας », είπε το ψάρι και τον ά φ η σ ε μόνο τ ο υ . Ο ψαράς γύρισε π ί σ ω κι είδε π ω ς το π α λ ά τ ι τ ο υ ς
ήταν
τώρα πολύ
μεγαλύτερο,
με
πύργους πανύψηλους
και θ ε ό ρ α τ ε ς π ο λ ε μ ί σ τ ρ ε ς : κ α ι μ π ρ ο σ τ ά σ τ η ν π ύ λ η σ τ ε κόταν ένας φρουρός και οι σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς ή τ α ν στη γ ρ α μ μ ή με λάβαρα και τ α μ π ο ύ ρ λ α και σ ά λ π ι γ γ ε ς . Κι όταν μ π ή κ ε μέσα, είδε π ω ς όλα ή τ α ν α π ό χ ρ υ σ ά φ ι και μ ά ρ μ α ρ ο και βελούδινα χ α λ ι ά ήταν σ τ ρ ω μ έ ν α κ α τ ά χ α μ α και με γ ά λ ε ς κασέλες, γ ε μ ά τ ε ς θ η σ α υ ρ ο ύ ς , ή τ α ν σ ' όλες τ ι ς γ ω νιές. Τ ό τ ε άνοιξαν οι π ό ρ τ ε ς τ η ς μ ε γ ά λ η ς σάλας κι είδε ο ψαράς όλους τ ο υ ς αυλικούς μ α ζ ε μ έ ν ο υ ς κ α ι τη γ υ ν α ί κ α τ ο υ κ α θ ι σ μ έ ν η σ' έναν ψηλό θρόνο α π ό χ ρ υ σ ά φ ι κ α ι δ ι α μάντια, με μια μεγάλη χρυσή κορόνα στο κεφάλι της και ένα σ κ ή π τ ρ ο α π ό ατόφιο χ ρ υ σ ά φ ι σ τ α χέρια της, στολι σμένο με π ο λ ύ τ ι μ α π ε τ ρ ά δ ι α . Κ α ι δεξιά κι αριστερά τ η ς οι δεσποινίδες τ ω ν τ ι μ ώ ν , η μια ομορφότερη α π ' την άλ λη. Ο ψαράς λοιπόν στάθηκε μ π ρ ο σ τ ά της και τ η ς είπε : « Λοιπόν, γυναίκα, φχαριστήθηκες τ ώ ρ α που έγινες βα σ ί λ ι σ σ α ; » — " Ν α ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . « Α υ τό ήθελα ». Ο ψαράς τότε στάθηκε και την κοίταζε και τέλος τ η ς είπε : « Α χ , γ υ ν α ί κ α , τι ω ρ α ί α π ο υ είσαι β α σίλισσα ! θέλουμε
Τ ώ ρ α π ι α θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. τίποτα
καλύτερο ! »
—
« Όχι,
Κ α ι δεν
άντρα
μ ο υ »,
ε ί π ε η γ υ ν α ί κ α , π ο υ η σ υ χ ί α δεν έ β ρ ι σ κ ε με τ ί π ο τ α . " Ε δ ώ μ έ σ α β α ρ ι έ μ α ι , δεν έ χ ω τ ι ν α κ ά ν ω . Δ ε ν α ν τ έ χ ω ά λ λο.
Π ή γ α ι ν ε π ε ς στο ψάρι π ω ς
λισσα, θέλω
να
με κάνει
τώρα
που έγινα βασί
α υ τ ο κ ρ ά τ ε ι ρ α ». — « Α χ , γ υ
ναίκα, τι σ' έ π ι α σ ε π ά λ ι και θέλεις να γίνεις α υ τ ο κ ρ ά τ ε ι ρ α ; " — « Π ή γ α ι ν ε , π ο υ σ ο υ λ έ ω ! », τ ο ν έ σ π ρ ω ξ ε η γυναίκα του. « Ά ν τ ε πες του το. Θέλω να γίνω αυτοκρά τ ε ι ρ α ! » — « Ε, ό χ ι , β ρ ε γ υ ν α ί κ α . Το ψ ά ρ ι δεν μ π ο ρ ε ί να σε κάνει αυτοκράτειρα, κι ούτε θα π ά ω να του ζ η τ ή σ ω τέτοιο
πράγμα.
Ο
αυτοκράτορας
είναι
ένας
και
μόνο
σ
ο λ ό κ λ η ρ η τ η χ ώ ρ α . Κ α ι τ ο ψ ά ρ ι δεν μ π ο ρ ε ί ν α κ ά ν ε ι τ ί
π ο τ α . Δεν μπορεί και βάλ
το κ α λ ά στο μυαλό σ ο υ ! » —
" Π ώ ς ; », θ ύ μ ω σ ε η γ υ ν α ί κ α . " Ε γ ώ ε ί μ α ι η β α σ ί λ ι σ σ α κι εσύ αρνείσαι να με υ π α κ ο ύ σ ε ι ς ; Ά ν τ ε γ ρ ή γ ο ρ α να κ ά νεις α υ τ ό π ο υ σου λ έ ω . Κ ι α φ ο ύ μ π ό ρ ε σ ε ν α μ ε κάνει β α σίλισσα, θα μπορέσει να με κάνει κι αυτοκράτειρα. Θέ λω να γ ί ν ω αυτοκράτειρα ! Τ
άκουσες; Τ ρ έ χ α να του το
π ε ι ς ! » Κι ο δ ύ σ τ υ χ ο ς ο ψ α ρ ά ς ξεκίνησε γ ι α τ η ν α κ ρ ο θ α λ α σ σ ι ά . Κ ι ό π ω ς π ή γ α ι ν ε , όλο κ α ι π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο φ ο β ό τ α ν , κ ι ό π ω ς π ή γ α ι ν ε , ο λ ο έ ν α έ λ ε γ ε μ ε τ ο νου τ ο υ : « Δ ε ν είναι σ ω σ τ ό α υ τ ό π ο υ κ ά ν ω . Ά κ ο υ εκεί ν α θέλει ν α γίνει α υ τ ο κ ρ ά τ ε ι ρ α ! Το ψάρι θα θ υ μ ώ σ ε ι στο τ έ λ ο ς ! » Μ' αυτές τις σκέψεις έφτασε στο γιαλό κι η θάλασσα ήταν π η χ τ ή και κατάμαυρη κι ο αέρας σήκωνε τα κύ μ α τ α ψηλά κι άφριζε τα νερά τ η ς .
Τρομαγμένος στά
θηκε ο άντρας και φώναξε πάλι :
«Έβγα
έξω,
ψάρι Κι για
μου,
η
πρίγκιπα
καλό
γυναίκα να
σου
μου
μου
με
ζητήσω
μου,
ψάρι! στέλνει χάρη! »
« Τι θέλει π ά λ ι η γ υ ν α ί κ α σ ο υ ; », ρ ώ τ η σ ε το ψάρι. « Αχ,
ψάρι
μου »
αποκρίθηκε
κουρασμένος
ο
ψαράς,
" τ ώ ρ α θ έ λ ε ι να γ ί ν ε ι α υ τ ο κ ρ ά τ ε ι ρ α ». — « Γ ύ ρ ν α σ π ί τ ι σου. Έ γ ι ν ε κιόλας », α π ο κ ρ ί θ η κ ε το ψάρι. Κι ο ψαράς γύρισε π ί σ ω κι όταν έ φ τ α σ ε , είδε το π α λάτι ν
αστράφτει ολόκληρο α π ' τα αλαβάστρινα και τα
χρυσά στολίδια. Μ π ρ ο σ τ ά στην πύλη οι στρατιώτες βά διζαν π α ρ α τ α γ μ έ ν ο ι , στο ρυθμό που χ τ υ π ο ύ σ α ν τα τούμ π α ν α και τα τ α μ π ο ύ ρ λ α κι οι σάλπιγγες. Και μέσα στο π α λ ά τ ι τ ρ ι γ ύ ρ ι ζ α ν οι βαρόνοι κι οι κομήτες κι οι π ρ ί γ κ ι -
πες κι οι δούκες, βιαστικοί και πολυάσχολοι,
σαν υ π η
ρέτες. Ολόχρυσες πόρτες άνοιξαν μ π ρ ο σ τ ά του. Κι όταν μ π ή κ ε στη μεγάλη σάλα, είδε τη γ υ ν α ί κ α του καθισμένη σ ' έναν π α ν ύ ψ η λ ο θρόνο α π ό κ α θ α ρ ό χ ρ υ σ ά φ ι . Σ τ ο κ ε φ ά λ ι τ η ς φορούσε μια θεόρατη ολόχρυση κορόνα, στολισμένη μ ε μ π ρ ι λ ά ν τ ι α και π ο λ ύ τ ι μ α π ε τ ρ ά δ ι α . Σ τ ο ένα τ η ς χέρι κρατούσε το σκήπτρο και στο άλλο την αυτοκρατορική σ φ α ί ρ α . Κ α ι στις δυο π λ ε υ ρ έ ς τ ο υ θρόνου ή τ α ν π α ρ α τ α γ μένοι σε δ ι π λ ή σειρά οι αυλικοί : ο π ρ ώ τ ο ς ή τ α ν π α ν ύ ψηλος, σ ω σ τ ό ς γ ί γ α ν τ α ς , κι ο τ ε λ ε υ τ α ί ο ς ένας μικρούλης νάνος, σαν το μικρό μου δ α χ τ υ λ ά κ ι . Κ α ι μ π ρ ο σ τ ά τους έτρεχαν αμέτρητοι π ρ ί γ κ ι π ε ς και βαρόνοι και υποχλίνονταν
βαθιά.
Ο
άντρας π ή γ ε και στάθηκε
μπροστά
στη
γ υ ν α ί κ α τ ο υ και τ η ς είπε : " Λ ο ι π ό ν , γ υ ν α ί κ α , είσαι ευ χαριστημένη τ ώ ρ α που έγινες αυτοκράτειρα; » Την κοί ταξε ο ψαράς κάμποσην ώρα
και
τη θαύμασε και της
είπε : « Αχ, γ υ ν α ί κ α μου, τι ω ρ α ί α π ο υ είσαι α υ τ ο κ ρ ά τειρα ! »
—
« Τι
κάθεσαι
και
με
κοιτάς
έ τ σ ι ! ",
τού
'βαλε τις φωνές η γυναίκα του. « Πάει αυτό, έγινα αυ τοκράτειρα. Τ ώ ρ α θέλω να γίνω πάπισσα. Ά ν τ ε να το π ε ι ς σ τ ο ψ ά ρ ι ». — " Μα . . . γ υ ν α ί κ α , τ ρ ε λ ά θ η κ ε ς ; Τι είναι α υ τ ά π ο υ ζ η τ ά ς ; Δεν υ π ά ρ χ ε ι π α ρ ά ένας μ ο ν ά χ α π ά π α ς σ' ολόκληρη τη χριστιανοσύνη. Δεν γίνονται τέ τ ο ι α π ρ ά γ μ α τ α ». — « Θ έ λ ω να γ ί ν ω π ά π ι σ σ α , σου ε ί π α . Ά ν τ ε γ ρ ή γ ο ρ α να το π ε ι ς στο ψάρι », π ρ ό σ τ α ξ ε η γυναί κ α τ ο υ α γ ρ ι ε μ έ ν η . " Ό χ ι , γ υ ν α ί κ α , δεν π ά ω . Δ ε ν θ α μ α ς β γ ο υ ν σ ε κ α λ ό ό λ α τ ο ύ τ α τ α κ α π ρ ί τ σ ι α σ ο υ . Τ ο ψ ά ρ ι δεν μ π ο ρ ε ί να σε κάνει π ά π ι σ σ α ». — « Τ ρ ά β α α μ έ σ ω ς να κάνεις α υ τ ό π ο υ σου ε ί π α ! », ούρλιαξε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . " Α φ ο ύ μπόρεσε να με κάνει αυτοκράτειρα, θα μπορέσει να με κάνει και π ά π ι σ σ α . Φ ύ γ ε αμέσως, είμαι αυτοκρά-
τ ε ι ρ α κ α ι σε δ ι α τ ά ζ ω ! » 0 δ ύ σ τ υ χ ο ς ο ψ α ρ ά ς φ ο β ή θ η κ ε και ξεκίνησε γ ι α την ακρογιαλιά. Τα πόδια του ό μ ω ς έ τ ρ ε μ α ν κ α ι τ α γ ό ν α τ α τ ο υ λ ύ γ ι ζ α ν κ α ι κ α λ ά κ α λ ά δεν μπορούσε να περπατήσει α π ' την τρομάρα του. Και φυ σούσε π ο λ ύ και τα σύννεφα δέρνονταν
στον ουρανό κ α ι
είχε σκοτεινιάσει,
Τα φύλλα είχαν
λες κ ι ή τ α ν
βράδυ.
πέσει α π ' τα δέντρα κι η θάλασσα μούγκριζε αγριεμένη. Τα κ ύ μ α τ α έβραζαν κι έσκαγαν με δύναμη στην α μ μ ο υ διά. Κ ι είδε έ ξ ω στο π έ λ α γ ο τ α κ α ρ ά β ι α ν α θ α λ α σ σ ο δ έ ρ νονται και να σ κ α μ π α ν ε β ά ζ ο υ ν σαν τ ρ ε λ ά στη φ ο υ σ κ ο νεριά. Π έ ρ α μ α κ ρ ι ά στον ορίζοντα αχνοφαινόταν α κ ό μ α ένα κ ο μ μ α τ ά κ ι γαλανός ουρανός.
Ολόγυρα όμως είχαν
μαζευτεί σύννεφα μαύρα, κόκκινα και βαριά, π ο υ π ρ ο μηνούσαν καταιγίδα.
Τρέμοντας α π ' το
φόβο του
στά
θηκε ο άντρας στο γιαλό και φώναξε :
«Έβγα
έξω,
ψάρι μου, Κι για
η
πρίγκιπα
καλό μου
γυναίκα μου
να
σου
με
ζητήσω
μου,
ψάρι ! στέλνει χάρη ! »
" Τι θέλει π ά λ ι η γ υ ν α ί κ α σ ο υ ; », τον ρ ώ τ η σ ε το ψ ά ρι. " Αχ », α ν α σ τ έ ν α ξ ε ο ά ν τ ρ α ς . « Τ ώ ρ α θ έ λ ε ι να γ ί ν ε ι π ά π ι σ σ α ». — « Γ ύ ρ ν α
σπίτι
σου. Έ γ ι ν ε κιόλας », είπε
το ψάρι. Κ α ι γύρισε π ί σ ω ο καημένος ο ψαράς κι όταν έ φ τ α σ ε αντίκρισε μια θεόρατη
εκκλησία τριγυρισμένη α π ό ολό
λ α μ π ρ α π α λ ά τ ι α . Και σ τ ρ ι μ ώ χ τ η κ ε ανάμεσα στο πλήθος γ ι α να περάσει και να φτάσει στην πύλη. Και μέσα έκαι γαν χιλιάδες φ ώ τ α κι η γυναίκα του ήταν ντυμένη στα ο λ ό χ ρ υ σ α και κ α θ ό τ α ν σ' έναν α κ ό μ α π ι ο ψηλό θρόνο κ α ι φορούσε τρεις χρυσές κορόνες στο κεφάλι της.
Γύρω της
στέκονταν
όλοι
οι
επίσκοποι
κι
οι
μητροπολίτες.
Και
δεξιά κι αριστερά είχαν δ ι π λ ή σειρά λ α μ π ά δ ε ς : η π ι ο μ ε γ ά λ η ή τ α ν ψ η λ ή σ α ν π ύ ρ γ ο ς , κ ι η πιο μ ι κ ρ ή σ α ν λ υ χναράκι. Κι οι βασιλιάδες κι οι αυτοκρά:ορες γονατιστοί
μπροστά
της
« Γ υ ν α ί κ α », τ η ς είπε ο καλά.
και
της
ά ν τ ρ α ς κ α ι την
« Είσαι ευχαριστημένη
όλοι ή τ α ν
φιλούσαν
τα
πόδια.
κοίταξε καλά
τ ώ ρ α που έγινες π ά π ι σ
σ α ; » — " Ν α ι , α υ τ ό ή θ ε λ α », τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ υ ν α ί κα του. Εκείνος τότε την π λ η σ ί α σ ε και την κοίταξε α π ό κοντά και τ η ς είπε : " Αχ, γ υ ν α ί κ α , τι ωραία π ο υ έγινες π ά π ι σ σ α ! » Η γ υ ν α ί κ α τ ο υ ό μ ω ς έμεινε α σ ά λ ε υ τ η , σαν κούτσουρο,
κ α ι δεν ε ί π ε λ έ ξ η .
Κι εκείνες τ ρ ο μ α γ μ έ ν ο ς
βιάστηκε να προσθέσει : " Ε λ π ί ζ ω τ ώ ρ α να είσαι ε υ χ α ριστημένη
κ α ι να
μη
ζητήσεις πια τίποτα
άλλο ! » —
" Α υ τ ό θα το δούμε ! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . Κ α ι μ
α υ τ ά έ π ε σ α ν κι οι δυο γ ι α ύ π ν ο . Έ λ α ό μ ω ς π ο υ εκείνη
δεν ή τ α ν ε υ χ α ρ ι σ τ η μ έ ν η κ ι η α π λ η σ τ ί α τ η ς δ ε ν τ η ν ά φ η ν ε να κοιμηθεί. Κι ολοένα σ κ ε φ τ ό τ α ν τι καλύτερο θα μ π ο ρούσε να ζ η τ ή σ ε ι . Ο άντρας της κοιμόταν βαθιά· είχε περπατήσει τόσο π ο λ ύ όλη τ η ν η μ έ ρ α π ο υ δεν
είχε πέσει ξερός. Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς
μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α β ρ ε ι η σ υ χ ί α κ ι όλο σ τ ρ ι φ ο γ ύ ρ ι ζ ε σ τ ο
κ ρ ε β ά τ ι τ η ς κι έστυβε το μυαλό τ η ς να βρει τι άλλο θα μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α γ υ ρ έ ψ ε ι κ α ι τ ί π ο τ α δεν έ β ρ ι σ κ ε . Έ τ σ ι π έ ρ α σ ε η ν ύ χ τ α κ α ι κ ό ν τ ε υ ε π ι α ν α ξημερο')σει. Κ ι όταν α ν τ ί κ ρ ι σ ε τ ο ρόδινο χ ρ ώ μ α τ η ς
αυγής, κι όταν
είδε τον ήλιο να προβάλλει ολόχρυσος στον ορίζοντα, μ ι α ιδέα τ ή ς κ α τ έ β η κ ε στο μυαλό : « Γ ι α τ ί να μη δ ι α φ ε ν τ ε ύ ω και τον ήλιο κ α ι το φ ε γ γ ά ρ ι στον ο υ ρ α ν ό ; » — « Ά ν τ ρ α μου, ξ ύ π ν α ! », φώναξε και τον σκούντησε με τον α γ κ ώ να τ η ς . " Π ή γ α ι ν ε να βρεις το ψάρι κ α ι να του π ε ι ς ότι
θέλω να γ ί ν ω Θεός ". Ο άντρα της μισοκοιμόταν ακόμα. Κι όταν την άκουσε, τρόμαξε τόσο που κόντεψε να πέσει απ
το κρεβάτι του. Και τρίβοντας τα μάτια του τη ρώ
τησε : " Τι λ ε ς , γ υ ν α ί κ α ; Ά κ ο υ σ α κ α λ ά ; Θέλεις να γίνεις Θ ε ό ς ; » — « Ά ν τ ρ α μ ο υ , α ν δεν μ π ο ρ έ σ ω ν α δ ι α φ ε ν τ έ ψ ω τ ο ν ή λ ι ο κ α ι τ ο φ ε γ γ ά ρ ι , μ ε τ ί π ο τ α δεν θ α ε ί μ α ι ε υ χ α ρ ι σ τ η μ έ ν η κ α ι σ τ ι γ μ ή η σ υ χ ί α ς δεν θ α β ρ ί σ κ ω » . Κ α ι τ ο ύ 'ριξε ένα τόσο ά γ ρ ι ο β λ έ μ μ α π ο υ ο κ α κ ό μ ο ι ρ ο ς ανα τρίχιασε ολόκληρος. « Ε μ π ρ ό ς , λοιπόν. Ά ν τ ε να το πεις σ τ ο ψ ά ρ ι . Θέλω
να γ ί ν ω Θεός ». — « Α χ , γ υ ν α ί κ α μου ",
τ η ς είπε εκείνος π έ φ τ ο ν τ α ς σ τ α π ό δ ι α τ η ς .
" Το ψάρι
δεν μ π ο ρ ε ί ν α κ ά ν ε ι τ έ τ ο ι ο π ρ ά γ μ α . Σ ' έ κ α ν ε β α σ ί λ ι σ σ α , σ' έκανε αυτοκράτειρα, σ' έκανε π ά π ι σ σ α . Α λ λ ά Θεό ! Σύνελθε και μείνε π ά π ι σ σ α ! » Λ ύ σ σ α τ η ν έ π ι α σ ε τ ό τ ε κι οι τ ρ ί χ ε ς τ η ς κ ε φ α λ ή ς τ η ς σ η κ ώ θ η κ α ν ορθές
μανια
σμένη τού 'δωσε μια κ λ ω τ σ ι ά και ούρλιαξε : « Θα π α ς ή δεν θ α π α ς ; Θ έ λ ω ν α γ ί ν ω Θ ε ό ς ε ί π α ! » Κ ι ο δ ύ σ τ υ χ ο ς ψαράς ν τ ύ θ η κ ε κι έ φ υ γ ε σαν τρελός. Έ ξ ω όμως λυσσομανούσε η κ α τ α ι γ ί δ α
τόσο δυνατά
π ο υ δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε κ α λ ά κ α λ ά ν α σ τ α θ ε ί σ τ α π ό δ ι α τ ο υ . Σ π ί τ ι α και δέντρα έτρεμαν συθέμελα και τα βουνά κόν τευαν κι αυτά να παρασυρθούν α π ' τον άγριο άνεμο. Β ρ ά χ ι α κυλούσαν κι έ π ε φ τ α ν
στη
κ α τ ά μ α υ ρ ο ς σαν τ η ν π ί σ σ α ,
θάλασσα κι ο
έτρεμε α π '
ουρανός,
τις αστραπές
και τις βροντές. Τ α κ ύ μ α τ α δέρνονταν άγρια, π α ν ύ ψ η λ α σαν κ α μ π α ν α ρ ι ά , σαν βουνά, κι έ σ κ α γ α ν α φ ρ ι σ μ έ ν α στο γιαλό. Ο ψαράς φώναξε μ ο ί δ ι ο ς δεν μ π ό ρ ε σ ε ν
«Έβγα
ψάρι
α κ ο ύ σ ε ι τη φ ω ν ή τ ο υ :
έξω,
μου,
όλη τ ο υ τη δ ύ ν α μ η , α λ λ ά ούτε
πρίγκιπα
καλό μου
μου,
ψάρι !
Κι
η
για
γυναίκα
μου
σου
ζητήσω
να
με
στέλνει χάρη ! »
" Τι θέλει π ά λ ι η γ υ ν α ί κ α σ ο υ ; »,
ρ ώ τ η σ ε τ ο ψάρι.
« Α χ , θέλει να γίνει Θ ε ό ς ! », α π ά ν τ η σ ε ψαράς. " Γύρνα π ί σ ω και θα τη βρεις
ξεψυχισμένα να
ο
κάθεται στο
παλιό σας κ α λ υ β ά κ ι ! », είπε το ψάρι. Κι εκεί κάθονται ώς τα σ ή μ ε ρ α ο ψ α ρ ά ς κι η γ υ ν α ί κ α του.
20.
Ο γενναίος ραφτάκος
Ε
ΝΑ
ΠΡΩΙ
TOT
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
καθόταν
κρός ρ α φ τ ά κ ο ς μ π ρ ο σ τ ά στον π ά γ κ ο του,
ένας μ ι στο π α
ράθυρο, κι ή τ α ν χ α ρ ο ύ μ ε ν ο ς κι έραβε μ' όλη τ ο υ τη δ ύ
ναμη. Ξάφνου πέρασε μια χωριάτισσα απ φώναζε :
" Μαρμελάδα!
Καλή
το δρόμο και
μαρμελάδα για πούλη
μα ! » Τα λόγια της αντήχησαν γ λ υ κ ά στ' αυτί του μι κρού
ραφτάκου.
Έ β γ α λ ε λοιπόν το κεφαλάκι του α π ό
το παράθυρο και φώναξε : " Γ ι ά ανέβα, μια στιγμούλα, καλή μου γ υ ν α ί κ α ! Βρήκες π ε λ ά τ η γ ι α την π ρ α μ ά τ ε ι α σου ! » Κι η χ ω ρ ι ά τ ι σ σ α α ν έ β η κ ε τ ρ ί α π α τ ώ μ α τ α φ ο ρ τ ω μένη τα βαριά κοφίνια τ η ς κι έβγαλε όλα τα β ά ζ α με τη μ α ρ μ ε λ ά δ α τ η ς , ν α τ ο υ τ α δείξει. Εκείνος τ α σ ή κ ω σ ε στο φως, τα κοίταξε καλά καλά απ τη μ ύ τ η του και τα
όλες τ ι ς μεριές, έ χ ω σ ε
μύρισε κι ύστερα είπε :
« Η μαρ
μ ε λ ά δ α σ ο υ μ ο υ φ α ί ν ε τ α ι κ α λ ή . Ζύγισε μ ο υ λ ο ι π ό ν ε κ α -
τό
δράμια,
καλή
μισή
οκά, θα
μενε
να πουλήσει
μου
γυναίκα. Αλλά κι αν μου βάλεις
την π ά ρ ω ».
Η χωριάτισσα, που περί
περισσότερη
αυτό που της γύρεψε,
μαρμελάδα, τού 'δωσε
έφυγε όμως
μουτρωμένη,
μουρ
μουρίζοντας. " Η μ α ρ μ ε λ ά δ α θα με σ τ υ λ ώ σ ε ι ! », ε ί π ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς , σαν έμεινε μόνος τ ο υ . " Ο Θεός να μ' έχει κ α λ ά », π ρ ό σ θεσε και έ β γ α λ ε τ ο καρβέλι α π ' τ ο ερμάρι τ ο υ , έκοψε μ ι α χ ο ν τ ρ ή φ έ τ α ψ ω μ ί κι άλειψε π ά ν ω τη μ α ρ μ ε λ ά δ α του. " Δεν
θά
'ναι
διόλου
ά σ χ η μ ο »,
μονολόγησε.
" Αλλά
π ρ ώ τ α θα τελειώσω αυτό που ράβω κι ύστερα θα φ ά ω ». Α κ ο ύ μ π η σ ε , λοιπόν, τη φ έ τ α δίπλα του και συνέχισε τη δ ο υ λ ε ι ά τ ο υ . Κ ι α π ' τ η χ α ρ ά τ ο υ έ κ α ν ε όλο κ α ι μ ε γ α λ ύ τερες βελονιές. Α λ λ ά η ε υ ω δ ι ά τ η ς μ α ρ μ ε λ ά δ α ς ανέβηκε κι έ φ τ α σ ε ώς τις μύγες, π ο υ κάθονταν ψηλά στον τ ο ί χ ο . Κι η γ λ υ κ ι ά μυρωδιά τις
τράβηξε
κι ήρθαν σμάρι ολό
κληρο και κάθισαν π ά ν ω στη φέτα με τη μαρμελάδα. " Ε, εσάς ποιος σας κ ά λ ε σ ε ; », φ ώ ν α ξ ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς κι έ δ ι ω ξε τους ανεπιθύμητους καλεσμένους. Οι μύγες όμως, που δεν κ α τ α λ ά β α ι ν α ν τ η ν α ν θ ρ ώ π ι ν η
μ ι λ ι ά , δεν ε ν ν ο ο ύ σ α ν
να φύγουν, π α ρ ά έρχονταν ξανά και ξανά, ολοένα και π ε ρισσότερες.
Ο ραφτάκος λοιπόν φουρκίστηκε και φούν
τ ω σ ε α π ' τ ο κ α κ ό τ ο υ . Κ ι α ρ π ά ζ ο ν τ α ς ένα κουρέλι α π ό το σάκο του, φώναξε :
" Καθίστε
τώρα
και
θα
δείτε
τι θα σας κ ά ν ω ! » Κι άρχισε να τις χ τ υ π ά ε ι α λ ύ π η τ α . Ό τ α ν σταμάτησε και σήκωσε το πανί, μέτρησε από κά τω ε φ τ ά σκοτωμένες μύγες κι ούτε μία λιγότερη.
« Ε
φ τ ά με την π ρ ώ τ η ! », μονολόγησε ο μικρός ρ α φ τ ά κ ο ς . " Είσαι του.
πολύ
γ ε ν ν α ί ο ς ! »,
θαύμασε
ο
ίδιος
τον
εαυτό
« Π ρ έ π ε ι να το φ ω ν ά ξ ω , να το μάθουν όλη στην
π ο λ ι τ ε ί α ! » Κ α ι με βιάση έκοψε κι έραψε ένα μικρό ζ ω -
νάρι κ α ι κ έ ν τ η σ ε π ά ν ω τ ο υ μ ε μ ε γ ά λ α γ ρ ά μ μ α τ α : " Ε φ τ ά με τ η ν π ρ ώ τ η ! » — " Τι λ έ ω : Ό λ η η γη πρέπει να το και η καρδούλα
του
όλη η
πολιτεία !
μ ά θ ε ι ! » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ
π ε τ ά ρ ι σ ε σαν π ε τ α λ ο υ δ ί τ σ α σ τ η
λιακάδα. Ο ρ α φ τ ά κ ο ς μ α ς λ ο ι π ό ν φόρεσε το ζ ω ν ά ρ ι σ τ η μ έ σ η του και ξεκίνησε να φτάσει στα π έ ρ α τ α του κόσμου, γ ι α τ ί τ ο ρ α φ τ ά δ ι κ ο π ι α τ ο υ φ α ι ν ό τ α ν π ο λ ύ μ ι κ ρ ό κ α ι δεν χ ω ρ ο ύ σ ε τ ό σ η π α λ ι κ α ρ ι ά σαν τ η δ ι κ ή τ ο υ . Πριν φ ύ γ ε ι , έ ψ α ξ ε σ τ α ν τ ο υ λ ά π ι α τ ο υ μ ή π ω ς βρει τ ί π ο τ α ν α π ά ρ ε ι μ α ζ ί τ ο υ . Α λ λ ά δεν β ρ ή κ ε π α ρ ά μ ο ν ά χ α ένα π α λ ι ό κ ε -
φάλι τυρί και τό 'χωσε στο
δισάκι του.
Μ π ρ ο σ τ ά στην
π ό ρ τ α τ ο υ βρήκε κ ι ένα πουλί, π ο υ είχε π ι α σ τ ε ί σ τ '
αγ
κάθια τ ω ν θάμνων. Το πήρε λοιπόν κι αυτό και τό ' χ ω σ ε σ τ ο δ ι σ ά κ ι τ ο υ , π λ ά ι στο τυρί. Κ α ι μ ι α κ α ι δυο ξεκίνησε για το
ταξίδι του. Κι επειδή
ήταν
σβέλτος
στα πόδια
κ ι α ν ά λ α φ ρ ο ς , π ρ ο χ ω ρ ο ύ σ ε α σ τ α μ ά τ η τ α κ α ι κ ο ύ ρ α σ η δεν ένιωθε. Δ ρ ό μ ο π ή ρ ε , δρόμο άφησε, έ φ τ α σ ε σ' ένα βουνό. Κ ι όταν α ν έ β η κ ε σ τ η ν κ ο ρ υ φ ή είδε έναν
θεόρατο γ ί γ α ν
τ α , π ο υ καθόταν εκεί με την η σ υ χ ί α του. κ α θ ό λ ο υ δεν
φοβήθηκε,
Ο ραφτάκος
π α ρ ά τον πλησίασε
με θάρρος
και τ ο υ είπε : " Κ α λ ή σου μέρα, φίλε μου. Ω ρ α ί α κ ά θ ε σαι εδώ κι αγναντεύεις λις ξεκίνησα γ ι α
τον
απέραντο
κόσμο ! Ε γ ώ μό
να φ τ ά σ ω στην άκρη του. Μ ή π ω ς θέ
λεις να έρθεις μ α ζ ί μ ο υ ; » Ο γ ί γ α ν τ α ς έριξε μ ι α μ α τ ι ά όλο κ α τ α φ ρ ό ν ι α σ τ ο ρ α φ τ ά κ ο κ α ι από
μπροστά
ποιον
μου,
του
είπε :
κ ο υ ρ ε λ ή ! » — « Αμ
έχεις να κ ά ν ε ι ς ! », αποκρίθηκε
δεν
« Χάσου ξέρεις
ανοίγοντας τ ο π α ν ω φ ό ρ ι του, έδειξε στο γ ί γ α ν τ α νάρι του. " Δ ι ά β α σ ε
να δεις
με
ο ραφτάκος. Και το ζ ω
τι ά ν τ ρ α ς ε ί μ α ι ε γ ώ ! » Ο
γ ί γ α ν τ α ς τ ό τ ε δ ι ά β α σ ε : « Ε φ τ ά με την π ρ ώ τ η ! », νό μισε π ω ς ο ραφτάκος είχε σκοτώσει ε φ τ ά νομάτους με την π ρ ώ τ η
και κοίταξε τον
μπροστά του μ Αποφάσισε
μικροσκοπικό
ανθρωπάκο
άλλα μάτια. ό μ ω ς να τον
δοκιμάσει και παίρνοντας
μια π έ τ ρ α α π ό κ ά τ ω την έστυψε α ν ά μ ε σ α σ τ α δάχτυλα του, ώ σ π ο υ έσταξε νερό. « Αν είσαι δυνατός, ό π ω ς λες », είπε στο ραφτάκο, είναι
όλο; »,
" κ ά ν ε κι ε σ ύ το
ρώτησε
ο
ίδιο ! » — « Α υ τ ό
ραφτάκος και
δ ί χ ω ς να χ ά σ ε ι
λεπτό, έβγαλε α π ' το δισάκι του το τυρί και τό ώ σ π ο υ έσταξε γ ά λ α . « Δεν έχεις π α ρ ά π ο ν ο ! ", γίγαντα.
« Τα κ α τ ά φ ε ρ α κ α λ ύ τ ε ρ α
κι
από
στύψε,
είπε
σένα! »
στο Ο
γ ί γ α ν τ α ς τ ο ν κ ο ί τ α ζ ε μ ε τ ο σ τ ό μ α α ν ο ι χ τ ό κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε τι να πει σ' αυτό το αλλόκοτο α ν θ ρ ω π ά κ ι . μια πέτρα και την πέταξε τη χάσουν απ
5
τόσο
τα μάτια τους.
κ ά ν ε κι εσύ το ίδιο ! », ε ί π ε σ τ ο
Πήρε
λοιπόν
ψηλά π ο υ κόντεψαν « Λοιπόν,
κοντοπίθαρε,
ρ α φ τ ά κ ο . " Δεν τα πη-
γ ε ς κι ά σ χ η μ α », τον π α ί ν ε σ ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς . « Α λ λ ά η π έ τ ρ α σου ξ α ν ά π ε σ ε στη γ η . Ε γ ώ θ α ρ ί ξ ω μ ι α π ο υ θ α φ τ ά σει τ ό σ ο
ψηλά,
ώστε
δεν
θα ξαναγυρίσει
π ί σ ω ».
Και
έβγαλε α π ' το δισάκι του το πουλί και το π έ τ α ξ ε ψηλά στον
αέρα.
Χαρούμενο
το
πουλί
που
ξαναβρήκε
την
ε λ ε υ θ ε ρ ί α τ ο υ , π ε τ ά ρ ι σ ε κ α ι π έ τ α ξ ε ψ η λ ά κ α ι δεν ξ α ν χ γύρισε. " Λ ο ι π ό ν ; Τι λες, φίλε μ ο υ ; », ρ ώ τ η σ ε ο ρ α φ τ χ κος το γ ί γ α ν τ α . « Με τις πέτρες έχεις
τον
τ ρ ό π ο σου " ,
π α ρ α δ έ χ τ η κ ε ο γίγαντας. " Γιά να δούμε όμως π ώ ς τα π α ς με το κ ο υ β ά λ η μ α ! » Κι οδήγησε το ρ α φ τ ά κ ο σε μια θεόρατη βελανιδιά, που ήταν πεσμένη κ α τ ά χ α μ α . « Αν είσαι τ ό σ ο δ υ ν α τ ό ς , όσο λες, βοήθησε με να κ ο υ β α λ ή σ ο υ με το
δέντρο
έξω
απ'
το δάσος ».
—
" Πολύ ευχαρί
σ τ ω ς », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς . « Π ά ρ ε εσύ τον κορμό στον ώ μ ο σου κ ι ε γ ώ θ α φ ο ρ τ ω θ ώ τ α κ λ α δ ι ά μ ε τ α φύλ λα, π ο υ είναι κ α ι τα π ι ο β α ρ ι ά ». Ο γ ί γ α ν τ α ς π ή ρ ε π ρ ά γ μ α τ ι τον κορμό στον ώ μ ο του. Ο ρ α φ τ ά κ ο ς ό μ ω ς έδωσε έναν π ή δ ο κ α ι σ τ ρ ο γ γ υ λ ο κ ά θ ι σ ε σ' ένα κ λ α δ ί . Κι ο γ ί γ α ν τ α ς , π ο υ δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α γ υ ρ ί σ ε ι π ί σ ω
κ α ι ν α δει,
α ν α γ κ ά σ τ η κ ε έτσι να κουβαλήσει ολόκληρο το δέντρο μό νος τ ο υ κ α ι τον μ ι κ ρ ό ρ α φ τ ά κ ο α π ό π ά ν ω . Κι ο ραφτάκος μας το διασκέδαζε πολύ το κουβάλη μ α κ α ι σ ' όλο τ ο δ ρ ό μ ο σ φ ύ ρ ι ζ ε χ α ρ ο ύ μ ε ν ο ς τ ο τ ρ α γ ο υ δάκι : " Τρία ραφτάκια φύγανε, των ομματίων τους π ή ρανε . . . »
Λες και το
φ ό ρ τ ω μ α δεν τ ο ύ
'κανε κανέναν
κ ό π ο . Ο γ ί γ α ν τ α ς έσυρε έτσι γ ι α κ ά μ π ο σ ο δρόμο το δι-
π λ ό φ ο ρ τ ί ο τ ο υ , ώ σ π ο υ π ι α δεν ά ν τ ε χ ε ά λ λ ο κ α ι ξε : « Ά κ ο υ , θα τ
φώνα
α φ ή σ ω λ ι γ ά κ ι , να ξ ε κ ο υ ρ α σ τ ώ ». Ο
ραφτάκος πήδησε αμέσως κάτω,
ά ρ π α ξ ε ένα κλαδί μ ε
τ α δ υ ο τ ο υ χ έ ρ ι α , σ α ν ν α τ ο σ ή κ ω ν ε σ ' όλο τ ο δ ρ ό μ ο , κ α ι είπε στο γ ί γ α ν τ α :
« Είσαι τόσο
ψηλός και μ ε γ α λ ό σ ω
μ ο ς , κι ό μ ω ς : ούτε ένα δ ε ν τ ρ ά κ ι δεν μ π ο ρ ε ί ς να κ ο υ β α λήσεις ! » Συνέχισαν λοιπόν μαζί το δρόμο τους, ώ σ π ο υ έ φ τ α σαν σε μ ι α φ ο ρ τ ω μ έ ν η κ ε ρ α σ ι ά . Ο γ ί γ α ν τ α ς έ π ι α σ ε την κορφή του δέντρου, όπου ήταν τα καλύτερα, τα μεγαλύ τερα και τα πιο ζουμερά κεράσια, τη λύγισε κι έδωσε το κλαδί στο ραφτάκο, γ ι α να φάει. Ο δύστυχος αυτός ό μ ω ς δεν ε ί χ ε τ η δ ύ ν α μ η ν α κ ρ α τ ή σ ε ι τ ο κ λ α δ ί , π ο υ τ ι ν ά χ τ η κ ε και πάλι ψηλά, παρασέρνοντας μαζί του και
το
ραφτά
κο. Ό τ α ν ξανάπεσε στο χ ώ μ α , χ ω ρ ί ς να πάθει τ ί π ο τ α , ο γ ί γ α ν τ α ς τον ρώτησε :
« Δε μου λες : π ο ύ π ή γ ε η δ ύ
ν α μ η σ ο υ κ α ι δεν μ π ό ρ ε σ ε ς ν α κ ρ α τ ή σ ε ι ς τ ο κ λ α δ ά κ ι π ο υ σ ο ύ ' δ ω σ α ; » — « Δ ε ν μ ο ύ ' λ ε ι ψ ε η δ ύ ν α μ η ", τ ο υ α π ά ν τησε ο ραφτάκος. « Ε π ί τ η δ ε ς π ή δ η σ α ψηλά, γ ι α να γλι τ ώ σ ω α π ' τους κυνηγούς. Δεν τους άκουσες, π ο υ ρίχνουν χ α μ η λ ά , μ έ σ α σ τ α δέντρα ; Τ ο κ α λ ό π ο υ σου θ έ λ ω , π ή δ α κι εσύ ! » Ο γ ί γ α ν τ α ς π ρ ο σ π ά θ η σ ε
να
μ ι μ η θ ε ί το ρα
φ τ ά κ ο , α λ λ ά δεν τ α κ α τ ά φ ε ρ ε κ ι έ μ ε ι ν ε κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο ς σ τ α κλαδιά του δέντρου. Και σ' αυτή τη δοκιμασία λοιπόν ο ραφτάκος τα κατάφερε να βγει ασπροπρόσωπος. Ο γίγαντας τότε του είπε :
« Α φ ο ύ είσαι τόσο γεν
ναίος και δυνατός, έλα στη σπηλιά μας να περάσεις μαζί μ α ς τη ν ύ χ τ α σου ». Ο ρ α φ τ ά κ ο ς δ έ χ τ η κ ε κ α ι τον α κ ο λούθησε. Ό τ α ν έφτασαν, βρήκαν κ ι άλλους γ ί γ α ν τ ε ς κ α θισμένους γ ύ ρ ω απ
τ η φ ω τ ι ά . Ό λ ο ι τους είχαν α π ό ένα
ψ η τ ό αρνί σ τ α χ έ ρ ι α τ ο υ ς κ α ι τό ' τ ρ ω γ α ν . Ο ρ α φ τ ά κ ο ς
έριξε μ ι α μ α τ ι ά ο λ ό γ υ ρ α κ α ι ε ί π ε με το νου τ ο υ : « Α υ τ ό θα π ε ι α π λ ο χ ω ρ ι ά , όχι στο ρ α φ τ ά δ ι κ ο ! » Ο γ ί γ α ν τ α ς τού 'δειξε ένα κ ρ ε β ά τ ι και τ ο ύ ' π ε να ξ α π λ ώ σ ε ι κ α ι να ξεκουραστεί. Αλλά το κρεβάτι παραήταν μεγάλο ραφτάκο μας.
για
το
Σ ύ ρ θ η κ ε λοιπόν σε μια γ ω ν ί τ σ α κι εκεί
αποκοιμήθηκε. Ό τ α ν χτύπησαν μεσάνυχτα, ο γίγαντας σηκώθηκε και θαρρώντας π ω ς ο μικρός ραφτάκος κοι μόταν ύπνο βαθύ, π ή ρ ε ένα σίδερο βαρύ κι έ σ π α σ ε το κρεβάτι στα δυο. Κι έτσι πίστεψε π ω ς καθάρισε μια γ ι α πάντα
μ'
αυτόν
τον
ενοχλητικό
κοντορεβιθούλη.
Την
άλλη μέρα το π ρ ω ί ξεκίνησαν οι γ ί γ α ν τ ε ς γ ι α το δάσος κι είχαν
ολότελα ξεχάσει τον μικρό
ό μ ω ς εκείνος προβάλλει
ξάφνου
ραφτάκο.
ανάμεσα
στα
Νά σου δέντρα,
σφυρίζοντας χαρούμενος και τους χαιρετάει. Οι γίγαντες κόντεψαν ν α π έ σ ο υ ν ξεροί α π ' τ η ν τ ρ ο μ ά ρ α τ ο υ ς . Κ ι α μ έ σως τό 'βαλαν στα πόδια κι όπου φύγει φύγει, μην τους αρπάξει και τους σκοτώσει. Κι ο ραφτάκος μας συνέχισε το δρόμο του, όπου τον έ β γ α ζ ε η άκρη και τον οδηγούσε η τ ύ χ η του. Α φ ο ύ π ε ρ π ά τ η σ ε π ο λ ύ , έ φ τ α σ ε σ τ ο π α λ ά τ ι ενός β α σ ι λ ι ά . Κ ι ε π ε ι δή ήταν κουρασμένος, τ ρ ύ π ω σ ε στην αυλή και ξ ά π λ ω σ ε στο χορτάρι να ξαποστάσει. Την ώρα που κοιμόταν, β γ ή καν οι ά ν θ ρ ω π ο ι του βασιλιά, τον είδαν και διάβασαν το κέντημα — " Τι
στο
ζωνάρι
γυρεύει
του :
τούτος
έχουμε ειρήνη ; »,
ο
« Εφτά
με
πολεμιστής
αναρωτήθηκαν.
στο βασιλιά τους και του είπαν
την εδώ,
πρώτη
! »
τώρα
που
Κι α μ έ σ ω ς έτρεξαν
πως
δεν έ π ρ ε π ε μ ε τ ί
π ο τ α ν' αφήσει τον ά γ ν ω σ τ ο πολεμιστή να φύγει
γιατί
δεν ε ί χ α ν κ α ν έ ν α ν σαν κι α υ τ ό ν , γ ι α τον π ό λ ε μ ο . Ο β α σιλιάς βρήκε σ ω σ τ ή τη συμβουλή τους κι έστειλε κάποιον α π ' τους ιππότες του να περιμένει το ραφτάκο να ξυπνή-
σει κ ι ύ σ τ ε ρ α ν α τ ο υ π ρ ο τ ε ί ν ε ι τ η θ έ σ η τ ο υ α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο υ . Ο α π ε σ τ α λ μ έ ν ο ς σ τ ά θ η κ ε δ ί π λ α στον κ ο ι μ ι σ μ έ ν ο ραφτάκο κ α ι π ε ρ ί μ ε ν ε , ώ σ π ο υ α υ τ ό ς τ ε ν τ ώ θ η κ ε κ ι α ν α κλαδίστηκε κι άνοιξε τα μ ά τ ι α του. Κ α ι τότε του μήνυσε π ω ς ο β α σ ι λ ι ά ς τ η ς χ ώ ρ α ς ήθελε ν α τ ο ν δει κ α ι ζ η τ ο ύ σ ε
τ η βοήθεια τ ο υ . « Γ ι ' α υ τ ό α κ ρ ι β ώ ς ή ρ θ α », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς . « Ε ί μ α ι έ τ ο ι μ ο ς ν α μ π ω σ τ η δούλεψη τ ο υ β α σιλιά και να του προσφέρω τις υπηρεσίες μου ». Τ ο ν δέ χ τ η κ α ν λ ο ι π ό ν μ ' όλες τ ι ς τ ι μ έ ς κ α ι τ ο ύ ' δ ω σ α ν ένα π α λάτι γ ι α να μένει.
Αλλά οι στρατιώτες του
β α σ ι λ ι ά δεν ή τ α ν καθόλου
ευχαριστημένοι με το ραφτάκο και θα προτιμούσαν να βρίσκονται χιλιάδες μίλια μακριά του. " Τι μας περιμέ νει » , α ν α ρ ω τ ι ό ν τ α ν
φοβισμένοι,
« αν τ σ α κ ω θ ο ύ μ ε μαζί
του ; Αυτός θα δώσει μια και θα σκοτώσει με την πρώτη εφτά από μας. σκέφτηκαν
Π ώ ς θα τα βγάλουμε π έ ρ α εμείς ; » Το
λοιπόν, πήραν την
απόφαση τους
και πή
γαν στο βασιλιά και του ζήτησαν την άδεια να φύγουν. " Δεν ε ί μ α σ τ ε φ τ ι α γ μ έ ν ο ι », τ ο υ ε ξ ή γ η σ α ν , « γ ι α να τα β ά ζ ο υ μ ε μ' έναν ά ν τ ρ α π ο υ σ κ ο τ ώ ν ε ι ε φ τ ά ν ο μ ά τ ο υ ς με την
π ρ ώ τ η ». Ο βασιλιάς πολύ λυπήθηκε
π ο υ θά 'χανε όλους τους
πιστούς στρατιώτες του για χάρη του
ραφτάκου.
Και
β α θ ι ά μέσα του θα π ρ ο τ ι μ ο ύ σ ε κι αυτός να μην τον είχε σ υ ν α ν τ ή σ ε ι π ο τ έ τ ο υ . Α λ λ ά δεν τ ο λ μ ο ύ σ ε ν α τ ο ν δ ι ώ ξ ε ι γ ι α τ ί φοβόταν ότι ο ρ α φ τ ά κ ο ς θα τον σ κ ό τ ω ν ε κι αυτόν κ ι όλον τ ο λ α ό τ ο υ
και θα τού ' π α ι ρ ν ε το θρόνο. Το σκε
φτόταν από δω, το σκεφτόταν μια λύση. Εστειλε
α π ό κει,
και μήνυσε στο
τελικά
ραφτάκο
πως
ήταν τόσο μεγάλος και γενναίος πολεμιστής,
βρήκε αφού
είχε κάτι
ν α τ ο υ ζ η τ ή σ ε ι . Σ τ ο δ ά σ ο ς τ η ς χ ώ ρ α ς τ ο υ ζ ο ύ σ α ν δυο γίγαντες,
που
σκότωναν,
έκλεβαν
και
α ν θ ρ ώ π ο υ ς . Κ α ν ε ί ς δεν τ ο λ μ ο ύ σ ε ν α τ ο υ ς ρίς ν α
κινδυνέψει
η
ζωή του.
λήστευαν
τους
πλησιάσει χ ω
Αν λοιπόν ο
ραφτάκος
κατάφερνε να τους νικήσει και να τους σκοτώσει, τότε ο βασιλιάς θ α τ ο ύ 'δινε τ η μ ο ν α χ ο κ ό ρ η
του
για γυναίκα
και το μισό του βασίλειο προίκα στο γ ά μ ο . Κ α ι του υ π ο σχέθηκε εκατό καβαλάρηδες, να πάνε μαζί του και να τον
βοηθήσουν.
« Αυτή
είναι
μια
δουλειά
που
αξίζει
σ ' έ ν α ν ά ν τ ρ α σ α ν κ ι ε μ έ ν α ! » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ ο μ ι κ ρ ό ς ρ α φ τ ά κ ο ς . " Δεν είναι δα κ α ι μικρό π ρ ά γ μ α μ ι α ό μ ο ρ φ η
β α σ ι λ ο π ο ύ λ α κ α ι μ ι σ ό β α σ ί λ ε ι ο π ρ ο ί κ α ! » — « Ε ν τ ά ξ ε ι », δέχτηκε.
" Θα νικήσω και θα σκοτώσω τους γίγαντες.
Κ α ι δεν έ χ ω α ν ά γ κ η ν α μ ο υ δ ώ σ ε τ ε ε κ α τ ό κ α β α λ ά ρ η δ ε ς γ ι α να με βοηθήσουν. Ό π ο ι ο ς μπορεί να ξαπλώσει ε φ τ ά μ ε τ η ν π ρ ώ τ η , δεν φ ο β ά τ α ι δ υ ο μ ο ν ά χ ο υ ς τ ο υ ς ! » Ο ρ α φ τ ά κ ο ς λοιπόν ξεκίνησε και οι εκατό κ α β α λ ά ρηδες τον ακολούθησαν. Ό τ α ν ό μ ω ς έφτασαν στην άκρη του δάσους, γύρισε και τους είπε : « Σ τ α θ ε ί τ ε ε δ ώ να με περιμένετε. γαντες ».
Θα τα β γ ά λ ω π έ ρ α μόνος μου με τους γ ί
Κ α ι μ' έναν π ή δ ο βρέθηκε μ έ σ α σ τ ο δάσος κ α ι
άρχισε να περπατάει κοιτάζοντας ολόγυρα.
Μετά από
λ ί γ ο είδε τ ο υ ς δυο γ ί γ α ν τ ε ς : ή τ α ν ξ α π λ ω μ έ ν ο ι κ ά τ ω α π ό ένα δέντρο και κοιμόντουσαν.
Και ροχάλιζαν τόσο δυ
νατά που τα κλαδιά πάνωθέ τους
έτριζαν. Ο γενναίος
ρ α φ τ ά κ ο ς δεν έ χ α σ ε κ α ι ρ ό : γ έ μ ι σ ε κ α ι τ ι ς δ υ ο τ σ έ π ε ς του
με
πέτρες
και
σκαρφάλωσε
στο
δέντρο.
Κι
όταν
έ φ τ α σ ε σ τ α μισά, κ α τ έ β η κ ε σ' ένα πλαϊνό κλαδί και βρέ θηκε α κ ρ ι β ώ ς π ά ν ω α π ' τον ένα γ ί γ α ν τ α . Α μ έ σ ω ς άρχισε να του ρίχνει τη μ ι α π έ τ ρ α μ ε τ ά την άλλη. Ο γ ί γ α ν τ α ς άργησε να το πάρει είδηση. Με τα πολλά όμως ξύπνησε κ α ι τ α ρ α κ ο ύ ν η σ ε θ υ μ ω μ έ ν ο ς το με χ τ υ π ά ς ; » — « Ό ν ε ι ρ α
σύντροφο τ ο υ :
βλέπεις,
μου
« Γιατί
φ α ί ν ε τ α ι ! »,
τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο άλλος. " Δεν σε χ τ ύ π η σ α ». Ξ ά π λ ω σ α ν π ά λ ι κι α π ο κ ο ι μ ή θ η κ α ν . Κι ο ρ α φ τ ά κ ο ς έριξε μια π έ τ ρ α στον δεύτερο γ ί γ α ν τ α .
« Τι κάνεις εκεί ; », π ε τ ά χ τ η κ ε
αυτός
ξύπνησε
θυμωμένος
και
και
το
σύντροφο
" Γ ι α τ ί με χ τ υ π ά ς ; » — « Δ ε ν σε χ τ υ π ά ω »,
του.
μούγκρισε
ο π ρ ώ τ ο ς γίγαντας. Κι άρχισαν να τσακώνονται. Επειδή ό μ ω ς ήταν κουρασμένοι, π α ρ ά τ η σ α ν σε λίγο τον κ α β γ ά κι έπεσαν πάλι γ ι α ύπνο. Ο ραφτάκος ξανάρχισε τότε το παιχνίδι του : διάλεξε την πιο χοντρή και βαριά π έ τ ρ α
και την έριξε στον π ρ ώ τ ο γ ί γ α ν τ α .
Η π έ τ ρ α τού 'ρθε
κ α τ ά σ τ η θ α . « Ε, α υ τ ό π α ρ α ε ί ν α ι ! », έβαλε εκείνος τ ι ς φωνές κι αρπάζοντας
το σύντροφο του
κοπανάει π ά ν ω στο δέντρο, τόσο
άρχισε να τον
που κόντεψε
να το ξε
ρ ι ζ ώ σ ε ι . Ο ά λ λ ο ς τ ο ν π λ ή ρ ω σ ε μ ε τ ο ίδιο ν ό μ ι σ μ α κ ι ά ρ χισαν τότε να παλεύουν και να δέρνονται με τόση λύσσα, ξεριζώνοντας δέντρα και θάμνους, ώσπου στο τέλος έπε σαν κι οι δυο νεκροί.
Α μ έ σ ω ς π ή δ η σ ε κ ά τ ω κι ο γεν
ναίος ρ α φ τ ά κ ο ς . « Ευτυχούς π ο υ δέντρο
όπου
ήμουν
δεν ξ ε ρ ί ζ ω σ α ν
ανεβασμένος »,
είπε.
" Γιατί
θά 'πρεπε να ξεγλιστρήσω και να σκαρφαλώσω π ο ι ο άλλο σαν σκιουράκι !
Ευτυχως
βώντας
το
σπαθί του
είπε
στους
έδωσε
Ύστερα
καβαλάρηδες :
κάμποσες βγήκε απ'
" Οι
τ ο υ ς . Π ά λ ε ψ α ν σαν λ υ σ σ α σ μ έ ν ο ι , θάμνους,
αλλά άδικα :
τότε
σε κ ά
ό μ ω ς π ο υ εμείς οι
μικροσκοπικοί είμαστε γρήγοροι στα πόδια πεσμένους γίγαντες.
και το
! » Και τρα σπαθιές το
γίγαντες
στους
δάσος και πάνε
καλιά
ξερίζωσαν δέντρα
κ α ν ε ί ς δεν
και
μπορεί να τα βάλει
μ' εμένα, π ο υ ξ α π λ ώ ν ω ε φ τ ά με τ η ν π ρ ώ τ η ! » — « Κι ε σ ύ δεν π λ η γ ώ θ η κ ε ς ; » , τ ο ν ρ ώ τ η σ α ν
οι
" Η
απάντησε
τύχη
β ο η θ ά ε ι τ ο υ ς τ ο λ μ η ρ ο ύ ς »,
καβαλάρηδες. ο
ρα
φ τ ά κ ο ς . " Δεν μου πείραξαν ούτε τ ρ ί χ α ». Οι κ α β α λ ά ρ η δ ε ς δεν τ ο ν π ί σ τ ε ψ α ν κ α ι μ π ή κ α ν σ τ ο δ ά σ ο ς γ ι α ν α δ ο υ ν μ ε τ α μ ά τ ι α τ ο υ ς : κ α ι β ρ ή κ α ν π ρ ά γ μ α τ ι τ ο υ ς δυο γ ί γ α ν τες
βουτηγμένους
στο
αίμα τους κι
ολόγυρα τ ο υ ς
σω
ρούς τ α ξ ε ρ ι ζ ω μ έ ν α δ έ ν τ ρ α . Ο
ραφτάκος παρουσιάστηκε
τότε
στο
βασιλιά και
ζήτησε την ανταμοιβή του. Εκείνος όμως μετάνιωσε για την υπόσχεση που είχε δώσει, κι άρχισε πάλι να στύβει το μυαλό του, π ώ ς θα μπορούσε ν' α π α λ λ α γ ε ί α π ' τον γ ε ν ν α ί ο ρ α φ τ ά κ ο . " Π ρ ι ν σου δ ώ σ ω
τη
θ υ γ α τ έ ρ α μου
κ α ι το
μισό
μου
β α σ ί λ ε ι ο »,
είπε,
« π ρ έ π ε ι vα κ ά ν ε ι ς
α κ ό μ α ένα κ α τ ό ρ θ ω μ α . Σ τ ο δ ά σ ο ς τ ρ ι γ υ ρ ν ά ε ι ένας ά γ ρ ι ο ς μονόκερος π ο υ κ ά ν ε ι μ ε γ ά λ ε ς ζ η μ ι έ ς
στους
ανίρώπους
μου. Π ρ έ π ε ι λοιπόν να πας κ α ι να τον π ι ά σ ε ι ς ». — « Α υ τ ό ε ί ν α ι α κ ό μ α π ι ο εύκολο γ ι α
μένα
αποκρίθηκε ο
ραφτάκος. " Ε δ ώ β ά ζ ω κ ά τ ω εφτά με την πρώτη κ α ι θα φ ο β η θ ώ τ ώ ρ α έναν μονόκερο ; » Π ή ρ ε λ ο ι π ό ν ένα γ ε ρ ό σ κ ο ι ν ί κ ι έ ν α τ σ ε κ ο ύ ρ ι κ α ι π ή γ ε π ά λ ι σ τ ο δ ά σ ο ς . Κ ι άφησε π ά λ ι τ ο υ ς σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς α π ' έ ξ ω
να τον περιμένουν. Δεν χ ρ ε ι ά σ τ η κ ε να ψάξει πολλήν ώ ρ α κ α ι νά σου ο μονόκερος ! Μόλις είδε το ρ α φ τ ά κ ο , ό ρ μ η σε κ α τ α π ά ν ω του να τον τρυπήσει με το κέρατο του. " Σ ι γ ά σ ι γ ά », ε ί π ε τ ό τ ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς . " Δεν είναι α ν ά γ κ η να βιαζόμαστε ! » Και στάθηκε ακίνητος και περίμενε, ώσπου το θεριό τον έ φ τ α σ ε . Σ α ν α σ τ ρ α π ή τ ό τ ε ο μ ι κ ρ ό ς ρ α φ τ ά κος πήδησε και βρέθηκε π ί σ ω από το
δέντρο. Ο μονό
κ ε ρ ο ς , π ο υ έ τ ρ ε χ ε μ ' ό λ η τ ο υ τ η δ ύ ν α μ η , δεν π ρ ό λ α β ε ν α σ τ α μ α τ ή σ ε ι και κ α ρ φ ώ θ η κ ε τόσο βαθιά π ά ν ω στον κ ο ρ μ ό τ ο υ δ έ ν τ ρ ο υ π ο υ δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α φ ύ γ ε ι .
" Τό ' π ι α σ α
το π ο υ λ ά κ ι ", είπε τ ό τ ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς . Μ' ένα π ή δ η μ α π έ ρασε το σκοινί στο λαιμό του θηρίου κι ύστερα έκοψε το κέρατο με το τσεκούρι του. στο
Κι έτσι δεμένο το π ή γ ε
βασιλιά. Αλλά ο
βασιλιάς π ά λ ι αρνήθηκε να του δώσει την
α ν τ α μ ο ι β ή του και του ζ ή τ η σ ε κι ένα τρίτο κ α τ ό ρ θ ω μ α . Ο ρ α φ τ ά κ ο ς έ π ρ ε π ε πριν α π ό το γ ά μ ο να του φέρει δεμένο κι ένα
αγριογούρουνο, που έκανε μεγάλες ζημιές
στους
ανθρώπους του. Οι κυνηγοί του βασιλιά θα πήγαιναν μαζί του, γ ι α να τον βοηθήσουν. « Π ο λ ύ ε υ χ α ρ ί σ τ ω ς », α π ά ν τ η σ ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς . " Α υ τ ά π ο υ μου ζ η τ ά ς είναι π α ι χ ν ι δ ά κ ι α ! » Τ ο υ ς κ υ ν η γ ο ύ ς δεν τ ο υ ς π ή ρ ε μ α ζ ί τ ο υ μ έ σ α σ τ ο δάσος κι εκείνοι κάθισαν
απ'
έ ξ ω να τον περιμένουν.
Κι ή τ α ν π ο λ ύ ε υ χ α ρ ι σ τ η μ έ ν ο ι , γ ι α τ ί όσες
φορές είχαν
κυνηγήσει το αγριογούρουνο, τό 'χαν μετανιώσει. Ό τ α ν τ ο θηρίο
είδε τ ο ρ α φ τ ά κ ο , όρμησε κ α τ α π ά ν ω
του. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο, τα δόντια του άστρα φταν θεόρατα και αφροί έσταζαν α π ' το μουσούδι του. Ο γ ρ ή γ ο ρ ο ς ρ α φ τ ά κ ο ς ό μ ω ς μ ' ένα π ή δ η μ α βρέθηκε μ έ σ α σ' ένα ξωκλήσι, π ο υ ή τ α ν εκεί κοντά. Κ α ι την ίδια σ τ ι γ μ ή κιόλας έδωσε μια α π ' το παράθυρο και βγήκε πάλι έ ξ ω .
Τ ο α γ ρ ι ο γ ο ύ ρ ο υ ν ο τον ε ί χ ε π ά ρ ε ι α π ό π ί σ ω κ α ι μ π ή κ ε κι
αυτό
μέσα στο
ξωκλήσι.
Ο
ραφτάκος ό μ ω ς έτρεξε
αμέσως και κλείδωσε την πόρτα και τό κ λ ε ί σ ε έτσι μέσα στην εκκλησίτσα. Κ α ι το αγριογούρουνο ήταν π ο λ ύ κοντό
κ α ι βαρύ κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α π η δ ή σ ε ι α π ' τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο . Ο ρ α φ τ ά κ ο ς φ ώ ν α ξ ε τ ό τ ε τ ο υ ς κ υ ν η γ ο ύ ς να δουν με τα μ ά τ ι α τους π ω ς είχε πιάσει το θηρίο. Κ α ι παρουσιάστηκε ύστερα στο βασιλιά, που ήταν π ι α αναγκασμένος, θέ λοντας κ α ι μ η , ν α κ ρ α τ ή σ ε ι τ η ν υ π ό σ χ ε σ η τ ο υ κ α ι ν α τ ο υ
δώσει τη θυγατέρα του και το μισό του βασίλειο. Με βα ριά κ α ρ δ ι ά σ υ μ φ ώ ν η σ ε ο β α σ ι λ ι ά ς .
Κι αν ήξερε π ω ς ο
γ α μ π ρ ό ς τ ο υ δεν ή τ α ν ή ρ ω α ς , α λ λ ά έ ν α ς α π λ ό ς ρ α φ τ ά κ ο ς , τότε η καρδιά του θά 'ταν ακόμα βαρύτερη. Γιόρτασαν λοιπόν το γ ά μ ο ,
με παράτες
και
πομπές, αλλά δίχως
χ α ρ ά . Κι ο ρ α φ τ ά κ ο ς έγινε βασιλιάς.
Μ ε τ ά α π ό λίγο καιρό η νεαρή βασίλισσα άκουσε τον άντρα της, π ο υ π α ρ α μ ι λ ο ύ σ ε στον ύπνο του :
« Μικρέ,
ράψε μου γ ρ ή γ ο ρ α τ ο π α ν ω φ ό ρ ι μου και μ π ά λ ω σ ε τ ο π α ν τελόνι μου, γ ι α τ ί θ α σου μ ε τ ρ ή σ ω τ η ν π λ ά τ η μ ε τον π ή χη ".
Κατάλαβε
τότε
πούθε
κρατούσε
η
σκούφια
τού
άντρα τ η ς και π ή γ ε την άλλη μέρα το π ρ ω ί στον π α τ έ ρ α τ η ς α π α ρ η γ ό ρ η τ η , γ ι α τ ί δεν ή θ ε λ ε π ι α ν α μ ε ί ν ε ι π α ν τ ρ ε μ έ ν η μ ' έ ν α ν ά ν τ ρ α τ ι π ο τ έ ν ι ο , π ο υ δεν ή τ α ν π α ρ ά α π λ ό ς ραφτάκος. Ο πατέρας της την παρηγόρησε και της είπε : " Ά σ ε αύριο το βράδυ α ν ο ι χ τ ή την π ό ρ τ α τ η ς κάμαρας
σου. O ι , υ π η ρ έ τ ε ς μ ο υ θ α σταθούν α π ' έ ξ ω . Κ ι όταν κ ο ι μηθεί ο άντρας σου, θα μπουν, θα τον δέσουν και θα τ ο ν φορτώσουν σ' ένα καράβι, που θα τον π ά ρ ε ι μ α κ ρ ι ά μ α ς ". Η βασιλοπούλα συμφώνησε. Αλλά ο υπασπιστής τού βασιλιά που είχε συμπαθήσει τον γενναίο ραφτάκο, π ή γ ε και του τα είπε όλα.
" Δεν θα τους α φ ή σ ω να μου τη φέ
ρουν ! » , ε ί π ε ο ρ α φ τ ά κ ο ς κ α ι τ ο β ρ ά δ υ έ π ε σ ε γ ι α ύ π ν ο την ίδια ώρα, μ α ζ ί με τη γ υ ν α ί κ α του. Μ ε τ ά από λ ί γ ο , εκείνη νόμισε π ω ς ο ρ α φ τ ά κ ο ς είχε π ι α α π ο κ ο ι μ η θ ε ί κ α ι άνοιξε την π ό ρ τ α .
Ο άντρας της τότε, που παράσταινε
τον κ ο ι μ ι σ μ έ ν ο , ά ρ χ ι σ ε να λέει με π ε ν τ α κ ά θ α ρ η φ ω ν ή : " Ε, μικρέ, ράψε μου το π α ν ω φ ό ρ ι μου και μ π ά λ ω σ ε το παντελόνι μου, γρήγορα, αλλιώς θα σε κ ά ν ω μαύρο στο ξύλο με τον π ή χ η εφτά
με
! Εμένα που με βλέπεις έ χ ω ξαπλώσει
την π ρ ώ τ η , έ χ ω σκοτώσει
π ι ά σ ε ι έναν
μονόκερο
π ω ς φοβάμαι αυτούς που πόρτα της κάμαρας
δυο γ ί γ α ν τ ε ς ,
κι ένα αγριογούρουνο. είναι
μου ; »
κόντεψαν να πεθάνουν απ
κρυμμένοι
έξω
Οι υπηρέτες του
έχω
Νομίζεις από την βασιλιά
το φόβο τους, όταν τον άκου
σαν να μιλάει έτσι. Κι ά ρ χ ι σ α ν να τ ρ έ χ ο υ ν , λες και τ ο υ ς κυνηγούσε
ολόκληρος
στρατός.
Κ ι α π ό τ ό τ ε κ α ν ε ί ς δεν τ ό λ μ η σ ε π ι α ν α τ ο ν π ε ι ρ ά ξ ε ι και ζησε
ο
ρ α φ τ ά κ ο ς έμεινε σ' όλη τ ο υ τη ζ ω ή β α σ ι λ ι ά ς κι έ αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Η Σταχτοπούτα
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ α ρ ρ ώ σ τ η σ ε β α ρ ι ά η γ υ ν α ί κ α ενός π λ ο ύ σ ι ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ . Κ ι ε π ε ι δ ή τ ό ' ν ι ω σ ε
ότι το τέλος τ η ς π λ η σ ί α ζ ε , φώναξε κοντά τ η ς τη μοναχοκόρη τ η ς και τ η ς είπε : " Α γ α π η μ έ ν ο μου π α ι δ ί , να είσαι π ά ν τ α κ α λ ή κ α ι π ο ν ε τ ι κ ή . Κ ι ο Θ ε ό ς δεν θ α σ ' ε γ κ α τ α λείψει α β ο ή θ η τ η .
Κι ε γ ώ θα σε
βλέπω,
ψηλά α π '
τον
ουρανό, και θα σε π ρ ο σ τ α τ ε ύ ω ". Ύ σ τ ε ρ α έκλεισε τα μ ά τια της και πέθανε. Το κορίτσι πήγαινε κάθε μέρα στο μνήμα της μάνας του κι έκλαιγε και κρατούσε την υπό σχεση που της είχε δώσει. Κι όταν ήρθε
ο χειμώνας, το
χιόνι έ σ τ ρ ω σ ε τ ο λευκό σεντόνι του π ά ν ω α π ' τον τ ά φ ο . Και την άνοιξη,
όταν ο ήλιος το
ξέστρωσε,
ο άντρας
ξαναπαντρεύτηκε. Η γ υ ν α ί κ α έφερε στο σ π ί τ ι τις δυο τ η ς κόρες, π ο υ ή τ α ν ό μ ο ρ φ ε ς στην όψη, ά σ π ρ ε ς σαν τ α κρίνα, α λ λ ά ά σ χ η μ ε ς σ τ η ν κ α ρ δ ι ά , όλο κ α κ ί α , κ α τ ά μ α υ ρ ε ς σ α ν τ η ν π ί σ σ α . Έ τ σ ι άρχισαν τα βάσανα για
τη
φ τ ω χ ή την προγονή.
" Γ ι α τ ί αυτή η ανόητη να κάθεται μ α ζ ί μας στο σαλό νι ; », έλεγαν. « Ό π ο ι ο ς θέλει να τ ρ ώ ε ι ψ ω μ ί , π ρ έ π ε ι να το κερδίζει με τον ι δ ρ ώ τ α του. Ε μ π ρ ό ς
! Γρήγορα στην
κουζίνα, με τ ι ς δούλες ». Τ η ς π ή ρ α ν τα ω ρ α ί α τ η ς φορέ μ α τ α και τ η ς έδωσαν μια γ κ ρ ί ζ α π α λ ι ά π ο δ ι ά και ξύλινα τσόκαρα. " Κ α μ α ρ ώ σ τ ε την, την π ρ ι γ κ η π έ σ α και στολισμένη γ ι α το χορό
! Ντυμένη
! », την κορόιδεψαν.
Και την έβαλαν να κάθεται στην κουζίνα και να δου λεύει σ κ λ η ρ ά α π ' τ ο π ρ ω ί ώ ς τ ο βράδυ. Κ ά θ ε π ρ ω ί έ π ρ ε -
πε να σ η κ ώ ν ε τ α ι ξ η μ ε ρ ώ μ α τ α να κουβαλάει νερό, ν
ανά
βει φ ω τ ι ά , να μ α γ ε ι ρ ε ύ ε ι κ α ι να πλένει. Κ α ι σαν να μ η ν ή τ α ν α ρ κ ε τ ά όλα α υ τ ά , ο ι δυο α δ ε ρ φ έ ς έ κ α ν α ν ό,τι π ε ρ νούσε α π ό το χέρι τους γ ι α να την παιδεύουν
και
να τη
βασανίζουν : την περιγελούσαν, σκόρπιζαν τις φακές και τα μπιζέλια μέσα στις σ τ ά χ τ ε ς , και την α ν ά γ κ α ζ α ν ύστε ρα να τα ξαναμαζέψει. Το βράδυ, πεθαμένη η μικρή στην κ ο ύ ρ α σ η , δεν ε ί χ ε κ ρ ε β ά τ ι γ ι α ν α ξ ε κ ο υ ρ α σ τ ε ί , α λ λ ά έ π ε
φτε και κοιμόταν δίπλα στο τζάκι, κ α τ ά χ α μ α . Κι επειδή ήταν π ά ν τ α βρόμικη α π ' τις στάχτες έλεγαν
και τη σκόνη, την
Σταχτοπούτα.
Μ ι α μέρα ο π α τ έ ρ α ς κίνησε να πάει στο π α ζ ά ρ ι και ρ ώ τ η σ ε τ ι ς δυο κ ό ρ ε ς τ η ς γ υ ν α ί κ α ς τ ο υ τ ι δ ώ ρ ο ν α τ ο υ ς φέρει. " Ω ρ α ί α ρ ο ύ χ α », ε ί π ε η π ρ ώ τ η . « Π ε τ ρ ά δ ι α κ α ι μ α ρ γ α ρ ι τ ά ρ ι α », α π ά ν τ η σ ε η δ ε ύ τ ε ρ η . « Κι εσύ, Σ τ α χ τ ο -
π ο ύ τ α », ρ ώ τ η σ ε και τη δική του κόρη, " τι δώρο θέλεις να σου φ έ ρ ω
; » — " Το π ρ ώ τ ο κ λ α δ ά κ ι π ο υ θα χ α ϊ δ έ ψ ε ι
τ ο κ α π έ λ ο σου, π α τ έ ρ α , όταν θ α π ά ρ ε ι ς τ ο δρόμο τ ο υ γ υ ρισμού, σ π ά σ ' το κ α ι φέρ
το μου
! » Αγόρασε λοιπόν γ ι α
τις κόρες της γυναίκας του φουστάνια και κ ο σ μ ή μ α τ α . Κι όταν γύριζε π ι α στο σπίτι, ένα κ λ α δ ά κ ι φουντουκιάς άγγιξε
το κ α π έ λ ο του. Κι εκείνος
θυμήθηκε
την
υπό
σχεση του, τό 'κοψε και το πήρε μαζί του.
Έ φ τ α σ ε στο σ π ί τ ι τ ο υ , έ δ ω σ ε στις δυο α δ ε ρ φ έ ς τ α δώρα τους, έδωσε και στη
Σταχτοπούτα το κλαδάκι τής
φουντουκιάς. Η κόρη του τον ευχαρίστησε, πήρε το κλα δάκι και τ ο π ή γ ε στον τ ά φ ο τ η ς μ η τ έ ρ α ς τ η ς . φύτεψε κι έκλαψε τόσο πικρά που τα
Εκεί το
δάκρυα τ η ς κ ύ λ η
σαν π ο τ ά μ ι α π ' τ α μ ά γ ο υ λ α τ η ς κ α ι τ ο π ό τ ι σ α ν . Τ ο κ λ α δάκι μ ε γ ά λ ω σ ε κι έγινε δέντρο, ψηλό και όμορφο. Τ ρ ε ι ς φορές την η μ έ ρ α π ή γ α ι ν ε η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α , κ α θ ό τ α ν στον ίσκιο του κι έκλαιγε
και προσευχόταν.
Και κάθε φορά
ένα ά σ π ρ ο π ο υ λ ά κ ι ε ρ χ ό τ α ν και κούρνιαζε σ τ α κ λ α δ ι ά τ ή ς φουντουκιάς. Κι όταν η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α έκανε μιαν ευχή, α μ έ σ ω ς τ η ς έριχνε αυτό π ο υ είχε επιθυμήσει. Έ τ υ χ ε όμως κάποτε κι ο βασιλιάς διοργάνωσε μια μεγάλη γιορτή, π ο υ θα κρατούσε τρεις ολόκληρες μέρες. Κ α ι π ρ ο σ κ ά λ ε σ ε όλες τ ι ς ό μ ο ρ φ ε ς κ ο π έ λ ε ς τ η ς π ο λ ι τ ε ί α ς , γ ι α να διαλέξει ο γιος του τη γ υ ν α ί κ α π ο υ θα παντρευό τ α ν . Ό τ α ν άκουσαν ο ι δυο αδερφές π ω ς τ ι ς είχαν π ρ ο σ καλέσει κι αυτές, τρελάθηκαν απ ξαν λοιπόν τη Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α και
τη χ α ρ ά τους. Φ ώ ν α της
μας τα μαλλιά, βούρτσισε μας τα
είπαν :
« Χτένισε
παπούτσια, στερέωσε
τις αγκράφες μας. Γιατί θα π ά μ ε νύφες στο π α λ ά τ ι τού β α σ ι λ ι ά ». Η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α έκανε ό,τι τ η ς ε ί χ α ν ζ η τ ή σ ε ι , μα έκλαψε πικρά, γιατί πολύ θα ήθελε να πάει κι αυτή στο χορό. Και παρακάλεσε τη μητριά της να την αφήσει. « Ε σ ύ είσαι βουτηγμένη στη σ τ ά χ τ η και στη βρομιά α π ό το κεφάλι ώς τα π ό δ ι α
! », τ η ς είπε η μ η τ ρ ι ά τ η ς . " Κ α ι
θέλεις να π α ς στο χορό του βασιλιά ; Δεν έχεις ούτε φ ό ρεμα ούτε π α π ο ύ τ σ ι α και θέλεις να χορέψεις ; Δεν ε ί μ α στε με τα κ α λ ά μ α ς
! » Ε π ε ι δ ή ό μ ω ς η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α δεν
έλεγε να σταματήσει τα παρακάλια, της είπε : " Έ χ ω ρ ί ξ ε ι εδο) σ τ ι ς σ τ ά χ τ ε ς μ ι α γ α β ά θ α φ α κ έ ς . Α ν κ α τ α φ έ ρεις να τ ι ς μ α ζ έ ψ ε ι ς όλες μ έ σ α σε δυο σ
5
ώρες, τότε θα
α φ ή σ ω να π α ς στο χορό ». Το κορίτσι βγήκε α π ό την
π ί σ ω π ό ρ τ α στον κ ή π ο και φ ώ ν α ξ ε :
" Αχ, περιστερά-
κ ι α μου, αχ, τ ρ υ γ ό ν ι α εσείς κι όλα τα π ε τ ε ι ν ά τ' ουρα νού, ελάτε να με βοηθήσετε,
να
διαλέξω
τις
στη
γαβάθα
στα
σκουπίδια
φακές :
τις
τις
καλές,
κακές ».
Ή ρ θ α ν τ ό τ ε σ τ ο π α ρ α θ ύ ρ ι τ η ς κ ο υ ζ ί ν α ς δυο λ ε υ κ ά περιστέρια λάκια τ'
κι ύστερα τα τρυγόνια και τέλος όλα τα π ο υ
ουρανού ήρθαν φ τ ε ρ ο υ γ ί ζ ο ν τ α ς και τιτιβίζον-
τας και κάθισαν π ά ν ω στις στάχτες. Και κούνησαν τα κεφαλάκια τους κι άρχισαν τσικ, τσικ, τσικ, να τσιμ πολογούν και να ξεδιαλέγουν τις φακές. Δεν είχε π ε ρ ά σει ο ύ τ ε μ ι α ώ ρ α τώντας.
όταν τέλειωσαν
κι έφυγαν πάλι πε
Και το κορίτσι π ή γ ε τη γ α β ά θ α στην κακιά
μ η τ ρ ι ά κ α τ α χ α ρ ο ύ μ ε ν ο , γ ι α τ ί νόμιζε ότι θα μπορούσε π ι α να πάει στο χορό. Εκείνη ό μ ω ς είπε : " Ό χ ι , Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α , δεν έ χ ε ι ς τ ί π ο τ α ν α φ ο ρ έ σ ε ι ς κ α ι δεν ξ έ ρ ε ι ς να χορεύεις.
Ό λ ο ς ο κ ό σ μ ο ς θα σε κοροϊδεύει ». — Ε
π ε ι δ ή ό μ ω ς η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α άρχισε να κλαίει, η μ η τ ρ ι ά
της είπε :
" Αν
μ π ο ρ έ σ ε ι ς ν α ξ ε δ ι α λ έ ξ ε ι ς δυο γ α β ά θ ε ς
φακή α π ' τις σ τ ά χ τ ε ς σε μιαν ώρα, τότε θα σ' α φ ή σ ω να π α ς ».
Κι α π ό μέσα της σ κ ε φ τ ό τ α ν :
« Π ο τ έ δεν π ρ ό
κ ε ι τ α ι ν α τ α κ α τ α φ έ ρ ε ι ! » Ά δ ε ι α σ ε λ ο ι π ό ν δυο γ α β ά θ ε ς φακή στις στάχτες κι έφυγε. Η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α ό μ ω ς β γ ή κε πάλι απ
5
την π ί σ ω π ό ρ τ α στον κ ή π ο και φ ώ ν α ξ ε :
" Αχ, περιστεράκια μου, αχ, πετεινά τ'
τρυγόνια
εσείς
κι όλα τα
ουρανού, ελάτε να με βοηθήσετε,
να
διαλέξω
τις
στη
γαβάθα
στα
σκουπίδια
φακές :
τις
καλές,
τις
κακές ».
Ή ρ θ α ν τ ό τ ε στο π α ρ α θ ύ ρ ι τ η ς κ ο υ ζ ί ν α ς δυο λ ε υ κ ά περιστέρια λάκια τ'
κ ι ύ σ τ ε ρ α τ α τ ρ υ γ ό ν ι α κ α ι τέλος όλα τ α π ο υ
ουρανού ήρθαν φ τ ε ρ ο υ γ ί ζ ο ν τ α ς και τ ι τ ι β ί ζ ο ν -
τας και κάθισαν π ά ν ω
στις στάχτες. Και κούνησαν τα
περιστέρια τα κεφαλάκια τους
κι
τσικ,
ξεδιαλέγουν τις
να τσιμπολογούν
και να
άρχισαν τσικ,
τσικ, φακές.
Κ α ι τ ό τ ε ά ρ χ ι σ α ν κ ι όλα τ α υ π ό λ ο ι π α π ε τ ο ύ μ ε ν α τ σ ι κ , τσικ, τσικ, να τσιμπολογούν και να ξεδιαλέγουν τις φ α κές. Και πριν περάσει μισή ώρα είχαν τελειώσει κι έφυ γαν πάλι π ε τ ώ ν τ α ς . Το κορίτσι
τότε
πήγε
τις δυο γ α
βάθες στη μ η τ ρ ι ά του κ α τ α χ α ρ ο ύ μ ε ν ο , γ ι α τ ί νόμιζε ότι τ ώ ρ α π ι α θα το άφηνε να πάει στο χορό του βασιλιά. Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς ε ί π ε : « Ό , τ ι κ ι α ν κ ά ν ε ι ς , δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι να έρθεις μαζί μας. Δεν έχεις τ ί π ο τ α να φορέσεις και δεν μ
5
ξέρεις
να
χορεύεις. Θα
αυτά τα λόγια τής γύρισε
τις δυο
μας
κάνεις
ρεζίλι ».
την π λ ά τ η και
Και
έφυγε με
ψηλομύτες κόρες της.
Ό τ α ν έμεινε μόνη
της η
Σταχτοπούτα,
π ή γ ε στον
τάφο της μάνας της, κ ά τ ω α π ' τη φουντουκιά, και φ ώ ναξε : « Δεντράκι, στ
Το
ασήμια
πουλάκι
κούνα
τα
κλαδιά,
ντύσε
με
και
τότε
της
έριξε
στα
ένα
χρυσά ».
φό ρ ε μ α
υφασμένο
με ασημένια και χρυσή κλωστή και γοβάκια κεντημένα με
μετάξι και
μάλαμα.
Η
Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α ν τ ύ θ η κ ε όσο
πιο γ ρ ή γ ο ρ α μπορούσε κι έτρεξε στο χορό.
Ο ι αδερφές
της κ ι η μ η τ ρ ι ά τ η ς δεν τ η ν γ ν ώ ρ ι σ α ν κ α ι ν ό μ ι σ α ν π ω ς ήταν κάποια ξένη
βασιλοπούλα, τόσο όμορφη ήταν με
το χρυσό της φόρεμα. Τη Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α τη
ούτε
καν που
σ κ έ φ τ η κ α ν θαρρούσαν π ω ς ήταν α κ ό μ α στο σπίτι,
βρόμικη απ
την κορφή ώς τα νύχια, και ξεδιάλεγε τις
φακές μέσα α π ' τη σ τ ά χ τ η . Το βασιλόπουλο όμως, μόλις την είδε, π ή γ ε ίσια π ρ ο ς τ ο μέρος τ η ς , την π ή ρ ε α π ' τ ο χέρι
και
χόρεψε
μαζί
της. Κι ούτε
ήθελε
να
χορέψει
μ ' ά λ λ η ν κ α μ ι ά κ α ι δεν τ η ν ά φ η σ ε δ ι ό λ ο υ α π ' τ η ν α γ κ α λ ι ά του.
Κι όταν
χορέψει
με
ερχόταν
κάποιος
τη Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α ,
άλλος το
καβαλιέρος
βασιλόπουλο
δεν
να το
ά φ η ν ε . " Ε ί ν α ι η δ ι κ ή μ ο υ ν τ ά μ α ! », έ λ ε γ ε . Έ τ σ ι χόρεψαν
μέχρι
που
νύχτωσε.
Κι η
Σταχτο
π ο ύ τ α θέλησε να γυρίσει στο σπίτι της. Ο γιος του β α σιλιά ό μ ω ς είπε :
" Θά ' ρ θ ω μ α ζ ί σου, να μη γυρίσεις
μονάχη ». Γ ι α τ ί ήθελε να μάθει ποιανού θ υ γ α τ έ ρ α ή τ α ν η
όμορφη κοπέλα. Μα η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α του ξέφυγε και
χώθηκε
στον
περιστεριώνα.
Το
βασιλόπουλο
τότε
πε
ρίμενε νά 'ρθει ο π α τ έ ρ α ς τ η ς και του είπε π ο ύ είχε τ ρ υ π ώ σ ε ι εκείνη η π α ρ ά ξ ε ν η κ ο π έ λ α .
Ο
γέρος σκέφτηκε :
" Λ ε ς να είναι η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α ; »
Π ρ ό σ τ α ξ ε λ ο ι π ό ν να
του φέρουν το τσεκούρι και την αξίνα του κι έκανε κ ο μ μ ά τ ι α τον π ε ρ ι σ τ ε ρ ι ώ ν α . Α λ λ ά μέσα
δεν β ρ ή κ α ν ε κ α ν έ
ναν. Κι όταν μ π ή κ α ν στο σπίτι, βρήκαν τη τα με τα γκρίζα βρόμικα ρούχα της, να
Σταχτοπού
κοιμάται μέσα
στις σ τ ά χ τ ε ς , κι ένα μικρό λ α δ ο φ ά ν α ρ ο έ κ α ι γ ε στο π ε ρ βάζι του τζακιού.
Γιατί η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α είχε γλιστρή
σει κ ρ υ φ ά έ ξ ω α π ' τ ο ν π ε ρ ι σ τ ε ρ ι ώ ν α κ ι ε ί χ ε φουντουκιά
τρέξει
στη
εκεί έβγαλε τα όμορφα ρούχα και τ' άφησε
π ά ν ω στον τ ά φ ο , α π ' όπου τ α πήρε γ ρ ή γ ο ρ α τ ο πουλάκι κι εκείνη έβαλε ξανά τα π α λ ι ά , βρόμικα ρούχα τ η ς και είχε τρέξει στη γ ω ν ι ά της, πλάι στο τζάκι. Τ η ν άλλη μέρα, όταν ξανάρχισε η γ ι ο ρ τ ή , κι ο π α -
τέρας, η μ η τ ρ ι ά κι οι αδερφές τ η ς έφυγαν πάλι, η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α π ή γ ε κ ά τ ω α π ' τη φουντουκιά και είπε :
« Δεντράκι,
στ
κούνα
τα
ασήμια ντύσε με
κλαδιά,
και
στα χρυσά ».
Τ ο πουλί τ ό τ ε τ η ς έριξε ένα φ ό ρ ε μ α α κ ό μ α π ι ο ό μ ο ρ φο και λαμπερό απ
5
το π ρ ώ τ ο . Κι όταν η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α
π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε σ τ ο χ ο ρ ό μ ' α υ τ ό τ ο φ ό ρ ε μ α , όλοι θ α μ π ώ θ η κ α ν α π ' την ομορφιά της. Το βασιλόπουλο, που την περίμενε ανυπόμονα, την πήρε αμέσως α π ' το χέρι και δεν χ ό ρ ε ψ ε ό λ η ν ύ χ τ α μ ' ά λ λ η κ α μ ι ά . Κ ι ό τ α ν ε ρ χ ό τ α ν κ ά π ο ι ο ς άλλος καβαλιέρος
να
χορέψει
π ο ύ τ α , τ ο β α σ ι λ ό π ο υ λ ο δεν τ ο ν ά φ η ν ε .
με
τη Σ τ α χ τ ο
" Είναι η δική
μου ν τ ά μ α ! », έλεγε. Ό τ α ν τέλειωσε ο χορός κι έφυγε η
Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α , το
βασιλόπουλο την πήρε από π ί σ ω ,
γ ι α να δει σε π ο ι ο σ π ί τ ι θά ' μ π α ί ν ε . Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς τ ο υ ξέφυγε π ά λ ι και χ ώ θ η κ ε στον κ ή π ο π ί σ ω α π Εκεί
ανέβηκε γοργά,
σαν
σκιουράκι,
το σπίτι.
στα κλαδιά μιας
μεγάλης και όμορφης αχλαδιάς, που ήταν γ ε μ ά τ η μα
και
γλυκά
αχλάδια.
Το
βασιλόπουλο
την
ώρι έχασε
α π ' τ α μ ά τ ι α του. ΙΙερίμενε λοιπόν π ά λ ι τον π α τ έ ρ α και του είπε :
« Η παράξενη κοπέλα μού ξέφυγε.
Νομίζω
ότι α υ τ ή τ η φορά σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε σ τ α κ λ α δ ι ά τ η ς α χ λ α δ ι ά ς σ ο υ ». Ο π α τ έ ρ α ς σ κ έ φ τ η κ ε : " Λ ε ς να ε ί ν α ι η Σ τ α χ τ ο πούτα; »
Π ρ ό σ τ α ξ ε λοιπόν να του φέρουν το τσεκούρι
κ α ι τ η ν α ξ ί ν α τ ο υ κ ι έ κ ο ψ ε τ ο δ έ ν τ ρ ο . Α λ λ ά δεν
βρήκαν
κανέναν σ τ α κλαδιά του. Κι όταν μ π ή κ α ν στην κουζίνα, βρήκαν τη Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α πλαγιασμένη
δίπλα
στο τ ζ ά
κι, ό π ω ς π ά ν τ α . Γ ι α τ ί είχε π η δ ή σ ε ι α π ' την άλλη μεριά τού δέντρου, είχε αφήσει τα όμορφα ρούχα τ η ς στον τ ά -
φο, ν α τ α π ά ρ ε ι τ ο π ο υ λ ά κ ι ,
ε ί χ ε φορέσει
την παλιά
βρόμικη ποδιά της κι είχε προλάβει να π λ α γ ι ά σ ε ι στη γωνίτσα
της.
Τ η ν τ ρ ί τ η μ έ ρ α , μόλις έ φ υ γ α ν ο ι άλλοι, η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α π ή γ ε π ά λ ι στον τ ά φ ο τ η ς μ ά ν α ς τ η ς κ α ι ε ί π ε σ τ η φουντουκιά : «Δεντράκι, στ
ασήμια
κούνα ντύσε
τα με
κλαδιά, και
στα
χρυσά ».
Το πουλί τ ό τ ε τ η ς έριξε ένα φόρεμα, τόσο όμορφο και α σ τ ρ α φ τ ε ρ ό , π ο υ ά λ λ ο ό μ ο ι ο τ ο υ δεν υ π ή ρ χ ε . Κ α ι τ α γ ο βάκια της αυτή τη φορά ήταν από καθαρό χρυσάφι. Κι ό ταν η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α παρουσιάστηκε
στη γιορτή μ' αυτό
τ ο φ ό ρ ε μ α , έ μ ε ι ν α ν όλοι μ ' α ν ο ι χ τ ό τ ο σ τ ό μ α α π
το θαυ
μασμό. Το βασιλόπουλο χόρεψε μονάχα μαζί της κι όταν κ ά π ο ι ο ς άλλος τη ζ η τ ο ύ σ ε , έλεγε :
" Είναι
η δική μου
ν τ ά μ α ». Ό τ α ν νύχτωσε, η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α ετοιμάστηκε να φύ γει κι ο π ρ ί γ κ ι π α ς
θέλησε
να
ξ έ φ υ γ ε τ ό σ ο γ ρ ή γ ο ρ α π ο υ δεν
τη
συνοδεύσει. Α λ λ ά του
πρόλαβε
να την ακολου
θήσει. Ο π ρ ί γ κ ι π α ς ό μ ω ς είχε σκεφτεί μια πονηριά και είχε βάλει να σ τ ρ ώ σ ο υ ν π ί σ σ α στις σκάλες. Κ α θ ώ ς λοι πόν εκείνη κατέβαινε τρέχοντας, το αριστερό της γ ο β ά κ ι κόλλησε και της έφυγε. Το βασιλόπουλο το μάζεψε και είδε π ω ς ή τ α ν μ ι κ ρ ο κ α μ ω μ έ ν ο και λ ε π τ ό και ολόχρυσο. Την άλλη μέρα το π ρ ω ί π ή γ ε στο σπίτι του άντρα και του είπε :
" Θα π ά ρ ω γυναίκα μου αυτήν που θα της
τ α ι ρ ι ά ζ ε ι το χ ρ υ σ ό γ ο β ά κ ι ». Κι οι δυο α δ ε ρ φ έ ς κ α τ α χ ά ρ η κ α ν μόλις το έμαθαν, γ ι α τ ί
είχαν
κι οι δυο τ ο υ ς
όμορφα και μικρά πόδια. Η μεγαλύτερη πήρε π ρ ώ τ η το χρυσό γοβάκι, να το δοκιμάσει. Κι η μάνα της π ή γ ε μαζί της στο δωμάτιο της. Μα το γοβάκι ήταν μικρό και το μ ε γ ά λ ο τ η ς δ ά χ τ υ λ ο δεν χ ω ρ ο ύ σ ε ν α μ π ε ι .
Η μάνα της
τ ό τ ε τ η ς δίνει τ ο μ α χ α ί ρ ι κ α ι τ η ς λ έ ε ι : " Κ ό ψ ' τ ο . Ό τ α ν θ α γ ί ν ε ι ς β α σ ί λ ι σ σ α , δεν θ α π η γ α ί ν ε ι ς π ο υ θ ε ν ά μ ε τ α πόδια ».
Το κορίτσι έκοψε το δάχτυλο του,
ζόρισε το
πόδι του να μπει μέσα στο γοβάκι, δ ά γ κ ω σ ε τα χείλια του γ ι α να μη φωνάξει α π ' τον πόνο και π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε στον π ρ ί γ κ ι π α . Εκείνος τ ό τ ε την ανέβασε νύφη στο άλο γο του και την πήρε μαζί του. Κι ό π ω ς πήγαιναν, π έ ρ α -
σαν δ ί π λ α α π ' τον τ ά φ ο .
Κ α ι δυο π ο υ λ ά κ ι α κάθονταν
στα κλαδιά της φουντουκιάς και τραγουδούσαν : « Κοίτα
να
αίμα
Το
δεις,
στάζει
Το
γοβάκι
και
το
κοίτα της
δεις,
πληγής.
είναι
μικρό
δάχτυλο
λειψό.
Τη
νυφούλα
τη
δεν
την
ακόμα
έχει
να
σωστή βρει ».
β α σ ι λ ό π ο υ λ ο γύρισε ν α δει.
Κ α ι είδε π ρ ά γ μ α τ ι
το αίμα που έτρεχε κι έσταζε α π ' το γοβάκι. Έ σ τ ρ ι ψ ε λοιπόν
το
άλογο
του
και π ή γ ε
την
ψεύτικη
νύφη
στο
σ π ί τ ι τ η ς . " Δεν είναι α υ τ ή η κ ο π έ λ α π ο υ ψ ά χ ν ω », είπε. " Ας δοκιμάσει το γ ο β ά κ ι η α δ ε ρ φ ή τ η ς ». Η μικρή π ή ρε τότε το γοβάκι και π ή γ ε στο δ ω μ ά τ ι ο της να το δο κιμάσει. Και το δάχτυλο της
χωρεσε
μέσα στο γοβάκι,
α λ λ ά η φ τ έ ρ ν α τ η ς δεν έ μ π α ι ν ε μ ε τ ί π ο τ α . Η μ ά ν α τ η ς τ ό τ ε τ η ς δίνει τ ο μ α χ α ί ρ ι κ α ι τ η ς λέει : « Κ ό ψ ε έ ν α κ ο μ μ ά τ ι α π ' τ η φ τ έ ρ ν α σ ο υ . Ό τ α ν θ α γ ί ν ε ι ς β α σ ί λ ι σ σ α , δεν θα πηγαίνεις πουθενά με τα πόδια ». έκοψε ένα κ ο μ μ ά τ ι
α π ' τη
φτέρνα του
Και το και
κορίτσι
έχωσε
με
το ζόρι το πόδι του μέσα στο γ ο β ά κ ι , δ ά γ κ ω σ ε τα χείλια του να μη φ ω ν ά ξ ε ι α π ' τον πόνο και π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε στον π ρ ί γ κ ι π α . Εκείνος την ανέβασε την πήρε μαζί του.
νύφη στο άλογο του και
Κ α θ ώ ς περνούσαν όμως κ ά τ ω από
τ η φουντουκιά, τ α δυο π ε ρ ι σ τ ε ρ ά κ ι α κ α θ ό ν τ ο υ σ α ν α κ ό μ α στα κλαδιά της και τραγουδούσαν : « Κοίτα αίμα Το
να
δεις,
στάζει γοβάκι
κοίτα
της είναι
να
πληγής. μικρό
δεις,
και
το πόδι
της
λειψό.
Τη
νυφούλα
τη
σωστή
δεν
την
ακόμα βρει ».
έχει
Ο π ρ ί γ κ ι π α ς τότε γύρισε
και είδε π ρ ά γ μ α τ ι το α ί μ α
να στάζει και να βάφει κατακόκκινες τις άσπρες κάλ τσες της κοπέλας. Έ σ τ ρ ι ψ ε λοιπόν το άλογο του και γ ύ ρισε π ά λ ι τ η ν ψ ε ύ τ ι κ η ν ύ φ η σ τ ο σ π ί τ ι τ η ς . " Ο ύ τ ε α υ τ ή είναι η κ ο π έ λ α π ο υ ψ ά χ ν ω », ε ί π ε . « Δεν έ χ ε τ ε άλλη θ υ γ α τ έ ρ α ; » — " Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο π α τ έ ρ α ς .
" Μόνο
μια κακόμοιρη μικρούλα έ χ ω ακόμα, μια Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α ,
α π ' τη μακαρίτισσα
τ η ν π ρ ώ τ η μ ο υ γ υ ν α ί κ α . Α λ λ ά δεν
μ π ο ρ ε ί να είναι α υ τ ή η νύφη ». Ο π ρ ί γ κ ι π α ς
ό μ ω ς τον
π ρ ό σ τ α ξ ε να του τη φέρουν, γ ι α να δοκιμάσει κι α υ τ ή το γ ο β ά κ ι . Η μ η τ ρ ι ά ό μ ω ς του είπε : " Α χ , μην το κ ά ν ε τ ε . Ε ί ν α ι τ ό σ ο β ρ ό μ ι κ η π ο υ δεν κ ά ν ε ι
να
τη
δείτε ! "
Το
βασιλόπουλο ό μ ω ς επέμεινε και τ ό τ ε έστειλαν να φ ω ν ά ξουν
τη
Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α . Εκείνη έπλυνε τα χέρια και το
πρόσωπο της,
μπήκε στη σάλα και υποκλίθηκε μπροστά
στον π ρ ί γ κ ι π α . Εκείνος τ η ς έ δ ω σ ε τ ο χρυσό γ ο β ά κ ι . Κ α ι η μ ι κ ρ ή κ ά θ ι σ ε σ' ένα σ κ α μ ν ί , έ β γ α λ ε το ξύλινο τ σ ό κ α ρο και το
φόρεσε.
Και το γοβάκι της ερχότανε γάντι.
Κι όταν σ η κ ώ θ η κ ε , την κοίταξε ο π ρ ί γ κ ι π α ς στο π ρ ό σ ω π ο κ α ι τ η ν α ν α γ ν ώ ρ ι σ ε κ α ι φ ώ ν α ξ ε : « Α υ τ ή είναι η κ ο π έ λ α που ψαχνω! »
Η μ η τ ρ ι ά κι οι δυο αδερφές χ λ ό μ ι α σ α ν
α π ' το κακό τους. Ο γιος του βασιλιά
όμως
πήρε τη
Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α νυφούλα στο άλογο του και έφυγαν. θώς περνούσαν κ ά τ ω α π ' τη φουντουκιά,
τα
σ τ ε ρ ά κ ι α τους είδαν και τ ρ α γ ο ύ δ η σ α ν :
« Κοίτα να δεις,
Ούτε
αίμα
ούτε
κι αυτός ας δει!
πληγή.
Κα
δυο π ε ρ ι -
Το
είναι
και
το
Τη
νυφούλα
σπίτι Και μ
γοβάκι πόδι
του
της τη
την
καλό σωστό. σωστή
πάει
μαζί ».
αυτά τα λόγια πέταξαν κι ήρθαν και κάθισαν
στους ώμους της Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α ς ,
ένα σ τ
αριστερά της
κι ένα σ τ α δεξιά τ η ς . Κι εκεί έμειναν. Λίγες
μέρες
αργότερα
ετοιμάστηκαν
για
το
γάμο.
Κι οι δυο αδερφές ήρθαν κι α υ τ έ ς να π ά ρ ο υ ν μέρος σ τ η γιορτή και να καλοπεράσουν. Και στην εκκλησία σ τ ά θ η καν
μαζί
με τους μελλόνυμφους, η
μικρή αριστερά απ χτηκαν απ
τη νύφη.
μεγάλη
δεξιά κι η
Τα περιστέρια τότε τινά
τους ώμους της Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α ς κι ορμώντας
έ β γ α λ α ν τ ο ένα μ ά τ ι τ η ς κ α θ ε μ ι ά ς .
Κι
έτσι τ ι μ ω ρ ή θ η
καν γ ι α την κακία τους και γ ι α την ψευτιά τους.
22.
Το αίνιγμα
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένα β α σ ι λ ό π ο υ
λο, π ο υ ήθελε να γυρίσει τον κ ό σ μ ο . Ξεκίνησε λοι
π ό ν κ α ι δεν π ή ρ ε μ α ζ ί τ ο υ κ α ν έ ν α ν , π α ρ ά μ ο ν ά χ α τ ο ν π ι στό του υ π η ρ έ τ η . Μ ι α μέρα έφτασαν σ' ένα μεγάλο δ ά σος.
Κι όταν βράδιασε,
άρχισαν ν
αναρωτιούνται πού
θ α μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α π ε ρ ά σ ο υ ν τ η ν ύ χ τ α τ ο υ ς , α φ ο ύ δεν υ π ή ρ χ ε ούτε χάνι ούτε π α ν δ ο χ ε ί ο εκεί κ ο ν τ ά . Τ ο βασιλό πουλο τ ό τ ε είδε μ ι α κ ο π έ λ α να π ρ ο χ ω ρ ά ε ι σ' ένα κ α λ υ βάκι.
Π λ η σ ι ά ζ ο ν τ α ς πρόσεξε π ω ς ήταν νέα και όμορφη.
Τ η ς μίλησε, λοιπόν, και της είπε :
« Κοπέλα μου, γ ι ά
πες μου : μ π ο ρ ώ να π ε ρ ά σ ω τη νύχτα μου σε τούτη την καλύβα,
μ α ζ ί με τον υ π η ρ έ τ η
μ ο υ ; » — « Μα και βέ
βαια μ π ο ρ ε ί τ ε », του α π ά ν τ η σ ε η κόρη σ τ ε ν ο χ ω ρ η μ έ ν η . « Α λ λ ά α ν μ ε ρ ω τ ά τ ε , δεν σ α ς τ ο σ υ μ β ο υ λ ε ύ ω . Κ α λ ύ τ ε ρ α να μην π ε ρ ά σ ε τ ε το κ α τ ώ φ λ ι τ η ς ». — « Κ α ι γ ι α τ ί ό χ ι ; », τη ρ ώ τ η σ ε
το
β α σ ι λ ό π ο υ λ ο . " Γ ι α τ ί η μ η τ ρ ι ά μ ο υ ξέρει
τις τέχνες του Διαβόλου οι
κ α ι δεν τ η ς αρέσουν κ α θ ό λ ο υ
ξ έ ν ο ι ». Το βασιλόπουλο τ ό τ ε κ α τ ά λ α β ε ότι είχε φτάσει μ π ρ ο
στά στην καλύβα μιας μάγισσας. Ε π ε ι δ ή ό μ ω ς είχε π ι α νυχτώσει
και
άλλο μέρος δεν έ β ρ ι σ κ ε
να
κοιμηθεί, και
ε π ε ι δ ή μ α γ ε ί ε ς κ α ι τ έ τ ο ι α κ α θ ό λ ο υ δεν τ ο ν φ ό β ι ζ α ν , α π ο φάσισε να μπει μέσα. Η γριά καθόταν σε μια πολυθρό ν α μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο τ ζ ά κ ι . Κ α ι μ ό λ ι ς ο ι δυο ξένοι π έ ρ α σ α ν το κατώφλι της, κάρφωσε π ά ν ω τους τα μάτια της κ α τ α κόκκινα.
" Κ α λ η σ π έ ρ α ! », τ ο υ ς είπε
με γ λ υ κ ι ά φ ω ν ή ,
όλο ε υ γ έ ν ε ι α . " Κ ο π ι ά σ τ ε να ξ ε κ ο υ ρ α σ τ ε ί τ ε ! » Κ α ι σ υ δαύλισε τη φ ω τ ι ά στο τ ζ ά κ ι . Π ά ν ω α π ' τις φλόγες κρε μ ό τ α ν ένα κ α ζ ά ν ι , π ο υ έβραζε. Η κ ο π έ λ α είχε π ρ ο ε ι δ ο ποιήσει τους
δυο ξένους ν α έχουν τ α μ ά τ ι α τους δ ε κ α
τέσσερα : τ ί π ο τ α να μη φάνε και τ ί π ο τ α να μην πιούνε στην καλύβα της μάγισσας. Γιατί η γριά έφτιαχνε φαρ μακερά καταπότια. Κοιμήθηκαν ή σ υ χ α ώς το π ρ ω ί . Κι όταν π ι α ετοι μάζονταν να φύγουν και το βασιλόπουλο είχε καβαλικέ ψει τ ο ά λ ο γ ο τ ο υ , η γ ρ ι ά έ τ ρ ε ξ ε κ α ι τ ο υ ε ί π ε : « Π ε ρ ι μ έ νετε !
Έ χ ω φτιάξει κάτι γ ι α σας, να το πιείτε γ ι α το
καλό κατευόδιο ! »
Και γύρισε
το φέρει. Τ η ν ώ ρ α εκείνη
ο
στην κ α λ ύ β α της γ ι α να πρίγκιπας
σπιρούνισε το
άλογο του κι απομακρύνθηκε. Ό τ α ν λοιπόν η κ α κ ι ά μ ά -
γ ι σ σ α ξ α ν α β γ ή κ ε , βρήκε μ ο ν ά χ α τον υ π η ρ έ τ η , π ο υ έδενε τη σέλα του αλόγου του.
« Να
το
δώσεις
στον αφέντη
σου », τον π ρ ό σ τ α ξ ε κ α ι τ ο ύ ' β α λ ε σ τ ο χ έ ρ ι ένα μ ι κ ρ ό μ π ο υ κ α λ ά κ ι . Μ α τ η σ τ ι γ μ ή εκείνη τ ο γ υ α λ ί ράισε κ α ι λί γες σταγόνες έπεσαν στη χαίτη του αλόγου. Κι ήταν το φαρμάκι κρό.
τόσο δυνατό, π ο υ το άλογο έπεσε κ α τ ά χ α μ α νε
Ο υπηρέτης
έτρεξε
κι εξιστόρησε στον αφέντη του
α υ τ ό π ο υ ε ί χ ε σ υ μ β ε ί . Α λ λ ά δεν ή θ ε λ ε ν α α φ ή σ ε ι κ α ι τ η σ έ λα του να πάει χ α μ έ ν η . Γύρισε λοιπόν να την πάρει. Και κ α θ ώ ς πλησίαζε στο ψόφιο
ά λ ο γ ο τ ο υ , είδε
ένα
κοράκι
που είχε στρωθεί και τσιμπολογούσε το κουφάρι. " Ποιος ξέρει αν θα βρούμε σ ή μ ε ρ α κ α λ ύ τ ε ρ ο κ υ ν ή γ ι α π ό α υ τ ό ; », αναρωτήθηκε, σκότωσε το κοράκι και το πήρε μαζί του. Όλη
μέρα
περπατούσαν,
αλλά
δεν
κατάφεραν
να
βγούνε από το δάσος. Μόλις σκοτείνιασε όμως, βρήκαν ένα πανδοχείο και μ π ή κ α ν να ξεκουραστούν. Ο υπηρέτης έδωσε στον ταβερνιάρη το κοράκι και του είπε να τους το μαγειρέψει να το φάνε. Έ λ α ό μ ω ς που το πανδοχείο εκείνο ή τ α ν λημέρι λ η σ τ ώ ν . Κ α ι μέσα στο σκοτάδι ήρθαν δ ώ δ ε κ α ληστές να σκοτώσουν τους ξένους και να τους ληστέψουν. Αλλά πριν αρχίσουν τη δουλειά τους, κάθι σαν στο τ ρ α π έ ζ ι , μ α ζ ί μ ε τον τ α β ε ρ ν ι ά ρ η κ α ι τ η μ ά γ ι σ σα, να φάνε τη σ ο ύ π α π ο υ είχε φτιάξει ο ταβερνιάρης α π ' το κρέας του κοράκου. Δεν πρόλαβαν να καταπιούν την π ρ ώ τ η μπουκιά κι έπεσαν
όλοι τ ο υ ς
νεκροί.
Γιατί
ο κόρακας είχε κι αυτός φαρμακωθεί α π ' το κρέας τού α λ ό γ ο υ . Κ α ν ε ί ς δεν ε ί χ ε α π ο μ ε ί ν ε ι λ ο ι π ό ν σ τ ο π α ν δ ο χ ε ί ο , εκτός από τη μικρή κόρη του ταβερνιάρη, που ήταν καλή κ α ι τ ί μ ι α κ α ι δεν ε ί χ ε α ν α κ α τ ε υ τ ε ί σ τ ι ς β ρ ο μ ο δ ο υ λ ε ι έ ς τ ή ς σ υ μ μ ο ρ ί α ς . Ά ν ο ι ξ ε στους ξένους όλες τ ι ς π ό ρ τ ε ς κ α ι τους έδειξε αμύθητους θησαυρούς. Το βασιλόπουλο ό μ ω ς
τ η ς είπε να τους κ ρ α τ ή σ ε ι όλους γ ι α τον εαυτό τ η ς . Κ α ι χ ω ρ ί ς να πάρει τ ί π ο τ α , καβάλησε τ
άλογο του κι έφυγε
με τον υ π η ρ έ τ η του. Δρόμο πήραν και δρόμο άφησαν, ώσπου έφτασαν σε μια πολιτεία, όπου ζούσε βασιλοπούλα.
μια
όμορφη αλλά ψηλομύτα
Η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η είχε βάλει να διαλαλήσουν
σ' όλο το βασίλειο ότι θα π α ν τ ρ ε υ ό τ α ν τον ά ν τ ρ α εκείνο π ο υ θ α τ η ς έ β α ζ ε ένα α ί ν ι γ μ α τόσο δύσκολο, μην μπορέσει να το λύσει. Αν ό μ ω ς
ώστε να
η πριγκίπισσα κα
τάφερνε να λύσει το α ί ν ι γ μ α , τ ό τ ε θα τ ο ύ ' π α ι ρ ν ε το κ ε φάλι. Ε ί χ ε τρεις μέρες διορία, να σκεφτεί. τόσο έξυπνη που
Ή τ α ν όμως
π ά ν τ α έβρισκε τη λύση νωρίτερα. Ε ν
νιά π α λ ι κ ά ρ ι α είχαν κιόλας χ ά σ ε ι τ ο κεφάλι τους. Ό τ α ν έφτασε το απ
βασιλόπουλο και την είδε, θ α μ π ώ θ η κ ε τόσο
την ομορφιά τ η ς π ο υ αποφάσισε να ρισκάρει τη ζ ω ή
του για χάρη της.
Παρουσιάστηκε λοιπόν μ π ρ ο σ τ ά της
κ α ι τ η ς είπε το α ί ν ι γ μ α του : « Π ο ι ο ς είναι α υ τ ό ς π ο υ δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι
κανέναν
κι
π ρ ι γ κ ί π ι σ σ α δεν ή ξ ε ρ ε .
όμως
δώδεκα
σκοτώνει; »
Έ σ π α σ ε το κεφάλι
της
Η
να το
β ρ ε ι , α λ λ ά δεν τ α κ α τ ά φ ε ρ ε . Ά ν ο ι ξ ε τ α σ ο φ ά τ η ς τ α κ ι τ ά π ι α , α λ λ ά αδύνατον ν α βρει τ η λ ύ σ η . Μ ε λ ί γ α λ ό γ ι α , όλη τ η ς η ε ξ υ π ν ά δ α κι όλη τ η ς ρούσαν να τη Έστειλε
η περηφάνια
δεν μ π ο
βοηθήσουν.
λοιπόν
τη
δούλα
της
να
τρυπώσει
κρυφά
σ τ η ν κ ά μ α ρ α τ ο υ π ρ ί γ κ ι π α κ α ι ν α κ ρ υ φ α κ ο ύ σ ε ι τ α όνει ρα του
γιατί,
σκέφτηκε,
μπορεί
να παραμιλάει
στον
ύπνο του και να προδώσει τη λύση στο α ί ν ι γ μ α μονάχος του. Αλλά ο πονηρός υπηρέτης είχε πλαγιάσει στο κρε βάτι, στη θέση του αφέντη του. Κι όταν ζ ύ γ ω σ ε η δούλα της βασιλοπούλας, της άρπαξε το πανωφόρι της και την έδιωξε με ξυλιές.
Τη δεύτερη ν ύ χ τ α η
βασιλοπούλα έ-
στείλε τη β ά γ ι α της, μ ή π ω ς κι αυτή τα καταφέρει κ α λύτερα. Ο υ π η ρ έ τ η ς ό μ ω ς την ξαπόστειλε κι αυτή με τον ίδιο τ ρ ό π ο . Τ ό τ ε π ι α ο π ρ ί γ κ ι π α ς π ί σ τ ε ψ ε χε κίνδυνος. Και την
τ ρ ί τ η ν ύ χ τ α δεν
ό τ ι δεν υ π ή ρ
άφησε τον υπηρέ
τ η ς τ ο υ , π α ρ ά κ ο ι μ ή θ η κ ε ο ίδιος σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι τ ο υ . Τ η ν τρίτη ν ύ χ τ α λοιπόν ήρθε κ ρ υ φ ά στο δ ω μ ά τ ι ο του η ίδια η βασιλοπούλα, φ ο ρ ώ ν τ α ς ένα σκούρο π α ν ω φ ό ρ ι , γ κ ρ ί ζ ο σαν την ο μ ί χ λ η . Κ ά θ ι σ ε δ ί π λ α του και περίμενε κ ι όταν φ α ν τ ά σ τ η κ ε π ω ς π ι α τον είχε π ά ρ ε ι γ ι α τ α κ α λ ά ο ύπνος, τον ρώτησε και περίμενε π ω ς μέσα στ
όνειρο
του θα της απαντήσει, ό π ω ς πολλοί άνθρωποι το κ ά ν ο υ ν εκείνος
όμως
δεν
κοιμόταν, παρά ήταν
τ' άκουγε και τα καταλάβαινε
ξύπνιος
μια χαρά.
κι όλα
« Ποιος
είναι
α υ τ ό ς π ο υ κ α ν έ ν α ν δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι ; » , τ ο ν ρ ώ τ η σ ε η β α σ ι λοπούλα. « Το κοράκι, που έφαγε το φαρμακωμένο κρέας του αλόγου και ψόφησε »,
της
αποκρίθηκε
το βασιλό
π ο υ λ ο . " Κ α ι π ο ι ο ς είναι α υ τ ό ς π ο υ δ ώ δ ε κ α σ κ ο τ ώ ν ε ι ; » ξαναρώτησε η βασιλοπούλα.
« Π ά λ ι το κοράκι, π ο υ το
κρέας του το έφαγαν δώδεκα ληστές και πέθαναν »,
της
απάντησε το βασιλόπουλο. Εκείνη, ξέροντας π ι α τη λύ ση α π ' το δύσκολο αίνιγμα, προσπάθησε να φύγει σιγά σιγά. Ο π ρ ί γ κ ι π α ς όμως κρατούσε σφιχτά την άκρη τού πανωφοριού της και την ανάγκασε να τ' αφήσει. Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί η βασιλοπούλα δήλωσε π ω ς είχε βρει τη λύση κ α ι κ ά λ ε σ ε δ ώ δ ε κ α κ ρ ι τ έ ς ν' ακούσουν και να κρίνουν. Ο π ρ ί γ κ ι π α ς ό μ ω ς ζ ή τ η σ ε
το λόγο και
τους είπε : « Χ τ ε ς τη ν ύ χ τ α τ ρ ύ π ω σ ε κρυφά στην κ ά μ α ρα μου και μου ζήτησε να της πω
τη λύση, αλλιώς
δεν
Οα την έβρισκε π ο τ έ τ η ς ».
Οι κριτές τ ό τ ε του είπαν :
« Φέρε
π ω ς λες την αλήθεια ».
μας
μιαν απόδειξη
Ο
υπηρέτης παρουσίασε τότε τα τρία π α ν ω φ ό ρ ι α . Κι όταν
οι κριτές είδαν το γ κ ρ ί ζ ο , π ο υ είχε το χ ρ ώ μ α τ η ς ομί χλης, κατάλαβαν αμέσως π ω ς ο π ρ ί γ κ ι π α ς τους είχε πει την αλήθεια. Κ α ι π ρ ό σ τ α ξ α ν : « Κ ε ν τ ή σ τ ε το π α ν ω φ ό ρ ι τούτο με χ ρ υ σ ά φ ι α κι ασήμια. Γιατί θα γίνει το νυφιάτικο ρούχο της βασιλοπούλας μας, τ ώ ρ α που θα π α ν τρευτεί το άξιο παλικάρι ».
23.
Το ποντίκι, το πουλί και το λουκάνικο
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένα π ο ν τ ί κ ι , ένα
π ο υ λ ί κ ι έ ν α λ ο υ κ ά ν ι κ ο , π ο υ ζ ο ύ σ α ν ε μ α ζ ί σ τ ο ίδιο
σ π ί τ ι , μοιράζονταν το φ α γ η τ ό και τις δουλειές τους και περνούσαν ζ ω ή και κότα. Το πουλάκι έπρεπε να π η γ α ί νει κ ά θ ε μ έ ρ α σ τ ο δ ά σ ο ς κ α ι ν α μ α ζ ε ύ ε ι ξ υ λ α ρ ά κ ι α . Τ ο π ο ν τ ί κ ι έ π ρ ε π ε ν α κ ο υ β α λ ά ε ι νερό, ν ' ανάβει τ η φ ω τ ι ά και να στρώνει το τραπέζι. Και το λουκάνικο μαγείρευε. Α λ λ ά ό π ο ι ο ς π ε ρ ν ά ε ι κ α λ ά , δεν κ ά θ ε τ α ι σ τ ' α υ γ ά τ ο υ , π α ρ ά κ ο ι τ ά ζ ε ι διαρκούς ν α β ρ ε ι ά λ λ α , κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α ! Μ ι α μέρα, λοιπόν, που το πουλάκι πήγαινε στο δάσος να μα ζέψει ξύλα, συνάντησε ένα άλλο πουλί κι άρχισε να κορδώνεται γ ι α την καλή του τύχη και για το σπιτικό του. Ο καινούργιος του φίλος ό μ ω ς γέλασε και του είπε π ω ς ή τ α ν μ ε γ ά λ ο κορόιδο, π ο υ δούλευε γ ι α να κ ά θ ο ν τ α ι οι άλ λοι κ α ι ν α τ ε μ π ε λ ι ά ζ ο υ ν στο σ π ί τ ι . Γ ι α τ ί μόλις τ ο π ο ν τ ί κ ι έφερνε νερό κ ι ά ν α β ε τ η φ ω τ ι ά , έ π ε φ τ ε γ ι α ύ π ν ο , ώ σ π ο υ να το φωνάξουν να στρώσει το τραπέζι. Και το λουκάνικο καθόταν κοντά στη φωτιά, κοίταζε το φαγητό να βράζει, κι όταν έφτανε η ώ ρ α να φάνε, τ ρ ύ π ω ν ε γ ι α λίγο μέσα
στη χ ύ τ ρ α , μ α ζ ί με το ρύζι ή με τα λ α χ α ν ι κ ά , κι έτσι το φαγητό τους γινόταν αλατισμένο και νόστιμο. γύριζε
το
πουλάκι
και
ξεφόρτωνε
τα
ξύλα,
Κι όταν κάθονταν
όλοι σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι , έ τ ρ ω γ α ν κ ι έ π ε φ τ α ν γ ι α ύ π ν ο , μ έ χ ρ ι την άλλη
μέρα το πρωί.
Και ζούσαν ζ ω ή χαρισάμενη.
Ά κ ο υ σ ε τις κοροϊδίες το πουλάκι και την άλλη μέρα π ε ί σ μ ω σ ε κ α ι δεν ή θ ε λ ε ν α π ά ε ι γ ι α ξ ύ λ α σ τ ο δ ά σ ο ς . Α ρ κ ε τ ά είχε δουλέψει σαν
το
σκλάβο, είπε. Α ρ κ ε τ ά είχαν
τ ε μ π ε λ ι ά σ ε ι σ τ ι ς δικές τ ο υ π λ ά τ ε ς . Ε ί χ ε έρθει π ι α η ώ ρ α ν' αλλάξουν και να μοιράσουν αλλιώς τις δουλειές. Κι ό σο κι αν προσπαθούσαν να του αλλάξουν μυαλά το πον τίκι και το λουκάνικο, το πουλί ήταν αμετάπειστο. Έ βαλαν λοιπόν κλήρο, κι ο κλήρος έπεσε στο λουκάνικο, να π ά ε ι στο δάσος γ ι α ξύλα
το ποντίκι έγινε μάγειρος
κ α ι το π ο υ λ ί έ π ρ ε π ε να φέρει νερό, ν' ανάψει φ ω τ ι ά κ α ι να στρώσει το τραπέζι. Και πράγματι
έτσι
έγινε.
Το
λουκάνικο
έφυγε
να
πάει γ ι α ξύλα. το πουλάκι άναψε τη φ ω τ ι ά , το ποντίκι έ β α λ ε τη χ ύ τ ρ α να βράσει κ α ι π ε ρ ί μ ε ν α ν κι οι δυο τους να γυρίσει το λουκάνικο να φέρει τα ξύλα γ ι α την άλλη μ έ ρ α . Τ ο λ ο υ κ ά ν ι κ ο ό μ ω ς α ρ γ ο ύ σ ε κ α ι π ί σ ω δεν γ ύ ρ ι ζ ε , ώ σ π ο υ οι άλλοι δυο ά ρ χ ι σ α ν ν' ανησυχούν και το π ο υ λ ί π έ τ α ξ ε λ ί γ ο π ι ο π έ ρ α , ν α δει τ ι ε ί χ ε γ ί ν ε ι . Λεν π ρ ό λ α β ε να πάει μακριά και τι να δει; Έ ν α ς σκύλος είχε αρπάξει το λουκάνικο και το πήγαινε στο σπίτι του γ ι α να το φάει. Το πουλί έβαλε τις φωνές και σ τ α μ ά τ η σ ε το σκυλί. Κ α ν έ ν α δ ι κ α ί ω μ α δεν ε ί χ ε , τ ο υ ε ί π ε , ν ' α ρ π ά ξ ε ι τ ο λ ο υ κάνικο και να το φάει. Α υ τ ό ήταν ληστεία και φόνος. Τ ο υ κ ά κ ο υ , ό μ ω ς . Τ ο σκυλί δ ή λ ω σ ε ότι είχε βρει τ ο λ ο υ κάνικο στο δάσος κι άρα ήταν π ι α δικό του και μπορούσε να το φάει.
Στενοχωρημένο
τ ο πουλάκι φ ο ρ τ ώ θ η κ ε τ α ξύλα, γ ύ
ρισε σ τ ο σ π ί τ ι κ α ι ε ί π ε σ τ ο π ο ν τ ί κ ι ό σ α ε ί χ ε δει κ ι ε ί χ ε ακούσει. Έ κ λ α ψ α ν κι οι δυο τους, αλλά α π ο φ ά σ ι σ α ν να μείνουν μ α ζ ί και να ενώσουν τ ι ς δυνάμεις τ ο υ ς γ ι α να τα καταφέρουν.
Έ σ τ ρ ω σ ε λοιπόν το πουλί το τραπέζι και
το ποντίκι ετοίμασε το φ α γ η τ ό και γλίστρησε κι αυτό μέσα στη χ ύ τ ρ α , ό π ω ς έκανε π ά ν τ α το λουκάνικο, γ ι α ν' αλατίσει και να νοστιμίσει το ρύζι. Α λ λ ά πριν π ρ ο λ ά βει κ α λ ά κ α λ ά ν α π έ σ ε ι μ έ σ α σ τ η χ ύ τ ρ α , έ σ κ α σ ε μ έ σ α στο ρύζι τ ο β ρ α σ τ ό κ ι έ χ α σ ε τ η ζ ω ή τ ο υ . Ό τ α ν γύρισε τ ο π ο υ λ ά κ ι κ ι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε ν α σερβίρει το φαγητό στα π ι ά τ α , πουθενά ο μάγειρος. Ανάστατο το πουλί έψαξε
σ τ α ξ ύ λ α , έ ψ α ξ ε , φ ώ ν α ξ ε , α λ λ ά δεν
σ ε ν α βρει π ο υ θ ε ν ά τ ο π ο ν τ ί κ ι . Α π ' τ η στενοχώρια
του
δεν π ρ ό σ ε ξ ε
ξύλα και φούντωσε.
κι η
Φοβισμένο
βιασύνη και την
φωτιά
πέταξε
μπόρε
έφτασε
στα
το πουλάκι να
φέρει νερό, γ ι α να τη
σβήσει. Αλλά τού 'πεσε ο κουβάς
στο π η γ ά δ ι και
με τον κ ο υ β ά έπεσε
μαζί
κι αυτό και
πνίγηκε.
24.
Η κυρά-Καλή
Μ
Ι Α ΦΟΡΑ Κ Ι ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν μ ι α γ υ ν α ί κ α χ ή ρα, π ο υ είχε δυο θ υ γ α τ έ ρ ε ς . Η μ ι α ή τ α ν ό μ ο ρ φ η
και π ρ ό θ υ μ η στη δουλειά, η άλλη ά σ χ η μ η και τ ε μ π έ λ α . Η
μάνα όμως
τεμπέλα,
αγαπούσε περισσότερο
επειδή ήταν π ρ α γ μ α τ ι κ ή
την
άσχημη
της κόρη,
και
ενώ την
ά λ λ η , π ο υ ή τ α ν π ρ ο γ ο ν ή τ η ς , τ η ν έ β α ζ ε ν α κάνει όλες τ ι ς
βαριές δουλειές και την είχε
τη Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α τού σπι
τικού της. Το δύστυχο το κορίτσι έπρεπε να βγαίνει κάθε μέρα στο π η γ ά δ ι , έ ξ ω στη δημοσιά, και να γνέθει ώ σ π ο υ να ματώσουν τα δάχτυλα της. Μια μέρα λοιπόν το αδρά χ τ ι της γέμισε αίμα και το κορίτσι έσκυψε π ά ν ω α π ' το π η γ ά δ ι , γ ι α να το πλύνει. Το αδράχτι ό μ ω ς της γ λ ί σ τ ρ η σ ε μ έ σ α α π ' τ α δ ά χ τ υ λ α κ α ι τ η ς έ π ε σ ε σ τ ο νερό. Κ λ α ί γοντας έτρεξε στη μητριά της και της διηγήθηκε το π ά θημα τ η ς . Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς τ η ς έβαλε ά σ π λ α χ ν α τ ι ς φ ω ν έ ς και της είπε : « Ό π ω ς τό 'ριξες τ' αδράχτι μέσα στο π η γάδι, έτσι θα π α ς και να το β γ ά λ ε ι ς ! » Γ ύ ρ ι σ ε λ ο ι π ό ν τ ο κ ο ρ ί τ σ ι σ τ ο π η γ ά δ ι κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε τι να κάνει. Κι η α π ε λ π ι σ ί α του ήταν τόση π ο υ π ή δ η σ ε μέσα στο π η γ ά δ ι γ ι α να βγάλει το αδράχτι. Π έ φ τ ο ν τ α ς όλα σκοτείνιασαν γ ύ ρ ω τ η ς και λιποθύμησε. Κι όταν συ νήλθε, βρέθηκε σ' ένα όμορφο λιβάδι, ολάνθιστο, όπου έλαμπε χρυσός ο ήλιος. Το κορίτσι σηκώθηκε κι άρχισε ν α π ε ρ π α τ ά ε ι , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ ε σ ' έναν φούρνο γ ε μ ά τ ο κ α ρ βέλια. Μόλις την είδαν τα ψ ω μ ι ά , άρχισαν να φ ω ν ά ζ ο υ ν : " Αχ, βγάλε μας έξω, βγάλε μας έξω, γ ι α τ ί θα καούμε : είμαστε έ τ ο ι μ α εδώ και πολλήν ωρα ! » Π λ η σ ί α σ ε τότε το κορίτσι και με το φουρνόξυλο τά ' β γ α λ ε όλα ένα ένα. Ύστερα προχώρησε, ώσπου έφτασε
σ' ένα
δέντρο φορ
τ ω μ έ ν ο μ ή λ α και το δέντρο τ ή ς φ ώ ν α ξ ε : « Α χ , τίναξε με, τίναξε με, όλα τα μ ή λ α είναι γ ι ν ω μ έ ν α ! » Κ α ι το κ ο ρίτσι τίναξε το δέντρο και τα μήλα έπεσαν β ρ ο χ ή . Κι ε κείνη συνέχιζε να τινάζει τα κλαδιά, ώ σ π ο υ
δεν έ μ ε ι ν ε
π ι α κανένα μήλο π ά ν ω στο δέντρο. Κι αφού τα μάζεψε όλα σωρό, συνέχισε το δρόμο της. Ώ σ π ο υ έφτασε επι τέλους σ' ένα μικρό σ π ι τ ά κ ι τόσο μεγάλα δόντια
που
κι είδε
μέσα
μια γριά με
φοβήθηκε και κόντεψε να το
βάλει στα πόδια.
Η γριούλα ό μ ω ς φ ώ ν α ξ ε : " Τι φ ο β ά
σαι, κοριτσάκι μ ο υ ; Μείνε κοντά μου, κι αν φροντίζεις με τάξη και νοικοκυροσύνη το σπιτικό μου, τότε Οα π ε ρ ά σ ε ι ς κ α λ ά μαζί μ ο υ .
Πρόσεχε
μονάχα να τινάζεις καλά
το πάπλωμα μου, γ ι α ν' αερίζονται τα πούπουλα, να π έ φτουν και να χιονίζει κάτω στη γη . . . Ε γ ώ ε ί μ α ι η κ υ ρ ά Κ α λ ή ». (Γι
α υ τ ό σ τ η ν Έ σ σ η όταν χ ι ο ν ί ζ ε ι λένε π ω ς « η
κ υ ρ ά - Κ α λ ή σ τ ρ ώ ν ε ι τ ο κ ρ ε β ά τ ι τ η ς ».) Μιας κι η γριά τής είχε μιλήσει με τόση καλοσύνη, το κορίτσι πήρε κουράγιο και δέχτηκε να μπει στη δούλε ψη της. Φρόντιζε το σπίτι της μια χ α ρ ά και τίναζε το π ά π λ ω μ α τ η ς όσο μ π ο ρ ο ύ σ ε π ι ο δ υ ν α τ ά , ώ σ π ο υ τ α π ο ύ π ο υ λ α σκορπούσαν κ ι έ π ε φ τ α ν στη γ η σαν νιφάδες χ ι ο νιού. Κ α ι περνούσε ζ ω ή χ α ρ ι σ ά μ ε ν η μ α ζ ί με την κ υ ρ ά Κ α λ ή , ώσπου ξάφνου άρχισε να στενοχωριέται και στην α ρ χ ή δεν ή ξ ε ρ ε ο ύ τ ε η ί δ ι α τ ο γ ι α τ ί . Κ α ι τ ε λ ι κ ά κ α τ ά λ α β ε ότι ή τ α ν α π ' τ η ν ο σ τ α λ γ ί α γ ι α τ ο σ π ί τ ι τ η ς , κ ι α ς π ε ρ νούσε ε δ ώ χίλιες φορές καλύτερα.
Μια μέρα λοιπόν το
είπε στην κυρά της : « Έ χ ω λαχταρήσει το σπίτι μου. Κ ι ό σ ο κ α λ ά κ ι α ν π ε ρ ν ώ ε δ ώ κ ά τ ω , δεν μ π ο ρ ώ ν α μ ε ί ν ω άλλο : π ρ έ π ε ι
να γ υ ρ ί σ ω στους δικούς μου ».
Η κυρά-
Κ α λ ή τότε είπε : " Χ α ί ρ ο μ α ι π ο υ θέλεις να γυρίσεις π ά λ ι στους δικούς σου. Κι επειδή μου δούλεψες π ι σ τ ά και π ρ ό θ υ μ α , θα σ' α ν ε β ά σ ω ε γ ώ η ίδια στη γη ». Κ α ι μ' α υ τ ά τα λόγια την πήρε α π ' το χέρι και την οδήγησε σε μια μεγάλη πύλη.
Η π ύ λ η άνοιξε και τη σ τ ι γ μ ή π ο υ το κ ο
ρίτσι περνούσε α π ό μέσα της,
άρχισε να πέφτει χρυσή
β ρ ο χ ή . Κ ι όλο τ ο χ ρ υ σ ά φ ι έ μ ε ι ν ε π ά ν ω τ η ς , ώ σ π ο υ σ κ ε π ά σ τ η κ ε μ' αυτό από την κορυφή ώς τα νύχια. « Αυτή είναι η α ν τ α μ ο ι β ή σου, ε π ε ι δ ή δούλεψες με τ ό σ η π ρ ο θ υ μία », της είπε η κυρά-Καλή και της έδωσε και το π α -
λιό τ η ς α δ ρ ά χ τ ι , π ο υ τ η ς ε ί χ ε π έ σ ε ι μ έ σ α σ τ ο π η γ ά δ ι . Έ π ε ι τ α έκλεισε την πύλη και το κορίτσι βρέθηκε στη σ τ ι γ μ ή π ά ν ω στη γ η , κοντά στο σπίτι της μητριάς του. Κι όταν μ π ή κ ε στην αυλή, το
κοκόρι
στο
πηγάδι φώ
ναξε :
« Κικιρίκου ! η με
χρυσή
Ήρθε
μας
κορόνα
η
στο
πάλι
κοπέλα κεφάλι! »
Το κορίτσι μ π ή κ ε τότε μέσα στο ήταν έτσι βουτηγμένο
στο
σπίτι, κι επειδή
χρυσάφι, η μ η τ ρ ι ά τη δέ
χ τ η κ ε όλο χ α ρ ά κ ι η α δ ε λ φ ή τ η ς όλο κ α λ ο σ ύ ν η . Κ α ι η μικρή κάθισε και τους τα είπε όλα, με το νι και με το σ ί γ μ α . Κι όταν η μάνα άκουσε π ώ ς έγινε και α π ό χ τ η σ ε τ ό σ α π λ ο ύ τ η , βάλθηκε να στείλει στην κυράΚαλή και την π ρ α γ μ α τ ι κ ή της θυγατέρα, την άσχημη και την τ ε μ π έ λ α . Τ η ν έστειλε λοιπόν κι αυτήν να κάθεται στο π η γ ά δ ι και να γνέθει. Και γ ι α να μ α τ ώ σ ε ι το αδράχτι της, την ορμήνεψε να τρυπήσει το δάχτυλο της στ' α γ κ ά θια του
φράχτη.
Έτσι
κι έκανε
το
κορίτσι
κι ύστε
ρα έριξε το α δ ρ ά χ τ ι στο π η γ ά δ ι κ α ι π ή δ η σ ε κι α υ τ ή μέ σα. Β γ ή κ ε , ό π ω ς κι η ά λ λ η , σ ένα π α ν έ μ ο ρ φ ο λιβάδι και ά ρ χ ι σ ε ν α β α δ ί ζ ε ι σ τ ο ίδιο μ ο ν ο π ά τ ι . Ό τ α ν έ φ τ α σ ε σ τ ο φούρνο,
τα καρβέλια τής φώναξαν :
« Αχ,
βγάλε μας
έξω, βγάλε μας έξω, γιατί θα καούμε : είμαστε έτοιμα εδώ και πολλήν ώ ρ α ! » Η τεμπέλα όμως αποκρίθηκε : " Τι λες κ α λ έ ; Κ α ι γ ι α τ ί να λ ε ρ ώ σ ω τα χ έ ρ ι α μ ο υ ; » Κ α ι αδιάφορη συνέχισε το δρόμο της. Ώ σ π ο υ έφτασε στη μ η
λ ι ά , κι η μ η λ ι ά τ ή ς φ ώ ν α ξ ε : « Α χ , τίναξε μ ε , τίναξε μ ε , όλα τα μ ή λ α είναι γ ι ν ω μ έ ν α ! » Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Τι λες κ α λ έ ; Κι αν μού 'ρθει κανένα στο κ ε φ ά λ ι ; » Κ α ι
αδιάφορη συνέχισε το δρόμο της. Ό τ α ν έ φ τ α σ ε στο σπί τ ι τ η ς κ υ ρ ά - Κ α λ ή ς , δεν φ ο β ή θ η κ ε , για τα μεγάλα της δόντια
γιατί είχε
ακούσει
κ ι α μ έ σ ω ς μ π ή κ ε σ τ η δούλε
ψη της. Την π ρ ώ τ η μέρα έβαλε τα δυνατά τ η ς και δού λεψε με π ρ ο θ υ μ ί α κι ά κ ο υ γ ε ό,τι τ η ς έλεγε η κ υ ρ ά τ η ς . Γιατί είχε στο μυαλό της το χρυσάφι π ο υ θα τ η ς χάριζε. Αλλά τη δεύτερη μέρα κιόλας άρχισε να τεμπελιάζει, και τ η ν τ ρ ί τ η δεν ή θ ε λ ε κ α ν ν α σ η κ ω θ ε ί α π
το κρεβάτι της.
Ούτε το
έστρωνε,
έπρεπε, και ν
κ ρ ε β ά τ ι τ η ς κ υ ρ ά - Κ α λ ή ς δεν ούτε το πάπλωμα τ η ς τίναζε,
να
όπως
φουσκώσουν
αεριστούν τα π ο ύ π ο υ λ α .
Κι η κυρά-Καλή γρήγορα τη βαρέθηκε κι αποφάσισε να τη
διώξει.
Η
τεμπέλα χάρηκε, γιατί θάρρεψε π ω ς
τ ώ ρ α την περίμενε η χρυσή βροχή.
Η κυρά-Καλή την
πήρε α π ' το χέρι και την οδήγησε κ ά τ ω απ
τη μεγάλη
π ύ λ η : αντί ό μ ω ς γ ι α χ ρ υ σ ά φ ι , ά δ ε ι α σ ε π ά ν ω τ η ς έναν μ ε γ ά λ ο κ ο υ β ά καρβουνόσκονη. « Α υ τ ή είναι η α ν τ α μ ο ι βή σου, γ ι α τον καιρό π ο υ μου δούλεψες », τ η ς είπε η κ υ ρ ά - Κ α λ ή κι έκλεισε την π ύ λ η . Έ τ σ ι γύρισε η τ ε μ π έ λ α σπίτι της, μαυρισμένη απ την κορφή ώς τα νύχια.
Κι ο
κ ό κ ο ρ α ς στο π η γ ά δ ι φ ώ ν α ξ ε , σαν την είδε :
« Κίκιρίκον ! η
μικρή
Ήρθε
μας
μαυρισμένη
ώς
η
πάλι
τεμπέλα το
κεφάλι! »
Κι η καρβουνόσκονη έμεινε κολλημένη π ά ν ω τ η ς και δεν έ β γ α ι ν ε , ό σ ο κ ι α ν τ η ν έ π λ ε ν ε . Κ ι έ μ ε ι ν ε έ τ σ ι ώ ς τ ο το
τέλος της ζ ω ή ς της.
Τα εφτά κοράκια
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ήταν
ένας
άνθρωπος
π ο υ είχε ε φ τ ά γιους και κ α μ ι ά θυγατέρα, π α ρ
όλο
που πολύ τη λαχταρούσε. Ώ σ π ο υ επιτέλους η γυναίκα του τού 'δωσε πάλι ελπίδες γ ι α παιδί, κι όταν γέννησε, έφερε στον κ ό σ μ ο ένα κ ο ρ ι τ σ ά κ ι . Η χ α ρ ά τ ο υ ς ή τ α ν μ ε γ ά λ η . Τ ο μ ω ρ ό όμ,ως ή τ α ν μ ι κ ρ ο ύ λ ι κ ι α δ ύ ν α μ ο , κ ι α ν α γ κάστηκαν να το βαφτίσουν στα γρήγορα, μ π α ς και π ε θάνει. Ο π α τ έ ρ α ς έστειλε α μ έ σ ω ς ένα α π ' τ
αγόρια στο
π η γ ά δ ι , να φέρει νερό γ ι α τη β ά φ τ ι σ η : τ' ά λ λ α έξι έ τ ρ ε ξαν π ί σ ω του, γ ι α τ ί όλα τους ήθελαν ν α φ τ ά σ ο υ ν π ρ ώ τ α και ν α τ ρ α β ή ξ ο υ ν νερό. Α π ' τ η βιασύνη τους ό μ ω ς τους έπεσε ο κουβάς μέσα στο πηγάδι.
Σ τ ά θ η κ α ν τ ό τ ε εκεί
κ α ι δεν ή ξ ε ρ α ν τ ι ν α κ ά ν ο υ ν . Κ α ι κ α ν έ ν α δεν τ ο λ μ ο ύ σ ε να γυρίσει σ π ί τ ι .
Η
ώ ρ α ό μ ω ς περνούσε κι ο π α τ έ ρ α ς
άρχισε να χάνει την υ π ο μ ο ν ή του : « Το δ ί χ ω ς άλλο θα ξεχάστηκαν με τα παιχνίδια, τα
π α λ ι ό π α ι δ α ! », είπε.
Και μέσα στη στεναχώρια του, μ ή π ω ς το κοριτσάκι του πεθάνει αβάφτιστο, θύμωσε και φώναξε : « Ο κόρακας να τα πάρει και να τα σηκώσει και κοράκια να τα κά νει ! » Δ ε ν ε ί χ ε ξ ε σ τ ο μ ί σ ε ι κ α λ ά κ α λ ά τ α λ ό γ ι α τ ο υ , ό τ α ν άκουσε φ τ ε ρ ο κ ο π ή μ α τ α π ά ν ω α π ' το κεφάλι του. Κοί τ α ξ ε ψ η λ ά κ ι είδε ε φ τ ά κ α τ ά μ α υ ρ α κ ο ρ ά κ ι α ν α φ ε ύ γ ο υ ν πετώντας Ο
μακριά.
πατέρας
κι η
μάνα
στενοχωρήθηκαν
έχασαν τους εφτά γιους τους, πάρουν π ί σ ω την κατάρα.
α λ λ ά δεν
πολύ
που
μπορούσαν να
παρηγορήθηκαν
όμως με το
μ ι κ ρ ό τ ο υ ς κ ο ρ ι τ σ ά κ ι , π ο υ δεν ά ρ γ η σ ε ν α δ υ ν α μ ώ σ ε ι κ α ι μεγάλωνε και κάθε
μέρα γινόταν
ομορφότερο.
Πέρασε
έ τ σ ι ο κ α ι ρ ό ς κ α ι η μ ι κ ρ ή δεν ή ξ ε ρ ε κ α ν π ω ς ε ί χ ε ε φ τ ά αδέρφια.
Γ ι α τ ί ο ι γ ο ν ε ί ς τ η ς δεν τ η ς ε ί χ α ν π ε ι τ ί π ο τ α .
Ώ σ π ο υ μ ι α -μέρα ά κ ο υ σ ε κ ά π ο ι ο υ ς ανθρώπους
να κου
β ε ν τ ι ά ζ ο υ ν κ α ι ν α λένε ότι τ ο κ ο ρ ί τ σ ι ή τ α ν σ τ ' α λ ή θ ε ι α πολύ όμορφο, αλλά αυτό ήταν η αιτία γ ι α τη συμφορά που χ τ ύ π η σ ε τα εφτά της αδέρφια. Το κορίτσι λυπήθηκε π ο λ ύ και π ή γ ε στη μ ά ν α και στον π α τ έ ρ α του και τους ρώτησε αν είχε π ο τ έ
αδέρφια και τι είχαν απογίνει. Οι
γ ο ν ε ί ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν π ι α ν α τ η ς κ ρ ύ ψ ο υ ν τ ο μ υ σ τ ι κ ό , της είπαν όμως π ω ς η συμφορά ήταν θέλημα του Θεού, π ω ς η γέννηση της έδωσε μονάχα την αφορμή και π ω ς η ί δ ι α δεν έ φ τ α ι γ ε κ α θ ό λ ο υ . Τ ο κ ο ρ ι τ σ ά κ ι ό μ ω ς ά ρ χ ι σ ε να συλλογιέται τ' αδέρφια του κάθε μέρα και να ψάχνει τρόπο γ ι α να τα σώσει.
Κ α ι η σ υ χ ί α δεν
μπορούσε να
βρει. Ώ σ π ο υ μ ι α μέρα α π ο φ ά σ ι σ ε ν α π ά ρ ε ι τ ω ν ο μ μ α τ ί ω ν του και να φύγει, να γυρίσει τον κόσμο και να μη σταθεί, μ έ χ ρ ι ν α βρει τ ' α δ έ ρ φ ι α τ ο υ κ α ι ν α τ α λ υ τ ρ ώ σ ε ι α π ' την κ α τ ά ρ α με κάθε θυσία. Δεν πήρε μαζί του τ ί π ο τ α , π α ρεκτός ένα μικρό δ α χ τ υ λ ι δ ά κ ι α π ' τους γονείς του γ ι α ενθύμιο, ένα καρβέλι ψ ω μ ί να μην πεινάσει, ένα κ α ν α τ ά κ ι νερό να μη διψάσει κι ένα σ κ α μ ν ά κ ι να μ η ν κ ο υ ρ α σ τ ε ί . Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, προχώρησε πολύ μακριά, ώ ς την άκρη του κόσμου. Έ φ τ α σ ε στον Ή λ ι ο , μ α ο Ή λιος έ κ α ι γ ε π ο λ ύ κ ι ή τ α ν τ ρ ο μ α χ τ ι κ ό ς κ ι έ τ ρ ω γ ε τ α μ ι κ ρ ά παιδιά. Τρέχοντας έφυγε το κοριτσάκι για να γλιτώσει. Και
τρέχοντας
έφτασε
στο
Φεγγάρι.
Αλλά
το
Φεγ
γάρι ήταν π α γ ω μ έ ν ο κι άγριο και κακό, κι όταν ένιωσε το κορίτσι να π λ η σ ι ά ζ ε ι , είπε : " Α ν θ ρ ώ π ι ν ο κρέας μού μυρίζει ». Το κορίτσι τότε βιάστηκε να φύγει κι έτρεξε
στ' Αστέρια, π ο υ ήταν όλα τους ευγενικά και κ α λ ό τ ρ ο π α και κάθονταν στις καρεκλίτσες τους ή σ υ χ α ήσυχα. Ο Αυ γερινός σ η κ ώ θ η κ ε και τ η ς έδωσε ένα μ ι κ ρ ο σ κ ο π ι κ ό κ ο καλάκι.
« Χωρίς
αυτό
το
κοκαλάκι
ν5 ανοίξεις το Γυάλινο Κ ά σ τ ρ ο . Κ α ι
δεν
θα
μπορέσεις
μέσα στο Γυάλινο
Κ ά σ τ ρ ο είναι φ υ λ α κ ι σ μ έ ν α τ' α δ έ ρ φ ι α σου ». Το κορίτσι πήρε το κοκαλάκι, το τύλιξε προσεχτικά στο μαντίλι του κι έφυγε.
Δρόμο πήρε,
δρόμο άφησε
πάλι, π ρ ο χ ώ ρ η σ ε πολύ μακριά, ώ σ π ο υ έφτασε στο Γυά λινο Κ ά σ τ ρ ο .
Η πύλη ήταν κλειστή και κλειδαμπαρω-
μένη. Α μ έ σ ω ς η μικρή έ β γ α λ ε το μαντίλι της, γ ι α ν' ανοί ξει
με
το
κοκαλάκι
που
της
είχε
χαρίσει
ο
Αυγερι
νός. Ό τ α ν ό μ ω ς ξεδίπλωσε τ ο μαντίλι, τ ο βρήκε αδειανό. Το είχε χάσει το δώρο που της είχε χαρίσει το αστέρι τ η ς α υ γ ή ς . Η μ ι κ ρ ή σ τ ά θ η κ ε κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε τ ι ν α κ ά ν ε ι . Ή θ ε λ ε π ο λ ύ ν α ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ε ι τ ' α δ έ ρ φ ι α τ η ς , α λ λ ά δεν είχε το κλειδί γ ι α να μπει στο Γυάλινο Κ ά σ τ ρ ο . Παίρνει τότε η κ α λ ή αδερφούλα ένα μ α χ α ί ρ ι κ α ι κόβει το μικρό της δαχτυλάκι, το βάζει στην κλειδαριά και ν ά ! , η π ό ρ τα ανοίγει δ ι ά π λ α τ α . Κι ένας κοντούλης νάνος την υ π ο δ έ χ ε τ α ι και τη ρ ω τ ά ε ι : « Γ ε ι α σου, μ ι κ ρ ή μου. Τι γ υ ρεύεις ε δ ώ ; » — " Ψ ά χ ν ω τ' α δ έ ρ φ ι α μου, τα ε φ τ ά κ ο ρ ά κ ι α ». Ο νάνος τ ό τ ε τ η ς λέει : « Τ' α φ ε ν τ ι κ ά μ ο υ τα κ ο ρ ά κ ι α δεν ε ί ν α ι ε δ ώ . Α ν θ έ λ ε ι ς ό μ ω ς ν α π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς ν α γυρίσουν, μπορείς να π ε ρ ά σ ε ι ς ». Ύ σ τ ε ρ α ο νάνος έ σ τ ρ ω σε το τραπέζι, έβαλε εφτά μικρά π ι α τ ά κ ι α κι εφτά π ο τηράκια
και
σέρβιρε
το φαγητό κι
όλα τα
είχε
έτοι
μα. Κι από κάθε π ι α τ ά κ ι έφαγε το κορίτσι μια μ π ο υ κιά, κι από κάθε ποτηράκι ήπιε μια γουλιά. Σ τ ο τελευ ταίο ό μ ω ς άφησε να πέσει το δαχτυλίδι, που είχε πάρει μαζί της.
Ξάφνου άκουσε π ά ν ω α π ' το κεφάλι της φτεροκό π η μ α κι α ν α σ τ ά τ ω σ η . Κι ο νάνος ε ί π ε : « Νά τ
αφεντι
κά μου, π ο υ γυρίζουν σ π ί τ ι ». Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή μ π ή κ α ν μέσα τα ε φ τ ά κοράκια και κάθισαν να φάνε κι έψαξαν τα π ι α τ ά κ ι α και τα ποτηράκια τους.
Κ α ι τ ο ένα μ ε τ ά τ ο
άλλο είπαν : « Ποιος έφαγε α π ' το π ι α τ ά κ ι μ ο υ ; Ποιος ή π ι ε α π ' τ ο π ο τ η ρ ά κ ι μ ο υ ; Χείλη α ν θ ρ ώ π ι ν α τ ο έχουν αγγίξει ». Ώ σ π ο υ το έβδομο κοράκι ανακάλυψε στο π ο τ η ρ ά κ ι του μ έ σ α το δ α χ τ υ λ ί δ ι . Το είδε κ α ι τ
αναγνώρι
σε π ω ς ήταν το δαχτυλίδι των γονιών τους και είπε : " Α χ ! Ας έδινε ο Θ ε ό ς κι ας ή τ α ν ε δ ώ η α δ ε ρ φ ο ύ λ α μ α ς . Τ ό τ ε θα λυτρωνόμασταν ». Και το κορίτσι, π ο υ είχε κρυ φτεί π ί σ ω α π ' την
πόρτα
και
τα
άκουγε, αμέσως φα
νερώθηκε. Σ τ η στιγμή τα κοράκια ξανάγιναν άνθρωποι. Χαρούμενα
αγκαλιάστηκαν
τα αδέρφια και
φιλήθηκαν
και γύρισαν στο σπίτι τους.
26.
Η Κοκκινοσκουφίτσα
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένα μικρό και
τ ρ ι σ χ α ρ ι τ ω μ έ ν ο κ ο ρ ι τ σ ά κ ι , π ο υ όλοι τ ο α γ α π ο ύ σ α ν .
Α π ' όλους ό μ ω ς π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο τ ' α γ α π ο ύ σ ε η γ ι α γ ι ά του, π ο υ δεν ή ξ ε ρ ε τ ι ν α τ ο υ π ρ ω τ ο χ α ρ ί σ ε ι . Μ ι α φ ο ρ ά τ ο υ χ ά ρισε ένα σ κ ο υ φ ά κ ι α π ό κ ό κ κ ι ν ο
βελούδο, π ο υ του π ή
γ α ι ν ε π ο λ ύ ω ρ α ί α . Κ ι ε π ε ι δ ή τ ο κ ο ρ ι τ σ ά κ ι δεν έ λ ε γ ε π ι α ν α τ ο β γ ά λ ε ι α π ' τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ , τ ο φ ώ ν α ζ α ν όλοι Κ ο κ κινοσκουφίτσα. Μια μέρα έρχεται η μητερούλα της και τ η ς λέει: " Κ ο κ κ ι ν ο σ κ ο υ φ ί τ σ α , π ά ρ ε αυτό το γ λ υ κ ό κι α υ -
τό το
μ π ο υ κ ά λ ι κρασί και π ή γ α ι ν ε τα στη γ ι α γ ι ά σου,
στο δάσος. Είναι άρρωστη κι ανήμπορη και θα της κ ά νουν κ α λ ό . Ε τ ο ι μάσου να ξεκινή σεις, πριν π ι ά σ ε ι πολλή ζέστη. Και μόλις
θα
μπεις
σ τ ο δ ά σ ο ς , να εί σαι
φρόνιμη και
να μην ξεμακραίνεις α π ' τ ο μονο πάτι. Αλλιώς θα πέσεις και θα σπά σεις το μ π ο υ κ ά λ ι
κι η
γ ι α γ ι ά σ ο υ δεν θ α π ά ρ ε ι τ ί π ο τ α . Κι όταν φτάσεις, μην ξεχάσεις να της πεις ψαχουλεύεις σ
όλες
Καλημέρα
και
μην
αρχίσεις
τις γωνίτσες του σπιτικού
να
τ η ς ».
" Θα κ ά ν ω ό π ω ς μου λες », υ π ο σ χ έ θ η κ ε η Κ ό κ κ ι ν ο
σ κ ο υ φ ί τ σ α κ ι α π ο χ α ι ρ έ τ η σ ε τ η μ η τ έ ρ α τ η ς . Ύ σ τ ε ρ α ξε κίνησε γ ι α το σπίτι της γ ι α γ ι ά ς της, που ήταν στο δ ά σος, μισή ώ ρ α έ ξ ω α π ' τ ο χ ω ρ ι ό . Α λ λ ά εκεί π ο υ π ε ρ π α τούσε μέσα στο δάσος, συνάντησε
το
λύκο. Έ λ α όμως
π ο υ η Κ ο κ κ ι ν ο σ κ ο υ φ ί τ σ α δεν ή ξ ε ρ ε π ό σ ο κ α κ ό ς ε ί ν α ι κ α ι γι'
αυτό
δεν
φοβήθηκε! λημέρα,
τον
« Κα
Κοκκινο
σ κ ο υ φ ί τ σ α ! », τ η ς είπε. ρα
"
Καλημέ
σ' εσένα, κυρ-
Λ ύ κ ε ! », θηκε
όλο
νεια κι.
αποκρί
το
ευγέ
κοριτσά
" Για πού
'βαλες
νωρίς
τό νωρίς,
Κοκκινοσκουφίτσα; » " Πάω — απ'
στη γ ι α γ ι ά μου ".
" Και την
—
τι
κουβαλάς κ ά τ ω
ποδίτσα
σου; »
—
« Γλυκό
και
κρασί :
χτες
φουρνίσαμε. Και τ ώ ρ α π ά ω λίγο γλυκό στη γ ι α γ ι ά μου, να δ υ ν α μ ώ σ ε ι , π ο υ είναι ά ρ ρ ω σ τ η κ α ι γ ρ ι ο ύ λ α , η κ α κ ο μ ο ί ρ α ». — " Κ α ι π ο ύ μένει η γ ι α γ ι ά σου, Κ ο κ κ ι ν ο σ κ ο υ φ ί τ σ α ; » — " Έ ν α τέταρτο δρόμο ακόμα, μέσα στο δά σος, κ ά τ ω
α π ' τ ι ς τρεις μ ε γ ά λ ε ς βελανιδιές. Ε κ ε ί είναι
το σπιτάκι της, κρυμμένο π ί σ ω α π ' τις καρυδιές. Ό λ ο ι το ξέρουν », α π ά ν τ η σ ε η Κ ο κ κ ι ν ο σ κ ο υ φ ί τ σ α . Κι ο λ ύ κ ο ς σ κ έ φ τ η κ ε : « Τ ρ υ φ ε ρ ό κ ρ έ α ς θά ' χ ε ι η μ ι κ ρ ο ύ λ α ! Α υ τ ή τ η λ ι χ ο υ δ ι ά δεν π ρ έ π ε ι ν α τ η ν α φ ή σ ω ν α μ ο υ ξ ε φ ύ γ ε ι μέσα α π ' τα χέρια μου ! Θά 'ναι χίλιες φορές πιο νόστιμη α π ' τη γριά.
Πρέπει να σκεφτώ κάποια καλή πονηριά,
γ ι α να τις α ρ π ά ξ ω κ α ι τις δύο ! » Κ α ι μ' α υ τ έ ς τις σκέ ψεις π ρ ο χ ώ ρ η σ ε γ ι α λίγο
μαζί
τσα.
" Κοκκινοσκουφίτσα,
Ξάφνου
της
είπε :
με την
Κοκκινοσκουφί γιά
δες
τα όμορφα λουλούδια π ο υ ανθίζουν εδώ, στο δάσος. Γ ι α τ ί δεν ρ ί χ ν ε ι ς μ ι α μ α τ ι ά ο λ ό γ υ ρ α , ν α τ α φ χ α ρ ι σ τ η θ ε ί ς ; Μ ο υ φ α ί ν ε τ α ι π ω ς ο ύ τ ε τ α π ο υ λ ά κ ι α δεν α κ ο ύ ς , π ο υ κ ε λ α η δούν
τόσο
γραμμή εδώ
στο
γλυκά!
στο
Εσύ
σχολείο!
δάσος ».
περπατάς Κρίμα,
που
λες είναι
και
πηγαίνεις
τόσο
όμορφα
Η
Κοκκινοσκουφίτσα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και
όταν είδε τις ακτίνες του ήλιου, π ο υ χόρευαν α ν ά μ ε σ α σ τ α δέντρα, όταν είδε τ α ό μ ο ρ φ α
λουλούδια π ο υ άνθι
ζαν π α ν τ ο ύ ένα γ ύ ρ ω , σ κ έ φ τ η κ ε : " Η γ ι α γ ι ά μου θα χ α ρεί α ν τ η ς π ά ω έ ν α μ π ο υ κ έ τ ο φ ρ έ σ κ α λ ο υ λ ο υ δ ά κ ι α . Κ α ι είναι α κ ό μ α τόσο ν ω ρ ί ς , π ο υ θ α προλάβω
να φ τ ά σ ω στην
ώρα μου ». Κι α μ έ σ ω ς βγήκε α π ' το μονοπάτι, χ ώ θ η κ ε σ τ ο δ ά σ ο ς κ ι ά ρ χ ι σ ε ν α μ α ζ ε ύ ε ι λ ο υ λ ο ύ δ ι α . Κ ι όλο π ρ ο χ ω ρ ο ύ σ ε π ι ο β α θ ι ά μ έ σ α στο δάσος, ψ ά χ ν ο ν τ α ς ολοένα και πιο όμορφα λουλούδια. Ο λύκος ό μ ω ς π ή γ ε γ ρ α μ μ ή στο σπιτάκι της γ ι α γ ι ά ς και χ τ ύ π η σ ε την πόρτα. " Ποιος είναι; », ρ ώ τ η σ ε α π ό μ έ σ α η γ ι α γ ι ά . " Η Κ ο κ κ ι ν ο σ κ ο υ φίτσα.
Γ ι α γ ι ά , άνοιξε μ ο υ . Σ ο υ φ έ ρ ν ω γ λ υ κ ό κ α ι κ ρ α
σί ». — " Α ν ο ι χ τ ά είναι. Φ τ ά ν ε ι να γ υ ρ ί σ ε ι ς το χ ε ρ ο ύ λ ι », φ ώ ν α ξ ε η γ ι α γ ι ά . " Ε ί μ α ι α ν ή μ π ο ρ η κ α ι δεν α ν τ έ χ ω ν α σ η κ ω θ ώ γ ι α να σου α ν ο ί ξ ω ». Ο λ ύ κ ο ς γ ύ ρ ι σ ε το χερούλι, η π ό ρ τ α άνοιξε, κι εκείνος, χ ω ρ ί ς να πει λέξη, π ή γ ε ίσια στο κρεβάτι της γ ι α γ ι ά ς και την έκανε μια μπουκιά. Ύ στερα ντύθηκε τα ρούχα τ η ς , φόρεσε το σκουφάκι της, χ ώ θ η κ ε στο κρεβάτι της και τράβηξε τις κουρτίνες. Η
Κοκκινοσκουφίτσα
στο
μεταξύ
δια. Κι όταν μάζεψε τόσο πολλά που
μάζευε
λουλού
ά λ λ α δεν μ π ο ρ ο ύ
σε να σηκώσει, θυμήθηκε πάλι τη γ ι α γ ι ά της και ξεκί νησε γ ι α το σ π ι τ ά κ ι τ η ς . Α π ό ρ η σ ε
όταν βρήκε την π ό ρ
τα ανοιχτή. Κι όταν μ π ή κ ε μέσα, ένιωσε πολύ παράξενα κ α ι σ υ λ λ ο γ ί σ τ η κ ε : α Θεέ μου, τι φόβος
είναι α υ τ ό ς π ο υ
μ'
χαίρομαι
έχει
πιάσει
σήμερα!
Άλλες
φορές
τόσο,
όταν έρχομαι στο σ π ι τ ά κ ι της γ ι α γ ι ά ς μου ! » Κ α ι φ ώ ναξε :
" Κ α λ η μ έ ρ α ! » Α λ λ ά α π ά ν τ η σ η δεν π ή ρ ε .
Προ
χώρησε λοιπόν στο κρεβάτι και παραμέρισε τις κουρτί νες : κ α ι είδε τ η γ ι α γ ι ά τ η ς , π ο υ ε ί χ ε χ ω μ έ ν ο τ ο σ κ ο υ -
φάκι βαθιά ώς τα μάτια της κι ήταν κουκουλωμένη ώς το σαγόνι.
« Τι
μεγάλα αυτιά που έχεις, γ ι α γ ι ά ! » —
α Ε ί ν α ι γ ι α να σ' α κ ο ύ ω κ α λ ύ τ ε ρ α ! » — " Κ α ι τι μ ε γ ά λ α μάτια που έχεις, γ ι α γ ι ά ! » — " Είναι
γ ι α να σε β λ έ π ω
κ α λ ύ τ ε ρ α ! » — « Α λ λ ά και τα χ έ ρ ι α σου είναι μ ε γ ά λ α , γ ι α γ ι ά ! » — « Ε ί ν α ι γ ι α να σε π ι ά σ ω π ι ο ε ύ κ ο λ α ! » — « Κ α ι τι μ ε γ ά λ ο σ τ ό μ α π ο υ έχεις,
γ ι α να σε
φάω
καλύτερα! »
γ ι α γ ι ά ! » — " Είναι
Και πριν τελειώσει καλά
κ α λ ά τα λ ό γ ι α του ο λύκος, όρμησε μ5 ένα π ή δ η μ α έ ξ ω α π ' το κρεβάτι, άρπαξε την καημένη την Κοκκινοσκου φίτσα και την έκανε κι αυτήν μια μπουκιά. Μόλις
ο
λύκος
χόρτασε
την
όρεξη του, ξ α π λ ώ θ η κ ε
πάλι στο κρεβάτι, αποκοιμήθηκε κι άρχισε να ροχαλίζει δυνατά. Έ τ υ χ ε κ ι εκείνη την ώ ρ α περνούσε έ ξ ω α π ' τ ο σπιτάκι ο κυνηγός, π ο υ άκουσε τα ροχαλητά κι α ν α ρ ω -
τήθηκε :
" Γ ι α τ ί να ροχαλίζει τ ό σ ο δ υ ν α τ ά η κ α η μ έ ν η
η γριούλα; Δεν μ π α ί ν ω καλύτερα να ρίξω μια ματιά, μ ή π ω ς είναι ά ρ ρ ω σ τ η ; » Κ α ι μ π α ί ν ε ι μ έ σ α και βλέπει στο κρεβάτι το λύκο
να
α θ ε ό φ ο β ε ! », ε ί π ε .
κοιμάται.
« Ώ σ τ ε εδώ κρύβεσαι,
" Κι ε γ ώ σε ψ ά χ ν ω σ
δ ά σ ο ς ! » Κι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε ν
ολόκληρο το
αδειάσει π ά ν ω του το ντου
φέκι
του.
Στη
στιγμή
όμως
σκέφτηκε π ω ς ο λύκος μ π ο ρεί κ α ι ν ά ' χ ε φ ά ε ι τ η γ ι α γιά.
Κι αποφάσισε να
προσπαθήσει και
μήπως
τ η σώσει. Ά φ η
σε το ντουφέκι του, π ή ρ ε ένα ψαλίδι και άρχισε να
κόβει την
κοιλιά του κοιμισμέ νου λ ύ κ ο υ . Μ ε τ ά τ ι ς π ρ ώ τ ε ς ψαλιδιές είδε ν απ'
αστράφτει την
λύκου
μέσα
κοιλιά τού το
σκουφάκι
κόκκινο τής
Κοκ
κινοσκουφίτσας.
Λί
γες ψαλιδιές α κ ό μ α και το κοριτσάκι πήδησε έξω
φω
νάζοντας :
«Αχ,
πόσο
τρόμαξα!
μέσα στην κοιλιά του λύκου ! »
Πόσο σκοτεινά ήταν
Κι α μ έ σ ω ς ύστερα β γ ή
κε κι η γ ι α γ ι ά μισοπεθαμένη απ το φόβο της. Η Κοκκι νοσκουφίτσα έτρεξε κι έφερε π έ τ ρ ε ς βαριές και γέμισαν την κοιλιά
του
λύκου.
Κι
όταν
ξύπνησε αυτός,
έκανε
να σηκωθεί, οι πέτρες όμως ήταν τόσο βαριές, που στη στιγμή
κουτρουβαλιάστηκε
νεκρός.
Τ ό τ ε χ ά ρ η κ α ν κι οι τρεις. Ο κυνηγός έγδαρε
το
λύ
κο, πήρε το δέρμα κι έφυγε για το σπίτι του. Η γ ι α γ ι ά έφαγε το γλυκό κι ήπιε το κρασί Κοκκινοσκουφίτσα. σκουφίτσα
όμως
Κι
αμέσως
συνήλθε.
συλλογίστηκε :
θ' ακούω τη μανούλα
μου και
π ο υ τ η ς είχε φέρει η "
δεν
Από θ
Η δω
Κοκκινο και
πέρα
α φ ή ν ω το μονο
π ά τ ι γ ι α να π ε ρ π α τ ή σ ω μονάχη στο δ ά σ ο ς ! »
Λένε
ακόμα πως
μια
φορά η
Κοκκινοσκουφίτσα ξεκί
νησε π ά λ ι να π ά ε ι γ λ υ κ ά στη γ ι α γ ι ά τ η ς . Κ α ι συνάντησε σ τ ο δ ρ ό μ ο έναν άλλον λ ύ κ ο , π ο υ τ η ς έ π ι α σ ε κ ο υ β έ ν τ α κ α ι προσπάθησε να τη βγάλει δρόμο
της.
Η
απ
Κοκκινοσκου-
φ ί τ σ α ό μ ω ς δεν τ ο ν ά κ ο υ σ ε , π α ρ ά π ή γ ε γ ρ α μ μ ή στο σπίτι της γιαγιάς της. Κ α ι τα είπε όλα στη γιαγιά της
με
το νι
και με το σ ί γ μ α : π ω ς είχε
συναντήσει
το
λύκο στο δρόμο, της είχε αλλά
πει την
τάξει με λιμία
Καλημέρα, είχε
κοι
τόση
βου
που,
αν
δεν
βρίσκονταν στη μέση τ η ς δ η μ ο σ ι ά ς , " θα με είχε κ α τ α π ι ε ί την
ίδια
σ τ ι γ μ ή ».
Η
είπε : « Έ λ α να κλείσουμε την πόρτα,
γιαγιά
τότε της
γ ι α να μην μ π ο
ρέσει ν α μ π ε ι μ έ σ α » . Σ ε λ ί γ ο π ρ ά γ μ α τ ι χ τ ύ π η σ ε
ο λύ-
κος :
" Γιαγιά,
άνοιξε μ ο υ ,
κ α ι σου φέρνω γ λ υ κ ά ».
είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα
Α π ό μέσα ό μ ω ς ούτε φ ω ν ή ού
τε ακρόαση. Κι η π ό ρ τ α έμεινε Ο το
λύκος τότε
σπίτι,
ώσπου
κλειστή.
τριγύρισε κάμποσες
φορές γύρω από
τελικά
στρογγυλοκάθισε
πήδησε
και
στη στέγη κι αποφάσισε να περιμένει το βράδυ, που η Κοκκινοσκουφίτσα θά 'παιρνε το δρόμο γ ι α το σπίτι της. Τ ό τ ε θα την ακολουθούσε κρυφά και μέσα θα την έκανε μια χ α ψ ι ά .
στο σκοτάδι
Η γ ι α γ ι ά όμως κατάλαβε τα
πονηρά του σχέδια. Μ π ρ ο σ τ ά στο σπίτι της ήταν μια με γ ά λ η π έ τ ρ ι ν η γ ο ύ ρ ν α . Κ α ι λέει η γ ι α γ ι ά σ τ ο κ ο ρ ι τ σ ά κ ι : " Κοκκινοσκουφίτσα, χτες
μαγείρεψα λουκάνικα.
Πάρε
τον κ ο υ β ά κ α ι ά δ ε ι α σ ε τ ο νερό α π ' τ ο κ α ζ ά ν ι μ έ σ α σ τ η γ ο ύ ρ ν α ».
Η
γιαγιά της κουβά,
Κοκκινοσκουφίτσα έκανε ό π ω ς της είπε η π ή γ ε κ ι ήρθε τόσες φορές κ ο υ β α λ ώ ν τ α ς τον
ώσπου η μεγάλη γούρνα ξεχείλισε.
Κι η μ υ ρ ω
διά α π ' τα λουκάνικα ανέβηκε ώς τη σκεπή κι έφτασε σ τ α ρουθούνια του λύκου. Εκείνος γ λ υ κ ά θ η κ ε κι έσκυψε ν α δει α π ό π ο ύ ε ρ χ ό τ α ν α υ τ ή
η
ευωδιά.
Και τέντωσε
τ ο λ α ι μ ό τ ο υ τ ό σ ο π ο λ ύ π ο υ δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α κ ρ α τ η θ ε ί γλίστρησε
κι
έπεσε
γηκε.
η
Κοκκινοσκουφίτσα
Κι
ίσια
στη
μεγάλη γύρισε
σ π ί τ ι τ η ς κ α ι κ α ν έ ν α ς δεν τ η ν π ε ί ρ α ξ ε .
γούρνα και πνί χαρούμενη
στο
Οι μουζικάντηδες της Βρέμης
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας άντρας π ο υ
είχε ένα γ α ϊ δ α ρ ά κ ο . Χρόνια ολόκληρα ο κ α κ ο μ ο ί
ρης του κουβαλούσε το στάρι του στο μύλο. Τ ώ ρ α ό μ ω ς ε ί χ ε γ ε ρ ά σ ε ι κ α ι δεν ά ν τ ε χ ε π ι α σ τ η δ ο υ λ ε ι ά . Τ ο α φ ε ν τ ι κ ό τ ο υ τ ό τ ε έ β α λ ε μ ε τ ο νου τ ο υ ν α τ ο ν ξ ε φ ο ρ τ ω θ ε ί . Ο γ ά ι δ α ρ ο ς κ α τ ά λ α β ε π ω ς τ ί π ο τ α κ α λ ό δεν τ ο ν π ε ρ ί μ ε νε, κ ι α π ο φ ά σ ι σ ε ν α φ ύ γ ε ι . Μ ι α κ α ι δ υ ο π ή ρ ε λ ο ι π ό ν τ ο δρόμο γ ι α τη Β ρ έ μ η : εκεί σκόπευε να γίνει μ ο υ ζ ι κ ά ν της, μιας κι ήξερε τόσο καλά να γκαρίζει.
Σ τ ο δρόμο
π ο υ π ρ ο χ ω ρ ο ύ σ ε , είδε ένα κ υ ν η γ ό σ κ υ λ ο ξ α π λ ω μ έ ν ο στην άκρη, που α π ' το λαχάνιασμα κόντευε να βγει η ψυχή
τ ο υ . « Τι είσαι έτσι λ α χ α ν ι α σ μ έ ν ο ς , βρε μ ο ύ ρ γ ο ; », ρώ τ η σ ε ο γ ά ι δ α ρ ο ς . — « Αχ ", είπε το σκυλί. « Ε π ε ι δ ή γέ ρ α σ α κ α ι κ ά θ ε μ έ ρ α π ο υ ξ η μ ε ρ ώ ν ε ι χ ά ν ω όλο κ α ι π ε ρ ι σ σότερο τις δυνάμεις μου κι ούτε στο κυνήγι
μ π ο ρ ώ να
π ά ω , ο κύρης μου έβαλε να με σκοτώσουν. Α ν α γ κ ά σ τ η κ α λοιπόν να τα μ α ζ έ ψ ω και να φ ύ γ ω . Αλλά τι να κ ά ν ω για ν α κ ε ρ δ ί σ ω τ ο ψ ω μ ί μ ο υ ; » — " Έ χ ω μ ι α ι δ έ α » , του είπε τότε ο γάιδαρος. " Ε γ ώ θα π ά ω στη Βρέμη και θα γίνω μουζικάντης.
Γ ι α τ ί δεν έ ρ χ ε σ α ι κ ι ε σ ύ μ α ζ ί ; Ε γ ω
θα π α ί ζ ω κ ι θ ά ρ α κι εσύ θα β α ρ ά ς τα τ ο ύ μ π α ν α ». Του σ κ ύ λ ο υ τ ο υ κ α λ ά ρ ε σ ε η ι δ έ α τ ο υ γ α ϊ δ ά ρ ο υ κ ι έ τ σ ι συνέ χισαν μαζί το δρόμο τους.
Δεν π έ ρ α σ ε π ο λ λ ή ώ ρ α και
συνάντησαν μια γ ά τ α , που είχε κ α τ ε β α σ μ έ ν α τα μούτρα της μέχρι τα πόδια κι έκλαιγε τη μοίρα της. " Τι έπα θες, καλέ ψιψίνα, κι έχεις τέτοια μ ο ύ τ ρ α ; »,
τη
ρώτησε
ο γάιδαρος. — « Μα π ώ ς να γ ε λ ώ με το κ α κ ό π ο υ με β ρ ή κ ε ; », αποκρίθηκε η γ ά τ α .
" Τ ώ ρ α π ο υ με πήρανε
τ α χ ρ ό ν ι α κ α ι τ α δ ό ν τ ι α μ ο υ δεν κ ό β ο υ ν ε π ι α
και περνώ
τις ώρες μου π ί σ ω α π ' τη σ ό μ π α αντί να τ ρ έ χ ω π ί σ ω απ
τα ποντίκια, η κυρά μου με βαρέθηκε κι ετοιμάστηκε
να με πνίξει. Τα κατάφερα, βέβαια, κι έσωσα το τομάρι μου. Αλλά τ ώ ρ α τι να κ ά ν ω ;
Π ο ύ να π ά ω ; » — " Έ λ α
μ α ζ ί μ α ς στη Β ρ έ μ η , εσύ ξέρεις α π ό νυχτερινή μουσική, μπορείς να δουλέψεις μ α ζ ί μ α ς ». ρεσε η
ιδέα και τους ακολούθησε.
προχώρησαν
μαζί,
Της γάτας της καλάΚι οι τρεις φ υ γ ά δ ε ς
ώ σ π ο υ έ φ τ α σ α ν σ ' ένα χ ω ρ ι α τ ό σ π ι -
τ ο . Σ τ ο φ ρ ά χ τ η είδαν έναν κ ό κ ο ρ α , ν α κ ά θ ε τ α ι κ α ι ν α λαλεί μ ' όλη τ ο υ τ η δ ύ ν α μ η . " Έ τ σ ι π ο υ φ ω ν ά ζ ε ι ς , μ α ς
ρ α γ ί ζ ε ι ς τ η ν ψ υ χ ή ! », τ ο υ ε ί π ε ο γ ά ι δ α ρ ο ς .
« Τι έχεις
κ α ι σκούζεις έ τ σ ι ; » — « Σ ή μ ε ρ α το π ρ ω ί λ ά λ η σ α χαι φώναξα π ω ς θά 'χουμε ωραία μέρα, γιατί η
Παναγία
έ π λ υ ν ε τ α ρ ο υ χ α λ ά κ ι α τ ο υ μ ι κ ρ ο ύ Χ ρ ι σ τ ο ύ λ η κ α ι θέλει ήλιο να τα στεγνώσει », άρχισε το π α ρ ά π ο ν ο του ο κό κ ο ρ α ς . " Ε π ε ι δ ή ό μ ω ς αύριο είναι Κ υ ρ ι α κ ή κ ι η κ υ ρ ά μου έχει ξένους στο σ π ί τ ι τ η ς , είπε σ τ η
μαγείρισσα να με
σφάξει απόψε και να με μαγειρέψει. Λ α λ ώ λοιπόν κι εγώ όσο
μ π ο ρ ώ α κ ό μ α ".
— " Κ α ι γ ι α τ ί δεν έ ρ χ ε σ α ι μ α ζ ί
μ α ς , π ε τ ε ι ν έ με το κ ό κ κ ι ν ο λειρί σ ο υ ; »,
είπε
τότε ο
γάιδαρος. " Έ τ σ ι κι αλλιώς εδώ σε περιμένει σίγουρος θάνατος. Εμείς π ά μ ε στη Βρέμη, να γίνουμε μουζικάντηδες. Έ χ ε ι ς ωραία φωνή και θα κάνουμε καλή παρέα ». Ο κ ό κ ο ρ α ς δεν π ε ρ ί μ ε ν ε ν α τ ο υ τ ο π ο υ ν δ ε ύ τ ε ρ η φ ο ρ ά κ α ι οι τέσσερις μαζί συνέχισαν το δρόμο τους.
Α λ λ ά η Β ρ έ μ η ή τ α ν μ α κ ρ ι ά κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α φτάσουν σε μ ι α μέρα. Το βράδυ, λοιπόν, έ φ τ α σ α ν σ' ένα δάσος κι έψαξαν να βρουν μέρος να κ ο ι μ η θ ο ύ ν . Ο γ ά ι δ α ρος κ ι ο σ κ ύ λ ο ς π λ ά γ ι α σ α ν κ ά τ ω
α π ό ένα μ ε γ ά λ ο δέν
τρο, η γ ά τ α κι ο κ ό κ ο ρ α ς ανέβηκαν σ τ α κ λ α δ ι ά του. Κι ο κόκορας σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε στο π ι ο ψηλό κλαδί, γ ι α νά 'ναι σίγουρος. Πριν κοιμηθεί, κοίταξε γ ι α μια τελευταία φο ρά ανατολή και δύση, βορρά και νότο. Και ξάφνου του φ ά ν η κ ε π ω ς είδε π έ ρ α μ α κ ρ ι ά μ ι α σ π ί θ α φ ω ς . Φ ώ ν α ξ ε τ ό τ ε τους συντρόφους του και τους είπε π ω ς κ ά π ο υ εκεί
κ ο ν τ ά ή τ α ν ένα σ π ι τ ά κ ι .
Γ ι α τ ί ε ί χ ε δει φ ω ς ν α κ α ί ε ι .
Τ ό τ ε μίλησε ο γ ά ι δ α ρ ο ς κ α ι είπε : « Ας σ η κ ω θ ο ύ μ ε κι ας πάμε
να
δούμε.
Γιατί
εδώ
δεν
θα
καλοπεράσουμε τη
ν ύ χ τ α μ α ς ». Κι ο σκύλος σ υ μ φ ώ ν η σ ε :
"
Δ υ ο - τ ρ ί α κό
κ α λ α μ ε λ ί γ ο κ ρ ε α τ ά κ ι π ά ν ω τ ο υ ς δεν θ α μ ο υ κ ά ν ο υ ν κ α θόλου κ α κ ό ». Ξεκίνησαν λοιπόν μ έ σ α στη ν ύ χ τ α , να φτά σ ο υ ν ε κ ε ί π ο υ ο κ ό κ ο ρ α ς ε ί χ ε δει τ ο φ ω ς . Σ ε λ ί γ ο τ ο εί δαν ν α φ έ γ γ ε ι π ι ο κ ο ν τ ά τ ο υ ς , κ ι όλο μ ε γ ά λ ω ν ε , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ α ν σ' ένα σ π ί τ ι κ α τ ά φ ω τ ο , γ ε μ ά τ ο λ η σ τ έ ς .
Ο
γ ά ι
δαρος, που ήταν ο μεγαλύτερος, πλησίασε στο π α ρ ά θ υ ρο και κοίταξε μέσα. " Τι βλέπεις, κ υ ρ - γ ά ι δ α ρ ε ; », ρώ τησε ο πετεινός.
" Τ ι βλέπω;»,
α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο γαϊδο:-
ρ ά κ ο ς . " Έ ν α τ ρ α π έ ζ ι σ τ ρ ω μ έ ν ο , μ ' ουραία φ α γ η τ ά κ α ι π ο τ ά . Κ α ι γ ύ ρ ω γύρω κ ά θ ο ν τ α ι ο ι λ η σ τ έ ς και τ ρ ώ ν ε και π ί ν ο υ ν κι ε υ φ ρ α ί ν ο ν τ α ι . Νά τι β λ έ π ω ! » — " Ω ρ α ί ο μέ ρος γ ι α ν α π ε ρ ά σ ο υ μ ε τ η ν ύ χ τ α μ α ς ! » , ε ί π ε τ ο κοκόρ 1 .. " Μά το ναι!
Θα τ ρ ώ γ α μ ε και θα πίναμε με την ψυχή
μας ! », είπε ο γάιδαρος. Τα ζωα τότε έκαναν συμβού λιο κ α ι π ρ ο σ π α θ ο ύ σ α ν να βρούνε τ ρ ό π ο να δ ι ώ ξ ο υ ν τους ληστές. Και με τα π ο λ λ ά τον βρήκαν. Ο γ ά ι δ α ρ ο ς στηρί χ τ η κ ε με τα μ π ρ ο σ τ ι ν ά του π ό δ ι α στο π α ρ ά θ υ ρ ο , ο σ κ ύ λ ο ς π ή δ η σ ε σ τ η ν πλάτη τ ο υ , η γ ά τ α σ κ α ρ φ ά λ ο ^ σ ε π ά ν ω στο σκύλο και τέλος ο κόκορας π έ τ α ξ ε και κάθισε π ά ν ω σ τ ο κ ε φ ά λ ι τ η ς γ ά τ α ς . Ό τ α ν όλοι π ή ρ α ν τ η θ έ σ η τ ο υ ς , μέτρησαν και με το τρία άρχισαν να παίζουν τη μουσική τους : ο γάιδαρος γκάριζε, ο σκύλος γ ά β γ ι ζ ε , η γ ά τ α νιαούριζε κι ο κόκορας λαλούσε.
Ύ σ τ ε ρ α όρμησαν
μαζί μέσα κι έκαναν τέτοιο σ α μ α τ ά ξαν να σ π ά σ ο υ ν .
όλοι
που τα τ ζ ά μ ι α έτρι
Οι ληστές τινάχτηκαν ώς το ταβάνι
νόμισαν π ω ς κάποιο δαιμόνιο
είχε τ ρ υ π ώ σ ε ι μέσα
στο
σπίτι τους και τό 'βαλαν στα πόδια μέσα στο δάσος. Οι τ έ σ σ ε ρ ι ς φ ί λ ο ι δεν έ χ α σ α ν λ ε π τ ό : έ κ α τ σ α ν α μ έ σ ω ς σ τ ο τραπέζι
κι
άρχισαν
να τρώνε
ό,τι
είχε
απομείνει,
τόση όρεξη λες κι είχαν βδομάδες να φάνε.
με
Ό τ α ν τ έ λ ε ι ω σ α ν , έ σ β η σ α ν τ α φ ώ τ α κ ι έ ψ α ξ α ν ένα μέρος γ ι α ύπνο, ο καθένας σ ύ μ φ ω ν α με τη φύση του και με τη βολή τ ο υ . Ο γ ά ι δ α ρ ο ς β γ ή κ ε έ ξ ω στην αυλή και ξ ά π λ ω σ ε στα χ ώ μ α τ α και στις κοπριές. Ο σκύλος απο κοιμήθηκε στο κ α τ ώ φ λ ι , π ί σ ω απ πλάγιασε πίσω απ
την πόρτα.
Η γάτα
τη σόμπα, μέσα στις ζεστές στάχτες.
Κι ο κόκορας κάθισε στο κάγκελο του φ ρ ά χ τ η . Κι επειδή ή τ α ν όλοι τ ο υ ς κ ο υ ρ α σ μ έ ν ο ι , γ ρ ή γ ο ρ α τ ο υ ς π ή ρ ε ο ύ π ν ο ς . Ό τ α ν χ τ ύ π η σ α ν τ α μ ε σ ά ν υ χ τ α κ ι ο ι ληστές είδαν α π ό μακριά π ω ς τα φ ώ τ α είχαν σβήσει στο σπιτάκι τους και όλα ή τ α ν ή σ υ χ α , ο α ρ χ η γ ό ς τους είπε : « Δεν έ π ρ ε π ε να φ ύ γ ο υ μ ε έτσι, σαν κ υ ν η γ η μ έ ν ο ι ! » Κι έστειλε έναν α π ό τους άντρες του να ψάξει το σπίτι. Ο ληστής τα βρήκε
ό λ α ή σ υ χ α και π ή γ ε σ τ η ν κ ο υ ζ ί ν α , ν ' α ν ά ψ ε ι φ ω ς . Ε ί δ ε τα λ α μ π ε ρ ά μ ά τ ι α της γ ά τ α ς , π ο υ άστραφταν μέσα στο σκοτάδι, νόμισε π ω ς ήταν κάρβουνα αναμμένα και π ή γ ε να τα πιάσει γ ι α ν
ανάψει το δαδί τ ο υ . Η γάτα; ό μ ω ς τ ι
νάχτηκε α π ό τ ο μ α και του όρμησε στο π ρ ό σ ω π ο
με
τα
νύχια και με τα δόντια της. Τ ρ ό μ α ξ ε τότε ο έρημος και τό
βαλε στα π ό δ ι α .
νω στο
σκύλο,
που
Στην
πόρτα
όμως σκόνταψε π ά
π ή δ η σ ε όρθιος
και
τον
δάγκωσε
στο πόδι. Κι ενώ έτρεχε τρελός α π ' το φόβο του στην αυλή, τον έ π ι α σ ε κι ο γ ά ι δ α ρ ο ς κ α ι τού 'δωσε μια γ ε ρ ή κ λ ω τ σ ι ά με τα π ι σ ι ν ά του π ό δ ι α . Ο θόρυβος ξύπνησε τον κόκορα,
π ο υ ζ ω η ρ ό ς ζ ω η ρ ό ς άρχισε τα
Ο ληστής γύρισε τρέχοντας
στον
" Κικιρίκου ! ».
α ρ χ η γ ό του και του
είπε : " Α χ , μ έ σ α στο σ π ί τ ι μ α ς είναι μ ι α φ ρ ι χ τ ή και
τρομερή μάγισσα. Ή ρ θ ε και φύσηξε φ ω τ ι ά στα μούτρα μου και μ' έγδαρε με τα μακριά τ η ς νύχια. Σ τ η ν π ό ρ τ α παραμονεύει ένας άντρας με μ α χ α ί ρ ι κ ο φ τ ε ρ ό , π ο υ με λ ά β ω σ ε στο π ό δ ι . Κ α ι στην αυλή είναι κ ρ υ μ μ έ ν ο ένα τ έ ρας σκοτεινό σαν την π ί σ σ α , π ο υ μ' έκανε μ α ύ ρ ο στο ξ ύ λο. Κι α π ά ν ω στη σ κ ε π ή
είναι θρονιασμένος ένας δ ι κ α
στής, π ο υ φ ώ ν α ζ ε : " Π ι ά σ τ ε τον, τον π α λ ι ά ν θ ρ ω π ο ! " Τ ό ' β α λ α λ ο ι π ό ν σ τ α π ό δ ι α κ ι ή ρ θ α ώ ς εδώ
μ,ε τ η ν ψ υ χ ή
σ τ ο σ τ ό μ α » . Κ ι α π ό τ ό τ ε ο ι λ η σ τ έ ς δεν τ ό λ μ η σ α ν ν α ξ α ναγυρίσουν στο σπιτάκι τους. Αλλά οι τέσσερις μουζικάντηδες της Βρέμης το βρήκαν πολύ του γούστου τους κ ι έ μ ε ι ν α ν ε κ ε ί κ α ι δεν ξ α ν ά φ υ γ α ν . Κ α ι τ η ν ι σ τ ο ρ ί α τ ο υ ς τ η λένε όλοι, α π ό σ τ ό μ α σ ε σ τ ό μ α .
Το κόκαλο που τραγουδούσε
Τ
Α ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ζ ο ύ σ ε
στο δάσος ένα
γούρουνο,
χωράφια,
που
χάλαγε
τα
αγριο
σκότωνε
τα
π ρ ό β α τ α και ξεκοίλιαζε τους κυνηγούς. Ο βασιλιάς υπο σχέθηκε πλούσια
δ ώ ρ α σ' όποιον κατάφερνε να το σκο απ5
τώσει και να γλιτώσει την πολιτεία του συμφορά. Α λ λ ά το θηρίο ή τ α ν
τόσο μεγάλο
αυτή
που
τη
κανείς
δεν τ ο λ μ ο ύ σ ε να π λ η σ ι ά σ ε ι σ τ ο δ ά σ ο ς . Τ ε λ ι κ ά ο β α σ ι λ ι ά ς έβαλε τελάληδες να φωνάξουν σε πόλεις και χ ω ρ ι ά όποιος πιάσει ή
σκοτώσει το
πως
αγριογούρουνο, θα πάρει
τη μοναχοκόρη του για γυναίκα. Σ τ η ν π ο λ ι τ ε ί α του ζούσαν κ α ι δυο αδέρφια, π α ι δ ι ά ενός φ τ ω χ ο ύ α ν θ ρ ώ π ο υ . Κ α ι π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν σ τ ο β α σ ι λιά και υποσχέθηκαν να σκοτώσουν το αγριογούρουνο. Ο μεγαλύτερος, που ήταν πονηρός και ξύπνιος, τό 'κανε γ ι α να δοξαστεί και ν' αποκτήσει πλούτη
ο μικρότερος,
που ήταν αθώος και αγαθός, τό 'κανε α π ' την καλή του την κ α ρ δ ι ά . Ο β α σ ι λ ι ά ς τούς είπε : " Γ ι α νά ' σ τ ε σ ί γ ο υ ροι π ω ς θ α β ρ ε ί τ ε τ ο α γ ρ ι ο γ ο ύ ρ ο υ ν ο , ν α μ π ε ί τ ε ο έ ν α ς α π ' τη μια μεριά του δάσους κι ο άλλος α π ' την άλλη ». Ο μεγαλύτερος λοιπόν μ π ή κ ε α π ' τη δύση κι ο μικρότε ρος α π ' τ η ν α ν α τ ο λ ή . Κ ι εκεί π ο υ π ρ ο χ ω ρ ο ύ σ ε ο μ ι κ ρ ό ς αδερφός, συνάντησε ένα νάνο π ο υ κ ρ α τ ο ύ σ ε στο χέρι του ένα μαύρο σουβλί.
Κι ο νάνος τον σ τ α μ ά τ η σ ε και του
ε ί π ε : « Α υ τ ό τ ο σ ο υ β λ ί σ ' τ ο δίνω ε π ε ι δ ή έ χ ε ι ς α θ ώ α κ α ι άδολη κ α ρ δ ι ά !
Μ'
αυτό μπορείς άφοβα να κυνηγήσεις
τ ο τ ρ ο μ ε ρ ό α γ ρ ι ο γ ο ύ ρ ο υ ν ο . Κ α ι δεν θ α π ά θ ε ι ς τ ί π ο τ α ! »
Ο νεαρός ε υ χ α ρ ί σ τ η σ ε το νάνο, π ή ρ ε το σουβλί στον ώ μ ο του και συνέχισε το δρόμο του δ ί χ ω ς φόβο. Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α και το θηρίο πρόβαλε ανάμεσα απ
τα δέντρα
κι άρχισε να τρέχει κ α τ α π ά ν ω του αγριεμένο.
Εκείνος
ό μ ω ς έστρεψε το σουβλί προς το μέρος του κι αυτό ήρθε κι έπεσε π ά ν ω του με τόση
δύναμη που η καρδιά του
σ κ ί σ τ η κ ε σ τ α δυο κ α ι σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε κ ά τ ω νεκρό. Τ ο π α λικάρι τότε το φορτώθηκε στις π λ ά τ ε ς του και πήρε το δρόμο του γυρισμού, γ ι α να το δείξει στο βασιλιά. Ό τ α ν βγήκε α π ' την άλλη μεριά του δάσους, έφτασε σ' ένα π α ν δ ο χ ε ί ο , όπου ο τούσε.
Ο
μεγαλύτερος
κόσμος έπινε
αδερφός του,
κρασί και γλεν
σίγουρος π ω ς
θά
'βρισκε το αγριογούρουνο, είχε μ π ε ι να πιει ένα π ο τ η ράκι, ν α π ά ρ ε ι κ ο υ ρ ά γ ι ο . Ό τ α ν λοιπόν είδε τον μικρότερο αδερφό του να βγαίνει απ
το δάσος φορτωμένος το αγριο
γούρουνο στις π λ ά τ ε ς του, η κ α κ ι ά και φθονερή καρδιά του άρχισε να τον κεντρίζει. Κι α π ο φ ά σ ι σ ε να τον φ ω ν ά ξει : " Έ μ π α μ έ σ α , α δ ε ρ φ έ μου, να ξ α π ο σ τ ά σ ε ι ς . κι ένα π ο τ η ρ ά κ ι κ ρ α σ ί !
Θα σε συνεφέρει! »
Ο
Πιες
μικρός
α δ ε ρ φ ό ς , π ο υ τ ο μ υ α λ ό τ ο υ κ α θ ό λ ο υ δεν π ή γ ε σ τ ο κ α κ ό , μ π ή κ ε κ α ι είπε στον αδερφό του γ ι α
το
νάνο,
για το
μαύρο σουβλί π ο υ τού ' χ ε δώσει, και γ ι α τ ο π ώ ς σ κ ό τ ω σε το αγριογούρουνο. Θ μεγαλύτερος τον κ ρ ά τ η σ ε μαζί του ώς το βράδυ. Κι όταν σκοτείνιασε, ξεκίνησαν κι οι δυο μ α ζ ί γ ι α τ ο π α λ ά τ ι . Σ τ ο δρόμο π ο υ π ή γ α ι ν α ν , έ φ τ α σ α ν σ ' ένα π ο τ α μ ά κ ι και ο μεγαλύτερος άφησε τον μικρότερο να π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ι π ρ ώ τ ο ς στο γεφύρι του. Σ τ α μισά όμως, π ά ν ω α π ' το νερό, τ ο ύ ' δ ω σ ε ένα τ ό σ ο δυνατό χ τ ύ π η μ α
πισώπλατα
π ο υ ο μικρός έπεσε στο π ο τ ά μ ι και π ν ί γ η κ ε . Ο άλλος τότε τον έθαψε κ ά τ ω α π ' τ η γ έ φ υ ρ α , φ ο ρ τ ώ θ η κ ε τ ο σ κ ο τ ω -
μένο α γ ρ ι ο γ ο ύ ρ ο υ ν ο σ τ ι ς δικές τ ο υ π λ ά τ ε ς κ α ι π ή γ ε στο βασιλιά,
λέγοντας
ότι
αυτός είχε
σκοτώσει
το
θηρίο.
Έ τ σ ι κατάφερε και παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα. Και κ α θ ώ ς ο μ ι κ ρ ό τ ε ρ ο ς δεν έ λ ε γ ε ν α γ υ ρ ί σ ε ι , ε ί π ε σ ' όλους : « Φαίνεται π ω ς το αγριογούρουνο π ρ ό λ α β ε και τον σκό τ ω σ ε μ ε τ α κ έ ρ α τ α τ ο υ » . Κ α ι όλοι τ ο ν π ί σ τ ε ψ α ν . Ε π ε ι δ ή ό μ ω ς τ ί π ο τ α δεν μ έ ν ε ι κ ρ υ φ ό α π ' τ ο ν Θ ε ό , έτσι κι αυτό το φριχτό έ γ κ λ η μ α ήρθε κ ά π ο τ ε στο φως. Μ ε τ ά α π ό χρόνια π ο λ λ ά ένας βοσκός περνούσε τ α π ρ ό β α τ α του π ά ν ω α π ' τ ο γ ε φ ύ ρ ι κ α ι είδε κ ά τ ω στην ά μ μ ο ένα κ ά τ α σ π ρ ο κ ό κ α λ ο θ ά 'ναι ό,τι π ρ έ π ε ι σκέφτηκε.
ν
αστράφτει στον ήλιο.
« Αυτό
γ ι α να φ τ ι ά ξ ω τη φλογέρα μου »,
Κατέβηκε,
λοιπόν,
το
μάζεψε
και
σκάλισε
μ' αυτό μιαν όμορφη φλογέρα. Α λ λ ά την π ρ ώ τ η φορά που
την
έβαλε στα χείλια
του
να παίξει, η
φλογέρα
προς μεγάλη έκπληξη του βοσκού άρχισε να τραγουδάει μόνη τ η ς : « Αχ, το
καλό δικό
έκανες Ο
μου
μου
τσοπανάκι,
κοκαλάκι
φλογέρα.
αδερφός
μες
στην
για
να
του
βασιλιά
μου
άμμο
μ' μ'
έχει
παντρευτεί τη
έχει
σφάξει, θάψει,
αυτός
θυγατέρα ».
« Τι π α ρ ά ξ ε ν η φ λ ο γ έ ρ α ! », ε ί π ε ο β ο σ κ ό ς . γουδάει μονάχη τ η ς ! Πρέπει
« Τρα
να π ά ω να τη δείξω στο
βασιλιά ». Κι όταν παρουσιάστηκε μ π ρ ο σ τ ά στο βασι λιά, η φλογέρα άρχισε και πάλι να τραγουδάει το τ ρ α γούδι της. Ο βασιλιάς αμέσως κατάλαβε. Πρόσταξε να σκάψουν κ ά τ ω απ
το γεφύρι
και πράγματι,
βρήκαν
ολόκληρο το σκελετό του σκοτωμένου.
Ο κακός αδερ
φ ό ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν ' α ρ ν η θ ε ί τ ο έ γ κ λ η μ α τ ο υ . Τ ο ν έ κ λ ε ι σαν μ έ σ α σ' ένα σακί κ α ι τον έριξαν ζ ω ν τ α ν ό σ τ α νερά, ν α π ν ι γ ε ί . Κ α ι τ α κ ό κ α λ α του κ α λ ο ύ αδερφού τ α μάζε ψαν κ α ι τά ' β α λ α ν σ' ένα ω ρ α ί ο μ ν ή μ α στο νεκροταφείο.
29.
Ο Διάβολος με τις τρεις χρυσές τρίχες
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν μ ι α φ τ ω χ ή γ υ ν α ί κ α , π ο υ γέννησε ένα α γ ο ρ ά κ ι μ ε τ ο σ η μ ά δ ι τ η ς τ ύ
χ η ς ε π ά ν ω του. Κι όταν γεννήθηκε, οι μοίρες τού είπαν πως
μόλις θά 'κλεινε τα δεκατέσσερα,
γυναίκα του την κόρη
του
βασιλιά.
θά 'παιρνε για
Ύ σ τ ε ρ α από λίγο
καιρό έτυχε να περάσει α π ' αυτό το χωριό ο βασιλιάς. Κ α ι κ α ν έ ν α ς δεν τ ο ν γ ν ώ ρ ι σ ε . Κ ι ό τ α ν ρ ώ τ η σ ε τ ο υ ς χ ω ρικούς να μάθει τα νέα, εκείνοι του ε ί π α ν :
« Αυτές τις
μέρες γεννήθηκε ένα αγόρι στο χ ω ρ ι ό μ α ς π ο υ έχει πάνω του το σημάδι τ η ς τ ύ του και χρυσάφι θα γίνεται. Κι οι μοίρες τού είπαν π ω ς μόλις κλείσει τα δεκατέσσερα, θα πάρει γ υ ν α ί κ α του την κόρη του βασιλιά ». Ο βασιλιάς ό μ ω ς , π ο υ είχε κ α κ ί α στην καρδιά του, θύμωσε μ' αυτή την προφητεία. Π ή γ ε λοιπόν στους γονείς του παιδιού και τους είπε με γλυκό κι ευγενικό τ ρ ό π ο :
" Κ α λ ο ί μου ά ν θ ρ ω π ο ι , εσείς είστε
φ τ ω χ ο ί . Δ ώ σ τ ε σ ε μ έ ν α τ ο π α ι δ ί σ α ς , κ ι εγοό θ α τ ο μ ε γ α λ ώ σ ω και θ α τ ο φ ρ ο ν τ ί σ ω κ α λ ά » . Σ τ η ν α ρ χ ή εκείνοι αρνήθηκαν,
μιας ό μ ω ς κι ο ξένος τούς π ρ ό σ φ ε ρ ε π ο λ ύ
χ ρ υ σ ά φ ι , σ υ λ λ ο γ ί σ τ η κ α ν : « Το π α ι δ ί είναι τ υ χ ε ρ ό , άρα ό,τι κ ι α ν κ ά ν ο υ μ ε , σ ε κ α λ ό θ α του β γ ε ι » . Έ τ σ ι δ έ χ τ η καν κι έδωσαν το παιδί τους. Ο βασιλιάς έβαλε το μ ω ρ ό σ' ένα καλάθι, κ α β ά λ η σ ε τ ο άλογο τ ο υ κ α ι σ υ ν έ χ ι σ ε τ ο δ ρ ό μ ο τ ο υ , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ ε σ ' ένα β α θ ύ π ο τ ά μ ι . Ε κ ε ί έριξε τ ο κ α λ ά θ ι σ τ ο νερό λέ γοντας : " Ε υ τ υ χ ώ ς που γ λ ί τ ω σ α την κόρη μου α π ' αυ τ ό ν τ ο ν α ν α π ά ν τ ε χ ο γ α μ π ρ ό ! » Τ ο κ α λ ά θ ι ό μ ω ς δεν β ο ύ λ ι α ξ ε , α λ λ ά έ π λ ε ε σ τ ο νερό σαν β α ρ κ ο ύ λ α , χ ω ρ ί ς ν α β ά λει μ έ σ α ούτε σ τ α γ ό ν α . Κ ι έ τ σ ι π α ρ α σ ύ ρ θ η κ ε α π ' τ ο ρεύ μα του π ο τ α μ ο ύ , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ ε σ' ένα νερόμυλο, ούτε δυο μίλια α π ' την π ρ ω τ ε ύ ο υ σ α του κ α κ ο ύ βασιλιά. Ε κ ε ί σκάλωσε
στο νεροφράχτη
κι
ο βοηθός του
μυλωνά το
είδε και τ ο ψάρεψε, ν ο μ ί ζ ο ν τ α ς π ω ς είχε μέσα τ ί π ο τ α θησαυρούς. Ό τ α ν ό μ ω ς τό 'φερε στην όχθη και το άνοι ξε, είδε μ έ σ α ένα α γ ο ρ ά κ ι ροδαλό κ α ι ζ ω η ρ ο ύ τ σ ι κ ο . Τ ο π ή γ ε αμέσως στο μυλωνά και στη γυναίκα του. Κι επει δ ή ε κ ε ί ν ο ι δεν ε ί χ α ν π α ι δ ι ά , χ ά ρ η κ α ν κ α ι ε ί π α ν :
" Ο
Θεός μάς τό 'στειλε ! » Το κράτησαν λοιπόν και το α γ ά π η σ α ν σαν δικό τ ο υ ς π α ι δ ί . Κ α ι τ ο α γ ό ρ ι μ ε γ ά λ ω σ ε κ α ι έγινε καλό κι έξυπνο παιδί με χίλιες χάρες. Έ τ υ χ ε όμως κι ο
βασιλιάς περνούσε
α π ό κει και
επειδή έπιασε μπόρα, μ π ή κ ε στο μύλο γ ι α να μη βραχεί. Είδε
το
παλικάρι
και
θαυμάζοντας
τους καλούς του τρόπους,
το
ανάστημα
και
ρώτησε το μυλωνά αν ήταν ο
γιος του. « Ό χ ι », αποκρίθηκαν ο μυλωνάς με τη γυναί κα του. « Πριν α π ό δεκατέσσερα χρόνια το π ο τ ά μ ι έφερε ένα καλάθι τράβηξε έξω.
στο
νεροφράχτη
μας κι ο
βοηθός μας το
Εκεί μέσα βρήκαμε το παιδί ».
Ο
βασι
λ ι ά ς τ ό τ ε κ α τ ά λ α β ε ό τ ι τ ο π α λ ι κ ά ρ ι δεν ή τ α ν ά λ λ ο α π ' τ ο αγόρι με το σ η μ ά δ ι τ η ς τ ύ χ η ς , π ο υ ο ίδιος είχε π ε τ ά ξ ε ι
πριν
από
δεκατέσσερα χρόνια στο ποτάμι,
« Κ α λ ο ί μου ά ν θ ρ ω π ο ι », είπε τ ό τ ε ,
να πνιγεί.
« θ έ λ ω να σ τ ε ί λ ω
ένα γ ρ ά μ μ α στη βασίλισσα. Θα μπορούσε να τ η ς το π ά ε ι ο γ ι ο ς σ α ς ; Θα του δ ώ σ ω δυο χ ρ υ σ ά φλουριά γ ι α τον κ ό πο του ». — « Σ τ ι ς δ ι α τ α γ έ ς σου, βασιλιά μ α ς », α π ο κρίθηκαν ο μυλωνάς με τη γυναίκα του και πρόσταξαν το γιο τους να ετοιμαστεί γ ι α το δρόμο. Ο βασιλιάς τότε κάθισε κι έ γ ρ α ψ ε ένα γ ρ ά μ μ α στη βασίλισσα : « Μόλις φ τ ά σ ε ι σ τ ο π α λ ά τ ι τ ο π α λ ι κ ά ρ ι π ο υ θ α σου φέρει α υ τ ό το γ ρ ά μ μ α , φρόντισε να τον ψουν α μ έ σ ω ς .
σκοτώσουν και να
τον θά
Ό τ α ν θ α γ υ ρ ί σ ω , δεν θ έ λ ω ν α τ ο ν β ρ ω
ζ ω ν τ α ν ό ». Το παλικάρι πήρε το γ ρ ά μ μ α και ξεκίνησε μια και δυο γ ι α το π α λ ά τ ι . Α λ λ ά έχασ ε το δρόμο κι όταν ν ύ χ τ ω σε, β ρ έ θ η κ ε σ τ η ν κ α ρ δ ι ά ενός μ ε γ ά λ ο υ δ ά σ ο υ ς . Μ έ σ α σ τ ο σ κ ο τ ά δ ι είδε α π ό μ α κ ρ ι ά ένα φ ω τ ά κ ι , π ρ ο χ ώ ρ η σ ε π ρ ο ς τα κει κι έ φ τ α σ ε σ
ένα μικρό καλύβι. Μ π ή κ ε μέσα και
είδε μ ι α γ ρ ι ά ο λ ο μ ό ν α χ η , μ π ρ ο σ τ ά στο τ ζ ά κ ι . Η κ α κ ο μοίρα φοβήθηκε πολύ όταν τον της, και τον
ρώτησε : « Πούθε
π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς ; » — « Α π ' το
είδε
ξαφνικά μπροστά
έρχεσαι,
παλικάρι,
και
μύλο έ ρ χ ο μ α ι , γ ι α γ ι ά »,
αποκρίθηκε το παλικάρι. « Και π η γ α ί ν ω στο παλάτι, να παραδώσω
ένα γ ρ ά μ μ α
στη
βασίλισσα.
Επειδή
όμως
χ ά θ η κ α στο δρόμο, άσε με σε π α ρ α κ α λ ώ να π ε ρ ά σ ω εδώ τη ν ύ χ τ α κι αύριο το π ρ ω ί φ ε ύ γ ω π ά λ ι ». " Κ α κ ό μ ο ι ρ ο π α ι δ ί », ε ί π ε η γ ρ ι ά . « Ε δ ώ π ο υ σ' έ φ ε ρε η τ ύ χ η
σου, είναι λημέρι λ η σ τ ώ ν .
Κι ά μ α γυρίσουν
κ α ι σε βρουν ε δ ώ , θα σε σ κ ο τ ώ σ ο υ ν ». — " Ας έρθει ό π ο ι ο ς θέλει. Ε γ ώ δεν φ ο β ά μ α ι » , ε ί π ε τ ό τ ε τ ο π α λ ι κ ά ρ ι . « Ά λ λ ω σ τ ε είμαι τόσο
κ ο υ ρ α σ μ έ ν ο ς π ο υ δεν μ π ο ρ ώ ν α
π ρ ο χ ω ρ ή σ ω β ή μ α ». Και μ
α υ τ ά τ α λ ό γ ι α ξ ά π λ ω σ ε σ ' έναν
π ά γ κ ο κι αποκοιμήθηκε. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι οι λη στές γύρισαν. Κι όταν είδαν το π α ι δ ί , ρώτησαν θυμωμένο, τ η γ ρ ι ά π ο ι ο ς ή τ α ν . " Α χ » , α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ ρ ι ά , " ε ί ν α ι ένα καλό παλικάρι που έχασε το δρόμο του μέσα
στο
δάσος.
Ε γ ώ τον λ υ π ή θ η κ α και τον έβαλα μ έ σ α ν α κοιμηθεί. Έ χ ε . ένα γ ρ ά μ μ α ν α π α ρ α δ ώ σ ε ι σ τ η
βασίλισσα».
Οι ληστές
π ή ρ α ν τ ό τ ε τ ο γ ρ ά μ μ α , τ ο άνοιξαν κ α ι δ ι ά β α σ α ν π ω ς μόλις έφτανε το παλικάρι στο παλάτι, θα το σκότωναν. Κι ακόμα και αυτοί οι σκληρόκαρδοι ληστές το λ υ π ή θ η κ α ν κι ο αρ χ η γ ό ς τ ο υ ς έ σ κ ι σ ε τ ο γ ρ ά μ μ α κ α ι κ ά θ ι σ ε κ ι έ γ ρ α ψ ε ένα άλλο, π ρ ο σ τ ά ζ ο ν τ α ς τη βασίλισσα
να
σιλοπούλα με το παλικάρι αμέσως γ ρ ά μ μ α στα χέρια της.
παντρέψει τη βα
μόλις
θά 'παιρνε το
Κ α ι υ π έ γ ρ α ψ ε μ ε τ ' όνομα του
βασιλιά. Ύ σ τ ε ρ α άφησαν το παιδί να κοιμηθεί ήσυχα ώς το
πρωί.
Κι
όταν
ξύπνησε,
τού
'δωσαν το καινούργιο
γ ρ ά μ μ α και τού 'δειξαν τον σ ω σ τ ό δρόμο. Η
βασίλισσα πήρε λοιπόν
το γ ρ ά μ μ α και
συμμορ
φ ώ θ η κ ε αμέσίος με τ ι ς οδηγίες : έκανε όλες τ ι ς ε τ ο ι μ α σίες και την ίδια μέρα το τυχερό π α λ ι κ ά ρ ι π ή ρ ε γ υ ν α ί κ α του την κόρη του βασιλιά.
Κι επειδή ήταν όμορφο και
καλό παλικάρι, τον α γ ά π η σ ε κι ή τ α ν ευχαριστημένη και ευτυχισμένη μαζί του. Μ ε τ ά από λίγο καιρό ο βασιλιάς γύρισε στο π α λ ά τ ι του και βρήκε το παλικάρι παντρεμένο με την κόρη του : η π ρ ο φ η τ ε ί α είχε βγει αληθινή. « Π ώ ς έγινε
α υ τ ό ; »,
ρώτησε.
άλλες δ ι α τ α γ έ ς ».
« Εγώ
στο
γράμμα
μου
έδινα
Η βασίλισσα τότε του έδειξε το γ ρ ά μ
μ α κ ι ο β α σ ι λ ι ά ς τ ο δ ι ά β α σ ε κ α ι ε ί δ ε π ω ς δεν ή τ α ν τ ο δικό
του,
λοιπόν το
μα
άλλο,
γραμμένο
γ α μ π ρ ό του
από
άλλο χέρι.
και τον ρώτησε
τι
Κάλεσε
είχε συμβεί
στο δικό του γ ρ ά μ μ α και γ ι α τ ί είχε φέρει άλλο γ ρ ά μ μ α στη βασίλισσα.
« Δεν ξέρω », α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π α λ ι κ ά ρ ι .
" Φαίνεται π ω ς κάποιος άλλαξε
τα γ ρ ά μ μ α τ α τη νύχτα
που κοιμήθηκα στο δάσος ». Έ ξ α λ λ ο ς α π ' το θυμό του ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε τ ο υ ε ί π ε : " Δ ε ν θα γ ί ν ε ι το δ ι κ ό σου ! Ό π ο ι ο ς θέλει ν α π ά ρ ε ι την κόρη μου γ υ ν α ί κ α , π ρ έ π ε ι ν α κ α τ έ β ε ι στην Κ ό λ α σ η κ α ι να μου φέρει τρεις χ ρ υ σ έ ς τ ρ ί χες α π ' το κεφάλι του Διαβόλου. Αν μου
φέρεις
αυτό
π ο υ σου ζ η τ ώ , τ ό τ ε μ π ο ρ ε ί ς ν α κ ρ α τ ή σ ε ι ς τ η θ υ γ α τ έ ρ α μου ». Κι ήταν βέβαιος ο βασιλιάς π ω ς το παλικάρι θά 'φευγε μια γ ι α π ά ν τ α , γ ι α να μην ξαναγυρίσει π ο τ έ . Το παλικάρι όμως με το σημάδι της τύχης είπε :
" Θ α τις
φ έ ρ ω τ ι ς τ ρ ε ι ς χ ρ υ σ έ ς τ ρ ί χ ε ς , δεν φ ο β ά μ α ι ο ύ τ ε τ ο ν Δ ι ά βολο τον ίδιο » . Κ ι α π ο χ α ι ρ ε τ ώ ν τ α ς τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ ξε κίνησε
για
την
Κόλαση.
Ο δρόμος τον οδήγησε σε μια μ ε γ ά λ η πολιτεία. Κ α ι ο φρουρός στην π ύ λ η τον σ τ α μ ά τ η σ ε και τον ρ ώ τ η σ ε : " Τι δουλειά ξέρεις να κ ά ν ε ι ς ; » — « Ξ έ ρ ω α π '
όλα ",
απάντησε το τυχερό παλικάρι. " Ε, τότε θα μπορέσεις να μ α ς β ο η θ ή σ ε ι ς », ε ί π ε
ο
φρουρός.
" Η
βρύση στην
αγορά σ τ α μ ά τ η σ ε να τρέχει κρασί, ό π ω ς έκανε π ά ν τ α . Σ τ έ ρ ε ψ ε κ ι ο ύ τ ε ν ε ρ ό δεν β γ ά ζ ε ι . Μ ή π ω ς ξ έ ρ ε ι ς τ ο γ ι α τ ί ; » — « Θα σας πω στο γυρισμό μου », α π ο κ ρ ί θ η κ ε το παλικάρι και συνέχισε το δρόμο του, ώ σ π ο υ έφτασε σε μ ι α άλλη π ο λ ι τ ε ί α . Κι ο φρουρός π ά λ ι τον ρ ώ τ η σ ε : « Τι δουλειά ξέρεις να κ ά ν ε ι ς ; » Κ α ι το τυχερό π α λ ι κ ά ρ ι π ά λ ι α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Ξ έ ρ ω α π ' όλα ». — « Τ ό τ ε θα μ α ς κ ά νεις τ η χ ά ρ η κ α ι
θα μας πεις γ ι α τ ί το δέντρο στην π λ α
τεία μας, που έβγαζε μήλα χρυσά, ξεράθηκε τ ώ ρ α και δεν έ χ ε ι ούτε ένα π ρ ά σ ι ν ο φύλλο ». — « Θα σ α ς πω σ τ ο γ υ ρ ι σ μ ό μου », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ξανά το π α λ ι κ ά ρ ι . Κ α ι συνέ χισε το δρόμο του, ώ σ π ο υ έ φ τ α σ ε σ' ένα μ ε γ ά λ ο π ο τ ά μ ι κι έπρεπε να περάσει απέναντι.
Ο περατάρης τον ρ ώ -
τ η σ ε : « Τι δουλειά ξέρεις να κ ά ν ε ι ς ; » Κ α ι το π α λ ι κ ά ρ ι α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Ξ έ ρ ω α π ' όλα ». — " Ε, τ ό τ ε μου
πεις
ξέρεις να
γιατί είμαι αναγκασμένος να π η γ α ί ν ω τέρα-
δ ώ θ ε κ α ι δεν μ π ο ρ ώ ν α ξ ε φ ύ γ ω π ο τ έ α π ' α υ τ ό τ ο β ά σ α ν ο ; » — « Θα σου το πω στο γ υ ρ ι σ μ ό μου », υ π ο σ χ έ θ η κ ε το παλικάρι. Κι όταν βρέθηκε στην απέναντι όχθη, βρήκε επιτέ λους την π ύ λ η π ο υ οδηγούσε στην Κ ό λ α σ η .
Εκεί μέσα
ήταν π η χ τ ό σκοτάδι. Ο Διάβολος όμως έλειπε. Το παλι κάρι βρήκε μονάχα την π α ρ α μ ά ν α του, καθισμένη σε μια μεγάλη πολυθρόνα. Κι ήταν μια γριούλα καλή κι ευγε ν ι κ ή . " Τι θέλεις ε δ ώ π έ ρ α , π α λ ι κ ά ρ ι μ ο υ ; », τον ρώτησε. « Τρεις χρυσές
τρίχες
απ'
το
κεφάλι του
Διαβόλου »,
α π ά ν τ η σ ε τ ο π α ι δ ί . " Χ ω ρ ί ς α υ τ έ ς δεν θ α μ π ο ρ έ σ ω ν α κ ρ α τ ή σ ω τη γ υ ν α ί κ α π ο υ π ή ρ α ». — « Δεν είναι μικρό π ρ ά γ μ α α υ τ ό π ο υ ζ η τ ά ς », είπε
η γ ρ ι ά . « Αν γυρίσει ο
Δ ι ά β ο λ ο ς κ α ι σε βρει ε δ ώ μ έ σ α , μαύρο φίδι π ο υ σ' έ φ α γε. Αλλά σε λυπάμαι, και θα π ρ ο σ π α θ ή σ ω να σε βοηθή σω ». Κ α ι μ' α υ τ ά τα λόγια τον μ ε τ α μ ό ρ φ ω σ ε σε μυρμ η γ κ ά κ ι και του είπε : " Χώσου στο σ τ ρ ί φ ω μ α της φού σ τ α ς μ ο υ . Ε κ ε ί θα είσαι α σ φ α λ ι σ μ έ ν ο ς ». — « Ε ν τ ά ξ ε ι », συμφώνησε
το
παλικάρι.
πράγματα ακόμα :
"
Αλλά
Γιατί μια
θέλω
να
μάθω
τρία
βρύση π ο υ έτρεχε κρασί,
τ ώ ρ α δεν β γ ά ζ ε ι ούτε σ τ ά λ α ν ε ρ ό ; Γ ι α τ ί ένα δέντρο π ο υ έβγαζε
μήλα χρυσά,
τώρα
δεν
έχει
ούτε
ένα πράσινο
φ ύ λ λ ο ; Κ α ι γ ι α τ ί ένας π ε ρ α τ ά ρ η ς περνάει συνέχεια π έ ρ α δ ώ θ ε , χ ω ρ ί ς π ο τ έ να βρίσκει ξ ε κ ο ύ ρ α σ η ; » — " Δ ύ σ κ ο λ α α υ τ ά π ο υ με ρ ω τ ά ς », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γριά. « Κ ά τ σ ε ό μ ω ς ή σ υ χ ο ς στην κ ρ υ ψ ώ ν α σου κ α ι άνοιξε τ' α υ τ ι ά σου, ν' α κούσεις τι θα λέει ο Δ ι ά β ο λ ο ς , τ η ν ώ ρ α π ο υ θα του τ ρ α βώ τις τρεις χρυσές τρίχες ».
Ό τ α ν ήρθε το βράδυ, γύρισε κι ο Διάβολος στο σπίτι του. Α λ λ ά μόλις μ π ή κ ε μέσα, μυρίστηκε στον αέρα κρέας ανθρώπινο. " Μυρίζομαι
ανθρώπινο κ ρ έ α ς ! », είπε και
έψαξε σ' όλες τ ι ς γ ω ν ι έ ς , χ ω ρ ί ς ό μ ω ς να βρει τ ί π ο τ α . Η π α ρ α μ ά ν α του τού
βαλε τις φωνές : " Μόλις σκούπισα
κ α ι συγύρισα κι εσύ θα μου τα κάνεις όλα ά ν ω - κ ά τ ω ! Ό λ η την ώρα ανθρώπινο κρέας μυρίζεσαι! Κάτσε κ ά τ ω και φάε το φαγητό σ ο υ ! » Ό τ α ν ο Διάβολος έφαγε και ήπιε, ακούμπησε κουρασμένος το κεφάλι του στην ποδιά της παραμάνας του, γ ι α να ξεκουραστεί. Η γριά άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά, και πριν περάσει πολλή ώρα ο Διάβολος αποκοιμήθηκε. Τότε η γριά άρπαξε μια χρυ σή τρίχα, την τράβηξε δυνατά, την ξερίζωσε
και
την
έκρυψε στην τ σ έ π η τ η ς . « Ω χ ! », β ό γ κ η ξ ε ο Διάβολος. " Τι κ ά ν ε ι ς εκεί π έ ρ α ; » — « Ε ί δ α ένα τ ρ ο μ α χ τ ι κ ό όνει ρο κι α ρ π ά χ τ η κ α απ
τα μ α λ λ ι ά σου ! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η
γ ρ ι ά . « Κ α ι τι ε ί δ ε ς ; », τη ρ ώ τ η σ ε
ο Διάβολος.
« Είδα
μια βρύση σε μιαν αγορά, π ο υ έτρεχε ώς τ ώ ρ α κρασί. Κ α ι ξ ά φ ν ο υ σ τ έ ρ ε ψ ε κ ι ο ύ τ ε ν ε ρ ό δεν β γ ά ζ ε ι . Τ ι ν α φ τ α ί ε ι ά ρ α γ ε ; » — « Ε, κ α ι νά ' ξ ε ρ α ν τι φ τ α ί ε ι ! »,
γέλασε ο
Διάβολος.
φωλιάσει
" Κάτω
απ
το κεφαλόβρυσο έχει
έ ν α ς μ ε γ ά λ ο ς β ά τ ρ α χ ο ς κ α ι π ί ν ε ι όλο τ ο κ ρ α σ ί . Α ν τ ο ν σκοτώσουν, τότε η βρύση θ'
αρχίσει και π ά λ ι να τρέχει,
ό π ω ς και π ρ ώ τ α ». Η π α ρ α μ ά ν α άρχισε τότε να του χαϊ δεύει κ α ι π ά λ ι τ α μ α λ λ ι ά , ώ σ π ο υ εκείνος α π ο κ ο ι μ ή θ η κ ε κι άρχισε να ροχαλίζει τόσο δυνατά που έτριξαν. χρυσή
Αμέσως
τρίχα.
εκείνη
« Ω ω χ ! »,
του
τράβηξε
πετάχτηκε ο
και
τα παράθυρα τη
δεύτερη
Διάβολος πονε
μένος. " Τι κάνεις εκεί π έ ρ α ; », τη ρ ώ τ η σ ε θ υ μ ω μ έ ν ο ς . « Μη μου κ ρ α τ ά ς κ α κ ί α », τον σ τ α μ ά τ η σ ε η π α ρ α μ ά ν α τ ο υ . " Σ τ ο ν ύ π ν ο μου το έ κ α ν α ». — « Κ α ι τι κ α κ ό όνει-
ρο είδες π ά λ ι ; », τη ρ ώ τ η σ ε ο Διάβολος. « Ε ί δ α μια
μη
λιά, π ο υ ώ ς τ ώ ρ α έ κ α ν ε χ ρ υ σ ά μ ή λ α , κ α ι τ ώ ρ α δεν έ χ ε ι ούτε ένα π ρ ά σ ι ν ο φύλλο. Τι να φταίει ά ρ α γ ε ; » — « Ε, και νά 'ξεραν τι φ τ α ί ε ι ! », γέλασε
ο Διάβολος. " Έ ν α ς
ποντικός έχει θρονιαστεί και ροκανίζει τη ρίζα της, κι αν τον σκοτώσουν, τότε το δέντρο θα κάνει πάλι χ ρ υ σ ά μ ή λα, ό π ω ς και π ρ ώ τ α . Αν ό μ ω ς τον αφήσουν να συνεχίσει τη δουλειά του, το δέντρο θα ξεραθεί ολότελα. Ά σ ε με ό μ ω ς ή σ υ χ ο με τ α
όνειρα
σου. Αν με ξαναξυπνήσεις, θα
σου δ ώ σ ω μ ι α π ο υ θά 'ναι όλη δική σου ! » Η γ ρ ι ά
άρ
χισε π ά λ ι να του χαϊδεύει τα μαλλιά και να τον νανουρίζει, ώ σ π ο υ εκείνος α π ο κ ο ι μ ή θ η κ ε και τό 'ριξε στο ρ ο χ α λ η τ ό . Τ ό τ ε έπιασε και την τρίτη χρυσή τρίχα και
του
την ξε
ρίζωσε. Ο Διάβολος τινάχτηκε μέχρι το ταβάνι κι ετοι μ ά σ τ η κ ε να την περιλάβει θυμωμένος. Εκείνη ό μ ω ς τον μ α λ ά κ ω σ ε π ά λ ι και τον μοίρα που
βλέπω
τόσο
η σ ύ χ α σ ε : " Τι φ τ α ί ω η τρομαχτικά
είδες π ά λ ι ; », τη ρ ώ τ η σ ε εκείνος
όλο
όνειρα; »
κακο —
« Τι
περιέργεια. « Εί
δ α έ ν α ν π ε ρ α τ ά ρ η , π ο υ π α ρ α π ο ν ι ό τ α ν π ω ς όλο π έ ρ α - δ ώ θ ε τ ρ α β ά ε ι κ ο υ π ί μ ε τ η β ά ρ κ α τ ο υ κ α ι κ α ν ε ί ς δεν έ ρ χ ε ται να τον ξεκουράσει α π ' το β ά σ α ν ο του. Τι να φταίει ά ρ α γ ε ; » — « Η κ ο υ τ α μ ά ρ α τ ο υ φ τ α ί ε ι ! », α π ά ν τ η σ ε γ ε λώντας ο Διάβολος. να δώσει
« Αν θέλει να ξ ε κ ο υ ρ α σ τ ε ί , π ρ έ π ε ι
το κουπί στον
πρώτο
που θα
παρουσιαστεί
και θα του ζητήσει να περάσει απέναντι. Τ ό τ ε θα γίνει ο άλλος π ε ρ α τ ά ρ η ς στη θέση του κι αυτός θα γ λ ι τ ώ σ ε ι μια γ ι α π ά ν τ α ». Και μ
αυτά τα λόγια ο Διάβολος π λ ά
γιασε και πάλι να κοιμηθεί. Κι επειδή η γριά είχε πάρει και τις τρεις χρυσές τρίχες και τις απαντήσεις που ήθελε, τον άφησε να κοιμηθεί ή σ υ χ α ώς την άλλη μέρα το π ρ ω ί . Κι όταν την άλλη μέρα σ η κ ώ θ η κ ε κι έφυγε, η γριά
5
σήκωσε το μυρμήγκι απ
το στρίφωμα της φούστας της
και ξανάκανε το παλικάρι άνθρωπο, ό π ω ς ήταν και π ρ ώ τα.
« Π ά ρ ε τις τρεις χρυσές τρίχες α π ' το κεφάλι τού
Διαβόλου », του είπε. « Κι άκουσες και τις α π α ν τ ή σ ε ι ς στις ερωτήσεις
σ ο υ ».
— « Ναι,
τ
άκουσα
όλα,
λέξη
λ έ ξ η . Κ α ι δεν θ α τ α ξ ε χ ά σ ω » . — " Σ ε β ο ή θ η σ α λ ο ι π ό ν και τ ώ ρ α μπορείς να φύγεις », είπε η γριά. Εκείνος την ευχαρίστησε γ ι α την καλοσύνη της, έφυγε α π ' την Κό λαση κι ήταν καταχαρούμενος που μπόρεσε να τελειώ σει μ' ε π ι τ υ χ ί α τη δουλειά τ ο υ . Ό τ α ν έ φ τ α σ ε στο π ο τ ά μ ι , έ π ρ ε π ε ν α δώσει στον π ε ρ α τάρη την απόκριση που τού 'χε υποσχεθεί. " Πέρασε με π ρ ώ τ α α π έ ν α ν τ ι », ε ί π ε , « κ α ι θα σου πω με π ο ι ο ν τ ρ ό πο
θα γλιτώσεις ».
Και
όταν
έφτασαν
στην
απέναντι
ό χ θ η , του είπε τη συμβουλή του Διαβόλου : « Αν θέλεις να ξεκουραστείς, π ρ έ π ε ι να δώσεις το κουπί στον π ρ ώ τ ο που
θα
παρουσιαστεί
και
θ α σου ζ η τ ή σ ε ι
να περάσει
απέναντι. Τ ό τ ε θα γίνει ο άλλος π ε ρ α τ ά ρ η ς στη θέση σου κι εσύ θα γ λ ι τ ώ σ ε ι ς μ ι α γ ι α π ά ν τ α ». Ύ σ τ ε ρ α συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε στην πολιτεία
με το
μαραμένο
δέντρο στην π λ α τ ε ί α τ η ς . Ο φρουρός τ η ς π ύ λ η ς περίμενε κι
αυτός
απάντηση.
Το
παλικάρι
τού είπε
ό,τι
είχε
ακούσει α π ' τον Δ ι ά β ο λ ο : « Σ κ ο τ ώ σ τ ε τον π ο ν τ ι κ ό π ο υ ροκανίζει τη ρίζα της μηλιάς κι αυτή θα κάνει πάλι χ ρ υ σά μήλα ». Ο φρουρός τότε τον ευχαρίστησε και του χ ά ρισε γ ι ' α ν τ α μ ο ι β ή δυο γ α ϊ δ ο υ ρ ά κ ι α φ ο ρ τ ω μ έ ν α χ ρ υ σ ά φ ι . Το
παλικάρι
συνέχισε
το
δρόμο
του
κι
έφτασε
στην
άλλη πολιτεία, με τη στερεμένη βρύση στην α γ ο ρ ά της. Κ ι εκεί ε ί π ε σ τ ο φρουρό ό,τι ε ί χ ε α κ ο ύ σ ε ι α π βολο :
« Κάτω
απ'
το
κεφαλόβρυσο
μεγάλος βάτραχος και πίνει
τον Δ ι ά
έχει χ ω θ ε ί ένας
όλο τ ο κ ρ α σ ί .
Πρέπει να
τον
βρείτε και να τον
κρασί θα τρέξει
πάλι
σκοτώσετε
και
α π ' τη βρύση
τότε
σας ».
τον ευχαρίστησε και του χάρισε κι αυτός
γι
άφθονο το Ο
φρουρός
ανταμοιβή
δυο γ α ϊ δ ο υ ρ ά κ ι α φ ο ρ τ ω μ έ ν α χ ρ υ σ ά φ ι . Σέρνοντας έτσι π ί σ ω του τέσσερα ζ ω ν τ α ν ά φ ο ρ τ ω μένα χρυσάφι έφτασε επιτέλους το τυχερό π α λ ι κ ά ρ ι στη γ υ ν α ί κ α τ ο υ , π ο υ κ α τ α χ ά ρ η κ ε όταν τον είδε κι ά κ ο υ σ ε με ποιον τρόπο τα είχε καταφέρει.
Ο τ υ χ ε ρ ό ς νέος έ δ ω σ ε
στο βασιλιά τις τρεις χρυσές τ ρ ί χ ε ς α π ' το κεφάλι τού Διαβόλου.
Κι όταν ο βασιλιάς είδε τα τ έ σ σ ε ρ α γ α ϊ δ ο υ
ρ ά κ ι α φ ο ρ τ ω μ έ ν α χ ρ υ σ ά φ ι , ε υ χ α ρ ι σ τ ή θ η κ ε π ο λ ύ κ α ι εί πε : " Π έ ρ α σ ε ς τη δ ο κ ι μ α σ ί α κ α ι σου δ ί ν ω με τ η ν ευχή μου την κόρη μου γ ι α γ υ ν α ί κ α σου. Α λ λ ά γ ι ά π έ ς μου, κ α λ έ μ ο υ γ α μ π ρ έ , π ο ύ τ ο β ρ ή κ ε ς όλο α υ τ ό τ ο χ ρ υ σ ά φ ι ; Ολόκληρο
θησαυρό
έχεις
φορτωμένο
στα
γαϊδουράκια
σου ! » — " Π έ ρ α σ α ένα π ο τ ά μ ι κ α ι στην αντικρινή όχθη το βρήκα. Εκεί αντί γ ι α ά μ μ ο έχει χρυσάφι », αποκρί θηκε το παλικάρι. " Μ π ο ρ ώ να π ά ω κι ε γ ώ να μαζέψω από κει; »,
ρώτησε
ο
γερο-βασιλιάς.
απάντησε ο γαμπρός του.
"
Ό σ ο θέλεις »,
του
« Σ τ ο π ο τ ά μ ι θα βρεις έναν
π ε ρ α τ ά ρ η , να σε περάσει απέναντι. Κι όταν φτάσεις α π έ ναντι, μ ά ζ ε ψ ε όσο τ ρ α β ά ε ι η ψ υ χ ή σου ». Χ ω ρ ί ς να χ ά σει κ α ι ρ ό ο φ ι λ ά ρ γ υ ρ ο ς β α σ ι λ ι ά ς ξ ε κ ί ν η σ ε μ ι α κ α ι δ υ ο γ ι α τον π ο τ α μ ό με τη χρυσή ά μ μ ο . Κι όταν έ φ τ α σ ε στην όχθη,
φ ώ ν α ξ ε τον π ε ρ α τ ά ρ η να τον περάσει απέναντι.
Εκείνος π λ η σ ί α σ ε , τον ανέβασε στη β ά ρ κ α του κι όταν έφτασαν στην αντικρινή όχθη τού 'δωσε τα
κουπιά και
πήδησε γρήγορα έξω. Κι από τότε ο φιλοχρήματος βα σιλιάς π ή ρ ε τη θέση του π ε ρ α τ ά ρ η κι αυτή ήταν η τ ι μ ω ρία του :
να τραβάει κουπί π ε ρ ν ώ ν τ α ς τον κόσμο α π ό
τη μια όχθη στην άλλη.
" Ν ά 'vαι, ά ρ α γ ε ε κ ε ί α κ ό μ α ; » « Α φ ο ύ κ α ν έ ν α ς δεν π ή γ ε ν α π ά ρ ε ι α π ' τ α χ έ ρ ι α τ ο υ τ α κ ο υ π ι ά , εκεί θ ά 'ναι α κ ό μ α " .
30.
Η ψείρα και ο ψύλλος
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν μ ι α ψ ε ί ρ α κι έ ν α ς
ψύλλος, π ο υ είχανε στήσει μ α ζ ί το σ π ι τ ι κ ό τους και
έ φ τ ι α χ ν α ν την μ π ύ ρ α τους μ έ σ α σ' ένα α υ γ ό τ σ ο υ φ λ ο . Μ ι α μέρα ό μ ω ς έπεσε μέσα η ψείρα και κ ά η κ ε . Ο ψύλλος τ ό τ ε άρχισε να κλαίει και να δέρνεται και να φωνάζει. Η π ο ρ τούλα
τότε
τον
« Κλαίω επειδή
ρώτησε : κάηκε η
" Ψύλλε, γιατί κλαις; »
—
ψείρα ".
Η π ο ρ τ ο ύ λ α τότε άρχισε να τρίζει. Η σ κ ο ύ π α α π ό τη
γωνιά
της
την
άκουσε
« Είναι
να
και
ρώτησε :
« Πορτούλα,
γιατί τρίζεις; »
Η
ψείρα
μην
τρίζω ;
κάηκε
κι ο ψύλλος κλαίει ». Τ ό τ ε άρχισε κι η σ κ ο ύ π α να σκουπίζει σαν τρελή. Κι ένα α μ α ξ ά κ ι π ο υ περνούσε, την είδε κ α ι τη ρ ώ τ η σ ε : " Σκούπα,
γιατί
σκουπίζεις; »
« Είναι
να
μη
σκουπίζω;
Η
ψείρα
κάηκε,
ο
ψύλλος
κλαίει
κι
η
πορτούλα
τρίζει ».
Τ ο α μ α ξ ά κ ι τ ό τ ε ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ : « Κ ι ε γ ώ θ ' α ρ χ ί σ ω να τ ρ έ χ ω »,
κι άρχισε να τρέχει σαν δαιμονισμέ
νο. Έ ν α ξ υ λ α ρ ά κ ι σ τ η ν ά κ ρ η του δρόμου τ ο είδε κ α ι τ ο ρώτησε : " Αμαξάκι, γιατί τρέχεις; » « Είναι
να
μην
τρέχω;
Η
ψείρα
κάηκε,
ο
ψύλλος
κλαίει,
η
πορτούλα
κι
η
τρίζει
σκούπα
σκουπίζει ».
Το ξυλαράκι τ ό τ ε είπε : « Κι ε γ ώ θ
α ν ά ψ ω και θα
κ α ί ω », κι άναψε μια φλόγα κι έκαιγε. Εκεί δίπλα ήταν ένα δεντράκι, π ο υ σαν το είδε, γιατί
ρώτησε :
« Ξυλαράκι,
καις; » « Είναι
να
μην
Η
ψείρα
ο
ψύλλος
η
πορτούλα
η
σκούπα
και
το
καίω;
κάηκε, κλαίει, τρίζει, σκουπίζει
αμαξάκι
τρέχει ».
Το δέντρο τότε είπε : « Ε, λοιπόν, κι ε γ ώ θα τ α ρ α κουνήσω τα κλαδιά
μου »,
κι άρχισε να τραντάζεται
ολόκληρο, ώ σ π ο υ πέσανε όλα του τα φύλλα. Μ ι α κοπέλα, π ο υ περνούσε μ ε τ α σ τ α μ ν ι ά τ η ς γ ε μ ά τ α νερό, τ ο είδε και το ρ ώ τ η σ ε : « Δεντράκι, γ ι α τ ί κουνιέσαι και ρίχνεις τα
φύλλα
σου; » « Είναι
να
Η
ψείρα
ο
ψύλλος
η
μην
κουνιέμαι;
κάηκε, κλαίει,
πορτούλα
τρίζει,
η
σκούπα
το
αμαξάκι
και
το
σκουπίζει, τρέχει
ξυλαράκι καίει ».
Η κ ο π έ λ α τότε είπε : " Κι ε γ ώ θα σ π ά σ ω τις σ τ ά μνες μου », και π ρ ά γ μ α τ ι έτσι έκανε. Τ ό τ ε το π η γ ά δ ι , α π ' ό π ο υ είχε γ ε μ ί σ ε ι νερό, γύρισε κ α ι τη ρ ώ τ η σ ε : « Κ ο πέλα, γιατί έσπασες τις στάμνες σου; » « Είναι
να
μην
Η
ψείρα
ο
ψύλλος
η
πορτούλα
η
σκούπα
τις
σπάσω ;
κάηκε, κλαίει, τρίζει, σκουπίζει,
το
αμαξάκι
τρέχει,
το
ξυλαράκι
καίει
και το δεντράκι τα φύλλα τον ολα
ρίχνει ».
" Ε, τ ό τ ε , θ' α ρ χ ί σ ω κι ε γ ώ να χ ύ ν ω το νερό μου », ε ί π ε τ ο π η γ ά δ ι κ ι ά ρ χ ι σ ε π ρ ά γ μ α τ ι ν α χύνει νερό κ α ι ν α μη σταματάει. Ώ σ π ο υ τους έπνιξε
όλους :
την κοπέλα,
το δεντράκι, το ξυλαράκι, το αμαξάκι, τη
σκούπα, την
π ο ρ τ ο ύ λ α , τον ψύλλο και την ψείρα. Ό λ ο υ ς α ν τ ά μ α .
Το κορίτσι με τα κομμένα χέρια
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α ς μ υ λ ω ν ά ς , π ο υ έ π ε σ ε σ ε μ ε γ ά λ η φ τ ώ χ ε ι α κ ι ά λ λ ο τ ί π ο τ α δεν ε ί χ ε
π α ρ ά το μύλο του και μια μεγάλη μηλιά στην αυλή του.
Μ ι α μέρα λοιπόν π ή γ ε στο δάσος
να
κόψει ξύλα, και
σ τ ο δ ρ ό μ ο σ υ ν ά ν τ η σ ε έ ν α γ έ ρ ο , π ο υ δεν τ ο ν ε ί χ ε ξ α ν α δ ε ί π ο τ έ του. Κι ο γέρος του μίλησε και του είπε : " Τι π α ι δεύεσαι και κόβεις ξ ύ λ α ; Ε γ ώ θα σε κ ά ν ω πλούσιο, αν μου τ ά ξ ε ι ς π ω ς θ α μου δ ώ σ ε ι ς ό,τι είναι μ έ σ α στην αυλή σου ». — " Τι άλλο είναι μ έ σ α στην αυλή μου ε κ τ ό ς α π ό τη μ η λ ι ά ; », συλλογίστηκε ο μυλωνάς. Κι α μ έ σ ω ς συμ φώνησε και έδωσε το λόγο του στο γέρο. Εκείνος όμως γ έ λ α σ ε όλο κ α κ ί α κ α ι ε ί π ε : « Θ ά ' ρ θ ω σ ε τ ρ ί α χ ρ ό ν ι α ν α π ά ρ ω αυτό π ο υ μου ανήκει ». Κι α μ έ σ ω ς έφυγε. Ό τ α ν ο μ υ λ ω ν ά ς γύρισε στο σ π ί τ ι του, η γ υ ν α ί κ α του β γ ή κ ε να τον π ρ ο ϋ π α ν τ ή σ ε ι και του είπε : « Γ ι ά π ε ς μου, μυλωνά, π ο ύ βρέθηκαν όλα α υ τ ά τα π λ ο ύ τ η , π ο υ ξαφνικά γέμισαν το σπίτι μ α ς ; Σε μια σ τ ι γ μ ή μέσα ήρθαν και ξεχείλισαν ό λ α τ α σ ε ν τ ο ύ κ ι α κ ι ο ι κ α σ έ λ ε ς . Κ α ν ε ί ς δεν κ ό π ι α σ ε , κ α ν ε ί ς δ ε ν μ π ή κ ε ν α τ α φ έ ρ ε ι . Κ α ι δεν ξ έ ρ ω π ώ ς έ φ τ α σ α ν ώς ε δ ώ ! » Ο άντρας τ η ς τ ό τ ε α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Σ υ ν ά ν τ η σ α στο δάσος ένα γ έ ρ ο , π ο υ μου υ π ο σ χ έ θ η κ ε του κ ό σ μ ο υ τ α π λ ο ύ τ η , φ τ ά ν ε ι ν α τ ο υ δ ώ σ ω ό,τι είναι μ έ σ α στην αυλή μας. Αλλά τι αξία έχει μια μ η λ ι ά ; Με τόσα που μας έ δ ω σε, μ π ο ρ ο ύ μ ε μ ι α χ α ρ ά να τ ο υ τη χ α ρ ί σ ο υ μ ε ! » — « Α χ , ά ν τ ρ α μου », ε ί π ε τ ό τ ε η γ υ ν α ί κ α τ ρ ο μ α γ μ έ ν η , « ο γ έ ρ ο ς α υ τ ό ς ή τ α ν ο Δ ι ά β ο λ ο ς ο ί δ ι ο ς . Κ α ι δεν ε ν ν ο ο ύ σ ε τ η μ η λιά, αλλά την κόρη μας, που εκείνη την ώ ρ α είχε βγει και σάρωνε την αυλή ». Η κόρη του μ υ λ ω ν ά ή τ α ν ένα όμορφο και θεοσεβού μενο κορίτσι.
Έ ζ η σ ε τα τρία χρόνια με το φόβο τού
Θεού, χ ω ρ ί ς α μ α ρ τ ί α . Κι όταν πέρασε ο καιρός και ήρθε η μέρα π ο υ θα την έπαιρνε ο Διάβολος, π λ ύ θ η κ ε , έγραψε μ ε κ ι μ ω λ ί α έναν κ ύ κ λ ο γ ύ ρ ω τ η ς κ α ι κ ά θ ι σ ε ν α π ε ρ ι μ έ ν ε ι . Ο Δ ι ά β ο λ ο ς δεν ά ρ γ η σ ε ν ά ' ρ θ ε ι . Μ ό ν ο π ο υ δεν μ π ο ρ ο ύ -
σε να την πλησιάσει.
Θ υ μ ω μ έ ν ο ς λοιπόν
λέει
στο μυ
λ ω ν ά : « Μ η ν τ η ς δ ώ σ ε ι ς σ τ α γ ό ν α νερό, να μην μ π ο ρ έ σ ε ι ν α π λ υ θ ε ί . Γ ι α τ ί ό τ α ν ε ί ν α ι κ α θ α ρ ή , δεν έ χ ω δ ύ ν α μ η να την π λ η σ ι ά σ ω ». Ο μυλωνάς απ
το φόβο του έκανε
ό,τι τ ο υ ε ί π ε ο Δ ι ά β ο λ ο ς . Τ η ν άλλη μέρα ο Πονηρός ξανάρθε, αλλά το κορίτσι είχε κλάψει όλη τ η ν ύ χ τ α κ α ι μ ε τ α δ ά κ ρ υ α είχε ξ ε π λ ύ νει τ α χ έ ρ ι α τ η ς κ ι ή τ α ν π ε ν τ α κ ά θ α ρ α . Ο ύ τ ε τ ώ ρ α λ ο ι πόν τα κατάφερε να την αρπάξει. Και θυμωμένος είπε στο μυλωνά : " Κόψ' της τα χέρια, γ ι α τ ί μ π ο ρ έ σ ω να τ η ν π λ η σ ι ά σ ω ! »
Ο
α λ λ ι ώ ς δεν θ α
μ υ λ ω ν ά ς κ ό ν τ ε ψ ε να
π ε θ ά ν ε ι : « Μ α δεν μ π ο ρ ώ ν α κ ό ψ ω τ α χ έ ρ ι α τ ο ύ ίδιου μου του π α ι δ ι ο ύ ! », φώναξε. Ο Διάβολος ό μ ω ς τον φ ο βέρισε κ α ι τ ο υ ε ί π ε : « Αν δεν το κ ά ν ε ι ς , θα π ά ρ ω εσένα αντί γι5 αυτήν ». Ο π α τ έ ρ α ς τρόμαξε τόσο το λόγο του π ω ς θα το κάνει.
που
έδωσε
Π ή γ ε λοιπόν στην κόρη
τ ο υ κ α ι τ η ς ε ί π ε : « Π α ι δ ί μ ο υ , α ν δεν σ ο υ κ ό ψ ω κ α ι τ α δυο σου χ έ ρ ι α , ο Δ ι ά β ο λ ο ς θα με π ά ρ ε ι μ α ζ ί τ ο υ . Κ α ι μέσα στο φόβο μου σάστισα και τού ' δ ω σ α το λόγο μου. Β ο ή θ η σ ε μ ε κ α ι σ υ χ ώ ρ ε σ ε μ ε γ ι α τ ο κ α κ ό π ο υ θ α σου κ ά νω ». Κι η κόρη τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Π α τ έ ρ α , κ ά ν ε με ό,τι θέλεις. Α φ ο ύ ε ί μ α ι τ ο π α ι δ ί σου » .
Κι άπλωσε τα
δυο τ η ς χ έ ρ ι α κ α ι τον ά φ η σ ε να τ η ς τα κόψει. Ο Δ ι ά β ο λος ήρθε γ ι α τρίτη φορά, εκείνη ό μ ω ς είχε κλάψει τόσο πολύ και τόσο π ι κ ρ ά π ά ν ω στις πεντακάθαρες.
πληγές της που ήταν
Κι αναγκάστηκε να φύγει ά π ρ α κ τ ο ς ο
Διάβολος χάνοντας το κορίτσι μια γ ι α π ά ν τ α . Ο είπε :
μυλωνάς τότε αγκάλιασε την κόρη « Κέρδισα τόσα καλά χάρη
φροντίζω
και
θα
σε
προσέχω
σε
του και της
σένα π ο υ θα σε
σ' όλη μου
τη
ζ ω ή ».
Εκείνη ό μ ω ς αρνήθηκε και είπε : « Δεν μ π ο ρ ώ να μείνω
άλλο ε δ ώ . Θα ξ ε κ ι ν ή σ ω να γ υ ρ ί σ ω τον κ ό σ μ ο . Οι καλό καρδοι
άνθρωποι θα
τ ρ ώ ω ».
Κι
αφού
μ ο υ δίνουν ένα κ ο μ μ ά τ ι
της
έδεσαν
τα
ψωμί να
κομμένα χέρια
στην
π λ ά τ η ξεκίνησε με την ανατολή του ήλιου και π ρ ο χ ώ ρ η σ ε ό λ η τ η ν η μ έ ρ α , ώ σ π ο υ ν ύ χ τ ω σ ε . Έ φ τ α σ ε τ ό τ ε σ ' έναν β α σ ι λ ι κ ό κ ή π ο κ α ι στο φ ω ς τ ο υ φ ε γ γ α ρ ι ο ύ είδε τ α δέντρα φ ο ρ τ ω μ έ ν α κ α ρ π ο ύ ς . Α λ λ ά δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μ π ε ι , γ ι α τ ί ο λ ό γ υ ρ α ή τ α ν μ ι α β α θ ι ά τ ά φ ρ ο ς , γ ε μ ά τ η νερό.
Επειδή
ό μ ω ς είχε π ε ρ π α τ ή σ ε ι όλη μ έ ρ α χ ω ρ ί ς ν α βάλει μ π ο υ κ ι ά στο σ τ ό μ α της, η πείνα τη θέριζε κι έπιασε να συλλογιέ ται :
" Α χ , νά 'μουν
μέσα στο περιβόλι,
να φ ά ω λίγα
φ ρ ο ύ τ α ! Αν μείνω ν η σ τ ι κ ή , θα π ε θ ά ν ω τ η ς π ε ί ν α ς ! » Κ α ι γονάτισε και π ρ ο σ ε υ χ ή θ η κ ε στον Κύριο και Θεό. Ξάφνου παρουσιάστηκε
μ π ρ ο σ τ ά τ η ς ένας άγγελος,
π ο υ έ δ ι ω ξ ε το νερό κ α ι σ τ έ γ ν ω σ ε τ η ν τ ά φ ρ ο . Κι έτσι η κοπέλα μπόρεσε να περάσει.
Μ π ή κ ε λοιπόν στον κ ή π ο
κ α ι μ α ζ ί τ η ς μ π ή κ ε κι ο ά γ γ ε λ ο ς . Κ α ι είδε ένα δέντρο φορτωμένο
μ
ωραία αχλάδια,
ώριμα και γλυκά. Αλλά
ή τ α ν μ ε τ ρ η μ έ ν α . Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε τ ό τ ε η κ ο π έ λ α κι έκοψε ένα με το σ τ ό μ α και τό ' φ α γ ε . Α λ λ ά μόνο ένα κι όχι άλλο. Ο κ η π ο υ ρ ό ς την είδε,
επειδή
ό μ ω ς ή τ α ν κι ο ά γ γ ε λ ο ς
μαζί της, φοβήθηκε και νόμισε π ω ς το κορίτσι ήταν δαι μόνιο. ΙΥ α υ τ ό σ ώ π α σ ε κ α ι δεν τ ό λ μ η σ ε να μιλήσει ή να φωνάξει. Ό τ α ν η κοπέλα έφαγε το αχλάδι και χόρτασε την πείνα της, π ή γ ε και κρύφτηκε μέσα στους θάμνους. Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί κ α τ έ β η κ ε στον κ ή π ο ο β α σιλιάς.
Μέτρησε τ
αχλάδια του και βρήκε π ω ς έλειπε
ένα : ούτε στο κλαδί ή τ α ν ούτε στη γη είχε πέσει. Ρ ώ τησε λοιπόν τον κηπουρό τι είχε γίνει. Κι ο κηπουρός τού α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Χ τ ε ς τη ν ύ χ τ α ή ρ θ ε ένα δ α ι μ ό ν ι ο π ο υ δεν είχε χέρια κι έκοψε ένα με το σ τ ό μ α και τό ' φ α γ ε ». Ο
βασιλιάς ρώτησε : « Κ α ι π ώ ς κ α τ ά φ ε ρ ε το δαιμόνιο να περάσει την τ ά φ ρ ο ; Και πού π ή γ ε όταν έφαγε το αχλάδι κι ύ σ τ ε ρ α ; » Ο κ η π ο υ ρ ό ς α π ά ν τ η σ ε :
" Κατέβηκε κά
π ο ι ο ς α σ π ρ ο ν τ υ μ έ ν ο ς α π ' τον ουρανό, π ο υ έ δ ι ω ξ ε τ ο νερό και στέγνωσε την τάφρο, γ ι α να μπορέσει το δαιμόνιο να περάσει μέσα. Κι επειδή θα πρέπει να ήταν άγγελος Κυ ρ ί ο υ , δεν τ ό λ μ η σ α ο ύ τ ε ν α ρ ω τ ή σ ω ο ύ τ ε ν α φ ω ν ά ξ ω . Κ α ι όταν το δαιμόνιο έφαγε το αχλάδι, έφυγε και κρύφτηκε σ τ ο υ ς θ ά μ ν ο υ ς ». Ο β α σ ι λ ι ά ς ε ί π ε : " Αν είναι έ τ σ ι ό π ω ς τ α λες, θ α ξ α γ ρ υ π ν ή σ ω α π ό ψ ε μ α ζ ί σου » . Ό τ α ν σκοτείνιασε, κ α τ έ β η κ ε ο βασιλιάς στον κ ή π ο κ ι έφερε μ α ζ ί του κ ι έναν π α π ά , γ ι α ν α μιλήσει στο δ α ι μόνιο. Κάθισαν κι οι τρεις κ ά τ ω απ σεχαν να μην τους
πάρει
θηκε η κοπέλα έξω
απ
το δέντρο και π ρ ό
ο ύπνος. Τα μεσάνυχτα σύρ
τους θάμνους, π λ η σ ί α σ ε το δέν
τρο, έκοψε π ά λ ι ένα αχλάδι με το σ τ ό μ α και τό ' φ α γ ε . Και πλάι της
στεκόταν
ο
άγγελος,
ασπροντυμένος.
Ο
π α π ά ς τότε σηκώθηκε και είπε : « Έ ρ χ ε σ α ι α π ' το Θεό ή είσαι α π ' τον κόσμο τ ο ύ τ ο ; Είσαι δαιμόνιο ή ά ν θ ρ ω π ο ς ; » Το κορίτσι α π ά ν τ η σ ε : " Δεν είμαι δαιμόνιο, αλλά μια φ τ ω χ ι ά και δυστυχισμένη γυναίκα, που την ε γ κ α τ έ λ ε ι ψ α ν όλοι, ε κ τ ό ς α π ' τ ο ν Θ ε ό » . Ο β α σ ι λ ι ά ς τ ό τ ε μ π ή κ ε στη μέση και είπε : « Α κ ό μ α κι αν σ' έχει ε γ κ α τ α λ ε ί ψ ε ι ο κ ό σ μ ο ς όλος, ε γ ώ δεν θα σ' α φ ή σ ω α β ο ή θ η τ η ». Κ α ι την π ή ρ ε μ α ζ ί του στο π α λ ά τ ι . Κ ι όταν είδε π ω ς ή τ α ν τόσο όμορφη και τόσο καλή, την αγάπησε, πρόσταξε να της φτιάξουν ασημένια χέρια και την πήρε γυναίκα του. Έ ν α χρόνο
αργότερα
ο
βασιλιάς
αναγκάστηκε
φύγει στον πόλεμο. Ε μ π ι σ τ ε ύ θ η κ ε λοιπόν
τη
να
νεαρή βα
σίλισσα σ τ η μάνα του και της είπε : « Ό τ α ν θά 'ρθει ο καιρός
της να γεννήσει,
βοήθησε
την
και φ ρ ό ν τ ι σ ε την
και στείλε μου α μ έ σ ω ς μήνυμα ».
Π ρ ά γ μ α τ ι η βασίλισ
σα γέννησε ένα όμορφο α γ ο ρ ά κ ι . Κι η γ ρ ι ά μ ά ν α έγραψε α μ έ σ ω ς στο βασιλιά κι έστειλε μ α ν τ α τ ο φ ό ρ ο να του π ά ε ι το γ ρ ά μ μ α . Ο μαντατοφόρος όμως κουράστηκε, ξ ά π λ ω σε
σ'
ένα π ο τ α μ ά κ ι
να
ξαποστάσει
κι
αποκοιμήθηκε.
Ή ρ θ ε τότε ο Διάβολος, που ακόμα γύρευε τρόπο να βλά ψει μ
5
τη
θεοσεβούμενη βασίλισσα, κι άλλαξε το γ ρ ά μ μ α
ένα άλλο, π ο υ έλεγε ότι η βασίλισσα είχε γεννήσει ένα
τέρας. Ό τ α ν ο βασιλιάς διάβασε το γ ρ ά μ μ α , βούλιαξε στην α γ ω ν ί α και στη θλίψη. Αλλά έστειλε τίζουν
απόκριση να φρον
και να προσέχουν τη βασίλισσα
ώς
το
γυρισμό
του. Ο μαντατοφόρος πήρε το δρόμο γ ι α το παλάτι, στα μ ά τ η σ ε σ τ ο ίδιο μέρος γ ι α ν α ξ α π ο σ τ ά σ ε ι κ ι α π ο κ ο ι μ ή θηκε ξανά. Κι ο Διάβολος ήρθε πάλι κι άλλαξε το γ ρ ά μ μα κι έβαλε
στον
κόρφο
του
ένα
άλλο,
που
έλεγε
έπρεπε να σκοτώσουν τη βασίλισσα και το παιδί της.
ότι Η
γριά μητέρα του βασιλιά τρόμαξε όταν το διάβασε και δεν π ί σ τ ε υ ε
στα
μάτια της.
Ξανάγραψε
στο
βασιλιά,
α λ λ ά ά λ λ η α π ά ν τ η σ η δεν π ή ρ ε , γ ι α τ ί ο Δ ι ά β ο λ ο ς κ ά θ ε φορά άλλαζε στον κόρφο του μαντατοφόρου τα γ ρ ά μ μ α τα. Και το τελευταίο γ ρ ά μ μ α πρόσταζε ακόμα να βγά λουν τ η γ λ ώ σ σ α κ α ι τ α μ ά τ ι α τ η ς β α σ ί λ ι σ σ α ς κ α ι ν α τ α κρατήσουν, γ ι α νά 'ναι σίγουρος ο βασιλιάς π ω ς ακολού θησαν
τις προσταγές του.
Η γριά μάνα του έκλαψε πικρά, που έπρεπε να χ υ θεί τ ό σ ο α θ ώ ο α ί μ α . Κ α ι μ έ σ α σ τ η ν ύ χ τ α π ρ ό σ τ α ξ ε ν α τ η ς φέρουν μιαν ελαφίνα, τ η ς έκοψε τη γ λ ώ σ σ α , τ η ς έ βγαλε τα μάτια και τα φύλαξε. Και το π ρ ω ί κάλεσε τη βασίλισσα και τ η ς είπε : « Δεν μ π ο ρ ώ να σε σ κ ο τ ώ σ ω , ό π ω ς μ ε π ρ ο σ τ ά ζ ε ι ο β α σ ι λ ι ά ς . Α λ λ ά δεν μ π ο ρ ώ κ α ι ν α
σ ' α φ ή σ ω άλλο ν α μείνεις ε δ ώ . Π ά ρ ε τ ο π α ι δ ί σου κ α ι π ή γαινε όπου σε φωτίσει ο Θεός. Κ α ι μην ξανάρθεις π ο τ έ ε δ ώ ». Τ η ς έδεσε το π α ι δ ί στην π λ ά τ η κι η δ ύ σ τ υ χ η γ υ ναίκα έφυγε κλαίγοντας. Π ε ρ π ά τ η σ ε , π ε ρ π ά τ η σ ε , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ ε σ ' ένα με γάλο και πυκνό δάσος. Εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε στον
Θεό,
κι
ο
άγγελος παρουσιάστηκε πάλι μπροστά
τ η ς και την ο δ ή γ η σ ε σ' ένα μικρό σ π ι τ ά κ ι . Σ τ η ν π ό ρ τ α ε ί χ ε μ ι α π ι ν α κ ί δ α : " Εδώ
μ π ο ρ ε ί να μείνει όποιος θέ
λει » . Λ π ό μ έ σ α β γ ή κ ε μ ι α κ ο π έ λ α ν τ υ μ έ ν η σ τ α κ ά τ α σπρα, που μίλησε και είπε : « Καλωσόρισες, βασίλισσα μου ». Κ α ι την ο δ ή γ η σ ε μέσα, έλυσε το
μωρό α π ' την
π λ ά τ η της και της τό 'δωσε στο στήθος, να το χορτάσει με το γ ά λ α της. Κι ύστερα τό 'βαλε σε μια ζεστή, φρεσκοστρωμένη κούνια να κοιμηθεί. τότε ρ ώ τ η σ ε : « Π ο ύ το ξέρεις
Η
δύστυχη γυναίκα
π ω ς ήμουν βασίλισσα; »
Κι η κ ο π έ λ α α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Ε ί μ α ι ά γ γ ε λ ο ς και στειλε ο Θεός να φ ρ ο ν τ ί ζ ω εσένα και
το
μ' έ
π α ι δ ί σου ».
Κι έμειναν σ ' α υ τ ό το σ π ι τ ά κ ι ε φ τ ά ολόκληρα χρόνια, χ ω ρίς ν α σ τ ε ρ η θ ο ύ ν τ ί π ο τ α . Κ α ι χ ά ρ η σ τ η ν ε υ σ έ β ε ι α κ α ι τ η ν καλοσύνη της, ο Θεός της ξανάδωσε τα χαμένα της χέρια. Ε π ι τ έ λ ο υ ς ο βασιλιάς γύρισε α π ' τον π ό λ ε μ ο και πριν α π ό κ α θ ε τ ί ά λ λ ο ζ ή τ η σ ε ν α δει τ η γ υ ν α ί κ α κ α ι τ ο π α ι δ ί του.
Η γριά μητέρα του άρχισε τότε να κλαίει και του
είπε : " Κ α κ έ και σκληρόκαρδε ά ν τ ρ α ! Δεν μού 'γραψες εσύ να τους σ κ ο τ ώ σ ω κ α ι να π ά ρ ω στο λ α ι μ ό μου δυο α θ ώ ε ς ψ υ χ έ ς ; » Κ α ι τ ο ύ ' δείξε τα δυο γ ρ ά μ μ α τ α
που
είχε αλλάξει ο Διάβολος στον κόρφο του μαντατοφόρου. Κι ύστερα του είπε : « Έ κ α ν α ό π ω ς με πρόσταξες ». Κ α ι τού 'δειξε τα πειστήρια, τα μ ά τ ι α και τη γ λ ώ σ σ α π ο υ είχε
κρατήσει.
Ο βασιλιάς τότε άρχισε να κλαίει π ι κ ρ ά γ ι α τη γυ ναίκα του και το π α ι δ ί του. Και τα δάκρυα κυλούσαν π ο τ ά μ ι α π ' τα μ ά γ ο υ λ α του, ώ σ π ο υ η μ ά ν α του τον λ υ π ή θ η κ ε κ α ι τ ο υ ε ί π ε : « Σ τ α μ ά τ α να θρηνείς, είναι α κ ό μ α ζωντανοί. Έ β α λ α να σφάξουν στα κρυφά μιαν ελαφίνα κι α π ' αυτήν έκοψα τη γλώσσα κι έβγαλα τα μάτια, ό π ω ς μου ε ί χ ε ς ζ η τ ή σ ε ι . Τ η γ υ ν α ί κ α σου ό μ ω ς τ η ν έ δ ι ω ξα. Τ η ς έδεσα το π α ι δ ί στην π λ ά τ η και τ η ς ε ί π α να πάει όπου τη φωτίσει ο Θεός. Και την έβαλα να μου υποσχε θ ε ί ό τ ι δεν θ α ξ α ν ά ρ θ ε ι π ο τ έ ε δ ώ , γ ι α ν α γ λ ι τ ώ σ ε ι α π ό την ο ρ γ ή σου ». Ο βασιλιάς τ ό τ ε ε ί π ε : « Θα φ ύ γ ω και θα ψ ά ξ ω να τους β ρ ω . Ό σ ο ο ουρανός ξημερώνει γ α λ α νός, ε γ ώ θ α π ρ ο χ ω ρ ώ . Κ ι ούτε θ α φ ά ω ούτε θ α π ι ω ώ σ π ο υ να β ρ ω τη γ υ ν α ί κ α μου και
τ ο π α ι δ ί μ ο υ . Κ ι α ν εί
ν α ι α κ ό μ α ζ ω ν τ α ν ο ί κ α ι δεν έ χ ο υ ν π ε θ ά ν ε ι α π ' τ η ν π ε ί ν α , τότε θα τους
βρω ».
Ξεκίνησε λοιπόν
ο
βασιλιάς και γ ύ ρ ι ζ ε τον κόσμο
ε φ τ ά ο λ ό κ λ η ρ α χ ρ ό ν ι α . Κ ι έ ψ α χ ν ε σ ' όλες τ ι ς σ π η λ ι έ ς κ α ι σ ' ό λ α τ α λ α γ κ ά δ ι α , α λ λ ά δεν έ β ρ ι σ κ ε τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ και το παιδί του. Και κόντευε π ι α να πιστέψει π ω ς είχαν χαθεί.
Ό λ ο ν αυτόν τον κ α ι ρ ό δεν είχε βάλει μ π ο υ κ ι ά
σ τ ο σ τ ό μ α τ ο υ κ α ι δεν ε ί χ ε π ι ε ι γ ο υ λ ι ά ν ε ρ ό . Ο Θ ε ό ς ό μ ω ς τον κρατούσε
στη
ζωή.
Ώ σ π ο υ κάποια μέρα έφτασε
σ' ένα μ ε γ ά λ ο δάσος και βρήκε ένα μικρό σ π ι τ ά κ ι
που
έ γ ρ α φ ε στην π ό ρ τ α του : « Ε δ ώ μπορεί να μείνει όποιος θέλει » . Α π ό μ έ σ α β γ ή κ ε μ ι α κ ο π έ λ α ντυμένη σ τ α κ α τ ά λευκα, τον π ή ρ ε α π ' το χέρι, τον έφερε μέσα και του είπε :
" Καλωσόρισες,
βασιλιά μου.
Πούθε έρχεσαι; »
Εκείνος τότε της αποκρίθηκε π ω ς γύριζε
στον κόσμο
ε φ τ ά ο λ ό κ λ η ρ α χ ρ ό ν ι α , γ ι α ν α βρει τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ κ α ι το παιδί του
αλλά άδικος κόπος. Ο άγγελος του πρόσφε-
ρε να φάει και να πιει, εκείνος ό μ ω ς αρνήθηκε και ζ ή τησε
μονάχα
να
τον
Κι έπεσε γ ι α ύπνο μαντίλι Ο
και
αφήσει
λιγάκι
να
ξεκουραστεί.
σκέπασε το πρόσωπο του με το
του.
άγγελος
τότε
πήγε
στη
διπλανή
κάμαρα,
όπου
καθόταν η βασίλισσα με το γιο της, που τον είχε βγάλει Πονεμένο. Και της μίλησε και της είπε : « Π ή γ α ι ν ε δί π λ α , μ α ζ ί με το π α ι δ ί σου. Γ ι α τ ί ήρθε ο ά ν τ ρ α ς σου ». Κι εκείνη π ή γ ε , και το μαντίλι,
που σκέπαζε το πρόσω
πο του κοιμισμένου, έπεσε κ α τ α γ ή ς .
Η
βασίλισσα τότε
ε ί π ε : « Π ή γ α ι ν ε , γιε μου, να σηκώσεις το μαντίλι να
σ κ ε π ά σ ε ι ς το π ρ ό σ ω π ο του π α τ έ ρ α σου ».
π α ι δ ί έκανε ό π ω ς του είπε. Μ έ σ α στον ύπνο του τ σε ο βασιλιάς και χ ά ρ η κ ε κατάχαμα.
και
Και το άκου
και ξανάριξε το μαντίλι του
Το παιδί τότε έχασε την υπομονή του και
είπε : « Π ώ ς μ π ο ρ ώ , μάνα, να σ κ ε π ά σ ω το π ρ ό σ ω π ο του π α τ έ ρ α μ ο υ ; Α φ ο ύ δεν έ χ ω π α τ έ ρ α σ ' α υ τ ό ν τ ο ν κ ό σ μ ο ! Ε σ ύ δεν μ ο υ έ μ α θ ε ς τ η ν π ρ ο σ ε υ χ ή μ ο υ ; Π ά τ ε ρ ημο>ν, ο ε ν τ ο ι ς ο υ ρ α ν ο ί ς ; Ε σ ύ δεν μ ο υ ε ί π ε ς ό τ ι ο π α τ έ ρ α ς μ ο υ β ρ ί σ κ ε τ α ι στον ουρανό κι είναι ο κ α λ ό ς Θ ε ο ύ λ η ς ; Π ο ι ο ς είναι α υ τ ό ς ο α γ ρ ι ά ν θ ρ ω π ο ς ; Δ ε ν μ π ο ρ ε ί να ε ί ν α ι ο π α τ έ ρ α ς μ ο υ ! » Σ α ν τ' άκουσε αυτό ο βασιλιάς, σηκώθηκε και ρώτησε τη γ υ ν α ί κ α π ο ι α ήταν. Κι εκείνη του αποκρίθηκε : « Ε ί μ α ι η γ υ ν α ί κ α σ ο υ κι α υ τ ό ς ε ί ν α ι ο γ ι ο ς σ ο υ , ο Π ο ν ε μ έ ν ο ς ». Κι ο β α σ ι λ ι ά ς είδε τα χ έ ρ ι α τ η ς κ α ι τ η ς είπε : « Η γ υ ν α ί κ α μου είχε ασημένια χέρια ». Κι εκείνη α π ά ν τ η σ ε : " Ο σ π λ α χ ν ι κ ό ς Θεός μού ξ α ν ά δ ω σ ε τα χ έ ρ ι α μου ». Κ α ι ο άγγελος μπήκε μέσα
στο δωμάτιο
φέρνοντας τ
αση
μένια χ έ ρ ι α να του τα δείξει. Κ α ι τότε ο βασιλιάς σιγου ρεύτηκε π ω ς ήταν π ρ ά γ μ α τ ι η γυναίκα του και το παιδί τ ο υ , τ ο υ ς α γ κ ά λ ι α σ ε κ α ι τ ο υ ς φ ί λ η σ ε κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε π ώ ς
να τ ο υ ς δείξει τη χ α ρ ά του : « Μ ι α βαριά π έ τ ρ α έπεσε από π ά ν ω απ
την καρδιά μου και ξ α λ ά φ ρ ω σ α ». Κι ο
άγγελος τους
έβαλε γ ι α τελευταία
φορά να φάνε
μαζί κι ύστερα γύρισαν στο παλάτι,
όλοι
στη γριά μητέρα
του.
Τ ο υ ς δ έ χ τ η κ α ν εκεί με μ ε γ ά λ ε ς χ α ρ έ ς , ο βασιλιάς
κι η
βασίλισσα γιόρτασαν γι
τους κι
έζησαν
ευτυχισμένοι
άλλη
μια φορά το γ ά μ ο
μέχρι το τέλος
της
ζωής
τους.
32.
Ο Χανς, το εξυπνοπούλι
Ρ
ΩΤΑΕΙ Η ΜΑΝΑ ΤΟΝ ΧΑΝΣ : « Π ο ύ π α ς , γ ι ε μ ο υ ; » Κι ο Χανς αποκρίνεται : " Σ τ η ν Γκρέτελ ». — " Κ α
λό δρόμο,
Χ α ν ς ». — « Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ ,
τ ά μ ω σ η ».
— " Καλήν αντάμωση,
Κι ο Χ α ν ς π ά ε ι
στην
φέρνω
τίποτα.
Τι
Μόνος
αντάμωση,
Χανς
Γ κ ρ έ τ ε λ ».
—
αν
Χ α ν ς ». Γκρέ
καλό μου φέρνεις; " —
μου
τ ό τ ε τ ο υ χ α ρ ί ζ ε ι ένα βελόνι. Ο Χ α ν ς λήν
Καλήν
Γκρέτελ. " Καλημέρα,
τ ε λ ». — " Κ α λ η μ έ ρ α , Χ α ν ς . " Δεν
μάνα.
ή ρ θ α ». τη
Η
Γκρέτελ
χαιρετάει. " Κα
" Καλήν
αντάμωση,
».
Ο Χ α ν ς παίρνει το βελόνι, το χ ώ ν ε ι α
ένα κάρο γ ε
μ ά τ ο ά χ υ ρ α κ α ι μ ι α κ α ι δυο ξεκινάει γ ι α τ ο σ π ί τ ι τ ο υ . " Καλησπέρα, σουνα; »
—
μ ά ν α ».
— " Καλησπέρα,
" Είχα πάει
στην
Χανς.
Π ο ύ ή
Γ κ ρ έ τ ε λ ». — " Τι κ α λ ό
της π ή γ ε ς ; » — " Δεν της π ή γ α τ ί π ο τ α ,
εκείνη
όμως
μ ο ύ ' δ ω σ ε ". — " Τι σού ' δ ω σ ε ; » — " Μ ο ύ ' δ ω σ ε ένα β ε λ ό ν ι ». — « Κ α ι π ο ύ τό ' β α λ ε ς ; » — « Τό ' κ ρ υ ψ α σ τ ο
κάρο με τ' άχυρο ". — « Είσαι κουτός, Χανς. Έ π ρ ε π ε ν α τ ο κ α ρ φ ώ σ ε ι ς σ τ ο μ α ν ί κ ι σ ο υ » . — « Ε , δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι . Τ η ν άλλη φορά θα το κ ά ν ω ». " Γ ι α π ο ύ τό 'βαλες, Χ α ν ς ; » — " Π ά ω στην Γ κ ρ έ τελ,
μ ά ν α ».
μάνα.
" Καλό
Καλήν
δρόμο,
Χ α ν ς ».
α ν τ ά μ ω σ η ».
—
—
" Ευχαριστώ,
« Καλήν
αντάμωση,
Χ α ν ς ». Κι ο Χανς π ά ε ι στην Γκρέτελ. τ ε λ ». — « Κ α λ η μ έ ρ α , Χ α ν ς . α Δεν
φέρνω τ ί π ο τ α .
Τι
Μόνος
« Καλημέρα,
Γκρέ
καλό μου φέρνεις; » —
μου ή ρ θ α ».
Η
Γκρέτελ
τ ό τ ε του χαρίζει ένα μ α χ α ί ρ ι . " Κ α λ ή ν α ν τ ά μ ω σ η , Γ κ ρ έ τ ε λ ».
— « Καλήν αντάμωση,
Ο Χανς παίρνει το
Χ α ν ς ».
μαχαίρι,
το καρφώνει
νίκι τ ο υ κ α ι μ ι α κ α ι δυο ξεκινάει λησπέρα,
μ ά ν α ». — " Κ α λ η σ π έ ρ α ,
να; »
" Είχα
—
πάει
στην
στο
γ ι α το σπίτι. Χανς.
Πού
Γ κ ρ έ τ ε λ ». —
τ η ς π ή γ ε ς ; » — " Τ ί π ο τ α δεν τ η ς π ή γ α ,
μα
« Κα ήσου
« Τι
καλό
εκείνη
όμως
μ ο ύ ' δ ω σ ε ». — « Τι σ ο ύ ' δ ω σ ε ; » — « Έ ν α μ α χ α ί ρ ι ». — « Κ α ι π ο ύ τό ' β α λ ε ς ; » — « Το κ ά ρ φ ω σ α σ τ ο μ α ν ί κ ι μου ». — " Είσαι κουτός, Χανς.
Έ π ρ ε π ε να το χ ώ σ ε ι ς
σ τ η ν τ σ έ π η σ ο υ » . — « Ε , δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι . Τ η ν ά λ λ η φ ο ρ ά θα το
κ ά ν ω ».
« Γ ι α π ο ύ τό ' β α λ ε ς , Χ α ν ς ; » — « Π ά ω στην Γ κ ρ έ τ ε λ , μ ά ν α ». — «
Καλό δρόμο,
Χ α ν ς ». — "
Ευχαριστώ,
μάνα. Καλήν α ν τ ά μ ω σ η ». — " Κ α λ ή ν α ν τ ά μ ω σ η , Χ α ν ς ". Κι ο Χ α ν ς π ά ε ι στην Γκρέτελ. τ ε λ ». — " Κ α λ η μ έ ρ α , Χ α ν ς . « Δεν
φέρνω
τίποτα.
Μόνος
Τι
" Καλημέρα,
Γκρέ
καλό μου φέρνεις; » —
μου
ή ρ θ α ».
Η
Γκρέτελ
τότε του χαρίζει μια κατσικούλα.
« Καλήν αντάμωση,
Γ κ ρ έ τ ε λ ».
Χ α ν ς ».
— " Καλήν αντάμωση,
Ο Χ α ν ς π α ί ρ ν ε ι τ η ν κ α τ σ ί κ α , τ η ς δένει τ α π ό δ ι α κ α ι
τ η χ ώ ν ε ι στην τ σ έ π η του. Κ α ι μ ι α κ α ι δυο ξεκινάει για το σ π ί τ ι . « Κ α λ η σ π έ ρ α , μ ά ν α ». — « Κ α λ η σ π έ ρ α , Χανς. Π ο ύ ή σ ο υ ν α ; » — " Ε ί χ α π ά ε ι στην Γκρέτελ ». — " Τ ι καλό
της πήγες; »
—
" Τ ί π ο τ α δεν
ό μ ω ς μ ο ύ ' δ ω σ ε ». — " Τι σ ο ύ
της
'δωσε;
πήγα,
εκείνη
» — " Μ ι α κα-
τ σ ι κ ο ύ λ α ». — " Κ α ι π ο ύ τ η ν έ β α λ ε ς ; » — " Τ η ν έ χ ω α στην τ σ έ π η μου ». — " Είσαι κουτός, Χανς. Έ π ρ ε π ε να τ η δ έ σ ε ι ς κ α ι ν α τ η σ έ ρ ν ε ι ς π ί σ ω σ ο υ » . — " Ε , δεν π ε ι ράζει. Την άλλη φορά θα το κ ά ν ω ». " Γ ι α π ο ύ τό ' β α λ ε ς , Χ α ν ς ; » — « Π ά ω στην Γκρέ τ ε λ , μ ά ν α ». — " Κ α λ ό δ ρ ό μ ο , Χ α ν ς ». — " Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ , μάνα. Χανς
Καλήν
α ν τ ά μ ω σ η ».
—
" Καλήν
αντάμωση,
».
Κι ο Χ α ν ς π ά ε ι στην Γκρέτελ. " Κ α λ η μ έ ρ α , τ ε λ ». — " Κ α λ η μ έ ρ α , Χ α ν ς . Τι κ α λ ό μ ο υ " Δεν
φέρνω
τίποτα.
Μόνος
μου
Γκρέ
φέρνεις; » —
ή ρ θ α ».
Η
Γκρέτελ
τ ό τ ε του χ α ρ ί ζ ε ι ένα κ ο μ μ ά τ ι λαρδί. " Καλήν α ν τ ά μ ω σ η , Γ κ ρ έ τ ε λ ».
— " Καλήν αντάμωση,
Χ α ν ς ».
Ο Χ α ν ς π α ί ρ ν ε ι το λαρδί, το δένει κι α ρ χ ί ζ ε ι να το σέρνει πίσω
του. Κ α ι μια και δυο ξεκινάει γ ι α το σ π ί τ ι .
Σ τ ο δρόμο τα σκυλιά τον παίρνουν κ α τ α π ό δ ι και το τ ρ ώ νε όλο. Κι όταν φτάνει στο σ π ί τ ι τ ο υ , κ ρ α τ ά ε ι το σκοινί χ ω ρ ί ς μ π ο υ κ ι ά λαρδί π ά ν ω του. " Κ α λ η σ π έ ρ α , μάνα ». " Καλησπέρα, στην
Χανς.
Πού
ήσουνα; »
—
" Είχα
πάει
Γ κ ρ έ τ ε λ ». — " Τι κ α λ ό τ η ς π ή γ ε ς ; » — " Τ ί π ο
τα δεν τ η ς π ή γ α , εκείνη ό μ ω ς μού ' δ ω σ ε ». — " Τι σού 'δωσε; »
— " Έ ν α κ ο μ μ ά τ ι λ α ρ δ ί ».
— " Κ α ι π ο ύ τό
' β α λ ε ς ; » — " Τό 'δεσα και τό 'σερνα π ί σ ω μου. Α λ λ ά τό ' φ α γ α ν τα σκυλιά ». — " Είσαι κουτός, Χανς.
Έπρε
πε να το κ ο υ β α λ ή σ ε ι ς π ά ν ω στο κ ε φ ά λ ι σου ». — " Ε, δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι . Τ η ν άλλη φ ο ρ ά τ ο κ ά ν ω » .
" Γ ι α π ο ύ τό 'βαλες, Χ α ν ς ; » — «
Π ά ω στην
Γκρέ
τ ε λ , μ ά ν α ". — " Κ α λ ό δ ρ ό μ ο , Χ α ν ς ». — « Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ , μ ά ν α . Κ α λ ή ν α ν τ ά μ ω σ η ». — « Κ α λ ή ν α ν τ ά μ ω σ η , Χ α ν ς ». Κι ο Χ α ν ς π ά ε ι στην Γκρέτελ.
« Καλημέρα,
Γκρέ
τ ε λ ». — « Κ α λ η μ έ ρ α , Χ α ν ς .
Τι κ α λ ό μ ο υ φ έ ρ ν ε ι ς ; » —
α Δεν
μου ή ρ θ α ».
φέρνω τίποτα.
τότε του χαρίζει Γ κ ρ έ τ ε λ ».
ένα
Μόνος
μοσχαράκι.
— « Καλήν αντάμωση,
" Καλήν
Η
Γκρέτελ
αντάμωση,
Χ α ν ς ».
Ο Χανς παίρνει το μοσχαράκι, το βάζει στο κεφάλι του και το
μ ο σ χ α ρ ά κ ι όλο τ ο ν κ λ ω τ σ ά ε ι κ α τ ά μ ο υ τ ρ α .
" Καλησπέρα,
μ ά ν α ». — " Κ α λ η σ π έ ρ α , Χ α ν ς .
σουνα; " — " Ε ί χ α πάει στην
Π ο ύ ή
Γ κ ρ έ τ ε λ ». — « Τι κ α λ ό
τ η ς π ή γ ε ς ; » — « Τ ί π ο τ α δεν τ η ς π ή γ α , ε κ ε ί ν η
όμως
μ ο ύ ' δ ω σ ε ». — " Τι σού ' δ ω σ ε ; » — « Έ ν α μ ο σ χ α ρ ά κι ». — " Κ α ι π ο ύ τό ' β α λ ε ς ; » — « Τό ' β α λ α π ά ν ω σ τ ο κεφάλι μου, αλλά μού 'δινε κ λ ω τ σ ι έ ς κ α τ ά μ ο υ τ ρ α ». — " Είσαι κουτός, Χανς.
Έ π ρ ε π ε να το δέσεις και να το
φ έ ρ ε ι ς ν α τ ο β ά λ ε ι ς σ τ ο π α χ ν ί " . — " Ε , δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι . Τ η ν άλλη φορά θα το κ ά ν ω ». " Γ ι α π ο ύ τό 'βαλες, Χ α ν ς ; » — « Π ά ω στην Γ κ ρ έ τ ε λ , μ ά ν α ». — " Κ α λ ό δ ρ ό μ ο , Χ α ν ς ». — " Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ , μ ά ν α . Κ α λ ή ν α ν τ ά μ ω σ η ». — « Κ α λ ή ν α ν τ ά μ ω σ η , Χ α ν ς ». Κι ο Χ α ν ς π ά ε ι στην Γκρέτελ. τ ε λ ». — " Κ α λ η μ έ ρ α , Χ α ν ς . « Δεν
φέρνω
τίποτα.
Μόνος
Τι
« Καλημέρα,
Γκρέ
καλό μου φέρνεις; » —
μου
ήρθα ".
Η
Γκρέτελ
τ ό τ ε τ ο υ λέει : " Θά ' ρ θ ω μ α ζ ί σου ». Ο Χ α ν ς π α ί ρ ν ε ι τ η ν Γ κ ρ έ τ ε λ , τ η δένει μ ' έ ν α σ κ ο ι ν ί , την π ά ε ι στο π α χ ν ί και την κλείνει μέσα. Ύ σ τ ε ρ α π ά ε ι στο σπίτι του.
« Κ α λ η σ π έ ρ α , μ ά ν α ». — " Κ α λ η σ π έ ρ α ,
Χ α ν ς . Π ο ύ ή σ ο υ ν α ; " — « Ε ί χ α π ά ε ι σ τ η ν Γ κ ρ έ τ ε λ ». — " Τ ι κ α λ ό τ η ς π ή γ ε ς ; » — « Τ ί π ο τ α δεν τ η ς π ή γ α » . —
" Κι η Γ κ ρ έ τ ε λ τι σ ο ύ ' δ ω σ ε ; » — « Τ ί π ο τ α δ ε ν μ ο ύ ' δ ω σε.
Ή ρ θ ε μ α ζ ί μου ». — " Κ α ι π ο ύ την ά φ η σ ε ς ; » —
« Τ η ν έδεσα μ' ένα σκοινί κ α ι τ η ν έ φ ε ρ α στο π α χ ν ί . Τ η ν έ κ λ ε ι σ α μ έ σ α κ α ι τ η ς έριξα σανό, να φάει ». — " Είσαι κουτός, Χανς. Έ π ρ ε π ε να της κάνεις τα γ λ υ κ ά μ ά τ ι α ». — " Ε , δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι , θ α τ ο κ ά ν ω τ ώ ρ α » . Και πάει στο στάβλο ο Χανς και βγάζει τα μ ά τ ι α από τις αγελάδες και τα π ρ ό β α τ α και τα βράζει με μπόλικη ζ ά χ α ρ η κ α ι τ α δίνει στην Γ κ ρ έ τ ε λ ν α τ α φάει.
Η Γκρέ
τελ τότε θ υ μ ώ ν ε ι και σηκώνεται να φύγει. Α λ λ ά μένει και π α ν τ ρ ε ύ ε τ α ι τον Χ α ν ς .
33·
Οι τρεις ξένες γλώσσες
Μ
ΤΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ζούσε στην Ελβετία
ένας γ έ ρ ο ς κ ό μ η ς , π ο υ ε ί χ ε έναν κ α ι μ ο ν ά κ ρ ι β ο γ ι ο .
Ο γ ι ο ς τ ο υ ό μ ω ς ή τ α ν χ α ζ ό ς κ α ι τ ί π ο τ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μάθει.
Ο πατέρας του τότε είπε :
Πασχίζω
« 'Ακου, παιδί μου.
ν α σου μ ά θ ω π έ ν τ ε π ρ ά γ μ α τ α , α λ λ ά τ ί π ο τ α
δεν κ α τ α φ έ ρ ν ω , ό,τι κ ι α ν κ ά ν ω . Π ρ έ π ε ι λ ο ι π ό ν ν α φ ύ γεις από δω.
Θ α σ ε σ τ ε ί λ ω σ ' έναν σ π ο υ δ α ί ο δ ά σ κ α λ ο
κ ι α υ τ ό ς α ς τ α β γ ά λ ε ι π έ ρ α μ α ζ ί σου " . Κ α ι τ ο π α λ ι κ ά ρ ι π ή γ ε σε μ ι α ξένη π ο λ ι τ ε ί α κι έμεινε εκεί ένα χρόνο. Ό τ α ν πέρασε ο καιρός, γύρισε πάλι σπίτι του. Κι ο π α τ έ ρ α ς του τον ρώτησε :
« Λοιπόν, γιε μου, τι έ μ α
θ ε ς ; » — " Π α τ έ ρ α , έ μ α θ α τη γ λ ώ σ σ α τ ω ν σκυλιών », αποκρίθηκε
το
παλικάρι.
" Γ ι α τ'
όνομα του
Θεού »,
έ β α λ ε τ ι ς φ ω ν έ ς ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ . « Α υ τ ό ε ί ν α ι όλο κ ι ό λ ο ;
Θα
σε
στείλω
σ'
άλλη
πολιτεία,
σ'
άλλον
δάσκαλο ».
Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι έγινε. Κ α ι το π α λ ι κ ά ρ ι έμεινε κοντά του άλλον
ένα
χρόνο.
Ό τ α ν πέρασε ο καιρός, γύρισε πάλι π ί σ ω κι ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ τον ρ ώ τ η σ ε : « Λ ο ι π ό ν , γ ι ε μου, τι έ μ α θ ε ς ; » Κι εκείνος α π ο κ ρ ί θ η κ ε :
" Πατέρα,
έ μ α θ α τη γ λ ώ σ σ α
τ ω ν πουλιών ». Θ ύ μ ω σ ε τότε ο π α τ έ ρ α ς του και είπε : " Α χ α ΐ ρ ε υ τ ε ! Σ π α τ ά λ η σ ε ς άλλον ένα χρόνο χ ω ρ ί ς να μ ά θεις τ ί π ο τ α . Κ α ι τ ο λ μ ά ς ν α π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε σ α ι τ ώ ρ α ε μ π ρ ό ς μ ο υ ; Θ α σ ε σ τ ε ί λ ω σ ' έ ν α ν τ ρ ί τ ο δ ά σ κ α λ ο . Κ ι α ν δεν μ ά θ ε ι ς τ ί π ο τ α ο ύ τ ε α υ τ ή τ η φ ο ρ ά , δεν θ ά ' μ α ι π ι α π α τ έ ρ α ς σ ο υ κ α ι δεν θ έ λ ω ν α σ ε ξ έ ρ ω » . Ο γ ι ο ς τ ο υ έ μ ε ι ν ε κ α ι μ ε τον τ ρ ί τ ο δ ά σ κ α λ ο έναν ολόκληρο χ ρ ό ν ο . Κι όταν γύρισε στο σπίτι, ο π α τ έ ρ α ς του τον ρ ώ τ η σε : " Λ ο ι π ό ν , γ ι ε μ ο υ , τι έ μ α θ ε ς ; » Ο γ ι ο ς τ ό τ ε α π ο κ ρ ί θηκε :
" Πατέρα
μου
καλέ,
αυτό
το
χρόνο
έ μ α θ α τη
γ λ ώ σ σ α τ ω ν β α τ ρ ά χ ω ν ». Ο π α τ έ ρ α ς του έγινε έξω φρε νών. Φ ώ ν α ξ ε τους στρατιώτες του και είπε : « Αυτός ο ά ν θ ρ ω π ο ς δεν ε ί ν α ι π ι α γ ι ο ς μ ο υ . Δ ε ν
θέλω να τον ξέ
ρω. Σ α ς δ ι α τ ά ζ ω : Π ά ρ τ ε τον, π η γ α ί ν τ ε τον και σ κ ο τ ώ σ τ ε τον ».
στο δάσος
Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι κι έγινε : οι σ τ ρ α
τ ι ώ τ ε ς τον π ή γ α ν στο δάσος. Τον λ υ π ή θ η κ α ν ό μ ω ς και δεν μ π ό ρ ε σ α ν ν α τ ο ν σ κ ο τ ώ σ ο υ ν , π α ρ ά τ ο ν ά φ η σ α ν ν α φύγει. Έ π ι α σ α ν ένα ελάφι, τού ' β γ α λ α ν τ α μ ά τ ι α και τ η γ λ ώ σ σ α και τα π ή γ α ν στο γέρο, σημάδια π ω ς είχαν συμ μορφωθεί με τις προσταγές του. Δ ρ ό μ ο π ή ρ ε τ ο π α λ ι κ ά ρ ι , δ ρ ό μ ο ά φ η σ ε , έ φ τ α σ ε σ ' έναν π ύ ρ γ ο και ζ ή τ η σ ε να τον αφήσουν να περάσει εκεί τη νύ χ τ α του. " Ε ν τ ά ξ ε ι » , συμφώνησε ο αφέντης του πύργου. " Αν θέλεις να κοιμηθείς στις π α λ ι έ ς π ο λ ε μ ί σ τ ρ ε ς , π ή γαινε. Σε προειδοποιώ, όμως, π ω ς μπορεί να χάσεις τη
ζ ω ή σου. Ε κ ε ί μ έ σ α είναι γ ε μ ά τ ο ς ο τ ό π ο ς σκυλιά, π ο υ γ α β γ ί ζ ο υ ν σαν λ υ σ σ α σ μ έ ν α . Κ α ι μιαν ορισμένη ώ ρ α κάθε μ έ ρ α , π ρ έ π ε ι ν α τ ο υ ς π α ρ α δ ί ν ο υ μ ε έναν ά ν θ ρ ω π ο ν α τον ξεσκίσουν και να τον φάνε ».
Η πολιτεία ήταν βουτηγ
μένη στη δυστυχία και στο πένθος εξαιτίας τους. Αλλά κ α ν ε ί ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κάνει τ ί π ο τ α . Τ ο π α λ ι κ ά ρ ι ό μ ω ς χ ω ρ ί ς φ ό β ο τ ο ύ α π ά ν τ η σ ε : " Α φ ή σ τ ε μ ε ν ' ανέβω
στις
π ο λ ε μ ί σ τ ρ ε ς . Μόνο δ ώ σ τ ε μου κ ά τ ι ν α π ε τ ά ξ ω σ τ α σ κ υ λιά.
Κ α ι δεν θ α μ ε π ε ι ρ ά ξ ο υ ν » .
Κ ι α φ ο ύ δεν τ ο υ ς ζ ή
τησε τ ί π ο τ α άλλο, τού 'δωσαν λίγο φ α γ η τ ό γ ι α τα σκυλιά και τον οδήγησαν στις πολεμίστρες. Κι όταν τον είδαν τα σκυλιά σταμάτησαν να γαβγίζουν,
άρχισαν να του
κ ο υ ν ά ν ε τ ι ς ουρές τ ο υ ς , έ φ α γ α ν ό,τι τ ο υ ς έ δ ω σ ε , κ α ι δεν του πείραξαν ούτε τ ρ ί χ α . Την άλλη μέρα το π ρ ω ί , που κ α τ έ β η κ ε γ ε ρ ό ς κ α ι δ υ ν α τ ό ς κ ι α π ε ί ρ α χ τ ο ς , όλοι α π ό ρ η σαν. Κι εκείνος είπε στον αφέντη του π ύ ρ γ ο υ : " Τα σκυ λιά μού μίλησαν στη γ λ ώ σ σ α τους και μου φανέρωσαν γιατί κάθονται π ά ν ω θρωπους.
στις πολεμίστρες και
τρώνε
αν-
Έ χ ο υ ν π ά ν ω τους βαριά κ α τ ά ρ α ν α φυλάνε
έναν α μ ύ θ η τ ο
θησαυρό, που
είναι θ α μ μ έ ν ο ς κ ά τ ω α π ό
τ ο ν π ύ ρ γ ο . Κ α ι δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α η σ υ χ ά σ ο υ ν , π α ρ ά μ ο ν ά χ α ό τ α ν κάποιος- τον βρει κ α ι τον π ά ρ ε ι . Κ ι α κ ό μ α μου είπαν με ποιον τ ρ ό π ο μπορεί να γίνει αυτό ». Τ ό τ ε χ ά ρ η κ α ν όλοι
που τ' άκουσαν. Κι ο αφέντης του πύργου
τ ο ύ ' τ α ξ ε ν α τον έχει σαν γ ι ο τ ο υ , α ν κ α τ ά φ ε ρ ν ε ν α π ά ρει τ ο θ η σ α υ ρ ό κ α ι ν α δ ι ώ ξ ε ι τ α σ κ υ λ ι ά .
Το παλικάρι
ανέβηκε πάλι στις πολεμίστρες. Κι επειδή ήξερε τι έπρε πε να κάνει, τα κατάφερε μια χ α ρ ά . Και κ α τ έ β η κ ε κου β α λ ώ ν τ α ς ένα σεντούκι γ ε μ ά τ ο χ ρ υ σ ά φ ι . Κ α ι τ α σκυλιά δεν ξ α ν α κ ο ύ σ τ η κ α ν α π ό τ ό τ ε .
Χάθηκαν μια γ ι α πάντα
και η πολιτεία λυτρώθηκε α π ' τη συμφορά.
Π έ ρ α σ ε κ α ι ρ ό ς κ α ι τ ο π α λ ι κ ά ρ ι έ β α λ ε μ ε τ ο νου τ ο υ να πάει στη Ρ ώ μ η . Σ τ ο δρόμο που πήγαινε, πέρασε α π ό ένα β ά λ τ ο κ ι άκουσε α π ό μ έ σ α τ α β α τ ρ ά χ ι α ν α φ ω ν ά ζ ο υ ν . Έ σ τ η σ ε τότε αυτί κι όταν κ α τ ά λ α β ε τι έλεγαν, βυθίστη κε στη συλλογή και στη θλίψη. Τελικά έφτασε στη Ρ ώ μ η . Ο π ά π α ς μόλις είχε πεθάνει κι οι καρδινάλιοι τ σ α κώνονταν, ποιον να βγάλουν π ά π α στη θέση του. Με τα πολλά συμφώνησαν να γίνει π ά π α ς όποιος θά 'παιρνε θείο σ η μ ά δ ι α π ' τον Θ ε ό . Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή μ π ή κ ε σ τ η ν εκκλησία ο νεαρός κ ό μ η ς και ξάφνου δυο χ ι ο ν ά τ α π ε ρ ι στέρια ήρθαν και κάθισαν στους ώμους του. Οι καρδινά λιοι κ α τ ά λ α β α ν ότι α υ τ ό ή τ α ν τ ο σ η μ ά δ ι τ ο υ Θ ε ο ύ κ α ι τ ο ν ρ ώ τ η σ α ν α ν ή θ ε λ ε ν α γ ί ν ε ι π ά π α ς . Τ ο π α λ ι κ ά ρ ι δεν ήξερε τι να κάνει. Αλλά τα περιστέρια τού μίλησαν στ
αυ
τί και τον συμβούλεψαν
τον
και τελικά
δέχτηκε.
Τότε
μ ύ ρ ω σ α ν και τον ανέβασαν στο θρόνο. Κι έτσι έγινε α λ ή θεια αυτό π ο υ είχε ακούσει στο δρόμο α π ' τους β α τ ρ ά χους :
ότι δηλαδή εκείνος θα γ ι ν ό τ α ν π ά π α ς στη θέση
του π ά π α .
Α μ έ σ ω ς έ π ε ι τ α του ζ ή τ η σ α ν ν α ψάλει στη
θεία λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α κι εκείνος ο δ ύ σ τ υ χ ο ς δεν ή ξ ε ρ ε να π ε ι λέξη. Α λ λ ά τα δυο περιστέρια έμειναν κ α θ ι σ μ έ ν α στους ώμους του και του τά 'λεγαν όλα στ
αυτί.
34.
Η Έλσα, η ξύπνια
Μ τόσο
ΙΑ
ΦΟΡΆ
ΖΟΥΣΕ
ΕΝΑΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΣ
που
είχε
μια κόρη, που την έλεγαν Έ λ σ α . Κι η Έ λ σ α ήταν έ ξ υ π ν η π ο υ όλος ο κ ό σ μ ο ς
τη
φώναζε Ξύπνια.
Ό τ α ν μ ε γ ά λ ω σ ε , ο π α τ έ ρ α ς της είπε : « Π ρ έ π ε ι να την π α ν τ ρ έ ψ ο υ μ ε ».
— " Ν α ι », ε ί π ε κι η μ ά ν α .
« Φτάνει
ν α β ρ ο ύ μ ε κ ά π ο ι ο ν π ο υ ν α τ η θέλει » . Ώ σ π ο υ μ ι α μ έ ρ α ήρθε α π ό μακριά κάποιος
π ο υ τον έλεγαν Χανς, και ζ ή
τ η σ ε τ ο χ έ ρ ι τ η ς . Έ ν α ν όρο έ β α λ ε μ ο ν ά χ α : ή θ ε λ ε η γ υ ν α ί κ α π ο υ θα π ά ρ ε ι να είναι στ5 αλήθεια έ ξ υ π ν η . « Ω », ε ί π ε ο π α τ έ ρ α ς , " α υ τ η ν ή ς τ ο μ υ α λ ό είναι ξ υ ρ ά φ ι » . Κ α ι η μ ά ν α ε ί π ε κι α υ τ ή : « Ε ί ν α ι τόσο ξύπνια π ο υ κ α λ ι γ ώ ν ε ι τ ο ν ψ ύ λ ο ».
— " Ε ν τ ά ξ ε ι , λ ο ι π ό ν », ε ί π ε τ ό τ ε ο Χ α ν ς .
" Γ ι α τ ί α ν δεν ε ί ν α ι σ τ ' α λ ή θ ε ι α έ ξ υ π ν η ,
δεν
τη θέλω
γ ι α γ υ ν α ί κ α μου ». Α φ ο ύ τα συμφώνησαν, κάθισαν στο τ ρ α π έ ζ ι να φάνε κι η μ ά ν α είπε : « Έ λ σ α , άντε στο κ α τ ώ ι , να φέρεις μ π ύ ρ α » . Παίρνει λοιπόν η ξύπνια η Έ λ σα το κανάτι και κατεβαίνει στο κατώι, να γεμίσει μ π ύ ρα. Κ α ι στο δρόμο κοπανούσε το κ α π ά κ ι , γ ι α να μη βα ρεθεί. Κ ι όταν έ φ τ α σ ε σ τ ο κ α τ ώ ι , π ή ρ ε ένα σ κ α μ ν ά κ ι κ α ι τό 'βαλε μ π ρ ο σ τ ά στο βαρέλι, γ ι α να μη σκύψει και π ο νέσει η μέση τ η ς . Ύ σ τ ε ρ α έβαλε το κ α ν ά τ ι μ π ρ ο σ τ ά σ τ α π ό δ ι α τ η ς , άνοιξε τη
βρυσούλα κι άφησε την μ π ύ ρ α να
τ ρ έ ξ ε ι . Κ ι όσην ώ ρ α έκανε τ ο κ α ν ά τ ι ν α γ ε μ ί σ ε ι , σ ή κ ω σ ε το κεφάλι της κι άρχισε να
ψάχνει
με τα μάτια το
τα
βάνι, γ ι α να μην κ ά θ ε τ α ι ά π ρ α κ τ η . Κι εκεί π ο υ έψαχνε, τι να δει; Έ ν α σκεπάρνι κρεμασμένο ακριβώς π ά ν ω από το κεφάλι της, που τό
'χαν ξεχάσει οι μαστόροι όταν
έχτιζαν το σπίτι. Ά ρ χ ι σ ε τότε η ξύπνια η Έ λ σ α να κλαίει με μ α ύ ρ ο δ ά κ ρ υ : " Ω, η δ ύ σ τ υ χ η , τι με π ε ρ ι μ έ ν ε ι ! Γ ι α τ ί αν π ά ρ ω τον Χανς και κάνουμε π α ι δ ί και το μ ε γ α λ ώ σ ο υ μ ε και το στείλουμε στο κ α τ ώ ι να γεμίσει μπύρα, μπορεί ν α π έ σ ε ι τ ο σ κ ε π ά ρ ν ι σ τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ κ α ι ν α τ ο σκοτο')σει » . Κ ι έ τ σ ι κ α θ ό τ α ν ε κ ε ί δ α κ ι έ κ λ α ι γ ε τ η μ ο ί ρ α τ η ς , γ ι α τ η σ υ μ φ ο ρ ά π ο υ την περίμενε. Ο ι άλλοι π ά ν ω π ε ρ ί -
μεναν τ η ν μ π ύ ρ α , η Έ λ σ α ό μ ω ς δεν έλεγε ν μάνα
της
τότε
ανέβει.
Η
έστειλε τη δούλα : " Ά ν τ ε στό κ α τ ώ ι ,
να δεις τι κάνει η Έ λ σ α κ α ι γ ι α τ ί αργεί ». Κι η δούλα π ή γ ε και τη
βρήκε καθισμένη
μ π ρ ο σ τ ά στο βαρέλι να
κλαίει και να χτυπιέται. « Έ λ σ α , τι έχεις και κ λ α ι ς ; », τη ρ ώ τ η σ ε . « Αχ ", α π ο κ ρ ί θ η κ ε η Έ λ σ α , « είναι να μην κ λ α ί ω ; Α ν π ά ρ ω τον Χ α ν ς και κάνουμε π α ι δ ί και τ ο με γαλώσουμε
και
το
στείλουμε
στο
κατώι
να
γεμίσει
μπύρα, μπορεί να πέσει το σκεπάρνι στο κεφάλι του και να το σ κ ο τ ώ σ ε ι ». Η δούλα τ ό τ ε ε ί π ε : ρίτσι
που έχουμε ! »
και
κάθισε
« Τι έ ξ υ π ν ο κ ο
κοντά
της
κι
άρχισε
κι αυτή τα κ λ ά μ α τ α . Μ ε τ ά α π ό κ ά μ π ο σ η ώρα, που ούτε η δ ο ύ λ α δεν α ν έ β α ι ν ε κ ι ο ι ά λ λ ο ι ε π ά ν ω δ ι ψ ο ύ σ α ν , ε ί π ε ο π α τ έ ρ α ς στον π α ρ α γ ι ό :
« Ά ν τ ε στο κ α τ ώ ι , να δεις τι
κάνουν η Έ λ σ α κι η δούλα μας και γ ι α τ ί αργούν ». Κ α τ έ β η κ ε λοιπόν ο π α ρ α γ ι ό ς κ α ι τι να δει;
Η Έ λ σ α κι η
δούλα καθισμένες μ π ρ ο σ τ ά στο βαρέλι έκλαιγαν π α ρ έ α . Και τις
ρώτησε :
" Τι έ χ ε τ ε κ α ι κ λ α ί τ ε ; » — " Αχ »,
α π ο κ ρ ί θ η κ ε η Έ λ σ α , " είναι να μην κ λ α ί μ ε ; Αν πάρο^ τον Χ α ν ς και κάνουμε π α ι δ ί και το μ ε γ α λ ώ σ ο υ μ ε και το στείλουμε
στο
κατώι
για
μπύρα, μπορεί
σκεπάρνι στο κεφάλι του και τότε ο παραγιός :
να το
« Τι έ ξ υ π ν ο
να
πέσει
σκοτώσει ».
κορίτσι
το
Λέει
που έχουμε! »
Και κάθισε κι αυτός κοντά τους κι άρχισε τα κ λ ά μ α τ α . Οι άλλοι, π ά ν ω , τον περίμεναν, τον περίμεναν κι όταν ε ί δ α ν π ω ς ο ύ τ ε α υ τ ό ς δεν ε ν ν ο ο ύ σ ε
να
γυρίσει, είπε ο
ά ν τ ρ α ς σ τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ : « Γ ι ά άντε κι εσύ στο κ α τ ώ ι , να δεις τι κάνει η
Έ λ σ α και γιατί αργεί ».
Κατέβηκε
λοιπόν η γυναίκα, τους βρήκε και τους τρεις να δέρνονται και να χτυπιούνται και τους ρώτησε τι πάθανε. Κι η Έ λ σα τότε της μίλησε γ ι α το παιδί
που
θα γεννούσε και
π ο υ θα μεγάλωνε και θά 'στελναν να γεμίσει μπύρα και θά ' π ε φ τ ε το σκεπάρνι π ά ν ω στο κεφάλι του και θα το σκότωνε.
Η μ ά ν α τότε είπε : « Τι έξυπνο κορίτσι
που
έ χ ο υ μ ε ! » Κ α ι κάθισε κι α υ τ ή α π ό κ ο ν τ ά κι έβαλε μ α ζ ί τους τα κ λ ά μ α τ α . Ο άντρας της π ά ν ω περίμενε λίγο ακό μ η . Ε π ε ι δ ή ό μ ω ς η γ υ ν α ί κ α τ ο υ δεν ε ρ χ ό τ α ν κι η δ ί ψ α τ ο υ μ ε γ ά λ ω ν ε , α π ο φ ά σ ι σ ε ν α κ α τ έ β ε ι κ α ι ν α δει μόνος
του.
Γ ύ ρ ι σ ε λοιπόν κ α ι είπε στον Χ α ν ς : « Θα π ά ω στο κ α τ ώ ι , να δω τι κάνει η Έ λ σ α και γ ι α τ ί αργεί ». Ό τ α ν ό μ ω ς έφτασε
κάτω
και
τους
βρήκε
όλους
καθισμένους
να
κλαίνε, κι άκουσε το γιατί, έβαλε κι αυτός τα κ λ ά μ α τ α φ ω ν ά ζ ο ν τ α ς : " Τι έ ξ υ π ν ο κορίτσι π ο υ έ χ ο υ μ ε ! » Ο γ α μ π ρ ό ς είχε απομείνει ολομόναχος. Κι όταν είδε κι απόειδε π ω ς κανένας περιμένουν,
δεν
ερχόταν, σκέφτηκε : « Θα
φαίνεται, να π ά ω κ ά τ ω να τους βρω. Ας
π ά ω , τ ο λ ο ι π ό ν , ν α δ ω τ ι έ χ ο υ ν κ α τ ά νου » . Κ ι ό τ α ν κ α τέβηκε τους βρήκε και τους πέντε να κλαίνε και να θρη νούν, ο ένας π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο α π ' τον άλλον. « Τι σ υ μ φ ο ρ ά μας
βρήκε;»,
ρώτησε.
«Αχ,
καλέ
μου
Χανς»,
είπε
τότε η Έ λ σ α , « τ ώ ρ α που θα παντρευτούμε και θα κ ά νουμε π α ι δ ί και θα το μεγαλώσουμε και θα το στείλουμε στο κ α τ ώ ι να γεμίσει μπύρα, μπορεί να πέσει στο κεφάλι του εκείνο το σκεπάρνι και να το σκοτώσει. Είναι να μην κλαίμε; » — « Βρε,
είναι σ τ '
αλήθεια έξυπνη τούτη η
γ υ ν α ί κ α » , ε ί π ε ο Χ α ν ς . « Π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο μ υ α λ ό δεν μ ο υ χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι στο σ π ι τ ι κ ό μου. Έ τ σ ι έξυπνη π ο υ είσαι, θ α σε παντρευτώ ». Την πήρε α π ' το χέρι κι ανέβηκαν π ά ν ω και παντρεύτηκαν. Πέρασαν έτσι κ ά μ π ο σ ο καιρό παντρεμένοι κι ο Χανς είπε : « Γυναίκα, θα π ά ω να δουλέψω και να κερδίσω τ ο ψ ω μ ί μ α ς . Π ή γ α ι ν ε εσύ στο χ ω ρ ά φ ι , μ ά ζ ε ψ ε τ ο κ α -
λαμπόκι και
μαγείρεψε να
φ ά μ ε ». — « Ε ν τ ά ξ ε ι ,
καλέ
μου Χ α ν ς , θ α κ ά ν ω ό π ω ς μου λες » . ' Ο τ α ν έ φ υ γ ε λ ο ι π ό ν ο Χ α ν ς , ετοίμασε το κολατσιό της, το π ή ρ ε και ξεκίνησε για το χωράφι.
Εκεί που έφτασε,
αναρωτήθηκε με το
νου τ η ς : " Τ ι ν α κ ά ν ω ; Ν α μ α ζ έ ψ ω τ ρ ώ τ α τ ο κ α λ α μ π ό κι ή να φ ά ω ; Ε, καλύτερα να φάω π^ώτα κι ύστερα μ α ζεύω και το κ α λ α μ π ό κ ι ». Κάθισε λοιπόν κι έφαγε κ α ι χ ό ρ τ α σ ε κ ι ύ σ τ ε ρ α α ν α ρ ω τ ή θ η κ ε πάλι μ ε τ ο νου τ η ς : " Τι να κ ά ν ω ;
Να μαζέψω π ρ ώ τ α το καλαμπόκι ή να
κ ο ι μ η θ ώ ; Ε , κ α λ ύ τ ε ρ α ν α κ ο ι μ η θ ώ 7φώτα κ ι ύ σ τ ε ρ α μ α ζ ε ύ ω κ α ι τ ο κ α λ α μ π ό κ ι » . Έ π ε σ ε λοιπόν κ α ι κ ο ι μ ή θ η κ ε . Η
ώρα πέρασε,
φανεί!
" Τι
ο Χανς γύρισε, η
ξύπνια γυναίκα που
Έ λ σ α ό μ ω ς π ο ύ να έ χ ω ! »,
μονολογούσε
ο Χ α ν ς . " Δουλεύει μ' όλη τ η ς τ η ν ψ υ χ ή , τ ό σ ο π ο υ ο ύ τ ε γ ι α φ α γ η τ ό κ α ι γ ι α ύ π ν ο δεν γ ύ ρ ι ζ ε , σ τ ο σ π ί τ ι » . Α λ λ ά όταν κόντευε π ι α να σκοτεινιάσει κι η Έ λ σ α α κ ό μ α δεν είχε γυρίσει,
ο
Χανς
βγήκε να τη γυρέψει.
Πήγε
στο
χ ω ρ ά φ ι ν α δει π ό σ ο κ α λ α μ π ό κ ι ε ί χ ε κόψει η Έ λ σ α . Α λ λά το κ α λ α μ π ό κ ι ήταν α κ ό μ α στη θέση
του κι εκείνη
ή τ α ν π λ α γ ι α σ μ έ ν η και κοιμόταν ύπνο βαθύ. Έ τ ρ ε ξ ε τ ό τε ο Χανς στο σπίτι, πήρε το δίχτυ που είχε γ ι α να π ι ά νει τ α π ο υ λ ι ά , τ ο υ κ ρ έ μ α σ ε έ ν α σ ω ρ ό μ ι κ ρ ά κ ο υ δ ο υ ν ά κια,
ξαναπήγε
στο χ ω ρ ά φ ι και το κρέμασε π ά ν ω α π ό
την κοιμισμένη του γυναίκα. Ύ σ τ ε ρ α γύρισε σπίτι, σφάλισε την π ό ρ τ α του, κάθισε στην κ α ρ έ κ λ α του κι έ π ι α σ ε τη δουλειά του.
Με τα πολλά,
όταν είχε π ι α νυχτώσει
για τα καλά, η Ξύπνια η Έ λ σ α ξύπνησε. Και καθώς ση κώθηκε, μπερδεύτηκε στο δίχτυ και σε κάθε β ή μ α που έκανε, χ τ υ π ο ύ σ α ν τα κουδουνάκια σαν τρελά.
Τρόμαξε
τ ό τ ε η κ α κ ο μ ο ί ρ α μ' όλη τ η ς την ε ξ υ π ν ά δ α , κ α ι μ π ε ρ δ ε ύ τ η κ ε κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε να π ε ι ούτε π ο ι α ή τ α ν : « Ε ί μ α ι
ε γ ώ , γ ι ά δεν είμαι ε γ ώ ; » , α ν α ρ ω τ ι ό τ α ν μ ε τ ο νου τ η ς . Κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε τ ι α π ό κ ρ ι σ η ν α δ ώ σ ε ι κ α ι σ τ ά θ η κ ε έ τ σ ι με την
αμφιβολία κάμποσην
ώρα.
Ώ σ π ο υ τελικά της
ήρθε μια ιδέα : « Θα π ά ω στο σ π ί τ ι και θα ρ ω τ ή σ ω αν ε ί μ α ι ή δεν ε ί μ α ι ε γ ώ . Δ ε ν μ π ο ρ ε ί ! Α υ τ ο ί θα ξέρουν ! » Έ τ ρ ε ξ ε λ ο ι π ό ν στο σ π ί τ ι , α λ λ ά β ρ ή κ ε τ η ν π ό ρ τ α κ λ ε ι στή.
Χτύπησε
το
παραθυράκι και φώναξε :
« Χανς,
ε ί ν α ι μ έ σ α η Έ λ σ α ; " — « Ν α ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο Χ α ν ς . " Μέσα
είναι ».
και είπε :
Εκείνη
" Αχ, Θεούλη
τότε
πήρε
μεγάλη
μου,
τ ό τ ε δεν
είμαι
Κ α ι π ρ ο χ ώ ρ η σ ε νκ χ τ υ π ή σ ε ι άλλη π ό ρ τ α .
τρομάρα εγώ ! »
Οι χωριανοί
τ η ς ό μ ω ς , π ο υ ά κ ο υ γ α ν τ α κ ο υ δ ο υ ν ά κ ι α ν α χ τ υ π ά ν ε , δεν τ η ς ά ν ο ι γ α ν . Κ α ι π ο υ θ ε ν ά δεν β ρ ή κ ε ν α π ε ρ ά σ ε ι τ η ν ύ χ τ α τ η ς . Έ φ υ γ ε έτσι α π ' τ ο χ ω ρ ι ό κ α ι κανείς δεν τ η ν ξανάδε.
35.
Ο ραφτάκος στον ουρανό
Μ
ΙΑ ΩΡΑΙΑ ΜΕΡΑ α π ο φ ά σ ι σ ε ο κ α λ ό ς στο περιβόλι τ
Θ ε ό ς να π ά ε ι
ουρανού και να π ά ρ ε ι μ α ζ ί του ό
λους τους αποστόλους και τους αγίους. Σ τ ο ν Π α ρ ά δ ε ι σ ο λ ο ι π ό ν δεν έμεινε ψ υ χ ή , π α ρ ά μ ο ν ά χ α ο Ά γ ι ο ς Π έ τ ρ ο ς . Ο Θεός τον π ρ ό σ τ α ξ ε να μην αφήσει κανέναν να μπει μέ σα όσο θα έ λ ε ι π α ν . Ο Π έ τ ρ ο ς λ ο ι π ό ν σ τ ά θ η κ ε λη και φύλαγε σκοπιά.
στην π ύ
Πριν περάσει πολλή ώρα, κά
ποιος χτύπησε. Ο Πέτρος ρώτησε ποιος ήταν και τι ήθε λε. " Ε ί μ α ι ένας φ τ ω χ ό ς κ α ι τ ί μ ι ο ς ρ ά φ τ η ς », α π ά ν τ η σ ε μ ι α ψιλή φωνούλα. « Κ α ι π α ρ α κ α λ ώ να μ
α φ ή σ ε τ ε να
μ π ω ». — « Γ ι ά π ε ς μ ο υ την αλήθεια », ε ί π ε ο Ά γ ι ο ς Π έ τ ρ ο ς . « Ε ί χ ε ς κ α ι σ υ μ α κ ρ ύ χέρι, σ α ν τ ο ν κ λ έ φ τ η , κ α ι κορόιδευες τ ο υ ς π ε λ ά τ ε ς σου. Έ τ σ ι δεν ε ί ν α ι ; Δ ε ν σ ' α φ ή ν ω να μ π ε ι ς στον
Παράδεισο. Ο Κύριος εξάλλου
με
π ρ ό σ τ α ξ ε να μην α φ ή σ ω κ α ν έ ν α ν vc μ π ε ι όσο θα λ ε ί π ε ι ». — « Λ υ π ή σ ο υ με », φ ώ ν α ξ ε τ ό τ ε ο ρ ά φ τ η ς . " Τα μ ι κ ρ ά τ α κουρελάκια, π ο υ κόβονταν κ ι έπεφταν α π ' τον π ά γ κ ο μ ο υ , δεν α ξ ί ζ ο υ ν κ α ν τ ο ν κ ό π ο ν α μ ι λ ά μ ε . Α π 5 τ ο ν π ο λ ύ δρόμο που έκανα ώς εδώ κουτσαίνω και τα πόδια μου έχουν πληγιάσει. Αδύνατον να γυρίσω π ί σ ω . Ά σ ε με να μ π ω , κ ι ε γ ώ θ α κ ά ν ω όλες τις βαριές δουλειές. Θ α κ ο υ βαλάω τα παιδιά, θα τους αλλάζω τις πάνες, θα καθαρί ζω και θα σκουπίζω τους
πάγκους
που κάθονται και
παίζουν, θα μ π α λ ώ ν ω τα σκισμένα τους ρουχαλάκια ». Ο Ά γ ι ο ς Π έ τ ρ ο ς τον λυπήθηκε κι άνοιξε μ ι α χ α ρ α μ ά δ α την πόρτα,
ίσα π ο υ χ ώ ρ ε σ ε να τ ρ υ π ώ σ ε ι μ έ σ α ο
αδύνατος ράφτης. Τον έβαλε να καθίσει σε μια γ ω ν ι ά π ί σ ω α π ' την π ό ρ τ α και του είπε ν α μείνει εκεί δ α ή σ υ χ ο ς κι ασάλευτος, γ ι α να μην τον π ά ρ ε : είδηση ο Θεός, όταν θά 'ρθει, και θ υ μ ώ σ ε ι . Ο ρ ά φ τ η ς υπάκουσε. Ό τ α ν ό μ ω ς ο Ά γ ι ο ς Π έ τ ρ ο ς π ή γ ε να κάνει τις δουλειές του, ο π ε ρίεργος ράφτης σηκώθηκε κι άρχισε να τριγυρίζει π α ν τού μ έ σ α στον Π α ρ ά δ ε ι σ ο . Ώ σ π ο υ έ φ τ α σ ε σ ' ένα μέρος γ ε μ ά τ ο όμορφες, χρυσοστόλιστες καρέκλες. Και στη μέ ση ή τ α ν ένας θρόνος ψηλός, κ α μ ω μ έ ν ο ς α π ό α τ ό φ ι ο χ ρ υ σάφι και στολισμένος με πολύτιμα πετράδια. Ή τ α ν πιο ψηλός
α π ' τις
άλλες
καρέκλες και
μπροστά
του
ήταν
κι ένα χ ρ υ σ ό σ κ α μ ν ά κ ι . Σ' αυτό το θρόνο κ α θ ό τ α ν ο Θεός κι Α φ έ ν τ η ς μ α ς κι έβλεπε όλα όσα γίνονταν κ ά τ ω στη γ η . Ο ράφτης στάθηκε ώρα και κοίταζε
τον χρυσό θρό
νο. Γ ι α τ ί τ ο υ άρεσε κ α λ ύ τ ε ρ α α π ό κ α θ ε τ ί άλλο. Σ τ ο τ έ -
λ ο ς δεν ά ν τ ε ξ ε , α ν έ β η κ ε κ α ι κ ά θ ι σ ε σ τ ο θρόνο τ ο υ Θ ε ο ύ . Τ ό τ ε είδε όλα όσα γίνονταν σ τ η γ η .
Και πρόσεξε μια
ά σ χ η μ η γ ρ ι ά . π ο υ ε ί χ ε σ κ ύ ψ ε ι σ τ η ν όχθη
του π ο τ α μ ο ύ
κι έπλενε. Κι ε ν ώ έπλενε, έβαλε κ α τ ά μέρος δυο κ ο μ μ ά τια πανί. Ο ράφτης θύμωσε χρυσό σκαμνάκι και
τόσο πολύ που άρπαξε το
το πέταξε καταπάνω της
μ ' όλη
τ ο υ τ η δ ύ ν α μ η . Κ ι ε π ε ι δ ή δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε π ι α ν α τ ο π ι ά σει κ α ι ν α τ ο ξ α ν α α ν ε β ά σ ε ι σ τ η θέση τ ο υ , γ λ ί σ τ ρ η σ ε σ ι γ ά σ ι γ ά σ τ η ν κρυψώνα
του π ί σ ω α π ' την πόρτα κι έκανε
σαν να μην έτρεχε τ ί π ο τ α . Ό τ α ν γύρισε ο Κύριος και Θεός μας με την ουράνια α κ ο λ ο υ θ ί α του, δεν π ρ ό σ ε ξ ε τ ο ρ ά φ τ η π ο υ ή τ α ν κ ρ υ μ μ έ νος σ τ η γ ω ν ι ά τ ο υ . Μ ό λ ι ς κ ά θ ι σ ε ό μ ω ς στο θρόνο τ ο υ , είδε π ω ς τ ο σκαμνάκι του έλειπε. Άγιο
Ρ ώ τ η σ ε λοιπόν τον
Π έ τ ρ ο τι είχε γίνει το σκαμνάκι. Εκείνος ό μ ω ς
δεν ή ξ ε ρ ε . Ύ σ τ ε ρ α τ ο ν ρ ώ τ η σ ε α ν ε ί χ ε α φ ή σ ε ι
κανέναν
να μ π ε ι μέσα. « Δεν ήρθε κανείς, π α ρ ά μ ο ν ά χ α ένας κου τ σ ό ς ρ α φ τ ά κ ο ς , π ο υ είναι α κ ό μ α κ α θ ι σ μ έ ν ο ς π ί σ ω α π ό τ η ν π ό ρ τ α ». Ο Θ ε ό ς π ρ ό σ τ α ξ ε να τον φέρουν μ π ρ ο σ τ ά του και τον ρώτησε αν είχε πάρει το σκαμνάκι και π ο ύ το είχε π ά ε ι . Ο ρ ά φ τ η ς τότε α π ο κ ρ ί θ η κ ε χαρούμενος : « Ω, Θεέ και Κ ύ ρ ι ε μου, είδα μια γριά κ α κ ά σ χ η μ η , π ο υ έπλενε ρούχα στην α κ ρ ο π ο τ α μ ι ά . Κ α ι την ώρα π ο υ έπλε νε, ά π λ ω σ ε τ ο χ έ ρ ι τ η ς κ ι έκλεψε δυο κ ο μ μ ά τ ι α π α ν ί . Θ ύ μ ω σ α τόσο πολύ που της
πέταξα
το
σκαμνί ».
—
« Β ρ ε άθλιε », τ ο ύ ' β α λ ε τ ό τ ε τ ι ς φ ω ν έ ς ο Θεός, « αν τ ι μ ω ρ ο ύ σ α κι ε γ ώ έτσι, ξέρεις τι θά ' χ ε ς π ά θ ε ι κι εσύ ο ίδιος α κ ό μ α ; Ο ύ τ ε κ α ρ έ κ λ α ούτε κ α ρ ε κ λ ά κ ι ούτε τ ί π ο τ α δεν θ α μ α ς ε ί χ ε μείνει ε δ ώ στον
Παράδεισο, γιατί θα
τ ά ' χ α π ε τ ά ξ ε ι όλα στους α μ α ρ τ ω λ ο ύ ς . Δεν θ α σ ' α φ ή σω να μείνεις μ α ζ ί μας. Φ ύ γ ε και π ή γ α ι ν ε όπου σε β γ ά -
λ ε ι η ά κ ρ η . Ε δ ώ κ α ν ε ί ς άλλος δ ε ν έ χ ε ι δ ι κ α ί ω μ α ν α τ ι μωρεί, π α ρ ά μονάχα Ε γ ώ , ο Θεός ». Ο Ά γ ι ο ς Π έ τ ρ ο ς τον έβγαλε π ά λ ι έ ξ ω α π ' την π ό ρ τα. Κι επειδή τα ρούχα του ήταν κουρέλια και τα π ό δ ι α του πονεμένα, πήρε μια μαγκούρα να στηρίζει τα β ή μ α τα του
κ α ι τ ρ ά β η ξ ε κ α τ ά τους
στρατώνες του
βορρά,
ό π ο υ κ ά θ ο ν τ α ι οι φ α ν τ ά ρ ο ι και κ α λ ο π ε ρ ν ά ν ε .
36·
Το τραπεζάκι, ο χρυσογάιδαρος κι η μαγκούρα
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α ς ρ ά φ τ η ς , π ο υ είχε τρεις γιους και μια κατσίκα μονάχα. Κι επει
δή η κ α τ σ ί κ α έτρεφε όλη τ η ν οικογένεια με το γ ά λ α τ η ς ,
έπρεπε να τρώει κάθε
μέρα
μπόλικο χορτάρι. Οι τρεις
γιοι λ ο ι π ό ν τ η ν π ή γ α ι ν α ν ο κ α θ έ ν α ς μ ε τ η σ ε ι ρ ά ν α β ο σκήσει σ τ α λ ι β ά δ ι α . Μ ι α φ ο ρ ά την π ή ρ ε ο μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο ς α π ' τ ο υ ς τ ρ ε ι ς κ α ι τ η ν π ή γ ε στο ν ε κ ρ ο τ α φ ε ί ο , ό π ο υ ε ί χ ε πλούσιο χορτάρι. Τ η ν άφησε να βοσκήσει με την ησυχία τ η ς κ α ι ν α χ ο ρ ο π η δ ή σ ε ι ε δ ώ κ ι εκεί. Κ α ι τ ο β ρ ά δ υ , ό τ α ν ήρθε π ι α η ώ ρ α τσκούλα
μου,
να γυρίσουν σπίτι, τη ρ ώ τ η σ ε : χόρτασες; »
«Έφαγα και
Κι η
και τον
« Κα-
απάντησε :
χόρτασα
Θεό
Μπέεεε!
κατσίκα
εδόξασα!
»
" Ας γυρίσουμε λοιπόν στο σπιτάκι μ α ς ! », είπε το παιδί και τραβώντας την απ
το σκοινί την έφερε στο
στάβλο και την έδεσε π ρ ο σ ε χ τ ι κ ά .
" Λοιπόν, γιε μου ",
ρώτησε
καλά
ο
γερο-ράφτης,
« έφαγε
μας; » — « Ούου, έφαγε και χόρτασε και
η
κατσικούλα
τον
Θεό εδό-
ξ α σ ε ! » Ο π α τ έ ρ α ς ό μ ω ς ή θ ε λ ε να σ ι γ ο υ ρ ε υ τ ε ί κι ο ί δ ι ο ς . Π ή γ ε λοιπόν στο στάβλο, τη « Κατσικούλα
μου,
χάιδεψε
χόρτασες; »
Και
και τη ρώτησε : τότε
η
κατσίκα
αποκρίθηκε : « Τι
να
Όλη
μέρα
είμαι Μπέεεε!
φάω
η
μες
τώρα
καημένη; στους
τάφους
πεινασμένη!
»
« Τι είναι α υ τ ά π ο υ
α κ ο ύ ω ; »,
έβαλε τις φωνές ο
ράφτης. Και τρέχοντας π ή γ ε και κατσάδιασε το γιο του : « Π α λ ι ο ψ ε ύ τ η ! Μ ο υ ε ί π ε ς ότι η κ α τ σ ί κ α είναι χ ο ρ τ ά τ η , ενώ την είχες αφήσει θεονήστικη ! » Και π ά ν ω στο θυμό του άρπαξε τον π ή χ η
του,
έ δ ω σ ε ένα γερό
στο γιο του και τον έδιωξε απ
το σπίτι.
μπερντάχι
Τ η ν άλλη μ έ ρ α ή τ α ν η σειρά τ ο υ δεύτερου γ ι ο υ να πάει την
κατσίκα να
βοσκήσει.
Εκείνος
λοιπόν
έψαξε
και βρήκε ένα μέρος μ ε πλούσιο και π α ρ χ ο ρ τ ά ρ ι , κ ο ν τ ά σ τ ο φ ρ ά χ τ η ενός κ ή π ο υ . Ε κ ε ί
την
άφησε να β ο σ κ ή
σει όσο τ ρ α β ο ύ σ ε η ψ υ χ ή τ η ς . Κ α ι τ ο β ρ ά δ υ τ η
ρώτη
σε : « Κ α τ σ ι κ ο ύ λ α μ ο υ , χ ό ρ τ α σ ε ς ; » Κι η κ α τ σ ί κ α τ ο ύ απάντησε : « Έφαγα και
και
τον
Μπέεεε!
χόρτασα
Θεό
εδόξασα!
»
« Π ά μ ε σπίτι, λοιπόν! », είπε το παιδί και τ ρ α β ώ ν τας την π ί σ ω " Λοιπόν, γιε
του
γύρισε
μου »,
και
την
έδετε
στο
στάβλο.
ρώτησε και πάλι ο γερο-ράφτης,
« χόρτασε η κατσικούλα μ α ς ; » — « Έ φ α γ ε και χόρ τασε και τον Θεό ε δ ό ξ α σ ε ! », αποκρίθηκε
το
παιδί. Ο
ρ ά φ τ η ς ό μ ω ς δεν τ ο ν π ί σ τ ε ψ ε , π α ρ ά π ή γ ε ν α ρ ω τ ή σ ε ι και την
ίδια την κ α τ σ ί κ α :
« Κατσικούλα μου, χ ό ρ τ α
σες; » Και τότε η κατσίκα απάντησε : « Τι να φάω η καημένη; Όλη είμαι
μέρα
τώρα
Μπέεεε! " Βρε
το
" Τόσο καλό
μες
στ
αγκάθια
πεινασμένη !
»
θ ε ο μ π α ί χ τ η ! »,
θύμωσε
πάλι
ο
ράφτης.
ζώο και κόντεψε να το πεθάνει της πεί
νας ! " Κ α ι μ ι α κ α ι δυο ανεβαίνει π ά ν ω , α ρ π ά ζ ε ι τον π ή χη του και με τις ξυλιές διώχνει και τον δεύτερο γ ι ο του. Ή ρ θ ε π ι α η σειρά του τρίτου γιου, π ο υ βάλθηκε να τα καταφέρει καλύτερα απ
τους αδερφούς του. Έ ψ α ξ ε
και βρήκε χαμηλούς θάμνους
με τρυφερά και νόστιμα
φύλλα κι ά φ η σ ε την χ α τ σ ί κ α να βοσκήσει με την η σ υ χ ί α τ η ς όλη
μέρα.
Το βράδυ, π ο υ ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε να γυρίσει
σπίτι, τη ρ ώ τ η σ ε :
" Κ α τ σ ι κ ο ύ λ α μου, χόρτασες; » Κ α ι
η κατσίκα απάντησε : «Έφαγα και
και
τον
χόρτασα
Θεό
Μπέεεε!
εδόξασα!
»
« Π ά μ ε λοιπόν για το σπίτι », είπε το παιδί και τη γύρισε στο στάβλο ωραία και καλά. " Λοιπόν, γιε μου », ρώτησε πάλι ο γερο-ράφτης.
« Χόρτασε η κατσικούλα
μ α ς ; » — « Έ φ α γ ε και χ ό ρ τ α σ ε
και
τον Θεό εδόξασε,
π α τ έ ρ α ! » , α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο γ ι ο ς . Ο π α τ έ ρ α ς ό μ ω ς δεν τ ο ν πίστεψε,
παρά κατέβηκε
στο
στάβλο και
ρώτησε την
ίδια την κ α τ σ ί κ α : « Κ α τ σ ι κ ο ύ λ α μου, χ ό ρ τ α σ ε ς ; » Κ α ι το κακό ζ ώ ο πάλι αποκρίθηκε : « Τι
να
Όλη
μέρα
είμαι Μπέεεε! " Α,
τους
φάω
η
μες
τώρα
καημένη; στις
πέτρες
πεινασμένη!
»
α ρ χ ι ψ ε υ τ α ρ ά δ ε ς ! »,
φώναξε
« Ο ένας χειρότερος α π ' τον άλλον!
ο
Τέρμα,
πατέρας. όμως,
κοροϊδίες! Ως εδώ και μη π α ρ έ κ ε ι ! » Κι έξαλλος
οι
από
το θυμό του ανέβηκε π ά ν ω , άρπαξε τον π ή χ η του και τον έκανε τον τρίτο γ ι ο του τ
αλατιού, ώσπου ο κακο
μοίρης αναγκάστηκε να φύγει τρέχοντας απ
το σπίτι
για να γλιτώσει. Ο γερο-ράφτης έμεινε π ι α ολομόναχος με την κατσί κα του. Την άλλη μέρα το π ρ ω ί κ α τ έ β η κ ε στο στάβλο, τη χάιδεψε και της είπε :
« Έ λ α , καλή μου γιδούλα, θα
σε π ά ω ε γ ώ μόνος μου να βοσκήσ:ις ! » Κ α ι την π ή ρ ε α π ' τ ο σκοινί και την π ή γ ε στο πιο σκιερό κ α ι π λ ο ύ σ ι ο μέρος στο λιβάδι, όπου είχε χ ό ρ τ α και φύλλα, α π ' α υ τ ά π ο υ νοστιμεύονται οι κατσίκες.
« Εδώ μπορείς να φας
ό,τι τ ρ α β ά ε ι η κ α ρ δ ι ά σου ! », τ η ς είτε κ α ι τ η ν ά φ η σ ε να βοσκήσει ή σ υ χ α κι ω ρ α ί α ώς το βράδυ. Κι όταν έ φ τ α σ ε το β ρ ά δ υ , τη ρ ώ τ η σ ε :
" Κατσικούλα μου, χόρτασες; »
Κι εκείνη του α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Έφαγα και
και
τον
Μπέεεε!
χόρτασα
Θεό
εδόξασα!
»
« Ας γυρίσουμε λοιπόν στο σπίτι μ α ς ! », είπε ο ρά φτης και την π ή γ ε π ί σ ω στο στάβλο. Αλλά που έβγαινε για ν
τη στιγμή
ανέβει στο σπίτι, γύρισε άλλη μ ι α φ ο
ρά και της είπε :
« Ε, σήμερα π ι α έφαγες κ α λ ά ! Δεν
φ α ν τ ά ζ ο μ α ι να π ε ι ν ά ς ; » Η κ α τ σ ί κ α ό μ ω ς δεν είχε βάλει μυαλό : « Τι να φάω η Όλη
μέρα
είμαι Μπέεεε!
μες
τώρα
καημένη; στα
βράχια
πεινασμένη!
»
Ό τ α ν την άκουσε ο γ ε ρ ο - ρ ά φ τ η ς , έμεινε με το στό μα ανοιχτό και κατάλαβε π ω ς άδικα είχε διώξει τα τρία π α ι δ ι ά τ ο υ . « Π ε ρ ί μ ε ν ε τ ώ ρ α και θα σου δ ε ί ξ ω ε γ ώ , α χ ά ριστο ζ ώ ο ! », της είπε. « Δεν φτάνει να σε δ ι ώ ξ ω ,
εσέ
ν α . Σ τ ά σ ο υ κ α ι θ α σ ε κ α ν ο ν ί σ ω έ τ σ ι π ο υ δεν θ α μ π ο ρ ε ί ς π ι α ν' αντικρίσεις και να κοροϊδέψεις κανέναν τίμιο ρά φ τ η , ό π ω ς κορόιδεψες ε μ έ ν α ! » Κι αρπάζει α μ έ σ ω ς το ξυράφι του, της σαπουνίζει το κεφάλι και την ξυρίζει
γ ο υ λ ί . Κ ι ε π ε ι δ ή δεν ή θ ε λ ε ν α τ η ς κ ά ν ε ι τ η ν τ ι μ ή κ α ι ν α τ η δείρει μ ε τον π ή χ η τ ο υ , ά ρ π α ξ ε
το
καμουτσίκι και
την κυνήγησε κακήν κ α κ ώ ς . Ολομόναχος πια ο ράφτης καθόταν στο σπίτι του κι έ κλαιγε τη μοίρα του. Κ α ι παρακαλούσε τον Θεό να του φ έ ρ ε ι π ί σ ω τ ο υ ς τ ρ ε ι ς γ ι ο υ ς τ ο υ . Α λ λ ά κ α ν ε ί ς δεν ή ξ ε ρ ε τι είχαν απογίνει τα τρία παιδιά.
Ο
μεγαλύτερος είχε
μ π ε ι π α ρ α γ ι ό ς σ ' έναν μ α ρ α γ κ ό . Κ ά θ ι σ ε κ ο ν τ ά τ ο υ κ α ι
έμαθε καλά την τέχνη, κι όταν π ι α πέρασε ο καιρός και ήρθε η ώ ρ α του να φύγει, ο μ ά σ τ ο ρ α ς του χ ά ρ ι σ ε ένα τ ρ α π ε ζ ά κ ι , π ο υ δεν ξ ε χ ώ ρ ι ζ ε κ α θ ό λ ο υ α π κι ήταν καμωμένο από καλό
τ
άλλα, ούτε
κι ακριβό ξύλο. Ε ί χ ε ό μ ω ς
μια ξεχωριστή δύναμη : όταν τό 'στηνες στα πόδια του και τού 'λεγες « Τ ρ α π ε ζ ά κ ι στρώσου ! " , τότε στρωνόταν στη στιγμή με καθαρό τραπεζομάντιλο
και γέμιζε πιά
τα και μαχαιροπίρουνα και πιατέλες με νόστιμα
κι αχνι-
σ τ ά φ α γ η τ ά και π ο τ ή ρ ι α μ ε κόκκινο κρασί, π ο υ τ ά ' β λ ε πες κι ευφραινόταν η
ψυχή
σου!
Το παλικάρι
κ α ι το θ α ύ μ α σ ε κι ε ί π ε με το νου τ ο υ : « Μ
το
είδε
αυτό το τ ρ α
π ε ζ ά κ ι δεν έ χ ε ι ς π ι α τ ί π ο τ α κ α ι κ α ν έ ν α ν α ν ά γ κ η ! » Το π ή ρ ε λοιπόν κι άρχισε να γυρίζει τον κ ό σ μ ο κ α ι διόλου δεν σ κ ο τ ι ζ ό τ α ν α ν τ ο π α ν δ ο χ ε ί ο π ο υ δ ι ά λ ε γ ε ή ταν καλό ή κ α κ ό , κι αν θά 'βρισκε φαγητό ή όχι να χ ο ρ τάσει.
Κι όσες φορές τραβούσε η καρδιά τ ο υ να μείνει
σ τ η ν ε ξ ο χ ή , δεν έ μ π α ι ν ε κ α ν σ τ ι ς π ο λ ι τ ε ί ε ς π ο υ σ υ ν α ν τούσε, π α ρ ά έστρωνε το τραπεζάκι του στο δάσος, στα χωράφια, στα λιβάδια, όπου κι αν βρισκόταν. Κι έτρω γε με την ψυχή του. Ώ σ π ο υ κάποια μέρα πεθύμησε να γυρίσει π ί σ ω στον π α τ έ ρ α του. είχε
πια καταλαγιάσει.
που είχε αποκτήσει, χαρά.
Και
με
Ο θυμός τού ράφτη θα το
μαγικό
τραπεζάκι
ο πατέρας του θα τον δεχόταν με
Ξεκίνησε, λοιπόν, γ ι α το χωριό του και στο δρόμο σ τ α μ ά τ η σ ε σ' ένα πανδοχείο γ ι α να ξεκουραστεί. Ό τ α ν μ π ή κ ε μέσα, όλα τ α τ ρ α π έ ζ ι α ήταν γ ε μ ά τ α . Τον κ α λ ω σόρισαν και τον κάλεσαν να κοπιάσει και να φάει μ α ζ ί τ ο υ ς , γ ι α τ ί σ τ ο μ α γ ε ρ ε ι ό δεν ε ί χ ε μ ε ί ν ε ι τ ί π ο τ α . Ο ν ε α ρ ό ς μ α ρ α γ κ ό ς ό μ ω ς α ρ ν ή θ η κ ε : « Ό χ ι , δεν θ έ λ ω ν α σ α ς π ά ρ ω την μ π ο υ κ ι ά α π ' τ ο στόμα. Κ α λ ύ τ ε ρ α κ ο π ι ά σ τ ε εσείς να φάτε στο δικό μου τραπέζι ». Εκείνοι γέλασαν, γ ι α τ ί νόμισαν π ω ς τό 'χε πει γι
αστείο. Αυτός όμως
έστησε
το ξύλινο τ ρ α π ε ζ ά κ ι τ ο υ μες σ τ η μέση κ α ι είπε : « Τ ρ α π ε ζ ά κ ι στρώσου ! » Κι αμέσως το τ ρ α π ε ζ ά κ ι γέμισε με πιατέλες τόσο λαχταριστές, που α κ ό μ α κι ο καλύτερος μάγειρος θα δυσκολευόταν να ετοιμάσει. Κι οι μυρωδιές τ ο ύ ς έ σ π α σ α ν τη μ ύ τ η . " Κ ο π ι ά σ τ ε , φίλοι μ ο υ ! », τ ο υ ς ε ί π ε ο ν ε α ρ ό ς μ α ρ α γ κ ό ς . Κ ι ο ι υ π ό λ ο ι π ο ι δεν π ε ρ ί μ ε ν α ν να τ ο υ ς το π ε ι δεύτερη φορά, π α ρ ά ρ ί χ τ η κ α ν με τα μ ο ύ τ ρ α στο φαγητό. Κι ακόμα περισσότερο θαύμασαν που, μό λις
άδειαζε
μ ι α π ι α τ έ λ α , α μ έ σ ω ς έπαιρνε τη θέση τ η ς
μια άλλη, ξέχειλη. Ο ταβερνιάρης καθόταν σε μια γ ω ν ι ά και κοίταζε μ' ανοιχτό το στόμα. Δεν ήξερε τι να πει. Και μέσα του σκεφτόταν : « Έ ν α ν τέτοιο μάγειρο έπρε πε νά ' χ ω στο π α ν δ ο χ ε ί ο μου ! » Ο μ α ρ α γ κ ό ς κι η συντροφιά του το γ λ έ ν τ η σ α ν μ έ χ ρ ι ς αργά τη νύχτα. Κι αφού έφαγαν και διασκέδασαν με την ψυχή τους, έπεσαν γ ι α ύπνο. Κ α ι το π α λ ι κ ά ρ ι βόλεψε το τ ρ α π ε ζ ά κ ι του κ ο ν τ ά στον τ ο ί χ ο κι έπεσε κι αυτό να κοι μ η θ ε ί . Ο τ α β ε ρ ν ι ά ρ η ς ό μ ω ς δεν έ β ρ ι σ κ ε η σ υ χ ί α . Θ υ μ ή θηκε ότι στο κελάρι του είχε ένα σ ω ρ ό π α λ ι ο π ρ ά μ α τ α κ α ι ανάμεσα
τους
ήταν
κι
ένα
μισοχαλασμένο
τραπεζάκι,
π ο υ έ μ ο ι α ζ ε ολόιδιο με το μ α γ ι κ ό τ ρ α π ε ζ ά κ ι τού νεαρού μαραγκού. Π ή γ ε σιγά σιγά και το ανέβασε π ά ν ω και, χ ω -
ρίς κ α ν ε ί ς ν α τον π ά ρ ε ι χ α μ π ά ρ ι , τ ο άλ?αξε μ ε τ ο τ ρ α π ε ζάκι του νεαρού. Τ η ν άλλη μέρα το πρωί ο μ α ρ α γ κ ό ς τον π λ ή ρ ω σ ε , π ή ρ ε το τ ρ α π ε ζ ά κ ι του, χωρίς καν να του περάσει απ
τ ο νου π ω ς τ ο υ τ ο ε ί χ α ν αλλάξει, κ ι έ φ υ γ ε
για το χωριό του. Το μεσημέρι έφτασε στο σπίτι τού π α τέρα του, π ο υ τον υ π ο δ έ χ τ η κ ε με μεγάλη χ α ρ ά . " Γ ι ά π ε ς μου, καλό μου παιδί, έμαθες κ α μ ι ά τέχνη να βγάζεις το ψ ω μ ί σου; ", τον ρώτησε. τ έ ρ α »,
αποκρίθηκε
ο
« Έγινα μαραγκός, π α
μεγάλος
του γιος.
— « Καλή
δουλειά διάλεξες », του είπε ο γέρος. " Και τι έφερες μ α ζί σου α π ' το τ α ξ ί δ ι σ ο υ ; » — « Π α τ έ ρ α , το π ο λ υ τ ι μ ό τερο π ρ ά γ μ α π ο υ α π ό κ τ η σ α είναι τούτο τ ο τ ρ α π ε ζ ά κ ι » . Ο ράφτης το περιεργάστηκε καλά καλα απ
όλες τ ι ς μ ε
ριές κ α ι τ έ λ ο ς ε ί π ε : " Δεν είναι κ α ι τ ί π ο τ α σ π ο υ δ α ί ο τ ο τ ρ α π ε ζ ά κ ι π ο υ κ ο υ β ά λ η σ ε ς μ α ζ ί σου ! Π α λ ι ό κ α ι μ ι σ ο χ α λ α σ μ έ ν ο δ ε ί χ ν ε ι ! » — « Ε ί ν α ι ό μ ω ς μ α γ ι κ ό », τ ο υ είπε ο γιος του. « Το στήνω και το π ρ ο σ τ ά ζ ω να σ τ ρ ω θεί κ α ι τ ό τ ε εκείνο α μ έ σ ω ς γ ε μ ί ζ ε ι μ ε τ α κ α λ ύ τ ε ρ α φ α γ η τ ά κι ένα κρασί να ευφραίνεται η καρδιά σου. Ας κ α λέσουμε όλους τ ο υ ς συγγενείς κ α ι τους φίλους μ α ς , να φάνε όσο τ ρ α β ά ε ι η όρεξη τ ο υ ς . Το τ ρ α π ε ζ ά κ ι μ ο υ θα τους
χορτάσει
όλους ».
Κι όταν μ α ζ ε ύ τ η κ ε η συντροφιά, ο μ ε γ ά λ ο ς γ ι ο ς τ ο ύ ράφτη
έστησε το τραπεζάκι του
στη
μέση
και
είπε :
« Τ ρ α π ε ζ ά κ ι σ τ ρ ώ σ ο υ ! » Τ ο τ ρ α π ε ζ ά κ ι ό μ ω ς δεν σ ά λεψε κι έμεινε αδειανό,
σαν κ ά θ ε άλλο τ ρ α π έ ζ ι π ο υ δεν
ξ έ ρ ε ι α π ό τ έ τ ο ι α κ α ι δεν κ α τ α λ α β α ί ν ε ι τ η ν α ν θ ρ ώ π ι ν η λαλιά. Τότε κατάλαβε ο καημένος ο μαραγκός π ω ς του είχαν αλλάξει το τ ρ α π ε ζ ά κ ι του και ντράπηκε πολύ που βγήκε
ψεύτης.
Οι συγγενείς και οι
φίλοι τον
άρχισαν
στις κοροϊδίες κι α ν α γ κ ά σ τ η κ α ν να γυρίσουν στα σ π ί τ ι α
τους
νηστικοί.
Ο
γερο-πατέρας
ξαναπήρε
τη
βελόνα
κι άρχισε να δουλεύει κι ο γιος τ ο υ μ π ή κ ε π ά λ ι στη δού λεψη
ενός
μαραγκού.
Ο δεύτερος γ ι ο ς ε ί χ ε μπει π α ρ α γ ι ό ς σ' έναν μ υ λ ω ν ά , γ ι α να μάθει την τέχνη. Κι οταν πέρασε ο καιρός κι ήρθε π ι α η ώ ρ α τ ο υ να φ ύ γ ε ι , ο μ υ λ ω ν ά ς του ε ί π ε :
" Μου
δούλεψες κ α λ ά κ α ι π ρ ό θ υ μ α . Τ ώ ρ α π ο υ θ α φ ύ γ ε ι ς , σου χ α ρ ί ζ ω έ ν α γ α ϊ δ α ρ ά κ ο , π ο υ δεν τ ρ α β ά ε ι κ ά ρ ο ο ύ τ ε κ ο υ β α λ ά ε ι σ α κ ι ά . Έ χ ε ι ό μ ω ς ένα χ ά ρ ι σ μ α α ν ε κ τ ί μ η τ ο » . — " Τι
κάνει
δ η λ α δ ή ; »,
ρώτησε
το π α λ ι κ ά ρ ι .
" Φτύνει
χ ρ υ σ ά φ ι », αποκρίθηκε ο μυλωνάς. " Τον βάζεις π ά ν ω σ'
έ ν α σ ε ν τ ό ν ι κ α ι τ ο υ λες :
Μ π ρ ι κ λ ε μ π ρ ί τ ! Κι αυτός
α μ έ σ ω ς α ρ χ ί ζ ε ι να φτύνει χρυσά φλουριά, όσα θέλεις ». — " Α υ τ ό δεν ε ί ν α ι κ α θ ό λ ο υ ά σ χ η μ ο », ευχαρίστησε το μυλωνά κι έφυγε Κάθε που χρειαζόταν λεφτά,
να
είπε ο νεαρός,
γυρίσει τον κ ό σ μ ο .
δεν ε ί χ ε π α ρ ά ν α π ε ι σ τ ο
γαϊδαράκο του : Μ π ρ ι κ λ ε μ π ρ ί τ ! κι αυτός έφτυνε βροχή τ α φ λ ο υ ρ ι ά . Κ ι ά λ λ ο κ ό π ο δεν έ π ρ ε π ε ν α κ ά ν ε ι τ ο π α λ ι κάρι, π α ρ ά να σκύψει να τα μαζέψει. Ό π ο υ κι αν π ή γαινε, ζητούσε τα καλύτερα και τ' ακριβότερα π ρ ά γ μ α τ α . Κ α ι δ ε ν τ ο ν έ ν ο ι α ζ ε , όσο α κ ρ ι β ά κ ι α ν ή τ α ν , γ ι α τ ί τ ο πουγκί του ήταν π ά ν τ α γεμάτο. Α φ ο ύ γύρισε λοιπόν κ ά μ π ο σ ο ν καιρό τον κόσμο, σκέ φτηκε :
" Π ρ έ π ε ι να γυρίσεις στον π α τ έ ρ α σου.
Τώρα
που έχεις και τον χρυσό γαϊδαράκο, θα ξεχάσει το θυμό του και θα σε δεχτεί μ' ανοιχτές αγκάλες ». Και μια και δυο π ή ρ ε τ ο δρόμο του γ υ ρ ι σ μ ο ύ . Έ τ υ χ ε ό μ ω ς κ α ι μ π ή κ ε σ τ ο ίδιο π α ν δ ο χ ε ί ο π ο υ ε ί χ ε μ π ε ι κι ο α δ ε ρ φ ό ς τ ο υ ο μ ε γ ά λ ο ς . Ό τ α ν β γ ή κ ε ο ξ ε ν ο δ ό χ ο ς ν α τ ο ν υ π ο δ ε χ τ ε ί , δεν τον άφησε να του πάρει το ζ ώ ο α π ' τα χέρια, αλλά είπε : " Μην κάνεις τον κ ό π ο . Θα τον π ά ω μόνος μου στο σ τ ά -
βλο και μόνος μου θα τον δ έ σ ω . Γ ι α τ ί π ρ έ π ε ι να ξέρω α κ ρ ι β ώ ς π ο ύ είναι ο γαϊδαράκος μου ». Ο ξενοδόχος π α ρ α ξ ε ν ε ύ τ η κ ε . Κ ι α π 5 τ ο μυαλό τ ο υ π έ ρ α σ ε π ω ς ο κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο ς τ ο υ π ε λ ά τ η ς δεν θ α ε ί χ ε κ α ι π ο λ λ ά ν α ξ ο δ έ ψ ε ι , αφού προτιμούσε α κ ό μ α και το ζωντανό του να το φρον τίσει μοναχός του.
Ό τ α ν ομως ο ξένος έβαλε το χέρι
στην τ σ έ π η , έ β γ α λ ε δυο χρυσά φλουριά κ α ι τον έστειλε να τ ο υ α γ ο ρ ά σ ε ι ό,τι καλύτερο ε ί χ ε η α γ ο ρ ά , ο ξενοδό χ ο ς α π ό ρ η σ ε α κ ό μ α περισσότερο κ ι έτρεξε ν α βρει τ ο υ ς νοστιμότερους μεζέδες. Μετά το
φαγητό,
ο ξένος τον
ρώτησε τι του χρωστούσε. Ο ξενοδόχος τότε έβγαλε το κοντύλι του και λογάριασε και π α ρ α φ ο ύ σ κ ω σ ε το λογα ριασμό
όσο
μπορούσε
περισσότερο.
Και τέλος ζήτησε
α π 5 το π α λ ι κ ά ρ ι ά λ λ α δυο φλουριά. Ο νεαρός μ υ λ ω ν ά ς έβαλε το χέρι στην τ σ έ π η , το χρυσάφι του ό μ ω ς είχε τελειώσει.
" Π ε ρ ί μ ε ν ε μ ι α σ τ ι γ μ ή , κ υ ρ - ξ ε ν ο δ ό χ ε ! », εί
π ε . " Θ α π ά ω α μ έ σ ω ς ν α σου φ έ ρ ω τ α φ λ ο υ ρ ι ά σ ο υ » . Κ α ι έ φ υ γ ε π α ί ρ ν ο ν τ α ς μ α ζ ί του κι ένα σεντόνι. Ο ξενοδόχος δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε π ι α ν α σ υ γ κ ρ α τ ή σ ε ι τ η ν π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α τ ο υ . Τ ο ν π ή ρ ε σ τ α κ ρ υ φ ά α π ό π ί σ ω κ α ι τον είδε ν α μ π α ί ν ε ι στο στάβλο. Ε π ε ι δ ή όμως το παλικάρι μαντάλωσε π ί σ ω του την π ό ρ τ α , ο ξενοδόχος σκαρφάλωσε κι άρχισε να τον κ ρ υ φ ο κ ο ι τ ά ζ ε ι α π ό μ ι α χ α ρ α μ ά δ α . Θ ξένος ά π λ ω σ ε το
α π 5 το
σεντόνι κ ά τ ω
γάιδαρο, φώναξε :
Μπρικλε
μ π ρ ί τ ! κι αμέσως χρυσά φλουριά άρχισαν να πέφτουν στη γη απ σκέφτηκε ο Τέτοιο
το
στόμα του
ζώου.
" Παναγίτσα
ξενοδόχος. « Τι π ρ ά γ μ α είναι π ά λ ι
πορτοφόλι
χαρά
στον
που
το
έχει!
μ ο υ ! », τούτο ! Δεν
θά
' τ α ν κι ά σ χ η μ α να το π ά ρ ω σ τ α χ έ ρ ι α μου ! » Ο ξένος π λ ή ρωσε το φ α γ η τ ό του κι έπεσε να κοιμηθεί. Ο ξενοδόχος όμως
γλίστρησε
κρυφά
στο
στάβλο,
πήρε
το
γάιδα-
ρο π ο υ έ φ τ υ ν ε χ ρ υ σ ά φ ι κι έδεσε σ τ η θέση του έναν άλλον. Ό τ α ν ξημέρωσε, ο νεαρός μυλωνάς έφυγε με το γ ά ι δαρο του κι ούτε π ο υ φ α ν τ α ζ ό τ α ν ότι του τ ο ν είχανε αλ λάξει. Τ ο μ ε σ η μ ε ρ ά κ ι έ φ τ α σ ε σ τ ο σ π ί τ ι του π α τ έ ρ α τ ο υ , κι ο γ έ ρ ο ς χ ά ρ η κ ε π ο υ τον ξαναείδε κ α ι τον υ π ο δ έ χ τ η κ ε μ ε χ α ρ ά μ ε γ ά λ η . " Γ ι ά π ε ς μ ο υ , π α ι δ ί μου, έ μ α θ ε ς κ α μ ι ά τέχνη να βγάζεις το ψωμί σου; », ρώτησε. « Έ γ ι ν α μυ λωνάς, π α τ έ ρ α », απάντησε το παλικάρι. έφερες απ εδώ
το
« Κ α ι τι μας
το τ α ξ ί δ ι σ ο υ ; » — « Δεν έφερα π α ρ ά τούτον
γ α ϊ δ α ρ ά κ ο ».
—
« Γαϊδούρια
έχουμε
κι
εδώ
μ π ό λ ι κ α », είπε ο π α τ έ ρ α ς . " Ε γ ώ θα προτιμούσα κ α μ ι ά κ α λ ή κ α τ σ ι κ ο ύ λ α ». — " Μα ο γ ά ι δ α ρ ο ς
μ ο υ δεν ε ί ν α ι
σ α ν τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς », α π ά ν τ η σ ε ο δ ε ύ τ ε ρ ο ς γ ι ο ς τ ο υ .
« Ο
γ α ϊ δ α ρ ά κ ο ς τούτος εδώ φτύνει χ ρ υ σ ά φλουριά. Μόλις του πω : ΜπρικλεμπρίτI
α μ έ σ ω ς τ α φλουριά π έ φ τ ο υ ν βρο
χ ή . Μ ά ζ ε ψ ε όλους τους συγγενείς μ α ς , κ ι ε γ ώ θ α τ ο υ ς κάνω
π λ ο ύ σ ι ο υ ς ».
—
" Ωραίο
π ρ ά μ α ! »,
σκέφτηκε
ο
ράφτης. « Δεν θα σ τ ρ α β ώ ν ο μ α ι π ι α με το βελόνι! » Κ α ι τρέχοντας π ή γ ε να προσκαλέσει τους συγγενείς και τους φίλους. Ό τ α ν μ α ζ ε ύ τ η κ α ν όλοι, ο νεαρός μ υ λ ω ν ά ς τ ο ύ ς έ β α λε να καθίσουν στη σάλα, ά π λ ω σ ε το σεντόνι του κι έφε ρε και το γ α ϊ δ α ρ ά κ ο του. " Τα μ ά τ ι α σας τέσσερα, τ ώ ρα ! », τ ο υ ς είπε
και
φώναξε στο γάιδαρο :
Μπρικλε
μ π ρ ί τ ! Α λ λ ά κάθε άλλο π α ρ ά φλουριά ή τ α ν α υ τ ά π ο υ π έ σανε στο σεντόνι τ ο υ . Κι ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς κ α τ ά λ α β ε ότι ο γάιδαρος
αυτός
δεν
κάτεχε
την
τέχνη
των
φλουριών.
Γ ι α τ ί δεν μ π ο ρ ε ί ο κ ά θ ε τ υ χ α ί ο ς γ ά ι δ α ρ ο ς ν α φ τ ά σ ε ι τ ό σο ψηλά. Κι ο δεύτερος γιος του ράφτη κοκκίνισε
ντρο
πιασμένος που τον είχαν κοροϊδέψει και του είχαν πάρει μέσα απ
τ α χέρια τον χρυσό του γ α ϊ δ α ρ ά κ ο .
Ζήτησε
λοιπόν σ υ γ γ ν ώ μ η
απ'
τους συγγενείς και τους
φίλους,
π ο υ γ ύ ρ ι σ α ν σ τ α σ π ί τ ι α τ ο υ ; τ ο ίδιο φ τ ω χ ο ί ό π ω ς ε ί χ α ν έ ρ θ ε ι . Κ ι ά λ λ η λ ύ σ η δεν τους έ μ ε ι ν ε , π α ρ ά ν α ξ α ν α π ι ά σ ε ι ο π α τ έ ρ α ς το βελόνι κ α ι να μ π ε ι ο γ ι ο ς βοηθός σ τ η δού λεψη
κάποιου
μυλωνά.
Ο τρίτος αδερφός μπήκε π α ρ α γ ι ό ς σε κάποιον τορ ν α δ ό ρ ο . Κι ε π ε ι δ ή η τ έ χ ν η α υ τ ή είναι δ ύ σ κ ο λ η , χ ρ ε ι ά σ τ η κ ε περισσότερο καιρό απ' τους άλλους γ ι α να θει. Σ τ ο μ ε τ α ξ ύ τ
τη μά
αδέρφια του τού 'στειλαν γ ρ ά μ μ α και
του εξιστόρησαν τα π α θ ή μ α τ α τους και π ω ς ο ξενοδόχος τ ο υ ς ε ί χ ε γ ε λ ά σ ε ι κ α ι τους είχε
βουτήξει μέσ'
απ'
τα
χέρια τα πολύτιμα π ρ ά γ μ α τ α τους. Ό τ α ν ο μικρός γιος λοιπόν έ μ α θ ε τ η ν τ έ χ ν η και ήρθε π ι α η ώ ρ α να φ ύ γ ε ι , ο μ ά σ τ ο ρ α ς του χ ά ρ ι σ ε ένα σακούλι γ ι α να τον ανταμείψει γ ι α τις υπηρεσίες του. " Μέσα έχει μια μ α γ κ ο ύ ρ α », του είπε. " Το σακούλι μ π ο ρ ώ να το κ ρ ε μ ά σ ω στον ωμο μου και θα μου φανεί πολύ χρήσιμο », αποκρίθηκε το π α λ ι κάρι. " Αλλά τη μαγκούρα τι τη θέλω; Ί σ α που θα με β α ρ α ί ν ε ι ! » — « Κ ά τ σ ε κ α ι θα σ ο υ ε ξ η γ ή σ ω »,
είπε ο
μ ά σ τ ο ρ α ς . " Αν σε πειράξει κανένας στο δρόμο σου, τ ό τε θα π ε ι ς : Μ α γ κ ο ύ ρ α , έ β γ α α π ' το σ α κ ο ύ λ ι ! Κ α ι κείνη τότε πηδάει έξω α λ ύ π η τ α όποιον σ
α π ' το σακούλι κι
α ρ χ ί ζ ε ι ν α δέρνει
έχει πειράξει, τόσο π ο υ τον κάνει α
σ ή κ ω τ ο α π ' τ ο π ο λ ύ ξ ύ λ ο . Κ α ι δεν σ τ α μ α τ ά ε ι , α ν δ ε ν της πεις : Μαγκούρα, έ μ π α στο σακούλι! » Ο π α ρ α γ ι ό ς του τον ευχαρίστησε, κρέμασε το σακού λι στον ώ μ ο του κι όποτε τύχαινε κανείς να τον πειράξει, έλεγε : « Μ α γ κ ο ύ ρ α , έ β γ α α π ' το σ α κ ο ύ λ ι ! » Κι α μ έ σ ω ς η μ α γ κ ο ύ ρ α π η δ ο ύ σ ε έξω τ
α π ' το σακούλι και τον έκανε
αλατιού πριν π ρ ο λ ά β ε ι να μετρήσει τ ρ ί α !
τορναδόρος ξεκίνησε κι αυτός γ ι α
το χωριό
Ο νεαρός
του
και το
βραδάκι έφτασε στο πανδοχείο όπου
είχαν
σταματήσει
και τ' αδέρφια του. Ά φ η σ ε το δισάκι ίου στο τ ρ α π έ ζ ι κ ι ά ρ χ ι σ ε ν α ε ξ ι σ τ ο ρ ε ί τ α π α ρ ά ξ ε ν α π ο υ ε ί χ ε δει σ τ ο τ α ξίδι τ ο υ . " Ξ έ ρ ω π ω ς υ π ά ρ χ ο υ ν τ ρ α π ε ζ ά κ ι α π ο υ σ τ ρ ώ νονται μ ο ν ά χ α τους και γεμίζουν μ'
όλα
τα καλά τού
Θεού. Ή πάλι γαϊδουράκια που φτύνουν φλουριά με το τ σ ο υ β ά λ ι . Α λ λ ά ό λ α α υ τ ά δεν ε ί ν α ι τ ί π ο τ α
μ π ρ ο σ τ ά στο
θησαυρό π ο υ κ ρ ύ β ω ε γ ώ στο σακούλι μου ». Ο ξενοδό χος τέντωσε τ
αυτιά του :
" Τι να κρύβει ά ρ α γ ε εκεί
μ έ σ α ; Θα πρέπει νά 'χει το σακούλι του γ ε μ ά τ ο διαμάν τια και μαργαριτάρια. Ό λ α τα καλά π ρ ά γ μ α τ α τριτώ νουν, ό π ω ς κ α ι τ ' ά σ χ η μ α .
Η καλή μου τ ύ χ η μού τον
έφερε ώς ε δ ώ . Π ώ ς να κ ά ν ω να τού το π ά ρ ω ; » Ό τ α ν ήρθε η ώ ρ α γ ι α ύ π ν ο , ο ξένος ξ α π λ ώ θ η κ ε στον π ά γ κ ο του κι έβαλε το σακούλι του γ ι α μαξιλάρι του. Ο ξενο δόχος
περίμενε
ν'
αποκοιμηθεί
βαθιά
κι
ύστερα π ή γ ε
σ ι γ ά σ ι γ ά κι άρχισε να τραβάει μ α λ α κ ά το σακούλι, γ ι α ν α τ ο υ τ ο π ά ρ ε ι κ α ι ν α βάλει έ ν α ά λ λ ο σ τ η θ έ σ η
του.
Κι ο νεαρός τορναδόρος όμως αυτό περίμενε. Κ α ι κ α θ ώ ς ο ξ ε ν ο δ ό χ ο ς ε ί χ ε α π λ ώ σ ε ι τ ο χέρι τ ο υ σ τ ο σ α κ ο ύ λ ι , τ ο π α λικάρι
φώναξε :
« Μ α γ κ ο υ ρ α , έ β γ α α π ' το σ α κ ο ύ λ ι ! »
Κι α μ έ σ ω ς η μ α γ κ ο ύ ρ α βγήκε έ ξ ω και τον έκανε τον ξε νοδόχο
μαύρο
Φώναζε τούσε
ξύλο.
εκείνος και ζ η
λύπηση,
δυνατότερα σο
στο
περισσότερες
Ώσπου
αλλά
φώναζε
στο
όσο τό
έτρωγε.
τέλος έπεσε
κ α τ ά χ α μ α μισοπεθαμένος. Ο
ξένος
τότε του
είπε :
« Αν δεν μ ο υ δ ώ σ ε ι ς τ ώ ρ α αμέσως το τραπεζάκι που στρώνεται
μόνο
του
και
το γ α ϊ δ α ρ ά κ ο που φτύνει χρυσά στη
φλουριά,
θα
πω
μαγκούρα
μου
να
ξ α ν α ρ χ ί σ ε ι ! » — « Ό χ ι , γ ι α τον
Θ ε ό ! »,
ξενοδόχος.
θέλεις, φτάνει να ξ α -
« Θα
σου
δώσω
ό,τι
τον
έκοψε
ο
ν α χ ώ σ ε ι ς τ η δαιμονισμένη τ η μ α γ κ ο ύ ρ α σου στο σ α κ ο ύ λι τ η ς ! » Το π α λ ι κ ά ρ ι τότε του είπε : φτάνει να βρουν
τ'
αδέρφια
μου
" Θα σε λ υ π η θ ώ ,
το δίκιο τους. Αλλά
πρόσεχε καλά, μην π α ς να με γελάσεις, γιατί τανιώσεις πολύ ! » Ύστερα φώναξε :
θα το με
« Μαγκούρα, έμπα
στο σ α κ ο ύ λ ι ! » Κ α ι το ξύλο α μ έ σ ω ς σ τ α μ ά τ η σ ε . Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί ο νεαρός τορναδόρος έφυγε φορτωμένος με το τ ρ α π ε ζ ά κ ι και με το σακούλι του στον ώ μ ο . Ξ ο π ί σ ω τ ο υ έσερνε
το γαϊδαράκο
που έφτυνε τα
χρυσά φλουριά. Κ α τ ά το μεσημέρι έφτασε στο σπίτι τού π α τ έ ρ α τ ο υ κι ο γ ε ρ ο - ρ ά φ τ η ς χ ά ρ η κ ε μ ό λ ι ς τον είδε κ α ι τον ρ ώ τ η σ ε κ ι α υ τ ό ν π ο ι α τ έ χ ν η είχε μ ά θ ε ι .
" Πατέρα
μου, έγινα τορναδόρος », αποκρίθηκε ο μικρός του γιος. " Δ ύ σ κ ο λ η κ α ι κ α λ ή τ έ χ ν η », ε ί π ε ο π α τ έ ρ α ς .
" Κ α ι τι
μας έφερες α π ' τα ταξίδια σου; » — < Έ φ ε ρ α κάτι π ο λύτιμο :
μια
μαγκούρα
μέσα
στο
σακούλι
μου! »
—
" Τ ι ! », φ ώ ν α ξ ε ο π α τ έ ρ α ς . " Μ ι α μ α γ κ ο ύ ρ α ; Τι αξίζει
μια μ α γ κ ο ύ ρ α ; Ό π ο ι ο κλαδί και να κόψεις, μπορείς να φτιάξεις μια μαγκούρα π ρ ώ τ η ς τάξεως ! » — " Η δική μ,ου ό μ ω ς ε ί ν α ι α λ λ ι ώ τ ι κ η α π ' τ ι ς ά λ λ ε ς , κ α λ έ μ ο υ π α τέρα.
Γιατί μόλις πω : Μ α γ κ ο ύ ρ α , έ β γ α α π ' το σακού
λι !, α μ έ σ ω ς π η δ ά ε ι έ ξ ω κι α ρ χ ί ζ ε ι να δέρνει όποιον θέλει τ ο κ α κ ό μ ο υ . Κ α ι δεν σ τ α μ α τ ά ε ι ρίξει κ α τ ά χ α μ α κατάφερα
να
μισοπεθαμένο.
ξαναπάρω
απ'
Μ' τον
π α ρ ά μόνον όταν τον αυτή
τη
μαγκούρα
κλέφτη ξενοδόχο
το
τ ρ α π ε ζ ά κ ι π ο υ στρώνεται μονάχο του κο που
φτύνει χρυσά
και το
γαϊδαρά
φ λ ο υ ρ ι ά . Φώναξε τ ο υ ς τ ώ ρ α κ α ι
τ ο υ ς δυο, κ α ι κάλεσε κι όλους τους σ υ γ γ ε ν ε ί ς κ α ι τ ο υ ς φίλους μ α ς :
Θ α τους τ α ΐ σ ο υ μ ε κ α ι θ α τ ο υ ς π ο τ ί σ ο υ μ ε
και θα γεμίσουμε τις τ σ έ π ε ς τους με φλουριά! » Ο γερο-ράφτης
δεν ε ί χ ε π ι α κ α ι
μεγάλη
εμπιστο
σύνη σ τ α λ ό γ ι α των π α ι δ ι ώ ν τ ο υ . Έ σ τ ε ι λ ε ό μ ω ς κ α ι κ ά λεσε τ ο υ ς συγγενείς κ α ι τους φίλους. Ο μικρός τ ο υ γ ι ο ς έ σ τ ρ ω σ ε τ ό τ ε ένα τεντόνι μέσα στη σάλα, έφερε και το γ ά ι δ α ρ ο κ α ι ε ί π ε στον α δ ε ρ φ ό τ ο υ : « Τ ώ ρ α , α δ ε ρ φ έ , μ ί
λησε τ ο υ ! » Ο ν ε α ρ ό ς μ υ λ ω ν ά ς ε ί π ε : « Μ π ρ ι κ λ ε μ π ρ ί τ ! » κι α μ έ σ ω ς τα φλουριά άρχισαν να π έ φ τ ο υ ν β ρ ο χ ή . Κι ο γ ά ι δ α ρ ο ς δεν σ τ α μ ά τ η σ ε , ώ σ π ο υ ό λ ο ι γ έ μ ι σ α ν τ ι ς τ σ έ π ε ς τους και πήραν όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν. ( Σ ε β λ έ π ω , σε β λ έ π ω ! Π ο λ ύ θά 'θελες νά 'σουν κι εσύ ε κ ε ί ! ) Έ σ τ η σ ε ύστερα ο μικρός το τ ρ α π ε ζ ά κ ι και είπε : " Τ ώ ρα, αδερφέ, μίλησε του ! » Κ α ι πριν π ρ ο λ ά β ε ι ο νεαρός μαραγκός το
να π ε ι :
τραπέζι
γέμισε
« Τραπεζάκι, με
χίλια
Κ ι έγινε μεγάλο γλέντι, π ο υ
σ τ ρ ώ σ ο υ ! »,
καλούδια
και
αμέσως
νοστιμιές.
όμοιο τ ο υ δ ε ν ε ί χ ε ξ α ν α γ ί ν ε ι
σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ κ α η μ έ ν ο υ τ ο υ ρ ά φ τ η . Κ ι όλοι ο ι σ υ γ γ ε ν ε ί ς κι οι φίλοι έμειναν μαζεμένοι ώς α ρ γ ά τη ν ύ χ τ α και γ ε λούσαν και διασκέδαζαν.
Κι ο γερο-ράφτης έβαλε στο
ντουλάπι τη βελόνα και την κ λ ω σ τ ή , το ψαλίδι και το σίδερο και έζησε ευτυχισμένος με τους τρεις γιους τ ο υ . Α λ λ ά τι απέγινε
η
κατσίκα
που
είχε γίνει η αιτία
να διώξει ο ράφτης α π ' το σπίτι τα παιδιά τ ο υ ; Αυτό θα σας π ω τ ώ ρ α . Α π ' την ντροπή της γ ι α τ ο ξυρισμένο της κεφάλι, βρήκε τη φωλιά μιας αλεπούς και τρύπωσε μέσα να κ ρ υ φ τ ε ί . Ό τ α ν η α λ ε π ο ύ γύρισε στο σ π ί τ ι τ η ς , είδε δυο μ ά τ ι α μ ε γ ά λ α ν α τ η ν κ ο ι τ ά ζ ο υ ν μ έ σ α α π ' τ ο σ κ ο τ ά -
δι, α σ τ ρ ά φ τ ο ν τ α ς σαν α ν α μ μ έ ν α κ ά ρ β ο υ ν α . Τ ρ ό μ α ξ ε λοι πόν και τό 'βαλε στα πόδια. Έ τ σ ι ό π ω ς έτρεχε, έπεσε π ά ν ω στην αρκούδα, π ο υ την είδε τ ρ ο μ α γ μ έ ν η ρώτησε :
« Τι
έ π α θ ε ς , κ υ ρ ά - Μ α ρ ι ώ , και
σαν να σε κ υ ν η γ ά ν ε ; » — " Αχ »,
και
τρέχεις
τη
έτσι,
αποκρίθηκε λαχανια
σμένη η αλεπού. « Σ τ η φ ω λ ι ά μου έχει ^ωθεί κάποιο ά γ ρ ι ο θηρίο. Κ ι όταν π ή γ α ν α μ π ω μέσα,
με κοίταξε με
μ ά τ ι α π ο υ έ β γ α ζ α ν φ ω τ ι έ ς ! » — « Γ ι ά π ά μ ε να ρίξουμε μια μ α τ ι ά μαζί », είπε τότε η αρκούδα και ακολούθησε την αλεπού ώς τη φωλιά της. Μόλις ό μ ω ς έκανε να μπει μέσα, τα
μάτια της
κατσίκας
την
τρόμαξαν
κι αυτήν
κι όπου φύγει φύγει. Σ τ ο φευγιό της έπεσε π ά ν ω στη μέ λισσα, π ο υ είδε την α ρ κ ο ύ δ α χ λ ο μ ή της και ρώτησε :
αχ'
την τρομάρα
" Τι έπαθες, κυρά-Αρκούδα, και τρέ
χ ε ι ς έ τ σ ι σ α ν ν α σ ε κ υ ν η γ ά ν ε ; » — " Ό π ο ι ο ς ε ί ν α ι έξω α π ' το χ ο ρ ό , π ο λ λ ά τ ρ α γ ο ύ δ ι α ξέρει », τ η ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε η αρκούδα. « Μέσα στη φωλιά της αλεπούς έχει τ ρ υ π ώ σει ένα θηρίο φοβερό
κ α ι τ ρ ο μ ε ρ ό κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α
το β γ ά λ ο υ μ ε με τ ί π ο τ α α π ό κει μέσα ». Η μέλισσα τ ό τ ε είπε : « Στ
αλήθεια σε λ υ π ά μ α ι , κυρά-Αρκούδα. Θα σε
β ο η θ ή σ ω , κι ας είμαι ε γ ώ ένα αδύναμο κ α ι μικροσκο πικό
ζουζούνι,
που
εσείς
οι
μεγάλοι
δεν
ούτε να γ υ ρ ί σ ε τ ε να με δείτε ! » Κ α ι μ
καταδέχεστε
α υ τ ά τα λ ό γ ι α
πέταξε ώς τη φωλιά της αλεπούς, κάθισε π ά ν ω στο ξυ ρισμένο
κεφάλι
δυνατά
που
η
της
κατσίκας
κατσίκα
και
άρχισε
Μ π έ ε ε ε ! » και να τρέχει μέσα
να
την τσίμπησε τόσο βελάζει
" Μπέεεε!
στο δάσος σαν
δαιμονι
σ μ έ ν η . Κ ι α π ό τ ό τ ε κ α ν ε ί ς δεν τ η ν ξ α ν ά δ ε κ α ι
δεν ξέρει
τι απόγινε.
Ο Δαχτυλάκης
Μ
Ι Α Φ Ο Ρ Α Κ Ι Ε Ν Α Ν ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας φ τ ω χ ό ς γ ε
ωργός, που καθόταν τα βράδια και
συδαύλιζε τη
φ ω τ ι ά σ τ ο τ ζ ά κ ι τ ο υ κ ι είχε κ α ι τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ δ ί π λ α , π ο υ κ α θ ό τ α ν κι α υ τ ή κι έγνεθε. Κι ένα βράδυ γύρισε και τ η ς ε ί π ε : « Τ ι κ ρ ί μ α π ο υ δεν
έχουμε π α ι δ ι ά ! Τ
άλλα
σ π ί τ ι α είναι γ ε μ ά τ α γ έ λ ι α κ α ι χ α ρ ά , κι εμείς τ ί π ο τ α ! » — " Ν α ι », α ν α σ τ έ ν α ξ ε κι η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . ένα π α ι δ ά κ ι κι ας ή τ α ν τόσο δα,
« Ας ε ί χ α μ ε
ίσαμε το δαχτυλάκι
μ ο υ . . . Θα τ' α γ α π ο ύ σ α μ ε μ' όλη μ α ς τ η ν κ α ρ δ ι ά . Κ α ι θά ' μ α σ τ έ τόσο ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ι ! » Νά ό μ ω ς π ο υ η γ υ ν α ί κ α έ π ε σ ε σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι κ α ι μ ε τ ά α π ό ε φ τ ά μήνες γ έ ν ν η σ ε ένα π α ι δ ά κ ι όμορφο και γερό, αλλά μικρό, μικρούλικο, σαν το
δαχτυλάκι
της.
Αντρας
και
" Ο Θεός μάς έστειλε το π α ι δ ά κ ι
γυναίκα που
είπαν
τόσο
τότε :
λαχταρού
σ α μ ε . Θ α τ ' α γ α π ά μ ε λοιπόν μ ' όλη μ α ς την κ α ρ δ ι ά » . Κ ι ε π ε ι δ ή ή τ α ν ε μικρό σαν δ α χ τ υ λ ά κ ι , τ ό ' β γ α λ α ν Δ α χ τ υ λ ά κ η . Τ ο ν τ ά ι ζ α ν , λ ο ι π ό ν , τον Δ α χ τ υ λ ά κ η όσο μ π ο ρ ο ύ σ α ν π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο , ε κ ε ί ν ο ς ό μ ω ς δεν μ ε γ ά λ ω ν ε , π α ρ ά έ μ ε ν ε ίδιος, ό π ω ς την π ρ ώ τ η σ τ ι γ μ ή π ο υ γεννήθηκε. Τ α κοί τ α ζ ε ό μ ω ς όλα με τα π ε ρ ί ε ρ γ α μ α τ ά κ ι α του και γ ρ ή γ ο ρ α φάνηκε π ω ς ήταν έξυπνο και ζωηρό παιδί, που τα κ α τ ά φερνε μ ι α χ α ρ ά με ό,τι κι αν κ α τ α π ι α ν ό τ α ν . Μια μέρα ο γ ε ω ρ γ ό ς ετοιμάστηκε να πάει στο δά σος γ ι α να κόψει ξύλα. Κ α ι την ώ ρ α π ο υ ξεκινούσε, είπε μονάχος του : « Αχ, π ώ ς θά 'θελα νά ' χ α κάποιον να μου δώσει ένα χ ε ρ ά κ ι κ α ι να μ ο υ φέρει το κάρο στο δ ά σ ο ς ! »
— " Π α τ έ ρ α ! », φ ώ ν α ξ ε τ ό τ ε ο Δ α χ τ υ λ α κ η ς , « θα σ' το φέρω ε γ ώ τ ο κάρο, μ η
σ τ ε ν ο χ ω ρ ι έ σ α ι ! Ί ο κάρο θ α είναι
στο δάσος την ώ ρ α π ο υ το θέλεις ».
Γέλασε ο καημένος
ο π α τ έ ρ α ς και ρ ώ τ η σ ε : « Κ α ι ποιος θα το φέρει; Ε σ ύ ε ί σ α ι μ ι κ ρ ο ύ λ η ς κ α ι δεν μ π ο ρ ε ί ς ν α κ ρ α τ ή σ ε ι ς τ α γ κ έ μ ι α του αλόγου ». — " Θα τα κ α τ α φ έ ρ ω , π α τ έ ρ α . Φτάνει να ζέψει η
μάνα το άλογο στο κάρο.
Θα χ ω θ ώ τότε στο
αυτί του και θα του λ έ ω π ο ύ π ρ έ π ε ι να στρίψει ». " Ε ν τ ά ξ ε ι »,
σ υ μ φ ώ ν η σ ε ο π α τ έ ρ α ς του.
σουμε ». Ό τ α ν
ήρθε
η
ώρα, η
μάνα
« Ας δ ο κ ι μ ά
έζεψε
κι ανέβασε τον Δ α χ τ υ λ ά κ η στο αυτί του. άρχισε να
φωνάζει :
Ντέιιι!
Ντέιιιι!
—
το άλογο
Κι ο μικρός
Ω ω ω ω ω ω !, σαν
τον π ι ο επιτήδειο α μ α ξ ά . Κ α ι το κάρο π ρ ο χ ω ρ ο ύ σ ε ίσια κι όμορφα στο δάσος. Κι εκεί π ο υ έστριβε στη στροφή και ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς φώναζε
στο άλογο Ντέιιι. Ν τ έ ι ι ι ! , α π ά ν
τ η σ α ν στο δρόμο τ ο υ ς δυο ξένους. " Θ ε ο ύ λ η μου ! », ε ί π ε ο ένας. « Τι π ρ ά μ α τ α είναι α υ τ ά ; Βλέπουν κ α λ ά τα μ ά τ ι α μ ο υ ; Β λ έ π ω ένα κάρο π ο υ τ ρ έ χ ε ι στο δρόμο του κ α ι α κ ο ύ ω τον α μ α ξ ά να φωνάζει στ' άλογο του. Αλλά τον α μ α ξ ά δεν τ ο ν β λ έ π ω π ο υ θ ε ν ά » . — « Κ ά π ο ι ο λ ά κ κ ο έ χ ε ι η φ ά β α », ε ί π ε κι ο άλλος. « Π ά μ ε α π ό κ ο ν τ ά να δούμε πού θα σταματήσει το κάρο ». Το κάρο ό μ ω ς συνέχισε το δρόμο του βαθιά μέσα στο δάσος κι έφτασε στο μέρος όπου ο γ ε ω ρ γ ό ς έκοβε ξύλα. Μόλις
ο
Δαχτυλάκης
είδε
τον
πατέρα
του,
φώναξε :
" Π α τ έ ρ α , ήρθα. Έ λ α να με κ α τ ε β ά σ ε ι ς ! » Ο π α τ έ ρ α ς τότε έπιασε τα γ κ έ μ ι α του αλόγου με το αριστερό του χέρι κ α ι με το δεξί κ α τ έ β α σ ε το γ ι ο του και τον α π ί θ ω σ ε π ά ν ω σ' ένα κ α λ ά μ ι . Θι δυο ξένοι έμειναν μ στόμα όταν
ανοιχτό το
αντίκρισαν τον Δ α χ τ υ λ ά κ η . Κι ο ένας π ή ρ ε
τον άλλον π α ρ ά μ ε ρ α και του είπε : « Ά κ ο υ . Μ
αυτόν
τον μικρουλάκο μπορούμε να κάνουμε την τ ύ χ η μ α ς . Θα τ ο ν π ά μ ε σ τ η ν π ο λ ι τ ε ί α και ο κ ό σ μ ο ς θ α μ α ς π λ η ρ ώ ν ε ι γ ι α να
τον
δει.
Ας τον
αγοράσουμε ».
στο γ ε ω ρ γ ό και του είπαν :
Πήγαν
λοιπόν
« Πούλησε μ α ς αυτόν τον
μικρουλάκη και θα περάσει κοντά μας ζ ω ή και κότα ». — « Ό χ ι », α π ά ν τ η σ ε ο γ ε ω ρ γ ό ς . « Α υ τ ό ς είναι το φ υ λ λ ο κ ά ρ δ ι μ ο υ κ α ι δεν τον π ο υ λ ά ω ούτε γ ι α όλο τ ο χ ρ υ σ ά φι του κόσμου ». Ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς ό μ ω ς σκαρφάλωσε γ ο ρ γ ά στο ρούχο τού π α τ έ ρ α του, έ φ τ α σ ε στον ώ μ ο του και του ψιθύρισε στ
αυτί : " Δώσε με, π α τ έ ρ α , και π ά ρ ε τα
λ ε φ τ ά . Κ ι ε γ ώ δεν θ ' α ρ γ ή σ ω ν α ξ α ν ά ρ θ ω » . Π ρ ά γ μ α τ ι , ο π α τ έ ρ α ς π ή ρ ε τα λεφτά κι έδωσε τον Δ α χ τ υ λ ά κ η στους δυο ξένους.
"
Π ο ύ θέλεις να κ α θ ί σ ε ι ς ; », τον ρ ώ τ η σ α ν
εκείνοι. " Β ά λ τ ε με στο γείσο τού κ α π έ λ ο υ σας », α π ο κρίθηκε ο Δαχτυλάκης.
« Θα κ ό β ω τις βόλτες μου να
ξ ε μ ο υ δ ι ά ζ ω κ α ι δεν υ π ά ρ χ ε ι φ ό β ο ς ν α π έ σ ω » . Τ ο ύ ' κ α ναν το χ α τ ί ρ ι . Κι ό τ α ν ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς α π ο χ α ι ρ έ τ η σ ε τον π α τ έ ρ α του, τον πήραν κι έφυγαν. Π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν έτσι ώσπου σκοτείνιασε. Κι ο Δ α χ τ υ λάκης
τότε
φώναξε :
«Ε,
κατεβάστε
με
μια
στιγμή.
Είναι α ν ά γ κ η ». — " Κ ά τ σ ε εκεί π ο υ κ ά θ ε σ α ι », α π ά ν τησε ο άντρας.
« Κ α ι τα πουλιά με κουτσουλάνε π ό τ ε
π ό τ ε κ α ι δεν μ ε ν ο ι ά ζ ε ι » . — « Ό χ ι » , δ ι α μ α ρ τ υ ρ ή θ η κ ε ο Δαχτυλάκης.
« Ε γ ώ ξ έ ρ ω να φέρνομαι. Ξ έ ρ ω π ο ι ο είναι
το σωστό και το λάθος. Κατέβασε με αμέσως ». Τι να κά νει ο ά ν τ ρ α ς ; Έ β γ α λ ε τ ο κ α π έ λ ο τ ο υ κ α ι τ ο ν κ α τ έ β α σ ε στο χ ώ μ α , στην άκρη τού δρόμου. Μ
ένα π ή δ η μ α ο Δ α
χ τ υ λ ά κ η ς βρέθηκε ανάμεσα στα χ ό ρ τ α . Κι έτσι σερνάμενος βρήκε τ η φ ω λ ι ά ενός αρουραίου κ α ι τ ρ ύ π ω σ ε μ έ σ α . « Καλή κρυψώνα
σας του.
νύχτα,
αφέντες
« Ώρα
καλή!
μ ο υ ! »,
φώναξε
Συνεχίστε
το
απ'
την
δρόμο
σας
χωρίς
ε μ έ ν α ! »,
τους
κορόιδεψε.
Εκείνοι
άρχισαν
να
ψάχνουν και να χ τ υ π ά ν ε με τις μαγκούρες τους τα χ ό ρ τ α και το χ ώ μ α ,
αλλ
άδικος κόπος.
χωθεί τόσο βαθιά μέσα
Ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς είχε
σ τ η ν τ ρ ύ π α τον
δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α τ ο ν β γ ά λ ο υ ν .
αρουραίου π ο υ
Κι επειδή είχε π ι α σκο
τεινιάσει, α ν α γ κ ά σ τ η κ α ν να φύγουν και να γυρίσουν σ τ α σπίτια τους με τις τσέπες αδειανές. Ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς π α ρ α μ ό ν ε ψ ε ώ σ π ο υ να φύγουν κι ύ σ τ ε ρ α β γ ή κ ε α π ' τ η ν τ ρ υ π ο ύ λ α τ ο υ . " Είναι ε π ι κ ί ν δ υ ν ο ν α τ ρ ι γ υ ρ ν ά ω τ η ν ύ χ τ α σ τ α χ ω ρ ά φ ι α » . ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ . " Μ π ο ρ ε ί να π έ σ ω κ α ι να σ π ά σ ω TO κεφάλι μου ! » Για καλή του τύχη βρήκε τ ά κ ι ενός σ α λ ι γ κ α ρ ι ο ύ .
μπροστά του αδειανό το σπι
« Δ ό ξ α τω Θεώ », είπε.
« Εδώ
θ α π ε ρ ά σ ω τ η ν ύ χ τ α μ ο υ ή σ υ χ α κ ι ωραία. » . Κ ι έ π ε σ ε ν α κοιμηθεί. Α λ λ ά πριν προλάβει να κλείσει τα μ ά τ ι α του, άκουσε δυο άντρες π ο υ περνούσαν κι έλεγαν : « Π ώ ς θα τα καταφέρουμε ν' αρπάξουμε το χρυσάφι και τα φλου ριά τού π α π ά ; » — « Ε γ ώ θα σου πω », μ π ή κ ε στη μέση ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς . <( Τι ή τ α ν τ ο ύ τ ο π ά λ ι ; », π ή δ η σ ε τ ρ ο μαγμένος
ο
ένας
κλέφτης.
" Ά κ ο υ σ α κάποιον
να
μι
λάει ». Σ τ ά θ η κ α ν κι οι δυο α κ ί ν η τ ο ι κι α φ ο υ γ κ ρ ά σ τ η κ α ν . Ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς τ ό τ ε ξ α ν α μ ί λ η σ ε : « Π ά ρ τ ε με μ α ζ ί σ α ς κι ε γ ώ θα σ α ς β ο η θ ή σ ω ». — « Π ο ύ ε ί σ α ι ; » — « Ψ ά ξ τ ε στο χ ώ μ α και τεντώστε κ α λ ά τ' αυτιά σας γ ι α να κ α τ α λάβετε α π ό π ο ύ έρχεται η φ ω ν ή », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο Δ α χ τ υ λάκης. Με τα πολλά οι κλέφτες τον βρήκαν και τον σή κωσαν.
" Βρε συ, είσαι μια σ τ α λ ι ά ά ν θ ρ ω π ο ς . Π ώ ς θα
μ α ς β ο η θ ή σ ε ι ς ; » — " Θα δείτε », τ ο υ ς ε ί π ε ο Δ α χ τ υ λ ά κης.
« Θα χ ω θ ώ στην κ ά μ α ρ η του π α π ά και ανάμεσα
α π ' τ α κ ά γ κ ε λ α θ α σ α ς δ ί ν ω έ ξ ω ό,τι θ έ λ ε τ ε ν α π ά ρ ε τ ε » . — " Ε ν τ ά ξ ε ι », σ υ μ φ ώ ν η σ α ν οι δ υ ο κ λ έ φ τ ε ς . « Π ά μ ε να
δούμε τι θα καταφέρεις ». Π ρ ά γ μ α τ ι έτσι κι έγινε : π ή γαν στο σπίτι του π α π ά κι ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς τρύπωσε στην κ ά μ α ρ η του. Α λ λ ά μόλις βρέθηκε μέσα, άρχισε να φ ω ν ά ζει μ' όλη τ ο υ τη δύναμτ; :
« Τα θέλετε όλα ό σ α είναι
ε δ ώ μ έ σ α ; » Οι κ λ έ φ τ ε ς τρόμαξαν : « Μη φ ω ν ά ζ ε ι ς τ ό σο δυνατά, β ρ ε ! Θα τους ξυπνήσεις όλους! » Ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς ό μ ω ς έ κ α ν ε π ω ς δεν τ ο υ ς ά κ ο υ σ ε κ α ι φ ώ ν α ξ ε ξ α νά : " Τι θέλετε να σας δ ώ σ ω ; Τα θέλετε όλα όσα είναι εδώ μ έ σ α ; » Κι η μαγειρίτσα, π ο υ κοιμόταν στο δ ι π λ α νό
δωμάτιο,
τον
της και τέντωσε τ
άκουσε,
ανασηκώθηκε
στο
κρεβάτι
αυτιά της. Οι κλέφτες πάλι, τ ρ ο μ α γ
μένοι, είχαν π ά ρ ε ι δρόμο. Α φ ο ύ πέρασε κ ά μ π ο σ η ώ ρ α , μ ά ζ ε ψ α ν π ά λ ι το κουράγιο τους και ξαναγύρισαν.
« Ο
μικρούλης κάνει αστεία », είπαν. Και σιγά σιγά τον μ ά λωσαν : « Σ τ α μ ά τ α τώρα τ τα φλουριά και το χ ρ υ σ ά φ ι ! »
αστεία και δώσε μας έξω Π ά λ ι έβαλε τις φωνές ο
Δ α χ τ υ λ ά κ η ς : « Ό λ α θα σας τα δ ώ σ ω ! Φ έ ρ τ ε μέσα τα χέρια σ α ς ! » Κι α υ τ ή τη φορά η μαγείρισσα τον άκουσε καθαρά, π ε τ ά χ τ η κ ε α π ' το κρεβάτι κι έτρεξε στην π ό ρ τ α . Ο ι δυο κ λ ε φ τ α ρ ά δ ε ς τ ό ' β α λ α ν σ τ α π ό δ ι α κ ι ά ρ χ ι σαν να τρέχουν σαν τους τρελούς. Κι η μ α γ ε ί ρ ι σ σ α , π ο υ τ ί π ο τ α δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α δει, π ή γ ε ν ' α ν ά ψ ε ι τ η λ ά μ π α . Ο Δαχτυλάκης απ
5
βρήκε τότε ευκαιρία και ξεγλίστρησε έξω
την κ ά μ α ρ η , στον α χ υ ρ ώ ν α . Κι η κ α η μ έ ν η η γ υ ν α ί κ α ,
αφού έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή
όλη τ η ν κ ά μ α ρ η χ ω
ρίς ν α βρει τ ί π ο τ α , έ π ε σ ε π ά λ ι στο κ ρ ε β ά τ ι τ η ς κ ι ε ί π ε με το νου τ η ς : « Φ α ί ν ε τ α ι π ω ς ο ν ε ι ρ ε ύ τ η κ α μ τα
ανοιχτά
μάτια! » Ο Δαχτυλάκης χ ώ θ η κ ε ανάμεσα στ
άχυρα και βρήκε
ωραία κρυψώνα γ ι α να κοιμηθεί μέχρι το π ρ ω ί . Κι όταν θα ξημέρωνε η
μέρα,
θα πήγαινε πάλι στο σπίτι του.
Αλλά τα π ρ ά γ μ α τ α ήρθαν έχει κ α μ ι ά φορά η ζ ω ή !
αλλιώς!
Αχ,
πόσα
Μόλις χάραξε,
σηκώθηκε να ταΐσει τα ζ ώ α .
η
βάσανα
μαγείρισσα
Π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α π ή γ ε στον
α χ υ ρ ώ ν α και π ή ρ ε ένα δ ε μ ά τ ι ά χ υ ρ ο . Ε ι ή τ α ν α κ ρ ι β ώ ς το δ ε μ ά τ ι εκείνο όπου είχε χ ω θ ε ί γ ι α ύπνο ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς ο Δαχτυλάκης. Τόσο βαθιά κοιμόταν ο μικρούλης
που
τίποτα
που
δεν
κατάλαβε,
ώσπου
ξύπνησε τη
βρισκόταν π ι α στο στόμα της αγελάδας. μου ! », φώναξε τ ρ ο μ α γ μ έ ν ο ς . νικά μέσα στις μυλόπετρες;
στιγμή
« Αχ,
Θεούλη
« Π ώ ς βρέθηκα έτσι ξ α φ
Θα με αλέσουν ! »
Γρήγορα
όμως κατάλαβε πού ήταν. Κι άρχισε να χοροπηδάει
εδώ
κι εκεί, γ ι α να μην π ι α σ τ ε ί α ν ά μ ε σ α στα δόντια τ η ς α γ ε λάδας και γίνει λιώμα.
Κι όταν η αγελάδα μάσησε το
άχυρο, κ α τ ά π ι ε την μπουκιά της και κ α τ ά π ι ε μαζί και τον Δ α χ τ υ λ ά κ η . « Ε δ ώ μέσα ξέχασαν να φτιάξουν π α ρ ά θ υ ρ α » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ ο μ ι κ ρ ο ύ λ η ς , ό τ α ν έ φ τ α σ ε στο σ τ ο μ ά χ ι τ η ς α γ ε λ ά δ α ς . " Ο ύ τ ε ήλιος φ τ ά ν ε ι ε δ ώ μέ σ α ο ύ τ ε φ ω ς » . Κ α θ ό λ ο υ δεν τ ο β ρ ή κ ε τ ο υ γ ο ύ σ τ ο υ τ ο υ αυτό το μέρος. Κ α ι το χειρότερο α π ' όλα ή τ α ν π ω ς οι μπουκιές κατέβαιναν α σ τ α μ ά τ η τ α η μια μ ε τ ά την άλλη κ α ι τ ε λ ε ι ω μ ό δεν ε ί χ α ν .
Ο Δαχτυλάκης είχε στριμωχτεί
πολύ ά σ χ η μ α κι α π ' το φόβο του άρχισε να φωνάζει : « Μη
μου
άχυρο ! »
φέρνετε άλλο άχυρο ! Εκείνη
τη
στιγμή η
Μη
μου φέρνετε άλλο
μαγείρισσα
άρμεγε την
α γ ε λ ά δ α . Κι όταν άκουσε πάλι τη φ ω ν ή , χ ω ρ ί ς να βλέ π ε ι κανέναν, κι ήταν η ίδια φωνή π ο υ είχε ακούσει και τη νύχτα, πάγωσε απ
το φόβο της, έπεσε α π ' το σκαμνί
της κι έχυσε την καρδάρα με το γάλα. Τρέμοντας σ η κ ώ θηκε κι έτρεξε στο σπίτι
όσο μ π ο ρ ο ύ σ ε
πιο γρήγορα :
" Α χ , π α π ά μου, τι είδαν τα μ ά τ ι α μου ! Τι άκουσαν τ' α υ τιά
μου !
Η
αγελάδα
μίλησε ! » — « Έ χ α σ ε ς
τα λ ο γ ι -
κά σου », τ η ς ε ί π ε ο π α π ά ς . Κ α ι π ή γ ε μονάχος του στο σ τ ά β λ ο . Α λ λ ά δεν ε ί χ ε καλά κ α λ ά π α τ ή σ ε ι τ ο π ό δ ι τ ο υ στο κ α τ ώ φ λ ι , κι ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς φ ώ ν α ξ ε π ά λ ι : " Μη μου φ έ ρ ν ε τ ε ά λ λ ο ά χ υ ρ ο ! Μ η μου φ έ ρ ν ε τ ε ά λ λ ο ά χ υ ρ ο ! » Ο π α π ά ς τρόμαξε, θάρρεψε π ω ς κάποιο κακό δαιμόνιο είχε μ π ε ι μ έ σ α σ τ η ν α γ ε λ ά δ α του κ α ι π ρ ό σ τ α ξ ε ξουν.
Κι έτσι έγινε.
να
τη σφά
Τ η ν έσφαξαν την κακομοίρα την
α γ ε λ ά δ α και το σ τ ο μ ά χ ι της, μ α ζ ί με τον Δ α χ τ υ λ ά κ η , το π έ τ α ξ α ν σ τ α σκουπίδια. Ί δ ρ ω σ ε ο καημένος ο μι κρούλης ν' ανοίξει δρόμο ανάμεσα στις βρομιές. Κι όταν επιτέλους τα κατάφερε κι έβγαλε το κεφαλάκι του από το σ τ ο μ ά χ ι τ η ς αγελάδας, καινούργια συμφορά τον π ε ρίμενε. Έ ν α ς πεινασμένος λύκος π λ η σ ί α σ ε κι ά ρ π α ξ ε το σ τ ο μ ά χ ι και τό 'κανε μια χαψιά μ α ζ ί με τον Δ α χ τ υ λ ά κ η . Α λ λ ά ο μ ι κ ρ ο ύ λ η ς δεν έ χ α σ ε τ ο θ ά ρ ρ ο ς τ ο υ . " Μ π ο ρ ε ί ο λ ύ κ ο ς ν α π α ί ρ ν ε ι α π ό λ ό γ ι α » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ . Κ ι α μ έ σ ω ς φ ώ ν α ξ ε : « Κ υ ρ - λ ύ κ ο , ξέρω π ο ύ θα βρεις καλούς με ζ έ δ ε ς ». — « Γ ι ά π ε ς μ ο υ », α π ά ν τ η σ ε ο λ ύ κ ο ς . τ ά δ ε σ π ί τ ι »,
είπε τότε ο
Δαχτυλάκης.
εδώ και θα τρυπώσεις μέσα στο κατώι
« Στο
" Θα στρίψεις
α π ' το
φεγγίτη
και θα βρεις γ λ υ κ ά και λαρδί και λουκάνικα, όσα τραβάει η ψ υ χ ή σου ". Κ α ι τον ο δ ή γ η σ ε να φ τ ά σ ε ι α κ ρ ι β ώ ς στο σ π ί τ ι τ ο υ π α τ έ ρ α τ ο υ . Ο λύκος δεν π ε ρ ί μ ε ν ε ν α τ ο υ τ ο πουν δεύτερη φορά. Βρήκε το σπίτι του Δ α χ τ υ λ ά κ η και μόλις ν ύ χ τ ω σ ε χ ώ θ η κ ε στο κ α τ ώ ι κι έπεσε με τα μούτρα στο
φαγητό.
Ό τ α ν χόρτασε την πείνα του,
βγει, αλλά πού ! Ε ί χ ε χοντρύνει τόσο ραγε να περάσει απ
έκανε να
π ο λ ύ π ο υ δεν χ ώ
το φεγγίτη. Αυτό
περίμενε
κι ο
Δαχτυλάκης. Χωρίς να χάσει καιρό, άρχισε να φωνάζει και να χοροπηδάει μέσα στην κοιλιά του λύκου και να κ ά νει τέτοιο
σαματά, που
ο λύκος τ ρ ό μ α ξ ε . " Σ τ α μ ά τ α »,
του είπε.
« Θα τους ξυπνήσεις όλους ". — « Μ π α ! Τι
μας λες; Ε σ ύ καλά έφαγες και γέμισες την κοιλιά σου. Τ ώ ρ α ήρθε κι η σειρά μου να διασκεδάσω ». Κι άρχισε π ά λ ι ν α φ ω ν ά ζ ε ι μ ' όλη τ ο υ τ η δύναμη. Με τα πολλά ξύπνησαν επιτέλους ο τ α τ έ ρ α ς κι η μ ά να του, έτρεξαν στο κ α τ ώ ι και κοίταξαν α π ' τη χ α ρ α μάδα. Είδαν τότε το λύκο κι ο άντρας π ή γ ε κι έφερε το τ σ ε κ ο ύ ρ ι τ ο υ . " Θ α τ ο υ κ ο π α ν ή σ ω μ ί α κ ι α ν δεν π ε θ ά νει, τ ό τ ε π ά ρ ε τ ο μ α χ α ί ρ ι κ α ι κ ό ψ ε τ ο υ τ η ν κ ο ι λ ι ά » , ε ί π ε ο γ ε ω ρ γ ό ς στη γυναίκα του. Ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς άκουσε τη φωνή του π α τ έ ρ α του κι έβαλε τα δυνατά του : « Π α τ έ ρα ! Π α τ έ ρ α ! Ε ί μ α ι εδώ, μέσα στην κοιλιά του λ ύ κ ο υ ! » —
" Δόξα τω
Θεώ,
ξαναβρήκαμε
το π α ι δ ά κ ι
μ α ς ! »,
είπε τότε ο γεωργός και πρόσταξε τη γυναίκα του ν' α φήσει το μαχαίρι, γ ι α να μην πάθει τ ί π ο τ α ο Δ α χ τ υ λ ά κης. Ύ σ τ ε ρ α σήκωσε το τσεκούρι του κι έδωσε μια στο λύκο κ α τ α κ έ φ α λ α και
τον έριξε χ ά μ ω νεκρό.
Έπειτα
π ή ρ α ν το ψαλίδι, έκοψαν την κοιλιά του θηρίου με π ρ ο σοχή κι έβγαλαν έξω το π α ι δ ί τους. « Αχ », αναστέναξε ο π α τ έ ρ α ς . « Δεν ξέρεις τι α γ ω ν ί α ε ί χ α μ ε γ ι α χ ά ρ η σου ! » —
" Π α τ έ ρ α μου καλέ, γ ύ ρ ι σ α τον κόσμον όλο. Κ α ι με
τη βοήθεια του Θεού, ανασαίνω πάλι καθαρόν α έ ρ α ! » —
« Κ α ι π ο ύ ε ί χ ε ς π ά ε ι , π α ι δ ί μ ο υ ; » — « Κ α ι π ο ύ δεν
πήγα!
Σ τ η ν τ ρ ύ π α ενός αρουραίου,
στο σ τ ο μ ά χ ι
μιας
αγελάδας και στην κοιλιά του λύκου. Και τ ώ ρ α γύρισα π ι α σ τ ο σ π ί τ ι μου κι ε δ ώ θα μ ε ί ν ω ». — " Κι ε μ ε ί ς δεν θ α σ ε ξ α ν α π ο υ λ ή σ ο υ μ ε , α κ ό μ α κ ι α ν μ α ς δ ώ σ ο υ ν ε όλο τ ο χ ρ υ σ ά φ ι του κ ό σ μ ο υ », είπαν η μ ά ν α κι ο π α τ έ ρ α ς του κι αγκάλιασαν τον α γ α π η μ έ ν ο τους Δ α χ τ υ λ ά κ η . Τού ' δ ω σαν να φάει και να πιει και τού 'ραψαν κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α ρ ο υ χ α λ ά κια. Γιατί τα π α λ ι ά του είχαν γίνει κουρέλια στο ταξίδι.
Ο γάμος της κυρά-Μαριώς
Πρώτο
Μ
παραμύθι ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας Α λ ε π ο ύ δ ο ς
μ ε ε ν ν ι ά ο υ ρ έ ς , π ο υ ν ό μ ι ζ ε ό τ ι η γ υ ν α ί κ α τ ο υ δεν
του ήταν π ι σ τ ή κι ήθελε λοιπόν κάτω
να
τη δοκιμάσει. Ξ α π λ ώ θ η κ ε
α π ' τον π ά γ κ ο κι έμεινε ακίνητος κι α σ ά
λ ε υ τ ο ς κ α ι π α ρ ά σ τ η σ ε ταν π ε θ α μ έ ν ο . η
γυναίκα του,
κλείστηκε
Η
κυρά-Μαριώ,
στην κάμαρα τ η ς
κι έστειλε
τη βάγια της, την Ψ ι ψ ή , να μαγειρέψει. Ό τ α ν μαθεύτη κε π ω ς ο γερο-Αλεπούδος
είχε
πεθάνει, μαζεύτηκαν
οι
γαμπροί για την κυρά-Μαριώ. Η βάγια, η Ψιψή, άκου σε χ τ ύ π ο υ ς στην π ό ρ τ α και π ή γ ε ν5 ανοίξει. Κι ή τ α ν ένας νεαρός αλεπούδος, π ο υ μίλησε και είπε : « Κυρά
ψιψίνα,
Κοιμάσαι
πώς
τάχα
τα
ή
πας;
ξαγρυπνάς; »
Κι η γ ά τ α τ ο ύ α π ο κ ρ ί θ η κ ε : «Δεν
κοιμάμαι,
βούτυρο Θέλει Και
και ο
ετοιμάζω,
μπύρα
κύριος
μαζί μας
βράζω.
να
θα
κοπιάσει;
χορτάσει! »
" Σ' ε υ χ α ρ ι σ τ ώ π ο λ ύ , ψιψίνα μου ! », ε ί π ε ο α λ ε π ο ύ δ ο ς . " Τι κ ά ν ε ι η κ υ ρ ά σ ο υ ; » Κι η γ ά τ α α π ά ν τ η σ ε : « Στην κι
όλο
κάμαρα θρηνεί,
της η
είναι
κλεισμένη
δυστυχισμένη!
Για
του
χύνει
Αλεπούδου
τα
δάκρυα
το
χαμό
ποταμό! »
" Ά ν τ ε ν α τ η ς π ε ι ς , κ υ ρ ά - Ψ ι ψ ή , π ω ς ένας νέος α λ ε π ο ύ δ ο ς ήρθε κ α ι θέλει να τ η ν π α ν τ ρ ε υ τ ε ί ». — « Π ο λ ύ ευχαρίστως, αφέντη
μου ».
Και μια και χιπ
χοπ,
Τακ
δυο
χιπ
τακ,
τρέχει
χοπ,
χτυπάει
σαν
αστραπή! Μαριορής,
Ψιψή
« Ένας
αλεπούδος
«Είναι
ωραίο κι
αυτός
όμορφες
και
χαι τρεις.
κυρά-Μαριώ!
« Έλα,
Έχει
Ψιψή
της
τακ τακ ξανά και δυο « Κυρά-Μαριώ,
η
μου,
»
είμαι
εδώ! »
θέλει να
σε
πάρει ».
παλικάρι: εννιά
ουρές
τροφαντές;
»
« Α χ , ό χ ι ! » α π ά ν τ η σ ε η γ ά τ α . « Μ ι α ουρά έχει όλη κ ι ό λ η " . — " Ε , τ ό τ ε δεν τ ο ν θ έ λ ω » . Κ α τ έ β η κ ε λοιπόν η γ ά τ α κι έδιωξε το γ α μ π ρ ό . Αλλά σε λίγο χ τ ύ π η σ ε π ά λ ι η π ό ρ τ α κι ήρθε άλλος, να π α ν τρευτεί την κυρά-Μαριώ. δεν τ α π ή γ ε κ α λ ύ τ ε ρ α α π
Α υ τ ό ς ε ί χ ε δυο ουρές, 5
αλλά
τον π ρ ώ τ ο . Ύ σ τ ε ρ α ήρθαν
κι άλλοι, ο κ α θ έ ν α ς με μ ι α ουρά π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ η α π ' τον π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο , ώ σ π ο υ στο τέλος ήρθε κι ένας π ο υ είχε εννιά ουρές, σαν τον γέρο τον Α λ ε π ο ύ δ ο . Τ ρ ε λ ά θ η κ ε η χ ή ρ α α π ' τη χ α ρ ά της όταν τ' άκουσε και είπε στη γ ά τ α : « ' Ανοιξε
πόρτα
και
παραθύρι.
Και θα του κάμω το χατίρι ! » Κι
όταν
ετοιμάστηκαν
να γιορτάσουν το γ ά μ ο ,
ο
γερο-Αλεπούδος
σηκώθηκε
κάτω
απ'
τον
πάγκο
και
τ ο υ ς έ κ α ν ε όλους μ α ύ ρ ο υ ς σ τ ο ξ ύ λ ο . Σ τ ο τ έ λ ο ς π έ τ α ξ ε και την κυρά-Μαριώ απ το παράθυρο.
Δεύτερο παραμύθι
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ π έ θ α ν ε ο γ έ ρ ο ς ο Α λ ε π ο ύ δ ο ς κι ήρθε ο Λ ύ κ ο ς να παντρευτεί την κ υ ρ ά -
Μ α ρ ι ώ . Χ τ ύ π η σ ε τ η ν π ό ρ τ α κ α ι τ ο υ άνοιξε η γ ά τ α , η Ψ ι ψ ή , που ήταν
μαγείρισσα στο σπιτικό της Αλεπου-
δ ί τ σ α ς . Ο Λύκος τη χ α ι ρ έ τ η σ ε κ α ι είπε : « Καλή σον μέρα, κυρά Ψιψή ! Πώς
και
σε
βρίσκω μοναχή;
»
Κι η γ ά τ α τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Γάλα Έλα,
και
ψωμάκι
κόπιασε
βράζω,
κνρ-Λύκε,
την
κυρά μου
την αφεντιά
σον
" Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ π ο λ ύ , κ υ ρ ά - Ψ ι ψ ή », κος.
« Και η
αφέντρα σου,
η
να
να
κυρά-Μαριώ,
Τ ό τ ε μίλησε η γ ά τ α και είπε : κάμαρα
της
κλαίει
τη
μοίρα
της,
Πέθανε
ο
κύρης
της
η
Μαριορή,
η
αμπαρωμένη η κι
πικραμένη. έμεινε
κακομοίρα ! »
Ο Λύκος τότε της είπε : « Αν πες
θέλει της
άλλον
αμέσως
να να
κεράσω!
»
απάντησε ο Λύ
εδώ;»
«Στην
χορτάσω.
παντρευτεί, κατεβεί ! »
χήρα
δεν ε ί ν α ι
Τρέχει και
πάνω
χαιρετάει
« Κυρά μον, ο
στην
Λύκος
κυρά
την αν
λέει
της
αφεντιά
θες να να
της
:
παντρευτείς,
κατεβείς ! "
Κι η κ υ ρ ά - Μ α ρ ι ώ τη ρ ώ τ η σ ε : « Π ώ ς είναι ο γ α μ π ρ ό ς ; Έ χ ε ι κόκχινο β ρ α κ ά κ ι κ α ι μ ο υ σ ο ύ δ α μ υ τ ε ρ ή ; » — " Ό χ ι , κ υ ρ ά μου ! », α π ά ν τ η σ ε η γ ά τ α . « Ε, τ ό τ ε δεν τ ο ν θ έ λ ω ». Τον έδιωξε λοιπόν το Λύκο.
Κι
ύστερα
ήρθε ένας
Σ κ ύ λ ο ς , ένα Ε λ ά φ ι , ένας Λ α γ ό ς , ένα Λιοντάρι κι όλα τα ζ ω του δάσους μ ε τ η σειρά. Π ά ν τ α όμως η κ υ ρ ά - Μ α ρ ι ώ έβρισκε ψεγάδι του γ α μ π ρ ο ύ κι έβαζε τη γ ά τ α να τον διώξει. Ώ σ π ο υ ήρθε ένας νεαρός Α λ ε π ο ύ ί ο ς . « Π ώ ς είναι ο γ α μ π ρ ό ς ; Έ χ ε ι κόκκινο βρακάκι και μουσούδα μυτε ρή ; », ρ ώ τ η σ ε π ά λ ι η Μ α ρ ι ο ρ ή . " Ν α ι , κ υ ρ ά μ ο υ , έ χ ε ι ! », α π ά ν τ η σ ε η γ ά τ α . « Ε, τ ό τ ε ας κ ο π ι ά σ ε ι ! », ε ί π ε η Α λ ε π ο ύ κι έστειλε τη γ ά τ α να ετοιμάσει το γ ά μ ο . « 'Αντε,
μπρος
το
γέρο
πον
μ'
Ήταν μα
πέτα άφηνε
κνρά-Ψιψή, στην όλο
σπονδαίος τά
'τρωγε
όλα
ανλή, νηστική 1
κννηγός, μοναχός ! »
Κ α ι π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε τον νεαρό τον Α λ ε π ο ύ δ ο με χ α ρ έ ς και πανηγύρια. Κι έστησαν χορό μεγάλο για να το γιορ τ ά σ ο υ ν . Κ ι α ν δεν σ τ α μ ά τ η σ α ν α π σίγουρα χορεύουν
ακόμα.
την κούραση, τότε
Τα καλικαντζαράκια Πρώτο
Μ
παραμύθι
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α ς τ σ α γ κ ά ρ η ς , π ο υ χ ω ρ ί ς να φταίει,
έπεσε σε μεγάλη
φτώχεια.
Κ α ι δεν τ ο ύ ' μ ε ι ν ε π ι α τ ί π ο τ α π α ρ ά μ ο ν ά χ α έ ν α κ ο μ μ ά τ ι δ έ ρ μ α γ ι α ένα ζευγάρι π α τ ο ύ τ σ ι α . Κάθισε λοιπόν α π ο βραδίς κι έκοψε το δέρμα, γ ι α να ξυπνήσει το π ρ ω ί και να φτιάξει τα π α π ο ύ τ σ ι α . Κι επειδή είχε ήσυχη τη συ νείδηση τ ο υ , έκανε το σταυρό του κι έπεσε στο κ ρ ε β ά τ ι του
να
κοιμηθεί.
Τ η ν άλλη μέρα, αφού ξύπνησε κι είπε την προσευχή τ ο υ , ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε να καθίσει στον π ά γ κ ο του να δουλέψει. Τ ι ν α δει ό μ ω ς ; Τ α π α π ο ύ τ σ ι α ή τ α ν έ τ ο ι μ α , σ τ ο λ ι σ μ έ ν α π ά ν ω στον π ά γ κ ο του
! Τα πήρε στα χέρια του γ ι α να τα
δει α π ό κ ο ν τ ά κ ι ή τ α ν σ τ ' α λ ή θ ε ι α τ ό σ ο κ α λ ά δουλεμένα π ο υ ο ύ τ ε μ ι α β ε λ ο ν ι ά δεν ή τ α ν σ τ ρ α β ά κ ε ν τ η μ έ ν η , λ ε ς και τά τείας.
'χε
φτιάξει
ο
καλύτερος τσαγκάρης της πολι
Σε λίγο μ π ή κ ε μέσα ένας π ε λ ά τ η ς κι επειδή τα
π α π ο ύ τ σ ι α τού
άρεσαν
τ
τσαγκάρης
αγοράσει.
Ο
πολύ,
πλήρωσε
μας λοιπόν
διπλά αγόρασε
για να δέρμα
γ ι α δυο ζ ε υ γ ά ρ ι α π α π ο ύ τ σ ι α . Τ ό 'κοψε κ ι αυτό α π ο β ρ α δ ί ς να τό 'χει έτοιμο την άλλη μέρα το π ρ ω ί να δουλέψει. Α λ λ ά δεν χ ρ ε ι ά σ τ η κ ε : ό τ α ν ξ ύ π ν η σ ε , β ρ ή κ ε π ά λ ι τ α δ υ ο ζ ε υ γ ά ρ ι α έ τ ο ι μ α . Ο ι π ε λ ά τ ε ς δεν ά ρ γ η σ α ν ν ά ' ρ θ ο υ ν κι αυτή τη φορά ο τσαγκάρης πήρε χ ρ ή μ α τ α αρκετά και αγόρασε δέρμα για τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. άλλη
Την
μέρα το πρωί βρήκε πάλι τα π α π ο ύ τ σ ι α έτοιμα.
Κ ι έτσι έ γ ι ν ε κ α ι τ η ν ά λ λ η κ α ι τ η ν π α ρ ά λ λ η : ό σ α ζ ε υ γ ά ρια π α π ο ύ τ σ ι α έκοβε α π ο β ρ α δ ί ς , τ ά 'βρισκε έ τ ο ι μ α την άλλη μέρα τ ο π ρ ω ί . Ώ σ π ο υ έγινε πλούσιος. Κ ι ένα βράδυ, λίγο πριν α π ' τα Χριστούγεννα, την ώρα του τέλειωσε τη δουλειά του κι ετοιμάστηκε να πάει για ύπνο, είπε στη γυναίκα του :
" Γ υ ν α ί κ α , τι θά 'λεγες να μείνουμε ξ ύ
πνιοι τ ο ύ τ η τη ν ύ χ τ α , να δούμε π ο ι ο ς κάνει όλη τ ο ύ τ η τη δουλειά γ ι α χ ά ρ η μ α ς ; " Η γ υ ν α ί κ α του συμφώνησε άναψε μια μικρή λ ά μ π α , γ ι α να βλέπουν φτηκαν
στη
γωνίτσα
και
κράτησαν
και
Ύστερα κρύ
τα
μάτια
τους
ανοιχτά, να μην κοιμηθούν. Ό τ α ν χτύπησαν
μεσάνυχτα,
ήρθαν δυο μικρούλικα
γ υ μ ν ά κ α λ ι κ α ν τ ζ α ρ ά κ ι α , κάθισαν στον π ά γ κ ο του τ σ α γ κάρη, πήραν
τα κ ο μ μ ά τ ι α το δέρμα κι άρχισαν
να ρά
βουν κ α ι ν α κ α ρ φ ώ ν ο υ ν τ ό σ ο γ ρ ή γ ο ρ α κ ι ε π ι δ έ ξ ι α μ ε τ α μικροσκοπικά τους δαχτυλάκια που ο μ' ανοιχτό το στόμα
απ
τ σ α γ κ ά ρ η ς έμεινε
την κατάπληξη και το θαυμα
σ μ ό . Τ α δ υ ο κ α λ ι κ α ν τ ζ α ρ ά κ ι α δεν σ τ α μ ά τ η σ α ν , ώ σ π ο υ τ έ λ ε ι ω σ α ν ό λ η τ η δ ο υ λ ε ι ά . Τ ό τ ε έ δ ω σ α ν έναν π ή δ ο κ ι έ φ υ γ α ν , ό π ω ς ε ί χ α ν έρθει. Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί η γ υ ν α ί κ α είπε στον άντρα της :
« Τα δυο κ α λ ι κ α ν τ ζ α ρ ά κ ι α μ ά ς έκαναν πλούσιους.
Π ρ έ π ε ι να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη γυμνά
που
Θα τους
τριγυρνάνε, θα κρυώνουν.
ράψω πουκαμισάκια,
μας.
Έτσι
Έ χ ω μ ι α ιδέα :
παντελονάκια και γιλε-
κ ά κ ι α . Κ α ι θ α τους π λ έ ξ ω κ ι α π ό ένα ζ ε υ γ ά ρ ι κ ά λ τ σ ε ς . Κ ά τ σ ε κι εσύ και φ τ ι ά ξ ' τ ο υ ς α π ό ένα ζευγάρι π α π ο υ τ σ ά κ ι α ».
Ο ά ν τ ρ α ς δεν π ε ρ ί μ ε ν ε ν α τ ο υ τ ο π ε ι δ ε ύ τ ε
ρη φορά. Ως το βράδυ είχαν τελειώσει. Κι αντί ν
αφή
σουν τ ο ν π ά γ κ ο φ ο ρ τ ω μ έ ν ο μ ε δουλειά, ό π ω ς π ά ν τ α , τον στόλισαν με τα δωράκια τους.
Ύστερα κρύφτηκαν, να
δ ο υ ν τ ι θ α γ ί ν ε ι . Τ α μ ε σ ά ν υ χ τ α ή ρ θ α ν π ά λ ι τ α δυο κ α λ ι κ α ν τ ζ α ρ ά κ ι α κι ετοιμάστηκαν να πιάσουν δουλειά. Αλ λ ά δ ο υ λ ε ι ά δεν β ρ ή κ α ν . Κ ι ό τ α ν ε ί δ α ν τ α μ ι κ ρ ο σ κ ο π ι κ ά ρουχαλάκια και τις κάλτσες και τα π α π ο ύ τ σ ι α , απόρησαν σ τ η ν α ρ χ ή . Έ π ε ι τ α ό μ ω ς δεν ή ξ ε ρ α ν τ ι ν α κ ά ν ο υ ν α π ' τ η χ α ρ ά τ ο υ ς . Χ ο ρ ε ύ ο ν τ α ς κ α ι γ ε λ ώ ν τ α ς ν τ ύ θ η κ α ν , κ ι , όλο καμάρι πηδούσαν και τραγουδούσαν : « Είμαστε και Με γιατί
όμορφα
ποδεμένοι
ντυμένοι
και
στολισμένοι!
τόση
λεβεντιά
και
να
κάνουμε
τον
χάρη, τσαγκάρη;
»
Έ τ σ ι χόρευαν και τραγουδούσαν και στριφογύριζαν σ ' όλη τ η ν κ ά μ α ρ η , π η δ ο ύ σ α ν π ά ν ω σ τ ι ς κ α ρ έ κ λ ε ς κ α ι
στα τραπέζια με κέφι και χαρά. Σ τ ο τέλος, χορεύοντας π ά ν τ α , β γ ή κ α ν α π τ η ν π ό ρ τ α κ ι έφυγαν. Κ α ι δεν ξ α ν α γ ύ ρισαν π ο τ έ π ι α . Α λ λ ά κι ο τ σ α γ κ ά ρ η ς έ ζ η σ ε κ α λ ά κι ε μείς
καλύτερα.
Δεύτερο
Μ
παραμύθι
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν μια φ τ ω χ ή τριούλα, εργατική και πρόθυμη, π ο υ
υπηρε
σκούπιζε κά
θ ε μ έ ρ α τ ο σ π ί τ ι κ α ι π έ τ α γ ε τ α σ κ ο υ π ί δ ι α σ ' έναν μ ε γ ά λ ο σωρό έξω α π ό την πόρτα. Έ ν α πρωί, λοιπόν, την ώρα π ο υ ε τ ο ι μ α ζ ό τ α ν να ξεκινήσει τη δουλειά τ η ς , βρήκε ένα γ ρ ά μ μ α π ά ν ω σ τ ο σ ω ρ ό τ ω ν σ κ ο υ π ι δ ι ώ ν . Κ ι ε π ε ι δ ή δεν ήξερε ν α δ ι α β ά ζ ε ι , ά φ η σ ε τ η σ κ ο ύ π α στη γ ω ν ι ά κ α ι π ή γ ε το γ ρ ά μ μ α στ' αφεντικά της : ήταν μια πρόσκληση απ5 τα καλικαντζαράκια που την καλούσαν να γίνει κ ο υ μ π ά ρ α τους και ν α τους β α φ τ ί σ ε ι ένα α π
τα μωρά τους. Το κο
ρίτσι δεν ή ξ ε ρ ε τ ι ν α κάνει. Μ ε τ α π ο λ λ ά , κ ι α φ ο ύ τ ' α φ ε ν τ ι κ ά τ η ς τ η ς ε ί π α ν ό τ ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν
αρνηθεί, δέχτηκε.
Ή ρ θ α ν τότε τρία καλικαντζαράκια και την πήραν μαζί τους
σ'
ένα κούφιο
βουνό,
εκεί π ο υ ζούσαν.
Ε κ ε ί όλα
ήταν πολύ μικρούτσικα, τόσο μικρά και λεπτοδουλεμένα και όμορφα
που
δεν β ρ ί σ κ ο ν τ α ι λ ό γ ι α ν α τ ο π ο υ ν .
λεχώνα ήταν ξαπλωμένη έβενο,
στολισμένο
με
σ'
Η
ένα κ ρ ε β α τ ά κ ι α π ό μαύρο
μαργαριταράκια.
Τα
στρωσίδια
ήταν α π ό φίλντισι κι η κολυμπήθρα χρυσή. Το κορίτσι έγινε λοιπόν νονά, β ά φ τ ι σ ε το μ ω ρ ό κι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε να γ υ ρ ί σ ε ι σ τ ο σ π ί τ ι τ η ς . Τ α κ α λ ι κ α ν τ ζ α ρ ά κ ι α ό μ ω ς δεν τ η ν άφησαν να φύγει, π α ρ ά επέμεναν να την κρατήσουν κοντά τους τρεις μέρες. Έ μ ε ι ν ε , λοιπόν, και πέρασε ωραία και
κ α λ ά . Κι οι καλικάντζαροι τ η ς έκαναν όλα τα χ α τ ί ρ ι α . Κι όταν πέρασαν οι τρεις μέρες κι ετοιμάστηκε π ά λ ι να φύγει, της γέμιταν τις τσέπες της χρυσάφι και την ο δ ή γ η σ α ν έ ξ ω α π ό το βουνό. Το κορίτσι γύρισε στο σ π ί τ ι τ η ς και π ή ρ ε τη σκούπα α π ' τη γ ω ν ι ά , να συνεχίσει τη δουλειά της.
Αλλά άγνωστοι
π ό ρ τ α τ ο υ σ π ι τ ι ο ύ και τ η λε.
άνθρωποι πρόβαλαν
στην
ρώτησαν π ο ι α ήταν και τι ήθε
Γ ι α τ ί δεν είχαν π ε ρ ά σ ε ι τ ρ ε ι ς μέρες μ ο ν ά χ α , ό π ω ς
θαρρούσε η κακομοίρα, αλλά εφτά ολόκληρα χρόνια. Και τα π α λ ι ά της αφεντικά είχαν στο μεταξύ πεθάνει.
Τρίτο
Μ
παραμύθι ΤΑ ΦΟΡΑ
ΚΙ
Ε Ν Α Ν Κ Α Ι Ρ Ο τα κ α λ ι κ α ν τ ζ α ρ ά κ ι α
π ή ρ α ν ένα μωρό μέσα α π ' την κούνια του. Κ α ι στη
θ έ σ η τ ο υ ά φ η σ α ν έναν δ ι α β ο λ ό σ π ο ρ ο , π ο υ ή ξ ε ρ ε μ ο ν ά χ α ν α τ ρ ώ ε ι κ α ι ν α π ί ν ε ι . Η κ α κ ο μ ο ί ρ α η μ ά ν α δεν ή ξ ε ρ ε τ ι να κάνει με τη συμφορά που τη βρήκε. Π ή γ ε λοιπόν στη γειτόνισσα και τη ρώτησε τη συμβουλή της. Εκείνη τότε τ η ς ε ί π ε ν ' ανάψει φ ω τ ι ά κ α ι ν α βάλει νερό ν α βράσει μέσα σε τσόφλια από αυγά. Αυτό θά 'κανε
το
διαβολό
σπορο να γελάσει πολύ. Κι αν τον κατάφερνε να γελάσει, τότε θα ησύχαζε μια και καλή α π ' αυτόν.
Η γυναίκα
έ κ α ν ε ό,τι τ η ς ε ί π ε η γ ε ι τ ό ν ι σ σ α τ η ς . Τ η ν ώ ρ α π ο υ γ έ μ ι σ ε τ α τ σ ό φ λ ι α μ ε νερό κ α ι τ ά ' β α λ ε σ τ η φ ω τ ι ά , ο δ ι α β ο λ ό σ π ο ρ ο ς ε ί π ε : « Έ χ ο υ ν δ ε ι κ ι έ χ ο υ ν δει τ α μ ά τ ι α μ ο υ , α λ λ ά τ έ τ ο ι ο π ρ ά γ μ α δεν έ χ ω μ α τ α ϊ δ ε ί : ά κ ο υ ν α β ρ ά ζ ε ι νερό μ έ σ α σ τ α τ σ ό φ λ ι α τ ω ν α υ γ ώ ν
! » Κι άρχισε να γ ε
λάει κ α ι ν α γ ε λ ά ε ι κ α ι σ τ α μ α τ η μ ό δεν ε ί χ ε . Κ ι έ τ σ ι κ α θώς γελούσε, πλήθος καλικαντζαράκια πρόβαλαν ξάφνου
κι έφεραν το σωστό μωρό,
τ' άφησαν
στην
κούνια και
πήραν μαζί τους το διαβολόσπορο.
40.
Ο γαμπρός ληστής
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ
ΚΑΙΡΟ
ήταν ένας
μυλωνάς,
που είχε μια θυγατέρα πολύ πολύ όμορφη. Κι όταν
μ ε γ ά λ ω σ ε το κορίτσι, π α ρ α κ α λ ο ύ σ ε ο μ υ λ ω ν ά ς να βρει ν α τ ο κ α λ ο π α ν τ ρ έ ψ ε ι κ ι έ λ ε γ ε μ ε τ ο νου τ ο υ :
« Άμα
έρθει κανένας καλός γ α μ π ρ ό ς και μου τη ζητήσει, θα του τη
δώσω
γυναίκα του ». Δεν πέρασε πολύς καιρός και
ήρθε π ρ ά γ μ α τ ι ένας γ α μ π ρ ό ς , π ο υ έμοιαζε πλούσιος. Κ α ι ε π ε ι δ ή ο μ υ λ ω ν ά ς δεν β ρ ή κ ε τ ί π ο τ α κ α κ ό π ά ν ω τ ο υ , τ ο υ υποσχέθηκε
τη θυγατέρα του. Το κορίτσι ό μ ω ς
δεν τον
συμπάθησε και πολύ, όπως πρέπει η γυναίκα να συμπα θεί τ ο ν ά ν τ ρ α π ο υ θ α π ά ρ ε ι . Κ α ι δεν τ ο υ ε ί χ ε κ α μ ι ά ε μ π ι στοσύνη :
κάθε π ο υ τον έβλεπε ή τον σ κ ε φ τ ό τ α ν , α μ έ
σ ω ς η κ α ρ δ ι ά τ η ς συννέφιαζε. Μ ι α φορά κι εκείνος τ η ς είπε :
« Σε λ ί γ ο θα π α ν τ ρ ε υ τ ο ύ μ ε , κι εσύ δεν έ χ ε ι ς έρθει
ούτε μ ι α φορά να με δεις ». — « Δεν ξέρω π ο ύ είναι το σπιτικό
σου »,
αποκρίθηκε
η
θυγατέρα
του
μυλωνά.
« Έ ξ ω στο δάσος », της είπε τότε ο γ α μ π ρ ό ς . Το κορί τ σ ι π ά σ κ ι σ ε ν α βρει δ ι κ α ι ο λ ο γ ί α ν α μην π ά ε ι
είπε π ω ς
δ ε ν ή ξ ε ρ ε τ ο δ ρ ό μ ο κ α ι θ α χ α ν ό τ α ν . Ο γ α μ π ρ ό ς ό μ ω ς δεν έπαιρνε κ ο υ β έ ν τ α : « Τ η ν άλλη Κ υ ρ ι α κ ή π ρ έ π ε ι νά 'ρθεις ο π ω σ δ ή π ο τ ε . Έ χ ω καλέσει ένα σωρό κ ό σ μ ο . Κ α ι γ ι α ν α μη χαθείς στο δάσος, Οα σκορπίσω σ τ ά χ τ η στο μονοπά-
τι ». Ό τ α ν ήρθε η Κυριακή, η κ ο π έ λ α κόντευε \α π ε θ ά νει π ι α α π ' τ ο φ ό β ο τ η ς , χ ω ρ ί ς κ α λ ά κ α λ ά ν α κ α τ α λ α β α ί νει κ ι η ί δ ι α τ ο γ ι α τ ί . Κ α ι γ ι α ν α σ η μ α δ έ ψ ε ι τ ο δ ρ ό μ ο τ η ς , ν α τ ο ν ξ α ν α β ρ ε ί στο γ υ ρ ι σ μ ό , γ έ μ ι σ ε τ ι ς τ σ έ π ε ς τ η ς με μ π ι ζ έ λ ι α και φακές. Μόλις μ π ή κ ε στο δάσος, είδε σ τ ά χ τ η σκορπισμένη και την ακολούθησε. Αλλά σε κ ά θ ε β ή μ α τ η ς έριχνε και λίγα μ π ι ζ έ λ ι α δεξιά κι αριστερά τ η ς . Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε έ τ σ ι όλη μ έ ρ α , ώ σ π ο υ έ φ τ α σ ε στην κ α ρ δ ι ά του δάσους, στην πιο σκοτεινή
μεριά τ ο υ . Ε κ ε ί είδε ένα
σπιτάκι μοναχικό. Φτάνοντας
μπροστά
στην πόρτα, η
θ υ γ α τ έ ρ α του μ υ λ ω ν ά ένιωσε τ ρ ό μ ο ν α π α γ ώ ν ε ι την ψ υ χ ή τ η ς . Η ε ρ η μ ι ά κι η σ ι ω π ή ή τ α ν τόσο βαριές που η κ ο πέλα τά 'χασε και δίσταζε να προχωρήσει. Ξάφνου μια φωνή ακούστηκε : « Φύγε, γιατί
φύγε,
ήρθες
νυφούλα
στο
σπίτι
μικρή, τού
φονιά
και
τον ληστή! »
Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι σ ή κ ω σ ε τ α μ ά τ ι α κ ι είδε ένα π ο υ λ ί στο κλουβί του. Κι αυτό της είχε μιλήσει. Γι' άλλη μια φορά το π ο υ λ ά κ ι άνοιξε το σ τ ό μ α του και είπε : « Φύγε, γιατί
φύγε,
ήρθες
νυφούλα
στο
σπίτι
μικρή, τού
φονιά
και
τον
ληστή! »
Η κ ο π έ λ α ό μ ω ς έσφιξε την καρδιά της, προχο^ρησε α π ό δ ω μ ά τ ι ο σ ε δ ω μ ά τ ι ο κ α ι γ ύ ρ ι σ ε όλο τ ο σ π ί τ ι . Μ ό ν ο π ο υ δεν β ρ ή κ ε μ έ σ α ψ υ χ ή . Σ τ ο τ έ λ ο ς έ φ τ α σ ε κ α ι σ τ ο κ α τώι. Εκεί συνάντησε μια γριά, πολύ γριά, που καθόταν και κουνούσε α σ τ α μ ά τ η τ α τ ο κεφάλι τ η ς . " Μ ή π ω ς ξέ ρ ε τ ε ν α μ ο υ π ε ί τ ε » , ρ ώ τ η σ ε τ ο κ ο ρ ί τ σ ι , « α ν μ έ ν ε ι εδώ ο αρραβωνιαστικός μου ; » της
αποκρίθηκε
—
" Κακόμοιρο
η γριά. « Π ο ύ ήρθες
π α ι δ ί ! »,
κι έ π ε σ ε ς ! Ε δ ώ
είναι λημέρι λ η σ τ ώ ν . Ν ο μ ί ζ ε ι ς π ω ς ε ί σ α ι νυφούλα, π ο υ δεν θ 5 α ρ γ ή σ ε ι ν α π α ν τ ρ ε υ τ ε ί . Α λ λ ά τ ο υ ς γ ά μ ο υ ς σ ο υ θ α τ ο υ ς γ ι ο ρ τ ά σ ε ι ς μ ε τ ο ν ί δ ι ο σ ο υ τ ο θάνατο. Β λ έ π ε ι ς ε δ ώ ; Μ ' έ β α λ α ν ν α β ρ ά σ ω νερό σ τ ο κ α ζ ά ν ι ί ο μ ε γ ά λ ο . Α ν σ ε πιάσουν στα χέρια τους, θα σε κάνουν κ ο μ μ ά τ ι α δ ί χ ω ς λ ύ π η σ η , θα σε μαγειρέψουν κ α ι θα σε ράνε. Γ ι α τ ί είναι φονιάδες κ α ι τ ρ ώ ν ε α ν θ ρ ώ π ι ν ο κ ρ έ α ς . Αν δεν σε λ υ π η θ ώ , α ν δεν σ ε β ο η θ ή σ ω ε γ ώ , ε ί σ α ι χ α μ έ ν η » . Κ α ι μ ' α υ τ ά τ α λόγια η γριά την πήρε απ από
ένα θεόρατο
ορμήνεψε.
« Μη
το χέρι και την έκρυψε π ί σ ω
βαρέλι.
« Μη
βγάλεις
μιλήσεις,
μη
σαλέψε.ς,
ά χ ν α ! », γιατί
την
αλλιώς
χ ά θ η κ ε ς ! Τη ν ύ χ τ α π ο υ οι κακούργοι θα κοιμούνται, θα κοιτάξουμε να το σκάσουμε. Καιρό τώρα περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία ». Δεν πρόλαβε καλά καλά ν
απο-
σώσει τα λόγια της κι οι φονιάδες γύρισαν. Κουβαλούσαν μ α ζ ί τους μ ι α άλλη κ ο π έ λ α και, μεθυσμένοι κ α θ ώ ς ή τ α ν , ούτε π ο υ άκουγαν τα κ λ ά μ α τ α και τα π α ρ α κ ά λ ι α της. Κ α ι της έδωσαν κρασί να πιει, τρία π ο τ ή ρ ι α ξέχειλα : ένα π ο τ ή ρ ι άσπρο κρασί, ένα π ο τ ή ρ ι κόκκινο κι ένα π ο τ ή ρ ι κίτρινο
κι η καρδιά της έσπασε. Τότε της έσκισαν τα
όμορφα ρούχα, την ξ ά π λ ω σ α ν στο τραπέζι, έκοψαν το κορμί της κομματάκια και τ' αλάτισαν καλά. Η δύστυχη κόρη του μυλωνά, πίσω απ ψάρι
το βαρέλι της, έτρεμε σαν το
γ ι α τ ί έβλεπε τι την περίμενε, έτσι κι έ π ε φ τ ε στα
χέρια των φονιάδων.
Τη
σ τ ι γ μ ή εκείνη
ένας α π '
τους
κακούργους πρόσεξε το χρυσό δαχτυλιδάκι στο χέρι τής σ κ ο τ ω μ έ ν η ς . Κ ι ε π ε ι δ ή δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α τ ο τ ρ α β ή ξ ε ι μ ε την π ρ ώ τ η , π ή ρ ε τον μ π α λ τ ά και τ η ς έκοψε το δ ά χ τ υ λ ο . Το κομμένο δάχτυλο τινάχτηκε ψηλά κι έπεσε π ί σ ω α π ό τ ο β α ρ έ λ ι . Έ ψ α ξ ε ο κ α κ ο ύ ρ γ ο ς , έ ψ α ξ ε , δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α το βρει π ο υ θ ε ν ά . « Π ί σ ω α π ' το μ ε γ ά λ ο βαρέλι έ ψ α ξ ε ς ; »,
τ ο ν ρ ώ τ η σ ε ένας α π ' τ ο υ ς σ υ ν τ ρ ό φ ο υ ς τ ο υ . Ο κ α κ ο ύ ρ γ ο ς π ή ρ ε τ ό τ ε τ ο λυχνάρι κ ι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε ν α ψάξει π ί σ ω α π ό το βαρέλι.
Μπήκε τότε στη μέση η γ ρ ι ά και φώναξε :
" Ελάτε τ ώ ρ α να φάτε κι αφήστε το ψάξιμο.
Κι αύριο
μ έ ρ α ε ί ν α ι ! Τ ο δ ά χ τ υ λ ο δεν θ α σ η κ ω θ ε ί ν α φ ύ γ ε ι μ ο ν ά χ ο του
! » Κι οι φονιάδες ε ί π α ν : « Έ χ ε ι δ ί κ ι ο η γ ρ ι ά ! » Π α
ράτησαν το ψάξιμο, κάθισαν στο τ ρ α π έ ζ ι κι άρχισαν να τρώνε.
Η
γριά ό μ ω ς τους έριξε υ π ν ω τ ι κ ό στο
φαγητό
τ ο υ ς . Κ α ι σ ε λίγο έ π ε σ α ν όλοι κ α τ ά χ α μ α κ ι ά ρ χ ι σ α ν ν α ροχαλίζουν. Η θυγατέρα του μυλωνά βγήκε τότε α π ' την κρυψώνα της χι αναγκάστηκε να περάσει π ά ν ω α π ' τα κορμιά τ ω ν κοιμισμένων ληστών. Κι έτρεμε απ της,
μήπως
βοήθεια του
άθελα τ η ς
ξυπνήσει
κανέναν τους.
Θεου ό μ ω ς τα κ α τ ά φ ε ρ ε και
το φόβο Με
τη
βγήκε απεί
ρ α χ τ η α π ' το κ α τ ώ ι . Π ί σ ω τ η ς ανέβηκε κι η γριά, άνοιξε τ η ν π ό ρ τ α κ ι ά ρ χ ι σ α ν κ ι ο ι δ υ ο ν α τ ρ έ χ ο υ ν , όσο τ ι ς β α στούσαν τα πόδια τους. Ο αέρας είχε πάρει τις στάχτες, αλλά τα μπιζέλια κι οι φακές είχαν φυτρώσει κι είχαν ανθίσει και τους έδειχναν στο
φεγγαρόφωτο το δρόμο.
Ό λ η νύχτα περπατούσαν, ώσπου με το ξημέρωμα έφτα σαν στο μύλο. Κ α ι το κορίτσι δ ι η γ ή θ η κ ε στον π α τ έ ρ α του όλα όσα είχαν συμβεί. Ό τ α ν έφτασε η μέρα που
είχαν κανονίσει το γ ά μ ο ,
ήρθε ο γ α μ π ρ ό ς στο μύλο. Ο μυλωνάς όμως είχε καλέσει όλους τ ο υ ς συγγενείς κ α ι τους φίλους τ ο υ , να τον β ο η θ ή σουν.
Κάθισαν στο τ ρ α π έ ζ ι κι άρχισαν με τη σειρά να
λέει ο κ α θ έ ν α ς μ ι α ν ιστορία. Η νύφη ό μ ω ς κ α θ ό τ α ν α μ ί λ η τ η κ α ι δεν έ λ ε γ ε τ ί π ο τ α .
Γυρίζει τότε ο γ α μ π ρ ό ς και
τ η ς λ έ ε ι : « Γ ι α τ ί , κ α ρ δ ο ύ λ α μ ο υ , δεν μ ι λ ά ς ; Π έ ς μ α ς κι εσύ μιαν ιστορία
! » Κι εκείνη παίρνει κ α ι μιλάει κ α ι
λέει : " Θ α σ α ς
δ ι η γ η θ ώ έ ν α όνειρο π ο υ ε ί δ α .
Προχω
ρ ο ύ σ α μ ο ν ά χ η σ τ ο δ ά σ ο ς κ ι έ φ τ α σ α τέλος σ ' έ ν α σ π ι τ ά κ ι . Ψ υ χ ή δεν ή τ α ν ε κ ε ί , σ τ ο ν τ ο ί χ ο ό μ ω ς ή τ α ν κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο ένα κλουβάκι.
Κ α ι το π ο υ λ ί μού μίλησε
μ
5
ανθρώπινη
λαλιά και μου είπε :
" Φύγε,
φύγε, νυφούλα
γιατί ήρθες στο σπίτι
μικρή,
τού φονιά και τού ληστή! "
Κ α ι τ α ίδια λ ό γ ι α μού τ α ε ί π ε άλλη μ ι α φ ο ρ ά . Σ τ όνει ρο μου τα είδα μονάχα, α γ α π η μ έ ν ε μου. Και μ π ή κ α μέσα κ α ι π ή γ α σ ' ό λ α τ α δ ω μ ά τ ι α , α λ λ ά δεν σ υ ν ά ν τ η σ α κ α ν έ ναν. Κι ο φόβος κόντευε να πνίξει την ψ υ χ ή μου. Σ τ ο τ έ λος κ α τ έ β η κ α και στο κ α τ ώ ι κι εκεί βρήκα μ ι α γ ρ ι ά , π ο λ ύ γριά, π ο υ κουνούσε α σ τ α μ ά τ η τ α τ ο κεφάλι τ η ς . Τ η ρ ώ τησα :
cc
Μ έ ν ε ι ε δ ώ ο α ρ ρ α β ω ν ι α σ τ ι κ ό ς μου ; " Κι ε κ ε ί ν η
μου αποκρίθηκε : " Α χ , κακόμοιρο κορίτσι! Ή ρ θ ε ς κι έπεσες στο λημέρι των ληστών. Εδώ
μένει
ο
αρραβωνια-
στικός σου, αλλά μόλις σε πιάσει σ τ α χέρια του θα σε σκοτώσει,
θα σε κάνει κ ο μ μ α τ ά κ ι α και θα σε
φάει ".
Σ τ ' όνειρο μ ο υ τ α ε ί δ α μ ο ν ά χ α , α γ α π η μ έ ν ε μ ο υ . Κ ι η γ ρ ι ά μ' έκρυψε π ί σ ω α π ό ένα θεόρατο βαρέλι κι α μ έ σ ω ς ύστε ρα ήρθαν οι κακούργοι κ ο υ β α λ ώ ν τ α ς μ α ζ ί τους μιαν άλλη κοπέλα. Τ ρ ι ώ λογιώ κρασί τής έδωσαν να πιει : άσπρο, κ ό κ κ ι ν ο κ α ι κ ί τ ρ ι ν ο . Κ ι η κ α ρ δ ι ά τ η ς έ σ π α σ ε . Σ τ ' όνειρο μου τα είδα μονάχα, α γ α π η μ έ ν ε μου. Ύ σ τ ε ρ α της έσκι σαν τ α ό μ ο ρ φ α ρούχα τ η ς , την ξ ά π λ ω σ α ν στο τ ρ α π έ ζ ι , έκοψαν το κορμί της κ ο μ μ α τ ά κ ι α και τ' αλάτισαν. Σ τ ' ό νειρο μ ο υ τ α ε ί δ α ό λ α α υ τ ά , α γ α π η μ έ ν ε μ ο υ . Κ ι έ ν α ς α π ό τ ο υ ς λ η σ τ έ ς είδε τ ο χ ρ υ σ ό
δαχτυλιδάκι στο
δάχτυλο τ η ς
κ ι ε π ε ι δ ή δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ η ς τ ο β γ ά λ ε ι , π ή ρ ε τ ο ν μ π α λ τ ά και της έκοψε το δάχτυλο. Το δάχτυλο τινάχτηκε ψηλά
κι
έπεσε π ί σ ω
απ'
το
βαρέλι,
ίσια
ποδιά
μου.
Ορίστε το κομμένο δάχτυλο με το δαχτυλίδι του ".
Και
μ' αυτά τα λόγια βγάζει το δάχτυλο
στην
και το δαχτυλίδι
α π ' την π ο δ ι ά τ η ς κ α ι τ ο δείχνει σ ' όλους τους κ α λ ε σμένους. Ό σ η ν ώ ρ α μιλούσε, ο ληστής είχε γίνει κ ά τ α σ π ρ ο ς σαν κ ι μ ω λ ί α . Σ τ ο τέλος π ή δ η σ ε όρθιος κ α ι π ρ ο σ π ά θ η σ ε να ξεφύγει.
Οι καλεσμένοι ό μ ω ς τον έπιασαν και τον
π α ρ έ δ ω σ α ν στο δικαστή. Κι ο δικαστής
τον έστειλε στο
δ ή μ ι ο , κι αυτόν κι όλη τη σ υ μ μ ο ρ ί α τ ω ν φονιάδων.
Ο κυρ-Κόρμπες
Η
ΤΑΝ
ΜΙΑ
ΦΟΡΑ
μια
κότα
κι
ένα
κοκόρι,
που
ήθελαν να πάνε μαζί ταξίδι. Κάθισε λοιπόν το κο
κόρι και
μαστόρεψε
μιαν
όμορφη
άμαξα,
με τέσσερις
κόκκινες ροδίτσες. Και μ π ρ ο σ τ ά έζεψαν τέσσερα ποντί κ ι α , να τη σέρνουν. Σ τ ρ ο γ γ υ λ ο κ ά θ ι σ α ν η κ ό τ α με το κ ο κοράκι μέσα στην ά μ α ξ α και ξεκίνησαν μαζί το ταξίδι τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα
και συνάντησαν
που τους σταμάτησε και τους είπε :
μια γ ά τ α ,
« Για πού το βά
λ α τ ε , κ α λ έ ; » Κι ο κ ό κ ο ρ α ς τ η ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε :
« Πάμε στον
ένα
ταξιδάκι,
κνρ-Κόρμπες
το
σπιτάκι! »
" Π ά ρ τ ε με μ α ζ ί σας », π α ρ α κ ά λ ε σ ε τότε η γ ά τ α . Κ α ι ο κόκορας δέχτηκε : « Πολύ ευχαρίστως. Κάτσε πίσω, γιατί μπροστά μπορεί να πέσεις.
Και τις
πρόσεξε ρόδες
Ροδίτσες, Ποντίκια, Πάμε στον
ένα
να
μον
μη
να
γνρνάτε
μη
λασπώσεις λιρώσεις.
!
τρεχάτε ! ταξιδάκι
κνρ-Κόρμπες
το
σχιτάκι !
»
Κ α ι με τη σειρά α π ά ν τ η σ α ν στο δρόμο τους μια μυλό π ε τ ρ α , ένα α υ γ ό , μια π ά π ι α , μια π α ρ α μ ά ν α και στο τέλος μ ι α βελόνα. Ό λ ο ι ανέβηκαν στην ά μ α ξ α και π ή γ α ι ν α ν . Κι όταν έφτασαν στο σπίτι του κυρ-Κόρμπες, το βρήκαν αδειανό κι ο νοικοκύρης έλειπε. Τα ποντίκια έσυραν την ά μ α ξ α στον α χ υ ρ ώ ν α , η κ ό τ α κι ο κόκορας κούρνιασαν στο κάγκελο του φ ρ ά χ τ η , η γ ά τ α χουλουριάστηκε στο τζάκι, η π ά π ι α χ ώ θ η κ ε στο νεροχύτη, το αυγό τυλίχτηκε στην π ε τ σ έ τ α δίπλα, η π α ρ α μ ά ν α τρύπωσε στο μαξιλάρι τ η ς πολυθρόνας, η βελόνα κ α ρ φ ώ θ η κ ε στο μαξιλάρι τού κρεβατιού κι η μυλόπετρα ανέβηκε πάνω απ
την πόρτα.
Το βράδυ ήρθε κι ο κ υ ρ - Κ ό ρ μ π ε ς . Π ο ώ τ η του δουλειά να πάει στο τ ζ ά κ ι ν' ανάψει φ ω τ ι ά : η γ ά τ α ό μ ω ς ρουθού νισε κ α ι τον γ έ μ ι σ ε σ τ ά χ τ ε ς .
Τρέχει ο άνθρωπος στην
κ ο υ ζ ί ν α να π λ υ θ ε ί , αλλά η π ά π ι α τον π ι τ σ ι λ ά ε ι κ α ι τον κάνει λούτσα α π ' την κορφή μέχρι τα νύχια. Παίρνει την πετσέτα να σκουπιστεί, πέφτει π ά ν ω του το αυγό, σπάει και κολλάει στα μ ά τ ι α του. Κάθεται ο κακομοίρης στην πολυθρόνα του να ξ α π ο σ τ ά σ ε ι , τον τ ρ υ π ά ε ι η π α ρ α μ ά ν α . Θυμώνει τότε κι αυτός και πέφτει στο κρεβάτι.
Μόλις
ό μ ω ς α κ ο ύ μ π η σ ε το κεφάλι του στο μαξιλάρι, τον π λ ή γ ω σ ε η βελόνα. Ως το τ α β ά ν ι τ ι ν ά χ τ η κ ε α π ' τον πόνο. Κι έξαλλος α π ' το θυμό του σηκώνεται να φύγει α π ' το σπίτι και να πάρει των ομματίων του. Αλλά με το που
άνοιξε την π ό ρ τ α , πέφτει η
μυλόπετρα και τον αφήνει
στον τ ό π ο . Κ α κ ό ς άνθρωπος θα π ρ έ π ε ι να ήταν αυτός ο κυρ-Κόρμπες.
42
Ο νονός
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α ς φ τ ω χ ό ς ά ν θρωπος κι είχε τόσο πολλά παιδιά
που
είχε
κά
νει νονούς κ α ι κ ο υ μ π ά ρ ο υ ς όλους τ ο υ ς σ υ χ ω ρ ι α ν ο ύ ς τ ο υ . Ό τ α ν λοιπόν η γ υ ν α ί κ α του γέννησε άλλο ένα π α ι δ ά κ ι , δεν ε ί χ ε μείνει κ α ν έ ν α ς γ ι α ν α τ ο υ τ ο β α φ τ ί σ ε ι . Δεν ή ξ ε ρ ε τι να κάνει και στενοχωρημένος
όπως ήταν, έπεσε να
κ ο ι μ η θ ε ί . Σ τ ο ν ύ π ν ο τ ο υ είδε ένα όνειρο : να π ά ε ι κ α ι να σταθεί μ π ρ ο σ τ ά στην π ό ρ τ α του σπιτιού του και να π ε ριμένει
και τον π ρ ώ τ ο π ε ρ α σ τ ι κ ό να τον σταματήσει και
ν α τ ο ν κ ά ν ε ι νονό τ ο υ π α ι δ ι ο ύ τ ο υ . Τ η ν ά λ λ η πρωί που ξύπνησε,
αποφάσισε ν
μέρα το
ακολουθήσει τη συμ
βουλή τ ο υ ονείρου. Β γ ή κ ε , λοιπόν, κ α ι σ τ ά θ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά στην π ό ρ τ α του
και τον π ρ ώ τ ο π ο υ πέρασε, τον π α ρ α κ ά
λεσε να τ ο υ β α φ τ ί σ ε ι το π α ι δ ί . Ο ξένος χ ά ρ ι σ ε στο β α φ τ ι σ ι μ ι ό τ ο υ ένα μ π ο υ κ α λ ά κ ι μ ε θ α υ μ α τ ο υ ρ γ ό νερό κ α ι του είπε : « Μ
α υ τ ό το νερό μ π ο ρ ε ί ς να γ ι α τ ρ ε ύ ε ι ς όλους
τους αρρώστους.
Θα π ρ έ π ε ι μόνο να κ ο ι τ ά ζ ε ι ς α π ό π ο ι α
μεριά σ τ έ κ ε τ α ι ο Θ ά ν α τ ο ς : αν είναι στο π ρ ο σ κ έ φ α λ ο τ ο υ αρρώστου, μπορείς να τον γιατρέψεις
αν όμως στέκεται
κοντά στα πόδια του κρεβατιού, τότε άδικος ο κόπος, ο άρρωστος
θα πεθάνει ». Ο β α φ τ ι σ ι μ ι ό ς μ ε γ ά λ ω σ ε κι έ
γινε σπουδαίος και ξακουστός
γιατρός.
Ήξερε
πάντα
με σ ι γ ο υ ρ ι ά αν ένας ά ρ ρ ω σ τ ο ς θα σωθεί ή θα π ε θ ά ν ε ι . Κ α ι μ ε τ η ν τ έ χ ν η τ ο υ έ β γ α λ ε χρήματα π ο λ λ ά κ ι έ γ ι ν ε πλούσιος. Μ ι α φορά τον φώναξαν να γιατρέψει το π α ι δ ί του βασιλιά. Κι όταν μ π ή κ ε μέσα στη\ κ ά μ α ρ α , Θάνατο να
στέκει
σ τ ο π ρ ο σ κ ε φ ά λ ι του
μικρού
είδε τ ο αρρώ
σ τ ο υ . Τ ο ύ ' δ ω σ ε λ ο ι π ό ν τ ο θ α υ μ α τ ο υ ρ γ ό νερό κ α ι τ ο γ ι ά τρεψε το
βασιλόπουλο.
Τ α ίδια έγιναν κ α ι τ η
δεύτερη
φορά. Την τρίτη όμως ο Θάνατος στεκόταν στα πόδια του κρεβατιού : και το παιδί πέθανε. Κ ά π ο τ ε θ έ λ η σ ε ο β α φ τ ι σ ι μ ι ό ς ν α ε π ι σ κ ε φ τ ε ί τ ο νονό του και να τον ευχαριστήσει γ ι α το δώρο του. Ό τ α ν έ φ τ α σ ε ό μ ω ς σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ νονού τ ο υ , π α ρ ά ξ ε ν α π ρ ά γ μ α τ α τον περίμεναν. Ανέβηκε τις σκάλες στο π ρ ώ τ ο π ά τ ω μ α και βρήκε μαγκούρες και σκουπόξυλα νά
χουν στήσει τρι
κούβερτο κ α β γ ά . Σ τ α μ ά τ η σ ε και ρώτησε : " Μ ή π ω ς ξέ ρετε π ο ύ μένει ο νονός μου ; » — « Σ τ ο π α ρ α π ά ν ω π ά τ ω μ α »,
του
αποκρίθηκαν.
Ανέβηκε λοιπόν τις σκάλες
στο δεύτερο π ά τ ω μ α και βρήκε ένα σωρό νεκρά δ ά χ τ υ λ α . Π ά λ ι σ τ α μ ά τ η σ ε και ρώτησε : " Μ ή π ω ς ξέρετε πού μέ νει ο ν ο ν ό ς μ ο υ ; » — « Σ τ ο π α ρ α π ά ν ω π ά τ ω μ α », τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ ε ένα α π ' τ α δ ά χ τ υ λ α . Α ν έ β η κ ε τ ι ς σκάλες στο τρίτο π ά τ ω μ α και βρήκε πλήθος νεκρά κεφάλια, που και α υ τ ά με τη σειρά τους τον έστειλαν στο π α ρ α π ά ν ω π ά τ ω μ α . Σ τ ο τέταρτο π ά τ ω μ α βρήκε
ψάρια, π ο υ πηδούσαν
μ ο ν α χ ά τους στο τ η γ ά ν ι να ψηθούν. Κι α υ τ ά του είπαν : " Σ τ ο π α ρ α π ά ν ω π ά τ ω μ α ». Κι όταν έφτασε στο π έ μ π τ ο πάτωμα,
βρέθηκε μ π ρ ο σ τ ά σε μια κλειστή π ό ρ τ α και
κ ο ί τ α ξ ε α π ' τ η ν κ λ ε ι δ α ρ ι ά . Μ έ σ α ε ί δ ε τ ο νονό τ ο υ , π ο υ είχε μ ε γ ά λ α κ έ ρ α τ α . Μόλις άνοιξε την π ό ρ τ α και μ π ή κ ε μ έ σ α , ο νονός χ ώ θ η κ ε σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι τ ο υ κ α ι σ κ ε π ά σ τ η κ ε μέχρι το κεφάλι, να μη φαίνεται. Ο βαφτισιμιός του τότε
τον ρώτησε :
« Νονέ μου, τι π α ρ ά ξ ε ν α είναι α υ τ ά π ο υ
γ ί ν ο ν τ α ι στο σ π ί τ ι σου ; Σ τ ο π ρ ώ τ ο π ά τ ω μ α β ρ ή κ α τ ι ς μαγκούρες να τσακώνονται άγρια με τα σκουπόξυλα ». — " Ε ί σ α ι κ ο υ τ ό ς κ α ι δεν β λ έ π ε ι ς ούτε τη μ ύ τ η σ ο υ ! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο νονός του. " Ή τ α ν οι δούλες μου κι οι π α ραγιοί
μου
αυτοί
που
βρήκες
να
τσακώνονται ! »
— " Σ τ ο δεύτερο π ά τ ω μ α ό μ ω ς έπεσα π ά ν ω σ' α μ έ τ ρ η τ α νεκρά δ ά χ τ υ λ α ». — " Α, μα εσύ δεν έχεις μυαλό
! Τα
κ α ρ ό τ α τα π έ ρ α σ ε ς γ ι α δ ά χ τ υ λ α ! » — « Κ α ι στο τ ρ ί τ ο π ά τ ω μ α είδα ένα σωρό κ ε φ ά λ ι α π ε θ α μ έ ν ω ν ». — " Κ ο υ τ έ άνθρωπε, αυτά ήταν λάχανα ! » — " Στο τέταρτο π ά τ ω μ α ό μ ω ς είδα ψάρια, π ο υ π η δ ο ύ σ α ν μ ο ν α χ ά τους στο τ η γ ά ν ι να ψηθούν ».
Και τη στιγμή που ξεστόμιζε αυτά
τα λόγια, τα ψάρια ήρθαν α π ό μόνα τους στο τ ρ α π έ ζ ι και μ π ή κ α ν στα π ι ά τ α . " Κι όταν έ φ τ α σ α στο π έ μ π τ ο π ά τ ω μ α , κ ο ί τ α ξ α α π ' τ η ν κ λ ε ι δ α ρ ι ά κ α ι σ ' ε ί δ α , νονέ μ ο υ . Κι ε ί χ ε ς κ ά τ ι μ ε γ ά λ α κ έ ρ α τ α ! » — « Λ ε ς ψ έ μ α τ α
! »
α γ ρ ί ε ψ ε τ ό τ ε ο νονός. Κι ο β α φ τ ι σ ι μ ι ό ς φ ο β ή θ η κ ε π ο λ ύ κ α ι τ ό ' β α λ ε σ τ α π ό δ ι α . Κ α ι π ο ι ο ς ξέρει τ ι άλλο θ α τ ο ύ ' κ α ν ε ο νονός τ ο υ , αν έμενε λ ί γ ο α κ ό μ α .
43.
Η κυρά-Τρούντε
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α μ ι κ ρ ό κ ο ρ ι τ σ ά
κι,
τόσο πεισματάρικο
κ α ι ξ ε ρ ο κ έ φ α λ ο π ο υ δεν
άκουγε ποτέ τους γονείς του :
όσο κι αν το
συμβού
λ ε υ α ν , σ η μ α σ ί α δεν τ ο υ ς έ δ ι ν ε . Α λ λ ά τ ο π ε ί σ μ α κ ι η ξ ε ρ ο κ ε φ α λ ι ά , π ο τ έ δεν β γ ά ζ ο υ ν σ ε κ α λ ό . Μ ι α μ έ ρ α λ ο ι π ό ν
είπε η
μικρή
στους γονείς της :
" Έχω
ακούσει τόσο
πολλά για την κυρά-Τρούντε, που θέλω να π ά ω κι ε γ ώ να
τη
γ ν ω ρ ί σ ω . Ό λ ο ς ο κ ό σ μ ο ς λέει ότι ε ί ν α ι τ ό σ ο υ π έ
ροχο το σ π ί τ ι της, ότι έχει τόσο θ α υ μ ά σ ι α π ρ ά γ μ α τ α , π ο υ μ' έπιασε περιέργεια και θέλω να τα δω >. Οι γονείς τ η ς δεν
την
άφησαν
και
της
είπαν
αυστηρά :
" Η
κυρά-
Τ ρ ο ύ ν τ ε είναι μ ι α κ α κ ι ά γ υ ν α ί κ α , π ο υ κάνει φ ρ ι χ τ ά κ α ι φοβερά π ρ ά γ μ α τ α . Αν τολμήσεις να π α ς στο σπίτι της, δεν θ α ε ί σ α ι π ι α π α ι δ ί μ α ς " .
Η μ ι κ ρ ή ό μ ω ς δεν σ υ μ
μορφώθηκε με την απαγόρευση τ ω ν γονιών τ η ς και μια κ α ι δυο π η γ α ί ν ε ι στο σ π ί τ ι τ η ς κ υ ρ ά - Τ ρ ο ύ ν τ ε . Φ τ ά ν ο ν τ α ς η γ ρ ι ά τη ρ ω τ ά ε ι : « Γ ι α τ ί είσαι τόσο χ λ ο μ ή , μ ο υ ; » — « Αχ », α π ' το
φόβο του.
αποκρίθηκε
το
μικρή
κοριτσάκι τρέμοντας
" Είναι α π ' την τρομάρα που π ή ρ α
μ' α υ τ ό π ο υ είδα ». — " Κ α ι τι ε ί δ ε ς ; » — « Ε δ ώ σ τ α σ κ α λιά είδα έναν ά ν θ ρ ω π ο μ α ύ ρ ο , κ α τ ά μ α υ ρ ο » . — " Ο κ α ρ β ο υ ν ι ά ρ η ς ή τ α ν » . — " Κ ι ύ σ τ ε ρ α ε ί δ α έναν ά ν θ ρ ω π ο κ ό κ κινο
σαν το
α ί μ α ».
—
"Ο
κυρά-Τρούντε, τρόμαξα πολύ.
χασάπης
ήταν ».
— « Αχ,
Γιατί κοίταξα α π ' το π α
ρ α θ υ ρ ά κ ι κ α ι δεν ε ί δ α ε σ έ ν α , α λ λ ά τ ο ν Δ ι ά β ο λ ο μ ε π ύ ρ ι ν ο κ ε φ ά λ ι ». — « Α χ ά ! », γ έ λ α σ ε η γ ρ ι ά . <( Τ ό τ ε ε ί δ ε ς τη μ ά γ ι σ σ α , όπο^ς π ρ α γ μ α τ ι κ ά ε ί ν α ι . Ε σ έ ν α π ε ρ ί μ ε ν α τ ό σ ο ν καιρό, να σε κ ά ψ ω σαν δαδί, να μου ζεστάνεις το σ π ί τ ι ! » Και μ' αυτά τα λόγια μεταμόρφωσε το κοριτσάκι σε χον τρό κούτσουρο, τό 'ριξε στη φ ω τ ι ά , κάθισε μ π ρ ο σ τ ά στο τζάκι και είπε : « Επιτέλους, φούντωσε καλά η φ ω τ ι ά μου ! »
Ο Θάνατος νονός
Μ
ΙΑ
ΦΟΡΑ
ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ζούσε
ένας φ τ ω χ ό ς
ά ν θ ρ ω π ο ς , π ο υ είχε δ ώ δ ε κ α π α ι δ ι ά κ ι έ π ρ ε π ε ν α
δουλεύει μ έ ρ α - ν ύ χ τ α γ ι α να τα θρέψει. Ο τ α ν λοιπόν ήρθε σ τ ο ν κ ό σ μ ο κ α ι τ ο δέκατο τ ρ ί τ ο π α ι δ ί , ο δ ύ σ τ υ χ ο ς δεν ήξερε π ι α τι να κάνει. Μέσα στην α π ε λ π ι σ ί α του βγήκε λοιπόν στη δ η μ ο σ ι ά και περίμενε τον π ρ ώ τ ο δ ι α β ά τ η , γ ι α να του δώσει το μωρό να το βαφτίσει. Ο π ρ ώ τ ο ς π ο υ π έ ρ α σ ε ή τ α ν ο καλός Θεός, π ο υ ήξερε κ α λ ά τον κ α η μ ό τ ο υ φ τ ω χ ο ύ α ν θ ρ ώ π ο υ και τ ο υ ε ί π ε : " Κ α λ έ μου ά ν θ ρ ω π ε , λ υ π ή θ η κ α τ η φ τ ώ χ ε ι α σ ο υ κ α ι θ α γ ί ν ω νονός τ ο ύ π α ι δ ι ο ύ σου. Μη νοιάζεσαι π ι α , θα το φροντίσω ε γ ώ και θα το κ ά ν ω ευτυχισμένο π ά ν ω στη γη ». Ο φ τ ω χ ό ς τότε ρώτησε :
" Κ α ι π ο ι ο ς ε ί σ α ι συ ; » — " Ε ί μ α ι ο κ α λ ό ς
Θ ε ό ς » . — " Τ ό τ ε δεν σ ε θ έ λ ω γ ι α νονό τ ο υ π α ι δ ι ο ύ μ ο υ » , είπε ο φ τ ω χ ό ς . κι
αφήνεις
" Δίνεις στους πλούσιους όλα τα κ α λ ά
τους
φτωχούς
να πεθαίνουν
της
πείνας».
Κ ι α υ τ ό τ ο ε ί π ε ε π ε ι δ ή δεν ή ξ ε ρ ε ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς π ό σ ο σ ο φ ά μοίραζε ο Θεός τα πλούτη και τη φ τ ώ χ ε ι α . Γύρισε λοιπόν την π λ ά τ η του
στον Κύριο και π ή γ ε π ι ο π έ ρ α . Τ ό τ ε τον
π λ η σ ί α σ ε ο Διάβολος και του είπε : " Τ ι γυρεύεις ; Αν με κ ά ν ε ι ς νονό τ ο υ π α ι δ ι ο ύ σ ο υ , θ α τ ο φ ο ρ τ ώ σ ω χ ρ υ σ ά φ ι , ό σ ο τ ρ α β ά ε ι η ψ υ χ ή του. Κ α ι θά 'χει όλα τα κ α λ ά τ η ς γ η ς ». — Ο φ τ ω χ ό ς ρ ώ τ η σ ε π ά λ ι : " Κ α ι π ο ι ο ς ε ί σ α ι συ ; » — " Ε ί μ α ι ο Δ ι ά β ο λ ο ς ! » — " Τ ό τ ε δεν σε θ έ λ ω γ ι α νονό », ε ί π ε ο ά ν θ ρ ω π ο ς . " Κοροϊδεύεις και ξεγελάς τους ανθρώπους ». Κ α ι π ή γ ε πιο π έ ρ α . Ύ σ τ ε ρ α α π ό λίγο τον πλησίασε ο κ ο κ α -
λ ι ά ρ η ς ο Θ ά ν α τ ο ς κ α ι τ ο υ ε ί π ε : « Π ά ( ε ε μ έ ν α να σου β α φ τ ί σ ω τ ο μ ω ρ ό σ ο υ » . — « Κ α ι π ο ι ο ς είσαι σ υ ; » , ρ ώ τ η σ ε ο ά ν θ ρ ω π ο ς . « Ε ί μ α ι ο Θ ά ν α τ ο ς . Κι ό λ ο ι ε ί ν α ι ί σ ο ι
μπροστά
μου ».
Ο
φτωχός τότε
είσαι δ ί κ α ι ο ς με όλους. παίρνεις
αποκρίθηκε :
« Εσύ
και τους φτωχούς και
τους πλούσιους, χ ω ρ ί ς να κάνεις διακρίσεις. Εσύ θα γί νεις νονός τ ο υ π α ι δ ι ο ύ μ ο υ ». Κι ο Θ ά ν α τ ο ς τ ο υ ε ί π ε :
" Θα
κάνω
το
γιο
σου
πλούσιο
και
ξακουστό.
Γιατί
ό π ο ι ο ς έ χ ε ι ε μ έ ν α φίλο κ α ι β ο η θ ό τ ο υ , β ρ ί σ κ ε ι όλους τ ο υ ς δρόμους ανοιχτούς ». « Τ η ν άλλη Κυριακή θά
χ ο υ μ ε τη
β ά φ τ ι σ η », είπε ο φ τ ω χ ό ς . " Κ ο ί τ α νά 'ρθεις στην ώ ρ α σου ! » Κι ο Θάνατος π ή γ ε , ό π ω ς τό ' χ ε υποσχεθεί, και βάφτισε το μωρό οπως έπρεπε. Ό τ α ν τ ο π α ι δ ί μ ε γ ά λ ω σ ε , ήρθε ο νονός τ ο υ ν α τ ο δει κ α ι του ζ ή τ η σ ε να τον ακολουθήσει. Π ή γ α ν λοιπόν σ' ένα μ ε γ ά λ ο δ ά σ ο ς κ ι εκεί ο ν ο ν ό ς έ δ ε ι ξ ε ένα β ο τ ά ν ι κ α ι του ε ί π ε :
στο
βαφτισιμιό του
" Ή ρ θ ε η ώ ρ α να π ά ρ ε ι ς το
δ ώ ρ ο τ ο υ νονού σου. Θ α σ ε κ ά ν ω σ π ο υ δ α ί ο κ α ι ξ α κ ο υ σ τ ό γιατρό.
Κι όταν θα σε καλούν να γιατρέψεις κάποιον
άρρωστο, θα παρουσιάζομαι κι ε γ ώ , να με βλέπεις. Αν σ τ έ κ ο μ α ι δ ί π λ α σ τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ α ρ ρ ώ σ τ ο υ , θ α λες ά φ ο β α π ω ς μ π ο ρ ε ί ς ν α τον γ ι α τ ρ έ ψ ε ι ς . Θ α τ ο υ δ ί ν ε ι ς α π ' α υ τ ό τ ο βοτάνι κι αυτός θα γίνεται καλά. Αν όμως στέκομαι στα π ό δ ι α τ ο υ , τ ό τ ε είναι δ ι κ ό ς μ ο υ . Τ ό τ ε θ α λες στους δ ι κ ο ύ ς τ ο υ π ω ς κ α ν έ ν α γ ι α τ ρ ι κ ό σ τ ο ν κ ό σ μ ο δεν μ π ο ρ ε ί ν α τ ο ν γ ι α τ ρ έ ψ ε ι κ α ι κ α ν έ ν α ς γ ι α τ ρ ό ς δεν ε ί ν α ι ι κ α ν ό ς ν α τ ο ν φέρει π ί σ ω .
Πρόσεχε καλά όμως : μην τολμήσεις ποτέ
να χρησιμοποιήσεις το
βοτάνι π ο υ σου δ ε ί χ ν ω ενάντια
στη θέληση μου. Θα το μετανιώσεις π ι κ ρ ά ». Δεν πέρασε πολύς καιρός και το π α λ ι κ ά ρ ι έγινε ο πιο ξ α κ ο υ σ τ ό ς γ ι α τ ρ ό ς στον κ ό σ μ ο . " Α ρ κ ε ί να ρίξει μ ι α μ α τ ι ά στον ά ρ ρ ω σ τ ο , κι α μ έ σ ω ς κ α τ α λ α β α ί ν ε ι αν θα γ ι α τρευτεί
ή
αν θα π ε θ ά ν ε ι ». Έ τ σ ι λ έ γ α ν ε όλοι. Κι έ τ ρ ε
χ α ν α π ό π α ν τ ο ύ να τον συμβουλευτούν και τού 'διναν π ο λύ χρυσάφι, ώστε γ ρ ή γ ο ρ α έγινε πλούσιος. Κ ά π ο τ ε ό μ ω ς α ρ ρ ώ σ τ η σ ε ο ίδιος ο β α σ ι λ ι ά ς : κ ά λ ε σαν τ ό τ ε
το
γ ι α τ ρ ό να πει αν χωρούσε ή όχι γιατρειά.
Κι εκείνος είδε το Θ ά ν α τ ο να στέκει σ τ α π ό δ ι α τ ο υ κρε-
β α τ ι ο ύ κ α ι κ α τ ά λ α β ε ό τ ι δεν υ π ή ρ χ ε ουτε σ ω τ η ρ ί α ο ύ τ ε φάρμακο. " Αν κ α τ α φ έ ρ ω να ξεγελάσω το Θάνατο, είμαι σίγουρος π ω ς θα θυμώσει », σ κ έ φ τ η κ ε ( γ ι α τ ρ ό ς . " Μ ι α ς ό μ ω ς κι είμαι βαφτισιμιός του, θα κάνε γ ι α μια φορά τα σ τ ρ α β ά μ ά τ ι α ». Κ α ι δ ί χ ω ς να χ ά σ ε ι καιρό, παίρνει τον ά ρ ρ ω σ τ ο β α σ ι λ ι ά κ α ι τ ο ν γ υ ρ ί ζ ε ι α π ' την ά λ λ η μ ε ρ ι ά τ ο ύ κρεβατιού, έτσι π ο υ ο Θ ά ν α τ ο ς βρέθηκε στο π ρ ο σ κ ε φ ά λ ι του. Α μ έ σ ω ς του έδωσε
το
θαυματουργό
βοτάνι κι
ο
βασιλιάς συνήλθε κι έγινε καλά. Ο Θάνατος, ό μ ω ς , θύ μωσε και σκοτείνιασε. τού
Π ή γ ε κ α ι β ρ ή κ ε τ ο γ ι α τ ρ ό καυ
' π ε κ ο υ ν ώ ν τ α ς α π ε ι λ η τ ι κ ά το
δάχτυλο
του :
« Με
ξεγέλασες. Α υ τ ή τη φορά θα σε συχωρέσω, επειδή είσαι βαφτισιμιός μου. Αν ό μ ω ς τολμήσεις να το ξανακάνεις, τότε την έχεις ά σ χ η μ α : θα π ά ρ ω εσένα μ α ζ ί μου ». Πέρασε λίγος καιρός κι η θυγατέρα του βασιλιά αρ ρώστησε
βαριά.
Ο
βασιλιάς την είχε
μοναχοπαίδι
και
έκλαιγε μέρα και νύχτα, ώσπου έχασε το φως του. Έ β α λε τότε τελάληδες να φωνάξουν
σ' ολόκληρη τη χ ώ ρ α
π ω ς όποιος κατάφερνε να την κάνει καλά, θα την έπαιρνε γ υ ν α ί κ α του και θα γ ι ν ό τ α ν διάδοχος του θρόνου. Ο γ ι α τρός την ε π ι σ κ έ φ τ η κ ε κι είδε πόδια
του
κρεβατιού
της.
το
Θά
Θάνατο να στέκει στα 'πρεπε να
θυμηθεί
την
π ρ ο ε ι δ ο π ο ί η σ η τ ο υ νονού τ ο υ , α λ λ ά η ο μ ο ρ φ ι ά τ η ς β α σ ι λοπούλας κι η λ α χ τ ά ρ α του να γίνει άντρας της και βασι λιάς,
τον έ σ π ρ ω ξ α ν να ξεχάσει τους κινδύνους κ α ι να
φερθεί με απερισκεψία.
Δεν είδε τις θ υ μ ω μ έ ν ε ς
π ο υ τ ο ύ ' ρ ι χ ν ε ο Θ ά ν α τ ο ς , δεν είδε
το
ματιές
κοκαλιάρικο χέ
ρι του που υψωμένο κουνιόταν απειλητικά προς το μέ ρος τ ο υ .
Σ ή κ ω σ ε τ η ν άρρωστη κι έβαλε το κεφάλι της
εκεί π ο υ π ρ ο η γ ο υ μ έ ν ω ς
βρίσκονταν τα πόδια της. Ύ σ τ ε
ρα της έδωσε το θαυματουργό βοτάνι και
τα
μάγουλα
της
ρόδισαν στη σ τ ι γ μ ή κ α ι η ζ ω ή ξαναγύρισε μέσα τ η ς . Ο
Θάνατος,
βλέποντας π ω ς γ ι α δεύτερη φορά έχανε
κάποιον μέσα απ
τα χέρια του, προχώρησε αργά προς
το μέρος του βαφτισιμιού του και του είπε : " Τ ώ ρ α θα πληρώσεις.
Ήρθε η
σειρά σου να π ε θ ά ν ε ι ς ».
έσφιξε τόσο δυνατά με το π α γ ω μ έ ν ο χέρι του ν ο ς δεν μ π ό ρ ε σ ε ν α τ ο υ ξ ε φ ύ γ ε ι .
Κ α ι τον που εκεί
Έ τ σ ι κ ρ α τ ώ ν τ α ς τον,
τον ο δ ή γ η σ ε στην υ π ό γ ε ι α σ π η λ ι ά τ ο υ . Κ ι είδε εκεί χ ι λιάδες, ε κ α τ ο μ μ ύ ρ ι α κεριά να καίνε σ' α ν α ρ ί θ μ η τ ε ς σει ρές· κ ι ά λ λ α ή τ α ν μ ε γ ά λ α , ά λ λ α μ ι σ ο λ ι ω μ έ ν α , ά λ λ α έτοι μα
να
σβήσουν.
άλλα πάλι
Κάθε
στιγμή
ζωντάνευαν και
έσβηναν
κάμποσα,
συνέχιζαν να καίνε.
Κι
ενώ οι
φλόγες χόρευαν και πηδούσαν ε δ ώ κι εκεί. " Β λ έ π ε ι ς ; », τ ο υ ε ί π ε ο Θ ά ν α τ ο ς . « Α υ τ έ ς οι φ λ ό γ ε ς είναι οι α ν θ ρ ώ π ι νες ζ ω έ ς . Τ α μ ε γ ά λ α
κεριά
α υ τ ά π ο υ είναι μ ι σ ά
είναι τ ω ν π α ν τ ρ ε μ έ ν ω ν , π ο υ βρί
ανήκουν στα μικρά παιδιά,
σ κ ο ν τ α ι στο άνθος τ η ς η λ ι κ ί α ς τ ο υ ς , ε ν ώ τ α μ ι κ ρ ά είναι τ ω ν γερόντων και των αρρώστων. Σ υ χ ν ά ό μ ω ς συμβαίνει κ α ι μ ι κ ρ ά π α ι δ ι ά κ α ι νέοι ά ν θ ρ ω π ο ι έ χ ο υ ν μ ό ν ο έ ν α μ ι κ ρ ό κ ε ρ ά κ ι να κ ά ψ ο υ ν ». — « Δ ε ί ξ ε μου το δ ι κ ό μου κερί », ζ ή τ η σ ε τ ό τ ε ο γ ι α τ ρ ό ς . Κ α ι π ί σ τ ε υ ε ό τ ι θ α δει έ ν α κ ε ρ ί μεγάλο ακόμα.
Ο Θ ά ν α τ ο ς τ ό τ ε του έδειξε ένα μικρό,
λ ι ω μ έ ν ο κεράκι, π ο υ κόντευε να σβήσει. « Το βλέπεις ; Α υ τ ό είναι
! » — « Α χ , κ α λ έ μ ο υ νονέ ", τ ο ν ι κ έ τ ε ψ ε τ ό τ ε
το π α λ ι κ ά ρ ι ,
" άναψε μ ο υ έ ν α κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο κ ε ρ ί , ν α π ρ ο
λάβω να παντρευτώ τη βασιλοπούλα και να γίνω βασι λιάς ! Κ ά ν ε το γ ι α χ α τ ί ρ ι μου,
σε θ ε ρ μ ο π α ρ α κ α λ ώ ! »
— " Δ ε ν μ π ο ρ ώ », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο Θ ά ν α τ ο ς . « Π ρ έ π ε ι να σβήσει μια φλόγα, γ ι α ν
ανάψει μ ι α άλλη ». — « Τ ό τ ε
βάλε την π α λ ι ά π ά ν ω σε μια καινούργια, γ ι α να τη δυνα μώνει
κάθε που πάει να σβήσει », του είπε πάλι το π α -
λικάρι. Ο Θ ά ν α τ ο ς έκανε τ ά χ α π ω ς θα ε κ π λ η ρ ώ σ ε ι την ε π ι θ υ μ ί α του : π ή ρ ε ένα καινούργιο μ ά σ τ η κ ε να βάλει π ά ν ω του
τη
μεγάλο κερί κι ετοι μισοπεθαμένη
φλογί
τσα. Αλλά από απροσεξία τ ά χ α άφησε να του πέσει το μικρό κεράκι και να σβήσει εντελώς η ζ ω ή του βαφτισιμιού τ ο υ . Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή ο νεαρός γ ι α τ ρ ό ς σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε νεκρός κ α τ ά χ α μ α , π α ρ α δ ο μ έ ν ο ς μια για π ά ν τ α στα χ έ ρια του Θ α ν ά τ ο υ .
45.
Οι περιπέτειες του Δαχτυλάκη
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α ς ρ ά φ τ η ς , π ο υ είχε ένα γ ι ο μ ι κ ρ ο ύ λ η , σαν το δ ά χ τ υ λ ο του χ ε ρ ι ο ύ
μας. Κ α ι γι' αυτό τον έλεγαν Δ α χ τ υ λ ά κ η . Ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς ό μ ω ς ήταν σπουδαίο π α λ ι κ ά ρ ι και μια μέρα είπε στον
π α τ έ ρ α του : " Π α τ έ ρ α , θ έ λ ω π ο λ ύ να γ υ ρ ί σ ω τον κ ό σ μ ο ».
— « Ε ν τ ά ξ ε ι , π α ι δ ί μ ο υ »,
αποκρίθηκε ο γερο-
ράφτης. Και πήρε μια σακοράφα, έσταξε π ά ν ω της μια σ τ α γ ό ν α βουλοκέρι και την έ δ ω σ ε στο γ ι ο τ ο υ : " I I ά ρ ε κι ένα σ π α θ ί μ α ζ ί σου στο τ α ξ ί δ ι ». Δαχτυλάκης, μαζί
αποφάσισε
με τους
να
δικούς του.
φάει
Πριν φύγει όμως ο για
τελευταία
φορά
Χ ο ρ ο π η δ ώ ν τ α ς λοιπόν π ή γ ε
σ τ η ν κ ο υ ζ ί ν α , να δει τι κ α λ ά ε ί χ ε μ α γ ε ι ρ έ ψ ε ι η μ ά ν α τ ο υ . Το τραπέζι ήταν στρωμένο και το τσουκάλι έβραζε στη φ ω τ ι ά . " Μ α ν ο ύ λ α , τι θα φ ά μ ε σ ή μ ε ρ α ; », ρ ώ τ η σ ε ο μ ι κ ρ ό ς . " Α ν έ β α μ ο ν ά χ ο ς σου ν α δ ε ι ς » , α π ο κ ρ ί θ η κ ε η μ ά ν α . Πήδησε τότε ο Δαχτυλάκης
πάνω
στο
μαγερειό
και
έσκυψε π ά ν ω α π ' το τσουκάλι : κι έτσι ό π ω ς είχε τ ε ν τ ώ σει τ ο λ α ι μ ό τ ο υ , τον π ή ρ ε ο α τ μ ό ς τ ο υ φ α γ η τ ο ύ κ α ι τον π α ρ έ σ υ ρ ε ίσια μέσα στην κ α μ ι ν ά δ α
κι απ
την καμινάδα
έ ξ ω στον αέρα. Γ ι α λίγο π έ τ α ξ ε μ α ζ ί με τα σύννεφα του καπνού
κι ύστερα κατέβηκε
και πάλι στη γ η . Ξεκίνησε
λοιπόν την περιπλάνηση του κι
άρχισε να γυρνάει στον
κ ό σ μ ο . Μ π ή κ ε κ α ι σ τ η δούλεψη ενός μ ά σ τ ο ρ α , α λ λ ά τ ο φ α γ η τ ό σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ α φ ε ν τ ι κ ο ύ τ ο υ κ α θ ό λ ο υ δεν τ ο υ άρεσε. τερο
" Κ υ ρ ά - μ α σ τ ό ρ ι σ σ α , α ν δεν μ α ς φ τ ι ά ξ ε ι ς κ α λ ύ
φ α γ η τ ό »,
είπε
ο
Δαχτυλάκης,
« εγώ
θα
φύγω.
Κι αύριο το π ρ ω ί θα γ ρ ά ψ ω με κ ι μ ω λ ί α στην π ό ρ τ α σου : πολλές οι π α τ ά τ ε ς και λίγο το κρέας. Καλήν αντάμωση, κυρά-βασίλισσα της π α τ ά τ α ς
! » — " Και πού νομίζεις
ότι θα π α ς βρε μ υ ρ μ ή γ κ ι ; », φ ώ ν α ξ ε η μ α σ τ ό ρ ι σ σ α θ υ μ ω μ έ ν η . Κι α ρ π ά ζ ο ν τ α ς ένα ξεσκονόπανο άρχισε να τον κυνηγάει. Σαν αστραπή χώθηκε κ ά τ ω α π ' τη δαχτυλήθρα ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς . Κι α σ φ α λ ι σ μ έ ν ο ς εκεί μ έ σ α κ ο ί τ α ξ ε έξω κι έβγαλε τη γ λ ώ σ σ α του στη μαστόρισσα.
Εκείνη
σ ή κ ω σ ε τη δ α χ τ υ λ ή θ ρ α κι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε να τον πιάσει, ο
μικρούλης όμως σβέλτος κρύφτηκε ανάμεσα στις πετσέ τ ε ς . Κ ι όσο εκείνη τον έ ψ α χ ν ε στις π ε τ σ έ τ ε ς , α υ τ ό ς χ ώ θηκε στο συρτάρι κ ά τ ω α π ' το τραπέζι. « Χ α , χα ! Κυρά-
μαστόρισσα », την κορόιδεψε β γ ά ζ ο ν τ α ς έ ξ ω το κεφάλι του. Κι όταν η γυναίκα σήκωνε το χέρι να τον χτυπήσει, αυτός κρυβόταν μέσα στο συρτάρι. Με τα πολλά ό μ ω ς τον έπιασε και τον π έ τ α ξ ε έ ξ ω α π ' το σπίτι. Ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, έφτασε
σ'
ένα
μεγάλο
δάσος :
είχαν σκοπό να κλέψουν είδαν τον
Δαχτυλάκη,
κι εκεί συνάντησε ληστές, το
που
θησαυρό τού βασιλιά. Ό τ α ν
ε ί π α ν α μ έ σ ω ς μ ε τ ο νου τ ο υ ς :
" Α υ τ ό ς , έ τ σ ι μ ι κ ρ ο ύ λ η ς π ο υ είναι, θα χ ω ρ ά ε ι να π ε ρ ά σ ε ι μέσα
απ
την κλειδωνιά !
Κι άμα μπει μέσα,
θα μας
ανοίξει τ η ν π ό ρ τ α ». — « Ε, εσύ, γ ί γ α ν τ α ! », τον φ ώ ναξαν. « Θέλεις νά 'ρθεις μ α ζ ί μας, στο θησαυροφυλά κιο του βασιλιά ; Θα τ ρ υ π ώ σ ε ι ς μέσα α π 5 την κλειδωνιά και θα μ α ς π ε τ ά ξ ε ι ς έ ξ ω τα φλουριά ! »
Ο Δαχτυλάκης
το συλλογίστηκε και στο τέλος είπε : " Ν α ι », και π ή γ ε μαζί τους. Έ φ τ α σ α ν στο θησαυροφυλάκιο κι ο μικρούλης μας επιθεώρησε την π ό ρ τ α από π ά ν ω μέχρι κ ά τ ω , για να βρει κ α μ ι ά χ α ρ α μ α τ ι ά .
Και πριν περάσει πολλή
ώρα,
βρήκε μια α ρ κ ε τ ά μ ε γ ά λ η , π ο υ τον χ ω ρ ο ύ σ ε να περάσει. Α μ έ σ ω ς ετοιμάστηκε να χ ω θ ε ί μέσα, τότε όμως τον πήρε χ α μ π ά ρ ι ο ένας α π ό τ ο υ ς δυο φρουρούς, π ο υ φ ύ λ α γ α ν εκεί σ κ ο π ι ά . Κ α ι είπε στον άλλον : " Κ ο ί τ α μια α ρ ά χ ν η
που
περπατάει εδώ κ ά τ ω . Θα την π α τ ή σ ω και θα τη λιώσω με την μ π ό τ α μ ο υ ! » — « Ά σ ' το το κακόμοιρο το ζούδι
! », τ ο υ ε ί π ε ο ά λ λ ο ς .
" Δ ε ν σ ο ύ ' κ α ν ε δα τ ί π ο τ α ».
Κι έτσι ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς πέρασε α π ' τη χ α ρ α μ α τ ι ά
χωρίς
να π ά θ ε ι τ ί π ο τ α , χ ώ θ η κ ε στο θησαυροφυλάκιο, άνοιξε το π α ρ ά θ υ ρ ο κι ά ρ χ ι σ ε να π ε τ ά ε ι ένα ένα τα φλουριά στους ληστές που περίμεναν από κ ά τ ω . Π ά ν ω στη φούρια τής δουλειάς του, ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς άκουσε τα β ή μ α τ α τού β α σιλιά π ο υ π λ η σ ί α ζ ε κι ήθελε
να
επιθεωρήσει τους θη
σαυρούς του.
Σ τ α γρήγορα παράτησε τα
κρύφτηκε.
βασιλιάς
Ο
κατάλαβε
αμέσως
φλουριά και ότι
έλειπαν
κ ά μ π ο σ α α π ' τ α χ ρ υ σ ά φ λ ο υ ρ ι ά τ ο υ . Α λ λ ά δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α β ά λ ε ι μ ε τ ο νου τ ο υ π ο ι ο ς τ α ε ί χ ε κ λ έ ψ ε ι κ α ι μ ε π ο ι ο ν τ ρ ό π ο , αφού οι κλειδωνιές κι οι σύρτες ήταν στη θέση
τους κι όλα ή τ α ν α π ε ί ρ α χ τ α . Β γ ή κ ε λοιπόν και είπε στους φρουρούς : « Κ ά π ο ι ο ς έχει βάλει το χ ρ υ σ ά φ ι σ τ ο μ ά τ ι Κ ο ι τ ά τ ε να τον π ι ά σ ε τ ε
!
! » Ό τ α ν ο Δαχτυλάκης ξανάρ
χ ι σ ε τη δουλειά, άκουσαν οι δυο φρουροί τα φλουριά να κουνιούνται ζουν :
μέσα στο θησαυροφυλάκιο και να κουδουνί
Ν τ ι ν ντον, ντιν ντον !
Ό ρ μ η σ α ν γρήγορα μέσα
να πιάσουν τον κλέφτη. Αλλά ο μικρούλης μ α ς ή τ α ν α κ ό μα πιο σβέλτος : πήδησε σε μια γ ω ν ι ά και τράβηξε α π ό π ά ν ω του ένα μεγάλο φλουρί. Κ ο ί τ α ξ α ν ροί, κ ο ί τ α ξ α ν α π ό κει,
από δω οι φρου
τ ί π ο τ α . Κι ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς τούς
κορόιδευε κι α π ό π ά ν ω κ α ι τ ο υ ς φ ώ ν α ζ ε : "
Ε δ ώ είμαι
! »
Έ τ ρ ε χ α ν οι κακόμοιροι προς το μέρος της φωνής, εκεί νος
όμως
φλουρί,
προλάβαινε
σε
μιαν
" Ε δ ώ είμαι
άλλη
και
κρυβόταν
γωνιά
και
κάτω
πάλι
τους
από
άλλο
φώναζε :
! Δ ε ν με β λ έ π ε τ ε ; » Κι έτσι σ υ ν έ χ ι σ α ν να
πηδάνε πότε στη μια γωνιά και πότε στην άλλη, όπου κρυβόταν ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς , που τους κορόιδευε και τ ρ ι γ ύ ριζε σαν τη σβούρα μ έ σ α
στο
θησαυροφυλάκιο" ώσπου
τους τρέλανε και τους κούρασε
τόσο πολύ που π ι α τα
παράτησαν κι έφυγαν. Συνέχισε κι αυτός τότε τη δου λειά του κι ένα ένα π έ τ α ξ ε όλα τα φλουριά α π ' το π α ρ ά θυρο :
και το τελευταίο το σβούριξε μ
ναμη,
και
την
ίδια
στιγμή
Έ τ σ ι βγήκε πετώντας
πήδησε
όλη του τη δ ύ
και το
α π ' το παράθυρο
και
καβάλησε. κατέβηκε
εκεί π ο υ περίμεναν οι ληστές. Αυτοί τον υ π ο δ έ χ τ η κ α ν με ζητωκραυγές.
" Είσαι
σπουδαίο
παλικάρι !
Γενναίος
ή ρ ω α ς », τ ο υ ε ί π α ν . " Θέλεις να γ ί ν ε ι ς α ρ χ η γ ό ς μ α ς ; » Ο
Δαχτυλάκης
τους
ευχαρίστησε
αλλά
δεν
δέχτηκε,
γ ι α τ ί ήθελε π ρ ώ τ α να γυρίσει τον κόσμο. Μοίρασαν τότε τα λ ά φ υ ρ α κι ο μικρούλης π ή ρ ε μόνο ένα δ ε κ α ρ ά κ ι , γ ι α τ ί π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κ ο υ β α λ ή σ ε ι .
Υστερα
ζ ώ σ τ η κ ε και π ά λ ι το σ π α θ ί του, α π ο χ α ι ρ έ
τησε τους ληστές και τράβηξε το δρόμο του.
Έπιασε
δουλειά
δεν τ ο υ
σε
κάμποσους
τεχνίτες,
αλλά
καμιά
άρεσε : στο τ έ λ ο ς μ π ή κ ε υ π ο τ α χ τ ι κ ό ς σ' έναν ξενοδόχο. Ο ι υ π η ρ έ τ ρ ι ε ς ό μ ω ς δεν τον χ ώ ν ε υ α ν :
γ ι α τ ί δεν μ π ο ρ ο ύ
σαν να τον δουν, ε ν ώ αυτός τ ι ς έ β λ ε π ε , ό π ο ι α β ρ ο μ ο δουλειά κι
αν
έκαναν
και
πήγαινε
και
τά
'λεγε όλα
σ τ ' α φ ε ν τ ι κ ά τ ο υ , ό,τι έκλεβαν α π ' τ η ν κ ο υ ζ ί ν α κ ι α π ' τ ο κ ε λ ά ρ ι . Ε ί π α ν τ ό τ ε μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς : " Κ ά τ σ ε κ α ι θα δεις τι θα σε κάνουμε ! »
Κι α π ο φ ά σ ι σ α ν να του κάνουν μ ι α
φάρσα. Κ ά π ο ι α μέρα, που μια α π ' αυτές έκοβε το χόρτο στον κ ή π ο , χτυλάκη
είδε τον
να
Δα
χοροπηδάει
εκεί ανάμεσα. Τον ά ρ π α ξε
λοιπόν
τον
στα
τύλιξε
γρήγορα,
μαζί
χ ό ρ τ α σ' ένα
με
τα
μαντίλι και
τον εριξε στο π α χ ν ι , οπου έτρωγαν οι αγελάδες. μια
μεγάλη
μαύρη
Και αγε
λάδα τον κ α τ ά π ι ε μαζί με τα χόρτα, π λ η γ ώ σ ε ι και χ ω ρ ί ς να τον πονέσει. σε στην κοιλιά της
και καθόλου
χωρίς
να
τον
Ο μικρούλης έφτα
δεν τ ο υ ά ρ ε σ ε ,
γιατί
ή τ α ν σ κ ο τ ε ι ν ά κ ι ο ύ τ ε έ ν α φ ω τ ά κ ι δεν έ φ ε γ γ ε .
Κι
ήρθαν ν' αρμέξουν την αγελάδα ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς
από μέ
σα β ά λ θ η κ ε να φ ω ν ά ζ ε ι :
«
Μπαταμπίμ, μήπως
γέμισε
μπαταμπάς, ο
κουβάς; »
όταν
Μ έ σ α σ τ η φ α σ α ρ ί α τ η ς δουλειάς ό μ ω ς κ α ν έ ν α ς δεν τον άκουσε. Λ ί γ ο
πιο
ύστερα μ π ή κ ε κι ο αφέντης στο
στάβλο και είπε : " Α υ τ ή ν εκεί την α γ ε λ ά δ α θα τη σ φ ά ξουμε αύριο ». Τον Δ α χ τ υ λ ά κ η τ ό τ ε τον ζ ώ σ α ν ε τα φί δια κι ά ρ χ ι σ ε να φ ω ν ά ζ ε ι μ5 όλη τ ο υ τη δ ύ ν α μ η : " Β γ ά λ τε με π ρ ώ τ α κι ύστερα τη σ φ ά ζ ε τ ε άκουσε, χόταν η
αλλά
δεν
φωνή.
μ α υ ρ ο ύ λ α ! »,
μπορούσε
" Πού
απάντησε
να
ε ί σ α ι ; », ο
! » Ο αφέντης τον
κ α τ α λ ά β ε ι πούθε ερ ρώτησε. « Μέσα στη
μικρούλης.
Ο
αφέντης
του
ό μ ω ς δεν κ α τ ά λ α β ε κ ι έ φ υ γ ε . Την άλλη την
έσφαξαν
Ευτυχώς
ο
μέρα το πρωί την
αγελάδα.
Δ α χ τ υ λ ά κ η ς δεν
έπαθε
τίποτα
απ' τα
μα
χαίρια
και τους μπαλτάδες.
Κι όταν ήρθαν οι χ α σ ά π η δ ε ς να φτιάξουν με το κρέας λου κάνικα, βάλθηκε να ουρλιά ζει μ' όση δ ύ ν α μ η ε ί χ α ν τα πνευμόνια του:
« Μην κόβετε
π ο λ ύ βαθιά, μην κόβετε π ο λ ύ βαθιά ! Ε ί μ α ι κι ε γ ώ ε δ ώ ! » Αλλά με το θόρυβο που έκαναν τ α χ α σ α π ο μ ά χ α ι ρ α πάνο^ σ τ ι ς τ ά β λ ε ς , κ α ν ε ί ς δεν τ ο ν ά κ ο υ γ ε . Τ α π ρ ά γ μ α τ α λ ο ι π ό ν ήταν πολύ δύσκολα γ ι α τον Δ α χ τ υ λ ά κ η .
Αλλά στα δύσκολα
φαίνεται το π α λ ι κ ά ρ ι : ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς άρχισε να χ ο ρ ο π η δάει και να τρέχει π ό τ ε α π ό δω και π ό τ ε α π ό κει με τόση γ ρ η γ ο ρ ά δ α π ο υ τ α μ α χ α ί ρ ι α δεν τ ο ύ ' κ ο ψ α ν ο ύ τ ε τ ρ ί χ α . Και τα κατάφερε να γλιτώσει και να βγει ζωντανός α π ' αυ τ ή ν τ η ν π ε ρ ι π έ τ ε ι α . Α λ λ ά δεν μ π ό ρ ε σ ε κ α ι ν α ξ ε φ ύ γ ε ι τ ε λ ε ί ω ς : μ α ζ ί με τα κ ο μ μ α τ ά κ ι α το κρέας, τον έ χ ω σ α ν σ' ένα μ ε γ ά λ ο χ ω ρ ι ά τ ι κ ο λουκάνικο. Π ο λ ύ σ τ ε ν ά χ ω ρ α ή τ α ν εκεί
μέσα. Ά σ ε που τ ο λουκάνικο τ ο κρέμασαν π ά ν ω α π
το
τ ζ ά κ ι , γ ι α να καπνιστεί, κι ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς βαρέθηκε τη ζ ω ή του. Τέλος π ά ν τ ω ν το χ ε ι μ ώ ν α τον κατέβασαν, γ ι α τ ί κ ά π ο ι ο ς π ε λ ά τ η ς π α ρ ά γ γ ε ι λ ε τ ο λουκάνικο ν α τ ο φάει. Κ α ι όταν η γ υ ν α ί κ α τού αφέντη έπιασε να κόβει το λουκάνικο φέτες, πρόσεξε ν α μην τεντώνει και π ο λ ύ τ ο λ α ι μ ό του και τού τον κόψει μαζί κι αυτόν.
Μ ε τ α π ο λ λ ά είδε φ ω ς
κι αρπάζοντας την ευκαιρία πήρε φόρα και πήδησε έξω.
Α λ λ ά δεν ή θ ε λ ε π ι α ν α μείνει σ τ ο σ π ί τ ι ό π ο υ ε ί χ ε π ε ράσει τ ό σ α β ά σ α ν α .
Ξεκίνησε λοιπόν αμέσως γ ι α και
ν ο ύ ρ γ ι α τ α ξ ί δ ι α . Η ελευθερία τ ο υ ό μ ω ς δεν κ ρ ά τ η σ ε κ α ι πολύ. Εκεί που προχωρούσε στο λιβάδι, συνάντησε μια αλεπού π ο υ άνοιξε το σ τ ό μ α τ η ς και τον έχαψε.
" Ε,
κυρά-Μαριώ », της φώναξε ο μικρούλης. " Ε γ ώ είμαι, που
στάθηκα
έτσι
κι
αλλιώς
— « Δίκιο
στο
λαιμό
σου.
μ'
εμένα
δεν
έ χ ε ι ς »,
αποκρίθηκε
Άσε
με
μπορείς η
πάλι
να
βγώ,
να χορτάσεις ».
αλεπού.
« Εσύ
δεν
είσαι ούτε μια μ π ο υ κ ι ά . Αν μου τάξεις τις κότες τού π α τ έ ρ α σου, θα σ' α φ ή σ ω να β γ ε ι ς ». — « Μ
όλη μου τ η ν
κ α ρ δ ι ά ", είπε τ ό τ ε ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς . « Οι κ ό τ ε ς είναι δι κ έ ς σου, σου δίνω το λ ό γ ο μου ». Η α λ ε π ο ύ τ ό τ ε άνοιξε
τ ο σ τ ό μ α τ η ς κ α ι τον ά φ η σ ε ν α β γ ε ι . Τ ο ν κ ο υ β ά λ η σ ε μ ά λ ι σ τ α μέχρι το σπίτι του. Κι όταν ο π α τ έ ρ α ς είδε τον αγαπημένο του γιόκα, έδωσε με χ α ρ ά στην κυρά-Μαριώ όλες τ ο υ τ ι ς κ ό τ ε ς . « Κι ε γ ώ σου φ έ ρ ν ω ένα ωραίο φ λ ο υ ράκι », είπε τ ό τ ε ο Δ α χ τ υ λ ά κ η ς στον π α τ έ ρ α του και τού 'δωσε τη δεκάρα π ο υ είχε κερδίσει
στα ταξίδια του.
" Γιατί ό μ ω ς να φάει η αλεπού τις καημένες τις κ ο τούλες ; » " Βρε κουτέ, ο π α τ έ ρ α ς πιο πολύ α γ α π ά ε ι το π α ι δ ί του π α ρ ά τις κότες στην αυλή του ».
46.
Το πουλί του μάγου
Μ
Ι Α ΦΟΡΑ
τα
ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν ένας μ ά γ ο ς , π ο υ
μεταμορφώθηκε σε ζητιάνο και πήγαινε από πόρ
σε π ό ρ τ α και
ζητιάνευε κι
έκλεβε
τα
όμορφα κο
ρ ί τ σ ι α . Κ α ν έ ν α ς δεν ή ξ ε ρ ε π ο ύ τ α π ή γ α ι ν ε , γ ι α τ ί κ α ν έ ν α ς δεν τ α ξ α ν ά β λ ε π ε π ο τ έ . Μ ι α μ έ ρ α λ ο ι π ό ν χ τ ύ π η σ ε τ η ν π ό ρ τ α ενός α ν θ ρ ώ π ο υ π ο υ
είχε
τρεις
όμορφες
θυγα
τ έ ρ ε ς . Ο μ ά γ ο ς είχε π ά ρ ε ι τη μ ο ρ φ ή ενός γ έ ρ ο υ ζ η τ ι ά νου κι είχε φ ο ρ τ ω μ έ ν η κ α ι μ ι α κ α λ α θ ο ύ ν α στην π λ ά τ η του, γ ι α να βάζει μέσα
τις
ελεημοσύνες
του κόσμου.
Γύρεψε λίγο φ α γ η τ ό κι όταν βγήκε η μεγαλύτερη να του δώσει λίγο ψ ω μ ά κ ι , εκείνος την ά γ γ ι ξ ε μ ο ν ά χ α με την άκρη του χεριού του κι α μ έ σ ω ς η κακόμοιρη πήδησε μέσα στην καλαθούνα του α π ό μόνη της. Ά ν ο ι ξ ε β ή μ α τότε ο ζ η τ ι ά ν ο ς και την κουβάλησε μέχρις ένα σκοτεινό δάσος,
που στην καρδιά του είχε το σπίτι του. Μέσα στο σπίτι είχε του κόσμου τα καλά και τα πλούτη. Τ η ν καλοδέ χτηκε την κοπέλα, της χάρισε σωρό τα δώρα και της ε ί π ε : « Α γ α π η μ έ ν η μ ο υ , τ ί π ο τ ε δεν
θα σου
λείψει ε δ ώ
κ ο ν τ ά μ ο υ . Θ ά ' χ ε ι ς ό,τι π ο θ ή σ ε ι η κ α ρ δ ι ά σ ο υ » . Έ τ σ ι π έ ρ α σ α ν μερικές μέρες κι ύστερα τ η ς είπε : " Π ρ έ π ε ι να φ ύ γ ω και ν α σ ' α φ ή σ ω μ ο ν ά χ η σου γ ι α λίγο.
Πάρε τα
κ λ ε ι δ ι ά . Μ π ο ρ ε ί ς ν α τ ρ ι γ υ ρ ί σ ε ι ς σ ' όλο τ ο σ π ί τ ι κ α ι ν α μπεις σ'
όλα τ α δ ω μ ά τ ι α κ α ι ν α κ ο ι τ ά ξ ε ι ς ό,τι θέλεις.
Μ ό ν ο σ ' έ ν α μ ι κ ρ ό δ ω μ α τ ι ά κ ι δεν π ρ έ π ε ι ν α μ π ε ι ς , π ο υ ανοίγει μ' αυτό το μικρό κλειδί. Α υ τ ό σ' το α π α γ ο ρ ε ύ ω . Κι αν παραβείς την εντολή μου, θα πεθάνεις ». Τ η ς έ δ ω σ ε α κ ό μ α έ ν α α υ γ ό κ α ι τ η ς ε ί π ε : " Φύλαξε μ ο υ α υ τ ό τ ο α υ γ ό σαν τ α μ ά τ ι α σου. Ν α τ ό ' χ ε ι ς συνέχεια στον κ ό ρ φ ο σου, γ ι α τ ί αν το χ ά σ ε ι ς θα μ α ς εύρει μ ε γ ά λ η σ υ μ φ ο ρ ά ». Η κοπέλα πήρε τα κλειδιά και το αυγό και υποσχέθηκε π ω ς θα έκανε ό π ω ς της έλεγε. Κι όταν έφυγε ο μ ά γ ο ς , τ ρ ι γ ύ ρ ι σ ε σ ' όλο τ ο σ π ί τ ι , α π ό π ά ν ω μ έ χ ρ ι κ ά τ ω , κ α ι μ π ή κ ε σ ' όλα τ α δ ω μ ά τ ι α .
Παντού άστραφτε το ασήμι
κ α ι τ ο χ ρ υ σ ά φ ι κ ι η κ ο π έ λ α π ο τ έ τ η ς δεν ε ί χ ε ξ α ν α δ ε ί τόσα πλούτη μαζεμένα. Σ τ ο τέλος έφτασε και στην α π α γορευμένη πορτούλα κι έκανε να προσπεράσει, περιέργεια
δεν
την
άφηνε
σε
ησυχία.
αλλά η
Πασπάτεψε
το
κ λ ε ι δ ά κ ι , τ ο είδε π ο υ ή τ α ν ολόιδιο μ ε τ ' άλλα, τ ό ' β α λ ε στην κ λ ε ι δ α ρ ι ά κ α ι τ ο γ ύ ρ ι σ ε λ ι γ ά κ ι . Κ α ι ν ά σου ξ α φ ν ι κ ά η π ό ρ τ α άνοιξε. Α λ λ ά τι να δει
! Στη
μέση
μια γούβα
π έ τ ρ ι ν η όλο α ί μ α τ α , γ ε μ ά τ η σ φ α γ μ έ ν α α ν θ ρ ώ π ι ν α κ ο ρ μ ι ά . Κ α ι δ ί π λ α ένας ξύλινος π ά γ κ ο ς κι ένα τσεκούρι με αστραφτερή λάμα π ά ν ω του. Τρόμαξε
τόσο
πολύ που
το αυγό τής ξέφυγε α π ' τα χέρια κι έπεσε μέσα στα αίμα τα. Τό 'πιασε πάλι και το σκούπισε και τό 'πλυνε, αλλά
άδικος κόπος
τ ο α ί μ α δεν έ φ ε υ γ ε . Ό σ ο κ ι α ν τ ό ' τ ρ ι β ε ,
αυτό έμενε π ά ν ω στο τσόφλι του αυγού κολλημένο. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο μ ά γ ο ς γύρισε α π ' το ταξίδι του. Και το π ρ ώ τ ο π ρ ά γ μ α που ζήτησε ήταν το κλειδί και το αυγό. Εκείνη του τό 'δωσε τρέμοντας και κείνος κ α τ ά λ α β ε α μ έ σ ω ς α π ' το χ ρ ώ μ α του
π ω ς η κο
πέλα είχε μπει στο ματωμένο δ ω μ ά τ ι ο . « Α φ ο ύ μπήκες στο
α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν ο δ ω μ ά τ ι ο ενάντια στο θέλημα μου »,
της είπε, " θα ξαναμπείς
κι αυτή τη φορά ενάντια στο
θέλημα σου. Ή ρ θ ε τ ο τέλος σου » . Κ α ι μ ' α υ τ ά τ α λ ό γ ι α την έριξε κ ά τ ω , την ά ρ π α ξ ε α π ' τ α μ α λ λ ι ά και την έσυρε ώ ς τ ο μικρό δ ω μ ά τ ι ο μ ε τ α α ί μ α τ α . Ε κ ε ί τ η ς έκοψε τ ο κεφάλι
και
την
έκανε
κομμάτια,
ώσπου
το
αίμα
της
κόλλησε στο π ά τ ω μ α . Και τότε την π έ τ α ξ ε μαζί με τους άλλους στην πέτρινη γούρνα. " Θα π ά ω τ ώ ρ α να π ά ρ ω τη δεύτερη », είπε ο μ ά γος
και
ξεκίνησε
πάλι
Έφτασε
μπροστά
στο
μεταμορφωμένος σπίτι
σε
ζητιανεύοντας
ζητιάνο.
και
βγήκε
τ ό τ ε η δεύτερη θ υ γ α τ έ ρ α να του δώσει ένα κ ο μ μ ά τ ι ψ ω μ ί . Τ η ν έ π ι α σ ε ό π ω ς και την π ρ ώ τ η , και την π ή ρ ε στο σ π ί τ ι τ ο υ . Α λ λ ά κ ι α υ τ ή δεν τ α κ α τ ά φ ε ρ ε κ α λ ύ τ ε ρ α α π ' τ η ν αδερφή τ η ς : η περιέργεια τ η ς νίκησε, άνοιξε το κ α μ α ράκι με τα α ί μ α τ α κι α ν α γ κ ά σ τ η κ ε να π λ η ρ ώ σ ε ι με τη ζ ω ή της, όταν γύρισε π ί σ ω ο μάγος. Π ή γ ε τότε και πήρε και την τρίτη, αλλ' αυτή ήταν τ ε τ ρ α π έ ρ α τ η .
Ο μάγος
της έδωσε πάλι τα κλειδιά και το αυγό, την αποχαιρέ τησε κι έφυγε. Εκείνη τότε π ή γ ε π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α και φύ λ α ξ ε τ ο α υ γ ό σ ε σ ί γ ο υ ρ ο μ έ ρ ο ς , ύ σ τ ε ρ α τ ρ ι γ ύ ρ ι σ ε όλο τ ο σπίτι
και
τέλος
πήγε
στην
απαγορευμένη
Μα τι ήταν αυτό που αντίκρισαν
καμαρούλα.
τ α μ ά τ ι α τ η ς ! Ο ι δυο
αδερφές της σφαγμένες και κομματιασμένες
μέσα στην
πέτρινη
γούρνα
κολυμπούσαν
στο
αίμα
τους.
Έσφιξε
όμως τα δόντια της κι άρχισε να μαζεύει τα κ ο μ μ ά τ ι α τους και να τα ταιριάζει ξανά μεταξύ τους, το κεφάλι, τα μπράτσα, τα χέρια, τα πόδια. Κι όταν όλα μ π ή κ α ν στη σ ω σ τ ή τους θέση, τα κορίτσια ζωντάνεψαν κι άνοιξαν τα μ ά τ ι α κι άρχισαν να κουνιούνται.
Χάρηκαν τότε κι οι
τρεις κι α γ κ α λ ι ά σ τ η κ α ν ευτυχισμένες.
Ο
μάγος γύρισε
κι α μ έ σ ω ς γύρεψε το κλειδί και το α υ γ ό . Κι όταν είδε ότι τ ο α υ γ ό ή τ α ν κ ά τ α σ π ρ ο κ α ι δεν ε ί χ ε ί χ ν ο ς α π ό α ί μ α π ά νω του, μίλησε και είπε : « Π έ ρ α σ ε ς μ' ε π ι τ υ χ ί α τη δο κ ι μ α σ ί α κ α ι θ α γ ί ν ε ι ς γ υ ν α ί κ α μ ο υ » . — Κ α ι π ι α δεν ε ί χ ε κ α μ ι ά δύναμη και κ α μ ι ά εξουσία π ά ν ω της, αλλά ήταν α ν α γ κ α σ μ έ ν ο ς να κάνει ό,τι τ ο υ ζ η τ ο ύ σ ε . " Μ' όλη μ ο υ την κ α ρ δ ι ά »,
αποκρίθηκε η έξυπνη κοπέλα.
« Πρώτα
ό μ ω ς θ α χ α ρ ί σ ε ι ς ένα κ α λ ά θ ι γ ε μ ά τ ο χ ρ υ σ ά φ ι στον π α τέρα και στη μάνα μου. Και θα το κουβαλήσεις μονάχος σου ώ ς εκεί, στην π λ ά τ η σου. Ε γ ώ στο μ ε τ α ξ ύ θ α ε τ ο ι μ ά σω το γ ά μ ο μας ». Έ τ ρ ε ξ ε τότε στις αδελφές της, που τ ι ς είχε κρυμμένες σ' ένα α π ό μ ε ρ ο δ ω μ α τ ι ά κ ι , και τους είπε :
« Ή ρ θ ε η ώ ρ α να σας σ ώ σ ω . Ο κ α κ ό ς μ ά γ ο ς θα
σας κουβαλήσει ώς το σπίτι μας. Αλλά όταν θα φτάσετε εκεί και
θα γλιτώσετε,
μην
ξεχάσετε να
μου
στείλετε
β ο ή θ ε ι α ». Τ ι ς έ β α λ ε κ α ι τ ι ς δυο σ' ένα μ ε γ ά λ ο κ α λ ά θ ι , τις σκέπασε τελείως με χρυσάφι, να μη φαίνονται, φ ώ ναξε το μ ά γ ο και του είπε : « Π ή γ α ι ν ε αυτό το καλάθι στους γονείς μου. Και στο δρόμο
να
μη σταθείς και να
μην ξαποστάσεις σ τ ι γ μ ή , και καθόλου να μην το ξεφορ τ ώ σ ε ι ς α π ' την π λ ά τ η σου.
Ε γ ώ θα σε βλέπω απ' το
παραθυράκι μου. Γι' αυτό πρόσεχε ». Ο μάγος σήκωσε το καλάθι, το φορτώθηκε στην π λ ά τη του κι έφυγε. Αλλά το καλάθι ήταν τόσο βαρύ που ο
ι δ ρ ώ τ α ς ά ρ χ ι σ ε ν α κ υ λ ά ε ι σ τ ο μ έ τ ω π ο τ ο υ κ ι ά λ λ ο δεν άντεχε να προχωρήσει.
Κοντοστάθηκε
λοιπόν γ ι α
μιχ
σ τ ι γ μ ή να π ά ρ ε ι ανάσα και να ξεκουραστεί. Α λ λ ά η μια απ τις αδελφές, που ήταν κρυμμένες μέσα στο καλάθι του, του φώναξε : « Σε β λ έ π ω α π ' το π α ρ α θ υ ρ ά κ ι μου ! Μη στέκεσαι. Π ρ ο χ ώ ρ α ! » Νόμισε τ ό τ ε ότι η νύφη του τον ε ί χ ε δει κ α ι τ ο υ φ ώ ν α ζ ε . Σ η κ ώ θ η κ ε λ ο ι π ό ν κ α ι συνέχισε α δ ι α μ α ρ τ ύ ρ η τ α το δρόμο του. Λίγο πιο πέρα έκανε πάλι να κ ά τ σ ε ι να ξ α π ο σ τ ά σ ε ι , αλλά η φ ω ν ή α κ ο ύ σ τ η κ ε πάλι : " Σε
βλέπω
απ'
το
παραθυράκι
Π ρ ο χ ώ ρ α ! » Και κάθε
μου !
Μη
στέκεσαι.
φορά π ο υ στεκόταν, α μ έ σ ω ς η
ίδια φ ω ν ή α κ ο υ γ ό τ α ν και τον α ν ά γ κ α ζ ε να π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ι , ώ σ π ο υ έφτασε κ α τ ά κ ο π ο ς και καταϊδρωμένος στο π α τρικό τ ω ν κοριτσιών κι άφησε το καλάθι μ π ρ ο σ τ ά στην π ό ρ τ α του. Η μικρή στο μεταξύ είχε ετοιμάσει τη γιορτή γ ι α το γ ά μ ο κι είχε καλέσει κι όλους
τους φίλους
του μάγου.
Ύ σ τ ε ρ α πήρε μια νεκροκεφαλή, που χαμογελούσε με τα ξασπρισμένα δόντια της, τη στόλισε με τα κ ο σ μ ή μ α τ α της και μ
ένα λουλουδένιο στεφάνι, την ανέβασε ψηλά
στη σοφίτα και την έβαλε να κοιτάζει έξω απ θυρο.
Ό τ α ν τέλειωσε,
μπήκε
σ'
ένα
το παρά
βαρέλι
πασαλείφτηκε από τα νύχια ώς την κορφή, πουπουλένιο
πάπλωμα
και
κυλίστηκε
στα
με
μέλι,
άνοιξε τ ο πούπουλα,
ώσπου έφτασε να μοιάζει με παράξενο πουλί και κανένας δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ η γ ν ω ρ ί σ ε ι . Β γ ή κ ε
τότε α π ' το σπίτι
και στο δρόμο συνάντησε τους καλεσμένους, που ερχόν τουσαν στο σπίτι γ ι α το γ ά μ ο .
« Ε,
πουλάκι
πούθε έρχεσαι
μαγεμένο,
μαγικό
πουλί,
κι είσαι όμορφο πολύ;
»
τη ρώτησαν. «Είμαι
μαγεμένο
κι έρχομαι
απ
πουλί,
πουλάκι,
του μάγου το σπιτάκι »
αποκρίθηκε η κοπέλα. « Και τι κάνει η νυφούλα η μικρή; » ξαναρώτησαν οι καλεσμένοι. « Σκούπισε
το
σπίτι
απ
το κατώφλι ώς τη
και
τώρα
στέκεται
σκεπή,
στο
παραθύρι
και περιμένει να σας δει ». Και
στο
δρόμο
που
πήγαινε,
συνάντησε
και
το
γ α μ π ρ ό , π ο υ ε ρ χ ό τ α ν γ ι α ν α π α ν τ ρ ε υ τ ε ί . Κ α ι σαν τους άλλους, τη ρ ώ τ η σ ε κι αυτός : « Ε,
πουλάκι
πούθε
έρχεσαι
«Είμαι κι
μαγεμένο, κι
μαγεμένο
έρχομαι
απ'
είσαι
μαγικό όμορφο
πουλί, του
πουλί, πολύ;
»
πουλάκι,
μάγου
το
σπιτάκι ».
« Και τι κάνει η νυφούλα μου η μικρή; » « Σκούπισε απ'
το
και
τώρα
το
κατώφλι
σπίτι ώς
στέκεται
τη στο
σκεπή, παραθύρι
και περιμένει να σε δει ». Ο μ ά γ ο ς κ ο ί τ α ξ ε στο π ι ο ψηλό το π α ρ α θ ύ ρ ι και είδε πράγματι
τη
νεκροκεφαλή
στολισμένη.
Θάρρεψε
πως
ήταν η νυφούλα του και τη χαιρέτησε α π ό μακριά και τ η ς κούνησε τ ο χέρι. Ό τ α ν ό μ ω ς ήρθε κοντά και μ π ή κ ε μέσα κι αυτός κι οι καλεσμένοι του, έτρεξαν τ
αδέρφια
κ α ι ο ι φίλοι τ η ς ν ύ φ η ς , π ο υ ε ί χ α ν μ α ζ ε υ τ ε ί γ ι α ν α τ η βοηθήσουν. Έ κ λ ε ι σ α ν κ ι α μ π ά ρ ω σ α ν όλες τ ι ς π ό ρ τ ε ς τ ο ύ σ π ι τ ι ο ύ , έ β α λ α ν φ ω τ ι ά και τ ο υ ς έ κ α ψ α ν όλους ζ ω ν τ α νούς.
47.
Το παραμύθι του κέδρου
Σ
ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ, νια,
ζούσε
πριν
από
δυο
χιλιάδες χρό
ένας πλούσιος ά ν θ ρ ω π ο ς π ο υ είχε μιαν
όμορφη κι ευλαβική γυναίκα. Κι είχαν
μεγάλη
αγάπη
μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς , μ ό ν ο π ο υ ο Θ ε ό ς δεν τ ο υ ς ε ί χ ε χ α ρ ί σ ε ι π α ι διά. Και το μαράζι τούς έτρωγε κι η γυναίκα π α ρ α κ α λούσε μ έ ρ α - ν ύ χ τ α ν
α π ο χ τ ή σ ε ι ένα π α ι δ ά κ ι . Αλλά άδι
κ α π ή γ α ι ν α ν όλες ο ι π ρ ο σ ε υ χ έ ς κ α ι
τα παρακάλια. Σ τ ο
σ π ί τ ι τ ο υ ς μ π ρ ο σ τ ά ε ί χ α ν μ ι α ν α υ λ ή , μ ' έναν ψηλό κ έ δ ρ ο στη μέση της. Μια μέρα του γυναίκα κ ά τ ω απ
χ ε ι μ ώ ν α λοιπόν κάθισε η
τον κέδρο και καθάρισε ένα μήλο να
το φάει. Εκεί που καθάριζε το μήλο, έκοψε το της
και
το
αίμα της
έσταξε
στο
χιόνι,
"
δάχτυλο
Αχ »,
ανα
στέναξε η γ υ ν α ί κ α , όταν το είδε. " Ας ε ί χ α κι ε γ ώ ένα π α ι δ ά κ ι , κ ό κ κ ι ν ο σαν το α ί μ α κ α ι ά σ π ρ ο σαν το χιόνι ». Δεν πρόλαβε ν
αποσώσει το λόγο της, κι ένιωσε χ α ρ ά
μ ε γ ά λ η να την π λ η μ μ υ ρ ί ζ ε ι , λες κι η ε υ χ ή τ η ς είχε κ ι ό λας βγει αληθινή. Μ π ή κ ε λοιπόν στο σπίτι της και
πέρα
σε ένας μήνας και το χιόνι έλιωσε. Π έ ρ α σ ε κι άλλος μ ή νας κι όλα πρασίνισαν. άνθισε.
Πέρασε τρίτος μήνας κι η γη
Πέρασε τέταρτος
μήνας και
τα
δέντρα
φούν
τ ω σ α ν και τα κ λ α δ ι ά τους π λ έ χ τ η κ α ν τό 'να με τ' άλλο
σφιχτά και τα πουλάκια κελαηδούσαν τόσο που αντη χούσε ολόκληρο το δάσος και τ
ανθισμένα δέντρα έδε
ναν κ α ρ π ο ύ ς . Π έ ρ α σ ε κι ο π έ μ π τ ο ς μ ή ν α ς κι η γ υ ν α ί κ α κάθισε πάλι κ ά τ ω απ
τον κέδρο κ ι όλα γ ύ ρ ω ε ί χ α ν τ έ
τοια ευωδιά που η καρδιά της κόντευε να σπάσει α π ό την ευτυχία και τα γ ό ν α τ α της λύγισαν. Κι όταν πέρασε κι ο έκτος μήνας, τα φρούτα είχαν δέσει κι είχαν ωρι μάσει
η γυναίκα όμως μελαγχόλησε
και
δεν μ ι λ ο ύ σ ε .
Π έ ρ α σ ε κι ο έβδομος μήνας κι η γ υ ν α ί κ α έκοψε τους κ α ρ π ο ύ ς του κέδρου και τους έ φ α γ ε με βουλιμία κι η θλί ψη
της μ ε γ ά λ ω σ ε κι έπεσε άρρωστη στο σ τ ρ ώ μ α . Κι ό
ταν πέρασε
κι ο όγδοος μήνας, φώναξε
τον άντρα της
και του είπε κλαίγοντας : « Σ α ν π ε θ ά ν ω , θέλω να με θά ψεις κ ά τ ω α π ' τη ρίζα του κέδρου ». Κι α π ό τότε ξαναβρήκε την παρηγοριά και τη χ α ρ ά της, ώσπου πέρασε και ο ένατος μήνας κ α ι γέννησε ένα α γ ο ρ ά κ ι κ ά τ α σ π ρ ο σαν το χιόνι και κόκκινο σαν το α ί μ α . Το είδε η γ υ ν α ί κ α και χάρηκε τόσο που πέθανε. Ο άντρας της την έθαψε κ ά τ ω α π ' τη ρίζα τού κέδρου κ ι ά ρ χ ι σ ε ν α τ η ν κ λ α ί ε ι . Ά λ λ ο δεν έ κ α ν ε π α ρ ά ν α κ λ α ί ε ι για το χαμό τής γυναίκας του.
Πέρασε καιρός πολύς,
κ ι α υ τ ό ς όλο τ η ν έ κ λ α ι γ ε . Κ α ι π έ ρ α σ ε κ ι ά λ λ ο ς κ α ι ρ ό ς , και κ ά π ω ς μ α λ ά κ ω σ ε ο πόνος του. Κι άλλος καιρός πολύς πέρασε, και τέλος π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε μιαν άλλη γυναίκα. Η δεύτερη γ υ ν α ί κ α του τού 'κανε μια κ ό ρ η . Κι ο γιος του, α π ' την π ρ ώ τ η γυναίκα, μεγάλωνε κι ήταν όμορφος, ά σ π ρ ο ς σαν το χιόνι, με μ ά γ ο υ λ α κ ό κ κ ι ν α σαν το α ί μ α . Η μάνα αγαπούσε πολύ την κορούλα της και μόλις την έβλεπε η καρδιά της φτερούγιζε. Κάθε όμως
που αντί
κριζε το όμορφο αγόρι, η καρδιά της σφιγγόταν κι ένιω θε π ω ς τό 'χε διαρκώς εμπόδιο μέσα στα πόδια της και
δεν ή ξ ε ρ ε π ώ ς ν α τ α κ α τ α φέρει, ν α τ ο β γ ά λ ε ι α π τ η μέση
και
ν ' α φ ή σ ε ι όλη
την περιουσία στη θυγα τέρα της. Και ο Σ α τ α ν ά ς ο ίδιος
χώθηκε
μέσα της
κ α ι τ η ν κ έ ν τ ρ ι ζ ε να δέρνει και να βασανίζει το κ α η μένο το αγόρι,
τόσο που
το δύστυχο ζούσε διαρκώς μέσα στο φόβο. Μόλις γ ύ ριζε
απ
τ ο σ χ ο λ ε ί ο σ τ ο σ π ί τ ι , δεν ε ί χ ε ο ύ τ ε έ ν α λ ε π τ ό
ησυχία. Μ ι α μ έ ρ α κ α θ ό τ α ν η μ ά ν α π ά ν ω στην κάμαρα τ η ς κ α ι έ τ ρ ω γ ε ένα μήλο. Ή ρ θ ε τ ό τ ε η όμορφη κορούλα τ η ς και της είπε :
« Μάνα,
δ ώ σ ' μ ο υ κι ε μ έ ν α έ ν α μ ή λ ο ! » —
« Ν α ι , π α ι δ ί μου », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η μ ά ν α κι έψαξε το κ α λύτερο μήλο στο κασόνι και τ η ς τό 'δωσε. Το κασόνι είχε μεγάλο και βαρύ καπάκι. Κι η κλειδωνιά του ήταν από σίδερο κ ο φ τ ε ρ ό . " Μ ά ν α », είπε το κοριτσάκι. « Δεν θα δ ώ σεις ένα μ ή λ ο κ α ι γ ι α τον α δ ε λ φ ό μου ; » Η γ υ ν α ί κ α σ τ ε ν ο χ ω ρ ή θ η κ ε , α λ λ ά δεν τ ο φ α ν έ ρ ω σ ε : " Ν α ι , π α ι δ ί μ ο υ α π ά ν τ η σ ε . « Ό τ α ν έρθει α π ό το σχολείο, θα τ ο υ δ ώ σ ω ». Κ α ι κ ο ί τ α ξ ε α π ό τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο κ α ι είδε τ ο α γ ό ρ ι ν ά ' ρ χ ε τ α ι και ο Σ α τ α ν ά ς μπήκε μέσα της.
Αμέσως
άρπαξε το
μήλο πού 'χε δώσει στην κόρη της και της είπε : θα το φας, πριν δ ώ σ ω ένα και τό 'ριξε
πίσω
στο
κασόνι
« Δεν
στον α δ ε ρ φ ό σου " . Κ α ι
και βρόντησε με δύναμη το
κ α π ά κ ι . Το αγόρι μ π ή κ ε μέσα κι εκείνη, με τον Σ α τ α ν ά μέσα της, του μίλησε γλυκά και του είπε :
« Γιόκα μου,
θέλεις ένα μ η λ α ρ ά κ ι ; » Κ α ι τον κ ο ί τ α ξ ε τόσο ά γ ρ ι α π ο υ
τον τρόμαξε. Το παιδί α π ό ρησε :
« Μάνα,
π ώ ς έγινες
έ τ σ ι ; Σε φ ο β ά μ α ι
! » Κι ύ
στερα
το
λαχτάρησε
μήλο
κ α ι είπε : « Ν α ι , το θ έ λ ω το μήλο ! » Η γ υ ν α ί κ α τότε τον π ή ρ ε α π ' το χέρι, π ή γ ε στο κασόνι με τα μήλα, το άνοιξε και του είπε : « Διάλεξε μό νος σου ». Έ σ κ υ ψ ε το α γ ο ρ ά κι κι η γυναίκα, π ο υ είχε τον Σ α τ α ν ά μέσα της, έκλεισε με δύναμη το κ α π ά κ ι και τού 'κοψε το κεφάλι, που κύλησε κινα μήλα.
κι έπεσε μέσα
στα κόκ
Φόβος μεγάλος την έπιασε τότε κι έλεγε με
τ ο νου τ η ς : « Α χ , π ώ ς ν α δ ι ώ ξ ω α π ό π ά ν ω μ ο υ α υ τ ό π ο υ έ κ α ν α ! » Μ ι α κ α ι δυο τ ρ έ χ ε ι στην άλλη κ ά μ α ρ α , ανοί γει το ντουλάπι και παίρνει το άσπρο της στερα βάζει τ ο δένει
το κομμένο
κεφάλι πάλι στη θέση του και
με το μαντίλι, έτσι π ο υ τ ί π ο τ α
Καθίζει το
μαντίλι. Ύ
δεν φ α ι ν ό τ α ν .
αγόρι σε μια καρέκλα μ π ρ ο σ τ ά στην π ό ρ τ α και του βάζει
κι ένα μήλο
στο χέρι. Ύ σ τ ε ρ α π ή γ ε στην κου ζίνα κι άρχισε να ανακατεύει το φ α γ η τ ό στο τσουκάλι. Σε λίγο ήρθε κι η κορούλα τ η ς , η
Μαρλένα,
"Μανούλα, ο
και της
είπε :
αδερφός
μου
κάθεται μπροστά στην π ό ρ τ α κ ι είναι χ λ ο μ ό ς , σαν π ε θ α μένος. Κ ρ α τ ά ε ι κι ένα μ ή λ ο
σ τ α χ έ ρ ι α του. Κι μού 'δωσε.
όταν του το
Μανούλα,
γύρεψα, α π ά ν τ η σ η δεν
φ ο β ά μ α ι ». — « Ά ν τ ε
τ ο υ τ ο γ υ ρ έ ψ ε ι ς » , τ η ς ε ί π ε τ ό τ ε η Μάνα. δεν σου δ ώ τ ε ι Πήγε
απάντηση,
λοιπόν η
μου,
δώσε
λέξη
απ
χου το
χαστούκι
μήλο ! »
και
Εκείνος
ε:πε :
του
η
έ π ε σ ε και
στο χ ώ μ α . Φ ο β ή θ η κ ε τότε η
μικρή
« Αδερφέ
ό μ ω ς δεν έ β γ α λ ε
Τ ο ύ ' δ ω σ ε τότε
και το κ ε φ ά λ ι
να
δ ώ σ ' τ ο υ ένα χ α σ τ ο ύ κ ι ! »
μικρή Μαρλένα
τα χείλια του.
ξανά
« Κι αν π ά λ ι
μικρή ένα
κατρακύλησε
κι έβαλε τα κλά
μ α τ α κι έτρεξε σ τ η μάνα τ η ς και είπε : " Αχ, μανούλα, έδωσα
μια στον
φάλι ! »
αδερφό
μου
και
τού ' κ ο ψ α τ ο
Κ ι έ κ λ α ι γ ε μ ε μ α ύ ρ ο δ ά κ ρ υ και ή τ α ν
ρηγόρητη.
"
Αχ,
είπε η μάνα
Μαρλένα,
τι
πήγες
κι
κε
απα
έκανες ! »,
« Τ ώ ρ α π ι α τ ί π ο τ α δεν γ ί ν ε τ α ι . Τ ο
κακό
δεν δ ι ο ρ θ ώ ν ε τ α ι . Σ ώ π α ό μ ω ς , η σ ύ χ α σ ε , ν α μ η ν τ ' α κ ο ύ σ ε ι κ α ν ε ί ς κ ι ε γ ώ δεν θ α
σε φ α ν ε ρ ώ σ ω . Κ α ι τον
φό σου θα τον ρίξουμε σ τ ο τ σ ο υ κ ά λ ι με το
αδερ
φαγητό και
κ α ν ε ί ς δεν θ α τ ο π ά ρ ε ι χ α μ π ά ρ ι » . Κ α ι π ή ρ ε τ ο κ ο ρ μ ά κ ι του
όμορφου αγοριού, τό 'κοψε κ ο μ μ ά τ ι α και
μέσα
στην κόκκινη
σάλτσα
Μ α ρ λ έ ν α όλη τ η ν ώ ρ α το κούνησε α π ό Όρθια γε
δίπλα της.
στεκόταν
πικρά
και
δεν
τα
κι έκλαι δάκρυα
της κυλούσαν κι έπεφταν μέ σα στο
τσουκάλι.
τόσο
πολλά
αλάτι
δεν
Κι ήταν
που
καθόλου
έριξαν
στο φα
γητό. Ή ρ θ ε κ α μ ι ά φορά ο π α τέρας στο σπίτι, κάθισε στο
και
το
τό 'ριξε
μαγείρεψε.
Κι
η
τ ρ α π έ ζ ι κ α ι ε ί π ε : « Π ο ύ ε ί ν α ι ο γ ι ο ς μ ο υ ; » Κι η μ ά ν α δεν α π ά ν τ η σ ε , μ ό ν ο έ φ ε ρ ε σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι τ ο τ σ ο υ κ ά λ ι μ ε το φ α γ η τ ό . Κι η Μαρλένα έκλαιγε κι αδύνατον να στα ματήσει
τ α δάκρυα
της.
"
Πού
είναι
ρώτησε πάλι ο πατέρας. « Αχ, έφυγε
ο γιος
μου ; »,
! » είπε τότε η μά
να. " Π ά ε ι στην ε ξ ο χ ή , στη θ ε ί τ σ α τ ο υ , να μείνει κ ο ν τ ά τ η ς λίγον καιρό ". — " Τι δουλειά έχει εκεί ; », ρ ώ τ η σ ε π ά λ ι ο άντρας. « Κι έφυγε έτσι ; Κι ούτε π ο υ με χ α ι ρ έ τ η σ ε ; » — " Ω, ή θ ε λ ε τ ό σ ο π ο λ ύ να φ ύ γ ε ι
! », ε ί π ε η
γυναίκα. « Και με παρακαλούσε τόσο, που στο τέλος τον ά φ η σ α ν α π ά ε ι . Θ α μείνει έξι β δ ο μ ά δ ε ς εκεί. ' Α σ ' τον, θ α π ε ρ ά σ ε ι κ α λ ά στην ε ξ ο χ ή ». — " Δ ε ν μ έ φ υ γ ε », είπε π ά λ ι
ο άντρας.
αρέσει έτσι π ο υ
" Σ τ ε ν ο χ ω ρ ι έ μ α ι π ο υ δεν
περίμενε καν να με χαιρετήσει
! » Κ α ι μ' α υ τ ά τα λόγια
άρχισε να τρώει.
στάθηκε πάλι και
Κι
ύστερα
είπε :
« Μαρλένα, γ ι α τ ί κ λ α ι ς ; Α φ ο ύ ο α δ ε ρ φ ό ς σου γ ρ ή γ ο ρ α θα γυρίσει
! »
Κι α μ έ σ ω ς μ ε τ ά γύρισε σ τ η γ υ ν α ί κ α του :
« Βρε γυναίκα, τι νόστιμο που τό 'χεις κάνει σήμερα το φαγητό
! Β ά λ ε μου λ ί γ ο α κ ό μ α ! » Κι όσο έ τ ρ ω γ ε τ ό σ ο
ά ν ο ι γ ε η ό ρ ε ξ η τ ο υ κ ι όλο π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο γ ύ ρ ε υ ε : " Δ ώ σ ε μου κι άλλο δίνω σει.
! Ό λ ο μόνος μ ο υ θ α τ ο φ ά ω κ α ι κ α ν ε ν ό ς δεν
! » Κ ι έ τ ρ ω γ ε κ ι έ τ ρ ω γ ε κ α ι δεν έ λ ε γ ε ν α σ τ α μ α τ ή Κ ι ό τ α ν τ ό ' φ α γ ε όλο τ ο φ α γ η τ ό , έ γ λ ε ι ψ ε κ α ι τ α
κόκαλα και τα πέταξε κ ά τ ω α π ' το τραπέζι. Η
μικρή Μαρλένα ό μ ω ς π ή γ ε στο ντουλαπάκι της,
διάλεξε το πιο όμορφο
μεταξωτό
όλα τ α κ ο κ α λ ά κ ι α κ ά τ ω α π στο μαντίλι και
μαντίλι της, μάζεψε
το τραπέζι, τα τύλιξε μέσα
τό 'δεσε κ ό μ π ο . Μ ε τ ά βγήκε έξω κλαί
γ ο ν τ α ς και π ή γ ε και τ α κ ο ύ μ π η σ ε στο χορτάρι κ ά τ ω α π ό τον κέδρο. Κι εκεί ξάφνου ένιωσε την κ α ρ δ ι ά τ η ς ν' α λ α φρώνει κι η λύπη της πέρασε κι έσβησε. Και σταμάτησε
τα κ λ ά μ α τ α . Ο κέδρος τ ό τ ε ά ρ χ ι σ ε να σαλεύει τα κ λ α δ ι ά τ ο υ , ν α τ ' α ν ο ί γ ε ι και ν α τ α κ λ ε ί ν ε ι , σ α ν ά ν θ ρ ω π ο ς π ο υ λαχταρούσε
ν'
αγκαλιάσει
κάποιον
αγαπημένο
του.
Μ ε τ ά ένα π έ π λ ο ο μ ί χ λ η ς κ α τ έ β η κ ε και τύλιξε τ ο δέντρο και μέσα στην ομίχλη έκαιγε μια λ α μ π ρ ή φ ω τ ι ά τη
κι από
φ ω τ ι ά ξεπήδησε ένα π α ν έ μ ο ρ φ ο πουλί, π ο υ π έ τ α ξ ε
ψηλά στον ουρανό κ ε λ α η δ ώ ν τ α ς γ λ υ κ ά . Κι όταν το πουλί χ ά θ η κ ε στα σύννεφα, ο κέδρος ξανάγινε ό π ω ς και π ρ ώ τ α . Αλλά το μαντιλάκι με τα κόκαλα είχε γίνει άφαντο. Κι η μ ι κ ρ ή Μ α ρ λ έ ν α ή τ α ν χ α ρ ο ύ μ ε ν η κι α ν ά λ α φ ρ η , σαν νά
ξέ
ρε π ω ς ο αδερφούλης της ζούσε πάλι ό π ω ς και π ρ ώ τ α . Γύρισε λοιπόν στο σπίτι, κάθισε στο τ ρ α π έ ζ ι κι έφαγε το φ α γ η τ ό της με όρεξη.
Το πουλί, τώρα, πέταξε μακριά κι ύστερα κατέβηκε σ τ ο σ π ί τ ι ενός χ ρ υ σ ο χ ό ο υ , κ ά θ ι σ ε
στη
σκεπή κι άρχισε
να τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι μ' α ν θ ρ ώ π ι ν η λ α λ ι ά : « Η μάνα μον μ'
έκοψε
κι ο πατέρας μον μ' Και η
τα
κοκαλάκια
αδερφή
Σε κάτω
μον
μαντιλάκι άπ'
τον
τα
έχαψε. μον
έθαψε.
μεταξωτό κέδρο
το
φονντωτό.
Τ οίον, τ οίον, να χαρώ πον
είμαι
πονλάκι
όμορφο!
»
Ο χ ρ υ σ ο χ ό ο ς ή τ α ν σ κ υ φ τ ό ς στον π ά γ κ ο του και δού λευε μιαν ό μ ο ρ φ η χ ρ υ σ ή α λ υ σ ί δ α . Κι εκεί π ο υ δούλευε, άκουσε το πουλάκι που είχε καθίσει στη
σκεπή του και
τραγουδούσε μ' ανθρώπινη λαλιά. Τόσο όμορφο και τόσο γλυκό του φάνηκε το τραγούδι του που
σηκώθηκε
και
β γ ή κ ε έ ξ ω ν α δει τ ο ν τ ρ α γ ο υ δ ι σ τ ή . Α π ' τ η β ι α σ ύ ν η τ ο υ έχασε τη μια του την παντούφλα κι έφτασε καταμεσής στο δρόμο ξυπόλυτος και ξεκάλτσωτος, κ ρ α τ ώ ν τ α ς α κ ό μα στα χέρια του
τη χρυσή αλυσίδα
π ο υ δούλευε.
Ο
ήλιος έ λ α μ π ε α π ό π ά ν ω τους κι ο χρυσοχόος μίλησε στο πουλί και είπε : « Α χ , πουλάκι, τι όμορφα π ο υ τ ρ α γ ο υ δ ά ς ! Γ ι ά ξ α ν α π έ ς μ ο υ α υ τ ό το τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι ! » — « Α, ό χ ι " , α ρ ν ή θ η κ ε τ ο π ο υ λ ί . « Δ υ ο φ ο ρ έ ς τ ζ ά μ π α δεν τ ρ α γ ο υ δ ά ω . Αν θέλεις να το ξανακούσεις, π ρ έ π ε ι να μου δ ώ σεις
τη
χρυσή
αλυσίδα
π ο υ κ ρ α τ ά ς ». — « Ε ν τ ά ξ ε ι »,
ε ί π ε ο χ ρ υ σ ο χ ό ο ς . « Π ά ρ ' τ η . Μ ό ν ο τραγούδησε μ ο υ ά λ λ η μ ι α φ ο ρ ά τ ο τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι σου » . Κ α τ έ β η κ ε τ ό τ ε τ ο π ο υ λάκι και π ή ρ ε την αλυσίδα στο δεξί του π ο δ α ρ ά κ ι . Ύ σ τ ε ρα κάθισε μ π ρ ο σ τ ά στο χρυσοχόο και τραγούδησε :
« Η μάνα κι
ο
Και η
μου
μ
έκοψε
πατέρας μου τα
μου
απ
Τσίου, που
τον
τσίου, είμαι
μου
τα
μαντιλάκι
κάτω
έχαψε.
κοκαλάκια
αδερφή
Σε
μ
έθαψε.
μεταξωτό κέδρο
το
φουντωτό.
να χαρώ πουλάκι
Μετά πέταξε το πουλάκι
όμορφο! » και
κατέβηκε
στο σπίτι
ενός π α π ο υ τ σ ή κ α ι κάθισε στη σ κ ε π ή και κ ε λ ά η δ η σ ε : « Η μάνα κι Και
ο
μου
μ"
έκοψε
πατέρας μου μ τα
κοκαλάκια
έχαψε. μου
η
αδερφή
Σε
μου
τα
μαντιλάκι
κάτω
απ
Τσίου, που
τον
τσίου, είμαι
έθαψε.
μεταξωτό κέδρο να
το
φουντωτό.
χαρώ
πουλάκι
όμορφο!
»
Ο π α π ο υ τ σ ή ς τ' άκουσε κι έτρεξε στην π ό ρ τ α μισόγυμνος. Σ ή κ ω σ ε τα μ ά τ ι α στη σ κ ε π ή κι έφερε την π α λ ά μ η του αντήλιο, γ ι α τ ί το φ ω ς ήταν δυνατό και τον στρά βωνε. Είδε τότε το πουλάκι και του είπε : « Τι όμορφα π ο υ τραγουδάς ! » Κι α μ έ σ ω ς φώναξε και τη γυναίκα του :
« Γυναίκα,
κ α τ έ β α ν' ακούσεις
ένα πουλάκι,
τι
ό μ ο ρ φ α π ο υ τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι μ' α ν θ ρ ώ π ι ν η λ α λ ί τ σ α ! » Κ α ι φώναξε και τη θυγατέρα του και τ' αγόρια του και τους π α ρ α γ ι ο ύ ς τ ο υ κ α ι τ ι ς δούλες τ ο υ . Β γ ή κ α ν όλοι στο δ ρ ό μο και θαύμαζαν το πουλί, πόσο όμορφο ήταν με τα κόκ κινα και πράσινα φτερά του. Και στο λαιμό γυάλιζαν τα π ο ύ π ο υ λ α σαν ν ά ' τ α ν κ α θ α ρ ό χ ρ υ σ ά φ ι . Κ α ι τ α μ ά τ ι α του έλαμπαν
σαν
άστρα.
" Π ο υ λ ά κ ι », το τ ρ α γ ο ύ δ ι σ ο υ λί. μου
" Δυο
ο
τσαγκάρης.
ένα
τζάμπα δώρο ! »
δεν —
τραγουδώ.
βρείς
ένα
φέρ' τα μου ».
μας Πρέπει
« Γ υ ν α ί κ α »,
τε ο π α π ο υ τ σ ή ς . « Π ή γ α ι ν ε μέσα και θα
«πες
πάλι
! » — « Α, ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π ο υ
φορές
κάνετε
είπε
στο
ζευγάρι κόκκινα παπούτσια. Η γυναίκα του
πήγε
κι
να
είπε
τό
πάνω
ράφι
Ά ν τ ε και
έφερε τα π α
π ο ύ τ σ ι α . « Π ά ρ ' τ α , π ο υ λ ά κ ι ! », ε ί π ε ο τ σ α γ κ ά ρ η ς . « Κ α ι π ε ς μ α ς π ά λ ι το τ ρ α γ ο ύ δ ι σου ! » Το πουλί κ α τ έ β η κ ε , πήρε τα π α π ο ύ τ σ ι α στο αριστερό του ποδαράκι, π έ τ α ξ ε πάλι στη σκεπή και τραγούδησε :
« Η μάνα μου μ
έκοψε
κι ο πατέρας μου μ" Και η
τα
κοκαλάκια
έχαψε. μου
αδερφή μου τα έθαψε.
Σε
μαντιλάκι
κάτω Τσίον, που
απ
μεταξωτό
τον
τσίου, είμαι
κέδρο να
πουλάκι
το
φουντωτό.
χαρώ όμορφο! »
Κι όταν τέλειωσε το τραγούδι του, π έ τ α ξ ε μακριά. Στ
κι έφυγε
αριστερό του ποδαράκι κρατούσε τ α π α π ο ύ
τ σ ι α και στο δεξί τη χ ρ υ σ ή την αλυσίδα.
Και πέταξε,
π έ τ α ξ ε , ώ σ π ο υ έφτασε σ' ένα μύλο κι οι μυλόπετρες γ ύ ριζαν : « κ λ ι π κ λ α π , κ λ ι π κ λ α π , κ λ ι π κ λ α π ». Και μέσα στο
μύλο
ήταν
είκοσι
παραγιοί,
που
πελεκούσαν
μια
π έ τ ρ α με τα σφυριά τους : « τοκ τοκ, τοκ τοκ, τοκ τοκ ». Κι ο μύλος γύριζε : « κ λ ι π κ λ α π , κ λ ι π κ λ α π , κ λ ι π κ λ α π ». Κάθισε
τότε το πουλάκι στα κλαδιά μιας φλαμουριάς
κι ά ρ χ ι σ ε να τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι : « Η μάνα μον μ' Κι ο
έκοψε »
π ρ ώ τ ο ς π α ρ α γ ι ο ς σ τ α μ ά τ η σ ε να πελεκάει την
πέτρα. « κι Κι ν
5
ο πατέρας μον μ
έχαψε ».
άλλοι δυο σ τ α μ ά τ η σ α ν τ η δουλειά τ ο υ ς κ ι ά ρ χ ι σ α ν
αφουγκράζονται. « Και
τα
κοκαλάκια
μον »
Τέσσερις ακόμα παράτησαν τα σφυριά τους. « η
αδερφή μον τα έθαψε ».
Ε κ ε ί σ τ α μ ά τ η σ α ν άλλοι ο χ τ ώ . « Σε κάτω
μαντιλάκι απ'
τον
μεταξωτό κέδρο
το
φονντωτό ».
Έ ξ ι δούλευαν π ι α μέσα στο μύλο. « Τσίον,
τσίον,
να
χαρώ »
Τρεις μονάχα έμειναν με τα σφυριά στο χέρι. « πον
είμαι
πονλάκι »
Έ ν α ς μ ο ν α χ ό ς τ ο υ π ε λ ε κ ο ύ σ ε ακόμα την π έ τ ρ α . « όμορφο ! » Τότε, ακούγοντας τον τελευταίο στίχο, σ τ α μ ά τ η σ ε και ο τ ε λ ε υ τ α ί ο ς . « Α χ , π ο υ λ ά κ ι , τι ό μ ο ρ φ α π ο υ τ ρ α γ ο υ δ ά ς ! », ε ί π ε . « Ξ α ν α π έ ς μ ο υ τ ο τ ρ α γ ο ύ δ ι σ ο υ , γ ι α τ ί δεν π ρ ό λ α β α
να τ
ακούσω
! »
— " Α,
ό χ ι »,
ε ί π ε το π ο υ λ ί .
« Δυο
φόρος τ ζ ά μ π α δεν τ ρ α γ ο υ δ ά ω . Δ ώ σ ε μ ο υ τ η μ υ λ ό π ε τ ρ α κ ι ε γ ώ θ α σ ο υ τ ρ α γ ο υ δ ή σ ω » . — « Α ν ή τ α ν σ τ ο χ έ ρ ι μου θ α σου τ η ν έδινα.
Α λ λ ά δεν είναι μ ο ν ά χ α δ ι κ ή
είπε
« Ας
το
παλικάρι.
την
π ά ρ ε ι ! »,
μ5 ένα σ τ ό μ α όλοι οι π α ρ α γ ι ο ί τ ο υ μ υ λ ω ν ά .
μου »,
φώναξαν
τότε
« Ας την π ά
ρει κ ι α ς τ ρ α γ ο υ δ ή σ ε ι ! » Κ α τ έ β η κ ε τ ό τ ε τ ο π ο υ λ ί χ α ι τα
είκοσι
παλικάρια
" ώωωπ, ώωωπ λαιμό του,
σήκωσαν
τη
μυλόπετρα
και :
! » τ η ν π έ ρ α σ α ν α π ' τ η ν τ ρ ύ π α τ η ς στο
σαν να του
φορούσαν περιδέραιο.
Ανέβηκε
τότε το πουλί ξανά στα κλαδιά της φλαμουριάς και τρα γούδησε :
« Η μάνα μον κι
ο
πατέρας
Και η
τα
απ'
Τσίον, πον
μον
μον
τα
μαντιλάκι
κάτω
έκοψε μ'
κοκαλάκια
αδερφή
Σε
μ'
μον έθαψε.
μεταξωτό
τον
τσίον, είμαι
έχαψε.
κέδρο να
το
φονντωτό.
χαρώ
πονλάκι
όμορφο!
»
Κι όταν τέλειωσε το τ ρ α γ ο ύ δ ι του, άνοιξε
τα φτερά
του και π έ τ α ξ ε μακριά, με τα π α π ο υ τ σ ά κ ι α και την αλυ σίδα στα π ό δ ι α του και τη
μυλόπετρα στο λαιμό του.
Κι έτσι φορτωμένο γύρισε στο σπίτι του π α τ έ ρ α του. Βρήκε τον π α τ έ ρ α του και τη μάνα και τη μικρή Μ α ρ λένα καθισμένους γ ύ ρ ω α π ' το τ ρ α π έ ζ ι . Κι ο π α τ έ ρ α ς είπε : " Α, τι καλά που νιώθω ξαφνικά. Για μια στιγμή καθάρισε τελείως το μυαλό μου κι έγινα άλλος ά ν θ ρ ω π ο ς ». — " Ε γ ώ π ά λ ι » , ε ί π ε η μ ά ν α , « σ κ ο τ ε ί ν ι α σ α α π ό το φόβο μου, λες κι έρχεται μ π ό ρ α βαριά και κ α τ α ι γ ί δα ». Κι η μικρή Μαρλένα κάθισε στη γ ω ν ί τ σ α της και έ κ λ α ι γ ε , όλο έ κ λ α ι γ ε . Ή ρ θ ε λ ο ι π ό ν τ ο π ο υ λ ά κ ι κ α ι κ ά θισε στη καλά που
σκεπή.
« Αχ »,
αναστέναξε ο πατέρας.
« Τι
ν ι ώ θ ω ! Κι ο ήλιος λ ά μ π ε ι σ ή μ ε ρ α κι ο κ ό
σμος είναι όμορφος κι ε γ ώ χ α ί ρ ο μ α ι , λες κ α ι π ρ ό κ ε ι τ α ι να συναντήσω κάποιον π α λ ι ό κι α γ α π η μ έ ν ο μου φίλο ». — " Εμένα όμως σφίγγεται η
ψ υ χ ή μ ο υ », ε ί π ε η γ υ
ναίκα του. " Τα δόντια μου χ τ υ π ά ν ε και στις φλέβες μου φ ω τ ι ά κυλάει αντί γ ι α α ί μ α ! » Κι άνοιξε το γ ι α κ ά τ η ς γ ι α να μπορέσει ν
ανασάνει. Κι η μικρή Μαρλένα στη
γ ω ν ι ά τ η ς έ κ λ α ι γ ε κ ι έ κ λ α ι γ ε κ α ι κ υ λ ο ύ σ α ν τ α δάκρυα της στην π ο δ ί τ σ α της, ώσπου
τη
μούσκεψαν ολότελα.
To πουλί τότε πέταξε και κάθισε στα κλαδιά του κέδρου και τραγούδησε : « Η
μάνα
μου
μ
έσφαξε
»
Η μ ά ν α τ ό τ ε β ο ύ λ ω σ ε τ α υ τ ι ά τ η ς κ α ι δεν ή θ ε λ ε ο ύ τ ε ν
ακούει ούτε
να βλέπει. Α λ λ ά βουή τ ρ ύ π η σ ε
τ
αυτιά
της κι αστραπή τρύπησε τα μάτια της. « κι
ο
πατέρας
μου
μ
έχαψε ».
" Αχ, γ υ ν α ί κ α », είπε τότε ο άντρας. " Ε κ ε ί έ ξ ω έχει καθίσει ένα όμορφο πουλάκι, π ο υ τραγουδάει γ λ υ κ ά . Κι ο ήλιος λ ά μ π ε ι κι ολούθε έ ρ χ ε τ α ι μ ο σ χ ο β ο λ ι ά , σαν να μυρί ζει τ
α ε ρ ά κ ι κ α ν έ λ α ».
« Και η
τα
αδερφή
κοκαλάκια μον
τα
μον έθαψε
».
Η μικρή Μαρλένα έκρυψε τότε το π ρ ο σ ω π ά κ ι της σ τ α γόνατα τ η ς κι άρχισε να κλαίει τέρας είπε :
με αναφιλητά. Κι ο π α
« Π ά ω έξω, θέλω να δω από κοντά αυτό
το π ο υ λ ί ». — « Μ η ν π α ς , ά ν τ ρ α μ ο υ ναίκα. " Μου φαίνεται και
σωριάζεται
πως
μέσα στις
το
! », φ ώ ν α ξ ε η γ υ
σπίτι
φλόγες
! »
τρέμει Ο
συθέμελα
άντρας
όμως
β γ ή κ ε κ α ι π ή γ ε ν α δει τ ο π ο υ λ ά κ ι α π ό κ ο ν τ ά . «Σε
μαντιλάκι
κάτω
απ
Τσίον, που Και
τον
τσίον, είμαι
με την
μεταξωτό κέδρο να
το
φονντωτό.
χαρώ,
πονλάκι
όμορφο!
τελευταία τρίλια
»
αφήνει το
πουλί την
αλυσίδα α π ' το π ο δ α ρ ά κ ι του, π ο υ π έ φ τ ε ι ίσια γ ύ ρ ω στο λαιμό του π α τ έ ρ α και σ τ έ κ ε τ α ι εκεί. Γυρίζει ο άντρας στο σπίτι και
μπαίνει
είναι αυτό !
μ έ σ α κ α ι λέει :
Κοιτάχτε
« Τι καλό
μιαν όμορφη
χ ά ρ ι σ ε . Κι είναι π α ν έ μ ο ρ φ ο
πουλάκι
αλυσίδα που μου
! » Η γ υ ν α ί κ α του ό μ ω ς τά
'χει π ι α χάσει α π ' το φόβο της : πανικόβλητη τρέχει μια α π ό δω και μια α π ό κει μέσα στο σπίτι, ώ σ π ο υ α π ' την α γ ω ν ί α της πέφτει κ α τ ά χ α μ α και χάνει το σκουφί της. Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή το πουλί ξαναρχίζει να τραγουδάει : « Η «Αχ»,
μάνα
μον
έμπηξε τις
μ'
έσφαξε
φωνές
η
» γυναίκα.
« Α ς ήμουνα
χ ί λ ι α μέτρα κ ά τ ω α π ' τ ο χ ώ μ α , ν α μην τ ' ακούω, έτσι που
λαλεί ! »
« κι
ο
πατέρας
μου
μ
έχαιρε ».
Σ ω ρ ι ά ζ ε τ α ι κ ά τ ω η γυναίκα, ά σ π ρ η σαν πεθαμένη. «
Και η
τα
αδερφή
κοκαλάκια μου
τα
μου έθαψε
».
" Θά ' β γ ω κι ε γ ώ έ ξ ω », λέει τ ό τ ε η μ ι κ ρ ή Μ α ρ λ έ ν α . « Να δω αν θα μου χαρίσει κι εμένα τ ί π ο τ α το πουλάκι ». Κι α μ έ σ ω ς έτρεξε έξω στην αυλή. «
Σε κάτω
μαντιλάκι απ
τον
μεταξωτό κέδρο
λέει τ ο π ο υ λ ί κ α ι τ η ς ρίχνει «
Τσίου,
που
είμαι
τσίου,
να
πουλάκι
το
φουντωτό
»
τα κόκκινα παπούτσια. χαρώ, όμορφο!
»
Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή η μικρή νιώθει τη χ α ρ ά να φ ω τ ί ζ ε ι και να λούζει την καρδούλα της. Φοράει τα κόκκινα π α πούτσια κι αρχίζει να χορεύει και να πηδάει α π ' τη χ α ρ ά της.
" Θ ε ο ύ λ η μ ο υ ! » , λέει.
« Ή μ ο υ ν τόσο στενοχωρη
μένη κ α θ ώ ς έβγαινα έ ξ ω . Κ α ι τ ώ ρ α π ε τ ά ω
στ5 αλήθεια
α π ' τη χ α ρ ά μου ! Τι καλό πουλάκι ! Μου χάρισε ένα ζευγάρι κόκκινα π α π ο ύ τ σ ι α ! » — « Ε μ έ ν α ό μ ω ς μου φαί νεται π ω ς βουλιάζει ο κόσμος ολάκερος
! », λέει η γ υ
ναίκα με τα μαλλιά της ξεχτένιστα ν' ανεμίζουν γ ύ ρ ω α π ' το πρόσωπο της σωστές φλόγες. " Ας β γ ω κι ε γ ώ λ ι γ ά κ ι έ ξ ω , μ π α ς κ α ι με συνεφέρει ο κ α θ α ρ ό ς αέρας ». Δεν πρόλαβε ό μ ω ς να διαβεί το κ α τ ώ φ λ ι και μ π ά α α α α μ !, της
ρίχνει το
πουλί κ α τ α κ έ φ α λ α τη
βαριά
μυλόπετρα
και την κάνει λ ι ώ μ α . Τρέχουν ο π α τ έ ρ α ς κι η Μαρλένα
κ α ι τ ι ν α δουν ! Κ α π ν ό ς κ α ι φ ω τ ι ά κ α ι φ λ ό γ α τ ι ν ά ζ ο ν τ α ι ψηλά α π ' το κ α τ ώ φ λ ι της π ό ρ τ α ς τους. Κι όταν κ α θ ά ρισαν όλα, στέκει ε μ π ρ ό ς τους το ό μ ο ρ φ ο α γ ο ρ ά κ ι , ολο ζώντανο κι απείραχτο. Πιάνει απ
το χέρι τον π α τ έ ρ α του
και τη μικρή Μαρλένα και τους αγκαλιάζει και μπαίνουν όλοι μ α ζ ί σ τ ο σ π ί τ ι κ α ι κ ά θ ο ν τ α ι ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ι σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι να φάνε και να το γιορτάσουν.
Ο γερο-Σουλτάνος
Μ
Ι Α ΦΟΡΑ Κ Ι ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν έ ν α ς γ ε ω ρ γ ό ς π ο υ είχε ένα π ι σ τ ό σκυλί και το φ ώ ν α ζ ε Σ ο υ λ τ ά ν ο .
Το
σκυλί γ έ ρ α σ ε κ α ι τ α δ ό ν τ ι α του π έ σ α ν ε κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε π ι α ούτε να δ α γ κ ώ σ ε ι ούτε να μασήσει τ ί π ο τ α . Μ ι α μέρα λοιπόν, π ο υ κάθονταν μ π ρ ο σ τ ά στην π ό ρ τ α τους, ο γ ε ω ρ γός γύρισε και είπε στη γ υ ν α ί κ α του : " Αύριο το πρωί θα τον σκοτώσω
τον γ ε ρ ο - Σ ο υ λ τ ά ν ο . Έ χ ε ι γεράσει και
δεν μ π ο ρ ε ί π ι α να μ α ς φανεί χ ρ ή σ ι μ ο ς ».
Η γ υ ν α ί κ α το
λυπήθηκε το ζωντανό και του αποκρίθηκε : " Μ α ς υ π η ρέτησε
πιστά
τόσα
χρόνια,
όσο
καλύτερα
μπορούσε.
Μ π ο ρ ο ύ μ ε να τον ταΐζουμε ένα ξ ε ρ ο κ ό μ μ α τ ο , ώ σ π ο υ να π ε θ ά ν ε ι ». — « Κ ο υ τ α μ ά ρ ε ς λ ε ς , γ υ ν α ί κ α », α π ά ν τ η σ ε ο γ ε ω ρ γ ό ς . « Ο Σ ο υ λ τ ά ν ο ς δεν έ χ ε ι π ι α ο ύ τ ε έ ν α δ ό ν τ ι σ τ ο στόμα του. Π ώ ς
θες ν α τ ρ ο μ ά ξ ε ι τους κ λ έ φ τ ε ς ; Ή ρ θ ε
η ώ ρ α ν α τ ο υ δ ί ν ε ι . Κ α ι γ ι α τ ι ς υ π η ρ ε σ ί ε ς τ ο υ δεν τ ο υ χρωστάμε τίποτα
έτρωγε κι έπινε κοντά μας με το π α
ρ α π ά ν ω ». Ο δύστυχος ο σκύλος, π ο υ λιαζόταν λίγο πιο πέρα, τ' άκουσε όλα και σ φ ί χ τ η κ ε η καρδιά του π ο υ η αυριανή μ έ ρ α θα ή τ α ν η τ ε λ ε υ τ α ί α τ ο υ . Ε ί χ ε έναν φίλο κ α λ ό , το λύκο.
Τη ν ύ χ τ α λοιπόν σύρθηκε κ ρ υ φ ά στο δάσος, τον
συνάντησε και του διηγήθηκε κλαίγοντας το κακό που τον π ε ρ ί μ ε ν ε . " ' Α κ ο υ , κ ο υ μ π ά ρ ε », ε ί π ε ο λ ύ κ ο ς . « Μη χάνεις το θάρρος σου. Κι ε γ ώ θα σε β ο η θ ή σ ω τ ο ύ τ η τη δύσκολη σ τ ι γ μ ή . Κ ά τ ι σκέφτηκα. Αύριο νωρίς νωρίς το α φ ε ν τ ι κ ό σου θ α φ ύ γ ε ι γ ι α τ ο χ ω ρ ά φ ι . Κ α ι θ α π ά ρ ε ι μ α ζ ί
του και τη γ υ ν α ί κ α του και τον μικρό του γιο, μιας και κανείς δεν θ α μείνει στο σ π ί τ ι .
Τ η ν ώ ρ α της δουλειάς
αφήνουν τ ο μ ω ρ ό στον ίσκιο ενός δέντρου, π ί σ ω α π ' τ ο υ ς θάμνους. Σ τ ρ ώ σ ο υ κι εσύ δ ί π λ α τ ο υ , σαν νά 'θελες τ ά χ α να φυλάξεις σκοπός. Ε γ ώ τότε θα έρθω α π ' το δάσος και θ5 α ρ π ά ξ ω το μ ω ρ ό : εσύ θα ορμήξεις κ α τ α π ά ν ω μου κ α ι θα π α ρ α σ τ ή σ ο υ μ ε π ω ς παλεύουμε. Στο τέλος θα μου π ά ρεις τ ο μ ω ρ ό κ α ι θ α τ ο π α ς π ί σ ω σ τ ο υ ς γ ο ν ε ί ς τ ο υ , π ο υ θα πιστέψουν
ότι εσύ τον έ σ ω σ ε ς . Κ α ι θ α σου χ ρ ω σ τ ά ν ε
τ έ τ ο ι α ε υ γ ν ω μ ο σ ύ ν η π ο υ δεν θ α μ π ο ρ έ σ ο υ ν ν α σ ο υ κ ά νουν κ α κ ό . Α ν τ ί θ ε τ α , θ α σ ' έ χ ο υ ν α π ό
δω
και στο εξής
σ τ α π ο ύ π ο υ λ α . Κ α ι δεν θ α σου λ ε ί π ε ι τ ί π ο τ α » . Η ιδέα τού άρεσε του σκύλου. Κι ό π ω ς το είπε ο λύ κος, έτσι κι έγινε. Ο π α τ έ ρ α ς έβαλε τ ι ς φ ω ν έ ς , σαν είδε το θηρίο να φεύγει κ ρ α τ ώ ν τ α ς το μ ω ρ ό
στη
μουσούδα
του. Κι όταν ο γερο-Σουλτάνος τό 'φερε π ί σ ω απείραχτο κ α ι γ ε ρ ό , τον υ π ο δ έ χ τ η κ ε όλος χ α ρ ά , τον χ ά ι δ ε ψ ε κ α ι τ ο υ είπε :
« Κ α ν ε ί ς δεν θ α σ ε π ε ι ρ ά ξ ε ι κ α ι θ α έ χ ε ι ς ό λ α τ α
κ α λ ά σου, ώ σ π ο υ να πεθάνεις του στο σπίτι :
! » Κι έστειλε τη γ υ ν α ί κ α
« Ά ν τ ε να μαγειρέψεις κ α μ ι ά νοστιμιά
γ ι α τον Σ ο υ λ τ ά ν ο , χ ω ρ ί ς κ ό κ α λ α , γ ι α τ ί δεν μ π ο ρ ε ί ν α μ α σ ή σ ε ι . Κ α ι φέρ
του το μαξιλάρι α π ' το κρεβάτι μου
!
Του το χ α ρ ί ζ ω , να τό 'χει γ ι α δικό του ». Κι ο γεροΣουλτάνος
περνούσε
ζωή
χαρισάμενη,
που
ούτε
στον
ύ π ν ο τ ο υ δεν τ η ν ε ί χ ε ο ν ε ι ρ ε υ τ ε ί . Μ ε τ ά α π ό λ ί γ ο ή ρ θ ε ο λύκος να του κάνει επίσκεψη και χ ά ρ η κ ε με την καρδιά του π ο υ το σχέδιο του είχε πετύχει. « Τ ώ ρ α , κουμπάρε », είπε, « θα κάνεις κι εσύ τα σ τ ρ α β ά μ ά τ ι α , όταν α ρ α ι ά κ α ι π ο ύ α ρ π ά ζ ω κανένα π ρ ό β α τ ο α π ' τ ο αφεντικό σου. Δεν είναι εύκολο να τα φέρει κανείς β ό λ τ α στις μέρες μ α ς ». — « Α,
έκανες τ ο υ ς λ ο γ α ρ ι α σ μ ο ύ ς σου χ ω ρ ί ς τον ξενο-
δόχο
! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο σ κ ύ λ ο ς . « Ε γ ώ θα μ ε ί ν ω π ι σ τ ό ς
σ τ ο ν α φ έ ν τ η μ ο υ » . Ο λ ύ κ ο ς δεν τ ο ν π ί σ τ ε ψ ε κ α ι τ η ν ύ χ τ α σύρθηκε σιγά σιγά στο μαντρί ν
αρπάξει ένα πρόβατο.
Ο γ ε ω ρ γ ό ς ό μ ω ς π ρ ο ε ι δ ο π ο ι η μ έ ν ο ς α π τον Σ ο υ λ τ ά ν ο , τ ο ν περίμενε με την τσουγκράνα και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Ο λύκος α ν α γ κ ά σ τ η κ ε ν α βάλει τ α π ό δ ι α στον ώ μ ο κ α ι ν α φύγει τρέχοντας. Φεύγοντας όμως πέρασε μπροστά από το σκύλο και του φ ώ ν α ξ ε : « Δεν έχεις μ π έ σ α , κ ο υ μ π ά ρε. Π ε ρ ί μ ε ν ε κ α ι θ α τ ο π λ η ρ ώ σ ε ι ς α κ ρ ι β ά α υ τ ό π ο υ μ ο ύ 'κανες ! » Τ η ν άλλη μέρα ο λύκος έστειλε το γουρούνι και π α ράγγειλε στο σκύλο να βγει στο δάσος να λογαριαστούνε. Κ ι ο γ ε ρ ο - Σ ο υ λ τ ά ν ο ς ά λ λ ο μ ά ρ τ υ ρ α δεν β ρ ή κ ε π α ρ ά μ ι α γ ά τ α , που είχε τρία π ό δ ι α μονάχα. Ξεκίνησαν λοιπόν κι η γ ά τ α κούτσαινε και πονούσε τόσο πολύ η κακομοίρα που είχε σ η κ ώ σ ε ι την ουρά τ η ς ψηλά. Ο λύκος κι ο δικός του μάρτυρας περίμεναν κιόλας στο συμφωνημένο μέρος. Κ α ι όταν είδαν το
σκύλο
και το
μ ά ρ τ υ ρ α του νά 'ρχονται
α π ό μακριά, κι είδαν την ουρά τ η ς γ ά τ α ς τ ε ν τ ω μ έ ν η , νόμισαν
πως
ο
αντίπαλος
ό π ω ς κούτσαινε
το
έσκυβε
βήμα και
σε κάθε
κρατούσε
δύστυχο το
ακόντιο.
ζωντανό,
Κι
έτσι
νόμισαν ότι
μάζευε πέτρες γ ι α να τους
π ε τ ρ ο β ο λ ή σ ε ι . Κ α ι φ ο β ή θ η κ α ν τόσο π ο λ ύ κι οι δυο τους που
έτρεξαν
να κρυφτούν :
το
αγριογούρουνο
χώθηκε
στους θ ά μ ν ο υ ς κι ο λύκος σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε σ' ένα δέντρο. Ο σ κ ύ λ ο ς κ ι η γ ά τ α έ φ τ α σ α ν κ ι α π ό ρ η σ α ν π ο υ δεν β ρ ή κ α ν κ α ν έ ν α ν . Τ ο α γ ρ ι ο γ ο ύ ρ ο υ ν ο ό μ ω ς δεν ε ί χ ε κ α τ α φ έ ρ ε ι ν α κρυφτεί τελείως στους θάμνους βαλλαν ανάμεσα απ
τ
αυτάκια του ξεπρό
τα φύλλα. Κι ενώ η γ ά τ α κοιτούσε
αφηρημένη γ ύ ρ ω της, το γουρούνι κούνησε τ
αυτιά του.
Εκείνη θάρρεψε π ω ς ήταν ποντίκια, όρμησε λοιπόν και
τ α δ ά γ κ ω σ ε μ ' όλη τ η ς τ η δ ύ ν α μ η . Τ ι ν ά χ τ η κ ε π ο ν ε μ έ ν ο το γουρούνι κι έφυγε φ ω ν ά ζ ο ν τ α ς : « Ν ά , εκεί π ά ν ω στο δ έ ν τ ρ ο κ ά θ ε τ α ι ο φ τ α ί χ τ η ς ! » Ο σ κ ύ λ ο ς κι η γ ά τ α σ ή κ ω σ α ν τα μ ά τ ι α τους και είδαν το λύκο, π ο υ ν τ ρ ο π ι α σ μ έ νος γ ι α το φόβο τ ο υ , έκλεισε ειρήνη με το σκύλο μ ι α γ ι α πάντα.
49.
Οι έξι κύκνοι
Ε
ΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
βγήκε
μια
μέρα
σος. Κ ι ό π ω ς κυνηγούσε, έτρεχε
κυνήγι στο
τόσο
δά
γρήγορα κα
βάλα στ' άλογο του που κανείς α π ' τους ανθρώπους του δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο ν φ τ ά σ ε ι . Ό τ α ν ή ρ θ ε τ ο β ρ ά δ υ , σ τ ά θηκε κ α ι κ ο ί τ α ξ ε γ ύ ρ ω τ ο υ κ α ι είδε π ω ς είχε χ ά σ ε ι τ ο δρόμο του.
Έψαξε
από
δω, έψαξε από
κει, τ ί π ο τ α .
Είδε τότε μια γριά, που ερχόταν προς το μέρος του κου νώντας το κεφάλι της. Η γριά όμως ήταν μάγισσα. " Κ α λ ή κ υ ρ ά » , τ η ς ε ί π ε , « δεν μ π ο ρ ε ί ς ν α μ ο υ δ ε ί ξ ε ι ς τ ο δ ρ ό μο να β γ ω α π ό το δάσος ; » — « Μα κ α ι β έ β α ι α , αφέντη και βασιλιά μου
! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η γ ρ ι ά . " Θα σου δ ε ί ξ ω
το δρόμο, αλλά μόνο αν κάνεις αυτό π ο υ θα σου ζ η τ ή σ ω . Διαφορετικά θα σ'
α φ ή σ ω ε δ ώ μ έ σ α κ α ι π ο τ έ δεν θ α
βγεις κ α ι θα πεθάνεις τ η ς πείνας ». — " Τι θέλεις να κ ά νω ; », ρ ώ τ η σ ε ο βασιλιάς. « Έ χ ω μ ι α κόρη », α π ο κ ρ ί θηκε η γριά, " τόσο
όμορφη
π ο υ ά λ λ η στον κ ό σ μ ο δεν
είναι. Κι είναι α υ τ ή η π ι ο ά ξ ι α α π ' όλες να γ ί ν ε ι γ υ ν α ί κ α σ ο υ . Α ν λ ο ι π ό ν τ η ν π α ν τ ρ ε υ τ ε ί ς κ α ι τ η ν κ ά ν ε ι ς βασίλισσα σου, θ α σου δ ε ί ξ ω κ ι ε γ ώ τ ο δρόμο γ ι α ν α γ υ ρ ί σ ε ι ς στο
π α λ ά τ ι σου ». Τι να κάνει ο βασιλιάς ;
Δέχτηκε. Τον
π ή ρ ε τ ό τ ε η γ ρ ι ά και τον π ή γ ε στο σ π ι τ ά κ ι της. Κι η θ υ γ α τ έ ρ α της, που καθόταν μ π ρ ο σ τ ά στο τζάκι, σηκώθηκε κι υ π ο δ έ χ τ η κ ε το βασιλιά σαν εκείνος π ω ς ήταν στ
να τον περίμενε. Κι είδε
αλήθεια πολύ όμορφη' κι όμως :
δ ε ν τ ο υ ά ρ ε σ ε . Κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε
να την κοιτάξει δίχως
ν' ανατριχιάσει απ
το φόβο του. Δ α γ κ ώ θ η κ ε ο βασιλιάς
και την ανέβασε στ
άλογο του. Και τότε η γριά τού
δείξε
το δρόμο κι ο βασιλιάς γύρισε στο π α λ ά τ ι του κι έγινε ο γάμος. Ο βασιλιάς είχε παντρευτεί κι άλλη μια φορά κι είχε α π ' τ η ν π ρ ώ τ η τ ο υ γ υ ν α ί κ α ε φ τ ά π α ι δ ι ά , έξι α γ ό ρ ι α κ α ι ένα κοριτσάκι, που τ' κόσμο.
Κι επειδή
α γ α π ο ύ σ ε όσο τ ί π ο τ α άλλο στον
φοβήθηκε ότι η
μ η τ ρ ι ά τ ο υ ς δεν θ α
τ' α γ α π ο ύ σ ε κι ότι μπορεί να τους έκανε κακό, τά 'κρυψε σ ' έναν ε ρ η μ ι κ ό π ύ ρ γ ο στην κ α ρ δ ι ά ενός π υ κ ν ο ύ δ ά σ ο υ ς . Ο πύργος ήταν τόσο καλά κρυμμένος και το μονοπάτι τόσο κρυφό και τόσο
δύσκολο, που
ο ύ τ ε κ ε ί ν ο ς δεν θ α τ ο ν
έ β ρ ι σ κ ε , α ν δεν τ ο ύ ' χ ε δ ώ σ ε ι μ ι α κ α λ ή γ ρ ι ά έ ν α κ ο υ β ά ρ ι κλωστή που ήταν μαγεμένη :
όταν το πετούσε μ π ρ ο σ τ ά
στα πόδια του, το κουβάρι ξετυλιγόταν μοναχό του και τού 'δειχνε το δρόμο. Και πήγαινε συχνά-πυκνά ο βα σιλιάς να δει τα π α ι δ ι ά τ ο υ , κ α ι στο τέλος
η βασίλισσα
πρόσεξε τις απουσίες του και την έπιασε περιέργεια να δει τι π ή γ α ι ν ε να κάνει συνέχεια μ ο ν α χ ό ς του στο δάσος. Έ δ ω σ ε π ο λ λ ά χ ρ ή μ α τ α στους υ π η ρ έ τ ε ς του κ ι εκείνοι της φανέρωσαν το μυστικό του και της είπαν ακόμα π ω ς είχε ένα κουβάρι, π ο υ μόνο αυτό ήξερε να τ ο υ δείχνει το δ ρ ό μ ο . Ε , λ ο ι π ό ν , η β α σ ί λ ι σ σ α η σ υ χ ί α δεν ε ί χ ε , ώ σ π ο υ ανακάλυψε πού έκρυβε ο βασιλιάς το μ α γ ι κ ό κουβάρι. Κάθισε ύστερα κι έραψε μικρά ά σ π ρ α μ ε τ α ξ ω τ ά π ο υ κ α -
μισάκια
κι επειδή ήξερε α π ' τη μάνα της την τέχνη τής
μαγείας, τά 'ραψε με τρόπο μαγικό. Και μια φορά π ο υ ο βασιλιάς έλειπε κυνήγι, πήρε τα π ο υ κ α μ ι σ ά κ ι α και χ ώ θηκε στο δάσος, ακολουθώντας το κουβάρι π ο υ τ η ς έδει χνε τ ο δρόμο. Τ α π α ι δ ι ά , π ο υ είδαν α π ό μ α κ ρ ι ά κάποιον νά 'ρχεται, νόμισαν π ω ς ήταν ο π α τ έ ρ α ς τους κι έτρεξαν χοροπηδώντας απ
τη
χ α ρ ά τους
να τον
συναντήσουν.
Εκείνη τ ό τ ε έριξε π ά ν ω τους τ α π ο υ κ α μ ι σ ά κ ι α κ α ι μόλις το πανί άγγιξε το δέρμα τους, τα παιδιά μ ε τ α μ ο ρ φ ώ θ η καν σε κύκνους και πέταξαν π ά ν ω α π ' το δάσος. Η βα σίλισσα γύρισε καταχαρούμενη στο π α λ ά τ ι , σίγουρη π ι α π ω ς είχε απαλλαγεί μια γ ι α π ά ν τ α α π ' τ α βασιλόπουλα. Τ ο κ ο ρ ι τ σ ά κ ι ό μ ω ς δεν ε ί χ ε β γ ε ι μ α ζ ί μ ε τ β α σ ί λ ι σ σ α δεν ή ξ ε ρ ε τ ί π ο τ α γ ι
αγόρια. Κι η
αυτό. Τ η ν άλλη μέρα ο
β α σ ι λ ι ά ς γ ύ ρ ι σ ε κ ι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε ν α π ά ε ι ν α δει τ α π α ι δ ι ά τ ο υ . Α λ λ ά δεν β ρ ή κ ε π α ρ ά μ ο ν ά χ α τ ο κ ο ρ ι τ σ ά κ ι . « Π ο ύ είναι τ
α δ έ ρ φ ι α σου ; », ρ ώ τ η σ ε τη μ ι κ ρ ή . « Α χ , κ α λ έ
μου π α τ έ ρ α », είπε κείνη. « Φ ύ γ α ν ε και μ' αφήσαν μ ο ν ά χ η ». Κ α ι του είπε ότι τους είδε α π ό το π α ρ α θ ύ ρ ι τ η ς , πώς
μεταμορφώθηκαν
πάνω απ
5
σε κύκνους κι έφυγαν π ε τ ώ ν τ α ς πάνω απ5
το δάσος. Κι ό π ω ς περνούσαν
την
αυλή τ ο υ π ύ ρ γ ο υ , είχαν ρίξει κ ά τ α σ π ρ α π ο ύ π ο υ λ α . Κι η μικρή είχε τρέξει και τα είχε μαζέψει.
Ο βασιλιάς στε
ν ο χ ω ρ ή θ η κ ε π ο λ ύ , α λ λ ά δεν π ή γ ε ο νους τ ο υ π ω ς η β α σίλισσα είχε κάνει
το κακό. Κι επειδή
φοβόταν μ ή π ω ς
χάσει και το κοριτσάκι του, αποφάσισε να το πάρει μαζί του. Η κορούλα του ό μ ω ς φοβόταν τη μητριά και τον π α ρακάλεσε να την αφήσει γ ι α μ ι α ν ύ χ τ α α κ ό μ α στον π ύ ρ γ ο . Το
δύστυχο
το
κοριτσάκι
« Ε δ ώ δεν μ ε χ ω ρ ά ε ι ο τ ό π ο ς . βρω τ
5
έλεγε
με
Θα φ ύ γ ω .
το
νου
του :
Θα ψάξω να
αδέρφια μου ». Κι όταν ήρθε η νύχτα, ξεγλίστρησε
κρυφά έξω απ
τον π ύ ρ γ ο κ α ι ά ρ χ ι σ ε ν α π ρ ο χ ω ρ ά ε ι μέσα
στο δάσος. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, π ρ ο χ ώ ρ η σ ε ολη τη ν ύ χ τ α κ ι όλη τ η
μ έ ρ α , ώ σ π ο υ δεν ά ν τ ε χ ε π ι α α π
την
κ ο ύ ρ α σ η . Ε ί δ ε τ ό τ ε μ ι α κ α λ ύ β α π ά ν ω σ τ ο ν κ ο ρ μ ό ενός δέντρου. Σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε , μ π ή κ ε μ έ σ α κ α ι βρήκε έξι μικρά κ ρ ε β α τ ά κ ι α . Δ ε ν τ ό λ μ η σ ε ό μ ω ς ν α ξ α π λ ώ σ ε ι , π α ρ ά σύρ θ η κ ε κ ά τ ω α π ό τ ο π ρ ώ τ ο κ ρ ε β α τ ά κ ι , σ τ ο σ κ λ η ρ ό σανίδι, κι α π ο φ ά σ ι σ ε να π ε ρ ά σ ε ι εκεί τη ν ύ χ τ α . Ο ήλιος κόντευε να γείρει,
όταν άκουσε ξάφνου
φτεροκόπημα, απ
κ ι είδε έξι κύκνους ν α μπαίνουν π ε τ ώ ν τ α ς α π
έξω
το παρά
θυρο. Α μ έ σ ω ς κάθισαν κι άρχισαν να φυσάνε ο ένας τον άλλον,
ώσπου
όλα τα πούπουλα έπεσαν
στο
πάτομα.
Κι έβγαλαν α π ό π ά ν ω τους την μορφή του κύκνου, σαν νά 'ταν πουκάμισο.
Τ ο υ ς είδε
τους γνώρισε π ω ς ήταν τ
τότε
το
κοριτσάκι και
αδέρφια της. Και καταχαρού
μενη β γ ή κ ε α π ' την κρυψώνα της. Δεν χ ά ρ η κ α ν λιγότε ρο κι εκείνοι όταν την είδαν. Α λ λ ά η χ α ρ ά τους γ ρ ή γ ο ρ α έσβησε. " Εδώ
« Δεν
μ π ο ρ ε ί ς να μείνεις ε δ ώ
μέσα έχουν
το
λημέρι τους
! »,
ληστές.
της είπαν. Κι
αν έρ
θουν κ α ι σε βρουν θα σε σ κ ο τ ώ σ ο υ ν το δ ί χ ω ς άλλο ». — " Δ ε ν μ π ο ρ ε ί τ ε να με γ λ ι τ ώ σ ε τ ε εσείς ; », τ ο υ ς ρ ώ τησε
η
αδερφή
τους.
« Ό χ ι »,
αποκρίθηκαν
εκείνοι.
" Γ ι α τ ί δεν έ χ ο υ μ ε π α ρ ά έ ν α τ έ τ α ρ τ ο μ ο ν ά χ α κ ά θ ε β ρ ά δ υ την
ανθρώπινη
μορφή
μας.
Μετά γινόμαστε και πάλι
κύκνοι ». Η μικρή έβαλε τα κ λ ά μ α τ α και με δάκρυα τους ρ ώ τ η σ ε : " Κ α ι δεν γ ί ν ε τ α ι ν α λ υ θ ο ύ ν π ο τ έ τ α μ ά γ ι α ; Δεν πρόκειται π ο τ έ
να γ λ ι τ ώ σ ε τ ε ; » —« Ό χ ι »,
στέναξαν τα έξι αγόρια. « Είναι μπορεί να γίνει.
ανα
τ ό σ ο δ ύ σ κ ο λ ο π ο υ δεν
Θά 'πρεπε να μη
γελάσεις γ ι α έξι ολόκληρα χρόνια.
μιλήσεις και να μη Κι αυτόν τον καιρό
θά ' π ρ ε π ε να μ α ς ράψεις έξι π ο υ κ α μ ι σ ά κ ι α α π ό α σ τ ε ρ ο -
λούλουδα. Αν ό μ ω ς βγει απ
τ α χ ε ί λ ι α σου έ σ τ ω μ ί α κ α ι
μ ο ν α δ ι κ ή λ έ ξ η , όλος ο κ ό π ο ς θά
ναι, ά δ ι κ ο ς » . Κ α ι μ ό λ ι ς
της είπαν αυτά τα λόγια, πέρασε το τέταρτο της ώρας και τ έξω απ
αδέρφια της ξανάγιναν κύκνοι και π έ τ α ξ α ν πάλι το παράθυρο.
Τ ο κ ο ρ ι τ σ ά κ ι ό μ ω ς σ υ λ λ ο γ ί σ τ η κ ε μ ε τ ο νου τ ο υ κ α ι το πήρε απόφαση να σώσει τ
αδέρφια της, ακόμα κι αν
ήταν να δώσει τη ζ ω ή της γ ι α χάρη τους. Έ φ υ γ ε α π ' το καλύβι, π ρ ο χ ώ ρ η σ ε κι άλλο στην κ α ρ δ ι ά του δάσους κι ε κεί σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε σ' ένα δέντρο και πέρασε τη ν ύ χ τ α της. Τ η ν άλλη
μέρα το πρωί κατέβηκε,
λουδα κι άρχισε κιόλας
να ράβει
μάζεψε αστερολού-
τα έξι π ο υ κ α μ ι σ ά κ ι α .
Δεν είχε κοντά της ψυχή, γ ι α να μιλήσει. Κ α ι γ ι α να γ ε λάσει, δεν τ η ς έκανε όρεξη κ α μ ι ά . Κ α θ ό τ α ν λοιπόν κ α ι κοίταζε μονάχα τη δουλειά της. Πέρασε κ ά μ π ο σ ο ς καιρός κι ο βασιλιάς εκείνης τ η ς πολιτείας βγήκε γ ι α κυνήγι. Κι οι κυνηγοί του έφτασαν κ ά τ ω α π ό το δέντρο
όπου καθόταν η κοπέλα κι έραβε.
Τη φ ώ ν α ξ α ν λοιπόν κ α ι τη ρ ώ τ η σ α ν :
« Π ο ι α είσαι ; »
Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς α π ό κ ρ ι σ η δ ε ν τ ο υ ς έ δ ω σ ε . « Κ α τ έ β α κ α ι δεν θα σε π ε ι ρ ά ξ ο υ μ ε
! », τ η ς είπαν.
Εκείνη
όμως κούνησε
μ ο ν ά χ α τ ο κ ε φ ά λ ι τ η ς . Κ ι ε π ε ι δ ή ο ι κ υ ν η γ ο ί όλο ρ ω τ ο ύ σαν κ α ι φ ώ ν α ζ α ν κ α ι ξ α ν α φ ώ ν α ζ α ν , τους έριξε στο τέλος την αλυσίδα της τη χρυσή και πίστεψε π ω ς έτσι θα την άφηναν
ήσυχη.
Εκείνοι
όμως
επέμειναν.
τότε η κ ο π έ λ α τη ζ ώ ν η της, αλλ
Τους πέταξε
άδικος κόπος. Π έ τ α ξ ε
ύστερα τις καλτσοδέτες τ η ς και σιγά σιγά όλα όσα φο ρούσε κ α ι μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ α βγάλει, ώ σ π ο υ έμεινε μ ο ν α χ ά με το πουκαμισάκι της.
Ο ι κ υ ν η γ ο ί ό μ ω ς δεν έ φ υ γ α ν ,
π α ρ ά σ κ α ρ φ ά λ ω σ α ν στο δέντρο και την κ α τ έ β α σ α ν και την π ή γ α ν ίσια στο βασιλιά τους. Κι ο βασιλιάς τη ρ ώ τ η σ ε :
" Π ο ι α είσαι ; Τι κάνεις π ά ν ω στο δέντρο ; » Α λ λ ά α π ό κ ρ ι σ η δεν π ή ρ ε . Τ η ρ ώ τ η σ ε σ ' ό λ ε ς τ ι ς γ λ ώ σ σ ε ς π ο υ ή ξ ε ρε α λ λ ά η κ ο π έ λ α έμεινε
βουβή σαν
ψάρι.
Η ομορφιά
της ό μ ω ς έκλεψε την καρδιά του βασιλιά. Και την α γ ά πησε. Την τύλιξε με το
μανδύα του, την
ανέβασε στο
άλογο τ ο υ κ α ι τ η ν π ή ρ ε μ α ζ ί τ ο υ σ τ ο π α λ ά τ ι τ ο υ . Τ η ς χάρισε
πλούσια
φορέματα κι η
ομορφιά της
άστραψε
σ α ν τ ο ν ή λ ι ο σ τ ο ν κ α θ ά ρ ι ο ο υ ρ α ν ό . Α λ λ ά λ έ ξ η δεν έ β γ α ζ ε
α π ' το σ τ ό μ α της. Και την κάθισε πλάι του στο τ ρ α π έ ζ ι κι οι τρόποι τ η ς κι η γ λ ύ κ α τ η ς τον μ ά γ ε ψ α ν . Κι είπε : " Α υ τ ή τη γ υ ν α ί κ α θέλω να π α ν τ ρ ε υ τ ώ κι άλλη κ α μ ι ά στον κ ό σ μ ο ». Κ α ι μ ε τ ά α π ό λίγες μέρες έγιναν οι γ ά μ ο ι . Ο βασιλιάς ό μ ω ς είχε μια μάνα κακιά, που καθόλου δεν ε υ χ α ρ ι σ τ ή θ η κ ε μ
α υ τ ό το γ ά μ ο κι όλο έ λ ε γ ε λ ό γ ι α
γ ι α τη νεαρή βασίλισσα. « Ποιος η
σκούφια της,
ξέρει
τ η ς π α λ ι ο β ρ ό μ α ς ! »,
πούθε κρατάει έλεγε.
« Όποια
δεν έ χ ε ι μ ι λ ι ά ν α μ ι λ ή σ ε ι , δεν ε ί ν α ι ά ξ ι α ν α π α ν τ ρ ε υ τ ε ί έναν β α σ ι λ ι ά ! » Κ α ι μ ε τ ά α π ό ένα χρόνο, όταν η νεαρή βασίλισσα γέννησε το π ρ ώ τ ο της παιδί, π ή γ ε η γριά την ώρα που κοιμόταν,
της πήρε το παιδί και κρυφά τής
άλειψε τ α χείλια μ ε α ί μ α . Ύ σ τ ε ρ α π ή γ ε στο βασιλιά και τ η ν κ α τ η γ ό ρ η σ ε ό τ ι ε ί χ ε φ ά ε ι τ ο μ ω ρ ό . Ο β α σ ι λ ι ά ς δεν τ η ν π ί σ τ ε ψ ε , κι όσο γ ι α να τ η ν τ ι μ ω ρ ή σ ε ι , ούτε να τ σ ε ι δεν ή θ ε λ ε . σιωπηλή
ακού
Κι η νεαρή β α σ ί λ ι σ σ α συνέχισε να μένει
και να ράβει
τα πουκαμισάκια
με
τ
αστερο-
λούλουδα. Κι όταν γέννησε το δεύτερο αγοράκι, η κ α κ ι ά π ε θ ε ρ ά έ κ α ν ε π ά λ ι τ ο ί δ ι ο . Ο β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς δεν έ λ ε γ ε ν α πιστέψει στις κατηγόριες της. « Είναι θεοσεβούμενη και κ α λ ή », είπε. « Αποκλείεται νά
χει κάνει τέτοιο π ρ ά γ μ α .
Αν μπορούσε να μιλήσει, τ ό τ ε θα φανέρωνε σ' όλους την
αθωότητα
τ η ς ». Ό τ α ν ό μ ω ς η γ ρ ι ά έ κ λ ε ψ ε κ α ι τ ο τ ρ ί τ ο
νεογέννητο παιδί και κατηγόρησε πάλι τη νεαρή βασί λ ι σ σ α , π ο υ λ έ ξ η δεν ε ί π ε ν α υ π ε ρ α σ π ι σ τ ε ί τ ο ν ε α υ τ ό τ η ς , ο β α σ ι λ ι ά ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κ ά ν ε ι α λ λ ι ώ ς :
την π α ρ έ
δωσε στους δικαστές κι αυτοί την καταδίκασαν να καεί ζωντανή. Ή ρ θ ε , λοιπόν, η μέρα της εκτέλεσης, κι ήταν η τε λ ε υ τ α ί α μέρα τ ω ν έξι χ ρ ό ν ω ν π ο υ ούτε
να
μιλήσει
ούτε
να
η κ ο π έ λ α δεν έ π ρ ε π ε
γελάσει.
Κι
έτσι
λευτέρωσε
τ ' α γ α π η μ έ ν α τ η ς α δ έ ρ φ ι α α π ό τ α μ ά γ ι α . Τ α έξι π ο υ κ α μ ι σ ά κ ι α ή τ α ν έ τ ο ι μ α ρ α μ μ έ ν α κ α ι δεν έ λ ε ι π ε π α ρ ά μ ο ν ά χ α το αριστερό μανίκι του τελευταίου. Ό τ α ν την πήραν και την ανέβασαν π ά ν ω απ πήρε
μαζί
της
τα
έξι
το σωρό με τα ξύλα, εκείνη
πουκάμισα
και
κοίταξε
γύρω
γ ύ ρ ω στον ουρανό. Κι όταν ή τ α ν π ι α η σ τ ι γ μ ή ν
ανά
ψουν τ η φ ω τ ι ά , φ ά ν η κ α ν έ ξ ι κ ύ κ ν ο ι π ο υ π λ η σ ί α ζ α ν π ε τ ώ ν τ α ς . Κ α τ ά λ α β ε λοιπόν π ω ς είχε έρθει η ώ ρ α τ η ς σ ω τ η ρ ί α ς κι η κ α ρ δ ι ά τ η ς φ τ ε ρ ο ύ γ ι σ ε όλο χ α ρ ά . Οι κύκνοι ήρθαν κοντά τ η ς , γ ι α ν α τους δώσει τ α έξι π ο υ κ ά μ ι σ α . Και μόλις τα φόρεσαν, τίναξαν α π ό π ά ν ω τους τη μορφή των κύκνων κι ολοζώντανα πρόβαλαν μ π ρ ο σ τ ά της τ δέρφια της, γερά κι α π ε ί ρ α χ τ α κι ό π ω ς τα ήξερε.
α Μό
νο που του μικρότερου τού 'λειπε το αριστερό χέρι κι είχε στη θέση του μ ι α μικρή φ τ ε ρ ο ύ γ α κολλημένη στον ώ μ ο τ ο υ . Τ η ν α γ κ ά λ ι α σ α ν κι οι έξι κ α ι τη φίλησαν κι η νεαρή βασίλισσα π ή γ ε στο βασιλιά κι άρχισε
να μιλάει
και να
τ ο υ λέει : « Α γ α π η μ έ ν ε μου ά ν τ ρ α , τ ώ ρ α μ π ο ρ ώ να μ ι λ ή σ ω κ α ι ν α σου
φανερώσω π ω ς είμαι α θ ώ α και π ω ς
άδικα με κατηγορούν ». Κ α ι του εξήγησε τι είχε κάνει η γριά, που της είχε κλέψει τα τρία π α ι δ ι ά τ η ς και τά 'χε κρύψει
μακριά της.
Για μεγάλη
χ α ρ ά του
βασιλιά τα
παιδιά β ρ έ θ η κ α ν και την κακιά πεθερά την έκαψαν ζων τ α ν ή γ ι α τ ι μ ω ρ ί α τ η ς κ α ι δεν έ μ ε ι ν α ν ο ύ τ ε ο ι σ τ ά χ τ ε ς τ η ς . Α λ λ ά ο βασιλιάς κ α ι η βασίλισσα κ α ι τα έξι αδέρφια τ η ς έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Η
Τ
Α
ΠΑΛΙΑ Τ Α ΧΡΟΝΙΑ ζ ο ύ σ ε έ ν α ς β α σ ι λ ι ά ς κ α ι μ ι α
βασίλισσα,
« Αχ,
Τριανταφυλλένια
που κάθε
μέρα αναστέναζαν κι έλεγαν :
ας ε ί χ α μ ε ένα π α ι δ ά κ ι ! »
Ο
Θ ε ό ς ό μ ω ς δεν ά
κουγε τα π α ρ α κ ά λ ι α τους. Μια μέρα λοιπόν, που η
βα
σίλισσα λουζόταν στη λίμνη, ένας β ά τ ρ α χ ο ς β γ ή κ ε α π ' τ α νερά και την π λ η σ ί α σ ε και τ η ς είπε : « Θα γίνει ό π ω ς το λ α χ τ α ρ ά ς . Κ α ι πριν περάσει ένας χρόνος, θα φέρεις
στον
κόσμο ένα κ ο ρ ι τ σ ά κ ι ! » Π ρ ά γ μ α τ ι , έτσι κι έγινε. Η βασί λισσα γέννησε
ένα κ ο ρ ι τ σ ά κ ι π α ν έ μ ο ρ φ ο κι ο
βασιλιάς
α π ' τ η χ α ρ ά τ ο υ δεν ή ξ ε ρ ε π ι α τ ι ν α π ρ ω τ ο κ ά ν ε ι κ ι έ σ τ η σ ε γιορτή
μ ε γ ά λ η . Κ α ι δεν κ ά λ ε σ ε μ ο ν ά χ α τ ο υ ς
συγγενείς,
τους φίλους και τους γ ν ω σ τ ο ύ ς του, αλλά και τις σοφές γερόντισσες και τις μάγισσες, γ ι α να αγαπήσουν το παιδί και να το προστατεύουν στη ζ ω ή του. Κι ήταν αυτές δεκα τρείς στη σειρά. Ο βασιλιάς ό μ ω ς είχε μόνο δ ώ δ ε κ α χ ρ υ σά π ι α τ ά κ ι α στο τ ρ α π έ ζ ι του κι έτσι η μ ι α έμεινε α π ' έ ξ ω . Τ έ τ ο ι ο π λ ο ύ σ ι ο τ ρ α π έ ζ ι , τ έ τ ο ι α λ α μ π ρ ή γ ι ο ρ τ ή δεν ε ί χ ε ξαναγίνει. Κι όταν όλα τέλειωσαν, οι μάγισσες κι οι γ ε ρόντισσες μοίραναν το κορίτσι και τού 'δωσαν τα δ ώ ρ α τους : η μ ι α του χάρισε αρετή, η άλλη ομορφάδα, η τρίτη πλούτη α μ ύ θ η τ α κι έτσι στο τέλος το κοριτσάκι α π ό κ τ η σε α π ό την κούνια του όλα όσα μπορεί να λ α χ τ α ρ ή σ ε ι η ψυχή του ανθρώπου. Ό τ α ν οι έντεκα είχαν τελειώσει τις ευχές και τις μοίρες τους, μ π ή κ ε η δέκατη τ ρ ί τ η , θ υ μ ω μ έ ν η π ο υ δεν τ η ν ε ί χ α ν π ρ ο σ κ α λ έ σ ε ι σ τ η γ ι ο ρ τ ή . Κ α ι δ ί χ ω ς να χαιρετήσει ή να κοιτάξει κανέναν, φώναξε με δυ-
ν α τ ή φ ω ν ή : « Μ ό λ ι ς κλείσει τα δ ε κ α π έ ν τ ε , η θ υ γ α τ έ ρ α του βασιλιά θα τρυπήσει το δ ά χ τ υ λ ο της στο αδράχτι της και θα πεθάνει ». Και δ ί χ ω ς άλλη λέξη, γύρισε κι έφυγε. Π ά γ ω σ α ν όλοι
α π ' την τ ρ ο μ ά ρ α τους. Κ α ι τότε έκανε
ένα β ή μ α μ π ρ ο σ τ ά η δ ω δ έ κ α τ η δεν ε ί χ ε ε υ χ η θ ε ί τ ο μ ω ρ ό ,
μάγισσα, που ώς τότε
και είπε : « Δεν
θά 'ναι θ ά
νατος, αλλά ύπνος. Ε κ α τ ό χρόνια θα κοιμηθεί η π ρ ι γ κ ί π ι σ σ α κι ύστερα θα ξυπνήσει ».
Γ ι α τ ί δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α
σ β ή σ ε ι τ η ν κ α τ ά ρ α , α λ λ ά μ ο ν ά χ α ν α την α λ λ ά ξ ε ι κ α ι ν α την
ελαφρύνει. Ο βασιλιάς, που ήθελε να προστατέψει την π ο λ υ α γ α
π η μ έ ν η του θυγατέρα, έβγαλε δ ι α τ α γ ή να κάψουν όλα τ' α δ ρ ά χ τ ι α που υ π ή ρ χ α ν στο β α σ ί λ ε ι α του. Και το κο ρίτσι μ ε γ ά λ ω ν ε κι οι ευχές όλες β γ ή κ α ν αληθινές : ή τ α ν όμορφο και καλότροπο, σεμνό κι έξυπνο. Κι όποιος τό 'βλεπε, αμέσως τ
αγαπούσε. Έ τ υ χ ε όμως και τη μέρα
π ο υ έκλεινε τα δ ε κ α π έ ν τ ε τ η ς χρόνια,
ο βασιλιάς κι η
βασίλισσα έλειπαν κι η π ρ ι γ κ ί π ι σ σ α ήταν ολομόναχη στο π α λ ά τ ι . Ά ρ χ ι σ ε λοιπόν ν α τ ρ ι γ υ ρ ί ζ ε ι σ ' όλες τ ι ς κ ά μ α ρ ε ς και να ψάχνει παντού, όπου την οδηγούσαν τα β ή μ α τ α τ η ς . Έ φ τ α σ ε στο τέλος στον π ι ο ψηλό π ύ ρ γ ο κι ανέβηκε στη στενή στριφογυριστή σκαλίτσα, ώσπου έφτασε π ά ν ω π ά ν ω σ ε μ ι α μ ι κ ρ ή π ο ρ τ ο ύ λ α . Σ τ η ν κ λ ε ι δ ω ν ι ά τ η ς είδε ένα σκουριασμένο κλειδάκι κι όταν το γύρισε, η π ό ρ τ α άνοιξε. Τι να δει μ π ρ ο σ τ ά τ η ς η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α ; Μ ι α γ ρ ι ά καθόταν μέσα στην καμαρούλα, στριφογύριζε τ' αδράχτι τ η ς κι έγνεθε κ λ ω σ τ ή . « Κ α λ ή σου μ έ ρ α , κ υ ρ ο ύ λ α », ε ί π ε η π ρ ι γ κ ί π ι σ σ α . « Τι κ ά ν ε ι ς ε κ ε ί ; » — « Γ ν έ θ ω », α π ο κρίθηκε η γ ρ ι ά κ α ι κούνησε το κ ε φ ά λ ι τ η ς . " Κ α ι τι είναι τούτο το π ρ ά γ μ α
που στριφογυρίζει
τόσο
αστεία ; »,
ρώτησε η βασιλοπούλα και πήρε στα χέρια της το αδρά-
χ τ ι γ ι α ν α γ ν έ σ ε ι κ ι α υ τ ή . Α λ λ ά δεν π ρ ό λ α β ε κ α λ ά κ α λ ά να τ' αγγίξει και τα λόγια της κακιάς μάγισσας βγήκαν αληθινά :
την
ίδια κιόλας
στιγμή
τρύπησε το
δάχτυλο
της. Α μ έ σ ω ς έπεσε στο κρεβάτι, μέσα
στη
μικρή καμα
ρούλα, κ α ι βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ. Κι ο ύπνος τ η ς α π λ ώ θ η κ ε σ ' όλο τ ο π α λ ά τ ι : ο β α σ ι λ ι ά ς κ ι η β α σ ί λ ι σ σ α , π ο υ μόλις είχαν γυρίσει κι είχαν μπει στη μεγάλη σάλα, α π ο κοιμήθηκαν. Και μαζί τους αποκοιμήθηκαν κι οι π α λ α τιανοί τους. Ο ύπνος πήρε και τ' άλογα στους στάβλους, τα σκυλιά στην αυλή, τα περιστέρια στη στέγη, τις μύγες στον τ ο ί χ ο , τ η φ ω τ ι ά π ο υ φούντωνε στο τ ζ ά κ ι . Α κ ό μ α και το ψητό σ τ α μ ά τ η σ ε να ξεροψήνεται. Κι ο μάγειρος π ο υ είχε αρπάξει τον π α ρ α γ ι ό του α π ' τ ' αυτί, γ ι α τ ί κ ά π ο ι α ζ η μ ι ά τού 'χε κ α μ ω μ έ ν η , τον άφησε κι α π ο κ ο ι μ ή θηκε κι αυτός. Κι ο άνεμος η σ ύ χ α σ ε κι ούτε φυλλαράκι δεν σ ά λ ε υ ε σ τ α δ έ ν τ ρ α γ ύ ρ ω α π ' τ ο π α λ ά τ ι . Κ α ι γ ύ ρ ω α π ' τον κ ή π ο του π α λ α τ ι ο ύ άρχισε να φουν τώνει χρόνο με το χρόνο μια αγριοτριανταφυλλιά και να σηκώνει
ο λ ό γ υ ρ α έναν
φράχτη
γεμάτον
αγκάθια.
Στο
τέλος ψήλωσε τόσο που έκρυψε
ολότελα
το παλάτι και
τ ο υ ς σ τ ά β λ ο υ ς κ α ι τ ο υ ς κ ή π ο υ ς τ ο υ κ α ι τ ί π ο τ α δεν φ α ι ν ό ταν α π ' έξω, ούτε καν τα λ ά β α ρ α στη σ τ έ γ η του. Ο κ ό σμος ό μ ω ς θυμόταν την ιστορία της κοιμισμένης π ε ν τ ά μ ο ρ φ η ς κ ι ω ς τ α π έ ρ α τ α τ η ς γ η ς όλοι μιλούσαν γ ι α τ η ν Τριανταφυλλένια πριγκίπισσα.
γ ι α τ ί έτσι την έλεγαν την κοιμισμένη
Πότε
πότε
λοιπόν
ερχόντουσαν
βασιλό
πουλα α π ' όλα τα βασίλεια του κόσμου και προσπαθούσαν να περάσουν τον α γ κ α θ ω τ ό φ ρ ά χ τ η και να μπουν μέσα στον κοιμισμένο
πύργο.
Μ α κ α ν ε ί ς δεν τ α κ α τ ά φ ε ρ ν ε ,
γιατί τ' αγριοτριαντάφυλλα είχαν μπερδευτεί τόσο πολύ
μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς , λες κ ι ε ί χ α ν χ έ ρ ι α κ α ι κ ρ α τ ο ύ ν τ α ν σ φ ι χ τ ά κ α ι δεν ά φ η ν α ν τ α π α λ ι κ ά ρ ι α ν α π ε ρ ά σ ο υ ν καρφωμένοι οι πρίγκιπες στ
Έ μ ε ν α ν έτσι
α γ κ ά θ ι α τους κ α ι π έ θ α ι ν α ν
ο ένας μ ε τ ά τον άλλον με φοβερό θ ά ν α τ ο . Ώ σ π ο υ πέρασαν π ο λ λ ά π ο λ λ ά χρόνια χ ι ένα βασιλό πουλο έτυχε να περνάει α π ' τη χ ώ ρ α ρούσε,
άκουσε
έναν γ έ ρ ο μ π ρ ο σ τ ά
και χαθώς π ρ ο χ ω στο
φράχτη
με
τις
αγριοτριανταφυλλιές ν α δ ι η γ ε ί τ α ι την ιστορία, π ω ς τ ά χ α π ί σ ω α π ' τ α α γ κ ά θ ι α ή τ α ν κ ρ υ μ μ έ ν ο ς ένας κ ο ι μ ι σ μ έ ν ο ς π ύ ρ γ ο ς και μέσα εκεί κοιμόταν μ ι α π ε ν τ ά μ ο ρ φ η λοπούλα,
που
την
έλεγαν
Τριανταφυλλένια.
βασι
Και
πως
είχαν περάσει εκατό χρόνια κιόλας που κοιμόταν και π ω ς μ α ζ ί τ η ς κ ο ι μ ο ύ ν τ α ν κι ο β α σ ι λ ι ά ς κι η β α σ ί λ ι σ σ α κι όλοι οι παλατιανοί. Κι ο γέρος έλεγε, ό π ω ς τό 'χε ακούσει α π ό τον π α π π ο ύ λ η του κι αυτός, ότι πολλοί π ρ ί γ κ ι π ε ς είχαν προσπαθήσει
να
μπουν
είχαν καρφωθεί στ
στον
κοιμισμένο
πύργο,
αλλά
αγκάθια κι είχαν πεθάνει με φριχτό
θ ά ν α τ ο . Ο ν ε α ρ ό ς π ρ ί γ κ ι π α ς τ ό τ ε ε ί π ε : « Ε γ ώ δεν φ ο β ά μαι.
Θα μ π ω
μέσα να δω την Τριανταφυλλένια ! »
Θ
γέρος π ρ ο σ π ά θ η σ ε να τον σταματήσει, αλλά ο π ρ ί γ κ ι π α ς δεν εννοούσε ν' α κ ο ύ σ ε ι κ ο υ β έ ν τ α . Έ τ υ χ ε ό μ ω ς και τη μέρα εκείνη έφταναν στο τέλος τους τα ε κ α τ ό χ ρ ό ν ι α κι είχε έρθει π ι α η ώ ρ α να ξ υ π ν ή σει α π ' τον β α θ ύ ύ π ν ο τ η ς η Τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ έ ν ι α . Κ α ι μ ό λις το βασιλόπουλο π λ η σ ί α σ ε το φ ρ ά χ τ η , μόνο ό μ ο ρ φ α κι ευωδιαστά τριαντάφυλλα συνάντησε μ π ρ ο σ τ ά του, που παραμέρισαν μόνα
τους
και
του
άνοιγαν δρόμο κι έ
κλειναν π ά λ ι π ί σ ω του. Έ φ τ α σ ε έτσι στην λ α τ ι ο ύ κ ι είδε τ ' ά λ ο γ α ν α κ ο ι μ ο ύ ν τ α ι
αυλή του π α
και τα κυνηγόσκυ
λα με τις μαύρες βούλες να κοιμούνται κι α υ τ ά περιστέρια π ά ν ω στη σκεπή
και τα
είχαν γείρει τα κ ε φ α λ ά κ ι α
τους
κάτω
απ'
τις
φτερούγες
τους
και
κοιμούνταν.
Μ π ή κ ε μ έ σ α στο π α λ ά τ ι κ ι είδε τ ι ς μ ύ γ ε ς στον τ ο ί χ ο κοι μισμένες
κι ο μάγειρος στην κουζίνα κοιμόταν με το χέρι
α π λ ω μ έ ν ο , λες κι ήθελε ν α ρ π ά ξ ε ι τον π α ρ α γ ι ό του α π ό τ
αυτί
κι η μαγείρισσα κοιμόταν κ ρ α τ ώ ν τ α ς α κ ό μ α σ τ α
χέρια της μια μαύρη
κότα,
έτοιμη να τη μαδήσει. Π ρ ο
χ ώ ρ η σ ε , κ α ι στην αίθουσα τ ο υ θρόνου είδε όλους τ ο υ ς π α λατιανούς βυθισμένους στον ύπνο. βασίλισσα,
στους
θρόνους
τους,
Κι ο βασιλιάς με τη κοιμούνταν
κι
αυτοί.
Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε κι άλλο, κι άλλο, κι ή τ α ν τόση η η σ υ χ ί α μπορούσε ν
ακούσει την
ίδια του την ανάσα.
που
Ώσπου
έ φ τ α σ ε στον π ι ο ψηλό τον π ύ ρ γ ο κι άνοιξε την π ο ρ τ ο ύ λ α και μ π ή κ ε στη μικρή κ ά μ α ρ η , ταφυλλένια. τόσο όμορφη
Ήταν
όπου κοιμόταν η Τριαν-
πλαγιασμένη
στο
κρεβάτι
κι ήταν
π ο υ τ ο β α σ ι λ ό π ο υ λ ο δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α ξ ε
κ ο λ λ ή σ ε ι τ α μ ά τ ι α τ ο υ α π ό π ά ν ω τ η ς . Κ ι έ σ κ υ ψ ε άθελα του και τ η ς έδωσε ένα φιλί. Με το π ο υ την ά γ γ ι ξ α ν τα χείλη του, η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η ξύπνησε, άνοιξε τα μ ά τ ι α κ α ι τον κοίταξε χ α μ ο γ ε λ ώ ν τ α ς γ λ υ κ ά . Κ α ι μ α ζ ί κ α τ έ β η κ α ν και τότε ξύπνησε ο βασιλιάς, ξύπνησε η βασίλισσα, ξύ π ν η σ α ν όλοι ο ι αυλικοί κ ι ά ρ χ ι σ α ν ν α κ ο ι τ ά ζ ο υ ν α π ο ρ η μένοι ο ένας τον άλλον. Τ' ά λ ο γ α στην αυλή σ η κ ώ θ η κ α ν και χλιμίντρισαν, τα λαγωνικά αναπήδησαν κι άρχισαν να τρέχουν πέρα-δώθε να ξεμουδιάσουν. Και τα περιστεράκια στη στέγη ξύπνησαν, κοίταξαν ένα γ ύ ρ ω και φ τ ε ρούγισαν ψηλά στον αέρα.
Οι μύγες στον τοίχο ξανάρ
χισαν να κόβουν βόλτες, η φ ω τ ι ά στο τ ζ ά κ ι φούντωσε πάλι και τίναξε τις φλόγες της και το ψητό ξανάρχισε να ξεροψήνεται.
Ο μάγειρος έδωσε ένα χ α σ τ ο ύ κ ι τόσο δυ
νατό στον π α ρ α γ ι ό του π ο υ ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς έβαλε τα κ λ ά μ α τ α , κι η μαγείρισσα μάδησε την κ ό τ α της. Κι έγινε ο
γάμος του π ρ ί γ κ ι π α με την Τριανταφυλλένια με γιορτές και π α ν η γ ύ ρ ι α κ ι έζησαν αυτοί κ α λ ά κ ι εμείς κ α λ ύ τ ε ρ α .
Ο Βρισκοπούλης
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ή τ α ν ένας δ α σ ο φ ύ λ α
κας που έβγαινε στο δάσος και κυνηγούσε. Και μια
φορά, κ α θ ώ ς τριγυρνούσε μέσα στο δάσος, άκουσε φ ω νές, σαν μ ι κ ρ ο ύ π α ι δ ι ο ύ .
Π ή γ ε π ρ ο ς τ α κει κ ι έ φ τ α σ ε
μ π ρ ο σ τ ά σ' ένα ψηλό δέντρο. Κι α π ά ν ω στα κ λ α δ ι ά τού δέντρου είδε ένα μικρό π α ι δ ά κ ι κ α θ ι σ μ έ ν ο . Τ ο π α ι δ ά κ ι κ ο ι μ ό τ α ν κ ά τ ω α π ' τον ίσκιο του δέντρου μαζί μ ε τ η μ ά ν α του, όταν ένα θεόρατο αγριοπούλι το είχε αρπάξει α π ' την α γ κ α λ ι ά της μάνας του και το είχε ανεβάσει ψηλά στα κλαδιά. Ο δασοφύλακας σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε στο δέντρο, κ α τ έ β α σ ε το π α ι δ ά κ ι και σκέφτηκε : « Θα π ά ρ ω το παιδί μαζί μου στο σπίτι και θα το μ ε γ α λ ώ σ ω μαζί με τη Λένα μου ». Τ ο π ή γ ε λ ο ι π ό ν στο σ π ί τ ι τ ο υ κ α ι τ α δυο π α ι δ ι ά μ ε γάλωσαν μαζί. Και το παιδί
που ο δασοφύλακας είχε
βρει π ά ν ω στο δέντρο, εκεί π ο υ τ ο είχε ανεβάσει τ ο α γ ρ ι ο πούλι, το ονόμασαν Β ρ ι σ κ ο π ο υ λ η . Ο Β ρ ι σ κ ο π ο ύ λ η ς κ α ι η Λένα ήταν συνέχεια μαζί κι ήταν τόσο α γ α π η μ έ ν α
που
χ ώ ρ ι α δεν έ κ α ν α ν ο ύ τ ε σ τ ι γ μ ή . Ο δασοφύλακας είχε και μια γριά μαγείρισσα, που ένα β ρ ά δ υ π ή ρ ε δυο κ ο υ β ά δ ε ς κ ι ά ρ χ ι σ ε ν α τ ρ α β ά ε ι νερό α π ' τ ο π η γ ά δ ι . Ό χ ι μ ι α και δυο, αλλά πολλές φορές. Η
Λένα την είδε και τη ρ ώ τ η σ ε : « Γ ι ά π ε ς μου, γ ι α γ ι ά , τι το θέλεις τ ό σ ο π ο λ ύ νερό ; » — « Αν μ ο υ δ ώ σ ε ι ς το λ ό γ ο σου ότι δεν θ α τ ο φ α ν ε ρ ώ σ ε ι ς σ ε κ α ν έ ν α ν , τ ό τ ε θ α σου τ ο πω », είπε η γ ρ ι ά μαγείρισσα. Η Λένα
τότε υποσχέθηκε
π ω ς θα κρατήσει το μυστικό κι η μαγείρισσα της
είπε :
" Αύριο νωρίς νωρίς, μόλις ο δ α σ ο φ ύ λ α κ α ς θα φύγει γ ι α κ υ ν ή γ ι , θ α β ά λ ω τ ο νερό σ τ η φ ω τ ι ά . Κ ι όταν ζ ε μ α τ ί σ ε ι και π ά ρ ε ι βράση, θα ρίξω μέσα τον Βρισκοπούλη και θα τον μ α γ ε ι ρ έ ψ ω ». Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί , με τα χ α ρ ά μ α τ α , έφυγε ο
δ α σ ο φ ύ λ α κ α ς γ ι α κυνήγι. Κ α ι τ α δυο π α ι δ ά κ ι α ή τ α ν α κ ό μα στα κρεβάτια τους. πούλη :
Η
Λ έ ν α είπε τ ό τ ε στον Β ρ ι σ κ ο -
« Α ν δ ε ν μ ' α φ ή σ ε ι ς ε σ ύ , δεν θ α σ ' α φ ή σ ω ο ύ τ ε
ε γ ώ ». Κι ο Β ρ ι σ κ ο π ο ύ λ η ς τ η ς α π ά ν τ η σ ε : « Ο ύ τ ε τ ώ ρ α ο ύ τ ε π ο τ έ δεν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α σ ' α φ ή σ ω » . Η Λ έ ν α τ ό τ ε τ ο υ είπε : « Τ ό τ ε θα σ ' τ ο πω χ τ ε ς βράδυ η γ ι α γ ι ά π ή γ ε στο π η γ ά δ ι κ α ι κ ο υ β ά λ η σ ε π ο λ λ ο ύ ς κ ο υ β ά δ ε ς νερό. Τ η ρ ώ τ η σ α τι το ήθελε
τ ό σ ο νερό κι εκείνη μ
έβαλε να της υ π ο
σ χ ε θ ώ ότι δεν θ α τ ο μ α ρ τ υ ρ ή σ ω σ ε κ α ν έ ν α ν π ρ ά γ μ α τ ι
λοιπόν τ η ς το υ π ο σ χ έ θ η κ α και τότε μου είπε ότι σήμερα το π ρ ω ί νωρίς νωρίς, μόλις θά 'φευγε ο π α τ έ ρ α ς γ ι α κ υ νήγι, θ α γ έ μ ι ζ ε τ ο κ α ζ ά ν ι μ ε νερό, θ α τ ό ' β α ζ ε ν α βράσει κι ύστερα θά 'ριχνε εσένα μέσα γ ι α να σε μαγειρέψει. Έ λ α να σηκωθούμε γρήγορα, να ντυθούμε και να φύ γ ο υ μ ε μακριά ».
Σ η κ ώ θ η κ α ν λοιπόν τ α δυο π α ι δ ά κ ι α , ν τ ύ θ η κ α ν γ ρ ή γ ο ρ α κ ι έ φ υ γ α ν α π ' τ ο σ π ί τ ι . Κ ι ό τ α ν τ ο νερό π ή ρ ε β ρ ά σ η , πήγε η
μαγείρισσα στο δ ω μ ά τ ι ο να πάρει τον Βρισκο-
πούλη και να τον μαγειρέψει. Αλλά μπαίνοντας στο δ ω μ ά τ ι ο , είδε τ α κ ρ ε β ά τ ι α αδειανά κ α ι τ α π α ι δ ι ά φ ε υ γ ά τ α . Φοβήθηκε τότε πολύ και είπε : « Τι θα πω
στο δασοφύ
λ α κ α , ό τ α ν έ ρ θ ε ι κ α ι δεν β ρ ε ι τ α π α ι δ ι ά σ τ ο σ π ί τ ι ; Γ ρ ή γορα να ψάξω να τα βρω και να τα φέρω π ί σ ω
! »
Έ σ τ ε ι λ ε λοιπόν η μαγείρισσα τρεις υπηρέτες να τρέ ξουν κ α ι ν α π ι ά σ ο υ ν τ α π α ι δ ι ά , ν α τ α φέρουν π ί σ ω . Τ α π α ι δ ι ά κάθονταν στην
άκρη του δάσους κι είδαν τους
τρεις υπηρέτες να πλησιάζουν
τρέχοντας.
Λ έ ν α σ τ ο ν Β ρ ι σ κ ο π ο ύ λ η : « Αν δεν μ
Λέει τότε η
α φ ή σ ε ι ς ε σ ύ , δεν
θα σ' α φ ή σ ω ούτε ε γ ώ ». Κι ο Βρισκοπούλης τ η ς α π ο κρίθηκε :
« Ούτε
τώρα
ούτε
ποτέ
δεν
πρόκειται
να
σ' α φ ή σ ω ». Η Λ έ ν α τ ό τ ε τ ο υ λέει : « Γίνε εσύ τ ρ ι α ν τ α φυλλιά, να γ ί ν ω ε γ ώ τριαντάφυλλο ». Κι όταν έφτασαν οι τρεις υ π η ρ έ τ ε ς στην άκρη του δάσους, είδαν μ ι α τριανταφυλιά μ
ένα τριαντάφυλλο π ά ν ω τ η ς . Τα π α ι δ ι ά ό μ ω ς
ή τ α ν ά φ α ν τ α . Τ ό τ ε είπαν : « Δεν είναι ε δ ώ τα π α ι δ ι ά . Ας μην τα γυρεύουμε άλλο ». Ύ σ τ ε ρ α γύρισαν σ π ί τ ι κ α ι είπαν στη μαγείρισσα π ω ς είχαν φτάσει
ώς την άκρη τού
δ ά σ ο υ ς α λ λ ά δεν ε ί χ α ν δ ε ι τ ί π ο τ α σ τ ο δ ρ ό μ ο τ ο υ ς , π α ρ ά μόνο μ ι α τριανταφυλλιά μ
ένα τριαντάφυλλο π ά ν ω τ η ς .
Τότε η γριά μαγείρισσα τους έβαλε τις φωνές : " Ανόη τοι
! Έπρεπε
να
ξεριζώσετε την τριανταφυλλιά και να
κόψετε το τριαντάφυλλο, να μου τα φέρετε εδώ. Τρέξτε αμέσως και κάντε αυτό π ο υ σας λέω ». Έ τ ρ ε ξ α ν λοιπόν ξανά οι τρεις υπηρέτες να κ υ ν η γ ή σουν τ α π α ι δ ι ά . Τ α π α ι δ ι ά ό μ ω ς τ ο υ ς είδαν α π ό μ α κ ρ ι ά νά ' ρ χ ο ν τ α ι . Κι η Λ έ ν α ε ί π ε : « Β ρ ι σ κ ο π ο ύ λ η , αν δ ε ν μ
α-
φ ή σ ε ι ς π ο τ έ ε σ ύ , δεν θ α σ ' α φ ή σ ω ο ύ τ ε ε γ ώ " . Κ ι Ο Β ρ ι σκοπούλης της απάντησε :
« Ο ύ τ ε τ ώ ρ α ούτε π ο τ έ δ ε ν
π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α σ ' α φ ή σ ω » . — « Γ ί ν ε τ ό τ ε εσύ ε κ κ λ η σ ι ά , κ ι ε γ ώ θ α γ ί ν ω μ έ σ α σ ο υ η κ ο ρ ό ν α » , τ ο υ λέει η Λ έ ν α . Κ ι ό τ α ν έ φ τ α σ α ν κ ο ν τ ά τ ο υ ς ο ι τ ρ ε ι ς υ π η ρ έ τ ε ς , δεν είδαν ούτε
τριανταφυλλιά
ούτε
κλησιά με μια κορόνα.
τριαντάφυλλο,
μονο
μια
« Δεν είναι ε δ ώ τα π α ι δ ι ά .
εκ Ας
μην τα γυρεύουμε άλλο », είπαν και γύρισαν σπίτι. Κι ό ταν γύρισαν
σπίτι και τους ρώτησε
η μ α γ ε ί ρ ι σ σ α αν εί
χ α ν βρει τ ί π ο τ α σ τ ο δ ρ ό μ ο τ ο υ ς , εκείνοι ε ί π α ν π ω ς δεν ε ί χ α ν βρει τ ί π ο τ α , π α ρ ά μ ο ν ά χ α μ ι α ε κ κ λ η σ ι ά , π ο υ είχε μέσα μια κορόνα. « Τ ρ ε λ ο ί ! », τους έβαλε τις φωνές θυ μωμένη η
μαγείρισσα.
« Γ ι α τ ί δεν γ κ ρ ε μ ί ζ α τ ε τ η ν ε κ
κλησιά, να πάρετε την κορόνα σπίτι; »
και να τη
φέρετε
στο
Κ α ι μ ι α κ α ι δυο ξεκινάει η μ α γ ε ί ρ ι σ σ α να κ υ ν η γ ή σει τ α π α ι δ ι ά μ α ζ ί μ ε τ ο υ ς υ π η ρ έ τ ε ς .
Τα παιδιά όμως
τους είδαν να έρχονται τρέχοντας α π ό μ α κ ρ ι ά μαγείρισσα να τους
ακολουθεί λαχανιασμένη.
και Η
τη
Λένα
τ ό τ ε ε ί π ε : « Β ρ ι σ κ ο π ο ύ λ η , α ν δεν μ ' α φ ή σ ε ι ς π ο τ έ ε σ ύ , δεν θ α σ ' απάντησε :
α φ ή σ ω ούτε ε γ ώ ». « Ούτε
τώρα
Κι ο Βρισκοπούλης τ η ς
ούτε π ο τ έ
δεν
πρόκειται
να
σ' α φ ή σ ω ». — « Γίνε εσύ λίμνη κι ε γ ώ π ά π ι α π ά ν ω σ τ α νερά σου », λέει τ ό τ ε η Λ έ ν α . Μ ό λ ι ς έ φ τ α σ ε ό μ ω ς η μ α γ ε ί ρ ι σ σ α κ α ι είδε τη λ ί μ ν η , γ ο ν ά τ ι σ ε κι άρχισε να ρου φάει τ ο νερό τ η ς . Η π ά π ι α ό μ ω ς ό ρ μ η σ ε π ά ν ω τ η ς , τ η ν άρπαξε με το ράμφος της απ
το κεφάλι και την τράβηξε
μ έ σ α σ τ ο νερό : κι έ τ σ ι π ν ί γ η κ ε η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α . Κ α ι τα δυο π α ι δ ι ά γύρισαν στο σ π ί τ ι κ ι έ ζ η σ α ν μ α ζ ί ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν α . Κ ι α ν δεν έ χ ο υ ν π ε θ ά ν ε ι σ τ ο μ ε τ α ξ ύ , τ ό τ ε θ α ζ ο υ ν ακόμα.
52.
Ο βασιλιάς Τσιχλογένης
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ
ΚΙ
ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν
ένας βασιλιάς
που είχε μια κόρη π ε ν τ ά μ ο ρ φ η , αλλά τόσο ψηλομύ-
τα και περήφανη
π ο υ κ α ν έ ν α ν ά ν τ ρ α δεν έ β ρ ι σ κ ε α ρ κ ε
τ ά κ α λ ό γ ι α ν α τον π ά ρ ε ι . Τ ο υ ς έ δ ι ω χ ν ε όλους, τον έναν μ ε τ ά τον ά λ λ ο ν και σαν να μην έφτανε αυτό, τους κ ο ρόιδευε κι α π ό π ά ν ω . Κ ά π ο τ ε λοιπόν ο βασιλιάς π α τ έ ρας της
έστησε
μεγάλη
γιορτή
και κάλεσε
όλους τους
άντρες της παντρειάς, κι από κοντά κι από μακριά. Μ π ή καν στη σειρά αυτοί, α ν ά λ ο γ α με τ
α ξ ι ώ μ α τ α τ ο υ ς , πρω
τοι οι βασιλιάδες, ύστερα οι δούκες, μ ε τ ά οι π ρ ί γ κ ι π ε ς και οι βαρόνοι, στο τέλος οι ι π π ό τ ε ς . Κ α ι πέρασε α π ό μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ ς η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α , γ ι α ν α τ ο υ ς δει α π ό κ ο ν τ ά . Σ' όλους ό μ ω ς έβρισκε κι α π ό ένα κουσούρι. Ο ένας π α ραήταν έπεφτε
χοντρός, πολύ
« σαν
ψηλός,
κρασοβάρελο! »
« ψηλός
και
Ο
άλλος
άχαρος! »
Ο
τής
τρίτος
ή τ α ν κοντός, " κοντόχοντρος, σαν π ι θ α ρ ά κ ι ! » Ο τ έ τ α ρ τος ή τ α ν χ λ ο μ ό ς , « σαν π ε θ α μ έ ν ο ς ! » Ο π έ μ π τ ο ς π ά λ ι π α ρ α ή τ α ν κόκκινος, « σαν τον κ ό κ ο ρ α με τα λειριά τ ο υ ! » Ο έ κ τ ο ς δεν τ η ς ά ρ ε σ ε , γ ι α τ ί κ α μ π ο ύ ρ ι α ζ ε λ ι γ ά κ ι , το χλωρό
κλαρί που
ξεράθηκε π ί σ ω
απ'
« σαν
το τ ζ ά κ ι ! »
Κι έτσι τους π ε ρ ι γ ε λ ο ύ σ ε όλους, τον έναν μ ε τ ά τον άλλον. Αλλά περισσότερο απ
όλους κορόιδεψε έναν κ α λ ό β α σ ι
λιά, που στεκόταν π ρ ώ τ ο ς π ρ ώ τ ο ς κι είχε το σαγόνι του λιγάκι στραβό.
« Α π α π ά ! »',
φώναξε
μόλις
τον
είδε.
" Π ώ ς είναι έτσι τ ο σαγόνι τ ο υ ; Σ α ν τ ο ρ ά μ φ ο ς τ η ς τ σ ί χλας ! » Και τού
μείνε τ ο υ κ α κ ο μ ο ί ρ η το ό ν ο μ α κι όλοι
π ι α τον φ ώ ν α ζ α ν Τ σ ι χ λ ο γ έ ν η . Ό τ α ν ο γερο-βασιλιάς κατάλαβε π ω ς η ά λ λ ο δεν ε ί χ ε σ τ ο ν ο υ τ η ς
κόρη
του
π α ρ ά μ ο ν ά χ α να κοροϊδεύει
και να περιγελάει τους άντρες ζητήσουν,
θύμωσε
κι
που
ορκίστηκε
να
είχαν έρθει την
να
τη
παντρέψει
με
τον π ρ ώ τ ο ζ η τ ι ά ν ο π ο υ θ α χ τ υ π ο ύ σ ε την π ό ρ τ α τ ο υ . Λίγες μέρες αργότερα ένας πλανόδιος τραγουδιστής άρχισε να τραγουδάει κ ά τ ω α π ' τα παράθυρα του π α λ α τιού, ε λ π ί ζ ο ν τ α ς να τ ο υ ρίξουν κ ά π ο ι α μικρή ελεημοσύ νη. Ό τ α ν τ
άκουσε ο βασιλιάς, π ρ ό σ τ α ξ ε να τον φέρουν
μ π ρ ο σ τ ά του. Π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε λοιπόν ο κουρελής ζ η τ ι ά νος μ π ρ ο σ τ ά στο β α σ ι λ ι ά κ α ι σ τ η θ υ γ α τ έ ρ α τ ο υ , τ ρ α γούδησε γ ι α χάρη τους κι όταν τέλειωσε, ζήτησε μια μι κ ρ ή ελεημοσύνη. Ο βασιλιάς τ ό τ ε τ ο υ είπε : « Το τ ρ α γ ο ύ δ ι σου
μ
ά ρ ε σ ε τ ό σ ο π ο λ ύ π ο υ θ α σου δ ώ σ ω τ η θ υ
γ α τ έ ρ α μου γ ι α γ υ ν α ί κ α ! »
Η
βασιλοπούλα τά 'χασε,
μα ο βασιλιάς τ η ς είπε : " Έ χ ω τάξει να σε π α ν τ ρ έ ψ ω με τον π ρ ώ τ ο ζητιάνο π ο υ θα χ τ υ π ή σ ε ι την π ό ρ τ α μου. Και
σκοπεύω να κρατήσω
π α ρ α κ ά λ ε σ ε κι έπεσε σ τ α
το
λόγο
γόνατα
μου ».
Ά δ ι κ α τον
του, ο βασιλιάς είχε
π ά ρ ε ι τ η ν α π ό φ α σ η τ ο υ κ α ι τ ί π ο τ α δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο υ αλλάξει μυαλά. Α μ έ σ ω ς έφεραν τον π α π ά και την π ά ν τρεψαν με το ζητιάνο.
Κι όταν τέλειωσε ο γ ά μ ο ς , ο β α
σιλιάς π α τ έ ρ α ς της γύρισε και της είπε : παντρεύτηκες κι έγινες π ι α ζητιάνα,
" Τώρα που
δεν τ α ι ρ ι ά ζ ε ι ν α
μείνεις άλλο κ ο ν τ ά μου, στο π α λ ά τ ι μου. Π ρ έ π ε ι να τ ρ α βήξεις το δ ρ ό μ ο σου, μ α ζ ί με τον ά ν τ ρ α σου ». Την πήρε λοιπόν ο ζητιάνος απ απ
το π α λ ά τ ι κι η
το χέρι κι έφυγαν
βασιλοπούλα α ν α γ κ ά σ τ η κ ε να τον
ακολουθήσει π ε ρ π α τ ώ ν τ α ς . Κι όταν έφτασαν σ' ένα με γ ά λ ο δάσος, τον ρ ώ τ η σ ε : « Τ ί ν ο ς είναι τ ο ύ τ ο τ
όμορφο
δάσος; » " Είναι
του
Τσιχλογένη.
τ ώ ρ α θά ' τ α ν κ α ι δικό σου ».
Αν
τον
είχες
παντρευτεί,
" Α χ , ε γ ώ η δ ύ σ τ υ χ η ! Γ ι α τ ί να μην τον π α ν τ ρ ε υ τ ώ , το
βασιλιά τον
Τσιχλογένη ! »
Μ ε τ ά α π ό λίγο έ φ τ α σ α ν σ' ένα ανήλιο και πλούσιο λιβάδι κι εκείνη ξ α ν α ρ ώ τ η σ ε : « Τ ί ν ο ς είναι τ ο ύ τ ο το λ ι β ά δ ι ; » « Είναι
του
Τσιχλογένη.
Αν τον
είχες παντρευτεί,
τ ώ ρ α θά ' τ α ν και δικό σου ». " Α χ , ε γ ώ η δ ύ σ τ υ χ η ! Γ ι α τ ί να μην τον π α ν τ ρ ε υ τ ώ , το β α σ ι λ ι ά τ ο ν Τ σ ι χ λ ο γ έ ν η ! »
Μ ε τ ά από λίγο έφτασαν σε μια μεγάλη πολιτεία και η
βασιλοπούλα ξαναρώτησε : " Τ ί ν ο ς είναι τ ο ύ τ η η μ ε γ ά λ η π ο λ ι τ ε ί α ; » " Είναι
του Τσιχλογένη.
Αν
τον
είχες
παντρευτεί,
τ ώ ρ α θά ' τ α ν και δική σου ». « Α χ , ε γ ώ η δ ύ σ τ υ χ η ! Γ ι α τ ί να μην τον π α ν τ ρ ε υ τ ώ , το β α σ ι λ ι ά τον Τ σ ι χ λ ο γ έ ν η ! » " Κ α θ ό λ ο υ δεν μ ο υ α ρ έ σ ε ι π ο υ όλο κ ά π ο ι ο ν ά λ λ ο ν λ α χ τ α ρ ά ς γ ι α ά ν τ ρ α σου ! », ε ί π ε τ ό τ ε ο ζ η τ ι ά ν ο ς . είσαι ευχαριστημένη μ α ζ ί μ ο υ ; »
« Δεν
Τέλος έ φ τ α σ α ν σ' ένα μικρό κ α λ υ β ά κ ι , κι η βασιλο πούλα
μίλησε και
είπε :
" Θεούλη μου, τι μικρό κ α ι φ τ ω χ ι κ ό κ α λ υ β ά κ ι είναι τ ο ύ τ ο ! Τ ί ν ο ς ε ί ν α ι ά ρ α γ ε κ α ι π ο ι ο ς δ ύ σ τ υ χ ο ς μένει ε δ ώ ; » Ο ζ η τ ι ά ν ο ς τ ό τ ε τ η ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Ε ί ν α ι το σ π ί τ ι μ ο υ . Κ α ι τ ώ ρ α π ι α είναι κ α ι δικό σου σ π ί τ ι . Κ ι ε δ ώ θ α ζ ή σ ο υ μ ε μ α ζ ί κι οι δυο ». Η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α έσκυψε γ ι α να χωρέσει να περάσει
α π ' τη χαμηλή
πορτούλα.
« Πού
είναι οι υ π η ρ έ τ ε ς ; », ρ ώ τ η σ ε μόλις μ π ή κ ε . « Ποιοι υ π η ρ έ τ ε ς ; » , τ η ς έβαλε τις φωνές ο άντρας τ η ς . " Ό , τ ι θέ λεις να κάνεις, θα το κάνεις μ ο ν ά χ η σου. Κ α ι τ ώ ρ α άνα ψ ε φ ω τ ι ά κ α ι β ά λ ε νερό ν α β ρ ά σ ε ι , γ ι α ν α μ ο υ μ α γ ε ι ρ έ ψεις το φ α γ η τ ό μου. Ε ί μ α ι π ε θ α μ έ ν ο ς στην κούραση ! » Η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α ό μ ω ς δεν ή ξ ε ρ ε ο ύ τ ε π ώ ς α ν ά β ο υ ν ε φ ω τ ι ά ούτε π ώ ς μαγειρεύουνε. Κι ο ζητιάνος
αναγκάστηκε
να τ η ς δώσει ένα χ ε ρ ά κ ι , γ ι α να μη μείνουνε ολότελα ν η στικοί.
Με τα πολλά έφαγαν το φ τ ω χ ι κ ό τους φαγητό
κι έπεσαν να κοιμηθούν. Την άλλη μέρα το π ρ ω ί ό μ ω ς εκείνος την ξύπνησε νωρίς νωρίς, γ ι α να καθαρίσει και να
συγυρίσει
το
σπίτι.
Κάμποσες
μέρες πέρασαν
έτσι
τ ρ ώ γ ο ν τ α ς ό,τι τ ο υ ς ε ί χ ε α π ο μ ε ί ν ε ι , ώ σ π ο υ τ έ λ ο ς ο ζ η τιάνος έπιασε τη γυναίκα του και της είπε : « Ά κ ο υ γ υ ν α ί κ α , δεν γ ί ν ε τ α ι ν α κ α θ ό μ α σ τ ε έ τ σ ι ε δ ώ κ α ι ν α τ ρ ώ μ ε , δ ί χ ω ς να δουλεύουμε. Π ρ έ π ε ι ν
αρχίσεις να πλέκεις κ α
λάθια ». Β γ ή κ ε λοιπόν κι έκοψε χ λ ω ρ ά κλαδιά ιτιάς και της τά 'φερε να πλέξει καλάθια.
Η βασιλοπούλα άρχισε
π ρ ά γ μ α τ ι να πλέκει, αλλά τα σκληρά κλαδιά πλήγιασαν τα τρυφερά της χέρια.
" Β λ έ π ω π ω ς δεν τ α κ α τ α φ έ ρ
νεις », είπε ο ά ν τ ρ α ς τ η ς . τα π α ς καλύτερα μ
" Δ ο κ ί μ α σ ε να γνέσεις, ί σ ω ς
αυτή τη δουλειά ».
Και τ η ς έφερε
λινάρι. Κάθισε η βασιλοπούλα κι άρχισε να γνέθει, αλλά
τα χέρια της ήταν ά μ α θ α στη δουλειά κι η κ λ ω σ τ ή τής έκοψε τα δ ά χ τ υ λ α και το α ί μ α της έσταζε. « Γ ι α τ ί π ο τ α δεν ε ί σ α ι ά ξ ι α ! » , ε ί π ε τ ό τ ε ο ζ η τ ι ά ν ο ς . « Λ ά θ ο ς έ κ α ν α που
σε
παντρεύτηκα.
Τέλος πάντων.
Ας
δοκιμάσουμε
την τ ύ χ η μας με το εμπόριο. Θα π ά ρ ω μερικές γλάστρες και π ι ά τ α π ή λ ι ν α . Κ ι εσύ θ α τ α π α ς στο π α ζ ά ρ ι , ν α τ α π ο υ λ ή σ ε ι ς ». — " Αχ », α ν α σ τ έ ν α ξ ε με το νου τ η ς η β α σιλοπούλα. « Αν έρθουν ά ν θ ρ ω π ο ι α π 5 την π ο λ ι τ ε ί α τ ο ύ π α τ έ ρ α μου κ α ι μ ε δουν στο π α ζ ά ρ ι ν α π ο υ λ ώ τ η ν π ρ α μ ά τ ε ι α μου, πόσο θα γελάσουν μ α ζ ί μου ! Ρεζίλι θα γ ί
νω ».
Δεν
μπορούσε ό μ ω ς να κάνει κι
αλλιώς,
α ν δεν
ήθελε να πεθάνει της πείνας. Τ η ν π ρ ώ τ η φορά τα κ α τ ά φερε μ ι α χ α ρ ά ' ο κ ό σ μ ο ς α γ ό ρ α ζ ε γ λ ά σ τ ρ ε ς κ α ι π ι ά τ α α π ' τη βασιλοπούλα, επειδή ήταν όμορφη
και την π λ ή
ρωνε όσο ζ η τ ο ύ σ ε . Π ο λ λ ο ί μ ά λ ι σ τ α τ η ς έδιναν τ α χ ρ ή μ α τ α κ α ι δεν έ π α ι ρ ν α ν κ α ν τ ι ς γ λ ά σ τ ρ ε ς π ο υ ε ί χ α ν α γ ο ρ ά σει. Κ ι έ τ σ ι κ έ ρ δ ι ζ α ν τ ο ψ ω μ ί τ ο υ ς , όσο ε ί χ α ν γ λ ά σ τ ρ ε ς να πουλήσουν. Μόλις τέλειωσε η π ρ α μ ά τ ε ι α τους, ο ζ η τιάνος π ή γ ε κι έφερε καινούργια φουρνιά. Κι η βασιλο π ο ύ λ α διάλεξε πάλι μια γ ω ν ι ά στο π α ζ ά ρ ι κι άρχισε να
διαλαλεί τις γλάστρες και τα π ι ά τ α της. πέρασε από μ π ρ ο σ τ ά της ένας
Ξάφνου όμως
μεθυσμένος ουσάρος κ α
βάλα στο ά λ ο γ ο του, και στην απροσεξία του π ο δ ο π ά τησε κι έκανε θρύψαλα την π ρ α μ ά τ ε ι α της βασιλοπού λας.
Εκείνη
έβαλε τα κ λ ά μ α τ α κι ήταν
απαρηγόρητη.
" Τι να κ ά ν ω τ ώ ρ α ; », φ ώ ν α ζ ε και χ τ υ π ι ό τ α ν .
« Τι θα
πει ο άντρας μ ο υ ; » Τρέχοντας γύρισε στο φ τ ω χ ι κ ό τους κ α ι είπε στον ά ν τ ρ α της τη σ υ μ φ ο ρ ά τ η ς . « Ε μ , τι π ε ρ ί μ ε ν ε ς ; », την κ α τ σ ά δ ι α σ ε ο ζ η τ ι ά ν ο ς . « Α φ ο ύ π ή γ ε ς κ α ι κάθισες στη γωνιά,
εκεί α π ά ν ω α κ ρ ι β ώ ς π ο υ
στρίβουν
τ α ά λ ο γ α ! Ε σ ύ δεν ε ί σ α ι ι κ α ν ή γ ι α τ ί π ο τ α . Ά σ ε τ α κ λ ά μ α τ α τ ώ ρ α κι άκουσε με.
Π ή γ α στο π α λ ά τ ι και τους
ρ ώ τ η σ α μ ή π ω ς χρειάζονται κ α μ ι ά δούλα γ ι α την κου ζίνα. Και μού 'ταξαν π ω ς θα σε πάρουν. Θα τ ρ ω ς και θα πίνεις τ ζ ά μ π α ». Έ τ σ ι έγινε δούλα η βασιλοπούλα κι άρχισε να βοη θάει τη μαγείρισσα στην κουζίνα του βασιλιά και να κ ά νει τ ι ς π ι ο
βαριές δουλειές. Σ τ ι ς τ σ έ π ε ς τ η ς π ο δ ι ά ς τ η ς
ε ί χ ε α π ό ένα μ ι κ ρ ό κ α ν α τ ά κ ι . Κ ι ό,τι π ε ρ ί σ σ ε υ ε α π 5 τ ο πλούσιο τραπέζι του παλατιού, τό 'παιρνε στο καλύβι και τό ' τ ρ ω γ ε με τον άντρα της. Κι έτσι ζούσαν. Έ τ υ χ ε τότε να ετοιμάζονται στο π α λ ά τ ι να γιορτά σουν τ ο γ ά μ ο τ ο υ μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο υ π ρ ί γ κ ι π α . Κ ι η δ ύ σ τ υ χ η βασιλοπούλα
ανέβηκε
θηκε παράμερα, έξω απ
στη
στολισμένη
σάλα και
στά
τ η ν π ό ρ τ α , γ ι α ν α δει τ η γ ι ο ρ
τ ή . Κι όταν άναψαν τα φ ώ τ α κι άρχισαν να μπαίνουν οι καλεσμένοι, ο ένας ωραιότερος α π ' τον άλλον, ντυμένοι στα καλά τους και στ' η
δύστυχη η
αστραφτερά τους,
βασιλοπούλα τη
συλλογίστηκε
μοίρα τ η ς και το
ριζικό
τ η ς κ ι α ν α θ ε μ ά τ ι σ ε την ψ ω ρ ο π ε ρ η φ ά ν ι α τ η ς π ο υ την έρι ξε τόσο χαμηλά, σε τέτοια δυστυχία και φ τ ώ χ ε ι α . Α π ό
τις πιατέλες με τις νοστιμιές, που πηγαινοέρχονταν αστα μάτητα, οι μυρωδιές τής έσπαγαν τη μύτη. Κι οι υπηρέ τες πού και πού της π έ τ α γ α ν καμιά μπουκιά, που την έκρυβε η φ τ ω χ ι ά γ ι α
τον άντρα
επιτέλους κι ο γιος του βασιλιά βελούδα
και
στο λαιμό
στα
του.
μεταξωτά
Είδε
ο
κι
της. Κ α μ ι ά φορά ήρθε κι ήταν ντυμένος σ τ α είχε
χρυσά
π ρ ί γ κ ι π α ς την
περιδέραια
όμορφη
κοπέλα
στην π ό ρ τ α και τη ζήτησε να χορέψουν. Αυτή ό μ ω ς αρ ν ή θ η κ ε τ ρ ο μ α γ μ έ ν η , γ ι α τ ί κ α τ ά λ α β ε π ω ς ά λ λ ο ς δεν ή τ α ν
α π ' τ ο β α σ ι λ ι ά Τ σ ι χ λ ο γ έ ν η , π ο υ κ ά π ο τ ε τ ο ν ε ί χ ε όλο κ α τ α φ ρ ό ν ι α π ε ρ ι γ ε λ ά σ ε ι , σ τ ο π α λ ά τ ι τ ο υ π α τ έ ρ α τ η ς . Μ α όσο κι αν αρνιόταν, μάταιος κόπος
ο π ρ ί γ κ ι π α ς την τράβηξε
α π ' τ ο χέρι και.,την π ή ρ ε μ α ζ ί του στη σάλα. Κ ι ό π ω ς την τραβούσε, έσπασε η ζώνη της ποδιάς της κι έπεσαν κ α τ ά χ α μ α τα κ α ν α τ ά κ ι α της κι έγιναν κ ο μ μ ά τ ι α
και
τ α π ο φ ά γ ι α π ο υ είχε μαζέψει, χύθηκαν δεξιά κι αριστερά. Κι οι παλατιανοί έβαλαν τα γέλια και την κορόιδεψαν. Κι η δύστυχη κοκκίνισε α π ' την ντροπή της κι ευχήθηκε
ν α ήταν κ α λ ύ τ ε ρ α ε κ α τ ό οργιές κ ά τ ω α π ' τ η γ η . Τρέχον τ α ς γύρισε να φτάσει στην π ό ρ τ α κι α π ό κει
να το σκά
σει, α λ λ ά σ τ α σ κ α λ ι ά ένας ά ν τ ρ α ς τ η ν π ρ ό λ α β ε κ α ι την έφερε π ί σ ω : κι όταν σ ή κ ω σ ε τα μ ά τ ι α τ η ς και τον κοί τ α ξ ε , είδε π ω ς ή τ α ν π ά λ ι ο βασιλιάς ο Τ σ ι χ λ ο γ έ ν η ς . Με καλοσύνη κι ευγένεια τ η ς μίλησε εκείνος και της είπε : " Μη φοβάσαι. Ε γ ώ κι ο ζητιάνος, που μαζί του μοιρά ζ ε σ α ι τ η ν κ α λ υ β ο ύ λ α σου, ε ί μ α σ τ ε ένα κ α ι τ ο ίδιο π ρ ό σ ω π ο . Γ ι α την α γ ά π η σου ν τ ύ θ η κ α ζ η τ ι ά ν ο ς . Α λ λ ά κ ι ο ουσάρος
που
σού
'σπασε
στο
παζάρι
την
πραμάτεια
σου, π ά λ ι ε γ ώ ήμουν. Κ ι όλα α υ τ ά τ α έ κ α ν α γ ι α ν α λυ γ ί σ ω τ η ν π ε ρ η φ ά ν ι α σου και ν α σ ε τ ι μ ω ρ ή σ ω , π ο υ μ ε π ε ριγέλασες κάποτε τόσο
άσχημα ».
Εκείνη
τότε έκλαψε
π ι κ ρ ά κ α ι ε ί π ε : « Ε ί χ α ά δ ι κ ο κ α ι δεν α ξ ί ζ ω
να με π ά
ρεις γ υ ν α ί κ α σου ! » Εκείνος ό μ ω ς τ η ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Μην κλαις,
οι δύσκολες μέρες πέρασαν και πάνε.
Τ ώ ρ α θα
γιορτάσουμε το γ ά μ ο μας ». Κι ήρθαν οι βάγιες κι οι κα μαριέρες και την πήραν
να την ντύσουν νύφη με τα ω
ραιότερα φορέματα. Ή ρ θ ε μ'
όλους τους αυλικούς
κι ο βασιλιάς πατέρας
της
του να την ευχηθούν στο γ ά μ ο
της με το βασιλιά Τσιχλογένη.
Κι έκαναν
τότε
γλέντι
τρικούβερτο. Μακάρι νά 'μασταν κι εμείς από μια μεριά να
τους
βλέπαμε.
Η
Χιονάτη
Μ
και
οι
εφτά
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ,
νάνοι
στην καρδιά του χει
μώνα, οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πυκνές κι ο
λόλευκες σαν τ α π ο ύ π ο υ λ α α π
τον ουρανό. Και
μια βα
σίλισσα καθόταν κι έραβε στο παραθύρι της, που είχε το π ε ρ β ά ζ ι του κ α μ ω μ έ ν ο α π ό κ α τ ά μ α υ ρ ο έβενο. Κι ό π ω ς έ ρ α β ε μ ε τ ο βελόνι τ η ς , α φ α ι ρ έ θ η κ ε κ α ι γ ύ ρ ι σ ε ν α δει τ ο χιόνι.
Ά θ ε λ α τ η ς τ ρ υ π ή θ η κ ε κ ι α π ό τ ο δάχτυλο
της έσταξαν τρεις στάλες α ί μ α π ά ν ω στο άσπρο χιόνι. Κι επειδή το κόκκινο φάνταξε όμορφο π ά ν ω στο άσπρο, η β α σ ί λ ι σ σ α ε ί π ε με το νου τ η ς : « Α χ , ας ε ί χ α ένα π α ι δάκι με δ έ ρ μ α ά σ π ρ ο σαν το χιόνι, με μ ά γ ο υ λ α κ ό κ κ ι ν α σ α ν τ ο α ί μ α κ α ι μ α λ λ ά κ ι α μ α ύ ρ α σ α ν τ ο ξ ύ λ ο τ ο υ εβέ νου ε δ ώ στο π ε ρ β ά ζ ι τ ο υ π α ρ α θ υ ρ ι ο ύ μ ο υ ! » Δεν
πέρασε πολύς καιρός και η
βασίλισσα γέννησε
ένα κοριτσάκι, π ο υ είχε το δ έ ρ μ α του ά σ π ρ ο σαν το χιόνι, τ α μ ά γ ο υ λ α τ ο υ κόκκινα σαν τ ο α ί μ α και τ α μ α λ λ ά κ ι α τ ο υ μ α ύ ρ α σαν τ ο ξύλο τ ο υ έβενου. Γ ι ' αυτό κ α ι τ ο β ά φτισαν Χιονάτη.
Η
βασίλισσα όμως πέθανε στη γέννα.
Μ έ σ α σ' ένα χρόνο ο βασιλιάς ξ α ν α π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε . Κ α ι η
καινούργια
βασίλισσα ήταν
όμορφη,
αλλά περήφανη
και ξιπασμένη γ ι α την ομορφιά της. Και ήθελε αυτή νά 'ναι η π ι ο όμορφη τ ο υ κ ό σ μ ο υ κι άλλη κ α μ ι ά . Ε ί χ ε λοι πόν ένα μ α γ ι κ ό κ α θ ρ ε φ τ ά κ ι και το κ ο ί τ α ζ ε κι έλεγε : «
Καθρέφτη, ποια
είναι
στον
κόσμο
καθρεφτάκι η
μου,
ομορφότερη και
στο
απ
παλατάκι
όλες μου;
»
Κι ο κ α θ ρ έ φ τ η ς τ ή ς α π α ν τ ο ύ σ ε : «
Βασίλισσα,
εσύ
είσαι
η
ομορφότερη!
»
Κι η βασίλισσα η σ ύ χ α ζ ε , γ ι α τ ί ήξερε ότι το μ α γ ι κ ό της κ α θ ρ ε φ τ ά κ ι έλεγε π ά ν τ ο τ ε την αλήθεια. Και περνούσε ο καιρός και μεγάλωνε η Χιονάτη και γ ι ν ό τ α ν όλο κ α ι π ι ο ό μ ο ρ φ η . Κ ι ό τ α ν έ γ ι ν ε ε φ τ ά χ ρ ο ν ώ , έ λ α μ π ε σαν τον ήλιο κ ι ή τ α ν ο μ ο ρ φ ό τ ε ρ η κ ι α π ' τ η β α σίλισσα τ η ν ίδια. Κ α ι μ ι α μ έ ρ α π ο υ εκείνη ρ ώ τ η σ ε π ά λ ι το μ α γ ι κ ό της καθρεφτάκι : «
Καθρέφτη, ποια
είναι
στον
κόσμο
καθρεφτάκι η
ομορφότερη και
στο
μου, απ'
όλες
παλατάκι
μον;
»
ο καθρέφτης τής αποκρίθηκε : «Όμορφη Η
είσαι
Χιονάτη
όμως
κι
εσύ, είναι
βασίλισσα χίλιες
φορές
μον! ομορφότερη
!
»
Κι η βασίλισσα έπεσε να πεθάνει και πρασίνισε και κιτρίνισε απ
τη ζήλια της κι α π ' το κακό της. Κι από
τότε, κάθε που έβλεπε τη Χιονάτη, η καρδιά της σφιγγό τ α ν κι άρχισε να το μισεί το κοριτσάκι. Η κ α κ ί α κι ο φθό νος σαν α γ ρ ι ό χ ο ρ τ α φ ο ύ ν τ ω σ α ν μ έ σ α στην ψ υ χ ή τ η ς κ α ι η σ υ χ ί α δεν έ β ρ ι σ κ ε ο ύ τ ε μ έ ρ α ο ύ τ ε ν ύ χ τ α . Φ ώ ν α ξ ε λοι π ό ν έναν κ υ ν η γ ό κ α ι τ ο υ ε ί π ε : « Π ά ρ ε τη μ ι κ ρ ή κ α ι π ή
γαινε
τη στο δάσος. Δεν θέλω να την ξαναδώ στα μ ά τ ι α
μου. Σ κ ό τ ω σ ε την και φέρε μου την κ α ρ δ ι ά και τ α π ν ε υ μόνια της, γ ι α να σιγουρευτώ ότι υ π ά κ ο υ σ ε ς στις π ρ ο σ τ α γ έ ς μου ». Την πήρε λοιπόν ο κυνηγός και την π ή γ ε στο δάσος τη Χιονάτη. Κι όταν έφτασαν στην καρδιά του δάσους,
έβγαλε το μεγάλο του το μαχαίρι
κι ετοιμάστηκε να ξε
ριζώσει την α θ ώ α καρδιά της, η μικρούλα έβαλε τα κλά μ α τ α κ α ι τ ο υ ε ί π ε : « Α χ , κ α λ έ μ ο υ κ υ ν η γ έ , χάρισε μ ο υ τ η ζ ω ή . Κ ι ε γ ώ θ α χ ω θ ώ σ τ ο δ ά σ ο ς κ α ι δεν θ α ξ α ν α γ υ ρίσω ποτέ στο π α λ ά τ ι ».
Κι επειδή ήταν στ'
αλήθεια
πεντάμορφη, ο κυνηγός τη λυπήθηκε και την άφησε να φύγει. " Ε γ ώ δεν θ α σ ε σ κ ο τ ώ σ ω . . . Τ
άγρια θηρία όμως
δεν θ ' α ρ γ ή σ ο υ ν ν α σ ο υ π ά ρ ο υ ν τ η ζ ω ή » , ε ί π ε μ ε τ ο ν ο υ τ ο υ . Σ τ η σ κ έ ψ η ό μ ω ς κ α ι μ ό ν ο π ω ς δεν θ
αναγκαζόταν
αυτός να σκοτώσει το αθώο κοριτσάκι, η καρδιά του αλάφρωσε και πλημμύρισε χ α ρ ά . Γυρίζοντας στο π α λ ά τ ι σημάδεψε και σκότωσε το π ρ ώ τ ο
μικρό
αγριογούρουνο
π ο υ συνάντησε στο δρόμο του, τού 'βγαλε την καρδιά και τα πνευμόνια και τα π ή γ ε στη βασίλισσα. Ο μάγει ρος τα μ α γ ε ί ρ ε ψ ε με ν ό σ τ ι μ η σ ά λ τ σ α κι η κ α κ ι ά γ υ ν α ί κ α
τά ' φ α γ ε νομίζοντας π ω ς ήταν η καρδιά και τα πνευμό νια
της
Χιονάτης.
Το καημένο το κοριτσάκι βρέθηκε λοιπόν ολομόνα χο στην καρδιά του δάσους, τόσο
φοβισμένο που α κ ό μ α
κ α ι τ ο θ ρ ό ι σ μ α τ ω ν φ ύ λ λ ω ν τ ο τ ρ ό μ α ζ ε . Κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε ούτε τι να κάνει ούτε π ο ύ να π ά ε ι .
Ά ρ χ ι σ ε λοιπόν να
τρέχει π ά ν ω στις μυτερές πέτρες και στ' αγκάθια. Και τ ' ά γ ρ ι α θ η ρ ί α τ η ν π λ η σ ί α ζ α ν , α λ λ ά δεν τ η ν π ε ί ρ α ζ α ν . Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε η Χ ι ο ν ά τ η όλη
μ έ ρ α , όσο
τη βαστούσαν τα
π ό δ ι α τ η ς , ώ σ π ο υ στο τέλος σκοτείνιασε. Είδε τότε ένα μικρό σπιτάκι και μ π ή κ ε μέσα να ξαποστάσει. Μέσα στο σ π ι τ ά κ ι όλα ήταν μικρούτσικα και συγυρισμένα και τ α χ τ ι κ ά . Αλλά τόσο μικρούτσικα που
δεν τ ο β ά ζ ε ι α ν θ ρ ώ
π ο υ νους. Τ ο τ ρ α π έ ζ ι ή τ α ν σ τ ρ ω μ έ ν ο μ ε κ ά τ α σ π ρ ο τ ρ α πεζομάντιλο κι εφτά μικρά πιατάκια, το καθένα με το κουταλάκι του, το πιρουνάκι του, το μαχαιράκι του το ποτηράκι του.
Ό λ α εφτά.
στρωμένα εφτά κρεβατάκια,
και
Κ ο ν τ ά στον τοίχο ήταν
με σεντονάκια κάτασπρα.
Η Χιονάτη, πεθαμένη στην πείνα και στη δίψα, έφαγε μια μπουκίτσα από το κάθε πιατάκι κι ήπιε μια γουλίτ σ α κ ρ α σ ί α π ό τ ο κ ά θ ε π ο τ η ρ ά κ ι . Γ ι α τ ί δεν ή θ ε λ ε ν ' α δειάσει ένα μόνο π ι α τ ά κ ι και ν' αφήσει κάποιον ολότελα νηστικό.
Ύστερα,
κουρασμένη
καθώς
ήταν,
ξάπλωσε
στο π ρ ώ τ ο κρεβατάκι γ ι α να κοιμηθεί. Το κρεβατάκι ό μως ήταν
μικρό
και
δεν
τη
χωρούσε.
Δοκίμασε
στο
δ ε ύ τ ε ρ ο , σ τ ο τ ρ ί τ ο , σ ε ό λ α , α λ λ ά κ α ν έ ν α δεν τ η ς τ α ί ρ ι α ζε : άλλο ή τ α ν π ο λ ύ κοντό, άλλο ή τ α ν π ο λ ύ μ α κ ρ ύ . Ε κ τ ό ς α π ό το τελευταίο, π ο υ τ η ς ήρθε ίσα ίσα. Ε κ ε ί λοιπόν ξ ά π λ ω σ ε , ευχαρίστησε το Θεό κι αποκοιμήθηκε βαθιά. Α ρ γ ά το βράδυ γύρισαν στο σπίτι οι νοικοκύρηδες : ή τ α ν οι ε φ τ ά νάνοι, π ο υ δούλευαν σ τ ο βουνό με τ ι ς αξίνες
και τα φτυαράκια τους κι έβγαζαν ασήμι και χρυσάφι. Μόλις μ π ή κ α ν , άναψαν τα εφτά τους λυχναράκια κι όταν φωτίστηκε το
σπίτι,
κατάλαβαν
αμέσως π ω ς κάποιος
ή τ α ν ε κ ε ί μ έ σ α , μ ι α ς κ α ι τ ί π ο τ α δεν ή τ α ν σ τ η σ ω σ τ ή τ ο υ θέση. Ο π ρ ώ τ ο ς μίλησε και είπε : « Ποιος κάθισε στην καρεκλίτσα μ ο υ ; » Ο δεύτερος :
« Π ο ι ο ς έ φ α γ ε απ
το
π ι α τ ά κ ι μ ο υ ; » Ο τ ρ ί τ ο ς : " Π ο ι ο ς δ ά γ κ ω σ ε το ψ ω μ ά κ ι μ ο υ ; » Ο τ έ τ α ρ τ ο ς : " Π ο ι ο ς έ φ α γ ε α π ' τη σ α λ ά τ α μ ο υ ; »
Ο πέμπτος : έκτος :
" Ποιος πείραξε
« Ποιος
έκοψε
με το
το π ι ρ ο υ ν ά κ ι μ ο υ ; » μαχαιράκι
μου; »
Κι
Ο ο
έβδομος : « Π ο ι ο ς ή π ι ε α π ' το π ο τ η ρ ά κ ι μ ο υ ; » Κ ο ί τ α ξε μ ε τ ά ο π ρ ώ τ ο ς το κ ρ ε β α τ ά κ ι τ ο υ κι είδε ένα μ ι κ ρ ό β α θούλωμα στο π α π λ ω μ α τ ά κ ι του. « Ποιος ξ ά π λ ω σ ε στο κ ρ ε β α τ ά κ ι μ ο υ ; » , ρ ώ τ η σ ε . Τ ρ έ ξ α ν ε τ ό τ ε όλοι κ α ι φ ώ ν α ξαν : " Κ α ι το δικό μου το κ ρ ε β α τ ά κ ι είναι π ε ι ρ α γ μ έ ν ο ! » Ο έβδομος ό μ ω ς κοίταξε στο δικό του το κρεβατάκι και
βρήκε τη Χιονάτη να κοιμάται βαθιά. Φώναξε τότε και τους άλλους κι έτρεξαν με τα λυχναράκια τους κι είδαν τη
μικρή κι έμειναν
Θεούλη
μου !
Πω
με το στόμα ανοιχτό.
πω ! »,
έλεγαν
και
"
Πω πω !
ξανάλεγαν.
" Τι
ό μ ο ρ φ ο π ο υ είναι α υ τ ό το κ ο ρ ι τ σ ά κ ι ! » Κι ή τ α ν τ ό σ η η χ α ρ ά τ ο υ ς , π ο υ δεν τ η ν ξ ύ π ν η σ α ν π α ρ ά τ η ν ά φ η σ α ν ν α κ ο ι μ ά τ α ι στο κ ρ ε β α τ ά κ ι . Κι ο έβδομος νάνος κ ο ι μ ή θ η κ ε σ τ α κ ρ ε β α τ ά κ ι α τ ω ν συντρόφων του, από μιαν ώ ρ α στον καθέναν τους
κι έτσι π έ ρ α σ ε η νύχτα.
Ξ η μ έ ρ ω σ ε λοιπόν η μ έ ρ α και ξύπνησε κι η Χ ι ο ν ά τ η . Κι όταν είδε τους ε φ τ ά νάνους, τ ρ ό μ α ξ ε π ο λ ύ .
Εκείνοι
ό μ ω ς της μίλησαν με καλοσύνη κι ευγένεια και τη ρ ώ τ η σ α ν : " Π ώ ς σε λ έ ν ε ; » — « Με λ έ ν ε Χ ι ο ν ά τ η », α π ά ν τησε το κορίτσι.
« Και π ώ ς έφτασες μέχρι το σπιτάκι
μ α ς ; », ξ α ν α ρ ώ τ η σ α ν οι νάνοι. Τ ο υ ς δ ι η γ ή θ η κ ε τ ό τ ε η Χιονάτη π ώ ς η μητριά της έβαλε τον κυνηγό να τη σκο τώσει και π ώ ς ο κυνηγός τη λυπήθηκε και της χάρισε τ η ζ ω ή . Κ α ι π ώ ς π ε ρ π ά τ η σ ε όλη μ έ ρ α κ ι έ φ τ α σ ε τ ο β ρ ά δυ στο σ π ι τ ά κ ι τ ο υ ς . Οι νάνοι τ ό τ ε τ η ς ε ί π α ν : « Αν θέ λεις, μπορείς να μείνεις κοντά μ α ς . Να συγυρίζεις και να νοικοκυρεύεις το σ π ι τ ά κ ι μας, να μαγειρεύεις, να σ τ ρ ώ νεις τ α κ ρ ε β ά τ ι α , ν α μ α ν τ ά ρ ε ι ς τ α ρ ο ύ χ α μ α ς , ν α πλένεις κ α ι ν α σιδερώνεις. Κ ι εμείς θ α σου φέρνουμε όλα τ α κ α λ ά κ α ι τ ί π ο τ α δεν θ α σ ο υ λ ε ί ψ ε ι » . — « Μ ' ό λ η μ ο υ τ η ν καρδιά ",
αποκρίθηκε η
Χιονάτη
κι έμεινε
μαζί τους.
Ν ο ι κ ο κ ύ ρ ε υ ε το σ π ι τ ά κ ι τ ο υ ς κι οι νάνοι έ φ ε υ γ α ν ή σ υ χ ο ι γ ι α τη δουλειά τ ο υ ς : π ή γ α ι ν α ν στο βουνό κι έ σ κ α βαν γ ι ' ασήμι και χ ρ υ σ ά φ ι . Κ α ι τα βράδια π ο υ γύριζαν, έβρισκαν τ ο φ α γ η τ ό τους έτοιμο ν α τους περιμένει. Ό λη την ημέρα το κορίτσι έμενε μονάχο του στο σπίτι. Κ α ι οι καλοί νάνοι τ η ν ορμήνευαν κ ά θ ε φορά κ α ι τ η ς έλεγαν :
" Τα μ ά τ ι α σου δ ε κ α τ έ σ σ ε ρ α , γ ι α τ ί η μ η τ ρ ι ά σου θα χ α λάσει τον κ ό σ μ ο γ ι α να σου κάνει κ α κ ό . Δεν θ να μάθει π ω ς ζεις εδώ, μαζί μας.
αργήσει
Πρόσεχε, λοιπόν, να
μην ανοίγεις σε κανέναν ». Η
βασίλισσα, στο αναμεταξύ, που νόμιζε π ω ς είχε
φάει την καρδιά και τα πνευμόνια της Χιονάτης, ήταν π ι α σίγουρη π ω ς ήταν η σμο. Και μια
ομορφότερη
μέρα στάθηκε
γ υ ν α ί κ α στον κό
μπροστά
στο
καθρεφτάκι
της και είπε : «
Καθρέφτη, ποια
είναι
στον
κόσμο
καθρεφτάκι η
μου,
ομορφότερη και
στο
απ'
όλες
παλατάκι
μου;
»
Κι ο κ α θ ρ έ φ τ η ς τ ή ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε : «Όμορφη Η
είσαι
Χιονάτη
είναι
χίλιες
κι
όμως
εσύ, που
φορές
ζει
βασίλισσα με
μου!
τους
ομορφότερη!
νάνους »
Κόντεψε τότε να λιγοθυμήσει η βασίλισσα, γ ι α τ ί ήξε ρ ε ό τ ι ο κ α θ ρ έ φ τ η ς τ η ς δεν έ λ ε γ ε π ο τ έ ψ έ μ α τ α . Κ α ι κ α τ ά λ α β ε ότι ο κ υ ν η γ ό ς την είχε κοροϊδέψει κι ότι η Χ ι ο ν ά τ η ήταν ακόμα ζωντανή. Κι άρχισε να σπάει το κεφάλι της κ α ι ν α β α σ α ν ί ζ ε ι τ ο μ υ α λ ό τ η ς , π ώ ς ν α βρει τ ρ ό π ο ν α τη σκοτώσει.
Γ ι α τ ί ήθελε να είναι
αυτή
τ ο υ κ ό σ μ ο υ κ ι η ζ ή λ ι α δεν τ η ν ά φ η ν ε
η ομορφότερη
λεπτό
να η σ υ χ ά
σει. Ώ σ π ο υ σ τ ο τ έ λ ο ς σ κ έ φ τ η κ ε έναν τ ρ ό π ο : μ ο υ ν τ ζ ο ύ ρωσε
το π ρ ό σ ω π ο της και ντύθηκε με κουρέλια
κι έγινε
α γ ν ώ ρ ι σ τ η . Έ τ σ ι σαν π λ α ν ό δ ι α ε μ π ό ρ ι σ σ α π ή ρ ε τ ο δρό μο κι έφτασε στο δάσος και στο σπιτάκι τ ω ν εφτά νά νων, χ τ ύ π η σ ε την π ό ρ τ α κι άρχισε να διαλαλεί : " Ε δ ώ η καλή π ρ α μ ά τ ε ι α ! Ε δ ώ η καλή π ρ α μ ά τ ε ι α ! » Η Χιο-
νατη κοίταξε απ το π α ρ ά θυρο κ α ι φ ώ ν α ξ ε : « Κ α λή
σου
Τι
καλό
μέρα,
κυρούλα!
έχεις
για
πού
λημα; » — « Έ χ ω
χίλια
κ α λ ά ! », της αποκρίθηκε η
γριά.
" Κορδέλες
και
ζώνες
σ ' όλα τ α χ ρ ώ μ α
τα »,
είπε
ξε
και τ η ς έδει
μια ζώνη πλεχτή από
πολύχρωμες
μεταξωτές
κορδέλες. " Φαίνεται κ α λή γ υ ν α ί κ α », νου τ η ς η άνοιξε
είπε
με το
Χιονάτη.
Της
λοιπόν την π ό ρ τ α ,
την έμπασε γόρασε τη
μέσα
και α
ζώνη.
" Πώς
είσαι έτσι ντυμένη, π α ι δ ά κ ι μ ο υ ; », είπε τότε η γριά. « Έ λ α ν α σ ο υ δείξω
π ώ ς πρέπει να τη
σου ! »
δεν υ π ο ψ ι ά σ τ η κ ε τ ί π ο τ α .
Η Χιονάτη
φοράς τη ζώνη Στάθηκε
μ π ρ ο σ τ ά στη γ ρ ι ά κ α ι την ά φ η σ ε ν α τ η ς δέσει τ η ζ ώ ν η στη μέση της. Η γριά όμως την έσφιξε τόσο δυνατά που της
έκοψε την
ανάσα κι η Χιονάτη
σωριάστηκε
κάτω
μ ι σ ο π ε θ α μ έ ν η . « Π ά ν ε π ι α οι ο μ ο ρ φ ι έ ς σου ! », τ η ς ε ί π ε η κ α κ ι ά μητριά κι έφυγε βιαστική. Σ ε λ ί γ ο γ ύ ρ ι σ α ν στο σ π ί τ ι ο ι ε φ τ ά νάνοι. Κ α ι τ ι τ ρ ο μ ά ρ α π ή ρ α ν όταν είδαν
την
αγαπημένη τους Χιονάτη
ξ α π λ ω μ έ ν η κ α τ ά χ α μ α , να μη σαλεύει και να μην ανα σαίνει, σαν νά ' τ α ν π ε θ α μ έ ν η . Τη σ ή κ ω σ α ν και βλέπον τας πόσο σ φ ι χ τ ά ήταν δεμένη η ζώνη της, αμέσως την έκοψαν σ τ α δύο. Κι άρχισε η Χ ι ο ν ά τ η ν
ανασαίνει και
το
αίμα
ξαναγύρισε
στα
μάγουλα
της
και
ζωντάνεψε
π ά λ ι . Κι όταν άκουσαν οι νάνοι τι είχε συμβεί, τ η ς ε ί π α ν : " Α υ τ ή η γ ρ ι ά ε μ π ό ρ ι σ σ α δεν ή τ α ν ά λ λ η α π ' τ η ν κ α κ ι ά β α σ ί λ ι σ σ α . Π ρ ό σ ε χ ε ! Σ ε κ α ν έ ν α ν δεν π ρ έ π ε ι ν ' α ν ο ί γ ε ι ς , όταν εμείς λείπουμε ». Μόλις γύρισε στο π α λ ά τ ι η κακιά βασίλισσα, έτρεξε α μ έ σ ω ς στον κ α θ ρ έ φ τ η τ η ς και τον ρ ώ τ η σ ε : «
Κι
Καθρέφτη, ποια
είναι
στον
κόσμο
ο
καθρεφτάκι η
ομορφότερη και
καθρέφτης
στο
τής
μου. απ'
όλες
παλατάκι
αποκρίθηκε
μου; πάλι,
» όπως
και
πριν : «
Όμορφη Η
Χιονάτη
είναι Η
είσαι
κι
όμως
χίλιες
βασίλισσα τότε
εσύ,
που
φορές
ζει
βασίλισσα με
τους
ομορφότερη!
ταράχτηκε
μου!
τόσο
νάνους » που
η
καρδιά
της σφίχτηκε και το αίμα χάθηκε α π ' τα μάγουλα της. Γ ι α τ ί κ α τ ά λ α β ε ότι η Χ ι ο ν ά τ η ζούσε α κ ό μ α . « Α υ τ ή τη φ ο ρ ά θ α σ ε κ α ν ο ν ί σ ω γ ι α τ α κ α λ ά » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ η ς και
βάζοντας
μπροστά τις
ένα δηλητηριασμένο χτένι.
μαγικές της τέχνες έφτιαξε Ύ σ τ ε ρ α ντύθηκε πάλι γριά,
β ά φ τ η κ ε και πήρε αλλιώτικο π ρ ό σ ω π ο και ξεκίνησε να περάσει τα ε φ τ ά βουνά,
να φτάσει εκεί π ο υ έμεναν οι
ε φ τ ά νάνοι. Κ ι όταν έ φ τ α σ ε , χ τ ύ π η σ ε την π ό ρ τ α κ ι ά ρ χισε να διαλαλεί : " Κ α λ ή και φτηνή π ρ α μ ά τ ε ι α ! Κ α λ ή κ α ι φ τ η ν ή π ρ α μ ά τ ε ι α ! » Η Χ ι ο ν ά τ η έριξε μ ι α μ α τ ι ά α π ό το παράθυρο και φώναξε : « Ώ ρ α καλή, κυρούλα! Αλλά μ η ν π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς ν α σ ' α ν ο ί ξ ω , γ ι α τ ί δεν μ π ο ρ ώ ν ' α ν ο ί ξ ω σε κανέναν ! » — « Να δεις ό μ ω ς τα χ τ ε ν ά κ ι α μου μ π ο -
ρ ε ι ς ! »,
της ειπε η
τράβηξε
απ'
το
γρια,
σακού
λι της το δηλητηριασμένο χτένι και το σήκωσε λά. Τόσο π ο λ ύ της
ψη
τ η ς άρεσε
Χιονάτης που λησμό
νησε
τις
νάνων
συμβουλές
των
κι άνοιξε την π ό ρ
τα στη γριά και την έ μ π α σε μέσα.
Κι όταν αγόρα
σε το χ τ έ ν ι , η γ ρ ι ά τ η ς εί πε : " Κ ά τ σ ε τ ώ ρ α να σου δείξω π ώ ς πρέπει να χτε νίζεσαι ! » Χιονάτη
Η
δεν
μ ε τ ο νου τη
γριά
Αλλά
καημένη έβαλε
της να
πριν
τη
κι
η
κακό άφησε
χτενίσει.
προλάβει καλά καλά ν
αγγίξει το χτενάκι
τ α μ α λ λ ι ά τ η ς , τ ο φ α ρ μ ά κ ι την έριξε κ ά τ ω α ν α ί σ θ η τ η . " Λοιπόν, π ε ν τ ά μ ο ρ φ η , αυτό ή τ α ν ! », τ η ς είπε με κ α κ ί α η
βασίλισσα και γυρνώντας την π λ ά τ η
γρήγορα μπορούσε. Ε υ τ υ χ ώ ς όμως διάσει κι
οι
έφυγε
όσο
πιο
δεν ά ρ γ η σ ε ν α β ρ α
ε φ τ ά νάνοι γ ύ ρ ι σ α ν στο σ π ί τ ι . Ό τ α ν είδαν
τη Χιονάτη ξαπλωμένη κατάχαμα, αμέσως πήγε το μυα λό τους στην κ α κ ι ά μητριά. Έ ψ α ξ α ν καλά καλά και βρή καν το δηλητηριασμένο χτενάκι α μ έ σ ω ς η Χ ι ο ν ά τ η συνήλθε
και
κι όταν το τράβηξαν, άρχισε
να
τους
μιλάει
κ α ι τ ο υ ς δ ι η γ ή θ η κ ε τι είχε συμβεί. Κι οι νάνοι γ ι ' άλλη μια φορά την ορμήνεψαν να προσέχει και να μην ανοίγει σε κανέναν την π ό ρ τ α . Κι η βασίλισσα, στο π α λ ά τ ι της, στάθηκε πάλι μ π ρ ο -
σ τ ά στον μ α γ ι κ ό τ η ς τον κ α θ ρ έ φ τ η και ρ ώ τ η σ ε : «
Καθρέφτη,
καθρεφτάκι
ποια
είναι
η
στον
κόσμο
μου,
ομορφότερη και
στο
απ'
όλες
παλατάκι
μου;
»
Κι ο κ α θ ρ έ φ τ η ς τ ή ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε π ά λ ι : «
Όμορφη
είσαι
Χιονάτη
Η
είναι
όμως
χίλιες
κι
εσύ,
που
φορές
ζει
βασίλισσα
μου!
με
νάνους
τους
ομορφότερη!
»
Α π ' το κακό της η βασίλισσα άρχισε να τρέμει σύγ κορμη. " Η Χιονάτη π ρ έ π ε ι να π ε θ ά ν ε ι ! », φώναξε. " Α κ ό μ α κι αν αυτό μου στοιχίσει την ίδια μου τη ζ ω ή ! " Κι
αμέσως π ή γ ε και κλείστηκε
σε
μια κρυφή κάμαρη,
ό π ο υ κ α ν ε ί ς π ο τ έ δεν έ μ π α ι ν ε , κ ι ε τ ο ί μ α σ ε ε κ ε ί μ έ σ α έ ν α φαρμακερό, πολύ
φαρμακερό
μήλο.
Απ
έξω ήταν λα
χταριστό,
κατακόκκινο
από τη μια και κάτασπρο
από
την άλλη
κι όποιος τό 'βλεπε το λιμπιζόταν να το φάει
όποιος ό μ ω ς το δ ά γ κ ω ν ε , την ίδια κιόλας σ τ ι γ μ ή έ π ε φ τ ε κ ά τ ω νεκρός.
Μόλις το τέλειωσε,
ντύθηκε χωριάτισσα,
έ β α ψ ε τ ο π ρ ό σ ω π ο τ η ς κ α ι μ ι α κ α ι δυο ξεκίνησε ν α π ε ράσει τ α ε φ τ ά βουνά κ α ι ν α π ά ε ι στο σ π ι τ ά κ ι τ ω ν νάνων. Κι εκεί χ τ ύ π η σ ε π ά λ ι την π ό ρ τ α και η Χ ι ο ν ά τ η έ β γ α λ ε το κεφάλι της έξω α π ' το παράθυρο και είπε : " Δεν μ π ο ρ ώ ν α σου α ν ο ί ξ ω , ο ι ε φ τ ά ν ά ν ο ι δεν μ α φ ή ν ο υ ν ν σε κανέναν
όταν
δεν
είναι ε δ ώ ».
ανοίγω
— " Δ ε ν πειράζει ",
αποκρίθηκε η χ ω ρ ι ά τ ι σ σ α . " Θα βρω αλλού να τα π ο υ λ ή σ ω τα μ ή λ α μου. Π ά ρ ε ό μ ω ς κι εσύ ένα, σ' το χ α ρ ί ζ ω ». — " Ό χ ι », είπε η Χ ι ο ν ά τ η . " Δεν μ π ο ρ ώ να το δ ε χ τ ώ ". — " Φ ο β ά σ α ι μ η ν ε ί ν α ι φ α ρ μ α κ ω μ έ ν ο ; », ρ ώ τ η σ ε η γ ρ ι ά . " Ν ά ! Κ ο ί τ α ! Θα το κόψω στη μέση και θα φ ά ω κι ε γ ώ το μισό : εσύ θα φ α ς το κόκκινο κι ε γ ώ το ά σ π ρ ο ». Α λ
λά το μήλο ήταν
με τόση τέχνη
δηλητηριασμένο
μόνο το κόκκινο κ ο μ μ ά τ ι του είχε μέσα φ α ρ μ ά κ ι .
που Η
Χ ι ο ν ά τ η το λ ι μ π ί σ τ η κ ε το ω ρ α ί ο μήλο κι όταν είδε τη χ ω ρ ι ά τ ι σ σ α ν α τ ρ ώ ε ι κ ι α υ τ ή , δεν μ π ό ρ ε σ ε ν
αντιστα
θεί άλλο στον π ε ι ρ α σ μ ό : ά π λ ω σ ε τ ο χ έ ρ ι τ η ς κ α ι π ή ρ ε το φαρμακωμένο φρούτο. Αλλά πριν προλάβει να δαγ κώσει την π ρ ώ τ η μπουκιά, σωριάστηκε κ ά τ ω νεκρή. Η βασίλισσα τότε την κοίταξε με βλέμμα τρομερό και γέ λασε δυνατά και είπε : « Δ έ ρ μ α λευκό σαν το χιόνι, μ ά γ ο υ λ α κ ό κ κ ι ν α σαν το α ί μ α , μ α λ λ ι ά μ α ύ ρ α σαν τον έβενο ! Α υ τ ή τ η φ ο ρ ά ο ι ν ά ν ο ι δεν θ α μ π ο ρ έ σ ο υ ν ν α σ ε ξ α ν α φ έ ρουν σ τ η ζ ω ή ! » Κ ι ό τ α ν γ ύ ρ ι σ ε σ τ ο π α λ ά τ ι , σ τ ά θ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά στον κ α θ ρ έ φ τ η τ η ς και τον ρ ώ τ η σ ε :
«
Καθρέφτη, ποια
είναι
στον
κόσμο
καθρεφτάκι η
μον,
ομορφότερη και
στο
απ'
παλατάκι
όλες μον;
»
Κι εκείνος «
επιτέλους
Βασίλισσα,
Κι ησύχασε η
εσύ
της
αποκρίθηκε :
είσαι
η
ομορφότερη!
φθονερή καρδιά της,
όσο
» μπορεί να
βρει η σ υ χ ί α μ ι α φθονερή κ α ρ δ ι ά . Το βράδυ γ ύ ρ ι σ α ν στο σ π ί τ ι οι ε φ τ ά νάνοι κ α ι β ρ ή καν τ η χ ι ο ν ά τ η π ε σ μ έ ν η στο π ά τ ω μ α , χ ω ρ ί ς ανάσα, νε κρή.
Τη
σήκωσαν, έψαξαν
δηλητηριασμένο, τ η ς έλυσαν μαλλιά, την έπλυναν
κ α λ ά μ ή π ω ς βρουν τη ζώνη, της
με κρασί κ α ι νερό,
τίποτα
χτένισαν τα αλλά
τίποτα
δεν κ α τ ά φ ε ρ α ν . Η α γ α π η μ έ ν η τ ο υ ς Χ ι ο ν ά τ η ή τ α ν π ε θ α μένη γ ι α τ α κ α λ ά . Τ η ν έβαλαν λοιπόν στην κ ά σ α και κ ά θισαν γ ύ ρ ω κι οι ε φ τ ά και την έκλαψαν τρεις ολόκληρες μέρες. Ε τ ο ι μ ά σ τ η κ α ν τότε να τη θάψουν. Έ μ ο ι α ζ ε ό μ ω ς ολοζώντανη και τ α μ ά γ ο υ λ α τ η ς ή τ α ν α κ ό μ α ρόδινα και τη λ υ π ή θ η κ α ν
και είπαν :
« Δεν μπορούμε
ψουμε μέσα στο μαύρο χ ώ μ α ».
να
τη θ ά
Σ τ ρ ώ θ η κ α ν λοιπόν και
έφτιαξαν μια κάσα διάφανη από γυαλί, έβαλαν μέσα τη Χ ι ο ν ά τ η κ ι έγραψαν π ά ν ω μ ε χ ρ υ σ ά γ ρ ά μ μ α τ α ότι την έλεγαν Χιονάτη και ήταν βασιλοπούλα. Ύ σ τ ε ρ α κουβάλη σαν την κ ά σ α ψηλά στο βουνό κι ένας τους έμενε π ά ν τ ο τ ε κοντά της, να τη φυλάει. Κι έρχονταν όλα τα ζ ώ α του δ ά σους, ν α κλάψουν τ η Χ ι ο ν ά τ η . Π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α μ ι α κουκου β ά γ ι α . Ύ σ τ ε ρ α ένα κοράκι. Κ α ι τέλος ένα περιστεράκι. Πέρασε έτσι καιρός
κι η
Χιονάτη ήταν
γ υ ά λ ι ν η κ ά σ α τ η ς κ α ι δεν έ λ ι ω ν ε ,
μέσα
στη
μόνο έ μ ο ι α ζ ε κ ο ι μ ι
σμένη. Κ ι ή τ α ν α κ ό μ α τ ο δ έ ρ μ α τ η ς ά σ π ρ ο σαν τ ο χιόνι, τ α μάγουλα τ η ς κ ό κ κ ι ν α σ α ν τ ο α ί μ α κ α ι τ α μ α λ λ ι ά τ η ς μ α ύ ρ α σαν τ ο ξύλο του έβενου. Έ τ υ χ ε ό μ ω ς μ ι α φορά κι ένα βασιλόπουλο πέρασε α π ' το δάσος και σ τ α μ ά τ η σ ε στο σπιτάκι των εφτά νάνων, γ ι α να περάσει τη ν ύ χ τ α
του.
Ε ί δ ε π ά ν ω στο βουνό τ η γ υ ά λ ι ν η κ ά σ α , είδε την
όμορφη Χ ι ο ν ά τ η σαν κοιμισμένη και διάβασε τ α χ ρ υ σ ά γ ρ ά μ μ α τ α . Και είπε στους ε φ τ ά νάνους : " Δ ώ σ τ ε μου το γυάλινο φέρετρο με τη Χιονάτη. Κι ε γ ώ θα σας δ ώ σ ω ό,τι κι αν μου ζ η τ ή σ ε τ ε ! » Οι νάνοι ό μ ω ς τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ α ν : " Δ ε ν τ ο δ ί ν ο υ μ ε ο ύ τ ε γ ι α όλο τ ο χ ρ υ σ ά φ ι τ ο ύ κ ό σ μ ο υ ! » Κι εκείνος τ ό τ ε τ ο υ ς ε ί π ε : « Ε, τ ό τ ε δ ώ σ τ ε τ ό μ ο υ χ ά ρ ι σ μ α , γ ι α τ ί δεν μ π ο ρ ώ
να ζήσω
α ν δεν έ χ ω
κοντά μου τη Χιονάτη να τη βλέπω. Θα την έ χ ω βασί λισσα μ ο υ κ α ι κ ο ρ ό ν α σ τ ο κ ε φ ά λ ι μ ο υ ! » Κ ι ο ι ε φ τ ά ν ά νοι τ ο ν λ υ π ή θ η κ α ν , έ τ σ ι π ο υ μ ι λ ο ύ σ ε , κ α ι τ ο ύ ' δ ω σ α ν τ η γυάλινη κάσα με τη Χιονάτη.
Ο π ρ ί γ κ ι π α ς πρόσταξε τότε τους υπηρέτες του να τη σηκώσουν και να την κουβαλήσουν στους ώμους τους. Σκόνταψαν όμως, καθώς περπατούσαν, και με το τράν τ α γ μ α βγήκε απ' το στόμα της Χιονάτης η φαρμακερή μ π ο υ κ ι ά του μήλου. Και πριν περάσει πολλή ώρα, άνοιξε η πεντάμορφη τα μάτια, ανασήκωσε το σκέπασμα της κάσας και σ η κ ώ θ η κ ε ολοζώντανη. « Αχ, Θεέ μου ! Π ο ύ βρίσκομαι; », αναρωτήθηκε.
Και το βασιλόπουλο, κ α
ταχαρούμενο, της αποκρίθηκε : « Είσαι μαζί μου ! » Κ α ι της διηγήθηκε τι είχε συμβεί και της είπε : « Σ5 α γ α π ώ όσο τ ί π ο τ α άλλο στον κ ό σ μ ο . Έ λ α μ α ζ ί μ ο υ , σ τ ο π α λ ά τ ι του π α τ έ ρ α μου, να γίνεις γ υ ν α ί κ α μου ». Κι η Χιονάτη τον α γ ά π η σ ε και τον ακολούθησε κι ο γ ά μ ο ς τους ετοι μάστηκε με γιορτές και πανηγύρια.
Σ τ η γιορτή
κάλεσαν και την κακιά μητριά τής Χιονάτης. λοιπόν η βασίλισσα στάθηκε
μπροστά
τα στον
καλά
της
καθρέφτη
και
όμως
Έβαλε
στολίστηκε
και
της και ρώτησε :
«
Καθρέφτη,
καθρεφτάκι
ποια
είναι
η
στον
κόσμο
μου,
ομορφότερη και
στο
απ"
όλες
παλατάκι
μον;
»
Κι ο κ α θ ρ έ φ τ η ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε : «
Όμορφη Η είναι
είσαι
νυφούλα χίλιες
Τρελάθηκε απ
κι
όμως,
εσύ, που
φορές
βασίλισσα
μου!
σήμερα
ομορφότερη!
παντρεύεται, »
το κακό της η βασίλισσα. Κι α π ' το
φ ό β ο τ η ς δεν ή ξ ε ρ ε τ ι ν α κ ά ν ε ι . Σ τ η ν α ρ χ ή σ κ έ φ τ η κ ε ν α μην πάει καθόλου στο γ ά μ ο : αλλά την έτρωγε κ ι ή θ ε λ ε ν α δει τ η ν ό μ ο ρ φ η ν υ φ ο ύ λ α .
η
ζήλια
Π ή γ ε λοιπόν και
μόλις μ π ή κ ε μέσα, αναγνώρισε τη Χιονάτη. Κι α π ' την τ ρ ο μ ά ρ α τ η ς π ά γ ω σ ε κ ι έμεινε ακίνητη σαν ά γ α λ μ α . Σ τ ο μεταξύ όμως οι άνθρωποι του βασιλιά είχαν κιόλας π υ ρώσει σιδερένιες π α ν τ ο ύ φ λ ε ς σ τ α κ ά ρ β ο υ ν α και τ ι ς έ π ι α σαν μ ε τ ι ς τ σ ι μ π ί δ ε ς και τ ι ς τ η ς έφεραν. Κ ι α ν α γ κ ά σ τ η κ ε η κ α κ ι ά μ η τ ρ ι ά να τις φορέσει και να χορέψει, ώ σ π ο υ σ ω ριάστηκε κ α τ ά χ α μ α νεκρή.
54·
Ο γυλιός, το καπελάκι κι η μικρή τρομπέτα
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν τ ρ ί α αδέρφια, σο
φ τ ω χ ά π ο υ δεν ε ί χ α ν ε σ τ ο ν ή λ ι ο
φ τ ώ χ ε ι α τ ο υ ς όλο κ α ι μ ε γ ά λ ω ν ε ,
μοίρα.
τό Κι η
ώ σ π ο υ π ι α δεν ε ί χ α ν
ούτε ένα ξ ε ρ ο κ ό μ μ α τ ο να χορτάσουν την π ε ί ν α τους. Το κ ο υ β έ ν τ ι α σ α ν λ ο ι π ό ν κ α ι ε ί π α ν : « Έ τ σ ι δεν π ά ε ι ά λ λ ο . Κάτι πρέπει να κάνουμε. Ας ξεκινήσουμε, να γυρίσουμε τον κόσμο και να βρούμε την τ ύ χ η μας ».
Π ή ρ α ν λοι
πόν το δρόμο και π ή γ α ι ν α ν . Και πέρασαν βουνά και κ ά μ π ο υ ς , α λ λ ά τ η ν τ ύ χ η τ ο υ ς δεν τ η β ρ ή κ α ν . Ώ σ π ο υ μ ι α μέρα έ φ τ α σ α ν σ' ένα μ ε γ ά λ ο δάσος και στη μέση του δ ά σους ή τ α ν ένα βουνό. Κι όταν έ φ τ α σ α ν κ ο ν τ ά , είδαν π ω ς το βουνό ή τ α ν ολάκερο α π ό α σ ή μ ι . Ο μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο ς τ ό τ ε μίλησε και είπε :
« Ωραία.
Ε γ ώ βρήκα
κ α ι τ ί π ο τ α κ α λ ύ τ ε ρ ο δεν γ υ ρ ε ύ ω » .
την
τύχη μου
Φ ο ρ τ ώ θ η κ ε λοιπόν
όσο α σ ή μ ι μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κ ο υ β α λ ή σ ε ι κ α ι μ ι α κ α ι δυο π ή ρ ε το δρόμο του γ υ ρ ι σ μ ο ύ . Οι άλλοι δυο ό μ ω ς το κ ο υ β έ ν τ ι α σαν κ α ι ε ί π α ν : « Ε μ ε ί ς ζ η τ ά μ ε α π ' την τ ύ χ η μ α ς κ ά τ ι παραπάνω
από
ασήμι ».
Κι
έτσι
συνέχισαν
το
δρόμο
τους, δ ί χ ω ς ν' α γ γ ί ξ ο υ ν το ασημένιο βουνό. Κι αφού π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν κ ά μ π ο σ ε ς μέρες,
έφτασαν
σ'
ένα βουνό π ο υ
ήταν ολόκληρο α π ό ατόφιο χρυσάφι. Ο δεύτερος αδερ φός στάθηκε κι έπεσε σε βαθιά συλλογή. « Τι να κάνο^; ", έ λ ε γ ε κ α ι ξ α ν ά λ ε γ ε , " Ν α φ ο ρ τ ω θ ώ όσο χ ρ υ σ ά φ ι μ π ο ρ ώ να σ η κ ώ σ ω στην π λ ά τ η μου και να ζ ή σ ω π λ ο ύ σ ι α ώς το τέλος της ζ ω ή ς μου, ή να π ρ ο χ ω ρ ή σ ω κι άλλο; » Με τα πολλά πήρε την α π ό φ α σ η του, γέμισε ώσπου
ξεχείλισαν,
αποχαιρέτησε
τον
τις
τσέπες του
αδερφό
του
και
τ ρ ά β η ξ ε κι αυτός γ ι α το σπίτι. Ο τρίτος ό μ ω ς έμεινε μό ν ο ς κ α ι ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ : « Τ ο α σ ή μ ι κ α ι τ ο χ ρ υ σ ά φ ι δεν
μου λένε τ ί π ο τ α .
Ε γ ώ θ α π ρ ο χ ω ρ ή σ ω κ α ι δεν θ α
κ λ ω τ σ ή σ ω την τ ύ χ η μου. Μπορεί στο τέλος να με περι μένει κ ά τ ι α κ ό μ α κ α λ ύ τ ε ρ ο ». Π ή ρ ε λοιπόν το δρόμο κ α ι π ή γ α ι ν ε . Κ α ι σε τρεις μέρες έ φ τ α σ ε σ' ένα δάσος π ο λ ύ π ι ο μ ε γ ά λ ο α π ' τ α π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν α , τ ό σ ο μ ε γ ά λ ο π ο υ δεν
έ λ ε γ ε ν α τ ε λ ε ι ώ σ ε ι . Κ ι ό π ω ς δεν έ β ρ ι σ κ ε τ ί π ο τ α ν α φ ά ε ι και να πιει, κόντευε π ι α να πεθάνει της πείνας. Σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε ο κ α η μ έ ν ο ς σ' ένα ψηλό δέντρο, ν
αγναντέψει, μ π α ς
κ α ι βρει τ ρ ό π ο ν α β γ ε ι α π ' τ ο δ ά σ ο ς . Α λ λ ά όσο έ φ τ α ν ε τ ο μ ά τ ι τ ο υ δεν έ β λ ε π ε π α ρ ά μ ο ν ά χ α τ ι ς κ ο ρ υ φ έ ς τ ω ν δέντρων. Ά ρ χ ι σ ε λοιπόν να κατεβαίνει απ το δέντρο, και ό π ω ς η π ε ί ν α τον βασάνιζε, ε ί π ε δ υ ν α τ ά : " Α χ , και νά 'βρισκα κάτι να φ ά ω , να χ ο ρ τ ά σ ω γ ι α τελευταία φορά ! » Φτάνοντας μ
κάτω,
τι
να
δει; Έ ν α
τραπέζι
στρωμένο
όλα τα κ α λ ά του Θεού, π ο υ τον περίμεναν αχνιστά. " Τη
σωστή
στιγμή
έπιασε
η
ευχή μου ! »,
είπε
και χωρίς
ν' αναρωτηθεί ούτε ποιος έφερε το φ α γ η τ ό ούτε ποιος το μαγείρεψε, πλησίασε κι άρχισε να τρώει με όρεξη, ώ σ π ο υ γέμισε την κοιλιά του.
Ό τ α ν χόρτασε, είπε με το
νου τ ο υ : " Θ ά ' ν α ι κ ρ ί μ α ν
αφήσω τούτο τ
όμορφο τρα
πεζομάντιλο στο δάσος, να πάει χαμένο. Καλύτερα να το π ά ρ ω μαζί μου ! » Κι αφού το δ ί π λ ω σ ε τ α χ τ ι κ ά , τό
βα
λε στην τ σ έ π η του και συνέχισε το δρόμο του. Κι όταν το βράδυ η πείνα άρχισε πάλι να τον σφίγγει, αποφάσισε να δοκιμάσει το τραπεζομάντιλο του. Τό 'βγαλε λοιπόν α π ' την τσέπη του, το άπλωσε κ α τ ά χ α μ α και είπε : "
Μα
κάρι να γέμιζες πάλι με αχνιστά και νόστιμα φ α γ η τ ά ! » Δεν πρόλαβε καλά καλά ν
αποσώσει το λόγο του και το
τραπεζομάντιλο γέμισε πιατέλες με τα πιο λαχταριστά φ α γ η τ ά π ο υ είχε
δει π ο τ έ τ ο υ .
ποια κουζίνα μαγειρεύονται
« Ε, τ ώ ρ α π ι α ξέρω σε
τα φ α γ η τ ά
που τ ρ ώ ω ! »,
είπε τ ο π α λ ι κ ά ρ ι . " Τ ο τ ρ α π ε ζ ο μ α ν τ ι λ ά κ ι μου είναι κ α λύτερο κι
απ'
το
ασημένιο κι α π 5
το χρυσό
βουνό ! »
Γ ι α τ ί είχε π ι α κ α τ α λ ά β ε ι ότι το τ ρ α π ε ζ ο μ ά ν τ ι λ ο ή τ α ν μ α γ ι κ ό κ α ι δεν ε π ρ ό κ ε ι τ ο π ι α ν α τ ο υ λ ε ί ψ ε ι π ο τ έ τ ί π ο τ α . Μ α κ α ι π ά λ ι δεν π ή ρ ε τ η ν α π ό φ α σ η ν α γ υ ρ ί σ ε ι σ τ ο σ π ί τ ι
του.
Π α ρ ά συνέχισε το δρόμο του κι εξακολούθησε να
γυρεύει την τ ύ χ η του. Κι ένα βράδυ, σ' ένα δάσος ερημι κό, συνάντησε
έναν κ α ρ β ο υ ν ι ά ρ η , μ ο υ ν τ ζ ο υ ρ ω μ έ ν ο
από
την κορφή ώς τα νύχια, που έκαιγε τα ξύλα του κι είχε βάλει και λίγες π α τ ά τ ε ς στη χ ό β ο λ η , να ψηθούν γ ι α να τις
φάει.
« Καλησπέρα,
μ α υ ρ ο τ σ ο ύ κ α λ ο ! »,
του
είπε.
« Π ώ ς τα π α ς ε δ ώ π έ ρ α , ο λ ο μ ό ν α χ ο ς ; » — « Ε, όλες οι μέρες ε δ ώ π έ ρ α είναι ίδιες », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο κ α ρ β ο υ ν ι ά ρης.
« Κ ι ό λ α τ α β ρ ά δ ι α τ ο ίδιο φ α γ η τ ό : π α τ ά τ ε ς σ τ η
θ ρ ά κ α . Αν σ' αρέσει, κ ό π ι α σ ε ! » — « Σ
ευχαριστώ πο
λύ », α π ά ν τ η σ ε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Δεν θέλω να σ' το σ τ ε ρ ή σ ω , μ ι α ς κ α ι δεν π ε ρ ί μ ε ν ε ς κ α ν έ ν α ν α π ό ψ ε . Α ν ό μ ω ς θ έ λ ε ι ς τη σ υ ν τ ρ ο φ ι ά μ ο υ , τ ό τ ε θα είσαι συ ο κ α λ ε σ μ έ ν ο ς μου ». — " Κ α ι π ο ύ θα το βρεις το φ α γ η τ ό ; Π ο ι ο ς θα σ' το ετοι μ ά σ ε ι ; » , ρ ώ τ η σ ε ο κ α ρ β ο υ ν ι ά ρ η ς . « Κ α θ ώ ς β λ έ π ω , δεν κ ο υ β α λ ά ς τ ί π ο τ α μ α ζ ί σ ο υ . Κ ι ε δ ώ γ ύ ρ ω δεν υ π ά ρ χ ε ι τ ί π ο τ α γ ι α ν'
α γ ο ρ ά σ ε ι ς ».
— « Κι ό μ ω ς :
θα φ ά μ ε ! »,
είπε το π α λ ι κ ά ρ ι . « Κ α ι μ ά λ ι σ τ α θα είναι το π ι ο ν ό σ τ ι μ ο φ α γ η τ ό π ο υ έ χ ε ι ς βάλει π ο τ έ σ τ ο σ τ ό μ α σου » . Κ ι έ β γ α λ ε το τραπεζομάντιλο απ χ α μ α και είπε
το γυλιό του, το άπλωσε κ α τ ά
με δυνατή
φωνή :
« Τραπεζομαντιλάκι
μου, ώ ρ α να φάμε ! » Κι α μ έ σ ω ς γέμισε το τ ρ α π ε ζ ο μ ά ν τιλο με κ ά θ ε λ ο γ ή ς φ α γ η τ ά , α χ ν ι σ τ ά λες κι είχαν μόλις βγει α π ό το φούρνο. Ο καρβουνιάρης έμεινε με το σ τ ό μ α α ν ο ι χ τ ό . Α λ λ ά δεν π ε ρ ί μ ε ν ε ν α τ ο υ τ ο π ο υ ν δ ε ύ τ ε ρ η φ ο ρ ά κ ι έ π ε σ ε μ ε τ α μ ο ύ τ ρ α σ τ ο φ α γ η τ ό , κ α τ ε β ά ζ ο ν τ α ς όλο και
μεγαλύτερες
μπουκιές στο μουντζουρωμένο
στόμα
του.
Κι όταν τέλειωσαν κι α π ό φ α γ α ν , ο καρβουνιάρης
έγλειψε τα δ ά χ τ υ λ α του κ α ι είπε : « ' Α κ ο υ , φίλε μου : ω ρ α ί ο είναι τ ο τ ρ α π ε ζ ο μ α ν τ ι λ ά κ ι σου. Κ α ι π ο λ ύ θ ά ' θ ε λ α ν α τ ό ' χ ω ε δ ώ μ α ζ ί μ ο υ , σ τ ο δ ά σ ο ς , π ο υ κ α ν ε ί ς δεν υ π ά ρ -
χει να μου μαγειρέψει κάτι της π ρ ο κ ο π ή ς . Θέλεις να κ ά νουμε μιαν α ν τ α λ λ α γ ή ;
Ε κ ε ί στη γ ω ν ι ά κ ρ έ μ ε τ α ι ένας
γυλιός, παλιός και τριμμένος, που μοιάζει γ ι α π έ τ α μ α . Ε ί ν α ι ό μ ω ς μ α γ ι κ ό ς . Μ ι α ς ό μ ω ς κ α ι δεν τ ο ν χ ρ ε ι ά ζ ο μ α ι π ι α , σου τον δίνω, αν μου δώσεις το τ ρ α π ε ζ ο μ α ν τ ι λ ά κ ι σου ». — " Π ρ έ π ε ι π ρ ώ τ α να μ ο υ ε ξ η γ ή σ ε ι ς τι ξέρει να κ ά ν ε ι ο γ υ λ ι ό ς σ ο υ ! », ε ί π ε το π α λ ι κ ά ρ ι . " Ε υ χ α ρ ί σ τ ω ς , να σ ο υ πω », ε ί π ε ο κ α ρ β ο υ ν ι ά ρ η ς . « Κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο υ τ ο ν χτυπάς
με το χέρι σου,
βγαίνει
από
μ έ σ α ένας λοχίας
μ ' έξι σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς μ ε τ α ό π λ α στο χ έ ρ ι . Κ ι α μ έ σ ω ς κάνουν ό,τι τ ο υ ς π ρ ο σ τ ά ξ ε ι ς ». — « Αν είναι έτσι ό π ω ς τα λες, τότε ν
αλλάξουμε », είπε το π α λ ι κ ά ρ ι .
Κι έ δ ω σ ε στον
καρβουνιάρη το τραπεζομάντιλο, πέρασε
το
γυλιό στην
πλάτη του, χαιρέτησε κι έφυγε. Ό τ α ν προχώρησε κάμ π ο σ ο , θέλησε να δοκιμάσει τον καινούργιο του γυλιό. Τον ξ ε φ ο ρ τ ώ θ η κ ε λοιπόν, τον χ τ ύ π η σ ε με το χέρι του και στη στιγμή παρουσιάστηκαν μπροστά του άντρες
εφτά οπλισμένοι
κι ο α ρ χ η γ ό ς τους είπε : " Τι π ρ ο σ τ ά ζ ε ι ο κ ύ
ριος κι α φ έ ν τ η ς μ ο υ ; » — " Τ ρ έ ξ τ ε α μ έ σ ω ς τ ώ ρ α στον κ α ρ β ο υ ν ι ά ρ η κ α ι φέρτε μου το τ ρ α π ε ζ ο μ α ν τ ι λ ά κ ι μου ! » Π ρ ά γ μ α τ ι , οι στρατιώτες έκαναν μεταβολή και χάθηκαν ανάμεσα στα δέντρα.
Και μετά από λίγο γύρισαν πάλι
π ί σ ω κρατώντας το τραπεζομάντιλο, που τ ό ' χ α ν πάρει χ ω ρ ί ς π ο λ λ ά λ ό γ ι α α π ' τον καρβουνιάρη.
Το παλικάρι
τους π ρ ό σ τ α ξ ε να γυρίσουν π ά λ ι στο γυλιό και συνέχισε το δρόμο του περιμένοντας την τύχη να του χ α μ ο γ ε λ ά σει ξ α ν ά . Θ ήλιος κ ό ν τ ε υ ε π ι α να βασιλέψει, όταν συνάν τ η σ ε έναν άλλον κ α ρ β ο υ ν ι ά ρ η , π ο υ κ α θ ό τ α ν κ ο ν τ ά σ τ η φ ω τ ι ά κ ι ε τ ο ί μ α ζ ε τ ο φ α γ η τ ό τ ο υ . « Τ ο φ α γ η τ ό μου εί ναι φ τ ω χ ι κ ό : σ κ έ τ ε ς π α τ ά τ ε ς », είπε ο κ α ρ β ο υ ν ι ά ρ η ς . « Αν ό μ ω ς θέλεις, κ ό π ι α σ ε να το φ ά μ ε μ α ζ ί ». — « Ό-
χι ", είπε το παλικάρι..
" Γ ι α σήμερα κόπιασε εσύ στο
δικό μου το τ ρ α π έ ζ ι ». Κι ά π λ ω σ ε κ α τ ά χ α μ α το τ ρ α π ε ζομάντιλο
του,
που
αμέσως γέμισε
Έ φ α γ α ν λοιπόν και ήπιαν
με την
ορεχτικά ψυχή
φαγητά.
τους,
ώσπου
χ ό ρ τ α σ α ν κ α ι τον Θεό εδόξασαν. Κι ο κ α ρ β ο υ ν ι ά ρ η ς εί πε : " Β λ έ π ε ι ς εκεί π ά ν ω , στο δέντρο, ένα π α λ ι ό κ α π ε λάκι, π ο υ μ ο ι ά ζ ε ι γ ι α π έ τ α μ α ; Ε , σου λ έ ω π ω ς είναι μ α γ ι κ ό . Φτάνει να το φορέσεις και να το στρίψεις μια φορά γ ύ ρ ω α π 5 τ ο κεφάλι σου, κ ι α μ έ σ ω ς π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε τ α ι
μια
ολόκληρη στρατιά, που π ρ ο χ ω ρ ά ε ι και τα κάνει όλα ρη μ α δ ι ό σ τ ο δ ι ά β α τ η ς . Ε δ ώ μ έ σ α σ τ ο δ ά σ ο ς δεν μ ο υ ε ί ν α ι και πολύ χ ρ ή σ ι μ ο , κι αν θέλεις το α λ λ ά ζ ω με το τ ρ α π ε ζ ο μ α ν τ ι λ ά κ ι σου ». — « Δ ε ν έ χ ω α ν τ ί ρ ρ η σ η »,
αποκρί
θηκε το π α λ ι κ ά ρ ι , π ή ρ ε το κ α π ε λ ά κ ι , το φόρεσε, άφησε το
τραπεζομάντιλο
στον
καρβουνιάρη
προχώρησε κάμποσο δρόμο, χ τ ύ π η σ ε
κι
έφυγε.
Αφού
το γυλιό του
και
έστειλε τ ο υ ς σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς ν α του φέρουν π ί σ ω τ ο τ ρ α π ε ζ ο μ α ν τ ι λ ά κ ι τ ο υ . " Τό ' ν α φέρνει τ' άλλο ! », ε ί π ε με το νου τ ο υ . « Κ ι ό μ ω ς : κ ά τ ι μ ο υ λ έ ε ι π ω ς η τ ύ χ η
μου κι
ά λ λ ο δ ώ ρ ο μ ο ύ ε τ ο ι μ ά ζ ε ι » . Κ ι η δ ι α ί σ θ η σ η τ ο υ δεν τ ο ν γ έ λασε. Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε όλη μ έ ρ α κ α ι τ ο βράδυ σ υ ν ά ν τ η σ ε έναν τρίτο καρβουνιάρη, π ο υ τον κάλεσε κι αυτός να μοιρα στεί μαζί του
σκέτες π α τ ά τ ε ς .
Το π α λ ι κ ά ρ ι ό μ ω ς τον
προσκάλεσε να φάνε α π ' το μ α γ ι κ ό του τ ρ α π ε ζ ο μ ά ν τ ι λ ο . Κι ο καρβουνιάρης βρήκε το φ α γ η τ ό
τόσο πολύ νόστιμο
που στο τέλος πρότεινε στο παλικάρι ν'
ανταλλάξει το
τραπεζομάντιλο με μια παλιά τρομπέτα που ήταν ακόμα πιο δυνατή α π ' τ ο καπέλο. Ό π ο ι ο ς τ η φυσούσε, μπορού σε να γκρεμίσει διαμιάς τείχη χωριά. το
και κάστρα, πόλεις και
Τ ο π α λ ι κ ά ρ ι δ έ χ τ η κ ε , άφησε στον καρβουνιάρη
τραπεζομαντιλάκι
του,
ύστερα
όμως
έστειλε
τους
στρατιώτες του και του το
'φεραν π ί σ ω . Κι είχε πια,
εκτός α π ' το τραπεζομαντιλάκι του, το γυλιό και το κα πελάκι και την τ ρ ο μ π έ τ α στα χέρια του. " Τ ώ ρ α έ κ α ν α την τ ύ χ η μου ! », είπε. " Κι ήρθε π ι α η ώ ρ α να γ υ ρ ί σ ω σ π ί τ ι να δω τι απόγιναν τ
αδέρφια
μ ο υ ». Κ α ι μ ι α και δυο γυρίζει π ί σ ω . Τ
αδέρφια του στο
μ ε τ α ξ ύ ε ί χ α ν χ τ ί σ ε ι α π ό ένα όμορφο σ π ί τ ι και ζούσαν ζωή
χαρισάμενη
με τα πλούτη
τους.
Χτύπησε
λοιπόν
κ α ι μ π ή κ ε μέσα. Έ τ σ ι ό μ ω ς ό π ω ς τον είδαν κουρελή, μ ε το π α λ ι ό καπέλο στο κεφάλι και τον μ π α λ ω μ έ ν ο γυλιό σ τ η ν π λ ά τ η , δεν τ ο ν δ έ χ τ η κ α ν γ ι αποπήραν και του είπαν :
αδερφό τους, αλλά τον
« Λες π ω ς είσαι ο αδερφός
μας. Εκείνος όμως περιφρόνησε το ασήμι και το χρυσάφι κ α ι κίνησε ν α βρει α κ ό μ α κ α λ ύ τ ε ρ η τ ύ χ η . Ό τ α ν θ α γ υ ρίσει σ π ί τ ι , θ ά 'ναι σ ί γ ο υ ρ α β α σ ι λ ι ά ς κ α ι θ ά 'ρθει μ ε δό ξες και τ ι μ έ ς .
Δεν θ ά 'ναι ζ η τ ι ά ν ο ς κ α ι κ ο υ ρ ε λ ή ς σαν
εσένα ». Κ α ι τον έδιωξαν. Θ ύ μ ω σ ε τότε το π α λ ι κ ά ρ ι και άρχισε να χτυπάει το γυλιό του, ώσπου π α ρ α τ ά χ τ η κ α ν μ π ρ ο σ τ ά του ε κ α τ ό σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς οπλισμένοι κ ι άλλοι π ε ν ή ν τ α . Κ α ι τ ο υ ς π ρ ό σ τ α ξ ε ν α π ε ρ ι κ υ κ λ ώ σ ο υ ν τ α δυο π α λάτια και να πιάσουν τ' αδέρφια του. Π ρ ά γ μ α τ ι κι έγινε. Κι όταν τους έπιασαν, τους έδωσαν
έτσι
τ έ τ ο ι ο ξύλο
μ ε τ ι ς β ί τ σ ε ς π ο υ δεν έ β λ ε π α ν μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ ς α π ' τ ο ν π ό νο. Ό λ ο τ ο χ ω ρ ι ό ξ ε σ η κ ώ θ η κ ε α π ' τ ο σ α μ α τ ά , κ ι έτρεξε ο κ ό σ μ ο ς ν α τ ο υ ς β ο η θ ή σ ε ι . Α λ λ ά δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α τ α β ά λ ο υ ν μ ε τ ό σ ο υ ς σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς . Τ ο μ α ν τ ά τ ο δεν ά ρ γ η σ ε να φτάσει και
στ'
αυτιά του
βασιλιά, π ο υ έστειλε το
στρατό του να διώξει το παλικάρι και να σταματήσει τη φασαρία.
Αλλά οι
στρατιώτες του
βασιλιά τα βρήκαν
σκούρα κι αναγκάστηκαν να φύγουν δαρμένοι και ντρο-
πιασμένοι.
Ο
βασιλιάς
στενοχωρήθηκε
και
αποφάσισε
να στείλει α κ ό μ α περισσότερο στρατό γ ι α ν' α π α λ λ α γ ε ί α π ' τον ενοχλητικό ά ν θ ρ ω π ο με το γυλιό. Α λ λ ά οι σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς του γύρισαν με την ουρά σ τ α σκέλια, μαύροι α π ό το ξύλο π ο υ είχαν φάει. Μ ά ζ ε ψ ε τ ό τ ε ο βασιλιάς ολόκλη ρο το στρατό του κι αποφάσισε να τελειώνει μια και κ α λή. Αλλά το παλικάρι έστειλε στη
μ ά χ η τόσους κι άλ
λους τόσους σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς . Κ α ι γ ι α να μη χάνει τον καιρό του, έστριψε
και δυο-τρεις φορές το κ α π έ λ ο του κι άρ
χισαν α μ έ σ ω ς οι κανονιές. Ο στρατός του βασιλιά όπου φ ύ γ ε ι φ ύ γ ε ι . « Τ ώ ρ α δεν θ α κ λ ε ί σ ω ε ι ρ ή ν η , α ν δ ε ν μ ο υ δώσει ο βασιλιάς τη θυγατέρα του γ ι α γ υ ν α ί κ α ! Κι αν δεν μ ε κ ά ν ε ι β α σ ι λ ι ά σ ' ο λ ό κ λ η ρ ο τ ο β α σ ί λ ε ι ο τ ο υ ! » , είπε το παλικάρι κι έστειλε μήνυμα στο βασιλιά. Τι να κάνει ο β α σ ι λ ι ά ς ; Π ι ά ν ε ι τη θ υ γ α τ έ ρ α τ ο υ κ α ι τ η ς λέει : « Α κ ό μ α κι ο βασιλιάς σκύβει το κεφάλι του στην α ν ά γ κη ! Δεν μ π ο ρ ώ π α ρ ά
να δ ε χ τ ώ αυτό που μου γυρεύει.
Αν θέλω ειρήνη στο β α σ ί λ ε ι ο μου κι αν θέλω να κ ρ α τ ή σω την κορόνα στο κεφάλι μου, τότε πρέπει να σε π α ν τρέψω
μαζί του ».
Έ γ ι ν α ν λοιπόν οι γάμοι. Η βασιλοπούλα ό μ ω ς ντρε π ό τ α ν π ο υ είχε γ ι ' ά ν τ ρ α τ η ς έναν τ α π ε ι ν ό ά ν θ ρ ω π ο , κ ο υ ρελή
κι
ασουλούπωτο,
μ'
ένα π α λ ι ό ,
σαραβαλιασμένο
κ α π έ λ ο κ ι έναν γ υ λ ι ό μ ι σ ο ξ ε σ κ ι σ μ έ ν ο . Π ο λ ύ θ ά 'θελε ν α τ ο ν ξ ε φ ο ρ τ ω θ ε ί μ ι α κ α ι κ α λ ή κ α ι ν ύ χ τ α - μ έ ρ α ά λ λ ο δεν σκεφτόταν παρά
πώς
ν α τ ο π ε τ ύ χ ε ι . Κ ι εκεί π ο υ σκε
φ τ ό τ α ν , α ν α ρ ω τ ή θ η κ ε : « Λ ε ς να κ ρ ύ β ε τ α ι στο γ υ λ ι ό η μαγική του δύναμη; » Ά λ λ α ξ ε τότε κι άρχισε να του φέ ρ ε τ α ι όλο γ λ ύ κ α . Κ ι ό τ α ν μ α λ ά κ ω σ ε η κ α ρ δ ι ά τ ο υ , τ ο υ είπε : τον
« Α χ , μ α κ ά ρ ι να π ε τ ο ύ σ ε ς σ τ α σκουπίδια αυτόν
βρόμικο και χιλιομπαλωμένο γυλιό.
Δεν ταιριάζει
π ι α σ τ η θέση σου κ ι ε γ ώ ν τ ρ έ π ο μ α ι π ο λ ύ π ο υ σ ε β λ έ π ω να τ ρ ι γ υ ρ ί ζ ε ι ς έ τ σ ι ! » — « Α γ α π η μ έ ν η μου », τ η ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε το π α λ ι κ ά ρ ι , " αυτός ο γ υ λ ι ό ς είναι ο π ι ο π ο λ ύ τιμος θησαυρός μου.
Ό σ ο τον έ χ ω σ τ α χ έ ρ ι α μου, δεν
φ ο β ά μ α ι κανέναν και τ ί π ο τ α σε τούτον τον κόσμο ! » Κ α ι της φανέρωσε τη μαγική δύναμη του γυλιού. Έ π ε σ ε τότε η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α στην α γ κ α λ ι ά τ ο υ , σαν νά τον φιλήσει
θελε τ ά χ α να
του π ή ρ ε α μ έ σ ω ς το γυλιό α π ' τον ώ μ ο και
έτρεξε μακριά του.
Μόλις βρέθηκε μόνη της, χ τ ύ π η σ ε
το γυλιό και πρόσταξε τους στρατιώτες να πιάσουν το παλιό αφεντικό τους και να το διώξουν απ
το παλάτι.
Εκείνοι υπάκουσαν. Κι η κ α κ ι ά γ υ ν α ί κ α έστειλε κι άλ λους πολλούς σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς , γ ι α ν α τον διώξει έ ξ ω α π ' τ α σύνορα τ η ς χ ώ ρ α ς . Κ α ι θά ' τ α ν στ' αλήθεια χ α μ έ ν ο το π α λ ι κ ά ρ ι , α ν δεν ε ί χ ε τ ο κ α π έ λ ο τ ο υ . Μ ό λ ι ς κ α τ ά φ ε ρ ε να σταθεί να πάρει μιαν ανάσα, τό
στρίψε δυο-τρεις φο
ρές π ά ν ω σ τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ κ ι ά ρ χ ι σ α ν α μ έ σ ω ς ο ι κ α ν ο ν ι έ ς . Ο ι σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς τ η ς β α σ ι λ ο π ο ύ λ α ς σ κ ο τ ώ θ η κ α ν όλοι. Κ α ι η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α α ν α γ κ ά σ τ η κ ε να έρθει κ α ι να πέσει σ τ α πόδια του ζ η τ ώ ν τ α ς χάρη. Κι επειδή έκλαιγε με μαύρο δάκρυ και τον π α ρ α κ α λ ο ύ σ ε κ α ι τού ' τ α ξ ε ότι θ' αλλάξει και θα τον α γ α π ά ε ι , τον έπεισε κι έκαναν ειρήνη και γ ύ ρισε π ά λ ι κ ο ν τ ά τ η ς . Κ ι α υ τ ή τ ο ύ φερνόταν μ ε γ λ ύ κ α , σαν ν α τον α γ α π ο ύ σ ε . Κ α ι μ ε τ ά α π ό λίγο καιρό τον μ ά γεψε με την ομορφιά της πάλι και το παλικάρι τής φανέ ρωσε και το δεύτερο μυστικό του, π ω ς α κ ό μ α και χ ω ρ ί ς τ ο γ υ λ ι ό , κ α ν έ ν α ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ α βάλει μ α ζ ί τ ο υ , όσο ε ί χ ε το κ α π έ λ ο τ ο υ .
Η
βασιλοπούλα περίμενε τότε
ν' αποκοιμηθεί ο άντρας της, κι ύστερα τού
κλέψε το
κ α π έ λ ο του και τον π έ τ α ξ ε στο δρόμο. Α λ λ ά τού ' χ ε μεί νει η τ ρ ο μ π έ τ α .
Θ υ μ ω μ έ ν ο το παλικάρι την έφερε σ τ α
χ ε ί λ η του κ α ι φύσηξε μ' όλη του τη δ ύ ν α μ η . Τ η ν ίδια στιγμή
τα
πάντα γκρεμίστηκαν :
τείχη,
πόλεις και χωριά, κάστρα και πύργοι.
πολεμίστρες,
Κι έτσι σ κ ο τ ώ
θ η κ ε κι ο βασιλιάς κι η θ υ γ α τ έ ρ α του. Κι αν το π α λ ι κ ά ρ ι συνέχιζε λίγο ακόμα να σαλπίζει,
α κ ό μ α και τα βουνά
κ α ι τ α β ρ ά χ ι α θ α γ κ ρ ε μ ί ζ ο ν τ α ν κ α ι δεν θ ά ' χ ε μ ε ί ν ε ι ο ύ τε π έ τ ρ α π ά ν ω στην πέτρα. Α π ό τ ό τ ε κ ι ύ σ τ ε ρ α κ α ν έ ν α ς δεν τ ο υ Α ν έ β η κ ε σ τ ο θρόνο κ α ι βασίλεψε σ'
αντιστάθηκε.
ολόκληρη τη χ ώ ρ α
κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
55
Ο Κουτσοκαλιγέρης
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν
ένας φ τ ω χ ό ς μυ
λ ω ν ά ς , π ο υ είχε μ ι α κόρη π α ν έ μ ο ρ φ η . Έ τ υ χ ε λοι
πόν και συνάντησε το βασιλιά, και γ ι α να κοκορευτεί, του
είπε :
" Έχω
μια θυγατέρα που
γνέθει
το
άχυρο
και βγαίνει χρυσάφι α π ' τα χέρια της ». Ο βασιλιάς τότε είπε στο μυλωνά : " Σ π ο υ δ α ί α τέχνη κατέχει η θ υ γ α τ έ ρ α σου. Αν είναι έτσι ό π ω ς τα λες, φέρ' τη μου αύριο στο παλάτι, να τη δοκιμάσω ». Ό τ α ν λοιπόν τού 'φεραν την κοπέλα στο παλάτι, την π ή γ ε ήταν γεμάτο ώς το ταβάνι με άχυρο κι ανέμη και της είπε :
σ' ένα δ ω μ ά τ ι ο
που
της έδωσε αδράχτι
" Σ τ ρ ώ σ ο υ τ ώ ρ α στη δουλειά.
Κ ι α ν δεν έ χ ε ι ς τ ε λ ε ι ώ σ ε ι ώ ς α ύ ρ ι ο τ ο π ρ ω ί όλο τ ο ύ τ ο τ ο άχυρο και να τό 'χεις κάνει χρυσάφι, θα πεθάνεις ». Και μ
αυτά τα λόγια έκλεισε και κ λ ε ι δ α μ π ά ρ ω σ ε την π ό ρ τ α
με τα ίδια του τα χέρια. Κι η δύστυχη κ ο π έ λ α απόμεινε μονάχη
της.
Κάθισε λοιπόν η κακομοίρα η θυγατέρα του μυλωνά κι έκλαιγε τη
μ ο ί ρ α τ η ς κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α σ κ α ρ φ ι
σ τ ε ί κ α ν έ ν α ν τ ρ ό π ο γ ι α ν α σ ώ σ ε ι τ η ζ ω ή τ η ς : γ ι α τ ί δεν είχε ιδέα π ώ ς μ π ο ρ ε ί κανείς να γνέσει το ά χ υ ρ ο και να το κάνει χ ρ υ σ ά φ ι .
Κι έτσι καθόταν κι έκλαιγε,
ώσπου
α π ε λ π ί σ τ η κ ε . Ξ ά φ ν ο υ άνοιξε η π ό ρ τ α , ένα αλλόκοτο αν θρωπάκι μπήκε μέσα και είπε : « Καλησπέρα, αφέντρα μ υ λ ω ν ο ύ . Γ ι α τ ί κ λ α ι ς κι όλο π α ρ α π ο ν ι έ σ α ι ; » — « Αχ », αναστέναξε το κορίτσι. « Μ' έβαλαν εδώ να γνέσω το ά χ υ ρ ο κ α ι ν α κ ά ν ω χ ρ υ σ ά φ ι . Κ ι ε γ ώ δεν ξ έ ρ ω π ώ ς ν α τ α κ α τ α φ έ ρ ω ». Το ανθρωπάκι τότε τη ρώτησε : " Τι μου δίνεις να το κ ά ν ω ε γ ώ
γ ι α σένα; » — " Το χρυσό μου
το π ε ρ ι δ έ ρ α ι ο ! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η θ υ γ α τ έ ρ α τ ο υ μυλο)νά. Πήρε τότε το ανθρωπάκι το περιδέραιο, κάθισε μπροστά στο
ροδάνι κ α ι τ σ ο ύ κ ο υ ,
τρεις
φορές
κι η
άλλο
καρούλι
και
τσούκου, τσούκου,
ανέμη
το γύρισε
γέμισε χρυσοκλωστή.
τσούκου,
τσούκου,
τσούκου,
Πέρασε γέμισε
κι αυτό. Κι έτσι συνέχισε ώς την α υ γ ή . Κι όταν ξημέρωσε, όλο τ ο ά χ υ ρ ο ε ί χ ε τ ε λ ε ι ώ σ ε ι κ ι ε ί χ ε γ ί ν ε ι χ ρ υ σ ά φ ι .
Δεν
άργησε νά 'ρθει κι ο βασιλιάς. Είδε το χ ρ υ σ ά φ ι και θ α ύ μασε και χάρηκε, στηκε
αλλά μέσα στην καρδιά του κεντρί
ακόμα περισσότερο
η
απληστία.
να οδηγήσουν την κόρη του μυλωνά τιο, πολύ μεγαλύτερο απ
σ
Και πρόσταξε ένα άλλο δ ω μ ά
το π ρ ώ τ ο . Κι ήταν κι αυτό γε
μάτο άχυρο και την πρόσταξε να το γνέσει χρυσάφι, αν α γ α π ο ύ σ ε τ η ζ ω ή τ η ς . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι δεν ή ξ ε ρ ε τ ι ν α κ ά ν ε ι κι άρχισε πάλι να κλαίει. Ά ν ο ι ξ ε τότε ξανά η π ό ρ τ α και παρουσιάστηκε
μπροστά της το
ίδιο
ανθρωπάκι.
μου δίνεις να το κ ά ν ω ε γ ώ γ ι α σ έ ν α ; », χρυσό
μου το δ α χ τ υ λ ί δ ι ! ",
ρώτησε.
« Τι « Το
αποκρίθηκε η κοπέλα.
Το
αλλόκοτο ανθρωπάκι πήρε το δαχτυλίδι της μυλωνοπού-
λ α ς κ α ι τ σ ο ύ κ ο υ , τ σ ο ύ κ ο υ , έ γ ν ε σ ε όλο τ ο ά χ υ ρ ο ώ ς τ η ν αυγή και τό 'κανε χρυσάφι.
Ο βασιλιάς πέταξε α π 5 τη
χ α ρ ά τ ο υ ό τ α ν τ ο ε ί δ ε . Α λ λ ά η κ α ρ δ ι ά τ ο υ δεν ε ί χ ε α κ ό μα χορτάσει. Ο δ ή γ η σ ε την κ ο π έ λ α σε ένα δ ω μ ά τ ι ο α κ ό μα π ι ο μεγάλο, γ ε μ ά τ ο ά χ υ ρ ο κι αυτό, και τ η ς είπε : " Ως αύριο το π ρ ω ί π ρ έ π ε ι να το γνέσεις κι αυτό και να το κάνεις χρυσάφι. Κι αν τα καταφέρεις, θα σε π ά ρ ω γ υ ν α ί κ α μ ο υ » . Κ α ι μ ε τ ο νου τ ο υ ε ί π ε : " Τ ι κ ι α ν ε ί ν α ι θ υ γ α τ έ ρ α ε ν ό ς φ τ ω χ ο ύ μ υ λ ω ν ά ; Π λ ο υ σ ι ό τ ε ρ η γ υ ν α ί κ α δεν θα β ρ ω σ' ολόκληρη την οικουμένη ! » Μόλις το κορίτσι έμεινε μονάχο του, το α ν θ ρ ω π ά κ ι παρουσιάστηκε ξανά κ α ι τη ρ ώ τ η σ ε : « Τι μου δίνεις αν το κ ά ν ω ε γ ώ γ ι α σέ να κ α ι τ ο ύ τ η τη φ ο ρ ά ; » — « Δεν έ χ ω π ι α τ ί π ο τ α να σου δ ώ σ ω ! ",
αποκρίθηκε το κορίτσι.
" Τ ά ξ ε μου τότε το
π ρ ώ τ ο σου π α ι δ ί , τ ώ ρ α π ο υ θ α π α ν τ ρ ε υ τ ε ί ς νεις
βασίλισσα! »
—
« Ποιος
και Οα γί
ξέρει π ώ ς θά
'ρθουν
τα
π ρ ά γ μ α τ α ! », ε ί π ε με το νου τ η ς η θ υ γ α τ έ ρ α τ ο υ μ υ λ ω νά κ α ι μην έ χ ο ν τ α ς άλλο
δρόμο,
έ τ α ξ ε στον
αλλόκοτο
βοηθό τ η ς το π ρ ώ τ ο τ η ς π α ι δ ί . Κι εκείνος κάθισε, τσού κ ο υ , τ σ ο ύ κ ο υ , κ ι έ γ ν ε σ ε όλο τ ο ά χ υ ρ ο κ α ι τ ό ' κ α ν ε χ ρ υ σάφι. Το π ρ ω ί ήρθε ο βασιλιάς, τα βρήκε όλα ό π ω ς τα είχε ζητήσει και νοπούλα
έγινε
την παντρεύτηκε. Κι η όμορφη
μυλω-
βασίλισσα.
Έ ν α ς χρόνος πέρασε κι έφερε στον κόσμο ένα όμορ φο παιδί κι ούτε που θυμόταν την υπόσχεση που είχε δ ώ σει στον
αλλόκοτο ανθρωπάκο
που
την είχε
βοηθήσει
την ώρα της ανάγκης της. Εκείνος όμως παρουσιάστηκε ξαφνικά μ π ρ ο σ τ ά της και της είπε : " Δ ώ σ ε μου τ ώ ρ α αυτό π ο υ μού ' τ α ξ ε ς ! » Η βασίλισσα τά ' χ α σ ε ζήτησε να της αφήσει το παιδί της
και του
κι ας έπαιρνε όλα τα
π λ ο ύ τ η τ ο υ β α σ ι λ ε ί ο υ . Α υ τ ό ς ό μ ω ς δεν δ έ χ τ η κ ε :
" Ό-
χι », είπε. « Π ρ ο τ ι μ ώ ένα ζωντανό π α ι δ ά κ ι . α υ τ ό π α ρ ά όλοι ο ι θ η σ α υ ρ ο ί τ ο υ κ ό σ μ ο υ » . τότε
Καλύτερα
Η βασίλισσα
άρχισε να κλαίει και να χ τ υ π ι έ τ α ι κι ήταν
αξιοθρήνητη που το ανθρωπάκι
τόσο
τη λυπήθηκε και είπε :
" Θα σου α φ ή σ ω τρεις μέρες διορία. Αν ώς τ ό τ ε έχεις καταφέρει να μάθεις τ
όνομα μ ο υ , τ ό τ ε μ π ο ρ ε ί ς ν α κ ρ α
τ ή σ ε ι ς τ ο π α ι δ ί σου " . Έ σ π α σ ε το κ ε φ ά λ ι τ η ς όλη ν ύ χ τ α η β α σ ί λ ι σ σ α να το βρει.
Θ υ μ ή θ η κ ε όλα τα ονόματα π ο υ είχε ακούσει στη
ζ ω ή τ η ς . Έ σ τ ε ι λ ε τον ά ν θ ρ ω π ο τ η ς σ ' όλη την π ο λ ι τ ε ί α να μάθει π ο ι α άλλα ονόματα υ π ή ρ χ α ν . Και την άλλη μέ ρα, π ο υ ή ρ θ ε τ ο α ν θ ρ ω π ά κ ι , ά ρ χ ι σ ε ν α τ ο υ λέει όλα τ α ονόματα που ήξερε :
Κάσπαρ, Μελχιώρ και Βαλτάσαρ
κι όλα με τη σειρά, όσα υ π ή ρ χ α ν . Α λ λ ά σ' όλα το ανθρω π ά κ ι πηδούσε ψηλά καταχαρούμενο και φώναζε : " Ό χ ι , δεν με λένε έ τ σ ι ! " Τ η ν άλλη μ έ ρ α π ή γ ε κ α ι ρ ώ τ η σ ε σ' ό λη τη γειτονιά και το βράδυ είπε στο ανθρωπάκι τα πιο περίεργα και τα πιο ασυνήθιστα ονόματα κούσει :
« Μήπως
σε λένε
που
Κατσικοπόδαρο ή
είχε α Κουτσο-
πόδη ή Καμπουροραγισμένο; » Εκείνο όμως αποκρινό τ α ν π ά ν τ α : " Ό χ ι , δεν μ ε λ έ ν ε έ τ σ ι ! » Τ η ν τ ρ ί τ η μ έ ρ α γύρισε ο απεσταλμένος της και της είπε : « Δεν μπόρε σα να β ρ ω ούτε ένα καινούργιο όνομα. Α λ λ ά κ α θ ώ ς ανέ βαινα σ' ένα βουνό, σε μ ι α λ α γ κ α δ ι ά έ ρ η μ η , όπου οι αλε πούδες
λένε
καληνύχτα στους λαγούς,
είδα ένα
μικρό
σ π ι τ ά κ ι . Φ ω τ ι ά ή τ α ν αναμμένη εκεί μ π ρ ο σ τ ά κι ένα αν θ ρ ω π ά κ ι χοροπηδούσε γ ύ ρ ω γ ύ ρ ω στο ένα πόδι και τ ρ α γουδούσε : " Σήμερα Μεθαύριο
θ'
ανάψω το
κι
αύριο
βασιλόπουλο
θα
θα
ψήσω.
πάω
να
ζητήσω.
Αχ,
τι
ότι
με
καλά
που
λένε
κανείς
δεν
το
Κοντσοκαλιγέρη!"
ξέρει »
Φαντάζεστε τη χ α ρ ά της βασίλισσας
όταν τ
άκου
σε. Μ ε τ ά α π ό λίγο ήρθε στην κ ά μ α ρ η τ η ς τ ο α ν θ ρ ω π ά κ ι και
τη
ρώτησε : «
Λοιπόν, κατάφερες
Κι ε κ ε ί ν η
βασίλισσα να
άρχισε :
μάθεις
μου, τ
όνομα
μου;
»
« Μ ή π ω ς σε λ έ ν ε Α υ γ έ ρ η ; » —
« Ό χ ι ». — « Μ ή π ω ς σε λένε Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ; » — « Ό χι ». — « Ε, τ ό τ ε δεν μ π ο ρ ε ί
σε λ έ ν ε Κ ο υ τ σ ο κ α λ ι γ έ ρ η ! »
« Ο Δ ι ά β ο λ ο ς ο ί δ ι ο ς ή ρ θ ε κ α ι σ' το μ α ρ τ ύ ρ η σ ε !
Ο
Δ ι ά β ο λ ο ς ο ίδιος ήρθε κ α ι σ' το μ α ρ τ ύ ρ η σ ε ! », ά ρ χ ι σ ε να
ουρλιάζει θ υ μ ω μ έ ν ο το α ν θ ρ ω π ά κ ι . Κι α π ' το θυμό του άρχισε να κ ο π α ν ά ε ι τόσο δυνατά το δεξί του π ό δ ι στο π ά τ ω μ α που
στο τέλος χ ώ θ η κ ε μέσα στο κορμί του και
δεν φ α ι ν ό τ α ν π ι α .
Ά ρ π α ξ ε τότε το αριστερό του πόδι
μ ε τ α ίδια του τ α χ έ ρ ι α κ ι έκοψε τ ο κ ο ρ μ ί του σ τ α δυο α π ' το κακό του.
56.
Ο πολυαγαπημένος Ρολάνδος
M
JA ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν μ ι α αληθινή γ ι σ σ α , π ο υ είχε δυο θ υ γ α τ έ ρ ε ς :
μά
μια άσχημη και
κακιά, που πολύ την αγαπούσε γιατί ήταν π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η ς παιδί, και μια όμορφη και καλή, που τη μισούσε,
γ ι α τ ί την είχε προγονή. Κ ά π ο τ ε λοιπόν έτυχε κι η π ρ ο γονή της μάγισσας είχε μιαν όμορφη π ο δ ί τ σ α
κι η ά
σ χ η μ η θ υ γ α τ έ ρ α τ η ν είδε και τ η ζήλεψε κ ι ά ρ χ ι σ ε ν α τ η γυρεύει μ' ε π ι μ ο ν ή απ τη μ ά ν α τ η ς . « Η σ ύ χ α σ ε , κορού λ α μ ο υ » , τ η ς ε ί π ε η γ ρ ι ά , « κ ι η π ο δ ί τ σ α δεν θ ' α ρ γ ή σ ε ι να γίνει δική σου. Α π ό καιρό σ κ έ φ τ ο μ α ι να β γ ά λ ω α π ό τη μέση την αδερφή σου. Α π ό ψ ε το βράδυ, όταν θα κοι μηθεί, θ ά ' ρ θ ω κ α ι θ α τ η ς κ ό ψ ω τ ο κ ε φ ά λ ι . Κ ο ί τ α μόνο ν α π λ α γ ι ά σ ε ι ς εσύ α π
τη μέσα μεριά του κρεβατιού και
να τη σ π ρ ώ ξ ε ι ς εκείνην έ ξ ω έ ξ ω ». Κι έτσι θα π ή γ αιν ε άκλαυτο το κακόμοιρο το κορί τ σ ι , α ν δεν τ ύ χ α ι ν ε ν α σ τ έ κ ε ι ε κ ε ί σ τ η γ ω ν ι ά κ α ι ν
α
κούσει όλα όσα είπε η μ ά γ ι σ σ α στη θ υ γ α τ έ ρ α της. Ό λ η μ έ ρ α δεν τ η ν ά φ η σ α ν ο ύ τ ε τ η ν π ό ρ τ α ν α π λ η σ ι ά σ ε ι , γ ι α να μη βγει έ ξ ω . Κι όταν ήρθε η ώ ρ α του ύπνου, η άλλη
έπεσε σ τ α γ ρ ή γ ο ρ α α π ' τη μέσα μεριά του κρεβατιού και της άφησε την απ
έξω. Μόλις όμως κοιμήθηκε η κακιά
αδερφή, το δύστυχο κορίτσι την έσπρωξε σιγά σιγά προς τ α έ ξ ω και χ ώ θ η κ ε στη θέση της, κοντά στον τ ο ί χ ο . Τ η ν ύ χ τ α γλίστρησε αθόρυβα στην κ ά μ α ρ α τους η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α : στο δεξί τ η ς χέρι κ ρ α τ ο ύ σ ε ένα τσεκούρι έψαξε π ρ ώ τ α με τ
κι αφού
αριστερό, γ ι α να βεβαιωθεί π ω ς κ ά
ποιος κοιμόταν π ρ ά γ μ α τ ι στην έξω μεριά του κρεβατιού, σ ή κ ω σ ε το τσεκούρι με τα δυο τ η ς χ έ ρ ι α κι έκοψε το κ ε φάλι της
ίδιας τ η ς τ η ς θ υ γ α τ έ ρ α ς .
Ό τ α ν έφυγε η μάγισσα, σηκώθηκε η κοπέλα και π ή γε στον α γ α π η μ έ ν ο της, π ο υ τον έλεγαν
Ρολάνδο, και
χ τ ύ π η σ ε την π ό ρ τ α του. Κι όταν τ η ς άνοιξε, του είπε : " Ά κ ο υ σ ε με,
αγαπημένε μου
Ρολάνδε, πρέπει να φύ
γ ο υ μ ε όσο μ π ο ρ ο ύ μ ε π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α να με σκοτώσει,
η μητριά μου ήθελε
αλλά αντί γ ι α μένα σκότωσε την
ίδια
της την κόρη. Μόλις ξημερώσει και καταλάβει τι έκανε, π ά μ ε χ α μ έ ν ο ι ».
—
" Άκου
ό μ ω ς τη
συμβουλή
μου »,
τ η ς αποκρίθηκε ο Ρολάνδος, « και π ή γ α ι ν ε να τ η ς π ά ρ ε ι ς το μ α γ ι κ ό τ η ς ραβδάκι. Γ ι α τ ί μόνο έτσι θα κ α τ α φ έ ρ ο υ μ ε να γλιτώσουμε, όταν θα μας πάρει στο κυνήγι ». Ξ α ν α γύρισε λοιπόν η κοπέλα στο σπίτι και πήρε το μ α γ ι κ ό ραβδάκι της μητριάς της. Κι ύστερα σήκωσε το κομμένο κεφάλι της αδερφής της κι έσταξε τρεις σταγόνες αίμα στο π ά τ ω μ α , μια μ π ρ ο σ τ ά στο
κρεβάτι, μια στην
κου
ζίνα και μια στις σκάλες. Κι α μ έ σ ω ς έφυγε μαζί με τον αγαπημένο της. Το
πρωί
που
σηκώθηκε
η
γριά
μάγισσα,
φώναξε
τη θυγατέρα της να της δώσει την όμορφη ποδίτσα θυγατέρα
της
όμως
δεν
ερχόταν.
"
Πού
είσαι,
η
κόρη
μ ο υ ; », φ ώ ν α ξ ε τ ό τ ε η γ ρ ι ά . « Ε, μ ά ν α , εδω στις σ κ ά -
λες ε ί μ α ι κ α ι σ κ ο υ π ί ζ ω ! », α π ο κ ρ ί θ η κ ε η μ ι α σ τ α γ ό ν α . Β γ ή κ ε σ τ ι ς σ κ ά λ ε ς η μ ά ν α , α λ λ ά δεν ε ί δ ε κ α ν έ ν α ν . Ξ α ναφώναξε
λοιπόν :
" Πού
είσαι,
κόρη
μ ο υ ; » — α Ε,
μάνα, εδώ στην κουζίνα είμαι και ζεσταίνω τα χεράκια μου στη φ ω τ ι ά ! » Έ τ ρ ε ξ ε η μ ά γ ι σ σ α στην κουζίνα, αλ λ ά π ά λ ι δεν β ρ ή κ ε τ η θ υ γ α τ έ ρ α τ η ς . Κ α ι γ ι α τ ρ ί τ η φ ο ρ ά φώναξε :
« Π ο ύ ε ί σ α ι , κ ό ρ η μ ο υ ; » — « Ε, μ ά ν α , ε δ ώ
στο κρεβάτι είμαι και κ ο ι μ ά μ α ι ! » Π ή γ ε τότε η μάγισ σα στην κ ά μ α ρ α και τι να δει; Το παιδί της σφαγμένο, ν α κ ο λ υ μ π ά ε ι σ τ ο ίδιο τ ο υ τ ο α ί μ α . Κ α ι τ ο ύ ' χ ε κ ό ψ ε ι τ ο κεφάλι με τα χέρια της. Τρελή α π ' το θυμό της η
μ ά γ ι σ σ α βρέθηκε μ' ένα
π ή δ η μ α στο παράθυρο, κι επειδή το βλέμμα της έφτανε π ο λ ύ μ α κ ρ ι ά , είδε τ η ν π ρ ο γ ο ν ή τ η ς ν α τ ρ έ χ ε ι μ α ζ ί μ ε τον Ρ ο λ ά ν δ ο . « Τ ώ ρ α δεν σ α ς σ ώ ν ε ι τ ί π ο τ α » , φ ώ ν α ξ ε . « Ό π ο υ κι αν π ά τ ε , θα σας φ τ ά σ ω . Δεν μ π ο ρ ε ί τ ε να μου ξε φύγετε ! » Φόρεσε τότε τα μ α γ ι κ ά π α π ο ύ τ σ ι α της, που σε κάθε β ή μ α έκοβαν μιας ώρας δρόμο, και γρήγορα γ ρ ή γ ο ρ α τους έφτασε. Είδε η κ ο π έ λ α τη μάγισσα, που κόν τευε να τους αρπάξει, και με το μαγικό ραβδάκι μετα μ ό ρ φ ω σ ε τον α γ α π η μ έ ν ο τ η ς Ρ ο λ ά ν δ ο σε λίμνη. Κι η ίδια έγινε π ά π ι α κι άρχισε να κ ο λ υ μ π ά ε ι σ τ α νερά τ η ς . Η μ ά γισσα στάθηκε
στην
όχθη
κι άρχισε να ρίχνει
ψωμάκι
κι έβαζε τα δυνατά της να τραβήξει την π ά π ι α έξω α π ' το νερό. Η π ά π ι α ό μ ω ς δεν έ β γ α ι ν ε μ ε τ ί π ο τ α . Κ α ι τ ο β ρ ά δυ η μ ά γ ι σ σ α α ν α γ κ ά σ τ η κ ε να γυρίσει σπίτι τ η ς μ' άδεια χέρια. Το κορίτσι κι ο Ρολάνδος πήραν τότε την ανθρώ π ι ν η μ ο ρ φ ή τ ο υ ς κ ι ά ρ χ ι σ α ν π ά λ ι ν α τρέχουν, όλη ν ύ χ τ α ώς το πρωί. Με την αυγή όμως η κοπέλα μεταμόρφωσε τον
Ρολάνδο σε βιολιστή κι η
ίδια έγινε τριαντάφυλλο
π ά ν ω σ ε μ ι α ν ά γ ρ ι α τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ ι ά , όλο μ υ τ ε ρ ά α γ κ ά θ ι α .
Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α και κατέφθασε η μάγισσα. Είδε το λουλούδι και είπε
στο βιολιστή :
« Καλέ μου
μουσι-
κ ά ν τ η , μ π ο ρ ώ να κ ό ψ ω αυτό το λουλούδι και να το π ά ρ ω μαζί μου; " — " Και βέβαια, καλή κ υ ρ ά ! », της α π ά ν τ η σ ε ο βιολιστής. « Κι ε γ ώ θα σου π α ί ζ ω με το βιολάκι μου ! » Χ ώ θ η κ ε λοιπόν η μ ά γ ι σ σ α μ έ σ α στ
αγκάθια τού
θάμνου β ι α σ τ ι κ ή , γ ι α να κόψει το λουλούδι. Γ ι α τ ί ήξερε πολύ καλά π ω ς μέσα στο τριαντάφυλλο κρυβόταν η προ γονή της. Τ ό τ ε άρχισε ο βιολιστής να παίζει με το βιο λάκι του. Κι η μουσική του ήταν μ α γ ι κ ή κι είτε της άρε σε τ η ς μ ά γ ι σ σ α ς είτε όχι, τα π ό δ ι α της άρχισαν να χ ο ρεύουν. Κι όσο π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α έ π α ι ζ ε ο β ι ο λ ι σ τ ή ς τ ό σ ο γρήγορα χόρευε
η
μάγισσα,
τόσο
τόσο πιο άγρια την τσιμπούσαν τ
πιο
πιο
ψηλά πηδούσε,
αγκάθια και της έσκι
ζ α ν τ α ρ ο ύ χ α κ α ι τ η μ ά τ ω ν α ν σ ' όλο τ η ς τ ο κ ο ρ μ ί . Κ α ι ε π ε ι δ ή η μ ο υ σ ι κ ή δεν σ τ α μ α τ ο ύ σ ε , χ ό ρ ε υ ε , χ ό ρ ε υ ε κ ι α υ τ ή , ώσπου σωριάστηκε κ ά τ ω νεκρή. Έ τ σ ι γλίτωσαν κι ο Ρολάνδος είπε : « Θα π ά ω τ ώ ρ α στον π α τ έ ρ α μου, να ε τ ο ι μ ά σ ο υ μ ε το γ ά μ ο ». — « Ε γ ώ τότε θα μείνω εδώ και θα σε περιμένω. Και γ ι α να μη με κ α τ α λ ά β ε ι κανείς, θα μ ε τ α μ ο ρ φ ω θ ώ σ' ένα κόκκινο ό μορφο βότσαλο ». Έ φ υ γ ε λοιπόν ο Ρολάνδος και το κο ρίτσι έγινε ένα όμορφο κόκκινο βότσαλο στη
μέση τού
αγρού και περίμενε τον α γ α π η μ έ ν ο του. Μόλις ό μ ω ς ο Ρολάνδος έφτασε στο σπίτι του, μ π λ έ χ τ η κ ε
στα δίχτυα
μιας άλλης, π ο υ τον κ α τ ά φ ε ρ ε να ξεχάσει την κ α λ ή του. Πέρασε έτσι πολύς
καιρός
που η κοπέλα στεκόταν στη
μ έ σ η τ ο υ α γ ρ ο ύ κ α ι τ ο ν π ε ρ ί μ ε ν ε . Κ ι ο Ρ ο λ ά ν δ ο ς δεν ε ρ χόταν. Είδε κι απόειδε η καημένη, αποφάσισε στη στε ν α χ ώ ρ ι α τ η ς να μ ε τ α μ ο ρ φ ω θ ε ί σε λουλούδι. Κι είπε με το νου τ η ς : « Κ ά π ο ι ο ς θα π ε ρ ά σ ε ι κ α ι θα με π α τ ή σ ε ι ! »
Έ τ υ χ ε όμως και πέρασε
α π ό κει
ένας βοσκός, π ο υ
έ β ο σ κ ε τ α π ρ ό β α τ α του. Κ α ι είδε τ ο λουλούδι κ α ι τ ο υ φάνηκε τόσο όμορφο
που
τό 'κοψε και
το
πήρε μαζί
τ ο υ σ τ η ν κ α λ ύ β α τ ο υ . Α π ό τ η μ έ ρ α ε κ ε ί ν η όλο θ α υ μ α σ τ ά π ρ ά γ μ α τ α γίνονταν
στο
μαντρί του
βοσκού.
Το πρωί
π ο υ σ η κ ω ν ό τ α ν κ ά π ο ι ο ς ε ί χ ε τ ε λ ε ι ώ σ ε ι κ ι ό λ α ς όλες τ ο υ τις δουλειές : η κ α λ ύ β α ή τ α ν σκουπισμένη, το τ ρ α π έ ζ ι κι ο π ά γ κ ο ς τ α χ τ ι κ ά στη θέση τους, η φ ω τ ι ά στο τ ζ ά κ ι αναμμένη κι ο κ ο υ β ά ς γ ε μ ά τ ο ς με φρέσκο νεράκι. Κ α ι το μεσημέρι, όταν γύριζε α π ' τη βοσκή, έβρισκε το τρα πέζι στρωμένο και νόστιμο φ α γ η τ ό στο π ι ά τ ο του. Και δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κ α τ α λ ά β ε ι π ο ι ο ς τ ο ύ ' κ α ν ε α υ τ ό τ ο κ α λ ό κ α ι τ ο ν β ο η θ ο ύ σ ε . Γ ι α τ ί π ο τ έ δεν ε ί χ ε δ ε ι ψ υ χ ή κ ι ο ύ τ ε μπορούσε να κρυφτεί κανένας μέσα στη μικρή του κ α λυβούλα. Κι όσο κι αν τ ο υ άρεσαν όλες α υ τ έ ς οι π ε ρ ι π ο ι ή σεις, στο τέλος φοβήθηκε π ι α και π ή γ ε σε μ ι α σοφή γ ρ ι ά να τον ορμηνέψει. Κι η γ ρ ι ά τ ο υ είπε : « Μ ά γ ι α μού μ υ ρίζονται. Κ ο ί τ α ν ά ' χ ε ι ς τ α μ ά τ ι α σου δ ε κ α τ έ σ σ ε ρ α α ύ ριο τ ο π ρ ω ί , κ ι α ν δ ε ι ς τ ί π ο τ α ν α σ α λ ε ύ ε ι , β ι ά σ ο υ ν α π ε τ ά ξ ε ι ς α π ό π ά ν ω τ ο υ έ ν α ά σ π ρ ο π α ν ί . Τ ό τ ε ο μ ά γ ο ς δεν θα μ π ο ρ έ σ ε ι να σου κ ρ υ φ τ ε ί ». Ο β ο σ κ ό ς έκανε ό,τι τ ο υ είπε κ α ι την άλλη μέρα το π ρ ω ί , με το π ο υ χ ά ρ α ξ ε , είδε το λουλούδι να σαλεύει μ έ σ α στο ανθογυάλι του. Έ τ ρ ε ξε α μ έ σ ω ς και το σκέπασε μ' ένα ά σ π ρ ο πανί" κι α μ έ σ ω ς τ α μ ά γ ι α χ ά θ η κ α ν και π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ ε μ π ρ ο σ τ ά του ένα όμορφο κορίτσι, π ο υ του μίλησε και του είπε ότι αυτό ή τ α ν μ ε τ α μ ο ρ φ ω μ έ ν ο σε λουλούδι
που
συγύριζε και τού
' κ α ν ε όλο τ ο ν ο ι κ ο κ υ ρ ι ό τ ο υ . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι τ ο υ δ ι η γ ή θ η κ ε ολόκληρη την ιστορία του κι επειδή ήταν όμορφο πολύ, ο βοσκός ρ ώ τ η σ ε αν ήθελε να τον π α ν τ ρ ε υ τ ε ί . Η κ ο π έ λ α ό μ ω ς αποκρίθηκε : « Ό χ ι ».
Γ ι α τ ί ήθελε να μείνει π ι -
στή στον α γ α π η μ έ ν ο τ η ς
Ρολάνδο,
μ'
όλο π ο υ ε κ ε ί ν ο ς
την είχε π α ρ α τ ή σ ε ι . Υ π ο σ χ έ θ η κ ε ό μ ω ς στον κ α λ ό βοσκό ότι δεν θ α φ ύ γ ε ι , π α ρ ά θ α μείνει κ ο ν τ ά του κ α ι θ α φ ρ ο ν τίζει το νοικοκυριό του. Ώ σ π ο υ ήρθε ο καιρός π ο υ ο Ρολάνδος ετοίμασε το γ ά μ ο του. Και σύμφωνα με το έθιμο της χ ώ ρ α ς κάλεσαν όλα τα κ ο ρ ί τ σ ι α νά 'ρθουν να τραγουδήσουν π ρ ο ς τ ι μ ή ν του γ α μ π ρ ο ύ και της νύφης. σε λ ύ π η βαθιά όταν τ
Η πιστή κοπέλα βυθίστηκε
άκουσε, τόσο που νόμισε ότι θά
' σ π α γ ε η κ α ρ δ ι ά τ η ς . Κ α ι δεν ή θ ε λ ε ν α π ά ε ι . Ο ι άλλες ό μ ω ς ή ρ θ α ν κ α ι τ η ν π ή ρ α ν μ α ζ ί τ ο υ ς . Κ α ι δεν ή θ ε λ ε ν α τ ρ α γ ο υ δ ή σ ε ι , κ ι όλο έδινε τ η σ ε ι ρ ά τ η ς σ τ ι ς ά λ λ ε ς , ώ σ π ο υ π ι α δεν ε ί χ ε μείνει κ α μ ι ά ά λ λ η κ ι ή τ α ν η τ ε λ ε υ τ α ί α . Τ ό τ ε π ι α δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κ ά ν ε ι α λ λ ι ώ ς . Κ α ι μ ό λ ι ς ά ρ χισε το τραγούδι κι έφτασε η φωνή της στ5 αυτιά τού Ρολάνδου, τ ι ν ά χ τ η κ ε εκείνος μ' ένα π ή δ η μ α και φ ώ ν α ξε : " Τη γ ν ω ρ ί ζ ω α υ τ ή τη φ ω ν ή , α υ τ ή είναι η α γ α π η μένη μου κ ι ά λ λ η κ α μ ι ά δεν π α ί ρ ν ω γ ι α γ υ ν α ί κ α » . Ό λ α όσα είχε ξεχάσει κι όλα όσα είχαν σβηστεί α π ' το μυαλό του, ξανάρθαν μέσα σε μια σ τ ι γ μ ή κι η καρδιά του π λ η μ μύρισε α π ' α γ ά π η .
Παντρεύτηκε τότε η πιστή κοπέλα
τον π ο λ υ α γ α π η μ έ ν ο τ η ς Ρολάνδο και τέλειωσαν τ α β ά
σανα
της.
Κι α π ό τότε έζησε κ α λ ά κι εμείς καλύτερα.
57.
Το χρυσό πουλί
Π
ΡΙΝ ΑΠΟ
ΠΟΛΥΝ
ΠΟΛΥΝ
ΚΑΙΡΟ ζούσε ένας β α
σιλιάς, π ο υ είχε έναν π α ν έ μ ο ρ φ ο κ ή π ο π ί σ ω α π
το
π α λ ά τ ι του. Κ α ι μέσα στον κ ή π ο είχε μ ι α μηλιά, φ ο ρ τ ω μένη με ολόχρυσα μήλα. Ό τ α ν τα μήλα ωρίμασαν, ο βα σιλιάς π ρ ό σ τ α ξ ε να τα μετρήσουν. Κ α ι την άλλη μέρα το π ρ ω ί τα μ έ τ ρ η σ α ν π ά λ ι κι έλειπε ένα. Μόλις τό ' μ α θ ε ο βασιλιάς, α π ο φ ά σ ι σ ε να βάλει φρουρό κ ά τ ω απ το δέντρο να το φυλάει τις νύχτες. Ο βασιλιάς είχε τρεις γιους και όταν σκοτείνιασε, έστειλε τον μεγαλύτερο στον κ ή π ο , να προσέχει τα χρυσά μήλα. Τα μεσάνυχτα όμως ο πρίγκι π α ς δεν ά ν τ ε ξ ε άλλο κ ι α π ο κ ο ι μ ή θ η κ ε . Κ α ι τ η ν ά λ λ η μ έ ρα το π ρ ω ί έλειπε π ά λ ι ένα μήλο. Το επόμενο βράδυ ή τ α ν η σειρά του δεύτερου γ ι ο υ . Α λ λ ά κι αυτός έ π α θ ε τα ίδια : στις δ ώ δ ε κ α τη ν ύ χ τ α π α ρ α δ ό θ η κ ε στον ύπνο, ό π ω ς κι ο αδερφός του. Κ α ι τ ο π ρ ω ί έλειπε π ά λ ι ένα μήλο. Ή ρ θ ε κι η σειρά του τρίτου, π ο υ ήταν έτοιμος να π ά ε ι . Ο βα σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς δ ε ν τ ο ύ ' χ ε κ α μ ι ά ε μ π ι σ τ ο σ ύ ν η κ α ι δεν ή θ ε λ ε να τον αφήσει
α φ ο ύ τ α μ ε γ α λ ύ τ ε ρ α α δ έ ρ φ ι α τ ο υ δεν τ ά
'χαν καταφέρει, απ βασιλόπουλο
τ ο ν μ ι κ ρ ό δεν π ε ρ ί μ ε ν ε τ ί π ο τ α . Τ ο
όμως επέμενε και τελικά ο
βασιλιάς τού
έδωσε την άδεια. Ο μικρός γιος λοιπόν ξ ά π λ ω σ ε κ ά τ ω απ
το δέντρο και π ρ ό σ ε χ ε να μην τον πάρει
ο ύπνος.
Κι όταν χ τ ύ π η σ α ν μ ε σ ά ν υ χ τ α , άκουσε ένα θρόισμα στον αέρα κ ι είδε στο φ ε γ γ α ρ ό φ ω τ ο ένα π ο υ λ ί ν α π λ η σ ι ά ζ ε ι π ε τ ώ ν τ α ς : το φ τ έ ρ ω μ ά του άστραφτε ολόχρυσο. Το πουλί κάθισε σ τ α κλαδιά της μηλίτσας. Κι είχε μόλις αρχίσει να
τ σ ι μ π ο λ ο γ ά ε ι ένα μήλο, όταν το βασιλόπουλο έ β γ α λ ε το τόξο του και το σημάδεψε. Το βέλος ό μ ω ς ξ α σ τ ό χ η σ ε . Ί σ α που πέρασε ξυστά α π ' τη
φτερούγα του
και τού
'ριξε κ ά τ ω ένα χρυσό πούπουλο. Το βασιλόπουλο το μ ά ζεψε και την άλλη μέρα το π ρ ω ί τό 'δειξε στο βασιλιά. Τ ο υ δ ι η γ ή θ η κ ε ό σ α ε ί χ ε δει τ η ν ύ χ τ α κ ι εκείνος κ ά λ ε σ ε α μ έ σ ω ς συμβούλιο. Ό λ ο ι ο ι σοφοί συμφώνησαν π ω ς ένα τέτοιο πούπουλο αξίζει περισσότερο α π ' ολόκληρο το βα σίλειο.
" Αν α υ τ ά τα π ο ύ π ο υ λ α είναι τόσο π ο λ ύ τ ι μ α »,
ε ί π ε τ ό τ ε ο β α σ ι λ ι ά ς , « τι να μου κάνει ένα μ ο ν ά χ α ; Θ έ λω ολόκληρο το π ο υ λ ί !
Πρέπει να το πιάσουμε πάση
θυσία! » Π ρ ώ τ ο ς ξεκίνησε ο μεγαλύτερος γιος. Ε ί χ ε μεγάλη εμπιστοσύνη
στην
εξυπνάδα του
και πίστευε
πως
θά
'βρισκε σίγουρα το χρυσό πουλί. Δρόμο πήρε, δρόμο ά φ η σε, ώ σ π ο υ συνάντησε στην ά κ ρ η ενός δάσους μιαν α λ ε π ο ύ και σήκωσε το ντουφέκι του να τη σκοτώσει. Η αλεπού τότε φώναξε : " Μη με σκοτώνεις κι ε γ ώ γι' α ν τ ά λ λ α γ μ α θ α σου δ ώ σ ω
μια καλή
συμβουλή.
Γυρεύεις το χρυσό
πουλί. Κι α π ό ψ ε το βράδυ θα φ τ ά σ ε ι ς σ' ένα χ ω ρ ι ό . Μ π α ί νοντας θα δεις δυο π α ν δ ο χ ε ί α , το ένα αντίκρυ στο άλλο. Τ ο ένα θ α είναι κ α τ ά φ ω τ ο κ α ι γ ε μ ά τ ο κ ό σ μ ο , π ο υ θ α γλεντάει ώς α ρ γ ά . Π ρ ό σ ε ξ ε ό μ ω ς ! Μην μ π ε ι ς εκεί μέσα. Π ή γ α ι ν ε σ τ ο άλλο, όσο σ κ ο τ ε ι ν ό κ α ι φ τ ω χ ι κ ό κ ι α ν σου φ α ν ε ί ! » — « Σ ι γ ά μη
δεν α κ ο λ ο υ θ ή σ ω τ ι ς σ υ μ β ο υ λ έ ς
ενός α ν ό η τ ο υ ζ ω ν τ ό β ο λ ο υ ! », σ υ λ λ ο γ ί σ τ η κ ε ο π ρ ί γ κ ι π α ς και πάτησε τη σκανδάλη. Ξαστόχησε όμως κι η αλεπού μ ά ζ ε ψ ε την ουρά τ η ς κ α ι τό ' σκάσε. Ο π ρ ί γ κ ι π α ς συνέ χισε το δρόμο του και, π ρ ά γ μ α τ ι , έφτασε το βράδυ σ' ένα χ ω ρ ι ό κ α ι είδε τα δυο π α ν δ ο χ ε ί α : στο ένα γ ε λ ο ύ σ α ν κ α ι χόρευαν, το άλλο έμοιαζε μίζερο και τρισάθλιο.
« Δεν
είμαι χ α ζ ό ς », σκέφτηκε, « να π ά ω
σ' αυτήν
τη σκο
τ ε ι ν ή τ ρ ύ π α , τ η ν ώ ρ α π ο υ όλος ο κ ό σ μ ο ς τ ο γ λ ε ν τ ά ε ι μ ε την ψυχή του εδώ δίπλα ». Μ π ή κ ε λοιπόν στο κ α τ ά φ ω τ ο πανδοχείο.
Και με τις γιορτές, τα γλέντια και τις δια
σκεδάσεις,
έμεινε
εκεί και ξέχασε
τα π ά ν τ α :
και
το
χρυσό πουλί και τον π α τ έ ρ α του και τις καλές ορμήνειες που τού 'χε δώσει γ ι α το δρόμο. Πέρασε καιρός πολύς κι ο μεγάλος γιος του βασιλιά δεν έ λ ε γ ε να γ υ ρ ί σ ε ι . Ξ ε κ ί ν η σ ε λ ο ι π ό ν κι ο δ ε ύ τ ε ρ ο ς , να βρει το χ ρ υ σ ό πουλί. Σ τ η ν άκρη του δάσους συνάντησε κι αυτός την αλεπού, που τού 'δωσε την καλή της συμβου λή. Εκείνος ό μ ω ς αδιαφόρησε, ό π ω ς κι ο αδερφός του. Φ τ ά ν ο ν τ α ς σ τ ο χ ω ρ ι ό , τον είδε ο α δ ε ρ φ ό ς τ ο υ , π ο υ σ τ ε κόταν στο παράθυρο του κ α τ ά φ ω τ ο υ πανδοχείου, κι αμέ σως ν'
τον
φώναξε.
αντισταθεί :
Ο δεύτερος π ρ ί γ κ ι π α ς
μπήκε
δεν μ π ό ρ ε σ ε
μέσα και παραδόθηκε κι αυτός
στις διασκεδάσεις και τα γλέντια ξεχνώντας τα πάντα. Πέρασε πάλι καιρός πολύς.
Και ο τρίτος γιος τού
βασιλιά ήθελε κι αυτός να ξεκινήσει
και
να δοκιμάσει
τ η ν τ ύ χ η τ ο υ . Ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ ό μ ω ς δεν ε ν ν ο ο ύ σ ε ν α τ ο ν αφήσει.
« Μάταιος
μπόρεσαν τ
κόπος
",
σκεφτόταν.
« Αφού
δεν
α δ έ ρ φ ι α τ ο υ να βρουν το χ ρ υ σ ό πουλί, π ώ ς
θα τα καταφέρει ετούτος; Κι αν του τύχει κανένα κακό, δεν θ α ξ έ ρ ε ι τ ι ν α κ ά ν ε ι . Κ α λ ύ τ ε ρ α ν α τ ο ν κ ρ α τ ή σ ω κ ο ν τ ά μ ο υ ! » Ε π ε ι δ ή ό μ ω ς ο μ ι κ ρ ό ς τ ο υ γ ι ο ς δεν τ ο ν ά φ η ν ε σε ησυχία, α ν α γ κ ά σ τ η κ ε τελικά να τον αφήσει να φύγει. Σ τ η ν άκρη του δάσους συνάντησε κι αυτός την αλεπού, που του ζήτησε να της χαρίσει τη
ζ ω ή και τού 'δωσε
γι' αντάλλαγμα τη συμβουλή της. Και το βασιλόπουλο της φέρθηκε με καλοσύνη και τ η ς είπε : " Μη φοβάσαι, κ υ ρ ά - Μ α ρ ι ώ , κ ι ε γ ώ δεν θ α σ ε π ε ι ρ ά ξ ω ! » — « Θ α σ ' τ ο ξ ε -
πληρώσω
το
καλό
που
μού
' κ α ν ε ς ! »,
αποκρίθηκε η
αλεπού. " Και γ ι α να φτάσεις γρηγορότερα, ανέβα στην ουρά μου ». Δεν π ρ ό λ α β ε κ α λ ά κ α λ ά ν' ανέβει,
κι η αλε
π ο ύ άρχισε ν α τρέχει σαν α σ τ ρ α π ή , π η δ ώ ν τ α ς π ά ν ω α π ό βουνά και κ ά μ π ο υ ς , ενώ ο άνεμος σφύριζε μέσα α π ' τα μ α λ λ ι ά του κ α β α λ ά ρ η . Ό τ α ν έ φ τ α σ α ν στο χ ω ρ ι ό , τ ο β α σιλόπουλο ξεπέζεψε, κι ακολουθώντας
αλεπούς
μπήκε
στο
σκοτεινό
και
τη συμβουλή τής
φτωχικό
πανδοχείο,
δίχως να γυρίσει να κοιτάξει απέναντι. Εκεί πέρασε ήσυ χα ή σ υ χ α τη ν ύ χ τ α του και την άλλη μέρα το π ρ ω ί ξεκί νησε να συνεχίσει το δρόμο του. Α λ λ ά έ ξ ω του χωριού
α π ' τα σπίτια
βρήκε π ά λ ι την αλεπού να τον περιμένει :
" Τ ώ ρ α θ α σου π ω τ ι άλλο π ρ έ π ε ι ν α κάνεις γ ι α ν α βρεις το χρυσό πουλί. Π ρ ο χ ώ ρ α ίσια μ π ρ ο σ τ ά και θα φτάσεις
Σ έναν π ύ ρ γ ο .
Θ α δεις μ π ρ ο σ τ ά σου ολόκληρο σ τ ρ α τ ό ,
α λ λ ά μ η φ ο β η θ ε ί ς . Γ ι α τ ί όλοι ο ι σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς Ο α κ ο ι μ ο ύ ν ται και θα ροχαλίζουν. στον π ύ ρ γ ο .
Πέρνα ανάμεσα τους και μπες
Προχώρα δίχως καθυστέρηση, να διασχί
σεις όλες τ ι ς αίθουσες. Κ α ι τέλος θα φ τ ά σ ε ι ς
σε μια μι
κρή κ ά μ α ρ η , ό π ο υ θα δεις κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο ένα ξύλινο κλουβ ά κ ι . Ε κ ε ί μ έ σ α είναι το χρυσό πουλί. Δ ί π λ α θα βρεις κι ένα ολόχρυσο
κλουβί,
άδειο.
Αλλά
μ η β γ ά λ ε ι ς τ ο π ο υ λ ί α π ' τ ο ξύλινο
πρόσεξε καλά :
κλουβί
του γ ι α να
το βάλεις στο χρυσό ! Γ ι α τ ί θα βρεις κ α κ ό τέλος ». Κ α ι μ' α υ τ ά τα λόγια η αλεπού τον π ή ρ ε π ά λ ι στην ουρά της κ ι ά ρ χ ι σ ε ν α τ ρ έ χ ε ι σαν α σ τ ρ α π ή , π η δ ώ ν τ α ς π ά ν ω α π ό βουνά και κ ά μ π ο υ ς , ενώ ο άνεμος σφύριζε μέσα σ τ α μαλ λιά του κ α β α λ ά ρ η . Κι όταν έφτασαν μ π ρ ο σ τ ά στον π ύ ρ γ ο , το βασιλόπουλο τα β ρ ή κ ε όλα ό π ω ς του τά ' χ ε π ε ι η α λ ε π ο ύ . Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε μ έ σ α α π ' όλες τ ι ς αίθουσες κ ι έ φ τ α σε στη μικρή καμαρούλα, όπου βρήκε το χρυσό πουλί μ έ σ α στο ξύλινο κλουβί, ενώ δ ί π λ α κ ρ ε μ ό τ α ν ένα ολό χρυσο κλουβί, αδειανό. Και μέσα στην καμαρούλα βρή κε και τα τρία χρυσά μήλα α π ' τη μηλίτσα του π α τ έ ρ α του. " Κ ρ ί μ α θά 'ναι », σ κ έ φ τ η κ ε τ ό τ ε το βασιλόπουλο, « ν' αφήσο^ τέτοιο πουλί μ έ σ α σ' ένα τ ό σ ο ά σ χ η μ ο κ α ι φ τ ω χ ι κ ό κλουβί ».
Ά ν ο ι ξ ε τ ό τ ε την π ό ρ τ α του ξύλινου
κλουβιού, έπιασε το πουλί και τό 'βαλε μέσα στο χρυσό κλουβί. Τ η ν ίδια σ τ ι γ μ ή ό μ ω ς εκείνο άρχισε να τσιρίζει τόσο δυνατά
που ξύπνησε
όλους τ ο υ ς σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς .
Ε
κείνοι όρμησαν μέσα, τον έ π ι α σ α ν και τον έριξαν στη φ υ λ α κ ή . Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί , τον πέρασαν α π ό δίκη. Κι αφού ο π ρ ί γ κ ι π α ς ομολόγησε τα π ά ν τ α , τον κ α τ α δ ί κασαν σε θάνατο. Αλλά ο βασιλιάς του πύργου αποφάσι σ ε ν α τ ο υ χ α ρ ί σ ε ι τ η ζ ω ή , μ ' έ ν α ν όρο : ν α β ρ ε ι κ α ι ν α
του φέρει το χρυσό άλογο, π ο υ τ ρ έ χ ε ι π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α κι α π ό τ ο ν ά ν ε μ ο . Α ν τ α κ α τ ά φ ε ρ ν ε , δεν θ α τ ο υ χ ά ρ ι ζ ε μ ο ν ά χ α τη ζ ω ή , αλλά θα τού 'δινε χ ά ρ ι σ μ α και το χρυσό πουλί. Το βασιλόπουλο π ή ρ ε π ά λ ι το δρόμο, αλλά η λ ύ π η τού βάραινε την καρδιά.
Γ ι α τ ί δεν ήξερε π ο ύ μ π ο ρ ο ύ σ ε
ν α βρει τ ο χ ρ υ σ ό ά λ ο γ ο . Ε κ ε ί π ο υ π ή γ α ι ν ε , ν ά σου ξ α φ νικά η αλεπού μπροστά του. η αλεπού. « Δεν μ
" Β λ έ π ε ι ς ; »,
τον ρ ώ τ η σ ε
ά κ ο υ σ ε ς , κ α ι τ ώ ρ α νά τι έ π α θ ε ς ! Α λ
λ ά μ η χ ά ν ε ι ς τ ο κ ο υ ρ ά γ ι ο σ ο υ , γ ι α τ ί ε γ ώ δεν θ α σ ' α φ ή σ ω α β ο ή θ η τ ο : θ α σου π ω π ο ύ θ α βρεις τ ο χ ρ υ σ ό ά λ ο γ ο . Θ α π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ι ς ίσια μ π ρ ο σ τ ά κ α ι θ α φ τ ά σ ε ι ς σ ' έναν π ύ ρ γ ο . Μ π ρ ο σ τ ά στους σ τ ά β λ ο υ ς του θ α δεις τ ο υ ς ι π π ο κόμους και τους σταβλίτες να κοιμούνται βαθιά. Μη φο βηθείς.
Μ π ε ς στους σ τ ά β λ ο υ ς τους, κι εκεί θα δεις το
χρυσό άλογο. Έ ν α μόνο ν α θ υ μ ά σ α ι , γ ι α ν α μην την ξ α ναπάθεις : μην του βάλεις τη χ ρ υ σ ή και π λ ο υ μ ι σ τ ή σέλα, αλλά τ η φ τ ω χ ι κ ή , π ο υ είναι φ τ ι α γ μ έ ν η α π ό ξύλο κ ι α π ό δέρμα. Α λ λ ι ώ ς θα το μ ε τ α ν ι ώ σ ε ι ς π ι κ ρ ά ! " Κι η αλεπού τον ξ α ν α π ή ρ ε στην ουρά τ η ς κι άρχισε να τρέχει σαν την α σ τ ρ α π ή , π η δ ώ ν τ α ς π ά ν ω α π ό βουνά και κ ά μ π ο υ ς , ενώ ο άνεμος σφύριζε μέσα στα μαλλιά του κ α β α λ ά ρ η . Κι όλα έγιναν έτσι ό π ω ς τα είχε πει η αλεπού : το βασιλόπουλο μ π ή κ ε στους στάβλους και βρήκε το χρυσό άλογο. Αλλά τη
στιγμή
που
ετοιμαζόταν
να
το
σελώσει,
συλλογί
σ τ η κ ε : " Τ έ τ ο ι ο ολόχρυσο ά λ ο γ ο είναι ν τ ρ ο π ή να το σελ ώ σ ω μ' αυτήν την π α λ ι ά και χ α λ α σ μ έ ν η σέλα. Θα του βάλω τη χρυσή ζει ! » Α λ λ ά
και πλουμιστή, γιατί
μόλις η
χρυσή
αυτή του ταιριά
σέλα ά γ γ ι ξ ε τη
αλόγου, εκείνο άρχισε να χλιμιντρίζει δυνατά.
ράχη
τού
Οι στα
βλίτες ξύπνησαν, τον έπιασαν και τον έριξαν στη φυλα κ ή . Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί τον πέρασαν α π ό δίκη και
τον κ α τ α δ ί κ α σ α ν σε θ ά ν α τ ο . Α λ λ ά ο βασιλιάς του π ύ ρ γου υποσχέθηκε να του χαρίσει τη ζ ω ή και το χρυσό άλο γ ο , αν π ή γ α ι ν ε να του φέρει την π ε ν τ ά μ ο ρ φ η β α σ ι λ ο π ο ύ λα α π ' το χρυσό κάστρο. Με βαριά καρδιά ξεκίνησε χρυσό κάστρο.
ο πρίγκιπας
να βρει το
Ε υ τ υ χ ώ ς ό μ ω ς συνάντησε και π ά λ ι στο
δρόμο την π ι σ τ ή φίλη του, την αλεπού. " Θά ' π ρ ε π ε να σ'
αφήσω
στην τ ύ χ η
σου »,
του
είπε η
κυρά-Μαριώ.
« Α λ λ ά σε λ υ π ά μ α ι και θα σε β ο η θ ή σ ω γ ι ' άλλη μ ι α φ ο ρά. Ο δρόμος π ο υ έχεις π ά ρ ε ι θα σε βγάλει ίσια στο χ ρ υ σό κάστρο. Ό τ α ν θα φτάσεις, θά 'ναι βράδυ. Περίμενε να ν υ χ τ ώ σ ε ι . Κι όταν όλα θά 'ναι ή σ υ χ α , θα δεις την π ε ν τ ά μ ο ρ φ η βασιλοπούλα π ο υ θα βγαίνει να λουστεί. Κι ό τ α ν Οα μ π α ί ν ε ι στο νερό, τρέξε Τ ό τ ε θα σ' ακολουθήσει μ ο ν ά χ α μην την αφήσεις
όπου
και δώσε
της ένα φιλί.
κι αν της πεις.
Πρόσεξε
ν' αποχαιρετήσει τους
γονείς
της. Γ ι α τ ί θα το μετανιώσεις π ι κ ρ ά ». Κι η αλεπού τον ξαναπήρε στην
ουρά τ η ς κι ά ρ χ ι σ ε να τ ρ έ χ ε ι σαν την
α σ τ ρ α π ή , π η δ ώ ν τ α ς π ά ν ω α π ό βουνά και κ ά μ π ο υ ς , ενώ ο άνεμος σφύριζε μέσα στα μαλλιά του καβαλάρη. Κι ό λα έγιναν έτσι ό π ω ς τα είχε
πει
η αλεπού :
το βασιλό
π ο υ λ ο π ε ρ ί μ ε ν ε ώ ς τ α μ ε σ ά ν υ χ τ α . Κ ι ό τ α ν όλοι ε ί χ α ν π έ σει σ ε ύ π ν ο β α θ ύ κ ι η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η β γ ή κ ε α π ' τ ο χ ρ υ σ ό κ ά σ τ ρ ο γ ι α να λουστεί, εκείνος έτρεξε και τ η ς έ δ ω σ ε ένα φιλί.
Η βασιλοπούλα του υ π ο σ χ έ θ η κ ε π ω ς θα τον α κ ο
λουθήσει όπου κι αν την οδηγήσει. Αλλά
με
δάκρυα τον
ικέτεψε να την αφήσει να χαιρετήσει τους γονείς της γ ι α τελευταία φορά. Σ τ η ν αρχή εκείνος αντιστάθηκε σ τ α π α ρακάλια της. Η κοπέλα όμως με κ λ ά μ α τ α έπεσε στα π ό δια του,
ώσπου τελικά ο π ρ ί γ κ ι π α ς τη
υποχώρησε.
Αλλά
μόλις
η
πεντάμορφη
λυπήθηκε και πλησίασε
στο
κ ρ ε β ά τ ι τ ο υ π α τ έ ρ α τ η ς , ξ ύ π ν η σ α ν όλοι σ τ ο χ ρ υ σ ό κ ά στρο, έπιασαν τον π ρ ί γ κ ι π α και τον έριξαν στη φ υ λ α κ ή . Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί ο βασιλιάς του χρυσού κάστρου του μίλησε και του είπε : « Γι
αυτό π ο υ έκανες, θα χ ά
σεις τ η ζ ω ή σ ο υ ! Α ν ό μ ω ς κ α τ α φ έ ρ ε ι ς μ έ σ α σ ε ο χ τ ώ μ έ ρες ν α κ ο υ ν ή σ ε ι ς τ ο β ο υ ν ό π ο υ ε ί ν α ι μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο π α ρ ά θυρο μ υ ο κ α ι μ ο ύ κ ό β ε ι τ η θ έ α , τ ό τ ε θ α σ
α φ ή σ ω να ζ ή
σεις κ α ι θ α σου δ ώ σ ω γ ι ' α ν τ α μ ο ι β ή κ α ι την ίδια μου τ η θυγατέρα ».
Το βασιλόπουλο άρχισε αμέσως να σκάβει
και να φτυαρίζει και να πετάει το χ ώ μ α , δίχως σταματ η μ ό . Κ α ι μ ε τ ά α π ό ε φ τ ά μέρες είδε πόσο λίγο είχε π ρ ο χωρήσει και π ω ς άδικα πήγαινε ο κόπος του. Τότε απελ πίστηκε και βουτήχτηκε σε μεγάλη λύπη. Αλλά το βρά δυ της έβδομης
μέρας παρουσιάστηκε
μπροστά του η
α λ ε π ο ύ κ α ι τ ο υ ε ί π ε : « Δεν σου α ξ ί ζ ε ι
να σε β ο η θ ή σ ω .
Ά ν τ ε όμως να κοιμηθείς κι ε γ ώ θα τελειώσω τη δουλειά σου ».
Και την άλλη
κοίταξε έξω απ
μέρα το πρωί,
όταν ξύπνησε και
τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο , τ ο βουνό είχε χ α θ ε ί . Τ ο
β α σ ι λ ό π ο υ λ ο έ τ ρ ε ξ ε όλο χ α ρ ά σ τ ο β α σ ι λ ι ά κ α ι τ ο υ ε ί π ε πως
είχε κατορθώσει να κουνήσει το
βουνό.
Και π ω ς
ή θ ε λ ε δεν ή θ ε λ ε τ ώ ρ α , έ π ρ ε π ε ν α κ ρ α τ ή σ ε ι τ ο λ ό γ ο τ ο υ και να του χαρίσει τη ζ ω ή και τη θυγατέρα του. Πήρε λοιπόν την πεντάμορφη δρόμο του γυρισμού.
Σε λίγο
και
ξεκίνησε γ ι α το
συνάντησαν την
" Κ α τ ά φ ε ρ ε ς να κερδίσεις το καλύτερο απ
αλεπού.
όλα »,
του
είπε. « Αλλά στην πεντάμορφη του χρυσού κάστρου ται ριάζει το χρυσό άλογο ». — « Αυτό ό μ ω ς π ώ ς θα κ α τ α φέρω να το α π ο κ τ ή σ ω ; », ρώτησε το βασιλόπουλο. « Θα σου πω ", α π ο κ ρ ί θ η κ ε η α λ ε π ο ύ . λιά π ο υ σου
« Π ή γ α ι ν ε στο βασι
ζήτησε την πεντάμορφη
και
δώσ'του τη.
Θ α κάνει χ α ρ ά κ α ι γ ι ο ρ τ ή μ ε γ ά λ η . Κ α ι θ α σου δ ώ σ ε ι τ ο
χρυσό άλογο, έτοιμο, σελωμένο γ ι α το δρόμο. Εσύ τότε κ α β ά λ η σ ε τ ο κ α ι δ ώ σ ε σ όλους τ ο χ έ ρ ι γ ι ' α π ο χ α ι ρ ε τ ι σμό. Τελευταία απ
όλους ν α χ α ι ρ ε τ ή σ ε ι ς την π ε ν τ ά μ ο ρ
φ η . Κι ό π ω ς θα σου δώσει το χέρι τ η ς , σφίξε κό σου κ α ι σπιρούνισε Οα μπορέσει να γορότερα κι απ
το άλογο
σε πιάσει
το
τη
στο δι
κ α ι φ ύ γ ε . Κ α ν ε ί ς δεν
χρυσό άλογο τρέχει γ ρ η
τον άνεμο ».
Ό λ α έγιναν ό π ω ς έπρεπε. Και τ ο βασιλόπουλο πήρε πάλι το δρόμο του γυρισμού με την πεντάμορφη και το χρυσό άλογο. Α π ό κ ο ν τ ά κι η
αλεπού :
" Τ ώ ρ α θα σε
β ο η θ ή σ ω να π ά ρ ε ι ς σ τ α χέρια σου και το χρυσό πουλί. Ό τ α ν θ α φ τ ά σ ε ι ς κ ο ν τ ά στον π ύ ρ γ ο
όπου βρίσκεται το
χ ρ υ σ ό π ο υ λ ί , κ α τ έ β α σ ε τ η ν π ε ν τ ά μ ο ρ φ η α π ' τ ο ά λ ο γ ο σου και θα την π ρ ο σ έ χ ω ε γ ώ . Ύ σ τ ε ρ α συνέχισε κ α β ά λ α στο χ ρ υ σ ό ά λ ο γ ο κ α ι π ή γ α ι ν ε στον π ύ ρ γ ο . Ό τ α ν σ ε δουν, θ α κάνουν χ α ρ ά κ α ι γ ι ο ρ τ ή μ ε γ ά λ η . Κ α ι θ α σου δ ώ σ ο υ ν τ ο χρυσό πουλί στο κλουβί του. Μόλις το πάρεις στα χέρια σ ο υ , σ π ι ρ ο ύ ν ι σ ε τ ο άλογο σ ο υ κ α ι γ ύ ρ ν α πάρεις και την πεντάμορφη ». έπρεπε,
το
βασιλόπουλο
με τους θησαυρούς του.
κοντά μας, να
Ό τ α ν όλα έγιναν ό π ω ς
ετοιμάστηκε να γυρίσει π ί σ ω Η αλεπού ό μ ω ς τον σ τ α μ ά τ η σ ε
και του είπε : « Τ ώ ρ α ήρθε η ώ ρ α να π ά ρ ω κι ε γ ώ την ανταμοιβή μου, γ ι α όσα έκανα γ ι α σένα ». — « Τι ζ η τ ά ς ; », ρώτησε το παλικάρι. " Ό τ α ν θα φτάσουμε στην άκρη τ ο υ δάσους, σ ή κ ω σ ε τ ο ν τ ο υ φ έ κ ι σου κ α ι σ κ ό τ ω σ ε με.
Κι ύστερα κόψε μου το κεφάλι και τα π ό δ ι α ». —
« Ω ρ α ί ο τ ρ ό π ο μού δείχνεις γ ι α να σού ξ ε π λ η ρ ώ σ ω το καλό π ο υ μού ' κ α ν ε ς ! », φώναξε το παλικάρι. « Αδύνα τον να κ ά ν ω τ έ τ ο ι ο π ρ ά γ μ α ! » Η α λ ε π ο ύ ό μ ω ς τ ο υ είπε : " Α φ ο ύ δεν θέλεις να το κ ά ν ε ι ς , ε γ ώ σ' α φ ή ν ω κ α ι φ ε ύ γ ω . Α λ λ ά πριν φ ύ γ ω , θ α σου δ ώ σ ω μ ι α τ ε λ ε υ τ α ί α σ υ μ β ο υ λ ή .
Α π ό δυο π ρ ά γ μ α τ α π ρ έ π ε ι ν α φ υ λ ά γ ε σ α ι : μην α γ ο ρ ά σεις κρέας α π
το δήμιο
και
μην καθίσεις να ξ α π ο σ τ ά
σεις σε π ε ζ ο ύ λ ι π η γ α δ ι ο ύ ! » Κ α ι μ
α υ τ ά τα λ ό γ ι α η α
λεπού έτρεξε και χ ά θ η κ ε . Ο π ρ ί γ κ ι π α ς ε ί π ε με το νου του : " Α λ λ ό κ ο τ ο ζ ώ ο , κι α κ ό μ α π ι ο α λ λ ό κ ο τ ε ς οι ιδέες π ο υ του κ α τ ε β α ί ν ο υ ν ! Ποιος θα σκεφτόταν ποτέ ν' αγοράσει κρέας απ
το δή
μ ι ο ; Κ α ι π ο τ έ ώ ς τ ώ ρ α δεν κ ά θ ι σ α ν α ξ α π ο σ τ ά σ ω σ ε π ε ζούλι π η γ α δ ι ο ύ ». έφτασε
στο
χωριό
Είδε πολύν κόσμο
Και συνέχισε το δρόμο του. Σε λίγο όπου
είχαν ξεμείνει τ' αδέρφια του.
μαζεμένο στους δρόμους
κι όταν ρώ
τησε ο π ρ ί γ κ ι π α ς τι γινόταν, του αποκρίθηκαν π ω ς ο δ ή μιος
ετοιμαζόταν
να κρεμάσει
δυο κ α κ ο ύ ρ γ ο υ ς .
Πλη
σίασε λοιπόν το π α λ ι κ ά ρ ι κ α ι είδε π ω ς οι δυο κ α κ ο ύ ρ γ ο ι δεν ή τ α ν άλλοι α π ' τ ' α δ έ ρ φ ι α τ ο υ , π ο υ ε ί χ α ν ξοδέψει ό λ α τους τα χ ρ ή μ α τ α κι είχαν αρχίσει τις παρανομίες. Αμέ σως
ρώτησε
αν
μπορούσε
να
τους
ελευθερώσει.
"
Αν
πληρώσεις γ ι α λογαριασμό τους, π ά ρ ' τους και κάν' τους ό,τι θ έ λ ε ι ς ! », του α π ο κ ρ ί θ η κ α ν . " Γ ι α τ ί ό μ ω ς να ξοδέ ψεις τα λ ε φ τ ά σου γ ι ' α υ τ ά τα π α λ ι ό μ ο υ τ ρ α , π ο υ μόνο η κ ρ ε μ ά λ α τ ο ύ ς α ξ ί ζ ε ι ; » Ε κ ε ί ν ο ς ό μ ω ς δεν τ ο υ ς ά κ ο υ σ ε , π α ρ ά π ή γ ε κ α ι πληρούσε γ ι α ν α τους ελευθερώσει. Κ ι ύ σ τ ε ρ α π ή ρ α ν όλοι μ α ζ ί τ ο δ ρ ό μ ο τ ο υ γ υ ρ ι σ μ ο ύ . Σε λίγο έφτασαν στο δάσος
όπου είχαν πρωτοσυναν-
τήσει την αλεπού. Κι επειδή ο ήλιος έκαιγε π ά ν ω α π ' τα κ ε φ ά λ ι α τους κ ι εκεί, κ ά τ ω α π ' τ α ψηλά δέντρα, είχε ίσκιο κ α ι δροσιά, τα δυο α δ έ ρ φ ι α του ε ί π α ν :
« Ας καθί
σουμε εδώ, κοντά στο π η γ ά δ ι , να ξαποστάσουμε, να φ ά μ ε και να πιούμε ». Ο π ρ ί γ κ ι π α ς δέχτηκε. Και την ώρα που κουβέντιαζαν,
ξεχάστηκε
και
κάθισε
στο
πεζούλι
τού
π η γ α δ ι ο ύ , χ ω ρ ί ς να πάει στο κακό το μυαλό του. Αλλά
τ α μ ε γ α λ ύ τ ε ρ α αδέρφια τ ο υ τον έ σ π ρ ω ξ α ν κ α ι τον έριξαν μέσα στο π η γ ά δ ι . Του πήραν την πεντάμορφη, το χρυσό ά λ ο γ ο κ α ι τ ο χρυσό π ο υ λ ί κ α ι μ ι α κ α ι δυο τ ρ ά β η ξ α ν γ ι α το π α λ ά τ ι του π α τ έ ρ α τους. « Δεν σου φέρνουμε μ ο ν ά χ α το χρυσό πουλί που γύρεψες,
αλλά και το χρυσό άλογο
και την π ε ν τ ά μ ο ρ φ η του χρυσού κάστρου », του είπαν. Τ ό τ ε έγινε γιορτή
μεγάλη.
Αλλά το χρυσό
άλογο
δεν
ήθελε να βάλει μ π ο υ κ ι ά στο σ τ ό μ α του, το χρυσό πουλί δεν κ ε λ ά η δ η σ ε κ α θ ό λ ο υ , κ ι η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η κ α θ ό τ α ν κ α ι έκλαιγε πικρά. Α λ λ ά ο μ ι κ ρ ό ς α δ ε ρ φ ό ς δεν ε ί χ ε π ν ι γ ε ί . Τ ο π η γ ά δ ι ή τ α ν ξ ε ρ ό κ α ι νερό δεν ε ί χ ε . Κ α ι τ ο π α λ ι κ ά ρ ι έ π ε σ ε ε υ τ υ χ ώ ς σ τ α μ α λ α κ ά χ ό ρ τ α κ α ι μ ο ύ σ κ λ ι α , κ ι έ τ σ ι δεν ε ί χ ε χτυπήσει.
Μ ό ν ο π ο υ δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α β γ ε ι α π ό κ ε ι μ έ σ α .
Ούτε κι αυτή τη φορά ό μ ω ς τον άφησε αβοήθητο η π ι στή αλεπού.
Ή ρ θ ε τρεχάτη
κ α ι τ ο ν μ ά λ ω σ ε π ο υ δεν
ε ί χ ε α κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι τ ι ς σ υ μ β ο υ λ έ ς τ η ς . " Α λ λ ά δεν μ π ο ρ ώ να σ' α φ ή σ ω στη μ ο ί ρ α σου », του είπε. « Θα σε β ο η θ ή σω να βγεις α π ' το π η γ ά δ ι ». Κι αφού τον έβαλε π ά λ ι π ά ν ω στην ουρά τ η ς , έ δ ω σ ε έναν π ή δ ο κ α ι β ρ έ θ η κ α ν κ α ι ο ι δυο έ ξ ω . " Μ η θαρρείς π ω ς ξ έ φ υ γ ε ς μ ι α γ ι α π ά ν τ α α π ό τον κίνδυνο », του ε ί π ε . « Τ' α δ έ ρ φ ι α σου ήθελαν να σι γ ο υ ρ ε υ τ ο ύ ν κ α ι γ ι ' α υ τ ό έ β α λ α ν σ κ ο π ο ύ ς σ ' όλο τ ο δ ά σ ο ς . Αν σε δουν, θα σε σ κ ο τ ώ σ ο υ ν
χ ω ρ ί ς δεύτερη κουβέντα.
Πρόσεχε, λοιπόν, να μη σε κ α τ α λ ά β ο υ ν ! » Το βασιλό πουλο ξεκίνησε γ ι α το π α λ ά τ ι . Σ τ ο δρόμο του συνάντησε έναν γ έ ρ ο ζ η τ ι ά ν ο κ α ι άλλαξε τ α ρ ο ύ χ α του μ ε τ α δ ι κ ά του. Έ τ σ ι κατάφερε να περάσει απαρατήρητος και να φ τ ά σ ε ι σ τ ο π α λ ά τ ι τ ο υ π α τ έ ρ α τ ο υ . Κ α ν ε ί ς δεν τ ο ν γ ν ώ ρισε. Α λ λ ά τ ο ά λ ο γ ο ά ρ χ ι σ ε π ά λ ι ν α τ ρ ώ ε ι , τ ο π ο υ λ ί ά ρ χισε να κελαηδάει κι η πεντάμορφη σταμάτησε τα κλά-
μ α τ α . Α π ο ρ η μ έ ν ο ς ο βασιλιάς ρ ώ τ η σ ε : " Τι σημαίνουν ό λ α α υ τ ά ; » Κι η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ ε :
« Δεν
ξέρω. Ή μ ο υ ν τόσο λυπημένη και τώρα ξαφνικά ένιωσα τη χ α ρ ά να φτερουγίζει στην κ α ρ δ ι ά μου. Λες και γύρισε ξάφνου ο α γ α π η μ έ ν ο ς μου ». Κ α ι του διηγήθηκε όλα όσα ε ί χ α ν σ υ μ β ε ί , π α ρ ' όλο π ο υ τ α δ υ ο α δ έ ρ φ ι α ε ί χ α ν α π ε ι λήσει να τη σκοτώσουν, μυστικό τους.
Ο
αν
μαρτυρούσε σε κανέναν το
βασιλιάς π ρ ό σ τ α ξ ε να π α ρ ο υ σ ι α σ τ ο ύ ν
μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ όλοι ό σ ο ι β ρ ί σ κ ο ν τ α ν μ έ σ α σ τ ο π α λ ά τ ι τ ο υ : ήρθε τότε κι ο μικρός του γιος ντυμένος με τα ρούχα τού ζητιάνου.
Η π ε ν τ ά μ ο ρ φ η ό μ ω ς τον γνώρισε και ρίχτηκε
α μ έ σ ω ς στην α γ κ α λ ι ά τ ο υ . Τ α δυο κ α κ ά α δ έ ρ φ ι α τ ά ' π ι α σαν και τα κρέμασαν. Αυτός ό μ ω ς παντρεύτηκε
τη
βα
σ ι λ ο π ο ύ λ α κι έγινε δ ι ά δ ο χ ο ς τ ο υ θρόνου. Αλλά τι απόγινε η κ α κ ο μ ο ί ρ α η α λ ε π ο ύ ; Μ ε τ ά α π ό πολύν καιρό ο π ρ ί γ κ ι π α ς ξ α ν α π ή γ ε σ' εκείνο το δάσος. Κι εκεί συνάντησε ξανά την αλεπού, όσα λαχταρούσε η
ψυχή
σου.
« Τ ώ ρ α έχεις όλα
Εμένα όμως η
δυστυχία
μ ο υ δεν λέει να π ά ρ ε ι τ έ λ ο ς », π α ρ α π ο ν έ θ η κ ε η α λ ε π ο ύ . « Κι ό μ ω ς , εσύ θα μπορούσες να με βοηθήσεις, αν το ήθε λες ». Κ α ι γ ι ' άλλη μ ι α φορά τον π α ρ α κ ά λ ε σ ε με δ ά κ ρ υ α στα
μάτια να σηκώσει το ντουφέκι του και
να
τη
σκο
τώσει. Κι ύστερα να της κόψει το κεφάλι και τα π ό δ ι α . Κ ι ο π ρ ί γ κ ι π α ς π ρ ά γ μ α τ ι έ κ α ν ε ό,τι τ ο υ ζ ή τ η σ ε .
Και
την ίδια σ τ ι γ μ ή η αλεπού μ ε τ α μ ο ρ φ ώ θ η κ ε σε άντρα, π ο υ δεν ή τ α ν ά λ λ ο ς α π ' τ ο ν α δ ε ρ φ ό τ ή ς π ε ν τ ά μ ο ρ φ η ς π ρ ι γ κ ί πισσας. Μ ε τ ά από χρόνια και κόπους πολλούς είχε κ α τ α φέρει επιτέλους ν α γ λ ι τ ώ σ ε ι α π
τα μ ά γ ι α π ο υ τον κ ρ α
τούσαν δεμένο. Κι έζησαν αυτοί κ α λ ά κι εμείς καλύτερα.
Ο σκύλος κι ο σπουργίτης
Η
ΤΑΝ
που
ΜΙΑ Φ Ο Ρ Α Κ Ι Ε Ν Α Ν Κ Α Ι Ρ Ο έ ν α τ σ ο π α ν ό σ κ υ
λ ο , π ο υ δεν ε ί χ ε κ α λ ό ν α φ έ ν τ η , το
άφηνε νηστικό
α λ λ ά έναν
αφέντη
και το τυραννούσε η πείνα. Και
ε π ε ι δ ή δεν ά ν τ ε χ ε ά λ λ ο ν α μ ε ί ν ε ι κ ο ν τ ά τ ο υ , π ή ρ ε τ ο δ ρ ό μο κι έφυγε στενοχωρημένο.
Σ τ ο δρόμο που πήγαινε,
συνάντησε ένα σ π ο υ ρ γ ί τ η , π ο υ του μίλησε κ α ι του είπε : " Αδερφέ
μου
σκύλε,
γιατί
είσαι
τόσο
στενοχωρημέ
ν ο ς ; » — " Π ε ι ν ά ω κ α ι δεν έ χ ω τ ί π ο τ α ν α φ ά ω ! » , α π ο κρίθηκε ο σκύλος.
« Έ λ α τότε μαζί μου στην π ό λ η , κι ε
γώ θα σε χ ο ρ τ ά σ ω »,
είπε ο σπουργίτης.
Προχώρησαν
λοιπόν μ α ζ ί κι έφτασαν στην π ό λ η κι όταν είδαν μ π ρ ο σ τ ά τους ένα χ α σ ά π ι κ ο , ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς είπε " Κάτσε
εδώ
κι
εγώ
κρέας γ ι α σένα ».
θα τ σ ι μ π ή σ ω
στο
ένα καλό
σκύλο : κομμάτι
Π ή γ ε λοιπόν και έκατσε στον π ά γ κ ο
του χ α σ ά π η , κοίταξε
από δω
κι
α π ό κει, μ ή π ω ς τον
βλέπει κανένας, κι όταν σιγουρεύτηκε, άρχισε να τσιμ π ά ε ι και να τ ρ α β ο λ ο γ ά ε ι ένα κ ο μ μ ά τ ι κρέας με το ρ ά μ φος και με τα νύχια του, ώ σ π ο υ κ α τ ά φ ε ρ ε και τό 'ριξε κ ά τ ω . Α μ έ σ ω ς τ' άρπαξε ο σκύλος και π ή γ ε τρέχοντας πιο π έ ρ α γ ι α να το φάει με την η σ υ χ ί α του. Κι όταν τέ λειωσε, ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς ε ί π ε : « Π ά μ ε τ ώ ρ α κ α ι σ' άλλο χ α σ ά π ι κ ο , γ ι α ν α σου ρ ί ξ ω άλλο ένα κ ο μ μ ά τ ι κ ρ έ α ς , ν α χορτάσεις! » Ό τ α ν ο σκύλος έ φ α γ ε και το δεύτερο κοψίδι, ο σπουρ γ ί τ η ς τον ρώτησε :
« Αδερφέ μου σκύλε, χόρτασες την
π ε ί ν α σ ο υ ; » — « Ν α ι , α π ό κρέας είμαι χ ο ρ τ ά τ ο ς », α π ο -
κ ρ ί θ η κ ε ο σ κ ύ λ ο ς . « Ψ ω μ ί ό μ ω ς δεν έ β α λ α μ π ο υ κ ι ά σ τ ο σ τ ό μ α μου ». Α μ έ σ ω ς τότε ο σπουργίτης είπε : " Έ λ α μ α ζ ί μου και θ α σου β ρ ω ε γ ώ κ α ι ψ ω μ ί » . Τ ο ν π ή γ ε λοι πόν
στο
φούρνο και τ σ ι μ π ώ ν τ α ς κ α ι τ ρ α β ώ ν τ α ς έριξε
κ ά τ ω μερικά ψ ω μ ά κ ι α , π ο υ ο σκύλος τ' ά ρ π α ξ ε και τά ' φ α γ ε . Κ ι ό π ω ς ήθελε κ ι άλλα, π ή γ α ν ε μ α ζ ί κ α ι σ ' έναν δεύτερο φούρνο κι ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς τού 'φερε κι ένα κ α ρ βέλι α κ ό μ α κι ο σκύλος τό ' φ α γ ε κι α υ τ ό . " Λ ο ι π ό ν , αδερ φέ μου σκύλε, χ ό ρ τ α σ ε ς την πείνα σ ο υ ; », ρ ώ τ η σ ε τ ό τ ε ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς . « Ν α ι ! », α π ά ν τ η σ ε ο σκύλος. « Κ α ι τ ώ ρα ας π ά μ ε μια βολτίτσα έξω α π ' την πόλη, να χ ω ν έ ψ ω ». Π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν λοιπόν π α ρ έ α και β γ ή κ α ν α π ' την π ό λη.
Κι ό π ω ς έκανε ζέστη πολλή, ο σκύλος κουράστηκε
μετά από λίγο και είπε
στο
σπουργίτη : " Είμαι κου
ρ α σ μ έ ν ο ς κ α ι λ έ ω να π ά ρ ω έναν υ π ν ά κ ο ». — " Ε ν τ ά ξει »,
αποκρίθηκε
το
πουλί.
« Κοιμήσου
όσο
θέλεις.
Ε γ ώ θα κ α θ ί σ ω σ' ένα κλαρί να σε π ε ρ ι μ έ ν ω ». Ο σ κ ύ λος λοιπόν π λ ά γ ι α σ ε στην άκρη του δρόμου και α π ο κ ο ι μήθηκε. Και την ώρα που κοιμόταν, έφτασε α π ' το δρό μο ένας καροτσέρης, κ ά ρ ο τ ο υ κ α ι δυο
που
είχε ζεμένα τρία άλογα στο
βαρέλια κρασί ξέχειλα,
φορτωμένα.
Κ α ι τ ο ν ε ί δ ε ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς π ο υ κ α θ ό λ ο υ δεν κ ρ ά τ η σ ε τ α χαλινάρια, π α ρ ά ήταν έτοιμος να π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ι ίσια και να π α τ ή σ ε ι το σκύλο. Έ β α λ ε λοιπόν τις φωνές : " Ε, κ α ρ ο τ σ έ ρ η , μ η ν το κ ά ν ε ι ς , ε ι δ ε μ ή θα σου κ ά ν ω μ ε γ ά λ ο κ α κ ό ! » Ο καροτσέρης όμως μουρμούρισε ανάμεσα α π ' τα δόντια του : " Σ ι γ ά το κ α κ ό π ο υ θα μου κάνει ένα σ π ο υ ρ γ ι τ ά κ ι ! » , κ α ι π ρ ο χ ώ ρ η σ ε κ ι έλιωσε κ ά τ ω α π ' τ ι ς ρόδες τ ο υ τον έρημο το σκύλο. Ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς τ ό τ ε φ ώ ν α ξ ε : " Σ κ ό τ ω σ ε ς τον αδερφό μου το σκύλο ! Θα χ ά σ ε ι ς κι εσύ το κ ά ρ ο κ α ι τ ' άλογα σ ο υ ! » — « Ν α ι , σ ι γ ά ! » , μ ο υ ρ μ ο ύ -
ρ ι σ ε π ά λ ι ο κ α ρ ο τ σ έ ρ η ς . " Τ ο κ ά ρ ο κ α ι τ ' άλογα μ ο υ ! » Και συνέχισε το δρόμο του. Τ ρ ύ π ω σ ε τότε ο σπουργίτης κ ά τ ω α π ' την τέντα του κάρου κι άρχισε να τσιμπάει και ν α σ π ρ ώ χ ν ε ι τ η βρυσούλα τ ο ύ ενός βαρελιού, ώ σ π ο υ τ η ν άνοιξε κ α ι χ ύ θ η κ ε όλο τ ο κ ρ α σ ί , χ ω ρ ί ς τ ί π ο τ α ν α π ά ρ ε ι χ α μ π ά ρ ι ο καροτσέρης. Κ ά π ο ι α φορά κοίταξε π ί σ ω του κ ι είδε τ ο κ ά ρ ο ν α σ τ ά ζ ε ι . Έ ψ α ξ ε λοιπόν τ α β α ρ έ λ ι α κ α ι είδε π ω ς το ένα ή τ α ν ολότελα άδειο.
« Βρε τι έ π α θ α ! ",
έβαλε τις φωνές κι άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του. « Α κ ό μ α δεν έ π α θ ε ς α ρ κ ε τ ά " , ε ί π ε ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς μ ε τ ο νου τ ο υ .
Π έ τ α ξ ε τότε στο κεφάλι του π ρ ώ τ ο υ αλόγου
και τού 'βγαλε
τα
μάτια. Μόλις τό 'δε ο καροτσέρης,
άρπαξε το τσεκούρι του και πήρε φόρα να χτυπήσει το πουλί. Το πουλί όμως π έ τ α ξ ε κι ο καροτσέρης χ τ ύ π η σ ε το άλογο στο κεφάλι και το σκότωσε.
« Βρε τι έ π α θ α
ο δ ύ σ τ υ χ ο ς ! », φ ώ ν α ξ ε π ά λ ι ο κ α ρ ο τ σ έ ρ η ς . « Α κ ό μ α δ ε ν έπαθες α ρ κ ε τ ά », είπε με τη
σειρά του ο σπουργίτης.
Κι ό π ω ς ο κ α ρ ο τ σ έ ρ η ς συνέχισε το δρόμο τ ο υ με τα δυο άλογα, τρύπωσε ξανά κ ά τ ω απ
την τέντα του κάρου και
άνοιξε τ η βρυσούλα στο δεύτερο βαρέλι. Ώ σ π ο υ χ ύ θ η κ ε όλο το κ ρ α σ ί . Κι όταν το είδε ο κ α ρ ο τ σ έ ρ η ς , φ ώ ν α ξ ε : « Β ρ ε τι έ π α θ α ο δ ύ σ τ υ χ ο ς ! » Κι ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς α π ά ν τ η σε : « Α κ ό μ α δεν έ π α θ ε ς α ρ κ ε τ ά ! » Κ α ι κ ά θ ι σ ε σ τ ο κ ε φάλι του δεύτερου αλόγου και τού ' β γ α λ ε κι αυτουνού τα μάτια.
Έ τ ρ ε ξ ε ο α μ α ξ ά ς με το τσεκούρι του, αλλά ο
σπουργίτης πρόλαβε και π έ τ α ξ ε ψηλά. Κι έτσι ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς ο α μ α ξ ά ς σ κ ό τ ω σ ε κ α ι τ ο δ ε ύ τ ε ρ ο άλογο τ ο υ μ ε τα ίδια του τα χέρια. « Αχ, ο δύστυχος τι έ π α θ α ! », φ ώ ναξε π ά λ ι . " Α κ ό μ α δεν έ π α θ ε ς α ρ κ ε τ ά ! " , ε ί π ε τ ο π ο υ λ ί και π έ τ α ξ ε στο κεφάλι του τρίτου αλόγου και τού 'βγαλε κι αυτουνού τα μ ά τ ι α . Ο καροτσέρης θυμωμένος σ ή κ ω -
σ ε τ ο τσεκούρι, τ ο υ κ α ι χ ω ρ ί ς ν α σ η μ α δ έ ψ ε ι κ α λ ά , σ κ ό τ ω σ ε κ α ι το τ ρ ί τ ο ά λ ο γ ο . " Α λ ί μ ο ν ο μου, τι έ π α θ α ο κ α κ ο μ ο ί ρ η ς ! », ά ρ χ ι σ ε να κλαίει κ α ι να χ τ υ π ι έ τ α ι ο κ α ρ ο τσέρης.
" Ακόμα
δεν
έπαθες
α ρ κ ε τ ά ! ", του
απάντησε
το πουλί. « Τ ώ ρ α θα τ ρ έ ξ ω και στο σπίτι σου κ α ι θα σου κάνο^ α κ ό μ α μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο κ α κ ό ! » Κ α ι μ ' α υ τ ά τ α λ ό γ ι α πέταξε κι έφυγε μακριά. Τι να κάνει ο κ α ρ ο τ σ έ ρ η ς ; Ά φ η σ ε το κάρο του στη μέση του δρόμου και γύρισε σπίτι του. " Γ υ ν α ί κ α ! Δεν ξέρεις τι κ α κ ό με βρήκε ! », είπε μόλις έφτασε. « Το κ ρ α σί μου χ ύ θ η κ ε και τ' ά λ ο γ α π ά ν ε και τα τρία ! » — " Ά ν τρα
μου!»,
κακό πουλί,
αποκρίθηκε πουλί της
μας. Έ φ ε ρ ε μαζί του
εκείνη
αναστατωμένη.
σ υ μ φ ο ρ ά ς έχει έρθει κ ι όλα
τα
πουλιά
«Ένα
στο
του
σπίτι
κόσμου
κι έτσι πέσανε π ά ν ω στο στάρι μας και τό 'χουν αφανί σει " . Α ν έ β η κ ε
ο
καροτσέρης
στον
α χ υ ρ ώ ν α και τι
να
δει; Χιλιάδες πουλιά τ ο ύ ' τ ρ ω γ α ν το στάρι του. Κι ανάμε σα τους ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ς , π ρ ώ τ ο ς και καλύτερος. " Α χ , τι έ π α θ α ο συφοριασμένος ! ", φ ώ ν α ξ ε . α ρ κ ε τ ά ! ",
του
απάντησε
ο
" Α κ ό μ α δεν έ π α θ ε ς
σπουργίτης.
« Αυτό
που
μού 'κανες, καροτσέρη, θα μου το πληρώσεις με τη ζ ω ή σου τ η ν ί δ ι α ! " Κ α ι μόλις α π ό σ ω σ ε το λόγο τ ο υ , π έ τ α ξ ε μακριά. Ε ί χ ε π ι α χάσει όλα του τα κ α λ ά ο καροτσέρης. Κλεί στηκε λοιπόν στο σπίτι του, κάθισε π ί σ ω α π ' τη σ ό μ π α του κι έκλαιγε τη μοίρα του βράζοντας απ
το κακό του.
Κι ο σπουργίτης έξω α π ' το παράθυρο του φώναζε αδιά κ ο π α : " Θα το π λ η ρ ώ σ ε ι ς με τη ζ ω ή σου, κ α ρ ο τ σ έ ρ η , α υ τ ό π ο υ μ ο ύ ' κ α ν ε ς ! Μ ε τ η ζ ω ή σου τ η ν ί δ ι α ! " Ά ρ π α ξ ε πάλι το τσεκούρι ο άντρας και σημάδεψε το πουλί. Αλ λ ά τ ο μόνο π ο υ κ α τ ά φ ε ρ ε ή τ α ν ν α σπάσει τ α τ ζ ά μ ι α και
να τα κάνει θρύψαλα. Χ ώ θ η κ ε λοιπόν μέσα ο σπουργί τ η ς , κ ά θ ι σ ε π ά ν ω σ τ η σ ό μ π α κ ι ά ρ χ ι σ ε τ ο ίδιο τ ρ ο π ά ρ ι : " Θα το πληρώσεις
με τη
ζωή
σου,
καροτσέρη,
αυτό
π ο υ μού ' κ α ν ε ς ! Μ ε τ η ζ ω ή σου τ η ν ί δ ι α ! » Τ υ φ λ ό ς α π ό τη μανία του ο αμαξάς χ τ υ π ά ε ι με το τσεκούρι του τη σ ό μ π α και την ανοίγει στα δυο. Σ ι γ ά σιγά έτσι χ ά λ α σ ε ολόκληρο το σπίτι του, καθρέφτες και π ά γ κ ο υ ς και τρα π έ ζ ι α , α κ ό μ α κ α ι τ ο υ ς τ ο ί χ ο υ ς . Τ ο σ π ο υ ρ γ ί τ η ό μ ω ς δεν τον πέτυχε.
Με τα πολλά ό μ ω ς τον έπιασε στα χέρια του.
« Να τον σ κ ο τ ώ σ ω ; », τον ρ ώ τ η σ ε η γ υ ν α ί κ α τ ο υ . " Ό χ ι , δεν θ α τ ο υ κ ά ν ω α υ τ ή τ η χ ά ρ η ! " , φ ώ ν α ξ ε έ ξ α λ λ ο ς απ'
το θυμό του ο αμαξάς.
« Του αξίζει θάνατος πιο
σκληρός και π ι ο άγριος. Θα τον κ α τ α π ι ώ , θα τον φ ά ω ζ ω ν τ α ν ό ! » Κ ι α μ έ σ ω ς δίνει μ ι α κ α ι τ ο ν κ α τ α π ί ν ε ι .
Ο
σπουργίτης αρχίζει τότε να πεταρίζει μέσα στην κοιλιά του, ανεβαίνει ξανά στο σ τ ό μ α του, β γ ά ζ ε ι έ ξ ω το κ ε φ α λ ά κ ι τ ο υ κ α ι τ ο υ λέει : " Κ α ρ ο τ σ έ ρ η , α υ τ ό π ο υ μού ' κ α νες θ α τ ο π λ η ρ ώ σ ε ι ς μ ε τ η ζ ω ή σου τ η ν ί δ ι α ! » Α ρ π ά ζ ε ι τ ό τ ε ο α μ α ξ ά ς το τ σ ε κ ο ύ ρ ι τ ο υ , το δίνει σ τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ κ α ι τ η ς λέει : " Γ υ ν α ί κ α , χ τ ύ π α κ α ι σ κ ό τ ω σ ε το σ π ο υ ρ γ ί τ η στο σ τ ό μ α μου ! » Σ η κ ώ ν ε ι η γ υ ν α ί κ α το τσεκούρι και σημαδεύει το πουλί, αλλά ξαστοχάει και χ τ υ π ά ε ι τον άντρα τ η ς κ α τ α κ ο ύ τ ε λ α και τον ξαπλώνει χ ά μ ω νεκρό. Κι ο σπουργίτης φεύγει π ε τ ώ ν τ α ς μακριά.
Ο Φριντερ και το
Μ
Κατινάκι
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
γαν
τον έλεγαν Φρίντερ
Κατινάκι.
ήταν
του
ένας άντρας π ο υ
και μ ι α γ υ ν α ί κ α π ο υ την έλε
Παντρεύτηκαν
λοιπόν
οι
δυο
τους
και
ζούσαν σαν ν ι ό π α ν τ ρ ο ι . Μ ι α μ έ ρ α λέει ο Φ ρ ί ν τ ε ρ : " Θα π ά ω στο χ ω ρ ά φ ι , Κ α τ ι ν ά κ ι . Κι όταν θα γ υ ρ ί σ ω , να μού 'χεις ψητό στο τραπέζι, να χ ο ρ τ ά σ ω την πείνα μου, και δροσερό π ι ο τ ό , να σ β ή σ ω τη δίψα μου ». — « Σ τ ο κ α λ ό , Φρίντερ », α π ο κ ρ ί θ η κ ε το Κ α τ ι ν ά κ ι . " Π ή γ α ι ν ε κι όταν έρθεις, θα τα βρεις όλα έ τ ο ι μ α ». μεσημέρι, τό 'βαλε τη
Κι
κ α τ έ β α σ ε ένα λουκάνικο στο
φωτιά.
τηγάνι μαζί Το
λουκάνικο
ξεροτηγανίζεται και το
με
λίγο
άρχισε
Κατινάκι
όταν
απ'
κόντευε π ι α
την
βούτυρο να
καμινάδα, κι
ψήνεται
στεκόταν,
το
άναψε και
να
γύριζε
α π ' τ η μια κ ι α π ' τ η ν άλλη, και σκεφτόταν. Ώ σ π ο υ ξ α φ νικά της ήρθε
μια
ιδέα :
" Μ έ χ ρ ι να ψηθεί το λουκάνι
κο, προλαβαίνω μια χ α ρ ά να κ α τ έ β ω στο κ α τ ώ ι και να γ ε μ ί σ ω το κανάτι μου μ π ύ ρ α ».
Ά φ η σ ε λοιπόν το λου
κάνικο να ψήνεται μονάχο του, π ή ρ ε ένα κανάτι, κ α τ έ βηκε στο κ α τ ώ ι κι άρχισε να γεμίζει μ π ύ ρ α α π ' το βα ρέλι. Η μ π ύ ρ α έ τ ρ ε χ ε κ α ι γ έ μ ι σ ε τ ο κ α ν ά τ ι κ α ι τ ο Κ α τ ι νάκι την κ ο ί τ α ζ ε . Ώ σ π ο υ ξαφνικά τ η ς ήρθε μια ιδέα : " Γιά
στάσου!
Ο
σκύλος π ά ν ω
δεν
είναι
δεμένος!
Δε
θες να π η δ ή σ ε ι και να μου α ρ π ά ξ ε ι το λουκάνικο μέσα α π ό το τ η γ ά ν ι ; » Κ α ι χ ω ρ ί ς να χάσει λεπτό, ανεβαίνει τα σκα λιά δυο δυο. Α λ λ ά φτάνει στην κ ο υ ζ ί ν α και τι να δ ε ι ; Ο σκύλος είχε κιόλας το λουκάνικο στο σ τ ό μ α του και τό
'σέρνε τρέχοντας. Γ ρ ή γ ο ρ α το Κ α τ ι ν ά κ ι τον παίρνει α π ό π ί σ ω κ α ι τ ρ έ χ ε ι να τον φ τ ά σ ε ι . Ο σκύλος ό μ ω ς είναι π ι ο γρήγορος στα πόδια α π ' το Κατινάκι. Και με το λουκά ν ι κ ο γ ε ρ ά σ φ α γ μ έ ν ο α ν ά μ ε σ α σ τ α δ ό ν τ ι α τ ο υ , φ ε ύ γ ε ι όλο και πιο μακριά. " Ό , τ ι έγινε, έ γ ι ν ε ! », είπε τότε το Κ α τινάκι και πήρε το δρόμο γ ι α το σπίτι. Κι επειδή είχε κουραστεί κι
είχε λαχανιάσει
απ'
το τρέξιμο,
γυρίζει
σ ι γ ά σ ι γ ά και με το π ά σ ο της. Η μ π ύ ρ α στο μεταξύ έτρε χε α π ' το βαρέλι και
γέμισε το κανάτι
κ υ λ ά ε ι σ ' όλο τ ο κ α τ ώ ι
και συνέχισε να
κ α ι δεν σ τ α μ ά τ η σ ε
ώσπου άδεια
σ ε όλο τ ο β α ρ έ λ ι . Μ ό λ ι ς γ ύ ρ ι σ ε σ τ ο σ π ί τ ι η Κ α τ ί ν α , τ ο είδε κ α ι τ η ς ήρθε ν τ α μ π λ ά ς . " Φ τ ο υ να π ά ρ ε ι ! », ε ί π ε . " Τι θα κ ά ν ω τ ώ ρ α , γ ι α να μην
το
καταλάβει ο Φρί-
ν τ ε ρ ; » Κι έστυψε το μυαλό της, ώ σ π ο υ κ ά τ ι σκέφτηκε : α π ' το τελευταίο π α ν η γ ύ ρ ι τούς είχε μείνει ένα σακί ά σ π ρ ο αλεύρι. Α π ο φ ά σ ι σ ε λοιπόν να το π ά ρ ε ι και να το σκορπίσει στο κ α τ ώ ι , γ ι α να ρουφήξει τη χ υ μ έ ν η μ π ύ ρ α . " Ε μ » , ε ί π ε μ ε τ ο ν ο υ τ η ς ε υ χ α ρ ι σ τ η μ έ ν η , « η κ α λ ή νοι κ ο κ υ ρ ά είναι ο ι κ ο ν ό μ α κ α ι ξέρει ν α τ α βολεύει τ η ν ώ ρ α της ανάγκης ». Ανέβηκε λοιπόν, κουβάλησε το σακί με τ' αλεύρι
στο
κατώι
και
τό 'ριξε π ά ν ω στο κ α ν ά τ ι με
την μπύρα* το κανάτι αναποδογύρισε κι έτσι το πιοτό τού Φρίντερ
πότισε
κι
αυτό το π ά τ ω μ α , στο κ α τ ώ ι , μαζί
με την υπόλοιπη χυμένη μ π ύ ρ α . « Τι να κάνουμε; », είπε το
Κατινάκι.
" Τ ώ ρ α πάει,
έγινε! »
Και
σκόρπισε το
α λ ε ύ ρ ι σ ' όλο τ ο κ α τ ώ ι . Ό τ α ν τ έ λ ε ι ω σ ε , ε υ χ α ρ ι σ τ ή θ η κ ε πολύ
με τη
δουλειά της κι έδωσε
σ υ γ χ α ρ η τ ή ρ ι α στον
εαυτό τ η ς : « Τι κ α θ α ρ ό κ α ι νοικοκυρεμένο π ο υ είναι το κ α τ ώ ι του σπιτικού μου ! » Το μεσημέρι γύρισε κι ο Φρίντερ. « Λοιπόν, γ υ ν α ί κ α , τι μου ετοίμασες να φ ά ω ; » — « Αχ, Φρίντερ, π ο ύ
να σ' τα λέω ! »,
αποκρίθηκε το Κ α τ ι ν ά κ ι
« Ή θ ε λ α να
σου ψ ή σ ω ένα λ ο υ κ ά ν ι κ ο . Κ α ι τ η ν ώ ρ α που γ έ μ ι ζ α μ π ύ ρα το κανάτι, ήρθε ο σκύλος και μου τ
άρπαξε μέσα από
το τηγάνι. Και την ώρα π ο υ κυνηγούσα το σκύλο, η μ π ύ ρ α ξ ε χ ε ί λ ι σ ε κ α ι χ ύ θ η κ ε όλο τ ο β α ρ έ λ ι σ τ ο π ά τ ω μ α . Ε ί π α τ ό τ ε ν α σ κ ο ρ π ί σ ω α π ό π ά ν ω τ ο αλεύρι, γ ι α ν α ρου φήξει την και το
μπύρα.
κανάτι.
σκούπισα
και
Κι
Αλλά το
όπως τό 'ριχνα, μην
ανησυχείς :
συγύρισα
κι
έγινε
αναποδογύρισα το
κατώι
καλύτερο
κι
το από
πρώτα! » " Μα,
βρε
Κ α τ ι ν ά κ ι , βρε Κ α τ ι ν ά κ ι ! Τι π ή γ ε ς κι έ
κ α ν ε ς ; Ά φ η σ ε ς το σκύλο
να
σου
κλέψει το λουκάνικο,
ά φ η σ ε ς ό λ η τ η ν μ π ύ ρ α ν α χ υ θ ε ί κ α ι π έ τ α ξ ε ς κ ι όλο τ ο σακί με το άσπρο αλεύρι!
Δεν έπρεπε να κάνεις τέτοιο
πράγμα!» " Α χ , Φ ρ ί ν τ ε ρ , δεν τ ό ' ξ ε ρ α ! Γ ι α τ ί δεν μ ο υ τ ό ' λ ε γ ε ς πρωτύτερα; » Ο
άντρας
σκέφτηκε :
δεν
ρ α ν ά ' χ ω τ ο νου απ'
τη
είπε
« Ά μ α είναι
τ ί π ο τ α άλλο, έτσι
τα
μέσα του
πράγματα,
μου και να π ρ ο σ έ χ ω ».
δουλειά του κ ά μ π ο σ α σκούδα.
όμως
καλύτε
Ε ί χ ε φέρει
Αγόρασε λοιπόν
χρυσάφι και είπε στη γυναίκα του : « Τα βλέπεις αυτά τα κίτρινα σβολαράκια, Κατινάκι;
Θ α τ α β ά λ ω σ ' ένα
κιούπι και θ α τ α π α ρ α χ ώ σ ω στο στάβλο κ ά τ ω α π ' τ ο π α χνί της αγελάδας. Αλλά μην τα πλησιάσεις, μην τ
αγγί
ξεις, γ ι α τ ί θα π ά θ ε ι ς κ α κ ό ! » Κι εκείνη τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Μείνε ήσυχος, Φρίντερ !
Θα κ ά ν ω ό,τι μ ο υ λ ε ς ! »
Αλλά έτυχε κι όταν έλειπε ο Φρίντερ, ήρθαν π ρ α μ α τευτάδες στο χωριό, π ο υ είχαν κανάτια και σταμνιά, και ρ ώ τ η σ α ν τ η ν Κ α τ ί ν α αν ήθελε ν
αγοράσει. « Καλοί μου
ά ν θ ρ ω π ο ι » , α π ά ν τ η σ ε η κ ο π έ λ α , « χ ρ ή μ α τ α δεν έ χ ω γ ι α
ν' α γ ο ρ ά σ ω . Αν ό μ ω ς σας κάνουν τα κίτρινα
σβολαράκια
π ο υ έκρυψε ο άντρας μου στο στάβλο,
μετά χαράς
να π ά ρ ω απ ράκια;
τότε
την π ρ α μ ά τ ε ι α σας ». — " Κίτρινα
σβολα
Γιατί ό χ ι ; Να τα δούμε π ρ ώ τ α ! » — " Π η γ α ί
νετε στο στάβλο και σ κ ά ψ τ ε κ ά τ ω α π ' τ ο π α χ ν ί τ η ς αγε λ ά δ α ς . Ε κ ε ί θ α τ α β ρ ε ί τ ε . Ε γ ώ δεν π ρ έ π ε ι ο ύ τ ε ν α π λ η σ ι ά σ ω εκεί π έ ρ α ! » και τι βρήκαν;
Π ή γ α ν οι πονηροί πραματευτάδες
Καθαρό χρυσάφι!
Τ ο π ή ρ α ν λ ο ι π ό ν και.
έ φ υ γ α ν τ ρ ε χ ά τ ο ι και π α ρ ά τ η σ α ν εκεί κι μάτεια που κε
να
είχαν
για πούλημα.
χρησιμοποιήσει
τα
Το
καινούργια
όλη
την π ρ α
Κατινάκι της
βάλθη
σταμνιά και
κανάτια. Κι επειδή στην κουζίνα είχε και με το π α ρ α π ά ν ω , σ κ έ φ τ η κ ε να τους σπάσει τον π ά τ ο και να τα βάλει γ ι α στολίδι στους πασσάλους του απ
φράχτη, γύρω γύρω
τ ο σ π ί τ ι . Ό τ α ν γ ύ ρ ι σ ε ο Φ ρ ί ν τ ε ρ κ ι είδε τ α κ α ι ν ο ύ ρ
γ ι α στολίδια στο φράχτη του, αμέσως ρώτησε : " Κατι νάκι,
τι σ κ ά ρ ω σ ε ς π ά λ ι ; » — « Τ
αγόρασα,
Φρίντερ,
με τα κίτρινα σβολαράκια που είχες π α ρ α χ ώ σ ε ι στο στά βλο.
Και
δεν π λ η σ ί α σ α ο ύ τ ε τ '
άγγιξα εγώ :
έστειλα
τους π ρ α μ α τ ε υ τ ά δ ε ς να τα ξ ε χ ώ σ ο υ ν ». — " Α χ , γυναί κα », α ν α σ τ έ ν α ξ ε ο Φ ρ ί ν τ ε ρ . « Τι π ή γ ε ς κι έκανες ! Δεν ήταν
κίτρινα
σβολαράκια,
ήταν
καθαρό χρυσάφι.
Και
ή τ α ν ό λ η μ α ς η π ε ρ ι ο υ σ ί α , ό,τι ε ί χ α μ ε κ α ι δεν ε ί χ α μ ε . Δεν έπρεπε να κάνεις τέτοιο π ρ ά γ μ α ! » " Α χ , Φ ρ ί ν τ ε ρ , δεν τ ό ' ξ ε ρ α ! Γ ι α τ ί δεν μ ο υ τ ό ' λ ε γ ε ς πρωτύτερα; » Καθόταν λοιπόν το Κατινάκι και σκεφτόταν κι έσπα γε το μυαλό τ η ς , ώ σ π ο υ τ η ς ήρθε μια ιδέα : " ' Α κ ο υ , Φ ρ ί ν τ ε ρ , γ ι α τ ί δεν τ ρ έ χ ο υ μ ε ν α π ι ά σ ο υ μ ε τ ο υ ς κ λ έ φ τ ε ς ; Αν βιαστούμε, θα τους προλάβουμε και Οα πάρουμε π ί σω το χ ρ υ σ ά φ ι μ α ς ! » — « Ε ν τ ά ξ ε ι , λοιπόν », σ υ μ φ ώ -
νησε κι ο Φρίντερ. " Π ά μ ε να τους π ι ά σ ο υ μ ε . Π ά ρ ε ό μ ω ς μ α ζ ί σου τυρί και βούτυρο, γ ι α νά ' χ ο υ μ ε κ ά τ ι να τ ρ ώ μ ε στο δρόμο, να μην π ε ι ν ά σ ο υ μ ε ». — " Μείνε ή σ υ χ ο ς , Φ ρ ί ν τ ε ρ . Θ α κ ά ν ω ό π ω ς μου λες » . Ξ ε κ ί ν η σ α ν λοι πόν κι επειδή ο Φρίντερ ήταν πιο γρήγορος στα πόδια, το Κατινάκι έτρεχε ξ ο π ί σ ω του. " Καλύτερα γ ι α μένα », σ κ ε φ τ ό τ α ν . " Γ ι α τ ί κ α θ ώ ς θ α γ υ ρ ί ζ ο υ μ ε , ε γ ώ θ ά ' χ ω λι γότερο δρόμο να κ ά ν ω ». Έ φ τ α σ α ν λοιπόν
σ' ένα βουνό
κι εκεί π ο υ π ή γ α ι ν α ν συνάντησαν β α θ ι ά α υ λ ά κ ι α α π ό ρόδες στην άκρη τ ο υ δρόμου. Τ ι ς είδε η Κ α τ ί ν α και ε ί π ε : " Θ ε ο ύ λη μου ! Τι ά σ χ η μ ε ς π λ η γ έ ς π ο υ άνοιξαν οι π α λ ι ά ν θ ρ ω π ο ι με τ ι ς ρόδες τ ω ν κ ά ρ ω ν τους
στην
καημενούλα τη γη !
Π ώ ς θα μπορέσουν να γιάνουν τέτοιες μαχαιριές; » Και επειδή είχε καλή και πονετική καρδιά, έβγαλε το βούτυ ρο και τις άλειψε, να μην πονάνε και να μην υποφέρουν. Έ τ σ ι σ κ υ φ τ ή π ο υ ήταν, κύλησε ένα κεφάλι τυρί α π ' την π ο δ ι ά τ η ς κ α ι π ή ρ ε τ η ν κ α τ η φ ό ρ α . Τ ο είδε η Κ α τ ί ν α κ α ι είπε : « Δεν ανέβηκα ώς εδώ π ά ν ω γ ι α να ξ α ν α κ α τ έ β ω α μ έ σ ω ς να π ι ά σ ω το τυρί. Ας π ά ε ι άλλος να το φέρει ». Κ ι έ β γ α λ ε α π ' την π ο δ ι ά τ η ς άλλο ένα κ ε φ ά λ ι τυρί κ α ι τό
σ τ ε ί λ ε ν α β ρ ε ι τ ο π ρ ώ τ ο . Α λ λ ά τ α τ υ ρ ι ά δεν έ λ ε γ α ν
ν α γ υ ρ ί σ ο υ ν . Ε ί π ε τ ό τ ε μ ε τ ο νου τ η ς : " Μ π ο ρ ε ί ν α μ η θέλουν να π ε ρ π α τ ή σ ο υ ν μ ο ν α χ ά τους ! Μ π ο ρ ε ί να π ε ρ ι μ έ νουνε π α ρ έ α ! » Κ ι α μ έ σ ω ς τ ο υ ς έ σ τ ε ι λ ε κ α ι τ ρ ί τ ο ν α τ α μαζέψει. Αλλ
ά δ ι κ α π ε ρ ί μ ε ν ε . « Τ ι ν α π ω , δεν ξ έ ρ ω ! » ,
απόρησε το Κ α τ ι ν ά κ ι . « Μπορεί ό μ ω ς ο τρίτος νά ' χ α σ ε το δρόμο.
Θα στείλω λοιπόν και τον τ έ τ α ρ τ ο να τους
φ ω ν ά ξ ε ι ! » Α λ λ ά κ α ι τ ο τ έ τ α ρ τ ο κ ε φ ά λ ι τ υ ρ ί δεν τ α κ α τάφερε καλύτερα α π ' τα προηγούμενα.
Θύμωσε η
Κα
τίνα κι έριξε και το π έ μ π τ ο και το έκτο. Κι α υ τ ά ή τ α ν τα
τελευταία.
Στάθηκε
λιγάκι
και
περίμενε.
Κι
όταν
είδε κι α π ό ε ι δ ε , είπε : « Κ α λ ο ί ε ί σ α σ τ ε τ ο υ λ ό γ ο υ σας ! Ο ύ τ ε στον άλλο κόσμο να σας ε ί χ α στείλει
δεν θ
αργού
σατε τόσο ! Ως πότε νομίζετε ότι θα κ ά τ σ ω να π ε ρ ι μ έ ν ω την αφεντιά σ α ς ; Φ ε ύ γ ω κι ελάτε να με βρείτε. Σ τ ο κ ά τω κ ά τ ω , εσείς είσατε π ι ο ξεκούραστοι α π ό μένα ! » Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε λ ο ι π ό ν η Κ α τ ί ν α κ α ι δεν ά ρ γ η σ ε ν α π ρ ο φ τ ά σ ε ι τον
Φρίντερ,
που είχε
σταθεί και την περίμενε,
γιατί
ήθελε να φάει. « Γιά δ ώ σ ' μου κ ά τ ι ν α κ ο λ α τ σ ί σ ω ! » , τ η ς ε ί π ε . Κι εκείνη τού ' δ ω σ ε ψ ω μ ί ξερό. " Π ο ύ είναι το βού τυρο; της.
Π ο ύ είναι το τ υ ρ ί ; », τη
ρώτησε τότε ο άντρας
« Α χ , Φρίντερ, π ο ύ να σ' τα λέω ! », αποκρίθηκε η
Κατίνα. " Με το βούτυρο άλειψα τα βαθιά αυλάκια, στην άκρη του δρόμου, να μαλακώσει ο πόνος της καημενούλ α ς τ η ς γ η ς . Κ α ι τ α τ υ ρ ι ά δεν θ ' α ρ γ ή σ ο υ ν ν ά ' ρ θ ο υ ν . Τ ο ένα
μού
'φυγε και κατρακύλησε
στην π λ α γ ι ά . Έ σ τ ε ι λ α
ό μ ω ς ξ ο π ί σ ω του κ α ι τ' άλλα, να το φέρουν π ί σ ω ». Ο Φ ρ ί ν τ ε ρ α ν α σ τ έ ν α ξ ε κ α ι ε ί π ε : « Α χ , Κ α τ ι ν ά κ ι , δεν έ π ρ ε πε να κάνεις τέτοιο π ρ ά γ μ α , να πετάξεις το βούτυρο στό αυλάκι και ν α ρίξεις τ α τυριά στην κ α τ η φ ό ρ α ! Δεν έ π ρ ε πε να κάνεις τέτοιο π ρ ά γ μ α ! » " Α χ , Φ ρ ί ν τ ε ρ , δεν τ ό ' ξ ε ρ α ! Γ ι α τ ί δεν μ ο υ τ ό ' λ ε γ ε ς πρωτύτερα; » Κ ά θ ι σ α ν λοιπόν κι έ φ α γ α ν ξερό ψ ω μ ί κι ο Φρίντερ ρώτησε : " Κατίνα, κλείδωσες το σπίτι μας γαμε; Γιατί
Αμπάρωσες δεν
μου
τό
την
πόρτα;»
'λεγες
—
καθώς φεύ
" Όχι,
πρωτύτερα; »
—
Φρίντερ! « Πήγαινε
λοιπόν να κλειδαμπαρώσεις και ν' ασφαλίσεις την πόρτα, π ρ ι ν σ υ ν ε χ ί σ ο υ μ ε τ ο δρόμο μ α ς . Κ α ι φέρε μ α ζ ί σου κ ά τ ι άλλο γ ι α φ α γ η τ ό . Εγώ
θα σε περιμένω εδώ ». Ξεκίνησε
η Κατίνα και στο δρόμο που πήγαινε σκεφτόταν : « Ο Φ ρ ί ν τ ε ρ θέλει κ ά τ ι άλλο γ ι α φ α γ η τ ό . Φ α ί ν ε τ α ι π ω ς δεν
έχει όρεξη γ ι α βούτυρο κ α ι τυρί. Θ α γ ε μ ί σ ω κ ι ε γ ώ ένα σακούλι σ τ ρ α γ ά λ ι α και θα π ά ρ ω κι ένα κανάτι ξίδι,
να
σβήνει τη δίψα του ». Τα π ή ρ ε λοιπόν και κ λ ε ι δ ο μ α ν τ ά λωσε την μπροστινή την πόρτα. Την πίσω π ό ρ τ α όμως την έβγαλε απ
τους μεντεσέδες τ η ς και την π ή ρ ε στον
ώ μ ο , γ ι α τ ί νόμιζε ότι αν την έ β α ζ ε σε μέρος σίγουρο κ α ι ασφαλές, τότε θά 'ταν και το σπίτι ασφαλισμένο. Σ ι γ ά σ ι γ ά ανέβηκε π ά λ ι στο βουνό, κι ό π ω ς ανέβαινε σ κ ε φ τ ό τ α ν : « Κι αν α ρ γ ή σ ω λ ι γ ά κ ι , τόσο το καλύτερο ! Θα ξε κουραστεί κι ο Φρίντερ με την η σ υ χ ί α του ! » Κ α μ ι ά φ ο ρά έ φ τ α σ ε και του είπε : « Φρίντερ, σού ' φ ε ρ α την π ό ρ τ α γ ι α ν α τ η ν α σ φ α λ ί σ ε ι ς μ ε τ α χ έ ρ ι α σου » . — « Θ ε έ μου », είπε ο δ ύ σ τ υ χ ο ς άντρας. « Τι ξύπνια γ υ ν α ί κ α π ο ύ ' χ ω ! Κλειδώνει τη μια π ό ρ τ α και βγάζει την άλλη, να μ π ε ι μ έ σ α όποιος θέλει. Τ ώ ρ α είναι π ι α α ρ γ ά . Δεν π ρ ο λαβαίνουμε να γυρίσουμε άλλη μ ι α φορά στο σπίτι. Αλ λά αφού έφερες την π ό ρ τ α ώς εδώ, να την κουβαλήσεις μόνη
σου
Φρίντερ.
και
στον
υπόλοιπο
Θα την κουβαλήσω.
δ ρ ό μ ο ».
—
« Εντάξει,
Αλλά τα στραγάλια και
τ ο ξίδι δεν α ν τ έ χ ω ν α τ α σ η κ ώ ν ω κ ι α υ τ ά .
Θα τα δώσω
στην π ό ρ τ α κι ας τα κουβαλήσει αυτή ». Π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν λ ο ι π ό ν σ τ ο δ ά σ ο ς κ ι όλο έ ψ α χ ν α ν ν α βρουν
τους
πονηρούς
πραματευτάδες,
που
τους
είχαν
κλέψει το χρυσάφι τους. Ώ σ π ο υ στο τέλος νύχτωσε, και ανέβηκαν σ' ένα δέντρο γ ι α να κοιμηθούν. Δεν π ρ ό λ α β α ν να βολευτούν, κ α ι νά σου οι κ λ έ φ τ ε ς , π ο υ ήρθαν κ α ι σ τ ρ ώ θ η κ α ν α π ό κ ά τ ω α υ τ ο ί π ο υ β ρ ί σ κ ο υ ν ό , τ ι α κ ό μ α δεν έ χ ε ι χ α θ ε ί , α υ τ ο ί π ο υ π α ί ρ ν ο υ ν ό , τ ι δ ι κ ό τ ο υ ς δεν ε ί ν α ι . Ά ν α ψ α ν φ ω τ ι ά κ ι ά ρ χ ι σ α ν ν α μ ο ι ρ ά ζ ο υ ν τ α λάφυρα τ ο υ ς . Κ α τ έ β η κ ε α μ έ σ ω ς ο Φρίντερ α π ' την άλλη μεριά, μάζεψε πέτρες, ανέβηκε π ά λ ι στο δέντρο κι άρχισε να τους π ε -
τ ρ ο β ο λ ά ε ι . Α λ λ ά όλες τ ο υ οι π έ τ ρ ε ς α σ τ ο χ ο ύ σ α ν . κ λ έ φ τ ε ς ε ί π α ν : « Φ α ί ν ε τ α ι π ω ς δεν θ
ρώσει κι ο αέρας ρίχνει κ ά τ ω τα κουκουνάρια ». τίνα, μ ε τ η ν π ό ρ τ α α κ ό μ α στον γίσει απ γαν
τα
" Αχ,
Φρίντερ,
εκείνος.
της,
είχε
Η Κα πια
λυ
το πολύ βάρος. Και κ α θ ώ ς νόμιζε π ω ς έφται στραγάλια,
τέχω ! »
ώμο
Κι οι
α ρ γ ή σ ε ι να ξ η μ ε
—
θα
" Όχι
γύρισε και τα π ε τ ά ξ ω τώρα,
είπε τα
στον
άντρα
της :
σ τ ρ α γ ά λ ι α . Δεν αν
Κ α τ ι ν ά κ ι ! »,
της
απάντησε
« Θα μ α ς κ α τ α λ ά β ο υ ν ! » — « Μ α , ά ν τ ρ α μου,
έχει λυγίσει η π λ ά τ η μου !
Θα π έ σ ω ! » — « Ε, π ο υ να
π ά ρ ε ι ο Δ ι ά β ο λ ο ς , πέταξε τ α ! » Κ α τ ρ α κ ύ λ η σ α ν λ ο ι π ό ν τα στραγάλια ανάμεσα στα κλαδιά κι οι κλέφτες από κά τω είπαν : « Κουτσουλάνε τα πουλάκια α π ό π ά ν ω μας ». Σε λίγο,
κ ι επειδή την π ό ρ τ α την είχε α κ ό μ α στον
ώ μ ο , η Κ α τ ί ν α ε ί π ε : " Φ ρ ί ν τ ε ρ , δεν μ π ο ρ ώ ! Θ α χ ύ σ ω και το ξίδι! " « Ό χ ι τώρα, Κ α τ ι ν ά κ ι ! », εκείνος.
της απάντησε
« Θα μ α ς κ α τ α λ ά β ο υ ν ! » — " Μ α , ά ν τ ρ α μου,
έχει λυγίσει η π λ ά τ η
μ ο υ ! Θα π έ σ ω ! » — " Ε, π ο υ να
π ά ρ ε ι ο Διάβολος, χύσε το κι αυτό ! » Έ χ υ σ ε λοιπόν το ξίδι κ α ι π ι τ σ ί λ ι σ ε τους κ λ έ φ τ ε ς κι εκείνοι τους :
είπαν μεταξύ
" Η π ρ ω ι ν ή π ά χ ν η ά ρ χ ι σ ε κ ι ό λ α ς να δροσίζει ».
Με τα π ο λ λ ά η Κ α τ ί ν α σ κ έ φ τ η κ ε :
« Βρε δε θες να
είναι η π ό ρ τ α α υ τ ή π ο υ με β α ρ α ί ν ε ι ; », κ α ι ε ί π ε : ντερ,
θα την π ε τ ά ξ ω
μου ! »
" Ό χ ι τώρα,
την π ό ρ τ α ! Κ ό π η κ ε π ι α η Κ α τ ι ν ά κ ι ! »,
της
" Φρί μέση
α π ά ν τ η σ ε εκεί
ν ο ς . " Θα μ α ς κ α τ α λ ά β ο υ ν ! » — " Μ α , ά ν τ ρ α μ ο υ , έ χ ε ι λυγίσει η π λ ά τ η μ ο υ ! Θα π έ σ ω ! » — « Ό χ ι , όχι, Κ α τ ι νάκι, κ ρ ά τ α τη γερά ! Γιατί θα μας καταλάβουν και π ά μ ε χαμένοι! » — " Φρίντερ, θήκανε.
δεν μ π ο ρ ώ , τ α χ έ ρ ι α μ ο υ λ υ -
Θα την α φ ή σ ω ! » — « Ε, άσ
κ α λ ό ! », ε ί π ε κι ο Φ ρ ί ν τ ε ρ θ υ μ ω μ έ ν ο ς .
την να π ά ε ι στο Κουτρουβαλιά-
στηκε λοιπόν κι η π ό ρ τ α κι έκανε τέτοιο σ α μ α τ ά , π ο υ οι κλέφτες πάγωσαν
α π ' την τ ρ ο μ ά ρ α τους :
Σ α τ α ν ά ς κ α τ έ β η κ ε απ φυγαν
αυτό το δέντρο ! », φ ώ ν α ξ α ν κι έ
σαν κ υ ν η γ η μ έ ν ο ι , α φ ή ν ο ν τ α ς
κλεψιμαίικα.
Νωρίς
« Ο ίδιος ο
το
π ί σ ω τους όλα τα
πρωί κατέβηκαν απ
ψώνα τους ο Φρίντερ με την Κ α τ ί ν α του.
την κρυ
Και βρήκαν
όλο τ ο υ ς τ ο χ ρ υ σ ά φ ι κ α ι τ ο π ή ρ α ν σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ ς . Ό τ α ν έφτασαν με το καλό, είπε ο Φρίντερ στη γ υ ναίκα του : « Κατινάκι, τ ώ ρ α πρέπει π ι α να βάλεις μυα λό
και
να δουλέψεις
σ ω σ τ ά ».
—
" Εντάξει,
Φρίντερ,
θ α κ ά ν ω ό π ω ς μου λες. Θ α π ά ω στο χ ω ρ ά φ ι , ν α θ ε ρ ί ζ ω » . Μόλις έφτασε στο χ ω ρ ά φ ι ό μ ω ς , άρχισε ν' αναρωτιέται : " Να φ ά ω πριν θερίσω, γ ι ά καλύτερα να κ ο ι μ η θ ώ ; Κ α λύτερα να φ ά ω ! » Κάθισε λοιπόν κι έφαγε κι α π ' το φ α γ η τ ό νύσταξε κι άρχισε να θερίζει και να κόβει και μισοκοιμισμένη κ α θ ώ ς ή τ α ν ε , έκοψε κ ι όλα τ η ς τ α ρ ο ύ χ α σ τ α δυο, π ο δ ι ά και φουστάνι και π ο υ κ ά μ ι σ ο .
Κι όταν
ξύπνησε κ ι είδε π ω ς ή τ α ν μ ι σ ό γ υ μ ν η , τ ρ ό μ α ξ ε κ ι ά ρ χ ι σ ε ν ' α ν α ρ ω τ ι έ τ α ι : « Ε γ ώ ε ί μ α ι ; Ή δεν ε ί μ α ι ε γ ώ ; » Σ τ ο αναμεταξύ είχε νυχτώσει.
Έ τ ρ ε ξ ε λοιπόν το
Κατινάκι
στο χ ω ρ ι ό και χ τ ύ π η σ ε στο. παράθυρο του άντρα τ η ς : " Ε , Φ ρ ί ν τ ε ρ ! » — « Τι τ ρ έ χ ε ι ; » — « Δε μ ο υ λ ε ς :
Εί
ναι μ έ σ α το Κ α τ ι ν ά κ ι ; »,
μέ
ρώτησε. « Εμ,
βέβαια,
σ α είναι κ α ι κ ο ι μ ά τ α ι , τ έ τ ο ι α ώ ρ α π ο υ ε ί ν α ι ! » ,
απο
κ ρ ί θ η κ ε ο ά ν τ ρ α ς τ η ς . Κ ι η κ α κ ο μ ο ί ρ α ε ί π ε μ ε τ ο νου της :
« Τ ό τ ε δεν ε ί μ α ι ε γ ώ » . Κ α ι π ή ρ ε τ ο δ ρ ό μ ο κ ι έ
φυγε. Λίγο πιο πέρα συνάντησε κλέφτες, μπουν σ τ α σ π ί τ ι α και να κλέψουν.
που ήθελαν να
Τ ο υ ς π λ η σ ί α σ ε λοι
πόν και τους είπε : " Θα σας β ο η θ ή σ ω ». Οι κ λ έ φ τ ε ς την πίστεψαν, γιατί νόμισαν π ω ς ήξερε τα κ α τ α τ ό π ι α .
Και
δέχτηκαν
ευχαριστημένοι.
Η
Κατίνα
όμως
άρχισε
να
γυρίζει σ
όλο τ ο χ ω ρ ι ό , π ό ρ τ α π ό ρ τ α , κ α ι ν α φ ω ν ά ζ ε ι :
" Ε, νοικοκυραίοι! Ή ρ θ α μ ε να κλέψουμε! Έ χ ε τ ε τίπο τα κ α λ ό ; » Οι κλέφτες τά 'χασαν. « Βρε, πού τη βρήκα με τ ο ύ τ η ; », είπαν. Και παρακαλούσαν να την ξεφορτω θούν μ ι α ώ ρ α α ρ χ ύ τ ε ρ α . Τ η ς ε ί π α ν λ ο ι π ό ν : « Ο π α π ά ς έ χ ε ι γ ο γ γ ύ λ ι α φυτεμένα στο περιβολάκι του. Ά ν τ ε να μας φέρεις κ α μ π ό σ α ». Το Κατινάκι π ή γ ε π ρ ά γ μ α τ ι κι άρ χισε να κόβει γ ο γ γ ύ λ ι α . Αλλά τ ε μ π έ λ α κ α θ ώ ς ήταν, δε σ ή κ ω ν ε τ η μ έ σ η τ η ς κ ι όλο σ κ υ μ μ έ ν η έ μ ε ν ε . Έ τ υ χ ε τ ώ ρ α και πέρασε α π ό κει ένας
άντρας
και
ε ί δ ε π ω ς κ ά π ο ι ο ς σ ά λ ε υ ε μ έ σ α σ τ α γ ο γ γ ύ λ ι α κ ι άνθρωπο δεν έ β λ ε π ε . Κ α ι θ ά ρ ρ ε ψ ε π ω ς ή τ α ν ο ί δ ι ο ς ο Δ ι ά β ο λ ο ς . Έ τ ρ ε ξ ε λοιπόν στον π α π ά και του είπε : « Π ά τ ε ρ , π ά τ ε ρ , στο π ε ρ ι β ο λ ά κ ι σου έχει τ ρ υ π ώ σ ε ι ο ίδιος ο Δ ι ά β ο λος
και μαζεύει
γ ο γ γ ύ λ ι α ! » — « Θ ε ο ύ λ η μ ο υ ! », φ ώ
ν α ξ ε ο π α π ά ς . " Το π ό δ ι μου με π ο ν ά ε ι κ α ι δεν μ π ο ρ ώ ν α τ ρ έ ξ ω ν α τ ο ν ξορκισθώ » . — " Μ η σ ε ν ο ι ά ζ ε ι , π α π ά μου. Κι ε γ ώ θα σε κ ο υ β α λ ή σ ω στην π λ ά τ η μου ! », είπε τότε ο άντρας. Κι έτσι έγινε. Έ φ τ α σ α ν λοιπόν στο περι βολάκι του π α π ά και τ η σ τ ι γ μ ή εκείνη α κ ρ ι β ώ ς αναση κ ώ θ η κ ε το Κ α τ ι ν ά κ ι να ξ ε μ ο υ δ ι ά σ ε ι . " Α χ , ο Σ α τ α ν ά ς ! », φώναξε ο π α π ά ς τρομαγμένος. Α μ έ σ ω ς τό 'βαλαν κι οι δυο σ τ α π ό δ ι α . Κι ο π α π ά ς με το πονεμένο τ ο υ π ο δ ά ρ ι έτρεχε πιο γρήγορα απ
τον άλλον, π ο υ ή τ α ν γερός.
6ο.
Τα δυο αδέρφια
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ή τ α ν δυο α δ έ ρ φ ι α ,
ένας
πλούσιος κι ένας φ τ ω χ ό ς . Ο πλούσιος ήταν χρυσο
χόος κι ήταν πολύ κακός, ίσαμε τα βάθη της ψυχής του. Ο
φτωχός
κέρδιζε
το
ψωμί του
φτιάχνοντας
ψάθινες
σ κ ο ύ π ε ς κι ή τ α ν τ ί μ ι ο ς κ α ι κ α λ ό ς . Κι είχε ο φ τ ω χ ό ς δυο π α ι δ ι ά , δ ί δ υ μ α αγόρια, π ο υ έμοιαζαν το ένα με το άλλο σαν δυο σ τ α γ ό ν ε ς νερό. Τ α δυο α δ έ ρ φ ι α π ή γ α ι ν α ν π ό τ ε π ό τ ε στο π λ ο υ σ ι ό σ π ι τ ο τ ο υ θείου τους κ α ι μ ά ζ ε υ α ν ό,τι τους έδιναν α π
τα αποφάγια.
Μια μέρα ο φ τ ω χ ό ς π ή γ ε στο δάσος να μαζέψει χ α μόκλαδα γ ι α τις σκούπες του
κι
α π ά ν τ η σ ε ένα πουλί
ο λ ό χ ρ υ σ ο κ α ι τ ό σ ο ό μ ο ρ φ ο π ο υ ό μ ο ι ο τ ο υ δεν ε ί χ ε ξ α ν α δεί σ τ α μ ά τ ι α τ ο υ . Σ ή κ ω σ ε λοιπόν ένα π ε τ ρ α δ ά κ ι , τ ο σημάδεψε και π ρ ά γ μ α τ ι το πέτυχε : αλλά το πουλί π έ τ α ξ ε μ α κ ρ ι ά κι ά φ η σ ε π ί σ ω του ένα μόνο χρυσό φ τ ε ρ ά κ ι . Ο άντρας το π ή ρ ε και το π ή γ ε στον αδερφό του
κι εκεί
νος το είδε κι ε ί π ε : « Ε ί ν α ι α π ό α τ ό φ ι ο χ ρ υ σ ά φ ι ». Κ α ι τού 'δωσε πολλά λεφτά γι' αυτό. Τ η ν άλλη μέρα ο φ τ ω χ ό ς ανέβηκε σε μια α χ λ α δ ι ά , να την κλαδέψει : κι α π ' τα κλαδιά της σηκώθηκε και π έ τ α ξ ε το ίδιο χ ρ υ σ ό π ο υ λ ά κ ι . Ο ά ν τ ρ α ς έ ψ α ξ ε κ α ι β ρ ή κ ε τη φωλιά του και μέσα ή τ α ν ένα ολόχρυσο αυγό. Το π ή ρ ε κι αυτό και το π ή γ ε στον αδερφό του. Κι εκείνος π ά λ ι είπε : « Είναι α π ό ατόφιο χ ρ υ σ ά φ ι ». Κ α ι τού ' δ ω σ ε ξανά π ο λ λ ά λ ε φ τ ά . Σ τ ο τέλος ο χ ρ υ σ ο χ ό ο ς είπε : « Ι Ι ο λ ύ θά ' θ ε λ α ν ' α π ο κ τ ή σ ω τ ο ίδιο τ ο χ ρ υ σ ό π ο υ λ ί » . Γ ι α τ ρ ί τ η
φορά λοιπόν π ή γ ε ο φ τ ω χ ό ς στο δάσος
κι όταν συνάντη
σε το χρυσό πουλάκι, τού 'ριξε μια π έ τ ρ α και το π έ τ υ χ ε , το π ή γ ε στον αδερφό του και π ή ρ ε ένα σωρό λεφτά. « Τ ώ ρ α π ι α δ ε ν έ χ ω α ν ά γ κ η κ α ν έ ν α ν » , ε ί π ε μ ε τ ο νου τ ο υ ο φ τ ω χ ό ς και γύρισε στο σπίτι του ευχαριστημένος. Ο χρυσοχόος ήταν πονηρός άνθρωπος και ήξερε πολύ κ α λ ά τ ι σόι π ο υ λ ά κ ι ή τ α ν α υ τ ό π ο υ ε ί χ ε α κ ρ ι β ο π λ η ρ ώ σει. Φ ώ ν α ξ ε λ ο ι π ό ν τ η γ υ ν α ί κ α τ ο υ κ α ι τ η ς ε ί π ε : « Ψ ή σε μου αυτό το πουλί κ α ι π ρ ό σ ε ξ ε κ α λ ά μη σου π α ρ α π έ σ ε ι τ ί π ο τ α : θ έ λ ω να το φ ά ω ολόκληρο μ ο ν ά χ ο ς μου ! » Αλ λ ά τ ο π ο υ λ ί ε κ ε ί ν ο δεν ή τ α ν σ α ν τ 5 ά λ λ α π ο υ λ ι ά τ ο υ δ ά σους
ήταν μ α γ ι κ ό , κι όποιος έ τ ρ ω γ ε την καρδιά και το
σ υ κ ώ τ ι του, έβρισκε κάθε π ρ ω ί ένα χρυσό φλουρί κ ά τ ω α π ' το μαξιλάρι του. Ε τ ο ί μ α σ ε η γ υ ν α ί κ α το πουλί, το σούβλισε κι άρχισε να το ψήνει. Έ τ υ χ ε ό μ ω ς κι ε ν ώ το π ο υ λ ί ψηνόταν, η γ υ ναίκα καταπιάστηκε
μ'
άλλες
δουλειές και
βγήκε από
τ ο μ α γ ε ρ ε ι ό . Τ ό τ ε α κ ρ ι β ώ ς ήρθαν τ α δυο α γ ό ρ ι α του φ τ ω χού, στάθηκαν πλάι στη σούβλα κι άρχισαν να τη γυρί ζουν.
Κ ι ό π ω ς δυο κ ο μ μ α τ ά κ ι α κ ρ έ α ς έ π ε σ α ν
σούβλα στο ταψί, είπε
απ'
τη
το ένα α π ' τα δ ί δ υ μ α : « Α υ τ έ ς
τ ι ς δυο μ π ο υ κ ί τ σ ε ς α ς τ ι ς φ ά μ ε . Π ε ι ν ά ω τ ό σ ο π ο λ ύ κ α ι ε ί μ α ι σ ί γ ο υ ρ ο ς π ω ς κ α ν ε ί ς δεν θ α τ ο κ α τ α λ ά β ε ι » . Π ρ ά γ ματι, έτσι κι έγινε. Και την ίδια σ τ ι γ μ ή μ π ή κ ε στην κουζί να η γ υ ν α ί κ α κ α ι τα είδε π ο υ έ τ ρ ω γ α ν . τα
ρώτησε.
" Τι κάνετε εκεί; »,
" Τ ρ ώ μ ε δυο κ ο μ μ α τ ά κ ι α , π ο υ έ π ε σ α ν α π ό
τη σούβλα στο ταψί », αποκρίθηκαν τα παιδιά. « Ή τ α ν η κ α ρ δ ι ά κ α ι το σ υ κ ώ τ ι », είπε η γ υ ν α ί κ α τ ρ ο μ α γ μ έ ν η . Και γ ι α να μην το καταλάβει ο άντρας της και θυμώσει, έσφαξε σ τ α γ ρ ή γ ο ρ α ένα κοτόπουλο, τού ' β γ α λ ε την κ α ρ διά και το συκώτι και τά 'βαλε μέσα στο χρυσό πουλί.
Κ α ι μόλις τέλειωσε το ψήσιμο, το π ή γ ε στον άντρα τ η ς , π ο υ τ ό ' φ α γ ε όλο μ έ χ ρ ι τ ε λ ε υ τ α ί α μ π ο υ κ ι ά , χ ω ρ ί ς ν ' α φήσει τ ί π ο τ α . Αλλά την άλλη μέρα το π ρ ω ί , π ο υ έχωσε το χέρι του κ ά τ ω απ
τ ο μ α ξ ι λ ά ρ ι γ ι α ν α βρει τ ο χ ρ υ σ ό
φ λ ο υ ρ ί , δεν β ρ ή κ ε τ ί π ο τ α . Τ α δυο π α ι δ ά κ ι α τ ώ ρ α δεν ή ξ ε ρ α ν π ο ι α κ α λ ή τ ύ χ η τους είχε χαμογελάσει. Τ η ν άλλη μέρα το π ρ ω ί , την ώ ρ α που σηκώθηκαν α π ' τα κ ρ ε β α τ ά κ ι α τους, κάτι έπεσε κου δουνίζοντας
στο
πάτωμα.
Έσκυψαν
και
βρήκαν
δυο
χ ρ υ σ ά φλουριά. Τ ρ έ χ ο ν τ α ς τ α π ή γ α ν στον π α τ έ ρ α τους κι εκείνος απόρησε και είπε : " Π ώ ς έγινε τέτοιο π ρ ά γ μ α ; » Κι όταν την άλλη μ έ ρ α β ρ ή κ α ν ά λ λ α δυο φλουριά κ ά τ ω απ
το μαξιλάρι τους κι έτσι κάθε μέρα, κάθε μέρα,
π ή γ ε ο κ α η μ έ ν ο ς ο φ τ ω χ ό ς κ α ι δ ι η γ ή θ η κ ε όλη τ η ν ι σ τ ο ρία στον αδερφό του ζ η τ ώ ν τ α ς τη συμβουλή τ ο υ . Ο χ ρ υ σοχόος κατάλαβε
αμέσως τι είχε
συμβεί,
π ω ς τ α δυο
αγόρια είχαν φάει το συκώτι και την καρδιά του χρυσού πουλιού
και γ ι α να πάρει εκδίκηση, μιας κι ήταν σκλη-
ρόκαρδος κ α ι φθονερός, ε ί π ε στον αδερφό τ ο υ : « Τα δυο σου π α ι δ ι ά έχουν π α ρ τ ί δ ε ς μ ε τον Ε ξ α π ο δ ώ . Μ η ν π ι ά ν ε ι ς σ τ α χ έ ρ ι α σου τ α φλουριά π ο υ σου δίνουν. Κ α ι μην τ α κ ρ α τ ά ς άλλο στο σ π ί τ ι σου. Γ ι α τ ί Εκείνος, π ο υ τ α εξου σ ι ά ζ ε ι , μ π ο ρ ε ί σ τ ο τ έ λ ο ς ν ' α ρ π ά ξ ε ι κ ι εσένα τ ο ν ίδιον " . Ο
πατέρας
φοβισμένος
γύρισε
στο
σπίτι
του
κι όσο
κι αν του βαρυφάνηκε, πήρε τα δίδυμα, τα π ή γ ε στο δάσος και τ
ά φ η σ ε εκεί μ ο ν α χ ά τους.
Τ α δυο α δ έ ρ φ ι α ά ρ χ ι σ α ν τ ό τ ε ν α ψάχνουν τ ο δρόμο γ ι α το σπίτι τους. Αλλά άδικα κουράζονταν κι αντί να π λ η σ ι ά ζ ο υ ν , όλο π ι ο μ α κ ρ ι ά έ φ ε υ γ α ν .
Μετά από ώρα
π ο λ λ ή συνάντησαν έναν κ υ ν η γ ό , π ο υ τα ρ ώ τ η σ ε : « Τ ί νος ε ί σ α σ τ ε , π α ι δ ι ά ; » — « Ε ί μ α σ τ ε τα π α ι δ ι ά τ ο υ φ τ ω -
χού που
φτιάχνει
τις σκούπες »,
α π ο κ ρ ί θ η κ α ν τ α δυο
α γ ό ρ ι α . Κ α ι του δ ι η γ ή θ η κ α ν όλη τ η ν ιστορία, π ω ς ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ ς δεν τ α ήθελε π ι α σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ , ε π ε ι δ ή κ ά θ ε π ρ ω ί έβρισκαν ένα φλουρί χ ρ υ σ ό κ ά τ ω α π τους.
« Δεν
είναι
κακό
α υ τ ό »,
είπε
τότε
το μαξιλάρι ο
κυνηγός.
« Φτάνει να είσαστε καλά π α ι δ ι ά κι όχι να τ ε μ π ε λ ι ά ζ ε τ ε α π ' το π ρ ω ί μέχρι το βράδυ ». Κι ο καλός άνθρωπος, που δεν ε ί χ ε δ ι κ ά τ ο υ π α ι δ ι ά , τ α π ή ρ ε μ α ζ ί τ ο υ κ α ι τ ο υ ς ε ί πε :
" Θα είμαι ε γ ώ ο π α τ έ ρ α ς σας.
και θα σας
μεγαλώσω
Θα σας φροντίζω
σαν δ ι κ ά μου π α ι δ ι ά ».
Κοντά
του έμαθαν την τέχνη τού κυνηγού. Κ α ι τα φλουριά π ο υ έβρισκαν κάθε π ρ ω ί κ ά τ ω α π ' το μαξιλάρι τους, τους τα μάζευε να τά 'χουν, αν ποτέ παρουσιαζόταν ανάγκη. Μεγάλωσαν λοιπόν κι ο θετός τους π α τ έ ρ α ς τα πήρε μια μέρα μέσα στο δάσος και τους είπε : « Σ ή μ ε ρ α θα περάσετε την τελική
δ ο κ ι μ α σ ί α , π ο υ θ α δείξει ότι τ έ
λειωσε π ι α ο καιρός της μαθητείας σας κι είστε σωστοί και καλοί κυνηγοί ». Τον ακολούθησαν στο δάσος κι άρ χ ι σ α ν ν α π α ρ α μ ο ν ε ύ ο υ ν , α λ λ ά κ α ν έ ν α ζοοο δεν έ λ ε γ ε ν α φανεί. Ώ σ π ο υ είδε ο κ υ ν η γ ό ς ένα σ μ ά ρ ι α γ ρ ι ό χ η ν ε ς να πετούν
στον
ουρανό
σ χ η μ α τ ί ζ ο ν τ α ς ένα τ ρ ί γ ω ν ο .
Και
ε ί π ε στο ένα α π ' τα δυο α δ έ ρ φ ι α : " Χ τ ύ π α ένα π ο υ λ ί α π ό κ ά θ ε γ ω ν ι ά » . Κ α ι τ ο π α λ ι κ ά ρ ι έ κ α ν ε ό,τι τ ο υ ε ί π ε κι έτσι πέρασε τη δοκιμασία. Μ ε τ ά α π ό λίγο πλησίασε πετώντας
και
δεύτερο
σμάρι
σ χ ή μ α του αριθμού Δύο.
αγριόχηνες,
που
είχε
το
Και πρόσταξε ο κυνηγός και
τον άλλον του γ ι ο ν α χ τ υ π ή σ ε ι ένα πουλί α π ό κ ά θ ε γ ω νιά. Κι έτσι έγινε. Μίλησε τ ό τ ε ο θετός π α τ έ ρ α ς και ε ί π ε : " Ε γ ώ ό,τι ή τ α ν ν α σ α ς μ ά θ ω , σ α ς τ ό ' μ α θ α . Ε ί σ τ ε π ι α σ ω σ τ ο ί κ α ι κ α λ ο ί κ υ ν η γ ο ί » . Τ α δυο α δ έ ρ φ ι α κ υ ν ή γ η σ α ν όλη μ έ ρ α στο δ ά σ ο ς . Κ ι α φ ο ύ κ ο υ β έ ν τ ι α σ α ν π ρ ώ τ α μ ε -
ταξύ τους, τα συμφώνησαν και γύρισαν το βράδυ σπίτι. Κι όταν κάθισαν στο τ ρ α π έ ζ ι να φάνε, είπαν στον π α τ έ ρα τους : « Δεν θα βάλουμε μ π ο υ κ ι ά στο σ τ ό μ α μ α ς και δεν θ ' α γ γ ί ξ ο υ μ ε τ ο φ α γ η τ ό μ α ς , α ν δεν μ α ς κ ά ν ε ι ς τ η χ ά ρ η π ο υ θα σου ζ η τ ή σ ο υ μ ε ». — « Κ α ι π ο ι α είναι α υ τ ή η χ ά ρ η ; » — « Τ ώ ρ α π ο υ μ ά θ α μ ε τη δουλειά, θέλουμε ν α τ α ξ ι δ έ ψ ο υ μ ε και ν α γ ν ω ρ ί σ ο υ μ ε τον κ ό σ μ ο .
Άφησε
μ α ς λοιπόν να φ ύ γ ο υ μ ε και δ ώ σ ε μ α ς την ε υ χ ή σου ». Ο γέρος τότε χαρούμενος τους αποκρίθηκε : « Τ ώ ρ α μι λ ά τ ε σαν αληθινοί και γενναίοι κυνηγοί. Α υ τ ό π ο υ μου ζ η τ ά τ ε , είναι κ α ι δική μου ε π ι θ υ μ ί α . Τ ρ α β ή ξ τ ε τ ο δρόμο σας και
ξεκινήστε να γνωρίσετε
τον κόσμο ».
Κι έτσι
έφαγαν και ήπιαν χαρούμενοι, να το γιορτάσουν. Κι όταν ήρθε η σ υ μ φ ω ν η μ έ ν η μέρα, ο γ ε ρ ο - κ υ ν η γ ό ς χάρισε στον καθένα τ ο υ γιο ένα καλό ντουφέκι κι ένα λα γωνικό. Και τους έδωσε και τα φλουριά π ο υ
τόσα χρό
νια τούς είχε μαζεμένα, να πάρουν μαζί τους όσα ήθελαν. Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε μαζί τους και λίγο δρόμο κι όταν έφτασε η ώ ρ α τού α π ο χ ω ρ ι σ μ ο ύ , τους έδωσε κι ένα α σ τ ρ α φ τ ε ρ ό μ α χ α ί ρ ι κ α ι τ ο υ ς είπε : " Αν τ ύ χ ε ι π ο τ έ ν
αποχωριστείτε
ο ένας τον άλλον, κ α ρ φ ώ σ τ ε τ ο ύ τ ο το μ α χ α ί ρ ι στον κ ο ρ μ ό ενός δέντρου, εκεί α κ ρ ι β ώ ς π ο υ θα χ ω ρ ί σ ο υ ν οι δρόμοι σας. Κι όποιος γυρίσει π ρ ώ τ ο ς , θα κοιτάξει το μαχαίρι και θα μάθει τι απόγινε ο αδερφός του. Γιατί απ ριά π ο υ θά
χει φύγει
τη με
ο άλλος, το σίδερο θά 'ναι α σ τ ρ α
φτερό όσο ζει, αλλά θα σκουριάσει αν π ε θ ά ν ε ι ». Τ α δυο α δ έ ρ φ ι α π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν , δρόμο π ή ρ α ν , δρόμο άφησαν, ώ σ π ο υ έφτασαν σ' ένα δάσος τόσο μεγάλο π ο υ δεν ή τ α ν τ ρ ό π ο ς ν α τ ο π ε ρ ά σ ο υ ν σ ε μ ι α μ έ ρ α . Έ μ ε ι ν α ν λοιπόν να περάσουν τη ν ύ χ τ α τους και κάθισαν να φάνε ό,τι ε ί χ α ν σ τ ο δ ι σ ά κ ι τ ο υ ς . Τ η δ ε ύ τ ε ρ η μ έ ρ α π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν
π ά λ ι όσο τ ο υ ς β α σ τ ο ύ σ α ν μπόρεσαν να βγουν απ
τ α π ό δ ι α τ ο υ ς , α λ λ ά π ά λ ι δεν τ ο δ ά σ ο ς . Κ ι ε π ε ι δ ή δεν ε ί χ α ν
π ι α τ ί π ο τ α να φάνε, είπε ο ένας : « Π ρ έ π ε ι να σ κ ο τ ώ σουμε κανένα ζώο, ειδεμή θα πεινάσουμε ». Και γέμισε το ντουφέκι του κι άρχισε να ψάχνει. Πριν περάσει πολ λ ή ώρα,, ε ί δ ε έ ν α γ ε ρ ο - λ α γ ό κ α ι τ ο ν σ η μ ά δ ε ψ ε . Ο λ α γ ό ς όμως του φώναξε και του είπε : « Καλέ κι
μον
εγώ
κννηγέ,
όνο
άσε
λαγονδάκια
με
να
μικρά
ζήσω, θα
σον
χαρίσω
».
Κ α ι π η δ ώ ν τ α ς π ί σ ω α π ό ένα θ ά μ ν ο έφερε δυο μ ι κ ρ ά λαγουδάκια, τόσο χ α ρ ι τ ω μ έ ν α κυνηγοί
δεν
άντεξαν
να
τα
και τόσο
όμορφα που οι
σκοτώσουν.
Τα
κράτησαν
λοιπόν κ α ι τ α δυο λ α γ ο υ δ ά κ ι α τ ο ύ ς π ή ρ α ν α π ό π ί σ ω κ α ι δεν έ λ ε γ α ν ν α φ ύ γ ο υ ν α π ό κ ο ν τ ά τ ο υ ς . Πριν περάσει πολλή κι
ετοιμάστηκαν
να
ώρα συνάντησαν
τη
σκοτώσουν.
μιαν
Η
αλεπού
κυρά-Μαριώ
όμως φώναξε και είπε : « Καλοί κι
εγώ
μον δνο
κννηγοί,
άστε
αλεπονδάκια
με
να
μικρά
θα
ζήσω, σας
χαρίσω
».
Τ ο υ ς έφερε δυο μ ι κ ρ ά α λ ε π ο υ δ ά κ ι α κ ι ο ι κ υ ν η γ ο ί π ά λ ι δεν μ π ό ρ ε σ α ν ν α σ φ ί ξ ο υ ν τ η ν κ α ρ δ ι ά τ ο υ ς κ α ι ν α τ α σ κ ο τώσουν.
Τα κράτησαν λοιπόν
μαζί
με τα λαγουδάκια
και τα τέσσερα ζ ω ά κ ι α τούς ακολουθούσαν κ α τ ά πόδας. Π ρ ι ν π ε ρ ά σ ε ι π ο λ λ ή ώ ρ α , νά σου κι ένας λύκος π ρ ό βαλε α ν ά μ ε σ α σ τ α δ έ ν τ ρ α . Τ ο ν σ η μ ά δ ε ψ α ν ο ι δυο κ υ ν η γοί, εκείνος ό μ ω ς μίλησε και είπε : « Καλοί κι
εγώ
μον δνο
κννηγοί, λνκάκια
άστε μικρά
με θα
να σας
ζήσω, χαρίσω
».
Ο ύ τ ε α υ τ ά τα σ κ ό τ ω σ α ν , μόνο τά ' β α λ α ν με τ
άλλα
ζ ω ά κ ι α κι όλα μ α ζ ί τούς ακολουθούσαν. Σε λίγο ήρθε και μια αρκούδα, που κι αυτή ήθελε να ζήσει κ α ι φ ώ ν α ξ ε : « Καλοί κι
μου
εγώ
κυνηγοί,
δυο
άστε
αρκουδάκια
με
να
μικρά
θα
ζήσω, σας
χαρίσω
».
Τ α δυο α ρ κ ο υ δ ά κ ι α ή ρ θ α ν κ ι α υ τ ά στην π α ρ έ α μ ε τ
άλλα κι έγιναν
ποιος ήρθε;
όλα
μαζί
Το λιοντάρι,
οχτώ.
Ώσπου
στο τέλος,
που πλησίασε τινάζοντας τη
χ α ί τ η τ ο υ φοβερό κ α ι τ ρ ο μ ε ρ ό . Α λ λ ά τ α δυο α δ έ ρ φ ι α κ α θ ό λ ο υ δεν φ ο β ή θ η κ α ν , π α ρ ά σ ή κ ω σ α ν τ α ν τ ο υ φ έ κ ι α τ ο υ ς και μ
το
σημάδεψαν.
ανθρώπινη « Καλοί κι
εγώ
Το
λιοντάρι
όμως
μίλησε
κι αυτό
λαλιά και τους είπε :
μου
κυνηγοί,
δυο
άστε
λιονταράκια
με μικρά
να
ζήσω,
θα
σας
χαρίσω
».
Κι έφερε κι αυτό τα μικρά του και τους τά 'δωσε. Ε ί χ α ν λοιπόν τ ώ ρ α οι δυο κ υ ν η γ ο ί δυο λ ι ο ν τ α ρ ά κ ι α , δυο α ρ κ ο υ δ ά κ ι α , δυο λ υ κ ά κ ι α , δυο α λ ε π ο υ δ ά κ ι α κ α ι δυο λ α γουδάκια, που τους ακολουθούσαν και τους υπηρετού ταν. Αλλά η πείνα τούς βασάνιζε ακόμα, τ ί π ο τ α να φάνε.
α φ ο ύ δεν ε ί χ α ν
Ε ί π α ν λ ο ι π ό ν σ τ α δυο α λ ε π ο υ δ ά κ ι α :
" Ε σ ε ί ς τα δυο είστε π α μ π ό ν η ρ α κ α ι κ ά τ ι θα μ α ς βρείτε να φ ά μ ε ". Κι εκείνα α π ο κ ρ ί θ η κ α ν : « Ε δ ώ κ ο ν τ ά είναι ένα χ ω ρ ι ο υ δ ά κ ι
έχουμε π ά ε ι πολλές φορές να κλέψουμε
κοτόπουλα. Ε λ ά τ ε να σας δείξουμε το δρόμο ». Π ή γ α ν λοιπόν στο χ ω ρ ι ό , αγόρασαν κάτι κι έφαγαν, τάισαν και τα ζ ώ α τους και συνέχισαν το δρόμο τους. Και τ'
αλεπουδάκια ήξεραν καλά τα κ α τ α τ ό π ι α ,
κι αν υπήρχε κοτέτσι.
όπου
Κι έτσι π ά ν τ α οδηγούσαν τους
κυνηγούς
στα
χωριά
κι
έβρισκαν
φ α γ η τ ό γ ι α όλους.
Προχωρούσαν έτσι και ταξίδευαν σ
όλο τ ο ν κ ό σ μ ο ,
μ ό ν ο π ο υ δεν κ α τ ά φ ε ρ ν α ν ν α β ρ ο υ ν δ ο υ λ ε ι ά γ ι α ν α μ ε ί νουν μ α ζ ί κ ι ο ι δυο τ ο υ ς . Τ α κ ο υ β έ ν τ ι α σ α ν λοιπόν μ ε τ α ξ ύ τους και είπαν : " Δεν π ά ε ι άλλο, π ρ έ π ε ι να χ ω ρ ι σ τ ο ύ με ».
Μοίρασαν τα ζ ώ α τους και π ή ρ α ν α π ό ένα, έτσι
π ο υ ο καθένας τους είχε ένα λιονταράκι, ένα αρκουδάκι, ένα λυκάκι, ένα α λ ε π ο υ δ ά κ ι κι ένα λ α γ ο υ δ ά κ ι . Ύ σ τ ε ρ α α π ο χ α ι ρ έ τ η σ α ν ο ένας τον άλλον, ορκίστηκαν αδερφική α γ ά π η μέχρι το θάνατο και κάρφωσαν
το
μαχαίρι που
τ ο υ ς είχε δ ώ σ ε ι ο γ ε ρ ο - κ υ ν η γ ό ς σ' ένα δέντρο. Κι ο ένας τ ρ ά β η ξ ε προς την ανατολή, κι ο άλλος π ρ ο ς τη δύση. Σε λίγο ο μικρότερος ήταν
σκεπασμένη
μ'
έφτασε
σε μια πολιτεία που
ένα μαύρο π έ π λ ο .
πανδοχείο και ρώτησε τον ξενοδόχο λέψει κ ά π ο υ τα ζ ώ α του.
Μ π ή κ ε σ'
ένα
αν μπορούσε να βο
Τού 'δωσε τότε ο ξενοδόχος
ένα σ τ ά β λ ο , π ο υ είχε μ ι α τ ρ ύ π α στον τ ο ί χ ο . Β γ ή κ ε σ τ α κ ρ υ φ ά έ ξ ω ο λ α γ ό ς , βούτηξε ένα λ ά χ α ν ο , τό ' φ α γ ε . Β γ ή κε και τ' αλεπουδάκι, πήρε μια κότα, την έφαγε
έφαγε
α π ό π ά ν ω και τον κόκορα. Αλλά ο λύκος, η αρκούδα και τ ο λ ι ο ν τ ά ρ ι δεν χ ω ρ ο ύ σ α ν ν α β γ ο υ ν α π ' τ η ν τ ρ ύ π α . Τ α πήρε λοιπόν ο ξενοδόχος και τα π ή γ ε στο λιβάδι, όπου μόλις είχε σφάξει μιαν αγελάδα. Και τ
άφησε να φάνε
και να χορτάσουν. Φρόντισε λοιπόν ο κυνηγός τα ζ ώ α του κι ύστερα γύρισε και ρώτησε
τον ξενοδόχο
γιατί η πο
λιτεία ή τ α ν έτσι σ κ ε π α σ μ έ ν η μ' ένα μαύρο π έ π λ ο . Κι ο ξ ε ν ο δ ό χ ο ς τ ο ύ ε ί π ε : " Γ ι α τ ί αύριο θα π ε θ ά ν ε ι η μ ο ν α χ ο κ ό ρ η του βασιλιά μ α ς ». — « Ε ί ν α ι ά ρ ρ ω σ τ η του θ α ν ά τ ο υ ; », ρώτησε τότε ο κυνηγός. « Ό χ ι », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ξενοδόχος. « Είναι γ ε ρ ή και δ υ ν α τ ή , αλλά π ρ έ π ε ι να πεθάνει ». — « Μα π ώ ς γίνεται τέτοιο π ρ ά γ μ α ; », ξανα-
ρώτησε ο κυνηγός. " Έ ξ ω
απ
τ η ν π ό λ η μ α ς είναι ένα
ψηλό βουνό. Κι εκεί κ α τ ο ι κ ε ί ένας δ ρ ά κ ο ς , π ο υ θέλει κ ά θ ε χ ρ ό ν ο ν α τ ο υ δ ί ν ο υ μ ε μ ι α ν α γ ν ή π α ρ θ έ ν α . Κ ι α ν δεν τ ο κ ά νουμε, χ α λ ά ε ι όλη τ η χ ώ ρ α . Δ ώ σ α μ ε όλα τ
ανύπαντρα
κ ο ρ ί τ σ ι α μ α ς κ α ι δεν μ α ς έ μ ε ι ν ε π ι α κ α ν έ ν α , π α ρ ά μ ο ν ά χα η
μοναχοθυγατέρα τού
βασιλιά.
Αλλά και
βασιλο
π ο ύ λ α π ο υ ε ί ν α ι δεν γ λ ι τ ώ ν ε ι . Α ύ ρ ι ο π ρ έ π ε ι ν α τ η ν π α ρ α δ ώ σ ο υ μ ε σ τ ο δ ρ ά κ ο ». Τ ό τ ε ρ ώ τ η σ ε ο κ υ ν η γ ό ς :
« Και
γ ι α τ ί δεν τ ο ν σ κ ο τ ώ ν ε τ ε τ ο δ ρ ά κ ο ; » — " Α χ » , α ν α σ τ έ ναξε
ο
ξενοδόχος.
προσπάθησαν, ίδια.
Ο
" Τόσοι
και
τόσοι γενναίοι
αλλά το πληρούσαν με τη
βασιλιάς
υποσχέθηκε
την
ιππότες
ζ ω ή τους την
κόρη
του
γυναίκα
σ' όποιον καταφέρει να σκοτώσει το δράκο. Και μετά το θ ά ν α τ ο τ ο υ , θα τ ο υ α φ ή σ ε ι κ α ι το θρόνο ». Ο κ υ ν η γ ό ς δεν ε ί π ε τ ί π ο τ α , α λ λ ά τ η ν ά λ λ η μ έ ρ α π ρ ω ί πρωι
π ή ρ ε τα ζ ώ α τ ο υ κι α ν έ β η κ ε στο βουνό τ ο ύ δ ρ ά κ ο υ .
Στην
κορφή
έφτασε
σ'
ένα ε κ κ λ η σ ά κ ι και π ά ν ω
Α γ ί α Τ ρ ά π ε ζ α είδε τ ρ ί α γ ε μ ά τ α δ ι σ κ ο π ό τ η ρ α .
στην
Κι από
π ά ν ω ήταν γραμμένο : « Ό π ο ι ο ς πιει κι αδειάσει αυτά τα τρία δ ι σ κ ο π ό τ η ρ α , θα γίνει ο π ι ο δυνατός άντρας τού κόσμου μπροστά
και στο
θα
σηκώσει
το
σπαθί
που
είναι
θαμμένο
κ α τ ώ φ λ ι ».
Ο κ υ ν η γ ό ς δεν ή π ι ε , π α ρ ά π ή γ ε σ τ ο κ α τ ώ φ λ ι κ ι έ ψ α ξ ε ν α βρει τ ο σ π α θ ί μ έ σ α στο χ ώ μ α . Α λ λ ά όταν τ ο β ρ ή κ ε , δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο κ ο υ ν ή σ ε ι ο ύ τ ε σ π ι θ α μ ή . Μ π ή κ ε λ ο ι π ό ν π ά λ ι μ έ σ α σ τ ο ιερό, ή π ι ε τ α τ ρ ί α δ ι σ κ ο π ό τ η ρ α μ έ χρι την τελευταία σταγόνα, κι έγινε
τόσο δυνατός
που
κ α θ ό λ ο υ δεν δ υ σ κ ο λ ε ύ τ η κ ε ν α σ η κ ώ σ ε ι τ ο σ π α θ ί κ α ι ν α το κουμαντάρει στο χέρι του. Ή ρ θ ε κ α μ ι ά φορά η ώρα να παραδώσουν τη βασιλο π ο ύ λ α στο δράκο. Μ α ζ ί της ήρθαν κι ο βασιλιάς κι οι
σ τ ρ α τ η γ ο ί τ ο υ κι όλοι οι π α λ α τ ι α ν ο ί . Ε ί δ ε η κ ό ρ η τον κ υ νηγό από μακριά, που στεκόταν μπροστά στην εκκλησίτσα, και νόμισε
πως
ήταν
ο δράκος που
την περίμενε
κ ι ό λ α ς . Κ α ι κ α θ ό λ ο υ δεν ήθελε ν ' ανέβει. Μ ε τ α π ο λ λ ά ό μ ω ς έσφιξε τα δόντια κι άρχισε ν' ανεβαίνει, γ ι α τ ί αλλ ι ω ς ή τ α ν χ α μ έ ν η ολόκληρη η π ο λ ι τ ε ί α . Ο βασιλιάς κι οι παλατιανοί
του
γύρισαν
πίσω
βουτηγμένοι
στη
θλίψη
και στη δ υ σ τ υ χ ί α . Α λ λ ά ο α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς έμεινε π ί σ ω , να δει τι θα γίνει κ α ι να δ ώ σ ε ι α ν α φ ο ρ ά στον α φ έ ν τ η τ ο υ . Α ν έ β η κ ε η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α σ τ ο β ο υ ν ό κ α ι δεν β ρ ή κ ε τ ο δ ρ ά κ ο , αλλά τον νεαρό κ υ ν η γ ό . Τ η ν π α ρ η γ ό ρ η σ ε εκείνος και την ησύχασε ψει,
την έβαλε
της υποσχέθηκε π ω ς θα την προστατέ μέσα στην εκκλησία και την κλείδωσε.
Δεν πέρασε πολλή ώ ρ α κι ήρθε με αντάρα και κακό ο δράκος μ ε τ α ε φ τ ά κ ε φ ά λ ι α . Α π ό ρ η σ ε σαν είδε τον κ υ ν η γό κι α μ έ σ ω ς τον ρ ώ τ η σ ε : πάνω
στο
βουνό
« Τ ι δ ο υ λ ε ι ά έ χ ε ι ς ε σ ύ εδώ
μου; » — " Ή ρ θ α
να
παλέψω
μαζί
σου », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο κ υ ν η γ ό ς . " Σ ω ρ ό οι ι π π ό τ ε ς έχουν α φ ή σ ε ι ε δ ώ π ά ν ω τ α κ ο κ α λ ά κ ι α τ ο υ ς . Θ α σ ε κανονίσω κι εσένα πριν προλάβεις να μετρήσεις τρία ».
Κι έβγαλε
φ ω τ ι έ ς κ ι α π ' τ α ε φ τ ά του σ τ ό μ α τ α . Ε ί χ ε σκοπό ν α βάλει έτσι φ ω τ ι ά στα ξερά χορτάρια και να πνίξει με τους κ α πνούς το παλικάρι. Έ τ ρ ε ξ α ν όμως αμέσως τα ζ ώ α τού κυνηγού και π α τ ώ ν τ α ς έσβησαν τις φλόγες. Ό ρ μ η σ ε τ ό τ ε ο δράκος π ά ν ω στον κυνηγό, εκείνος όμως σήκωσε το σπαθί του με τόση γρηγοράδα που σφύ ριξε
στον αέρα,
και τού
'κοψε τρία κεφάλια.
Θύμωσε
τ ό τ ε γ ι α τ α κ α λ ά τ ο θεριό κ α ι σ η κ ώ θ η κ ε ορθό κ ι ά ρ χ ι σ ε να φτύνει φωτιές να κάψει ζωντανό το παλικάρι κι ετοι μ ά σ τ η κ ε ν α π έ σ ε ι π ά ν ω τ ο υ μ ' όλο τ ο υ τ ο β ά ρ ο ς . Ο κ υ νηγός όμως πρόλαβε και τού πήρε με το σπαθί του άλλα
τρία κεφάλια. Λύγισε τότε το τέρας κι έπεσε κ α τ ά χ α μ α , αλλά συνήλθε στη σ τ ι γ μ ή κι έκανε π ά λ ι να ορμήσει στον κ υ ν η γ ό . Εκείνος ό μ ω ς μ ά ζ ε ψ ε όση δύναμη τού είχε α π ο μείνει κ α ι τ ο ύ ' κ ο ψ ε τ η ν ουρά. Κ ι ε π ε ι δ ή άλλο δεν ά ν τ ε χε να πολεμήσει, φώναξε τα ζ ώ α του ν
αποτελειώσουν τη
μ ά χ η . Έ τ ρ ε ξ α ν τα ζ ώ α και τον έκαναν κ ο μ μ ά τ ι α το δρά κο. Κι έτσι π έ ρ α σ ε ο κίνδυνος. Ά ν ο ι ξ ε τ ό τ ε ο κυνηγός την π ό ρ τ α της εκκλησίτσας και βρήκε τη βασιλοπούλα πεσμένη κ α τ ά χ α μ α , γιατί α π ' το φόβο κι α π ' την α γ ω νία είχε πέσει λ ι π ό θ υ μ η . κ α ι τ η ν έ β γ α λ ε έξω
Τ η ν πήρε στην α γ κ α λ ι ά του
κι όταν η κόρη άνοιξε τα μ ά τ ι α τ η ς ,
τ η ς έδειξε τον κ ο μ μ α τ ι α σ μ έ ν ο δράκο και της είπε π ω ς ή τ α ν π ι α ελεύθερη να γυρίσει σ π ί τ ι τ η ς . Χ ά ρ η κ ε η βασι λ ο π ο ύ λ α και του είπε : " Τ ώ ρ α θα γίνεις ο α γ α π η μ έ ν ο ς μου άντρας. Γιατί ο π α τ έ ρ α ς μου έταξε π ω ς θα με δώσει σ' όποιον σκοτώσει το δράκο ». Κ α ι μ' α υ τ ά τα λόγια έβγαλε το περιδέραιο α π ό κοράλλια π ο υ φορούσε στο λαι μό της, και το μοίρασε στα ζ ώ α χ ά ρ ι σ μ α γ ι α τη βοήθεια π ο υ είχαν προσφέρει. Και το λιοντάρι πήρε το χρυσό το κ ο ύ μ π ω μ α . Αλλά το μαντιλάκι της, όπου
είχε κεντημένο
τ' όνομα της, το χάρισε στον κυνηγό. Κι εκείνος π ή γ ε κι έκοψε τις γλώσσες α π ' τα ε φ τ ά κεφάλια τού δράκου, τις τύλιξε στο μαντίλι και τις φύλαξε. Έ γ ι ν ε κι αυτό κι ύστερα το παλικάρι, ξεθεωμένο από τη μ ά χ η κι α π ό τη φ ω τ ι ά , γύρισε και είπε στη βασιλο πούλα :
" Ε ί μ α σ τ ε κι οι δυο π ε θ α μ έ ν ο ι στην κ ο ύ ρ α σ η .
Ας κοιμηθούμε π ρ ώ τ α λιγάκι, να ξεκουραστούμε, κι ύ στερα γυρίζουμε στο π α λ ά τ ι ». Δ έ χ τ η κ ε η κόρη και ξά π λ ω σ α ν στο χ ω μ α κι ο κυνηγός είπε στο λιοντάρι : « Ε σύ θα μείνεις φρουρός, να προσέχεις μη μας ριχτεί κ α νείς κ α ι μ α ς π ι ά σ ε ι στον ύ π ν ο ».
Κι ήρθε ο ύπνος και
τους π ή ρ ε και τους δυο. Το λιοντάρι π λ ά γ ι α σ ε κι αυτό δίπλα τους, να ξαγρυπνήσει. Αλλά ήταν τόσο κουρασμέ νο, π ο υ φ ώ ν α ξ ε τ η ν α ρ κ ο ύ δ α κ α ι τ η ς ε ί π ε : " Κ ά τ σ ε δί π λ α μου, γ ι α τ ί ν υ σ τ ά ζ ω και θα κλείσω λιγάκι τα μ ά τ ι α μου. Κι αν γίνει τ ί π ο τ α , ξύπνα με α μ έ σ ω ς ". Κάθισε λοιπόν δ ί π λ α του η αρκούδα, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη, που φώναξε
το λύκο και του είπε :
"
Κά
τσε εδώ δίπλα μου, γιατί νυστάζω και θα κλείσω λιγάκι τα μ ά τ ι α μου. Κι αν γίνει τ ί π ο τ α , ξ ύ π ν α με α μ έ σ ω ς ». Κάθισε κι ο λύκος,
αλλά ήταν τόσο κουρασμένος, που
φώναξε την αλεπού και της είπε :
" Κάτσε εδώ δίπλα
μου, γ ι α τ ί ν υ σ τ ά ζ ω και θα κλείσω λιγάκι τα μ ά τ ι α μου. Κι αν γίνει τ ί π ο τ α , ξύπνα με α μ έ σ ω ς ». Κάθισε κι η αλε πού,
αλλά ήταν κουρασμένη
κι
αυτή.
Φ ώ ν α ξ ε λοιπόν
το λ α γ ό και τού ' π ε : " Κ ά τ σ ε κι εσύ ε δ ώ π λ ά ι μου, γ ι α τ ί ν υ σ τ ά ζ ω και θα κλείσω λιγάκι τα μ ά τ ι α μου. Κι αν γίνει τ ί π ο τ α , ξύπνα με α μ έ σ ω ς ». Κάθισε τότε φρουρός ο λα γ ό ς . Κ ι ή τ α ν κ ι α υ τ ό ς π ο λ ύ κ ο υ ρ α σ μ έ ν ο ς , α λ λ ά δεν ε ί χ ε κ α ν έ ν α ν ν α φ ω ν ά ξ ε ι . Α π ο κ ο ι μ ή θ η κ ε λ ο ι π ό ν κ ι ε ί χ α ν όλοι τ ο υ ς ύ π ν ο β α θ ύ : η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α , ο κ υ ν η γ ό ς , το λιοντάρι, η α ρ κ ο ύ δ α , ο λύκος, η α λ ε π ο ύ . Κ α ι π ι ο β α θ ι ά α π ' όλους κοιμόταν ο
μικρός λαγός.
Κι ο α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς τ ο υ βασιλιά, π ο υ είχε μείνει να π α ρ α φ υ λ ά ξ ε ι , δεν ε ί δ ε τ ο δ ρ ά κ ο ν α π α ί ρ ν ε ι τ η β α σ ι λ ο πούλα και να φεύγει π ε τ ώ ν τ α ς . Μόλις λοιπόν ησύχασαν τ α π ρ ά μ α τ α π ά ν ω στο βουνό, π ή ρ ε θάρρος κ ι ανέβηκε ν α δει α π ό κ ο ν τ ά . Κ ι είδε τ ο δ ρ ά κ ο χ ί λ ι α κ ο μ μ ά τ ι α κ α ι λίγο πιο πέρα τη
βασιλοπούλα και τον κυνηγό και τα
ζ ώ α του να κοιμούνται βαθιά. Κι ήταν κακός κι αθεόφο βος ο α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς του βασιλιά. Έ β γ α λ ε το σ π α θ ί του και πήρε το κεφάλι τού καημένου τού κυνηγού. Τη βασι-
λοπούλα την πήρε στα χέρια του και την κατέβασε από το βουνό.
Ξύπνησε
εκείνη
και
τρόμαξε
όταν τον είδε.
Εκείνος ό μ ω ς τη φοβέρισε και της είπε :
" Είσαι στα
χέρια μου τ ώ ρ α . Θα π ε ι ς ότι ε γ ώ σ κ ό τ ω σ α το δράκο ». — " Δεν μ π ο ρ ώ να πω τέτοιο π ρ ά γ μ α », α π ά ν τ η σ ε η κόρη. " Το δράκο τον σ κ ό τ ω σ ε ένας κυνηγός με τα ζ ώ α τ ο υ ». Τράβηξε τότε το σπαθί του ο αρχιστράτηγος, έτοιμος να τη σκοτώσει, αν
δεν έ κ α ν ε ό , τ ι τ η ς
έλεγε. Κι έτσι την
ανάγκασε να του δώσει το λόγο της. Ύ σ τ ε ρ α την π ή γ ε στον π α τ έ ρ α της. Κι ο βασιλιάς τά ' χ α σ ε α π ' τη χ α ρ ά τ ο υ , όταν είδε μ π ρ ο σ τ ά του τ ο α γ α π η μ έ ν ο τ ο υ π α ι δ ί , π ο υ το νόμιζε σκοτωμένο α π ' τα νύχια του τέρατος. Κι ο αρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς του είπε : « Σ κ ό τ ω σ α το δράκο και γ λ ί τ ω σα τη βασιλοπούλα και τη χ ώ ρ α ολόκληρη
γι' αυτό και
σου ζ η τ ώ ν α μου τ η δ ώ σ ε ι ς γ υ ν α ί κ α μου, ό π ω ς τ ό ' χ ε ς τ ά ξ ε ι ». Ο β α σ ι λ ι ά ς ρ ώ τ η σ ε τη μ ο ν α χ ο κ ό ρ η τ ο υ : " Ε ί ν α ι α λ ή θ ε ι α ό σ α λ έ ε ι ; » — « Α χ , ν α ι », α π ά ν τ η σ ε η θ υ γατέρα του.
" Φ α ί ν ε τ α ι π ω ς λέει την αλήθεια. Α λ λ ά ο
γ ά μ ο ς δεν θ α γ ί ν ε ι π ρ ι ν π ε ρ ά σ ε ι έ ν α ς χ ρ ό ν ο ς κ α ι μ ι α μ έ ρα ».
Γιατί ήλπιζε π ω ς κάτι θ' άκουγε στο μεταξύ γ ι α
τον α γ α π η μ έ ν ο της κυνηγό. Π ά ν ω στο βουνό τ ο υ δράκου τ α ζ ώ α κ ο ι μ ο ύ ν τ α ν α κ ό μ α , π λ ά ι στον σ φ α γ μ έ ν ο αφέντη τους. Μ ι α μ ε γ ά λ η μέ λισσα ήρθε τότε και κάθισε π ά ν ω στη
μύτη του
λαγού.
Εκείνος όμως έδωσε μια με το πόδι του και την έδιωξε και συνέχισε τον ύπνο του. Ξανάρθε η μέλισσα και πάλι ο λαγός την έδιωξε κι ούτε πλευρό δε γύρισε. Ή ρ θ ε τ ό τ ε γ ι α τρίτη φορά η
μέλισσα και τον τ σ ί μ π η σ ε στη
μύτη
και π ε τ ά χ τ η κ ε π ά ν ω ο λαγός. Α μ έ σ ω ς ξύπνησε την αλε π ο ύ , κι η α λ ε π ο ύ το λύκο, κι ο λύκος τ η ν α ρ κ ο ύ δ α ,
κι η
αρκούδα το λιοντάρι. Κι όταν ξύπνησε το λιοντάρι και
είδε π ω ς η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α ή τ α ν φ ε υ γ ά τ η κ α ι ο α φ έ ν τ η ς του σφαγμένος,
άρχισε να μουγκρίζει φοβερά και τρομερά
και να φωνάζει : « Ποιος τό 'κανε α υ τ ό ; Αρκούδα, γ ι α τ ί δεν με ξ ύ π ν η σ ε ς ; » Κι η α ρ κ ο ύ δ α ρ ώ τ η σ ε το λ ύ κ ο : " Λ ύ κε, γ ι α τ ί δεν με ξ ύ π ν η σ ε ς ; » Κι ο λύκος ρ ώ τ η σ ε τ η ν αλε π ο ύ : α Α λ ε π ο ύ , γ ι α τ ί δεν με ξ ύ π ν η σ ε ς ; ». Κι η α λ ε π ο ύ ρ ώ τ η σ ε το λ α γ ό :
" Λ α γ έ , γ ι α τ ί δεν μ ε ξ ύ π ν η σ ε ς ; »
0
κ α κ ο μ ο ί ρ η ς ο λ α γ ό ς α π ό κ ρ ι σ η δεν ε ί χ ε να δ ώ σ ε ι κ α ι το φ τ α ί ξ ι μ ο έ π ε σ ε όλο π ά ν ω τ ο υ . Ε τ ο ι μ ά σ τ η κ α ν λ ο ι π ό ν ν α π έ σ ο υ ν όλοι μ α ζ ί π ά ν ω τ ο υ κ α ι ν α τ ο ν κ α τ α σ π α ρ ά ξ ο υ ν . Εκείνος ό μ ω ς έπεσε σ τ α π ό δ ι α τους και τους είπε : « Μη με σ κ ο τ ώ σ ε τ ε κι ε γ ώ θα φέρω π ά λ ι στη ζ ω ή τον αφέντη μ α ς . Ξ έ ρ ω ένα βουνό κι εκεί φ υ τ ρ ώ ν ε ι ένα βοτάνι, π ο υ ό π ο ι ο ς φάει α π ό τ η ρ ί ζ α τ ο υ , γ ί ν ε τ α ι κ α λ ά α π ' όλες τ ι ς π λ η γ έ ς κ ι α π ' όλες τ ι ς α ρ ρ ώ σ τ ι ε ς . Τ ο βουνό ό μ ω ς είναι διακόσιες ώρες δρόμο α π ό δω ». Ε ί π ε τότε το λιοντάρι : " Μέσα σε εικοσιτέσσερις
ώρες πρέπει νά 'χεις πάει και
νά ' χ ε ι ς έρθει μ α ζ ί με το γ ι α τ ρ ι κ ό ». Σ α ν α σ τ ρ α π ή έ φ υ γ ε ο λαγός και
σε εικοσιτέσσερις
ώρες γύρισε κι είχε το
γ ι α τ ρ ι κ ό μαζί του. Το λιοντάρι έβαλε το κομμένο κεφάλι π ά λ ι στη θέση του κι ο λ α γ ό ς τ ο ύ άνοιξε το σ τ ό μ α κι έρι ξε μέσα το βοτάνι. Α μ έ σ ω ς η ζ ω ή γύρισε μέσα στο παλι κάρι, η καρδιά του χ τ ύ π η σ ε και το αίμα άρχισε να τρέ χει στις φλέβες του. Ξύπνησε τότε ο κυνηγός και τρο μ α γ μ έ ν ο ς είδε π ω ς έλειπε η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α . Κ α ι νόμισε ο δύστυχος π ω ς είχε φύγει γ ι α να τον ξεφορτωθεί.
Στη
βιασύνη του το λιοντάρι είχε κολλήσει στραβά το κεφάλι τού αφέντη του. Ο κυνηγός όμως με τη στεναχώρια του δεν τ ο κ α τ ά λ α β ε . Τ ο μ ε σ η μ έ ρ ι ω σ τ ό σ ο , π ο υ τ ο ν έ κ ο ψ ε η πείνα, είδε π ω ς τ ο π ρ ό σ ω π ο του ή τ α ν γυρισμένο στη ρά χ η τ ο υ . Κ ι ε π ε ι δ ή δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο κ α τ α λ ά β ε ι , ρ ώ τ η -
σε τα ζ ώ α τ ο υ τι είχε γίνει όσην ωρα κ ο ι μ ό τ α ν . Τ ο υ είπε τότε το λιοντάρι
πως
α π ' την κούραση τους είχε πάρει
όλους ο ύπνος· και π ω ς όταν ξύπνησαν, τον βρήκαν σ φ α γ μένο
κ α ι π ω ς ο λ α γ ό ς είχε φέρει ένα θ α υ μ α τ ο υ ρ γ ό βο
τάνι να τον κάνει κ α λ ά
αλλά π ω ς το λιοντάρι στη βια
σύνη τ ο υ τ ο υ είχε κολλήσει σ τ ρ α β ά τ ο κ ε φ ά λ ι
δεν θ ' α ρ
γούσε ό μ ω ς να διορθώσει το λάθος του. Και μ' αυτά τα λόγια τού
'κοψε πάλι το κεφάλι, το γύρισε στη σωστή του
θέση κι ο λ α γ ό ς το κόλλησε και τον ξανάφερε στη ζ ω ή . Λ υ π η μ έ ν ο ς ο κυνηγός άρχισε να γυρίζει σε πολιτείες και χ ω ρ ι ά . Κι έβαζε τα ζ ώ α του να χορεύουν μ π ρ ο σ τ ά στον κ ό σ μ ο . Έ τ υ χ ε λοιπόν κ α ι μ ε τ ά α π ό έναν ολόκληρο χρόνο ο δρόμος του τον έφερε
στην ίδια εκείνη π ο λ ι τ ε ί α
όπου είχε γλιτώσει τη βασιλοπούλα α π ' το δράκο. Και είδε την π ό λ η α υ τ ή τη φορά σ κ ε π α σ μ έ ν η μ' ένα κόκκινο π έ π λ ο . Ρ ώ τ η σ ε λοιπόν τον ξενοδόχο : " Τι σημαίνει τ ο ύ το π ά λ ι ; Π ρ ι ν α π ό ένα χρόνο η π ο λ ι τ ε ί α ή τ α ν σ κ ε π α σ μ έ νη μ' ένα μαύρο π έ π λ ο . Τι σημαίνει σήμερα το κόκκινο π έ π λ ο ; » Κι ο ξενοδόχος α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Π ρ ι ν α π ό ένα χρόνο π α ρ α δ ώ σ α μ ε τη
μοναχοκόρη
τη φάει ο δράκος. Α λ λ ά
τού βασιλιά μας να
ο αρχιστράτηγος
τά 'βαλε με
τ ο δ ρ ά κ ο κ α ι τον σκότο^σε κ ι αύριο θ α π α ν τ ρ ε υ τ ε ί τ η β α σιλοπούλα.
Γι' αυτό ήταν τότε η πόλη μας σκεπασμένη
με μαύρο π έ π λ ο : γ ι α τ ί πενθούσε. Κ α ι γ ι ' αυτό είναι σ ή μερα σκεπασμένη με κόκκινο π έ π λ ο : γ ι α τ ί γιορτάζει ». Τ η ν άλλη μέρα, π ο υ θα γινόταν ο γ ά μ ο ς , ο κυνηγός έ π ι α σ ε τον ξενοδόχο το μεσημέρι και του είπε : « Τι θ α ρ ρείς, ξ ε ν ο δ ό χ ε ; Μ ' έχεις ικανό ν α φ ά ω ε δ ώ στο π α ν δ ο χ ε ί ο σου α π ' το ψ ω μ ί π ο υ τ ρ ώ ε ι ο βασιλιάς στο τ ρ α π έ ζ ι τ ο υ ; » — « Β ά ζ ω σ τ ο ί χ η μ α εκατό χρυσά φλουριά π ω ς α υ τ ό δεν γ ί ν ε τ α ι » , α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ξ ε ν ο δ ό χ ο ς . Ο κ υ ν η γ ό ς
δ έ χ τ η κ ε τ ο σ τ ο ί χ η μ α κ ι έ β α λ ε κ ι α υ τ ό ς ένα π ο υ γ κ ί μ ' ε κ α τ ό χ ρ υ σ ά φλουριά. Ύ σ τ ε ρ α φώναξε το λαγό του και του είπε : μου α π
5
" Πήγαινε,
Φτεροπόδη
μου καλέ, και φέρε
το ψ ω μ ί π ο υ τ ρ ώ ε ι ο βασιλιάς στο τ ρ α π έ ζ ι του ».
Κ ι έ τ σ ι ό π ω ς ο λ α γ ό ς ή τ α ν ο π ι ο μ ι κ ρ ό ς α π ' ό λ ο υ ς , δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν' αναθέσει σε άλλον τη δουλειά τ ο υ .
Έβαλε
λοιπόν τα π ό δ ι α στον ώ μ ο κ α ι ξεκίνησε. « Ω χ ,
Θεούλη
μου »,
σκεφτόταν στο δρόμο.
" Τ ώ ρ α που χ ο ρ ο π η δ ά ω
μες στα σοκάκια και τις πλατείες, θα με μυριστούν τα σκυλιά και θα με πάρουν το κ α τ ό π ι ». Κι ό π ω ς το σκέ φτηκε, έτσι κι έγινε : τα σκυλιά τον πήρανε μυρωδιά και ά ρ χ ι σ α ν να τον κυνηγάνε, γ ι α τ ί ή τ α ν ε σπουδαίος μεζές. Αλλά πριν προλάβεις να πεις κίμινο, έδωσε και
χωθηκε
έναν π ή δ ο
μέσα σ' ένα φυλάκιο, χ ω ρ ί ς να τον π ά ρ ε ι
χ α μ π ά ρ ι ο στρατιώτης. Έ φ τ α σ α ν και τα σκυλιά και ήθε λαν κι α υ τ ά να μ π ο ύ ν ε μ έ σ α . Α λ λ ά ο φρουρός δεν έ π α ι ρ νε από αστεία
τους έδωσε λοιπόν κάμποσες γερές με το
π ί σ ω μέρος του ντουφεκιού του και τα σκυλιά τό 'βαλαν στα πόδια κλαίγοντας κι ουρλιάζοντας α π ' τους πόνους. Σιγουρεύτηκε ο λαγός π ω ς τα σκυλιά είχαν φύγει, μέσως έδωσε μια
και
βρέθηκε
κι α
ίσια μ έ σ α στο π α λ ά τ ι ,
κ ά τ ω α π ' το κάθισμα της βασιλοπούλας. Κρύφτηκε, να μ η ν τον δει κ α ν ε ί ς , κι ά ρ χ ι σ ε να τ η ς ξύνει το π ό δ ι . " Φ ε ύ γ α ! », είπε εκείνη, γ ι α τ ί νόμισε π ω ς ήταν ο σκύλος της. Ο λ α γ ό ς την έξυσε π ά λ ι , και π ά λ ι εκείνη είπε : « Φ ε ύ γ α ! », γ ι α τ ί νόμισε π ω ς ήταν ο σκύλος της.
Ο λαγός
ό μ ω ς δεν τ ό ' β α λ ε κ ά τ ω . Τ η ν έ ξ υ σ ε γ ι α τ ρ ί τ η φ ο ρ ά . Έ σ κ υ ψ ε τ ό τ ε η β α σ ι λ ο π ο ύ λ α κ α ι τ ο ν είδε* κ α ι τ ο ν γ ν ώ ρ ι σ ε α π ' τα κοράλλια στο λαιμό του. Τον πήρε α μ έ σ ω ς στην α γ κ α λ ι ά τ η ς και τον π ή γ ε στην μου
λαγέ,
τι γυρεύεις; »,
κάμαρα
τον
της.
ρώτησε.
" Αγαπημένε
Κι εκείνος τ η ς
είπε :
« Με
στέλνει
ο
αφέντης
μου,
που
δ ρ ά κ ο . Ε ί ν α ι ε δ ώ κ α ι θέλει να φάει λ ι γ ά κ ι
σκότωσε απ
το
το ψ ω μ ί
που τρώει κι ο βασιλιάς στο τραπέζι του ». Ό λ ο χ α ρ ά η
βασιλοπούλα κάλεσε
να ζ υ μ ώ σ ε ι ένα ψ ω μ ί
το
φούρναρη και τον π ρ ό σ τ α ξ ε
σαν α υ τ ά
που τρώει ο βασιλιάς
στο τ ρ α π έ ζ ι του. Ο λαγός τ ό τ ε είπε : « Θα π ρ έ π ε ι ό μ ω ς και ν α μου τ ο φέρει, γ ι α ν α μ η μ ε π ά ρ ο υ ν τ ο κ α τ ό π ι τ α σκυλιά και μου το φάνε ». Κι ο φούρναρης του βασιλιά το π ή γ ε μέχρι την π ό ρ τ α του πανδοχείου. Σ τ ά θ η κ ε τότε όρθιος
στα πισινά του πόδια ο λαγός, το πήρε με τα
μ π ρ ο σ τ ι ν ά του κ α ι το π ή γ ε στον αφέντη του. Ο κ υ ν η γ ό ς τον
καλοδέχτηκε
και
είπε
στον
ξενοδόχο :
« Βλέπεις;
Τα ε κ α τ ό χ ρ υ σ ά φλουριά είναι δ ι κ ά μου ! » Α π ό ρ η σ ε ο ξενοδόχος. Κι ο κ υ ν η γ ό ς μ ί λ η σ ε κ α ι ε ί π ε : " Το ψωμί το πήραμε. Τ ώ ρ α όμως θέλω να φάω κι από το ψητό που τρώει ο βασιλιάς κυρ-ξενοδόχε;
στο τ ρ α π έ ζ ι του. Τι λες,
Θα τα κ α τ α φ έ ρ ω ; » Ο ξενοδόχος α π ά ν
τ η σ ε : « Δ ε ν τ ο π ι σ τ ε ύ ω , α ν δεν τ ο δ ω μ ε τ α μ ά τ ι α μ ο υ ! » Α λ λ ά ά λ λ ο σ τ ο ί χ η μ α δεν ή θ ε λ ε ν α β ά λ ε ι . Ο κ υ ν η γ ό ς τ ό τ ε φώναξε την αλεπού και της είπε : " Αλεπουδίτσα μου κ α λ ή , π ή γ α ι ν ε φέρε μου α π ' το ψητό π ο υ
τρώει ο βασι
λιάς στο τ ρ α π έ ζ ι του ». Κι η αλεπού, που ήταν π α μ π ό νηρη κι ήξερε α π ό τέτοια, π ή γ ε τ ο ί χ ο τ ο ί χ ο και γ ω ν ι ά γ ω ν ι ά και τα σκυλιά ούτε που την πήρανε χ α μ π ά ρ ι . Κι ό ταν έφτασε στο π α λ ά τ ι , π ή γ ε
και
τρύπωσε κάτω από
την κ α ρ ε κ λ ί τ σ α τ ή ς βασιλοπούλας και τ η ς έξυσε το π ό δι. Κ ο ί τ α ξ ε εκείνη κ α ι είδε τ η ν α λ ε π ο ύ κ α ι την α ν α γ ν ώ ρισε α π ' τ α κ ο ρ ά λ λ ι α στο λ α ι μ ό τ η ς . Τ η ν π ή ρ ε λ ο ι π ό ν σ τ η ν αγκαλιά της, την π ή γ ε
στην
κάμαρα
της και τη ρ ώ τ η
σε : « Α λ ε π ο υ δ ί τ σ α μ ο υ κ α λ ή , τι γ υ ρ ε ύ ε ι ς ; » Κι η α λ ε π ο ύ α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Με στέλνει ο α φ έ ν τ η ς μου, π ο υ σ κ ό τ ω σ ε
το δράκο. Ε ί ν α ι ε δ ώ κ α ι θέλει να φάει λ ι γ ά κ ι α π ' το ψ η τό που τ ρ ώ ε ι ο βασιλιάς στο βασιλοπούλα το μάγειρο
τ ρ α π έ ζ ι του ». Φ ώ ν α ξ ε η
και τον
πρόσταξε να μαγειρέ
ψει έ ν α ψ η τ ό σ α ν α υ τ ά π ο υ τ ρ ώ ε ι ο β α σ ι λ ι ά ς σ τ ο τ ρ α π έ ζι του και να το κουβαλήσει κιόλας μέχρι την π ό ρ τ α τού πανδοχείου. Εκεί πήρε την π ι α τ έ λ α η αλεπού, έδιωξε με τη φ ο υ ν τ ω τ ή ουρά της τις μ ύ γ ε ς και π ή γ ε το αφέντη της.
ψητό στον
" Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε; », είπε το π α λ ι
κάρι. « Το ψ ω μ ί και το κρέας ήρθαν. Τ ώ ρ α ό μ ω ς θέλω και λίγη α π ' τη σαλάτα που τρώει στο βασιλιάς ». Φ ώ ν α ξ ε τ ό τ ε το λύκο
και
τραπέζι του ο
του είπε : « Λύ
κε μου καλέ, π ή γ α ι ν ε να μου φέρεις λίγη
από τη
σαλά
τα που τρώει στο τ ρ α π έ ζ ι του ο βασιλιάς ». Σηκώθηκε ο
λύκος και π ή γ ε γ ρ α μ μ ή
στο π α λ ά τ ι ,
γ ι α τ ί δεν φ ο β ό τ α ν ε ούτε σ κ υ λ ι ά ούτε κ α ν έ ν α ν . Κ ι όταν έφτασε
στην
κάμαρα της πριγκίπισσας,
την
τράβηξε
α π ' την άκρη τ η ς φ ο ύ σ τ α ς τ η ς κι εκείνη γύρισε και τον είδε κι α μ έ σ ω ς τον γνώρισε απ τα κοράλλια στο λαιμό του. Τον
ρώτησε λοιπόν :
« Καλέ
Κι ο λ ύ κ ο ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε :
μου λύκε,
τι γ υ ρ ε ύ ε ι ς ; »
« Με σ τ έ λ ν ε ι ο α φ έ ν τ η ς μ ο υ ,
π ο υ σ κ ό τ ω σ ε τ ο δ ρ ά κ ο . Ε ί ν α ι ε δ ώ κ α ι θέλει ν α φάει λ ί γ η α π ' τη
σαλάτα που
τρώει
κι ο βασιλιάς στο τ ρ α π έ ζ ι
του ». Φ ώ ν α ξ ε α μ έ σ ω ς η βασιλοπούλα το
μάγειρο
και
τον π ρ ό σ τ α ξ ε να ετοιμάσει λίγη απ τη σ α λ ά τ α , ό π ω ς την έ τ ρ ω γ ε κι ο βασιλιάς στο τ ρ α π έ ζ ι του
και να την κου
βαλήσει πάλι ώς την π ό ρ τ α τού πανδοχείου.
Εκεί την
π ή ρ ε ο λύκος και την π ή γ ε στον αφέντη του. « Βλέπεις, κ υ ρ - ξ ε ν ο δ ό χ ε ; »,
ρώτησε ξανά ο κυνηγός.
« Τώρα έχω
και ψωμί και κρέας και σαλάτα α π ' το τραπέζι τού βα σιλιά.
Έ λ α όμως που θέλω και γλυκό ! » Και φώναξε
την αρκούδα και της είπε :
« Α ρ κ ο ύ δ α μου κ α λ ή , εσένα
π ο υ σ' αρέσουν τα γ λ υ κ ά , π ή γ α ι ν ε και απ
φέρε
μου λ ί γ α
αυτά που τρώει στο τ ρ α π έ ζ ι του ο βασιλιάς ». Ξεκίνησε η
αρκούδα γ ι α το π α λ ά τ ι , κι όποιος την
έβλεπε, τό 'βαζε στα πόδια. Κι όταν έφτασε στην π ύ λ η , σ ή κ ω σ ε ένας α π ό τ ο υ ς φρουρούς τ ο τ ο υ φ έ κ ι τ ο υ κ α ι δεν ήθελε να την αφήσει να περάσει. Σ η κ ώ θ η κ ε τότε η α ρ κούδα ολόρθη
στα πισινά της πόδια και
άρχισε
τους
φρουρούς σ τ α χ α σ τ ο ύ κ ι α , π ο ύ σε πονεί και π ο ύ σε σ φ ά ζει, κ ι ύ σ τ ε ρ α π ρ ο χ ώ ρ η σ ε κ α ι π ή γ ε ν α βρει τ η β α σ ι λ ο πούλα. Κι όταν τη κρισε σιγανά.
βρήκε, στάθηκε π ί σ ω της και μούγ
Κ α ι γ ύ ρ ι σ ε εκείνη κ α ι τ η ν είδε κ α ι τ η ν
αναγνώρισε α π ' τα κοράλλια στο λαιμό της. Τ η ς είπε τ ό τ ε : " Κ α λ ή μου α ρ κ ο ύ δ α , τι γ υ ρ ε ύ ε ι ς ; " Κι η α ρ κ ο ύ δ α α π ο κ ρ ί θ η κ ε : " Με στέλνει ο α φ έ ν τ η ς μου, π ο υ σ κ ό τ ω σ ε το δ ρ ά κ ο . Ε ί ν α ι ε δ ώ κ α ι θέλει ν α φάει ένα γ λ υ κ ό α π ' α υ τ ά π ο υ τ ρ ώ ε ι στο τ ρ α π έ ζ ι του ο βασιλιάς ». Κάλεσε τ ό τ ε η βασιλοπούλα το ζ α χ α ρ ο π λ ά σ τ η και τον π ρ ό σ τ α ξ ε να φ τ ι ά ξει γ λ υ κ ά α π ' α υ τ ά π ο υ τ ρ ώ ε ι ο β α σ ι λ ι ά ς κ α ι ν α τ α κ ο υ βαλήσει κιόλας ώς την π ό ρ τ α τού πανδοχείου. Η αρκού δα μάζεψε π ρ ώ τ α κι έφαγε όσα γ λ υ κ ά είχαν πέσει στο δρόμο
κι ύστερα σηκώθηκε, πήρε την πιατέλα στα μ π ρ ο
στινά τ η ς π ό δ ι α και την π ή γ ε στον αφέντη της. " Βλέπεις κ υ ρ - ξ ε ν ο δ ό χ ε ; », ρ ώ τ η σ ε π ά λ ι ο κ υ ν η γ ό ς . « Τ ώ ρ α έ χ ω κρέας και ψωμί, σαλάτα και γλυκό, όπως τα τρώει ο βα σ ι λ ι ά ς σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι τ ο υ . Θ έ λ ω ό μ ω ς κ α ι κ ρ α σ ί , τ ο ίδιο π ο υ πίνει κι ο βασιλιάς ». Φ ώ ν α ξ ε τότε το λιοντάρι του κ α ι του ε ί π ε : " Κ α λ ό μου λιοντάρι, εσένα σ' αρέσει να πίνεις πού και πού μια γουλίτσα καλό κρασί. Ά ν τ ε λοιπόν κ α ι φέρε μου λίγο α π ' το κρασί π ο υ πίνει Ξεκίνησε λοιπόν
το λιοντάρι
ο βασιλιάς ».
και π ή γ ε ίσια στο π α
λάτι κι όλος ο κ ό σ μ ο ς π α ρ α μ έ ρ ι ζ ε φοβισμένος στο δ ι ά β α
τ ο υ . Κι όταν έ φ τ α σ ε στην π ύ λ η , έ κ α ν α ν οι φρουροί να το σ τ α μ α τ ή σ ο υ ν , εκείνο ό μ ω ς μ ο ύ γ κ ρ ι σ ε μ ι α φορά και μόνο κ ι α μ έ σ ω ς όλοι τ ό ' β α λ α ν σ τ α π ό δ ι α . Π έ ρ α σ ε τ ο λιοντάρι κι ανέβηκε τις σκάλες και χ τ ύ π η σ ε την π ό ρ τ α τής βασι λ ο π ο ύ λ α ς . Β γ ή κ ε η κόρη κ α ι λίγο έλειψε να τ η ς κοπούν τα πόδια απ
την τρομάρα της
σαν είδε ό μ ω ς τ ο χ ρ υ σ ό
κ ο ύ μ π ω μ α στο λαιμό του, το γνώρισε και είπε : « Καλό μου λιοντάρι, τι γυρεύεις ; » Κ α ι το λιοντάρι α π ά ν τ η σ ε : που
σ κ ό τ ω σ ε το δράκο.
Ε ί ν α ι ε δ ώ κ α ι θέλει ν α π ι ε ι λίγο α π
" Με
στέλνει ο
αφέντης
μου,
το κρασί τού βασι
λιά ». Φ ώ ν α ξ ε τότε η π ρ ι γ κ ί π ι σ σ α τον τραπεζοκόμο τού π α λ α τ ι ο ύ και τον π ρ ό σ τ α ξ ε να δώσει στο λιοντάρι κρασί α π ' αυτό π ο υ έπινε κι ο βασιλιάς. Κ α ι το λιοντάρι τ ή ς είπε :
" Θα π ά ω μαζί του γ ι α να μου δώσει σίγουρα από
το καλό ». Και κ α τ έ β η κ α ν μαζί στο κελάρι κι ο τ ρ α π ε ζοκόμος ήθελε να του βάλει απ
το βαρέλι με το συνηθι
σμένο κρασί, π ο υ έπιναν οι υπηρέτες τού βασιλιά. Το λιοντάρι ό μ ω ς τον σ τ α μ ά τ η σ ε : « Α λ τ το δ ο κ ι μ ά σ ω μονορούφι.
! Θ έ λ ω π ρ ώ τ α να
! » Και γέμισε μισό κ α ρ α φ ά κ ι και το ή π ι ε
« Ό χ ι », είπε ύστερα.
« Δεν είναι αυτό το
καλό κρασί ». Θ τ ρ α π ε ζ ο κ ό μ ο ς το κοίταξε με μισό μάτι. Τι να κάνει ό μ ω ς ; Π ή γ ε κ α ι του γ έ μ ι σ ε α π ό ένα άλλο βαρέλι, π ο υ ή τ α ν γ ι α να πίνει ο α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς του βασι λιά. Και το λιοντάρι είπε : δοκιμάσω
! »
" Α λ τ ! Θέλω π ρ ώ τ α να το
Γέμισε π ά λ ι μισό κ α ρ α φ ά κ ι και το ή π ι ε
μονορούφι. " Καλύτερο α π ' το π ρ ώ τ ο », είπε. « Αλλά και π ά λ ι δεν ε ί ν α ι τ ο κ α λ ό κ ρ α σ ί , δεν ε ί ν α ι α π 5 α υ τ ό π ο υ π ί ν ε ι ο β α σ ι λ ι ά ς ! » — « Κ α ι τι ξέρεις εσύ α π ό κ ρ α σ ι ά , π α λιολιοντάρι ; », ξ έ σ π α σ ε θ υ μ ω μ έ ν ο ς ο τ ρ α π ε ζ ο κ ό μ ο ς . Το λιοντάρι τότε τού ' δ ω σ ε μια γερή π ί σ ω α π ' τα αυτιά και τον ξ ά π λ ω σ ε κ ά τ ω αναίσθητο.
Κι όταν ήρθε πάλι στα
σ υ γ κ α λ ά του, σ η κ ώ θ η κ ε χ ω ρ ί ς να πει λέξη κι οδήγησε το λιοντάρι σ' ένα κρυφό κ α τ ώ ι , όπου είχαν το κρασί τού β α σ ι λ ι ά , π ο υ κ α ν ε ί ς ά λ λ ο ς δεν έ π ι ν ε α π τ ά ρ ι γ έ μ ι σ ε κ ι εδώ
αυτό. Το λιον
μισό κ α ρ α φ ά κ ι , το ή π ι ε μονορούφι
κ α ι είπε : " Α υ τ ό είναι κ α λ ό
! » Κ α ι π ρ ό σ τ α ξ ε τον τ ρ α
π ε ζ ο κ ό μ ο ν α τ ο υ γ ε μ ί σ ε ι έξι μ π ο υ κ ά λ ε ς . Α ν έ β η κ α ν π ά λ ι πάνω,
αλλά το λιοντάρι ζαλιζόταν και π ή γ α ι ν ε π έ ρ α -
δ ώ θ ε κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κ α λ ο π ε ρ π α τ ή σ ε ι . Κ ο υ β ά λ η σ ε λοιπόν ο τ ρ α π ε ζ ο κ ό μ ο ς το κρασί ίσαμε την π ό ρ τ α τού πανδοχείου.
Εκεί π ή ρ ε το λιοντάρι στα δόντια του το
καλάθι και το π ή γ ε στον αφέντη του. Ο κ υ ν η γ ό ς φ ώ ν α ξ ε τον ξενοδόχο και του είπε : « Βλέ πεις, κυρ-ξενοδόχε ; Έ χ ω τ ώ ρ α ψωμί και κρέας και σα λ ά τ α και γλυκό και κρασί, α π ' αυτά που τρώει και πίνει κι ο βασιλιάς. Τ ώ ρ α θα μ α ζ έ ψ ω τα ζ ώ α μου και θα φ ά μ ε ! » Κ α ι κ ά θ ι σ α ν όλοι μ α ζ ί κ ι έ φ α γ α ν κ α ι ή π ι α ν α π ' ό λα κι αυτός και το λιοντάρι και η αρκούδα κι ο λύκος και η α λ ε π ο ύ κ α ι ο λ α γ ό ς . Κι ο
κυνηγός ήταν στα μεγάλα
του κέφια, γ ι α τ ί είχε κ α τ α λ ά β ε ι π ω ς η βασιλοπούλα τον α γ α π ο ύ σ ε ακόμα. "Κυρ-ξενοδόχε », είπε στο τέλος, αφού έφαγαν και χόρτασαν, α Τ ώ ρ α που έφαγα και ή π ι α από αυτά που τρώει και πίνει ο βασιλιάς, θα π ά ω και στο π α λάτι, να π α ν τ ρ ε υ τ ώ τη θ υ γ α τ έ ρ α τ ο υ ». — "
Πως
είναι
δ υ ν α τ ό ν να κ ά ν ε ι ς κ ά τ ι τ έ τ ο ι ο ; », ρ ώ τ η σ ε ο κ α η μ έ ν ο ς ο ξενοδόχος. " Α φ ο ύ είναι να π ά ρ ε ι άλλον ά ν τ ρ α κι ο γ ά μος θα γίνει σήμερα κιόλας ! » Έ β γ α λ ε τότε α π ' τ σ έ π η του ο κυνηγός το μαντίλι
την
της βασιλοπούλας, που
τ ο υ τ ο ε ί χ ε δο^σει π ά ν ω σ τ ο β ο υ ν ό τ ο ύ δ ρ ά κ ο υ κ ι ό π ο υ μέσα είχε τυλιγμένες τις εφτά γλώσσες τού δράκου. Και είπε : « Α υ τ ό που κ ρ α τ ώ στο χέρι μου, θα με βοηθήσει να τα κ α τ α φ έ ρ ω
! » Είδε
ο
ξενοδόχος το μαντίλι κ α ι
ε ί π ε : « Α κ ό μ α κ ι α ν π ι σ τ έ ψ ω ό λ α τ ' ά λ λ α , α υ τ ό δεν τ ο π ι σ τ ε ύ ω ! Κ α ι β ά ζ ω σ τ ο ί χ η μ α το πανδοχείο και το σ π ί τ ι μου κι όλα μου τα κ α λ ά
! » Κι ο κυνηγός α κ ο ύ μ π η σ ε π ά
νω στο τ ρ α π έ ζ ι ένα π ο υ γ κ ί με χ ί λ ι α χ ρ υ σ ά φλουριά και δέχτηκε το στοίχημα. Σ τ ο μεταξύ ο βασιλιάς κάθισε στο τραπέζι και ρ ώ τησε τη
θ υ γ α τ έ ρ α του :
" Τι γυρεύουν
από
σένα όλα
αυτά τα άγρια ζ ώ α , που ήρθαν και μπήκαν εδώ και ξανα βγήκαν ; »
Κι η
μοναχοκόρη
του
αποκρίθηκε :
" Δεν
μ π ο ρ ώ ν α σ ο υ π ω , π α τ έ ρ α . Σ τ ε ί λ ε ό μ ω ς ν α φ έ ρ ο υ ν εδοο τον αφέντη όλων αυτών τ ω ν ζ ώ ω ν νιώσεις
κ α ι δεν θ α τ ο μ ε τ α
».
Έ σ τ ε ι λ ε λοιπόν ο β α σ ι λ ι ά ς έναν υ π η ρ έ τ η του στο π α ν δοχείο και κάλεσε τον
ξένο
να παρουσιαστεί μπροστά
τ ο υ . Κι ο υ π η ρ έ τ η ς έ φ τ α σ ε τη σ τ ι γ μ ή π ο υ ο κυνηγός κι ο ξενοδόχος έσφιγγαν τα χέρια γ ι α το στοίχημα. Ε ί π ε τότε ο κυνηγός : " Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε ; Ο βασιλιάς στέλ νει τ ο ν υ π η ρ έ τ η τ ο υ ν α μ ε π ρ ο σ κ α λ έ σ ε ι . Α λ λ ά ε γ ώ δεν θ α π ά ω έτσι
! » Κ α ι στον υ π η ρ έ τ η είπε :
" Π ε ς στο βασι
λιά να μου στείλει ρούχα βασιλικά και μιαν ά μ α ξ α μ' έξι άλογα να τη σέρνουν κι υπηρέτες να με υπηρετούν ». Ό τ α ν τ' άκουσε ο βασιλιάς, ρώτησε την κόρη του : " Τι να κ ά ν ω ; » Κι εκείνη τ ο υ ε ί π ε : « Π ε ς να τ ο υ δ ώ σουν
αυτά
που
ζητάει και
δεν
θα
το
μετανιώσεις ».
Έ σ τ ε ι λ ε λοιπόν ο βασιλιάς ρούχα βασιλικά και μιαν ά μ α ξα μ' έξι ά λ ο γ α να τη σέρνουν κι υ π η ρ έ τ ε ς ρετούν.
να τον υ π η
Τ ο υ ς είδε ο κ υ ν η γ ό ς κ α ι είπε στον ξενοδόχο :
" Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε ; Ή ρ θ α ν να με πάρουν, ό π ω ς τους το ζ ή τ η σ α ! » Κ α ι φόρεσε τα βασιλικά τα ρούχα, πήρε το
μαντίλι με τις εφτά γλώσσες του δράκου και
μ π ή κ ε στην ά μ α ξ α να πάει στο βασιλιά.
Τ ο ν είδε ο β α σ ι λ ι ά ς κ α ι ρ ώ τ η σ ε τη
θυγατέρα του :
" Π ώ ς να τον υ π ο δ ε χ τ ώ ; » Κι εκείνη τ ο υ α π ά ν τ η σ ε : " Σ ή κ ω κ α ι κ α λ ο δ έ ξ ο υ τ ο ν κ α ι δεν θ α τ ο μ ε τ α ν ι ώ σ ε ι ς » . Σ η κ ώ θ η κ ε τότε ο βασιλιάς και τον αγκάλιασε και τον καλοδέχτηκε.
Και τα ζ ώ α του
τον
ακολουθούσαν
από
κοντά. Τον έβαλε λοιπόν ο βασιλιάς να καθίσει κοντά του και κοντά
στη
θυγατέρα του.
Απέναντι
ακριβώς
στο
γιορτινό τραπέζι καθόταν ο αρχιστράτηγος, που ήτανε γαμπρός.
Αλλά
δεν
τον
θυμόταν
πια
κι
έτσι
δεν τον
γνώρισε. Έ φ ε ρ α ν τ ό τ ε σ' ένα δίσκο τα ε φ τ ά κ ε φ ά λ ι α τού σκο τ ω μ έ ν ο υ δ ρ ά κ ο υ κι ο β α σ ι λ ι ά ς ε ί π ε : « Ο α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς σκότωσε το δράκο και τού 'κοψε και τα εφτά κεφάλια. Γι' αυτό κι ε γ ώ του δίνω τη μοναχοκόρη μου γ υ ν α ί κ α ». Σ η κ ώ θ η κ ε τότε ο κυνηγός, άνοιξε τα ε φ τ ά σ τ ό μ α τ α και ρ ώ τ η σ ε : " Π ο ύ είναι ό μ ω ς οι ε φ τ ά γ λ ώ σ σ ε ς τ ο ύ δ ρ ά κου ; » Χ λ ό μ ι α σ ε ο α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς απ
την τρομάρα του
κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε τ ι ν α α π α ν τ ή σ ε ι . Κ α ι μ έ σ α σ τ ο φ ό β ο τ ο υ είπε :
« Οι δ ρ ά κ ο ι δεν έ χ ο υ ν ε γ λ ώ σ σ ε ς
! »
Ο κυνηγός
όμως του αποκρίθηκε :
" Α υ τ ο ί π ο υ δεν θά ' π ρ ε π ε νά
'χουν
ψεύτες.
γλώσσες
είναι
οι
Οι γλώσσες
όμως
τού
δ ρ ά κ ο υ είναι το σ η μ ά δ ι π ο υ παίρνει μ α ζ ί του ο ν ι κ η τ ή ς ». Κ α ι ξ ε τ ύ λ ι ξ ε τ ο μ α ν τ ί λ ι κ α ι τ ι ν α δούν ; Μ έ σ α ή τ α ν κ α ι οι ε φ τ ά γλώσσες τού θηρίου. Κι έβαλε την καθεμιά στη θέση τ η ς κ α ι τ α ί ρ ι α ζ α ν όλες ίσα ίσα. μαντίλι
που
είχε
κεντημένο
τ
όνομα
Πήρε ύστερα το της
βασιλοπού
λας και ρώτησε την κόρη σε ποιον το είχε δώσει. κείνη
αποκρίθηκε :
« Σ
αυτόν
που
Κι ε
σ κ ό τ ω σ ε το δ ρ ά
κο ». Φ ώ ν α ξ ε τότε ο κυνηγός τα ζ ώ α του και πήρε τα κοράλλια απ το λαιμό τους. Κι απ του λιονταριού το λαι μό πήρε το χρυσό κ ο ύ μ π ω μ α που
τού 'χε χαρίσει η βα-
σιλοπούλα. Κ α ι τά 'δειξε όλα στην π ρ ι γ κ ί π ι σ σ α και τη ρ ώ τ η σ ε τίνος είναι. Ε κ ε ί ν η ε ί π ε :
" Τα κοράλλια και το
χρυσό κ ο ύ μ π ω μ α ήταν δικά μου και τα φορούσα περι δέραιο στο λαιμό μου. Τα μοίρασα με τα χέρια μου σ τ α ζώα που
βοήθησαν να σ κ ο τ ω θ ε ί
ο δράκος ».
Κι είπε ο
κυνηγός :
" Την ώρα που κοιμόμουνα κουρασμένος από
τη μ ά χ η , ήρθε ο α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς και μού 'κοψε το κεφάλι. Ύ σ τ ε ρ α π ή ρ ε τη βασιλοπούλα, την έφερε στο π α λ ά τ ι και είπε σ ε όλους π ω ς α υ τ ό ς τ ά χ α σ κ ό τ ω σ ε τ ο δράκο. Ε ί π ε ψ έ μ α τ α κι ορίστε οι γλώσσες, το μαντίλι και
το περι
δέραιο, γ ι α ν' αποδείξουν π ω ς λέω την αλήθεια ». Κι έπειτα διηγήθηκε
σ'
όλους π ώ ς τον έ σ ω σ α ν τ α
ζ ώ α του μ ' ένα θ α υ μ α τ ο υ ρ γ ό βοτάνι και π ώ ς π ε ρ ι π λ α ν ή θ η κ ε σ ε π ό λ ε ι ς κ α ι χ ω ρ ι ά γ ι α έναν ολόκληρο χρόνο, ώ σ π ο υ έ φ τ α σ ε π ά λ ι ε δ ώ κι έμαθε α π ' τον ξενοδόχο του γ ι α το ψέμα τού αρχιστράτηγου.
Ρ ώ τ η σ ε τότε ο βασι
λ ι ά ς τ η ν κόρη τ ο υ : " Ε ί ν α ι α λ ή θ ε ι α όσα λέει ; » Κι εκεί νη α π ά ν τ η σ ε : " Ν α ι , είναι αλήθεια. Τ ώ ρ α μ π ο ρ ώ π ι α ν' ανοίξω του σ τ ό μ α μου και να μιλήσω, αφού η α π ά τ η τ ο υ α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο υ μ α θ ε ύ τ η κ ε α π ό άλλον κ ι όχι α π ό μέ ν α γ ι α τ ί μ ε ε ί χ ε α ν α γ κ ά σ ε ι ν α τ ο υ ο ρ κ ι σ τ ώ π ω ς δεν θ α το φανέρωνα ποτέ.
Γι' αυτό
κι ε γ ώ
ζήτησα
να γίνει ο
γ ά μ ο ς μ ε τ ά α π ό ένα χρόνο και μ ι α μέρα ». Κάλεσε τότε ο βασιλιάς δ ώ δ ε κ α δικαστές να δικά σουν τον α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο .
Κι αυτοί τον κ α τ α δ ί κ α σ α ν σε
θάνατο κι είπαν π ω ς έπρεπε να τον σκίσουν στα τέσσερα. Τον έδεσαν λοιπόν σε τέσσερις ταύρους και τους μ α σ τ ί γ ω σ α ν να τρέξουν ο ένας στην α ν α τ ο λ ή , ο άλλος στη δ ύ ση, ο τρίτος στο βορρά κι ο τ έ τ α ρ τ ο ς στο νότο.
Έτσι
βρήκε κ α κ ό θάνατο ο α ρ χ ι σ τ ρ ά τ η γ ο ς . Κι ο βασιλιάς έ δ ω σε την κόρη του στον κυνηγό και τον έκανε αντιβασιλιά
σ' ολόκληρη την πολιτεία. Ο γ ά μ ο ς έγινε με γιορτές και π α ν η γ ύ ρ ι α . Κι ο νέος β α σ ι λ ι ά ς κ ά λ ε σ ε τον αληθινό κ α ι τον θετό του π α τ έ ρ α κ α ι τους χ ά ρ ι σ ε ένα σωρό θ η σ α υ ρούς. Ο ύ τ ε κ α ι το ξενοδόχο τον ξ έ χ α σ ε . Τ ο ν κάλεσε κ α ι του είπε : ".Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε ;
Π α ν τ ρ ε ύ τ η κ α του
βασιλιά την κόρη. Κι έτσι το πανδοχείο σου και το σπίτι κι όλο σου το έ χ ε ι , είναι π ι α δ ι κ ά μ ο υ ». — « Έ χ ε ι ς δί κ ι ο , έτσι είναι το σ ω σ τ ό », α π ο κ ρ ί θ η κ ε ο ξενοδόχος. Ο νέος β α σ ι λ ι ά ς ό μ ω ς στοίχημα,
του
α λ λ ά δεν θ α
είπε : σου
« Μ π ο ρ ε ί να β ά λ α μ ε
πάρω
το
την περιουσία σου.
Αντίθετα, θέλω να κρατήσεις και τα χίλια
φλουριά που
σου ά φ η σ α μ έ σ α στο π ο υ γ κ ί μου ». Ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο ι κι α γ α π η μ έ ν ο ι ζούσαν λοιπόν ρός
βασιλιάς
κι
η
νεαρή
βασίλισσα.
Εκείνος
τ α χ τ ι κ ά για κυνήγι, γιατί αυτή ήταν η
ο νεα πήγαινε
καλύτερη
του
διασκέδαση. Κ α ι τ α π ι σ τ ά του ζ ώ α τον ακολουθούσαν. Κ ι ε κ ε ί κ ο ν τ ά ή τ α ν έ ν α δ ά σ ο ς , π ο υ όλοι τ ο ε ί χ α ν γ ι α στοιχειωμένο. Κι έλεγαν π ω ς δεν ξ α ν ά β γ α ι ν ε π ο τ έ .
όποιος έ μ π α ι ν ε εκεί μέσα,
Ο νεαρός βασιλιάς ό μ ω ς λ α χ τ α
ρούσε π ο λ ύ ν α κ υ ν η γ ή σ ε ι σ ' εκείνο τ ο δάσος, κ α ι η σ υ χ ί α δεν έ β ρ ι σ κ ε , κάνει.
ώσπου
Ξεκίνησε
ο γερο-βασιλιάς τον άφησε να το
λοιπόν
με
μεγάλη
συνοδεία,
κι όταν
έ φ τ α σ ε στο δάσος, είδε μ ι α κ ά τ α σ π ρ η , χ ι ο ν ά τ η ελαφίνα, κι είπε στους ανθρώπους του : « Σ τ α θ ε ί τ ε εδώ να με π ε ριμένετε
ώσπου
να γυρίσω.
Θέλω να κυνηγήσω
αυτή
τ η ν ε λ α φ ί ν α » . Κ ι έ φ υ γ ε μ ο ν ά χ ο ς τ ο υ κ α ι δεν π ή ρ ε μ α ζ ί του π α ρ ά μονάχα τα π ι σ τ ά του ζ ώ α . Οι άνθρωποι του βασιλιά στάθηκαν και τον περίμεναν
μέχρι το
βράδυ.
Ε κ ε ί ν ο ς ό μ ω ς δεν έ λ ε γ ε ν α γ υ ρ ί σ ε ι . Ε ί δ α ν κ ι α π ό ε ι δ α ν , πήραν το δρόμο γ ι α το π α λ ά τ ι . Κι όταν έφτασαν, είπαν στη νεαρή βασίλισσα :
" Ο νεαρός βασιλιάς μ π ή κ ε στο
στοιχειωμένο δάσος κυνηγώντας να.
Κ α ι δεν ξ α ν α β γ ή κ ε » . Στο
μεταξύ
ο
μια κάτασπρη
Κι εκείνη
ελαφί
ανησύχησε
βασιλιάς είχε πάρει
α π ό πίσω
πολύ. την
ό μ ο ρ φ η ε λ α φ ί ν α , α λ λ ά δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ η φ τ ά σ ε ι . Κ ά θε π ο υ νόμιζε ότι την είχε π ι α στο χέρι κι ετοίμαζε το ντουφέκι του να τη χ τ υ π ή σ ε ι , την έβλεπε ξαφνικά να ξεμακραίνει ανάμεσα στα δέντρα και στους θάμνους και να φεύγει,
ώσπου με τα πολλά την έχασε εντελώς α π ' τα
μ ά τ ι α του. Τ ό τ ε μόνο κ α τ ά λ α β ε ότι είχε χαθεί βαθιά μέ σα στην καρδιά του δάσους. Έ β γ α λ ε τότε το κόρνο του κ α ι φ ύ σ η ξ ε δ υ ν α τ ά , α λ λ ά α π ά ν τ η σ η δεν π ή ρ ε . Γ ι α τ ί ο ι
άνθρωποι
τ ο υ ή τ α ν μ α κ ρ ι ά κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α τ ο ν
ακούσουν. Ό τ α ν ν ύ χ τ ω σ ε κι ο νεαρός βασιλιάς κ α τ ά λ α β ε π ω ς δεν θ α τ α κ α τ ά φ ε ρ ν ε ν α γ υ ρ ί σ ε ι π ί σ ω ε κ ε ί ν η τ η
μέρα,
ξ ε π έ ζ ε ψ ε , άναψε φ ω τ ι ά σ τ η ρ ί ζ α ενός δέντρου κ ι ε τ ο ι μ ά σ τ η κ ε να π λ α γ ι ά σ ε ι και να κοιμηθεί. Κι εκεί π ο υ κ α θ ό ταν κοντά στη φ ω τ ι ά του, κι είχε και τα ζ ώ α του στο πλάι του, του φάνηκε π ω ς άκουσε ανθρώπινη
φωνή να
μ ι λ ά ε ι . Γ ύ ρ ι σ ε , κ ο ί τ α ξ ε , δεν ε ί δ ε κ α ν έ ν α ν . Σ ε λ ί γ ο ά κ ο υ σ ε π ά λ ι έναν σ τ ε ν α γ μ ό , π ά ν ω α π
το κεφάλι του. Κοί
τ α ξ ε ψηλά τότε κι είδε μ ι α γριούλα να κ ά θ ε τ α ι σ τ α κ λ α διά τ ο υ δέντρου κ α ι να κλαίει κ α ι να θρηνεί : « Ω χ , π ό σ ο κ ρ υ ώ ν ω ! » Τ η ς ε ί π ε τ ό τ ε εκείνος : « Κ α τ έ β α να ζ ε σ τ α θείς στη φ ω τ ι ά μου ! » Εκείνη ό μ ω ς αρνήθηκε : « Ό χ ι , τα ζ ώ α σου θα με δ α γ κ ώ σ ο υ ν ! » — " Δεν θα σε π ε ι ρ ά ξουν, κ υ ρ ο ύ λ α ! », τ η ς ε ί π ε εκείνος. « Κ α τ έ β α να ζ ε σ τ α θείς ! » Ε κ ε ί ν η ό μ ω ς ή τ α ν μ ά γ ι σ σ α κ α ι του ε ί π ε : « Θα σου ρ ί ξ ω μ ι α β έ ρ γ α . Α ν τ α χ τ υ π ή σ ε ι ς μ ' α υ τ ή ν σ τ η ν π λ ά τ η , τ ό τ ε π ρ ά γ μ α τ ι δεν θ α μ ε π ε ι ρ ά ξ ο υ ν » . Κ α ι μ
αυτά
τα λόγια τού 'ριξε μια β έ ρ γ α α π ό ψηλά κι εκείνος την
πήρε και χ τ ύ π η σ ε μ α λ α κ ά τα ζ ώ α του στην π λ ά τ η . Και κείνα έμειναν ασάλευτα και την ίδια σ τ ι γ μ ή έγιναν π έ τρα. Σιγουρεύτηκε έτσι η μ ά γ ι σ σ α α π ' τα ζ ώ α , π ή δ η σ ε κ ά τ ω , τον χ τ ύ π η σ ε κι εκείνον με το μ α γ ι κ ό ραβδί τ η ς και τον έκανε π έ τ ρ α .
Ύ σ τ ε ρ α έβαλε τα γέλια και τον
κουβάλησε κι αυτόν και τα ζ ώ α σε μια υπόγεια σπηλιά, όπου ήταν μαζεμένα κι άλλα τέτοια α γ ά λ μ α τ α . Ό σ ο ό μ ω ς ο β α σ ι λ ι ά ς δεν γ ύ ρ ι ζ ε
τόσο
μεγάλωναν
ο φόβος κι η α γ ω ν ί α τ η ς νεαρής βασίλισσας. Κ α ι τις μέ ρες εκείνες έ τ υ χ ε κ α ι π ε ρ ν ο ύ σ ε α π ' τ η ν π ο λ ι τ ε ί α ο άλλος αδερφός, που χ ω ρ ί ζ ο ν τ α ς είχε τραβήξει ανατολικά. Ε ί χ ε ψ ά ξ ε ι ν α β ρ ε ι δ ο υ λ ε ι ά , α λ λ ά δεν ε ί χ ε β ρ ε ι π ο υ θ ε ν ά . Τ ρ ι γύριζε λοιπόν σε πόλεις και χ ω ρ ι ά κι έβαζε τα ζ ώ α του να χορεύουν μ π ρ ο σ τ ά στον κ ό σ μ ο γ ι α να β γ ά ζ ε ι το ψ ω μ ί τ ο υ . Κ ά π ο ι α φ ο ρ ά α π ο φ ά σ ι σ ε ν α π ά ε ι ν α δει τ ο μ α χαίρι
που
είχαν
καρφώσει
με
τον
αδερφό
δέντρο, τότε π ο υ χώρισαν τους δρόμους τους
του
σ' ένα
και να μά
θει π ώ ς ή τ α ν κ α ι τ ι ε ί χ ε α π ο γ ί ν ε ι ο α δ ε ρ φ ό ς τ ο υ . Έ φ τ α σ ε λοιπόν εκεί κ α ι είδε το μ α χ α ί ρ ι :
α π ' την πλευρά τού
αδερφού ή τ α ν το μισό λ α μ π ε ρ ό και κοφτερό και το άλλο μισό
σκουριασμένο.
Τρόμαξε τότε και
είπε
με το
νου
τ ο υ : « Κ ά π ο ι α μ ε γ ά λ η σ υ μ φ ο ρ ά π ρ έ π ε ι νά ' χ ε ι βρει τ ο ν αδερφό μου. Ί σ ω ς ό μ ω ς να μ π ο ρ έ σ ω να τον σ ώ σ ω :
α
φού η μισή λ ε π ί δ α είναι α κ ό μ α α σ τ ρ α φ τ ε ρ ή ". Τ ρ ά β η ξ ε λοιπόν με τα ζ ώ α του δυτικά κι όταν έφτασε στην π ύ λ η , έ ξ ω α π ' την π ό λ η , οι φρουροί τον π λ η σ ί α σ α ν και τον ρ ώ τησαν αν έπρεπε να τρέξουν και να τον αναγγείλουν στη νεαρή βασίλισσα
γιατί η γυναίκα του είχε εδώ και κ ά μ
ποσες μέρες μεγάλη α γ ω ν ί α γ ι α την τ ύ χ η του και φοβό ταν π ω ς είχε χαθεί γ ι α π ά ν τ α στο στοιχειωμένο δάσος. Τ ό σ ο ίδιος ή τ α ν μ ε τον α δ ε ρ φ ό τ ο υ , π ο υ ο ι φρουροί θ ά ρ -
ρ ε ψ α ν π ω ς ε ί χ α ν μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ ς τ ο β α σ ι λ ι ά ! Ή τ α ν ολόι διος κι είχε μ α ζ ί τ ο υ και τα ίδια ά γ ρ ι α ζ ώ α . Εκείνος κ α τ ά λ α β ε π ω ς τον περνούσαν γ ι α τον αδερφό του και είπε μ ε τ ο νου
του :
" Κ α λ ύ τ ε ρ α να μην τ ο υ ς φανερώσου
την
α λ ή θ ε ι α . Έ τ σ ι Ο α μ π ο ρ έ σ ω π ι ο ε ύ κ ο λ α ν α γ λ ι τ ώ σ ω τον αδερφό μου ! » Ά φ η σ ε λοιπόν τους φρουρούς να τον π ά ν ε ώ ς τ ο π α λ ά τ ι , ό π ο υ τ ο ν δ έ χ τ η κ α ν όλοι μ ε μ ε γ ά λ η χ α ρ ά . Η νεαρή βασίλισσα πίστεψε κι αυτή π ω ς ή τ α ν ο άντρας τ η ς κι άρχισε να τον ρωτάει π ο ύ ή τ α ν τόσες μέρες και γ ι α τ ί δεν γ ύ ρ ι ζ ε . Ε κ ε ί ν ο ς τ ή ς α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Ε ί χ α χ ά σει τ ο δ ρ ό μ ο μ ο υ μ έ σ α σ τ ο δ ά σ ο ς κ α ι δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν α β γ ω ». Το βράδυ τον οδήγησαν στην κ ά μ α ρ η του βασι λιά. Εκείνος ξ ά π λ ω σ ε μαζί με τη νεαρή βασίλισσα, έβαλε ό μ ω ς ένα δίκοπο σπαθί ανάμεσα τους. Η νεαρή γυναίκα δ ε ν κ α τ ά λ α β ε τ ο γ ι α τ ί , α λ λ ά δεν τ ό λ μ η σ ε ν α ρ ω τ ή σ ε ι . Π έ ρ α σ α ν έτσι μερικές μέρες κι ο ρώτησε κι έμαθε για το στοιχειωμένο
μεγάλος αδερφός δάσος.
Και στο
τ έ λ ο ς ε ί π ε : " Π ρ έ π ε ι να ξ α ν α π ά ω εκεί γ ι α κ υ ν ή γ ι ». Ο γερο-βασιλιάς κι η βασίλισσα προσπάθησαν να του γ υ ρίσουν τ α μ υ α λ ά , αλλ με τα πολλά ξεκίνησε
άδικος κόπος. Εκείνος επέμεινε και με
μεγάλη
συνοδεία.
σ τ ο δ ά σ ο ς έγινε ό,τι κ α ι μ ε τον α δ ε ρ φ ό τ ο υ
Φτάνοντας είδε μ ι α κ ά
τ α σ π ρ η ελαφίνα κι είπε στους ανθρώπους του : " Σ τ α θ ε ί τ ε εδώ
να με περιμένετε.
Θα κυνηγήσω την όμορφη
ελαφίνα και θα γ υ ρ ί σ ω ». Κι έτσι π ρ ο χ ώ ρ η σ ε μέσα στο δάσος και τα ζ ώ α του μ ο ν ά χ α τον ακολούθησαν. Δεν μπόρεσε ό μ ω ς να πιάσει την ελαφίνα" κι είχε χ ω θεί τ ό σ ο β α θ ι ά μ έ σ α σ τ ο δ ά σ ο ς π ο υ α ν α γ κ ά σ τ η κ ε ν α π ε ράσει εκεί μ έ σ α τ η ν ύ χ τ α τ ο υ . Ά ν α ψ ε λοιπόν μ ι α φ ω τ ι ά κ ά τ ω α π ό ένα δέντρο κ α ι πριν περάσει π ο λ λ ή ώ ρ α ά κ ο υ σε από π ά ν ω του αναστεναγμούς κι ανθρώπινη φωνή :
" Ωχ, ω χ , πόσο κ ρ υ ώ ν ω ! » Κοίταξε τότε προς τα π ά ν ω κι είδε την ίδια μ ά γ ι σ σ α να κ ά θ ε τ α ι σ τ α κ λ α δ ι ά τ ο υ δέν τρου. « Αν κρυώνεις, κυρούλα, κ α τ έ β α να ζεσταθείς στη φ ω τ ι ά μου ! », της είπε. Εκείνη ό μ ω ς αρνήθηκε : " Ό χ ι , τα ζ ώ α σου θα με δ α γ κ ώ σ ο υ ν ! » — " Δεν θα σε π ε ι ράξουν ! », τ η ς είπε το π α λ ι κ ά ρ ι . Κι εκείνη τ ο υ α π ο κ ρ ί θ η κ ε : « Θα σου π ε τ ά ξ ω μ ι α β έ ρ γ α . Κι αν τα χ τ υ π ή σ ε ι ς μ
α υ τ ή ν σ τ η ν π λ ά τ η τ ο υ ς , τ ό τ ε π ρ ά γ μ α τ ι δεν θ α μ ε π ε ι
ράξουν ». Ό τ α ν τ
άκουσε αυτό ο κυνηγός, υποψιάστηκε
κ α ι ε ί π ε : " Τ α ζ ώ α μου δεν τ α χ τ υ π ά ω . Κ α τ έ β α μόνη σου, γ ι α να μη σε κ α τ ε β ά σ ω ε γ ώ ». Ε κ ε ί ν η τ ό τ ε γέλασε και του είπε :
" Τ ι μ α ς λ ε ς ! Α φ ο ύ έ τ σ ι κ ι α λ λ ι ώ ς δεν
μπορείς να μου κάνεις τ ί π ο τ α ! » Εκείνος ό μ ω ς της είπε : " Κ α τ έ β α , γιατί αλλιώς θα σε χ τ υ π ή σ ω με το ντουφέκι μ ο υ ! » — « Χ τ ύ π α , λ ο ι π ό ν ! », γ έ λ α σ ε η γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α . " Τ ι ς σ φ α ί ρ ε ς σ ο υ δεν τ ι ς φ ο β ά μ α ι ! » Ε κ ε ί ν ο ς τ ό τ ε γ έ μισε το ντουφέκι του και την πυροβόλησε, αλλά οι σφαί ρ ε ς ο ι μ ο λ υ β έ ν ι ε ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α τ η ν α γ γ ί ξ ο υ ν . Η μ ά γ ι σ σ α έβαλε τα γέλια, τόσο δυνατά π ο υ αντιλάλησε ολό κ λ η ρ ο το δ ά σ ο ς . Κ α ι τ ο υ ε ί π ε : « Ό , τ ι κι αν κ ά ν ε ι ς , δεν θα μπορέσεις να με χ τ υ π ή σ ε ι ς ! » Το καλό το παλικάρι, ό μ ω ς , ξέρει κι άλλο μ ο ν ο π ά τ ι ! Έ β γ α λ ε ο κ υ ν η γ ό ς τ ρ ί α ασημένια κουμπιά α π ' το χιτώνιο του και γέμισε μ αυτά το ντουφέκι του, αντί γ ι α βόλια. Γιατί η τέχνη της μ ά γ ι σ σ α ς δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ η
φυλάξει
α π ' το ασήμι. Τη ση
μάδεψε, τ ρ ά β η ξ ε και στη σ τ ι γ μ ή εκείνη σ ω ρ ι ά σ τ η κ ε κ ά τ ω σαν σακί. Α μ έ σ ω ς εκείνος του κατάστηθα και της είπε :
την
πάτησε
με το πόδι
" Γ ρ ι ά μ ά γ ι σ σ α , α ν δεν
μου φ α ν ε ρ ώ σ ε ι ς τ ώ ρ α κιόλας π ο ύ είναι ο αδερφός μ ο υ , θα σ' α ρ π ά ξ ω με τα δυο μου χ έ ρ ι α κ α ι θα σε ρίξω στη φ ω τ ι ά ". Εκείνη φ ο β ή θ η κ ε π ο λ ύ , γύρεψε έλεος κ α ι είπε :
" Τον έκανα π έ τ ρ α και τον έ χ ω μ α ζ ί με τα ζ ώ α του στη σπηλιά
μου ».
Τ η ν ανάγκασε τ ό τ ε ο κ υ ν η γ ό ς να τον οδηγήσει εκεί, τη
φοβέρισε
και
της
είπε :
« Κ α κ ι ά γριά, φέρε ξανά
στη ζ ω ή τον αδερφό μου κι όλα τ ο ύ τ α τα δύστυχα π λ ά σματα, ειδεμή θα σε ρίξω στη φωτιά, όπως σε βλέπω και με β λ έ π ε ι ς ! » Π ή ρ ε η μ ά γ ι σ σ α το ραβδί τ η ς κι ά γ γιξε όλα τα α γ ά λ μ α τ α
κι ο αδερφός του ζωντάνεψε, και
μ α ζ ί τ ο υ τ α ζ ώ α τ ο υ κ ι όλοι ο ι άλλοι, έ μ π ο ρ ο ι , τ ε χ ν ί τ ε ς , βοσκοί. Σ η κ ώ θ η κ α ν , ευχαρίστησαν με δάκρυα στα μ ά τ ι α το σωτήρα τους και πήραν το δρόμο γ ι α τα σπίτια τους. Κ α ι τ α δυο α δ έ ρ φ ι α , χ α ρ ο ύ μ ε ν α μ έ σ α α π ' την ψ υ χ ή τ ο υ ς που ξαναβρέθηκαν, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. στερα έπιασαν τη
Ύ
μ ά γ ι σ σ α , την έδεσαν και την έριξαν
σ τ η φ ω τ ι ά . Κ ι ό τ α ν κ ά η κ ε , κ α ι δεν έμεινε π α ρ ά μ ο ν ά χ α η σ τ ά χ τ η τ η ς , το δάσος άνοιξε α π ό μόνο του, φάνηκαν τ α ξ έ φ ω τ α κ α ι τ α μ ο ν ο π ά τ ι α , κ α ι τ α δυο α δ έ ρ φ ι α δ ι έ κριναν
και
το
βασιλικό
παλάτι,
ίσα
ίσα
τρεις
ώρες
δρόμο. Ξεκίνησαν λοιπόν τ α ς γ ι α το π α λ ά τ ι περιπέτειες τους. γίνει
γαμπρός
τού
μαζί οι δίδυμοι διηγήθηκαν
Κι όταν ο βασιλιά
και π ε ρ π α τ ώ ν
ο ένας στον άλλον τ ι ς
μικρότερος είπε π ω ς είχε κι
εξουσίαζε
ολόκληρη
τη
χ ώ ρ α , ο μ ε γ ά λ ο ς τού είπε : « Α υ τ ό το ε ί χ α κ α τ α λ ά β ε ι . Γ ι α τ ί όταν έ φ τ α σ α σ τ η ν π ο λ ι τ ε ί α κ ι όλοι μ ε π ή ρ α ν γ ι α σένα, με δ έ χ τ η κ α ν με βασιλικές τ ι μ έ ς . Κι η νεαρή βασί λ ι σ σ α μ ε κ α λ ω σ ό ρ ι σ ε κ ι έ φ α γ ε μ α ζ ί μ ο υ σ τ ο ίδιο τ ρ α π έ ζ ι κ α ι π λ ά γ ι α σ ε μ α ζ ί μ ο υ σ τ ο ίδιο κ ρ ε β ά τ ι » . Τον άκουσε ο μικρός και ζήλεψε
τόσο που
τράβηξε
αμέσως το σπαθί του και του πήρε το κεφάλι. Μόλις ό μ ω ς τον είδε ν α σ ω ρ ι ά ζ ε τ α ι νεκρός σ τ α π ό δ ι α τ ο υ κ α ι τ ο
κόκκινο αίμα του να κυλάει στο χ ώ μ α , το μετάνιωσε π ι κ ρ ά : « Ο α δ ε ρ φ ό ς μ ο υ μ' έ σ ω σ ε », αχάριστος του π ή ρ α τη χωρίς
φώναξε.
" Κι ε γ ώ ο
ζ ω ή ! » Κι έκλαιγε κι έκλαιγε
σταματημό.
Τον πλησίασε τότε ο λαγός του και προσφέρθηκε να π ά ε ι ν α φέρει τ ο μ α γ ι κ ό βοτάνι. Σ α ν τ η ν α σ τ ρ α π ή
ξεκί
νησε κ α ι σαν τον άνεμο γύρισε στην ώ ρ α του. Κι ο π ε θ α μένος αναστήθηκε κι ούτε π ο υ
τη θυμόταν
την π λ η γ ή
του. Σ υ ν έ χ ι σ α ν έ π ε ι τ α το δρόμο τους κι ο μ ι κ ρ ό τ ε ρ ο ς εί πε :
" Ε ί σ α ι ίδιος ε γ ώ .
ζώα
σ'
ακολουθούν,
Φοράς ρούχα βασιλικά και τα
όπως
ακολουθούν
κι
εμένα.
Θα
μ π ο ύ μ ε στην π ό λ η α π ό δυο δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ έ ς π ύ λ ε ς κ α ι θ α φ τ ά σ ο υ μ ε κι οι δυο τ α υ τ ό χ ρ ο ν α μ π ρ ο σ τ ά στο γ ε ρ ο - β α σ ι λιά ».
Χωρίστηκαν
λοιπόν
και πήραν
ο
καθένας
άλλο
δρόμο. Κ α ι την ίδια σ τ ι γ μ ή π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν μ π ρ ο σ τ ά στο γ ε ρ ο - β α σ ι λ ι ά οι φρουροί α π ό δυο δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ά φ υ λ ά κ ι α ν
5
αναγγείλουν τ η ν ε π ι σ τ ρ ο φ ή τού νεαρού
των ζ ώ ω ν του « Δεν
είναι
α π ' το κυνήγι. Κι ο γερο-βασιλιάς είπε :
δυνατόν !
δρόμο η μια α π
βασιλιά και
5
Οι
δυο
πύλες
απέχουν
μια
ώρα
την άλλη ! » Κ α ι τότε π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν
τ α δυο α δ έ ρ φ ι α στην αυλή τ ο υ π α λ α τ ι ο ύ , μ π ή κ α ν μ έ σ α α π ό διαφορετικές μεριές και ξεπέζεψαν την
ίδια σ τ ι γ
μ ή . Ο γερο-βασιλιάς ρώτησε την κόρη του : « Γιά πες μου, π ο ι ο ς α π ' τ ο υ ς δυο είναι ο ά ν τ ρ α ς σ ο υ ; Α υ τ ο ί μ ο ι ά ζ ο υ ν σ α ν δ υ ο σ τ α γ ό ν ε ς ν ε ρ ό , δεν μ π ο ρ ώ ν α τ ο υ ς ξ ε χ ω ρίσω ! » Η
βασιλοπούλα είχε π α γ ώ σ ε ι α π 5 την τρομάρα της
κ α ι δεν ή ξ ε ρ ε ν ' α π α ν τ ή σ ε ι . Μ ε τ α π ο λ λ ά θ υ μ ή θ η κ ε τ ο περιδέραιο α π ό κοράλλια που είχε μοιράσει στα ζ ώ α τού
α γ α π η μ έ ν ο υ τ η ς . Έ ψ α ξ ε λ ο ι π ό ν κ α ι σ τ η χ α ί τ η τ ο ύ ενός λιονταριού βρήκε το χρυσό τ η ς κ ο ύ μ π ω μ α . " Νά ! », φ ώ ναξε χαρούμενη.
"
Ο α φ έ ν τ η ς α υ τ ο ύ τ ο υ λ ι ο ν τ α ρ ι ο ύ εί
ναι ο αληθινός μου ά ν τ ρ α ς ! » Γ έ λ α σ ε τ ό τ ε ο νεαρός βα σ ι λ ι ά ς κ α ι ε ί π ε : " Ν α ι , έ τ σ ι ε ί ν α ι ! » Κ α ι κ ά θ ι σ α ν όλοι μαζί στο τραπέζι, έφαγαν και ήπιαν και γλέντησαν. Και το β ρ ά δ υ , όταν π λ ά γ ι α σ α ν να κοιμηθούν, η γ υ ν α ί κ α του τον ρ ώ τ η σ ε :
" Γ ι α τ ί έ β α ζ ε ς όλες τ ι ς π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ε ς νύ
χ τ ε ς ένα δίκοπο σπαθί ανάμεσα μ α ς ; Ν ό μ ι ζ α π ω ς ήθελες να
με
σκοτώσεις ! »
Κι
τού ήταν ο αδερφός του.
εκείνος
κατάλαβε πόσο πιστός
JEAN-CLAUDE SCHNEIDER
Σ η μ ε ί ω μ α
Για τους μεταγενέστερους η ουσιαστική σημασία του έργου των Αδελφών
Γκριμμ
συνοψίζεται
στα Παραμύθια για
τα παιδιά
και
την οικογένεια, που τους έκανε διάσημους σ' ολόκληρο τον κόσμο. Λπό το 1782 ώς το 1786 ήδη, ο Γιόχαν Καρλ Αουγκούστ Μουζαίους
(1735-1770)
είχε
δημοσιεύσει
τα
Λαϊκά
Γερμανικά
Παραμύ
θια, που του εξασφάλισαν μικρή επιτυχία. Βαδίζοντας στα χνά ρια του οι αδελφοί Γκριμμ, τον κατηγόρησαν αργότερα ότι είχε π α ραποιήσει την παράδοση εισάγοντας στα παραμύθια στοιχεία δικά του και σχόλια ειρωνικά. Η στάση των Γκριμμ απέναντι στον τε ράστιο όγκο των παραμυθιών που κατάφεραν να συγκεντρώσουν, χαρακτηριζόταν από πίστη. Κι όπως το είπε πολύ σωστά ο Βίλελμ Σέρερ : « Το ύφος αυτών των παραμυθιών είναι το ύφος της λαϊκής αφήγησης, της απλοϊκής και αφελούς πρόζας, που έχει περάσει από τα χέρια ικανών φιλολόγων, άξιων συγγραφέων. Και μ' αυτήν τη μορφή φτάνουν στα χέρια των παιδιών και των γονέων της Γερμα νίας ". 1 Ο συνδυασμός όλων αυτών των αρετών έδωσε στους Γκριμμ τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν αυτό το έργο το μοναδικό στο εί δος του. Οι πηγές τους ήταν γραπτές και προφορικές. Κατέγραψαν τα παραμύθια της « γιαγιάς Μαρίας », μιας υπηρέτριας με « με γάλη καρδιά », που δούλευε στο σπιτικό των Βιλντ τα ωραιότερα α π ' αυτά δημοσιεύτηκαν στον πρώτο τόμο του 1812. Μια άλλη ση μαντική πηγή ήταν η Δωροθέα Φίμαν, μια ηλικιωμένη χωρική γεν νημένη σε κάποιο μικρό χωριουδάκι κοντά στο Κάσσελ. Εξαίρετη
θια
1. Αναφέρεται από τον Ernest Tonnelat στη διατριβή του Τα Παραμύ των Αδελφών Γκριμμ (1912).
αφηγήτρια, προικισμένη με δυνατή μνήμη, έδωσε στους Γκριμμ τα περισσότερα από τα παραμύθια του δεύτερου τόμου, που κυκλο φόρησε το 1815. Ά λ λ α παραμύθια προέρχονται από τις αδερφές Χάσενπφλούγκ, από το Κάσσελ, φίλες της Ντόρτχεν, της γυναίκας του Βίλελμ Γκριμμ. Οι δυο αδελφοί είχαν κινητοποιήσει μιαν ολό κληρη ομάδα γνωστών και φίλων, με τους οποίους διατηρούσαν αλ ληλογραφία. Πολλά παραμύθια τους έστειλε έτσι η οικογένεια Χάξτχάουζεν από τη Βεστφαλία, καθώς και η Τζένυ φον Ντρόστε-Χύλσχοφ, η αδερφή της διάσημης ποιήτριας. Ο Ά χ ι μ φον 'Αρνιμ τους εξασφάλισε δυο παραμύθια στη διάλεκτο της Πομερανίας από μέρους του ζωγράφου Φίλιπ Ό τ τ ο Ρούνγκε. Η αρχή της πιστής απόδοσης φαίνεται ότι γνώρισε κάποιες δια βαθμίσεις με την πάροδο του χρόνου στις διαδοχικές εκδόσεις τού έργου. Το ζήτημα το μελέτησε διεξοδικά ο Γάλλος γερμανιστής Ερνέστ Τονελά' ας αναφέρουμε με δυο λόγια τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε : στην έκδοση του 1812 οι συγγραφείς παραθέτουν το παραμύθι όπως ακριβώς το άκουσαν, διατηρώντας όλες τις λεπτο μέρειες της προφορικής αφήγησης. Η δεύτερη έκδοση του 1819 δεν περιλαμβάνει παρά μόνον γερμανικά παραμύθια, και μάλιστα μόνον όσα ακούγονται και λέγονται ακόμα την εποχή εκείνη στη Γερμανία. Παραλείπονται Κυανοπώγωνας
παραμύθια όπως
(ή Μπλαβογένης)
ο Παπουτσωμένος Γάτος και ο
αφού
θεωρούνται
ξενικής προε
λεύσεως. Οι πατριωτικές προθέσεις των Γκριμμ είναι εδώ έκδηλες. Κι ακόμα, οι συγγραφείς προσπαθούν να ανασυνθέσουν την αρχική μορφή κάθε παραμυθιού (ή τουλάχιστον αυτήν που εκείνοι υποθέτουν π ω ς είναι η αρχική), συνδυάζοντας όλες τις εκδοχές και παραλλαγές του που έχουν στη διάθεση τους. Ό σ ο για το ύφος, που οφείλεται πε ρισσότερο στην πένα του Βίλελμ Γκριμμ, η έκδοση αυτή δείχνει σα φή προτίμηση στον ευθύ λόγο, στις παραστατικές εκφράσεις (για παράδειγμα ο « περίεργος » στην έκδοση αυτή " τεντώνει τ' αυτιά του »), στους ιδιωματισμούς. Ο λογικός ειρμός και η σειρά διαδο χής των επεισοδίων παρουσιάζονται σαφώς βελτιωμένα. Και οι π α ρόμοιες απαρχές φράσεων και παραγράφων μέσα στα πλαίσια του ίδιου παραμυθιού αυξάνονται. Ταυτόχρονα τα παραμύθια " καθα ρίζονται » α π ' όλα τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν ν' απο τρέψουν την ανάγνωση τους α π ' τα παιδιά (τότε είναι που απαλεί-
φονται και οι υπαινιγμοί ακόμα ανεξήγητων κι αναίτιων πράξεων βίας και σκληρότητας). Στην τρίτη έκδοση του 1822 ο Γιάκομπ Γκριμμ προσθέτει σχόλια και παρατηρήσεις, που αντιπροσωπεύουν τη σημαντική συνεισφορά του στη ρομαντική γερμανική φιλολο γία, ενώ η συμβολή του Βίλελμ αφορά για μια ακόμα φορά το ύφος. Ο Τονελά απαριθμεί τις αλλαγές : παρεμβολές και προσθέσεις προ κειμένου να εξασφαλιστεί η λογικότερη εξέλιξη της πλοκής
εισα
γ ω γ ή διδαγμάτων για την εξυπηρέτηση παιδαγωγικών σ τ ό χ ω ν χρήση μικρών
φράσεων που απευθύνονται στον αφηγητή ή στον
ακροατή παροιμίες, αναγραμματισμοί, παρηχήσεις, ονοματοποιίες, πλεονασμοί, ακρίβεια
στη χρήση του εξειδικευμένου λεξιλογίου
(ορολογία συγκεκριμένων επαγγελμάτων), διεύρυνση των μονολό γων και των διαλόγων. Η πιστή απόδοση, επομένως, δεν είναι πια το μοναδικό κριτήριο που λαμβάνουν υπ' όψη τους οι συγγραφείς. Ο στόχος των Γκριμμ, σύμφωνα με τον Τονελά, « δεν είναι πλέον η πιστή απόδοση λέξη προς λέξη, αλλά η χρήση όλων των παρα δοσιακών
λεπτομερειών
που
συναποτελούν το λεγόμενο
λαϊκό
ύφος, τον λαϊκό τρόπο αφήγησης : μια γλώσσα απλή στη σύνταξη της, πληθωρική
σε
εικόνες
και
συγκρίσεις, συγκεκριμένη
και
εκφραστική, διανθισμένη με παροιμίες, γνωμικά, επιφωνήματα και ονοματοποιίες ». Πολλά α π ' τα παραμύθια της συλλογής των Γκριμμ προέρχον ται από γαλλικές πηγές, από διηγήσεις του 14ου αιώνα, από μυθο λογία του 16ου αιώνα και από τη λογοτεχνία του μπαρόκ. Κι αν το περιεχόμενο τους μας φαίνεται συχνά οικείο και γνώριμο, είναι χάρη στην κοινοτοπία τους, όπως εξάλλου σημειώνεται και στον πρόλογο του 1812 : « Οι περισσότερες α π ' αυτές τις καταστάσεις είναι τόσο απλές και καθημερινές, που σίγουρα τις έχουμε συναντήσει κι εμείς στη ζωή μ α ς » . Δεν μοιάζουν όλα παραλλαγές της ίδιας απλής ιστορίας, εξελίξεις προερχόμενες από την ίδια κοινή ρίζα; Είναι η ιστορία των γονιών που δεν έχουν πια ψωμί να θρέψουν την οικο γένεια, της μητριάς που θέλει να ξεφορτωθεί τα παιδιά της, της ζή λιας ανάμεσα στ' αδέλφια, του καλού ανθρώπου με την καθαρή καρδιά που περνάει από τρομερές δοκιμασίες και φτάνει τέλος στην ευτυχία. Ο κόσμος που περιγράφουν τα παραμύθια κατοικείται από τα ίδια κι απαράλλαχτα πρόσωπα : βασιλιάς, πρίγκιπας, πιστός
υπηρέτης, τεχνίτες και, πάνω α π ' όλα, τα πλάσματα εκείνα που ζουν κοντά στη φύση και στα μυστήρια της, ψαράδες, ξυλοκόποι, καρβουνάδες και βοσκοί. Ο κόμπος του μικρού τους δράματος συνο ψίζεται στον ίδιο στοιχειώδη μανιχαϊσμό της αντίθεσης ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, στο μαύρο και στο άσπρο, που ενσαρκώ νει την εχθρότητα μεταξύ αδερφών, μεταξύ δύο κατηγοριών ζο^ων, που ωφελούν ή ζημιώνουν τον άνθρωπο. Στο τέλος το φως θριαμ βεύει πάντοτε νικώντας τα Σκοτάδια, οι κακοί χάνουν το παιχνίδι και ο κόσμος της Αγάπης παρηγορεί τον άνθρωπο α π ' τη θλίψη στην επίγεια ζωή του. Είτε ειδωλολατρική είτε χριστιανική θεωρηθεί η ρίζα των παραμυθιών, ο διδακτικός τους χαρακτήρας είναι μάλλον δευτερεύων. Το παραμύθι στηρίζεται στην εσώτερη δύναμη και ορ μή της ομορφιάς του. Πολλά έχουν ειπωθεί για τη σκληρότητα αυ τών των παραμυθιών. Οι Αδελφοί Γκριμμ λένε : « Πιστεύουμε π ω ς οι γονείς μπορούν να στηριχτούν στη θεία καθοδήγηση και ν' αφή σουν τα παιδιά τους να διαβάσουν το βιβλίο μας α π ' την αρχή ώς το τέλος μονάχα τους ». Το γερμανικό παραμύθι διαφέρει α π ' το γαλλικό, που είναι πολύ πιο λογοτεχνικό. Παρουσιάζεται χωρίς στολίδια, χωρίς φτιασίδια. Οι ερωτικοί υπαινιγμοί του έχουν απαλειφθεί α π ' το ηθικό πνεύμα των διαμαρτυρομένων. Η παραδοσιακή για μας λαμπερή καλή νε ράιδα εμφανίζεται εδώ σαν γριά μάγισσα, σαν γιαγιά σοφή και μυαλωμένη, που βοηθάει τον ήρωα του παραμυθιού, όταν έχει την ανάγ κη της. Η απλότητα αυτή οφείλεται ασφαλώς και στη μέθοδο ερ γασίας που ακολούθησαν οι Αδελφοί Γκριμμ. Υιοθετώντας τις από ψεις του Χέρντερ για τη διάκριση φυσικής και έντεχνης ποίησης (που ο Ά χ ι μ φον Ά ρ ν ι μ θεωρούσε ταυτόσημες), ο Γιάκομπ Γκριμμ προσπάθησε να καταγράψει όσο το δυνατόν πιο πιστά τη λαϊκή ποίηση, ν' αφήσει τη λαϊκή ψυχή να μιλήσει χωρίς να της επιβάλει τη δική του φωνή, χωρίς να τη φορτώσει με το προσωπικό του ύφος. Οι Γκριμμ διατηρούσαν μια σχέση σεβασμού και αγάπης προς το παρελθόν, προς την ιστορία του έθνους τους, που στα μάτια τους είχε χαρακτήρα σχεδόν ιερό. Καταγράφοντας παραμύθια για τη συλλογή τους έχουν την αίσθηση π ω ς εισέρχονται σε χώρο καθαγια σμένο. Κατά τη γνώμη τους οι πρωτόγονοι λαοί έχουν πολύ στενό τερες σχέσεις με το θείο (ο γιατρός, ψυχολόγος και φιλόσοφος Ca-
rus ερμηνεύει με παρόμοιο τρόπο τη γέννηση της ατομικής συνεί δησης και τη θεωρεί κατά κάποιον τρόπο ρήξη). « Οι άνθρωποι του παρελθόντος ήταν πιο μεγάλοι, πιο καθαροί και πιο άγιοι από μας : η αντανάκλαση του θείου φωτός βρισκόταν πιο κοντά τους, τους έλουζε ακόμα και τους φώτιζε, τους έκανε ν
αστράφτουν σαν τα
φωτεινά σώματα που ξάφνου βυθίζονται στο σκοτάδι και κρατούν για μια-δυο στιγμές ακόμα τη λάμψη τους . . . Η αρχαία ποίηση είναι αθώα και δεν ξέρει τίποτα. Δεν θέλει να διδάξει. Είναι απλή, όπως κι η γλώσσα του παρελθόντος . . . Η έντεχνη ποίηση χαρα κτηρίζεται λοιπόν α π ' τη δεξιότητα στη χρήση της γλώσσας, ενώ η φυσική ποίηση είναι αυθόρμητη. Η πρώιμη απηχεί την ατμόσφαι ρα ενός μικρού δωματίου, του γραφείου του ποιητή. Η δεύτερη μας φέρνει στο νου έναν ολόκληρο λαό ».1 Ο εξαίσιος στυλίστας Βίλελμ Γκριμμ ζωντάνεψε μια γλώσσα πολύχρωμη, για να μιμηθεί το λό γο των απλών ανθρώπων, μια γλώσσα παιχνιδιάρα, φωτεινή και καθάρια. Αξιοποίησε στο έπακρο τις προφορικές παραδόσεις και τις προίκισε με μια χάρη και μιαν αφέλεια, που ίσως δεν διέθεταν από μόνες τους. Παρ
όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στους Αδελφούς
Γκριμμ δεν χρωστάμε μονάχα την περίφημη αυτή συλλογή παρα μυθιών : με τη Γερμανική Γραμματική του ο Γιάκομπ Γκριμμ ανα δεικνύεται ιδρυτής της γερμανικής φιλολογίας κι ένας α π ' τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του. Το μνημειώδες εγχείρημα του Γερμανικού Λεξικού δεν ολοκληρώθηκε δυστυχώς από τους δυο αδελφούς, που έφτασαν μόνον ώς το γράμμα F. Το έργο περατώ θηκε το 1960, χάρη στην εργασία πολλών γενεών Γερμανών φιλο λόγων. JEAN-CLAUDE
SCHNEIDER
1. Επιστολή του Γιάκομπ Γκριμμ στον 'Αρνιμ στις 20 Μαΐου 1811.
« Τον παλιό καλό καιρό, όταν οι ευχές βοηθούσαν ακόμα στις δύσ κολες περιστάσεις, ζούσε ένας βασιλιάς. Όλες οι θυγατέρες του ήταν πανέμορφες· η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακό μα κι ο ήλιος, που τόσα έχουν δει τα μάτια του, τη θαύμαζε κάθε φορά που αντίκριζε το πρόσωπό της. Κοντά στον πύργο τού βα σιλιά ήταν ένα μεγάλο και σκοτεινό δάσος ...» « Είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να καταγράψουμε τούτα τα παραμύθια, αφού οι άνθρωποι που κρατούν ακόμα ζωντανή την παράδοση σπανίζουν ολοένα και περισσότερο. Αυτοί βέβαια που ξέρουν ακόμα παραμύθια, ξέ ρουν πολλά. Γιατί μπορεί οι άνθρωποι να λιγοστεύουν, τα παραμύθια όμως όχι. Αλλά το ίδιο το έθιμο αργοπεθαίνει, σαν τις κρυψώνες εκείνες μέσα σε σπίτια και αυλές, που περνούσαν από παππού σ' εγγονό και τώρα υπο χωρούν διαρκώς στην ανάγκη για περισσότερο χρήσιμο χώρο μέσα στις καινούργιες κατοικίες μας, στην ανάγκη για μια κενή κι ανόητη μεγαλο πρέπεια . . . » « Με τη σωστή χρήση αυτών των βιβλίων δεν πρόκειται ν' ανακαλύ ψουμε μέσα στις σελίδες τους τίποτα κακό. Μέσα σ' αυτά ο καθένας βρί σκει μιαν εικόνα της καρδιάς του. Τα παιδιά κοιτάζουν άφοβα τ' άστρα, ενώ άλλοι δεν τολμούν να κοιτάξουν προς τον ουρανό, να μην προσβάλουν τάχα τους αγγέλους ». (από τον Πρόλογο των ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ, 1812)
Η χάρη και η τέχνη — νά τα μέσα που εξασφαλίζουν στα παραμύθια την καλύτερη άμυνα ενάντια στις επιθέσεις της επιστήμης. Κανείς δεν το ένιωθε αυτό με περισσότερη σιγουριά απ' τους Αδελφούς Γκριμμ, που συγκέντρωσαν το 1812 τα λαϊκά γερμανικά παραμύθια και αγωνίστηκαν να τα σώσουν στην αυθεντική μορφή τους, προσέχοντας πολύ να μην πα ρεμβάλουν δικές τους ερμηνείες. Είναι σχεδόν θαύμα το ότι τα κατάφεραν. Η επιτυχία τους οφείλεται σ' έναν σπάνιο συνδυασμό της γνώσης με την αγάπη της ποίησης. Ζωντάνεψαν μια γλώσσα πολύχρωμη, για να μιμη θούν το λόγο των απλών ανθρώπων, μια γλώσσα παιχνιδιάρα, φωτεινή και καθάρια. Αξιοποίησαν στο έπακρο τις προφορικές παραδόσεις και τις προί κισαν με μια χάρη και μιαν αφέλεια, που ίσως δεν διέθεταν από μόνες τους. Σαν το παιδάκι του τελευταίου τους παραμυθιού, μας δίνουν το χρυ σό κλειδί που νομίζουν ότι βρήκαν κάτω απ' το χιόνι. Αλλά δεν μας αναγ κάζουν να το πάρουμε. Το κλειδάκι είναι τόσο όμορφο, τόσο λεπτοδουλε μένο, τόσο λαμπερό, που αρκούμαστε να το θαυμάζουμε, χωρίς καν να προσπαθήσουμε να το χρησιμοποιήσουμε. Τα Άπαντα των Παραμυθιών των Αδελφών Γκριμμ θα εκδοθούν σε τρεις τόμους, με τις γκραβούρες των πρώτων εκδόσεων και νέα πλήρη μετάφρα ση της Μαρίας Αγγελίδου. ISBN t. A' 960 - 325-124 -0 ISBN set 960 - 325-128 -3