Copyright: Ερρίκος Μπελιές & Εκδόσεις Ηριδανός
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ Ζωοδόχου Πηγής 79, 1 1 4 73 ΑΘΗΝΑ Τηλ./ Fax: 2 1 0 88...
102 downloads
812 Views
4MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Copyright: Ερρίκος Μπελιές & Εκδόσεις Ηριδανός
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ Ζωοδόχου Πηγής 79, 1 1 4 73 ΑΘΗΝΑ Τηλ./ Fax: 2 1 0 88.39.957, Τηλ.: 2 1 0 3 8 . 4 7 . 6 6 0
ISBN 978-960-335-084-2
ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ
ΕΞΙ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ
ΗΡΙΔΑΝΟΣ
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Τα πρόσωπα του έργου που πρόκειται να ανέβει: Ο Πατέρας Η Μητέρα Η Κόρη Ο Γιος
Το αγόρι: Βουβό πρόσωπο Το κορίτσι: Βουβό πρόσωπο Μαντάμ Πάτσε Οι ηθοποιοί του θιάσου: Ο Θιασάρχης Η Πρωταγωνίστρια Ο Πρωταγωνιστής Η Δεύτερη Ηθοποιός Η Νεαρή Ηθοποιός Ο Νεαρός Ηθοποιός Άλλοι ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες Ο Διευθυντής σκηνής Ο Υποβολέας Ο Φροντιστής Ο Μηχανικός Ο Γραμματέας του θιασάρχη Ο θυρωρός Τεχνικοί και υπάλληλοι του θεάτρου
Π Ρ Ω Τ Η
Π Ρ Α Ξ Η
(Όταν μπαίνουν οι θεατές, η αυλαία είναι ανοιχτή και η σκηνή όπως είναι καθημερινά, μισοσκότεινη και χωρίς σκηνικά. Αυτό για να έχει από την αρχή το κοινό την αίσθηση μιας παράστασης που δεν έχει ακόμα στηθεί κανονικά. Δύο σκαλίτσες, αριστερά και δεξιά, ενώνουν τη σκηνή με την πλατεία. Το σκέπαστρο του υποβολείου έχει αφαιρεθεί από τη θέση του και είναι ακουμπισμένο πάνω στη σκηνή, λίγο πιο πέρα από την τρύπα του. Στην άλλη πλευρά, και κοντά στο προσκήνιο, ένα τραπεζάκι και η πολυ θρόνα του Θιασάρχη με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Επίσης κοντά στο προσκήνιο, δύο τραπεζάκια, το ένα λίγο μεγαλύτερο από το άλλο και μερικές καρέκλες βαλμένες εδώ και εκεί, μήπως χρειαστούν για την πρό βα. Στις άκρες της σκηνής, αριστερά και δεξιά, για τους Ηθοποιούς. Στο βάθος της σκηνής, στο πλάι, ένα πιάνο σχεδόν κρυμμένο. Όταν σβήνουν τα φώτα, βλέπουμε να μπαίνει από την πόρτα της σκηνής ο Μηχανικός, που φοράει μπλε φόρμα και στη ζώνη του έχει κρεμασμένη εργαλειοθήκη. Παίρνει μερικά σανίδια από μια άκρη, τα φέρνει στο προσκήνιο και γονατί ζει να τα καρφώσει. Στα πρώτα χτυπήματα βγαίνει από την πόρτα των καμαρινιών ο Διευθυντής Σκηνής) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Τι κάνεις εκεί; ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Δεν βλέπεις; Καρφώνω. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Τώρα βρήκες; (Κοιτάζει το ρολόι του) Δέκα και μισή. Όπου να 'ναι έρχεται ο θιασάρχης. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Κι εγώ πότε θα δουλέψω; ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Άλλη ώρα.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Πότε; ΔΙΕΤΘΤΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Πάντως, όχι τώρα που έχουνε πρόβα. Έ λ α , μάζεψε τα από 'δώ, πρέπει να ετοιμάσω τη σκηνή για τη Δεύτερη Πράξη. (Ο Μηχανικός, γκρινιάζοντας και μουρμουρίζοντας, μαζεύει τα σανίδια και φεύγει. Στο μεταξύ, από την πόρτα της σκηνής αρχίζουν να καταφθά νουν οι Ηθοποιοί, ένας-ένας ή δύο-δύο. Είναι εννέα ή δέκα, όσοι υποτίθεται ότι παίρνουν μέρος στις πρόβες για το έργο του Πιραντέλλο «Το παιχνίδι των ρόλων», όπως γράφει το όρντινο. Μπαίνουν, χαιρετιούνται μεταξύ τους. Μερικοί πηγαίνουν στα καμαρίνια, ενώ άλλοι, ανάμεσα τους και ο Υποβο λέας με το κείμενο του έργου παραμάσχαλα, στέκονται και συζητάνε στη σκηνή, περιμένοντας να έρθει ο Θιασάρχης για να αρχίσει η πρόβα. Κάθο νται ή στέκονται όρθιοι κατά ομάδες, άλλος καπνίζει, άλλος μουρμουράει για το ρόλο που του δώσανε, άλλος διαβάζει μεγαλόφωνα μια θεατρική είδηση από την εφημερίδα. Όλοι οι Ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, θα πρέπει να φοράνε ανοιχτόχρωμα, χαρούμενα ρούχα και αυτή η πρώτη πρό βα θα πρέπει να γίνει με μεγάλη φυσικότητα και ζωντάνια. Κάποια στιγ μή ένας κάθεται στο πιάνο και παίζει μια χορευτική μελωδία: εδώ οι νεό τεροι μπορούν να αρχίσουν να χορεύουν) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
(Χτυπάει τα χέρια του για να τους επαναφέρει στην τάξη) Άντε!
Αρκετά! Τέρμα! Έρχεται ο κύριος θιασάρχης! (Αμέσως σταματάνε και η μουσική και ο χορός. Οι Ηθοποιοί στρέφουν και κοιτάζουν προς την πλατεία, καθώς ο Θιασάρχης και σκηνοθέτης του έργου μπαίνει από την πίσω πόρτα της πλατείας και διασχίζει την αίθου σα. Φοράει σκληρό καπέλο, κάτω από τη μασχάλη του κρατάει μπαστούνι και στο στόμα του έχει χοντρό πούρο. Καθώς προχωρεί, οι Ηθοποιοί τον χαιρετάνε, ανεβαίνει μία από τις δύο πλαϊνές σκαλίτσες και φτάνει στη σκηνή. Ο Γραμματέας του του δίνει το κείμενο του έργου και το ταχυδρο μείο: εφημερίδες)
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Γράμματα; ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όχι. Αυτά έφερε ο ταχυδρόμος. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Του δίνει πίσω το κείμενο) Αυτό στο γραφείο μου.
(Κοιτάζει
γύρω και απευθύνεται στον Διευθυντή Σκηνής) Δεν βλέπουμε τί
ποτα εδώ μέσα. Πες ν' ανάψουν κάνα φως. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Μάλιστα. (Πηγαίνει να φροντίσει το θέμα. Σε λίγες στιγμές η σκηνή φωτίζεται με έντονο λευκό φως. Στο μεταξύ, ο Υποβολέας μπαίνει στη θέση του. ανάβει τη λάμπα του και ανοίγει μπροστά του το κείμενο) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Χτυπάει τα χέρια του) Ελάτε, πάμε!
(Στον Διευθυντή Σκηνής)
Λείπει κανένας; ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Η πρωταγωνίστρια. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Όπως πάντα. (Κοιτάζει το ρολόι του) Χάσαμε ήδη δέκα λε π τ ά . Θα της βάλεις πρόστιμο — γράψ' το! Να μάθει να έρχε ται στην ώρα της. (Προτού προλάβει να τελειώσει, από το βάθος της πλατείας ακούγεται η φωνή της Πρωταγωνίστριας) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Ε, όχι δα! Να 'μαι! Να 'μαι! (Είναι ντυμένη στα άσπρα, φοράει τεράστιο καπέλο και στην αγκαλιά της
κρατάει ένα χαριτωμένο σκυλάκι. Προχωρεί τρέχοντας στο διάδρομο της πλατείας και ανεβαίνει μία από τις πλαϊνές σκαλίτσες) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Επίτηδες το κάνεις; Πρέπει να περιμένει ολόκληρος θίασος; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Συγγνώμη, αλλά παιδεύτηκα πολύ να βρω αυτοκίνητο. (Κοι τάζει γύρω) Εντάξει, δεν αρχίσαμε ακόμα. Κι εγώ αργώ να βγω. (Φωνάζει στον Διευθυντή Σκηνής) Βιττόριο! Σε παρακα λ ώ , αγάπη μου, ο Περικλής (Του δίνει το σκυλάκι) στο καμα ρίνι μου. Εκνευρίζεται πολύ στην πρόβα. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Το συγκεκριμένο ζώο εκνευρίζεται στην πρόβα, άλλα ζώα εκνευρίζουν στην πρόβα! (Χτυπάει τα χέρια του, στρέφει στον Υποβολέα) Έ λ α , πάμε. «Παιχνίδι των ρόλων» του Πιραντέλλο, Δεύτερη Πράξη. (Κάθεται στη θέση του σκηνοθέτη) Πάμε. Ποιοι παίζουν; (Οι υπόλοιποι Ηθοποιοί πηγαίνουν και κάθονται στο πλάι της σκηνής, εκτός από τους τρεις που συμμετέχουν στη συγκεκριμένη σκηνή. Η Πρω ταγωνίστρια δεν έχει προσέξει την οδηγία του Θιασάρχη και κάθεται μπρο στά σε ένα από τα δύο τραπεζάκια) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στην Πρωταγωνίστρια) Παίζεις κι εσύ εδώ; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Ε γ ώ ; Όχι... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Εκνευρισμένος) Ε, τότε, φύγε από τη μέση!
(Η Πρωταγωνί
στρια σηκώνεται, πηγαίνει και κάθεται στο πλάι, μαζί με τους άλ λους. Στον Υποβολέα) Πάμε, πάμε!
ΥΠΟΒΟΛΈΑς
(Διαβάζει από το κείμενο) «Το σπίτι του Λεόνε Γκάλα. Περίερ γος χώρος, τραπεζαρία και γραφείο μαζί». ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Διευθυντή Σκηνής) Θα βάλουμε το κόκκινο σαλόνι. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σ Κ Η Ν Η Σ
(Το σημειώνει) Κόκκινο σαλόνι. Μάλιστα. ΥΠΟΒΟΛΈΑς
(Συνεχίζει από το κείμενο) «Το τραπέζι στρωμένο για φαγητό. Πάνω στο γραφείο βιβλία και χαρτιά. Ράφια με βιβλία και βιτρίνες με πολύτιμα σερβίτσια. Στο βάθος πόρτα, που οδη γεί στο δωμάτιο του Λεόνε. Άλλη πόρτα στο βάθος αριστερά, που οδηγεί στην κουζίνα. Η εξώπορτα στο πλάι δεξιά». ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Σηκώνεται και δείχνει) Λοιπόν, προσέξτε: εκεί η εξώπορτα, από δώ η κουζίνα. (Στον Ηθοποιό που υποδύεται τον Σωκράτη) Εσύ μπαίνεις και βγαίνεις από 'δώ. (Στον Διευθυντή Σκηνής. Του δείχνει) Εκεί μήπως βάλουμε παράθυρο και κουρτίνες. (Ξανακάθεται) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σ Κ Η Ν Η Σ
(Κρατάει
σημείωση)
Μάλιστα.
ΥΠΟΒΟΛΈΑς
(Συνεχίζει) «Σκηνή Πρώτη. Λεόνε Γκάλα, Γκουίντο Βενάντσι και Φιλίππο, ο επονομαζόμενος Σωκράτης». (Στον Θια σάρχη) Θέλετε να διαβάσω όλες τις σκηνικές οδηγίες; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ε, βέβαια. Κάθε φορά θα το ρωτάς;
ΥΠΟΒΟΛΈΑς
(Διαβάζει) «Όταν ανοίγει η αυλαία, ο Λεόνε Γκάλα, φορώ ντας σκούφο μάγειρα και ποδιά, κρατάει ξύλινο πιρούνι και χτυπάει ένα αβγό σε ένα μικρό μπολ. Ο Φιλίππο, και αυτός ντυμένος μάγειρας, κάνει ακριβώς το ίδιο. Ο Γκουίντο Βενάντσι κάθεται και ακούει». ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Στον Θιασάρχη) Πρέπει οπωσδήποτε να φοράω σκούφο; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ενοχλημένος) Ε, ναι. Εδώ έτσι γράφει. (Δείχνει το κείμενο) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Συγγνώμη, αλλά είναι γελοίο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Γελοίο! Άκου 'κεί, γελοίο! Και γελοίο να είναι, τι να κάνω εγώ; Πάνε οι καλές εποχές που φέρναμε ωραία έργα από τη Γαλλία. Τώρα καταντήσαμε να παίζουμε μόνο Πιραντέλλο, που ανάθεμα κι αν τον καταλαβαίνει κανένας! Λες και το κάνει επίτηδες, να μην αρέσει το έργο ούτε στους ηθοποιούς, ούτε στο κοινό, ούτε στους κριτικούς! (Οι Ηθοποιοί γελάνε. Ο Θιασάρχης σηκώνεται,
πλησιάζει τον Πρωταγωνιστή και του φω
νάζει) Άρα, και σκούφο θα βάλεις και τ αβγό θα χτυπάς! Να
'ταν αυτό μόνο: θα σας βάλω να υποδυθείτε και το τσόφλι του αβγού που χτυπάτε! (Ξανά γέλια και ειρωνικά σχόλια από τους Ηθοποιούς) Ησυχία! Όταν εξηγώ, ν' ακούτε! (Στον Πρω ταγωνιστή) Ναι, το τσόφλι του αβγού! Το τσόφλι είναι το κενό κέλυφος της λογικής, όταν δεν τη γεμίζει πια η τυφλή λογική. Στο έργο εσύ είσαι η λογική και η γυναίκα σου το ένστικτο. Συμμετέχεις σ' ένα παιχνίδι καθορισμένων ρόλων
και εξελίσσεσαι εκούσια σε ανδρείκελο του εαυτού σου. Κα τάλαβες; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Ανοίγει τα χέρια με απόγνωση)
Οχι.
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Γυρίζοντας στη θέση του) Ούτε κι εγώ. Εμπρός, πάμε παρα
κ ά τ ω . Θα τα ξαναπούμε στο τέλος. (Εμπιστευτικά) Κάντε μου τη χάρη να μιλάτε πιο πολύ στραμμένοι στο κοινό. Ε'ναι που είναι περίεργο το έργο, αν δεν ακούγεστε κι εσείς, θα πάμε κατά διαόλου. (Χτυπάει τα χέρια του) Ελάτε! Έτοιμοι; Πάμε! ΥΠΟΒΟΛΈΑς
Συγγνώμη, μπορώ να βάλω το σκέπασμα; Κάνει ρεύμα εδώ κάτω. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, ναι, κάνε ό,τι θέλεις. (Ενώ ο Υποβολέας πηγαίνει, παίρνει το σκέπασμα του υποβολείου και το τοποθετεί στη θέση του, μπαίνει ο Θυρωρός του θεάτρου και διασχίζει τον κεντρικό διάδρομο της πλατείας για να αναγγείλει στον Θιασάρχη την άφιξη των έξι Προσώπων, που έχουν και αυτά μπει και ακολουθούν τον Θυρωρό από κάποια απόσταση, κοιτάζοντας γύρω τους με αμηχανία. Οποιοσδήποτε αναλάβει τη σκηνική ερμηνεία αυτού του έργου, ένα πρέπει να φροντίσει πάνω απ' όλα τ άλλα: τα έξι πρόσωπα να ξεχωρίζουν καθαρά από τους Ηθοποιούς του θιάσου. Όταν τα έξι πρόσωπα ανέβουν στη σκη νή, πρέπει να διαχωριστούν από τους Ηθοποιούς όπως αναφέρουν οι γρα πτές οδηγίες. Σε αυτό ενδεχομένως θα βοηθήσει και η διαφοροποίηση του φωτισμού στους μεν και στους δε. Πιθανώς το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να χρησιμοποιηθούν μάσκες για τα έξι πρόσωπα, ειδικά φτιαγμένες έτσι ώστε να μην αλλοιώνονται από τον ιδρώτα, να είναι αρκετά ελαφρές για τους ηθοποιούς που θα τις φορέσουν και να αφήνουν ελεύθερα τα μάτια,
τα ρουθούνια και το στόμα. Αυτό θα συντελέσει στην ερμηνεία της βαθύ τερης έννοιας του έργου. Τα έξι Πρόσωπα δεν πρέπει να μοιάζουν με φα ντάσματα: είναι όντα μιας κατασκευασμένης πραγματικότητας, παγιω μένα δημιουργήματα της φαντασίας, επομένως πιο αληθοφανή και στέρεα από την ευμετάβλητη φυσικότητα των Ηθοποιών. Οι μάσκες δημιουργούν την εντύπωση μιας όψης που η Τέχνη κατασκεύασε σταθεροποιώντας σε καθένα από τα Πρόσωπα το βασικό του συναίσθημα: τύψη για τον πατέ ρα, εκδίκηση για την Κόρη, περιφρόνηση για τον Γιο, πόνος για τη Μητέ ρα. Ειδικά η μάσκα της Μητέρας μπορεί να έχεί κολλημένα κέρινα δά κρυα στα μάγουλα της, όπως έχουν πολλά αγάλματα σε εκκλησίες όταν αναπαριστούν την Τεθλιμμένη Μητέρα, την «Mater Dolorosa». Τα ρούχα των έξι προσώπων, ειδικά σχεδιασμένα και χωρίς εκζήτηση, πρέπει να είναι φαρδιά, λιτά και με σκληρές πτυχώσεις, όπως των αγαλμάτων: πρέ πει να μη δίνουν την εντύπωση πως φτιάχτηκαν σε κάποιο ραφτάδικο από υφάσματα που βρίσκονται εύκολα στα καταστήματα. Ο Πατέρας είναι περίπου πενήντα χρόνων. Με αραιά κοκκινόξανθα μαλλιά μπροστά, αλλά όχι φαλακρός. Με πυκνό, στριφτό μουστάκι πάνω από το ακόμα νεανικό στόμα του, συχνά μισάνοιχτο σε ένα μάταιο και αβέβαιο χαμόγελο. Με φαρδύ μέτωπο και ωχρό πρόσωπο, μάτια οβάλ γαλανά, πολύ λαμπερά και διαπεραστικά. Με παντελόνι ανοιχτόχρωμο και σακάκι σκούρο. Το ύφος του άλλοτε μελιστάλαχτο και άλλοτε με εξάρσεις ψυχρότητας και τραχύ τητας. Η Μητέρα δίνει την εντύπωση ατόμου τρομαγμένου και συντριμ μένου από ένα αφόρητο βάρος ντροπής και ταπείνωσης. Διακριτικό, κατά μαυρο φόρεμα. Όταν θα σηκώσει το βαρύ βέλο, θα αποκαλύψει ένα πρόσω πο όχι πονεμένο, αλλά σαν κέρινο. Κρατάει συνεχώς τα μάτια της χαμη λωμένα. Η Κόρη είναι δεκαοχτώ χρόνων και αναιδής στα όρια της θρασύ τητας. Εντυπωσιακά όμορφη, και αυτή ντυμένη στα μαύρα, όμως πολύ κομψή. Δείχνει φανερά την περιφρόνηση της για τη δειλή και θλιμμένη έκπληξη του νεαρού αδελφού της, που είναι ένα απεριποίητο Αγόρι δεκα τεσσάρων χρόνων, και αυτό ντυμένο στα μαύρα. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα τρυφερή με τη μικρή αδελφή της, ένα Κορίτσι γύρω στα τέσσερα, που φοράει άσπρο φόρεμα με μαύρη μεταξωτή ζώνη. Ο Γιος είναι ένας ψηλός νέος είκοσι δύο χρόνων. Συνήθως άκαμπτος, με συγκρατημένη απαξίωση
για τον τ.ατέρα και βλοσυρή αδιαφορία για τη Μητέρα. Φοράει μοβ πανω φόρι και έχει ένα μακρύ πράσινο κασκόλ γύρω από το λαιμό του) ΘΤΡΩΡΟΣ
(Διστακτικά, στον Θιασάρχη) Συγγνώμη, κύριε... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ξαφνιάζεται) Τι είναι πάλι; ΘΤΡΩΡΟΣ
Είν' εδώ κάτι άνθρωποι και σας ζητάνε. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Θυμωμένος) Να πάρει ο διάολος, κάνω πρόβα! Και άμα κκνω πρόβα, δεν θέλω κανέναν εδώ μέσα! (Κοιτάζει προς την τλατεία) Εσείς ποιοι είστε; Τι θέλετε; ΠΑΤΕΡΑΣ
(Πλησιάζοντας τη μια σκαλίτσα που οδηγεί στη σκηνή και ακολου θούμενος από τους άλλους) Ζητάμε ένα συγγραφέα. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Θυμωμένος όσο και έκπληκτος) Συγγραφέα; Ποιο συγγραφέα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Οποιονδήποτε, κύριε. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Εδώ δεν έχουμε κανένα συγγραφέα. Δεν κάνουμε πρόβα σε καινούργιο έργο. ΚΟΡΗ
(Ανεβαίνει χαρούμενη τη σκαλίτσα) Ακόμα καλύτερα,
κύριε, ακόμα καλύτερα! Μπορούμε να γίνουμε εμείς το καινούργιο σας έργο. ΚΑΠΟΙΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
(Ανάμεσα στα γέλια και στα σχόλια των άλλων) Άκου τι λέει!
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Ακολουθεί την Κόρη, ανεβαίνει και αυτός στη σκηνή) Nαι, vαι...
Όμως, αφού δεν υπάρχει συγγραφέας... Εκτός αν θέλετε να γίνετε εσείς...
(Στον Θιασάρχη)
(Η Μητέρα, κρατάει κοντά της το Αγόρι και το Κορίτσι. Οι τρεις ανεβαί νουν τα μισά σκαλοπάτια και στέκουν εκεί περιμένοντας. Ο Γιος παραμέ νει στην πλατεία, δυσφορώντας) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά, για φάρσα ήρθατε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Το αντίθετο, κύριε. Εμείς σας φέρνουμε ένα πολύ πονεμένο δράμα. ΚΟΡΗ
Μπορεί ν' αποδειχτούμε η καλή σας τύχη. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Κάντε μου τη χάρη να φύγετε. Δεν μπορώ να χάνω την ώρα μου με τρελούς! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Πληγωμένος, αλλά μελιστάλακτος) Μα, δεν χρειάζεται να σας
το πω εγώ, κύριε, πως η ζωή είναι γεμάτη με παραλογι σμούς, που δεν χρειάζεται να φαίνονται αληθινοί, γιατί απλού στατα είναι αληθινοί. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Τι διάολο είν' αυτά που λέτε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Λέω, κύριε, πως το αντίθετο είναι πραγματική τρέλα: δηλα δή, να κατασκευάζετε παραλογισμούς που να μοιάζουν με τους αληθινούς. Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω πως, εάν
υπάρχει τρέλα, αυτή είναι και η μόνη δικαιολογία του επαγ γέλματος σας. (Διαμαρτυρίες από τους Ηθοποιούς) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Σηκώνεται και κοιτάζει κατάματα τον πατέρα) Α, μάλιστα. Ώστε
το επάγγελμα μας είναι για τρελούς; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ε, άμα θέλεις να δείχνεις γι αληθινό αυτό που δεν είναι, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει ανάγκη, έτσι για παιχνίδι... Αυτή δεν είναι η δουλειά σας; Να παρουσιάζετε στη σκηνή σαν αληθινά πρόσωπα που είναι φανταστικά; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Αμέσως, εκφράζοντας και την αυξανόμενη αγανάκτηση των Ηθο
ποιών του) Σας πληροφορώ, κύριε, πως το επάγγελμα του ηθοποιού είναι από τα ευγενέστερα. Οι σημερινοί συγγραφείς μας δίνουν ανόητα έργα, με ανδρείκελα γι' ανθρώπινους χ α ρακτήρες, κι όμως, εμείς καυχιόμαστε ότι πάνω σε τούτα τα σανίδια της σκηνής έχουμε δώσει ζωή σε έργα αθάνατα! (Ικανοποιημένοι οι Ηθοποιοί τον χειροκροτούν) ΠΑΤΕΡΑΣ
(Τον διακόπτει και λέει έντονα) Να το! Αυτό λέω κι εγώ. Δη
μιουργείτε πλάσματα ζωντανά, πιο ζωντανά από 'κείνα που φοράνε ρούχα κι ανασαίνουν. Πρόσωπα όχι τόσο πραγματι κά, ίσως, αλλά πιο αληθινά. Βλέπετε πως οι απόψεις μας συμπίπτουν! (Κατάπληκτοι
οι
Ηθοποιοί ανταλλάσσουν
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μια στιγμή... Πριν είπατε ότι...
βλέμματα)
ΠΑΤΕΡΑΣ
Με συγχωρείτε... Σας απάντησα σ' αυτό που είπατε, ότι δεν μπορείτε να χάνετε την ώρα σας με τρελούς. Ενώ εσείς ξέρε τε καλύτερα απ' τον καθένα πως η φύση χρησιμοποιεί την ανθρώπινη φαντασία για να συνεχίσει το δημιουργικό της έργο σε ανώτερο επίπεδο. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά όλ' αυτά. Όμως πού θέλετε να καταλήξετε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Πουθενά. Απλώς θέλω να σας αποδείξω ένα μόνο πράγμα: ότι, όπως γεννιέται κάτι με διαφορετικές μορφές και είναι δέντρο, πέτρα, νερό ή πεταλούδα ή και γυναίκα, έτσι μπορεί να γεννηθεί κι ένα θεατρικό πρόσωπο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Με ψεύτικη, ειρωνική απορία) Θέλετε να πείτε ότι εσείς και οι
συνοδοί σας γεννηθήκατε θεατρικά πρόσωπα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ακριβώς! Και πρόσωπα ζωντανά, όπως βλέπετε. (Ο Θιασάρχης και οι Ηθοποιοί γελάνε ηχηρά, σαν να άκουσαν φοβερό αστείο) ΠΑΤΕΡΑΣ
(Θιγμένος) Λυπάμαι που γελάτε έτσι. Γιατί, όπως σας είπα,
εμείς κουβαλάμε μέσα μας ένα πονεμένο δράμα, και απόδειξη είναι αυτή η μαυροφορεμένη γυναίκα. (Καθώς μιλάει, προσφέρει το χέρι του στη Μητέρα και τη βοηθάει να ανέβει τα υπόλοιπα σκαλοπάτια. Συνεχίζει να την κρατάει από το χέρι και την οδηγεί με επίφαση τραγικής επισημότητας στην άλλη πλευρά της σκηνής, που αμέσως φωτίζεται με απόκοσμο φως. Το Κορίτσι και το Αγόρι ακολουθούν τη Μητέρα. Μετά έρχεται ο Γιος, που θα σταθεί μόνος στο
βάθος. Τελευταία προχωρεί η Κόρη, που ξεχωρίζει απο τους υπόλοιπους, έρχεται στο προσκήνιο και στηρίζεται σε ένα καδρόνι του σκηνικού. Οι κατάπληκτοι Ηθοποιοί μένουν για μερικές στιγμές βωβοί με αυτή την εξέλιξη και μετά ξεσπάνε σε χειροκροτήματα, σαν να επευφημούν μια πα ράσταση που δόθηκε για χάρη τους) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Σταματήστε! Ησυχία! (Στρέφει προς τα έξι Πρόσωπα) Κι εσείς παρακαλώ να φύγετε αμέσως από 'δώ! (Στον Διευθυντή Σκηνής) Διώξ' τους, που να πάρει ο διάολος! (Στην
αρχή
κατάπληκτος,
μετά
ενοχλημένος)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σ Κ Η Ν Η Σ
(Προχωρεί προς τα έξι Πρόσωπα, αλλά σταματάει σαν να τον συ γκρατεί παράξενος φόβος) Φύγετε από τη σκηνή! Άντε, άντε! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Στον Θιασάρχη) Μα, όχι... εμείς... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Υψώνει τη φωνή του) Κι εμείς έχουμε να κάνουμε δουλειά εδώ
μέσα! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Δεν είναι σωστό να μας κάνετε τέτοιες πλάκες... ΠΑΤΕΡΑΣ
(Προχωρεί αποφασιστικά προς το μέρος τους) Απορώ με τη δυ
σπιστία σας! Ηθοποιοί είστε, δεν έχετε ξαναδεί να ζωντα νεύουν εδώ, στη σκηνή, πρόσωπα που έχει πλάσει ένας συγ γραφέας; Μήπως δεν μας δέχεστε επειδή δεν υπάρχει εκεί (Δείχνει το υποβολείο) ένα κείμενο που να μας αναφέρει; ΚΟΡΗ
(Πλησιάζοντας τον Θιασάρχη, χαμογελαστή και πειστική) Πιστέψ-
τε με, εμείς οι έξι είμαστε πολύ ενδιαφέροντα πρόσωπα, αν και εκτοπισμένα — άστεγα. ΠΑΤΕΡΑΣ
(Την παραμερίζει) Εκτοπισμένα... μάλιστα! (Αμέσως, στον θια σάρχη) Υπό την εξής έννοια: ο συγγραφέας που άρχισε να μας
δημιουργεί ανακάλυψε στη συνέχεια ότι δεν ήθελε ή, ίσως, δεν μπορούσε να μας δώσει μια ολοκληρωμένη υπόσταση για να μπούμε στον κόσμο της Τέχνης. Κι αυτό είναι εγκλημα τικό, κύριε, γιατί όποιος έχει την τύχη να γεννηθεί ζωντανό θεατρικό πρόσωπο μπορεί να περιγελάει ακόμα και το θάνα το. Ο θεατρικός ήρωας δεν πεθαίνει. Ο συγγραφέας, ο δη μιουργός πεθαίνει, αλλά το δημιούργημα του δεν πεθαίνει. Άλλωστε, για να ζήσει αιώνια ο θεατρικός ήρωας δεν χρειάζε ται ούτε εξαιρετικά προσόντα ούτε ικανότητες θαυματοποιού. Ποιος ήταν ο Σάντσο Πάντσα; Ποιος ήταν ο Μακμπέθ; Κι όμως, ζουν αιώνια γιατί, σαν ζωντανοί σπόροι, είχαν την τύχη να βρεθούν μέσα σε γόνιμη μήτρα, στη φαντασία, που τους έθρεψε, τους μορφοποίησε και τους χάρισε αιώνια ζ ω ή ! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά όλ' αυτά. Όμως εδώ μέσα τι δουλειά έχετε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Θέλουμε να ζήσουμε, κύριε! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ειρωνικά) Αιώνια; ΠΑΤΕΡΑΣ
Όχι. Έ σ τ ω και για μια στιγμή. Μέσα σ' εσάς και σ' αυτούς. ΕΝΑΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Άκου τι λέει!
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Θέλουν να ζήσουν μέσα μας! ΝΕΑΡΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ε γ ώ ευχαρίστως, αν μου τύχει αυτή. (Δείχνει την Κόρη) ΠΑΤΕΡΑΣ
Ακούστε πώς έχει η κατάσταση: το έργο πρέπει να φτια χτεί. (Στον Θιασάρχη) Όμως, αν συμφωνήσετε κι εσείς και θέλουν κι οι ηθοποιοί σας, μπορούμε ν' αρχίσουμε αμέσως και να το φτιάξουμε όλοι μαζί! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ενοχλημένος) Τι να φτιάξουμε; Εμείς εδώ δεν φτιάχνουμε έργα. Εμείς παίρνουμε τα έργα, δράματα και κωμωδίες, και τ ανεβάζουμε. ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτό θέλουμε κι εμείς. Γι' αυτό ήρθαμε σ' εσάς! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Και πού είναι το κείμενο σας; ΠΑΤΕΡΑΣ
Μέσα μας. (Οι Ηθοποιοί γελάνε) Το δράμα είναι μέσα μας. Εμείς είμαστε το δράμα. Και ανυπομονούμε να το παρουσιά σουμε: μας σπρώχνει πάθος ασυγκράτητο! ΚΟΡΗ
(Χλευαστικά, χαριτωμένη αλλά και αναιδής) Πάθος!
Το πάθος μου! Και πού να ξέρατε! Το πάθος μου... γι' αυτόν! (Μιλάει για τον Πατέρα και κάνει μια κίνηση σαν να τον αγκαλιάζει. Όμως παραμένει στη θέση της και ξεσπάει σε διαπεραστικά γέλια)
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Έκρηξη θυμού) Εσύ, για την ώρα, κάτσε φρόνιμα! Και μη
γελάς έτσι! ΚΟΡΗ
Α, μπα! Κυρίες και κύριοι, παρ' όλο που πενθώ γιατί ορφάνε ψα πριν δύο μόνο μήνες, επιτρέψτε μου να σας δείξω πώς τραγουδάω και χορεύω! (Γεμάτη πονηριά αρχίζει να τραγουδάει το «Prends garde de Tchou-Tchin-Tchou» του
Dave Stamper σε ρυθμό
Fox-Trot ή αργό
One-Step
που
διασκεύασε ο Francis Salabert, κάνοντας ταυτόχρονα και χορευτικά βή ματα. Το πρώτο τετράστιχο έχει ως εξής: «Les Chinois sont un people malin / de Shangai a Pekin / Us ont mis des ecriteaux partout: / prenez
garde a Tchou-Tchin-Tchou». Οι Ηθοποιοί, ιδιαίτερα οι νέοι, δείχνουν να μαγνητίζονται από την παράξενη γοητεία της. Καθώς τραγουδάει και χορεύει, μαζεύονται γύρω της, σαν να θέλουν να απλώσουν τα χέρια και να την αρπάξουν, όμως αυτή τους ξεφεύγει. Στο τέλος, όταν θα τη χειροκρο τήσουν και ο Θιασάρχης θα την επιπλήξει, η Κόρη θα παραμείνει απόμα κρη από όλους, σαν αφηρημένη) ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Μπράβο! Μπράβο! Κι άλλο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Θυμωμένος) Ησυχία! Καμπαρέ θα το κάνουμε εδώ μέσα; (Παίρνει παράμερα τον Πατέρα και τον ρωτάει ταραγμένος) Πείτε
μου, είναι τρελή; ΠΑΤΕΡΑΣ
Τρελή; Όχι, είναι κάτι χειρότερο! ΚΟΡΗ
(Τρέχει δίπλα στον Θιασάρχη) Χειρότερο! Χειρότερο, σας λ έ ω ! Ακούστε! Σας παρακαλώ, αφήστε μας να παίξουμε αμέσως τώρα το δράμα μας και θα δείτε πως σε κάποια στιγμή εγώ,
όταν αυτό το αγγελικό κοριτσάκι... (Αρπάζει το Κορίτσι, που στεκόταν δίπλα στη Μητέρα του, και το φέρνει μπροστά στον Θια σάρχη) Έ χ ε τ ε δει τέτοιο πανέμορφο πλάσμα; (Παίρνει το Κο ρίτσι στην αγκαλιά της και το φιλάει) Αγαπούλα μου!
(Αφήνει
κάτω το Κορίτσι και συγκινημένη λέει, σχεδόν άθελα της) Λοιπόν,
όταν αυτό το πλασματάκι το πάρει ξαφνικά ο Θεός από τη δύστυχη τη μάνα του κι αυτός εδώ ο βλαμμένος... (Αρπάζει το Αγόρι από το μανίκι και το σπρώχνει μπροστά) κάνει τη βλα κεία του, γιατί τόσο ηλίθιος είναι... (Αιώχνει το Αγόρι, σπρώ χνοντας το προς τη Μητέρα) Τότε κι εγώ θα κάνω φτερά. Δεν βλέπω την ώρα, δεν βλέπω την ώρα να πετάξω! Ύστερα απ ό,τι έγινε ανάμεσα σ' αυτόν (Με πρόστυχο κλείσιμο του ματιού δείχνει τον Πατέρα) και σ' εμένα, δεν μπορώ να ζω πια μαζί τους. Δεν αντέχω να βλέπω τη μάνα μου να υποφέρει εξαι τίας αυτού του σκοτεινού τύπου! (Δείχνει τον Γιο) Κοιτάξτε τον και θα καταλάβετε! Ψυχρός, αδιάφορος, γιατί είναι, βλέ πετε, νόμιμος γιος και μόνο περιφρόνηση δείχνει για μένα, γι' αυτόν (Δείχνει το Αγόρι) και το πλασματάκι εκεί πέρα! (Δείχνει το Κορίτσι) Γιατί εμείς είμαστε τα μούλικα! Καταλαβαίνετε; Μούλικα! (Πηγαίνει στη Μητέρα και την αγκαλιάζει από τους ώμους) Κι αυτή τη δύστυχη μητέρα, τη μητέρα ολωνών μας, αυτός δεν καταδέχεται να τη λέει δική του μάνα και την κοιτάει αφ' υψηλού, ως μάνα μόνο των τριών μούλικων! Αχ, άτιμε! (Όλο τον προηγούμενο μονόλογο da τον πει γρήγορα και με υπερβολική έξαψη. Θα φτάσει στο κρεσέντο της με τη λέξη «μούλικων» και θα προ φέρει τη λέξη «άτιμε» σαν να φτύνει) ΜΗΤΕΡΑ
(Με τρομερή αγωνία, στον Θιασάρχη) Σας παρακαλώ, κύριε, και
μόνο για χάρη των δύο αυτών παιδιών... (Κλονίζεται, δεν μπο ρεί να συνεχίσει) Ω Θεέ μου! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Τρέχει να τη συγκρατήσει, μαζί με τους Ηθοποιούς που είναι κατά
πληκτοι) Μια καρέκλα, μια καρέκλα για τη δύστυχη τη χήρα! ΗΘΟΠΟΙΟΙ
(Γύρω από τη Μητέρα) Μα, τι; Λιποθύμησε σ τ ' αλήθεια; (Ένας Ηθοποιός φέρνει ένα κάθισμα. Οι υπόλοιποι συνωθούνται γύρω έτοιμοι να βοηθήσουν. Η Μητέρα κάθεται. Προσπαθεί να αποτρέψει τον Πατέρα να σηκώσει το βέλο που της κρύβει το πρόσωπο) ΠΑΤΕΡΑΣ
Κοιτάξτε τη, κύριε, κοιτάξτε τ η ! ΜΗΤΕΡΑ
Αχ, όχι! Θεέ μου, όχι! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ή σ υ χ α ! Άσε να σε δούνε! (Της σηκώνει το βέλο) ΜΗΤΕΡΑ
(Σηκώνεται και καλύπτει το πρόσωπο με τα χέρια της απελπισμέ νη. Στον Θιασάρχη) Αχ, κύριε, μην τον αφήνετε να κάνει αυτό που έχει στο μυαλό του! Είναι φριχτή δοκιμασία για μένα. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ξαφνιάζεται. Απόλυτα χαμένος πια) Ε γ ώ δεν καταλαβαίνω τί
ποτα. (Στον Πατέρα) Αυτή η κυρία είναι γυναίκα σας; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, γυναίκα μου. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Και πώς είναι χήρα, αφού είστε ζωντανός;
(Οι Ηθοποιοί εκτονώνουν όλη τους την ένταση με ίνα δυνατό γέλιο) ΠΑΤΕΡΑΣ
(Πειραγμένος, αγανακτεί) Μη γελάτε! Μη γελάτε έτσι, να χαρείτε! Αυτό είναι και το δράμια της. Γ.ατί απόκτησε κι άλλον άντρα. Έναν άντρα που έπρεπε τώρα να είναι εδώ. ΜΗΤΕΡΑ
(Κραυγάζει)
Όχι!
Όχι!
ΚΟΡΗ
Ευτυχώς για κείνον, πέθανε πριν δύο μήνες — σας το είπα. Και, όπως βλέπετε, πενθούμε ακόμα. ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν βρίσκεται εδώ όχι γιατί πέθανε, αλλά γιατί... Ορίστε, κοιτάξτε αυτή τη γυναίκα και θα καταλάβετε το λόγο. Το δράμα της δεν είναι ότι αγάπησε δύο άντρες, επειδή δεν ήτα νε σε θέση να νιώσει κάτι γι αυτούς — εκτός, ίσως, από λίγη ευγνωμοσύνη, κι αυτήν όχι για εμένα, αλλά για εκείνον! Για τί δεν είναι γυναίκα, είναι μάνα! Και το δράμα της, πολύ βαρύ δράμα, κύριε, είναι αυτά τα τέσσερα παιδιά που από κτησε από τους δύο άντρες της. ΜΗΤΕΡΑ
Τους είχα! Λες «τους είχα», σαν να τους θέλησα ε γ ώ ! (Στον Θιασάρχη) Αυτός μου τον έδωσε τον άλλο, και με τη βία! Αυτός μ' ανάγκασε να φύγω από το σπίτι μ' εκείνον. ΚΟΡΗ
(Διακόπτει, αγανακτισμένη) Δεν είν' αλήθεια! ΜΗΤΕΡΑ
(Κατάπληκτη) Τι δεν είν' αλήθεια;
ΚΟΡΗ
Δεν είν' αλήθεια! ΜΗΤΕΡΑ
Πού το ξέρεις εσύ; ΚΟΡΗ
Δεν είν' αλήθεια! (Στον Θιασάρχη) Μην την πιστεύετε! Ξέρε τε γιατί το λέει; Για χάρη αυτουνού! (Δείχνει τον Γιο) Τρώγεται και βασανίζεται γι αυτό το γιο που τον εγκατέλειψε όταν ήταν δύο χρόνων. Και τώρα προσπαθεί απεγνωσμένα να τον πείσει ότι έφυγε γιατί αυτός (Δείχνει τον Πατέρα) την ανάγκασε. ΜΗΤΕΡΑ
Ναι, με ανάγκασε, και μάρτυρας μου ο Θεός! (Στον Θιασάρ χη) Ρωτήστε και τον ίδιο. Κάντε τον να ομολογήσει. Αυτή (Δείχνει την Κόρη) δεν μπορεί να ξέρει την αλήθεια. ΚΟΡΗ
Ε γ ώ ξέρω πως, όσο ζούσε ο πατέρας μου, πέρναγες καλά και ήσουν ευχαριστημένη. Αρνήσου το, αν τολμάς! ΜΗΤΕΡΑ
Όχι, δεν τ' αρνιέμαι... ΚΟΡΗ
Σ' αγαπούσε και σε φρόντιζε. (Στο Αγόρι, θυμωμένη) Έ τ σ ι δεν είναι; Πες το κι εσύ! Γιατί δεν μιλάς, ηλίθιο; ΜΗΤΕΡΑ
Άσε το ήσυχο το καημένο το παιδί! Γιατί θες να με βγάλεις τόσο αχάριστη, κόρη μου; Ούτε μου πέρασε απ' το μυαλό να προσβάλω τη μνήμη του πατέρα σου! Στους υπαινιγμούς αυτουνού απάντησα (Δειχνει τον Πατέρα) ότι ούτε από δικό μου σφάλμα ούτε για δική μου ευχαρίστηση εγκατέλειψα το σπίτι και το γιο μου!
ΠΑΤΕΡΑΣ
Έ χ ε ι δίκιο. Ε γ ώ το θέλησα. (Παύση) ΠΡΩΓΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
(Στους άλλους Ηθοποιούς) Ωραία παράσταση! ΠΡΩΓΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Και πιο ωραία που για μια φορά εμείς είμαστε το κοινό! ΝΕΑΡΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Πότε-πότε χρειάζεται κι αυτό. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται) Σσσς! Αφήστε ν' ακούσουμε! (Καθώς μιλάει, κατεβαίνει τη σκαλίτσα και στέκεται στην πλατεία κοι τάζοντας τη σκηνή, σαν να θέλει να παρακολουθήσει από τη μεριά του κοινού την εξέλιξη) ΓΙΟΣ
(Χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του και χωρίς να υψώσει τη φωνή του, που είναι ψυχρή και ειρωνική) Στη συνέχεια θα ακούσετε
ένα κάρο φιλοσοφίες. Θα σας μιλήσει για τον «Δαίμονα της Εμπειρίας». ΠΑΤΕΡΑΣ
Εσύ είσαι κυνικός και ανόητος — σου το 'χω πει χίλιες φορές. (Στον Θιασάρχη) Με χλευάζει επειδή είχα πει αυτή τη φράση, «Ο Δαίμων της Εμπειρίας», για να δικαιολογηθώ. ΓΙΟΣ
(Περιφρονητικά) Στα λόγια είναι καλός! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, στα λόγια! Γιατί αυτά που εσύ λες με περιφρόνηση «λόγια» είναι συχνά παρηγοριά του ανθρώπου για κάποιο
ανεξήγητο περιστατικό ή κάποια συμφορά: τότε, τα «λό για», που μπορεί να μη σημαίνουνε και τίποτα, προσφέρουνε γαλήνη. ΚΟΡΗ
Ναι, είναι το μεγαλύτερο γιατρικό για τις τύψεις! Το μοναδικό! ΠΑΤΕΡΑΣ
Τις τύψεις; Α, όχι, εγώ τις τύψεις μου δεν τις γιάτρεψα μόνο με λόγια. ΚΟΡΗ
Αλλά και με χρήμα! Ναι. Και όχι πολύ, κύριοι. Με τις εκατό λιρέτες που θα με πλήρωνε! (Αντίδραση από τους Ηθοποιούς, που δείχνουν τη φρίκη τους) ΓΙΟΣ
(Επιτιμητικά, στην ετεροθαλή αδελφή του) Αυτό είναι πρόστυχο! ΚΟΡΗ
Α, μπα; Πρόστυχο; Μα, τα λεφτά ήταν εκεί, μέσα σ' ένα γαλάζιο φάκελο, πάνω στο μαόνινο τραπέζι, στο πίσω μέρος του οίκου της μαντάμ Πάτσε. (Στον Θιασάρχη) Ξέρετε τι εν νοώ. Μπροστά το ατελιέ για να θολώνει τα νερά: ενδύματα και εσώρουχα για κυρίες. Και στο πίσω μέρος, το «εργαστή ριο», όπου μάζευε τα φτωχά κορίτσια των καλών σπιτιών, που είχαν ανάγκη από χρήματα. ΓΙΟΣ
Και μ' αυτές τις εκατό λιρέτες που θα σου πλήρωνε, αλλά δεν σου πλήρωσε, γιατί δεν υπήρχε λόγος να σου πληρώσει, νομίζεις πως έχεις το δικαίωμα να μας βασανίζεις όλους! Και, όπως ήρθανε τα πράγματα, ούτε καν χρειάστηκε να σου τις πληρώσει.
ΚΟΡΗ
Παρά λίγο να μου τις έδινε! (Βάζει τα γέλια) ΜΗΤΕΡΑ
(Σηκώνεται) Ντροπή, κόρη μου, ντροπή! ΚΟΡΗ
Ντροπή; Μα, αυτή είναι η μοναδική εκδίκηση μου! Κύριε, τρέμω από ανυπομονησία να ξαναζήσω εκείνη τη σκηνή! Εκείνο το δωμάτιο... Εδώ η βιτρίνα με τα ρούχα, κι εκεί η ντορμέζα... ο όρθιος καθρέφτης, το παραβάν... Και μπροστά στο παράθυρο το περίφημο μαόνινο τραπέζι, με το γαλάζιο φάκελο, που είχε μέσα τις εκατό λιρέτες. Τον βλέπω αυτό το φάκελο — θα μπορούσα να τον πάρω! Ω, κύριοι, γυρίστε από την άλλη, είμαι σχεδόν γυμνή! Αλλά δεν κοκκινίζω, γιατί τώρα κοκκινίζει αυτός. (Δείχνει τον Πατέρα) Όμως, τότε που έγιναν όλ' αυτά, ήταν χλομός, πολύ χλομός. (Στον Θιασάρχη) Θέλω να με πιστέψετε, κύριε! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τίποτα πια! ΠΑΤΕΡΑΣ
Φυσικά, αφού σας ζαλίζουν. Μπορείτε να επιβάλετε την τάξη, κύριε; Και να μ' αφήσετε να σας εξηγήσω, χωρίς να δίνετε σημασία σ' αυτά τα αίσχη που μου καταλογίζει, ενώ δεν μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω; ΚΟΡΗ
Δεν χρειάζεται να μιλήσεις — μην αρχίσεις πάλι τις ιστορίες σου! ΠΑΤΕΡΑΣ
Καμία ιστορία. Απλώς θα εξηγήσω ορισμένα πράγματα.
ΚΟΡΗ
Ωραία. Εξήγησε ό,τι θέλεις, με δικά σου λόγια! (Ο Θιασάρχης ανεβαίνει ζανά στη σκηνή να επιβάλει την τάξη) ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτή ακριβώς είναι η εστία του κακού. Τα λόγια! Έχουμε όλοι μέσα μας έναν κόσμο, που οι ίδιοι έχουμε φτιάξει με χιλιάδες πράγματα. Καθένας μας με το δικό του κόσμο! Άρα, κύριε, πώς μπορούμε να συνεννοηθούμε όταν στα λόγια μου εγώ βάζω την έννοια και την αξία που έχουνε για μένα, ενώ, όποιος τ' ακούει, τα δέχεται με την έννοια και την αξία που τα ίδια λόγια έχουνε για κείνον; Νομίζουμε ότι καταλαβαί νουμε ο ένας τον άλλο, κι όμως αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Ορίστε! (Δείχνει τη Μητέρα) Η συμπόνια που έδειξα σ' αυτή τη γυναίκα παρερμηνεύτηκε από την ίδια σαν ανθρώπινη σκληρότητα! ΜΗΤΕΡΑ
Μα, αφού μ' έδιωξες! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ορίστε! Την ακούτε; Νομίζει πως εγώ την έδιωξα! ΜΗΤΕΡΑ
Εσύ είσαι καλός στα λόγια. Ε γ ώ δεν μπορώ... (Στον Θιασάρ χη) Πιστέψτε με, κύριε, από την ώρα που με παντρεύτηκε — κι ένας Θεός ξέρει γιατί με παντρεύτηκε, αφού, τι ήμουν εγώ, ένα ταπεινό κορίτσι, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα... ΠΑΤΕΡΑΣ
Ακριβώς! Να γιατί σ' αγάπησα! Επειδή ήσουν ταπεινή, και νόμισα... (Η Μητέρα εκδηλώνει τη διαφωνία της με κινήσεις, ο Πατέρας σταματάει, ανοίγει τα χέρια του απελπισμένος, γιατί βλέ πει την αδυναμία του να συνεννοηθεί μαζί της και στρέφει προς τον
Θιασάρχη) Να! Βλέπετε; Πάλι όχι λέει! Έχει (Χτυπάει με το δάχτυλο το μέτωπο του) πνευματική αναπηρία. Καρδιά, ναι, για τα παιδιά της. Όμως, στο μυαλό είναι κουφή, εντελώς κουφή — να σε πιάνει απελπισία! ΚΟΡΗ
(Στον Θιασάρχη) Ενώ η δική του εξυπνάδα, άλλο πράμα! Πείτε
του να σας εξηγήσει πού μας πήγε η δική του εξυπνάδα! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ω, μακάρι να μπορούσαμε να προβλέψουμε το κακό που φέρ νει ένα κακό που νομίζουμε πως κάνουμε! (Σε αυτό το σημείο η πρωταγωνίστρια, ενοχλημένη που βλέπει τον πρω ταγωνιστή να φλερτάρει την Κόρη, πλησιάζει τον Θιασάρχη) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Συγγνώμη, θα κάνουμε πρόβα σήμερα; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, ναι. Αλλά άσε με ν' ακούσω τώρα! ΝΕΑΡΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο πράμα! ΝΕΑΡΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ναι, έχει φοβερό ενδιαφέρον! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Για μερικούς, ίσως! (Ρίχνει μια άγρια ματιά στον πρωταγωνιστή) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Πατέρα) Για εξηγήστε μου πιο καθαρά τι έχει γίνει. (Κάθεται)
ΠΑΤΕΡΑΣ
Κοιτάξτε, κύριε. Ε γ ώ είχα έναν υπάλληλο, έναν κακομοίρη που τον χρησιμοποιούσα για γραμματέα μου. Ή τ α ν πολύ αφοσιωμένος σ' εμένα και τα πήγαινε περίφημα μαζί της. (Δείχνει τη Μητέρα) ...Εννοείται, μη βάλετε κάτι κακό στο νου σας. Ή τ α ν καλός και ταπεινός σαν κι αυτήν. Ανίκανοι και οι δύο τους, όχι να κάνουν κακό, αλλά και να το σκε φτούν. ΚΟΡΗ
Έτσι, το κακό το σκέφτηκε αυτός (Δείχνει τον Πατέρα) για λογαριασμό τους, και το έκανε! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ψέματα! Ε γ ώ ήθελα το καλό τους — όπως και το δικό μου, ομολογώ. Είχαμε φτάσει σε σημείο που, μόλις έλεγα μια κουβέντα, κύριε, αυτοί ανταλλάσαν μεταξύ τους βλέμματα κατανόησης. Με το παραμικρό, ο ένας έψαχνε το βλέμμα του άλλου ζητώντας συμβουλή, για να ξέρουν πώς να ερμηνέψουν τα λόγια μου κι εγώ να μη θυμώσω. Αυτό ήταν αρκε τό, όπως καταλαβαίνετε, για να με θυμώνει συνέχεια και να φουντώνει μέσα μου μια αφόρητη απόγνωση! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Συγγνώμη... Γιατί δεν διώχνατε αυτό τον γραμματέα σας; ΠΑΤΕΡΑΣ
Μα, αυτό ακριβώς έκανα. Τον έδιωξα! Και τότε είδα αυτή την κακομοίρα να τριγυρνάει μέσα στο σπίτι σαν ζώο παρα τημένο στο δρόμο από τον αφέντη του, που το μαζεύουμε από οίκτο. ΜΗΤΕΡΑ
Βέβαια...
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Αμέσως, στρέφει προς το μέρος της για να την προλάβει) A, vαι,
θες να πεις για το γιο σου! Ε; ΜΗΤΕΡΑ
Ήδη μου είχε πάρει το παιδί μέσα από την αγκαλιά μου, κύριε... ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, αλλά όχι από κακία. Ήθελα ο γιος μου να μεγαλώσει στην εξοχή, να γίνει γερός και δυνατός! ΚΟΡΗ
(Δείχνοντας τον Γιο, ειρωνικά) Και να το αποτέλεσμα! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Αμέσως) Δεν φταίω εγώ που έγινε έτσι. (Στον Θιασάρχη) Εγώ,
κύριε, τον έδωσα σε μια παραμάνα, μια χωριάτισσα. Η γ υ ναίκα μου δεν έδειχνε αρκετά δυνατή να τον θρέψει, και ας προερχόταν από λαϊκή οικογένεια. Άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος που την παντρεύτηκα. Λάθος μου, ίσως, αλλά εγώ είχα μια φοβερή εμμονή μ' αυτό που ονομάζουμε «ηθική ευ ρωστία» . (Σε αυτό το σημείο η Κόρη ξεσπάει σε διαπεραστικό γέ λιο) Κάντε τη να πάψει! Γίνεται ανυπόφορη! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στην Κόρη) Σταματήστε, να πάρει ο διάολος! Θέλω ν' ακού
σω. (Η παρατήρηση του Θιασάρχη κόβει στη μέση το γέλιο της Κόρης, που μένει αποσβολωμένη και στη συνέχεια ξαναπαίρνει το αφηρημένο, απο στασιοποιημένο ύφος της. Ο Θιασάρχης κατεβαίνει και πάλι στην πλατεία για να βλέπει τη σκηνή από τη μεριά του κοινού) ΠΑΤΕΡΑΣ
Έ τ σ ι , λοιπόν, μου ήταν αδύνατο να τη βλέπω δίπλα μου.
(Δείχνει τη Μητέρα) Όχι τόσο γιατί η παρουσία της μου πλά
κωνε την ψυχή, όσο γιατί την έβλεπα να υποφέρει και με πλημμύριζε οίκτος και αγωνία γι' αυτή την ίδια. ΜΗΤΕΡΑ
Κι έτσι μ' έδιωξε! ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν την έδιωξα, την έστειλα μακριά μου! Την έστειλα σ' εκείνον, φροντίζοντας, βέβαια, να μην της λείψει τίποτα. Την έστειλα για να γλιτώσει από μένα. ΜΗΤΕΡΑ
Και για να γλιτώσεις ο ίδιος! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, το παραδέχομαι κι αυτό. Έ τ σ ι αρχίσαν οι συμφορές! Αλλά εγώ το έκανα περισσότερο για καλό δικό της παρά για δικό μου. Τ' ορκίζομαι! (Βάζει το χέρι του στην καρδιά. Αμέσως μετά, στη Μητέρα) Όμως δεν έπαψα να ενδιαφέρομαι. Δεν σ' έχασα από τα μάτια μου ως την ημέρα που εκείνος σ' άρπαξε και σε πήγε σε άλλη πόλη, χωρίς εγώ να έχω ιδέα. Γιατί; Γιατί, τον ηλίθιο, τον ενοχλούσε το ενδιαφέρον, το αγνό εν διαφέρον μου για σένα. (Στον Θιασάρχη) Πιστέψτε με, κύριε, αγνό, ανιδιοτελές ενδιαφέρον. Που μ' έκανε να παρακολουθώ με τρυφερότητα την καινούργια μικρή οικογένεια που μεγά λωνε. (Δείχνει την Κόρη) Να σας τα πει αυτή! ΚΟΡΗ
Τι να πω και τι ν' αφήσω! Από τότε που ήμουν τόση δα, με κοτσιδάκια ως τους ώμους και βρακάκια που κρεμόντουσαν από τη φούστα μου — τόση δα ε γ ώ ! — τον θυμάμαι να περι μένει στην εξώπορτα του σχολείου. Ερχόταν να διαπιστώσει την ανάπτυξη μου!
ΠΑΤΕΡΑΣ
Ντροπή σου να λες τέτοιες συκοφαντίες! ΚΟΡΗ
Ναι, ε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Συκοφαντίες! (Στρέφει οργισμένος προς τον Θιασάρχη και του λέει με ύφος απολογητικό) Όταν έφυγε αυτή, κύριε, (Δείχνει τη Μητέρα) το σπίτι μου φαινόταν άδειο. Όσο και αν ήταν ο εφιάλτης μου, μου γέμιζε το σπίτι. Βρέθηκα μόνος μου στ άδεια δωμάτια και τριγύριζα σαν την άδικη κατάρα! Και, όταν γύρισε αυτός (Δείχνει τον Γιο) που είχε μεγαλώσει μα κριά, μου ήταν ξένος, σαν να μην ήτανε παιδί δικό μου. Ί σ ω ς η έλλειψη της μάνας για τόσα χρόνια τον έκανε να μεγαλώ σει χωρίς κανένα συναισθηματικό ή ψυχικό δεσμό μ' εμένα. Έ τ σ ι , λοιπόν, όσο και να σας φανεί παράξενο, άρχισα να νιώ θω στην αρχή μια περιέργεια και στη συνέχεια μια παράξενη έλξη προς τη μικρή οικογένεια αυτηνής (Δείχνει τη Μητέρα) που, κατά κάποιον τρόπο, ήταν κι έργο δικό μου. Η σκέψη της γέμιζε το κενό που ένιωθα γύρω μου. Είχα ανάγκη, πραγ ματική ανάγκη να ξέρω πως περνούσε ήσυχα κι ευτυχισμέ να, μεριμνώντας για τις απλές φροντίδες της ζωής και τυχε ρή που είχε βρεθεί μακριά από τη δαιδαλώδη τυραννία της δικής μου ψυχής. Και, για να βεβαιωθώ, πήγαινα κι έβλεπα το κοριτσάκι την ώρα που έφευγε από το σχολείο. ΚΟΡΗ
Μάλιστα! Κι ερχόταν πίσω μου στο δρόμο, μου χαμογέλαγε και, όταν πλησιάζαμε στο σπίτι μου, με χαιρετούσε δίνοντας μου το χέρι — να, έτσι! Ε γ ώ τον κοίταγα με γουρλωμένα μάτια, γιατί δεν ήξερα ποιος ήταν. Και κάποια φορά το είπα
στη μάνα μου, που αμέσως κατάλαβε πως ήταν αυτός. (Η Μητέρα κουνάει καταφατικά το κεφάλι) Για αρκετές ημέρες δεν με άφησε να πάω στο σχολείο, αλλά, όταν ξαναπήγα, τον είδα πάλι μπροστά στην εξώπορτα —τι αστείος που ήτανε!— με ένα πακέτο στα χέρια. Με πλησίασε, με χάιδεψε στο κε φάλι και μετά άνοιξε το πακέτο κι έβγαλε ένα ωραίο ψάθινο καπέλο στολισμένο με τριαντάφυλλα. Δώρο για μένα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Αυτά όλα είναι αφήγηση, δεν είναι θέατρο! ΓΙΟΣ
(Περιφρονητικά) Σκέτη φιλολογία! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ε, όχι δα και φιλολογία! Αυτό είναι ζωή, πάθος ανθρώπινο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ί σ ω ς . Αλλά δεν είναι παράσταση! ΓΙΟΣ
Σωστά. Γιατί αυτά που είπαμε έχουν συμβεί προτού αρχίσει το έργο. Δεν λέω να τα βάλουμε στην παράσταση. Άλλωστε, (Δείχνει την Κόρη) ούτε αυτή είναι πια κορίτσι με κοτσιδάκια ως τους ώμους. ΚΟΡΗ
Και βρακάκια που κρεμόντουσαν από τη φούστα του. ΠΑΤΕΡΑΣ
Το δράμα αρχίζει τώρα: καινούργιο, πολύπλοκο! ΚΟΡΗ
(Προχωρεί μπροστά σκυθρωπή και αγέρωχη) Μόλις
πατέρας μου...
πέθανε ο
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Αμέσως, για να μην την αφήσει να μιλήσει) Πέσανε σε μεγάλη
φτώχεια, κύριε. Γύρισαν εδώ, στην πόλη, χωρίς να μου το πουν — κι αυτό από δική της βλακεία! (Δείχνει τη Μητριά) Αυτή δεν ξέρει να γράφει, αλλά θα μπορούσε να βάλει την κόρη της ή τον μικρό να μου γράψουν πως είχαν βρεθεί σε μεγάλη ανάγκη. ΜΗΤΕΡΑ
Μα, κύριε, πώς να μαντέψω ότι έκρυβε μέσα του τέτοια αι σθήματα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτό ήτανε το λάθος σου: ότι ποτέ δεν μάντεψες κανένα αίσθημα μου. ΜΗΤΕΡΑ
Μετά από τόσα χρόνια χωρισμού, και όταν είχαν γίνει όλα τ' άλλα... ΠΑΤΕΡΑΣ
Ε γ ώ φταίω που εκείνος σας πήρε και φύγατε; (Στρέφει στον Θιασάρχη) Από τη μια μέρα στην άλλη βρήκε δουλειά μακριά από 'δώ, χωρίς να ξέρω τίποτα. Μου στάθηκε αδύνατο να τους βρω. Φυσικό ήτανε ν' ατονήσει με τα χρόνια το ενδιαφέ ρον μου. Το αληθινό δράμα ξέσπασε, απρόβλεπτο και άγριο, με το γυρισμό τους. Όταν εγώ, σπαραγμένος από τις ανά γκες της σάρκας μου, που ακόμα ποθούσε... Και είναι δυ στυχία, μιζέρια απερίγραπτη για τον άντρα που ζει μόνος και που αρνιέται τις χυδαίες, ταπεινωτικές περιπτύξεις... Έναν άντρα ούτε αρκετά γέρο για να ξεγράψει τις γυναίκες, αλλά ούτε και αρκετά νέο για να τις κυνηγάει ανερυθρίαστα... Δυστυχία, μα, τι λέω: φρίκη είναι, γιατί καμία γυναίκα δεν
σου προσφέρει πια τον έρωτα της! Και, όταν φτάσεις να το καταλάβεις αυτό, πρέπει να σταματήσεις. Εύκολο να το πεις, δύσκολο να το κάνεις! Γιατί καθένας, κύριε, μπροστά στους άλλους κυκλοφορεί ντυμένος την αξιοπρέπεια του, όμως μέσα του συμβαίνουν πράγματα ανομολόγητα, που μόνο αυτός τα ξέρει. Μας νικάει ο πειρασμός και υποκύπτουμε. Και μετά σηκωνόμαστε βιαστικά και προσπαθούμε απεγνωσμένα να ξαναστήσουμε την αξιοπρέπεια μας, ακέραιη και στέρεη σαν ταφόπλακα που καλύπτει κάθε ίχνος και ανάμνηση της ντρο πής μας, κρύβοντας την ως κι από μας τους ίδιους. Αυτό συμβαίνει σε όλους, μόνο που πολλοί δεν τολμάμε να τ ομο λογήσουμε. ΚΟΡΗ
Ναι, αλλά όλοι τολμάνε να το κάνουνε! ΠΑΤΕΡΑΣ
Όλοι, αλλά στα κρυφά! Γι' αυτό θέλει πολύ θάρρος να τ' ομολογήσεις. Διότι, όποιος τ' ομολογήσει, αποκτάει τη στά μπα του κυνικού. Λάθος, κύριε, γιατί αυτός είναι ίδιος με τους άλλους — ίσως και καλύτερος, γιατί δεν φοβάται να δει στο φως της συνείδησης του το κοκκίνισμα της ντροπής που πολλοί άλλοι εθελοτυφλούν και προσποιούνται πως δεν υπάρ χει. Να έρθουμε και στη γυναίκα; Ναι, αλήθεια, πώς είναι η γυναίκα; Που σε κοιτάει με λάγνο βλέμμα κι ερεθιστικό! Που την αρπάζεις στα χέρια σου! Και πριν καλά-καλά τη σφίξεις στην αγκαλιά σου, κλείνει τα μάτια της. Σημάδι ότι παραδί νεται, σημάδι που λέει στον άντρα, «Τυφλώσου, όπως τ υ φλώθηκα κι ε γ ώ » . ΚΟΡΗ
Και όταν εκείνη δεν κλείνει πια τα μάτια; Τι γίνεται τότε;
Όταν δεν νιώθει πια την ανάγκη να κρύψει από τον εαυτό της τη ντροπή της; Όταν κοιτάζει με μάτια σκληρά και αδιάφορα τη ντροπή του άντρα που, χωρίς να νιώθει έρωτα, έχει τυφλωθεί; Ω, αηδιάζω, σιχαίνομαι όλες αυτές τις εγκε φαλικές περιπλοκές και όλη αυτή τη φιλοσοφία, που πρώτα καταγγέλλει την κτηνωδία του ανθρώπου και μετά προσπα θεί να τη δικαιολογήσει για να τον σώσει! Τι είν' αυτά που μας λέει, κύριε; Δεν μπορώ να τον ακούω! Γιατί, όταν βλέ πω έναν άντρα ν' αναγκάζεται ν' απλοποιήσει έτσι τη ζωή του, κατεβαίνοντας σε επίπεδο κτήνους, πετώντας σαν υπέρ βαρο κάθε αγνή του επιθυμία, κάθε ειλικρινές συναίσθημα και κάθε ιδεολογική του υποχρέωση, όταν το βλέπω αυτό αηδιάζω κι αγανακτώ και λέω πως οι τύψεις του είναι κρο κοδείλια δάκρυα και τίποτα παραπάνω! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Στα γεγονότα, ελάτε στα γεγονότα: όλα αυτά είναι φλυα ρίες! ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν έχετε άδικο. Όμως τα γεγονότα είναι όπως τα σακιά, δεν στέκονται άδεια. Για να σταθεί ένα γεγονός πρέπει να το γεμίσουμε πρώτα με τις σκέψεις και τα αισθήματα που το προκάλεσαν. Ε γ ώ δεν μπορούσα να ξέρω πως, όταν αυτή (Δείχνει την Κόρη) έμεινε χήρα και γύρισε φτωχιά εδώ, θ' ανα γκαζότανε να ψάξει οπουδήποτε για δουλειά, για να καταλή ξει στο ραφτάδικο της μαντάμ Πάτσε. ΚΟΡΗ
Σπουδαίος οίκος ραπτικής, και ας το λάβετε σοβαρά υπόψη σας εσείς, οι άντρες! (Απευθύνεται και στους Ηθοποιούς) Φαινο μενικά, εξυπηρετεί κυρίες της καλής κοινωνίας, αλλά τα έχει
κανονίσει τόσο καλά που κι αυτές οι καθωσπρέπει κυρίες της ανταποδίδουν την εξυπηρέτηση: της χρησιμεύουν ως βιτρίνα για τον πίσω χώρο, όπου συχνάζουν κυρίες πολύ χαμηλότε ρων κοινωνικών στρωμάτων. ΜΗΤΕΡΑ
Πιστέψτε με, κύριε, ούτε μου πέρασε ποτέ απ' το μυαλό πως εκείνη η στρίγκλα μου έδινε δουλειά γιατί είχε βάλει στο μάτι το κορίτσι μου... ΚΟΡΗ
Καημένη μαμά! Ξέρετε τι έκανε η μαντάμ Πάτσε όταν της πήγαινα τη δουλειά που είχε τελειώσει η μαμά; Μου έδειχνε όλα τα λάθη στα φορέματα που είχε ράψει, κι άρχιζε να αφαιρεί από την αμοιβή της. Και στο τέλος, όπως καταλαβαίνετε, έβγαινε ότι έπρεπε να πληρώσουμε κι από πάνω, οπότε... την ξεπλήρωνα εγώ. Ενώ η καημένη η μαμά πίστευε πως θυσιάζεται για μένα και τα δύο μικρά ράβοντας μέρα και νύ χτα τα ρούχα της μαντάμ Πάτσε! (Κινήσεις αγανάκτησης και φωνές από τους Ηθοποιούς) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Αμέσως) Και μια μέρα συναντάτε εκεί μέσα... ΚΟΡΗ
(Δείχνοντας τον Πατέρα) Ναι, αυτόν! Ω, ήτανε παλιός πελά της του καταστήματος! Υπέροχη σκηνή για να μπει στην παράσταση! ΠΑΤΕΡΑΣ
Και μετά έρχεται ξαφνικά η άλλη, η μητέρα... ΚΟΡΗ (Αμέσως, μοχθηρά)
Σχεδόν πάνω στην ώρα!
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Φωνάζει) Όχι σχεδόν, ακριβώς πάνω στην ώρα! Γιατί, ευτυ
χώς, την αναγνώρισα έγκαιρα. Και μετά τους περιμάζεψα όλους στο σπίτι μου, κύριε. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τη θέση μας, και τη δική μου και τη δική της: ο ένας απέναντι στον άλλον! Αυτή όπως τη βλέπετε, κι εγώ να μη μπορώ να την κοιτάξω στα μάτια! ΚΟΡΗ
Κουταμάρες! Μα, είναι δυνατόν, κύριε, μετά απ' αυτό που έγινε, να έχει την απαίτηση να φέρομαι σαν φρόνιμο και σε μνό κορίτσι για ν' ανταποκρίνομαι στην άθλια εμμονή του για «ηθική ευρωστία»; ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτό είναι και το αληθινό μου δράμα: η πεποίθηση που έχω —η πεποίθηση που όλοι έχουμε— πως είμαι Ένας. Μονάδα! Πράμα που δεν είν' αλήθεια. Γιατί καθένας μας είναι πολλοί μαζί και όλοι αυτοί ζούνε μέσα μας. Και είμαστε ένας μ' αυτόν και ένας τελείως διαφορετικός με τον άλλον. Όμως έχουμε πάντα την ψευδαίσθηση πως είμαστε ένας και ο ίδιος για όλους, αυτός ο ένας που ευθύνεται για όλες τις πράξεις μας. Μεγάλη πλάνη αυτό! Και το διαπιστώνουμε όταν, από καλή συγκυρία, κάποια πράξη μας σκαλώνει και μας αφήνει μετέωρους. Τότε βλέπουμε πως δεν συμμετείχε όλος ο εαυ τός μας στη συγκεκριμένη πράξη, άρα θα ήτανε φριχτή αδι κία να κριθούμε αποκλειστικά από εκείνη και να βασανιστού με για όλη μας τη ζωή, λες κι η ζωή μας ήταν μόνο εκείνη η όχι ολοκληρωμένη πράξη. Καταλαβαίνετε τη δολιότητα αυ τής της κοπέλας; Μ' έπιασε αιφνιδιαστικά σ' ένα χώρο όπου δεν έπρεπε να βρίσκομαι, να προχωρώ σε μια πράξη ανοίκεια.
Ανακάλυψε ένα κομμάτι του εαυτού μου που έπρεπε να μεί νει κρυμμένο από αυτήν, και τώρα προσπαθεί να μου προσ δώσει τα στοιχεία ενός ατόμου που ποτέ δεν θα τολμούσα ν' αποκαλύψω σ' αυτήν, γιατί αποτελούν πρόσκαιρη και ποτα πή λεπτομέρεια της ζωής μου. Αυτό, κύριε, είναι που με πονάει πάνω απ' όλα. Και θα δείτε π ω ς αυτό θα χαρίσει μεγάλη αξία και στο έργο και στην παράσταση. Εξάλλου, υπάρχουν και δραματουργικές εξελίξεις σε όλους τους άλ λους. Για παράδειγμα, σ' αυτόν. (Δείχνει τον Γιο) ΓΙΟΣ
(Ανασηκώνοντας τους ώμους, περιφρονητικά) Παράτα με!
Εγώ
μένω απέξω. ΠΑΤΕΡΑΣ
Πώς μένεις απέξω; ΓΙΟΣ
Μένω απέξω γιατί δεν θέλω να είμαι μέσα: γιατί δεν μου ταιριάζει να είμαι ανάμεσα σας! ΚΟΡΗ
Ναι, μωρέ! Αυτός είναι ο άρχοντας κι εμείς οι παρακατιανοί! Βέβαια, κύριε, προσέξατε πως, κάθε φορά που τον κοιτάω με περιφρόνηση, αυτός κατεβάζει τα μάτια; Ξέρετε γιατί; Γιατί ξέρει το κακό που μου έχει κάνει! ΓΙΟΣ
(Χωρίς να την κοιτάζει) Ε γ ώ ; ΚΟΡΗ
Ναι, εσύ. Γιατί εσύ, πουλάκι μου, φταις που βγήκα στο πε ζοδρόμιο ! Εσύ! (Οι Ηθοποιοί αντιδρούν δείχνοντας τη φρίκη τους)
Εσύ, που με τη στάση σου εμπόδισες να δημιοιργηθεί μέσα στο σπίτι ένα κλίμα —δεν λέω οικειότητας, αλλ* απλώς φι λοξενίας— που θα μας έκανε να μη νιώθουμε παρείσακτοι. Ω, ναι, εμείς ήμασταν οι εισβολείς στο Βασίλειο ττ)ς δικής σου «νομιμότητας»! (Στον Θιασάρχη) Θα ήθελα, κίριε, να σας κάνω να δείτε μερικές σκηνές ανάμεσα σ' εμένα <αι σ' αυτόν. Ισχυρίζεται πως εγώ τους βασάνιζα όλους. Μα,δεν καταλα βαίνετε; Απ' τη δική του συμπεριφορά ξεκινούσαν όλα! Και λέει πως εγώ υπήρξα «άτιμη», επειδή επέμεινα πως είχαμε δικαίωμα να μπούμε σ' εκείνο το σπίτι μαζί με τη μητέρα μας, που είναι και δικιά του μάνα! Και επειδή μπήκα σαν οικοδέσποινα! ΓΙΟΣ
(Κάνει αργά μερικά βήματα προς τα εμπρός) Είδατε πώς ξέρουν
και παίζουν το παιχνίδια τους εναντίον μου, κύριε; Όλοι ενα ντίον ενός — εύκολος ο ρόλος τους. Όμως, φανταστείτε έναν νέο που κάποιο πρωί κάθεται ήσυχος στο σπίτι του και βλέ πει να καταφθάνει μια έξαλλη γυναίκα με γουρλωμένα μάτια και να ζητάει τον πατέρα του γιατί είχε να του πει ένας Θεός ξέρει τι! Και μετά να ξανάρχεται, με το ίδιο ύφος, κουβαλώ ντας μαζί της κι αυτή τη μικρή, και να μιλάει απότομα και με υπονοούμενα στον πατέρα του νέου, ένας Θεός ξέρει γιατί, ζητώντας του λεφτά σε τόνο που ήθελε να δείξει πως αυτός όφειλε να της τα δώσει, είχε χρέος να της τα δώσει! ΠΑΤΕΡΑΣ
Μα, όντως είχα χρέος. Απέναντι στη μητέρα σου! ΓΙΟΣ
Και πού το ήξερα εγώ; Μήπως την είχα δει ποτέ, μήπως είχα ακούσει ποτέ γι αυτήν; Και μετά, τη βλέπω ένα ωραίο
πρωί να μας κουβαλιέται στο σπίτι μ' αυτήν (Δείχνει την Κόρη) και τα δύο μικρά. Και μου λένε, «Ξέρεις, είναι και δικιά σου μητέρα!» Και σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω, από τη δική της συμπεριφορά (Δείχνει την Κόρη) πώς κατάφεραν και τρύπωσαν στο σπίτι μας. Δεν μπορώ και δεν θέλω να εκφρά σω, κύριε, αυτό που νιώθω μέσα μου, δεν τολμάω να τ' ομο λογήσω ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Επομένως, δεν μπορώ να προσφέρω κανενός είδους δράση. Πιστέψτε με, κύριε, εί μαι πρόσωπο που δεν έχει ολοκληρωθεί δραματουργικά, γι* αυτό και νιώθω άσχημα, πολύ άσχημα κοντά τους. Ας μ' αφήσουνε στην ησυχία μου! ΠΑΤΕΡΑΣ
Μα, τι λες; Ακριβώς επειδή είσαι έτσι φτιαγμένος... ΓΙΟΣ
(Βίαιο ξέσπασμα θυμού) Kat πού ξέρεις εσύ πώς είμαι φτιαγμέ νος εγώ; Μήπως ασχολήθηκες ποτέ μαζί μου; ΠΑΤΕΡΑΣ
Έχεις δίκιο, και το παραδέχομαι. Όμως, και η περίπτωση σου δεν είναι από μόνη της μια δραματική κατάσταση; Αυτή η απομάκρυνση σου, τόσο οδυνηρή και για μένα και για τη μητέρα σου, που γύρισε στο σπίτι, σε είδε μεγάλο πια και δεν σ' αναγνώρισε, παρ όλο που ήξερε πως ήσουν γιος της. (Δεί χνει στον Θιασάρχη τη Μητέρα) Να, δείτε, κλαίει. ΚΟΡΗ
(Χτυπάει στο πάτωμα το πόδι της θυμωμένη) Τόσο ανόητη είναι! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Αμέσως, δείχνει την Κόρη στον Θιασάρχη) Αυτή δεν τον θέλει
καθόλου τον αδελφό της! Κι αυτός (Δείχνει τον Γιο) λέει ότι δεν έχει καμία σχέση με τους υπόλοιπους, ενώ στην ουσία
είναι ο άξονας της δράσης! (Στον Θιασάρχη) Κοιτάξτε αυτό το αγοράκι, που έχει κολλήσει πάνω στη μάνα του τρομαγμένο, ταπεινωμένο... Εξ αιτίας του ειν' έτσι! Η περίπτωση του μικρού είναι, ίσως, η χειρότερη ατ' όλες: νιώθει πιο παρείσα κτος απ' όλους, τόσο πληγωμένος, τόσο ταπεινωμένος που τον έχουνε περιμαζέψει στο σπίτι από λύπηση! (Εμπιστευτι κά) Ίδιος ο πατέρας του, δειλός, χωρίς να λέει ούτε λέξη... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Αυτόν καλύτερα να μην τον λάβουμε υπόψη μας: τα παιδιά πάνω στη σκηνή είναι μεγάλος μπελάς. ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν θα μείνει για πολύ. Ούτε αυτός ούτε η μικρή — αυτή θα είναι η πρώτη που θα φύγει. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ωραία. Και τώρα μπορώ να σας βεβαιώσω πως η ιστορία μ' ενδιαφέρει, και πολύ μάλιστα. Διαισθάνομαι πως έχουμε αρ κετό υλικό για ένα σπουδαίο δράμα. ΚΟΡΗ
(Προσπαθεί να τονίσει την παρουσία της) Άμα ένα από τα πρό
σωπα είμ' ε γ ώ ! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Τη σπρώχνει πιο πέρα, αγωνιώντας για την απόφαση του Θιασάρ
χη) Πάψε! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Συνεχίζει, αγνοώντας την παρεμβολή) Δράμα, ναι. Και καινούρ
γιο. ΠΑΤΕΡΑΣ
Ολοκαίνουργιο, κύριε.
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Θαυμάζω το θάρρος σας να έρθετε και να μου το πλασάρετε έτσι! ΠΑΤΕΡΑΣ
Όπως καταλαβαίνετε, κύριε, εμείς είμαστε γεννημένοι γιχ τη σκηνή... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μήπως είστε ερασιτέχνες ηθοποιοί; ΠΑΤΕΡΑΣ
Όχι! Λέω πως είμαστε γεννημένοι για τη σκηνή, γιατί... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ελάτε τώρα! Σίγουρα εσείς έχετε ξαναπαίξει στο θέατρο. ΠΑΤΕΡΑΣ
Όχι, βέβαια. Ε γ ώ παίζω, όπως όλοι, το ρόλο που έχω στη ζωή — ή, μπορεί, το ρόλο που οι άλλοι μου επιβάλλουν να παίξω στη ζ ω ή ! Και, όπως διαπιστώσατε, το πάθος μου φουντώνει μόνο του και με κάνει πρόσωπο θεατρικό — όχι μόνο εμένα, αλλά και τους άλλους. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μπορεί... μπορεί. Όμως, καταλάβετε το, χωρίς συγγραφέα... Θα μπορούσα να σας συστήσω σε κάποιον... ΠΑΤΕΡΑΣ
Α, όχι! Αναλάβετε το εσείς. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, τι λέτε; Εγώ; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, εσείς. Γιατί όχι;
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Γιατί εγώ δεν έχω γράψει χοτέ θέατρο. ΠΑΤΕΡΑΣ
Και λοιπόν; Θα γράψετε τώρα. Τόσοι και τόσοι γράφουνε. Άλλωστε, μ' εμάς είναι ακόμα πιο εύκολο, γιατί μας έχετε όλους ζωντανούς μπροστά σας. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Αυτό δεν φτάνει. ΠΑΤΕΡΑΣ
Γιατί; Όταν μας δείτε να ζούμε το δράμα μας... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, αλλά θα πρέπει κάποιος να το γράψει. ΠΑΤΕΡΑΣ
Απλώς θα το καταγράψει την ώρα που θα εκτυλίσσεται μπρο στά σας σκηνή τη σκηνή. Θα γίνει ένα αρχικό σχέδιο και πάνω σ' αυτό θα κάνουμε πρόβες. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ανεβαίνει ξανά πάνω στη σκηνή) Βέβαια, με δελεάζει η ιδέα...
Έ σ τ ω και σαν παιχνίδι... γιατί να μην το δοκιμάσουμε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Μα, φυσικά! Θα δείτε τι ωραίες σκηνές θα βγούνε. Μπορώ να σας τις πω από τώρα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Με δελεάζετε... με δελεάζετε! Ας το δοκιμάσουμε. Ελάτε στο γραφείο μου. (Στους Ηθοποιούς) Κάντε διάλειμμα, αλλά μη σκορπίσετε εδώ κι εκεί. Σ' ένα τέταρτο, το πολύ σε είκοσι λεπτά, θα είμαστε πίσω. (Στον Πατέρα) Πάμε να δούμε. Ας το δοκιμάσουμε. Μπορεί να βγει κάτι διαφορετικό...
ΠΑΤΕΡΑΣ
Να είστε σίγουρος! Μήπως να λέγαμε και σ' αυτούς να έρ θουν; (Δείχνει τα άλλα πέντε Πρόσωπα) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, να έρθουν, να έρθουν. (Προχωρεί να φύγει, μετά στρέφει και μιλάει στους Ηθοποιούς) Είπαμε, στην ώρα σας: πίσω σ' ένα τέταρτο! (Ο Θιασάρχης και τα έξι Πρόσωπα διασχίζουν τη σκηνή και βγαίνουν. Οι Ηθοποιοί κοιτάζονται κατάπληκτοι) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Σοβαρά μιλάει; Τι πάει να κάνει; Ν Ε Α Ρ Ο Σ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Αυτό είναι σκέτη τρέλα! ΤΡΙΤΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Και περιμένει να στήσει ολόκληρο έργο με το τίποτα; Ν Ε Α Ρ Ο Σ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ναι, όπως κάνανε παλιά στην Κομμέντια ντελ Άρτε! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Καλά! Αν νομίζει ότι εγώ θα δεχτώ τέτοιου είδους πειραμα τισμούς... Ν Ε Α Ρ Ο Σ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ε γ ώ να δεις! ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Θέλω να μάθω τι σόι πράμα είν' αυτοί. ΤΡΙΤΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Τι θα 'ναι: ή παλαβοί ή απατεώνες!
Ν Ε Α Ρ Ο Σ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Και κάθεται και τους ακούει; Ν Ε Α Ρ Η ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Από ματαιοδοξία. Θέλει να γίνει και συγγραφέας! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Πρωτάκουστο! Αν πρόκειται, κυρίες και κύριοι, να ξεπέσει τόσο χαμηλά το θέατρο... ΠΕΜΠΤΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά εμένα με διασκεδάζει. ΤΡΙΤΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Τέλος πάντων. Αφήστε να δούμε τι θα βγει απ' αυτή την ιστορία. (Συζητώντας μεταξύ τους βγαίνουν από τη σκηνή. Άλλοι φεύγουν από την πόρτα στο βάθος, άλλοι πηγαίνουν στα καμαρίνια τους. Η αυλαία παραμέ νει ανοιχτή. Διάλειμμα που διαρκεί περίπου είκοσι λεπτά)
ΔΕΥ
Τ Ε Ρ Η
Π Ρ Α Ξ Η
(Τα κουδούνια του θεάτρου ειδοποιούν το κοινό πως η παράσταση ξαναρχί ζει. Από τα καμαρίνια, την πόρτα στο βάθος της σκηνής και την πλατεία του θεάτρου γυρίζουν στη σκηνή οι Ηθοποιοί, ο Διευθυντής Σκηνής, ο Μηχανικός, ο Υποβολέας, ο Φροντιστής, ο Θιασάρχης και τα έξι Πρόσω πα. Τα φώτα της πλατείας σβήνουν και η σκηνή φωτίζεται όπως προη γουμένως) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Λοιπόν. Εδώ είμαστε όλοι; Ησυχία! Ακούστε! Αρχίζουμε. Διευθυντής Σκηνής! Δ Ι Ε Υ Θ Υ Ν Τ Η Σ ΣΚΗΝΗΣ
Στήσε μου εδώ το μικρό σαλόνι. Δύο σπετσάτα στο πλάι και φόντο μια πόρτα. Άντε, κουνήσου! (Ο Διευθυντής Σκηνής τρέ χει να εκτελέσει αμέσως την εντολή, ενώ ο Θιασάρχης συζητάει με τον Φροντιστή, τον Υποβολέα και τους Ηθοποιούς. Ο Διευθυντής Σκηνής μαζί με τον Μηχανικό στήνουν το σκηνικό, τα δύο σπετσά τα με ρίγες ροζ και χρυσές και το ίδιο φόντο με μία πόρτα. Στον Φροντιστή) Κοίτα στην αποθήκη μήπως έχουμε καναπέ. ΦΡΟΝΤΙΣΤΉς
Έχουμε τον πράσινο. ΚΟΡΗ
Πράσινο; Α, όχι! Ο καναπές ήταν κίτρινος, κίτρινο βελούδο με λουλούδια. Τεράστιος και πολύ βολικός. ΦΡΟΝΤΙΣΤΉς
Τέτοιο δεν έχουμε. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Φέρτε ό,τι έχουμε, δεν πειράζει.
ΚΟΡΗ
Ε, όχι και δεν πειράζει! Η περίφημη ντορμέζα της μαντάμ Πάτσε! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Για την πρόβα τη θέλουμε. Σας παρακαλώ, μην ανακατεύε στε! (Στον Διευθυντή Σκηνής) Κοίτα να βρεις και μια βιτρίνα, μάλλον μακρόστενη και χαμηλή. ΚΟΡΗ
Κι ένα τραπεζάκι από μαόνι, για το γαλάζιο φάκελο. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
(Στον Θιασάρχη) Έχουμε εκείνο το χρυσό. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Εντάξει, φέρ' το! ΠΑΤΕΡΑΣ
Έναν καθρέφτη! ΚΟΡΗ
Και ένα παραβάν. Ένα παραβάν, σας παρακαλώ, αλλιώς δεν μπορώ να το κάνω. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Μη σας νοιάζει, παραβάν έχουμε πολλά. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στην Κόρη) Και μερικές κρεμάστρες, αν δεν κάνω λάθος; ΚΟΡΗ
Ναι, πολλές, πάρα πολλές. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Διευθυντή Σκηνής) Δες πόσες έχουμε και πες να τις φέ
ρουν όλες.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σ Κ Η Ν Η Σ
Μάλιστα. (Ο Διευθυντής Σκηνής τρέχει να εκτελέσει την εντολή. Τηχ ώρα που ο Θιασάρχης μιλάει με τον Υποβολέα, τα Πρόσωπα και τους Ηθοποιούς, ο Διευθυντής Σκηνής ξαναφαίνεται με τους Τεχνικούς και τους ίίνει εντολές ποί να βάλουν τα έπιπλα που φέρνουν) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Υποβολέα) Κι εσύ στη θέση σου. Εδώ έχω ένα πλάνο
του έργου, που χωρίσαμε σε Πράξεις και Σκηνές. (Του δίνει μερικά χαρτιά) Θα προσέχεις και θα τα γράφεις όλα. ΥΠΟΒΟΛΈΑς
Σε στενογραφία; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Κατάπληκτος, αλλά ευχαριστημένος) Τι,
ξέρεις στενογραφία;
ΥΠΟΒΟΛΈΑς
Υποβολέας δεν είμαι τόσο καλός, αλλά στη στενογραφία σκίζω! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Δόξα τ ω Θεώ! (Σε έναν Τεχνικό) Χαρτιά, φέρε πολλά χαρτιά απ' το γραφείο μου — όσα βρεις! (Ο Τεχνικός τρέχει και φέρνει ένα πάκο χαρτιά, που τα δίνει στον Υποβολέα) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Πλησιάζει τον Υποβολέα) Θα παρακολουθείς τις σκηνές όπως θα παίζονται και θα προσπαθείς να γράφεις τα λόγια — τουλά χιστον τα κυριότερα. (Στρέφει στους Ηθοποιούς) Εσείς πιο πέρα. (Δείχνει την αριστερή πλευρά της σκηνής) Μαζευτείτε εκεί και προσέχετε! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Συγγνώμη, δηλαδή εμείς...
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Την προλαβαίνει) Ηρέμησε, εσείς δεν πρόκειται να αυτοσχε
διάσετε. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Δηλαδή, τι θα κάνουμε; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Τίποτα. Προς το παρόν θ' ακούτε και θα βλέπετε. Τους ρό λους σας θα τους πάρετε γραμμένους αργότερα. Τώρα εμείς θα κάνουμε πρόβα όπως μπορούμε. Και την πρόβα θα την κάνουν αυτοί. (Δείχνει τα Πρόσωπα) ΠΑΤΕΡΑΣ
(Σαν να πέφτει από τα σύννεφα, μέσα στη γενική σύγχυση που επι κρατεί στη σκηνή) Εμείς; Συγγνώμη, τι εννοείτε πρόβα; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Πρόβα. Για να δουν αυτοί. (Δείχνει τους Ηθοποιούς) ΠΑΤΕΡΑΣ
Μα, αφού εμείς είμαστε τα πρόσωπα του έργου... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Εντάξει, είσαστε τα πρόσωπα. Όμως, στη σκηνή, αγαπητέ μου, δεν παίζουνε τα πρόσωπα. Παίζουν οι ηθοποιοί και τα πρόσωπα μένουνε στο κείμενο. (Δείχνει τον Υποβολέα) Όταν, βέβαια, υπάρχει κείμενο. ΠΑΤΕΡΑΣ
Ακριβώς. Αφού δεν υπάρχει κείμενο και αφού έχετε την τύχη να βλέπετε τα πρόσωπα ζωντανά μπροστά σας...
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ωραία. Δηλαδή, θέλετε να τα κάνετε όλα μόνοι σας; Να παί ξετε, να παρουσιαστείτε στον κόσμο; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, έτσι όπως είμαστε. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Δεν αμφιβάλλω πως το θέαμα θα είναι μοναδικό! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Συγγνώμη, κι εμείς τι θα κάνουμε; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Πατέρα και στα Πρόσωπα) Πιστεύετε ότι μπορείτε να
παίξετε; Μα, αυτό είναι για γέλια! (Οι Ηθοποιοί γελάνε) Είδα τε; Γελάνε! (Θυμάται) Αλήθεια, μην το ξεχάσω. Πρέπει να κάνουμε διανομή. Αλλά, αυτό είν' εύκολο: οι ρόλοι είναι μοι ρασμένοι από μόνοι τους. (Στη Λεύτερη Ηθοποιό) Εσύ Μητέ ρα. (Στον Πατέρα) Να της βρούμε ένα όνομα. ΠΑΤΕΡΑΣ
Αμαλία. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Έ τ σ ι λένε τη γυναίκα σας. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το κανονικό της όνομα. ΠΑΤΕΡΑΣ
Γιατί όχι; Αφού αυτό είναι τ' όνομα της... Αλλά, εάν αυτή η κυρία παίξει το ρόλο... (Δείχνει με μια αόριστη κίνηση τη Δεύτε ρη Ηθοποιό) Ε γ ώ για Αμαλία έχω αυτήν! (Δείχνει τη Μητέρα) Όμως, εσείς κάντε όπως νομίζετε. (Σαστισμένος) Δεν ξέρω τι να π ω . . . Έ χ ω αρχίσει να... Πώς να το π ω . . . Ακόμα και τα δικά μου τα λόγια τ' ακούω αλλιώς, ψεύτικα, σαν να είναι αλλωνών.
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Αυτό μη σας απασχολεί, δεν είναι δική σας δουλειά. Θα βρούμε εμείς το σωστό τόνο της φωνής. Όσο για τ όνομα, αν θέλετε Αμαλία, τ' αφήνουμε Αμαλία και, ίσως, τ' αλλάζουμε αργό τερα. (Στον Νεαρό Ηθοποιό) Εσύ Γιος. (Στην Πρωταγωνίστρια)
Κι εσύ, φυσικά, Κόρη. ΚΟΡΗ
(Έντονα) Ορίστε; Εγώ, αυτή; (Ξεσπάει σε γέλια) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(θυμωμένος) Πού είναι το αστείο; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
(Αγανακτισμένη) Κανένας δεν έχει τολμήσει ποτέ να γελάσει μαζί μου! Απαιτώ σεβασμό, αλλιώς φεύγω! (Σηκώνεται
να φύγει)
ΚΟΡΗ
Συγγνώμη, δεν γέλασα μαζί σας. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στην Κόρη) Τιμή σας που θα σας υποδυθεί αυτή. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
(Αμέσως, φουντωμένη) Αυτή; Αυτή θα είμαι εγώ; ΚΟΡΗ
Συγγνώμη, δεν το είπα για σας, για μένα το είπα. Πώς εγώ να είμαι εσείς; Δεν μου μοιάζετε καθόλου! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ακριβώς. Γιατί, κύριε, η δική μας έκφραση...
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ποια «δική σας έκφραση»; Από που κι ως που έχετε «δική σας έκφραση»; Άκου πράγματα! ΠΑΤΕΡΑΣ
Τι, δεν έχουμε δική μας έκφραση; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ούτε κατά διάνοια! Η δική σας έκφραση είναι για το θέατρο το υλικό που θα το πάρουν οι ηθοποιοί και θα του δώσουν σάρκα και οστά, φωνή και κίνηση, με την τέχνη τους. Αυτοί εδώ που βλέπετε έχουν δώσει έκφραση σε πολύ πιο αξιόλογα υλικά απ' αυτό που μας φέρατε εσείς. Το υλικό που εσείς μας φέρνετε είναι πολύ ασήμαντο και, αν καταφέρει να σταθεί στη σκηνή, αυτό θα οφείλεται, πιστέψτε με, στους ηθοποιούς μου και μόνο. ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν τολμάω να έχω αντίρρηση, κύριε. Όμως, για μας είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία να καταλάβουμε τι θέλετε να κάνετε. Εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε, μ' αυτά τα σώμα τα, μ' αυτά τα πρόσωπα... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Τον διακόπτει ανυπόμονος) Ναι, ναι, με το μακιγιάζ διορθώνο
νται όλα. Με το μακιγιάζ ο ηθοποιός αλλάζει. ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, αλλά η φωνή, οι χειρονομίες... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Τέρμα η συζήτηση. Στη σκηνή δεν μπορείτε να παρουσια στείτε εσείς όπως είστε. Οι ηθοποιοί θα είναι αυτό που είστε, και τέρμα η συζήτηση!
ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτό το καταλαβαίνω. Αλλά τώρα καταλαβαίνω γιατί και ο συγγραφέας μας, που μας είδε ζωντανούς όπως είμαστε τώρα, δεν θέλησε να μας ανεβάσει στη σκηνή. Προς Θεού, δεν θέλω να προσβάλω τους ηθοποιούς σας. Όμως σκέφτομαι, αν δω να με υποδύεται στη σκηνή δεν ξέρω ποιος... ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Σηκώνεται υπεροπτικά και τον πλησιάζει, ακολουθούμενος από νεα ρές Ηθοποιούς που χαζογελάνε) Ε γ ώ , αν δεν έχετε αντίρρηση. ΠΑΤΕΡΑΣ
μου, κύριε. (Υποκλίνεται)Όμως, σκέ φτομαι πως, όση θέληση και να βάλετε, όση τέχνη και να επιστρατεύσετε για να μ' ενσαρκώσετε... (Με σεβασμό,
ήπια)Τιμή
(Σταματάει
σαστισμένος)
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Παρακαλώ, ολοκληρώστε! (Οι Ηθοποιοί γελάνε) ΠΑΤΕΡΑΣ
Λέω, όσο και να προσπαθήσει ο κύριος να μου μοιάσει, ακόμα και με μακιγιάζ... Εννοώ, μ' αυτό το ανάστημα... (Οι Ηθο ποιοί γελάνε) Θα είναι δύσκολο να με δείξει όπως είμαι. Θα προσπαθήσει να ερμηνέψει αυτό που είμαι, όπως εκείνος με νομίζει, όχι όπως ξέρω εγώ πως είμαι. Αυτό πρέπει να το έχουν υπόψη τους όσοι θα έρθουν να μας κρίνουν. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μη μου πείτε ότι ανησυχείτε από τώρα για τους κριτικούς! Οι κριτικοί ας πούνε ό,τι θέλουν. Εμάς η αγωνία μας είναι να στήσουμε το έργο. Αν μπορέσουμε! (Απομακρύνεται από όλους
και κοιτάζει γύρω) Ελάτε, ελάτε! Έτοιμο το σκηνικό; (Στους
Ηθοποιούς και στα Πρόσωπα) Φύγετε από τη μέση να βλέπω. (Κατεβαίνει στην πλατεία) Μη χάνουμε ώρα.
(Στην Κόρη, δεί
χνοντας το σκηνικό) Πώς σας φαίνεται; ΚΟΡΗ
Ποιο; Αυτό; Δεν έχει καμία σχέση! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Έλεος! Μα, τι, έχετε την απαίτηση να φτιάξουμε πάνω στη σκηνή το σαλονάκι της μαντάμ Πάτσε, έτσι όπως το ξέρα τε; (Στον Πατέρα) Είπατε ότι το δωμάτιο είχε στους τοίχους ταπετσαρία με λουλούδια; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, άσπρη. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Δεν πειράζει, εμείς έχουμε με ρίγες. Αυτές οι λεπτομέρειες δεν μετράνε. Τα έπιπλα είναι ό,τι πρέπει, νομίζω. Το τραπε ζάκι λίγο πιο μπροστά! (Ένας Τεχνικός μεταφέρει το τραπεζάκι. Στον Φροντιστή) Φέρε έναν φάκελο, γαλάζιο αν βρεις, και δώσε τον στον κύριο. (Δείχνει τον Πατέρα) ΦΡΟΝΤΙΣΤΉς
Απλό φάκελο; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ-ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, αλληλογραφίας! ΦΡΟΝΤΙΣΤΉς
Μάλιστα. (Βγαίνει) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Λοιπόν, ελάτε! Η πρώτη σκηνή με την κοπέλα. (Η Πρώτα-
γωνίστρια έρχεται στο κέντρο) Όχι, όχι ακόμα. Η κοπέλα. (Δεί χνει την Κόρη) Εσύ κάτσε στην άκρη και βλέπε... ΚΟΡΗ
(Αμέσως, προσθέτει) Πώς είναι ζωντανή. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
(Ενοχλείται) Μην ανησυχείτε. Ξέρω κι εγώ να τη ζωντανέ
ψ ω , όταν μου το επιτρέψουν. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Πιάνει το κεφάλι του) Κυρίες μου, κυρίες μου, τέρμα οι φλυα ρίες! Λοιπόν. Η πρώτη σκηνή είναι με την κοπέλα και τη μαντάμ Πάτσε. (Ανήσυχος στρέφει και κοιτάζει στην πλατεία) Πού είναι η μαντάμ Πάτσε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν είναι μαζί μας. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Και τώρα τι κάνουμε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Αλλά είναι πραγματικό πρόσωπο — και ζωντανή! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, αλλά πού είναι; ΠΑΤΕΡΑΣ
Μπορώ να το χειριστώ εγώ αυτό; (Στρέφει προς τις γυναίκες Ηθοποιούς) Μήπως θα είχατε την καλοσύνη να μου δανείσετε λίγο τα καπέλα σας; ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
(Απορώντας, το διασκεδάζουν και μιλάνε όλες μαζί) Τι; Τα καπέ
λα μας; Τι θέλει; Γιατί τα θέλει; Μη χειρότερα!
ΠΑΤΕΡΑΣ
Ω, τίποτα, θα τα βάλουμε στις κρεμάστρες για λίγο. Μήπως κάποιες κυρίες μπορούν να μου δανείσουν τα παλτά τους; ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Και τα παλτά μας; Μα, τρελός είναι; ΜΙΑ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Γιατί; Μόνο το παλτό; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, να τα κρεμάσουμε για λίγο εκεί. Σας ευχαριστώ. ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
(Γελώντας βγάζουν καπέλα,
παλτά, κασκόλ και τα κρεμάνε στις
κρεμάστρες) Γιατί όχι; Να, αυτό εδώ, αυτό εκεί. Τρελά πράγ ματα! Να βάλουμε και στη βιτρίνα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, και στη βιτρίνα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μπορείτε να μου πείτε γιατί γίνεται όλο αυτό; ΠΑΤΕΡΑΣ
Φυσικά. Άμα ετοιμάσουμε καλά το σκηνικό, μπορεί εκείνη... Άμα όλα τα πράγματα του μαγαζιού της είν' εδώ... Ποιος ξέρει...Μπορεί να παρουσιαστεί κι η ίδια μπροστά μας! (Τους φωνάζει να κοιτάξουν προς την πόρτα στο βάθος της σκηνής) Κοι τάξτε! Κοιτάξτε! (Ανοίγει η πόρτα στο βάθος, μπαίνει η μαντάμ Πάτσε και προχωρεί μερι κά βήματα μπροστά. Είναι μια μέγαιρα, υπερβολικά ογκώδης, που φοράει χτυπητή καροτί περούκα με μπηγμένο στη μια πλευρά της ένα κατακόκ κινο τριαντάφυλλο, σαν Σπανιόλα. Βαμμένη έντονα, φοράει ένα χυδαίο αλλά κομψό μεταξωτό φόρεμα, κρατάει βεντάλια φτιαγμένη από φτερά στο ένα χέρι και τσιγάρο στο άλλο. Μόλις τη βλέπουν οι Ηθοποιοί και ο Θιασάρ-
χης, βγάζουν κραυγές τρόμου και εγκαταλείπουν τη σκηνή κατεβαίνοντας γρήγορα τις σκαλίτσες και προχωρώντας στους διαδρόμους της πλατείας. Αντίθετα, η Κόρη προς τη μαντάμ Πάτσε με όλο το σεβασμό που δείχνει κάποιος μπροστά στο αφεντικό του) ΚΟΡΗ
(Τρέχοντας κοντά της) Να τ η !
Να τ η !
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Με πλατύ χαμόγελο) Αυτή είναι! Τι σας έλεγα; Να τ η ! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Συνέρχεται από το πρώτο σοκ, αγανακτισμένος) Μα, τι κόλπα
είν' αυτά; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Σχεδόν ταυτόχρονα με τους άλλους) Τι διάολο συμβαίνει; Ν Ε Α Ρ Ο Σ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Από πού τη βγάλανε αυτή; Ν Ε Α Ρ Η ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Την είχανε κρυμμένη! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Ταχυδακτυλουργικό τρικ! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Υψώνει τη φωνή του να υπερκαλύψει τις άλλες) Μια στιγμή! Για
χάρη μιας φτηνής, ρεαλιστικής αλήθειας πάτε να καταστρέ ψετε ένα θαύμα; Το θαύμα μιας οντότητας που σχηματίζε ται, γεννιέται και παρουσιάζεται από την ίδια τη δραματουρ γική εξέλιξη πάνω στη σκηνή; Μιας οντότητας που έχει παραπάνω από σας δικαίωμα να βρίσκεται εδώ, γιατί είναι πιο αληθινή από σας; Ποια από σας, τις Ηθοποιούς θα παίξει μετά τη μαντάμ Πάτσε; Ε, λοιπόν, να η αληθινή μαντάμ Πάτσε! Παραδεχτείτε πως, όποια ηθοποιός την παίξει, δεν
θα είναι τόσο αυθεντική όσο η μαντάμ, αυτοπροσώπως! Εί δατε; Η κόρη μου την αναγνώρισε αμέσως κι έτρεξε κοντά της. Και τώρα θα δείτε τη σκηνή. (Διστακτικά ο Θιασάρχης και οι Ηθοποιοί ανεβαίνουν κχι πάλι στη σκηνή και παίρνουν τις προηγούμενες θέσεις τους. Όμως η σκηνή μεταξύ της Κόρης και της μαντάμ Πάτσε έχει αρχίσει ήδη, από την ώρα που οι Ηθο ποιοί σχολίαζαν και ο Πατέρας εξηγούσε, και παιζόταν χαμηλόφωνα και τόσο φυσικά που θα ήταν αδύνατο να παιχτεί στο θέατρο. Όταν, λοιπόν, ο Πατέρας επισημαίνει στους Ηθοποιούς τη συνομιλία των δύο γυναικών, η μαντάμ Πάτσε έχει ήδη το χέρι της στο πιγούνι της Κόρης για να της ανασηκώσει το κεφάλι και οι Ηθοποιοί την ακούνε να μιλάει ακατάληπτα στην Κόρη. Ακούνε προσεκτικά, μετά από μερικές στιγμές απογοητεύο νται) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Λοιπόν; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Τι λέει; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Δεν βγάζω λέξη. Ν Ε Α Ρ Ο Σ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Πιο δυνατά! Πιο δυνατά! ΚΟΡΗ
(Αφήνει τη μαντάμ Πάτσε, που μένει να χαμογελάει παράξενα, και πλησιάζει τους Ηθοποιούς) Πιο δυνατά; Τι πιο δυνατά; Αυτά τα
πράγματα δεν λέγονται πιο δυνατά. Ε γ ώ τα είπα δυνατά πριν λίγη ώρα για να ντροπιάσω αυτόν! (Δείχνει τον Πατέρα) Για να τον εκδικηθώ! Αλλά, για τη μαντάμ είναι αλλιώς: αν τα πω δυνατά, θα πάει φυλακή! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μωρέ, τι μας λέτε! Δεσποινίς μου, στο θέατρο πρέπει ν'
ακούγεστε! Αυτό δεν το καταλαβαίνετε; Αν δεν σας ακούμε εμείς, που είμαστε δίπλα σας στη σκηνή, τι θα γίνει με το κοινό; Η σκηνή πρέπει να κατεβαίνει στον κόσμο! Εσείς θα μιλάτε δυνατά, γιατί υποτίθεται πως δεν σας ακούει κανέ νας. Εννοώ, εμείς βρισκόμαστε εδώ γιατί είναι πρόβα. Κανο νικά, είστε μόνες σας, στο δωματιάκι πίσω από το μαγαζί, και δεν σας ακούει κανένας. (Η Κόρη, με χαμόγελο ατόμου που γνωρίζει, κουνάει επανειλημμένα το κεφάλι και το χέρι της νευοντας αρνητικά) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Γιατί όχι; ΚΟΡΗ
(Με μυστηριώδες ύφος, ψιθυρίζοντας) Γιατί υπάρχει κάποιος,
κύριε, που θα μας ακούσει, αν αυτή μιλήσει δυνατά. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ανήσυχος) Τι, θα μας φέρετε κι άλλον; (Οι Ηθοποιοί ετοιμάζονται να ξαναφύγουν από τη σκηνή) ΠΑΤΕΡΑΣ
Όχι, όχι, εμένα εννοεί! Ε γ ώ πρέπει να είμαι πίσω απ' αυτή την πόρτα και να περιμένω. Και η μαντάμ ξέρει πως είμ' εδώ, άρα, με συγχωρείτε, πάω να σταθώ εκεί για να είμαι έτοιμος να μπω. (Προχωρεί μερικά βήματα προς το βάθος της σκηνής) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Τον σταματάει) Όχι, περιμένετε. Πάνω στη σκηνή σεβόμα στε τη θεατρική σύμβαση. Πριν πάτε εκεί... ΚΟΡΗ
(Τον διακόπτει) Αχ, όχι, αφήστε τον. Πεθαίνω να κάνω αυτή
τη σκηνή. Μιας και είναι αυτός έτοιμος, εγώ είμαι πανέτοι μη! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Φωνάζει) Μα, πρώτα πρέπει να περάσουμε καθαρά τη δική
σας σκηνή μ' αυτήν. (Δείχνει τη μαντάμ Πάτσε) Δεν καταλα βαίνετε; ΚΟΡΗ
Θεέ μου! Εσείς δεν καταλαβαίνετε! Αφού ξέρετε ήδη τι μου είπε. Ότι το ράψιμο της μάνας μου είναι χάλια, ότι χάλασε πάλι το φόρεμα και ότι εγώ πρέπει να δείξω κατανόηση για να συνεχίσει να μας συντρέχει στη φτώχεια μας. ΜΑΝΤΑΜ ΠΑΤΣΕ
(Προχωρεί μπροστά πολύ αεράτη) Σι, σενιόρ. Εγκώ ντεν τρώει παράδες ντε λα χήρα ε παιντιά! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Σχεδόν έντρομος) Τι, έτσι μιλάει; (Όλοι οι Ηθοποιοί γελάνε ηχηρά) ΚΟΡΗ
(Γελώντας και αυτή) Ναι, έτσι: μισο-ισπανικά!
Είναι πολύ
αστείο. ΜΑΝΤΑΜ ΠΑΤΣΕ
Ντεν αρέσω μου γελάτε κον με. Γιο προσπαθώ μιλάω καθα ρά, σενιόρ. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Όχι, όχι, όπως ξέρετε θα μιλάτε, μαντάμ. Θαύμα — δεν γίνε ται καλύτερο! Θα έχουμε μια νότα κωμωδίας σ' αυτή την τόσο απάνθρωπη σκηνή. Έ τ σ ι θα μιλάτε. Θαύμα!
ΚΟΡΗ
Θαύμα; Γιατί όχι; Με τον τρόπο που τα λέει, όλα θα φαίνο νται πιο αστεία. Σκεφτείτε τη να λέει ότι ένας «μούτσο γ έ ρος» περιμένει «κάνετε λόγο μπαλαμούτι»! Ε, μαντάμ; ΜΑΝΤΑΜ ΠΑΤΣΕ
Δεν είναι μούτσο γέρος, μα ούτε μούτσο νέος. Γέρος έχει παράδες, μα νέος έχει νάδα! (Η Μητέρα πετάγεται όρθια, δεν της έδιναν καμία σημασία. σπαθούν να τη συγκρατήσουν. ρούκα της μαντάμ Πάτσε και
προς μεγάλη έκπληξη των Ηθοποιών, που Όταν φωνάζει, όλοι ξαφνιάζονται και προ Όμως η Μητέρα ορμάει, αρπάζει την πε την πετάει στο πάτωμα)
ΜΗΤΕΡΑ
Βρόμα! Δολοφόνα! Το κορίτσι μου! ΚΟΡΗ
(Τρέχει και συγκρατεί τη Μητέρα) Όχι, μαμά, όχι, σε παρακα
λώ! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Τρέχει και αυτός) Ηρέμησε, ηρέμησε! Έ λ α , κάθισε! ΜΗΤΕΡΑ
Πάρτε την από 'δώ! ΚΟΡΗ
(Στον Θιασάρχη, που έχει επίσης πλησιάσει) Δεν είναι δυνατόν να
μείνει εδώ η μητέρα μου. ΠΑΤΕΡΑΣ
(Μιλάει και αυτός στον Θιασάρχη. Χαμηλόφωνα) Δεν μπορούν να είναι και οι δύο μαζί. Γι' αυτό δεν είχαμε και τη μαντάμ μαζί μας όταν ήρθαμε. Αν συναντηθούν από τώρα, το τέλος θα έρθει πριν την ώρα του.
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Δεν πειράζει! Δεν πειράζει! Στο πρώτο σχεδίασμα είμαστε ακόμα. Όλα είναι χρήσιμα, έστω και μπερδεμένχ, γιατί εγώ μαζεύω στοιχεία. (Στρέφει στη Μητέρα και την παίρνει να την καθίσει στη θέση της) Ελάτε, καθίστε και ηρεμήστε. ΚΟΡΗ
Εσείς συνεχίστε, μαντάμ. ΜΑΝΤΑΜ ΠΑΤΣΕ
(Πειραγμένη) Α, νο! Γκράθιε, αλλά με τη μάδρε σου εδώ, δεν
συνεχάω πορ νάδα! ΚΟΡΗ
Συνεχίστε. Είχαμε μείνει στο «μούτσο γέρος» που ήθελε «λίγο μπαλαμούτι». (Στρέφει στους άλλους και λέει επιτακτικά) Αυτή η σκηνή πρέπει να παιχτεί — τώρα μάλιστα! (Στη μα ντάμ Πάτσε) Εμπρός, πηγαίνετε να του πείτε να περάσει. ΜΑΝΤΑΜ ΠΑΤΣΕ
Θα π ά ω . Σεγούρα... (Αρπάζει την περούκα, κοιτάζει άγρια τους Ηθοποιούς που χειροκροτούν την έξοδο της γελώντας ηχηρά και βγαίνει) ΚΟΡΗ
(Στον Πατέρα) Μπαίνεις εσύ. Όχι, μη γυρνάς προς τα εκεί.
Έ λ α 'δώ! Μόλις μπήκες. Λοιπόν: εγώ στέκομαι σεμνά, με το βλέμμα στο πάτωμα, εσύ έρχεσαι και μιλάς! Θα το πεις με αλλιώτικη φωνή, όπως κάποιος που έρχεται απέξω, « Κ α λημέρα, κορίτσι μου». ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Έχει κατέβει από τη σκηνή) Να τα μας! Δεν μου λέτε, δε
σποινίς, ποιος είναι ο σκηνοθέτης εδώ μέσα, εσείς ή εγώ;
(Στον Πατέρα, που κοιτάζει αμήχανος και αβέβαιος) Πηγαίνετε
στο βάθος, χωρίς να βγείτε, κι ελάτε πάλι μπροστά. (Σαστισμένος ο Πατέρας κάνει αυτό που του λέει ο Θιασάρχης. Είναι κατάχλομος, γιατί έχει ήδη μπει στην πραγματικότητα της ζωής του που τώρα αναπαριστάνει. Καθώς έρχεται από το βάθος της σκηνής, χαμογε λάει σαν να μην υποψιάζεται το δράμα που θα ξεσπάει πάνω του. Οι Ηθο ποιοί παρακολουθούν με προσοχή τη σκηνή που αρχίζει) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Χαμηλόφωνα, λέει βιαστικά στον Υποβολέα) Το νου σου να γρά
φεις ό,τι ακούς. Η ΣΚΗΝΗ ΠΑΤΕΡΑΣ
(Προχωρείμε καινούργιο τόνο στη φωνή του) Καλημέρα, κορίτσι
μου. ΚΟΡΗ
(Με το κεφάλι κατεβασμένο,
συγκρατώντας
την αποστροφή
της)
Καλημέρα. ΠΑΤΕΡΑΣ (Την κοιτάζει εξεταστικά κάτω από το καπελάκι που της κρύβει το
μισό πρόσωπο. Βλέπει ότι είναι πάρα πολύ νέα και αναφωνεί σαν να μιλάει μόνος του, αρκετά ικανοποιημένος από αυτό που είδε αλλά και αρκετά φοβισμένος μήπως εμπλακεί σε επικίνδυνη περιπέτεια) Α,
μπα! Λέω, δεν είναι η πρώτη φορά, ελπίζω, που έρχεσαι εδώ. ΚΟΡΗ
Όχι, κύριε. ΠΑΤΕΡΑΣ
Έχεις ξανάρθει; (Η Κόρη κουνάει καταφατικά το κεφάλι) Πολ-
λές φορές; (Περιμένει την απάντηση της. Προσπαθεί και πάλι να διακρίνει κάτω από το καπελάκι της. Χαμογελάει και μετά λέει)
Άρα, μη στεκόμαστε έτσι... Μου επιτρέπεις να σου βγάλω το καπελάκι; ΚΟΡΗ
(Αμέσως, για να τον προλάβει, χωρίς να μπορεί να κρύψει το φόβο
και την αηδία της) Όχι! Θα το βγάλω ε γ ώ ! (Βγάζει σπασμωδικά το καπέλο. Η Μητέρα, ο Γιος και τα δύο μικρότερα παιδιά, που είναι πάντα κολλημένα πάνω της, παρακολουθούν τη σκηνή. Βρίσκονται και οι τέσσερις μόνοι τους, απέναντι από την πλευρά όπου είναι μαζεμένοι όλοι οι Ηθοποιοί. Η Μητέρα παρακολουθεί τα λόγια και τις κινήσεις του Πατέρα και της Κόρης και το πρόσωπο της παίρνει διάφορες εκφράσεις —θλίψης, περιφρόνησης, αγωνίας, φρίκης— ενώ συχνά κρύβει το πρόσωπο της και κλαίει) ΜΗΤΕΡΑ
Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Σταματάει σαν μαρμαρωμένος,
όταν ακούει τον πρώτο αναστεναγ
μό. Μετά συνεχίζει στον προηγούμενο τόνο) Έ λ α , δώσ' το μου.
Θα το κρεμάσω εγώ. (Παίρνει το καπέλο από το χέρι της Κόρης) Έ ν α τόσο όμορφο και χαριτωμένο κεφαλάκι έπρεπε να φο ράει πιο καλό καπέλο. Θα με βοηθήσεις να διαλέξω ένα απ' αυτά που έχει η μαντάμ; Ε; Ν Ε Α Ρ Η ΗΘΟΠΟΙΟΣ
(Διακόπτει) Εεε! Σιγά! Αυτά είναι τα δικά μας καπέλα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Αμέσως, θυμωμένος) Ησυχία, που να πάρει ο διάολος! Όχι εξυπνάδες τώρα! Πρόβα κάνουμε! (Στην Κόρη) Σας παρακα λ ώ , δεσποινίς, πάμε από εκεί που σταματήσατε.
ΚΟΡΗ
(Συνεχίζει) Όχι, δεν θα μπορέσω, κύριε. ΠΑΤΕΡΑΣ
Ε, μη μου λες όχι! Διάλεξε ένα — να, αυτό είναι πολύ ωραίο. Θα ευχαριστηθεί και η μαντάμ: γι' αυτό τα έχει εδώ, α π λ ω μένα στη σειρά. ΚΟΡΗ
Όχι, κύριε, δεν κάνει! ΠΑΤΕΡΑΣ
Σκέφτεσαι τι θα πουν στο σπίτι, άμα σε δουν με καινούργιο καπέλο; Έ λ α τώρα! Δεν ξέρεις τι να κάνεις; Ε γ ώ θα σου πω τι θα πεις στο σπίτι; ΚΟΡΗ
(Οργισμένη, δεν αντέχει άλλο) Δεν είναι γι' αυτό. Δεν κάνει να
φορέσω κανένα καπέλο, γιατί... Μα, δεν βλέπετε; (Δείχνει το μαύρο φόρεμα της) ΠΑΤΕΡΑΣ
Α, έχετε πένθος! Συγγνώμη. Σωστά, τώρα το πρόσεξα. Συγγνώμη, ειλικρινά συγγνώμη. ΚΟΡΗ
(Μαζεύει όλο το κουράγιο της, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρύψει την περιφρόνηση και την αποστροφή της) Φτάνει! Μη συνεχίζε
τε! Ούτε να με λυπάστε πρέπει, ούτε να ζητάτε συγγνώμη. Αντίθετα, εγώ πρέπει να σας ευχαριστήσω. Σας παρακαλώ, ξεχάστε αυτό που είπα. Γιατί, κι εγώ, καταλαβαίνετε... (Προσπαθεί να χαμογελάσει και προσθέτει) Πρέπει να ξεχάσω πως φοράω αυτά τα ρούχα. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ (Διακόπτει,
απευθυνόμενος στον
Υποβολέα και ανεβαίνοντας
πάλι
στη σκηνή) Περίμενε, περίμενε! Μη γράψεις την τελευταία
ατάκα. (Στρέφει στον Πατέρα και στην Κόρη) Καλά πάει, πολύ καλά! (Μετά, μόνο στον Πατέρα) Κι εδώ θα βάλουμε αυτά που μου είπατε. Ε; (Στους Ηθοποιούς) Ωραία η σκηνή του καπέ λου. ΚΟΡΗ
Μα, τώρα είναι το καλύτερο! Γιατί δεν συνεχίζουμε; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Περιμένετε λίγο. (Στρέφει, πλησιάζει τους Ηθοποιούς) Φυσικά, θα το φτιάξουμε λίγο πιο ανάλαφρο. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Είναι και κάπως άρρυθμο. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Ναι, μωρέ, αυτά θα τα βρούμε — σιγά το πράγμα! (Στον Πρωταγωνιστή) Θα το πάμε πρόβα τώρα; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Ναι, από εκεί που μπαίνω εγώ. (Πηγαίνει στο βάθος της σκηνής και βγαίνει) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στην Πρωταγωνίστρια) Ναι. Ακούστε. Μόλις έχεις τελειώσει τη σκηνή σου με τη μαντάμ Πάτσε, που θα σας τη γράψω αργότερα. Τώρα εσύ στέκεσαι εδώ. (Η Πρωταγωνίστρια πηγαί νει στην αντίθετη πλευρά) Πού πας; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Να πάρω το καπέλο μου. (Πηγαίνει και παίρνει το καπέλο από την κρεμάστρα)
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Σωστά. Έτοιμη; Εσύ στέκεσαι εδώ, με το κεφάλι κατεβα σμένο. ΚΟΡΗ
(Χαμογελάει, διασκεδάζοντας) Μα, δεν φοράει μαύρα! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Θα βάλω, όταν θα 'ρθει η ώρα, και θα 'μαι και κούκλα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Εσείς, σιωπή! Πηγαίνετε στην άκρη και τα μάτια σας ορθά νοιχτα: κάτι μπορεί να μάθετε! (Χτυπάει τα χέρια του) Εμπρός! Έτοιμοι; Πάμε από την είσοδο του Πατέρα! (Κατεβαίνει από τη σκηνή για να βλέπει καλύτερα. Η πόρτα στο βάθος του σκηνικού ανοίγει και ο Πρωταγωνιστής μπαίνει με το άνετο ύφος γεροκατακτητή. Το παίξιμο της ακόλουθης σκηνής από τους Ηθοποιούς πρέ πει από την αρχή να είναι τελείως διαφορετικό, χωρίς να υπάρχει το παρα μικρό ίχνος παρωδίας, αντίθετα πρέπει να υποδηλώνει πρόβα επαγγελμα τική. Φυσικά, ο Πατέρας και η Κόρη δεν αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στον Πρωταγωνιστή και στην Πρωταγωνίστρια, τους ακούν να προφέρουν τα δικά τους λόγια διαφορετικά και αντιδρούν ποικιλοτρόπως με χειρονο μίες, χαμόγελα ή και ανοιχτές διαμαρτυρίες, δείχνοντας την απορία, την κατάπληξη ή και την απογοήτευση τους. Η φωνή του Υποβολέα ακούγε ται καθαρά, όταν λέει στους Ηθοποιούς τις ατάκες) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Καλημέρα, κορίτσι μου. ΠΑΤΕΡΑΣ
(Αμέσως, δεν μπορεί να συγκρατηθεί) Ε, όχι! (Η Κόρη, βλέποντας τον Πρωταγωνιστή να μπαίνει με αυτό τον τρόπο, βάζει τα γέλια) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Έξαλλος) Ησυχία! Μη γελάτε! Δεν κάνουμε δουλειά έτσι!
ΚΟΡΗ
(Προχωρεί στο προσκήνιο) Συγγνώμη, αλλά δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Βέβαια, η δεσποινίς (Δείχνει την Πρωταγωνίστρια) έμεινε στη θέση της ακίνητη, εκεί που θα στεκόμουν εγώ. Αλλά, αν στεκόμουν εκεί κι άκουγα να μου λέει καλημέρα μ' αυτό τον τρόπο, θα έσκαγα στα γέλια, όπως κι έκανα. ΠΑΤΕΡΑΣ
(Κάνει και αυτός μερικά βήματα μπροστά) Ναι, έχει δίκιο. Ο
τρόπος, η φωνή... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ποιος τρόπος και ποια φωνή! Φύγετε από 'κεί κι αφήστε με να κάνω πρόβα! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Έρχεται στο προσκήνιο) Αφού παίζω γέρο που μπαίνει σε ύπο
πτο σπίτι... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μην τους δίνεις σημασία. Συνέχισε! Καλά το έπιασες. (Πε ριμένει να αρχίσει πάλι ο Πρωταγωνιστής) Έ λ α , πάμε! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Καλημέρα, κορίτσι μου. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Καλημέρα. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Επαναλαμβάνει τις κινήσεις του Πατέρα, δηλαδή κοιτάζει κάτω από το καπέλο, αλλά στη συνέχεια εκφράζει χωριστά τα δύο συναι σθήματα, πρώτα την ικανοποίηση και μετά το φόβο του) Α, μπα!
Λέω, δεν είναι η πρώτη φορά, νομίζω, που... ΠΑΤΕΡΑΣ
(Δεν μπορεί, πετάγεται)Όχι «νομίζω», « ε λ π ί ζ ω » !
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Λέει «ελπίζω» και το ρήμα του κρύβει ερώτηση. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Δείχνει τον Υποβολέα) Ε γ ώ άκουσα «νομίζω». ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά, καλά, τι «νομίζω», τι « ε λ π ί ζ ω » . Αρκεί το ρήμα σου να κρύβει ερώτηση. Έ λ α , συνέχισε. Μόνο, πρόσεχε, είσαι λίγο υπερβολικός. Να, κοίτα! (Ανεβαίνει στη σκηνή, πηγαίνει στην είσοδο και παίζει ο ίδιος από την αρχή το ρόλο) Καλημέρα, κορίτσι μου. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Καλημέρα. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Α, μπα! Λέω... (Στρέφει στον Πρωταγωνιστή να του δείξει ακρι βώς τον τρόπο που πρέπει να κοιτάζει κάτω από το καπέλο) Κατά λαβες; Έκπληξη, ανησυχία, ικανοποίηση. (Μετά, στην Πρω ταγωνίστρια) Δεν είναι η πρώτη φορά, ελπίζω, που έρχεσαι εδώ. (Πάλι στον Πρωταγωνιστή) Κατάλαβες; (Στην Πρωταγω νίστρια) Κι εσύ λες, «Όχι, κύριε». (Στον Πρωταγωνιστή) Έ τ σ ι πάει, με souplesse! (Κατεβαίνει από τη σκηνή) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Όχι, κύριε. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Έχεις ξανάρθει; Πολλές φορές; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Όχι, όχι, όχι! Άσ' τηνε πρώτα ν' απαντήσει. «Έχεις ξανάρ θει»;
(Η Πρωταγωνίστρια σηκώνει λίγο το κεφάλι της, τα μάτια της είναι μι σόκλειστα από πόνο και αηδία και όταν ο Θιασάρχης λέει, «Τώρα!» κου νάει δύο φορές το κεφάλι της) ΚΟΡΗ
(Αυθόρμητα) Ω
Θεέ μου!
(Αμέσως βάζει την παλάμη στο στόμα για να πνίξει το γέλιο της) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Τι έγινε πάλι; ΚΟΡΗ
(Αμέσως) Τίποτα, τίποτα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον πρωταγωνιστή) Έ λ α , λέγε. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Πολλές φορές; Άρα, μη στεκόμαστε έτσι... Μου επιτρέπεις να σου βγάλω το καπελάκι; (Οι κινήσεις και ο τρόπος έκφρασης του Πρωταγωνιστή κάνουν την Κόρη, αν και κρατάει το στόμα με τα χέρια της, να γελάει ασυγκράτητα και δυνατά) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
(Στρέφει αγανακτισμένη) Ε, όχι, δεν γίνομαι νούμερο για να
γελάει αυτή! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Ούτε κι ε γ ώ ! Αρκετά! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στην Κόρη, ουρλιάζοντας) Πάψε πια! Βγάλε το σκασμό! ΚΟΡΗ
Ναι, συγγνώμη... Συγγνώμη.
πως φοράω αυτά τα ρούχα, ξέρετε τι μου απάντησε; «Ωραία, να τα βγάλουμε για να ξεχάσουμε. Να το βγάλουμε αυτό το μαύρο φορεματάκι!» ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, αυτό μας έλειπε! Και να γίνει χαμός στην πλατεία! ΚΟΡΗ
Μα, αυτό μου είπε! Αλήθεια! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Αυτό σας είπε! Αλήθεια! Εδώ είμαστε θέατρο και η αλήθεια είναι μέχρις ενός σημείου! ΚΟΡΗ
Δηλαδή, εσείς τι θέλετε να κάνετε; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Θα δείτε! Θα δείτε! Αφήστε το σ' εμένα! ΚΟΡΗ
Α, όχι, δεν γίνεται. Ξέρω τι θέλετε να κάνετε. Ε γ ώ θα λέω τους λόγους, τον ένα πιο σκληρό και πρόστυχο από τον άλλο, που με κατάντησαν αυτό που έγινα, κι εσείς θα κάνετε ένα γλυκανάλατο, δακρύβρεχτο μελό! Θα τον βάλετε να με ρω τήσει γιατί φοράω μαύρα και θα θέλετε ν' απαντήσω μέσα στο κλάμα ότι έχασα τον πατέρα μου πριν από δύο μήνες. Α, όχι, αυτό δεν το δέχομαι! Αυτός πρέπει να πει αυτό που είπε, « Ν α το βγάλουμε αυτό το μαύρο φορεματάκι». Κι εγώ, με την καρδιά μου μαυρισμένη από το πρόσφατο πένθος, να πάω εκεί, πίσω από το παραβάν και, με δάχτυλα που τρέμουν από τη ντροπή και την αηδία, να βγάλω το φόρεμα, να ξεκου μπώσω το σουτιέν...
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Πιάνει με τις παλάμες το κεφάλι του) Για όνομα του Θεού! Τι
λέτε! ΚΟΡΗ
(Φωνάζει, μέσα στην υστερία) Την αλήθεια! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Nat, κοπέλα μου, δεν το αρνιέμαι, και καταλαβαίνω τη φρί κη που νιώσατε, όμως πρέπει κι εσείς να καταλάβετε πως αυτά τα πράγματα δεν μπορώ να τα βάλω στην παράσταση. ΚΟΡΗ
Δεν μπορείτε; Τότε, ευχαριστώ πολύ, εγώ δεν έχω δουλειά εδώ. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, ακούστε... ΚΟΡΗ
Όχι! Φεύγω! Δεν έχω δουλειά εδώ. Αυτά που θα γίνουν στην παράσταση καθίσατε εσείς μ' αυτόν (Δείχνει τον Πατέρα) μέσα και τα κανονίσατε! Αυτός θέλει να φτάσουμε γρήγορα γρή γορα στο μέρος που αρχίζει να μονολογεί για τις ψυχικές του αγωνίες. Όμως, εγώ θέλω να δείξω το δικό μου δράμα! Το δικό μου! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ενοχλημένος, αλλά και βαριεστημένος) Άντε πάλι με το δικό σας δράμα! Μα, δεν υπάρχει μόνο το δικό σας δράμα, υπάρ χει και το δράμα των άλλων. Το δικό του (Δείχνει τον Πατέρα) και της μητέρας σας. Στο θέατρο δεν προβάλλουμε το ένα πρόσωπο σε βάρος των άλλων. Όλα υπακούουν σε μια αρμο νία που δείχνει αυτό που πρέπει να παρουσιαστεί καθαρά. Ξέρω πολύ καλά πως ο καθένας μας έχει μέσα του ολόκληρη
τη ζωή του, που θέλει να την αποκαλύψει. Όμως, εδώ είναι η δυσκολία: πώς θα καταφέρεις να δείξεις μερικά στοιχεία ενός ατόμου που κρίνονται απαραίτητα σε συνάρτηση με τους άλλους και από αυτά τα μερικά στοιχεία να περιγράφεται καθαρά η υπόλοιπη ζωή του ατόμου, που έμεινε αφανέρωτη. Φυσικά, θα ήτανε πολύ πιο εύκολο κάθε πρόσωπο να κάνει έναν μονόλογο ή κάτι σαν διάλεξη και να ξεφουρνίζει στο κοι νό όλα τα εσώψυχά του. Όμως, δεν λειτουργεί έτσι το θέα τρο. (Καλοπροαίρετα και με διάθεση συμφιλίωσης) Γι' αυτό πρέ πει να συγκρατηθείτε, δεσποινίς — για το δικό σας το καλό. Γιατί μπορεί στους θεατές να κάνει κακή εντύπωση και η μανία σας και η αποστροφή σας όταν, κατά δική σας ομολο γία, είχατε γνωρίσει αρκετούς άντρες πριν από αυτόν στο μαγαζάκι της μαντάμ Πάτσε! ΚΟΡΗ
(Παύση. Σκέφτεται για λίγο. Μιλάει με χαμηλωμένο κεφάλι) Έ χ ε τ ε
δίκιο. Αλλά και όλοι οι άλλοι για μένα ήταν πάλι αυτός! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Δεν καταλαβαίνει) Ε; Τι; Δεν κατάλαβα. ΚΟΡΗ
Άμα κάποιος αμαρτήσει, κύριε, υπεύθυνος είναι πάντα αυτός που του προκάλεσε το πρώτο παραστράτημα. Και στην πε ρίπτωση μου ήταν αυτός, πριν ακόμα γεννηθώ! Κοιτάξτε τον και θα δείτε πως λέω αλήθεια! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μάλιστα! Δηλαδή, για σας δεν μετράει καθόλου το βάρος που νιώθει στη συνείδηση του; Ε, τότε, αφήστε τον να μας το δείξει.
ΚΟΡΗ
Μα, πώς; Πώς θα δείξει όλες τις «ευγενικές του τύψεις» και την «ηθική του συντριβή», άμα δεν τον αφήσετε πρώτα να δείξει τη φρίκη του εκείνης της στιγμής που καταλαβαίνει τα πάντα: ότι κρατάει στην αγκαλιά του μια κοπέλα που την είχε αναγκάσει να βγάλει το πένθιμο φόρεμα της, και ότι αυτή η κοπέλα είναι το κοριτσάκι που κάποτε περίμενε στην έξοδο του σχολείου, γυναίκα τώρα πια, και μάλιστα παρα στρατημένη! (Τα τελευταία λόγια τα λέει με φωνή που τρέμει από τη συγκίνηση. Η Μητέρα την ακούει, νιώθει να την πνίγει ο πόνος, στην αρχή αφήνει μερικά πνιχτά βογκητά και στη συνέχεια ξεσπάει σε ασυγκράτητο κλάμα. Όλοι έχουν συγκινηθεί. Παύση) ΚΟΡΗ
(Μόλις η Μητέρα ησυχάζει λίγο, η Κόρη συνεχίζει βλοσυρή και με αποφασιστικότητα) Τώρα είμαστε μεταξύ μας και το κοινό δεν ξέρει τίποτα για μας. Και αύριο εσείς θα κάνετε παράσταση τη ζωή μας, με τον τρόπο που εσείς νομίζετε. Όμως, δεν θέλετε να δείτε το αληθινό δράμα; Δεν θέλετε να ξεσπάσει μπροστά σας, έτσι όπως έγινε στ' αλήθεια; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, φυσικά, γιατί έτσι θα πάρω περισσότερα στοιχεία... ΚΟΡΗ
Τότε, βγάλτε έξω τη Μητέρα. ΜΗΤΕΡΑ
(Πετάγεται όρθια και το ήσυχο κλάμα της γίνεται δυνατή κραυγή)
Όχι! Όχι! Μην την αφήσετε, μην την αφήσετε να το κάνει αυτό, κύριε!
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, δεν θα γίνει τίποτα, κυρία μου. Θα αποκριθούν ότι γίνε ται, για να το δούμε εμείς. ΜΗΤΕΡΑ
Όχι, δεν το μπορώ, δεν το μπορώ! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, αφού έγινε ό,τι έγινε, δεν καταλαβαίνω γιατί αντιδράτε έτσι. ΜΗΤΕΡΑ
Όχι! Γιατί θα γίνει και τώρα και θα γίνεται αιώνια. Και ο πόνος ο δικός μου δεν θα τελειώσει ποτέ, κύριε! Δεν το κατα λαβαίνετε αυτό; Ξαναζώ κάθε στιγμή του σπαραγμού μου, που επανέρχεται ολοζώντανος συνέχεια! Και αυτά τα δύο μικρά, τα ακούσατε να μιλάνε; Δεν μπορούν να μιλήσουν, κύριε! Μένουν συνέχεια γαντζωμένα πάνω μου για να κρα τάνε ζωντανό τον πόνο μου, αλλά για τον εαυτό τους δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν πια. Κι αυτή (Δείχνει την Κόρη) το 'σκασε, έφυγε μακριά μου και καταστράφηκε. Αν τώρα τη βλέπω εδώ μπροστά μου, ένας είναι ο λόγος: για να μου ξα ναφέρνει πάντα ζωντανό κι αμείωτο τον πόνο που για χάρη της ένιωσα. ΠΑΤΕΡΑΣ
Η αιώνια στιγμή, όπως σας έλεγα, κύριε. Αυτή (Δείχνει την Κόρη) βρίσκεται εδώ για να μ' αρπάξει και να με κρατήσει μετέωρο στο δόκανο εκείνης της μοναδικής επαίσχυντης στιγμής της ζωής μου. Της είναι αδύνατο να παραιτηθεί από το ρόλο αυτό, κύριε, κι εσείς δεν μπορείτε να με απαλλάξετε από τη μοίρα μου.
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, εγώ δεν είπα ότι δεν θα την παρουσιάσουμε. Αντίθετα θα είναι ο πυρήνας της Πρώτης Πράξης, μέχρι να σας αιφνιδιά σει αυτή. ΚΟΡΗ
(Δείχνει τη Μητέρα) Ακόμα έχω την κραυγή της στ' αφτιά
μου. Μπορείτε να με δείξετε όπως θέλετε, κύριε, δεν με νοιά ζει καθόλου! Και ντυμένη, αν θέλετε, αρκεί τα μπράτσα μου να είναι γυμνά γιατί, προσέξτε με, καθώς στεκόμουν έτσι (Πλησιάζει τον Πατέρα και γέρνει το κεφάλι της στο στήθος του)
με το κεφάλι μου γερμένο έτσι και τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του, είδα μια φλέβα να χτυπάει εδώ, στο μπράτσο μου. Και μετά, λες και η ζωντανή εκείνη φλέβα μου έφερνε φρίκη, έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά κι έχωσα το κεφάλι μου στο στήθος του. (Στρέφοντας στη Μητέρα) Φώναξε, μαμά, φώνα ξε!
(Χώνει το κεφάλι της στο στήθος του Πατέρα και, με τους
ώμους ανασηκωμένους για να μην ακούσει την κραυγή, λέει με φωνή γεμάτη συντριβή) Φώναξε όπως τότε! ΜΗΤΕΡΑ
(Ορμάει να τους χωρίσει) Όχι! Eιναι κόρη μου! Κόρη μου! (Τρα βάει την Κόρη από τον Πατέρα) Κτήνος! Κτήνος! Είναι κόρη
μου! Δεν βλέπεις πως είναι κόρη μου; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Κάνει βήματα προς τα πίσω, ώσπου φτάνει στη ράμπα, μέσα στη γενική ταραχή των Ηθοποιών) Θαύμα! Ναι! Θαύμα! Και τώρα
αυλαία! Αυλαία! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Τρέχει κοντά του. Ξαναμμένος) Ναι, έτσι ακριβώς! Έ τ σ ι ακρι
βώς έγινε, κύριε!
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Γεμάτος θαυμασμό και σιγουριά) Ναι, vαι! Γι' αυτό θέλω εδώ
αυλαία! Αυλαία! (Στις φωνές του Θιασάρχη, ο Μηχανικός κατεβάζει την αυλαία, αφήνο ντας στο προσκήνιο τον Θιασάρχη και τον Πατέρα) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Με τα χέρια υψωμένα και κοιτάζοντας ψηλά) Ηλίθιε! Είπα « α υ λαία» γιατί εδώ τελειώνει η Πράξη, κι εσύ κατέβασες την αυλαία! (Στον Πατέρα, σηκώνοντας λίγο την αυλαία για να ξανα μπούν στη σκηνή) Θαύμα! Θαύμα! Υπέροχο εφέ! Εδώ θα τε λειώνει η Πρώτη Πράξη. Σίγουρη επιτυχία, σας λ έ ω ! (Ο Θιασάρχης και ο Πατέρας ξαναμπαίνουν στη σκηνή)
Τ Ρ Ι Τ Η
Π Ρ Α Ξ Η
(Όταν ξανανοίγει η αυλαία, ο Διευθυντής Σκηνής και οι Τεχνικοί έχουν διαλύσει το πρώτο σκηνικό και έχουν στήσει ένα άλλο, μια μικρή στέρνα κήπου. Από τη μια πλευρά της σκηνής μπαίνουν οι Ηθοποιοί και από την άλλη τα Πρόσωπα. Ο Θιασάρχης στέκεται στο κέντρο της σκηνής και σκέφτεται με τη γροίιά του να ακουμπάει στο στόμα) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Μετά από μικρή παύση) Λοιπόν! Πάμε για Δεύτερη Πράξη!
Θα είναι όπως συμφωνήσαμε — αφήστε το σ' εμένα. Μια χαρά θα βγει! ΚΟΡΗ
Τώρα θα είναι που πάμε να ζήσουμε στο σπίτι αυτουνού (Δεί χνει τον Πατέρα) κι αυτός (Δείχνει τον Γιο) δεν μας θέλει και γίνεται έξαλλος. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Χάνει την υπομονή του) Ξέρω, ξέρω. Αλλά, αφήστε με να το
χειριστώ εγώ. ΚΟΡΗ
Αρκεί να μην ξεχάσετε ότι αυτός (Δείχνει τον Γιο) δεν μας θέλει! ΜΗΤΕΡΑ
(Από τη γωνία, κουνώντας το κεφάλι της) Μας καλοδέχτηκε... ΚΟΡΗ
(Στρέφει προς το μέρος της) Σταμάτα! Όσο πιο δυστυχισμένοι
δείχνουμε, τόσο πιο βαριά θα έχει τη συνείδηση του. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, ναι, ξέρω. Θα το έχω υπόψη μου, μην ανησυχείτε.
ΜΗΤΕΡΑ
(Ικετευτικά) Πάντως, κύριε, για τη γαλήνη της ψυχής μου,
θέλω να φανεί πως εγώ προσπάθησα με κάθε τρόπο... ΚΟΡΗ
(Τη διακόπτει απαξιωτικά και συνεχίζει η ίδια) Να με ηρεμήσει
και να με πείσει να μην του π ά ω κόντρα. (Στον Θιασάρχη) Κάνετε της τη χάρη, γιατί λέει αλήθεια, προσπάθησε με κάθε τρόπο. Κι εγώ θα το ευχαριστηθώ ακόμα πιο πολύ, γιατί θα το δείτε όλοι σας: όσο πιο πολύ θα τον καλοπιάνει και θα προσπαθεί να τρυπώσει μέσα στην καρδιά του, τόσο αυτός θ' απομακρύνεται και θα απουσιάζει. Το δράμα κορυ φώνεται, σας λ έ ω ! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Θα την αρχίσουμε τη ρημάδα τη Δεύτερη Πράξη; ΚΟΡΗ
Ε γ ώ δεν ξαναλέω κουβέντα! Αλλά να ξέρετε πως δεν γίνεται να παιχτεί ολόκληρη η Δεύτερη Πράξη στον κήπο, όπως θέλετε εσείς. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Γιατί; ΚΟΡΗ
Γιατί πρώτα πρώτα αυτός (Δείχνει τον Πατέρα) μένει πάντα κλεισμένος στο δωμάτιο του. Και η σκηνή με το κακόμοιρο το αγόρι πρέπει να παιχτεί μέσα στο σπίτι — σας το είπα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Το ξέρω. Αλλά δεν μπορούμε ν αλλάζουμε σκηνικό κάθε τρεις και λίγο, ούτε να δείχνουμε πινακίδες στο κοινό ότι αλλάζου με χώρους.
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Πολύ παλιά, αυτό κάνανε στο θέατρο. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, τότε που το κοινό ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Και η ψευδαίσθηση ήταν εύκολη. ΠΑΤΕΡΑΣ
Ψευδαίσθηση! Σας ικετεύω, όχι αυτή τη λέξη — μας πληγώνει πολύ! (Πετάγεται όρθιος)
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Κατάπληκτος)
Γιατί, αν επιτρέπεται;
ΠΑΤΕΡΑΣ
Γιατί είναι λέξη σκληρή, αμείλικτη. Έπρεπε να το είχατε καταλάβει! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, πώς να το πούμε; Αυτό που προσφέρουμε στους θεα τές... ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Με την παράσταση μας... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Είναι η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, το ξέρω και το καταλαβαίνω. Όμως, από την άλλη, εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε εμάς. Γιατί, συγγνώμη που σας το λέω, για τους ηθοποιούς σας, όσα γίνονται στη σκηνή είναι παίξιμο... δηλαδή κάτι σαν παιχνίδι. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
(Διακόπτει ενοχλημένη)
Παιχνίδι! Πώς τολμάτε! Παιδιά είμα-
στε; Εμείς, κύριε, κάνουμε ερμηνεία πάνω στη σκηνή, και με κάθε σοβαρότητα! ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν είπα το αντίθετο. Εννοώ, το καλλιτεχνικό τους παίξιμο είναι τέχνη που, όπως είπε ο κύριος, αποσκοπεί να δημιουρ γήσει μια τέλεια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ακριβώς! ΠΑΤΕΡΑΣ
Και τώρα καταλαβαίνετε κι εσείς πως εμείς (Δείχνει τον εαυτό του και τα άλλα πέντε Πρόσωπα) έτσι όπως είμαστε, δεν έχουμε άλλη πραγματικότητα εκτός απ' αυτή την ψευδαί σθηση. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Κατάπληκτος,
κοιτάζοντας
τους Ηθοποιούς,
που και αυτοί έχουν
σαστίσει) Τι είν' αυτό που λέτε! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Μετά από παύση, κοιτάζοντας τους με ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη) Πολύ απλό! Αυτό που για σας είναι ψευδαίσθηση και
οφείλετε να τη δημιουργήσετε, είναι για μας η μόνη πραγμα τικότητα που διαθέτουμε. (Μικρή παύση. Πλησιάζει τον Θια σάρχη και συνεχίζει) Άλλωστε, άμα το καλοσκεφτείτε, αυτό δεν συμβαίνει μόνο σ' εμάς (Κοιτάζει τον Θιασάρχη κατάματα) Εσείς ξέρετε ποιος είστε; (Ακουμπάει με το δείκτη του χεριού του τον Θιασάρχη) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Λίγο ταραγμένος, αλλά μισοχαμογελώντας) Ορίστε;
ποιος είμαι; Είμαι ε γ ώ !
Τι θα πει
ΠΑΤΕΡΑΣ
Και αν σας έλεγα πως αυτό δεν είν' αλήθεια και πως είστε εγώ; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Θα σας έλεγα πως είστε τρελός! (Οι Ηθοποιοί γελάνε) ΠΑΤΕΡΑΣ
Με το δίκιο σας γελάτε. Γιατί εδώ μέσα παίζουμε θέατρο. (Στον Θιασάρχη) Και μπορείτε να ισχυριστείτε π ω ς , στο παί ξιμο, μόνο αυτός ο κύριος (Δείχνει τον Πρωταγωνιστή) που είναι « α υ τ ό ς » πρέπει να είναι « ε γ ώ » , και εγώ, που είμαι « ε γ ώ » , πρέπει να είμαι «αυτός». Αυτό, όμως, είναι στην ουσία παγίδα! (Οι Ηθοποιοί γελάνε πάλι) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Πάλι τα ίδια; Αυτά τα είπαμε! ΠΑΤΕΡΑΣ
Όχι, δεν θέλω να επαναλάβω τα ίδια. Αντίθετα, θέλω να προτείνω να ξεφύγουμε απ' αυτό το παιχνίδι (Κοιτάζει την Πρωταγωνίστρια και θέλει να προλάβει τη σκέψη της) της τέχνης σας, φυσικά! Της Τέχνης που υπηρετείτε εδώ, μαζί με τους ηθοποιούς σας. Και σας ξαναρωτάω εντελώς σοβαρά: ποιος είστε; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στρέφοντας
προς
τους Ηθοποιούς,
κατάπληκτος και οργισμένος)
Κοίτα θράσος! Έρχεται κάποιος που λέει πως είναι μόνο θεατρικό πρόσωπο και ρωτάει εμένα ποιος είμαι!
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Με αξιοπρέπεια, αλλά χωρίς υπεροψία) Έ ν α θεατρικό πρόσωπο,
κύριε, μπορεί πάντα να ρωτήσει έναν άνθρωπο ποιος είναι, γιατί ένα θεατρικό πρόσωπο έχει δική του ζωή, σημαδεμένη από δικά του συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, επομένως είναι πάντα «κάποιος». Ενώ ένας άνθρωπος, όχι εσείς, γενικά μιλάω, μπορεί να είναι «κανένας». ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά, καλά. Αφού με ρωτάτε, εγώ είμαι ο θιασάρχης, ο σκηνοθέτης, ο υπεύθυνος εδώ μέσα. Καταλάβατε; ΠΑΤΕΡΑΣ
(Χαμηλόφωνα,
με
γλυκύτατο
ύφος
και
ταπεινότητα)
Σας
ρω
τ ά ω , κύριε, για να μάθω εάν, έτσι όπως είστε τώρα, βλέπε τε τον εαυτό σας ίδιον μ' εκείνο που υπήρξατε κάποτε, με όλες τις ψευδαισθήσεις, με όλα όσα είχατε γύρω και μέσα σας και σας φαίνονταν εκείνο τον καιρό πραγματικότητα. Ε, λοιπόν, κύριε, αν ξανασκεφτείτε πως εκείνες τις ψευδαι σθήσεις δεν τις έχετε πια, εκείνα που είχατε γύρω και μέσα σας δεν σας φαίνονται πια πραγματικότητα, δεν θα νιώσετε να φεύγει κ ά τ ω από τα πόδια σας, όχι μόνο το σανίδι της σκηνής, αλλά κι η γη ολόκληρη με τη σκέψη ότι η πραγ ματικότητα του σήμερα μοιραία αύριο θα σας φαίνεται ψευ δαίσθηση; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Δεν έχει καταλάβει καλά, ζαλισμένος από το σύνθετο του επιχειρή ματος) Ε, και; Πού θέλετε να καταλήξετε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Πουθενά. Θέλω μόνο να σας δείξω πως, αφού για μας (Δεί χνει τον εαυτό του και τα άλλα Πρόσωπα) δεν υπάρχει άλλη πραγ-
ματικότητα εκτός απ' την ψευδαίσθηση, μήπως θα έπρεπε να σκεφτείτε κι εσείς πως η δική σας πραγματικότητα, αυτό που σήμερα βιώνετε, θ' αποδειχτεί ψευδαίσθηση ότως η χτε σινή; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Αποφασίζει να διακωμωδήσει την κατάσταση) Ωραιότατα!
Στο
τέλος θα μου πείτε ότι, με το έργο που ήρθατε να μου παρου σιάσετε, εσείς είστε πιο αληθινός και πραγματικός από μένα! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Πολύ σοβαρά) Γι' αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, κύριε. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Α, μπα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Μάλιστα. Και νόμιζα πως το είχατε καταλάβει από την αρχή. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Πιο πραγματικός από μένα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Αφού η δική σας πραγματικότητα μεταβάλλεται από τη μια στιγμή στην άλλη... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Αυτό το ξέρουμε: φυσικά αλλάζει, όπως σε όλους μας! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Φωνάζει) Η δική μας όχι, κύριε! Δεν το βλέπετε; Αυτή είναι
η διαφορά μας. Η δική μας πραγματικότητα δεν αλλάζει, γιατί δεν μπορεί ν αλλάξει, δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί ποτέ, γιατί είναι προκαθορισμένη μια για πάντα — κάτι το τρομερό! Εμείς είμαστε μια αμετάβλητη πραγματικότητα και, κανο νικά, θα έπρεπε να σας πιάνει ρίγος όταν μας πλησιάζετε.
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Πετάγεται όρθιος σαν να του ήρθε ξαφνικά ιδέα και στέκεται ακρι βώς μπροστά στον Πατέρα) Ε γ ώ ένα θέλω να μάθω: από πότε
ένα θεατρικό πρόσωπο βγαίνει από το ρόλο του και αρχίζει να τον αναλύει και να τον ερμηνεύει με φλυαρίες, όπως κάνετε εσείς τώρα! Αυτό δεν το έχω ξαναδεί! ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν το έχετε ξαναδεί, γιατί συνήθως ο συγγραφέας κρατάει για τον εαυτό του τις δημιουργικές διεργασίες του. Όταν τα θεατρικά πρόσωπα είναι ζωντανά, πραγματικά ζωντανά μπρος στο δημιουργό τους, το μόνο που έχει να κάνει αυτός είναι ν' αντιγράψει τις λέξεις και τις κινήσεις που αυτά του προτεί νουν. Και πρέπει να τα θέλει όπως αυτά επιθυμούν να είναι: αλίμονο αν δεν το κάνει αυτό! Όταν ένα θεατρικό πρόσωπο γεννιέται, αποκτά μια τέτοια αυτοτέλεια, ακόμα και απέ ναντι στο συγγραφέα, ώστε όλοι το φαντάζονται σε διάφο ρες καταστάσεις που ο συγγραφέας δεν είχε καν διανοηθεί να το εμπλέξει: έτσι το θεατρικό πρόσωπο αποκτά σημασία που, ενδεχομένως, ο συγγραφέας δεν είχε φανταστεί να του δώσει. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ε, καλά, αυτό το ξέρουμε. ΠΑΤΕΡΑΣ
Άρα, γιατί απορείτε μαζί μας; Φανταστείτε τη δυστυχία ενός θεατρικού προσώπου που γεννήθηκε στη φαντασία ενός συγ γραφέα, ο οποίος στη συνέχεια αρνήθηκε να του χαρίσει ζωή γράφοντας την ιστορία του. Πείτε μου αν ένα τέτοιο πρόσω πο, μετέωρο, δημιουργημένο μεν αλλά χωρίς ζωή, δεν έχει δικαίωμα να κάνει αυτό που κάνουμε εμείς τώρα εδώ, μπρο-
στά σας! Σας λέω ότι πολλά χρόνια προσπαθήσαμε να κά νουμε το ίδιο στο συγγραφέα για να τον πιέσουμε, να τον πείσουμε, πρώτα εγώ, μετά αυτή (Δείχνει την Κόρη) και μετά η καημένη η μάνα... ΚΟΡΗ
(Προχωρεί μπροστά και μιλάει σαν υπνωτισμένη) Ναι, είναι αλή
θεια, κύριε, κι εγώ προσπάθησα πολλές φορές, μέσα στη δει λινή μελαγχολία του γραφείου του, όταν εκείνος, πεσμένος στην πολυθρόνα του, δεν αποφάσιζε ούτε καν ν' ανάψει το φως κι άφηνε το σκοτάδι να πλημμυρίζει το δωμάτιο... Το σκοτάδι που γέμιζε μ' εμάς, όταν μπαίναμε να τον παρακινή σουμε... (Σαν να βρίσκεται ακόμα εκεί και την ενοχλεί η παρουσία των Ηθοποιών) Φύγετε! Αφήστε μας μόνους μας! Τη Μητέρα με τον Γιο, εμένα και το Κορίτσι, εκείνο το Αγόρι πάντα μόνο του, μετά εμένα μ' αυτόν (Δείχνει τον Πατέρα) και τέλος εμένα, μόνη μου, ολομόναχη στο σκοτάδι! (Ξαφνικά αναπηδάει σαν να θέλει να αρπάξει τη σκιά του εαυτού της, όπως έλαμπε τότε
στο μισοσκόταδο του γραφείου) Αχ, η ζωή μου! Πόσες σκηνές,
πόσες σκηνές του προτείναμε να γράψει! Κι εγώ, παραπάνω απ' όλους, του κέντριζα το ενδιαφέρον! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι. Δικό σου ήταν το λάθος που δεν συνέχιζε: ήσουνα τόσο επίμονη, τόσο απαιτητική! ΚΟΡΗ
Μα, έτσι με ήθελε εκείνος. (Πλησιάζει τον Θιασάρχη και του μιλάει εμπιστευτικά) Ε γ ώ , κύριε, πιστεύω π ω ς έδειχνε απο γοήτευση και περιφρόνηση για το θέατρο, έτσι όπως το αντι λαμβάνεται συνήθως το κοινό...
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Έλεος πια, κορίτσι μου! Ας έρθουμε κάποια στιγμή και στα γεγονότα! ΚΟΡΗ
Από γεγονότα άλλο τίποτα, από τη στιγμή που μπήκαμε στο σπίτι του! (Δείχνει τον Πατέρα) Είπατε ότι δεν μπορείτε να βάζετε πινακίδες ούτε ν' αλλάζετε σκηνικό κάθε πέντε λεπτά. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Φυσικά. Γι' αυτό συνδυάζουμε γεγονότα και τα ομαδοποιού με, για να γίνει η δράση πιο πυκνή, και όχι όπως τη θέλετε εσείς, δηλαδή πρώτα να δείτε το μικρό σας αδελφό να γυρίζει από το σχολείο και να τριγυρίζει στο σπίτι σαν σκιά, να κρύ βεται πίσω από πόρτες και να καταστρώνει κάποιο σχέδιο που θα τον — τι είπατε ότι θα τον κάνει; ΚΟΡΗ
Θα τον απομυζήσει, θα τον απομυζήσει ολόκληρο. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά, δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε, αλλά δεν πειρά ζει... Και αυτό το σχέδιο θα το διαβάζετε στα μάτια του, που όλο και θα μεγαλώνουν — έτσι δεν είπατε; ΚΟΡΗ
Ναι. Κοιτάξτε και μόνος σας. (Δείχνει το Αγόρι που στέκεται δίπλα στη Μητέρα) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ωραία. Και ταυτόχρονα θέλετε να φαίνεται το Κορίτσι που παίζει ανέμελα στον κήπο. Ο μικρός στο σπίτι, η μικρή στον κήπο — είναι δυνατόν;
ΚΟΡΗ
Nαι, η μικρή στον κήπο τόσο ευτυχισμένη! Η ευθυμία της και η χαρά της είναι η μόνη μου επιβράβευση, κύριε. Γιατί την έβγαλα από τη μιζέρια εκείνης της πανάθλιας κάμαρας όπου κοιμόμασταν και οι τέσσερις μαζί — εγώ μαζί της, το διανοείσθε; Το φριχτό, διεφθαρμένο μου κορμί δίπλα στο δικό της, κι αυτή να με αγκαλιάζει σφιχτά με τα αθώα της μπρατσάκια! Όταν μ' έβλεπε στον κήπο, έτρεχε και μ' έπιανε από το χέρι. Τα μεγάλα λουλούδια ούτε που γύριζε να τα δει, αντίθετα έτρεχε ν' ανακαλύψει τα «μικρούτσικα» για να μου τα δείξει γεμάτη χαρά. Ή τ α ν τόσο χαρούμενη, τόσο γελαστή! (Καθώς μιλάει, βασανισμένη από την ανάμνηση, ξεσπάει σε παρατεταμέ νο και γεμάτο απελπισία κλάμα, κρύβοντας το κεφάλι στα χέρια της, που ακουμπάνε σε ένα τραπεζάκι. Ο Θιασάρχης την πλησιάζει σχεδόν πατρικά και της λέει παρηγορητικά) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ελάτε, θα τον φτιάξουμε τον κήπο, μην ανησυχείτε. Θα τον δείτε και θα σας αρέσει πολύ. Θα μαζέψουμε όλες τις σκηνές στον κήπο! (Φωνάζει έναν Τεχνικό με το όνομα του) Τζιοβάννι, κατέβασε ένα σπετσάτο με δέντρα. Δύο μικρά κυπαρίσσια εδώ, μπροστά στη στέρνα. (Κάποιος κατεβάζει δύο κυπαρίσσια και ο Τεχνικός τρέχει και τα στερεώνει με καρφιά. Στην Κόρη) Αυτό για αρχή, για να πάρουμε μια ιδέα. (Φωνά ζει στον Τεχνικό, πάλι με το όνομα του) Τζιοβάννι, δώσε μου
λίγο ουρανό! ΤΕΧΝΙΚΟΣ
(Από ψηλά) Τι πράγμα; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Λίγο ουρανό! Έ ν α πανί, κάτι, να πέσει φόντο πίσω από τη στέρνα. (Από ψηλά πέφτει ένα λευκό ύφασμα) Όχι άσπρο! Ου-
ρανό είπα! Καλά, άσ' το, θα βρω λύση. (Φωνάζει) Ηλεκτρο λόγος! Σβήσε όλα τα φώτα και δώσ' μου λίγη ατμόσφαιρα: μπλε, μπλε στις παλάντζες και μπλε στο πανί με προβολέα! (Αλλάζει ο φωτισμός) Έ τ σ ι ! Αρκεί! (Η σκηνή παίρνει το χρώμα που ζήτησε ο Θιασάρχης, ένα μυστηριώδες μπλε, που κάνει όσους παίζουν να μιλάνε και να φέρονται σαν να είναι σε κήπο, βράδυ με φεγγάρι. Στην Κόρη) Το Αγόρι θα βγει εδώ, στον κήπο και θα
κρύβεται ανάμεσα στα δέντρα, αντί να παραμονεύει πίσω από πόρτες μέσα στο σπίτι. Το δύσκολο είναι να βρούμε τη μικρή που θα παίξει μαζί σου τη σκηνή που σου δείχνει τα λουλού δια. (Στο Αγόρι) Έ λ α 'δώ, έλα! Πρέπει να σταμπιλάρουμε λίγο τη σκηνή. (Το Αγόρι δεν κινείται) Έ λ α , λοιπόν! (Τραβάει το Αγόρι και του σηκώνει το κεφάλι κάθε φορά που αυτό το αφήνει κάτω) Μα, τι έχει πάθει ο μικρός; Κάποια στιγμή πρέπει να
πει μερικές κουβέντες! (Τον πλησιάζει, ακουμπάει το χέρι του στην πλάτη του μικρού και τον σπρώχνει πίσω από το σπετσάτο με τα δέντρα) Εκεί. Κρύψου λίγο καλύτερα. Έτσι. Τώρα βγάλε
το κεφάλι σου και κοίτα γύρω. (Οπισθοχωρεί μερικά βήματα για να δει το αποτέλεσμα. Το Αγόρι κάνει αυτό που του είπε ο Θιασάρχης και οι Ηθοποιοί κοιτάζουν κατάπληκτοι και εντυπωσιασμένοι)
Α, μπράβο! Υπέροχα! (Στην Κόρη) Μπορούμε να βάλουμε τη μικρή να τον δει που κοιτάει έτσι, να τρέξει κοντά του και να τον κάνει να πει μερικές λέξεις; ΚΟΡΗ
Μην ελπίζετε ν' ανοίξει το στόμα του όσο βρίσκεται αυτός εδώ. (Δείχνει τον Γιο) Μόνο αν τον διώξετε! ΓΙΟΣ
(Προχωρεί αποφασιστικός προς τη μία από τις δύο σκαλίτσες της σκηνής) Φεύγω και μόνος μου. Άλλο που δεν θέλω!
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Τον σταματάει αμέσως) 'Ει! Πού πάτε; Περιμένετε! (Η Μητέρα πετιέται όρθια, ανήσυχη μήπως ο Γιος φυγά πραγματικά, και ενστικτωδώς σηκώνει τα χέρια σαν να θέλει να τον συγκρατήσει, χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση της) ΓΙΟΣ
(Φτάνοντας στο προσκήνιο, στον Θιασάρχη που τον συγκρατεί) Δεν
έχω καμία δουλειά εδώ. Αφήστε με να φύγω! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Πώς δεν έχετε καμία δουλειά; ΚΟΡΗ
(Ήπια, ειρωνικά) Μην τον κρατάτε. Δεν θα φύγει. ΠΑΤΕΡΑΣ
Πρέπει να παίξεις εκείνη την τρομερή σκηνή του κήπου με τη μητέρα σου. ΓΙΟΣ
(Αμέσως, αγέρωχος και αποφασισμένος) Δεν θα παίξω τίποτα!
Σας το έχω δηλώσει από την αρχή! (Στον Θιασάρχη) Αφήστε με να φ ύ γ ω ! ΚΟΡΗ
(Πλησιάζοντας τον Θιασάρχη) Συγγνώμη. Αφήστε τον. (Τραβάει και κατεβάζει τα χέρια του Θιασάρχη, που κρατούσαν τον Γιο. Στρέ φει προς τον Γιο) Ορίστε! Φύγε! Φύγε! (Όμως ο Γιος στέκεται κοντά στη σκαλίτσα, σαν συγκρατημένος από κάποια σκοτεινή δύνα μη, και δεν μπορεί να κατέβει. Μετά, προς μεγάλη έκπληξη των Ηθο ποιών, προχωρεί κατά μήκος του προσκήνιου και φτάνει στην άλλη σκαλίτσα που οδηγεί στην πλατεία. Όμως, και εκεί σταματάει και δεν κατεβαίνει. Η Κόρη, που τον κοιτάζει περιφρονητικά, ξεσπάει σε γέ
λια) Βλέπετε; Δεν μπορεί! Είναι αναγκασμένος να μείνει εδώ, είτε το θέλει είτε όχι, δεμένος αιώνια μαζί μας με αδυσώπητη
αλυσίδα που δεν σπάει. Ε γ ώ φεύγω, το σκάω από το σπίτι όταν γίνουν όσα θα γίνουν, γιατί τον μισώ και δεν θέλω να τον βλέπω. Αλλά, πιστεύετε πως αυτός μπορεί να φύγει, να το σκάσει; Αυτός θα πρέπει να μιείνει εδώ, με τον καλό του τον πατέρα και τη μάνα του, που δεν θα έχει άλλα παιδιά εκτός απ' αυτόν. (Στρέφει στη Μητέρα) Εμπρός! Έ λ α , μαμά! (Στρέφει πάλι στον Θιασάρχη και του δείχνει τη Μητέρα) Δείτε, ήδη σηκώ θηκε για να τον συγκρατήσει... (Στη Μητέρα, σαν να την κινεί με μάγια) Έλα, έλα. (Πάλι στον Θιασάρχη) Σκεφτείτε πόσος είναι ο πόνος της, που φτάνει να τον δείχνει άφοβος μπροστά στους ηθοποιούς σας! Είναι τόση η λαχτάρα της να βρεθεί κοντά του, που — δείτε! Eιν' έτοιμη να ξαναζήσει τη σκηνή της! (Πραγματικά, η Μητέρα έχει πλησιάσει τον Γιο και, μόλις η Κόρη τελειώ νει την ατάκα της, ανοίγει τα χέρια της σε μια χειρονομία ότι συμφωνεί) ΓΙΟΣ
(Αμέσως) Ε γ ώ , όμως, όχι! Ε γ ώ όχι! Αφού δεν μπορώ να
φύγω, εντάξει, θα μείνω, αλλά σας το δηλώνω και πάλι: εγώ δεν συμμετέχω σε τίποτα! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Στον Θιασάρχη, ταραγμένος) Εσείς μπορείτε να τον αναγκά
σετε, κύριε. ΓΙΟΣ
Κανένας δεν μπορεί να μ' αναγκάσει. ΠΑΤΕΡΑΣ
Ε γ ώ μπορώ! ΚΟΡΗ
Μια στιγμή! Σταθείτε! Πρώτα πρέπει να πάει η μικρή στη στέρνα.
(Πηγαίνει κοντά στο Κορίτσι, γονατίζει μπροστά του και
του πιάνει το πρόσωπο) Καημενούλα μου, σαν χαμένη κοιτάς
μ' αυτά τα υπέροχα μάτια σου! Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Είμαστε πάνω σε σκηνή θεάτρου, αγαπούλα μου. Τι είναι η σκηνή; Είναι ένα μέρος όπου κάνεις ότι παίζεις σία σοβαρά! Εδώ παίζουνε θεατρικά έργα. Θα παίξουμε κι εμεί; ένα. Στα σοβαρά! Ναι, ναι... Κι εσύ θα παίξεις! (Την αγχαλάζει σφιχτά και την κουνάει για μερικές στιγμές) Ναι, κοριτσάκι μου, ναι, αγάπη μου! Σκληρό θέατρο θα παίξεις! Τι φριχτά πράγματα σκεφτήκανε για σένα! Ο κήπος, η στέρνα... Βέβαια, είναι ψεύτικη η στέρνα. Έ τ σ ι είναι όλα εδώ, μωρό μου, ψεύτικα! Εσύ, που είσαι μικρούλα, μπορεί να προτιμάς την ψεύτικη στέρνα από την αληθινή. Για τους άλλους θα είναι παιχνίδι, αλλά για σένα, μικρή μου, θα είν' αληθινό και θα παίζεις στ' αλήθεια σε μια στέρνα πραγματική, όμορφη, μεγάλη και πράσινη, που τη σκιάζουνε ψηλές καλαμιές και καθρεφτίζο νται στο νερό της, μια στέρνα που κολυμπάνε και κομματιά ζουν τις σκιές. Κάνεις να πιάσεις ένα παπάκι! (Με κραυγή που ταράζει και τρομάζει τους πάντες) Μη, Ροζέττα, μη! Η μαμά σου δεν νοιάζεται για σένα, γιατί προσέχει μόνο αυτό το παλιοτόμαρο, το γιο της! Θεέ μου, λες κι όλοι οι δαίμονες της κόλασης μου τρυπάνε το μυαλό! Κι εσύ (Αφήνει το Κορίτσι και στρέφει στο Αγόρι) τι στέκεσαι εκεί σαν ζητιανάκι; Θα φταις κι εσύ, αν πνιγεί η μικρή! Λες και δεν πλήρωσα εγώ αρκετά για όλους, όταν σας κουβάλησα σε τούτο το σπίτι! (Του αρπάζει το χέρι για να τον αναγκάσει να το βγάλει από την τσέπη του) Τι
έχεις εκεί; Τι κρύβεις; Βγάλε το χέρι από την τσέπη! Βγάλ' το!
(Του τραβάει το χέρι από την τσέπη και ανακαλύπτει ότι κρα
τάει ένα περίστροφο. Όλοι κοιτάζουν με φρίκη. Η Κόρη το παρατη ρεί για λίγο, σχεδόν με ικανοποίηση. Μετά λέει βλοσυρά) Αυτό πού
το βρήκες; (Το Αγόρι την κοιτάζει τρομαγμένο, με ορθάνοιχτα κενά μάτια, και δεν απαντάει) Ηλίθιε! Ε γ ώ στη θέση σου, αντί να
σκοτωθώ, θα σκότωνα έναν από τους δύο ή και τους δύο, πατέρα και γιο! (Σπρώχνει το Αγόρι πίσω από τα κυπαρίσσια, όπου στεκόταν και κρυφοκοί ταζε. Μετά παίρνει το Κορίτσι, το βοηθάει να μπει στη στέρνα και το κάνει να ξαπλώσει έτσι που να μη φαίνεται καθόλου. Τέλος, γονατίζει και ακου μπάει στο πεζούλι της στέρνας, κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια της) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Θαυμάσια! (Στρέφοντας στην Κόρη) Και την ίδια στιγμή... ΓΙΟΣ
(Περιφρονητικά) Ποια ίδια στιγμή, κύριε; Δεν είναι αλήθεια!
Δεν έγινε καμία σκηνή ανάμεσα σ' εμένα και σ' αυτήν. (Δεί χνει τη Μητέρα) Βάλτε τη να σας το πει κι η ίδια. (Η Δεύτερη Ηθοποιός και ο Νεαρός Ηθοποιός ξεχωρίζουν από την ομάδα των Ηθοποιών. Πλησιάζουν η μία τη Μητέρα και ο άλλος τον Γιο παρα τηρώντας τους με προσοχή, για να μπορέσουν να παίξουν μετά τους ρό λους τους) ΜΗΤΕΡΑ
Σωστά. Ε γ ώ μπήκα στο δωμάτιο του... ΓΙΟΣ
Δωμάτιο! Ακούσατε; Όχι στον κήπο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Δεν έχει σημασία. Είπαμε, θα συγκεντρώσουμε τη δράση. ΓΙΟΣ
(Κοιτάζοντας τον Νεαρό Ηθοποιό) Εσείς τι θέλετε; ΝΕΑΡΟΣ
Τίποτα. Σας παρακολουθώ. (Στη Δεύτερη Ηθοποιό) Κι εσείς! Για να παίξετε το ρόλο της; (Δείχνει τη Μητέρα)
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ακριβώς. Και να τους πείτε κι ευχαριστώ που κάθονται και σας προσέχουν τόσο! ΓΙΟΣ
Α, ναι; Ευχαριστώ. Μα, δεν καταλαβαίνετε πως αυτό το έργο δεν θα καταφέρετε να το παίξετε εσείς; Δεν έχετε τίπο τα από μας μέσα σας και οι ηθοποιοί σας μας παρατηρούν μόνο εξωτερικά. Πιστεύετε πως γίνεται να ζωντανέψουμε μπροστά σ' έναν καθρέφτη που, όχι μόνο παγώνει την εικόνα της έκφρασης μας, αλλά και μας επιστρέφει ένα είδωλο π α ραμορφωμένο, αγνώριστο σ' εμάς; ΠΑΤΕΡΑΣ
Σωστά! Σωστά! Αυτό παραδεχτείτε το! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Νέο Ηθοποιό και στη Δεύτερη Ηθοποιό) Εντάξει! Πηγαί
νετε μαζί με τους άλλους. ΓΙΟΣ
Περιττό. Ε γ ώ αποκλείεται να γίνω θέαμα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά. Όμως, σωπάστε για ν' ακούσω τη μητέρα σας. (Στη Μητέρα) Λοιπόν, μπήκατε... ΜΗΤΕΡΑ
Μάλιστα, κύριε, μπήκα στο δωμάτιο του. Δεν άντεχα άλλο! Έπρεπε να βγάλω από μέσα μου όλη την αγωνία που μ' έπνιγε. Αλλά, μόλις με είδε αυτός... Τίποτα δεν έγινε. Απλώς έφυγα! Ακριβώς για να μην ανακα τευτώ, να μην κάνω σκηνή. Εμένα δεν μ' αρέσουν οι εντά σεις — καταλάβατε;
ΜΗΤΕΡΑ
Ναι, έτσι είναι, έχει δίκιο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Και πώς θα παιχτεί η σκηνή ανάμεσα σας, που είναι σημα ντική; ΜΗΤΕΡΑ
Ε γ ώ , κύριε, εγώ είμαι. Αν βρείτε εσείς έναν τρόπο να του μιλήσω για λίγο, να του πω τα βάσανα μου... ΠΑΤΕΡΑΣ
(Πλησιάζει τον Γιο και του μιλάει άγρια) Θα το κάνεις! Για τη
μάνα σου! Για τη μάνα σου! ΓΙΟΣ
(Αποφασιστικός όσο ποτέ) Δεν θα κάνω τίποτα! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Τον αρπάζει από το πέτο και τον τραντάζει) Για όνομα του Θεού! Θα το κάνεις! Δεν την ακούς που σου μιλάει; Τόσο άκαρδος είσαι; ΓΙΟΣ
(Αρπάζει και αυτός τον Πατέρα) Όχι! Όχι! Παράτα με, μια για
πάντα! (Γενική αναταραχή. Τρομαγμένη η Μητέρα προσπαθεί να μπει ανάμεσα τους για να τους χωρίσει) ΜΗΤΕΡΑ
Σας ικετεύω, σταματήστε! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Δεν αφήνει τον Γιο) Θα κάνεις αυτό που σου λέω! Θα το κάνεις! (Παλεύει μαζί του και τελικά τον ρίχνει στο πάτωμα, κοντά στη μία σκαλίτσα. Όλοι παρακολουθούν με φρίκη) Μα, τι λύσσα σ' έπιασε ξαφνικά; Σώνει και καλά να δείξουμε σε όλους και τη δικιά
σου ντροπή και τη δικιά μου; Ε γ ώ δεν το δέχομαι! Έ τ σ ι θα είν' ευχαριστημένος κι εκείνος που δεν ήθελε να μας παρου σιάσει στη σκηνή! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, αφού μόνοι σας ήρθατε. ΓΙΟΣ
(Δείχνει τον Πατέρα) Αυτός, όχι ε γ ώ ! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μα, κι εσείς είστε εδώ! ΓΙΟΣ
Αυτός ήθελε να έρθει και μας κουβάλησε κι εμάς. Και αυτός ξεμοναχιάστηκε μαζί σας για να φτιάξετε το έργο, όπου έβα λε και αυτά που έγιναν και άλλα τόσα που δεν έγιναν. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Α, ναι; Ε, τότε, πείτε μου εσείς τι έγινε. Πείτε μου το εσείς! Βγήκατε από το δωμάτιο χωρίς να πείτε λέξη; ΓΙΟΣ
(Μετά από μικρό δισταγμό) Χωρίς να πω λέξη. Δεν ήθελα να
κάνω σκηνή. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Επιμένει) Και μετά; Τι κάνατε μετά; ΓΙΟΣ
(Είναι τώρα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων. Κάνει μερικά βήματα στη σκηνή) Τίποτα. Περνώντας μέσα από τον κήπο... (Σταματάει σκυθρωπός και απορροφημένος στις σκέψεις του) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Εξωθώντας τον να πει περισσότερα, εντυπωσιασμένος από τη δι στακτικότητα του να μιλήσει) Και λοιπόν; Περνώντας μέσα από
τον κήπο...
ΓΙΟΣ
(Σε απόγνωση, κρύβοντας το πρόσωπο με το μπράτσο του) Γιατί
με πιέζετε να μιλήσω γι' αυτό; Είναι φριχτό! (Η Μητέρα τρέμει ολόκληρη, βγάζει πνιχτά βογκητά και κοιτάζει προς τη στέρνα) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Σιγά, βλέποντας πού κοιτάζει η Μητέρα και στρέφοντας με κατα νόηση στον Γιο) Η μικρή; ΓΙΟΣ
(Κοιτάζοντας πέρα, στη σκοτεινή πλατεία του θεάτρου) Ναι, στη
στέρνα... ΠΑΤΕΡΑΣ
(Ακόμα πεσμένος στο πάτωμα, δείχνοντας με οίκτο τη Μητέρα) Κι
αυτή ερχόταν πίσω του, κύριε! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Γιο, με αδημονία) Κι εσείς τι κάνατε; ΓΙΟΣ
(Εξακολουθώντας
να κοιτάζει μπροστά
του
και μιλώντας
αργά)
Έτρεξα! Όρμησα να τη βγάλω από το νερό! Αλλά ξαφνικά σταμάτησα, γιατί είδα πίσω από τα δέντρα κάτι που με π ά γωσε: ο μικρός στεκόταν εκεί ακίνητος, με βλέμμα τρελού, και κοίταζε μέσα στη στέρνα την αδελφούλα του πνιγμένη! (Η Κόρη, που είναι ακόμα γερμένη στη στέρνα και κρύβει το Κορί τσι, κλαίει με λυγμούς που ακούγονται σαν ηχώ. Παύση. Μετά ο Γιος συνεχίζει) Έκανα να τον πλησιάσω και... (Πίσω από τα δέντρα, όπου βρίσκεται κρυμμένο το Αγόρι, ακούγεται ένας πυροβολισμός) ΜΗΤΕΡΑ (Βγάζει μια τρομαχτική κραυγή και τρέχει μαζί με τον Γιο και όλους
τους Ηθοποιούς μέσα σε γενική αναταραχή) Παιδί μου! Παιδί μου! (Μέσα στην οχλαγωγία, ξεχωρίζει η φωνή της) Βοήθεια! Βοήθεια! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Προσπαθεί να ανοίξει δρόμο, ενώ άλλοι μεταφέρουν τί Αγόρι πίσω
από το άσπρο πανί) Πληγώθηκε; Πληγώθηκε στ αλήθεια; (Όλοι, εκτός από τον Θιασάρχη και τον Πατέρα που βρίσκεται ακόμα στο πάτωμα δίπλα στη σκαλίτσα, έχουν μαζευτεί πίσω από το άσπρο πανί και συζητάνε ταραγμένοι. Ύστερα προβάλλουν από τις δύο πλευρές μόνο οι Ηθοποιοί) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
(Βγαίνοντας από δεξιά, πολύ ταραγμένη) Πέθανε! Το καημένο!
Τρομερό! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Βγαίνει από αριστερά χαμογελώντας) Ποιος πέθανε; Πώς πέ
θανε; Θέατρο είναι! Μην το πιστεύετε! ΑΛΛΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
(Βγαίνοντας από δεξιά) Τι θέατρο; Αλήθεια είναι! Πραγματι
κότητα! Πέθανε! ΑΛΛΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
(Βγαίνοντας από αριστερά)
Oχι!
Θέατρο παίζει, θέατρο!
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Σηκώνεται και τους φωνάζει) Τι εννοείτε θέατρο; Αλήθεια εί ναι! Αυτή είναι η πραγματικότητα, κυρίες και κύριοι! Η πραγματικότητα! (Και, με την απελπισία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, αυτός πίσω από το πανί)
πηγαίνει και
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Δεν αντέχει άλλο) Θέατρο; Πραγματικότητα; Τι στο διάολο
είν' αυτά που λέτε όλοι; Φώτα! Φώτα! (Αμέσως η σκηνή και η πλατεία γεμίζουν με δυνατό φως.
Ο Θιασάρχης αναστενάζει ανα
κουφισμένος σαν να βγήκε από εφιάλτη και όλοι κοιτάζονται αβέ βαιοι και χαμένοι) Θεέ μου! Δεν μου έχει ξανατύχει τέτοιο
πράγμα! Μ' αυτά και μ' αυτά έχασα μια ολόκληρη μέρα πρόβα! (Κοιτάζει το ρολόι του) Άντε, φύγετε, είναι αργά να ξαναπιάσουμε το έργο. (Οι Ηθοποιοί τον χαιρετάνε και φεύγουν) Φώτα! Σβηστέ τα όλα! (Δεν προλαβαίνει να το πει και ολόκλη ρο το θέατρο βυθίζεται για μερικές στιγμές στο απόλυτο σκοτάδι)
Έ λ ε ο ς ! Αφήστε μου, τουλάχιστον, ένα φως πρόβας να βλέ π ω πού π α τ ά ω ! (Ξαφνικά, πίσω από το πανί, σαν να έγινε λάθος φωτισμός, ανάβει ένα πράσινο φως, που δείχνει τεράστιες τις φιγούρες των Προσώπων, εκτός από το Αγόρι και το Κορίτσι. Ο Θιασάρχης το βλέπει αυτό και πηδάει έντρομος κάτω από τη σκηνή. Ταυτόχρονα σβήνει το φως πίσω από το πανί και η σκηνή λούζεται ξανά με το ίδιο μπλε φως. Αργά προβάλλει ο Γιος από δεξιά, ακολουθούμενος από τη Μητέρα, που προχωρεί με τα χέρια τεντωμένα προς το μέρος του. Μετά βγαίνει από αριστερά ο Πατέ ρας. Φτάνουν στο κέντρο της σκηνής και στέκονται εκεί σαν οπτασίες ονειρικές. Τελευταία βγαίνει από αριστερά η Κόρη, που έρχεται στη μια σκαλίτσα. Στο πρώτο σκαλοπάτι σταματάει, γυρίζει και κοιτάζει τους άλλους, μετά ξεσπάει σε οξύτονο γέλιο, κατεβαίνει τα υπόλοιπα σκαλιά και κοιτάζει τα τρία Πρόσωπα στη σκηνή. Τρέχει στο διάδρομο του θεά τρου και βγαίνει από το βάθος της πλατείας. Το ηχηρό γέλιο της ακούγε ται από το φουαγιέ, καθώς η αυλαία κατεβαίνει αργά) Τ Ε Λ Ο Σ TOΥ Ε Ρ Γ Ο Υ
ΤΟ Θ Ε Α Τ Ρ Ι Κ Ο Ε Ρ Γ Ο
ΕΞΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ TOΥ ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΡΡΙΚΟΥ ΜΠΕΛΙΕ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑ ΦΕΙΟ TOΥ Γ. ΚΟΥΚΟΥΔΑΚΗ ΤΥΠΩΘΗ ΚΕ ΣΤΟ ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΟ «CORFU» ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΣΑΜΟΪΑ GLARIANA lOOgr ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΛΟΓΕΡΗ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2007
ΗΡΙΔΑΝΟΣ