0 1 ΑΘΩΟΙ
Τίτλος Προποτύπον: Hermann Broch, Die Schuldlosen © 1974 Suhrkamp Verlag Frankfurt a.M. Alle Rechte vorbeha...
77 downloads
735 Views
18MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
0 1 ΑΘΩΟΙ
Τίτλος Προποτύπον: Hermann Broch, Die Schuldlosen © 1974 Suhrkamp Verlag Frankfurt a.M. Alle Rechte vorbehalten. © 1989 για την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ Πατούσα 3, 106 77 Αθήνα, τηλ. 36.39.434.
Α.Ε.
Εικόνα Εξωφύλλου: GUSTAV KUMT, Judith II (Salome)
ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ
ΟΙ ΑΘΩΟΙ Μετάφραση Νίκος Λίβος
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Η παραβολή της φωνής
9
Οι προ-ιστορίες Φωνές 1913 I. Αρμενίζοντας (ττην απαλή αύρα Π. Τεχνόυργημένο μεθοδικά
17 24 39
Οι ιστορίες Φωνές 1923 III. Απωλωλός υιός
57 61
IV. Η μπαλάντα του μελισσοκόμου
102
ν. Η ιστορία της υπηρέτριας Τσερλίνε 114 VI. Μια ελαφρά απογοήτευση 147 VII. Οι τέσσερις λόγοι του εκπαιδευτικού σύμβουλου Ζαχαρία 168 VIII. Η μπαλάντα της μαστροπού
IX. Εξαγορασμένη μητέρα
208
222
Οι ύστερες ιστορίες Φωνές 1933 χ. Ο πετρωμένος επισκέπτης XI. Περαστικό σύννεφο
285 297 339
Χρονολογικός πίνακας Λίγα λόγια για την συγγραφή του έργου
355 361
Η παραβολή της φωνής Μια μέρα ήρθαν οι μαθητές και ρώτησαν τον Δάσκαλο Λεβί μπαρ Σέμγιο που ζούσε δοξασμένος στην Ανατολή πριν πάνω από διακόσια χρόνια: «Για,τί, Δάσκαλε, σαν άρχισε ο Κύριος, που άγιο είν' το όνομά Του, τη δημιουργία ύψωσε τη φωνή Του; Αν ήθελε να μιλήσει και να καλέσει με τη φωνή Του τη ζωή, το φως, τα ύδατα, τα άστρα και τη γη καθώς και τα όντα που ζουν επάνω της, με τρόπο που όλα τούτα να Τον ακούσουν και να ακολουθήσουν την εντολή Του, τότε θα έπρεπε για τον σκοπό αυτό να είναι κιόλας υπαρκτά. Ωστόσο τίποτα απ' όλα τούτα δεν υπήρχε* τίποτα δεν μπρρούσε να τον ακούσει, εφόσον Εκείνος τα έφτιαξε αφού προηγουμένως είχε υψώσει τη φωνή Του. Κι αυτό είν' το ερώτημά μας». Τότε ο Δάσκαλος Λεβί μπαρ Σέμγιο σήκωσε τα φρύδια του κι απάντησε τελείως απρόθυμα: «Γλώσσα του Κυρίου - άγια κατά τ' όνομά Του - είναι η σιωπή Του και η σιωπή Του είναι η γλώσσα Του. Η όρασή Του είναι τύφλωση κι η τύφλωσή Του είναι όραση. Η πράξη Του είναι απραξία και η απραξία Του είναι πράξη. Πορεύεσθε στο σπίτι σας και σκεφτείτε πάνω σ' αυτό». Θλιμμένοι γιατί τον είχαν προφανώς εξοργίσει, έφυγαν εκείνοι και επέστρεψαν την άλλη μέρα δειλά και φοβισμένα: «Συγχώρεσέ μας. Δάσκαλε», άρχισε εκείνος που είχαν επιλέξει για να μιλήσει, «μας είπες χθες πως για τον Κύριο, που είναι άγιο τ' όνομά Του, η πράξη και η απραξία είναι ένα και το αυτό. Πώς συμβαίνει όμως. Αυτός ο ίδιος να
χώρισε την Πράξη από την Απραξία Του, αφού την έβδομη ημέρα αναπαύθηκε; Και πώς μπορεί Αυτός, που είναι σε θέση να εκτελέσει τα πάντα με μια και μοναδική πνοή, να κουράζεται και να χρειάζεται ανάπαυση; Του ήταν άραγε η δουλειά τής δημιουργίας τόσο κοπιαστική ώστε να θέλει ο ίδιος να παροτρύνει τον εαυτό Του με τη φωνή Του;» Οι άλλοι έγνεψαν στα λόγια αυτά. Κι επειδή ο Δάσκαλος πρόσεξε πως τον παρατηρούσαν γεμάτοι φόβο μήπως δυσανασχετήσει και πάλι, έθεσε το χέρι του μπροστά απ' το στόμα του, ώστε να μην μπορούν να δουν το χαμόγελό του, και είπε: «Άστε με να σας απαντήσω με μιαν αντερώτηση. Γιατί Αυτός, που μίλησε με τ' άγιο Του όνομα για τον εαυτό Του, ευδόκησε να Τον περιστοιχίζουν οι άγγελοι; Μήπως προς υποστήριξή Του, αφού δεν έχει καμιάς υποστήριξης ανάγκη; Γιατί να περιβάλλεται με αυτούς, αφού ο ίδιος είναι αυτάρκης; Πορεύεσθε λοιπόν στο σπίτι σας και σκεφτείτε πάνω σε όλα αυτά». Πήγαν στο σπίτι τους ξαφνιασμένοι με την αντερώτηση που τους είχε κάμει, κι αφού μισή νύχτα στάθμιζαν τα υπέρ και τα κατά, επέστρεαραν το πρωί στο Δάσκαλο και του ανήγγειλαν χαρούμενοι: «Πιστεύουμε πως εννοήσαμε την ερώτησή σου και μπορούμε να στην απαντήσουμε». «Ας την ακούσουμε», είπε ο Δάσκαλος Λεβί μπαρ Σέμγιο. Κάθησαν τότε μπροστά του και ο εκπρόσωπός τους εξήγησε αυτό που είχαν κατά την κρίση τους βρει: «Επειδή, ω Δάσκαλε, κατά τη δική σου ερμηνεία για τον Κύριο, που άγιο τ' όνομά Του, σιωπή και λόγος, όπως άλλωστε κι ο,τιδήποτε αντιφατικό, είναι πάντοτε ένα και το αυτό, ώστε σε κάθε δική Του σιωπή να εμπεριέχεται κι ο λόγος Του, που όμως αποφάσισε, πως ένας λόγος τον οποίο κανείς δεν θ' άκουγε θα ήταν άσκοπος, όπως ακριβώς άσκοπη είναι μια πράξη που κινείται στο αδημιούργητο κενό, καταδέχτηκε, προκειμένου να πληρωθούν οι άγιες Του ιδιότητες, να Του είναι απαραίτητοι οι άγγελοι που θα Τον 10
περιστοιχίζουν ακούγοντας Τον. Για τον λόγο αυτό απηύθυνε σ' αυτούς τη φωνή Του όταν όρισε τη Δημιουργία, κι αυτοί, ακολουθώντας το μέγα έργο, εξαντλήθηκαν τόσο πολύ, ώστε να έχουν ανάγκη αναπαύσεως* και τότε Αυτός αναπαύθηκε την έβδομη ημέρα μαζί τους». Μεγάλος λοιπόν ήταν ο τρόμος τους, όταν εκείνη τη στιγμή ο Δάσκαλος μπαρ Σέμγιο ξέσπασε σε δυνατά γέλια* κι από τα γέλια γίνηκαν μικρότερα τα μάτια του πάνω από τη γενειάδα του: «Ώστε έτσι λοιπόν, περνάτε τον Κύριο, που άγιο είναι το όνομά Του, για κάποιον γελωτοποιό μπροστά στους αγγέλους Του; Για κάποιον πανηγυριώτικο μάγο που χτυπά με το ραβδάκι του κι αναγγέλει τα κατορθώματά του; Κοντεύω να πιστέψω πως έφτιαξε μωρούς σαν κι εσάς, για να μπορεί μαζί τους να γελά, όπως τώρα δα κάνω κι εγώ, γιατί μα την αλήθεια, η σοβαρότητά Του είναι γέλιο και το γέλιο Του είναι η σοβαρότητά Του». Εκείνοι ντράπηκαν, κι ωστόσο χαίρονταν που έβλεπαν τον Δάσκαλο τόσο εύθυμο, γι' αυτό και τον παρακάλεσαν: «Βοήθησέ μας κομμάτι παραπέρα. Δάσκαλε». «Θα το κάνω», απάντησε ο Δάσκαλος, «θα το κάνω και για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσω και πάλι μιαν αντερώτηση. Γιατί χρειάστηκε ο Θεός, ο Πανάγιος, εφτά ημέρες για τη Δημιουργία Του, ενώ θα μπορούσε να την τελειώσει στο απειροελάχιστο μιας στιγμής;» Αυτοί πήγαν στο σπίτι τους για να συσκεφθούν, κι όταν την άλλη μέρα παρουσιάστηκαν μπροστά στο Δάσκαλο ήξεραν πως είχαν σχεδόν βρει τη λύση* ωστόσο μίλησε ο εκπρόσωπός τους: «Μας έδειξες το δρόμο. Δάσκαλε, επειδή αντιληφθήκαμε πως ο κόσμος που έφτιαξε ο Κύριος, αγιασμένο τ' όνομά Του, υφίσταται εν χρόνω και πως επομένως και η Δημιουργία, που ανήκε κιόλας σ' ό,τι έφτιαξε, χρειαζόταν μιαν αρχή κι ένα τέλος. Για να υπάρξει αρχή ωστόσο, έπρεπε να υφίσταται πριν απ' αυτήν κιόλας ο χρόνος, και για κείνο το κομμάτι του χρόνου πριν από την αρχή της Δημιουργίας στάθηκαν χρήσιμοι οι άγγελοι που διασχίζουν το χρόνο με 11
τις φτερούγες τους και τον φέρουν πάνω σ' αυτές. Χωρίς τους αγγέλους δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε το άχρονο τού Θεού, μέσα στο οποίο, κατά την άγια Του κρίση, κολυμπά ο χρόνος». Ο Δάσκαλος Λεβί μπαρ Σέμγιο έδειξε ικανοποιημένος και είπε: «Τώρα είσαστε στο σωστό δρόμο. Εν τούτοις η πρώτη σας ερώτηση αφορούσε τη φωνή, την οποία ο Κύριος στην αγιότητά Του ύψωσε για τη δημιουργία - , τί έχετε να πείτε γι' αυτήν;» Είπαν τότε οι μαθητές: «Κοπιάσαμε πολύ ωσότου φθάσουμε στο σημείο, για το οποίο σου κάναμε λόγο προηγουμένως. Όμως δεν φθάσαμε μέχρι την τελευταία σου ερώτηση που ήταν η δική μας. πρώτη. Επειδή δείχνεις πάλι τώρα καλόγνωμος μαζί μας, ελπίζουμε πως θα μας δώσεις την απάντηση». «Θα το κάνω», είπε ο Δάσκαλος, «και θα είμαι σύντομος». Έτσι άρχισε να μιλάει: «Σε κάθε πράγμα που Εκείνος, τού οποίου το όνομα είναι άγιο, έφτιαξε ή πρόκειται να φτιάξει ενσωματώθηκε και πώς να γινόταν αλλιώς - ένα κομμάτι από τις άγιες Του ιδιότητες. Ωστόσο τί είναι σιωπή και φωνή ταυτοχρόνως; Μα την αλήθεια, απ' όλα τα πράγματα που γνωρίζω είναι ο χρόνος εκείνο, στο οποίο ταιριάζει μια τέτοια διπλή ιδιότητα. Ναι, ο χρόνος είναι, και μολονότι μας εμπεριέχει και μας διαπερνά, παραμένει για μας άφωνος και σιωπηλός* όταν όμως γεράσουμε και μάθουμε να ακούμε προς την αντίστροφη πορεία, τότε θ' αντιληφθούμε ένα ελα(ρρό μουρμούρισμα, κι αυτό είναι ο χρόνος που έχουμε αφήσει. Κι όσο περισσότερο ακούμε προς την αντίστροφη φορά, τόσο γινόμαστε και πιο ικανοί στην ακοή, τόσο σαφέστερα αντιλαμβανόμαστε τη φωνή των χρόνων, τη σιωπή του χρόνου, τον οποίον Εκείνος έφτιαξε εν τη δόξη Του για τ' όνομά Του και για δική σας χάρη, προκειμένου ο χρόνος να φέρει εις πέρας τη Δημιουργία μαζί μας. Κι όσο πιο πολύς χρόνος έχει διαρρεύσει, τόσο πιο ισχυρή γίνεται σε μας 12
η φωνή των χρόνων εμείς θα μεγαλώσουμε μαζί του κι όταν έρθει το τέλος του χρόνου, εμείς θα εννοήσουμε την αρχή του και θ' ακούσουμε τη φωνή τής Δημιουργίας, αφού τότε θα συλλάβουμε τη σιωπή του Κυρίου καθώς θ' αγιάζεται το όνομά Του». Οι μαθητές σιωπούσαν αποσβολωμένοι. Όταν όμως ο Δάσκαλος δεν πρόσθεσε πλέον τίποτα άλλο, αλλά παρέμεινε σιωπηλός με κλειστά τα μάτια, αυτοί βγήκαν αθόρυβα έξω.
13
Οί προ-ίστορίες
Φωνέζ 1913' Χίλια εννιακόσια δεκατρία γιατί σαν ποίημα να το πεις; Γιατ' είναι η νιότη σον και πρέπει να την ξαναδείς. Γιός και πατέρας, με πόδια γυμνά πορεύονταν χρόνια: «κουράστηκα πια», λέει ξάφνου ο γιός, «πού τάχα οδηγεί; φριχτότερο γίνετ' απ' όσο η αρχήβρέχει συνέχεια, τριγύρω τα χιόνια φοβέρα όι κίνδυνοι, στοιχειά και δαιμόνια». «Η πρόοδος μπρος μας, αυτή οδηγεί», λέει ο πατέρας, «ποιός δεν την πεθυμεί; όσ' αμφιβάλλεις στων φόβων τη δίνη τη διώχνεις. Κλείσε τα μάτια σε τυφλή Εμπιστοσύνη!» Κι ο γιός: «την καρδιά μου κάτι διαρκώς την παγώνει ακόμα τ'αυτί σου σ' αυτό δεν ιδρώνει; Δεν βλέπεις; Ο δρόμος στοιχειωμένο μνημείο. Γυροφέρνουμε - ω πρόοδος! - στο ίδιο σημείοτο χώμα τράβηξε κάτ' απ' τα πόδια μας, πέρα, χνούδι πανάλαφρο απομείναμε στον ξένο αέρα. Πλάνη η κίνηση' της λείπει ο χώρος». Στα λόγια τούτα ο πατέρας του: «Δεν δίνει ο πόρος ουράνια στον άνθρωπο νέες εκτάσεις; "Πρόοδος" σημαίνει στ' ατέλειωτο να φτάσεις κι ας φαίνεταί σου σαν στοιχειό που θες να περγελάσεις», 17
«Για μας κατάρα η πρόοδος, για μας η πρόοδος δώρο αφάνησ' ό,τ' είχαμε, μας πήρε τον χώρο, σου λείπει αυτός; Δεν γίνεται ποτέ να πας μπροστά. Χωρίς τον χώρο ο άνθρωπος έμεινε αβαρύς. Κι αυτό ως νέο πρόσωπο στον κόσμο θα γενεί: Η πρόοδος απαραίτητη δεν είν' για την ψυχή ωστόσο αυτή χρειάζεται το βάρος για να ζει». Περπατώντας κουνάει το κεφάλι του ο πατέρας: «της αντίδρασης γίνηκε ο γιός μου αέρας». Ω εσύ άνοιξη φθινοπωρινήποτέ δεν έγινε πιο όμορφη άνοιξη από εκείνην το φθινόπωρο. Για μια φοράν ακόμα άνθισε ό,τι υπήρξε παρελθόν, το κόσμιο, η πιο θελκτική γαλήνη πριν την καταιγί(\χ. Ακόμα κι ο Άρης χαμογελούσε. Και μάλιστα, δεδομένου ότι μπροστά στην πληθώρα των πόνων που είναι ικανοί οι άνθρωποι να προξενήσουν ο ένας στον άλλον, ο πόλεμος δεν είναι το χειρότερο των κακών, σε κάθε όμως περίπτωση είναι το δλακωδέστερο κι απ' αυτόν, τον πατέρα των πάντων, η βλακεία κληρονομιέται ακατάπαυστα στον κόσμο των ανθρώπων. Αλίμονο, ω αλίμονο! Επειδή η βλακεία είναι έλλειψη φαντασίαςφλυαρεί για πράγματα αφηρημένα, φλυαρεί για το άγιο, φλυαρεί για το πάτριον έδαφος και την τιμή τής χώρας, φλυαρεί για κάποιες γυναίκες και παιδιά 18
που πρέπει να υπερασπίσει. Όμως όπου το πράγμα γίνεται πιο συγκεκριμένο, εκεί μένει άφωνη, και τα πετσοκομμένα πρόσωπα, σώματα και μέλη των ανδρών της είναι το ίδιο ασύλληπτα όπως και η πείνα που επιβάλλει στις πιστές γυναίκες και στα πολυαγαπημένα παιδάκια. Αυτή είναι η βλακεία, αλήθεια, μια ελεεινή βλακεία, μαζί μ' εκείνην των φιλοσόφων και των ποιητών, που στάζει το πνεύμα τους, τους στάζει το στόμα σαν παίρνουν ν' αδολεσχούν για την ιερότητα του πολέμουεννοείται πως αυτοί θα φυλαχτούν από τις σημαίες που τολμηρά αναρριπίζει ο αέρας στα οδοφράγματα, αφού κι εδώ παραμονεύουν τ' αφηρημένα φληναφήματα, η εγκυμονούσα τον όλεθρο αιματηρή - αιμολειχρής ανευθυνότητα. Αλίμονο, ω αλίμονο! Σε χώρο, που δεν μπορούσες χώρο να τον πεις, γιατί οι άγγελοι σύμπαντες είχαν θέση εκεί κι οι άγιοι όλοι έμεναν μαζί τους, θεϊκά κατοικούσε κάποτε η ψυχή' το χώμα δεν είχε ανάγκη ή κάποιαν κοιλότητα ή και πρόοδο ακόμα, αφού το βήμα της αιώρηση ήταν, άνωθεν ορισμένη και υφασμένη απείρως κι αιωνίως με την πληρότητα. Κι ωστόσο εδώ, με το άπειρο κιόλας να του γνέφει, απεπέμφθη το πνεύμα πίσω ξανά στο χώρο τον εγκόσμιο - και τούτον πια απ' την αρχή ως κέρδος έπρεπε δικόν του να τον κάνει 19
αποδεχόμενος το Ύφος, το Εύρος και το Βάθος ως αναγκαίεςτου όντος μορφές: έτσι ήταν η γνώση τον που τώρα μ' αίμα, και μαρτύρια και συμβιβασμούς πρόοδος έγινε, και το ξαναρχίνισμά του με μάγια και μ' αιρέσεις συγχισμένο, ακατέργαστο, στην πίστη διχασμένο βαθειά, χωρίς οίκτο βασανισμένο κολασμένα, κι όντας ωστόσο μακριά από κάθε ανθρωπιά, πρόθυμο έδειχνε σε όποια έρευνα με την μπαρόκ του γνώση το άπειρο θέλοντας ξανά να πιάσει μέσ' στην εικόνα τού χοός. Όμως όμοια σαν άλλοτε η παράσταση -, ως τμήμα του κιόλας απ' το πνεύμα προβάλλει το άπειρο, χώρους δείχνοντας ακόμα πιο ξένους, στα όρια της γνώσης, στα παγερά εκείνα ονείρατα τ' άφωνου λόγου, τ' άπιαστου ήχου, όπου κι η ίδια η εικόνα ξεθωριάζει: κανένα μέτρο δεν είναι πλέον μέτρο εδώ, ουδ' άγγελος στο μέρος κατοικεί, κι ούτ' όρκος πιάνει, χαμόκλαδα του ακατεύθυντου είναι, ένα θέριεμα φρικωδώς ανταλλασσομένου Πλησίον κι Απόμακρου, στης στρίγγλας το τσουκάλι ένα βράσιμο π' αλλάζει το Πύρινο με το Ψυχρό, γιατί άχωρα αμέτρητος γεννιέται εδώ ένας χώρος, ο χώρος του νέου χρόνου, ξανοίγεται πάλι σε βάσανα - ω φόβος μέγας της καρδιάς -, ξανοίγεται πάλι σε πολέμους - ω κρίματα επί κριμάτων 20
για να προέλθει απ' όλα τούτα ακόμα μια φορά Ψυχή - η των πλασμάτων. Αυτή είναι η μεγάλη εποχή της αστικής νεολαίας που στο μυαλό της έχει έρωτα, χρήμα και παρόμοιες ιστορίες και πρόθυμη είναι απόλυτα για όλα τούτα πάμπολλες θυσίες να κάμει ενώνοντας τον κόσμο της σε άλλους κόσμους - με τη ζήλεια: Λπ' τα χρειώδη ο Θεός, καλός για ποιηματάκια· κ' η πολιτική για 'κείνον, που στην εφημερίδα την αναζητεί και βλέπει την σαν άγος λαϊκό, την παλιά αυτή των πριγκήπων αρετή, δεν είν' παρά κάτι αξιοπεριφρόνητο: αντίληψη, που απ' το χρέος αποδεσμεύει. Και τούτα έτσι έγιναν το έτος χίλια εννιακόσια δεκατρία, μ' άψυχες φανφάρες και χειρονομίες οπερετικές κι ωστόσο σ' όλα παρέμενε κάτι απ' τις πανάλαφρες όμορφες πνοές της ιεροτελεστίας του έρωτα, απόηχος αλλοτινών γιορτών, με περιλαίμιο κολλαριστό, κορσέδες και δαντέλες-ω θέλγητρα στο φουστάνι με φουρό, ω τελευταία ήπια χρονιά μέσ' του Μπαρόκ τον τελευταίον ασπασμό! Ακόμα κι ό,τι εδώ και πολύν καιρό έχει επιζήσει κι έχει ήδη μουχλιάσει, παίρνει στον αποχαιρετισμό το απαλό χρώμα της μελαγχολίας αχ, το Υπάρξαν! Ω Ευρώπη, ω χιλιετίες της Εσπερίας, η σ' επαρχίες διαιρεμένη ζωή της Ρώμης και η με φρόνηση ελευθερία της Αγγλίας, 21
πον η μία σ' αντίθεση ήρθε με την άλλη, τώρα όμως απειλούνται να χαθούν κι οι δυο, και πον τ' Αλλοτινό ξαναγεννιέται, η ξεκούραστη τάξη των γήινων συμβόλων, στα οποία - ω Εκκλησία κραταιά - απλωμένο αντανακλάται τ' Άπειρο, τ' αντικαθρέφτισμα του Σύμπαντος στην ηρεμία του τρίηχου, της αρμονίας στις αργές του αποδιοργανώσεις και ομοφωνίες. Κι αυτή ήταν ακριβώς η κοσμιότης της Ευρώπης η δαμασμένη κίνηση, η διαίσθηση της ολότητας που εξελισσόμενη ακολουθούσε τις γραμμές μιας μουσικής η οποία - ω χριστιανικό ήθος του Σεμπάστιαν Μπαχ - άνωθρώσκει ως οφθαλμός των Εγκοσμίων, μορφοποιώντας ό,τι επέκεινα είναι, ώστε να πραγματώνονται οι δεσμοί στα άνωθεν και κάτωθεν, η πραγμάτωση της κόσμιας τάξης κι ελευθερίας εξαπλωμένη με σώφρονα κίνηση από σύμβολο σε σύμβολο ως τους κρυφότερους των ήλιων του κόσμου της Δύσης. Και ξαφνικά αποδεικνύεται, πως όλα υπάρχουν συγχρόνως, οι εικόνες ασύνδετες, ακίνητες από γρηγοράδα, σχεδόν χωρίς πια σύμβολα, πεπερασμένο κι άπειρο εν ταυτώ, η παραφωνία ν' απειλεί και να δελεάζει. Η αρμονία καταντά ανυπόφορη και γελοία, μια παράδοση, που άλλο δεν μπορείς στους κόλπους της να ζήσειςΤα Ηλύσια σμίγουν με τα Τάρταρα, το ένα δεν μπορείς πια από τ' άλλο να διακρίνεις. Έχε γειά Ευρώπη' η όμορφη παράδοση έλαβε τέλος. 22
Γκλίν γκλαν δοξολογία, πηγαίνουμε στη μάχηδεν ξέρουμε για ποιόν σκοπό αλλά στον τάφο ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα ίσως το βρούνε διασκεδαστικό. Αγάπη μου εσύ στο σπίτι μείνε και κλαίγε με πικρά-πικρά σαν ο στρατιώτης σου στα δάκρυα που θα χύνεις θε να γελά ιπποτικά. Κι όταν στ' εχθρού μας τις γραμμές σαν καταιγίδα το κανόνι θα ξεσπά με γκλιν και γκλαν και φωνές δοξαστικές. Κι αλληλούια, αλληλούια θε να 'χει. Τώρα πηγαίνουμε στη μάχη.
23
I. Αρμενίζοντας στην απαλή αύρα Κάτω από την τέντα με τις καφέ και τις λευκές ραβδώσεις, που είναι ακόμα και τώρα τη νύχτα απλωμένη, υπάρχουν τα ελαφρά ψάθινα τραπέζια και οι ψάθινες καρέκλες. Ανάμεσα στις σειρές των σπιτιών και στις δεντροστοιχίες με το καινούργιο φύλλωμα φυσά το νυχτερινό ανάλαφρο αεράκι, που θα σ' έκανε σχεδόν να πιστέψεις πως-έρχεται από τη θάλασσα. Όμως είναι μονάχα το υγρό λιθόστρωτο* μόλις πέρασε απ' τους άδειους δρόμους ο καταβρεχτήρας. Μερικές γωνίες πιο κάτω βρίσκεται η λεωφόρος* από εκεί ακούγεται το κορνάρισμα των αυτοκινήτων. Ο νεαρός ίσως ήταν λιγάκι πιωμένος. Κατέβαινε το δρόμο χωρίς καπέλο, χωρίς γιλέκο* είχε περάσει τα χέρια του στη ζώνη του, ώστε το σακάκι να μένει ανοιχτό στον αέρα και να τον αφήνει να φθάνει μέχρι την πλάτη* ένα είδος κρύου λουτρού. Αν δεν έχεις περάσει τα είκοσι, νιώθεις σχεδόν πάντοτε το ζωντανό μέσα στο σώμα σου. Μπροστά το καφενείο το έδαφος είναι καλυμμένο με καφέ ψάθες από κοκκοφοίνικα και η μυρωδιά τους είναι ελαφρά αποπνικτική. Ο νεαρός πέρασε λίγο ανασφαλής ανάμεσα από τις ψάθινες καρέκλες, περιέφερε το βλέμμα του σ' ένα δυο πελάτες, πήρε ένα χαμόγελο που ζητούσε συγγνώμη κι έφθασε στην ορθάνοιχτη γυάλινη πόρτα. Μέσα στο μαγαζί έκανε ακόμα περισσότερη ψύχρα. Ο νεαρός κάθισε σ' έναν καναπέ από δέρμα που ήταν τοποθετημένος κάτω από μια σειρά με καθρέφτες, κατά μήκος του τοίχου* κάθισε σκόπιμα απέναντι στην πόρτα, επειδή ήθελε κατά κάποιον τρόπο να δέχεται από πρώτο χέρι στα πνευμόνια του τα μικρά ρεύματα αέρος. Το γεγονός πως το 24
γραμμόφωνο πάνω στο τραπέζι του μπαρ σταμάτησε εκείνη ακριβώς την στιγμή να παίζει - συνέχισε για λίγο ακόμα να τρίζει καθώς ο δίσκος περιστρεφόταν, για ν' αφήσει κατόπιν την αίθουσα στους σχεδόν σιωπηλούς θορύβους του καφενείου - αυτό υπήρξε δυσάρεστα κακεντρεχές, κι ο νεαρός κοίταξε τα γαλανόλευκα μαρμάρινα πλακάκια του δαπέδου, που έφερναν στο νου μια βάση ντάμας' στο κέντρο πάντως σχημάτιζαν ένα χιαστό σταυρό, σαν εκείνο του αγίου Ανδρέα, πράγμα που δεν χρειάζεται κανείς για να παίξει ντάμα - , μάλιστα, ήταν περιττός. Βέβαια, δεν πρέπει κανείς να ενοχλείται από κάτι τέτοια. Η επιφάνεια των τραπεζιών ήταν από λευκό μάρμαρο που έκανε αδιόρατες σκιάσεις· σ' ένα τραπέζι μπροστά του βρισκόταν ένα ποτήρι με σκουρόχρωμη μπύρα* οι φυσαλλίδες του αφρού διογκώνονταν κι έσκαγαν. Στον ίδιο δερμάτινο καναπέ, μπροστά στο διπλανό τραπέζι, καθόταν κάποιος. Γινόταν μια συνομιλία, αλλά ο νεαρός βαριόταν να στρέψει προς τα 'κει το κεφάλι του. Ακούγονταν δυο φωνές, η αντρική πολύ αγορίστικη κι εκείνη της γυναίκας μ' ένα λαρυγγόφωνο-μητρικό τόνο. Πρέπει να πρόκειται για μια χοντρή και μελαχροινή κοπέλα, σκέφτηκε ο νεαρός, και τώρα σκόπιμα δεν έστρεψε το κεφάλι του προς αυτή την κατεύθυνση. Αν σου έχει μόλις πεθάνει η μάνα, τότε δεν ψάχνεις για άλλες μητρικές υπηρεσίες. Και προσπάθησε να σκεφτεί εκείνο το νεκροταφείο στο Άμστερνταμ, τον τάφο του πατέρα του εκεί πέρα, πράγμα που δεν ήθελε ποτέ να σκέφτεται και που έπρεπε εντούτοις τώρα να κάμει, αφού σ' αυτόν μέσα είχαν αποθέσει κι εκείνη. Η αντρική φωνή δίπλα είπε: «Πόσα χρήματα χρειάζεσαι;» Ένα σκοτεινό λαρυγγόφωνο γέλιο ήρθε ως απάντηση. Ήταν πραγματικά μελαχροινή η γυναίκα εκεί; Απ' το μυαλό του πέρασε μια φράση: σκοτεινή ωριμότητα. «Έλα, πέσ' μου λοιπόν πόσα χρειάζεσαι!» Η φωνή τώρα έμοιαζε μ' εκείνην ενός εξοργισμένου αγοριού. Ο καθένας φυσικά θέλει να δώσει χρήματα στη μητέρα του. Κι αυτή 25
εδώ τα χρειάζεται. Η δική του δεν τα είχε ανάγκη* τα είχε όλα. Και θα ήταν ωραία να μπορούσε να τη φρόντιζε, αφού τα έσοδά του - εκεί κάτω στη Νότια Αφρική - αυξάνονταν διαρκώς. Τώρα ήταν ανώφελο. Ξεκάθαρο κι ανώφελο. Ξανά δίπλα το σκοτεινό γέλιο. Ο νεαρός σκέφτεται: Τώρα άπλωσε να πιάσει το χέρι του. Αμέσως μετά ακούει: «Πού βρήκες τόσα χρήματα; ...αλλά ακόμα κι αν τα είχες δεν θα τα έπαιρνα από σένα». Έτσι μιλάνε οι μανάδες* χρήματα δέχονται μόνο απ' τον πατέρα. Γιατί δε γύρισε σπίτι μετά το θάνατο του πατέρα; Αυτό έπρεπε να κάμει. Για ποιό λόγο συνέχισε να τριγυρνά στην Αφρική; Και έμεινε εκεί χωρίς να σκεφθεί πως η μητέρα του θα μπορούσε να πεθάνει. Όμως τώρα αυτό έγινε. Βέβαια δεν του είχαν έγκαιρα τηλεγραφήσει, αλλά κανονικά θα έπρεπε να το είχε διαισθανθεί. Έξι εβδομάδες μετά το θάνατό της έφθασε στον Άμστερνταμ. Και τώρα, τί ζητούσε στο Παρίσι; Ο νεαρός κοιτάζει το δαπέδο, κοιτάζει προς τον σταυρό του αγίου Ανδρέα. Ολόκληρη η επιφάνεια του δαπέδου καλύπτεται από πολύ μικρούς σωρούς πριονίδια που πυκνώνουν σε μικρές θίνες γύρω από το κάτω μέρος της σιδερένιας πόρτας. Μετά από λίγο ο νεαρός σκέφτεται: πιθανόν να μπορεί να ανταπεξέλθει με εκατό φράγκα. Αν ήξερα πώς να το κάνω, θα της έδινα ευχαρίστως τα εκατό, όχι, διακόσια, τριακόσια. Τώρα έχω, βλέπεις, και την ολλανδική κληρονομιά που δεν πρόκειται να της βάλω χέρι. Ο πατέρας μου φοβόταν πάντα πως κάποτε θα την κατασπαταλούσα. Θα απογοητευόταν άραγε, αν μ' έβλεπε τώρα; Όχι, δεν θα πειράξω τα λεφτά του. Όμιος τα έβαλα σε καλή μεριά, με προσοχή και βέβαια με τόκους. Θα τον εξέπληττε και αυτό. Και αναλογίστηκε ξανά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των νέων του επενδύσεων σε κεφάλαια. Με τις σκέ-ψεις αυτές έχασε τη συζήτηση δίπλα του. Τώρα ακούει ξανά που η αγορίστικη φωνή λέει: «Μα αφού σ' αγαπώ». 26
«Ακριβώς για το λόγο αυτό δεν πρέπει να μιλάς για λεφτά». Ο νεαρός σκέφτεται: και οι δυο τους αφήνουν τις φωνές τους να φύγουν, τα ατόματά τους στέλνουν την αναπνοή με τη φωνή, και λίγες σπιθαμές πιο μακριά, ας πούμε πάνω κιόλας απ' το τραπέζι τους κι οπωσδήποτε όχι πολύ πιο πέρα, σμίγουν οι φωνές που αναπνέουν για να παντρευτεί η μια την άλλη. Αυτό είναι στη φύση ενός ερωτικού ντουέτου. Και πραγματικά, ακούγεται πάλι: «Μα σ' αγαπώ, σ' αγαπώ τόσο πολύ». Πολύ σιγανή επιστρέφει η απάντηση: «Ω, μικρέ μου». Τώρα φιλιούνται, σκέφτεται ο νεαρός. Τι καλά που δεν υπάρχει απέναντι κάποιος καθρέφτης* αλλιώς θα τους έβλεπα. «Ξανά», λέει η βαθειά φωνή της γυναίκας. Θα ήθελα να της δώσω τετρακόσια φράγκα γι' αυτό, σκέφτεται ο νεαρός και βεβαιώνεται για το αν το παραγεμισμένο πορτοφόλι του ~ διάβολε, γιατί κουβαλώ πάντα τόσα λεφτά μαζί μου; σε ποιόν θέλω να κάνω εντύπωση μ' αυτό; - είναι πράγματι στη θέση του. Με τετρακόσια φράγκα θα μπορούσε να την κάνει κανείς ευτυχισμένη. Όμως η αγορίστικη φωνή τού παίρνει τη λέξη απ' τα χείλη: «Τα χρειάζεσαι όλα με μιας;... θα μπορούσα ίσως να τά 'βρισκα με δόσεις». Ο λεβέντης πρέπει να 'χει την ίδια ηλικία με μένα, σκέφτεται ο νεαρός, το πολύ λιγάκι νεότερος. Γιατί δεν βγάζει λεφτά; Θα έπρεπε να τού μάθουν πόσο εύκολο είναι να βγάζεις λεφτά. Θα ήθελα να του προτείνω να έρθει μαζί μου στο Κίμπερλαϊ. Κι αν θέλει ας την πάρει μαζί του. «Καλύτερα να πεθάνω, παρά να δεχτώ χρήματα από σένα». Έι, συλλογίζεται ο νεαρός, αυτό δεν είναι σωστό* με μένα δεν θα έπρεπε να μιλάει έτσι. Ξέρω, ξέρω θα ήθελε να μην τον βάλει σ' αυτόν τον κόπο, θα ήθελε να τον ταίζει καλύτερα, να τον ταΐζει με το κουτάλι, όμως θέλει να ζήσει, 27
πρέπει να ζήσει, και για τη ζωή χρειάζονται χρήματα, τα παλιοχρήματα. Όμως με ποιόν θέλει να ζήσει; Με ποιόν θέλει να ζήσει; Μαζί του; Αν της δώσω πεντακόσια, εξακόσια φράγκα θα θέλει να ζήσει μαζί μου και θα τον'ταίζει αυτόν στα κρυφά. Αν έπαιρνε απ' αυτόν τα λεφτά, τότε ίσως να ζούσε μαζί του, αλλά δεν θα ήταν πια ο γιός της, και αυτό .θέλει,να το αποτρέχ|ιει. Και έτσι και αλλιώς είναι άσχημα. Φυσικά θα ήταν καλύτερα γι' αυτόν αν πέθαινε η ίδια* όμως δεν το κάνει, και πολύ περισσότερο δεν αυτοκτονεί. Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να προστατέψει κανείς το νεαρό από αυτή τη γυναίκα. Όμως αυτή η σκέψη δεν δίνει λαβή και σ' άλλες. Όταν έχεις πιεί κάμποσα ποτηράκια δεν μπορείς να πας κάθε σκέψη ως το τέλος. Αυτή η μπύρα δεν φαίνεται ν' αξίζει τίποτα. Ήπιε το τελευταίο ποτήρι αμυστί κι αισθάνεται λίγο άσχημα. Γύρω απ' το στομάχι έχει σκαλώσει κάτι παγωμένο, το πουκάμισο κολλάει, και η προηγούμενη ευεξία δεν επανέρχεται ούτε και με βαθειές εισπνοές* θα ήταν ωραία να είχες στο πλευρό σου μια γυναίκα-μητέρα. Γελά μόνος του: εάν αυτοκτονήσω εγώ και της αφήσω τα λεφτά μου, όλα τα όμορφα παλιοχρήματα, θα είναι σε θέση να ταίζει το παλικάρι, κι αν μάλιστα ο θάνατός μου της δώσει ένα καλό παράδειγμα προς μίμηση, τότε σίγουρα ο μικρός θα είναι ελεύθερος απ' αυτήν έτσι ή αλλιώς είναι καλά ή θα ήταν καλά, μιας και δεν θέλω βέβαια να χάσω τη ζωή μου, ούτε που μου περνάει από το μυαλό να το κάνω. Γιατί το σκέφτηκα τώρα; Πίσω από το μπαρ κινήθηκε κάποια ηλικιωμένη ύπαρξη σ' ένα όχι και τόσο καθαρό ροζ φόρεμα. Όταν μιλούσε εκεί με τον σερβιτόρο, έβλεπε κανείς την κατατομή τού προσώπου της, κι ανάμεσα στην άνω και την κάτω γνάθο σχηματιζόταν ένα τρίγωνο που άνοιγε και έκλεινε. Μια μεγάλη, χιονόλευκη γάτα Αγκύρας πήδηξε μ' ένα ανίεπαίσθητο άλμα πάνω στον πάγκο, καθαρίστηκε λίγο κι έμεινε κατόπιν ακίνητη να παρακολουθεί το μαγαζί με τη ροζ μύτη της και τα στρογγυλά, γαλάζια μάτια της. Χαίρομαι που μπορώ να μη βλέπω τη γυναίκα εδώ δί28
πλα μου, σκεφτόταν, και ξαφνικά, «ξαφνικά» για τον ίδιο, είπε σχεδόν φωναχτά: «Μπορεί μια χαρά ν' αυτοκτονήσει κανείς». Το είπε^ και τρόμαξε: έμοιαζε σαν απάντηση σ' ένα τηλεφώνημα που είχε και δεν είχε πάρει, γνωρίζοντας παρ' όλα αυτά ότι τον είχαν φωνάξει με τ' όνομά του, μια διαταγή να διακόψει το παιχνίδι, μια διαταγή να επιστρέψει στο σπίτι. Και σκέφτηκε: εάν δεν είχα ένα όνομα δεν θα μπορούσε να με φωνάξει, τώρα όμως πρέπει να υπακούσω* πρέπει κανείς πάντοτε να υπακούει τη μάνα του; έτσι μού έμαθε, μέχρι μέσα στον τάφο πρέπει να την υπακούει, σαν να μην επιτρέπεται ούτε η επιβίωση. Όμως όσο κι αν ήταν τρομερό να πρέπει ν' αυτοκτονήσεις, δεν μπορούσες να κάμεις κι αλλιώς* αυτό είναι τό σωστό, είναι σωστό και πρέπει να το λέει κανείς ανοιχτά: «Μόνον ο θάνατος θα^ιας σώσει από νέες διασυνδέσεις». Η φράση βρισκόταν προδήλως και σαφώς στον αέρα κατά κάποιον τρόπο ως τμήμα του εγώ του, ήταν κατά κάποιον τρόπο εγχαραγμένη στον αέρα και αποτελούσε ταυτόχρονα μια απόδειξη για ό,τι ειπώθηκε. Γιατί τώρα έπρεπε να περιμένει κανείς πως η εγχαραγμένη εκεί φωνή του θα διαπλεκόταν με τις φωνές εκείνων των δύο, κι αναμετρούσε σε ποιό σημείο του αέρα θα μπορούσε να συμβεί αυτό μπροστά του: η εγχάρακτη εικόνα βρισκόταν στη σωστή ακριβώς θέση, περίπου οκτώ ή εννέα πόδια μακριά απ' αυτόν. Τώρα θα γίνει ένα τρίο, σκέφτηκε, κι έστησε αυτί να δει πώς θ' αντιδρούσαν οι δυο τους. Όμως αυτοί δεν έδωσαν σημασία, γιατί η γυναίκα είπε μισοπαίζοντας και μισοφοβισμένα: «Αν ερχόταν τώρα!» «Θα μας σκότωνε», απάντησε η φωνή του νεαρού, «τουλάχιστον θα σκότωνε εμένα, αν τον έφερνε ο δρόμος του προς τα δω... κι αυτό είναι τελείως απίθανο». Οι δυο τους λένε βλακείες, σκέφτηκε ο νεαρός* μιλάνε για κάποιον που προφανώς θα είναι ένα είδος εκδικητή, ένα είδος εξεταστή και δικαστή, ένα είδος δημίου, που θα τους σκότωνε και τους δυο. Πρέπει να τους καθησυχάσω: 29
«Δεν θα έρθει. Καρδιακή προσβολή πριν από τρία χρόνια στο τρένο μεταξύ Άμστερνταμ και Ρόττερνταμ». «Δος μου ένα τσιγάρο», λέει η γυναίκα, και η φωνή της ακούγεται πραγματικά καθησυχασμένη. Αχά, το κατάλαβε, κάνει ένα νεύμα ο νεαρός, κι εγώ θα πιώ ένα δοοίοΐι στην υγειά του φόβου. Και δίνει στο σερβιτόρο που φώναξε την παραγγελία. Μετά αισθανόταν πραγματικά καλύτερα, και μάλιστα τελείως καλά. Ένα πράγμα ήταν τώρα σαφές: «γκαρσόν, ακόμα ένα!» Ναι, ας το συνεχίσουμε. Τι άθλιες κουταμάρες, αυτά που έλεγαν. Λένε πως οι νεκροί θα βγουν από τους τάφους τους για να τους σκοτώσουν. Ο Κομεντατόρε*, ο Πετρωμένος Ξένος. Αυτά γίνονται μόνο στην όπερα, κύριοί μου, κι εκεί μονάχα στον Δον Ζουάν. Ξαφνικά ανατρίχιασε: «Τώρα θα έρθει παρ' όλα αυτά και θα καθαρίσει τους λογαριασμούς του». Όμως ήταν μονάχα ο σερβιτόρος, που στάθηκε μπροστά του με το ουίσκι, και ήταν τόσο αστείο, που αναγκάστηκε να επαναλάβει γελώντας: «Θα έρθει παρ' όλα αυτά, ήρθε κιόλας». Φυσικά, η γυναίκα δίπλα το πήρε στα σοβαρά: «Ίσως θα ήταν καλύτερα να φύγουμε». «Ναι», λέει ο νεαρός. Ίσως ήταν στ' αλήθεια σοβαρό, ίσως ήταν πράγματι ο Πετρωμένος Ξένος και όχι ο σερβιτόρος, ο Απάγων, όχι ο Προσάγων. «Μην πανικοβάλλεσαι», παρακαλεί η αγορίστικη φωνή, «είναι πιο πιθανό να τον συναντήσουμε στο δρόμο... σίγουρα δεν θα τον φέρει ο δρόμος του σε τούτο ακριβώς το μαγαζί...» Μην είσαι τόσο προπέτης, αγοράκι μου... αν τον έφερε ο δρόμος του στο νοσοκομείο, γιατί να μην τον οδηγήσει κι ως εδώ; Οι γιατροί στο νοσοκομείο είπαν πως η βαρειά εγχείριση στο στομάχι, που έπρεπε να τής γίνει, δεν άφηνε * Ο Στρατιωτικός Διοικητής, από την όπερα του ^ . Α . ΟίονΒηηί (σ.τ.Μ.). 30
ΜΟΖΗΓΙ,
Οοη
σχεδόν καμιά ελπίδα ακόμα και για πολύ πιο δυνατούς οργανισμούς* ωστόσο δεν αποδεικνύεται από πουθενά, πως αυτός δεν την εξανάγκασε παρ' όλα αυτά να αυτοκτονήσει. Η γυναίκα παραδίπλα ανταπάντησε: «Στο δρόμο μπορεί κανείς τουλάχιστον να ξεφύγει». Δεν υπάρχει διαφυγή, αγαπητή μου. Αν του ξεφύγετε θα σας πυροβολήσει πισώπλατα. Υπάρχει μονάχα μία προστασία και αυτή είναι η ανωνυμία. Όποιος δεν έχει πλέον όνομα, αυτόν δεν μπορούν να τον φωνάξουν, δεν μπορούν ν' απευθυνθούν σ' αυτόν. Δόξα τω θεώ, εγώ ξέχασα το όνομά μου. Διάλεξε ένα πούρο από την ταμπακιέρα του και το άναψε με ευχαρίστηση. «Θα φύγουμε ταξίδι, γλυκιά μου, μακριά πολύ... κανένας και τίποτα δεν θα μας φθάσει πια», είπε η αγορίστικη φωνή. Α, το κατάλαβα λοιπόν πως πρέπει να πάμε στην Νότια Αφρική, και να βγάλουμε λεφτά. Εγώ δεν έχω αντίρρηση. Εκείνο μονάχα που με νοιάζει είναι ότι δεν μ' αρέσει το πούρο, δεν μ' αρέσει καθόλου. Φτου, διάβολε, έπρεπε να πιώ λίγο ζεστό γάλα. Η γυναίκα στο διπλανό τραπέζι το κατάλαβε αμέσως: «Γκαρσόν, φέρτε μου λίγο ζεστό γάλα». Τώρα βρισκόμαστε σε εξέλιξη, σκέφτηκε ο νεαρός* η διαπλοκή των φωνών λειτουργεί άψογα, κι εκείνη των πεπρωμένων θα ακολουθήσει. Τώρα θα έπρεπε να πάρω δρόμο. Γιατί να εμπλακώ κι άλλο στις τύχες αυτών των δύο; Θα ήθελα να της βάλω στην τσάντα ένα χαρτονόμισμα των χιλίων φράγκων και να εξαφανιστώ. Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Είμαι μόνος κι έτσι προστατεύομαι κατά τον καλύτερο τρόπο απ' αυτόν. Αν μείνω μαζί τους, τίποτα δεν θα με σώσει απ' αυτόν. «Γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά...» πολιορκούσε δίπλα το αγοράκι. Δεν μιλάνε μ' ονόματα μεταξύ τους αυτοί οι δύο; Μήπως ξέρουν κιόλας για το επικίνδυνο των ονομάτων; Θα ήταν κατανοητό* ωστόσο πρέπει να το ψέξω. Μάλιστα, αγαπητή μου, δεν φέρεστε μητρικά* οι μητέρες βρίσκουν ονόματα για το παιδί τους και τίποτα δεν τις σταματά από 31
το να το χρησιμοποιούν, οσονδήποτε μεγάλος κι αν είναι ο κίνδυνος. «Βρισκόμαστε σ' ανοιχτό μαγαζί», δικαιολογήθηκε η γυναίκα, κι ένιωθες πως έδειχνε το σερβιτόρο. Ο σερβιτόρος είχε μια γυαλιστερή φαλάκρα. Όταν δεν ήταν απασχολημένος ακουμπούσε στον πάγκο και η ταμίας του μιλούσε ζωηρά, με στόμα που ανοιγόκλεινε χαρακτηριστικά. Από καλή τύχη δεν καταλάβαινε κανείς τι έλεγαν οι φωνές τους, διαφορετικά θα μπλέκονταν κι αυτοί στο κουβάρι των πεπρωμένων με φωνές, των φωνών του πεπρωμένου, θα είχαν όλα διαπλεχθεί, όμως θα έμεναν το καθετί και ο καθένας θεομόναχος: το κουβάρι μού κάθεται στο λαιμό* διιρώ τώρα πάλι τρομερά. Η γυναίκα πήρε το γάλα που είχε παραγγείλει και η ταμίας έχυσε το υπόλοιπο σ' ένα πιατάκι: «Αρουέτ», φώναξε τη γάτα Αγκύρας, «γάλα, εδώ, εδώ, Αρουέτ». Και η Αρουέτ κινήθηκε διστακτικά και μ' αξιοπρέπεια απ' τον πάγκο στο πιατάκι με το γάλα. Πιθανόν να έπινε και η γυναίκα τώρα το γάλα της με μικρές ρουφιχτές γουλιές, επειδή η αγορίστικη φωνή έλεγε με θαυμασμό: «Ω, πόσο σε αγαπώ... θα καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον πάντοτε». «Καταλαβαίνω σημαίνει διασυνδέω», είπε ο νεαρός, «κι αυτή είναι δική μου δουλειά. Αν τα πράγματα δεν είχαν ονόματα, δεν θα τα καταλάβαινε κανείς, αλλά και δεν θα υπήρχε και καμιά κρίση». Και σκέφτηκε: είμαι μεθυσμένος, ανωνύμως μεθυσμένως, και δεν έχω πια κανένα όνομα* η μητέρα είναι νεκρή. Είχε δώσει απάντηση η γυναίκα; Το έκανε: «Αγαπιόμαστε, αγαπιόμαστε έως θανάτου». «Θα έρθει και θα πυροβολήσει, ας μείνει ήσυχη γι' αυτό η χάρη σας», κι ο νεαρός είναι πολύ ικανοποιημένος γιατί ανακάλυψε την αντανάκλαση της κεντρικής λάμπας στη φαλάκρα τού σερβιτόρου: μια φαλάκρα είναι μια φαλάκρα, κι ένα φως είναι ένα φως, κι ένα ρεβόλβερ είναι ένα ρεβόλβερ, κι ανάμεσα στα ονόματα εκτείνεται το γεγονός, 32
έτσι ώστε χωρίς ονόματα ο κόσμος να έμενε σιωπηλός* όμως η δίψα μου είναι δίψα, και τι δίψα! Στο μεταξύ μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας, ένας κάπως παχύς άντρας με μαύρο μουστάκι, στο πρόσωπο του οποίου οι κόκκινες φλέβες σ' έκαναν να σκεφθείς τον κίνδυνο αποπληξίας και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του πήγε κατευθείαν στο μπαρ, ακούμπησε πάνω του, έβγαλε μια εφημερίδα από την τσέπη κι άρχισε να διαβάζει, ένας τακτικός πελάτης που δεν χρειάζεται να κάμει ιδιαίτερη παραγγελία* το βερμούτ τοποθετήθηκε μπροστά του από την ταμία μ' έναν τρόπο αυτονόητο. Ο νεαρός σκέφτηκε: δεν τον βλέπουν. Και λέει δυνατά: «Τώρα αυτός είναι εδώ». Κι επειδή δεν κινείται τίποτα, κι ούτε κι ο άντρας γυρίζει το κεφάλι του, φωνάζει δυνατά: «Γκαρσόν, ακόμα μια μπύρα». Μεταξύ της δίψας και της μπύρας, ονόματα και τα δύο, εκτείνεται μ' ευχαρίστηση το γεγονός του πιοτού. Ο άνεμος έξω δυνάμωσε, οι άκρες της τέντας που κρέμονταν πήγαιναν πέρα-δώθε κι όποιος διάβαζε εκεί στα ψάθινα τραπέζια εφημερίδα, ήταν αναγκασμένος να σιάζει συχνά το τσαλακωμένο απ' τον αέρα χαρτί με μια μικρή κίνηση. Όπως και να 'χει, πολύ πιο ενδιαφέρων από τους αναγνώστες των εφημερίδων ήταν τούτος 'δω στον πάγκο, κι ο νεαρός που τον παρατηρούσε είχε ξαφνικά την εντύπωση, πως αυτός εκεί κρατούσε την εφημερίδα στα χέρια του ανάποδα· ήταν μια λανθασμένη, και μάλιστα μια προσβλητική εντύπωση, επειδή ο άνθρωπος, γυρισμένος προς την κοπέλα πίσω από τον πάγκο, συζητούσε μαζί της προφανώς για το περιεχόμενο εκείνου που είχε διαβάσει, μιας και χτυπούσε διαρκώς με το τριχωτό του χέρι και τα δάκτυλά του πάνω σ' ένα συγκεκριμένο μέρος της εφημερίδας. Τί είχε όμως διαβάσει που τον ερέθιζε τόσο πολύ; Έτεινε να πιστεύει κανείς πως από τον εκνευρισμό του θα μπορούσε να πάθει πάλι εγκεφαλικό. Δ^εν υπήρχε αμφιβολία: ο άνθρωπος βρήκε τυπωμένη στην εφημερίδα τη δίκη του, 33
τη δίκη για την ιδιαζόντοος απεχθή ανθρο^ποκτονία του, κι αυτό ήταν παράξενο, ήταν τόσο πιο παράξενο, όσο με το γεγονός αυτό δεν προκαταλαμβανόταν μόνον το μέλλον, αλλά και κέρδιζε έδαφος μια αντιστροφή της ιεραρχικής τάξεως - πώς τολμούν να κάνουν μια δίκη σ' έναν δικαστή κι εξεταστή; Δεν είναι δικαίωμά του, φυσικό του δικαίωμα, αΐ03νιο δικαίθ3μά του να σκοτο^σει το αγόρι, να σκοτώσει τη γυναίκα, να τους σκοτιόσει όλους; Κι ο νεαρός κοιτάζει ακίνητος το μέρος, όπου είχαν διαπλεχθεί οι φωνές και τα πεπρωμένα όλιον, για να διαπλέκονται διαρκώς στο ίδιο μέρος κάθε φορά απ' την αρχή. «Είμαστε εδοό», αναγγέλλει επιτέλους κι ανυπομονώντας τώρα ο νεαρός. «Αν μπορούσα να βροο τα χρήματα», είπε η γυναίκα, «είναι αργυρώνητος». «Θα πληρώσω εγο», λέει ο νεαρός, «εγώ...», και βάζει στο τραπέζι ένα χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων, θέλοντας κατά κάποιον τρόπο να δοκιμάσει αν φτάνει. Ο ξένος στον πάγκο δεν δίνει καμιά προσοχή στη χειρονομία, στα χρήματα. Τα χρέη πρέπει να πληρώνονται με τη ζωή. «Μην ανησυχείς, δεν θέλω να ανησυχείς», ηχεί ικευτευτικά η αγορίστικη φοονή, «εγώ...» Τι σημαίνει Εγώ; εσύ σώπα* όποιος δεν έχει λεφτά, πρέπει να σιωπά. Μου είσαι αηδιαστική. Θέλω να πληρώσω και θα πληρώσω. Εγώ είμαι εγώ. Είμαι εγώ, ακόμα και δίχως όνομα είμαι εγώ: «Εδώ!» Το φώναξε ο νεαρός, το φώναξε ώστε ο ξένος εκεί, ο ακίνητος ξένος να στραφεί επιτέλους και να βγάλει την αναμενόμενη, και μάλιστα διακαοος προσδοκο^μενη κραυγή αναγνωρίσεως, να ενώσει την κραυγή στην κραυγή, την μοίρα στη μοίρα, διαπλεγμένος στο κοινό σημείο συνενώσεώς τους. Ωστόσο δεν συνέβη τίποτα. Δεν ερχόταν ούτε ο σερβιτόρος* ήταν απασχολημένος έξ(0 στην ταράτσα, και η λευκή του ποδιά πήγαινε πέρα-δώθε από τη δροσερή αύρα που 34
φυσούσε. Ο άνθρωπος στο μπαρ παραμένει ασυγκίνητος, παραμένει πετρωμένος, ασυγκίνητος και συνεχίζει να μιλά με την ταμία, στην οποία έδωσε το φύλλο της εφημερίδας. Αυτή ήταν η εκδίκησή του για την ανωνυμία - μια πετρωμένη περιφρόνηση. Η γυναίκα στο διπλανό τραπέζι λέει: «Δεν ανησυχώ, αντίθετα η καρδιά μου είναι γεμάτη ελπίδα. Όμως τα πόδια και τα χέρια μου είναι βαριά, κι αν ερν,όταν αυτός, θα παρέλυα... είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι». Ελπίδα; Ναι, ελπίδα. Όποιος δεν έχει όνομα πλέον, ζει στο μη γεγενημένο, και δεν μπορεί να του συμβεί τίποτα πια· έχει αποδεσμευτεί από όλες τις διασυνδέσεις: δεν έχω όνομα, δεν θέλω πια να έχω, αρκετά τριγύρησα με εκείνο που μου επέβαλαν και τώρα μου είναι όλα τα ονόματα αηδιαστικά. Μόνο, δεν είναι τούτο μια άχρηστη εξέγερση, και μάλιστα μια εξέγερση κατά της μητέρας που φώναξε το όνομα; Και σχεδόν κλαυθμηρίζοντας ανακεφαλαιώνει: «Δεν ωφελεί...» «Ναι, ας γυρίσουμε σπίτι...», λέει η αγορίστικη φωνή. Να γυρίσεις σπίτι θέλεις; Χωρίς Εγώ; Χωρίς όνομα; Δεν είναι δυνατόν, δεν έχει ξαναγίνει αυτό. Ο νεαρός αισθάνεται πως τον ξανακυριεύει η αδυναμία, πως το πρόσωπό του - και ίσως και εκείνο του αγοριού παραδίπλα - έχει χλωμιάσει, και, πιάνοντας το μέτωπό του, νιώθει τον κρύο ιδρώτα: έχω όλα τα ονόματα, όλα από το Α ως το Ζ* και γι' αυτό κανένα. «Ω, γλυκιέ μου μικρέ...», λέει τώρα σιγανά η γυναίκα, ερωτευμένη, θλιμμένη. Ο νεαρός έγνεψε. Τώρα τον αποχαιρετά. Κι εγώ θα αποχαιρετήσω, έναν αποχαιρετισμό ανώνυμο. Θα κρεμάσω την αλυσίδα όλων των ονομάτων στο εγώ μου. Θα αρχίσω με το Α ώστε να με εξετάσω πρώτον, εξετάζων καρδίαν και νεφρούς,να με δοκιμάσω στη ζωήκαι στο θάνατο, ακόμα κι * Το τελευταίο γράμμα του λατινικού αλφαβήτου (σ.τ.Μ.). 35
αν αυτός εκεί έχει κιόλας έτοιμη την κρίση στην τσέπη του σακακιού του. Και πράγματι, ο άνθρωπος στο μπαρ έβγαλε τώρα το ρεβόλβερ και δείχνει στο σερβιτόρο πώς θα λειτουργήσει το όπλο. Η υπόθεση με την εφημερίδα ήταν συνεπώς η προετοιμασία, μια πολύ σωστή προετοιμασία - γιατί να μην γίνουν μια φορά όλα αντίστροφα; Ο σερβιτόρος ζυγιάζει το όπλο που τού δείχνουν στο χέρι του και κατόπιν καθαρίζει την κάννη με μια πετσέτα, ώσπου να γυαλίσει. Όχι, ό,τι είναι υπερβολικό, είναι υπερβολικό. Τον σερβιτόρο δεν τον αφορά η υπόθεση καθόλου* ας ξεπλύνει αργότερα το αίμα από το μαρμάρινο δάπεδο κι ας σκορπίσει πριονίδια από πάνω. Και για να τον επαναφέρει στο καθήκον, ο νεαρός φωνάζει: «Ακόμα μια μπύρα!» Ταυτόχρονα σείει το χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων, ένα τελευταίο και την ίδια στιγμή απελπισμένο νεύμα στον οπλισμένο. Αυτός φυσικά δεν στρέφεται* σφίγγει διάφορες βίδες στο όπλο, το οπλίζει, αυτός, ο δικαστής, ο εξεταστής και ο δήμιος σ' ένα πρόσο3πο. Η γάτα Αρουέτ, τέλεκοσε το γάλα της και κουλουριάστηκε φρόνιμα για να κοιμηθεί, αφού πρώτα έγλυψε για λίγο ακόμα το μουστάκι, τον λαιμό και την ουρά. Στο μεταξύ η κοπέλα άρχισε να τοποθετεί μια σειρά ποτήρια στο τραπέζι του μπαρ, μια αλυσίδα από ποτήρια, και κάθε φορά που έβαζε κι από ένα ακουγόταν ένας σιγανός μελωδικός ήχος. Το ρεβόλβερ κάνει κρότους. Τα όργανα κουρδίζονται, σκέφτεται ο νεαρός, κι όταν όλες οι φονές συμπέσουν ηχητικά, τότε έφθασε η στιγμή του θανάτου: θα έχω τότε συντριβεί, χτυπημένος από τη σφαίρα που βρίσκεται τώρα μέσα στο γεμιστήρα, θα έχω πέσει συντετριμμένος στο μαρμάρινο δάπεδο, θα βρίσκομαι πεσμένος πάνω στο σταυρό του αγίου Ανδρέα σαν να ήμουν καρφωμένος σ' αυτόν, καρφωμένος πάνω στο όνομά μου. Δεν λεγόμουν κάποτε Αντρέας; Ίσως, δεν το ξέρω τώρα πια. Σε κάθε περίπτ(οση το Αντρέας αρχίζε με ένοι Α, και παρακάλεσε: «Στο εξής πρέπει να με ονομάζετε Α». 36
ο άνεμος που τώρα πάλι έμπαινε μέσα δυνατότερος, έφερνε μαζί του ίχνη αρώματος από ακακίες. «Όμορφη είναι σήμερα η νύχτα κάτω από τα δέντρα, κάτω από τα μελωδικά άστρα», είπε η φωνή της γυναίκας με σκοτεινή τρυφερότητα. «Κάτω από τα μελωδικά άστρα του θανάτου», αποκρίθηκε ο νεαρός και δεν ήξερε αν ήταν αυτός που το είχε πει. Η αγορίστικη φωνή όμως είπε: «Σε μια τέτοια νύχτα θα μπορούσα να πεθάνω στο στήθος σου». «Ναι», είπε ο νεαρός, «Ναι», είπε πολύ βαθειά η γυναικεία φωνή, «έλα». Και τότε κινήθηκε ο άνθρωπος στο μπαρ. Κινήθηκε χωρίς την παραμικρή βιασύνη και με τη μεγαλύτερη δυνατή βραδύτητα. Πρώτα πήρε πίσω από τα χέρια τής ταμία το φύλλο της εφημερίδας για να ξαναχτυπήσει επιβεβαιώνοντάς το στο μέρος, όπου γινόταν αναφορά για τη δίκη του, και κατόπιν έστρεψε το πρόσωπό του αργά προς τους παρόντες, κοιτώντας τυφλά πέρα απ' αυτούς, κι ωστόσο με την κρίση κιόλας στο στόμα του: «Η εκτέλεση μπορεί να αρχίσει». Παρ' όλη την πραότητά της η δικαστική φωνή δεν ανεχόταν αντιλογίες· έφθασε ως το σημείο της διαπλοκής, μέχρις εκείνου του σημείου, πάνω στο οποίο ο νεαρός εξακολουθούσε γοητευμένος και με μεγάλο κόπο να έχει καρφωμένο το βλέμμα, που έμεινε να κρέμεται εκεί. Ο Α. αντίθετα - γιατί έτσι θέλει να λέγεται στο εξής λέει: «Τώρα έκλεισε η αλυσίδα, γέννηση και τάφος, εδώ ό."τ(·»: κι εκεί η μητέρα». Τον ξένο στο μπαρ δεν τον συγκινεί. Με μια μεγάλη, κικλική κίνηση σηκώνει το όπλο, το επιδεικνύει στα καρ((('>μένα και παράλυτα βλέμματα τριγύρω, και μετά, κρύΟοντάς το πίσω από την πλάτη του, αρχίζει να κινείται, έρχεται πιο κοντά με μια πέτρινη αποφασιστικότητα, κατευθυνόμενος αμετάκλητα κι αναπόφευκτα - δεν ήταν αναμεν('>μενο; - στο διπλανό τραπέζι. Κ« επειδή είχε φτάσει τώρ(' 37
η στιγμή της καταστροφής, κι επειδή ο αντιστρόφως κινούμενος χρόνος είχε φθάσει στο τώρα, το σημείο-τώρα, το τώρα-σημείο του θανάτου, στο οποίο αυτός μεταπηδά από το μέλλον στο παρελθόν, ω, επειδή τώρα όλα ξαναγίνονται παρελθόν, επιτρέπει ο Α. στον εαυτό του το όνειρο, που πρόκειται την επόμενη στιγμή να καταβροχθίσει κι αυτόν, για πρώτη και τελευταία φορά να τον αποκαλύψει, με τα μάτια του προσηλωμένα στον επερχόμενο, παρακολουθώντας τον ίδιο και την κατεύθυνση που αυτός επέλεξε, να κοιτάξει στο διπλανό τραπέζι. Το διπλανό τραπέζι ήταν αδειανό, το ζευγάρι είχε εξαφανιστεί. Και ταυτόχρονα άρχισε το γραμμόφωνο να παίζει το «Ρογο ά^ Ια ΥιοίοίΓΟ». Ο σερβιτόρος είχε πάρει στο κατόπι, κουνώντας την πετσέτα του, τον ξένο που πλησίαζε. Ο Α. του έτεινε το χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων: «Πλήρωσαν οι κύριοι που κάθονταν εδώ;» Ο σερβιτόρος τον κοίταξε δίχως να καταλαβαίνει. «Ήθελα να πληρώσω και γι' αυτούς». «Πληρώθηκαν όλα, κύριέ μου», είπε ο σερβιτόρος αδιάφορα και χρησιμοποίησε την πετσέτα του, ώστε ο ξένος με το μαύρο μουστάκι και το επικίνδυνο για την καρδιά του πάχος, που ετοιμαζόταν να καθίσει παραδίπλα στον καναπέ με το δέρμα, να βρει το τραπέζι καθαρό. Ο ξένος χαμογελούσε με ολόκληρο το κοκκινωπό του πρόσωπο: «Μην είστε και τόσο τίμιος, φίλε μου». Ποιόν εννοούσε; σκέφτηκε ο Α.: το σερβιτόρο ή εμένα; είμαι στ' αλήθεια μεθυσμένος, μεθυσμένος του θανατά! Η ταμίας άρχισε τώρα να καθαρίζει τη σειρά με τα ποτήρια. Έπαιρνε το ένα ποτήρι μετά το άλλο* ηχούσαν μελωδικά, και κάθε ποτήρι αντανακλούσε τα φώτα του μαγαζιού. Η Αρουέτ που είχε ξαναξυπνήσει προσπαθούσε μερικές φορές με τό παιχνιδιάρικο ποδαράκι της να πιάσει τις αντανακλάσεις. Και έξω ο άερας είχε πέσει.
38
II. Τεχνουργημένο μεθοδικά Κάθε έργο τέχνης πρέπει να έχει παραδειγματικό περιεχόμενο, να παρουσιάζει στη μοναδικότητά του την ενότητα και την παγκοσμιότητα του συνόλου γεγονότος: αυτό ισχύει στη μουσική, προπάντων σ' αυτήν, κι έτσι έπρεπε, όμοια μ' αυτήν, να μπορεί να οικοδομείται σε συνειδητή κατασκευή και αντιστικτικότητα ένα αφηγηματικό έργο τέχνης. Αν υποτεθεί ότι οι έννοιες μέσης γενικότητας παράγουν μια πολύπλευρη ευφορία, τότε ο ήρωας εντοπίζεται στη μεσαία τάξη μιας μέσης επαρχιακής πόλης, περίπου δηλαδή σε μιαν από τις πρώην έδρες των μικρών γερμανών ηγεμόνων - χρόνος 1913 - κι ας πούμε στο πρόσωπο ενός βοηθού καθηγητή γυμνασίου. Μπορεί επιπλέον να υποτεθεί πως ο ίδιος διδάσκει μαθηματικά και φυσική, πως μπήκε σ' αυτό το επάγγελμα λόγω ενός μικρού ταλέντου για δραστηριότητες ακριβείας, και πως έφερε σε πέρας τις σπουδές του με αφοσίωση, κόκκινα αυτιά κι ένα ωραίο αίσθημα ευτυχίας στην πάλλουσα καρδιά του, χωρίς εννοείται να σκέφτεται ή να επιδιώκει να μάθει τα υψηλότερα προβλήματα και τις αρχές της επιστήμης που επέλεξε, αλλά όντας μάλλον πεπεισμένος πως με την επιτυχία του στις εξετάσεις για την ανάληψη των καθηκόντων του ως καθηγητή δεν έφτασε μόνον τα κοινωνικά, αλλά πολύ περισσότερο και τα πνευματικά όρια στο επάγγελμά του. Διότι ένας χαρακτήρας που είναι φτιαγμένος από μέτρια υλικά, δεν βάζει το μυαλό του να δουλέψει γύρω από την αληθοφάνεια των πραγμάτων και των γνώσεων, τού φαίνονται μάλιστα απλώς ιδιόμορφα, γνωρίζει μονάχα τα προβλήματα χειρισμού τους, 39
προβλήματα κατανομής και συνδυασμού και ποτέ της ίδιας της ύπαρξης, κι αδιάφορα αν πρόκειται για εκφάνσεις της ζωής ή τύπους της άλγεβρας, βασικό του μέλημα παραμένει πάντα το «ν' αποδώσει σωστά». Κατά τη γνώμη του τα μαθηματικά αποτελούνται από «ασ>ίήσεις» που πρέπει να λύσουν αυτός ή οι μαθητές του, και τέτοιου είδους ασκήσεις ακριβώς είναι τα προβλήματα του εβδομαδιαίου προγράμματος ή οι οικονομικές του έγνοιες. Ακόμα και αυτές οι λεγόμενες χαρές της ζωής είναι γι' αυτόν μια άσκηση και ένα δεδομένο προκαθορισμένο εν μέρει από την καταγωγή του και εν μέρει από τους συναδέλφους του. Προσδιορισμένος τελείως από τα πράγματα ενός επίπεδου έξω κόσμου, στον οποίον το μικροαστικό νοικοκυριό και η θεωρία του Μάξγουελ συνυπάρχουν μονιασμένα κα ισότιμα, εργάζεται ένας τέτοιος άνθρωπος στο εργαστήριο, εργάζεται στο σχολείο, κάνει φροντιστήρια, μετακινείται με τον τροχιόδρομο, πίνει μερικές φορές τα βράδια μπύρα, πάει κατόπιν σε οικο ανοχής, έχει τους δικούς του γιατρούς και στις διακοπές τρώει με τη μητέρα του στο πατρικό του σπίτι* πένθιμα νύχια στολίζουν τα χέρια του και κοκκινόξανθα μαλλιά το κεφάλι του, αηδιαστικά βρίσκει ελάχιστα πράγματα και δεν τον ενοχλούν τα κουρέλια από λινέλαιο στο πάτωμα. Είναι δυνατόν τούτο το ελάχιστο προσωπικότητας, μπορεί ένα τέτοιο Μη-Εγώ να γίνει αντικείμενο ανθρώπινου ενδιαφέροντος; Δεν θα μπορούσε το ίδιο καλά κανείς να αναπτύξει την ιστορία κάποιου νεκρού πράγματος, λόγου χάριν ενός φτυαριού; Τί το ουσιαστικό μπορεί να συμβεί μετά το μεγάλο γεγονός μιας τέτοιας ζωής, δηλαδή την επιτυχία στις εξετάσεις για καθηγητής; Ποιές σκέψεις μπορούν ακόμα να γεννηθούν στο κεφάλι του ήρωα - τα ονόματα δεν αλλάζουν την ουσία, ας τον πούμε λοιπόν Ζαχαρία - τώρα που ακόμα και το μικρό ταλέντο στα μαθηματικά αρχίζει αργά-αργά να παγώνει; Τί σκέφτεται τώρα; Τί σκεφτόταν; Έφτασε ποτέ η σκέψη του πιο πέρα από τις ασκήσεις των μαθηματικών, σε τομείς ανθρώπινους; Ας πούμε ναι: την εποχή που πέρασε τις εξετάσεις η σκέψη του κατάφερε να συμπυκνωθεί σε κάποιες ελπίδες για το μέλ40
λον* έβλεπε τότε, για παράδειγμα, τον εαυτό του σε ένα δικό του σπίτι, έβλεπε, έστω λίγο αόριστα, τη μέλλουσα τραπεζαρία, μέσα στο εσπερινό μισοσκόταδο της οποίας ξεχώριζαν ευκρινέστερα οι γωνίες ενός όμορφου ξυλόγλυπτου μπουφέ και οι πράσινες ανταύγειες του χαλιού, και στον ίυΙαΓυιη βχΒΟίαιη των σχηματισμών αυτών διαισθανόταν κανείς πως στο σπίτι αυτό θα υπήρχε και κάποια σύζυγος. Όμως όλα αυτά, όπως είπαμε, έμεναν σχέδια. Η παρουσία μιας γυναίκας τού ήταν κατά βάσιν μια υπόθεση αδιανόητη: ακόμα και όταν με την εικόνα της μέλλουσας συζύγου διαπερνούσαν το μυαλό του μερικά ερωτικά σύννεφα και τού 'λεγε μέσα του κάποια φωνή πως θα ξέρει όλες τις τελίτσες και τις τρυπίτσες στα εσώρουχά της, όπως τις ήξερε και στα δικά του, ακόμα λοιπόν και όταν εκείνη η γυναίκα τού παρουσιαζόταν άλλοτε με το στηθόδεσμο και άλλοτε με καλτσοδέτες - ένα πρόβλημα απεικονίσεως για τον αναπτυσσόμενο τότε εξπρεσσιονισμό - παρέμενε ωστόσο γι' αυτόν ασύλληπτο, το ότι κάποιο συγκεκριμένο κορίτσι ή μια γυναίκα, με την οποία θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για φυσιολογικά πράγματα σε φυσιολογικό συντακτικό, πως αυτή λοιπόν θα μπορούσε να είχε και μια σεξουαλική περιοχή. Οι γυναίκες που ασχολούνταν με τέτοια πράγματα, βρίσκονταν τελείως στο περιθώριο, όχι χαμηλότερα από τις άλλες, αλλά σ' έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, σ' έναν κόσμο που δεν είχε τίποτα το κοινό με αυτόν στον οποίο ζούσε, έτρωγε και μιλούσε. Απλώς ήσαν διαφορετικές, ήσαν όντα με την πιο άγνωστη ιδιοσυγκρασία που μιλούσαν γι' αυτόν σε μιαν άφωνη ή τουλάχιστον ακατάληπτη και παράλογη γλώσσα. Σαν τις πλησίαζε δηλαδή κάποιος, ό,τι απέμενε να γίνει γινόταν με ιδιαίτερα μεθοδική σβελτάδα και δεν θα πέρναγε ποτέ από το μυαλό τους να συζητήσουν, ας πούμε για ξεσκονόπανα - όπως η μητέρα του - ή για τις εξισώσεις του Διοφάντου - όπως γυναίκες συνάδελφοί του Για το λόγο αυτό τού φαινόταν ανεξήγητο το ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο πέρασμα από αυτά τα καθαρά αντικειμενικά θέματα στα περισσότερο υποκειμενικά, εκείνα του Έρωτα. Γι' αυτόν αποτελούσε 41-
ένα χάσμα, του οποίου το Ή-το-ένα-ή-το-άλλο (πρωταρχική πηγή κάθε ηθικολογίας περί το σεξ) εμφανιζόταν παντού εκεί, όπου επικρατεί ερωτική αβεβαιότητα και που σύμφωνα με τ' ανωτέρω μπορεί να θεωρηθεί η αφορμή για την χαλαρότητα των ηθών που χαρακτήριζε τους καλλιτέχνες της εποχής, και μάλιστα πιο ειδικά για τον εταιρισμό, περί τον οποίο διέπρεπε ένα μεγάλο τμήμα της λογοτεχνίας της. Στην κατά τα λοιπά συμπαγή παρουσία του Ζαχαρία στον κόσμο υπήρχε εδώ μια ρωγμή, που θα μπορούσε κάτω από ορισμένες συνθήκες, να μεταβάλλει τον υπόλοιπο αυτοματισμό των πράξεών του, σ' ένα είδος ανθρώπινου χρέους να αποφασίζει. Προς το παρόν δεν συνέβαινε τίποτα τέτοιο φυσικά. Λίγο καιρό μετά τις εξετάσεις του ο Ζαχαρίας διορίσθηκε σε μια θέση βοηθού καθηγητή για μια από παιδαγωγική άποψη καλύτερη λειτουργία και άρχισε να τεμαχίζει το σχεδόν πλήρες, περιποιημένο και εύχρηστο πακέτο των γνώσεών του σε μικρότερα πακέτα και να τα δίνει στους μαθητές του με σκοπό να ζητήσει την επιστροφή τους υπό τη μορφή αποτελεσμάτων στις εξετάσεις τους. Σε περίπτωση που ο μαθητής δεν ήξερε να πει λέξη, ο Ζαχαρίας σχημάτιζε την, έστω ασαφή γνώμη, πως ο μαθητής ήθελε να παρακρατήσει όσα τού δόθηκαν ως δάνειο, και γΓ αυτό τον κατσάδιαζε ως αναίσθητο και ένιωθε ο ίδιος ζημκομένος. Με τον τρόπο αυτό έγινε κάθε τάξη στην οποία εδίδασκε τόπος φυλάξεως ενός τμήματος του εγώ του, όπως ακριοιός και τ] ντουλάπα στο μικρό δωμάτιο που νοίκιαζε, η οποία φιλοξενούσε τα ρούχα του που έπρεπε κι αυτά να θειορούνται ως τμήματα του ίδου εγώ. Εάν ξανάβρισκε στην τρίτη τάξη την άσκηση με τις πιθανότητες και στο σπίτι τα παπούτσια του στην υποδηματοθήκη, τότε ένιωθε πιος ανήκει αναμφίβολα ολόκληρος στον κόσμο και πως είχε συνδεθεί μαζί του. Επειδή όμως μια τέτοια ζωή συνεχιζόταν για κάμποσα χρόνια τώρα, είχε έρθει ο καιρός να συμβεί το ερωτικό συγκλόνισμα που υπαινιχθήκαμε. Και θα ήταν μια αφύσικη και βεβιασμένη κατασκευή το να δινόταν ως σύντροφος 42
στον Ζαχαρία κάποιο άλλο απ' το πιο πρόχειρο ταίρι, δηλαδή η θυγατέρα της σπιτονοικοκυράς του - ας την ονομάσουμε Φιλιππίνη. Το ότι ο Ζαχαρίας ήταν ικανός να ζήσει δίπλα σε μια κοπέλα, χωρίς την παραμικρή σκέψη ή επιθυμία, ανταποκρινόταν στην αντίληψη που είχε για τις γυναίκες, και στην περίπτωση ακόμα που η άρνηση αυτή δεν ανταποκρινόταν ίσως ούτε και στους πόθους της κοπέλας, σίγουρα δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος που θα καταλάβαινε τους κοριτσίστικους αναστεναγμούς. Επομένως μπορεί το δίχως άλλο να υποτεθεί ότι η φαντασία της Φιλιππίνης, μ' όποιον τρόπο κι αν είχε ή δεν είχε καταπιαστεί με τον Ζαχαρία, στο εξής θα στρεφόταν σε εκτός σπιτιού στόχους και δεν θα αστοχήσει κανείς με το να της αποδώσει έναν ρομαντικό χαρακτήρα. Συνηθίζεται, για παράδειγμα, στις μικρές πόλεις να πηγαίνει κανείς καθημερινά στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και να κοιτάζει τα τρένα που περνούν με μεγάλη ταχύτητα, συνήθεια στην οποία η Φιλιππίνη υποτασσόταν ευχαρίστως. Εκεί ήταν πολύ εύκολο, κάποιος νεαρός που θα στεκόταν σ' ένα παράθυρο του τρένου που προσπερνούσε, να φώναζε στο όχι και τόσο άσχημο ανθρωπάκι: «Για δεν έρχεσαι μαζί μου!», ένα συμβάν που αρχικά θα μετέβαλε την Φιλιππίνη σ' ένα κούτσουρο με ηλίθιο χαμόγελο, σ' ένα κούτσουρο που θα γύριζε μετά στο σπίτι με βαρειά σαν από σίδερο πόδια, και που θα κουβαλούσε ωστόσο μαζί του ένα καινούργιο είδος ονείρων: νύχτα με τη νύχτα θα ήταν στο εξής υποχρεωμένη με κουρασμένα, αχ, πόσο κουρασμένα πόδια να τρέχει πίσω απ' τα τρένα που θά 'φευγαν, και που, μολονότι τόσο κοντά που αν άπλωνες τα χέρια σου θα τά 'γγιζες, βυθίζονταν ωστόσο σ' ένα τίποτα, χωρίς να αφήνουν κάτι άλλο πίσω τους εξόν από ένα τρομοκρατημένο πέταγμα απ' τον ύπνο. Όμως ακόμα και την ημέρα, καθώς θα ύψωνε το βλέμμα από το κέντημα και θα παρακολουθούσε για λίγο το νευρικό ζικ-ζακ πέταγμα των μυγών γύρω απ' τη λάμπα, θα έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό της εκείνη τη σκηνή στο σταθμό, πιο ζωντανή τώρα και με περισσότερες λεπτομέρειες απ' ό,τι στο όνειρο, πιο 43
πλούσια ακόμα κι απ' αυτή τη χαμένη πραγματικότητα και ως δια μαγείας θα φαινόταν τότε στη Φιλιππίνη φυσικό, πως θα μπορούσε να είχε πηδήσει στο τρένο που έφευγε, βλέποντας τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε, βλέποντας, όχι, νιώθωντας τον τρομερό τραυματισμό που θα ήταν αναπόφευκτος με το παράτολμο άλμα της, και βλέποντας τον εαυτό της κατόπιν ξαπλωμένο στα μαλακά μαξιλάρια της 1ης θέσης μ' αυτόν να της κρατά το χέρι και τους δυο τους να ταξιδεύουν στη σκοτεινή νύχτα. Αυτά βλέπει η Φιλιππίνη και κάνει ένα νεύμα να φύγει, χαιρετώντας δουλικά, τον ελεγκτή που έλαβε το πρόστιμο για το εισιτήριο που της έλειπε μαζί μ' ένα πλούσιο φιλοδώρημα, ώστε να μην της απομένει τώρα τίποτα άλλο, από το να διαλέξει αν θα πατήσει το φρένο της τιμής την κατάλληλη στιγμή ή δεν θα το κάνει, μιας και οι δυο επιλογές τής κόβουν το ίδιο την αναπνοή. Ζώντας λοιπόν σε τέτοιες σφαίρες δεγ πρόσεχε πια σχεδόν καθόλου τον Ζαχαρία, κι όχι φυσικά εξαιτίας των γκρίζων και μπαλωμένων απ' την ίδια καλτσών του - άλλωστε και τον αγαπημένο της στο τρένο δεν τον φανταζόταν παρά με γκρίζες κάλτσες - όσο κυρίως εξαιτίας της 4ης θέσης (δηλαδή πεζή), στην οποία ο Ζαχαρίας πραγματοποιούσε τις κυριακάτικες εκδρομές του φορτωμένος το σακίδιό του. Η παρουσία του δεν της γινόταν πλέον σχεδόν καθόλου αντιληπτή, και ακόμα και η υπενθύμιση της σύνταξης που θα έπαιρνε δεν ήταν διόλου σε θέση να κάμει το αίμα της να τρέξει πιο γρήγορα. Η αλήθεια είναι πως μόνο σε συμπτώσεις λόγω χώρου και χρόνου οφειλόταν το γεγονός πως αυτοί οι δυο άνθρωποι βλέπονταν ακόμα. Από πραγματική τύχη και μέσα σ' ένα ακατέργαστο σκοτάδι συναντιόντουσαν κάποτε τα χέρια τους, και η επιθυμία που αναφλέγεται ξαφνικά ανάμεσα στο χέρι του άντρα και της γυναίκας έπαιρνε και στην περίπτωσή τους φωτιά - προς μεγάλην έκπληξη και των δύο. Η Φιλιππίνη έλεγε την πιο άδολη αλήθεια όταν, καθώς κρεμόταν από τον λαιμό του, του επαναλάμβανε: «Μα 44
δεν είχα ιδέα πως σ' αγαπώ τόσο πολύ», αφού, πραγματικά, κάτι τέτοιο δεν το γνώριζε πρώτα. Ο Ζαχαρίας ένιωθε κάπως ανήσυχα από τη νέα κατάσταση των πραγμάτων. Το στόμα του ήταν τώρα πάντοτε πλημμυρισμένο στα φιλιά και είχε μπροστά στα μάτια του διαρκώς τη γωνιά που αγκαλιάζονταν και το δωμάτιο που συναντιόντουσαν. Στο μάθημα τον κυρίευε ξαφνικά ο ύπνος, παραμελούσε την ύλη που έπρεπε να διδάξει, άκουγε αφηρημένος τους εξεταζόμενους μαθητές και έγραφε στο μεταξύ «Φιλιππίνη» ή «σε αγαπώ» σε πρόχειρα χαρτιά, όχι όμως με τη φυσική σειρά των γραμμάτων, αλλά, προκειμένου να μη γίνει γνωστό το μυστικό τής καρδιάς του, σκόρπιζε τα γράμματα με κανόνες που εφεύρισκε αυθαίρετα σ' ολόκληρο το χαρτί και διασκέδαζε διπλά κατόπιν με το να ξανασυνθέτει τις μαγικές λέξεις. Η Φιλιππίνη όμως την οποία σκεφτόταν πάνω απ' όλα, ήταν μονάχα εκείνη των φευγαλέων ερωτοτροπιών τους: πίσω από τις πόρτες η αγαπημένη, όμως μπροστά σε άλλον κόσμο μια συνηθισμένη γνωστή του, με την οποία συζητούσε για το φαγητό και για το σπίτι. Η κοπέλα έγινε γι' αυτόν ένα ον με διπλή φύση και καθώς έγραφε στο χαρτί το όνομα τού ενός όντος γεμάτος πόθο, τον άφηνε το άλλο παντελώς αδιάφορο σαν να επρόκειτο για κάποιο έπιπλο. Μπορεί όμως οποιαδήποτε γυναίκα να μην προσέξει και να δεχθεί μια τέτοια συμπεριφορά; Όχι: ακόμα κι αν ήταν και η ίδια από την ίδια πάστα, θα της ήταν αδύνατο. Δέν ήταν δυνατόν ούτε και για τη Φιλιππίνη: δεν μπορούσε παρά να το προσέξει. Κι έτσι συνέβη μια μέρα να συγκεντρώσει τη γυναικεία της διάγνωση στις σωστά επιλεγμένες και σωστά ειπωμένες λέξεις: «αγαπάς μονάχα το σώμα μου». Μπορεί βέβαια να μην ήταν σε θέση να πει και η ίδια τι άλλο θα μπορούσε ν' αγαπά κανείς πάνω της, πιθανόν μάλιστα ν' απαγόρευε παραξενεμένη κάθε άλλο είδος αγάπης, αυτό όμως δεν ήταν ούτε σ' αυτήν ούτε σ' αυτόν γνωστό, κι έτσι ένιωσαν και οι δυο για το γεγονός που αποκαλύφθηκε προσβεβλημένοι. Ο Ζαχαρίας το πήρε κατάκαρδα. Ενώ μέχρι τώρα το 45
ερωτικό τους παιχνίδι άρχιζε τ' απογεύματα, όταν αυτός επέστρεφε από το σχολείο και η μητέρα έλειπε από το σπίτι (κι ενώ κατά μια σιωπηρή τους συμφωνία αποκλείονταν οι πρωινές ώρες της σχετικής τους απλί^σιάς για την αισθητικότερη ερωτική τους δραστηριότητα), στο εξής κατέβαλε κάθε προσπάθεια να αποδείξει την πανταχού παρουσία τού έρωτά του με την επέκτασή του σ' όλες τις θ)ρες τής ημέρας. Ρουφώντας βιαστικά τον καφέ που του σέρβιρε λίγο πριν φύγει για το σχολείο, δεν παρέλειπε εφεξής ποτέ να της σφυρίξει στο αυτί μερικές ενδόμυχες και παθιασμένες λέξεις, ενώ οι συναντήσεις τους στη σοφίτα που προηα ήσαν απλώς ένα σύντομο κι αδιάκοπο σμίξιμο στομάτων, μεταβλήθηκαν τώρα σ' ένα αισθησιακό, σιωπηλό σφιχταγκάλιασμα. Όταν τα βράδια έμεναν μονάχοι σπίτι - η συχνή απουσία της μητέρας θα μπορούσε οπωσδήποτε να εξηγηθεί από την προσδοκία τής σύνταξής του - τότε δεν έχαναν πλέον το χρόνο τους στις τρελές τους αγκαλιές, αλλά αντίθετα η Φιλιππίνη τον υποχρέωνε συχνά ν' αρκεσθεί στη διόρθωση των τετραδίων του, μια δουλειά που αυτός έκανε με το φως τής λάμπας πετρελαίου στο τραπέζι τής τραπεζαρίας. Αυτή περπατούσε τότε στα δάχτυλά της, καθάριζε το ξυλόγλυπτο ντουλάπι και σπάνια τον πλησίαζε για να φιλήσει - παρ' όλη την λίγη πιτυρίδα - την ξανθιά του χωρίστρα κάτω απ' τη λάμπα ή να καθίσει κοντά του αποθέτοντας εμπιστευτικά το χέρι της στον ώμο του ή στο πόδι του. Μονάχα που τα πνευματικότερα αυτά πεδία, στα οποία πορευόταν τώρα συχνά ο έρωτάς τους, δεν ήσαν σε θέση να εξαλείψουν τη δυσφορία που συνδέεται αναπόφευκτα με κάθε άλυτο πρόβλημα. Επρόκειτο μάλιστα για κάτι περισσότερο από δυσφορία, αφού ο Ζαχαρίας κόντευε να χάσει τελείως το μυαλό του θέλοντας να εκπληρώσει τη μόνιμη υποχρέωσή του να πλειοδοτεί στα αισθήματά του: όσο κι αν ήταν εκπληκτικό εκείνο το «σ' αγαπώ» του πρώτου φιλιού (ποι/ ειπώθηκε ωστόσο απλά), τόσο ένιωθε ανίκανος να το γεμίσει τώρα μ' ένα αδιάκοπα εντεινόμενο πάθος, το οπλοστάσιο του οποίου δεν προσφερόταν καθόλου στη 46
χρήση του· κι αν εξακολουθούσε, όπως πρώτα, να γράφει σε πρόχειρα χαρτιά αυτό το «σ' αγαπώ» και το όνομα της Φιλιππίνης, το έκανε τώρα χωρίς εσωτερική συμμετοχή και ούτε ήταν πλέον σε θέση να ξανασμίξει σε λέξεις τα γράμματα που επιδέξια είχε σκορπίσει στο χαρτί, αλλά αντίθετα παρακολουθούσε με τεταμμένη την προσοχή του τους μαθητές που ήξεραν τώρα πιο λίγα από ποτέ. Η ακατάπαυστη ένταση στα αισθήματά του μετατόπισε την έννοια του είναι του: ενώ δηλαδή πρώτα το είναι αυτό είχε ενταχθεί στη μικρή του μαθηματική γνώση, στην λίγη γνώση που αντάλλασσε με τους μαθητές, στο ρουχισμό του που φύλαγε συμφωνά με ορισμένους καλούς τρόπους, στην ευσυνείδητη ιεραρχικότητα με την οποία συναναστρεφόταν τους ανώτερους και τους ομόβαθμους συναδέλφους του, τώρα αυτά τα αναμφίβολα δικαιολογημένα ενδιαφέροντα δεν είχαν πια καμιά θέση στο εγώ του (πράγμα που δεν τον έκανε αγαπητό). Το πρόολημα της Φιλιππίνης, στο οποίο είχε τελείως, τελείως όπως και σ' ο,τιδήποτε άλλο αφιερωθεί, ξεπερνούσε ακόμα και αυτή την αδύνατη λύση του, ήταν ένα πρόβλημα χωρίς τέλος, μιας και το να αγαπά κάτι περισα(')τι ρο από το σώμα της σήμαινε το να προσπαθεί να φτάσΐ:ΐ έναν ατέλειωτο μακρινό στόχο, κι αν ακόμα ήθελαν ενεργοποιηθεί για τον σκοπό αυτό όλες οι δυνάμεις τής φτωχής, γήινης ψυχής του, ακόμα κι αν ήθελε παραιτηθεί αυτή η ψυχή από όλα εκείνα που σήμαιναν γι' αυτήν τον πραγματικό κόσμο, ολόκληρο δηλαδή το αναπεπταμένο και μεταφυσικό βίωμα των αξιών της, θα απελπιζόταν ωστόσο μπροστά στο άφθαστο και θα έπρεπε ν' αρνηθεί την αξία και την ύπαρξη τόσο του εαυτού της όσο κι ολόκληρου του θαυμαστού φαινομένου τής συνειδητής ύπαρξης τού είναι της. Κάθε τι το ατέλειωτο είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Κι επειδή ο έρωτας τού Ζαχαρία προβαλλόταν ίσαμε το ατέλειωτο, έπρεπε κι αυτός να είναι μοναδικός κι ανεπανάληπτος. Αυτό όμως σκόνταφτε στις προϋποθέσεις εξελίξεώς του. Και δεν ήταν μόνο που είχε μετατεθεί τυχαία στο γυμνάσιο της πόλεως αυτής, δεν ήταν μόνο που είχε τυχαία 47
κάμει σπιτονοικοκυρά του τη μάνα της Φιλιππίνης: ήταν πολύ περισσότερο η τυφλή σύμπτωση τού τόσο ξαφνικά ολοκληρωμένου ερωτά τους, που τον ένιωθε τώρα πια ως κάτι το τερατώδες, και ήταν επιπλέον η επίγνωση πως ο πόθος, που ανάβρυσε κάποτε τόσο εκπληκτικά απ' τα χέρια τους, δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από εκείνον που είχε ζήσει στ' αγκαλιάσματα εκείνων των γυναικών, τις οποίες σήμερα έβριζε ως πουτάνες. Βέβαια, αυτή την έλλειψη μοναδικότητας, στο μέτρο που αφορούσε τον ίδιο μονάχα, θα την παρέβλεπε στο τέλος, όμως έπρεπε, για να είναι συνεπής, να τη θεωρήσει ως πραγματικότητα κι απ' την πλευρά της Φιλιππίνης κι αυτή ακριβώς η σκέψη τον πονούσε αφόρητα. Επειδή στη δίψα του για το ατέλειωτο ο άνθρωπος μπορεί ενδεχομένως να φτάσει τη μοναδική κι ανεπανάληπτη παγκοσμιότητα του εαυτού του, θα ζητούσε όμως κανείς υπερβολικά πράγματα, εάν ήθελε κι ο σύντροφός του να κάμει το ίδιο: εδώ δεν μπορούσε παρά να σταθεί ανήμπορη η δύναμη του Ζαχαρία που είχε στραφεί στο ατέλειωτο, χωρίς να νιώθει τον έρωτα της Φιλιππίνης μοναδικό κι ατέλειωτο. Έβλεπε ασταμάτητα να υψώνεται τυφλά κι αθέλητα η φλόγα του πόθου του για τα χέρια τής Φιλιππίνης και μολονότι ήταν σίγουρος για την αφοσίωσή της, υπόφερε από το απλό ενδεχόμενο μιας απιστίας της πολύ περισσότερο απ' ό,τι θα είχε κάνει αν του έλειπε ο,τιδήποτε άλλο. Έτσι δεν έγινε μονάχα στο σχολείο ανυπόφορος, αλλά και στην ίδια την κοπέλα του. Σαν καθόταν κατά τη συνήθειά της δίπλα του και στηριζόταν πάνω του σαν κληματαριά, αυτός την τραβούσε συχνά επάνω του απότομα, της δάγκωνε τα χείλη μέχρι να ματώσουν ή, αντίθετα, την έσπρωχνε ωμά μακριά του. Με λίγα λόγια εξεδήλωνε τη ζήλεια του με τον πιο άξεστο τρόπο. Η Φιλιππίνη, που δεν τη βάραινε καμιά ενοχή, υπόμενε, χωρίς να την καταλαβαίνει, αυτή την κρίση και μην ξέροντας τι να κάνει για να τον βοηθήσει. Κι αν αυτή κάποτε του πρόσφερε την τελευταία της χάρη, όπως την έλεγε, πράγμα που, αν λάβει κανείς υπόψη του ό,τι ευθύς 48
εξαρχής του είχε αυτονόητα εμπιστευθεί, θα το χαρακτήριζε μάλλον ως μια συμβολικής σημασίας απόκτηση της κυριότητας, κι αν την τελευταία αυτή χάρη που για πολύ καιρό την κρατούσε και τού έδωσε μόνον όταν αυτός, προκειμένου να της αποδείξει πόσο πνευματικά την αγαπά, δεν εξεδήλωνε πια κανενός είδους παρόμοιες επιθυμίες ή χειρονομίες, τώρα ωστόσο στον ευθύ δρόμο της φαντασίας της δεν βρισκόταν τίποτ' άλλο από την αναζή-ϋηση ενός γιατρικού στον απαγορευμένο σωματικό έρωτα^ χαρίξοντάς του πρόθυμα αυτό που άλλοτε με προειδοποιητικά υίψωμένο το δάχτυλο της του στερούσε. Δεν ήξερε η φτωχειά πως με κάτι τέτοιο έριχνε λάδι στη φωτιά. Επειδή μολονότι ο Ζαχαρίας δεν καταφρονούσε τη χάρη που είπαμε, τα πράγματα ήσαν ωστόσο κατόπιν ακόμα πιο άσχημα, μιας και αντιλαμβανόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρα πως αυτό που προσφέρθηκε σ' αυτόν θα μπορούσε με το ίδιο πάθος να είχε δοθεί και σ' οποιονδήποτε άλλον, στον καθένα απ' όλους αυτούς τους νεαρούς και κομψούς άνδρες, τους οποίους αυτός - που ποτέ παλιά δεν είχε δώσει προσοχή σε τέτοια πράγματα - έβλεπε ξαφνικά να περπατούν στους δρόμους μέσα στην πρώιμη καλοκαιριάτικη ζέστη. Άρχισε να παίρνει τους δρόμους. Μήπως δεν κρυφογελούσαν όλοι εις βάρος του, αυτού που έψαχνε τ' ατέλειωτο κι αναζητούσε το Πέρα-από-τον-εαυτό-του; Δεν χαμογελούσαν αυτοί, οι διαβάτες, που, παραμένοντας στην ελαφρότητα και στο μετρήσιμο είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν τον έρωτα όχι μόνον της Φιλιππίνης, αλλά και όλων των γυναικών! Δεν γελούσαν εις βάρος του, επειδή οι γυναίκες του φαίνονταν μέχρι τώρα απλησίαστες, ενώ αυτοί ανέκαθεν ήξεραν πως όλες τους δεν είναι τίποτ' άλλο από παλιογυναίκες; Άρχισε να προσέχει με δυσπιστία ακόμα και τους μαθητές των τελευταίων τάξεων. Σαν γύριζε κατόπιν στη Φιλιππίνη την άρπαζε απ' το λαιμό εξαιτίας του ότι κανένας, ακούς τι σου λέω, κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ κι ούτε πρόκειται να την αγαπήσει όσο αυτός, και τα δάκρυα τής τρομαγμένης και κολακευμένης κοπέλας έτρεχαν μαζί με τα δικά του, μαζί με την απόφαση πως 49
μόνον ο θάνατος μπορεί να τους λυτρώσει από αυτό το βάσανο. Το ρομαντικό αισθητήριο της Φιλιππίνης που είχε αιχμαλωτιστεί από τη λέξη του θανάτου, ζύγιαζε τα πλεονεκτήματα των διαφόρων ειδών θανάτου. Οι βίαιες μορφές του έρωτά τους απαιτούσαν ένα βίαιο τέλος. Επειδή ωστόσο δεν συνέβαινε τίποτα, κι ούτε ο σεισμός άνοιγε τη γη να την καταπιεί όπως επιθυμούσε, ούτε άρχιζε ο απέναντι λόφος να βρέχει λάβα πάνω από την πόλη , αλλ' αντίθετα ο Ζαχαρίας παρά τα απ' τον πόνο παραμορφωμένα χαρακτηριστικά του εξακολουθούσε να πηγαίνει καθημερινά στο σχολείο και αυτή, η Φιλιππίνη, γεμάτη κιόλας από μελανά σημάδια στον λαιμό και στα χέρια, τον παρακινούσε, για να δοθεί ένα τέλος, να αγοράσει ένα περίστροφο. Αυτός ένιωθε, όπως νιώθουμε κι εμείς που το παρακολουθούμε, πως με τον τρόπο αυτό είχε ριφθεί ο κύβος. Με στόμα στεγνό και χέρια υγρά μπήκε στο οπλοπωλείο, ψέλλισε αυτό που ήθελε ν' αγοράσει τραυλίζοντας ταυτόχρονα προς υπεράσπισή του ότι το χρειαζόταν για την προστασία του στους μοναχικούς του περιπάτους. Για πολλές ημέρες κρατούσε κρυμμένο αυτό που αγόρασε, και μόνον όταν η Φιλιππίνη κάποιο πρωί, καθώς του έφερνε τον καφέ, του ψιθύρισε με αναπεπταμένο κεφάλι: «πες μου πως με αγαπάς», απόθεσε ως απόδειξη το όπλο στο τραπέζι, δειλά μαζί και επιτακτικά και τυραγνισμένα. Τα υπόλοιπα γίνηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Κιόλας την επόμενη Κυριακή συναντήθηκαν, κάνοντας, όπως τόσες φορές, πως πάνε επίσκεψη σε μια φίλη, στη γνωστή τους τοποθεσία, σαν να επρόκειτο για το συνηθισμένο κοινό τους περίπατο. Ωστόσο για να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου για τελευταία φορά, διάλεξαν ένα ήσυχο ξέφωτο στο δάσος με ωραία θέα προς τα βουνά και την πεδιάδα, και προς τα 'κει βάδιζαν τώρα. Μονάχα που η θέα, η οποία μέχρι τώρα τους φαινόταν και την ένιωθαν όμορφη, δεν τους έλεγε πια μέσα στην στενοχώρια τους τίποτα. Περιπλανήθηκαν χωρίς σκοπό στο δάσος μέχρι τ' απόγευμα, πεινασμένοι, μιας και το φαγητό δεν ταίριαζε στο θάνατο* 50
απόφυγαν τον δασικό καταυλισμό, μολονότι ή ίσως επειδή ακριβώς θα μπορούσε κανείς να βρει εκεί γάλα, βούτυρο, μαύρο ψωμί και μέλι, απόφυγαν το παλιό αρχοντικό σπίτι των κυνηγών που με το κιτρινωπό του τείχισμα και τα πράσινα παραθυρόφυλλά του φάνηκε μέσα από τις φυλλωσιές να τους προσκαλεί, άρχισαν να πεινούν όλο και πιο πολύ και ξάπλωσαν στο τέλος, εξαντλημένοι και χωρίς άλλη επιλογή ανάμεσα σε κάτι θάμνους. «Πρέπει να το κάνουμε», είπε η Φιλιππίνη, και ο Ζαχαρίας έβγαλε το όπλο, το γέμισε με προσοχή^αι το απόθεσε δίπλα του. «Κάνε το γρήγορα», τον πρόσταξε εκείνη και δίπλωσε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του στο τελευταίο φιλί. Από πάνω τους θρόιζαν τα δέντρα, το φως έσπαγε σε μικρά κομματάκια μέσα από τις φυλλωσιές, και ο καταγάλανος ουρανός δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου. Ο θάνατος βρισκόταν σ' απόσταση ενός χεριού, δεν είχε παρά να τον αρπάξει κανείς, τώρα ή σε δυο λεπτά ή σε πέντε, ήταν τελείως ελεύθερος να διαλέξει και η καλοκαιριάτικη μέρα έφτανε στο τέλος της, πριν ο ήλιος την κάνει πιο χλωμή. Με μια και μοναδική κίνηση μπορούσε κανείς να θέσει τέρμα στην πολλαπλότητα του κόσμου και ο Ζαχαρίας καταλάβαινε πως γινόταν αισθητή μια καινούργια και ουσιαστική ένταση ανάμεσα σ' αυτόν και στο σύμπλεγμα εκείνο: αντίκρυ στην ελευθερία μιας μονάχα και απλής απόφασης γινόταν ένα, και το βουλητικό αντικείμενο στρογγύλευε, έκλεινε τα χάσματά του και κλεινόταν στον εαυτό του. Ό ντας εύχρηστο στην ολότητά του, δεν παρουσίαζε πια κανένα πρόβλημα* ήταν η γνώση του συνόλου, και περίμενε να το πάρεις ή να το αφήσεις. Μέσα του αναδύθηκε το περιεχόμενο μιας απόλυτα ξεθωριασμένης τάξης, μιας λυτρωτικής σαφήνειας, μιας ανώτερης πραγματικότητας και που καταύγασε. Η ορατότητα του κόσμου απομακρύνθηκε και μαζί της βυθίστηκε κάτω από αυτόν και το πρόσωπο της κοπέλας· ωστόσο ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν εξαφανίστηκαν τελείως, αλλά αντίθετα αισθανόταν πιο έντονα δοσμένος και συνδεδεμένος μ' εκείνον τον κόσμο και τη γυναίκα, τη γνώρισε πέρα και πάνω από κάθε επιθυμία. Τ' αστέρια 51
γυρόφερναν πάνω από την εμπειρία του αυτή, και πέρα και μέσα από τον ουρανό έβλεπε κόσμους από νέους ήλιους να περιφέρονται κατά το νόμο της γνώσης του. Η γνώση του δεν βρισκόταν πια στη σκέψη του κεφαλιού του, αρχικά νόμιζε πως ένιωθε τη φώτιση στην καρδιά του, αλλά η λάμψη, υπερχειλίζοντας το εγώ του απλωνόταν πέρα από τα όρια του κορμιού του, ξεχυνόταν στ' αστέρια και πίσω ξανά, τον πυρπολούσε και τον πάγωνε με μια πολύ θαυματουργή γλυκύτητα, ανοιγόταν και πλάταινε σ' ένα ατέλειωτο φιλί που δεχόταν από τα χείλη της γυναίκας, την οποία αυτός συνελάμβανε κι αναγνώριζε ως τμήμα του εαυτού του και μολοντούτο ως αιωρούμενη σ' αμέτρητη απόσταση: ο σκοπός του έρωτα είναι το απόλυτο, ο άφθαστος κι ωστόσο εφικτός σκοπός, όταν το εγώ διαρρήξει την αγεφύρωτη, απέλπιδα μοναξιά και ιδεοληψία του, όταν αυτό, υπερυψούμενο των ιδικών του και των επίγειων δεσμών, αποκαθαίρεται και αφήνοντας πίσω του χρόνο και χώρο κερδίζει για τον εαυτό του την ελευθερία στο Αιώνιο. Συντυχαίνοντας στο ατέλειωτο, όμοια με την ευθεία που κλείνεται σ' έναν ατέρμονα κύκλο η γνώση του Ζαχαρία: «είμαι τα πάντα» συνενώθηκε μ' εκείνην της γυναίκας: «διαχέομαι στα πάντα» σ' ένα τελικό νόημα ζωής. Επειδή για τη Φιλιππίνη, που ξεκουραζόταν στη χλόη, το πρόσωπο του άντρα ανυψώθηκε σε ολοένα κι ανώτερους ουρανούς και μολοντούτο εισχωρούσε όλο και πιο βαθειά στην ψυχή της, συγχωνεύθηκε με το θρόισμα του δάσους και τους τριγμούς τού ξύλου, με το βόμβο των εντόμων και το σφύριγμα της μακρινής ατμομηχανής στον πάλλοντα και ευφρόσυνο πόνο εκείνης της τέλειας αποκάλυψης του μυστικού, που βρίσκεται στη δεκτική και πολυτόκο γνώση της ζωής. Και καθώς την έθελγε το απεριόριστο της αύξουσας και γιγνώσκουσας αίσθησης, φοβήθηκε μήπως την τελευταία στιγμή δεν μπορέσει να τη συγκρατήσει: με κλειστά μάτια έβλεπε μπροστά της το κεφάλι του Ζαχαρία, τό 'βλεπε να περιστοιχίζεται απ' το θρόισμα και τ' αστέρια και κρατώντας τον, χαμογελώντας, τον πέτυχε στην καρδιά, το αίμα της οποίας παντρεύτηκε εκείνο των κροτάφων της. 52
Ναι, έτσι μπορούσε να σκεφτεί κανείς αυτό το μυστικό, έτσι μπορούσε να το συνθέσει, έτσι μπορεί να το ξανασυνθέσει, μα θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά. Επειδή πρόκειται για ^ιια ξιπασμένη πλάνη των νατουραλιστών το γεγονός ότι πιστεύουν πως είναι σε θέση να προκαθορίσουν με σαφήνεια τον άνθρωπο επί τη βάσει τού περιβάλλοντός του, τη διάθεση, την ψυχολογία του και παρόμοια συστατικά, και ξεχνούν πως δεν μπορεί ποτέ κανείς να συλλάβει όλα τα κίνητρά του. Ωστόσο εμείς δεν θ' αντιπαρατεθούμε εδώ με την υλιστική μικρόνοια, αλλά θα σημειώσουμε απλώς, πως ο δρόμος της Φιλιππίνης και του Ζαχαρία θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην σπάνια έκσταση του θανάτου από έρωτα, για να βρουν σ' αυτόν εκείνο το ατέλειωτο μακρινό σημείο ενός έξω απ' το σ^όμα τους ευρισκομένου κι ωστόσο περικλεισμένου σ' αυτό σκοπού τής συνένωσης, πλην όμως τούτος ο δρόμος από το φθαρτό στο αιώνιο αποτελεί για τον μέσο άνθρωπο μια εξαιρετική περίπτωση και μάλιστα μια «αφύσικα» εξαιρετική περίπτωση, και για το λόγο αυτό διακόπτεται κατά κανόνα πρόωρα ή, όπως συνηθίζει να λέει κανείς «έγκαιρα». Σίγουρα από μόνη της η ετοιμότητα ενός από κοινού θανάτου είναι μια πράξη ηθικής απελευθέρωσης, και μάλιστα μπορεί να έχει τέτοια δύναμη, που για κάποιους ερωτευμένους να κρατήσει μιαν ολόκληρη ζωή, να τους προσφέρει μια ολόκληρη ζωή τη δύναμη κάποιας πραγματικότητας αξιών, την οποία αλλιώς δεν θα ήσαν αυτοί ποτέ ικανοί να ζήσουν. Εντούτοις, η ζωή είναι μακρά, και η συζυγική ζωή κάνει να λησμονούμε. Κι έτσι πρέπει επί του παρόντος να υποθέσουμε απλώς πως τα πράγματα στην προκειμένη περίπτωση εκτυλίχθηκαν μέσα στους θάμνους ακριβώς με τη συνηθισμένη χονδροειδή αδεξιότητα, για να προχωρήσουν αμέσως κατόπιν στο φυσικό και κατάλληλο, πλην όμως όχι απαραίτητα κι ευτυχισμένο γι' αυτά τέλος. Αργά το βράδυ ο Ζαχαρίας και η Φιλιππίνη θα πρόφταιναν το τελευταίο τρένο, και σαν νά 'χαν μόλις παντρευτεί θα κάθονταν σ' ένα βαγόνι πρώτης θέσης για να γιορτάσουν την ημέρα 53
εκείνη, και θα γύριζαν πιασμένοι από το χέρι στο σπίτι. Θα παρουσιάζονταν και πάλι κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου μπροστά στη μητέρα της, που θα τους καρτερούσε γεμάτη φόβους κι ανησυχία και έχοντας διατηρήσει τις περιπαθείς χειρονομίες του απογεύματος, θα γονάτιζε ο γαμπρός με την πολλά υποσχόμενη σύνταξη πάνω στο χαλί με τις απ' το λιγοστό φως πρασινωπές ανταύγειες και θα δεχόταν την ευχή της μητέρας* κι έξω στο δάσος μακριά, θα παρέμενε ένα δέντρο, στο φλοιό του οποίου θα είχαν χαραχτεί καλλιγραφικά απ' τον κοφτερό σουγιά του Ζαχαρία τ' αρχικά γράμματα Ζ και Φ. Όλα τα δεδομένα λένε πως κατά πάσαν πιθανότητα τα πράγματα εκτυλίχθηκαν έτσι ακριβώς. Κάθε έργο τέχνης πρέπει να έχει ένα παραδειγματικό περιεχόμενο, πρέπει να μπορεί στη μοναδικότητά του να καταδείξει την ενότητα και την παγκοσμιότητα του συνολικού γεγονότος, αλλά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως η μοναδικότητα αυτή δεν είναι απαραίτητο να συμπεριλαμβάνει και κάποιαν αυστηρή ενάργεια νοημάτων: μπορεί μάλιστα να ισχυριστεί κανείς πφς ακόμα και το μουσικό έργο τέχνης αποτελεί πάντοτε μία, και ίσως μία τυχαία λύση από το πλήθος των ενδεχομένων λύσεων που διαθέτει κανείς!
54
Οί ιστορίες
Φωνές 1923 Χίλια εννιακόσια είκοσι τρία γιατί πρέπει να το πεις σαν ποίημα; Για να κάνεις όλων μας τις παραλείχρεις κτήμα. Στην αγιότητα όμως και μόνον σ' αυτήν ξεπερνάει ο άνθρωπος τον εαυτό του, κι όταν αυτός, στην προσευχή του απορροφημένος, δοθεί σε κάτι Μεγάλο, τότε η μπροστινή πλευρά του κρανίου του, το πρόσωπό του θα γίνει ανθρώπινο, η ύπαρξή του θα γίνει ανθρώπινη και πλήρης, και θα γεμίσει ο κόσμος νόημα. Γιατί στην αγιότητα και μόνο σ' αυτήν θα 'βρει ο άνθρωπος την πεισμονή εκείνη, χωρίς την οποία τίποτα δεν έχει νόημα γι' αυτόν, την πειστικότητα της ευλάβειας στραμμένη προς το Μείζον κι ακριβώς γι' αυτό γνήσια απλότητα επί της γης: Η βοήθεια προς τον πλησίον είναι καλή, ο φόνος κακός, η απλούστερη απολυτότητα, κι αγωνιζόμενο γι' αυτήν το Άγιο, ζυγώνει διαρκώς το μαρτύριο, υπερυψώνοντας εντός του τη γνήσια ευσχημοσύνη μιας πλήρους νοήματος ζωής, υπερυψώνοντας κι αυτήν προς τη μόνη ανεκτή πειθώ, προς τη γνήσια αγνότητα, προς την αγιοσύνη. 57
Όπου όμως αυτή η πειστικότητα και αγιότητά του, όπου αυτή η γνήσια ευπρέπεια φθίνει, όπου εκθρονίζεται, κι αντικαθίσταται από μιαν πολλαπλότητα παντοειδών πανάγιων πεποιθήσεων, από πολύχρωμες γνώμεςπα'να πει, που αυθαδιάζουν αγιότητα καμώνοντας, εκεί αρχίζουν είδωλα να προσκηνούνται, πολυθεία, που δεν αφήνει τον άνθρωπο πια να λατρέψει το Μείζον αυτού, όχι, τον χαμοκυλά στο Επουσιώδες, ώστε αυτός, με χαμένο πλέον Το-που-πρέπει-στους-ανθρώπους, περιάγεται σε αυτοσμίκρυνση, και στο τέλος με νόθα ευλάβεια λατρεύει τον εαυτό του, ασέβεια δείχνοντας σ' αληθινούς Ανθρώπους: εδώ υφαίνει τ' ανίερο το Κενό του κόσμου, που εντός του αδιάκριτα όλα το ίδιο βάρος αποκτούν, όλα κατέχουν την ίδια ανίερη ιερότητα. Μ' αυτόν τον τρόπο αδιάκριτα, ανίερα, ανευλαβώς εχθρεύονται οι πεποιθήσεις η μια την άλλη, κι η καθεμιά ως πανίερη κι ως αξεπέραστη τις άλλες θα ορέγεται να εξοντώσει και είναι για κάθε φόνο ικανή: μ' αυτόν τον τρόπο απ' την πολυμορφία των πεποιθήσεων και των φαλκιδευμένων αγιοτήτων γεννιέται φριχτά ο Τρόμος στη βραχνή θηριωδία του Κενού, κι ωστόσο ακόμα κι αυτός καπηλεύεται τ' Άγιο κι αξιώνει να δεχθούνε για χάρη του εκούσια, πολλοί, το μαρτύριο. Και σαν γύρισαν οι άντρες απ' τον πόλεμο, τα πεδία μάχης του οποίου η αδειοσύνη να βρυχόταν ήταν, βρέθηκαν τότε, στις πατρίδες τους, μπροστά στο ίδιο κακό, όμοια με τα κανόνια να βρυχάται το Κενό του τεχνικού πολιτισμού, κι όπως στα πεδία της μάχης 58
όμοια έπρεπε τώρα να ζαρώσει ο ανθρώπινος πόνος σε κάποια γωνιά κενών δωμάτων, περιστοιχιζόμενος απ' τη βραχνάδα τον τρόμου τον, άσπλαχνα περικλεισμένος από το άτεγκτο Τίποτα. Στονς άντρες φαινόταν σαν να μην είχαν πάψει τότε να πεθαίνονν, και ρωτούσαν εκείνο π' όλοι οι θνητοί ρωτούν: πού τάχατες, πού ανώφελα ξοδέψαμε τη ζωή μας; Τί ήταν πον μας έσπρωξε σε τέτοια αδειοσύνη και βορά μας προσφέρε στο Τίποτα; Αντός είναι, αλήθεια, τ' ανθρώπον ο προορισμός και η μοίρα του; Δεν είχε λοιπόν κανένα μα κανένα άλλο νόημα η ζωή μας πέρα από τούτο το Μη-νόημα; Ωστόσο, οι αποκρίσεις στα ερωτήματα δίνονταν απ' τον ς ίδιονς, και για τούτο ήσαν ξανά, και τούτες, άδειες κρίσεις, ξανά και μόνο ένα κενό Τίποτα, στρωμένο πάνω στο Τίποτα, πλασμένο απ' το Τίποτα και για τούτο προκαθορισμένο, έτοιμο να ξεφντρώσει πάλι και να σνγχίσει τις πεποιθήσεις πον νποχρεώνονν τονς ανθρώπονς και πάλι να θνσιαστούν, και πάλι, όπως στον πόλεμο, και πάλι με έναν ανίερο και κούφιο ηρωισμό, και πάλι σ' έναν θάνατο όχι καθώς οι μάρτνρες, και πάλι μια θνσία κενή, πον ποτέ δεν ξεπερνά το τίποτα πον είναι. Αλίμονο στονς καιρούς των κούφιων πεποιθήσεων και φνραμένων θνσιών! Αλίμονο στον άνθρωπο της κενής ανιδιοτέλειας! Μπορεί βέβαια οι άγγελοι ακόμα και γι' αντόν να κλαίνε, μονάχα πον τα δάκρνά τονς χύνονται για την ματαιότητά τον. Κάτω οι πεποιθήσεις! Κάτω των πεποιθήσεων 59
το χάος! Κάτω η ανίερη αγιότητα! Ω ευπρέπεια της απλής ζωής, ω απολυτότητά της! Ω δώστε της πάλι επιτέλους το δίκιο της, που αιώνια της ανήκει! Ω ευσεβείς πόθοι! Κανένας να σας εκπληρώσει δεν μπορεί, μιας και ανεύθυνα υπεύθυνος για το ανεκπλήρωτό σας είναι ο καθένας: όμως αυτός που καπηλεύεται για ίδιον όφελος το φταίξιμο των άλλων, αυτού το κρίμα μέλλει να κολαστεί. Θα τον χτυπήσει η κατάρα της απόδιωξης.
60
III. Απωλωλός υιός Μπροστά σε μια σειρά από υπαλλήλους ξενοδοχείων στην είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού έμεινε αναποφάσιστος. Τους προσπέρασε και παρέδοσε τις βαλίτσες του στη φύλαξη αποσκευών. Έξω έβρεχε. Μια λεπτή, σχεδόν απαλή καλοκαιρινή βροχή, και ακόμα πιο λεπτή φαινόταν μια σκέπη από σύννεφα στον ουρανό. Τρία λεωφορεία των ξενοδοχείων, δυο γαλάζια κι ενα καφετί είχαν σταματήσει μπροστά απ' τον σιδηροδρομικό σταθμό. Λίγο πιο πέρα, στα δεξιά, τέλειωναν οι γραμμές του τραμ που είχε αφετηρία το σταθμό. Ο Α., λίγο μουδιασμένος ακόμα απ' το ταξίδι, διέσχισε την άσφαλτο που λαμπύριζε και βρέθηκε στα όρια ενός κήπου. Χωρίς να σκεφτεί πολύ, στράφηκε στ' αριστερά ακολουθώντας το κράσπεδο που περιστοίχιζε τον κήπο. Αρχικά έβλεπε στα δεξιά του μόνο την υγρή χλόη και τους θάμνους, ή μάλλον, τους οσφραινόταν, παραδομένος για λίγο στην ξαφνική ηρεμία που διαπερνούσε την υγρή ατμόσφαιρα και μιας και τα κλαδιά ενός χαμόδεντρου έβγαιναν έξω από τη σιδερένια περίφραξη, άπλωσε το χέρι του στο υγρό φύλλωμα και άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρύσουν πάνω του. Έπρεπε να περάσουν ακόμα λίγα λεπτά, ωσότου συγκεντρώσει ξανά το μυαλό του, τόσο που να είναι σε θέση να προσανατολιστεί. Πίσω απ' αυτόν λοιπόν βρισκόταν ο σταθμός και σχημάτιζε τη βάση μιας πλατείας που έμοιαζε μ' ένα μακρύ ισοσκελές τρίγωνο, η κορυφή τού οποίου στρεφόταν στο κέντρο της πόλης, για ν' αδειάσει σαν ένα χωνί σε μιαν από τις λεωφόρους εκεί, την ανύπαρκτη μεν αυτή την ώρα, πλην 61
όμως την κάποιες άλλες ώρες της ημέρας ενδεχομένως υπερβολική κίνηση των αυτοκινήτων. Αυτό ταίριαζε αρμονικά κι ευχάριστα με τον υγρό καιρό και ο νεοαφιχθείς θα μπορούσε το δίχως άλλο να φανταστεί τον εαυτό του σε μιαν ήσυχη αγγλική λουτρόπολη. Επειδή αυτή η πλατεία, που σίγουρα είχε σχεδιαστεί την εποχή του Μπάουχαους, περίπου δηλαδή μεταξύ 1850 και 1860, έφερε - παρά την ολοφάνερη πολεοδομική προνοητικότητα - τα ίχνη εκείνης της αυστηρής γοητείας, που σαν απόηχος της Αυτοκρατορίας κατόρθωνε ακόμα, να συγχωνεύσει παιχνιδιάρικα τη νέα τεχνολογική εποχή με τα παλιά αρχοντικά στοιχεία, μιας και η κυριαρχία του ενός δεν είχε σβήσει ακόμα παντελώς, του δε άλλου δεν είχε ακόμα επικρατήσει τελείως. Έτσι αυτή η πλατεία δημιουργούσε την εντύπωση ενός ψυχρού μεν, πλην όμως επίσημου προθάλαμου που σ' άφηνε να περιμένεις ακόμα πιο λαμπρά κτίσματα. Σχεδόν ομοιόμορφα και χωρίς καμιάν εξαίρεση δυόροφα τα κτίρια στις δυο σειρές των σκελών του τριγώνου έκαναν εμφανή την απέριττη και σεμνή τεχνοτροπία εκείνης της εποχής, κι επειδή οι εκτάσεις του κήπου με το γρασίδι είχαν με περίσκε-ψη κατασκευαστεί κατηφορικά, υψώνονταν τα σπίτια όπως θά 'καναν στις όχθες μιας πράσινης λιμνούλας, χωρισμένα απ' αυτήν μόνο από τους δυο δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη και των οποίων ο αριστοκρατικός χαρακτήρας - είχαν τώρα εξαφανιστεί από εκεί και όσοι είχαν φτάσει με το τρένο - γινόταν έτσι ακόμα πιο εμφανής: σπάνια περνούσε κάποιο αυτοκίνητο, και μάλιστα κάποια στιγμή ακούστηκε ο καλπασμός ενός μονίππου. Δυο συμμετρικά ελικοειδή μονοπάτια διέσχιζαν το τρίγωνο του κήπου. Εκεί που διασταυρώνονταν υπήρχε ένα περίπτερο και πάνω από αυτό ένα μεγάλο ρολόι, οι τρεις δείκτες του οποίου στρέφονταν προς τους τρεις δρόμους της πλατείας. Οι δείκτες κινούνταν ανά λεπτό* δεκαεπτά και έντεκα σημείωσε ο Α. και σύγκρινε την ώρα με το ρολόι του, πέντε και, το όριο ανάμεσα στ' απόγευμα και το βράδυ. Και ξαφνικά έχασε κάθε όρεξη να δει περισσότερα απ' αυτήν την πόλη. Ο,τιδήποτε κι αν βρισκόταν πίσω από την 62
πλατεία αυτού του σταθμού, είχε χάσει τώρα το ενδιαφέρον του. Ήταν σαν να είχε χτιστεί αυτός ο σταθμός μόνο για την τριγωνική αυτή περιοχή, σαν να σταματούσαν τα τρένα μόνο για τους δικούς της κατοίκους. Όλοι οι άλλοι έπρεπε να μετακινηθούν με τα λεωφορεία. Και με μιας ο Α. είχε την έντονη επιθυμία ν' ανήκει σ' αυτούς τους κατοίκους. Παρατηρούσε τα σπίτια. Δεν βρήκε ούτε ένα ξενοδοχείο ανάμεσά τους, δεν υπήρχε μάλιστα εκεί ούτε ένα κατάστημα. Κι αυτό του φαινόταν εντάξει. Αν δεν έκανε λάθος, είχε προσέξει ένα πανδοχείο πολύ κοντά στο σταθμό, αλλά αυτό όμως δεν βρισκόταν πάνω στην πλατεία. Η είσοδος και τα παράθυρά του έβλεπαν προς τον σταθμό. Εάν ήθελε κανείς να μένει στην πλατεία, να έχει παράθυρα που βλέπουν στην πράσινη και υγρή επιφάνεια του γρασιδιού, εάν ήθελε να περνά την ώρα του σ' αυτές τις «όχθες», έπρεπε να παραιτηθεί από κάθε είδους άνεση, με την οποία απαλείφονται σ' όποιον φτάνει στο ξενοδοχείο οι φροντίδες για την παραπέρα τύχη του. Πάνω απ' όλα έπρεπε τώρα κανείς να περάσει μπροστά ένα ένα τα σπίτια και στις δυο κατευθύνσεις του δρόμου και να κοιτάξει μήπως βρισκόταν κάπου ένα μικρό ενοικιαστήριο. Κάτι τέτοιο δεν ήταν ασφαλώς βολικό, όμως ο Α. συγχυσμένος ακόμα από τη σειρά εκείνη των υπαλλήλων ξενοδοχείου, απαρνήθηκε κάθε άνεση, και έτσι ή αλλιώς έπρεπε τώρα να υποστεί τις συνέπειες. Ο Α. άρχισε λοιπόν να ψάχνει συστηματικά. Περπάτησε μέχρι την κορυφή του τριγώνου, έριξε μια σύντομη ματιά στη λεωφόρο που ξεκινούσε από εκεί και προχώρησε κατόπιν αργά-αργά στην αριστερή πλευρά του τριγώνου προς την κατεύθυνση του σταθμού ερευνώντας κάθε ξέπορτο μήπως βρει ενοικιαστήριο. Μόλις έφτασε στη βάση του τριγώνου, πήρε ένα από τα ελικοειδή μονοπάτια του κήπου που ξεκινούσε από εκεί, έφθασε πάλι έως την κορυφή και βάδισε από εκεί στη δεξιά πλευρά του τριγώνου, για να επιστρέψει πάλι στο σημείο απ' όπου είχε ξεκινήσει. Το ίδιο παιχνίδι επανέλαβε δυο φορές χωρίς ωστόσο, παρ' όλη 63
την προσεκτική έρευνα, να μπορέσει να ανακαλύψει έστω κι ένα σημείωμα. Μήπως έπρεπε να ξαναπροσπαθήσει και να βεβαιωθεί για τρίτη φορά; Μήπως έφθαναν οι δυο φορές μέχρι τώρα; Κατά κάποιον τρόπο δεν τον ενοχλούσε που δεν είχε βρει τίποτα, γιατί η αηδία του για τα ξένα δωμάτια και τις επαγγελματίες σπιτονοικοκυρές γινόταν όλο και πιο αισθητή, όσο περισσότερο ασχολείτο μ' αυτά τα σπίτια. Τα έβλεπε γεμάτα μ' ένα σωρό συσκευές, με κρεβάτια και σερβίτσια φαγητού που τα είχαν κληρονομήσει από κάποιους ξένους προγόνους, έβλεπε το σύμφυρμα των μηχανισμών της ζωής - ναι, σύμφυρμα ήταν η σωστή έκφραση εν προκειμένω - , το σύμφυρμα που, μοιρασμένο σ' όλα τα δωμάτια και μολοντούτο κάτι ενιαίο, γέμιζε τελείως τα σπίτια και των δύο πλευρών, έτοιμο να ξεχειλίσει πάνω από το καταπράσινο τρίγωνο. Στο μεταξύ οι δείκτες πάνω απ' το περίπτερο έδειχναν κοντά έξι και στη δεξιά πλευρά τής πλατείας πήραν τα παράθυρα μια χρυσή απόχρωση. Η βροχή είχε σταματήσει, η σκέπη από σύννεφα παρουσίαζε ρωγμές και το πράσινο των δέντρων και των θάμνων ακτινοβολούσε μια μεταλλική λάμψη. Η πλατεία άρχισε ν' αποκτά ζθ3ή, προφανώς επειδή τώρα έβγαιναν οι υπάλληλοι από τα γραφεία κι επειδή τέτοια ώρα περίπου αναχωρούσε ένα τρένο από το σταθμό: τουλάχιστον έβλεπε κανείς ένα πλήθος ανθρώπων να σπεύδουν προς την κατεύθυνση του σταθμού. Ωστόσο υπήρχαν και μερικοί, που δελεασμένοι από τη φρεσκάδα του πράσινου, κάθονταν στα παγκάκια, παρ' όλο που αυτά ήσαν ακόμα λίγο μουσκεμένα. Χωρίς να συνειδητοποιεί πλήρως την ξαφνική μεταβολή που συνέβη στην πλατεία με τη συρροή τόσων ανθρώπινων όντων, ένιωθε τώρα κι ο ίδιος ο Α. αλλαγμένος. Γιατί όσο απομονωμένη και να είναι η ψυχή του ανθρώπου, κι όσο λίγο και να την απασχολεί το ότι κατοικεί σ' ένα σώμα εφοδιασμένο με στομάχι και εντόσθια, κι όσο κι αν της ήταν αδιάφορο, πως άλλα όμοια πλάσματα βρίσκονται επίσης πάνω στη γη, ωστόσο - τη στιγμή που θα δει ένα τέτοιο ον - περιέρχεται σε μια ακατανίκητη, σχεδόν υπόγεια συνένω64
ση μαζί του, χάνει την ενιαία της σύσταση και εκτείνετ((ΐ στο χώρο και παραμορφώνεται ταυτόχρονα, ανατανυσμένΐ) μεταξύ θλίψης και ευτυχίας στη συνειδητοποίηση του γήινου και του θανάτου. Κι ο Α. που είχε περάσει μια ώρα τόσο βαθειάς ταραχής σ' αυτή την πλατεία, την οποία είχαν φτιάξει ανθρώπινα χέρια στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, μιας ταραχής που, ξεκομμένος απ' το σύνηθες είναι του, κόντευε να πιστέψει, πως δεν θα βρεθεί ποτέ πια κάποιο κρεβάτι ν' απλώσει σ' αυτό το κορμί του, και που είχε πραγματικά πιστέψει ότι δεν θα είχε ποτέ πια ανάγκη ενός τέτοιου κρεβατιού, πήγε ολόισια προς το περίπτερο, κάτω από το ρολόι, πρόσεξε τα πολυτελή περιοδικά, που, όντας απλωμένα έξω είχαν βραχεί λιγάκι απ' τη βροχή, κι αγόρασε την τοπική έκδοση του τεύχους ενός περιοδικού. Δίνοντας τα χρήματα ρώτησε την πωλήτρια εάν ήξερε εκεί κοντά - γιατί οπωσδήποτε προμηθεύονταν όσοι έμεναν εκεί κοντά τις εφημερίδες τους από το περίπτερο - κάποιο κατάλληλο δωμάτιο για να νοικιάσει. Η κοπέλα στο περίπτερο σκέφτηκε λιγάκι και είπε κατόπιν πως θα μπορούσε να ρωτήσει στη βαρώνη Β. η οποία (είπε δείχνοντας ένα σπίτι στην ανατολική πλευρά), έχει εκεί πέρα το διαμέρισμά της, και θέλει να δώσει κάπου ένα ή δυο δωμάτια που της περισσεύουν, υπό την προϋπόθεση φυσικά, πως κάτι τέτοιο δεν είχε κιόλας συμβεί. Ο Α., με καρφωμένο το βλέμμα του στο σπίτι και στα παράθυρα που έλαμπαν στον ήλιο, εξεπλάγη που δεν είχε ρωτήσει εκεί ευθύς εξαρχής για ένα δωμάτιο. Το σπίτι ήταν ιδιοκτησία εκείνων, που ανάμεσα σ' άλλα ομοιόμορφα σπίτια της σειράς κατείχαν κι ένα μπαλκόνι πάνω ακριβώς από την εξωτερική πόρτα και σαν ένα δεύτερο σημάδι τού εξαιρετικού, στο μπαλκόνι αυτό, έκανε εντύπωση η διακόσμησή του με λουλούδια: οι κόκκινες αρμπαρόριζες ακτινοβολούσαν αρμονικά με τα τζάμια των παραθύρων το φως, σαν να είχε γεννηθεί η ψυχή για ένα σωρό τέρψεις και σαν να υπήρχε ανέκαθεν και να συνέχιζε να είναι παντοτινά. Φυσικά αυτό ήταν η πρόσοψη μονάχα, το ήξερε και ο Α., και δεν ήξερε λιγότερο πως πίσω και από την πιο 65
φωτεινή, θα έλεγε κανείς, και πιο άχρονη ακόμα πρόσοψ)) βρίσκονται σκοτεινά δώματα. Γνώριζε πως δεν υπάρχει χρώμα χωρίς την ουσία που να το φέρει, ωστόσο πάνω απ' όλη αυτή τη γνώση ξεχυνόταν - χαλαρώνοντας και διαλύοντάς την - το γαλανό της ατμόσφαιρας και οι χαρούμενες αλλαγές του ουράνιου τόξου, κομμάτια του οποίου ήσαν τώρα ορατά πάνω από την πλατεία, διαπότιζαν το ίδιο από τη διαφάνεια και σ' άφηναν να διαισθάνεσαι το έρεβος και την απειροσύνη του σύμπαντος πίσω απ' αυτό: μια κλίμακα που συνδέει το ζοφερό και το γήινο, το ουσιαστικό και το περικλεισμένο με το αποφράσσουν φως του ουρανού και που εντούτοις ξαναοδηγεί στο έρεβος της απειροσύνης. Ίσως να τό 'ξερε αυτό και η κοπέλα στο περίπτερο, κι αν δεν το ήξερε αυτή η ίδια, το γνώριζε σίγουρα το χέρι της, με τις πολλές αρθρώσεις, τα νεύρα, τα μικρά οστά, το χέρι που αόρατα εκτεινόταν ως το σπίτι καθώς το έδειχνε ακόμα, μ' αόρατη την ενότητα ανάμεσα στη νεκρή αρχιτεκτονική κατασκευή εκεί, και στο ζωντανό χέρι εδώ, μια ανταλλαγή λάμψεων προς τα κει πέρα και προς τα δώθε, μέσα στην οποία οι λαμπερές αρμπαρόριζες κολυμπούσαν σαν σώφρονες διαμεσολαβητές. Έτσι λοιπόν φερόταν ο Α. από μερικά κρυφά ρεύματα, καθώς προχωρούσε στο σπίτι έχοντας το στόχο του μπροστά στα μάτια του, όπως κι ο καθένας από τους πλανώμενους εδώ ανθρώπους είχε το στόχο στά μάτια του και φερόταν από το κατάδικό του ρεύμα ο καθένας· έτσι λοιπόν βάδιζε μέσα στο πλέγμα των ρευμάτων, αυτός, ένας γυμνός άνθρωπος με τις πολλές του αρθρώσεις, και νεύρα, και μικρά αυτιά κάτω από τα πλούσια ρούχα που τον βάραιναν. Αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στους σταθμούς μιας ζωής κατά κανόνα λησμονιέται. Όμως καθώς ο Α. διάβαινε τώρα το δρόμο και διέσχιζε το παλλόμενο ρεύμα εκείνων που έσπευδαν στο σταθμό, του πέρασε απ' το νου η ιδέα, πως δεν θα λησμονούσε ποτέ πια τούτη τη στιγμή κάι πως, αντίθετα, θα την κατέτασσε ανάμεσα σ' εκείνες που θά 'φερνε στη μνήμη του την ώρα του θανάτου, για να την πάρει μαζί του πέρα στην αιωνιότητα. Γιατί διάλεξε ακριβώς αυ66
την τη στιγμή, αυτή την ευμετάβλητη, τη σχεδόν ασύλληπτη στιγμή, αντί κάποιας άλλης ανώτερης και στέρεας, αυτό δεν θα μπορούσε να το προσδιορίσει, επειδή η ελαφράδα με την οποία διέσχιζε το δρόμο, μια θεία αλλαγή, του μεγαλόπρεπου ουράνιου τόξου, αυτή η χαλάρωση στα μέλη, είχε μεν εισχωρήσει ως τη γνώση του δεν έφτασε όμως ως τις σκέψεις της συνείδησής του, κι αν τον ρωτούσε κανείς ποιό πράγμα σκεφτόταν τώρα, πιθανόν να μίλαγε για το ύψος του αναμενόμενου ενοικίου ή ίσως να προσπαθούσε να θυμηθεί τον πρακτικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πόλη εκείνη· πράγμα βέβαια που δεν θα πετύχαινε και τώρα πάντως στα σίγουρα, μιας και από την εξωτερική πόρτα του σπιτιού εμφανίστηκε μια γυναίκα. Θέλοντας αυτή να διαλέξει αμέσως το ρεύμα στο οποίο θα ήθελε να αφεθεί, έριξε μια ματιά προς τα πάνω και προς τα κάτω στο δρόμο* ή το έκανε μάλλον γιατί περίμενε τον ξένο και ήθελε να τον προφτάσει και να τον καλωσορίσει; Και ο Α. το βρήκε φυσικό να τη ρωτήσει για τη βαρώνη Β. και το προς ενοικίαση δωμάτιο. Εκείνη δίστασε σαν να τη βάρυνε κάτι: «Ναι, η μητέρα μου...», και πρόσθεσε κατόπιν απότομα: «αλλά τώρα δεν νοικιάζουμε πια». Και χωρίς να περιμένει τίποτ' άλλο, χωρίς καν να προσέξει τον Α., χωρίς να δει την απογοήτευσή του, εξαφανίστηκε πάλι στο σπίτι, σαν να είχε να επιστρέψει εκεί για να προστατεύσει το σπιτικό της από τον παρείσακτο ξένο. Αν αυτό είχε γίνει πριν από μια ώρα, όταν ακόμα έβρεχε, τότε θα το καταλάβαινε, πλην όμως τώρα η συμπεριφορά της δεσποινίδας - γιατί επρόκειτο προφανώς για δεσποινίδα - ξέφευγε τόσο ενοχλητικά από τα μέτρα του γενικότερου φυσικού πλαίσιου μέσα στο οποίο είχε λάβει χώρα, που ο Α. δεν ήθελε να το πιστέψει* είτε υπήρχαν ακόμα απόκρυφες σχέσεις εντός του εμφανούς και του εκπληρώσιμου, είτε επρόκειτο εδώ για κάποια πλάνη, για κάποια λάθος παρατήρηση. Ο Α. πήρε το θάρρος να προχωρήσει στο διάδρομο. Αυτός κατέληγε σε μια λευκή πόρτα με τζαμαριοί που οδηγούσε στον κήπο, ο οποίος βρισκόταν στο 67
πίσω μέρος του σπιτιού και είχε αρκετό βάθος ώστε τα λευκά παγκάκια εκεί, να μην καλύπτονται πλέον από τον ίσκιο του σπιτιού, αλλά να φωτίζονται και να λάμπουν στην υγρασία τους κάτω από τον εσπερινό ήλιο. Μια ευχάριστη μυρουδιά απ' την κουζίνα, σημάδι του έτοιμου βραδινού φαγητού, έσμιγε με τη μυρουδιά των φρεσκοβαμμένων τοίχων στο κλιμακοστάσιο και ο Α. ήξερε πως δεν είχε παρά ν' ανοίξει την πόρτα του κήπου, για να μπει μέσα και η μυρουδιά της υγραμμένης γης και των φυτών. Του φαίνονταν όλα τόσο καλά, ώστε ο Α. απέκτησε πάλι τελείως την αυτοπεποίθησή του και δίχως να το πολυσκεφτεί ανέβηκε τη σκάλα. Βρέθηκε στον πρώτο όροφο μπροστά από μιαν επίσης φρεσκοβαμμένη λευκή πόρτα με τζαμαρία, στο πλευρό της οποίας υπήρχε μια μικρή στιλπνή πινακίδα από μπρούντζο με το όνομα του βαρώνου φον Β. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο της σκάλας που έβλεπε προς τον κήπο έδινε στον μπρούντζο χρυσές ανταύγειες, κάτω όμως από το παλιό μπρούτζινο κουδούνι υπήρχε ένα σύγχρονο ηλεκτρικό κουμπί, πράγμα που χάλαγε λίγο την ομοιομορφία. Ο Α. περίμενε λιγάκι και κατόπιν πάτησε αποφασιστικά το κουμπί. Πέρασε αρκετή ώρα ωσότου ανοίξει η πόρτα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, μ' ένα λευκό σκουφί καμαριέρας, έβγαλε το κεφάλι της απ' την πόρτα. «Έρχομαι για το δωμάτιο», είπε ο Α. Η γριά καμαριέρα μπήκε μέσα. Μετά από λίγα λεπτά ξαναφάνηκε και τον άφησε να μπει μέσα. Ο Α. βρέθηκε σ' ένα χωλ που δεν φωτιζόταν από πουθενά - υπήρχαν απλώς η πόρτα τής εισόδου και μια άλλη απέναντί της, των οποίων όμως τα τζάμια καλύπτονταν από κουρτίνες - κι επειδή μάλιστα ήταν τελείως γεμάτο από έπιπλα, προξενούσε μια δυσάρεστη και μελαγχολική εντύπωση. Την εικόνα αυτή δεν άλλαζε το γεγονός πως εδώ δεν είχαν συγκεντρωθεί τα συνηθισμένα έπιπλα ενός χωλ, αλλά αντίθετα υπήρχε μιας πρώτης τάξεως επίπλωση. Η ηλικιωμένη καμαριέρα άρχισε να συγυρίζει κάτι σε μια γωνιά, για να προσέχει τον ξένο που περίμενε. Η διακριτικότητα αυτή την κούρασε σύντομα και γι' 68
αυτό κατέβασε το κεφάλι της και κάρφωοΓ το (ντονο βλέμμα της στον ξένο. Εδώ μύριζε κλεισούρα* η καλή επομένως μυιΛ^υήιά που ερχόταν από την κουζίνα, έπρεπε να ανήκει οΐ: ('ιίλλό διαμέρισμα. Ο Α., ο οποίος είχε φτιάξει στο μυαλό του ένα σχεδιάγραμμα του σπιτού, συμπέρανε πως η τζαμωτή πόρτα οδηγούσε στη μεγάλη μεσαία κάμαρα του σπιτιού - στην οποία έπρεπε να ανήκει και το μεγάλο μπαλκόνι το στολισμένο με τις αρμπαρόριζες - και είχε γεμίσει από ανυπομονησία να μπει επιτέλους μέσα. Πίσω από την τζαμωτή πόρτα ακούστηκε μια συνομιλία* δυο σιγανές, ευγενικές, γυναικείες φωνές: «Με τα κατεβασμένα νοίκια... δεν καταλαβαίνω το ότι σκέφτεσαι ακόμα να το νοικιάσεις. Αυτά που μας πληρώνουν σήμερα δεν έχουν αύριο καμιά αξία, το χρήμα έχασε τελείως την αξία του και καθημερινά την χάνει και περισσότερο... είναι να σου κόβεται η αναπνοή». «Ωστόσο είναι κάποιο ποσόν». «Θα το ξοδέψουμε ξανά για την επισκευή των ζημιών». «Αχ, ας μην είμαστε τόσο απαισιόδοξες». «Κι ένας ξένος στο σπίτι... αν ήταν τουλάχιστον γυναίκα! Θα πρέπει να φυλαγόμαστε συνέχεια». «Ίσως είναι καλό να έχουμε μιαν αντρική προστασία». Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε το σύρσιμο μιας καρέκλας. «Λοιπόν, αφού δεν θέλεις να καταλάβεις πως ζούμε στο 1923 και πως χάσαμε έναν πόλεμο... αφού δεν μπορώ, μ' άλλα λόγια, να σε πείσω...» «Για το Θεό, μια απόπειρα κάνουμε, δεν καταλαβαίνω γιατί αντιστέκεσαι τόσο πολύ». «Πολύ ωραία τότε, θα τον φωνάξω μέσα... αλλά εγώ θα φύγω. Δεν θέλω να έχω τίποτα να κάνω μ' αυτό. Να με συμπαθάς». Όλα αυτά ειπώθηκαν με ευγένεια και ηρεμία, παρ' όλον ότι τα λόγια αυτά περιείχαν και μια δόση οργής. Κατόπιν ακούστηκαν βήματα, άνοιξε μια πόρτα και - προερχόμενη από τον στενό διάδρομο που πιθανόν να συνέδεε τα άλλα όω69
μάτια μπροστά - εμφανίστηκε στο χωλ η δεσποινίς. Η σκοτεινιά τοί' χώρου την εμπόδισε να αναγνωρίσει αμέσως τον ξένο. Μ' ένα σύντομο, αδιάφορο «παρακαλώ» υπέδειξε στην καμαριέρα να του επιτρέψει να περάσει μέσα, πλην όμως κοντά στην έξοδο αντιλήφθηκε ποιός στεκόταν μπροστά της. Φανερά ταραγμένη και αγανακτησμένη δεν βρήκε να πει τίποτ' άλλο από ένα: «Δεν καταλαβαίνω». Ο Α. υποκλίθηκε. «Νόμισα πως πρόκειται για κάποια παρανόηση». Η δεσποινίς σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα: «Η μητέρα μου θα θύμωνε εάν φεύγατε τώρα, ωστόσο σας συνιστώ επιμόνως...» Σκόπευε να συνεχίσει, όμως η γριά καμαριέρα είχε κιόλας πλησιάσει με προτεταμμένο και παρατηρητικό πρόσωπο, κι έτσι η δεσποινίς σιώπησε* μονάχα με μια μικρή, σχεδόν παρακλητική και μυστική χειρονομία έδωσε στον Α. να καταλάβει, πως έπρεπε να αναζητήσει στέγη κάπου αλλού. Εντούτοις αυτή ακριβώς η κρυφή σχέση ξύπνησε στον Α. καινούργια αυτοπεποίθηση, μιαν εμπιστοσύνη στο ότι κάποια κρυμμένη νομοτέλεια θα εξάγνιζε τις μικρές βλάβες του κοσμικού συμβάντος, από το οποίο είχε τόσο εντυπωσιαστεί το τελευταίο τέταρτο της ώρας. Και μολονότι είχε βέβαια ακούσει πως η δεσποινίς δεν ήθελε πλέον να ξέρει τίποτα για την υπόθεσή του, ή ίσως μάλιστα ακριβώς γι' αυτόν το λόγο πήρε το θάρρος να την ρωτήσει, μήπως ήθελε και η ίδια να πάρει πάρει μέρος στη συζήτηση. Πραγματικά αυτή το σκέφτηκε για λίγο* κατόπιν όμως είπε ψυχρά: «Ελπίζω πως δεν θα είναι απαραίτητο» και βγήκε έξω, ενώ η γριά άνοιγε την τζαμωτή πόρτα που οδηγούσε στη μεγάλη μεσαία κάμαρα. Ο Α. δεν έκανε λάθος* ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με τρία παράθυρα και πόρτα που έβγαζε στο μπαλκόνι, πλημμυρισμένο στο φως του ήλιου που έδυε. Στη βάση του σιδερένιου κιγκλιδώματος έξω, έλαμπε πυρακτωμένο ανάμεσα απ' τα φύλλα, το κόκκινο χρώμα της αρμπαρόριζας· το χώμα ήταν μαύρο μέσα στα πράσινα παρτέρια. Προς τα εδώ είχε δείξει το χέρι τής κοπέλας στο περίπτερο και ήταν να θαυμάζει κανείς, για το ότι αυτός που προ 70
ολίγου στεκόταν δίπλα στο περίπτερο ακολουθώντας προς τα εδώ την αόρατη γραμμή που του έδειχναν, είχε φτάσει τώρα στο άλλο της άκρο, φερμένος απέναντι από κάτι που δεν είχε σχεδόν καμιά σχέση με το σώμα και τα πόδια του σώματος, τα οποία είχαν φέρει σε πέρας τη δουλειά αυτή. Και το γεγονός πως η ηλικιωμένη κυρία, που καθόταν σε μια πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο και της οποίας το προφίλ διαγραφόταν σκούρο δίπλα στο εκτυφλωτικό φως, έτεινε τώρα κι αυτή το χέρι της, θέλοντας - κατά έναν σχεδόν απροσδόκητο τρόπο - να τον χαιρετήσει, ήταν κι αυτό μια από εκείνες τις ομοιότητες που ήθελαν όλο και πιο πολύ να τον εμπλέξουν σε κάτι και που όμως ήσαν ευχάριστες. «Έχετε λοιπόν την πρόθεση να νοικιάσετε σε μας;» είπε η βαρώνη Β. μόλις κάθησε απέναντί της. Ναι, αυτό ακριβώς σκόπευε. Κατά βάση τον ενοχλούσε η παρουσία της* ήταν υποχρεωμένος να στρέφεται προς το μέρος της, ενώ το βλέμμα του θα προτιμούσε να κατακυριεύσει το χώρο, ο οποίος έδινε μιαν κόσμια εντύπωση με το στιλπνό παρκέ και τα κάθε είδους έπιπλα και αντικείμενα τριγύρω. Από την ανοιχτή πόρτα του μπαλκονιού έμπαινε μετριασμένος ο θόρυβος της πλατείας* το κελάδημα των πουλιών στις κορυφές των γύρω δέντρων ακουγόταν πάντως περισσότερο απ' ο,τιδήποτε άλλο. «Σας έδωσαν συστάσεις;... η κόρη μου είναι τελείως αρνητική ως προς την ενοικίαση... αν μας είχατε φέρει όμως κάποιες συστάσεις...» «Έχω κιόλας συναντηθεί με την αξιότιμο δεσποσύνη», υπεξέφυγε ο Α. «Α,' έτσι!», ακούστηκε κάπως ανήσυχα. «Μιλήσατε μαζί της;... ζούμε αποτραβηγμένες απ' τη ξωή, θα έλεγα σχεδόν μοναχικά». «Κι εγώ αυτή την εντύπωση έχω», είπε ο Α., «και είναι αυτονόητο πως δεν θα δημιουργήσω προβλήματα στις συνήθειές σας». «Η θυγατέρα μου ανησυχεί για την ηρεμία μου... με φροντίζει υπερβολικά, δεν είμαι ακόμα τόσο γριά». Κανένας άνθρωπος δεν είναι γέρος. Τα χρόνια είχαν πε71
ράσει από το πρόσωπο και το όώμα της βαρώνης· ωστόσο το εγώ της ακουγόταν έξω από το χρόνο: δεν είμαι γριά. Και έξω από το χρόνο φυλάει η μνήμη καθετί παρελθόν. Το βραδινό άρχισε να γίνεται αισθητό, ωστόσο σαν έξω από το χρόνο βρίσκονται τα έπιπλα και οι τοίχοι των δωματίων, ανθίζουν και μαραίνονται οι αρμπαρόριζες, τις μπάζουν το χειμώνα μέσα, ο ύπνος πέφτει πάνω στους ανθρώπους, ο άνθρωπος βαδίζει μέσα στους χώρους της κατοικίας του, πάει στο κρεβάτι του, προχωράει στην κατοικία του ύπνου του, όμως το εγώ του ζει αναλλοίωτο από ύπνο σε ύπνο, φερόμενο από ρεύματα και γραμμές που φθάνουν ως την πλατεία και τον κήπο, γραμμές συνδεδεμένες στο Είναι, και παρ' όλα αυτά βγάζουν ως το στερέωμα του ουράνιου τόξου. Η βαρώνη είπε: «Από τότε που πέθανε ο άντρας μου, ζούμε στη μοναξιά». Αυτός αποκρίθηκε: «Το σπίτι σας είναι εξαιρετικά ειρηνικό, βαρώνη». Κατά παράξενο τρόπο η βαρώνη φάνηκε να κουνάει το κεφάλι της. Ίσως όμως και να ήταν απλώς το τρέμουλο του κεφαλιού ενός γέρου. Γιατί χωρίς να απαντήσει επ' αυτού, σηκώθηκε με πολύ κόπο, πράγμα που έκανε τον Α. να πιστέψει, πως η συζήτηση τους είχε τελειώσει* όμως καθώς ετοιμαζόταν να την αποχαιρετήσει, αυτή είπε: «Σε κάθε περίπτωση μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στο δωμάτιο». Και στηριζόμενη στο ελαφρύ της μπαστούνι προχώρησε ως την πόρτα, πάτησε το κουδούνι που βρισκόταν δίπλα της, περπάτησε μέχρι το χωλ, όπου έφθασε και η καμαριέρα, και οι δυο γυναίκες συνόδευσαν τον επισκέπτη μέσα από ένα σχετικά μεγάλο και σκοτεινό χώρο σ' ένα άφωτο δωμάτιο, τα σκούρα έπιπλα του οποίου ξεχώριζαν μέσα απ' το λευκό τού τοίχου. Και σαν να περίμεναν τον ξένο, είχαν τοποθετήσει πάνω στο λουλουδένιο κέντημα του στρογγυλού, μεσαίου τραπεζιού ένα ανθοδοχείο γεμάτο με φρέσκα μπλονέ και παπαρούνες. «Η κόρη μου φροντίζει ώστε να υπάρχουν πάντα λουλού72
όια», είπε η βαρώνη και κατόπιν έδωσε την εντολή: «Τσερλίνε, άνοιξε το παράθυρο». Η γριά Τσερλίνε το έκανε και με μιας γέμισε το δωμάτιο με τα γλυκά αρώματα του κήπου. «Από παλιά ήταν εδώ ο ξενώνας μας», είπε η βαρώνη, «και δίπλα είναι το υπνοδωμάτιο». Ακριβώς όπως θα έκανε εάν οδηγούσε τον γαμπρό στο δωμάτιο της νύφης, η γριά Τσερλίνε γλίστρησε τώρα στο υπνοδωμάτιο και με ιχια σχεδόν πονηρή κίνηση του αρθροπαθούς της χεριού, τον κάλεσε να περάσει μέσα και να δοκιμάσει το κρεβάτι, στο μέρος του οποίου έδειχνε τώρα. Η βαρώνη είχε μείνει στο πρώτο δωμάτιο και φώναξε τώρα από εκεί: «Τσερλίνε, είναι αδειανή η ντουλάπα; Την καθάρισες καλά;» «Μάλιστα, κυρία βαρώνη, η ντουλάπα είναι αδειανή, και ακόμα και του κρεβατιού άλλαξα τα σεντόνια». Και με τα λόγια αυτά άνοιξε τη μια από τις δυο ντουλάπες και άγγιξε με το δάχτυλό της ένα ράφι για να πείσει τον εαυτό της και τον Α. πως τα πάντα έλαμπαν από καθαριότητα. «Ούτε ίχνος σκόνης», είπε καθώς κοίταζε το δάχτυλό της. «Πρέπει να αερίσεις και το υπνοδωμάτιο». «Αυτό μόλις πήγαινα να κάνω, κυρία βαρώνη», και η Τσερλίνε συνέχισε να μιλά: «γέμισα με φρέσκο νερό και τα δυο λαγίνια». «Μάλιστα», είπε η βαρώνη, στην οποία προφανώς δεν ήταν εύκολο να δώσει κάποιον έπαινο, «πολύ ωραία, όμως το βράδυ μπορείς ν' αλλάξεις το νερό ξανά». «Τα βράδυα φέρνω πάντοτε ένα λαγίνι με ζεστό νερό», υπερθεμάτισε η υπηρέτρια. Ο Α. είχε πάει στο μεταξύ στο παράθυρο και ανέπνεε το άρωμα του κήπου. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα τελείως, αλλά στο ισόγειο είχαν ανάψει κιόλας το φως σ' ένα δωμάτιο και μια ακτίνα φωτός έπεφτε πάνω στις πρασιές με τα άνθη, και έδινε στα τριαντάφυλλα και στα χρώματά τους μιαν ό-ψη εξωπραγματική και μετέβαλε τα φύλλα τους σ' ένα βερνικωμένο έλασμα μετάλλου. Πιο πίσω ωστόσο, εκεί που ήσαν τα 73
λευκά παγκάκια, τα χρώματα ήσαν ακόμα φυσικά όπως στο φως της ημέρας, μόνο τώρα λίγο πιο θαμπά στο εσπερινό φο^ς, και οι δυο πυκνοφυτεμένες σειρές με τα γαρύφαλα φαίνονταν να σκύβουν με τους άτονους γαλαζοπράσινους μίσχους τους πάνω από το μεσαίο μονοπάτι του κήπου. Στο μεταξύ, μ' όλη τη θαλπωρή που ανέδυε ο κήπος, ο Α. ξέφευγε απαλά από την αρχική του πρόθεση - το ένιωθε - και γι' αυτό έκανε τώρα μια χλιαρή προσπάθεια να επανορθώσει: «Στην πραγματικότητα ζήταγα να βρω ένα δωμάτιο προς την πλευρά του δρόμου». «Ο όμορφος ήλιος το πρωί είναι εδώ», είπε ως απάντηση η γριά Τσερλίνε, και καθώς αυτός χαμογελούσε συμφωνώντας, είπε αυτή χαμηλόφωνα ώστε να μην το ακούσει η βαρώνη στο διπλανό δωμάτιο: «τώρα έχουμε έναν γιό». Ο Α. ήθελε να γελάσει γι' αυτό που είπε, πλην όμως δεν μπορούσε. Επέστρεψε στο πρώτο δωμάτιο, όπου περίμενε ακόμα η βαρώνη, στηριζόμενη στο ραβδί της. Και σαν να υπήρχε μια υπόγεια διασύνδεση στις σκέψεις των δύο γυναικών, ακόμα μάλιστα κι εκεί όπου η μια έκρυβε κάτι από την άλλη, ρώτησε η βαρώνη: «Αλήθεια, πόσων χρόνων είστε, κύριε Α.;» «Έχω περάσει τα τριάντα, βαρώνη». Ντρεπόταν πάντοτε λιγάκι σαν τον ρωτούσαν για την ηλικία του. Όντας ξανθός, με τρυφερή, σχεδόν κομψή επιδερμίδα, με κάπως αδύνατο πηγούνι και στόμα, αλλά με ένα ξύπνιο βλέμμα στα γαλανά του μάτια, έδινε την εντύπωση ενός νεαρού, και δη κατά την άποψή του ενός υπερβολικά νεαρού ατόμου, και για να προσδώσει στον εαυτό του περισσότερο κύρος είχε αφήσει να του ξεφυτρώσει - πάντως με όχι μεγάλη επιτυχία - μια λεπτή μικροκαμωμένη, καλοκάγαθη γενειάδα. «Πάνω από τριάντα», επανέλαβε αυτή, «πάνω από τριάντα, η κόρη μου...» Δεν ολοκλήρωσε* προφανώς ήταν έτοιμη να αποκαλύψει την ηλικία της κόρης της. Αντ' αυτού μετά από λίγο συνέχισε: «Και τί επαγγέλεσθε;» Όπως θα έκανε μ' έναν πεισμωμένο εγωισμό, αλλά και για να δοκιμάσει πόσα πράγματα θα επιτρέπονταν σ' έναν γιό στο σπίτι των γονιών του και πόσα θα του συγχωρούνταν, ο 74
Α. θα ήθελε να πει κάποιο ψέμα και να δηλώσει πως ήταν κάποιος πολιτικός πράκτορας. Όμως για ποιόν λόγο να βάλει ξανά σε κίνδυνο ό,τι είχε κιόλας επιτύχει; Είπε λοιπόν πως είναι έμπορος πολυτίμων λίθων. Ωστόσο ακόμα κι αυτό ήταν αρκετά τολμηρό. Επειδή η βαρώνη θα μπορούσε εύκολα να υποψιαστεί, πως κάτω από τον μανδύα του εμπόρου πολυτίμων λίθων κάνει κάποιο επικίνδυνο και αισχροκερδές εμπόριο ή ότι πολύ περισσότερο είχε συρθεί ως εδώ με στόχο τα οικογενειακά της κοσμήματα. Προς στιγμήν βέβαια, η βαρώνη δεν φάνηκε να σκέφτεται τόσο μακριά. Δεν της θύμιζε αυτή η λέξη απολύτως τίποτα, είχε την έκφραση του ανθρώπου που δεν είχε ακούσει καλά και ένιωθε αμήχανος: «Έμπορος πολυτίμων λίθων;» Η Τσερλίνε, που είχε επιστρέψει, επιβεβαίωσε αμέσως του λόγου το ασφαλές: «Ναι, ναι, έμπορος πολυτίμων λίθων», όμως σε αντίθεση προς την κυρία της αυτή το είπε μ' έναν ενθαρρυντικό τόνο, σαν να είχε βγει στην επιφάνεια ένα πολύ έντιμο επάγγελμα με το οποίο μπορούσε κανείς άνετα να συμφωνήσει. «Θα συζητήσουμε για τα περαιτέρω απέναντι», πήρε τελικά την απόφαση η βαρώνη, της οποίας η παραμονή στο δωμάτιο ενός εμπόρου πολυτίμων λίθων της έγινε φοβερά δυσάρεστη, και έτσι πέρασε μαζί με τον Α. πίσω στο μεγάλο μεσαίο δωμάτιο, ενώ η Τσερλίνε εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Σαν βρέθηκαν ξανά ο ένας απέναντι στον άλλον, ρώτησε διστακτικά η βαρώνη: «Ώστε εργάζεσθε ως κοσμηματοπώλης, κύριε Α.;» «Όχι, βαρώνη, ως έμπορος πολυτίμων λίθων αυτό είναι κάτι διαφορετικό». Ίσως να ήταν η λέξη «έμπορος» που ενοχλούσε τη βαρώνη, ίσως να την είχαν προειδοποιήσει για το ποιόν των λαχανεμπόρων, των ανθρακεμπόρων και των λοιπών μικρεμπόρων, ίσως ένας έμπορος να μην είχε γι' αυτήν καμιά ελπίδα στην υψηλή κοινωνία. Και ίσως να μην μοιραζόταν το λουτρό της ούτε με έναν κοσμηματοπώλη. Έτσι λοιπόν είπε: «Η κόρη μου ξέρει καλύτερα από μένα τα τής αγοράς. Δυστυχώς έχει βγει...» 75
ο Α. που είχε αντιληφθεί το τι ακριβώς συμβαίνει, εξήγησε: «Το εμπόριο με διαμάντια είναι ένα πολύ ωραίο επάγγελμα. Έχω μείνει για πολλά χρόνια στα αδαμαντορυχεία της Νότιας Αφρικής». «Ω», είπε η βαρώνη και απέκτησε ξανά την εμπιστοσύνη της. «Και όταν τελειώσω τις δουλειές μου στην Ευρώπη, θα επιστρέψω πάλι στην Αφρική». «Ω», είπε η βαρώνη με αυξανόμενη εμπιστοσύνη και λησμόνησε να ρωτήσει για το είδος τής δουλειάς που τον είχε φέρει ως αυτή την πόλη, «δεν θα σας πέρναγα για Άγγλο». «Είμαι Ολλανδός πολίτης». Αυτό υπήρξε η αποφασιστική πληροφορία. Η βαρώνη ανέπνευσε. Σ' έναν ξένο, που έρχεται από πολύ μακριά, δίνει κανείς πιο εύκολα, πιο αυτονόητα, πιο πρόθυμα στέγη απ' ό,τι & έναν ντόπιο, κι αυτό που υπό άλλες συνθήκες καταλήγει να είναι μια συναλλαγή μεταξύ φτωχών, αποκτά με κάποιον από τα ξένα το φωτοστέφανο μιας μεγαλόθυμης φιλοξενίας. Κι έτσι συνέβη, χωρίς να χρειαστεί καθόλου να το εκφράσουν με λόγια, να δημιουργηθεί ανάμεσα στους δυο τους και μέσα στο τελείως σκοτεινιασμένο πια δωμάτιο μια τέλεια ομοφωνία. Οι χαλκογραφίες στους τοίχους με τα αρχιτεκτονικά θέματά τους και τις κορνίζες τους από ξύλο κερασιάς είχαν συρρικνωθεί τώρα σε σκοτεινές κηλίδες και μονάχα οι δυο ελαιογραφίες στους τοίχους εκατέρωθεν των παραθύρων που παρουσίαζαν ρωμαϊκά τοπία έδειχναν ακόμα τις γραμμές τους και το σταχτί τους χρώμα. Θύμιση μιας μακρινής λάμψης. Έτσι όπως μερικές φορές τα βραδινά η μάνα κι ο γιός παραμένουν μεταξύ τους σιωπηλοί, έτσι κάθονταν κι αυτοί εκεί, καθώς από τα παράθυρα φώτιζε μ' ένα μεταξένιο ανοιχτοπράσινο χρώμα ο ξάστερος πλέον ουρανός με ρόδινους ιριδισμούς πάνω από τις προς δυσμάς στέγες. Και μέσα σ' αυτή την οικειότητα που είχε δημιουργηθεί ο Α. ζήτησε την άδεια να βγει στο μπαλκόνι - και το έκανε. Μπροστά του βρισκόταν η τριγωνική πλατεία, όχι ακριβώς έτσι, αλλά σχεδόν έτσι 76
όπως περίπου το είχε συμπεράνει. Τα δέντρα του κήπου διακρίνονταν μουντά μέσα στην γκρίζα και τελείως στεγνή πια άσφαλτο των πλατειών δρόμων τριγύρω. Στο εσωτερικό του σιδηροδρομικού σταθμού είχαν ανάψει κιόλας τα φώτα* εκεί βρίσκονταν ακόμη οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου, αλλά ο Α. δεν σπαταλούσε πια τις σκέψεις του σ' αυτούς. Κοίταζε κάτω τους λιγοστούς ανθρώπους που πήγαιναν με αργά βήματα στα σπίτια τους, άκουγε το τρίξιμο τής άμμου κάτω από τα παπούτσια εκείνων που έκαναν περίπατο στον ελικοειδή δρόμο τού κήπου, και χαιρόταν να βλέπει τα σκυλιά που τα έβγαζαν βόλτα. Συχνά-πυκνά ακουγόταν το τερέτισμα κάποιου πουλιού, η ατμόσφαιρα ήταν γλυκειά, διαποτισμένη από την υγρασία, κάι κάπου-κάπου γαύγιζε ένας σκύλος. Να έχεις γεννηθεί από μια μάνα, το σώμα σου να έχει γεννηθεί από ένα άλλο σώμα, να είσαι ο ίδιος σώμα, ένα σαρκίον του οποίου τα πλευρά διαστέλλονται όταν αναπνέεις, ένα σαρκίον του οποίου τα δάχτυλα μπορείς ν' ακουμπήσεις στο σιδερένιο κιγκλίδωμα για να κλείσεις το νεκρό μέσα στο ζωντανό, στην αέναη εναλλαγή του έμψυχου και του άψυχου, καθώς το ένα εγκρύπτεται στο άλλο μέσα σε μιαν ατέρμονα διαφάνεια: ναι, να έχεις γεννηθεί και να κάνεις τον περίπατό σου έξω στον κόσμο, μέσα στους ειρηνικούς του δρόμους, το χέρι της μάνας αναπόσβεστο, μέσα στο οποίο έχει λουφάξει τό παιδικό χέρι* αυτή η πιο φυσική ευτυχία τής ανθρώπινης ύπαρξης του αποκαλύφθηκε έντονα, καθώς στεκόταν εδώ σ' ένα μπαλκόνι με τον τοίχο και τη θόιλπωρή τού σπιτιού στα νώτα του, κοιτάζοντας το σκοτεινό γρασίδι κάι τα μουντά δέντρα, πλην όμως με τη γνώση των θάμνων με τις τριανταφυλλιές στον κήπο πίσω απ' το σπίτι, των σειρών με τα σπίτια ανάμεσα στο ζωντανό και στο ζωντανό, ανάμεσα σ' ανάπτυξη και ανάπτυξη, σειρές από πέτρα και ξύλο, άψυχα έργα του ανθρώπου, και μολοντούτο πατρίδα. Και ο Α. ήξερε πως του είχε επιτραπεί να επιστρέψει όποτε θελήσει, και πως αυτή που περιμένει στο δωμάτιο θα συνεχίσει να περιμένει υπομονετικά, τόσο υπονετικά όσο απαντέχει μια μάνα το παιδί της. Γύρισε ξανά στον τόπο του, στο σκοτεινιασμένο χώρο και 77
στην παλιά του θέση απέναντι στη βαρώνη. Κι αυτή του χαμογέλασε, και ύστερα, με μιαν ελαφρά υπόκλιση, του είπε: «Είναι όμορφα εκεί έξω, δεν είναι έτσι;» «Ένα αλησμόνητα υπέροχο βραδινό. Όμως θα μας ξανάρθει βροχή». «Η Χίλντεγκαρντ», (την αποκάλεσε για πρώτη φορά με τ' όνομά της), «η Χίλντεγκαρντ βγήκε να κάνει έναν περίπατο...», και σαν να ήταν μέλος της οικογένειας που έπρεπε, όπως αρμόζει, να μυηθεί στις συνθήκες του σπιτιού, συνέχισε: «... φυσικά εμένα με κρατά αιχμάλωτη εδώ». Αυτός δεν εξεπλάγη καθόλου, δεν αμφέβαλε για ό,τι του έλεγε, ήθελε ωστόσο να δώσει μια πονεμένη χροιά στα λόγια της: «Α, η βαρώνη είναι αιχμάλωτη». «Ναι, είμαι πραγματικά», απάντησε αυτή με σοβαρότητα, «δεν θα διαφύγει της προσοχής σας, όταν εγκατασταθείτε εδώ, είμαι αιχμάλωτη». Ο Α. έγνεψε. Γιατί ο καθένας κρατά αιχμάλωτο τον άλλον, και καθένας πιστεύει πως είναι ο μοναδικός αιχμάλωτος; Μήπως δεν ήταν κιόλας ο δικός του ζωτικός χώρος συρρικνωμένος σ' αυτήν την τριγωνική πλατεία, σ' αυτό το σπίτι, μήπως δεν είχε περιοριστεί χωρίς να είναι σε θέση να πει, ποιός το είχε προκαλέσει αυτό, ποιός τον κρατούσε αιχμάλωτο; Η βαρώνη εξακολούθησε τις εξηγήσεις της: «Αφήνω και τις δυο στη θέλησή τους... λέω "στις δυο*", γιατί η Τσερλίνε, το παλιό μου δουλικό, που είδατε, έχει κάνει κόμμα με την Χίλντεγκαρντ... ναι, τις αφήνω στη χαρά τους, γιατί εγώ πήρα το μερίδιό μου απ' τη ζωή, και η παραίτηση δεν με δυσκολεύει τώρα». «Έχετε άλλες χαρές τώρα, βαρώνη», είπε ο Α. Όμως η βαρώνη συνέχισε: «Η Τσερλίνε ήταν παλιά δουλικό της μάνας μου και πάντοτε στο σπίτι... το καταλαβαίνετε; Είναι μια γριά παρθένα...» Σε ποιόν ανήκει ο έρωτας της γριάς παραδουλεύτρας; Στα έπιπλα που αγγίζει καθημερινά; Στο πάτωμα που εδώ και 78
σαράντα χρόνια καθαρίζει και ξανακαθαρίζει, και του οποίου ξέρει την κάθε σχισμή; Κοιμάται μονάχη της, και αν κάποτε, όταν ίσως ήταν ακόμα στο χωριό της, κρύφτηκε μ' ένα παλικάρι δίπλα απ' την πόρτα, έχει εδώ και πολύ καιρό λησμονηθεί, παρ' όλο που τίποτα δεν λησμονιέται στην αχρονίκότητα του εγώ, ούτε λησμονιέται, ούτε συγχωρείται! Ο Α. είπε: «Η αγάπη της Τσερλίνε ανήκει σ' εσάς, βαρώνη». «Δεν μου το συγχωρεί», είπε η βαρώνη, «αυτή και το παιδί, δεν μου το συγχωρούν...» και άνοιξε τις παλάμες της σαν νά 'θελε να δείξει τα χάδια που τα χέρια αυτά είχαν δώσει και είχαν λάβει. «Έκανα ό,τι μου πέρναγε από το χέρι να παρακινήσω την Τσερλίνε να μπει στο σπίτι μου* δεν μπορούσε να υποφέρει ούτε το παιδί». Κάτω από τον θόλο της λεπτοϋφούς διαφάνειας του στερεώματος και ξαπλωμένη μέσα σε μια περιοχή που τη διαπερνούν δρόμοι και ράγες, απλώνεται η πόλη, ένα συμπυκνωμένο τοπίο· όμως τοποθετημένο ανάμεσα στο γρασίδι της πλατείας και στο πράσινο του κήπου βρίσκεται το σπίτι, ενταγμένο μαζί με τα γειτονικά σπίτια σε μιαν ενότητα χώρου κι ανάμεσα στους άψυχους, ακίνητους τοίχους του σπιτιού απλώνονται οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αμετάβλητες κι αυτές, απλώνεται ο λόγος από το στόμα στ' αυτί, μια πνοή, αιωρούμενη στον τα πάντα περιβάλλοντα αιθέρα, μέσα στον οποίο κρέμεται το ουράνιο τόξο. «Τα πρώτα αστέρια», είπε ο Α. κι έδειξε προς το παράθυρο. Ο ουρανός είχε χάσει την ήπια σκληράδα της μεταξένιας ανταύγειας κι απέκτησε βάθος, το χρώμα του άλλαξε από πράσινο σ' ένα ξεθωριασμένο μενεξεδί χρώμα, ο ουρανός έπαιρνε μιαν ανάσα, γιατί πλησίαζε η ώρα της δικής του βίας, πλησίαζε η νύχτα. «Σύντομα θα επιστρέψει και η Χίλντεγκαρντ», είπε η βαρώνη και σηκώθηκε, «ας ανάψουμε το φως». Τρέκλισε λιγάκι καθώς έφερε πάνω στα σίγουρα αδυνατισμένα πόδια της τον γέρικο κορμό, μέσα στον οποίο κάποτε δημιουργήθηκε η κόρη, και το χέρι που κάποτε αγαπούσε, 79
έσφιγγε τώρα τη λαβή του μπαστουνιού. Ο χώρος ήταν σκοτεινός, μόνο τα τρία ανοιχτά παράθυρα ήσαν φωτεινά, όμως δεν έδιναν πια φως και η πόρτα που οδηγούσε απέναντι στα υπνοδωμάτια κρεμόταν από τους μεντεσέδες της κλειστή. Και επειδή το έξω είχε γίνει ξανά βίαιο, μιας και τη νύχτα ήταν να περιμένει και να φοβάται κανείς μιαν ανακατάταξη όλων των σχέσεων, έπρεπε τώρα τ' απομεινάρια, που βρίσκονταν ακόμίχ έξω, να προσαρτηθούν στο αδιάσπαστο του υποστατού, πριν φθαρεί και τούτρ, και ο Α. φοβούμενος ότι μόνη η αφή του φωτός θα μπορούσε να φέρει τη φθορά, έσπευσε να ρωτήσει: «Μπορώ τώρα να πω να μου φέρουν τις αποσκευές μου από το σταθμό;» Η βαρώνη δίστασε για λίγο και κατόπιν είπε: «Η Χίλντεγκαρντ όπου να 'ναι θα 'ρθει... ανάψτε, σας παρακαλώ, στο μεταξύ το φως* ο διακόπτης είναι δίπλα στην πόρτα...», έμοιαζε να μην θέλει να τη βρουν στα σκοτεινά μαζί του, «... και χτυπήστε παρακαλώ το κουδούνι να 'ρθει η καμαριέρα». Αυτός υπάκουσε* το φως, μια λάμπα μέσα στα κρύσταλλα ενός μπίντερμαγιερ πολυελαίου, είχε μια αμφίβολη φωτεινότητα, ενώ οι βυθισμένες πριν στο σκοτάδι γωνιές του δωματίου έγιναν τώρα στο φως ισάξιες με τ' άλλα αντικείμενα · το φως έδωσε στον χώρο μιαν ελάχιστα μυστηριώδη, αυστηρή όψη, και μπορούσε με μιας ν' αντιληφθεί κανείς πως εδώ κατοικούσε η ανάμνηση σε κάποιαν αυστηρή και καθόλου αινιγματική αντρική σκιά και πως μάλιστα οι γυναίκες, που είχαν απομείνει εδώ, είχαν ανέκαθεν θέσει τον εαυτό τους στην υπηρεσία της. Και υπήρχαν εξεταστικά μάτια, που ο Α. τα ένιωθε στραμμένα πάνω του, αόρατα βεβαίως, αφού τόσο η βαρώνη όσο και η Τσερλίνε που είχε έρθει στο μεταξύ κι άρχισε να κλείνει τα παράθυρα, φαίνονταν ν' ασχολούνται με κάτι άλλα, εδώ και πολύ καιρό περασμένα. Όμως εκείνη τη γεμάτη λεπτή σιωπή και ένταση στιγμή ακούστηκε ν' ανοίγει η κάτω πόρτα. «Αυτή είναι η Χίλντεγκαρντ», είπε η βαρώνη. 80
«Δεν θα ήθελα να ενοχλήσω τη συζήτησή σας», είπε ο Α. και έκαμε να φύγει. «Σας παρακαλώ, μείνετε», είπε η βαρώνη, «μόνο να μας συγχωρείτε μια στιγμή». Βγήκε έξω. Η Τσερλίνε έκλεισε τις κουρτίνες και τακτοποίησε τις πτυχές τους. Φαινόταν κακόκεφη και πελιδνή κι όταν αυτός ήθελε να συναντήσει το βλέμμα της, αυτή κοίταζε αλλού. Πριν όμως τον εγκαταλείψει κι αυτή, πήρε από το βοηθητικό τραπεζάκι της βαρώνης μια εφημερίδα που βρισκόταν εκεί και την έφερε στον Α. Κατόπιν άναψε το λαμπατέρ, που βρισκόταν δίπλα στον καναπέ κοντά στη θερμάστρα, έσβησε το κεντρικό φως και τα κατάφερε έτσι, ώστε ο Α., σαν να ήταν ο οικοδεσπότης που επιθυμεί να διαβάσει την εφημερίδα του, πήγε να καθίσει στη μεγάλη πολυθρόνα. Δεν διάβασε όμως. Η εφημερίδα, τελευταίος χαιρετισμός της κοπέλας στο περίπτερο, ήταν ο έξω κόσμος, ενώ ο χώρος εδώ είχε περιορισθεί στον κύκλο που φωτιζόταν από το λαμπατέρ. Ο Α. είχε σκύψει προς τα εμπρός και η εφημερίδα στο νωχελικό του χέρι κρεμόταν ανάμεσα στα γόνατά του. Και το εγώ, μέσα στο σκυμμένο προς τα εμπρός κεφάλι κοίταζε κάτω τον κορμό, που χωριζόταν στα πόδια στα δυο, μόνο αυτός στο φως, που δεν ανήκε στο εγώ, βγαλμένος από τον περίγυρο, ενώ όσο και να είχε φωλιάσει μέσα στο σκοτάδι τού νυχτερινού περίγυρου, το εγώ ήταν μονάχο. Πάνω στο κομό το τικ-τακ ενός ρολογιού. Ακόμα κι αν σπάσουν όλες οι κλωστές που σε δένουν με τον περίγυρο, η κλωστή του χρόνου θα περάσει μέσα από την αχρονικότητα του εγώ, και το ατέλειωτο πλεχτό ατέρμονων κλωστών, ένα μονάχο του καμωμένο κι ωστόσο αναπόφευκτο δίχτυ θα χρησιμεύει απλώς για ν' αφανίσει την κλωστή του χρόνου, ώστε στην ατέλειωτη έκταση, στο ατέλειωτο ύψος του χώρου να ξαναγίνει το κάθε είναι άχρονο. Το ρολόι χτύπησε τώρα οκτώ. Ο Α. άκουσε βήματα, στη βιασύνη τους σχεδόν θυμωμένα βήματα, και αμέσως κατόπιν φάνηκε η Χίλντεγκαρντ, με μια έκφραση στο πρόσωπο που πραγματικά εξέφραζε όλη της τη δυσαρέσκεια. 81
«Επιτύχατε λοιπόν τον σκοπό σας, κύριε Α.», άρχισε χωρίς περιστροφές, «σας συγχαίρω». «Η τελική απόφαση είναι στο δικό σας χέρι, δεσποσύνη μου». «Δεν ήταν πολύ δύσκολο να παρεισφρύσετε στην εμπιστοσύνη δυο γριών γυναικών! Εάν θα έλεγα τώρα όχι, θα εξόργιζα πολύ τη μητέρα μου» - αυτό το ξαναείπε σήμερα, σκέφτηκε ο Α. - «έτσι δεν μου απομένει τίποτα περισσότερο να κάνω από το να κανονίσω μαζί σας το οικονομικό». «Δυστυχώς δεν ήσαστε παρούσα κατά τη συνομιλία μας* αλλιώς θα κρίνατε διαφορετικά τη συμπεριφορά μου». «Σας παρακάλεσα να μην πραγματοποιήσετε το σχέδιό σας». Τίποτα δεν μπορούσε να κατευνάσει την οργή της, την οποία εξέφραζε με το βλέμμα και το ύψος της φωνής συγκρατημένα και ίσως κάπως δασκαλίστικα - πράγμα που ταίριαζε με την υπόλοιπη μετρημένη και λίγο τραχειά συμπεριφορά της. Εδώ αντιστρατευόταν η μια μοίρα την άλλη και το ρήγμα μέσα στο φυσικό συμβάν δεν είχε κατά συνέπειαν ακόμα ξεκαθαρίσει. Γιατί του απαγορευόταν να αναζητήσει κάπου αλλού στέγη; Γιατί κατά κάποιον τρόπο είχε γοητευθεί μ' αυτόν τον τόπο, δεσμώτης ενός συμβάντος που ασταμάτητα και αναπότρεπτα είχε φθάσει μέχρις εκείνο το σημείο: δεν συνέρρεε κάθε συμβάν, ακριβώς όπως οι δρόμοι, στο σημείο του εγώ του; Τού εγώ, που τώρα φωτιζόταν από το λαμπατέρ; Δεν έπρεπε στο σημείο αυτό να αποσαφηνιστούν και να λυθούν όλες οι αντιθέσεις; Και για τούτο είπε στη δεσποινίδα που περίμενε ανάλγητη και τραχειά στη σκιά που έριχνε το φως του λαμπατέρ: «Δεν με γνωρίζετε, παρ' όλα αυτά είστε γεμάτη αποστροφή εις βάρος μου. Είτε εγώ είτε κάποιος άλλος νοικάρης είναι αδιάφορο». «Δεν πρόκειται για το πρόσωπό σας... το πολύ-πολύ να δεχόμουν μια γυναίκα στο σπίτι μου». «Είχα την εντύπωση πως η βαρώνη επιθυμεί ακριβώς την αντρική προστασία - εάν δεν θεωρείτε εκ μέρους μου τολμηρό το να με βλέπω έτσι και να με θέτω στη διάθεσή σας». 82
«Δεν έχουμε ανάγκη καμιάς προστασίας», είπε αυστηρά η δεσποινίς. Ήταν κληρονομιά του γερο-βαρώνου και της αδιαλλαξίας του το γεγονός ότι οι γυναίκες είχαν μείνει μόνες τους; Ήταν η κόρη μαζί με την παραδουλεύτρα οι φύλακες αυτής της κληρονομιάς; Στην περίπτωση αυτή το ρήγμα στο φυσικό συμβάν θα ήταν κατανοητό: γιατί το μοιραίο, το αναπότρεπτο είναι πάντοτε ο θάνατος, είναι πάντα το πεθαμένο που επεμβαίνει μέσα στη ζωή* είναι η αχρονικότητα του θανάτου που παίρνει τη θέση τής αχρονικότητας του εγώ, ψυχή κοκαλιασμένη στο αρχιτεκτονικό έργο του θανάτου, ευτυχία του κοκαλώματος. Η δεσποινίς είπε αργά και άκαμπτα: «Πρέπει να κανονίσω το οικονομικό μαζί σας». «Επ' αυτού θα συμφωνήσουμε σύντομα», είπε ο Α. «Θα ήθελα απλώς να παρατηρήσω ακόμα, πως εγώ θα προξενήσω σίγουρα πολύ λιγότερες δυσκολίες απ' ό,τι μια γυναίκα, το αντίθετο, μπορείτε να υπολογίζετε πάντοτε στις υπηρεσίες μου». «Μ' αυτά δελεάσατε μάλλον τη γριά Τσερλίνε», είπε η δεσποινίς, «εμένα όμως δεν μου κάνουν εντύπωση κάτι τέτοια. .., ελπίζω πως ως αλλοδαπός θα είστε σε θέση να συμφωνήσετε σε μιαν αξιοπρεπή τιμή για το κατάλυμμα και τη σίτιση». «Στην Ολλανδία θα κόστιζαν δυο τέτοια δωμάτια περίπου σαράντα φιορίνια το μήνα, και αυτά σας προσφέρω κι εγώ, με προπληρωμή του ενοικίου για τρεις μήνες και μάλιστα σε ολλανδικό νόμισμα, ώστε να μην έχετε φόβο από τον πληθωρισμό». Γενικά με υλικά αντικείμενα δύσκολα μπ;ορεί κανείς να δώσει λύσεις* εδώ όμως τουλάχιστον υπήρξε μια αρχή: «Εκατόν είκοσι ολλανδικά φιορίνια ως προπληρωμή;» ρώτησε σχεδόν δίχως να το πιστεύει η δεσποινίς. «Βεβαίως», επανέλαβε ό Α. Το αυστηρό της, ευθυτενές και στην ειλικρίνειά του όμορφο πρόσωπο κάτω από τα σκούρα καστανά της μαλλιά φωτίστηκε μ' ένα σχεδόν άπληστο και γι' αυτό ποθητό χα83
μόγελο, που αποκάλυψε δυνατά, λευκά, καθ' όλα έτοιμα να φάνε και πολύ συμμετρικά δόντια: «Για εκατόν πενήντα φιορίνια παίρνω πίσω όλες τις διαμαρτυρίες μου... βλέπετε, είμαι κι εγώ αργυρώνητη». Τι εννοεί μ' αυτό, αναρωτήθηκε ο Α., πλην όμως δέχτηκε τα εκατόν πενήντα και δήλωσε σύμφωνος και με τους λοιπούς όρους. Όταν μπήκε η βαρώνη και ρώτησε με αισιόδοξη ευθυμία, εάν τακτοποιήθηκαν όλα, η κόρη της δεν μπορούσε παρά να απαντήσει θετικά. «Χαίρομαι», είπε η βαρώνη, «τότε ο κύριος Α. μπορεί να δειπνήσει απόψε κιόλας μαζί μας». «Για όσον καιρό ο κύριος Α. σκοπεύει να μένει εδώ, εξέφρασε την επιθυμία να λαμβάνει τα γεύματά του πάντοτε στο δωμάτιό του», αντείπε η Χίλντεγκαρντ, «μόλις τώρα δα το συμφωνήσαμε». «Όμως γι' απόψε θα είσαστε ο καλεσμένος μας», επέμεινε η βαρώνη και στράφηκε στην Τσερλίνε που στο μεταξύ είχε έρθει ν' αναγγείλει πως το δείπνο είναι έτοιμο: «Ετοίμασε κι ένα σερβίτσιο για τον κύρ»Ό Α., Τσερλίνε». «Μάλιστα», είπε η Τσερλίνε, «το έκανα κιόλας». Λόγω καλής ανατροφής το άκουσαν χωρίς να δείξουν έκπληξη και έκαναν σαν να ήταν η πράξη της Τσερλίνε κάτι απολύτως αυτονόητο, κάτι τόσο αυτονόητο, όσο τα λουλούδια που είχαν από πριν τοποθετηθεί οτο δωμάτιο του Α. Πλην όμως αυτό που τότε φάνηκε αυτονόητο, τώρα, με την παρουσία της δεσποινίδας, δεν ήταν πλέον, ενώ είχε αρθεί και η χαρμόσυνη συμφωνία των πραγί^^'^^ων, μιας και δεν είχε ακόμα βρεθεί η λύση. Τουλάχιστον έκανε την εμφάνισή της τώρα αντί εκείνης μια άλλη συμφωνία, μια πολύ πιο επιφανειακή βέβαια: καθώς είχαν καθήσει κάτω από την ανθισμένη σκέπη της λάμπας το φως αντανακλώταν αλύπητα από το λευκοστρωμένο τραπέζι στα πρόσωπά τους, και η Τσερλίνε πηγαινοερχόταν με τα φαγητά γύρω από το τραπέζι και τα σέρβιρε φορώντας στα χέρια της λευκά γάντια, έγινε φανερό ότι τα πρόσωπα των τριών γυναικών έμοιαζαν μεταξύ τους, εν μέρει εξαιτίας της φυσικής συγγένειας, όπως εκείνα της βαρώνης και της 84
κόρης της, εν μέρει εξαιτίας της πολύχρονης συμβίωσης, όπως στην περίπτωση της Τσερλίνε. Τρεις παραλλαγές στον τύπο του ενός και του αυτού προσώπου σε διαφορετικά πρόσωπα! Βεβαίως υπήρχαν ακόμη πολύ περισσότερες δυνατότητες μιας παραλλαγής, αλλά κατά κάποιον τρόπο εδώ εμφανίζονταν τρεις βασικοί τύποι, όχι ανόμοιοι προς τα τρία δασικά χρώματα που στην τριάδα τους περιέχουν όλες τις λοιπές αποχρώσεις του ουρανίου τόξου, και αν η βαρώνη ο' αυτό το τρίγωνο ήταν το πραγματικά μητρικό στοιχείο, χότε τα άκληρα πρόσωπα της Τσερλίνε και της Χίλντεγκαρντ ήταν παράδοξα ενωμένα στη μοναστικότητά τους, βε6αία το ένα άξεστο και γέρικο, το άλλο εκλεπτυσμένο και νεανικό, πλην όμως και τα δύο, είτε γέρικα είτε νεανικά με μια καλόγερίστικη αχρονικότητα. Οι κουρτίνες του δωματίου ήταν κλειστές* δεν γνώριζε κανείς κάτι για τα δέντρα έξω, τίποτα για τον κήπο πίσω από το σπίτι, άψυχο και μοναχικό στεκόταν το σπίτι, βρισκόσουν μέσα σ' ένα κελλί: κανείς δεν ήξερε από πού μπήκε η ζωή σ' αυτόν τον κόσμο των άψυχων πραγμάτων ακόμα λιγότερο ήξερε γιατί το ζωντανό, προερχόμενο εκ του χοός και εις χουν επιστρέφον, έχει την ικανότητα να δίνει σχήμα στο χώμα και μ' αυτό τον τρόπο να δημιουργεί ζωή. Όμως όσο και να ήταν κανείς αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο, ή ακριβώς γι' αυτό, αποκλεισμένος από την πλατεία, με τον ουράνιο θόλο πάνω της, αποκλεισμένος από τον ^όσμο, αποκλεισμένος από τη γνώση και από κάθε δυνατότητα για γνώση, έγινε το μέρος καθρέφτης του όλου, έγινε ο χώρος και η περικλεισμένη από τους τοίχους ατμόσφαιρα Τμήμα του απροσμέτρητου αιθέρα, η πολυπλόκαμη απειροσύνη κατανοητή στις σχέσεις του πεπερασμένου, και η εξωτερική ομοιότητα των τριών γυναικών μετεβλήθη σε απείκασμα, σε ελπίδα για μια λύση, που μόνο εδώ και ποτέ έξω δεν βα μπορούσε να βρεθεί. Σαν χειμαρρώδης κλίμακα που συνδέει το σκοτεινό και γήινο, τ ο υλικό και κλειστό με το ανοιγμένο φως του ουρανού και μολοντούτο το ξανασπρώχνει στη σκοτεινιά τού απροσμέτρητου, έτσι περιβρέχει η ατμόσφαιρα το κάθε εί85
ναι, έτσι περιβρέχει αιθερικά το σύμφυρμα των πραγμάτων. Τα μάτια του Α. πλανιόντουσαν στο γεμάτο με σκοτεινό αέρα χώρο και προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τα πράγματα έξω από τον κύκλο που διέγραφε το φως. Ο αέρας προσέκρουε στους τοίχους, προσέκρουε στα έπιπλα. Η Τσερλίνε εκινείτο σ' αυτόν το χώρο, εισερχόταν στο φωτισμένο κύκλο και γλιστρούσε ξανά πίσω στο σκοτάδι, εκεί που βρισκόταν η πλατειά τραπεζιέρα. Το εσωτερικό των ντουλαπιών είναι διαποτισμένο με αέρα που περιβρέχει και τους ανθρώπους, είναι μέσα τους, σε όλους τους κενούς χώρους του σώματός τους, εισπνέεται και εκπνέεται, και περνάει από τον έναν στον άλλο. Ένα μεταξύ, ανάμεσα στο ζωντανό και στο ζωντανό, που φέρει εντός του την ψυχή, την περικλείει και την καλύπτει, δικαιολόγημα και ζωή, διαποτισμένη απ' το φως και τη διαφάνεια των βλεμμάτων. Εκεί, στο μέσον του τοίχου πάνω από την τραπεζιέρα, κρεμόταν ένας μεγάλος πίνακας, ένα πορτρέτο, και ο Α. αναγνώριζε τώρα πως παρουσίαζε έναν κύριο με επίσημο ένδυμα ευγενούς. Η Χίλντεγκαρντ, που παρατηρούσε δύσθυμα και ασκαρδαμυκτί τον αντιπαθή ξένο, του είπε: «Θα αναρωτιέστε γιατί έχουμε κρεμασμένο ένα πορτρέτο στην τραπεζαρία ...είναι η εικόνα του πατέρα μου». «Το τοποθετήσαμε εδώ πέρα για να συντρώγει μαζί μας», είπε η βαρώνη. Η Τσερλίνε που άκουγε προσεκτικά, άναψε σιωπηλά τις απλίκες που υπήρχαν αριστερά και δεξιά του πίνακα, και ενόσω και η ίδια κοίταζε αφοσιωμένη τα χαρακτηριστικά του μακαρίτη, ίσως να ένιωθε πως το πέρασμα απ' τη γη αυτού του ανδρός δεν υπήρξε γι' αυτήν παρά μια ταραχή χωρίς σταματημό. Γιατί παρ' όλη την αφοσίωση είχε ένα πρόσωπο ικανοποιημένο και προφανώς περίμενε να την επαινέσουν. Αντίθετα, ο άνδρας στο χρωματισμένο αέρα του πίνακα είχε τα ίδια μάτια όπως η κόρη του, και παρατηρούσε κι αυτός τους συνδαιτημόνες δύσθυμα και ασκαρδαμυκτί. Τώρα έστρεψε και η Χίλντεγκαρντ το βλέμμα της στον πίνακα: σαν δυο δρόμοι παράλληλοι σύγκλιναν το δικό της 86
και της Τσερλίνε το βλέμμα στα μάτια του πατέρα, ενώ η βαρώνη, που όσο κανένας άλλος βρέθηκε κοντά του κοίταζε σχεδόν ένοχα το πιάτο της. Και ο Α. που ήξερε από δικαστήρια και είχε αναγνωρίσει από τη μεταξωτή κορδέλα τής τηβέννου το βαθμό του εικονιζόμενου δικαστή, είπε: «Ο βαρώνος Β. ήταν αρχιδικαστής». «Ναι», ειπι η βαρ(«)νη. Όμοια όπιος ο ατοίχτιώτης, που πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμος για τον πόλεμο, να σκοτώσει ή να σκοτωθεί εκεί, όπως ο στρατηγός, που είναι πάντοτε έτοιμος να στείλει στη μάχη ανθρώπους, έτσι πρέπει και κάθε δικαστής να είναι πρόθυμος, αν είναι ανάγκη, να επιβάλλει μια θανατική ποινή, ενώ οι πάμπολλες καθημερινές ποινές που επιβάλλει κάθε μέρα στους κοινούς μικροεγκληματίες δεν είναι παρά πάντοτε η προετοιμασία, η προσέγγιση στο στόχο, είναι το απεικόνισμα και το υποκατάστατο της υψίστης πράξεως που αποτελεί στη ζωή του δικαστή τη φοβερή κορύφωση. Αυτός που μέσα στους τέσσερις τοίχους τής αίθουσας του δικαστηρίου αναπνέει τον ίδιο αέρα ακόμα όπως και ο εγκληματίας, τυλιγμένος μέσα στον ίδιο αέρα, πρέπει να έχει την ετοιμότητα ν' αποκλείσει τον άλλον και να του πάρει την ψυχή. Με το στόμα, που κάποτε είχε ακουμπήσει πάνω στο αυστηρό στόμα του δικαστή, με το στόμα, που κάποτε είχε πιεί την αναπνοή του δικαστή, με αυτό το στόμα, που η αναπνοή εξακολουθεί να δίνει σχήμα στα λόγια, έτρωγε τώρα η βαρώνη τα μικρά κομματάκια του φιλέτου της. Και με το ίδιο στόμα είπε κατόπιν: «Τσερλίνε, μπορείς να σβήσεις τώρα τα φώτα». «Δεν είναι έτσι το δωμάτιο πιο γλυκό;», αντιμίλησε η Χίλντεγκαρντ, και η Τσερλίνε, χωρίς να κλείσει το φως, έσπευσε να πάει στην κουζίνα, πριν προλάβει να ακούσει την απάντηση της βαρώνης. Γιατί το έκαναν αυτό οι δυο τους; Χωρίς αμφιβολία ήταν σύμφωνη με τη δεσποινίδα πως ο πίνακας έπρεπε να μείνει φωτισμένος* ίσως ως μια επίκληση στο νεοφερμένο να συμμορφωθεί προς τους νόμους του σπιτιού. Η βαρώνη είπε: 87
«Καλώς, ας αφήσουμε τον επίσημο φωτισμό γι' απόψε, προς τιμήν του φιλοξενουμένου μας». «Δικαστής!», είπε ο Α., «πολύ υψηλό λειτούργημα». «Ναι», είπε η Χίλντεγκαρντ, «έτσι όπως κι ο ιερέας, πάνω από τους ανθρώπους. Στ' αλήθεια, ένας δικαστής δεν θα έπρεπε να παντρεύεται». Η βαρώνη χαμογέλασε: «Ένας δικαστής πρέπει να δείχνει ανθρωπιά». Η Χίλντεγκαρντ κοίταξε τον πίνακα, τα χείλη της ήσαν σφιγμένα: «Και οι ιερείς πρέπει να δείχνουν ανθρωπιά, αλλά αυτή είναι μια γνησιότερη ανθρωπιά... μια αυστηρότερη». «Ο άντρας μου υπέφερε συχνά για την αυστηρότητα που έπρεπε κάποτε να δείχνει. Ευτυχώς δεν βρέθηκε ποτέ στη θέση να πρέπει να επιβάλει μια θανατική ποινή». Η Χίλντεγκαρντ φαινόταν σαν να ήθελε τώρα να επανορθώσει αντ' αυτού. Όμως τότε ξοτναμπήκε η Τσερλίνε με το επιδόρπιο, και κατά κάποιον τρόπο εκτελώντας σαν συμβιβασμό εκ των υστέρων τη διαταγή της βαρώνης, έκλεισε τα φώτα δίπλα στον πίνακα. «Τέλος στην επίσημη φωταψία», είπε ο Α. «Πρέπει να υποκύψουμε στο γεγονός», είπε η βαρώνη και γέλασε λιγάκι, «είναι πάντοτε ισχυρότερο από την ανθρώπινη βούληση». Πλην όμως στην πραγματικότητα δεν ωφέλησε σε τίποτα που έσβησαν τα φώτα. Αντίθετα φαινόταν σαν να 'χει ο πίνακας τώρα μεγαλώσει λιγάκι πάνω στο σκοτεινό τοίχο, σαν να είχε προσμιχθεί τώρα ο χρωματισμένος αέρας με τον αέρα του χώρου, σαν να είχε ο αρχιδικαστής, περικλεισμένος στον αέρα που τους περιέλουζε όλους, εισχωρήσει και σωματικά στο τρίγωνο των γυναικο)ν, σαν κεντρικό σημείο, παρ' όλο ότι αυτός ανήκε στο παρελθόν και κρεμόταν στον τοίχο· γιατί στις σχέσεις ανάμεσα στο εγώ και το εγώ κυριαρχεί η αχρονικότητα, ενώ ο χώρος σμικρύνεται ατέλειωτα και ταυτόχρονα εκτείνεται ατέλειωτα. Η Χίλντεγκαρντ καθόταν ψυχρά κι έτρωγε ένα ροδάκινο. Το στενό της στόμα ήταν αφίλητο, η αναπνοή της δεν 88
είχε κάνει ακόμα κάποιον ευτυχισμένο. Σε ποιό σημείο της ζωής χάνει ένα στόμα το χάρισμα να κάνει κάποιον ευτυχισμένο; Πότε εκπίπτει σ' ένα όργανο φαγητού και μολοντούτο εξευγενισμένο ακόμα με το δώρο του λόγου, που του ανήκει ως τα τελευταία γηρατεία; Η βαρώνη πήρε τώρα το μπαστούνι της που το είχε ακουμπήσει στην καρέκλα της, και σηκώθηκε, ίσως για ξεφύγει απο τον κύκλο των σχέσεων που είχε γίνει πανίσχυρος και τεταμένος. Παρ' όλα αυτά άπλωσε προς τον Α. το χέρι της και κατά κάποιον τρόπο σε αντικατάσταση μιας προπόσεως - κατά τα φ(χινόμενα το κρασί ήταν απρόσιτο σ' αυτό το σπίτι, ή ίσως να το είχε απαγορεύσει τελείως ο αρχιδικαστής - είπε: «Ακόμα μια φορά καλώς ήρθατε, κύριε Α.» Η Τσερλίνε στεκόταν παραδίπλα και χαμογελούσε επιδοκιμαστικά. Έμοιαζε να είχε αναλάβει η βαρώνη την εκπροσώπηση της και να εκτελούσε την εντολή της, ιδιαίτερα επειδή τώρα στράφηκε προς την κόρη της, και είτε θέλοντας ν' αποδώσει δικαιοσύνη είτε για να συμφιλιωθεί μαζί της, είτε για να δημιουργήσει μιαν αρμονία με ισότιμη μεταχείριση και προς^τις δυο πλευρές και να συνδέσει την Χίλντεγκαρντ με τον Α., τη φίλησε στο μέτωπο. Η Τσερλίνε έλαβε μέρος στην τελετουργία αυτή ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα προς το μεσαίο δωμάτιο και ανάβοντας εκεί το φως. Μιας και τώρα κυκλοφορούσαν ανεμπόδιστα τα ρεύματα του αέρα ανάμεσα στα δωμάτια δεν έγινε μόνο μικρότερο, μ' αυτήν την ξαφνική μεταβολή των ισορροπιών το βάρος της ατμόσφαιρας γύρω από τον πίνακα του αρχιδικαστή, δεν ελαττώθηκε απλώς μονάχα η βαρύτητα και η κυρίαρχη θέση που κατείχε στην κλειστή τραπεζαρία, αλλά πολύ περισσότερο, επειδή το)ρα ο αέρας εκινείτο ελάχιστα, επικράτησε χωρίς αμφιβολία μια κάποια χαλάρωση στην ψυχρότητα και μια κάποια αστάθεια στις σχέσεις, κι όλο το μίσος και η αγάπη ανάμεσα στις τρεις γυναίκες - που είχαν απωλέσει το ορατό τους κέντρο και την πραγματική τους πρωταιτία - ξαναβυθίστηκε στην ακηδία της καθημερινό89
τητας, μιας καθημερινότητας χωρίς επίσημες φωταψίες, κι ας ήταν τώρα κατάφωτο το μεσαίο δωμάτιο κι ας αντανακλώταν τώρα το φως δυνατά πάνω στα τζάμια των πινάκων, ώστε να κάνει αγνώριστα τριγύρω πολλά αντικείμενα. Ο Α. θα ήθελε τώρα να καπνίσει, αλλά κανείς δεν τον παρακίνησε να το κάνει. Μήπως το είχε απαγορεύσει κι αυτό ο αρχιδικαστής; Κάθονταν λίγο αναποφάσιστοι στο κέντρο του δωματίου με την απλή υποψία της παρουσίας τού μακρινού και σκοτεινού πορτρέτου τού αρχιδικαστή. Κι ενόψει αυτής της καταστάσεως ήταν επόμενο να πει ο Α.: «Επιτρέψτε μου τώρα να καταλάβω το δωμάτιό μου και να πω να μου φέρουν τις αποσκευές μου». «Ω, δεν είναι ακόμα εδώ;» τρόμαξε η βαρώνη, «τί μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό;» είπε κοιτάζοντας την Τσερλίνε για μια συμβουλή. «Ο κύριος Α. θα πει να φέρουν τις αποσκευές του», είπε στεγνά η Χίλντεγκαρντ. «Πολύ σωστά», είπε ο Α. και αποχαιρέτησε γρήγορα τις γυναίκες· προς το παρόν δεν είχε πλέον εδώ να ελπίζει σε τίποτα, πολύ περισσότερο έπρεπε να φοβάται κάτι, κι εκτός αυτού ήταν σώφρον να φτάσει το νωρίτερο δυνατόν στο σταθμό, επειδή αργότερα δεν θα έβρισκε εκεί ενδεχομένως κανέναν αχθοφόρο. Όμως δεν μπορούσε να βρει το καπέλο του στο χωλ κι ούτε μπορούσε να το ανακαλύψει κάπου στην γκαρνταρόμπα του διαδρόμου που οδηγούσε στην κουζίνα. Άρχισε να ανυπομονεί, γιατί καθώς έψαχνε εκεί γύρω ένιωθε πως έφταναν ως εκεί από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας λεπτές κλωστές από φρέσκο αέρα του κήπου, και μόνο τότε πρόσεξε ότι χαιρόταν που μπορούσε να ρίξει από το διάδρομο μια ματιά στον κήπο, κατόπιν να βγει έξω στο δρόμο, να κάνει μια βόλτα ως το σταθμό, ίσως παίρνοντας το μονοπάτι μέσα απ' τον κήπο της πλατείας, με τα χαλίκια να τρίζουν κάτω απ' τα πόδια του, σαν άνθρωπος που έχει ένα σπίτι στο οποίο να μπορεί να ξαναγυρίσει, υφασμένος μέσα σε στέρεες σχέσεις και χωρίς το βάρος του γήρατος, και ότι όλα αυτά, για να πάρουν το αληθινό νόημά τους, 90
έπρεπε ν' αποτελούν τη λογική συνέχεια εκείνης της στιγμής, που η Τσερλίνε άνοιξε τις πόρτες τής τραπεζαρίας και είχε αποκαταστήσει τη σύνδεση τού κεκλεισμένου και περιορισμένου με την απειροσύνη. Και ανυπομονώντας να δει την ενότητα αυτή να πραγματοποιείται, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει χωρίς καπέλο, όταν έφτασε εκεί γλιστρώντας σαν ίσκιος η Τσερλίνε: «Ψάχνετε το καπέλο σας, κύριε Α., το έβαλα στη ντουλάπα σας». Αυτό ανταποκρινόταν στο αυτονόητο τής εδώ παρουσίας του, κι ακόμα κι αν είχε γίνε με διαταγή τής Χίλντεγκαρντ που δεν υπόφερε τ' αντρικά καπέλα στο χωλ, έδειχνε παρ' όλα αυτά, πως ακόμα κι αυτή είχε συμφιλιωθεί με το γεγονός πως θα έμενε εδώ. Και πριν προφτάσει ο ίδιος να πάει να πάρει το καπέλο από το δωμάτιό του, το έφερε σκυφτά και σιγανά η Τσερλίνε, και λίγο έλειψε να του το βάλει κιόλας στο κεφάλι. Με το καπέλο στο κεφάλι, μια περίεργη επιμήκυνση της σπονδυλικής στήλης, φορεμένο πάνω στα μαλλιά του, ο Α. κατέβηκε αργά τη σκάλα, και αφού χαιρέτησε απ' την τζαμωτή πόρτα του διαδρόμου τής εισόδου τον κήπο, που φυσικά φαινόταν μόνο όσο τον φώτιζαν τα φώτα του σπιτιού, βγήκε έξω στο δρόμο, τον διέσχισε γρήγορα καί μόνο σαν έφτασε στο άλλο άκρο, γύρισε να δει την περιοχή, στην οποία πριν από λίγες ακόμα ώρες περιπλανιόταν αμήχανος. Στάθηκε λοιπόν τώρα εκεί και παρατηρούσε ξανά το σπίτι και το φωτισμένο απ' το δρόμο μπαλκόνι με τις αρμπαρόριζες. Άρμοζε στην περίπτωση που στο μεταξύ η μπαλκονόπορτα επάνω είχε ανοίξει, κι έβλεπε τον πολυέλαιο με το κιτρινωπό του φως στο μεσαίο δωμάτιο, έβλεπε το πάνω μέρος από τις κορνίζες των ιταλικών τοπογραφημάτων και άλλων επίπλων, έβλεπε το λευκό ταβάνι του οποίου τη σκούρα απ' την πολυκαιρία κηλίδα πάνω από τη θερμάστρα ήξερε τόσο καλά, και εξέτασε με το βλέμμα του προσεκτικά τα δύο άψυχα παράθυρα της τραπεζαρίας, γνωρίζοντας και προσδιορίζοντας ακριβώς τη θέση, στην οποία κρεμόταν ο πίνακας του αρχιδικαστή. Όμως πάν(ο 91
από τα φώτα του δρόμου απλωνόταν το σκοτάδι τ' ουρανού, που φαινόταν δυο φορές σκοτάδι μ' αυτήν τη φωταψία, ώστε να μην μπορεί να διακρίνει κανείς τα σύννεφα και τα λίγα αστέρια ανάμεσά τους, ενώ σατανικά κόκκινη, έλαμπε μια φωτεινή διαφήμιση πάνω από τις στέγες των σπιτιών στην είσοδο της πόλης· όμως μέσα σ' αυτόν το χώρο του-σκότους φυσούσε ο ψυχρός αέρας της νύχτας. Κι όπως είχε προγραμματίσει, ο Α. μπήκε στον κήπο, πήρε τον ελικοειδή δρόμο, στα παγκάκια του οποίου κάθονταν τώρα ζευγαράκια, ίσκιοι που είχαν σμίξει στην κοινή αναπνοή, και πρόσεχε το θόρυβο που έκαναν τα χαλίκια κάτω από τα πόδια του. Σε τακτικά διαστήματα συναντούσε φωτιστικά φανάρια που απέκοβαν τμήματα θάμνων και του γαλαζοπράσινου γρασιδιού από τη σκοτεινιά, ενώ ακίνητοι έμεναν οι κορμοί των δέντρων, στεφανωμένοι από μια παράξενα αεικίνητη στον άνεμο μαύρη φυλλωσιά, που μερικές φορές ανοιγόταν κι άφηνε να φανεί κάποιο αστέρι. Όλα τούτα βρίσκονταν και γινόντουσαν μέσα στο κρασπεδωμένο τρίγωνο, ενώ ο Α. έφτασε τώρα στο περίπτερο. Το άνοιγμα μπροστά ήταν κλεισμένο μ' ένα καφέ σιδερένιο ρολό· το ρολόι όμως που υψωνόταν στο μεταλλικό του βάθρο πάνω από το περίπτερο, φωτιζόταν στο εσωτερικό του και κυριαρχούσε με τους τρεις φωτεινούς του δείκτες πάνω από την άφωτη φύση τριγύρω, την περιέφρασσε, ένα φως καμωμένο από χέρια ανθρώπων, ένα φως άψυχο, όπως και τ' αστέρια τα ίδια, άψυχο όπως ο αέρας και ο παντού εκτεινόμενος αιθέρας και παρ' όλα αυτά η κλίνη της ζωής. Έντομα χόρευαν ψηλά γύρω από το ρολόι, ένα παλλόμενο σμήνος που ξεχυνόταν στο απροσμέτρητο. Εδώ αναδύονταν οι ψυχές από τα μάτια των νεκρών, απ' την πνοή των ερωτευμένων. Εδώ όπου διασταυρώνονταν χιαστί οι δυο βασικοί δρόμοι ήταν το κέντρο του κήπου, το κέντρο του διαγραφόμενου κύκλου. Ο Α., με τα χέρια στις τσέπες, έκανε τον κύκλο του περιπτέρου, και καθώς το βλέμμα του κατευθυνόταν στα πέρατα τ' ουρανού, είδε τη φωτεινή ανταύγεια αφ' ενός πάνω απ' το σταθμό κι αφ' ετέρου πάνω από το κέντρο της 92
πόλης, για να ανακαλύψει στο τέλος και τα αναμενόμενα σύννεφα που ξαναμαζεύονταν και συνωθούνταν πιο σκοτεινά μέσα στο σκοτεινό ουρανό. Σε λίγο θα 'πιανε η βροχή, και ο Α. που δεν είχε πάρει μαζί του ούτε την καμπαρντίνα ούτε την ομπρέλα του παρά μόνο το καπέλο, επιτάχυνε το βηματισμό του για να φτάσει στο σταθμό. Άφησε πίσω του τον κήπο, πέρασε την πλατεία όπου προηγουμένως περίμεναν τα λεωφορεία των ξενοδοχείων, πέρασε μέσα στο σταθμό που πνιγόταν στη μυρωδιά των ταξιδιών, στη μυρωδιά της κάπνας, στη μυρωδιά των φαγητών και της μπύρας από το εστιατόριο και στη μυρωδιά των αποχωρητηρίων και της σκόνης που σηκωνόταν από την ψύχρα του πλακοστρωμένου δαπέδου κι έπεφτε υγρή ξανά κάτω, στη μυρωδιά της κούρασης και της βιαστικής αναχώ^σης. Οποία διαφορά! Εδώ, στη βάση του τριγώνου η ζέστη και η βρωμιά της αντάρας, όμως έξω η ψύχρα και η μετριοπάθεια της πλατείας. Και στην κορυφή της πυραμίδας απειλητικός εκείνος, του οποίου η συγκρατημένη αυστηρότητα υψώνεται πάνω από την ανακατωσιά του ανθρώπινου είδους και της βρωμιάς, υπεράνω των ανθρώπων, αυτός, ο φύλακας της δικαιοσύνης! Μήπως ήταν προτιμότερο να πάρει ένα εισιτήριο, να εγκαταλείψει την ενότητα, τη μηδέποτε εφικτή και μηδέποτε πραγματοποιήσιμη και νά επιστρέψει πίσω στην πολυσημία και την ασυναρτησία του ατέλειωτου κόσμου, στον οποίο διασταυρώνονται όλοι οι δρόμοι και όλες οι γραμμές; Εδώ ήταν, στο σημείο της απόφασης, έπρεπε ή να αποτολμήσει ξανά την προσπάθεια ή να ξεφύγει. Οι θυρίδες στο εκδοτήριο των εισιτηρίων, μέσα σ' ένα μπρούντζινο πλαίσιο χωρίς στιλπνάδα και με βρωμιά που αντανακλούσε θολά το φως των γυμνών γλόμπων μια θυρίδα ήταν ανοικτή, πίσω από τις άλλες κρέμονταν μικρές πρασινωπές και βρώμικες κουρτίνες. Ο Α. πέρασε από μπροστά τους. Τα καρότσια των αποσκευών, βαμμένα καφέ με φαγωμένο το ξύλο στις γωνίες τους, ήταν συγκεντρωμένα μπουλουκηδόν σαν σε σταύλο. Οι αχθοφόροι, με 93
τα σκουφιά πίσω στους κοκκινισμένους τραχήλους, τους αγκώνες στηριγμένους στα πόδια, τα τριχωτά χέρια σταυρωμένα, κάθονταν σ' ένα παγκάκι με τα κεφάλια σκυμμένα. Ο Α. τους ρώτησε αν κάποιος απ' αυτούς μπορούσε να μεταφέρει τις αποσκευές του λίγο πιο έξω από το σταθμό* η απάντηση ήταν πως δεν μπορούσαν, δεν επιτρεπόταν να φύγουν από το σταθμό, αλλά πως θα του έβρισκαν κάποιον. Μέσα από ένα διάδρομο μπορούσες να δεις τα μακριά υπόστεγα της μισοφωτισμένης αποβάθρας, καθώς κι ένα χώρισμα, όπου κάποιος υπάλληλος στεκόταν κρατώντας βαρετά μια τανάλια στο χέρι. Ω, είπε ο Α., δεν είναι ανάγκη να του βρούνε οι ίδιοι κάποιον, ας του πούνε μόνο πού θα μπορούσε αυτός να βρει. Οι αχθοφόροι σκέφτηκαν λιγάκι και μετά του είπαν πως απέναντι, στην ταβέρνα - του είπαν μάλιστα και τ' όνομά του - , καθόταν ένας κι έπινε την μπύρα του. Κι έτσι ακριβώς ήταν. Ο αχθοφόρος καθόταν εκεί, έπινε την μπύρα του, κάπνιζε την πίπα του και δεν έκρυψε καθόλου στον Α. πως τον είχε ενοχλήσει. Στον Α. έκανε εντύπωση που η πάντοτε άσβεστη δίψα του για νικοτίνη δεν είχε ακόμα κάνει την παρουσία της, και μιας και βρισκόταν στο σταθμό άναψε ένα τσιγάρο, ενώ συνόδευε ως τις αποσκευές τον αχθοφόρο που γκρίνιαζε και βλαστημούσε την υποτίμηση του χρήματος και το άσκοπο κάθε δουλειάς. Η απόφαση είχε ληφθεί, χωρίς να το καταλάβει κι ο ίδιος, χωρίς να το σκεφθεί καθόλου. Μόνο όταν βγήκαν από το σταθμό το συνειδητοποίησε. Ο άντρας περπατούσε δίπλα του με την ειδική στάση εκείνου που σπρώχνει ένα καρότσι: πόδι λυγισμένο, πλάτη καμπουριασμένη και χέρια κυρτά, στηριγμένα στο καρότσι. Οι ρόδες του κυλούσαν αργά κι έτριζαν, το σίδερό τους ηχούσε κούφια πάνω στην άσφαλτο. Ο δρόμος τώρα ήταν τελείως άδειος και ήρεμος, ακόμα κι από την πόλη δεν έφτανε πια ως εκεί σχεδόν κανένας θόρυβος. Η φλόγα τής φωτεινής διαφήμισης που πιο πριν φώτιζε διαμονισμένα την είσοδο της πόλης, ο εισοφάγος τη^ κόλασης στον 94
οποίον κατέληγε η πλατεία, φαινόταν τώρα πως πάει να σβήσει* το βέλος είχε στραφεί προς τη γαλήνη, και μάλιστα φαινόταν σαν να υψωνόταν απαλά ο δρόμος προς τα πάνω, λιγότερο όμ<ος απαλά για τον άντρα δίπλα του, που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα έπρεπε να σπρώχνει τόσο επίπονα το καρότσι. Πίσω από τα κάγκελα του κήπου οι θάμνοι μαυριδεροί, όμως οι κορυφές των μεγάλων δέντρων, μ' ένα εκθαμβωτικό πράσινο από τα φώτα του δρόμου, φαίνονταν σαν λωρίδα πάνω από μια μάζα ίσκιων. Ο άνεμος είχε σιωπήσει, το ίδιο και ο ουρανός, επειδή τα σύννεφα που τον κάλυπταν είχαν τώρα τελείως συρρικνωθεί κι έμοιαζε σαν να χαμήλωνε ολοένα και περισσότερο για να ενωθεί με τον ανηφορικό δρόμο. Και ο Α. ντράπηκε, που χωρίς τις σκοτούρες τής υποτίμησης έκανε τόσο κομπασμένα τη βόλτα του, τη στιγμή που ο άντρας δίπλα του, έπρεπε να σπρώχνει σκυφτός το καρότσι* ωστόσο δεν μπορούσε να ξεκαρφώσει το βλέμμα του από εκείνο που γινόταν πάνω απ' αυτόν και που κατά κάποιον τρόπο ήταν και το σημαντικό. Οι φωτισμένες κορυφές των δέντρων απέναντι, όπως και ο συννεφιασμένος ουρανός της νύχτας, όπως και οι ψηλές προσόψεις των σπιτιών στα αριστερά του, όλα τούτα είχαν μιαν αυξανόμενη σημασία και καθώς τώρα έφτασαν στο σπίτι, στο οποίο αυτός γύριζε σαν από ταξίδι, έμοιαζε σχεδόν να επαληθεύεται κάτι: στο μπαλκόνι είδε μια φωτεινή μορφή, ήταν η δεσποσύνη που στεκόταν εκεί στηρίζοντας και τα δυο της τα χέρια στο κιγκλίδωμα, έχοντας λυγίσει τη μέση της σε γωνία σαν σπασμένο παλούκι, σκυμμένη πάνω από τις αρμπαρόριζες σαν να τον περίμενε - βέβαια ήξερε πως δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Όμως τώρα, καθώς σταμάτησε με τις αποσκευές, αυτή εξαφανίστηκε από το μπαλκόνι και λίγο αργότερα φάνηκε στην εξώπορτα η Τσερλίνε, υπό τις οδηγίες και τη βοήθεια της οποίας τα πράγματά του τακτοποιήθηκαν στο δωμάτιό του. Η πόρτα προς το μεσαίο δωμάτιο επάνω ήταν ανοιχτή κι εδώ ο Α. συνάντησε τη δεσποσύνη. Αυτή του είπε ειρωνικά: «Έπρεπε να σας περιμένουμε γιατί με όλες τις επισημότητες της υποδοχής σας, ξεχάσαμε να 95
σας δώσουμε τα κλειδιά του σπιτιού και του δωματίου σας». «Κι έτσι σας προξένησα αμέσως κιόλας μπελάδες», είπε ο Α. «Θα 'θελα να πιστεύω πως δεν θα υπάρξουν και χειρότερα», είπε η Χίλντεγκαρντ, και δεν μπορούσες να καταλάβεις αν το έλεγε με φιλική ή εχθρική διάθεση. «Βάλτε τις αποσκευές στο δωμάτιό σας και θα σας δώσω αμέσως μετά τα κλειδιά». Κι έτσι έγινε. Ο Α. πλήρωσε τον άντρα και γύρισε κατόπιν στο σαλόνι, του οποίου η πόρτα ήταν ακόμα ανοικτή, για να παραλάβει τα κλειδιά. «Κι εγώ σκέφτηκα πως είχατε την πρόθεση να απολαύσετε στο μπαλκόνι τη βραδιά», είπε ο Α. «Ίσως να έκανα και αυτό», είπε η Χίλντεγκαρντ. «Σας ζητώ και πάλι συγγνώμη», είπε ο Α., «ελπίζω πως σίγουρα η παρουσία μου δεν θα σας ξαναενοχλήσει με κανέναν τρόπο». Η Χίλντεγκαρντ έκανε μια κίνηση που θα μπορούσε να εκφράζει αμηχανία, απόγνωση ή ίσως και παρεσχημένη συγγνώμη και, βγαίνοντας στο μπαλκόνι, άφησε τον Α. μόνο του στο σαλόνι. Παρέμεναν ακόμα όλα ημιτελή, ακόμα δεν είχε ληφθεί η απόφαση, όσο κοντά κι αν είχε φανεί πως είναι. Ήταν κιόλας έτοιμος να αποχωρήσει, όταν παρατήρησε πως εκείνη στράφηκε προς το μέρος του. «Κύριε Α.!», φώναξε. Αυτός πήγε κοντά της στο μπαλκόνι. «Μιας και είσαστε τώρα εδώ, είναι προτιμότερο να σας δώσω ευθύς εξαρχής τις απαραίτητες διευκρινήσεις». Η ψυχική της έξαψη ήταν προφανής παρ' όλον ότι μιλούσε με τη συνηθισμένη στεγνή της φωνή και πολύ σιγανά. «Σας είμαι πολύ ευγνώμων», είπε ο Α. «Η μητέρα μου σας δείχνει εμπιστοσύνη* είπε πως έρχεστε από τις αποικίες και πως είστε ένας τζέντλεμαν. Η μητέρα μου δείχνει εύκολα εμπιστοσύνη, υπερβολικά εύκολα..., αυτή τη φορά θα έχω κι εγώ». 96
«Δεν σπαταλάτε την εμπιστοσύνη σας σε κάποιον που δεν την αξίζει», είπε ο Α. «Λοιπόν», συνέχισε αυτή. «Εδώ δεν είσαστε ένας συνηθισμένος νοικάρης». «Αν κρίνω από μένα τον ίδιο, τότε δεν είμαι. Ήταν κατά κάποιον τρόπο υποταγή στη μοίρα το ότι έφτασα έως εδώ». « Ή , η κάπως ακατανόητη επιμονή σας», διόρθωσε αυτή, «όμως δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό, αλλά για τη θέση στην οποία βρίσκεστε τώρα εξαιτίας της επιμονής σας». «Μάλιστα», είπε ο Α. «Με μια λέξη, η μητέρα μου θέλει να με παντρέψει* πιστεύει πως έτσι εκπληρώνει το καθήκον της. Αναζητά πεισματικά ένα νοικάρη, αλλά στην πραγματικότητα ψάχνει για ένα γαμπρό». «Αυτό είναι παράξενο», είπε ο Α. που στ' αλήθεια παρέμενε αδιάφορος. «Δεν είναι και πολύ παράξενο», αντείπε αυτή, «ανταποκρίνεται προς τις αντιλήψεις της γενιάς της». «Όμως», είπε ο Α., «εσείς είστε σε θέση να ρυθμίζετε μόνη σας την τύχη σας». «Όχι», είπε αυτή, «θα μπορούσα, αλλά δεν μου επιτρέπεται». Ανάμεσα στο τρίγωνο του κήπου, του οποίου το σχήμα δεν διακρινόταν πια και πολύ, και του τριγώνου των σπιτιών παρεισέφρησε τώρα ένα καινούργιο: το τρίγωνο με τις ηλεκτρικές λάμπες που βρισκόνταν στο μέσον των τριών δρόμων. Λίγες μόνο ήσαν κρυμμένες στην απέναντι πλευρά πίσω από τις κορυφές των δέντρων. Μετά από λίγο είπε αυτός: «Θέλετε αύριο να φύγω από το σπίτι;» Η Χίλντεγκαρντ κούνησε το κεφάλι: «Δεν έχει νόημα... τώρα είστε ήδη εδώ, κι άλλωστε η μάχη θα ξανάρχιζε πάλι από την αρχή». «Η μάχη;» Η Χίλντεγκαρντ σιωπούσε. Κατόπιν σωριάστηκε στην ψάθινη καρέκλα που βρισκόταν στο ένα άκρο του μπαλκονιού. Κάθησε με τα πόδια σε παράλληλες ευθείες και τα 97
χέρια της διπλωμένα ανάμεσα στα γόνατα της, ενώ κουνούσε το σκυμμένο λίγο μπροστά κεφάλι της πέρα δώθε. Το γεγονός αυτό φανέρωνε, σε αντίθεση προς τη μέχρι τώρα στάση της, μιαν ιδιαίτερη απαλότητα κι αυτό του έδωσε το θάρρος να ρωτήσει: «Έχετε κάποιον που αγαπάτε;» Αυτή χαμογέλασε, χαμογέλασε για δεύτερη φορά σήμερα και τα χείλη της ξαναγέμισαν, σχεδόν αισθησιακά, ενώ άφησαν να φανούν και πάλι τα δυνατά, ομοιόμορφα δόντια. Δεν ήταν τα δόντια τής μητέρας της και ο Α. θα ήθελε πολύ να μάθει εάν και ο αρχιδικαστής στον πίνακα μπορούσε να χαμογελάσει και εάν πίσω από τα ζωγραφισμένα λεπτά του χείλη κρύβονταν ακριβώς τα ίδια δόντια. Πόθος υφασμένος με σκληρότητα, συλλογίστηκε ο Α., απαλότητα σπαρμένη μέσα στην επιθυμία, άνεση μέσα σε αυστηρότητα. Η Χίλντεγκαρντ κουνούσε ακόμα το κεφάλι της πέρα δώθε και κατόπιν είπε σιγανά: «Η μητέρα μου θέλει να φύγω από το σπίτι* γι' αυτό θέλει να με παντρέψει. Αυτό το κρύβει ακόμα κι από τον εαυτό της κάτω από το αίσθημα του καθήκοντος». «Ο κόσμος είναι όμορφος», είπε ο Α., «δεν είσαστε υποχρεωμένη να μένετε εδώ». «Και τι θα γινόταν τότε η μητέρα μου; Ποιός θα τη φύλαγε;» Αυτό έμοιαζε να λέγεται με πάθος. «Η βαρώνη φαίνεται όμως απολύτως υγιής. Κι εκτός αυτού η φροντίδα της βρίσκεται κατά τη γνώμη μου σε καλά χέρια». Από κάτω πέρασε μια μοναχική γυναίκα. Καθώς κινούσε τα πόδια της μέσα στο λικνιζόμενο φόρεμά της, έδινε μιαν ελάχιστα θηλυκή, μια σχεδόν αρσενική εικόνα. Η Χίλντεγκαρντ σταύρωσε τα λεπτά της πόδια και είπε: «Η μητέρα μου είναι άβουλη. Και η Τσερλίνε υποχωρεί εύκολα στις επιθυμίες της. Το είδατε και ο ίδιος». Καθόταν στο μπαλκόνι με το βλέμμα της στραμμένο στην πόλη, το είχε προσηλωμένο στην είσοδό της, λες και αναζητούσε εκεί κάτι. 98
«Η Τσερλίνε δεν έχει παιδιά», είπε αυτή, «δεν ξέρει ποιόν πρέπει να περιποιείται σαν παιδί, εμένα ή τη μητέρα μου». Και τώρα φαινόταν σαν να την ψάχνει ένα παιδί εκεί πάνω, όπου σμίγουν σε γωνία οι δυο δρόμοι του τριγώνου, ίσως το αγέννητο παιδί της Τσερλίνε, ίσως όμως και το δικό της. Και ο Α. σκέφτηκε: Με αυτόν τον τρόπο δεν πρόκειται να το βρει. «Σε λίγο θα βρέξει», είπε ο Α. «Ναι», είπε αυτή. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο σιγαλή, ώστε δεν καταλάβαινες τη βροχή που είχε κιόλας πιάσει. Αυτοί προστατεύονταν από το γείσο του σπιτιού, έβλεπαν όμως τις μαύρες κηλίδες στην άσφαλτο διαρκώς να πυκνώνουν. Ο δρόμος ήταν έρημος* η γυναίκα που περπατούσε προηγουμένως είχε τώρα εξαφανιστεί πίσω απ' το σταθμό. Πέρα από τα σπίτια της δυτικής πλευράς τρεμόπαιζε μερικές φορές η λάμψη μιας αστραπής. Ο Α. είπε: «Οι επιθυμίες της μητέρας σας σίγουρα δεν θα είναι τόσο υπερβολικές, ώστε να πρέπει να τη φυλάει κάποιος μ' αυτόν τον τρόπο». Η Χίλντεγκαρντ έμεινε διστακτική, μετά είπε: «Αν δεν ήταν τόσο εξασθενημένη θα τα παράταγε όλα... θα ανακατευόταν με τους ανθρώπους και θα ταξίδευε στην τρίτη θέση για να γνωρίσει απλά τον κόσμο* αυτό το δήλωσε επίσημα πολλές φρρές». Ήταν αδύνατο λοιπόν να προξενούσε στη δεσποσύνη ο φόβος για την απώλεια της μητέρας της αυτού του είδους τις παράτολμες σκέψεις. Τώρα έπρεπε να φτάσει και η λύση. Ο Α. ξαναστηρίχθηκε στο σιδερένιο κιγκλίδωμα* χωρίς κάλυμμα και αναπνέοντας κάτω από τα ρούχα του έσκυψε προς τα έξω, στη βροχή που γινόταν πιο δυνατή και πιο πυκνή, ενώ ακουγόταν σιγά το θρόισμα απ' τις φυλλωσιές των δέντρων. Η γη ανέπνεε απέναντι, η γη ανέπνεε πίσω από το σπίτι και η πνοή κάθε ύπαρξης υψωνόταν κι έσμιγε πάνω από τη στέγη του σπιτιού, μέσα στο οποίο είχαν φωλιάσει το ανθρώπινο και ό,τι φέρει ζωή. Δέσμες από 99
μέλη και κόκαλα και φλέβες αιωρούνταν εδώ στην πνοή της ζωής, υψωμένες πάνω από τη γη. Το να έχεις γεννηθεί από μια μάνα, και να μπαίνεις μέσα στη θαλπωρή και να βγαίνεις από τη θαλπωρή του σπιτιού και να επιστρέφεις κάποτε οριστικά σ' αυτήν: ο φόβος του σώματος για το ότι δεν του επιτρέπεται να είναι πλέον παιδί, για το πάγωμα του άψυχου, για το ότι τώρα μόνο θα προστατεύει και δεν θα προστατεύεται άλλο, ο φόβος κάθε γυναίκας με το γυμνό της σώμα κάτω από τα ρούχα. Κι αυτή, απ' την οποία είχε εξαφανιστεί και πάλι κάθε άνεση και απαλότητα, αυτή που καθόταν ξανά σαν καλόγρια, με τα λεπτά της χείλη, και κοίταζε μ' ένα απλανές βλέμμα πέρα στην κορυφή τού τριγώνου που σχημάτιζαν οι δρόμοι, είπε: «Ο πατέρας μου έφερε κάποτε την ειρήνη εδώ... πρέπει να φροντίσω να διατηρηθεί». Ο Α. χάιδεψε την ξανθή, λεπτή του γενειάδα και απάντησε: «Άξιον θαυμασμού και δύσκολο το καθήκον που διαλέξατε!» «Ναι», ήταν η δική της απάντηση. Από το σταθμό ακούστηκε το σφύριγμα μιας ατμομηχανής* ο θόρυβος του τρένου ανακατεύθηκε με το θόρυβο της βροχής, ανακατεύθηκε με την πολύβουη ζωή απ' τις φυ^λλωσιές. Ο Α. κοίταξε κι αυτός τώρα προς την είσοδο της πόλης, σαν να περίμενε από κει τη φωνή εκείνη, που θα έδινε την τελική απάντηση στις φωνές από μακριά. Θα είναι άραγε η φωνή του παιδιού ή του δικαστηρίου, θα φανεί εκεί το βλέμμα του παιδιού ή εκείνο του πατέρα; Ήταν και τα δυο ταυτόχρονα, επειδή ο φθίνων, σιγανός ήχος της βροντής που διαπερνούσε τώρα τον ουρανό και τύλιγε εντός του την πόλη, απορροφούσε τόσο απαλά το θόρυβο που έκανε το τρένο κι έσβηνε τόσο σιγαλά στο θρόισμα των δέντρων, ώστε το Περασμένο και το Επερχόμενο έσμιγαν σε ένα, ενωμένα μέσα σε μια μόλις αντιληπτή ηχώ, βυθισμένα μέσα στο άχρονο και στην αιωνιότητα που είναι ταυτόχρονα το χαμόγελο τής ζωής και του θάνατου. 100
IV. Η μπαλάντα τον μελισσοκόμου Ήταν μηχανικός ειδών σχεδίου και κάθε πένα ιχνογραφίας που έβγαινε από το σβέλτο και πεπειραμένο του χέρι, μ' ένα απαστράπτον ασημί μέσα στο γαλάζιο βελούδο τής θήκης της, ήταν ένα έργο τέχνης, ήταν τέλεια στο απαλό, ελαστικό και παρ' όλα αυτά σταθερό σχεδίασμα, ήταν τέλεια στην αξιοπιστία με την οποία συγκρατούσε ως την τελευταία σταγόνα τη σινική μελάνη, χωρίς ποτέ να φοβάσαι μήπως αφήσει κάπου μια κηλίδα. Παντού, όπου το τεχνικό σχέδιο εξασκείτο ακόμα ως τέχνη ήξεραν το όνομά του και τα προϊόντα του και ανάμεσα στους δυο χιλιάδες σπουδαστές του Πολυτεχνείου του Μεγάλου Δουκός, κοντά στο οποίο είχε το εργαστήριο και το κατάστημά του, είχε αποκτήσει μια σταθερή πελατεία* το εισόδημά του φαινόταν εξασφαλισμένο και φαινόταν επίσης πως οι αυξανόμενες οικονομίες του υπόσχονταν επαρκής κατοχύρωση για ήσυχα γηρατειά. Βέβαια μέχρι τότε θα περνούσε ακόμα αρκετός καιρός. Τότε ζούσε ακόμα η γυναίκα του, και όσον καιρό ζούσε ακόμα εκείνη - ω θύμιση, που δεν θα τον άφηνες ποτέ πια - πήγαινε καθημερινά μετά το τέλος της δουλειάς του στο χωριό, όπου αυτή είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της, έναν οικοδόμο χωρικό, ένα μικρό σπίτι* τα απογεύματα και τις Κυριακές ασχολούνταν εκεί με τη μελισσοκομία, την οποία αγαπούσαν και οι δυο. Ήταν χαρούμενοι κι οι δυο τους και συχνά τραγουδούσαν πρίμο-σιγόντο ενόσω δούλευαν μαζί. Και για να συμπληρωθεί η ευτυχία τους, ήταν καθ' οδόν ένα παιδί. Τότε όμως συνέβη το φοβερό. Μετά από μια τελείως εύκολη εγκυμοσύνη, το παιδί γεννήθηκε νεκρό, πράγμα που κόστισε τη ζωή και 101
στη νεαρή μητέρα. Χτυπημένος απ' αυτό το πλήγμα δεν ήθελε να δει άλλο ούτε το σπίτι ούτε τα μελίσσια* πούλησε την περιουσία και μετακόμισε στην πόλη. Η επανάλειψη τής άλλοτε ευτυχισμένη ς ^ωή ς τού φαινόταν ακατόρθωτη, όλο και πιο πολύ, όσο περνούσαν τα χρόνια κι έτσι έμεινε χήρος, αντέχοντας το παρελθόν και το παρόν μαζί. Εντούτοις, όσο κι αν επέλεξε και θέλησε ο ίδιος τη μοναξιά του, όσο περνούσαν τα χρόνια, αυτή γινόταν όλο και πιο δύσκολη* μια μέρα πήγε στο βρεφοκομείο και πήρε ένα νεογέννητο κοριτσάκι για δικό του παιδί. Πιστός στην παλιά του ευτυχία και χωρίς να ξεχάσει τη μελισσοκομική που ήταν ένα τμήμα εκείνης της ευτυχίας, βάφτισε τη μικρή Μελίττα, και καθώς τώρα είχε αποκτήσει μια λευκή γενειάδα, την έμαθε να τον φωνάζει παππού. Και για χάρη του παιδιού άρχισε τώρα ξανά να τραγουδά. Θα τραγουδούσε και για έναν γιό το ίδιο ευχάριστα; Ίσως όχι. Κι έτσι αποκαλύφθηκε αυτός ως ένας από τους λόγους για τους οποίους πήρε την απόφαση για κάποιο κορίτσι, χωρίς να λάβει υπόψη του την επιθυμία να έχει απόγονο, όπως θα ανέτρεφε το γιό του. Όμως ποιός θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι αυτός θα έκανε στ' αλήθεια για την τέχνη τού μηχανικού ειδών σχεδίου; Όπως και να 'χει αυτές οι σκέψεις ήσαν περιττές, τόσο πιο περιττές, όσο σύντομα αποδείχθηκε - ο καταστροφικός πόλεμος της Γερμανίας κατά της Αντάντ ήταν ακόμα απώτερο μέλλον - πως είχε αρχίσει μια καινούργια εποχή, μια εχθρική προς τους χειροτέχνες εποχή, μια εποχή εχθρική προς την ποιότητα που δεν της χρησίμευαν πια ούτε τα χειροποίητα εργαλεία σχεδίου. Είδη σχεδίου επωλούντο τώρα πλέον σε όλα τά χαρτοπωλεία, άχαρα βιομηχανικά προϊόντα, κοφτερές, ανελαστικές, άγαρμπες πάνω στο χαρτί γραφίδες, διαβήτες με λάθος κέντρο βάρους με τους οποίους ακόμα κι ένα επιδέξιο χέρι δεν θα μπορούσε να διαγράψει έναν σωστό κύκλο, αντικείμενα με είτε πολύ δύσκαμπτες, είτε πολύ χαλαρές αρθρώσεις, συναρμολογημένες με μια πολλή χοντρή ή μια πολλή λεπτή βίδα. Ποιός θα ήθελε να διαλέξει λοιπόν αυτό το επάγγελμα; Το παράτησε 102
κι έκλεισε το εργαστήρι και το κατάστημα. Και μήπως ήσαν αυτά τα σύνεργα φθηνότερα από τα δικά του; Θα μπορούσε να είχε το δίχως άλλο διατηρήσει τις τιμές που είχε, αλλά δεν του έδινε πλέον η δουλειά χαρά. Η νέα γενιά δεν ήταν άλλο σε θέση να ξεχωρίσει τη μια πένα από την άλλη· κανένας δεν ήξερε πια να κάμει ένα σωστό διάγραμμα με παράλληλες γραμμές, κανένας δεν έμπαινε πια σ' αυτόν τον κόπο, αντίθετα αρκούνταν όλοι σ' ένα φτηνό μουντζούρωμα από νερομπογιές, το οποίο πέρναγαν στο περίπου πάνο3 στο χαρτί σαν να ήσαν μπογιατζήδες. Το να θέλεις να φτιάξεις για τη δουλειά αυτή λεπτά εργαλεία, σήμαινε το να εξευτελίζεις τον εαυτό σου* στην περίπτωση αυτή καλύτερα να ήσουν κάπου ένας απλός ανειδίκευτος εργάτης! Κι έτσι ακριβώς έκανε. Παρ' όλο το προχωρημένο της ηλικίας του, έπιασε αμέσως μετά το ξέσπασμα του πολέμου δουλειά ως εργάτης σε μια μεγάλη βιομηχανία λεπτών μηχανικών εργαλείων. Βέβαια, αρχικά το θεώρησε ως εκπλήρωση ενός χρέους του προς την πατρίδα, αργότερα όμως αποδείχτηκε πως ήταν σκληρή ανάγκη, γιατί χωρίς την πρόσθετη βοήθεια τού μέρα με τη μέρα πιο εμφανούς, ξεδιάντροπου και ολοένα και πιο ακριβού λαθρεμπορίου δεν θα μπορούσε ένα παιδί - η Μελίττα ήταν στην αρχή του πολέμου εννέα χρόνων - να έχει να φάει όσο έπρεπε. Όμως το παιδί τού έδινε χαρά, το να το τρέφει του έδινε χαρά και κατά συνέπειαν και η δουλειά του έδινε πιο πολλή χαρά, ακόμα και για το ότι αυτός, πανύψηλος στο ανάστημα και παρ' όλα τα λευκά του μαλλιά, συνέχιζε να δουλεύει και να πληρώνεται ανάλογα, ώστε τώρα, μετά από μια κρίσιμη άμπωτι - και δεδομένου ότι το μάρκο συνέχιζε να είναι μάρκο έπαιζαν ρόλο μόνο οι αριθμοί ~ οι οικονομίες του άρχισαν πάλι κατά τα φαινόμενα να αυξάνονται. Μετά τη συνθηκολόγηση σκόπευε να ξεκουραστεί. Εννοείται πως δεν μπόρεσε να το κάμει. Η ακρίβεια συνεχίστηκε και μετά τή συνθηκολόγηση, κι ακόμα χειρότερα πήρε να γίνεται όλο και πιο μεγάλη, κι όταν στο τέλος αποδείχθηκε καλπάζων πληθίορισμός^ τότε οι οικονομίες του σε χαρτονομίσματα εξανεμίστηκαν. Έτσι καίτοι ηλικτιωμέ103
νος συνέχισε να δουλεύει στη βιομηχανία και σίγουρα όεν θα σταματούσε εάν στο τέλος δεν τον απέλυαν λόγω της μεγάλης του ηλικίας· οι πιο νέοι, κάτω από την απειλή τού να απολυθούν και οι ίδιοι, απαιτούσαν τα δικαιώματά τους και δεν ήθελαν να τον ανέχονται άλλο. Ευτυχώς που η Μελίττα ήταν τώρα αρκετά μεγάλη για να γίνει δεκτή σε σχολείο και ήταν επομένη»; σε θέον νΓ. συμβάλει στα έξοδα* άρχισε να δουλεύει ως βοηθός σ' ένα πλυντήριο. Όπως και να το κάνουμε αυτό ήταν κάποια ανακούφιση, και ο γέρος είχε τώρα λιγάκι άνεση ώστε να ψάξει για καινούργια δουλειά. Όσο ήταν παντρεμένος διατηρούσε επαφές με την κρατική σχολή μελισσοκομίας στην κοντινή κωμόπολη* ακολουθώντας κάποια ξαφνική έμπνευση πήγε εκεί και ανέλαβε, μιας και ο πολύ γνωστός του διευθυντής ήταν ακόμα στην υπηρεσία, τη θέσή ενός επισκέπτη καθηγητή. Μολονότι πληρωνόταν μάλλον άσχημα, η θέση τού άφηνε κάποια προοπτική πρόσθετων απολαυών από τους χωρικούς· προπάντων όμως του δινόταν η ευκαιρία να γυροφέρνει από τη μια άκρη στην άλλη την περιοχή και αυτό ακριβώς του άρεσε να κάνει κι ο ίδιος. Ο πληθωρισμός του φαινόταν τώρα σαν θείο δώρο. Η προσκόλληση στα χρήματα, η προσκόλληση στην εξασφάλιση της ζωής του, εξαιτίας των οποίων η ψυχή τού ανθρώπου γίνεται πιο στενάχωρη και ανασφαλής, του φαίνονταν τώρα οαν μια όλο και πιο αφύσικη εικόνα. Κι αν εξακολουθούσε τώρα να αγαπάει όπως πρώτα τις μέλισσες, αν συνέχιζε να θαυμάζει όλο και πιο έκπληκτος την λαμπρά καλλιεργημένη ακρίβεια των τεχνικών και κοινωνικών τους μηχανισμών κι αν όπως παλιά συνέχιζε να απολαμβάνει το να διεισδύει με το επιδέξιο χέρι του σ' αυτόν το μηχανισμό ακριβείας ώστε τα μικρά τούτα όντα να μην τρομάξουν, αλλά αντίθετα να προσαρμόσει τη δραστηριότητά του στη δική τους, όμως ανακατευόταν παρ' όλα αυτά σ' αυτήν την αγάπη ένα είδος περιφρονητικού οίκτου για τον μελισσοκόμο, για τούτο το σύμβολο της αστικής προνοητικότητας, του αστικού αγώνα για την εξασφάλιση, της αστικής πειθαρχίας, του αστικού αποταμιεύειν, και του φαινό104
ταν, όπως άλλωστε και για κάθε οικόσιτο ζώο, πως το αφύσικο είχε εισβάλει μέσα στο φυσικό. Όμοια αισθήματα έτρεφε και απέναντι στους χωρικούς, με τους οποίους ερχόταν σε επαφή και των οποίων η άπληστη τάση να κατέχουν τον γέμιζε με αποστροφή, ανεξάρτητα από την εκτίμησή του για την αγροτική ζωή. Συχνά σκεφτόταν πως μόνο ο τεχνίτης, όπως ένιωθε τον εαυτό του, ήταν στ' αλήθεια απελευθερωμένος από τη φιλοκτημοσύνη, πως ούτε καν ο δεμένος με τη γη αγρότης και πολύ περισσότερο ο ασχολούμενος με το εμπόριο αστός ή ακόμα κι ο εξορισμένος στα εργοστάσια εργάτης δεν θα μπορούσε να εξυψωθεί έως την αποδέσμευση της φυσικής δραστηριότητας, επειδή μόνο αυτός, συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο το έργο του Θεού, φτιάχνει με τα χέρια του το καινούργιο, για να μπορέσει την έκτη μέρα να το κρίνει ως καλό, και πως ως εκ τούτου μόνον ο τεχνίτης είναι στ' αλήθεια ικανός να δεχθεί τη φύση του Θεού και να τη δοξάσει. Και μερικές φορές συλλογιζόταν πως ο Θεός έστελνε τον πληθωρισμό για να εξολοθρεύσει τα εργοστάσια και το εμπόριο, να τα εξαλείψει από προσώπου γης, ώστε να ανταποκριθεί στη βούληση του δημιουργού ένας απελευθερωμένος από το χρήμα κόσμος από τεχνίτες και ολιγαρκείς αγρότες, από του νυν και έως του αιώνος. Ασφαλώς δεν πίστευε κάτι τέτοιο, όμως του άρεσε να το φαντάζεται έτσι. Με τον τρόπο αυτό έγινε προϊούσης της ηλικίας όχι περισσότερο πιστός, τουλάχιστον όχι πιο πιστός όπως το αντιλαμβάνεται η εκκλησία, πλην όμως στράφηκε περισσότερο στο Θεό. Και τα μάτια του άνοιγαν κι έβλεπαν όλο και πιο πολύ τον απέραντο κόσμο του Δημιουργού. Όταν περπατούσε με τις ώρες πέρα στα χωράφια, τραγουδούσε. Δεν τραγουδούσε άλλο τα λαϊκά τραγούδια που κάποτε έλεγε με τη γυναίκα του, κι ακόμα λιγότερο τραγουδούσε πασίγνωστες άριες ή ας πούμε τραγούδια της μόδας και κούφια κομμάτια της τζαζ, που τώρα λέγονταν απ' όλα τα στόματα ακόμα και από εκείνα των κοριτσιών του χωριού. Μόνο οι τυφλοί τραγουδούν τα τραγούδια που έχουν μάθει. Όμως αυτός που βλέπει (ακόμα κι αν απ' τα πολλά 105
που βλέπει τυφλωθεί στο τέλος, ιδίως τότε) τραγουδά ό,τι είναι αντικείμενο της όρασης, τραγουδά τα διαρκώς ανανεούμενα φαινόμενα της ζωής, τραγουδά το καινούργιο, και για το λόγο αυτό τραγουδά τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνο αυτός που βλέπει πραγματικά, τραγουδά πραγματικά. Κι ο,τιδήποτε ακούγεται στο τραγούδι του οδοιπόρου, ο βόμβος των μελισσών έως κάτω στο ζουζούνισμα του μπούρμπουλα κι ως πάνω στους απαλούς, μεταλλικούς αλαλαγμούς χαράς του κορυδαλού, δεν είναι ποτέ μια απομίμηση ήχων, αλλά είναι αντίθετα τα ιδωμένα σμάρια των μελισσών, τα ιδωμένα ύψη των κορυδαλών και ακόμα πιο πέρα: είναι το αόρατο στο ορατό που έγινε ήχος. Αυτό ήταν το τραγούδι του γέρου* ο ίδιος ήταν αυτό το τραγούδι, γιατί τραγουδούσε ο,τιδήποτε έβλεπε κι ό,τι είχε ως τότε δει. Με το αόρατο δηλίχόή, ο άνθρωπος κατορθώνει να φτάσει στο έσχατο όριο της ικανότητάς του να βλέπει: σ' αυτό του έχει δοθεί να νιώθει το ζωντανό στο άψυχο, το ζωντανό στη δήθεν νεκρή ύλη, μια όραση που νιώθει. Το χέρι τού τεχνίτη καθοδηγείται από ευαίσθητη παρατήρηση όταν δίνει στο υλικό του μια ζώσα μορφή, ώστε η ζωή του να γίνει πραγματικά ορατή στο μάτι. Αυτή είναι η εξομοίωση τού τεχνίτη με το Θεό, και λιγότερο, αλλά ίσως και ακόμα πιο προφανής αυτή του καλλιτέχνη, πιο προφανής επειδή η εκ μέρους του παρατήρηση τής μυστικά στο άψυχο επενεργούσας ζωής είναι περισσότερο εκτενής και - με μια σχεδόν ανεπαίσθητη ένταση - έχει κυριεύσει ολόκληρο το είναι του, ολόκληρη την προσωπικότητά του. Και για το λόγο ακριβώς αυτόν το τραγούδι, η μουσική, μπορεί να πάει ακόμα πιο πέρα, μπορεί και πρέπει να δεχθεί το ήδη ορατό, το ήδη φανερωμένο και μορφοποιημένο για να του αφαιρέσει τα τελευταία κατάλοιπα της νέκρας και να συνθέσει απ' αυτό μια σφίζουσα ζωή, ένα τραγούδι ορατό πέρα από ο,τιδήποτε ακούνε τ' αυτιά. Ω, μάτι του ανθρώπου, ζωή αφ' εαυτής, καρπέ δημιουργίας, ζωή μεστωμένη! Είναι στο μάτι που η δημιουργία απέχει το πιο πολύ από το άψυχο κι (ι)στόσο ζωηφόρο χώμα, από το οποίο πήρε τη μορφή του 106
είναι το μάτι που βρίσκεται το πιο κοντά με την πράξη τής δημιουργίας, στην οποία οφείλει την ύπαρξή του, που την έκτη μέρα κρίθηκε ως «καλόν» και εφοδιάστηκε το ίδιο με τη δωρεά της δημιουργίας, ώστε να κρίνει και το ίδιο το έργο του ως «καλόν», το μάτι στο οποίο ανατέθηκε η αδέκαστη κρίση πάνω σε κάθε ανθρώπινη γνώση, ανατέθηκε η απόφαση για τις δικές του πράξεις δημιουργίας, είτε αυτές των αριθμών, είτε αυτές της τέχνης, η λυδία λίθος και των δύο· στο μάτι συμπυκνώνεται το ανθρώπινο του ανθρώπου, κι εδώ έγκειται η ανάπαυσή του αφού με την ικανότητα τ^ν ματιού να γνωρίζει, έγινε αυτός δημιουργός. Αγιοσύνη του ματιού, κι ωστόσο μόνο μια αγιοσύνη - ηχώ! Επειδή η πράξη δημιουργίας του ανθρώπου λειτουργεί σαν ηχώ, μόνο με την εικόνα αποδίδει τη ζωή που αισθάνεται, και ο άνθρωπος, γνωρίζοντας τον εαυτό του στο μάτι, κρίνοντας με το μάτι τον εαυτό του και τα έργα του ως «καλά» αντιποιείται μιαν αμεσότητα που δεν διαθέτει* γίνεται στο μάτι ματαιόδοξος και επιστρέφει στη νέκρα, χάνει τη δωρεά τού να νιώθει τη ζωή και οι πράξεις του καταντούν μια απλή ανασκαφή της νεκρής ύλης, γίνεται ένα κακέκτυπο, μια κενή κακότητα. Η κίβδηλη απομίμηση του Θεού, η κενότητα και κακότητά της, αυτός είναι ο κίνδυνος του καλλιτέχνη κι όχι τόσο, καθόλου τόσο πολύ αυτός του τεχνίτη, του οποίου η αίσθηση της ζωής παραμένει περιορισμένη στο έργο των χεριών του και σχεδόν συμβαίνει ο καλλιτέχνης, όσο πιο πολύ γίνεται δημιουργός, τόσο πιο πολύ να πρέπει να επιστρέψει στο περισσότερο σεμνό πεδίο της χειροτεχνίας ώστε να επιτύχει κάποτε το μεγάλο του έργο. , Και τούτο ακριβώς έμαθε κι αυτός, που μ' όλο του το ύψος κι όλο του το τραγούδι διέσχιζε την περιοχή πέραδώθε κι απολάμβανε τον άνεμο. Παλιά ναι, παλιά έμπαινε συχνά μέσα σε μια εκκλησία, όταν ακουγόταν από την ανοιχτή της πόρτα ο ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου, κι αυτός τραγουδούσε μαζί του δυνατά όταν του άρεσε το τροπάριο* αλλιώς σιωπούσε. Παρατηρούσε και τις εικόνες πάνω από την Αγία Τράπεζα και αν του άρεσε κάποια ήταν ικανός να κάθεται να την κοιτά107
ζει ώρα πολλή· τις κακότεχνες ούτε που τις πρόσεχε. Κι αν ήταν να πάει σε συναυλίες ή σε μουσεία ή στο θέατρο δεν θα είχε φερθεί διαφορετικά. Όπως ακριβώς ήξερε για κάθε γραφίδα αν επρόκειτο για σωστή δουλειά ή ήταν ένα απλώς προορισμένο για το εμπόριο προϊόν εργοστασίου, έτσι ήξερε και τώρα με την πρώτη ματιά να ξεχωρίζει το καλό και το γνήσιο και ν' απορρίπτει τ' άχρηστα κακέκτυπα* ο χωρικός, μολονότι είναι κάποτε ικανός να φτιάξει ένα έργο τέχνης, δεν έχει αυτή την ευχέρεια του να ξεχωρίζει, και μάλιστα δείχνει μια κάποια προτίμηση για το γλυκανάλατο και το κιτς, και ο αστός έμπορος έχει ανάγκη τον ειδικό, ο οποίος κατά κανόνα, με^μεγαλύτερη ή μικρότερη αποτυχία, του μαθαίνει να βλέπει το καλλιτέχνημα, ενώ αυτός που κατέχει με το μυαλό και τα χέρια του το φυσικό αισθητήριο για τη χειροτεχνία, είναι σχεδόν ο μόνος που έχει άμεση πρόσβαση στη ζωντάνια του καλλιτεχνήματος και μπορεί χο^ρίς πολλή σκέψη να το απολαμβάνει. Έτσι έγινε κάποτε και μ' αυτόν, όμως αυτά πέρασαν τώρα του είχαν γίνει αδιάφορα και του γίνονταν όλο και πιο αδιάφορα. Κανένα εκκλησιαστικό όργανο δεν κατάφερνε πια να τον δελεάσει στην εκκλησία, τίποτα απ' αυτά δεν τον προσήλκυε στο να ακούσει ή να προσέξει, και μάλιστα απέφευγε να βλέπει ή να ακούει, επειδή είχε αντιληφθεί πως ο ρόλος της τέχνης είναι να αποτελεί απλώς την ηχώ και την ενδιάμεση αυτή λειτουργία δεν τη δεχόταν αυτός δεν είχε ανάγκη κάποιου διαμεσολαβητή. Απορρίπτοντας όλα αυτά από τη ζωή του, φτώχαινε, για να γίνεται πιο πλούσιος. Και πλησιάζοντας καθημερινά την αμεσότητα της ζωής, πλησίαζε και τη γνώση για το θάνατο, ο οποίος γίνεται περισσότερο αισθητός μόνο στο πιο άμεσο. Για το λόγο αυτό τραγουδούσε, τραγουδούσε στη μοναξιά μόνο για τον εαυτό του, ποτέ μπροστά σε άλλους, ποτέ για χάρη των άλλων: κάθε τρίτος θα άκουγε το τραγούδι της ζωής, μόνο το έμμεσο δηλαδή και όχι την έσχατη πραγματικότητα, τη στιγμή που αυτός, βαθειά μέσα του, άκουγε το σιγοντάρισμα του θανάτου, ένα μυστικό που δεν του επιτρεπόταν να απεμπολήσει. Αν είχε την ικανότητα να κάνει το τραγούδι του νό108
τες, ίσως θα το είχε κάνει στα παλιότερα, νεανικά του χρόνια, τώρα ασφαλώς όχι πλέον. Αυτός είχε ζήσει στη χειροτεχνία και πάντοτε - για τον ίδιο σχεδόν απαρατήρητο στο κατώφλι των καλών τεχνών* τώρα τα είχε ξεπεράσει και τα δυο - κι αυτό το παραπέρα το ένιωθε. Και μαζί τους είχε ξεπεράσει την έπαρση του τεχνίτη και την κενοδοξία του καλλιτέχνη. Κάποτε ήταν υπερήφανος για τις πένες του, για τους ακριβέστατους διαβήτες του, τα γωνιόμετρα, τους χάρακες με τις πολλές κλίμακες μέτρησης* το καινούργιο του Είναι όμως, η καινούργια του γνώση ήταν πιο πέρα απ' αυτά, ήταν μονάχα φυσικότητα. Ήταν επισκέπτης καθηγητής που μάθαινε στους άλλους τη μελισσοκομία, την κατασκευή και την συντήρηση των κυψελών, τη χρήση τεχνητών και φυσικών κηρηθρών, τη μεταφορά των σμηνών, την τοποθέτηση βασιλισσών, τη συγκέντρωση ενός χαμένου σμήνους, την επίδραση των φυτευμάτων των κήπων και των χωραφιών πάνω στα διαφορετικά είδη και στην ποιότητα του μελιού, και μάλιστα λόγω του ότι τα κατάλληλα φυτεύματα αν δεν εμποδίζουν, τουλάχιστον όμως περιορίζουν την εξαφάνιση των σμηνών. Για να τα διδάξει αυτά πήγαινε από κτήμα σε κτήμα, έτρωγε μαζί με τους χωρικούς, καθόταν τα βράδια στην αυλή μαζί τους κάτω απ' τη φλαμουριά και τους έλεγε ιστορίες για περιπέτειες με μέλισσες* τους έλεγε για διαιρέσεις και μάχες ανάμεσα σε σμήνη, τους διηγόταν για την υπεράσπιση της μικρής οπής εισόδου στην κυψέλη, για τη γαμήλια πτήση της βασίλισσας και την εκτέλεση των κηφήνων, τους έλεγε για τη μυστική γλώσσα των μελισσών, με την οποία μεταδίδεται στο σμήνος η εντολή για την αναζήτηση των ευνοϊκών τοποθεσιών με τροφή, ώστε να τις φτάσουν πετώντας με ακρίβεια στη σωστή κατεύθυνση και από τον συντομότερο δρόμο, και τους έλεγε για την αυτοθυσία και την μέχρι θανάτου αυταπάρνηση των μελισσών. Τα παιδιά τον αποκαλούσαν παππού, ο παππούς με τις μέλισσες. Κι αυτός τους έδειχνε μια μέλισσα να περπατά πάνω στο χέρι του, χωρίς να τον τσιμπά. Αυτή ήταν η δουλειά που έκανε, έτσι ήταν η κάθε του μέρα, αυτός ήταν ο 109
ίδιος, χωρίς να θέλει να είναι άλλο. Αλλά για τα παιόιά, που του ήταν αφοσιωμένα και έσπευδαν να τον προϋπαντήσουν όταν εμφανιζόταν στο χωριό φορτωμένος στην πλάτη τον γυλιό του με τα εργαλεία της δουλειάς του και τα συμπράκαλά του, για τα παιδιά ήταν κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο από ένας απλός μάγος των μελισσών. Όσο κι αν ξαφνιάζονταν για το ότι οι μέλισσες δεν του έκαναν κακό, ήξεραν παρ' όλα αυτά ταυτόχρονα πως δεν υπήρχε πια απολύτως τίποτα που να μπορούσε να τον βλάψει. Ήταν άτρωτος απέναντι στις μέλισσες κι απέναντι στον κόσμο και ίσως ήταν κιόλας άτρωτος απέναντι στο θάνατο* αυτό το διαισθάνονταν, το ήξεραν. Μάλιστα άρχισαν να το αντιλαμβάνονται ακόμα και οι μεγάλοι, έστω και πιο αργά απ' ό,τι τα παιδιά και μάλλον έχοντάς το κολλήσει από τα παιδιά. Εάν ο γέρος, που δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση με το γιατρό και τον κτηνίατρο, δεν το είχε από σύνεση αρνηθεί, θα τον φώναζαν στο χωριό για κάθε ζώο και για κάθε άνθρωπο που θ' αρρώσταινε και ίσως να θεράπευε και τα μεν και τους δε. Επειδή η δύναμη της αρρώστειας, προερχόμενη από το βασίλειο του θανάτου θραύεται από τον οποιονδήποτε που με τη δύναμη του τραγουδιού του απέκτησε εξοικείωση με το θάνατο κι έγινε ένας καλός γείτονας του θανάτου, ώστε ο ίσκιος του, ο ίσκιος της κυριαρχίας του επί του θανάτου να φτάνει από εκεί ως εδώ πέρα, ως τη γη των ανθρώπων, των παιδιών και των ζώων. Τον έβλεπαν σαν κάποιον που έρχεται από την άλλη όχθη, τον έβλεπαν σαν ένα τμήμα του δάσους, τ(ον ποταμών, των λόφων, σαν ένα κομμάτι της φύσης, σ(/.ν ένα κομμάτι του θανάτου, ο ίδιος κιόλας μια ιαματική φύση, ο ίδιος κιόλας ένας ιαματικός θάνατος. Σε λίγο (^ιν τον ρώταγε κανείς πια από πού ερχόταν δίσταζαν να οίοτήσουν, δίσταζαν εξαιτίας της μεγάλης απόστασης που τον περιέβαλε. Τους απέφευγε κι αυτός* τους μίλαγε για το χτεσινό, το προχθεσινό του κατάλυμα, τους έλεγε για το γειτονικό χωριό, πώς ήρθε από εκεί. Παρ' όλα αυτά δεν μπορούσε να αποκρύψει την απόστασή του* του επιβαλλόταν εξαιτίας και της δυσθυμίας που 110
τον καταλάμβανε όταν σκεφτόταν την επιστροφή του στο σπίτι. Τα χρονικά διαστήματα της παραμονής του μακριά από το σπίτι γίνονταν ολοένα και πιο μακρά κι όλο βραχύτερα τα διαλείμματα ξεκούρασης που περνούσε στην αστική κατοικία, την οποία είχε ξεμάθει. Ίσως να φοβόταν και να ανησυχήσει τη Μελίττα* την αγαπούσε σαν παιδί του, όμως δεν ήταν σάρκα και αίμα του και αυτή τώρα ήταν μια σχεδόν ώριμη νέα γυναίκα. Όμως πολύ περισσότερο φοβόταν πως ο αλλόκοτος χαρακτήρας του θα μπορούσε να στρέψει τη ζωή μιας τόσο νεαράς κι ακόμη ανασφαλούς ύπαρξης επίσης στο παράδοξο, ένας κίνδυνος τον οποίον έπρεπε ν' αποτρέψει. Όταν ετοιμαζόταν, μετά από σύντομη παραμονή του να ξαναφύγει, κι αυτή τον παρακαλούσε να μην βιάζεται έτσι πάντοτε, αυτός γελούσε: «Το γέρικο βόδι και το νεαρό μοσχαράκι δεν κάνουν χωριό μαζί», και εν ριπή οφθαλμού της έδινε δυο δυνατά φιλιά στο μάγουλο και έβγαινε από την πόρτα. Αργότερα δεν επέτρεπε καν να φθάσουν σ' έναν τέτοιον αποχαιρετισμό, αλλά απλώς εξαφανιζόταν στέλνοντας με το ταχυδρομείο τον χαιρετισμό του. Όμως όταν βρισκόταν μετά από λίγο έξω από την πόλη, τότε ανέπνεε με ανακούφιση* το σπίτι του δεν ήταν πια εκεί, δεν είχε κανένα σπίτι, καμιά στέγη πια: δεν υπήρχε άλλη λύση κι όταν έκανε άσχημο καιρό, έπρεπε τότε να διανυκτερεύσει σ' αυτό ή σ' εκείνο το χωριό, σε τούτον ή στον άλλον χωρικό* ωστόσο, όταν αυτό αποδεικνυόταν έστω και ελάχιστα εφικτό, τότε κοιμόταν στο ύπαιθρο, ξαπλωμένος πάνω στη διαπλοκή της ζωής με το θάνατο, που εισχωρούσε μέσα στον ύπνο του. Κι όταν άφηνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ή στα χαράματα ελεύθερο το θαυμασμό της ψυχής του να εκτείνεται ως το στερέωμα του ουρανού ή να πιάνει τα μηνύματα της ήρεμης γης, τότε γινόταν ο ίδιος ουράνια και ήρεμη αίσθηση του παντός, ο ίδιος γινόταν το παν που πληροί τον κόσμο και πληρούται απ' αυτόν: τα πετρώματα κάτω από τα πόδια του και τα οστά στο σώμα του γίνονταν ένα με το ψυχρό φέγγος τιον άστρων; συνδέονταν μαζί του, συνδέονταν με την ετοιμότητα για ζωή της άψυχης ύλης, ενόσω η πολυμορ111
φία των όντων τριγύρω και μαςι της και αυτή του εαυτού του, της δικής του ζωντανής σάρκας, της δικής του ζωντανής καρδιάς μαζί με τους παλμούς της, φανέρωνε την ετοιμότητά τους να επιστρέψουν στο άψυχο, κι αυτή η ατέλειωτα έντονη ανταλλαγή ανάμεσα στους πόλους του ζωντανού και του άψυχου αποδεικνυόταν ως το Άμεσο κατ εξοχήν, ως το βαθύτερο φαινόμενο παλίρροιας και αμπώτιδος του παντός, ως η αμεσολάβητη ιερότητα της διάρκειας πον πηγάζει από την ατέλειωτη εναλλαγή θανάτου και ζωής, ως η ιερότητα της αμεσολάβητης απόστασης πον δέχεται εντός της τους ανθρώπους, όταν αυτοί τής υποτάσσονται ανεπιφύλακτα. Αυτός όμως της είχε υποταχθεί και το ξύπνημά του ήταν γνώση της ιερής απόστασης, μέσα στην οποία βρισκόταν. Ήταν κάποτε τεχνίτης, και τώρα ήταν ένας επισκέπτης καθηγητής. Όμως όταν περιδιάβαινε τραγουδώντας την περιοχή, ένας πανύψηλος γίγαντας με λευκή γενειάδα και λευκά μαλλιά, τότε η απόσταση τον τύλιγε σαν ιερό χιτώνιο κι αυτός παρέμενε άτρωτος στις μέλισσες, άτρωτος στη ζωή και άτρωτος στο θάνατο.
112
ν. Η ιστορία της υπηρέτριας Τσερλινε* Τα ρολόγια των εκκλησιών στην πόλη είχαν σημάνει δύο, ηχώντας άτακτα και ανάκατα. Οι μόνοι ήχοι που ξεχώριζαν καθαρότερα προέρχονταν από την εκκλησιά του κάστρου πάνω στο ομαλό ύψωμα της πόλης κι ακούγονταν σαν μουσική κωδωνοκρουσία σε ύφος μπαρόκ. Η καλοκαιριάτικη Κυριακή τραβούσε προς το τέλος της, πιο βαρετά κι ακόμα πιο αργά από τις καθημερινές, κι ο Α. παρακολουθούσε ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού του: το καταλάγιασμα της κίνησης του κόσμου έχει μεταδοθεί στον αέρα, κι όποιος δεν θέλει να επηρεαστεί θα 'πρεπε να γεμίζει τις Κυριακές του με διπλή και τριπλή δουλειά. Τις καθημερινές, ακόμα και σε πλήρη απραξία, δεν ακούς τα ρολόγια των εκκλησιών. Δουλειά; Ο Α. σκέφτηκε το γραφείο που είχε ανοίξει στην εμπορική γειτονιά της πόλης* ήταν φορές που ανέπτυσσε πυρετώδη δραστηριότητα εκεί, συχνά πάντως οι μέρες του κυλούσαν σε απραξία, χωρίς βέβαια να παύουν οι σκέψεις του να περιστρέφονται γύρω από τα λεφτά και την απόκτησή τους. Αυτό τον ενοχλούσε. Το ένστικτό του να μυρίζεται το χρήμα είχε κάτι που τον φόβιζε: Πράγματι, του άρεσε να τρώει, να πίνει και να ζει μια σχετικά άνετη ζωή. Δεν αγαπούσε όμως τα ίδια τα λεφτά* απεναντίας, χαιρότανε να προσφέρει. Προς τι λοιπόν αυτή η φοβερή ευκολία να τραβάει το χρήμα, πέρα από τις ανάγκες του; Το * Η μετάφραση της ιστορίας αυτής οφείλεται στον Γιώργο Κόκκινο. Έγιναν μόνο ελάχιστες επουσιώδεις αλλαγές για την προσαρμογή στο ύφος του υπόλοιπου βιβλίου. 113
ζήτημα της σωστής, της ασφαλούς τοποθέτησης των χρημάτων τον προβλημάτιζε ανέκαθεν περισσότερο από την απόκτησή τους. Τώρα αγόραζε οικόπεδα και σπίτια· πληρώνοντάς τα με πληθωριστικά μάρκα, δεν του κόστιζαν σχεδόν τίποτα. Κι όμως, δεν το χαιρότανε* ήταν σαν μια ενοχλητική εκπλήρωση καθήκοντος. Τα στόρια ήταν κατεβασμένα για τον πρωινό ήλιο και τώρα, παρά την απογευματινή σκιά, βαριότανε να τα σηκώσει πάλι. Δεν πείραζε όμως καθόλου* συσκοτισμένο το δωμάτιο θα παρέμενε δροσερότερο, και το βράδυ θα άνοιγαν τα παράθυρα. Πάντα σε καλό του έβγαινε η τεμπελιά. Ωστόσο δεν ήταν στ' αλήθεια νωθρός· απλώς απέφευγε να παίρνει αποφάσεις. Ήταν ανίκανος να προκαλέσει τη μοίρα του· αντίθετα, ας αποφάσιζε η μοίρα για λογαριασμό του κι αυτός θα υποτασσόταν, όχι βέβαια χωρίς εγρήγορση, ή και κάποια πονηριά, απαραίτητη, αφού αυτός ο τρόπος του να αποφασίζει είχε επιβάλει ένα περίεργο σύστημα συμπεριφοράς: τον έθετε ενώπιον κινδύνων που έπρεπε να αποφύγει, και η φυγή αυτή απέβαινε στη συνέχεια επικερδής. Ο τρελός φόβος που είχε για τις απολυτήριες εξετάσεις, ο φόβος του για τους εξεταστές που θα τον έπιαναν αδιάβαστο, αυτούς που η μοίρα είχε τάξει να εμπνέουν το φόβο, που γνωρίζουν και το παραμικρό μυστικό τού εξεταζόμενου και τον ξετινάζουν σαν να μην είχε μάθει ποτέ του τίποτα, αυτός ο τρελός φόβος που είχε για τις εξετάσεις τον είχε αναγκάσει να φύγει για την Νότιο Αφρική πριν δεκαπέντε χρόνια. Χωρίς δεκάρα αποβιβάστηκε στην ακτή του Κογκό - ο πατέρας, έξαλλος από τα φερσίματα του γιού, είχε πληρώσει μονάχα το ταξίδι-, πανί με πανί και αναποφάσιστος, ωστόσο ευτυχισμένος, γιατί το απρόοπτο δεν χωράει εξεταστές, αλλά μοιρολατρεία: τότε ήταν που άρχισε να πιστεύει στο πεπρωμένο, κι αυτή η πίστη του έπαιρνε τη μορφή μιας νηφάλιας νωθρότητας· έτσι, ίσως λόγω της εγρήγορσης, ίσως λόγω της αδράνειας, ποτέ πια δεν του έλειψαν τα λεφτά. Είτε σαν βοηθός κηπουρού, είτε σαν σερβιτόρος ή υπάλληλος, έκανε καλά τη δουλειά του -και είχε περάσει από πολλές αρχικά- μόνο εφόσον δεν τον ρω114
τούσαν για τα προσόντα και τις γνώσεις του* μόλις του έθεταν τέτοιες ερωτήσεις, εγκατέλειπε αμέσως το πόστο του, κάθε φορά πάντως με κάπως μεγαλύτερο ποσό στην τσέπη, γιατί, όπως συχνά συμβαίνει στις αποικίες, του δίνονταν κάθε φορά ευκαιρίες για λογής λογής πάρεργα και σύντομα οι δουλειές αυτές έγιναν η κύρια ασχολία του. Βρέθηκε στο Κέιπ Τάουν, βρέθηκε στο Κίμπερλι, μπήκε σε μια εταιρία διαμαντιών, όπου έγινε μέτοχος, κι ήταν πάντα η μοίρα του που τον έριχνε εδώ κι εκεί, ήταν που απέφευγε τις δυσάρεστες καταστάσεις, που απέφευγε να δίνει λογαριασμό για τις πράξεις του, όπως θα τού το ζητούσαν αλλού* δε θυμότανε να είχε επέμβει ποτέ ενεργητικά στη μοίρα του, απεναντίας, η επιτυχία του οφειλόταν μάλλον στην αναποφασιστικότητά του, σ' εκείνη τη δημιουργική νωθρότητα που ήταν η πίστη του στο πεπρωμένο και που χάρη σ' αυτήν τα είχε καταφέρει. «Ράθυμη χώνεψη ζωής, ράθυμη και της μοίρας», του έλεγε κάτι μέσα του και τον ξανάφερνε ικανοποιημένο στο παρόν: ας πάει κι αυτή η Κυριακή, ας μείνουν κλειστά τα στόρια, σε καλό θα βγει. Τότε -ίσως μετά από ένα διστακτικό χτύπημα- άνοιξε η πόρτα μια σπιθαμή, όπου τεντωμένο σαν πουλί, πρόβαλε το γέρικο κεφάλι της υπηρέτριας Τσερλίνε: «Κοιμόσαστε;» «Όχι, όχι... περάστε μέσα». «Κοιμάται αυτή». «Ποιά;» Ανόητη ερώτηση. Φυσικά, δεν μπορούσε παρά να εννοεί την ηλικιωμένη βαρώνη. Μ' έναν αέρα περιφρόνησης πάνω απ' το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, είπε πονηρά: «Αυτή εκεί μέσα... κοιμάται βαθιά». Και αμέσως πρόσθεσε, αφενός σαν απόδειξη πως το απόγευμα θα περάσει χωρίς να τους ενοχλήσουν, αφετέρου σαν το πρώτο μέρος του απογευματινού προγράμματος: «Η Χίλντεγκαρντ έχει βγει έξω..., το νόθο». «Τί;» Είχε μπει πια για τα καλά στο δωμάτιο και στεκόταν με σεβασμό σε κάποια απόσταση, τα αρθριτικά στα γόνατά της την ανάγκαζαν όμως να στηρίζεται με το ένα χέρι στην 115
άκρη του κομό: «Την έχοί κάνει με άλλον», αποκάλυψε, «η Χίλντεγκαρντ είναι νόθο». Όσο και αν ήθελε ν' ακούσει κι άλλα, δεν του επιτρεπόταν νίι θίξει το θέμα: «Ακούστε Τσερλίνε, εδώ είμαι ενοικιαστής και οι υποθέσεις αυτές δεν με αφορούν... ούτε καν να τις ακούσω δεν μπορώ». Του έριξε ένα βλέμμα κουνώντας το κεφάλι: «Αφού αυτό σκέφτεστε..., ή τι σκέφτεστε;» Το εξεταστικό της βλέμμα τον ενόχλησε και τον ανησύχησε. Μήπως δεν ήταν καλά κουμπωμένο το παντελόνι του; Αισθάνθηκε άσχημα, σαν να τον είχαν πιάσει επ' αυτοφόρω, και θα προτιμούσε να της έλεγε πως σκεφτόταν τις δουλειές του. Όμως με ποιό δικαίωμα θεωρούσε πως θα της έδινε λογαριασμό; Σώπασε. Εκείνη ένιωσε την αμηχανία του και επέμεινε: «Θα 'ρθει ο καιρός που θα γίνει υπόθεση δική σας, σαν έρθει στο κρεβάτι σας». «Για ακούστε εδώ, Τσερλίνε, τί πράγματα είναι αυτά;» Εκείνη συνέχισε ανεπηρέαστη: «Όλο και ξεπορτίζει, και να 'ταν για κάποιον πραγματικό αγαπητικό που να πλαγιάζει μαζί του, χαλάλι της* γιατί τότε θα 'τανε πραγματική γυναίκα... αλλά είναι μια θεατρίνα, που δεν τη φτάνει καμιά... παριστάνει την πραγματική γυναίκ(ΐ που πάει στα κρυφά στον αγαπητικό της και το κρύβει όπως όπως, με αδέξια ψέματα.... Ακόμα και αδεξιότητα λοιπόν προσποιείται και παίρνει μαζί της το προσευχητάρι- πως τάχα πάει στην εκκλησία-, ίσα ίσα επειδή όλοι ξέρουν πότε έχει λειτουργία, κι επειδή όλοι θα μπούνε στο νόημα, γι' αυτό ακριβώς το κάνει... Τα δήθεν ψέματα που ξεστομίζει είναι δυο φορές ψέματα και κρύβουν πράγματα φοβερά... και το τι κάνει με το προσευχητάρι στο κρεβάτι που πηγαίνει, δε θέλω ούτε να το ξέρω, κι όμως θα το μάθω κι αυτό... όλα θα τα μάθω». Περίμενε μια στιγμή, και καθώς ο Α., που σε ένδειξη άμυνας είχε κλείσει τα μάτια, δεν αποκρινόταν, πλησίασε μερικά βήματα γλιστρώντας με το ένα χέρι πάνω στην κορνίζα του κομό κι αφήνοντας το άλλο να κρέμεται σαν ξυ116
λιασμένο: «Όλα θα τα μάθω, όπως έμαθα τότε πώς η γρι..., η κυρά βαρώνη, έκανε το παιδί, και μάλιστα στο άψε σβήσε το 'μαθα. Γιατί δεν ήμουν πια και τόσο μικρή, ούτε κι εντελώς χαζή, κι ας έχει περάσει καιρός πολύς, πάνω από τριάντα χρόνια. Τότε ήμουνα, ναι, ήμουν ακόμα στης κυρίας στρατηγού... της κυρά βαρώνης τη μακαρίτισσα τη μητέρα. Αυτό κι αν ήτανε φίνο σπιτικό. Ήμουνα πρώτη καμαριέρα, κι η δεύτερη ήταν ο υπασπιστής μου να πούμε, κι είχαμε ακόμα μια μαγείρισσα κι ένα κορίτσι στην κουζίνα. Κι όσο ζούσε ο κυρεξοχότατος, ο κυρ στρατηγός, είχαμε για τις βαριές δουλιές του σπιτιού την ορντινάτσα του που βοήθαγε και στο σερβίρισμα. Τον καιρό εκείνο όμως είχε πια πεθάνει ο κυρεξοχότατος και μιαν ωραία πρωία -Φλεβάρης ήτανε, θυμάμαι σαν χτες το χιόνι που κόλλαγε στα τζάμια υγρό- χτυπάει το κουδούνι η κυρεξοχότατη, κι όπως ανέβηκα, "Τσερλίν" μου λέει, "Τσερλίν, ξέρεις πως πρέπει να μαζευτούμε κάτω στο σπίτι αυτό, εντούτοις δε θα 'θελα να σε χάσω εντελώς",.. .ναι μάλιστα, έτσι το 'πε..., "θα 'θελες να πας στης κόρης μου; Περιμένει παιδί και θα προτιμούσα εσένα στο σπίτι με το εγγόνι μου παρά μια ξένη γκουβερνάντα". Μάλιστα, έτσι μου μίλησε, κι εγώ υπάκουσα και πήγα. Κι ας το 'κανα με βαριά καρδιά. Γιατί δεν ήμουν και κανένα κοριτσάκι πια και, μα το Θεό, θα προτιμούσα να γεννούσα και να μεγάλωνα τα δικά μου παιδιά. Όταν όμως ένα κορίτσι γίνεται υπηρέτρια πρέπει να βγάλει απ' το νου του τέτοιες ιδέες* το κορίτσι που έγινε υπηρέτρια, πρέπει να τα απαρνηθεί όλα τούτα, ένα παιδί είναι γι' αυτήν μια ατυχία που πρέπει πάντα να αποφεύγει. Ήταν κρίμα για μένα* μια ντουζίνα παιδιά θα μπορούσα να κάνω. Έβραζε το αίμα μου όταν με πήρε η κυρεξοχότατη...» - κι έκανε με το χέρι μια ζωηρή κίνηση σαν νά 'θελε να βγάλει μια κραυγή χαράς που ωστόσο πιο πολύ θύμιζε Γκόγια - «τότε έπρεπε να με βλέπατε* το κορμί μου όλο ήταν σφιχτό και γεμάτο, και τα στήθια μου τόσο στητά που όλοι ήθελαν να βάλουν χέρι. Ούτε ο κύριος βαρώνος, που τότε δεν ήταν ακόμα πρόεδρος αλλά ειρηνοδίκης μόνο, ούτε κι αυτός μπόρεσε ν' αντισταθεί. Νομίζετε ότι δε θα 'πρε117
πε τάχα να το κάνει επειδή ήταν φρεσκοπαντρεμένος και δεν ταίριαζε του λόγου του; Α μπα, δεν ήταν γι' αυτό. Αυτός όμως ήταν υπεράνω ηδονής, από κείνους που για το καλό της ψυχής τους δεν κάνει να ποθήσουν καμιά γυναίκα. Ίσως ούτε και τούτην» -έδειξε με τον αντίχειρα πίσω, προς την πόρτα- «να μην την πόθησε ποτέ. Ε, κι αυτή δεν έμπαινε δα σε μεγάλο κόπο να του κάνει τα κέφια. Εγώ, μάλιστα, θα μπορούσα να του κάνω τα κέφια, κι όμως δεν το θέλησα, κι ας ήταν ομορφάντρας· αντί γι' αυτόν, τραβιόμουνα με τον υπηρέτη του κυρεξοχότατου, και παρ' όλο που σχεδόν πάντα ευχαριστιόμουνα, ούτε κι αυτό ήταν ωραίο. Ποτέ σχεδόν κανονικά στο κρεβάτι, πάντα έτσι με τα ρούχα και στα γρήγορα στο σκοτεινό δωμάτιο, στο σαλόνι, όταν έλειπαν τ' αφεντικά στο θέατρο. Για ένα κορίτσι που έρχεται στην πόλη για υπηρεσία, έτσι έχουν τα πράγματα. Οι υπηρέτες είχαν τις κοπελιές τους στο χωριό και δε θα ξεμυαλίζονταν μαζί μου ακόμα κι αν με έκαναν περισσότερο κέφι, κι αν ήμουν εγώ ομορφότερη από κείνες* τα δίκια τα 'χει όποιος περιμένει. Έτσι ήτανε. Ο ανθός της νεότητος» -προφανώς κάπου το είχε διαβάσει- «είχε παρέλθει. Πάνω από δώδεκα χρόνια ήμουνα στης κυρεξοχότατης, και τότε»- πάλι έδειξε πίσω της με τον αντίχειρα«εκείνη ήταν που έμεινε έγκυος κι όχι εγώ. Κι ας κρατιόμουνα εγώ πολύ καλύτερα. Αυτή νίκησε. Κι εγώ δέχτηκα να δουλέψω κοντά της, σ' αυτήν και το μπάσταρδό της». Έκανε μια παύση για να ξεφουσκώσει. Και χωρίς να προσέχει και πολύ τον ακροατή της, που είχε στο μεταξύ ανακαθήσει στον καναπέ, συνέχισε να μιλάει: «Όταν ήρθε στον κόσμο το παιδί, η Χίλντεγκαρντ, ο κύριος βαρώνος ήταν ήδη στα πενήντα κι είχε γίνει πρόεδρος δικαστηρίου. Ίσως και να μην του πολυάρεσε που είχα έρθει στο σπιτικό τους, γιατί όπως κι εγώ ούτε κι αυτός θα το 'χε ξεχάσει πως κάποτε μου είχε πιάσει τα στήθια. Τέτοια πράγματα είναι έξω από χρόνο, σ' ακολουθούν στο μυαλό. Τώρα όμως, όσο καλά και αν κρατιόμουνα κι όσο καλοφτιαγμένη και αν ήμουν, δεν είχε πια μάτια για μένα. Είχε γίνει αυτό που ήτανε προορισμένος να γίνει, δηλαδή 118
κάποιος που δεν ποθεί πια γυναίκα. Ακόμα κι αν δεν μπορούσε πια - δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν μπορούνε, κι αυτό είναι που τους κάνει να θέλουνε. Είναι οι χειρότεροι. Αυτός όμως δεν μπορούσε, επειδή δεν ήθελε, και γι' αυτό όλο και ομόρφαινε. Αν η Χίλντεγκαρντ ήτανε δικό του παιδί, θα 'χε γίνει όμορφη γυναίκα». Ο Α. αισθάνθηκε τώρα την ανάγκη να διαφωνήσει: «Μα, είναι όμορφη γυναίκα, κι όταν πρωτοείδα το πορτρέτο του προέδρου στην τραπεζαρία, πρόσεξα αμέσως την ομοιότητα». Η Τσερλίνε κρυφογέλασε: «Εγώ και μόνο εγώ την έκανα να του μοιάζει. Πήγαινα και ξαναπήγαινα το παιδί μπροστά στον πίνακα και του 'μαθα να κοιτάζει όπως κι αυτός..., το βλέμμα είναι το μυστικό». Οπωσδήποτε, αυτό ήταν εντυπωσιακό* ο Α. είπε σκεφτικός: «Θα πρέπει να έχει αποκτήσει και την ψυχή του μαζί με το βλέμμα». «Αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ, και πόσο το 'θελα..., είναι όμως γυναίκα κι έχει το αίμα του άλλου». «Ποιός ήταν ο άλλος;» Η ερώτηση του ξέφυγε παρά τη θέλησή του κι ήταν πολύ περισσότερο από σκέτη περιέργεια. «Ο άλλος;» - η Τσερλίνε χαμογέλασε- «ναι ο άλλος ερχότανε πού και πού στης κυρεξοχότατης για τσάι και στην αρχή ούτε που το πρόσεξα καν πόσο συχνά ήταν κι η κυρά βαρώνη εκεί, και μάλιστα χωρίς τον άντρα της. Το ότι ο άλλος όμως, ο κύριος φον Γιούνα, ήτανε και πολύ όμορφος, αυτό το πρόσεξα αμέσως: Είχε ρουσοκάστανο γενάκι και μαλλιά, το δέρμα σαν σκούρο φίλντισι και μια μέση σαν χορευτής. Και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ήξερε να τους διαλέγει έναν έναν η κυρά βαρώνη. Μόνο που σ' αυτόν εδώ, αν τον καλοκοίταζες, θα 'βλεπες πίσω από τ' όμορφο γενάκι, ακόμα και πίσω από τ' όμορφο το στόμα, να προβάλλει η ασχήμια τού προσώπου, ότι δεν μπορούσε κι όλο ήθελε, η απαίσια λαγνεία, που μέσα της φωλιάζει ο αδύναμος χαρακτήρας. Κάτι τέτοιους είναι εύκολο να τους καταφέρεις, κι αν μου άρεσε θα τον είχα» - έλιωσε στα δά119
χτυλά της μια φανταστική ψείρα - «από την πρώτη μέρα με το τίποτα. Η κυρεξοχότατη είπε πως του λόγου του όλο λείπει σε ταξίδια, σε διπλωματικές υπηρεσίες, πώς το λένε, διπλωμάτης. Ας είναι. Ήταν εγκατεστημένος στο Παλιό Κυνηγετικό Περίπτερο, έξω στο δάσος» - το χέρι της έδειξε κάπου μακριά - «όχι όμως για το κυνήγι, αλλά για τις γυναίκες που πάντα σπίτωνε. Φυσικά, ο κόσμος περισσότερα ψιθύριζε παρά ήξερε* γιατί κι αυτός έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του για να τους πονηρέψει με τις εμφανίσεις και τις εξαφανίσεις του και με τις πολλές του τις γυναίκες. Ήμουνα κι εγώ περίεργη. Κι από τη γυναίκα τού δασοφύλακα που του φρόντιζε το σπίτι, δεν μπορούσα να βγάλω κουβέντα. Το κρατούσε κλειστό το στόμα της και θα μου 'κανε εντύπωση αν ποτέ την έδιωχνε* του ήτανε εντελώς απαραίτητη. Έτσι ζούσε λοιπόν, και το παιδί τού έμοιαζε απ' την πρώτη κιόλας μέρα. Πώς όμως θα του το παρουσίαζαν τώρα το παιδί; Ανυπομονούσα να μάθω. Ε, λοιπόν, ωραία το σκαρφίστηκε* το εγγονάκι θα 'κανε επίσκεψη στη γιαγιά για τα δίμηνα. Αυτό ήτανε. Πήγαμε λοιπόν στης κυρεξοχότατης το σπίτι. Βάλαμε το παιδί να κοιμηθεί στον ξενώνα, κι ούτε με κλωτσιές δε θα 'βγαινα απ' το δωμάτιο, γιατί το 'ξερα καλά πως όπου νά 'ναι θα 'σκαγε μύτη ετούτος, τυχαία δήθεν. Κι ότι τότε θα παρουσιαζόταν εκείνη, κι αυτό το είχα φανταστεί ακριβώς. Δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ και μου ήρθανε σχεδόν γέλια βλέποντάς την να τον μπάζει σε λίγο μέσα* και μετά, πάλι δαγκώθηκα να μην γελάσω, εκεί που σκύβει αυτός πάνω απ' το κρεβάτι, ο μπαμπάς, και τούτη δεν μπορεί να κρύψει πια τη συγκίνησή της και του πιάνει το χέρι. Ήταν ειλικρινής συγκίνηση, αλλά και πάλι ήταν κάλπικη. Εκείνος ήταν βέβαια πιο ξύπνιος* το πήρε είδηση πως τους παρακολουθούσα και βγαίνοντας μου ρίχνει μια ματιά, σαν να μπορούσε έτσι να ξεφορτωθεί την πατρότητά του, θέλοντας να μου πει ότι εγώ είμαι πλασμένη γι' αυτόν και όχι εκείνη. Κι εγο), χωρίς δισταγμό, του δείχνω πως κατάλαβα». Το αρχικό της χαμόγελο κρύφτηκε μέσα στο πρόσωπο της και αχνόφεγγε πια σαν απόηχος, ζαρωμένο και μαρα120
μένο, γέρικο, κι έμοιαζε μόνιμο, σαν μια στάση ζωής. «Του έδωσα να το καταλάβει και το 'νιωσα κι εγώ η ίδια, ένιωσα να μπαίνει μέσα του η ιδέα και να τον αναστατώνει, κι ακόμα πως δεν θα ησύχαζε πια αν δεν πλάγιαζε μαζί μου. Μου άρεσε αυτό. Τόσο πολύ με είχε ταράξει κι εμένα, παρ' όλο που ούτε αυτός ούτε κι εγώ το πηγαίναμε εκεί. Φτηνός που είναι ο άνθρωπος! Κι όχι μόνο η φτωχή χωριάτα υπηρέτρια, όλοι τους είναι φτηνοί. Μόνο ένας άγιος έχει τη σοφία και τη δύναμη να μην είναι σκάρτος. Αλλά και για να νιώσεις πόθο, όσο φτηνός κι αν είναι, χρειάζεσαι δύναμη. Κι όσοι δεν παραδέχονται πόσο σκάρτοι είναι, μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν τη δύναμη και είναι ανίκανοι να νιώσουν πόθο, αυτοί είναι οι χειρότεροι. Παριστάνουν τους εκλεκτικούς και καταντάνε ακόμα φτηνότεροι, ψεύτες απ' την πολλή φινέτσα, ψεύτες από αδυναμία, όλοι τούτοι που με το σαματά που κάνουν με τα σώψυχά τους προσπαθούν να πνίξουν τον πόθο επειδή δεν τους έρχεται και πολύ καθωσπρέπει. Και πιο συχνά ακόμα, επειδή δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει πόθος, νομίζουν τάχα πως με τις φιλολογίες μπορούν να τον προκαλέσουν και να τον κρατήσουν. Και με απάτη -δηλαδή με το νου- θέλουν να τον κερδίσουν, αυτόΤ που την ίδια στιγμή τον πνίγουν. Και η κυρά βαρώνη; Λέξη δεν έβγαζε τη μέρα, αλλά πάω στοίχημα, τη νύχτα όλο ψυχαντάρα θα ήτανε. Έχει βέβαια το ελαφρυντικό ότι δεν υπήρξε ποτέ γυναίκα πραγματική κι ότι της ήταν αδύνατο να διδαχτεί τέτοια πράγματα από εκείνον τον αγνό και ενάρετο άνθρωπο, τον κύριο βαρώνο. Ήταν φυσικό λοιπόν να πέσει στα χέρια τού άλλου, του λάγνου. Το παιδί το σκάρωσε μαζί του στο τελευταίο ταξίδι της στα λουτρά* το 'χω λογαριασμένο ακριβώς. Τώρα όμως; Γιατί δεν κλέφτηκε μαζί του; Γιατί δεν το 'σκασε για το εξοχικό του; Α, μπα! Ο πόθος της ήταν πολύ μικρός κι ο φόβος πολύ μεγάλος, ήταν χαρακτήρας αδύνατος και κάλπικος. Θα 'τανε το ίδιο σαν να της έλεγαν να πλαγιάσει μαζί του στη μέση της πλατείας. Θέλησα παρ' όλα αυτά να τη βοηθήσω, σε βάρος του δικού μου πόθου, δηλαδή χωρίς να λογαριάσω ζήλειες, αλλά δε γινότανε. Όταν τέλος ο 121
κύριος πρόεδρος πήγε κάποτε στο Βερολίνο, μπήκα κατευθείαν στο ψητό. "Κυραβαρώνη", είπα, "θα 'πρεπε να καλείτε και κανέναν άνθρωπο πού και πού". Μου απαντάει χαζά: "Κανέναν άνθρωπο; Σαν ποιόν;" Κι εγώ λέω δήθεν τυχαία: "Ε, ας πούμε τον κύριο φον Γιούνα". Τότε με στραβοκοιτάει και λέει: "Α όχι, όχι αυτόν". Ξέχνα το λοιπόν, σκέφτηκα. Κι όμως, της κάθησε στο μυαλό κι ύστερα από μερικές μέρες τον κάλεσε σε δείπνο. Μέναμε τότε ακόμα στην ωραία βίλα και οι χώροι υποδοχής με την τραπεζαρία βρίσκονταν στο ισόγειο* δεν είχαμε τέτοιο στρίμωγμα με τα έπιπλα όπως εδώ, που παντού σκοντάφτεις πάνω τους και δεν προλαβαίνεις τίποτα να τελειώσεις κι έχεις και τη Χίλντεγκαρντ να μη δίνει ένα χεράκι. Ήτανε λοιπόν μια τραπεζαρία με τα όλα της κι η κυρά βαρώνη κάθησε μαζί του στο τραπέζι, παστρικά και φρόνιμα κι οι δυο τους· εγώ σερβίριζα κι ούτε που αποκρίθηκα στα βλέμματά του και έπειτα ζήτησα άδεια να αποσυρθώ. Η κάμαρά μου, πάνω στη σοφίτα, ήταν κι αυτή φυσικά πολύ καλύτερη απ' το δωμάτιο που έχω εδώ. Όταν αργότερα κατέβηκα κάτω στις μύτες των ποδιών για να δω πώς είναι η κατάσταση, αντίκρισα τα ίδια· κάθονταν φρόνιμα πλάι πλάι, στο σαλόνι τώρα. Χάζευε βαριεστημένος με τα ωραία τα παθιάρικα μάτια του κι ούτε όταν αυτή σηκώθηκε για να του ξαναγεμίσει το φλιτζάνι δεν προσπάθησε να της χαϊδέψει το χέρι ή έστω να της το αγγίξει. Τον έχασε κι αυτόν λοιπόν, σκέφτηκα τότε μέσα μου. Όταν στριφογυρνάς στο κρεβάτι μόνο από αγάπη κι όχι από πόθο κάτι πάει στραβά. Ήτανε πια όλα χαμένα, κι εδώ που τα λέμε τους λυπόμουνα και τους δυο, ιδίως εκείνον, ήταν και το παιδί που τους έδενε. Κατά βάθος βέβαια ήμουν ευχαριστημένη, και γι' αυτό κιόλας τον περίμενα να περάσει, κρυμμένη μέσα στους θάμνους στην πρασιά, έτσι που μόλις βγήκε από το σπίτι, χωρίς καθυστέρηση, χωρίς να πούμε κουβέντα, σαν αστραπή πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και φιληθήκαμε. Τόσο είχα κολλήσει στο στόμα του με τα χείλια μου, τα δόντια μου, τη γλώσσα μου, που σχεδόν λιποθύμησα, κι όμως κατάφερα να του αντισταθώ. Δεν μπόρεσα να το εξηγήσω 122
πώς και δεν κυλίστηκα στο χορτάρι μαζί του, κι ακόμα λιγότερο πώς και δεν τον τράβηξα πάνω στην κάμαρά μου, σαν μου το ζήτησε με βραχνή φωνή, παρά του απάντησα "στο εξοχικό"· όταν όμως φάνηκε η τρομάρα στα μάτια του, σαν την τρέλα που πιάνει τα ζώα, καθώς μου φανέρωσε πως έμενε με μια γυναίκα εκεί πέρα και πως του ζητούσα επομένως κάτι το αδύνατο, τότε είναι που κατάλαβα ότι σ' αυτό το αδύνατο αντιστεκόμουνα, ότι η επίμονη και ανελέητη περιέργεια για το εξοχικό μ' έτρωγε πιο πολύ κι απ' τον πόθο μου, κι ότι παρ' όλα αυτά ήταν κι εκείνη μέρος του πόθου, είναι η πίκρα και το σαράκι του». Η ταραχή της που διαρκούσε ακόμα την ανάγκασε να καθήσει στηρίζοντας τους αγκώνες στο τραπέζι και το κεφάλι ανάμεσα στις γροθιές και να σωπάσει για λίγο. Ό ταν ξανάρχισε την αφήγηση, η φωνή της ήταν εντελώς αλλαγμένη· ήταν ένας ψίθυρος, μια χαμηλόφωνη ψαλμωδία, λες και κάποιος άλλος μιλούσε μέσα της: «Φτηνός είναι ο άνθρωπος κι η μνήμη του γεμάτη τρύπες που δεν θα μπορέσει ποτέ να τις μπαλώσει. Πόσα και πόσα απ' αυτά που θα λησμονηθούν για πάντα δεν πρέπει να συμβούν, για να σηκώσουν πάνω τους εκείνα τα λίγα που θα μείνουν για πάντα αξέχαστα. Ο καθένας μας ξεχνάει τα καθημερινά του. Τα δικά μου ήτανε όλα τούτα τα έπιπλα που ξεσκόνιζα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, όλα τα πιάτα που έπρεπε να πλυθούν, κι όπως όλοι καθόμουνα κι εγώ κάθε μέρα στο τραπέζι για να φάω. Όπως όλοι όμως, απλά τό ξέρουμε, χωρίς να το θυμόμαστε, σαν νά 'χει συμβεί χωρίς καιρό, ούτε με ήλιο ούτε με βροχή. Ακόμα και η ηδονή που έχω απολαύσει απόγινε χώρος δίχως καιρό, και παρ' όλο που κρατάω ακόμα μέσα μου ευγνωμοσύνη για τα σώματα που μου τη χάρισαν, όλο και πιο πολύ σβήνονται τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά που κάποτε σήμαιναν για μένα πόθο, ακόμα κι αγάπη, βουλιάζουν μέσα σε μιαν ευγνωμοσύνη σαν ποτήρι χωρίς περιεχόμενο. Ποτήρια άδεια, κενά. Κι όμως, αν δεν υπήρχε το κενό, αν δεν ήταν η λησμονιά, δε θα βλάσταινε το αλησμόνητο. Η λησμονιά, με άδεια τα χέρια, κουβαλάει το αλησμόνητο και το αλησμό123
νητο κουβαλάει εμάς. Με τη λησμονιά ταίζουμε το χρόνο, το θάνατο, όμως το αλησμόνητο μας το χαρίζει ο θάνατος, και τη στιγμή που θα το δεχτούμε βρισκόμαστε ακόμα εδώ, αλλά ταυτόχρονα είμαστε κιόλας εκεί όπου ο κόσμος χάνεται στα σκοτάδια. Γιατί το αλησμόνητο είναι κομμάτι από το μέλλον, εκείνο το κομμάτι αιωνιότητας που μας έχει χαριστεί όσο ζούμε και που μας κρατάει και κάνει το πέσιμό μας στα σκοτάδια πιο απαλό, σαν νά 'ταν πέταγμα. Κι ό,τι συνέβηκε ανάμεσα σε μένα και τον κύριο φον Γιούνα δεν ήταν παρά ένα τέτοιο σκοτεινό, απαλό κι άχρονο δώρο θανάτου, κι όταν έρθει η ώρα θα βοηθήσει να με πάει σιγανά αλλού, ακουμπώντας κι αυτό σ' όλες μου τις αναμνήσεις. Θα πούνε όλοι πως ήτανε αγάπη, αγάπη ως το θάνατο. Ό χ ι , δεν έχει τίποτα να κάνει με την αγάπη, κι ακόμα λιγότερο με αισθηματισμούς και τέτοια. Πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν αλησμόνητα, να μας μεταφέρουν και να μας συνοδέψουν χωρίς ποτέ να είναι αγάπη ή να μπορέ^ σουν ποτέ να γίνουν αγάπη. Το αλησμόνητο είναι μια στιγμή ωριμότητας που βγαίνει από άπειρες προηγούμενες στιγμές, προηγούμενες ομοιότητες, και που υπάρχει μέσα σ' αυτές, είναι η στιγμή που νιώθουμε ότι καθώς διαμορφώνουμε, διαμορφωνόμαστε κι εμείς, πως έτσι σχηματιζόμαστε. Είναι επικίνδυνο να το μπερδεύουμε με την αγάπη». Έτσι τα άκουσε αυτά ο Α., αν και δεν ήταν βέβαιο ότι αυτά είχε πει η Τσερλίνε. Αρκετοί ηλικιωμένοι μιλάνε καμιά φορά σαν να ψέλνουν μονότονα και τότε είναι εύκολο να συμπληρώσει κανείς τις κουβέντες τους με τη βοήθεια της φαντασίας, ιδίως ένα ζεστό κυριακάτικο απόγευμα του καλοκαιριού με τα στόρια κατεβασμένα. Ο Α. ήθελε να σιγουρευτεί και περίμενε να ξαναρχίσει το τραγουδητό, η Τσερλίνε όμως γύρισε πάλι στη συνηθισμένη γεροντίστικη ομιλία της: «Εννοείται πως θα μπορούσε να ξεπεράσει την αντίστασή μου εκεί μέσα στις φυλλωσιές της νύχτας. Αν τό 'χε κάνει, θα τον είχα σίγουρα ξεχάσει ύστερα, όπως καμπόσους άλλους. Δεν τό 'κανε όμως. Οι αδύναμοι είναι συνήθως και υπολογιστές, κι είναι αδιάφορο αν έφυγε από αδυναμία ή υπολογισμό, εμένα πάντως με ξετρέλανε. Δεν 124
είχε φύγει καλά καλά κι εγώ άρχισίχ να τον περιμένω σαν τρελή και το πώς δεν του 'γραψα να γυρίσει αμέσως πίσω στην κάμαρά μου, μέσα μου, ήταν θαύμα. Θαύμα που βγήκε πάντως σε καλό. Γιατί, προτού καν περάσει η βδομάδα έφτασε γράμμα του. Μου ήρθανε γέλια σαν το είδα. Είχε γράψει τη διεύθυνση με κεφαλαία πάνω σε φάκελο εμπορικής αλληλογραφίας για να μην προσέξει η κυρά βαρώνη πως γράφει και σε μένα, κι έλεγε πως θα με περίμενε το επόμενο βράδυ κιόλας κοντά στο τέρμα του τραμ για μια βόλτα με το αμάξι του. Και η βαρώνη να είχε λάβει γράμμα του, και να το διάβαζε κάτω στο σαλόνι, πάλι εγώ ήμουν η κερδισμένη, κι ας μην ανέφερε εκείνος τίποτα για το εξοχικό -άρα το είχε ακόμα σπιτωμένο το θηλυκό-, ένας λόγος παραπάνω να βρεθώ την επομένη επί τόπου και προτού ακόμα καθήσω στο πλάι του, του τά 'πα όλα χύμα* τίποτα δεν μου απάντησε, κι επειδή η σιωπή του ήτανε σαν ομολογία τον φίλησα και του είπα "τράβα μπρος, οπουδήποτε εκτός από το εξοχικό, δυστυχώς". Λέει τότε αυτός "την επόμενη φορά στο εξοχικό". Τον ρωτάω τότε αν το υπόσχεται και λέει "ναι". "Στ' αλήθεια θα την διώξεις;" ρωτάω και λέει και πάλι "ναι". Και για να είμαι εντελώς σίγουρη, τον ρωτάω αν αυτή έχει περιποιημένα χέρια. "Ναι", λέει ξαφνιασμένος, "γιατί;" Βγάζω τότε τα γάντια μου και ακουμπάω τα δυο κόκκινα χέρια μου πάνω στην όμορφη υφασμάτινη κουβέρτα του αμαξιού που ήταν απλωμένη στα γόνατά μας και λέω "χέρια πλύστρας". Κοιτάζει τα χέρια χωρίς να δείξει αν τον πείραξε* απεναντίας λέει: "Κάθε άντρας χρειάζεται ένα τίμιο και δυνατό χέρι για να τον ξεπλύνει από τις αμαρτίες". Παίρνει τότε τα χέρια μου και τα φιλάει, όχι όμως εκεί που ήταν κόκκινα, αλλά στους καρπούς, και τότε κατάλαβα πως τον είχε πειράξει, ώστε το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν "ξεκίνα", γιατί αλλιώς θα είχα κλάψει πολύ. Τραβήξαμε λοιπόν τον στενό δρόμο μέσα από τα θερισμένα χωράφια* μια κοίταζα πέρα το τοπίο και μια κάτω, τη στενή λουρίδα, το χορτάρι ανάμεσα στα σκονισμένα ίχνη των τροχών όπου τ' άλογά μας άφηναν κι άλλες πατημασιές με τις οπλές τους, αμολώντας κά125
που κάπου κοπριές. Ήτανε όπως ακριβώς και στο σπίτι μας, στο χωριό. Μόνο που έζεψε μαύρους δε μου άρεσε* ο μαύρος δεν είναι άλογο για να οργώνει ο αγρότης, αλλά για να χάνεται ο άνθρωπος στα σκοτάδια. Όμως σαν του τό 'πα γέλασε, "εσύ 'σαι το χωράφι μου και τ' άγνωστο μαζί", και μ' άρεσε τόσο πολύ αυτό που σφίχτηκα ολόκληρη πάνω του. Ακόμα και σήμερα, όσο γριά κι αν είμαι, νιώθω την λαχτάρα που είχε φουντώσει μέσα μου, νιώθω όλο και πιο πολύ πόσο ήθελα να μου κάνει ένα παιδί, πολλά παιδιά. Μη βάλεις στο μυαλό σου πως τον αγαπούσα. Να τον δεχτώ ήθελα, όχι να τον αγαπήσω* γιατί ήτανε ξένος και άγνωστος κι ακόλαστος. Κι ακόμα και στη δροσερή άκρη του δάσους όπου την ένιωθες κιόλας τη νύχτα κι ας ήτανε ακόμα αδιόρατη, κρεμασμένη ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, ούτε κι εκεί άκουσα τον πόθο μου* κράτησε τ' άλογα, εγώ όμως δεν κατέβηκα και για πονέσω και του δυο μας του θύμισα ότι με περιμένει το παιδί του κι ότι δεν πρέπει να καθυστερώ άλλο. ^Ανοησίες!" φώναξε, κι επειδή δεν ήταν ανοησίες έριξα κι άλλο λάδι στη φωτιά: "Όταν μου κάνεις παιδιά δικά μου, δεν θα το 'χω πια ανάγκη αυτό". Με κοίταξε σαν χαμένος, κι ήταν πάλι παγωμένα τα μάτια του απ' τον τρόμο, τη φορά αυτή βέβαια επειδή κατάλαβε πως είχε φορτωθεί και τρίτη γυναίκα, καινούρια γυναίκα με καινούριες απαιτήσεις, κι ας μην είναι αυτά για υπηρέτριες. Και για να κάνω τον κύριο φον-Γιούνα και την υπηρέτρια ξανά ίσα κι όμοια, κι επειδή ο πόθος του πάλευε άγρια με τον τρόμο του, τον φίλησα παθιασμένα, σαν να τον αποχαιρετούσα. Μετά απ' αυτό με γύρισε πίσω στο τραμ φρόνιμα και χωρίς δεύτερη κουβέντα. Παρ' όλο που είχαμε συμφωνήσει πως με το επόμενο γράμμα του θα με καλούσε στο εξοχικό, καθόλου δεν το πίστεψα, όσο και να το λαχταρούσα». Προφανώς, ήταν πάλι ώρα για κάποιο διάλειμμα στην ένταση, ενώ η γλώσσα ύγραινε τα κουρασμένα χείλη της να πούνε κι άλλα: «Κι επειδή καθόλου δεν περίμενα να έρθει εκείνο το γράμμα, μ' ενοχλούσε διπλά να παίρνει γράμματά του η κυ126
ρά βαρώνη -αυτή που για το εξοχικό ένιωθε πιο πολύ τρόμο παρά λαχτάρα. Κι από γινάτι ήθελα να τ' αποκτήσω. Βέβαια, ήτανε ποστ ρεστάντ, αλλά θα μπορούσα ίσως να βρω έναν φάκελο με το σύνθημα. Ε, άρχισα λοιπόν κι εγώ να ψαχουλεύω καθημερινά στο καλάθι των αχρήστων τής κυρά βαρώνης και στο πι και φι τον βρήκα τον κωδικό. Φοβισμένοι ήταν, αλλά όχι και προσεχτικοί. Ούτε καν εξουσιοδότηση δε χρειάστηκε. Και για νά 'ναι σ' όλους φανερό, είχανε απλώς αλλάξει το Ελβίρε, πού 'ναι τ' όνομα της κυρά βαρώνης, σε Ιλβέρε* αυτό ήταν το σύνθημα. Από τότε λοιπόν, κάθε φορά που πήγαινα για ψώνια ή έβγαζα το παιδί με το καροτσάκι, έπαιρνα τα περισσότερα γράμματα από τη θυρίδα, τα άνοιγα προσεχτικά στον αχνό κι αφού τα διάβαζα, τους κόλλαγα νέο γραμματόσημο και τά 'ριχνα και πάλι στο κουτί. Έκλεψα και μερικά. Μπροστά σ' αυτά που γράφανε δεν ήταν κλεψιά. Τι βρωμιές! Τι ψυχαντάρα! Εκτός απ' τη "βασίλισσα των ξωτικών", όπως είχε τώρα πια προβιβαστεί η "βασίλισσα Ελβίρα", τα γράμματα ξεχειλίζαν από αγιοσύνες και αγνές μητρότητες και από το νεραϊδόπουλο και θείο τέκνο, και σαν να μην έφταναν αυτά, είχα και το θείο νεραϊδόπουλο να ουρλιάζει δίπλα μου για να το αλλάξω! Το φριχτότερο πάντως ήτανε τα κλαψουροκακαρίσματα για την άλλη γυναίκα, στο εξοχικό. Τα κράτησα καλά στο μυαλό μου αυτά, και τα χειρότερα τα έκλεψα. Η γυναίκα αυτή ήταν, λέει, τέτοια "κολλιτσίδα που δεν μπορεί να τη βγάλει από πάνω του", "φόρτωμα της μοίρας", κάποια που "αρνείται ν' αδειάσει τη γωνιά", "μια εκβιάστρια που στηρίζεται στην κολάσιμη αδυναμία μου", κι απειλεί μετά πως θα βρει τρόπο να ξεκάνει σύρριζα το κακό* μάλιστα, αυτά της έγραφε, και στο τέλος της γραφής εύχεται "κι εσύ, αγαπημένη, να μπορούσες να πράξεις το ίδιο με τον τυραννικό σου σύζυγο". Φυσικά, πολλά από αυτά τά 'λεγε επίτηδες* μόνο με συναισθηματισμούς και αερολογίες μπορούσε να κάνει το καθήκον του απέναντι σ' ένα πρόσωπο σαν την κυρά βαρώνη κρατώντας την συνάμα σε απόσταση. Κι όσο για την άλλη, στο εξοχικό, τον πίστευα ευχαρίστως ότι ευχότανε να την πάρει ο 127
διάολος, ιδίως που εξαιτίας της δεν μπορούσε να πλαγιάσει μαζί μου. Παρ' όλα αυτά το πράγμα με αηδίαζε. Ετούτο το σιχαμερό "πλύνε με και μη με βρέξεις". Ε, λοιπόν, εγώ, μια αγράμματη χωριατοπούλα, ντράπηκα για λογαριασμό του με τις ψευτιές που έλεγε ο καθωσπρέπει κύριος, και ντράπηκα ακόμα περισσότερο που ετούτος ήταν ο άντρας που λαχταρούσα μ' όλες μου τις αισθήσεις. Σχεδόν χαιρόμουνα που δεν του ήμουνα αρκετά εκλεκτή για τέτοια παινεσιάρικα γράμματα και που δεν είχα λάβει κανένα. Αλλά να, το γράμμα ήρθε, έφτασε ξαφνικά, δυο αράδες μόνο, και με ρωτούσε πότε θα πάω στο εξοχικό. Ένας Θεός ξέρει πώς φτερούγισε η καρδιά μου. Τον κράτησε το λόγο του. Το πράγμα αυτό είχε σημασία για μένα, ειδικά μετά τα κουρελόχαρτά του που είχα διαβάσει εκείνες τις βδομάδες: είχε σημασία για μένα να μπορώ να τον εκτιμώ και να μην απογοητευτώ πάλι, ώστε συγκράτησα την τρελή μου ανυπομονησία και πίεσα τον εαυτό μου να περιμένει τρεις μέρες ακόμα. Γιατί ήθελα, βλέπεις να πιάσω και το επόμενό του γράμμα στην κυρά βαρώνη. Κι άμα καυχιότανε γράφοντας πως για χάρη της τάχα έδιωξε την άλλη από το εξοχικό, ούτε που θα 'θελα πια να τον αντικρίσω. Με τρεμάμενα χέρια παρέλαβα το γράμμα από τη θυρίδα* κόντεψε να μου πέσει στο νερό που έβραζε, όπως το άνοιγα, κι όταν πια είδα ότι δεν έγραφε λέξη πως έδιωξη τη λεγάμενη... δεν το χώραγε το μυαλό μου. Με τα πολλά το πίστεψα κι ανέβηκα τρέχοντας στης κυρά βαρώνης να της ζητήσω άδεια να πάω στο χωριό μου. Τέσσερις βδομάδες ζήτησα* μου έδωσε τρεις». Ξαφνικά, επέστρεψε από το παρελθόν και αντιλήφθηκε πού βρισκόταν. Και με μεγάλη επιμονή άρχισε να -Ατιώνει το κάλυμμα από κρετόν κάτω από το ανθοδοχείο, ^το τραπέζι ^ιπροστά της, λες και είχε κάποια κρυμμένη τσάκιση που έπρεπε να αποκαλύψει ώστε να δώσει κάποιο νόημα στην άχρηστη κίνηση. Δεν είχε όμως ξεφύγει εντελώς από το παρελθόν: «Αυτή η ιστορία με συντροφεύει στο πέρασμα του χρόνου, τα χρόνια περνάνε και τούτο μένει, όσες φορές και να το διηγηθώ* λέω πως μπορώ, κι όμως δε γίνεται να 128
το ξεφορτωθώ». Κι όταν ο Α. θέλησε να πει κάτι, τον έκοψε καλόκεφα: «Θέλω όμως πράγματι να το ξεφορτωθώ;» Έτσι, ξανάπιασε το τραγούδι. «Δε θα με πιστέψεις, αλλά τη λυπόμουνα την κυρά βαρώνη. Και μάλιστα από παλιά, από τότε που κρυφάκουγα έξω απ' την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, κι ούτε τρίξιμο δεν ακουγόταν. Ακόμα κι αν χαιρόμουν που ο κύριος βαρώνος με την αυστηρότητά του έτσι το επιθυμούσε, αυτή πάντως χρώσταγε κάτι σ' εκείνον, αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό. Μέχρι σήμερα τη νιώθω την κακομοιριά της. Κι όταν ύστερα έπεσαν στα χέρια μου τα γράμματα με όλες αυτές τις ψευτιές -όσο και να με πονούσε που της έγραφε και μάλιστα τέτοια πράγματα-, κι όμως τη λυπόμουνα ακόμα περισσότερο, ίσα ίσα επειδή δεν είχε καταλάβει τίποτα κι επειδή οι απαντήσεις της -που κι αυτές ήθελα τώρα να τις διαβάσω- θα ήτανε σίγουρα γεμάτες από ακόμα χειρότερες ψευτιές. Δεν ήμουν λοιπόν εγώ η πλούσια από τις δυο μας;» Κοίταξε θριαμβευτικά τον Α., κι αυτός κατάλαβε πως αφηγούνταν τη μεγαλύτερη νίκη της ζωής της. Καταλάβαινε όμως επίσης πως τα γράμματα του κυρίου φον Γιούνα δεν ήταν και τόσο υποκριτικά, όπως ισχυριζόταν η γριά Τσερλίνε. Διότι το δαιμόνιο της ηδονής που τον είχε καταλάβει περιέχει αφενός, στην καλύτερή του πλευρά, τη σοβαρότητα, την τιμιότητα και την ειλικρίνεια της ηδονής του. Αφετέρου όμως είναι η ένοχη συνείδηση για τη συσκότιση του Εγώ, που ενυπάρχει σε κάθε δαιμόνιο. Ακόμα λοιπόν και όταν ο άνδρας που έχει αφεθεί στην ηδονή ειλικρινά τρομάζει και δικαιολογημένα απωθείται από την υποκρισία της ψυχρής γυναίκας, η ατέλειά της αυτή, ιδίως όταν μεταστραφεί σε μητρότητα- θα του φανεί σαν κάτι το αιθέριο, που δεν το φτάνει ο νους του, κάτι το μυστηριώδες, μαγικό και εξώκοσμο που η χθόνια φύση του οφείλει να υπηρετεί. Κάτι από αυτά υπάρχει σε κάθ^ άντρα, και όχι μόνο σ' αυτόν που κυνηγάει την ηδονή, και με τον τρόπο αυτό ο Α. όχι μόνο κατανοούσε, αλλά και επιδοκίμαζε τη συμπεριφορά του κύριου φον Γιούνα. Χωρίς να 129
αμφισβητεί καθόλου τα λεγόμενα της Τσερλίνε, έλαμπε ωστόσο και στα δικά του μάτια το φωτοστέφανο της νεράιδας γύρω από τη μορφή της βαρώνης. Αδιάφορο, το ανακοινωθέν της νίκης συνεχίστηκε: «Κράτησε το λόγο του κι εγώ ένιωθα ζάμπλουτη, κι ας κρατούσα μόνο μια βαλιτσούλα υπηρέτριας φεύγοντας από το σπίτι. Θα μπορούσα να είχα φύγει απ' το πρωί, ήθελα όμως να φτάσω νύχτα, κι έτσι είχε πια σκοτεινιάσει. Περίμενε και πάλι στο τέρμα του τραμ με τους μαύρους ζεμένους στο αμάξι του. Ήμασταν κι οι δυο μας σοβαροί. Ο πλούτος σε κάνει σοβαρό. Για μένα ο πλούτος ήταν η αιτία, κι ευχόμουνα να ήταν και γι' αυτόν. Βέβαια, ποιός ξέρει τι είναι αυτό που κάνει τον άλλο σοβαρό. Και πάνω στη δυσπιστία μου του δήλωσα μόνο δέκα μέρες άδεια, καθώς ανέβαινα για να καθήσω δίπλα του, στο κάθισμα του αμαξά. Αν περάσουμε ωραία θα του φανερώσω και τις υπόλοιπες δέκα, σκέφτηκα, κι άμα θελήσει ο Θεός θα του προσφέρω την αιωνιότητα, μιαν ολάκερη ζωή. Αυτός δεν είπε τίποτα και παρέμεινε σιωπηλός και σοβαρός όταν τ' άκουσε, κι έτσι αναγκάστηκα να καταπιώ στα γρήγορα την απογοήτευση μου που δεν έδειξε να λυπάται για το πόσο λίγο είναι δέκα μέρες. «Πάμε μια βόλτα με το αμάξι», τον παρακάλεσα τότε. Μπήκαμε έτσι με βηματισμό στο δάσος κι ανεβήκαμε το λόφο· βρισκόμασταν σε δρόμο ξυλοκόπων κι ήτανε κατασκότεινος, κι ούτε αυτός έκανε να μ' αγκαλιάσει ούτε κι εγώ. Εκεί πάνω στην κορυφή μόλις που έφεγγε το σούρουπο* μπορούσες για λίγες στιγμές ακόμη να διακρίνεις τις καμπανούλες που πλημμύριζαν το ξέφωτο, και έπειτα μόνο ο ουρανός πια ήτανε φωτεινός και πάνω του τα πρώτα αστέρια. Ακόμα κι οι σωροί των κορμών στην άκρη του ξέφωτου χάθηκαν γρήγορα στη μαυρίλα, αφήνοντας μόνο τη μυρωδιά τους σαν να την είχε μαγέψει το τερέτισμα των γρύλλων. Γιατί, ότι και να ήταν, γρύλλοι, καμπανούλες κι αστέρια, το ένα κράταγε το άλλο χωρίς να αγγίζονται. Εκεί στη μέση σταθήκαμε με το αμάξι κι όλα όσα ήταν γύρω τα έκλεισα μέσα μου και θα τα έχω παντοτινά φυλαγμένα, γιατί αυτά με κράτησαν και με κρατάνε 130
ακόμα. Κι όλα γύρω ήταν μέρος του πόθου μας* ο δικός του μέσα στον δικό μου, ο δικός μου στο δικό του, χωρίς το χέρι του ν' αγγίξει το χέρι μου ούτε εγώ το δικό του. "Πάμε σπίτι", είπα τότε. Κατηφορίζοντας ήτανε τώρα ακόμα πιο σκοτεινά. Οι μαύροι κατέβαζαν προσεχτικά τα πέταλά τους κι όταν χτυπούσαν κανέναν βράχο έβγαιναν σπίθες. Το χειρόφρενο ήταν τραβηγμένο ως επάνω* οι τροχοί σέρνονταν στη γη* κάπου κάπου ακούγονταν οι πέτρες να τρίζουν καμιά φορά με χτυπούσε στο πρόσωπο κάποιο κλαδί με νοτισμένα φύλλα* τίποτα απ' αυτά δεν πρόκειται ποτέ μου να ξεχάσω. Και ξαφνικά, λασκάρει τα φρένα και είμαστε σε ίσιωμα, στεκόμαστε μπροστά στο σπίτι όπου δεν έφεγγε ούτε ένα φως. Με τη σκοτεινιά του στεκόταν μέσα στη μαυρίλα της νύχτας. Μέσα μου, όμως, έκαιγε το λαμπρό φως της ευτυχίας. Με βοήθησε να κατεβώ κι οδήγησε το αμάξι στο στάβλο* κι άμα δεν άκουγα τα πέταλα στο πάτωμα του στάβλου, σχεδόν θα το πίστευα πως δεν θα ξαναρχόταν πια σε μένα, τόσο σκοτεινά ήταν εκεί. Ξαναγύρισε και δεν ανάψαμε κανένα φως στο σπίτι. Κι ούτε κουβέντα δεν είπαμε, τόσο σοβαρά ήτανε τα πράγματα». Η φωνή της είχε βραχνιάσει από την ταραχή και ξανακουγόταν τώρα εκείνο το τραγόυδητό σαν ψαλμωδία: «Ήτανε ο καλύτερος εραστής* κανείς άλλος δεν μπορούσε να του παραβγεί. Σαν κάποιος που ψάχνει προσεκτικά να βρει το δρόμο του, έτσι αναζητούσε και τη δική μου απόλαυση. Ήτανε ανυπόμονος να με χαρεί. Σαν νά 'χε ρίγος έτρεμε απ' την προσμονή, κι όμως συγκρατήθηκε και με συγκράτησε κι εμένα, περιμένοντας ώσπου να φτάσω στην άβυσσο, εκεί που ο άνθρωπος νιώθει τη στερνή του πτώση. Αν ήταν ρέμα αυτό που ξεχύθηκε και με συνεπήρε, το είχε νιώσει να 'ρχεται και το είχε αφουγκραστεί. Γυμνή ήμουνα και μ' έκανε γυμνότερη, σαν να γινόταν να βγουν κι άλλα ρούχα απ' τη γύμνια. Γιατί η ντροπή είναι κι αυτή σαν ρούχο. Και με τόση προσοχή τράβηξε από πάνω μου και το τελευταίο ίχνος ντροπής ως εκεί που η μοναξιά τού ανθρώπου σπάει, για να μπορέσει να ζευγαρωθεί ως τα κατάβαθα της. Σαν γιατρός καταγινόταν προσεχτικά μαζί 131
μου, αλλά για την απόλαυση μου ήταν δάσκαλος. Δίδαξε το κορμί μου να 'χει επιθυμίες και να δίνει διαταγές, σκληρές όσο και τρυφερές, επειδή η απόλαυση έχει πολλές λεπτές αποχρώσεις που η καθεμιά έχει και το λόγο της. Γιατρός ήτανε και δάσκαλος κι υπηρέτης της απόλαυσής μου συνάμα. Γιατί ήταν σαν να μη γνώριζε άλλη ευχαρίστηση από τη δική μου* κι όταν φώναζα από ηδονή, ήταν γι' αυτόν ο έπαινος που χρειαζότανε για να του ξανακεντρίσει την επιθυμία. Ήταν δυνατός κι ήταν τεράστιος στην αδυναμία του. Κι ο πόθος μάς συνέπαιρνε όλο και πιο πολύ που γινήκαμε ένα σώμα, μια ψυχή. Ενωμένοι σε μια ύπαρξη σταθήκαμε πάνω στην άκρη του γκρεμού εκείνα τα μερόνυχτα. Κι όμως, τό 'ξερα πως δεν ήτανε για καλό. Γιατί η γυναίκα οφείλει να υπηρετεί την ηδονή του άντρα, κι όχι ανάποδα. Καλά έκαναν τα παλικάρια που με ρίχνανε χάμω για να δοθούν στη δική τους ηδονή χωρίς να νοιαστούν για τη δικιά μου. Ακόμα κι όταν μιλούσαν για αγάπη ήταν τα λόγια τους αληθινά· τα δικά του χρειάζονταν το γυμνό κι άγριο κάλεσμα που πόθου μου για να 'ναι αληθινά, όσο πιο άγρια τα λόγια μου, τόσο πιο αληθινός ο έρωτάς του. Μ' όλα αυτά κατάλαβα γιατί κρέμονταν από πάνω του οι γυναίκες και δεν ήθελαν να τον αφήσουν, κατάλαβα όμως ακόμα ότι δεν ήμουν σαν του λόγου τους εγώ και ότι έπρεπε να είχα φύγει από κοντά του, όσο και να τον λαχταρούσα». «Έξυπνη που ήμουνα», είπε κουνώντας το κεφάλι στον εαυτό της και στον ακροατή της, χωρίς πάντως να περιμένει τη συγκατάνευσή του* η ίδια της η διήγηση την ωθούσε να συνεχίσει: «Τη γυναίκα του δασοφύλακα δεν την πήρε το μάτι μου καθόλου. Ά μ α θέλω όμως, κοιμάμαι ελαφριά* στις πέντε το πρωί ερχόταν στο σπίτι για να καθαρίσει και μου άφηνε και τα φαγητά για το καθημερινό μαγείρεμα στο τραπέζι της κουζίνας. Πιο πολύ μ' ενοχλούσε που πάταγε σχεδόν αμέσως στο σπίτι, μόλις εμείς βγαίναμε για περίπατο* επειδή είχα συγυρίσει μόνη μου την κρεβατοκάμαρα πρόσεξα ότι είχε βάλει κι αυτή ένα χεράκι. Πώς την ειδοποιούσε λοιπόν; Το σύστημα δούλευε ρολόι, είχε ντρεσαριστεί στην 132
εντέλεια απ' τις πολλές επισκέψεις γυναικών σε μια τέτοια φάμπρικα κάθε γυναίκα γίνεται κατάσκοπος. Δεν ήταν δύσκολο για μένα. Το σπίτι ήταν παλιό και τα έπιπλα το ίδιο. Στη ντουλάπα ή στο γραφείο οι κλειδαριές Λαίζανε και μπορούσες εύκολα να τις ανοίξεις με λίγη πίεση. Έπειτα, κάθε άντρας που εξαντλείται έτσι, χωρίς συγκρατημό, κοιμάται βαθειά. Και τώρα ήταν που τον είχα εξαντλήσει για τα καλά. Μόνο που με δυσκολία άφηνα το πλάι του τέτοιες στιγμές* μέσα στον ύπνο το πρόσωπό του δεν είχε αυτή την έκφραση της λαγνείας, ήταν όμορφο κι αψεγάδιαστο και καθόμουνα συχνά στην κόψη του κρεβατιού κοιτάζοντάς το ώρα πολλή, προτού καταπιαστώ με τις κατασκοπείες μου. Ήταν θλιβερή και ζόρικη δουλειά. Η λεγάμενη, για να δείξει πως δεν ήτανε καμιά περαστική, είχε αφήσει όλα της τα ρούχα στις ντουλάπες, κι ήμουνα σίγουρη πως η οργή του όλη ενάντιά της δε θα 'φτανε να τον εμποδίσει -αν δεν τον κέντριζε κιόλας- να υποταχθεί στη θέλησή της, όταν θα τον πρόσταζε να υπηρετήσει την ηδονή της. Κι όσο περίεργη και νά 'μουνα πρωτύτερα για τα γράμματα της κυρά βαρώνης, τώρα πια με αηδίαζαν και μόνο. Φύρδην μίγδην βρίσκονταν στο συρτάρι, ανάκατα με τ' άλλα γράμματα από γυναίκες που είχε, κι επειδή έτσι κι αλλιώς δε θα του λείπανε, πήρα όσα έπεσαν στα χέρια μου. Κάτσε να σου διαβάσω ένα». Ψάχνοντας στην τσέπη της ποδιάς της έβγαλε τα γυαλιά της και μερικά τσαλακωμένα γράμματα και τράβηξε προς το παράθυρο: «Άκου καλά, λοιπόν, για να δεις με τι άχρηστα και κούφια σώψυχα γεμίζουνε την κούφια τους ζωή και τη βαριεστημάρα τους. Πρόσεξε τη φτώχεια της, της κυρά βαρώνης. Δες ετούτη την άμοιρη, την κούφια κακία, άκου καλά! 'Τλυκίέ μου αγαπημένε, ο δεσμός μας δυναμώνει καθημερινά, ακόμα κι αν είσαι μακριά μου. Είσαι συνεχώς παρών στο παιδάκι μας κι αυτό είναι για μένα η εγγύηση πως θα είμαστε για πάντα μαζί, κάτι που όπως γράφεις, επιτέλους, αργά ή γρήγορα, θα γίνει πραγματικότητα και για 133
μας. Να είσαι αισιόδοξος. Οι ουρανοί εννοούν τους ερωτευμένους και θα σου σταθούν αρωγοί ώστε να απελευθερωθείς από ης άρπαγες της μιαρής εκείνης γυναίκας που τόσο σε έχει πονέσει. Είθε, ω είθε, λέγω, να λυτρωθώ και εγώ εξίσου από τα συζυγικά μου δεσμά! Μολονότι ο σύζυγός μου είναι κατά βάσιν πολύ ευγενής άνθρωπος, δεν έχει ποτέ νιώσει την πληγωμένη μου καρδιά. Η εξήγηση μαζί του θα είναι οδυνηρή, αλλά θα βρω το κουράγιο να του το πω. Η αγάπη σου για μένα και η δική μου αγάπη για σένα που είναι πάντα παρούσα, αυτή μου δίνει εμπιστοσύνη για το μέλλον. Με την αισιοδοξία και τη βεβαιότητα αυτή φιλώ τα όμορφα, τ' αγαπημένα μάτια σου. Η νεράιδα η Ελβίρα σου" Τ' άκουσες καλά; Με το τσουβάλι του άδειαζε τέτοιες αηδίες, σαν φουσκωμένος διάνος, κι εκείνος τ' ανεχότανε, μπορεί με οργή κι αποστροφή, τ' ανεχότανε πάντως. Θά 'θελα να τον μισούσα γι' αυτό. Γιατί όμως το ανεχότανε; Μα, μόνο και μόνο επειδή του λόγου του ήταν από κείνους που τις γυναίκες τις έχουνε συνάμα του ύψους και του βάθους, και γι' αυτό τις υπηρετεί με το κορμί, ενώ πρέπει να τις αγνοεί στην ψυχή του μέσα. Δεν μπορεί ν' αγαπήσει, παρά μόνο να υπηρετεί. Στο πρόσωπο της κάθε γυναίκας που συναντάει, υπηρετεί εκείνην που δεν υπάρχει, αυτήν που θα αγαπούσε αν υπήρχε πραγματικά, που δεν είναι όμως παρά ένα κακό πνεύμα που τον τυραννάει. Κι επειδή τό 'ξερα πως δεν είχα τη δύναμη να τον βγάλω απ' αυτήν την κόλαση και πως πρέπει να φύγω από τη μέση, γι' αυτό η τρυφεράδα έδιωξε το μίσος και ξανάπεσα πλάι του στο κρεβάτι, τον έκλεισα μέσα μου με τα χέρια και τα πόδια μου, χωρίς συγκρατημό από μίσος και τρυφεράδα, ίσως πάλι επειδή η εξάντληση θα έκανε ευκολότερο και για τους δυο μας τον αποχαιρετισμό που σίμωνε. Στις δέκα μέρες πάνω τον ρώτησα πάντως αν ήθελε να μείνω κι άλλο - θα μπορούσα να τα κανονίσω. Σαν τ' άκουσε ξαναγύρισε στα μάτια του ο ξαφνικός τρόμος και η φρίκη όπως τότε, στον κήπο, και ψέλλισε: "Καλύτερα αργότερα, σε μερικές εβδο134
μάδες, όταν γυρίσω από το ταξίδι μου". Έλεγε ψέματα και του έβαλα τις φωνές: Ε μ έ ν α δεν πρόκειται να με ξαναδείς αν δεν εξαφανιστούν από δω μέσα τα γυναικεία ρούχα!" Και τότε φέρθηκε για πρώτη φορά σαν άντρας, κι ας ήταν από δειλία: με πέταξε στο κρεβάτι και χωρίς να νοιαστεί για τη δική μου ηδονή, με πήρε με τέτοια αγριάδα που μ' έκανε να τον φιλήσω κι εγώ όπως τότε, στον κήπο. Δεν άλλαξε τίποτα, βέβαια, το μίσος είχε πατήσει πόδι. Και το βράδυ, χωρίς κουβέντες κατεβήκαμε με το αμάξι προς το τραμ, με το βαλιτσάκι μου στο πίσω μέρος». Είχε τελειώσει μ' αυτή την ιστορία; Καθόλου, τώρα μόλις φαινότανε ν' αρχίζει, γιατί η φωνή της Τσερλίνε ακουγόταν πλέον καθαρή και σταθερή. «Μπορεί το μίσος να 'τανε μόνο απ' τη μεριά μου. Μπορεί η φοβέρα μου πως δε θα ξαναγυρίσω ποτέ πια να του 'κοψε τα αίματα γιατί κατάλαβε καλά πως δεν ήταν κουραφέξαλα και ψυχαντάρες. Μπορεί νά 'θελε να λευτερωθεί πραγματικά από το πρόσωπο αυτό που την επόμενη κιόλας μέρα θα ξαναγύριζε στα ρούχα της και θα μαγείρευε στην κουζίνα τα φαγητά που προορίζονταν για μένα. Κοντολογίς, λίγες βδομάδες αργότερα η πόλη ολόκληρη βρέθηκε στο πόδι, γιατί είχε πεθάνει ξαφνικά στο εξοχικό η μυστηριώδης ερωμένη του κυρίου φον Γιούνα. Ε, λοιπόν, δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο, αμέσως όμως άρχισαν τα κουτσομπολιά πως την είχε δηλητηριάσει. Και δεν ήμουν εγώ βέβαια, που τα κυκλοφόρησα* ήμουν ευχαριστημένη που δε με ανακατέψανε και που δε χρειάστηκε να μιλήσω για τίποτα, ούτε για τα γράμματα, ούτε για τα διάφορα μπουκάλια και μπουκαλάκια που είχε στο σπίτι του και που δεν μου πολυάρεσαν. Όπου όμως γίνεται κουτσομπολιό, μπορείς εύκολα να το φουσκώσεις λίγο ακόμα και να πάει παρακάτω. Δεν παρέλειψα φυσικά να πάω τα μαντάτα στην κυρά βαρώνη· σαν το χιόνι πάνιασε αυτή και το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν: "'Δεν είναι δυνατόν". Κούνησα τους ώμους και της πέταξα ένα "τα πάντα είναι δυνατά". Στη σκέψη πως η Χίλντεγκαρντ είχε αίμα φονιά στις φλέβες της, κάτι άγριο και βίαιο έβραζε μέσα μου. Στο 135
μεταξύ, ο κόσμος όλο και περισσότερο έλεγε πως ο κύριος φον Γιούνα πρέπει να κάτσει στο σκαμνί, και πράγματι, λίγες μέρες αργότερα τον συλλάβανε. Κι όσο περισσότερο το γύριζα στο μυαλό μου, τόσο σιγουρευόμουν ότι αυτός την είχε ξεκάνει. Σήμερα μάλιστα είμαι ακόμα πιο σίγουρη από τότε. Και καθώς το 'χε κάνει εξαιτίας μου, όσο και να τον μισούσα, δεν ήθελα να τον δω στην καρμανιόλα, κι έτσι χάρηκα πολύ όταν άρχισαν οι ψίθυροι πως οι κατηγορίες δεν είναι αρκετές για να τον καταδικάσουν. Γιατί μαθεύτηκε βλέπεις, ότι το πρόσωπο, μια θεατρίνα από το Μόναχο, ήτανε προχωρημένη μορφινομανής που κρατιότανε στη ζωή με τις ενέσεις και τα δυνατά υπνωτικά και μόνο. Ένας τέτοιος οργανισμός δεν αντέχει πολύ, κι αν ακόμα ήταν θανατηφόρα η δόση των υπνωτικών, θα μπορούσε νά 'τανε σύμπτωση, νά 'τανε αυτοκτονία -ήταν σχεδόν αδύνατο ν' αποδειχτεί ο φόνος. Μόνο τα γράμματα θά 'τανε σοβαρό επιβαρρυντικό στοιχείο, αλλά τα είχα κλέψει. Ευτυχώς γι' αυτόν! Ευτυχώς για την κυρά βαρώνη! Στην αρχή μού φαινόταν πολύ σπουδαία η πράξη μου αυτή, ώσπου μου αστράφτει ξαφνικά πως δε θα του ήμουνα καθόλου απαραίτητη, μια και θά 'χε κιόλας κάψει την αλληλογραφία του πριν καν τον συλλάβουνε και; πως η απουσία των πιο επικίνδυνων γραμμάτων θα του έτρωγε τώρα το μυαλό. Κι είδα τον τρόμο στα μάτια του τόσο ξεκάθαρα που μ' έπιασε και μένα. Έκανα τότε κάτι που έπρεπε να τό 'χα κάνει νωρίτερα* πήρα αμέσως τα γράμματα και τα πήγα στους δυο δικηγόρους του - ο ένας είχε έρθει επί τούτου από το Βερολίνο- για να τον γλιτώσουν απ' τα βάσανα και τις αμφιβολίες. Μου προσφέρανε πολλά λεφτά, αλλά τα αρνήθηκα γιατί είχα αρχίσει τα όνειρα. Φανταζόμουν πως μετά την αθώωσή του θα με παντρευόταν από ευγνωμοσύνη· ένας Θεός ξέρει πόσο θα κόστιζε αυτό στη ματαιοδοξία του, και πιο πολύ ακόμα στην κυρά βαρώνη που, σαν να μην έφτανε από μόνο του, θά 'πρεπε από πάνω να συγχαρεί και τη δούλα της. Γι' αυτό ακριβώς και κράτησα κάποια γράμματα, τα πιο επιβαρυντικά. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δε θα μπορούσε να πει αν έλειπε κανένα και λιγότερο απ' όλους 136
ο ίδιος ο κύριος φον Γιούνα. Αυτά που είχα παραδώσει έφταναν και με το παραπάνω για να καθησυχάσουν τους φόβους και τα βάσανά του. Τα υπόλοιπα όμως τα χρειαζόμουνα για να ονειρεύομαι τις παντρειές· άμα θες να παντρευτείς, καλό είναι νά 'χεις στα χέρια σου κάποιο καλό χαρτί, κι ακόμα και μετά το γάμο δε θά 'τανε καθόλου άχρηστο». «Καλά κάνατε που σώσατε τον κύριο φον Γιούνα», πετάχτηκε ο Α., «μόνο που δεν θα έπρεπε να είσαστε τόσο σκληρή με την κακόμοιρη την κυρία βαρώνη». Της Τσερλίνε δεν της άρεσαν οι διακοπές: «Το σπουδαιότερο δεν τό 'πα ακόμα», τον έκοψε, κι είχε δίκιο. Η διήγηση της, από παράπονο, έγινε κατηγορία και καταγγελία του εαυτού της, ξέφευγε τώρα από τα ίδια της τα πλαίσια: «Τα όνειρα της παντρειάς ήτανε από μόνα τους αρκετό κακό, έτσι ξεγελούσα όμως τον εαυτό μου για να μην πέσω σε ακόμα μεγαλύτερη αμαρτία και χρησιμοποιήσω τα γράμματα. Τά 'χα χαμένα και δεν τό 'χα πάρει είδηση. Ποιός μ' είχε φέρει στην κατάσταση αυτή; Ο Γιούνα που τον είχα μέσα μου κι όμως δεν τον αγαπούσα; Η κυρά βαρώνη με το μπάσταρδο που ήταν παιδί δικό του; Ή μήπως ο ίδιος ο κύριος πρόεδρος, επειδή δεν άντεχα πια να τον βλέπω σαν κερατά που απ' την αγιοσύνη του είχε καταντήσει χαζός, τυφλός κι ανήξερος για ό,τι συνέβαινε; Εγώ μόνο θα μπορούσα να του ανοίξω τα μάτια. Κι όπως τώρα μαζί με τ- άλλα κυκλοφορούσε η φήμη πως αυτός ο ίδιος θ' αναλάμβανε την υπόθεση Γιούνα, τα 'χα πια για καλά χαμένα. Να βγάλει αυτός ο ίδιος αθώο, εκείνον που τρύπωσε στα κρυφά στο σπιτικό του για να του σκαρώσει το νόθο; Εγώ δε θα το άντεχα και μου ήταν αφόρητο που το γνώριζα γιατί ήτανε σαν συνενοχή που έκρυβε κάτι ακόμα χειρότερο, την αμαρτία. Και δεν ήτανε επειδή γνώριζα ή επειδή ήμουν συνένοχη, όχι* την αμαρτία ήθελα να ξεφορτωθώ για να ξαναβρεθώ πιο βαθιά μέσα στο κακό, για να ξαναγίνω άνθρωπος στο φως τη ημέρας με τις αμαρτίες μου μαζί. Κι όμως παραμένει σκοτεινό κι ανεξήγητο. Σαν να με είχανε διατάξει, μάζεψα αμέσως όσα γράμματα μου εί137
χανε απομείνει -και δικά του και της κυρά βαρώνης-όπου μιλούσαν για φονικά, τα έδεσα πακέτο και τα έστειλα στον κύριο πρόεδρο, ανώνυμα και με τη σύσταση σε κεφαλαία. Έπρεπε να το κάνω αυτό και γνώριζα τις συνέπειες. Στην πραγματικότητα, τα γράμματα προορίζονταν για τον εισαγγελέα, ώστε με το ντρόπιασμα της κυρά βαρώνης ν' αναγκαστεί να παραιτηθεί από τη δίκη ο κύριος πρόεδρος, ενώ του Γιούνα θα του κόβανε στα σίγουρα το κεφάλι. Και μπορεί και να ευχόμουνα μέσα μου, να σκοτωνότανε στην απόγνωση του πάνω ο κύριος πρόεδρος, παίρνοντας μαζί του την κυρά βαρώνη και το μπάσταρδο. Κι επειδή ήθελα να ομολογήσω τα πάντα, τη συνενοχή μου, αλλά και το κλέψιμο των γραμμάτων από το εξοχικό και την κρεβατοκάμαρα της κυρά βαρώνης, πίστευα πως θα το άξιζα να με σκότωνε κι εμένα μαζί. Αυτή θά 'τανε πραγματική δικαιοσύνη, επειδή για μένα ήτανε κι όχι για την κυρά βαρώνη που σκότωσε τη γυναίκα πέρα στο εξοχικό* γι' αυτή την ανώτερη δικαιοσύνη του ήθελα να τον θαυμάζω τον κύριο πρόεδρο. Ήτανε φοβερή η δοκιμασία όπου τον είχα βάλει και που θα 'πρεπε να την υποστεί για χάρη της δικαιοσύνης, για να πιστέψω άλλη μια φορά στο μεγαλείο και την αγιοσύνη του. Ήμουνα έτοιμη να πληρώσω και με τη ζωή μου ακόμα, κι όμως ήταν κακό αυτό που ζητούσα, αμαρτία που ακόμα δεν μπορώ να την καταλάβω». Πήρε βαθιά ανάσα. Πράγματι, το σπουδαιότερο είχε ειπωθεί* ήταν η ομολογία τής ζωής της. Και είχε προφανώς διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία για να παραδεχτεί την ενοχή της* δεν το έκανε για να τονίσει ότι νίκησε τη βαρώνη, όσο κι αν η νίκη αυτή διαπερνούσε όλη τη διήγηση, ήταν αναπόσπαστο τμήμα της. Και πράγματι, η Τσερλίνε φαινόταν ανακουφισμένη. Αφού διάβασε το γράμμα έμεινε όρθια μπροστά στο πράθυρο, στάση που όπως φάνηκε στη συνέχεια είχε το λόγο της. Ξαναστήριξε με αργές κινήσεις τα γυαλιά στη μύτη της, έβγαλε άλλο ένα χαρτί και μετά από μια ακόμα βαθιά εισπνοή η φωνή της έγινε και πάλι δυνατή και σταθερή: «Έστειλα το πακέτο με τα γράμματα στον κύριο πρόεδρο 138
και περίμενα, φοβόμουνα, έλπιζα πως θα συνέβαιναν φοβερά και τρομερά πράγματα. Οι μέρες περνούσαν χωρίς να γίνει τίποτα. Ούτε καν εμένα δεν ξεμονάχιασε, αν κι ο ανώνυμος αποστολέας δε θα μπορούσε να 'ταν άλλος. Πολύ με απογοήτεψε αυτό, επειδή κι ο κύριος πρόεδρος φάνηκε κιοτής, ακόμα κι αυτός. Το δίκιο μέτραγε λιγότερο από το πόστο του και την υπόληψή του, που μάλιστα για χάρη της ακόμα και το μπάσταρδο ενός φονιά θ' ανεχόταν σπίτι του. Ωστόσο, βρήκα το δάσκαλό μου και πήρα ένα καλό μάθημα: Αυτός λοιπόν, που ήτανε τόσο λιγόλογος, αρχίζει ξαφνικά -την ώρα που σερβίριζα, για να τ' ακούσω όλανα αγορεύει περί εγκλήματος και τιμωρίας. Κράτησα καλά στο μυαλό μου κάθε του λέξη κι αμέσως κάθησα να τα γράψω. Θα στα διαβάσω τώρα για να τα εντυπωθείς κι εσύ. Άκου καλά, λοιπόν! "Τα δικαστήρια ενόρκων που διαθέτομεν είναι ένας σημαντικός αλλά ταυτόχρονα και επικίνδυνος θεσμός. Επικίνδυνος, επειδή ο λαϊκός δικαστής μπορεί εύκολα να οδηγηθεί από συναισθηματικά κίνητρα. Ιδίως δε σε δυσχερείς περιπτώσεις αρμοδιότητος ενόρκων, προπάντων δηλαδή σε κατηγορίες για δολοφονία, το αίσθημα της εκδικήσεως ^ιου τελικώς ενυπάρχει σε κάθε επιλογή ποινής, μπορεί να παρεισφρύσει'και να επιβληθεί. Όταν όμως τα πράγματα φθάσουν πλέον ως εδώ, τότε λησμονείται ως επί το πλείστον ότι και αυτή η δικαστική πλάνη μπορεί να συνιστά δολοφονία· δεν συνεκτιμάται το αποτρόπαιο της θανατικής ποινής, πολλώ δε μάλλον εμφιλοχωρεί η απουσία ενδοιασμών, που αρκετά συχνά στο παρελθόν έχει οδηγήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις αποδεικτικών στοιχείων προς χάριν εκδικητικότητος. Ο δικαστής οφείλει επομένως με διπλή και τριπλή προσοχή να προβεί στην αναγνώριση των αποδεικτικών μέσων και την αξιολόγησή των, ώστε να μην παρεισφρύσουν ανάλογες απόψεις. Ακόμα και τα ιδιοχείρως γραμμένα ή υπογεγραμμένα από τον κατηγορούμενο έγγραφα επιδέχονται παρερμηνείες. Όταν, λόγου χάρη, γράφει κάποιος πως θα επιθυμούσε να "βγάλει από τη μέση' έναν άνθρωπο ή ότι θα ήθελε να τον 'ξεφορτωθεί', τούτο 139
καθόλου δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη δολοφονικής προθέσεως. Μόνο η εκδικητικότης θα διέκρινε εδώ απλώς και μόνον εγκληματική πρόθεση, η εκδικητικότης που απαιτεί να επιπέσει πέλεκυς και που διψά για το αίμα του θύματος.» Έτσι μίλησε και κατάλαβα, κατάλαβα τόσο καλά που τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν και παρά λίγο να μου πέσει η πιατέλα με το ψητό. Ήταν ακόμα πιο ανώτερος απ' ό,τι είχα ποτέ φανταστεί εγώ το χαζοθήλυκο* άγιος άνθρωπος. Είχε μαντέψει πως ήθελα να τον σπρώξω στην εκδίκηση, την εκδίκηση που παίρνει ο δήμιος και τό 'χε αρνηθεί. Τα ήξερε όλα. Τό 'χε όμως καταλάβει κι η κυρά βαρώνη ή το μυαλό της δεν έφτανε ούτε ως εδώ; Λιγάκι μόνο να θυμότανε τα γράμματα που είχε λάβει, θα της είχαν κάνει εντύπωση κάποιες εκφράσεις όπως "βγάζω απ' τη μέση" και "ξεφορτώνομαι". Κι ο κύριος πρόεδρος την κοίταζε, καλόβολα και καλοσυνάτα, κι αν αυτή έκανε τότε να πέσει στα γόνατα μπροστά του δε θα παραξενευόμουνα. Όμως, ούτε που κουνήθηκε από τη θέση της* μόνο που πάνιασαν λιγάκι τα χείλια της. "Ω, η λαιμητόμος", λέει, "η θανατική ποινή, τι φρικτή επινόηση". Αυτό ήταν όλο κι ο κύριος πρόεδρος κοιτάει το πιάτο του. Έτσι ακριβώς ήτανε αυτή, τόσο κ,ούφια. Κι όσα ακολούθησαν στη συνέχεια ούτε που με ξάφνιασαν. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα έγινε η δίκη, κι ήτανε παιχνιδάκι για την υπεράσπιση, καθώς ο κύριος πρόεδρος τους βοήθησε και συγκρατούσε τον εισαγγελέα* ούτε ένα γράμμα δεν καταθέσανε στο δικαστήριο. Η αθώωση από τους ενόρκους ήταν σχεδόν ομόφωνη, έντεκα με έναν. Αυτή τη μία ψήφο θα μπορούσα και να την είχα ρίξει εγώ. Παρ' όλα αυτά χάρηκα που αθωώθηκε ο κύριος φον Γιούνα κι ακόμα πιο πολύ που εξαφανίστηκε αμέσως, χωρίς να μ' ευχαριστήσει ούτε να μ' αποχαιρετήσει και πήγε έξω, στην Ισπανία νομίζω, για να 'βρει μέρος να μείνει». Αυτό ήταν και το τέλος της διήγησης και η Τσερλίνε αναστέναξε: «Μάλιστα, αυτή είναι η ιστορία μου με τον κύριο φον Γιούνα και δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Γλίτωσε απ' την καρμανιόλα, γλίτωσε κι από μένα, κι αυτή ήταν η μεγάλη του τύχη. Γιατί άμα είχε αγνά αισθήματα και με 140
παντρευότανε, θα του 'κανα τη ζωή μαρτύριο και αν ζούσε τώρα, εμένα θα 'χε ακόμα, τη γριά* για δες με». Προτού όμως μπορέσει ο Α. να πει κάτι πάνω σ' αυτά, είχε κιόλας αρχίσει ο επίλογος. «Πολύς θόρυβος έγινε μετά την απόφαση. Οι εφημερίδες τα έβαλαν με τον κύριο πρόεδρο, ιδιαίτερα οι κόκκινες, που τον κατάγγειλαν για ταξική δικαιοσύνη. Έτσι, φάνταζε πολύ λογικό που αποτραβιότανε όλο και πιο πολύ απ' τον κόσμο στη μοναξιά του. Σπάνια ξεμύτιζε από το γραφείο του, σε λίγο μάλιστα άρχισα να του στρώνω εκεί τοΙίρεβάτι. Ένα χρόνο αργότερα υπέβαλε την παραίτησή του, γιά λόγους υγείας. Στην πραγματικότητα όμως ήταν λόγοι θανάτου* δεν είχε ακόμα πατήσει τα εξήντα, όταν τον βρήκε ο θάνατος κι ό,τι και νά 'πανε οι γιατροί, απ' τη ραγισμένη του την καρδιά πήγε. Ετούτη όμως έζησε, μαζί και το μπάσταρδό της. Γι' αυτόν το λόγο, γι' αυτή την αδικία, ανάθρεψα τη Χίλντεγκαρντ όπως την ανάθρεψα. Όφειλε να γίνει πραγματική κόρη του κύριου πρόεδρου, ώστε να τιμήσει το όνομά του και να πάψει πια το σπίτι να κρύβει το μπάσταρδό ενός φονιά. Από το αίμα τού φονιά που κυλούσε στις φλέβες της δεν μπορούσα, βέβαια, να την λεφτερώσω, έπρεπε όμως τουλάχιστον να μάθει να στέκεται στο ύψος της σαν κόρη του κύριου πρόεδρου. Αν ήτανε καθολική, θα την έκλεινα σε μοναστήρι. Έτσι, αυτό που απέμενε ήταν να την παραδειγματίζω μπροστά στη σεμνή και άγια μορφή του μακαρίτη και να την παροτρύνω να του μοιάσει. Όσο περισσότερο την έκανα να του μοιάζει, τόσο εξιλεωνόταν για την ενοχή της, μαζί της και η μητέρα της, αν κι αυτής οι αμαρτίες θα μείνουν στον αιώνα χωρίς συχώρεση. Το κληρονόμησε η κόρη. Όσο δηλαδή δεχόταν το πνεύμα του πατέρα της, τόσο ρίζωνε μέσα της η επιθυμία να πάρει εκδίκηση. Την εκδίκηση που αυτός ο ίδιος, χωρίς καθόλου επιείκια στον εαυτό του, δεν την αποζήτησε ποτέ. Αλλά κι αυτή η ίδια τυραννιέται για να του μοιάζει* την έχω στρώσει εγώ. Επειδή όμως κανείς δεν μπόρεσε να της μεταδώσει την αγιοσύνη του κύριου πρόεδρου, πρέπει κι αυτή με τη σειρά της να τυραννάει κάποιον άλλον κι έτσι, 141
με τη βουβή εκδίκηση που κρύβεται μες στις φροντίδες για τη γηροκόμηση της μάνας της, την τυραννάει για να πληρώσει τις αμαρτίες της. Το ένα δένει με τ' άλλο, κι έτσι το θέλησα, έτσι την ανάθρεψα, για το ξεπλήρωμα των αμαρτιών της. Αντιδράει, βέβαια, κι εξεγείρεται με το λάγνο αίμα του αμετανόητου φονιά στις φλέβες της, αλλά τίποτε δεν μπορεί να καταφέρει». «Μα, για όνομα του Θεού», φώναξε τότε ο Α., «γιατί πρέπει να πληρώσει, ποιά είναι η αμαρτία της; Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να θεωρηθεί αυτή υπεύθυνη για τους φυσικούς γονείς της, κι ούτε η αγάπη της κυρίας βαρώνης προς τον κύριο φον Γιούνα μπορεί αβασάνιστα να θεωρηθεί έγκλημα!» Δέχτηκε ένα επιτιμητικό βλέμμα, ίσως όχι τόσο για όσα είπε -που κι αυτά θα 'πρεπε να ενόχλησαν την Τσερλίνε- όσο επειδή διέκοψε τον επίλογό της: «Μήπως είσαι κι εσύ ώριμος να πέσεις στη λαγνεία της; Πρόσεχε καλά! Πάρε καλύτερα ένα σωστό κορίτσι που να σ' αρέσει να πλαγιάζεις μαζί της και να της αρέσει κι αυτής να πλαγιάζει με σένα* κι ας είναι και λιγάκι κόκκινα τα χέρια της^-είναι προτιμότερο από περιποιημένες αερολογίες. Ξέρεις γιατί δε σε ήθελε για νοικάρη; Ε, λοιπόν, δεν έχει μπει εδώ μέσα νοικάρης, που να μη στάθηκε η Χίλντεγκαρντ κάθε νύχτα μπροστά στην πόρτα του» -κι έδειξε πίσω της, την πόρτα του δωματίου- «και κάθε νύχτα της έκοβε τα πόδια η διαταγή του πατέρα που δεν είναι ο δικός της ο πατέρας και δεν πάταγε το κατώφλι. Κι άμα δε με πιστεύεις, να πασπαλίσω απόψε αλεύρι στον προθάλαμο, όπως έχω κάνει ουκ ολίγες φορές, για να δεις αύριο τις δισταχτικές της πατημασιές. Είναι η τυραννία της ενοχής της· πρόσεξε μη μπλεχτείς. Γιατί όπως και η κακότητα της ψυχής μας, έτσι κι η ευθύνη μας είναι μεγαλύτερη από το μπόι μας. Κι όσο πιο βαθιά πρέπει να βυθιστεί ο άνθρωπος μέσα στην αμαρτία του για να βρει τον εαυτό του, τόσο περισσότερες ευθύνες πρέπει να φορτωθεί για εγκλήματα που δεν έκανε ο ίδιος. Αυτή είναι η μοίρα ολωνών, η δική σου, η δική μου και της Χίλντεγκαρντ, κι αυτή πρέπει να πληρώσει για το αμάρτημα των φυσικών της γονιών. Η άλλη 142
όμως, η κυρά βαρώνη, που είναι φυλακισμένη και των δυονών μας, θα 'θελε να ξεφύγει από την υποδούλωση και ικετεύει τον κάθε νοικάρη να της παρασταθεί. Ταραγμένες ψυχές είναι, μάνα και κόρη, και την ταραχή τους αυτή εγώ τη δαύλισα και την έκανα θόρυβο διαβολικό για να τους πάρει τ' αφτιά· κι ετούτο το σπίτι κόλαση είναι πίσω απ' την καθωσπρέπει ηρεμία του. Ο άγιος και ο διάβολος, ο κύριος πρόεδρος και ο κύριος φον Γιούνα, που κι αυτός πρέπει νά 'χει πεθάνει πια, δυο σκιάχτρα που δεν το κουνάνε από το πλάι τους και τις κατασπαράζουν. Μπορεί κι εμένα μαζί. Κι ούτε μου βγήκε σε καλό που είχα κι άλλους αγαπητικούς μετά τον κύριο φον Γιούνα, ίσα για να μην του μείνω πιστή. Καθόλου δε μού 'κανε καλό όταν σε λίγο πρόσεξα πως κάτι μ' έσπρωχνε να βρίσκω όλο και πιο μικρούς, στο τέλος μόνο αγόρια πλέον, που τα κανάκευα στον κόρφο μου για να πάψουν να φοβούνται τις γυναίκες και να γνωρίσουνε την ηδονή, το ξαπόσταμα του ανθρώπου. Μόλις το κατάλαβα, τό 'κοψα οριστικά. Γι' αυτό και μόνο; Όχι. Θα 'πρεπε να τό 'χα κόψει από καιρό κι αν δεν ήταν η κυρά βαρώνη ίσως και να μην άνοιγα παρτίδες ούτε καν με τον κύριο φον Γιούνα. Είχα τον κύριο πρόεδρο μέσα μου* η εικόνα του παρέμεινε άσβηστη από τότε κι όλο και μεγάλωνε... ποιά ήτανε λοιπόν η χήρα του μετά το θάνατό του; Ποιά άλλη, έξω από μένα; Πάνω από σαράντα χρόνια περάσανε από τότε που έπιασε τα στήθια μου και τον αγάπησα με την ψυχή μου, σ' όλη μου τη ζωή». Η ιστορία είχε πλέον φτάσει στο φυσικό τέλος της, και ο Α. απόρησε λιγάκι πώς δεν το είχε μαντέψει από την αρχή. Αντίθετα η Τσερλίνε, αρκετά εξαντλημένη ανάλογα και με την ηλικία της, στήλωσε τα μάτια της για λίγο στο κενό, προτού πει με τους συνηθισμένους χης καλούς τρόπους τής καμαριέρας: «Αλλά με τη φλυαρία μου σας στέρησα τον απογευματινό σας ύπνο, κύριε Α., ελπίζω όμως να μπορέσετε παρ' όλα αυτά να τον αναπληρώσετε». Έτσι είπε και βγήκε από το δωμάτιο καμπουριασμένη και κουτσαίνοντας, κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα σαν να κοιμόταν ήδη κάποιος μέσα. 143
ο Α. είχε ξαπλώσει πάλι πίσω στον καναπέ. Ναι, σωστά του είπε, θά 'πρεπε να κοιμηθεί λίγο ακόμα. Στο κάτω κάτω 6εν ήταν και τόσο αργά, τα ρολόγια στα καμπαναριά είχαν μόλις σημάνει τέσσερις. Θα ήταν ό,τι πρέπει λοιπόν να του ξανάρχονταν εκείνες οι μισοκοιμισμένες σκέψεις που διέκοψε ο ερχομός της Τσερλίνε. Σε πείσμα του όμως, τα χρηματικά ζητήματα άρχισαν και πάλι να στριφογυρίζουν στο μυαλό του. Και βάλθηκε πάλι να εξιστορεί στον εαυτό του πώς άρχισε να κάνει λεφτά, τότε στη Γη του Ακρωτηρίου και πώς έκτοτε το χρήμα τον τραβούσε, χωρίς πια να καταβάλλει ιδιαίτερες προσπάθειες, από ήπειρο σε ήπειρο, από χρηματιστήριο σε χρηματιστήριο* κι αν λογάριαζε τη Νότιο Αμερική σαν ξεχωριστή ήπειρο, τότε είχε βρεθεί σε έξι μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, πράγμα που μας κάνει δυόμιση χρόνια ανά ήπειρο. Κι όλα ήταν σκέτη σύμπτωση. Σαν παιδί ήθελε για τη συλλογή γραμματοσήμων το τριγωνικό «Ακρωτήριον της Καλής Ελπίδος», μάταια το λαχταρούσε, κι από τότε του έμεινε η νοσταλγία για τη Νότιο Αφρική. Τα γραμματόσημα δεν ήταν και κακή τοποθέτηση κεφαλαίου, αλλά του είχε περάσει πια το μεράκι τού συλλέκτη. Μα τι ζητούσε, τελοσπάντων; Σπιτικό, γυναίκα, παιδιά; Τα παιδιά τα χαίρονται πραγματικά μόνο όι γιαγιάδες. Τα παιδιά είναι εμπόδιο για την όποια άνετη ζωή, το ίδιο και οι περισσότερες ερωτικές ιστορίες, που επιπλέον είναι και ακατανόητες. Αυτό που είχε κάνει η βαρώνη ήταν απλώς ανόητο* αν τη γνώριζε την εποχή εκείνη όμως τότε δεν είχε καλά καλά γεννηθεί- θα την καλούσε στο Κέιπ Τάουν και θα την έσωζε από αυτό το υποκείμενο και την κακή του συμπεριφορά. Οι γυναίκες, βέβαια, δεν πηγαίνουν ευχαρίστως εκεί κάτω, εξ ου και η έλλειψη γυναικών και τα σχετικά δράματα στα αδαμαντωρυχεία. Θα ήταν αδύνατο στον κύριο φον Γιούνα να αποκτήσει εκεί τη συλλογή γυναικών του. Καθόλου άνετη ζωή δεν έζησε* μήπως όμως ήταν ο πρόεδρος σε καλύτερη θέση; Αν του είχαν τουλάχιστον κάνει του κερατά ένα γιό... Αλλά θα του έφευγε κι αυτός μάλλον για την Αφρική, όσο ανώφελη και να είναι κάθε απόδραση* γιατί η χήρα παραμένει πίσω στην 144
πατρίδα, σαν φυλακισμένη. Πρέπει κανείς να είναι πάντα γιός του εαυτού του. Δεν ήθελε κι αυτός ο ίδιος μετά το θάνατο του πατέρα να φέρει τη μητέρα στο Κέιπ Τάουν και να της χτίσει σπίτι; Ακόμα θα ζούσε, αν το είχε κάνει* εγγόνια πάντως θα είχε σίγουρα. Πρέπει να φτιάξει μια συλλογή γραμματοσήμων για τα παιδιά. Και το τριγωνικό «Ακρωτήριον της Καλής Ελπίδος», θα το αποκτήσει κι αυτό. Ας πάει και τούτη η Κυριακή, του άρεσε τέτοια ζωή. Ναι, ναι, έτσι θα πρέπει να σχεδιάζει κανείς τη ζωή του, ο Α. ήταν απόλυτα σίγουρος. Εκείνο που δεν ήξερε όμως, ήταν ότι μ' αυτές τις σκέψεις τον είχε πάρει ο ύπνος.
145
VI. Μια ελαφρά απογοήτευση Ξαφνικά του πέρασε από το μυαλό, και μαζί τρόμαξε κιόλας γιατί δεν το είχε προσέξει νωρίτερα* εκεί, ανάμεσα στα σύγχρονα καταστήματα του πολύβουου εμπορικού δρόμου υπήρχε ένα μικρό σπίτι που πρέπει να ήταν απ' τα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα. Καθημερινά περνούσε από μπροστά του και δεν το είχε δει ποτέ, μολονότι ήταν χωμένο σαν σπασμένο δόντι ανάμεσα στα δυο γειτονικά του σπίτια, σφηνωμένο ανάμεσα σε δυο τεράστιους πολύχρωμους τοίχους κι αφήνοντας ένα κενό αέρα από πάνω μεταξύ τους, μέσα από το οποίο πρόβαλαν στο δρόμο - κι ας υψωνόταν ο σκελετός τής ηλεκτρικής διαφήμισης πάνω στην κορυφή τής καφετιάς κεραμιδένιας στέγης - κάποτε ο γαλανός ουρανός και κάποτε τα σύννεφα. Όμως οι μεγάλες πινακίδες των επιχειρήσεων, οι επιγραφές των οποίων άρχιζαν στην πρόσοψη του αριστερού σπιτιού και εκτείνονταν ως πέρα στο δεξί, αυτές οι μεγάλες δύσκαμπτες λωρίδες ήσαν σίγουρα που εμπόδιζαν κάθε αυτόνομη έκφραση του σπιτιού και το κρατούσαν με τα δίπλα οικοδομήματα σε ενότητα, στην οποία ωστόσο αυτό δεν ανήκε. Και τώρα ξαφνικά ήταν εκεί, ανεξαρτητοποιημένο από το σύνολο στο οποίο ανήκε: όπως ακριβώς βρίσκεται κάτω από τα ρούχα όλων των ανθρώπων το ζωώδες-ανθρώπινο δέρμα, ένα γεγονός το οποίο σπάνια συνειδητοποιεί κανείς, έτσι κάτω από τις επιγραφές των εμπορικών πινακίδων, ο τοίχος ξαναγινόταν ο πραγματικός τοίχος με τα τούβλα και το γκρίζο σοβάτισμα, όπως τό 'φτιαξε κάποτε το μυστρί του μάστορα, και η καφετιά στέγη ξαναγινόταν 146
παρούσα, με τις κλίσεις και τους κυματισμούς της ανάμεσα στις δοκούς και τα παλιά υποστηρίγματά της. Ίσως να είναι πάντοτε τρομαχτικό όταν κάτι άγνωστο αναδύεται μέσα από το παρελθόν - ένας φόβος τού ανθρώπου που άφησε κάτι πίσω του χωρίς να το γνωρίζει, ο ίδιος πεταγμένος μέσα στο φόβο και μέσα στο χρόνο, που δεν αφήνει ποτέ πίσω του, και σ' ένα τέτοιο ιστορικής φύσεως αίσθημα ταίριαζε, βέβαια, και το ότι το βιβλιοπωλείο εξέθετε στη βιτρίνα του εδώ μια χαλκογραφία που έδειχνε τον εμπορικό αυτό δρόμο, στη μορφή που είχε κάποτε υπάρξει, μια πλατειά, ήρεμη οδός με σπίτια, μια ευθεία από σπίτια με τις στέγες του το ένα δίπλα στο άλλο, μια ενότητα ενός παρελθόντος συνδέσμου. Και φέρνοντάς τα στη μνήμη του ο παρατηρητής αυτής της χαλκογραφίας και έχοντας στο μυαλό του την παλιά αμαξιτή οδό, που τότε δεν είχε πεζοδρόμιο και λιθόστρωτο, αλλά ήταν.παντού χαραγμένη από τα ίχνη των αμαξών, περπατά τώρα το δρόμο με την καινούργια άσφαλτο και διασχίζει τις σιδερένιες ράγες του τραμ, ωθούμενος από την επιθυμία να μπει σ' εκείνο το παλιό σπίτι, παρακινούμενος ταυτόχρονα κι από την αόριστη ελπίδα πως μέσα σ' αυτό θα μπορέσει να ξεκουραστεί, όπως ξεκουράζεται κανείς, όταν φεύγει από μια κλειστή πυκνοχτισμένη πόλη και περπατά σ' έναν αγροτικό δρόμο. Αν είχε συνηθίσει να δίνει προσοχή στις βαθύτερες επιθυμίες του, τότε θα διαπίστωνε ένα είδος νοσταλγίας μέσα στην καρδιά του, ακόμα κι αν αυτή δεν ήταν τίποτ' άλλο από μια νοσταλγία της μύτης για τη δυνατή μυρωδιά του σανού, του λιπάσματος και της χωνεμένης κοπριάς, η νοσταλγία πως μέσα στο σπίτι θα μπορούσε κάπου να βρει λίγο σανό ή ίσως κίτρινα και καφετιά καλαμπόκια, δεμένα στη σειρά από τις δοκούς της στέγης για να ξεραθούν, όπως στο χωριό. Όμως εκεί, δίπλα στο κατώφλι καθόταν μια ζητιάνα και μια από τις γριές χωριάτισσες που αράζουν στο παγκάκι μπροστά στην είσοδο, γιατί δεν έχουν και τίποτ' άλλο να κάνουν, και δίσταζε να της δώσει μια ελεημοσύνη* μάλιστα λίγο έλειψε να βγάλει και το καπέλο του, όταν πέρασε το κατώφλι που ήταν υπερβολικά στενό επειδή το εί147
χαν κατά το ήμισυ κλείσει για τις δουλειές τους. Οι τοίχοι της εισόδου ήταν επίσης γεμάτοι από εμπορικές πινακίδες, το ίδιο και η σκάλα πάνω από την οποία μια παλιά ξεθωριασμένη επιγραφή έδειχνε «1η κλίμακα». Εδώ έφτανε ακόμα ο εμπορικός δρόμος, ήταν κατά κάποιον τρόπο σαν ο εμπορικός δρόμος να είχε συρθεί ως μέσα στο σπίτι* και σίγουρα σερνόταν ακόμα και σ' ολόκληρο τον πρώτο όροφο, με τις επιγραφές του να κρέμονται σε κάθε πλατύσκαλο. Ένα πανούργο τέχνασμα, σκέφτηκε απρόθυμα ο επισκέπτης, ένα πανούργο τέχνασμα, και μια και δεν ήταν πρόθυμος ν' αφήσει να τον ξεγελάσουν, απαξίωσε να κοιτάξει πάνω στη σκάλα και βγήκε από την είσοδο στην εσωτερική αυλή. Αυτή ήταν σκοτεινή κι έμοιαζε μ' ένα βαθύ πηγάδι μέσα στους τέσσερις ψηλούς τοίχους, ενώ από τα ανοιχτά παράθυρα των ορόφων ακούγονταν τα πλήκτρα φλύαρων γραφομηχανών. Όχι, αυτά δεν ήσαν ακόμα αυτό που έψαχνε, και παραλίγο να έφευγε, αν δεν υπήρχε στην αυλή το ήσυχο εργαστήριο επιδιορθώσεως γραφομηχανών. Το γεγονός ότι ο μάστορας έκανε εδώ την ελάχιστα φιλόδοξη δουλειά του με τους βοηθούς του, το ότι είχε τοποθετήσει απ' έξω την Λινακίδα του εργαστηρίου, που δύσκαμπτη και στεγνή έδειχνε μια γραφομηχανή όπως κάποτε ο τσαγκάρης ένςι παπούτσι και ο ράφτης ένα ψαλίδι, το ότι παραδίπλα το εργαστήριο του βιβλιοδέτη, ήσυχο και σκοτεινό, είχε την πόρτα ανοιχτή, όλα τούτα μάκραιναν κάπως την πραγματική απόσταση από τον εμπορικό δρόμο, όχι βέβαια και πολύ, ίσως μόνον μερικά χιλιοστά ή ακόμα και πιο λίγο, πλην όμως αρκετά για να τον δελεάσει ελαφρά η επιγραφή «Προς την 2η κλίμακα», στη διπλανή στοά της πίσω πλευράς της εσωτερικής αυλής. Ξεπέρασε τους δισταγμούς του από τα πλήκτρα και διέσχισε γρήγορα την αυλή, γιατί ακόμα πιο δελεαστικό απ' ό,τι η επιγραφή φαινόταν το ότι η δεύτερη στοά ήταν χωρισμένη σε ένα σκοτεινό υπόγειο κι ένα κιτρινωπό, ηλιόλουστο τμήμα, πράγμα που χωρίς αμφιβολία σήμαινε πως πίσω απ' αυτήν έπρεπε να βρίσκεται και μια δεύτερη εσωτερική αυλή, στην οποία ο ήλιος έστελνε ανεμπόδιστα τις ακτίνες του. Φο148
βούμένος σχεδόν πως κάνει λάθος, βγήκε έξω στο ηλιόλουστο μέρος γεμάτος πόθο και ήταν εκ των προτέρων αποφασιμένος να μην χρησιμοποιήσει ούτε τη δεύτερη σκάλα, όντας πεπεισμένος πως δέν θα εύρισκε εκεί παρά μόνον τις πάντοτε κλειστές πίσω εξόδους των γραφείων. Δεν θά πρόσεχε ακόμα τη τζαμωτή πόρτα που οδηγούσε από τη στοά στην σκάλα, όμως με το τρίξιμο της του απέσπασε την προσοχή του. Ήταν μια συνηθισμένη πόρτα από γυαλί της οποίας τα φύλλα προστατεύονταν από μια συρμάτινη καφέ σκάρα, και το γυαλί τσίριζε λιγάκι. Το σκούξιμο προερχόταν από ένα συνεχές, ελαφρύ ανοιγόκλειμα της πόρτας, ενώ η γραμμή ανάμεσα στο σκιερό και το λιόλουστο τμήμα της στοάς που επηρεαζόταν από την πόρτα ανοιγόκλεινε κι αυτή. Έμοιαζε μ' ένα ηλιακό ρολόι που δεν πήγαινε καλά, κι επειδή αυτό αγνοούσε κάθε έννοια τάξης, έμοιαζε με κάποια υπόσχεση, πως το σύνολο της πέτρινης τάξης, της σιδερένιας ακινησίας, θα μπορούσε να διαλυθεί σιωπηλά* το ίδιο ήσυχα όπως τώρα πλημμυρισμένη στον ήλιο και ζεστή ήταν η καινούργια αυλή, στο άκρον της οποίας στεκόταν. Τα πλήκτρα των γραφομηχανών δεν ακούγονταν πια, είχαν ξεφτίσει σ' ένα απομακρυσμένο βουητό μέσα στη σιωπηλή ατμόσφαιρα. Το γεγονός ότι ο ήλιος μπορούσε να λάμπει ελεύθερα εδώ, αυτό ήταν σίγουρα παράξενο και προερχόταν από το ότι η βάση της μεγάλης αυλής δεν κλεινόταν από κάποιαν άλλη πτέρυγα κτιρίων, αλλά απλώς από ένα ψηλό τείχισμα. Φυσικά και αυτό το τείχισμα έριχνε τον ίσκιο του, όμως μια και τώρα κόντευε μεσημέρι, ήταν πολύ στενός κι εκτός αυτού μετριαζόταν, ναι, μετριαζόταν θα μπορούσε να πει κανείς από το ότι δεν έπεφτε στο λιθόστρωτρ, αλλά ακριβώς εκεί, δίπλα στο τείχισμα σαν σχισμή στο πέτρινο σώμα του εδάφους, σαν μια λωρίδα από χώμα. Ίσως κάποτε να είχαν προσπαθήσει να στηρίξουν εδώ φυτά σε παλούκι και δεν τα κατάφεραν λόγω του ίσκιου, ίσως όμως και να 'χαν κουρέψει το γρασίδι και να 'χαν απομείνει ίχνη γραμμών στο χώμα. Απ' όλα αυτά πάντως δεν μπορούσες τώρα να δεις τίποτα, μόνο τη γκρίζα /η με το χιλιοπατημένο χαλίκι, μικρούς συγκεντρωμένους 149
σωρούς από άμμο που έμοιαζαν ν' απόμειναν από κάποια παιδικά παιχνίδια, καθώς και ακαθαρσίες από σκυλιά. Κατά κάποιον τρόπο αυτό του ήταν θεωρητικά κατανοητό, μιας και τα σκυλιά προτιμούν για τη δουλειά αυτή το φυσικό έδαφος κι απεχθάνονται το λιθόστρωτο, σαν να ήθελαν μ' αυτόν τον τρόπο να εκφράσουν τη νοσταλγία τους για την εξοχή και για την παλιά τους ελευθερία, το ότι όμως στο εμπορικό αυτό σπίτι μπορούσαν να υπάρχουν παιδιά και σκυλιά, αυτό τον ανησυχούσε και τον έκανε ταυτόχρονα να ελπίζει, πράγμα που βρισκόταν σε μια χαλαρή μεν, πλην όμως σαφή σχέση με την προσμονή του, ότι η πυκνοχτισμένη πόλη ξανοίγεται εδώ στο εξοχικό και στο χωριάτικο. Δεχόταν πως επρόκειτο για έναν ευχάριστο οιωνό το ότι είχε τυχαία βρεθεί μέρα-μεσημέρι εδώ πέρα, αφού και ο δρόμος του χωριού, όπως κι αυτή η αυλή, μένει ήσυχος κι έρημος το μεσημέρι, όταν οι οικογένειες που δεν δουλεύουν άλλο στα χωράφια, μαζεύονται στο μεσημεριανό τραπέζι και τα* σκυλιά που περιμένουν τη μπουκιά τους κάθονται πάρα δίπλα, ή μισοκοιμισμένα τσακώνουν μύγες ή διπλώνονται και κοιμούνται στ' αλήθεια* μερικά έχουν ψώρα. Ό χ ι γιατί δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο ακόμα να περάσει την σκιερή, χαλικόστρωτη λωρίδα κατά μήκος του τειχίσματος, αλλά αντίθετα επειδή έτσι τουλάχιστον πίστευε, ήθελε να κοιτάξει πέρα από το τείχισμα, παρέμενε στην απέναντι πλευρά κοντά στο ξαναμμένο απ' τον ήλιο τοίχο του σπιτιού. Ο τοίχος δεν είχε ανοίγματα στο ισόγειο, γιατί εκεί που κάποτε υπήρχαν πόρτες και παράθυρα, τώρα είχαν κλειστεί με τοίχο κι έπρεπε από πίσω να υπάρχει μάλλον κάποια αποθήκη, που θα ανήκε ίσως στο βιβλιοδετείο. Κάποια στιγμή έμεινε ακίνητος, τέντωσε τον λαιμό του, στάθηκε μάλιστα και στις μύτες των ποδιών του για να ρίξει ένα βλέμμα σ' αυτό που βρισκόταν πίσω από το τείχισμα. Δεν μπορούσε να δει και πολλά πράγματα, ωστόσο δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρχε ένας τόσο μεγάλος χώρος ελεύθερος πίσω από τα εμπορικά καταστήματα, πλην όμως δεν μπορούσε και να να συμβαίνει και τίποτ' άλλο, μιας και τα κτίρια φαίνονταν να είναι σε μεγάλη 150
απόσταση από κει κι απ' αυτά διακρίνονταν μόνο οι πάνω όροφοι και οι σκεπές τους. Στο κέντρο όμως του ελεύθερου, ανοιχτού χώρου υψωνόταν μια κόκκινη καμινάδα εργοστασίου σαν ματωμένη τομή στη γαλανόλευκη επιφάνεια, κι αν έτεινε κανείς την προσοχή του προς τα κεί, θα άκουγε να δουλεύει κάποια μηχάνή με ατμό. Ίσως οι μεγάλοι εμπορικοίχ)ίκοι να έχουν εδώ, μέσα στους παλιούς κήπους, τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας και θέρμανσης, και ζήλεψε λιγάκι τους μηχανικούς που κάθονταν τώρα το μεσημέρι μπροστά από το μηχανουργείο και με χέρια ποιΓ μύριζαν λάδι έφερναν το τσιγάρο στο στόμα τους, ενώ άφηναν τις μηχανές, που δεν έπρεπε να φροντίζει κάποιος, να δουλεύουν. Καθώς τα σκεφτόταν αυτά, διέσχισε την αυλή. Όμως τώρα δεν είδε κάποια αψιδωτή πύλη, αλλά μονάχα μια τζαμόπορτα ίδια μ' εκείνη μπροστά στη δεύτερη σκάλα, και όταν μπήκε δεν βρήκε κάποια στοά αλλά έναν σχετικά στενό διάδρομο, ο οποίος - σαν να ήθελε ο αρχιτέκτονας να τονίσει την προϊούσα σμίκρυνση όλων των μεγεθών - έβγαζε σε μια ακόμα πιο μικρή, μονόφυλλη τζαμωτή πόρτα, μια πόρτα ενός σχεδόν ιδιωτικού χώρου, αφού της έλειπε η προστατευτική συρμάτινη σχάρα. Έπρεπε να αποφασίσει. Δεξιά η σκάλα έβγαζε πάνω, και κάπως δοκιμαστικά, σαν να ήθελε να ελέγξει την αντοχή της, πάτησε με το πόδι του το πρώτο σκαλί. Δεν μπορούσε ωστόσο παρά να κοιτάξει εκείνη τη μικρή πόρτα, που τώρα βρισκόταν στα αριστερά του, μια και σχεδόν έμοιαζε να περιμένει από κει κάτι ακόμα πιο δελεαστικό. 'Ενας λευκός τοίχος, πάνω στον οποίο έπεφτε αλύπητα το φως τού ήλιου, θάμπωνε πίσω από τα βρώμικα τζάμια. Μήπως υπήρχε κι εκεί κάποια αυλή και μετά ακόμα μία και ξανά πάλι, η μία μετά την άλλη, μια πόλη από αυλές; Ξαφνικά κάθε οριζόντιο τού έγινε απεχθές· έμοιαζε σαν ολόκληρος ο φόβος να βρισκόταν σε κάτι οριζόντιο, όπως ένας λαβύρινθος. Έπρεπε να πάρει την απόφαση ν' ανέβει, και απομακρυνόμενος από την πόρτα, είπε: «Θα την αφήσω στ' αριστερά μου». Αυτό το είπε στον εαυτό του δυνα151
τά, και επαναλαμβάνοντάς το, χάρηκε που η πολυχρησιμοποιημένη έκφραση πήρε ξαφνικά ένα τόσο χειροπιαστό και σαφές νόημα. Ίδια χαίρεται κάποιος που βρίσκει ξαφνικά ανάμεσα σε παλιά πράγματα κάτι χρήσιμο. Άφησε αριστερά του την πόρτα και ανέβηκε το δεύτερο σκαλί. Μη μπορώντας ωστόσο να αποχωριστεί ένα κομμάτι του εαυτού του τόσο εύκολα, κι επειδή ήταν ίσώς ακόμα πολύ επιεικής μαζί του, ενέδωσε κι αυτήν τη φορά, γύρισε το κεφάλι του, έσκυψε μάλιστα και λίγο, προκειμένου να ρίξει ξανά ένα σύντομο βλέμμα πίσω από τα τζάμια* και απ' αυτό το πλάγιο βλέμμα μπόρεσε να διαπισπόσει πως εκεί υπήρχε μια μικρή αυλή, στην πραγματικότητα όχι αυλή, μα ένας μικρός κήπος, κατά το ήμισυ κάτω από τον ίσκιο ενός πράγματος που δεν μπορούσε να αντιληφθεί, που θα μπορούσε όμως να ήταν μια σανίδα, ένας κήπος μέσα στον οποίο βρισκόταν ένας οίκος ανοχής, το ξύλο του οποίου ήταν γκρίζο από τις βροχές και τον ήλιο, τόσο γκρίζο όπως ήταν ένα σωρό παλιοπράγματα που ήσαν πεταμένα πάνω στον τοίχο του, μπροστά δε απ' αυτόν μαζί με κάθε είδους πρασινάδα είχαν φυτέψει και φούξιες. Δίπλα στις φούξιες είχαν χώσει προστατευτικά ξύλα στο χώμα, κάτω λεπτά και πάνω πλατειά παλούκια, πάνω στα οποία αναρριχώνταν οι φούξιες κι αν έσφαλε, έπρεπε να πετούν και σφήκες γύρω από το ξύλο του οίκου ανοχής. Μήπως ήταν ο δικός τους βόμβος, αυτό που πέρασε για το σβησμένο χτύπημα των πλήκτρων από τις γραφομηχανές; Εδώ, πίσω από την ιδιωτική πόρτα πετούσαν σαν φύλακες, για να μην μπει κανείς στον ιδιωτικό κήπο. Ή μήπως δεν είναι οι γδούποι πάνω από το λαβύρινθο της πόλης όπως ο βόμβος από τα ζωύφια πάνω από την κοπριά; Ένα κροτάλισμα του λεπρού φύλακα που τρομάζει τον πεζοπόρο και τον αναγκάζει ν' ακολουθήσει άλλους τεθλασμένους δρόμους. Επομένως ήταν κατά κάποιον τρόπο μια εξαπάτηση το ότι ανέβαινε επάνω, το ότι απέφευγε δηλαδή τους φύλακες* και μ' αυτές τις σκέ\|)εις τάχυνε το βήμα του, ανέβηκε την σκάλα ψηλά, κοίταξι αε κάθε όροφο τον μακρύ διάδρομο που εκτεινόταν κι από τις δυο πλευρές της σκάλας και στον οποίο παρατάσσο152
νταν οι ανοιχτόχρωμες πόρτες και τα προφυλαγμένα πίσω από κάγκελα παράθυρα της κουζίνας, και πρόσεχε ν' ακούσει μήπως υπήρχαν θόρυβοι στους χώρους πίσω από τις πόρτες. Αλλά δεν ακουγόταν τίποτα σχεδόν, κι αν κάπου σερνόταν κάτι, ίσως να ήταν ποντίκια και μάλιστα αρουραίοι. Βεβαίως η ησυχία αυτή θα μπορούσε να εξηγηθεί με τον μεσημεριανό ύπνο, στον οποίο παραδίνονται τέτοιαν ώρα άνθρωποι και ζώα, τριγυρισμένοι από σφήκες και μύγες, αλλά ως εκεί δεν ήταν απαραίτητο να το πάει κανείς, αφού έπρεπε μάλλον να υποθέσει πως αυτούς τους χώρους τους είχαν υποβιβάσει σε αποθήκες των μεγάλων γραφείων, σίγουρα ελάχιστα χρησιμοποιούμενες αποθήκες, τις οποίες είχαν απλώς νοικιάσει επειδή ήσαν φτηνές και πρόβλεπαν ότι θα μπορούσαν να επεκτείνουν το κατάστημα σ' αυτές, και που τώρα σπανίως έμπαινε εκεί κάποιος υπάλληλος. Στην εκδοχή αυτή πάντως αντιστρατευόταν το ότι μπροστά από τον σωλήνα του νερού, στο δεύτερο όροφο, άστραφτε πάνω στα κίτρινα, σπασμένα πλακάκια του διαδρόμου μια μεγάλη λίμνη, και το ότι έσταζε και η βρύση. Αλλά γι' αυτά θα μπορούσε να βρεθεί κάποια ακόμα φυσική εξήγηση, ενώ θα ήταν γελοίο να αποδεχθεί κανείς για το λόγο αυτό μιαν ανόσια υπόθεση. Αντίθετα η θέα τού προξένησε δίψα και πήγε ως τη βρύση και όπως ένας ορειβάτης που φτάνει στην πηγή, έσκυψε για να πιεί από την χούφτα του νερό. Τότε ωστόσο κατάλαβε πως η βρύση δεν άνοιγε χωρίς το κατάλληλο κλειδί, και η επιγραφή «κάνετε οικονομία στο νερό» τον πληροφόρησε για ποιόν λόγο δεν μπορούσε να πιεί νερό. Έπρεπε να αρκεστεί στο να κρατήσει το χέρι του κάτω από τη βρύση ποί' έσταζε* πράγμα που έκανε πρώτα με το ένα χέρι, και όταν κράτησε και το άλλο χέρι και οι σταγόνες σχημάτισαν πάνω του μιαν ευχάριστη, υγρή λωρίδα, ένιωσε σαν να παίρνει μιαν αδικαιολόγητη και ίσως κλεμμένη ηδονή, παρ' όλον ότι δεν ήταν βέβαια αυτός, που παρά την επιγραφή, είχε κλείσει τόσο απρόσεκτα τη βρύση. Αδικαιολόγητος όμως ήταν που παρέμενε εδώ τόση ώρα, ακουμπούσε στον τοίχο και έκανε άσκοπες παρατηρήσεις, για παράδειγμα πως εδ(ί) 153
οι πόρτες δεν έτριζαν όπως συνηθίζουν να κάνουν οι πόρτες των πάνω ορόφων των σπιτιών στις μεγαλουπόλεις εξαιτίας της μεγάλης κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στους δρόμους. Θυμήθηκε πως η τζαμωτή πόρτα στη δεύτερη στοά, εκείνη πάνω από την οποία βρισκόταν η πινακίδα «2η κλίμακα» χτυπούσε σιγανά και ασταμάτητα, ενώ αυτές οι πόρτες εδώ ήσαν σαν χτισμένες στους τοίχους τους, σαν σφηνωμένες, χωρίς να ενοχλείται κανείς που έβλεπε κομμάτια ξύλου ανάμεσα στα τούβλα. Αυτή η σιγουριά της γης τού έδωσε καινούργιο θάρρος και μολονότι επιθυμούσε διακαώς να ρίξει ένα βλέμμα από το παράθυρο του διαδρόμου, δεν το επέτρεψε παρ' όλα αυτά στον εαυτό του, αλλά συνέχισε να ανεβαίνει. Έπρεπε να είχε κιόλας φτάσει στον τέταρτο όροφο, όταν άκουσε να ανοίγει μια πόρτα επάνω. Λιγότερο από την παρουσία ανθρώπων τρόμαξε για το ατέλειωτο ύψος αυτού του σπιτιού, όμως μια και είχε διαλέξει να ψάξει μόνος του, παρά να χαθεί και να τον πιάσουν να κρυφακούει, βιάστηκε τώρα ν' ανέβει τους τελευταίους ορόφους από τη χαλασμένη σκάλα, τρία σκαλοπάτια στο κάθε του βήμα, έτσι ώστε να φτάσει σχεδόν με κομμένη την αναπνοή επάνω και παρολίγον να πέσει στην αγκαλιά μιας γυναίκας που θέλοντας να χύσει έναν κουβά νερό στο αποχωρητήριο, διέσχιζε εκείνη τη στιγμή το διάδρομο. Στον επάνω όροφο ο διάδρομος ήταν πολύ φωτεινός επώδυνα φωτεινός, σκέφτηκε* τα παράθυρα του διαδρόμου ήσαν διάπλατα ανοιχτά και ο αέρας έμπαινε μέσα μαζί με τον ήλιο, τόσο ήρεμα κι όμως τόσο ζωηρά, όπως το μεσημέρι πάνω από μια γαλήνια θάλασσα. Σ' αυτό συντελούσε και το ότι η γυναίκα ήταν ντυμένη απλώς με μια φούστα κι ένα πουκάμισο, ενώ τα πόδια της ήσαν γυμνά μέσα σε κάτι ξυλοπάπουτσα. Ναύτες που πλένουν το κατάστρωμα, συλλογίστηκε, καθώς την είδε μπροστά με τον κουβά. Αυτή είπε: «Ποιόν θέλετε; - ο παππούς μου δεν είναι στο σπίτι». Τα μαλλιά της έπεφταν σ' έναν κακοφτιαγμένο κότσο πίσω στην πλάτη της και ήσαν ξανθά. Μπορούσε να δει και το 154
τρίχωμα στις μασχάλες της, ήταν πιο πυκνό απ' αυτό που συνήθως έχουν οι ξανθές. Απάντησε: «Δεν ήξερα πως υπάρχουν κι εδώ νοικάρηδες». - «Ναι», απάντησε αυτή, «μένουμε εδώ». Κοίταξε τις μασχάλες της και τα πόδια της, που πρόβαλαν γυμνά μέσα από τη φούστα, και είπε: «Είναι πολύ όμορφα εδώ που μένετε». - «Καλά είναι», απάντησε αυτή, και σαν να ήθελε ναχδώσει εξηγήσεις: «είμαι πλύστρα», και μιας και αυτός δε φάνηκε να καταλαβαίνει, πρόσθεσε: «το πλυντήριο είναι στην ταράτσα». Η εξήγηση ήταν κατά κάποιον τρόπο ικανοποιητική, πράγμα που κατάλαβε κι αυτός, αφού είπε: «Έτσι λοιπόν εκμεταλλεύθηκαν ακόμα και τις τελευταίες δυνατότητες που παρείχε αυτό το σπίτι». - «Αυτό δεν μπορώ να το εκτιμήσω εγώ», απάντησε αυτή, «επειδή δεν ενδιαφέρομαι για το τί κάνουν οι άλλοι». - «Καλά κάνετε», είπε αυτός, «όμως πρέπει να είναι κουραστικό ν' ανεβάσετε τόσο ψηλά μια ολόκληρη μπουγάδα». Αυτή χαμογέλασε: «Ω, όχι, έχουμε μια πολλή εξυπηρετική εφεύρεση», και του έδειξε μια γερή τροχαλία - θά 'λεγες πως ήταν φτιαγμένη για να σηκώνει άγκυρες που βρισκόταν στο διάδρομο, μια γερή ξύλινη κατασκευή μ' ένα χοντρό διπλωμένο σχοινί, «μια εφεύρεση που χρησιμοποιήθηκε κιόλας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τους παλιούς νοικάρηδες, κατά κανόνα δασκάλους στον τομέα του πλυσίματος ρούχων: δένουμε την μπουγάδα από το παράθυρο και την τραβάμε ψηλά ή την κατεβάζουμε ξανά από δω». Αυτός ζήτησε να μάθει: «Δεν κινδυνεύουν να πάθουν ζημιά μ' αυτόν τον τρόπο τα παράθυρα των κάτω ορόφων;» - «Καθόλου», απάντησε αυτή, «γιατί από το δέμα με τα ρούχα κρέμεται ένα πιο λεπτό σκοινί κι αυτός που κάθεται από κάτω το κρατά με τα χέρια του τεντωμένο. Ακόμα και με δυνατό αέρα μπορούμε μ' αυτόν τον τρόπο ν' ανεβοκατεβάζουμε το φορτίο μας». - «Αυτό είναι πολύ πρακτικό», είπε αυτός. - «Ναι, πολύ πρακτικό», απάντησε αυτή, «και μας γλυτώνει από τα πήγαιν' έλα. Δεν πάμε ποτέ στην πόλη». Είπε «στην πόλη», σαν να ζούσε στην εξοχή, ενώ το σπίτι βρισκόταν σ' έναν από τους πιο πολυσύχναστους εμπορικούς δρόμους* όμως τού ίδιου του άρεσε που 155
το είπε, και άλλωστε του έδινε ένα σίγουρο, κι όχι μακριά από τους στόχους του αίσθημα σε συνδυασμό με το τρίχωμα στις μασχάλες της, που έμοιαζε με σανό. Για να μην την ενοχλεί με τα βλέμματά του, στράφηκε προς την τροχαλία και στο παράθυρο, από το οποίο μεταφέρονταν τα φορτία. Από κει απλωνόταν σχεδόν αυτονόητα μια τεράστια σε έκταση θέα* το σπίτι ήταν προφανώς σ' αυτή την περιοχή το πιο ψηλό. Όσο αθέατο και χαμηλό φαινόταν από το δρόμο, τόσο πιο σίγουρα υψωνόταν όσο απλωνόταν στις πίσω αυλές του, και επειδή αυτές οι αυλές ήσαν πολύ μεγάλες, έπρεπε το σπίτι, δεδομένου του μήκους του οικοπέδου, να είναι χτισμένο εξαιρετικά ψηλά. Φαινόταν σαν μια αληθινή πανύψηλη βουνοπλαγιά, κι αυτό του έδινε ένα αίσθημα εξαιρετικά μεγάλης ασφάλειας και φυσικότητας τώρα που είχε ανέβει ώς την κορυφή του. Αυτός είπε: «Θα ήθελα πολύ να ανέβω ακόμα ψηλότερα, στο πλυσταριό, στη σοφίτα» ~ «Δεν θα κερδίζατε και πολλά απ' αυτό», είπε αυτή, «επειδή σήμερα κάναμε μπουγάδα και θα είναι όλα γεμάτα ατμούς». - «Και για την υπόλοιπη σοφίτα, δεν υπάρχει πρόσβαση;» - «Όχι, ούτε σ' αυτή· όσο μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε, την έχουμε γεμίσει με τη μπουγάδα, που είναι απλωμένη εκεί στα σχοινιά. Οι φεγγίτες είναι ανοιχτοί και στις δυο πλευρές ώστε ο αέρας να στεγνώσει πιο γρήγορα τα ρούχα. Αν είχαμε, μια ταράτσα, όπως έχουν τα καινούργια σπίτια, λέει ο παππούς μου, τότε θ' απλώναμε την μπουγάδα μας τις λιόλουστες μέρες όπως τη σημερινή, και θα την αφήναμε ν' αποχτήσει ωραίο, λευκό χρώμα». - «Βεβαίως και θα μπορούσατε να το κάνετε», αντείπε αυτός, «πλην όμως ο καπνός από την καμινάδα θα έριχνε την καπνιά του πάνω στα λινά σας, και όλη σας η δουλειά θα πήγαινε στο βρόντο». Αυτή έκανε ένα μορφασμό γεμάτο έκπληξη: «Ποιά καμινάδα;» - «Μα...», είπε αυτός, που ήταν κιόλας κοντά στο παράθυρο, και ήθελε να απλώσει το χέρι του για να της την δείξει, πλην όμως έπρεπε τώρα να διαπιστώσει πως ούτε από αυτό εδώ το παράθυρο, ούτε από κανένα άλλο του διαδρόμου, προς τα οποία πήγε να κοιτάξει, μπορούσε να δει το μεγάλο χώρο με το 156
μηχανουργείο στο μέσον αυτή ήταν σίγουρα μια μικρή απογοήτευση, επειδή είχε οπωσδήποτε υπολογίσει πως θα μπορέσει να δει ολόκληρο το μέρος από εκείνο το ύψος. Εδώ μπροστά του έκλεινε τη θέα το κλιμακοστάσιο, εκεί, κάποιο άλλο τμήμα του σπιτιού, πράγμα που έκανε απολύτως κατανοητό το ότι αυτή δεν γνώριζε τίποτα για την ύπαρξη της καμινάδας εκείνης. - «Φαίνεται πως πράγματι πηγαίνετε σπανίως στην πόλη», είπε αυτός, και του έκανε εντύπωση το ότι είχε χρησιμοποιήσει τα δικά της λόγια, «αλλιώς θα είχατε σίγουρα προσέξει την καμινάδα». ~ «Πολύ σπάνια* το θέατρο και τις άλλες διασκεδάσεις τα ξέρω μόνο εξ ακοής». Αυτό το είπε χωρίς θλίψη, κι αυτός δεν τόλμησε να την προσκαλέσει στο θέατρο, πράγμα που, ενόσω εκείνη μιλούσε, το σκέφτηκε για μια στιγμή. Πάντως όμως ρώτησε: «Και τι κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας;» - «Δυστυχώς ο παππούς ταξιδεύει συχνά, όμως όταν είμαι εδώ, ο καιρός περνάει δίχως να το καταλάβω* συζητάμε συχνά και μερικές φορές τραγουδάμε πρίμο-σεγόντο, αφού έχει μια εξαιρετική φωνή. Περισσότερο απ' όλα και πιο συχνά μας αρέσει όμως να πηγαίνουμε βόλτα στην εξοχή, στο δάσος ή σ' ένα από τα χωριά που υπάρχουν εκεί». Γέλασε πρόσχαρα και η χαρά της μεταδόθηκε και σ' αυτόν: ~ «Αυτό το λέω εγώ "να ζει κανείς υπέροχα". Όμως τί κάνετε τις ώρες που νιώθετε μοναξιά;» - «Δεν νιώθω ποτέ μοναξιά», διόρθωσε αυτή, «το πολύ-πολύ να είμαι μονάχη. Και οι δουλειές δεν μου λείπουν ποτέ. Όμως αν για κάποιο λόγο δεν έχω κάτι να κάνω ή αν με πιάσει τεμπελιά, ε, τότε κοιτάζω απλώς έξω από το παράθυρο». - «Αυτό αξίζει τον κόπο απ' εδώ, φυσικά», συμφώνησε κι αυτός κι έδειξε τη θέα που συνέχιζε να τραβά το βλέμμα του, και που ναι μεν κοβόταν στη μια πλευρά από το κλιμακοστάσιο, πλην όμως φαινόταν αρκετά μεγαλόπρεπη απ' το μέρος τους και άλλωστε ήταν σχεδόν αχανής. Και μολονότι ό,τι έβλεπε δεν του προξενούσε έκπληξη, ωστόσο μόλις που μπορούσε και να προσανατολιστεί, επειδή η τόσο οικεία του πόλη από το σημείο αυτό μόλις και μετά βίας του φαινόταν γνωστή, εκεί στα βουνά κάπως που τρεμούλιαζαν στο χρυσό μεσημεριά157
τικο φως, στα χωράφια που γεμάτα φως και λάμψεις απλώνονταν μπροστά τους, και παραέξω στα χωριά, που βρίσκονταν στις πλαγιές τους, και που νόμιζε κανείς πως άκουγε ως εδώ τη γαλήνη τους. Όσο όμως το βλέμμα πλησίαζε την πόλη, τόσο η περιοχή γινόταν και λιγότερο οικεία, κι αν δεν υπήρχε και η μαύρη γραμμή του τρένου, η οποία - ανάλογα με την περιοχή άλλοτε ξεπρόβαλε και (ίλλοτε εξαφανιζόταν πάλι - διέγραφε πλησιάζοντας την πόλη ένα ολόκληρο τόξο για να καταλήξει εδώ, κοντά στο σημείο που βρισκόταν ο σταθμός, σ' ένα μπουλούκι κι από άλλες γραμμές, τότε θα πίστευε πως βρισκόταν σ' ένα ξένο μέρος, θα μπορούσε μάλιστα να πιστέψει πως η πόλη δεν ήταν παρούσα, ή πως είχε τουλάχιστον απομείνει μονάχα ένα μικρό κομμάτι, τίποτα περισσότερο από έναν υπαινιγμό τού εαυτού της. - «Τα βράδια και τα πρωινά», είπε εκείνη μισοζητώντας συγνώμη και μισοεπιπλήττοντάς τον, «κι όταν ο καιρός είναι καλός βλέπει κανείς πέρα τα χιονισμένα βουνά, όμως τώρα το μεσημέρι...». Αυτός έχασε κάπως τη διάθεσή του επειδή εκείνη του προσήψε πως ήλθε μιαν ακατάλληλη ώρα, και καθώς τώρα μπήκαν από το παράθυρο δυο σφήκες, την έκοψε: «Πολύ καλά, λοιπόν, μιαν άλλη φορά», και με το βλέμμα στον κουβά που βρισκόταν ακόμα δίπλα της είπε: «σας κράτησα άλλωστε αρκετά απ' τη δουλειά σας...» Αυτή πρόσεξε πως έψαχνε ένα όνομα, και είπε: «Λέγομαι Μελίττα». - «Πολύ ωραίο όνομα», είπε εκείνος, «σημαίνει "μικρή μέλισσα", και σας πάει θαυμάσια». Και μολονότι μια τόσο ξαφνική οικειότητα δεν ταίριαζε σ' έναν κύριο με ψηλό γκρίζο καπέλο, συστήθηκε κι αυτός: «κι εγώ λέγομαι Αντρέας». Αυτή σκούπισε το χέρι της στη φούστα της, τού το έδωσε και είπε: «Χαίρω πολύ». - «Μπορώ να σας βοηθήσω;» είπε αυτός και έκανε να πάρει τον κουβά* όμως αυτή τον πρόλαβε: «Ω, όχι αυτή είναι δική μου δουλειά», και χαμογελώντας του με οικειότητα, έπιασε κιόλας το χερούλι, κούνησε τον κουβά θαρραλέα πέρα-δώθε κάνοντας να πέσει λίγη από τη βρώμικη σαπουδάνα πάνω στα κίτρινα πλακάκια και κουβάλησε τον κουβά γρήγορα-γρήγορα ως το αποχωρητήριο, αφήνοντας την 158
πόρτα ανοιχτή, για να ακούγεται πως άδειασε εκεί το νερό και το πως αυτό κατέβαινε όλο αφρούς στα βάθη του σπιτιού. Ο Αντρέας στο μεταξύ είχε πάει σ' ένα παράθυρο, κάτω από το οποίο κατά τη γνώμη του έπρεπε να βρίσκεται ο μικρός κήπος με τις σφήκες, και το βρήκε απολύτως ορθό να είναι τοποθετημένη ακριβώς σ' αυτό το παράθυρο μια γλάστρα με παλιό, χρησιμοποιημένο χώμα, μέσα στην οποΛα, σαν επανάληψη αυτού που ήλπιζε να δει κάτω, υπήρχαν μερικά λουλούδια. Τώρα όμως αποδείχθηκε πως η θέση του μικρού κήπου δεν ήταν καθόλου τόσο σαφής, όσο είχε πιστέψει* επειδή μολονότι ο τοίχος του κλιμακοστασίου έδειχνε πέραν πάσης αμφιβολίας τη σωστή θέση, ωστόσο το κλιμακοστάσιο στους κάτω ορόφους είχε ένα σωρό πρόσθετα χτίσματα, κι αυτός έβλεπε τώρα διάφορες στέγες, άλλες με κεραμμύδια, άλλες μ' ένα απαίσιο μαύρο χαρτόνι κι άλλες ακόμα και με πλακάκια* βέβαια, όσο κι αν τον λυπούσε το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να βρει αυτό που ζητούσε, ήταν τουλάχιστον καθησυχαστικό το ότι οι τοίχοι δεν ήσαν χτισμένοι απότομα και ενιαία προς τα κάτω, και αν κανείς έσπρωχνε από απροσεξία τη γλάστρα, αυτή δεν θα έπεφτε κατ' ευθείαν, κάτω όπως το νερό που χύνεται μέσα σ' έναν φωταγωγό, και δεν θα μπορούσε να σκοτώσει κανέναν, γιατί θα έσπαγε πρώτα απ' όλα χωρίς κανέναν κίνδυνο για ανθρώπους και θα διαλυόταν πάνω στις στέγες. Κι ενώ ο Αντρέας κοίταζε ακόμα τις μαύρες λωρίδες από τη βροχή πάνω στον τοίχο, είπε: «Αυτή η φούξια είναι σίγουρα από τον κήπο σας;» Αυτή μόρφασε πάλι από έκπληξη, και σαν να μην έφθανε η ερώτηση, ή σαν να μην κατάλαβε αμέσως τη λέξη που της είπε, ρώτησε: «Από ποιόν κήπο, κύριε Αντρέα;» Δεν θα έπρεπε να της πω αμέσως το όνομά μου, σκέφτηκε αυτός, όμως μια και αυτό είχε γίνει κιόλας και δεν μπορούσε πλέον να το ζητήσει πίσω, είπε: «Μα, από τον κήπο, δίπλα στη σκάλα». Αυτή έκανε μια προσπάθεια να σκεφτεί, και μάλιστα έκλεισε για το σκοπό αυτό και λίγο τα μάτια της, ενώ το επίπεδο μέτωπό της έκαμε μερικές ρυτίδες πάνω από τη μύτη, και μετά έκανε μια κίνηση σαν για να πετάξει κάτι: «Αχ, αυτός 159
ο κήπος είναι καινούργιος». Αυτή η εξήγηση ήταν αρκετή, παρ' όλα αυτά εκείνος στενοχωρήθηκε: «Νόμιζα πως ξεκουραζόσαστε σ' αυτό το μέρος, τα απογεύματα της Κυριακής». - «Όχι», είπε εκείνη κοφτά, «ο κήπος είναι καινούργιος». Αφού ήταν οριστικό, δεν μπορούσε αυτός ν' αλλάξει τίποτα* γι' αυτό ζήτησε απλώς να μάθει: «Και αυτή η φούξια;» Αυτή απάντησε ευγενικά: «Τη χρησιμοποιούμε σαν ηλιακό ρολόι* όταν πέφτει ο ίσκιος αυτού του κλαδιού σ' αυτή τη σχισμή του δαπέδου, που ο παππούς έβαψε με λίγο κόκκινο χρώμα, τότε είναι μεσημέρι, κι εκεί ακριβώς βλέπετε από ένα σημάδι για τις πρωινές και τις απογευματινές ώρες. Είναι πολύ εξυπηρετικό», και με κάποια οικεία φιλαρέσκεια πρόσθεσε: «δεν είναι έτσι, κύριε Αντρέα;» Τότε πρόσεξε πως ο κουβάς είχε αφήσει πάνω στα πλακάκια έναν κύκλο από νερό, έσπευσε στην κουζίνα κι έφερε από εκεί ένα γκρίζο πανί, γονάτισε και άρχισε να καθαρίζει τα πλακάκια. Αυτός σκέφτηκε ξανά τους ναύτες^άνω στο κατάστρωμα, τώρα όμως μόνο για λίγο μιας και αυτή γονάτισε στα τέσσερα, σαν ζώο που θέλει να το βυζάξουν τα μικρά του* τα στήθη της φαίνονταν, ενώ μια λεπτή αλυσίδα μ' ένα μενταγιόν, με τη φωτογραφία ενός γέρου με λευκή γενειάδα κρεμόταν ανάμεσά τους, και το ανοιχτόχρωμο τρυφερό δέρμα του στήθους με τις μελανές φλέβες είχε εκείνη τη χρυσή λευκότητα, που έχουν συνήθως οι ξανθές. Αν και αυτή δεν τού έδινε άλλο προσοχή, εκείνος έκανε σαν να μην ασχολείται καθόλου μαζί της, αλλά με τα ίχνη πάνω στο δάπεδο, και είπε: «Αν μπορώ να διαβάσω τώρα σωστά, πρέπει να είναι περασμένες μία. Οι δουλειές μου με καλούν». Αυτή σηκώθηκε γρήγορα και φάνηκε λίγο σασιστιμένη: «Θέλετε κιόλας να φύγετε; Θα έπρεπε να σας είχα προσφέρει έναν μεζέ... ή ίσως να θέλατε να ξεκουραστείτε. Στον παππού δεν θ' αρέσει, αν μάθει πως σας άφησα να φύγετε έτσι». Αυτός ευχαρίστησε. Μόνο λίγο νερό την παρακάλεσε να του δώσει, και έδειξε το σωλήνα του νερού, που χωρίς κλειδί δεν μπορούσε να πιεί, και που έφερε και την προειδοποίηση πως έπρεπε να γίνεται οικονομία στο νερό. «Το νερό εδώ στους επάνω ορόφους δεν αξίζει 160
και πολύ», είπε αυτή, είναι χλιαρό». Και τούτο ήταν πάλι μια απογοήτευση, αλλά και αυτή η απογοήτευση είχε τόσο πολύ αραιώσει, είχε γίνει τόσο ελαφριά με τον άνεμο που τώρα γέμιζε ακόμα πιο δυνατά και ζωηρά απ' όλα τα ανοιχτά παράθυρα το διάδρομο, έρρεε κι αυτή μαζί του στο χώρο που έμπαινε από τα βουνά μέσα και, παίρνοντας στην πνοή του κι αυτόν που ανέπνεε, απλωνόταν ξανά προς τα πίσω, έτσι που να σβήσει και η δίψα, σαν να ήταν άκαιρη, σαν να μην είχε κανένα δι>^αίωμα να διψάει. Κι ενώ αυτή ήρθε πρόθυμα με το κλειδί τής βρύσης και μ' ένα ποτήρι, ήταν ένα ποτήρι μπύρας με χερούλι κι άνοιξε τη βρύση αφήνοντας το νερό να τρέξει κελαρυστό ώστε να παγώσει λιγάκι, ο Αντρέας την εμπόδισε - δείχνοντάς της την επιγραφή - να σπαταλά το νερό, και ήπιε λίγο, μόνο και μόνο για να μην την προσβάλλει. Όμως καθώς ήταν έτοιμος να την αποχαιρετήσει, δίστασε και πάλι λιγάκι, ίσως γιατί το φορτίο των απογοητεύσεων παραείχε γίνει μεγάλο, ίσως όμως και γιατί περίμενε κάτι. Θα την παρακαλούσε ξανά ν' ανέβει λίγο πιο ψηλά, αλλά δεδομένου ότι αυτό θα ήταν σαν να της έδειχνε πως δεν είχε πιστέψει στα λόγια της, της είπε απλώς: «Δεν μ' αρέσει να ξαναγυρίσω από τον ίδιο δρόμο». Αυτή συλλογίστηκε μερικά δευτερόλεπτα, και κατόπιν είπε: «Μέχρι τον πρώτο όροφο, ή αν θέλετε καλύτερα, μέχρι τον ημιόροφο, κύριε Αντρέα, δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς. Εκεί όμως, προσπαθείστε να χτυπήσετε το κουδούνι στην πόρτα, που βρίσκεται απέναντι στην σκάλα. Αν μ' έχουν πληροφορήσει σωστά, είναι η πόρτα με τον αριθμό 9. Εάν σας ανοίξουν, τότε θα μπείτε στο δερματοπωλείο του κυρίου Τσέλλχοφερ κι από εκεί θα βγείτε εύκολα στο δρόμο. Το ξέρω, επειδή ο παππούς μου συνηθίζει ν' αγοράζει εκεί το δέρμα για τα παπούτσια μας και μου διηγείται συχνά πόσο άνετα είναι γι' αυτόν να αποφεύγει τον πληκτικό δρόμο απ' το πέρασμα». - «Σας ευχαριστώ πολύ, Μελίττα», είπε εκείνος, και το ότι είπε το όνομά της ήταν ταυτόχρονα το ευχαριστώ και η φυγή, αφού είχε πάρει κιόλας να κατεβαίνει, πριν γυρίσει ακόμα μια φορά να την αποχαιρετήσει, και σαν να τον έσπρωχνε κάτι προς τα 161
κάτω, άρχισε να κατεβαίνει με μεγάλους διασκελισμούς τη σκάλα, παρατηρώντας μολαταύτα πως σε μερικές μεριές πάνω στον παλιό τοίχο είχαν ζωγραφιστεί σαν από παιδικό χέρι άσεμνες ζωγραφιές. Αυτό όμως επιτάχυνε το βήμα του ακόμα περισσότερο. Οι ίσκιοι έπεφταν τώρα μπροστά του, κι αυτός έπρεπε να πάει στο γραφείο του. Παραλίγο να προσπεράσει μ' αυτή του τη βιασύνη τον πρώτο όροφο, και μάλιστα, όταν το αντελήφθη, πιάστηκε από τον τοίχο της σκάλας για να σταματήσει και να κοιτάξει τη σειρά από τις πόρτες. Ναι, η πόρτα απέναντι στη σκάλα έφερε πράγματι τον αριθμό 9, και αυτός χτύπησε το κουδούνι. Χρειάστηκε να το κάνει περισσότερες φορές, ωσότου ακούσει βήματα. Ένας υπάλληλος, προφανώς, έβγαλε έξω το κεφάλι του και ρώτησε: «Γιατί δεν χρησιμοποιείτε την κανονική είσοδο; Είστε του σπιτιού;» - «Ναι», είπε ψέματα ο Αντρέας, παρ' όλον ότι αυτό δεν ήταν πια κι ένα σωστό ψέμα* «συνηθίζουμε ν' αγοράζουμε το δέρμα για τα παπούτσια μας σε σας». Μετά απ' αυτό ο άντρας του άνοιξε και τον άφησε να μπει μέσα. Τώρα λοιπόν ο Αντρέας μπορούσε να δει πώς ήταν διαμορφωμένος ο χώρος, σ' έναν επάνω όροφο τού οποίου κατοικούσε η Μελίττα, μιας και όλα τα διαμερίσματα στο σπίτι ήσαν, όπως συνηθίζεται, χτισμένα σε όλους τους ορόφους με τον ίδιο τρόπο. Ο πρώτος χώρος, όπου μπήκε, αντιστοιχούσε στην κουζίνα, κατόπιν μπήκε σ' ένα δεύτερο χώρο, που όπως και η κουζίνα οδηγούσε στο διάδρομο και κατόπιν κάνοντας μιαν ορθή γωνία έβγαζε σε δύο άλλους, πολύ χαμηλούς χώρους, των οποίων τα παράθυρα κοίταζαν σε μιαν άλλη αυλή ή ίσως στο δρόμο, δεν μπορούσε να αποφασίσει, επειδή όλα τα παντζούρια ήσαν κλειστά και τα πάντα ήσαν σκοτεινά, γεμάτα με μια διαπεραστική, αηδιαστική μυρωδιά βυρσοδεψείου, ώστε δύσκολα να μπορεί κανείς να φανταστεί, πόσο φωτεινοί και ευάεροι πρέπει να ήσαν οι ίδιοι χώροι επάνω στην Μελίττα. Μάλιστα η θύμισή τους ξεθώριαζε τώρα, επειδή σ' όλα αυτά τα δωμάτια εδώ, κρέμονταν παντού στεγνά δέρματα και τομάρια, σε σημείο που η ηλεκτρική λάμπα, η οποία έλαμπε θαμπά σε κάθε δωμάτιο 162
- παλιές, κακιάς ποιότητας λάμπες, που σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε κιόλας να τις είχαν αλλάξει - να κρύβεται σχεδόν τελείως από τα πολλά κρεμασμένα εμπορεύματα. Τώρα έφτασαν σ' ένα στενό διάδρομο, στον τοίχο του οποίου ήταν γραμμένες μ' αδέξιο τρόπο οι λέξεις «σβηστέ το φως», κι από εκεί σ' έναν καινούργιο χώρο, ο οποίος ήταν επίσης γεμάτος από κρεμασμένα δέρματα. «Εδώ πρέπει να βρισκόμαστε σ' ένα από τα πρόσθετα κτίσματα», είπε ο Αντρέας, αλλά ο υπάλληλος με το καφέ λινό σακάκι και την πράσινη ποδιά σήκωσε αδιάφορα τους ώμους, σαν να μην κατάλαβε αυτό που του είπαν γύρισε το διακόπτη, είπε «προσοχή», και τον οδήγησε σ' ένα είδος σκάλας κινδύνου, την οποία κατέβηκαν τώρα προσεκτικά. Ακόμα και μετά απ' αυτήν, όμως, δεν είχαν ακόμα φτάσει στο ίδιο το κατάστημα, αλλά σε μια καινούργια αποθήκη, που ίσως να ήταν εκείνη της οποίας τα πράθυρα τα είχαν χτίσει, γιατί, απ' όσο μπορούσε κανείς να καταλάβει στη σκοτεινιά, είχε τεράστιο μήκος, τουλάχιστον η επόμενη ηλεκτρική λάμπα πίσω από τα δέρματα βρισκόταν σε αρκετά μεγάλη απόσταση. Έκανε ψύχρα και η διαπεραστική μυρωδιά όλων αυτών των δερμάτων εμπόδιζε τις σφήκες να έρθουν να εγκατασταθούν εδώ* η ανάπαυση της νύχτας μετά το άγχος της ημέρας. Ο Αντρέας ένιωσε κουρασμένος και ήθελε να καθήσει σ' έναν από τους πάγκους που υπήρχαν τριγύρω για την επεξεργασία του δέρματος. Επειδή όμως ο οδηγός του δεν έδωσε σημασία, αλλά συνέχιζε να προχωρά απτόητος κλείνοντας καθώς προσπερνούσε και τους διακόπτες, διέτρεχε τον κίνδυνο, εάν υποχωρούσε στο αίσθημα κόπωσης, να μείνει μόνος του μαζί με τα ποντίκια στην αποθήκη, και ποιός ξέρει αν θα μπορούσε τότε να ξαναβρεί το δρόμο, αφού ακόμα και το να βρει κανείς ψηλαφητά τους διακόπτες στους τοίχους, θα δημιουργούσε προβλήματα σε κάποιον που δεν ήξερε το χώρο. Έτσι κάθησε μονάχα για μια στιγμή σ' έναν απ' τους πάγκους, στην πραγματικότητα όμως γιατί δεν είχε ποτέ καθίσει σε ένα τέτοιο κάθισμα και γιατί δεν ήθελε ν' αφήσει πίσω του τίποτα που να μην ξέρει* κατόπιν ακολούθησε και πάλι τον οδηγό του. Αυτός 163
έσπρωξε μια βαρειά σιδερένια πόρτα, και να που ο δρόμος, ο οποίος ούτως ή άλλως είχε κρατήσει πολύ, ώστε να είναι ακατανόητο το πώς ο υπάλληλος μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το χτύπημα του Αντρέα μπόρεσε να του ανοίξει, είχε τώρα φτάσει στο τέλος του: περνώντας από ένα γυάλινο χώρισμα απ' όπου ακούγονταν διστακτικά τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής, μπήκαν μέσα στο κυρίως εμπορικό κατάστημα του κυρίου Τσέλλχοφερ. Εδώ όμως αποδείχθηκε πως ο υπάλληλος στην πραγματικότητα δεν ήταν υπάλληλος, αλλά ο αρμόδιος για τις πωλήσεις, και όσο κι αν μέχρι τότε φάνηκε να δυσανασχετεί ως οδηγός, τώρα φόρεσε αμέσως το πρόσχαρο χαμόγελο του πωλητή και ρώτησε υποχρεωτικότατα τον Αντρέα: «Σε τί μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, κύριε; Μήπως μ' ένα θαυμάσιο δέρμα για παπούτσια; Μόλις μας ήρθαν καινούργια». Όμως ο Αντρέας είχε αρκετά παπούτσια και συνήθιζε να τα αγοράζει έτοιμα· δεν ήξερε επομένως τι να κάνει ένα τέτοιο δέρμα. Ωστόσο δεν ήθελε και ν' απογοητεύσει κάποιον που τον οδήγησε σ' έναν τόσο μακρύ δρόμο και να φύγει χωρίς ν' αγοράσει τίποτα. Εκείνος προσπάθησε να τον δελεάσει: «Έχουμε εξαιρετικό δέρμα για σάγματα* σε λίγο θα τα έχουμε όλα ξεπουλήσει». Ο Αντρέας θα ήθελε να του πει πως μόλις είχε δει ο ίδιος τις αποθήκες και πως για «ξεπούλημα» δεν μπορούσε να γίνεται λόγος* όμως επειδή εκείνος έκανε μια τόσο αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο ρόλο του ως οδηγού και σ' εκείνον ως πωλητή, φάνηκε και στον Αντρέα απρεπί;. νίί ανακατέψει το προηγούμενο με το τωρινό, και απεγνωσμένα έψαχνε να βρει κάποιο δερμάτινο αντικείμενο που θα μπορούσε να χρειαστεί. Δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτα για τομάρια από ζώα και για καφέ δέρματα και αν έπρεπε ν' αγοράσει κάτι, αυτό θα ήταν μόνο ένα ανοιχτόχρωμο δέρμα. «Θα ήθελα ν' αγοράσω ένα δέρμα από το οποίο να γίνουν παπούτσια με αγκράφα ή μια τσάντα χειρός για μια νεαρή κοπέλα», εξήγησε στον άντρα. Ο πωλητής αντείπε προειδοποιώντας τον: «Δεν θέλετε λοιπόν δέρμα για σάγ164
ματα; Θα το μετανιώσετε, κύριέ μου... η αποθήκη σε λίγο καιρό θ' αδειάσει, ο χρόνος δεν περιμένει... ώρα με την ώρα πετά και φεύγει..., αλλ' όπως θέλετε, κύριέ μου», κι έφερε τα δέρματα που του ζητήθηκαν. Πάνω στον τεράστιο πάγκο απλώνονταν τώρα τα λευκά, τα γκριζωπά και γυαλιστερά δέρματα και ο Αντρέας μπορούσε με το χέρι του να χαϊδέψει τη λεία και λεπτόκοκκη επιφάνειά τους. Ο πωλητής είπε: «Κοιτάξτε πόσο εύκαμπτα είναι», και πήρε πρόθυμα στο χέρι του την άκρη ενός δέρματος και την τσαλάκωσε μπροστά στα μάτια του Αντρέα* το δέρμα υποχώρησε απαλά και χ(ορίς να τρίξει ή να σπάσει, ενώ ο πωλητής στον οποίον η (χπίχλότητα αυτή ήταν αρκούντως γνωστή, επανέλαβε το τσαλάκωμα, αυτή τη φορά πλησιάζοντας το δέρμα στο αυτί του Αντρέα. Κατόπιν ίσιωσε την τσαλακωμένη επιψάνεκχ μ' ένα επίπεδο σίδερο που πήρε από ένα συρτάρι, κ(χι είπε: «Όπως βλέπετε, ούτε σπάσιμο, ούτε δίπλα, ούτε τσαλάκίομα... ένα δέρμα που δεν έχει απογοητεύσει κ(χνέν(χν. Ελέγξτε το κι ο ίδιος». Και με την επιμονή που χ(χρ(ΐκτηρίζει συχνά τους πωλητές πήρε το δάχτυλο τού Αντρέα και το πέρασε πάνω από τη λεία πλέον επιφάνεια. Όχι, δεν απογοητεύθηκε, ένιωσε την επιφάνεια τόσο λεία, όπίος νκόθει κανείς όταν ανακουφίζεται με δροσερό νερό μετά από μια μεγάλη δίψα, και εντούτοις ήταν μια απογοήτευση το ότι, αυτό που προσμένει κανείς δεν ανευρίσκεται ποτέ στην προσδοκώμενη μορφή, αλλά εκπληρώνεται πάντοτε με αλλαγμένη, ξένη μορφή: «Πουλάμε ντουζίνες από τέτοια δέρματα», είπε ο πωλητής. «Όμως εγώ χρειάζομαι ένα το πολύ... και μάλιστα ούτε κι αυτό», είπε ο Αντρέας. «Μπορεί να το χρειαστείτε», είπε ο πωλητής με επιτακτική φωνή, «τέτοια δέρματα δεν βρίσκετε πια». Τώρα όμως ο Αντρέας έγινε δύσκολος· είχε δείξει την καλή του θέληση και εάν ο άλλος παρ(;τέντωνε το σκοινί, αυτό ήταν δικό του θέμα. Έκανε μια εκνευρισμένη κίνηση και στράφηκε στην έξοδο. Με τη λεπτή αίσθηση που διαθέτουν οι πωλητές για τις αδιόρατες κινήσεις των πελατών σας, τον ικέτευσε τώρα 165
ο άλλος: «Πάρετε τέσσερα κομμάτια, θα σας κάνω μια καλή τιμή, μιας και είστε του σπιτιού». - «Η ώρα πέρασε», είπε ο Αντρέας, «έχετε χάσει μέσα σ' αυτόν το σκοτεινό χώρο την αίσθηση του χρόνου* δεν πρέπει να με κρατάτε άλλο... θα πάρω ένα κομμάτι και μπάστα». - «Ωραία, ένα κομμάτι», είπε ο πωλητής και σηκώνοντας τους ώμους του επανέλαβε σαν να επρόκειτο για κάτι ανήκουστο, «ένα κομμάτι... ένα κομμάτι..., χάνετε μ' αυτό την έκπτωση...», τον κοίταξε σχεδόν με οίκτο κι ετοιμάστηκε να διπλώσει το πρώτο δέρμα σ' ένα χαρτί. - «Όχι βέβαια», είπε ο αγοραστής, «δέχομαι να χάσω κάτι, πλην όμως... θέλω να διαλέξω μόνος μου το δέρμα». Και πήρε ολόκληρο το δέμα από τον πάγκο και το μετέφερε στο ψεύτικο παράθυρο. Εκεί διάλεξε στην τύχη κάποιο δέρμα, ήταν γκριζόασπρο με μια γαλαζωπή βούλα, και κατόπιν είπε να του το τυλίξουν. Ό ταν όμως πήγε να πληρώσει, σκέφτηκε πως με τις πληθωριστικές τιμές θα μπορούσε το δίχως άλλο να αγοράσει μερικές δωδεκάδες ακόμα ή και όλο το κατάστημα. Γιατί δεν το είχε κάνει; Γιατί άφησε να του ξεφύγει η ευκαιρία; Δεν το ήξερε· ήξερε μονάχα πως δεν ήθελε να έχει τομάρια από ζώα, κι έτσι έφτασε ως την πόρτα, την οποία του άνοιξε ο πωλητής μ' ένα «να μας ξανακάνετε σύντομα πάλι την τιμή»·
Έξω έλαμπε ο λαμπρός μεσημεριάτικος ήλιος και τα μάτια του τον πόνεσαν στο φως. Δεν μπόρεσε να προσανατολισθεί αμέσως. Μόνο όταν πέρασε ένα τραμ, κατάλαβε από την επιγραφή της κατευθύνσεώς του, πως βρισκόταν στην οδό Β., και εξεπλάγη για το ότι το σπίτι που μόλις είχε αφήσει, έφτανε ως τούτο 'δω το κάπως απόμερο σημείο της πόλης. Τώρα όμως, ήταν καιρός να πάει στο γραφείο του* έτρεξε πίσω από το τραμ και το πρόλαβε ευχαριστημένος στη στάση.
166
VII. Οι τέσσερις λόγοι του εκπαιδευτικού συμβούλου Ζαχαρία Αφού ο καθηγητής μαθηματικών Ζαχαρίας, που τιμήθηκε με τον σιδηρούν σταυρό δευτέρας τάξεως, επέστρεψε από την πλούσια σε γεγονότα πλήξη του παγκοσμίου πολέμου στη φτωχότερη μεν σε γεγονότα, πλην όμως περισσότερο συνηθισμένη επαγγελματική και καθημερινή ζωή, και ο αυτοκράτορας είχε καταφύγει στην Ολλανδία, η σοσιαλδημοκρατία που κέρδιζε συνεχώς έδαφος, πέτυχε να διατηρηθούν οι κοινωνικές δομές της αυτοκρατορικής Γερμανίας άθικτες τόσο ως προς τα καλά όσο και ως προς τα κακά τους. Ως ένα βαθμό αυτό οφειλόταν στην αίσθηση για την ζωντανή παράδοση που συνέχιζε να λειτουργεί, σε έναν όμως ακόμα μεγαλύτερο βαθμό οφειλόταν στη μικροαστική αγάπη για κάθε τι το αποστεωμένο, μια αγάπη που ντρεπόταν για τον εαυτό της και χρειαζόταν ως εκ τούτου κάποια πρόφαση, εν προκειμένω αυτήν ενός δήθεν μακιαβελλικού ζήλου απέναντι στις δυνάμεις των νικητών, ενώ κατά το μέγιστο τμήμα της οφειλόταν στην αποστροφή για την ρωσική βαρβαρότητα, ήταν μια τρομαχική αηδία απέναντι στους φόνους των μπολσεβίκων που αντέφασκαν με τη μηχανική και αντιηρωική τους τεχνική σ' όλες τις ρομαντικές προσδοκίες περί επαναστάσεως κι απέναντι στους οποίους δεν ήσαν σε θέση παρά να αντιπαρατάξουν μια υπερτροφική, απολίτικη, ανθρωπιστική στάση, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ότι οι υπερτροφικές αντιδράσεις κάποτε γίνονται κενές περιεχομένου, και ακριβώς γι' αυτόν το λόγο συνηθίζουν να στρέφονται στο αντίθετό τους, υπερτροφικός ανθρωπισμός σε μιαν όχι λιγότερο κενή και επίσης όχι λι167
γότερο υπερτροφική βαρβαρότητα, η οποία μάλιστα θα έφτανε να ξεπεράσει κι αυτήν τη ρωσική. Βεβαίως, τα πρώτα εκείνα μεταπολεμικά χρόνια δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει τόσο μακριά τις μελλοντικές εξελίξεις. Ο Ζαχαρίας, που είχε συνηθίσει να δέχεται χωρίς αντιρρήσεις τις απόψεις του από τους εκάστοτε κρατούντες, εμφορούμενος κατά συνέπειαν από μια γνήσια δημοκρατική εμπιστοσύνη στη σοφία της πλειοψηφίας του λαού, προσχώρησε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και κατόπιν αυτού προήχθη, όντας ακόμα σχετικά νέος, σε εκπαιδευτικόν σύμβουλο. Έβλεπε κιόλας τον εαυτό του γυμνασιάρχη. Στο αξίωμά του αυτό σκόπευε να εκπληρώνει αυστηρά τα καθήκοντά του, να προκαλεί την αποβολή από το σώμα των εκπαιδευτικών εκείνων που είχαν διαφορετική πολιτική άποψη, προκειμένου να προστατεύσει το σχολείο από τις επιβλαβείς ανανεωτικές ιδέες, και με τη δύναμη της σιδερένιας πειθαρχίας να σκληραγωγήσει τη νεολαία και να τη διαπαιδαγωγήσει στη δημοκρατία. Στα δικά του τα παιδιά, ένα εννιάχρονο κοριτσάκι, καθώς κι ένα οχτάχρονο και ένα πεντάχρονο αγοράκι - το τελευταίο καρπός μιας άδειας από τον πόλεμο - , οι παιδαγωγικές του αρχές, με την υποστήριξη και της συζύγου του, έφεραν τους πρώτους καρπούς· τα παιδιά υπάκουαν χωρίς την παραμικρή αντίρρηση. Όλοι μαζί, μ' αυτόν ως πρότυπο και αρχηγό, φορούσαν στο ίτπίτι απαλές, χνουδωτές παντόφλες για να μη φθείρεται το λουστραρισμένο πάτωμα, ενώ έστρεφαν με σεβασμό τα βλέμματά τους στα πορτραίτα, τα οποία - στο κέντρο η ελαιογραφία με την τριανδρία των Γουλιέλμου II, Χίντεμπουργκ και Λούντεντορφ, περιστοιχισμένοι από τις μεγενθυμένες φωτογραφίες των σοσιαλδημοκρατικών ηγετών Μπέμπελ και Σάιντεμανν - στόλιζαν τον τοίχο πάνω από το ξυλόγλυπτο ντουλάπι. Εκείνη την εποχή άρχισαν σ' όλη τη Γερμανία συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά της θεωρίας της σχετικότητας του Άινσταϊν, την οποία, κατά την άποψη τουλάχιστον των εθνικώς σκεπτομένων κύκλων, παραείχαν ανεχθεί χωρίς αντιρρήσεις. Ο Ζαχαρίας γνώριζε μεν πως ο 'Αινσταϊν είχε πολλούς οπαδούς μέσα στο σο168
σιαλδημοκρατικό κόμμα και στην ηγεσία του, και πως μάλιστα αν ελάμβανε χώρα κάποια ψηφοφορία εκεί, θα απέβαινε πιθανόν ομόφωνα υπέρ της θεωρίας της σχετικότητας, και ςιισθανόταν, όχι χωρίς την υπερηφάνεια του ειδικού, όπως ένας επαναστάτης, επειδή παρ' όλα αυτά έλαβε μέρος στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εξαίροντας το ότι, ως μαθηματικός και εκπαιδευτικός, είχε τόσο το δικαίωμα, όσο και την υποχρέωση να το κάνει. Αυτή καθαυτή βέβαια η θεωρία του Άινσταϊν, πέρα του ότι την απεχθανόταν γιατί του ήταν δυσνόητη, λίγο τον απασχολούσε, μιας και δεν είχε συμπεριληφθεί ακόμα στο διδακτικό πρόγραμμα των γυμνασίων όμως ακριβώς αυτό έπρεπε να παρεμποδισθεί, αδιάφορο αν ήταν σωστή ή όχι αυτή καθαυτή η θεωρία. Πώς θα μπορούσε να εκπληρώσει κανείς τις υποχρεώσεις του ως εκπαιδευτικός εάν ήταν υποχρεωμένος να μαθαίνει διαρκώς καινούργια ύλη; Μήπως αυτό δεν εσήμαινε το να αφήνεται ελεύθερος ο μαθητής να κάνει συνεχώς τολμηρές ερωτήσεις που προξενούσαν αμηχανία στους καθηγητές τους; Μήπως ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να απαιτεί να είναι η γνώση του ολοκληρίομένη; Ποιόν άλλο σκοπό θα εξυπηρετούσαν οι εξετάσεις διορισμού τους ως δασκάλων; Κανείς δεν θα αμφισβητήσει πως αυτές αποτελούν ορόσημο και δείχνουν ότι η φοιτητική εποχή έφθασε στο τέλος της, ενώ αρχίζει η εποχή τής διδασκαλίας και πως είναι, επομένως, ανεπίτρεπτο να ενοχλείται ο δάσκαλος με καινούργιες θεωρίες και μάλιστα μ' εκείνες, όπως αυτή του Άινσταϊν, που αμφισβητούνται ακόμα! Υπό το πνεύμα αυτό έλεγε την άποψή του στις συνελεύσεις, και αν και η μετρίως αυστηρή ομιλία του φαινόταν σε μερικούς θερμόαιμους υπέρ το δέον ήπια και πολύ λίγο αυστηρή, σε σημείο που να του φωνάξουν μερικές φορές τη φράση «εβραιόδουλε», εν τούτοις η απόρριψη εκ μέρους του της μη υγιούς αναζητήσεως του νέου στην επιστημονική κοινότητα «Πάμε με την πρόοδο, όχι με τη μόδα!» - κέρδιζε γενικά ευρεία αποδοχή, και στη συζήτηση που ακολουθούσε, η οποία εξελισσόταν με ζωηρό και κάποτε θυελλώδη τρόπο, επειδή οι οπαδοί του Άινσταϊν πίεζαν να γίνει αντικειμε169
νική αντιπαράθεση επιχειρημάτων και να ακουστούν εξηγήσεις επί της ουσίας, σηκωνόταν ακόμα μια φορά και ρωτούσε με αγανάκτηση, μήπως νόμιζαν πως οι δικές τους αναπτύξεις δεν ήσαν αντικειμενικές. Μολοντούτο, το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε. Πρόφανώς οι άνθρωποι είχαν καταλάβει πως η στράτευσή του στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα τού επέβαλε μια διχασμένη στάση απέναντι στη θεωρία της σχετικότητας και γι' αυτό, μετά το τέλος της εκδήλωσης, καμία από τις δύο ομάδες δεν ασχολείτο με αυτόν. Αυτός σπρωχνόταν για να φύγει από κει που καθόταν, και παρατηρώντας το πλήθος των ομιλητών που έ<ρευγαν από την αίθουσα, διαπίστωνε με κάποιαν ικανοποίηση, πως ο αριθμός τους δεν έφτανε να γεμίσει την αίθουσα. Μια συνέλευση άνευ σημασίας. Και τότε, μετάνοιωνε που είχε έρθει. Η κομματική πειθαρχία είναι κομματική πειθαρχία, ακόμα κι όταν κανείς έχει δικαιολογημένες αντιρρήσεις κατά του Άινσταϊν. Ούτε καν μια τόσο μικρή αίθουσα, μια αίθουσα για μουσική δωματίου δεν μπόρεσε να γεμίσει σωστά. Απέναντι στα καλυπτόμενα κάθε απόγευμα από τις κουρτίνες με το δαμασκηνό ύφασμα έξι παράθυρα, υπήρχαν έξι κοιλώματα στον τοίχο, μικροί χώροι για τις προτομές των ηρώων τής μουσικής Μότσαρτ, Χάυντν, Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μπραμς και Βάγκνερ, ο τελευταίος μ' ένα στραβό μπερεδάκι, όλοι τους χωρίς ζωή, κοιτάζοντας εκεί που υπήρχε ακόμα λιγότερη ζωή, και ο Ζαχαρίας, που ποτέ δεν είχε πάει στα σοβαρά σ' ένα κοντσέρτο, αναλογίστηκε το λαμπρό κοινό, που στριμωχνόταν εδώ κατά τη διάρκεια της μουσικής σαιζόν, και το οποίο - παραμένοντας στα ελαφρά μέτρα ενός εύθυμου και ενασμενιζομένου κόσμου - γι' αυτόν, τον αποκλεισμένο, τον τυχαίο επισκέπτη, δεν θα του περίσσευε παρά απλώς ένα χαμόγελο. Όμο^ς, θα τους το πληρώσει.σίγουρα στα παιδιά τους· δεν πρόκειται να βρουν τίποτα πάνω σ' αυτόν, τον αυστηρό εξεταστή, που να τα κάνει να χαμογελάσουν. Αυτό τον έκανε να ευθυμήσει κάπως* εάν στερήσουν σε κάποιον τις απολαύσεις του από τη μια μεριά, τότε 170
θα του τις αντικαταστήσουν από την άλλη. Η δικαιοσύνη που εξισορροπεί! Η ευθυμία του αυξήθηκε σαν έφθασε στον αχρησιμοποίητο, λόγω του καλοκαιριού, χώρο της γκαρνταρόμπας και εδώ είδε κάποιον, ο οποίος με τη βοήθεια πολλών σπίρτων, που άναβε το ένα μετά το άλλο, αναζητούσε επίμονα κάτι πίσω από τα τραπέζια και στις γωνίες της γκαρνταρόμπας· σταμάτησε για να τον παρατηρήσει με ικανοποίηση. «Τα παρατάω», είπε ο άντρας, που τον είχε προσέξει. «Χάσατε τίποτα;» «Είχα βάλει εδώ πάνω το καπέλο μου* κάποιος θα το πήρε και θα το φόρεσε κατά λάθος». «Όχι κατά λάθος», είπε ο Ζαχαρίας. Κατέβηκαν μαζί τη σκάλα* ο Ζαχαρίας έβγαλε το δικό του καπέλο από το κεφάλι του, το καθάρισε στο γείσο του και μετά φύσηξε από πάνω του: «Ήταν καλό το καπέλο;» ρώτησε όχι με πολλή συμπόνια. «Τελείως καινούργιο», απάντησε ο ασκεπής νεαρός άντρας, «μου συμβαίνει ξανά και ξανά* δεν έχω τύχη με τα καπέλα μου». «Τύχη; Πρέπει να μάθετε να προσέχετε τα πράγματά σας». «Δεν θα το μάθω ποτέ». Βρίσκονταν κιόλας έξω στο δρόμο κάτω από τα φώτα. Ο Ζαχαρίας παρατηρούσε το νεαρό, ο οποίος, θα μπορούσε να πει κανείς, αγνοούσε πολύ επιπόλαια την απώλεια του καπέλου του: κατά μήκος των αυτιών του είχε ξανθές λεπτές φαβορίτες, όπως αυτές που είχαν στην εποχή του Μπήντερμαγιερ και φαινόταν πως ανήκε σε υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, προφανώς σ' εκείνα που συνηθίζουν να έρχονται εδώ στα κοντσέρτα. Στον Ζαχαρία όλα αυτά δεν άρεσαν καθόλου: «Είστε φυσικός;» Ο νεαρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μαθηματικός;» 171
Και πάλι κούνησε το κεφάλι του, σαν να τον ενοχλούσαν με τις ερωτήσεις. «Αντισημίτης;» «Δεν ξέρω... δεν το δοκίμασα ακόμα». «Αυτό δεν μπορείτε να το δοκιμάσετε», τον διόρθωσε ο Ζαχαρίας, «ο Αντισημιτισμός είναι μια ιδεολογία». Υψώνοντας λίγο τις γωνίες των ματιών του για να τον δει - επειδή ο Ζαχαρίας ήταν ψηλότερός του - ο νεαρός του χαμογέλασε: «Μήπως έχετε την πρόθεση να με εξετάσετε για την ιδεολογία μου;» Ο Ζαχαρίας ταρακουνήθηκε από ένα χωρίς λόγο δυνατό γέλιο: «Πρόκειται για μιαν επαγγελματική συνήθεια, μιαν αξιέπαινη πάντως... είμαι καθηγητής γυμνασίου και γνωστός για την αυστηρότητά μου στις εξετάσεις». Μια σχεδόν αδιόρατη λάμψη φοβισμένου πείσματος ανακατεμένη με μιαν εύθυμη απόρριψη γεμάτη αυτοπεποίθηση πέρασε πάνω από το πρόσωπο του νεαρού: «Μαζί μου δεν θα έχετε δυστυχώς και μεγάλη τύχη, γιατί τελείως εμπιστευτικά σας το λέω... δεν επιτρέπω εύκολα να με εξετάζουν». «Κανένας δεν το επιτρέπει εύκολα, κανένας...» - ο φόβος για τις εξετάσεις έδωσε νέα ώθηση στο γέλιο του Ζαχαρία - «στ' αλήθεια κανένας... παρ' όλα αυτά ή ακριβώς για τον λόγο αυτό πρέπει να σας ρωτήσω για τους λόγους που σας έκαναν να έρθετε στη συνέλευση κατά του Αϊνστάιν». Ο νεαρός φάνηκε να το διασκεδάζει: «Ίσως να μου το βγάλετε μ' ένα ποτήρι κρασί, μ' άλλον τρόπο αποκλείεται... έχω μια τρομερή δίψα... θα έρθετε ασφαλώς μαζί μου;» Και χωρίς να κάνει κι άλλες ερωτήσεις, πήρε να τον καθοδηγεί. Εκεί κοντά υπήρχε μια ταβέρνα, διαρρυθμισμένη η μισή για όσους ήθελαν να πιούν μονάχοι τους ένα ποτηράκι, και η άλλη μισή για ζευγαράκια, αφού το στενό κατάστημα είχε σ' όλο του το μήκος μικρά χωρίσματα, οι είσοδοι των οποίων, προκειμένου να εμποδίζουν τις ενοχλήσεις απ' 172
έξω, έκλειναν με ψευτο-ανατολίτικα παραπετάσματα, που όμως δεν ήσαν κατάλληλα για έρωτα, μιας και καθένα απ' αυτά τα χωρίσματα περιείχε, εκτός από το τραπέζι, και δύο μόνο στενά και σκληρά καθίσματα. Σε μια τέτοια μπεκροκαμπίνα κάθησαν ο Ζαχαρίας και ο νεαρός, ενώ ο τελευταίος παρήγγειλε κάποιο κρασί Βουργουνδίας και συμπεριφερόταν σαν να ήταν ο αμφιτρύων. Γεμάτο σκόνες από την αποθήκευση και φερμένο μέσα σ' ένα καλαθάκι από λυγαριά, αφού επιδείχθηκε όπως έπρεπε στους δυο τους και ανοίχθηκε κατόπιν η μπουκάλα, αποδείχθηκε πως το κρασί ήταν ένα πραγματικά ευγενές ποτό που έρρευσε σαν χάδι στα ποτήρια, ενώ ο νεαρός, με τη διστακτικότητα του ειδήμονος που θέλει να απολαύσει και τα τελευταία ακόμα ίχνη της διψασμένης του ελπίδας, εξέτασε το βαθύ κόκκινο του ποτηριού που είχε φέρει στο ύψος των ματιών του, ενώ ο Ζαχαρίας πήρε αμέσως το δικό του και είπε «εις υγείαν». «Υγιαίνετε», απάντησε ο νεαρός άντρας και άφησε για λίγο στο στόμα του να σβήσει η πρώτη γουλιά. Ο Ζαχαρίας δοκίμασε κι αυτός το κρασί: «Θαυμάσιο ποτό* όταν ήμασταν στη χώρα τους ήπιαμε από τους Γάλλους ένα σωρό απ' αυτό». «Α έτσι... ήσαστε λοιπόν στη Γαλλία». «Διατάξτε, ναι, ήμουν εκεί... έφθασα να γίνω υπολοχαγός και να τιμηθώ με τον σιδηρούν σταυρό... από τη σφαίρα στο πόδι, εξαιτίας της οποίας τιμήθηκα, κουτσαίνω ακόμα λιγάκι, τη νιώθω και με τις αλλαγές τού καιρού... και σεις, ήσαστε στη Γαλλία ή στη Ρωσία;» «Ούτε στη μία ούτε στην άλλη· ήμουν στην Αφρική». «Αχά! Στο σώμα του Λέττοβ-Φόρμπεκ». «Όχι, είμαι Ολλανδός». «Ω, ουδέτερος... οι Βέλγοι δεν ωφελήθηκαν και πολύ από τη λεγόμενη ουδετερότητά τους* κάθε άνθρωπος πρέπει να ξέρει πού ανήκει, αριστερά ή δεξιά». «Σωστά», έγνεψε ο νεαρός, «και για να τιμωρηθούμε γι' αυτό έχουμε τώρα τον αυτοκράτορά σας». Το να ασχοληθεί με τέτοια αστειάκια ουδετερότητας, 173
ήταν για κάθε γερμανό άντρα αναξιοπρεπές: «δεξιά ή αριστερά* μερικοί είναι υπέρ του Άινσταϊν και άλλοι εναντίον του, ακόμα κι εκεί δεν υπάρχει ουδετερότητα... γιατί ήρθατε στη συνέλευση;» «Κι εσείς είστε εναντίον του; Αυτήν τουλάχιστον την εντύπωση μου έδωσαν οι αναπτύξεις σας». Γιατί δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος σε θέση να δώσει σε μια σαφή ερώτηση μια το ίδιο σαφή απάντηση; Ο Ζαχαρίας ήταν έτοιμος να του κάνει μιαν αυστηρή επίπληξη που να ήταν όλη δική του, όμως επειδή διψούσε για επαίνους, συγκρατήθηκε και ελπίζοντας ότι θα επακολουθούσε η επιδοκιμασία: «Οι απόψεις μου ήσαν αρκετά σαφείς και υποθέτω πως τις δέχεστε κι εσείς». «Όχι», είπε ο νεαρός άντρας, «καθόλου». Με μια κίνηση που συνήθιζε να κάνει στην περίπτωση βαρειών παραπτωμάτων στο σχολείο, ο Ζαχαρίας έβγαλε τα γυαλιά του και κοίταξε τον απέναντί του επίμονα με τα μυωπικά μάτια του που ανοιγόκλειναν γρήγορα: «Επαναλάβετε». «Δεν συμφωνώ μαζί σας, γιατί δεν επιτρέπεται να αποκρύπτονται στους μαθητές τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα* αυτό είναι όλο... στην υγεία της σχετικότητας* δεν θα επιτρέψει να μην γίνεται λόγος γι' αυτήν, κι έτσι είθε να ζήσει έτη πολλά... υγιαίνετε!» «Είπα πως δεν θα γίνεται λόγος γι' αυτήν;», αντιμίλησε ο Ζαχαρίας με δριμύτατη αυστηρότητα, «σας λείπει η προσοχή... δεν τόνισα με κατηγορηματικό τρόπο, πως στρέφομαι απλώς κατά της μόδας, και όχι κατά της προόδου; Τολμώ να ισχυρισθώ πως είμαι άνθρωπος της προόδου. Είμαι μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, και αυτό υποστηρίζει όλο μαζί τη θεωρία της σχετικότητας. Όμως η ανώριμη ακόμα εννοιολογική ικανότητα αντιλήψεως των μαθητών δεν πρέπει να σκοτίζεται με την πρόοδο. Το καταλάβατε τώρα;». Μάλιστα, πολιτικά είστε υπέρ του Άινσταϊν, και επιστημονικά είστε εναντίον του. Κι εκτός αυτού δεν σας αρέσει κατά τα λοιπά και πολύ». Ένας αμετανόητος μαθητής, 174
σκέφτηκε ο Ζαχαρίας, και με ύπουλη αβρότητα ρώτησε: «Στους δικούς σας κύκλους συνηθίζεται μήπως να αμφισβητούνται οι ευλογίες της προόδου;» «Δεν ξέρω ποιούς κύκλους υπονοείτε, αγαπητέ φίλε* όμως εγώ ο ίδιος, και να μην το πείτε παραέξω, προτιμώ να μην σκέφτομαι καθόλου την πρόοδο». «Αυτό είναι οκνηρία σκέψης». «Το βρήκατε. Αυτό που μου δίνει η μοίρα, το αποδέχομαι, ακόμα και την πρόοδο και τις ευλογίες της. Και μια και δεν μπορώ ν' αντισταθώ στη μοίρα, προσπαθώ να το διασκεδάζω. Κανένας δεν μπορεί να σταματήσει την πρόοδο. Επομένως πρέπει να την προωθήσουμε». Ο Ζαχαρίας τον κοίταξε με δυσπιστία: «Ακούστε, μέχρι τώρα καταλάβαινα αμέσως αυτούς που με περνούσαν για ηλίθιο». «Επειδή πιστεύω στην τύχη; Επειδή δέχομαι χωρίς μά και μού τις αναπόφευκτες ευλογίες τής προόδου, και είμαι μάλιστα και πρόθυμος να τις υποστηρίξω;» «Μην λέτε ανοησίες», είπε ο Ζαχαρίας απότομα. Παραείχε πιεί γρήγορα το βαρύ κρασί και τώρα βρισκόταν στο στάδιο εκείνο που το οινόπνευμα κάνει τους ανθρώπους εριστικούς. «Αχ», είπε ο νεαρός με θλίψη, «δεν κατορθώνουμε ποτέ να πούμε ανοησίες». «Μα, κι αυτό είναι ανοησίες», τον διαφώτισε ο Ζαχαρίας, «δεν είσαστε προφανώς σε θέση να κρίνετε τι ανοησίες λέτε τόσην ώρα». Και μια και αυτός που είχε μόλις κατσαδιάσει δεν αντιμίλησε, συνέχισε: « Ή μήπως θεωρείτε σωστό να αποκαλούμε τη θεωρία της σχετικότητας αναπόφευκτο κακό;» «Αναπόφευκτη ευλογία». «Σας παρακαλώ σταματήστε να μωρολογείτε. Τι σημαίνουν όλα αυτά;» Ο νεαρός απάντησε με ευγένεια: «Η ευλογία της γνώσης που μας πάει μπροστά εξαγοράζεται με οδύνες». 175
«Κενά λόγια. Πρέπει να μάθετε να εκφράζέσθε με περισσότερη ακρίβεια». «Όχι», είπε ο νεαρός, «όταν πίνω, δεν μπορώ να είμαι ακριβής». «Πάλι καλά που το παραδέχεσθε και ο ίδιος», θριάμβευσε ο Ζαχαρίας. Όμως ο θρίαμβος δεν κράτησε και πολύ, αφού ο άλλος συμπλήρωσε: «Κάθε ακρίβεια φέρνει δυστυχία». «Βαρέθηκα τα λόγια σας* θα διακόψω τη συνομιλία μας...» «Μια στιγμή...», είπε ο νεαρός που ανακάλυψε πως η μπουκάλα με το κρασί είχε αδειάσει, και φώναξε τη σερβιτόρα για να παραγγείλει μια δεύτερη. Κατόπιν στράφηκε ξανά προς τον Ζαχαρία: «Πώς είπατε;» «Εξηγείστε μου αυτά που είπατε μ' ένα συγκεκριμένο παράδειγμα». «Το ότι παράγγειλα μια δεύτερη μπουκάλα; Μα... αυτό είναι το δίχως άλλο πολύ συγκεκριμένο». «Κύριε των Δυνάμεων, εννοώ τα φληναφήματα περί ακριβείας και τη δυστυχία που κατά τη γνώμη σας θα φέρει». «Α, μάλιστα. Οι Γερμανοί είναι οι πιο ακριβείς απ' όλους τους λαούς της Ευρώπης, και για το λόγο αυτό έχουν προξενήσει στον εαυτό τους και σε όλη την Ευρώπη κάθε είδους δυστυχία». «Αυτό ήταν λοιπόν», ξέσπασε με εριστικότητα ο Ζαχαρίας και έκαμε την πρώτη επίθεση, «νάτην λοιπόν η εχθρότητα των ουδετέρων κατά της Γερμανίας, που σας φαίνεται πως προξενεί τη δυστυχία, γιατί απειλεί προφανώς το μπακαλίστικο πνεύμα σας, το φιλοχρήματο πνεύμα σας... δεν παίρνετε στ' αλήθεια καθόλου από λόγια;» «Ω ναι, ασφαλώς», είπε ο νεαρός, «όμως εδώ δεν βλέπω τι θα μπορούσα να μάθω». «Φτάνει πια», του πέταξε ο Ζαχαρίας κατά πρόσωπο, «όμως πριν φύγω πρέπει να σας πω τι πρέπει εσείς, μαζί με όλους τους άλλους ουδετέρους σας, να ξέρετε, τι θα 176
πρέπει όλοι να μάθετε». Ήπιε μια γερή γουλιά κρασί και άρχισε μ' ένα περιφρονητικό βλέμμα να μιλάει στο νεαρό με ζέση: «Για να αρχίσω, όπως αρμόζει, με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, πρέπει, υπό την ιδιότητά μου ως καθηγητή και εκπαιδευτικού, αλλά και ως καλοπροαίρετος φίλος, να σας κατηγορήσω για την αποτρόπαια υποκρισία σας· πιστεύετε επειδή έχετε το πορτοφόλι σας γεμάτο και μπορείτε να βάλετε στο τραπέζι σας ένα ακριβό κρασί, πως έχετε το δικαίωμα να με περνάτε για τρελό, και το αμφισβητείτε με δόλιες και δειλές υπεκφυγές. Πρόκειται για την ίδια επηρμένη και από ηθική άποψη υποκριτική στάση, με την οποία αντιμετώπιζαν από παλιά εμάς τους Γερμανούς, και η οποία έχει στο μεταξύ γίνει κοινό κτήμα όλης της Ευρώπης. Τώρα όμως δώσαμε στην Ευρώπη να καταλάβει. Ήπια στη Λαόν και στο Σουασσόν το ίδιο ακριβώς κρασί και το πλήρωσα από την τσέπη μου» - χαμογέλασε λιγάκι - «βέβαια με δεσμευμένα γαλλικά φράγκα». «Φυσικά στους Γάλλους δεν άρε;σαν αυτά τα χρήματα, κι ακόμα λιγότερο άρεσαν σε μας τους ίδιους. Επειδή όμως δεν ήθελαν και να μας κεράσουν το κρασί, έπρεπε είτε το ήθελαν είτε όχι να δεχτούν τα χρήματα, και πολύ περισσότερο κι εμάς στο μαγαζί τους. Βέβαια ούτε και σ' εμάς άρεσαν αυτοί, ω όχι, παρ' όλο ότι κατά κάποιον τρόπο μας ήσαν αρκετά ευχάριστοι. Το μόνο που δεν μπορούσαμε να ανεχθούμε ήταν το να ξεσηκώνονται εναντίον μας. Για κάτι τέτοιο παραήσαν κοντοί και μελαχρινοί και φλύαροι* λόγια του αέρα δεν πιάνουν σε μας... σας παρακαλώ, να το σημειώσετε αυτό. Κι από τη στιγμή που ο Αμερικάνος με τη βλακεία του έσπευσε να τους βοηθήσει και αυτοί από τότε καμώνονται τους νικητές, από τότε μας είναι διπλά αντιπαθείς. Δεν ανεχόμαστε την υποκρισία, κι αυτοί παριστάνουν κάτι που δεν είναι. Με τους Εβραίους άλλωστε συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα* θα μπορούσαμε να τους αγαπάμε αν δεν το έπαιζαν ψηλοί και ξανθοί και δεν νόμιζαν πως είναι ένας Θεός ξέρει τι. Κι ούτε μας αρέσει το ότι στη μεγαλομανία τους καταπιάνονται ν' αλλάξουν την εικόνα που 177
έχουμε για τη φύση και τον κόσμο και το ότι μας ενοχλούν με τα πρόωρα και ανασφαλή και για το λόγο αυτό ξιπασμένα συμπεράσματα της έρευνας τους* η αντίληψη μας για τον κόσμο αφορά εμάς και αν θελήσουμε να την αλλάξουμε, τότε θα φροντίσουμε γι' αυτό μ' έναν τρόπο πολύ πιο καλό και σοβαρό απ' ό,τι αυτοί, και χωρίς να κάνουμε και τόση φασαρία γι' αυτό. Αυτή είναι η δική μας ακρίβεια, η ακρίβεια της γερμανικής επιστήμης* θα τα καταφέρουμε μόνοι μας, μην ανησυχείτε, και χωρίς τη βοήθειά τους. Δεν αρμόζει στο μαθητή να διδάσκει το δάσκαλό του, και αν παρ' όλα αυτά ξεσηκώνεται σε τέτοιου είδους μεγαλομανία, υποκρισία και ξιπασιά, τότε θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες. Εμείς είμαστε ένας λαός δασκάλων, δασκάλων παγκοσμίου κύρους, και δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς που οι άλλοι, ακριβώς όπως κάνουν οι κακοί μαθητές, τα βάζουν με την αυστηρή μας ακρίβεια και συχνά την παίρνουν και για αδικία. Αφού κι εμείς, άλλωστε, μερικές φορές είμαστε στο σκοτάδι και θεωρούμε τους εαυτούς μας άδικους και κακούς, και γινόμαστε διστακτικοί υποχωρώντας μπροστά στην ίδια μας την εμμμονή και στις πρακτικές της εφαρμογές. Πλην όμως δεν μπορούμε να κάνουμε και διαφορετικά* πρέπει πάντοτε να διαβούμε μέσα από την αδικία για να φθάσουμε στη δικαιοσύνη, στην παγκόσμια δικαιοσύνη, πρέπει πάντοτε να βυθιστούμε μέσα στο κακό για να υψώσουμε εαυτούς και αλλήλους σ' ένα επίπεδο ευγενέστερης τελειότητας, και πάντοτε αποδείχθηκε προς μεγάλη μας έκπληξη πως εκ των υστέρων η αδικία μεταβλήθηκε στα χέρια μας σε δικαιοσύνη. Επειδή εμείς είμαστε ο λαός της απεραντοσύνης και ακριβώς για τον λόγο αυτό ο λαός του θανάτου, ενώ οι άλλοι λαοί ξέμειναν στο πεπερασμένο, στο μπακαλίστικο πνεύμα, στο φιλοχρήματο πνεύμα, εγκλωβισμένοι μέσα στο μετρήσιμο, γιατί θέλουν απλώς να γνωρίσουν τη ζωή και όχι το θάνατο, κι επομένως, όσο κι αν φαίνονται πως με ευκολία υπερβαίνουν τον εαυτό τους τόσο πολύ, αποδεικνύονται εν τούτοις ανίκανοι να διασπάσουν τα όρια του πεπερασμένου. Για τη σωτηρία τους πρέπει να εκτελέσουμε πάνω στο κορμί τους την ποινή 178
της θανατηφόρας απεραντοσύνης. Ένα αληθώς μέγα, ένα αληθώς σκληρό μάθημα! Είναι δύσκολο να υπακούσει κανείς σ' αυτό, και είναι ακόμα δυσκολότερο το να το διδάξει κανείς, και είναι τόσο πιο δύσκολο όσο εναποτέθηκε σε μας, τους δασκάλους, όχι μόνο το υψηλόν αξίωμα του δικαστή, αλλά και το άχαρο καθήκον του δημίου. Επειδή στο απέραντο τα πάντα υφίστανται ταυτόχρονα, το υψηλόν και το ποταπό, αυτό που είναι ιερό και αυτό που θέλει να γίνει ιερό, αυτό που θέλει το καλό και αυτό που θέλει το κακό, και αυτή είναι η κατάρα της χάρης που δόθηκε σε μας, αυτός ο διφυής ρόλος, μέσα στον οποίο εμείς γινόμαστε σκοτεινοί για τους εαυτούς μας και για τους άλλους· κάθε πυροβολισμός, που είμαστε υποχρεωμένοι να ρίξουμε εναντίον τους, πληγώνει και τη δικιά μας καρδιά, κάθε τιμωρία που πρέπει να τους επιβάλλουμε, είναι και δική μας τιμωρία. Η κατάρα μιας χάρης είναι το χρέος μας να είμαστε οι δάσκαλοι του κόσμου και μολοντούτο το αποδεχθήκαμε στο όνομα της φιλαλήθειας που εμφωλεύει στην απεραντοσύνη, και συνεπώς και μέσα σε μας: το αποδεχθήκαμε ως Γερμανοί και δεν το αποποιηθήκαμε, αναλογιζόμενοι ότι είμαστε οι μόνοι, στους οποίους η υποκρισία είναι ξένη». Είχε σηκωθεί και με αβέβαιο χέρι άδειασε το υπόλοιπο της μπουκάλας στα δυο ποτήρια, ήπιε το δικό του απνευστί και είπε: «Τώρα θα φύγω». «Γιατί;» ρώτησε ο νεαρός. «Αυτά που είπα, θα μπορούσαν να σας είχαν πει το λόγο». «Όχι», είπε ο νεαρός, «θέλω να πιώ ακόμα λίγο». Αυτό φάνηκε στον εκπαιδευτικό σύμβουλο Ζαχαρία πολύ πιο διαφωτιστικό απ' όσο ο λόγος του και σκέφτηκε για μια στιγμή αν θα έπρεπε να ξανακαθήσει. Τελικά πήρε την απόφαση: «Παρ' όλα αυτά, φεύγω». «Μα για πού;» ρώτησε ο νεαρός όχι χωρίς ενδιαφέρον. Και αυτό έδωσε το έναυσμα για το δεύτερο σημαντικό λόγο του εκπαιδευτικού συμβούλου Ζαχαρία: 179
«Στο πρόσωπο σας διαβάζω τις ακόλαστες υποθέσεις σας. Πιστεύετε πως τώρα θα πάω κατευθείαν σε μια από εκείνες τις γυναίκες, τις οποίες δεν μου επιτρέπεται να χαρακτηρίσω πόρνες. Όχι, δεν θα το κρίνω. Και καθόλου δεν με συγκρατεί από κάτι τέτοιο ο φόβος πως πηγαίνοντας εκεί, θα μπορούσα να συναντήσω έναν ή περισσότερους μαθητές των ανωτέρων τάξεων, και ότι αυτοί κατόπιν, με μιαν απαίσια εκδικητικότητα εναντίον τού αυστηρού εξεταστή τους, θα μπορούσαν να καταστρέψουν την καριέρα μου και την οικογενειακή μου ζωή. Λέω καθόλου, επειδή ωθούμενος από ό,τι σκοτεινό, ξεπέρασα αρκετές φορές τέτοιου είδους φόβους. Και ίσως να ήταν φρονιμότερο να τους ξεπεράσω και σήμερα. Εάν δηλαδή, επιστρέψω στο σπίτι μου όπως είναι επιθυμία μου, και στη γυναίκα μου τη Φιλιππίνη, θα μπορούσα με το ελαφρύ μου μεθύσι να δώσω αφορμή και σε ένα τέταρτο παιδί, και μπορείτε απ' αυτό να καταλάβετε πως έχουμε κιόλας τρία. Παρ' όλα αυτά, όσο κι αν είναι προφανές ότι ο φόβος για ένα από οικονομικής απόψεως ασύμφορο τέταρτο παιδί, είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον που διαφαίνεται από μια συνάντησή μου με τους μαθητές των ανωτέρων τάξεων, δεν είναι μονάχα το οικονομικά ασύμφορο του παιδιού, δεν είναι μόνο η θλιβερή μας κατάσταση λόγω του πληθωρισμού, που ίσως θα μπορούσαμε άλλωστε να ξεπεράσουμε, αυτή που με κάνει να φοβάμαι ένα τέτοιο βήμα. Μακριά απέχω βέβαια από του να υποτιμώ την οικονομική ανασφάλεια, εδώ όμως η ανασφάλεια είναι ακόμα βαθύτερη, εδώ πρόκειται, αν δεν κάνω λάθος, γι' αυτήν του απέραντου μέσα στο οποίο ζούμε εμείς οι Γερμανοί, έτσι ώστε κάθε ζευγάρωμα να μας ρίχνει στο σκοτάδι της απεραντοσύνης. Μιλάω σκόπιμα για ζευγάρωμα και δεν χρησιμοποιώ ενσυνείδητα τη λέξη αγάπη· άλλοι λαοί μπορούν να μιλάνε για αγάπη, όχι όμως εμείς πλέον. Κι ακριβώς επειδή εμείς, η καλή μου γυναίκα κι εγώ, κάποτε πήραμε μια γεύση από το απέραντο με την αγκαλιά μας, ή για να το κάμω περισσότερο κατανοητό, επειδή η γνώση μου έφθασε μ' αυτήν την ευκαιρία ως τους πιο απόμακρους ήλιους κι έκαμε 180
να φαίνεται πως το φιλί μας αιωρείται στο σύμπαν, ακριβώς λοιπόν επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, τολμώ να συναγάγω από αυτά το συμπέρασμα πως τότε ούτε εγώ υπήρχα γι' αυτήν, ούτε αυτή για μένα, αλλά πως αντίθετα είχαμε και οι δύο εξαλειφθεί, ο καθένας για τον εαυτό του και πολύ περισσότερο ο ένας για τον άλλον, εξαλειφθεί μέσα σε κάτι που ήταν μεγαλύτερο από το είναι μας, μεγαλύτερο από την οποιαδήποτε αγάπη, απείρως μεγαλύτερο από τον άνθρωπο και το πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η αγάπη μας και χωρίς το οποίο δεν υφίσταται. Γνώριζε τότε το πρόσωπό μου αυτή, γνώριζα εγώ το δικό της; Όχι* ούτε καν τα σώματά μας, επιτρέψτε μου να προβάλλω αυτόν τον ισχυρισμό, δεν γνώριζαν το ένα το άλλο. Η εξάλειψη είναι μια σκοτεινιά, μια απέραντη σκοτεινιά. Βεβαίως ο άνθρωπος, και μάλιστα εκείνος που έχει γοητευθεί από την απεραντοσύνη, προσπαθεί διαρκώς να φθάσει αυτήν και τη σκοτεινιά που αφαιρεί την ψυχή τής ψυχής του και το σώμα του σώματός του, και δεν είναι μονάχα πρόθυμος να πείσει τον εαυτό του πως ο πόθος τής σκοτεινιάς είναι αγάπη, όχι, είναι προσέτι πρόθυμος, αν δώσω βάση στη δική μου εμπειρία, να πάρει στα σοβαρά την αφαίρεση της ψυχής και του σώματος και να αυτοκτονήσει, προκειμένου να επισφραγίσει έτσι την απεραντοσύνη της αγάπης του, όμως στ' αλήθεια επισφραγίζει με τον τρόπο αυτό μόνο την απελπισία του γι' αυτήν αυτοκτονεί, ώστε η υποκρισία με την οποία νόμιζε πως αγαπάει, να μην βγει στην επιφάνεια, ή, εάν προτιμάτε μια ακόμα πιο παράδοξη διατύπωση, για να μην φέρει στο φως την υποκρισία η σκοτεινιά, και για να αποφύγει την ντροπή, την οποία αναπόφευκτα αφήνει πίσω της, όπως εγώ πιστεύω, η υποκρισία. Έτσι κι εμείς, η Φιλιππίνη μου κι εγώ, έχουμε νιώσει τόσο μεγάλη ντροπή γι' αυτό που κάποτε μας συνέβη, που έκτοτε δεν κάναμε ποτέ πια λόγο γι' αυτό, και μάλιστα τόσο πιο λίγο, όσο ο καρπός τής δικής μας εκστασιασμένης αυτοεξάλειψης, η πιο μεγάλη μας κόρη, στην οποία δώσαμε το όνομα Βιλελμίνη για να τιμήσουμε τον μονάρχη μας, ζει με κάπως μειωμένο το πνεύμα της και, αν το δει κανείς χωρίς καλή θέλη181
ση, κλίνει προς διανοητική αναπηρία. Κι αν δεν ήμουν λίγο μεθυσμένος, και το λέω αυτό τονίζοντας το επίρρημα λίγο, δεν θα τα αναπολούσα όλα αυτά εδώ τόσο αδιάντροπα, και πολύ περισσότερο δεν θα κόμπαζα έτσι δημόσια, αλλά θα έπαιρνα σιωπηλ^ός το δρόμο για τη Φιλιππίνη μου, που με περιμένει πιστή και υπομονετική και δεν θα βάλει αμέσως τις φωνές για το μικρό μου μεθύσι, αφού εδώ και πολύν καιρό έχει πλέον μάθει πως έχω υποχρέωση να πηγαίνω σε πολιτικές και επιστημονικές εκδηλώσεις* αχ, θα με δεχόταν όπως ακριβώς υποδέχεται μια κοπέλα του δρόμου τον πελάτη της, και εγώ θα την έπαιρνα όπως κάποια την οποία επισκέπτομαι στο σπίτι της, αχ, κι έτσι θα το κάναμε, απλώς επειδή αυτό κάποτε ήταν μεγαλύτερο απ' όσο εμείς και τώρα μικρότερο από εμάς, χωρίς να ήταν ποτέ αγάπη. Αχ, εμείς οι Γερμανοί δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε κι όταν θέλουμε αγάπη, δρέπουμε αυτοκτονίες και φόνο, κι αν δεν πάρουμε τέτοιου είδους αποφάσεις, τότε δεν μας απομένει τίποτα άλλο εκτός από το σκοτάδι της απεραντοσύνης, τίποτα άλλο παρεκτός της ανασφάλειας του απείρου, τίποτα άλλο από την ντροπή του απέραντου. Ω, είναι τόσο θλιβερό, τόσο θλιβερό...» Καταβεβλημένος από τη θλίψη, κλαψουρίζοντας από θλίψη και απτόητος στο κλαψούρισμά του, βυθίστηκε στο κάθισμά του, ενώ άρχισε σιγά-σιγά να κλαίει με λυγμούς, καθώς το χέρι του τρέμοντας βρήκε την μπουκάλα αδειανή. Όταν όμως ο σύντροφός του, καθοδηγούμενος από την συμπάθεια που νιώθουν ο ένας για τον άλλον οι μεθυσμένοι, του χάιδεψε απαλά τους ώμους θέλοντας να τον παρηγορήσει, αυτός τον αποπήρε: «Η απροσεξία οδήγησε κιόλας στον πρώιμο τάφο τους μερικούς μαθητές. Να... το κενό Τίποτα». Και προς απόδειξιν σήκωσε την μπουκάλα ψηλά. Απότομα, με την ίδια ορμητικότητα και χωρίς οποιοδήποτε μεταβατικό στάδιο, η θλίψη του μεταβλήθηκε σε χαρά: σαν από μαγείας βρέθηκαν ξανά δυο γεμάτα ποτήρια πάνω στο τραπέζι, και έκπληκτοι βάλθηκαν και οι δυο να γελούν με την καρδιά τους, μια και δεν είχαν και οι δυο 182
προσέξει πως η σερβιτόρα με το ταχύτατο βλέμμα της, πήρε τις χειρονομίες του με την μπουκάλα σαν σημάδι για να φέρει μια καινούργια, και ο Ζαχαρίας έγνεψε: «υπάκουη, στο παραμικρό νεύμα* έτσι πρέπει να κάνει... θα έχει καλή επίδραση στο ενδεικτικό της». «Στοπ», είπε ο νεαρός με τον επιτακτικό τρόπο κάποιου που ξέρει από πιοτό, «πριν συνεχίσετε να μεθοκοπάτε, πρέπει 7ΐ:ροηγουμένως να φάτε κάτι, και μάλιστα αρκετά* αλλιώς δεν πρόκειται να φύγουμε από 'δω πάνω στα δικά μας πόδια». Και παράγγειλε λουκάνικα με λάχανο τουρσί, μαύρο ψωμί και ελβετικό τυρί. Ο Ζαχαρίας ήταν ικανοποιημένος* κρατούσε το ποτήρι του και με τα δυο του χέρια, πλην όμως δεν έπινε, αλλά περίμενε υπάκουα το φαγητό, Όμως όταν σερβιρίστηκε το φαγητό, σηκώθηκε και κυριαρχώντας πάνω στα πόδια του που έτρεμαν, προσπαθώντας μάλιστα να πάρει μια στρατιωτική στάση, εκτέλεσε, με το ποτήρι στο αριστερό του χέρι, μια κατά το δυνατόν πιο σωστή υπόκλιση: «Ζαχαρίας, εκπαιδευτικός σύμβουλος», συστήθηκε, «ας μιλάμε στον ενικό». Ο νεαρός είχε επίσης σηκωθεί και έτεινε το δεξί του χέρι σε μια θερμή χειραψία: «Μάλιστα, στον ενικό». Κι αφού τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, σταύρωσαν τους βραχίονές τους για ν' αδειάσουν σ' αυτήν τη στάση τα ποτήρια τους. Όμως μετά, σαν ξανακάθησε ο ένας απέναντι στον άλλον, ο Ζαχαρίας ζήτησε να μάθει: «Και το όνομά σου;» Ο νεαρός έφερε, σαν για να αποσιωπηθεί κάποιο μυστικό, το δάχτυλο στα χείλη: «Σσσστ, μην με εξετάζεις σου είπα: δεν λέω στον εξεταστή μου ούτε καν το όνομά μου». Ο Ζαχαρίας ξανάπεσε μετά από αυτό σε θλίψη: «Εγώ όμως σου έχω πει το δικό μου... πού είναι η δικαιοσύνη;» - «Εσύ είσαι ο Ζ. και εγώ είμαι ο Α.* σαν αδέλφια πού είμαστε έχουμε όλα τα ονόματα, μάλιστα, όλα τα ονόματα από το Α έως το Ζ είναι δικά μας». Αυτό άρεσε εξαιρετικά στον Ζαχαρία, άρεσε και στον μαθηματικό και στον εκπαιδευτικό σύμβουλο μέσα του, κι έβαλε τα γέλια: «Όλα τα ονόματα από το Α έως το Ζ» - «Πολύ ωραία» είπε ο νεαρός και 183
ύψωσε χαρούμενα το ποτήρι «στην υγεία των ονομάτων μας και στην υγεία της αγάπης που δεν ξέρει από ονόμα« τα!» Ο Ζαχαρίας κούνησε το κεφάλι: «Αγάπη; Όχι, αυτή δεν υπάρχει» - «Τότε, σε τί να πιούμε;» Αυτή ήταν μια δυσανάλογα δύσκολη ερώτηση, και ο Ζαχαρίας έπρεπε να καταβάλει κάποια προσπάθεια για να σκεφτεί, πριν βρει τη σωστή απάντηση: «Στην αδελφοσύνη» - «Κι αυτή υπάρχει;» - «Θα υπάρξει». Τσούγκρισαν λοιπόν τα ποτήρια τους στο όνομα της αδελφοσύνης και κατόπιν ο Ζαχαρίας άρχισε να τρώει τα λουκάνικά του, πιάνοντας κάθε μπουκιά με το πηρούνι του και λίγο τουρσί και ποτίζοντας ταυτόχρονα το στόμα με αρκετό κρασί. «Πιές το κρασί σου με το τυρί», είπε ο Α., «όχι με το τουρσί* το κρασί είναι πολύ καλό για να το πίνεις έτσι». «Σωστά», συμφώνησε ο Ζαχαρίας, «κρασί και τυρί, έτσι τρώγαμε και στη Γαλλία. Όμως τώρα είμαστε στη Γερμανία». «Οι κανόνες για το φαγητό και το ποτό δεν εξαρτώνται από σύνορα· είναι διεθνείς και με αυτούς αρχίζει η παγκόσμια αδελφοσύνη». Ο Ζαχαρίας χαμογέλασε με ένα αίσθημα ανωτερότητας: «Το διεθνές δεν είναι γερμανικό* γερμανική είναι η αδελφοσύνη». «Νόμιζα πως είσαι σοσιαλδημοκράτης». «Βεβαίως είμαι, ένας πιστός στην ιδεολογία του γερμανός σοσιαλδημοκράτης». «Επομένως πρέπει να είσαι διεθνιστής». «Βεβαίως είμαι, ένας πιστός και άξιος στην ιδεολογία του διεθνιστής, αυτό είμαι. Όμως εμείς οι Γερμανοί θα πρέπει να είμαστε οι ηγέτες τής Διεθνούς* δεν πρέπει κάτι τέτοιο να το κάνουν οι Ρώσοι, και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να το κάνουν οι Γάλλοι, τους υπόλοιπους ας τους αφήσουμε κατά μέρος. Στην αδελφοσύνη έγκειται ο δημοκρατικός διεθνισμός και όχι σε μιαν επιπόλαιη κοινωνία των εθνών, και το δικό μας χρέος είναι να το βάλουμε αυτό μέσα στα κεφάλια του κόσμου, και προπάντων στις δήθεν νικήτριες δημοκρατίες της Δύσης». 184
«Το μόνο πρόβλημα, είναι αν θα το δεχτούν όλοι αυτοί». Ο Ζαχαρίας έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα: «Οι νικητές είναι οι ηττημένοι και οι μη-νικητές καθορίζουν την πορεία του κόσμου, κα >ρίζουν τη μορφή του και το δημοκρατικό του πολίτευμα... κι αν δεν το κρίνουμε εμείς, τότε θα φροντίσουν γι' αυτό οι Ρώσοι». «Ως δημοκράτες;» «Όπως το πάρει κανείς. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει να βιαστούμε. Οι δυτικές δυνάμεις παρλάρουν μονάχα, παρλάρουν μ' έναν φαινομενικά δημοκρατικό τρόπο, για να καλύψουν τις εμπορικές δοσοληψίες τους. Γι' αυτόν το λόγο κάνουν και τόσο θόρυβο με τον 'Αινσταϊν. Κενόν περιεχομένου θόρυβο. Στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται μόνο για τις δουλειές τους και ακριβώς αυτό πρόκειται να τους εμποδίσουμε να κάνουν». «Είναι πολύ ωραίο για να είναι αληθινό». Τί είδους αντίρρηση ήταν αυτή; Ο Ζαχαρίας έδειξε αμέσως τη δυσαρέσκειά του: «Κι εσύ ένας ουδέτερος είσαι, και τίποτ' άλλο, μπακάλης κι εσύ, θα εκπλαγείς κι εσύ όταν δεις πώς θα τα καταφέρουμε, εμείς, οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες και μαζί μας ολόκληρος ο γερμανικός λαός. Κάναμε κιόλας αρχηγό τού στρατεύματός μας τον στρατηγό φον Ζέεκτ». «Σύμφωνοι λοιπόν», είπε ο Α., «ας αφήσουμε κατά μέρος κάθε θεωρία περί σχετικότητας κι ας στραφούμε αποκλειστικά στην παγκόσμια αδελφοσύνη... εντάξει;» «Ναι». Ο Ζαχαρίας είχε τελειώσει το λουκάνικο και το τουρσί του, καθάρισε το πιάτο με το ψωμί του κι έκοψε τώρα ένα κομμάτι τυρί* γεμάτος ικανοποίηση είπε: «τώρα δεν είμαι πια μεθυσμένος· μπορούμε να παραγγείλουμε ακόμα μια μπουκάλα». «Ευχαρίστως να το κάνουμε. Όμως, για να κρατήσει τώρα η νηφαλιότητά μας, σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις να πάω στην τουαλέτα». «Πολλή καλή η πρόταση», συμφώνησε ο Ζαχαρίας, «ας τη φέρουμε μαζί εις πέρας* θα έρθω μαζί σου». Έτσι σηκώθηκαν και οι δύο και πήγαν στο πίσω μέρος 185
της ταβέρνας, όπου ήταν η τουαλέτα για τους άνδρες. Και σ' αυτόν τον τόπο, μπροστά από τον τοίχο όπου κατουρούσε ο Ζαχαρίας, ένιωσε ξαφνικά να ανάγεται σε υψηλότερες σφαίρες, οι οποίες είναι κοινό κτήμα στον άνθρωπο, ή ακριβέστερα, στον άντρα και παραδόξως και στον πιστό αφοσιωμένο του τετράποδο φίλο, τον σκύλο: οι πρώτες τελετουργίες του ανθρώπου γεννήθηκαν με τη λατρεία τού δέντρου και της πέτρας, κι ακόμα και σήμερα προσθέτει επιβλητικούς γωνιόλιθους που φέρουν ρουνική γραφή στα μεγαλόπρεπα οικοδομήματά του* ακόμα και σήμερα δεν μπορεί παρά να εγχαράσσει τα αρχικά γράμματα της αγαπημένης του στο φλοιό των δέντρων του δάσους - , μήπως λοιπόν το δέντρο και η πέτρα, όταν μάλιστα πρόκειται για γωνιόλιθο ακόμα πιο πολύ, δεν είναι και^ για τον σκύλο κάτι το ιερό; Μήπως δεν είναι η δουλειά τής κενώσεως τής ουροδόχου κύστεώς του, για την οποία, σε αντίθεση προς όλα τα άλλα ζώα, μόνον σ' αυτόν είναι απαραίτητα το δέντρο και η πέτρα, μήπως δεν είναι το προάγγελμα μιας ανώτερης ιεροτελεστίας, μιας τελετουργίας ραντισμού, με στενότατη συγγένεια προς εκείνη του έρωτα; Εδώ, όπως κι εκεί, πρόκειται για ιεροτελεστίες ανακαινισμού κι όσο κι αν στην περίπτωση του σκύλου - είναι πρωτόγονες, ώστε η ανίερη και η ιερή ανάγκη να μην διακρίνονται εδώ και μάλιστα να συρρέουν κυριολεκτικά σε ένα, είναι εν τούτοις ακόμα και στον άνθρωπο παρούσα η παράδοξη σύνδεσή τους, αφού με μιαν αξιοσημείωτη συγγένεια μεταξύ της ανθρώπινης και της σκυλίσιας ιδιοσυγκρασίας, μεταξύ της ανθρώπινης και της σκυλίσιας ψυχής είναι από αρχαιοτάτους χρόνους και σ' αυτόν το δέντρο ή η πέτρα απαραίτητα για τις ανίερες όπως και τις ιερές του πράξεις, και μάλιστα παρωθείται αναπόφευκτα προς τις τελευταίες από τις πρώτες. Αυτό φανέρωνε σαφώς ο τοίχος, προς τον οποίο ο Ζαχαρίας κατά τη διάρκεια της ανίερης σωματικής του ανάγκης είχε καρφωμένο το βλέμμα, θαυμάζοντας την λακωνικά υψηλή εκφραστική δύναμη των ανθρώπων, και, όντας και ο ίδιος άνθρωπος μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων, έβγαλε κάποια στιγμή ένα μολύβι από την τσέπη 186
του σακακιού του, και ζωγράφισε στον τοίχο, αφού πρώτα διάλεξε μια ελεύθερη θέση ανάμεσα στις άλλες λίγο ή πολύ επιτακτικές, λίγο ή πολύ άσεμνες, λίγο ή πολύ συμβολικές ρουνικές εκφράσεις και σχέδια, μια όμορφη καρδιά, μέσα στην οποία έγραψε, ενώμενα μ' έναν πνευματώδη τρόπο, τα αρχικά γράμματα Α και Ζ. Ο νεαρός, που παρακολούθησε το γεγονός με μεγάλη προσοχή, τον επαίνεσε. Κατόπιν ξανακάθησαν για την τέταρτη μπουκάλα κρασί. Η σερβιτόρα τούς έφερε μια κασετίνα με πούρα για να διαλέξουν, και ο Ζαχαρίας που τώρα είχε ανοίξει το γιλέκο του λόγω της αποπνικτικής ζέστης και είχε ξεσφίξει τη γραβάτα του, άρχισε να καθαρίζει με προσοχή τα γυαλιά του για να δώσει χρόνο στον εαυτό του να διαλέξει το καλύτερο πούρο. Το πέτυχε. Το έφερε στη μύτη και το μύρισε, και το έδωσε στο σύντροφό του για να ακούσει και τη δική του γνώμη, και αφού βρέθηκε κι ένα δεύτερο με όμοιο χρώμα και όμοιο άρωμα, έκρυψε τα δύο πούρα κάτω από μια πετσέτα και ρώτησε πονηρά: «Λοιπόν, αριστερά ή δεξιά;» - «Αριστερά», είπε ο Α. Και ο Ζαχαρίας απάντησε θριαμβευτικά: «Λάθος! Εγώ είμαι ο άνθρωπος της αριστεράς, εσύ μείνε δεξιά* εγώ θα πάρω το αριστερό, κι εσύ το δεξί πούρο». Το έδωσε στο νεαρό και γέλασαν και οι δύο για το πετυχημένο πολιτικό αστείο. Σιωπηλοί εξαιτίας τής κούρασης και ασχολούμενοι τώρα μόνο με το να ανάψουν τα πούρα τους, κάθονταν ήρεμοι και κάπνιζαν με απόλαυση, εισπνέοντας τον ακριβό καπνό σε αραιά διαστήματα και πλαταγίζοντας τη γλώσσα τους, ενώ δεν βιάζονταν καθόλου, αφού αυτή θα έπρεπε να ήταν τώρα σίγουρα η τελευταία τους μπουκάλα. Και χωρίς κατά τα φαινόμενα, να τον έχουν προκαλέσει για κάτι τέτοιο ίσως όμως ενθυμούμενος τη διαπεραστική μυρωδιά των ούρων, η οποία απο την επίσκεψή τους στην τουαλέτα και μετά, έστω και μόνον ως υποψία^ είχε κολλήσει στη μύτη του υπερνικώντας μάλιστα και τα ερεθίσματα από τον καπνό του πούρου, σαν να αποτελούσε την αναγκαία τους πρόσμιξη, μέσα λοιπόν σ'αυτόν τον αποπνικτικό καπνό ο εκπαιδευτικός σύμβουλος Ζαχαρίας άρχισε τον 187
τρίτο του λόγο, αρχικά ήρεμα και προσεκτικά, κατόπιν όμως στην επαναφυπνιζόμενη μέθη με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση: «Τα πράγματα με την αδελφοσύνη είναι έτσι, που αυτή να μοιάζει με τον έρωτα κι ωστόσο να μη μοιάζει πάλι. Μοιάζει στον έρωτα αφού αυτή συμβάλλει όπως κι αυτός στην εξάλειψη του ανθρώπου. Ενώ όμως ο έρωτας εξαλείφεται ο ίδιος μέσα στην απάλειψη τών δύο που επιδιώκει δείχνοντας και αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την ανυπαρξία του, η ύπαρξη της αδελφοσύνης αρχίζει στην πραγματικότητα με την εξάλειψη. Επειδή μέσα στον έρωτα παίζει κανείς μόνο με την εξάλειψη και με το θάνατο, στον οποίο αυτή κορυφώνεται, και δεν μπορεί παρά να παίζει κανείς, αφού η ωραία διπλή^ αυτοκτονία, που ονειρεύεται ο έρωτας, δεν θα ήταν παρά αναπόφευκτα η δολοφονία τού μόλις συλληφθέντος και κυοφορουμένου παιδιού. Στην πραγματικότητα οι ερωτευμένοι φοβούνται το θάνατο και η ηδονή τους είναι ο μη-θάνατος, είναι η υπερνίκηση του θανάτου, είναι η υπερνίκηση της αποστροφής για το θάνατο. Μα την αλήθεια, το αποκαλώ ανεύθυνο παιχνίδι με το θάνατο αυτό που κάνουν οι ερωτευμένοι, ένα παιχνίδι για την αύξηση της ηδονής, ένα παιχνίδι για την υπερνίκηση της αηδίας, από την οποία προέρχεται κάθε ηδονή, ένα παιχνίδι που σε εξαλείφει μέσα στο ζωώδες και στο σύμπαν, αφού ούτε μέσα στο ζωώδες ούτε μέσα στο σύμπαν έχει θέση η αηδία. Όμως ο θάνατος δεν ξεγελιέται με παιχνίδια και χαλώντας τους στη μέση το παιχνίδι, εκσφενδονίζει τους ερωτευμένους από την^ επίπλαστη εξάλειψή τους πίσω στην ανάνηψη, στην κόλαση της κατασβεσθείσας ηδονής, στην κόλαση της αηδίας. Με διπλό και τριπλό βάσανο αηδίας τιμωρούνται τότε οι ερωτευμένοι, ή, πιο σωστά, οι έτοιμοι να ερωτευθούν και παραφυλάνε ο ένας τον άλλον για να βρούνε τη μυρωδιά του θανάτου, τη μυρωδιά των επιθανάτιων γηρατειών τους, τη μυρωδιά των στομάτων τους κάι της σήψης τους που έχει κιόλας αρχίσει* είναι η τιμωρία της κόλασης με το θάνατο που ξαναπαρουσιάζεται με διπλή και τριπλή ένταση, κάτω από τη δική της σπάθη 188
ο άνθρωπος γίνεται ανασφαλής, γίνεται τόσο ανασφαλής στα εγκόσμια και στα υπερκόσμια, ώστε αυτός, ο χαμένος του παιχνιδιού, αρχίζει να αμφιβάλλει για τα πάντα, στο τέλος ακόμα και για τα ονόματα των πραγμάτων, και έτσι αναγκάζεται να τους δίνει διαρκώς για τροφή τους νέες κατασκευές και θεωρίες, ενώ στο τέλος παραιτείται γεμάτος αηδία κι απ' αυτό, σκοτωμένος όχι από την ηδονή, μα από το μίσος και την αηδία για τον εαυτό του. Αυτή είναι η μη-ύπαρξη του έρωτα, το παιχνιδιάρικο όνειρο του ζευγαριού για θάνατο - από - έρωτα και για το θαύμα της αυτοκτονίας, αυτό είναι το παιχνίδι τής επίπλαστης εξάλειψης! Διαφορετικά είναι τα πράγματα με την αδελφοσύνη! Σ' αντίθεση προς τα δυο φτωχά πλάσματα που θέλουν να εκμεταλλευθούν και να εξαντλήσουν τη γενετήσια διαφορά τους σε μιαν υπερ-ηδονή, η αδελφοσύνη είναι το όνειρο της μεγάλης κοινωνίας των ανδρών, είναι το υψηλό, ένα μέσα από την πολλότητα σχεδόν πραγματοποιημένο, πρωταρχικό όνειρο, το κατ' εξοχήν όνειρο του ανθρώπου, που συχνά-πυκνά φτάνει την πραγματικότητα, αφού την κάνει υποτελή του. Η αδελφοσύνη δεν θέλει να αποδιώξει με απατηλά μέσα και μια φαινομενική εξάλειψη το θάνατο και την αηδία για το θάνατο, όχι, δέχεται, θαρραλέα το θάνατο και την αηδία για χάρη μιας γνήσιας εξάλειψης. Κι αν οι γυναίκες κυοφορούν στα σπίτια τους το παιδί που συνέλαβαν, οι άντρες φέρουν εντός τους το θάνατο και φέρονται απ' αυτόν, έχοντας εξαλειφθεί μέσα στην πολλότητα, που είναι η ηχώ του ατέρμονου, η πανηχώ. Πού μπορεί όμως να βρεθεί σήμερα τέτοια φιλία; Απαντήστε μου, λοιπόν περιμένω την απάντησή σας! Δεν μπορεί κανείς να μου δώσει μιαν απάντηση; Τότε πρέπει να δώσω εγώ την απάντηση και να σας επιστήσω την προσοχή στο θεσμό του σύγχρονου στρατού, οποίος είναι σήμερα, και εν προκειμένω έχω υπόψη μου προπάντων το γερμανικό στρατό, ο εκλεκτότερος και ίσως μοναδικός τόπος της αληθινής κοινωνίας των ανδρών και της αληθινής αδελφοσύνης. Μπορείτε όμως να φαντασθείτε μια τέτοια κοινωνία, η οποία να μην εξαρτάται από μιαν αυστηρή μύηση: 189
Η απονέκρωση κάθε ανταρσίας είναι η πρώτη προϋπόθεση, και εκτός αυτής απαιτείται η απονέκρωση των αισθημάτων πόνου και αηδίας. Εάν ο έρωτας καταλήγει στην αηδία, η αδελφοσύνη αρχίζει στην αηδία και με την αηδία. Κι αυτή για το στρατό κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα. Αρχίζει με τη δυσωδία, με τη βρώμα των στρατώνων και των αποχωρητηρίων τους, με τη δυσοσμία των προελαυνουσών στρατιωτικών φαλάγγων, με τη δυσοσμία των νοσοκομείων, με τη δυσοσμία του πανταχού παρόντος θανάτου. Η ηδονή δεν συγχωρεί τίποτα* η αδελφοσύνη συγχωρεί ήδη εκ των προτέρων, και καμιά κλανιά, όσο και να βρωμάει, δεν μπορεί να προσβάλλει τη συντροφικότητα των στρατιωτών. Πειθαρχημένος από την αηδία και παρακινούμενος να υπερνικήσει την αηδία ο νεοσύλλεκτος, πριν ακόμα το καταλάβει, βρίσκεται κιόλας στο δρόμο της αυταπάρνησης και αυτοεξάλειψης και σύντομα είναι σε θέση να παραμερίσει το φόβο μπροστά στην οσμή της σήψης και μαζί της του θανάτου. Είναι έτοιμος για την πλήρη αυτοθυσία. Ο στρατός είναι ένα εργαλείο του θανάτου και όποιος πάει σ' αυτόν χάνει με την κατάταξή του την ψυχή του, είναι ελεύθερος ψυχής κι ωστόσο ευτυχισμένος, αφού το σώμα του, ενταγμένο μέσα στην ατέλειωτη σειρά των σωμάτων, χάνει το φόβο του όταν παύει να ζει ως σώμα. Εδώ αρχίζει η αληθινή εξάλειψη, όχι εκείνη η άλλη αυτο-εξάλειψη μέσα στην επίπλαστη απεραντοσύνη, που είναι ο στόχος, φαίνεται σαν ο στόχος του έρωτα, αλλά αντίθετα εδώ αρχίζει η εξάλειψη μέσα στην ολότητά της, που δεν βρίσκεται στα υπερκόσμια, αλλά στα εγκόσμια, και που με το μεγαλείο της είναι εφάμιλλη του απέραντου και μάλιστα προορίζεται και αυτή, όπως ετούτο, για την αιωνιότητα. Όλα εδώ είναι σαφή κι όσο πιο βαρειά είναι η πειθαρχία που επιβάλλεται στο δόκιμο αρχικά, όσο πιο βαθειά μέσα στην αηδία αρχίζει, τόσο περισσότερο εξασφαλισμένη έχει την ολότητα, μέσα στην οποία, σαν να επρόκειτο για το ίδιο το σύμπαν, προώρισται αυτός, λυτρωμένος από την αηδία και το φόβο, να σβήσει. Γίνεται αποδέκτης των διαταγών του από την ολότητα χωρίς αντιρρήσεις, και η διαταγή 190
αποτελεί γι' αυτόν την εγγύηση για την ασφάλεια του λόγου, των πραγμάτων και τφν ονομάτων, έτσι ώστε η πραγματικότητα να μην χρειάζεται πλέον να αμφισβητείται, αποδεσμευμένη από κάθε άχρηστο θεώρημα και κάθε αμφιταλάντευση, η στραμμένη προς τον θάνατο ζωή της ολότητας αντανακλάται ως αδελφοσύνη στη ζωή του καθενός ατόμου, η εξάλειψή του και η ευτυχία του. Κι αυτό ακριβώς σκοπεύουμε να ονομάσουμε γερμανική αδελφοσύνη». Στις τελευταίες του προτάσεις ο Ζαχαρίας είχε σηκωθεί και σαν να έβγαζε έναν από καθέδρας λόγο, συνόδευε εμφαντικά τα λόγια του με χτυπήματα του χεριού του στο τραπέζι. Μόλις τελείωσε φάνηκε να μην καταλαβαίνει πως απέναντί του καθόταν μόνο ο σύντροφός του και όχι μια ολόκληρη τάξη* τον κοίταζε μ' ένα απλανές βλέμμα, κι εκείνος τον κοίταζε το ίδιο, κουρασμένος και έκπληκτος, και μια και δεν ήξερε ακριβώς ποιός από τους δυο τους καθόταν και ποιός στεκόταν, διέταξε: «καθήστε». Ο νεαρός, επηρεασμένος από το κρασί περισσότερο από τον ίδιο το λόγο, έψαξε μ' όλη του την προσοχή τα γόνατά του, διαπίστωσε τη σχέση ανάμεσα στο ξύλινο κάθισμα και στο τμήμα του σώματός του που ήταν σε επαφή μ' αυτό και με τον τρόπο τούτο έβγαλε το συμπέρασμα πως αυτός ήταν εκείνος που καθόταν, ένα αποτέλεσμα, το οποίο εξέφρασε αμέσως: «Μήπως θα ήθελε ο κύριος εκπαιδευτικός σύμβουλος να καθήσει κι αυτός;» Αποδοκιμάζοντάς τον ο Ζαχαρίας του πέταξε: «Όχι αντιρρήσεις, αν μου επιτρέπετε!» Μετά απ' αυτό ο άλλος απέκτησε αρκετή νηφαλιότητα, ώστε να προσέξει πως εκείνη τη στιγμή έπρεπε να συμβεί κάτι: «Ένα καφεδάκι, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε, θα κάνει πολύ καλό και στους δυο μας». Ο Ζαχαρίας, με το πνεύμα του σε επιβράδυνση και ασχολούμενος με την μπουκάλα του κρασιού, μουρμούρισε μετά από λίγο: «Ένας μαθητής που αυτοπροσκαλείται μαζί μου για καφέ... οποία αυθάδεια, οποία αυθάδεια!» Στο μεταξύ, χωρίς να περιμένει την απάντηση, ο Α. είχε κιόλας φτάσει με πόδια 191
που τρέκλιζαν στον πάγκο για να παραγγείλει εκεί τον καφέ κι όταν γύρισε πίσω, ο Ζαχαρίας είχε εφεύρει μια καινούργια επίπληξη: «Σαν πολύ συχνά μού επισκέπτεσθε μέσα σε μιαν ώρα την τουαλέτα* θα τιμωρηθείτε αυστηρά, εάν κάνετε διάφορες απρέπειες στο αποχωρητήριο» είπε, ενώ στεκόταν ακόμα αλύγιστος κι έχοντας στηρίξει το χέρι του στην έδρα. Ο Α. στάθηκε προσοχή: «Δεν κάνω απρέπειες, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε» - «Δεν θα έπρεπε καν, όπως είστε σε θέση να γνωρίζετε, να φεύγετε από την αίθουσα χωρίς να έχετε πάρει προηγουμένως άδεια» - «Συγγνώμη, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε, δεν πρόκειται να επαναληφθεί». Σε αντίθεση προς το νεαρό για τον Ζαχαρία επρόκειτο για μιαν άκρως σοβαρή υπόθεση: «Θα αναφέρω το επεισόδιο στο ποινολόγιο» - «Δεν μπορεί ο κύριος εκπαιδευτικός σύμβουλος να δώσει στην επιείκεια και όχι στη δικαιοσύνη το προβάδισμα;» - «Η επιείκεια είναι εκθήλυνση, η επιείκεια είναι αντιαδελφοσύνη. Πρέπει να τιμωρηθείτε οπωσδήποτε». Όμως τη στιγμή εκείνη έφθασε στην μύτη του το άρωμα του καφέ που στο μεταξύ είχε σερβιρισθεί, κι αυτός ρώτησε μειλίχια: «Μα, πού βρήκατε τον καφέ;» - «Τον έφε^ε ο κλητήρας, κύριε εκπαιδευτικέ σύμβουλε» - «Χμ, έχει καλώς* ας μην τον αφήσουμε να μας περιμένει». Κάθησαν και οι δυο. Κι αφού έτσι συζήτησαν για λίγο, ανακάλυψαν ξαφνικά, σχεδόν ταυτόχρονα, πως ξαναμιλούσαν ο ένας στον άλλον στον πληθυντικό, παρ' όλο ότι λίγο πιο πριν είχαν πιεί στην αδελφοσύνη τους. Και μετά τα γέλια που επακολούθησαν γι' αυτό, είπε ο νεώτερος: «Τώρα θα έπρεπε να πιούμε ξανά στην αδελφοσύνη». - «Ναι, ναι, παράγγειλε μια μπουκάλα ακόμα». Αυτό όμως φάνηκε τώρα στον Α. κάπως υπερβολικό, και γι' αυτό άρχισε να εξηγεί δια μακρών, πως μετά τον καφέ δεν πάει το κρασί, δεν είναι σωστό να πιεί κανείς κρασί. Έτσι λοιπόν συμφώνησαν να πιούνε ένα ποτό κεράσι για να επισφραγήσουν τη νέα τους σταυραδερφοσύνη, αφού ένα σναπς ήταν ό,τι έπρεπε για ένα αξιοπρεπές επιστέγασμα της επιτυχημένης γιορτινής ημέρας. Έτσι κι έγινε. Σηκώθηκαν κι οι δυο ξανά, σταύρωσαν 192
πάλι τα χέρια τους για να πιουν το αλκοόλ που θα τους εξασφάλιζε τον ενικό, και ξαναέδωσαν τα χέρια τους για μια θερμή χειραψία. Κι αφού έγινε κι αυτό και ο Α. πλήρωσε το λογαριασμό, ο εκπαιδευτικός σύμβουλος Ζαχαρίας έδωσε τη διαταγή: «παραταχθείτε κατά ζυγούς, εμπρός, μαρς!» Στο δρόμο άρχισε μια καινούργια διαμάχη, αφού εκεί φάνηκε ξανά πως ο νεαρός δεν φορούσε καπέλο. Ο Ζαχαρίας ήθελε να του βάλει στο κεφάλι το δικό του και θεώρησε πως η αντίσταση τρυ άλλου τον υποτιμούσε και τον προσέβαλε: «Μήπως δεν σου είναι αρκετά κομψό;» - «Όχι, μου παραείναι μικρό» - «Να μη φουσκώνεις τόσο πολύ το κεφάλι σου», διέταξε εκείνος, αφού προσπάθησε μερικές φορές να τοποθετήσει βίαια το καπέλο στη σωστή του θέση, κι αφού το κεφάλι του δεν έλεγε να συρρικνωθεί, έδωσε την σολομώντεια λύση, πως το καπέλο έπρεπε να μοιραστεί στα δύο. Έβγαλε το σουγιά του και τον βύθισε στην κορυφή του καπέλου για να το κόψει στα δύο. Ο Α. τον εμπόδισε από το σχέδιό του: «Παλαβομάρες», είπε, «αν το κόψεις δεν θα έχει κανένας από τους δυο μας κάτι. Αν θέλεις να το μοιράσεις, πάρε εσύ το σκούφο του καπέλου και δώσε σε μένα το γύρο του». Αυτό ήταν απλό. Ο Ζαχαρίας φόρεσε το σκούφο του καπέλου, πλην όμως απογοητεύθηκε όταν είδε πως ο γύρος του καπέλου παραήταν πλατύς κι έπεφτε ως τη μύτη του νεαρού. «Ηλίθιε», τον αποπήρε, «το έκανες εξεπίτηδες* τώρα μίκρυνες το κεφάλι σου» - «Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο* μου είχε ανέβει όλο το αίμα στο κεφάλι, και τώρα με την ψύχρα μού ξανακατέβηκε.» Ο νεαρός είχε στενοχωρηθεί ειλικρινά* προσπαθούσε συνεχώς να στερεώσει το γύρο του καπέλου* όμως του έπεφτε διαρκώς στη μύτη και ως κάτω στο λαιμό, μέχρι που στο τέλος παραιτήθηκε τελείως: «Θα τον φορώ ως κολάρο* μου πάει καλύτερα έτσι». Αυτό άρεσε στον Ζαχαρία: «Κι όταν θα θέλεις να χαιρετάς, θα τον σηκώνεις ως το κεφάλι σου. Πολύ ωραίο αυτό, ε;» Κάπου κάπου τους κοίταζαν κάποιοι περαστικοί και διασκέδαζαν με το παράξενα ταιριαγμένο ζευγάρι, όμως οι 193
περισσότεροι από τους λιγοστούς διαβάτες αυτής της ώρας δεν τους πρόσεχαν καθόλου. Η νύχτα ήταν ζεστή και υγρή και κούραζε με τη βαρειά της ατμόσφαιρα. Βέβαια από κάπου φυσούσε ένα δροσερό αεράκι σαν πρώτη παρουσία της αυγής στην πεισματάρα νύχτα και στην πνιγηρή της ατμόσφαιρα, όμως αυτή αντιστεκόταν απτόητη, όπως ένα τεράστιο σμήνος από έντομα επιμένει να πετά γύρω από το λευκό φως μιας λάμπας, και ράντιζε την ανησυχία της πάνω στη νυχτερινή γαλήνη νικώντας κατά κράτος με τον τρόπο αυτό την πρώτη δροσιά. Αυτή η ώρα φαινόταν να 'χει μια φύση διπλή, ακόμα περισσότερο, αφού κάποια σφυροκοπήματα και κρότοι γέμιζαν με τον ήχο τους το νυχτερινό κενό: κάποιοι δούλευαν τη νύχτα για να επιδορθώσουν τις ράγες του τραμ που τώρα δεν δούλευε. Τριγυρισμένοι από μια τέτοια εργώδη νυχτερινή νέκρα βάδιζαν οι δυο τους - ο Ζαχαρίας τρεκλίζοντας λιγάκι - ατρόμητα ίσια μπροστά, ο ένας στηριζόμενος πάνω στον άλλον και παρ' όλα αυτά με στρατιωτικό βήμα, αποκτώντας μάλιστα σε κάθε τους βήμα ολοένα και πιο πολύ την αρχική τους νηφαλιότητα. Και καθώς μέσα στον νυχτερινό δεντροφυτεμένο δρόμο-σήραγγα οι ασταμάτητοι χτύποι γίνονταν όλο και πιο δυνατοί, είπε ο Α.: «Το δρεπανηφόρο ροκάνισμα της μεγαλούπολης». Και ο Ζαχαρίας απάντησε: «Κολοκύθια». Λίγα λεπτά αργότερα είχαν φτάσει στην πηγή του ροκανιστού θορύβου. Το συνεργείο που επιδιόρθωνε τις ράγες καλυπτόταν - εν μέρει για να μην θίγεται η αισθητική των περαστικών και εν μέρει για να προστατεύεται από τον αέρα ~ από μια σκηνή, από τις ανοιχτές άκρες της οποίας αστραποβολούσε το φως της οξυγονοκόλλησης· στο εκτυφλωτικό αυτός φως οι λάμπες του φωτισμού τού δρόμου δεν φαίνονταν παρά σαν θαμπά, σιωπηλά φεγγαράκια. Στο συνεργείο δούλευαν μια ντουζίνα άνθρωποι* οι οξυγονοκολλητές φορούσαν μαύρα βαριά γυαλιά που έμοιαζαν με μάσκες, και θέλοντας με τις φωνές τους να καλύψουν το θόρυβο της οξυγονοκόλλησης, ήσαν αναγκασμένοι να συνεννοούνται φωνάζοντας μέχρι βραχνιάσματος. 194
Δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να δει κανείς. Παρ' όλα αυτά ο Ζαχαρίας είχε γοητευθεί στη θεά του συνεργείου και σταμάτησε για να δει. Ως εκπαιδευτικός σύμβουλος όμως δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Γιατί, έτσι όπως στεκόταν, ψηλός κι αδύνατος με τα γυαλιά στη μύτη, το σκουφί του καπέλου στο κεφάλι, σε κάθε του σπιθαμί ένας αυστηρός, πλην άτολμος καθηγητής, δεν μπορούσε παρά να αντιληφθεί σύντομα πως οι άντρες του συνεργείου άρχισαν να τον παρατηρούν κι αυτοί με ενδιαφέρον άρχισε ο ένας να τον δείχνει στον άλλον, κι όλοι μαζί μετά με τα χοντρά τους δάχτυλα, ενώ στο τέλος ξέσπασαν όλοι τους σ' ένα τρανταχτό γέλιο, που δυνάμωνε καθώς χτυπούσαν τους μηρούς τους και κρατούσαν την κοιλιά τους, έως ότου εκείνος με δασκαλίστικη αυστηρότητα τους φώναξε: «Σας απαγορεύω αυτή την απρεπή συμπεριφορά». Ο Α. δεν συμπεριλήφθηκε στο κροϊδευτικό τους γέλιο, πρώτον γιατί και ο ίδιος σιγογελούσε και δεύτερον γιατί ο γύρος του καπέλου που ήταν περασμένος στο λαιμό του δεν διακρινόταν και τόσο καλά* ωστόσο αισθάνθηκε την υποχρέωση να επιστήσει την προσοχή τού Ζαχαρία στην αστεία εμφάνιση του καπέλου του που προξενούσε τα γέλια, όμως το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απροσδόκητο, αφού ο θυμός του άλλου χρωματισμένος με θλίψη και πόνο, στράφηκε τώρα εναντίον του: «Και σύ Βρούτε, με παραδίδεις εις τον γέλωτα του πλήθους, τη στιγμή που εγώ θυσίασα για σένα το ωραίο μου καπέλο* ουκ έξεστιν... οποία αχαριστία!» Στο μεταξύ ο νεαρός είχε την ευκαιρία να δείξει τώρα στον άλλον την πίστη, τη φιλία και την αφοσίωσή του: σύμφωνα με τις προηγούμενες οδηγίες του Ζαχαρία ανέσυρε το γύρο του καπέλου πάνω από το κεφάλι του και με μια μεγαλόπρεπη κίνηση χαιρέτισε αυτούς που γελούσαν, προκαλώντας το χειροκρότημά τους, πράγμα που έκανε καλό και στον εκπαιδευτικό σύμβουλο. Παρ' όλα αυτά, η ειρωνεία αφήνει στην ψυχή εκείνου προς τον οποίο κατευθύνεται το κεντρί της, κι έτσι έγινε τώρα με τον προσβεβλημένο Ζαχαρία. Μόλις είχαν προχωρήσει λίγα βήματα πιο πέρα από το εχθρικό γέλιο εις βάρος 195
τους, στάθηκε ακίνητος ακόμα μια φορά και είπε: «Είμαι γεμάτος αγανάκτηση, γεμάτος από βαθειά αγανάκτηση και ντροπή» - «Θεέ μου», είπε καλωσυνάτα ο νεαρός, «όποιος κάνει βαρειά δουλειά θέλει μερικές φορές να κάνει και την πλάκα του». Όμως ο εκπαιδευτικός σύμβουλος θύμωσε πολύ: «Θα τους μάθω εγώ να κάνουν πλάκα, να γελάνε σε βάρος των άλλων... αυτό λοιπόν είναι η αδελφοσύνη!» - «Όχι, η ελευθερία και η ισότη1:α» - «Αχά, από 'κει μας έρχεται ο αέρας... ελευθερία και ισότητα* ας την πούμε καλύτερα αγενή συμπεριφορά». Και θυμωμένος περπάτησε μερικά βήματα ακόμα. Όμως η λέξη-κλειδί είχε ειπωθεί, και, σταματώντας ξανά, ο εκπαιδευτικός σύμβουλος Ζαχαρίας άρχισε τον τέταρτο λόγο του, κάνοντας στην πραγματικότητα μια ανακεφαλαίωση των τριών προηγούμενων, σαν ν' άφηνε τη διαθήκη του, προφανώς γιατί θεώρησε σημαντικό να μιλήσει για τις κοινωνικές τους επιπτώσεις που αντιστοιχούσαν και στο προηγούμενο δυσάρεστο συμβάν: «Η απρεπής συμπεριφορά παραμένει απρεπής συμπεριφορά. Εγώ, ένας φίλος τής εργατικής τάξης, εγώ, ένας σοσιαλδημοκράτης, εγώ, ένα ηγετικό στέλεχος της ενώσεως των διδασκάλων, δεν διστάζω να ιΐιχυριστώ κάτι τέτοιο* η απρεπής συμπεριφορά παραμένει απρεπής συμπεριφορά. Αυτοί εκεί, έχοντας αφήσει προ πολλού τη νεανική ηλικία συμπεριφέρθηκαν με τον απρεπέστερο τρόπο. Το ότι αυτή η ανεύθυνη, απρεπής συμπεριφορά στράφηκε και εναντίον μου, ας το υπενθυμήσω εδώ ως απλή υποσημείωση. Το πιο σημαντικό έγκειται όμως στην τρομακτική ανευθυνότητα, τρομακτική, πραγματικά τρομακτική για τον καθένα που παρακολουθεί την εξέλιξη του λαού μας. Πώς είναι δυνατόν, πρέπει να ρωτήσουμε, να γίνει ο λαός αυτός δάσκαλος του κόσμου, όταν η πιο αποφασιστική του τάξη, που δεν μπορεί παρά να είναι η εργατική, επιδεικνύει μια τόσο ανεύθυνη αντίληψη; Και θα πάω εν προκειμένω ένα βήμα πιο πέρα και θα ρωτήσω, αν μπορεί κανείς να αποκαλεί υπεύθυνο ένα συνδικάτο, το οποίο ως ανταπόδοση για το ότι πέτυχε να δώσει υψηλότερους μισθούς, απαιτεί απλώς 196
την παροχή μιας σοσιαλιστικής ψήφου; Άρτον και θεάματα! Το μόνο που θέλουν είναι να έχουν ψωμί και την πλάκα τους και να κοιμούνται με τις γυναίκες τους. Αυτή είναι η ελευθερία και η ισότητα όπως την αντιλαμβάνονται. Πού είναι όμως το ατέρμονο, στο οποίο πρέπει ως Γερμανοί να υπηρετούν; Πού είναι η γνήσια δημοκρατία που οικοδομείται πάνω στο απέραντο μεγαλείο του θανάτου; Αυτό που ζητάνε είναι η εκθήλυνση και όχι η σκληραγωγία, ζητάνε τη ζωή, ζητάνε την άνεση της τύφλωσης μπροστά στο θάνατο ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν στα εγκόσμια, κι έτσι κιοτεύουν στο θάνατο και χάνουν τη γερμανική τους ψυχή, γίνονται εύκολη λεία για τις εκφυλισμένες δυτικές δημοκρατίες και τις θεωρίες τους που προσπαθούν να ξεπεράσουν κατά το δυνατόν την αηδία με εκθήλυνση αντί με μια γενναία μπρος στο θάνατο πειθαρχία. Μήπως είμαστε κι εμείς καταδικασμένοι σε μια παρόμοια πλαδαρότητα κι επομένως στην αποτυχία; Ό χ ι , χίλιες φορές όχι! Μόνον η ολότητα είναι πράγματι αληθινή, όχι το άτομο* αυτό υπόκειται, για να το εκφράσω με λακωνικό τρόπο, στις διαταγές της ελευθερίας, μιας ελευθερίας υψηλότερης, αφού μπορεί να μετέχει απλώς την ελευθερία τού όλου, και δεν μπορεί ποτέ, μα ποτέ, και μάλιστα δεν του επιτρέπεται καν να εγείρει δικές του αξιώσεις ελευθερίας. Η μπακάλικη ελευθερία πρέπει να ξεπεραστεί, και θα ήταν ακριβώς δουλειά των εργατικών συνδικάτων, το να συνεισφέρουν εν προκειμένω στην αναγκαία παιδευτική εργασία. Χρειαζόμαστε μια σχεδιασμένη ελευθερία και ακριβώς για τον λόγον αυτόν η επίπεδη και χαώδης, ου μην αλλά και αήθης ελευθερία της Δύσεως πρέπει να αντικατασταθεί από μια καθοδηγούμενη και προσχεδιασμένη. Εδώ στέκομαι εγώ και φοράω στο κεφάλι με αυτοπειθαρχία ένα κατ' αυτούς γελοίο σκουφί από καπέλο χωρίς γύρο* το φοράω για να εκφράσω το αδελφικό μου φρόνημα και ανθίσταμαι στον γέλωτα της Δύσεως. Η δική μας ισότητα θα είναι μια ισότητα μπροστά στη διαταγή, μια ισότητα της πειθαρχίας και της αυτοπειθαρχίας, που θα ιεραρχεί τους πολίτες κατά την ηλικία, την τάξη και την απόδοσή τους, μια ισορρο197
πημένη πυραμίδα, ενώ ο εκλεκτότερος θα κληθεί στην κορυφή της, ένας αυστηρός και σώφρων ταγός-αυθέντης που θα υπόκειται κι αυτός στην πειθαρχία ώστε να εγγυάται την αδελφοσύνη. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Σε κάθε αδελφοσύνη ανήκει ο πατέρας, ανήκουν οι πρόπαπποι, ανήκει ολόκληρη η σειρά των προγόνων ως εγγύηση για την ενότητα του συνόλου και για την ευστάθεια των πραγμάτων που αίρει πάσαν αμφιβολίαν. Ο δρόμος μας είναι στην αγάπη μέσω της πειθαρχίας κι οδηγεί σ' εκείνη την αενάως πρόθυμη στο θάνατο κι ως εκ τούτου το θάνατο υπερβαίνουσα αγάπη, στους κόλπους της οποίας, επέκεινα της αηδίας του θανάτου, συνέχονται αχρόνως το ζωώδες και το απέραντο. Αυτός είναι ο δρόμος, και το χρέος της γερμανικής δημοκρατίας θα είναι να τον βαδίσει μέχρι τέλους, πορευόμενη εν πειθαρχία στο προσκλητήριο για την ηγεσία της νέας Διεθνούς». Ενώ μιλούσε ακούγονταν σιγανές βροντές και η ψύχρα που διαπερνούσε την άπνοια της νύχτας οφειλόταν στην μακρινή καταιγίδα που πλησίαζε. Τώρα αντιλήφθηκε και ο Ζαχαρίας το μακρινό μπουμπουνητό και η ψυχή γέμισε έκσταση: «Το σύμπαν, υπάκουο σε πειθαρχία μέσα στην απεραντοσύνη του, το μητρικό σύμπαν συμφωνεί μαζί μου... το ακούς; Ή μήπως δεν κατάλαβες πάλι για ποιό πράγμα πρόκειται;» «Βεβαίως», είπε ο πιο νέος, «βεβαίως και το κατάλαβα* οι Γερμανοί θα έχουν ένα σωρό δουλειά να κάνουν». «Δεν τους επιτρέπεται και δεν πρόκειται να την αποφύγουν». «Εγώ όμως θα ήθελα ν' αποφύγω την καταιγίδα..., έλα, ας πάρουμε μια άμαξα* θα σε αφήσω στο σπίτι σου και μετά θα συνεχίσω για το δικό μου». «Όχι, θέλω να περπατήσω* πηγαίνω πάντοτε με τα πόδια από το σχολείο για να πάρω αέρα. Άλλωστε, δεν είναι πια πολύ μακριά». «Εγώ όμως είμαι κουρασμένος». «Οι στρατιώτες πρέπει να περπατούν. Μην είσαι νω198
θρός· όοο καλύτερα περπατάς, τόσο ασφαλέστερα θ' αποφύγεις την καταιγίδα». Κι ο Ζαχαρίας άρχισε να προχωρά. Διέσχισαν τώρα ένα πάρκο. Αυτό αποτελούσε την κατοικία ενός όχι ευκαταφρόνητου αριθμού εν μέρει καθιστών και εν μέρει ορθίων αδριάντων, καθένας τους περιστοιχισμένος από ένα πολύ γραφικό πράσινο, ενώ μέσα στο φως που έδιναν τα φώτα του πάρκου το μάρμαρό τους γινόταν ακόμα πιο λευκό και ο ορείχαλκος πιο αστραφτερός απ' ό,τι τη μέρα. Το επάγγελμα καθενός από τους παριστώμενους φαινόταν από τα συνηθισμένα κατά κανόνα σύνεργα, όπως το βιβλίο, η περγαμηνή με τους νόμους, το ξίφος, το πινέλο και η παλέττα, πλην όμως τώρα ξεπρόβαλε ένα γλυπτό που αντί όλων αυτών έφερε αλτήρα και κορύνη* από τις τεράστιες χάλκινες σωληνωτές μπότες που έφεραν τα δυο πόδια, το ένα για τη στήριξη του αγάλματος και το άλλο να προτείνεται μπροστά, πρόβαλε χάλκινος ένας άντρας με μακριά γενειάδα, κραδαίνοντας μια ρεμπούμπλικα στο χέρι, τα μαλλιά του κυματιστά μέσα στην άπνοια, και σαν έφθασαν κοντά οι δυο πεζοπόροι, ο Ζαχαρίας έδωσε τη διαταγή: «Προς χαιρετισμόν, κατεβάσατε τον γύρον του καπέλου!» Κι όλα έγιναν με τάξη, αφού ο Α. με τραβηγμένο το γύρο του καπέλου, πλησίασε τη βάση του αδριάντα για να αποκρυπτογραφήσει την επιγραφή που ήταν γραμμένη με τα μπεςδεμένα γοτθικά στοιχεία, και διάβασε: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΠΑΝ, 1778 ΕΩΣ 1852, ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Μπροστά του έπρεπε στ'
αλήθεια να πάρει στάση χαιρετισμού, και ο Ζαχαρίας γέλασε: «Αυτός θα βρίσκεται εδώ ακόμα, όταν ο Άινσταϊν θα έχει εξαφανιστεί προ πολλού». Έτσι βγήκαν από το πάρκο. Η βροντή ακούστηκε ξανά κι ο νεαρός θέλησε πάλι να κοιτάξει για καμιά άμαξα. Και ξανά τον τραβολόγησε ο μεγαλύτερος: «Έλα, έλα, σε λίγο είμαστε στο σπίτι» - «Ακριβώς γι' αυτό», απάντησε ο νεότερος, «ποιός ξέρει, αν μετά θα μπορέσω εγώ να βρω κάτι» - «Κάνεις μεγάλο λάθος, αντίθετα, τώρα είναι που σε χρειάζομαι για τα καλά», είπε ο Ζαχαρίας με φοβισμένη 199
δελεαστική πονηριά, «μάλιστα, τώρα ακριβώς σε χρειάζομαι, η σκάλα είναι κουραστική για έναν ανάπηρο πολέμου και η καλή μου γυναίκα, η Φιλιππίνη, θα σε ευγνωμονεί αν με βοηθήσεις να ανεΟώ» - «Αυτή την ώρα η σύζυγος σου θα κοιμάται σίγουρα» ~ «Κάνεις μεγάλο λάθος, αντίθετα, με περιμένει με μια τρυφερή αγωνία» - «Μα τότε, θα χαρεί ακόμα λιγότερο αν σε δει να φέρνεις κάποιον επισκέπτη». - «Κάνεις μεγάλο λάθος, το αντίθετο!», επέμεινε στη φράση του ο Ζαχαρίας, «δεν είσαι κάποιος επισκέπτης, αλλά ένας προστάτης, ένας επισκέπτης που προστατεύει και προστατεύεται, ένας από εκείνους, στους οποίους οι άγριοι προσφέρουν τη νύχτα την ίδια τους τη σύζυγο, και η Φιλιππίνη δεν θα μπορούσε να μη σε χαιρετήσει με ευγένεια!» Τη στιγμή εκείνη άρχισε να φυσά ελαφρά αλλά παρ' όλα αυτά απειλητικά ο αέρας της καταιγίδας, κάνοντας μια πρώτη και κατά κάποιον τρόπο δοκιμαστική κρούση. «Είναι πράγματι τόσο κοντά;» - «Μόνο μερικά βήματα ακόμα... κι αν θα ξεσπάσει στ' αλήθεια, τότε θα σε κρατήσουμε όλη τη νύχτα στο σπίτι μας». Πραγματικά, δυο γωνίες πιο κάτω, σ' έναν τυπικό μεσοαστικό δρόμο, με κοκκινωπά περιφραγμένα σπίτια, με γρασίδι και δέντρα κατά μήκος της προσόψεως, έφθασαν κιόλας στο σπίτι που έμενε ο Ζαχαρίας. Αυτός άρχισε να ψάχνει στην τσέπη τού παντελονιού του για το κλειδί, αφήνοντας ταυτόχρονα να βροντήξουν τα αέρια του στομαχιού του - «συγγνώμη, συγχώρεσε την εξαέρωση, αδελφέ μου!» - κι αφού κατάφερε να βρει και την κλειδαρότρυπα, άναψε το φως τής σκάλας. Είτε για να παραστήσει πως είχε ανάγκη βοήθειας, είτε γιατί ίσως η ικανότητά του ν' ανέβει τη σκάλα είχε πράγματι μειωθεί από το αλκοόλ, είτε έτσι είτε αλλιώς, όσο ψηλότερα ανέβαινε ο Ζαχαρίας την ξύλινη σκάλα που έτριζε κι έσκουζε, τόσο πιο αργά μπορούσε ν' ανέβει, τόσο πιο πολύ λαχάνιαζε, τόσο πιο πολύ έδειχνε πως πονάει, και τόσο πιο συχνά έπρεπε ο Α. να τον στηρίζει. Επάνω όμως βρήκαν την πόρτα να τους περιμένει κιόλας ορθάνοιχτη* χωρίς αμφιβολία η κυρία εκπαιδευτικού συμβούλου τους είχε 200
ακούσει να έρχονται και πράγματι στεκόταν τώρα στο κατώφλι και τους περίμενε. Ήταν γύρω στα τριάντα φαινόταν όμως λίγο παραπάνω επειδή ήταν κοντή και χοντρή* το πρόσωπό της, παρ' όλο το φούσκωμά του λόγω του λίπους και του λεπτού πεισματάρικου στόματός της, δεν ήταν καθόλου άσχημο, και τα μαλλιά της, αραιά κάπως και άφτιαχτα, είχαν ένα καθαρό ξανθό χρώμα. Τα πόδια της κάπως υπερβολικά χοντρά, αλλά καλοσχηματισμένα τέλειωναν σε δυο χνουδωτές παντόφλες. Πάνω από τη ροζ ρόμπα της φορούσε κάτι σαν μακρύ σακάκι^χπό σταμπαριστό με λουλούδια τσίτι, ενώ στο χέρι κρατούσε ένα ξεσκονιστήρι, με πολύχρωμα φτερά από κόκορα δεμένα σ' ένα λεπτό καλάμι, ένα εργαλείο για τις δουλειές του σπιτιού, με το οποίο αυτή, παρ' όλη την προχωρημένη ώρα - ήταν κιόλας περασμένα μεσάνυχτα - θα προσπαθούσε να συντομεύσει την αναμονή της. Στο μεταξύ και παρ' όλο ότι περίμενε, η υποδοχή της δεν ήταν καθόλου ευγενική, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Ζαχαρίας, αλλά αντίθετα είπε μονάχα: «Δυο μεθύστακες». Αν όμως λάμβανε κανείς υπόψη του την εικόνα που προξενούσαν οι δυο τους, ανεβαίνοντας τη σκάλα, τότε η φράση αυτή δεν ήταν ακατανόητη, επειδή ο σύζυγός της είχε στο κεφάλι του ακόμα το σκουφί τού καπέλου του χωρίς το γύρο, ενώ ο συνοδός του έφερε γύρω από τον λαιμό του ακριβώς τον γύρο αυτόν. Χωρίς να πει τίποτα άλλο, κι έχοντας τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές, το ένα να κρατά το ξεσκονιστήρι και το άλλο να στηρίζεται στη μέση της, τους περίμενε ν' ανεβούν τελείως τη σκάλα και κατόπιν τους έκανε με το σαγόνι της νόημα να μπουν στο σαλόνι και τους ακολούθησε κλείνοντας μ' έναν κρότο όλο αποφασιστικότητα την πόρτα. Εδώ, κάτω από τα μάτια των Μπέμπελ, Σάιντεμαν και Γουλιέλμου II, άρχισε να τους παρατηρεί μ' ένα παγερό βλέμμα. Ο εκπαιδευτικός σύμβουλος που στεκόταν με κατεβασμένα τα μάτια, τόλμησε να την κοιτάξει: «Φιλιππ...». Δεν ήταν όμως σε θέση να ολοκληρώσει. «Εμπρός, στη γωνία!» τον έκοψε αυτή, κι αυτός ακολουθώντας προφανώς 201
κάποια παλιά τους συνήθεια, προχώρησε αμέσως σε μια γωνία του δωματίου. Ωστόσο η Φιλιππίνη, χωρίς να του δίνει πλέον προσοχή, στράφηκε στο νεαρό: «Είχατε, σίγουρα, μιαν αρκετά... "υγιή" συζήτηση απόψε στην ταβέρνα, ε; Και μάλλον θέλετε να τη συνεχίσετε κι εδώ. Το μόνο ωραίο είναι πως έφερε εσάς μόνο κι όχι καμιά δεκαριά ακόμα φίλους του επιστήμονες» - «Φιλιππίνη», ακούστηκε κλαψιάρικα από τη γωνία. Η σύζυγος παρέμενε απτόητη. «Σώπα εσύ, το πρόσωπο στον τοίχο!» Κι αφού πείστηκε πως η διαταγή της είχε εκτελεστεί, περιέλαβε ξανά τον επισκέπτη: «Τι θέλετε λοιπόν να σας^ίάνω τώρα; Να βάλω και σας στη γωνία; Μήπως σας έφερε γι' αυτό μαζί του; Το καλύτερο που έχετε να κάνετε, είναι να πάτε το γρηγορότερο δυνατόν στο σπίτι σας». Και πάλι ακούστηκε από τη γωνία: «Φιλιππίνη, γλυκειά». - «Σώπα εσύ» - «Θα είμαι καλός* έλα να πάμε τώρα στο κρεβάτι» - «Μου φαίνεται πως δεν άκουσες τί σου είπα!» Η Φιλιππίνη γύρισε απότομα και κρατώντας το ξεσκονιστήρι από τα φτερά, εκσφενδόνισε το καλάμι στον πισινό τού συζύγου, ενώ αμέσως το ξαναπήρε και του έδωσε και μια δεύτερη, μ' αποτέλεσμα να γεμίσει ο χώρος σκόνη. Ο Ζαχαρίας έχοντας στραμμένο το πρόσωπο στον τοίχο αναστέναξε, πλην όμως δεν κινήθηκε καθόλου. Αντίθετα, σκυμμένος λιγάκι μπροστά, φαινόταν να περιμένει τη συνέχεια της διαδικασίας. «Λοιπόν», είπε τώρα η Φιλιππίνη στο νεαρό, «δεν πιστεύω πως θα θέλατε να γνωριστείτε κι εσείς μ' αυτό εκεί» - κι έδειξε το καλάμι του ξεσκονιστηριού στο χέρι της - , «επομένως είναι καλύτερα να του δίνετε». «Μην τον διώχνεις», την ικέτευσε εκείνος από τη γωνία, και μιλώντας στραμμένος στον τοίχο συνέχισε: «άφησέ τον για χάρη μου εδώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ». Η έκφραση αυστηρότητας στο πρόσωπο της Φιλιππίνης άλλαξε τώρα σε απροκάλυπτη οργή, μεταβλήθηκε σε μια άκρατη αποχαλίνωση. «Σκασμός, σκασμός», ξεφώνησε με οργισμένη φωνή «μην πεις λέξη, μην ξαναβγάλεις κιχ! Συνεννοηθήκαμε;» Και με την ορμή ενός παίκτη του γκολφ, ή καλύτερα ενός επαγγελματία δήμιου, άρχισε να τον χτυ202
πά, κάνοντας το καλάμι να λυγίζει και χωρίς να προσέχει πού ακριβώς χτυπά, στην πλάτη ή στον πισινό, πάλι και πάλι χωρίς διακοπή. Ο Ζαχαρίας, στην αρχή αμίλητος κι ακίνητος, με προτεταμένο τον αφεδρώνα, άρχισε ν' αναστενάζει: «Ναι, ναι... κι άλλο, ναι... κι άλλο, κι άλλο, βγάλε μου την αηδία από το σώμα... κάνε με δυνατό λατρευτή μου... ξέχωσέ μουίΐ:ην αηδία από το κορμί... ναι, ναι... ω Φιλιππίνη, γλυκειά μου, την αηδία από το κορμί... ναι, ναι., ω Φιλιππίνη, γλυκειά μου, σ' αγαπώ... κι άλλο... κι άλλο...» Όταν όμως ετοιμάσθηκε να λύσει τις τιράντες του, το ξύλο διακόπηκε μονομιάς. Γύρισε κατάπληκτος να δει, και με γυάλινο βλέμμα, φορώντας ακόμα το σκουφί τού καπέλου στο κεφάλι, τραύλισε στη γυναίκα του: «Φιλιππίνη, σ' αγαπώ». Αυτή του έδωσε μια με το καλάμι και του πατήκωσε το σκουφί ενώ ταυτόχρονα τον εμπόδιζε να την πλησιάσει. Με το άλλο της χέρι όμως έπιασε το νεαρό από τον ώμο: «Ίσως ν' ανεβήκατε μαζί του επειδή έχετε καλή καρδιά* σίγουρα θα σας θερμοπαρακάλεσε κι εσείς θ' αποφασίσατε να τον βοηθήσετε. Και ίσως μάλιστα να θέλετε να βοηθήσετε κι εμένα τώρα. Όμως κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει κάποιον που βρίσκεται στην κόλαση. Εκεί που είναι η κόλαση τα πράγματα δεν μπορούν παρά να γίνονται όλο και χειρότερα. Και, πιστέψτε με, θα γίνουν χειρότερα* δεν έχουμε ακόμα φτάσει στην έσχατη κόλαση μέσα στην οποία πρέπει να μπούμε. Μάλιστα, νεαρέ, πήρατε κιόλας μια γεύση από την κόλαση, και τώρα πρέπει να τη σβήσετε από τη μνήμη σας. Ξεχάστε την!» Όλα τούτα ειπώθηκαν με ήρεμο ύφος* μόνο που επειδή ο νεαρός δεν κινήθηκε καθόλου, αυτή του πέταξε κατά πρόσωπο: «Έξω!» Σαν άνοιξε κάτω την πόρτα, πλατάγισαν χοντρές σταγόνες βροχής στο πρόσωπό του* ένα βήμα ακόμα και θα είχε γίνει τελείως μούσκεμα. Η καταιγίδα είχε τώρα ξεσπάσει για τα καλά. Η μια αστραπή ακολουθούσε την άλλη, ενώ το νερό σχημάτιζε ποτάμια πάνω στη μαύρη άσφαλτο που, μη μπορώντας να ξεπεράσουν το φράγμα των κρασπέδων, έπεφταν με ορμή στους υπονόμους. Τα φώτα τού δρόμου 203
κι εκείνα των σπιτιών από την απέναντι πλευρά του δρόμου αντικατοπτρίζονταν στα μαύρα νερά του δρόμου, η εικόνα τους έφθανε βαθειά ως το ακίνητο, ενώ η κάθε αστραπή μεταβαλόταν σ' ένα υποβρύχιο πυροτέχνημα. Ο Α. κόλλησε στο κατώφλι της πόρτας και πρέπει να πέρασε παραπάνω από μισή ώρα, ωσότου η καταιγίδα κοπάσει, οι αστραπές και οι βροντές αραιώσουν και η βροχή ξεθυμάνει, ώσπου να σταματήσει τελείως. Ο αέρας κόπασε και ξανάπιασε η ψύχρα, ενώ ο Α., που τώρα είχε φύγει από το καταφύγιό του, έριξε ένα βλέμμα επάνω, στο σπίτι του εκπαιδευτικού συμβούλου: τα δυο παράθυρα του σαλονιού είχαν ακόμα δυνατό φως, το ίδιο και τα δυο γειτονικά του, που ίσως να ήταν εκείνα του υπνοδωματίου* μόνο που εδώ ήσαν κλειστές οι κουρτίνες. Εκεί επάνω ήταν λοιπόν η κόλαση, το κέντρο της κόλασης, ίσως βέβαια όχι το μοναδικό, πλην όμως ένα από τα πολλά που είναι διασκορπισμένα στον κόσμο, ίσως στη Γερμανία πιο πυκνά από αλλού, παντού ωστόσο κλεισμένα μέσα στο άκακο, η απειλή της κόλασης κρυμμένη μέσα σ' ένα καβούκι. Μέσα στην ψυχρή, άκακη γαλήνη της κοιμόταν η πόλη και ο Α. έφτασε εύκολα στο σπίτι. Ένιωθες την πνοή των λόφων, την πνοή της εξοχής γύρω από την πόλη, και τις κατοικημένες κι όμως φυσικές περιοχές της μεγάλης χώρας. Πέρα από αυτές, εκτάσεις από χωράφια και το γερμανικό δάσος που δίνει ζωή σε δέντρα και σε αγρίμια, όπου το ζαρκάδι τρώει κλαδιά, ο κάπρος σκάβει με τη μουσούδα του και το ελάφι αφήνει τη γαύρα φωνή του να ακουστεί μέσα στον υγρό ίσκιο των δέντρων, όταν έρθει ο καιρός του. Το κουδούνισμα απ' τα κοπάδια των γελαδιών ακούγεται στα λαγκάδια, ενώ ο αγρότης πηγαίνει κάθε μέρα στη βαρειά του δουλειά αδιάφορος για το ποιά κυβέρνηση τον κυβερνά, αδιάφορος όμως και για το ποιά κολασμένα κι αιμοδιψή ένστικτα σαρώνουν την ψυχή του* ούτε το ένα, ούτε το άλλο τον αποσπούν από τη δουλειά του. Στη Γερμανία τα πράγματα εξελίσσονται πιο λογικά και συνετά από αλλού, κι ωστόσο πιο αχαλίνωτα, άπληστα και κολασμένα από αλλού. Το κάθε τι γίνεται λιγότερο 204
προσποιητά στη Γερμανία κι ωστόσο με μεγαλύτερη υποκρισία. Γιατί, μοιάζει στην ψυχή του Γερμανού να υπάρχει ένα παράδοξο πάθος για το απόλυτο, που τον κάνει να περιφρονεί κάθε επιτυχημένη - εύθυμη τιθάσευση των ενστίκτων του, πράγμα που φαίνεται ν' αποτελεί το στόχο ζωής του δυτικού ανθρώπου, μολονότι αυτός είναι περισσότερο παραδομένος στα ένστικτά του. Στον Γερμανό λείπει ολωσδιόλου το χιούμορ, κι αν το έχει κάποτε, τότε πρόκειται για κάποιο άλλο, για ένα ανάποδο είδος χιούμορ, εκείνο ακριβώς του προσεκτικού ή-το-ένα-ή-το-άλλο, που χαρακτηρίζει τον γερμανικό τρόπο ζωής και που αποτελεί και τη χοντροκοπιά του, παρωθώντας άλλοτε στην τέλεια ασκητεία κι άλλοτε στην ακραία αποχαλίνωση: οι μέσες λύσεις περιφρονούνται από τον Γερμανό* τις θεωρεί υποκριτικές και απατηλές και δεν αντιλαμβάνεται πως με τον τρόπο αυτό επιβαρύνεται με μιαν ακόμα χειρότερη εξαπάτηση, πως ναι μεν δεν φέρει ένα ψεύτικο φωτοστέφανο, τον τεχνητό φωτοστέφανο της Δύσης, πλην όμως - και αυτό είναι ασφαλώς πολύ χειρότερο - πως κάνει το άδικο δίκιο μεταχειριζόμενος στο όνομα τού ή-το-ένα-ή-το-άλλο την αχαλίνωτη χοντροκοπιά του σαν δήθεν λογική εις βάρος . του υπέρτερου δίκιου της ανθρώπινης ύπαρξης, και βιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο αυτό τούτο το δίκιο. Η ειλικρίνειά του είναι εκείνη του βιαστή, ο οποίος θα ήθελε να εξαλείψει την ψευτιά από τους απατεώνες που μισούν τη βία και ο οποίος νιώθει για το λόγο αυτό λίγο-πολύ ως ευεργέτης, όμως είναι παρ' όλα αυτά καταδικασμένος να παραμείνει ολετήρας, επειδή η διδασκαλία του είναι εκείνη του δολοφόνου. Το ψέμα από 'δω και το ψέμα από 'κει, κι ανάμεσά τους ατέλειωτα στενό το μονοπάτι της αλήθειας, ένα μονοπάτι ανάμεσα σε δυο κόσμους, προωρισμένο για τους Γερμανούς, όμως - εξαιτίας των ασταμάτητων στραβοπατημάτων και ολισθημάτων - προφανώς απροσπέλαστο. Το γερμανικό μονοπάτι της αρετής; Όχι, μεγάλο λάθος και αντίθετα, όπως θα έλεγε ο Ζαχαρίας, χωρίς να αντιλαμβάνεται ωστόσο την αλήθεια: το ότι δηλαδή πρόκειται για έναν δρόμο τρομερά βασανιστικό. Σε τί οφειλόταν 205
αυτό; Ο Α. δεν ήξερε την απάντηση. Κι άλλωστε τί τον ενδιέφερε αυτόν; Δεν έπρεπε να τον απασχολεί. Είχε φθάσει στο σπίτι του και πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι* άξιος ο μισθός του.
206
VIII. Η μπαλάντα της μαστροπού Η Μελίττα έλαβε από κάποιον νεαρό ένα δώρο. Κάτι τέτοιο δεν της είχε ξανασυμβεί. Το έφερε ο υπάλληλος ενός καταστήματος και της το έδωσε στο χέρι. Είναι μια τσάντα χειρός από λευκόγκριζο δέρμα με γαλαζωπές βούλες* η χρυσαφιά πόρπη αστραποβολά, το ίδιο και η λεπτή της λαβή. Είναι λεπτοδουλεμένη και όμορφη. Αυτή την ψαχουλεύει σ' όλες τις πλευρές· η χαρά τής αφής στα δάχτυλά της είναι το ίδιο μεγάλη όσο η χαρά τής όρασης στα μάτια της. Σχεδόν δεν τολμά ν' ανοίξει την πόρπη. Το εσωτερικό είναι φοδραρισμένο από ένα κατάλευκο μετάξι. Και δίπλα στο μικρό πορτοφόλι, κοντά στη μικρή πουδριέρα στο καπάκι της οποίας έχει εγχαραχθεί ένα μεγάλο Μ., δίπλα στο αστραφτερό κρα/γιόν και στο σημειωματάριο σαν τι να σημαίνει όμως «ϋαΐβδ»;-) υπάρχει ένα γράμμα, με το οποίο ο νεαρός ζητά να μάθει εάν και πότε θα μπορέσει να την ξαναδεί. Και αυτό ήταν επίσης κάτι που δεν της είχε ξανασυμβεί ως τότε. Θέλει να του απαντήσει αμέσως, όμως γι' αυτό χρειάζεται ένα πολύ όμορφο επιστολόχαρτο. Με τις απλές ταχυδρομικές κάρτες, με τις οποίες γράφει στον παππού κατά τη διάρκεια των συχνών και μακροχρόνιων ταξιδιών του, πως δόξα τω Θεώ είναι καλά στην υγεία της, δεν μπορεί τώρα να ευχαριστήσει, δεν μπορεί να γράψει κάτι της προκοπής κι έτσι τρέχει κάτω στο πιο κοντινό χαρτοπωλείο για ν' αγοράσει κάτι αντάξιό του. Βέβαια τώρα, που έχει κιόλας μπροστά της μιαν όμορφη κόλλα αλληλογραφίας, δεν ξέρει τί να κάνει. Πώς θα έπρεπε άραγε ν' αρχίσει; Θέ207
λει να του πει, πως η τσάντα της είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο* θέλει να του πει, πως ναι, αμέσως - ή μήπως θα ήταν καλύτερα αύριο ή μεθαύριο; - θα 'θελε να τον δει· θέλει να του πει, πως θα ήταν τόσο όμορφα να τον έχει κοντά της, πως όμως ίσως - αλλά γιατί τάχα; - δεν θα άρεσε και πολύ στον παππού, όταν κάποτε επιστρέψει από το μακρινό του ταξίδι χωρίς προειδοποίηση, όπως συνήθως συμβαίνει, να βρει κάποιον επισκέπτη στο σπίτι* θέλει σ' αυτόν που δεν επιτρέπεται να είναι καλεσμένος της να πει οπωσδήποτε, πως δεν θα ήταν ένας συνηθισμένος επισκέπτης, πως παρ' όλα αυτά θα έπρεπε όμως να τον συναντήσει κάπου αλλού, κάπου, είτε στον πύργο απέναντι στο λόφο, είτε κάτω στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου θέλει αυτός. Όμως πώς να βάλει τόσα πολλά πράγματα σε μια τάξη; Και πώς να τα πει όλα αυτά ώστε να νιώσει αυτός αλήθεια ό,τι σκέφτεται κι ό,τι θα ήθελε να του πει; Αχ, απ' την καρδιά στην πένα ο δρόμος είναι τρομερά μακρύς, ιδίως όταν δεν είσαι παρά μια μικρή πλύστρα και σε πιάνει φόβος πριν γράψεις ο,τιδήποτε. Όπως και ν' αρχίσει, της φαίνεται πως είναι λίγο. Το πρωινό τελειώνει μέσα σε μεγάλη απελπισία. Το αρχινισμένο γράμμα βρίσκεται δίπλα στην τσάντα πάνω στο τραπέζι και παίρνει μια ολοένα και πιο απειλητική όψη. Δεν θέλει πλέον να κοιτάζει έξω. Το απόγευμα όμως της έρχεται η σωτήρια ιδέα, την οποία μάλιστα υλοποιεί, πριν καν την έχει. Ιίαι τούτο γιατί ξαφνικά άρχισε ν' αλλάζει τα ρούχα της από την κορυφή ως τα νύχια. Κι έτσι ανακαλύπτει πως μπορεί να του πάει απλά η ίδια την απάντηση και πως αυτό πρέπει να το κάνει χωρίς να χάσει χρόνο. Με το κυριακάτικό της φόρεμα, τα μαλλιά ακόμα βρεγμένα και χτενισμένα και την τσάντα της στο χέρι, βρίσκεται κιόλας στο δρόμο. Αν δεν την απασχολούσε τόσο πολύ το γράμμα όταν πήγε στο χαρτοπωλείο, θα είχε προσέξει αυτό που πρόσεξε τώρα: είναι η πιο όμορφη ημέρα του Σεπτέμβρη που έζησε ποτέ της. Το βραδινό αεράκι, η ψυχρή αύρα του Σεπτέμβρη είχε κάμει κιόλας την παρουσία της αισθητή, ενώ κάτω από τον φωτεινό, αίθριο ακόμα ουρανό η 208
ψύχρα διασχίζει το δρόμο, κολλάει στις προσόψεις των κτιρίων και κάνει τους ανθρώπους να ζητούν ο ένας τη ζεστασιά του άλλου. Για μια στιγμή η Μελίττα μένει αναποφάσιστη - μήπως πρέπει να πάρει το τραμ για να πάει στην πλατεία του σταθμού; Εκεί μένει αυτός, κι αν πάρει το τραμ θα φτάσει νωρίτερα εκεί. Όμως ταυτόχρονα υπάρχει και η γλύκα της προσμονής, η μικρή στυφάδα που βρίσκεται στο κατςοφλι της γλύκας, αρκεί μονάχα να μην το αναβάλλει για πολύ κι έτσι αποφασίζει να πάρει το δρόμο με τα πόδια. Σ' όλο του σχεδόν το μήκος ο δρόμος περνάει μέσα από το εμπορικό κέντρο, που εκτός από τις Κυριακές, δεν είναι ποτέ έρημο, και που σήμερα φαίνεται να έχει ακόμα πιο πολύ και ακόμα πιο χαρούμενο κόσμο, απ' όσον άλλες φορές. Φαίνεται σαν όλοι οι άνθρωποι εδώ να είναι εφοδιασμένοι με τσάντες, ορατές και αόρατες τσάντες, για τις οποίες πρέπει να χρωστούν ευγνωμοσύνη στους βυρσοδέψες. Η Μελίττα, περπατώντας κουνάει πέρα-δώθε τη δική της όχι μόνο για να δείξει πως κι αυτή ανήκει σ' όλους τους υπόλοιπους, αλλά επίσης, και μάλιστα πολύ περισσότερο γι' αυτό, για να δουν όλοι οι άλλοι πως η δικιά της τσάντα είναι η καλύτερη. Μερικές φορές στέκεται μπροστά σε μια βιτρίνα, ιδιαίτερα όταν εκεί υπάρχει και κάποιος καθρέφτης, μέσα στον οποίο να μπορεί να δει τον εαυτό της με τσάντα και σαν φ^ίάσει σε κάποια βιτρίνα, στην οποία να υπάρχουν τσάντες, τότε όλες αυτές, έτσι καθώς έχουν καθ' ομάδες ή η καθεμιά ξεχωριστά τοποθετηθεί, να συγκριθούν μία προς μία με τη δικιά της, που τις ξεπερνά όλες, παρ' όλο ότι αυτό της παίρνει πολύ χρόνο και ακονίζει παραπάνω απ' όσο αντέχει τη στυφάδα της προσμονής. Κι όταν επιτέλους βρεθεί στην ήρεμη πλατεία του σταθμού, θα ήθελε να επαναλάβει το ίδιο παιχνίδι εξαρχής* τόσο όμορφο ήταν. Όμως τώρα έφθασε στα όρια ανάμεσα στη γλύκα και στη στυφάδα της προσμονής* εάν γύριζε να ξανακάμει το γύρο με τις βιτρίνες, η στυφάδα θα γινόταν ανυπόφορη κι έτσι η Μελίττα παραιτείται. Το σπίτι με τη διεύθυνση που κρατάει βρέθηκε αρκετά 209
σύντομα. Η Μελίττα απογοητεύθηκε λιγάκι σαν είδε πως στην πόρτα υπάρχει όχι το δικό του, μα ένα τελείως ξένο όνομα και σαστίζει τελείως όταν δεν της ανοίγει αυτός, αλλά μια γριά γκριζομάλλα γυναίκα, η οποία δεν κάνει μιαν ιδιαίτερα προσηνή εντύπωση κάτω από το λευκό σκουφί τής καμαριέρας, αλλ' αντίθετα ρωτάει τραχειά να μάθει τι ζητάνε, και στη διστακτική ερώτηση εάν ο κύριος Α. είναι εκεί, πάει κιόλας να κλείσει την πόρτα: «Ο κύριος Α. επιστρέφει μόνον τα βράδυα στο σπίτι». «Ω», κάνει η Μελίττα, και τα δάκρυα τής έρχονται καυτά στα μάτια. «Περί τίνος πρόκειται;» Η ερώτηση γίνεται σε πιο ήπιο τόνο, και η Μελίττα ξαναπαίρνει θάρρος. «Πρέπει να του δώσω μιαν απάντηση». «Απάντηση; Από ποιόν;» «Από 'μένα». Το κεφάλι της γριάς στην πόρτα ξεσπά σ' ένα ξεδοντιασμένο γέλιο: «Ποιός στέλνει ποιόν; Μήπως στο μεταξύ μείνατε στο σπίτι σας;» Χωρίς να καταλαβαίνει η Μελίττα την κοιτάζει και τα δάκρυα κοντεύουν να ξανακυλήσουν. Η ευθυμία της γριάς μεταβάλλεται^γρήγορα σ' ένα ειρωνικό χαμόγελο: «Πώς το 'πατε αυτό με την απάντηση; Δεν το κατάλαβα ακόμα». Η Μελίττα θα ήθελε να της εξηγήσει, όμως δεν τα καταφέρνει τελικά. Πρέπει μολοντούτο να εξηγηθεί, πρέπει μολοντούτο να δικαιολογηθεί κι επειδή επείγεται τόσο πολύ, της έρχεται μια έμπνευση: ανοίγει την τσάντα της, και μάλιστα την ανοίγει πολύ επιδεικτικά γιατί να κρύψει κάτι, για το οποίο είναι τόσο υπερήφανη - και δίνει στην γριά το γράμμα. «Μια στιγμή», λέει αυτή, και παίρνοντας το γράμμα, πηγαίνει μαζί μ' αυτό στην κουζίνα που διακρίνεται πίσω από το χωλ, για να το διαβάσει με τη βοήθεια των γυαλιών της. Η Μελίττα, που δεν θέλει να της διαβάσουν το γράμμα, την ακολουθεί και μένοντας κατά κάποιον τρόπο έκπληκτη, είναι υποχρεωμένη να ακούσει ένα ανυπόμονο - επικριτικό κλαψούρισμα: «Μα, πού είναι τώρα αυτά τα γυαλιά... 210
αφού τα 'βαλα στο συρτάρι στο τραπέζι της κουζίνας... πες μου πού στο καλό είναι αυτά τα γυαλιά, αντί να κάθεσαι και να με κοιτάς τόσο ηλίθια.., όχι, πήγαινε πρώτα να κλείσεις την εξώπορτα...., φαίνεται πως δεν σ' έχουν μάθει να κλείνεις τις πόρτες... Κύριε των Δυνάμεων, τα γυαλιά μου... νάτα, αφού στο είπα πως είναι στο συρτάρι του τραπεζιού, και εδώ ακριβώς είναι». Κατόπιν η γριά διαβάζει κοντά στο παράθυρο με πολλή προσοχή και διεξοδικότητα το γράμμα, ίσως και για δεύτερη φορά και όταν τελειώνει γνέφει επιδοκιμαστικά με το κεφάλι της: «Για δες... ώστε έτσι έχουν τα πράγματα... μπορείς να κλείσεις και την πόρτα της κουζίνας». Και λέγοντας αυτά ανάβει το μάτι της κουζίνας: «Πρώτα θα πιούμε μαζί καφέ. Σίγουρα δεν θα 'χεις πιεί σταλιά σήμερα». Όχι, το φαί δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό της Μελίττας. «Βλέπεις λοιπόν... η γριά Τσερλίν τα ξέρει αυτά πώς είναι... Εγώ είμαι η Τσερλίν... το 'πιασες; Για βγάλε δυο φλυτζάνια από το ντουλάπι». Μ' αυτά κάθησαν μαζί να πιούν καφέ* έβαλαν γάλα μέσα στον καφέ που μοσχοβολούσε, βούτηξαν και λευκό ψωμί και το ψάρεψαν κατόπιν με τα κουταλάκια, όπως γίνεται, και μέσα στο επόμενο τέταρτο της ώρας η Τσερλίνε είχε μάθει όλα όσα ήθελε να μάθει και όσα υπήρχαν για να μάθει. «Ώστε θέλεις να τον δεις σήμερα κιόλας;» Η Μελίττα έγνεψε πρόθυμα. «Θα σε κρατήσω εδώ για το βραδινό... ίσως η δεσποσύνη μας να είχε αντιρρήσεις» - άφησε ένα σιγανό χαχάνισμα, αρκετά μοχθηρό - «όμως απόψε την έχουν έτσι κι αλλιώς καλέσει για δείπνο, κι ακόμα κι αν ερχόταν η κυρία βαρώνη στην κουζίνα, δεν πειράζει... είσαι απλώς μια συγγενής μου... καταλαβαίνεις;» Κατόπιν έπλυναν και στέγνωσαν μαζί τα φλυτζάνια του καφέ: «καλή είσαι γι' αυτήν τη δουλειά», την παίνεψε η Τσερλίνε, «σίγουρα θα ήθελες να του φτιάχνεις καφέ έτσι...» Η Μελίττα κοκκίνησε. Ναι, πολύ θα το 'θελε, είπε. 211
«Δεν είσαι καθόλου», - η Τσερλίνε σήκωσε ελαφρά το σαγόνι της κοπέλας για να μπορέσει να παρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό της - , «μα το Θεό, δεν είσαι καθόλου άσχημη... μόνο μ' αυτά τα μαλλιά... πώς γυρίζεις έτσι;» «Γιατί; Δεν είμαι καλή;» «Γιατί, γιατί... δεν πήγες ποτέ στον κινηματογράφο; Εκεί θα έπρεπε να είχες δει, πώς πρέπει να είσαι...» «Ο παππούς δεν πάει ποτέ στον κινηματογράφο». «Μη με κάνεις ν' απελπίζομαι... είναι δυνατόν να πηγαίνεις σ' αυτήν την ηλικία με τον παππού στον κινηματογράφο;... έλα, μη μου παίρνεις αυτά τα τρομαγμένα μάτια* δεν σου είπα και τίποτα κακό. Έλα καλύτερα στο δωμάτιό μου* θα σου φτιάξω τα μαλλιά για να 'σαι όμορφη απόψε μαζί του». Στον κήπο, μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας, κάποιος ραντίζει με νερό τις πρασιές, μέσα στον εσπερινό ήλιο, ενώ οι ακτίνες του νερού παίρνουν κάπου-κάπου το χρώμα του ουράνιου τόξου. Καθώς το νερό πέφτει πάνω στο γρασίδι, αυτό γίνεται για λίγο καταπράσινο σε μερικές μεριές, σχηματίζοντας λακούβες νερού που στεγνώνουν αμέσως και υπάρχει διάχυτη μια υγρή και ψυχρή μυρωδιά τριγύρω: «Μπορώ να καθήσω μαζί του εκεί από κάτω;» ρωτάει η Μελίττα. «Γιατί όχι; Όμως τώρα θα τακτοποιήσουμε τα μαλλιά σου». Και τραβώντας τη μικρή στο διπλανό προς την κουζίνα ευρύχωρο δωμάτιό της - κι από 'δω μπορούσε κανείς να δει μέσα από το ανοικτό παράθυρο τον κήπο - τη βάζει να καθήσει μπροστά από το μικρό καθρέφτη, της βάζει γύρω από το λαιμό ένα παλιό κάλυμμα που σίγουρα θα ήταν της βαρώνης, της λύνει τις πλεξίδες κι αφήνει τα δάχτυλά της να γλυστρήσουν χαϊδεύοντας κι εξετάζοντας τα μαλλιά της: «Έχεις δυνατά, καλά μαλλιά... είσαι μια από τις γυναίκες που τους πάνε και κοντά». «Στον παππού δεν αρέσουν τα κοντά μαλλιά». «Πάλι ο παππούς... τί λένε γι' αυτό οι άλλοι σου άντρες;» Η Μελίττα το σκέπτεται: «Νομίζω, πως δεν έχω κανέναν». 212
«Τί; Θάθελα πολύ να μάθω τώρα πόσων χρόνων είσαι». «Δεκαεννέα». «Δεκαεννιά, δεκαεννιά...» - με επιδέξιες κινήσεις η Τσερλίνε στερεώνει τα μαλλιά - «δεκαεννιά... και δεν έχεις πάει ακόμα με κανέναν στο κρεβάτι...» Καμιά απάντηση. Η Μελίττα προσέχει τον εαυτό της στον καθρέφτη, και κοιτάζει πόσο έχει χλωμιάσει. Γιατί ρωτάει η γριά αυτά τα πράγματα; Αυτή όμως συνεχίζει να μιλάει αδυσώπητα και σκληρόκαρδα: «Άλλες κοπέλες είναι πιο επιτήδειες* αρχίζουν νωρίς, πολύ πιο νωρίς... για να μη μιλήσουμε και για την Τσερλίν και τα δικά της νειάτα... όμως με τον Αντρέα σου, θα πας μαζί του στο κρεβάτι... σε λίγο τελειώνουμε* θα κοιτάξω μονάχα μήπως μπορέσω να σου φτιάξω τις μπούκλες... Θεέ μου, τι έχεις τώρα πάλι;» Από τα μάτια της Μελίττας ξέσπασε τώρα ένα ποτάμι από δάκρυα, ακράτητα δάκρυα, κι αυτή έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της. Η Τσερλίνε, όρθια πίσω της, της φιλά τη χωρίστρα, την χαϊδεύει στο κεφάλι και στα μάγουλα: «Είναι τόσο κακό, μικρή μου; Μήπως φοβάσαι μπας και δεν τα καταφέρεις;... όχι, μικρή μου, όλες τα κατάφεραν ως τώρα». Οι λυγμοί χειροτέρεψαν. Η Μελίττα κάθεται μαζεμένη και κάνει με το δεξί της χέρι νόημα στη γριά να σωπάσει. Η γριά χαμογελά: «Άντε, άντε, μην κάνεις έτσι... είσαι μεγάλη γυναίκα πια». «Ήταν τόσο όμορφη μέρα, και τώρα χάλασε* τώρα δεν θα ξαναγίνει ποτέ πια όμορφη». Η Τσερλίνε λέει τότε αυστηρά, και λέγοντάς τα αυτά η συρρικνωμένη της μορφή φαίνεται να ξεδιπλώνει και να μεγαλώνει: «Άμα το κάνεις όμορφα, θα γίνει όμορφα* δώσε τού το όμορφα για να σού το δώσει κι αυτός όμορφα... γι' αυτό γεννήθηκες και μ' αυτό θα γεννήσεις». Και λέγοντάς τα αυτά ακούστηκε και κάτι ανείπωτο, κάτι δικό της ανείπωτο, και μολονότι έμεινε άρρητο, ήταν 213
πιο ισχυρό από το ειπωμένο και η δύναμή του ήταν αισθητή: σκέφτηκε το ίδιο το Άμεσο, σκέφτηκε την άμεση ετοιμότητα για ζωή και για θάνατο που φέρει το γήινο, άγια η γήινη απεραντοσύνη που έχει δοθεί και έχει φορτωθεί κάθε θηλυκό μ' αυτήν, το βάρος και το μεγαλείο των εγκοσμίων στο αδυσώπητο άφευκτό τους, στην αδυσώπητη απλότητά τους. Αυτά σκεφτόταν η Τσερλίνε, και η Μελίττα το ένιωσε μαζί της και εξαιτίας της. «Θα κάνω παιδιά;» «Ναι, αν θα είναι όμορφο... θα κάνεις,... όμως τώρα μου ανακάτεψες πάλι τελείως τα μαλλιά σου». Η κοπέλα κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη τη γριά, πολύ σοβαρά, όμως τώρα χαμογελώντας κι αυτή: «Κανένας δεν μπορεί να το καταλάβει...» «Τι πράγμα; Τα μαλλιά σου; Το να κάνεις παιδιά;» «Όχι, τα πάντα». «Σωστά», συμφωνεί και η Τσερλίνε, «κανένας δεν μπορεί να το καταλάβει. Αν πας με πολλούς, είναι κακό* αν πας μτ Γ λίγους είναι κι αυτό κακό, κι αν δεν πας με κανέΥίΐν ΐ:ΐναι (χκόμα χειρότερο. Και γιατί πρέπει να κάνει κανείς τα παιδιά του με τον έναν και όχι με τον άλλον είναι τόσο ακατανόητα κακό, που σου '^χεται να τρελαθείς. Και παρ' όλα αυτά πρέπει να το δεχτεί κανείς, παρ' όλα αυτά πρέπει να το δεχτείς κι εσύ, παρ' όλα αυτά πρέπει να τους το δώσεις όμορφα. Γιατί γι' αυτόν το λόγο είμαστε γυναίκες». «Δεν θέλω να το σκέφτομαι», λέει η Μελίττα και σκουπίζει τα τελευταία της δάκρια. «Ναι, το να μην σκέφτεσαι και μονάχα να το κάνεις, αυτό σου ταιριάζει* έτσι το κάνουν όλες, το κάνουν και δεν σκέφτονται... έτσι... μη μου ξαναχαλάς τα μαλλιά... άντε τώρα έξω στον κήπο, και εγώ θα σε φωνάξω επάνω μόλις η δεσποσύνη μας γκρεμοτσακιστεί. Θα με βοηθήσεις εύν τότε να ετοιμάσω το δείπνο». Η Μελίττα βγαίνει έξω, αλλά διστάζει να περπατήσει στον κήπο που βυθίζεται στο σκοτάδι. Εδώ στον κήπο θα 'θελε να κάθεται μαζί του, χέρι με χέρι, όμως το απεριόρι214
στο του πόθου της, χωρίς το οποίο αυτός δεν ήταν πόθος, χάλασε από τις σκληρές απαιτήσεις της Τσερλίνε. Στη θέση του φάνηκε - αναπόφευκτο - ένα άλλο, ένα καινούργιο, ένα πιο σκληρό ακόμα και πιο τίμιο απεριόριστο, το δίχως όρια απρόσωπο της ανθρώπινης ζωής. Απ' όλα τούτα αυτή δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα, τίποτα απ' όλα δεν μπορεί να διατυπώσει σε μια φράση, όμως διαισθάνεται πως η όμορφη τσάντα έχασε την πρώτη αξία της, όχι μονάχα γιατί αυτό που συνέβη στο μεταξύ ήταν αμετάκλητο, αλλά, ακόμα περισσότερο γιατί δεν πρέπει πια ν' ανακληθεί. Ολόκληρη τη μέρα ποθούσε τον Αντρέα, κι ωστόσο απόδιωχνε τον πόθο, σαν να 'ταν ένα αθώο παιχνιδάκι, τον απωθούσε ελαφρά τη καρδία και χωρίς να χάσει τίποτα, αν τύχαινε στο μεταξύ να συμβεί κάτι, όπως λόγου χάριν η επιστροφή του παππού· τώρα ο πόθος είχε σβήσει, και μ' αυτόν η δυνατότητα απάρνησής του. Ω, ο πόθος που είχε γεμίσει την ημέρα της, είχε εμποτισθεί σε μια δίχως σύνορα ευθυμία, χαρίεσσα και φωτεινή η αδημονία του* τώρα η αδημονία έχει στραφεί, απογυμνωμένη από τον πόθο, στη σκοτεινιά, είναι μια λαχτάρα σχεδόν χωρίς σκοπό, μια αδημονία καθ' εαυτήν, και μολοντούτο ανυπόταχτη. Το ανυπόταχτο του κενού! Και η Μελίττα, η οποία θα είχε ευχαρίστως πάει μέχρι τα παγκάκια στην άκρη του κήπου, εκεί που θα ήθελε να κάθεται μαζί του, που όμως δεν πήγε παρά μόνο έως εκείνα που βρίσκονταν αμέσως πίσω από το σπίτι, κοιτάζει την πρώτη ομίχλη του φθινοπώρου, που αργά, πολύ αργά, ω, υπερβολικά αργά μεταβάλλεται σε σκοτεινιά, και όλα όσα ξέρει και σκέφτεται, είναι η γνώση της αδημονίας της, είναι η σκέψη της κενής της αδημονίας. Κατόπιν, επιτέλους - αχ επιτέλους! - η άδεια της αναμονή διακόπτεται: ακούγονται βήματα να κατεβαίνουν την σκάλα πίσω της στο σπίτι* δεν μπορεί παρά να είναι η δεσποσύνη, και η άδεια ένταση τής Μελίττας χαλαρώνει λιγάκι, αφού όπου νάναι θα την φωνάξει τώρα η Τσερλίνε. Σωστά, η Τσερλίνε κατεβαίνει κι αυτή τώρα. Στα χέρια της κρατά μια ψαλλίδα για τα λουλούδια και βρίζει που η δεσποσύνη δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να ξεκουμπιστεί. «Όμως το όφελος είναι δικό 215
σου», λέει; «τώρα έχω κιόλας κάνει επά^ω όλη τη δουλειά, δεν θα χρειαστεί παρά να κάτσεις απλώς να φας.- Μόνο που θα μπορούσες στο μεταξύ να είχες κόψει εδώ λίγα λουλούδια». Όμως αρνείται την προσφορά της Μελίττας να διορθώσει αυτοστιγμεί. Εκείνη σπεύδει στις πρασιές και μέσα στο μισοσκότεινο φως της ομίχλης τη βλέπει σκυμμένη, να κόβει με το ψαλλίδι τα λουλούδια* επιστρέφει καλοδιάθετη με μια μικρή ανθοδέσμη: «Πάμε». Το τραπέζι είναι στρωμμένο στην κουζίνα για δύο* υπάρχει και κρασί, ενώ η Τσερλίνε φέρνει ένα μεγάλο κρυστάλλινο βάζο με λουλούδια και το τοποθετεί με προσοχή στο τραπέζι. Πριν ακόμα καθήσουν, βάζει κρασί στα ποτήρια: «Να 'σαι καλά, μι>^ή, και καλότυχη», λέει συγκινημένη και τσουγκρίζει με την Μελίττα. Και μιας και η άκρη τής ποδιάς της είναι καμωμένη γι' αυτόν το σκοπό, σκουπίζει μ' αυτήν τα μάτια της. Μη όντας συνηθισμένη στσ κρασί, η Μελίττα ξεχνά την στενοχώρια της προηγούμενης ώρας. Και ύστερα από μια μικρή πίεση αποφασίζει μάλιστα να φάει και λίγο, παρ' όλο ότι ήταν απολύτως πεπεισμένη πως δεν πρόκειται στην ζωή της να ξαναβάλει μπουκιά στο στόμα της. Μάλιστα, παραδέχεται σύντομα πως το φαί τής αρέσει κιόλας, πως ποτέ άλλοτε δεν έφαγε τόσο καλό φαί, ενώ η Τσερλίνε που παινεύει, της κολλάει στο μάγουλο ένα δυνατό φιλί: «Το καλύτερο που υπάρχει είναι ένα γαμήλιο φαγητό χωρίς τον γαμπρό... μπορείς να πιείς ακόμα ένα ποτήρι, φυσικά, πότε θα το κάνεις, αν δεν το κάνεις σήμερα...» Τώρα η Μελίττα αφήνει τα νάζια καταμέρος· το ποτό τής αρέσει, ενώ ο χαρούμενος πόθος, ο πόθος δίχως την αδημονία ξανακάνει την εμφάνισή του. Κουρασμένες από το φαγητό και την πολυλογία κάθονται για λίγο ακόμα, ώσπου η Τσερλίνε μ' ένα βλέμμα της στο ρολόι της κουζίνας, καθορίζει το επόμενο σημείο του προγράμματος: «Είναι καιρός να πας να πλυθείς, αλλά πλύσου καλά... ή θέλεις μήπως να σε μάθω κι αυτό;» Και δείχνει στην κοπέλα το λουτρό και την τουαλέτα. Χωρίς αμφιβολία, αυτό της ήταν τώρα τελείως απα216
ραίτητο. Καθώς είναι έτοιμη να επιατρέ'ψει στην κουζίνα, φονάζουν τη Μελίττα από το άλλο άκρον του χωλ: «Απ' εδώ, Μελίττα!» Και αφού υπακούσει στο κάλεσμα, δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να καταλάβει πως η Τσερλίνε είναι απασχολημένη στα δωμάτια του Α. Η Μελίττα μπαίνει δειλά-δειλά, διασχίζει το πρώτο δωμάτιο και συναντά στο δεύτερο την Τσερλίνε που ετοιμάζεται να στρώσει το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. Επικρατεί σχεδόν σκοτάδι, αφού είναι μόνο η λάμπα του κομοδίνου αναμμένη, ενώ το κρυστάλλινο βάζο με τα λουλούδια βρίσκεται τώρα πάνω στον κομό. Όσο κι αν όλα αυτά είναι συνηθισμένα, δημιουργούν ωστόσο ενδοιασμούς, όμως αυτοί θα της φύγουν γρήγορα, αφού πριν καλά-καλά κοιτάξει γύρω της, η Τσερλίνε θα την αποπάρει με εύθυμη τραχύτητα: «Ακόμα δεν έμαθες να κλείνεις πίσω σου τις πόρτες... όχι, όχι αυτήν, την εξωτερική προς το χωλ». Αχ ναι, το είχε ξεχάσει, όμως στην πραγματικότητα δεν της αρέσει που το κάνει. Παρ' όλα αυτά το κάνει. Στο μεταξύ η Τσερλίνε ετοίμασε το κρεβάτι και τώρα πάει κουτσαίνοντας προς το μέρος της: «Γδύσου». «Εγώ...;» Η Τσερλίνε γελάει: «Ποιός άλλος;» «Μα...» «Έλα τώρα, πρέπει να γδυθείς». Και καθώς η κοπέλα διστάζει ακόμα, της ξεκουμπώνει την μπλούζα. Με αυτό έσπασε ο πάγος* η Μελίττα κάθεται υπάκουα στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι κι αρχίζει, σαν να 'ταν για να κοιμηθεί, να γδύνεται συστηματικά. Ωστόσο, καθώς ετοιμάζεται να βγάλει το πουκάμισο, συγκρατείται: «Μα δεν έχω νυχτικό...» - «Εμπρός, συνέχισε», την πιέζει η Τσερλίνε, «τί το θέλεις απόψε το νυχτικό... όμως θα χρειαστείς ένα... θα σού το φέρω αμέσως μετά..., έλα, κουνήσου, άφησε το ηλίθιο πουκάμισο να πέσει!» Τώρα η Μελίττα είναι τελείως γυμνή. Τόσο γυμνή δεν ήταν ποτέ ως τώρα στη ζωή της. Η Τσερλίνε την παρατηρεί με μάτι ειδήμονος και τη χτυπά εδώ κι εκεί με τρυφερότη217
τα. «Όλα είναι μια χαρά», λέει και ανασηκώνει λιγάκι το στήθος της κοπέλας, «λίγο απαλά είναι, και λίγο βαρειά* τα δικά μου ήσαν περισσότερο τσιτωμένα στην ηλικία σου, αλλά κι έτσι καλή είσαι. Πολλοί άντρες θέλουν έτσι τις γυναίκες, ξετρελαίνονται για κάτι τέτοια και ροζ θηλές^ σαν τις δικές σου τους φαίνονται σαν γλυκό γάλα». Προσέχει το λιγάκι πυκνό τρίχωμα στις μασχάλες της κοπέλας και το χνούδι στο εφήβαιο και δηλώνει πως και μ' αυτά είναι ικανοποιημένη:. «Απίστευτο, ένα τέτοιο κορίτσι να 'ναι ακόμα παρθένα... για κοιτάξου στον καθρέφτη, μπορείς να είσαι με τον εαυτό σου κι αυτόν που σ' έπλασε απολύτως ευχαριστημένη». Ναι, η Μελίττα είναι ευχαριστημένη, και είναι μια απολύτως καινούργια ευχαρίστηση, εκείνη που επιστρέφει σ' αυτήν μέσα από το είδωλό της, έτσι που δεν κουράζεται να κοιτάζει και δεν θα 'θελε καν να σταματήσει: ξαφνικά γνωρίζει πώς ποθεί ένας άντρας, και τι είναι αυτό που ποθεί, και χαίρεται που είναι φτιαγμένη για να την ποθούν. «Πού είναι η τσάντα μου;» ρωτάει ξαφνικά τρομαγμένη. «Περίμενε, θα στη φέρω. Και θα σου φέρω και το νυχτικό, ένα όμορφο νυχτικό της δεσποσύνης μας». Επιστρέφοντας δεν φέρνει μονάχα την τσάντα και το νυχτικό, αλλά και μια μεγάλη φιάλη με κολώνια κι ένα καπάκι σαν στέμμα, που το ανοίγει κι αφήνει τη Μελίττα να μυρίσει, κι απολαμβάνει την ευχαρίστησή της που δεν φαίνεται συνηθισμένη σ' αρώματα: «Γαλλικό... δώρο στην κυρία βαρώνη από τον Αντρέα σου* έχεις δικαιώματα δηλαδή σ' αυτό. Ξαφνικά προσέχει όμως πως η κοπέλα έχει κρεμασμένη από το λαιμό της ακόμα τη λεπτή αλυσίδα με το μενταγιόν και τη φωτογραφία του παππού και γελώντας ειρωνικά της το βγάζει: «Ο παππούς καλύτερα να σ' αφήσει απόψε ήσυχη* δεν είναι όμορφο να το φοράς». Η Μελίττα δεν μπορεί να το παραδεχθεί* αφήνει τον παππού να γλυστρήσει στην τσάντα, κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο το σκοτάδι από πίσω του και με έκφραση πεν218
θούσας που στρέφεται να φύγει από φρεσκοσκαμμένο τάφο, κλείνει την πόρπη της τσάντας. Έγινε με εκείνο τον όμορφο, αυτονόητο τρόπο που συνοδεύει την αναγκαιότητα και που φέρει για τον λόγο αυτό και την σκληρότητά της. Κι αφού συνέβη, οι δυο γυναίκες νιώθουν πως κάθε τι το άμεσο είναι αδυσώπητο, και πως το ίδιο το άγιο, μέσα στο οποίο λαμπρύνεται η έσχατη αμεσότητα, δεν μπορεί να είναι ποτέ δίχως αυστηρότητα και σκληράδα. Γιατί η αγιότητα της αδιαμεσολάβητης εγγύτητας είναι άσπλαχνη, απλωμένη σε κάθε απόσταση, και παραμένουσα εντούτοις στο γήινο, ως η δωρηθείσα και επιβληθείσα σε κάθε θυληκό γήινη απεραντοσύνη, η οποία εμπεριέχει εντός της υπό την μορφή τής άτεγκτα αδίαμεσολάβητης αγιότητας των καρπών των φύλων το ανθρώπινο χρέος, το χρέος τής άνευ όρων ανθρωπιάς. Και τόσο η Μελίττα, όσο και η Τσερλίνε έγιναν πολύ σοβαρές. Η Μελίττα σχεδόν δεν τολμά πλέον να κοιτάξει στον καθρέφτη, και κλείνει τα μάτια, τα κλείνει μάλιστα τελείως, μιας και η Τσερλίνε ετοιμάστηκε να της τρίψει το δέρμα, αρχίζοντας από πίσω απ' τ' αυτιά και δίχως ν' αφήσει σπιθαμή ως τα γόνατα με την κολώνια, πράγμα που της προξένησε ένα άγνωστό της έως εκείνη την στιγμή, και σκοτεινό αίσθημα ευχαρίστησης. Ωστόσο πρέπει να δει το νυχτικό που της φοράει αμέσως μετά η Τσερλίνε, και πράγματι, δεν χορταίνει να βλέπει τον εαυτό της να το φοράει: Είναι πάρα πολύ μακρύ, είναι ολομέταξο, έχει, παρ' όλη την απαλή του άκρη πάνω από το στήθος, ένα μεγάλο ντεκολτέ κι αφήνει ώμους και βραχίονες ακάλυπτους. «Σωστή νυφούλα, όμορφη νύφη», λέει η Τσερλίνε καθώς την κοιτάζει κι αυτή στον καθρέφτη, όμως αμέσως μετά, για τη Μελίττα υπερβολικά γρήγορα, χορταίνει το θέαμα και παίρνει την απόφαση: «Λοιπόν, τώρα πέσε στο κρεβάτι». Κι αφού έγινε κι αυτό, τη φιλάει ακόμα μια φορά, σβήνει το φως και βγαίνει από το δωμάτιο, αφήνοντας την πόρτα δίπλα στο σαλόνι ανοιχτή, κλείνοντας όμως με προσοχή την εξωτερική πόρτα που οδηγεί στο χωλ. Η Μελίττα είναι στο κρεβάτι. Νιώθει όμορφα, νιώθει 219
κουρασμένη, νιώθει να νυστάζει. Όλη η αδημονία της έχει εξαφανιστεί, όμως ο πόθος έχει μεγαλώσει, το σκοτεινό δωμάτιο έγινε ένα όνειρο. Ισως να είχαν αποκοιμηθεί πραγματικά. Δεν ξέρει πόσο κράτησε ώσπου ξαφνικά, διακόπτοντας το άχρονο, απ' έξω - αν και σε πολλή μεγάλη απόσταση - ακούστηκε η φωνή της Τσερλίνε: «Μάλιστα, μάλιστα, ένα μυστικό, κύριε Α., μάλιστα, μάλιστα, μια μεγάλη έκπληξη για σας* μα, πηγαίνετε μέσα... μήπως δεν πιστεύετε τη γριά Τσερλίνε; Εμπρός, πηγαίνετε και μην κάνετε και πολλή φασαρία τη νύχτα... καταλαβαίνετε;» Μετά με λίγο φως στο διπλανό δωμάτιο - ανοίγει η πόρτα, και προς μεγάλη έκπληξη της Μελίττας τα χέρια της λύνονται, υψώνονται απελευθερωμένα απ' αυτήν, στρέφονται στο μέρος του, ω, ψάχνουν να τον αγγίξουν, προς δική του έκπληξη, ναι, και προς έκπληξη δική του. Λευκά, σκοτεινόλευκα φέγγουν τα χέρια της μέσα στο μισοσκόταδο. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που βλέπουν τα μάτια της Μελίττας αυτήν τη νύχτα. Γιατί ακολουθεί η έκπληξη του πρώτου ιφιλιού, της πρώτης συνάντησης των εγώ, που φαίνεται ατέλειωτη καθώς η γλύκα παίρνει ν' αυξάνει και ν' αυξάνει. Κι έπεται (μετά από μια μικρή, αδέξια προσπάθεια και λίγο πόνο, ωστόσο με αυτονόητη σοβαρότητα) η πρωταρχική - αρχέγονη έκπληξη, η έκπληξη της αιωνιότητας, η οποία - ακόμα κι όταν δεν γίνεται, όπως εδώ, για πρώτη φορά, αλλά καταντήσει οικεία και συνηθισμένη καθημερινότητα - διατηρεί τις ανταύγειες τής πρώτης φοράς, και μπορεί να γίνει μόνον έκπληξη ξανά, πρέπει να είναι έκπληξη: το αλληλοβύθισμα, το συνταίριασμα δυο ανθρώπινων σωμάτων.
220
IX. Εξαγορασμένη μητέρα Μολονότι ήταν ένα σπίτι με ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, είχε έναν αριστοκρατικό χαρακτήρα και γι' αυτό τα μισθωτήρια των ενοίκων του είχαν κάποια κοινωνική ιεραρχία. Ο κήπος π.χ., που βρισκόταν πίσω από το σπίτι σε μεγάλο βάθος ήταν μεν στενός, όμως έμοιαζε μ' ένα τμήμα κάποιου μεγάλου πάρκου, μια και όλα τα γειτονικά σπίτια είχαν παρόμοια διαμορφωμένα και το ίδιο στενά κηπάρια, αυτός λοιπόν ο κήπος ανήκε σχεδόν αποκλειστικά στους ενοίκους του κεντρικού διαμερίσματος του κτιρίου, δηλαδή στη βαρώνη Β. και στην κόρη της Χίλντεγκαρντ, ενώ οι ένοικοι του πάνω ορόφου δεν είχαν καμιά πρόσβαση σ' αυτόν και εκείνοι του ισογείου έπρεπε ν' αρκεστούν στην μικρή αυλή που βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το σπίτι. Κάθε χρόνο, ή ακριβέστερα κάθε φθινόπωρο η Χίλντεγκαρντ έδινε σ' αυτόν τον κήπο ένα Ιοα ραιίγ για να εγκαινιάσει τη χειμερινή σαιζόν έτσι έγινε κι εφέτος. Την προηγούμενη ημέρα σε μια ιδιαίτερα βίαιη σκηνή ανάμεσα στη μητέρα και στην κόρη αποφασίστηκε και η συμμετοχή του υπενοικιαστή τους Α. στην εκδήλωση. Κι αυτό γιατί η Χίλντεγκαρντ θεωρούσε τον νεαρό ως ένα εντελώς ανήθικο άτομο, ενώ η βαρώνη δεν το αμφισβητούσε μεν αυτό τελείως, πλην όμως αντέτεινε, πως αυτό το πράγμα δεν έπρεπε ν' απασχολεί κανέναν. Μετά απ' αυτό η Χίλντεγκαρντ άρχισε ν' ανυπομονεί: «Ω μητέρα, οι δικές σου ελευθεριότητες είναι πια ένα νίουχ μη- από νομική άποψη ανήκουν στο δέκατο όγδοο αιώνα, και εμείς έχουμε μάλλον ξεπεράσει πια αυτή την «ποχή» - «Είτε είναι δέκατος 221
όγδοος, είτε είναι εικοστός αιώνας, η κοινωνία δεν λειτουργεί με τις προσωπικές απόψεις του καθενός, αλλά με γενικούς κανόνες και απλώς ξεγράφει όσους παραβαίνουν αυτούς τους κανόνες* όμως εσύ δεν μπορείς κατά τα φαινόμενα ν'αποδείξεις τέτοιου είδους παραβάσεις εκ μέρους του» - «Προς το παρόν δεν είναι ανάγκη ν' ασχολούμαστε μ' αυτό* εδώ έχουμε να κρίνουμε τις δικές μας υποθέσεις» - «Καθόλου* εάν, θέλω να πω, κρύψουμε τον κύριο Α. θα δώσουμε λαβή στην υποψία, πως είτε από φιλοχρηματία, είτε γιατί έχουμε οικονομικές^δυσκολίες, επιτρέψαμε σ' ένα κοινωνικά όχι ιδιαίτερα έντιμο άτομο να μένει στο σπίτι μας» - «Μα αυτό ακριβώς κάνουμε, δυστυχώς» - «Όποιος έχει γίνει δεκτός στο σπίτι μου, το οποίο βλέπω ακόμα και σαν σπίτι του μακαρίτη του πατέρα σου, αυτός είναι και έντιμο κοινωνικά πρόσωπο». Η υπενθύμιση του πατέρα, η άψογη ευθυδικία του αρχιδικαστή και η πάντοτε παρούσα σ' αυτό το σπίτι αυθεντία του παρέμενε ακταμάχητη και η Χίλντεγκαρντ δεν μπόρεσε να κάνει αλλιώς, από του να καλέσει και τον νοικάρη τους στο τσάι. Η γιορτή, αν μπορεί κανείς να την ονομάσει έτσι, ευνοήθηκε από εναν θαυμάσιο σεπτεμβριάτικο καιρό. Ο απογευματινός ήλιος χρύσωνε τον κήπο και τη θαμπή πολυχρωμία των ανεμώνων του, το κουρασμένο πράσινο των θάμνων του, το τρυφερό ξεθώριασμα των όψιμων τριαντάφυλλών του και βάθαινε την αδιάφθορη γαλήνη του, γινόταν κατά κάποιον τρόπο και ο ίδιος αδιάφθορος, όπως κι αυτές ακόμα οι συγκεντρωμένες εδώ μορφές, όποια ρούχα κι αν φορούσαν, οι κυρίες εν μέρει με τα πολύχρωμα καλοκαιρινά τους ακόμα φορέματα κι εν μέρει με την ανοιχτόχρωμη ή σκουρόχρωμη φθινοπωρινή τους ενδυμασία, οι κύριοι, αντίθετα, ντυμένοι στην πλειοψηφία τους με σκούρα κοστούμια, κι ανάμεσά τους ορισμένοι που είχαν φορέσει το παλιομοδίτικο πια φράκο, ένας νεαρός συνταγματάρχης με σκουροπράσινη στολή, κι όλα αυτά να περιστοιχίζονται από μια λαμπερή, μια σχεδόν επίσημα λαμπερή γαλήνη, πράγμα που εντεινόταν από τη στενότητα των μονοπατιών του κήπου, που εξανάγκαζε τους πάντες σε μιαν επίσημη 222
ακινησία. Στο μικρό, κυκλικό, ανθόφυτο μέρος στο βάθος του κήπου, αριστερά και δεξιά από ένα αψιδωτό, λευκοβαμμένο παγκάκι, πίσω από το οποίο ο τοίχος καλυπτόταν τελείως από τον κισσό, δυο τραπεζάκια στρωμμένα με ένα δαμασκηνό ύφασμα είχαν μετατραπεί σε μπουφέ* στο αριστερό υπήρχε ένα ασημένιο σαμοβάρι που ζεσταινόταν με κάρβουνο, περιτριγυρισμένο από ένα ολόκληρο σερβίτσιο τσαγιού, δηλαδή από ζαχαριέρες, κρυστάλλινα φιαλίδια με χυμό λεμονιού, και ρούμι, το κανατάκι με τη σαντιγύ και μια σειρά από φλυτζανάκια λεπτής, παλιάς πορσελάνης, και στο δεξί τραπεζάκι είχαν τοποθετηθεί δίπλα στις μεγάλες ασημένιες πιατέλες με τους μεζέδες μια σειρά από πιάτα. Εδώ ακριβώς, με τη μαύρη στολή της καμαριέρας και το λευκό σκουφί στα γκρίζα της μαλλιά, τα λευκά της γάντια να κρύβουν τα αθριτικά της στα δάχτυλα, εκτελούσε η γριά πια υπηρέτρια Τσερλίνε την υπηρεσία της και χαιρόταν να προσφέρει τις υπηρεσίες της στη επιφανή εκείνη κοινωνία, χαιρόταν την τόση επισημότητα αν και δεν ενέκρινε τις υπερβολικά κοντές φούστες των κυριών, κι ευχαριστιόταν για τον απόηχο του καλοκαιριού στις ζεστές ακτίνες του ήλιου. Παρ' όλα αυτά, εκείνη η ζεστή, φιλική ακινησία του στιγμιότυπου δεν θα κρατούσε για πολύ* το ιδιαίτερο εκείνο περίγραμμα που έδινε στη συνολική εικόνα το εσπερινό φως ή ακριβέστερα, που την ωραιοποιούσε, ήταν κατά κάποιον τρόπο ξεπερασμένο, ναι ξεπερασμένο, ακριβώς όπως και ο κήπος ο ίδιος, μαζί με το συγκεντρωμένο πλήθος, ήταν ξεπερασμένος, ριγμένος μέσα στο σχεδόν ψεύτικο, όψιμο καλοκαιράκι, μέσα σε μια επίπλαστη παραμονή και παρουσία, μ' έναν λόγο, μέσα σε μια επίπλαστη ακινησία, η στατικότητα της οποίας εξαφανιζόταν αμέσως, αν κάποιος κοίταζε την εικόνα με μισόκλειστα μάτια: βέβαια ούτε και τότε άλλαζε κάτι στην αρχέγονη ενότητα κάθε ορατού που δημιουργεί το φως, κι ούτε μπορούσε ν' αλλάξει κάτι, όμως ενώ προηγουμένως, ας πούμε στην εξωτερική επιφάνεια, το κινητό μεταβαλόταν σε ακίνητο, έτσι ώστε το ζωώδες να εισχωρεί στο φυτικό, το λουλουδένιο στο πε223
τρώδες, τώρα συνέβαινε ξαφνικά το αντίθετο, κι αν προηγουμένως υπήρχε ένας κόσμος ακίνητων περιγραμμάτων, που μόνο σε μια κηλίδα χρωμάτων μπορούσε να διαλυθεί, τώρα γινόταν ένας κόσμος από κίνηση, μέσα στον οποίο και το πραγματικό, απ' ό,τι κι αν έχει τούτο γίνει, το πραγματικό της πέτρας, του άνθους, της χρωματικής κηλίδας, της γραμμής, αρχίζει παντού να κινείται, να γίνεται δυναμικό όπως και το ίδιο το πνεύμα του ανθρώπου, και να εντάσσεται σ' αυτό κι αναζητώντας τη γαλήνη του να ξεφεύγει διαρκώς από τη γαλήνη κι ακόμα και μέσα στη φυλάσσουσα μνήμη του να μην γίνεται στατικό, αλλά να κρατάει ό,τι φυλάσσεται σ' αυτήν απλώς με τη μορφή μιας αδιάλειπτης έντασης και πράξης, πιστό στη μνήμη με μια δημιουργική απιστία, αφού μονάχα η κίνηση δημιουργεί περιγράμματα και πράγματα - ακόμα και το χρώμα είναι πράγμα κι άρα δημιουργεί χρήματα και κόσμους. Κίνηση μεταλλαγμένη σε ένταση, ένταση μεταλλαγμένη σε γραμμή, γραμμή μεταλλαγμένη σε κίνηση, μ' ένα λόγο κίνηση μεταλλαγμένη σε νέα κίνηση, αυτό ήταν εκείνο που είδε ξαφνικά ο Α.: το αδιάσπαστο της μεταλλαγής στην κίνηση, το άχωρο στον χώρο, τον χώρο στο άχωρο. Ο Α. το έβλεπε χωρίς να το βλέπει, και κάτι μέσα του τον ρωτούσε, χωρίς να μπορεί και ο ίδιος να υποβάλλει στον εανίό του μια τέτοια ερώτηση: εννόησες με τον τρόπο αυτό κάποια βαθύτερη ενότητα του είναι; Δεν έπρεπε για κάτι τέτοιο να ξεπεράσεις τα όρια του ορατού; Ναι, αυτά πέρασαν από τη σκέψη του Α., ή καλύτερα από το μάτι του, κι αυτός, ακίνητος στον χώρο και σκορπισμένος εντός του, διαπερνώντας τον σαν αστραπή, όπως ο χρόνος - πού βρισκόταν; Και σαν να μπορούσε ο χρόνος να του πει, κοίταξε το ρολόι του, που έδειχνε 17.1Γ. Μετά έπρεπε, βέβαια, να εκπληρώσει ξανά τις υποχρεώσεις που του είχαν εμπιστευθεί. Γιατί υπό την ιδιότητά του ως ένοικος είχε λίγο ως πολύ αναλάβει να παίζει το ρόλο του γιού* πήγαινε από παρέα σε παρέα και έκανε τις απαραίτητες συστάσεις, έφερνε φλυτζάνια του τσαγιού και πρόσφερε ψωμάκια, προσπαθούσε να βρει κι άλλα καθίσματα - δεν 224
υπήρχαν αρκετά - ώστε οι κυρίες να μπορούν να κάθονται με λουλουδένια ακινησία και καθώς αυτός ήταν απασχολημένος με αυτά, έφταναν στ' αυτιά του από παντού σαν έντομα, σαν σμήνη εντόμων, μικρά κομμάτια από τις διάφορες συζητήσεις, «...χωρίς καλούς τρόπους δεν μπορείς να κυβερνήσεις», έλεγε μια από τις ηλικιωμένες κυρίες που καθόταν δίπλα στη βαρώνη στο παγκάκι κοντά στον τοίχο με τον κισσό, «και ούτε κι αυτή η Αυλή στο Βερολίνο, έχουμε την ελευθερία πλέον να το λέμε, είχε τα παλιά καλά ήθη...» ~ «...ποιός είναι αυτός ο άντρας εκεί;» ρωτούσε ένας από τους μη-στρατιωτικούς και έδειξε διακριτικά τον νεαρό συνταγματάρχη, «ταχυδρόμος;». Ο ερωτώμενος γέλασε: «Ας είμαστε ευχαριστημένοι που υπάρχουν τουλάχιστον ακόμα αξιωματικοί και που έχουμε κι εμείς έναν εδώ* λέω τουλάχιστον γιατί αν σκεφτεί κανείς...» - «...έχουμε ανάγκη από κάποιον, που να αναλάβει όλη αυτή την κρατική ανακατωσούρα, ώστε κι εμείς...» - «...φυσικά κερδίζουν, και μάλιστα αρκετά, αν το υπολογίσετε σε πραγματικές αξίες, όμως εγώ δεν νιώθω και τόσο καλά με κάτι τέτοια...» - «...μας προσάπτουν επιθετικότητα», έλεγε ο νεαρός συνταγματάρχης, «μας την προσάπτουν επειδή το αυτοκρατορικό γενικό επιτελείο αντιλήφθηκε πολύ σωστά, πως με τις γενικές προετοιμασίες της Ευρώπης για πόλεμο, εμείς, οι περισσότερο εκτεθειμένοι, μόνον τότε θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε, αν είχαμε εξασφαλίσει για τους εαυτούς μας το στρατηγικό πλεονέκτημα μιας αστραπιαίας επιθετικής πρωτοβουλίας, σίγουρα κάτι πολύ ριψοκίνδυνο, πρέπει όμως να αναλαμβάνουμε αυτόν τον κίνδυνο διαρκώς...» - «...και πού να βρείτε σ' αυτόν τον κόσμο προστασία και ασφάλεια...» - «...τότε την ερωτεύθηκε, όταν ήταν στο Βίσμπαντεν κατά τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής κι αυτή ζει τώρα μαζί του στο Μπέρμιγχαμ». Η Χίλντεγκαρντ έγνεψε συμφωνώντας μ' αυτήν που της μιλούσε και παρατηρούσε τις πρώτης τάξεως μεταξωτές κάλτσες που φαίνονταν κάτω από την κοντή της φούστα: «Ασφαλώς, υπάρχουν ακόμα ορισμένες που κρατούν το σωστό λαχείο στο γάμο, όμως...» - «...την εποχή του μεγάλου 225
Δούκα, όχι, όχι του τελευταίου, όχι, όχι, του παλιούν, τότε η χώρα μας ήταν ευτυχισμένη και ικανοποιημένη, δεν υπήρχε κανένας που να μην έχει έστω και κάποιο πενιχρό εισόδημα...» - «...Πώλα Νέγκρι...» - «...δεν μπορώ ν' ακούω και να διαβάζω άλλο όλες αυτές τις αηδίες για την πολιτική· τίποτα δεν φαίνεται να πηγαίνει μπροστά...» «...τί μπορείτε να περιμένετε από μια νεολαία σαν κι αυτήν, αξιότιμε ιεροκήρυκα της Αυλής; Μετά από πολλά χρόνια χωρίς γάλα, χωρίς κρέας, χωρίς ζάχαρη το μόνο που έχουμε να της προσφέρουμε τώρα είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μη ικανοποιητικές ευκαιρίες για δόυλειά, κατά κανόνα μάλιστα ούτε καν κάποιο από τα δυο». - «Και αυτό που αξιώνω εγώ, και η εκκλησία μας, και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι να ξαναβάλουμε μονάχοι μας μια τάξη...» - «...όσο πιο ηθική είναι μια κοινωνία, τόσο περισσότερο μπορεί κάποιος να γίνει αντιληπτός με τη σιωπή του* σήμερα όμως πρέπει μόνο να ουρλιάζεις...» - «...ελβετικά φράγκα που μετέτρεψε σε πέσος...». Μάλιστα, αυτά και άλλα πολλά λόγια περνούσαν σαν σμήνη από έντομα στ' αυτιά του Α., και μόνο λίγα από αυτά άφηναν τα ίχνη τους στη μνήμη του, πλην όμως άκουγε κάθε λέξη, κάθε πρόταση ξεπρόβαλε με το περίγραμμά της στατικά στη μνήμη, αναγνωριζόταν απ' αυτήν, κάθε νόημα λέξεων και προτάσεων μέσα στη δική του κίνηση και ένταση κι ωστόσο σβηνόταν σε μια δεύτερη πιο ανοιχτή κίνηση, σβηνόταν μέσα σε κάτι ενιαίο που ακύρωνε κάθε επιμέρους νόημα: στον Α. φαινόταν ο ενιαίος αυτός βόμβος των εντόμων σε κάθε μια από τις φαινομενικά ανεξάρτητες εκφάνσεις του σαν έκφραση μιας κοινής διαταγής, σαν ο μυρμηγκόκοσμος αυτός από φωνές να ανήκε σε ένα απέραντα μεγάλο οργανικό σύνολο, το οποίο επιβάλλει τις μυστικές, αόρατες κι ακατάληπτες επιταγές σε κάθε επιμέρους σωματίδιο, ανεξάρτητα από την ικανότητά του να κινείται μονάχο του, και ως εκ τούτου σαν όλα αυτά, παρ' όλο το φαινομενικά ξεχωριστό τους νόημα, και ακατάληπτα στον εαυτό τους και ακατάληπτα συναμεταξύ τους, σαν όλα αυτά λοιπόν να ανήγγελαν το ίδιο μυστικό και σαν 226
να εκινούντο εντός του μεταλλάσσοντας το νόημα σε κίνηση, μεταλλάσσοντας την κίνηση σε νόημα, μ' ένα λόγο μεταλλάσσοντας το νόημα σε νέο νόημα, εγχαράσσοντας το άρρητο στη γλώσσα, όμως τη γλώσσα λαξεύοντας στο άρρητο. Σαν να είχε συναντηθεί το κύμα τού τώρα με ένα ατέλειωτο ξένο κύμα χρόνου, έτσι και το νόημα κάθε ξεχωριστής πρότασης βρισκόταν στο συνολικό νόημα, σαν να υπήρχαν ξαφνικά εκατοντάδες και χιλιάδες κύματα χρόνου π;ου κινούνταν αστραπιαία κι ανεξήγητα μέσα στη χορωδία εντόμων των ανθρώπινων φωνών και των λόγων, και ο Α. άκουγε το αέναον της μεταλλαγής των κινήσεων: το άχρονο μέσα στο χρόνο, το χρόνο μέσα στο άχρονο. Ήταν στ' αλήθεια το έτος 1923 αυτό που διανύαμε; Ήταν στ' αλήθεια Σεπτέμβριος; Ο χρόνος είναι εγχαραγμένος στο χώρο και στο άχωρο, ο χώρος έχει έγχαραχθεί στο χρόνο και στο άχρονο, είτε υπάρχουν, είτε δεν υπάρχουν, ο χρόνος και ο χώρος είναι αναποσπάστως συνδεδεμένοι. Κάθε γεγονός, που λαμβάνει χώραν στο είναι - και μόνο ως γιγνόμενο υπάρχει το είναι - , κάθε κίνηση, κάθε ομιλία, κάθε μελωδία φέρει αυτήν την αναπόσπαστη σύμμιξη και φέρεται από αυτήν όμως μέσα στην αξεδιάλυτη πολυμορφία της κίνησης, σ' αυτήν την αληθινά αρμονική χορωδία εντάσεων και γραμμών, πραγματικών και ιδεατών, ιδωμένων και ακουσμένων, η αναπόσπαστη σύμμιξη εκτείνεται σ' αυτό που είναι, στο πολυδιάστατο, και μέσα στην χορωδιακή οντότητα του είναι, το πολυδιάστατο γίνεται ορατό στο μάτι ως τρισδιάστατο, μια πραγματικότητα πίσω από την πραγματικότητα, η δεύτερη - αν και καθόλου η τελευταία - αόρατη πραγματικότητα, μέρος τής οποίας είναι ο άνθρωπος, και μέσα στην οποία ζει, ανεξάρτητα από το εδώ του και το τώρα: ανεξάρτητα από το πώς φαίνονταν τα πρόσωπα αυτά στον κήπο, ανεξάρτητα από το πώς ήσαν ντυμένα, ανεξάρτητα από το αν τα ρούχα τους ήσαν σοβαρά ή πολύχρωμα, αδιάφορο από το ποιόν χαρακτήρα έκρυβαν κάτω από τα ρούχα τους, αδιάφορο από το αν ήσαν γέροι ή νέοι κι από το σε ποιο φύλο ανήκαν, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά των 227
προσώπων τους, όλοι μαζί ήσαν τώρα μεταφερμένοι σ' ένα επίπεδο κάποιας βαθύτερης και ουσιαστικότερης γύμνιας, και τόσο στο εξωτερικό τους όσο και στο εσωτερικό τους δεν ήσαν παρά σωματίδια και σταγόνες του μεγάλου, πολυδιάστατου κύματος που τους διαπερνούσε και μολοντούτο τους εξύψωνε, κι ανεξάρτητα από τις επίλοιπες ιδιότητές τους ως ενσώματα πράγματα, άνθη, ζώα και τοπία - και το ίδιο ίσχυε για τα ίδια τα πράγματα, τα άνθη και τα τοπία - φέρονταν αδιακρίτως στη δυναμικότητα των ατέλειωτα πολλών διαστάσεων, εκεί όπου το υπάρχον αντανακλάται στο μη-υπάρχον και ακριβώς απ' αυτό κερδίζει νέα δύναμη για το είναι του, έναν κόσμο ατέλειωτα πολλών διαστάσεων. «Ούπω και όμως ουκέτι», έλεγε κάτι μέσα στον Α.: ένιωθε την διάχυση του κόσμου στο πολυδιάστατο κι ένιωθε απολύτως πως και αυτός ο ίδιος, η δική του ύπαρξη θα επηρεαζόταν απ' αυτό* ωστόσο, αφού το γεγονός αυτό δεν συνοδευόταν από κάτι αφύσικο ή και φρικαλέο, αλλ' αντίθετα οι άνθρωποι - προς γενική κατάπληξη - συνέχιζαν να υπάρχουν με σάρκα και αίμα, κι ακόμα και η δική του ζωή δεν γνώρισε κάποιαν άμεση αλλαγή ή κάποια φθορά, δεν έμοιαζε να είναι κανείς υποχρεωμένος να λάβει υπόψη του το φαινόμενο, μολονότι ακριβώς η οικεία φυσικότητα με την οποία παρουσιάστηκε, εμπεριέκλειε τη βαθύτερη φρικαλεότητά του. Φυσικό, κι ωστόσο φρικαλέο - μήπως δεν ήταν σαν την υπέροχη φρικαλεότητα των μεγάλων καλλιτεχνικών έργων των γηρατειών, που δημιουργήθηκαν από την φυσική ωρίμανση μιας μακράς καλλιτεχνικής εμπειρίας, και που τώρα ανακαλύπτουν μέσα στο πιο αυτονόητο το πολυδιάστατο ολόκληρης της ύπαρξης; Φρικαλέο, κι ωστόσο φυσικό - μήπως τέτοιο δεν ήταν απλώς το ασύλληπτο τού φρικωδώς κι ωστόσο κατά φυσικόν τρόπο ωριμάζοντος θανάτου εντός μας; Και μήπως δεν είναι το πολυδιάστατο καρπός θανάτου, πολύτιμος, βέβαια, καρπός θανάτου, το να κατορθώνεις δηλαδή καθώς γερνάς να καταυγάζεσαι από γνώση, υπομονετικά αποδεχόμενος το θνησιγενές σου είναι; Ο Α. απόδιωξε τη σκέψη πριν καν την ολο228
κληρώσει* σαν ένα επίμονο υπόλοιπο, και μάλιστα παράδοξα ενισχυμένο κι ανανεωμένο, του έμεινε το σέβας για τα γηρατειά, και καθοδηγούμενος απ' αυτό, πλησίασε προσεκτικά το παγκάκι στο βάθος του κήπου, και με την τρυφερότητα ενός αληθινού γιού, κι όχι απλώς του παραγιού, σαν ρόλος που έπρεπε να παίζει, είπε ψιθυριστά στη βαρώνη να του κάνει νόημα, αν κάποια στιγμή αισθανθεί κούραση και θελήσει ν' αποσυρθεί. «Αχ, ναι, αγαπητέ Α.», απάντησε εκείνη, «νομίζω πως είναι καιρός», και ζητώντας συγγνώμη αποχαιρέτησε διακριτικά την παρέα της και σηκώθηκε: στηριζόμενη στο μπαστούνι της έπιασε αλα μπρατσέτα τον Α. και προσποιούμενη πως κάνει έναν μικρό περίπατο διέσχισε το πλήθος· μερικές φορές σταματούσε κι ανασήκωνε με το μπαστούνι της ένα λουλούδι, μίλαγε λίγο σε όσους παραμέριζαν στο διάβα της με σεβασμό ή τους έλεγε ένα μικρό αστείο, κι έτσι έφθασαν σιγά-σιγά στα όρια του ίσκιου - ήταν περίπου έξι η ώρα - που τώρα κάλυπτε γρήγορα τον κήπο κι από εκεί στη μεγάλη, λευκή, τζαμωτή πόρτα, τα φύλα της οποίας ήσαν ορθάνοιχτα λόγω της γιορτής, και αμέσως μετά στον ψυχρό διάδρομο και στη σκάλα, το ύψος της οποίας φόβιζε κρυφά την ηλικιωμένη βαρώνη και τον Α. που τη συνόδευε, και που όμως, έστω και με αρκετό κόπο,κατάφεραν στο τέλος ν' ανέβουν δίχως προβλήματα. «Μα την αλήθεια», είπε εκείνη σαν ανέβηκε πάνω και προσπάθησε να ξαναβρεί τη φυσιολογική της αναπνοή, «μα την αλήθεια, αυτό είναι κατόρθωμα για όποιον γερνά* για μένα αυτό έχει κιόλας τον χαρακτήρα μιας δύσκολης ορειβασίας, και νιώθω την ίδια υπερηφάνεια σαν εκείνον που ανέβηκε την κορυφή του Λευκού Όρους». Ο Α. γέλασε ευγενικά: «Όχι ακόμα το Λευκό Ό ρος, βαρώνη, αλλά πάντως μια καλή προσπάθεια γι' αυτό. /Ισως μάλιστα ο άνθρωπος να πετύχει κάποτε να φτιάξει έναν κόσμο έξω από χώρο κι από χρόνο, δηλαδή έναν αβαρή κόσμο». Η βαρώνη σήκωσε το ραβδί και το χέρι της εξορκίζοντάς τον: «Σταματήστε τα αυτά* καλύτερα να μου κόβετε η αναπνοή και να 'χω ταχυπαλμία ανεβαίνοντας μόνο τη σκάλα». 229
Το σαλόνι, μέσα στο οποίο μπήκαν, κολυμπούσε στο φως και τη ζέστη του ήλιου που έδυε, γιατί μέσα στη γιορτή ξέχασαν να κλείσουν τις κουρτίνες των δύο παραθύρων και της μπαλκονόπορτας, όπως έκαναν κάθε απόγευμα. Ο Α. άνοιξε αμέσως την πόρτα και η βαρώνη κάθησε στη συνηθισμένη πολυθρόνα της κοντά στο δεξιό παράθυρο, μ' έναν ελαφρύ αναστεναγμό: «Η κούραση είναι μια κλίμακα αδέκαστη... μ' αυτήν ξέρει κανείς με μεγάλη ακρίβεια, πόσο σμικραίνει ο ορίζοντας της ζωής μας». «Ο ορίζοντας μπορεί να μικραίνει, ωστόσο στη θέση του αυξάνει η ένταση», είπε ο Α. Η ηλικιωμένη κυρία το σκέφτηκε: «Δεν θα το έλεγα ένταση· είναι κάτι διαφορετικό... το ασήμαντο γίνεται για μας μ' έναν τόσο απερίγραπτο τρόπο πολυσήμαντο και μυστηριώδες, ώστε όλα εκείνα, όσα αξιολογούνται συνήθως ως μεγάλα και σημαντικά^να θεωρούνται ως άνευ σημασίας». «Ξέρω», είπε ο Α., αφού από το απόγευμα εκείνο ήξερε πράγματι μερικά πράγματα. Ήταν παράδοξο, αλλά σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή το όμορφο πρόσωπο της Χίλντεγκαρντ. Πόσα στρώματα κρύβονταν κάτω απ' αυτό; Κάπου-κάπου, αρκετά σπάνια, ξανοιγόταν σ' ένα φωτεινό, σχεδόν ποθητό χαμόγελο, που έκανε τα λευκά συμμετρικά της δόντια να λάμπουν, όμως ακόμα κι αυτό παρέμενε στατικό, παρέμενε κλειστό και αδιαπέραστο σε μια κρυστάλλινη ακινησία. Όμως η βαρώνη συνέχισε να μιλάει: «Και για το λόγο αυτό ακριβώς, το δήθεν πραγματικό περιεχόμενο της ζωής γίνεται για μας που γερνάμε ή που είμαστε κιόλας γέροι σχεδόν πληκτικό* για μας, θέλω να πω, έχει χάσει το θέλγητρο του μυστικού. Αντίθετα ό,τι είναι τύπος γίνεται για μας όλο και πιο μυστηριώδες και προσελκύει ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον μας... ο τύπος είναι η περιπέτεια του γέρου, ακόμα κι αν για πολλούς από μας δεν πρόκειται παρά μόνον για κοινωνικούς τύπους...» «Ναι», συμφώνησε ο Α., «όσο περισσότερο γερνάει ένας καλλιτέχνης, τόσο περισσότερο προσέχει τύπους και σχήματα». Κι εκείνη συνέχισε: «Στο παιχνίδι μας με το μυστήριο 230
των τύπων εμείς οι γέροι μοιάζουμε στα παιδιά, τόσο παιχνιδιάρηδες, όσο κι αυτά και τόσο ανήθικοι όσο αυτά... στο βασίλειο των τύπων, ακόμα και σ' αυτό των κοινωνικών, δεν υπάρχει ηθική, το πολύ-πολύ κανόνες που μοιάζουν ηθικοί* το αν επιτρέπεται ή όχι να φονεύσεις, εδώ είναι αδιάφορο, μόνο ο τρόπος που το κάνεις έχει πέραση, ενώ οι διάφορες παραβάσεις τιμωρούνται... το παιδί δεν έχει ακόμα ξεπεράσει τον τύπο, εμείς όμως που έχουμε αφήσει πίσω μας το βασίλειο της ουσίας, εμείς επιστρέφουμε σ' αυτόν... κι αν δεν ήμασταν τόσο παιχνιδιάρηδες και κατά τα λοιπά αδιάφοροι στην πραγματικότητα, εμείς οι γέροι θα διακρινόμασταν όλοι από μιαν εγκληματική απρονοησία και αναξιοπιστία, θα ήμασταν πέρα για πέρα εγκληματίες...» - γέλασε λιγάκι, - «...όμως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσα να το έλεγα στον άντρα μου* μόνο που δεν το ήξερα ακόμα τότε στη βλακεία μου... αχ, μα γιατί δεν κάθεστε λοιπόν;» Παίρνοντας μια καρέκλα από εκείνες κοντά στη θερμάστρα, ο Α. κάθησε κοντά στη βαρώνη: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι γέρος, κυρία βαρώνη... στα λίγα χρόνια που του δίνονται το εγώ, η ι|^υχή δεν προφταίνει ν' αλλάξει». «Όπως το δει κανείς, αγαπητέ Α. Εξαρτάται πάντοτε μόνο από τις αποχρώσεις* η νεότητα έχει ό,τι χρειάζεται για να είναι ηθική, όμως με τα ένστικτά της, με την αναπόφευκτη προσκόλλησή της στην ουσία της ζωής και με κάμποσα ακόμα, παρεμποδίζεται διαρκώς στην ηθική της, ενώ εμείς οι γέροι, που επιτέλους καταφέραμε να φτάσουμε πέρα από την ηθική, χάσαμε το ενδιαφέρον μας γι' αυτήν, όχι μονάχα εξαιτίας της αδυναμίας μας, όχι, αλλά μάλλον επειδή το ενδιαφέρον μας έφυγε από την ουσία και στράφηκε στον τύπο. Ό,τι απόμεινε, αυτό είναι ακριβώς κάποιες αποχρώσεις ηθικής μονάχα, κάτι πάντα λίγο καλό και λίγο κακό ταυτόχρονα, όπως το δει κανείς που λέγαμε. Και» - γέλασε πάλι λιγάκι μονάχη της - «ίσως να πρόκειται απλώς για αλλαγές στις αποχρώσεις της βλακείας μας». «Θέλετε να πείτε, λοιπόν, βαρώνη, πως μερικοί με βα231
ρειά συνείδηση είναι ανήθικοι, ενώ άλλοι με όχι λιγότερο βαρειά συνείδηση είναι ηθικοί;» «Χμ, χμ, αυτό περίπου εννοώ». «Μπορεί να είναι κι έτσι, βαρώνη. Αλλά τί θέλετε να γίνει σ' αυτήν την περίπτωση; Εγώ, φερ' ειπείν, δεν ξέρω να πω εάν είμαι ανήθικος με ελαφρά συνείδηση ή μήπως με βαρειά συνείδηση είμαι στ' αλήθεια ηθικός». Αυτή τον κοίταξε προσεκτικά: «Η νέα γενιά δεν το ξέρει σήμερα πραγματικά* φαίνεται δηλαδή πως έχει γεννηθεί με τα ηθικά συμπτώματα των γέρων». «Σωστά βαρώνη* αυτό ακριβώς είμαστε: τυπολάτρες και ανασφαλείς ως προς την ουσία και αναξιόπιστοι». «Και η Χίλντεγκαρντ σας θεωρεί ανήθικο». Ο Α. έμεινε εμβρόντητος: «Μου το αναγνωρίζει ή μου το προσάπτει;» «Πιθανόν και τα δύο... εσείς τί γνωρίζετε περί αυτού; Για πείτε μου* εδώ μ' ενδιαφέρει κατ' εξαίρεσιν η ουσία». «Δεν είμαι άξιος ούτε για να μου αναγνωρίζουν, ούτε για να μου προσάπτουν κάτι». «Υπεκφυγές, αγαπητέ Α., εκεί που υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά... με ποιά σας επομένως πράξη ερεθίσατε στην κόρη μου την αγανάκτηση;» Επρόκειτο φυσικά για τη Μελίττα, για τη γλυκιά αυτή μικρή κοπέλα, που εδώ και δυο μέρες τώρα ήταν η αγαπημένη του και κατά έναν τελείως ανήθικο τρόπο είχε κοιμηθεί τις δυο τελευταίες νύχτες στο διαμέρισμά του: όλα έγιναν με τη συνδρομή και μάλιστα την πρόθυμη μεσολάβηση της Τσερλίνε, πρόθυμη, όχι μόνον εξαιτίας αυτού καθαυτού του γεγονότος, αλλά πολύ περισσότερο γιατί θεωρούσε κοινωνικά ίση με την ίδια τη Μελίττα, που βέβαια δεν ήταν παρά μια απλή πλύστρα, κι επομένως μια τελείως κατώτερη γυναίκα για την κοινωνική τάξη του Α. Και η Χίλντεγκαρντ το είχε αναμφισβήτητα καταλάβει. Γιατί μέσα στην ψυχρή και περίεργη δυσπιστία της απέναντί του θα είχε σίγουρα παραμονέψει πίσω από την πόρτα του και φυσικά θα είχε ψαρέψει και την Τσερλίνε, τη διακριτικότητα της οποίας δεν μπορούσε να εμπιστεύεται - πολλώ μάλλον όταν 232
αυτη ήλπιζε με αυτόν τον τρόπο να πάρει μια μικρή εκδίκηση από τη δεσποσύνη της. Και για όλα αυτά φυσικά δεν έπρεπε να γίνει ο παραμικρός λόγος στη γριά κυρία, αλλά έπρεπε, ακόμα και με τον κίνδυνο ενός μικρού σοκ, να στραφεί η προσοχή της σε κάποιο άλλο θέμα: «Βαρώνη, πρόκειται για μια τηλεπαθητική αγανάκτηση της αξιότιμης νεαράς δέσποινας». «Τι σημαίνει αυτό; μήπως προέβη σε τηλεπαθητική διάγνωση της ανηθικότητάς σας; Πιστεύω πως συνεχίζετε να μιλάτε με υπεκφυγές». «Πραγματικά, είναι μια τηλεπαθητική διάγνωση. Επειδή τις ανήθικες προθέσεις μου δεν τις έχω έως τώρα αποκαλύψει σε κανέναν». «Και ποιές είναι αυτές;» «Δεν θα μπορέσω να κάνω διαφορετικά, θα πρέπει να εγκαταλείψω τον Οκτώβριο το πολύ αγαπητό μου σπίτι σας». «Όχι!» Η βαρώνη ήταν φανερά τρομοκρατημένη. Τα χέρια της πραγματικά έτρεμαν. «Κι όμως, βαρώνη* νοίκιασα το παλιό σπίτι των κυνηγών στο δάσος, και μάλιστα με δικαιώματα προαγοράς, επειδή σκέφτομαι να εγκατασταθώ μόνιμα σ' αυτό». «Μα είναι φοβερό, πολύ φοβερό... κι επιπλέον το παλιό σπίτι των κυνηγών!» «Θεέ μου, βαρώνη, δεν είναι και τόσο φοβερό. Το αντίθετο μάλιστα, ευθύς μόλις εγκατασταθώ ελπίζω πως θα έχω την τιμή να σας υποδεχθώ σ' αυτό ως τον επισκέπτη που τιμώ περισσότερο απ' όλους». Η βαρώνη είχε χάσει τελείως τα λόγια της: «Ποτέ δεν πήγα εκεί πέρα... όμως πέρασε καιρός... όχι, όχι, ποτέ δεν πήγα εκεί... κι ύστερα θα πρέπει να βρούμε για εδώ έναν καινούργιο νοικάρη... γνώριζα τότε κάποιον που έμενε εκεί...» «Δεν είναι ανάγκη να σας απασχολεί το πώς θα βρείτε καινούργιον ενοικιαστή εδώ, βαρώνη· εάν μου επιτρέπετε, θα κρατήσω για κάποιο χρονικό διάστημα τα δωμάτια εδώ ως κατάλυμα για τις επισκέψεις μου στην πόλη». 233
«Ω, αυτό είναι καλό». «Και τούμπαλιν θα έχετε και έσείς στο δικό μου σπίτι εκεί έξω το κατάλυμα σας. Σκεφτείτε μόνο πόσα χρόνια τώρα είστε προσκολλημένη χωρίς διακοπή με την πόλη και με αυτό το σπίτι». «Ναι, όμως...» - η βαρώνη προσπάθησε να ξαναβρεί κατά κάποιον τρόπο την αυτοκυριαρχία της - «το σπίτι των κυνηγών... δεν θα με αφήσουν ούτε η Χίλντεγκαρντ, ούτε η Τσερλίνε να βγω έξω... φοβούνται πάντοτε πως θα μπορούσα να βλάψω την υγεία μου... και στο κάτω-κάτω δεν έχουν και τελείως άδικο* στην ηλικία μου δεν είναι απαραίτητες σε κάποιον οι αλλαγές περιβάλλοντος, πολύ περισσότερο κάποιες περιπέτειες... όχι, έχουν δίκιο οι δυο τους που με μεταχειρίζονται σα αιχμάλωτη...» Έκανε μια κίνηση σχεδόν σαν να ζητάει ελεημοσύνη - μια ζητιάνα κοντά στην πύλη της φυλακής, σκέφτηκε ο Α. «Σε κάθε περίπτωση εγώ θέλω να σας απαγάγω στην ελευθερία· και μάλιστα θα πάρουμε και τις δυο δεσμοφύλακές σας». «Μετά από μερικές δεκαετίες στην αιχμαλωσία δεν ξέρει κανείς τι να την κάνει την ελευθερία... ούτε μπορεί, ούτε θέλει να βγει νικητής από την περιπέτεια... το σπίτι των κυνηγών θα ήταν μια περιπέτεια και παρ' όλα αυτά δεν ήταν πλέον καμιά... δυστυχώς κέρδισα τη σοφία, τη μισή σοφία...» Είχε αρχίσει κιόλας να σκοτεινιάζει πολύ και κάτω στο διάδρομο του σπιτιού ακούστηκαν πολλά βήματα κι αμέσως μετά ένας απροσδιόριστος θόρυβος από πολλές φωνές μαζί, στο πεζοδρόμιο κάτω από το μπαλκόνι: «Οι προσκεκλημένοι σας άρχισαν να φεύγουν, βαρώνη». «Οπωσδήποτε είναι ώρα, είναι ώρα να δειπνήσουμε* ελπίζω να έρθει σύντομα η Τσερλίνε». Το σοκ ξεπεράστηκε, όπως συμβαίνει τόσο συχνά με τους γέρους, και στην περίπτωση αυτή με τη σκέψη για το φαγητό* και ο Α. ησύχασε. «Για πιό γρήγορα θα βοηθήσω λιγάκι κι εγώ να συμμαζέψουμε, κυρίως για να έχουμε μεταφέρει μέσα τα σερβίτσια πριν γίνει τελείως σκοτάδι». 234
«Ναι, ναι», έσπευσε νά συμφωνήσει η βαρώνη, «και προσοχή όταν θα μετεφέρετε μέσα τα πανάκριβα φλυτζάνια». Ο Α. βιάστηκε να κατέβει στον κήπο* οι δυο δεσμοφύλακες ασχολούνταν κιόλας με το συμμάζεμα, ενώ η Τσερλίνε, με το αυτονόητο ύφος του ειδήμονος του έδειξε με το σανόνι της έναν δίσκο που περίμενε γεμάτος με πορσελλάνινα και κρυστάλλινα αντικείμενα. «Μπορείτε να τον μεταφέρετε κατ' ευθείαν επάνω... αλλά προσοχή!» Ο Α. έκανε ό,τι τον διέταξαν, κι αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα. Όταν πλέον όλα είχαν μεταφερθεί επάνω, είχε σβήσει και η απαλότητα του τελευταίου εσπερινού φωτός το οποίο αντικατέστησε το πιο σκληρό μη-φως των αστεριών, που τώρα με αυξανόμενη ταχύτητα σκέπαζαν τον ουρανό. Κι ο Α., που έστεκε στην πόρτα μεταξύ κουζίνας και χωλ, πρότεινε τώρα να ψάξουν με τη βοήθεια του φακού του για κάποια πράγματα που ίσως είχαν ξεχαστεί έξω. «Είναι περιττό», αποφάσισε η Τσερλίνε, «θα τα μετρήσω πρώτα, και ό,τι λείπει, θα το βρω αύριο το πρωί* τη νύχτα δεν πρόκειται να το κλέψει κανείς». Επειδή όμως εκείνος ήθελε να τους φανεί παρ' όλα αυτά χρήσιμος, έδειξε τους δυο βαρειούς μπουφέδες που έκλειναν το χώρο στο χωλ: «Να βάλω τάξη εκεί;» Αυτή τον κοίταξε με περιφρόνηση: «Έτσι άπλυτα, όπως είναι; Όμως γι' αυτά δεν πρόκειται να σκοτιστώ τώρα. Προς το παρόν πρέπει να ετοιμάσω το δείπνο, αλλιώς η κυρία βαρώνη θα χάσει μαζί μου την υπονονή της... θα βγείτε έξω απόψε;» Ναι, θα έβγαινε, είπε αυτός. Εκείνη χαμήλωσε τη φωνή της: «Με τη Μελίττα;» Αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Για ποιόν λόγο; Μη μου πείτε πως βαρεθήκατε κιόλας ο ένας τον άλλον». Η παρατήρηση δεν του ήταν ευχάριστη, όμως είπε την αλήθεια: «Την έπιασε ξαφνικά ο φόβος πως απόψε θα επέστρεφε ο παππούς της. Εάν δεν έχει επιστρέψει ως μεθαύριο, τότε η επόμενη επίσκεψή του μάλλον δεν θα γίνει νωρίτερα από τον Οκτώβριο. Ωστόσο αυτή δεν πρόκειται να κινηθεί από το σπίτι έως μεθαύριο». 235
«Ώστε για δυο νύχτες νιξ... στην αρχή φοβόμαστε βέβαια όλες· έτσι είναι οι νέες κοπέλες, κι αυτή είναι έτσι κι αλλιώς εντάξει». «Αν είναι λέει... κι άλλωστε εδώ δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Μεθαύριο θα δειπνήσουμε μαζί και μετά θα δούμε ποια πράγματα μπορούμε ν' αλλάξουμε». «Σωστά* στο μεταξύ θα μπορέσει να κοιμηθεί λιγάκι... σήμερα το πρωί έφυγε στις πέντε». «Είστε σε θέση να κάμετε κάποιον να σας φοοί'ιίται, Τσερλίνε... Δεν βρίσκετε ησυχία, αν δεν μάθετε πραγματικά με κάθε λεπτομέρεια τα πάντα». «Και βέβαια θα τα μάθω* κοιμάμαι ελαφρά... όταν θέλω». Στα μάτια της φάνηκε ξανά το εύθυμο βλέμμα τής μαστροπού. Αυτός έκαμε ν' ανοίξει την πόρτα. «Έτσι, χωρίς καπέλο;» τον επέπληξε. - «Αφού ξέρετε, Τσερλίνε, πως χάνω πάντα τα καπέλα μου. Προτιμώ λοιπόν για κάθε ενδεχόμενο να αφήνω το καινούργιο μου καπέλο στο σπίτι». - «Ένας κομψός άντρας, όπως εσείς, δεν βγαίνει χωρίς καπέλο από το σπίτι* πάρτε το μαζί σας». Στο μεταξύ, κι ενώ ήταν έτοιμος ν' ακολουθήσει την προτροπή της, μπήκε μέσα σαν σίφουνας η Χίλντεγκαρντ. Το λεπτό της στόμα τού φάνηκε ακόμα πιο λεπτό και πιο ωχρό απ' όσο συνήθως, ήταν το φιλντισένιο χρώμα του προσώπου της: «Αυτό μας έλειπε τώρα», σφύριξε καθώς πέρασε μπροστά από τον Α. κλείνοντας πίσω της με κρότο την πόρτα της κουζίνας. - «Ωραία λοιπόν, αυτό ήταν», είπε η υπηρέτρια όχι χωρίς κάποια ικανοποίηση, ενώ η έκφραση του προσώπου της κάτω από το λευκό σκούφο της καμαριέρας έμοιαζε μ' εκείνην ενός κλόουν σε μια αποτυχημένη παράσταση. Τον Α. τον πιάσανε τα γέλια: «Ναι, αυτό ήταν, και υποθέτω πως βάλατε κι εσείς το χεράκι σας». - «Εγώ; Δεν μού 'φυγε ούτε κουβέντα!» - «Ωστόσο μαντέψατε εκπληκτικά γρήγορα, αυτό που εννοούσα». - «Μαντεύω τα πάντα εκπληκτικά γρήγορα· παρ' όλα αυτά δεν έβγαλα κιχ». - «Στη ζωή σας, Τσερλινούλα;» - «Στη ζωή μου. Κύριε Α..., στοπ, κύ236
ριε Α., στοπ, το καπέλο σας...» Όμως αυτός είχε κιόλας εξαφανιστεί - χωρίς καπέλο. Στο δρόμο αναρωτήθηκε πού να πήγαινε. Η ταβέρνα του σιδηροδρομικού σταθμού ήταν από όλες τις υπό συζήτηση άλλες αυτή με την πιο λίγη φαντασία, ενώ η πλησιέστερη προς αυτήν είχε μαζί με τ' άλλα και το πλεονέκτημα να διαθέτει και νόστιμους μεζέδες, πλην όμως ο Α. προς μεγάλη του ντροπή, σε μια έμπνευση γαστρονομικής κακογουστιάς, διέσχισε τη λεωφόρο για να πάει μέσα από τον κήπο της πλατείας του σιδηροδρομικού σταθμού στην εκεί ταβέρνα. Και καθώς βρέθηκε τώρα από την άλλη μεριά του δρόμου και μέσα στην αναπνοή του κήπου και του πράσινου με την υγρασία και την ομίχλη, κατελήφθη και πάλι από το ασύλληπτο, από το πολυδιάστατο του εσωτερικού και του εξωτερικού είναι: κι ενώ το απόγευμα κυριεύθηκε απ' αυτό μέσα στο ανθρώπινο πλήθος, μέσα στην πολυμορφία των προσώπων που είχε δει και ακούσει, τώρα όλα συνέβησαν περισσότερο έντονα αν και όχι ακόμα με πλήρη συνείδηση του κενού τής τόσο γνωστής του τρίγωνης πλατείας, η οποία τώρα παρ' όλη, ή εξαιτίας τής έρημής της ησυχίας απεκδυόταν το χώοο και μεταβαλόταν σε ένταση και σε γεγονός. Η διαδικ^. ^ία της μεταμόρφωσης, η διαδικασία της γύμνωσης, η διαδικασία μιας συρροής του ενός μέσα στο άλλο και μιας εκροής του ενός μέσα από το άλλο όλων των σωματιδίων του σύμπαντος είχε αρχίσει ξανά, η διαδικασία του μη-είναι, μέσα στην οποία το είναι προάγεται σε γνώση και αυτοαναιρείται διαρκώς, η διαδικασία του επίκεντρου και της ακτινοβολίας του. Μήπως δεν φαινόταν το κεντρικό περίπτερο στο σταυροδρόμι των δυο μεγαλύτερων μονοπατιών του πάρκου σαν ένας τάφος; Μήπως δεν έδειχναν οι τρεις πλάκες του ρολογιού, που το έστεφαν την αιώνια θέση του θανάτου; Ω, γιατί να υπάρχουν τα ρολόγια, γιατί να υπάρχει η ακρίβεια της τρισδιάσταστης βίας τής τεχνικής; Ο άνθρωπος της αρχαιότητας δεν χρειαζόταν ρολόγια, και ο ανατολίτης, αν δεν ένιωθε ν' απειλείται από τη Δύση, δεν θα τα είχε και σήμερα ανάγκη, γιατί έχει αποδεχθεί το πολυδιάστατο του είναι και 237
του θανάτου* μόνο η Δύση - ίσως εξαιτίας του θνησιμαίου της χαρακτήρα - δεν μπορεί να συμφιλιωθεί μ' αυτό: κρύβει το θάνατο μέσα σε θόρυβο, απ' την μια στο θόρυβο των εκκωφαντικών για τη ψυχή λόγων που επιτάσσουν την καταστροφή της ζωής υπέρ του τρισδιάστατου, όπως λόγου χάριν, υπέρ πατρίδος και παρομοίων γήινων πραγμάτων, απ' την άλλη στον ανελέητα επιτακτικό θόρυβο της τεχνικής που αδιάκοπα τον ξεγελά με το ότι το αδιάστατο δεν θα άρει ποτέ την ακρίβεια του χρόνου, και ότι το πολυδιάστατο δεν θα καταργήσει ποτέ τη συνοχή του χφρου, χωρίς βέβαια τα λόγια με την επικάλυψη του θανάτου, η τεχνική με την υποτίμηση του θανάτου - πόσο στενά συνδέονται μεταξύ τους - να είναι ποτέ σε θέση να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους, έτσι καθώς είναι και τα δυο δειλά, τυφλά μπροστά στο ατέλειωτο και θνησιμαία. Και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο δυτικός άνθρωπος πρέπει να συμβουλεύεται πάντοτε το ρολόι του, για να βεβαιώνεται πως δεν έχει χάσει τον χρόνο και μαζί του το τρισδιάστατο, για να μετρά το χρόνο που τον οδηγεί στον τάφο. Καθώς ο Α. πλησίαζε το κεντρικό περίπτερο με το ρολόι από πάνω του, του φαινόταν πως υπήρχε κάτι που του έδειχνε το δρόμο στο επίκεντρο του εαυτού του, το δρόμο προς την ανοικτή στην αιωνιότητα, παρθένα ησυχία του πιο εσωτερικού του εγώ, στην αγνότητα της πιο εσωτερικής γνώσης και στην ευαίσθητη τόλμη της που δίνει την ικανότητα να κυριαρχήσει σ' ό,τι πιο αδιανόητο: ω, είναι αδιανόητο να αποσπάται το εγώ σου πεθαίνοντας από τον κόσμο που μένει, όμως αδιανόητο και το μη-είναι αυτό καθαυτό το ολοκληρωτικό μη-είναι που εμπεριέχει κι εκείνο της φαντασίας, το είναι του μη-διαστατού μέσα στο οποίο αναλύεται στο τέλος κι αυτό των ατέλειωτα πολλών διαστάσεων, κι όποιος εγγίζει το ακραίο αυτό όριο της φαντασίας, αυτός κατορθώνει τη στιγμή εκείνη, και πάντως μόνο για εκείνην τη μία στιγμή, να γίνει μη-είναι, να ξεπεράσει το θάνατο για αυτή τη μια στιγμή. Αυτή είναι η υπέρβαση του θανάτου από αυτόν που πεθαίνει, στον οποίον δόθηκε η χάρις μιας πλήρως συνειδητής ζωής γ,αι τώρα δίνεται εκείνη ενός πλήρως συνει238
δητού θανάτου, και ίσως είναι και η υπέρβαση του θανάτου από το έργο τέχνης, αφού ο καλλιτέχνης βρίσκεται πιο κοντά απ' όλους σ' αυτόν που πεθαίνει, πιθανόν μάλιστα να είναι και αυτή εκείνου του αρχιτέκτονα, που κάποτε σχεδίασε αυτήν εδώ την πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού, καθοδηγούμενος από την ένταση του μη-είναι, καθοδηγούμενος από την ένταση των απέραντα πολλών διαστάσεων, των οποίων το κοσμοθέτον και κοσμοαναιρούν γεγονός γινόταν παντού τριγύρω ορατό. Από τα σπίτια της πόλης στην κορυφή του τριγώνου μέχρι το σταθμό στη βάση του τριγώνου, από τη φωτεινή διαφήμιση πάνω στα σπίτια εκεί μέχρι τους τεχνητούς θορύβους του σταθμού εδώ, εσείετο το κενό της πλατείας, μια συρροή μέτρων και σχέσεων να αντιπαραβάλλεται στο απέραντο, πλην όμως ο Α. ήταν αδύνατος άνθρωπος και δεν το άντεχε άλλο. Κοίταξε την ώρα, που έδειχνε πως πλησιάζει οκτώ και με το στομάχι του να γουργουρίζει από πείνα - τα ψωμάκια που έφαγε στο πάρτυ δεν ήσαν αρκετά - περπάτησε ως την ταβέρνα του σταθμού. Η μεγάλη αίθουσα της ταβέρνας αυτής ήταν ένας τεράστιος και πολύ ψηλός χώρος που με το ξύλινο εσωτερικό του και τη διακόσμησή του με κέρατα ζώων καθώς και με τις μεγάλες δοκούς που συγκρατούσαν τη στέγη, ήθελε προφανώς να δημιουργήσει την εντύπωση μιας αρχαίας γερμανικής βασιλικής αίθουσας, ενώ ήταν γεμάτη από έναν υπερβολικό θόρυβο, όχι, μα την αλήθεια, από εκείνον της ψυχής, κι ούτε καν απ' αυτόν της τεχνικής - που δεν εισέβαλε παρά δευτερευόντως στην αίθουσα με τη συχνή αναγγελία των τρένων - αλλά από εκείνον που προξενεί το φαγοπότι της μάζας. Βέβαια υπήρχε και μια διπλανή, περισσότερο ήσυχη «αίθουσα πρώτης θέσεως» με τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα, πλην όμως για μεν τους αστούς τοίίογλύφους ο χώρος αυτός δεν ήταν και τόσο εξαιρετικός, για δε τους χωρικούς, που μαζί με τους πρώτους ήσαν και οι μόνοι που μπορούσαν να πληρώσουν μεγάλους λογαριασμούς, ο χώρος αυτός τούς ήταν υπερβολι239
κά λεπτού γούστου* έτσι η αίθουσα του εστιατορίου ήταν μια μουσειακή ανάμνηση κάποιας πιο ωραίας εποχής με περισσότερη συνοχή στις ιεραρχίες της, η προσωποποίηση του παλιού καλού καιρού, χωρίς για το λόγο αυτό και να είναι πραγματικά επιθυμητή ή και επιδιώξιμη κιόλας η επιστροφή της από τον οποιονδήποτε (εκτός από τα ξεπερασμένα και εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα της αριστοκρατίας και της μεσαίας κοινωνικής τάξεως). Ωστόσο η νέα εποχή έκανε το ίδιο φανερά αισθητή την παρουσία της στην αρχαιοπρεπή γερμανική βασιλική αίθουσα, που φαινόταν μάλιστα πως μόλις τώρα εξεπλήρωνε τον αρχιτεκτονικό της προορισμό, αφού είχε τώρα γίνει ο τόπος μιας μόνιμης σχεδόν φιλεπιδειξίας από τους χωριάτες, εξαιτίας και του θαυμάσιου λάχανου τουρσί με πατάτες και αγγούρια, που ανέκαθεν υπήρξε η σπεσιαλιτέ της ταβέρνας του σταθμού και μάλιστα για έναν λόγο παραπάνω, δηλαδή επειδή εδώ σερβιρόταν μια δυνατή μαύρη μπύρα. Από τη λαϊκή αυτή επισημότητα και καλοφαγία επηρεάστηκε και ο Α.: κάθησε δίπλα στους αγρότες με τη δυσνόητη προφορά, στο ξύλινο ροζιασμένο τραπέζι, του οποίου η επιφάνεια καθαριζόταν κάθε φορά που κάποιος έφευγε, κάθησε εκεί σαν κάποιος από την πόλη που επισκέπτεται ένα πανηγύρι στο χωριό, βέβαια ένα εν προκειμένω μάλλον ξενέρωτο πανηγύρι, γιατί όσο κι αν τώρα, όπως σ' ένα σωστό πανηγύρι, οι συζητήσεις στρέφονταν κυρίως γύρω από παροχές και τιμές, έλειπε εδώ παρ' όλα αυτά εκείνο το κάτι άλλο της κανονικής γιορτής, εκείνο το πολύχρωμο-εύθυμο γλέντι, μ' ένα λόγο έλειπε η μαγεία του εξαιρετικού. Ό χ ι λιγότερο όμως έλειπε και η επαφή με την εκκλησία, η γειτνίαση με τους στάβλους και τα ζώα, η γειτνίαση με τους αχυρώνες και τον μαζεμένο καρπό, η εγγύτητα της επόμενης εργάσιμης ημέρας με τον μόχθο της· εδώ όλα αυτά ήσαν απόντα, είχαν όλα, μαζί με το χωριό, μετακινηθεί σ' ένα απίθανα μακρινό κάπου, και στη θέση τους είχε όλη κι όλη απομείνει η σκοτεινή-αγροίκα ατμόσφαιρα ενός χρηματιστηρίου: παντού έδιναν κι έπαιρναν οι αγοραπωλησίες και κάθε τόσο έβγαινε από κάπου ένα γεμάτο χαρτονομίσματα πορτοφόλι με το δύ240
σκολα προσδιορίσιμο περιεχόμενο του οποίου πληρωνόταν κάτι το μη-υπαρκτό. Και τώρα ανακάλυψε ξάφνου ο Α., πως δεν ήταν μόνο το φαγητό, αυτό που τον έφερε εδώ, αλλά πως και η Μελίττα, κυρίως η Μελίττα έπαιξε κάποιον ρόλο. Πράγματι, όπως χθες έτσι και σήμερα συνέβη στη μνήμη του κάτι παράξενο. Όπως χτες έτσι και σήμερα, δηλαδή η κοπέλα, που έφυγε το πρωί, τον άφησε τα χαράματα κι έφυγε, εξαφανίστηκε αμέσως κι από τη μνήμη του* βέβαια ήξερε ποιά ήταν η εξαφανισθείσα, ήξερε τη σαστισμάρα τής πρώτης και τη γλύκα τής δεύτερης νύχτας, κι ακόμα περισσότερο γνώριζε για τη μαγεία και τον έρωτα που αναπτύχθηκε μέσα από την εκπληκτική γλυκειά απορία, όμως, παρ' όλα αυτά, η εικόνα έμενε ξεθωριασμένη, αφενός μεν επειδή βέβαια δεν μπορεί σε κανέναν να εντυπωθεί η εικόνα κάποιου που γνώρισε μόνο στο κρεβάτι, αφετέρου όμως, κι αυτό ξεπερνά κατά πολύ το προηγούμενο, επειδή του έλειπε ο πόθος, η νοσταλγία για 'κείνο το ξένο εγώ, στο οποίο είχε εναποτεθεί το - γενόμενο με αληθινά γαλήνΐϊτ ταπείνωση δεκτό - θαυμαστό χρέος της αυτοαποκαλύψεως, και αυτή η έλλειψη νοσταλγίας έκανε τον Α. να δυσπιστεί κι απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό: η εμφάνιση της Μελίττας τον παρέδωσε στα νύχια μιας συνένοχης οικειότητας με την Τσερλίνε, εναντίον της οποίας εξεγείρετο - μέσα στις συνεχείς της ερωτήσεις που τον καλούσαν να της απολογηθεί η Μελίττα μεταβλήθηκε τελείως στην ασθενική του μνήμη σε έναν αποξεχασμένο ίσκιο - και σχεδόν ένιωθε σαν να 'θελε να τιμωρήσει την κοπέλα για την υποβάθμιση της αξιοπρέπειάς του, που δικαιολογημένα ή όχι αισθανόταν για τη συνενοχή του, κι αυτό το έκανε με το να επεκτείνει εις βάρος της τα μειωτικά του αισθήματα και με το να μην θέλει να θυμάται τουλάχιστον τις ημέρες στο καθώς πρέπει σπίτι της βαρώνης και της Χίλντεγκαρντ εκείνη την απλή αγάπη, ενώ στην πραγματικότητα ακόμα και η κομψή κοινωνία στο ΙΟΗ-ρ^ΐΓΐγ δεν ήταν γι' αυτόν παρά η αφορμή για τη νομιμοποίηση της επιθυμίας του να λησμονήσει, να διαλύσει κάθε εσωτερικό και εξωτερικό είναι τόσο αποτελεσματικά μέσα 241
στο μη-διαστατό και στο πολυδιάστατο, που να μην μπορεί παρά να εξαλειφθεί και κάθε θύμιση γι' αυτήν. Δεν ήταν λοιπόν αναγκαίο και φυσικό να αναζητήσει ένα απλό, και για τον ίδιο λόγο και λαϊκό περιβάλλον, προκειμένου μέσα στο δικό του ακλόνητα τρισδιάστατο και γήινο χώρο να αναζητήσει την απωλεσθείσα μνήμη του και ίσως να την ξαναβρεί κιόλας; Ακριβώς οι αδιάκριτες ερωτήσεις της Τσερλίνε ήσαν εκείνες, όπως διαπίστωνε τώρα, που αφύπνησαν μέσα του μια τέτοια απόφαση. Μόνο που όλα αυτά αποτελούσαν μια λανθασμένη υπόθεση. Βέβαια, η αρχαιοπρεπής γερμανική βασιλική αίθουσα απλωνόταν μέσα στις τρεις της διαστάσεις ανάλογα με τη γήινη υφή τους, ενώ καμιά αμφιβολία δεν μπορούσαν να γεννούν για το τρισδιάστατό τους οι μορφές των χωρικών, ακόμα και των πιο κοκαλιάρικων, και πολύ περισσότερο εκείνες των κοιλαράδων σφαίρες από κεφάλια και σφαίρες από στομάχια, πρίσματα σωμάτων, κύβοι οπισθίων και σωλήνες βραχιόνων γέμιζαν το πρίσμα του χώρου που αποτελείτο από τους κώνους του φωτός και που παρ' όλα αυτά φύτρωνε από όλα τα τρισδιάστατα σχήματα, ακριβώς επειδή αυτά ήσαν με τόση ακρίβεια ευδιάκριτα, και το πολυδιάστατό τους εύκολα διαγνώσιμο, ενώ όλοι μαζί, έτσι όπως κάθονταν με τα τραπέζια τους, τα παζαρέματά τους, τις κραυγές τους, ακριβώς με όλα αυτά μεταπηδούσαν στο επίπεδο εκείνης της έντασης που διαπερνά το σύμπαν: ήσαν γήινα κορμιά χωρικών και παρέμεναν γήινα κορμιά χωρικών κι ωστόσο είχαν πάψει κιόλας να είναι, δεν μπορούσαν να ξαναγίνουν ποτέ πια, ακόμα κι αν από την άθεη και αφύσικη παρουσία τους εδώ επέστρεφαν στην καταδική τους φύση, πέρα, στην προς τη γη στραμμένη και προς τη γη γερμένη τους δουλειά με τ' αλέτρι και τη σβάρνα, σαν γύριζαν στις οικείες τους ασχολίες στον σταύλο και στη φρονιμάδα της ευσεβούς τους αναπαύσεως τις Κυριακές. Επειδή ο παρατηρητής τους άλλαξε και δεν μπορεί να τους δει άλλο σαν αυτό που κάποτε υπήρξαν και άλλαξαν κι αυτοί οι ίδιοι και δεν μπορούν πλέον να νιώσουν τους εαυτούς τους σαν αυτό που κάποτε ήσαν το ένα συνδέεται 242
με το άλλο κι αυτός που θέλει να θυμάται, θα πρέπει να βρει μια καινούργια μνήμη, αλλαγμένη κι αυτή. Η φυγή σ' αυτό το μέρος δεν οφέλησε καθόλου τον Α.* δεν μπορούσε να βρει εδώ τη Μελίττα. Αντίθετα η μνήμη του σχετικά με την Χίλντεγκαρντ παρέμενε ανεξίτηλη, μολονότι ασφαλώς αυτή δεν ταίριαζε με το τουρσί και τις πατάτες και την υπόλοιπη συνάθροιση εδώ. Μήπως λοιπόν αυτό ήταν κιόλας το νέο είδος της μνήμης μέσα στο πολυδιάστατο; Η Χίλντεγκαρντ ήταν κατά παράδοξο τρόπο συνυφασμένη, ίσως μάλιστα και ταυτόσημη, με τον κήπο πίσω από το σπίτι, και με την πλατεία του σταθμού έξω, πλην όμως του ήταν πέρα για πέρα αδιανόητο να τη φανταστεί ως σύντροφό του στο κρεβάτι, δεν ήταν ποτέ ερωμένη του και δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ και μόνον η σκέψη για κάτι τέτοιο του προξενούσε φόβο κι έτσι του φαινόταν παράλογο το ότι μπορούσε να θυμάται αυτήν αντί της Μελίττας, μάλιστα, τελείως παράλογο! Και ξαφνικά ήξερε, ξαφνικά το ξέρει: σ' όποιον διαλύονται οι διαστάσεις του είναι, σ' αΰτόν αφαιρείται και η δυνατότητα να ξαναπέσει στο κρεβάτι με μια γυναίκα. Μήπως αυτό είναι η μέλλουσα κατάσταση της ανθρωπότητας, δηλαδή το τέλος της; Ο θάνατός της μέσω της γνώσεως; Μήπως με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται η διχασμένη στάση του ανθρώπου, βέβαια, μόνο του δυτικού ανθρώπου και ιδιαίτερα του Γερμανού, εν' όψει της γνώσεως που αποτελεί γι' αυτόν κέρδος ζωής και συνάμα κέρδος θανάτου, δέλεαρ και φόβο; Μήπως με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται η κακότητα της Δύσης; Όπως και να 'χει, ο άνθρωπος θα βρει έναν τρόπο να σώσει εαυτόν από παρόμοιο δίλημμα* δεν θ' αφήσει να του ληστέψουν τόσο γρήγορα τη νωθρότητά του και μάλιστα θα την προσαρμόσει έτσι ακριβώς στη νέα γνώση, όπως θα πρέπει να προσαρμόσει και τη μνήμη του. Μόνο για την παρούσα στιγμή του κόσμου υφίσταται το δίλημμα, μόνο για αυτήν υφίσταται ο κίνδυνος διαλύσεως του είναι, μόνο για αυτήν θα ήταν ενδεδειγμένο να φύγει με τη Μελίττα. Φυγή; Προς τα πού; Μήπως ακόμα και στην Αφρική; Ο Α. πίνει αργά-αργά από το πήλινο κύ243
ΛΕΚΟ της μπύρας, το αδειάζει ενώ σκέφτεται στα σοβαρά να επιτρέψει στον εαυτό του να πιει κι ένα ακόμα. Μια φυγή από τη διάλυση του είναι; Η φυγή προς τα εδώ απέτυχε* η Μελίττα παρέμενε αόρατη, ενώ η Χίλντεγκαρντ ανεκαλείτο χωρίς δυσκολία στη μνήμη. Θα παραγγείλει για συμβιβασμό ένα κύπελό μπύρα ακόμα* το να ξεφύγεις είναι μια δύσκολη υπόθεση. Και σαν για να επιβεβαιωθεί βλέπει την Χίλντεγκαρντ να εμφανίζεται τώρα εδώ, μέσα σ' αυτήν τη λαϊκή καπνούρα. Ο Α. μένει κατάπληκτος. Αυτή διέσχισε με ταχύ βήμα την αίθουσα και πήγε στο εστιατόριο πρώτης θέσεως και μόνο σαν το βρήκε άδειο, άρχισε να εποπτεύει τη γερμανική Αίθουσα* ο Α. σηκώθηκε όρθιος για να τον προσέξει, και πράγματι αυτή τόν ανακάλυψε γρήγορα* με τις κινήσεις της να σχηματίζουν γωνίες, αλλά μ' ένα σχεδόν αβαρή βηματισμό πήγε σ' αυτόν «εδώ υπάρχει πολλή φασαρία», είπε, «πληρώστε κι ελάτε να πάμε στην αίθουσα αναμονής». Και σαν έγιναν όλα αυτά και κάθησαν τώρα στις δερμάτινες καρέκλες της αίθουσας αναμονής, αυτή άρχισε: «Πρόσεξα από το μπαλκόνι πως πήρατε την κατεύθυνση προς το σταθμό* δεν χρειαζόταν και πολλή φαντασία για να σας βρω εδώ. Θα ήθελα να μιλήσω μαζί σας χωρίς ωτακουστές». Ο Α. ήταν πεπεισμένος πως θα άκουγε κατηγορίες για τις δυο νυχτερινές επισκέψεις της Μελίττας και γι' αυτό οπλίστηκε να τις αντιμετωπίσει. Όμως η Χίλντεγκαρντ είπε απλώς: «Ώστε αγοράσατε λοιπόν το παλιό σπίτι των κυνηγών;» Δεν μπορούσε παρά να το επιβεβαιώσει. «Και προσκαλέσατε εκεί στ' αλήθεια τη μητέρα μου;» Δεν μπορούσε παρά να επιβεβαιώσει και αυτό. «Και γιατί δεν με ενημερώσατε προηγουμένως σχετικά;» «Δεν υπέγραψα παρά μόλις σήμερα το πρωί». «Κι έπρεπε πριν κρυώσει το φαί, να σπεύσετε να πάτε στη μητέρα μου... αυτό το θεωρώ πραγματικά έλλειψη τακτ. Η υπόθεση την έχει αναστατώσει υπερβολικά, και ήταν χρέος σας να το αποφύγετε». 244
«Η κυρία βαρώνη εξεπλάγη κάπως για τη μετακόμιση που σχεδιάζω, και ακριβώς αυτό θέλησα να απαλύνω με την πρόσκληση μου». «Ένας ηλικιωμένος ωθείται σε κάτι από πολλών ειδών κίνητρα, τα οποία υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να είναι και επικίνδυνα γι' αυτόν, εάν κάποιος τον μεταχειριστεί με αδέξιο τρόπο κι ακόμα κι αν έχετε μείνει κάμποσο κιόλας χρονικό διάστημα στο σπίτι μας, ώστε να έχετε μάθει ορισμένα πράγματα, ιδιαίτερα μάλιστα αφού η καλή μας Τσερλίνε δεν γνωρίζει κανέναν ενδοιασμό, δεν γνωρίζετε ωστόσο πόσα πράγματα μπορούν να έχουν επικίνδυνες επιπτώσεις πάνω στη μητέρα μου. Κανένας τρίτος δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό, και για το λόγο ακριβώς αυτόν κρατώ, όσο μπορώ, τη μητέρα μου μακριά από τις επιρροές τρίτων. Με παρακάμψατε, και ίσως να έπρεπε μάλιστα να πω, πως σκόπιμα με αποφύγατε και πως διαπράξατε εν προκειμένω μιαν ανεύθυνη σχεδόν επέμβαση στη ζωή τής μητέρας μου. Ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία, όπως είμαι έτοιμη να δεχθώ, δεν είχατε οποιοδήποτε άλλο κίνητρο, θα έπρεπε εν τούτοις να είχατε σκεφτεί, πως τα γέρικα δέντρα ίσως να μη μεταφυτεύονται... παίζετε με τη ζωή της ηλικιωμένης αυτής γυναίκας». «Προσδίδετε σε μιαν απλή, και, δεν θα ήθελα να πω κοινωνική, σίγουρα όμως φιλική πρόσκληση, υπερβολικά σοβαρές συνέπειες». «Μην καμώνεσθε σας παρακαλώ τον ανίδεο. Το γεγονός πως η μητέρα μου θεωρεί την πρόσκλησή σας διαρκείας, δεν μπορεί να σας έχει διαφύγει. Εάν πάει μια φορά έξω στο σπίτι των κυνηγών, τότε κανένας πια δεν πρόκειται να την κάνει να γυρίσει πίσω». «Αυτό μου ήταν άγνωστο, και το μαθαίνω με ειλικρινή χαρά». «Ελπίζω να την εννοείτε σοβαρά αυτή τη χαρά. Επειδή θα έπεφτε σε σας πλέον η άμεση φροντίδα της μητέρας μου. Ας ελπίσουμε πως θα αντέξει το σοκ της μεταβολής, εφόσον δεν κατορθώσω προηγουμένως να την κάνω να το αποφύγει· μάλιστα, ας το ελπίσουμε... θα είσαστε μήπως 245
τότε πρόθυμος και αε θέση να παράσχετε κάθε αναγκαία βοήθεια κατά το δειλινό της ζωής της που θα επακολουθήσει και που, όπως ελπίζουμε, θα είναι μακρόν;» «Εάν εννοείτε την οικονομική πλευρά, τότε είμαι ευχαρίστως πρόθυμος να σας δώσω επαρκείς εγγυήσεις». Τα λεπτά και σφιγμένα χείλη στο στόμα της δεσποσύνης άφησαν να διαφανεί ένα χαμόγελο που μερικές φορές το έκαναν τόσο όμορφο: «Αυτό είναι οπωσδήποτε... ωστόσο στα οικονομικά αναφερόμουν μόνο σε δεύτερη μοίρα... αυτό που σκεφτόμουν ήταν ότι μια ωραία ημέρα λόγου χάριν θα θελήσετε να παντρευτείτε, κι αυτό θα δημιουργούσε μια απαράδεκτη κατάσταση για τη μητέρα μου* θα ήταν παραδομένη τόσο υλικά όσο και ψυχικά στις καλές και στις ανάποδες όψεις της γυναίκας σας. Και εναντίον αυτού του ενδεχομένου δεν υπάρχουν εγγυήσεις». Ο Α. συμφώνησε διασκεδάζοντας: «Όχι, εναντίον των κακών νυφάδων, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, δεν υπάρχουν εγγυήσεις». «Πότε σκέφτεστε να παντρευτείτε;» Να, λοιπόν που πρόκειται για τη Μελίττα, σκέφτηκε ο Α., πρόκειται γι' αυτήν ακόμα και με έμμεσο τρόπο, και είπε: «Τα σχέδια για το γάμο μου μού είναι αγαπητή μου το ίδιο άγνωστα όπως είναι και σε σας». Το χαμόγελο της επιδοκιμασίας παρέμεινε στο πρόσωπό της: «Οπωσδήποτε κάποια ελπίδα... κι αν γινόταν παρ' όλα αυτά;» «Λοιπόν, για να μιλήσουμε σοβαρά, οι οικονομικές εγγυήσεις θα ίσχυαν σε κάθε περίπτωση, ώστε το να είναι παραδομένη στις καλές και στις κακές όψεις, όπως τις λέτε, να μη συμβεί καθόλου. Εκτός αυτού θα είσαστε κι εσείς κοντά, και, επιτέλους, και η γριά καμαριέρα σας* θα μπορούσε να πει κανείς, πως αρκούν αυτά». «Εγώ δεν λαμβάνομαι υπόψιν. Χάνομαι από προσώπου γης. Εξαφανίζομαι». Ο Α. φάνηκε να θίγεται σ' ένα παράδοξα άγνωστό του, παράδοξα βαθύ επίπεδο: «Πώς το εννοείτε αυτό;» 246
«Μα είστε στ' αλήθεια τυφλός, κύριε Α.; Δεν αντιληφθήκατε ακόμα πως με όλα τούτα δεν είστε παρά ένα μπαλάκι στα χέρια τής Τσερλίνε;» Επρόκειτο σίγουρα για μιαν εκπληκτική εκμυστήρευση. Με ποιόν τρόπο τον είχε άραγε παρακινήσει η Τσερλίνε στην αγορά του σπιτιού των κυνηγών; Σίγουρα όχι βέβαια με τη μαστροπική διευκόλυνση των συναντήσεών του με τη Μελίττα! Κανένας, ούτε καν αυτός ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει πως οι φαντασιώσεις του σχετικά με μια ερωτική φωλιά, θα είχαν να κάνουν με ένα κάποιο σπίτι, και δη με αυτό το σπίτι των κυνηγών. Όλα όσα έλεγε η δεσποσύνη, εκινούντο επί ξυρού του απιθάνου και αυτό εδώ ήταν σίγουρα των απίθανων απίθανο. Μολοντούτο ένιωθε να πατά σε ανασφαλές έδαφος: «Κατά τη γνώμη μου δεν επηρεάστηκα στις αποφάσεις μου από κανέναν, και πιο πολύ από την Τσερλίνε». «Δεν ανάγεται λοιπόν η αγορά του παλιού σπιτιού των κυνηγών σε ακριτομύθιες της Τσερλίνε;» «Απ' όσο γνωρίζω όχι. Μπορεί βέβαια τη μια ή την άλλη φορά να ανέφερε την ύπαρξη αυτού του σπιτιού. Όμως αυτό είναι όλο». «Υποτιμάτε την εξυπνάδα της Τσερλίνε. Το γεγονός πως αγοράζετε οικόπεδα και σπίτια είναι γενικά γνωστό και ως προς την εντιμότητα ενός επαγγέλματος σαν κι αυτό δεν θα τολμήσω να εκφέρω κρίση. Όμως είναι σίγουρο πως ακολουθείτε κάθε ίχνος που σας οδηγεί στην ευνοϊκή αγορά κάποιου αντικειμένου. Η Τσερλίνε λοιπόν σας έδειξε ένα τέτοιο ίχνος». «Δε βλέπω ποιο όφελος θα απεκόμιζε, με το να με παρακινήσει σε μια τέτοια πράξη». «Και η δήθεν ανάγκη της μητέρας μου για ανάπαυση για την οποία σας μίλησε ενδεχομένως αυτή η ίδια, και πάντως ασφαλώς η Τσερλίνε, δεν είναι παρά δική της επινόηση». «Μα πώς είναι δυνατόν να θυμάμαι κάθε κουβέντα που είπε μέχρι σήμερα η Τσερλίνε... και προπαντός τί νόημα έχουν όλα αυτά;» «Η στραβομάρα σας είναι πραγματικά εκπληκτική... 247
πρέπει λοιπόν να σας το πω ώστε να το αντιληφθείτε επιτέλους, το ότι δηλαδή εγώ είμαι το εμπόδιο στην αρχομανία της Τσερλίνε... θέλει να εξουσιάζει τους πάντες, κι εσάς, κι εμένα, και πάνω απ' όλους τη μητέρα μου, και ακριβώς αυτό θα καταφέρει να κάμει στην απομόνωση του σπιτιού των κυνηγών, τουλάχισ1:ον να επιτύχει καλύτερα απ' όσο εδώ, όπου έχει να υπολογίζει κι εμένα... και το ότι εσείς αποτελείτε μια μικρότερη ενόχληση από μένα, αυτό αποδεικνεύεται, βέβαια, από την προθυμία με την οποία εκπληρώσατε τις επιθυμίες σχετικά με το σπίτι των κυνηγών, της το δείξατε με τον καλύτερο τρόπο... το αντιλαμβάνεστε, επιτέλους τώρα;» «Αυτά όλα τα θεωρώ κάπως περίεργα, μου φαίνονται λίγο υπερβολικές δολοπλοκίες...» «Δολοπλοκίες... χα!» Η Χίλντεγκαρντ γέλασε σκωπτικά. «Εντάξει, όχι δολοπλοκίες... αλλά όλα αυτά θα τα ξεπερνούσαμε με τον πιο απλό τρόπο, εάν ερχόσαστε κι εσείς εκεί». «Από τότε που ήμουν παιδί κάνω το χρέος μου εδώ... όμως το να συμβάλλω σε μια ολοσχερή νίκη της Τσερλίνε, δηλαδή σε μια μετοίκηση στο σπίτι των κυνηγών... αυτό είναι πέρα από τις δυνάμεις μου. Γι' αυτού του είδους τον αγώνα παραείμαι κουρασμένη. Ας αναλάβει εκεί το ρόλο μου η σύζυγός σας...» Μια σπίθα ερευνητικής φιλαρέσκειας διαφάνηκε στα λόγια της, μόνο μια σπίθα. Ο Α. κούνησε αρνητικά το κεφάλι του: «Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει αποδειχτεί... εξαντλείστε σε υποθέσεις που εκλαμβάνετε κατόπιν ως γνώση περί την πραγματικότητα». «Η λεγόμενη πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια χονδροειδή εκδοχή των υποθέσεών μας». «Και τί θέλετε να γίνει τώρα με αυτήν την πραγματικότητα; Ποιές είναι, αλήθπα, οι επιθυμίες σας;» «Ακυρώσετε την α^/οοά οας». Ήταν απολύτως σαφής. Ο Α. κλονίστηκε: «Και θέλετε τώρα αμέσως μια θετική απάντηση;» «Αν είναι δυνατόν, ναι». 248
«Πρέπει παρ' όλα αυτά να καταλάβετε και να με συγχωρήσετε που θα σας ζητήσω κάποιον χρόνο να το σκεφτώ». «Δεν θα σας τον έδινα ευχαρίστως* επειδή, όσο πιο πολύ πιστεύει η μητέρα μου στην ειδυλλιακή προσφορά του ο^πιτιού των κυνηγών, τόσο πιο δελεαστική θα της φαίνεται, και η αναπόφευκτη στο τέλος απογοήτευση θα πάρει γι' αυτήν καταστροφικές διαστάσεις. Σας προειδοποιώ επομένως. Μπορώ να δράσω κι εγώ. Δώστε μου την απάντησή σας ει δυνατόν αύριο κιόλας». Ετοιμάστηκε να φύγει, και ο Α. σηκώθηκε κι αυτός. «Όχι», είπε εκείνη. «Προτιμώ να μείνετε λιγάκι ακόμα και να μη με συνοδεύσετε* δεν θέλω να γυρίσω μαζί σας στο σπίτι». Και γνέφοντάς του με το κεφάλι έφυγε από την αίθουσα αναμονής. Αυτά για τα οποία του είχε μιλήσει κινούνταν στο χείλος του πιθανού, ωστόσο είτε αριστερά, είτε δεξιά, είτε σωστά, είτε θεότρελα, ήσαν και στις δυο περιπτώσεις τρομερά - σε τι μπέρδεμα είχε μπλέξει και πόσο βαθύτερα έμελλε να μπλέξει ακόμα! Έμελλε;· Όχι, ήθελε! Επειδή το γεγονός ότι σχετικά με την επιθυμία της Χίλντεγκαρντ, την οποία θα μπορούσε το δίχως άλλο να εκπληρώσει - πολλώ μάλλον αφού εδώ επρόκειτο για δικαίωμα προαγοράς και όχι για τετελεσμένη αγορά - κατόρθωσε να κερδίσει κάποιον χρόνο για να το σκεφτεί, αποτελούσε ένδειξη για την αμετακίνητη απόφασή του να μετακομίσει στο σπίτι των κυνηγών. Με ποιόν; Με τη Μελίττα; Με τη βαρώνη; Ίσως και με τις δύο, και κατά τούτο οι υποθέσεις της Χίλντεγκαρντ ήσαν σωστές* κατά κάποιον τρόπο η ιδέα της νύφης γύριζε σαν φάντασμα μέσα στο κεφάλι του, μια εκ των προτέρων μηπραγματώσιμη εμπλοκή της Μελίττας σ' εκείνο το μπλέξιμο, το οποίο έπρεπε από νρμική άποψη να αποφύγει, να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και μάλιστα ίσως να φύγει μαζί με τη Μελίττα, όμως να μην τη φέρει ασφαλώς στο σπίτι των κυνηγών. Γιατί λοιπόν να τ' αναλάβει όλα υπ' ευθύνη του; Εδώ τα πράγματα γίνονταν σκοτεινά συγκεχυμένα και θολά για τον ίδιο. Ωστόσο η συζήτηση έφερε τώρα ξανά στην επιφάνεια την εικόνα της Μελίττας, όχι με 249
μεγάλη διαύγεια, βέβαια, αλλ' εν πάση περιπτώσει. Ο Α,, μετά από το βαρύ φαγητό δίψαγε για νικοτίνη, και γι' αυτό έβγαλε ένα πούρο και το άναψε. Γιατί δεν το είχε κάνει εδώ και τόση ώρα; Μήπως από σεβασμό για τη δεσποσύνη; Τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω στην επιγραφή που απαγόρευε το κάπνισμα, την είχε βέβαια κιόλας δει, αλλά δεν την είχε προσέξει και επειδή ήταν καλός πολίτης και δεν παρέβαινε τις απαγορευτικές πινακίδες ακόμα κι εκεί, όπου δεν υπήρχαν μάρτυρες για να τον δουν, βγήκε με το πούρο του έξω στην αποβάθρα ώστε να περάσει και κάποιος χρόνος ανάμεσα στην επιστροφή της δεσποσύνης στο σπίτι και στη δική του. Εδώ λοιπόν στην αποβάθρα βρίσκονταν οι χωριάτες και περίμεναν να φτάσει σε λίγο το τελευταίο τοπικό τρένο, που θα τους ξεφόρτωνε κατόπιν κατά μπουλούκια σταθμό με σταθμό. Περίμεναν σαν μια μεγάλη μαύρη-σιωπηλή μάζα, σκοτεινή αυτή καθαυτήν, και ακόμα πιο σκοτεινή, εξαιτίας του ελλειπούς φωτισμού της αποβάθρας, και δεν θα εξεπλήσσετο κανείς αν είχαν όλοι τους σκυμμένα τα κεφάλια. Ένα κοπάδι από φταίχτες που είχαν συνείδηση της ενοχής τους ήσαν, ένα κοπάδι μαυρίλας· ακόμα και το κοκκινόματο άναμμα των τσιγάρων τους, φωτίτσα εδώ, φωτίτσα εκεί, συμμετείχε στη μαύρη συνείδηση της ενοχής τους. Από την ταβέρνα, μέσα στην οποία ακουγόταν τώρα το γήινο τσούγκρισμα των ποτηριών της μπύρας, βγήκε έξω εκείνη τη στιγμή η οπισθοφυλακή, τρεκλίζοντας και με τα ουρλιαχτά έτοιμα να ξεσπάσουν από τα λαρύγγια τους, όπως θα έκαναν φεύγοντας κι από το πανηγύρι του χωριού τους, όμως τώρα, μέσα στη μάζα, οι φωνές χάθηκαν στην ένοχη συνείδηση και το τρέκλισμα στην ακινησία. Περίμεναν, φέροντες τον όλεθρο* αν κάποιος τους καλούσε να δολοφονήσουν και να σκοτώσουν, θα τον ακολουθούσαν δίχως όρους, κατακαίγοντας κι ερημώνοντας τα πάντα, αφήνοντας ό,τι τους βασάνιζε να ξεσπάσει στην επιθυμία τους να βασανίσουν. Γιατί όποιος αποτελεί για τον ναντό του τη συμφορά, αυτός αποτελεί το ίδιο και για τους ανθρώπους, και αν εδώ - βέβαια με άκραν απλοποίηση - ήταν 250
μονάχα η βαρειά από τα γεμάτα πορτοφόλια συνείδηση, εκείνο που επιδρούσε τόσο μελαγχολικά, ανήκε και ανήκ^ παρ' όλα αυτά στην κοινή για όλην την υφήλιο συνείδηση της ενοχής, της οποίας η ύπαρξη να υποτεθεί ίσως μπ:ορεί, όχι όμως και να αποδειχθεί, το πολυδιάστατο του κακού, το οποίο υπεισέρχεται ως τα τελευταία κομμάτια του σώματός του στον άνθρωπο, και του οποίου αποτελεί ο ίδιος το φέρον σώμα, ο πρώτος φορέας του κακού με το στίγμα του Κάιν στο μέτωπό του. Βέβαια, ο άνθρωπος ως άτομο - και προς τούτο ακριβώς θα είχε επιλεγεί ο χωριάτης, με την επιπλέον εξαίρεση του τεχνίτη - δεν πλάστηκε μόνο για να φέρει τον όλεθρο, όχι, πλάστηκε και για τη σωτηρία,' πλάστηκε για το σύμβολο, το οποίο παριστά στο τρισδιάστατο το αιώνιο και να κάνει και τον ίδιο ένα σύμβολο, ωστόσο ανακατωμένος στη μάζα ο άνθρωπος είναι τυφλός και κουφός στη σωτηρία, και μολονότι εδώ η μάζα των χωρικών περίμενε απλώς την αναγγελία του τρένου, τελείως μυστικά και ασυνείδητα σε όλους, η αναμονή αυτή ήταν στραμμένη στο ανεπαίσθητο ακόμα σφύριγμα της κόλασης, που θα τους καλούσε στον όλεθρο. Τα σφυρίγματα των τρένων που ακούγονταν εδώ κι εκεί στο χώρο του σταθμού, έμοιαζαν κατά κάποιον τρόπο μ' ένα δοκιμαστικό συναγερμό, ενώ το φορτηγό-τρένο που πέρασε το σταθμό χωρίς να σταματήσει και χάθηκε με φρικαλέους κρότους στα σκοτάδια της νύχτας, φάνηκε σαν να ερχόταν απ' την κόλαση και σαν κατόπιν να επέστρεφε ξανά σ' αυτήν πίσω του άφησε μια μαύρη σημαία καπνού, η μπόχα της οποίας έσμιξε μ' εκείνη των τσιγάρων, της μπύρας και του ιδρώτα της μάζας. Από την ταβέρνα ακουγόταν, αν και τώρα λιγότερο έντονα, το τσούγκρισμα των ποτηριών και ο θόρυβος των πιατικών, που όλο και εξασθένιζε, ενώ μεμονωμένοι ήχοι πιάτων, ποτηριών και μαχαιροπήρουνο3ν που ακούγονταν ακόμα, έσβησαν σε λίγο εντελώς* κατόπιν έπεσε κι εκεί σκοτάδι - με εξαίρεση λίγων μονάχα γλόμπων που έφεγγαν ακόμα. Έξω περίμενε όμως ακίνητη η μαύρη μάζα των σωμάτων, γεμάτη μπύρα, γεμάτη λεφτά, γεμάτη ενοχή, γεμάτη κακία, περίμενε ακίνητη, ώσπου τα φώτα της αποβάθρας 251
ξαφνικά και σιωπηλά πήραν με τη σειρά να λάμπουν έντονα, σημάδι πως έφτανε το τρένο* τότε οι μορφές άρχισαν να κινούνται και αργά-αργά το ανθρώπινο κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται, οι άνθρωποι περνούσαν από τα ακυρωτικά μηχανήματα που ηχούσαν σαν τους λεπτοδείκτες των ρολογιών. Ο Α., που βρισκόταν μέσα στη μάζα, σπρωχνόταν μαζί της προς την αποβάθρα και αυτό του φαινόταν απολύτως φυσικό. Μήπως ήταν και γι' αυτόν γραμμένο να ταξιδέψει εκείνη τη νύχτα; Μήπως δεν έπρεπε να κάνει ακριβώς αυτό; Τον περίμεναν διάφορα χωριά μέσα στη νύχτα και αν θα κατέβαινε από το τρένο σε κάποιον άγνωστο σταθμό, θα έφτανε κατόπιν σ' έναν έρημο από ανθρώπους δρόμο του χωριού - οι ελάχιστοι συνταξιδιώτες του, μαύροι μέσα στο σκονισμένο λευκό του φεγγαριού θα είχαν σε λίγο εξαφανιστεί στα σπίτια τους και στα σοκάκια - και θα άνοιγε με ένα άγνωστο κλειδί την άγνωστη πόρτα ενός άγνωστου σπιτιού, κι εδώ, στο πολύχρωμο, χωριάτικο, πουπουλένιο κρεβάτι ενός άγνωστου δωματίου θα ξανάβρισκε τη Μελίττα και ολόκληρη τη γλύκα της. Ω, έτσι θα γινόταν! Και όταν με το σπρώξιμο έφτασε στα ακυρωτικά μηχανήματα και μάλιστα σπρώχτηκε και ο ίδιος, στο τέλος, για να φτάσει σ' αυτά, τότε έψαξε πραγματικά στην τσέπη του να βρει το φανταστικό εισιτήριο, έψαχνε πράγματι να το βρει, έτσι που όσοι τον ακολουθούσαν άρχισαν κιόλας να διαμαρτύρονται, και μόνον όταν αντιλήφθηκε το μάταιον της αναζητήσεώς του κατάλαβε το μάταιον του ονείρου του. Ανασήκωσε τους ώμους και στράφηκε να φύγει, πράγμα όχι και τόσο εύκολο αν λάβει κανείς υπόψη του το ρεύμα των ανθρώπων που με την αδιαφορία μιας αγέλης ζώων προσπαθούσαν να πάνε μπροστά, κι αφού επιτέλους το πέτυχε, στάθηκε κοντά στην πόρτα της αίθουσας αναμονής: κοίταξε το τρένο, μέσα στο οποίο οι χωρικοί, κάτω από τις φωνές των ελεγκτών, στριμόχνωνταν τώρα, και μόνο όταν ολόκληρη η σειρά με τα βαγόνια, μετά από τα πρώτα δύσκολα, κρώζοντα τινάγματα, είχε κυλήσει και χάθηκαν τα κόκκινα πίσω φώτα του τρένου μέσα στην σκο252
τεινή νύχτα, στράφηκε, χωρίς να δώσει πλέον άλλη προσοχή στην ηχώ του τρένου, προς την έξοδο του σταθμού, επιστρέφοντας στο οικείο τοπίο της πόλης. Επειδή η πρόσοψη του σταθμού προς την πλευρά τής αποβάθρας και προς την πλευρά της πόλης είναι δυο κόσμοι διαφορετικοί, η πρώτη με το δίχτυ των σιδηροδρομικών της γραμμών, παρ' όλη την προέλευση των τελευταίων από την τεχνική, ανήκει κιόλας στην ύπαιθρο, την οποία δεν μπορεί κανείς να φανταστεί χωρίς τις πολυδαίδαλες γραμμές του τρένου, όπως δεν μπορεί να τη φανταστεί χωρίς τους χωματόδρομους, ή τα γεφύρια ή το χωριό με το καμπαναριό και το νεκροταφείο, ενώ αντίθετα η πρόσοψη του σταθμού προς την πλευρά τής πόλης αποτελεί αναντίρρητα ένα τμήμα της εικόνας που έχουμε γι' αυτήν. Κι ακόμα κι αν οι χωρικοί, που μόλις είχαν πάρει δρόμο, δεν φαίνονταν παρά σαν μορφές από την κόλαση, μορφές που ξέφυγαν από την κόλαση και ξαναγύρισαν σ' αυτήν, η πόλη παρέμενε εντούτοις μια άλλη μορφή της κόλασης και ίσως μάλιστα μια πιο συμπαγής. Βέβαια, η φεγγαρόλουστη πλατεία του σταθμού με το ρολόι της να λάμπει στο κέντρο του τριγώνου ήταν τώρα ειρηνική, καθώς είχε αποδεσμευτεί από κάθε δυναμικό γεγονός, ήταν μια γαλήνια ζώνη ανάμεσα σε κόλαση και κόλαση, όμως η φωτεινή διαφήμιση αντίκρυ στην κορυφή του έδειχνε την πυρακτωμένη κι απελπιστική είσοδο στην κόλαση και το ότι κάπου εκεί, περιτριγυρισμένο κατά κάποιον τρόπο από πόλη ήταν στημμένο το κρεβάτι της Μελίττας, ήταν σχεδόν ασύλληπτο. Αφήνοντας κατά μέρος κάθε λογής παππού έπρεπε τώρα να μπει στο σπίτι της και να την απαγάγει μέσα από τη ζεστασιά του ύπνου της! Όχι, δεν θα ανταποκριθεί στην επιθυμία της Χίλντεγκαρντ, δεν θα ακυρώσει την αγορά, αλλά αντίθετα θα σπεύσει να ασκήσει το δικαίωμα αγοράς που είχε. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει υπόψη του παράλογες επιθυμίες ή και απειλητικές προειδοποιήσεις. Το σπίτι των κυνηγών πρέπει να είναι πραγματικά η τελευταία χαρά της βαρώνης στα γηρατειά της, ενώ για τη Μελίττα θα βρεθεί κάποια άλλη ειρηνική μέση λύση. Τα πάντα είναι ζήτημα 253
δημιουργίας ενδιαμέσων ζωνών ανάμεσα στις διάφορες μορφές της κόλασης, και τίποτα περισσότερο. Το μπερδεμένο σκοτάδι άρχισε ξαφνικά να διαλύεται. Ο Α., χωρίς καπέλο, με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του έκοβε βόλτες πάνω κάτω κατά μήκος του δρόμου του κήπου, έριχνε κάπου-κάπου ένα βλέμμα στο σπίτι της βαρώνης, στο μπαλκόνι που δεν κοσμούσαν πλέον τα άνθη της αρμπαρόριζας, στα παράθυρα, πίσω από τα οποία δεν έφεγγε τώρα κάποιο φως - ακόμα και η Χίλντεγκαρντ πρέπει να είχε πέσει τώρα για ύπνο - και φαινόταν σαν να τα αποχαιρετά. Από κάποια μακρινή και άγνωστη ανατολή έπνεε τώρα μια απαλή αύρα, και συνένωνε κάθε τοπίο σε μια μεγάλη ενότητα, συνέδεε το τοπίο της εξοχής με εκείνο της πόλης κι αλάφρωνε την αναπνοή. Η ατέλειωτη πολυμορφία τού είναι φαινόταν να υπάγεται σε μια νέα ενότητα, σε μια αέρινη, χωρίς εντάσεις ενότητα, μια ψυχρή ελπίδα του φθινοπώρου κ(χθώς γινόταν αισθητό μέσα στη νύχτα. Ο Α., που κρύωνε λιγάκι, πήγε στο σπίτι απέναντι και άνοιξε την εξώπορτα* οι δουλειές της μέρας του είχαν τελειώσει, όμως χρειαζόταν τώρα κι ένα τυπικό τέλος. Και για το λόγο αυτό κάθησε στο γραφείο του, προκειμένου να γράψει μια δωρεά, με την οποία έκανε, με ορισμένες επιφυλάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες του δικαιώματος να κατοικεί και να διαθέτει τους χώρους του σπιτιού του σε τρίτους, τη βαρώνη ιδιοκτήτρια του παλιού σπιτιού των κυνηγών, και της έδινε επίσης το δικαίωμα να το αφήσει κληρονομιά σε όποιον αυτή ήθελε, με τον περιορισμό όμως στο δικαίωμά της να το πουλήσει, έτσι ώστε, μετά το θάνατό της, και εφόσον αυτός επισυνέβαινε πριν από εκείνον της γριάς Τσερλίνε, να μπορούσε αυτή να μένει για όσο ακόμα θα ζούσε στο σπίτι. Έτσι η Μελίττα δεν είχε καμιά σχέση με το σπίτι, κι αυτό δεν ήταν άσχημο* για λόγου της έπρεπε να φροντίσει με άλλον τρόπο, πράγμα που ήταν απλό και δεν χρειαζόταν να κάνει ειδικές σκέψεις. Έτσι λοιπόν περιορίστηκε στο να γράψει ένα ερωτικό γράμμα, στο οποίο σύγκρινε την αποψινή μοναχική του νύχτα με την τόσο διαφορετική χθεσινή και προσέβλεπε με χαρά στη με254
θαυριανή, όχι στην αυριανή - μιας και τα μεσάνυχτα είχαν εδώ και πολλή ώρα περάσει - νύχτα, κατά την οποία επρόκειτο να συναντηθούν πάνω στην πλατεία του πύργου. Ναι, αυτή δεν ήταν χωμένη μέσα στις δολοπλοκίες, όπως η δεσποσύνη, που κοιμόταν τώρα απέναντι και την οποία μπορούσε, μ' όλο του το δίκιο, να την αγνοήσει. Και μετά απ' αυτή τη διαπίστωση ξάπλωαι να ξεκουραστεί. Κι επειδή έπεσε τόσο αργά, άργησε να ξυπνήσει την άλλη μέρα. Σαν ξεπρόβαλε από το δωμάτιό του, η Τσερλίνε, με την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή, ασχολείτο κιόλας με την προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού* της είπε μια «καλημέρα», κι αυτή του έγνεψε να πάει κοντά της: «Φαίνεσαι πως σας χρειάζεται ακόμα ύπνος. Δυο νύχτες με μια κοπέλα και είσαστε κιόλας εκτός μάχης. Θα έπρεπε να ντίρεπόσαστε. Νέος άντρας!» Όμως όλα αυτά δεν φαίνονταν να είναι παρά καλόγνωμα αστεία* στην πραγματικότητα κοίταζε ανήσυχη και κακόκεφη. Και χωρίς να δώσει σημασία στην απάντησή του «Ναι, ναι, είμαστε, βλέπετε, μια αδύναμη γενιά», έκανε ένα νεύμα όλο σημασία στο διαμέρισμα μπροστά: «Τα ξέρει όλα» - «Φυσικά, είχα αρκετές ευκαιρίες χθες να το αντιληφθώ» - «Σας είχα πει να μην κάνετε τόσο θόρυβο* έστησε ξανά αφτί στην πόρτα σας». - «Μπορεί πάντως να έχει κανείς φαντασιώσεις και για πράγματα που δεν έχει ακούσει». - «Ναι, το ότι όμως αγοράσατε το σπίτι των κυνηγών και το ότι η κυρία βαρώνη μπορεί να μετακομίσει, αυτό δεν είναι φαντασίωση». «Αυτά όλα είναι σωστά... αλλά είναι άλλου παπά ευαγγέλιο». - «Όχι, του ίδιου». - «Α, έτσι! Γιατί αυτό; Μήπως δεν σας αρέσει το σπίτι των κυνηγών;» - «Μου αρέσει...» - «Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα;» - «Η Μελίττα δεν πρέπει να 'ρθει μαζί σας... θα την πάρετε κι αυτήν;» Μολονότι ο Α. ήταν αποφασισμένος να μη φέρει τη Μελίττα στο σπίτι των κυνηγών, αποφάσισε να αντιδράσει: «Αρχίζετε κι εσείς μ' αυτά τώρα, Τσερλίνε; Τί σας πέρασε από το μυαλό;» - «Έχετε το δικαίωμα να κοιμόσαστε μαζί της όποτε θέλετε κι όσο συχνά θέλετε κι όπου θέλετε ακόμα κι εδώ, όχι όμως στο σπίτι των κυνηγών». Τον Α. τον πιάσανε τα 255
γέλια: «Αυτές κι αν είναι κατηγορηματικές δηλώσεις!» ~ «Δεν υπάρχει τίποτα για γέλια... εγώ είμαι εδώ για να σας προφυλάξω». - «Κανένας δεν σας το ζήτησε. Τσερλίνε». «Για να σας προφυλάξω είμαι καλή... όμως χωρίς εμένα δεν θα είχατε ούτε το σπίτι των κυνηγών ούτε τη Μελίττα...» - «Μήπως το αμφισβήτησα αυτό ποτέ;» - «Η κοπελίτσα με έκανε να τη λυπηθώ, και γι' αυτό της επέτρεψα να μπει μέσα». - «Στοπ, σας άρεσε και τη συμπαθάτε* μου το είπατε εσείς η ίδια». - «Φυσικά και την συμπαθώ». - «Ε, λοιπόν, όλα είναι τότε μια χαρά...» - «Τίποτα δεν είναι μια χαρά... η Μελίττα δεν είναι καλύτερή μου, κι αν έρθει στο σπίτι των κυνηγών τότε θα πρέπει να υπηρετώ κι αυτήν... όμως δεν πρόκειται να δεχτώ διαταγές απ' αυτήν». - «Θεέ μου, η φτωχιά, μικρή Μελίττα και να δίνει διαταγές!» «Δεν θα 'πρεπε να το αποπειραθεί* αλλιώς θα της κόστιζε ακριβά». Ο Α. τρόμαξε από τη σχεδόν άγρια όψη της: «Μην είσαστε τόσο κακή μαζί της· δεν σας έκανε και τίποτα». - «Δεν ανέχομαι να γίνω υπηρέτριά της... θα ζήμιωνε, κι αυτό θα με λυπούσε, επειδή τη συμπαθώ...» - «Μα... Τσερλίνε, παρατραβάτε το σκοινί... δεν το καταλαβαίνετε;» Αυτή επανέλαβε πεισμωμένα: «Δεν της επιτρέπω να έρθει στο σπίτι των κυνηγών». - «Τί θα λέγατε, Τσερλίνε, αν ακύρωνα απλώς την αγορά; Θα δίναμε μεγάλη χαρά στη δεσποσύνη μας και σεις θα είσαστε σίγουρη, πως η Μελίττα δεν θα ερχόταν εκεί ποτέ». Τώρα όμως η Τσερλίνε αγρίεψε για τα καλά: ^<Α, ώστε σας τύλιξε κιόλας η Χίλντεγκαρντ, ε; Μην τολμήσετε! Μην τολμήσετε να κάνετε κάτι τέτοιο τώρα στην κυρία βαρώνη!» - «Ήταν μια απλή πρόταση, Τσερλίνε». Εκείνη ησύχασε κάπως: «Η κυρία βαρώνη χαίρεται πολύ γι' αυτό* θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα εκεί έξω... μαζί σας, κύριε Α.» - «Και πού θα περάσει τα Χριστούγεννα η Μελίττα;» Αυτή ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της: «Πάντως, όχι εκεί». Αυτό έκαμε το ποτήρι να ξεχειλίσει για τον Α.: «Ίσως να σας κάμω μια χριστουγεννιάτικη έκπληξη και να σας καλέσω στο γάμο μου». Η Τσερλίνε γύρισε απότομα και τον κοίταξε: «Μιλάτε σοβαρά;» - «Γιατί όχι; Ούτε και εγώ δέχομαι διαταγές, όπως κι 256
εσείς». Ένα παγωμένο βλέμμα τον κάρφωσε: «Για δες, για δες, η Χίλντεγκαρντ έχει λοιπόν δίκιο... πολύ ωραία». - «Φεύγω», είπε ο Α., «τα βαρέθηκα αυτά». - «Κι ο καφές σας; Θα φύγετε χωρίς το πρωινό σας;» - «Μάλιστα, χωρίς πρωινό». Ένα κακό και κοροϊδευτικό χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό της* κατόπιν γύρισε ξανά στις κατσαρόλες της. Γρήγορα ξέχασε το θυμό του, και μάλιστα τον ξέχασε τόσο πιο γρήγορα, όσο στη λίγη μέρα που του απέμενε ακόμα έπρεπε να διεκπεραιώσει ένα σωρό υποθέσεις του: πήγε στο δημαρχείο για να κάνει χρήση του δικαιώματος προαγοράς που είχε στο σπίτι των κυνηγών, τακτοποίησε αμέσως και το θέμα της πληρωμής, πράγμα που του φάνηκε πως ήταν αρκετά λογικό αν λάβει κανείς υπόψη του τις φήμες που πλήθαιναν σχετικά με τη σταθεροποίηση του νομίσματος, κι από ένα τέτοιο βήμα κανενός είδους γυναικοκουβέντες δεν θα μπορούσαν να τον είχαν εμποδίσει* κατόπιν πήγε στο γραφείο του, όπου είπε να του καθαρογράψουν το σχέδιο του εγγράφου δωρεάς που είχε κάνει και τέλος επισκέφτηκε το δικηγόρο του, αφενός γιά να τον συμβουλευτεί για έναν κατά το δυνατόν λιγότερο επιβαρυμένο με φόρους και τέλη τρόπο δωρεάς και αφετέρου για να κατοχυρώσει με κάθε δυνατό νομικό τρόπο το οικονομικό μέλλον της Μελίττας, στη διάθεση της οποίας έθεσε ένα μεγάλο ποσόν χρημάτων σε ξένο νόμισμα, που θα το εδικαιούτο και σε περίπτωση που δεν θα την παντρευόταν. Ό ταν, ύστερα από όλα αυτά, βρέθηκε ξανά στο δρόμο ήταν απολύτως ευχαριστημένος με τον εαυτό του: είχε φροντίσει για όλους με τον καλύτερο τρόπο κι αν τώρα εξαφανιζόταν, δίχως να το πει σε κανέναν από την πόλη, θα ήταν μια πολύ εντάξει αναχώρηση, η αναχώρηση ενός ευγενούς. Και τι άλλο να έκανε εδώ; Οι αγορές ακινήτων δεν ήταν παρά μια δουλειά αμηχανίας, προκειμένου να νομιμοποιήσει την εδώ παραμονή του, κι αν το νόμισμα εσταθεροποιείτο, τότε και η δουλειά αυτή θα έπαιρνε τέλος. Και η Μελίττα; Όσο κι αν την ποθούσε στο σπίτι του, στο κρεβάτι, εδώ, στη μέ(Τί) του εμπορικού αυτού δρόμου, η σκέψη πως αύριο θα 257
συναντιόντουσαν μαζί πάνω στην πλατεία του πύργου, του προξενούσε σχεδόν δυσαρέσκεια. Θα την αναγνωρίσει άραγε στην αστική της φορεσιά; Και δεν θα κάθονται αμήχανοι ο ένας απέναντι στον άλλο σαν παιδιά από δυο διαφορετικούς κόσμους, χωρίς γέφυρα που να τους ενώνει; Και μετά απ' αυτό; Σαν ερωτικό ζευγάρι σε κάποιο εστιατόριο, σαν ερωτικό ζευγάρι σε κάποιον κινημαγράφο; Και στο τέλος, μια και δεν ήθελε πλέον να την ξαναπάρει μαζί του στο σπίτι του, σαν ερωτικό ζευγάρι σε κάποιο ξενοδοχείο; Η μοναδική αξιοπρεπής λύση ήταν να φύγουνε μαζί από την πόλη, όμως αυτή συναντούσε εμπόδιο στον θρυλικό παππού της* μια αγάπη χωρίς αξιοπρέπεια ήταν αυτό, και ήταν καταθλιπτικό. Όμως ενώ σκεφτόταν, παρατήρησε πως βάδιζε στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης, όπου σκόπευε να την φέρει αύ^ιο. Μια πρόβα τζενεράλε, σκέφτηκε. Και πράγματι έγινε μια θαυμάσια γενική πρόβα με πέντε πιάτα, που τον έκανε να ξεχάσει ολωσδιόλου τη Μελίττα και αφού μετά τον καφέ και το κονιάκ πήγε και στον κινηματογράφο, ανακάλυψε πως μια ιδωμένη στην οθόνη ερωτική ιστορία ήταν με απόσταση πολύ πιο όμορφη από μια βιωμένη. Στο τέλος του έργου η μητέρα έδωσε την ευχή της στη νέα της νύφη, εναντίον της οποίας επί δύο ώρες προέβαλε αντίσταση η ευχή της μάνας, μάλιστα, αυτό ήταν το σημαντικό. Με αυτόν τον τρόπο η βραδινή ή, σωστότερα, η νυχτερινή επιστροφή στο σπίτι ήταν για τον Α. πολύ πιο ευχάριστη από την πρωινή του έξοδο από αυτό. Από τα δέντρα του κήπου φύσαγε ένας φθινοπωριάτικος αέρας, ο πόθος είχε υφανθεί με τη σκληρότητα, η απαλότητα με την επιθυμία, η χαλάρωση με την αυστηρότητα, το αβαρές μέσα στη βαρύτητα κι όλα αυτά ήσαν καλά. Μόνο το γεγονός ότι τα φώτα πάνω στο σαλόνι ήσαν ακόμη ανοιχτά δεν του άρεσε* όποιος κι αν ήταν ακόμη ξύπνιος - πιθανόν η Χίλντεγκαρντ - είχε αρκετά συνομιλήσει με όλες τους χθες και δεν είχε όρεξη για άλλες κουβέντες, είχε αποχτήσει το δικαίωμα να πάει κατευθείαν στο κρεβάτι του για έναν ήσυχο ύπνο. Όμως, όλα αυτά αποδείχτηκαν ανώφελα. Δεν είχε προ258
λάβει να ξεκλειδο)σει και να 'σου φάνηκε η Χίλντεγκαρντ στην πόρτα του σαλονιού: «Ελάτε», είπε μονολεκτικά, και δεν μπορούσε παρά να την ακολουθήσει. Έδειξε τις πολυθρόνες κοντά στη θερμάστρα κι αφού αυτός κάθησε απέναντι της, τον ρώτησε: «Ήσαστε στην αγαπητηκιά σας;» Σκέφτηκε για μια στιγμή, και μολονότι η ερώτηση τον εξόργιζε, θύμωνε ακόμα περισσότερο που δεν μπορούσε τώρα να ξαναβρεί τη χαμένη νοσταλγία του για τη Μελίττα, το χαμένο του πόθο, σαν να επρόκειτο για μια πρόωρη νοσταλγία, έναν πρόωρο πόθο, μια πρόωρη δίψα: «Την έψαξα, αλλά δεν τη βρήκα», απάντησε αυτός λέγοντας την αλήθεια. Αυτό φάνηκε να της προξενεί ευθυμία. Το σαγηνευτικό της χαμόγελο εμφανίστηκε για μια στιγμή, για να εξαφανιστεί αμέσως κατόπιν. Μια παράξενα προσεκτική ένταση κυριαρχούσε στο πρόσωπό της, μια συγκέντρωση όλων της των νεύρων, και κάτι που ήταν ακόμα πιο παράδοξο: είχε πιεί. Στο κυλιόμενο τραπεζάκι σερβιρίσματος δίπλα της ήταν το κονιάκ, από το οποίο πριν από λίγο καιρό είχε φέρει στη βαρώνη δυο μπουκάλες, κατά κάποιον τρόπο ως έκφραση σεβασμού απέναντι στο σύζυγό της, που συνήθιζε, όπως έλεγε εκείνη κάνοντας κάποια αναφορά, εν μέρει με θαυμασμό κι εν μέρει απολογούμενη, κατά το αγγλικόν ήθος, να κλείνει την ημέρα του μ' ένα ποτηράκι κονιάκ. Αντίθετα η Χίλντεγκαρντ δεν είχε πιεί ένα μονάχα ποτηράκι κονιάκ, αλλά χωρίς αμφιβολία κάμποσα απ' αυτά* πάνω από το ένα τρίτο της μπουκάλας ήταν αδειανό. Γιατί είχε πιεί ξαφνικά, αυτή που δύσκολα έπινε μια σταγόνα κρασί; Από τα δυο κρυστάλλινα ποτηράκια δίπλα στην μπουκάλα το ένα είχε ακόμα λιγάκι ποτό και σαν αρχάρια εκείνη το ξαναγέμισε, χωρίς προηγουμένως να το αδειάσει* κατόπιν γέμισε και το δεύτερο ποτηράκι και του το έδωσε: «Θα πιείτε, ασφαλώς, λίγο κονιάκ... είχα εξαιτίας σας μια δύσκολη μέρα και δεν μπορώ να μείνω μόνη* έχετε συνεπώς υποχρέωση να μου κάνετε συντροφιά». «Κι εγώ φταίω για τη δύσκολη μέρα σας;» 259
«Ασφαλώς* αλλά δεν έχω διάθεση να συνεχίσω τη χθεσινή μας συζήτηση... δεν θέλω καν να σας ρωτήσω για τις αποφάσεις, που ενδεχομένως πήρατε σχετικά με το σπίτι των κυνηγών». «Εγώ...». «Πάψτε, αν δεν θέλετε να με σκοτώσετε... πρόκειται ασφαλώς για σπίτι δολοφόνων, αυτό που θέλετε να πάτε την μητέρα μου, αυτό όμως δεν πρέπει να μπείτε στον κόπο να το αποδείξετε και σε μένα...» «Μα, αξιότιμη δεσποινίς...» «Επιθυμία μου είναι να με σκέπτεστε εκεί* ειδικά όταν θ' αρχίσουν να σας επισκέπτονται τα φαντάσματα, τότε πρέπει να με σκέπτεστε... καταλαβαίνετε πως δεν θέλω ν' αφήσω τη μητέρα μου να έρθει σ' ένα σπίτι δολοφόνων και φαντασμάτων;» Είναι μεθυσμένη, σκέφτηκε ο Α., πιο πολύ κι από όσο είχα φανταστεί, και της είπε: «Εάν εξακολουθήσετε να πίνετε το δυνατό κονιάκ, θ' αρχίσετε να βλέπετε ακόμα κι εδώ φαντάσματα* δεν θα χρειάζεστε για κάτι τέτοιο το σπίτι των κυνηγών». «Καλύτερα να μην μιλάτε για το σπίτι των κυνηγών... είναι ένα σπίτι δολοφόνων, ένα σπίτι φαντασμάτων, δεν θέλω ν' ακούσω τίποτα γι' αυτό». Έκανε μια κίνηση άρνησης με το χέρι που άφησε το μανίκι τού κιμονό της να πέσει πίσω στο βραχίονά της· αυτός ήταν λευκός και καλοσχηματισμένος, το χέρι που έλεγε όχι ήταν άψογο στη λεπτότητά του κι ασφαλούς και τα πόδια της - μέσα στα ασημένια πασουμάκια της - δεν θα ήσαν λιγότερο άψογα στην κατασκευή τους. Ήταν καλοφτιαγμένη και όμορφη, και μολοντούτο γεροντοκορίστικη, κι ακόμα και η ένταση που την περιέβαλε είχε κάτι το βαθειά μη νεανικό. Το ίδιο μη νεανική ήταν τώρα η απροσδόκητη και ξαφνική πρόσκλησή της: «Σας επιτρέπω όμως να με φλερτάρετε». Δύσκολη η θέση του, σκέφτηκε ο Α., πολύ δύσκολη, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο* ωστόσο έπρεπα να της πει την αλήθεια: 260
«Πώς να σας φλερτάρω τη στιγμή που για μένα είστε πολύ πιο ωραία απ' όσο θα μπορούσα, θα μού επέτρεπα να σας αγαπήσω; Υπάρχουν κίνδυνοι που δεν θα τολμούσα να αντιμετωπίσω». «Έκτακτα, όχι αγάπη... είμαι σύμφωνη, απολύτως σύμφωνη. Όμως τι γίνεται ^^ε την επιθυμία; Μήπως είμαι υπερβολικά ωραία και γι' αυτήν;» Με μισόκλειστο βλέμμα, το βλέμμα μιας μεθυσμένης, τον κοίταξε* παρ' όλα αυτά το βλέμμα που ξεπρόβαλε από τα βλέφαρά της είχε μια ξεμέθυστη ψυχράδα, ενώ η φωνή της δεν είχε χάσει τίποτα από τη συνηθισμένη της ενδιαφερόμενη-αδιάφορη στέγνα. Έκανα λάθος, συλλογίστηκε ο Α., δεν είναι μεθυσμένη, όχι, ανήκει σ' αυτούς που δεν μπορούν να μεθύσουν, ακόμα κι αν το θέλουν πολύ, κι αντ' αυτού νιώθουν απότομα ναυτία. Ας ελπίσουμε πως δεν θα της έρθει τώρα ναυτία. Άφησε το ποτήρι του: «Δεν μπορώ να το πιστέψω* δεν πιστεύω πως θέλετε να σας επιθυμούν». «Κι όμως... το μόνο που δεν θέλω, είναι να μ' αγαπούν». Με μια μικρή κίνηση άφησε το κιμονό της - ήταν γκριζοπράσινο - να ανοίξει λιγάκι και να φανούν οι άκρες του νυχτικού της· όλα έμοιαζαν μ' ένα πολύ γνωστό παιχνίδι, πολλώ μάλλον που οι κινήσεις της γίνονταν με μια παράξενα αργή απρέπεια. «Ασφαλώς, δεν θέλετε να σας αγαπούν. Κι απ' τον πολύ φόβο σας μπροστά της σκοτώνετε και την επιθυμία. Φοβάστε να διακινδυνεύσετε ο,τιδήποτε». «Την σκοτώνω; Την σκοτώνω...» - την πήραν τα γέλια «την σκοτώνω, τον σκοτώνω... μπορούμε να το τροποποιήσουμε κι άλλο... τον σκοτώνουμε, το σκοτώνουμε... μου φαίνεται πως πρόκειται για δολοφονία... η μομφή τού φόνου επιστρέφει λοιπόν σ' εμένα;» «Φυσικά και είναι φόνος. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μια ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Κι αν υποθέσει κανείς πως θα σας αναγνωρίσουν κι ελαφρυντικά». «Έχετε άδικο, δεν χρειάζομαι τα ελαφρυντικά-σας, όχι, (^^^ν τα χρειάζομαι καθόλου... η επιθυμία ακολουθεί τα ίχνη 261
του αίματος, κι ο φόνος αυξάνει την επιθυμία... και μάλιστα σκοτώνουμε την επιθυμία μας για να γίνει μεγαλύτερη». Με μια μονάχα γουλιά άδειασε το ποτήρι της. Μια αιμοχαρής αμαζώνα είναι, συλλογίστηκε ο Α., θέλω να πάω να κοιμηθώ τώρα* είμαι κατάκοπος. Ωστόσο είπε: «Μόλις τώρα δα μιλήσατε γεμάτη βδελυγμία για το σπίτι των δολοφόνων...» «Δεν θέλω να ξανακούσω λέξη για το σπίτι». Έχωσε τα χέρια της μέσα στα πυκνά μαόνινα μαλλιά της και βούλωσε τ' αυτιά της* τα μανίκια του κιμονό τραβήχτηκαν πίσω στους βραχίονές της. Τι ανείπωτη προσπάθεια είναι η επιθυμία, όταν αφήνεται στη συνείδηση, ω, τι τρομαχτική προσπάθεια είναι η επαναφορά του μη-όντος στο ον, που ο άνθρωπος πρέπει συνέχεια να αναζητεί, αν θέλει ν' αναπνέει! Και ο Α. είπε: «Δεν θέλετε να επιτρέψετε στην αγάπη να υπάρχει, αν όμως μου επιτρεπόταν να σας αγαπήσω, αν το επιτρέπατε εσείς, όπως και η μοίρα, κι εγώ ο ίδιος, τότε θα περπατούσα μαζί σας χέρι με χέρι το δρόμο απ' το ον στο μη-ον και ξανά πίσω στο ον...» «Στους πεθαμένους και ξανά πίσω;» «Μπορεί κι έτσι», συγκατένευσε αυτός, μολονότι το εννοούσε διαφορετικά. «Χέρι με χέρι μαζί σας στο βασίλειο των νεκρών», γέλασε εκείνη, «κι όταν ξαναγυρίσουμε στον κόσμο, τότε η επιθυμία δεν θα σταματήσει ποτέ πια... θα κάνουμε λοιπόν αυτή τη συμφωνία; Μου το υπόσχεστε πως όλα θα γίνουν έτσι;» « Όχι, όχι, δεν σας το υπόσχομαι, θα το διακινδυνεύσουμε». Το πρόσωπό της σοβάρεψε: «Έναν ηγέτη-οδηγό στο βασίλειο των νεκρών, έναν ηγέτη-οδηγό στο μη ον για να φθάσουμε στο ον, αυτό είναι εκείνο που χρειαζόμαστε όλοι... βέβαια» - τον κοίταξε μ' ένα ψυχρό υπολογιστικό βλέμμα «εσείς δεν είστε τέτοιου είδους ηγέτης-οδηγός». «Κι ούτε θα ήθελα να είμαι* είμαι άτολμος στις αποφάσεις μου και άτολμος στη μοίρα μου». 262
«Τότε γιατί μιλάτε για το ον στο μη-ον; Μήπως δεν ξέρετε πως πρόκειται για όλεθρο, φόνο και αυτοκτονία;» «Ίσως να το ξέρω, αλλά δεν θέλω να το ξέρω». Κάτι παγερό του διαπέρασε την καρδιά και ήταν φριχτό. Το μακάβριο της δημιουργούσε προφανώς ευθυμία: «Ένας ηγέτηςοδηγός παρά τη θέλησή του λοιπόν και /αυΐ© άο ιηίουχ*;» Ή μακάβρια έντασή της μεταδόθηκε και σ' αυτόν: «Μη με ρωτάτε πολλά». «Και παρ' όλα αυτά χέρι με χέρι;» Πολύ προσεκτικά και αργά, ψηλαφώντας τον αέρα με τ' ακροδάχτυλά της, τον πλησίασε το χέρι της. Και σαν τον άγγιξε, αυτός φίλησε τα λεπτά της ακροδάχτυλα. Αυτή του παρέδωσε το χέρι της, έτσι άβουλο, χωρίς μύες και κόκαλα, ένα πανάλαφρο, ενδοτικό πραγματάκι σαν πεταλούδα που μπορούσε να το διπλώσει, να το κλείσει και να το στριφογυρίσει όπως ήθελε για να το φιλήσει απ' όλες του τις πλευρές· το έκανε αργά-αργά, το φιλούσε σε κάθε του εκατοστό, ενώ τα χείλη του, που στο τέλος κόλλησαν πάνω στην παλάμη της, ένιωθαν τον πυρετό της: το δέρμα της έκαιγε και παρ' όλα αυτά ήταν ψυχρό, απλωμένο πάνω από ένα ψυχρό - νηφάλιο μη-ον, που διαπερνούσε εν τούτοις ο πυρετός· ποθώντας ζεστασιά, ποθώντας κάτι ανθρώπινο χάιδεψε τον παγωμένο της βραχίονα ως πάνω στη σχεδόν χωρίς χνούδι μασχάλη της, και ακόμα κι εκεί ήταν παγωμένη. «Κοντά», την παρακάλεσε, «πιο κοντά», και αντί απαντήσεως αυτή του έδωσε και το δεύτερο χέρι της κι αυτός τα κρατούσε τώρα και τα δύο σαν κάποιος που κοιμάται μέσα στο τρένο, με τους αγκώνες του στα γόνατα και τις γροθιές του κάτω από το σαγόνι. Έτσι κάθησαν αρκετή ώρα, ώστε το άχρονο άρχισε να κυλάει στο χρόνο και ο χρόνος στο άχρονο, χωρίς αυτοί να το ξέρουν πια. Η πυρετώδης ένταση του κορμιού της και της ψυχής της στάλαζε σιγά-σιγά μέσα του, και υπήρχε ένα κοινό τρέμουλο, δίχως ίχνος αγάπης, δίχως κάποια επιθυμία, κι ωστόσο δυνατό. ελλεί\|)ει καλυτέρου 263
που γινόταν ολοένα και πιο δυνατό και τον κυρίευε, τον κυρίευε όλο και πιο πολύ, ώσπου εκτός από αυτό σε λίγο δεν ένιωθε τίποτα άλλο, ούτε καν το πώς τα σκληρά της μυτερά νύχια χώνονταν μέσα στο πρόσωπό του. Ο πόνος δεν τον έπιασε σιγά-σιγά* τον ένιωσε ξαφνικά, διαπεραστικό και αναπόφευκτο, μιας και τα χέρια της τον ακολουθούσαν σ' όλες του τις κινήσεις. «Στέφανος εξ ακανθών», γέλασε εκείνη. «Στέφανος εξ ακανθών», και τότε μόνο χαλάρωσε την πίεση, όταν άρχισαν να τρέχουν οι πρώτες σταγόνες αίματος πάνω στα μάγουλά του* σχεδόν τρυφερά και γλύφοντας λιγάκι του φίλησε το μικρό ποταμάκι τού αίματος, και όταν οι σταγόνες σταμάτησαν αυτή παραπονέθηκε με την πιο τρυφερή της θλίψη: «Δεν τρέχει άλλο αίμα». Κατόπιν άνοιξε το κιμονό της και έφερε το κεφάλι του, έτσι όπως ήταν γονατισμένος μπροστά της, στο στήθος της, άφησε το τρέμουλό του να καταλαγιάσει πάνω στο δικό της, δίχως ίχνος αγάπης, δίχως κάποιαν επιθυμία και οι δυο τους, τρέμοντας και οι δυο μέσα στην ψύχρα του φθινοπωριάτικου αέρα, που έμπαινε μέσα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα κι έκανε την απέναντι τζαμωτή πόρτα που οδηγούσε στο χωλ να χτυπάει απαλά. «Κρυο)νω» είπε αυτή στο τέλος, «έλα». Και τον έσυρε στο σκοτεινό της υπνοδωμάτιο. Στο λιγοστό φως του δρόμου που έμπαινε από τις κουρτίνες την είδε ν' αφήνει το κιμονό της να πέφτει, να βγάζει το κομπιναιζόν της και να πέφτει τελείως γυμνή στο κρεβάτι, καθώς όμως αυτός πήγε να καθήσει στο άκρο του, αυτή έκανε μια ανυπόμονη και νευρική χειρονομία: «Όχι έτσι, όχι έτσι... έλα στο κρεβάτι». Είναι εύκολο να γδυθείς όταν σε περιμένει η αγάπη, δυσκολότερο όμως όταν περιμένεις την αγάπη, και πιο δύσκολο απ' όλα όταν δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο* αυτά συλλογιζόταν ενώ σ' έναν γελοίο, βιαστικό αγώνα προσπαθούσε ν' απαλλαχθεί από τα ρούχα του, ενός αγώνα που όλοι είχαν διεξαγάγει με επιτυχία και κανένας με αξιοπρέπεια, η αντρική αναξιοπρέπεια αυτή καθαυτή, το νικηφόρο προηγούμενο της ήττας, που πρέπει βιαστικά να 264
ξεχαστεί, και που ξέχασε και αυτός, καθώς μέσα στο κρεβάτι τώρα πέρασε γύρω της τα χέρια του. «Αχ, έχετε την καλοσύνη να με σκεπάσετε, σας παρακαλώ», κλαψούρισε εκείνη, «κρυώνω» - «Τι ψυχροί καλοί τρόποι», είπε αυτός προσπαθώντας, παρ' όλη την κατάπληξη του, να το πάρει στα αστεία. Εκείνη όμως παρέμενε σοβαρή: «Κρυώνω πραγματικά* έπρεπε να το είχατε καταλάβει». Φυσικά και το είχε καταλάβει* την ένιωθε ακόμα πιο παγωμένη από πριν. «Σας παρακαλώ κρατείστε με δυνατά στα χέρια σας και τραβείξτε την κουβέρτα πάνω από τους ώμους μου». Παρ' όλη την ευλυγισία του σώματός της, αυτό παρέμενε σαν ένα μπαστούνι καθώς τώρα σφιγγόταν στο δικό του κι έτσι κάθονταν και οι δυο ξαπλωμένοι, μια λεπτή, σκληρή, παρθένα ένωση, ακίνητη κι ασυγκίνητη. Κι όσο περισσότερο κοίταζαν τώρα στο ταβάνι, τις λεπτές λωρίδες που προέρχονταν από το φωτισμό του δρόμου μέσα από τις κουρτίνες, τόσο περισσότερο το δωμάτιο διασπειρόταν στο πολυδιάστατο και φαινόταν να αιωρείται. Τότε άρχισαν να αιωρούνται κι αυτοί, απορροφημένοι από τον μη-χώρο, και όπως ακριβώς σ' αυτόν οι ψυχές των πεθαμένων, πέρα από κάθε μεταξύ τους κοινότητα, αιωρούνται δίπλα και μέσα η μια στην άλλη, χωρίς ωστόσο να εγγίζονται, έτσι ακριβώς συνέβαινε τώρα και μ' αυτούς. Μήπως είχε κάνει κιόλας την παρουσία του το μη-είναι, δυσδιάκριτο ακόμα μέσα στην αχλύ απόμακρων οριζόντων, και μολοντούτο εδώ, ένα άμεσο δέλεαρ και μια άμεση απειλή; Το χέρι της γλίστρησε αργά από την κουβέρτα πάνω στο κεφάλι του, στο μέτωπό του, και, χαϊδεύοντάς τον σχεδόν, πάνω από τα μάγουλά του: «Εδώ ήταν το αίμα», μουρμούρισε σαν να μιλούσε μόνη της, «τώρα πάει πια». Έτσι κάθονταν ξανά σιωπηλοί, προσέχοντας το ταβάνι, ακούγοντας τους μακρινούς θορύβους, ακούγοντας τη γη, και παντού διέκριναν το ίδιο πράγμα, αφού όλα τα πράγματα αλληλοεπιχωρούσαν κι όλα ήσαν μεταξύ τους ανταλλάξιμα. Μετά από λίγο αυτή είπε: «Το κρύο υποχωρεί». Και πράγματι την ένιωθε τώρα λιγάκι πιο ζεστή. Όμως δεν έκανε ακόμα καμιά κίνηση* απλώς ηρεμούσαν 265
και σχεδόν νύσταζαν, ενώ λίγο έλλειψε να τον πάρει εκείνον ο ύπνος,,έτσι καθώς τον βάρυνε στα κόκαλά του η κούραση αυτής της μέρας και το άφθονο οινόπνευμα στο κεφάλι του. Αλλά ξαφνικά εκείνη έσπασε τη γαλήνη: «Τώρα μπορείτε να με πάρετε». Αν είναι δυνατόν! αποκρίθηκε κάτι μέσα του και το ότι δεν το είπε φωναχτά, πράγμα βέβαια που θα ήταν και το μόνο σωστό να κάμει, έγκειτο στον υψηλόφρονα τρόμο τού γενετήσιου ενστίκτου, που ακόμα και μέσα στο κρύο, ακόμα και στην ξεδιαντροπιά, ακόμα και στο κωμικό, ακόμα και στο αλλόκοτο - και όλα τούτα συμπεριέχονταν στην ψύχραιμη προτροπή της Χίλντεγκαρντ - προξενεί στον άνθρωπο ανατριχίλα και του παίρνει τη φωνή. Ωστόσο δεν μπορούσε να ξεφύγει* ήταν σαγηνεμένος από τη δύναμη αυτού τού περίεργα κρυμμένου ανέραστου ερωτισμού* παρέμενε σιωπηλός, σχεδόν παράλυτος. Τότε αυτή επανέλαβε: «Τώρα μπορείτε να με πάρετε». - «Όχι δίχως αγάπη», κατάφερε να της απαντήσει. «Εάν με πάρετε», και διόρθωσε, «εάν καταφέρετε να με πάρετε σας υπόσχομαι την πιο βαθειά ηδονή που δέχθηκε ποτέ ένας άντρας από μια γυναίκα». Αυτό τον κέντρισε* στράφηκε στο μέρος της και αναζήτησε τα χείλη της. «Όχι έτσι, αυτό είναι αγάπη». Σαν μέσα από μια άβυσσο αναδύθηκε εντός του η θύμιση της ψυχρής της ομορφιάς και τον ερέθισε: «Θέλω την αναπνοή σου, θέλω το στόμα σου, το στόμα σου». - «Αργότερα. Δεν καταλαβαίνετε λοιπόν πως πρέπει να με βιάσετε;» Δεν άκουγε πλέον τη διαταγή της, δεν ήθελε να την ακούσει κι ωστόσο ετοιμαζόταν να την εκτελέσει. Σφίγγοντας με τα δυο του χέρια το κεφάλι της, έψαχνε να βρει το στόμα της, όμως κάθε φορά που της πλησίαζε τα χείλη, αυτή κατάφερνε να γυρίσει αλλού το κεφάλι της ή να τον δαγκώσει ώσπου να πονέσει, στα μάγουλά του, στη μύτη του, όπου τελοσπάντων μπορούσε, φαινομενικά όπου μπορούσε και συνάμα με σκόπιμη πανουργία. Αυτός την άφησε και προσπάθησε να φιλήσει το στήθος της, τις μασχάλες της, την κοιλιά της, αυτή τον τραβούσε από το στήθος, τις μασχάλες, την κοιλιά της, έστριβε σαν φίδι, του ξέφευγε με αστραπιαία επιδεξιότητα, συνεχίζοντας παρ' 266
όλα αυτά να τον προκαλεί ακατάπαυστα στο λαχάνιασμα της: «Βιάστε με, βιάστε με». Και τότε του φάνηκε σαν, πέρα από κάθε ηδονή και από κάθε υπόσχεση ηδονής, μόνο η υπερβολική συγκέντρωση της προσοχής του σ' αυτή τη γυναίκα, σ' αυτή μόνο τη γυναίκα, θα μπορούσε να του φέρει τη νίκη, πως εκτός απ' αυτήν δεν θα μπορούσε πλέον να γνωρίσει καμιάν άλλη, στο εξής και για πάντα, πως έπρεπε να ξεφουλκίσει από το είναι του το εγώ του για να κερδίσει τρ δικό της και όλη του η δύναμη συγκεντρώθηκε σε μια μονάχα κραυγή, βραχνή από ένταση: «Σ' αγαπώ!» - «Σώπασε», αναστέξανε αυτή σ' απάντησή του, «πρέπει να με βιάσεις». Όμως ήδη το ξανααποχτημένο εσύ τού φάνηκε σαν νίκη* και, πεσμένος πάνω της, τα δάχτυλά του συσπασμένα στο λαρύγγι της, το ένα γόνατο να πιέζει ανάμεσα στα δικά της, νόμισε πως την είχε καταβάλει. Μόνο που, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, την άγρια εκείνη στιγμή της παραλίγο νίκης, τον έπιασε κρύος ιδρώτας, και, θέλεις επειδή η ταραχή και η ένταση, στην οποία εκείνη τον είχε σπρώξει, παραήταν μεγάλη γι' αυτόν, θέλεις επειδή ο αγώνας για την ύπαρξη στο ανύπαρκτο παραείχε κρατήσει πολύ, ξαφνικά χάθηκαν όλα. Έπεσε ανάσκελα: «Δεν μπορώ άλλο». «Δεν μπορείς άλλο;» Από το προηγούμενό της λαχάνιασμα δεν φαινόταν να έχει απομείνει τίποτα* ήταν όλη μια ψυχρή περιέργεια. «Δεν μπορώ άλλο». Με κάποια συμπόνοια, κι ωστόσο μ' έναν αναμφισβήτητα χαιρέκακο τόνο τον ρώτησε: «Έχεις προσβληθεί;» «Δεν ξέρω. Όλα έσβησαν». Ένα μικρό γέλιο φάνηκε στο πρόσωπό της: «Το μη-ον; Στο βασίλειο των νεκρών;» «Ίσως». «Τι σκέφτεσαι; Ποιές σκέψεις κάνει κάποιος, όταν έχει πεθάνει;» «Δεν ξέρω...» Τον πλησίασε προσεκτικά και βεβαιώθηκε για την ανικανότητά του: «Σκέφτεσαι εμένα;» 267
«Κι εσένα, αλλά και το σπίτι, και τη μητέρα σου...» «Μ' αγαπάς;» Και πάλι ακούστηκε χαιρέκακα, μια νικηφόρα χαιρεκακία, ακριβώς επειδή του το ψιθύρισε με τρυφερότητα. «Ναι, σ' αγαπώ* σ' αγαπώ ατέλειωτα, αλλά δεν μπορώ άλλο». Και τότε ακούστηκε ένα τραχύ βογγητό απ' τον λαιμό της, μια αληθινά βραχνή φωνή θριάμβου: «Ωωω, ωωω, δεν μπορείς άλλο, δεν μπορείς άλλο! Ωωω. Σε σκότωσα εγώ. Ω, δεν το ξέρεις; Σε σκότωσα. Δεν θα μπορέσεις ποτέ πλέον, ακόμα και με την πιο όμορφη γυναίκα δεν θα είσαι πια ικανός* καμιά γυναίκα δεν θα καταφέρει ποτέ να σου ξαναδώσει τη δύναμή σου, και πάντοτε, πάντοτε θα σκέφτεσαι εμένα, εμένα που στην πήρα!» Ήταν οι πανηγυρισμοί της νίκης και ήταν η ηδονή, το απόλυτα κτηνώδες, μια πέρα για πέρα κτηνώδης ηδονή. Έκανε μιαν αμήχανη κίνηση φυγής, αμήχανη: τον κρατούσε ακίνητο, ενώ τα δόντια της είχαν βυθιστεί μέσα στους ώμους του, ώσπου έτρεξε αίμα* κάθε του κίνηση αύξαινε τον τρελό του πόνο. Στο μεταξύ εκείνη, όταν αντιλήφθηκε πως αυτός υποτάχθηκε και παραιτήθηκε, αποκοιμήθηκε, αποικοιμήθηκε εντελώς ξαφνικά. Στον ύπνο της χαλάρωσε το δάγκωμά της και του έδωσε τη δυνατότητα να τη βγάλει από πάνω του χωρίς βία* οι πόνοι σίγασαν και πριν να το καταλάβει τον είχε πάρει κιόλας ο ύπνος. Μετά από ελάχιστο, προφανώς, χρονικό διάστημα - ακόμα ήταν βαθειά νύχτα - ξύπνησε, ίσως γιατί ένιωσε ξανά τον πόνο από το δάγκωμα, ίσως γιατί το γυναικείο σώμα δίπλα του καθώς ανέπνεε, προς ευχάριστη έκπληξή του, τον ξαναγέμισε με πόθο. Επειδή όμως την αγκάλιασε με αγάπη, δεν βρήκε καμιά ανταπόκριση, ούτε θετική ούτε αρνητική: εκείνη κοιμόταν σαν κούτσουρο, όχι, σαν πέτρα, σαν να ήταν νεκρή, και του φάνηκε πως ανέπνεε μόνο με το δέρμα κι όχι με τους πνεύμονες* είτε αυτό που ένιωθε ήταν πόθος που αγαπά, είτε-ήταν αγάπη που ποθεί, έσβησε μέσα στην ανίερη σκέψη πως εδώ πρόκειται για βεβήλωση ενός πτώματος. Κατάλαβε το άκαρπο 268
των προσπαθειών του. Και μαζεύοντας τα πράγματα του, τα παπούτσια στο χέρι του και τα ρούχα ριγμένα στο βραχίονα του, γλίστρησε μέσα από το χωλ στο δωμάτιο του, όπου κι ο ίδιος θα μπορούσε επιτέλους να κοιμηθεί ως το πρωί σαν ένα κούτσουρο, σαν πέτρα, σαν νεκρός. Το πρωί, και μάλλον υπερβολικά νωρίς αν λάβαινε κανείς υπόψη την ανάγκη που είχε ακόμα να κοιμηθεί, τον ξύπνησε κάποιο χτύπημα στην πόρτα. Ήταν η Τσερλίνε: «Σήμερα δεν θα μου ξεφύγετε πάλι χωρίς καφέ, κύριε Α.», είπε πολύ ευγενικά, σαν να μην είχαν ψυχρανθεί, ποτέ, και του έβαλε το δίσκο με το πρωινό του κάτω από τη μύτη του . Και μετά πρόσθεσε με την ίδια καλή διάθεση: «Μια πολύ, πολύ όμορφη ημέρα σήμερα». Εντάξει λοιπόν, καλύτερα φίλοι παρά μουτρωμένοι. Όμως όταν ντύθηκε, ακούστηκε από μπροστά, στο σαλόνι, μια φωνή, μια φωνή από το στόμα της Τσερλίνε και αμέσως κατόπιν όρμησε μέσα και ρίχτηκε κλαίγοντας στο στήθος του: «Πέθανε, πέθανε», έλεγε με λυγμούς. «Ποιός; Η βαρώνη!» Εκείνη δεν μπορούσε να δώσει καμιάν απάντηση κι έπεσε στον καναπέ, ενώ αυτός έσπευσε στο χωλ. Εδώ βρήκε, κατάπληκτος, την Χίλντεγκαρντ να παίρνει τελείως ήρεμη το πρωινό της, και όταν τον είδε, του έτεινε μόνο - με το γαλαζοπράσινο μανίκι του κιμονό να τραβιέται ξανά πίσω οτο λευκό της μπράτσο, όπως χθες - την εφημερίδα, την οποία μόλις είχε διαβάσει. Με έναν συνδετήρα για να εφιστά την προσοχή του, βρήκε εκεί να διαβάσει μια μικρή είδηση, τυπωμένη με μικρά τυπογραφικά στοιχεία. Η είδηση έλεγε: (Ατύχημα) Ένα θλιβερό ατύχημα προκάλεσε χθες το βράδυ το θάνατο της 19χρονηςΜελίτταςΕ., η οποία εργαζόταν στην πόλη μας σ' ένα μικρό στεγνο-καθαριστήριο στο σπίτι τον παππού της, του επισκέπτη καθηγητή Λέμπρεχτ Έντεγκουτ. Μετά την αναχώρηση μιας πελάτισσάς της. της βαρώνη ς Χίλντεγκαρντ Β., η Μελίττα προσπάθησε να τραβήξει τα σχοινιά της απλώστρας στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού, και φαίνεται πως με τον τρόπο αυτό έπεσξ στο κενό. Η αυτόπτης μάρτυς βα269
ρώνη Β., υπέβαλε αναφορά τον γεγονότος στην αστυνομία. Ο παππούς του θύματος λείπει εδώ και μερικές βδομάδες από την πόλη και ο τόπος διαμονής του δεν κατέστη έως τώρα δυνατόν να εξακριβωθεί. Έτσι ακριβώς ήταν στην εφημερίδα. «Μελίττα», είπε ο Α., και ένιωσε τα γόνατα του να παραλύουν. Όμως η Χίλντεγκαρντ είπε με έναν αδιάφορο τόνο στη φωνή της: «Αχ, σας παρακαλώ, κλείστε την πόρτα του δωματίου σας, καθώς και αυτήν εδώ. Αν άκουγε η μητέρα μου την Τσερλίνε να κλαίει εκεί, θα βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση». Αυτός υπάκουσε μηχανικά, επέστρεψε μηχανικά και κάθησε αντίκρυ στην Χίλντεγκαρντ* του φαινόταν σαν όνειρο* μια αυτοκτονία, εξαιτίας του μια αυτοκτονία, και παρ' όλα αυτά στην πραγματικότητα ένας φόνος που έκανε η ^ίλντεγκαρντ - δεν χρειαζόταν και πολλά για να το καταλάβει και τα γεγονότα της νύχτας αποτελούσαν την πλήρη επιβεβαίωση των υ^ποθέσεών του. Η οργή απέναντι στη φόνισσα τον κυρίευσε, καθώς την έβλεπε ν' αποθέτει το φλυτζάνι του καφέ της: «Είναι δική σας αυτή η πράξη, Χίλντεγκαρντ». Αυτή τον κοίταξε με ψυχρό βλέμμα: «Ναι, κύριε Α.» «Και πίνετε τον καφέ εδώ μ' όλη σας την ησυχία». «Ποιά γεύματα σκέφτεστε εσείς να μην πάρετε σήμερα; Ακόμα κι αν νηστέψετε το μεσημέρι, το βράδυ το φαγητό θα σας φανεί πολύ πιο νόστιμο». «Εγώ δεν σκότωσα». «Κάνατε κάτι χειρότερο. Εισβάλατε ξεδιάντροπα σ' αυτό το σπίτι, εισβάλατε μέσα στη ζωή μου και ετοιμάζεστε τώρα να εισβάλετε και σ' εκείνην της μητέρας μου. Έχει καλώς, πλην όμως σε μια τέτοια κατάσταση δεν αρχίζει κανείς ερωτοδουλειές με μια μικρή πλύστρα». «Το γεγονός ότι, για να χρησιμοποιήσω τη φράση σας, εισέβαλα σ' αυτό το σπίτι ήταν καθαρή τύχη* όλα τ' άλλα...» «Ήταν επίσης καθαρή τύχη. Είναι το μόνο που σας αναγνωρίζω ως ελαφρυντικό. Όμως σας κάλεσα να προβάλετε αντίσταση κατά της... τύχης αυτής* σας είχα προειδοποιή270
σει. Και το φταίξιμο σας, το βαρύ φταίξιμο σας είναι πως αγνοήσατε τις προειδοποιήσεις μου. Σας είχα πει πως συνηθίζω να κάνω καθαρούς λογαριασμούς». «Γι' αυτό λοιπόν ο φόνος; Έτσι, δίχως τίποτ' άλλο, φόνος;» «Ξέρετε το ίδιο καλά, όπως κι εγώ, πως η τελευταία αυτή συνέπεια δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Οι πλύστρες έχουν γενικά πολύ πιο ανθεκτική κατασκευή, μπορούνε επομένως να αντέξουν και σε μια μικρή ερωτική απογοήτευση. Και το ότι αυτή ήταν αναπόφευκτη, το γνωρίζετε επίσης το ίδιο καλά δπως κι εγώ. Γιατί βέβάια, θα αφήνατε κάποτε οπωσδήποτε την κοπέλα», «Έλαβα όλα τα μέτρα μου, ώστε να εξασφαλίσω κατά τον πιο ευτυχή γι' αυτήν τρόπο το μέλλον της». «Ο,τιδήποτε κι αν κάνατε, έπρεπε να ελαφρύνετε τη βαρειά σας συνείδηση. Γιατί το μέλλον της μητέρας μου δεν ήταν μόνο για μένα πολύ πιο σημαντικό από εκείνο της μικρής αυτής προλετάριας... όχι, ήταν και για σας». «Παρ' όλα αυτά, ο τρόπος που ενεργήσατε ήταν διαβολικός. Τί ακριβώς είπατε σ' αυτή την φτωχιά;» «Την αλήθεια». «Ποιά αλήθεια;» «Το ότι μ' αγαπάτε και το ότι με το παραμικρότερο δείγμα τής συγκατάθεσής μου θα με παντρευόσαστε αμέσως. Τις σχετικές αποδείξεις μού τις προσφέρατε απανωτά χθες το βράδυ. Μόνο η συγκατάθεσή μου δεν έχει ακόμα δοθεί και δεν πρόκειται να σας δοθεί». «Και μετά τι έγινε; Μη μου κρύψετε τίποτα. Έχω δικαίωμα να το μάθω». «Ασφαλώς έχετε το δικαίωμα. Λοιπόν, το σπίτι εκεί το γνωρίζετε. Ανέβηκα τους τέσσερις ορόφους και τη βρήκα να δουλεύει. Ήταν γλυκιά και όμορφη και δεν μου ήταν πολύ εύκολο να της πω τις πληροφορίες μου, αλλά αυτή τις δέχτηκε, έστω και λίγο ωχρή, με ηρεμία και μάλιστα με κάλεσε και να κάτσω. Μάλιστα, μου εμπιστεύθηκε και μια μικρή τσάντα που της είχατε δωρίσει, και που με παρακάλεσε να σας επιστρέψω. Ήλπιζα λοιπόν πως τα πράγματα 271
με όλα αυτά είχαν βρει την καλύτερη τους κατάληξη, εάν μπορώ να το διατυπώσω έτσι. Δεν πρόφτασα όμως να κατέβω κι άκουσα το σώμα της να πέφτει σαν σφαίρα, σ' ελάχιστη απόσταση από μένα. Ξαφνικά βρέθηκε κάτω με έναν τρομερό τρόπο, το πρόσωπό της ήταν όμως ακόμα όμορφο* μόνο το κρανίο της είχε σπάσει». «Και τη διεύθυνσή της τη μάθατε από την Τσερλίνε;» «Φυσικά. Και φυσικά ήταν τόσο πονηρή, ώστε να καταλάβει και για ποιόν σκοπό τη χρειαζόμουνα. Όμως χτες, χωρίς να συντρέχει λόγος, την εξοργήσατε τόσο πολύ, που» - χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της σε ψίθυρο - «θέλησε να σας.παίξει ένα άσχημο παιχνίδι* σας έχω κιόλας πει πόσο αρχομανής και εκδικητική είναι. Κι έτσι μου αποκάλυψε αμέσως τη διεύθυνση. Το ότι αυτό θα ήταν η αιτία για μια τόσο τραγική έκβαση των πραγμάτων, το πρόβλεψε τόσο λίγο αυτή όσο κι εγώ. Δεν μπορείτε λοιπόν να την κατηγορήσετε. Ας την αφήσουμε να κλάψει τώρα όσο θέλει* είναι μια από τις διασκεδάσεις της». «Θα ήθελα να μένατε λιγότερο ασυγκίνητη. Είναι σχεδόν απάνθρωπο. Προτιμώ ακόμα και τη χθεσινή σας συμπεριφορά». «Χθες έγινε το ατύχημα μπροστά στα μάτια μου, χθες έσκυψα πάνω από το πτώμα, και χθες» - ξαναφάνηκε το φωτεινό, σαγηνευτικό και παράδοξα διεγερτικό της χαμόγελο - «χθες ήταν διαφορετικά* σας αγαπούσα ακόμα... μάλιστα, κύριε Α.» «Με αγαπούσατε;» Αυτή έγνεψε σοβαρά: «Με μια λιγότερο μεν συναισθηματική, πλην όμως με μια ίσως καταλληλότερη για σας αγάπη από εκείνη της μικρής Μελίττας...» «Χίλντεγκαρντ! Για όνομα του Θεού, η συμπεριφορά σας σίγουρα δεν ήταν αυτή μιας γυναίκας που αγαπά!» «Τις εκ των υστέρων αναλύσεις τις θεωρώ απρεπείς. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω πως όταν ήρθατε σε μένα, είσαστε ποτισμένος με την επιθυμία μιας άλλης γυναίκας... πάο να σας φέρω τώρα τη μικρή της τσάντα». Σηκώθηκε κ(χι πήγε στο δωμάτιο της. 272
Η όψιμη ερωτική εξομολόγηση τον συγκλόνισε. Η Χίλντεγκαρντ δεν ήταν η γυναίκα που έλεγε ψέματα, ακόμα κι αν συχνά σκάρωνε η ίδια διάφορα ψέματα για τον εαυτό της. Πίστευε λοιπόν σ' αυτήν την αγάπη. Μήπως τη χρειαζότανε για να δικαιολογήσει το φόνο; Μήπως χρειάστηκε τη νύχτα για να κάμει την ερωτική αυτή εξομολόγηση που θα δικαιολογούσε το φόνο της; Ή μήπως το μόνο που ήθελε τώρα και αφού του είχε πάρει για πάντα την επιθυμία, ήταν να τον κεντρίσει με το αγκάθι της αιώνιας απώλειας, της απώλειας μιας αγάπης που θα ήταν κατάλληλη γι' αυτόν; Τι εννοούσε με την αντάξια αυτή αγάπη; Και τότε κατάλαβε μονομιάς: εννοούσε την αγάπη που γεννιέται από το μη-είναι, την αρχέγονη αγάπη που βγαίνει από το Τίποτα, μιαν άγρια και κτηνώδη και κακή αγάπη, που τα καταργεί όλα αυτά και ανέρχεται στο είναι, ανεβαίνει στο ανθρώπινο, που είναι το χρέος και ο πόθος της. Το ανθρώπινο - έξω υπήρχε ακόμα μια ελαφρά πρωινή ομίχλη πάνω από τις κορυφές των δέντρων του πάρκου* τα σπίτια στην απέναντι πλευρά του πάρκου λούζονταν στον πρωινό ήλιο - ήταν μέρα. Μετά ξαναμπήκε η Χίλντεγκαρντ, κρατώντας την πολύ γνωστή του τσάντα. «Ορίστε», είπε και του την έδωσε, «θ' αποτελεί σίγουρα κειμήλιο για σας. Οι μεγάλες μαύρες κηλίδες εδώ στο άκρον είναι το αίμα της. Είχα την τσάντα στο χέρι όταν έσκυψα πάνω της και αυτή ακούμπησε λίγο τη λίμνη αίματος γύρω της. Το έκανα άθελά μου και ωστόσο το γεγονός είχε την σημασία του, για σας εννοώ». Το αφτιασίδωτο της πληροφορίας τον έκανε ν' ανατριχιάσει* δεν τόλμησε ν' αγγίξει τις κηλίδες του αίματος: «Κι όμως είναι φόνος». Μια αγριότητα, που του έφερε στη μνήμη την περασμένη νύχτα, κάτι πραγματικά αχαλίνωτα βίαιο, ξέσπασε από μέσα της: «Μην υποκρίνεσθε τώρα πως απεχθάνεστε το φόνο, πως απεθχάνεστε το αίμα... θα υπάρξει πολύ ακόμα αίμα και πολλοί ακόμα φόνοι στον κόσμο, κι εσείς θα το αποδεχθείτε όπως αποδεχθήκατε τον πόλεμο, και μάλιστα ελαφρά τη 273
καρδία... ναι, θα πρέπει να υπάρξουν πολλοί ακόμα φόνοι, μεγαλύτεροι φόνοι, χειρότεροι φόνοι κι εσείς το γνωρίζετε, ίσως να το επιθυμείτε κιόλας, και παρ' όλα αυτά συνεχίζετε να υποκρίνεσθε... τη στιγμή που αυτός εδώ, στο μέτρο που μπορεί κανείς να τον ονομάσει φόνο, ήταν τουλάχιστον προς όφελός σας...» «Προς όφελός μου;» «Ναι, η ζωή σας θα ξαναγίνει απλή». «Θα πρέπει να την ξαναχτίσω από την αρχή». Κοίταξε τις χαλκογραφίες στον τοίχο* είχαν ένα απόλυτα σίγουρο τρισδιάστατο και ακόμα κι αυτές, στην ηρεμία τους, ξεπερνούσαν το θάνατο. «Δεν μπορείτε ν' αφήσετε τις υποκρισίες; Πού είναι αυτό που ξαναχτίζετε; Μήπως δεν έχετε εδώ και πολύ καιρό λάβει τις αποφάσεις σας... αυτό μόνο, και τίποτα άλλο δεν ήταν ο χρόνος που θέλατε για να σκεφθείτε! Εσείς, όπως και η Τσερλίνε, επιβάλατε και οι δυο τη θέλησή σας και η μητέρα μου θα μετακομίσει στο σπίτι των κυνηγών τη στιγμή που θα το διατάξει η Τσερλίνε. Εγώ δεν μπορώ παρά να το αποδεχθώ και να ελπίσω τουλάχιστον πως η επιχείρηση θα εξελιχθεί κατά το δυνατόν χωρίς καταστροφές». «Δεν χρειάζεται να επαναλάβω πως εμένα η απλή έλλειψη καταστροφών δεν μου αρκεί, και πως οι δικές μου προσπάθειες πάνε πολύ πιο πέρα... κατά τα λοιπά θα σας παραδώσω αύριο τα έγγραφα για τις σχετικές οικονομικές εγγυήσεις». Η Χίλντεγκαρντ ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα, πλην όμως όχι και δίχως ευχαρίστηση: «Ίσως εκεί έξω να υόιάρξει για όλους σας ένα είδος... θαλπωρής», είπε και γέλασε λιγάκι, «ένα ζεστό καινούργιο σπίτι και πιστεύω σχεδόν πως θα έπρεπε κανείς να πει κάτι στη μητέρα μου που περιμένει με αγωνία αυτή τη στιγμή... όπου να 'ναι θα έρθει. Πάρτε το λοιπόν στο μεταξύ αυτό από δώ». Και με τα λόγια αυτά έδειξε την τσάντα της Μελίττας. Ο Α. πήρε την τσάντα στο δωμάτιό του και την έκρυψε στο συρτάρι που κλείδωνε, και που μαζί με τα μυστικά του έγγραφα έκρυβε και το ρεβόλβερ του. Όταν επέστρεψε, η 274
βαρώνη μόλις είχε καθήσει στην πολυθρόνα της και είπε: «Πρέπει να φωνάξουμε και την Ταερλίνε μαζί μας». Η τελευταία σκηνή μιας όπερας, σκέφτηκε ο Α., και μάλιστα μιας τραγικής όπερας, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μιας κωμικοτραγικής. Έκλεισε, συμφωνώντας, λιγάκι τα μάτια του, και η εικόνα μετακινήθηκε πάλι, το είναι μετατοπίσθηκε, μετατοπίσθηκε χωρίς να χάσει σε συνοχή στην ανώτερη πραγματικότητα του μη-πραγματικού. Μήπως έπρεπε η βαρώνη και η Χίλντεγκαρντ, καθώς και η Τσερλίνε που μπήκε εκείνη τη στιγμή, να θεωρηθούν ως ύποπτες, αφού το κοινό τους παιχνίδι φαινόταν να καθοδηγείται από μία και μοναδική ανώτερη θέληση, που δεν ήταν δα και τόσο... θεϊκή; Και μήπως δεν ήταν κι αυτός μέρος του κοινού αυτού παιχνιδιού, αυτός που μπήκε ή μάλλον που εισέβαλε στον κόσμο τους, για να φτάσει ακριβώς μαζί μ' αυτές στο μη πραγματικό και να διαλυθεί μέσα σ' αυτό; Αυτό ακριβώς ήθελε. Και παρ' όλα αυτά, ω, παρ' όλα αυτά παρέμενε ο ίδιος, επέμενε στο δικό του, καταδικό του είναι. Αυτό ήταν το νόημα αυτής της σκηνής της όπερας, κάθε σκηνής της όπερας: τη στιγμή που το διαπιστώνεις να γίνεσαι μη-ον και παρ' όλα αυτά να εμμένεις στο ονΐ Κι αυτός, ένας άνθρωπος γυμνός, με κόκαλα και μ' αρθρώσεις, που δεν ήταν παρ' όλα αυτά παρά μια οπερετική μαριονέττα κάτω από τα ρούχα του, εκινείτο προς το μέρος τους. «Μου φέρεσθε σαν να 'στε γιός μου», τον χαιρέτησε η βαρώνη, και καθώς αυτός έσκυψε για το χειροφίλημα, αυτή απέθεσε το χέρι της στο κεφάλι του σαν να 'θελε να του δώσει την ευχή της. «Πραγματικά σαν γιός μου», είπε κατόπιν, «και θα 'θελα να ήσασταν στ' αλήθεια* θα εκπληρωνόταν τότε μια από καρδίας επιθυμία μου». Την ίδια στιγμή όμως σαν η από καρδίας επιθυμία να ήταν το σύνθημα για το σύρισμα μιας φανταστικής κατσαρόλας - ίσως όμως και να σύριζε πραγματικά μία - η Χίλντεγκαρντ αναπήδησε ξαφνικά και έτρεξε στην κουζίνα φωνάζοντας «το νερό θα χυθεί!» Αλλά η βαρώνη την κοίταξε να φεύγει και είπε συγκινημένη: «Αυτό που δεν έγινε, μπορεί όμως να γίνει». 275
Η βαρώνη έδωσε αντίθετα το χέρι της στον παραλίγο γιο της για μιαν εγκάρδια χειραψία· αν σήμαινε αυτό τα συλλυπητήρια ή τα συγχαρητήρια της, ή αν επρόκειτο απλώς για έκφραση της χαράς της για τη σχεδιαζόμενη μετακόμιση στο σπίτι των κυνηγών, στο παλιό σπίτι των κυνηγών, το οποίο δεν απειλούσε τώρα κανένας κίνδυνος της Μελίττας, αυτό φυσικά δεν μπορούσε να το ξέρει. Αργότερα αποφάσισαν πως ο Α. θα έπρεπε για να προετοιμάσει την μετακόμιση να εγκατασταθεί τις προσεχείς μέρες στο σπίτι, ώστε να επιτηρεί τις εργασίες ευπρεπισμού του, ώστε, όπως είχε προτείνει η Τσερλίνε, να γιορτάσουν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα εκεί. Και ναι μεν η Χίλντεγκαρντ παρέμενε σιωπηλή σ' όλα αυτά, δεν έφερνε όμως κιόλας αντιρρήσεις, έτσι ώστε η ελπίδα για μια συμμετοχή της στη γιορτή να μην αποκλειστεί. Σύμφωνα με τους κανόνες καλής συμπεριφοράς έπρεπε να μείνει λίγο ακόμα με τη βαρώνη μετά από αυτό το ιστορικής σημασίας γεγονός, και θα μπορούσαν μάλιστα από νομική άποψη να κρατούν ο ένας το χέρι τού άλλου, μητέρα και γιός σ' ένα σιωπηλό, εμπιστευτικό διάλογο. Αυτό πάλι απαγορευότανε από τους κανόνες καλής συμπεριφοράς και έτσι δεν κρατούσε ο ένας το χέρι τού άλλου, αλλά κάθονταν σε ευπρεπή απόσταση ο ένας απ' τον άλλον, μια όμως και δεν τους απαγορευότανε η χωρίς λόγια-εμπιστευτική σιωπή, μιλούσαν ελάχιστα μεταξύ τους, και ίσως και των δυο οι σκ^έψεις να στρέφονταν προς την ίδια κατεύθυνση, στο άκουσμα του φυσικού, στη φυσική ευτυχία τής ανθρώπινης ύπαρξης: το να έχεις γεννηθεί, το να έχεις γεννηθεί από μια μητέρα, το να έχεις βγει από ένα σώμα και να είσαι αίμα ο ίδιος, ένα σώμα του οποίου τα πλευρά διαστέλλονται, όταν αναπνέεις, ω, ευτυχισμένη παρουσία στο είναι, ευτυχισμένη πορεία κατά μήκος του κόσμου και των γαλήνιων δρόμων του, με το χέρι της μάνας πάντοτε παρόν και μέσα σ' αυτό αφημένο μ' εμπιστοσύνη το παιδικό χέρι* ω, από την παιδική ηλικία αναδύεται κι αυξάνει η σιγουριά που νιώθει κανείς μια ολόκληρη ζωή, η σιγουριά που δεν είναι (/.ιχμαλωσία, αλλά φέρει μέσα της το σπόρο της ελευθερίας. 276
Είπε λοιπόν εκείνη: «Δεν είμαι τώρα πια αιχμάλωτη». Αυτός της χαμογέλασε: «Αντίθετα, εγώ παραδίδομαι τώρα στη δική μου αιχμαλωσία, και το πόσο ευχαρίστως το κάνω, βαρώνη, δεν χρειάζεται να σας το εξηγήσω ιδιαίτερα». Κι αυτό ήταν βεβαίως πολύ σωστό. Επειδή ο ζωτικός του χώρος εδώ είχε συρρικνωθεί, είχε εκούσια συρρικνωθεί στην τριγωνική πλατεία έξω από το σπίτι και μέσα σ' αυτό το σπίτι, αυτός όμως δεν ήταν σε θέση να πει ποιός το είχε προκαλέσει αυτό, ποιός τον κρατούσε αιχμάλωτο. Όμως τώρα το γνώριζε: ο επαναπατρισμός. Και η εκούσια αιχμαλωσία του θα παραμείνει καθοριστική στη ζωή τούτο παλιό σπίτι των κυνηγών δεν θα αλλάξει τίποτα σ' αυτό. Τα κλαδιά των δέντρων κινούνταν ελαφρά στον απαλό σεπτεμβριάτικο αέρα* τα φύλλα τους είχαν κιόλας κιτρινίσει. Τα χελιδόνια πετούσαν από πάνω τους, έτοιμα να αποδημήσουν και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από τιτιβίσματα. Και το δικό της βλέμμα περιπλανήθηκε πάνω από την αριστοκρατική πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού. «Γυρίζουμε πάντοτε πίσω στη μεγάλη αναπνοή, ώστε να μπορούμε κι εμείς να αναπνέουμε, γυρίζουμε πάντοτε πίσω στη μεγάλη επαγρύπνηση, ώστε να μπορούμε κι εμείς να βλέπουμε και πάντοτε αναζητάμε τη μεγάλη αλυσίδα που ξεκινά από τους προγόνους και φθάνει ως τα δισέγγονά μας, ψάχνουμε το βραχύ εκείνο τμήμα ανάμεσα στη μάνα και στο παιδί, κρατιόμαστε απ' αυτό ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε* εγώ περίμενα, κι αυτό υπήρξε η δική μου αναζήτηση, όμως, το αν αυτό έγινε με δεσμεύσεις ή με ελευθερία - ποιός θα μπορούσε να δώσει μιαν απάντηση σχετικά^ Σίγουρα ήταν και τα δυο μαζί ταυτόχρονα». Έχοντας τη λεπτή διαφάνεια του ουρανού ως θόλο μέσα σ' ένα τοπίο που διασχίζουν οι δρόμοι και οι ράγες, υπάρχει η πόλη, ένα συμπυκνωμένο τοπίο η ίδια* όμως ανάμεσα στο γρασίδι της πλατείας μπροστά, και στο πράσινο του κήπου από πίσω, κι έτσι ανάμεσα σ' ανάπτυξη και σ' ανάπτυξη, κι ανάμεσα στο ζωντανό και στο ζωντανό βρίσκεται το σπίτι, ενταγμένο ανάμεσα στα γειτονικά σπίτια σε μιαν ενότητα στην πλατεία, και ανάμεσα στους άψυχους και 277
ακίνητους τοίχους του σπιτιού απλώνεται το ζωντανό γεγονός, η σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο, ζωντανή κι ωστόσο, φέροντας αναλλοίωτη εντός της το άψυχο με τη δύναμη του πολυδιάστατου, απλώνεται η αγάπη και το μίσος, που συγχωνεύονται ξαφνικά σε ένα, απλώνεται ο λόγος από το στόμα στο αυτί, η πνοή, που αιωρείται στον τα πάντα πληρούντα αιθέρα, και στέκεται, ορατή ή αόρατη, σαν μια υπόσχεση αβαρούς τάξεως των ουράνιων τόξων. Κάι τότε είπε η βαρώνη: «Ας κάνουμε με ευγνωμοσύνη μνημόσυνο στους νεκρούς». Αυτός έγνευσε. Μήπως εννοούσε τη Μελίττα; Εκείνη όμως σηκώθηκε και ως δείγμα οικειότητας δεν χρησιμοποίησε το μπαστούνι της, αλλά το χέρι του που προσφέρθηκε να τη βοηθήσει ώστε να ισορροπήσει όρθια* στηριζόμενη στο βραχίονά του αυτή άρχισε να περπατά. Με τον επίσημο αυτό τρόπο βάδισαν μέχρι την τραπεζαρία όπου μπροστά στο πορτρέτο του αρχιδικαστή - ο Α. ένιωσε την έντονη επιθυμία να κάνει μια επίσημη υπόκλιση μπροστά του - σταματήσανε τελετουργικά. Βέβαια η βαρώνη δεν αντιλαμβανόταν καθόλου το κωμικόν της υποθέσεως* κι ενώ τακτοποιούσε με πολλή φροντίδα τα λουλούδια μέσα στο κρυστάλλινο βάζο κάτω από το πορτρέτο, άρχισε να του λέει με μελαγχολική σοβαρότητα, πως ο μακαρίτης ήθελε πάντοτ€ να έχει ένα γιό, κοιτάζοντας ταυτόχρονα μια τα χαρακτηριστικά της εικόνας και μια εκείνα του συνοδού της, σαν να υπήρχε ελπίδα να ανακαλύψει κάποια ομοιότητα. Ο Α. το έβρισκε δυσάρεστο* ούτε ήθελε να είναι ο εικονιζόμενος κύριος με την τήβεννο εκεί πάνω ο γεννήτοράς του, ούτε ήθελε καθόλου να του μιλάνε για τις γενεαλογικές επιθυμίες του βαρώνου, και εκτός αυτού θεωρούσε άδικο το ότι η βαρώνη είχε στην κατοχή της κάποια εικόνα του συζύγου της, ενώ από τη Μελίττα, που δεν ήταν λιγότερο νεκρή από εκείνον, δεν είχε απομείνει, παρά η ασταθής εικόνα της θύμισης που ήταν καταδικασμένη να ξεθωριάζει μέρα παρ' ημέρα. Και σχεδόν μη μπορώντας να τη διώξει, ζωντάνευε μέσα του η επιθυμία να πάει να την δει ακόμα μια φορά, να πάει στο νεκροτομείο, στον ψυχρό 278
χώρο του οποίου βρισκόταν τώρα αυτή: αχ, τώρα έπρεπε να συγκρατήσει στη μνήμη του τα χαρακτηριστικά του άλλοτε, τα θαμπά χαρακτηριστικά από τις δυο νύχτες. Η βαρώνη, έχοντας ακόμα περασμένο το χέρι της στο μπράτσο του για να στηρίζεται, ένιωσε την ξαφνική του ανυπομονησία και τον αποδέσμευσε. «Θα τα ξαναπούμε απόψε στον δείπνο, αγαπητέ Α. είναι αυτονόητο πως απόψε θα είσαστε ο καλεσμένος μας». Αυτός δέχτηκε την πρόσκληση ευχαριστώντας. Στο χώλ πήρε το καπέλο του και ήταν έτοιμος να ανοίξει την πόρτα για να βγει, όταν τον πρόλαβε η Τσερλίνε από την κουζίνα. Μόλις τον είδε με το καπέλο στο κεφάλι χαχάνισε ευχαριστημένη: «Λοιπόν, και μια φορά, κατ' εξαίρεσιν, μην το ξεχάσετε». Όμως, κατόπιν απόρησε: «Για πού το βάλατε;» Αυτός δεν της έδωσε απάντηση και αυτή του άρπαξε το καπέλο από το κεφάλι: «Μην το κάνετε. Μην πάτε σ' αυτήν. Χαρίστε της την ανάπαυσή της· την κέρδισε την ανάπαυση. Αυτό θα έκανα εγώ* κι αυτό θα κάνω. Εδώ και όχι εκεί» - έδειξε πρώτα στην καρδιά του και μετά στα μάτια του - «εδώ και όχι εκεί ας κατοικήσει, πρέπει να κατοικήσει, όπως την είδατε την τελευταία φορά, προχθές στις πέντε το πρωί. Αν πάτε εκεί, θα εξαφανιστεί. Κι αυ-^ό που θα μείνει, θα είναι στα μάτια, ποτέ πια στην καρδιά, όπως πρέπει». Και καθώς αυτός παρέμενε σιωπηλός, εκείνη πρόσθεσε: «Την αγάπησα κι εγώ... υποσχεθείτε μου πως δεν θα πάτε εκεί,., δος μου την υπόσχεσή σου!» Αυτός το υποσχέθηκε. Αργότερα βγήκε από το σπίτι, χωρίς καπέλο· όμως κράτησε την υπόσχεσή του και δεν πήγε στη Μελίττα. Θα υπήρχε ποτέ μια επιστροφή από εκείνον τον τόπο, θα έπρεπε να υπάρξει; Αυτός όμως ήθελε να επιστρέψει, ήθελε να γυρίσει στον τόπο του, ήθελε να μείνει εκεί. Όποιος επιστρέφει στον τόπο του, κηρύσσεται αθώος! Κάθησε σ' ένα από τα παγκάκια κοντά στο περίπτερο τού κήπου τού σιδηροδρομικού σταθμού ώσπου να νυχτώσει, και με το επιτάφιο, τριπρόσωπο ρολόι του θανάτου, με το τριπλό πρόσωπο του επικέντρου μπροστά του, έκανε μνημόσυνο στη 279
Μελίττα, που σκότωσε η ανελευθερία, η ανελευθερια τιον μαριονεττών, επειδή αυτή η ίδια ήταν ελεύθερη. Επειδή κάθε φονικό γίνεται μέσα σε ανελευθερία* αυτή είναι που σκοτώνει. Το πέρα-δώθε των μαριονεττών γέμιζε την πλατεία, γέμιζε τα σπίτια τριγύρω του, και παρ' όλη τη μόνιμα τρίγωνη μορφή της ξανάγινε η πλατεία ένα σύμφυρμα, το σύμφυρμα της πόλης, ένα σύμφυρμα από πράγματα που χαρακτηρίζει τις μαριονέττες, χωρίς πατρίδα και χωρίς ελπίδα. Κι ωστόσο αυτός που καθόταν εδώ, διατηρούσε την ελπίδα τού επαναπατρισμού, την ελπίδα της εκούσιας ανελευθερίας, παράδοξα δεμένη με την ελευθερία της Μελίττας, την ελπίδα του ανάλαφρου αποχαιρετισμού. Τη σκεφτόταν όλο και πιο πολύ, ώσπου εκείνη, αυτοδιαλυόμενη απορροφήθηκε τελείως απ' αυτόν, και σαν άναψαν το βράδυ τα φώτα, τότε στην κορυφή απέναντί του, εκεί όπου συνέκλιναν τα σκέλη του τριγώνου δεν βρέθηκε το σημάδι της κρίσης, αλλ' εκείνο της επιστροφής στο γενέθλιο τόπο και της αθωότητας, το σημάδι του παιδιού - που ξέφυγε από την κόλαση. Μετά από δυο μέρες μετακόμισε στο παλιό σπίτι των κυνηγών. Και προτού προλάβει να πέσει το πρώτο χιόνι ήταν μέσα Νοεμβρίου και πάνω στην άσφαλτο της πλατείας του σταθμού σχημάτιζαν με τον άνεμο σωρούς τα φύλλα που έπεσαν από τα γυμνά τώρα δέντρα - αυτός πήγε να πάρει και τη βαρώνη. Βέβαια, με τη μετακόμισή της συνδέονταν πολλών ειδών μεγαλύτερες ή μικρότερες δυσκολίες και αναταραχή, γιατί μολονότι το μεγαλύτερο μέρος των αποσκευών της είχαν κιόλας μεταφερθεί και ό,τι έλλειπε θα μπορούσε να σταλεί εκ των υστέρων, τα πράγματα που έπρεπε να μπουν στο αυτοκίνητο ήσαν τόσα πολλά, που δεν ήξεραν πού να τα βάλουν, και η Χίλντεγκαρντ, η οποία βοήθησε εδώ και δυο βδομάδες στη φασαρία .τού πακεταρίσματος και φαινόταν τώρα τελείως εξαντλημένη, επιτέθηκε με θυμό κατά του Α. «Ορίστε, τώρα αρχίζουν οι δυσκολίες όπως ακριβώς το είχα προβλέψει κι ένας Θεός ξέρει πώς θα τελειώσουμε». Αλλά η εύθυμη διάθεση της βαρώνης την έβγαλε γρήγορα ψεύτρα. Στο τέλος η μετακόμιση 280
έγινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Η βαρώνη δεν έχασε την ευθυμία της, και μάλιστα τις βδομάδες που ακολούθησαν γινόταν συνεχώς και πιο ευδιάθετη. Ποτέ δεν είχε αισθανθεί τόσο όμορφα, βεβαίωνε ξανά και ξανά. Μέσα στην ευθυμία αυτή γιορτάσθηκαν τα Χριστούγεννα* από τα παράθυρα πρόβαλε ένα κάτασπρο στο χιόνι δάσος. Μόνο το ότι η Χίλντεγκαρντ δεν ήταν παρούσα, γιατί κρυολόγησε την τελευταία στιγμή, θόλωσε κάπως τη γενική διάθεση. Αλλά όχι για πολύ.
281
Οί ύστερες ιστορίες
Φωνές 1933 Χίλια εννιακόσια τριάντα τρία - γιατί στη μορφή των ποιημάτων; Τον αποχαιρετισμού υπεσχημένη χώρα, ω διαίσθηση βαθύτερων στρωμάτων! Δεν θέλουμε αυταπάτες δεν θα ήμαστε ποτέ καλοίαπό μεθύσι σε μεθύσι κάτι εντός μας στο μαρτύριο και στο αίμα μάς ωθεί. Των ποινών αγαπούμε την εσχάτη με βούρδουλα, σκοινί, ξεφωνητάμετά από πενήντα μαστιγώσεις χάσκουν ελεύθερα η πλάτη, τα πλευρά. Της κρεμάλας το σίδερο αργά τσακίζει το λαιμό σας, κι απ' του κακούργου το τσουλούφι μπλάβο προβάλλει ένα κομμάτι γλώσσας. Στις ακαταπόνητές μας λαιμητόμους πολλά χρωστάει η πρόοδός μαςκι οι ηλεκτρικές καρέκλες είναι μόνο για να εκπληρώνουν όμοιο σκοπό μας. Κατασκευές ατσάλινες αγχόνης, το κλέος του γερμανικού στρατού. 285
για δυο κι ως τέσσερις νομάτονς καταφέρνει την περιποίηση με μιας τον κεφαλιού. Στο σχεδιαστήριο οι πένες ζωγραφίζουν, και κανένας, μα κανένας δεν διστάζει, αστραφτερό, κυρτόν στα άκρα έναν καινούργιο του Γολγοθά σταυρό να φτιάξει από μούχλα και σωλήνες με ακρίβεια για να γίνει πιστευτός ώστε κατόπιν οι μηχανικοί πάνω του Εκείνον να βιδώσουν. Στάσου ασκεπής κι ένα μνημόσυνο στα θύματα κάνε. Γιατί μόνο αυτός που νιώθει κιόλας το σκοινί στο λαιμό, προσέχει την καλαμιά που σειέται με τον άνεμο στο πλακόστρωτο κάτω από την κρεμάλα. Ω, αυτοί που χαίρονται, αυτοί που χύνουν αίμα! Το δαιμονικό είναι τυφλό, το ανεπίτρεπτο είναι τυφλό, τα φαντάσματα είναι τυφλά, τυφλά σ' ό,τι μπουμπουκιάζει γιατί τα ίδια δεν μεγαλώνουν. Και όμως, κάποτε ήταν ο καθένας τους παιδί. Μην εξυμνείς ποτέ το θάνατο, μην εγκωμιάζεις το θάνατο που προξενεί ο ένας στον άλλον μην εξυμνείς το απρεπές. Αλλά έχε το θάρρος να λες Σκατά, όταν κάποιος για χάρη των λεγόμενων πεποιθήσεών του ξεσηκώνει στο σκοτωμό τού συνανθρώπου- γιατί αλήθεια, τότε, ο δολοφόνος-λήσταρχος, που δεν έχει ιδεολογία, είναι προτιμότερος: ω, η εξευτελιστική, η αυτοεξευτελιζόμενη κραυγή για το δήμιο, η κραυγή κρυφού φόβου, η κραυγή όλων των κακοχτισμένων ιδεολογιών. 286
Ανθρωπε, μείνε ασκεπής και μνημόνευσε τα θύματα! Το κακό στρέφεται στο κακό: η φρικαλέα ανθρωποθυσία, ποιός την κάνει; - ένα φάντασμαβρίσκεται στο δωμάτιο, κάτι ανεπίτρεπτο υπάρχει εδώ, σφυρίζει αμέριμνο, το φάντασμα του μικροαστού το φάντασμα που συνήθισε στην τάξη! Έμαθε γραφή κι ανάγνωση, χρησιμοποιεί οδοντόβουρτσα, πάει στο γιατρό όταν είναι άρρωστο, τιμά φορές-φορές πατέρα και μητέρα, και κατά τα λοιπά ασχολείται με τον εαυτό του και μολοντούτο είναι φάντασμα. Αναδύθηκε από το χθες και έχει παραδοθεί ρομαντικά στο χθές, όμως μυρίζοντας το σημερινό όφελος και μη χάνοντάς το από τα μάτια του, ένα φάντασμα, που δεν είναι πνεύμα, ένα σάρκινο φάντασμα χωρίς αίμα, και γι' αυτό ακριβώς αιμοδιψές με μια δίχως καθόλου μίσος ψυχραιμία, άπληστο για δόγματα, άπληστο για τα κατάλληλα συνθήματα και κινούμενο απ' αυτά σαν μαριονέττα (στο μεταξύ όμως κι από εκείνα της προόδου), ωστόσο πάντοτε θρασύδειλα δολοφονικό, μα κάνοντας την Παναγία, αυτός είναι ο μικροαστός: Ω αλίμονο, αλίμονο! Ω, ο μικροαστός είναι το ίδιο το Δαιμονικό- το όνειρό του - είναι μια απαρέγκλιτα σε χθεσινούς στόχους στραμμένη, άκρως εξελιγμένη και σύγχρονη τεχνική- το όνειρό του είναι το τεχνικά υπερτέλειο κιτςτο όνειρό του είναι η επαγγελματική δαιμονοληψία του δεξιοτέχνη που παίζει για χάρη του βιολί- το όνειρό του είναι η μέσα στη ρομαντική φαντασμαγορία της φωτιάς μαγεία της όπερας που λάμπει και αστράφτει- το όνειρό του είναι μια μίζερη μεγαλοπρέπεια.
287
Λχ, πόσο μας πήρε ο τρόμος, έσκιζε σαν βέλος τα Βερολίνα-φάντάσματα, Μικροαστοί του αυτοκράτορα, βίρα πάνω Αποκάλυψη του πορφυρού κιτς εποχούμενοι και με γούνες ακριβές, με σάλπιγγες και μπαρόκ μουσική και με μεγάλες λιμουζίνεςτσουγκρίσαμε με νόημα τους ώμους μας κι ο τρόμος μας έγινε γέλιο. Κι ωστόσο ήταν μονάχα η αρχή- κι όταν μετά από τρεις δεκαετίες το κτήνος πλησίασε και είπε τα μεγάλα λόγια, κάνοντας το λόγο του να μοιάζει με ρόχαλο, τότε χάσαμε το δικό μας λόγο' η λέξη έγινε ένα στεγνό Κάτι, κι έμοιαζε σαν να είχαμε για πάντα χάσει την επικοινωνία: όποιος έγραφε ακόμα ποιήματα, ήταν τρελός για περιφρόνηση, που παράγει από καρπούς μαραμένα λουλούδια. Ξεχάσαμε το γέλιο, και βλέπαμε τη μάσκα του τρόμου, το επικήδειο κιτς, δεμένο μπροστά στο πρόσωπο του μικροαστού δημίου, μάσκα πάνω στη μάσκα, το αφύσικο να επικαλύπτει το αφύσικο, το πρόσωπο της αδυναμίας να δακρύζεις. Ύ)μως οι επαναστάσεις, εξεγέρσεις της φύσης κατά τον αφύσικου, κατά του φρικαλέου και του ριζικά ανεπίτρεπτου, αλλά και κατά της πολυμορφίας των πεποιθήσεων, οι οποίες με τη βοήθεια της σκυθρωπής κι οργίλης φλόγας του τρόμου και του αναγκαστικού προσυλητισμού θέλουν να ξεσπαθώσουν όλες, οι επαναστάσεις όμως γίνονται κι οι ίδιες φρικαλέες, γιατί κάθε τρόμος φέρνει μια καινούργια μικροαστική τάξη στα πράγματα, κάνοντας επίκαιρο τον κερδοσκόπο 288
της επανάστασης, τον μικροαστό της επανάστασης, τον δεξιοτέχνη ειδικό του τρόμου, τον αιώνια βδελυρό που ατιμάζει κάθε έννοια δικαιοσύνης: Αλίμονο, ω αλίμονο! Ω επαναστατική δικαιοσύνη! Από την επανάσταση γεννιέται η δαιμονική επανάσταση - απομίμηση του μικροαστού, θρασύδειλη και χειρότερη παρ' όλα αυτά, αφού η έλλειψη ιδεολογίας την κάνει ωμή δύναμηδεν πρόκειται τότε πλέον για στράτευση οπαδών ή για αναγκαστικό προσυλητισμό, αλλά για το αίσχος που εμφωλεύει μέσα σ' όλες τις πεποιθήσεις, για το τεχνικά αρτιότατο εργαλείο του τρόμου αυτό καθαυτό, για το στρατόπεδο συγκεντρώσεως καί για το θάλαμο βασανιστηρίων - εργαστήριο, ώστε, με την αναχθείσα τώρα σε υπέρτατο νόμο παρανομία, με την αναχθείσα σε αλήθεια ψευτιά των φαντασμάτων, να επιτευχθεί ένα σχεδόν αφηρημένο σκλάβωμα των πάντων, ανοίκειο σε κάθε τι το ανθρώπινο. Με χαμένο το είναι, δεν μπορούμε να το κρίνουμε: Ένα ήμουν τότε στην κούνια μου, ένα θα είμαι και την ώρα του θανάτου μου, ίσως ακόμα κι όταν, πίσω από συρματοπλέγματα, θα περιμένω να με πάνε στον τόπο εκτελέσεως, γιατί αν και οι δικές μας οι ψυχές δεν είναι παρά αφημένες στο Τίποτα και δεν ξέρουν προς ποιά κατεύθυνση να στρέψουν την προσευχή τους, μουρμουρίζουν παρ' όλα αυτά μέσα σε μιαν ευσεβή μοναξιά, σαν το είναι να αποσιωπούσε την ύπαρξή του μέσα στο Τίποτα. Γι' αυτό, εσύ που είσαι ακόμα ζωντανός, βγάλε το καπέλο και μνημόνευσε τα θύματα, ακόμα και τα μελλοντικάη ανθρώπινη σφαγή δεν έχει τελειώσει ακόμα: 289
Αλίμονο, για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως ανά την υφήλιο! πολλαπλασιάζονται, όπως κι αν λέγονται* επαναστατικά ή αντιεπαναστατικά, φασιστικά ή αντιφασιστικά, είναι η μορφή τής εξουσίας των μικροαστών, που θέλουν να σκλαβώνουν και να σκλαβώνονται. Αλίμονο στην τύφλωση! Το δάσος και το λιβάδι φτάνουν στα κάγκελα του στρατοπέδου, στα σπίτια των δημίων κελαηδούν τα καναρίνιαένας ουρανός από άνθη υψώνεται σαν θόλος πάνω απ" τις εποχές, και το ουράνιο τόξο φαίνεται με τα χρώματα της ελπίδας το σύμπαν χλευάζει μέσα σε ασυμβίβαστα και ρωτάει τους ανθρώπους: θα τ' αντέξεις κι άλλο; Τί είναι ορατό για σένα; Και τί είναι επίπλαστο; Αυτός που πάει στο θάνατο το βλέπει- τίποτα δεν τον πικραίνει πια, και η χαριστική βολή είναι γνήσια. Βγάλε το καπέλο σου και μνημόνευσε τα θύματα. Η τομή στο γήινο - μια φορά ακόμη. Η όχθη πέφτει απότομα στη θάλασσατο τοπίο δεν είναι πλέον ενιαίο, και πάνω από τους ορίζοντες πέρα υπάρχει κάτω από τη θάλασσα η ομίχλη της μεταμόρφωσης. Γιατί τα πράγματα έγιναν μέτρο των ανθρώπων και το χθες ξεφεύγει πριν ακόμα το πάρει η βάρκα. Πήγαινε στο λιμάνικάθε βράδυ οι βάρκες περιμένουν, αόρατες, βέβαια, μεταφέροντας το στόλο του ανθρώπινου προς ανατολάς, στο άγνωστο τής νύχτας: ω τομή μέσω του χρόνου! 290
Υπήρξε ποτέ το χθες; Μήπως σε λοιδορεί; Υπήρξε ποτέ η μάνα; Ω, υπήρξε αυτό που κάποτε σε κρατούσε; Υπάρχει επιστροφή στον γενέθλιο τόπο; Ω, δεν υπάρχει επιστροφή, πάντοτε στη συνάντηση συναντάς αυτό που σ' έχει στο στόχαστρό του, Γι' αυτό μην ψάχνεις, αλλά βλέπε- βλέπε το ήρεμο αργοκύλισμα, βλέπε τη μεταμόρφωση πάνω στην κόψη, το διάλειμμα ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο, μέσα στο οποίο διαλύεται, τα πράγματα που έγιναν από το χέρι επιστρέφουν σ' αυτό, αδύνατα στο τέλος της δύναμης. Εδώ αυτό φτάνει ως απέναντι. Πήγαινε στο λιμάνιόταν το βράδυ εγγίζει το μώλο και τον ήρεμο καθρέφτη της θάλασσας, βλέπε εκεί που θα φτάσει το χθες και θα γίνει αύριο πριν καν ακόμα φθάσει. Το τοπίο είναι κομματιασμένο, όμως η γνώση σου είναι μεγαλύτερη από σένα- σπιρούνισε την αντίληψή σου, για μια φορά ακόμα ώστε να φθάσει στη γνώση σου, πριν πέσει το βράδυ. Δεν αρκεί που δεν σμιλεύεις την εικόνα του προσώπου Μου' σκέφτεσαι παρ' όλα αυτά με εικόνες, ακόμα κι όταν αναφέρεσαι σ' Εμένα. Δεν αρκεί που διστάζεις να λες το όνομά Μου' η σκέψη σου είναι γλώσσα, ένα όνομα ο σιωπηλός σου δισταγμός. Δεν αρκεί που δεν πιστεύεις σ' άλλους θεούς εκτός από Μένα: η πίστη σον όεν μπορεί παρά να φτιάχνει είδωλα. Με βάζει στην ίδια σειρά μ' αυτά, 291
κι αυτή εξαρτάται από τούτα και ποτέ από Μένα, Εγώ υπάρχω, και δεν υπάρχω, επειδή υπάρχω. Είμαι πέρα από την πίστη σουΤο πρόσωπό Μου δεν είναι Μη-πρόσωπο, η γλώσσα Μου μη-γλώσσα, και τούτο το γνώριζαν οι προφήτες Μου: Αμετροέπεια είναι κάθε λόγος για την ύπαρξη ή τη μη-ύπαρξή Μου, και η αναίδεια του αρνητή όπως και η υποταγή του πιστού είναι και οι δύο υπερφίαλη γνώσηη πρώτη αποφεύγει το λόγο των προφητών, κι η δεύτερη τον παρανοεί, εκείνη ξεσηκώνεται εναντίον Μου, ετούτη παραέχει οικειότητα μαζί Μου στην άνετη λατρεία της, και γι' αυτό απορρίπτω την πρώτη, ενώ η δεύτερη αναζωπυρώνει την οργή Μου δεν Μ' αρέσουν αυτοί που παραδείχνουν δικοί Μου. Εγώ είμαι ο μη ων, μια καιομένη βάτος και καμιά, αλλά σ' αυτούς που ρωτάνε Ποιόν να λα-ζρέψουμε; Ποιός είναι στην κορυφή μας; σ' αυτούς έχουν απαντήσει οι προφήτες Μου: Λατρέψατε! Λατρέψτε το άγνφστο, που είναι έξω, έξω από το περιβόλι σας' εκεί βρίσκεται ο κενός θρόνος Μου άφθαστος στον κενό μη-χώρο, στην κενή μη-σιγή χωρίς σύνορα. Μην προσπαθήσεις να πλησιάσεις. Αν θέλεις να μικρύνεις την απόσταση, τότε μεγάλωσέ την με τη θέλησή σου, και με τη θέλησή σου κρύψου στη μετάνοια, εκεί που δεν προσεγγίζεις τον εαυτό σου' 292
μόνο εκεί είσαι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν Μου. Αλλιώς θα σε κάνουν να μετανιώσεις. Δεν θα είμαι Εγώ αυτός που θα κραδαίνει τη μάστιγα πάνω απ' τα κεφάλια σας- εσείς οι ίδιοι την προκαλείτε, και κάτω απ' τα δικά της αγγίγματα θα χάσετε το καθ' ομοίωσιν, τη γνώση σας. Γιατί όσο υπάρχω και καθ' όσον θα υπάρχω για σένα, βύθισα τον μη-τόπο της ύπαρξης Μου σε σένα το πιο μακρινό έξω στο πιο βαθύ μέσα ώστε η αντίληψη σου να φθάσει να διαισθανθεί τη γνώση σου, εσύ όμως μπορείς μέσα στην μη-πίστη σου να πιστεύειςγνώρισε τη δυνατότητά σου να γνωρίζεις- ρώτησε τη δυνατότητά σου να ρωτάς, τη λάμψη της σκοτεινιάς σου, τη σκοτεινιά της λάμψης σου, χωρίς να μπορεί να φωτισθεί, να σκοτισθεί: εδώ είναι το μη-είναι Μου, και πουθενά αλλού. Έτσι το δίδαξαν, σαν έφθασε.το πλήρωμα του χρόνου, οι προφήτες Μου, και με πείσμα, απλώς γιατί ήσαν οι εκλεκτοί Μου το κατάλαβαν ορισμένοι και πίστεψαν σ' αυτό. Ακουσε το άγνωστο με προσοχή, άκουσε τα σημάδια της νέας ωριμότητας, πως θα είσαι παρών, όταν αυτή προβάλλει στην αντίληψή σου. Εκεί στρέψε την ευσέβειά σου, την προσευχή σου. Σε Μένα μην κάνεις προσευχές- δεν τις ακούω: γίνε για χάρη Μου ευσευβής, χωρίς να "χεις πρόσβαση σε Μένααυτό ας είναι η κοσμιότητά σου, η υψηλόφρων ταπεινότητα 293
που σε κάνει άνθρωπο. Και ιδού, αυτό αρκεί. Ω, για τον άνθρωπο τα πάντα είναι ο κόσμος τον ήλιου, κι ο αποχαιρετισμός τού πέφτει δύσκολος, εκτός εάν προφτάσει να δει τη γη της επαγγελίας, χωρίς βέβαια να μπορέσει να μπει α' αυτήν, χωρίς να πρέπει να μπει σ' αυτήν, τη στιγμή του αποχαιρετισμού. Ξένε αδελφέ, εσένα που στη μοναξιά μου δεν γνωρίζω ακόμα, ας ετοιμαστούμε - είναι καιρός ν' ανέβουμε το όρος Πισγκά λίγο λαχανιασμένοι μεν (όπως συχνά στην ηλικία μας), πλην όμως θα τα καταφέρουμε, και κατόπιν στην κορυφή Νεβώ εκεί ας αναπαυθούμε. Ούτε οι πρώτοι θα είμαστε εκεί πάνω ούτε οι τελευταίοι- όχι, διαρκώς, θα προστίθενται στη συντροφιά μας κάποιοι όμοιοι μ' εμάς, και με μιας θα πούμε τότε: Εμείς, και θα ξεχάσουμε το Εγώ. Εδώ όμως ας μιλήσουμε ως εξής: Εμείς, το πιο ευγενές φύλο, εμείς, το φύλο μέσα στην καινούργια και παντοδύναμη μεταμόρφωση, εμείς οι πεινασμένοι, οι διψασμένοι, οι σκονισμένοι, οι κατάκοποι οδοιπόροι της ερήμου (κι ας ξεχάσουμε εδώ τα ζωύφια και όλες τις αρρώστιες, που επέπεσαν με τον χειρότερο τρόπο πάνω μας), εμείς οι πλάνητες, οι αναζητούμενοι και γι αυτό τον γενέθλιο τόπο αναζητούντες, ορισμένοι 294
για την ευτυχία του Προορισμού και της Όρασης, ορισμένοι για τη φρίκη της νηφάλιας θέας, εμείς είμαστε οι προικισμένοι, για τους οποίους η νύχτα μίκρυνε τόσο πολύ, που το χθες να φθάνει στο αύριο και μεις να τα βλέπουμε ένα, υπέροχο δώρο τού ταυτόχρονου. Ας μας δοθεί, λοιπόν (ενόσω αυτοί εκεί κάτω μέσα στους άγριους καυγάδες της αναχώρησης ετοιμάζουν τις αποσκευές τους) εδώ να περιμένουμε, επάνω, ευτυχείς και απαλλαγμένοι από ελπίδες στο μεγάλο αποχαιρετισμό της Όρασης, το φίλημα του Αγνώστου έντονο κι απαλό πάνω στο μέτωπό μας, πάνω στα μάτια μας.
295
χ. ο πετρωμένος επισκέπτης Εδώ και δέκα κιόλας χρόνια ζούσε ο Α. με την αρκετά τώρα γερασμένη βαρώνη Β. και με την όχι πολλή νεότερή της, αλλά εντυπωσιακά πιο καλοστεκούμενη, και μάλιστα όλο και πιο ακμαία καμαριέρα της Τσερλίνε στο παλιό σπίτι των κυνηγών μέσα στο δάσος. Κοντά στα σαρανταπέντε, αυτός είχε τώρα παχύνει πολύ, και γι αυτό δεν έφταιγε μονάχα το γεγονός ότι δεν εκινείτο πολύ ή, πιο σωστά, το ότι σιχαινόταν το πολύ πήγαιν' έλα με τον τρόπο που είχε διαλέξει να υπάρχει, όχι, κάθε άλλο, απλώς τον τάιζαν σαν θρεφτάρι: από τότε που είχαν μετακομίσει στο παλιό σπίτι των κυνηγών έπιασε την Τσερλίνε η φιλοδοξία να κάνει τον εαυτό της και τους δυο συγκατοίκους της κινούμενα βαρέλια* το μαγείρεμα και η ετοιμασία του τραπεζιού έγιναν ένα από τα πιο σοβαρά καθήκοντα στη ζωή της κι ακόμα και αν οι σιτιστικές της προσπάθειες δεν είχαν παρά μικρή επιτυχία στη βαρώνη, είχαν ωστόσο μια τόσο μεγαλύτερη επιτυχία στον Α. και τη μέγιστη δυνατή στον εαυτό της, αφού είχε το δίχως άλλο διπλασιάσει κιόλας το βάρος της και βρισκόταν στον καλύτερο δρόμο για να το τριπλασιάσει. Ο Α. την κοίταζε κατάπληκτος. Για την περαιτέρω ικανοποίηση τού πάθους της να ταΐζει κάποιον και ύστερα από εντολή της, ο Α. αγόρασε ένα σωρό μικρά ζώα. Τρεις καλοθρεμμένοι σκύλοι, δυο κυνηγετικοί και ένα σπάνιελ, καθώς και ένα λόγω αναπαραγωγής διαρκώς αυξανόμενο πλήθος από γάτες είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι, και μαζί με τα πουλερικά, μεταξύ των οποίων αυτή έδειχνε προτίμη297
ση στα σιτεμένα καπόνια, υπήρχαν και μερικές χήνες, που τάιζε όπως έπρεπε για να της δώσουν πολύ συκώτι. Κάπου-κάπου ιδιαίτερα όταν την πονούσαν τα αρθριτικά της, τον καλούσε στο κοτέτσι για να τη βοηθήσει να τα ταΐσει, καλώς όμως εχόντων των πραγμάτων τη δουλειά αυτή την έκανε μόνη της* όσο πιο πολύ πάχαινε τόσο πιο σβέλτα και δραστήρια γινόταν και τόσο πιο πλήρης, πειστική και αναγνωρισμένη ήταν η εξουσία της πάνω σε ανθρώπους και ζώα. Ακόμα και οι δυο κυνηγετικοί σκύλοι, που ελάχιστα εντυπωσιάζονταν από τις διαταγές τρίτων, την υπάκουγαν αμέσως, ενώ όταν αυτή ήταν στο δωμάτιο, τότε άρχιζαν να χουρχουρίζουν οι γάτες. Ακόμα και για τα λαχανικά του κήπου η παρουσία της ήταν απολύτως αναγκαία* ο εργάτης που τον βοηθούσε συνήθως στις διάφορες ασχολίες του, ζητούσε για κάθε μικροδουλειά τη συμβουλή της. Μετά περισσότερο από σαράντα χρόνια ζωής στην πόλη το παλιό χωριάτικο αίμα της είχε ξαναζωντανέψει και μαζί μ' αυτό και η χωριάτικη απληστία της· μιας και ήταν αδύνατον να καταναλωθεί όλος ο πλούτος σε αυγά, πουλερικά, λαχανικά και φρούτα, πράγμα που προτιμούσε να είχε γίνει, όλα αυτά τα προϊόντα έπαιρναν με διαφόρους τρόπους το δρόμο για την αγορά, στο μεγαλύτερο μέρος τους για να πουληθούν ή να ανταλλαχθούν με άλλα, και μόνο στο μικρότερο μέρος τους για να γίνουν δώρα - μερικά από καλή διάθεση κι άλλα από σκοπιμότητα (τις περισσότερες φορές στα παιδιά, που κάθονταν με τις ώρες μαζί της στην κουζίνα, και, αν δεν ήθελε να τη βοηθήσουν, τα 'φηνε να την χαζεύουν), όμως από τα κέρδη αυτού του μικρεμπορίου ο Α. δεν έβλεπε ούτε δεκάρα* προφανώς τα μάζευε μέσα σε καμιά κάλτσα. Πά ντως δεν τα ξόδευε για τον εαυτό της* φορούσε ακόμα τα ίδια ρούχα όπως και πριν από δέκα χρόνια, μόνο που τώρα οι φούστες της δεν έκλειναν πουθενά και συγκρατούνταν παντού με παραμάνες, μιας και το να τις δώσει για φάρδεμα δεν είχε πλέον εδώ και πολύν καιρό κανένα νόημα πια. Εάν ο Α. της χάριζε τα Χριστούγεννα ή σε καμιά άλλη ευκαιρία κάποιο καινούργιο ρούχο, τότε αυτή περνούσε εξε298
ταστικά τα δύσπιστα δάχτυλα της πάνω στο ύφασμα και ερευνούσε την αντοχή του, ενώ κατόπιν πήγαινε μπροστά στον καθρέφτη για να δει πώς της πήγαινε, και αυτό ήταν όλο* το ρούχο εξαφανιζόταν κι αυτή συνέχιζε να φοράει τα παλιά της ρούχα, θέλοντας ίσως μεταξύ των άλλων να παρουσιάζει στον Α. από καιρού εις καιρόν μιαν απτή απόδειξη της φτώχειας της: «Δεν μπορώ να αγοράσω για τον εαυτό μου τίποτα* εσείς φροντίζετε την κυρία βαρώ\η, ενώ εγώ σας είμαι αδιάφορη». Πραγματικά, ο Α. φρόντιζε τη βαρώνη* την φρόντιζε και την πρόσεχε σαν γιός της. Το να ενδιαφέρεται γι' αυτήν, που είχε γίνει η θετή του μητέρα, το να της διαβάζει την εφημερίδα, να παίζει τα βράδυα μαζί της χαρτιά ή ν' ακούει ραδιόφωνο με τη συντροφιά της, αυτό ήταν ολοένα και περισσότερο το νόημα που αποχτούσαν οι μέρες του. Κι αυτό του ήταν αρκετό, επειδή ήταν και σ' αυτήν αρκετό, σχεδόν σαν οι δικές του απαιτήσεις από τη ζωή να μην ήθελαν να ξεπεράσουν τις δικές της. Στην περίπτωσή τους, βέβαια δεν μπορούσε να γίνει λόγος για μιαν αληθινή εμπιστευτική σχέση μητέρας-γιού και η εδώ και δέκα χρόνια αμετάβλητη και φιλοπαίγμων τελετουργικότητα με την οποία ο ένας μεταχειριζόταν τον άλλον, μολονότι τύπος, είχε γίνει το περιεχόμενο της σχέσεώς τους, που όμως είχε τέτοια αποκλειστικότητα, ώστε η βαρώνη ξέχναγε ολοένα και περισσότερο την προηγούμενη ζωή της: ο χρόνος του γάμου της και προπάντων εκείνος της πρώιμης χηρείας της κυλούσε στο πουθενά* οι τόποι τής παρουσίας της στη γη καί βέβαια του σπιτιού της στην πόλη, όπου τόσα πολλά χρόνια είχε ζήσει με τη θυγατέρα της, την Χίλντεγκαρντ, και που τώρα η τελευταία το νοίκιαζε σε ραγίη§ βυοδίδ, αυτοί οι τόποι ξεθώριαζαν στον ορίζοντα, κι αυτό το σβήσιμο, αυτό το σχεδόν ποθητό στη γαλήνη του σβήσιμο, που απλωνόταν ακόμα κι ως την Χίλντεγκαρντ, την μετέβαλε ολοένα και περισσότερο σε μια ξένη, της οποία οι όχι και πολύ συχνές επισκέψεις έλαβαν τελικά τον χαρακτήρα μιας ανεπιθύμητης ενόχλησης. Ο Α. απέφευγε ν' αλλάξει τίποτα σ' όλα τούτα* επειδή και οι δυό τους έπαιζαν ένα παιχνίδι 299
συγκαλύψεων και κάθε ανάκληση του παρελθόντος θα παραβίαζε τους κανόνες του παιχνιδιού. Έτσι λοιπόν ξεχάστηκε και το δικό του παρελθόν. Το γεγονός ότι κάποτε ταξίδεψε στις πέντε ηπείρους, το ότι κάποτε ο δρόμος του τον έφερε μέσα στη ζούγκλα των χρηματιστηρίων και των διεθνών τιμών χρηματιστηρίου και μέσα στις ερημιές των οικονομικών κύκλων και των κερδοσκόπων που παραμονεύουν, με κίνητρο μια ηδονή που είναι ταυτόχρονα αυτή του ερευνητή κι εκείνη του παίχτη, επειδή συνεχώς - και πολλές φορές μάλιστα με διανοητική τόλμη - ιχνηλατεί τις πιθανότητες που προκύπτουν από το συνδυασμό του είναι και του γεγονότος, όλα αυτά λοιπόν είχαν τώρα ξεθωριάσει και απωθηθεί στο βασίλειο των σκιών, είχαν όλα υποσκελισθεί από την καθημερινότητα, μέσα στην οποία όλο και πάχαινε κι έπαιρνε βάρος, αλλά παρ' όλα αυτά έσβηνε μέσα στο αβαρές και το σκιώδες και για τον ίδιό λόγο έσβηνε μαζί και το εγώ τού ανθρώπου, και μάλιστα ήρετο σε κάποιαν σφαίρα της πιο παράδοξης κατάστασης μιας μη-επιθυμίας· ακόμα και οι ερωτικές επιθυμίες είχαν σβήσει, ενώ τού ήταν ακατανόητο το γεγονός ότι κάποτε είχε γυναίκες και τις αγαπούσε κι ακόμα πιο ακατανόητο το ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε κάποτε να επαναληφθεί. Όμως το πιο ακατανόητο απ' όλα ήταν ότι εξαιτίας του - ω, να έγινε άραγε εξαιτίας του; - μια νέα κοπέλα είχε αυτοκτονήσει, αυτή, η τελευταία του ερωμένη, σήμερα μονάχα ένα όνομα πια, ένα όνομα στο χείλος της λησμονιάς, για το οποίο τώρα δεν ήταν καν βέβαιο, αν πραγματικά λεγόταν Μελίττα. Τίποτα δεν είχε απομείνει* μόνο ένα τώρα δίχως τίποτα να συμβαίνει τα τελευταία δέκα χρόνια, κι όταν η βαρώνη έλεγε: «Ας μιλήσουμε για τα περασμένα χρόνια», τότε και οι δυο εννοούσαν μ' αυτό τις ημέρες της πρώτης τους συνάντησης* δεν υπήρχε παρά μονάχα ένα αμοιβαίο «θυμάσαι;», που φυσικά γι' αυτούς, και σύμφωνα με τον τυπικό τρόπο που είχαν να εκφράζονται, ήταν ένα «θυμάστε;». Κι ήταν σχεδόν φόβος μπροστά στη μνήμη* αν κάποια στιγμή ανοιγόκλεινε με θόρυβο στο ρεύμα του αέρα μια πόρτα, τους έπιανε και τους δυο ανατριχίλα: κατόπιν συνήθιζαν - εάν 300
ο καιρός το επέτρεπε - να βγαίνουν στον κήπο για να κάνουν εκεί έναν μικρό περίπατο και να επισκεφθούν τα σημεία που είχε ο Α. τελευταία εξωραΐσει, όπως το ηλιακό ρολόι στο μέσον του κυκλικού ανθόφυτου μέρους του κήπου ή τη φρεσκοφυτεμένη βραγιά με τις φούξιες μπροστά στην πρόσοψη της κουζίνας, ενώ με γαληνεμένη την ψυχή τους επέστρεφαν αργότερα στο σπίτι, ιδίως όταν η Τσερλίνε τους φώναζε πως το φαγητό ήταν έτοιμο. Έτσι ήταν η ζωή εδώ, εδώ στο σπίτι των χοντρών ανθρώπων και της παχειάς καθημερινότητας κι ο Α. δεν ήθελε πια να την αλλάξει χαιρόταν μάλιστα ν' αφήνει τα χρόνια να κυλούν και να παρέρχονται στάλα-στάλα μ' αυτόν τον τρόπο και δεν πρόσεχε πια, μάλιστα του άρεσε κιόλας η μυρωδιά της σήψης που ένιωθε σ' αυτή την καθημερινότητα. Συχνά έλεγε στον εαυτό του πως στην πραγματικότητα τώρα αποτελεί κυριολεκτικά ένα μέλος τής ΐ6ίδΐΐΓ6 οΙαδδ και πως δυστυχώς θα ετιμωρείτο γι' αυτό - ήταν όμως δικό του το φταίξιμο που η κερδοφόρα τοποθέτηση των χρημάτων του πετύχαινε συνεχώς; Βέβαια το διεθνές εμπόριο διαμαντιών είναι πολύ πιο προσοδοφόρο από την κοπιαστική αναζήτησή τους στην περιοχή του Κίμπερλυ - όμως είναι λόγος αυτός να μιλάει κανείς για τα έσοδα ενός ανέργου; Όχι, παρ' όλη του την ραθυμία, η πραγματική τεμπελιά τού ήταν ανέκαθεν άγνωστη κι ακόμα και σήμερα στη συνεχή του σχόλη δεν είχε καταφέρει να την αποκτήσει, αλλ' έπρεπε, πολύ περισσότερο, να αναζητά διαρκώς το ςυί νίνβ, έπρεπε να παρακολουθεί κάθε μέρα τις τιμές των εμπορευμάτων και του συναλλάγματος, ώστε να είναι σε θέση να δώσει εγκαίρως εντολές στους χρηματιστές του και στις τράπεζες, κι αφού τώρα είχε μαζί μ' αυτά να υπολογίζει και με την άνοδο πολιτικών ανισόρροπων τύπου Χίτλερ, έπρεπε να είναι διπλά προσεκτικός, αν δεν ήθελε να γίνει ξαφνικά ζητιάνος. Μέχρι τώρα όμως είχε χειρισθεί σωστά τις υποθέσεις του* είχε απαλλαχθεί από την ακίνητη περιουσία του, κυρίως τη γερμανική, είχε ρευστοποιήσει ένα μεγάλο μέρος των χρηματιστηριακών τίτλων που κατείχε και άρχισε να επενδύει σε αμερικανικά χρηματιστήρια, ενώ 301
το ότι όλα αυτά τα πέτυχε σχεδόν χωρίς καμιά ζημιά, τα πέτυχε παρ' όλη την οικονομική κρίση και ύφεση, τα πέτυχε αντίθετα προς όλες τις αυστηρές διατάξεις περί συναλλάγματος που εμπόδιζαν παντού τις διεθνείς συναλλαγές, μ' έναν λόγο, τα πέτυχε υπό συνθήκες, τις δυσκολίες των οποίων δεν θα μπορούσε ποτέ να^ίχε φαντασθεί ο πατέρας του, αυτό αποτελεί έναν θρίαμβο εις βάρος αυτού του τόσο σίγουρου για τον εαυτό του ανθρώπου, που είχε προφητεύσει πως ο γιός του θα του έτρωγε την περιουσία. Και έναν όχι μικρότερο θρίαμβο αποτελούσε η επιτυχημένη οικονομική εξασφάλιση της βαρώνης· βέβαια θα έκανε ειδικότερη μνεία στη διαθήκη του σε μια πλειάδα αγαθοεργών ιδρυμάτων, προπάντων, φυσικά, σε εκείνα της πατρίδας του της Ολλανδίας, ωστόσο η πιο προνομιούχος κληρονόμος θα ήταν η βαρώνη, στο όνομα της οποίας είχε κιόλας γράψει σε περίπτωση θανάτου του το παλιό σπίτι των κυνηγών, ένα από τα ελάχιστα υπόλοιπα της ακίνητης περιουσίας του. Ανησυχίες βέβαια του δημιουργούσε το τί θα γινόταν σε περίπτωση περαιτέρω οξύνσεως της καταστάσεως, όπως σε περίπτωση απειλής πολέμου - θα μπορούσε τότε να ταξιδέψει εκεί που είχε τα λεφτά του; Θα μπορούσε να ζητήσει από τη γριά γυναίκα που φρόντιζε μια τέτοια μεταφύτευση, η οποία γι' αυτήν θα ήταν καταστροφική; Ή μήπως θα ήταν γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αναγκαίο να παραμείνει εδώ και να διακινδυνεύσει να χάσει την περιουσία που είχε κιόλας μεταφέρει, μια όψιμη εκπλήρωση της προφητείας τού πατέρα του για την κατασπατάλιση της περιουσίας; Ωστόσο όλα αυτά τώρα ήσαν ενδεχομένως υπερβολικά απαισιόδοξες υποθέσεις, μολονότι ένας προσεκτικός πεσσιμισμός είχε ανέκαθεν αποδειχθεί ως προσοδοφόρος* προς το παρόν όμως η κατάσταση βελτιωνόταν παντού: η διεθνής ένταση που επικρατούσε σε πολιτικό και οικονομικό πεδίο ήταν σε ύφεση, η καλοθρεμμένη από την Τσερλίνε γαλήνη του σπιτιού των κυνηγών φαινόταν προς το παρόν να μην απειλείται από κανενός είδους ενοχλήσεις, ο εθνικοσοσιαλισμός έχανε ψηφοφόρους, η διεθνής οικονομική γραφειοκρατία άρχιζε να μπαίνει στην ρουτίνα ως 302
προς την ερμηνεία των διατάξεων για το συνάλλαγμα, ενώ η ζωή του Α. συνέχιζε να κυλάει κατά τον ήδη γνωστό του και ευχάριστο τρόπο. «Ράθυμη χώνεψη ζωής, ράθυμη και τής μοίρας» συνήθιζε να λέει, ενώ οι φούξιες με τα σμήνη από σφήκες τριγύρω τους στον τοίχο της κουζίνας και οι αρμπαρόριζες στο περίπτερο του κήπου τον γέμιζαν χαρά: «πρέπει να μάθει κανείς ν' αδιαφορεί για τον κόσμο». Μερικές φορές, στην ψυχρή ακόμα ζέστη ενός καλοκαιριάτικου πρωινού ή και το φθινόπωρο, όταν το κιτρινωπό φύλλωμα των δέντρων έμενε ασάλευτο μέσα στη μεγάλη διαφάνεια της ατμόσφαιρας, αυτός επιχειρούσε έναν μικρό περίπατο στο δάσος βαδίζοντας αργά ανάμεσα στους κορμούς απ' τις οξυές και σταματώντας συχνά για να ψηλαφίσει τον σχεδόν λείο, γκριζοπράσινο φλοιό τους και να δει τα καφετιά και μαύρα αρχικά γράμματα και τις καρδιές που είχαν χαράξει πάνω τους οι εκδρομείς από την πόλη. Συχνά τον συνόδευε στους περιπάτους του η εικόνα τού πατέρα καθώς κι εκείνη της βαρώνης, όχι οι πραγματικές τους εικόνες, όχι, αυτή τού πατέρα του εμφανιζόταν υπό την μορφή των οικονομικών προβλημάτων, κι εκείνη της βαρώνης υπό τη μορφή κωδικέλλων της διαθήκης του, ενώ το δάσος αποδεικνυόταν και για τις δυο εικόνες ως ο ιδεώδης χορηγός καινούργιων απόψεων. Όμως όσο έξυπνες κι αν ήσαν οι βελτιώσεις της διαθήκης με τις οποίες ασχολείτο, δεν του πέρασε παραδόξως καθόλου από το μυαλό το ότι ο θάνατος της γριάς κληρονόμου του πριν από αυτόν ανήκε στη φυσική πορεία των πραγμάτων. Ο θάνατός της τού φαινόταν πως μπορούσε να αποτραπεί, πως μπορούσε να αναβληθεί επ' άπειρον, μ' έναν λόγο, πως μπορούσε να συγκαλυφθεί, στο μέτρο που την προφύλασσε κάποιος από όλα τα καταστροφικά ενδεχόμενα που αποτελούσαν κινδύνους για την ίδια, κι αυτό κατά βάσιν δεν σήμαινε τίποτ' άλλο, από το ότι δεν έπρεπε αυτός να ζήσει ούτε μέρα παραπάνω από εκείνη. Τίποτα δεν θα έπρεπε πλέον να αλλάξει, κι όσον καιρό αυτός ζούσε σ' αυτό τον κόσμο, θα έπρεπε να ζει κι εκείνη. Σ' ένα από τα δέντρα είχε χαραχθεί «πιστοί ως το θάνατο» και ικκ την αλήθεια, δεν ήθελε και 303
πολύ ακόμα για να βγάλει τον σουγιά του και να της αφιερώσει την επιγραφή με το όνομά της: «Ελβίρα». Έτσι λοιπόν συγχωνεύονταν μέσα του οι δείκτες τιμών και το κληρονομικό δίκαιο με το θρόισμα του δάσους, με το τρίξιμο του ξύλου, με το βόμβο των εντόμων, με το σφύριγμα του μακρινού τρένου αλλά και με κάθε τι ορατό στις σκοτεινιές και στα ξέφωτα του δάσους· μέσα του συγχωνεύονταν οι πραγματικότητες που είχε δει και ακούσει και σκεφτεί σε ένα σύνολο ατέλειωτα πολλών διαστάσεων, στην υψηλότερη πραγματικότητα του οποίου μεταμορφώνεται κάθε τι το άμεσο, αίροντας το αδιαμεσολάβητα ανθρώπινο με το γήινο και το γενετήσιο της οντότητάς του, και μολοντούτο φυλάσσοντάς το για την πλήρη αποκάλυψη του μυστικού του στο Τέλος, κατά την άχρονη κι αιώνια στιγμή, κατά την οποία ο χρόνος και ο χώρος θα γκρεμιστούν. Σαν γύριζε από αυτούς τους περιπάτους σπίτι, δεν παρέλειπε ποτέ να διηγηθεί στη βαρώνη τις διάφορες εμπειρίες του στη φύση. Την άνοιξη της έφερνε τους πρώτους γαλάνθους του χιονιού και τα γιούλια και τους κίτρινους κρόκους από τις παρυφές του δάσους, ενώ το φθινόπωρο γέμιζε την αγκαλιά του με τρικοκκιές για να λάμπει το κατακόκκινο χρώμα των καρπών τους τα βράδια μέσα στα ανθοδοχεία. «Μην κουράζεσθε πολύ», συνήθιζε τότε να λέει η βαρώνη καθώς κοίταζε καλόγνωμα την ολοένα και πιο παχειά του φιγούρα καθώς και το στρογγυλό και χοντρό του πρόσωπο, τα ροζ στίγματα πάνω από τα ζυγωματικά του, που συνήθως εμφανίζονται στους ξανθούς μιας προχω,ρημένης ηλικίας και αυξανόμενου πάχους, και συνδέονται συχνά, όπως στην περίπτωσή του, με προϊούσα τριχόπτωση, ενώ η ικανοποίησή της ξεπήγαζε από την αγάπη της, η οποία πάντοτε, και μάλιστα ιδιαίτερα μετά από μακρά συμβίωση, μετατρέπει τα ελαττώματα του άλλου σε πλεονεκτήματα. «Όχι», επαναλάμβανε τότε με ευχαρίστηση, «δεν επιτρέπεται να κουράζεσθε: φθάνετε όπου να 'ναι στην ηλικία που πρέπει ν' αρχίσει κανείς να προσέχ^Λ τον εαυτό του». Εκείνη την εποχή αυτός είχε μόλις περασμένα τα σαράντα και μάλιστα με μια χωρίς προβλήματα υγεία, όμως 304
συγκινημένος από τη μητρική φροντίδα άρχισε να πιστεύει πως είχε ανάγκη προσοχής, και μολονότι η αντίθετη επιταγή της Τσερλίνε πως «Η κίνηση στον φρέσκο αέρα φέρνει όρεξη» του φαινόταν απολύτως λογική, άρχισε να περιορίζει την απόσταση των περιπάτων του, χωρίς βέβαια να χάσει παρ' όλα αυτά την όρεξή του* αντίθετα μάλιστα, όχι σπάνια έμπαινε κρυφά στην τραπεζαρία για να κλέψει από κει με την ηδονή ενός κλέφτη κάτι φαγώσιμο. Έτσι καθόταν συνήθως στο δωμάτιό του και κοίταζε από το παράθυρο τό δάσος. Με τις συχνές διακοπές των διαλειμμάτων που έκανε για να ξεκουραστεί στον καναπέ, εδώ αφοσιωνόταν στις οικονομικές του υποχρεώσεις, τον χρόνο όμως που του έμενε, και ήταν αρκετός, τον περνούσε με το διάβασμα, και μιας και διάβαζε γρήγορα και είχε και πολλά ενδιαφέροντα - σχεδόν κάθε εβδομάδα έφθανε ένα πακέτο με βιβλία από τον βιβλιοπώλη του στην πόλη - τα βιβλία γέμιζαν τον χώρο, ώστε το δωμάτιό του να μοιάζει σε λίγο με σωστή βιβλιοθήκη. Βέβαια, μερικές φορές δεν έκανε τίποτα, και μολονότι οι στιγμές αυτές έμοιαζαν απόκοσμες, δεν τον πήγαιναν πουθενά, ήταν το απόκοσμο ενός τίποτα, και για το λόγο αυτό του φαίνονταν να έχουν μια αμαρτωλά πένθιμη και παρ' όλα αυτά σχεδόν ψυχαγωγική γοητεία. Τέτοιες στιγμές τον έπιαναν ιδιαίτερα τον χειμώνα. Υπακούοντας στη συμβουλή της Τσερλίνε για τον φρέσκο αέρα και τις ερεθιστικές για την όρεξη ιδιότητές του, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να αφήνει συνέχεια ένα από τα δυο παράθυρα του δωματίου ανοιχτό, πράγμα που έκανε ακόμα και τον χειμώνα, όντας ωστόσο υποχρεωμένος αφενός μεν να ανοίγει στο φουλ τη θέρμανση αφετέρου δε να τυλίγεται κι αυτός καλά μέσα στα χειμωνιάτικα ρούχα του* έχοντας για προστασία τής εξαιτίας της τριχόπτωσης έτοιμης να κρυοπαγήσει χωρίστρας του μια παλιομοδίτικη σκούφια και φορώντας στα χέρια του τα γάντια ( που του είχε πλέξει η βαρώνη) και στα πόδια του τις γούνινες παντόφλες, καθόταν στο γραφείο του και έπεφτε εκεί, κατά κανόνα τελείως ξαφνικά και μάλιστα πάντοτε χωρίς συγκεκριμένο εξωτερικό λόγο, στη φρικιαστική κατάσταση μιας 305
παραλύουσας τα μέλη του αναχώρησης στο τίποτα, χωρίς να μπορεί τότε ούτε καν ο παγερός χιονιάς που έμπαινε από το παράθυρο με τις νυφάδες του χιονιού, να τον παρακινήσει να το κλείσει, αλλ' αντίθετα έμοιαζε, χωρίς να το κουνήσει από τη θέση του, σαν να ήθελε να τον αντέξει ως το καλοκαίρι, να τον υποστεί ως τη μεγάλη ζέστη τού καλοκαιριού, που θα του επέτρεπε τότε να κάθεται εδώ μόνο μ' ένα πουκάμισο και να ονειρεύεται τον χειμώνα. Είτε επρόκειτο δηλαδή για χιονιά, είτε για καύσωνα, είτε για το κύμα του βορά, είτε για εκείνο του νότου, σ' αυτόν τον αναχωρητή, φαινόταν να είναι το ίδιο πάντοτε ρεύμα που εισχωρούσε από το παράθυρό του και τον συνέπαιρνε, φέρνοντας μαζί του και την πνοή του δάσους, έτσι ώστε να τον διαπερνά και να τον εκχύνει προς τη διαίσθηση, επειδή η πνοή του δάσους ήταν αυτή ενός εσώτατου κόσμου, ήταν αυτή του σκοτεινού εδάφους με τις ρίζες και είχε παρ' όλα αυτά υψωθεί ως την υγεία, ήταν η διαίσθηση για εκείνη την απόμακρη και σχεδόν αβαρή πραγματικότητα που αποτελεί την τάξη. Και κάποτε έμοιαζε με τραγούδι, μακρινό τραγούδι του αβαρούς. Και μια μέρα έγινε πραγματικό τραγούδι. Αρχικά, έμοιαζε σαν να τραγουδάει βαθειά μέσα στο δάσος ένας ξυλοκόπος που δουλεύει. Κατόπιν, ανακατευόταν στο τραγούδι του το τερέτισμα και το τιτίβισμα των πουλιών, πράγμα αδύνατο, βέβαια, γιατί ήταν Μάρτιος. Αργότερα γινόταν ξανά ησυχία και το μόνο που άκουγε κανείς ήταν το πώς έπεφταν τα κομμάτια του χιονιού καθώς έλιωναν και έπεφταν από τα κλαδιά και το πώς έσταζε το νερό από τις στέγες. Αλλά μετά από λίγο ξανάρχιζε. Ο Α. ένιωθε να τον ενοχλούν και είχε και το δικαίωμα να το κάνει. Μήπως δεν κρίνονταν τώρα πολύ σοβαρότερα ζητήματα από το βλακώδες αίνιγμα του ποιός τραγουδούσε; Μήπως δεν είχε προείδει τα πάντα πολύ σωστά πριν από τρία κιόλας χρόνια με τον προφητικό του πεσσιμισμό; Τώρα ο παλαβός Χίτλερ ήταν ήδη στην εξουσία και στη σκοτεινιασμένη μονομιάς παγκόσμια πολιτική σκηνή υπέφωσκε ο κίνδυνος του πολέμου* βέβαια, μπορούσε ακόμα κι αυτό να το έβλε306
πε υπερβολικά απαισιόδοξα, ωστόσο όμως η φρόνηση του επέβαλε να μετατρέψει όσες στερλίνες είχε ακόμα σε δολλάρια, και ο Α., ο οποίος ετοιμαζόταν να συνδέσει τις τ^άπεζές του στο Λονδίνο με εκείνες στη Νέα Υόρκη, αναρωτιόταν μήπως και το ελβετικό φράγκο δεν είχε καταστεί επισφαλές και αναξιόπιστο, μάλιστα, ακόμα και αυτό το ελβετικό φράγκο. Δεν μπορούσε το τραγούδι να περιμένει ωσότου ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του; Μήπως δεν ήξερε αυτός που τραγουδούσε πόσα πράγματα έπρεπε να διευθετηθούν ακριβώς εκείνη τη στιγμή; Πέραν αυτού ο απογευματινός ύπνος τού είχε γίνει απολύτως απαραίτητος μετά το πλούσιο γεύμα* με το κεφάλι του βαρύ - ένας θεός ήξερε γιατί σήμερα ένιωθε τέτοια νύστα - δεν μπορούσε να πάρει καμιάν απόφαση. Οι χτύποι από το τσεκούρι δεν τον ενοχλούσαν ήσαν ένα φυσικό τμήμα του δάσους, ενώ το τραγούδι ήταν αφύσικο, ακόμα κι όταν, όπως συνέβαινε τώρα, χανόταν μέσα στο σκοτάδι και δεν διακρινόταν από το βόμβο των μελισσών. Ο βόμβος δεν είναι τραγούδι, είναι κάτι φυσικό, δεν τον είχε ενοχλήσει ποτέ κι ούτε και σήμερα θα τον ενοχλούσε. Ανοησίες, σμήνη μελλισών μέσα στον Μάρτη! Το καλοκαίρι είναι κάτι το φυσικό, τον χειμώνα πρόκειται για τραγούδι. Παρ' όλα αυτά πρέπει να το υποστεί* η δουλειά του ξυλοκόπου είναι βαρειά κι αν εκείνος ήθελε να τραγουδάει στη δουλειά του, δεν μπορούσε τούτος να αντλήσει από τον μεσημεριανό του ύπνο το δικαίωμα - και τώρα τραγουδούσε έξω φωνή - να του το απαγορεύσει. Όμως ήταν άραγε ο ξυλοκόπος αυτός που έκανε το τραγούδι του ν' ακούγεται τόσο πολύ; Δεν έρχονταν οι χτύποι του τσεκουριού και το τραγούδι από διαφορετικές κατευθύνσεις, το ένα ξεχωριστά από το άλλο και παρ' όλα αυτά συνταιριασμένα το ένα στό άλλο; Ακουγόταν σαν ένα χορωδιακό με πολλές φωνές. Παρ' όλα αυτά δεν ήταν παρά μια μόνο φωνή εκείνη που υπερίσχυε της χορωδίας και τούτο γινόταν αντιληπτό όσες φορές αυτή, επιμηκύνοντας τον ήχο της, έμοιαζε με κάτι σαν άρια. Επρόκειτο αναμφισβήτητα για μία και μοναδική φωνή, για τη φωνή ενός άντρα , και αναμφισβήτητα πλησίαζε αφήνοντας το τραγούδι 307
της να προηγείται, με την συνοδεία και τη μουσική του κελαδητού των πουλιών και κάτω από έναν τεράστιο ιριδισμό του χιονιού. Ένα τραγούδι των ξυλοκόπων, ένα χορωδιακό εμβατήριο, ένας ιραλμός, ένας ύμνος παρηγοριάς, ήταν όλα αυτά ταυτόχρονα και εξαιρετικής ομορφιάς επίσης. Ο Α. δεν μπορούσε παρά να λυπηθεί, όταν σταμάτησε, κι όταν αμέσως κατόπιν τα επτά χρώματα της ίριδας έγιναν γρήγορα τρία για να ξεθωριάσουν τελικά και αυτά ώσπου νά γίνουν αόρατα. Οι χτύποι του τσεκουριού κράτησαν ακόμα λιγάκι και σώπασαν αμέσως κατόπιν κι αυτοί. Ύστερα ακούστηκαν τα βήματά του, βήματα βαρειά, κανονικά, χωρίς διακοπές, σαν να μην περπατούσε μέσα στο χιόνι που έλιωνε, αλλά πάνω σε κανονικό έδαφος. Με κατεύθυνση προς το σπίτι, τα βήματα σταμάτησαν κάποτε μπροστά στην είσοδο της κουζίνας. «Καλή σας ώρα!», είπε ο άντρας στην Τσερλίνε, η οποία, έχοντάς τον προφανώς δει να έρχεται, είχε βγει στην πόρτα. «Για δες ποιός είναι!», τον χαιρέτησε εκείνη με την έκπληξη που αισθάνεται κανείς στην ξαφνική εμφάνιση ενός παλιού γνωστού. «Ναι, ναι», συμφώνησε εκείνος μ' έναν σχεδόν απολογητικό τόνο, «ήταν πια καιρός». Πριν από λίγο καιρό η Τσερλίνε είχε δηλώσει την πρόθεση της να καλέσει τον κτηνίατρο, επειδή ένα από τα σκυλιά κόντευε να τυφλωθεί, όμως το να έχει ο κοντός και λιπόσαρκος κτηνίατρος μια τόσο ισχυρή φωνή για τραγούδι, αυτό τού ήταν τελίως ακατανόητο. Όχι, δεν ήταν αυτός. Και πολύ σωστά αυτή τον ρωτούσε τώρα: «Ποιόν έρχεσθε να δείτε; Ό χ ι βέβαια εμένα, ε;» Η φωνή της ακούστηκε χαρούμενη και φιλική, ακόμα και φιλάρεσκη, παρ' όλα αυτά όμως με κάποιαν απόχρωση μικρής ανησυχίας. Πάντως δεν θα μπορούσε να είχε κάνει σ' έναν κτηνίατρο αυτή την ερώτηση. «Δυστυχώς όχι εσάς», γέλασε ο άγνωστος. «Μα δεν με ρωτήσατε καν αν θα μπορέσω να σας δεχθώ». 308
«Και γιατί να σας ρωτούσα πρώτα; Δεν δείχνετε σαν να μην χρειάζεσθε κάποιον σαν κι εμένα». Τέτοιου είδους αστεία κάνουν οι ηλικιωμένοι, συλλογίστηκε ο Α.· κάνουν πάντοτε σαν να 'θελαν να κοιμηθούν μαζί, κι ωστόσο θα βρίσκονταν σε πραγματική αμηχανία, αν θα ήσαν υποχρεωμένοι και να το κάνουν κιόλας. Όμως, διάβολε, τι σήμαιναν όλα τούτα; Από κάτω συνεχίζονταν οι αψιμαχίες, καθώς η Τσερλίνε παρατήρησε κολακευμένη στον ξένο: «Ε, ας μην υπερβάλλουμε κιόλας· δεν είστε δα ακόμα και τυφλός». «Βεβαίως, αυτός ακριβώς είμαι», απάντησε εκείνος με μια πειρακτική αφοπλιστικότητα, «εμείς του συναφιού μας πρέπει να είμαστε». «Τυφλός ξετυφλός, τα μάτια σας σάς βοήθησαν να φθάσετε ως εδώ και πρέπει σίγουρα να πεινάτε μετά από αυτόν το δρόμο... ελάτε λοιπόν μέσα, θα φάτε κάτι καλό». «Θερμές ευχαριστίες», απάντησε ο ξένος, «δεν χρειάζεται». «Δεν χρειάζεται, δεν χρειάζεται», τον κορόιδεψε εκείνη, «όλοι πρέπει να φάνε, όλοι θέλουν να φάνε, αλλιώς θα πέσουν χάμω. Ακόμα κι ο θάνατος πρέπει να θραφεί, αν θέλει ν' αξίζει κάτι». Ο ξένος γέλασε, και στο γέλιο του αντήχησε ξανά το τραγούδι: «Τί καλό έχετε;» «Θέλετε έναν καφέ; Ή θέλετε να φάτε κάτι;» «Αν γινόταν και τα δυο». Αυτή χαχάνισε: «Έτσι κάνουν στο τέλος πάντοτε όσοι στην αρχή λένε πως δεν χρειάζεται. Στην πραγματικότητα θέλουν όλοι». «Μα δεν θα χρειαζόταν. Όποιος έρχεται για δουλειές δεν είναι φιλοξενούμενος». «Ελάτε τώρα, δουλειές. Ποιός θα σας πληρώσει... φάτε πρώτα* κι αν θέλετε μετά, μπορείτε να κάνετε τις δουλειές σας μ' αυτήν», διόρθωσε αμέσως, «με την κυρία βαρώνη». Τί είδους δουλειές; Ήταν κάποιος χρηματιστής; Ο Α. αποφάσισε πως έπρεπε να προφυλάξει την άπειρη στις ε309
μπορικές δουλειές βαρώνη από τέτοιες περιπέτειες. Ωστόσο, αμέσως κατόπιν άκουσε: «Και ποιός σας είπε πως ήρθα γι' αυτήν; Δεν έχετε δίκιο». Ευτυχώς, σκέφτηκε ο Α., ο άνθρωπος έκανε εδώ απλώς έναν σταθμό και μετά το φαγητό θα συνεχίσει το δρόμο του. «Α, ώστε έτσι, δεν ήρθατε γι' αυτήν», είπε τώρα λίγο έκπληκτη η Τσερλίνε, «ας είναι, δεν μ' ενδιαφέρει, φάτε πρώτα». Άκουσε που πήγαν και οι δυο στην κουζίνα, από την οποία τώρα δεν προερχόταν παρά ο συνήθης για την προετοιμασία του φαγητού θόρυβος, ανάμεικτος με το χαχάνισμα της Τσερλίνε, που, όπως φαινόταν, ριχνόταν άσχημα στον ξένο. Το ότι αυτός ο ξένος, αυτός ο περίεργος τραγουδιστής έτρωγε τώρα κάτω το φαί της Τσερλίνε,-για να συνεχίσει αμέσως κατόπιν το δρόμο του σε άγνωστους στόχους, σε άγνωστες δουλειές, αυτό ακριβώς δεν ελάττωνε το παράδοξο του τραγουδιού του. Ίσως να μην ήταν τελικά αυτός, εκείνος που είχε τραγουδήσει. Και ίσως να μην είχε τραγουδήσει απολύτως κανείς. Ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος σε κάθε είδους πλάνες, ιδιαίτερα όταν νυστάζει και τώρα δεν συνόδευε κανένα τραγούδι τους χτύπους από το τσεκούρι του ξυλοκόπου, που είχε ξαναρχίσει τη δουλειά του Ο Α. έσπρωξε αθέλητα κάποιο βαρύ αντικείμενο που ξαφνικά βρέθηκε στο τραπέζι, κάτω από τα χαρτιά του - μα πού στο διάβολο το είχε ψαρέψει; - κι άρχισε ξανά να υπολογίζει τα χρήματα που διέθετε σε στερλίνες και ελβετικά φράγκα. Αυτή είναι η δουλειά μου, ψιθύρισε μόνος του. Μετά ακούστηκε η φωνή της Τσερλίνε: «Το φαγητό σάς άρεσε, αλλά δεν θέλετε να παραδεχθείτε πως είχε και πολλή δουλειά». Αμέσως κατόπιν άνοιξε λιγάκι την πόρτα μέσα από την οποία βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο η Αρουέτ, η μαύρη γάτα Αγκύρας που κατά κάποιον τρόπο ήταν η προσωπική του γάτα - και με κρυφό χαμόγελο, σαν να επρόκειτο για κάποιαν έκπληξη, του ανήγγειλε με τη γέρικη φωνή της: «Εδώ είναι κάποιος που θα ήθελε να σας μιλήσει... είναι τυφλός». 310
Τότε μπήκε μέσα ένας πανύψηλος και πολύ ηλικιωμένος άντρας, μ' ένα κεφάλι που περιέβαλε μια κατάλευκη χαίτη από μαλλιά και μια κατάλευκη γενειάδα, και καθώς ο Α. έσπρωξε την καρέκλα του για να σηκωθεί και να τον βοηθήσει, αφού δεν έβλεπε, αυτός σήκωσε το μεγάλο του χέρι που αξίωνε βαθύτατο σεβασμό: «Να μην σας ενοχλώ, να μην σας ενοχλώ». Όμως ούτε κι αυτός φάνηκε να ενοχλείται* σαν να ήταν κάποιος που έβλεπε, προχώρησε κατευθείαν στη δερμάτινη πολυθρόνα απέναντι από το γραφείο τού Α., χωρίς καθόλου να χρησιμοποιήσει το μπαστούνι, το οποίο προφανώς κρατούσε στο χέρι του μονάχα σαν το σύμβολο του οδοιπόρου κι αφού κάθησε με όλο του τον όγκο αλλά όχι και για τον λόγο αυτό άχαρα στην πολυθρόνα, άπλωσε τα πόδια του με τις νωπές ακόμα από το χιόνι σωληνωτές μπότες του: «Να μας λοιπόν, εδώ είμαστε,και δεν χρειάζομαι και πολλά για να καταλάβω πως με κοιτάζετε με μάτια που ζητάνε εξηγήσεις· θα σας δώσω λοιπόν αμέσως την εξήγηση και θα σας προτείνω να ελέγξετε μαζί μου τους λογαριασμούς σας... θα συμφωνήσετε μαζί μου, ε;» Ήταν κάποιος υπάλληλος από την εφορία; Ένας τυφλός εφοριακός με βιβλική ηλικία; Και μαζί μ' όλα τούτα και ένας γνωστός της Τσερλίνε; Κι αν παρέβλεπε κανείς το τραγούδι του στο δάσος, πόσο παράξενος, πόσο τελείως παράξενος για έναν εφοριακό ήταν ο τρόπος που μιλούσε! Μα την αλήθεια, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο καφές που ήπιε στην κουζίνα, θα μπορούσε να τον περάσει κανείς για ένα πνεύμα, για κάποιο εφοριακό πνεύμα, για το πνεύμα ενός οικονομικού επιθεωρητή. Και χωρίς να αντιλαμβάνεται πως μίλαγε κι αυτός σαν πνεύμα, ρώτησε ο Α.: «Ποιός σας δίνει το δικαίωμα να θέλετε να με ελέγξετε; Δεν δέχομαι κανενός είδους έλεγχο* τα βιβλία μου είναι απολύτως εντάξει. Ποιός είσαστε;» «Ναι, ναι», παραδέχθηκε ο γέρος, «μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ορθότητα τών εγγραφών στα βιβλία σας.... όμως τί υπάρχει ανάμεσα στα ψηφία των βιβλίων σας;» 311
«Τίποτα... αλλιώς θα ήσαν λάθος». «Τίποτα; Και δεν είναι το τίποτα δικό σας φταίξιμο;» «Τίποτα σημαίνει, πως δεν χρωστάω τίποτα* δεν χρωστάω σε κανέναν τίποτα». «Τι μου λέτε! Έτσι λοιπόν! Τα βιβλία σας γνωρίζουν τα πάντα και γράφουν από μόνα τους όσα δεν περνάει σ' αυτά το χέρι σας... ένας λόγος παραπάνω για σας να κάμετε έναν έλεγχο, ή, ακόμα καλύτερα, να τον επιτρέψετε σε άλλον...» «Μα ποιός είστε και τολμάτε να μου φορτώνεστε έτσι; Ποιός σας στέλνει; Τί είσαστε; Είσαστε δικαστικός;» «Μεγάλα λόγια, πολύ μεγάλα λόγια...» «Ωραία... ας περιορισθούμε λοιπόν στο ελάχιστο* πρέπει να μου επιτρέπεται να ρωτήσω τουλάχιστον για το όνομά σας... πώς να σας ονομάζω;» «Σαν γεράσει κανείς, πολλά πράγματα ξεκολλάνε από πάνω του και δεν τα θυμάται σχεδόν καθόλου πια* όσοι έχουν τελείως γεράσει μένουν δίχως όνομα, ακόμα και για τους εαυτούς τους... πάντως, λέγετε με παππού, μιας κι αυτό κάνουν πολλοί». Παππού; Σκέφτηκε τον πατέρα της βαρώνης, για τον οποίον όμως δεν μπορούσε να σχηματίσει κάποιαν εικόνα* σκέφτηκε τους δικούς του παππούδες, που γνώρισε στην παιδική του ηλικία, χωρίς όμως να 'χει συγκρατήσει απ' αυτούς κάτι περισσότερο από ελάχιστες λεπτομέρειες, τη λάμψη μιας χρυσής αλυσίδας ρολογιού πάνω στο στομάχι, τις αντανακλάσεις δυο ομματογυαλιών, τη μυρωδιά τού καπνού που έβγαινε από μια πίπα. Ξαφνικά όμως του πέρασε μια σχεδόν επώδυνη υποψία από το μυαλό, επώδυνη, επειδή έτσι ανασκαλευόταν κάτι, από το οποίο νόμιζε πως είχε εδώ και χρόνια απαλλαχθεί, η θύμιση, η θαμμένη θύμιση για την αυτοκτονία της Μελίττας, για την οποία αυτός έφταιγε χωρίς να φταίει: αυτό, ω, αυτό θα μπορούσε βέβαια να είναι το ανοιχτό του χρέος στο λογαριασμό του, το οποίο είχε υπαινιχθεί ο γέρος! «Είσαστε ο παππούς τής Μελίττας». Ειπώθηκε έτσι, χωρίς τη σύμπραξή του κι αυτό είχε μια σκοτεινή κι ευτυχίός ανεξήγητη σχέση που δεν ήθελε να δει, με το βαρύ α312
ντικείμενο - καλύτερα να μην το έβλεπε κι αυτό - που βρισκόταν εκεί μπροστά του, στο τραπέζι. «Μπορεί να είναι κι έτσι, μπορεί να είναι κι έτσι. Αν το θεωρείτε .σημαντικό, τότε ναι, ήμουν. Βρισκόμαστε εκείθεν της μνήμης». Και βέβαια ήταν σημαντικό. Είχαν αναβλύσει τώρα ξαφνικά στη Γερμανία κάθε είδους θολές πηγές και είχαν αρχίσει να γίνονται κάποιοι εκβιασμοί. Εάν αυτός ήταν ο παππούς της Μελίττας, τότε ευχαρίστως θα φρόντιζε και γι' αυτόν, όμως έπρεπε να προσέξει να μην πέσει στην παγίδα κανενός εκβιασμού. Όσο τρομερή κι αν ήταν η αφυπνισθείσα μνήμη τής Μελίττας, ο Α. ένιωθε τελείως απαλλαγμένος και μάλιστα ευτυχισμένος που είχε βρει τον μίτο, με την βοήθειά του οποίου θα μπορούσε να ξεφύγει από όλα τα παράδοξα συμβάντα και να επιστρέψει κατά κάποιον τρόπο πίσω στη ζωή. Και τώρα που το μυαλό του, δόξα τω Θεώ, άρχισε και πάλι να λειτουργεί, θυμήθηκε πως η Μελίττα είχε στο μενταγιόν της μια φωτογραφία του παππού· βέβαια, σήμερα δεν ήταν πλέον δυνατόν να αναγνωρίσει απ' αυτήν την ταυτότητα του προσώπου που είχε μπροστά του - η λευκή γενειάδα παραμένει λευκή, ήταν από τότε κιόλας και φυσικά είναι για έναν λόγο παραπάνω και σήμερα, μετά από μιαν ολόκληρη δεκαετία - πλην όμως αυτό έπρεπε να αναλάβει να το κάνει ο ίδιος ο γέρος, και η Τσερλίνε, η οποία μπλεκόταν με την υπόθεση κατ' ανεξήγητον ακόμα τρόπο, έπρεπε να του δώσει κάθε πληροφορία: «Με ενδιαφέρει ασφαλώς να μάθω εάν είσαστε ο παππούς της Μελίττας... αν υπήρχε πράγματι κάποιο δικαιολογημένο χρέος μου απέναντί σας, ακόμα κι αν δεν το ξέρω, τότε, παρ' όλη την καθυστερημένη απαίτησή του θα κάνω τα πάντα για να το ξεπληρώσω». «Μην κάνετε τόσο πολύ τον σπουδαίο, γιέ μου», είπε απλώς ο γέρος. Μια τρομερή ντροπή κυρίευση τον Α. και τον απογύμνωσε. Κι αυτό ήταν ακόμα χειρότερο από το να ντρέπεται για τη γύμνια του. Και για ποιόν λόγο υπήρχε εκείνο το βαρύ αντικείμενο στο τραπέζι; Ποιός το είχε βάλει εκεί; Ή μήπως το είχε στείλει μπροστά του ο γέρος; Αν 313
μπορούσε να το έβλεπε, ίσως να γινόταν μικρότερη η ντροπή του. «Λοιπόν, συμφωνούμε στο ότι όσα και να πληρώσετε δεν θα μπορέσετε να ξεπληρώσετε το χρέος σας... έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπε ο Α., και τα μάτια του συνάντησαν το τυφλό βλέμμα που έβγαινε από τα ζαρωμένα και άχρωμα τώρα πια, πλην όμως βαθειά ακόμα μάτια του γέρου, και στάθηκε πάνω τους. «Και συμφωνούμε στο ότι είναι πλέον προφανές, ή πάντως αρκετά φανερό, πως ο χρόνος σου τέλειωσε, και πως θα έπρεπε τώρα να καταπιαστούμε μ' αυτό το ζήτημα, είναι ανάγκη να καταπιαστούμε... ή μήπως διαφωνείς;» «Όχι... παππού». «Και σου είναι σαφές πως'αυτό που εκπληρώνεται τώρα είναι η εκπλήρωση της δικής σου επιθυμίας; Ή μήπως όχι;» Αυτό όμως δεν ήταν και τόσο προφανές για τον Α. Είχε βέβαια ασχοληθεί ασυνήθιστα πολύ με διαθήκες, αλλά το να προσβλέπει κιόλας στην εκπλήρωση της διαθήκης του, ε όχι, αυτό δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Αντίθετα, μάλιστα, οι διαθήκες τού φαίνονταν πως ανήκουν σ' εκείνον τον προσεκτικό πεσσιμισμό, από τον οποίο είχε τις καλύτερες εμπειρίες και ο οποίος στους σημερινούς ανήσυχους καιρούς ήταν διπλά επιβεβλημένος. Περίμενε λοιπόν να συνεχίσει ο γέρος να μιλάει και η αναμονή του έμοιαζε με την επίσημη σιωπή που προηγείται της απαγγελίας μιας δικαστικής αποφάσεως. Και μήπως δεν επρόκειτο τώρα για κάτι τέτοιο; Επειδή ο λόγος του γέρου είχε τώρα ως εξής: «Δεν θέλησες να γίνεις πατέρας, ήθελες να μείνεις πάντοτε και αποκλειστικά γιός. Αυτή ήταν η επιθυμία σου, η υπόσχεση σχεδόν στον εαυτό σου, μια υπόσχεση που θέλησες και που δεν επρόκειτο να σπάσεις. Σύνδεσες το είναι σου με εκείνο που έγινε για σένα μητέρα, και με το δικό του σβήσιμο θα πρέπει βέβαια να φύγεις κι εσύ. Δεν άφησες καμιάν άλλη επιλογή για τον εαυτό σου». Ναι, έμοιαζε με την απαγγελία μιας δικαστικής απο314
φάσεως, λίγο σκοτεινή όπως κάθε δικαστική απόφαση, και παρ' όλα αυτά όχι τρομακτική, πολύ λιγότερο επειδή τώρα έμπαινε μέσα ένα παγερό και υγρό ρεύμα αέρος που έπαιρνε τα χαρτιά με τους λογαριασμούς σε ελβετικά φράγκα και στερλίνες, έτσι ώστε ο Α., στη μάταιη προσπάθειά του να τα συγκρατήσει, μόλις που άκουσε τη θανατική του καταδίκη. Κι αυτό που έμοιαζε με σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο πάνω σε δικαστικό έδρανο - μήπως ήταν το οοτραδ ά^Ιίοΐί, ήταν μήπως η σπάθη του δημίου ή μήπως και τα δυο μαζί; - φάνηκε τώρα ξαφνικά λιγότερο τρομακτικό. Όμως το ρεύμα του αέρα ενόχλησε και τον γέρο, αφού παρ' όλο το σκληροτράχηλο παρουσιαστικό του άρχισε προφανώς να κρυώνει, επειδή έβγαλε ένα μάλλινο σκουφί από την τσέπη του - ή μήπως το καπέλο του δικαστή που είναι απαραίτητο για την απαγγελία της αποφάσεως - και κάλυψε μ' αυτό την κατάλευκη χαίτη των μαλλιών του. Δεν υπήρχε επισημότητα κι ωστόσο επρόκειτο για την απαγγελία μιας αποφάσεως. Κι επειδή αυτός είναι ο κανόνας, ο γέρος συνέχισε με το ξερό ύφος του δικαστή να εξηγεί τα δικαιώματα στον κρινόμενο: «Είναι αποκλειστικά δικό σας πρόβλημα, το αν θα το δεχθείτε ή όχι* είμαι ο τελευταίος που θα σας πίεζα. Αν το βρίσκετε άδικο, μπορείτε να το απορρίψετε και δεν χρειάζεται να νιώθετε δεσμευμένος απ' αυτό. Η θέλησή σας παραμένει αδέσμευτη και τα πάντα εναποτίθενται στη δική σας κρίση». «Εάν λοιπόν το βρίσκω άδικο, θα μπορέσω να συνεχίσω να ζω;» θέλησε να μάθει ο Α. «Αν θα μπορέσεις; Θα είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις να ζεις». «Και θα πρέπει να πεθάνω εάν το βρίσκω δίκαιο;» «Θα πρέπει; Θα το κάνεις εκουσίως, ωθούμενος από την πιο ελεύθερη θέλησή σου». «Ίσως όμως τότε και η πιο ελεύθερη θέλησή μου να εκτελέσει εύκολα έναν αθώο στο πρόσωπό μου». «Αυτή είναι μια σκέψη η οποία δεν θα σου συγχωρεθεί ούτε σ' αυτήν ούτε στην επόμενη ζωή», γέλασε ο γέρος. «Πόσο φοβερά άδικο», είπρ ο Α., «αφού η κρίση μου εί315
ναι ασθενική και αργή και μπορεί σήμερα να κρίνει δίκιο, αυτό που μετά από βαθύτερη σκέψη θ' αποδειχθεί αύριο πως είναι άδικο. Στο μέτρο που η ελεύθερη θέλησή μου θέλει ν' αποφύγει σημαντικές, δηλαδή ανεπανόρθωτες, εσφαλμένες αποφάσεις, δεν θα έπρεπε ν' αποφασίσει καθόλου», θόλου». «Μην ανησυχείς. Αυτό που εσύ λες σκέψη, είναι ασήμαντο για τη θέλησή σου. Τούτη έχει πάρει την απόφασή της πριν εσύ αρχίσεις να σκέφτεσαι, ώστε να είναι σε θέση να κρίνει αποκλειστικά επί τη βάσει του πιο βαθειού σου εγώ, που ποτέ, μα ποτέ, ακόμα και αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε να εξαπατά με ψευτιές τον εαυτό του, και του οποίου τμήμα αποτελεί η θέληση, ψυχή τε και σώματι. Οι σκέψεις σου κουτσαίνουν και συχνά κουτσαίνουν εξαιτίας τους μέσα στην ψευτιά, για να σε μπερδεύουν τουλάχιστον στις λιγότερο σημαντικές περιπτώσεις. Εδώ όμως, που παίζονται όλα για όλα, δεν υπάρχει μπέρδεμα». «Μα πώς μπορείτε να το λέτε αυτό! Είτε ένοχος είτε αθώος, δεν αισθάνομαι πως μπορώ να πάρω εδώ μια απόφαση. Η υπόθεση είναι τόσο μπερδεμένη, όσο δεν γίνεται άλλο». «Δεν θα είναι πια, από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να αφήσεις το πιο βαθύ σου εγώ και τη γνώση σου να μιλήσουν αληθινά». «Κι άλλος ένας εσφαλμένος ισχυρισμός! Είναι ακριβώς η πιο εσωτερική μου γνώση εκείνη που αντιλέγει σ' όσα λέτε κι έχει κάθε λόγο να το κάνει. Θέλω να πω πως τής είναι ακατάληπτο, το ότι το ελάχιστο καλό που έκανε κανείς σε τούτη τη ζωή, είναι ακριβώς αυτό που φανερώνει την ενοχή του. Το να είσαι μάλιστα καλός γιός, είναι μια εντολή της Βίβλου». Ο γέρος ξαναγέλασε: «Δεν έχω αντίρρηση, το να τιμάς τον πατέρα και τη μητέρα σου είναι θείος νόμος, και μιας και ο άνθρωπος πρέπει να εϊναι ευχαριστημένος αν με τις ατέλειές του μπορεί να τηρεί έστω και κατά το ήμισυ τον νόμο αυτό, μπορούμε με κάμποση επιτηδειότητα να υποστηρίξουμε πως εσύ έβαλες κατά μέρος τον πατέρα. Καλύ316
τερα το μισό παρά απολύτως τίποτα. Σε κατάλαβα καλά;» «Ναι, μπορεί να το πει κανείς κι έτσι». «Ωραία λοιπόν, ας το ξεχάσουμε αυτό το σημείο». Ο Α. δεν ήταν προετοιμασμένος για μια τόσο άμεση υποχώρηση: «Φυσικά, δεν αρνούμαι πως και εδώ υπάρχουν στοιχεία ενοχής». «Και ποιά θα ήσαν αυτά;» «Πήρα υπερβολικά κατά λέξιν την ευτυχία επί της γης, για την οποία έχει δοθεί υπόσχεση στον άνθρωπο στην περίπτωση τηρήσεως της εντολής, και πλούσια καρπώθηκα την αμοιβή μου. Καίτοι δεν υπήρξα άσωτος στη ζωή μου, προσπάθησα να περάσω πολύ καλά μία προς μία τις ημέρες μου πάνω στη γη. Αγαπώ το καλό φαί και το ποτό, ενώ μεγάλο ρόλο παίζει ή έπαιξε για μένα η άνετη ζωή ~ έτσι θα έπρεπε μάλλον να το διατυπώσω σήμερα. Η φυγή μου προς τη μητέρα ξεπήγασε από την τάση μου να ζω μια άνετη ζωή». «Και μήπως ο άνθρωπος πρέπει να τρώει και να πίνει άσχημα; Μήπως έχεις την πρόθεση να εξομολογηθείς όλες σου τις αρετές; Πώς μπορείς λοιπόν να μιλάς για φυγή; Απλώς η Τσερλίνε μαγειρεύει καλά, και αυτό είναι όλο». «Για την επί της γης ευτυχία δεν μπορεί να φέρει κάποιος ευθύνη. Ανέκαθεν υπήρξα ευθυνόφοβος και αναποφάσιστος και όσο κι αν ήθελα να αναλάβω την ευθύνη για τη μητέρα, τόσο παρέμεινα, αφότου κατέφυγα σ' αυτήν, κλειστός για ο,τιδήποτε άλλο». «Αυτό ακούγεται πιο καλά απ' το άλλο που είπες. Μόνο που πρέπει όλοι να περιορίσουν τον κύκλο της ευθύνης τους· η ανάληψη υπερβολικά πολλών ευθυνών οδηγεί στην ανευθυνότητα». «Όλη μου η προσπάθεια όμως στράφηκε ευθύς εξαρχής προς τη φυγή και την ανευθυνότητα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν γνώρισα ποτέ τη γνήσια αγάπη* δεν αγάπησα ποτέ, Και όταν κάποτε μου έγνεψε πραγματικά η δυνατότητα για φυγή, τότε παράτησα χωρίς πολλά-πολλά την αγαπημένη μου, έτσι που αυτή...» 317
Ξαφνικά κόμπιασε. Μονομιάς αναγνώρισε το αντικείμενο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι: ήταν η δερμάτινη τσάντα της Μελίττας. Και είχε ένα απειλητικό, ακατάληπτο βάρος. «Λοιπόν;» ρώτησε ο γέρος. Ο Α. έδειξε το αντικείμενο: «Της το είχα χαρίσει, και αργότερα μου το κληρονόμησε. Η μαύρη κηλίδα εκεί δα είναι το αίμα της. Την παράτησα, και αυτή υποχρεώθηκε να σκοτωθεί. Είμαι ένας δολοφόνος». «Μην υπερβάλλεις. Όλοι οι άνθρωποι υπερβάλλουν, όταν μιλούν για τις ερωτικές τους ιστορίες, γιατί, είτε αυτές έχουν ευτυχή, είτε έχουν ατυχή έκβαση, πάντως παραμένουν στη ζωή τους η αδιάκοπη διασκέδασή τους. Με τέτοιου είδους ασήμαντα πράγματα δεν είναι ανάγκη ν' ασχολούμαστε τώρα* υπάρχουν τόσα πολλά από -δαύτα σ' αυτόν τον κόσμο. Η Μελίττα σου θα έπρεπε απλώς να ψάξει να βρει έναν άλλον άντρα». «Ήμουν ο πρώτος που συνάντησε κι ως εκ τούτου υπήρξα γι' αυτήν ο μοιραίος άντρας. Μη δίνοντάς της το δικαίωμα να έχει παιδί, που γι' αυτήν θα σήμαινε τη ζωή, της πήρα τη ζωή την ίδια». «Έτσι σου λέει η ματαιοδοξία σου, που δεν σ' αφήνει να παραδεχθείς, πως θα μπορούσε να έκανε και με κάποιον άλλον παιδιά. Όταν όμως κάποιος έχει καταντήσει ο ίδιος ένα παχουλό παιδί, όπως έκαμες χωρίς παρεξήγηση, εσύ, τότε μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια κουτοφιλαρέσκεια». Ο Α. ένιωσε προσβεβλημένος: «Είμαι κάπως παχύς, αλλά δεν είμαι παιδί... το παιδί δεν έχει δισταγμούς να πράξει με ανεύθυνο τρόπο, ενώ εγώ με το φόβο μου απέναντι στις ευθύνες φθάνω στο σημείο ν' αποφεύγω ακόμα και την ανευθυνότητα, δηλαδή το αμάρτημά της* το παιδί δεν έχει δισταγμούς όταν αφήνει να του δώσουν τροφή, ενώ εγώ παίρνω όσα χρειάζομαι μονάχος μου, χωρίς να έχω δεχθεί ποτέ από κανέναν και πολύ περισσότερο από τον πατέρα μου, έστω και μια δεκάρα, επειδή δεν θέλω να έχω κανένα χρέος απέναντι σ' οποιονδήποτε». 318
«Είσαι αξιέπαινος», είπε ο γέρος, «έκανες τη δουλειά ενός άντρα και δεν είσαι κατά συνέπειαν παιδί». «Και πάλι έπεσες έξω», θριάμβευσε ο Α., «γιατί ναι μεν το έργο μου είναι αντρίκιο, αλλά δεν έκανα τη δουλειά ενός άντρα και αυτό μεγαλώνει το φταίξιμό μου». «Πώς έτσι;» Ο Α. συλλογίστηκε λιγάκι και κατόπιν εξήγησε: «Χωρίς δεκάρα στην τσέπη έφυγα νεαρό παλικάρι για τα τροπικά δάση της Αφρικής... το τί σημαίνει η βαρειά δουλειά το έμαθα εκεί, προπαντός στα νοτιοαφρικάνικα ορυχεία· αργότερα ανακάλυψα πως παντού το ίδιο πράγμα συμβαίνει, στις αποικίες λίγο χειρότερα, στην Ευρώπη και στην Αμερική λίγο καλύτερα, αλλά κατά βάσιν το ίδιο, παντού και πάντα βαρειά δουλειά που γίνεται κάτω από το μαστίγιο της πείνας και είναι για το λόγο αυτό αναπόφευκτη, και δεν πρόκειται να κερδίσει απ' αυτήν ποτέ κανείς αρκετά προς το ζειν και πολύ περισσότερο κάποια ασφάλεια στη ζωή. Το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να συμβεί και σε μένα, εάν δεν είχα πολύ γρήγορα ανακαλύψει το κόλπο του εύκολου χρήματος, το κόλπο του να κάνεις εμπόριο με προσοχή. Αυτό το οφείλω στην τάση μου για άνετη ζωή και συνδέεται βέβαια και με κάποια άγρυπνη πονηριά. Μ' έναν λόγο, από τότε δεν ξανααμοίφθηκα για τη δουλειά μου ποτέ κάτω απ' αυτό που άξιζε, αλλά κατά παράδοξο τρόπο πάντοτε παραπάνω. Χαρακτήρισα αυτή μου τη δραστηριότητα ως εργασία, επειδή χρειαζόμουν κάποιαν εσωτερική νομιμοποίηση για το κέρδος που κάθε φορά αποχτούσα· παντού μυριζόμουν τους παραπλανητικούς ελιγμούς και πίστευα πως έπρεπε να τους αντισταθώ, όμως στην πραγματικότητα ήμουν εγώ εκείνος που προκαλούσα τους παραπλανητικούς ελιγμούς και υποκρινόμουν πως εργάζομαι, ώστε να μπορώ να αρκεσθώ στη φαινομενική μου δουλειά. Κι αυτό αποκαλώ φταίξιμο». «Στοπ», τον έκοψε ο γέρος, «είναι και η μη-εργασία το δίχως άλλο φταίξιμο; Και είναι η δουλειά μόνο κάτι που μας κάνει να υποφέρουμε και να μην το κάνουμε ευχάριστα και για το οποίο δεν πληρωνόμαστε καλά; Δεν το πιστεύω. 319
Για ποιόν λοιπόν λόγο έκανες εσύ τη μη-εργασία σου;» «Για την εξασφάλιση μου», είπε ο Α. κάπως απορημένος, «και επίσης για να παράσχω κάποια εξασφάλιση και στη μητέρα σ' αυτούς τους ασταθείς καιρούς». «Και δεν είναι δικαιολογημένο αυτό; Μήπως δεν θα έκανε το ίδιο ο καθένας από τους εκατοντάδες σκλάβους που δουλεύουν αν είχε τη δική σου πονηριά κι αν εύρισκε, όπως έκανες εσύ, το κόλπο με τα λεφτά; Ασφαλώς και δεν ^ίναι αθώα η ζωή που κάνουν οι κηφήνες, όμως το φταίξιμο δεν είναι τόσο βαρύ, όσο το παρουσιάζεις». Ο Α. θύμωσε για τους κηφήνες ακόμα πιο πολύ κι από την υποτίμηση της ομολογίας για την ενοχή του: «Τόσο πολύ εύκολα πια, όσο τα λέτε εσείς εδώ, δεν ήταν δα τα πράγματα για μένα. Ένας θεός ξέρει πόσο με κούρασε το εμπόριο, πολλές φορές μάλιστα σκέφτηκα πως μια βαρειά χειρωνακτική εργασία θα μου έπεφτε πιο εύκολη. Ως προς το πού οφείλεται αυτό, στην ιδιοσυγκρασία μου ή σε κάποια αρρώστια και την ανάγκη να προσέχω, δεν μπορώ να το κρίνω εγώ και σε τελευταία ανάλυση είναι αδιάφορο. Πά ντως ακόμα και η πιο σύντομη επαγγελματικής φύσεως επιστολή με κουράζει υπερβολικά. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα η οικονομική μου εξασφάλιση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη απ' όσο είναι σήμερα, γιατί θα είχα επεκτείνει σε πολλούς τομείς τις δουλειές μου και δεν θα είχα κάμει συνήθειά μου το ν' αφήνω απλώς τα πράγματα να έρχονται σε μένα. Όλα αυτά ίσως να δίνουν την εντύπωση του ράθυμου, όμως η εντύπωση αυτή είναι επιπόλαιη· αν δει κανείς από πιο κοντά τα πράγματα θα φανεί πως είμαι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κηφήνας». «Τόσο το λιγότερο λοιπόν το φταίξιμο». Οι συνεχείς αντιρρήσεις του γέρου άρχισαν να δίνουν στα νεύρα του Α.: «Λάθος και πάλι λάθος! Μα δεν καταλαβαίνετε πως αυτή η εμπορική δραστηριότητα, όσο κι αν ήταν κουραστική για μένα, δεν οδηγεί παρά απλώς στο ότι παριστάνω πως δουλεύω; Είναι ένα ψέμα κι αυτό παίζει εδώ ρόλο. Επειδή πέτυχα σ' ένα πρόσχημα δουλειάς που μου έφερε και κέρδη, οχυρώθηκα κι ο ίδιος πίσω από την 320
δικαιολογία πως είμαι πολύ πιο ψηλά από τον όχλο. Εγώ ήμουν ο νικητής* αυτά που έκαναν οι ηττημένοι δεν με ενδιέφεραν πια. Ακόμα και αν το μαστίγιο της πείνας σφύριζε πάνω από τα κεφάλια τους ακόμα κι αν ψόφαγαν μέσα στην αθλιότητα, ακόμα κι αν το αίμα τους έτρεχε αυλάκι, εγώ δεν ήταν ανάγκη να τους βλέπω· ο δικός μου δρόμος είχε κιόλας χαραχθεί, μακριά από τον ιδρώτα της δουλειάς, απ' τον ιδρώτα του μόχθου των άλλων γι' αυτή την ιδιαίτερη θέση εγώ ήμουν ο εκλεκτός της θείας χάριτος. Ο πόλεμος λυσσομανούσε στην Ευρώπη κι εγώ έκανα λεφτά* η ρωσική επανάσταση μετέβαλε την πρώην τάξη των νικητών στην χώρα σε μια τάξη ηττημένων, ή καλύτερα σε μια βουνοσειρά από πτώματα, ενώ εγώ έκανα λεφτά* το πολιτικό τέρας, ο Χίτλερ, ανέβαινε βήμα-βήμα στην εξουσία μπροστά στα μάτια μου κι εγώ έκανα λεφτά. Αυτό ήταν το αντρίκιο έργο μου, ένα λάθος πείσμα και ένα αληθινό φταίξιμο. Πραγματικά, ακόμα κι αν η μη-εργασία δεν ήταν αμάρτημα, η υποκρισία είναι. Κι αυτό πρέπει να το καταλάβετε». «Κι αν ήσουνα στην Ρωσία θα έπρεπε αναπόφευκτα να πληρώσεις με τη ζωή σου όλον αυτό το σωρό των αστικών παραπτωμάτων και των λαθεμένων στάσεών σου, στις οποίες πρέπει, για να υπάρξει πραγματική κάθαρση, να συμπεριλάβουμε και την αποπλάνηση της φτωχιάς Μελίττας. Μήπως είναι αυτή η ομολογία της ενοχή σου;» «Όχι», είπε ο Α. προς κατάπληξιν και του ίδιου του εαυτού του. «Μ' έναν λόγο πρόκειται τότε από το Α ως το Ω για ψεύτικες ανοησίες, παρ' όλο που φάνηκαν να είναι λογικές. Έτσι δεν είναι;» Ο Α. αισθάνθηκε να τον ξεγυμνώνουν ξανά, παρ' όλα αυτά όμως φαινόταν πως όλα τα κύματα του χρόνου που κάλυπταν με ένα φρικαλέο κενό το τώρα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν. «Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεστε τόσο πολύ», τον καλόπιασε ο γέρος, σαν να είχε αντιληφθεί με τα τυλφωμένα του μάτια το ότι ο Α. είχε γίνει κατακόκκινος, «έχω κι εγώ ένα 321
μερίδιο ευθύνης σ' όλα αυτά* όσο πιο ανόητος είναι κανείς, τόσο πιο πολύ κάνει τον άλλο να παραλογίζεται. Όμως, ας γυρίσουμε ξανά στο πραγματικό μας ζήτημα... δεν κρύβετε άραγε στην περίεργη καταφυγή σας κοντώ στη μητέρα ένα σημαντικό τμήμα της ενοχή σας μαζί με την ομολογία της τελευταίας;» «Ναι», είπε ο Α. Ο γέρος έγνεψε: «Αυτό πιστεύω κι εγώ». Κατόπιν ο Α. παρακάλεσε: «Θα ήθελα να προσπαθήσω να το διατυπώσω εγώ». «Εμπρός, κάνε το* γι' αυτόν το λόγο είμαστε εδώ». Έγινε μια παύση. Ο άνεμος συνέχισε να σφυρίζει μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο, άλλοτε δυνατότερα κι άλλοτε σιγανότερα, ενώ τα χαρτιά που συνεπαίρνονταν στο φύσημά του, ανέμιζαν πέφτοντας στο πάτωμα και μερικά έμεναν οριστικά εκεί* η επιφάνεια του γραφείου ήταν τώρα τελείως αδειανή. Κατόπιν άρχισε να μιλάει ο Α.: «Τα παραπτώματα, για τα οποία κατηγόρησα τον εαυτό μου, και τα οποία ξεκινώντας από τη στάση μου απέναντι στην Μελίττα, φθάνουν έως την κοινωνική και πολιτική μου συμπεριφορά, δεν είναι ψεύτικα, και ψεύτικη δεν είναι ούτε καν και η προθυμία μου να μετανοήσω. Ψεύτικη είναι η ερμηνεία που σας έδωσα και που στην πραγματικότητα δεν ερμηνεύει τίποτα* ψεύτικη είναι και η εύκολη ετοιμότητα να μετανιώνεις, που λειτουργώντας σαν ένα επαναστατικό δικαστήριο θέλει να τιμωρήσει με κάθε τρόπο τις ποινικά ανεπίληπτες και τις δεμένες με τις περιστάσεις, που τις παρήγαγαν ή τις απλώς ανθρώπινες πράξεις, και είναι έτοιμο για το σκοπό αυτό να δεχθεί το δίχως άλλο ως κατάλληλη οποιαδήποτε αιτιολογία, ακόμα κι αυτήν κάποιας παροκαθορισμένης ταξικής καταγωγής. Και γι' αυτόν ακριβο)ς τον λόγο έπραξα ορθά όταν κατηγόρησα τον εαυτό μου για υποκρισία* τόσο η μη-αιτιολογία όσο και η λάθος αιτιολογία φέρουν το στίγμα της υποκρισίας και είναι επομένως επικίνδυνες. Ποιά όμως πρέπει να θεωρείται ως επαρκής αιτιολογία 322
για την ενοχή και τη συνείδηση της ενοχής; Ακόμα και σ' έναν μη θρήσκο προβάλλει εδώ υποχρεωτικά η σκέψη για την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου από κοινωνικές τάξεις και έμφυτου στον άνθρωπο κακού, η σκέψη του χριστιανικού προπατορικού αμαρτήματος. Πρόκειται για απαράμιλλες στην ακρίβειά τους διατυπώσεις και δεν είμαι εγώ εκείνος που θα ήθελε να τις εκσυγχρονίσει. Ωστόσο θέλω να μάθω τη συγκεκριμένη μορφή υπό την οποία εμφανίζεται στους καιρούς μας το κακό κι αν αναζητήσω εδώ τον κοινό παρονομαστή των δικών μου σφαλμάτων, τότε βρίσκω την πιο βαθειά και αξιοκατάκριτη ενοχή μου στη ριζική μου αδιαφορία. Είναι μια αρχέγονη αδιαφορία, αυτή δηλαδή εις βάρος της ίδιας της ανθρωπιάς μου* η αδιαφορία όμως μπροστά στον πόνο του συνανθρώπου είναι απλώς συνέπειά της. Όταν ο άνθρωπος χάσει τα όριά του, τότε γίνεται και για τον ίδιο του τον εαυτό ένα θαμπό μόρφωμα, και δεν βλέπει πλέον τον συνάνθρωπό του.Μιλάω και δεν γνωρίζω, εάν είμαι εγώ ο ίδιος αυτός που μιλάει· σχεδόν μου φαίνεται σαν να μιλούν μέσα μου άλλοι* οι άνθρωποι αυτής της πόλης, οι άνθρωποι αυτής της χώρας, πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, μολονότι γνωρίζω πως και σ' αυτό δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ' αυτούς και σ' εμένα, και πως κανένας δεν ξέρει σε ποιού το όνομα μιλάει, κι αν ο λόγος που ακούει να βγαίνει από το στόμα του, είναι δικός του. Ο άνθρωπος υπερέβη τα όριά του και εισήλθε στην πολυμορφία των διαστάσεων, σε μια καινούργια κατοικία του εγώ του, όπου παραμένει χαμένος και περιπλανώμενος, χαμένος μέσα στην αδυναμία του να καταλάβει τον κόσμο. Όλοι εμείς γίναμε ένα Εμείς όχι επειδή ζούμε στην ίδια κοινωνία, αλλά επειδή τα όρια του ενός εισχωρούν μέσα στα όρια του άλλου.Πού, μα πού βρισκόμαστε λοιπόν;Οι δυνατότητες τής σκέψης μας είναι χωρίς όρια, πιο αχανείς ακόμα κι από τις δυνάμεις των φυσικών φαινομένων, όμως εκεί που οι δυο πολυμορφίες αυτές συμπίπτουν μπορεί να συμβεί να ενωθούν μαζί σε μια νέα πραγματικό323
τητα, που θα είναι κι αυτή δίχως όρια ελευθερωμένη απότ ις απειροσύνες του ανθρώπινου εγώ και περιέχοντας εντρς της μαζί μ' αυτό και το τίποτα, καθώς παραδόξως το ένα θα αποτελεί τον όρο ύπαρξης του άλλου και παραδόξως το ένα θα συμφύρεται με το άλλο. Η δυνατότητα του να κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα, το να κοιτάζει από την πατρίδα την ξενητειά κι από το περιορισμένο το απεριόριστο έχει αφαιρεθεί από τον άνθρωπο* αντ' αυτού δόθηκε σ' αυτόν κάτι που δύσκολα μπορεί να το πει κανείς βλέμμα, αφού λαμβάνει χώραν μέσα στο άπειρο και μοιάζει με επιστροφή στο μαγικό, στην μαγεία της αλληλοεπιχωρήσεως του έξωθεν με το μέσα, με λιγότερο μεν περιεχόμενο απ' όσο η μαγεία του Αλλοτινού και μολοντούτο όχι λιγότερο τρομαχτικό.Ω, πορεία προς την καινούργια πατρίδα του ανθρώπου.Εσείς, πατέρα και παππού, μού δείξατε το δρόμο προς το πιο εσωτερικό εγώ. Γιατί ασφαλώς έχω ένα εγώ. Με συνοδεύει από την παιδική μου ηλικία και σ' αυτό χρωστάω τη συνοχή και τη διάρκεια της ζωής μου. Είμαι το εγώ μου. Και κατέχοντας το εγώ μου διαφέρω από το ζώο, έχω εξομοιωθεί με το θείο, γιατί στη βάση τού εγώ έχει ζευγαρώσει το άπειρο με το τίποτα, άπιαστα και τα δυό τους στο ζώο, αλλά για τον Θεό και μόνς γι' αυτόν να γίνονται ένα και τα δυό τους. Δεν είναι άραγε τούτος ο εσαεί αναλλοίωτος πυρήνας του ανθρώπινου είναι μου; Κι ωστόσο δεν είμαι σε θέση, δεν είμαστε πλέον ικανοί να το κατακτήσουμε. Ω, ποιά υπέρβαση των ορίων θα είναι τόσο ισχυρή ώστε να μεταβάλλει το αμετάβλητο;» Και η απάντηση ήρθε: «Κάθε δυο χιλιάδες χρόνια συμπληρώνεται ο κύκλος των κόσμων. Και η ορμή της πλήρωσης δεν συγκλονίζει μόνον το κόσμο, αλλά συγκλονίζει το ίδιο και ίσως ακόμα περισσότερο το εγώ της ανθρωπότητας... πώς θα μπορούσε να γινόταν αλλιώς; Ο χρόνος του τέλους είναι αυτός της γέννησης και μέσα στο αμετάβλητο εκτυλίσσεται η μεταβολή η καταστροφή της ανάπτυξης. Ευλογημένη και καταραμέ324
νη είναι η γενιά της αλλαγής^ πρέπει αυτή να κάμει το χρέος της». Ο γέρος έμεινε σιωπηλός. Ύστερα είπε: «Συνέχισε». Και ο Α., με το βλέμμα καρφωμένο στο κειμήλιο της νεκρής κοπέλας, ξανάρχισε την εξομολόγηση: «Πώς να φέρουμε εις πέρας ένα τέτοιο χρέος! Με αλλαγμένο τον κόσμο και με το εγώ αλλαγμένο, τα δυό τους να μεταβάλλουν το ένα το άλλο, και τα δυό τους να εγγίζουν το απεριόριστο, ω, με ποιόν τρόπο θα μπορούσαμε εμείς, προκειμένου να επιβιώσουμε, να αποκαταστήσουμε και πάλιν τη σχέση ανάμεσά τους; Αλλοίμονο, άλυτο, ναι, άλυτο είναι το πρόβλημα, ενώ ο κίνδυνος του τέλους δίχως μια καινούργια αρχή επικρέμαται πάνωί από τα κεφάλια μας. Αλήθεια, μας απειλεί, και μάλιστα είναι τη γενιά μας που απειλεί το να εκδιωχθεί ο άνθρωπος από τον περίγυρο του θείου μέσα στο κτηνώδες, όχι, ακόμα πιο πολύ, να βυθιστεί κάτω κι από το ζώο, αφού αυτό δεν είχε ποτέ ένα εγώ για να χάσει. Μήπως δεν αποτελεί η αδιαφορία μας μια ένδειξη για το γλύστριμά μας μέσα στο κτηνώδες που έχει κιόλας αρχίσει; Γιατί το ζώο μπορεί να κλαψουρίζει, αλλά δεν θα φθάσει ποτέ να βοηθήσει, δεν πρόκειται καν να προθυμοποιηθεί να βοηθήσει* είναι δεσμευμένο από την σοβαρότητα της αδιαφορίας και δεν μπορεί να χαμογελάσει. Δεν χαμογελά πια για μας ο κόσμος, δεν χαμογελά πια το εγώ. Ο φόβος μας μεγαλώνει.Το λιμάνι καταστράφηκε, δεν είναι πια λιμάνι. Και παρ' όλα αυτά είναι δύσκολο να τ' αφήσεις και να τολμήσεις το απεριόριστο.Το χρέος μας παραείναι μεγάλο και γι' αυτό οπλίζουμε τους εαυτούς μας μέσα στην τυφλή αδιαφορία. Η εκρηκτική δύναμη του εγώ μας παραείναι βαρειά για τους ώμους μας. Με μια αχαλιναγώγητη συνέπεια και τρομερή λογική έφτιαξε έναν κόσμο, η πολυμορφία του οποίου μας έγινε ακατάληπτη, όντας και αυτή αχαλιναγώγητη στις δυνάμεις που αποδέσμευσε. Η συνέπεια του καταστροφικού μας έργου μάς έμαθε το πόσο αναπόφευκτο είναι το γεγονός της ύπαρξης κι απ' αυτό μάθαμε να αντιμετωπίζουμε την εξέ325
λιξή του αδιάφορα* ακόμα και μπροστά στους φόνους, που γίνονται παντού μέσα στα χαμόκλαδα του αδιόρατου, εμείς κλείνουμε τα μάτια και τ' αφήνουμε να γίνεται. Ό,τι έχουμε κάνει παραλύει ό,τι κάνουμε, μας επέβαλε την υποταγή και μας υποβίβασε σε βαθειά τρομαγμένους μοιρολάτρες, έτσι ώστε να καταφύγουμε πίσω στη μάννα, στη μοναδική σχέση που έμεινε χωρίς να μας τρομάζει και να μας μπερδεύει μέσα στην ανεξήγητη σε μας πολυμορφία, σαν να ήταν το σπίτι της μάννας ένα νησί τού τρισδιάστατου μέσα στο άπειρο και πέρα από κάθε μας χρέος.Έχοντας παραλύσει από το βαρύτατο χρέος δεν θέλουμε πλέον να αναλάβουμε κι αυτό του να γίνουμε πατέρες* ανίκανοι οι ίδιοι να νομοθετούμε, δεν θέλουμε κάποιον νομοθέτη, δεν ανεχόμαστε πια κανέναν πατέρα, και όντας γιοί των μαννάδων μας μέσα στην ανομία, καλούμε το ζώο να μας διατάξει.Έχοντας παραλύσει, αποφεύγουμε την αδράνεια και πέφτουμε σ' ακόμα χειρότερη αδράνεια, αποφεύγουμε την μοναξιά και πέφτουμε σε μιαν ακόμα χειρότερη μοναξιά* μας έχεις παραλύσει η μοναξιά. Επειδή η κοινωνία των ανθρώπων που ως τώρα ήταν το όνειρό μας, το όνειρο της φιλαλληλίας μας χάθηκε χειρότερα από κάθε άλλη φορά, κι αν οι επαναστάσεις πίστεψαν πως ήσαν πάντοτε ένα τολμηρό ξύπνημα, στο τέλος δεν πέτυχαν, παρά, με μεγαλύτερη ή λιγότερη κάθε φορά επιτυχία, μιαν περισσότερο ισορροπημένη και πιο δίκαιη θέση στον ύπνο, κι ακόμα κι αν προέκυψαν μέσα από την απογοήτευση που τους δημιούργησε η χιμαιρική φιλαλληλία των ανθρώπων, δεν μπόρεσαν να οραματισθούν μιαν άλλη κοινωνία κι έτσι άρχισαν, πολλώ μάλλον αφού η μοναξιά δεν κατανικάται και η ζωή δεν έχει νόημα δίχως κάποιο όνειρο, να δίνουν συνέχεια σ' αυτήν, αντικαθιστώντας απλώς τους παρόντες συνανθρώπους μας από την επόμενη και τη μεθεπόμενη γενιά, από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, χάριν των οποίων επετράπη ο φόνος, και από τα οποία σε αντάλλαγμα περιμένουν, μ' έναν ας πούμε συντηρητισμό που προβάλλουν πάνω τους, να συνεχίσουν την κοινωνία της επανάστασης και να την 326
τελειοποιήσουν... μπορείς όμως να περιμένεις κάτι τέτοιο σήμερα; Δεν παραμένει το όνειρο μιας τέτοιας κοινωνίας εγκλωβισμένο στο τρισδιάστατο, από τους κόλπους του οποίου γεννήθηκε, έτσι ώστε το χτίσιμό του ψηλά ως το απεριόριστο να έχει καταστεί απολύτως αδύνατο; Και μήπως έτσι δεν καταντά να είναι κάθε επανάσταση μια λυπηρή σφαγή δίχως νόημα; Ίσως αύριο να υπάρξει κάποιο καινούργιο όνειρο για μια κοινωνία που να ταιριάζει στο απεριόριστο, ίσως για ένα τέτοιο καθήκον να απαιτηθεί η δύναμη στην μοναξιά και στο μοναχικό θάνατο που ο άνθρωπος όμως δεν έχει αποκτήσει ακόμα... ωστόσο ποιός θα τολμούσε να προβλέψει, να το σχεδιάσει και να το θέσει στόχο για τον οποίο ν' αγωνισθεί; Εμείς δεν θέλουμε πια να κουνήσουμε τα χέρια μας. Αφενός περιφρονούμε αυτόν που δραστηριοποιείται στην πολιτική επειδή θέλει παιδιάστικα να επιβάλλει τις τρισδιάστατες αντιλήψεις του στην απεριόριστη πολυμορφία του κόσμου κι αφετέρου τείνουμε να υποθέσουμε πως παρ' όλα αυτά θα μπορούσε αυτός να αποτελέσει το μυστικό εργαλείο μιας πραγματικότητας που ανανεώνεται. Και γι' αυτό αφήσαμε τα πάντα στη διάθεση του Χίτλερ, που γεύεται τους καρπούς της αδράνειάς μας.Στη βάση όμως του εγώ, έχει ζευγαρώσει το ατέλειωτο με το τίποτα, άπιαστα και τα δυό για το ζώο. Κι ανάμεσα στο ατέλειωτο και στο τίποτα βρίσκεται σκαλωμένη η ύπαρξη του κόσμου, του κόσμου εκείνου που γνωρίζει και που δημιούργησε ο άνθρωπος, και που μένει άπιαστος στο ζώο και βέβαια και στο πολιτικό ζώο. Κι ανάμεσα στο άπειρο και στο τίποτα σκαλωμένος απλώνεται ο χώρος της ανθρώπινης ευθύνης, άπιαστη κι αυτή στο ζώο.Οι συμβιβασμοί μας είναι αηδιαστικοί και εναι ακόμα πιο αηδιαστικοί, καθώς προέρχονται από το ότι αφήνουμε τα πράγματα στη διάθεση ορισμένων. Πάμε στον πόλεμο, σαπίζουμε μέσα στα χαρακώματα, εκθέτουμε τα πρόσωπά μας και το φως των ματιών μας στις φρικτές φλόγες ώσπου να γίνουν κάρβουνο, βλέπουμε τα σωθικά μας να ξεχύνονται από τις ξεσχισμένες μας κοιλιές, πλην όμως ο Ερυθρός Σταυρός βρίσκεται πάντοτε στην θέση του ενώ τα στρατκο327
τικά μας νοσοκομεία είναι σε μεγάλο τους μέρος εξοπλισμένα με σύγχρονα όργανα, κι όποιος είναι τυχερός φεύγει από 'κει με μια καινούργια μύτη, ένα καινούργιο στόμα ή ένα ασημένιο κομμάτι κρανίου. Αυτοί είναι οι συμβιβασμοί που κάνει το ζώο για χάρη μας και που αποδεχόμαστε εμείς για τους εαυτούς μας και για τους συνανθρώπους μας, με την παρηγοριά πως η Αποκάλυψη παραμένει πάντως υποφερτή. Κι όταν στο τέλος το ζώο θα πετάξει κι αυτήν τη μάσκα, ώστε σε αντικατάσταση αυτής της απολυμασμένης λαιμητόμου, και για να αφήσουμε κατά μέρος την ηλεκτρική καρέκλα, ξαναρχίσει να κάνει τις εκτελέσεις του με το μαστίγιο, με την πυρά και με την σταύρ(οση, εμείς θα εξακολουθήσουμε να το θεωρούμε υποφερτό, γιατί αλλκός θα χανόμασταν μέσΙ^ στην αηόία για τον εαυτό μας.Αδιάφοροι για τον ξένο πόνο, αδιάφοροι για την δική μας μοίρα, αδιάφοροι για το εγώ στον άνθρωπο και για την ψυχή του. Είναι αδιάφορο ποιός πριότος θα συρθεί κάτ(θ από σπαθί τού δημίου. Σήμερα εσύ, αύριο εγώ.Μερικές φορές κάνουμε το καλό* φροντίζουμε τις μαννάδες μας, κάποτε και για τους αρρώστους και τους ανάπηρους, και συχνά μας κυριεύει η συμπόνια. Όλα αυτά είναι συμβιβασμοί. Τα καλά μας έργα είναι συμβιβασμοί. Το καλό είναι αυτονόητο, αλλά είναι συγκεχυμένο, και μόνο μέσα στο τρισδιάστατο αποκτά μορφή, μόνο εδώ είναι, μόνο εδώ ήταν υπακοή στην διαταγή, που σαν ένα απόλυτο και θείο κάλεσμα για ανάληψη ευθύνης έστρεψε το ανθρώπινο έργο προς το άπειρο* αντίθετα το καλό χάνει την δύναμη που το χαρακτηρίζει, χάνει ακόμα και την ίδια του την ουσία, αφού ο άνθρωπος έχει πλέον ο ίδιος αναχθεί στο απεριόριστο κι επειδή στην πολυμορφία των διαστάσεων δεν υπάρχουν πια στόχοι, η απόλυτη κατεύθυνση δεν καθορίζεται πλέον από την στροφή σε κάτι, αλλά αντίθετα μόνο από την αποστροφή σέ κάτι, δηλαδή όχι πλέον από την στροφή προς το καλό, αλλά αντίθετα από την αποστροφή από το γήινο κακό, μ' έναν λόγο με την καταπολέμηση του ζωώδους και του χαμαιπετούς που ετοιμάζεται να επιτύχει το μέγιστον ύψος του, την πραγματικά συγκε328
κριμένη του απολυτότητα. Μια συγκεκριμένη κήρυξη πολέμου στο εδώ και το τώρα του Κτήνους τής Αποκαλύψεως, αυτή είναι η νέα ευθύνη, την απόλυτη ισχύ τής οποίας πρέπει να αναγνωρίσουμε, κι αποδεχόμενοι την διαταγή για την ενεργό αντίσταση κατά του κακού και μένοντας έτσι μακριά (χπό την βλακώδη και απατηλή καλοσύνη της άνευ όρων ειρηνολατρείας και της βλακώδους αλλά γνήσιας αγωνιστικής διάθεσης, η οποία στέργει και ευνοεί την αιματοχυσία για το καλό των γενεών που έρχονται και του τοπίου με τα όνειρά τους, και με τον τρόπο αυτό φέρεται και ίδια σαν ζώο, ν' αναλάβουμε πέρα από τούτο ή εκείνο το ουτοπικό μεγαλείο το χρέος τής απλής ευπρέπειας, μια ευπρέπειας της παρούσας στιγμής, μια και πάντοτε μόνο η καθαρότητα της εκάστοτε στιγμής στον κόσμο παίζει ρόλο, όταν το καλό και το κακό ξαναξεχωρίζονται από την ανίερη καί καταστροφική τους σύμμιξη. Τίποτα δεν μπορεί να μας απαλλάξει από το επιθετικό αυτό χρέος τής ευπρέπειας, ούτε καν η απέλπιδα προοπτική κατά την στιγμή που αρχίζουμε την εκτέλεσή του, ενώ αντίθετα κάθε παράβασή του, ακόμα και η πιο δικαιολογημένη θ' αποτελέσει διακήρυξη της αδιαφορίας μας και δεν πρόκειται να απαλειφθεί από καμιάν ύστερη καλή μας πράξη.Αυτή είναι η μνήμη μου που ξαναβρήκα, κι αυτός είναι ο λόγος που έχω να δώσω. Να δώσω λόγο για την απώλεια του Εγώ, λόγο για τον κίνδυνο αποκτήνωσης, τον οποίον διατρέχω, τον οποίο διατρέχει ο κόσμος, εγώ εξαρτώμενος από τον κόσμο κι αυτός από εμένα μέσα στον κοινό κίνδυνο.Δεν εναπόκειται σε εμένα να κρίνω εάν, η απλή ευπρέπεια, μολονότι σημαίνει αποφυγή του γήινου κακού και τής απολυτότητάς του, και μάλιστα απόλυτη αποφυγή τού χαμαιπετώς ζωώδους, θα είναι ήδη από μόνη της σε θέση να επαναφέρει τον κόσμο κοντά στον Θεό. Ωστόσο, είναι σίγουρο πως δεν πρόκειται να έρθουμε ποτέ κοντά του όσον καιρό επιμένουμε ν' αδιαφορούμε και, επαυξάνοντας το φταίξιμό μας, αφηνόμαστε στό γλίστρημα, στην ακατάπαυστη ολίσθηση του κόσμου στο Εγκληματικό και το ζωώδες. 329
Το προπατορικόν αμάρτημα και η προπατορική ευθύνη είναι πράγματα συγγενή και το ερώτημα για το ποιός είναι ο φονιάς του αδελφού μας απευθύνεται σε όλους εμάς, ακόμα κι αν δεν έχουμε ιδέα για το έγκλημα. Έχουμε γεννηθεί υπεύθυνοι και τούτο αποκλειστικά, αποκλειστικά και μόνον ο μαγικός τόπος της γέννησής μας και τού είναι μας αποφασίζει για μας* μονάχα η αυτοθυσία μας ως δείγμα της ασίγαστης εναντίωσής μας θα μπορούσε να αποσείσει την κατηγορία από πάνω μας. Εγώ είμαι ο υπεύθυνος για τους φόνους που ίσως έγιναν κάποτε σε τούτο το σπίτι, είμαι υπεύθυνος για τους φόνους που φρικιαστικά θα πολλαπλασιάζονται γύρω μας και που θα διαπράττονται από άλλους χωρίς δική μου συμμετοχή. Γιατί με το Εγώ μας συντρίμμια μέσα στο απεριόριστο και ξεγυμνωμένο από τα όρια τού Εγώ έχουμε καταντήσει, εξαιτίας ακριβώς της έλλειψης μιας κοινωνίας στην οποία να ανήκουμε, ένα ψυχρό μαγικό σύνολο, ψυχρά συγκολλημένοι στην καθολική ανευθυνότητα και στην αδιαφορία ώστε να μοιραζόμαστε όλοι και το φταίξιμο και την ποινή, μια μαγική στην ψυχρότητά της καινούργια βεντέττα, δίκαιη ωστόσο, αφού κανένα από τα θύματά της δεν ξεσηκώθηκε εναντίον της. Νόμιζα πως είχα ξεφύγει από την ανευθυνότητα, στην πραγματικότητα όμως ήταν η ευθύνη αυτό το οποίο είχα αποφύγει. Κι αυτό είναι το φταίξιμό μου. Παραδίδομαι λοιπόν στην δικαιοσύνη, κι ακόμα κι αν η αυτοθυσία μου έρχεται αργοπορημένη, είμαι ωστόσο έτοιμος γι' αυτήν». Με αυτά τέλειωσε ο Α. την εξομολόγησή του. Ο άνεμος συνέχιζε να σφυρίζει μέσα από το παράθυρο κι έκανε τα τζάμια να τρίζουν δυνατά* η φωτιά τής σόμπας είχε σβήσει, λίγες μόνο σπίθες αναπηδούσαν που και που μέσα από την στάχτη και στο δωμάτιο επικρατούσε τρομερή παγωνιά. Όμως μέσα από ακριβώς αυτή την παγωνιά αναδυόταν μια άγνωστη ως τώρα ελπίδα, η προσμονή τής πλήρους αποκάλυψης του μυστικού. Κι ο Α. επανέλαβε, σχεδόν σε έκσταση εξαιτίας της παγωνιάς και της προσμονής αυτής: «Είμαι έτοιμος». 330
«Το ξέρω, Αντρέα, είσαι εδώ και πολύν καιρό έτοιμος». Και καθώς ο γέρος του μίλησε με τ' όνομα του ένιωσε κάποιαν ανακούφιση μέσα στον εντεινόμενο φόβο του, στον φόβο που ήξερε πως περιέκλειε τον σπόρο τής αυτοκαταστροφής και το όπλο της. Ο άνεμος παρέσυρε ακόμα λίγα φύλλα πάνω στο πάτωμα κι ο Α., παρατηρώντας τα, ρώτησε: «Και ποιος θα φροντίζει μετά την γριά Βαρώνη;» «Φαίνεται πως δεν σου κόβει και πολύ Αντρέα». Αυτός το παραδέχθηκε* μόνο που δεν ήθελε να το καταλάβει. Επειδή η ανησυχία του για την μητέρα έκρυβε τον δικό του φόβο μπροστά στον θάνατο. Κι ο φόβος μεγάλωνε: «Βοήθησέ με, παππού», τον παρακάλεσε. Τότε απλώθηκε προς το μέρος του το γέρικο χέρι, που ως εκείνη την στιγμή ξεκουραζόταν μεγαλόπρεπα στο τραπέζι, κι αυτός το άγγιξε. Και παρόλο που ήταν ψυχρό και σκληρό σαν διαμάντι, αυτός δεν τρόμαξε. Το αντίθετο μάλιστα, έμοιαζε με μια πρόσκληση πίσω στον κόσμο των ανθρώπων, κι αναρωτήθηκε μήπως ο γέρος, παρόλου που είχε μόλις φάει το φαΐ τής Τσερλίνε, ήταν και στο εσωτερικό του φτιαγμένος από διαμάντια. Όμως ακουγόταν κι όλας τώρα η απάντηση, σιγανή και χαμογελαστή, με τρόπο που να ανακατεύεται στον ήχο της ξανά και το τραγούδι, που μόλις ακουγόταν και πάλι τώρα: «Αν ήμουν ένα πνεύμα κι όχι άνθρωπος, όπως εσύ, καμωμένος από αίμα και σάρκα, δεν θα ήμουν σε θέση να σου μεταφέρω ένα μήνυμα και να σου δώσω βοήθεια* ο λόγος φέρεται στα εγκόσμια, σε γήινο χώρο, ομιλείται από γήινα στόματα κι ακούγεται από γήινα αυτιά». Κι αυτό ακόμα ήταν παρηγοριά, βέβαια μια γήινη παρηγοριά, κι έτσι ο Α. ρώτησε μέσα στον θανατικό του φόβο: «Γιατί να γίνω εγώ τό εξιλαστήριο θύμα; Γιατί νά είμαι ακριβώς εγώ;» «Όλοι κάνουν την ίδια ερώτηση, όταν βρίσκονται στην ίδια θέση». «Ποιός βρίσκεται σ' αυτή την θέση;» «Ίσως είναι η χάρη. Επειδή η εξιλέωση για το φταίξιμο γίνεται μέσα στον καθαρμό κι όχι στην τιμωρία, σαν να 331
επρόκειτο για ποινή. Δεν είσαι εγκληματίας. Δεν πρόκειται να τιμωρηθείς. Όμως η αμοιβή είναι μυστικό». «Θα το μάθω ποτέ;» «Εγώ μπορώ απλώς να σε βοηθήσω. Τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα κερδίσεις μόνος σου». Το χέρι του γέρου κρατούσε γερά το δικό του, το χέρι του πατέρα μέσα στο οποίο το χέρι του παιδιού, το χέρι του γιού, απολαμβάνει παντοτινής προστασίας, και μέσα στη σκληρή, κοκκαλιάρικη και ανθιστάμενη στον χρόνο γέρικη παλάμη ένιωθε ολόκληρη την τάξη που έδυε και που δίνει με όλες τις διαστάσεις το τελευταίο στήριγμα σε κάθε πραγματικότητα. Έμοιαζε με υπόσχεση και η φωνή τού υποσχέθηκε: «Θα μείνω κοντά σου, ώσπου να καταλαγιάσει ο φόβος σου». Κάθονταν λοιπόν έτσι ο ένας απέναντι στον άλλον, και η γαλήνη έρρεε από το χέρι του πατέρα στο δικό του. Είχε τα μάτια του κλειστά και περίμενε να κατασιγάσει ο φόβος του· άρχισε να σβήνει αθόρυβα, πέφτοντας όπως η άμμος στην κλεψύδρα* ήταν ο προπάτοράς του, ο πρώτος πατέρας του, που έσκυψε πάνω του με την γενειάδα του ν' ανεμίζει στο ρεύμα του αέρα, και του φίλησε το μέτωπο με τα αδαμάντινα χείλη του για να τον ξυπνήσει, καλώντας τον τρεις φορές με τ' όνομά του, σαν να 'θελε να αποσπάσει, όμοια με πατέρα, το παιδί του από το Ανομάτιστο. «Δεν είναι δύσκολο, Αντρέα». «Το ξέρω, παππού». Είχε τώρα σηκωθεί κι αυτός και, βγάζοντας το σκουφί του, έσκυψε το κεφάλι του και στάθηκε μπροστά στον τυφλό σε στάση παρακλητική, φοβούμενος τον αποχαιρετισμό και την εγκατάλειψη που προηγούνται τής μοναξιάς, ενώ οι χειρονομίες του ήσαν μια ικεσία. Όμως με την όλο μάτια γνώση του τυφλού εκείνος στήριξε απλώς το χέρι στον ώμο του: «Δεν είσαι μόνος. Ξαναβάλε σε παρακαλώ το σκουφί σου. Κάλυψε το κεφάλι σου μπροστά στο αιώνιο, λέει κάπου, κι αυτό κάνει ο ιερέας, αυτό κάνει κι ο δικαστής. Αυτός που ομολογεί την ενοχή του, είναι ο κλητός». 332
Κι επειδή ήταν σάρκα και αίμα η σκάλα άρχισε να τρίζει κάτω από τις σωληνωτές του μπότες. Αυτό θά έκαναν βέβαια και στην περίπτωση που θα ήταν κάποιο αδαμάντινο πνεύμα. Κατόπιν όμως ξανακούστηκε το τραγούδι, συνοδευόμενο στον ρυθμό του από τους χτύπους που έκανε το τσεκούρι του ξυλοκόπου. Το τραγούδι του ξυλοκόπου, ένα χορωδιακό εμβατήριο, ένας ψαλμός κι ένας ύμνος παραμυθίας, το δάσος που τραγουδούσε. Και πάνω από το δάσος στον γκρίζο ουρανό τού χιονιά που τον σκέπαζε κιόλας το πρώτο αχνό ακόμα φως του εσπερινού και μέσα σ' ένα παρ' όλα αυτά σχεδόν επώδυνα φωτεινό πλην αόρατο φως πάνω από ολάκερη την βορεινή πλευρά του δάσους, σχηματιζόταν με ήπιες γκρίζες γραμμές μέγα και παρήγορο ένα τρίγωνο από το κέντρο του οποίου κοίταζε προς τα κάτω με σεβάσμια οικειότητα διαυγής και άγρυπνος, άχρωμος και ανεξιχνίαστος κι άχρονα γέρικος ο οφθαλμός τού κόσμου, ως προς τα πάντα τυφλός και τα πάντα καθορών και γιγνώσκων. Διαπερόμενο από μιαν τρομακτική πραγματικότητα έρρεε γύρω εκεί στα όρια τού τριγώνου το μη-είναι, η αποσύνθεση του τρισδιάστατου και, φερόμενο από το τυφλό βλέμμα του κέντρου, εκβάλλοντας στο βλέμμα, περιβαλλόμενο από αόρατα άστρα, τριγυρισμένο από αθέατους κεντρικούς ήλιους, με το αόρατο ορατό και τα άστρα να ηχούν, έπεφτε προς τα κάτω σαν καταρράκτης, απορροφούμενο από το τραγούδι το οποίο τώρα αντηχούσε σε ατέλειωτα πολλές διαστάσεις. Άρχισε να χιονίζει αθόρυβα, ενώ μέσα στην απαλότητα του χιονιού χανόταν ο ουρανός, χανόταν το τραγούδι, χανόταν το εντεύθεν και το επέκεινα, παραμένοντας ωστόσο αδιαλείπτως παρόντα, μένοντας στην συγχορδία των άστρων του σύμπαντος και ηχώντας στο αδιάλειπτο τού κοινού τους πλέον επικέντρου. Η παγωνιά μέσα στο δωμάτιο φαινόταν να πλησιάζει στο αποκορύφωμά της, όμως το δωμάτιο δεν υπήρχε πια. Το ρολόι του τοίχου σταμάτησε να χτυπά* έδειχνε 5.11, όμως δεν υπήρχε πια, μαζί με τον χρόνο που έδειχνε, αφού όλα τα κύματα τού χρόνου, αλληλοαναιρούμενα, είχαν συρ333
ρεύσει στο επίκεντρο του είναι, είχαν εκβάλει στις σφαίρες του αβαρούς και το παρήγαγαν. Δεν ήταν άραγε το επίκεντρο του εγώ αυτό που επίσης είχε κατορθώσει; Δεν ήταν άραγε αυτό το αβαρές του είναι ταυτόχρονα κι εκείνο της ψυχής; Δεν ήταν μήπως το απολύτως έμφυτο σε κάθε έμβιο ον αβαρές, το απαλλαγμένο από την βαρύτητα του θανάτου; Όποιος μένει ακόμα προσκολλημένος στο σωματικό, φέρει εντός του το βάρος τού θανάτου, ενώ καθώς έχει αποσπασθεί από το αβαρές, μέσα στο οποίο αιωρείται, όχι, μέσα στο οποίο στέκεται, κάνει την ψυχή του να γίνεται νοσταλγία, ακατανίκητος ο πόθος της να ξεπεράσει τον διαχωρισμό αυτό: εάν κατορθώσει να εξαλείψει και το τελευταίο ίχνος γήινου βάρους, τότε μεταβάλλεται σε αυτοαναίρεση τού εντός της παρόντος θανάτου και αποδεσμεύει το ανθρώπινο κληρονομικό φορτίο που οφείλει την διάρκεια της παρουσίας του στις δυνάμεις της αυτοκαταστροφής, εισέρχεται και γίνεται δεκτή στο βασίλειο των ανεπαίσθητων φωνών, επαναπτυσσόμενη στην επταχρωμία με την δύναμη του αόοΓαοιν. Το ίόιο συμβαίνει και με την γλώσσα, είναι κι αυτή προσκολλημένη στο σωματικό και στην βαρύτητα, αφού ομιλείται από στόματα που ανήκουν στο σώμα και δέν κάνει λόγο παρά για πράγματα υλικά, κι αξιώνει την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή της, ώστε, καθώς λέγει, να καθαρίσει τους λογαριασμούς της και να δημιουργήσει χώρο στην αδιαίσθητη και υπερβαίνουσα την γλώσσα, καθαρή σκέψη. Συνέβη χωρίς τίποτα το φρικαλέο, ναι μεν στον μη-χώρο του κέντρου και πέρα από ύψος, πλάτος και βάθος, ωστόσο όμως στο εντεύθεν, και συνέβη με τρόπο φυσικό. Γιατί καθώς ήταν ακόμα παρόν στο δικό του το σώμα και στην δική του μνήμη, το τρισδιάστατο αναζήτησε την εξάλειψή του, ενο) η βαρυνόμενη με μνήμη και διακριτή μόνο στις αιμάτινες κηλίδες τής θύμισης, αλλ' όχι πλέον και στο σχήμα της μορφή, όπως φαινόταν μπροστά στα μάτια που έβλεπαν ακόμα, αιωρούμενη πάνω από το ανύπαρκτο πλέον τραπέζι, θέλησε να συμμετάσχει κι αυτή, θέλησε να ξεφορτωθεί κι αυτή το δυσβάστακτο βάρος: έκανε να την πιάσει; Μήπως του την μετέφε334
ρε αέρας που φύσαγε, μήπως τον πρόφτασε ωθούμενη από μια τρομακτική δύναμη, την δύναμη τού κέντρου που αρμόζει το σώμα σε σώμα; Ποιός είχε ανοίξει την βαρύτητα; Ποιός έσκιασε την υλικότητα; Ποιός την είχε μετατρέψει σε όπλο; Συνέβη δίχως απειλή: δεν ήταν φοβερό και συνέβη με φυσικό τρόπο. Στεκόταν με τα πόδια του ανοιχτά σαν για να κρατιέται από κάπου μέσα στο αιωρούμενο, μέσα στο αβαρές, μέσα στο μη-διαστατό. Έβγαλε το σκουφί του και το απέθεσε μπροστά του στο μη υπάρχον. Πρόφτασε να δει πώς παρασύρθηκε από τον αέρα, όμως να που βρέθηκε κι όλας με διάτρητο τον κρόταφο από την σφαίρα, τα πόδια του διάπλατα ανοιχτά και τα χέρια του απλωμένα το ένα από 'δω και τ' άλλο από 'κει σαν νά 'τανε να τον καρφώσουν στον σταυρό τού Αγιαντρεός. Η Τσερλίνε άκουσε τον πυροβολισμό και έσπευσε επάνω. «Τς, τς, τς» έκανε το γέρικο στόμα της όταν είδε το πτώμα, όμως στην πραγματικότητα δεν είχε εκπλαγεί. Έσυρε προς το μέρος της μια καρέκλα και κάθησε με την άνεσή της μπροστά στον νεκρό, προσέχοντάς το με εντεινόμενη προσοχή, καθώς της φαινόταν ξαφνικά αδυνατισμένος, σχεδόν σαν να είχε επιστρέψει στο ξανθό παιδικό του πρόσωπο, [χε το οποίο τον είχε γνωρίσει εδώ και πάνω από δέκα χρόνια: «Εξιλεώθηκε», είπε στο τέλος με δυνατή φωνή και δεν ήξερε καθόλου τί ήθελε να πει μ' αυτό και γιατί έπρεπε να το φωνάξει αυτό τόσο δυνατά. Καθώς όμως η συζήτηση είχε έτσι πάρει μιαν αρχή, συνέχισε να μιλάει: «Σήμερα έπρεπε να γίνει, σαν μαγείρεψα κοτόπουλο ραγκού που του άρεσε τόσο πολύ για το λευκό κρασί που τού έβαζα μέσα και για τις τρούφες... ξαφνικά έγινε βιαστικός». Μετά συνέχισε να μουρμουρίζει κάτι μόνη της, και στο τέλος πήρε την απόφαση: «Πρέπει να τον αφήσουμε ξαπλωμένο, έτσι όπως είναι* αυτό ζητάει η αστυνομία». Παρόλα αυτά δεν θέλησε να ειδοποιήσει αμέσως την αστυνομία· αντίθετα κατέβηκε κάτω για να ετοιμάσει το τραπέζι για το βραδυνό. Και για κάθε ενδεχόμενο έστρωσε δυο σερβίτσια όπως συνήθως. 335
Σαν ήρθε και κάθησε η βαρώνη στο τραπέζι περίμενε κάμποσα λεπτά* κατόπιν χτύπησε ανυπόμονα το κουδούνι για νά 'ρθει η Τσερλίνε: «Μα πού είναι ο κύριος Α.;» «Αχ, ξέχασα να το πω στην κυρία βαρώνη... τον φωνάξανε με κατεπείγον τηλεφώνημα πριν από μισή ώρα στην πόλη». Και με ασύσπαστο πρόσωπο πήρε το δεύτερο σερβίτσιο από το τραπέζι. «Παράξενο... γιατί δεν ήρθε να με χαιρετήσει; δεν συνηθίζει να φεύγει έτσι στα καλά καθούμενα... αυτός που έχει πάντοτε τόσο καλούς τρόπους...» «Νομίζαμε πως η κυρία βαρώνη κοιμάται». Στην βαρώνη δεν φάνηκαν ν' αρέσουν όλα αυτά. Όμως δεν είπε τίποτα άλλο και πήγε την συνηθισμένη της ώρα για ύπνο. Μόλις η Τσερλίνε βεβαιώθηκε πως η βαρώνη αποκοιμήθηκε, ειδοποίησε τον γιατρό και την αστυνομία, σερβίροντας και στους δυο το ψέμα πως μόλις εκείνη την στιγμή είχε βρει το πτώμα, κι αυτό όχι μόνον επειδή ο Α., προφανώς για να μπορέσει ανενόχλητος να εκτελέσει την πράξη του, προφασίστηκε πως θα πήγαινε στην πόλη και δεν δημιούργησε έτσι καθόλου υποψίες το γεγονός ότι δεν ήταν παρών στο δείπνο, αλλά κι επειδή με το δυνατό αέρα που φυσούσε το απόγευμα δεν θα μπορούσε κανείς να είχε ακούσει τον πυροβολισμό* έτσι μόλις τώρα ανέβηκε επάνω για να φτιάξει το κρεβάτι. Δεν υπήρχε λόγος να μην την πιστέψει κανείς ενώ με δική της εντολή το πτώμα μεταφέρθηκε κιόλας την ίδια νύχτα στο νεκροτομείο της πόλης. Την επομένη ημέρα η βαρώνη ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη. Η Τσερλίνε της είπε πως ο Κι3ριος Α. δεν είναι πια μικρό παιδί που πρέπει να κάθεται διαρκώς στο σπίτι κοντά στην μάννα του. Άλλωστε ακόμα και στα παιδιά πρέπει να δίνει κανείς κάποιαν ελευθερία. «Ναι, αλλά δεν τα συνηθίζει αυτά», παραπονιόταν η γρια βαρώνη. «Ωραία λοιπόν, τότε απόχτησε καινούργιες συνήθειες», τής απάντησε απότομα η Τσερλίνε. Το απόγευμα μπήκε με χαρούμενο και καθησυχαστικό πρόσωπο στο δωμάτιο της βαρώνης: «Λοιπόν, μόλις τηλεφώνησε* ρώτησε να μάθει τί κάνει η κυρία βαρώνη 336
και ζητά συγνώμη γιατί εξαιτίας κάποιας επισκέψεως από έξω δεν θα μπορέσει να έρθει παρά μόνον αύριο. Βλέπετε, κυρία βαρώνη, άδικα ανησυχήσατε τόσο πολύ». Εκείνη όμως άρχισε να δυσπιστεί: «Δεν άκουσα να χτυπήσει το τηλέφωνο» - «Το άκουσα όμως έγω», την έκοψε η Τσερλίνε κι ετοιμάστηκε να γυρίσει στην κουζίνα. Στο δείπνο η βαρώνη παραπονέθηκε πως δεν πεινούσε καθόλου. «Σας πιστεύω», την επέπληξε η Τσερλίνε, «αυτό είναι το αποτέλεσμα* μ' αυτή την ανησυχία σας, κυρία βαρώνη. θ'αρρωστήσετε στο τέλος, και δεν έχετε κανέναν λόγο για κάτι τέτοιο» - «Κανέναν λόγο;» - «Αφο^'» σα,ς είπα κι όλας* έχει μεγαλώσει πια, να δείτε που θα επιστρέψει μια χαρά. Αυτό το σκυλί εκεί πέρα μ' ανησυχεί εμένα περισσότερο». Και μ' αυτά έδειξε το αφύσικα παχύ και σχεδόν τυφλό σπάνιελ που ήταν ξαπλωμένο δύσθυμα μπροστά στην σόμπα. Η Βαρώνη κούνησε θλιμμένα το κεφάλι της* κάθησε για λίγο ακόμα στο τραπέζι, δοκίμασε το φαγητό και κατόπιν πήγε να καθήσει κοντά στα σκυλιά, τα χάιδεψε και πήρε στα πόδια της την Ζίντη, την μιαν από τις δυο γάτες Αγκύρας με την ξανθή τιγροειδή γούνα, ενώ η άλλη, η μαύρη Αρουέτ κρύφτηκε κάτω από μια καρέκλα και ήταν αδύνατο να ξαναβγεί από κει, πράγμα που έδωαε αφορμή, όταν η Τσερλίνε μπήκε ξανά στο δωμάτιο, σε καινούργια παράπονα: «Λείπει και στην Αρουέτ* πήγε και κρύφτηκε» - «Η Αρού μας έχει ανέκαθεν τις ιδιοτροπίες της» - «Όχι, όχι, τα ζώα τον έχουν χάσει* το ξέρω» - «Και γιατί να μην συμβαίνει το αντίθετο; Τί βάζει πάλι στο νου της η κυρία βαρώνη.. η Ζίντη μας χουρχουρίζει πανευτυχής». Η βαρώνη έριξε ένα βλέμμα στη Ζίντη: «Είναι κάτι άλλο* υπάρχει κάτι ανησυχητικό στα ζώα». Μετά απ' αυτό απόθεσε προσεκτικά την γάτα σε μια καρέκλα και πήγε να ξεκουραστεί: «Δώσε μου το σκονάκι μου, Τσερλίνε* δεν θέλω να περάσω όλη μου την νύχτα άγρυπνη» - «Καλή ιδέα, κυρία βαρώνη» «Δώσε μου δύο» - «Ας είναι και δύο* σίγουρα δεν θα σας κάνουν κακό». Και η Τσερλίνε διάλυσε την σκόνη σ' ένα ποτήρι νερό. Την άλλη μέρα η γρια βαρώνη βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της. Τηλεφώνησαν νά 'ρθει η Χίλντεγκαρντ* 337
όντας προετοιμασμένη αυτή εδώ και χρόνια για τον θάνατο τής μητέρας της τον δέχτηκε χωρίς να συγκλονισθεί ιδιαίτερα. Στην κηδεία της παρευρέθησαν μερικοί παλιοί φίλοι* ήσαν πολύ λίγοι όχι μόνο γιατί ο παλιός κύκλος των γνωστών της είχε αραιώσει αρκετά, αλλά και γιατί η μακαρίτισσα εξαιτίας της απομόνωσής της στο σπίτι των κυνηγών είχε σχεδόν ξεχαστεί τελείως. Τάφηκε δίπλα στον σύζυγό της, που ξεπέρασε τρεις ολόκληρες δεκαετίες σε ζωή. Στον διπλανό νεοσκαμμένο τάφο αναπαυόταν ο αυτόχειρας Α. Σύμφωνα με τις διατάξεις τής διαθήκης του η Τσερλίνε ανέλαβε τώρα κι ως το τέλος τής ζωής της το κουμάντο στο σπίτι των κυνηγών μόνο αφού πέθαινε κι αυτή θα μπορούσε η Χίλντεγκαρντ να την ακολουθήσει σ' αυτό. «Μα την αλήθεια, το αξίζατε», είπε η Χίλντεγκαρντ καθώς την αποχαιρετούσε. «Έτσι πιστεύω κι εγώ», απάντησε η Τσερλίνε* θέλησε να προσθέσει «νεαρή κυρά μου», όμως κρατήθηκε την τελευταία σττιγμή. Σαν ανέλαβε το σπίτι των κυνηγών η Τσερλίνε φρόντισε να αυξήσει σ' αυτό τα κατοικίδια ζώα* τα πιο μεγάλα ήσαν δυο αγελάδες, που τις έβαλε στο παλιό αμαξοστάσιο. Δεν ανέλαβε όμως να κάνει και όλες τις δουλειές που είχαν τώρα πολυστέψει* αντίθετα άρχισε να ελαττώνει την παρουσία της στο κτήμα. Φορούσε όλα τα καινούργια ρούχα που ο Α. τις είχε κατά καιρούς χαρίσει όλα αυτά τα χρόνια και που είχε καταχωνιάσει στα σεντούκια, ενώ είχε στην υπηρεσία της και μερικούς υπηρέτες.
338
XI. Περαστικό σύννεφο Παράξενο, είπε το ένα κομμάτι της ψυχής της κοπέλας στο άλλο, είναι παράξενο πόση ώρα χρειάζεται ο άντρας για να με συναντήσει. Ο δρόμος απλωνόταν μπροστά της. Κάποιο αυτοκίνητο χάθηκε στο βάθος του. Ήταν ένα φωτεινό πρωινό, αρχές του καλοκαιριού. Τα δέντρα κατά μήκος της δεντροστοιχίας του δρόμου έριχναν πάνω του τον πυκνό τους ομοιόμορφο ίσκιο ενώ μετά από μικρή κιόλας απόσταση ενώνονταν σε μια σκοτεινή γραμμή. Στα πεζοδρόμια δεν φαινόταν ψυχή πουθενά* μόνο ο άντρας 'κει πέρα κατέβαινε τον δρόμο, ερχόταν να την συναντήσει και ήταν παράξενο που χρειάζονταν τόση ν ώρα γι' αυτό. Η κοπέλα πήγαινε για την κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία του πύργου. Στο γαντοφορεμένο της χέρι είχε το προσευχητάρι της* το κρατούσε πιέζοντάς το στο σώμα της γιατί εκτός από αυτό έπρεπε να κρατάει και την τσάντα της. Το σύνολο έδινε μια σεμνή εικόνα και η κοπέλλα δεν διέφερε σ' αυτό από όλες τις άλλες γυναίκες που πήγαιναν στην εκκλησία, κι όχι μόνο από εκείνες, που την ίδια εκείνη στιγμή πήγαιναν στις άλλες εκκλησίες της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και από όλες τις άλλες, που εδώ και πολλούς αιώνες έκαναν το ίδιο πράγμα. Η στάση τού σώματός της ήταν πολύ συντηρητική. Όταν ανέβει κανείς τον δρόμο ως την κορυφή του χαμηλού λόφου βλέπει να συγκλίνουν οι γραμμές των σπιτιών και να σταματούν, η σειρά με τις πόρτες και εκείνη με τα παράθυρα να γίνονται καθησυχαστικά παράλληλες, ενώ σε κοντινή απόσταση φαίνεται και η πλατεία του πύργου, 339
στην οποία καταλήγει ο δρόμος. Στο τέλος ο πύργος τού Μεγάλο-υ Δουκός υποδέχεται το βλέμμα τού διαβάτη στην όμορφη μπαρόκ πρόσοψή του. Καθώς ο συμπαγής όγκος των σπιτιών τέμνονταν από τους κάθετους δρόμους ήταν αρκετά δύσκολο να υπολογισθεί η ταχύτητα του άντρα που ερχόταν να την συναντήσει. Αυτό δεν της ήταν και τόσο ευχάριστο και η κοπέλα σκέφτηκε να περάσει στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Μιας όμως και η πρόθεσή της δεν ήταν αρκετά ξεκαθαρισμένη, και μάλιστα χάθηκε μετά από λίγο, όταν το βλέμμα της πρόσεξε τον ήλιο που έκαιγε χωρίς να εμποδίζεται εκεί από την φυλλωσιά των δέντρων, η κοπέλα παρέμεινε στο πεζοδρόμιο που ήταν, κι απλώς μίκρυνε το βήμα της σαν να έπρεπε κι αυτή - ήταν ο φόβος ή η προσμονή; - να κινηθεί προς το μέρος αυτού που ερχόταν να την συναντήσει το ίδιο αργά μ' αυτόν. Ίσως βέβαια η ειρηνική ησυχία της κυριακάτικης λεωφόρου να επέβαλλε τις αργές κινήσεις ακόμα κι όταν επρόκειτο για μια επιφανειακή ησυχία, επειδή στα ανώτερα στρώματα του αέρα οι λευκοί θύσσανοι από τα σύννεφα έσμιγαν σε λεπτές λωρίδες ωθούμενοι προς τα μπρος με μεγάλη ταχύτητα και κάθε φορά που μια τέτοια λωρίδα έκρυβε πίσω της τον ήλιο η μέρα σκοτείνιαζε για λίγο, σαν να επρόκειτο για κάποια νεανική θλίψη που δεν πρόσεχε κανείς αφού κανείς δεν παραδέχεται πως οι εναλλασσόμενες συνθήκες της νεφώσεως επηρεάζουν την ζωή του, και που παρόλα αυτά δεν είναι για τα μάτια και την ψυχή τού ανθρώπου παρά αγγελιαφόροι των μεγάλων κοσμικών γεγονότων. Στο μεταξύ βέβαια είχαν φανεί κι άλλοι διαβάτες στο πεζοδρόμιο. Όμως η κοπέλα είχε στο μάτι της μόνον εκείνο τον αργό ξένο που ερχόταν προς το μέρος της από τον πύργο, ή καλύτερα έκανε προς το μέρος της τον περίπατό του, και ακριβώς αυτός ο περίπατος, τον συνέδεε με τον πύργο, τον συνέδεε με το αναμενόμενο μπαρόκ σκηνικό εκεί πάνω στο τέλος τού δρόμου μ' έναν ακόμα δυσεξήγητο και ίσως κι ανεξήγητο τρόπο. Ό χ ι βέβαια πως η κοπέλα υπέθετε στην μορφή που πλησίαζε κάποιον από τους πρώην διπλω340
μάτες ή κάποιον από τους αξιωματικούς που έβλεπε κανείς συχνά εδώ πριν από τον πόλεμο - τότε που αυτή ήταν ακόμα παιδούλα - και αισθανόταν μεγάλη χαρά γι' αυτό: τέτοιου είδους χαρές όμως είχε ξεχάσει εδώ και αρκετόν καιρό η κοπέλα, που ναι μεν έδειχνε ακόμα πολύ νέα, πλην όμως φύλαγε την αξιοπρέπειά της, κι άλλωστε τώρα είχε ακόμα λιγότερες ευκαιρίες να τις ξαναζήσει, όταν, απ' όσο μπορούσε τώρα να θυμηθεί, όλα όσα είχαν να κάνουν με την Αυλή δεν έκαναν καθόλου μια σεμνή, αλλά αντίθετα μια ζωηρή, ή τουλάχιστον μια κομψή εντύπωση, ενώ εδώ στην πραγματικότητα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο* γιατί ακριβώς όπως φαινόταν τώρα σαν οι θύσσανοι των νεφών που περνούσαν από πά^^ω να αποτελούν τμήματα ενός αόρατου ακόμα τοίχου από σύννεφα, έτσι φαινόταν και το αργό πλησίασμα αυτού του ανθρώπου στον οποίο θα μπορούσε κανείς θαυμάσια να αποδώσει το δουλικό κούτσαμα κάποιου ηλικιωμένου αυλικού, σαν να εκπέμπει εκείνη την σεμνότητα που είναι ενσωματωμένη στην μεγαλόπρεπη πρόσοψη του πύργου. Πρέπει σίγουρα να είναι κανείς πολύ δεμένος με μια πόλη και τον τρόπο που αυτή έχει χτιστεί αν κάνει τέτοιες σκέψεις. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, και κάποιος είναι έτσι πολύ δεμένος μαζί της, τότε οι σκέψεις αυτές σχηματίζουν μια φυσική ατμόσφαιρα έτσι που να μην τις παίρνει κανείς είδηση. Στην κοπέλα η οποία είχε ζήσει από τις πρώτες μέρες της παιδικής της ηλικίας σ' αυτήν την πόλη ο πύργος είχε για περισσότερους λόγους σημασία. Λόγους, από τους οποίους πάντως οι αρχιτεκτονικοί έπαιζαν έναν υποδεέστερο ρόλο, κι έτσι δεν ήξερε για ποιον λόγο ένιωσε απογοήτευση όταν επιτέλους είδε κατά πρόσωπο τον άντρα. Το γεγονός ότι δεν περπάταγε και τόσο αργά, όσο αυτή είχε αρχικά υποθέσει, δεν ήταν εν προκειμένω και τόσο σημαντικό, αντίθετα η απογοήτευση οφειλόταν στο ότι ο άντρας είχε μια μάλλον μικροαστική εμφάνιση που δεν ήταν πάντως εκείνη ενός αυλικού. Για κάποιον που προσέχει την εμφάνισή του και που βρίσκεται καθ' οδόν προς την εκκλησία του πύργου για κάποιον πού θλίβεται καθημερι341
νά για το ότι ο παλιός πύργος των Μεγάλων Δουκών άλλαξε την πατρογονική γαλήνη ενός ιδιόκτητου χώρου με την δημοσιότητα ενός μουσείου, και για το ότι τα υπνοδωμάτια, στα οποία είχε συλληφθεί και γεννηθεί μια μακραίωνη και πολυδαίδαλη σειρά πριγκήπων, ήταν ανοιχτά σήμερα στον καθένα που δεν του επιτρεπόταν να μπαίνει μέσα μόνο με βρώμικες μπότες, αλλά και με βρώμικες σκέψεις, όπως λόγου χάριν οι σκέψεις για ερωμένους που κρύβονταν ντροπιασμένοι στα ντουλάπια τριγύρω, μ' έναν λόγο για μια κυρία, που θεωρεί την εχεμύθεια τού μπουντουάρ ως έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της παγκόσμιας εξελίξεως, είναι με μιαν ήπια έκφραση τουλάχιστον οδυνηρό να έχει επικεντρώσει την προσοχή της σ' έναν άνθρωπο που μ' όλη του την ύπαρξη εκφράζει το αντίθετο από μια τέτοια στάση ζωής. Σχεδόν κατάπληκτη και επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει στα σοβαρά, αλλ' επίσης και επειδή από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια κράτησε την συνήθειά της να κοιτάζει τους άντρες απαιτητικά και εξεταστικά στα μάτια χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό της, είχε καρφώσει το βλέμμα της στο πρόσωπο αυτού που ερχόταν καταπάνω της, είχε μάλιστα στρέψει τα μάτια της κατευθείαν μέσα στα μυωπικά δικά του, και ήταν ένα απαιτητικό και παρόλα αυτά άδειο βλέμμα, το οποίο μόλις τής ανταποδόθηκε από το δικό του, θόλωσε και βυθίστηκε στο τίποτα που αντίκρυζε το πρόσωπο, στα πέρατα τού ορίζοντα που απλώνονταν πίσω απ' αυτό. Και ναι μεν η κοπέλα αισθάνθηκε να συγκλονίζεται από την λίγο δειλή και λίγο επιτακτική, στην πραγματικότητα όμως πάσχουσα έκφραση αυτού τού συνηθισμένου άντρα, και για μια στιγμή ξέχασε να σπρώξει το βλέμμα της στο απρόσωπο, αμέσως μετά όμως τα κατάφερε, την στιγμή που η έκπληξή της συναντούσε εκείνην τού άλλου: το βλέμμα της έγινε τότε, όπως το συνήθιζε, άθωρο, ενώ με μια σταθερή αδιαφορία είχε κιόλας μεταβληθεί σε μια κυρία δίχως ψεγάδι και παραλίγο σε καλόγρια. Μπροστά της ο δρόμος απλωνόταν τώρα τελείως αδειανός, και ήταν μια μορφή απέλπιδας αδειοσύνης. Βέβαια 342
δεν θα έπρεπε κάποιος να τα παραλέει: στο κάτω-κάτω ο δρόμος που είχε τώρα να κάνει δεν ήταν πια μακρύς και σε λίγο θα έφτανε στην πλατεία του πύργου και την εκκλησία. Ωστόσο η αδειοσύνη παρέμενε απελπιστική και η απελπισία αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στον λίγο δρόμο που είχε ακόμα να κάνει, αλλά αφορούσε ολόκληρη την ζωή. Γιατί ακόμα κι αν υποτεθεί πως ερχόταν ξανά μια μορφή να την συναντήσει, οσοδήποτε αργά ή οσοδήποτε γρήγορα, η κοπέλα δεν θα είχε πια το θάρρος να ξαναδείξει ενδιαφέρον για το πρόσωπο αυτό και να εκτεθεί εκ νέου σε μια τέτοια απογοήτευση. Βέβαια δεν έπαιρνε και όρκο, μολονότι στην ψυχή μιας κοπέλας που θέλει να είναι αγνή γρήγορα παίρνει κάτι την μορφή ενός όρκου, όμως είτε έτσι είτε αλλιώς, η κοπέλα, καθώς τώρα συνέχιζε να περπατά, ένιωσε τελείως ξαφνικά το αίσθημα της πίστης χωρίς καν να είναι σε θέση να ξέρει σε ποιόν αλήθεια ανήκε αυτή. Το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου τετελεσμένο και η κοπέλα ένιωθε εκτός αυτού τώρα και πολύ ζημιωμένη, επειδή κάποιος εσωτερικός και εξωτερικός νόμος την είχε εμποδίσει ν' αφήσει το βλέμμα της να σταθεί λίγο περισσότερο στο έτοιμο να της απαντήσει πρόσωπο. Μια βαθειά αδικία χαρακτήριζε την περίσταση μέσα στην οποία είχε περιέλθει ενώ ελλόχευε και μεγάλος κίνδυνος, αφού χωρίς αμφιβολία ο άντρας θα σταματούσε τώρα πίσω από την πλάτη της, θα την κοίταζε για να την πάρει μετά από πίσω, χωρίς να επιτρέπεται και στην ίδια να στρέψει το κεφάλι και να βεβαιωθεί. Συνηθισμένη από την αγωγή και τις πεποιθήσεις της να αντέχει στις δύσκολες συνθήκες η κοπέλα συνέχισε να περπατά* δεν προσπάθησε να ξεφύγει, πράγμα που θα ήταν άλλωστε άχρηστο, αφού ο άγνωστος θα μπορούσε το δίχως άλλο να την προφτάσει. Κρατούσε το προσευχητάρι της πιεσμένο στο σώμα της, όχι επειδή από την επαφή της αυτή με τον Θεό περίμενε μιαν ιδιαίτερη δύναμη, αλλά γιατί η πίεση τής παρείχε κάποια σιγουριά και ένιωθε να τής καταπραΰνει την φοβερή ανησυχία στην ζώνη αυτή τού σώματός της. Ωστόσο όμως άκουγε ξεκάθαρα πίσω της τα βήματα 343
του άντρα να σταματούν ένιωθε το βλέμμα του στην πλάτη της και λίγο αργότερα άκουσε να την ακολουθεί σε μικρή απόσταση το ελαφρό του κούτσαμα. Ήταν έτοιμη σχεδόν να περπατήσει ακόμα πιο αργά αφού η άνοδος στον δρόμο της φαινόταν σήμερα πιο κουραστική από άλλες φορές, αλλά ένιωσε πως ήταν επίσης σωστό να εξαναγκάσει αυτόν που την ακολουθούσε να την προσπεράσει. Όμως είχε φτάσει τώρα κιόλας στην κορυφή του μικρού λόφου* οι γραμμές των βάσεων των σπιτιών και των παραθύρων τους έγιναν παράλληλες, ενώ πολύ κοντά της ο δρόμος ανοιγόταν στο μεγάλο οβάλ της πλατείας του πύργου, στο κέντρο της οποίας υψωνόταν ο αδριάντας του Δούκα με το άλογο έτοιμο σ' έναν γρήγορο καλπασμό προς την λεωφόρο και δεν εμποδιζόταν παρά μόνο από τις βαρειές σιδερένιες αλυσσίδες που, σε μικρότερο οβάλ και με τα λιθάρια τριγύρω, περιέβαλλαν το άγαλμα. Μα πώς ήταν άραγε το πρόσωπο του άντρα; Δεν ήταν πια και πολύ νέος, ίσως γύρω στα πενήντα. Σίγουρα ανήκε σε κατώτερη κοινωνική τάξη, ένας σχεδόν προλετάριος και παρόλα αυτά είχε μιαν επιτακτική έκφραση στο πρόσωπο. Εάν δεν είχε ο Χίτλερ εξολοθρεύσει τους κομμουνιστές, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού, θα μπορούσε να το είχε κάνει κάποιος σαν κι αυτόν. Το παρουσιαστικό του έδειχνε άνθρωπο που πάσχει και θρασύ, σαν παλιός γυμνασιάρχης με τα γυαλιά του και το κοκκινωπό του μουστάκι - , ή ήταν κιόλας λευκό; Τί ζητούσε ο άνθρωπος αυτός εδώ στον πύργο; Η πλατεία αριστερά βρισκόταν κάτω από τον ίσκιο της εκκλησίας του πύργου ενώ οι ίσκιοι των δυο πυργίσκων έφθαναν ως πέρα στον αδριάντα. Αντίθετα δεξιά βρισκόταν η μεγαλοπρεπής πύλη που έβαζε στον κήπο του του πύργου· τα σιδερένια και πλούσια σε διακόσμηση πορτοφυλλά της ήσαν ανοιχτά και μπορούσε να δει κανείς τις ηλιόλουστες, ευθείες δεντροστοιχίες και τα κάθε είδους γλυπτά από αμμόλιθο καθώς και τα σιντριβάνια. Κάποια γκουβερνάντα έσπρωχνε εκείνη την στιγμή ένα καροτσάκι μέσα από την πύλη* κάποτε αυτό (χπαγορευόταν, επειδή τα καροτσάκια και το ανήσυχο περιεχόμενό τους δεν είχαν 344
καμιά δουλειά σ' εκείνη την ζώνη της αρχοντικής ευπρέπειας, και για μια στιγμή η κοπέλλα ξέχασε πως ακόμα και οι ηγεμόνες αποκτούσαν απογόνους: όποιος βρίσκεται πάνω από τους ανθρώπους δεν πρέπει πλέον ν' ανακατεύεται καθόλου με τ' ανθρώπινα, κι όσο πιο χαμηλά βρισκόταν μια κοινωνική τάξη, τόσο πιο άφθονα φαίνονταν στην κοπέλα πως φουντώνουν τα απαίσια γενετήσια ένστικτα. Η στρωμάτωση του καθαρού πάνω από το μη-καθαρό είχε ανατραπεί από τον εκδημοκρατισμό του κόσμου κι ακόμα κι αν η κοπέλα δεν είχε συνείδηση όλων αυτών των πραγμάτων, ωστόσο ήξερε ξεκάθαρα, πως σ' ένα ευνομούμενο κράτος δεν ήταν επιτρεπτό να καταδιώκεται μια κυρία από τα επίμονα βήματα ενός χαμηλοκλασσάτου. Κάποτε μπροστά στον πύργο στέκονταν δυο σκοποί, και σαν η προστασία τους να εξακολουθούσε ακόμα να υπάρχει, η κοπέλα αισθανόταν εδώ πιο ασφαλής: ένας φωτογράφος είχε ανοίξει τήν μηχανή του με το μαύρο πανί εκεί μπροστά στην είσοδο περιμένοντας τους ξένους που θα ήθελαν να φωτογραφηθούν μπροστά στό άγαλμα - ένας ατελής αντικαταστάτης των δύο σκοπών όμως η κοπέλλα ένιωθε ασφαλής. Διέσχισε την πλατεία σε ευθεία γραμμή μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας με την πεποίθηση ότι αυτός που την παρακολουθούσε δεν θα τολμούσε να εκδηλώσει τις ξεδιάντροπες προθέσεις του στον ανοιχτό αυτό χώρο, και ότι θα έπρεπε να αρκεσθεί στο να την παρακολουθήσει από το άκρον της πλατείας με το βλέμμα του. Και πράγματι, τα βήματα που ακούγονταν πίσω της σταμάτησαν, όμως, όπως και προηγουμένως, δεν μπορούσε να στραφεί και να βεβαιωθεί: ο λαιμός της την πονούσε από την προσπάθειά της ν' αντισταθεί στην πίεση που ένιωθε να γυρίσει και να κοιτάξει, και δεν αλάφρωσε ούτε όταν έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω, όπου κατοικούσε ο Θεός κι όπου τραβούσαν τα σύννεφα τον δρόμο τους* ωστόσο ήταν κι ένα μικρό ευχαριστώ που είχε περάσει ο κίνδυνος. Μα πώς ήταν το πρόσωπο αυτού τού ανθρώπου; Δεν φορούσε αλήθεια - η μνήμη της άρχισε τώρα να καθαρίζει - το έμβλημα τού κόμματος, και μάλιστα το χρυσό; Αν αυτό 345
ήταν σωστό τότε θα ήταν σίγουρα ένας από τους πρώτους οπαδούς του εθνικοσοσιαλισμού και όχι ασφαλώς κομμουνιστής. Παρόλα αυτά της φάνηκε θρασύς. Από τότε που πήραν στα χέρια τους την εξουσία η χυδαία τους συμπεριφορά γίνεται όλο και πιο φανερή. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας συρφετός διοπτροφόρων και ξεδιάντροπων ανθρώπων. Δεν θέλει όμως να σκέφτεται αυτόν τον άνθρωπο άλλο και δεν χρειάζεται πια και να τον σκέφτεται. Ωστόσο, όταν μπήκε στην εκκλησία και θέλησε να πάει να καθήσει στη Θέση της, ένιωσε ξανά να την τραβά κάτι στο λαιμό της, ένιωθε πως κάποιο βλέμμα έπεφτε φλογερό πάνω της. Στάθηκε αναποφάσιστη· επρόκειτο για βλασφημία αντίκρυ στον Θεό, το να την βρωμίζει το βλέμμα ενός άθεου, κι αυτή καρφωμένη κάτω απ' αυτό το βλέμμα που δεν μπορούσε να αποφύγει και που δεν μπορούσε να ξεχάσει, να πρέπει να παρακολουθήσει την θεία λειτουργία. Ο χώρος ήταν γεμάτος ανθρώπους· άλλωστε είχε έρθει αρκετά αργά, και μπορούσε κάλιστα να διαφύγει. Η κοπέλα προχώρησε αργά-αργά ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους μπροστά και προς ένα πλάγιο κλίτος όπου τα βήματα, εάν προχωρούσε κανείς με τ' ακροδάχτυλά του, δεν έκαναν τόσον μεγάλο θόρυβο πάνω στα πλακάκια, όπως έκαναν πάνω στις σανίδες του δαπέδου του κεντρικού κλίτους. Κατόπιν γλίστρησε ανάμεσα στους κίονες του ναού κι έφτασε ως την πλαϊνή έξοδο που παλιότερα χρησιμοποιούσαν οι άρχοντες, έσπρωξε την πόρτα με την δερμάτινη επένδυση, την άνοιξε, κι όταν αυτή έκλεισε απαλά πίσω της μ' έναν ελαφρύ και ξέπνοο αναστεναγμό, τότε αναστέναξε και η ίδια και έπιασε τον λαιμό της, είτε γιατί ήθελε να σκουπίσει εκεί κάτι, είτε για να τρίψει λίγο την θέση που την πονούσε. Βρισκόταν στην μικρή αυλή ανάμεσα στην εκκλησία και στην πλαϊνή πτέρυγα του πύργου, και, ω τι απολυτρωτικό, εδώ ήταν επιτέλους τελείως μόνη. Η μικρή αυλή έμοιαζε με ένα είδος λιτής και επίσημης αίθουσας χωρίς στέγη, με ένα τελείως ισόπεδο και καλοφτιαγμένο λιθόστρωτο, ενώ ο σπουργίτης που χοροπηδούσε εκεί διστακτικά, δεν είχε κα346
μιά δουλειά σ' αυτά τα μέρη. Αν υπήρχε ένα παγκάκι θα μπορούσε κανείς να μείνει εδώ, παρόλο ότι ο σιγανός ύμνος που ακουγόταν τώρα από την εκκλησία έμοιαζε με μια προειδοποίηση. Η κοπέλα προχώρησε διστακτικά ως την διπλή κιονοστοιχία που ήταν το ίδιο επίσημη και το ίδιο λιτή και έβγαζε έξω στην πλατεία του πύργου και κάπως υστερόβουλα άφησε τα μάτια της να την γυροφέρουν. Ο φωτογράφος ήταν ακόμα εκεί, κοντά στο άγαλμα στεκόταν τώρα ένα ζευγάρι ξένων προφανώς ενώ απέναντι περπατούσαν μερικές γυναίκες. Εκτός από αυτούς δεν υπήρχε κανένας άλλος. Είχε λοιπόν ξεφύγει από τον άνθρωπο που την παρακολουθούσε, είχε ξεφύγει κι από τον Θεό, αφού τώρα μπορούσε να κοιτάξει εκεί, όπου προηγουμένως δεν τής επιτρεπόταν να δει* διέγροίψε ένα τόξο για να μπορέσει να κοιτάξει προς τα πίσω, που τα είχε καταφέρει. Όχι, δεν την ακολουθούσε κανένας πια, παρόλο ότι ο λαιμός της πονούσε ακόμα, παρόλο ότι ένιωθε ακόμα το φλογερό βλέμμα στην πλάτη της, και σαν νά θελε να νιώσει μια για πάντα ασφαλής, σαν νά θελε να διώξει από πάνω της τον κίνδυνο κάθε ανασφάλειας και υποψίας που βρισκόταν πίσω της, ακούμπησε σε μιαν από τις δυο κολώνες τής πύλης, ή σωστότερα την πλησίασε τόσο πολύ, που ένιωσε την δροσερή ακτίνα τής σκιάς της στην πλάτη της. Δεν μπορούσε ν' ακουμπήσει εδώ και να κοιτάξει τήν όμορφη πλατεία; Δεν μπορούσε να στηριχθεί εδώ στα όρια ανάμεσα στην υποψία τής σκιερής αυλής πίσω της και στην ηλιόλουστη πλατεία μπροστά της; Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό; Πολλοί άνθρωποι είχαν κοιτάξει από εδώ ή δίπλα από τα σκαλιά τής εκκλησίας την πλατεία, είχαν κοιτάξει αντίκρυ τους κήπους που οι δεντροστοιχίες τους χάνονταν στην πλαγιά του λόφου, ενώ τώρα ερχόταν από το άγαλμα προς το μέρος της και το ζευγάρι: τα πόδια τους βάδιζαν κοντά-κοντά, τέσσερα πόδια που έφεραν πάνω τους δυο σώματα και δυο κεφάλια· στο χέρι του ο άντρας κρατούσε έναν κόκκινο τουριστικό οδηγό. Η μηχανή του φωτογράφου πάνω στον τρίποδά της, ενώ το κυρτό πόδι του αλόγου στον αδριάντα δείχνει τον αέρα, δείχνει με την οπλή του στον καταγάλανο 347
ουρανό, που σκεπάζει ως βαθιά τους κήπους σαν να τον ρουφά χαμένη μέσα στο απεριόριστο τού Κάτω η γη. Ο αμερικάνος σύζυγος της κυρίας ανοίγει τον τουριστικό οδηγό κι αφήνει και την γυναίκα του να κοιτάξει, να δει τα γράμματα, πάνω στα οποία συναντώνται τώρα τα βλέμματα και των δυό τους. Όποιος προχωράει αλλάζοντας διαρκώς πορεία μπορεί ν' αποφύγει το κακό, γιατί ο διάβολος, έτσι καθώς είναι κουτσός, παρόλη την πονηριά του δεν μπορεί παρά νά τρέξει μόνο σε ευθεία, και γι' αυτό στο τέλος αποδεικνύεται πάντοτε πως είναι ο αρχιβλάκας. Η κοπέλα στηρίζεται στην κολώνα, και σε περίπτωση που ο διώκτης της έβγαινε ως την αυλή - αλλά δεν το κάνει, ώ, σίγουρα δεν θα το κάνει δεν θα μπορούσε να την δει, αφού η κολώνα την κρύβει τελείως πίσω της. Όμως τώρα αφήνει το χέρι με το προσευχητάρι να πέσει, κι επειδή νιώθει λίγο κουρασμένη, κάνει να πιάσει την κολώνα* μόλις που αγγίζει την ψυχρή γωνία με το μικρό της δαχτυλάκι και λίγο αδέξια γιατί το προσευχητάρι ανοίγει μέσα από το μαύρο του περιτύλιγμα και - ω τι τρομερό! - ίσως ο διώκτης της με το κόκκινο βλέμμα μέσα απ' τα γυαλιά του να έβλεπε όχι μόνο το δάχτυλό της πάνω στο ανοιχτό βιβλίο, αλλά ακόμα να διάβαζε και τα γράμματα! Η κοπέλα τραβάει γρήγορα το χέρι και το βιβλίο. Μα γιατί το κάνει; Δεν θα έδιωχνε αλήθεια το άγιο βιβλίο το κακό; Ή μήπως φοβόταν πως αυτός ήταν πιο δυνατός και πως το βλέμμα του θα μπορούσε να βεβηλώσει το βιβλίο; Μήπως.φοβάται πως θα τον παντρευτεί, μήπως φοβάται πως θα παντρευτεί τον διάβολο, εάν συναντιόταν το βλέμμα της μαζί με το δικό του πάνω στα γράμματα; Ω, δεν πρέπει να κουνήσει το χέρι της, αλλιώς θα μπορούσε να είχε συμβεί! Στον ιστό τής σημαίας στο κεντρικό αέτωμα τού πύργου - σαν σύμβολο της ρήξης με την παράδοση - έχει υψωθεί η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Μέσα στη νηνεμία που επικρατεί είναι πεσμένη ακίνητη κατά μήκος του ιστού, μια λεπτή κόκκινη γραμμή που ξεχωρίζει μέσα στο γαλάζιο τού ουρανού, ενώ αυτό το κόκκινο εκεί πάνω συνδέθηκε ξαφνικά μ' εκείνο 348
του βιβλίου, που κρατούσαν οι δυο ταξιδιώτες εκεί απέναντι, που ζούσαν μαζί και μαζί κοιτούσαν σ' αυτό, εδώ όπως κι εκεί το κόκκινο των κοινωνικά ανερχομένων, το κόκκινο των ευτελών. Κάτω από την αψίδα της πύλης τερετίζουν οι σπουργίτες. Το ζευγάρι πλησιάζει* είναι παντρεμένοι κι επομένως εξομοιωμένοι κοινωνικά. Έρχονται να δουν την οβάλ πλατεία, και να θυμηθούν τον αρχιτέκτονά της* γι' αυτούς σημαίνει την τάξη, και μόλις έμαθαν από το κόκκινο βιβλίο τους πως αυτό εδώ είναι μια όμορφη αρχιτεκτονική κατασκευή. Ο διώκτης στην αυλή είναι ένας άντρας κατώτερης κοινωνικής τάξεως, και παρόλα αυτά δεν μπορεί να του ξεφύγει, παρόλα αυτά είναι ακίνητη εδώ στην κολώνα σαν μια ζητιάνα. Η κοπέλα ξαναπίεσε τώρα το προσευχητάρι πάνω της, όμως ξέρει την ίδια στιγμή πως η καρδιά, πάνω στην οποία πιέζει το βιβλίο, δεν μπορεί να διαβάζει τις λέξεις και πως ανάμεσα στα δυο μαύρα εξώφυλλα δεν υπάρχουν παρά ένα σωρό γράμματα πάνω σε λευκές σελίδες. Το στρόγγυλο του ουρανού αντανακλάται στο στρόγγυλο της πλατείας, το στρόγγυλο της πλατείας αντανακλάται στον κύκλο γύρω από το άγαλμα, ο ύμνος των αγγέλων αντανακλάται στόν ύμνο που ακούγεται από την εκκλησία, και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι υπάρχουν στο βιβλίο και πάνω στην καρδιά της, όμως πρέπει να το ξέρει πως έτσι είναι τα πράγματα, πρέπει να ξέρει πως ο Θεός αντανακλάται στον άρχοντα, κι ο άρχοντας στον θνητό άνθρωπο που διασχίζει την πλατεία: εάν δεν το ξέρει τότε το στρόγγυλο γύρω από το άγαλμα δεν είναι ποτέ ο ουρανός, τα λόγια στο προσευχητάρι ποτέ ο ύμνος των αγγέλων, και τότε μπορούν τα παιδικά καροτσάκια να περνούν την πύλη του πάρκου, και, τί ντροπή, να μην ενοχλείται κανείς. Μαύρα είναι τα παιδικά καροτσάκια, τόσο μαύρα όσο το κόκκινο βλέμμα της μαύρης φωτογραφικής μηχανής που κρατάει τα πάντα δέσμια της εικόνας της, ω, τα κρατάει για να μην γκρεμιστεί το ένα πάνω στο άλλο, για να μείνουν γη και ουρανός χωρισμένοι, όπως διέταξε ο Θεός την πρώτη ημέρα, χωρισμένοι κι εντούτοις ενωμένοι στον Λόγο του Θεού. 349
Από πάνω κατέβηκε στην γη ο Σωτήρας, θεός και άνθρωπος συνάμα, ώστε ο σαρκωθείς Λόγος να κηρύξει στην γλώσσα των ανθρώπων την θεϊκή αλήθεια και να λυτρώσει τον κόσμο με την θυσία του ως πάσχων άνθρωπος. Έτσι ακριβώς γκρεμίζονται από πάνω και οι άγγελοι που στασίασαν, μέσα στις πύρινες αβύσσους της κακίας, για να ξαναανέβουν από εκεί με ανθρώπινη μορφή, ναι μεν αείποτε ηττηθέντες, πλην όμως ορεγόμενοι ανθρώπινα θύματα που παραδίδονται ξανά και ξανά μέσα στην γήινη αδυναμία τους, στον πλάνο τους βιασμό και ενδίδουν στον πειρασμό που τους βιάζει, ένας μάγος και μάγισσες δεμένοι με την σαρκωθείσα αμαρτία, σίγουρα όπως κι αυτή καταδικασμένοι ν' αφανισθούν και πάντως ανίσχυροι μπροστά στην πράξη του εξιλασμού, μολοντούτο αενάως επαπειλώντας την και κληρονομώντας το κακό από γενιά σε γενιά μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας. Δεν είναι όμως το κάθε σύννεφο ένας μεσίτης ανάμεσα σ' ουρανό και γη; Δεν ανοίγει την γη, και δεν τραβά τον ουρανό προς τα κάτω για να αποθέσει την στρογγυλάδα του πάνω στα σπίτια και πάνω στα τείχη των πλατειών, για να τα γκρεμίσει, το παράνομο στρόγγυλο της απομίμησης; Λευκοί οι τοίχοι, λευκά τα σύννεφα που προηγούνται στα μαύρα σύννεφα της καταιγίδας, μαύρα τα βιβλία και τα λόγια τους, όμως το βλέμμα που βγαίνει μέσα από το σπήλαιο της υποψίας είναι κόκκινο και φλογισμένο, ρουφάει το εγώ όλο και πιο πίσω μέσα από την θορυβώδη πύλη του θανάτου, όλο και πιο πίσω στην φλογισμένη παγωνιά του ερέβους. Οι ολόισοι δρόμοι του πάρκου σμίγουν, φτιάχνουν τόξα, περιπλέκονται σε ένα άτακτο κουβάρι, στο οποίο είναι τα πάντα αδιάφορα, και όντας έτσι μπερδεμένοι καταβροχθίζει ο ένας τον άλλον, γεννώντας ο ένας τον άλλον πάλι και πάλι. Δεν ωφελεί εδώ κανένας φρουρός, τίποτε δεν οφελεί όταν ένα κόκκινο βιβλίο προσπαθεί να αντικατοπτρίσει το φλεγόμενο, επειδή η αντανάκλαση του μεγάλου πάνω στο μικρό έχει αρθεί: καταργήθηκε το ωραίο και η ομορφιά, τα άλογα των μνημείων ξέφυγαν από την ομορφιά της ακινησίας τους και καλπάζουν μακριά* τα 350
πνευμόνια των ανθρώπων πνίγονται μέσα στους χώρους των εκκλησιών και καμιά φωτογραφία δεν μπορεί να κρατήσει δέσμιο της αυτό που συμβαίνει, αφού ό,τι μυστικότερο βγαίνει και ξεχύνεται στους δημόσιους χώρους. Και χωρίς να προσέχει το ότι αυτός που την παρακολουθούσε θα την άρπαζε τώρα, θά πιάνε τα χέρια της και θα την έσπρωχνε πάνω του και μέσα στα βάθη του, η κοπέλα ανοίγει τα χέρια της, κάνει να πιάσει προς τα πίσω, και ακουμπισμένη, κολλημένη στην κολώνα, που είναι το μοναδικό της στήριγμα τώρα, την αγκαλιάζει χωρίς να δίνει σημασία στο γεγονός ότι έτσι λερώνει το σκούρο παλτό της στον τοίχο. Το τερέτισμα των σπουργιτιών πάνω στην αψίδα γίνεται όλο και πιο έντονο, έχει πάρει τις διαστάσεις ενός σφυριχτού σίφουνα, και μοιάζει σαν να έχει ξεκολλήσει από τον κόσμο, κάθε ίσκιος να έχει πετάξει μακριά, κάθε ίσκιος, από τον κόσμο, που δεν είναι πια κόσμος, αφήνοντάς τον σε μιαν ανυπόφορη γύμνια, λεία τίον κοινωνικά ανερχόμενων και των ποταπών, βορά του διαβόλου. Αναπόφευκτος ο βιασμός! Στον λαμπρό ήλιο αρχίζει το συνάφι του διαβόλου τώρα τον κυκλικό του χορό, τον άνισκιο χορό του κουτσού, με τον οποίο όπου νάναι θα την πιάσει αυτός που την κυνηγάει με το δουλικό του κούτσαμα και την δουλική του υπόκλιση, άφευκτος είναι ο βιασμός της. Στο μεταξύ, το ζευγάρι των ξένων, τα τέσσερα πόδια τους, είχαν τώρα φθάσει στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, με τον χάρτη τού τουριστικού οδηγού ανοιχτό ακόμα στα χέρια τους και μάλιστα ετοιμάζονταν να μπουν στην αυλή. Ίσως να ήταν πια χωρίς ενδιαφέρον ας γίνει ας ανακαλύψουν εκεί οι άνθρωποι το μυστικό και την ντροπή, τον διώκτη που τραγουδά* σίγουρα ήταν αδιάφορο, αφού δεν υπήρχε πια ίσκιος, κι ακόμα και η αυλή, όπου στεκόταν και διέταζε εκείνος, ένας άντρας χαμηλής καταγωγής και μολοντούτο να εξέχει στο κέντρο της αυλής σαν μνημείο, ακόμα και η αυλή είχε απογυμνωθεί τώρα από κάθε ίσκιο. Και ίσως για να προστατέψει τον διώκτη τού οποίου θύμα και σύντροφος και μάγισσα εκείνη ήταν πρόθυμη από τώρα και στο εξής να γίνει, ίσως για να φύγει μαζί του πριν να 351
είναι αργά, ίσως για να τον κρύψει από τους δυο ξένους, αυτή άφησε με μεγάλη προσπάθεια τον τοίχο και στράφηκε προς την αυλή: όμως - ω, απογοήτευση και ανακούφιση η αυλή μπροστά της ήταν άδεια και σκιερή, έτσι όπως την είχε αφήσει, και το σπουργίτι βρισκόταν ακόμα πάνω στο λιθόστρωτο. Οι τοίχοι έκλειναν το τετράγωνο λιτοί και ψυχροί, σαν μια ευχάριστη φωτεινή σκίαση της ημέρας, ενώ για έναν άνθρωπο κατώτερης κοινωνικής τάξεως ή για έναν κομμουνιστή ή άλλους σαν κι αυτόν δεν υπήρχε εδώ κανένας χώρος. Η αυλή ήταν διαβολικά άδεια. Τότε η κοπέλα αποτόλμησε να ξανακοιτάξει στην πλατεία του πύργου και φάνηκε πως ήταν κι αυτή διαβολικά άδεια. Κανένας δεν χόρευε εκεί. Η σημαία κρεμόταν στον ιστό της, ενώ ο βιασμός είχε για μια φορά ακόμα αποτραπεί, ίσως είχε αναβληθεί μονάχα, πάντως σήμερα είχε σίγουρα αποτραπεί. Ένα είδος θλιμμένης χαιρεκακίας γέμισε την ψυχή της κοπέλας. Πραγματικά, η ψυχρή ομορφιά του παρελθόντος και του δημιουργημένου είχε ξανά νικήσει, ίσως για τελευταία φορά, τους άθλιους κουτσούς δαίμονες και την αρχιβλακώδη τους ασκήμια. Η πλατεία τού πύργου απλωνόταν σ' ένα μεγάλο, ωραίο οβάλ μπροστά από την μεγαλοπρεπή πρόσοψη του κτιρίου κι αντανακλούσε, μία πλήρης εμπειρία, το στρόγγυλο και την ειρηνική γαλήνη τού ουρανού* οι ίσκιοι των πυργίσκων μόλις που έφθαναν τώρα στο μικρό οβάλ του μνημείου, το άλογο του άρχοντα στεκόταν σε μιαν όμορφη ακινησία στα τρία του πόδια, σε τρίποδο στηριζόταν και η μηχανή του φωτογράφου, ενώ οι δεντροστοιχίες του πάρκου με τους μαύρους, ευθείς ίσκιους των δέντρων, έφθαναν ως κάτω χαμηλά στον λόφο, με τον φωτεινό γαλάζιο θόλο του ουρανού από πάνω τους και τα σύννεφα να γλιστρούν αργά πάνω του μια καθαρότητα που επικαλύπτει κάθε ακαθαρσία από κάτω. Από την εκκλησία ακουγόταν η χορωδία. Και η κοπέλα, γεμάτη πίστη, διέσχισε την μικρή αυλή και μπήκε από τήν ίδια πόρτα στην εκκλησία, από την οποία κάποτε συνήθιζε να μπαίνει στην εκκλησία και η οικογένεια των αρχόντων, και από την οποία, αν είναι θέλημα θεού, θα συνεχίσει 352
αδιάκοπα να μπαίνει. Κανένα κομμάτι της ψυχής της κοπέλας δεν χρειαζόταν πια να μιλήσει με το άλλο, με μια φωνή μιλούσαν τώρα μέσα της τα κομμάτια, ενώ η κοπέλα, γεμάτη από μια γλυκειάν απελπισία, δεν ήταν πια σε θέση να σκέφτεται τον εαυτό της: με προθυμία μον(Γ/ής άνοιξε τώρα το προσευχητάρι της.
353
Χρονολογικός πίνακας της συγγραφής του έργου 1913/14 Κάτω από την επίδραση του Καρ^ Κράους γράφεται το ποίημα «Οαηίοδ 1913». Σ' αυτό ο Μπροχ στρέφεται κατά της αντιδραστικής και μιλιταριστικής πολιτικής του Γουλιέλμου II. και κατά του φιλοπολεμικού ενθουσιασμού των ποιητών και των φιλοσόφων. Η ιστορικοφιλοσοφική σύλληψη του ποιήματος αποτελεί προμήνυμα για το έργο «Παρακμή των αξιών», για τα πιο σημαντικά σχεδιάσματα του οποίου ο συγγραφέας εργάζεται τον καιρό αυτό και τα χρόνια του πολέμου που θα ακολουθήσουν. 1917/18 Την άνοιξη του 1917 γράφεται το «Μια μεθοδολογική νουβέλλα» που δημοσιεύεται έναν χρόνο αργότερα στο περιοδικό δυπιπίΗ που εκδίδει ο Φράντς Μπλάι. Όπως και στο δοκίμιο που έγραψε το 1916 «Η προκατάληψη του Ζολά» (μια απάντηση στο άρθρο για τον Ζολά του Χάινριχ Μάν) με το οποίο στρέφεται από θεωρητική άποψη κατά του νατουραλισμού, έτσι κάνει και σ' αυτό εδώ με ποιητικό τρόπο, σατιρίζοντας τη νατουραλιστική συνθετική μέθοδο. 1920/21 Ο Μπροχ ασχολείται με τον Χασσιδισμό και διαβάζει την Καββάλα. Τις γνώσεις του αυτές τις χρησιμοποιεί, το 1949/50 όσο δουλεύει το «Ποίημα των προφητών» στις «Φωνές 1933» και στην «Παραβολή της φωνής». 1932/33 Μετά την αποπεράτωση των Υπνοβατών το 1932 γράφει την νουβέλλα «Μια ελαφρά απογοήτευση» υπό την επίδραση του <Ι>ο((ντς Κάφκα, για τον οποίο 355
ο Μπροχ εκφράζεται θετικά το 1933 στο λογοτεχνικό περιοδικό της Πράγας Οίο λΥοΙΙ ίηι λΥοΓΐ: (ο κόσμος στον λόγο). Τη νουβέλλα την δημοσιεύει το 1933 στο Νουο Κυη(3δθΗ3υ. Στις αρχές του 1933 ο Μπροχ επηρεασμένος από τις πολιτικές εξελίξεις στην Αυστρία γράφει την κοινωνικοκριτική του νουβέλλα «Περαστικό σύννεφο», που έχει συνθέσει ως παραβολή για την γέννηση του αυστριακού φασισμού. Δημοσιεύεται την ίδια χρονιά στην εφημερίδα ΡΓαη1<:ίυΓΐ:6Γ Ζ€ί1αη§. Μετά το τέλος και των δυο αυτών έργων ο Μπροχ προτείνει τον Μάρτιο του 1933 στον εκδότη του την έκδοση ενός τόμου με τις νουβέλλες του, για τον οποίο γράφει το3ρα κι άλλα διηγήματα. Τον ίδιο μήνα γράφει την νουβέλλα «Ένα βράδυ φόβος», στην οποία συνεχίζει την κοινωνικοκριτική τάση του «Περαστικού σύννεφου» φωτίζοντας τις παρανοϊκές συνέπειες ενός ολοκληρωτικού συστήματος μ' ένα παράδειγμα. Η νουβέλλα δημοσιεύεται τον ίδιο χρόνο στο π ε ρ ι ο δ ι κ ό
ΒογΗπογ ΒοΓδοη-ΟοιιποΓ. Α π ό
τον
Μάιο έο)ς τον Νοέμβριο ο Μπροχ εργάζεται με αρκετές διακοπές στην επόμενη νουβέλλα του «Η επι(ττροφή». Κατά την συγγραφή αυτού του διηγήματος σχεδιάζει τον «τόμο με τις νουβέλλες» ως μια απλή συλλογή διαφορετικών διηγημάτων προς ένα «μυθιστόρημα από νουβέλλες» με ενιαία θεματική και τεχνική. Στον Πέτερ Ζούρκαμπ, εκδότη τού Νοιιο ΚυηάδοΗαα, στο οποίο δημοσιεύεται το 1933 η νουβέλλα, γράφει ο Μπροχ πως έχει σχεδιάσει την «Επιστροφή» ως το μεσαίο έργο του προγραμματισμένου μυθιστορήματός του από νουβέλλες. Υπό την επίδραση του Κ. Γκ. Γιουγκ, που είχε γνωρίσει μέσω τού εκδότη του Μπροντύ, ασχολείται τώρα σ' αυτήν καθώς και στις νουβέλλες που θα ακολουθήσουν με «αρχέτυπα σύμβολα» και με «αρχετύπους» του ψυχικού βιώματος που θέλει να περιγράψει ποιητικά. Για να εξηγήσει στον Ζούρκαμπ την ποιητική θεωρία στην οποία βασίζεται η «Επιστροφή», ο Μπροχ του στέλνει 356
τον Νοέμβριο του 1933 τις «Παρατηρήσεις στα διηγήματα του "Ζωδιακού κύκλου"». Το καλοκαίρι του 1933 γράφει δυο ακόμα κείμενα για το μυθιστόρημα από νουβέλλες, δηλαδή το «Η επιφάνεια της θάλασσας» που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο στο Όιο λΥοΙΙ ίιη ν^οΐΧ, και το «ΕδροΓαηοο» που δεν πρόκειται πλέον να δημοσιεύσει ο Μπροχ. 1934/35 Στις αρχές του 1934 ο Μπροχ σκέφτεται να συνεχίσει το γράψιμο του μυθιστορήματος από νουβέλλες που είχε σχεδιάσει, ωστόσο όμως ασχολείται με την διεκπεραίωση άλλων σχεδίων του, επειδή τού φαίνεται ως σύνολο πολύ «εσωτερικό». Μόνο το φθινόπωρο του 1935 θα ξανακαταπιαστεί με το αρχικό του σχέδιο. Άλλωστε εγκατέλειψε το σχέδιο ενός μυθιστορήματος όπως το ήθελαν οι παρατηρήσεις του στον «Ζωδιακό Κύκλο», και το μόνο που θέλει τώρα είναι να εκδοθούν οι έξι έτοιμες νουβέλλες του σε έναν τόμο. Το σχέδιο αυτό δεν πρόκειτι^ιι προσωρινά να έρθει εις πέρας στις αρχές του 1936. 1935/36 Το καλοκαίρι του 1935 ο Ερνστ Σένβιζε, εκδότης του αυστριακού λογοτεχνικού περιοδικού <3αδ δϋϋοΓϋοοΐ (η ασημένια βάρκα), παρακαλεί τον Μπροχ να του δώσει την άδεια να ξαναδημοσιεύσει την «Μεθοδολογική νουβέλλα» του 1917/18. Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο Μπροχ ξαναδουλεύει τη νουβέλλα και περιορίζει σημαντικά τους υπαινιγμούς σε συγκαιρινούς του συγγραφείς. Με τη νέα της μορφή η νουβέλλα δημοσιεύεται το 1936 στο δϋΙ^οΛοοΙ. Αυτή είναι η μορφή που ο Μπροχ χρησιμοποίησε το 1949 όταν δούλευε στους Αθώους, 1946 Ο Μπροχ γράφει μια ποιητική συγκεκριμενοποίηση και προσωποποίηση του θέματος του θανάτου ως ηθικής βαθμίδας κρίσεως στο ποίημα «Ο πρώτος σύντροφος». Ο «πετρωμένος ξένος» στην ομώνυμη νουβέλλα των Αθώων φέρει τα βασικά χαρακτηριστικά τού «πρώτου συντρόφου» και αποτελεί μια πεζο357
γραφική επεξεργασία του θέματος με το οποίο ασχολείται το ποίημα. 1946/47 Το φθινόπωρο του 1946 εκφράζει ο Ερνστ Σένβιζε το ενδιαφέρον του στην επανέκδοση των διηγημάτων της δεκαετίας του '30. Ο Μπροχ όμως δεν δέχεται. Ο Χέρμπερτ Μπούργκμυλλερ, εκδότης του από τον εκδοτικό οίκο του Βίλλυ Βάισμαν του Μονάχου εκδιδόμενου λογοτεχνικού περιοδικού Οίο Ρδ1ΐΓ€ (το πορθμείο) (αργότερα ως Ι^ίΙΟΓΗΠδοΙιο Κονυβ - Λογοτεχνική Επιθέωρηση) εφιστά την προσχή του Βάισμαν στον Μπροχ. Ο εκδότης δείχνει κατ' αρχάς ενδιαφέρον για το πολιτικό βιβλίο που γράφει ο Μπροχ. Ανάμεσα στο τέλος του 1946 και την αρχή του 1951 αναπτύσσεται μια έντονη αλληλογραφία μεταξύ στον Μπροχ και Βάισμαν. 1948 Αρχές του 1948 ο Βάισμαν θέλει να εκδόσει τα ποιήματα του Μπροχ. Το σχέδιο ναυαγεί κι έτσι τον παρακαλεί τον Μάρτιο να εκδόσει τις παλιές του νουβέλλες, συγκεντρωμένες σε έναν τόμο. Ο Μπροχ δέχεται διστακτικά. Τον Αύγουστο ο Μπροχ γράφει το ποίημα «Η τομή στα γήινα», το οποίο αργότερα - με μικρές αλλαγές και προσθήκες - συμπεριλαμβάνει στις «φωνές 1933». Όπως σε πολλά λυρικά και επικά έργα τού Μπροχ οι κεντρικές μεταφορικές εικόνες αυτού του ποιήματος είναι η θάλασσα και το λιμάνι. Τον Σεπτέμβριο ο Μπροχ προτείνει στον εκδότη του Βάισμαν να εκδόσει έναν συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματά του, τα φιλοσοφικά του δοκίμια και τα διηγήματά του. Ο Βάισμαν όμως δείχνει να ενδιαφέρεται μόνο για έναν τόμο που θα περιέχει αποκλειστικά διηγήματα. 1949 Την άνοιξη ο Βάισμαν δίνει στην στοιχειοθεσία τις τέσσερες παλιές νουβέλλες «Αντίγονος, έκτακτος καθηγηγής των μαθηματικών. Μια μεθοδολογική νουβέλλα», «Μια ελαφρά απογοήτευση», «Περαστικό σύννεφο» και «Η επιστροφή». Η συλλογή προβλέπεται να φέρει ως τίτλο τον «Περαστικό σύννεφο». Αρ358
χές Μαΐου ο Μπροχ παίρνει να διορθώσει τα στοιχειοθετημένα δοκίμια. Αρχικά έχει την πρόθεση να τα επεξεργασθεί, κατόπιν όμως σκέφτεται αντ' αυτού να γράψει άλλες τρεις νουβέλλες για να συμπληρώσει τον τόμο* ένα μήνα αργότερα σχεδιάζει κι όλας τέσσερα συμπληρωματικά διηγήματα που στο τέλος γίνονται έξι. Η πρώτη μορφή των «Η μπαλλάντα του μελισσοκόμου» και η «Ιστορία της υπηρέτριας Τσερλίνε» είναι στις αρχές του Ιουνίου 1949 έτοιμες. Ο «Μελισσοκόμος» προσωποποιεί την ηθική ακεραιότητα και συμβολίζει αυτό που ο Μπροχ εννοεί με την φράση «το γήινα απόλυτο», για τον λόγο δε αυτό αναλαμβάνει σ' ένα από τα διηγήματα που θα ακολουθήσουν τον ρόλο του «πετρωμένου ξένου». Στο ομώνυμο διήγημα καθώς και στο σχετικό με αυτό «Η ιστορία της υπηρέτριας Τσερλίνε» και της «Μπαλλάντας της μαστροπού» ο Μπροχ παραλλάσσει το θέμα του Δον Ζουαν με το οποίο είχε ήδη ασχοληθεί μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο («Οφηλία», «Ο πετρωμένος ξένος») και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 30 (στο σχέδιο «Φίλσμαν»). Τον Ιούνιο του 1949 ο Μπροχ παίρνει την νουβέλλα του «Αρμενίζοντας στην απαλή αύρα» που τού στέλνει ο εκδότης του Μπροντύ και αποφασίζει να την βάλει στην αρχή του τόμου. Μέσα σε έναν μήνα ο Μπροχ έχει τελειώσει ως τα τέλη Ιουλίου τέσσερες ακόμα νουβέλλες στην αρχική τους μορφή: «Οι τέσσερις λόγοι του εκπαιδευτικού συμβούλου Ζαχαρία», «Η μπαλλάντα της μαστροπού», «Εξαγορασμένη μητέρα» και «Πετρωμένος ξένος». Με τον «Ζαχαρία», ο Μπροχ συνεχίζει την σάτιρά του για τους μικροαστούς της «Μεθοδολογικής νουβέλλας», ενώ η «Εξαγορασμένη μητέρα» συνεχίζει την αφηγηματική γραμμή της «Απαλής αύρας». Τέλος Ιουλίου είναι έτοιμος στην πρώτη του μορφή ολόκληρος ο κύκλος με τις νουβέλλες. Περιλαμβάνει μαζί με την παλιά «Μεθοδολογική νουβέλλα» τα διηγήματα του μυθιστορήματος από νουβέλλες που ο Μπροχ είχε 359
σχεδιάσει το 1933 (εκτός των «Η επιφάνεια της θάλασσας» και «Εδρ€Γ2ΐηοο>), καθώς και έξι καινούργια διηγήματα. Ως τίτλο της συλλογής ο Μπροχ σκέφτεται να βάλει Το σύννεφο. Αναγνώσματα, σχεδόν ένα μυθιστόρημα. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1949 ο Μπροχ ξαναδουλεύει και τις έντεκα νουβέλλες και αφαιρεί τις μεταξύ τους ασυμφωνίες. Τέλη Σεπτεμβρίου έχει τελειώσει κι αυτή η γενική αναπροσαρμογή. Την ίδια εποχή ανακαλύπτει ξανά το παλιό του ποίημα «Οαηίοδ» κι έτσι ολοκληρώνεται το σχέδιο για τα λυρικά ενδιάμεσα των διηγημάτων «Φωνές 1913, 1923, 1933». Η επεξεργασία των ποιητικών αυτών συνόλων γίνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο 1949. Η μετατροπή του «Οίΐηίοδ» τον κάνει να ξαναασχοληθεί με τον Καρλ Κράους. Η κριτική του κατά της κοινωνίας διαφαίνεται σε γενικές γραμμές στα «ΟαπΙοδ», πιο συγκεκριμένη όμως γίνεται στην επίθεσή του κατά του εθνικοσοσιαλισμού στα «Οαηίοδ 1933». Τον Νοέμβριο ο Μπροχ προσθέτει στα «Ο^ηίοδ 1933» το ποίημόι «Η τομή στα γήινα», το «Ποίημα του προφήτη», και το «Ποίημα του Νεβώ». Παραλλήλως προς το «Ποίημα του προφήτη» γράφεται εννέα περίπου μήνες αργότερα η «Παραβολή της φωνής», ενώ και στις δυο εργασίες ενσωματώνεται αρκετή θεωρία του Χασσιδισμού. Στο «Ποίημα του Νεβώ» που κλείνει τα «Οαηίοδ 1933» διατυπώνεται - όπως και στο τέλος του μυθιστορήματος των Υπνοβατών - η αρχή της ελπίδας στην φιλοσοφία τού «Εμείς» του Μπροχ, πού έχει ως στόχο της μια καινούργια θρησκευτικότητα, στο επίκεντρο της οποίας δεν θα υπάρχει ένας εκτός κόσμου Θεός, αλλά το «γήινα απόλυτο». Στο ποίημα αυτό ο Μπροχ επεξεργάζεται συνάμα την εμπειρία του από την εξορία. Τον Νοέμβριο ο Μπροχ αποφασίζει οριστικά για τον τίτλο Οι αθώοι. Την πρώτη βδομάδα του Δεκεμβρίου στέλνει το έτοιμο χειρόγραφο στον εκδότη του 360
Βάισμαν. Το χειρόγραφο περιέχει και τον «χρονολογικό πίνακα». 1950 Από τον Φεβρουάριο και μετά ο Μπροχ παίρνει τα στοιχειοθετημένα δοκίμια και κάνει αρκετές διορθώσεις σ' όλα σχεδόν τα ποιήματα και τα δοκίμια. Τον Απρίλιο μετονομάζει τα «Οαπίοδ» σε «Φωνές». Για ένα διάστημα σχεδίαζε να τα ονομάσει «Τραγούδια του Μελισσοκόμου» για να δείξει την σύνδεση τους με τον πρωταγωνιστή της «Μπαλλάντας του Μελισσοκόμου». Τον Μάιο συζητάει την μορφή που θα έχει το εξώφυλλο του μυθιστορήματος, στο οποίο θέλει να υπάρχει κάποιος πίνακας με περιεχόμενο την κοινωνική κριτική όπως αυτοί του Γκέοργκε Γκρος ή του Μαξ Μπέκμαν. Μόλις τον Αύγουστο ο Μπροχ γράφει την εισαγωγική «Παραβολή της φωνής» που αποτελεί το ομόλογο κείμενο στο «Ποίημα του προφήτη». Ό πως αυτό κλείνει - όμοια με τον «Επίλογο» στους Υπνοβάτες - με την προτροπή να διατυπωθούν τα όρια της νέας ηθικής τού μέλλοντος, έτσι τελειώνει και η «Παραβολή» με μιαν αναφορά στις «Φωνές των καιρών» που ακούγονται όταν σκέφτεται κανείς πάνω στο παρελθόν. Όπως και στους Υπνοβάτες, ερευνώνται στους Αθώους μερικές δεκαετίες της νεότερης γερμανικής ιστορίας κάτω από μια ηθική οπτική γωνία, ενώ και τα δύο μυθιστορήματα είναι απόπειρες να διαγνωσθούν οι τάσεις μιας διαγραφόμενης Ηθικής-τού-«Εμείς» που θα αφορά το μέλλον. Μόλις τον Νοέμβριο τελειώνουν και οι τελευταίες επιμέρους διορθώσεις, ενώ στα μέσα τού Δεκεμβρίου το μυθιστόρημα δημοσιεύεται ταυτόχρονα από τους εκδοτικούς οίκους Βάισμαν του Μονάχου και Ρήνου της Ζνρίχης.
Όσον αφορά την μέχρι τώρα επίδραση των Αθώων αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί στην έκτασή της με εκείνη του Βιργιλίου ιί\ των Υπνοβατών. Θεωρούμενο συχνά και λανθασμένα ως δευτερεύον λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα, δεν έχει γνωρίσει ως σήμερα κα361
νένα βιβλίο που να το αναλύει συστηματικά ενώ έχουν γραφτεί γι' αυτό και λίγα σχετικά άρθρα και διδακτορικές διατριβές. Μένει λοιπόν ακόμα να ανακαλυφθεί το ώριμο αυτό έργο που αποτελεί την ποιητική, φιλοσοφική και κριτική σύνοψη των απόψεων τού συγγραφέα.
362
Λίγα λόγια για την συγγραφή τον έργου* Οι «Αθώοι» δημιουργήθηκαν μ' έναν κάπως περιπετειώδη τρόπο. Μια σειρά από νουβέλες του συγγραφέα είχαν δημοσιευθεί πριν περισσότερο από είκοσι χρόνια σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες* οι περισσότερες χάθηκαν και μάλιστα τις ξέχασε και ο ίδιος. Έτσι ο εκδοτικός οίκος σχεδίασε να ψάξει και να βρει τα παλιά αυτά έργα προκειμένου να ξαναδημοσιευθούν σ' έναν ειδικό επί τούτου τόμο. Το ψάξιμο στέφθηκε από επιτυχία. Επρόκειτο για τα διηγήματα «Αρμενίζοντας στην απαλή αύρα», «Τεχνουργημένο μεθοδικά», «Απωλωλός υιός», «Μια ελαφρά απογοήτευση» και «Περαστικό σύννεφο» (ο χρονολογικός πίνακας συγγραφής τους δημοσιεύεται σ' αυτόν τον τόμο). Όταν όμως τα πέντε αυτά μικρά έβγα εστάλησαν στον συγγραφέα υπό μορφή τυπογραφικών δοκιμίων προς διόρθωση στην Αμερική, αυτός δεν ένιωσε ιδιαίτερη χαρά όταν τα ξαναδιάβασε. Πράγματι, εκτός από την προσήλωσή τους στην εποχή τους και την πιστή απόδοση της ατμόσφαιρας των χρόνων του μεσοπολέμου στην Γερμανία, εκτός δηλαδή από αυτό το ονειρικό και σχεδόν χιμαιρικό τους στοιχείο που σιγόφεγγε σ' όλα τα διηγήματα σαν ένας υπαινιγμός του ΖοίΙ§οίδΙ** από το οποίο προήλθαν, τίποτα άλλο δεν * Το «χρονικό συγγραφής του έργου» που Λαρατίθεται εδϋ) συντάχθηκε από τον ίδιο τον Μπροχ τον Οκτώβριο του 1950 και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στους Αθώους το 1950. Το χρονικό αυτό ο Μπροχ το είχε επεξεργαστεί περισσότερες φορές (λ.χ. τον Ιούνιο του 1950) και σχεδίαζε να το δημοσιεύσει μαζί με τον πίνακα περιεχομένων του έργου, ο οποίος και θα προηγείτο του χρονικού. ** Πνεύμα των καιρών (σ.τ.Μ.) 363
φαινόταν να δικαιολογεί την επανέκδοση τους. Όμως αυτή η δικαιολογία δεν ήταν άραγε αρκετή; Υπήρχε οπωσδήποτε η δυνατότητα να ξαναδούλεψει κανείς αυτό το φαινόμενο του ΖοίίβοίδΙ και μετά από μικρόν δισταγμό απετολμήθη μια καινούργια προσπάθεια: προκειμένου να εξαρθεί η κοινή νοηματική και ατμοσφαιρική συνάφεια γράφτηκαν έξι επιπλέον διηγήματα και όλα μαζί εντάχθηκαν κατόπιν σ' ένα λυρικό πλαίσιο. Με την μέθοδο αυτή τα παλαιότερα διηγήματα όπως είχαν δημοσιευθεί δεν υπέστησαν καμιάν αλλαγή ως προς το περιέχενό τους (με εξαίρεση ελάχιστων τεχνικής φύσεως τροποποιήσεων όπως λ.χ. της άρσεως της ασυμφωνίας στα ονόματα). Μόνο το πρώτο και το τελευταίο διήγημα, δηλαδή τα «Αρμενίζοντας στην απαλή αύρα» και «Περαστικό σύννεφο» εμπλουτίστηκαν με σημαντικές προσθήκες ως προς το κείμενό τους. Με τον τρόπο αυτό διαπιστώθηκε πως η δομή της υποθέσεως των παλαιότερων έργων ήταν απολύτως σε θέση να συμπεριλάβει και τα μοτίβα των νέων διηγημάτων η ενότητα του συνόλου ήταν συνεπώς εξασφαλισμένη. Το αν όμως μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το έργο αυτό, όπως προέκυψε με τον τρόπο που περιγράφηκε, ως ένα μυθιστόρημα και, πολύ περισσότερο, το αν θα πρέπει να το ονομάσει κανείς έτσι, αυτό είναι ένα τελείως διαφορετικό ορολογικό ζήτημα. Το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος - και μάλιστα ακόμα και εκείνα τα ψυχαγωγικά αφηγηματικά κατασκευάσματα που δημιουργούνται χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές φιλοδοξίες - έχει τα τελευταία χρόνια αλλάξει ριζικά: όπως και κάθε άλλο είδος τέχνης έτσι και το μυθιστόρημα πρέπει να παρουσιάσει έναν ολόκληρο κόσμο, και ειδικά αυτό έχει να ασχοληθεί με την ζωή στην ολότητά της των προσώπων που το απασχολούν και αυτό ακριβώς το αίτημα γίνεται με την αυξανόμενη αποσπασματικότητα και πολυπλοκότητα του κόσμου ολοένα και πιο δύσκολο να εκπληρωθεί* το μυθιστόρημα χρειάζεται σήμερα μια μεγαλύτερη θεματική ευρύτητα απ' όσο παλαιότερα και συνάμα, για να μπορέσει να δαμάσει το υλικό αυτό, μια περισσότερο ευαίσθητη αφαιρετικότητα και οργανωτι364
κότητα. Το παλιό μυθιστόρημα κάλυπτε επιμέρους τομείς· ήταν ηθογραφικό, κοινωνικό, ψυχολογικό μυθιστόρημα και ανάμεσα στα επιτεύγματά του πρέπει να αναγνωρισθεί και το γεγονός, πως στους επιμέρους αυτούς τομείς λειτούργησε πολλές φορές ως ο πρόδρομος της επιστήμης και ιδιαιτέρως της Ψυχολογίας. Σήμερα, σε μια εποχή τρομερής ριζοσπαστικότητας, δεν υπάρχει πλέον κανενός είδους λογοτεχνική ψευτοεπιστημονικότητα και οι σχετικές γνώσεις που παρέχονται μέσω του μυθιστορήματος αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, λαϊκότροπες κοινοτοπίες. Αντίθετα η επιστήμη δεν είναι σε θέση να παράσχει συνολικές θεωρήσεις, αλλά πρέπει αυτό να το εναποθέσει στην αρμοδιότητα της τέχνης, κι επομένως και του μυθιστορήματος. Το αίτημα προς την τέχνη για μια συνολική θεώρηση απέκτησε με τον τρόπο αυτό μιαν απροσδόκητη για τους παλαιότερους καιρούς ριζοσπαστικότητα, και προκειμένου να ανταποκριθεί σ' αυτό το μυθιστόρημα έχει ανάγκη μιας πολυμορφίας, για την επίτευξη της οποίας η παλιά νατουραλιστική τεχνική κρίνεται ασφαλώς ανεπαρκής: ο άνθρωπος πρέπει να παρουσιασθεί στην ολότητά του, πρέπει να ολόκληρη η κλίμακα των δυνατών βιωμάτων του, αρχής γενομένης από τα σωματικά και συναισθηματικά έως τα ηθικά και τα μεταφυσικά, πράγμα που καθιστά επίκαιρο το λυρικό στοιχείο, αφού μόνο αυτό είναι σε θέση να δώσει την απαιτούμενη εν προκειμένω σαφήνεια. Κι αυτός είναι επίσης ένας από τους λόγους που οδήγησαν εδώ στην παρεμβολή των λυρικών «<ί>ωνών», πολύ περισσότερο αφού οι νουβέλες αυτές καθαυτές δεν προσφέρουν συνολικές θεωρήσεις για την ζωή αλλά μόνον συνολικές θεωρήσεις επιμέρους καταστάσεων, πράγμα που δεν μεταβάλλει βεβαίως η παράθεση περισσότερων από αυτές εδώ μαζί, μπορεί όμως να αποκαλυφθεί περαιτέρω το νόημά τους εφόσον, όπως ακριβώς έγινε εδώ, ενταχθούν σ' ένα λυρικό μέσον, το οποίο λειτουργεί στην περίπτωσή τους ως νοηματοδότης φορέας. Στο μέτρο που ο στόχος αυτός επετεύχθη, μπορεί η επιχειρούμενη εδώ παρουσίαση μιας συνολικής θεωρήσεως να χαρακτηρισθεί ως μυθιστόρημα. 365
Λίγα λόγια τώρα για το θεματικό πρόβλημα του παρόντος μυθιστορήματος σε σχέση προς την αναφερθείσα «πολυμορφία» του: Στο μυθιστόρημα παρουσιάζονται γερμανικές καταστάσεις και γερμανικοί χαρακτήρες της προχιτλερικής περιόδου. Οι μορφές που επελέγησαν είναι σε μεγάλο βαθμό «απολιτικές»· εάν και όταν εμφορούνται από κάποιες πολιτικές ιδέες, τότε αυτές παραμένουν μετέωρες στο αόριστο και νεφελώδες. Κανένας από αυτούς δεν «ευθύνεται» άμεσα για την χιτλερική καταστροφή. Για τον λόγο αυτό το βιβλίο φέρει ως τίτλον του «Οι αθώοι». Ωστόσο είναι αυτή ακριβώς η πνευματική και ψυχική στάση εκείνη, από την οποία - όπως έγινε άλλωστε και στην πραγματικότητα - ο Ναζισμός άντλησε τις σημαντικότερες γι' αυτόν δυνάμεις. Η πολιτική αδιαφορία δηλαδή αποτελεί ηθική αδιαφορία και συγγενεύει σε τελευταία ανάλυση με την ηθικά ανώμαλη προσωπικότητα. Μ' έναν λόγο, οι πολιτικά ανεύθυνοι και πολιτικά αθώοι βρίσκονται χωμένοι κι όλας με την προσωπικότητά τους αυτή βαθειά μέσα στην ηθική ενοχή και υπαιτιότητα. Η παρουσίαση και εσωτερική θεμελίωση αυτού του γεγονότος αποτέλεσε έναν από τους στόχους του παρόντος βιβλίου και για τον σκοπό αυτό μια πολυμορφική μέθοδος ήταν αναγκαία. Γιατί αυτού του είδους η ένοχη αθωότητα εξικνείται αφενός έως πάνω στις μαγικές και τις μεταφυσικές σφαίρες των αντιλήψεων, αφετέρου δε έως κάτω στα πιο σκοτεινά ένστικτα. Αυτή ακριβώς η «αθωότητα» δεν είναι πουθενά τόσο εμφανής όσο στην περίπτωση του μικροαστού* ακόμα και ως εγκληματίας δρα ωθούμενος σταθερά από τα πιο ευγενή κίνητρα. Το μικροαστικό πνεύμα, μια μετεμψύχωση του οποίου υπήρξε ο Χίτλερ αν λάβει κανείς υπόψη του μιαν από τις πρωταγωνιστικές μορφές του βιβλίου θα μπορούσε να κάνει λόγο και για το πνεύμα της ράτσας του Ζαχαρία αποκαλύπτεται συχνάπυκνά ως το πνεύμα του σεμνότυφου αρπακτικού ζώου που αποδέχεται χωρίς δισταγμούς οποιαδήποτε θηριωδία, επομένως ακόμα και τις φρικαλεότητες των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και των θαλάμων αερίων, ενώ αντίθετα αι366
σθάνεται προσωπικά θιγμένο και 6αθειά προσβεβλημένο σ' οποιαδήποτε αναφορά γενετησίων πραγματικοτήτων, και πολύ περισσότερο όταν αυτές δεν είναι «φυσικές», προδίδοντας, βέβαια, με τον τρόπο αυτό το ποιόν του. Προς εξήγηση του κακού αυτού φαινομένου θα μπορούσε κάποιος ν' αναφέρει περισσότερους λόγους, όπως λ.χ. την αποδιίνάμωση της δυτικής παραδόσεως των αξιών καθώς και την παρεπόμενη ψυχική ανασφάλεια και αστάθεια, από την οποία ασφαλώς θίγονται περισσότερο απ' όλα τα άλλα τα χωρίς σταθερή παράδοση ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα των μικροαστών. Εάν η εξήγηση αυτή είναι σωστή, τότε φαίνεται σχεδόν φυσικό το ότι ήταν προωρισμένα ακριβώς αυτά τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα να ανέλθουν στην εξουσία, αφού, εξαιτίας της ήττας του 1918, η αποσύνθεση των αξιών εδώ είχε προχωρήσει πιο πολύ απ' οπουδήποτε αλλού, και θα μπορούσε μάλιστα να κάνει λόγο κανείς για ένα πλήρες κενό αξιών, κι αφού σε μια τέτοια περίπτωση δεν ακούει κανένας κανέναν, η επικοινωνία από άνθρωπο σε άνθρωπο έπρεπε να συρρικνωθεί στην πιο ωμή, την πιο ανάλγητη και την πιο αφηρημένη βία. Τί φριχτή πρόοδος είναι αυτή, στην κορυφή της οποίας πορεύεται ο μικροαστός! Και που κατά τα φαινόμενα συνεχίζει ακάθεκτος να πορεύεται. Παντού στον κόσμο τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως πολλαπλασιάζονται, παντού ο τρόμος εντείνεται, σαν να ήταν το ναζιστικό πνεύμα του μικροαστού ν' αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για ολόκληρη την ανθρωπότητα, που είναι πρόθυμη ν' αναζητήσει στις αφηρημένες δολοφονίες αν όχι το νόημα για το οποίο αξίζει να ζει κανείς, τουλάχιστον το νόημα για το οποίο αξίζει να πεθαίνει. Για ποιό λόγο λοιπόν να θέλει κάποιος να βάλει το γένος των μικροαστών μπροστά σ' έναν καθρέφτη υπό την μορφή του μυθιστορήματος; Να το κάνει μόνο στο όνομα της καλλιτεχνικής απολαύσεως; Να το κάνει μόνο για να δείξει πως μέσα σ' έναν κόσμο του τρόμου και της αφηρημένης δολοφονίας τίποτα το παραδοσιακό δεν έχει πλέον λόγον ύπαρξεως, και πως και το μυθιστόρημα με τα παραδοσιακά αφηγηματικά μέσα δεν μπορεί πια να αντα367
ποκριθεί στους στόχους του; Πέραν αυτού πως το νατουραλιστικό (αφηγηματικό) τοπίο (στο οποίο το μυθιστόρημα παρέμεινε πιστό περισσότερο από όλα τα άλλα είδη της τέχνης) παρόλη του την ακρίβεια και την έντιμη πρόθεση χρειάζεται τώρα μια - αν θέλετε αφηρημένη - συμπλήρωση; Πως με έναν λόγο δεν επιτρέπεται πλέον στην έντιμη καλλιτεχνική πρόθεση να συνεχίσει να αρκείται στα δεδομένα που είναι άμεσα ορατά και ακουστά, αλλά πως πρέπει αντίθετα να βυθιστεί στο Απρόσιτο, για να ανιχνεύσει εδώ την αόρατη μορφή, τον ανεπαίσθητο στ' αυτιά του λόγο του ανθρώπου; Σ' όλα τούτα τα ερωτήματα έδωσε κι όλας ο Ιογθ€ απαντήσεις με μιαν επιβλητική εγκυρότητα* απέδειξε με το έργο του πως ένας υπερβολικά πολύπλοκος κόσμος δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια κατά προσέγγιση παρουσίαση της ολότητάς του, παρά μόνον εφόσον χρησιμοποιηθούν πολυδιάστατα μέσα, ιδιαίτερες συμβολικές κατασκευές και συμβολικές αφαιρέσεις. Θα αναγνώριζε όμως ο μικροαστός (εάν υποτεθεί πως διάβαζε μυθιστορήματα) τον εαυτό του μέσα σ' έναν λογοτεχνικό καθρέφτη που κατασκευάστηκε επί τη βάσει τέτοιων αρχών; Αντιλαμβάνεται ποιός είναι αυτός που συμβολίζει ο Βίοοιη*; Επειδή δεν είναι καν σε θέση να αναγνωρίσει τον εαυτό του στην πιο απλή γελοιογραφία, αφού συνεχίζει να μην θέλει κατά κανέναν τρόπο να δει αυτό που κρύβεται κάτω κι από την πιο εξωτερική ακόμα επιφάνεια. Τι χρειάζεται λοιπόν ένα τέτοιο μυθιστόρημα; Το ερώτημα αυτό θίγει ένα ουσιαστικό πρόβλημα της τέχνης, δηλαδή το πρόβλημα της κοινωνικής της διαστάσης. Ποιον θέλει να βάλει μπροστά σ' έναν καθρέφτη; Τι ελπίζει απ' αυτό; Μιαν αφύπνιση; Μιαν εξύψωση; Ποτέ έως τώρα δεν κατάφερε ένα έργο τέχνης να κάνει κάποιον να «μετανιώσει». Το αστικό κοινό είχε δείξει ενθουσιασμό για τους «Υφαντές» και για τα θεατρικά έργα του Μπρεχτ, δεν μεταβλήθηκε όμως για τον λόγο αυτό σε σοσιαλιστικό κι ούτε * Ήρωας του μυθιστορήματος υΐ>'55€δ του 368
(σ.τ.Μ)
κέρδισε καινούργιους πιστούς ο καθολικισμός με τον Κλωντέλ ή η αγγλικανική εκκλησία με τον Έλιοτ. Πάντοτε μόνο ο συγγραφέας είναι αυτός που εκφράζει τις απόψεις του· όμως ο συγκλονισμός που προκαλεί δεν ξεφεύγει από ένα αισθητικό πλαίσιο* μόνον ο ήδη πεπεισμένος είναι αυτός που πείθεται. Το εάν πάνω στην σκηνή κάπόιος θρησκευτικός ήρωας θυσιάζεται για τούτη ή για εκείνη την πίστη είναι παντελώς αδιάφορο στο κοινό* σημαντικό είναι μόνο το θεατρικό γεγονός του μαρτυρικού του θανάτου. Γιατί όποιας λογής και να είναι η ηθική πρόθεση κάποιου καλλιτεχνικού έργου, το εάν στρέφεται δηλαδή κατά των θρησκευτικών διωγμών ή κατά των ηθικών παραπτωμάτων ή ακόμα και κατά των μεγάλων εγκλημάτων, στο τέλος θα αναζητά πάντοτε το αισθητικό αποτέλεσμα κάτω από το οποίο θα υποτάσσει κάθε τι το ηθικό. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν υπάρχει από την σκοπιά αυτή πρόσβαση στον άνθρωπο εκείνο, του οποίου η ενοχή έγκειται απλώς στην ριζική αδιαφορία αντίκρυ στην ίδια του και την ξένη μοίρα, αντίκρυ στον δικό του και τον ξένο πόνο* σε περίπτωση που θα στιγματισθεί ως αξιόποινος εγκληματίας, τότε εξεγείρεται μ' όλο του το δίκιο, ενώ η εξιλέωση και ο εξαγνισμός, τα οποία, σε αντίθεση με τον τρόπο που οι νομικοί βλέπουν το έγκλημα και την τιμωρία του, αξιώνει να λάβουν χώρα η ηθική ενοχή, του είναι παντελώς ακατανόητα, αφού δεν αισθάνεται πως η κατηγορία που του επιρίπτουν τον αφορά. Παρόλα αυτά: όσο λίγο κι αν είναι σε θέση το έργο τέχνης να δώσει σε κάποιον την ευκαιρία να μετανιώσει ή να παραδεχθεί την ενοχή του σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η ίδια η διαδικασία του εξαγνισμού ανήκει εντούτοις στον καλλιτεχνικό χώρο* η δυνατότητα να την «παραστήσει» είναι ίδιον του έργου τέχνης - ο «Φάουστ» αποτελεί εν προκειμένω το κλασσικό παράδειγμα - ενώ με την ικανότητά αυτή να παριστά και (πράγμα πολύ πιο σημαντικό) να μεταδίδει τον εξαγνισμό η τέχνη κατορθώνει να αποκτήσει μια κοινωνική σημασία που εξικνείται έως το μεταφυσικό. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνά κανείς πως το έργο τέχνης 369
-και ο «Φάουστ» το δείχνει αυτό με τον παραστατικότερο τρόπο - δεν λειτουργεί ως όργανο θρησκευτικότητας ή ως εργαλείο ενός ηθικολογούντος κηρύγματος, αλλά κατά κάποιον τρόπο ως όργανο του ίδιου του του εαυτού. Επειδή μέσα στην ολότητα του Είναι που αποτελεί έργο τέχνης (με το να την παριστά), εμπεριέχεται κατ' ουσίαν τόσο το άπειρο όσο και το τίποτα* και τα δύο στοιχειοθετούν την προϋπόθεση του εννοιολογικού διαγιγνώσκειν και συγκροτούν τον (ανέφικτο στο ζώο) όρο για την πιο ανθρώπινη από όλες τις ανθρώπινες ικανότητες, δηλαδή εκείνη του να μπορεί να λέει Εγώ, είναι επομένως και τα δυο για τον άνθρωπο αναπόσπαστα με την ουσία του και απόλυτα, εντούτοις όμως έξω από την σφαίρα εκείνου που μπορεί αυτός ποτέ να γνωρίσει, τόσο μάλιστα πιο απόμακρα, όσο να του παρέχεται μεν η ικανότητα να στοχάζεται και να προσβλέπει στο άπειρο και στο τίποτα, χωρίς όμως με την σκέψη ή τα οράματά του να τα φθάνει ποτέ, αφού οι τελευταίες προϋποθέσεις προς τούτο της παρουσίας του στον κόσμο (διαφορετικά δεν θα ήσαν οι τελευταίες) εντοπίζονται σε μια δεύτερη λογική σφαίρα του εν λόγω ακατόρθωτου και δεν είναι κατά συνέπειαν εφικτές με τα μέσα της πρώτης σφαίρας: αυτό είναι το Απόλυτο, άφθαστο στην ουσία του κι ωστόσο πρωτογενώς παρόν στο έργο τέχνης, άμεσα προσβάσιμο, ένα Θαύμα του ανθρώπου ως ανθρώπου, το Ωραίον, μια πρώτη απόπειρα της ανθρώπινης ψυχής για τον εξαγνισμό*. Το Εγώ έχει αμετάκλητα εμβαπτισθεί στο Απόλυτο, κι όσο κι αν ο άνθρωπος παραμένει εκτεθειμένος στην ανασφάλεια και την αστάθεια, στην ερήμωση, στην εγκατέλειψη και στην γύμνια του, όσο κι αν έχει χωθεί βαθιά μέσα στην αδιαφορία, ανεξαρτήτως του εάν αυτή αφορά τον ίδιο ή τον συνάνθρωπό του. Και φταίχτης κατά συνέπειαν γι' αυτό, κρατάει ωστόσο - για όσο χρονικό διάστημα τουλάχιστον κατορθώνει να λέει Εγώ - άσβεστη εν* Η γερμανική λέξη «1.3υΐ€Γΐι移 θα μπορούσε εν προκειμένω να αποδοθεί και ως ανάβαση, εξύψωση (της ψυχής), αφού οι απόψεις του Μπροχ εδώ απηχούν εκείνες του πλατωνικού Συμποσίου, 2110- (σ.τ.Μ.) 370
τός του την σπίθα της απολυτότητας που τον χαρακτηρίζει, έτοιμος να ανάψει απ' αυτήν μια πυρκαγιά, ώστε να μπορέσει - κι ας γίνει αυτό σ' ένα νησί του Ροβινσώνα - να συστοιχηθεί ξάνά προς το Εγώ του και προς Εγώ του πλησίον του: μ' αυτόν τον τρόπο κινούμενη ανάμεσα σε σπίθισμα και σύφλογο πραγματώνεται ο εξαγνισμός, και το έργο τέχνης - όχι το οποιοδήποτε, αλλά πάντως σίγουρα εκείνο που πλησιάζει την ολότητα χωρίς να πρέπει για τούτο να είναι και «Φάουστ» - κατέχει αυτή την δύναμη του σύφλογου, άλλοτε μόνο μ' ολόκληρον τον πλούτο της αναπνοής του, κι άλλοτε ήδη με μία και μοναδική πνοή, μ' ένα ανεπαίσθητο νεύμα, κι αν έχει τύχη, μ' ένα και μοναδικό, τελείως αμυδρό σημάδι από την Αρουέτ, την γάτα.
371
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ Ν Τ Ε ΣΑΝΤ : Ο
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
δήμιος και το θύμα του - Επιλογή κειμένων, εισαγωγή και σχόλια Ντίτερ Χόφμαν (μετάφραση Γιώργος Κόκκινος) ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ ΜΠΑΛΖΑΚ : Μια σκοτεινή υπόθεση - Αστυνομικό μυθιστόρημα (μετάφραση Νάγια Παπασπνρον-Υφαντή) ΝΤΑΝΙΈΛ ΝΤΕΦΟΟΥ : Η πανούκλα στο Λονδίνο - Μυθιστορηματικό χρονικό (μετάφραση Τάσος Σνμεωνίδης) ΕΝΤΓΚΑΡ Α Λ Α Ν Π Ο Ε : Ο χρυσοκάραβος - Έξι ιστορίες μυστηρίου (μετάφραση Εμμανουήλ Ροΐδης) ΣΤΑΝΑΕΫ Ε Α Λ Ι Ν κ.ά. : Ιστορίες της σκακιέρας - Διηγήματα (μετάφραση Γλύκα Μαγκλιβέρα, επιμέλεια Αλέκος Τσίτσοβιτς) ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ : Οι δουλειές του κυρίου Ιουλίου Καίσαρος - Μυθιστόρημα (μετάφραση Ιωσήφ Τερζιάν, επιμέλεια Θ. Παρασκευόπονλος) ΡΐΚΑΡΝΤΟ ΜΠΑΚΕΛΙ : Ο διάβολος στο Ποντελοΰνγκο - Μυθιστόρημα (μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς-Radin) Χ Ε Ρ Μ Α Ν ΜΠΡΟΧ : Τσερλίνε - Μια διήγηση (μετάφραση Γιώργος Κόκκινος) ΓΙΑΚΟΜΠ ΒΑςΕΡΜΑΝ : Το χρυσάφι της Καχαμάλκα - Διήγημα (με επτά γκραβούρες - μετάφραση ΑΙ. Τσίτσοβιτς) ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΊΝΟ : Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου - Διήγημα (μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς-Radin) ΓΐΟΖΕΦ Ροτ : Ο ιστός της αράχνης - Μυθιστόρημα (μετάφραση Τούλα Σιετή) E P I K ΑΜΠΛΕΡ : Παιχνίδι με τον κίνδυνο - Μυθιστόρημα (μετάφραση Χρήστος Κεφαλής) E P I K ΑΜΠΛΕΡ : Υπόθεση Ντελτσώφ - Πολιτικό θρίλερ (μετάφραση Λννίτα Παναρέτου) Α Λ Ε Ξ Ε Ϊ ΤΟΛςΤΟΪ, ΟΡΕΣΤΗ ΣΟΜΟΦ : Δυο διηγήματα φαντασίας (μετάφραση Χρήστος Κεφαλής)
ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ, ΑΛΕΞΆΝΤΕΡ ΠΟΥςΚΙΝ
κ.α. : Ρώσικες ιστορίες μυστηρίου - (μετάφραση Ελένη Αστεριού) ΤΟΜΑΣ MAN : Τα αλλαγμένα κεφάλια - Νουβέλα (μετάφραση Νίκος Λίβος) ΤΟΜΑΣ MAN : Η απατημένη, Αναστάτωση και πρώιμος πόνος, Το αίμα των Βέλζουνγκεν (μετάφραση Γιάννης Κοίλης) ΑΝΤΑΑΜΠΕΡΤ ΣΤΙΦΤΕΡ : Η φοβερή τροπή των πραγμάτων - Νουβέλες (μετάφραση Ρωξάνη Κοτσιφού)
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Μηχανές που σκέφτονται - Διηγήματα (μετάφραση Μάκης Βαϊνάς) ΙΣΑΑΚ ΑςΙΜΟΦ, κ.ά. : Η Αυτοκρατορία των αυτομάτων - Διηγήματα (μετάφραση Μάκης Βαϊνάς)
ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΑΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ViTTORlO GASSMAN : Κάτω από τη σκάλα - Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία (μετάφραση Ιόνια Τσίτσοβιτς-Καάίη) ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ : Οι Αθώοι - Μυθιστόρημα (μετάφραση Νίκος Λίβος) ARNO SCHMIDT : Από την ζωή ενός φαΰνου - Μυθιστόρημα (μετάφραση Γιάννης Κοίλης) ITALO CALVINO : Ο δρόμος του Σαν Τζοβάνι - Πέντε δοκίμια (μετάφραση Αγγελική Ξύδη) ΑΑΕΞΑΝΤΡ ΚΑΜΠΑΚΟΦ : Χωρίς επιστροφή - Διήγημα (μετάφραση Σταύρος Κουρεμένος) ROBERTSON DAVIES : Έκπτωτοι άγγελοι - Μυθιστόρημα (μετάφραση Κώστας Θεολόγου) ALFONSO R O J O : Ημέρες πολέμου - Ημερολόγιο (μετάφραση Κική Καψαμπέλη)
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
FERDINAND GREGOROVIUS
: Μεσαιωνική ιστορία των Αθηνών Τρεις τόμοι (μετάφραση Άγις Τσάρας)
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΣΚΕΨΗ
ΓΚΕΟΡΓΚ ΛΟΥΚΑΤς
: Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία (μετάφραση και εισαγωγή Αλέκος Τσίτσοβιτς)
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗΣ
Τέο-
ντορ Αντόρνο, Μαξ Χορκχάιμερ (επιμ.) : Κοινωνιολογία εισαγωγικά δοκίμια(μετάφραση Διονύσης Γράβαρης) ΝΙΚΟΛΑΪ ΜΠΟΥΧΑΡΙΝ : Η πολιτική οικονομία του εισοδηματία (μετάφραση Παύλος Κόλλιας) Μ Α Ξ ΧΟΡΚΧΑΪΜΕΡ : Η έκλειψη του Λόγου (μετάφραση Θέμις Μίνογλον) ΚΑΡΑ ΣΜΙΤΤ : Η έννοια του Πολιτικού (μετάφραση-εισαγωγή Αλίκη Ααβράνον, επιμέλεια Γιώργος Σταμάτης) ΝΑΤΑΑΙ ΜΟςΚΟΒςΚΑ : Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις (μετάφραση Παύλος Κόλλιας, επιμέλεια και εισαγωγή Γιώργος Σταμάτης) ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ : Για την αξία (μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια Γιώργος Σταμάτης) ΓΙΏΡΓΟς ΣΤΑΜΑΤΗς : Σχέδιο και αγορά στις σοσιαλιστικές οικονομίες ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΡΙΚΑΡΝΤΟ, ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ : Αξία και υπεραξία (μετάφραση Θέμις Μίνογλον, Παναγιώτης Μαυρομμάτης, επιμέλεια Θέμις Μίνογλον) ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ : Εμπόρευμα και χρήμα [Κεφάλαιο I της πρώτης έκδοσης του 1ου τόμου του «Κεφαλαίου» και αντίστοιχο παράρτημα «Η αξιακή μορφή»] (εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια Γιώργος Σταμάτης)
ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ KANT
κ.ά.: Τι είναι Διαφωτισμός; (επιμέλεια Έρχαρντ Μπαρ, μετάφραση Ν. Μ Σκουτερόπονλος) ΤΕΟΝΤΟΡ ΑΝΤΟΡΝΟ : Τρεις μελετες για τον Χέγκελ (μετάφραση και επιμέλεια Νικόλαος Λιβός) ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ : Μαργκινάλια στο «Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας» του Adolph Wagner (μετάφραση Κώστας Σιδηράπονλος, θεώρηση Γιώργος Σταμάτης) ΟΥΙΛΙΑΜ ΤΖΕΗΜς : Το αίσθημα ορθολογικότητας (μετάφραση Αθανάσιος Χριστακόπονλος) ISAAC R U B I N .- Ιστορία Οικονομικών Θεωριών (μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος, επιμέλεια Γιάννης Μηλιάς)
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΑΑΑΡΟΠΟΥΑΟς
: Οι κρίσεις στην Ελλάδα 18301857 - Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις - Δυο
τόμοι ΠΑΙΔΙΚΗ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α
Ο Πενηντοδραχμοΰλης (Κείμενο Σωτήρης Χατζάκης, Εικόνες Έρση Δρίνη) Το ταξίδι του Ευωδιά (Κείμενο Σωτήρης Χατζάκης, Εικόνες Έρση Δρίνη) ϊτροΟμπας ο μικρός αρκοΰδος (Κείμενο Σωτήρης Χατζάκης, Εικόνες Έρση Δρίνη)
τ ο ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ ΟΙ ΑΘΩΟΙ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΥ ΛΙΒΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Α Π Ο ΤΗΝ Ι.ΕΧΙΚΟΝ Ο.Ε, ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ Α Π Ο ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑ ΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΟΝΤΑ-ΦΛΩΡΟΥ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1989 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΡΙΤΙΚΗ
ο Χέρμαν Μπροχ είναι ένας μεγάλος μοντέρνος συγγραφέας του αιώνα μας, ο οποίος διακατέχεται, όπως ο Προυστ και ο Μούζιλ, από την ι&έα να χρησιμοποιήσει την ποίηση με σκοπό τη γνώση, να.εξυψώσει την τέχνη στο επίπεδο της επιστήμης και να δώσει στη φιλοσοφία τη διάσταση της τέχνης. Το μϋθιστόρημά του Οι Αθώοι γράφτηκε αποσπασματικά από το 1913 έως το 1949 και αποτελείται από μια παραβολή, τρία ποιητικά σύνολα και έντεκα αφηγηματικά μέρη, που συγκροτούν τη φιλοσοφία, το πλαίσιο και την πλοκή του. Οι Λ θώοι συνιστούν την πιο βαθιά και πιο έγκυρη έκφραση της βιωματικής γνώσης του ναζισμού. Με τους Αθώους ο Χέρμαν Μπροχ ανέλυσε το ναζισμό πριν από το ναζισμό, πριν δηλαδή από την πολιτική του επικράτηση, καταδεικνύοντας την ύπαρξή του στην κοινωνική πρακτική, στην, καθημερινή ζωή και στις διαπροσωπικές σχέσεις των «φορέων» του, των κοινωνικών δηλαδή στρωμάτων "που, αναξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, τον εξέθρεψαν και τον εστήριξαν. Το ότι ζουν και δρουν χωρίς συνείδηση και γνώση των κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών των πράξεών τους ή αδιαφορώντας για το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσοντάι εκ των πραγμάτων με τις πράξεις τους, αποτελεί το κοινό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς αυτού του νέου είδους «πολιτών ίου 20ού αιώνα» άύτών των «αθώων» που έδωσαν και τον τίτλο στο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μπροχ.
ΙδΒΝ 960-218-017-Χ