Henry James
Το Στρίψιμο της βίδας Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. ΑΘΗΝΑ
Digi...
161 downloads
1415 Views
823KB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Henry James
Το Στρίψιμο της βίδας Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. ΑΘΗΝΑ
Digitized by 10uk1s, June 2010
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΑΜΕ, μας είχε κρατήσει γύρω στο αναμμένο τζάκι με αρκετά κομμένη την ανάσα, όμως θυμάμαι πως εκτός από την ευνόητη παρατήρηση πως ήταν φρικιαστική —όπως πρέπει να 'ναι, ουσιαστικά, μια παράδοξη αφήγηση, παραμονή Χριστουγέννων, μέσα σ' ένα παλιό σπίτι— κανένας δεν την είχε σχολιάσει, ώσπου κάποιος έτυχε να πει πως ήταν η μόνη περίπτωση, από όσες ήξερε, που μια τέτοια υπερφυσική οπτασία έλαχε σε παιδί. Είναι η περίπτωση μιας οπτασίας μέσα σε ένα παλιό σπίτι, σαν αυτό εδώ που είχαμε μαζευτεί για τα Χριστούγεννα —μιας τρομακτικής οπτασίας, που εμφανίστηκε σε ένα αγοράκι καθώς κοιμόταν μαζί με τη μητέρα του: την ξύπνησε κατατρομαγμένο, αλλά κι αυτή, πριν προφτάσει να διαλύσει τους φόβους του παιδιού και να το μερώσει για να ξανακοιμηθεί, είδε μπροστά της το ίδιο φάντασμα που είχε συγκλονίσει το παιδί. Αυτό το τελευταίο γεγονός έκανε τον Ντάγκλας —όχι αμέσως, αλλά αργότερα το ίδιο βράδυ— να πει κάτι που είχε μια ενδιαφέρουσα συνέπεια, και εφιστώ σ' αυτό την προσοχή σας. Κάποιος άλλος διηγήθηκε μια ιστορία, όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, και πρόσεξα πως ο Ντάγκλας δεν παρακολουθούσε. Το πήρα για σημάδι πως κι αυτός είχε κάτι να ξεφουρνίσει, και πως δεν είχαμε παρά να περιμένουμε. Περιμέναμε, πραγματικά, άλλες δυο νύχτες —αλλά εκείνη την ίδια βραδιά, πριν να σκορπίσουμε, είπε αυτό που είχε στο νου του: —Συμφωνώ —σχετικά με του Γκρίφφιν το φάντασμα, ή ό,τι κι αν ήταν— πως η εμφάνισή του πρώτα στο αγοράκι, σε μια τόσο τρυφερή ηλικία, προσθέτει μια ξεχωριστή χροιά. Αλλά, από ό,τι ξέρω, δεν είναι η πρώτη φορά που αυτές οι χαριτωμένες εμφανίσεις μπλέκουν στα δίχτυα τους ένα παιδί. Αν το παιδί προσθέτει στην εντύπωση άλλο ένα στρίψιμο της βίδας, τι θα λέγατε για δύο παιδιά; —Θα λέγαμε, φυσικά, είπε κάποιος, πως προσθέτουν δυο στριψίματα. Επίσης, πως θέλουμε ν' ακούσουμε την ιστορία τους. Τον βλέπω ακόμα τον Ντάγκλας μπροστά στο τζάκι, με την πλάτη του γυρισμένη στη φωτιά, να κοιτάζει το συνομιλητή του με τα χέρια στις τσέπες: —Ως τώρα, είμαι ο μόνος που την ξέρω. Είναι πάρα πολύ φριχτή. Αυτό, φυσικά, όπως δήλωσαν διάφορες φωνές, έδινε στο γεγονός υπέρτατη αξία, κι ο φίλος μας προετοίμασε έντεχνα το θρίαμβό του, γυρίζοντας τη ματιά του πάνω στους υπόλοιπους της συντροφιάς και συνεχίζοντας: —Ξεπερνάει κάθε φαντασία. Τίποτα από όσα ξέρω δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό. —Σε τρόμο; —θυμάμαι πως ρώτησα. Πήρε ένα ύφος σαν να 'θελε να πει πως δεν ήταν τόσο απλό, σαν να μην ήξερε πώς να το χαρακτηρίσει. Πέρασε το χέρι του πάνω στα μάτια του κι έκανε μια ελαφριά γκριμάτσα αποτροπιασμού: —Σε φρικαλέα... φρικαλεότητα! —Ω, τι εξαίσιο! φώναξε μια από τις κυρίες. Την αγνόησα. Με κοίταζε, αλλά σαν να 'βλεπε, αντί εμένα, το περιστατικό που είχε υπαινιχθεί: —Σε γενική ασυνήθιστη απέχθεια, φρίκη και πόνο. —Τότε κάθισε, του είπα, και άρχισε να λες.
Digitized by 10uk1s, June 2010
Γύρισε φάτσα στο τζάκι, κλότσησε ένα κούτσουρο, το κοίταξε μια στιγμή. Έπειτα, γυρίζοντας πάλι προς το μέρος μας: —Δεν μπορώ να αρχίσω. Θα χρειαστεί να στείλω κάποιον στο Λονδίνο. Ακολούθησε μια γενική κατακραυγή και διαμαρτυρίες. Όταν κόπασαν μας εξήγησε με το σκεπτικό του ύφος: —Αυτή η ιστορία είναι γραμμένη. Βρίσκεται κλειδωμένη σε ένα συρτάρι —πάνε χρόνια που δεν έχει βγει από κει μέσα. Θα μπορούσα να γράψω στον υπηρέτη μου και να εσωκλείσω το κλειδί, κι εκείνος να μου στείλει το πακέτο έτσι όπως είναι. Φαινόταν να αποτείνεται ιδιαίτερα σ' εμένα —σχεδόν να επικαλείται τη βοήθειά μου για να μη διστάσει. Είχε σπάσει έναν όγκο πάγου που είχε σχηματιστεί μέσα σε πολλούς χειμώνες: είχε τους λόγους του γι' αυτή τη μακροχρόνια σιωπή. Οι άλλοι στραβομουτσούνιασαν για την αναβολή, αλλά αυτοί ακριβώς οι ενδοιασμοί του ήσαν που με συνάρπασαν. Τον εξόρκισα να στείλει το γράμμα του με το πρώτο ταχυδρομείο και να συμφωνήσει μαζί μας να μαζευτούμε το γρηγορότερο για να μας διαβάσει το χειρόγραφο. Ύστερα τον ρώτησα αν ήταν δικό του βίωμα. Η απάντησή του ήταν άμεση: —Όχι, όχι, δόξα τω Θεώ! —Το χειρόγραφο είναι δικό σου; Εσύ το έγραψες; —Μονάχα την εκτύπωση. Είναι γραμμένη εδώ —και χτύπησε με το δάχτυλο το μέρος της καρδιάς. Ποτέ δε χάθηκε από εδώ μέσα. —Ώστε το χειρόγραφο...; —Είναι με παλιό, ξεθωριασμένο μελάνι, και με την ωραιότερη καλλιγραφία —κι αφού σταμάτησε μια στιγμή: —Από το χέρι μιας γυναίκας. Έχει πεθάνει πριν κάπου είκοσι χρόνια. Μου έστειλε το χειρόγραφο πριν πεθάνει. Όλοι τώρα τον άκουγαν με προσοχή, και, φυσικά, κάποιος βρέθηκε να κάνει τον έξυπνο, ή, πάντως, να συμπεράνει τα πρόσωπα. Ο φίλος μου ικανοποίησε την περιέργειά του δίχως ένα χαμόγελο, αλλά και δίχως να θυμώσει: —Ήταν μια πολύ χαριτωμένη κοπέλα, αλλά δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου. Ήταν γκουβερνάντα της αδερφής μου, είπε ήρεμα. Η πιο ευχάριστη κοπέλα που έχω γνωρίσει σε μια τέτοια θέση: θα ήταν αντάξια οποιουδήποτε. Πάνε χρόνια που έχει πεθάνει, κι αυτό το επεισόδιο έχει συμβεί πολύ πρωτύτερα. Ήμουν εσωτερικός στο κολέγιο Τρίνιτυ, και τη βρήκα στο σπίτι όταν γύρισα το δεύτερο καλοκαίρι. Έμεινα πολύ στο σπίτι εκείνη τη χρονιά, έκανε ωραίο καιρό, και όποτε ήταν ελεύθερη τριγυρνούσαμε και κουβεντιάζαμε στον κήπο —μου έκανε την εντύπωση πολύ έξυπνης και συμπαθητικής κοπέλας. Ω, ναι, μη χαμογελάτε: τη συμπαθούσα εξαιρετικά, κι ακόμα ως τώρα αναγαλλιάζω στη σκέψη πως κι εκείνη με συμπαθούσε. Αν δε με είχε συμπαθήσει, δε θα μου το έλεγε. Δεν το είπε ποτέ σε κανέναν. Όχι μονάχα επειδή έτσι έλεγε, αλλά επειδή το ήξερα πως έτσι ήταν. Ήμουν βέβαιος γι' αυτό. Το καταλάβαινα. Θα είναι εύκολο να κρίνετε και μονάχοι σας όταν θα ακούσετε την ιστορία. —Επειδή όλη αυτή η υπόθεση ήταν τόσο τρομακτική; Εξακολουθούσε να με κοιτάζει κατάματα: Digitized by 10uk1s, June 2010
—Θα είναι εύκολο να κρίνεις, ξανάπε. Εσύ. Τον κοίταξα κι εγώ κατάματα: —Καταλαβαίνω. Ήταν ερωτευμένη. Γέλασε για πρώτη φορά: —Κόβει το μυαλό σου. Ναι, ήταν ερωτευμένη. Αυτό βγήκε στη μέση... δεν μπορούσε να αφηγηθεί την ιστορία της δίχως να βγει στη μέση. Το κατάλαβα, κατάλαβε κι εκείνη πως το κατάλαβα —αλλά κανένας από τους δυο μας δε μίλησε γι' αυτό. Θυμάμαι ποια ώρα και σε ποιο μέρος —τη γωνιά του γκαζόν, τον ίσκιο που έριχναν οι ψηλές οξιές, και το μακρύ, ζεστό, καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Δεν ήταν καμιά σκηνογραφία ανατριχιαστική —μα, τώρα πια...! Παράτησε το τζάκι κι έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα του. —Το πακέτο, θα το λάβεις την Παρασκευή πρωί; τον ρώτησα. —Πιθανότατα με το δεύτερο ταχυδρομείο. —Λοιπόν, το βράδυ, μετά το γεύμα... —Θα ανταμώσουμε όλοι εδώ; ρώτησε, κοιτάζοντάς μας ολόγυρα. —Κανένας δεν πρόκειται να φύγει, πρόσθεσε σχεδόν σαν να το ήλπιζε. —Όλοι θα μείνουμε! —Εγώ θα μείνω —κι εγώ θα μείνω, θα μείνω, θα μείνω, φώναξαν οι κυρίες, που ήταν να φύγουν την άλλη μέρα. Η κυρία Γκρίφφιν, ωστόσο, ζήτησε κάπως περισσότερες πληροφορίες: —Με ποιον ήταν ερωτευμένη; —Θα μας το πει το χειρόγραφο —ανέλαβα εγώ να απαντήσω. —Ω, δεν μπορώ να περιμένω το χειρόγραφο! —Το χειρόγραφο δε θα το πει, δήλωσε ο Ντάγκλας. Πάντως όχι με το συνηθισμένο ωμό τρόπο. —Κρίμα. Είναι ο μόνος τρόπος που καταλαβαίνω. —Δε θα μας το πεις εσύ, Ντάγκλας; ρώτησε κάποιος. Σηκώθηκε πάλι από την πολυθρόνα του: —Ναι... αύριο. Τώρα πάω για ύπνο. Καληνύχτα —κι αρπάζοντας γρήγορα ένα καντηλέρι, μας άφησε λιγάκι σαστισμένους. Από κει που καθόμασταν, στην πέρα άκρη του μεγάλου χολ, ακούσαμε τα βήματά του στη σκάλα. Και τότε μίλησε η κυρία Γκρίφφιν: Digitized by 10uk1s, June 2010
—Αν δεν ξέρω με ποιον ήταν ερωτευμένη εκείνη, ξέρω με ποια ήταν ερωτευμένος αυτός. —Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, είπε ο άντρας της. —Raison de plys * —σε αυτή την ηλικία! Ωστόσο, είναι λεπτότητα εκ μέρους του η μακριά σιωπή του. —Σαράντα χρόνια! είπε ο Γκρίφφιν. —Με αυτό το ξέσπασμα επιτέλους. —Το ξέσπασμα, είπα εγώ, υπόσχεται μια υπέροχη βραδιά την Παρασκευή. Και όλοι έμειναν σύμφωνοι μαζί μου, τόσο που χάσαμε κάθε ενδιαφέρον για ό,τι άλλο. Και όπως η τελευταία αφήγηση, όσο κι αν ήταν ασυμπλήρωτη και σαν πρόλογος ρομαντικής επιφυλλίδας, δε θα 'χε άλλη συνέχεια απόψε, χαιρετιστήκαμε και «καντηλεριστήκαμε» —όπως είπε κά ποιος— και πήγαμε για ύπνο. Την κατοπινή μέρα έμαθα πως ένα γράμμα, που είχε μέσα το κλειδί, είχε φύγει με το πρώτο ταχυδρομείο για το σπίτι του στο Λονδίνο. Αλλά μ' όλο —ή ίσως εξαιτίας— που αυτή η είδηση διαδόθηκε τελικά, τον αφήσαμε ήσυχο ως μετά το γεύμα, ως τη βραδινή ώρα που ταίριαζε καλύτερα με το είδος της συγκίνησης που ελπίζαμε. Ύστερα έγινε όσο θέλαμε ομιλητικός, και μας εξήγησε για ποιο λόγο. Ήμασταν πάλι μαζεμένοι στο χολ, μπροστά στο αναμμένο τζάκι, εκεί που είχαμε ακούσει τα μέτριας ολκής θαύματα το περασμένο βράδυ. Φαίνεται πως η αφήγηση, που ο Ντάγκλας είχε υποσχεθεί να μας διαβάσει, απαιτούσε πραγματικά, για να την κατανοήσουμε σωστά, ένα μικρό πρόλογο. Ας δηλώσω αμέσως ξεκάθαρα, για να ξεμπερδεύω, πως αυτή την αφήγηση πρόκειται να παραθέσω εδώ, από ένα πιστό αντίγραφο που έκανα πολύ αργότερα. Ο καημένος ο Ντάγκλας, πριν πεθάνει —όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος του— μου εμπιστεύθηκε το χειρόγραφο. Το πήρε την τρίτη ημέρα, εκείνο τον καιρό, και άρχισε να το διαβάζει την τέταρτη ημέρα, στο ίδιο μέρος και προξενώντας τεράστια αίσθηση στο μικρό μας κύκλο που άκουγε σιωπηλός. Οι κυρίες που είχαν πει πως θα 'μεναν, δεν έμειναν, δόξα τω Θεώ: με κάποιο τέχνασμα καταφέραμε να τις κάνουμε να φύγουν, λυσσασμένες από περιέργεια, που είχε άλλωστε διεγείρει σε όλους μας ο Ντάγκλας με τις προκαταρκτικές εξηγήσεις του. Αυτό έκανε το μικρό τελικό ακροατήριό του περισσότερο επίλεκτο και ομοιόμορφο, και το κράτησε γύρω στο τζάκι μέσα σε μια κοινή συγκίνηση. Η πρώτη από τούτες τις εξηγήσεις, ήταν πως το χειρόγραφο έπιανε την αφήγηση από ένα σημείο, μετά που είχε αρχίσει, κατά κάποιο τρόπο, αυτή η ιστορία. Το γεγονός που έπρεπε να ξέρουμε, λοιπόν, ήταν πως η παλιά φίλη του, η νεότερη από κάμποσες κόρες κάποιου φτωχού πάστορα σε ένα χωριό, μια εικοσάχρονη κοπέλα, είχε έρθει στο Λονδίνο, τρέμοντας από τη συγκίνησή της, με την προοπτική πως θα αναλάβαινε για πρώτη φορά καθήκοντα παιδαγωγού. Είχε διαβάσει μια αγγελία στην εφημερίδα, κι ερχόταν, ύστερα από μια σύντομη αλληλογραφία, να παρουσιαστεί στο ενδεχόμενο αφεντικό της.
*
Ένας λόγος παραπάνω.
Digitized by 10uk1s, June 2010
Αυτό το πρόσωπο, όταν η κοπέλα παρουσιάστηκε μπροστά του για να την κρίνει —σε ένα σπίτι της οδού Χάρλεϋ, που της φάνηκε μεγάλο κι επιβλητικό— βρέθηκε να 'ναι ένας καθαυτό κύριος, στην ακμή της ηλικίας του, κάτι που δεν είχε ποτέ εμφανισθεί, εκτός στα όνειρά της ή σε κάποιο παλιό μυθιστόρημα, μπροστά σε μια ταραγμένη και ανήσυχη κοπέλα από κάποιο πρεσβυτέριο του Χάμσαϊρ. Είναι εύκολο να προσδιορισθεί ο τύπος τους, που ποτέ, ευτυχώς, δεν εξαφανίζεται. Ήταν ωραίος, τολμηρός, ευχάριστος, ετοιμόλογος, κεφάτος, καλόκαρδος. Της έκανε ασφαλώς την εντύπωση υπέροχου ιππότη, αυτό όμως που τη σκλάβωσε περισσότερο από όλα και της έδωσε το κουράγιο που έδειξε αργότερα, ήταν πως της παρουσίασε το όλο ζήτημα σαν μια χάρη που του έκανε αυτή, και που τη δεχόταν με ευγνωμοσύνη. Τον φανταζόταν πλούσιο, αλλά τρομερά σκορποχέρη —τον έβλεπε μέσα σε μια αποθέωση κοσμικής ζωής, ομορφιάς, με πολυέξοδες συνήθειες, με γοητευτικούς τρόπους απέναντι στις γυναίκες. Στο Λονδίνο, έμενε σε ένα μεγάλο σπίτι, γεμάτο κυνηγετικά τρόπαια και περίεργα αντικείμενα από τα ταξίδια του, αλλά την παιδαγωγό την ήθελε για το σπίτι του στην εξοχή, μια παλιά οικογενειακή κατοικία στο Έσσεξ. Όταν πέθαναν οι γονείς τους στις Ινδίες, έμεινε κηδεμόνας ενός μικρού ανιψιού και μια ανιψιάς, παιδιών ενός μικρότερου αδερφού του, αξιωματικού, που τον είχε χάσει πριν από δυο χρόνια. Αυτά τα παιδιά, που του έλαχαν από ένα παράξενο καπρίτσιο της τύχης, ήσαν μεγάλο βάρος για έναν άνθρωπο σαν αυτόν —έναν εργένη δίχως καμιά πείρα για παιδιά και δίχως ούτε κόκκο υπομονής. Ήταν μεγάλος μπελάς, και είχαν γίνει, ασφαλώς, από δική του υπαιτιότητα, ένα σωρό λάθη. Λυπόταν όμως κατάκαρδα τα καημένα τα μικρά και είχε κάνει ό,τι μπορούσε: τα 'χε στείλει στο άλλο σπίτι του, το πατρογονικό, επειδή το κατάλληλο μέρος γι' αυτά ήταν, φυσικά, η εξοχή, κι έμεναν εκεί από την αρχή, μαζί με τα καλύτερα πρόσωπα που μπόρεσε να βρει για να τον φροντίζουν, αποχωρίστηκε ακόμα και δικούς του υπηρέτες για να τα υπηρετούν, και πήγαινε κι ο ίδιος όποτε μπορούσε, για να βλέπει πώς περνούν. Το κακό ήταν που δεν είχαν άλλους συγγενείς, και που οι δουλειές του έπαιρναν όλο του τον καιρό. Τους είχε παραχωρήσει το Μπλάυ, που ήταν υγιεινό και ήσυχο, και είχε τοποθετήσει επικεφαλής του μικρού νοικοκυριού τους —αλλά μονάχα σε ό,τι αφορούσε την υπηρεσία— μια εξαίρετη γυναίκα, την κυρία Γκρόουζ, άλλοτε καμαριέρα της μητέρας του, και που ήταν βέβαιος πως θα 'ρεσε στην γκουβερνάντα. Τώρα ήταν επιστάτρια του σπιτιού και είχε προσωρινά την επίβλεψη της μικρής, και όπως δεν είχε η ίδια παιδιά, την αγαπούσε σαν δικό της παιδί. Το υπηρετικό προσωπικό ήταν υπεραρκετό, αλλά η κοπέλα που θα πήγαινε σαν παιδαγωγός θα 'ταν, φυσικά, πάνω από όλους και θα 'χε τη διεύθυνση του σπιτιού. Θα φρόντιζε στις διακοπές και το αγοράκι, που ήταν εσωτερικό στο σχολείο —πολύ μικρός ακόμα για εσωτερικός, μα τι άλλο μπορούσε να γίνει;— και που όπως πλησίαζαν οι διακοπές, θα γύριζε στο σπίτι όπου να 'ναι. Στην αρχή, τα παιδιά είχαν μια άλλη γκουβερνάντα, μια πολύ καθωσπρέπει κοπέλα, μα είχαν το ατύχημα να τη χάσουν. Τα φρόντιζε πολύ καλά, ως το θάνατό της, κι αυτή ακριβώς η μεγάλη αναποδιά δεν είχε αφήσει άλλη διέξοδο από το σχολείο για το μικρό Μάιλς. Από τότε η κυρία Γκρόουζ, στο ζήτημα των τρόπων και της συμπεριφοράς, είχε κάνει ό,τι μπορούσε για τη Φλώρα. Υπήρχαν ακόμα μια μαγείρισσα, μια καμαριέρα, μια γυναίκα που φρόντιζε τις αγελάδες, ένα γέρικο αλογάκι, ένας γέρος ιπποκόμος κι ένας γέρος κηπουρός, όλοι εξίσου έντιμοι και καθωσπρέπει. Ο Ντάγκλας είχε παρουσιάσει την εικόνα του ως αυτό το σημείο, όταν κάποιος ρώτησε: —Και από τι πέθανε η παλιά γκουβερνάντα;... Από υπερβολική καθωσπρέπεια; Η απάντηση του φίλου μας ήταν άμεση: —Θα φανεί με τη σειρά του. Δεν ακολουθώ πρωθύστερη γραμμή.
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Με συγχωρείς —αλλά νόμιζα πως αυτό ακριβώς κάνεις. —Αν ήμουν στη θέση αυτής που τη διαδέχτηκε —είπα την ιδέα μου— θα ήθελα να μάθω αν αυτή η υπηρεσία συνεπαγόταν... —Κίνδυνο για τη ζωή της; συμπλήρωσε ο Ντάγκλας τη σκέψη μου. —Θέλησε, πράγματι, να μάθει, και έμαθε. Αύριο θα ακούσεις τι έμαθε. Στο μεταξύ, βέβαια, δεν βρήκε την πρόταση και τόσο ελκυστική. Ήταν νέα, άπειρη, νευρική: έβλεπε μια προοπτική από σοβαρά καθήκοντα και λίγη συντροφιά —μια μεγάλη μοναξιά, στην πραγματικότητα. Δίστασε, ζήτησε δυο μέρες για να σκεφθεί. Αλλά ο μισθός ξεπερνούσε κατά πολύ τις προσδοκίες της, και ύστερα από μια δεύτερη συνάντηση, δέχθηκε. Πάνω σ' αυτό ο Ντάγκλας έκανε μια διακοπή, που με παρακίνησε, για τον κατατοπισμό της συντροφιάς, να πω: —Και το ηθικό συμπέρασμα της αποδοχής της ήταν, φυσικά, η γοητεία εκείνου του υπέροχου κυρίου. Είχε υποκύψει σε αυτήν. Σηκώθηκε, όπως είχε κάνει την περασμένη βραδιά, πήγε στο τζάκι, έσπρωξε με το πόδι του ένα κούτσουρο, ύστερα έμεινε μια στιγμή με την πλάτη του γυρισμένη σ' εμάς: —Την είδε μονάχα δυο φορές. —Ναι, μα αυτό ακριβώς είναι η ομορφιά του έρωτά της. Πάνω σ' αυτό, ο Ντάγκλας, κάπως με έκπληξή μου, γύρισε και μου είπε: —Ήταν, πραγματικά. Άλλες —συνέχισε— δεν είχαν υποκύψει. Της είπε με ειλικρίνεια, όλες τις δυσκολίες που συνάντησε —πως διάφορες υποψήφιες δε δέχτηκαν τους όρους. Είχαν, κατά κάποιο τρόπο, φοβηθεί. Φαινόταν πληκτικό... φαινόταν αλλόκοτο —προπάντων εξαιτίας του κυριότερου όρου. —Που ήταν;... —Πως δε θα τον ενοχλούσε ποτέ —αλλά ποτέ, κυριολεκτικά ποτέ: ούτε θα αποτεινόταν σε αυτόν, ούτε θα παραπονιόταν, ούτε θα έγραφε για ο,τιδήποτε —θ' αντιμετώπιζε μονάχη της όλα τα ζητήματα, ο δικηγόρος του θα της έστελνε ό,τι χρήματα θα χρειαζόταν, θα έπαιρνε πάνω της ολόκληρη την υπόθεση και θα τον άφηνε στην ησυχία του. Του υποσχέθηκε πως θα συμμορφωθεί, και μου ανάφερε, πως όταν εκείνος, ξαλαφρωμένος, ενθουσιασμένος, της κράτησε για μια στιγμή το χέρι, ευχαριστώντας τη για τη θυσία της, ένιωσε κιόλας πως είχε λάβει την ανταμοιβή της. —Κι αυτή ήταν όλη κι όλη η ανταμοιβή της; ρώτησε μια από τις κυρίες. —Δεν την ξανάδε άλλη φορά. —Ω! έκανε η κυρία —και όπως ο φίλος μας ανέβηκε πάλι αμέσως στην κάμαρά του, αυτή ήταν η μόνη άλλη σημαντική λέξη σχετικά με το θέμα, ώσπου, το κατοπινό βράδυ, καθισμένος στην καλύτερη πολυθρόνα, πλάι στο τζάκι, άνοιξε το ξεθωριασμένο κόκκινο κάλυμμα παλαιού άλμπουμ με επιχρυσωμένες πλευρές. Ολόκληρο το διάβασμα κράτησε περισσότερες από μια βραδιές, αλλά την πρώτη βραδιά η ίδια κυρία έκανε μια άλλη ερώτηση: —Ποιος είναι ο τίτλος του; Digitized by 10uk1s, June 2010
—Δεν έχει τίτλο. —Α, εγώ σκέφθηκα έναν τίτλο! είπα. Μα ο Ντάγκλας, δίχως να μου δώσει προσοχή, είχε αρχίσει να διαβάζει με ωραία καθαρή φωνή, που ήταν σαν να αποδίδει για το αφτί την ομορφιά του γραφικού χαρακτήρα της.
Digitized by 10uk1s, June 2010
I ΘΥΜΑΜΑΙ ΓΕΝΙΚΑ την αρχή σαν μια διαδοχή από ανεβάσματα και κατεβάσματα, μια μικρή τραμπάλα από ενθουσιασμούς κι αποθαρρύνσεις. Ύστερα από την ανύψωσή μου, όταν πήγα στο Λονδίνο, για να αντιποκριθώ στην έκκλησή του, πέρασα πάντως δύο πολύ κακές μέρες —ξανάρχισα να έχω αμφιβολίες, ένιωθα βέβαιη πως ήταν λάθος μου που δέχθηκα. Με αυτή τη διάθεση πέρασα τις μακριές ώρες από τραντάγματα και σκαμπανεβάσματα, μέσα στην ταχυδρομική άμαξα που με πήγε ως την ορισμένη στάση, εκεί που θα ερχόταν να με συναντήσει ένα αμάξι από το σπίτι. Με είχαν ειδοποιήσει πως είχε δοθεί αυτή η διαταγή, κι έτσι, εκείνο το δειλινό του Ιουνίου, βρήκα να με περιμένει ένα άνετο μόνιππο. Ήταν ωραία μέρα, και καθώς πήγαινα με το αμάξι μια τέτοια ώρα, διασχίζοντας μια εξοχή, που μέσα στη γλύκα του καλοκαιριού φαινόταν να με καλωσορίζει φιλικά, ξαναβρήκα το κουράγιο μου —και όταν στρίψαμε στη δεντροστοιχία ένιωσα ένα ξαλάφρωμα, που ίσως να ήταν μια απόδειξη πως το κουράγιο μου είχε μονάχα κρυφτεί. Υποθέτω πως περίμενα, ή πως φοβόμουν, κάτι τόσο πολύ μελαγχολικό, που αυτό που με υποδέχθηκε ήταν μια ωραία έκπληξη. Θυμάμαι, σαν μια πολύ ευχάριστη εντύπωση, τη φαρδιά, ανοιχτόκαρδη πρόσοψη, τα ανοιχτά της παράθυρα με τις χαρούμενες κουρτίνες, και τις δυο υπηρέτριες που περίμεναν. Θυμάμαι το γρασίδι, τα ζωηρόχρωμα λουλούδια, το τρίξιμο που έκαναν οι ρόδες πάνω στο χαλικάκι, τα σύδενδρα, που πάνω από τις κορφές τους οι κουρούνες διέγραφαν κύκλους και έκρωζαν μέσα στο χρυσαφή ουρανό. Η σκηνογραφία είχε ένα μεγαλείο που την έκανε να διαφέρει πολύ από τη φτωχική μου κατοικία —κι αμέσως εμφανίστηκε στην πόρτα, κρατώντας από το χέρι ένα κοριτσάκι, μια πρόσχαρη κι ευγενική γυναίκα, που υποκλίθηκε μπροστά μου σαν να ήμουν η κυρία του σπιτιού ή καμιά σπουδαία επισκέπτρια. Στην οδό Χάρλεϋ μου είχαν παραστήσει το μέρος πιο στενόχωρο, κι αυτό, το θυμήθηκα, με έκανε να θεωρήσω τον ιδιοκτήτη ακόμα περισσότερο τζέντλεμαν, και μου έδωσε την ιδέα πως θα περνούσα καλύτερα από ό,τι μου είχε υποσχεθεί. Δεν είχα άλλο κατέβασμα της τραμπάλας ως την κατοπινή μέρα, γιατί τώρα, μέσα στις ώρες που ακολούθησαν, με είχε συναρπάσει η γνωριμία μου με τη μικρή μου μαθήτρια. Το κοριτσάκι που συνόδευε την κυρία Γκρόουζ μου φάνηκε αμέσως ένα τόσο χαριτωμένο πλάσμα, που το θεώρησα μεγάλη μου τύχη πως θα είχα να κάνω μαζί του. Ήταν το ωραιότερο παιδί που είχα δει στη ζωή μου, και απόρησα που ο εργοδότης μου δε μου είχε μιλήσει περισσότερο για τη μικρή. Κοιμήθηκα λίγο εκείνη τη νύχτα, βρισκόμουν σε υπερδιέγερση —κι αυτό με παραξένεψε, θυμάμαι, δε μου έβγαινε από το νου, έκανε πιο έντονη την αίσθηση της απλοχεριάς απέναντί μου. Το μεγάλο, εντυπωσιακό δωμάτιο, ένα από τα καλύτερα του σπιτιού, το φαρδύ πριγκιπικό κρεβάτι —έτσι σχεδόν το ένιωσα— οι μακριές κουρτίνες με τα ωραία σχέδια, οι ψηλοί καθρέφτες, που για πρώτη φορά μπορούσα να δω τον εαυτό μου από το κεφάλι ως τα πόδια, όλα, όπως και η εξαιρετική γοητεία της μικρής μου μαθήτριας, μου φαίνονταν σαν μια πρόσθετη αμοιβή. Μια πρόσθετη αμοιβή ήταν επίσης, από την πρώτη στιγμή, οι σχέσεις μου με την κυρία Γκρόουζ, που με είχαν βάλει, ομολογώ, σε μεγάλη συλλογή σε ολόκληρη τη διαδρομή με την ταχυδρομική άμαξα. Το μόνο, αλήθεια, που σ' αυτή την πρώτη επαφή θα με έκανε να μαζευτώ στον εαυτό μου, θα ήταν η επίδειξη χαράς για τον ερχομό μου. Μέσα σε μισή ώρα κατάλαβα πως χάρηκε τόσο πολύ —αυτή η παχουλή, απλή, τίμια, ειλικρινής, μυαλωμένη γυναίκα— που κρατιόταν για να μην το δείξει πάρα πολύ. Αναρωτήθηκα μάλιστα τότε, γιατί δεν ήθελε να το δείξει, κι αυτό μου γέννησε σκέψεις, υποψίες, και, φυσικά, με στενοχώρησε. Αλλά ήταν μια τόνωση για μένα πως δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά στενοχώρια σχετικά με μια τόσο μεγάλη ευτυχία, σαν τη φωτεινή εικόνα του μικρού μου κοριτσιού, που ο οραματισμός της αγγελικής Digitized by 10uk1s, June 2010
ομορφιάς του είχε σχέση, πιθανόν περισσότερο από καθετί άλλο, με την ανησυχία που με έκανε, πριν από το πρωί, να σηκωθώ πολλές φορές και να τριγυρνώ μέσα στο δωμάτιό μου για να συγχωνέψω μέσα μου ολόκληρο το καινούργιο σχέδιο της ζωής μου —για να παρακολουθήσω από το ανοιχτό παράθυρό μου την ωχρή καλοκαιριάτικη αυγή, για να κοιτάξω όσα μέρη του σπιτιού μπορούσα να δω από εκεί, και για να αφουγκραστώ, όσο, μέσα στο μισόφωτο, τα πρώτα πουλιά είχαν αρχίσει να τιτιβίζουν, την ενδεχόμενη επανάληψη κάποιων ήχων, λιγότερο φυσικών, και όχι από έξω αλλά από μέσα, που μου φάνηκε πως είχα ακούσει. Κάποια στιγμή νόμισα πως αναγνώρισα, αδύνατο και μακρινό, το κλάψιμο παιδιού —μια άλλη στιγμή ξαφνιάστηκε, σαν να περνούσε μπρος από την πόρτα μου ανάλαφρη περπατησιά. Αλλά αυτές οι εντυπώσεις δεν ήταν αρκετά καθαρές και δεν τις πήρα υπόψη μου, κι αν τις αναθυμούμαι τώρα, είναι στο φως, ή μάλλον, θα έλεγα, στο σκοτάδι, από άλλα μεταγενέστερα γεγονότα. Η επίβλεψη, η μόρφωση, η «διάπλαση» της μικρής Φλώρας, θα ήταν, πρόδηλα, η δημιουργία μιας ευτυχισμένης και χρήσιμης ζωής. Είχαμε συμφωνήσει κάτω, πως ύστερα από τούτη την πρώτη βραδιά, θα την είχα μαζί μου τη νύχτα, όπως ήταν φυσικό, και είχαν κιόλας τοποθετήσει το άσπρο κρεβατάκι της στην κάμαρά μου. Είχα αναλάβει ολόκληρη τη φροντίδα της, κι αν είχε μείνει για τελευταία φορά με την κυρία Γκρόουζ, ήταν επειδή ήμουν ακόμα, αναπόφευκτα, μια ξένη, και εξαιτίας της φυσικής δειλίας της. Παρ' όλη αυτή τη δειλία —που η μικρή, κατά περίεργο τρόπο, είχε την ειλικρίνεια και το θάρρος να την παραδεχθεί δίχως κανένα ίχνος στενοχώριας, με τη βαθιά, γλυκιά γαλήνη των αγίων βρεφών του Ραφαήλ, αφήνοντάς μας να τη συζητήσουμε, να της την προσάψουμε και ν' αποφασίσουμε— ένιωσα απόλυτα βέβαιη πως δε θα αργούσε να με αγαπήσει. Ένας λόγος που μου άρεσε κιόλας η κυρία Γκρόουζ, ήταν η ευχαρίστηση που έβλεπα πως αισθανόταν για το θαυμασμό μου, έτσι που καθόμουν στο τραπέζι για το γεύμα, με τέσσερα ψηλά κεριά, και με τη μαθήτριά μου πάνω σε μια ψηλή καρέκλα και με σαλιαρίστρα, αντίκρι μου, φωτισμένη από τα κεριά, να πίνει το γάλα της. Όπως είναι φυσικό, μπροστά στη Φλώρα, μόνο με ματιές, με περιστροφές και υπαινιγμούς μπορούσαμε να μιλήσουμε για ορισμένα πράγματα. —Και το αγοράκι —της μοιάζει; Είναι κι αυτό τόσο ξεχωριστό; Δεν είναι σωστό να κολακεύεις ένα παιδί. —Ω, μις, πάρα πολύ ξεχωριστό! Αν σας αρέσει η μικρή... Και στεκόταν εκεί, με μια πιατέλα στο χέρι, ακτινοβολώντας χαμόγελα στη Φλώρα, που μας κοίταζε, από τη μια στην άλλη, με αγγελικά, γαλήνια μάτια, που δε φαίνονταν τίποτα να καταλαβαίνουν. —Ναι, αν μου αρέσει;... —Θα ενθουσιασθείτε με το μικρό κύριο! —Μα, γι' αυτό, νομίζω, ήρθα —για να ενθουσιασθώ. Φοβάμαι, ωστόσο —θυμάμαι πως κάτι με έσπρωξε να προσθέσω— πως μάλλον εύκολα ενθουσιάζομαι. Ενθουσιάστηκα και στο Λονδίνο! Βλέπω ακόμα τώρα το φαρδύ πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ, σαν να κατάλαβε τι εννοούσα: —Στην οδό Χάρλεϋ; —Στην οδό Χάρλεϋ.
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Δεν είστε η πρώτη —και δε θα είστε η τελευταία. —Ω, δεν έχω την απαίτηση —είπα, καταφέρνοντας να γελάσω— να είμαι η μοναδική. Πάντως, ο άλλος μου μαθητής, όσο ξέρω, έρχεται αύριο; —Όχι αύριο —την Παρασκευή, μις. Έρχεται, όπως κι εσείς, με την ταχυδρομική άμαξα, με τη συνοδεία του φύλακα, και θα τον περιμένει στο ίδιο μέρος το αμάξι. Έριξα αμέσως την ιδέα πως το σωστό, αλλά και το ευχάριστο και φιλικό, θα ήταν, όταν θα φτάσει η ταχυδρομική άμαξα, να τον περιμένω εκεί, μαζί με τη μικρή του αδερφή: η κυρία Γκρόουζ δέχθηκε τόσο εγκάρδια αυτή την ιδέα, που το θεώρησα κάτι σαν εγγύηση —που ποτέ δεν διαψεύσθηκε, δόξα τω Θεώ— πως θα συμφωνούσαμε σε όλα τα ζητήματα. Ω, ήταν ευχαριστημένη που ήμουν εκεί! Αυτό που αισθάνθηκα την κατοπινή μέρα, δεν ήταν, υποθέτω, κάτι που θα μπορούσε απόλυτα να ονομαστεί αντίδραση στην ευχάριστη εντύπωση που είχα σαν ήρθα. Πιθανόν να ήταν, το πολύ, μονάχα μια μικρή κατάθλιψη, που προερχόταν από μια πληρέστερη αναμέτρηση της κλίμακας των καινούριων περιστάσεων της ζωής μου, καθώς τις εξέταζα και τις επιθεωρούσα. Είχαν, σαν να λέμε, μια έκταση κι έναν όγκο, που δεν ήμουν προετοιμασμένη γι' αυτά, κι ένιωθα τώρα μπροστά τους λίγο φοβισμένη, αλλά και λίγο περήφανη. Τα μαθήματα, μ' αυτή την ταραχή μου, μπορούσαν να αναβληθούν για λίγο. Σκέφτηκα, πως το πρώτο μου καθήκον ήταν, με διάφορα λεπτά επινοήματα, να κατορθώσω να με γνωρίσει η μικρή. Πέρασα τη μέρα μαζί της στο ύπαιθρο, και συμφώνησα μαζί της, προς μεγάλη της ικανοποίηση, πως αυτή και μόνο αυτή θα μου έδειχνε όλα τα κατατόπια του σπιτιού. Μου τα έδειχνε βήμα προς βήμα, μου έδειξε όλα τα δωμάτια και όλα τα μυστικά τους, με την αστεία, χαριτωμένη παιδιάστικη φλυαρία της, και με αποτέλεσμα να γίνουμε οι καλύτεροι φίλοι μέσα σε μισή ώρα. Σ' ολόκληρο το μικρό γύρο μας, μου έκανε εντύπωση, στην ηλικία της, με πόση αυτοπεποίθηση και θάρρος έμπαινε σε αδειανά δωμάτια και περνούσε από σκυθρωπούς διαδρόμους, ανέβαινε σκεβρωμένες σκάλες που με έκαναν να σταματάω, ή ακόμα και στην κορφή ενός παλιού τετράγωνου πύργου με επάλξεις, που μου έφερε ζάλη, καθώς και η διάθεσή της να μου λέει πολύ περισσότερα από ό,τι τη ρωτούσα, με την πρωινή μουσική της φωνούλας της που αντηχούσε αδιάκοπα όσο με οδηγούσε. Δεν έχω ξαναδεί το Μπλάυ από τη μέρα που έφυγα, και φαντάζομαι πως στα πιο ηλικιωμένα και πιο έμπειρα μάτια μου, θα φαινόταν τώρα αρκετά μαζεμένο. Αλλά όσο η μικρή οδηγός μου, με τα χρυσά μαλλιά της και το μεγάλο φουστανάκι της, χοροπηδούσε μπροστά μου στρίβοντας γωνιές και στραμπούλιζε διαδρόμους, οραματιζόμουν ένα πύργο παραμυθένιο, κατοικία μιας ροδόχρωμης νεράιδας, ένα μέρος, που για να διασκεδάσει η νεαρή φαντασία, θα έπαιρνε το χρώμα του από βιβλία με ιστορίες κι από παραμύθια. Μήπως δεν ήταν παρά ένα βιβλίο με παραμύθια, και καθώς το διάβαζα με πήρε ο ύπνος, και ονειρευόμουν; Όχι: ήταν ένα μεγάλο, άσχημο, παλιό αλλά βασιλικό σπίτι, που ενσωμάτωνε κάτι λίγα απομεινάρια ενός ακόμα πιο παλιού σπιτιού, μισο-ανακαινισμένο και μισο-χρησιμοποιημένο —και μέσα σ' αυτό είχα τη φαντασίωση πως ήμασταν έρημοι, σχεδόν όσο μια χούφτα επιβάτες μέσα σ' ένα μεγάλο καράβι, έρμαιο της θάλασσα. Και το πιο παράξενο, εγώ κρατούσα το τιμόνι.
Digitized by 10uk1s, June 2010
II ΑΥΤΟ ΤΟ κατάλαβα όταν ύστερα από δυο μέρες πήγα με το αμάξι, μαζί με τη Φλώρα, για να υποδεχτούμε, όπως είχε πει η κυρία Γκρόουζ, το μικρό κύριο —τόσο περισσότερο, που ένα επεισόδιο, τη δεύτερη βραδιά μετά τον ερχομό μου, με είχε βαθιά συνταράξει. Η πρώτη μέρα, στο σύνολό της, ήταν, όπως έχω πει, καθησυχαστική —αλλά θα την έβλεπα να καταλήγει σε ζωηρή ανησυχία. Το ταχυδρομείο, εκείνο το βράδυ —ήρθε αργά— είχε κι ένα γράμμα για μένα, με το γραφικό χαρακτήρα του εργοδότη μου: λίγες λέξεις μονάχα, αλλά με εσώκλειστο ένα άλλο γράμμα, στη δική του διεύθυνση, ακόμα σφραγισμένο. «Αυτό το γράμμα, καθώς καταλαβαίνω, είναι από το διευθυντή του σχολείου, που είναι τρομερά ενοχλητικός. Παρακαλώ να το διαβάσετε, να κάνετε ό,τι χρειάζεται, αλλά προσέξτε να μη μου αναφέρετε τίποτα σχετικά με αυτό. Ούτε λέξη. Λείπω σε ταξίδι!» Έσπασα τη σφραγίδα καταβάλλοντος μεγάλη προσπάθεια —τόσο μεγάλη, που έβαλα πολλή ώρα για να το καταφέρω— πήρα το διπλωμένο γράμμα που ήταν μέσα κι ανέβηκα στο δωμάτιό μου, και καταπιάστηκα να το διαβάσω μόλις πριν πλαγιάσω. Καλύτερα να περίμενα ως το πρωί, γιατί πέρασα μια δεύτερη νύχτα αγρύπνιας. Και την κατοπινή μέρα, μην έχοντας κανέναν για να ζητήσω συμβουλή, ήμουν γεμάτη αγωνία. Τέλος, τόσο πολύ με βασάνισε, που αποφάσισα να ξανοιχτώ τουλάχιστον στην κυρία Γκρόουζ. —Τι σημαίνει αυτό; Το παιδί το απέβαλαν από το σχολείο. Μου έριξε μια ματιά που με παραξένεψε —ύστερα, παίρνοντας γρήγορα ύφος έκπληκτο, σαν να ήθελε να ακυρώσει τη ματιά της: —Μα όλα τα παιδιά δεν τα...; —Τα στέλνουν στο σπίτι τους —ναι. Αλλά μονάχα για διακοπές. Ο Μάιλς ίσως να μην ξαναγυρίσει ποτέ στο σχολείο. Κοκκίνισε κάτω από τη ματιά μου. —Δε θέλουν να τον ξαναπάρουν; —Αρνούνται απόλυτα. Σήκωσε τα μάτια της, που τα είχε χαμηλωμένα, και τα είδα να γεμίζουν δάκρυα. —Τι έκανε; Δίστασα. Ύστερα έκρινα πως το καλύτερο ήταν να της δώσω το γράμμα —που ωστόσο είχε για αποτέλεσμα να βάλει τα χέρια της πίσω, δίχως να το πάρει. Κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα: —Τέτοια πράματα δεν είναι για μένα, μις. Η σύμβουλός μου δεν ήξερε να διαβάσει! Δαγκώθηκα για την γκάφα μου, την μπάλωσα όπως-όπως, άνοιξα το γράμμα και της το διάβασα. Ύστερα με φωνή διστακτική, διπλώνοντας πάλι το γράμμα και βάζοντάς το στην τσέπη μου: —Είναι πραγματικά κακό παιδί; Digitized by 10uk1s, June 2010
Τα μάτια της ήταν ακόμα δακρυσμένα. —Έτσι λένε οι κύριοι; —Δεν μπαίνουν σε λεπτομέρειες. Εκφράζουν μονάχα τη λύπη τους πως είναι αδύνατον να τον κρατήσουν. Αυτό, μονάχα ένα νόημα μπορεί να έχει. Η κυρία Γκρόουζ άκουγε άφωνη και συγκινημένη. Κρατιόταν να με ρωτήσει τι μπορούσε να 'ναι αυτό το νόημα —κι έτσι, για να δώσω κάποια συνέπεια, κι έχοντας στο νου μου μονάχα τη βοήθεια που περίμενα από εκείνη, συνέχισα: —Πως είναι βλαβερός για τ' άλλα παιδιά. Πάνω σ' αυτό, με μια από κείνες τις απότομες μεταστροφές των απλών ανθρώπων, άναψε ξαφνικά: —Ο κύριος Μάιλς! Αυτός, βλαβερός; Το είπε με τόση ειλικρίνεια, φαινόταν τόσο πολύ να το πιστεύει, που αν και δεν είχα δει ακόμα το παιδί, οι ίδιοι οι φόβοι μου με έκαναν να βρω γελοία αυτή την ιδέα. Και για να βρεθώ σύμφωνη με τη φίλη μου, είπα σαρκαστικά: —Τους συμμαθητές του! Τα καημένα τα αθώα πλασματάκια! —Είναι τρομερό, φώναξε η κυρία Γκρόουζ, να λένε τέτοια απάνθρωπα πράματα! Είναι μόλις δέκα χρονών! —Ναι, βέβαια, θα ήταν απίστευτο. Είπε, με φανερή ευγνωμοσύνη για τη δήλωσή μου: —Δείτε τον πρώτα, μις, και ύστερα πιστέψτε το! Ανυπομονούσα να τον δω: ήταν η αρχή μιας περιέργειας, που τις κατοπινές ώρες κατέληξε να γίνει σχεδόν οδυνηρή. Η κυρία Γκρόουζ κατάλαβε, όπως έκρινα, πόσο μ' είχε επηρεάσει και συνέχισε με σταθερότητα: —Θα μπορούσατε να πειστείτε κι από τη μικρή κυρία. Σε καλό της! πρόσθεσε αμέσως, κοιτάχτε την! Γύρισα και είδα πως η Φλώρα, που πριν από δέκα λεπτά την είχα θρονιάσει στο σπουδαστήριο με μια άσπρη κόλλα χαρτί, ένα μολύβι, κι ένα υπόδειγμα από ωραία «Ο», παρουσιάστηκε τώρα στην ανοιχτή πόρτα. Εξέφραζε με το δικό της παιδικό τρόπο μια εξαιρετική αποστροφή για τα δυσάρεστα καθήκοντα, παρασταίνοντάς την, ωστόσο, έτσι που με κοίταζε με τα μεγάλα φωτερά της μάτια, σαν αποτέλεσμα της αγάπης που αισθανόταν για μένα, και που την είχε κάνει να νιώσει την ανάγκη να με ακολουθήσει. Δε χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να μου επιβληθεί μ' όλη του τη δύναμη ο παραλληλισμός της κυρίας Γκρόουζ, κι αδράχνοντας στην αγκαλιά μου τη μικρή μου μαθήτρια τη γέμισα φιλιά, που είχαν μέσα και κάτι σαν λυγμό εξιλέωσης. Ωστόσο, την υπόλοιπη μέρα, καιροφυλακτούσα να βρω μια ευκαιρία για να πλησιάσω τη συνάδελφό μου, προπάντων που κατά το βραδάκι άρχισα να υποψιάζομαι πως μάλλον πάσχιζε να με αποφύγει. Την πρόφτασα, θυμάμαι, στη σκάλα: κατεβήκαμε μαζί. Φτάνοντας κάτω, την κράτησα, βάζοντας το χέρι μου πάνω στο μπράτσο της: Digitized by 10uk1s, June 2010
—Ό,τι μου είπες το μεσημέρι, το θεωρώ σαν μια δήλωση πως δεν τον έχεις αντιληφθεί να είναι κακό παιδί. Έριξε πίσω το κεφάλι της, υποθέτοντας τώρα μια στάση ξεκάθαρη και τίμια: —Ω, πως δεν τον έχω ποτέ αντιληφθεί —δεν ήθελα να πω αυτό! Πάλι αναστατώθηκα: —Ώστε τον έχεις αντιληφθεί να είναι...; —Μα ναι, μις, δόξα τω Θεώ! Το καλοσκέφτηκα και το παραδέχτηκα: —Θέλεις να πεις, πως ένα αγόρι, που δεν είναι ποτέ... —Δεν είναι αγόρι, για μένα! Την κράτησα πιο σφιχτά. —Σου αρέσουν να είναι άτακτα; —και προλαβαίνοντας την απάντησή της: —Κι εμένα το ίδιο! είπα ζωηρά. Μα όχι σ' ένα βαθμό που να μολύνει... —Να μολύνει; Δεν κατάλαβε αυτή τη σπουδαία λέξη. Της την εξήγησα: —Να διαφθείρει. Έμεινε μια στιγμή με στυλωμένα μάτια για να χωνέψει το νόημα. Αλλά της προκάλεσε ένα παράξενο γέλιο: —Φοβάστε μήπως σας διαφθείρει; Έβαλε σ' αυτή την ερώτηση ένα τόσο λεπτό και τολμηρό χιούμορ, που μ' ένα γέλιο, λίγο πονηρό, βέβαια, για να ταιριάζει με το δικό της, παράβλεψα για να μη φανώ γελοία. Μα την κατοπινή μέρα, καθώς πλησίαζε η ώρα που θα πήγαινα με το αμάξι να τον παραλάβω, βολιδοσκόπησα σε ένα άλλο σημείο. —Πώς ήταν η κυρία που ήταν πρωτύτερα εδώ; —Η τελευταία γκουβερνάντα; Ήταν κι εκείνη νέα και όμορφη —σχεδόν νέα και όμορφη σαν εσάς. —Α, τότε ελπίζω να τη βοήθησαν τα νιάτα και η ομορφιά της! θυμάμαι πως της πέταξα. —Φαίνεται πως μας θέλει νέες και όμορφες! —Ω, ναι, πραγματικά, παραδέχθηκε η κυρία Γκρόουζ. —Έτσι τις ήθελε όλες! —κι αμέσως βιάστηκε να πει: —Εννοώ, το αφεντικό.
Digitized by 10uk1s, June 2010
Αυτό μου έκανε εντύπωση. —Μα για ποιον μιλούσες στην αρχή; Φάνηκε να παραξενεύτηκε, αλλά κοκκίνισε. —Μα, για κείνον. —Για το αφεντικό; —Για ποιον άλλο; Ήταν τόσο ολοφάνερο πως δεν υπήρχε κανένας άλλος, που μου έφυγε η εντύπωση πως είχε πει περισσότερα από ό,τι ήθελε. Και ρώτησα μονάχα αυτό που ήθελα να ξέρω: —Η πρώην πρόσεξε στο παιδί τίποτα που... —Που να ήταν άπρεπο; Ποτέ δε μου είπε τίποτα τέτοιο. Είχα κάποιο ενδοιασμό, αλλά τον κατανίκησα: —Ήταν προσεκτική; Λεπτολογούσε; Η κυρία Γκρόουζ φάνηκε να συγκεντρώνεται, θέλοντας να απαντήσει ευσυνείδητα. —Σε μερικά πράγματα, ναι. —Όχι σε όλα; Πάλι έμεινε συλλογισμένη. —Μα... έχει πεθάνει, μις. Δε μου αρέσει να κουτσομπολεύω. —Καταλαβαίνω τα αισθήματά σου, βιάστηκα να απαντήσω —μα ύστερα από μια στιγμή σκέφτηκα πως δεν ήταν αντίθετο σ' αυτή την υποχώρηση να ρωτήσω; —Εδώ πέθανε; —Όχι... έφυγε. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που μου φάνηκε διφορούμενο στη βραχυλογία της κυρίας Γκρόουζ. «Έφυγε για να πεθάνει;» Η κυρία Γκρόουζ είχε τη ματιά της στυλωμένη έξω από το παράθυρο, μα έκανα τη σκέψη πως υποτίθεται πως είχα το δικαίωμα να ξέρω τι προβλεπόταν για τις κοπέλες που προσλαμβάνονταν στο Μπλάυ. —Θέλεις να πεις πως αρρώστησε και γύρισε στους δικούς της; —Απ' ό,τι φαινόταν, δεν αρρώστησε σε τούτο το σπίτι. Έφυγε στο τέλος της χρονιάς της για να πάει στο σπίτι της, καθώς είπε, για σύντομες διακοπές, όπως της έδινε το δικαίωμα ο καιρός που εργάστηκε εδώ. Τότε μας ήρθε μια κοπέλα, μια νταντά, που ήταν καλή και έξυπνη κι ανάλαβε αυτή τα παιδιά για το διάστημα που θα έλειπε η γκουβερνάντα. Μα η δεσποινίδα μας δεν ξαναγύρισε, και Digitized by 10uk1s, June 2010
πάνω που την περίμενα, το αφεντικό με ειδοποίησε πως πέθανε. Το στριφογύρισα στο μυαλό μου. —Από τι πέθανε; —Αυτό δε μου το είπε. Αλλά με συγχωρείτε, μις, είπε η κυρία Γκρόουζ, πρέπει να πάω στη δουλειά μου.
Digitized by 10uk1s, June 2010
III Ο ΤΡΟΠΟΣ που μου γύρισε την πλάτη δεν ήταν, ευτυχώς, για όσα με απασχολούσαν δικαιολογημένα, ένα φέρσιμο που θα μπορούσε να αναχαιτίσει την ανάπτυξη της αμοιβαίας μας εκτίμησης. Συνδεθήκαμε ακόμα περισσότερο σαν έφερα στο σπίτι το αγοράκι, τον Μάιλς, εξαιτίας της κατάπληξής μου, της αναστάτωσής μου: τόσο τερατώδη, ήμουν έτοιμη να χαρακτηρίσω, την αποπομπή ενός παιδιού σαν αυτό που μου αποκαλύφθηκε. Είχα φτάσει με μικρή καθυστέρηση, κι ένιωσα, —έτσι που στεκόταν με κάποια ανυπομονησία περιμένοντάς με, μπροστά στην πόρτα του πανδοχείου, εκεί που τον είχε κατεβάσει η ταχυδρομική άμαξα— πως το είδα μεμιάς, απέξω κι εσωτερικά, στη μεγάλη λάμψη μιας παιδικής δροσιάς, μέσα στο ίδιο άρωμα αγνότητας που είχα δει από την πρώτη στιγμή την αδερφούλα του. Ήταν απίστευτα ωραίος, και η κυρία Γκρόουζ είχε δίκιο: καθετί άλλο, εκτός από κάτι σαν παράφορο αίσθημα τρυφερότητας γι' αυτόν, σαρωνόταν από την παρουσία του. Αυτό που τον έβαλε αμέσως μέσα στην καρδιά μου, ήταν κάτι το θεϊκό, που σε κανένα παιδί δεν το είχα συναντήσει στον ίδιο βαθμό —εκείνο το ύφος του, που δεν περιγράφεται, πως δεν ήξερε τίποτα άλλο στον κόσμο εκτός από αγάπη. Ήταν αδύνατον να έχει βγάλει κακό όνομα και να το περιφέρει με την πιο γλυκιά έκφραση αθωότητας, και σαν γύρισα στο Μπλάυ μαζί του, ήμουν κυριολεκτικά σαστισμένη —δηλαδή, εκτός από αγανακτισμένη— με εκείνο το φριχτό γράμμα που βρισκόταν κλειδωμένο στο δωμάτιό μου, μέσα σε ένα συρτάρι. Μόλις κατάφερα να ξεμοναχιάσω την κυρία Γκρόουζ, της δήλωσα πως ήταν γελοίο. Με κατάλαβε αμέσως: —Θέλετε να πείτε, εκείνη η άπονη κατηγορία;... —Δε στέκεται ούτε στιγμή. Κυρά μου, κοίταξέ τον! Χαμογέλασε με την αξίωσή μου πως είχα ανακαλύψει τη γοητεία του: —Σας βεβαιώνω, μις, πως δεν κάνω τίποτε άλλο! Τι θα πείτε, λοιπόν; πρόσθεσε αμέσως. —Σε απάντηση στο γράμμα; —είχα πάρει κιόλας την απόφασή μου: —Τίποτα. —Και στο θείο του; Ήμουν κατηγορηματική: —Τίποτα, είπα κοφτά. —Και στο παιδί; Ήμουν καταπληκτική: —Τίποτα. Σκούπισε το στόμα της με την ποδιά της. —Τότε, είμαι μαζί σας. Θα το ξεχάσουμε.
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Θα το ξεχάσουμε! είπα κι εγώ με θέρμη, δίνοντάς της το χέρι μου, σαν να το ορκιζόμουν. Το κράτησε μια στιγμή, σήκωσε πάλι την ποδιά της με το ελεύθερο χέρι της και σκούπισε το στόμα της. —Θα σας πείραζε, μις, να πάρω το ελεύθερο... —Να με φιλήσεις; Όχι! Αγκάλιασα το αγαθό πλάσμα, κι αφού φιληθήκαμε σαν αδερφές, αισθάνθηκα ακόμα πιο σίγουρη και πιο αγανακτισμένη. Αυτό, πάντως, ήταν για ένα χρονικό διάστημα: ένα χρονικό διάστημα τόσο γεμάτο, που καθώς αναθυμούμαι πώς κύλησε, νιώθω όλη την τέχνη που χρειάζομαι τώρα για να το παρουσιάσω κάπως ξεκάθαρα. Αυτό που αναπολώ με κατάπληξη, είναι η κατάσταση που δέχτηκα. Είχα αναλάβει, μαζί με την κυρία Γκρόουζ, να ξεχαστεί το ζήτημα, και με είχε πλανέψει, φαίνεται, η ιδέα πως θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν η έκταση και οι απώτεροι δύσκολοι συσχετισμοί μιας τέτοιας προσπάθειας. Με παράσερνε, με σήκωνε ψηλά ένα μεγάλο κύμα ενθουσιασμού και συμπόνιας. Μέσα στην άγνοιά μου, στην ταραχή μου, ίσως και στην έπαρσή μου, έβρισκα απλή την ιδέα πως θα μπορούσα να αναλάβω ένα αγόρι, που η μόρφωσή του μόλις είχε αρχίσει. Τώρα πια, δεν μπορώ καν να θυμηθώ τι πρόγραμμα είχα καταστρώσει, όταν θα τέλειωναν οι διακοπές και θα έπρεπε να συνεχίσει τις σπουδές του. Όλοι ήμασταν σύμφωνοι πως θα του έδινα εγώ μαθήματα, πως για κάμποσες εβδομάδες μάλλον εγώ έπαιρνα μαθήματα. Δίδασκα στην αρχή, βέβαια —κάτι που δεν ήταν ανάμεσα στη διδακτέα ύλη της μικρής, ασφυκτικής ζωής μου: έμαθα να διασκεδάζω, ακόμα και να είμαι διασκεδαστική, και να μη σκέφτομαι για την επαύριο. Ήταν η πρώτη φορά, κατά κάποιο τρόπο, που είχα γνωρίσει έκταση, αέρα, ελευθερία, όλη τη μουσική του καλοκαιριού και όλο το μυστήριο της φύσης. Κι έπειτα, με είχαν και σε υπόληψη —και είναι τόσο ευχάριστο να σε έχουν σε υπόληψη. Ω, ήταν μια παγίδα —όχι σκόπιμα, μα ωστόσο βαθιά— για τη φαντασία μου, για την ευαισθησία μου, ίσως για τη ματαιοδοξία μου: για ό,τι κι αν ήταν, ήταν πολύ συναρπαστική. Ο καλύτερος τρόπος για να παραστήσω τη θέση μου, είναι να πω πως ήμουν αμέριμνη. Μου έδιναν τόσο λίγη ενόχληση, ήταν τόσο εξαιρετικά γλυκά και τα δύο παιδιά. Καθόμουν και στοχαζόμουν — αλλά κι αυτό ακόμα αόριστα και ασυνάρτητα— τι τους επιφύλασσε το τραχύ μέλλον (γιατί πάντα είναι τραχύ το μέλλον), πώς θα τα μεταχειριζόταν κι αν θα τα τραυμάτιζε. Λουλούδιαζαν από υγεία και ευτυχία —κι ωστόσο, σαν να κηδεμόνευα δυο μικρούς μεγιστάνες, δυο πριγκιπόπουλα, που για να μην κινδυνεύουν, θα έπρεπε όλα να είναι περιφραγμένα και προφυλαγμένα, φανταζόμουν πως η μόνη μορφή που θα μπορούσε να πάρει το μέλλον γι' αυτά, θα ήταν μια ρομαντική, μια πραγματικά βασιλική επέκταση του κήπου και του πάρκου. Και, φυσικά, πάνω απ' όλα, να προηγηθεί από τούτη την ξαφνική μεταβολή ένα χρονικό διάστημα γεμάτο από μια γοητεία γαλήνης —εκείνη η σιωπή και ησυχία, που μέσα της κάτι μαζώνεται ή παραμονεύει. Η μεταβολή ήρθε —αλλά σαν πήδημα αγριμιού. Τις πρώτες εβδομάδες οι μέρες ήταν μακρόσυρτες: συχνά, στα καλύτερά τους, μου χάριζαν αυτό που αποκαλούσα «δική μου ώρα», την ώρα, που αφού έτρωγαν το βραδινό τους οι μαθητές μου και τους έβαζα να κοιμηθούν, είχα, πριν να πλαγιάσω κι εγώ, λίγη ώρα για να μείνω μονάχη. Όσο κι αν τους αγαπούσα, αυτή η ώρα ήταν η καλύτερη της μέρας μου. Και περισσότερο απ' όλα μου άρεσε, καθώς το φως της μέρας αδυνάτιζε —ή μάλλον, θα έλεγα, καθώς η μέρα χασομερούσε, κι αντηχούσαν οι τελευταίες φωνούλες των τελευταίων πουλιών από τα γέρικα δέντρα, μέσα σ' ένα κόκκινο ουρανό— όταν μπορούσα να κάνω ένα γύρο στην περιοχή, και να χαρώ, σχεδόν με ένα αίσθημα κυριότητας, που με διασκέδαζε και με γοήτευε, την ομορφιά και την αξιοπρέπεια αυτής της διαμονής. Ήταν μια Digitized by 10uk1s, June 2010
ευχαρίστηση, εκείνες τις στιγμές, να αισθάνομαι ήρεμη και δικαιωμένη —ίσως ακόμα, ασφαλώς να στοχάζομαι πως με τη σύνεσή μου, με την ήρεμη ευθυκρισία μου, και γενικά με τη συμπεριφορά μου, έκανα ευχαρίστηση —αν ποτέ πήγαινε σ' αυτό ο νους του!— στο πρόσωπο που στην πίεσή του είχα ανταποκριθεί. Αυτό που έκανα εδώ, ήταν αυτό που ήλπιζε και που μου είχε ζητήσει —και το ότι μπορούσα να το κάνω, ήταν για μένα μια χαρά μεγαλύτερη από όσο περίμενα. Με δυο λόγια, θεωρούσα πως ήμουν σπουδαία κοπέλα, και με τόνωσε η πεποίθηση πως αυτό θα γινόταν ευρύτερα γνωστό. Ναι, έπρεπε να είμαι σπουδαία, για να αντιμετωπίσω τα σπουδαία γεγονότα, που δεν άργησαν να φανερώσουν τα πρώτα τους σημάδια. Έγινε ξαφνικά, ένα δειλινό, καταμεσής της αγαπημένης ώρας μου: είχα βάλει τα παιδιά να πλαγιάσουν και βγήκα για τον περίπατό μου. Μια από τις ιδέες μου —που δε διστάζω καθόλου να τη γράψω— σ' αυτούς τους περιπάτους, ήταν πως θα 'ταν συναρπαστικό, σαν μέσα σε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, να ανταμώσω κάποιον ξαφνικά. Κάποιος να εμφανιζόταν μπροστά μου, στη στροφή κάποιου δρομάκου, να σταθεί, να μου χαμογελάσει και να επιδοκιμάσει. Τίποτε περισσότερο δε ζητούσα —ζητούσα μονάχα να είναι εν γνώσει, και ο μόνος τρόπος για να είμαι βέβαιη πως είναι εν γνώσει, θα ήταν να το δω να καθρεφτίζεται πάνω στο ωραίο του πρόσωπο. Αυτό ακριβώς είχα στο νου μου —θέλω να πω, το πρόσωπο— όταν, την πρώτη φορά που έλαχε, στο τέλος μιας μακρόσυρτης μέρας του Ιουνίου, σταμάτησα απότομα καθώς βγήκα από ένα σύδεντρο και αντίκρισα το σπίτι. Αυτό που με σταμάτησε επιτόπου —και με έναν κλονισμό πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα ταίριαζε για οποιαδήποτε οπτασία— ήταν το συναίσθημα πως η φαντασία μου έγινε, αστραπιαία, πραγματικότητα. Στεκόταν εκεί! —αλλά ψηλά, πέρα από το γρασίδι και στην κορφή του πύργου, σ' αυτόν που με είχε πάει, εκείνο το πρώτο πρωινό, η Φλωρούλα. Αυτός ο πύργος ήταν ο ένας από ένα ζευγάρι —τετράγωνα παράταιρα οικοδομήματα με επάλξεις— που τους ξεχώριζαν, για κάποιο λόγο, σε καινούργιο και σε παλιό, αν και δεν έβλεπα καμιά σχεδόν διαφορά μεταξύ τους. Βρίσκονταν σε δυο γωνιές του σπιτιού, και ήσαν πιθανότατα αρχιτεκτονικοί παραλογισμοί, συγχωρητέοι ως ένα βαθμό, επειδή δεν προεξείχαν εντελώς από την κύρια οικοδομή, κι επειδή το ύψος τους δεν ήταν υπερβολικά επιδεικτικό: χρονολογούνταν, με την τουρτοειδή τους αρχαιόπρεπη εμφάνιση, από μια ρομαντική αναβίωση, που είχε κιόλας σεβάσμιο παρελθόν. Τους θαύμαζα, μου άρεσαν, γιατί σε όλους μας κάτι έλεγαν, προπάντων όταν θαμποφαίνονταν το σούρουπο —με το μεγαλείο των επάλξεών τους. Ωστόσο, το πρόσωπο που τόσες φορές είχα ποθήσει την εμφάνισή του, δε φαινόταν να είναι στην κατάλληλη θέση, σε τόσο ύψος. Αυτή η εμφάνιση, μέσα στο φωτεινό δειλινό, μου προξένησε, θυμάμαι, δυο χωριστά ξαφνιάσματα, συγκλονίζοντάς με: το ξάφνιασμα από την πρώτη και το ξάφνιασμα από τη δεύτερη έκπληξή μου. Η δεύτερη ήταν μια βίαιη αντίληψη του λάθους της πρώτης: ο άνθρωπος που διασταύρωσε τη ματιά μου δεν ήταν το πρόσωπο που είχα βιαστεί να υποθέσω. Έτσι, έχω πάθει μια οπτική σύγχυση, και ύστερα από τόσα χρόνια δεν μπορώ να ελπίζω πως είμαι σε θέση να δώσω μια ζωντανή περιγραφή της. Ένας άγνωστος άντρας σε ένα ερημικό μέρος, είναι επιτρεπτέο αντικείμενο φόβου για μια κοπέλα που ανατράφηκε περιορισμένη: αυτός που αντίκριζα, έμοιαζε τόσο λίγο —όπως με βεβαίωσαν λίγα δευτερόλεπτα ακόμα— με οποιονδήποτε άλλον που γνώριζα, όσο και με την εικόνα που είχα βάλει στο νου μου. Δεν τον είχα δει στην οδό Χάρλεϋ —πουθενά δεν τον είχα δει. Ξέχωρα, το μέρος, κατά τον πιο παράξενο τρόπο που υπάρχει στον κόσμο, είχε γίνει την ίδια στιγμή, και από το γεγονός και μόνο της εμφάνισής του, μια ακατοίκητη μοναξιά. Για μένα τουλάχιστον, και το δηλώνω αφού το συζήτησα με τον εαυτό μου όσο ποτέ, ξανάρχισε στο ακέραιο το συναίσθημα εκείνης της στιγμής. Ήταν, όσο το συνειδητοποιούσα —ό,τι κι αν συνειδητοποιούσα— σαν να είχε νεκρωθεί όλο το άλλο περιβάλλον. Ακούω ακόμα τώρα, όσο γράφω, την απόλυτη σιωπή, σ' αυτή που είχαν καταλαγιάσει όλοι οι θόρυβοι του δειλινού. Οι κουρούνες σταμάτησαν να κρώζουν πάνω στο χρυσαφή ουρανό, και η φιλική μου ώρα, εκείνη τη στιγμή, έχασε όλη τη φωνή της. Αλλά δεν έγινε άλλη αλλαγή στη φύση, εκτός αν ήταν μια αλλαγή που έβλεπα με πιο παράξενη διορατικότητα. Ο ουρανός ήταν ακόμα χρυσαφής, η ατμόσφαιρα καθαρή, κι ο άνθρωπος που με κοίταζε από τις επάλξεις ήταν ξεκάθαρος σαν κορνιζαρισμένη εικόνα. Κι έτσι μπόρεσα να σκεφτώ με καταπληκτική ταχύτητα, κάθε πρόσωπο Digitized by 10uk1s, June 2010
που θα μπορούσε να ήταν, και που δεν ήταν. Κοιταχτήκαμε, από την απόσταση που μας χώριζε, αρκετή ώρα, ώστε να αναρωτηθώ έντονα ποιος ήταν, και να νιώσω, σαν αποτέλεσμα της ανικανότητάς μου να βρω ποιος ήταν, μια κατάπληξη, που ύστερα από λίγες στιγμές έγινε πιο έντονη. Το σπουδαίο ζήτημα, ή ένα από τα ζητήματα, σχετικά με ορισμένα συμβάντα, είναι, το ξέρω, πόσο έχουν διαρκέσει. Λοιπόν, αυτό εδώ —και μπορείτε να σκεφτείτε ό,τι θέλετε— κράτησε όσο έβαζα στο νου μου καμιά ντουζίνα δυνατότητες, που καμιά δε με φώτισε, πως βρισκόταν στο σπίτι —και από πότε, πάνω απ' όλα;— κάποιος, που αγνοούσα την ύπαρξή του. Κράτησε όσο ταράχτηκα λιγάκι στην ιδέα πως η υπηρεσία μου απαιτούσε να μην υπάρχει άγνοια και τέτοιο πρόσωπο. Κράτησε, πάντως, όσο αυτός ο επισκέπτης —και υπήρχε μια χροιά παράξενης απρέπειας, όπως θυμάμαι, στο τεκμήριο οικειότητας του να μη φορεί καπέλο— φαινόταν να με κοιτάζει, από τη θέση του, μέοα στο φως που άρχιζε να λιγοστεύει, με την ίδια απορία, με την ίδια προσεκτική εξέταση, που μου είχε προκαλέσει η παρουσία του. Μας χώριζε μεγάλη απόσταση για να φωνάξουμε ο ένας στον άλλο, αλλά ήταν κάποια στιγμή, που σε μικρότερη απόσταση, μια πρόκληση αναμεταξύ μας, σπάζοντας τη σιωπή, θα ήταν η σωστή έκβαση για το αμοιβαίο επίμονο κοίταγμά μας. Στεκόταν σε μια από τις γωνίες του πύργου, την πιο μακρινή από το σπίτι, ολόισιος, όπως μου φάνηκε, και με τα δυο του χέρια πάνω στο πεζούλι. Έτσι τον είδα, όπως βλέπω τώρα τα γράμματα που γράφω σε αυτή τη σελίδα. Έπειτα, ακριβώς ύστερα από ένα λεπτό, σαν να συμπληρώνει το θέαμα, άλλαξε θέση, αργοπερνώντας στην αντίθετη γωνιά, κοιτάζοντάς με εντατικά όλο το διάστημα. Ναι, είχα το εντονότατο συναίσθημα, πως σ' αυτό το διάστημα δεν αποτράβηξε ούτε στιγμή τη ματιά του από πάνω μου, και βλέπω ακόμα τούτη τη στιγμή το χέρι του να περνάει από τη μια έπαλξη στην κατοπινή. Σταμάτησε στην άλλη γωνία, αλλά λιγότερη ώρα, κι ακόμα όταν γύρισε να φύγει εξακολουθούσε να έχει τη ματιά του στυλωμένη πάνω μου. Έφυγε, κι αυτό ήταν όλο.
Digitized by 10uk1s, June 2010
IV Όχι πως δεν έμεινα, σ' εκείνη την περίσταση, περιμένοντας κάτι περισσότερο: ήμουν ριζωμένη στη θέση μου τόσο βαθιά όσο και ταραγμένη. Να υπήρχε κάποιο «μυστικό» στο Μπλάυ —κάποιο μυστήριο ή κάποιος τρελός, ένας ανομολόγητος συγγενής σε αυστηρό περιορισμό, χωρίς κανένας να το υποψιάζεται; Δεν ξέρω πόση ώρα το στριφογύριζα στο μυαλό μου, ή πόση ώρα έμεινα, με ένα ανάκατο συναίσθημα περιέργειας και φόβου, εκεί που είχε γίνει η συνάντηση —θυμάμαι μονάχα πως όταν ξαναμπήκα στο σπίτι, είχε πλακώσει το σκοτάδι. Στο μεταξύ, έρμαιο της ταραχής μου, θα είχα περπατήσει τρία μίλια τριγυρνώντας στην περιοχή. Αργότερα όμως, τόσο μεγάλη θα ήταν η συντριβή μου, που αυτή η απλή απαρχή ανησυχίας, ήταν, σε σύγκριση, ένα ανθρώπινο αναρρίγισμα. Το πιο παράξενο, αλήθεια —παράξενο όσο κι αυτά που προηγήθηκαν— ήταν η εντύπωσή μου όταν μπήκα στο χολ και αντάμωσα την κυρία Γκρόουζ. Ξαναβλέπω αυτή την εικόνα, μέσα στη γενική αλληλουχία —την εντύπωση που μου έκανε η απλοχωριά του με τα άσπρα φατνώματα, μέσα στο φως της λάμπας, με τα πορτρέτα και το κόκκινο χαλί, και η αγαθή, έκπληκτη όψη της φίλης μου, που αμέσως μου είπε πως με έψαχνε. Κατάλαβα αμέσως, στην επαφή μαζί της, από την εγκαρδιότητα, από το ξαλάφρωμά της στην εμφάνισή μου, πως δεν ήξερε τίποτα που θα μπορούσε να έχει σχέση με το επεισόδιο, που ήμουν έτοιμη να της διηγηθώ. Δεν είχα υποψιαστεί προκαταβολικά, πως το ήρεμο πρόσωπό της θα με σταματούσε και, κατά κάποιο τρόπο, αναμέτρησα τη σπουδαιότητα αυτού που είχα δει, από το δισταγμό μου να της το αναφέρω. Τίποτα σχεδόν, σε ολόκληρη αυτή την ιστορία, δε μου φαίνεται τόσο παράξενο, όσο το γεγονός πως η πραγματική αρχή του φόβου μου ήταν ένα, μπορώ να πω, με την ένστικτη σκέψη, να μην ανησυχήσω την καλή γυναίκα. Αμέσως, λοιπόν μέσα στο ευχάριστο χολ, και με τα μάτια της πάνω μου, πήρα τελειωτικά την απόφαση, για κάποιο λόγο που δε θα ήμουν σε θέση τότε να διατυπώσω, και της δικαιολογήθηκα αόριστα πως είχα αργήσει εξαιτίας της ωραίας νύχτας —και με την πρόφαση πως τα πόδια μου ήσαν βρεγμένα από τη δρόσο, ανέβηκα το γρηγορότερο στο δωμάτιό μου. Εδώ, στο δωμάτιό μου, ήταν άλλη υπόθεση: εδώ, για πολλές μέρες μετά, ήταν μια αρκετά παράξενη υπόθεση. Ήταν ώρες, μέρα με τη μέρα —ή τουλάχιστον στιγμές, κλεμμένες ακόμα κι από τα καθήκοντά μου— που κλειδωνόμουν για να σκεφτώ. Δεν ήταν τόσο πως ήμουν περισσότερο νευρική από όσο μπορούσα να αντέξω, όσο πως φοβόμουν πολύ μήπως γίνω νευρική: γιατί η αλήθεια που έπρεπε τώρα να εξιχνιάσω, ήταν, απλά και ξεκάθαρα, η αλήθεια που θα μπορούσα να ανακαλύψω, άσχετα με τον επισκέπτη, που τόσο ανεξήγητα, κι ωστόσο, όπως μου φαινόταν, τόσο στενά συνδεόταν μαζί μου. Δε μου χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταλάβω πως θα μπορούσα να βολιδοσκοπήσω δίχως να φανεί πως κάνω ανάκριση, και δίχως να προκαλέσω οικογενειακές περιπλοκές. Ο κλονισμός που είχα υποστεί, φαίνεται πως είχε οξύνει όλες τις αισθήσεις μου: ύστερα από τρεις μέρες, και σαν αποτέλεσμα προσεκτικότερης παρατήρησης και μόνο, ήμουν βέβαιη πως δεν είχα πέσει θύμα δολοπλοκίας του υπηρεσιακού προσωπικού, ούτε πως μου είχαν σκαρώσει φάρσα. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είδα, κανένας δεν ήξερε τίποτα γύρω μου. Μονάχα μια εξήγηση χωρούσε: κάποιος άλλος πήρε το θάρρος να κάνει ένα μάλλον χοντροκομμένο αστείο. Αυτό, επανειλημμένα κλειδώθηκα στην κάμαρά μου για να το πω στον εαυτό μου. Κάποιος είχε τρυπώσει στο σπίτι δίχως να τον πάρει κανείς είδηση —κάποιος ασυνείδητος περαστικός, από ενδιαφέρον για τα παλιά σπίτια, είχε μπει απαρατήρητος, χάρηκε τη θέα από το καλύτερο μέρος, και ύστερα έφυγε κλεφτά όπως ήρθε. Αν με είχε κοιτάξει τόσο επίμονα και με τόσο θράσος, κι αυτό οφειλόταν στην αδιακρισία του. Το καλό ήταν, πως σίγουρα δε θα τον ξαναβλέπαμε. Παραδέχομαι πως δεν ήταν και τόσο καλό, γιατί δε με άφηνε να κρίνω πως, ουσιαστικά, αυτό που Digitized by 10uk1s, June 2010
έκανε να μην έχει τίποτ' άλλο μεγάλη σημασία, ήταν απλώς η γοητευτική δουλειά μου. Η γοητευτική δουλειά μου ήταν η ζωή μου με τον Μάιλς και τη Φλώρα, και τίποτε άλλο δεν μπορούσε να με κάνει να μου αρέσει τόσο πολύ, όσο η ιδέα πως κάτι θα μπορούσε να τη διαταράξει. Τα ελαφρά μου καθήκοντα ήσαν μια μόνιμη χαρά για μένα, κάνοντάς με να απορώ κάθε τόσο για τους αρχικούς φόβους μου, για την απέχθεια που είχα αρχίσει να αισθάνομαι για την πιθανή μελαγχολική πεζότητα της υπηρεσίας μου. Βρήκα πως δεν υπήρχε καθόλου μελαγχολική πεζότητα, και ούτε συνεχής μονότονη δουλειά —πώς ήταν δυνατόν, λοιπόν, να μην είναι γοητευτική μια εργασία που εμφανίζεται σαν καθημερινή ομορφιά; Ήταν όλη η ρομαντικότητα της παιδικής κάμαρας και η ποίηση του σπουδαστηρίου. Δεν εννοώ μ' αυτό, φυσικά, πως μελετούσαμε μονάχα ρομάντσα και ποιήματα: εννοώ πως δεν μπορώ να εκφράσω διαφορετικά το ενδιαφέρον που εμπνέανε οι μαθητές μου. Πώς μπορώ να το περιγράψω εκτός με το να πω, πως αντί να συνηθίζω ολοένα τα δυο παιδιά —και είναι θαύμα για μια γκουβερνάντα: επικαλούμαι τη μαρτυρία των συναδέλφων μου!— έκανα αδιάκοπα καινούργιες ανακαλύψεις; Ωστόσο υπήρχε ασφαλώς μια κατεύθυνση, που αυτές οι ανακαλύψεις σταματούσαν: βαθύ σκοτάδι εξακολουθούσε να σκεπάζει την περιοχή της διαγωγής του αγοριού στο σχολείο. Δεν άργησα να αντιμετωπίσω αυτό το μυστήριο δίχως αγωνία. Θα ήταν ίσως πιο κοντά στην αλήθεια να έλεγα πως ο ίδιος —δίχως να πει ούτε λέξη— το διαφώτισε. Έκανε την κατηγορία παράλογη και γελοία. Το συμπέρασμά μου αναδύθηκε ολόφωτο μέσα στο ξεχείλισμα της αθωότητάς του: ήταν πάρα πολύ φίνος και ευθύς για το μικρό, αποτρόπαιο, βρομιάρη κόσμο του σχολείου —και είχε πληρώσει γι' αυτό ένα τίμημα. Σκέφθηκα πως τέτοιες διαφορές, τέτοιες υπεροχές σε ποιότητα, καταλήγουν απαράβατα, από μέρος της πλειονότητας —που μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα και κουτούς, ποταπούς δασκάλους και διευθυντές— σε εκδίκηση. Και τα δύο παιδιά είχαν μια αβρότητα (ήταν το μόνο τους ελάττωμα, αν και ο Μάιλς δεν είχε τίποτα το πλαδαρό), που τα έκανε —πώς να το εκφράσω;— σχεδόν απρόσωπα, και ασφαλώς ανεπίδεκτα τιμωρίας. Ήσαν σαν τα χερουβείμ του ανέκδοτου, που δεν είχες —ηθικά τουλάχιστον— πού να τα ξυλίσεις. Θυμάμαι, πως με τον Μάιλς ιδιαίτερα, είχα το συναίσθημα πως δεν είχε, σαν να λέμε, ιστορία. Περιμένουμε από ένα παιδί πως θα έχει κάποια μικρή ιστορία, μα αυτό το όμορφο αγοράκι είχε κάτι το εξαιρετικά ευαίσθητο, αλλά και εξαιρετικά ευτυχισμένο, που μου έκανε την εντύπωση, περισσότερο παρά σε οποιοδήποτε πλάσμα της ηλικίας του που έχω γνωρίσει, πως ανανεωνόταν κάθε μέρα. Ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν είχε πονέσει για κείνη την υπόθεση του σχολείου. Το θεώρησα σαν μια άμεση ανασκευή πως είχε πραγματικά τιμωρηθεί. Αν ήταν κακοήθης στο σχολείο, θα του φαινόταν, και θα του είχε μείνει, και θα το είχα καταλάβει, θα είχα ανακαλύψει τα ίχνη. Δεν ανακάλυψα απολύτως τίποτα κι επομένως ήταν ένας άγγελος. Δε μίλησε ποτέ για το σχολείο του, ποτέ δεν ανάφερε ένα συμμαθητή του ή ένα δάσκαλο, και όσο για μένα, από την αηδία που μου προξενούσαν όλοι αυτοί, δεν έκανα κανέναν υπαινιγμό. Φυσικά, ήμουν μαγεμένη, βρισκόμουν κάτω από τη γοητεία του, και το περίεργο είναι, πως ακόμα και τότε, το ήξερα απόλυτα πως ήταν έτσι. Αλλά παραδόθηκα σε αυτή τη γοητεία: ήταν ένα αντίδοτο στις πίκρες, και δεν είχα λίγες πίκρες. Εκείνες τις μέρες είχα λάβει ανησυχητικά γράμματα από το σπίτι, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Αλλά μια και είχα τα παιδιά μου, τι σημασία είχαν όλα τα πράγματα στον κόσμο; Αυτό το ερώτημα συνήθιζα να βάζω στους ταραγμένους στοχασμούς μου. Με θάμπωναν η χάρη και η ομορφιά τους. Μια Κυριακή —για να συνεχίσω— έβρεχε τόσο δυνατά και τόσο πολλές ώρες, που ήταν αδύνατον να ξεκινήσουμε για την εκκλησία. Έτσι, καθώς έγερνε η μέρα, συμφώνησα με την κυρία Γκρόουζ, πως αν καλυτέρευε ο καιρός το δειλινό, θα πηγαίναμε μαζί στην τελευταία ακολουθία. Η βροχή σταμάτησε ευτυχώς, και ετοιμάστηκα για τη μετάβασή μας, που μέσα από το πάρκο και τον καλό δρόμο του χωριού, θα ήταν ζήτημα είκοσι λεπτών. Καθώς κατέβαινα για να ανταμώσω τη συνάδελφό μου στο χολ, θυμήθηκα ένα ζευγάρι γάντια που είχαν χρειαστεί τρεις βελονιές, και που τις έβαλα —με μια Digitized by 10uk1s, June 2010
δημοσιότητα ίσως όχι εποικοδομητική— την ώρα που καθόμουν στο τραπέζι μαζί με τα παιδιά για το τσάι τους, που το σερβίριζαν τις Κυριακές, κατ' εξαίρεση, σ' εκείνο τον κρύο, κατακάθαρο ναό από μαόνι και μπρούντζο: την τραπεζαρία των μεγάλων. Τα είχα αφήσει εκεί τα γάντια, και γύρισα για να τα πάρω. Η μέρα ήταν αρκετά γκρίζα, αλλά το απογευματινό φως παρατεινόταν, κι έτσι μπόρεσα, καθώς μπήκα στην τραπεζαρία, όχι μονάχα να δω τα γάντια, πάνω σε μια καρέκλα, κοντά στο φαρδύ παράθυρο που τα τζάμια του ήσαν κλειστά, αλλά και να αντιληφθώ κάποιον έξω από το παράθυρο που κοίταζε ολόισια μέσα. Ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο είχε αρκέσει: τον είδα αμέσως, στεκόταν εκεί. Αυτός που κοίταζε ολόισια μέσα, ήταν ο ίδιος που μου είχε κιόλας παρουσιαστεί. Εμφανίστηκε πάλι, δεν μπορώ να πω καθαρότερα, γιατί αυτό ήταν αδύνατον, αλλά με μια αμεσότητα που αντιπροσώπευε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στην επικοινωνία μας, και με έκανε, καθώς τον είδα, να παγώσω και να μου κοπεί η ανάσα. Ήταν ο ίδιος — ήταν ο ίδιος, και τον είδα, και τούτη τη φορά όπως την προηγούμενη, από τη μέση και πάνω, γιατί το παράθυρο, αν και η τραπεζαρία ήταν στο ισόγειο, δεν κατέβαινε ως κάτω. Το πρόσωπό του ήταν κοντά στο τζάμι, κι ωστόσο αυτό, που τον έβλεπα καλύτερα τώρα, συντελούσε, κατά παράξενο τρόπο, μονάχα στο να μου φανερώσει πόσο έντονα τον είχα δει την πρώτη φορά. Έμεινε μονάχα μερικά δευτερόλεπτα —αρκετά για να με πείσει κι αυτός πως με είδε και με αναγνώρισε— μα ήταν σαν να τον κοίταζα ολόκληρα χρόνια και να τον γνώριζα από πάντα. Κάτι, ωστόσο, είχε συμβεί τούτη τη φορά, που δεν είχε συμβεί πρωτύτερα: η ματιά του, καθώς με κοίταζε στο πρόσωπο μέσα από το τζάμι, ήταν βαθιά και έντονη όπως τότε, αλλά τραβήχτηκε από μένα για μια στιγμή, και σ' αυτό το διάστημα είδα πως κοίταζε διαδοχικά διάφορα άλλα αντικείμενα. Την ίδια στιγμή με συντάραξε η βεβαιότητα πως δεν ήταν για μένα που είχε έρθει. Είχε έρθει για κάποιον άλλο. Αυτή η αστραπιαία διαύγεια —γιατί ήταν διαύγεια μέσα στο φόβο— είχε το πιο καταπληκτικό αποτέλεσμα: εξαπόλυσε μέσα μου, έτσι που στεκόμουν εκεί, μια ξαφνική δόνηση καθήκοντος και θάρρους. Λέω θάρρους, επειδή αναμφισβήτητα είχα κιόλας ξεπεράσει το μέτρο. Όρμησα έξω από την πόρτα της τραπεζαρίας, έφτασα στην εξώπορτα, βρέθηκα μέσα σε μια στιγμή στην αλέα, και τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα, έστριψα τη γωνιά και παρουσιάστηκα. Αλλά παρουσιάστηκα μπροστά στο τίποτα. Σταμάτησα, λίγο έλειψα να πέσω, ξαλαφρωμένη, μα έμεινα, αγκάλιασα με το μάτι ολόκληρη τη σκηνογραφία — του έδωσα τον καιρό να εμφανισθεί ξανά. Το λέω «καιρό» αλλά πόσο κράτησε; Δεν είμαι σε θέση να μιλήσω για το πόσο είχαν διαρκέσει όλα αυτά. Φαίνεται πως η αντίληψη του χρόνου με είχε παρατήσει: δεν μπορεί να κράτησαν όσο μου φάνηκε. Ολόκληρο το μέρος, το γκαζόν, ο κήπος πέρα, ό,τι μπορούσα να δω από το πάρκο, ήσαν αδειανά —ένα μεγάλο κενό. Υπήρχαν σύθαμνα και μεγάλα δέντρα, αλλά θυμάμαι την απόλυτη βεβαιότητα που ένιωθα πως τίποτε από τούτα δεν τον έκρυβε. Ήταν εκεί ή δεν ήταν εκεί: δεν ήταν αφού δεν τον είδα. Στηρίχτηκα σ' αυτό —ύστερα, από ένστικτο, αντί να γυρίσω όπως είχα έρθει, πήγα στο παράθυρο. Είχα μια αόριστη ιδέα πως έπρεπε να πάρω θέση εκεί που είχε σταθεί εκείνος. Αυτό έκανα: πλησίασα το πρόσωπό μου στο τζάμι και κοίταξα, όπως είχε κοιτάξει εκείνος, μέσα στο δωμάτιο. Σαν να ήθελε, εκείνη τη στιγμή, να μου δείξει ακριβώς ποια ήταν η κατεύθυνση του ματιού του, η κυρία Γκρόουζ, όπως είχα κάνει εγώ πριν λίγη ώρα, μπήκε από το χολ. Και τότε, είχα την πλήρη εικόνα μιας επανάληψης αυτού που είχε ήδη συμβεί. Με είδε όπως είχα δει τον επισκέπτη μου· σταμάτησε απότομα όπως είχα σταματήσει· ένιωσε κάτι από τον κλονισμό που είχα νιώσει. Έγινε κάτασπρη, κι αυτό με έκανε να αναρωτηθώ αν είχα χλομιάσει κι εγώ τόσο πολύ. Με κοίταξε μια στιγμή, και αποτραβήχτηκε ακολουθώντας ακριβώς τη δική μου γραμμή, και κατάλαβα πως είχε βγει κι έκανε το γύρο για να έρθει σ' εμένα, και πως θα την αντάμωνα σε λίγο. Έμεινα εκεί που ήμουν, και όσο περίμενα πέρασαν πολλές σκέψεις από το νου μου. Αλλά μια μονάχα περιορίζομαι να αναφέρω. Αναρωτήθηκα, γιατί φοβήθηκε εκείνη.
Digitized by 10uk1s, June 2010
V Ω, ΜΟΥ το ΕΙΠΕ μόλις έστριψε τη γωνιά του σπιτιού και αντίκρισε: —Τι συμβαίνει, για όνομα του Θεού;... Τώρα ήταν ξαναμμένη και κοντανάσαινε. Δεν είπα τίποτα ώσπου ήρθε εντελώς κοντά. —Με εμένα; —ρώτησα, και σίγουρα το πρόσωπό μου θα ήταν φρικτό. Μου φαίνεται; —Είστε άσπρη σαν το σεντόνι. Είστε χάλια. Στοχάστηκα μια στιγμή. Στο θέμα αυτό, μπορούσα να αντιμετωπίσω αδίστακτα κάθε αθωότητα. Η ανάγκη να σεβαστώ την αγνότητα της κυρίας Γκρόουζ είχε πέσει αθόρυβα από τους ώμους μου. Κι αν δίστασα εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν γι' αυτό που έκρυψα. Της άπλωσα το χέρι μου, και το έπιασε. Την κράτησα σφιχτά λίγη ώρα, μου άρεσε να την αισθάνομαι κοντά μου. Ένιωθα κάτι σαν στήριγμα στην ντροπαλή εκδήλωση της έκπληξής της. —Ήρθες, βέβαια, να με πάρεις για να πάμε στην εκκλησία, μα δεν μπορώ να πάω. —Έχει συμβεί τίποτε; —Ναι. Και πρέπει να το μάθεις. Φαινόμουν πολύ ταραγμένη; —Μέσα από τούτο το παράθυρο; Τρομερό! —Λοιπόν, είπα, είχα τρομάξει. Τα μάτια της κυρίας Γκρόουζ εκφράζανε καθαρά πως δεν ήθελε να τρομάξει κι αυτή, αλλά επίσης πως ήξερε πολύ καλά τη θέση της και ήταν πρόθυμη να συμμερισθεί κάθε σοβαρή ενόχληση. Ω, το είχα αποφασίσει απόλυτα πως όφειλε να τη συμμερισθεί! —Αυτό που είδες από την τραπεζαρία πριν ένα λεπτό, ήταν η συνέπεια. Αυτό που είδα εγώ, λίγο πρωτύτερα, ήταν πολύ χειρότερο. Το χέρι της σφίχτηκε. —Τι ήταν; —Ένας παράξενος άντρας. Κοίταζε μέσα. —Ποιος παράξενος άντρας; —Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Η κυρία Γκρόουζ κοίταξε γύρω μας. —Και πού πήγε; —Αυτό το ξέρω ακόμα λιγότερο.
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Τον έχετε δει άλλη φορά; —Ναι, μια φορά. Πάνω στον παλιό πύργο. Με κοίταξε κατάματα: —Θέλετε να πείτε πως είναι κανένας ξένος; —Ακριβώς! —Και όμως δε μου το είπατε; —Όχι, είχα τους λόγους μου. Τώρα όμως που μάντεψες... Τα στρογγυλά μάτια της κυρίας Γκρόουζ αντιμετώπισαν αυτή την επίθεση: —Ω, δε μάντεψα! είπε απλά. Πώς μπορώ να μαντέψω αφού εσείς δεν τον φαντάζεστε; —Ούτε τόσο δα. —Δεν τον είδατε πουθενά αλλού, παρά μονάχα πάνω στον πύργο; —Κι εδώ, πριν από λίγο. Η κυρία Γκρόουζ ξανακοίταξε ολόγυρα. —Τι έκανε πάνω στον πύργο; —Στεκόταν μονάχα και με κοίταζε. Συλλογίστηκε μια στιγμή. —Ήταν «κύριος»; Βρήκα πως δεν είχα ανάγκη να σκεφτώ: — Όχι —και όπως με κοίταζε ακόμα πιο έκπληκτη: —Όχι, ξανάπα. — Ώστε, κανένας από εδώ; Κανένας από το χωριό; —Κανένας... κανένας. Δε σου το είπα, αλλά βεβαιώθηκα. Ανάσανε, αόριστα ξαλαφρωμένη: κατά περίεργο τρόπο, το πήρε για τόσο το καλύτερο. Μονάχα πως αυτό δεν κράτησε πολύ. —Μα, αν δεν είναι «κύριος»... —Τι είναι, ε; Είναι μια φρίκη. —Φρίκη; Digitized by 10uk1s, June 2010
—Είναι — ένας Θεός ξέρει τι είναι! Η κυρία Γκρόουζ κοίταξε πάλι ολόγυρα, στύλωσε τα μάτια της στο σκοτεινότερο απόμακρο, και ξαναβρίσκοντας το θάρρος, γύρισε και μου είπε με απότομη ασυνέπεια: —Είναι ώρα να ξεκινήσουμε για την εκκλησία. —Ω, δεν είμαι σε κατάσταση για εκκλησία! —Δε θα σας έκανε καλό; —Δε θα τους έκανε!... κι έγνεψα προς το μέρος του σπιτιού. —Τα παιδιά; —Δεν μπορώ να τα αφήσω τώρα. —Φοβάστε;... Μίλησα θαρραλέα: —Τον φοβάμαι. Το φαρδύ πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ φανέρωσε για πρώτη φορά τη μακρινή αμυδρή αναλαμπή μιας πιο οξείας αντίληψης: σαν να ξεχώρισα την καθυστερημένη ανταύγεια μιας ιδέας, που ήταν ως τότε και για μένα αόριστη και σκοτεινή. Θυμάμαι πως αμέσως το σκέφτηκα σαν κάτι που θα μπορούσα να μάθω από την ίδια, και διαισθάνθηκα πως αυτό συνδεόταν με την επιθυμία που έδειξε να μάθει περισσότερα. —Πότε ήταν — πάνω στον πύργο; —Κατά τα μέσα του μήνα. Τούτη την ίδια ώρα. —Σχεδόν το σούρουπο, είπε η κυρία Γκρόουζ. —Ω, όχι, νωρίτερα. Τον είδα όπως σε βλέπω. —Τότε πώς μπήκε στο σπίτι; —Και πώς βγήκε; είπα γελώντας. Δεν είχα την ευκαιρία να τον ρωτήσω! Απόψε, συνέχισα, δεν μπόρεσε να μπει μέσα. —Μονάχα κοιτάζει; —Ελπίζω να περιοριστεί σ'αυτό! Είχε παρατήσει το χέρι μου. Γύρισε λιγάκι από την άλλη. Περίμενα μια στιγμή, και ύστερα είπα: —Πήγαινε στην εκκλησία. Αντίο. Εγώ πρέπει να έχω το νου μου. Στράφηκε πάλι αργά προς το μέρος μου: Digitized by 10uk1s, June 2010
—Φοβάστε για τα παιδιά; Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν. —Εσύ δε φοβάσαι; Αντί να απαντήσει, πήγε πιο κοντά στο παράθυρο, και για ένα λεπτό κόλλησε το πρόσωπό της στο τζάμι. —Βλέπεις πως μπορούσε να δει, συνέχισα στο μεταξύ. Δεν κούνησε από κει. —Πόση ώρα έμεινε εδώ; —Ώσπου βγήκα. Βγήκα για να τον βρω. Η κυρία Γκρόουζ γύρισε επιτέλους την πλάτη της στο παράθυρο: —Εγώ δε θα μπορούσα να βγω. —Ούτε εγώ! είπα γελώντας. Αλλά βγήκα. Έχω το καθήκον μου. —Κι εγώ το δικό μου, αποκρίθηκε, ύστερα πρόσθεσε: —Σαν τι μοιάζει; —Με κανέναν; επανέλαβε. —Δε φοράει καπέλο — και βλέποντας στο πρόσωπό της πως, σ' αυτό που είπα, έβρισκε κιόλας, με μια βαθιά κατάπληξη, κάτι από μια εικόνα, πρόσθεσα γρήγορα κι απανωτά: — Εχει κόκκινα μαλλιά, πολύ κόκκινα, σγουρά, χλομό πρόσωπο, μακρουλό, με κανονικά χαρακτηριστικά, και μικρές, μάλλον περίεργες φαβορίτες, κόκκινες σαν τα μαλλιά του. Τα φρύδια του είναι κάπως πιο σκούρα, καμπυλωτά, και φαίνονται πολύ ευκίνητα. Τα μάτια του είναι διαπεραστικά, παράξενα, τρομερά παράξενα — αλλά ξέρω μονάχα θετικά πως είναι μάλλον μικρά και πως κοιτάζουν πολύ επίμονα. Έχει μεγάλο στόμα και λεπτά χείλη, κι αν εξαιρέσουμε τις φαβορίτες του είναι εντελώς ξυρισμένος. Φαίνεται σαν ηθοποιός, αυτή την εντύπωση μου δίνει. —Ηθοποιός! Πάντως, ήταν αδύνατον να μοιάζει κανείς λιγότερο με ηθοποιό, από ό,τι η κυρία Γκρόουζ εκείνη τη στιγμή. —Δεν έχω δει ποτέ μου ηθοποιό, μα έτσι τους φαντάζομαι. Είναι ψηλός, με ύφος ενεργητικό, στέκεται τεντωμένος —συνέχισα— αλλά καθόλου, όχι μα καθόλου! κύριος. Το πρόσωπό της είχε χλομιάσει όσο μιλούσα, τα στρογγυλά της μάτια γούρλωσαν και το χαλαρό της στόμα έμεινε ανοιχτό... —Κύριος; είπε με κομμένη ανάσα, ταραγμένη, κατάπληκτη — κύριος, αυτός; — Ώστε τον γνωρίζεις;
Digitized by 10uk1s, June 2010
Πάσχιζε ολοφάνερα να συγκρατηθεί. —Είναι όμως όμορφος; Έπρεπε να την κάνω να μιλήσει. —Πολύ! —Και ντυμένος;... —Με ξένα ρούχα. Κομψά, μα δεν είναι δικά του. Έβγαλε κάτι σαν καταφατικό αναστεναγμό: —Είναι του αφεντικού! Άδραξα το λόγο της: —Τον ξέρεις καλά; Δίστασε μονάχα μια στιγμή: —Ο Κουίντ! έβαλε μια φωνή. —Ο Κουίντ; —Ο Πήτερ Κουίντ... ο υπηρέτης του, ο καμαριέρης του, τότε που ήταν εδώ! —Που ήταν εδώ ο κύριος; Πάντα κοντανασαίνοντας, αλλά κοιτάζοντάς με, τα συναρμολόγησε όπως-όπως: —Ποτέ του δε φορούσε καπέλο, μα φορούσε... να, έλειπαν γιλέκα. Ήσαν και οι δυο τους εδώ... πέρσι. Ύστερα έφυγε το αφεντικό, κι ο Κουίντ ήταν μονάχος. Επανέλαβα, αλλά λίγο διστακτικά: —Μονάχος; —Μονάχος μ' εμάς —και πρόσθεσε, σαν να έβγαινε η φωνή της από πολύ βαθιά: —Προϊστάμενος. —Και τι απόγινε αυτός; Έκανε τόση ώρα να απαντήσει, που η αγωνία μου μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. —Έφυγε κι αυτός, είπε τέλος. —Πού πήγε; Το πρόσωπό της πήρε μια αλλόκοτη έκφραση. —Ένας Θεός το ξέρει! Πέθανε. Digitized by 10uk1s, June 2010
—Πέθανε; στρίγκλισα σχεδόν. Φάνηκε σαν να στυλώνει το κορμί της, να πατάει χάμω πιο γερά, για να προφέρει αυτό το καταπληκτικό: —Μάλιστα. Ο Κουίντ έχει πεθάνει.
Digitized by 10uk1s, June 2010
VI ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ φυσικά, περισσότερο από την πιο πάνω αφήγηση, για να συνενωθούμε μπροστά σε αυτό που είχαμε να αντιμετωπίσουμε όπως μπορούσαμε —την τρομερή ευθύνη μου σε καταστάσεις σαν αυτή που προανάφερα, μια ευθύνη που τη γνώριζε η κυρία Γκρόουζ από δω και μπρος, με ένα αίσθημα κατάπληξης και συμπόνιας. Εκείνο το βράδυ, ύστερα από την αποκάλυψη που με άφησε κυριολεκτικά κουρέλι, καμιά από τις δυο μας δεν πήγε στην εκκλησία, μα είχαμε μια μικρή ακολουθία από δάκρυα και όρκους, προσευχές και υποσχέσεις, ένα κορύφωμα μιας σειράς από αμοιβαίες επικλήσεις και διαβεβαιώσεις, που είχαν ακολουθήσει αμέσως αφού πήγαμε μαζί και κλειδωθήκαμε στο σπουδαστήριο για να τα πούμε. Και το αποτέλεσμα που τα είπαμε, ήταν απλώς να αναλύσουμε τη θέση μας ως την έσχατη ακρίβεια των στοιχείων της. Εκείνη δεν είχε δει τίποτα, ούτε τον ίσκιο ενός ίσκιου, και κανένας δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως η γκουβερνάντα έλεγε την αλήθεια. Ωστόσο δέχτηκε πως αυτά που της είπα ήταν αλήθεια, δίχως να αμφισβητήσει άμεσα πως ήμουν στα λογικά μου, και κατάληξε να μου δείξει μια τρυφερότητα γεμάτη δέος —μια έκφραση της έννοιας που είχε το περισσότερο παρά αμφισβητήσιμο προνόμιό μου— που η πνοή της είχε μείνει στην ψυχή μου σαν η γλυκύτερη ανθρώπινη ευσπλαχνία. Αυτό που συμφωνήσαμε εκείνο το βράδυ, ήταν πως θα μπορούσαμε να αναλάβουμε μαζί την υπόθεση —και δεν ήμουν καν βέβαιη, πως παρ' όλη την εξαίρεσή της, δεν είχε σηκώσει αυτή το μεγαλύτερο βάρος. Καταλάβαινα εκείνη τη στιγμή, νομίζω, όπως καταλάβαινα και αργότερα, πως ήμουν άξια να αναλάβω την προστασία των μαθητών μου. Αλλά μου χρειάστηκε περισσότερος καιρός για να είμαι απόλυτα βέβαιη πως η τίμια σύμμαχός μου ήταν πρόθυμη να τηρήσει τους όρους ενός τόσο επικίνδυνου συμβολαίου. Ήμουν αρκετά αλλόκοτη συντροφιά, τόσο αλλόκοτη όσο και η συντροφιά που είχα —αλλά καθώς αναθυμάμαι όσα περάσαμε, καταλαβαίνω πόσο κοινό έδαφος θα βρήκαμε σ' εκείνη την ιδέα, που ευτυχώς μπόρεσε να μας κρατήσει σταθερές. Ήταν η ιδέα, η δεύτερη σκέψη, που με οδήγησε ολόισια έξω, σαν να λέμε, από τον εσώτερο θάλαμο του φόβου μου. Στην αυλή, τουλάχιστον, θα μπορούσα να πάρω τον αέρα μου, κι εκεί θα ερχόταν να με βρει η κυρία Γκρόουζ. Θυμάμαι ξεκάθαρα τώρα, πώς δυνάμωσε το ηθικό μου πριν χωρίσουμε για ύπνο. Εξετάσαμε και ξαναεξετάσαμε το κάθε χαρακτηριστικό από ό,τι είχα δει. —Έψαχνε κάποιον άλλο, λέτε, κάποιον που δεν ήταν εσείς; —Έψαχνε τον Μάιλς, αποκρίθηκα, νιώθοντας μια θαυμάσια διαύγεια. Αυτόν έψαχνε. —Μα πώς το ξέρετε; —Το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω! είπα, συνεπαρμένη. Το ξέρεις κι εσύ, χρυσή μου! Δεν το αρνήθηκε, μα δε χρειαζόμουν καν αυτή την απόδειξη. Όπως και να είναι, είπε ύστερα από μια στιγμή: —Τι κι αν τον έβλεπε; —Ο Μάιλς; Αυτό ήθελε. Φάνηκε πάλι τρομοκρατημένη: —Το παιδί;
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Θεός φυλάξοι! Αυτός, ο άνθρωπος. Θέλει να τον δουν τα παιδιά. Ήταν φρικτή η ιδέα πως πιθανόν να το πετύχαινε αλλά θα μπορούσα να το εμποδίσω —κι αυτό, έτσι που στεκόμασταν εκεί, κατόρθωνα, ουσιαστικά, να το αποδείξω. Ήμουν απόλυτα βέβαιη πως θα ξανάβλεπα αυτό που είχα δει, αλλά κάτι μου έλεγε μέσα μου πως με το να προσφέρω γενναία τον εαυτό μου σαν το μόνο αντικείμενο μιας τέτοιας δοκιμασίας, με το να δεχτώ, με το να προκαλέσω, με το να υπερνικήσω όλα αυτά, θα χρησίμευα σαν εξιλαστήριο θύμα και θα περιφρουρούσα την ησυχία των άλλων. Τα παιδιά, ιδιαίτερα, θα τα προφύλαγα και θα τα έσωζα απόλυτα. Θυμάμαι ένα από τα τελευταία που είπα εκείνο το βράδυ στην κυρία Γκρόουζ: —Μου κάνει εντύπωση πως οι μαθητές μου δε μου ανάφεραν ποτέ... Με κοίταξε εντατικά έτσι που σταμάτησα σκεφτικά. —Πως αυτός ήταν εδώ και πόσο καιρό έμειναν μαζί του; —Πόσο καιρό ήταν μαζί του, το όνομά του, την παρουσία του, το ιστορικό του οπωσδήποτε. —Ω, η μικρή κυρία δε θυμάται. Ούτε άκουσε, ούτε κατάλαβε τίποτα. —«Τις περιστάσεις του θανάτου του;» σκέφτηκα κάπως έντονα —και ύστερα είπα: —Ίσως όχι. Μα ο Μάιλς θα θυμάται... Ο Μάιλς θα ξέρει... —Ω, μη τον παιδέψετε! μ' έκοψε η κυρία Γκρόουζ. Της ανταπόδωσα τη ματιά της: —Μη φοβάσαι, της είπα, κι εξακολούθησα να σκέφτομαι. Είναι μάλλον παράξενο. —Πώς δε μίλησε ποτέ γι' αυτόν; —Δεν έκανε ποτέ τον παραμικρότερο υπαινιγμό. Και μου λες πως ήσαν «μεγάλοι φίλοι;» —Ω, όχι αυτός! είπε με έκφραση η κυρία Γκρόουζ. Ήταν αδυναμία του Κουίντ. Να παίζει μαζί του... να τον παραχαϊδεύει —κι αφού σταμάτησε μια στιγμή, πρόσθεσε: —Ο Κουίντ είχε μεγάλη οικειότητα. Αυτό, έτσι που έφερε στο νου μου το πρόσωπό του —και τι πρόσωπο!— με έκανε να αηδιάσω. —Μεγάλη οικειότητα με το αγόρι μου; —Μεγάλη οικειότητα με όλους! Απόφυγα, για την ώρα, να αναλύσω αυτή την περιγραφή πέρα από τη σκέψη πως ένα μέρος της αφορούσε το υπηρεσιακό προσωπικό, τα έξι τόσα πρόσωπα, άντρες και κοπέλες, που εξακολουθούσαν να αποτελούν μέλη της μικρής αποικίας μας. Αλλά υπήρχε κάθε λόγος ανησυχίας στο ευχάριστο γεγονός πως κανένας σκαμπρόζικος θρύλος, καμιά κακοκεφαλιά λαδικού της κουζίνας δεν είχε προσαφτεί ποτέ, όσο θυμόταν όλος ο κόσμος, σ' αυτό το ευγενικό, παλιό σπίτι. Δεν είχε ούτε κακό όνομα, ούτε κακή φήμη, και η κυρία Γκρόουζ, όπως φαινόταν, ήθελε να προσκολληθεί σ' εμένα και να τρέμουν τα φυλλοκάρδια της σιωπηλά. Την τελευταία στιγμή, μάλιστα, την έβαλα σε δοκιμασία: όταν, τα μεσάνυχτα, είχε το χέρι της πάνω στο πόμολο της πόρτας του σπουδαστηρίου, Digitized by 10uk1s, June 2010
έτοιμη να βγει. —Ώστε βασίζομαι στα λόγια σου —γιατί έχει μεγάλη σημασία— πως ήταν διεφθαρμένος, θετικά και αναγνωρισμένα. —Ω, όχι αναγνωρισμένα. Εγώ το ήξερα —μα το αφεντικό δεν το ήξερε. —Και δεν του το είπες; —Μα, δεν του άρεσε να του βάζουν λόγια... σιχαινόταν τα παράπονα. Θύμωνε τρομερά με κάτι τέτοια, και φτάνει να ήταν κανείς εντάξει μαζί του... —Για να μην τον νοιάζει τίποτα περισσότερο; Αυτό συμφωνούσε αρκετά με την εντύπωση που μου είχε αφήσει: δεν του άρεσαν οι μπελάδες, και ίσως όχι πολύ προσεκτικός για μερικούς από το υπηρετικό προσωπικό. Ωστόσο, πίεσα την κυρία Γκρόουζ: —Αν ήμουν στη θέση σου εγώ, θα το έλεγα. Ένιωσε τη μομφή. —Ομολογώ πως είχα άδικο. Μα στ' αλήθεια φοβόμουν. —Τι φοβόσουν; —Τι θα μπορούσε να κάνει αυτός ο άνθρωπος. Ο Κουίντ τόσο έξυπνος... τόσο πονηρός. Αυτό μου έκανε περισσότερη εντύπωση από ό,τι φανέρωσα. —Δε φοβήθηκες τίποτ' άλλο; Δε φοβήθηκες την επίδρασή του;... —Την επίδραση; επανέλαβε με μια έκφραση αγωνίας στο πρόσωπό της, και περιμένοντας όσο κόμπιαζε. —Πάνω σε αθώες πολύτιμες ζωούλες; Ήσουν υπεύθυνη γι' αυτές. —Όχι, δεν ήμουν εγώ υπεύθυνη! αποκρίθηκε κατηγορηματικά και πονεμένα. Ο κύριος του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και τον έστειλε εδώ για το λόγο πως δεν ήταν καλά στην υγεία του και θα τον ωφελούσε ο αέρας της εξοχής. Έτσι περνούσε ο λόγος του σε όλα. Ναι, ακόμα και για τα παιδιά. —Για τα παιδιά —αυτός ο τιποτένιος; είπα, καταπνίγοντας κάτι σαν ουρλιαχτό. Και μπόρεσες να το βαστάξεις! —Όχι. Δεν μπόρεσα... και δεν μπορώ ούτε τώρα! και η καημένη έβαλε τα κλάματα. Μια αυστηρή επίβλεψη, όπως έχω πει, άρχισε από την κατοπινή μέρα. Ωστόσο, πόσες φορές και με πόση λαχτάρα ξαναπιάσαμε αυτό το ζήτημα όλη την εβδομάδα. Όσο κι αν μιλήσαμε γι' αυτό εκείνη τη νύχτα της Κυριακής, μέσα στις ώρες που ακολουθούσαν —γιατί μπορεί κανείς να φανταστεί αν έκλεισα μάτι— μ' έτρωγε η ιδέα πως κάτι δε μου είχε πει. Εγώ δεν έκρυψα τίποτα, μα κάτι είχε κρύψει η κυρία Γκρόουζ. Και το πρωί πια ήμουν βέβαιη πως δεν το έκανε από έλλειψη ειλικρίνειας, αλλά Digitized by 10uk1s, June 2010
επειδή την έζωναν οι φόβοι. Μου φαίνεται, πράγματι, τώρα που αναδρομίζει ο νους μου, πως όταν πια ο ήλιος της αυριανής μέρας βρισκόταν ψηλά, είχα ξεδιαλύνει ανήσυχα, σ' αυτό που είχε συμβεί, όλο σχεδόν το νόημα που θα έπαιρναν αυτοί οι φόβοι από μεταγενέστερα και πιο σκληρά περιστατικά. Πάνω απ' όλα, ήταν η απαίσια μορφή αυτού του ανθρώπου ζωντανού —ο πεθαμένος μπορούσε να περιμένει λίγο!— και όλοι οι μήνες που είχε περάσει συνέχεια στο Μπλάυ, και που, συνολικά, απλώνονταν σε μάκρος. Το τέλος εκείνου του πονηρού καιρού έφτασε μονάχα όταν την αυγή μιας χειμωνιάτικης μέρας, ένας εργάτης που πήγαινε νωρίς στη δουλειά του, βρήκε τον Πήτερ Κουίντ νεκρό και ξυλιασμένο, στο δρόμο που ξεκινούσε απ' το χωριό: μια καταστροφή που μπορούσε να εξηγηθεί —επιφανειακά τουλάχιστον— από μια πληγή στο κεφάλι: μια πληγή, που θα την είχε προξενήσει —όπως και έγινε παραδεκτό τελικά— μια μοιραία γλίστρα στα σκοτεινά και αφού είχε φύγει απ' την ταβέρνα, στην απότομη παγωμένη πλαγιά, εκεί που κειτόταν στο βάθος της. Η παγωμένη πλαγιά, το παραπάτημα τη νύχτα, και όπως ήταν πιωμένος, θεωρήθηκαν τελικά —ύστερα από την ανάκριση κι από ατέλειωτες φλυαρίες— αρκετά υπεύθυνα για ό,τι είχε συμβεί. Αλλά υπήρχαν διάφορα στη ζωή του —παράξενα περιστατικά κι επικίνδυνες καταστάσεις, κρυφές παρεκτροπές, βίτσια σχεδόν διαπιστωμένα— που θα ήταν πολύ περισσότερο υπεύθυνα. Δεν ξέρω με τι λόγια να δώσω στην αφήγησή μου μια πιστευτή εικόνα της ψυχικής μου κατάστασης —αλλά εκείνες τις μέρες ήμουν κυριολεκτικά ικανή να βρίσκω χαρά στον εξαιρετικό ηρωισμό που απαιτούσε από μένα η περίσταση. Τώρα έβλεπα πως είχα κληθεί για μια υπέροχη και δύσκολη υπηρεσία: και θα ήταν μεγαλείο να έδειχνα —ω, στο πρόσωπο που έπρεπε!— πως μπόρεσα να πετύχω εκεί που άλλες κοπέλες θα είχαν αποτύχει. Ήταν μια τεράστια βοήθεια για μένα —ομολογώ πως μάλλον συγχαίρω τον εαυτό μου όταν το αναλογίζομαι!— πως είδα την υπηρεσία μου με τόσο σθένος και τόσο απλά. Ήμουν εκεί για να προστατέψω και να υπερασπίσω τα δύο πλασματάκια, τα πιο ορφανεμένα και αξιαγάπητα στον κόσμο, που η επίκληση της αδυναμίας τους για βοήθεια είχε γίνει ξαφνικά πάρα πολύ σαφής, μια βαθιά αδιάκοπη αγωνία για μια αφοσιωμένη καρδιά. Ήμασταν πραγματικά αποκομμένοι, απομονωμένοι μαζί, ενωμένοι στον κίνδυνο. Δεν είχαν άλλον από μένα, κι εγώ —ναι, είχα μονάχα αυτά. Ήταν, με δυο λόγια, μια υπέροχη τύχη. Αυτή η τύχη μου εμφανιζόταν σε μια εικόνα συγκεκριμένη, υλική. Ήμουν ένα προστατευτικό παραπέτασμα —έπρεπε να στέκομαι μπροστά τους. Όσο περισσότερα θα έβλεπα εγώ, τόσο λιγότερα θα έβλεπαν εκείνα. Άρχισα να τα παρακολουθώ με μια κρυφή ανησυχία και μια εσωτερική διέγερση, που αν συνεχίζονταν για πολύ, θα μπορούσαν να καταλήξουν σε κάτι σαν τρέλα. Αυτό που με έσωσε, όπως καταλαβαίνω τώρα, ήταν πως άλλαξαν σε κάτι εντελώς άλλο. Δεν κράτησε σαν ανησυχία —αντικαταστάθηκε από φρικτές αποδείξεις. Αποδείξεις λέω, ναι —από τη στιγμή που πήρα πραγματικά την κατάσταση στα χέρια μου. Αυτή η στιγμή χρονολογείται από μια απογευματινή ώρα, που έτυχε να περνώ στην περιοχή του σπιτιού, μαζί με τη μικρή μου μαθήτρια, μονάχες. Είχαμε αφήσει τον Μάιλς στο σπίτι, πάνω στο κόκκινο μαξιλάρι μιας βαθιάς πολυθρόνας κοντά στο παράθυρο: ήθελε να τελειώσει ένα βιβλίο, κι εγώ είχα ενθαρρύνει με χαρά μια τόσο αξιέπαινη πρόθεση ενός αγοριού, που μόνο του ελάττωμα ήταν, ώρες-ώρες, μια υπερβολική τάση να μη συγκεντρώνεται σε κάτι. Η αδερφή του, αντίθετα, ήρθε πρόθυμα μαζί μου, και τριγυρίσαμε κάπου μισή ώρα, καταφεύγοντας στον ίσκιο, γιατί ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά κα η μέρα εξαιρετικά ζεστή. Καθώς πηγαίναμε, πρόσεξα πάλι πως κατάφερνε, όπως κι ο αδερφός της —είχαν αυτό το χάρισμα και τα δυο παιδιά— να με αφήνουν ήσυχη δίχως να δίνουν την εντύπωση πως με παρατούν, και να με συνοδεύουν δίχως να με ενοχλούν. Δεν ήταν ποτέ ενοχλητικά τα δύο παιδιά, αλλά και ποτέ αδιάφορα απέναντί μου. Η προσπάθειά μου έτεινε να τα βλέπω να διασκεδάζουν δίχως εμένα, κι αυτό ήταν ένα θέαμα μέσα σ' έναν κόσμο δικής τους επινόησης —δεν είχαν καμιά ανάγκη να αντλούν από τη δική Digitized by 10uk1s, June 2010
μου. Έτσι, η υπηρεσία μου περιοριζόταν στο να είμαι, γι' αυτά, κάποιο ξεχωριστό πρόσωπο ή πράγμα, που χρειαζόταν στο παιχνίδι εκείνης της στιγμής, και κατάληξε να είναι μια ευχάριστη και εξαιρετικά αρχοντική αργομισθία. Ξεχνάω ποιος ήταν ο ρόλος μου εκείνο το απόγευμα. Θυμάμαι μονάχα πως ήμουν κάτι πολύ σημαντικό και ατάραχο, και πως η Φλώρα ήταν αφοσιωμένη στο παιχνίδι της. Βρισκόμασταν στην άκρη της λιμνούλας, και όπως τώρα τελευταία είχαμε αρχίσει και γεωγραφία, η λιμνούλα ήταν η Αζοφική Θάλασσα. Ξάφνου ένιωσα πως στην αντικρινή όχθη της Αζοφικής Θάλασσας είχαμε ένα θεατή που παρακολουθούσε μ' ενδιαφέρον. Ο τρόπος που σχημάτισα αυτή την αντίληψη, ήταν το πιο παράξενο πράγμα στον κόσμο —το πιο παράξενο, δηλαδή, εκτός από το πολύ πιο παράξενο που ήταν αυτό που έπεσε στην αντίληψή μου. Είχα καθίσει, με κάποιο εργόχειρο —επειδή, σύμφωνα με το ρόλο μου στο παιχνίδι ήμουν κάτι που μπορούσε να κάθεται— στον παλιό πέτρινο πάγκο πλάι στη λιμνούλα, και σ' αυτή τη θέση άρχισα να έχω την αντίληψη, με βεβαιότητα, και όμως χωρίς να το βλέπω άμεσα, της παρουσίας, σε κάποια απόσταση, ενός τρίτου προσώπου. Τα γέρικα δέντρα, το πυκνό σύθαμνο, έριχναν ένα μεγάλο κι ευχάριστο ίσκιο, που ωστόσο χωνευόταν μέσα στη φωτεινότητα της ζεστής, γαλήνιας ώρας. Δεν υπήρχε τίποτα το ακαθόριστο ή αμφίβολο σε ο,τιδήποτε —τουλάχιστον όχι στην πεποίθηση που σχημάτιζα από τη μια στιγμή στην άλλη, για το τι θα έβλεπα ολόισια μπροστά μου, στην αντικρινή όχθη, αν σήκωνα τα μάτια μου. Εξακολουθούσαν να είναι στυλωμένα πάνω στο κέντημά μου, και νιώθω ακόμα τώρα τη δύναμη της προσπάθειάς μου να μην τα ανασηκώσω ώσπου να πειστώ πως θα ήμουν ικανή ν' αποφασίσω τι να κάνω. Ήταν ένα ξένο ανικείμενο εκεί —ένα ον, που αμέσως, με πάθος, αμφισβήτησα το δικαίωμα της παρουσίας του. Θυμάμαι πως υπολόγισα όλες τις δυνατότητες, πως τίποτα δεν ήταν φυσικότερο, λόγου χάρη, από το να παρουσιαστεί ένας από τους υπηρέτες, ή κι ένας θεληματάρης, ο ταχυδρόμος, ή το παιδί του μπακάλη, από το χωριό. Αυτό είχε λίγη επίδραση πάνω στη βεβαιότητά μου, όπως —δίχως να έχω ακόμα κοιτάξει— και πάνω στην αντίληψή μου για το χαρακτήρα και τη στάση του επισκέπτη μας. Τίποτα δεν ήταν περισσότερο φυσικό από το να ήσαν αυτά τα πράγματα τα άλλα πράγματα, που απολύτως δεν ήσαν. Για τη θετική ταυτότητα της οπτασίας θα βεβαιωνόμουν μόλις το ρολογάκι του θάρρους μου θα χτυπούσε το σωστό δευτερόλεπτο. Στο μεταξύ, με μια προσπάθεια που ήταν ήδη αρκετά δυνατή, γύρισα τα μάτια μου ολόισια πάνω στη Φλωρούλα, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν κάπου δέκα γιάρδες μακριά από μένα. Η καρδιά μου σταμάτησε μια στιγμή, καθώς αναρωτήθηκα τρομαγμένη αν θα έβλεπε κι αυτή —και κράτησα την ανάσα μου όσο περίμενα σαν ποια κραυγή της, σαν ποιο ξαφνικό αθώο σημάδι περιέργειας ή φόβου, θα μου το φανέρωνε. Περίμενα, μα τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Τότε, κατά πρώτο λόγο —και νιώθω πως υπάρχει σ' αυτό κάτι το πιο αδυσώπητο παρά σε ο,τιδήποτε άλλο έχω ν' αφηγηθώ— σχημάτισα την πεποίθηση πως μέσα σ' ένα λεπτό είχε σβήσει η φωνή της, και, κατά δεύτερο λόγο, πως μέσα στο ίδιο λεπτό, είχε γυρίσει την πλάτη της, καθώς έπαιζε, στη λίμνη. Αυτή ήταν η στάση της όταν, τέλος, την κοίταξα, με την απόλυτη βεβαιότητα πως ήμασταν ακόμα, και οι δυο μας, κάτω από άμεση προσωπική παρατήρηση. Είχε μαζέψει από χάμω ένα κομματάκι ξύλο, πλατύ και μακρουλό, που έτυχε να έχει μια μικρή τρύπα στη μέση, κι αυτό της έδωσε την ιδέα να μπήξει στην τρύπα ένα άλλο κομμάτι ξύλο, που θα παράσταινε κατάρτι, και θα σκάρωνε έτσι ένα καράβι. Αυτό το δεύτερο κομμάτι πάσχιζε να στερεώσει στη θέση του, καθώς την κοίταζα. Βλέποντας σε τι ήταν απασχολημένη, πήρα κουράγιο, και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα ένιωσα πως ήμουν έτοιμη για τα παρακάτω. Μετατόπισα τότε τη ματιά μου —και αντίκρισα αυτό που ήταν να αντικρίσω.
Digitized by 10uk1s, June 2010
VII ΕΠΙΑΣΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ Γκρόουζ μόλις μπόρεσα, ύστερα απ' αυτό —και δεν είμαι σε θέση να αφηγηθώ με σαφήνεια την αγωνία μου στο ενδιάμεσο διάστημα. Ωστόσο, ακούω ακόμα τώρα τον εαυτό μου να φωνάζει καθώς έπεσα στην αγκαλιά της: —Ξέρουν —είναι τρομερό: ξέρουν, ξέρουν! —Μα τι πράμα, για το Θεό...; Ένιωσα τη δυσπιστία της, έτσι που με κρατούσε. —Μα, όλα όσα ξέρουμε κι εμείς —κι ο Θεός ξέρει τι άλλο ακόμα! Ύστερα, καθώς με άφησε, της τα είπα, τα λέω ίσως μονάχα τώρα με συνοχή, ακόμα και στον εαυτό μου. —Πριν από δυο ώρες, στον κήπο —μόλις μπορούσα να αρθρώσω τις λέξεις —η Φλώρα είδε! Η κυρία Γκρόουζ το δέχτηκε όπως θα δεχόταν μια γροθιά στο στομάχι. —Σας το είπε; ρώτησε με κομμένη ανάσα. —Ούτε λέξη —αυτό είναι το φρικτό. Το κράτησε για τον εαυτό της. Αυτό το παιδί, οχτώ χρονών παιδί! Η κατάπληξή μου εξακολουθούσε να είναι ανείπωτη, για να μην μπορώ να την περιγράψω. Η κυρία Γκρόουζ, φυσικά, έμεινε με ανοιχτό στόμα: —Τότε, πώς το ξέρετε; —Ήμουν εκεί... το είδα με τα μάτια μου: είδα πως είχε απόλυτα αντιληφθεί. —Θέλετε να πείτε πως τον είχε αντιληφθεί; —Όχι —πως την είχε αντιληφθεί. Είχα συναίσθηση, καθώς μιλούσα, πως φαινόμουν να μην ξέρω τι λέω, γιατί έβλεπα αυτή την ιδέα να σχηματίζεται σιγά-σιγά πάνω στο πρόσωπο της κυρία Γκρόουζ. —Ένα άλλο πρόσωπο... τούτη τη φορά —αλλά εξίσου ολοφάνερα απαίσιο και σατανικό: μια γυναίκα μαυροφορεμένη, χλομή και φρικαλέα... και μ' ένα τέτοιο ύφος, και μ' ένα τέτοιο πρόσωπο! στην άλλη όχθη της λίμνης. Ήμουν εκεί με το παιδί... καμιά ωρούλα... και ήρθε ξαφνικά. —Πώς ήρθε —από πού; —Από εκεί που έρχονται! Εμφανίστηκε και στάθηκε κει —μα όχι τόσο κοντά. —Και δίχως να έρθει πιο κοντά; —Ω, για την εντύπωση και την αίσθηση που προκάλεσε, ήταν σαν να ήταν τόσο κοντά όσο εσύ! Digitized by 10uk1s, June 2010
Η φίλη μου, με μια παράξενη ορμέμφυτη κίνηση, έκανε ένα βήμα πίσω: —Ήταν κάποια που δεν την έχετε ξαναδεί; —Ναι. Αλλά κάποια που το παιδί την έχει ξαναδεί. Κάποια που την έχεις ξαναδεί κι εσύ. Και για να δείξω τι εννοούσα, πρόσθεσα: —Η προκάτοχή μου... εκείνη που πέθανε. —Η μις Τζέσελ; —Η μις Τσέσελ. Δε με πιστεύεις; επέμεινα. Γύριζε δεξιά-ζερβά μέσα στην αγωνία της. —Πώς μπορείτε να είστε βέβαιη; Στην κατάσταση που ήσαν τα νεύρα μου, της φώναξα: —Τότε ρώτησε τη Φλώρα —αυτή είναι βέβαιη!— αλλά μόλις το είπα το μετάνιωσα: —Όχι, για όνομα του Θεού, μην τη ρωτήσεις! Θα πει πως δεν είναι βέβαιη —θα πει ψέματα! Η κυρία Γκρόουζ δεν ήταν τόσο σαστισμένη ώστε να μη διαμαρτυρηθεί από ένστικτο: —Μα πώς μπορείτε να λέτε τέτοια πράματα; —Γιατί είμαι βέβαιη. Η Φλώρα δε θέλει να το ξέρω. —Τότε, είναι για να μην ανησυχήσετε. —Όχι, όχι —είναι βαθιά η αιτία, πολύ βαθιά! Όσο το εξετάζω, τόσο βλέπω πιο καθαρά, και όσο πιο καθαρά βλέπω, τόσο περισσότερο φοβάμαι. Δεν ξέρω τι δε βλέπω —τι δε φοβάμαι! Η κυρία Γκρόουζ πάσχισε να μην το βάλει κάτω: —Θέλετε να πείτε πως φοβάστε μην την ξαναδείτε; —Ω, όχι, αυτό δεν είναι τίποτα, τώρα πια! —και ύστερα της εξήγησα: —Φοβάμαι μήπως δεν τη δω. Μα η φίλη μου φάνηκε μονάχα σαν χαμένη: —Δε σας καταλαβαίνω. —Μα, είναι πως το παιδί μπορεί να εξακολουθήσει να τη βλέπει, και σίγουρα θα εξακολουθήσει — δίχως να το ξέρω. Η κυρία Γκρόουζ λύγισε για μια στιγμή μπροστά σ' αυτή τη δυνατότητα, αμέσως όμως ξανάρθε στον εαυτό της, σαν να την έσπρωξε σ' αυτό η αίσθηση για το πού μπορούμε να φτάσουμε αν υποχωρήσουμε και μια ίντσα:
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Χρυσή μου, ας μη χάνουμε το νου μας! Και, το κάτω-κάτω, αν δεν την πειράζει...! —δοκίμασε μάλιστα κι ένα αποτρόπαιο αστείο: —Ίσως και να της αρέσει! —Να της αρέσουν τέτοια πράματα —ένα τόσο δα μωρό! —Δεν είναι ίσια-ίσια μια απόδειξη της αθωότητάς της; είπε θαρραλέα η φίλη μου. Για μια στιγμή, σχεδόν με τύλιξε. —Ω, τότε πρέπει ν' αρπαχτούμε απ' αυτό... να αγκιστρωθούμε σ' αυτό! Αν δεν είναι μια απόδειξη αυτού που είπες, είναι μια απόδειξη —ο Θεός ξέρει για τι πράμα! Γιατί αυτή η γυναίκα είναι η φρίκη της φρίκης. Η κυρία Γκρόουζ στύλωσε χάμω τα μάτια της για ένα λεπτό. Και τέλος, αναθωρίζοντας: —Πείτε μου πώς το ξέρετε. —Ώστε το παραδέχεσαι πως ήταν τέτοια; της φώναξα. —Πείτε μου πώς το ξέρετε, ξανάπε μονάχα. —Πώς το ξέρω; Από τον τρόπο που κοίταζε. —Που σας κοίταζε, θέλετε να πείτε;... Με τόση κακία; —Θεέ μου, όχι —αυτό θα μπορούσα να το βαστάξω, εμένα, ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Μονάχα τη μικρή κοίταζε. Η κυρία Γκρόουζ πάσχισε να το αντιληφθεί καλά. —Την κοίταζε; —Α, με τόσο τρομερά μάτια! Κοίταξε τα δικά μου μάτια, σαν να ήθελε να δει αν έμοιαζαν με τα μάτια της άλλης. —Θέλετε να πείτε, με αντιπάθεια; —Θεέ μου, όχι. Με κάτι πολύ χειρότερο. —Χειρότερο από αντιπάθεια; Αυτό την έβαλε σε αμηχανία. —Με μια αποφασιστικότητα... ανείπωτη. Με κάτι σαν παράφορη επιθυμία. Την έκανα να χλομιάσει: —Επιθυμία; —Να την αρπάξει. Digitized by 10uk1s, June 2010
Η κυρία Γκρόουζ, με τα μάτια της αόριστα πάνω στα δικά μου, αναρρίγησε και πήγε στο παράθυρο. Και καθώς στεκόταν εκεί και κοίταζε έξω, συμπλήρωσα την ανακοίνωσή μου: —Αυτό είναι που ξέρει η Φλώρα. Ύστερα από λίγο γύρισε προς το μέρος μου: —Είπατε πως φορούσε μαύρα; —Σαν να είχε πένθος —μάλλον φτωχικά ντυμένη, σχεδόν σαν αποφόρια. Αλλά... ναι... εξαιρετικά όμορφη. Τώρα κατάλαβα πού είχα φέρει επιτέλους, βήμα-βήμα, το θύμα της εκμυστήρευσής μου, γιατί ολοφάνερα, ζύγιζε αυτό που είχα πει. —Ω, πολύ-πολύ όμορφη, επέμεινα, εξαιρετικά όμορφη. Αλλά αισχρή. Ξανάρθε σιγά-σιγά κοντά μου: —Η μις Τζέσελ... ήταν αισχρή. Έπιασε πάλι το χέρι μου με τα δυο της χέρια, και το έσφιγγε σαν να ήθελε να μου δώσει δύναμη για να αντέξω στην αναστάτωση που θα πάθαινα από τούτη την αποκάλυψη. —Και οι δυο τους ήσαν αισχροί, είπε τελικά. Έτσι, για λίγη ώρα, αντιμετωπίσαμε πάλι μαζί την κατάσταση. Και βρήκα απόλυτα κάποια βοήθεια έτσι που την έβλεπα τώρα με τόση ακρίβεια. —Εκτιμώ, της είπα, τη μεγάλη αξιοπρέπειά σου να μη μου έχεις μιλήσει ως τώρα. Μα ήρθε πια ο καιρός να μου τα πεις όλα. Φάνηκε να συμφωνεί, αλλά ακόμα μονάχα σιωπηλά, και τότε συνέχισα: —Πρέπει να τα ξέρω. Από τι πέθανε εκείνη; Έλα, λέγε, είχαν σχέσεις μεταξύ τους; —Ολοκληρωμένες. —Παρ' όλη τη διαφορά;... —Ω, της τάξης τους, της θέσης τους —ναι, είπε θλιμμένα. Εκείνη ήταν κυρία. Το στριφογύρισα στο νου μου. Πάλι κατάλαβα. —Ναι, ήταν κυρία. —Κι εκείνος τόσο πολύ πιο χαμηλά, είπε η κυρία Γκρόουζ. Δεν έπρεπε, βέβαια, να επιμείνω πολύ, μιλώντας μαζί της, για τη θέση ενός υπηρέτη στην κοινωνική κλίμακα, τίποτα όμως δε με εμπόδιζε να παραδεχτώ το δικό της μέτρο για την κατάπτωση της προκατόχου μου. Υπήρχε ένας τρόπος να χειριστώ αυτό το ζήτημα, και τον μεταχειρίστηκα —τόσο πιο Digitized by 10uk1s, June 2010
αδίστακτα, επειδή ήθελα να έχω μια πλήρη ιδέα, με τη μαρτυρία της, για το μακαρίτη έξυπνο, ωραίο, «ιδιαίτερο» υπηρέτη του εργοδότη μας: αναίσχυντο, σίγουρο, διεφθαρμένο, αχρείο. —Ήταν ένας παλιάνθρωπος, της είπα. Η κυρία Γκρόουζ το στριφογύρισε στο νου της, σαν να ήταν κάπως η περίπτωση για αποχρώσεις: —Δεν έχω ξαναδεί άλλον σαν αυτόν. Έκανε ό,τι ήθελε. —Μ' εκείνη; —Με αυτούς όλους. Ήταν σαν να είχε πάλι εμφανιστεί στα μάτια της η μις Τσέσελ. Πάντως, μου φάνηκε για μια στιγμή πως είδα μέσα τους την αναθύμησή της, τόσο καθαρά όπως την είχα δει κοντά στη λίμνη. Και είπα με πεποίθηση: —Και γι' αυτή θα ήταν ό,τι ήθελε. Το πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ δήλωνε πως πραγματικά έτσι ήταν, αλλά είπε ταυτόχρονα: —Η καημένη... το πλήρωσε ακριβά! —Ώστε ξέρεις από τι πέθανε; ρώτησα. —Όχι... τίποτα δεν ξέρω. Δεν ήθελα να ξέρω —και ήμουν ευτυχισμένη που δεν ήξερα... κι ευχαριστώ το Θεό, που είχε φύγει από δω! —Ήξερες λοιπόν... —Ποια ήταν η πραγματική αιτία που έφυγες; Ω, ναι —όσο γι' αυτό. Δεν μπορούσε να μείνει. Εδώ, αυτό —σε μια γκουβερνάντα; Και έπειτα φαντάστηκα... κι ακόμα φαντάζομαι... Κι αυτό που φαντάζομαι είναι τρομερό! —Όχι τόσο τρομερό όσο αυτό που κάνω εγώ, αποκρίθηκα, με ένα ύφος που θα ήταν —όπως το αισθανόμουν άλλωστε κι εγώ η ίδια— γεμάτο συντριβή και απελπισία. Αυτό προκάλεσε πάλι όλη τη συμπόνια της, και συγκινημένη από την καλοσύνη της, ξέσπασα, όπως την είχα κάνει κι εκείνη να ξεσπάσει τις προάλλες σ' ένα κλάμα γοερό. Με έσφιξε πάνω στο μητρικό της στήθος, κι ο πόνος μου ξεχείλισε: —Δεν κάνω το καθήκον μου! είπα με απελπισία, πνιγμένη στ' αναφιλητά. —Δεν τα φυλάγω, δεν τα προστατεύω! Είναι πολύ χειρότερο από ό,τι φανταζόμουν —πάει, χάθηκαν τα παιδιά!
Digitized by 10uk1s, June 2010
VIII ΑΥΓΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑ πει στην κυρία Γκρόουζ ήταν αλήθεια: στο ζήτημα που είχα θέσει μπροστά της, υπήρχαν βάθη και δυνατότητες, που δεν είχα το θάρρος να καυτηριάσω —κι έτσι, σαν ανταμώσαμε ξανά, μείναμε σύμφωνες, μες στην αμηχανία μας, πως οφείλαμε να μην παρασυρθούμε σε υπερβολές. Έπρεπε να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας αν όχι τίποτ' άλλο —όσο κι αν αυτό ήταν δύσκολο μπροστά σε ό,τι, στα καταπληκτικά μας βιώματα, ήταν ελάχιστα αμφισβητήσιμο. Αργά εκείνη τη νύχτα, όσο κοιμόταν όλο το σπιτικό, τα ξανακουβεντιάσαμε, και παραδέχτηκε πως δε χωρούσε καμιά αμφιβολία πως είχα δει με ακρίβεια ό,τι είχα δει. Για να το παραδεχτεί, δεν είχα παρά να τη ρωτήσω πώς μπόρεσα, αν τα είχα «εφεύρει», να της περιγράψω, ως την τελευταία λεπτομέρεια και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τα πρόσωπα που μου είχαν εμφανιστεί —μια εικόνα, που μόλις της την παρουσίασα, αναγνώρισε και κατονόμασε αυτά τα πρόσωπα. Επιθυμούσε, φυσικά — και δεν την αδικώ γι' αυτό!— να θάψει την όλη υπόθεση: έσπευσα, λοιπόν, να τη διαβεβαιώσω πως το ενδιαφέρον μου είχε πάρει τώρα τη μορφή έρευνας για έναν τρόπο που θα επέτρεπε να γλιτώσουμε από τούτη την αγωνία. Συμπέσαμε στο ζήτημα μιας πιθανότητας πως με την επανάληψη —που την είχαμε σίγουρη— θα συνήθιζα στον κίνδυνο, έχοντας ξεκάθαρα τη γνώμη πως ο προσωπικός κίνδυνος που θα διέτρεχα, είχε γίνει ξαφνικά η μικρότερη από τις έγνοιες μου. Αυτό που ήταν αβάσταχτο, ήταν η καινούρια υποψία μου —κι ωστόσο, ακόμα και σ' αυτή την περιπλοκή, οι ώρες που ακολουθούσαν είχαν φέρει κάποιο ξαλάφρωμα. Σαν άφησα την κυρία Γκρόουζ ύστερα από το πρώτο μου ξέσπασμα, είχα ξαναγυρίσει, φυσικά, κοντά στα παιδιά, συσχετίζοντας το φάρμακο για τους φόβους μου με εκείνη την αίσθηση της γοητείας τους, που ποτέ δε μου είχε λείψει, και που είχα κιόλας θεωρήσει πως ήταν κάτι που μπορούσα να καλλιεργήσω θετικά. Με άλλα λόγια, είχα ξαναβρεί τη Φλώρα και ανακάλυψα —ήταν σχεδόν μια ηδονή!— πως μπορούσε να βάλει με συναίσθηση το χεράκι της πάνω στο πονεμένο μέρος. Με κοίταξε γλυκά, εξετάζοντας το πρόσωπό μου, και ύστερα με κατηγόρησε κατάμουτρα πως «έκλεψα». Φανταζόμουν πως είχα εξαλείψει κάθε σημάδι, αλλά μπροστά σ' αυτή την απροσμέτρητη φιλανθρωπία, χάρηκα κυριολεκτικά —για την ώρα, τουλάχιστον— που τα ίχνη τους δεν είχαν εξαφανιστεί ολότελα. Κοιτάζοντας μες στα γαλάζια βάθη των ματιών του παιδιού, και γνωματεύοντας πως η γλύκα τους ήταν ένα τέχνασμα πρόωρης πονηριάς, ήμουν ένοχη κυνισμού, και προτιμούσα, φυσικά, να απαρνηθώ την κρίση μου, και, όσο μου ήταν δυνατόν, την ταραχή μου. Δεν μπόρεσα να τα απαρνηθώ, μόνο και μόνο επειδή το ήθελα, μπόρεσα όμως να βεβαιώσω την κυρία Γκρόουζ —όπως έκανα επανειλημμένα εκεί πάνω, στις μικρές ώρες— πως με τις φωνές τους στον αέρα, κι έτσι που τα έσφιγγες πάνω στην καρδιά σου, και με το μυρωμένο πρόσωπό τους πάνω στο μάγουλό σου, όλα γκρεμίζονταν εκτός από την απειρία τους κι από την ομορφιά τους. Ήταν κρίμα —για να ξοφλήσω μ' αυτό μια για πάντα— που έπρεπε ν' απαριθμήσω πάλι τα σημάδια της πονηριάς που, το απομεσήμερο, κοντά στη λιμνούλα, με είχε κάνει, σαν από θαύμα, να δείξω αυτοκυριαρχία. Ήταν κρίμα που ήμουν υποχρεωμένη να εξετάσω ξανά τη βεβαιότητα της στιγμής, και να επαναλάβω πως είχα αντιληφθεί, σαν μια αποκάλυψη, ότι η αδιανόητη επικοινωνία που είχα πιάσει αυτόφωρα, ήταν, και για τα δυο μέρη, ζήτημα συνήθειας. Ήταν κρίμα που χρειάστηκε να ξαναπώ με τρεμουλιαστή φωνή για ποιους λόγους, μέσα στην αναστάτωσή μου δεν είχα καν αμφισβητήσει πως η μικρή είδε την επισκέπτριά μας, ολόιδια όπως έβλεπα μπροστά μου την κυρία Γκρόουζ, και πως θέλησε να με κάνει να υποθέσω πως δεν την είδε, και ταυτόχρονα, δίχως να φανεί, να μαντέψει αν την είδα κι εγώ! Ήταν κρίμα που χρειάστηκε να περιγράψω άλλη μια φορά τη μικρή φασαρία που είχε κάνει επιδεικτικά για να ξεγελάσει την προσοχή μου —οι πιο έντονες κινήσεις της, η μεγαλύτερη ζωηρότητα στο παιχνίδι της, το τραγούδι της, η φλυαρία της, η πρότασή της να παίξουμε κυνηγητό. Ωστόσο, αν δεν είχα επιδοθεί σ' αυτή την ανασκόπηση, για να αποδειχτεί το άσκοπό της, θα έχανα τα Digitized by 10uk1s, June 2010
δύο-τρία αμυδρά στοιχεία παρηγοριάς που μου απόμεναν. Δε θα μπορούσα, λόγου χάρη, να διαβεβαιώσω κατηγορηματικά τη φίλη μου, πως ήμουν βέβαιη —κι αυτό ήταν τόσο το καλύτερο— πως εγώ τουλάχιστον δεν είχα προδώσει τον εαυτό μου. Δε θα είχα παρακινηθεί, από επιτακτική ανάγκη, από απόγνωση —κι εγώ δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω— να επικαλεστώ τη βοήθεια της νοημοσύνης, με αποτέλεσμα να στριμώξω τη συνάδερφό μου στον τοίχο. Την πίεσα να μιλήσει, και μου είχε πει πολλά, λίγο-λίγο, με το τσιγκέλι —αλλά πέρα από όσα είπε, ένας μικρός κινητός ίσκιος εξακολουθούσε να περνάει πάνω στο μέτωπό μου σαν το φτερό νυχτερίδας. Και θυμάμαι, σ' εκείνη την περίσταση —γιατί το κοιμισμένο σπιτικό, καθώς και η συμπύκνωση του κινδύνου και η επαγρύπνησή μας φαίνονταν να βοηθούν σ' αυτό —πως ένιωσα τη σημασία που είχε να δώσω το τελευταίο τράβηγμα για το άνοιγμα της κουρτίνας. —Δεν πιστεύω σε τίποτα τόσο αποτρόπαιο, θυμάμαι πως είπα. Όχι, ας το θέσουμε οριστικά, χρυσή μου, πως δεν πιστεύω. Αν πίστευα όμως, είναι κάτι που θα ήθελα απόλυτα, δίχως να σε σπλαχνιστώ καθόλου —μα ούτε τόσο δα— να σε κάνω με το ζόρι να μου το πεις. Τι είχες στο νου σου, σαν είπες, μέσα στη στενοχώρια μας και ύστερα από την επιμονή μου, πριν να γυρίσει ο Μάιλς, σχετικά μ' εκείνο το γράμμα από το σχολείο, πως δεν εννοούσες ότι κυριολεκτικά ποτέ δεν ήταν «κακό παιδί;» Κυριολεκτικά ποτέ δεν ήταν κακό παιδί, όλες αυτές τις εβδομάδες που έζησα μαζί του και τον παρακολουθούσα προσεκτικά: ήταν αδιάκοπα ένα μικρό θαύμα εξαίσιας καλοσύνης. Θα είχες πει κι εσύ το ίδιο αν δεν είχες κάποιο λόγο να κάνεις μια επιφύλαξη. Ποιος ήταν αυτός ο λόγος, και σε ποιο σημείο από τις προσωπικές σου παρατηρήσεις αναφερόσουν; Ήταν μια ανάκριση τρομερά αυστηρή, αλλά ο τόνος της συνομιλίας μας δεν ήταν η ελαφρότητα —και, πάντως, πριν μας χωρίσει η γκρίζα χαραυγή, είχα την απάντηση. Αυτό που είχε τότε στο νου της η φίλη μου, αποδείχτηκε πως είχε τεράστια σημασία. Ήταν, ούτε λιγότερο ούτε πολύ, πως για κάμποσους μήνες ο Κουίντ και το παιδί ήσαν αδιάκοπα μαζί. Είχε, μάλιστα, τολμήσει η κυρία Γκρόουζ να επικρίνει, να υπαινιχθεί το ανάρμοστο ενός τόσο στενού συνδέσμου, ακόμα και να προχωρήσει έως το σημείο να μιλήσει ξεκάθαρα γι' αυτό το ζήτημα στη μις Τζέσελ. Η μις Τζέσελ, μ' έναν πολύ παράξενο τρόπο, της είπε να κοιτάζει τη δουλειά της, και τότε η καλόκαρδη γυναίκα μίλησε απευθείας του Μάιλς. Του είχε πει —όπως την πίεσα να μου ομολογήσει— πως δεν της άρεσε να βλέπει νεαρούς κυρίους να ξεχνούν τη θέση τους. Πάνω σ' αυτό, πάλι την πίεσα, φυσικά. —Του θύμισες πως ο Κουίντ ήταν ένας υπηρέτης και τίποτα περισσότερο; —Ακριβώς! Κι από τη μια, η απάντησή του ήταν κακή. —Κι από την άλλη; ρώτησα και περίμενα. Επανέλαβε τα λόγια σου στον Κουίντ; —Όχι, όχι αυτό. Δε θα το έκανε ποτέ! και δοκίμασε πάλι να μ' εντυπωσιάσει. Ήμουν βέβαιη, όπως και να είναι —πρόσθεσε— πως δεν το είπε. Αλλά αρνήθηκε ορισμένα περιστατικά. —Τι περιστατικά; —Σαν ήσαν μαζί οι δυο τους, λες και ήταν παιδαγωγός του ο Κουίντ —και πολύ σπουδαίος, μάλιστα— και η μις Τζέσελ να ήταν μονάχα για τη μικρή κυρία. Σαν έβγαινε μ' αυτόν, θέλω να πω, και περνούσε ολόκληρες ώρες μαζί του. —Και μάσησε τα λόγια του, είπε πως δεν ήταν έτσι; Η παραδοχή της ήταν αρκετά ξεκάθαρη, κι αυτό με έκανε να προσθέσω: Digitized by 10uk1s, June 2010
—Καταλαβαίνω. Είπε ψέματα. —Ω! μουρμούρισε η κυρία Γκρόουζ, σ' έναν τόνο που υπονοούσε πως αυτό δεν είχε σημασία —όπως και το υποστήριξε, προσθέτοντας. Βλέπετε, το κάτω-κάτω, η μις Τζέσελ αδιαφορούσε. Δεν του το απαγόρεψε. Σκέφτηκα πάνω σ' αυτό. —Σου το είπε σαν δικαιολογία; ρώτησα. Πάλι κόμπιασε: —Όχι, δε μου μίλησε ποτέ γι' αυτό. —Δε σου μίλησε ποτέ για κείνη, σε σχέση με τον Κουίντ; Κατάλαβε, κοκκινίζοντας λιγάκι, πού το πήγαινα. —Μα, δεν έδειξε τίποτα. Αρνήθηκε... Αρνήθηκε, ξανάπε. Θεέ μου πώς την πίεζα τώρα! —Ώστε μπόρεσες να καταλάβεις πως ήξερε τι συμβαίνει ανάμεσα στα δύο καθάρματα; —Δεν ξέρω... δεν ξέρω! βόγκηξε η καημένη. —Ξέρεις, χρυσή μου, σίγουρα ξέρεις, αποκρίθηκα. Μονάχα δεν έχεις τη δική μου τρομερά τολμηρή αντίληψη, και καταχωνιάζεις —από συστολή, από σεμνότητα, από λεπτότητα— ακόμα και την εντύπωση που, στο παρελθόν, τότε που ήσουν υποχρεωμένη να αγωνίζεσαι σιωπηλά, δίχως τη βοήθειά μου, σε είχε κάνει περισσότερο από όλα δυστυχισμένη. Αλλά θα μου το ομολογήσεις κι αυτό. Ήταν κάτι στο παιδί, συνέχισα, που σου έδινε την ιδέα πως σκέπαζε, πως έκρυβε τις σχέσεις τους. —Ω, δεν μπορούσε να εμποδίσει... —Να μάθεις την αλήθεια. Φυσικά! Αλλά, Θεέ μου —είπα με αγανάκτηση, σκεφτική— αυτό δείχνει τι κατάφεραν να το κάνουν το παιδί! —Α, τώρα όμως είναι εντάξει! πήρε το μέρος του η κυρία Γκρόουζ με θλιμμένο ύφος. —Δεν παραξενεύομαι πως φαινόσουν αλλόκοτη, επέμεινα, όταν σου μίλησα για το γράμμα από το σχολείο του! —Αμφιβάλλω αν φαινόμουν τόσο αλλόκοτη όσο εσείς! αποκρίθηκε ζωηρά. Κι αν ήταν τότε κακός, πώς είναι σήμερα ένας τέτοιος άγγελος; —Ναι, αλήθεια —κι ας ήταν ένας διάβολος στο σχολείο! Πώς, ε; Πώς; Πώς; Άκουσε, είπα μέσα στην ταραχή μου, πρέπει να μου ξανακάνεις αυτή την ερώτηση, μα δε θα μπορέσω να σου απαντήσω για μερικές μέρες. Μονάχα, να μου την ξανακάνεις! φώναξα σ' έναν τόνο που έκανε τη φίλη μου να γουρλώσει τα μάτια της. Υπάρχουν κατευθύνσεις που δε θέλω να ακολουθήσω για την ώρα. Στο μεταξύ, ξαναγύρισα στο πρώτο της παράδειγμα, που είχε αναφέρει πριν από λίγη ώρα, για την Digitized by 10uk1s, June 2010
ικανότητα του παιδιού να αυθαδιάζει: —Αφού ο Κουίντ, τότε που έκανες παρατηρήσεις στο παιδί, ήταν υπηρέτης, φαντάζομαι πως ένα από όσα είπε ο Μάιλς, ήταν πως κι εσύ ήσουν υπηρέτρια —και όπως η κυρία Γκρόουζ το παραδέχτηκε, συνέχισα: —Κι εσύ του το συγχώρησες; —Εσείς, δε θα του το συγχωρούσατε; —Ω, ναι! Αυτό μας διασκέδασε, και γελάσαμε και οι δύο μέσα στη σιωπή. Έπειτα συνέχισα: —Πάντως, όσο εκείνος ήταν με τον άντρα... —Η μις Φλώρα ήταν με τη γυναίκα. Αυτό τους βόλευε όλους. Αυτό βόλευε κι εμένα, μου ερχόταν γάντι —θέλω να πω, δηλαδή, πως ταίριαζε ακριβώς με την εξαιρετικά τρομερή άποψη, που την ίδια στιγμή απαγόρευσα στον εαυτό μου να την αποδεχτεί. Αλλά κατάφερα να αναχαιτίσω τη διατύπωση αυτής της άποψης, κι έτσι δε θα τη φανερώσω εδώ περισσότερο από ό,τι επιτρέπει η αναγραφή της τελευταίας παρατήρησης που έκανα στην κυρία Γκρόουζ: —Ομολογώ πως η ψευτιά και η αναίδειά του είναι λιγότερο ελκυστικά δείγματα από ό,τι ήλπιζα πως θα μου έδινες, σχετικά με την εκδήλωση, μέσα του, του μικρού φυσικού άντρα. Ωστόσο, πρόσθεσα με ύφος ρεμβαστικό, χρειάζονται κι αυτά, γιατί με κάνουν να νιώθω περισσότερο παρά ποτέ πως πρέπει να παρακολουθώ την κατάσταση. Κοκκίνισα, βλέποντας σε λίγο στο πρόσωπο της φίλης μου πόσο πολύ περισσότερο ανεπιφύλακτα τον είχε συγχωρήσει από ό,τι θα τον συγχωρούσε η δική μου τρυφερότητα, με την ευκαιρία που της έδινε εκείνο το επεισόδιο. Αυτό φάνηκε όταν, στην πόρτα του σπουδαστηρίου, ετοιμαζόταν να φύγει: —Σίγουρα, δεν τον κατηγορείτε... —Πως εξακολουθεί να έχει σχέσεις που τις κρύβει από μένα; Ώσπου να έχω περισσότερες αποδείξεις, κανέναν δεν κατηγορώ ακόμα —και πριν να κλείσω την πόρτα και να κινήσει, από άλλο διάδρομο, να πάει στην κάμαρά της, πρόσθεσα: —Πρέπει να περιμένω.
Digitized by 10uk1s, June 2010
IX Περίμενα, περίμενα, και οι μέρες, καθώς κυλούσαν, πήραν μαζί τους κάτι από την αγωνία μου. Ήμουν αδιάκοπα κοντά στα παιδιά, δε σημειώθηκε κανένα καινούριο επεισόδιο, κι αυτό ήταν αρκετό για να περάσει το σφουγγάρι πάνω σε οδυνηρές φαντασίες, ακόμα και σε σιχαμερές αναμνήσεις. Έχω μιλήει για το σκλάβωμα στην καταπληκτική παιδική τους χάρη σαν κάτι που θα μπορούσα να το καλλιεργήσω εντατικά, και είναι εύκολο να φανταστεί κανείς αν παραμέλησα τώρα να προσφύγω σ' αυτή την πηγή, για ό,τι κι αν θα ήταν δυνατόν να αποδώσει. Περισσότερο παράξενο, ασφαλώς, από ό,τι μπορώ να το εκφράσω, ήταν η προσπάθειά μου να αγωνιστώ ενάντια στις καινούριες αποκαλύψεις: αυτό θα αποτελούσε αναμφισβήτητα μια ένταση ακόμα μεγαλύτερη, αν δεν πετύχαινε τόσο συχνά. Απορούσα πώς δε μάντευαν οι μικροί μαθητές μου, πως έβαζα παράξενα πράγματα στο νου μου γι' αυτούς. Και το γεγονός πως αυτά τα πράγματα τους έκαναν περισσότερο ενδιαφέροντες, δε βοηθούσε στο να μένουν απληροφόρητοι. Έτρεμα μην καταλάβουν πως έτσι γίνονταν τόσο υπερβολικά πιο ενδιαφέροντες. Πάντως, και στη χειρότερη περίπτωση, όπως το έβαζα τόσο συχνά στο νου μου, οποιοδήποτε θόλωμα της αθωότητάς τους — άμεμπτοι και προκαταδικασμένοι καθώς ήσαν— δεν μπορούσε παρά να είναι ένας λόγος περισσότερο για να ριψοκινδυνεύσω. Ήταν στιγμές, που από μια ακατανίκητη παρόρμηση, τα έπιανα, και τα έσφιγγα πάνω στην καρδιά μου —κι αμέσως έπειτα, έλεγα με το νου μου: «Τι να σκέφτονται γι' αυτό; Μήπως με προδίδει υπερβολικά;» Θα ήταν εύκολο να μπλέξω μέσα σε μια σκοτεινή, άγρια ζούγκλα, σχετικά με το ως ποιο βαθμό επιτρεπόταν να προδοθώ. Αλλά το σωστό που έχω να πω για τις ώρες γαλήνης που μπορούσα ακόμα να χαρώ, είναι πως η γοητεία των δύο παιδιών ήταν ένα πλάνεμα αποτελεσματικό, ακόμα και κάτω από τον ίσκιο του ενδεχόμενου πως ήταν μελετημένο. Επειδή, αν έτυχε να αντιληφθώ πως μπορούσα να προκαλέσω υποψίες με τα μικρά ξεσπάσματα της αγάπης μου γι' αυτά, έτσι κι εγώ, θυμάμαι, πως αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να δω κάτι το ύποπτο, στη φανερή ένταση των δικών τους εκδηλώσεων. Σ' αυτή την περίοδο, έδειχναν μια υπερβολική και αφύσικη αγάπη για μένα —που ωστόσο, το κάτωκάτω, σκεφτόμουν, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια χαριτωμένη ανταπόδοση παιδιών, που αδιάκοπα τα προσκυνούσαν και τα αγκάλιαζαν. Η αγάπη, που σκορπούσαν τόσο απλόχερα, ήταν ευεργετική για τα νεύρα μου, σχεδόν σαν να μην έβλεπα ποτέ τον εαυτό μου, ας πούμε, να τους πιάνει, κυριολεκτικά, να έχουν μια υστεροβουλία γι' αυτή την αγάπη. Ποτέ, νομίζω, δεν είχαν κάνει τόσο πολλά για την καημένη την προστάτιδά τους: θέλω να πω —εκτός που τα πήγαιναν όλο και καλύτερα με τα μαθήματά τους, κάτι που, φυσικά, θα την ευχαριστούσε περισσότερο από όλα— για να την ξεκουράσουν, να τη διασκεδάσουν, να την εκπλήξουν. Της διάβαζαν αποσπάσματα, —της διηγιόνταν διάφορες ιστορίες, έλεγαν γρίφους μεταξύ τους, ξεπρόβαλλαν ξαφνικά μπροστά της μεταμφιεσμένα σε ζώα και σε ιστορικά πρόσωπα, και πάνω απ' όλα την άφηναν κατάπληκτη με τα «κομμάτια» που είχαν μάθει κρυφά απέξω και τα απάγγελναν δίχως να έχουν τελειωμό. Ποτέ δε θα έφτανα στο βάθος —ακόμα κι αν δοκίμαζα τώρα να το κάνω— του καταπληκτικού προσωπικού σχολιασμού, που ο έλεγχός του θα ήταν ακόμα πιο προσωπικός, μ' αυτόν που εκείνες τις μέρες βαθμολογούσα τις ώρες που μου αφιέρωναν. Είχαν δείξει από την αρχή μια ευκολία για όλα, μια γενική ικανότητα, που μ' ένα καινούργιο ξεκίνημα έφτασε σε αξιόλογα αποτελέσματα. Έκαναν τα σχολικά τους καθήκοντά σαν να τα αγαπούσαν κι εντρυφούσαν, απο περίσσιο χάρισμα και μόνο, σε μικρά θαύματα μνημονικού, από δική τους προαίρεση. Δεν ξεπετάγονταν μπροστά μου μονάχα σαν τίγρεις και σαν σαιξπηρικοί ήρωες, σαν αστρονόμοι και θαλασσοπόροι. Ήταν μια τόσο παράξενη περίπτωση, που πιθανότατα είχε μεγάλη σχέση με το γεγονός που, ως σήμερα, δεν είμαι σε θέση να του δώσω μια διαφορετική εξήγηση: αναφέρομαι στην αφύσικη απάθειά μου σχετικά με τη φοίτηση του Μάιλς σε άλλο σχολείο. Αυτό που θυμάμαι, είναι Digitized by 10uk1s, June 2010
πως για την ώρα δεν ήθελα να αγγίξω το θέμα, κι αυτό οφειλόταν στην αντίληψη της εξυπνάδας του —δεν περνούσε μέρα χωρίς να μου κάνει εντύπωση. Ήταν πάρα πολύ έξυπνος και θα ήταν κρίμα να πάει χαμένος στα χέρια μιας κοινής γκουβερνάντας, κόρη πάστορα. Και η πιο παράξενη, αν όχι η πιο χτυπητή κλωστή στο νοερό κέντημα που προανάφερα, ήταν η εντύπωση που θα αποκόμιζα, αν είχα τολμήσει να το αποτελειώσω, πως βρισκόταν κάτω από κάποια επιρροή, που επενεργούσε πάνω στη μικρή πνευματική ζωή του σαν τεράστια παρόρμηση. Ωστόσο, αν ήταν εύκολο να σκεφτείς πως για ένα τέτοια παιδί μπορούσε να αναβληθεί η φοίτησή του σε σχολείο, ήταν εξίσου, τουλάχιστον, φανερό, πως το διώξιμο ενός τέτοιου παιδιού απ' το σχολείο αποτελούσε άλυτο μυστήριο. Ας προσθέσω, πως με τη συντροφιά των παιδιών —και φρόντιζα να βρίσκομαι πάντα σχεδόν μαζί τους— κανένα ίχνος δεν μπορούσα να ακολουθήσω πολύ μακριά. Ζούσαμε μέσα σ' ένα σύννεφο μουσικής, αγάπης και επιτυχίας και με θεατρικές παραστάσεις που κάναμε αναμεταξύ μας. Η αίσθηση της μουσικής ήταν πολύ αναπτυγμένη και στα δύο παιδιά, αλλά ειδικά το μεγαλύτερο είχε μια θαυμαστή επιδεξιότητα να αρπάζει τη μουσική φράση και να την επαναλαμβάνει. Στο σπουδαστήριο, το πιάνο ξέσπαζε σε κάθε λογής σαχλαμάρες —και σαν απόκαμνε πια, γίνονταν διαβούλια σε μια γωνιά, με αποτέλεσμα ένα από τα παιδιά να βγαίνει όλο κέφι από το δωμάτιο, για να ξαναγυρίσει μεταμφιεσμένο σε κάτι καινούργιο. Είχα κι εγώ αδέρφια, και δεν ήταν μια αποκάλυψη για μένα πως τα κορίτσια μπορούσαν να είναι δουλικοί θαυμαστές των αγοριών. Το πιο υπέροχο ήταν πως υπήρχε στον κόσμο ένα αγοράκι, που μπορούσε να έχει τόσο λεπτή στόχαση για τη μικρότερη ηλικία, το ασθενέστερο φύλο και την κατώτερη νοημοσύνη. Συνδέονταν καταπληκτικά μεταξύ τους, κι αν έλεγα πως ποτέ δεν τσακώνονταν ούτε γκρίνιαζαν, θα ήταν σαν να έκανα χυδαίο τον έπαινο για το μόνιασμά τους. Αλήθεια, σαν έπεφτα εγώ καμιά φορά σε τραχύτητες, αντιλαμβανόμουν μικρές συνεννοήσεις μεταξύ τους: το ένα από τα δυο παιδιά με απασχολούσε με κάτι, όσο το άλλο ξεγλιστρούσε κι έφευγε. Υπάρχει μια αφελής πλευρά, υποθέτω, σε κάθε διπλωματία: αν όμως οι μαθητές μου μου έπαιζαν κόλπα, ήταν με όσο γίνεται λιγότερη σκαιότητα. Ωστόσο, ύστερα από μια ανάπαυλα, η σκαιότητα ήταν να ξεσπάσει από αλλού. Αισθάνομαι, αλήθεια, να διστάζω —αλλά πρέπει να κάνω τη βουτιά. Συνεχίζοντας την αφήγησή μου για ό,τι αποτρόπαιο υπήρχε στο Μπλάυ, όχι μονάχα προκαλώ τη φιλελεύθερη σκέψη, που άλλωστε αδιαφορώ γι' αυτή, αλλά —κι αυτό είναι άλλο ζήτημα— ξαναζώ ό,τι είχα υποφέρει, και προχωρώ με αγωνία προς το τέλος. Ήρθε ξαφνικά μια ώρα, που έπειτα απ' αυτή, καθώς αναδρομίζει ο νους μου, όλη αυτή η υπόθεση μου φαίνεται σαν ένας πόνος και τίποτ' άλλο. Μα έφτασα τουλάχιστον στην καρδιά του πόνου, και ο πιο ίσιος δρόμος για να βγω είναι αναμφίβολα να προχωρήσω. Ένα βράδυ —δίχως τίποτα να οδηγεί ή να προετοιμάζει σ' αυτό— ένιωσα το κρύο άγγιγμα της εντύπωσης που με έχει κάνει να αναρριγήσω, και που, πολύ ελαφρότερο τότε, όπως έχω αναφέρει, θα το είχα πιθανότατα ξεχάσει αν η κατοπινή διαμονή μου ήταν λιγότερο συνταρακτική. Δεν είχα πλαγιάσει: καθόμουν και διάβαζα πλάι σε δυο κεριά. Στο Μπλάυ ήταν ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα μερικά από δαύτα, κακόφημα, όχι όμως σε βαθμό που να μην έχει φτάσει κάποιο παραστρατημένο αντίτυπο σ' αυτό το απομονωμένο σπίτι και προκαλέσει την ανομολόγητη περιέργεια της νιότης μου. Θυμάμαι πως το βιβλίο που κρατούσα ήταν η Αμέλια του Φήλντινγκ —επίσης, πως ήμουν εντελώς ξύπνια. Θυμάμαι ακόμα τη βεβαιότητα πως ήταν πάρα πολύ αργά, και μια αλλόκοτη εναντίωση στο να κοιτάξω το ρολόι μου. Τέλος, φαντάζομαι πως η άσπρη κουρτίνα, που στόλιζε, σύμφωνα με τη μόδα εκείνου του καιρού, το κεφαλάρι του μικρού κρεβατιού της Φλώρας, πλαισίωνε, όπως είχα βεβαιωθεί πριν από κάμποση ώρα, τον τέλειο ύπνο του παιδιού. Με δυο λόγια, θυμάμαι, πως αν και διάβαζα με πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο, όλη η γοητεία του σκόρπισε καθώς γύριζα μια σελίδα, και βρέθηκα να έχω αναθωρήσει και να ατενίζω την πόρτα της κάμαράς μου. Αφουγκράστηκα μια στιγμή, θυμήθηκα το αόριστο συναίσθημα που είχα στην πρώτη νύχτα κάποιας αναταραχής μέσα στο σπίτι, και πρόσεξα πως το αεράκι, από το ανοιχτό παράθυρο, σάλευε ανάλαφρα το μισοανοιγμένο στορ. Ύστερα, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας αποφασιστικότητας, που θα φαινόταν υπέροχη αν ήταν κάποιος εκεί για να τη θαυμάσει, παράτησα το βιβλίο μου, σηκώθηκα, και παίρνοντας ένα κερί βγήκα στο διάδρομο, που το φως του κεριού τον Digitized by 10uk1s, June 2010
φώτιζε αμυδρά, έκλεισα πίσω μου αθόρυβα την πόρτα και την κλείδωσα. Δεν ξέρω πια ούτε τι με έκανε να το αποφασίσω ούτε τι με οδήγησε, αλλά πέρασα αδίστακτα το διάδρομο, κρατώντας ψηλά το κερί, ώσπου έφτασα στο ψηλό παράθυρο που ήταν πάνω από το πλατύσκαλο. Εκεί, τρία πράγματα έπεσαν καταποδιαστά στην αντίληψή μου —ουσιαστικά ταυτόχρονα, αν και με αστραπιαία διαδοχή. Το κερί μου, κάτω από ένα ορμητικό φύσημα, έσβησε, και από το δίχως κουρτίνα παράθυρο, είδα πως το γλυκοχάραμα, διώχνοντας το σκοτάδι, καθιστούσε το κερί περιττό. Δίχως κερί, την κατοπινή στιγμή, είδα πως κάποιος ήταν στη σκάλα. Μιλάω για αλληλουχίες, αλλά δε χρειάστηκε σχεδόν ούτε δευτερόλεπτο για να σληρύνω αλύγιστη, έτοιμη για μια τρίτη συνάντηση με τον Κουίντ. Η οπτασία είχε φτάσει στα μέσα της σκάλας, στο κοντινότερο σημείο προς το παράθυρο, κι εκεί, μόλις με είδε, σταμάτησε και στύλωσε πάνω μου τα μάτια του, ακριβώς όπως τα είχε στυλώσει από τον πύργο κι από τον κήπο. Με γνώρισε όπως τον γνώρισα κι εγώ, κι έτσι, μεσ' στο ψυχρό, αδύνατο μισόφωτο, στην ανταύγεια της ψηλής τζαμαρίας και του λούστρου της δρύινης σκάλας, αντικριστήκαμε με αμοιβαία ένταση. Σ' αυτή την περίσταση, ήταν μια ζωντανή, σιχαμερή, επικίνδυνη παρουσία. Μα τούτο δεν ήταν το θαύμα θαυμάτων: φυλάγω αυτή τη διάκριση για μια εντελώς άλλη περίσταση —την περίσταση που ο φόβος με είχε απόλυτα παρατήσει, και δεν υπήρχε τίποτα μέσα μου που δεν αντιμετώπισε και δεν αναμέτρησε τον Κουίντ. Με πλημμύρισε μια ψυχική αγωνία ύστερα από εκείνη την καταπληκτική στιγμή, αλλά, δόξα τω Θεώ, δεν τρομοκρατήθηκα. Και το κατάλαβε πως δεν είχα τρομοκρατηθεί —το αντιλήφθηκα ξεκάθαρα ύστερα από μια στιγμή. Ένιωσα, με μια άγρια κι αλύγιστη αυτοπεποίθηση, πως ένα λεπτό αν δεν υποχωρούσα, θα έπαυα —για την ώρα τουλάχιστον— να τον λογαριάζω. Και μέσα σ' αυτό το λεπτό, η κατάσταση ήταν ανθρώπινη και αποτρόπαιη σαν μια πραγματική αντιπαράσταση· αποτρόπαιη, επειδή ακριβώς ήταν ανθρώπινη, ανθρώπινη σαν να είχα συναντήσει, μονάχη μου, τις μικρές ώρες, μέσα σ' ένα κοιμισμένο σπίτι, κάποιον εχθρό, κάποιον αλήτη, κάποιον εγκληματία. Η θανατερή σιωπή της παρατεταμένης ματιάς μας από τόσο κοντά, ήταν που έδωσε στη συνολική φρίκη, πελώρια όπως ήταν, το μοναδικό της τόνο του υπερφυσικού. Αν είχα συναντήσει ένα φονιά σ' ένα τέτοιο μέρος και μια τέτοια ώρα, θα είχαμε τουλάχιστον μιλήσει. Κάτι θα είχε συμβεί, στην καθαυτό ζωή, μεταξύ μας: αν δεν είχε τίποτα συμβεί, ένας από μας θα είχε σαλέψει. Η στιγμή ήταν τόσο παρατεταμένη, που λίγο ακόμα και θα με έκανε να αμφιβάλλω κι αν ήμουν ζωντανή. Δεν μπορώ να εκφράσω τι ακολούθησε τη σιωπή, παρά μονάχα αν πω πως η ίδια η σιωπή —που ήταν, κατά κάποιο τρόπο, πραγματικά, μια πιστοποίηση της δύναμής μου— έγινε το στοιχείο, που μέσα σ' αυτό είδα να εξαφανίζεται η μορφή, την οποία μέσα σ' αυτό την είδα ξεκάθαρα να στρίβει, όπως θα είχα δει τον παλιάνθρωπο, στον οποίο άλλοτε ανήκε, να στρίβει, παίρνοντας μια διαταγή, και να κατεβαίνει, με τα μάτια μου πάνω στην αχρεία ράχη του, που καμιά καμπούρα δε θα μπορούσε να την είχε περισσότερο παραμορφώσει, ώσπου να χώνεται μέσα στο σκοτάδι, εκεί που χανόταν η κατοπινή στροφή της σκάλας.
Digitized by 10uk1s, June 2010
X ΕΜΕΙΝΑ ΕΝΑ διάστημα στο κεφαλόσκαλο, με αποτέλεσμα να καταλάβω σε λίγο πως ο επισκέπτης μου είχε φύγει οριστικά, και τότε γύρισα στο δωμάτιό μου. Το πρώτο πράγμα που είδα στο φως του κεριού που είχα αφήσει αναμμένο, ήταν πως το κρεβατάκι της Φλώρας ήταν αδειανό: μου κόπηκε η ανάσα και με κυρίεψε ο φόβος, που πριν από πέντε λεπτά είχα μπορέσει να αντιδράσω σ' αυτόν. Όρμησα εκεί που την είχα αφήσει πλαγιασμένη (η μεταξωτή κουβερτούλα και τα σεντόνια ήσαν σε αταξία, μα οι λευκές κουρτίνες ήσαν μισοκλεισμένες παραπειστικά) και τότε, προς ανείπωτη ανακούφισή μου, ένας θόρυβος αποκρίθηκε στα βήματά μου: πρόσεξα πως σάλεψε το στορ του παραθύρου και το παιδί, σκύβοντας, βγήκε από κάτω. Στεκόταν εκεί, τόσο αθώα μέσα στο νυχτικό της, με τα γυμνά ροζ ποδαράκια της και τη χρυσαφιά λάμψη των μαλλιών της. Φαινόταν πολύ σοβαρή, και δεν είχα γνωρίσει ποτέ ένα τέτοιο συναίσθημα πως χάνω μια κεκτημένη υπεροχή (που ο ενθουσιασμός μου γι' αυτή ήταν τόσο τεράστιος πριν λίγη ώρα) όσο τώρα, με τη συναίσθηση πως μου μίλησε σ' έναν τόνο μομφής: —Κακιά, πού ήσασταν; —κι αντί να τη μαλώσω για την αταξία της που είχε σηκωθεί, της έδωσα κάποια εξήγηση σαν να ήμουν κατηγορούμενη. Και η ίδια μου εξήγησε, με την πιο γλυκιά και θερμή απλότητα, πως είχε καταλάβει ξαφνικά, έτσι που ήταν πλαγιασμένη, πως δεν ήμουν μέσα στο δωμάτιο, και είχε πεταχτεί από το κρεβάτι της για να δει τι είχα γίνει. Είχα πέσει στην πολυθρόνα μου από τη χαρά μου που την ξαναβρήκα —και τότε, τότε μονάχα, ένιωσα κάτι σαν αδυναμία. Ήρθε κοντά μου με τα μικρά της βηματάκια, ρίχτηκε πάνω στα γόνατά μου κι αφέθηκε στην αγκαλιά μου, με τη φλόγα του κεριού να φωτίζει ολόκληρο το εξαίσιο προσωπάκι της, ακόμα ξαναμμένο από τον ύπνο. Θυμάμαι πως έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή, συνειδητά, μην αντέχοντας σε κάτι υπερβολικά ωραίο που αχτινοβολούσε από το γαλάζιο των ματιών της. —Κοίταζες έξω από το παράθυρο για να με βρεις; τη ρώτησα. Νόμιζες πως έκαναν περίπατο στον κήπο; —Να, ξέρετε, νόμιζα πως κάποιος ήταν στον κήπο, είπε χαμογελώντας μου, δίχως να χλομιάσει. Ω, πώς την κοίταξα τώρα! —Και είδες κανέναν; —Α, όχι! αποκρίθηκε (με την παιδική ασυνέπεια σχεδόν στο ακέραιο) απότομα, αν και με μια μακρόσυρτη γλύκα στο «όχι» της. Εκείνη τη στιγμή, στην κατάσταση που ήταν τα νεύρα μου, πίστευα απόλυτα πως έλεγε ψέματα —κι αν ξανάκλεισα τα μάτια μου, τα ξανάκλεισα μπροστά στη λάμψη από τις τρεις-τέσσερις πιθανές εξηγήσεις που θα μπορούσα να δώσω στην άρνησή της. Μια από τούτες τις πιθανότητες με δελέασε τόσο έντονα, που για να της αντισταθώ, έσφιξα το κοριτσάκι μου με μια δύναμη που την ανέχθηκε δίχως καμιά κραυγή ή ένδειξη φόβου. Γιατί να μην της ανοιχτώ αμέσως, εκείνη τη στιγμή και να εξηγηθώ μαζί της; —να της το πετάξω ολόισια στο φωτισμένο όμορφο μουτράκι της; «Τους βλέπεις, τους βλέπεις, το ξέρεις πολύ καλά πως τους βλέπεις, και πως υποψιάζεσαι κιόλας πως έχω αυτή την πεποίθηση. Γιατί, λοιπόν, δε μου το ομολογείς ειλικρινά, κι έτσι να το ζήσουμε τουλάχιστον μαζί και να ξεδιαλύνουμε, ίσως μες στην παράξενη μοίρα μας, πού στεκόμαστε και τι σημαίνουν όλ' αυτά;» Αυτή η παρόρμηση πέρασε, αλίμονο, όπως ήρθε: αν είχα μπορέσει να υποκύψω αμέσως σ' αυτή, θα είχα γλιτώσει —ας είναι, θα το μάθετε παρακάτω. Αντί να υποκύψω, σηκώθηκα πάλι, κοίταξα το κρεβάτι της, κι ακολούθησα μες στην αμηχανία μου μια μέση οδό: Digitized by 10uk1s, June 2010
—Γιατί έκλεισες την κουρτίνα του κρεβατιού, για να με κάνεις να νομίσω πως ήσουν ακόμα πλαγιασμένη; Η Φλώρα σκέφτηκε ολοφάνερα για μια στιγμή, και ύστερα, με το αγγελικό της χαμόγελο: —Γιατί δε θέλω να σας τρομάζω! —Αν με είχες κάνει, ωστόσο, μ' αυτή την ιδέα σου, να βγω έξω;... Δεν τα σάστισε καθόλου: γύρισε τα μάτια της στη φλόγα του κεριού, σαν να ήταν άσχετη η ερώτηση, ή, πάντως, απρόσωπη. —Ω, μα το ξέρετε, χρυσή μου, αποκρίθηκε με τέλεια συνέπεια, πως θα γυρίζατε, όπως και γυρίσατε! Και ύστερα από λίγο, σαν πλάγιασε, κάθισα πολλή ώρα κρατώντας το χέρι της, σαν να την παράστεκα, για να αποδείξω πως αναγνώριζα τη βεβαιότητα της επιστροφής μου. Μπορείτε να φανταστείτε το γενικό ρυθμό που είχαν οι νύχτες μου από κείνη τη στιγμή. Ανασηκωνόμουν κάθε τόσο, κι εγώ δεν ξέρω ως ποια ώρα, διάλεγα στιγμές που ήμουν βέβαιη πως η μικρή κοιμόταν, έβγαινα στα κλεφτά κι έκοβα βόλτες στο διάδρομο, αθόρυβα, προχωρώντας μάλιστα και ως εκεί που είχα ανταμώσει την τελευταία φορά τον Κουίντ. Αλλά ποτέ δεν τον ξαναντάμωσα εκεί, και καλύτερα να το πω από τώρα πως σε καμιά άλλη περίσταση δεν τον είδα μέσα στο σπίτι. Από την άλλη, όμως, έχασα μια διαφορετική περιπέτεια στη σκάλα. Μια φορά, καθώς κοίταζα από το κεφαλόσκαλο κάτω, αντιλήφθηκα την παρουσία μιας γυναίκας που καθόταν στα πρώτα σκαλοπάτια, με την πλάτη της γυρισμένη σ' εμένα, το κορμί της μισοσκυφτό, και το κεφάλι της μες στα χέρια, σε μια στάση σαν να θρηνούσε. Ήμουν μόλις μια στιγμή εκεί, όταν χάθηκε από μπροστά μου δίχως να γυρίσει να με κοιτάξει. Κατάλαβα, ωστόσο, πόσο τρομακτικό θα ήταν το πρόσωπό της, κι αναρωτήθηκα αν, αντί να είμαι πάνω ήμουν κάτω, θα είχα δείξει, για ν' ανεβώ τη σκάλα, το ίδιο θάρρος που είχα την τελευταία φορά με τον Κουίντ. Μα εξακολούθησαν να υπάρχουν ένα πλήθος ευκαιρίες για θάρρος. Την ενδέκατη νύχτα μετά την τελευταία μου συνάντηση μ' αυτό τον κύριο —όλες ήταν αριθμημένες τώρα πια— την έζωσε ένας κίνδυνος που με αναστάτωσε, και που το αναπάντεχό του, ιδιαίτερα, με συγκλόνισε βαθιά. Ήταν η πρώτη ακριβώς νύχτα εκείνης της σειράς, που κουρασμένη από την αγρύπνια για να παρακολουθώ, έκρινα πως θα μπορούσα να πλαγιάσω την ώρα που πλάγιαζα άλλοτε. Με πήρε αμέσως ο ύπνος, και όπως διαπίστωσα αργότερα, ως τη μία το πρωί. Μα όταν ξύπνησα, ανακάθισα αμέσως, εντελώς ξύπνια, σαν να με είχε τραντάξει ένα χέρι. Είχα αφήσει ένα φως αναμμένο, μα τώρα είχε σβήσει, κι ένιωσα αμέσως τη βεβαιότητα πως το είχε σβήσει η Φλώρα. Αυτό με έκανε να σηκωθώ και να πάω ολόισια, στα σκοτεινά, στο κρεβάτι της, που το βρήκα αδειανό. Μια ματιά στο παράθυρο με διαφώτισε, και το άναμμα ενός σπίρτου συμπλήρωσε την εικόνα. Πάλι είχε σηκωθεί η μικρή, σβήνοντας το κερί τούτη τη φορά, και πάλι, με το σκοπό να δει, ή να ανταποκριθεί σε κάτι, είχε χωθεί πίσω από το στορ και κοίταζε έξω μες στη νύχτα. Την απόδειξη πως τώρα έβλεπε —ενώ δεν είχε δει, όπως το είχα εξακριβώσει, την περασμένη φορά— μου την έδωσε το γεγονός πως δεν πήρε είδηση ούτε πως ξανάναψα το φως, ούτε πως έβαλα βιαστικά τις παντόφλες μου και φόρεσα τη ρόμπα μου. Κρυμμένη, προφυλαγμένη, απορροφημένη, σίγουρα θα ακουμπούσε στο περβάζι —τα παραθυρόφυλλα άνοιγαν προς τα έξω— και ήταν αφοσιωμένη να κοιτάζει. Ένα μεγάλο οκνό φεγγάρι τη βοηθούσε, κι αυτό είχε συμβάλει στη γρήγορη απόφασή μου. Η Φλώρα ήταν πρόσωπο με πρόσωπο με την οπτασία που είχαμε ανταμώσει στη λίμνη, και τώρα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, ενώ τότε δεν είχε μπορέσει. Αυτό που έπρεπε να κάνω τώρα, ήταν να πάω Digitized by 10uk1s, June 2010
στο διάδρομο, δίχως να με πάρει είδηση, σε κάποιο άλλο παράθυρο της ίδιας πλευράς του σπιτιού. Πήγα στην πόρτα δίχως να με ακούσει, βγήκα, την έκλεισα, και αφουγκράστηκα απέξω μήπως ακούσω κανένα σαματά της μικρής. Καθώς στεκόμουν στο διάδρομο, είχα τα μάτια μου πάνω στην πόρτα του αδερφού της, που ήταν μόλις δέκα βήματα πιο πέρα, και που προκάλεσε μέσα μου, απερίγραπτα, μια ανανέωση της παράξενης παρόρμησης που προανέφερα σαν πειρασμό του. Τι θα γινόταν αν πήγαινα ολόισια μέσα και κατευθυνόμουν στο παράθυρό του; —τι θα γινόταν αν, ριψοκινδυνεύοντας να αποκαλύψω το κίνητρό μου στην παιδική αμηχανία του, πέταγα στο υπόλοιπο του μυστηρίου το μακρύ καπίστρι της τόλμης μου; Αυτή η σκέψη μου καρφώθηκε τόσο, που με έκανε να πάω στην πόρτα του —μα εκεί, πάλι σταμάτησα. Αφουγκράστηκα για κάτι το υπερφυσικό. Φαντάστηκα τι το δυσοίωνο μπορεί να συμβαίνει, αναρωτήθηκα αν και το δικό του κρεβάτι ήταν αδειανό κι εκείνος κοίταζε απ' το παράθυρο στα κρυφά. Ήταν ένα βαθύ, βουβό λεπτό, που στο τέλος του ξεθύμανε η παρόρμησή μου. Ήταν ήσυχος, μπορεί να ήταν αθώος —ο κίνδυνος ήταν αποτροπιαστικός. Ξεμάκρυνα. Μια μορφή ήταν στον κήπο —μια μορφή που τριγυρνούσε για να τη δουν, η επισκέπτρια που απασχολούσε τη Φλώρα— όχι ο επισκέπτης που ενδιαφερόταν για το αγόρι μου. Δίστασα πάλι, όμως για άλλους λόγους, και μονάχα για λίγα δευτερόλεπτα, και ύστερα πήρα την απόφασή μου. Υπήρχαν αδειανά δωμάτια στο Μπλάυ, και το ζήτημα ήταν μονάχα να διαλέξω το κατάλληλο. Σαν κατάλληλο μου παρουσιάστηκε ξαφνικά το χαμηλότερο —αν και ψηλά πάνω από τον κήπο— στη γωνιά του σπιτιού, που τη χαρακτήρισα με τ' όνομα «παλαιός πύργος». Ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, επιπλωμένο με κάποια επισημότητα για κρεβατοκάμαρα, αλλά οι υπερβολικές διαστάσεις του το έκαναν τόσο άβολο, που αν και η κυρία Γκρόουζ το διατηρούσε σε παραδειγματική τάξη, είχε χρόνια να χρησιμοποιηθεί. Συχνά το είχα θαυμάσει, και ήξερα τα κατατόπια του. Δίστασα μονάχα μια στιγμή, σαν ένιωσα το κρύο σκοτάδι της κλεισούρας του, μα ύστερα προχώρησα μέσα και ξεμαντάλωσα, όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, ένα παραθυρόφυλλο που άνοιγε προς τα μέσα. Κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι, και όπως το σκοτάδι έξω ήταν πολύ λιγότερο παρά μέσα στο δωμάτιο, μπόρεσα να δω πως επόπτευα τη σωστή κατεύθυνση. Τότε είδα κάτι περισσότερο. Το φεγγάρι έκανε τη νύχτα εξαιρετικά φωτεινή, και μου έδειξε πάνω στο γρασίδι ένα πρόσωπο, που το μίκραινε η απόσταση, και που στεκόταν ακίνητο και σαν μαγεμένο, κοιτάζοντας προς το μέρος που βρισκόμουν —δηλαδή, όχι εντελώς εμένα, αλλά κάτι που φαινόταν να είναι ψηλότερα από μένα— πως υπήρχε ένα πρόσωπο ψηλά στον πύργο. Αλλά η εμφάνιση πάνω στο γρασίδι δεν ήταν καθόλου εκείνη που είχα φανταστεί και είχα σπεύσει με αυτοπεποίθηση να συναντήσω. Η εμφάνιση πάνω στο γρασίδι — ένιωσα κάτι σαν αηδία όταν το κατάλαβα— ήταν ο καημενούλης ο Μάιλς.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XI MONAXA ΑΡΓΑ την άλλη μέρα, μίλησα με την κυρία Γκρόουζ: με την αυστηρή επιτήρηση των παιδιών, συχνά μου ήταν δύσκολο να την ξεμοναχιάσω, τόσο περισσότερο που νιώθαμε και οι δύο πόσο μεγάλη σημασία είχε να μην προκαλέσουμε —τόσο στους υπηρέτες όσο και στα παιδιά— καμιά υποψία για κρυφές ανησυχίες ή συζητήσεις για μυστήρια. Σ' αυτό το ζήτημα με καθησύχαζε η ήρεμη όψη της. Το δροσερό της πρόσωπο δε φανέρωνε τίποτε που θα μπορούσε να μεταδώσει σε άλλους τα φρικτά πράγματα που της ανάφερνα εμπιστευτικά. Με πίστευε, ήμουν βέβαιη, απόλυτα: διαφορετικά, δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει, γιατί δε θα μπορούσα να σηκώσω μονάχη μου το βάρος αυτής της ευθύνης. Μα η κυρία Γκρόουζ ήταν ένα υπέροχο μνημείο μιας μακάριας έλλειψης φαντασίας: της έφτανε να βλέπει την ομορφιά και τη χάρη των δύο παιδιών, την ευτυχία και την εξυπνάδα τους, δίχως να έχει καμιά άμεση επικοινωνία με τις πηγές της ανησυχίας μου. Αν τα χτυπούσαν ή τα ενοχλούσαν μ' έναν τρόπο που να έπεφτε στην αντίληψή της, ασφαλώς θα εξαγριωνόταν και θα τα υπεράσπιζε —μα όπως ήταν τώρα η κατάσταση, την ένιωθα, καθώς τα επιτηρούσε, με τα παχιά άσπρα μπράτσα της σταυρωμένα και με τη συνηθισμένη γαλήνη της να δοξάζει το Θεό, πως αν καταστρέφονταν, τα κομμάτια τους θα χρησίμευαν ακόμη. Οι φαντασιώσεις, κατά τη γνώμη της, διαλύονταν πλάι σ' ένα τζάκι με καλή φωτιά, και είχα αρχίσει κιόλας να ξεχωρίζω —όσο μεγάλωνε η πεποίθησή της, καθώς περνούσε ο καιρός δίχως να συμβαίνει κανένα ολοφάνερο επεισόδιο, πως τα δύο παιδιά μπορούσαν, το κάτω-κάτω, να προσέχουν μονάχα τους τον εαυτό τους— πως νοιαζόταν περισσότερο για τη θλιβερή περίπτωση που παρουσίαζε η δασκάλα τους. Αυτό, για μένα, ήταν μια βολική απλοποίηση: μπορούσα να εμπιστευτώ τον εαυτό μου, πως η έκφραση του προσώπου μου δε μαρτυρούσε τίποτα στον κόσμο, αλλά στις τωρινές περιστάσεις, θα ήταν για μένα μια πελώρια πρόσθετη καταπόνηση να ανησυχώ για την έκφραση του δικού της προσώπου. Σε τούτη εδώ την περίσταση, ήρθε και με βρήκε, ύστερα από επιμονή μου, στο πλάτωμα μπροστά στο σπίτι: τώρα, με την προχωρημένη εποχή, ο απογευματινός ήλιος ήταν ευχάριστος, και καθίσαμε μαζί, όσο τα παιδιά —σε κάποια απόσταση, αλλά που θα μπορούσαν να μας ακούσουν αν τα φωνάζαμε— έκαναν τον περίπατό τους φρόνιμα και ωραία. Πήγαιναν πλάι-πλάι, με αργή περπατησιά, πέρα, πάνω στο γρασίδι, το αγόρι διάβαζε φωναχτά από ένα βιβλίο με διηγήματα, κρατώντας την αδερφή του από τη μέση με το ένα μπράτσο του, για να βρίσκεται σε μεγαλύτερη επικοινωνία μαζί της. Η κυρία Γκρόουζ τους παρακολουθούσε ατάραχη —ύστερα ένιωσα τον καταπνιγμένο νοερό τριγμό, σαν στράφηκε συνειδητά για να κοιτάξει σ' εμένα την ανάποδη όψη του κεντήματος. Της είχα ανακοινώσει τρομερά πράγματα, αλλά υπήρχε μια παράξενη αναγνώριση της ανωτερότητάς μου —τα προσόντα μου και τα καθήκοντά μου— στην υπομονή της απέναντι στην επιμονή μου. Δεχόταν τις αποκαλύψεις μου σαν να ήθελα να φτιάξω ένα μαγικό ποτό και να το πρότεινα με βεβαιότητα, κι εκείνη να μου πρόσφερε μια μεγάλη καθαρή κατσαρόλα γι' αυτό το σκοπό. Αυτή ακριβώς ήταν η στάση της σαν έφτασα, στην αφήγησή μου για τα γεγονότα της νύχτας, στο σημείο του τι μου είχε πει ο Μάιλς όταν, αφού τον είδα, μια ώρα τόσο τερατώδη, στο ίδιο σχεδόν μέρος που ήταν τώρα, είχα κατεβεί για να τον πάρω μέσα —διαλέγοντας τότε, στο παράθυρο, αυτή τη μέθοδο, με τη σκέψη μου συγκεντρωμένη στην ανάγκη να μη σηκώσω το σπίτι στο ποδάρι, κι όχι μια άλλη μέθοδο περισσότερο συνταρακτική. Στο μεταξύ, την είχα αφήσει σε μικρή αμφιβολία για τις λίγες ελπίδες μου να παραστήσω μ' επιτυχία, ακόμα και στην ειλικρινή συμπόνια της, την ιδέα μου για την πραγματικά υπέροχη μικρή έμπνευση του παιδιού, όταν απάντησε στην πρόσκλησή μου, που τη διατύπωσα επιτέλους με λόγια αφού μπήκαμε στο σπίτι. Μόλις εμφανίστηκα στον κήπο μέσα στο φεγγαρόφωτο, είχε έρθει αμέσως κοντά μου. Τον έπιασα από το χέρι δίχως να πω λέξη, τον πήγα στο σκοτεινό σπίτι, ανεβήκαμε τη σκάλα, εκεί που ο Κουίντ είχε στήσει καρτέρι με τόση λαχτάρα, διασχίσαμε το διάδρομο, που είχα σταθεί κι αφουγκραζόμουν τρέμοντας, και μπήκαμε στο δωμάτιό του. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχαμε βγάλει μιλιά από το στόμα μας, και αναρωτιόμουν —ω, πώς αναρωτιόμουν!— αν σκάλιζε μέσα στο μυαλουδάκι του να βρει κάτι οπωσδήποτε εύλογο και όχι Digitized by 10uk1s, June 2010
υπερβολικά απίθανο. Θα αντέκρουα, ασφαλώς, την επινόησή του, κι ένιωθα τούτη τη φορά έναν περίεργο ενθουσιασμό για το θρίαμβό μου, όταν θα τον έφερνα σε αμηχανία. Ήταν μια σίγουρη παγίδα για το μυστήριό του! Δε θα μπορούσε πια να παραστήσει τον αθώο — πώς διάβολο θα ξεγλιστρούσε; Μαζί με το χτυποκάρδι αυτής της ερώτησης, σφυροκοπούσε μέσα μου μια εξίσου αναπάντητη έκκληση για το πώς διάβολο θα ξεγλιστρούσα εγώ. Αντιμετώπιζα επιτέλους, όπως ποτέ ως τώρα, όλους τους κινδύνους που συνδέονταν με το παίξιμο της δικής μου φρικτής νότας. Θυμάμαι, αλήθεια, πως καθώς μπήκαμε στην καμαρούλα του, με το κρεβάτι του στρωμένο και απείραχτο, και με το φεγγαρόφωτο μπαίνοντας από το παράθυρο με την ανοιγμένη κουρτίνα, να κάνει το δωμάτιο τόσο φεγγερό που δεν ήταν ανάγκη να ανάψω σπίρτο — θυμάμαι πώς έπεσα ξαφνικά, πώς σωριάστηκα στην άκρη του κρεβατιού, από τη δύναμη της ιδέας πως θα ήξερε πόσο απόλυτα με είχε, σαν να λέμε, «στο χέρι». Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, με τη βοήθεια της εξυπνάδας του, όσο θα εξακολουθούσα να εμμένω στην παλιά παράδοση της εγκληματικότητας εκείνων των παιδαγωγών, που υποβοηθούν δεισιδαιμονίες και φόβους. Με είχε πραγματικά «στο χέρι», και μάλιστα πιασμένη σε ξόβεργα: γιατί, ποιος ποτέ θα με συγχωρούσε, ποιος θα παραδεχόταν πως δεν είμαι άξια κρεμάλας αν, με τον ελάχιστο υπαινιγμό, θα είχα παρενθέσει εγώ πρώτη, στις τέλειες σχέσεις μας, ένα τόσο τρομερό στοιχείο; Όχι, όχι: ήταν ανώφελο να επιχειρήσω να μεταδώσω στην κυρία Γκρόουζ —σχεδόν όσο είναι ανώφελο να επιχειρήσω το ίδιο εδώ— πόσο, μέσα στην σύντομη, δύσκολη σύγκρουσή μας στα σκοτεινά, συγκλονίστηκα από θαυμασμό. Φυσικά, του μίλησα με απόλυτη καλοσύνη και πολύ μαλακά: ποτέ, ποτέ έως τότε δεν είχα βάλει τα χέρια μου πάνω στους ώμους του με τόση τρυφερότητα, όσο, καθισμένη στο κρεβάτι, τον κρατούσα κάτω από τα πυρά μου. Δεν είχα άλλη διέξοδο παρά να τον ρωτήσω, τουλάχιστον τυπικά: —Πρέπει να μου πεις τώρα όλη την αλήθεια. Γιατί βγήκες στον κήπο; Τι έκανες εκεί; Βλέπω ακόμα τώρα το εξαίσιο χαμόγελό του, τ' ασπράδια των όμορφων ματιών του, και τα ξεσκέπαστα δοντάκια του να γυαλίζουν στο μισοσκόταδο. —Αν σας πω γιατί, θα με καταλάβετε; Η καρδιά μου σταμάτησε. Θα μου έλεγε για ποιο λόγο; Δε βρήκα κανέναν ήχο στα χείλη μου για να τον πλάσω σε λέξη, και απάντησα μονάχα, μορφάζοντας, μ' ένα αόριστο, επανειλημμένο κούνημα του κεφαλιού. Ήταν η χάρη προσωποποιημένη, κι όσο κουνούσα το κεφάλι μου, στεκόταν εκεί, ολόιδιος, περισσότερο παρά ποτέ, με βασιλόπουλο παραμυθιού. Η ομορφιά του ακριβώς με έκανε να αμφιβάλλω: θα ήταν τόσο μεγάλη αν είχε πραγματικά την πρόθεση να μου πει την αλήθεια; —Να, είπε τέλος, μόνο και μόνο για να κάνετε αυτό που κάνατε. —Τι πράμα; —Να με νομίσετε —έτσι, για μια αλλαγή— κακό παιδί! Ποτέ δε θα ξεχάσω με πόση γλύκα και πόσο χαρούμενα είπε τις δύο τελευταίες λέξεις, και πως, πάνω απ' όλα, έσκυψε και με φίλησε. Έτσι τέλειωσε, ουσιαστικά, το ζήτημα. Του ανταπόδωσα το φιλί του, και όσο τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου ένα ολόκληρο λεπτό, χρειάστηκε να καταβάλω τη μεγαλύτερη προσπάθεια για να μην κλάψω. Μου είχε δώσει την εξήγηση που επέτρεπε στο ελάχιστο να την εξιχνιάσω, και μονάχα για να επιβεβαιώσω πως τη δεχόμουν κοίταξα ολόγυρα και μπόρεσα να πω: —Ώστε δεν ξεντύθηκες καθόλου;
Digitized by 10uk1s, June 2010
Ακτινοβολούσε μέσα στο μισοσκόταδο. —Καθόλου. Καθόμουν και διάβαζα. —Και πότε κατέβηκες; —Τα μεσάνυχτα. Σαν είμαι κακό παιδί, είμαι πραγματικά κακό παιδί! —Κατάλαβα, κατάλαβα — ωραία τα κατάφερες. Μα πώς μπορούσες να είσαι βέβαιος πως θα το ήξερα; —Ω, συνεννοήθηκα με τη Φλώρα (είχε μια ετοιμότητα στις απαντήσεις του!) Θα σηκωνόταν και θα κοίταζε από το παράθυρο. —Όπως και έκανε. Εγώ έπεφτα στην παγίδα! —Κι έτσι σας έκανε να ανησυχήσετε, και για να δείτε τι κοίταζε, κοιτάξατε κι εσείς — και με είδατε. —Ενώ εσύ, συμπλήρωσα, πούντιαζες μέσα στο νυχτερινό αέρα! Τόσο ακτινοβολούσε κυριολεκτικά για το κατόρθωμά του, που το παραδέχτηκε πρόθυμα: —Πώς αλλιώς θα μπορούσα να ήμουν κακό παιδί; Και ύστερα από ένα ακόμα φιλί, το επεισόδιο και η συνομιλία μας τέλειωσαν, με την παραδοχή μου όλου του αποθεματικού καλοσύνης, που είχε χρησιμοποιήσει για το αστείο του.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XII Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ που είχα αποκομίσει, δεν αποδείχτηκε, το ξαναλέω, μέσα στο πρωινό φως της μέρας, παρουσιάσιμη στην κυρία Γκρόουζ με απόλυτη επιτυχία, μόλο που την ενίσχυσα με ακόμα κάτι που είχε πει το παιδί πριν χωρίσουμε. —Το παν έγκειται σε πέντ' έξι λέξεις, της είπα, που βάζουν στη θέση του το ζήτημα. «Σκεφτείτε λιγάκι τι θα μπορούσα να κάνω!». Μου το πέταξε για να μου δείξει τι καλός που είναι. Ξέρει απόλυτα τι «θα μπορούσε» να κάνει. Κάτι τέτοιο θα τους σκάρωσε στο σχολείο. —Θεέ μου, πώς αλλάζετε! είπε η φίλη μου. —Δεν αλλάζω, απλώς το εξηγώ. Οι τέσσερίς τους, να είσαι βέβαιη γι' αυτό, ανταμώνουν αδιάκοπα. Αν ήσουν με ένα από τα παιδιά μια από τούτες τις τελευταίες νύχτες, θα είχες καταλάβει ξεκάθαρα. Όσο περισσότερο παρακολουθούσα και περίμενα, τόσο περισσότερο ένιωθα πως και τίποτ' άλλο να μην ήταν για να βεβαιωθώ, θα αρκούσε η συστηματική σιωπή των δύο παιδιών. Ποτέ, δεν τους ξέφυγε η παραμικρή νύξη για τους δύο παλιούς φίλους τους, ούτε και του Μάιλς για την αποβολή του από το σχολείο. Ω, ναι, μπορούμε να καθόμαστε και να κοιτάζουμε, κι αυτά να κάθονται φρόνιμα-φρόνιμα — αλλά ακόμα κι όταν καμώνονται πως είναι απορροφημένα στα παραμύθια τους, είναι βυθισμένα στην οπτασία των δύο νεκρών που ξαναγύρισαν. Δε διαβάζει της αδερφής του, δήλωσαν ξεκάθαρα, κουβεντιάζουν για κείνους — κουβεντιάζουν για φριχτά πράματα! Μιλάω, το ξέρω, σαν να ήμουν τρελή — και είναι θαύμα πως δεν τρελάθηκα ακόμα. Αυτά που έχω δει, εσένα θα σε έκαναν να τρελαθείς, μα εμένα με έκαναν μονάχα να βλέπω πιο καθαρά, με έκαναν να καταλαβαίνω ακόμα κι άλλα πράγματα. Η οξυδέρκειά μου θα της φάνηκε απαίσια, αλλά τα χαριτωμένα πλάσματα που ήταν θύματά της, περνώντας και ξαναπερνώντας με τη συνδυασμένη γλύκα τους, έδωσαν στη συνάδελφό μου κάτι απ' όπου να πιαστεί. Κι ένιωσα πόσο σφιχτά είχε πιαστεί, σαν είπε, δίχως τη δική μου έξαψη, τυλίγοντάς τα με τη στοργική ματιά της: —Τι άλλα πράγματα καταλάβατε; —Να, αυτά που με γοήτευσαν, που με μάγεψαν, κι ωστόσο, κατά βάθος, όπως καταλαβαίνω τώρα, με ξεγέλασαν και με ζάλισαν. Η απόκοσμη ομορφιά τους και η εντελώς αφύσικη καλοσύνη τους. Είναι μια κοροϊδία —συνέχισα— μια πολιτική και μια απάτη! —Από τα χρυσά μου τα παιδιά;... —Τα χαριτωμένα τα μωρά; Μάλιστα, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο! Η ενέργειά μου, αυτή καθ' αυτή, πως τα έβγαλα όλα στη μέση, με βοήθησε να τα εξιχνιάσω, να τα παρακολουθήσω και να τα συναρμολογήσω. —Δεν ήταν καλά, έκτακτα παιδιά: απουσίαζαν από δω, αυτό είναι όλο. Ήταν εύκολο να ζούμε μαζί τους, γιατί απλούστατα ζούσαν μια δική τους ζωή. Δεν είναι δικά μου, δεν είναι δικά μας. Είναι δικά του και δικά της! —Του Κουίντ κι εκείνης της γυναίκας; —Του Κουίντ κι εκείνης της γυναίκας. Σ' αυτούς θέλουν να πάνε.
Digitized by 10uk1s, June 2010
Ω, πάνω σ' αυτό, πώς φάνηκε να τα εξετάζει προσεκτικά με το μάτι, η καημένη η κυρία Γκρόουζ. —Μα για ποιο λόγο; —Από αγάπη για όλο το βδελυρό πνεύμα που έβαλε μέσα τους αυτό το ζευγάρι, εκείνη την τρομερή εποχή. Κι αυτό που κάνει το ζευγάρι να ξανάρχεται, είναι για να δουλεύει ακόμα μέσα τους αυτή τη βδελυγμία, για να διατηρεί το έργο του σατανά. —Προφητείες! μουρμούρισε η φίλη μου. Το επιφώνημα ήταν απλοϊκό, αλλά φανέρωνε μια πραγματική παραδοχή της διαβεβαίωσής μου γι' αυτό που ασφαλώς είχε συμβεί την κακορίζικη εποχή — γιατί υπήρχε μια εποχή ακόμα χειρότερη κι από τούτη! Δε θα μπορούσε να γίνει καλύτερη δικαίωση για μένα, όσο η ξεκάθαρη παραδοχή της, από την εμπειρία που είχε, της οποίας αχρειότητας θεωρούσα άξιους τους δύο παλιανθρώπους μας. Ήταν από ολοφάνερη υποταγή του μνημονικού, που είπε ύστερα από μια στιγμή: —Ήσαν πραγματικά τιποτένιοι! Μα τώρα πια, τι μπορούν να κάνουν; —Να κάνουν; επανέλαβα τόσο δυνατά, που ο Μάιλς και η Φλώρα, καθώς περνούσαν, πέρα, σε απόσταση, σταμάτησαν μια στιγμή και μας κοίταξαν. Δε βρίσκεις πως κάνουν αρκετά; τη ρώτησα πιο σιγανά, όσο τα παιδιά, αφού μας χαμογέλασαν και μας έστειλαν φιλιά με το χέρι τους, ξανάπιασαν την επίδειξή τους. Αυτό έκοψε τη συνομιλία μας για ένα λεπτό, ύστερα αποκρίθηκα η ίδια στην ερώτησή μου: —Μπορούν να τα καταστρέψουν! Η κυρία Γκρόουζ γύρισε και με κοίταξε, μα η ερώτησή της ήταν σιωπηλή, με αποτέλεσμα να με κάνει να μιλήσω πιο ξεκάθαρα: —Δεν ξέρουν ακόμα ακριβώς πώς να τα καταστρέψουν, μα κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό το σκοπό. Εμφανίζονται μονάχα από μακριά και σε παράξενα μέρη, ψηλά, σε πύργους, σε στέγες σπιτιών, έξω από παράθυρα, στην πέρα πλευρά της λιμνούλας, μα έχουν το σχέδιό τους, και τα δύο μέρη, να μικρύνουν την απόσταση και να υπερπηδήσουν τα εμπόδια: και η επιτυχία των δύο διαβόλων είναι μονάχα ζήτημα χρόνου. Δεν έχουν παρά να επιμείνουν στην υποβολή της ιδέας του κινδύνου. —Για να έρθουν τα παιδιά; —Και να χαθούν πάνω στην προσπάθεια! Και καθώς η κυρία Γκρόουζ αργοσηκωνόταν, πρόσθεσα, τονίζοντάς το: —Εκτός, φυσικά, αν μπορέσουμε να το εμποδίσουμε! Όρθια μπροστά μου, ενώ εγώ εξακολουθούσα να κάθομαι, φαινόταν κάτι να στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό της: —Ο θείος τους πρέπει να το εμποδίσει. Πρέπει να τα πάρει από δω. —Και ποιος θα τον καταφέρει σ' αυτό; Είχε στυλωμένη τη ματιά της στο απόμακρο, μα τέλος γύρισε και με κοίταξε με ύφος αμήχανο:
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Εσείς, μις. —Γράφοντάς του πως το σπίτι του είναι δηλητηριασμένο και πως τα ανίψια του είναι τρελά; —Μα, αν είναι, μις; —Κι αν είμαι εγώ τρελή, θέλεις να πεις; Ωραία νέα θα του στείλει μια γκουβερνάντα, που η πρώτη της υποχρέωση ήταν να μην τον ενοχλεί. Η κυρία Γκρόουζ συλλογιόταν, παρακολουθώντας πάλι τα παιδιά. —Ναι, σιχαίνεται να τον ενοχλούν. Αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος... —Που αυτοί οι δαιμόνοι τον ξεγελούσαν τόσον καιρό; Ασφαλώς, αν και η αδιαφορία του πρέπει να ήταν κάτι τρομερό. Όπως και να 'ναι, αφού εγώ δεν είμαι δαίμονας, δε θα έπρεπε να τον ξεγελώ. Η φίλη μου, ύστερα από μια στιγμή, και αντί άλλης απάντησης, ξανακάθισε και με έπιασε από το μπράτσο: —Όπως και να είναι, κάνετέ τον να έρθει. Έμεινα με ανοιχτό στόμα. —Εγώ; — και φοβήθηκα ξαφνικά τι θα ήταν άξια να κάνει. Αυτόν; —Έπρεπε να είναι εδώ — έπρεπε κάτι να κάνει. Σηκώθηκα μεμιάς, και υποθέτω πως το πρόσωπό μου θα είχε μια έκφραση πιο αλλόκοτη παρά ποτέ. —Με φαντάζεσαι να του ζητώ να έρθει; Όχι, με τα μάτια της πάνω στο πρόσωπό μου, ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να με φαντασθεί. Αντί αυτό —όπως μια γυναίκα διαβάζει τη σκέψη της άλλης— μπορούσε να φανταστεί αυτό που φανταζόμουν κι εγώ: πόσο θα με κορόιδευε, πόσο θα διασκέδαζε, πόσο θα με περιφρονούσε για την κατάρρευση της εγκαρτέρησής μου στην ευθύνη που είχα αναλάβει, για τον ωραίο μηχανισμό που είχα βάλει σε κίνηση για να τραβήξω την προσοχή του στα παραγνωρισμένα θέλγητρά μου. Δεν ήξερε η κυρία Γκρόουζ —κανένας δεν ήξερε— πόσο περήφανη ένιωθα να τον υπηρετώ και να τηρώ τη συμφωνία μας. Νομίζω, ωστόσο, πως αναμέτρησε την προειδοποίηση που της έκανα τώρα: —Αν χάνεις έτσι το νου σου, σε σημείο να επικαλεσθείς τη βοήθειά του για μένα... Ήταν πραγματικά τρομοκρατημένη: —Ναι, μις; —Θα παρατούσα την ίδια στιγμή, κι εκείνον κι εσένα.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XIII ΩPAΙA ΚΑΙ ΚΑΛΑ να είμαι μαζί τους, αλλά να τους μιλήσω γι' αυτό το ζήτημα, ήταν, όπως πάντα ως τώρα, μια προσπάθεια που ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου —παρουσίαζε ανυπέρβλητες δυσκολίες όσο και πρωτύτερα. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε ένα μήνα, με καινούριες επιβαρυντικές περιπτώσεις και ιδιαίτερους τόνους —πάνω απ' όλα τον ολοένα οξύτερο τόνο μιας κάποιας ειρωνικής διάθεσης από μέρος των δύο παιδιών. Δεν ήταν —είμαι και σήμερα τόσο βέβαιη όσο ήμουν και τότε— απλώς μια καταχθόνια φαντασία μου: ήταν εύκολο να καταλάβω πως είχαν αντιληφθεί την αμηχανία μου, και πως αυτή η παράξενη σχέση διαμόρφωσε για πολύ καιρό την ατμόσφαιρα ολόγυρά μας. Δεν εννοώ μ' αυτό, πως ειρωνεύονταν ή πως φέρονταν πρόστυχα, γιατί αυτό δεν ήταν ένας από τους κινδύνους τους: εννοώ, από την άλλη, πως το στοιχείο του ανείπωτου και του ανέγγιχτου είχε γίνει μεταξύ μας δυνατότερο απ' οτιδήποτε άλλο, και πως τόση αποφυγή δε θα μπορούσε να επιτευχθεί δίχως μια, σε μεγάλη έκταση, σιωπηλή συμφωνία. Ήταν σαν να ερχόμασταν αδιάκοπα, ορισμένες στιγμές, αντιμέτωποι με θέματα που μπροστά τους θα έπρεπε να σταματούσαμε απότομα, να γυρίζαμε πίσω από δρομάκους που ξαφνικά βρίσκαμε πως ήταν αδιέξοδοι, να κλείναμε μ' ένα μικρό βρόντηγμα —που μας έκανε να κοιταζόμαστε, γιατί όπως όλα τα βροντήγματα ήταν κάπως πιο δυνατό απ' ό,τι λογαριάζαμε— τις πόρτες που είχαμε ανοίξει με αδιακρισία. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη — και ήταν φορές που θα είχαμε την εντύπωση πως κάθε σχολικό θέμα ή θέμα συνομιλίας άγγιζε απαγορευμένα εδάφη. Απαγορευμένο έδαφος είναι το ζήτημα της επιστροφής των νεκρών γενικά, και οποιουδήποτε, ειδικά, από τους μικρούς φίλους που είχαν χάσει τα παιδιά, και που επιζούσε στο μνημονικό τους. Ήταν μέρες που θα μπορούσα να ορκιστώ πως το ένα από τα δύο παιδιά είχε πει στο άλλο μ' ένα αόρατο ανάλαφρο σκούντημα του αγκώνα: «Φαντάζεται πως θα το κάνει τούτη τη φορά — μα δε θα το κάνει». Αυτό που «θα έκανα» θα ήταν, λόγου χάρη —και δοκιμαστικά κατά κάποιο τρόπο— να αναφερθώ άμεσα στην γκουβερνάντα που τα είχε προετοιμάσει για τη δική μου διδασκαλία. Είχαν μια αχόρταγη χαριτωμένη όρεξη γαι αφηγήσεις από τη δική μου ζωή, κι εγώ ικανοποιούσα απλόχερα την όρεξή τους: ήξεραν το καθετί που μου είχε συμβεί, όλα τα περιστατικά κι από τις πιο ασήμαντες περιπέτειες που είχα περάσει, όχι μονάχα εγώ αλλά και οι αδερφές μου και οι αδερφοί μου, και η γάτα μας κι ο σκύλος μας, κι ένα σωρό λεπτομέρειες για τον εκκεντρικό χαρακτήρα του πατέρα μου, για την επίπλωση και τη διαρρύθμιση του σπιτιού μας, και για τις κουβέντες που έκαναν οι γριές του χωριού μας. Το ένα με το άλλο, υπήρχαν αρκετά θέματα για φλυαρία, αν πήγαινε κανείς πολύ γρήγορα και ήξερε από ένστικτο να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Είχαν μια δική τους τέχνη για να τραβούν τους σπόγγους της επινοητικότητας και του θυμητικού μου — και όταν σκεφτόμουν αργότερα κάτι τέτοια περιστατικά, ίσως τίποτε άλλο να μη με έκανε να υποψιάζομαι τόσο πολύ πως με επιτηρούσαν στα κρυφά. Πάντως, μονάχα σχετικά με τη ζωή μου, με το παρελθόν μου και με τους φίλους μου μπορούσαμε να κουβεντιάζουμε άνετα — μια κατάσταση που τους έκανε κάποιες φορές, εντελώς αταίριαστα, να καταλήγουν σε φιλικά κουτσομπολιά. Μου ζητούσαν —δίχως καμιά φανερή σχέση— να τους ξαναπώ το ανέκδοτο του Χαζο-Γκόζλινγκ, ή να επιβεβαιώσω τις χιλιοειπωμένες λεπτομέρειες για την εξυπνάδα του πόνεϊ του πρεσβυτέριου. Κατά ένα μέρος σε καταστάσεις σαν αυτές, και κατά ένα μέρος σε άλλες εντελώς διαφορετικές, οφειλόταν, με την τροπή που είχαν πάρει τώρα τα ζητήματά μου, το ότι οι δυσχέρειές μου, όπως τις έλεγα, έγιναν πάρα πολύ αισθητές. Το γεγονός πως οι μέρες κυλούσαν, για μένα, δίχως άλλη συνάντηση, θα έπρεπε, κατά φυσική συνέπεια, να είχε καταπραΰνει κάπως τα νεύρα μου. Ύστερα από τη σύντομη αντίληψη, εκείνη τη δεύτερη νύχτα, στο πάνω πλατύσκαλο, της παρουσία μιας γυναίκας στο κάτω μέρος της σκάλας, δεν είχα δει τίποτα —είτε μέσα στο σπίτι είτε έξω— απ' όσα καλύτερα να μην τα βλέπει κανείς. Ήσαν πολλές γωνιές, που στρίβοντάς τις περίμενα πως θα έβλεπα ξαφνικά τον Κουίντ, και πολλές περιστάσεις, που από κακή ώρα και μόνο, θα ευνοούσαν την εμφάνιση της μις Τζέσελ.
Digitized by 10uk1s, June 2010
Το καλοκαίρι τέλειωσε, το καλοκαίρι πάει: το φθινόπωρο είχε πλακώσει στο Μπλάυ και το είχε μισοσκοτεινιάσει. Ο τόπος, με τον γκρίζο ουρανό του και τις μαρμάρινες γιρλάντες του, τις γυμνές εκτάσεις και τα σκόρπια κίτρινα φύλλα, ήταν σαν θέατρο μετά την παράσταση, στρωμένο με τσαλακωμένα προγράμματα. Ατμοσφαιρικές καταστάσεις, συνθήκες ήχου και σιωπή, άρρητες εντυπώσεις σαν από ιεροτελεστίες μου ξανάφερναν στο νου, αρκετή ώρα ώστε να μου εντυπωθεί, το συναίσθημα του περιβάλλοντος: μέσα σ' αυτό, που εκείνο το δειλινό του Ιουνίου, έξω από το σπίτι, είχα δει για πρώτη φορά τον Κουίντ — σ' αυτό που, επίσης, αφού τον είχα δει έξω απ' το παράθυρο, μάταια τον έψαχνα παντού μέσα στα σύθαμνα. Αναγνώρισα τα σημάδια, τους οιωνούς — αναγνώρισα τη στιγμή, το μέρος. Αλλά έμειναν ασυνόδευτα και αδειανά, και συνέχισα απείραχτη — αν μπορεί να ονομαστεί απείραχτη μια κοπέλα, που η ευαισθησία της είχε, κατά τον πιο καταπληκτικό τρόπο, όχι εξασθενήσει αλλά βαθύνει. Όταν κουβέντιασα με την κυρία Γκρόουζ σχετικά μ' εκείνη την απαίσια σκηνή κοντά στη λιμνούλα, είχε πει —και την είχα μπερδέψει μ' αυτό που είπα— πως από εκείνη τη στιγμή θα μου έκανε πολύ περισσότερο κόπο να έχανα την εξουσία μου παρά να τη διατηρούσα. Είχα εκφράσει αυτό που ήταν στο νου μου: την αλήθεια, πως είτε είχαν δει πραγματικά τα παιδιά είτε όχι —μια κι αυτό δεν είχε ακόμα οριστικά αποδειχθεί— προτιμούσα κατά πολύ, για προστασία τους, να εκτεθώ εγώ. Ήμουν έτοιμη να γνωρίσω και το χειρότερο που μπορούσε να υπάρχει. Μου είχε περάσει από το νου η φριχτή σκέψη πως τα μάτια μου ήταν σφαλιχτά και σφραγισμένα, ενώ τα δικά τους ήσαν ορθάνοιχτα. Ναι, φαίνεται πως τα μάτια μου ήταν τώρα σφραγισμένα — μια συντέλεια, που φαινόταν βλάσφημο να μη δοξάζω γι' αυτή το Θεό. Υπήρχε, αλίμονο, μια δυσκολία σ' αυτό: θα τον δόξαζα και θα τον ευχαριστούσα μ' όλη μου την ψυχή, αν δεν είχα σε ανάλογο βαθμό αυτή την πεποίθηση της μυστικότητας των μαθητών μου. Πώς να αναδρομήσω σήμερα στους παράξενους αναβαθμούς της έμμονης ιδέας μου; Ήταν φορές, που ήμασταν μαζί, που θα ήμουν έτοιμη να ορκιστώ πως, κυριολεκτικά, μπροστά μου —αλλά με την άμεση αντίληψή μου κλειστή— είχαν επισκέπτες που τους ήταν γνωστοί και ευπρόσδεκτοι. Κι ακόμα, αν δε με απότρεπε η πιθανότητα πως ένα τέτοιο κακό μπορούσε να αποδειχτεί χειρότερο από το κακό που ήθελα ν' αποσοβήσω, θα ξέσπαγα θριαμβευτικά, αναγαλλιάζοντας: «Είναι εδώ, είναι εδώ, παλιόπαιδα», θα φώναζα, «και δεν μπορείτε τώρα πια να το αρνηθείτε!». Τα παλιόπαιδα το αρνήθηκαν με ολόκληρο τον πρόσθετο όγκο της ομιλίας τους και της τρυφερότητάς τους, που τα κρυσταλλένια βάθη τους —σαν το σπιθοβόλημα ψαριού σε ποταμάκι— ξεμύτιζε το κορόιδεμα της πλεονεκτικής τους θέσης. Συγκλονίστηκα, στ' αλήθεια, ακόμα πιο βαθιά απ' ό,τι νόμιζα, εκείνη τη νύχτα, που ψάχνοντας να δω ή τον Κουίντ ή τη μις Τζέσελ κάτω από τ' αστέρια, είχα δει το παιδί που φύλαγα την ησυχία του, και που αμέσως είχε αποτραβήξει —μεμιάς, εκεί, είχε γυρίσει πάνω σ' εμένα— τη γλυκιά ανάθωρη ματιά του, μ' αυτή που από τις επάλξεις, πάνωθέ μου, είχε παίξει η αποτρόπαιη οπτασία του Κουίντ. Αν ήταν ζήτημα τρόμου, η ανακάλυψή μου, σε τούτη την περίσταση, με είχε τρομάξει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, και στη νευρική κατάσταση που μου είχε προξενήσει έβγαλα τα συμπεράσματά μου. Με βασάνιζαν σε τέτοιο βαθμό, που κάποιες φορές, σε στιγμές που ήμουν ελεύθερη, κλειδωνόμουν για να κάνω πρόβες φωναχτά —ήταν ταυτόχρονα ένα παράξενο ξαλάφρωμα και μια ανανεωμένη απελπισία— με ποιο τρόπο θα καταπιανόμουν με το ζήτημα. Το προσέγγιζα πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη, βηματίζοντας παράφορα μια πάνω και μια κάτω μέσα στο δωμάτιό μου, αλλά πάντα κατάληγα σε φριχτές βρισιές. Καθώς έσβηναν πάνω στα χείλη μου, έλεγα με το νου μου πως θα έπρεπε να τις βοηθήσω ώστε να παρασταίνουν κάτι το ατιμωτικό αν, με το να τις προφέρω, θα βεβήλωνα μια τόσο σπάνια μικρή περίπτωση ένστικτης λεπτότητας, όσο, πιθανότατα, καμιά σχολική αίθουσα δεν είχε ποτέ γνωρίσει. Σαν είπα στον εαυτό μου: «Αυτοί, έχουν καλούς τρόπους και σωπαίνουν, κι εσύ, ο κηδεμόνας, τη μικροπρέπεια να μιλάς!», ένιωσα να κοκκινίζω και σκέπασα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. Ύστερα από τούτες τις «κατ' ιδίαν» σκηνές, φλυαρούσα περισσότερο παρά ποτέ, συνεχίζοντας ακατάσχετα, ώσπου πλάκωνε μια από εκείνες τις καταπληκτικές, χειροπιαστές σιωπές μας —δεν μπορώ να τις ονομάσω διαφορετικά— η παράξενη ιλιγγιώδης αιώρηση ή μεταρσίωση (δοκιμάζω Digitized by 10uk1s, June 2010
εκφράσεις!) μέσα σε μια γαλήνη: ένα σταμάτημα κάθε ζωής, που δεν είχε καμιά σχέση με το λίγο ή πολύ θόρυβο που μπορεί να κάναμε εκείνη τη στιγμή, και που μπορούσα να τ' ακούσω μέσ' από οποιαδήποτε βαθιά ιλαρότητα ή ζωηρή απαγγελία ή πιο δυνατό βροντολόγημα του πιάνου. Ήταν και πως οι άλλοι, οι παρείσακτοι, βρίσκονταν εκεί. Αν και δεν ήταν άγγελοι, «περνούσαν», όπως λένε οι Γάλλοι, κάνοντάς με να τρέμω, όσο έμεναν, από το φόβο πως θα απηύθυναν στα νεαρότερα θύματά τους κάποιο ακόμα σατανικότερο μήνυμα, ή μια ακόμα ζωηρότερη εικόνα απ' όσα είχαν νομίσει πως ήταν αρκετά κατάλληλα για μένα. Αυτό που ήταν αδύνατον, όσο τίποτ' άλλο, να βγάλω από το νου μου, ήταν η βασανιστική ιδέα πως ό,τι κι αν είχα δει εγώ, ο Μάιλς και η Φλώρα είδαν περισσότερα — πράγματα φοβερά και αφάνταστα, που προέρχονταν από τρομακτικά περιστατικά στις περασμένες σχέσεις τους. Κάτι τέτοια άφηναν, φυσικά στην επιφάνεια, για ένα διάστημα, ένα ρίγος που αρνιόμασταν κραυγαλέα πως το νιώθουμε — και, χάρη στην επανάληψή τους, είχαμε εξασκηθεί τόσο θαυμάσια και οι τρεις μας, που κάθε φορά, σχεδόν αυτόματα, κάναμε τις ίδιες κινήσεις για να σημειωθεί η λήξη του επεισοδίου. Πάντως ήταν εντυπωσιακή η ριζωμένη συνήθεια των παιδιών να με φιλούν μ' ένα είδος παραφοράς δίχως νόημα, και να μην παραλείπουν ποτέ —το ένα ή το άλλο— την πολύτιμη ερώτηση που μας είχε βοηθήσει να αποφύγουμε πολλούς κινδύνους: «Πότε φαντάζεστε πως θα έρθει; Δε νομίζετε πως θα έπρεπε να του γράψουμε;» — αυτή η ερώτηση ήταν μοναδική, όπως μας δίδαξε η πείρα, για να διώξει την αμηχανία. Ο «του», φυσικά, ήταν ο θείος τους της οδού Χάρλεϋ —και ζούσαμε προβάλλοντας τη θεωρία πως μπορεί να ερχόταν από τη μια στιγμή στην άλλη για να προστεθεί στον κύκλο μας. Ο ίδιος, ήταν αδύνατο να είχε ενθαρρύνει λιγότερο μια τέτοια δοξασία, αλλά αν δεν είχαμε τη δοξασία για να καταφεύγουμε σ' αυτή, θα είχαμε στερηθεί αμοιβαία μερικές από τις ωραιότερες επιδείξεις μας. Δεν έγραφε ποτέ στα παιδιά —αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί εγωιστικό, αλλά ήταν ένα κολακευτικό τεκμήριο της εμπιστοσύνης που μου είχε: επειδή ο καταλληλότερος τρόπος για να αποτίσει ένας άντρας το μεγαλύτερο φόρο τιμής σε μια γυναίκα, δεν μπορεί παρά να είναι η περισσότερο πανηγυρική τήρηση ενός από τους ιερούς νόμους της ησυχίας του. Και πίστευα πως ακολουθούσα το πνεύμα της εντολής του να μην προσφεύγω σ' αυτόν, σαν άφηνα να καταλάβουν οι μαθητές μου πως τα γράμματά τους δεν ήταν παρά χαριτωμένα λογοτεχνικά γυμνάσματα. Ήταν πάρα πολύ ωραία γράμματα για να ταχυδρομηθούν: τα κρατούσα εγώ, και τα έχω ακόμα τώρα. Ήταν ένας κανόνας που τόνιζε περισσότερο τη σατιρική εντύπωση πως ενεργούσα με την υπόθεση πως μπορεί να ερχόταν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ήταν ακριβώς σαν να ήξεραν τα δύο παιδιά πόσο επικίνδυνο, σχεδόν περισσότερο από καθετί άλλο, ήταν αυτό για μένα. Μου φαίνεται, καθώς αναδρομίζω στα περασμένα, πως κανένα σημείο, σε όλ' αυτά, δεν είναι περισσότερο εκπληκτικό από το γεγονός, πως παρ' όλη την έντασή μου και το θρίαμβό τους, ποτέ δεν έχασα την υπομονή μου μαζί τους. Πρέπει να ήταν αξιολάτρευτα, αλήθεια, συλλογίζομαι τώρα, για να μην τα είχα μισήσει εκείνο τον καιρό! Ωστόσο, θα με είχε άραγε προδώσει τελικά η αγανάκτησή μου, αν το ξαλάφρωμα είχε καθυστερήσει περισσότερο; Δεν έχει σημασία μια και ήρθε το ξαλάφρωμα. Το λέω ξαλάφρωμα, αν και ήταν μονάχα το ξαλάφρωμα που μια δαγκωματιά του χειλιού φέρνει στον πόνο, ή το ξέσπασμα καταιγίδας μια μέρα πνιγηρή. Ήταν τουλάχιστον μια μεταβολή, και ήρθε ορμητική.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XIV ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ στην εκκλησία κάποια Κυριακή πρωί, είχα πλάι μου τον Μάιλς και μπροστά μας, σε μικρή απόσταση, πήγαινε η αδερφή του πλάι στην κυρία Γκρόουζ. Ήταν μια ξερή, ξάστερη μέρα, η πρώτη ύστερα από κάμποσο καιρό. Τη νύχτα είχε λίγη παγωνιά, και η φθινοπωρινή ατμόσφαιρα, φωτεινή και τσουχτερή, έκανε τις κωδωνοκρουσίες σχεδόν χαρούμενες. Δεν ξέρω πώς έτυχε, μια τέτοια στιγμή, και με εντυπωσίασε ιδιαίτερα και με πολλή ευγνωμοσύνη η ευπείθεια των δύο μικρών μαθητών μου. Γιατί ποτέ δεν αδημόνησαν για την ανένδοτη, την αδιάκοπη συντροφιά μου; Δεν ξέρω τι ήταν που με έκανε να πιστεύω πως είχα σχεδόν καρφιτσωμένο το παιδί στο σάλι μου, και πως έτσι που πηγαίναμε δυο-δυο, φαινόταν σαν να είχα πάρει τα μέτρα μου για τον κίνδυνο ανταρσίας. Ήμουν σαν δεσμοφύλακας, με τα μάτια του τέσσερα για ενδεχόμενη έκπληξη και δραπέτευση. Μα όλα αυτά ανήκαν —εννοώ η υπέροχη υποταγή τους— στην ειδική σειρά των πιο αβυσσαλέων γεγονότων. Ο Μάιλς φορούσε τα κυριακάτικά του, κομμένα και ραμμένα από το ράφτη του θείου του, που είχε ελευθερία για το έξοδο, ήξερε από ωραία γιλέκα και γνώριζε τον αριστοκρατικό αέρα του μικρού. Ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό αποτυπωμένα πάνω του τα πλήρη δικαιώματά του φύλου και της κοινωνικής του τάξης, που αν διεκδικούσε ξαφνικά την ελευθερία του, δε θα είχα τίποτα να πω. Κατά περίεργη σύμπτωση, πάνω που αναρωτιόμουν πώς θα τον αντιμετώπιζα, συνέβηκε η επανάσταση. Το λέω επανάσταση, γιατί τώρα καταλαβαίνω πως μ' αυτό που είπε υψώθηκε η αυλαία, για την τελευταία πράξη του τρομερού μου δράματος, κι επιταχύνθηκε η καταστροφή. —Δείτε, χρυσή μου —είπε χαριτωμένα— ξέρετε, παρακαλώ, πότε θα ξαναπάω επιτέλους σχολείο; Γραμμένη εδώ, αυτή η φράση φαίνεται αρκετά αθώα, προπάντων όπως προφέρθηκε σαν να μην είχε σημασία, με τη γλυκιά, λεπτή, κρυστάλλινη φωνή του, μ' αυτή που σε όλους τους συνομιλητές του, αλλά ιδιαίτερα στην αιώνια γκουβερνάντα του, πετούσε, σαν να ήταν τριαντάφυλλα, τους μελωδικούς της τόνους. Είχαν κάτι που σ' έκανε να πιάνεται η ανάσα σου —πάντως, πιάστηκε τώρα η δική μου σε σημείο που σταμάτησα απότομα, σαν να είχε πέσει ένα από τα δέντρα του πάρκου κατά πλάτος του δρόμου. Υπήρχε, εκείνη την ίδια στιγμή, κάτι καινούριο μεταξύ μας, και κατάλαβα απόλυτα πως το είχα αντιληφθεί, αν και, για να με κάνει να το αντιληφθώ, δεν είχε ανάγκη να φανεί ούτε τόσο δα λιγότερο αθώος και γοητευτικός απ' ό,τι ήταν συνήθως. Κατάλαβα πως είχε νιώσει κιόλας, όπως δε βρήκα στην αρχή τίποτα να απαντήσω, την υπεροχή που είχε κερδίσει. Τόσο πολύ αργούσα να βρω κάτι, που είχε όλο τον καιρό να συνεχίσει, ύστερα από ένα λεπτό, με το υπαινικτικό αλλά αόριστο χαμόγελό του: —Καταλαβαίνετε, χρυσή μου, πως για ένα αγόρι, να είναι πάντα με μια δεσποινίδα!... Το «χρυσή μου» ήταν αδιάκοπα στα χείλη του όταν μου μιλούσε, και τίποτ' άλλο, όσο η στοργική οικειότητα αυτής της προσφώνησης, δε θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα τη σωστή απόχρωση της αγάπης που ήθελα να εμπνεύσω στους μαθητές μου. Έδειχνε τόση άνεση και σεβασμό μαζί. Τώρα όμως, αχ, πόσο ένιωθα να διαλέγω τις φράσεις μου! Θυμάμαι, πως για να κερδίσω καιρό, δοκίμασα να γελάσω, και μου φάνηκε πως είδα στ' όμορφο πρόσωπό του, καθώς με κοίταζε, πόσο άσχημη και αλλόκοτη φαινόμουν. —Και πάντα με την ίδια, ε; αποκρίθηκα. Ούτε τα σάστισε, ούτε καν έπαιξε τα ματόφυλλά του. Ολόκληρο το ζήτημα είχε βγει ουσιαστικά στη μέση. —Ω, φυσικά, είναι ευχάριστη και τέλεια. Μα, τέλος πάντων, είμαι αγόρι, δεν το καταλαβαίνετε; Και... Digitized by 10uk1s, June 2010
να, μεγαλώνω. Κοντοστάθηκα μαζί του εκεί μια στιγμή, με πολλή καλοσύνη: —Ναι, μεγαλώνεις. Ω, μα ένιωθα να με παρατούν οι δυνάμεις μου! Έχω διατηρήσει ως σήμερα τη βασανιστική ιδέα — που μου ραγίζει την καρδιά— πως το είχε καταλάβει κι έπαιζε μαζί μου: —Και δεν μπορείτε να πείτε πως δεν ήμουν πολύ-πολύ καλός —έχω δίκιο; Έβαλα το χέρι μου πάνω στον ώμο του, γιατί μόλο που καταλάβαινα πόσο θα ήταν προτιμότερο να προχωρήσουμε, δεν είχα ακόμη εντελώς τη δύναμη. —Όχι, Μάιλς, δεν μπορώ να το πω. —Εκτός από εκείνη τη νύχτα, ξέρετε...! —Εκείνη τη νύχτα; Δεν μπόρεσα να φανώ ντόμπρα σαν εκείνον. —Μα, τότε που κατέβηκα, που βγήκα από το σπίτι. —Α, ναι. Μα ξεχνάω γιατί το είχες κάνει. —Ξεχνάτε; είπε με τη γλυκιά ένταση παιδικής μομφής. —Μα, ήταν για να σας δείξω πως μπορούσα να το κάνω. —Ω, ναι, μπόρεσες. —Μπορώ και πάλι. Ένιωσα πως θα κατάφερνα, ίσως, να συμμαζέψω τελος πάντων το νου μου. —Ασφαλώς. Μα δε θα το ξανακάνεις. —Όχι, όχι αυτό ξανά. Δεν ήταν τίποτα. —Δεν ήταν τίποτα, είπα κι εγώ. Μα έλα, πρέπει να πηγαίνουμε. Με έπιασε από το μπράτσο και συνεχίσαμε το δρόμο μας. —Λοιπόν, πότε θα ξαναπάω; Πήρα το πιο υπεύθυνο ύφος μου για να απαντήσω με μια ερώτηση: —Ήσουν πολύ ευτυχισμένος στο σχολείο; Σκέφτηκε μόλις μια στιγμή.
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Ω, είμαι αρκετά ευτυχισμένος παντού! —Μα, τότε —τραύλισα— αφού είσαι κι εδώ εξίσου ευτυχισμένος!... —Α, μα αυτό δεν είναι το παν! Βέβαια, ξέρετε κι εσείς πολλά... Θέλεις να πεις πως ξέρεις κι εσύ περίπου τα ίδια; ρώτησε καθώς κόμπιασε. —Ούτε τα μισά από όσα θα ήθελα! ομολόγησε με ειλικρίνεια. Μα δεν είναι τόσο γι' αυτό. —Τότε, για τι είναι; —Να, θέλω να γνωρίσω περισσότερο τη ζωή. —Καταλαβαίνω. Είχε φανεί η εκκλησία. Αρκετός κόσμος πήγαινε κατά κει, καθώς και μερικοί από το υπηρετικό προσωπικό του Μπλάυ, που μαζεύτηκαν κοντά στην πόρτα για να περάσουμε πρώτα εμείς. Τάχυνα το βήμα μας: ήθελα να μπούμε πριν να προχωρήσει η συζήτησή μας πάνω σ' αυτό το θέμα. Σκεφτόμουν με λαχτάρα πως θα ήταν υποχρεωμένος πάνω από μια ώρα να μη μιλάει, ποθούσα το μισόφωτο του πάγκου και τη σχεδόν πνευματική βοήθεια του μαξιλαριού, πάνω σ' αυτό που θα γονάτιζα. Μου φαινόταν κυριολεκτικά πως παράβγαινα μαζί του σ' ένα δρόμο ταχύτητας, και πως προσπαθούσε να με κάνει να μπερδέψω το βήμα μου, μα ένιωσα πως έφτανε πρώτος, όταν, πριν να μπούμε ακόμα στον αυλόπορτα της εκκλησιάς, μου πέταξε: —Θέλω από το δικό μου είδος! Αυτό με έκανε κυριολεκτικά να τιναχτώ μ' ένα πήδημα μπροστά. —Δεν είναι πολλοί σαν εσένα, Μάιλς! είπα γελώντας. Εκτός ίσως η Φλωρούλα μας! —Με παρομοιάζετε στ' αλήθεια με ένα κοριτσάκι, με ένα μωρό; Κόπηκαν τα γόνατά μου. —Δεν αγαπάς λοιπόν τη γλυκιά μας Φλώρα; —Αν δεν την αγαπούσα... καθώς κι εσάς —αν δεν την αγαπούσα..., ξανάπε σαν να πισωδρόμιζε να πάρει φόρα για ένα πήδημα, αφήνοντας ωστόσο τη σκέψη του ασυμπλήρωτη, ώστε, αφού φτάσαμε στην καγκελόπορτα, να γίνει αναπόφευκτο ένα άλλο σταμάτημα, που μου το επέβαλε μ' ένα σφίξιμο του μπράτσου του. Η κυρία Γκρόουζ και η Φλώρα είχαν μπει στην εκκλησία, τις είχαν ακολουθήσει και οι άλλοι πιστοί, κι έτσι μείναμε μονάχοι ανάμεσα στους παλιούς, πυκνούς τάφους του αυλόγυρου. Είχαμε σταματήσει, μέσ' από την καγκελόπορτα, κοντά σ' ένα χαμηλό μνήμα, μακρόστενο σαν τραπέζι. —Λοιπόν, αν δεν την αγαπούσες;... Κοίταζε ολόγυρα τους τάφους όσο περίμενα. —Ξέρετε πολύ καλά τι θα έκανα! Digitized by 10uk1s, June 2010
Δεν κούνησε όμως από τη θέση του, και σχεδόν αμέσως είπε κάτι που με έκανε να πέσω πάνω στην ταφόπετρα, σαν να ήθελα ξαφνικά να ξεκουραστώ: —Ο θείος μου έχει την ίδια ιδέα μ' εσάς; —Πώς ξέρεις ποια ιδέα έχω; —Ω, φυσικά, δεν ξέρω —και παραξενεύομαι που δε μου λέτε ποτέ. Μα, θέλω να πω, εκείνος ξέρει; —Να ξέρει τι, Μάιλς; —Μα, πώς τα πάω. Κατάλαβα αρκετά γρήγορα πως δεν μπορούσα να δώσω σ' αυτή την ερώτηση μια απάντηση που να μη συνεπάγεται κάτι σαν θυσία του εργοδότη μου. Αλλά μου φάνηκε πως όλοι μας στο Μπλάυ είχαμε αρκετά θυσιαστεί, ώστε αυτό να την κάνει συγχωρητέα: —Δε φαντάζομαι να ενδιαφέρεται πολύ ο θείος σου. Ο Μάιλς με κοίταξε σταθερά. —Δε νομίζετε πως μπορεί να εξαναγκαστεί να ενδιαφερθεί; —Με ποιο τρόπο; —Κάνοντάς τον να έρθει εδώ. —Μα ποιος θα τον κάνει να έρθει; —Εγώ! αποκρίθηκε με εξαιρετική ζωηρότητα και έμφαση. Μου έριξε ακόμα μια ματιά γεμάτη από τούτη την έκφραση, και ύστερα τράβηξε μονάχος του και μπήκε στην εκκλησία.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XV Η ΥΠΟΘΕΣΗ κανονίστηκε ουσιαστικά από τη στιγμή που δεν τον ακολούθησα. Ήταν μια οικτρή παραχώρηση στην ταραχή μου, αλλά το ότι το ήξερα δεν είχε τη δύναμη να με τονώσει. Καθόμουν πάνω στον τάφο και καταγινόμουν να ξεδιαλύνω καθαρά το νόημα του τι μου είχε πει ο μικρός μου φίλος. Κι όταν πια το άδραξα στο ακέραιο, άρπαξα επίσης την πρόφαση, για να μην μπω στην εκκλησία, πως ντρεπόμουν να δώσω στους μαθητές μου και στο άλλο εκκλησίασμα ένα τέτοιο παράδειγμα καθυστέρησης. Αυτό που είπα στον εαυτό μου πάνω απ' όλα, ήταν πως ο Μάιλς κάτι είχε καταλάβει για μένα, και πως η απόδειξη, γι' αυτόν, θα ήταν ακριβώς αυτή η κακότυχη κατάρρευσή μου. Είχε καταλάβει πως υπήρχε κάτι που το φοβόμουν πολύ, και πως θα μπορούσε πιθανότατα να εκμεταλλευτεί το φόβο μου για να αποκτήσει, για δικούς του σκοπούς, περισσότερη ελευθερία. Ο φόβος μου ήταν πως θα είχα να ασχοληθώ με το αφόρητο ζήτημα της αιτίας της αποπομπής του από το σχολείο, επειδή, στην πραγματικότητα, κατάληγε να είναι το ζήτημα των φρικαλεοτήτων που κρύβονταν πίσω της. Να ερχόταν ο θείος του για να χειριστεί μαζί μου όλ' αυτά, ήταν μια λύση που, για να πούμε το σωστό, θα έπρεπε να την επιθυμώ. Αλλά τόσο λίγο μπορούσα να αντιμετωπίσω όλη αυτή την ασχήμια και τη θλιβερότητα, που το ανάλαβα και ζούσα μέρα με τη μέρα. Το παιδί, προς μεγάλη μου ταραχή, είχε όλο του το δίκιο να μου πει: «Ή ξεκαθαρίζεις μαζί με τον κηδεμόνα μου το μυστήριο της διακοπής των σπουδών μου, ή πάψε να περιμένεις πως θα περάσω μαζί σου μια ζωή τόσο αφύσικη για ένα αγόρι». Αυτό που ήταν τόσο αφύσικο για τούτο εδώ το αγόρι, ήταν αυτή η ξαφνική αποκάλυψη μιας συναίσθησης κι ενός σχεδίου. Αυτό, στην πραγματικότητα, με είχε καταβάλει και με είχε εμποδίσει να μπω στην εκκλησία. Έκανα το γύρο της διστάζοντας, αναποφάσιστη. Σκεφτόμουν πως στη συνομιλία μαζί του είχα πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Δε θα μπορούσα λοιπόν, τίποτα να ξαναφτιάξω και ήταν μια υπέρτατη προσπάθεια να στριμωχτώ πλάι του στον πάγκο: ήταν περισσότερο από βέβαιο πως θα περνούσε το μπράτσο του κάτω από το δικό μου, και θα με έκανε να κάθομαι εκεί μια ολόκληρη ώρα σε στενή και σιωπηλή επαφή με το σχόλιό του πάνω στη συνομιλία μας. Πρώτη φορά, από τότε που είχε έρθει στο Μπλάυ, ποθούσα να φύγω από κοντά του. Καθώς στεκόμουν κάτω από το ψηλό ανατολικό παράθυρο και άκουγα το όργανο, μου ήρθε μια ιδέα, που ένιωσα πως θα μπορούσε να μου επιβληθεί ολότελα αν της έδινα την παραμικρή ενθάρρυνση. Θα ήταν εύκολο να βάλω ένα τέλος στη δύσκολη θέση μου αν έφευγα τελειωτικά. Τώρα ήταν η ευκαιρία, δεν υπήρχε κανένας για να με εμποδίσει, μπορούσα όλα να τα παρατήσω και να φύγω. Χρειαζόταν μονάχα να γυρίσω βιαστικά, για κάτι λίγες προετοιμασίες, στο σπίτι, που θα ήταν ουσιαστικά έρημο, μια και όλο σχεδόν το υπηρετικό προσωπικό βρισκόταν στην εκκλησία. Κανένας δε θα μπορούσε να με μεμφθεί για την απεγνωσμένη φυγή μου. Τι θα γινόταν αν δεν παρουσιαζόμουν στο γεύμα —δηλαδή σε δύο ώρες; Ήμουν βέβαιη —το έβλεπα ξεκάθαρα— πως οι μικροί μαθητές μου θα προσποιούνταν μια αθώα έκπληξη που δε θα εμφανιζόμουν να τους ακολουθώ. «Τι ήταν αυτό που κάνατε, κακό κορίτσι; Γιατί μας στενοχωρήσατε τόσο πολύ —κοντέψαμε να τρελαθούμε, ξέρετε— και μας το σκάσατε στην πόρτα της εκκλησιάς;» Δε θα μπορούσα να αντιμετωπίσω τέτοιες ερωτήσεις, ούτε να αντικρίσω, καθώς θα με ρωτούσαν, τα όμορφα υποκριτικά ματάκια τους. Και ήταν τόσο βέβαιο πως αυτά ακριβώς θα είχα να αντιμετωπίσω, που καθώς αυτή η εικόνα μου παρουσιάσθηκε εντονότερη, κίνησα επιτέλους να φύγω. Βγήκα από τον αυλόγυρο της εκκλησιάς και ξαναπήρα το δρόμο για πίσω, μέσ' από το πάρκο, βυθισμένη σε σκέψεις. Σαν έφτασα πια στο σπίτι, είχα πάρει την απόφαση να φύγω. Η κυριακάτικη ησυχία, τόσο στην περιοχή του σπιτιού όσο και στο εσωτερικό του, που δεν αντάμωσα κανέναν, είχε διεγείρει μέσα μου το συναίσθημα πως ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αν έφευγα γρήγορα, θα έφευγα δίχως καμιά λέξη. Θα έπρεπε να κάνω πολύ γρήγορα, ωστόσο, και το μεταφορικό μέσον ήταν το μεγάλο ζήτημα που έπρεπε να λυθεί. Εκεί, στο χολ, με το μυαλό μου βασανισμένο από τις δυσκολίες Digitized by 10uk1s, June 2010
και τα εμπόδια, θυμάμαι πως σωριάστηκε στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, και τότε, ξαφνικά, μου ήρθε στο νου πως εκεί ακριβώς, πριν πάνω από ένα μήνα, μες στο σκοτάδι της νύχτας, κι έτσι σκυμμένο με κακές σκέψεις, είχα δει το φάντασμα της φριχτότερης απ' όλες τις γυναίκες. Κατάφερα ν' αναστηλωθώ, ανέβηκα τη σκάλα και, αναστατωμένη, διευθύνθηκα στο σπουδαστήριο για να πάρω διάφορα δικά μου πράγματα που ήσαν εκεί. Αλλά άνοιξα την πόρτα για να βρεθώ πάλι, αστραπιαία, με μάτια διαφωτισμένα. Μ' αυτό που είδα, η αντίστασή μου ξανακουβαριάστηκε μεμιάς. Καθισμένο στο τραπέζι μου, μέρα-μεσημέρι, είδα ένα πρόσωπο, που δίχως την προηγούμενη πείρα μου θα το είχα πάρει με την πρώτη ματιά για καμιά καμαριέρα που είχε μείνει στο σπίτι για να το φυλάει, και που επωφελήθηκε από τη σπάνια ευκαιρία πως κανένας δεν την επιτηρούσε, καθώς και από το τραπέζι μου, τις πένες, το καλαμάρι και το χαρτί μου, για να καταπιαστεί στη δουλειά να γράψει στον αγαπητικό της. Έβλεπες την προσπάθεια στον τρόπο, που με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι, στήριζε με φανερή κούραση το κεφάλι της πάνω στα χέρια της. Αλλά την ίδια σχεδόν στιγμή είχα αντιληφθεί, πως αν και είχα μπει στο δωμάτιο, η στάση της, κατά παράξενο τρόπο, έμενε η ίδια. Αμέσως έπειτα, καθώς άλλαξε στάση, ξεπρόβαλε η ταυτότητά της. Σηκώθηκε, όχι σαν να με είχε ακούσει, αλλά με μια ανείπωτη βαθιά μελαγχολία αδιαφορίας και αφηρημάδας, και σε κάπου τέσσερις γιάρδες απόσταση από μένα, στάθηκε η τιποτένια προκάτοχή μου. Ντροπιασμένη και τραγική, στεκόταν μπροστά μου —αλλά την ίδια στιγμή που την κοίταζα για να την εντυπώσω στο μνημονικό μου, διαλύθηκε η φριχτή εικόνα. Σκοτεινή σαν τα μεσάνυχτα, μέσα στο μαύρο φόρεμά της, στη βλοσυρή ομορφιά της και στην ανείπωτη θλίψη της, με είχε κοιτάξει αρκετή ώρα, σαν να ήθελε να πει πως το δικαίωμά της να κάθεται στο τραπέζι μου ίσχυε όσο και το δικαίωμά μου να κάθομαι στο δικό της τραπέζι. Πραγματικά, όσο κράτησαν αυτές οι στιγμές, είχα το παράξενο, παγερό συναίσθημα πως εγώ ήμουν η παρείσακτη. Και σαν μια άγρια διαμαρτυρία ενάντια σ' αυτό, αποτεινόμενη στην ίδια —«έξω, τρομερή παλιογυναίκα!»— άκουσα τον εαυτό μου να ξεσπάει σε μια κραυγή, που από την ανοιχτή πόρτα αντήχησε στο μακρύ διάδρομο και το αδειανό σπίτι. Με κοίταξε σαν να με άκουσε, μα είχα ξανάρθει στον εαυτό μου και καθάρισα την ατμόσφαιρα. Στο δωμάτιο υπήρχε πια μονάχα το ηλιόφωτο και το συναίσθημα πως έπρεπε να μείνω.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XVI ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΕΙΧΑ προεξοφλήσει πως η επιστροφή των μαθητών μου θα χαρακτηριζόταν από εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες, που με πείραξε πως δεν είπαν τίποτα για την απουσία μου. Αντί να με κατηγορήσουν χαρούμενα και με χάδια, δεν έκαναν κανένα υπαινιγμό πως τους είχα παρατήσει, και με άφησαν για την ώρα, σαν είδα πως κι αυτή δεν είπε τίποτα, να μελετήσω το παράξενο πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ. Το έκανα με το σκοπό να βεβαιωθώ πως την είχαν, σαν να λέμε, δωροδοκήσει για να μην πει τίποτα. Υποσχέθηκα ωστόσο στον εαυτό μου πως θα την έκανα να μιλήσει με την πρώτη ευκαιρία που θα την ξεμονάχιαζα. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε πριν από το τσάι: εξασφάλισα πέντε λεπτά μαζί της στο δωμάτιο της οικονόμου, που τη βρήκα να κάθεται μπροστά στο τζάκι, το σούρουπο, με μια πονεμένη γαλήνη στο πρόσωπό της, μέσα σε μια μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, αλλά με το δωμάτιο καθαρό και συγυρισμένο. Έτσι τη βλέπω ακόμα τώρα, έτσι τη βλέπω καλύτερα: να αντικρίζει τη φωτιά από την καρέκλα της με την ίσια ράχη, μέσα στο μισοσκότεινο κατακάθαρο δωμάτιο, μια μεγάλη τέλεια εικόνα «τέλους της μέρας» —κλεισμένων και κλειδωμένων συρταριών, και ύπνου δίχως φάρμακα υπνωτικά. —Ω, ναι, μου ζήτησαν να μην πω τίποτε —και για να τα ευχαριστήσω, όσο ήσαν μπροστά, το υποσχέθηκα. Μα τι σας είχε συμβεί; —Πήγα μαζί τους μονάχα για περίπατο, αποκρίθηκα. Έπρεπε να γυρίσω για να ανταμώσω ένα φίλο. Φανέρωσε την έκπληξή της: —Ένα φίλο —εσείς; —Ω, ναι, έχω ένα ζευγάρι φίλους! είπε γελώντας. Μα σου είπαν για ποιο λόγο; —Να μην πω τίποτα που μας αφήσατε; Ναι —είπαν πως θα το προτιμούσατε. Αλήθεια, το προτιμάτε; Η έκφραση του προσώπου μου της προξενούσε θλίψη. «Όχι δεν το προτιμώ!» Αλλά ύστερα από μια στιγμή πρόσθεσα: «Μήπως είπαν γιατί έπρεπε να το προτιμώ;» —Όχι. Μονάχα ο κύριος Μάιλς είπε: «Πρέπει να κάνουμε μονάχα ό,τι της αρέσει!» —Μακάρι να κάνει ό,τι μου αρέσει! Και η Φλώρα τι είπε; —Η μις Φλώρα ήταν πολύ γλυκιά. Είπε: «Ω, βέβαια, βέβαια!» —και είπα κι εγώ το ίδιο. Σκέφτηκα μια στιγμή. —Ήσουν κι εσύ πολύ γλυκιά —λες και σας ακούω όλους. Ωστόσο, ανάμεσα στον Μάιλς και σ' εμένα, όλα πια έχουν τελειώσει. —Όλα έχουν τελειώσει; είπε κατάπληκτη. Μα τι έγινε, μις; —Όλα. Δεν έχει σημασία. Το αποφάσισα. Γύρισα στο σπίτι, χρυσή μου —συνέχισα— για να κουβεντιάσω με την μις Τζέσελ. Digitized by 10uk1s, June 2010
Τώρα πια είχα πάρει τη συνήθεια να κρατήσω την κυρία Γκρόουζ κάτω από τον έλεγχό μου, κυριολεκτικά, πριν να χτυπήσω αυτή τη νότα —έτσι που, και τώρα, καθώς έπαιζε θαρραλέα τα ματόφυλλά της κάτω από το νόημα που είχε η λέξη μου, μπορούσα να την κρατάω σχετικά σταθερή. —Να κουβεντιάσετε! Θέλετε να πείτε πως σας μίλησε; —Καταντάει το ίδιο. Σαν γύρισα, τη βρήκα στο σπουδαστήριο. —Και τι είπε; Την ακούω ακόμα τώρα, την αγαθή γυναίκα, και την ειλικρίνεια της κατάπληξής της. —Πως τραβάτε τα μαρτύρια... Αυτό την έκανε στ' αλήθεια, καθώς συμπλήρωνε την εικόνα μου, να μείνει μ' ανοιχτό στόμα. —Θέλετε να πείτε —τραύλισε διστάζοντας... των απολωλότων; —Των απολωλότων. Των κολασμένων. Και για τούτο, για να τα μοιραστεί... —κόμπιασα κι εγώ μπροστά στη φρίκη αυτού που θα έλεγα. Μα η φίλη μου, με λιγότερη φαντασία, με ενθάρρυνε: —Για να μοιραστεί...; —Θέλει τη Φλώρα. Η κυρία Γκρόουζ θα μπορούσε να εξεγερθεί και να με παρατήσει, έτσι που της το είπα, αν δεν ήμουν προετοιμασμένη. Εξακολουθούσα να την κρατάω εκεί, για να δείξω πως ήμουν: —Ωστόσο, όπως σου έχω πει, δεν έχει σημασία. —Επειδή το αποφασίσατε; Μα τι αποφασίσατε; —Όλα. —Και τι θέλετε να πείτε με «όλα;» —Μα, να ειδοποιήσω το θείο τους. —Ω, μις, για την αγάπη του Θεού, κάνετέ το! ξέσπασε η φίλη μου. —Α, μα θα το κάνω, θα το κάνω! Καταλαβαίνω πως είναι ο μόνος τρόπος. Αυτό που «τέλειωσε», όπως σου είπα, με τον Μάιλς, είναι πως αν φαντάζεται πως φοβάμαι να τον ειδοποιήσω —και βάζει στο νου του ιδέες για το τι κερδίζει μ' αυτό— θα δει πως κάνει μεγάλο λάθος. Ναι, ναι —ο θείος του θα τα ακούσει από το στόμα μου (και μπροστά στο παιδί, αν χρειασθεί) πως αν φταίω που δεν έκανα τίποτα για να ξαναπάει σχολείο... —Ναι, μις..., με πίεσε η κυρία Γκρόουζ. —Είναι για κείνο το λόγο, τον τρομερό. Digitized by 10uk1s, June 2010
Τώρα πια υπήρχαν τόσο πολλοί λόγοι, που η καημένη η συνάδελφός μου ήταν συγχωρητέα για την αβεβαιότητά της: —Μα... για ποιο λόγο; —Το γράμμα από το σχολείο. —Θα το δείξετε στον κύριο; —Έπρεπε να το είχα κάνει αμέσως, από τότε. —Α, όχι! είπε έντονα η κυρία Γκρόουζ. —Θα του το πω ξεκάθαρα, συνέχισα αμείλικτα, πως δεν μπορώ να αναλάβω αυτό το ζήτημα για ένα παιδί που το αποβάλανε... —Για κάτι, που ποτέ δε μάθαμε το παραμικρό! δήλωσε η κυρία Γκρόουζ. —Για αχρειότητα. Για τι άλλο — μια και είναι τόσο έξυπνος, τόσο όμορφος, τόσο τέλειος; Είναι βλάκας; Είναι ακατάστατος; Είναι φιλάσθενος; Έχει κακό χαρακτήρα; Είναι εξαιρετικός —έτσι, δεν μπορεί παρά να είναι αυτό. Κι αυτό τα εξηγεί όλα. Το κάτω-κάτω, πρόσθεσα, φταίει ο θείος τους. Αφού άφησε εδώ τέτοια υποκείμενα!... —Εκείνος δεν τους γνώριζε καθόλου. Το φταίξιμο είναι δικό μου. Είχε χλομιάσει. —Μα, εσύ δε θα πάθεις τίποτε, της είπα. —Τα παιδιά δε θα πάθουν τίποτε! αποκρίθηκα έντονα. Κοιταχτήκαμε αμίλητες για λίγη ώρα. —Ώστε, τι πρέπει να του πω; ρώτησα. —Να μην του πείτε τίποτε. Θα του εξηγήσω εγώ. Στοχάστηκα πάνω σ' αυτό. —Δηλαδή, θα του γράψεις... —και σταμάτησα, καθώς θυμήθηκα πως δεν ήξερε να γράψει. Πώς συνεννοείσαι μαζί του; —Τα λέω του επιστάτη, και γράφει αυτός. —Και θα σου άρεσε να γράψει τα περιστατικά μας; Η ερώτησή μου, δίχως να το θέλω εντελώς, είχε κάτι το έντονα σαρκαστικό, κι αυτό την έκανε κουρέλι. Πάλι γέμισαν δάκρυα τα μάτια της. —Αχ, μις, γράψτε του λοιπόν εσείς!
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Μα... ναι, απόψε κιόλας, αποκρίθηκα τέλος. Και πάνω σ' αυτό, χωρίσαμε.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XVII Το ΒΡΑΔΥ ΠΡΟΧΩΡΗΣΑ ως το σημείο να κάνω μια αρχή. Ο καιρός είχε αλλάξει, ένας δυνατός άνεμος είχε σηκωθεί, κι εγώ, στο δωμάτιό μου, κάτω από τη λάμπα, με τη Φλώρα να κοιμάται ήσυχα, καθόμουν πολλή ώρα μπροστά σε μια άγραφη κόλλα χαρτί κι αφουγκραζόμουν τη βροχή να δέρνει το σπίτι, και τον άνεμο να φυσομανάει. Τέλος, πήρα ένα κερί και βγήκα από το δωμάτιο, πέρασα το διάδρομο κι αφουγκράστηκα ένα λεπτό στην πόρτα του Μάιλς. Αυτό, που μέσα στη μόνιμη ψύχωσή μου με είχε παρακινήσει να αφουγκραστώ, ήταν για να αντιληφθώ κάποιο σημάδι πως δεν κοιμόταν, και σε λίγο πήρε το αυτί μου κάτι, όχι όμως με τον τρόπο που περίμενα. Η φωνή του ακούστηκε κουδουνιστή: —Έι, εσείς εκεί —ελάτε μέσα. Ήταν μια χαρούμενη νότα μες στη μελαγχολία! Μπήκα με το κερί μου και τον βρήκα πλαγιασμένο, εντελώς ξύπνιο αλλά πολύ κεφάτο. —Λοιπόν, σαν τι σκαρώνετε εσείς; ρώτησε με ένα χαριτωμένο φιλικό τόνο, που αν η κυρία Γκρόουζ ήταν εκεί —μου πέρασε από το νου— άδικα θα έψαχνε να βρει σ' αυτόν την απόδειξη πως κάτι συμβαίνει. Στεκόμουν από πάνω του με το κερί. —Πώς το κατάλαβες πως ήμουν έξω από τη πόρτα; —Μα φυσικά, σας άκουσα. Φανταστήκατε πως δεν κάνατε καθόλου θόρυβο; Είστε σαν ένα ολόκληρο σύνταγμα ιππικού! αποκρίθηκε με το ωραίο του γέλιο. —Ώστε δεν κοιμόσουν; —Όχι και τόσο! Ήμουν ξύπνιος και σκεφτόμουν. Είχα βάλει το κερί μου, σκόπιμα, λίγο πιο πέρα, και καθώς μου άπλωσε φιλικά το χέρι του, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. —Και τι σκεφτόσουν; τον ρώτησα. —Τι άλλο, χρυσή μου, παρά εσάς; —Α, η περηφάνια που αισθάνομαι γι' αυτό δεν αντισταθμίζει το άλλο. Θα προτιμούσα κατά πολύ να κοιμόσουν. —Μα, σκέφτομαι, ξέρετε, κι αυτό το αλλόκοτο ζήτημα που μας αφορά. Πρόσεξα πόσο δροσερό ήταν το σταθερό χεράκι του. —Ποιο αλλόκοτο ζήτημα, Μάιλς; —Μα, ο τρόπος που με ανατρέφετε. Και όλα τα άλλα! Μου κόπηκε η ανάσα για ένα λεπτό, και το κερί μου φώτιζε αρκετά ώστε να δω πως μου χαμογελούσε από το προσκεφάλι του. Digitized by 10uk1s, June 2010
—Τι εννοείς με «όλα τα άλλα»; —Ω, το ξέρετε, το ξέρετε! Δεν μπόρεσα να πω τίποτα για ένα ολόκληρο λεπτό, μόλο που ένιωθα, καθώς κρατούσα το χέρι του κι εξακολουθούσαμε να κοιταζόμαστε κατάματα, πως η σιωπή μου ήταν σαν να δήλωνα πως παραδεχόμουν την κατηγορία του, και πως τίποτα, σε ολόκληρο τον κόσμο της πραγματικότητας, δεν ήταν ίσως τόσο θρυλικό εκείνη τη στιγμή, όσο η πραγματική μας σχέση. —Ασφαλώς θα ξαναπάς σχολείο, του είπα, αν είναι αυτό που σε ανησυχεί. Αλλά όχι στο ίδιο —πρέπει να βρούμε ένα άλλο, ένα καλύτερο. Πώς μπορούσα να ξέρω πως σε στενοχωρούσε αυτό το ζήτημα, αφού ποτέ δε μου το είπες, αφού ποτέ δε μίλησες γι' αυτό; Το φωτεινό του πρόσωπο, προσηλωμένο να ακούει, σχεδιασμένο μέσα στην απαλή ασπράδα του, τον έκανε συγκινητικό σαν νοσταλγικό άρρωστο σε παιδικό νοσοκομείο. Κι έτσι που μου ήρθε στο νου αυτή η ομοιότητα, θα έδινα ό,τι είχα σ' αυτό τον κόσμο για να είμαι η νοσοκόμα ή η αδερφή του ελέους, που θα τον παραστεκόταν για να γίνει καλά. Μα, ακόμα κι έτσι που ήταν, θα μπορούσα ίσως να του παρασταθώ. —Το ξέρεις πως δε μου είπες ποτέ ούτε λέξη για το σχολείο σου —θέλω να πω, για το παλιό σχολείο σου. Ποτέ δε μου μίλησες γι' αυτό. Φάνηκε να απορεί —χαμογέλασε με την ίδια γλύκα. Μα ολοφάνερα ήθελε να κερδίσει καιρό, περίμενε, ζητούσε καθοδήγηση. —Δε σας μίλησα; Δεν ανήκε σ' εμένα να του παρασταθώ —ανήκε σ' εκείνο το πράμα που είχα συναντήσει! Έτσι που το είπε, κάτι στον τόνο της φωνής του και στην έκφραση του προσώπου του έκανε την καρδιά μου να πονέσει όσο ποτέ ως τότε: τόσο ανείπωτα συγκινητικό ήταν να βλέπω το μυαλουδάκι του να παιδεύεται, και να είναι, με τα λίγα του εφόδια, υποχρεωμένος να παίζει, κάτω από τα μάγια που του είχαν ρίξει, ένα ρόλο αθωότητας και συνέπειας. —Οχι, ποτέ —από τότε που γύρισες στο σπίτι. Ποτέ δε μου ανάφερες ούτε έναν από τους δασκάλους σου, ούτε έναν από τους συμμαθητές σου, ούτε και το ελάχιστο που να σου έχει συμβεί στο σχολείο. Ποτέ, μικρέ μου Μάιλς, όχι, ποτέ δε μου έκανες την παραμικρή νύξη για κάτι που μπορεί να σου έχει συμβεί. Μπορείς να φανταστείς, λοιπόν, πόσο βρίσκομαι στα σκοτεινά. Ώσπου μου ξανοίχτηκες σήμερα το πρωί, ποτέ, από την πρώτη στιγμή που σε είδα, δεν ανάφερες το ελάχιστο από την περασμένη ζωή σου. Φαινόσουν να δέχεσαι τόσο απόλυτα το παρόν. Είναι καταπληκτικό πως η απόλυτη πεποίθησή μου για την κρυφή του πρωιμότητα (ή όποια ονομασία κι αν δώσω στο δηλητήριο μιας επιρροής, που μόλις τολμούσα να μισοδιατυπώσω) τον έκανε —παρά την αμυδρή εκδήλωση της εσωτερικής ταραχής του— να φαίνεται πως έχει αντίληψη ενήλικου ανθρώπου, και τον επέβαλλε σχεδόν σαν ίσο διανοητικά. —Νόμιζα πως ήθελες να συνεχίσεις όπως είσαι. Μου φάνηκε πως κοκκίνισε ανάλαφρα. Πάντως, σαν ένας άρρωστος σε ανάρρωση, λιγάκι κουρασμένος, κούνησε το κεφάλι του άτονα, δεξιά-ζερβά:
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Όχι... όχι. Θέλω να φύγω. —Βαρέθηκες το Μπλάυ; —Τότε...; —Ω, ξέρετε πολύ καλά τι θέλει ένα αγόρι. Με το συναίσθημα πως δεν το ήξερα τόσο καλά όσο ο Μάιλς, κατάφυγα προσωρινά σε μια ερώτηση: —Θέλεις να πας στο θείο σου; Πάλι, με το γλυκό ειρωνικό του πρόσωπο έκανε μια κίνηση πάνω στο προσκεφάλι: —Α, μα δεν μπορείτε να το βγάλετε από το νου σας! Δίστασα μια στιγμή, και νομίζω πως εγώ τώρα άλλαξα χρώμα: —Χρυσέ μου, δε θέλω να το βγάλω! —Δεν μπορείτε, ακόμα κι αν το θέλετε. Δεν μπορείτε, δεν μπορείτε, δεν μπορείτε! είπε, με τα όμορφα μάτια του στυλωμένα στο ταβάνι. Πρέπει να έρθει ο θείος μου, και πρέπει να κανονίσετε το ζήτημα τελειωτικά. —Αν το κανονίσουμε, αποκρίθηκα κάπως ζωηρά, μπορείς να είσαι βέβαιος πως θα είναι για να σε πάρει από δω. —Μα δεν καταλαβαίνω πως αυτό ακριβώς είναι το σχέδιο μου; Θα πρέπει να του πείτε... γιατί χάσατε την υπομονή σας — θα πρέπει να του πείτε ένα σωρό πράματα! Το είπε τόσο θριαμβευτικά που με έκανε να του το ανταποδώσω: —Κι εσύ, Μάιλς, σαν πόσα θα χρειαστεί να του πεις; Θα σε ρωτήσει πολλά και διάφορα! Το στριφογύρισα στο μυαλό του. —Πολύ πιθανόν. Αλλά σαν τι; —Αυτά που δεν είπες ποτέ σ' εμένα. Για να αποφασίσει τι θα γίνει μ' εσένα. Δεν μπορεί να σε ξαναστείλει... —Ω, δε θέλω να ξαναπάω! μ' έκοψε. Θέλω καινούργιο περιβάλλον. Τότε, με αξιοθαύμαστη αταραξία, σ' έναν τόνο αναμφισβήτητα εύθυμο —κι αυτός ο τόνος, ασφαλώς, με έκανε προπάντων να φανταστώ την οδυνηρή, την αφύσικη παιδική τραγωδία της πιθανής επιστροφής του στο σπίτι, ύστερα από τρεις μήνες, με όλη του την αψηφησιά, κι ακόμα περισσότερο ατιμασμένος. Ένιωσα ως τα τρίσβαθα του είναι μου πως θα μου ήταν αδύνατον να το βαστάξω, κι αυτό με έκανε να ξεσπάσω. Ρίχτηκα πάνω του και τον αγκάλιασα μ' όλη την τρυφερότητα της συμπόνιας μου:
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Μικρέ μου Μάιλς, αγαπημένε μου Μάιλς...! Το πρόσωπό μου ήταν κολλητά στο δικό του και μ' άφησε να τον φιλήσω, κάνοντάς μου το χατίρι, σαν να το έπαιρνε στ' αστεία. —Λοιπόν, κυρία μου; —Δεν έχεις τίποτα, απολύτως τίποτα, που να θέλεις να μου πεις; Γύρισε λίγο προς το μέρος του τοίχου, και σήκωσε το χέρι του για να το κοιτάξει, όπως κάνουν κάποιες φορές τα άρρωστα παιδιά. —Σας το είπα— σας το είπα σήμερα το πρωί. —Ω, λυπήθηκα για λογαριασμό του! —Πως δε θέλεις να σε ενοχλώ; Τώρα γύρισε και με κοίταξε, σαν να αναγνώριζε πως τον είχα καταλάβει —και ύστερα, πολύ μαλακά: —Πως θέλω να με αφήσετε στην ησυχία μου, αποκρίθηκε. Υπήρχε ακόμα και κάτι σαν αξιοπρέπεια στον τρόπο που το είπε, κάτι που με έκανε να μην επιμείνω, κι ωστόσο, όταν αργοσηκώθηκα, να χασομερήσω κοντά του. Ένας Θεός το ξέρει πως ποτέ δε θέλησα να τον ενοχλήσω, μα τώρα ένιωσα πως αν του γύριζα την πλάτη μου θα ήταν σαν να τον εγκατέλειπα, ή, για να είμαι πιο ειλικρινής, σαν να τον έχανα. —Άρχισα ένα γράμμα για το θείο σου, του είπα. —Ωραία —τελειώσατέ το λοιπόν! Περίμενα μια στιγμή. —Τι έχει συμβεί πριν; Αναθώρησε πάλι και με κοίταξε: —Πριν από τι; —Πριν να γυρίσεις στο σπίτι. Και πριν να φύγεις. Δεν αποκρίθηκε αμέσως, μα εξακολουθούσε να με κοιτάζει κατάματα: —Τι είχε συμβεί; Στον τόνο της φωνής του μου φάνηκε πως ξεχώρισα για πρώτη φορά ένα αδύνατο μικρό τρεμούλιασμα συναισθηματικής συγκατάθεσης — κι αυτό με έκανε να γονατίσω πάλι και να αδράξω άλλη μια φορά την ευκαιρία να τον γνωρίσω βαθιά. —Μικρέ μου Μάιλς, αγαπημένε μου Μάιλς, αν ήξερες πόσο θέλω να σε βοηθήσω! Αυτό είναι μονάχα, αυτό και τίποτ' άλλο, και θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να σε πονέσω ή να σου κάνω κακό... θα Digitized by 10uk1s, June 2010
προτιμούσα να πεθάνω παρά να αγγίξω μια τρίχα της κεφαλής σου (ω, και το ξεφούρνισα, έστω κι αν ήταν να ξεπεράσω τα όρια). Θέλω μονάχα να με βοηθήσεις να σε σώσω! Μα ύστερα από μια στιγμή κατάλαβα πως είχα ξεπεράσει τα όρια. Η απάντηση στην έκκλησή μου ήταν ακαριαία, μα ήρθε με τη μορφή μιας καταπληκτικά παγερής πνοής —ένα ψυχρό ρεύμα αέρα τράνταξε το δωμάτιο τόσο δυνατά, σαν να είχε σπάσει ο άγριος άνεμος το παράθυρο και να είχε ορμήσει μέσα. Το παιδί έβαλε μια δυνατή, διαπεραστική στριγκλιά, που χαμένη μέσα στη γενική αναταραχή, μου φάνηκε, συγκεχυμένα, αν και ήμουν τόσο κοντά του, σαν μια κραυγή χαράς ή τρόμου. Πετάχτηκα όρθια μ' ένα συναίσθημα σκοταδιού. Έτσι μείναμε για μια στιγμή, όσο κοίταζα γύρω μου και είδα πως οι κουρτίνες δε σάλευαν και το παράθυρο ήταν κλειστό. —Α, έσβησε το κερί! φώναξα έπειτα. —Εγώ το φύσηξα, χρυσή μου! είπε ο Μάιλς.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XVIII ΤΗΝ ΚΑΤΟΠΙΝΗ ΜΕΡΑ, μετά το μάθημα, η κυρία Γκρόουζ βρήκε μια στιγμή για να μου πει σιγανά: —Γράψατε, μις; —Ναι, έγραψα. Αλλά δεν πρόσθεσα —για την ώρα— πως το γράμμα, κλεισμένο στο φάκελο και με τη διεύθυνση γραμμένη, βρισκόταν ακόμα στην τσέπη μου. Είχα όλο τον καιρό να το δώσω στον υπηρέτη πριν να φύγει για το χωριό. Στο μεταξύ, ποτέ ως τότε οι μαθητές μου δεν είχαν δείξει τόσο υποδειγματική επιμέλεια όσο εκείνο το πρωί. Λες κι έβαζαν όλα τα δυνατά τους για να λειάνουν τις πρόσφατες μικροπροστριβές μας, όποιες κι αν ήταν. Έκαναν τα πιο ιλιγγιώδη γυμνάσματα στην αριθμητική, φτερουγίζοντας πέρα από εκεί που έφτανε η ακτινοβολία μου, κι εκτελούσαν, πιο κεφάτα παρά ποτέ, γεωγραφικούς και ιστορικούς άθλους. Ήταν ολοφάνερο, προπάντων στον Μάιλς, φυσικά, πως ήθελε να μου δείξει πόσο εύκολα μπορούσε να με παρατήσει. Αυτό το παιδί ζει, στη θύμησή μου, μέσα σ' ένα σκηνικό ομορφιάς και αθλιότητας, που δεν υπάρχουν λέξεις για να το παραστήσω. Είχε μια δική του αρχοντιά σε κάθε του εκδήλωση: ποτέ δεν έχει γίνει πλασματάκι, για το αμύητο μάτι, με τόση ειλικρίνεια και άνεση —ένας πιο έξυπνος, πιο εξαιρετικός μικρός κύριος. Έπρεπε να φυλάγομαι διαρκώς από την έκσταση, σ' αυτή που με έριχνε, προδίδοντάς με, η μυημένη ματιά μου —διαρκώς έπνιγα τον αποθαρρημένο αναστεναγμό μου, μ' αυτόν που αδιάκοπα καταπιανόμουν και παρατούσα το αίνιγμα για το τι αξιόποινο μπορούσε να είχε κάνει ένας τέτοιος μικρός κύριος. Όσο συλλογιόμουν, πως με το ζοφερό τρόπο που γνώριζα, όλη η θεωρία του πονηρού του είχε αποκαλυφθεί, όλο το δίκιο μέσα μου λαχταρούσε την απόδειξη πως η θεωρία μπορούσε ποτέ να είχε δέσει σε πράξη. Πάντως, ποτέ δεν ήταν τόσο κύριος, όσο εκείνη την τρομερή μέρα, σαν ήρθε μετά το μεσημεριανό φαγητό και με ρώτησε αν ήθελα να μου παίξει πιάνο για μισή ώρα. Ο Δαυίδ, παίζοντας μουσική στον Σαούλ, δε θα μπορούσε να δείξει λεπτότερη συναίσθηση της περίστασης. Ήταν κυριολεκτικά μια γοητευτική επίδειξη τακτ, μεγαλοψυχίας, και ισοδυναμούσε σαν να έλεγε ξεκάθαρα: «Οι πραγματικοί ιππότες, που μας αρέσει να διαβάζουμε γι' αυτούς, ποτέ δεν σπρώχνουν ως τα έσχατα μια υπεροχή. Ξέρω τι σκοπεύετε τώρα να κάνετε: σκοπεύετε —για να έχετε κι εσείς την ησυχία σας— να πάψετε να σκοτίζεστε για μένα και να με κατασκοπεύετε, δε θα με κρατάτε τόσο πολύ κοντά σας, θα με αφήνετε να φεύγω και να έρχομαι όποτε θέλω. Λοιπόν, «έρχομαι» καθώς βλέπετε —αλλά δε φεύγω! Έχουμε όλο τον καιρό γι' αυτό. Η συντροφιά σας είναι αληθινή απόλαυση για μένα, και θέλω να σας δείξω πως η αντιγνωμία μου ήταν μονάχα ζήτημα αρχής». Μπορείτε να φανταστείτε αν αντιστάθηκα στην επίκλησή του ή αν δεν τον συνόδεψα πάλι, κρατώντας τον από το χέρι, στο σπουδαστήριο. Κάθισε στο παλιό πιάνο κι έπαιξε όπως ποτέ ως τότε —κι αν μερικοί είναι της γνώμης πως θα ήταν καλύτερα να έπαιζε μπάλα, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως συμφωνώ απόλυτα μαζί τους. Γιατί ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, που κάτω από την επιρροή του είχα πάψει να μετρώ, τινάχτηκα με ένα παράξενο συναίσθημα πως είχα κυριολεκτικά κοιμηθεί εκεί που καθόμουν. Ήταν μετά το φαγητό, και κοντά στο αναμμένο τζάκι του σπουδαστηρίου, κι ωστόσο, πραγματικά, δεν είχα καθόλου κοιμηθεί: είχα κάνει μονάχα κάτι πολύ χειρότερο —είχα ξεχάσει. Πού ήταν, όλο αυτό το διάστημα, η Φλώρα; Όταν ρώτησα τον Μάιλς, εξακολούθησε να παίζει ένα λεπτό πριν να μου απαντήσει, και τότε είπε μονάχα: «Μα, χρυσή μου, πώς μπορώ να ξέρω;» —ξεσπώντας σ' ένα χαρούμενο γέλιο, που αμέσως έπειτα, σαν να ήταν ένα φωνητικό ακομπανιαμέντο, το τράβηξε σ' ένα ασυνάρτητο, αλλόκοτο τραγούδι. Πήγα ολόισια στο δωμάτιό μου, μα η αδερφή του δεν ήταν εκεί, κι έπειτα, πριν κατεβώ, κοίταξα σε Digitized by 10uk1s, June 2010
διάφορα άλλα δωμάτια. Μια και δεν ήταν πουθενά, σίγουρα θα ήταν με την κυρία Γκρόουζ, και μ' αυτή τη βολική θεωρία πήγα σε αναζήτησή της. Βρήκα την κυρία Γκρόουζ εκεί που την είχα βρει και το προηγούμενο βράδυ, αλλά στην ερώτησή μου αποκρίθηκε, σαστισμένη και φοβισμένη, πως δεν ήξερε τίποτα. Είχε υποθέσει πως μετά το φαγητό είχα πάρει μαζί μου και τα δύο παιδιά —και σ' αυτό είχε απόλυτα δίκιο, γιατί ήταν εντελώς η πρώτη φορά που άφηνα το κοριτσάκι μακριά από την επίβλεψή μου, δίχως να πάρω τα μέτρα μου. Μπορούσε, βέβαια, να ήταν με τις υπηρέτριες, κι έτσι το πρώτο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να ψάξουμε δίχως να φαινόμαστε πως ανησυχούμε. Τα συμφωνήσαμε μεταξύ μας, μα όταν, ύστερα από δέκα λεπτά, όπως είχαμε συμφωνήσει, ανταμώσαμε στο χολ, ήταν μονάχα για να πούμε η μια στην άλλη, πως ύστερα από διακριτικές ερωτήσεις, είχαμε αποτύχει να ανακαλύψουμε τα ίχνη της. Για ένα λεπτό, μακριά από ξένα μάτια, ανταλλάξαμε σιωπηλά τους φόβους μας κι ένιωσα με πόσο μεγάλο ενδιαφέρον μου ανταπόδιδε η φίλη μου όλους τους φόβους που της είχα μεταδώσει από την αρχή. —Θα είναι πάνω, είπε σε λίγο, σε ένα από τα δωμάτια που δεν ψάξατε. —Όχι, δεν είναι μέσα (είχα σχηματίσει την πεποίθησή μου). Έχει βγει από το σπίτι. Η κυρία Γκρόουζ γούρλωσε τα μάτια της: —Δίχως καπέλο; Κι εγώ, φυσικά, προσποιήθηκα την έκπληκτη: —Κι εκείνη η γυναίκα δεν είναι πάντα δίχως καπέλο; —Είναι μαζί της; —Είναι μαζί της! δήλωσα. Πρέπει να τις βρούμε. Το χέρι μου ήταν πάνω στο μπράτσο της φίλης μου, αλλά για την ώρα, με την τροπή που έπαιρνε το ζήτημα, δεν ανταποκρίθηκε στο σφίξιμό μου. Αντίθετα, μου ανακοίνωσε αμέσως την ανησυχία της: —Και πού είναι ο κύριος Μάιλς; —Ω, αυτός είναι με τον Κουίντ. Είναι και οι δυο τους στο σπουδαστήριο. —Θεέ μου, μις! Η ματιά μου, το καταλάβαινα —επομένως, υποθέτω, κι ο τόνος της φωνής μου— ποτέ δεν είχαν φθάσει σε μια τόσο γαλήνια βεβαιότητα. —Παίξανε το κόλπο τους, συνέχισε, το σχέδιό τους πέτυχε. Βρήκε τον πιο θεϊκό τρόπο για να μείνω ήσυχη όσο το έσκαζε η αδερφή του. —«Θεϊκό;» επανέλαβε η κυρία Γκρόουζ σαστισμένη. —Τότε, σατανικό! αποκρίθηκα σχεδόν χαρούμενα. Φρόντισε και για τον εαυτό του. Περίμενε όμως! Κοίταξε το ταβάνι κατσουφιασμένη και ανήσυχη: —Τον αφήνετε;... Digitized by 10uk1s, June 2010
—Τόση ώρα με τον Κουίντ; Ναι —δε νοιάζομαι τώρα γι' αυτό. Πάντα κατάληγε, σε τέτοιες στιγμές, να αδράχνει το χέρι μου, και μ' αυτό τον τρόπο μπόρεσε και τώρα να στηριχτεί. Μα αφού έμεινε μια στιγμή μ' ανοιχτό στόμα για την ξαφνική μου απόφαση: —Εξαιτίας του γράμματος: είπε ζωηρά. Αντί να απαντήσω, έχωσα αμέσως το χέρι μου στην τσέπη, έβγαλα το γράμμα, ελευθερώθηκε από το σφίξιμό της, και πήγα και το άφησα πάνω στο μεγάλο τραπέζι του χολ. Πήγα στην εξώπορτα, την άνοιξα, και ήμουν κιόλας στα σκαλιά. Η κυρία Γκρόουζ εξακολουθούσε να διστάζει. Η θύελλα που λυσσομανούσε τη νύχτα και τα ξημερώματα είχε καταλαγιάσει, μα το απομεσήμερο ήταν υγρό και γκρίζο. Κατέβηκα στην αλέα, ενώ εκείνη στεκόταν στην πόρτα. —Θα πάτε δίχως να ρίξετε τίποτα πάνω σας; —Τι με νοιάζει αφού και η μικρή βγήκε δίχως τίποτε; Δεν μπορώ να χασομερώ για να ντύνομαι, της φώναξα, κι αν εσύ το έχεις όρεξη, σ' αφήνω και φεύγω. Για κοίταξε, στο μεταξύ, τι γίνεται απάνω. —Μ' αυτούς; Και η δύστυχη ήρθε βιαστικά μαζί μου!
Digitized by 10uk1s, June 2010
XIX ΠΗΓΑΜΕ ολόισια στη λίμνη, όπως την έλεγαν στο Μπλάυ —και υποθέτω πολύ σωστά, αν και σκέφτομαι πως ίσως να ήταν, στην πραγματικότητα, μια υδάτινη επιφάνεια λιγότερο σημαντική από ό,τι φαινόταν στα αταξίδευτα μάτια μου. Δεν είχα πολλές γνωριμίες με λίμνες: πάντως, η λιμνούλα του Μπλάυ —τις λίγες φορές που είχα συγκατατεθεί, κάτω από την προστασία των μαθητών μου να αντιμετωπίσω την επιφάνειά της μέσα στην παλιά βάρκα, τη δίχως καρένα, που ήταν προσδεμένη στην όχθη για δική μας χρήση —με είχε εντυπωσιάσει τόσο για την έκτασή της όσο και για τα κύματά της. Η συνηθισμένη θέση από όπου μπαίναμε στη βάρκα ήταν μισό μίλι πέρα από το σπίτι, μα είχα την ενδόμυχη πεποίθηση πως η Φλώρα, όπου κι αν βρισκόταν, δεν ήταν κοντά στο σπίτι. Δε με είχε ξεγελάσει για καμιά μικρή περιπέτεια, και ύστερα από εκείνη που είχα αντιληφθεί, στους περιπάτους μας, ποιο μέρος προτιμούσε. Για τούτο είχα δώσει τώρα στα βήματα της κυρίας Γκρόουζ μια κατεύθυνση τόσο σημαδιακή, που την έκανε, όταν το κατάλαβε, να αντιτάξει μια αντίσταση που μου φανέρωνε πως πρόσφατα είχε ξεγελαστεί. —Πηγαίνετε στη λίμνη, μις;... Φαντάζεστε πως είναι μέσα;... —Μπορεί, αν και πιστεύω πως δεν είναι πουθενά πολύ βαθιά. Μα το πιθανότερο, κατά την κρίση μου, είναι πως βρίσκεται στη θέση από όπου, τις προάλλες, είδαμε μαζί εκείνο που σου είπα. —Τότε που προσποιήθηκε πως δεν είχε δει;... —Με εκείνη την καταπληκτική αταραξία! Πάντα ήμουν βέβαιη πως ήθελε να ξαναπάει μονάχη. Και τώρα το κατάφερε με τη μανούβρα του αδερφού της. Η κυρία Γκρόουζ εξακολουθούσε να στέκεται εκεί που είχε σταματήσει. —Φαντάζεστε πως πραγματικά κουβεντιάζουν για εκείνους; Μπορούσα να αποκριθώ σ' αυτό με εμπιστοσύνη: —Λένε πράγματα, που αν τα ακούγαμε, θα τρομάζαμε. —Κι αν είναι εκεί...; —Ναι. —Τότε είναι και η μις Τζέσελ; —Δίχως καμιά αμφιβολία. Θα δεις. —Ω, όχι, ευχαριστώ, φώναξε η φίλη μου, καρφωμένη στη θέση της τόσο στέρεα, που την παράτησα και τράβηξα μπροστά μονάχη. Ωστόσο, σε λίγο, βρισκόταν πίσω μου από κοντά, και κατάλαβα πως ό,τι κι αν φοβόταν πως μπορούσε να μου τύχει, βρήκε πως η παρέα μου ήταν ο ελάχιστος κίνδυνος για κείνη. Αναστέναξε ξαλαφρωμένη σαν αγκάλιασε επιτέλους η ματιά μας το μεγαλύτερο μέρος της λίμνης δίχως να φανεί πουθενά το παιδί. Κανένα ίχνος της Φλώρας σ' αυτή την κοντινή ακρολιμνούλα, εκεί που με είχε ξαφνιάσει τόσο πολύ η στάση της, κανένα ίχνος και στην αντικρινή όχθη, που εκτός από μια έκταση κάπου είκοσι Digitized by 10uk1s, June 2010
γιάρδες, ένα πυκνό σύθαμνο κατέβαινε το μάκρος της, που αν δεν έβλεπες τις δυο άκρες της θα την έπαιρνες για ποταμάκι. Κοιτάζαμε εκείνη τη γυμνή έκταση, και τότε κατάλαβα το νόημα των ματιών της φίλης μου. Κατάλαβα την ιδέα της και αποκρίθηκα κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. — Όχι, όχι, περίμενε! Πήρε τη βάρκα. Η κυρία Γκρόουζ κοίταξε το αδειανό περιβόλι, και ύστερα πάλι τη λίμνη. —Μα πού είναι η βάρκα; —Το ότι δεν τη βλέπουμε, είναι η καλύτερη απόδειξη για το τι έγινε. Την πήρε για να πάει αντίκρι, και ύστερα κατάφερε να την κρύψει. —Μονάχη της —αυτή η μικρούλα; —Δεν είναι μονάχη, και σε τέτοιες ώρες δεν είναι μικρούλα: είναι μια γριά, γριά γυναίκα. Εξερεύνησα με το μάτι ολόκληρη την ορατή ακρολιμνιά, όσο η κυρία Γκρόουζ, με τα παράξενα στοιχεία που της έδωσα, ξανάπεφτε στη συνηθισμένη υποταγή της. Της είπα πως η βάρκα μπορούσε πολύ καλά να βρίσκεται σε έναν από τους κολπίσκους που σχημάτιζαν οι όχθες της λίμνης, ένα βαθούλωμα που δε φαινόταν από τη δώθε πλευρά, κρυμμένο από μια προεξοχή της όχθης κι από ένα σύδεντρο στο νερό. —Μα αν η βάρκα είναι εκεί, πού στο Θεό είναι εκείνη; ρώτησε η συνάδελφός μου ανήσυχη. —Αυτό ακριβώς πρέπει να μάθουμε —και άρχισα να προχωρώ. —Κάνοντας ολόκληρο το γύρο; —Βέβαια. Δεν είναι μακριά, θα μας πάρει μονάχα δέκα λεπτά. Μα για το παιδί ήταν αρκετά μακριά και προτίμησε να μην πάει με τα πόδια. Πήγε ολόισια με τη βάρκα. —Προφητείες! είπε πάλι η φίλη μου. Ο ειρμός του συλλογισμού μου ήταν πολύ δύσκολος γι' αυτή. Ωστόσο, έσυρε πίσω μου και πάλι, κι αφού κάναμε το μισό γύρο —έναν κουραστικό ποδαρόδρομο πάνω σ' ένα φιδωτό μονοπάτι, κακοτράχαλο, πνιγμένο μέσα σε πυκνή βλάστηση— σταμάτησα για να την αφήσω να ανασάνει. Της έδωσα το μπράτσο μου για να στηριχθεί, βεβαιώνοντάς την πως η βοήθειά της ήταν πολύτιμη για μένα, κι έτσι ξεκινήσαμε πάλι, και ύστερα από λίγα λεπτά φτάσαμε σε ένα σημείο απ' όπου είδαμε πως η βάρκα ήταν εκεί που είχα υποθέσει. Την είχαν επίτηδες αφήσει όσο γίνεται πιο κρυμμένη, και ήταν δεμένη σε ένα από τα παλούκια ενός φράχτη, που κατέβαινε σ' εκείνο το μέρος ως την ακρολιμνιά, και που είχε βοηθήσει στην αποβίβαση. Καθώς κοίταζα τα δυο κοντόχοντρα κουπιά, που τα είχαν ανασύρει για ασφάλεια μέσα στη βάρκα, θαύμασα πόσο τεράστιος ήταν ο άθλος για ένα κοριτσάκι. Μα τώρα πια είχα ζήσει πολύ καιρό ανάμεσα σε θαύματα, και άλλες φορές μου είχε κοπεί η ανάσα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Μια πόρτα ήταν στο φράχτη, την περάσαμε, και μας έβγαλε, ύστερα από λίγο, σ' ένα μέρος πιο γυμνό. Τότε: —Να την! φωνάξαμε και οι δυο μαζί.
Digitized by 10uk1s, June 2010
Η Φλώρα, λίγο πιο πέρα, στεκόταν μπροστά μας πάνω στα χορτάρια και χαμογελούσε, σαν να είχε ολοκληρωθεί η παράσταση. Ωστόσο, έσκυψε αμέσως κι έκοψε —σαν να είχε έρθει γι' αυτό και μόνο— από μια μαραμένη φτέρη, ένα μεγάλο παλιοκλωνί. Αμέσως κατάλαβα πως μόλις είχε βγει από το σύθαμνο. Μας περίμενε, δίχως να κάνει η ίδια ούτε βήμα, και είχα τη συναίσθηση πως την πλησιάζαμε με μεγάλη επισημότητα. Εκείνη χαμογελούσε, χαμογελούσε ολοένα, και τέλος φτάσαμε κοντά της —μα όλα αυτά έγιναν μέσα σε μια σιωπή ολοφάνερα δυσοίωνη. Πρώτη η κυρία Γκρόουζ έσπασε τα μάγια: ρίχτηκε γονατιστή, και τραβώντας το παιδί πάνω στο στήθος της, αγκάλιασε για ώρα το τρυφερό κορμάκι, που αφηνόταν. Όσο κρατούσε αυτός ο σιωπηλός σπασμός, εγώ περιορίστηκα να τον παρακολουθώ —και μάλιστα ακόμα πιο προσεκτικά σαν είδα το πρόσωπο της Φλώρας να με κρυφοκοιτάζει πάνω από τον ώμο της κυρίας Γκρόουζ. Τώρα ήταν σοβαρό, το τρεμουλιαστό χαμόγελο είχε σβήσει —αλλά δυνάμωσε τη σουβλιά του πόνου που ένιωθα εκείνη τη στιγμή για την απλότητα που έβαζε στις σχέσεις της η φίλη μου. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας, εκτός που η Φλώρα είχε αφήσει να πέσει χάμω τη γελοία φτέρη της. Αυτό που είχαμε πει ουσιαστικά η μια στην άλλη, ήταν πως οι προφάσεις ήταν πια περιττές. Όταν η κυρία Γκρόουζ σηκώθηκε επιτέλους, κρατούσε το παιδί από το χέρι. Στέκονταν και οι δυο μπροστά μου, και η περίεργη σιωπηλή επικοινωνία μας ήταν ακόμα πιο χαρακτηριστική με την ειλικρινή ματιά που μου έριξε. «Να με κρεμάσουν», έλεγε η ματιά, «αν θα μιλήσω!» Η Φλώρα κοιτάζοντάς με από πάνω ως κάτω με αθώα έκπληξη, μίλησε πρώτη. Παραξενεύτηκε που ήμασταν ξεκαπέλωτες. —Μα πού είναι το καπέλο σας, τα πράματα σας; —Πού είναι τα δικά σου! της αποκρίθηκα μεμιάς. Είχε ξαναβρεί κιόλας τα κέφια της και φάνηκε να θεώρησε αρκετή αυτή την απάντηση. —Και πού είναι ο Μάιλς; συνέχισε. Στο θράσος αυτής της ερώτησης υπήρχε κάτι που δεν μπόρεσα να το αντέξω: αυτές οι πέντε λέξεις που είπε, ήταν μέσα σε μια λάμψη σαν το σπιθοβόλημα γυμνής λεπίδας, το σπρώξιμο της κούπας που το χέρι μου, ολόκληρες εβδομάδες, είχε κρατήσει ψηλά, γεμάτη ως τα χείλη, και που τώρα, πριν ακόμα να μιλήσω, ένιωσα να ξεχειλίζει και να ξεχύνεται σαν καταρράχτης. —Θα σου πω αν θα μου πεις... —άκουσα τον εαυτό μου να μου λέει, και ύστερα τη φωνή μου να διστάζει τρεμουλιαστά. —Ναι, τι πράμα; Η αγωνία της κυρίας Γκρόουζ άστραψε καταπάνω μου, μα ήταν πια πολύ αργά, και το ξεφούρνισα με πολλή γλύκα: —Πού είναι, χρυσό μου, η μις Τζέσελ;
Digitized by 10uk1s, June 2010
XX ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΪΛΣ στον αυλόγυρο της εκκλησίας, το όλο ζήτημα βάραινε πια πάνω μας. Όσο κι αν είχα υπόψη μου το γεγονός πως αυτό το όνομα δεν είχε προφερθεί μια φορά μεταξύ μας, ο τρόπος που το δέχτηκε τώρα η μικρή, με μια κατάπληξη στο πρόσωπό της και ρίχνοντάς μου μια γρήγορη άγρια ματιά, έκανε την παραβίασή μου της σιωπής να μοιάζει με σπάσιμο τζαμιού. Πρόσθεσε, στην κραυγή που είχε παρεμβάλει ταυτόχρονα η κυρία Γκρόουζ για τη βιαιότητά μου —σαν να ήθελε να εμποδίσει το χτύπημα— τη στριγκλιά φοβισμένου, ή μάλλον πληγωμένου πλάσματος, που ύστερα από μερικές στιγμές συμπληρώθηκε από τη δική μου κραυγή. Άδραξα το μπράτσο της συναδέλφου μου: —Να την, να την! Η μις Τζέσελ στεκόταν μπροστά μας, στην αντικρινή όχθη ακριβώς όπως την άλλη φορά, και θυμάμαι, σαν πρώτο συναίσθημα που ένιωσα τώρα, τη χαρά που με συνεπήρε για την απόδειξη που έδινα. Ήταν εκεί, κι εγώ ήμουν δικαιωμένη —ήταν εκεί, και δεν ήμουν άπονη ούτε τρελή. Ήταν εκεί για την καημένη, την τρομαγμένη κυρία Γκρόουζ, αλλά προπάντων ήταν εκεί για τη Φλώρα: και καμιά στιγμή της αλλόκοτης ζωής μου δεν ήταν ίσως τόσο καταπληκτική όσο αυτή, που της πέταξα συνειδητά —με την ιδέα πως όσο κι αν ήταν άπιαστος κι ολέθριος δαίμονας, θα άκουγε και θα καταλάβαινε— μια άναρθρη κραυγή ευγνωμοσύνης. Στεκόταν ολόρθη, εκεί που ήμασταν πριν λίγη ώρα η φίλη μου κι εγώ, και η επιρροή της μοχθηρίας της απλωνόταν παντού ολόγυρα. Αυτή η πρώτη ζωηρή εντύπωση και συγκίνηση κράτησαν λίγα δευτερόλεπτα, που στο διάστημά τους η έκθαμβη ματιά της κυρία Γκρόουζ, στυλωμένη εκεί που είχα δείξει, ήταν τρανό σημάδι πως κι αυτή επιτέλους είδε. Γύρισα γρήγορα τα μάτια μου στο παιδί. Ο τρόπος που προσποιόταν η Φλώρα με ξάφνιασε, αλήθεια, πολύ περισσότερο παρά αν την έβλεπα απλώς ταραγμένη, επειδή δεν περίμενα, βέβαια, να τη δω τρομαγμένη. Προετοιμασμένη και προσεκτική όπως ήταν μετά την παρακολούθησή μας, δε θα προδινόταν —και για τούτο αναστατώθηκα με την πρώτη ματιά που της έριξα και είδα κάτι αναπάντεχο. Δίχως καμιά σύσπαση στο ρόδινο προσωπάκι της, ούτε καν να καμώνεται πως κοιτάζει προς τη διεύθυνση του υπερφυσικού φαινομένου που είχα αναγγείλει, αλλά μονάχα να έχει στυλωμένη πάνω μου μια έκφραση σκληρής, ήρεμης σοβαρότητας, μια έκφραση εντελώς καινούρια και πρωτόφαντη, που φαινόταν να με ανακρίνει, να με κατηγορεί και να με δικάζει —αυτό, ήταν ένα κόλπο που μεταμόρφωνε κατά κάποιο τρόπο το κοριτσάκι στην ίδια εκείνη μορφή που θα μπορούσε να με κάνει να δειλιάσω. Δείλιασα, μόλο που η βεβαιότητά μου πως είχε δει απόλυτα, δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη από εκείνη τη στιγμή, και με την άμεση ανάγκη να υπερασπιστώ, της το φώναξα παράφορα: —Να την, εκεί, κακομοιρούλα μου —εκεί, εκεί, εκεί, και τη βλέπεις τόσο καλά όσο βλέπεις κι εμένα! Πριν λίγη ώρα, είχα πει στην κυρία Γκρόουζ πως σε τέτοιες περιστάσεις δεν ήταν πια ένα παιδί, αλλά μια γριά, γριά γυναίκα —κι αυτή η περιγραφή δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί πιο χτυπητά, παρά με τον τρόπο που μου έδειχνε, αντί κάθε άλλη απάντηση, δίχως καμιά συγκατάβαση, καμιά παραχώρηση των ματιών της, μια στάση ολοένα πιο βαθιάς, και ξαφνικά απόλυτα κατηγορηματικής επίκρισης. Τώρα πια —αν μπορώ να συναρμολογήσω τα περιστατικά— με τρόμαζε περισσότερο αυτό που θα μπορούσα να αποκαλέσω με ακρίβεια «ο τρόπος» της, παρά οτιδήποτε άλλο, αν και ταυτόχρονα μ' αυτό, είχα αντιληφθεί πως έπρεπε να υπολογίζω, και μάλιστα πολύ σοβαρά, και την κυρία Γκρόουζ. Πάντως, ύστερα από μια στιγμή, η συνάδελφός μου εξαφάνισε το καθετί εκτός από το ξαναμμένο πρόσωπό της και τη βροντερή και σκανδαλισμένη διαμαρτυρία της —ένα ξέσπασμα έντονης αποδοκιμασίας: —Τι άσχημο παιχνίδι, μις! Πού στην ευχή βλέπετε τίποτα άλλο; Digitized by 10uk1s, June 2010
Ωστόσο, την άδραξα πιο γρήγορα, γιατί ακόμα όσο μιλούσε, η απαίσια μορφή εξακολουθούσε να στέκεται ξεκάθαρη και απτόητη. Είχε κιόλας κρατήσει ένα λεπτό, και διαρκούσε ακόμα όσο εξακολούθησα —κρατώντας σφιχτά τη συνάδελφό μου, σπρώχνοντάς την καταπάνω σ' αυτό το πράμα και παρουσιάζοντάς τη —να επιμένω, δείχνοντας με το χέρι μου: —Μα δεν τη βλέπεις όπως τη βλέπουμε εμείς; —θέλεις να πεις πως δεν τη βλέπεις, τώρα... τώρα; Είναι ψηλή σαν φουντωμένη φωτιά! Κοίτα μονάχα, χρυσή μου γυναίκα, κοίτα!... Κοίταζε, όπως κι εγώ, και μ' ένα βαθύ αναστεναγμό άρνησης, αποστροφής, συμπόνιας —το ανακάτωμα του οίκτου της με το ξαλάφρωμά της πως αυτή δεν έβλεπε— μου έδωσε το συναίσθημα, πως και τότε ακόμα θα με είχε υποστηρίξει αν μπορούσε. Και πιθανόν να το είχα ανάγκη, γιατί μ' αυτό το σκληρό χτύπημα της απόδειξης πως τα μάτια της ήταν απελπισμένα σφαλισμένα, ένιωθα τη θέση μου να σωριάζεται, ένιωθα —έβλεπα— την πελιδνή προκάτοχό μου να επισπεύδει, από εκεί που βρισκόταν, την ήττα μου, και είχα τη συναίσθηση, πάνω απ' όλα, του πόσο δύσκολες θα ήταν οι σχέσεις μου με τη Φλώρα ύστερα από την παράξενη στάση της. Σ' αυτή τη στάση είχε συμβάλει αμέσως και απότομα η κυρία Γκρόουζ —ακόμα όσο μέσ' από το συναίσθημα της καταστροφής διαφαινόταν ένας τεράστιος προσωπικός θρίαμβος— ξεσκεπάζοντας σε διαβεβαιώσεις, δίχως να παίρνει ανάσα, για να καθησυχάσει τη μικρή: —Δεν είναι εκεί, μικρή μου κυρία, κανένας δεν είναι εκεί, και ποτέ δεν είδες τίποτε, γλυκιά μου! Πώς μπορεί να είναι η καημένη η μις Τζέσελ... όταν η καημένη η μις Τζέσελ είναι πεθαμένη και θαμμένη. Εμείς το ξέρουμε, δεν είναι έτσι, αγαπούλα μου; —κι επικαλιόταν απερίσκεπτα τη μαρτυρία του παιδιού. Είναι μονάχα μια παρεξήγηση, ένα πείραγμα, ένα αστείο και τίποτ' άλλο— και θα πάμε σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούμε! Η μικρή, πάνω σ' αυτό, είχε ανταποκριθεί με μια παράξενη ξαφνική έκφραση αποστροφής και με την κυρία Γκρόουζ στα πόδια της, ήσαν πάλι ενωμένες, σαν να λέμε, σε μια πονεμένη αντίθεση μ' εμένα. Η Φλώρα εξακολουθούσε να με κοιτάζει με την αποδοκιμαστική γκριμάτσα της —κι ακόμα εκείνη τη στιγμή παρακαλούσα το Θεό να με συγχωρήσει, που μου φάνηκε να είδα, καθώς στεκόταν εκεί, σφιγμένη πάνω στη φούστα της φίλης μας, πως η ασύγκριτη παιδική ομορφιά της είχε λείψει ξαφνικά, είχε χαθεί ολότελα. Το έχω πει πιο πάνω —ήταν κυριολεκτικά, ήταν αποτρόπαια σκληρή: είχε γίνει χυδαία και σχεδόν άσχημη. —Δεν ξέρω τι θέλετε να πείτε. Δεν βλέπω κανέναν. Τίποτε δεν βλέπω. Ποτέ μου δεν έχω δει. Είστε άπονη. Δε σας θέλω! Ύστερα από τούτη τη δήλωση, που θα μπορούσε να είχε γίνει κι από ένα πρόστυχο και θρασύ κοριτσάκι του δρόμου, αγκάλιασε πιο σφιχτά την κυρία Γκρόουζ κι έχωσε στα φουστάνια της το φρικτό της προσωπάκι. Σ' αυτή τη στάση, έμπηξε σχεδόν μανιασμένο κλαψούρισμα: —Πάρε με από δω, πάρε με από δω —αχ, πάρε με μακριά απ' αυτή! —Από μένα; είπα με κομμένη ανάσα. —Από σένα... από σένα! μου φώναξε. Ακόμη και η κυρία Γκρόουζ με κοίταξε κατάπληκτη, ενώ εγώ δεν είχα τίποτ' άλλο να κάνω, παρά να επικοινωνήσω πάλι μ' εκείνο το στοιχειό στην αντικρινή όχθη, που ακίνητο, αλύγιστο, σαν να αφουγκραζόταν τις φωνές μας μέσ' από το διάστημα που μας χώριζε, στεκόταν εκεί, ολοφάνερα για να με καταστρέψει και όχι για να με εξυπηρετήσει. Η καημένη η παιδούλα είχε μιλήσει σαν να
Digitized by 10uk1s, June 2010
της είχε κάποιος υπαγορεύσει το κάθε τσουχτερό λογάκι της —κι έτσι, μες στην απελπισία μου για όλα όσα θα έπρεπε να υπομείνω, δεν είχα παρά να της κουνήσω το κεφάλι μου θλιβερά: —Αν είχα ποτέ κάποια αμφιβολία, τώρα όλες μου οι αμφιβολίες θα είχαν διαλυθεί. Ζούσα τόσο καιρό μ' αυτή την οικτρή αλήθεια, που τώρα με έχει κυκλώσει από παντού. Φυσικά, σ' έχω χάσει: στάθηκα εμπόδιο, και βρήκες, κατά δική της υπαγόρευση (και πάνω σ' αυτό, γύρισα πάλι και αντίκρισα, στην πέρα όχθη, την καταχθόνια μάρτυρά μας), τον εύκολο και τέλειο τρόπο να το αντιμετωπίσεις. Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά σ' έχασα. Στο καλό. Για την κυρία Γκρόουζ είχα ένα επιτακτικό, ένα σχεδόν μανιασμένο: «Φύγε, φύγε!» —που μπροστά σ' αυτό, με άπειρη θλίψη, κρατώντας άλαλη το κοριτσάκι, αλλά ολοφάνερα με την πεποίθηση, παρ' όλη την τύφλωσή της, πως κάτι τρομερό είχε συμβεί, και πως κάποια κατάρρευση μας καταπόντιζε, έφυγε από τον ίδιο δρόμο που είχαμε έρθει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Για το τι είχε συμβεί στην αρχή, σαν έμεινα μονάχη, δεν είχα μεταγενέστερη αντίληψη. Ήξερα μονάχα πως ύστερα από, υποθέτω, ένα τέταρτο της ώρας, μια μυρωδιά υγρασίας και η αίσθηση από κάτι τραχύ, παγώνοντας και πιρουνιάζοντας την ταραχή μου, με είχαν κάνει να καταλάβω πως θα είχα ριχτεί χάμω μπρούμυτα και θα είχα δώσει διέξοδο σ' έναν αβάσταχτο πόνο. Θα κοιτόμουν εκεί πολλή ώρα, κλαίγοντας με αναφιλητά, γιατί σαν ανασήκωσα το κεφάλι μου, η μέρα είχε γείρει. Σηκώθηκα και κοίταξα μια στιγμή, στο σούρουπο, την γκρίζα λίμνη και την έρημη, στοιχειωμένη όχθη της, και ύστερα πήρα το μελαγχολικό και δύσκολο δρόμο του γυρισμού στο σπίτι. Σαν έφθασα στην πόρτα του φράχτη, η βάρκα, προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν ήταν πια εκεί, κι έτσι έκανα καινούριες σκέψεις για το σε πόσο μεγάλο βαθμό εξουσίαζε την κατάσταση η Φλώρα. Έκανε, εκείνο το βράδυ, την πιο σιωπηλή, και θα πρόσθετα, αν η λέξη δεν αποτελούσε μια τόσο κωμική παραφωνία, την πιο επιτυχημένη συμφωνία με την κυρία Γκρόουζ. Στο γυρισμό μου, δεν είδα καμιά από τις δύο, από την άλλη όμως, σαν από αμφίβολη αντιστάθμιση, είδα πολλή ώρα τον Μάιλς. Τον είδα —δεν μπορώ να μεταχειριστώ άλλη έκφραση— τόσο πολύ, που ήταν σαν να τον είδα περισσότερο παρά ποτέ ως τότε. Καμιά βραδιά απ' όσες είχα περάσει στο Μπλάυ δεν είχε το δυσοίωνο χαρακτήρα αυτής της βραδιάς. Και όμως, παρά αυτό το χαρακτήρα — και, επίσης, παρά το βαθύ γκρεμνό που ανοιγόταν κάτω από τα πόδια μου— υπήρχε, κυριολεκτικά, στην τωρινή κατάπτωση, μια εξαιρετικά γλυκιά μελαγχολία. Σαν έφτασα στο σπίτι, ούτε καν κοίταξα να βρω τον Μάιλς. Είχα πάει ολόισια στο δωμάτιό μου για να αλλάξω φόρεμα και για να δεχτώ, με μια ματιά, την υλική μαρτυρία της διακοπής των σχέσεων με τη Φλώρα. Όλα τα μικροπράματά της είχαν μετακομιστεί. Όταν αργότερα, κοντά στο αναμμένο τζάκι του σπουδαστηρίου, μου έφερε το τσάι η συνηθισμένη καμαριέρα, δεν της έκανα καμιά ερώτηση για τον άλλο μαθητή μου. Τώρα πια είχε την ελευθερία του —ας τη χαιρόταν! Λοιπόν τη χάρηκε —κατά ένα μέρος τουλάχιστον— με το να έρθει κατά τις οχτώ και να καθίσει μαζί μου, αμίλητος. Σαν πήρε η καμαριέρα το δίσκο με το τσάι, είχα σβήσει τα κεριά και είχα τραβήξει την πολυθρόνα μου πιο κοντά στο τζάκι: ένιωθα μια θανατερή κρυάδα και είχα το συναίσθημα πως ποτέ πια δε θα είχα ζεστασιά. Έτσι, σαν εμφανίστηκε ο Μάιλς, καθόμουν στη λάμψη της φωτιάς, παραδομένη στις σκέψεις μου. Σταμάτησε μια στιγμή στην πόρτα, σάμπως για να με κοιτάξει —και ύστερα, σαν να ήθελε να συμμεριστεί τις σκέψεις μου, ήρθε στην άλλη πλευρά του τζακιού και βούλιαξε σε μια πολυθρόνα. Καθόταν εκεί απόλυτα σιωπηλός —κι ωστόσο, είχα το συναίσθημα πως ήθελε να είναι μαζί μου.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XXI ΤΗΝ ΚΑΤΟΠΙΝΗ μέρα, πριν να καλοξημερώσει, σαν άνοιξα τα μάτια μου, είδα πλάι στο κρεβάτι μου την κυρία Γκρόουζ, που είχε έρθει με χειρότερα νέα. Η Φλώρα είχε τόσο πολύ πυρετό, που ίσως να ετοιμαζόταν καμιά σοβαρή αρρώστια. Είχε περάσει μια πολύ ανήσυχη νύχτα, με εφιάλτες που είχαν θέμα όχι την παλιά της, αλλά ολοκληρωτικά την τωρινή της γκουβερνάντα. Δε διαμαρτυρόταν κατά της ενδεχόμενης επανεμφάνισης της μις Τζέσελ στη σκηνή, αλλά συγκεκριμένα και παράφορα κατά της δικής μου. Πετάχτηκα αμέσως από το κρεβάτι, φυσικά, και μ' ένα σωρό ερωτήσεις στην άκρη των χειλιών μου — τόσο περισσότερο που η φίλη μου είχε ολοφάνερα ξεσηκωθεί για να έρθει να με ανταμώσει. Αυτό το κατάλαβα όταν τη ρώτησα τι ιδέα έχει για την ειλικρίνεια του παιδιού σε αντίθεση με τη δική μου: —Επιμένει να αρνείται πως την είδε, πως ποτέ της δεν είδε τίποτε; Η κυρία Γκρόουζ βρέθηκε, αλήθεια, σε μεγάλη στενοχώρια. —Αχ, μις, δεν μπορώ να τη ζορίσω σ' αυτό το ζήτημα! Κι από την άλλη, για να πω την αλήθεια, δε φαίνεται να είναι μεγάλη ανάγκη να τη ζορίσω. Αυτή η υπόθεση την έχει γεράσει, έχει γεράσει την κάθε ίντσα του κορμιού της. —Ω, τη βλέπω απόλυτα από δω που είμαι. Προσβλήθηκα, αν είναι ποτέ δυνατόν, σαν να ήταν κανένα σπουδαίο πρόσωπο, για την αμφισβήτηση της ειλικρίνειας και της εντιμότητάς της. «Η μις Τζέσελ, στ' αλήθεια —αυτή!» Α, είναι «εντιμοτάτη», το νήπιο! Η εντύπωση που μου έκανε χθες, σε βεβαιώνω, ήταν η πιο παράξενη από όλες —ξεπερνούσε όλες τις άλλες. Την ξεσκέπασα! Ποτέ δε θα μου ξαναμιλήσει. Έτσι απαίσια και σκοτεινά που ήσαν όλα αυτά, έκαναν την κυρία Γκρόουζ να μένει σιωπηλή για λίγη ώρα. Ύστερα παραδέχτηκε την άποψή μου με ειλικρίνεια, που όπως διαπίστωσα, έκρυβε κάτι πίσω της. —Νομίζω, πραγματικά, πως δε θα σας ξαναμιλήσει, μις. Να βλέπατε με τι σπουδαίο ύφος το έλεγε! —Κι αυτό το ύφος —συνόψισα— είναι ουσιαστικά το ζήτημα σχετικά μ' αυτή. Ω, αυτό το ύφος το έβλεπα στο πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ, και αρκετά άλλα ξέχωρα! —Με ρωτάει κάθε τρία λεπτά αν φαντάζομαι πως θα έρθετε να τη ζητήσετε. —Καταλαβαίνω... καταλαβαίνω. (Κι εγώ, από τη δική μου πλευρά, δεν είχα καθόλου όρεξη να πάω). Σου είπε από χθες —εκτός από την άρνησή της για τις σχέσεις με κάτι τόσο απαίσιο— τίποτ' άλλο σχετικά με τη μις Τζέσελ; —Ούτε λέξη, μις. Και ξέρετε, βέβαια —πρόσθεσε η φίλη μου— μου το είπα η ίδια κοντά στη λίμνη, πως εκεί, κι εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον, δεν ήταν κανένας. —Τι λόγος! Και, φυσικά, εξακολουθείς να το πιστεύεις. —Δεν μπορώ να τη βγάλω ψεύτρα. Τι άλλο μπορώ να κάνω; —Θεός φυλάξοι! Έχεις να κάνεις με το πιο έξυπνο πλασματάκι στον κόσμο. Του έκαναν —οι δύο φίλοι Digitized by 10uk1s, June 2010
τους εννοώ— ακόμα πιο έξυπνους απ' ό,τι τους έκανε η φύση —γιατί ήταν ένα θαυμάσιο υλικό για να παίξουν! Η Φλώρα έχει τώρα κάτι για να παραπονεθεί και θα το εκμεταλλευτεί ως το τέλος. —Ναι, μις, αλλά για ποιο σκοπό; —Μα, για να με καταγγείλει στο θείο της. Θα με παραστήσει σαν το ελεεινότερο πλάσμα!... Τρόμαξα, βλέποντας τη σκηνή να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ —λες και για μια στιγμή τους είδε ολοκάθαρα μαζί. —Κι εκείνος που σας έχει σε τόσο μεγάλη υπόληψη! —Έχει έναν παράξενο τρόπο, τώρα το καταλαβαίνω —είπα γελώντας— για να το αποδείχνει! Μα δεν έχει σημασία. Αυτό που θέλει η Φλώρα, φυσικά, είναι να με ξεφορτωθεί. Η συνάδελφός μου είχε το θάρρος να συμφωνήσει σ' αυτό: —Δε θέλει να σας ξαναδεί στα μάτια της. —Ώστε ήρθες για να με ξαποστείλεις; τη ρώτησα —και πριν προφτάσει να μου απαντήσει, την έκοψα: —Έχω μια καλύτερη ιδέα, το σκέφτηκα καλά. Φαινόταν, πως το καλύτερο απ' όλα, θα ήταν να φύγω, και την Κυριακή το είχα σχεδόν αποφασίσει. Μα σε τίποτα δε θα ωφελούσε. Εσύ πρέπει να φύγεις, παίρνοντας μαζί σου τη Φλώρα. Η κυρία Γκρόουζ έμεινε σκεφτική για λίγο: —Μα πού να;... —Μακριά από εδώ. Μακριά από εκείνους. Μακριά, προπάντων, τώρα, από μένα. Ολόισια στο θείο της. —Μονάχα για να σας καταδώσουμε;... —Όχι, όχι «μονάχα» γι' αυτό! Και για να με αφήσετε με το φάρμακό μου. Εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει. —Και ποιο είναι το φάρμακό σας; —Πριν απ' όλα, η τιμιότητά σου. Και ύστερα, η τιμιότητα του Μάιλς. Με κοίταξε κατάματα: —Φαντάζεστε πως δεν... —Πως δε θα στραφεί εναντίον μου αν του δοθεί η ευκαιρία; Ναι, ριψοκινδυνεύω να το φαντάζομαι. Όπως κι αν είναι, θέλω να δοκιμάσω. Φύγε το γρηγορότερο μαζί με την αδερφή του και άφησέ με μονάχη μαζί του. Παραξενευόμουν και η ίδια για το απόθεμα ενεργητικότητας που είχα, και για τούτο ίσως ήμουν Digitized by 10uk1s, June 2010
κάπως περισσότερο έκπληκτη για τον τρόπο που δίσταζε, παρ' όλο το ωραίο τούτο παράδειγμα της ενεργητικότητάς μου. —Κάτι όμως πρέπει να έχεις υπόψη σου, συνέχισα: δεν πρέπει, πριν φύγει, να ιδωθούν ούτε για τρία δευτερόλεπτα —κι αμέσως σκέφτηκα πως παρ' όλη την πιθανή απομόνωση της Φλώρας, από τη στιγμή που είχε γυρίσει από τη λίμνη, μπορεί να ήταν κιόλας πολύ αργά. Θέλεις να πεις, ρώτησα ανήσυχη, πως συναντήθηκαν; Η κυρία Γκρόουζ κοκκίνισε: —Ω, μις, δεν είμαι τόσο ανόητη! Αν βρέθηκα αναγκασμένη να λείψω από κοντά της τρεις-τέσσερις φορές, πάντα την άφηνα με μια από τις υπηρέτριες, και τώρα, αν και είναι μονάχη, την έχω κλειδωμένη. Κι ωστόσο... κι ωστόσο!... Δεν ήταν τόσο απλό. —Κι ωστόσο, τι; —Είστε τόσο σίγουρη για τον μικρό κύριο; —Μονάχα για σένα είμαι σίγουρη. Μα έχω από χθες βράδυ μια καινούρια ελπίδα. Νομίζω πως θέλει να μου ανοιχτεί. Πιστεύω —το καημένο το χρυσό μου το παλιόπαιδο— πως θέλει να μιλήσει. Χθες βράδυ, στο φως του τζακιού και μες στη σιωπή, κάθισε δυο ώρες μαζί μου, έτοιμος να μιλήσει. Η κυρία Γκρόουζ είχε στυλωμένη τη ματιά της έξω από το παράθυρο, στην γκρίζα μέρα που ανάτελλε: —Και μίλησε; —Όχι, αν και περίμενα, περίμενα, ομολογώ πως δε μίλησε —και δίχως να διακόψουμε τη σιωπή ή να κάνουμε την παραμικρότερη νύξη για την κατάσταση και την απουσία της αδερφής του, είπαμε τέλος καληνύχτα μ' ένα φιλί. Κι ωστόσο, συνέχισα, αν είναι να τη δει ο θείος της, δεν μπορώ να συγκατατεθώ να δει τον αδερφό της, πριν να δώσω στο παιδί —και πάνω απ' όλα επειδή τα πράγματα πάνε τόσο άσχημα— λίγο περισσότερο καιρό. Η φίλη μου φάνηκε σ' αυτό το σημείο πιο απρόθυμη απ' ό,τι θα μπορούσα να καταλάβω. —Τι θέλετε να πείτε με «περισσότερο καιρό;» —Μα, μια-δυο μέρες —όσο για να μιλήσει. Θα βρίσκεται κοντά μου, και καταλαβαίνεις πόσο μεγάλη σημασία έχει αυτό. Αν δε μιλήσει, τότε θα έχω αποτύχει, κι εσύ, όπως και να είναι, θα με έχεις βοηθήσει, κάνοντας, σαν θα φτάσεις στο Λονδίνο, ό,τι καταλάβεις πως είναι δυνατόν να κάνεις. Έτσι της έθεσα το ζήτημα, εκείνη όμως εξακολουθούσε να είναι τόσο ακατανόητα στενοχωρημένη, που θέλησα πάλι να τη βοηθήσω: —Εκτός αν, πραγματικά, δε θέλεις να πας. Είδα στην έκφραση του προσώπου της πως το αποφάσισε. Μου έδωσε το χέρι της σαν υπόσχεση: —Θα πάω... θα πάω. Θα πάω σήμερα το πρωί.
Digitized by 10uk1s, June 2010
Θέλησα να είμαι απόλυτα δίκαιη: —Αν προτιμάς ωστόσο να περιμένεις, υπόσχομαι να μη με δει η Φλώρα. —Όχι, όχι: είναι το μέρος τέτοιο. Πρέπει να φύγει από εδώ. Στύλωσε πάνω μου μια στιγμή τη βαριά ματιά της, και ύστερα είπε τα υπόλοιπα: —Η ιδέα σας είναι η σωστή. Κι εγώ η ίδια, μις... —Ναι; —Δεν μπορώ να μείνω. Η ματιά που μου έριξε λέγοντας αυτό, με έκανε να βάλω στο νου μου ιδέες. —Θέλεις να πεις, πως από χθες, είδες;... Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, με αξιοπρέπεια: —Άκουσα!... —Άκουσες; —Από τη μικρή —φρικτά πράγματα! Ναι! αναστέναξε με τραγικό ξαλάφρωμα. Στην τιμή μου, μις, λέει κάτι πράματα!... Μα σ' αυτή τη θύμηση λύγισαν τα γόνατά της: σωριάστηκε με ένα ξαφνικό αναφιλητό στον καναπέ μου, και όπως την είχα δει και άλλοτε, παραδόθηκε ολότελα στον πόνο της. Μ' εντελώς διαφορετικό τρόπο ξέσπασα εγώ: —Α, δόξα σοι ο Θεός! Τινάχτηκε όρθια, σκουπίζοντας τα μάτια της μ' ένα βογκητό: —Δόξα σοι ο Θεός; —Αυτό με δικαιώνει! —Ω, ναι, σας δικαιώνει, μις. Δε θα μπορούσα να επιθυμήσω πιο έντονη επιβεβαίωση, μα ωστόσο δίστασα: —Είναι τόσο πολύ φρικτή; —Καθαυτό τρομερή. Είδα τη συνάδελφό μου να ψάχνει πώς να το εκφράσει: —Είπε και για μένα; Digitized by 10uk1s, June 2010
—Και για σας, μις —μια και άρχισα να σας τα λέω. Είναι αφάνταστο, για ένα κοριτσάκι. Και δεν μπορώ να φανταστώ πού μπορεί να άκουσε... —Τα φρικτά λόγια που είπε για μένα; Εγώ, μπορώ! και ξέσπασα σ' ένα γέλιο, που ήταν ασφαλώς αρκετά εκφραστικό. Μονάχα, αλήθεια, που το γέλιο μου έκανε τη φίλη μου ακόμα πιο συλλογισμένη: —Ναι, ίσως θα έπρεπε κι εγώ να μπορώ... μια κι είχα ακούσει μερικά και πρωτύτερα! Κι ωστόσο, δεν μπορώ να το βαστάξω —συνέχισε η καημένη, ρίχνοντας την ίδια στιγμή μια ματιά στο ρολόι μου, πάνω στο τραπέζι της τουαλέτας. Μα πρέπει να γυρίσω κοντά της. Τη σταμάτησα: —Ε, αν δεν μπορείς να το βαστάξεις!... —Πώς μπορώ να μένω μαζί της, θέλετε να πείτε; Μα, γι' αυτό ίσα-ίσα: για να την πάρω από δω. Μακριά απ' αυτό... μακριά από αυτούς... —Μπορεί να αλλάξει; Μπορεί να ελευθερωθεί; —κι αδράχνοντάς την σχεδόν χαρούμενα: — Ωστε, ακόμα και ύστερα από τα χτεσινά, πιστεύεις... —Σ' αυτά τα καμώματα; Η απλή περιγραφή τους, με τα εκφραστικά της μέσα, δεν απαιτούσε μεγαλύτερη επέκταση, και μου είπε την ιδέα της όπως ποτέ ως τότε: —Πιστεύω. Ναι, ήμουν γεμάτη χαρά, και παραστεκόμασταν ακόμα η μια στην άλλη: αν μπορούσα να είμαι βέβαιη πως αυτό θα εξακολουθούσε, λίγο θα μ' ενδιέφερε τι άλλο είχε συμβεί. Το στήριγμά μου σε περίπτωση καταστροφής, θα ήταν το ίδιο όπως στην αρχική μου ανάγκη εμπιστοσύνης, και αν η φίλη μου εγγυόταν για την ειλικρίνειά μου, θα εγγυόμουν εγώ για όλα τα άλλα. Τη στιγμή, ωστόσο, που ετοιμαζόμουν να την αποχαιρετήσω, βρέθηκα σε κάποια αμηχανία. —Είναι κάτι, που τώρα μου ήρθε στο νου. Το γράμμα μου, που έδινε το σύνθημα το κινδύνου, θα είχε φθάσει πριν από σένα. Τώρα ξεχώριζα ακόμα περισσότερο πόσο είχε αποφύγει να μιλάει γι' αυτό το θέμα και πόσο την είχε κουράσει στο τέλος. —Το γράμμα σας δε θα έχει φθάσει. Το γράμμα σας δεν έφυγε. —Μα τότε τι έγινε το γράμμα μου; —Ένας Θεός το ξέρει! Ο κύριος Μάιλς... —Θέλεις να πεις πως αυτός το πήρε; ρώτησα με κομμένη ανάσα. Κόμπιασε, αλλά κατανίκησε την αποστροφή που ένιωθε να μιλήσει σχετικά μ' αυτό.
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Θέλω να πω, σαν γύρισα χτες μαζί με την μις Φλώρα, είδα πως το γράμμα δεν ήταν εκεί που το είχατε βάλει. Αργότερα, το βράδυ, ρώτησα τον Λιουκ, και δήλωσε πως ούτε το είχε προσέξει ούτε το είχε αγγίξει. Ανταλλάξαμε μονάχα μια από κείνες τις πιο βαθιές αμοιβαίες βυθομετρήσεις μας, και η κυρία Γκρόουζ ανάσυρε πρώτη τη βολίδα μ' ένα σχεδόν θριαμβευτικό: —Καταλαβαίνετε! —Ναι, καταλαβαίνω πως αν το πήρε ο Μάιλς, πιθανόν να το διάβασε και να το έσκισε. —Και δεν καταλαβαίνετε τίποτ' άλλο; Την κοίταξα μια στιγμή μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο: —Μου φαίνεται πως τώρα πια τα μάτια σου είναι πιο ανοιχτά κι από τα δικά μου. Έτσι αποδείχτηκαν πραγματικά, αλλά σχεδόν ντρεπόταν ακόμα να το φανερώσει. —Τώρα καταλαβαίνω τι θα είχε κάνει στο σχολείο —και με την απλοϊκή της ζωηρότητα έδειξε την απογοήτευσή της μ' ένα σχεδόν κωμικό κούνημα του κεφαλιού: —Έκλεβε! Το στριφογύρισα μέσα στο νου μου, πασχίζοντας να βγάλω μια πιο δίκαιη κρίση: —Χμ... ίσως. Φάνηκε να με βρήκε αναπάντεχα ήρεμη: —Έκλεβε γράμματα! Δεν μπορούσε να ξέρει τους λόγους της ηρεμίας μου, άλλωστε αρκετά ρηχής —κι έτσι τους φανέρωσα: —Ελπίζω να άξιζε τότε περισσότερο τον κόπο παρά στην τωρινή περίπτωση! Πάντως, το γράμμα που έβαλα χτες πάνω στο τραπέζι, συνέχισα, θα τον απογοήτευσε τόσο πολύ —επειδή ζητούσα μονάχα μια συνέντευξη— που θα ντρέπεται τώρα πως έκανε κάτι τόσο σοβαρό για κάτι τόσο ασήμαντο, κι αυτό που είχε στο νου του χθες βράδυ ήταν ακριβώς η ανάγκη να ομολογήσει την πράξη του. Νόμιζα εκείνη τη στιγμή πως είχα ξεδιαλύνει αυτό το ζήτημα. —Πήγαινε, πήγαινε, της είπα σπρώχνοντάς την ανάλαφρα. Θα του αποσπάσω την αλήθεια. Θα έρθει να με βρει και θα ομολογήσει. Αν ομολογήσει, σώθηκε. Κι αν σώθηκε... —Τότε σωθήκατε κι εσείς; Πάνω σ' αυτό, η αγαθή γυναίκα με φίλησε και με αποχαιρέτησε. —Θα σας σώσω και χωρίς εκείνον! μου φώναξε καθώς ξεμάκραινε.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XXII ΚΙ ΩΣΤΟΣΟ αφού έφυγε —κι αμέσως μου έλειψε τόσο πολύ— ήρθε η μεγάλη κρίση. Αν είχα υπολογίσει στο τι θα μου έδινε το να βρεθώ μόνη με τον Μάιλς, γρήγορα κατάλαβα πως θα μου έδινε, τουλάχιστον, ένα μέτρο της αντοχής μου. Καμιά στιγμή της διαμονής μου δεν ένιωσα τόσο πολύ να με πολιορκούν ανησυχίες, όσο όταν κατέβηκα και πληροφορήθηκα πως το αμάξι με την κυρία Γκρόουζ και τη Φλώρα είχε περάσει πια την καγκελόπορτα. Τώρα ήμουν, είπα μέσα μου, αντιμέτωπη με τα στοιχειά, και το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης μέρας, όσο καταπολεμούσα την αδυναμία μου, σκεφτόμουν πως είχα σταθεί σε υπέρτατο βαθμό απερίσκεπτη. Ήταν μια κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη απ' όσες είχα αντιμετωπίσει —τόσο περισσότερο, που για πρώτη φορά έβλεπα στην όψη των άλλων ένα αόριστο αντιφέγγισμα της κρίσης που περνούσε. Ήταν φυσικό να εκπλαγούν με ό,τι είχε συμβεί, και ό,τι κι αν είχαμε πει δεν εξηγούσε αρκετά την ξαφνική αναχώρηση της φίλης μου, παίρνοντας μαζί της και τη μικρή. Το υπηρετικό προσωπικό, άντρες και γυναίκες, φαίνονταν να απορούν, κι αυτό χειροτέρευε την κατάσταση των νεύρων μου, ώσπου είδα την ανάγκη να το χρησιμοποιήσω σαν θετική βοήθεια. Κοντολογίς, με το να κρατάω γερά το τιμόνι, απόφυγα το ολοκληρωτικό ναυάγιο —και για ν' αντέξω πήρα ύφος, εκείνο το πρωί, πολύ σπουδαίο και πολύ ψυχρό. Δέχτηκα μ' ευχαρίστηση το συναίσθημα πως είχα αναλάβει πολλές ευθύνες του σπιτιού, κι έδωσα να καταλάβουν πως αν και έμεινα μόνη, είχα σταθερό χέρι. Τριγύρισα μ' αυτό το ύφος μια-δυο ώρες παντού μέσα στο σπίτι, και ασφαλώς φαινόμουν έτοιμη για κάθε επίθεση. Έτσι, προς γνώση και συμμόρφωση, έκανα μια επιδεικτική παρέλαση, με την απελπισία στην ψυχή. Ώσπου να έρθει η ώρα του φαγητού, το πρόσωπο που φαινόταν να ανησυχεί λιγότερο ήταν ο Μάιλς. Στο μεταξύ, στις περιοδείες μου μέσα στο σπίτι, δεν τον πήρε καθόλου το μάτι μου, αν και αποσκοπούσαν να κάνουν περισσότερο δημόσια τη μεταβολή στις σχέσεις μας, σαν συνέπεια που μ' είχε τόσο ξεγελάσει και κοροϊδέψει με το πιάνο του, την προηγούμενη μέρα, προς όφελος της Φλώρας. Η σφραγίδα της δημοσιότητας είχε, βέβαια, δοθεί στο ακέραιο με την απομόνωση και την αναχώρηση της Φλώρας, και η αλλαγή είχε αναγγελθεί με τη μη τήρηση της απαράβατης συνήθειας για το μάθημα στο σπουδαστήριο. Είχε κιόλας εμφανιστεί, όταν, πριν κατεβώ, άνοιξα την πόρτα της κάμαράς του —και ύστερα, κάτω, έμαθα πως είχε κολατσίσει, μπροστά σε δυο υπηρέτριες, μαζί με την κυρία Γκρόουζ και την αδερφή του. Ύστερα είχε βγει, όπως είπε, για να κάνει ένα γύρο. Τίποτε, σκέφθηκα, δεν μπορούσε να εκφράσει καλύτερα την άποψή του για την απότομη μεταβολή της υπηρεσίας μου. Απόμενε τώρα να καθοριστεί το τι θα επέτρεπε να είναι αυτή η υπηρεσία: πάντως, υπήρχε ένα παράξενο ξαλάφρωμα —εννοώ ειδικά για μένα— στην απάρνηση μιας αξίωσης. Αν τόσο πολλά είχαν αναβλύσει στην επιφάνεια, δεν είναι υπερβολή να πω πως αυτό που είχε αναβλύσει ψηλότερα απ' όλα, ήταν ο παραλογισμός να παρατείνουμε το μύθο πως είχα τίποτα περισσότερο να του μάθω. Ήταν αρκετά χτυπητό, πως με μικροπονηριές, σαν να υπήρχε σιωπηρή συμφωνία μεταξύ μας —φρόντιζε περισσότερο κι από μένα, για την αξιοπρέπειά μου— του έδινα να καταλάβει πως επαναπαυόμουν σ' αυτόν για να μη με ζορίζει να τον αντιμετωπίσω στο πεδίο των γνώσεών του. Όπως και να είναι, είχε τώρα την ελευθερία του, που θα την άφηνα ανέπαφη. Και όπως έχω αναφέρει με σαφήνεια, σαν ήρθε και με βρήκε την προηγούμενη νύχτα στο σπουδαστήριο, δεν έκανα καμιά παρατήρηση ή νύξη για ό,τι είχε συμβεί το απόγευμα. Από τούτη τη στιγμή, με απασχολούσαν οι άλλες ιδέες μου. Ωστόσο, σαν ήρθε επιτέλους η δυσκολία να τις εφαρμόσω, οι επισωρεύσεις του προβλήματός μου μου έγιναν χειροπιαστές από την όμορφη εμφάνισή του, που όσα είχαν συμβεί, δεν την είχαν, όσο ξεχώριζε το μάτι, ούτε λεκιάσει ούτε αμαυρώσει. Θέλοντας να τονίσω, για το σπιτικό, το υψηλό επίπεδο που καλλιεργούσα, έδωσα εντολή να σερβίρονται κάτω, όπως το λέγαμε, τα γεύματα. Έτσι, περίμενα τον Μάιλς στην επιβλητική τραπεζαρία, που έξω από το παράθυρό της, εκείνη την πρώτη επίφοβη Κυριακή, χάρη στην κυρία Γκρόουζ, πέρασε από το νου μου μια στιγμιαία αναλαμπή, που μόλις θα ταίριαζε να την ονομάσω φως. Τώρα, εδώ, ένιωσα πάλι —γιατί το είχα νιώσει πολλές φορές— πόσο η ψυχική μου ισορροπία Digitized by 10uk1s, June 2010
εξαρτιόταν από την επιτυχία της αλύγιστης θέλησής μου, της θέλησης να κλείσω τα μάτια μου όσο γίνεται πιο σφιχτά στην αλήθεια πως αυτό που είχα να ασχοληθώ ήταν, αηδιαστικά, ενάντια στη φύση. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα κάπως να προχωρήσω, ήταν να εμπιστευθώ και να λογαριάσω τη φύση, θεωρώντας το τερατώδες βασανιστήριό μου σαν μια ώθηση προς μια ασυνήθιστη κατεύθυνση, φυσικά, και δυσάρεστη, αλλά που απαιτούσε, το κάτω-κάτω, για μια καθαρή συνείδηση, μονάχα ένα ακόμα στρίψιμο στη βίδα της κοινής ανθρώπινης αρετής. Καμιά απόπειρα να εφοδιάσει κανείς τον εαυτό του με όλη τη φύση. Πώς θα μπορούσα να βάλω, έστω και λίγο από τούτο το είδος, δίχως να αναφερθώ σε ό,τι είχε συμβεί; Πώς, από την άλλη, θα μπορούσα να αναφερθώ, δίχως μια καινούρια βουτιά στο απαίσιο σκοτάδι; Κάτι σαν απάντηση μου ήρθε στο νου ύστερα από λίγο, και επιβεβαιώθηκε σε ό,τι αφορούσε αναμφισβήτητα τη διορατικότητά μου για ό,τι ασυνήθιστο υπήρχε στο μικρό μου σύντροφο. Ήταν, αλήθεια, σαν να είχε βρει και τώρα —όπως είχε βρει τόσο συχνά στα μαθήματα— κάποιον άλλο λεπτό τρόπο για να ξαλαφρώσω. Αυτό δε φανέρωνε το γεγονός, που ξέσπασε μέσα στη μοναξιά μας με μια λαμπηδόνα, που ακόμα δε χάθηκε ολότελα; — το γεγονός πως (βοηθώντας η ευκαιρία, η πολύτιμη ευκαιρία που είχε τώρα παρουσιαστεί) θα ήταν παράλογο, μ' ένα παιδί προικισμένο με τόσα χαρίσματα, να απαρνηθεί κανείς τη βοήθεια που θα μπορούσε να αποσπάσει από μια απόλυτη νοημοσύνη; Γιατί του είχε δοθεί αυτή η νοημοσύνη, αν όχι για να τον σώσει; Δε θα έπρεπε, για να φτάσει κανείς τη σκέψη του, να διακινδυνεύσει να απλώσει ένα κοκαλιάρικο μπράτσο πάνω στο χαρακτήρα του; Λες και ήταν, όταν βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο στην τραπεζαρία, σαν να μου είχε δείξει κυριολεκτικά τον τρόπο. Το ψητό αρνάκι ήταν πάνω στο τραπέζι, και είχα πει στην υπηρέτρια πως μπορούσε να αποσυρθεί. Ο Μάιλς πριν καθίσει, στάθηκε μια στιγμή, με τα χέρια στις τσέπες και κοίταξε το μπουτάκι σαν να ήταν έτοιμος να το σχολιάσει με κάποιο αστείο. Αυτό που είπε, ωστόσο, ήταν: —Λοιπόν, χρυσή μου, είναι πραγματικά τόσο σοβαρά άρρωστη; —Η Φλώρα; Όχι και τόσο, και δε θα αργήσει να πάει στο καλύτερο. Το Λονδίνο θα της κάνει καλό. Δεν τη σήκωνε πια ο αέρας του Μπλάυ. Κάθισε και πάρε το αρνάκι σου. Με υπάκουσε αμέσως, πήρε το πιάτο και το πήγε στη θέση του, κι αφού κάθισε, συνέχισε: —Τόσο ξαφνικά δεν τη σήκωσε το Μπλάυ; —Όχι τόσο ξαφνικά όσο φαντάζεσαι. Το κακό προχωρούσε. —Τότε γιατί δεν τη στείλατε πριν; —Πριν τι; —Πριν να αρρωστήσει τόσο βαριά, που να μην μπορεί να ταξιδέψει. Αποκρίθηκα με ετοιμότητα: —Δεν είναι τόσο βαριά άρρωστη που να μην μπορεί να ταξιδέψει: θα αρρώσταινε βαριά αν είχε μείνει. Ήταν ακριβώς η σωστή στιγμή. Το ταξίδι θα διαλύσει την επιρροή του Μπλάυ (ω, ήμουν υπέροχη!) και θα τη σκορπίσει. —Καταλαβαίνω, είπε ο Μάιλς, που κι αυτός ήταν υπέροχος με την απάντησή του. Άρχισε να τρώει με τους χαριτωμένους καθώς πρέπει τρόπους που είχε στο τραπέζι, και που τη μέρα που είχε έρθει με είχαν απαλλάξει από το δυσάρεστο καθήκον να του κάνω παρατηρήσεις. Όποιος κι Digitized by 10uk1s, June 2010
αν ήταν ο λόγος που τον έδιωξαν απ' το σχολείο, ασφαλώς δεν ήταν γιατί δεν ήξερε να φάει στο τραπέζι. Και σήμερα, όπως πάντα, ήταν άμεμπτος — μόνο πως ήταν ολοφάνερα περισσότερο επιτηδευμένος. Φαινόταν να θεωρεί σαν δεδομένα περισσότερα πράγματα απ' όσα ανακάλυπτε, δίχως καμιά βοήθεια, πολύ εύκολα, και κράτησε μια ήρεμη σιωπή όσο εξέταζε τη θέση του. Το γεύμα μας ήταν από τα συντομότερα — εγώ έκανα πως έτρωγα, και είπα να ξεστρώσουν αμέσως το τραπέζι. Στο μεταξύ, ο Μάιλς στεκόταν πάλι με τα χέρια στα τσεπάκια του και με τη ράχη του γυρισμένη σ' εμένα —στεκόταν και κοίταζε έξω απ' το φαρδύ παράθυρο, εκεί που είχα δει εκείνη τη μέρα αυτό που με αναστάτωσε. Εξακολουθήσαμε να μένουμε σιωπηλοί όσο η υπηρέτρια ξέστρωνε το τραπέζι — σιωπηλοί, μου ήρθε η παράξενη ιδέα, σαν νιόπαντροι στο ταξίδι του γάμου τους, που ένιωθαν ντροπαλοί μπροστά στον υπηρέτη του ξενοδοχείου. Στράφηκε μονάχα αφού έφυγε η υπηρέτρια: —Ώστε... μονάχοι επιτέλους!
Digitized by 10uk1s, June 2010
XXIII —Ω, ΠΑΝΩ-ΚΑΤΩ, ΑΠΟΚΡΙΘΗΚΑ— και φαντάζομαι πως το χαμόγελό μου ήταν ωχρό. Όχι εντελώς. Αυτό δεν πρέπει να μας αρέσει! πρόσθεσα. —Ναι, υποθέτω πως δεν πρέπει. Έχουμε, βέβαια, τους άλλους. —Έχουμε τους άλλους... έχουμε, πράγματι, τους άλλους, συμφώνησα. —Ωστόσο, έστω κι αν τους έχουμε —αποκρίθηκε, πάντα με τα χέρια του στις τσέπες και στυλωμένος μπροστά μου— δε λογαριάζονται και τόσο, δεν είναι έτσι; Επωφελήθηκα για να απαντήσω: —Εξαρτάται από τι εννοείς με το «όχι και τόσο» — μα ένιωσα να κόβονται τα γόνατά μου. —Ναι, είπε συμβιβαστικά, όλα εξαρτώνται. Πάνω σ' αυτό, μου γύρισε πάλι την πλάτη του και πήγε στο παράθυρο με το διστακτικό, συλλογισμένο βήμα του. Έμεινε εκεί, με το μέτωπό του πάνω στο τζάμι, αγναντεύοντας τα ηλίθια σύθαμνα που γνώριζα, και τη μελαγχολία του Νοέμβρη. Πάντα είχα την υποκρισία μου του «εργόχειρου» και οχυρωμένη τώρα πίσω απ' αυτή, πήγα στον καναπέ. Θρονιάστηκα στον καναπέ με το εργόχειρό μου, όπως είχα κάνει επανειλημμένα εκείνες τις μαρτυρικές στιγμές, που ήξερα πως τα παιδιά παραδίνονταν σε κάτι απ' όπου ήμουν αποκλεισμένη, και υποτάχθηκα στη συνήθειά μου να είμαι προετοιμασμένη για το χειρότερο. Αλλά μια καταπληκτική εντύπωση έπεσε ξαφνικά στην αντίληψή μου, καθώς έβγαζα ένα νόημα από την αμήχανη ράχη του αγοριού — τίποτα λιγότερο από την εντύπωση πως δεν ήμουν πια αποκλεισμένη. Αυτό το συμπέρασμα πήρε μια έντονη οξύτητα μέσα σε λίγα λεπτά και φαινόταν να συνδέεται με την άμεση συναίσθηση πως εκείνος, πραγματικά, ήταν αποκλεισμένος. Τα πλαίσια και τα τζάμια του μεγάλου παραθύρου ήταν για κείνον σαν μια εικόνα από κάτι σαν χρεοκοπία. Πάντως, ένιωσα πως τον είδα έγκλειστο ή αποκλεισμένο. Ήταν θαυμάσιος, μα δεν αισθανόταν άνετα: το κατάλαβα με ένα χτυποκάρδι ελπίδας. Δεν έψαχνε, μέσ' από το στοιχειωμένο τζάμι, κάτι που δεν μπορούσε να δει; — και δεν ήταν η πρώτη φορά, σε όλη την υπόθεση, που έβλεπε μία παράλειψη; Η πρώτη, η πρώτιστη: βρήκα πως ήταν ένας εξαίσιος οιωνός. Φαινόταν ανήσυχος, αν και επιτηρούσε τον εαυτό του — ήταν ανήσυχος όλη μέρα, κι ακόμη όσο καθόταν στο τραπέζι με το συνηθισμένο γλυκό του τρόπο, είχε χρειαστεί όλη την παράξενη μικρή ιδιοφυΐα του για να συγκαλύψει την ανησυχία του. Όταν, τέλος, γύρισε προς το μέρος μου, ήταν σχεδόν σαν να είχε υποταχθεί αυτή η ιδιοφυΐα. —Ξέρετε, σαν να μου φαίνεται πως είμαι ευχαριστημένος που εμένα με σηκώνει το Μπλάυ. —Φαίνεται πως έχεις δει, αυτές τις είκοσι τέσσερις ώρες, πολύ περισσότερα μέρη του Μπλάυ παρά όλον αυτό τον τελευταίο καιρό. Ελπίζω —συνέχισα θαρραλέα— να πέρασες ευχάριστα. —Ω, ναι, πήγα πολύ μακριά, παντού ολόγυρα — ολόκληρα μίλια πέρα. Ποτέ δεν ήμουν τόσο ελεύθερος. Είχε, αλήθεια, ένα δικό του ύφος, κι εγώ μόνο που προσπαθούσα να ακολουθώ το δικό του ρυθμό. Digitized by 10uk1s, June 2010
—Λοιπόν, σ' αρέσει; Στεκόταν και χαμογελούσε, ώσπου, τέλος, έβαλε σε μια λέξη: —Εσάς;— περισσότερο διαχωρισμό απ' ό,τι είχα ποτέ ακούσει να περιέχει μια και μόνη λέξη. Ωστόσο, συνέχισε πριν προφτάσω να απαντήσω, με το νόημα πως αυτό που είχε πει ήταν μια αυθάδεια που έπρεπε να την απαλύνει: —Τίποτε δε θα μπορούσε να είναι πιο γοητευτικό από τον τρόπο που παίρνετε το ζήτημα γιατί, φυσικά, αν είμαστε τώρα μονάχοι οι δυο μας, εσείς είστε η περισσότερο μονάχη. Αλλά ελπίζω, πρόσθεσε, πως δε σας νοιάζει και τόσο! —Πού θα έχω να κάνω μ' εσένα; ρώτησα. Χρυσό μου παιδί, πώς είναι δυνατό να με νοιάζει; Αν και δεν έχω καμιά αξίωση στη συντροφιά σου —είσαι τόσο ψηλότερα από μένα— εγώ, τουλάχιστον, την ευχαριστιέμαι πολύ. Για τι άλλο θα εξακολουθούσα να μένω; Με κοίταξε περισσότερο κατάματα, και η έκφρασή του, πιο σοβαρή τώρα, μου φάνηκε η ωραιότερη απ' όσες είχα δει στο πρόσωπό του. —Μένετε μονάχα γι' αυτό; —Ασφαλώς. Μένω σαν φίλη σου και για το μεγάλο ενδιαφέρον μου για σένα, ώσπου να βρεθεί ένας τρόπος να γίνει κάτι που να σου αξίζει περισσότερο. Αυτό δεν πρέπει να σε παραξενεύει. Η φωνή μου έτρεμε τόσο, που ένιωθα πως ήταν αδύνατο να συγκρατήσω το τρεμούλιασμα. —Δε θυμάσαι, συνέχισα, που σου είπα, τότε που ήρθα και κάθισα στο κρεβάτι σου, τη νύχτα με την καταιγίδα, πως δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που δε θα έκανα για σένα; —Ναι, ναι! Κι αυτός επίσης, ολοένα πιο φανερά νευρικός, ήταν αναγκασμένος να προσέχει τον τόνο της φωνής του. Μα το κατάφερε τόσο καλύτερα από μένα, που γελώντας μέσ' από το σοβαρό του ύφος, μπόρεσε να προσποιηθεί πως αστειευόμασταν: —Μονάχα πως ήταν, νομίζω, για να με βάλετε να κάνω κάτι για σας! —Κατά ένα μέρος, ήταν για να σε βάλω να κάνεις κάτι, παραδέχτηκα. Ωστόσο, ξέρεις πως δεν το έκανες. —Ω, ναι είπε με την πιο χαρούμενη επιπόλαιη θέρμη, θέλατε να σας πω κάτι. —Ακριβώς. Ξεκάθαρα. Πρόκειται γι' αυτό που έχεις στο νου σου. —Α, ώστε γι' αυτό μείνατε; Μέσ' από τον εύθυμο τόνο της φωνής του ξεχώριζα ένα ελαφρότερο τρεμούλιασμα δυσφορίας — αλλά δεν μπορώ να εκφράσω τι ένιωσα μ' αυτό το υπονοούμενο, έστω και τόσο αόριστο, πως ήταν έτοιμος να παραδοθεί. Ήταν σάμπως αυτό που είχα λαχταρήσει να είχε συμβεί επιτέλους μονάχα για να με εκπλήξει. —Λοιπόν, ναι, προτιμώ να το ομολογήσω. Ήταν ακριβώς γι' αυτό.
Digitized by 10uk1s, June 2010
—Θέλετε να πείτε, τώρα... εδώ; —Δε θα μπορούσε να γίνει καταλληλότερο μέρος και καταλληλότερη ώρα. Κοίταξε ολόγυρά του ταραγμένος, και είχα τη σπάνια —ω, την αλλόκοτη!— εντύπωση από το πρώτο σύμπτωμα άμεσου φόβου που είχα δει να γεννιέται μέσα του. Ήταν σαν να με φοβόταν ξαφνικά — που μου φάνηκε, αλήθεια, πως ίσως να ήταν το καλύτερο γι' αυτόν. Ωστόσο, μέσα στην αγωνία της πάλης, ένιωσα πως ήταν μάταιο να φανώ αυστηρή, κι άκουσα τον εαυτό μου να λέει τόσο γλυκά, που ήταν σχεδόν γελοίο: —Θέλεις να ξαναπάς έξω; —Πάρα πολύ! Μου χαμογέλασε ηρωικά, και η συγκινητική μικρή παλικαριά του υπογραμμίστηκε από το κοκκίνισμα που ανέβηκε στο πρόσωπό του. Είχε πάρει το καπέλο του, που το είχε φέρει στην τραπεζαρία, και στεκόταν στριφογυρίζοντάς το μ' έναν τέτοιο τρόπο, που ένιωσα, τώρα που πλησίαζα να φτάσω στο σκοπό μου, μια διεστραμμένη φρίκη γι' αυτό που έκανα. Ήταν, οπωσδήποτε, μια βιαιοπραγία — επειδή, τι άλλο αποτελούσε, παρά την επιβολή της ιδέας της χυδαιότητας και της ενοχής σ' ένα αδύνατο πλασματάκι, που στάθηκε για μένα μια αποκάλυψη από δυνατότητες για ωραίες συνομιλίες; Δεν ήταν ποταπό να δημιουργήσω για ένα ον τόσο εξαίσιο μία καθαυτό αφύσικη παρεκτροπή; Υποθέτω πως ξεδιαλύνω τώρα τη θέση μας με μια διαύγεια που δεν μπορούσα να είχα τότε, γιατί μου φαίνεται πως βλέπω στα καημένα τα μάτια μας να ανάβει κιόλας κάποια σπίθα πρόβλεψης της οδύνης που θα ακολουθούσε. Έτσι διαγράφαμε κύκλους ο ένας γύρω στον άλλο, με φόβους και ενδοιασμούς, σαν μαχητές που δεν τολμούν να έρθουν στα χέρα. Αλλά ο ένας για τον άλλο ήταν που φοβόμασταν! Αυτό, μας κράτησε λίγο περισσότερη ώρα αναποφάσιστους και ατραυμάτιστους. —Θα σας τα πω όλα, είπε ο Μάιλς — δηλαδή, θα σας πω ό,τι θέλετε. Θα μείνετε μαζί μου, και θα είμαστε και οι δύο εντάξει, και θα σας τα πω, θα σας τα πω. Μα όχι τώρα. —Γιατί όχι τώρα; Η επιμονή μου τον απομάκρυνε από κοντά μου. Πήγε πάλι στο παράθυρο, και πλάκωσε μια τέτοια σιωπή, που θα άκουγες και μια καρφίτσα να πέφτει. Ύστερα ήρθε και στάθηκε μπροστά μου με το ύφος ανθρώπου, που κάποιος, που υπολόγιζε σ' αυτόν, τον περίμενε. —Πρέπει να δω τον Λιουκ. Δεν τον είχα ακόμα υποβιβάσει σε μια τόσο ποταπή ψευτιά, και ντράπηκα ανάλογα. Αλλά, όσο κι αν ήταν φοβερό, οι ψευτιές του βόλευαν την αλήθεια μου. Έφτιαξα συλλογισμένη μερικούς πόντους στο πλεχτό μου. —Καλά, λοιπόν, πήγαινε να βρεις τον Λιουκ, και θα σε περιμένω για κείνο που υποσχέθηκες. Μονάχα, σε ανταπόδοση, να ικανοποιήσεις, πριν φύγεις, κάτι πολύ μικρότερο που θα σου ζητήσω. Φάνηκε σαν να είχε την ιδέα πως τα είχε καταφέρει αρκετά καλά, μια και ήταν ακόμα σε θέση να παζαρεύει λιγάκι: —Πολύ μικρότερο;... —Ναι, ένα μικρό κλάσμα του συνόλου. Πες μου (ω, με απασχολούσε το εργόχειρό μου και Digitized by 10uk1s, June 2010
προχειρολογούσα!) αν χθες το απόγευμα πήρες το γράμμα μου, ξέρεις, από το τραπέζι του χολ.
Digitized by 10uk1s, June 2010
XXIV ΔΕΝ ΠΡΟΦΤΑΣΑ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΩ πώς το δέχτηκε, εξαιτίας αυτού που μπορώ να προσδιοορίσω μονάχα σαν μια στιγμιαία απόσπαση της προσοχής μου — ένα ξάφνιασμα, που στην αρχή, καθώς τινάχτηκα όρθια, προκάλεσε μια αυθόρμητη κίνησή μου να τον αδράξω, να τον τραβήξω κοντά μου, και, καθώς έπεφτα πάνω στο πιο κοντινό έπιπλο για να στηριχτώ, τον κράτησα από ένστικτο με την πλάτη του γυρισμένη στο παράθυρο. Η οπτασία ήταν ολοκάθαρη, αυτή που και άλλοτε με είχε απασχολήσει εδώ: ο Πήτερ Κουίντ είχε εμφανιστεί, ίδιος φρουρός μπροστά σε φυλακή. Αυτό που είδα αμέσως έπειτα, ήταν πως πλησίασε στο παράθυρο απέξω, και ύστερα, κολλητά στο τζάμι, κοιτάζοντας βλοσυρά μες στο δωμάτιο, παρουσίασε ακόμα μια φορά το χλομό κολασμένο πρόσωπό του. Λέγοντας πως στο δευτερόλεπτο πήρα την απόφασή μου, αυτό παρασταίνει μονάχα χοντροκομμένα ό,τι έγινε μέσα μου όταν τον είδα: ωστόσο πιστεύω πως καμιά γυναίκα σε τόσο δύσκολη θέση, δεν άδραξε τόσο γρήγορα το θέμα. Μου ήρθε στο νου, μέσα στη φρίκη της άμεσης παρουσίας, πως το θέμα θα ήταν, βλέποντας κι αντικρίζοντας αυτό που είδα και αντίκρισα, να μην πάρει τίποτα είδηση το παιδί. Η έμπνευση —δε βρίσκω ονομασία πιο κατάλληλη— ήταν πως ένιωσα πόσο ορμέμφυτα, πόσο έπρεπε να ενεργήσω με το ένστικτο. Ήταν σαν μια πάλη μ' ένα δαίμονα για μια ανθρώπινη ψυχή, κι αφού έτσι σωστά το εκτίμησα, είδα πως η ανθρώπινη ψυχή —που την κρατούσα μες στα τρεμάμενα χέρια μου— είχε τέλειες δροσοσταλίδες ιδρώτα πάνω σ' ένα ωραίο παιδικό μέτωπο. Το πρόσωπο κοντά στο δικό μου, ήταν χλομό όσο και το πρόσωπο κολλητά στο τζάμι, κι από μέσα του βγήκε μια φωνή, όχι σιγανή ούτε αδύνατη, μα σαν από πολύ μακρύτερα, που την ήπια σαν μυρωμένη πνοή: —Ναι, το πήρα. Μ' ένα βογκητό χαράς, τον αγκάλιασα, τον τράβηξα πάνω μου —κι όσο τον κρατούσα πάνω στο στήθος μου, κι ένιωθα μέσα στον ξαφνικό πυρετό του κορμιού του τους δυνατούς χτύπους της καρδούλας του, κρατούσα τα μάτια μου στυλωμένα πάνω σ' εκείνο το πράμα στο παράθυρο, και το είδα να κουνάει και να αλλάζει θέση. Το είχα παρομοιάσει με φρουρό, αλλά η αργή στροφή του, για μια στιγμή, ήταν μάλλον η ανίχνευση θηρίου που έχασε τη μυρωδιά της λείας του. Ωστόσο, το τωρινό ψυχωμένο θάρρος μου ήταν τέτοιο, που για να μη γίνει περισσότερο απ' ό,τι πρέπει αντιληπτό, έπρεπε να σκεπάσω, σαν να λέμε, τη φλόγα μου. Στο μεταξύ, το βλοσυρό πρόσωπο ξαναγύρισε στο παράθυρο, ο παλιάνθρωπος κοίταζε σαν να παρακολουθούσε και να περίμενε. Η εμπιστοσύνη πως θα μπορούσα τώρα να τον αψηφήσω, καθώς και η θετική βεβαιότητα, τώρα πια, για το ασυναίσθητο του παιδιού, μ' έκαναν να συνεχίσω: —Γιατί το πήρες; —Για να δω τι λέγατε για μένα. —Άνοιξες το γράμμα; —Το άνοιξα. Τα μάτια μου ήταν τώρα, καθώς τον κρατούσα πάλι σε κάποια απόσταση, πάνω στο πρόσωπο του Μάιλς, και η έλλειψη κάθε ειρωνείας στην έκφρασή του μου φανέρωνε πόσο απόλυτη ήταν η φθορά από την ταραχή του. Το καταπληκτικό ήταν πως επιτέλους, χάρη στην επιτυχία μου, η διαίσθησή του είχε ατονήσει, και είχε σταματήσει η επικοινωνία του: είχε αντιληφθεί μια παρουσία, μα δεν ήξερε ποιος ήταν, και ήξερε ακόμα λιγότερο πως κι εγώ την είχα αντιληφθεί και ήξερα ποιος ήταν. Και τι σημασία είχε αυτή η ένταση και η αναταραχή, σαν ξαναπήγαν τα μάτια μου στο παράθυρο και είδαν πως η ατμόσφαιρα ήταν πάλι καθαρή και —χάρη στον προσωπικό μου θρίαμβο— είχε σταματήσει η επιρροή; Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Ένιωσα πως είχα κερδίσει την υπόθεση και πως όλα θα τα Digitized by 10uk1s, June 2010
πετύχαινα. —Και δε βρήκες τίποτε! άφησα να ξεσπάσει η περηφάνια μου. Κούνησε το κεφάλι του μελαγχολικά και συλλογισμένος: —Τίποτα. —Τίποτα, τίποτα! φώναξα σχεδόν μες στη χαρά μου. —Τίποτα, τίποτα, επανέλαβε θλιμμένα. Τον φίλησα στο μέτωπο —ήταν μούσκεμα. —Και τι το έκανες το γράμμα; —Το έκαψα. —Το έκαψες; (έπρεπε τώρα ή ποτέ). Αυτό έκανες στο σχολείο; Ω, τι έβγαλε αυτό στη μέση! —Στο σχολείο; —Έπαιρνες γράμματα; —ή τίποτ' άλλο; —Τίποτ' άλλο; Φαινόταν να ψάχνει ο νους του κάτι πολύ μακριά, και να το βρίσκει μονάχα κάτω από την πίεση της ανησυχίας του. Ωστόσο το βρήκε: —Μήπως έκλεψα; Ένιωσα να κοκκινίζω ίσαμε τις ρίζες των μαλλιών μου, και αναρωτήθηκα αν ήταν πιο παράξενο να κάνεις αυτή την ερώτηση σ' έναν κύριο, ή να τον δεις να την παίρνει με μια ανεκτικότητα, που δείχνει το μέγεθος της κατάπτωσής του στην κοινωνία. —Γι' αυτό το λόγο δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις στο σχολείο; Το μόνο που αισθάνθηκε, ήταν μια μάλλον θλιβερή έκπληξη: —Το ξέρατε πως δεν μπορώ να ξαναγυρίσω; Μου έριξε μια πολύ παρατεταμένη και παράξενη ματιά. —Τα ξέρω όλα. —Όλα; —Όλα. Ώστε πραγματικά;... —μα δεν μπόρεσα να ξαναπώ τη λέξη.
Digitized by 10uk1s, June 2010
Ο Μάιλς μπόρεσε, πολύ απλά: —Όχι. Δεν έκλεψα. Το πρόσωπό μου θα του φανέρωνε πως τον πίστεψα δίχως καμιά επιφύλαξη, αλλά τα χέρια μου —μα ήταν από τρυφερότητα και μόνο— τον τράνταξαν σαν να τον ρωτούσαν γιατί, αν ήταν για κάποια τιποτένια αιτία, με είχε καταδικάσει τόσους μήνες σε μαρτύριο. —Τι έχεις κάνει, λοιπόν; Κοίταξε το ταβάνι ολόγυρα με μια αόριστη πίκρα, και τράβηξε μέσα την ανάσα του δυο-τρεις φορές, σαν να δυσκολευόταν να ανασάνει. Λες και στεκόταν στο βυθό της θάλασσας και ύψωνε τα μάτια του προς κάποιο πράσινο θαμπό μισόφωτο. —Μα... έλεγα... κακά λόγια. —Αυτό μονάχα; —Το βρήκαν αρκετό! —Για να σε διώξουν; Ποτέ, ασφαλώς, ένας «διωγμένος» δεν έδειξε τόσο προθυμία να εξηγήσει το λόγο, όσο τούτο το παιδί! Φαινόταν να ζυγιάζει την ερώτησή μου, αλλά μ' έναν τρόπο αφηρημένο, σχεδόν αμήχανο. —Μα, υποθέτω πως δεν έπρεπε να τα λέω. —Μα σε ποιους τα έλεγες; Προσπάθησε να θυμηθεί, όπως φαινόταν, μα έχασε το νήμα, το παράτησε: —Δεν ξέρω! Σχεδόν μου χαμογέλασε μέσα στη θλίψη του πως είχε παραδοθεί —μια παράδοση, ουσιαστικά τόσο απόλυτη τώρα πια, που θα έπρεπε να την είχα αφήσει σ' αυτό το σημείο. Μα ήμουν ξετρελαμένη, η νίκη μου με είχε τυφλώσει, αν και ακόμα τότε, εκείνο που θα τον έφερνε τόσο πολύ κοντύτερα, ήταν κιόλας ο πρόσθετος χωρισμός. —Σε όλους; τον ρώτησα. —Όχι, μονάχα σε... —μα κούνησε το κεφάλι του ανάλαφρα, με ύφος κουρασμένο: —Δε θυμάμαι τα ονόματά τους. —Ήσαν, λοιπόν, τόσο πολλοί; —Όχι, μονάχα μερικοί. Αυτοί που μου άρεσαν. Αυτοί που του άρεσαν; Μου φάνηκε πως δεν αρμένιζα με ξαστεριά αλλά με πηχτή θολούρα, και μέσα σ' ένα λεπτό μου ήρθε, μέσ' από την ίδια τη συμπόνια μου, η τρομακτική υποψία πως ίσως να ήταν αθώος. Ήταν συνταρακτικό —χαίρε βάθος αμέτρητο— γιατί αν αυτός ήταν αθώος, τότε τι ήμουν εγώ; Παράλυσα με την ιδέα και μόνο, και τον άφησα —απ' τα χέρια μου— κι έτσι, μ' ένα βαθύ Digitized by 10uk1s, June 2010
αναστεναγμό, τραβήχτηκε πάλι από κοντά μου, και καθώς γύρισε προς το αδειανό παράθυρο σφίχτηκε η καρδιά μου, νιώθοντας πως δεν είχα τίποτα τώρα για να τον εμποδίσω. —Και τα είπαν σε άλλους αυτά που είπες; συνέχισα ύστερα από μια στιγμή. Ήταν κιόλας σε κάποια απόσταση από μένα, πάντα βαριανασαίνοντας, και με το ύφος, αν και τώρα όχι θυμωμένος, πως τον κρατούσα κλεισμένο παρά τη θέλησή του. Άλλη μια φορά, όπως είχε κάνει πρωτύτερα, κοίταξε ψηλά το θαμπό μισόφωτο, σάμπως, απ' ό,τι τον είχε στηρίξει ως τώρα, να μην έμενε παρά μια ανείπωτη αδημονία. —Ω, ναι, αποκρίθηκε ωστόσο, πρέπει να τα είπαν. Σε όσους τους άρεσαν, πρόσθεσε. Ήταν κάπως λιγότερο απ' ό,τι περίμενα —αλλά επέμεινα: —Κι αυτά πήγαν στ' αυτιά;... —Των δασκάλων; Ω, ναι! αποκρίθηκε πολύ απλά. Μα δεν ήξερα πως θα έγραφαν. —Οι δάσκαλοι; Δεν τα έγραψαν. Για τούτο σε ρωτώ. Γύρισε πάλι προς το μέρος μου τ' όμορφο ξαναμμένο προσωπάκι του: —Ναι, ήταν πολύ άσχημα. —Πολύ άσχημα; —Αυτά που φαντάζομαι πως είπα μερικές φορές. Δεν μπορούσαν να τα γράψουν. Αδυνατώ να δώσω ένα όνομα στη λεπτή συγκίνηση της αντίφασης, που μεταδιδόταν σε μια τέτοια φράση από ένα τέτοιο στόμα. Ξέρω μονάχα πως άκουσα τον εαυτό μου να πετάει απότομα ένα: — Ανοησίες!— αλλά αμέσως έπειτα η φωνή μου θ' ακούστηκε αρκετά αυστηρή: —Τι ήταν αυτά τα λόγια; Όλη η αυστηρότητά μου αφορούσε το δικαστή του, το δήμιό του —ωστόσο, αυτό τον έκανε να αποτραβηχτεί πάλι από κοντά μου— κι αυτή η κίνηση έκανε εμένα να ορμήσω πάνω του μ' ένα και μόνο πήδημα και με μια ασυγκράτητη κραυγή. Γιατί πάλι εκεί, κολλητά στο τζάμι, σαν να ήθελε να πνίξει την ομολογία του και να εμποδίσει την απάντησή του —ήταν ο απαίσιος πρωτουργός της συμφοράς μου. Ένιωσα μια ζάλη με το σώριασμα της νίκης μου που θα ξανάρχιζα τον αγώνα, κι έτσι, το τρελό πήδημά μου χρησίμευσε μονάχα για να με προδώσει. Καθώς ορμούσα πάνω του, τον είδα να μαντεύει, και με την ιδέα πως ήταν ακόμα μονάχα εικασία του, και πως δεν είχε δει ακόμα το παράθυρο, άφησα να φουντώνει το ορμέμφυτό μου και να μεταβάλλει το κορύφωμα του φόβου του στην απόδειξη της απελευθέρωσής του. —Όχι πια, όχι πια, όχι πια! στρίγκλισα στο όραμά μου, προσπαθώντας να σφίξω πάνω μου τον Μάιλς. —Είναι εδώ αυτή; ρώτησε λαχανιασμένος ο Μάιλς, καθώς κατάλαβε κατά πού διευθύνονταν τα λόγια μου —και ύστερα, καθώς το παράξενο «αυτή» του με μαχαίρωσε και το επανέλαβα βαριανασαίνοντας: —Η μις Τζέσελ, η μις Τζέσελ! μου πέταξε μανιασμένα. Digitized by 10uk1s, June 2010
Αδραξα, κατάπληκτη, αυτό που είχε υποθέσει —κάποια συνέπεια εκείνου που είχαμε κάνει στη Φλώρα, αυτό όμως με έκανε μονάχα να θελήσω να του δείξω πως ήταν ακόμα καλύτερο από εκείνο: —Δεν είναι η μις Τζέσελ! Μα είναι στο παράθυρο, ολόισια μπροστά μας— είναι εκεί, ο απαίσιος άνανδρος, εκεί, για τελευταία φορά! Πάνω σ' αυτό, ύστερα από μια στιγμή, που το κεφάλι του έκανε μια κίνηση σαν του σκύλου που γελάστηκε στα ίχνη, κι έπειτα το τίναξε απότομα σαν να αποζητούσε αέρα και φως, χύμηξε πάνω μου λυσσασμένος, σαστισμένος, μάταια κοιτάζοντας παντού ολόγυρα και μη βλέποντας τίποτα, μόλο που τώρα αισθανόμουν να γεμίζει το δωμάτιο, σαν τη γεύση δηλητηρίου, η πελώρια ακαταμάχητη παρουσία: —Είναι εκείνος; Ήμουν τόσο αποφασισμένη να περάσω από ολόκληρη τη δοκιμασία, που τον προκάλεσα με ύφος παγερό: —Ποιον εννοείς με «εκείνος;» —Τον Πήτερ Κουίντ, διαβόλισσα! —και το πρόσωπό του ξανάκανε, ολόγυρα στο δωμάτιο, τη σπασμωδική του γκριμάτσα της ικεσίας: Πού; Ακόμα είναι στ' αυτιά μου με πόση έσχατη ελπίδα φώναξε το όνομά του, κι ο τόνος που απότισε φόρο τιμής στην αφοσίωσή μου. —Τι σημασία έχει τώρα εκείνος, αγόρι μου; —τι σημασία μπορεί να έχει πια; Είσαι δικός μου — πέταξα για να το ακούσει το κτήνος που παραμόνευε— μα εκείνος σ' έχει χάσει για πάντα! —και ύστερα, για επίδειξη του έργου μου: —Εκεί, εκεί! είπα στο Μάιλς. Μα είχε κιόλας πεταχτεί από την αγκαλιά μου, ψάχνοντας, κοιτάζοντας ολόγυρα με γουρλωμένα μάτια, και βλέποντας μονάχα τη γαλήνια μέρα. Κάτω από το χτύπημα του τι έχασε, γι' αυτό που ήμουν τόσο περήφανη, έμπηξε μια στριγκλιά σαν να γκρεμιζόταν σε άβυσσο, κι έτσι που τον άδραξα, ήταν σαν να τον έπιασα την ώρα που έπεφτε. Τον έπιασα, ναι, τον κρατούσα: είναι εύκολο να φανταστείτε με πόσο παράφορο πάθος —μα ύστερα από ένα λεπτό άρχισα να νιώθω τι ήταν πραγματικά αυτό που κρατούσα. Ήμασταν μονάχοι με τη γαλήνια μέρα, και η καρδούλα του, στερεμένη, είχε σταματήσει.
Digitized by 10uk1s, June 2010
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ 1843: 15 Απριλίου, γεννιέται στη Νέα Υόρκη ο Χένρυ Τζέημς. Ο πατέρας του ήταν συγγραφέας και οπαδός του Swendeborg και ο μικρότερος αδερφός του Γουίλιαμ, ήταν ο γνωστός ψυχολόγος και φιλόσοφος του πραγματισμού. Μεγάλωσε στο Όλμπανυ, στα πλούσια κτήματα του Ιρλανδού παππού του και στη Νέα Υόρκη. «Γεννήθηκε με τη νοσταλγία του μακρινού παραδείσου» που λεγόταν Ευρώπη. Τα εφηβικά του χρόνια τα έζησε στην Ευρώπη, με δασκάλους και παιδαγωγούς. Ντροπαλός, αντιστεκόταν στην επίσημη εκπαίδευση και σύχναζε στις βιβλιοθήκες. Διάβαζε κυρίως μυθιστορήματα. 1855: Ο πατέρας Τζέημς σκέφτεται να πάει με τα παιδιά του στην Ευρώπη για «να μάθουν καλύτερα τα γαλλικά και τα γερμανικά και να πάρουν μια τέτοια παιδεία, που δε θα μπορούσαν να πάρουν στην Αμερική». Επισκέπτονται: Γενεύη, Λονδίνο, Παρίσι, Μπολώνια και Βόννη, όπου ο νεαρός Τζέημς, μέσα σε τέσσερα χρόνια αφομοίωσε, αν και συγκεχυμένα, την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Παραμονές του Εμφυλίου Πολέμου, η οικογένειά του επέστρεψε στην Αμερική και εγκαταστάθηκε στο Νιούπορτ. 1860: Γνωρίζεται με το ζωγράφο John Lafarge, που τον παρακινεί ν' αρχίσει να γράφει. 1861: Τις πρώτες βδομάδες του Εμφυλίου Πολέμου, χτύπησε την πλάτη του σε μια κατάσβεση πυρκαγιάς. Αυτό το «σκοτεινό χτύπημα», όπως το αποκαλούσε στα απομνημονεύματά του, τον απάλλαξε από τη στρατιωτική θητεία. 1862: Όταν γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, διαπίστωσε ότι αυτό που του άρεσε ήταν η λογοτεχνία και άρχισε να δημοσιεύει σε εφημερίδες τα πρώτα του διηγήματα. 1864: Το πρώτο γνωστό πεζογράφημά του είναι το ανυπόγραφο A Tragedy of Error, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ν. Υόρκης, Continental Monthly, το Φεβρουάριο του 1864. 1865: Δημοσιεύει βιβλιοπαρουσιάσεις στο North American Book Review και το πρώτο ενυπόγραφο διήγημά του, στο Atlantic Monthly. 1866: Ο νέος αρχισυντάκτης του Atlantic, W. D. Howells, αναγνωρίζει τα προσόντα του και του ανοίγει τις στήλες του περιοδικού. 1868: Σε ηλικία μόλις 25 χρόνων, η εφημερίδα Nation τον αποκαλεί «καλύτερο διηγηματογράφο της Αμερικής». Μαζί με τον Howells θεωρείται ότι εγκαινιάζει την εποχή του ρεαλισμού στην αμερικανική λογοτεχνία. Οι πρώτες ιστορίες του Τζέημς έχουν αμερικανικό θέμα. Δείχνουν την προσεκτική μελέτη των μοντέλων του Balzac, του Prosper Mérimée, της George Eliot και της George Sand. Από τους Αμερικανούς συγγραφείς, τον επηρεάζει κυρίως ο Nathaniel Hawthorn. Από την αρχή δείχνει ότι έχει συνείδηση των προβλημάτων της δομής του μύθου: την ανάγκη της «οπτικής γωνίας» («point of view») στη δομή του μύθου. Την ανάγκη να καθοδηγήσει τον αναγνώστη ώστε να τον μπάσει στην ιστορία. Την ανάγκη για προσεκτικό προσδιορισμό του αφηγητή στην πρωτοπρόσωπη διήγηση. Γενικά, η δομή του μύθου βγαίνει από μια λεπτομερή παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τα πρώτα του πεζογραφήματα έχουν να κάνουν με τις αμερικανικές συνήθειες και τις ανθρώπινες σχέσεις. 1869: Σε ένα ταξίδι του στην Ευρώπη, πληροφορείται το γεγονός ότι οι πιο έμπειροι της λογοτεχνίας αντλούν τα θέματά τους από τα δικά τους κέντρα. Αυτό το γεγονός θα πρέπει να τον προβλημάτισε γιατί ως το 1875 ο Τζέημς δρασκελίζει τις δύο ηπείρους, διστάζοντας ωστόσο να σηκώσει το πόδι του ψηλά από το αμερικανικό έδαφος. Τελικά τον κέρδισε η Ευρώπη γιατί του φαινόταν καλύτερη «πηγή έμπνευσης για ένα μυθιστοριογράφο». Γιατί μέσα από το Χένρυ Τζέημς, ένας μυθιστοριογράφος Digitized by 10uk1s, June 2010
αναδυόταν. Ο σπουδαιότερος Αγγλοσάξωνας μυθιστοριογράφος που τον διεκδικούν Άγγλοι και Αμερικανοί. Τα έργα του θεωρούνται υποδείγματα ψυχολογικού μυθιστορήματος. Στην Ευρώπη κάνει την πρώτη του γνωριμία με την Ιταλία, όπου τοποθετούνται πολλές από τις μεταγενέστερες ιστορίες του. Ο καρπός αυτού του ταξιδιωτικού χρόνου στην Ευρώπη είναι το πρώτο σημαντικό του πεζογράφημα A Passionate Pilgrim κι ένα μικρό μυθιστόρημα, το Watch and Ward, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Atlantic. 1870-72: Ζει στη Βοστώνη, γράφοντας βιβλιοκριτικές, διηγήματα και κριτικές τέχνης. 1872-74: Μια νέα δίχρονη παραμονή του στην Ευρώπη και κυρίως στην Ιταλία είχε σαν αποτέλεσμα το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημά του, Roderick Hudson (ελλην. τίτλος: «Ο Γλύπτης», μετάφραση Γεωργίας Αλεξίου, εκδ. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα 1979, σελ. 392), την ιστορία της σύντομης επιτυχίας και της καταστροφής ενός Αμερικανού γλύπτη, στα καλλιτεχνικά στούντιο της Ρώμης. Εδώ έθετε το πρόβλημα του Αμερικανού καλλιτέχνη, αν έπρεπε δηλαδή να δημιουργεί στον τόπο του, μια χώρα απασχολημένη με την υλική εξάπλωσή της, ή να ξενιτευτεί στην περιπλοκότητα και τη σκοτεινή διαφθορά της Ευρώπης. Κατέληγε ότι η δημιουργική προσωπικότητα του καλλιτέχνη καθορίζει τη ζωή του και όχι τόσο η χώρα όπου ζει. 1875: Σε μια προσπάθεια να επιστρέψει στην Αμερική, πηγαίνει στη Ν. Υόρκη όπου γράφει θέατρο, τεχνοκριτικές καθώς και λογοτεχνικά κείμενα. Αποφασίζει όμως ότι η Ευρώπη θα του προσφέρει περισσότερο υλικό και την ευκαιρία να γράψει ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις για αμερικανικές εφημερίδες. Στο τέλος του χρόνου εγκαθίσταται στο Παρίσι. Εκεί γνωρίζει τον Τουργκένιεφ, που εκτιμούσε, το Φλωμπέρ και την ομάδα των Γάλλων ρεαλιστών: Ζολά, Γκονκούρ, Ντωντέ και Μωπασάν. Θαύμαζε τις συζητήσεις περί τέχνης των Γάλλων συγγραφέων αλλά δεν του άρεσε ο παρισινός επαρχιωτισμός και τα «βρόμικα» θέματά τους. Έμαθε από τον Τουργκένιεφ ότι σημασία έχει το πρόσωπο και όχι η υπόθεση. Αν ο συγγραφέας ανακαλύψει ένα πρόσωπο, αυτό θα του προμηθεύσει και την υπόθεσή του. Στο Παρίσι γράφει και στέλνει ανταποκρίσεις για την καλλιτεχνική κίνηση, στη New York Tribune και ολοκληρώνει το μυθιστόρημά του The American (ελλην. τίτλος: «Ένας Αμερικανός», α' έκδοση Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Ίκαρος 1959, με άγνωστο μεταφραστή και β' έκδοση σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ, Γράμματα 1980). 1876: Επειδή νιώθει ξένος στη Γαλλία,, εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου και θα γράψει τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του. Αργότερα μετακινείται στα αγγλικά παράλια. Συνεχίζει ωστόσο να επισκέπτεται τη Γαλλία και την Ιταλία. 1878: Δημοσιεύει τη Daisy Miller (Ντέιζυ Μίλλερ, μετάφραση Κοσμά Πολίτη, στον τόμο Τρεις Νουβέλες: Τα Χαρτιά του Άσπερν, Ντέιζυ Μίλλερ, Το Στρίψιμο της Βίδας, Φέξης 1964. Επίσης τα Χαρτιά του Άσπερν από τις εκδόσεις Πλέθρον 1979) και γίνεται γνωστός διεθνώς. Τα πεζογραφήματά του, σ' αυτή τη φάση, είναι «διεθνή». Παρουσιάζουν την αντίθεση των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών ηθών και εγκαινιάζουν μια σειρά από μελέτες της Αμερικανίδας κοπέλας που έρχεται σε σύγκρουση με την ατμόσφαιρα της Ευρώπης. Γράφει, The Europeans (Οι Ευρωπαίοι, μετάφραση Νίκου Λαμπρόπουλου, Πλέθρον 1979, σελ. 240) και στα επόμενα χρόνια πολλά κείμενα. 1881: Γράφει το Washington Square (Η Κληρονόμος, μτφ. Νινίλας Παπαγιάννη, Ίκαρος χ.χ.) και το Portrait of a Lady, που τον καθιέρωσε σαν μία από τις κύριες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας και μικρότερες ιστορίες όπως, An International Episode, A Bundle of Letters, και The Point of View, όπου αντιτάσσει την αμερικανική αθωότητα στην ευρωπαϊκή εκζήτηση. Αρχικά, οι Αμερικανοί αναγνώστες έκριναν ότι η αντίθεση έκλινε προς το μέρος των Ευρωπαίων, αλλά αργότερα οι κριτικοί αναγνώρισαν ότι οι «διεθνείς» ιστορίες του Τζέημς δίνουν στους Αμερικανούς πρωταγωνιστές μια ηθική υπεροχή έναντι των Ευρωπαίων. Τη χρονιά αυτή επισκέπτεται ξανά την Αμερική. Οι γονείς του πεθαίνουν τον επόμενο χρόνο και ο συγγραφέας εγκαθίσταται πια για 20 Digitized by 10uk1s, June 2010
χρόνια στην Ευρώπη και κυρίως στην Αγγλία. Αποποιείται μια μικρή κληρονομιά προς όφελος της αδερφής του, αφού οι απολαβές του από τη λογοτεχνία του επαρκούν. Κάνει γνωριμίες με γνωστούς συγγραφείς, κριτικούς και ζωγράφους όπως τους Robert Browning, Edmund Gosse, Alphonse Daudet, Paul Bourget, George du Maurier, John Singer Sargent, Jules Jusserant, Mrs. Humphry Ward και αργότερα τους Joseph Conrad, Η. G. Wells, Rudyard Kipling και Edith Wharton. 1886: Αρχίζει η νέα φάση των γραπτών του με το βιβλίο του Bostonians, ένα μυθιστόρημα με αποκλειστικά αμερικανικό θέμα, και το The Princess Casamassima, το πρώτο του μυθιστόρημα που ασχολείται αποκλειστικά με τη ζωή στην Ευρώπη και με θέμα τον αναρχισμό. 1888: The Aspern Papers (ελλ. τίτλος: Τα χαρτιά του Άσπερν, μτφ. Κοσμά Πολίτη, Φέξης 1964 και Πλέθρον 1979). 1889: The Tragic Muse, ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στα καλλιτεχνικά στούντιο και στο θέατρο. 1890-95: Τα πέντε «θεατρικά χρόνια» του Τζέημς. Μια διασκευή του The American το 1891 είχε χλιαρή ανταπόκριση, ενώ ένα πρωτότυπο έργο, το Guy Domville, που παρουσιάστηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1895, γιουχαΐστηκε. Ο Τζέημς επέστρεψε στο μυθιστόρημα. Γράφει μια σειρά από μικρότερα πεζογραφήματα που τοποθετούνται στην Αγγλία και δείχνουν την επιρροή του από τις σκηνικές μεθόδους που μελέτησε στο θέατρο: The Other House (1896), The Spoil of Poynton (1897), What Maisie Knew (1897), In the Cage (1898), The Awkward Age (1899). 1898: Ανύπαντρος πάντα, αγοράζει το περίφημο σπίτι του στο Rye, στην επαρχία του Sussex. Εκεί, τα επόμενα 12 χρόνια, περνάει μεγάλες περιόδους απομόνωσης και δουλειάς. Όλα τα προηγούμενα έργα του τα έγραφε με το χέρι. Τώρα υπαγορεύει τις μεγάλες, περίτεχνες προτάσεις του με τις γνωστές μεγάλες παρενθέσεις, που χαρακτηρίζουν το ύφος του των τελευταίων χρόνων. Δημοσιεύεται το βιβλίο του The Turn of the Screw (To Στρίψιμο της Βίδας) σε συνέχειες στο περιοδικό Colliers Weekly στην Αμερική, την άνοιξη του 1898 και τον ίδιο χρόνο στο Λονδίνο μαζί με το «Covering End» σε ένα τόμο με τίτλο The Two Magics. Ανήκει σε ένα άλλο αγαπημένο είδος του Τζέημς: τις ιστορίες φαντασμάτων. Το βιβλίο του «Το Στρίψιμο της Βίδας» ξεκίνησε από μια ιστορία που άκουσε ο Τζέημς από τον Edward Benson, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, όταν το 1895 συζητούσε για τη θλιβερή έλλειψη «πραγματικά εντυπωσιακών και τρομακτικών ιστοριών φαντασμάτων». Για το κείμενο αυτό έλεγε αργότερα, ότι ήταν ένα δείγμα καθαρής εφευρετικότητας, ψυχρού καλλιτεχνικού σχεδιασμού, μια «διασκέδαση». 1901: Γράφει το The Ambassadors, που δημοσιεύεται το 1903. 1902: Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα, The Wings of the Dove. 1904: The Golden Bowl. Με την τραγική ενόραση και τη δεξιοτεχνία τους —καινοτομίες στην «οπτική γωνία» και στο χειρισμό της σκηνής και της υποκειμενικότητας— τα ογκώδη αυτά μυθιστορήματα σηματοδότησαν τη τελευταία φάση του Τζέημς και θεωρήθηκαν αποκορύφωμα του έργου του. 1904-5: Επισκέπτεται ξανά την Αμερική μετά από απουσία δύο δεκαετιών και εκλέγεται μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων. Αρχίζει να διορθώνει τα έργα του για την «Έκδοση της Νέας Υόρκης», αυστηρά επιλεγμένα και ταξινομημένα σε 24 τόμους που εκδόθηκαν μεταξύ 19071909. Για την έκδοση αυτή έγραψε τις περίφημες εισαγωγές του για την τέχνη της αφήγησης. 1907: Κυκλοφορεί το βιβλίο του, The American Scene.
Digitized by 10uk1s, June 2010
1910-14: Στο χρονικό αυτό διάστημα γράφει δύο τόμους της αυτοβιογραφίας του: A Small Boy and Others και Notes of a Son and Brother. Απόσπασμα ενός τρίτου τόμου, το The Middle Years, δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, καθώς και δύο ατέλειωτα μυθιστορήματα: The Ivory Tower και The Sense of the Past. 1915: Πολιτογραφείται Βρετανός και του απονέμεται το Αριστείο της Αξίας από το Γεώργιο Ε'. 1916: Πεθαίνει στις 28 Φεβρουαρίου και η τέφρα του μεταφέρεται στην Αμερική, όπου θάβεται στον οικογενειακό τάφο στο Cambridge.
Έγραψε συνολικά 20 μεγάλα μυθιστορήματα, 12 νουβέλες και περισσότερα από 100 διηγήματα. Συγκέντρωσε τα ταξιδιωτικά γραφτά του στους τόμους: Transatlantic Sketches (1875), Portraits of Places (1883), A Little Tour in France (1885), English Hours (1905) και Italian Hours (1909). Τα δοκίμιά του είναι συγκεντρωμένα στους τόμους: French Poets and Novelists (1878), Partial Portraits (1888), Essays in London (1893), Picture and Text (1893) και Notes on Novelists (1914). Μαζί με τους κριτικούς προλόγους στα έργα του, αποτελούν μια μεγάλη πραγματεία περί τέχνης. Ένα μεγάλο μέρος από την ορολογία της σύγχρονης κριτικής για το μυθιστόρημα πηγάζει από τα κείμενα αυτά. Το 1934 εκδόθηκαν σε συγκεντρωτική έκδοση οι πρόλογοι του Henry James στην έκδοση της «Νέας Υόρκης», με τον τίτλο The Art of the Novel. To 1948 εκδόθηκαν τα σημειωματάριά του με τον τίτλο The Notebooks of Henry James. Πρόσφατα εκδόθηκε συγκεντρωμένη η ογκώδης αλληλογραφία του.
Digitized by 10uk1s, June 2010