ο Φίλιπ Κ. Ντικ γεννήθηκε το 1928 και πέρασε την περισσότερη απ' τη ζωή του στην Καλιφόρνια όπου διηύθυνε ένα κατάστημα...
61 downloads
356 Views
7MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ο Φίλιπ Κ. Ντικ γεννήθηκε το 1928 και πέρασε την περισσότερη απ' τη ζωή του στην Καλιφόρνια όπου διηύθυνε ένα κατάστημα δίσκων προτού στραφεί στο γράψιμο τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50. Παγκόσμια καθιερώνεται σαν ένας από τους πιο γνωστούς και αναγνωρισμένους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας του καιρού του. Κέρδισε το βραβείο Hugo για την κλασική του νουβέλα εναλλακτικής ιστορίας «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» (1962). Έγραψε πάνω από σαράντα βιβλία και εκατοντάδες μικρές ιστορίες. Παντρεύτηκε πέντε φορές και απέκτησε τρία παιδιά πριν πεθάνει το 1982.
ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ:
THE SIMULACRA ® Ace Books, Inc., (1964) ^ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΔΟΥΣΑ, 1994. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
PHILIP Κ. DICK
ΤΑ ΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
ΜΑΡΙΝΑ ΛΩΜΗ
ΜΕΔΟΥΣΑ
I
T o ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα της Ηλεκτρονικής Μουσικής Επιχείρησης προκάλεσε στον Νατ Φλίτζερ μιαν αδικαιολόγητη ανησυχία. Στο κάτω-κάτω μιλούσε για μια μεγάλη ευκαιρία: ο διάσημος Σοβιετικός πιανίστας Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν, ένας ψυχοκινητιστής που έπαιζε Μπραμς και Σούμαν χωρίς να αγγίζει τα πλήκτρα, είχε εντοπιστεί στην θερινή του κατοικία, στο Τζένερ της Καλιφόρνια. Με λίγη τύχη ίσως κατάφερναν να εξασφαλίσουν μερικές ηχογραφήσεις για την ΗΜΕ. Παρόλα αυτά όμωςΊσως, σκέφτηκε ο Φλίτζερ, αυτό που με απωθεί να είναι τα σκοτεινά, υγρά δάση στην βόρεια ακτή της Καλιφόρνια. Προτιμούσε το ξηρό κλίμα των νοτιότερων περιοχών της Τιχουάνα όπου είχε η ΗΜΕ τα κεντρικά της γραφεία. Σύμφωνα με το σημείωμα, όμως, ο Κογκρόζιαν δεν δεχόταν να μετακινηθεί από την θερινή του κατοικία. Κάποιοι άγνωστοι οικογενειακοί λόγοι τον είχαν αναγκάσει να αποσυρθεί εκεί, μια τραγωδία που σύμφωνα με τις φήμες αφορούσε είτε την γυναίκα του είτε το παιδί του. Όλα αυτά είχαν συμβεί πριν από πολλά χρόνια, έλεγε το υπόμνημα. Η ώρα ήταν εννέα το πρωί. Ο Νατ Φλίτζερ γέμισε μηχανικά ένα ποτήρι νερό και τροφοδότησε με αυτό το ζωντανό πρωτόπλασμα που ήταν ενσωματωμένο στο σύστημα ηχογράφησης Ampek F-a2. Η Γανυμήδεια ζωική μορφή δεν διέθετε αίσθημα πόνου και ως τώρα δεν είχε φέρει καμιά αντίρρηση να χρησιμοποιείται σαν μέρος ενός ηλεκτρονικού συστήματος... νευρολογικά ήταν πολύ πρωτόγονο αλλά σαν ακουστικός δέκτης ήταν εξαιρετικό. Το νερό απλώθηκε στις μεμβράνες του Ampek F-a2 που το απορρόφησε διψασμένα. Οι αγωγοί του ζωντανού συστήματος άρχισαν να πάλλουν. Θα μπορούσα να σε πάρω μαζί μου, σκέφτηκε ο Φλίτζερ. Το F· a2 ήταν φορητό και ο Νατ προτιμούσε την απόδοσή του από τα πιο σύγχρονα και πιο τελειοποιημένα μηχανήματα. Άναψε ένα ντελικάδο και πλησίασε το παράθυρο του γραφείου του για να κάνει διαφανή τα παραθυρόφυλλα. Ο ζεστός μεξικάνικος ήλιος όρμησε μέσα στραβώνοντάς τον. Το F-a2 μπήκε σε μια κατάσταση έντονης δράσης καθώς οι μεταβολικές του διαδικασίες διεγέρθηκαν από το φως και το νερό. Τα μάτια του Φλίτζερ το κοίταξαν από συνήθεια να δουλεύει, αλλά το μυαλό του
8 PHILIP κ . DICK
ήταν ακόμη στο υπηρεσιακό σημείωμα. Το πήρε άλλη μια φορά στα χέρια του, το πίεσε κι άκουσε την ψιλή φωνή του να λέει:«... η ευκαιρία αυτή είναι μεγάλη πρόκληση για την ΗΜΕ, Νατ. Ο Κογκρόζιαν αρνείται να δώσει παραστάσεις μπροστά στο κοινό, εμείς όμως έχουμε ένα συμβόλαιο μέσω της θυγατρικής μας στο Βερολίνο, της Art-Cor κι αυτό μας δίνει το νόμιμο δικαίωμα να υποχρεώσουμε τον Κογκρόζιαν να ηχογραφήσει για μας... αν βέβαια καταφέρουμε να τον ακινητοποιήσουμε για όση ώρα χρειάζεται. Τι λες, Νατ;» «Ναι» είπε ο Νατ Φλίτζερ, γνέφοντας αφηρημένα σε απάντηση της ερώτησης του Λήο Ντοντόλντο. Γιατί είχε αγοράσει ο διάσημος πιανίστας εξοχικό σπίτι στην βόρεια Καλιφόρνια; Η πράξη από μόνη της αποτελούσε παράβαση και η κεντρική κυβέρνηση της Βαρσοβίας δεν την έβλεπε με καθόλου καλό μάτι. Αν λοιπόν ο Κογκρόόαν είχε μάθει να αψηφά τα ουκάζια* της υπέρτατης κομμουνιστικής εξουσίας, γιατί να κάνει πίσω μπροστά στην απειλή μιας σύγκρουσης με την ΗΜΕ. Ο Κογκρόζιαν που ήταν τώρα γύρω στα εξήντα, ήξερε πολύ καλά πώς να διαφεύγει τις νομικές περιπλοκές της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, είτε στις Κομμουνιστικές χώρες, είτε στις ΗΠΕΑ. Σαν πολλούς καλλιτέχνες, ο Κογκρόζιαν είχε μάθει να πλαγιοδρομεί επιτυχώς ανάμεσα στις δύο πανίσχυρες κοινωνικές πραγματικότητες. Βέβαια ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτούσε και εμπορική προετοιμασία. Το κοινό ξεχνάει εύκολα, ως γνωστόν. Έπρεπε λοιπόν να ξαναφέρουν έντονα στη μνήμη του κόσμου την ύπαρξη του Κογκρόζιαν και τα μουσικά, συν ψιονικά του ταλέντα. Όμως το διαφημιστικό τμήμα της ΗΜΕ μπορούσε να αντιμετωπίσει εύκολα το πρόβλημα αυτό. Εδώ είχαν καταφέρει να πλασάρουν ένα σωρό άγνωστους καλλιτέχνες και ο Κογκρόζιαν, παρά την προσωρινή του απόσυρση, μόνον άγνωστος δεν ήταν. Θά 'θελα όμως πολύ να ήξερα πόσο καλός είναι πράγματι σήμερα ο Κογκρόζιαν, σκέφτηκε ο Νατ Φλίτζερ. Το σημείωμα προσπαθούσε να τον πείσει και γι' αυτό:«... όλος ο κόσμος ξέρει πώς μέχρι προσφάτως ο Κογκρόζιαν έδινε ρεσιτάλ μπροστά σε ιδιωτικά ακροατήρια», του δήλωνε με έμφαση, «για υψηλούς αξιωματούχους στην Πολωνία και την Κούβα καθώς καιγιατηνπορτορικανή ελίτ της Νέας Υόρκης. Πριν από ένα χρόνο έπαιξε στο Μπέρμινχαμ μπροστά σε πενήντα νέγρους εκατομμυριούχους για φιλανθρωπικούς * Ουκάζια: φιρμάνια.
ΤΑΟΜΟΙΠΜΑΤΑ
9
λόγους. Τα ποσά που συγκεντρώθηκαν διατέθηκαν για την αφρομουσουλμανική αποικία στη Σελήνη. Μίλησα με δύο σύγχρονους συνθέτες που ήταν παρόντες. Μου ορκίσθηκαν ότι ο Κογκρό^αν δεν έχει χάσει τίποτε από την ικανότητά του. Αυτό έγινε... στάσου να δω, το 2040. Ήταν πενήντα δύο χρόνων τότε. Και φυσικά συνεχίζει πάντα να πηγαίνει στον Λευκό Οίκο και να παίζει για την Νικόλ κι αυτήν την νούλα, τον Ντερ Άλτε.» Το καλύτερο είναι να κουβαλήσουμε το F-a2 στο Τζένερ και να ηχογραφήσουμε επιτόπου, σκέφτηκε ο ΝατΦλίτζερ. Αυτή μπορεί να είναι η τελευταία μας ευκαιρία. Οι καλλιτέχνες Ψι σαν τον Κογκρόζιαν πεθαίνουν συνήθως νωρίς. «Εντάξει, θα το αναλάβω, κ. Ντοντόλντο», απάντησε στο σημείωμα. «Θα πετάξω ως το Τζένερ και θα προσπαθήσω να διαπραγματευτώ εγώ ο ίδιος μαζί του.» Σ' αυτό είχε καταλήξει. «Θαύμα!» είπε ενθουσιασμένα το σημείωμα, δημιουργώντας ένα αίσθημα συμπάθειας στον Νατ Φλίτζερ. Ο φορτικός μηχανικός ρεπόρτερ πλησίασε γεμάτος περιέργεια και ρώτησε βουίζοντας: «Είναι αλήθεια, δρ Ήγκον Σάπερμπ ότι έχετε σκοπό να μπείτε στο γραφείο σας σήμερα;» Θάπρεπε να είχε κανείς τον τρόπο να κρατάει τους μηχανικούς ρεπόρτερ έξω από το σπίτι του, σκέφτηκε ο δρ. Σάπερμπ. Για την ώρα πάντως τέτοιος τρόπος δεν υπήρχε. «Ναι», απάντησε, «μόλις τελειώσω αυτό το πρωινό που βλέπεις να τρώγω, θα μπω στη ρόδα μου, θα κατεβώ στο κέντρο του Σαν Φρανσίσκο, θα παρκάρω, και θα τραβήξω για το γραφείο μου στην οδό Ποστ όπου θα πραγματοποιήσω, ως συνήθως, την πρώτη ψυχοθεραπεία της ημέρας. Παρά τον αντίθετο νόμο, αυτό το λεγόμενο Διάταγμα ΜακΦέρσον.» Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. «Κι έχετε την υποστήριξη -» «Η ΔΕΕΨ προσυπογράφει πλήρως την ενέργειά μου», είπε ο δρ. Σάπερμπ. Μόλις πριν από δέκα λεπτά είχε μιλήσει με το εκτελεστικό συμβούλιο της Διεθνούς Εταιρείας Επαγγελματιών Ψυχαναλυτών. «Δεν ξέρω γιατί διάλεξες εμένα για να πάρεις συνέντευξη. Κάθε μέλος της ΔΕΕΨ θα είναι στο ιατρείο του σήμερα το πρωί.» Και υπήρχαν πάνω από δέκα χιλιάδες μέλη κατεσπαρμέναστις ΗΠΕΑ, τόσο στην Βόρεια Αμερική, όσο και στην Ευρώπη. Ο μηχανικός ρεπόρτερ ρώτησε με έναν εμπιστευτικό βόμβο. «Κατά την γνώμη σας ποιος είναι υπεύθυνος για την ψήφιση του Διατάγματος ΜακΦέρσον και για την προθυμία του ντερ Άλτε να το υπογράψει καθιστώντας το νόμο του κράτους;»
10
PHILIP κ . DICK
«Ξέρεις πολύ καλά ποιος είναι», είπε ο δρ. Σάπερμπ, «τόσο καλά όσο κι εγώ. Δεν είναι ο στρατός βέβαια, ούτε η Νικόλ, ούτε και η ΚΑ. Είναι η μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία, το καρτέλ A.G. Chemie, στο Βερολίνο.» Όλοι το ήξεραν αυτό, ήταν κοινό μυστικό. Το πανίσχυρο Γερμανικό καρτέλ είχε πείσει τον κόσμο ότι η μόνη θεραπεία για τις ψυχασθένειες ήταν τα φάρμακα και ότι η ψυχαναλυτές ήταν τσαρλατάνοι, κάτι ανάλογο με τους ορμονοθεραπευτές και τους υγιεινιστές. Φυσικά τα κέρδη που θα αποκόμιζε από αυτό ήταν τεράστια. Τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ από τον προηγούμενο αιώνα, όπου οι ψυχαναλυτές ήταν σεβαστά πρόσωπα. Ο δρ. Σάπερμπ αναστέναξε. «Σας προκαλεί άγχος», ρώτησε διεισδυτικά ο μηχανικός ρεπόρτερ, «η υποχρέωση να εγκαταλείψετε το επάγγελμά σας υπό το κράτος μιας εξωτερικής πίεσης;» «Πες στο κοινό σου», είπε αργά ο δρ. Σάπερμπ «ότι έχουμε σκοπό να συνεχίσουμε, ότι κι αν λέει ο νόμος. Η βοήθεια που προσφέρουμε είναι σημαντική, όσο κι αυτή της χημικής θεραπείας. Σε συγκεκριμένες, χαρακτηρολογικές διαστρεβλώσεις - εκεί που ενέχεται ολόκληρο το ιστορικό της ζωής του ασθενούς.» Είδε τώρα ότι ο μηχανικός ρεπόρτερ εκπροσωπούσε ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά κανάλια. Το κοινό που παρακολουθούσε αυτή την συνομιλία ανερχόταν στα πενήντα εκατομμύρια ίσως. Ο δρ. Σάπερμπ ένιωσε ξαφνικά την γλώσσα του να δένεται. Μετά το πρωινό, όταν βγήκε να πάρει την ρόδα του, βρήκε να τον περιμένει ένας δεύτερος μηχανικός ρεπόρτερ. «Κυρίες και κύριοι έχετε μπροστά σας τον τελευταίο από την ομάδα ψυχαναλυτών της Σχολής της Βιέννης. Ίσως ο διακεκριμένος άλλοτε ψυχαναλυτής δρ. Σάπερμπ θελήσει να μας πει δυό λόγια. Γιατρέ;» Κύλισε προς το μέρος του, κλείνοντάς του το δρόμο. «Πώς νιώθετε, σερ;» «Απαίσια», είπε ο δρ. Σάπερμπ. «Φύγε από μπροστά μου, σε παρακαλώ.» «Πηγαίνοντας για τελευταία φορά στο ιατρείο του», δήλωσε η μηχανή καθώς παραμέριζε, «ο δρ. Σάπερμπ έχει το ύφος ενός καταδικασμένου ανθρώπου και συνάμα την κρυφή περηφάνεια ότι έκανε σωστά τη δουλειά του όσο του επέτρεπαν οι γνώσεις του. Όμως οι καιροί και τα πράγματα έχουν αφήσει πίσω τους δόκτορες Σάπερμπ... και μόνο το μέλλον θα μας δείξει αν αυτό είναι προς το καλύτερο. Σαν την πρακτική της αφαίμαξης, η ψυχανάλυση μεσουράνησε κάποτε και μετά άρχισε να ξεφτίζει και τώρα μια νέα θεραπεία έχει πάρει την θέση της.» Ο δρ. Σάπερμπ μπήκε στην ρόδα του και σε λίγο χώθηκε από μια πλάγια αρτηρία στον αυτοκινητόδρομο του Σαν Φρανσίσκο, νιώθοντας
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
11
πάντα απαίσια, γεμάτος άγχος μπροστά στην αναπόφευκτη συνέχεια: την σύγκρουση με την κρατική εξουσία που τον περίμενε. Δεν ήταν πια και τόσο νέος. Το στομάχι του είχε συσωρεύσει περιττό λίπος. Σωματικά παραήταν βαρύς, σχεδόν μεσόκοπος για να είναι στο επίκεντρο τέτοιων γεγονότων. Και το κεφάλι του είχε αρχίσει να φαλακραίνει όπως φρόντιζε να του υποδεικνύει κάθε πρωί ο καθρέφτης. Πριν από πέντε χρόνια είχε χωρίσει από την τρίτη γυναίκα του, την Λί6ια, και δεν είχε ξαναπαντρευτεί. Η καριέρα του ήταν ολόκληρη η ζωή του, η οικογένειά του. Τι θα έκανε τώρα; Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι όπως είχε πει ο μηχανικός ρεπόρτερ, σήμερα πήγαινε στο ιατρείο του για τελευταία φορά. Πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι από την Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη θα τον παρακολουθούσαν, αλλά τι σημασία είχε, θα του έδινε μήπως αυτό έναν καινούριο προορισμό, ένα νέο υπαρξιακό στόχο που να αντικαταστήσει τον παλαιό; Όχι βέβαια. Για να φτιάξει κάπως το κέφι του σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και κάλεσε μια προσευχή. Όταν παρκάρησε κι άρχισε να προχωρεί προς το ιατρείο του στην οδό Ποστ, βρήκε να τον περιμένει ένα μικρό πλήθος από περίεργους, μερικούς μηχανικούς ρεπόρτερ και πέντε-έξη ένστολους αστυνομικούς του Σαν Φρανσίσκο. «Καλημέρα», τους είπε αμήχανα ο δρ. Σάπερμπ, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά του κτιρίου με το κλειδί στο χέρι. Το πλήθος τού άνοιξε δρόμο να περάσει. Ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε αφήνοντας το πρωινό φως να ξεχυθεί στον μακρύ διάδρομο με τα αντίγραφα του Πάουλ Κλέε και του Καντίνσκι που είχαν τοποθετήσει μαζί ο δρ. Μπάκλμαν κι αυτός πριν από επτά χρόνια, όταν είχαν διακοσμήσει το παλιό κτίριο. Ένας από τους μηχανικούς ρεπόρτερ ανήγγειλε: «Αγαπητοί τηλεθεατές, η κρίσιμη στιγμή θα είναι όταν φθάσει ο πρώτος ασθενής του δρα Σάπερμπ.» Οι αστυνομικοί, σε στάση ανάπαυσης περίμεναν σιωπηλά. Ο δρ. Σάπερμπ κοντοστάθηκε στο κατώφλι του ιατρείου του και γυρίζοντας προς τους συγκεντρωμένους είπε «Ωραία μέρα σήμερα. Για Οκτώβρη τουλάχιστον.» Προσπάθησε να βρει κάτι άλλο να προσθέσει, κάποια σημαδιακή φράση που θα εξέφραζε την ηρωικότητα των συναισθημάτων και της θέσης του. Τίποτε δεν του ερχόταν στο μυαλό όμως. Ίσως σκέφθηκε, γιατί στην ουσία δεν υπάρχει κανένας ηρωισμός. Έκανε απλώς αυτό που είχε συνηθίσει να κάνει εδώ και χρόνια, πέντε ημέρες την εβδομάδα, και δεν χρειαζόταν κανένα ιδιαίτερο θάρρος για να συνεχίσει αυτή την ρουτίνα. Βέβαια η επιμονή του αυτή θα πληρωνόταν με την σύλληψή του. Διανοητικά το καταλάβαινε αλλά το σώμα του, το
12
PHILIP κ. DICK
αυτόνομο νευρικό του σύστημα δεν το συνειδητοποιούσε. Σωματικά συνέχιζε απλώς την πεπατημένη. Κάποιος από το πλήθος, μια γυναίκα φώναξε «Είμαστε μαζί σου, γιατρέ. Καλή τύχη.» Άλλοι του χαμογέλασαν και μια ασθενική επευφημία αντήχησε για λίγο. Οι αστυνομικοί έδειχναν βαριεστημένοι. Ο δρ. Σάπερμπ έκλεισε την πόρτα και μπήκε μέσα. Στον προθάλαμο του ιατρείου του, η ρεσεψιονίστ του η Αμάντα Κόνερς σήκωσε το κεφάλι της από το γραφείο της και είπε: «Καλημέρα, γιατρέ.» Τα φωτεινά κόκκινα μαλλιά της έλαμπαν, δεμένα με μια κορδέλα και μέσα από την μοχαίρ μπλούζα της με το χαμηλό ντεκολτέ, τα στήθη της πρόβαλαν υπέροχα. «Καλημέρα», είπε ο δρ. Σάπερμπ ευχαριστημένος που την έβλεπε εδώ σήμερα και τόσο καλοντυμένη μάλιστα. Της έδωσε το παλτό του κι εκείνη το κρέμασε στο ντουλάπι. «Χμ, ποιος είναι ο πρώτος ασθενής;» Άναψε ένα ελαφρύ πούρο της Φλόριντα. Η Αμάντα συμβουλεύτηκε το καρνέ της. «Ο κ. Ράγκι, γιατρέ. Στις εννέα. Προλαβαίνετε να πιείτε ένα καφέ. Θα σας τον φτιάξω εγώ.» Σηκώθηκε και πήγε προς την καφετιέρα που ήταν στην γωνία. «Ξέρεις τι θα συμβεί εδώ σε λίγο, δεν είναι έτσι;» την ρώτησε ο Σάπερμπ. «Ναι βέβαια. Αλλά η ΔΕΕΨ θα σας βγάλει με εγγύηση, έτσι δεν είναι;» Μετέφερε με τρεμάμενα δάχτυλα το μικρό χάρτινο κύπελο και του το έδωσε. «Φοβάμαι πως αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις χωρίς δουλειά.» «Ναι», έγνεψε η Μάντυ, χωρίς να χαμογελάει πια. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ο ντερ Άλτε δεν άσκησε το βέτο του σ' αυτό το διάταγμα. Η Νικόλ ήταν αντίθετη κι έτσι πίστευα ως την τελευταία στιγμή πως θα αρνιόταν να υπογράψει. Τι στην ευχή, η κυβέρνηση διαθέτει αυτό το μηχάνημα ταξιδιού μέσα στο χρόνο. Θα μπορούσαν αν ήθελαν να πάνε στο μέλλον και να δουν τι κακό θα κάνει - πόσο θα φτωχύνει έτσι η κοινωνία μας.» «Ίσως και να πήγαν.» Και είδαν ότι η κοινωνία δεν θα φτωχύνει, σκέφτηκε μέσα του. Η πόρτα του ιατρείου του άνοιξε και πρόβαλε ο πρώτος πελάτης της ημέρας, ο κ. Γκόρντον Ράγκι χλωμός και ταραγμένος. «Α, ήλθατε», είπε ο δρ. Σάπερμπ. Στην πραγματικότητα ο Ράγκι είχε έρθει νωρίτερα. «Οι μπάσταρδοι», είπε ο Ράγκι, Ήταν ένας ψηλός, λεπτός άνδρας γύρω στα τριανταπέντε, καλοντυμένος. Επαγγελματικά εργαζόταν σαν χρηματιστής στην οδό Μονγκόμερυ. Πίσω από τον Ράγκι πρόβαλαν δύο όργανα της δημοτικής αστυνομίας
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
13
με πολιτικά. Κάρφωσαν με το Βλέμμα τους τον δρα Σάπερμπ περιμένοντας. Οι μηχανικοί ρεπόρτερ τέντωσαν τους σωληνωτούς δέκτες τους καταγράφοντας την κατάσταση. Για ένα διάστημα κανείς δεν κινήθηκε ούτε μίλησε. «Περάστε μέσα στο γραφείο μου», είπε ο δρ. Σάπερμπ στον κ. Ράγκι, «να συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε την Παρασκευή.» «Σας συλλαμβάνω», είπε αμέσως ένας από τους δύο αστυνομικούς με πολιτικά. Προχώρησε και ενεχείρησε στον δρα Σάπερμπ ένα διπλωμένο ένταλμα. «Ελάτε.» Πιάνοντάς τον από το μπράτσο άρχισε να τον τραβάει προς την πόρτα. Ο άλλος αστυνομικός με πολιτικά τον πλησίασε από την άλλη πλευρά έτσι που τώρα τον είχαν ανάμεσά τους. Όλα έγιναν κανονικά, χωρίς μεγάλη φασαρία. «Λυπάμαι πολύ, Γκόρντον», είπε ο δρ. Σάπερμπ στον κ. Ράγκι. «Όπως βλέπετε δεν έχω δυνατότητα να συνεχίσω την θεραπεία σας.» «Αυτά τα κτήνη θέλουν να με κάνουν να πάρω φάρμακα», είπε θυμωμένα ο Ράγκι. «Ενώ ξέρουν ότι τα χάπια με αρρωσταίνουν. Είναι τοξικά για τον οργανισμό μου.» «Έχει ενδιαφέρον», μουρμούριζε προς το τηλεοπτικό του ακροατήριο ένας μηχανικός ρεπόρτερ «να διαπιστώνει κανείς την αφοσίωση που τρέφουν οι ασθενείς προς τον αναλυτή τους. Και γιατί όχι, άλλωστε. Ο άνθρωπος αυτός ίσως στηρίζει τις ελπίδες του στην ψυχανάλυση επί πολλά χρόνια.» «Έξι χρόνια», του είπε ο Ράγκι, «και θα συνέχιζα και άλλα έξι αν ήταν απαραίτητο.» Η Αμάντα Κόνερς άρχισε να κλαίει σιωπηλά, κρυμένη στο μαντήλι της. Καθώς ο δρ. Σάπερμπ, συνοδευόμενος από τους δύο αστυνομικούς με πολιτικά και την ένστολη αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο, κατευθυνόταν προς το περιπολικό, το πλήθος για άλλη μια φορά τον ενθάρρυνε με μια ασθενική επευφημία. Οι περισσότεροι όμως, όπως διέκρινε ο Σάπερμπ ήταν ηλικιωμένοι. Απομεινάρια άλλων καιρών όπου η ψυχανάλυση ήταν σεβαστή. Σαν κι αυτόν ανήκαν σε άλλον αιώνα. Θα ήθελε πολύ να έβλεπε μερικούς νέους ανάμεσά τους αλλά δεν υπήρχαν. Στο αστυνομικό τμήμα ο άνδρας με το λιπόσαρκο πρόσωπο και το βαρύ παλτό που κάπνιζε ένα χειροποίητο φιλιπινέζικο πούρο Bela King, κοίταξε από το παράθυρο με άχρωμο, ψυχρό βλέμμα, συμβουλεύτηκε το ρολόι του και μετά συνέχισε να βαδίζει πάνω-κάτω. Την στιγμή ακριβώς που έσβηνε το πούρο του και ετοιμαζόταν να
14
PHILIP κ. DICK
ανάψει ένα άλλο είδε το αστυνομικό αυτοκίνητο. Αμέσως Βγήκε έξω στην πλατφόρμα φορτώσεως όπου οι αστυνομικοί ετοιμάζονταν να περάσουν τον κρατούμενο τους από την συνήθη διαδικασία, «Γιατρέ», είπε, «είμαι ο Γουάιλντερ Πέμπροκ. Θά 'θελα να μιλήσω λιγάκι μαζί σας.» Έκανε νόημα στους αστυνομικούς που οπισθοχώρησαν αφήνοντας μόνο τον δρα Σάπερμπ. «Ελάτε μέσα. Έχω προσωρινά στην διάθεσή μου ένα δωμάτιο στο δεύτερο πάτωμα. Δεν θα μας πάρει πολύ.» «Δεν ανήκετε στην Δημοτική Αστυνομία», είπε ο δρ. Σάπερμπ, κοιτάζοντάς τον εξεταστικά. «Εκτός κι αν είστε της ΚΑ.» Έδειχνε ανήσυχος τώρα. «Ναι, αυτό πρέπει να είναι.» «Θεωρείστε απλώς ότι ενδιαφέρομαι για σας», είπε ο Πέμπροκ καθώς τον οδηγούσε προς το ασανσέρ. Χαμήλωσε τη φωνή του καθώς διασταυρώθηκαν με μια ομάδα αξιωματούχων της αστυνομίας. «Ενδιαφέρομαι να σας ξαναδώ καθισμένο στο ιατρείο σας να νοσηλεύετε τους ασθενείς σας.» «Έχετε την αρμοδιότητα για κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Σάπερμπ. «Έτσι νομίζω.» Το ασανσέρ έφθασε και μπήκαν μέσα. «Θα χρειαστεί όμως καμιά ώρα για να ξαναβρεθείτε εκεί. Παρακαλώ προσπαθείστε να δείξετε υπομονή». Ο Πέμπροκ άναψε ένα καινούριο πούρο. Δεν πρόσφερε στον Σάπερμπ. «Μπορώ να ρωτήσω - σε ποια υπηρεσία ανήκετε;» «Σας είπα ήδη», απάντησε ο Πέμπροκ με ελαφρύ εκνευρισμό «πως πρέπει να με θεωρείτε απλώς σαν ένα ενδιαφερόμενο μέρος. Δεν καταλαβαίνετε;» Έριξε μια άγρια ματιά στον Σάπερμπ και κανείς τους δεν ξαναμίλησε ώσπου να φθάσουν στον δεύτερο όροφο. «Συγνώμη για το απότομο φέρσιμό μου», είπε τέλος ο Πέμπροκ, καθώς βάδιζαν στον διάδρομο. «Αλλά η σύλληψή σας με ανησύχησε πολύ. Με αναστάτωσε.» Άνοιξε την πόρτα του δωματίου 209 και ο Σάπερμπ μπήκε μέσα με επιφύλαξη. «Βέβαια ανησυχώ πολύ εύκολα. Αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο η δουλειά μου. Όπως η δική σας δουλειά είναι να μην αφήνετε τον εαυτό σας να επηρεάζεται συγκινησιακά.» Χαμογέλασε αλλά ο Σάπερμπ δεν του ανταπέδωσε το χαμόγελό του. Πολύ ταραγμένος για κάτι τέτοιο, σκέφτηκε ο Πέμπροκ. Η αντίδραση του Σάπερμπ ταίριαζε στο προφίλ που περιεχόταν στο φάκελο. Κάθησαν ο ένας απέναντι στον άλλον και κοιτάχτηκαν με αμοιβαία επιφύλαξη. «Σύντομα κάποιος θα έρθει να σας συμβουλευτεί», είπε ο Πέμπροκ, «και θα γίνει ασθενής σας. Καταλαβαίνετε τώρα; Γι' αυτό θέλουμε να είσαστε εκεί. Θέλουμε να είναι ανοιχτό το ιατρείο σας ώστε να τον δεχθείτε και να τον αναλάβετε.»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
15
Γνέφοντας καταφατικά αλλά με άκαμπτο πρόσωπο, ο δρ. Σάπερμπ είπε: «Ναι-καταλαβαίνω.» «Για τους υπόλοιπους - τους άλλους ασθενείς σας - δεν δίνουμε δεκάρα. Δεν μας νοιάζει αν γίνονται καλύτερα ή χειρότερα, αν σας χαρίζουν περιουσίες ολόκληρες ή αν αφήνουν απλήρωτο το λογαριασμό τους - τίποτε από όλα αυτά δεν μας ενδιαφέρει. Μόνο αυτό το συγκεκριμένο άτομο.» «Και όταν τον θεραπεύσω», ρώτησε ο Σάπερμπ, «τότε θα με κλείσετε κι εμένα σαν όλους τους άλλους ψυχαναλυτές;» «Αυτό θα το κουβεντιάσουμε τότε. Όχι από τώρα.» «Ποιο είναι αυτό το άτομο;» «Δεν πρόκειται να σας πω», είπε ο Πέμπροκ. «Υποθέτω», είπε ο δρ. Σάπερμπ ύστερα από μια μικρή παύση, «ότι θα έχετε χρησιμοποιήσει την συσκευή του φον Λέσιγκερ για να ταξιδέψτε στο χρόνο και να ερευνήσετε τα αποτελέσματα της θεραπείας μου πάνω στο άτομο αυτό.» «Ναι», είπε ο Πέμπροκ. «Επομένως δεν τρέφετε καμιά αμφιβολία. Θα είμαι σε θέση να τον θεραπεύσω.» «Αντιθέτως», είπε ο Πέμπροκ. «Δεν θα μπορέσετε να τον βοηθήσετε. Γι' αυτό ακριβώς σας θέλουμε εκεί. Αν καταφύγει στην φαρμακευτική θεραπεία θα ανακτήσει την ψυχική του ισορροπία. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό να παραμείνει άρρωστος. Βλέπετε λοιπόν γιατρέ ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι την παράταση της επαγγελματικής δραστηριότητας ενός τσαρλατάνου, ενός επαγγελματία ψυχαναλυτή.» Άναψε προσεχτικά το πούρο του που είχε σβήσει.«Επομένως οι βασικές εντολές μου είναι οι εξής: μην απορρίψετε κανένα νέο ασθενή. Το καταλάβατε αυτό; Όσο παράφρων κι αν είναι-ή μάλλον όσο προφανώς υγιής κι αν είναι.» Χαμογέλασε. Η αμηχανία του γιατρού τον διασκέδαζε.
Τ
α φώτα έκαιγαν ως αργά στο μεγάλο κοινοβιακό κτίριο Αβραάμ Λίνκολν γιατί απόψε γιόρταζαν την Ημέρα των Ψυχών. Όλοι οι ένοικοι, και οι εξακόσιοι ήταν υποχρεωμένοι σύμφωνα με το καταστατικό τους να συγκεντρωθούν κάτω, στην υπόγεια κοινοβιακή αίθουσα. Κατέβαιναν ένας-ένας, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Στην πόρτα ο Βινς Στράικροκ, ψύχραιμος και αποτελεσματικός, σαν καλός και στέρεος γραφειοκράτης, χειριζόταν την νέα συσκευή ελέγχου ταυτότητας που είχαν αποκτήσει, ερευνώντας τον κάθε ένα με την σειρά του για να είναι βέβαιος ότι δεν θα έμπαινε κανείς παρείσακτος από άλλο κοινοβιακό κτιριακό συγκρότημα. Οι ένοικοι υποβάλλονταν πρόθυμα στην δοκιμασία και όλα κυλούσαν πολύ γρήγορα. «Χέι, Βινς, πόση καθυστέρηση έχουμε;» ρώτησε ο γέρο Τζο Περντ, ο αρχαιότερος ένοικος της πολυκατοικίας. Είχε μετακομίσει εδώ με την γυναίκα του αμέσως μόλις τελείωσε το χτίσιμο του συγκροτήματος, τον Μάιο του 1992. Η γυναίκα του είχε πεθάνει τώρα και τα παιδιά τους είχαν μεγαλώσει, είχαν παντρευτεί και είχαν μετακομίσει. Ο Τζο όμως παρέμενε. «Αρκετή», είπε ήρεμα ο Βινς, «το σύστημα όμως είναι απολύτως σίγουρο. Δεν βασίζεται στον υποκειμενικό παράγοντα.» Ως τώρα από την θέση του αρχιφύλακα άφηνε τον κόσμο να μπαίνει βασιζόμενος μόνο στην φυσιογνωμική τους αναγνώριση. Αλλά με τον τρόπο αυτό είχε εισχωρήσει στο παρελθόν ένα ζευγάρι ταραξίες από το Μέγαρο Ρόμπιν Χιλ που είχαν αναστατώσει όλη την συγκέντρωση με τις ερωτήσεις και τα σχόλιά τους. Αυτό δεν θα ξανασυνέβαινε: ο Βινς Στράικροκ το είχε ορκιστεί αυτό, τόσο στον εαυτό του όσο και στους συνοίκους του. Και το εννοούσε. Καθώς μοίραζε τα έντυπα του προγράμματος η κ. Γουέλς χαμογελούσε στερεότυπα και επαναλάμβανε: «Το θέμα 3Α, Έγκριση Κονδυλίων για Επισκευή Στέγης έχει μεταφερθεί στο 4Α. Σημειώστε το αυτό παρακαλώ.» Οι ένοικοι έπαιρναν τα προγράμματά τους και μετά χωρίζονταν σε δύο ρεύματα που διευθύνονταν προς τις δύο αντίθετες πλευρές της αίθουσας. Η φιλελεύθερη πτέρυγα του κτιρίου καθόταν στα δεξιά και η συντηρητική στα αριστερά φροντίζοντας η κάθε μια να αγνοεί επιδεικτικά την ύπαρξη της άλλης. Οι λιγοστοί ανένταχτοι -
18
PHILIP κ. DICK
νεοφερμένοι στο κτίριο ή παράξενοι - έπιαναν τα πίσω καθίσματα κι έμεναν σιωπηλοί και αποκομμένοι καθώς το δωμάτιο έσφυζε από τις πολλαπλές κατ' ιδίαν συνομιλίες. Ο γενικός τόνος ήταν ήρεμος και η ατμόσφαιρα φιλική, αλλά οι ένοικοι ήξεραν πολύ καλά ότι σήμερα θα επακολουθούσε σύγκρουση. Κατά τα φαινόμενα και οι δύο παρατάξεις ήταν προετοιμασμένες. Δεξιά και αριστερά διάφορα έγγραφα, αιτήματα, αποκόμματα εφημερίδων θρόιζαν καθώς περνούσαν από χέρι σε χέρι για να διαβαστούν και να ανταλλαχθούν. Καθισμένος στην εξέδρα μαζί με τους τέσσερις διαχειριστές του κτιρίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τίσμαν ένιωθε το στομάχι του να σφίγγεται. Ήταν ήσυχος άνθρωπος και απεχθανόταν τις βίαιες αναμετρήσεις. Ακόμη κι όταν βρισκόταν καθισμένος ανάμεσα στο κοινό δυσκολευόταν να αντέξει την ένταση και τώρα ήταν υποχρεωμένος να λάβει ενεργό μέρος. Είχε έρθει η σειρά του να καθήσει στην προεδρική καρέκλα, όπως γινόταν διαδοχικά με κάθε ένοικο, και φυσικά σήμερα ήταν η μέρα που το θέμα του σχολείου έφθανε στο κρίσιμο σημείο του. Το δωμάτιο κόντευε να γεμίσει τώρα και ο Πάτρικ Ντόυλ, ο προσωρινός ουράνιος πλοηγός, φανερά αμήχανος μέσα στο μακρύ, λευκό ράσο του, σήκωσε τα χέρια του ζητώντας τους να κάνουν ησυχία. «Εναρκτήρια προσευχή», φώναξε βραχνά και καθαρίζοντας τον λαιμό του έβγαλε μια μικρή κάρτα. «Κλείστε, παρακαλώ, όλοι τα μάτια σας και κλίνετε την κεφαλή.» Έριξε μια ερωτηματική ματιά στον Τίσμαν και τους διαχειριστές που του έγνεφαν να συνεχίσει. «Ουράνιε Πατέρα», διάβασε ο Ντόυλ, «εμείς οι ένοικοι του κοινοβιακού κτιρίου Αβραάμ Λίνκολν, σε παρακαλούμε να ευλογήσεις την αποψινή μας συνέλευση. Χμ, παρακαλούμε να μας βοηθήσει το μέγα έλεός σου να συγκεντρώσουμε το κονδύλιο που απαιτείται για τις επισκευές της στέγης. Σου ζητούμε να θεραπεύσεις τους αρρώστους μας και να μας συνδράμεις στην επιλογή των υποψηφίων που θέλουν να ζήσουν μαζί μας έτσι ώστε να κρίνουμε με σοφία ποιον θα εγκρίνουμε και ποιον θα απορρίψουμε. Επιπλέον σου ζητούμε να βοηθήσεις ώστε κανένας παρείσακτος να μην διεισδύσει ανάμεσά μας αναστατώνοντας τις νομοταγείς και ήρεμες ζωές μας και σαν τελευταία χάρη σου ζητούμε, αν είναι δυνατόν, να απαλλάξεις την Νικόλ Τιμποντώ από τους ιγμορειδικούς πονοκεφάλους της που εμπόδισαν πρόσφατα την εμφάνισή της στην τηλεόραση και να κάνεις ώστε οι πονοκέφαλοι αυτοί να μην έχουν καμιά σχέση με το περιστατικό που συνέβη πριν από δύο χρόνια και που θυμόμαστε ακόμη πολύ καλά, όταν ένας τεχνικός άφησε εκείνο το βάρος να του ξεφύγει και να πέσει πάνω στο κεφάλι της, στέλνοντάς την για αρκετές μέρες στο νοσοκομείο. Αυτά είναι όλα, αμήν.»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
19
Το ακροατήριο συμφώνησε μαζί του επαναλαμβάνοντας: «Αμήν». Ο Τίσμαν σηκώθηκε από το κάθισμά του και είπε: «Και τώρα πριν αρχίσει η συνέλευση, θα περάσουμε μερικές ευχάριστες στιγμές, διασκεδάζοντας με τα ταλέντα του κτιρίου μας. Κατ' αρχήν οι τρεις αδελφές Φετερσμέλερ από το διαμέρισμα θα μας χορέψουν στον ρυθμό του "Θα σου χτίσω μια σκάλα για τον ουρανό".» Κάθησε κάτω ενώ ανέβαιναν πάνω στην σκηνή τα τρία ξανθά κοριτσάκια που το κοινό γνώριζε πολύ καλά από προηγούμενες παραστάσεις. Καθώς οι αδελφές Φετερσμέλερ εκτελούσαν χαμογελαστά το νούμερο τους με τα ριγέ τους παντελόνια και τα αστραφτερά ασημένια σακάκια τους, η πόρτα του εξωτερικού διαδρόμου άνοιξε και εμφανίστηκε, αργοπορημένος ο Έντγκαρ Στόουν. Είχε καθυστερήσει απόψε γιατί βαθμολογούσε τα τεστ του γείτονά του, του κ. Ίαν Ντάνκαν και καθώς κοντοστάθηκε στο κατώφλι το μυαλό του ήταν ακόμη στα τεστ και στην κακή επίδοση του Ντάνκαν - τον οποίον σημειωτέον τον γνώριζε ελάχιστα. Είχε την εντύπωση χωρίς να έχει ολοκληρώσει την βαθμολόγηση ότι ο Ντάνκαν θα αποτύγχανε. Πάνω στην σκηνή οι αδελφές Φετερσμέλερ τραγουδούσαν με τις ψιλές φωνούλες τους και ο Στόουν αναρωτήθηκε γιατί είχε έρθει. Ίσως μόνο και μόνο για να αποφύγει το πρόστιμο μια και η παρουσία των ενοίκων ήταν υποχρεωτική απόψε. Αυτές οι ερασιτεχνικές επιδείξεις ταλέντων που γίνονταν πολύ συχνά στο κτίριο δεν του έλεγαν τίποτε. Θυμόταν τις παλιές καλές μέρες όταν η ψυχαγωγία προσφερόταν από την τηλεόραση; ωραία σώου παιγμένα από επαγγελματίες. Τώρα φυσικά όλοι οι επαγγελματίες που άξιζαν κάτι είχαν συμβόλαιο με τον Λευκό Οίκο και η τηλεόραση είχε γίνει εκπαιδευτική αντί για ψυχαγωγική. Στο μυαλό του κ. Στόουν ήλθαν οι λαμπρές μέρες της χρυσής εποχής, μέρες χαμένες πια για πάντα, με τα υπέροχα παλιά φιλμ όπου έπαιζαν κωμικοί σαν τον Τζακ Λέμον και την Σίρλεϊ Μακ Λέην. Μετά κοίταξε άλλη μια φορά τις αδελφές Φετερσμέλερ και αναστέναξε. Ο Βινς Στράικροκ, πάντα στο πόστο του, τον άκουσε και τον αγριοκοίταξε. Τουλάχιστον είχε γλιτώσει την προσευχή. Έδειξε την ταυτότητά του στο νέο ακριβό μηχάνημα του Βινς που του επέτρεψε να περάσει - τί τύχη! - στο διάδρομο, αναζητώντας μια άδεια θέση. Το παρακολουθούσε άραγε η Νικόλ το θέαμα; Υπήρχε κανένας κυνηγός ταλέντων ανάμεσα στο κοινό; Δεν διέκρινε κανένα άγνωστο πρόσωπο. Άδικα κοπίαζαν οι αδελφές Φετερσμέλερ. Κάθησε κι έκλεισε τα μάτια του, μην αντέχοντας το θέαμα. Ποτέ δεν θα καταφέρουν τίποτε, σκέφτηκε. Πρέπει να το πάρουν απόφαση αυτό, καθώς και οι φιλόδοξοι γονείς
20
PHILIP κ. DICK
τους. Είναι εντελώς ατάλαντες, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι... Το Αβραάμ Λίνκολν δεν κατάφερε ως τώρα να προσθέσει πολλά πράγματα στο καλλιτεχνικό απόθεμα των ΗΠΕΑ παρά την κοπιαστική, Βασανιστική επιμονή του, κι αυτή η κατάσταση δεν θα αλλάξει από σας. Η ανέλπιστη προσπάθεια των αδελφών Φετερσμέλερ του έφερε για άλλη μια φορά στο μυαλό τα τεστ που είχε εναποθέσει τρέμοντας και κάτωχρος στα χέρια του νωρίς το πρωί ο Ίαν Ντάνκαν. Αν αποτύγχανε ο Ντάνκαν θα την είχε πολύ πιο άσχημα από τις κόρες Φετερσμέλερ, γιατί αυτός δεν θα μπορούσε καν να μείνει στο Αβραάμ Λίνκολν. Θα έφευγε μακριά - μακριά τους τουλάχιστον - και θα περιέπιπτε σε μια αξιοπεριφρόνητη και κατώτερη κοινωνική θέση. Εκτός και αν παρουσίαζε κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες, θα αναγκαζόταν, κατά πάσα πιθανότητα να ζει σε κοινά υπνωτήρια και να δουλεύει σε κάποια χειρονακτική δουλειά όπως έκαναν όλοι τους γύρω στην εφηβεία. Βέβαια θα του επέστρεφαν τα χρήματα που είχε δώσει για το διαμέρισμα του, ένα μεγάλο ποσόν που αντιπροσώπευε την μεγαλύτερη επένδυσή του. Από μια άποψη, ο Στόουν τον ζήλευε. Τι θα έκανα, αναρωτήθηκε εκεί που καθόταν, με τα μάτια κλειστά, αν μου επέστρεφαν το κεφάλαιό μου σε μετρητά; Ίσως, σκέφθηκε, να μετανάστευα. Να αγόραζα μια από αυτές τις φθηνές, παράνομες σακαράκες που πουλάνε στις μάντρες αυτές που Τα χειροκροτήματα τον ξύπνησαν. Τα κορίτσια είχαν τελειώσει. Χειροκρότησε κι εκείνος. Πάνω στην εξέδρα ο Τίσμαν τους έκανε νόημα να σταματήσουν. «Εντάξει, παιδιά, το ξέρουμε ότι σας άρεσαν αλλά έχουμε ποΛλά να σας δείξουμε απόψε. Και αμέσως μετά υπάρχει και το πρακτικό μέρος της συνέλευσης, μην το ξεχνάτε αυτό.» Χαμογέλασε πλατιά. Ναι, σκέφθηκε ο Στόουν, το «πρακτικό». Ένιωθε νευρικός γιατί ήταν ένας από τους ριζοσπαστικούς του Αβραάμ Λίνκολν που ήθελαν να καταργήσουν το δημοτικό σχολείο του συγκροτήματος και να στείλουν τα παιδιά τους στο δημόσιο δημοτικό όπου θα συναναστρέφονταν παιδιά από άλλα κτιριακά συγκροτήματα. Ιδέες σαν κι αυτή αντιμετώπιζαν μεγάλη αντίσταση. Κι όμως τις τελευταίες εβδομάδες είχε υποστηριχτεί από πολλούς. Ίσως να μπαίνουμε σε μια παράξενη και πρωτόγνωρη εποχή. Όπως και να είχαν όμως τα πράγματα η εμπειρία αυτή θα διεύρυνε τον κόσμο των παιδιών. Θα ανακάλυπταν ότι οι άνθρωποι στα άλλα κτίρια δεν ήταν διαφορετικοί. Τα τείχη ανάμεσα στους ανθρώπους όλων των διαμερισμάτων θα έπεφταν και μια καινούρια κατανόηση θα γεννιόταν. Έτσι τουλάχιστον έβλεπε τα πράγματα ο Στόουν, αλλά οι συντηρητι-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
21
κοί είχαν άλλη άποψη. Είναι πολύ νωρίς, έλεγαν, για τέτοια συγχώνευση. Θα ξεσπούσαν καυγάδες καθώς τα παιδιά θα αντιδικούσαν για το ποιο κτίριο είναι το καλύτερο. Με τον καιρό κάτι μπορούσε να γίνει... όχι όμως τώρα, όχι τόσο νωρίς. Διακινδυνεύοντας να πληρώσει ένα γερό πρόστιμο, ο μικρόσωμος, γκριζομάλλης και νευρικός κ. Ίαν Ντάνκαν απουσίασε από την συνέλευση και παρέμεινε όλο το βράδυ στο διαμέρισμά του διαβάζοντας τα επίσημα γερμανικά κείμενα πάνω στην πολιτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης και της Αμερικής. Ήταν πολύ αδύνατος στον τομέα αυτό και το ήξερε. Δεν καταλάβαινε τίποτε από τους οικονομικούς παράγοντες κι ακόμη λιγότερο τις θρησπόλ ιδεολογίες που είχαν γεννηθεί και σβήσει στο πέρασμα του εικοστού αιώνα, προκαλώντας άμεσα την τωρινή κατάσταση πραγμάτων. Η γέννηση του Δημοκρατικού - Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, για παράδειγμα. Κάποτε υπήρχαν δύο κόμματα (ή μήπως τρία) που επιδίδονταν σε καταστροφικές αναμετρήσεις μεταξύ τους καθώς πάλευαν για την εξουσία, ακριβώς όπως έκαναν τώρα τα κτίρια. Τα δύο - ή τρία - κόμματα συγχωνεύτηκαν γύρω στο 1985, λίγο πριν μπει και η Γερμανία στις ΗΠΕΑ. Τώρα υπήρχε μόνον ένα κόμμα που κυβερνούσε μια σταθερή και ειρηνική κοινωνία και κάθε πολίτης ανήκε σ' αυτό δια νόμου. Όλοι πλήρωναν τέλη και μετείχαν σε συνελεύσεις και ψήφιζαν κάθε τέσσερα χρόνια για την εκλογή ενός νέου ντερ Άλτε - επιλέγοντας τον άνδρα που κατά την γνώμη τους θα προτιμούσε η Νικόλ. Ήταν πολύ ευχάριστο να ξέρεις πως αυτοί, ο λαός, είχαν την δύναμη να αποφασίζουν ποιος θα γινόταν άνδρας της Νικόλ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Κατά μιαν έννοια η απόφαση αυτή έδινε στο εκλογικό σώμα υπέρτατη εξουσία ακόμη και πάνω στην ίδια την Νικόλ. Πάρε για παράδειγμα τον τελευταίο σύζυγό της, τον Ρούντολφ Κάλμπφλαϊς. Οι σχέσεις ανάμεσα σ' αυτόν τον ντερ Άλτε και την Πρώτη Κυρία ήταν αρκετά χλιαρές, πράγμα που μαρτυρούσε ότι αυτή η τελευταία επιλογή δεν της άρεσε και πολύ. Βέβαια όπως ήταν πραγματική κυρία δεν θα το αποκάλυπτε σε καμιά περίπτωση. Πότε η θέση της Πρώτης Κυρίας άρχισε να αποκτά υψηλότερο στάντιγκ από την θέση του Προέδρου; ρωτούσε το κείμενο. Με άλλα λόγια, από πότε έγινε η κοινωνία μας μητριαρχική, είπε μέσα του ο Ίαν Ντάνκαν. Από τό 1990 περίπου - αυτή την απάντηση την ξέρω. Υπήρχαν προμηνύματα γι' αυτό, η αλλαγή ήρθε σταδιακά. Κάθε χρόνο ο ντερ Άλτε έμπαινε όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι και η Πρώτη Κυρία γινόταν πιο γνωστή, πιο αγαπητή στο κοινό. Ήταν άραγε η ανάγκη για μια μητέρα,
22
PHIUPK.DICK
μια σύζυγο, μια ερωμένη, ή και τα τρία μαζί; Πάντως τελικά ο κόσμος πήρε αυτό που ήθελε. Πήρε την Νικόλ που είναι σίγουρα και τα τρία, αν όχι πολύ παραπάνω. Από την γωνία του καθιστικού η τηλεόραση έκανε ένα ταααααγκ, ενδεικτικό ότι ετοιμαζόταν ν' ανάψει. Μ' ένα στεναγμό ο Ντάνκαν έκλεισε το επίσημο εγχειρίδιο θρησπόλ κι έστρεψε την προσοχή του στην οθόνη. Ειδική ανταπόκριση γύρω από τις δραστηριότητες του Λευκού Οίκου, στοιχημάτισε. Άλλη μια ξενάγηση ίσως, ή μια εξονυχιστική ανάλυση (σε έντυπωσιακή λεπτομέρεια και βάθος) ενός νέου χόμπυ ή μιας μανίας της Νικόλ. Τι έκανε, άρχισε να μαζεύει πορσελάνινα φλυτζάνια; Αν είναι έτσι θα πρέπει να δούμε αναλυτικά το κάθε ένα καταραμένο φλυτζάνι. Όπως το περίμενε το στρογγυλό, βαρύ, και γεμάτο προγούλια πρόσωπό του Μάξουες Γ. Τζέημσον, Υπουργού Τύπου και Πληροφοριών του Λευκού Οίκου, εμφανίστηκε στην οθόνη. «Καλησπέρα αγαπητοί συμπολίτες», είπε με επισημότητα. «Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς είναι να κατεβαίνει κανείς στον βυθό του Ειρηνικού Ωκεανού; Η Νικόλ έχει αναρωτηθεί και προκειμένου να πάρει απάντηση έχει συγκεντρώσει εδώ στην Αίθουσα των Τουλίπων του Λευκού Οίκου τρεις από τους μεγαλύτερους ωκεανογράφους της γης. Απόψε θα τους ζητήσει να της πουν τις ιστορίες τους και θα τις ακούσετε κι εσείς γιατί μαγνητοσκοπήθηκαν μόλις πριν από λίγο στις εγκαταστάσεις Γραφείου Δημοσίων Υποθέσεων, του Ενοποιημένου Τριαδικού Δικτύου.» Και τώρα γραμμή για τον Λευκό Οίκο, είπε μέσα του ο Ντάνκαν. Μέσω της εικόνας τουλάχιστον. Εμείς που δεν έχουμε τρόπο να πατήσουμε το πόδι μας εκεί, που δεν διαθέτουμε ταλέντα ικανά να κεντρίσουν το ενδιαφέρον της Πρώτης Κυρίας έστω και για ένα βράδυ, μπορούμε να τον επισκεφτούμε μέσα από το προσεχτικά ρυθμιζόμενο παράθυρο της τηλεόρασής μας. Απόψε δεν είχε διάθεση να κοιτάξει αλλά ίσως έπρεπε. Μπορεί να υπήρχε κάποιο αιφνιδιαστικό κουίζ στο τέλος του προγράμματος. Κι ένας καλός βαθμός σ' ένα αιφνιδιαστικό κουίζ θα μπορούσε να εξισορροπήσει τον κακό βαθμό που σίγουρα θα έπαιρνε στο τελευταίο του τεστ θρησπόλ που τώρα το διόρθωνε ο γείτονάς του, ο Έντγκαρ Στόουν. Πάνω στην οθόνη άνθισαν τώρα τα όμορφα γλυκά χαρακτηριστικά, το ανοιχτόχρωμο δέρμα και τα σκούρα, έξυπνα μάτια, το στοχαστικό αλλά και προκλητικό πρόσωπο της γυναίκας που είχε καταφέρει να μονοπωλήσει όλη την προσοχή τους, που συγκέντρωνε την σκέψη ενός ολόκληρου έθνους, ολόκληρου του πλανήτη σχεδόν. Στη θέα της και μόνο
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
23
ο Ίαν Ντάνκαν ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται από τον φόβο. Την είχε απογοητεύσει. Η αποτυχία του στα τεστ της ήταν γνωστή και παρ' ότι δεν θα έλεγε τίποτε, η απογοήτευση ήταν φανερή στο πρόσωπό της. «Καλησπέρα», είπε η Νικόλ με την μαλακή και κάπως βραχνή φωνή της. «Το πρόβλημα είναι αυτό», έπιασε τον εαυτό του να μουρμουρίζει ο Ντάνκαν. «Το μυαλό μου δεν πιάνει τις αφηρημένες έννοιες. Όλες αυτές οι θρησκευτικοπολιτικές φιλοσοφίες - μου είναι εντελώς ακατανόητες. Μόνο στις συγκεκριμένες πραγματικότητες τα καταφέρνω. Θά 'πρεπε να ψήνω τούβλα ή να καρφώνω σόλες.» Θά 'πρεπε να είμαι στον Άρη, σκέφτηκε, στην πρώτη γραμμή. Τα έχω κάνει θάλασσα εδώ. Στα τριάντα πέντε μου είμαι ένα σκουπίδι, κι εκείνη το ξέρει. Άφησε με να φύγω, Νικόλ, σκέφτηκε με απελπισία. Μην μου βάζεις άλλα τεστ γιατί δεν έχω καμιά πιθανότητα να περάσω. Να, ακόμη κι αυτό το πρόγραμμα τώρα για τον βυθό του ωκεανού: ώσπου να φθάσει στο τέλος του θα έχω ξεχάσει όλες τις πληροφορίες. Είμαι εντελώς άχρηστος για το Δημοκρατικό - Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Στο μυαλό του ήρθε ο παλιόφιλός του, ο Αλ. Ο Αλ θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ο Αλ δούλευε για λογαριασμό του Λούνυ Λουκ*, σε μια από τις μάντρες του και πουλούσε μικρά διαστημόπλοια από τενεκέ και χαρτόνι που ήταν προσιτά ακόμη και στους πιο αποτυχημένους. Διαστημόπλοια που, με λίγη τύχη, ήταν σε θέση να κάνουν ένα ταξίδιχωρίς επιστροφή ως τον Άρη. Ο Αλ θα μπορούσε, σκέφθηκε ο Ντάνκαν, να μου εξασφαλίσει ένα τέτοιο σαραβαλάκι σε τιμή κόστους. Από την οθόνη της τηλεόρασης η Νικόλ έλεγε: «Πρόκειται πραγματικά για ένα κόσμο μαγευτικό, με φωτεινούς οργανισμούς που ξεπερνούν σε ποικιλία, ομορφιά και πρωτοτυπία οτιδήποτε έχει βρεθεί σε άλλους πλανήτες. Οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι υπάρχουν περισσότερες μορφές ζωής στον ωκεανό -» Το πρόσωπό της ξεθώριασε και την θέση του πήρε ένα πλάνο με αφύσικα, τρομακτικά ψάρια. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της επίσημης προπαγάνδας, συνειδητοποίησε ο Ντάνκαν. Μια προσπάθεια να απομακρύνουν την σκέψη μας από τον Άρη και από την ιδέα της αποχώρησης από το Κόμμα - και από την ίδια. Στην οθόνη ένα εξώφθαλμο ψάρι τον * Loony Lake, κατά λέξη: τρελάρας Λουκ, ένα πρόσωπο που εμφανίζεται και σε άλλα μυθιστορήματα του Ντικ όπως π.χ. στο Broken Buble. Προτίμησα να τον αφήσω αμετάφραστο γιατί ηχεί καλύτερα αλλά και γιατί απελευθερώνει τους συνειρμούς του έλληνα αναγνώστη των κόμικς, αν και για τον ίδιο τον Ντικ είναι ελάχιστα πιθανό να γνώριζε στα 1960, ας πούμε, την ύπαρξη του βελγικής καταγωγής καουμπόυ Λούκυ Λουκ. (Σ.τ.Μ.)
24
PHIUPK.DICK
κοίταζε με στόμα ανοιχτό και η προσοχή του, εστιάστηκε πάνω του, χωρίς να το θέλει. Για δες, σκέφτηκε, τι αλλόκοτος που είναι ο κόσμος του βυθού. Νικόλ, με παγίδευσες. Αν είχαμε πετύχει τουλάχιστον, ο Αλ κι εγώ. Τώρα θα παίζαμε για σένα και θα είμαστε ευτυχισμένοι. Την ώρα που εσύ θα συνομιλούσες με τους παγκοσμίας φήμης ωκεανογράφους, ο Αλ κι εγώ θα παίζαμε διακριτικά στο βάθος της σκηνής, ίσως μία από τις «Φαντασίες για δύο φωνές» του Μπαχ. Πηγαίνοντας προς το ντουλάπι του διαμερίσματός του, ο Ίαν Ντάνκαν έσκυψε και τραβώντας με προσοχή ένα τυλιγμένο σε ύφασμα αντικείμενο το έφερε στο φως. Βάλαμε τόση νεανική πίστη σ' αυτό, θυμήθηκε. Ξετύλιξε με τρυφερότητα την κανάτα του. Μετά παίρνοντας μια βαθιά ανάσα φύσηξε μερικές βραχνές νότες. Ντάνκαν και Μίλερ, το ντουέτο με τις κανάτες.* Ο Αλ Μίλερ κι αυτός έπαιζαν δικές τους διασκευές για κανάτες κομματιών του Μπαχ, του Μότσαρτ και του Στραβίνσκι. Αλλά αυτός ο κυνηγός ταλέντων του Λευκού Οίκου είχε φανεί μεγάλος αλήτης. Δεν τους άφησε καν να δώσουν μια σωστή οντισιόν. Το έχουν κάνει κι άλλοι, πριν από σας, τους είπε. Ο Τζέσε Πιγκ, ο εκπληκτικός παίκτης κανάτας από την Αλαμπάμα είχε προλάβει και είχε παρουσιαστεί πρώτος στον Λευκό Οίκο παίζοντας την δική του εκδοχή του «Ντέρμπυ Ραμ», του «Τζον Χένρυ» και άλλων κομματιών, προς μεγάλο ενθουσιασμό και απόλαυση των δώδεκα και ένα μελών της οικογένειας Τιμποντώ. «Μα η δική μας περίπτωση», είχε διαμαρτυρηθεί ο Ίαν Ντάνκαν, «είναι οι κλασικές κανάτες. Παίζουμε τις τελευταίες σονάτες του Μπετόβεν.» «Θα σας φωνάξουμε», είχε απαντήσει κοφτά ο κυνηγός ταλέντων. «Αν δείξει ποτέ ενδιαφέρον για την δουλειά σας η Νίκυ.» Η Νίκυ! Ο Ίαν είχε ασπρίσει από την ζήλεια του. Για σκέψου να έχεις τέτοια οικειότητα με την Πρώτη Οικογένεια. Ο Αλ κι αυτός διαμαρτυρόμενοι άσκοπα είχαν αποσυρθεί από την σκηνή με τις κανάτες τους, παραχωρώντας την θέση τους στο επόμενο νούμερο, μια ομάδα σκύλων ντυμένων με ελισαβετιανά κουστούμια που αναπαραστούσαν χαρακτήρες από τον Άμλετ. Ούτε κι οι σκύλοι πέτυχαν τίποτε, αλλά αυτό δεν τους παρηγόρησε καθόλου.
* Πρόκειται για το jug, κανάτα με στενό στόμιο, μισογεμάτο με νερό που βγάζει έναν ήχο τούμπας ή μπάσου. Γύρω στα 1920-30 υπήρχαν στην Ν. Ορλεάνη ορχήστρες με μία κανάτα και έγχορδα συν φυσαρμόνικα ή καζού, αλλά και ντουέτα με δύο κανάτες μόνο, two jug bands.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
25
«Μου λένε», έλεγε η Νικόλ, «ότι στα βάθη των ωκεανών υπάρχει τόσο λίγο φως που, αλλά καλύτερα ας παρακολουθήσουμε αυτό το παράξενο πλασματάκι.» Ένα ψάρι που έφερε μπροστά του κάτι σαν αναμένο φανάρι, διάσχισε κολυμπώντας την οθόνη της τηλεόρασης. Ένα χτύπημα στην πόρτα ξάφνιασε τον Ντάνκαν. Άνοιξε με επιφύλαξη την πόρτα και είδε τον γείτονά του, τον κ. Στόουν, να στέκεται αμήχανα στο κατώφλι. «Δεν ήσουνα στην Ημέρα των Ψυχών;» τον ρώτησε ο Έντγκαρ Στόουν. «Δεν φοβάσαι ότι θα το μάθουν;» Στα χέρια του κρατούσε τα διορθωμένα τεστ του Ίαν Ντάνκαν. «Πες μου πώς πήγαν», τον ρώτησε ο Ντάνκαν καιπροετοιμάστηκε για την απάντηση. Ο Στόουν μπήκε στο διαμέρισμα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Ρίχνοντας μια ματιά στην τηλεόραση είδε την Νικόλ καθισμένη παρέα με τους ωκεανογράφους, την άκουσε για λίγο και μετά είπε απότομα με βραχνή φωνή: «Πήγες πολύ καλά.» Άπλωσε το χέρι του να δώσει πίσω τα γραφτά. «Πέρασα;» Ο Ντάνκαν δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πήρε τα χαρτιά και τα κοίταξε μη πιστεύοντας στα μάτια του. Και ξαφνικά κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ο Στόουν είχε βάλει το χέρι του για να τον βοηθήσει να περάσει. Είχε παραποιήσει το αποτέλεσμα, μάλλον για ανθρωπιστικούς λόγους. Ο Ντάνκαν σήκωσε το κεφάλι και κοιτάχτηκαν για αρκετή ώρα χωρίς να μιλούν. Αυτό είναι τρομερό, σκέφτηκε ο Ντάνκαν. Τι θα κάνω τώρα; Η αντίδρασή του τον άφηνε κατάπληκτο αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Ήθελα να αποτύχω, συνειδητοποίησε. Γιατί; Για να φύγω από δω, για να έχω μια δικαιολογία να τα παρατήσω όλα, το διαμέρισμα και την δουλειά, να πω στο διάβολο και να φύγω. Να ξενιτευτώ έχοντας μόνο τα ρούχα που φοράω, καβαλώντας ένα σαράβαλο που θα διαλυθεί αμέσως μόλις προσεδαφιστεί στις ερημιές του Άρη. «Ευχαριστώ», είπε σκυθρωπά. «Κά-κάποτε ίσως χρειαστεί να το κάνεις κι εσύ για μένα», είπε βιαστικά ο Στόουν. «Ναι, βέβαια, πολύ ευχαρίστως», είπε ο Ντάνκαν. Ο Στόουν γύρισε και τράβηξε για το διαμέρισμά του αφήνοντας τον Ντάνκαν μόνο με την τηλεόραση, την κανάτα του, τα πλαστογραφημένα του τεστ και τις σκέψεις του.
Χ
ρειάζεται μια αναδρομή στο 1994, έτος κατά το οποίο η Δυτική Γερμανία προσχώρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν πεντηκοστή τρίτη πολιτεία, για να καταλάβει κανείς γιατί, το επόμενο πρωί, ο Βινς Στράικροκ, ένας αμερικανός πολίτης και κάτοικος του κτιρίου Αβραάμ Λίνκολν, παρακολουθούσε, καθώς ξυριζόταν, τον ντερ Άλτε στην τηλεόραση. Αυτός ο συγκεκριμένος ντερ Άλτε, ο Πρόεδρος Ρούντυ Καλμπφλάις του έδινε πολύ στα νεύρα και ο Βινς θα χαιρόταν πολύ όταν θα έφθανε, μετά δύο χρόνια, η στιγμή που ο Καλμπφλάις, έχοντας εξαντλήσει την θητεία του, θα αναγκαζόταν, δια νόμου, να αποχωρήσει. Ήταν μια καλή, μια ευχάριστη στιγμή όταν ο νόμος ανάγκαζε κάποιον από αυτούς να αποσυρθεί. Ο Βινς την γιόρταζε. Το καλύτερο πάντως, σκέφτηκε ο Βινς, είναι να επωφεληθεί κανείς όσο μπορεί περισσότερο από τον άνθρωπο αυτό στο μεταξύ διάστημα, γι' αυτό άφησε κάτω το ξυράφι του και γύρισε στο καθιστικό να παίξει με τα κουμπιά της τηλεόρασης. Ρύθμισε τα κουμπιά μ, π και ρ και περίμενε γεμάτος ελπίδα να δει μία αλλαγή προς το καλύτερο στην βαρετή μονοτονία του μονολόγου... τίποτε δεν έγινε όμως. Ήταν πολλοί οι άλλοι θεατές που είχαν διαφορετική γνώμη πάνω στο τι έπρεπε να λέει ο ηλικιωμένος Πρόεδρος, συνειδητοποίησε ο Βινς. Ίσως μάλιστα να υπήρχαν πάρα πολλοί μέσα στο ίδιο το κτίριο που εξουδετέρωναν την οποιαδήποτε πίεση προσπαθούσε να ασκήσει πάνω του μέσα από την συγκεκριμένη συσκευή. Τι να γίνει, αυτά έχει η δημοκρατία, αναστέναξε ο Βινς. Αυτό είχαν θελήσει: μια κυβέρνηση δεκτική στις απαιτήσεις των πολιτών. Ξαναγύρισε στο μπάνιο και συνέχισε να ξυρίζεται. «Έι, Τζούλι!» φώναξε στην γυναίκα του. «Έτοιμο το πρωινό;» Δεν την άκουγε να κινείται στην κουζίνα του διαμερίσματός τους. Και τώρα που το σκεφτόταν δεν την είχε δει πλάι του στο κρεβάτι όταν σηκώθηκε το πρωί. Όλα ξαναγύρισαν μονομιάς στο μυαλό του. Χτες βράδυ, μετά την γιορτή των Ψυχών η Τζούλι κι αυτός τσακώθηκαν φριχτά και χώρισαν. Κατέβηκαν στο γραφείο του Επιτρόπου Γ και Δ και συμπλήρωσαν τα έντυπα Δ. Η Τζούλι μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε αμέσως. Ο Βινς ήταν μόνος στο διαμέρισμά του - κανένας δεν θα του έφτιαχνε το πρωινό του κι αν δεν βιαζόταν θα έφευγε νηστικός.
28
PHILIP κ. DICK
Του κακοφάνηκε πολύ, γιατί ο γάμος του αυτός είχε κρατήσει έξη ολόκληρους μήνες και είχε συνηθίσει πια να την βλέπει τα πρωινά. Ήξερε πώς ακριβώς ήθελε τα αυγά του: τηγανισμένα με ένα μικρό κομμάτι γλυκό μύνστερ. Στο διάβολο η νέα επιτρεπτική νομοθεσία πάνω στα διαζύγια που είχε θεσπίσει αυτός ο γέρος Πρόεδρος Καλμπφλάις! Στο διάβολο και ο Καλμπφλάις ο ίδιος. Γιατί δεν αποφάσιζε να τα τινάξει κάποιο απόγευμα στη διάρκεια της περίφημης δίωρης σιέστας του; Αλλά σ' αυτή την περίπτωση βέβαια κάποιος άλλος ντερ Άλτε θα έπαιρνε τη θέση του. Πάντως ακόμη κι ο θάνατος του γέρου δεν μπορούσε να του φέρει πίσω την Τζούλι. Το θέμα αυτό ξέφευγε από τις δικαιοδοσίες της γραφειοκρατίας των ΗΠΕΑ, όσο ευρείες κι αν ήταν. Φουντωμένος στράφηκε στην τηλεόραση και πάτησε το κουμπί 6. Αν το πατούσαν αρκετοί πολίτες μαζί ο γέρος θα σταματούσε να μιλάει το κουμπί στοπ σήμαινε την άμεση διακοπή του ακατάληπτου μονολόγου. Ο Βινς περίμενε λίγο, αλλά ο μονόλογος συνέχισε. Και μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν παράξενο να υπάρχει ομιλία τόσο νωρίς το πρωί. Στο κάτω-κάτω ήταν μόνον οχτώ. Ίσως ολόκληρη η σεληνιακή παροικία να είχε τιναχτεί στον αέρα ύστερα από μια τιτάνεια έκρηξη των αποθεμάτων πετρελαίου της. Ο γέρο Πρόεδρος θα τους έλεγε ότι έπρεπε να σφίξουν και πάλι τη ζώνη τους προκειμένου να αναδιοργανώσουν το διαστημικό πρόγραμμα. Τέτοιες καταστροφές ήταν αναμενόμενες. Ή μήπως κάποια γεώτρηση - ή πιο σωστά αρεότρηση - είχε φέρει στην επιφάνεια επιτέλους αυθεντικά λείψανα κάποιου νοήμονος είδους, κατά προτίμηση όχι στην γαλλική περιοχή αλλά σ' αυτό το μέρος που ο ντερ Άλτε αρεσκόταν να χαρακτηρίζει σαν «το δικό μας»; Πρωσσικά καθίκια, σκέφτηκε ο Βινς. Ποτέ δεν έπρεπε να σας είχαμε δεχθεί σ' αυτό που εμένα μου αρέσει να ονομάζω «η σκηνή μας», την ομοσπονδιακή μας ένωση, η οποία θά 'πρεπε να περιορίζεται στο Δυτικό Ημισφαίριο. Ο κόσμος όμως έχει μικρύνει. Όταν ιδρύεις μια αποικία εκατομμύρια μίλια μακριά σ' ένα άλλο φεγγάρι ή πλανήτη, τα τρεις χιλιάδες μίλια που χωρίζουν την Νέα Υόρκη από το Βερολίνο χάνουν την σημασία τους. Κι ο Θεός ξέρει πόσο το ήθελαν αυτό οι Γερμανοί στο Βερολίνο. Σηκώνοντας το τηλέφωνο ο Βινς πήρε τον διευθυντή του κτιρίου. «Μήπως η σύζυγός μου, η Τζούλι - θέλω να πω η πρώην σύζυγός μου έπιασε κάποιο άλλο διαμέρισμα χτες το βράδυ;» Αν την έβρισκε ίσως έπαιρναν μαζί το πρωινό κι αυτό θα του έφτιαχνε το κέφι. Περίμενε γεμάτος ελπίδα. «Όχι, κ. Στράικροκ.» Και μετά από μία παύση. «Όχι σύμφωνα με τα χαρτιά μας.»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
29
Να πάρει, σκέφτηκε ο Βινς, κατεβάζοντας το ακουστικό. Και τι ήταν ο γάμος τελικά; Μια συμφωνία να μοιραστείς ορισμένα πράγματα, όπως τώρα το να μπορείς να συζητήσεις τι νόημα είχε ένας λόγος του ντερ Άλτε στις οχτώ το πρωί και η δυνατότητα να βάζεις κάποιον άλλον - την γυναίκα σου - να σου φτιάχνει το πρωινό ενώ εσύ ετοιμάζεσαι για τη δουλειά στο παράρτημα των Karp u. Sohnen Werke στο Νητρόιτ. Ναι, σήμαινε μια συμφωνία που σου επέτρεπε να βάζεις κάποιον άλλον να φτιάχνει κάποια πράγματα που εσύ απεχθάνεσαι, όπως το να μαγειρεύεις. Το έβρισκε φριχτό να καθήσει να φάει φαγητό που είχε ετοιμάσει μόνος του. Χωρίς γυναίκα θα έτρωγε στην καφετέρια του κτιρίου. Αυτό μάντεψε ότι θα έκανε βασιζόμενος στις παρελθούσες εμπειρίες. Η Μαίρη, η Τζην, η Λάουρα καιτώραη Τζούλι. Τέσσερις γάμοι κι ο τελευταίος ο πιο σύντομος. Είχε πάρει την κάτω βόλτα. Ίσως, θεός φυλάξοι, να ήταν λανθάνων ομοφυλόφιλος. Στην οθόνη της τηλεόρασης ο ντερ Άλτε έλεγε«... και η παραστρατιωτική δραστηριότητα θυμίζει την Εποχή της Βαρβαρότητας, γι' αυτό θα πρέπει σίγουρα να απορριφθεί.» Η Εποχή της Βαρβαρότητας - ήταν ένας ευφημισμός για την περίοδο του Ναζισμού στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Είχε περάσει πια ένας αιώνας περίπου από τότε αλλά ακόμη έμενε ζωντανή, αν και παραμορφωμένη, στη μνήμη. Γι' αυτό και ο ντερ Άλτε είχε βγει στην οθόνη να καταγγείλει τα Τέκνα του Ιώβ, την πιο πρόσφατη οργάνωση φανατικών θρησκευτικού τύπου που γύριζαν στους δρόμους υποστηρίζοντας την κάθαρση της εθνικής φυλετικής ζωής ή κάτι παρόμοιο. Πάντως ζητούσαν μια αυστηρή νομοθεσία που να απομακρύνει από την δημόσια ζωή όσα άτομα είχαν κάτι παράξενο-αυτά που είχαν γεννηθεί ανώμαλα εξ αιτίας της μακρόχρονης έκθεσης στην ραδιενέργεια από τις πυρηνικές δοκιμές, και ιδιαίτερα από τις καταστροφικές εκρήξεις της Λαϊκής Κίνας. Αυτό περιλαμβάνει και την Τζούλι, συμπέρανε ο Βινς, αφού είναι στείρα. Επειδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά ήθελαν να της απαγορεύσουν να ψηφίζει... μια μάλλον νευρωτική συσχέτιση, δυνατή να ευδοκιμήσει μόνον στο μυαλό ενός κεντροευρωπαϊκού λαού, όπως είναι οι Γερμανοί. Η ουρά που κουνάει το σκύλο, είπε μέσα του καθώς σκούπιζε το πρόσωπό του. Εμείς στην Nord Amerika είμαστε ο σκύλος, και το Ράιχ είναι η ουρά. Τι ζωή κι αυτή. Ίσως θά 'πρεπε να μεταναστεύσω σε καμία φάρμα στις αποικίες, να περνάω την ζωή μου κάτω από έναν αχνό, σπαστικό, ανοιχτοκίτρινο ήλιο όπου ακόμη και πλάσματα με οχτώ πόδια και κεντρί έχουν δικαίωμα ψήφου... χωρίς Τέκνα του Ιώβ. Όχι πως όλα τα ειδικά άτομα ήταν τόσο ειδικά αλλά πολλοί το θεώρησαν φρόνιμο -
30
PHILIP κ. DICK
και δικαιολογημένα-να μεταναστεύσουν. Όπως και πολλοί άλλοι, απολύτως άσπιλοι που απλώς είχαν βαρεθεί την στριμωγμένη και υπερελεγχόμενη γραφειοκρατικά ζωή πάνω στη Γη, είτε ζούσαν στις ΗΠΕΑ, είτε στην Γαί^ική Αυτοκρατορία, την Λαϊκή Ασία ή την Ελεύθερη - δηλαδή μαύρη-Αφρική. Πηγαίνοντας στην κουζίνα έθαλε εμπρός να φτιάξει αυγά με μπέηκον για τον εαυτό του. Όση ώρα τηγανιζόταν το μπέηκον, τάισε το μοναδικό ζωάκι που του επιτρεπόταν να διατηρεί στο διαμέρισμα: τον ί^εώργιο Γ', την μικρή πράσινη χελωνίτσα του. Ο Γεώργιος Γ έτρωγε αποξηραμένες μύγες (εικοσιπέντε τοις εκατό πρωτεΐνη, πιο θρεπτικές από τις ανθρώπινες τροφές) χάμπουργκερς και αυγά μυρμηγκιών, ένα πρωινό που έκανε τον Βινς Στράικροκ να σκεφτεί το αξίωμα degustibus ηοη disputandum β5/-περί ορέξεως των άλλων ουδείς λόγος, ιδίως στις οχτώ το πρωί. Πριν από πέντε χρόνια ακόμη μπορούσε κανείς να έχει αν ήθελε ένα μικρό πουλάκι στο Αβραάμ Λίνκολν, τώρα όμως είχε απαγορευτεί κι αυτό. Υπερβολικά θορυβώδες. Άρθρο s205 του Κανονισμού του Κτιρίου: ου σφυρίξεις, τραγουδήσεις, κελαηδήσεις ή τιτιβίσεις. Οιχελώνες ήταν βουβές όπως και οι καμηλοπαρδάλεις, αλλά οι καμηλοπαρδάλεις ήταν απαγορευμένες παρέα με τους κλασικούς και πανάρχαιους φίλους των ανθρώπων, τον σκύλο και το γάτο, σύντροφοι που είχαν εξαφανιστεί από τα χρόνια του ντερ Άλτε Φρήντριχ Χέμπελ, τον οποίο μόνον αμυδρά θυμόταν ο Βινς. Δεν ήταν επομένως μόνον η βουβαμάρα το κριτήριο, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε ο Βινς δεν κατάφερνε να μαντέψει τον τρόπο σκέψης των γραφειοκρατών του Κόμματος. Αδυνατούσε να κατανοήσει τα κριτήριά τους κι αυτό από μια άποψη τον ευχαριστούσε. Αποδείκνυε ότι πνευματικά δεν ήταν ίδιος μ' εκείνους. Στην οθόνη της τηλεόρασης το μαραμένο, μακρουλό και σχεδόν ξεκουτιάρικο πρόσωπο είχε εξαφανιστεί παραχωρώντας την θέση του σε μια μουσική στιγμή, ένα καθαρά ακουστικό πρόγραμμα. Ο Πέρσυ Γκρέηντζερ σ' ένα κομμάτι που λεγόταν «Hendel on the Strand», αφόρητα κοινότοπο... ότι έπρεπε για υστερόγραφο της προηγούμενης ομιλίας. Ο Βινς χτύπησε τα τακούνια του και στάθηκε προσοχή σε μια παρωδία γερμανικής στρατιωτικής ακαμψίας, με το σαγόνι προτεταμένο και τα χέρια κολλημένα στα πλάγια, καθώς η μουσική ξεχυνόταν χαρούμενα από το μεγάφωνο της τηλεόρασης. Ο Βινς Στράικροκ σε στάση προσοχή μπροστά σ' αυτήν την παιδιάστικη μουσική που οι πολιτικές αρχές, οι ονομαζόμενοι Ges θεωρούσαν καλό να αναμεταδίδουν. Χάιλ, είπε μέσα του ο Βινς και σήκωσε το χέρι στον παλιό ναζιστικό χαιρετισμό.
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
^
Η μουσική συνέχισε απτόητη. Ο Βινς άλλαξε κανάλι. Στην οθόνη εμφανίστηκε φευγαλέα ένας άνθρωπος με κυνηγημένο ύφος, ανάμεσα σ' ένα πλήθος που έμοιαζε να τον επευφημεί. Ο άνδρας περιστοιχισμένος κατά τα φαινόμενα από αστυνομικούς, μπήκε μέσα σ' ένα παρκαρισμένο όχημα. Την ίδια στιγμή ο ρεπόρτερ δήλωνε «... και όπως σε εκατοντάδες άλλες πόλεις των ΗΠΕΑ, ο δρ. Τζακ Ντόουλιγκ, διακεκριμένος ψυχίατρος της βιεννέζικης σχολής εδώ στην Βόννη, συλλαμβάνεται για παράβαση του νεοψηφισθέντος σχεδίου νόμου, του Διατάγματος ΜακΦέρσον...» Στην οθόνη το όχημα, ένα αστυνομικό αυτοκίνητο με τα διακριτικά του, ξεκίνησε με βιάση. Ωραία ιστορία, σκέφτηκε κακόκεφα ο Βινς. Σημάδι των καιρών. Όλο και περισσότεροι καταπιεστικοί, φοβισμένοι νόμοι από το κατεστημένο. Και τώρα ποιος θα με βοηθήσει εμένα αν το φευγιό της Τζούλι μού προκαλέσει νευρικό κλονισμό; Πράγμα πολύ πιθανόν. Ως τώρα δεν συμβουλεύτηκα ποτέ κανένα ψυχαναλυτή - ποτέ δεν το χρειάστηκα. Τώρα όμως... τίποτε τόσο άσχημο δεν μου είχε συμβεί, ποτέ. Τζούλι, σκέφτηκε, που να βρίσκεσαι τώρα; Η σκηνή στην οθόνη της τηλεόρασης άλλαξε, κι ωστόσο παρέμεινε η ίδια. Ο Βινς Στράικροκ είδε ένα καινούριο πλήθος, διαφορετικούς αστυνομικούς και έναν άλλο ψυχίατρο να οδηγείται στο κρατητήριο. Άλλος ένας διαμαρτυρόμενος είχε συλληφθεί. «Είναι ενδιαφέρον», σχολίαζε η τηλεόραση «να διαπιστώνει κανείς την αφοσίωση που τρέφουν οι ασθενείς προς τον αναλυτή τους. Και γιατί όχι, άλλωστε. Ο άνθρωπος αυτός ίσως στηρίζει τις ελπίδες του στην ψυχανάλυση επί πολλά χρόνια.» Και σε τι τον οφέλησε αυτό; αναρωτήθηκε ο Βινς. Τζούλι, είπε μέσα του, αν είσαι με κάποιον αυτή την στιγμή, με κάποιον άλλον άνδρα, θα γίνει χαμός. Ή θα πέσω κάτω ξερός - θα πεθάνω ακαριαία - ή θα σε ξεκάνω κι εσένα κι αυτό το υποκείμενο, όποιο και νάναι. Ακόμη, ή μάλλον ιδιαιτέρως, αν είναι φίλος μου. θα σε ξαναπάρω πίσω, αποφάσισε. Η σχέση μου μαζί σου είναι μοναδική, όχι σαν κι αυτό που είχα με την Μαίρη, την Τζην και την Λώρα. Σ' αγαπώ, αυτό είναι. Θεέ μου, σκέφτηκε, είμαι ερωτευμένος! Σ' αυτή την εποχή και σ' αυτή την ηλικία. Αν της το έλεγα, αν το ήξερε, θα πέθαινε στα γέλια. Αυτή είναι η Τζούλι. Θα 'πρεπε να πάω σ' ένα ψυχαναλυτή μόνο και μόνο γι' αυτό, συνειδητοποίησε, μόνον επειδή βρίσκομαι σε μια τέτοια κατάσταση, επειδή κατάντησα να εξαρτώμαι ψυχολογικά από ένα ψυχρό, εγωιστικό πλά-
32
PHILIP κ. DICK
σμα σαν την Τζούλι. Διάβολε, είναι αφύσικο. Και - εντελώς τρελό. Θα μπορούσε άραγε ο δρ. Τζακ Ντόουλιγκ, εξέχων μέλος της Σχολής της Βιέννης εργαζόμενος στην Βόννη της Γερμανίας να με σώσει; Να με ελευθερώσει; Ή αυτός ο άλλος που δείχνουν στις ειδήσεις, αυτός ο - έστησε αυτί να ακούσει τον παρουσιαστή που σχολίαζε καθώς το αστυνομικό αυτοκίνητο απομακρυνόταν - ο Ήγκον Σάπερμπ. Φαινόταν έξυπνος και κατανοητικός άνθρωπος, προικισμένος με την ικανότητα να συμπάσχει. Άκουσέ με Ήγκον Σάπερμπ, σκέφθηκε ο Βινς, έχω σοβαρό πρόβλημα. Ο μικροσκοπικός μου κόσμος γκρεμίστηκε μόλις ξύπνησα σήμερα το πρωί. Χρειάζομαι μια γυναίκα που έχει χαθεί ίσως για πάντα. Τα φάρμακα της A.G. Chemie δεν μπορούν να βοηθήσουν σ' αυτό... εκτός κι αν μου προσφέρουν μια θανατηφόρο υπερδόση. Αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό το είδος της βοήθειας που ζητάω. Ίσως θά 'πρεπε να ξεσηκώσω τον αδελφό μου τον Τσικ και να προσχωρήσουμε παρέα και οι δύο στα Τέκνα του Ιώβ, σκέφτηκε ξαφνικά. Ο Τσικ κι εγώ θα ορκιστούμε πίστη στον Μπέρτολντ Γκολτς. Το έχουν κάνει κι άλλοι αυτό, άνθρωποι απογοητευμένοι, που απέτυχαν οικτρά είτε στην προσωπική τους ζωή - όπως εγώ - είτε στην δουλειά τους, είτε στην κοινωνική τους προσπάθεια να περάσουν από τους στους Ge. Ο Τσικ κι εγώ στα Τέκνα του Ιώβ, σκέφτηκε φοβισμένα κάπως ο Βινς Στράικροκ. Φορώντας αλλόκοτες στολές και παρελαύνοντας στους δρόμους. Με τον κόσμο να τους γιουχάρει. Κι ωστόσο γεμάτος πίστη σε τι; Στην τελική νίκη; Στον Γκολτς που μοιάζει σαν κινηματογραφική εκδοχή ενός Rattenfanger, ενός ποντικοκυνηγού; Η σκέψη αυτή του έφερνε ένα σφίξιμο. Τον τρόμαζε. Κι ωστόσο η ιδέα δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του. Στο διαμέρισμά του, στον τελευταίο όροφο του κτιρίου Αβραάμ Λίνκολν, ο αδύνατος κι ελαφρά φαλακρός Τσικ Στράικροκ, ο μεγαλύτερος αδελφός του Βινς, ξύπνησε και κοίταξε μυωπικά το ρολόι να δει αν είχε περιθώριο να μείνει ακόμη λίγο στο κρεβάτι. Αδύνατον το ρολόι έλεγε οχτώ και δεκαπέντε. Ώρα να σηκωθεί... ο μηχανικός εφημεριδοπώλης τον είχε ξυπνήσει ευτυχώς με τον θόρυβο που έκανε πουλώντας την πραμάτεια του έξω από το κτίριο. Τότε ακριβώς ο Τσικ διαπίστωσε προς μεγάλη του κατάπληξη πως κάποιος βρισκόταν στο κρεβάτι δίπλα του. Άνοιξε καλά τα μάτια του κι έμεινε ακίνητος επιθεωρώντας το σκεπασμένο περίγραμμα του σώματος που όπως κατάλαβε αμέσως από τα χυμένα καστανά μαλλιά ανήκε σε μια νεαρή γυναίκα και μάλιστα (προς μεγάλη του ανακούφιση-ή μήπως όχι;)πολύ γνωστή του. Η Τζούλι! Η κου-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
33
νιάδα του. Η γυναίκα του Βινς. Κύριε των Δυνάμεων. Ο Τσικ ανακάθισε απότομα. Στάσου να δούμε, είπε μεσα του βιαστικά. Χτες το βράδυ - τι έγινε εδώ μέσα μετά την γιορτή των Ψυχών; Εμφανίστηκε η Τζούλι, αναστατωμένη, με μια βαλίτσα στο χέρι και δυο παλτά και του είπε μια μπερδεμένη ιστορία που τελικά συνοψίστηκε στο εξής απλό γεγονός: είχε χωρίσει επίσημα με τον Βινς. Δεν είχε πια καμιά νόμιμη σχέση μαζί του και ήταν ελεύθερη να κάνει ότι θέλει. Έτσι είχε έρθει σ' αυτόν. Γιατί; Αυτό δεν το θυμόταν καλά. Πάντα του άρεσε η Τζούλι, αλλά- δεν έφθανε αυτό για εξήγηση. Η πράξη της αφορούσε τον δικό της μυστικό, εσωτερικό κώδικα στάσεων και αξιών, όχι τον δικό του, όχι κάτι που να είναι αντικειμενικό, πραγματικό. Όποια και να ήταν πάντως η εξήγηση, η Τζούλι βρισκόταν εδώ, κοιμισμένη βαθιά, παρούσα σωματικά αλλά αποσυρμένη στον εαυτό της, κουλουριασμένη, μαζεμένη στο καβούκι της, κι αυτό ήταν μάλλον ευχάριστο γιατί η όλη ιστορία τού φαινόταν - αιμομικτική, παρά την σαφήνεια του νόμου πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Την ένιωθε πιο πολύ σαν συγγενή. Ποτέ ως τώρα δεν την είχε κοιτάξει με άλλο μάτι. Χτες όμως, ύστερα από μερικά ποτηράκια - αυτό ήταν. Δεν το σήκωνε πια το ποτό. Ή μάλλον το σήκωνε αλλά μεταμορφωνόταν πολύ γρήγορα σε κάτι που προς στιγμήν του φαινόταν καλύτερο. Γινόταν κοινωνικός, παράτολμος, εξωστρεφής, αντί για βαρύς και αμίλητος. Ιδού όμως το αποτέλεσμα. Να τι μπλέξιμο είχε γίνει. Παρ' όλα αυτά σ' ένα πολύ βαθύ, εσωτερικό επίπεδο δεν τον ένοιαζε και τόσο πολύ. Ήταν κολακευτικό το γεγονός ότι είχε έρθει σ' αυτόν. Τα πράγματα όμως θα δυσκόλευαν όταν θα έπεφτε πάνω στον Βινς που θα έλεγχε τις ταυτότητες στην είσοδο. Γιατί ο Βινς θα ήθελε να το συζητήσει σ' ένα βαθύ, σοβαρό και φιλοσοφικό επίπεδο, με ένα σωρό διανοητικές σαπουνόφουσκες, γύρω από τα βασικά κίνητρα της όλης υπόθεσης. Ποιος ήταν ο πραγματικός λό/οςπου τον άφησε η Τζούλι και μετακόμισε εδώ; Γιατί το έκανε; Οντολογικά ερωτήματα από αυτά που θα άρεσαν στον Αριστοτέλη, τελεολογικές αναλύσεις που είχαν να κάνουν με αυτό που κάποτε ονόμαζαν «τελικά αίτια». Ο Βινς ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Όλα αυτά είχαν πια καταργηθεί και ξεχαστεί. Καλύτερα να πάρω το αφεντικό μου, αποφάσισε ο Τσικ και να του πω - να τον ρωτήσω αν μπορώ να αργήσω λίγο το πρωί. Πρέπει να κανονίσω το θέμα αυτό με την Τζούλι: τι τρέχει και τι θα γίνει. Πόσον καιρό σχεδιάζει να μείνει κι αν έχει σκοπό να συνεισφέρει στα έξοδα. Βασικά μηφιλοσοφικά ερωτήματα πρακτικής φύσης. Έφτιαξε καφέ στην κουζίνα και κάθησε να τον πιει με τις πιτζάμες
34
PHILIP κ. DICK
του. Μετά παίρνοντας το τηλέφωνο σχημάτισε τον αριθμό που Μώρυ Φραουεντσίμερ. Η οθόνη έγινε ανοιχτή γκρίζα, μετά λευκή και μετά ομιχλώδης καθώς σχηματίστηκε πάνω της ένα ανετάριστο μέρος της ανατομίας του Μώρυ. Ο Μώρυ ξυριζόταν. «Έλα, Τσικ.» «Γεια», είπε ο Τσικ και συνέχισε επιδεικτικά. «Ξέρεις κάτι, Μώρυ, έχω ένα κορίτσι εδώ πέρα, και θ' αργήσω λίγο.» Ήταν ένα θέμα μεταξύ ανδρών. Όποιο και να ήταν το κορίτσι, δεν χρειαζόταν να μπει σε λεπτομέρειες. Ούτε ο Μώρυ ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ο αυθόρμητος, γνήσιος θαυμασμός και μετά η επίπληξη. Αλλά - ο θαυμασμός ήταν πρώτος! Ο Τσικ χαμογέλασε. Η επίπληξη δεν τον ένοιαζε. «Να σε πάρει», είπε ο Μώρυ, «φρόντισε στις εννιά να είσαι στο γραφείο.» Ο τόνος του έλεγε: θα ήθελα να ήμουνα στη θέση σου. Σε ζηλεύω πανάθεμά σε. «Καλά», είπε ο Τσικ «θα έρθω όσο πιο σύντομα γίνεται.» Έριξε μια ματιά προς την κρεβατοκάμαρα. Η Τζούλι ανασηκωνόταν. Ίσως να την είχε δει ο Μώρυ, ίσως όχι. ίΙάντως είχε έρθει η ώρα να κλείσουν την συζήτηση. «Άντε γεια, Μώρυ, παλιόφιλε», είπε ο Τσικ, κι έκλεισε το τηλέφωνο. «Ποιος ήταν;» ρώτησε μισοκοιμισμένα η Τζούλι. «Ο Βινς;» «Όχι. Το αφεντικό μου.» Ο Τσικ έβαλε νερό για τον καφέ της. «Καλημέρα», της είπε ξαναγυρίζοντας στην κρεβατοκάμαρα και παίρνοντας θέση δίπλα της στο κρεβάτι. «Πώς είσαι;» «Ξέχασα το χτένι μου», είπε πρακτικά η Τζούλι. «Θα σου πάρω ένα από το μηχάνημα στο χωλ.» «Αυτά τα φριχτά πλαστικά ψευτοπράγματα;» «Χμ», είπε ο Τσικ νιώθοντας τρυφερά, συναισθηματικά απέναντίτης. Η συγκεκριμένη σκηνή, εκείνη στο κρεβάτι κι εκείνος καθισμένος δίπλα της με τις πιτζάμες του - είχε μια γεύση γλυκόπικρη και του θύμιζε τον τελευταίο του γάμο πριν από τέσσερις μήνες. «Χέι», της είπε χτυπώντας την φιλικά στο μπούτι. «Θεέ μου^>, είπε η Τζούλι «θά 'θελα να είχα πεθάνει.» Δεν το είπε επικριτικά σαν να έφταιγε εκείνος γι' αυτό, ούτε καν σαν να το εννοούσε με πάθος. Το είπε σαν να συνόψιζε μια συζήτηση που είχαν κάνει το προηγούμενο βράδυ. «Τι νόημα έχουν όλα αυτά, Τσικ;» ρώτησε. «Τον συμπαθώ τον Βινς αλλά είναι τόσο αφελής. Ποτέ δεν θα μεγαλώσει και δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρά την ζωή. Παίζει συνεχώς αυτό το θέατρο σαν να είναι η ενσάρκωση της σύγχρονης οργανωμένης κοινωνικής ζωής, ο άνθρωπος του κατέστη['ένου, ενώ δεν είναι τίποτε απ' όλα αυτά. Βέβαια είναι νέος ακόμη.» Αναστέναξε. Ήταν ένας αναστεναγμός που πάγωσε τον Τσικ γιατί ήταν ψυχρός και σκληρός σαν να ξεμπέρ-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
35
δευε με το θέμα. Η Τζούλι, ξέγραφε ένα ανθρώπινο πλάσμα, έκοβε τους δεσμούς της με τον Βινς με τόσο λίγη συναισθηματική συμμετοχή σαν να επέστρεφε ένα βιβλίο που είχε δανειστεί από την βιβλιοθήκη του κτιρίου. θεέ και Κύριε, σκέφτηκε μέσα του ο Τσικ, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο άνδρας σου. Ήσουνα ερωτευμένη μαζί του. Κοιμήθηκες, έζησες μαζί του, τον γνώρισες από όλες τις πλευρές - καλύτερα κι από μένα κι ας είναι αδελφός μου για περισσότερα χρόνια απ' όσα βρίσκεται εσύ στον κόσμο. Στο βάθος-βάθος τους οι γυναίκες είναι σκηρές, σκέφτηκε. Τρομερά σκληρές. «Εγώ, μμμ, πρέπει να πάω στη δουλειά», είπε νευρικά ο Τσικ. «Δικός μου είναι ο καφές που ετοιμάζεις εκεί;» «Ναι, βέβαια!» «Τότε κάνε τον κόπο να τον φέρεις από δω, Τσικ.» Πήγε να της φέρει τον καφέ ενώ εκείνη ντυνόταν. «Έβγαλε το λόγο του σήμερα το πρωί ο γερο-Καλμπφλάις;» «Δεν ξέρω.» Δεν του πέρασε από το μυαλό να ανοίξει την τηλεόραση αν και είχε διαβάσει από χτες στην εφημερίδα για την σημερινή ομιλία. Δεν έδινε δεκάρα για το τι μπορούσε να πει ο γέρος πρόεδρος, πάνω σε οτιδήποτε. «Είσαι πράγματι υποχρεωμένος να ξεκινήσεις για την εταιρεία σου, και να πιάσεις δουλειά;» Τον κοίταξε ίσια στα μάτια και για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του ο Τσικ παρατήρησε ότι τα μάτια της είχαν ένα ωραίο φυσικό χρώμα, μια υφή λαμπερής γυαλισμένης πέτρας που χρειαζόταν το φως της ημέρας για να φανεί. Είχε ακόμη ένα περίεργα τετράγωνο σαγόνι και κάπως μεγάλο στόμα που οι άκρες του γύριζαν προς τα κάτω σαν μάσκα τραγωδίας, ενώ τα χείλια της αφύσικα κόκκινα και σαρκώδη, τραβούσαν την προσοχή μακριά από τα μάλλον μουντά μαλλιά της. Είχε ωραίο σώμα με αρκετές καμπύλες, και ντυνόταν καλά. Για την ακρίβεια ότι κι αν φορούσε της πήγαινε τέλεια. Όλα πάνω της αναδεικνύονταν ακόμη και το πιο κοινό βαμβακερό φόρεμα που άλλες γυναίκες θα δυσκολεύονταν να αξιοποιήσουν. Τώρα είχε βάλει ξανά το ίδιο λαδί φόρεμα με τα στρογγυλά μαύρα κουμπιά που φορούσε το προηγούμενο βράδυ, ένα φθηνό φόρεμα που πάνω της έδειχνε ιδιαίτερα κομψό. Μόνον έτσι μπορούσες να το χαρακτηρίσεις. Είχε αριστοκρατικό παράστημα και σκελετό. Αυτό φαινόταν από το σαγόνι, τη μύτη της και τα έξοχα δόντια της. Δεν ήταν γερμανή αλλά σκανδιναυή, ίσως σουηδή ή δανέζα. Σκεφτόταν καθώς την κοίταζε πόσο γερή έδειχνε. Ο Τσικ είχε την εντύπωση πως θα κρατιόταν έτσι για χρόνια, χωρίς την παραμικρή φθορά. Έμοιαζε άθραυστη. Δεν μπορούσε να την φανταστεί να γίνεται
36
PHILIP κ. DICK
παχιά, πλαδαρή ή να χάνει τη λάμψη της. «Πεινάω», είπε η Τζούλι. «Εννοείς ότι θέλεις να φτιάξω εγώ το πρωινό.» Αυτό το διέκρινε πολύ καλά ο Τσικ, δεν είχε αμφιβολία. «Με τα πρωινά τερμάτισα. Δεν πρόκειται ποτέ για οποιοδήποτε άνδρα, να ξαναφτιάξω ποτέ ούτε για σένα ούτε για το ηλίθιο αδελφάκι σου», απάντησε η Τζούλι. Για άλλη μια φορά ο Τσικ ένιωσε φόβο. Αυτή η γυναίκα φερόταν πολύ απότομα, πολύ νωρίς. Την ήξερε, ήξερε το χαρακτήρα της - δεν μπορούσε όμως να συγκρατηθεί λιγάκι, προσωρινά τουλάχιστον; Είχε σκοπό να μεταφέρει σ' αυτόν την διάθεση της τελευταίας σύγκρουσης με τον Βινς; Δεν θα μεσολαβούσε κάποια σελήνη του μέλιτος; Νομίζω πως την πάτησα, σκέφτηκε μέσα του. Μπλέχτηκα σε κάτι χοντρό. Δεν κουμαντάρεται. Χριστέ μου, ίσως αποφασίσει να πάει παρακάτω. Το ελπίζω τουλάχιστον. Ήταν μια πολύ παιδιάστικη ελπίδα, πολύ παλινδρομική, όχι ανδρική, ενήλικη. Κανένας πραγματικός άνδρας δεν ένιωσε ποτέ έτσι - το ήξερε αυτό. «Πάω να φτιάξω πρωινό», είπε και ξεκίνησε για την κουζίνα. Η Τζούλι στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας, χτενίζοντας τα μαλλιά της. «Κλείστε το», είπε ξερά, με τον συνηθισμένο, απότομο τόνο του ο Γκαρθ ΜακΡέη. Το ομοίωμα του Καλμπφλάις σταμάτησε. Τα χέρια του απλώθηκαν μπροστά, τεντωμένα στην τελική χειρονομία τους, το μαραμένο πρόσωπο άδειασε. Το ομοίωμα έπαψε να μιλά και αυτομάτως οι τηλεοπτικές κάμερες έκλεισαν η μια μετά την άλλη. Δεν είχαν πια τίποτε να μεταδόσουν και οι τεχνικοί που τις χειρίζονταν, Ges όλοι τους, το ήξεραν καλά. Τα μάτια στράφηκαν στον Γκαρθ ΜακΡέη. «Το περάσαμε το μήνυμα», πληροφόρησε τον Άντον Καρπ ο ΜακΡέη. «Πολύ καλά», είπε ο Καρπ. «Μου σπάει τα νεύρα αυτός ο τύπος, ο Μπέρτολντ Γκολτς και τα Τέκνα του Ιώβ του. Νομίζω ότι αυτή η πρωινή ομίχλη θα διαλύσει λίγο την δικαιολογημένη ανησυχία μου.» Κοίταξε αβέβαια τον ΜακΡέη ζητώντας επιβεβαίωση όπως και όλοι όσοι βρίσκονταν στο κοντρόλ, οι μηχανικοί ομοιωμάτων των Karp Werke. «Δεν είναι παρά μόνον η αρχή», είπε ο ΜακΡέη τελικά. «Σωστά», συμφώνησε γνέφοντας ο Καρπ, «αλλά μια καλή αρχή.» Βαδίζοντας προς το ομοίωμα του Καλμπφλάις το άγγιξε ελαφρά στον ώμο σαν να πίστευε ότι με το σκούντημα θα έπαιρνε εμπρός. Δεν πήρε βέβαια.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
37
Ο ΜακΡέη έβαλε τα γέλια. «Θα προτιμούσα», είπε ο Άντον Καρπ, «να είχε αναφερθεί στον Αδόλφο Χίτλερ. Να συνέκρινε δηλαδή πιο άμεσα τα Τέκνα του Ιώβ με τους Ναζί και τον Γκολτς με τον Χίτλερ.» «Αυτό δεν θα Βοηθούσε», είπε ο ΜακΡέη.« Όσο κι αν αληθεύει. Δεν έχετε στόφα πολιτικού, Καρπ. Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι η "αλήθεια", είναι η πιο αποτελεσματική ιστορία; Αν θέλουμε να σταματήσουμε τον Μπέρτολντ Γκολτς θα πρέπει να αποφύγουμε να τον ταυτίσουμε με τον Χίτλερ έστω και μόνον γιατί στα βάθη της καρδιάς του το πενήντα ένα τοις εκατό του τοπικού πληθυσμού θα ήθελε πολύ να υπήρχε ένας δεύτερος Χίτλερ.» Χαμογέλασε στον Καρπ που έδειχνε όχι απλώς ανήσυχος, αλλά ταραγμένος και τρομαγμένος. «Αυτό που θέλω να ξέρω εγώ είναι το εξής», είπε ο Καρπ. «Θα μπορέσει ο Καλμπφλάις να τα βγάλει πέρα με τα Τέκνα του Ιώβ; Έχετε στα χέρια σας την συσκευή Λέσιγκερ. Πέστε μου.» «Όχι», είπε ο ΜακΡέη. «Δεν θα μπορέσει.» Ο Καρπ έμεινε να τον κοιτάζει. «Αλλά ο Καλμπφλάις θα φύγει από την μέση», είπε ο ΜακΡέη. «Σύντομα. Μέσα στον επόμενο μήνα.» Δεν είπε αυτό που περίμενε να ακούσει ο Καρπ, την απάντηση στο κεντρικής σημασίας ερώτημα που σχηματίστηκε αυτόματα στο μυαλό του Άντον και του Φήλιξ Καρπ και όλου του προσωπικού των Karp Werke: Εμείς θα φτιάξουμε το επόμενο ομοίωμα; Ο Καρπ θα το ρωτούσε αν τολμούσε, όμως ήταν πολύ φοβισμένος για να μιλήσει. Όπως γνώριζε πολύ καλά ο ΜακΡέη, ο Καρπ ήταν δειλός. Η αξιοπρέπειά του είχε θυσιαστεί εδώ και πολλά χρόνια προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί ικανοποιητικά μέσα στα πλαίσια της γερμανικής επιχειρηματικής κοινότητας. Ο πνευματικός-ηθικόςευνουχισμός ήταν στις μέρες μας απαραίτητη προϊ)πόθεση της συμμετοχής στην τάξη των Ges, στην άρχουσα τάξη. Θα μπορούσα να του το πω, σκέφτηκε ο ΜακΡέη. Να βάλω τέρμα στην αγωνία του. Γιατί όμως; Δεν συμπαθούσε τον Καρπ, τον άνθρωπο που είχε κατασκευάσει το ομοίωμα και το συντηρούσε, το έκανε να λειτουργεί όπως λειτουργούσε - απολύτως άψογα. Το παραμικρό σφάλμα θα πρόδιδε στους Besio μυστικό, το Geheimnis που η κατοχή του διέκρινε την ελίτ, το κατεστημένο των Ηνωμένων Πολιτειών Ευρώπης και Αμερικής. Η κατοχή αυτού του μυστικού όπως και πολλών άλλων τους έκανε Geheimnistrager, κατόχους του μυστικού, σε αντοδιαστολή προς τους Befehltrager*, τους απλούς εκτελεστές εντολών. * Κατά λέξη φορείς μυστικού και φορείς διαταγών αντίστοιχα. (Σ.τ.Μ.)
38
PHILIP κ. DICK
Όλα αυτά όμως ήταν γερμανικοί μυστικισμοί για τον ΜακΡέη. Αυτός προτιμούσε να σκέφτεται με πιο πρακτικούς όρους. Τα εργοστάσια Karp υ. Sohnen ήταν ικανά να φτιάχνουν ομοιώματα, το είχαν αποδείξει με την κατασκευή του Καλμπφλάις που ήταν πολύ καλή δουλειά, αλλά και με τον τρόπο που συντηρούσαν τον συγκεκριμένο ντερ Άλτε στην διάρκεια της θητείας του. Ωστόσο μια άλλη φίρμα θα μπορούσε να κατασκευάσει εξίσου καλά τον επόμενο ντερ Άλτε, ενώ κόβοντας τους οικονομικούς δεσμούς της με τους Καρπ η κυβέρνηση θα πετύχαινε να αποκλείσει το τεράστιο καρτέλ από τα οικονομικά προνόμια που απελάμβανε... σε βάρος της κυβέρνησης ως τώρα. Η επόμενη επιχείρηση που θα κατασκεύαζε ομοίωμα για την κυβέρνηση των ΗΠΕΑ θα ήταν μια μικρή εταιρεία, που οι αρχές θα μπορούσαν εύκολα να ελέγξουν. Το όνομα που είχε στο μυαλό του ο ΜακΡέη ήταν η Εταιρεία Φραουεντσίμερ, μια εξαιρετικά μικρή, περιθωριακή φίρμα που φυτοζωούσε στον τομέα της ομ-κατ, της κατασκευής ομοιωμάτων για πλανητική εποίκιση. Δεν το είπε στον Άντον Καρπ αυτό αλλά σκόπευε μια από αυτές τις ημέρες να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον Μώρυ Φράουεντσίμερ, τον επικεφαλής της φίρμας. Προς μεγάλη έκπληξη βέβαια και του ίδιου του Φράουεντσίμερ που δεν ήξερε τίποτε, ως τώρα. Ο Καρπ κοίταξε σκεπτικά τον ΜακΡέη και τον ρώτησε: «Πώς θα το πάρει άραγε η Νικόλ;» Χαμογελώντας ο ΜακΡέη απάντησε: «Πιστεύω ότι θα ευχαριστηθεί. Ποτέ δεν της άρεσε πραγματικά ο γερο-Ρούντι.» «Νόμιζα ότι τον συμπαθούσε», είπε πειραγμένος ο Καρπ. «Η Πρώτη Κυρία», είπε δηκτικά ο ΜακΡέη «δεν έχει συμπαθήσει κανέναν ντερ Άλτε έως τώρα. Και γιατί θα έπρεπε; Στο κάτω-κάτω εκείνη είναι μόνον εικοσιτριώνχρόνων και ο Καλμπφλάις είναι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαδίδουμε εβδομήντα οχτώ.» «Μα τι έχει να κάνει μαζί του;» κλαψούρισεοΚαρπ. «Τίποτε. Να εμφανιστεί κάπου-κάπου σε μια δεξίωση κι αυτό σπάνια!» «Νομίζω ότι η Νικόλ απεχθάνεται γενικώς τους γέρους, τους ξεζουμισμένους, τους άχρηστους», είπε ο ΜακΡέη μη λογαριάζοντας τα συναισθήματα του Άντον Καρπ. Είδε τον μεσόκοπο επιχειρηματία να κάνει ένα μορφασμό. «Κι αυτό αποτελεί μια καλή συνοπτική περιγραφή του προϊόντος σας», πρόσθεσε. «Μα οι προδιαγραφές -» «Θα μπορούσατε να τον έχετε κάνει λίγο πιο-» ο ΜακΡέη αναζήτησε
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
39
την λέξη. «Πιο γοητευτικό.» «Αρκετά», είπε αναψοκοκκινισμένος ο Καρπ, καταλαβαίνοντας τώρα ότι ο ΜακΡέη απλώς τον βασάνιζε και ότι όλα αυτά τα έλεγε για να του υπογραμμίσει πως παρά το μέγεθος και την ισχύ της, η Karp u. Zohnen Werke δεν ήταν παρά υπηρέτης, υπάλληλος της κυβέρνησης, χωρίς πραγματική δυνατότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις της· ενώ ακόμη και ο ΜακΡέη που δεν ήταν παρά Υφυπουργός Εσωτερικών μπορούσε να παίρνει ατιμώρητα αυτή την θέση απέναντί του. «Αν είχατε ξανά τα πράγματα στα χέρια σας» είπε σκεπτικά με συρτή φωνή ο ΜακΡέη, «τι θα αλλάζατε; Θα προσλαμβάνατε πάλι θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης όπως έκανε ο Κρουπ τον εικοστό αιώνα; Ίσως θα μπορούσατε να εξασφαλίσετε την χρήση της συσκευής φον Λέσιγκερ για το σκοπό αυτό... να τους αφήνετε να πεθάνουν σαν υπάλληλοί σας πιο γρήγορα απ' όσο πέθαιναν στο Μπέλσεν-Μπέλσεν-» Ο Καρπ έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε. Έτρεμε ολόκληρος. Ο ΜακΡέη χαμογέλασε αργά και άναψε ένα πούρο. Αμερικάνικο, όχι γερμανο-ολλανδικό.
IV καλύτερος τεχνικός ηχοληψίας της ΗΜΕ παρακολούθησε έκπληκτος τον Νατ Φλίτζερ να μεταφέρει το Ampek F-a2 στο ελικόπτερο. «Έχεις σκοπό να γράψεις τον Κογκρόζιαν σ' αυτό·,» βόγγηξε ο Τζιμ Πλανκ. «Θεέ και Κύριε το F-a2 ήταν ξεπερασμένο από πέρσι ήδη.» «Αν δεν ξέρεις να το δουλέψεις -»είπε ο Νατ. «Ξέρω», μουρμούρισε ο Πλανκ. «Έχω χρησιμοποιήσει κι άλλες φορές σκουλήκια. Απλώς νομίζω ότι-» Έκανε μια χειρονομία αποθάρρυνσης. «Φαντάζομαι βέβαια ότι θα χρησιμοποιείς μαζί και το παλιού τύπου μικρόφωνο άνθρακος.» «Περίπου» είπε ο Νατ και χτύπησε καλόκαρδα τον Πλανκ στηνπλάτη. Τον ήξερε για χρόνια και τον είχε συνηθίσει. «Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά.» «Άκου», είπε ο Πλανκ χαμηλόφωνα ρίχνοντας ένα βλέμμα τριγύρω. «Είναι αλήθεια ότι θά 'ρθει και η κόρη του Λήο μαζί μας στο ταξίδι;» «Είναι.» «Αυτή η Μόλυ Ντοντόλντο πάντα φτιάχνει μπερδέματα - καταλαβαίνεις τι εννοώ; Μην κάνεις τον κουτό, Νατ. Δεν ξέρω σε τι στάδιο βρίσκονται αυτόν τον καιρό οι σχέσεις σου με την Μόλυ αλλά-» «Εσύ να ασχολείσαι με την ηχογράφηση του Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν», τον έκοψε ο Νατ. «Εντάξει, ότι πεις», ανασήκωσε τους ώμους ο Πλανκ. «Δική σου είναι η ζωή και η δουλειά και το συγκεκριμένο σχέδιο, Νατ. Εγώ δεν είμαι παρά ένας μισθωτός σκλάβος που κάνει ότι του λένε.» Πέρασε το νευρικό τρεμάμενο χέρι του μέσα από τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά του που άρχιζαν να αραιώνουν. «Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε;» Η Μόλυ είχε ήδη μπει στο ελικόπτερο. Καθόταν διαβάζοντας ένα βιβλίο και αγνοώντας τους και τους δύο. Φορούσε σορτς και μια ανοιχτόχρωμη βαμβακερή μπλούζα κι ο Νατ σκέφτηκε πόσο ακατάλληλο ήταν το ντύσιμό της για τα μουσκεμένα από την βροχή δάση όπου πήγαιναν. Ένα τόσο ριζικά διαφορετικό κλίμα. Αναρωτήθηκε αν είχε ξαναπάει προς τα βόρεια η Μόλυ. Η περιοχή Όρεγκον - Βόρεια Καλιφόρνια είχε χάσει πολύ από τον πληθυσμό της στη διάρκεια των συμπλοκών του 1980. Είχε σφυροκοπηθεί από τα κατευθυνόμενα βλήματα των Ερυθρών Κινέζων και φυσικά τα.νέφη της ραδιενεργούς σκόνης την είχαν Ο
42
PHILIP κ. DICK
σκεπάσει στην επόμενη δεκαετία. Άλλωστε ακόμη δεν είχαν διαλυθεί εντελώς. Το επίπεδό τους όμως είχε κριθεί από τους τεχνικούς της NASA εντός των ορίων ανοχής. Πυκνή βλάστηση, άγνωστες ποικιλίες φυτών που είχαν δημιουργηθεί αϊτό την ραδιενεργό σκόνη... το δάσος ήταν τώρα σχεδόν τροπικό, όπως ήξερε ο Νατ. Και η Βροχή δεν σταματούσε ποτέ. Συχνή και πυκνή πριν από το 1990, τώρα είχε γίνει καταρρακτώδης. «Έτοιμοι», είπε στον Τζιμ Πλανκ. Με ένα σβυστό πούρο Alta Camina σφηνωμένο ανάμεσα στα δόντια του, ο Πλανκ είπε. «Ξεκινάμε λοιπόν παρέα με το σκουληκάκι μας να ηχογραφήσουμε τον μεγαλύτερο κουλό πιανίστα του αιώνα μας. Έι, θυμήθηκα ένα ανέκδοτο Τζακ. Μια μέρα ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν πέφτει θύμα ενός δυστυχήματος δημέτ. Τον μαζεύουνε βαριά χτυπημένο, τον νοσηλεύουν κι όταν του βγάζουν τους επιδέσμους - του έχουν φυτρώσει χέρια.» Ο Πλανκ γέλασε μόνος του. «Κι έτσι δεν μπορεί να ξαναπαίξει.» . Χαμηλώνοντας το βιβλίο της η Μόλυ είπε παγερά.«Βλέπω ότι η πτήση διανθίζεται με ψυχαγωγικά τύπου Be.» Ο Πλανκ κοκκίνισε κι άρχισε μηχανικά να πασπατεύει τον ηχογραφικό του εξοπλισμό. «Συγνώμη, μις Ντοντόλντο», είπε, μα όχι μόνο δεν το εννοούσε αλλά ήταν έξω φρενών. ^ «Βάλε εμπρός το ελικόπτερο» είπε η Μόλυ και ξαναγύρισε στο βιβλίο της. Ήταν, όπως είδε ο Νατ ένα απαγορευμένο κείμενο ενός κοινωνιολόγου του εικοστού αιώνα, του Ράιτ Μιλς. Η Μόλυ Ντοντόλντο, σκέφτηκε, αν και δεν ήταν περισσότερο ββαπό τον ίδιον ή τον Τζιμ Πλανκ δεν φοβόταν να διαβάζει δημοσίως ένα βιβλίο απαγορευμένο στην τάξη τους. Αξιόλογη γυναίκα, από όλες τις απόψεις, είπε μέσα του με θαυμασμό. «Μην είσαι τόσο σκληρή, Μόλυ», της είπε φωναχτά. «Σιχαίνομαι το πνεύμα τύπου Be», είπε η Μόλυ χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από το βιβλίο. Το ελικόπτερο πήρε εμπρός. Πιλοτάροντάς το έμπειρα ο Τζιμ Πλανκ τους ανέβασε σύντομα στους αιθέρες. Τράβηξαν προς τον βορρά, πάνω από τον παράκτιο αυτοκινητόδρομο και την Ιμπίριαλ Βάλυ με τα ατέλειωτα μίλια των διασταυρούμενων καναλιών της να απλώνεται ως εκεί που έφθανε το μάτι. «Θα έχουμε άνετη πτήση», είπε ο Νατ στην Μόλυ. «Το βλέπω από τώρα.» «Δεν wvai ώρα να ποτίσεις το σκουλήκι σου;» μουρμούρισε η Μόλυ. «Ειλικρινά προτιμώ να με αφήσεις ήσυχη, αν δεν σε πειράζει.»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
43
«Τι ξέρεις για την προσωπική τραγωδία του Κογκρόζιαν;» την ρώτησε οΝατ. Η Μόλυ έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά είπε: «Έχει να κάνει με τα πυρηνικά κατάλοιπα της δεκαετίας του '90. Νομίζω πως αφορά τον γιο του. Αν και κανένας δεν ξέρει με βεβαιότητα. Δεν έχω καμιά εμπιστευτική πληροφορία πάνω σ' αυτό, Νατ. Λένε πάντως πως ο γιος του είναι τέρας.» Για μια φορά ακόμη ο Νατ ένιωσε να τον διαπερνά ένα ρίγος φόβου στην ιδέα της επίσκεψης στο σπίτι του Κογκρόζιαν. «Δεν είναι τόσο τρομερό», είπε η Μόλυ. «Στο κάτω-κάτω μεσολάβησαν πολλές ειδικές γεννήσεις εξ αιτίας των ραδιενεργών καταλοίπων της δεκαετίας του '90. Δεν τους βλέπεις να κυκλοφορούν τριγύρω μας; Εγώ ναι. Ίσως να προτιμάς να μην κοιτάζεις.» Τσάκισε την σελίδα του βιβλίου της και το έκλεισε. «Είναι το τίμημα που πληρώνουμε για τις κατά τα άλλα άσπιλες ζωές μας. Για τ' όνομα του Θεού, Νατ, εσύ κατάφερες να προσαρμοστείς σ' αυτό το πράγμα, αυτό το μαγνητόφωνο Ampek, που εγώ παθαίνω όταν το βλέπω να σαλεύει ολοζώντανο. Ίσως η παραμόρφωση του παιδιού να οφείλεται σε παράγοντες σχετικούς με τις Ψιονικές ικανότητες του πατέρα. Ίσως ο Κογκρόζιαν να θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο και όχι τα πυρηνικά κατάλοιπα. Ρώτησέ τον όταν τον δεις.» «Να τον ρωτήσω!» επανέλαβε σοκαρισμένος ο Νατ. «Βέβαια. Γιατί όχι;» «Τι φριχτή ιδέα!» είπε ο Νατ. Και όπως συχνά του είχε συμβεί στο παρελθόν στις σχέσεις του με την Μόλυ, βρήκε την συμπεριφορά της εξαιρετικά απότομη και επιθετική, σχεδόν ανδρική. Υπήρχε μια σκληρότητα μέσα της που δεν του άρεσε. Κι επιπλέον η Μόλυ ήταν υπερβολικά ψυχρή και διανοητική. Δεν διέθετε την προσωπική, συναισθηματική διάσταση του πατέρα της. «Γιατί θέλησες να έρθεις μαζί μας σ' αυτό το ταξίδι;» την ρώτησε. Σίγουρα όχι για ν' ακούσει τον Κογκρόζιαν να παίζει. Αυτό ήταν σαφές. Ίσως να είχε έρθει για το γιο, το παιδί με τα ειδικά προβλήματα. Κάτι τέτοια πράγματα τραβούσαν την Μόλυ. Ο Νατ ένιωσε αηδία. Δεν το έδειξε όμως και κατάφερε να της ανταποδώσει το χαμόγελο της. «Μου αρέσει ο Κογκρόζιαν», είπε ατάραχα η Μόλυ. «Θα είναι πολύ ευχάριστο να τον γνωρίσω προσωπικά και να τον ακούσω να παίζει.» «Εσύ η ίδια έχεις πει όμως», σχολίασε ο Νατ, «ότι αυτή την στιγμή δεν υπάρχει ζήτηση στην αγορά για Ψιονικές εκτελέσεις του Μπραμς και του Σούμαν.» «Δεν μπορείς, να ξεχωρίσεις την προσωπική σου ζωή από την δου-
44
PHILIP κ. DICK
λειά; To στυλ του Κογκρόζιαν ανταποκρίνεται στο προσωπικό μου γούστο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πιστεύω πως πουλάει. Ξέρεις Νατ, τα πήγαμε μάλλον καλά με όλα αυτά τα υπο-είδη της λαϊκής μουσικής τα τελευταία χρόνια. Η άποψή μου είναι ότι οι μουσικοί σαν τον Κογκρόζιαν όσο περιζήτητοι κι αν είναι στον Λευκό Οίκο, αποτελούν ζωντανούς αναχρονισμούς και πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα μην καταποντιστούμε μαζί τους οικονομικά.» Του χαμογέλασε περιμένοντας νωχελικά την αντίδρασή του «Θα σου πω και άλλον ένα λόγο που με έσπρωξε να έρθω. Θα έχουμε την ευκαιρία να μείνουμε αρκετές μέρες μαζί, εσύ κι εγώ, βασανίζοντας ο ένας τον άλλον. Εσύ κι εγώ μόνοι σ' ένα ταξίδι... μπορούμε να μείνουμε σε κάποιο μοτέλ στο Τζένερ. Το σκέφτηκες καθόλου αυτό;» Ο Νατ πήρε μια Βαθιά, τρεμάμενη ανάσα. Το χαμόγελό της πλάτυνε. Ήταν σχεδόν σαν να γελούσε μαζί του, σκέφτηκε. Η Μόλυ μπορούσε να τον παίξει, να τον χειριστεί όπως ήθελε. Αυτό ήταν γνωστό και στους δύο - και την διασκέδαζε. «Θέλεις να με παντρευτείς;» τον ρώτησε η Μόλυ. «Έχεις τίμιο σκοπό με την παλιά έννοια του εικοστού αιώνα;» «Εσύ;» ρώτησε ο Νατ. Η Μόλυ ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως να μου αρέσουν τα τέρατα. Μου αρέσεις εσύ, Νατ, εσύ και το σκουληκοειδές F-a2 μαγνητόφωνό σου που το ταΐζεις και το περιποιείσαι σαν να ήταν γυναίκα σου ή ζωάκι ή και τα δύο.» «Θα μπορούσα να κάνω το ίδιο και για σένα», είπε ο Νατ. Ξαφ\^κά ένιωσε την ματιά του Τζιμ Πλανκ να τον παρακολουθεί κι έστρεψε την προσοχή του στην γη που περνούσε από κάτω τους. Ήταν φανερό ότι τέτοιες συνομιλίες έβαζαν σε δύσκολη θέση τον Τζιμ. Μπορεί ο Πλανκ να ήταν ένας μηχανικός, άνθρωπος δηλαδή που δούλευε με το σώμα του ένας απλός Be όπως τον είχε αποκαλέσει η Μόλυ, αλλά ήταν ένας καλός άνθρωπος. Τέτοιου είδους διαξιφισμοί τον τάραζαν. Όσο κι εμένα, σκέφτηκε ο Νατ. Ο μόνος που τους απολαμβάνει είναι η Μόλυ. Και δεν προσποιείται, το γλεντάει πραγματικά. Η άουτομπαν κούραζε τον Τσικ Στράικροκ με τα τηλεκατευθυνόμενα αυτοκίνητα και τις ρόδες τους να γλιστρούν μαζικά και ακατάπαυστα πάνω σε αθέατους διαδρόμους. Κλεισμένος μέσα στο αυτοκίνητό του αισθανόταν σαν να συμμετείχε σ' ένα τελετουργικό μαύρης μαγείας σαν αυτός και οι άλλοι ταξιδιώτες να είχαν εναποθέσει τις τύχες τους σε μια δύναμη που προτιμούσαν να αγνοούν. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια απλή ομοιοστατική ακτίνα που χάραζε την πορεία της
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
45
παίρνοντας συνεχείς μετρήσεις από τις θέσεις των άλλων αυτοκινήτων και από τα τοιχώματα-οδηγούς του ίδιου του δρόμου. Αυτό όμως δεν άλλαζε τα συναισθήματά του. Ο Τσικ καθόταν στο αυτοκίνητό του διαβάζοντας τους πρωινούς Times της Νέας Υόρκης. Κρατούσε την προσοχή του στραμμένη στην εφημερίδα αντί για το ομοιόμορφο, ατέλειωτα μονότονο τοπίο που τον περιέβαλλε, διαβάζοντας συγκεκριμένα ένα άρθρο που μιλούσε για την ανακάλυψη μονοκύτταρων απολιθωμάτων στον Γανυμήδη. Αρχαίος πολιτισμός, είπε μέσα του ο Τσικ. Όπου νά 'ναι θα ξεθαφτεί το επόμενο στρώμα από τους αυτόματους εκσκαφείς που λειτουργούν μέσα στο στερημένο από ατμόσφαιρα και σχεδόν αβαρές κενό του μέσου διαστήματος, πάνω στα φεγγάρια των μεγάλων πλανητών. Μας κλέβουν, συμπέρανε. Το πιο κάτω στρώμα θα περιέχει περιοδικά κόμικς, αντισυλληπτικά και άδεια μπουκάλια Κόκα-Κόλας. Αλλά δεν θα μας το πουν οι υπεύθυνοι. Ποιος θέλει να ξέρει ότι ολόκληρο το ηλιακό σύστημα έχει εκτεθεί στην Κόκα-Κόλα για ένα διάστημα δύο εκατομμυρίων χρόνων; Όσο για τον ίδιο, τού ήταν αδύνατο να φανταστεί έναν πολιτισμό - οποιασδήποτε μορφής ζωής - που να μην έχει ανακαλύψει την Κόκα-Κόλα. Αλλιώς πώς θα μπορούσε να ονομαστεί επαξίως «πολιτισμός»; Αφήνω την πικρία μου να με παρασύρει, όμως, σκέφτηκε ο Τσικ. Δεν θα αρέσει στον Μώρυ αυτό. Καλύτερα να συγκρατηθώ πριν φθάσω εκεί. Είναι κακό για τη δουλειά. Κι η δουλειά πάει πάντα πρώτη. Αυτό είναι το σύνθημα της ημέρας - αν όχι ολόκληρου του αιώνα. Στο κάτω-κάτω αυτό είναι που με διακρίνει από τον μικρό μου αδελφό: η ικανότητά μου να αντιμετωπίζω τα βασικά πράγματα και να μην χάνομαι σ' ένα δαίδαλο εξωτερικών τελετουργικών. Αν μπορούσε ο Βινς να το κάνει αυτό - τότε θα ήταν εγώ. Και τότε θα ξανάπαιρνε ίσως την γυναίκα του. Και θα ήταν ενήμερος για το σχέδιο του Μώρυ Φραουεντσίμερ όπως το εξέθεσε ο Μώρυ στον ίδιο τον Σε φον Λέσιγκερ στην διάρκεια ενός συνεδρίου κατασκευαστών ερζάτς το 2023 στην Νέα Υόρκη, το σχέδιο να χρησιμοποιήσουν τα πειράματα ταξιδιού μέσα στο χρόνο του φον Λέσιγκερ για να στείλουν έναν ψυχίατρο στο 1925 να γιατρέψει τον Φύρερ Χίτλερ από την παράνοιά του. Στην πραγματικότητα ο φον Λέσιγκερ είχε κάνει όπως φαίνεται κάποια απόπειρα προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά οι Ge κράτησαν τα αποτελέσματα για τον εαυτό τους - φυσικά. Οι Ge ξέρουν πάντα πολύ καλά πώς να προστατεύουν την προνομιακή τους θέση, σκέφτηκε ο Τσικ. Και τώρα ο φον Λέσιγκερ είχε πεθάνει. Ένα τσιτσίρισμα ακούστηκε κάπου δεξιά τους. Μια διαφήμιση, φτιαγμένη από την εταιρεία του Θεόδωρου Νιτς, την χειρότερη από όλες, εί-
46
PHILIP κ. DICK
χε γαντζωθεί στο αυτοκίνητο του. «Ξεκόλλα» την προειδοποίησε. Εκείνη όμως που είχε πιαστεί γερά άρχισε να σέρνεται, κόντρα στον άνεμο, προς την χαραμάδα της πόρτας. Σε λίγο θα χωνόταν μέσα και θα άρχιζε να τον ψέλνει με τον γνωστό ύπουλο και φθηνιάρικο τρόπο όλων των διαφημίσεων Νιτς. Βέβαια θα μπορούσε να την σκοτώσει μόλις χωνόταν στην χαραμάδα. Ήταν ζωντανή και πέθαινε εύκολα. Οι διαφημιστικές εταιρείες, γεννούσαν σαν την φύση, και σκόρπαγαν ατέλειωτες ορδές από δαύτες. Η διαφήμιση σε μέγεθος μύγας, αρχίζει να βουίζει το μήνυμά της αμέσως μόλις κατάφερε να χωθεί. «Πέστε την αλήθεια! Ποτέ δεν σκεφτήκατε: βάζω στοίχημα ότι με βλέπουν όλοι αυτή την στιγμή μέσα στο εστιατόριο; Αναρωτιέστε πώς θα αποφύγετε να συγκεντρώνετε πάνω σας τα βλέματα, ιδιαίτερα εάν -» Ο Τσικ την έλυωσε με το πόδι του. Η κάρτα πληροφορούσε την Νικόλ Τιμποντώ ότι ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ είχε φθάσει στον Λευκό Οίκο και την περίμενε στην Αίθουσα των Καμελιών. Ο Εμίλ Σταρκ ήταν λεπτός, ψηλός και πάντοτε ενημερωμένος με το πιο πρόσφατο εβραϊκό ανέκδοτο («Μια μέρα ο Θεός συνάντησε τον Ιησού κι ο Ιησούς φορούσε - » ή όπως αλλιώς άρχιζε η ιστορία, δεν μπορούσε να θυμηθεί η Νικόλ - νύσταζε πολύ.) Όπως και νά 'ναι πάντως σήμερα θα του έλεγε εκείνη ένα ανέκδοτο. Η Επιτροπή Γουόλφ είχε παραδόσει την έκθεσή της. Φορώντας την ρόμπα και τις παντόφλες της, ήπιε τον καφέ της, διάβασε τους πρωινούς Times και μετά κάνοντας πέρα την εφημερίδα πήρε στα χέρια της το έγγραφο που της είχε φέρει η Επιτροπή Γουόλφ. Ποιον είχαν επιλέξει; Τον Χέρμαν Γκαίριγκ. Η Νικόλ φυλλομέτρησε το κείμενο κι ευχήθηκε να μπορούσε να απολύσει τον Στρατηγό Γουόλφ. Οι γαλονάδες ήταν εκείνοι που επέλεξαν τον εκπρόσωπο της εποχής της Βαρβαρότητας με τον οποίο θα διαπραγματεύονταν. Αυτό το ήξερε η Νικόλ αλλά οι αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον είχαν συμφωνήσει να ακολουθήσουν την υπόδειξη του Στρατηγού Γουόλφ χωρίς να έχουν καταλάβει με πόσο στενόμυαλο καραβανά είχαν να κάνουν. Αυτό έδειχνε την αυξανόμενη επιρροή του ΓΕΣ ακόμη σε καθαρά πολιτικούς τομείς. Η Νικόλ κάλεσε την γραμματέα της, την Λήοντορ. «Πες στον Εμίλ Σταρκ να περάσει.» Γιατί να το καθυστερεί. Άλλωστε αυτό μάλλον θα ικανοποιούσε τον Σταρκ. Όπως και τόσοι άλλοι, ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ σίγουρα φανταζόταν ότι ο Γκαίριγκ δεν ήταν παρά ένας καραγκιόζης. Η Νικόλ γέλασε ξανά. Αν πίστευαν κάτι τέτοιο αυτό σήμαινε ότι
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
47
δεν είχαν διαβάσει τα πρακτικά της Δίκης Εγκλημάτων Πολέμου του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. «Κυρία Τιμποντώ», είπε χαμογελώντας καθώς έμπαινε ο Σταρκ. «Είναι ο Γκαίριγκ», είπε η Νικόλ. «Φυσικά», είπε ο Σταρκ συνεχίζοντας να χαμογελά. «Ηλίθιε βλάκα», του είπε η Νικόλ. «Είναι πιο πονηρός από όλους μας - δεν το ξέρετε αυτό; Αν προσπαθήσουμε να τα βρούμε μαζί του -» «Προς το τέλος του πολέμου ο Γκαίριγκ έπεσε δε δυσμένεια», είπε ατάραχα ο Σταρκ ενώ καθόταν απέναντι της στο τραπέζι. «Θεωρήθηκε υπόλογος για την κατάρρευση της στρατιωτικής επιχείρησης ενώ οι άνθρωποι της Γκεστάπο κι όσοι περιτριγύριζαν τον Χίτλερ αποκτούσαν όλο και πιο πολύ δύναμη: ο Μπόρμαν, ο Χίμλερ και ο Άιχμαν, οι μελανοχίτωνες. Ο Γκαίριγκ σύντομα θα καταλάβαινε - κατάλαβε - τι σήμαινε η στρατιωτική ήττα για το κομματικό επίπεδο.» Η Νικόλ έμεινε σιωπηλή. Ένιωθε εκνευρισμένη. «Σας ενοχλεί αυτή η υπόθεση;» ρώτησε μαλακά ο Σταρκ. «Ξέρω, κι εγώ δυσκολεύομαι. Αλλά η πρόταση που θα κάνουμε στον Reichsmarschall είναι απλή, δεν είναι; Μπορεί να συνοψιστεί μέσα σε μια απλή φράση κι αυτός θα την καταλάβει.» «Α ναι», συμφώνησε εκείνη. «Ο Γκαίριγκ θα καταλάβει. Θα καταλάβει όμως ακόμη πως αν την απορρίψει εμείς θα συμβιβαστούμε με λιγότερα και μετά με ακόμη λιγότερα, ώσπου στο τέλος -»Σταμάτησε. «Ναι η ιστορία αυτή με ενοχλεί. Νομίζω ότι ο φον Λέσιγκερ είχε δίκιο στην τελευταία του προτροπή: μην πλησιάζετε το Τρίτο Ράιχ. Όταν ανακατευτείς με ψυχωτικούς σε τραβούν μέσα στην αρρώστεια τους. Γίνεσαι κι ο ίδιος ψυχασθενής.» «Έξη εκατομμύρια εβραϊκές ψυχές περιμένουν να σωθούν, κ. Τιμποντώ», είπε απλά ο Σταρκ. «Εντάξει!» είπε η Νικόλ μ' έναν αναστεναγμό. Του έριξε ένα αγριεμένο, βλέμμα αλλά ο πρωθυπουργός του Ισραήλ της το ανταπέδοσε. Δεν την φοβόταν. Δεν συνήθιζε να υποχωρεί μπροστά σε κανένα. Είχε περάσει πολλά πριν βρεθεί σ' αυτή την θέση και ποτέ δεν θα το πετύχαινε αν δεν ήταν φτιαγμένος όπως ήταν. Η θέση αυτή δεν χωρούσε δειλούς ανθρώπους. Το Ισραήλ ήταν - πάντοτε - ένα μικρό έθνος, ανάμεσα σε μεγάλα μπλοκ που οποιαδήποτε στιγμή ήταν σε θέση να το συνθλίψουν. Ένα αδιόρατο χαμόγελο χάραξε στα χείλη του. Ή μήπως έτσι νόμισε, η Νικόλ. Η οργή της μεγάλωσε. Αισθάνθηκε ανίσχυρη. «Δεν είναι ανάγκη να το κλείσουμε τώρα το ζήτημα», είπε μετά ο Σταρκ. «Είμαι βέβαιος ότι έχετε πολλά άλλα θέματα στο μυαλό σας, κ. Τιμποντώ. Την οργάνωση της βραδινής Ψυχαγωγίας στον Λευκό Οίκο,
48
PHILIP κ. DICK
ίσως, για την οποία έλαβα ήδη πρόσκληση, όπως σίγουρα το ξέρετε», είπε ο Σταρκ χτυπώντας την τσέπη του σακακιού του. «Μας περιμένει μια ολόκληρη παρέλαση ταλέντων, έτσι δεν είναι; Άλλωστε πάντοτε έτσι είναι.» Η φωνή του ήταν χαμηλή, μαλακή, καταπραϋντική. «Μπορώ να καπνίσω;» Έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή πλακέ χρυσή τσιγαροθήκη, από την οποία πήρε ένα πούρο. «Πρώτη φορά τα δοκιμάζω αυτά. Φιλιππινέζικα πούρα φτιαγμένα από φύλλα καπνού ποικιλίας Ιζαμπέλα. Χειροποίητα βέβαια.» «Μπορείτε», είπε κατσουφιασμένα η Νικόλ. «Καπνίζει ο χερ Καλμπφλάις;» ρώτησε ο Σταρκ. «Όχι», απάντησε η Νικόλ. «Ούτε οι μουσικές σας βραδιές του αρέσουν, φαντάζομαι. Αυτό είναι κακό σημάδι. Θυμηθείτε τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ. Κάπου λέει "Τον θεωρώ ύποπτο γιατί είναι άμουσος" ή κάτι τέτοιο. Το θυμόσαστε: "γιατί είναι άμουσος". Ταιριάζει αυτό και στον σημερινό ντερ Άλτε; Δεν τον έχω γνωρίσει δυστυχώς. Όπως και να είναι πάντως η επαφή μαζί σας είναι ιδιαίτερα ευχάριστη, κ. Τιμποντώ, πιστέψτε με.» Τα μάτια του Εμίλ Σταρκ ήταν γκρίζα, εξαιρετικά λαμπερά. «Ευχαριστώ», αναστέναξε η Νικόλ ευχόμενη από μέσα της να τον δει να φεύγει. Αισθανόταν ότι κυριαρχούσε απόλυτα πάνω στην συνομιλία τους κι αυτό την έκανε ανήσυχη και νευρική. «Ξέρετε», συνέχισε ο Σταρκ, «είναι πολύ δύσκολο για μας - για μας τους Ισραηλινούς - να διαπραγματευόμαστε με τους Γερμανούς. Σίγουρα θα δυσκολευόμουνα πολύ με τον Χερ Καλμπφλάις.» Φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου του κάνοντας την Νικόλ να σουφρώσει την μύτη της ενοχλημένη. «Μοιάζει με τον πρώτο ντερ Άλτε, τον χερ Αντενάουερ, - αυτή την εντύπωση σχημάτισα τουλάχιστον από τις κασέτες ιστορίας που μου έδειξαν στο σχολείο όταν ήμουνα παιδί. Έχει ενδιαφέρον να διαπιστώνει κανείς ότι κυβέρνησε πολύ περισσότερο χρόνο απ' όσο κράτησε ολόκληρη η περίοδος του Τρίτου Ράιχ... η οποία βέβαια προοριζόταν να διαρκέσει χίλια χρόνια.» «Ναι», είπε άχρωμα η Νικόλ. «Και ίσως, αν το βοηθήσουμε μέσω του συστήματος του φον Λέσιγκερ να του δόσουμε αυτήν την δυνατότητα.» «Το πιστεύετε αυτό πραγματικά; Και παρ' όλα αυτά είστε ακόμη διατεθειμένος να-» «Νομίζω», είπε ο Εμίλ Σταρκ, «πως αν το Τρίτο Ράιχπάρειτα όπλα που χρειάζεται θα επιζήσει της νίκης του κατά πέντε χρόνια ίσως - πιθανότατα ούτε και αυτά. Είναι καταδικασμένο να σβύσειαπό την ίδια του την φύση. Δεν υπάρχει στο Ναζιστικό Κόμμα κανένας απολύτως μηχανι-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
49
σμός που να μπορεί να προμηθεύσει τον διάδοχο του Φύρερ. Η Γερμανία θα διασπαατεί, θα γίνει ένα συνοθήλευμα μικρών, φιλοπόλεμων κρατιδίων που θα τσακώνονται μεταξύ τους όπως πριν από τον Μπίσμαρκ. Η κυβέρνηση μου είναι απολύτως πεπεισμένη γι' αυτό, κ. Τιμποντώ. Θυμηθείτε τα λόγια με τα οποία παρουσίασε ο Ες τον Χίτλερ σε μία από τις μεγάλες κομματικές συγκεντρώσεις. "Hitler ist Deutschland" "Ο Χίτλερ είναι η Γερμανία". Είχε απόλυτο δίκιο σ' αυτό. Έτσι λοιπόν μετά τον Χίτλερ τι; Το χάος. Και ο Χίτλερ το γνώριζε πολύ καλά. Στην πραγματικότητα είναι πιθανόν να οδήγησε σκόπιμα ο Χίτλερ τον λαό του στην ήττα. Αλλά εδώ έχουμε μια μάλλον περιπεπλεγμένη ψυχαναλυτική θεωρία. Εγώ προσωπικά την θεωρώ υπερβολικά μπαρόκ για να την πιστέψω.» Η Νικόλ είπε σκεπτικά: «Εάν ο Χέρμαν Γκαίριγκ μεταφερθεί εκτός της εποχής του, εδώ σε μας, θέλετε να τον δείτε και να συμμετέχετε στην συζήτηση;» «Ναι», είπε ο Σταρκ. «Στην πραγματικότητα το απαιτώ.» «Το απαιτείτεί» είπε η Νικόλ κοιτάζοντάς τον έκπληκτη. Ο Σταρκ έγνεψε καταφατικά. «Φαντάζομαι», είπε η Νικόλ, «ότι το λέτε αυτό επειδή θεωρείτε τον εαυτό σας εκπρόσωπο του απανταχού εβραϊκού στοιχείου, ή κάποιας ανάλογης μυστικιστικής οντότητας.» «Επειδή», απάντησε ο Σταρκ, «είμαι αξιωματούχος του κράτους του Ισραήλ, και μάλιστα ο υψηλότερος αξιωματούχος του.» Μετά έμεινε σιωπηλός. «Είναι αλήθεια», ρώτησε η Νικόλ «ότι το κράτος σας ετοιμάζεται να στείλει ένα εξερευνητικό όχημα στον Άρη;» «Όχι εξερευνητικό όχημα», είπε ο Σταρκ. «Μεταφορικό. Μια από αυτές τις μέρες θα εγκαταστήσουμε εκεί το πρώτο μας κιμπούτζ. Ο Άρης είναι κατά κάποιον τρόπο μια γιγαντιαία Νεγκέβ. Μια μέρα θα φυτρώσουν κι εκεί πορτοκαλιές.» «Τυχεροί άνθρωποι», είπε ανάμεσα στα δόντια της η Νικόλ. «Πώς είπατε;» ρώτησε ο Σταρκ βάζοντας το χέρι πίσω από το αυτί του. Δεν είχε ακούσει. «Είστε τυχεροί. Έχετε όνειρα. Εμείς στις ΗΠΕΑ τι έχουμε-», έμεινε λίγο σκεπτική. «Έχουμε νόρμες. Στάνταρντ. Πολύ γήινα πράγματα, και δεν το λέω σαν λογοπαίγνιο σχετικά με τα διαστημικά ταξίδια. Να πάρει η οργή Σταρκ - με αναστατώνετε. Και δεν ξέρω γιατί.» «Θά 'πρεπε να επισκεφθείτε το Ισραήλ», είπε ο Σταρκ. «Θα σας ενδιέφερε. Για παράδειγμα-» «Για παράδειγμα θα μπορούσα να προσηλυτιστώ» είπε η Νικόλ. «Ν'
50
PHILIP κ. DICK
αλλάξω το όνομά μου και να το κάνω Ρεβέκα. Ακούστε, Σταρκ, τα είπαμε για αρκετή ώρα. Αυτή η ιστορία της Έκθεσης Γουόλφ δεν μου αρέσειτην βρίσκω επικίνδυνη, αυτήν την ιδέα της παρέμβασης σε μεγάλη κλίμακα στο παρελθόν ακόμη κι αν σημαίνει την σωτηρία οκτώ ή δέκα εκατομμυρίων αθώων ψυχών. Δείτε τι συνέβη όταν προσπαθήσαμε να στείλουμε δολοφόνους να σκοτώσουν τον Αδόλφο Χίτλερ στα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Κάτι ή κάποιος βρίσκονταν πάντα να μας χαλάει τα σχέδια, και δοκιμάσαμε εφτά φορές! Το ξέρω-είμαι πεπεισμένη - ότι ήταν πράκτορες από το μέλλον, από την δική μας εποχή ή και από κατοπινά χρόνια. Αν μπορεί ένας να παίξει με το σύστημα φον Λέσιγκερ μπορούν και δύο. Η βόμβα στην μπυραρία, η βόμβα στο αεροπλάνο -» «Αυτή η απόπειρα όμως», είπε ο Σταρκ, «θα ενθουσιάσεπα νεο-ναζιστικά στοιχεία. Θα είναι πρόθυμα να συνεργαστούν.» «Και μου το λέτε αυτό για να με καθησυχάσετε;» είπε σκυθρωπά η Νικόλ. «Εσείς περισσότερο από τον καθένα θα πρέπει να διακρίνετε πόσα δεινά προμηνύει μια τέτοια ιστορία.» Ο Σταρκ έμεινε σιωπηλός για λίγο. Κάπνιζε το χειροποίητο φιλιππινέζικο πούρο του και την κοίταζε με πρόσωπο σκοτεινό. «Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να αποσυρθώ, κ. Τιμποντώ. Ίσως έχετε δίκιο. Θα ήθελα να το σκεφθώ αυτό περισσότερο και να συσκεφθώ με τα άλλα μέλη του επιτελείου μου. Θα ιδωθούμε και πάλι την μουσική βραδιά, εδώ στον Λευκό Οίκο. Τι θα έχουμε, Μπαχ ή Χέντελ; Και οι δύο συνθέτες μου αρέσουν.» «Θα οργανώσουμε μια εξ ολοκλήρου ισραηλητική βραδιά, μόνο για χάρη σας», είπε η Νικόλ. «Μέντελσον, Μάλερ, Μπλοχ, Κόπλαντ. Εντάξει;» Χαμογέλασε και ο Εμίλ Σταρκ της ανταπέδοσε το χαμόγελό της. «Μπορώ να πάρω ένα αντίγραφο της έκθεσης του Στρατηγού Γουόλφ;» ρώτησε ο Σταρκ. «Όχι» του απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Είναι Geheimnis - αυστηρώς απόρρητη.» Ο Σταρκ ανασήκωσε το ένα φρύδι του. Κι έπαψε να χαμογελάει. «Ούτε ο Καλμπφλάις δεν πρόκειται να την δει», είπε η Νικόλ. Δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει ούτε πόντο, σ' αυτό και ο Εμίλ Σταρκ ήταν σε θέση να το αντιληφθεί. Στο κάτω-κάτω ο άνθρωπος ήταν εξ επαγγέλματος οξυδερκής. Πλησίασε στο γραφείο της και κάθησε. Περιμένοντας να τον δει να αποχωρεί, προσδοκώντας το μάλιστα, άρχισε να εξετάζει ένα φάκελο με περιληπτικές περιγραφές που είχε ετοιμάσει γι' αυτήν η γραμματεύς της, η Λήσνορ. Ήταν πολύ βαρετές - ή έτσι της φάνηκαν; Διάβασε ακόμη μια φορά το πάνω φύλλο, πιο προσεκτικά. Την πληροφορούσε ότι η κυνηγός ταλέντων του Λευκού Οίκου, η
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
51
Τζάνετ Ρέημερ, δεν μπόρεσε τελικά να εξασφαλίσει την παρουσία για απόψε του μεγάλου αλλά τρομερά νευρωτικού πιανίστα Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν, γιατί ο Κογκρόζιαν είχε αναχωρήσει αιφνίδια από το σπίτι του στο Τζένερ και είχε κλειστεί εθελοντικά σε κλινική για θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Υποτίθεται πως αυτό έπρεπε να κρατηθεί μυστικό. Να πάρει, σκέφθηκε νευριασμένη η Νικόλ. Πάει η βραδιά. Καλύτερα να πέσω για ύπνο μετά το φαγητό. Γιατί ο Κογκρόζιαν δεν ήταν μόνον ο διασημότερος ερμηνευτής του Μπραμς και του Σοπέν αλλά διέθετε κι ένα τρομερά λαμπερό και εκκεντρικό πνεύμα. Ο Εμίλ Σταρκ συνέχισε να ρουφάει το πούρο του, κοιτάζοντάς την με περιέργεια. «Σας λέει τίποτε το όνομα Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν;» τον ρώτησε η Νικόλ, σηκώνοντας τα μάτια. «Βεβαίως. Για ορισμένους Ρομαντικούς συνθέτες -» «Είναι άρρωστος ξανά. Ψυχικά άρρωστος. Για εκατοστή φορά. Ή μήπως δεν το ξέρατε; Δεν είχατε ακούσει τις φήμες;» Πέταξε θυμωμένα μακριά της το φύλλο του χαρτιού που έπεσε στο πάτωμα. «Μερικές φορές εύχομαι να αυτοκτονήσει ή να πεθάνει από διάτρηση εντέρου ή όποια άλλη αρρώστια τον βασανίζει πραγματικά. Αυτή την εβδομάδα κατά προτίμηση.» «Ο Κογκρόζιαν είναι μεγάλος καλλιτέχνης», είπε γνέφοντας ο Σταρκ. «Καταλαβαίνω την ανησυχία σας. Και σε τέτοιους χαοτικούς καιρούς όπου στοιχεία σαν τα Τέκνα του Ιώβ παρελαύνουν στους δρόμους, και όλη αυτή την χυδαιότητα και την μετριότητα που σηκώνει σιγά-σιγά κεφάλι και προσπαθεί να εδραιωθεί-» «Αυτά τα υποκείμενα», είπε ήρεμα η Νικόλ, «γρήγορα θα πάψουν να μας απασχολούν. Στρέψτε αλλού την ανησυχία σας.» «Πιστεύετε λοιπόν ότι γνωρίζετε πλήρως την κατάσταση. Και ότι την ελέγχετε απόλυτα.» Ο Σταρκ επέτρεψε στον εαυτό του μια φευγαλέα γκριμάτσα σαρκασμού. «Ο Μπέρτολντ Γκολτς η πιο τυπική περίπτωση ανθρώπου Be. Είναι Εκτός, Πληνκα[ Be. Τα τρία μαζί. Είναι μία φάρσα. Ένας κλόουν.» «Σαν τον Γκαίριγκ μήπως;» Η Νικόλ δεν απάντησε. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν όμως. Ο Σταρκ το είδε αυτό, είδε την ξαφνική σκιά της αμφιβολίας. Ένας μορφασμός σχεδιάστηκε πάλι στο πρόσωπό του, αυτή τη φορά αθέλητος. Ήταν ένας μορφασμός ανησυχίας. Η Νικόλ ανατρίχιασε.
Σ
το μικρό κτίριο που βρισκόταν στο πίσω μέρος της Μάντρας Ελαφρών Σκαφών No 3, ο Αλ Μίλερ καθόταν με τα πόδια πάνω στο γραφείο καπνίζοντας ένα πούρο Upmann και παρακολουθώντας τους περαστικούς, τά πεζοδρόμια, τους ανθρώπους και τα μαγαζιά του κεντρικού Ρήνο της Νεβάδα. Πέρα από τα αστραφτερά καινούρια σαραβαλάκια που καμάρωναν παρκαρισμένα και στολισμένα με σημαιάκια και κορδέλες, διέκρινε την μορφή που περίμενε κρυμμένη πίσω από την μεγάλη ταμπέλα με το όνομα ΛΟΥΝΥ ΑΟΥΚ. Δεν ήταν ο μόνος που διέκρινε την μορφή. Ένας άνδρας και μια γυναίκα πρόβαλαν στο πεζοδρόμιο μ' ένα μικρό αγοράκι να τρέχει μπροστά. Το παιδάκι έβγαλε μια χαρούμενη κραυγή κι άρχισε να χοροπηδά φωνάζοντας ενθουσιασμένο. «Μπαμπά κοίτα, κοίτα! Ξέρεις τι είναι; Ένα παπούΜ.» «Μα την πίστη μου», είπε με πλατύ χαμόγελο ο άνδρας, «έχεις δίκιο. Κοίτα Μάριον, ένα από αυτά τα αριανά πλασματάκια κρύβεται κάτω από την ταμπέλα. Πάμε να του μιλήσουμε;» Τράβηξε προς το μέρος του μαζί με το παιδί. Η γυναίκα ωστόσο συνέχισε να περπατά στο πεζοδρόμιο. «Έλα μαμά», την παρακίνησε το παιδί. Από το γραφείο του ο Αλ Μίλερ άγγιξε ανάλαφρα τα κουμπιά του μηχανισμού που φορούσε μέσα απ' το πουκάμισό του. Το παπούλα βγήκε κάτω από την ταμπέλα με το ΛΟΥΝΥ ΛΟΥΚ και ο Αλ το έκανε να τρέξει παραπατώντας με τα έξη κοντόχονδρα ποδαράκια του προς το πεζοδρόμιο, με το στρογγυλό αστείο καπέλο του να γλιστράει πάνω στην μια κεραία του, και τα μάτια του να αλληθωρίζουν αριστερά και δεξιά καθώς διέκρινε την γυναίκα. Όταν ο αυτοματισμός συγχρονίσθηκε, το παπούλα άρχισε να την ακολουθεί προς μεγάλη χαρά του μικρού και του πατέρα του. «Κοίτα, μπαμπά, έχει πάρει την μαμά από πίσω! Μαμά, μαμά, γύρνα να το δεις!» Η γυναίκα γύρισε πίσω της, είδε το δισκοειδές πλάσμα με το πορτοκαλί, σαν εντόμου, σώμα κι έσκασε στα γέλια. Όλοι το συμπαθούν το παπούλα, είπε μέσα του ο Αλ. Τρέξτε να δείτε το αστείο αριανό παπούλα. Μίλα, παπούλα. Πες γειά σου στην καλή κυρία που γελάει μαζί σου. Οι σκέψεις του παπούλα που απευθύνονταν στην γυναίκα, έφθασαν
54
PHILIP κ. DICK
και στο μυαλό του Αλ. Την χαιρετούσε της έλεγε πόσο χαιρόταν που την έβλεπε, και την καλόπιανε ώσπου την έκανε να γυρίσει πίσω κοντά στον άνδρα και το παιδί της. Τώρα στέκονταν και οι τρεις μαζί και δέχονταν τα νοητικά κύματα που εξέπεμπε το αριανό πλάσμα που είχε έρθει στη Γη χωρίς εχθρικές προθέσεις, χωρίς την ικανότητα να προκαλέσει κακό. Το παπούλα τους αγαπούσε όπως το αγαπούσαν κι εκείνοι. Αυτό ακριβώς τους έλεγε τώρα - τους μετέφερε την ευγένεια, την ζεστή φιλοξενία που χαρακτήριζε τον πλανήτη του. Τι καταπληκτικός τόπος ο Άρης, πρέπει να σκέφτονταν ο άνδρας και η γυναίκα, καθώς το παπούλα τούς μετέδιδε τις αναμνήσεις και την ματιά τους. Καμιά σχέση με την ψυχρή, σχιζοφρενική γήινη κοινωνία. Εκεί δεν κατασκοπεύει ο ένας τον άλλον, κανείς δεν βαθμολογεί τα ατέλειωτα θρησκόλ τεστ σου, ούτε πηγαίνει κάθε εβδομάδα να καταδίδει τις κινήσεις σου στην Επιτροπή Ασφαλείας του κτιρίου. Για σκεφθείτε το λιγάκι, τους έλεγε το παπούλα καθώς έμεναν καρφωμένοι στο πεζοδρόμιο, ανίκανοι να ξεκολλήσουν. Εκεί δεν θα έχετε κανέναν πάνω από το κεφάλι σας, θα είστε ελεύθεροι να καλλιεργήσετε την γη σας, να πιστεύετε στις δικές σας ιδέες, να γίνετε ο εαυτός σας. Δείτε πώς έχετε καταντήσει εδώ, φοβόσαστε ακόμη και να καθήσετε να με ακούσετε. Φοβόσαστε«Πάμε... πάμε να φύγουμε καλύτερα», είπε με ταραγμένη φωνή ο άνδρας. «Ω, όχι», είπε παρακλητικά το παιδί. «Θέλω να πω, πότε θα ξανάχουμε την τύχη να κουβεντιάσουμε με παπούλα; Θα πρέπει να ανήκει σ' αυτή την μάντρα με τα σκάφη.» Το παιδί έδειξε μέσα και ο Αλ βρέθηκε αντιμέτωπος με το εξεταστικό, διεισδυτικό βλέμμα του άνδρα. «Τώρα μάλιστα, κατάλαβα» είπε ο άνδρας. «Το έφεραν εδώ για να πουλήσουν τα σαραβαλάκια τους. Ήδη έχει αρχίσειτη δουλειά του, μας γλυκαίνει.» Ο ενθουσιασμός έσβυσε μονομιάς από το πρόσωπό του. «Ο τύπος που κάθεται μέσα το καθοδηγεί.» Κι όμως σκέφτηκε το παπούλα, αυτά που σου λέω είναι αλήθεια. Ακόμη κι αν αποτελούν διαφημιστικά επιχειρήματα. Μπορείς να πας στον Άρη όποτε θέλεις. Η οικογένειά σου κι εσύ μπορείτε να τα δείτε όλα με τα ίδια σας τα μάτια - αν έχεις το κουράγιο να τα τινάξεις όλα στον αέρα και να αποδεσμευθείς. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Έχεις τα κότσια; Αγόρασε ένα σκάφος από τον Λούνυ Λουκ. Αγόρασέ το τώρα που μπορείς γιατί ξέρεις ότι κάποια μέρα, που ίσως δεν απέχει πολύ, η ΚΑ θα λάβει μέτρα. Και τότε τέλος οι μάντρες. Καμία χαραμάδα διαφυγής από την αυταρχική κοινωνία από την οποία μπορούν ακόμη να δραπετεύσουν μερικοί - οι λίγοι τυχεροί.
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
55
Παίζοντας με τα κουμπιά στη μέση του ο Αλ ανέβασε τον τόνο. Η ψυχική δύναμη του παπούλα εντάθηκε, ελκύοντας ακαταμάχητα τον άνδρα, κυριαρχώντας στη θέλησή του. Πρέπει να αγοράσεις ένα σαραβαλάκι, τον παρακίνησε. Ευκολίες πληρωμής, εξασφαλισμένο σέρβις, ποικιλία μοντέλων. Κάντο τώρα, μην καθυστερείς. Ο άνδρας έκανε ένα βήμα προς το πάρκιγκ. Βιάσου, του είπε το παπούλα. Μπορεί όπου νά 'ναι οι αρχές να κλείσουν την μάντρα και να χάσεις την ευκαιρία σου για πάντα. «Αυτό - αυτό είναι το κόλπο τους», είπε με δυσκολία ο άνδρας. «Το ζώο τυλίγει τον κόσμο. Τον υπνωτίζει. Πρέπει να φύγουμε.» Δεν έφυγε όμως. Ήταν πολύ αργά. Τώρα πια δεν μπορούσε παρά να αγοράσει ένα σκάφος και ο Αλ από το γραφείο του τον τραβούσε μέσα με το τηλεχειριστήριό του. Ο Αλ σηκώθηκε χωρίς να βιάζεται. Ώρα να βγει έξω, να κλείσει την συμφωνία. Σταμάτησε το μηχανισμό του παπούλα, άνοιξε την πόρτα του γραφείου και βγήκε έξω στο πάρκιγκ Και τότε είδε μια μορφή πολύ γνωστή του άλλοτε να τον πλησιάζει ανάμεσα από τα οχήματα. Ήταν ο παλιός του φίλος Ίαν Ντάνκαν, που είχε πολλά χρόνια να τον δει. Χριστέ μου, σκέφτηκε ο Αλ. Τι θέλει τώρα; Και σε μια τέτοια στιγμή! «Αλ», του φώναξε ο Ίαν Ντάνκαν με μια πλατιά χειρονομία. «Μπορώ να σου μιλήσω ένα λεπτό; Έχεις λίγο καιρό;» Χλωμός και ιδρωμένος τον πλησίασε κοιτάζοντας γύρω του με τρομαγμένο ύφος. Έμοιαζε να έχει πάρει την κάτω βόλτα από την τελευταία φορά που τον είχε δει ο Αλ. «Κοίτα», άρχισε να του λέει θυμωμένα. Ήταν όμως^πολύ αργά ήδη. Το ζευγάρι με το παιδί είχαν κιόλας ξεκολλήσει και απομακρύνονταν βιαστικά στο πεζοδρόμιο. «Δεν ήθελα, χμ, να σε ενοχλήσω», μουρμούρισε ο Ίαν. «Δεν με ενοχλείς», είπε ο Αλ κοιτάζοντας μελαγχολικά να φεύγουν οι τρεις επίδοξοι αγοραστές. «Τι συμβαίνει, Ίαν; Δεν φαίνεσαι και τόσο καλά. Είσαι άρρωστος; Έλα μέσα, στο γραφείο.» Τον έμπασε μέσα και έκλεισε την πόρτα. «Προχθές έπεσα τυχαία πάνω στην κανάτα μου. Θυμάσαι τότε που προσπαθούσαμε να φθάσουμε ως τον Λευκό Οίκο; Πρέπει να το δοκιμάσουμε ξανά, Αλ. Δεν μπορώ να συνεχίσω πια έτσι, στο ορκίζομαι. Μου είναι ανυπόφορο να έχω αποτύχει σ' αυτό που κάποτε λέγαμε πως είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην ζωή μας.» Σκούπισε βαριανασαίνοντας το μέτωπό του με το μαντήλι του. Τα χέρια του έτρεμαν. «Εγώ δεν την έχω πια την κανάτα μου» είπε ο Αλ.
56
PHILIP κ. DICK
«Πρέπει να ξαναδοκιμάσουμε. Θα μπορούσαμε να ηχογραφήσουμε χωριστά το μέρος του ο καθένας στην δική μου κανάτα και μετά να κάνουμε μίξη και των δύο σε μία ταινία και να την παρουσιάσουμε στον Λευκό Οίκο. Ξέρεις δεν μπορώ να ζήσω πια μ' αυτό το παγιδευμένο συναίσθημα μέσα μου. Πρέπει να ξαναγυρίσω στο παίξιμο. Αν αρχίζαμε αμέσως τώρα την εξάσκηση με τις "Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ" σε δύο μήνες θα-» Ο Αλ τον διέκοψε: «Ζεις ακόμη στο ίδιο μέρος; Σ' αυτό το μεγάλο συγκρότημα Αβραάμ Λίνκολν;» Ο Ίαν έγνεψε καταφατικά. «Και δουλεύεις πάντα σ' αυτό το Βαυαρικό καρτέλ; Σαν επιθεωρητής εξοπλισμών;» Δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο ταραγμένος ο Ίαν Ντάνκαν. «Κοίτα, στη χειρότερη περίπτωση μπορείς πάντα να μεταναστεύσεις. Για τις κανάτες μην κάνεις λόγο. Έχω να παίξω χρόνια ολόκληρα, από την εποχή που βλεπόμαστε, ουσιαστικά. Για στάσου μια στιγμή.» Πάτησε τα κουμπιά του μηχανισμού που κατεύθυνε το παπούλα. Από την θέση του κοντά στο πεζοδρόμιο το πλασματάκι ανταποκρίθηκε αμέσως και άρχισε να επιστρέφει αργά στο πόστο του κάτω από την πινακίδα. Βλέποντάς το ο Ίαν είπε: «Νόμιζα πως είχαν πεθάνει όλα.» «Έτσι είναι», απάντησε ο Αλ. «Αυτό όμως κινείται και-» «Είναι ψεύτικο», είπε ο Αλ, «ομοίωμα. Σαν κι αυτά που χρησιμοποιούν στις αποικίες. Εγώ το κατευθύνω.» Έδειξε στον παλιό του φίλο το τηλεχειριστήριο. «Φέρνει τον κόσμο κοντά. Λένε ότι ο Λουκ έχει ένα πραγματικό πάνω στο οποίο φτιάχνονται τα ψεύτικα. Όμως κανείς δεν ξέρει αν είναι αλήθεια αυτό και ο νόμος δεν μπορεί να αγγίξει τον Λουκ. Η ΚΑ δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να εμφανίσει το πραγματικό παπούλα, αν το έχει.» Ο Αλ κάθησε και άναψε την πίπα του. «Φρόντισε να αποτύχεις στο τεστ θρησπόλ», είπε στον Ίαν. «Έτσι θα χάσεις το διαμέρισμά σου και θα πάρεις πίσω το αρχικό σου κεφάλαιο. Φέρτο μου εδώ κι εγώ θα φροντίσω να σου βρω ένα καλό σαραβαλάκι που θα σε πάει στον Άρη. Τι λες γι'αυτό;» «Προσπάθησα ήδη να αποτύχω στο τεστ μου», είπε ο Ίαν «αλλά δεν με αφήνουν. Μου διόρθωσαν τα αποτελέσματα. Δεν θέλουν να φύγω. Δεν με αφήνουν.» «Ποιοι είναι αυτοί που τα κάνουν όλα αυτά;» «Ο γείτονάς μου του διπλανού διαμερίσματος, στο Αβραάμ Λίνκολν. Έντγκαρ Στόουν τον λένε, νομίζω. Το έκανε επίτηδες. Είδα την έκφραση στο πρόσωπό του. Ίσως να νόμιζε ότι μου κάνει χάρη... δεν ξέρω.»
ΤΑΟΜΟΙΑΜΑΤΑ
^
Έριξε μια ματιά τριγύρω του. «Ωραίο γραφείο έχεις. Κοιμάσαι μέσα, δεν είναι έτσι. Κι όταν μετακινείσαι πας μαζί του.» «Ναι», είπε ο Αλ «είμαστε πάντα έτοιμοι για απογείωση.» Πολλές φορές είχαν κινδυνεύσει να πιαστούν από την ΚΑ παρά το γεγονός ότι η μάντρα ήταν σε θέση να πιάσει ταχύτητα τροχιάς μέσα σε έξη λεπτά. Το παπούλα επεσήμαινε την παρουσία τους, όχι όμως όσο νωρίς χρειαζόταν για μια άνετη διαφυγή. Συνήθως η φυγή τους ήταν Βιαστική και πρόχειρη αναγκάζοντάς τους να αφήνουν'πίσω κάμποσα σαραθαλάκια. «Ξέρεις ότι σε κυνηγάνε», είπε σκεπτικός ο Αλ, «κι ωστόσο αυτό δεν σε ενοχλεί. Πρέπει να είναι ο τρόπος που το αντιμετωπίζεις.» «Αν με πιάσουν», είπε ο Αλ, «θα με βγάλει ο Λουκ με εγγύηση.» Γιατί να ανησυχεί; Ο εργοδότης του ήταν ισχυρός άνθρωπος. Το περιβάλλον της Τιμποντώ περιόριζε τις επιθέσεις εναντίον του σε εκτενή άρθρα στα λαϊκά περιοδικά που υπογράμμιζαν την χυδαιότητα του Λουκ και την κακή κατάσταση των οχημάτων του. «Σε ζηλεύω», είπε ο Ίαν. «Ζηλεύω την ψυχραιμία και την ηρεμία σου.» «Δεν έχει ουράνιο πλοηγό το κτίριό σου; Γιατί δεν πας να του μιλήσεις;» «Δεν οφελεί», είπε μελαγχολικά ο Ίαν. «Αυτή την στιγμή είναι ο Πάτρικ Ντόυλ στη θέση αυτή και είναι σε χειρότερη κατάσταση από μένα. Και ο Ντον Τίσμαν, ο πρόεδρός μας είναι ακόμη χειρότερα: ένα κουβάρι νεύρα. Στην πραγματικότητα ολόκληρο το κτίριο είναι χάλια από το άγχος. Ίσως φταίει η ιγμορίτιδα της Νικόλ.» Ο Αλ του έριξε μια ματιά και είδε ότι μιλούσε σοβαρά. Ήταν φανερό ότι ο Λευκός Οίκος και όλα όσα εκπροσωπούσε, σήμαινε πολλά πράγματα για τον Ίαν. Εξακολουθούσε να κυριαρχεί στην ζωή του όπως και στα χρόνια που ήταν μαζί στο στρατό. «Για χάρη σου και μόνο», του είπε ήρεμα «θα βρω την κανάτα μου και θ' αρχίσω την εξάσκηση. Θα δοκιμάσουμε για άλλη μια φορά.» Ο Ίαν Ντάνκαν γύρισε και τον κοίταξε άφωνος. «Το λέω σοβαρά», είπε γνέφοντας ο Αλ. «Ο Θεός να σε ευλογεί, Αλ» ψιθύρισε με ευγνωμοσύνη ο Ίαν. Ο Αλ Μίλερ συνέχισε να ρουφάει αμίλητα την πίπα του. Μπροστά στον Τσικ Στράικροκ, το μικρό εργοστάσιο στο οποίο εργαζόταν άρχισε να μεγαλώνει αποκτώντας το πλήρες αν και μέτριο πάντα μέγεθός του. Αυτές θα ήταν όλες κι όλες οι διαστάσεις του: μια κατασκευή σε σχήμα καπελιέρας, ανοιχτοπράσινου χρώματος τώρα τελευταία, αρκετά μοντέρνα αν δεν είχε κανείς πολύ αυστηρά κριτήρια. Εταιρεία Φραουεντσίμερ. Σύντομα θα βρισκόταν στο γραφείο του και θα άρ-
58
PHILIP κ. DICK
χιζε τη μέρα του παλεύοντας με τα πατζούρια του παραθύρου του σε μια προσπάθεια να περιορίσει τον λαμπερό πρωινό ήλιο. Παλεύοντας επίσης και με την μις Γκρέτ Τρούπι, την ηλικιωμένη γραμματέα που εξυπηρετούσε τόσο τον ίδιο όσο και τον Μώρυ. Ωραία ζωή, σκέφτηκε ο Τσικ. Ίσως όμως από χθές η φίρμα να είχε μπει σε αναγκαστική διαχείρηση. Κάτι τέτοιο δεν θα τον ξάφνιαζε - ίσως και να μην τον έθλιβε καν. Εκτός βέβαια από το ότι θα ήταν πολύ κρίμα για τον Μώρυ, και τον Μώρυ τον συμπαθούσε παρά τις μόνιμες συγκρούσεις τους. Στο κάτω-κάτω μια μικρή φίρμα είναι σαν οικογένεια. Ακουμπούσαν ο ένας πάνω στον άλλον σε πολλά ψυχολογικά επίπεδα. Η ατμόσφαιρα ήταν ασύγκριτα πιο οικεία από τις αποπροσωποποιημένες ανθρώπινες σχέσεις που διατηρούσαν οι υπάλληλοι και οι εργοδότες των μεγάλων επιχειρήσεων σε στυλ καρτέλ. Το προτιμούσε αυτό κατά πολύ. Προτιμούσε την οικειότητα. Ένιωθε πως υπήρχε κάτι φριχτό στην αποστασιοποιημένη και εξαιρετικά αποστεωμένη απρόσωπη γραφειοκρατική δραστηριότητα των μεγάλων γιγάντων, μέσα στις geheimlich πανίσχυρες εταιρείες. Το γεγονός ότι η επιχείρηση του Μώρυ ήταν μικρή τον τραβούσε. Ήταν ένα κομμάτι του παλιού κόσμου, ένα κατάλοιπο του εικοστού αιώνα. Παρκάρισε μόνος του στο πάρκιγκ, δίπλα στην παλιά ρόδα του Μώρυ, βγήκε έξω και βάδισε με τα χέρια στις τσέπες προς την γνωστή του είσοδο. Το μικρό, παραφορτωμένο γραφείο του - με τους σωρούς των ασφράγιστων και αναπάντητων γραμμάτων, τα φλυτζάνια του καφέ, τα τεχνικά εγχειρίδια, τα τσαλακωμένα τιμολόγια και τα κρεμασμένα ημερολόγια με τις σεξοβόμβες - μύριζε κλεισούρα σαν να μην είχαν ανοιχτεί ποτέ τα παράθυρα του στον αέρα και στο φως της μέρας. Στην άλλη άκρη, τέσσερα ομοιώματα κάθονταν σιωπηλά, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου χώρου: ένας ενήλικος άνδρας, η γυναίκα του και δύο παιδιά. Αποτελούσαν ένα από τα βασικά αντικείμενα του καταλόγου της φίρμας: ένα σετ «διπλανών». Το ενήλικο αρσενικό ομοίωμα σηκώθηκε και τον χαιρέτησε ευγενικά. «Καλημέρα, κ. Στράικροκ.» «Ήρθε ο Μώρυ;» ρώτησε ο Τσικ κοιτάζοντας γύρω του. «Κατά μια περιορισμένη έννοια, ναι», απάντησε το ενήλικο αρσενικό ομοίωμα. «Είναι στο δρόμο και παίρνει τον πρωινό καφέ και το ντόνατ του.» «Ωραία», είπε ο Τσικ και έβγαλε το παλτό του. «Τι γίνεται, παιδιά, είσαστε έτοιμοιγιατον Άρη;» ρώτησε ταομοιώματα καθώς το κρεμούσε. «Μάλιστα, κ. Στράικροκ» απάντησε γνέφοντας η γυναίκα. «Και χαι-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
59
ρόμαστε πολύ γι' αυτό. Μπορείτε να είστε βέβαιος.» Του χαμογέλασε φιλικά, σαν καλή γειτόνισσα. «Είναι ανακούφιση να φεύγει κανείς από την Γη και από τις καταπιεστικές της νομοθεσίες. Ακούσαμε στα FM τα νέα για το διάταγμα ΜακΦέρσον.» «Το θεωρούμε απαράδεκτο», είπε ο ενήλικος άνδρας. «Θα συμφωνήσω μαζί σας», είπε ο Τσικ, «αλλά τι μπορούμε να κάνουμε;» Κοίταξε γύρω του για την πρωινή αλληλογραφία. Ως συνήθως ήταν μπερδεμένη μέσα στο συρφετό των χαρτιών. «Μπορεί κανείς να μεταναστεύσει», του υπέδειξε το ενήλικο αρσενικό ομοίωμα. «Χμ», είπε αφηρημένα ο Τσικ. Είχε πέσει πάνω σ' έναν απροσδόκητο σωρό προσφάτων λογαριασμών από προμηθευτές ανταλλακτικών. Με ένα κακό αν όχι φριχτό προαίσθημα άρχισε να τα ξεδιαλέγει. Τα είχε δει αυτά ο Μώρυ; Πιθανότατα. Μάλλον τα είδε και τα έσπρωξε αυτόματα μακριά του. Η Εταιρεία Φραουεντσίμερ λειτουργούσε καλύτερα όταν ξεχνούσε τέτοιες πραγματικότητες. Σαν νευρωτικός με παλινδρόμηση, έπρεπε να κρύβει ορισμένες όψεις της πραγματικότητας από το αντιληπτικό της σύστημα προκειμένου να λειτουργεί. Ο τρόπος αυτός δεν ήταν ιδανικός, αλλά τι να γίνει; Ρεαλισμός σήμαινε παραίτηση, θάνατο. Η αυταπάτη ακόμη και παιδικού τύπου, ήταν απαραίτητη για την επιβίωση της μικρής επιχείρησης, ή τουλάχιστον έτσι το έβλεπαν αυτός και ο Μώρυ. Καλώς ή κακώς, αυτή την στάση είχαν υιοθετήσει και οι δύο. Βέβαια τα ομοιώματα - τα ενήλικα τουλάχιστον - τους αποδοκίμαζαν πλήρως. Η ψυχρή τους λογική εκτίμηση της πραγματικότητας ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη και ο Τσικ πάντα ένιωθε λίγο γυμνός, λίγο αμήχανος μπροστά στα ομοιώματα. Ήξερε ότι θα έπρεπε να αποτελεί ένα καλύτερο πρότυπο γι' αυτά. «Αν αγοράζατε ένα διαστημόπλοιο και μεταναστεύατε στον Άρη», είπε ο ενήλικος άνδρας «θα μπορούσαμε να είμαστε οι διπλανοί σας.» «Αν πήγαινα στον Άρη», είπε ο Τσικ «δεν θα χρειαζόμουνα διπλανούς. Ίσα ίσα, θα το έκανα για να ξεφύγω από τους ανθρώπους.» «Θα είμαστε πολύ καλό σετ διπλανών για σας», είπε η γυναίκα. «Κοιτάξτε», είπε ο Τσικ, «δεν χρειάζεται να μου διαφημίζετε τα προσόντα σας. Συμβαίνει να τα ξέρω καλύτερα από σας.» Και δικαιολογημένα. Η αυτοπεποίθησή τους, η ειλικρινής προθυμία τους τον διασκέδαζε αλλά και τον νευρίαζε. Σαν γείτονες αυτή η ομάδα ομ θα ήταν μάλλον φορτική, σκέφτηκε. Κι ωστόσο αυτό ήθελαν οι μετανάστες, το είχαν ανάγκη εκεί στις αραιοκατοικημένες περιοχές. Φυσικό ήταν και στο κάτω-κάτω ήταν υποχρέωση της Εταιρείας Φραουεντσίμερ να τα λαβαίνει υπ' όψη της αυτά.
60
PHILIP κ. DICK
Όταν αποφάσιζε κανείς να μεταναστεύσει μπορούσε να αγοράσει γείτονες, να αγοράσει την ομοίωση της ζωντανής παρουσίας, τον ήχο και την κίνηση της ανθρώπινης δραστηριότητας - ή τουλάχιστον το πολύ κοντινό μηχανικό υποκατάστατό της - για να στηρίξει κάπως το ηθικό του μέσα σε ένα νέο περιβάλλον με πρωτόγνωρα ερεθίσματα ή ακόμη και, θεός φυλάξοι, με χωρίς καθόλου ερεθίσματα. Πέρα όμως από αυτό το πρωταρχικό ψυχολογικό κέρδος, υπήρχε και ένα πρακτικό δευτερεύον πλεονέκτημα. Το σετ των διπλανών εξασφάλιζε την καλλιέργεια του αγροκτήματος: έσκαβαν, φύτευαν, πότιζαν και έκαναν το έδαφος γόνιμο και εξαιρετικά αποδοτικό. Τα κέρδη από όλα αυτά πήγαιναν στον ανθρώπινο άποικο γιατί το σετ των διπλανών από νομική άποψη δεν κατείχε παρά τον ευρύτερο χώρο εκτός του αγροκτήματος. Ουσιαστικά οι διπλανοί δεν ήταν καθόλου γείτονες, ανήκαν στο φυσικό περιβάλλον του ιδιοκτήτη τους. Η επικοινωνία μαζί τους δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ένας κυκλικός διάλογος με τον εαυτό του. Το σετ των διπλανών, αν λειτουργούσε σωστά, εντόπιζε τις κρυφές ελπίδες και τα όνειρα των αποίκων και τα διατύπωνε αναλυτικά. Από θεραπευτική άποψη η διαδικασία βοηθούσε πολύ αν και από πνευματική άποψη ήταν κάπως στείρα. Το αρσενικό ομοίωμα είπε με σεβασμό. «Έρχεται ο κ. Φραουεντσίμερ.» Σηκώνοντας τα μάτια ο Τσικ είδε την πόρτα του γραφείου να ανοίγει αργά. Στο άνοιγμα εμφανίστηκε ο Μώρυ κουβαλώντας με προσοχή τον καφέ και το ντόνατ του. «Άκου φίλε», είπε ο Μώρυ με βραχνή φωνή. Ήταν ένα κοντόχοντρο, στρογγυλό και ιδρωμένο ανθρωπάκι, σαν αντανάκλαση σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Τα πόδια του είχαν κάτι το ετοιμόρροπο λες και μόλις που κατάφερναν να τον στηρίξουν. Προχώρησε λικνιστικά προς το μέρος του Τσικ. «Λυπάμαι», του είπε, «αλλά είμαι υποχρεωμένος να σε απολύσω.» Ο Τσικ τον κοίταξε έκπληκτος. «Δεν τα βγάζω πέρα πια», είπε ο Μώρυ. Τα κοντά, λεκιασμένα από την δουλειά δάχτυλά του που σφίγγονταν γύρω από τη λαβή του φλυτζανιού έψαξαν να βρουν τόπο να το εγκαταστήσουν μαζί με το ντόνατ, ανάμεσα στα χαρτιά και τα βιβλία που σκέπαζαν την επιφάνεια του γραφείου. «Δεν είναι δυνατόν!» είπε ο Τσικ. Στ' αυτιά του η φωνή του αντήχησε αδύναμη. «Το ήξερες ότι θα γινόταν.» Η φωνή του Μώρυ είχε γίνει ένα βραχνό κρώξιμο. «Το ξέραμε και οι δύο. Τι άλλο μου μένει να κάνω; Έχουμε
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
61
εβδομάδες να πάρουμε σοβαρή παραγγελία. Δεν τα φορτώνω σε σένα. Μη φανταστείς κάτι τέτοιο. Κοίταξε λίγο αυτό το σετ διπλανών που κάθεται και περιμένει. Απλώς περιμένει. Έπρεπε να τους έχουμε ξεφορτωθεί από καιρό τώρα.» Βγάζοντας το τεράστιο μαντήλι του από ιρλανδέζικο λινό, ο Μώρυ σκούπισε το μέτωπό του. «Λυπάμαι πολύ, Τσικ.» Κοίταξε ανήσυχα τον υπάλληλό του. «Πολύ θλιβερή στιγμή», είπε το αρσενικό ομοίωμα. «Έτσι νιώθω κι εγώ», είπε η σύντροφός του. «Τι ανακατευόσαστε εσείς;» ξέσπασε ο Μώρυ κοιτάζοντάς τους αγριωπά. «Ποιος σας ζήτησε την τεχνική, κατασκευασμένη γνώμη σας;» «Άστους ήσυχους», μουρμούρισε ο Τσικ. Τα νέα τον είχαν κάνει λιώμα. Συναισθηματικά τον είχαν βρει απροετοίμαστο παρά τα διανοητικά του κακά προαισθήματα. «Αν φύγει ο κ. Στράικροκ», δήλωσε το ενήλικο αρσενικό ομοίωμα, «θα φύγουμε κι εμείς.» «Α, στην οργή πια», γρύλλισε στυφά ο Μώρυ στα ομοιώματα. «Δεν είσαστε παρά ένα μάτσο μηχανήματα. Βγάλτε το σκασμό ώσπου να βρούμε μια άκρη. Αρκετά προβλήματα έχουμε και χωρίς τη δική σας ανάμιξη.» Κάθησε στο γραφείο και άνοιξε τα πρωινά Χρονικά. «Ο κόσμος όλος καταρρέει. Δεν είμαστε μόνον εμείς, Τσικ, δεν είναι μόνο η Εταιρεία Φραουεντσίμερ. Άκουσε αυτό που γράφει η σημερινή εφημερίδα. "Το πτώμα του Όρλεϋ Σορτ, που ασκούσε το επάγγελμα του συντηρητή, ανακαλύφθηκε σήμερα στον πάτο ενός κάδου δύο μέτρων γεμάτου με σοκολάτα που έπηζε αργά, στην Σοκολατοποιία Σαιντ - Αιούις".» Σήκωσε το κεφάλι του. «Το έπιασες αυτό: σοκολάτα που έπηζε αργά - αυτό είναι. Έτσι ζούμε. Συνεχίζω. "0 Σορτ, ετών 53, δεν γύρισε σπίτι από την δουλειά του χτες, και-"» «Εντάξει», τον διέκοψε ο Τσικ. «Κατάλαβα τι θέλεις να πεις. Είναι οι καιροί τέτοιοι.» «Ακριβώς. Οι συνθήκες ακολουθούν το δρόμο τους πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες. Τότε κι εσύ αναγκάζεσαι να γίνεις μοιρολάτρης, να δεχθείς το αναπόφευκτο. Είμαι έτοιμος να δεχθώ καρτερικά το ενδεχόμενο να κλείσει για πάντα η Εταιρεία Φραουεντσίμερ. Ειλικρινά, αυτό είναι το επόμενο που θα γίνει.» Κοίταξε σκυθρωπά το σετ των ομοιωμάτων. «Δεν ξέρω γιατί φτιάξαμε εσάς παιδιά. Θά 'πρεπε να έχουμε φτιάξει μια παρέα πουτανίτσες, με αρκετό στυλάκι ώστε να ενδιαφέρουν τους μεγαλοαστούς. Άκου Τσικ πως τελειώνει αυτή η τρομερή είδηση στα Χρονικά. Ακούστε κι εσείς, ομοιώματα. Θα πάρετε μια ιδέα για το είδος του κόσμου μέσα στον οποίο γεννηθήκατε. Ο γαμπρός
62
PHILIP κ. DICK
του ο Αντόνιο Κόστα πήγε στην σοκολατοποιία και τον βρήκε χωμένο ένα μέτρο μέσα στη σοκολάτα, όπως είπε η αστυνομία του Σαιντ-Λιούις.» Με μια θίαιη κίνηση ο Μώρυ δίπλωσε την εφημερίδα. «Όχι, πες μου πώς μπορείς να ενσωματώσεις ένα γεγονός σαν κι αυτό στην Weltanschauung σοϋ-, Είναι φριχτό. Σε σμπαραλιάζει. Και το χειρότερο απ' όλα είναι πως είναι τόσο απαίσιο που γίνεται αστείο.» Μια σιωπή επακολούθησε και μετά το αρσενικό ομοίωμα ανταποκρινόμενο σίγουρα σε κάποια έκφραση του ασυνειδήτου του Μώρυ είπε. «Σίγουρα είναι πολύ ακατάλληλη εποχή για την επιβολή του Διατάγματος ΜακΦέρσον. Χρειαζόμαστε ψυχιατρική βοήθεια απ' όπου και αν προέρχεται.» «Ψυχιατρική βοήθεια», είπε κοροϊδευτικά ο Μώρυ. «Τώρα το βρήκες, κ. Τζόουνς, ή Σμιθ ή όπως αλλιώς σε βγάλαμε κύριε Διπλανέ. Ότι πρέπει για να σωθεί η Εταιρεία Φράουεντσίμερ - έτσι; Μια καλή ψυχαναλυσούλα με διακόσια δολάρια την ώρα επί δέκα χρόνια... τόσο δεν χρειάζεται συνήθως. Για τ' όνομα του θεού.» Γύρισε αηδιασμένος από την άλλη μεριά κι άρχισε να τρώει το ντόνατ του. «Θα μου δόσεις πιστοποιητικό προϋπηρεσίας;» ρώτησε ο Τσικ. «Φυσικά», απάντησε ο Μώρυ. Ίσως αναγκαστώ να δουλέψω στην Karp and Sohnen, σκέφτηκε ο Τσικ. Ο αδελφός του ο Βινς που ήταν ένας Ge υπάλληλος εκεί, θα μπορούσε να τον μπάσει. Ήταν καλύτερο από το τίποτα, καλύτερο από το να ακολουθήσει τη θλιβερή στρατιά των ανέργων, την πιο κάτω ομάδα της τάξης των Be, που αλώνιζαν τώρα νομαδικά την επιφάνεια της Γης, μη έχοντας λεφτά ούτε για να μεταναστεύσουν. Ίσως πάλι ήταν καλύτερα να μεταναστεύσει. Ίσως είχε έρθει ο καιρός που όφειλε να το αντιμετωπίσει ρεαλιστικά. Να εγκαταλείψει τις παιδικές φιλοδοξίες που κουβαλούσε μέσα του τόσα χρόνια. Και η Τζούλι; Τι θα γινόταν αυτή; Η γυναίκα του αδελφού του περιέπλεκε απελπιστικά την κατάσταση. Για παράδειγμα: ήταν τώρα ο Τσικ οικονομικά υπεύθυνος γι' αυτήν; Έπρεπε να ξεδιαλύνει το πράγμα με τον Βινς, να συναντηθούν πρόσωπο με πρόσωπο. Όποια και να ήταν η εξέλιξη. Ανεξάρτητα αν ζητούσε ή όχι μια θέση στην Karp and Sohnen. Θα ήταν τουλάχιστο δύσκολο να πλησιάσει τον Βινς κάτω από αυτές τις συνθήκες. Η ιστορία με την Τζούλι είχε συμβεί σε άσχημη εποχή. «Κοίτα Μώρυ», είπε ο Τσικ. «Δεν μπορείς να με αδειάσεις έτσι τώρα. Έχω ένα πρόβλημα. Όπως σου είπα στο τηλέφωνο έχω μια κοπέλα που-» «Εντάξει.» «Τιιι;»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
«Είπα εντάξει», αναστέναξε ο Μώρυ Φραουενταίμερ. «Θα σε κρατήσω λίγο ακόμη. Βέβαια έτσι θα επιταχυνθεί η χρεωκοπία της Εταιρείας Φράουεντσίμερ. Και λοιπόν, τι έγινε;» Ανασήκωσε τους ογκώδεις ώμους του. «Έτσι gehtdas Lebens, αυτά έχει η ζωή.» Ένα από τα δύο ομοιώματα παιδιών είπε στον ενήλικο άνδρα. «Δεν είναι πολύ καλός άνθρωπος, μπαμπά;» «Ναι, Τόμυ», απάντησε γνέφοντας ο ενήλικος άνδρας. «Σίγουρα είναι.» Χάιδεψε το παιδί στον ώμο. Όλη η οικογένεια χαμογέλασε πλατιά. «Θα σε κρατήσω ως την ερχόμενη Τετάρτη», αποφάσισε ο Μώρυ. «Δεν είναι πολύ αλλά ίσως σε βοηθήσει σε κάτι. Μετά από τότε - δεν ξέρω τίποτε. Δεν μπορώ να προβλέψω τίποτε. Παρά το γεγονός ότι έχω μια κάποια προγνωστική ικανότητα όπως σου έχω εξηγήσει. Θέλω να πω ότι ως τώρα είχα κάποιες έγκυρες προϊδεάσεις ως προς το μέλλον. Σ' αυτή την περίπτωση όμως δεν μπορώ να προβλέψω τίποτε. Τα πάντα είναι μια συγκεχυμένη μάζα μπροστά μου.» «Ευχαριστώ, Μώρυ», είπε ο Τσικ. Ο Μώρυ Φράουεντσίμερ απλώς γρύλλισε και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του. «Ίσως ως την άλλη Τετάρτη να εμφανιστεί κάτι καλό», είπε ο Τσικ. «Κάτι απρόσμενο.» Ίσως καταφέρω, σαν διευθυντής πωλήσεων, να φέρω καμιά μεγάλη παραγγελία, σκέφτηκε. «Ναι, ίσως», είπε ο Μώρυ χωρίς να φαίνεται ιδιαίτερα πεπεισμένος. «Θα προσπαθήσω πραγματικά», είπε ο Τσικ. «Εντάξει», συμφώνησε ο Μώρυ. «Προσπάθησε, Τσικ, κάνε ότι μπορείς.» Η φωνή του ήταν βραχνή, βαθιά απογοητευμένη.
Vi Γ ι α τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν το Διάταγμα ΜακΦέρσον ήταν σκέτη καταστροφή γιατί με μια και μόνη κίνηση του στερούσε την μεγαλύτερη παρηγοριά στην ζωή του, τον δρα Ήγκον Σάπερμπ. Τον παρέδιδε ανίσχυρο στις διαδικασίες του χρόνιου νοσήματός του που την συγκεκριμένη αυτή στιγμή τον είχαν κατακυριεύσει. Αυτός ήταν και ο λόγος που εγκαταλείποντας το Τζένερ μπήκε με την θέλησή του στο Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο Φράνκλιν Έημς, στο Σαν Φρανσίσκο, ένα μέρος πολύ οικείο γι' αυτό ν. Στο νοσοκομείο αυτό είχε εισαχθεί πολλές φορές έως τώρα. Αυτήν την φορά όμως ήταν πιθανό να μην καταφέρει να ξαναβγεί. Η αρρώστια του είχε προχωρήσει πολύ. Έπασχε, όπως πολύ καλά το γνώριζε και ο ίδιος, από ψυχαναγκασμό, ήταν ένας άνθρωπος για τον οποίο η πραγματικότητα είχε περιοριστεί στις διαστάσεις του καταναγκασμού. Οτιδήποτε έκανε το έκανε κατόπιν πιέσεως - δεν υπήρχε γι' αυτόν πια τίποτε θεληματικό, αυθόρμητο ή ελεύθερο. Και σαν να μην του έφθανε αυτό είχε πέσει στα νύχια μιας διαφήμισης Νιτς. Στην πραγματικότητα δεν είχε ακόμη απαλλαγεί από αυτήν. Την κουβαλούσε στην τσέπη του. Ο Κογκρόζιαν έβγαλε από την τσέπη του την διαφήμιση του Θεόδωρου Νιτς και την έθεσε σε λειτουργία. Μετά κάθησε να ακούσει το ολέθριο μήνυμά της. Η διαφήμιση τσίριξε: «Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας διατρέχετε τον κίνδυνο να γίνετε ενοχλητικός στους άλλους.» Και στο μυαλό του Κογκρόζιαν ξετυλίχτηκε μια έγχρωμη σκηνή: ένας καλοφτιαγμένος μελαχρινός άνδρας έσκυβε πάνω από μια ξανθιά, προκλητική κοπέλα με μαγιό, προκειμένου να την φιλήσει. Η έκφραση της ηδονικής αναμονής έσβυνε ξαφνικά από το πρόσωπο της κοπέλας και την θέση της έπαιρνε ένας μορφασμός αηδίας. Στο σημείο αυτό η διαφήμιση στρίγγλιζε: «Δεν είχε απαλλαγεί εντελώς από τις ενοχλητικές σωματικές οσμές του! Το είδατε;» Αυτός είμαι εγώ, είπε μέσα του ο Κογκρόζιαν. Βρωμάω. Χάρη στην διαφήμιση είχε αποκτήσει μια φοβική σωματική οσμή. Είχε μολυνθεί μέσω της διαφήμισης και τώρα δεν υπήρχε τρόπος ν' απαλλαγεί από την οσμή. Εβδομάδες τώρα δοκίμαζε χιλιάδες τελετουργικά καθαρισμού και πλυσίματος, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
66
PHILIP κ. DICK
Αυτό ήταν το κακό με τις φοΒικές οσμές. Όταν τις αρπάζει δεν έφευγαν με τίποτε, και μάλιστα η φοβερή τους δύναμη αυξανόταν. Την στιγμή αυτή ο Κογκρό^αν δεν τολμούσε να πλησιάσει άνθρωπο. Έπρεπε να μένει τρία μέτρα μακριά για να μην πάρουν οι άλλοι είδηση την μυρωδιά. Τα ζουμερά ξανθά κορίτσια δεν ήταν γι' αυτόν. Ταυτόχρονα όμως γνώριζε καλά ότι η οσμή ήταν μια παραίσθηση, ότι δεν υπήρχε πραγματικά. Δεν ήταν παρά μια ιδεοληψία. Η συνειδητοποίηση αυτή όμως δεν άλλαζε τίποτε. Εξακολουθούσε να μην μπορεί να πλησιάσει κανένα ανθρώπινο πλάσμα - οποιουδήποτε είδους. Ζουμερό ή όχι. Για παράδειγμα ήξερε ότι αυτήν ακριβώς την στιγμή τον έψαχνε η Τζάνετ Ρέημερ από τον Λευκό Οίκο. Αν τον εντόπιζε, έστω και στο δωμάτιό του στο Φράνκλιν Έημς, θα επέμενε να τον δει, θα τον πλησίαζε από πολύ κοντά και τότε - τότε ο κόσμος του θα κατέρρεε. Του άρεσε η Τζάνετ, μια μεσόκοπη γυναίκα κεφάτη και γεμάτη χιούμορ. Πώς να την αφήσει να μυρίσει την τρομερή σωματική οσμή που του είχε κολλήσει το διαφημιστικό; Η κατάσταση ήταν αδιέξοδη και ο Κογκρόζιαν κάθησε σκυμένος πάνω από το τραπέζι στην γωνία του δωματίου, σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας τις γροθιές του, προσπαθώντας να σκεφθεί μια λύση. Θα μπορούσε ίσως να της τηλεφωνήσει. Η μυρωδιά όμως μεταδιδόταν και μέσω των τηλεφωνικών καλωδίων. Άρα αυτό δεν ήταν λύση. Ένα τηλεγράφημα ίσως; Όχι η οσμή θα περνούσε από αυτόν στο χαρτί κι από το χαρτί στην Τζάνετ. Στην πραγματικότητα η φοβική του σωματική οσμή μπορούσε να κολλήσει ολόκληρο τον κόσμο. Θεωρητικά τουλάχιστον ήταν πιθανόν. Δεν μπορούσε όμως να μην έχει καμιά επαφή με τους άλλους. Για παράδειγμα τώρα ήθελε να τηλεφωνήσει στον γιο του, τον Πλαύτο Κογκρόζιαν στο σπίτι τους στο Τζένερ. Ότι κι αν κάνει κανείς δεν μπορεί να αναστείλει κάθε διαπροσωπική σχέση, ακόμη κι αν αυτό είναι απολύτως επιθυμητό. Ίσως να μπορεί να με βοηθήσει η A,G. Chemie. Ίσως να έχουν κανένα πανίσχυρο συνθετικό απορρυπαντικό που να σβύσει την φοβική μου σωματική οσμή, προσωρινά τουλάχιστον. Ποιον ξέρω εκεί μέσα, να του μιλήσω; Προσπάθησε να θυμηθεί. Στο Διοικητικό Συμβούλιο της Συμφωνικής Ορχήστρας του Τέξας, στο Χιούστον, υπήρχεΤο τηλέφωνο του δωματίου του χτύπησε. Με προσεχτικές κινήσεις ο Κογκρόζιαν σκέπασε την οθόνη με μια πετσέτα των χεριών. «Να πάρει», είπε, μένοντας μακριά από το τηλέφωνο, και ελπίζοντας ότι έτσι δεν θα το μολύνει. Φυσικά η ελπίδα του ήταν μάταιη, αλλά έπρεπε να προσπαθήσει, να κάνει την απόπειρα.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
«Λευκός Οίκος από την Ουάσιγκτον D.G.» είπε η φωνή στο τηλέφωνο. «Εκ μέρους της Τζάνετ Ρέημερ. Εντάξει μις Ρέημερ, μιλάτε με το δωμάτιο του κ. Κογκρόζιαν.» «Καλημέρα Ρίτσαρντ», είπε η Τζάνετ Ρέημερ. «Τι έβαλες πάνω στην τηλεφωνική οθόνη;» Κολλημένος στον απέναντι τοίχο, σε όσο γινόταν μεγαλύτερη απόσταση από το τηλέφωνο ο Κογκρόζιαν της απάντησε. «Δεν έπρεπε να με αναζητήσεις, Τζάνετ. Ξέρεις πόσο άρρωστος είμαι. Η ιδεοψυχαναγκαστική μου κατάσταση έχει επιδεινωθεί, είμαι χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Φοβάμαι πως δεν θα μπορέσω ποτέ να ξαναπαίξω δημοσίως. Ο κίνδυνος παραείναι μεγάλος. Για να καταλάβεις: θα είδες φαντάζομαι αυτή την είδηση στην σημερινή εφημερίδα για τον εργάτη της σοκολατοποιίας που έπεσε μέσα στον κάδο με την λιωμένη σοκολάτα. Εγώ το έκανα αυτό.» «Εσύ; Πώς;» «Ψιονικά. Και εντελώς αθέλητα βεβαίως. Στην πραγματικότητα εγώ ευθύνομαι για όλα τα ψυχοκινητικά ατυχήματα που συμβαίνουν στον κόσμο - έτσι αναγκάστηκα και κλείστηκα μόνος μου στο νοσοκομείο να κάνω μια σειρά ηλεκτροσόκ. Εξακολουθώ να πιστεύω σ' αυτά αν και δεν τα συνηθίζουν πια. Προσωπικά δεν βρίσκω καμιά ανακούφιση στα φάρμακα. Όταν μυρίζει κανείς τόσο άσχημα όσο εγώ, Τζάνετ, κανένα φάρμακο δεν μπορεί-» «Δεν πιστεύω ότι μυρίζεις πραγματικά τόσο άσχημα όσο νομίζεις, Ρίτσαρντ», τον διέκοψε η Τζάνετ Ρέημερ «Σε ξέρω πολλά χρόνια και μου είναι αδύνατο να σε φανταστώ να μυρίζεις φριχτά και απαίσια, τόσο τουλάχιστον που να πρέπει να διακόψεις την λαμπρή καριέρα σου.» «Σ' ευχαριστώ για την φιλία σου», είπε πένθιμα ο Κογκρόζιαν, «αλλά απλώς δεν καταλαβαίνεις. Δεν πρόκειται για συνηθισμένη σωματική οσμή. Είναι μια οσμή ιδεοληπτικού τύπου. Κάποια μέρα θα σου ταχυδρομήσω ένα κείμενο πάνω σ' αυτό το θέμα, ίσως του Μπινσβάγκερ ή κάποιου άλλου υπαρξιακού ψυχολόγου. Αυτοί με καταλάβαιναν πραγματικά, εμένα και το πρόβλημά μου, αν και έζησαν πριν από εκατό χρόνια. Προφανώς ήταν προγνώστες. Το τραγικό είναι ότι παρά το γεγονός ότι ο Μικόβσκι, ο Κουν και ο Μπινσβάγκερ με καταλαβαίνουν πολύ καλά, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για μένα.» «Η Πρώτη Κυρία ανυπομονεί να σε δει ξανά γερό και ευτυχισμένο.» Η κενότητα της παρατήρησής της τον έκανε έξω φρενών. «Για τ' όνομα του Θεού, δεν καταλαβαίνεις τίποτε Τζάνετ; Αυτή την στιγμή βρίσκομαι σε πλήρες παραλήρημα. Η ψυχική μου αρρώστια βρίσκεται στο κορύφωμά της. Είναι θαύμα ακόμη και που μπορώ να επικοινωνώ μαζί
68
PHILIP κ. DICK
σου. Χάρη στο ισχυρό εγώ μου και μόνο δεν έχωγίνειήδη εντελώς αυτιστικός. Οποιοσδήποτε άλλος στην θέση μου θα ήταν.» Ένιωσε μια στιγμιαία, δικαιολογημένη περηφάνεια. «Έχει ενδιαφέρον η κατάσταση που αντιμετωπίζω, αυτή η φοβική σωματική οσμή. Προφανώς πρόκειται για αντιδραστικό σχηματισμό απέναντι σε κάποια άλλη σοβαρότερη διαταραχή που απειλεί να εκμηδενίσει την κατανόησή μου πάνω στο Umwelt, το Mitwelt και το Eigenwelt. Αυτό που κατάφερα να κάνω είναι-» «Ρίτσαρντ», τον διέκοψε η Τζάνετ Ρέημερ, «στενοχωριέμαι πολύ για σένα. Εύχομαι να μπορούσα να σε βοηθήσω.» Η φωνή της ράγισε σαν να ήταν έτοιμη να κλάψει. «Μην κάνεις έτσι», της απάντησε ο Κογκρόζιαν, «ποιος νοιάζεται τελικά το Umwelt, το Mitwelt και το Eigenwelt; Μην στεναχωριέσαι, Τζάνετ. Κράτα τις αποστάσεις σου. Θα ξαναβγώ από δω όπως και πριν.» Δεν το πίστευε όμως αυτό πραγματικά. Η φορά αυτή ήταν διαφορετική. Και η Τζάνετ το διαισθανόταν. «Όπως και να είναι πάντως», συνέχισε «νομίζω πως στο μεταξύ θα πρέπει να αναζητήσεις αλλού ταλέντα για τον Λευκό Οίκο. Θα πρέπει να με ξεχάσεις και να εξερευνήσεις νέα παρθένα εδάφη. Άλλωστε τι κάνει ένας κυνηγός ταλέντων, αν όχι αυτό.» «Σωστά», είπε η Τζάνετ. Ο γιος μου, σκέφτηκε ο Κογκρόζιαν. Ίσως να μπορεί να εμφανιστεί στην θέση μου. Τι τρελή, νοσηρή ιδέα κι αυτή. Τραβήχτηκε μακριά της γεμάτος φρίκη απορώντας που την άφησε να μπει στο μυαλό του. Από μόνο του αυτό αποδείκνυε πόσο άρρωστος ήταν. Λες και μπορούσε κανείς να ενδιαφερθεί, να πάρει στα σοβαρά τους θλιβερούς, ψευδομουσικούς ήχους που έβγαζε ο Πλαύτος... αν και με την ευρύτερη, την περιεκτικότερη έννοια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν εθνική μουσική. «Η σημερινή σου απόσυρση από τα εγκόσμια», είπε η Τζάνετ Ρέημερ, «είναι μια τραγωδία. Όπως είπες κι εσύ η δουλειά μου είναι να βρω κάποιον να γεμίσει το κενό - ακόμη και γνωρίζοντας καλά πως αυτό είναι αδύνατο. Θα προσπαθήσω πάντως. Σ' ευχαριστώ, Ρίτσαρντ. Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που δέχθηκες να μου μιλήσεις στην κατάσταση που βρίσκεσαι. Θα κλείσω τώρα και θα σ' αφήσω να αναπαυτείς.» «Εύχομαι μόνο να μην σε έχω μολύνει ήδη με την φοβική σωματική οσμή μου», είπε ο Κογκρόζιαν κι έκλεισε το τηλέφωνο. ^ τελευταίος μου δεσμός με τον διαπροσωπικό κόσμο κόπηκε συνειδητοποίησε. Μπορεί να μην ξαναμπορέσω ποτέ να μιλήσω στο τηλέφωνο. Νιώθω το σύμπαν μου να συστέλλεται ακόμη περισσότερο. Πώς θα τελειώσει αυτό. Χριστέ μου; Τα ηλεκτροσόκ πάντως θα βοηθήσουν. Η διαδικασία συστολής θα αναστραφεί ή τουλάχιστον θα ανασταλεί.
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
69
Αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να προσπαθήσω να 6ρω τον Ήγκον Σάπερμπ, είπε μέσα του. Παρά το Διάταγμα ΜακΦέρσον. Πώς όμως. Ο Σάπερμπ δεν υπάρχει πια - ο νόμος τον έσβυσε από προσώπου γης, σ' ότι αφορά τους ασθενείς του τουλάχιστον. Ο ίδιος ο Ήγκον Σάπερμπ μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει σαν άτομο, αλλά η κατηγορία «ψυχαναλυτής» έχει σβύσει σαν να μην υπήρχε ποτέ. Κι όμως τον χρειάζομαι τόσο! Αν μπορούσα να τον συμβουλευτώ για άλλη μια φορά μόνον-στο διάβολο η A.G. Chemie και το τεράστιο λόμπυ τους, η ακατανίκητη επιρροή τους. Ίσως μπορώ να τους κολλήσω την φοβική μου σωματική οσμή. Ναι, θα τους τηλεφωνήσω, αποφάσισε. Θα τους ρωτήσω μήπως υπάρχει κανένα υπεραπορρυπαντικό και την ίδια στιγμή θα τους μολύνω. Το αξίζουν. Έψαξε στον τηλεφωνικό κατάλογο για τον αριθμό του παραρτήματος της A.G. Chemie στην περιοχή του Κόλπου, τον βρήκε και σχημάτισε ψυχοκινητικά τον αριθμό. Θα μετανιώσουν πολύ που προκάλεσαν την ψήφιση αυτού του διατάγματος, είπε μέσα του ο Κογκρόζιαν καθώς παρακολουθούσε την διαδικασία τηλεφωνικής σύνδεσης. «Θέλω τον επικεφαλής ψυχοχημικό σας», είπε όταν απάντησε η τηλεφωνήτρια της A.G. Chemie. ΐνΐια πολυάσχολη ανδρική φωνή έφθασε από την άλλη άκρη. Η πετσέτα πάνω στην οθόνη του τηλεφώνου εμπόδιζε τον Κογκρόζιαν να δει το πρόσωπό του αλλά η φωνή του έδειχνε πως ήταν νέος, ικανός και απολύτως επαγγελματικός. «Τμήμα Β. ινιέριλ Τζαντ στο τηλέφωνο. Ποιος είστε παρακαλώ και γιατί σκεπάσατε το οπτικό τμήμα;» Ο ψυχοχημικός έδειχνε εκνευρισμένος. «Δεν με γνωρίζετε, κ. Τζαντ», είπε ο Κογκρόζιαν. Και μετά σκέφτηκε: Τώρα είναι η στιγμή να τους μολύνω. Πλησιάζοντας το τηλέφωνο τράβηξε την πετσέτα από την οθόνη. «Ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν», είπε κοιτάζοντάς τον ο ψυχοχημικός. «Ναι, σας γνωρίζω, γνωρίζω την τέχνη σας, τουλάχιστον.» Ήταν ένας νέος άνδρας, με σοβαρό πρακτικό ύφος, μια απολύτως ψυχρή σχιζοειδής προσωπικότητα. «Είναι τιμή για μένα που σας γνωρίζω, σερ. Τι μπορώ να κάνω για σας;» «Χρειάζομαι ένα αντίδοτο», είπε ο Κογκρόζιαν «για μία καταστροφική διαφήμιση ενοχλητικής σωματικής οσμής του Θεόδωρου Νιτς. Ξέρετε αυτήν που αρχίζει έτσι: "Σε στιγμές στενής επαφής με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ιδιαίτερα τότε, ο κίνδυνος να τους γίνουμε ενοχλητικοί φθάνει στο αποκορύφωμα" και ούτω καθεξής.» Ήταν φριχτό ακόμη και
70
PHILIP κ. DICK
που το σκεφτόταν. Η σωματική του οσμή έμοιαζε να δυναμώνει πιο πολύ όταν το σκεφτόταν, αν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο. Σε τέτοιες στιγμές λαχταρούσε την αληθινή ανθρώπινη επαφή και συνειδητοποιούσε οδυνηρά την απομόνωσή του. «Σας τρομάζω;» ρώτησε. Κοιτάζοντάς τον με ψύχραιμη επαγγελματική διεισδυτικότητα ο υπάλληλος της A.G. Chemie του είπε: «Δεν ανησυχώ. Φυσικά έχω ακούσει για την ενδογενή ψυχοσωματική πάθησή σας, κ. Κογκρόζιαν.» «Μάθετε λοιπόν», είπε κοφτά ο Κογκρόζιαν, «ότι είναι εξωγενής. Την προκάλεσε μια διαφήμιση Νιτς.» Τον έθλιβε το γεγονός ότι οι ξένοι, ολόκληρος ο κόσμος ουσιαστικά, γνώριζαν και συζητούσαν την ψυχολογική του κατάσταση. «Πρέπει να υπήρχε κάποια προδιάθεση», είπε ο Τζαντ, «για να σας επηρεάσει έτσι η διαφήμιση Νιτς.» «Αντιθέτως», είπε ο Κογκρόζιαν. «Και σας λέω μάλιστα ότι θα κάνω μήνυση στην Εταιρεία Νιτς, θα κάνω προσφυγή ζητώντας τους εκατομμύρια για αποζημίωση - είμαι εντελώς έτοιμος να ξεκινήσω τις διαδικασίες. Αυτό όμως δεν είναι το θέμα μας. Τι μπορείτε να κάνετε, Τζαντ; Τώρα την μυρίζετε κι εσείς την οσμή δεν είναι έτσι; Παραδεχθείτε το και μετά θα εξερευνήσουμε τις πιθανότητες θεραπείας. Τόσον καιρό έβλεπα ένα ψυχαναλυτή, τον δρα Ήγκον Σάπερμπ, τώρα όμως τον έχασα κι αυτόν χάρη στο καρτέλ σας.» «Χμ», είπε ο Τζαντ. «Αυτό μόνο μπορείτε να πείτε; Κοιτάξτε, εγώ δεν μπορώ να βγω από το δωμάτιο του νοσοκομείου. Η πρωτοβουλία πρέπει να προέλθει από σας. Σας απευθύνω έκκληση. Η κατάστασή μου είναι απελπιστική. Αν επιδεινωθεί-» «Το αίτημά σας δεν είναι απλό», είπε ο Τζαντ. «Χρειάζεται σκέψη. Δεν μπορώ να σας απαντήσω αμέσως, κ. Κογκρόζιαν. Πότε συνέβη αυτή η μόλυνση από την διαφήμιση Νιτς;» «Πριν από ένα μήνα περίπου.» «Και πριν από τότε;» «Ακαθόριστες φοβίες. Άγχη. Κατάθλιψη κυρίως. Είχα και μερικές διωκτικές ιδέες αλλά ως τώρα κατάφερνα να τις απομακρύνω. Προφανώς παλεύω ενάντια σε μια λανθάνουσα σχιζοφρενική διαδικασία που διαβρώνει τις ικανότητές μου, μειώνοντας την απόδοσή τους.» Η απαισιοδοξία τον τύλιγε. «Ίσως είναι καλύτερα να περάσω από το νοσοκομείο.» «Α, ναι» είπε ευχαριστημένος ο Κογκρόζιαν. Έτσι, είπε μέσα του, το έχω σίγουρο ότι θα σε κολλήσω. Κι εσύ με την σειρά σου θα μεταδόσεις την μόλυνση στην εταιρεία σου, σε όλο αυτό το ολέθριο καρτέλ που ευ-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
θύνεταιγιατο κλείσιμο του ιατρείου του δρ. Σάπερμπ. «Θα χαρώ πολύ», είπε δυνατά. «Θέλω πολύ να σας συμβουλευτώ από κοντά. Το συντομότερο. Σας προειδοποιώ όμως: δεν θα θεωρήσω τον εαυτό μου υπεύθυνο για τις συνέπειες. Εσείς αποφασίζετε να διακινδυνεύσετε.» «Να διακινδυνεύσω; Εντάξει. Τι λέτε για σήμερα το απογευματάκι; Έχω μια ώρα ελεύθερη. Πέστε μου σε πιο νευροψυχιατρικό νοσοκομείο βρίσκεστε και αν είναι τοπικό-» Ο Τζαντ έψαξε για μολύβι και χαρτί. Έφθασαν γρήγορα στο Τζένερ. Αργά το απόγευμα προσγειώθηκαν στο ελικοδρόμιο, στα περίχωρα της πόλης. Είχαν όλο τον χρόνο που χρειαζόταν για να πάνε με αυτοκίνητο στο σπίτι του Κογκρόζιαν σ' έναν από τους γύρω λόφους. «Θέλεις να πεις», είπε η Μόλυ «ότι δεν μπορούμε να προσγειωθούμε σπίτι του; Πρέπει να-» «Θα νοικιάσουμε ταξί», είπε ο Νατ Φλίτζερ. «Ξέρεις γιατί.» «Ξέρω», είπε η Μόλυ «τα έχω διαβάσει κι εγώ. Μόνον ένας ντόπιος μπορεί να σου μεταφέρει τα τοπικά κουτσομπολιά που τελικά όμως δεν χρησιμεύουν σε τίποτε.» Έκλεισε το βιβλίο της και σηκώθηκε. «Ωραία, Νατ, μπορεί ο οδηγός να σου πει όλα όσα θέλεις να μάθεις. Για το κρυφό υπόγειο του Κογκρόζιαν μ£ τα φριχτά μυστικά.» «Μις Ντοντόλντο», είπε ο Τζιμ Πλανκ με μια γκριμάτσα. «Τρέφω μεγάλη εκτίμηση για τον Λήο, αλλά στην πίστη μου-» «Δεν με υποφέρεις με τίποτε;» ρώτησε η Μόλυ ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Αναρωτιέμαι γιατί, κ. Πλανκ.» «Κόφτο», είπε ο Νατ καθώς έβγαζε τα σύνεργά του από το ελικόπτερο και τα τοποθετούσε στο υγρό έδαφος. Ο αέρας μύριζε βροχή. Ήταν πηχτός, κολλώδης και αισθητά ανθυγειινός. Ένιωσε τα σωθικά του να αντιδρούν, να προσπαθούν να τον αποφύγουν. «Ένα κι ένα για ασθματικούς», είπε κοιτάζοντας τριγύρω. Ο Κογκρόζιαν φυσικά δεν θα ερχόταν να τους προϋπαντήσει. Ήταν δική τους δουλειά να βρουν το σπίτι του, και τον ίδιο. Στην πραγματικότητα θα ήταν τυχεροί αν δεχόταν να τους δει. Το ήξερε αυτό ο Νατ πολύ καλά. Κατεβαίνοντας επιφυλακτικά από το ελικόπτερο (φορούσε σαντάλια) η Μόλυ είπε: «Μυρίζει περίεργα.» Πήρε μια βαθιά ανάσα, και η φωτεινή βαμβακερή της μπλούζα φούσκωσε. «Ουχ. Σαν σαπισμένα φυτά.» «Αυτό ακριβώς είναι», είπε ο Νατ καθώς βοηθούσε τον Τζιμ Πλανκ με τον δικό του εξοπλισμό. «Ευχαριστώ», μουρμούρισε ο Πλάνκ. «Νομίζω ότι τελειώσαμε, Νατ. Πόσο θα μείνουμε εδώ;» Έμοιαζε σαν να ήθελε να ξαναμπεί στο ελικό-
72
PHIUPK.DICK
πτερό και να βάλει μπρος. Ο Νατ διέκρινε τον καθαρό πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. «Η περιοχή αυτή» είπε ο Πλανκ, «μου φέρνει πάντα στο μυαλό - ξέρεις όπως στο παιδικό παραμύθι με τα τρία κατσικάκια.» Η φωνή του έβγαινε φάλτσα. «Τα ξωτικά θέλω να πω.» Η Μόλυ τον κοίταξε και μετά έβαλε τα γέλια. Ένα ταξί πλησίασε να τους προϋπαντήσει αλλά δεν το οδηγούσε κάποιος ντόπιος οδηγός. Ήταν ένα αυτόνομο μοντέλο της προηγούμενης εικοσαετίας με βουβό σύστημα αυτο-οδήγησης. Φόρτωσαν πάνω του τον ηχογραφικό τους εξοπλισμό και τις προσωπικές τους αποσκευές και το αμάξι άρχισε να απομακρύνεται από το ελικοδρόμιο παίρνοντας, με τροπισμό, την κατεύθυνση του σπιτιού του Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν την διεύθυνση του οποίου είχαν τοποθετήσει στην θυρίδα εντολών. «Αναρωτιέμαι», είπε η Μόλυ, κοιτάζοντας τα γερασμένα σπίτια και μαγαζιά της πόλης που διέσχιζαν, «τι κάνουν εδώ όταν θέλουν να διασκεδάσουν.» «Ίσως να κατεβαίνουν στο ελικοδρόμιο», είπε ο Νατ, «και να χαζεύουν τους ξένους που έρχονται κάπου κάπου.» Σαν κι εμάς, σκέφθηκε, βλέποντας τον κόσμο από τα πεζοδρόμια να τους κοιτάζει με περιέργεια. Εμείς είμαστε η διασκέδασή τους, κατέληξε. Δεν φαινόταν να υπάρχει και τίποτε άλλο. Η πόλη έδειχνε να έχει μείνει ίδια όπως ήταν και πριν από την σύρραξη του 1980. Τα μαγαζιά είχαν βιτρίνες από επιστρωμένο γυαλί και πλαστικό, ξεφτισμένες τώρα και χαλασμένες ανεπανόρθωτα. Και δίπλα σ' ένα τεράστιο, εγκαταλελειμένο, παλιομοδίτικο σουπερμάρκετ είδε ένα άδειο πάρκιγκ. Χώρος παρκαρίσματος οχημάτων επιφανείας που είχαν πάψει να υπάρχουν. Για έναν άνθρωπο με ταλέντο, σκέφθηκε ο Νατ, το να ζει εδώ, είναι σκέτη αυτοκτονία. Μόνο μια κρυφή τάση αυτοκαταστροφής θα μπορούσε να σπρώξει τον Κογκρόζιαν να εγκαταλείψει το ευρύχωρο και πολύκοσμο οικιακό συγκρότημα της Βαρσοβίας, ένα από τα λαμπρότερα κέντρα ανθρώπινης δραστηριότητας και επικοινωνίας στο κόσμο, για να θαφτεί σ' αυτήν την θλιβερή, βροχερή πόλη που αργοπέθαινε. Ή - μια μορφή αυτοτιμωρίας. Μήπως ήταν αυτή η εξήγηση. Μήπως ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του, ποιος ξέρει γιατί, ίσως για κάτι που σχετιζόταν με το προβληματικό παιδί του... αν βέβαια ήταν αλήθεια όσα έλεγε η Μόλυ. Θυμήθηκε το ανέκδοτο του Τζιμ Πλανκ, αυτό που έβαζε τον ψυχοκινητιστή Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν να πέφτει θύμα ενός ατυχήματος δημέτ και να του φυτρώνουν χέρια. Μόνο που ο Κογκρόζιαν ε/χεχέρια. Απλώς
ΤΑΟΜΟίηΜΑΤΑ
η
δεν χρειαζόταν να τα χρησιμοποιεί για να παίξει μουσική. Χωρίς τα χέρια μπορούσε να πετύχει περισσότερες τονικές αποχρώσεις, πιο ακριβείς ρυθμούς και μελωδικά γυρίσματα. Ολόκληρη η σωματική διάσταση γινόταν περιττή. Το πνεύμα του καλλιτέχνη επικοινωνούσε κατ' ευθείαν με τα πλήκτρα. Ξέρουν άραγε αυτοί οι άνθρωποι που κινούνται σ' αυτούς τους ρημαγμένους δρόμους ποιος ζει ανάμεσά τους, αναρωτήθηκε ο Νατ. Κατά πάσα πιθανότητα όχι. Ο Κογκρόζιαν πρέπει να μην έχει πολλές επαφές, μάλλον ζει με την οικογένειά του και αγνοεί την κοινότητα. Ένας ερημίτης, αλλά και ποιος δεν θα ήταν εδώ πάνω; Αλλά ακόμη κι αν ήξερε ο κόσμος για τον Κογκρόζιαν, θα ήταν επιφυλακτικοί απέναντί του γιατί ήταν καλλιτέχνης και επιπλέον Ψι: ένα διπλό βάρος. Σίγουρα στι< επαφές του με τους ανθρώπους της πόλης - όταν έκανε τα ψώνια του στο μπακάλικο - θα παραιτιόταν από την ψυχοκινητική του ικανότητα και θα χρησιμοποιούσε κανονικά τα άκρα του όπως κι οι άλλοι. Εκτός κι αν ο Κογκρόζιαν ήταν πολύ πιο γενναίος από όσο φανταζόταν ο Νατ... «Το πρώτο πράγμα που θα κάνω όταν γίνω ένας διάσημος καλλιτέχνης», είπε ο Τζιμ Πλανκ, «θα είναι να μετακομίσω σε μια εξορία σαν αυτή.» Η φωνή του ήταν γεμάτη σαρκασμό. «Αυτή θα είναι η ανταμοιβή μου.» «Ναι», είπε ο Νατ, «πρέπει να είναι ευχάριστο να επωφελείται κανείς από το ταλέντο του.» Είχε μιλήσει αφηρημένα γιατί η προσοχή του ήταν στραμμένη προς μια συνάθροιση ανθρώπων που διέκρινε μπροστά του. Σημαίες και άνθρωποι με στολές... συνειδητοποίησε πως έβλεπε μια διαδήλωση πολιτικών εξτρεμιστών, των αυτοαποκαλούμενων Τέκνων του Ιώβ, μιας νεοναζιστικής οργάνωσης που είχε απλωθεί παντού τον τελευταίο καιρό, ακόμη κι εδώ, σ' αυτή την ξεχασμένη κι από τον θεό πόλη της Βόρειας Καλιφόρνιας. Από την άλλη όμως, αυτός δεν ήταν ο πιο κατάλληλος τόπος για να φυτρώσουν τα Τέκνα του Ιώβ; Αυτή η παραμελημένη περιοχή ήταν η ίδια η εικόνα της ήττας. Εδώ ζούσαν όλοι όσοι είχαν αποτύχει, οι Beuou δεν είχαν πια θέση στο σύστημα. Τα Τέκνα του Ιώβ, όπως και οι Ναζί στο παρελθόν, αντλούσαν δύναμη από την απογοήτευση, από την πίκρα των απόκληρων. Ναι, αυτές οι ετοιμοθάνατες πολιτείες, οι ξεχασμένες από τον χρόνο, ήταν το πραγματικό φυτώριο του κινήματος... δεν έπρεπε λοιπόν να ξαφνιάζεται που τους έβλεπε εδώ. Μόνο που αυτοί δεν ήταν γερμανοί· ήταν αμερικανοί. Η σκέψη αυτή τον αναστάτωσε. Γιατί δεν μπορούσε να ξεμπερδέψει με τα Τέκνα του Ιώβ θεωρώντας τα σαν ένα σύμπτωμα της μόνιμης και αθεράπευτης διαστροφής της γερμανικής νοοτροπίας - κάτι που θα
74
PHILIP κ. DICK
ήταν πολύ βολικό και απλό. Αυτοί που έβλεπε μπροστά του να παρελαύνουν ήταν δικοί του, συμπατριώτες του. Θα μπορούσε να βρισκόταν και ο ίδιος ανάμεσά τους. Αν είχε χάσει την δουλειά του στην ΗΜΕ, ή αν περνούσε από κάποια ταπεινωτική, εξευτελιστική κοινωνική εμπειρία-. «Για κοίτα τους», είπε η Μόλυ. «Αυτό κάνω», απάντησε ο Νατ. «Μέσα σου σκέφτεσαι: θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ μαζί τους, έτσι δεν είναι; Ειλικρινά, αμφιβάλλω αν θα είχες ποτέ τα κότσια να διαδηλώσεις δημόσια για να υποστηρίξεις τις πεποιθήσεις σου. Εδώ που τα λέμε αμφιβάλλω αν έχεις πεποιθήσεις. Κοίτα. Αυτός είναι ο Γκολτς.» Είχε δίκιο. Ο Μπέρτολντ Γκολτς, ο Αρχηγός ήταν μαζί τους σήμερα. Πόσο περίεργες ήταν οι κινήσεις αυτού του ανθρώπου. Ποτέ δεν μπορούσε να προβλέψει κανείς πού και πότε θα εμφανιζόταν. Ίσως ο Γκολτς να έκανε χρήση της αρχής του Λέσιγκερ. Ίσως να ταξίδευε μέσα στο χρόνο. Κάτι τέτοιο, σκέφτηκε ο Νατ, θα του έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με όλους τους χαρισματικούς ηγέτες του παρελθόντος, γιατί έτσι θα γινόταν λίγο πολύ αιώνιος. Δεν ήταν δυνατόν να θανατωθεί με τους συνήθεις τρόπους. Ίσως έτσι να ερμηνευόταν το γιατί η κυβέρνηση δεν είχε διαλύσει το κίνημα. Ο Νατ είχε αναρωτηθεί πολλές φορές πάνω σ' αυτό το θέμα: γιατί ανεχόταν η Νικόλ την παρουσία του Γκολτς; Την ανεχόταν γιατί δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τεχνικά ο Γκολτς μπορούσε να δολοφονηθεί, αλλά σ' αυτή την περίπτωση ένας αρχαιότερος Γκολτς θα προχωρούσε στο μέλλον και θα τον αντικαθιστούσε. Ο Γκολτς θα συνέχιζε ίδιος χωρίς να αλλάζει ή να γεράζει και το κίνημα θα κέρδιζε τελικά από την κατάσταση αυτή γιατί έτσι θα είχαν έναν ηγέτη σταθερό και μόνιμο που δεν θα χανόταν σαν τον Αδόλφο Χίτλερ. Δεν θα παρουσίαζε παράλυση ή άλλες εκφυλιστικές ασθένειες. Ο Τζιμ Πλανκ απορροφημένος από το θέαμα, μουρμούρισε: «Ωραίος άντρας, ο αλήτης, ε;» Έμοιαζε κι αυτός εντυπωσιασμένος. Άνετα θα μπορούσε να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση, σκέφτηκε ο Νατ. Να διασκεδάζει τον κόσμο με άλλο τρόπο. Ο Γκολτς είχε στυλ. Ψηλός, λουσμένος, τυλιγμένος μέσα σε ένα είδος σκοτεινής αύρας... κι ωστόσο, παρατήρησε ο Νατ, κάπως πλαδαρός. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαρανταπέντε και δεν είχε πια την σβελτάδα και το νεύρο της νιότης. Η πορεία τον είχε κάνει να ιδρώσει. Πόσο έντονη ήταν η σωματικήτοϋ παρουσία! Δεν είχε τίποτε το άυλο ή το αιθέριο πάνω του, καμιά πνευματικότητα δεν αντιστάθμιζε την βαριά, σαρκική διάσταση. Οι διαδηλωτές έκαναν στροφή και βάδισαν ίσια πάνω στο αυτοταξί τους.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
Το ταξί σταμάτησε. «Ακόμη και οι μηχανές τον υπακούνε», είπε σαρκαστικά η Μόλυ. «Οι τοπικές τουλάχιστον», γέλασε κοφτά, ανόρεχτα. Καλύτερα να του δίνουμε». είπε ο Τζιμ Πλανκ, «αλλιώς θα μας περικυκλώσουν σαν αριανά μυρμήγκια φαλαγγίτες.» Πασπάτεψε νευρικά τα κουμπιά του αυτοταξί «Να την πάρει η οργή την παλιοσακαράκα», είπε. «Δεν κουνιέται με τίποτε.» «Μαρμάρωσε από το δέος», είπε η Μόλυ. Η εμπροσθοφυλακή των διαδηλωτών περιλάμβανε και τον ίδιο τον Γκολτς που βάδιζε στο κέντρο κρατώντας ένα πολύχρωμο υφασμάτινο λάβαρο που κυμάτιζε. Αντικρύζοντάς τους ο Γκολτς φώναξε κάτι που δεν μπορούσε να το πιάσει ο Νατ. «Μας λέει να παραμερίσουμε», είπε η Μόλυ. «Ίσως θά 'πρεπε να ξεχάσουμε την ηχογράφηση του Κογκρόζιαν και να πάμε μαζί του. Να προσχωρήσουμε στο κίνημα. Τι λες, Νατ; Να η ευκαιρία σου. Θα μπορείς δικαιολογημένα να λες μετά ότι αναγκάστηκες.» Άνοιξε την πόρτα του ταξί και πήδησε ανάλαφρα στο πεζοδρόμιο. «Δεν σκοπεύω να χάσω την ζωή μου επειδή μπλοκάρισαν τα κυκλώματα ενός παμπάλαιου αυτοταξί.» «Χαίρε, μεγάλε αρχηγέ», δήλωσε ο Τζιμ Πλανκ και πηδώντας έξω στάθηκε στο πεζοδρόμιο δίπλα στην Μόλυ, έξω από την τροχιά των διαδηλωτών που μαζεμένοι τώρα σε ένα σώμα φώναζαν και χειρονομούσαν θυμωμένα. «Εγώ θα μείνω», είπε ο Νατ. Έμεινε εκεί που βρισκόταν τριγυρισμένος από τον ηχογραφικό του εξοπλισμό, με το ένα χέρι ακουμπισμένο ασυνείδητα στο πολύτιμο Ampek F-a2. Δεν είχε σκοπό να το εγκαταλείψει, ούτε εξ αιτίας του Μπέρτολντ Γκολτς. Ο ίδιος ο Γκολτς ήρθε κοντά του με γρήγορα βήματα και ξαφνικά του χαμογέλασε. Ήταν ένα χαμόγελο συμπάθειας λες και ο Γκολτς, παρά την σοβαρότητα των πολιτικών του επιδιώξεων, να είχε περιθώριο στην καρδιά του να συμμεριστεί τα βάσανα των άλλων. «Προβλήματα;» ρώτησε με δυνατή φωνή τον Νατ. Τώρα η πρώτη γραμμή των διαδηλωτών - περιλαμβανομένου και του Αρχηγού - είχε φτάσει μπροστά στο σταματημένο αυτοταξί. Η γραμμή έσπασε και ο κόσμος συνέχισε την πορεία του κι από τις δυο πλευρές. Όχι όμως ο Γκολτς που στάθηκε μπροστά. Έβγαλε ένα τσαλακωμένο κόκκινο μαντήλι και σκούπισε την βρεγμένη, αχνιστή σάρκα του λαιμού και του μετώπου του. «Συγνώμη που σου έκοψα τον δρόμο», είπε ο Νατ. «Μπα», είπε ο Γκολτς, «σε περίμενα.» Σήκωσε το κεφάλι και τον κοί-
76
PHILIP κ. DICK
ταξε με τα σκούρα, διεισδυτικά και λαμπερά μάτια του. «Νατ Φλίτζερ, επικεφαλής του Τμήματος Καλλιτεχνών και ρεπερτορίου της Ηλεκτρονικής Μουσικής Επιχείρησης της Τιχουάνα. Έχεις έρθει σ' αυτό τον βάλτο με τις φτέρες και τα βατράχια για να ηχογραφήσεις τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν... επειδή συμβαίνει να αγνοείς ότι ο Κογκρόζιαν δεν είναι σπίτι του. Είναι στο Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο Φράνκλιν Έημς του Σαν Φρανσίσκο.» «Να πάρει», είπε ξαφνιασμένος ο Νατ. «Γιατί δεν ηχογραφείς εμένα στην θέση του;» είπε ο Γκολτς φιλικά. «Τι να κάνω;» «Κοίτα μπορώ να απαγγείλω ή να εκφωνήσω δυο-τρία ιστορικά σλόγκαν για χάρη σου. Μισή ώρα δουλειά... ίσα-ίσα για να γεμίσει ένα μικρό δισκάκι. Σήμερα κι αύριο μπορεί να μην έχει πολύ πέραση αλλά κάποια μέρα-». Ο Γκολτς του έκλεισε το μάτι. «Όχι ευχαριστώ», είπε ο Νατ. «Γιατί, το πλασματάκι σου από τον Γανυμήδη είναι τόσο αγνό που δεν αντέχει αυτά που λέω;» Το χαμόγελο είχε αδειάσει τώρα από κάθε ζεστασιά. Ήταν ένας ακίνητος μορφασμός. «Είμαι Εβραίος, κ. Γκολτς», είπε ο Νατ. «Γι' αυτό είναι δύσκολο για μένα να αντιμετωπίσω με ενθουσιασμό το νεο-ναζισμό.» «Κι εγώ Εβραίος είμαι, κ. Φλίτζερ», είπε ο Γκολτς ύστερα από μία παύση. «Ή μάλλον Ισραηλινός, για την ακρίβεια. Ψάχτο και θα το βρεις. Είναι καταχωρημένο. Οποιοδήποτε αρχείο καλής εφημερίδας ή μέσο ενημέρωσης θα στο πει.» Ο Νατ είχε μείνει να τον κοιτάζει. «Ο κοινός μας εχθρός, ο δικός σου και ο δικός μου», είπε ο Γκολτς, «είναι το σύστημα του ντερ 'Αλτε. Αυτοί είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι του ναζιστικού παρελθόντος. Για σκέψου το λιγάκι. Αυτοί και τα καρτέλ. Η A.G. Chemie, η Karp υ. Sohnen Werke... δεν το ήξερες αυτό; Πού ζεις, Νατ Φλίτζερ; Τίποτε δεν ακούς;» «Ακούω», είπε ο Νατ ύστερα από μια μικρή παύση. «Αλλά δεν έχω πειστεί και πολύ.» «0α σου πω κάτι λοιπόν», είπε ο Γκολτς. «Η Νικόλ, η Mutter^ac;, και το περιβάλλον σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν το σύστημα ταξιδιού μέσα στον χρόνο του φον Λέσιγκερ προκειμένου να έλθουν σε επαφή με το Τρίτο Ράιχ, τον Χέρμαν Γκαίριγκ, συγκεκριμένα. Όπου νά 'ναι θα το κάνουν. Αυτό σε ξαφνιάζει;» «Έχω - έχω ακούσει διάφορες φήμες», είπε ο Νατ ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δεν είσαι Ge», είπε ο Γκολτς. «Είσαι σαν κι εμένα, Φλίτζερ, εμένα και
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
τον κόσμο μου. Βρίσκεσαι πάντα απ' έξω. Κανονικά, ούτε τις φήμες δεν έπρεπε να έχουμε ακούσει. Δεν έπρεπε να έχει υπάρξει διαρροή. Όμως εμείς οι Be δεν θα το καταπιούμε αυτό - συμφωνείς; Αυτή η ιδέα να φέρουν τον χοντρο-Χέρμαν από το παρελθόν στον καιρό μας παραπάει, δεν νομίζεις;» Μελέτησε το πρόσωπο του Νατ, περιμένοντας να δει την αντίδρασή του. «Αν είναι αλήθεια αυτό -»άρχισε τελικά να λέει ο Νατ. «Είναι, Φλίτζερ», είπε γνέφοντας ο Γκολτς. «Τότε το κίνημά σου μπαίνει κάτω από ένα νέο φως.» «Έλα να με βρεις», του είπε ο Γκολτς, «όταν το νέο γίνει δημόσια γνωστό. Όταν θα ξέρεις ότι είναι αλήθεια. Εντάξει;» Ο Νατ δεν απάντησε. Δεν διασταύρωσε καν το βλέμμα του με την σκοτεινή, επίμονη ματιά του άλλου. «Γειά σου, Φλίτζερ», είπε ο Γκολτς. Και σηκώνοντας την σημαία του που ήταν ακουμπισμένη τόσην ώρα στο αυτοταξί, κατηφόρισε το δρόμο να ενωθεί με τους υπόλοιπους διαδηλωτές του.
VIII Κ α θ ι σ μ έ ν ο ι παρέα στο γραφείο διαχείρησης του Αβραάμ Λίνκολν, ο Ντον Τίσμαν και ο Πάτρικ Ντόυλ μελετούσαν την αίτηση που μόλις τώρα είχε υποβάλει ο κ. Ίαν Ντάνκαν, του αριθμού 304.0 Ντάνκαν δήλωνε την επιθυμία του να εμφανιστεί στην επίδειξη ταλέντων που γινόταν δϋό φορές την εβδομάδα στο κτίριο, και μάλιστα την φορά που θα ήταν παρών ο κυνηγός ταλέντων του Λευκού Οίκου. Ήταν μια αίτηση ρουτίνας, όπως διαπίστωσε ο Τίσμαν. Με την διαφορά ότι ο Ίαν Ντάνκαν σχεδίαζε να εκτελέσει το νούμερό του με την συνεργασία ενός άλλου ατόμου που δεν έμενε στο Αβραάμ Λίνκολν. «Είναι ένας παλιός του φίλος από το στρατό» είπε σκεπτικά ο Ντόυλ. «Μου είχε μιλήσει γι' αυτόν κάποτε. Έκαναν μαζί το νούμερο αυτό πριν από χρόνια. Μουσική μπαρόκ για δύο κανάτες. Πρωτότυπη ιστορία.» «Σε ποιο κτίριο μένει ο συμπαίκτης του;» ρώτησε ο Τίσμαν. Η αποδοχή της αίτησης θα εξαρτιόταν από το είδος των σχέσεων που διατηρούσε το Αβραάμ Λίνκολν με το άλλο κτίριο. «Σε κανένα. Πουλάει σακαράκες για λογαριασμό αυτού του Λούνυ Λουκ- ξέρεις τώρα. Αυτά τα φθηνά μικρά διαστημόπλοια που μόλις και μετά βίας καταφέρνουν να σε πάνε ως τον Άρη. Από ότι ξέρω μένει μέσα, στην μάντρα. Οι μάντρες αυτές μετακινούνται κάθε λίγο και λιγάκι. Ζει μια ζωή νομαδική. Σίγουρα τα έχεις ακούσει όλα αυτά.» «Ναι», είπε ο Τίσμαν, «καιτο αποκλείω εντελώς. Δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσουμε αυτό το νούμερο στην σκηνή μας, με ένα πρόσωπο σαν κι αυτό. Ο Ίαν μπορεί αν θέλει να παίξει μόνος του την κανάτα του και μάλιστα δεν θα μου έκανε εντύπωση αν το νούμερο αποδεικνυόταν πολύ καλό. Είναι όμως αντίθετο προς την παράδοσή μας να δεχόμαστε ξένες συμμετοχές. Η σκηνή μας ανήκει αποκλειστικά στους δικούς μας ανθρώπους. Πάντα έτσι ήταν και έτσι θα είναι. Δεν χρειάζεται επομένως ούτε να το συζητήσουμε.» Η ματιά του καρφώθηκε επικριτικά στον ουράνιο πλοηγό. «Σωστά», είπε ο Ντόυλ, «είναι όμως νόμιμο να καλέσει κανείς ένα συγγενή του να παρακολουθήσει τις επιδείξεις ταλέντων... γιατί όχι λοιπόν ένα φιλαράκι από τον στρατό; Και γιατί να μηντοϋ επιτρέψει να λάβει μέρος; Αυτή η ιστορία είναι σημαντική για τον Ίαν. Θα ξέρεις φαντάζομαι ότι τελευταία όλο αποτυγχάνει. Δεν είναι και πολύ έξυ-
80
PHILIP κ. DICK
πνος. Βασικά θα έπρεπε να κάνει χειρωνακτική εργασία, φαντάζομαι. Αν έχει όμως κάποια καλλιτεχνική ικανότητα, όπως αυτή η ιδέα με τις κανάτες-» Φυλλομετρώντας τα έντυπά του ο Τίσμαν διαπίστωσε ότι πράγματι μία από τις καλύτερες κυνηγούς ταλέντων, η μις Τζάνετ Ρέημερ θα παρακολουθούσε ένα σόου στο Αβραάμ Λίνκολν. Βέβαια την βραδιά αυτή θα προγραμμάτιζαν τα καλύτερα νούμερα... επομένως το ντουέτο Ντάνκαν και Μίλερ για μπαρόκ κανάτες έπρεπε να διαγωνιστεί γι' αυτό το προνόμιο δεδομένου ότι υπήρχαν αρκετά νούμερα που ήταν ίσως καλύτερα, κατά την γνώμη του Τίσμαν τουλάχιστον. Στο κάτω κάτω ντουέτο από κανάτες... και μάλιστα όχι ηλεκτρονικές. «Εντάξει», αποφάσισε φωναχτά. «Συμφωνώ.» «Η απόφασή σου δείχνει άτομο με πολύ ανθρωπιά», είπε ο Ντόυλ με μια έκφραση συναισθηματισμού που αηδίασε τον Τίσμαν. «Και νομίζω ότι θα ευχαριστηθούμε όλοι μας ακούγοντας τους Ντάνκαν και Μίλερ να παίζουν Μπαχ και Βιβάλντι με τις απαράμιλλες κανάτες τους.» Ο Τίσμαν κατένευσε με μια γκριμάτσα. Ο Τζο Περντ, ο αρχαιότερος κάτοικος του κτιρίου, ήταν αυτός που πληροφόρησε τον Βινς Στράικροκ ότι η γυναίκα του - ή πιο σωστά, η πρώην γυναίκα του - η Τζούλι, ζούσε τώρα επάνω, στο τελευταίο πάτωμα του κτιρίου με τον Τσικ. Εκεί βρισκόταν, του είπε, από την αρχή. Με τον ίδιο μου τον αδελφό! είπε μέσα του ο Βινς, μην πιστεύοντας στα αυτιά του. Η ώρα που το έμαθε ήταν αργά το βράδυ, κοντά στις έντεκα, ώρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Παρ' όλα αυτά ο Βινς τράβηξε αμέσως για το ασανσέρ και ένα λεπτό αργότερα ανέβαινε στο τελευταίο πάτωμα του Αβραάμ Λίνκολν. Θα τον σκοτώσω, αποφάσισε. Θα τους σκοτώσω και τους δύο. Και κατά πάσαν πιθανότητα θα την γλυτώσω, υπέθεσε, αν παρουσιαστώ μπροστά σε τυχαία επιλεγμένους ενόρκους από το κτίριο, γιατί στο κάτω κάτω εγώ είμαι ο επίσημος ελεγκτής ταυτοτήτων. Όλοι με ξέρουν και με σέβονται. Μου έχουν εμπιστοσύνη. Ενώ η θέση του Τσικ, ποια είναι μέσα στο κτίριο; Επιπλέον εγώ δουλεύω σε ένα πραγματικά γιγάντιο καρτέλ, την Karp υ. Sohnen, ενώ ο Κρις δουλεύει σε μια μικροσκοπική εταιρεία στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Αυτό είναι κοινό μυστικό. Αυτές οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές. Πρέπει να τις σταθμίζεις, να τις αξιολογείς. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνείς ή όχι. Αλλά και πέρα από όλα αυτά, το μοναδικό και αναλλοίωτο γεγονός ότι ο Βινς Στράικροκ ήταν Ge ενώ ο Τσικ δεν ήταν, αρκούσε για να εξασφα-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
λίσει την αθώωσή του. Μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος του Τσικ κοντοστάθηκε. Δεν χτύπησε αλλά στάθηκε αναποφάσιστος εκεί στο χωλ. Είναι φοβερό, είπε μέσα του. Στην πραγματικότητα τον αγαπούσε πολύ τον μεγάλο αδελφό του. Αυτός τον είχε μεγαλώσει. Δεν σήμαινε λοιπόν ο Τσικ περισσότερα πράγματα γι' αυτόν από την Τζούλι; Όχι. Τίποτε και κανείς δεν ήταν πιο σημαντικός από την Τζούλι. Σήκωσε το χέρι του και χτύπησε την πόρτα Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Τσικ με την μπλε ρόμπα του και ένα περιοδικό στο χέρι. Έμοιαζε λίγο γερασμένος, πιο κουρασμένος καραφλός και κακόκεφος από ότι συνήθως. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν πέρασες να με δεις και να με παρηγορήσεις τις τελευταίες δύο μέρες», του είπε ο Βινς. «Πώς να το κάνεις με την Τζούλι να μένει εδώ μαζί σου;» «Μπες μέσα», του είπε ο Τσικ, ανοίγοντας περισσότερο την πόρτα. Με κουρασμένες κινήσεις οδήγησε τον αδελφό του μέσα στο μικρό καθιστικό. «Φαντάζομαι πως ήρθες για να μου κάνεις τη ζωή δύσκολη», είπε πάνω από τον ώμο του, «σαν να μην ήταν ήδη. Η καταραμένη η εταιρία μου ετοιμάζεται να κλείσει -» «Και ποιος νοιάζεται», είπε ο Βινς ανασαίνοντας βαριά. «Καλά να πάθεις.» Κοίταξε γύρω του για την Τζούλι, αλλά δεν είδε ούτε αυτήν ούτε κανένα ίχνος από τα υπάρχοντά της. Μπορεί να έκανε λάθος ο γέρο Τζο Περντ; Αδύνατον. Ο Περντ ήξερε τα πάντα όσα συνέβαιναν στο κτίριο. Το κουτσομπολιό ήταν η ζωή του. Σ' αυτό ήταν αυθεντία. «Άκουσα κάτι ενδιαφέρον στις ειδήσεις, απόψε», είπε ο Τσικ ενώ καθόταν στον καναπέ απέναντι στον αδελφό του. «Η κυβέρνηση αποφάσισε να επιτρέψει μια εξαίρεση στην εφαρμογή του Διατάγματος ΜακΦέρσον. Ένας ψυχαναλυτής ονόματι Ήγκον-» «Πάψε», τον διέκοψε ο Βινς. «Πού είναι;» «Αρκετά προβλήματα έχω και χωρίς εσένα», είπε ο Τσικ κοιτάζοντας τον μικρό του αδελφό. «Την παίζουμε κορόνα γράμματα:» Ο Βινς Στράικροκ κόντεψε να πνιγεί από λύσσα. «Αστειεύομαι», είπε ανέκφραστα ο Τσικ. «Ξέχασέ το, ούτε κι εγώ ξέρω γιατί το είπα. Τριγυρίζει κάπου έξω αγοράζοντας ρούχα. Έχει ακριβά γούστα, ε; Έπρεπε να με είχες προειδοποιήσει. Να έβαζες μια ανακοίνωση στον πίνακα του κτιρίου. Σοβαρά όμως, θα σου πω τι προτείνω. Θέλω να με βάλεις στην Karp υ. Sohnen Werke. Από την στιγμή που εμφανίστηκε εδώ η Τζούλι αυτό σκέφτομαι. Θα κάνουμε συμφωνία.» «Καμιά συμφωνία.» «Τότε καμιά Τζούλι.»
82
PHILIP κ. DICK
«Τι είδος δουλειά θέλεις να κάνεις στους Καρπ;» ρώτησε ο Βινς. «Οτιδήποτε. Δηλαδή οτιδήποτε έχει σχέση με τις δημόσιες σχέσεις, τις πωλήσεις ή την προώθηση προϊόντων. Όχι στον τομέα σχεδιασμού και κατασκευής. Τον ίδιο τύπο δουλειάς που κάνω και για τον Μώρυ Φραουεντσίμερ. Με καθαρά χέρια.» Με φωνή που έτρεμε ο Βινς του είπε: «Θα σε κάνω βοηθό υπευθύνου για τις αποστολές.» «Ωραίο το αστείο», γέλασε κοφτά ο Τσικ. «Κι εγώ θα σου δώσω πίσω το αριστερό πόδι της Τζούλι.» «Για τ' όνομα του Θεού», είπε ο Βινς κοιτάζοντάς τον έκπληκτος σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του. «Τι είσαι, ανώμαλος είσαι;» «Κάθε άλλο. Απλώς βρίσκομαι σε πολύ άσχημη θέση από άποψη καριέρας. Το μόνο ατού που διαθέτω είναι η πρώην γυναίκα σου. Τι πρέπει να κάνω λοιπόν; Να αφήσω να βουλιάξω; Όχι βέβαια, αγωνίζομαι για την επιβίωσή μου.» Ο Τσικ έμοιαζε ήρεμος και απολύτως λογικός. «Την αγαπάς;» ρώτησε ο Βινς. Για πρώτη φορά ο αδελφός του έδειξε να χάνει την ψυχραιμία του.«Πώς; Α, ναι, βέβαια, είμαι τρελός και παλαβός μαζί της - δεν φαίνεται; Πώς μπορείς να με ρωτάς;» Ο τόνος της φωνής του ήταν γεμάτος οργισμένη πίκρα. «Γι' αυτό και είμαι έτοιμος να την ανταλλάξω με μια θέση στους Καρπ. Άκου Βινς, η Τζούλι είναι μια ψυχρή, σκληρή υπολογίστρια - για τον εαυτό της νοιάζεται και για κανέναν άλλο. Από ότι μπορώ να σε βεβαιώσω εγώ, ήρθε σε μένα μόνο και μόνο για να σε πληγώσει. Σκέψου το καλά αυτό. Θα σου πω κάτι. Έχουμε σοβαρό πρόβλημα, εσύ κι εγώ, με την Τζούλι. Πάει να καταστρέψει τη ζωή μας. Δεν συμφωνείς; Νομίζω ότι θα πρέπει να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό. Ειλικρινά, εμένα με ξεπερνάει. Δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω.» «Τι ειδικό;» «Οποιονδήποτε. Τον σύμβουλο γάμων του κτιρίου. Ή μάλλον πάμε να δούμε τον τελευταίο ψυχαναλυτή των ΗΠΕΑ, αυτόν τον δρα Ήγκον Σάπερμπ που είπαν στην τηλεόραση. Πάμε να τον βρούμε πριν τον κλείσουν κι αυτόν. Τι λες; Ξέρεις ότι έχω δίκιο. Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να το λύσουμε μόνοι μας, το πρόβλημα εσύ κι εγώ.» Και πρόσθεσε «Και να βγούμε ζωντανοί και οι δύο.» «Πήγαινε εσύ.» «Εντάξει», ένευσε καταφατικά ο Τσικ. «Θα πάω. Αλλά θα συμφωνήσεις να συμμορφωθείς με την απόφασή του. Εντάξει;» «Να πάρει», είπε ο Βινς, «τότε θα έρθω κι εγώ μαζί. Νομίζεις ότι θα στηριχτώ σ' αυτά που θα μου πεις εσύ ότι είπε;» Η πόρτα του διαμερίσματος άνοιξε. Ο Βινς γύρισε και είδε στο άνοιγ-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
μά της την Τζούλι με ένα δέμα κάτω από το μπράτσο. «Φύγε και ξαναγύρισε λίγο αργότερα», της είπε ο Τσικ. «Σε παρακαλώ.» Σηκώθηκε και Βάδισε προς το μέρος της. «Θα πάμε να δούμε ένα ψυχίατρο για σένα», της είπε ο Βινς. «Το κανονίσαμε.» Και γυρίζοντας στον αδελφό του πρόσθεσε. «Θα πληρώσουμε μισά-μισά. Δεν θα φορτωθώ εγώ όλη την αμοιβή του.» «Σύμφωνοι», είπε γνέφοντας ο Τσικ. Με κάποια αμηχανία - ή έτσι φάνηκε στον Βινς - φίλησε την Τζούλι στο μάγουλο και την χτύπησε ελαφρά στον ώμο. Μετά είπε στον Βινς. «Και εξακολουθώ ναθέλω αυτή την δουλειά στην Karp υ. Sohnen Werke, ανεξάρτητα από την κατάληξη, όποιος από τους δύο κι αν την πάρει. Συνενοηθήκαμε;» «Θα δω τι μπορώ να κάνω», είπε ο Βινς. Μιλούσε απρόθυμα, έχοντας μεγάλο άχτι μέσα του. Αυτό που του ζητούσαν ήταν πολύ. Στο κάτωκάτω όμως ο Τσικ ήταν αδελφός του. Υπάρχουν και οι οικογενειακοί δεσμοί... Σηκώνοντας το ακουστικό, ο Τσικ είπε: «Θα τηλεφωνήσω αμέσως τώρα στον δρ. Σάπερμπ.» «Νυχτιάτικα;» ρώτησε η Τζούλι. «Αύριο τότε. Νωρίς.» Απρόθυμα, άφησε πάλι κάτω το ακουστικό. «Βιάζομαι να ξεκινήσουμε. Όλη αυτή η ιστορία με πλακώνει κι έχω ένα σωρό προβλήματα πιο σημαντικά.» Γύρισε στην Τζούλι. «Χωρίς να θέλω να σε προσβάλλω.» «Εγώ δεν συμφώνησα να πάω σε ψυχίατρο», είπε ξερά η Τζούλι, «ούτε να κάνω ότι μου πει. Αν θέλω να μείνω μαζί σου -» «Θα κάνουμε ότι μας πει ο Σάπερμπ», την πληροφόρησε ο Τσικ. «Κι αν πει να ξαναγυρίσεις κάτω και αρνηθείς τότε θα ζητήσω ένταλμα έξωσής σου από το διαμέρισμά μου. Το λέω και το εννοώ.» Ο Βινς δεν είχε ακούσει ποτέ τον αδελφό του να μιλάει τόσο κοφτά. Ξαφνιάστηκε. Ίσως έφταιγε το κλείσιμο της Εταιρείας Φραουεντσίμερ. Για τον Τσικ η δουλειά του ήταν όλη του η ζωή. «Ένα ποτό», είπε ο Τσικ. Και κατευθύνθηκε προς το ντουλάπι με τα ποτά, στην κουζίνα. Από πού ξεφύτρωσαν πάλι αυτοί]» είπε η Νικόλ στην Τζάνετ Ρέημερ, την κυνηγό ταλέντων της, δείχνοντας την ομάδα τραγουδιστών φολκ που, στημένοι μπροστά στο μικρόφωνο του Δωματίου των Καμελιών του Λευκού Οίκου, γρατσούνιζαν με μανία τις κιθάρες τους τραγουδώντας κλαψιάρικα. «Είναι απαίσιοι.» Ένιωθε πολύ δυστυχισμένη. «Από το κτίριο Όακ Φαρμς, στο Κλήβελαντ του Οχάιο», απάντησε ζωηρά η Τζάνετ, με ψύχραιμο πραγματισμό.
84
PHILIP κ. DICK
«Ωραία, στείλε τους από εκεί που ήρθαν», είπε η Νικόλ και έκανε νόημα στον Μάξουελ Τζέημσον που καθόταν ακίνητος και ογκώδης στην άλλη άκρη της μεγάλης αίθουσας. Ο Τζέημσον σηκώθηκε όρθιος στην στιγμή, τεντώθηκε και προχώρησε προς τους τραγουδιστές στο μικρόφωνο. Εκείνοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Ο φόβος ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους και το μονότονο τραγούδι τους άρχισε να σβύνει. «Δεν θέλω να σας θίξω», τους είπε η Νικόλ, «αλλά νομίζω πως άκουσα αρκετή εθνική μουσική γι' απόψε. Λυπάμαι.» Τους έστειλε ένα από τα ακτινοβόλα χαμόγελά τους που της το ανταπέδοσαν αχνά. Ήταν ξοφλημένοι. Και το ήξεραν. Γρήγορα πίσω στα Διαμερίσματα Όουκ Φαρμς, είπε μέσα της η Νικόλ. Εκεί ανήκετε. Ένας ένστολος θαλαμηπόλος του Λευκού Οίκου πλησίασε την πολυθρόνα της. «Κυρία Τιμποντώ», της ψιθύρισε, «ο Υφυπουργός Εσωτερικών Γκαρθ ΜακΡέη σας περιμένει στο Περίπτερο των Πασχαλιάτικων Κρίνων. Λέει ότι έχετε ραντεβού.» «Α,ναι», είπε η Νικόλ. «Ευχαριστώ. Πρόσφερε τον καφέ ή κάποιο ποτό και πες του ότι δεν θα αργήσω.» Ο υπηρέτης έφυγε. «Τζάνετ», είπε η Νικόλ, «θέλω να μου ξαναπαίξεις την μαγνητοταινία με την τηλεφωνική σου συνομιλία με τον Κογκρόζιαν. Πρέπει να διαπιστώσω από μόνη μου πόσο άρρωστος είναι. Με τους υποχόνδριους κανείς δεν ξέρει ποτέ.» «Καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει εικόνα», της είπε η Τζάνετ. «Ο Κογκρόζιαν είχε ρίξει μια πετσέτα-» «Ναι, το θυμάμαι» είπε εκνευρισμένα η Νικόλ. «Τον ξέρω όμως αρκετά καλά ώστε να καταλάβω από την φωνή του και μόνο. Αποκτάει μια συγκρατημένη, εσωστρεφική χροιά όταν βρίσκεται πραγματικά σε απόγνωση. Όταν απλώς λυπάται τον εαυτό του γίνεται πολυλογάς.» Σηκώθηκε όρθια και την ίδια στιγμή οι προσκαλεσμένοι σηκώθηκαν κι αυτοί όρθιοι στα διάφορα σημεία της Αίθουσας των Καμελιών. Δεν ήταν πολλοί απόψε. Η ώρα ήταν περασμένη, σχεδόν μεσάνυχτα και το πρόγραμμα των καλλιτεχνικών ταλέντων ήταν φτωχό. Σίγουρα η βραδιά δεν ήταν από τις καλύτερες. «Έχω μια ιδέα», είπε πονηρά η Τζάνετ Ρέημερ. «Αν δεν μπορώ να βρω κάτι καλύτερο απ' αυτό, από τους Moonrakers-» Έδειξε προς τους τραγουδιστές φολκ που μάζευαν κατηφείς τα όργανά τους. «Θα οργανώσω ένα πρόγραμμα που θα αποτελείται αποκλειστικά και μόνον από τις καλύτερες διαφημίσεις του Θεόδωρου Νιτς.» Χαμογέλασε δείχνοντας τα
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
85
δόντια της από ανοξείδωτο ατσάλι. Η Νικόλ σφίχτηκε. Μερικές φορές η Τζάνετ το παράκανε παίζοντας την επαγγελματία με το αιχμηρό πνεύμα. Πάντα ψύχραιμη και διασκεδαστική και απόλυτα ταυτισμένη με το πόστο εξουσίας που κατείχε, ήταν τόσο 6έ6αιη για τον εαυτό της που εκνεύριζε την Νικόλ. Η Τζάνετ Ρέημερ ήταν κυριολεκτικά απρόσβλητη. Γι' αυτό κάθε πλευρά της ζωής δεν ήταν γι' αυτήν παρά ένα είδος παιχνιδιού. Στην εξέδρα της σκηνής ένα νέο γκρουπ είχε αντικαταστήσει τους οριστικά καταποντισμένους τραγουδιστές φολκ. Η Νικόλ κοίταξε το πρόγραμμάτης. Ήταν το Σύγχρονο Κουαρτέτο Εγχόρδων του Λας Βέγκας. Παρά τον πομπώδη τίτλο τους θα έπαιζαν σε λίγο ένα κομμάτι του Χάυντν. Μου φαίνεται ότι θα πάω να δω τον Γκαρθ τώρα, αποφάσισε η Νικόλ. Με τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει αυτή την στιγμή ο Χάυντν της φαινόταν κάπως γλυκερός: διακοσμητικός και χωρίς ουσία. Όταν φέρουμε τον Γκαίριγκ, σκέφτηκε, μπορούμε να καλέσουμε μια μπάντα να παίξει βαυαρικά στρατιωτικά εμβατήρια. Να θυμηθώ να το πω στην Τζάνετ αυτό, είπε μέσα της. Ή λίγο Βάγκνερ. Δεν είχαν μανία με τον Βάγκνερ οι ναζί; Ναι, ήταν σίγουρη γι' αυτό. Είχε μελετήσει την ιστορία της περιόδου του Τρίτου Ράιχ. Ο δρ. Γκαίμπελς ανέφερε στα ημερολόγιά του το δέος που αισθάνθηκαν οι υψηλοί αξιωματούχοι των Ναζί σε μια παράσταση του Δαχτυλιδιού των Νιμπελούγκεν. Ή μήπως ήταν το Meistersinger. Θα μπορούσαμε να βάλουμε την μπάντα να παίξει διασκευές θεμάτων απ τον Πάρσιφαλ, αποφάσισε διασκεδάζοντας λίγο από μέσα της. Σε ρυθμό εμβατηρίου φυσικά. Ένα είδος πρωκτολογικής παραλλαγής, ένα κι ένα για τους Ubermenschen του Τρίτου Ράιχ. Εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, οι τεχνικοί του φον Λέσιγκερ θα είχαν ολοκληρώσει τις διόδους επικοινωνίας με το 1944. Έμοιαζε απίστευτο, αλλά τέτοια ώρα αύριο, ο Χέρμαν Γκαίριγκ θα βρισκόταν εδώ, σ' αυτή την εποχή, ξεριζωμένος από τον καιρό του, για να συζητήσει με τον πιο πανούργο διαπραγματευτή του Λευκού Οίκου, τον μικροκαμωμένο και κοκκαλιάρη ηλικιωμένο Ταγματάρχη Τάκερ Μπέρανς. Ήταν κι αυτός κάτι σαν ντερ 'Αλτε, με την διαφορά ότι ο Ταγματάρχης Μπέρανς ήταν ζωντανός και αυθεντικός, με σάρκα και οστά, και όχι ένα απλό ομοίωμα. Από όσο ήξερε τουλάχιστον αν και πολλές φορές είχε αυτή την εντύπωση, ότι βρισκόταν στο κέντρο μιας ομάδας που απαρτιζόταν αποκλειστικά και μόνον από ανδρείκελα, κατασκευές του συστήματος των καρτέλ, και ιδιαίτερα της A.G. Chemie που συνομωτούσε με την Karp υ. Sohnen Werke. Η επιμονή τους στην ερζάτς πραγματικότητα... ήταν κάτι που δύσκολα ανεχόταν πια η Νικόλ. Ύστερα από τόσα χρόνια επαφής μαζί της είχε αναπτύξει ένα έντονο αίσθημα αποστροφής.
86
PHILIP κ. DICK
«Με συγχωρείς», είπε στην Τζάνετ. «Έχω ένα ραντεβού.» Σηκώθηκε και βγήκε από την Αίθουσα των Καμελιών. Δύο άνδρες της ΚΑ την ακολούθησαν καθώς διέσχιζε τον διάδρομο προς το Περίπτερο των Πασχαλιάτικων Κρίνων, όπου την περίμενε ο Γκαρθ ΜακΡέη. Φθάνοντας εκεί βρήκε τον Γκαρθ να κάθεται μαζί με έναν άλλον άνδρα, η στολή του οποίου την πληροφόρησε ότι ήταν υψηλός αξιωματούχος της ανώτερης αστυνομίας. Δεν τον ήξερε. Προφανώς είχε έρθει μαζί με τον Γκαρθ. Οι δύο άνδρες συνομιλούσαν χαμηλόφωνα μη έχοντας πάρει είδηση την παρουσία της. «Πληροφορήσατε την Karp und Sohnen;» ρώτησε τον Γκαρθ. Οι δύο άνδρες σηκώθηκαν αυτομάτως όρθιοι και στάθηκαν μπροστά της γεμάτοι σεβασμό. «Μάλιστα, κ. Τιμποντώ», απάντησε ο Γκαρθ. Και πρόσθεσε αμέσως. «Για την ακρίβεια πληροφόρησα τον Άντον Καρπ ότι το ομοίωμα του Ρούντι Καλμπφλάις θα παυθεί σύντομα. Δεν - δεν του είπα ότι σκοπεύουμε να προμηθευθούμε από διαφορετικές οδούς το επόμενο ομοίωμα.» «Γιατί;» ρώτησε η Νικόλ. Ρίχνοντας μια ματιά στον σύντροφό του ο Γκαρθ είπε: «Κυρία Τιμποντώ», εξήγησε ο Γκαρθ, ο κύριος που έχω μαζί μου είναι ο Γουάιλντερ Πέμπροκ, ο νέος Διευθυντής της ΚΑ. Με ειδοποίησε ότι η Karp υ. Sohnen οργάνωσε μια κλειστή μυστική συνεδρίαση των ανώτερων διοικητικών στελεχών της και συζήτησαν την περίπτωση να ανατεθεί κάπου αλλού η κατασκευή του επόμενου ντερ Άλτε. Περιττό να πούμε ότι η ΚΑ έχει μερικούς δικούς της ανθρώπους στην Karp.» «Τι σκοπεύουν να κάνουν οι Καρπ;» ρώτησε η Νικόλ. «Η Werke θα δημοσιοποιήσει το γεγονός ότι οι ντερ Άλτε είναι ανδρείκελα και ότι ο τελευταίος ζωντανός ντερ Άλτε άσκησε το αξίωμά του πριν από πενήντα χρόνια.» Ο Πέμπροκ καθάρισε με θόρυβο το λαιμό του. Έδειχνε εξαιρετικά αμήχανος. «Αυτό βεβαίως αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του θεμελιακού νόμου. Γνώσεις σαν κι αυτές αποτελούν κρατικά μυστικά και απαγορεύεται να αποκαλυφθούν στους Be. Τόσο ο Άντον Καρπ όσο και ο πατέρας του, ο Φήλιξ το γνωρίζουν πολύ καλά. Άλλωστε στην συνεδρίασή τους συζήτησαν τις νομικές πτυχές του προβλήματος. Ξέρουν ότι τόσο οι ίδιοι, όσο και οποιοσδήποτε άλλος υπεύθυνος στην Werke, θα διωχθούν αυτομάτως.» «Κι ωστόσο δεν κάνουν πίσω», είπε η Νικόλ κι από μέσα της σκεφτόταν: Έχουμε δίκιο επομένως· οι άνθρωποι της Karp έχουν γίνει ήδη υπερβολικά δυνατοί. Διαθέτουν ήδη υπερβολική αυτονομία. Και δεν πρόκειται να την εγκαταλείψουν αμαχητί. «Τα άτομα που ανήκουν στα ανώτερα κλιμάκια των καρτέλ έχουν μια
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
ιδιότροπη ισχυρογνωμοσύνη», ε(πε ο Πέμπροκ. «Ίσως είναι οι τελευταίοι αυθεντικοί Πρώσσοι. Ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε να έρθετε σε επαφή μαζί του πριν προχωρήσετε στο θέμα αυτό. Θα ήθελε να σας σκιαγραφήσει την γενική κατεύθυνση της δικαστικής προσφυγής του κράτους εναντίον της Werke, και ανυπομονεί να συζητήσει μαζί σας ορισμένες ευαίσθητες πλευρές. Εν πάσει περιπτώσει πάντως, ο Γενικός Εισαγγελέας είναι έτοιμος να επέμβει οποιαδήποτε στιγμή. Αμέσως μόλις λάθει εντολή. Ωστόσο - » Ο Πέμπροκ της έριξε μια πλάγια ματιά. «Έχω μερικές επιφυλάξεις. Το σύνολο των πληροφοριών που φτάνουν σε μένα μου δείχνει ότι το σύστημα των καρτέλ σαν σύνολο είναι υπερβολικά ισχυρό, υπερβολικά γερά εδραιωμένο και δικτυωμένο για να το γκρεμίσει κανείς. Ότι αντί για μία μετωπική επίθεση προτιμώτερη θα ήταν κάποια συναλλαγή. Κάτι τέτοιο μου φαίνεται πιο επιθυμητό. Και εφικτό.» «Ναι, αλλά αυτό θα το αποφασίσω εγώ», είπε η Νικόλ. Από κοινού ο Γκαρθ ΜακΡέη και ο Πέμπροκ έγνεψαν καταφατικά. «Θα συζητήσω το ζήτημα με τον Μάξουελ Τζέημσον», είπε τελικά εκείνη. «Ο Μαξ θα έχει μια σχετικά σαφή ιδέα για το πώς μπορεί να γίνει δεκτή η πληροφορία για τον ντερ Άλτε από τους Be, το απληροφόρητο κοινό. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα αντιδράσουν; Θα εξεγερθούν; Θα το βρουν διασκεδαστικό; Εγώ προσωπικά το βρίσκω αστείο. Είμαι σίγουρη ότι έτσι θα το έβλεπα αν ήμουνα, μια κατώτερη υπάλληλος, ας πούμε, σε κάποιο καρτέλ ή μια κρατική υπηρεσία. Δεν συμφωνείτε;» Κανείς από τους δύο άνδρες δεν χαμογέλασε. Έμειναν κι οι δύο σοβαροί και σκυθρωποί. «Η δική μου γνώμη», είπε ο Πέμπροκ, «αν μου επιτρέπετε να την διατυπώσω, είναι ότι η δημοσιοποίηση της πληροφορίας αυτής θα τινάξει στον αέρα όλη την δομή της κοινωνίας μας.» «Μα είναι τόσο διασκεδαστικό», επέμεινε η Νικόλ. «Δεν βρίσκετε; Ο Ρούντι είναι μια κούκλα, ένα τεχνικό κατασκεύασμα του συστήματος των καρτέλ, κι ωστόσο είναι ο ανώτερος εκλεγμένος αξιωματούχος των ΗΠΕΑ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι τον ψήφισαν, όπως ψήφισαν και τον προηγούμενο ντερ Άλτε και ούτω καθεξής τα τελευταία πενήντα χρόνια - με συγχωρείτε αλλά πρέπει να θεωρηθεί αστείο. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να το δει κανείς.» Τώρα γελούσε ανοιχτά. Η ιδέα ότι κάποιος δεν γνώριζε αυτό το Geheimnis, αυτό το κρατικό μυστικό και το μάθαινε ξαφνικά της φαινόταν ακατανίκητα αστεία. «Νομίζω ότι έτσι θα ενεργήσω», είπε στον Γκαρθ. «Ναι, πήρα την απόφασή μου. Αύριο το πρωί κιόλας ζητήστε να έλθετε σε επαφή με την Karp Werke. Μιλήστε κατ' ευθείαν και με τον Άντον και με τον Φήλιξ και προειδοποιείστε
88
PHILIP κ. DICK
τους ότι θα συλληφθούν αυτομάτως αν μας προδώσουν στους Be. Πέστε τους ότι η ΚΑ είναι έτοιμη να δράσει.» «Μάλιστα, κ. Τιμποντώ», είπε σκυθρωπά ο Γκαρθ. «Και μην το παίρνετε τόσο βαριά», πρόσθεσε η Νικόλ. «Ακόμη κι αν οι Καρπ τολμήσουν να δημοσιοποιήσουν το Geheimnis, θα τα βγάλουμε πέρα, μην ανησυχείτε. Διαφωνώ μαζί σας: η αποκάλυψη δεν θα φέρει το τέλος του στάτους κ6ο.» «Κυρία Τιμποντώ», είπε ο Γκαρθ. «Αν η Karp δόσει στην δημοσιότητα την αλήθεια, όπως και αν αντιδράσουν οι Be, δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να υπάρξει άλλος ντερ Άλτε. Και από νομική άποψη, την θέση εξουσίας που κατέχετε την οφείλετε μόνο στο γεγονός ότι είστε σύζυγός του. Αυτό δύσκολα το σκέφτεται κανείς γιατί-» ο Γκαρθ δίστασε. «Πέστε το», είπε η Νικόλ. «Γιατί είναι ξεκάθαρο για όλους τους Be και Ge ότι εσείς αποτελείτε την υπέρτατη εξουσία του κατεστημένου. Και είναι σημαντικό να συντηρήσουμε το μύθο ότι με κάποιο τρόπο, έστω και έμμεσο, την θέση αυτή σας την ανέθεσε ο λαός με την καθολική ψήφο του. Μια σιωπή ακολούθησε. Τελικά ο Πέμπροκ είπε:«Ίσως θα έπρεπε η ΚΑ να συλλάβει τους Καρπ πρ/νπρολάβουν να βγάλουν προς τα έξω την λευκή τους βίβλο. Έτσι θα είναι αποκομμένοι από τα όργανα επικοινωνίας.» «Ακόμη και μετά την σύλληψή τους», είπε η Νικόλ, «οι Καρπ θα βρουν τρόπο να πλησιάσουν ένα τουλάχιστον από τα μαζικά μέσα. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπ' όψη μας.» «Ναι όμως η αξιοπιστία τους, εάν είναι υπό κράτηση -» «Η μοναδική λύση», είπε σκεπτικά η Νικόλ σαν να μιλούσε στον εαυτό της, «θα ήταν να δολοφονήσουμε τα στελέχη της Werke που έλαβαν μέρος στην συνεδρίαση. Δηλαδή όλους τους βρτου καρτέλ, όσοι κι αν είναι αυτοί. Ακόμη κι αν ο αριθμός τους φθάνει στις εκατοντάδες.» Με άλλα λόγια, είπε μέσα της, πρέπει να κάνουμε κανονική εκκαθάριση. Σαν αυτές που λαβαίνουν χώρα σε συνθήκες επανάστασης. Η ιδέα την φόβιζε. «Nacht und Nebel», μουρμούρισε ο Πέμπροκ. «Τι;» ρώτησε η Νικόλ. «Η ονομασία που έδιναν οι ναζί στους αόρατους πράκτορες της κυβέρνησης που αναλαμβάνουν να διαπράξουν εγκλήματα.» Κοίταξε την Νικόλ. «Νύχτα και ομίχλη. Αυτά ήταν τα Einsatzgruppen. Αληθινά τέρατα. Φυσικά η ΚΑ, η αστυνομία μας δεν διαθέτει τέτοια υποκείμενα. Θα πρέπει να δί^σετε μέσω του στρατού. Όχι μέσω ημών.» «Αστειευόμουνα», είπε η Νικόλ.
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
89
Οι δύο άνδρες την κοίταξαν εξεταστικά. «Δεν γίνονται πια εκκαθαρίσεις», είπε η Νικόλ. «Αυτά σταμάτησαν μετά τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ξέρετε καλά. Είμαστε πολύ μοντέρνοι τώρα πια, πολύ πολιτισμένοι για να κάνουμε σφαγές.» «Κυρία Τιμποντώ», είπε ο Πέμπροκ με ένα νευρικό τικ στα χείλια, «όταν οι τεχνικοί του Ινστιτούτου φον Λέσιγκερ φέρουν τον Γκαίριγκ στην εποχή μας, ίσως μπορείτε να κανονίσετε να φέρουν μαζί και ένα Einsatzgruppe. Αυτό θα αναλάμβανε την ευθύνη της ενέργειας κατά των Καρπ και μετά θα επέστρεφε στην Εποχή της Βαρβαρότητας.» Η Νικόλ τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Μιλάω σοβαρά» είπε τραυλίζοντας ελαφρά ο Πέμπροκ. «Θα είναι πολύ καλύτερο-για μας τουλάχιστον-από το να αφήσουμε τους Καρπ να δημοσιοποιήσουν την πληροφορία που κατέχουν. Αυτή είναι η χειρότερη περίπτωση από όλες.» «Συμφωνώ», είπε ο Γκαρθ ΜακΡέη. «Είναι σκέτη τρέλα», είπε η Νικόλ. «Είναι;» είπε ο Γκαρθ ΜακΡέη. «Χάρη στην συσκευή φον Λέσιγκερ έχουμε πρόσβαση σε εκπαιδευμένους δολοφόνους και όπως μας υποδείξατε μόλις πριν τέτοιοι επαγγελματίες δεν υπάρχουν στην εποχή μας. Δεν νομίζω ότι απαιτείται η εξόντωση δεκάδων ή εκατοντάδων ατόμων. Πιστεύω ότι τα πράγματα μπορούν να περιοριστούν στο διοικητικό συμβούλιο, και τους εκτελεστικούς υποδιευθυντές της Werke. Όλα κι όλα οχτώ άτομα, κατά πάσα πιθανότητα.» «Άλλωστε», βιάστηκε να επισημάνει ο Πέμπροκ, «αυτοί οι οχτώ άνδρες, οι υψηλοί αξιωματούχοι της Karp, είναι ντε φάκτο εγκληματίες. Συναντήθηκαν σκόπιμα και συνομώτισαν κατά της νόμιμης κυβέρνησης. Βρίσκονται στην ίδια γραμμή με τα Τέκνα του Ιώβ. Τον Μπέρτολντ Γκολτς. Παρά το γεγονός ότι φορούν κάθε βράδυ σμόκιν και πίνουν εκλεκτό κρασί αντί να σέρνονται στους δρόμους.» «Θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω», είπε ξερά η Νικόλ, «ότι όλοι μας είμαστε εγκληματίες ντε φάκτο. Γιατί η κυβέρνηση αυτή - όπως εσείς οι ίδιοι επισημάνατε - βασίζεται σε μιαν απάτη. Μιαν απάτη πρώτου μεγέθους.» «Είναι όμως νόμιμη κυβέρνηση», είπε ο Γκαρθ «είτε προέρχεται από απάτη είτε όχι. Κι αυτή η υποτιθέμενη "απάτη" άλλωστε έγινε προς το συμφέρον του λαού. Δεν το κάνουμε για να εκμεταλλευτούμε κάποιον - όπως κάνει το σύστημα των καρτέλ. Δεν προσπαθούμε να πλουτίσουμε σε βάρος κάποιου άλλου.» Έτσι τουλάχιστον λέμε στον εαυτό μας, σκέφθηκε η Νικόλ. «Στην συζήτηση που είχα πριν από λίγο με τον Γερμανό Εισαγγελέα»,
90
PHILIP κ. DICK
είπε γεμάτος σεβασμό ο Πέμπροκ, «διαπίστωσα ποια είναι η γνώμη του σχετικά με τα καρτέλ. Ο Έπστην βρίσκει ότι πρέπει οπωσδήποτε να συντριβούν. Είναι ουσιαστικό!» «Νομίζω», είπε η Νικόλ, «να υπερτιμάτε κάπως τα καρτέλ. Εγώ όχι. Και - ίσως θα έπρεπε να περιμένουμε λίγο να έρθει και ο Χέρμαν Γκαίριγκ να μας δόσει την γνώμη του περί αυτού.» Οι δύο άνδρες γύρισαν και την κοίταξαν με το στόμα ορθάνοιχτο. «Δεν μιλάω σοβαρά», είπε η Νικόλ. Ή μήπως μιλούσε σοβαρά; Ούτε κι εκείνη δεν ήξερε. «Στο κάτω-κάτω», είπε «ο Γκαίριγκ ίδρυσε την Γκεστάπο.» «Ποτέ δεν θα επιδοκίμαζα κάτι τέτοιο», είπε αυστηρά ο Πέμπροκ. «Ναι αλλά δεν καθορίζετε εσείς την πολιτική της χώρας», του είπε η Νικόλ. «Θεωρητικά αυτό το κάνει ο Ρούντι. Δηλαδή εγώ. Μπορώ να σας αναγκάσω να ενεργήσετε όπως κρίνω εγώ σ' αυτό το θέμα. Και θα το κάνετε... εκτός φυσικά αν προτιμάτε να προσχωρήσετε στα Τέκνα του Ιώβ και να αλωνίζετε τους δρόμους ψέλνοντας και πετώντας πέτρες.» Τόσο ο Γκαρθ ΜακΡέη όσο και ο Πέμπροκ έδειχναν φοβερά αμήχανοι. Και πολύ δυστυχείς. «Μην φοβόσαστε», είπε η Νικόλ. «Ξέρετε ποια είναι η πραγματική βάση της πολιτικής εξουσίας; Ούτε τα όπλα ούτε τα στρατεύματα, αλλά η ικανότητα να βάζεις τους άλλους να κάνουν αυτό που θέλεις. Με οποιοδήποτε μέσο κρίνεις κατάλληλο. Ξέρω πως μπορώ να κατευθύνω τις πράξεις της ΚΑ - παρά τα προσωπικά σας συναισθήματα. Έτσι μπορώ να αναγκάσω και τον Χέρμαν Γκαίριγκ να κάνει αυτό που θέλω εγώ. Η απόφαση δεν θα είναι του Γκαίριγκ. Θα είναι η δική μου.» «Εύχομαι να έχετε δίκιο», είπε τελικά ο Πέμπροκ, «και να είστε πράγματι ικανή να χειριστείτε τον Γκαίριγκ. Ομολογώ ότι στο καθαρά υποκειμενικό επίπεδο φοβάμαι πολύ, φοβάμαι εξαιρετικά όλο αυτό το πείραμα με το παρελθόν. Μπορεί να ανοίγετε τις πύλες της καταστροφής. Ο Γκαίριγκ δεν είναι αστεία υπόθεση.» «Το γνωρίζω αυτό πολύ καλά», είπε η Νικόλ. «Και μην παίρνετε το θάρρος να με συμβουλεύετε, κ. Πέμπροκ. Δεν έχετε αυτή την δικαιοδοσία.» Ο Πέμπροκ κοκκίνισε, έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά είπε χαμηλόφωνα. «Συγνώμη. Και τώρα αν μου επιτρέπετε, κ. Τιμοντώ, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα άλλο θέμα. Πρόκειται για τον μοναδικό εν ενεργεία ψυχαναλυτή σε ολόκληρες της ΗΠΕΑ. Τον δρα Ήγκον Σάπερμπ. Εξηγώντας τους λόγους που η ΚΑ του επέτρεψε να -» «Δεν θέλω να ακούσω τίποτε γι' αυτό», είπε η Νικόλ. «Θέλω απλώς να κάνετε την δουλειά σας. Όπως πρέπει να γνωρίζετε, ποτέ δεν συμφώ-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
νησα με το Διάταγμα ΜακΦέραον. Δεν πρόκειται λοιπόν να φέρω αντίρρηση επειδή δεν εφαρμόστηκε πλήρως.» «Ο εν λόγω ασθενής-» «Σας παρακαλώ», τον έκοψε η Νικόλ. Ο Πέμπροκ υπάκουσε ανασηκώνοντας τους ώμους. Το πρόσωπο του παρέμεινε ανέκφραστο.
VIII
Καθώς
έμπαιναν στην αίθουσα θεάτρου στον πρώτο όροφο του Αβραάμ Λίνκολν, ο Ίαν Ντάνκαν είδε την πλακουτσωτή μορφή του αριανού πλάσματος, του παπούλα, να τρέχει πίσω από τον Αλ Μίλερ. Σταμάτησε επί τόπου. «Θα το φέρνεις κι αυτό μαζί;» «Δεν καταλαβαίνεις», είπε ο Αλ. «Πρέπει να κερδίσουμε.» «Όχι έτσι όμως», είπε ο Ίαν ύστερα από μια παύση. Καταλάβαινε πολύ καλά. Το παπούλα θα γοήτευε το κοινό όπως είχε γοητεύσει τους περαστικούς. Θα ασκούσε πάνω τους την εξωαισθητική του επιρροή, εκμαιεύοντας μια ευνοϊκή απόφαση. Αυτή είναι η ηθική ενός πωλητή μεταχειρισμένων οχημάτων, συνειδητοποίησε ο Ίαν. Για τον Αλ όλα φαίνονταν απολύτως κανονικά. Αν δεν μπορούσαν να κερδίσουν με το παίξιμό τους, θα κέρδιζαν μέσω του παπούλα. «Έλα τώρα» είπε με μια χειρονομία ο Αλ, «μην γίνεσαι ο χειρότερος εχθρός μας. Αυτό που θα κάνουμε είναι να εφαρμόσουμε απλώς μια ανώδυνη τεχνική ασυνείδητης προώθησης εμπορεύματος, όπως την εφαρμόζουν εδώ και έναν αιώνα - μια παλιά, αξιόπιστη μέθοδος προσέλκυσης της κοινής γνώμης. Κι επί τέλους, ας δούμε τα πράγματα καθαρά. Έχουμε χρόνια ολόκληρα να παίξουμε κανάτες επαγγελματικά.» Πάτησε τα κουμπιά στην ζώνη του και το παπούλα βίασε το βήμα για να τους φθάσει. Ο Αλ πάτησε πάλι τα κουμπιά Και στο μυαλό του Ίαν σχηματίστηκε ο πειστικός συλλογισμός. Γ m i όχι; Όλοι το κάνουν αυτό. «Πόρτο από πάνω μου αυτό το πράγμα, Αλ», είπε με δυσκολία. Ο Αλ ανασήκωσε τους ώμους. Και η σκέψη που είχε εισβάλλει στο μυαλό του Ίαν, άρχισε να σβύνει. Είχε αφήσει όμως ένα κατάλοιπο. Τώρα ο Ίαν δεν ήταν πια και τόσο σίγουρος για την θέση του. «Δεν είναι τίποτε σε σύγκριση μ' αυτά που πετυχαίνει ο μηχανισμός της Νικόλ», του επισήμανε ο Αλ, βλέποντας την έκφρασή του. «Τα παπούλα δεν είναι τίποτε μπροστά στο πλανητικό σύστημα εκμαυλισμού που έχει στήσει η Νικόλ μέσω της τηλεόρασης - αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος Ίαν. Το παπούλα είναι χονδροειδές, ξέρεις ότι σε επηρεάζουν. Όχι όμως όταν ακούς την Νικόλ. Εκεί η πίεση είναι τόσο αδιόρατη και τόσο συνολική -» «Εγώ δεν ξέρω τίποτε από όλα αυτά», είπε ο Ίαν. «Ξέρω απλώς ότι αν
94
PHIUPK.DICK
δεν πετύχουμε, αν δεν καταφέρουμε να παίξουμε στον Λευκό Οίκο, η ζωή, σ' ότι αφορά εμένα τουλάχιστον, παύει να έχει αξία. Κι αυτή την ιδέα δεν μου την έβαλε κανείς στο κεφάλι. Έτσι αισθάνομαι. Είναι δική μου ιδέα, να πάρει η οργή.» Κράτησε την πόρτα ανοιχτή και ο Αλ μπήκε στην αίθουσα κρατώντας την κανάτα του από το χερούλι. Ο Ίαν τον ακολούθησε κι ένα λεπτό αργότερα βρίσκονταν και οι δύο πάνω στην σκηνή απέναντι στην μισοάδεια αίθουσα. «Την έχεις δει ποτέ;» ρώτησε ο Αλ. «Την βλέπω συνέχεια.» «Εννοώ πραγματικά. Αληθινά, ΐνΐε σάρκα και οστά.» «Όχι βέβαια», είπε ο Ίαν. Αυτός ήταν και ο λόγος που επεδίωκε την επιτυχία, την πρόσβαση στον Λευκό Οίκο. Έτσι θα έβλεπαν την πραγματική Νικόλ και όχι μονο την τηλεοπτική εικόνα της. Θα έπαυε να είναι μια φαντασία - θα γινόταν αλήθεια. «Εγώ την είδα μια φορά», είπε ο Αλ. «Μόλις είχα προσγειώσει το πάρκιγκ, την Μάντρα Ελαφρών Σκαφών υπ. αρ. 3, σε μια κεντρική εμπορική αρτηρία στο Σρέβπορτ της Λουϊζιάνας. Ήταν νωρίς το πρωί, γύρω στις οχτώ. Τότε είδα να καταφθάνουν μερικά κρατικά αυτοκίνητα. Σκέφτηκα φυσικά ότι ήταν η Κρατική Αστυνομία - και άρχισα να απογειώνομαι πάλι. Δεν ήταν όμως. Ήταν μια αυτοκινητοπομπή με την Νικόλ μέσα που πήγαινε να θεμελιώσει ένα νέο κτίριο, το μεγαλύτερο όλων.» «Ναι», είπε ο Ίαν, «το Πωλ Μπάνυαν.» Η ποδοσφαιρική ομάδα του Αβραάμ Λίνκολν έπαιζε μαζί τους κάθε χρόνο και έχανε πάντα. Το Πωλ Μπάνυαν είχε πάνω από δέκα χιλιάδες ενοίκους και προέρχονταν όλοι από οικογένειες δημοσίων υπαλλήλων. Ήταν ένα κτίριο υψηλής κλάσης με άνδρες και γυναίκες έτοιμους να γίνουν Ge. Και το μηνιαίο ποσόν που πλήρωνε ο κάθε ένοικος ήταν απίστευτα υψηλό. «Θα έπρεπε να την έβλεπες τότε», είπε σκεπτικά ο Αλ καθώς καθόταν απέναντι στο ακροατήριο με την κανάτα στα γόνατά του. «Ξέρεις, πάντα νομίζεις ότι στην πραγματική ζωή ίσως να μην είναι - ότι εκείνη δεν ήταν, θέλω να πω - τόσο γοητευτική όσο φαίνεται στην TV. Βλέπεις μπορούν να ελέγχουν τόσο καλά την εικόνα. Είναι συνθετική από τόσο πολλές απόψεις. Πίστεψέ με όμως Ίαν-ήταν πολύ πιο γοητευτική στο φυσικό. Η τηλεόραση δεν μπορεί να πιάσει την ζωντάνια, την λάμψη, τα λεπτά χρώματα του δέρματός της. Την φωτεινότητα των μαλλιών της.» Κούνησε το κεφάλι του, χτυπώντας ελαφρά με το πόδι του το παπούλα που είχε κρυφτεί κάτω από την καρέκλα του. «Ξέρεις τι συνέπεια είχε για μένα το γεγονός ότι την είδα στο φυσικό της; Έχασα την χαρά μου. Ως τότε ζούσα πολύ καλά. Ο Λουκ μου πληρώνει καλά λεφτά. Και μου αρέσει να έρχομαι σε επαφή με το κοινό.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
Επιπλέον μου αρέσει και να χειρίζομαι αυτό το πλάσμα. Είναι μια δουλειά που κατά κάποιον τρόπο απαιτεί καλλιτεχνικές ικανότητες. Από τότε όμως που είδα την Νικόλ Τιμποντώ, τίποτε δεν μου είναι πια αρκετό, ούτε ο εαυτός μου, ούτε η ζωή μου.» Γύρισε στον Ίαν. «Φαντάζομαι ότι έτσι νιώθεις κι εσύ βλέποντάς την στην τηλεόραση.» Ο Ίαν έγνεψε καταφατικά. Είχε αρχίσει να νιώθει λίγο τρακ. Σε λίγα λεπτά θα τους παρουσίαζαν στο κοινό. Η ώρα της δοκιμασίας είχε φθάσει. «Αυτός είναι και ο λόγος», συνέχισε ο Αλ «που αποφάσισα να κάνω αυτό που μου ζήτησες. Να ξαναπιάσω την κανάτα και να κάνω άλλη μια προσπάθεια.» Και βλέποντας τον Ίαν να σφίγγει το χέρι του γύρω από την κανάτα του τον ρώτησε: «Τελικά να το χρησιμοποιήσω το παπούλα ή όχι; Εσύ θα αποφασίσεις.» Το ένα του φρύδι ήταν ανασηκωμένο ερωτηματικά αλλά η έκφραση στο πρόσωπό του έδειχνε προθυμία για κατανόηση. «Χρησιμοποίησέ το», είπε ο Ίαν. «Εντάξει», είπε ο Αλ κι έβαλε το χέρι του μέσα από το σακάκι του. Τα δάχτυλά του άγγιξαν απαλά τα κουμπιά. Το παπούλα βγήκε τσουλώντας κάτω από την καρέκλα, με τις κεραίες του να κουνιούνται αστεία και τα μάτια του να αλληθωρίζουν δεξιά και αριστερά. Η προσοχή του κοινού κεντρίστηκε αμέσως. Οι θεατές έσκυψαν μπροστά να δουν, μερικοί γελούσαν ήδη ενθουσιασμένοι. «Κοίτα», είπε ζωηρά ένας άνδρας. «Είναι το παπούλα!» Μια γυναίκα σηκώθηκε για να δει καλύτερα και ο Ίαν σκέφτηκε μέσα του: Όλος ο κόσμος αγαπάει το παπούλα. Θα κερδίσουμε ανεξάρτητα αν παίξουμε καλά ή όχι. Και μετά; Μήπως η συνάντηση με την Νικόλ μας κάνει ακόμη πιο δυστυχείς από πριν; Μήπως το μόνο που θα αποκομίσουμε είναι μια ανικανοποίητη λαχτάρα, μια άσβυστη δίψα; Ένα πόνο, ένα πόθο που ποτέ δεν θα μπορέσει να ικανοποιηθεί σ' αυτόν τον κόσμο; Ήταν πολύ αργά για να κάνουν πίσω τώρα. Οι πόρτες της αίθουσας είχαν κλείσει και ο Ντον Τίσμαν σηκωνόταν από το κάθισμά του, ανακαλώντας το κοινό σε τάξη. «Λοιπόν παιδιά», είπε στο μικρόφωνο που ήταν καρφιτσωμένο στο πέτο του, «θαπαρακολουθήσουμε τώρα μια μικρή επίδειξη ταλέντων, για να διασκεδάσουμε όλοι μαζί. Όπως βλέπετε στο πρόγραμμα, πρώτο παρουσιάζεται ένα εξαιρετικό γκρουπ, οι Ντάνκαν και Μίλερ με τις Κλασικές Κανάτες τους. Θα παίξουν ένα μέντλεϋ από σκοπούς του Μπαχ και του Χαίντελ που θα κάνουν τα πόδια σας να χτυπάνε από μόνα τους.» Χαμογέλασε συνωμοτικά στον Ίαν και τον Αλ σαν να έλεγε: «Καλή η εισαγωγή μου;»
96
PHIUPK.DICK
Ο Αλ δεν τον πρόσεχε. Χειριζόταν τα κουμπιά του κοιτάζοντας σκεπτικά το κοινό. Στο τέλος έπιασε την κανάτα του, έριξε μια ματιά στον Ίαν και μετά χτύπησε το πόδι του. Η «Μικρή Φούγκα σε σολ έλασσον» άνοιξε το μέντλεϋ τους και ο Αλ άρχισε να φυσάει στην κανάτα του το ζωηρό θέμα. «Μπουμ, μπουμ, μπουμ. Μπουμ - μπουμ - μπουμ - μπουμ μπουμ μπουμ ντιμπουμ. Ντι μπουμ, Ντι μπου, ντι ντι-ντι νμπουμ...» Τα μάγου\ά του φούσκωναν και κοκκίνιζαν καθώς φύσαγε. Το παπούλα διέσχισε νωχελικά την σκηνή, και μειά κατέβηκε με κωμικά αδέξιες κινήσεις στην πρώτη σειρά των ακροατών. Είχε αρχίσει το έργο του. Ο Αλ έκλεισε το μάτι στον Ίαν. «Ένας κ. Στράικροκ θέλει να σας δει, γιατρέ. Ο κ. Τσαρλς Στάικροκ», είπε η Αμάντα προβάλλοντας στο κατώφλι του ιατρείου του δρα Σάπερμπ. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών την βάραιναν ακόμη αλλά ήταν αποφασισμένη να κάνει την δουλειά της. Ο Σάπερμπ το λάβαινε υπόψη του αυτό. Σαν τους ψυχοπομπούς η Αμάντα μεσολαβούσε ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Ή μάλλον στην συγκεκριμένη περίπτωση ανάμεσα στον ψυχαναλυτή και τους κοινούς θνητούς. Κοινούς και άρρωστους επιπλέον. «Εντάξει.» Ο Σάπερμπ σηκώθηκε για να προϋπαντήσει τον νέο πελάτη σκεπτόμενος μέσα του: αυτός είναι άραγε; Βρίσκομαι εδώ μόνο και μόνο για να θεραπεύσω - ή μάλλον για να αποτύχω να θεραπεύσω - αυτόν τον άνθρωπο; Αυτή την ερώτηση την έθετε αναγκαστικά στον εαυτό του σχετικά με τον κάθε νέο πελάτη. Τον κούραζε αυτή η συνεχής ανάγκη να κάνει υποθέσεις. Ο τρόπος σκέψης του, μετά από την ψήφιση του Διατάγματος ΜακΦέρσον είχε γίνει ψυχαναγκαστικός. Γύριζε ξανά και ξανά στα ίδια σημεία χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Ένας ψηλός κι ελαφρά φαλακρός άνδρας με ανήσυχο ύφος και γυαλιά μπήκε αργά στο γραφείο του με απλωμένο το χέρι. «Θέλω να σας ευχαριστήσω που με δεχθήκατε τόσο σύντομα, γιατρέ.» Αντάλλαξαν χειραψία. «Το πρόγραμμά σας πρέπει να είναι πολύ φορτωμένο αυτές τις μέρες.» Ο Τσικ Στράικροκ κάθησε απέναντι από τον γιατρό. «Σε κάποιο βαθμό ναι», μουρμούρισε ο Σάπερμπ. Αλλά όπως του είχε τονίσει ο Πέμπροκ δεν μπορούσε να απορρίψει κανένα νέον ασθενή. Μόνο υπ' αυτόν τον όρο έμενε ανοιχτό το ιατρείο του. «Το ύφος σας» είπε στον Τσικ Στράικροκ, «δείχνει ότι νιώθετε όπως κι εγώ. Αφάνταστα
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
παγιδευμένος. Βέβαια η ζωή πάντα έχει δυσκολίες αλλά υπάρχουν και όρια.» «Για να είμαι απολύτως ειλικρινής» είπε ο Ταικ Στράικροκ «είμαι έτοιμος να τα παρατήσω όλα στον αέρα, την δουλειά μου και την-την φιλενάδα μου...» Έκανε μια παύση εδώ και τα χείλη του έτρεμαν. «Να τα τινάξω όλα στον αέρα και να ακολουθήσω αυτούς τους θεότρελους, τα Τέκνα του Ιώ6.» Έρριξε μια ματιά γεμάτη αγωνία στον δρα Σάπερμπ. «Αυτό είναι όλο.» «Καλά», είπε γνέφοντας με κατανόηση ο Σάπερμπ. «Αλλά νιώθετε αναγκασμένος να το κάνετε αυτό; Δεν είναι θέμα επιλογής;» «Όχι, είμαι υποχρεωμένος να το κάνω - είμαι στριμωγμένος με την πλάτη στον τοίχο.» Ο Τσικ Στράικροκ έσφιξε τα τρεμάμενα χέρια του, πλέκοντας μαζί τα λεπτά, μακριά του δάχτυλα. «Η ζωή μου στην κοινωνία, η καριέρα μου -» Το τηλέφωνο στο γραφείο του Σάπερμπ αναβόσβυσε. Μια επείγουσα κλήση που η Αμάντα του ζητούσε να πάρει. «Με συγχωρείτε μια στιγμή, κ. Στράικροκ.» Ο δρ. Σάπερμπ σήκωσε το ακουστικό και είδε στην οθόνη να σχηματίζεται το γελοία παραμορφωμένο και μικροσκοπικό πρόσωπο του Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν, με το στόμα ανοιχτό, σαν να πνιγόταν. «Είστε ακόμη στο Φράνκλιν Έημς;» ρώτησε αμέσως ο Σάπερμπ. «Ναι», έφθασε στα αυτιά του η φωνή του Κογκρόζιαν από τον μικρής εμβέλειας δέκτη. Ο άλλος ασθενής, ο Στράικροκ, δεν μπορούσε να ακούσει. Σκυμένος μπροστά έπαιζε με ένα σπίρτο φανερά ενοχλημένος με την διακοπή. «Μόλις άκουσα στην τηλεόραση ότι υπάρχετε ακόμη. Γιατρέ, μου συμβαίνει κάτι τρομερό. Γίνομαι αόρατος. Κανείς δεν μπορεί να με δει. Μόνο να με μυρίσουν μπορούν. Μεταμορφώνομαι σε ένα τίποτε με αποκρουστική μυρωδιά!» Κύριε των Δυνάμεων, σκέφτηκε ο δρ. Σάπερμπ. «Εσείς μπορείτε να με δείτε;» ρώτησε δειλά ο Κογκρόζιαν. «Στην οθόνη σας;» «Ναι, μπορώ.» «Εκπληκτικό», είπε ο Κογκρόζιαν ανακουφισμένος κάπως. «Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον τα ηλεκτρονικά συστήματα ανίχνευσης και μετάδοσης με λαμβάνουν. Ίσως να τα βολέψω έτσι. Ποια είναι η γνώμη σας; Είχατε ποτέ παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν; Η αρρώστια αυτή είναι γνωστή στην επιστήμη της ψυχοπαθολογίας; Έχει όνομα·,» «Έχει.» Λέγεται οξεία κρίση ταυτότητας, είπε μέσα του ο Σάπερμπ, και σηματοδοτεί το ξέσπασμα έκδηλης ψύχωσης. Η ιδεοψυχαναγκαστική δομή του ατόμου καταρρέει. «Θα έρθω να σας δω το απόγευμα στο
98
PHILIP κ. DICK
Φράνκλιν Έημς», είπε στον Κογκρόζιαν. «Όχι, όχι», διαμαρτυρήθηκε ο Κογκρόζιαν με μάτια έξαλλα. «Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό. Στην πραγματικότητα δεν έπρεπε καν να σας μιλώ από το τηλέφωνο. Είναι πολύ επικίνδυνο. Θα σας γράψω γράμμα. Γεια σας.» «Μην κλείνετε», είπε κοφτά ο Σάπερμπ. Η εικόνα παρέμεινε στην οθόνη. Προσωρινά τουλάχιστον. Ήξερε όμως ότι ο Κογκρόζιαν δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμη. Η παρόρμηση της φυγής ήταν πολύ δυνατή. «Έχω έναν άλλον ασθενή αυτή την στιγμή», είπε ο Σάπερμπ. «Γι' αυτό δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα. Αν -» «Με μισείτε», τον διέκοψε ο Κογκρόζιαν. «Όλοι με μισούν. Θεέ μου, είμαι αναγκασμένος να είμαι αόρατος! Μόνον έτσι μπορώ να προστατεύσω την ζωή μου!» «Το να γίνει κανείς αόρατος», είπε ο Σάπερμπ, αγνοώντας τα λόγια του Κογκρόζιαν, «προσφέρει ορισμένα πλεονεκτήματα. Ιδιαίτερα αν θέλει κανείς να ικανοποιήσει τις νοσηρές του περιέργειες ή να γίνει κακοποιός...» «Τι είδους κακοποιός;» Η προσοχή του Κογκρόζιαν είχε κεντριστεί. «Θα το κουβεντιάσουμε όταν συναντηθούμε», είπε ο Σάπερμπ. «Νομίζω πως πρέπει να κρατήσουμε την όλη υπόθεση όσο πιο Ge γίνεται. Είναι εξαιρετικά σημαντική. Δεν συμφωνείτε;» «Δεν - δεν το είχα σκεφθεί έτσι.» «Σκεφθείτε το τώρα», είπε ο Σάπερμπ. «Με ζηλεύετε, γιατρέ, έτσι δεν είναι;» «Πράγματι», είπε ο Σάπερμπ. «Σαν αναλυτής έχω όπως καταλαβαίνετε μεγάλη νοσηρή περιέργεια.» «Πολύ ενδιαφέρον», είπε ο Κογκρόζιαν που έμοιαζε τώρα πολύ πιο ήρεμος. «Για παράδειγμα τώρα μόλις σκέφθηκα ότι μπορώ να φύγω όποτε θέλω από αυτό το καταραμένο νοσοκομείο. Μπορώ να αλωνίσω ολόκληρη την χώρα. Υπάρχει όμως και η μυρωδιά. Όχι, όχι, ξεχνάτε την μυρωδιά, γιατρέ. Αυτή θα με πρόδιδε. Εκτιμώ αυτό που προσπαθείτε να κάνετε αλλά δεν λάβατε υπ' όψη σας όλα τα δεδομένα.» Ο Κογκρόζιαν κατάφερε να χαμογελάσει αχνά και φευγαλέα. «Νομίζω ότι το μόνο που μου απομένει είναι να παραδοθώ στον Γενικό Εισαγγελέα, τον Μπακ Έπστην, κι αν όχι, να γυρίσω στην Σοβιετική Ένωση. Ίσως το Ινστιτούτο Παβλόφ να μπορεί να κάνει κάτι για μένα. Ναι, θα έπρεπε να το ξαναδοκιμάσω. Έχω προσπαθήσει και πριν, όπως ξέρετε.» Μια νέα σκέψη σχηματίστηκε στο μυαλό του. «Όμως δεν μπορούν να με θεραπεύσουν
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
99
αφού δεν μπορούν να με δουν. Τι τρομερό μπέρδεμα, Σάπερμπ. Να πάρει η οργή.» Ίσως το καλύτερο πράγμα για σένα, σκέφτηκε ο δρ. Σάπερμπ είναι να κάνει αυτό που σχεδιάζει ο κ. Στράικροκ: να προσχωρήσεις στον Μπέρτολντ Γκολτς και τα διαβόητα Τέκνα του Ιώβ. «Ξέρετε, γιατρέ», συνέχισε ο Κογκρόζιαν, «μερικές φορές σκέφτομαι ότι η πραγματική βάση του ψυχιατρικού μου προβλήματος είναι ότι ασυνείδητα είμαι ερωτευμένος με την Νικόλ. Πώς σας φαίνεται αυτό; Μόλις το σκέφτηκα. Ήρθε μόνο του στο μυαλό μου και είναι κρυστάλλινης διαυγείας! Φταίει το ταμπού ή το φράγμα της αιμομιξίας, ή όπως αλλιώς λέγεται, που ενεργοποιήθηκε από την κατεύθυνση που πήρε το λίμπιντό μου, γιατί βεβαίως η Νικόλ αποτελεί μητρική φιγούρα. Τα λέω σωστά;» Ο δρ. Σάπερμπ αναστέναξε. Απέναντί του ο Τσικ Στράικροκ έπαιζε κακόκεφα με το σπίρτο του και η δυσφορία του συνεχώς μεγάλωνε. Η τηλεφωνική συνομιλία έπρεπε να σταματήσει αμέσως. Μόνο που όσο κι αν έψαχνε ο Σάπερμπ δεν έβρισκε τρόπο να την διακόψει. Εδώ είναι που θα αποτύχω; αναρωτήθηκε σιωπηλά. Αυτό προέβλεψε ο Πέμπροκ, ο άνθρωπος της ΚΑ, χρησιμοποιώντας την αρχή φον Λέσιγκερ; Του στερώ την θεραπεία του, αυτού του ανθρώπου, του Τσικ Στράικροκ. Μια τηλεφωνική συνομιλία τού την κλέβει μπροστά στα μάτια μου. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτε. «Η Νικόλ», έλεγε βιαστικά ο Κογκρόζιαν, «είναι η τελευταία αληθινή γυναίκα στην κοινωνία μας. Την γνωρίζω καλά, γιατρέ. Την έχω συναντήσει αμέτρητες φορές, χάρη στην λαμπρή καριέρα μου. Ξέρω καλά για τι πράγμα μιλάω, δεν νομίζετε. Και-» Ο δρ. Σάμπερμπ κατέβασε το ακουστικό. «Του κλείσατε το τηλέφωνο», είπε ο Τσικ Στράικροκ, βγαίνοντας από την απάθειά του. Τα δάχτυλά του έπαψαν να παίζουν με το σπίρτο. «Ήταν σωστό αυτό;» Μετά ανασήκωσε τους ώμους. «Είναι δική σας δουλειά, βέβαια, δεν με αφορά», πρόσθεσε πετώντας το σπίρτο. «Αυτός ο άνθρωπος», είπε ο Σάπερμπ «κατέχεται από μία ισχυρή ψευδαίσθηση. Έχει την εντύπωση ότι η Νικόλ Τιμποντώ είναι πραγματική. Ενώ ξέρουμε ότι αποτελεί το πιο συνθετικό πράγμα της κοινωνίας μας.» Σοκαρισμένος ο Βινς Στράικροκ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι - τι εννοείτε;» Τραυλίζοντας μισοσηκώθηκε και μετά αφέθηκε να ξαναπέσει πίσω. «Ρίχνετε άδεια για να πιάσετε γεμάτα. Προσπαθείτε να ερευνήσετε την σκέψη μου στο σύντομο χρόνο που διαθέτουμε. Όπως και να
100
PHILIP κ . DICK
είναι εγώ έχω ένα πρόβλημα πολύ συγκεκριμένο και καθόλου φανταστικό όπως αυτός ο άνθρωπος, όποιος κι αν είναι. Ζω με την γυναίκα του αδελφού μου και χρησιμοποιώ την παρουσία της για να τον εκβιάσω. Τον πιέζω να μου βρει δουλειά στην Karp υ. Sohnen. Τουλάχιστον έτσι έχει το πρόβλημα επιφανειακά. Πίσω όμως από αυτό υπάρχει κάτι άλλο, πολύ βαθύτερο. Φοβάμαι-^ψ Τζούλι, την γυναίκα του αδελφού μου, ή μάλλον την πρώην γυναίκα του. Και γνωρίζω το γιατί. Είναι κάτι που σχετίζεται με την Νικόλ. Ίσως είμαι σαν αυτόν τον άνδρα στο τηλέφωνο. Μόνο που εγώ δεν είμαι ερωτευμένος με την Νικόλ - την τρέμω και γι' αυτό φοβάμαι και την Τζούλι, όλες τις γυναίκες, στην πραγματικότητα. Βγάζετε καμιά άκρη από όλα αυτά γιατρέ;» «Η εικόνα της Κακής Μητέρας», είπε ο Σάπερμπ. «Πανίσχυρης και συμπαντικής.» «Επειδή υπάρχουν αδύναμοι άνδρες σαν εμένα, γι' αυτό κυβερνάει η Νικόλ», είπε ο Τσικ. «Εγώ είμαι ο λόγος που η κοινωνία μας είναι μητριαρχική - φέρομαι σαν εξάχρονο παιδάκι.» «Δεν είσαστε ο μόνος. Αυτό το αντιλαμβάνεστε φαντάζομαι. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την εθνική μας νεύρωση. Το ψυχολογικό νόσημα της εποχής μας.» «Αν προσχωρούσα στα Τέκνα του Ιώβ του Μπέρτολντ Γκολτς», είπε ο Τσικ Στράικροκ αργά και σκεπτικά, «τότε θα ήμουνα πραγματικός άνδρας.» «Υπάρχει και κάτι άλλο που μπορείτε να κάνετε αν θέλετε να απελευθερωθείτε από την μητέρα, από την Νικόλ. Να μεταναστεύσετε, στον Άρη. Αγοράστε ένα από αυτά τα κονσερβοκούτια του Λούνυ Λουκ μόλις προσγειωθεί κάπου κοντά σας μια από τις πλανόδιες μάντρες του, και ξεκινήστε.» Με μία περίεργη έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ο Τσικ Στράικροκ είπε διστακτικά: «Θεέ μου, ποτέ δεν την σκέφτηκα σοβαρά αυτήν την λύση. Μου φαινόταν πάντα κάτι το - απεγνωσμένο και παράλογο. Κάτι που το κάνεις νευρωτικά, από απελπισία.» «Πάντως είναι καλύτερο από το να πάτε στον Γκολτς.» «Και η Τζούλι;» «Πάρτε την μαζί σας», ανασήκωσε τους ώμους ο Σάπερμπ. «Γιατί όχι; Είναι καλή στο κρεβάτι;» «Σας παρακαλώ.» «Συγνώμην.» «Αναρωτιέμαι πώς να είναι ο Λούνυ Λουκ», είπε ο Τσικ Στράικροκ. «Ένα πραγματικό κάθαρμα, από ότι ακούω.» «Ίσως είναι καλό αυτό. Ίσως αυτό χρειάζομαι.»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
«Ο χρόνος μας τελείωσε για σήμερα», είπε ο δρ. Σάπερμπ. «Ελπίζω να σας βοήθησα λιγάκι. Την επόμενη φορά -» «Με βοηθήσατε. Μου δόσατε μια πολύ καλή ιδέα. Ή πιο σωστά επικυρώσατε μια πολύ καλή ιδέα που είχα ήδη μέσα μου. Ίσως μεταναστεύσω στον Άρη. Τι στην οργή, γιατί να περιμένω ώσπου να με απολύσει ο Μώρυ Φραουεντσίμερ; Θα παραιτηθώ από τώρα και θα πάω να βρω μια από τις μάντρες του Λούνυ Λουκ. Αν θέλει η Τζούλι να έλθει μαζί μου, εντάξει. Αν δεν θέλει πάλι τόσο το καλύτερο. Ναι, είναι καλή στο κρεβάτι, γιατρέ, αλλά όχι μοναδική. Όχι τόσο που να είναι αναντικατάστατη. Επομένως - » Ο Τσικ Στράικροκ σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Ίσως να μην ξαναειδωθούμε, γιατρέ.» Άπλωσε το χέρι του και οι δύο άνδρες χαιρετίστηκαν με χειραψία. «Στείλτε μου μια κάρτα όταν φθάσετε στον Άρη», είπε ο δρ. Σάπερμπ. «Θα το κάνω», απάντησε γνέφοντας ο Στράικροκ. «Νομίζετε ότι θα δουλεύετε ακόμη εδώ, σ' αυτή την διεύθυνση;» «Δεν ξέρω», είπε ο δρ. Σάπερμπ. Ίσως, σκέφτηκε από μέσα του, εσύ να είσαι ο τελευταίος μου πελάτης. Όσο πιο πολύ το σκέφτομαι, τόσο πιο πολύ βεβαιώνομαι ότι εσένα περίμενα. Μόνο ο καιρός θα δείξει όμως. Βάδισαν μαζί ως την πόρτα του γραφείου. «Πάντως», είπε ο Τσικ Στράικροκ. «Δεν έχω τα χάλια του ανθρώπου που σας μιλούσε στο τηλέφωνο. Ποιος ήταν; Νομίζω ότι τον έχω ξαναδεί, μια εικόνα του τουλάχιστον. Ίσως στην τηλεόραση. Ναι, αυτό είναι. Είναι καλλιτέχνης. Ξέρετε, όση ώρα μιλούσε μαζί σας ένιωθα ένα είδος συγγένειας να μας ενώνει. Σαν να παλεύαμε μαζί, σαν να είμαστε μπλεγμένοι κι οι δυο ο' ένα δύσκολο σοβαρό πρόβλημα και προσπαθούσαμε να βρούμε μια διέξοδο, οποιαδήποτε.» «Χμμμ», είπε ο δρ. Σάπερμπ ανοίγοντας την πόρτα. «Δεν πρόκειται να μου πείτε ποιος είναι. Δεν έχετε το δικαίωμα. Σας καταλαβαίνω. Όποιος και νά 'ναι πάντως του εύχομαι καλή τύχη.» «Την χρειάζεται», είπε ο Σάπερμπ. «Όποιος και αν είναι. Στο σημείο που βρίσκεται...» «Πώς σου φάνηκε, Νατ», είπε καυστικά η Μόλυ Ντοντόλντο «που μίλησες με τον μεγάλο άνδρα αυτοπροσώπως; Γιατί πάνω σ' αυτό βεβαίως συμφωνούμε όλοι: ο Μπέρτολντ Γκολτς είναι ο μεγάλος άνδρας της εποχής μας.» Ο Νατ Φλίτζερ ανασήκωσε τους ώμους. Το αυτοταξί είχε βγει τώρα από την πόλη Τζένερ και σκαρφάλωνε όλο και πιο αργά, σε μια μεγάλη
102
PHILIP κ. DICK
πλαγιά. Κατευθυνόταν προς την ενδοχώρα, την περιοχή που αποτελούσε το κυρίως βροχερό δάσος, ένα τεράστιο υγρό οροπέδιο που έμοιαζε σαν απομεινάρι της Ιουράσιας Περιόδου. Ένας βάλτος δεινοσαύρων, αυτό είναι σκέφτηκε ο Νατ. Ακατάλληλος για ανθρώπους. «Νομίζω ότι ο Γκολτς απέκτησε ένα νέο πιστό», είπε ο Τζιμ Πλανκ κλείνοντας το μάτι στην Μόλυ. Μετά χαμογέλασε στον Νατ. Η βροχή, λεπτή και ανάλαφρη είχε αρχίσει να πέφτει σιωπηλά. Οι καθαριστήρες του αυτοταξί άρχισαν να κινούνται με ένα θορυβώδη ρυθμό που ήταν ταυτόχρονα ακανόνιστος και ενοχλητικός. Εγκαταλείποντας την κεντρική δημοσιά - που τουλάχιστον ήταν ασφαλτοστρωμένη - το αυτοκίνητο έστριψε σε ένα πλαϊνό δρομάκι με κόκκινο χαλίκι και συνέχισε την πορεία του με τραντάγματα και κουνήματα. Στο εσωτερικό του οι ταχύτητες άλλαζαν μόνες τους καθώς η μηχανή του προσπαθούσε τρίζοντας και αγκομαχώντας να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Κατά την γνώμη του Νατ πάντως, δεν φαινόταν να τα καταφέρνει και πολύ καλά. Έδειχνε ότι όπου νά 'ναι θα έμενε στη μέση, θα εγκατέλειπε κάθε προσπάθεια και θα τα παρατούσε. «Ξέρετε τι περιμένω να δω παρακάτω;» ρώτησε η Μόλυ κοιτάζοντας μέσα από το πυκνό, υγρό φύλλωμα που εκτεινόταν και στις δύο πλευρές του στενού, ανηφορικού δρόμου. «Περιμένω να δω στην επόμενη στροφή μια μάντρα ελαφρών σκαφών του Λούνυ Λουκ να στέκεται παρκαρισμένη και να μας περιμένει.» «Μόνο για μας;» ρώτησε ο Τζιμ Πλανκ «γιατί να κάθεται μόνο για μας;» «Γιατί είμαστε σχεδόν ξοφλημένοι», είπε η Μόλυ. Στην επόμενη στροφή του δρόμου αντίκρυσαν ένα κτίριο. Ο Νατ το κοίταξε με προσοχή, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν. Παλιό, ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο... ξαφνικά συνειδητοποίησε πως αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν ένα βενζινάδικο. Απομεινάρι της εποχής που τα αυτοκίνητα είχαν μηχανές εσωτερικής καύσης. Έμεινε άναυδος. «Μια αντίκα», είπε η Μόλυ. «Ένα λείψανο! Τι περίεργο. Ίσως θά 'πρεπε να κάνουμε μια στάση και να το κοιτάξουμε από κοντά. Είναι ιστορικό μνημείο σαν ένα παλιό φρούριο ή ένας πέτρινος μύλος. Σε παρακαλώ Νατ. Σταμάτησε το αυτό το απαίσιο ταξί.» Ο Νατ πάτησε μερικά κουμπιά στο ταμπλώ και το αυτοταξί, βογγώντας και στενάζοντας ήλθε και σταμάτησε μπροστά στο βενζινάδικο. Ο Τζιμ Πλανκ άνοιξε επιφυλακτικά την πόρτα και βγήκε έξω. Κρατούσε μαζί του την γιαπωνέζικη φωτογραφική μηχανή του και την άνοιξε, αλληθωρίζοντας μέσα στο μουντό, ομιχλώδες φως. Η απαλή βροχή έκανε το πρόσωπό του να γυαλίζει. Το νερό έσταζε πάνω στους φακούς των
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
γυαλιών του. Τα έβγαλε και τα έθαλε στην τσέπη του σακακιού του. «Θα βγάλω καμιά-δυο φωτογραφίες», είπε στον Νατ και την Μόλυ. «Είναι κάποιος εκεί», είπε σιγανά η Μόλυ στον Νατ. «Μην κινηθείς, ούτε να πεις τίποτε. Μας παρακολουθεί.» Βγαίνοντας από το ταξί ο Νατ διέσχισε τον δρόμο με το κόκκινο χαλίκι που οδηγούσε στο βενζινάδικο. Είδε τον άνδρα που βρισκόταν μέσα να σηκώνεται για να τον προϋπαντήσει. Η πόρτα του κτιρίου άνοιξε. Στο άνοιγμα εμφανίστηκε ένας καμπούρης με τεράστια παραμορφωμένα σαγόνια και δόντια. Ο άνδρας έκανε μια χειρονομία και άρχισε να μιλάει. «Τι λέει;» ρώτησε τον Νατ ο Τζιμ, κάπως φοβισμένος. «Χιγκ, χιγκ, χιγκ», μουρμούρισε ο ηλικιωμένος άνδρας. Ή αυτό άκουσε ο Νατ. Ο άνθρωπος προσπαθούσε να του πει κάτι μα δεν τα κατάφερνε. Συνέχισε όμως να προσπαθεί. Και στο τέλος ο Νατ νόμισε πως διέκρινε πραγματικές λέξεις. Έφερε το χέρι στο αυτί του και έβαλε όλη την προσοχή για να καταλάβει ενώ ο γέρος με το τεράστιο σαγόνι συνέχισε να μασάει φράσεις, χειρονομώντας πάντα ανήσυχα. «Ρωτάει αν φέραμε την αλληλογραφία του», είπε η Μόλυ στον Νατ. «Πρέπει να είναι συνήθεια εδώ πέρα», είπε ο Τζιμ, «όποιο αυτοκίνητο έρχεται να φέρνει και το ταχυδρομείο από την πόλη.» Στράφηκε στον γέρο με το φοβερό σαγόνι: «Συγνώμη, δεν το ξέραμε. Δεν φέραμε την αλληλογραφία σου.» Ο άνθρωπος έγνεψε και σταμάτησε τους θορύβους του. Έδειξε να το παίρνει απόφαση. Είχε καταλάβει. «Ψάχνουμε να βρούμε τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν», είπε στον ηλικιωμένο ο Νατ. «Καλά πάμε;» Ο άνδρας του έριξε μια πλάγια, πονηρή ματιά. «Μήπως έχεις τίποτε λαχανικά;» ρώτησε. «Λαχανικά! είπε ο Νατ. «Μου αρέσουν πολύ τα λαχανικά.» Ο γέρος του έκλεισε το μάτι και άπλωσε το χέρι του περιμένοντας, ελπίζοντας. «Με συγχωρείς», είπε αμήχανος ο Νατ. Γύρισε στον Τζιμ και την Μόλυ. «Λαχανικά», είπε. «Τον ακούσατε κι εσείς. Αυτό δεν είπε;» Ο γέρος μουρμούρισε: «Δεν μπορώ να φάω κρέας. Μια στιγμή.» Έψαξε στην τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε μια τυπωμένη κάρτα που την πέρασε στον Νατ. Η κάρτα, βρώμικη και τσαλακωμένη, μόλις που διαβαζόταν. Ο Νατ την σήκωσε στο φως, αλληθωρίζοντας στην προσπάθειά του να διακρίνει τα τυπωμένα γράμματα.
104
PHILIP κ. DICK
ΔΟΣΤΕ ΜΟΥ ΤΡΟΦΗ ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΟΤΙ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ. ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΑΓΟΝΑΔΩΝ «Εγώ είμαι σαγονάς», είπε ο γέρος αρπάζοντας αιφνιδιαστικά από τα χέρια του την κάρτα και χώνοντάς την στην τσέπη του. «Πάμε να φύγουμε από δω», είπε σιγανά η Μόλυ στον Νατ. Μια ράτσα γεννημένη από τις ραδιενεργές ακτινοβολίες, σκέφθηκε ο Νατ. Οι σαγονάδες της Βόρειας Καλιφόρνιας. Εδώ ήταν το καταφύγιό τους. Αναρωτήθηκε πόσοι από δαύτους βρίσκονταν εδώ. Δέκα; Χίλιοι; Κι αυτός ήταν ο τόπος που είχε διαλέξει να ζήσει ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Ίσως όμως να είχε δίκιο ο Κογκρόζιαν. Ήταν άνθρωποι, παρά την παραμόρφωσή τους. Αλληλογραφούσαν, έκαναν πιθανόν διάφορες μικροδουλειές, ίσως πάλι ζούσαν από δημοτικά επιδόματα αν δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Κανένα δεν ενοχλούσαν και οπωσδήποτε ήταν εντελώς ακίνδυνοι. Ένιωσε ντροπιασμένος για την αντίδρασή του την αρχική, ενστικτώδη αποστροφή του. Γυρνώντας στον ηλικιωμένο σαγονά ο Νατ τον ρώτησε: «Θέλεις χρήματα;» Και του έδοσε ένα πλατινένιο πεντοδόλαρο. «Ευχαριστώ», είπε εκείνος γνέφοντας και παίρνοντας το νόμισμα. «Σ' αυτό τον δρόμο μένει ο Κογκρόζιαν;» ρώτησε ξανά ο Νατ. Ο σαγονάς έδειξε κάτι. «Εντάξει», είπε ο Τζιμ Πλανκ. «Πάμε. Είμαστε στο σωστό δρόμο.» Έριξε μια ανυπόμονη ματιά στον Νατ και την Μόλυ. «Ελάτε, λοιπόν.» Μπήκαν κι οι τρεις τους ξανά στο αυτοταξί. Ο Νατ το έβαλε μπρος και ξεκίνησαν αφήνοντας πίσω το βενζινάδικο και τον γέρο σαγονά που στεκόταν ατάραχος κοιτάζοντάς τους να φεύγουν, σαν να είχε γυρίσει στην αρχική του αδράνεια, σαν ένα μηχάνημα, ένα ομοίωμα που του έκλεισαν το διακόπτη. «Ουφ», έκανε η Μόλυ φυσώντας τον αέρα που κρατούσε στα πνευμόνια της. «Τι ήταν αυτό\» «Δεν τελειώσαμε ακόμη», είπε κοφτά ο Νατ. «Θεέ και Κύριε», είπε η Μόλυ «πρέπει να είναι τρελός, όπως το λένε, ο Κογκρόζιαν, για να μένει εδώ. Εγώ δεν θα έμενα για τίποτε σ' αυτό τον βάλτο. Μακάρι να μην είχα έρθει καθόλου. Προτείνω να γυρίσουμε πίσω και να τον καλέσουμε στο στούντιο για ηχογράφηση.» Το αυτοταξί συνέχισε να ανηφορίζει αργά, περνώντας κάτω από πλεγμένες κληματίδες και ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά στα ερείπια μιας πόλης.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
Μια σειρά από σάπιες ξύλινες προσόψεις με σβυσμένες πινακίδες και σπασμένα τζάμια - κι ωστόσο τα σπίτια δεν ήταν εγκαταλελειμμένα. Ο Νατ είδε ανθρώπους να περπατούν εδώ κι εκεί πάνω στις ανασηκωμένες από τα αγριόχορτα πλάκες του πεζοδρομίου. Ανθρώπους, ή μάλλον σαγονάδες, σκέφτηκε. Πέντε ή έξη από δαύτους να σέρνονται κοπιαστικά πηγαίνοντας στις δουλειές τους, όποιες και να ήταν αυτές - ο Θεός ξέρει τι δουλειά έκανε κανείς εδώ. Χωρίς τηλέφωνα, χωρίς ταχυδρομείοΊσως, σκέφτηκε, να του αρέσει η ησυχία, του Κογκρόζιαν. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν εκτός από την ανάλαφρη βροχή. Ίσως όταν το συνηθίσει κανείς - δεν πίστευε όμως ότι θα μπορούσε ποτέ να το συνηθίσει. Η αποσύνθεση ήταν πολύ προχωρημένη. Τίποτε το καινούριο, τίποτε που να μεγαλώνει ή να ανθίζει. Τι σημασία έχει κι αν είναι σαγονάδες, σκέφτηκε, πρέπει να προσπαθήσουν πιο πολύ, πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους για να διατηρήσουν τον καταυλισμό τους σε καλή κατάσταση. Αυτό είναι φριχτό. Σαν την Μόλυ ευχόταν κι αυτός τώρα να μην είχε έρθει καθόλου. «Θα το σκεφτόμουνα πολύ», είπε φωναχτά, «πριν έρθω να θαφτώ εδώ πάνω. Αν όμως μπορέσει κανείς να το κάνει - είναι σαν να έχει συμφιλιωθεί με μια από τις πιο δύσκολες όψεις της ζωής.» «Πού είναι;» ρώτησε ο Τζιμ. «Η υπερίσχυση του παρελθόντος», είπε ο Νατ. Σ'αυτή την περιοχή το παρελθόν κυριαρχούσε απόλυτα, παντού. Το συλλογικό τους παρελθόν: ο πόλεμος που είχε προηγηθεί της δικής τους εποχής, οι συνέπειές του. Οι οικολογικές αλλαγές στην ζωή του καθενός. Αυτό που έβλεπαν ήταν ένα ζωντανό μουσείο. Μια κίνηση κυκλική... Έκλεισε τα μάτια του. Αναρωτιέμαι, σκέφτηκε, αν γεννιούνται νέοι σαγονάδες. Πρέπει να μεταδίδεται γενετικά η δυσμορφία. Το ξέρω. Ή, πιο σωστά, φοβάμαι πως είναι έτσι. Ένα ελαττωματικό γονίδιο - που ωστόσο συνεχίζει το δρόμο του. Ανωμαλίες που επέζησαν. Κι αυτό είναι καλό για το πραγματικό περιβάλλον, για την εξελικτική διαδικασία. Έτσι γίνονται τα πράγματα από την εποχή του τριλοβίτη. Ένιωσε ναυτία. Και μετά μια σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό του: την έχω ξαναδεί αυτή την παραμόρφωση. Σε εικόνες. Σε αναπαραστάσεις. Σε υποθετικές αναπαραστάσεις που ήταν καλές. Ίσως να είχαν διορθωθεί μέσω του συστήματος φον Λέσιγκερ. Καμπουριαστά σώματα, τεράστιο σαγόνι, ανικανότητα να φάνε κρέας γιατί δεν διέθεταν κοπτήρες, μεγάλη δυσκολία στην ομιλία. «Μόλυ», είπε δυνατά, «ξέρεις τι είναι αυτοί οι σαγονάδες;»
106
PHILIP κ. DICK
Η Μόλυ έγνεψε καταφατικά. «Νεαντερτάλιοι», είπε ο Τζιμ Πλανκ. «Δεν είναι μεταλλάξεις οφειλόμενες στην ραδιενέργεια. Είναι αταβιστικά φαινόμενα.» Το αυτοταξί διέσχιζε αργά την πόλη των σαγονάδων αναζητώντας με τον τυφλό, μηχανικό του τρόπο το σπίτι του διάσημου πιανίστα κοντσέρτων Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν.
VIII « y yi ήπως όταν βρίσκεστε ανάμεσα σε ξένους», στρίγγλισε η διαV I φήμιση του Θεόδωρου Νιτς «νιώθετε σαν να μην υπάρχετε] Μήπως δεν σας προσέχει κανείς - σαν να ήσασταν αόρατος; Όταν βρίσκεστε στο λεωφορείο ή στο διαστημόπλοιο, σας συμβαίνει καμιά φορά να κοιτάτε τριγύρω και να διαπιστώνετε ότι κανείς, απολύτως κανείς δεν σας αναγνωρίζει ούτε σας δίνει σημασία και ότι θα μπορούσατε άνετα ακόμη και-» Πιάνοντας το αεροβόλο του που λειτουργούσε με διοξείδιο του άνθρακος, ο Μώρυ Φραουεντσίμερ έριξε πάνω στην διαφήμιση Νιτς που κρεμόταν κολλημένη στον απέναντι τοίχο τού ήδη παραφορτωμένου με πράγματα γραφείου του. Είχε χωθεί εκεί την νύχτα και το πρωί τον είχε υποδεχθεί με την τσιριχτή φωνή της. Σπασμένη η διαφήμιση έπεσε κάτω. Ο Μώρυ την έλιωσε πατώντας την με όλο το συμπυκνωμένο βάρος του και μετά επέστρεψε το αεροβόλο στο ράφι του. «Η αλληλογραφία», είπε ο Τσικ Στράικροκ. «Πού είναι η σημερινή αλληλογραφία;» Είχε ψάξει όλο το γραφείο από την στιγμή που μπήκε μέσα. Ο Μώρυ ρούφηξε με θόρυβο μια γουλιά καφέ από το φλυτζάνι του και είπε: «Κοίτα πάνω στους φακέλους. Κάτω από το κουρέλι που χρησιμοποιούμε για να καθαρίζουμε τα πλήκτρα της γραφομηχανής.» Μετά δάγκωσε το πρωινό, ζαχαρωμένο ντόνατ του. Είχε προσέξει ότι ο Τσικ φερόταν παράξενα και αναρωτιόταν τι να σήμαινε αυτό. Ξαφνικά ο Τσικ είπε; «Μώρυ έχω γράψει κάτι για σένα», και πέταξε ένα διπλωμένο χαρτί πάνω στο γραφείο. Ο Μώρυ ήξερε τι ήταν πριν το εξετάσει. «Παραιτούμαι», είπε ο Τσικ. Ήταν χλωμός. «Σε παρακαλώ, μην το κάνεις», είπε ο Μώρυ. «Κάτι θα βρούμε. Μπορώ να κρατήσω ακόμη τα πράγματα για λίγο.» Δεν άνοιξε τον φάκελο· τον άφησε εκεί που τον είχε πετάξει ο Τσικ. «Τι θα κάνεις αν φύγεις από δω;» τον ρώτησε. «θα μεταναστεύσω στον Άρη.» Η ενδοσυννενόηση του γραφείου βόμβισε και η γραμματέας τους, η Γκρέτα Τρούπι είπε: «Κύριε Φραουεντσίμερ, έχει έρθει να σας δει ένας
108
PHILIP κ. DICK
κ. Γκαρθ ΜακΡέη μαζί με μερικούς άλλους κυρίους.» Ποιοι μπορεί να είναι αυτοί; αναρωτήθηκε ο Μώρυ. «Μην τους στέλνεις ακόμη», είπε στην Γκρέτα. «Συζητάω με τον κ. Στράικροκ.» «Κάνε την δουλειά σου», είπε ο Τσικ, «εγώ φεύγω. Θα σου αφήσω το γράμμα της παραίτησής μου πάνω στο γραφείο σου. Ευχήσου μου καλή τύχη.» «Σου εύχομαι καλή τύχη.» Ο Μώρυ ένιωθε θλιμμένος και άρρωστος. Έσκυψε το κεφάλι και δεν το σήκωσε ώσπου η πόρτα άνοιξε και έκλεισε: ο Τσικ είχε φύγει. Τι απαίσιος τρόπος να αρχίζεις τη μέρα σου, σκέφτηκε ο Μώρυ. Έπιασε το γράμμα, το άνοιξε, το κοίταξε και το ξαναδίπλωσε. Μετά πάτησε το κουμπί της ενδοσυννενόησης και είπε: «Μις Τρούπι στείλτε μέσα τον -πώς τον είπατε, ΜακΡέη. Και την παρέα του.» «Μάλιστα κ. Φράουεντσίμερ.» Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο Μώρυ σήκωσε τα μάτια για να αντικρύσει μια ομάδα ανθρώπων που αμέσως του φάνηκαν σαν κυβερνητικοί. Δύο από αυτούς φορούσαν την γκρίζα στολή της Κρατικής Αστυνομίας και ο επικεφαλής τους, ο ΜακΡέη προφανώς, είχε το στυλ του ανώτατου διοικητικού στελέχους. Ήταν με άλλα λόγια ένας υψηλά ιστάμενος Ge. Ο Μώρυ σηκώθηκε αδέξια και άπλωσε το χέρι του. «Τι μπορώ να κάνω για σας, κύριοι;» τους ρώτησε. Μετά από την χειραψία τους ο ΜακΡέη τον ρώτησε: «Είσαι ο Φράουεντσίμερ;» «Ο ίδιος», απάντησε ο Μώρυ. Η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα και η αναπνοή του έβγαινε πνιχτή. Θα του τα έκλειναν όλα; Όπως είχαν κάνει με τους ψυχιάτρους της Σχολής της Βιέννης; «Τι έκανα;» ρώτησε και άκουσε την φωνή του να φαλτσάρει από τον φόβο. Ποια καινούρια συμφορά του ξημέρωνε; «Ως τώρα τίποτε», χαμογέλασε ο ΜακΡέη. «Βρισκόμαστε εδώ για να συζητήσουμε τα προκαταρκτικά μιας παραγγελίας που θέλουμε να δόσουμε στην επιχείρησή σου. Αυτό όμως απαιτεί κάποια πληροφόρηση επιπέδου Ge. Μου επιτρέπεις να χαλάσω την ενδοσυννενόησή σου;» «Τ-τι;» είπε κατάπληκτος ο Μώρυ. Κάνοντας ένα νεύμα στους άνδρες της ΚΑ ο ΜακΡέη παραμέρισε. Οι αστυνομικοί ανέλαβαν δράση αμέσως και αχρήστευσαν την ενδοσυννενόηση. Μετά ερεύνησαν προσεκτικά τους τοίχους, τα έπιπλα. Εξέτασαν εξονυχιστικά κάθε χιλιοστό του δωματίου και των περιεχομένων του και μετά έκαναν σήμα στον ΜακΡέη να συνεχίσει. «Λοιπόν, Φράουεντσίμερ, έχουμε μαζί μας τις προδιαγραφές για ένα ομ που θέλουμε να κατασκευάσεις. Νάτες», πρόσθεσε δίνοντάς του ένα σφραγισμένο φάκελο. «Διάβασέ τες. Θα περιμένουμε.»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
Ανοίγοντας τον φάκελο ο Μώρυ μελέτησε με προσοχή το περιεχόμενό του. «Μπορείς να το φτιάξεις;» ρώτησε τελικά ο ΜακΡέη. Ο Μώρυ σήκωσε το κεφάλι του. «Οι προδιαγραφές αυτές είναι για την κατασκευή ενός ντερ Άλτε.» «Ακριβώς», έγνεψε καταφατικά ο ΜακΡέη. Αυτό είναι λοιπόν, συνειδητοποίησε ο Μώρυ. Αυτή είναι η πληροφορία Ge. Τώρα είμαι ένας Ge. Η αλλαγή έγινε αστραπιαία. Είμαι από μέσα. Κρίμα που έφυγε ο Τσικ. Τον καημένο τον Τσικ. Αυτό θα πει ατυχία και κακό τάιμιγκ. Αν είχε μείνει πέντε λεπτά ακόμη... «Αυτό ισχύει εδώ και πενήντα χρόνια» είπε ο ΜακΡέη. Τώρα τον τραβούσαν όλο και πιο μέσα. Τον έκαναν όσο γινόταν πιο συμμέτοχο του μυστικού. «Να πάρει η οργή», είπε ο Μώρυ. «Ποτέ δεν το φαντάστηκα όταν τον έβλεπα να παρουσιάζεται στη τηλεόραση και να βγάζει αυτούς τους λόγους. Κι ωστόσο εγώ ο ίδιος τα κατασκευάζω αυτά τα καταραμένα πράγματα.» Ήταν συγκλονισμένος. «Ο Καρπ έκανε καλή δουλειά», είπε ο ΜακΡέη. «Ιδιαίτερα με τον τελευταίο τον Ρούντι Καλμπφλάις. Δεν υποψιάστηκες τίποτε;» «Ποτέ», είπε ο Μώρυ. «Καμιά στιγμή. Ούτε κατ' ιδέαν.» «Μπορείς να κάνεις αυτό που ζητάμε; Να τον κατασκευάσεις;» «Βεβαίως», είπε γνέφοντας ο Μώρυ. «Πότε αρχίζεις;» «Αμέσως.» «Ωραία. Αντιλαμβάνεσαι βέβαια ότι ορισμένοι άνδρες της ΚΑ πρέπει να μείνουν εδώ για λόγους ασφαλείας.» «Εντάξει», μουρμούρισε ο Μώρυ. «Αφού πρέπει, πρέπει. Με συγχωρείτε μια στιγμή.» Γλιστρώντας δίπλα τους βγήκε από την πόρτα στον προθάλαμο του γραφείου. Αιφνιδιασμένοι εκείνοι τον άφησαν να φύγει. «Μις Τρο'ύπι», ρώτησε «μήπως είδατε προς τα πού τράβηξε ο κ. Στράικροκ;» «Μόλις ξεκίνησε με το αυτοκίνητο, κ. Φραουεντσίμερ. Προς την αουτομπάν. Φαντάζομαι ότι θα γυρίζει σπίτι του, στο Αβραάμ Αίνκολν.» Τον καημένο τον Τσικ, σκέφτηκε ο Μώρυ. Κούνησε το κεφάλι του. Ο Τσικ Στράικροκ και η κλασική ατυχία του. Τώρα το ηθικό του Μώρυ είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Αυτό τα αλλάζει όΑα συνειδητοποίησε. Η δουλειά πήρε τα πάνω. Είμαι Προμηθευτής του βασιλέως - ή μάλλον του Λευκού Οίκου. Τι σημασία; Το ίδιο είναι. Γύρισε στο γραφείο του όπου βρήκε τον ΜακΡέη και τους άλλους να τον περιμένουν εκνευρισμένοι. «Συγνώμη», είπε «έψαχνα για τον
110
PHILIP κ . DICK
υπεύθυνο των πωλήσεών μας. Ήθελα να τον ειδοποιήσω εγκαίρως. Δεν θα πάρουμε άλλες παραγγελίες για την ώρα προκειμένου να επικεντρώσουμε όλη την προσοχή μας στην δική σας.» Δίστασε λίγο. «Όσο για το κόστος-» «Θα υπογράψουμε συμβόλαιο», είπε ο Γκαρθ ΜακΡέη. «Θα σας εξασφαλίσουμε το κόστος κατασκευής συν σαράντα τοις εκατό. Τον Ρούντι Καλμπφλάις τον αγοράσαμε έναντι του καθαρού ποσού του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΕΑ, συν βεβαίως το κόστος της ισόβιας συντήρησης και επισκευής από την στιγμή της απόκτησης.» «Ναι, φυσικά», είπε ο Μώρυ. «δεν θα θέλατε να αρχίσει να ρετάρει στη μέση μιας ομιλίας, ε;» Προσπάθησε να γελάσει αλλά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε. «Πώς το βλέπεις λοιπόν; Ας πούμε χοντρικά κάπου ανάμεσα στο ένα και στο ενάμισυδις.» «Ν, ναι, καλά είναι», είπε βραχνά ο Μώρυ. Ένιωθε το κεφάλι του έτοιμο να κυλίσει από τους ώμους του και να πέσει στο πάτωμα. Κοιτάζοντάς τον εξεταστικά ο ΜακΡέη είπε: «Είσαι μια μικρή επιχείρηση, Φραουεντσίμερ. Αυτό το ξέρεις εσύ και εμείς. Μηνπαραπαίρνεις θάρρος. Η παραγγελία αυτή δεν θα σε μεταβάλλει σε μεγάλη φίρμα σαν την Karp υ. Sohnen Werke. Όμως θα εξασφαλίσεις την επιβίωσή σου. Όπως καταλαβαίνεις είμαστε πρόθυμοι να σε στηρίξουμε οικονομικά για όσον καιρό θα είναι απαραίτητο. Έχουμε ερευνήσει δια μακρών τα βιβλία σου - τι έπαθες, μαρμάρωσες; - και ξέρουμε καλά ότι είσαι ακάλυπτος εδώ και μήνες.» «Είναι αλήθεια», είπε ο Μώρυ. «Η δουλειά σου όμως είναι καλή», συνέχισε ο Γκαρθ ΜακΡέη. «Έχουμε εξετάσει λεπτομερώς πολλά δείγματά της τόσο εδώ όσο και στο πεδίο της πραγματικής τους λειτουργίας στην Σελήνη και τον Άρη. Η ποιότητά σου είναι καλή, πολύ καλύτερη, κατά την γνώμη μου από της Karp Werke. Γι' αυτό άλλωστε βρισκόμαστε εδώ σήμερα αντί να τα λέμε με τον Άντον και τον γέρο Φήλιξ.» «Αυτό αναρωτιόμουνα κι εγώ», είπε ο Μώρυ. Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος που αποφάσισε η κυβέρνηση να δόσει αυτή τη φορά το συμβόλαιο σ' εκείνον και όχι στους Καρπ. Άραγε οι Καρπ είχαν κατασκευάσει όλα τα ομοιώματα ντερ Άλτε έως τώρα; Καλή ερώτηση. Αν ήταν έτσι - τι τρομερή απόκλιση από την πάγια κυβερνητική πολιτική προμηθειών! Καλύτερα όμως να μην ρωτήσει. «Πάρε ένα πούρο», του είπε ο Γκαρθ ΜακΡέη τείνοντάς του ένα Optimo admiral. «Εξαιρετικά ελαφρύ. Σκέτος καπνός Φλόριντα.» «Ευχαριστώ», είπε με ευγνωμοσύνη ο Μώρυ και δέχθηκε με μια δι-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
στακτική κίνηση το μεγάλο πρασινωπό πούρο. Άναψαν και οι δύο τα πούρα τους κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον μέσα σε μια ατμόσφαιρα που είχε γίνει έξαφνα ήρεμα και γαλήνια σιωπηλή. Η είδηση που ήταν καρφιτσωμένη στον κοινοβιακό πίνακα ανακοινώσεων του Αβραάμ Λίνκολν και σύμφωνα με την οποία οι Ντάνκαν και Μίλερ είχαν επιλεγεί από την κυνηγό ταλέντων για να παρουσιαστούν στον Λευκό Οίκο, άφησε κατάπληκτο τον Έντγκαρ Στόουν. Διάβασε ξανά και ξανά την αναγγελία ψάχνοντας μήπως ήταν φάρσα ενώ αναρωτιόταν πως είχε καταφέρει ένα τέτοιο πράγμα αυτό το μικρόσωμο φοβισμένο, ανήσυχο ανθρωπάκι. Κάτι πονηρό έχει συμβεί, είπε μέσα του ο Στόουν. Όπως τον πέρασα εγώ χαριστικά στα τεστ θρησπόλ... βρήκε κάποιον άλλον να του πλαστογραφήσει το αποτέλεσμα του καλλιτεχνικού διαγωνισμού. Τους είχε ακούσει με τα αυτιά του να παίζουν κανάτες. Είχε παρακολουθήσει το πρόγραμμα και δεν είχε βρει τους Ντάνκαν και Μίλερ με τις Κλασικές Κανάτες τους εξαιρετικά καλούς. Ήταν καλοί, αυτό έπρεπε να το παραδεχθεί... ένιωθε όμως διαισθητικά ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Ένιωσε οργισμένος μέσα του και πικρά μετανιωμένος που πλαστογράφησε τα αποτελέσματα του Ντάνκαν. Εγώ τον έβαλα στο δρόμο της επιτυχίας, συνειδητοποίησε. Εγώ τον έσωσα. Και τώρα ξεκινάει για τον Λευκό Οίκο, μακριά από όλους εμάς. Να γιατί είχε τόσο κακή απόδοση ο Ίαν Ντάνκαν στο θρησπόλ τεστ του. Τόσον καιρό έπαιζε κανάτα. Ο Ντάνκαν δεν είχε καιρό για τις καθημερινές πραγματικότητες που υποχρεώνονταν να αντιμετωπίζουν οι κοινοί θνητοί. Σπουδαίο πράγμα να είσαι καλλιτέχνης, σκέφθηκε με πίκρα ο Στόουν. Απαλλάσσεσαι από όλους τους κανόνες και τις ευθύνες. Κάνεις μόνο ότι σου αρέσει. Είσαι μεγάλο κορόιδο, είπε ο Στόουν στον εαυτό του. Κατεβαίνοντας με γρήγορο βηματισμό ως το χωλ του δευτέρου ορόφου, ο Στόουν βρέθηκε μπροστά στο γραφείο του ουράνιου πλοηγού του κτιρίου. Χτύπησε το κουδούνι και η πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντάς του την εικόνα του ουράνιου πλοηγού να εργάζεται καθισμένος στο γραφείο του, με το πρόσωπο αυλακωμένο από την κούραση. «Καλησπέρα πάτερ», είπε ο Στόουν, «θα ήθελα να εξομολογηθώ. Μπορείτε να μου διαθέσετε μερικά λεπτά; Έχω μεγάλο βάρος στην ψυχή, από τις αμαρτίες μου, θέλω να πω.» Τρίβοντας το μέτωπό του ο Πάτρικ Ντόυλ έγνεψε καταφατικά. «Τι στο καλό», μουρμούρισε «ή δεν έρχεται κανένας, ή όλοι μαζί. Ως τώρα έχουν έρθει δέκα ένοικοι να χρησιμοποιήσουν τον εξομολογητήρα.
112
PHILIP κ. DICK
Μπείτε μέσα.» Έδειξε με μια κουρασμένη κίνηση την πόρτα της καμπίνας που άνοιγε μπροστά του. «Καθίστε μόνος σας και συνδεθείτε. Εγώ θα σας ακούω ενόσω θα συμπληρώνω τα έντυπα 4.10 από το Βερολίνο.» Γεμάτος πάντα από πίκρα και αγανάκτηση, ο Έντγκαρ Στόουν συνέδεσε με τρεμάμενα χέρια τα ηλεκτρόδια του εξομολογητήρα στα ειδικά σημεία του κρανίου του και μετά πήρε το μικρόφωνο και άρχισε να εξομολογείται. Οι μπομπίνες του μηχανήματος γύριζαν αργά καθώς μιλούσε. «Παρακινημένος από έναν κακώς ενοούμενο οίκτο», άρχισε «παρέθην τον κανονισμό του κτιρίου. Ωστόσο αυτό που με απασχολεί πιο πολύ δεν είναι η ίδια η πράξη όσο το κίνητρο που κρύβεται από πίσω. Η πράξη είναι απλώς το προϊόν μιας λανθασμένης στάσης μου απέναντι στους συγκατοίκους μου. Το συγκεκριμένο άτομο, ο γείτονάς μου Ίαν Ντάνκαν είχε κακή επίδοση στα θρησπόλ τεστ του και προέβλεψα ότι θα τον έδιωχναν από το Αβραάμ Λίνκολν. Ταυτίστηκα μαζί του γιατί υποσυνείδητα θεωρώ τον εαυτό μου αποτυχημένο, τόσο σαν ένοικο του παρόντος κτιρίου και σαν άνδρα, έτσι πλαστογράφησα το αποτέλεσμά του βοηθώντας τον να περάσει. Προφανώς θα πρέπει ο κ. Ίαν Ντάνκαν να υποβληθεί σε ένα καινούριο θρησπόλ τεστ και αυτό που βαθμολόγησα εγώ να θεωρηθεί άκυρο.» Κοίταξε τον ουράνιο πλοηγό αλλά δεν είδε καμιά φανερή αντίδραση. Τώρα θα δει ο Ντάνκαν και η Κλασική του Κανάτα, είπε μέσα του ο Στόουν. Ο εξομολογητήρας είχε ολοκληρώσει τώρα την ανάλυση της εξομολόγησής του. Πέταξε έξω μια κάρτα και ο Ντόυλ σηκώθηκε για να την πάρει. Αφού την εξέτασε προσεκτικά για αρκετή ώρα, γύρισε και τον κοίταξε διεισδυτικά. «Κύριε Στόουν», είπε, «η άποψη που εκφράζεται εδώ είναι ότι η εξομολόγησή σας δεν είναι αληθινή. Τι έχετε πραγματικά στο μυαλό σας; Καθήστε ξανά μέσα και ξαναπάρτε το από την αρχή. Δεν ψάξατε αρκετά βαθιά μέσα σας ώστε να βγάλετε αυθεντικό υλικό. Προτείνω μάλιστα να ξεκινήσετε εξομολογούμενος ότι σκόπιμα και συνειδητά δόσατε λάθος εξομολόγηση.» «Δεν είναι έτσι», είπε ο Στόουν ή μάλλον προσπάθησε να πει, γιατί η ταραχή τον είχε κάνει να χάσει την φωνή του. «Ί - ίσως θα μπορούσα να το συζητήσω ανεπισήμως μαζί σας, σερ. Πλαστογράφησα τα αποτελέσματα του Ίαν Ντάνκαν αυτό είναι γεγονός. Τώρα βέβαια ίσως τα κίνητρά μου σε αυτή την πράξη -» Ο Ντόυλ τον διέκοψε. «Μήπως ζηλεύετε τον Ντάνκαν; Τι έχετε να πείτε για την επιτυχία του με την κανάτα που θα τον στείλει στον Λευκό Οίκο;» Σιωπή.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
«Θα - θα μπορούσε να είναι αυτό», παραδέχθηκε τελικά με βραχνή φωνή ο Στόουν. «Αυτό όμως δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι ο Ίαν Ντάνκαν δεν έχει πια δικαίωμα να μένει εδώ. Όποια και να είναι τα κίνητρά μου, πρέπει να του κάνετε έξωση. Ρίξτε μια ματιά στον Κώδικα Κοινοβιακών Κτιρίων. Ξέρω ότι έχει μια παράγραφο που απασχολείται με παρόμοιες καταστάσεις.» «Εσείς όμως δεν μπορείτε να φύγετε από εδώ», επέμενε ο ουράνιος πλοηγός, «χωρίς να εξομολογηθείτε. Πρέπει να ικανοποιήσετε την μηχανή. Προσπαθείτε να εκμαιεύσετε την έξωση ενός γείτονά σας προκειμένου να ικανοποιήσετε τις δικές σας ψυχολογικές και συγκινησιακές ανάγκες. Εξομολογηθήτε το αυτό και μετά ίσως μπορούμε να συζητήσουμε τι ορίζει ο κανονισμός για περιπτώσεις σαν του Ντάνκαν.» Ο Στόουν βόγγηξε και συνέδεσε για άλλη μια φορά το μπερδεμένο σύστημα των ηλεκτροδίων στο κρανίο του. «Εντάξει» γρύλλισε. «Μισώ τον Ίαν Ντάνκαν γιατί είναι προικισμένος καλλιτεχνικά ενώ εγώ δεν είμαι. Είμαι πρόθυμος να εξεταστώ από μια δωδεκαμελή ομάδα συγκατοίκων μου που θα ορίσει την ποινή για την αμαρτία μου. Επιμένω όμως να δοθεί στον Ντάνκαν ένα καινούριο θρησπόλ τεστ. Το απαιτώ - δεν έχει δικαίωμα να μένει εδώ ανάμεσά μας. Κάτι τέτοιο είναι ηθικά και νομικά απαράδεκτο». «Τουλάχιστον τώρα είσαι ειλικρινής» είπε ο Ντόυλ. «Η αλήθεια είναι», είπε ο Στόουν «ότι η μουσική με κανάτες μου αρέσει. Το βρήκα συμπαθητικό το νούμερό τους χτες το βράδυ. Πρέπει όμως να φερθώ με τρόπο σύμφωνο προς το κοινό καλό.» Ο εξομολογητήρας έβγαλε έναν ήχο σαν κοροϊδευτικό χαχανητό καθώς πέταξε έξω μια δεύτερη κάρτα. Ίσως όμως να ήταν μόνο φαντασία του. «Όλο και χειρότερα» είπε ο Ντόυλ, κοιτάζοντας την κάρτα. «Κοιτάξτε εδώ.» Με αυστηρό πρόσωπο πέρασε την κάρτα στον Στόουν. «Το μυαλό σας είναι ένας κόμπος από συγκεχυμένα, αμφιθυμικά κίνητρα. Πότε εξομολογηθήκατε για τελευταία φορά] «Τον - τον περασμένο Αύγουστο, νομίζω», ψέλλισε κατακόκκινος ο Στόουν. «Τότε ήταν ουράνιος πιλότος ο Πέπε Τζόουνς. Ναι, Αύγουστος πρέπει να ήταν.» Στην πραγματικότητα ήταν αρχές Ιουλίου.» «Πρέπει να κάνουμε πολύ δουλειά μαζί σας», είπε ο Ντόυλ ανάβοντας ένα σιγκαρίλο και ξαπλώνοντας πίσω στην πολυθρόνα του. Ύστερα από πολλές έντονες συζητήσεις και διαφωνίες είχαν καταλήξει ότι το εναρκτήριο κομμάτι τους για το πρόγραμμα του Λευκού Οίκου θα ήταν το «Σακόν σε ρε» του Μπαχ. Άρεσε πάντα στον Αλ το κομμάτι αυ-
114
PHILIP κ. DICK
τό, παρά τις δυσκολίες του, τις απότομες αλλαγές και όλα τα υπόλοιπα. Αντίθετα ο Ίαν Ντάνκαν μόνο που σκεφτόταν το Σακόν αρρώσταινε. Τώρα που η απόφαση είχε πια παρθεί ευχόταν να είχε επιμείνει περισσότερο στην πολύ απλούστερη «Πέμπτη σουίτα για σόλο βιολοντσέλο». Ήταν όμως πολύ αργά πια. Ο Αλ είχε στείλει το πρόγραμμα στον γραμματέα Τ και Ψ του Λευκού Οίκου κ. Χάρολντ Σλέζακ. «Πάψε να ανησυχείς, για το όνομα του Θεού», είπε ο Αλ. «Εσύ παίζεις δεύτερη κανάτα σ' αυτό. Σε πειράζει να μου παίζεις δεύτερη κανάτα;» «Όχι», είπε ο Ίαν. Στην πραγματικότητα ήταν ανακουφισμένος. Ο Αλ είχε το πιο δύσκολο μέρος. Έξω από την περίμετρο της Μάντρας Ελαφρών Σκαφών αρ. 3, το παπούλα πηγαινοερχόταν στο πεζοδρόμιο με το αθόρυβο λικνιστικό του βήμα αναζητώντας μελλοντικούς πελάτες. Ήταν δέκα το πρωί κι ακόμη δεν είχε περάσει κανείς που να άξιζε την προσπάθεια προσέλκυσης. Σήμερα το πάρκιγκ είχε εγκατασταθεί στο ορεινό μέρος του Ώκλαντ, στην Καλιφόρνια, ανάμεσα στους στριφογυριστούς και πλαισιωμένους με δενδροστοιχίες δρόμους της καλύτερης οικιστικής περιοχής. Απέναντι από το πάρκιγκ, ο Ίαν μπορούσε να δει το Τζο Λιούις, ένα εντυπωσιακό, αν και με περίεργο σχήμα κτίριο χιλίων κατοικιών, που ήταν κατειλημμένες στο μεγαλύτερό τους μέρος από εύπορους Νέγρους. Το κτίριο έδειχνε ιδιαίτερα καθαρό και καλοφροντισμένο στον πρωινό ήλιο. Ένας φρουρός με σήμα και όπλο, φύλαγε την είσοδο, εμποδίζοντας οποιονδήποτε δεν έμενε εκεί. «Ο Σλέζακ πρέπει πρώτα να εγκρίνει το πρόγραμμα», του θύμισε ο Αλ. «Ίσως η Νικόλ να μην θέλει να ακούσει το Σακόν. Έχει πολύ ιδιαίτερα γούστα που αλλάζουν συνεχώς.» Στην φαντασία του ο Ίαν είδε την Νικόλ ανακαθισμένη στο τεράστιο κρεβάτι της, με την ροζ δαντελένια ρόμπα της, με τον δίσκο του πρωινού ακουμπισμένο δίπλα να κοιτάζει το πρόγραμμα που της πρότειναν προς έγκριση. Μας γνωρίζει ήδη, σκέφτηκε. Ξέρει την ύπαρξή μας.Τόιε πραγματικά υπάρχουμε. Σαν το παιδί που ζητάει από την μητέρα του να παρακολουθεί οτιδήποτε κάνει, γινόμαστε υπαρκτοί, αποκτάμε έγκυρη παρουσία, χάρη στην ματιά της Νικόλ. Και όταν τραβήξει τα μάτια της από πάνω μας, σκέφτηκε, τι θα γίνει τότε; Τι θα μας συμβεί; Θα διαλυθούμε, θα βυθιστούμε ξανά στην λήθη; Θα ξαναγίνουμε τυχαία, αδιαμόρφωτα σωματίδια; Ξανά πίσω εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε, στον κόσμο της μη-ύπαρξης. Στον κόσμο που ζούσαμε όλη μας την ζωή, ως τα τώρα. «Λογάριασε», είπε ο Αλ, «μπορεί να μας ζητήσει και κάποιο άλλο κομμάτι. Ίσως κάτι που της αρέσει ιδιαίτερα. Το έψαξα λίγο και είδα ότι με-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
ρικές φορές ζητάει ν' ακούσει τον "Χαρούμενο Γεωργό" τον Σούμαν. Το έχεις καθόλου στο μυαλό σου; Καλύτερα να το δουλέψουμε λίγο, για κάθε ενδεχόμενο.» Φύσηξε σκεπτικά μερικά μέτρα στην κανάτα του. «Δεν μπορώ να το κάνω», είπε απότομα ο Ίαν. «Δεν μπορώ να συνεχίσω. Είναι υπερβολικά σημαντικό για μένα. Κάτι θα πάει σίγουρα στραβά. Δεν θα της αρέσουμε και θα μας πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Κι αυτό δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.» «Κοίτα», άρχισε ο Αλ, «έχουμε το παπούλα. Πράγμα που μας δίνει-» Σταμάτησε απότομα. Ένας ψηλός, ηλικιωμένος άνδρας με πεσμένους ώμους, ντυμένος με ένα ακριβό γκρίζο κουστούμι από φυσικές ίνες τους πλησίαζε από το πεζοδρόμιο. «Θεέ μου, είναι ο ίδιος ο Λουκ», είπε ο Αλ. Φαινόταν φοβισμένος. «Μόνο δυο φορές τον έχω ξαναδεί σ' ολόκληρη την ζωή μου. Κάτι μπορεί να τρέχει.» «Καλύτερα να το μαζέψεις το παπούλα», είπε ο Ίαν βλέποντάς το να έχει ξεκινήσει προς τον Λούνυ Λουκ. «Δεν μπορώ», είπε ο Αλ με μια σαστισμένη έκφραση. Έπαιζε απελπισμένα με τα κουμπιά στην μέση του. «Δεν με υπακούει.» Το παπούλα έφτασε κοντά στον Λουκ ο οποίος το σήκωσε από κάτω και συνέχισε να προχωράει προς το πάρκιγκ με το παπούλα κάτω από το μπράτσο. «Με εξουδετέρωσε» είπε ο Αλ κοιτάζοντας μουδιασμένα τον Ίαν. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο Λούνυ Λουκ μπήκε μέσα. «Μάθαμε ότι χρησιμοποιείς το παπούλα στον ελεύθερο σου χρόνο, για δικούς σου σκοπούς» είπε στον Αλ μιλώντας χαμηλόφωνα και κοφτά. «Σου έχουμε πει να μην το κάνεις αυτό. Το παπούλα cνήκει στην μάντρα, όχι στον χειριστή.» «Έλα τώρα Λουκ -»είπε ο Αλ. «Θά 'πρεπε να σε απολύσω», είπε ο Λουκ, «αλλά είσαι καλός πωλητής γι' αυτό θα σε κρατήσω. Στο μεταξύ όμως θα πρέπει να πιάνεις τις νόρμες σου χωρίς εξωτερική βοήθεια.» Σφίγγοντας πάνω του το παπούλα, ξεκίνησε προς την έξοδο. «Φεύγω. Ο χρόνος μου είναι πολύτιμος.» Τότε είδε την κανάτα του Αλ. «Αυτό δεν είναι μουσικό όργανο. Είναι δοχείο για να βάζεις μέσα ουίσκυ.» «Κοίτα, Λουκ», είπε ο Αλ, «είναι διαφήμιση για μας. Η παράσταση μπροστά στην Νικόλ θα βοηθήσει το δίκτυο των μαντρών να αποκτήσει πρεστίζ. Το πιάνεις;» «Δεν χρειάζομαι πρεστίζ», είπε ο Λουκ και κοντοστάθηκε στην πόρτα. «Δεν είμαι προμηθευτής της Νικόλ Τιμποντώ εγώ. Ας διευθύνει όπως θέλει εκείνη την κοινωνία της κι εγώ θα διευθύνω όπως θέλω τις μάντρες μου. Όσο με αφήνει ήσυχο θα την αφήνω ήσυχη και θα είμαστε
116
PHILIP κ. DICK
εντάξει. Μην μου τα χαλάς. Πες στον Σλέζακ ότι δεν μπορείς να εμφανιστείς και ξέχασέ το. Έτσι κι αλλιώς κανένας λογικός κι ενήλικος άνθρωπος δεν θά 'πρεπε να φυσάει μέσα σε μια άδεια μποτίλια.» «Εδώ κάνεις λάθος», του είπε ο Αλ. «Η τέχνη μπορεί να γεννηθεί και στα πιο καθημερινά μονοπάτια της ζωής όπως σ' αυτές τις κανάτες για παράδειγμα. Σκαλίζοντας τα δόντια του με μια ασημένια οδοντογλυφίδα ο Λουκ είπε: «Τώρα δεν θά 'χετε πια το παπούλα για να γλυκάνει την Πρώτη Οικογένεια. Για σκεφτείτε το λίγο. Πιστεύετε πραγματικά ότι μπορείτε να τα καταφέρετε χωρίς το παπούλα;» Χαμογέλασε πλατιά. «Έχει δίκιο», είπε στον Ίαν ο Αλ ύστερα από μία παύση. «Το παπούλα ήταν αυτό που κέρδισε για λογαριασμό μας. Παρ' όλα αυτά - τι στην οργή, εγώ λέω να συνεχίσουμε.» «Το λέει η καρδιά σου», είπε ο Λουκ «αν και υστερείς στο μυαλό. Οφείλω πάντως να σε παραδεχτώ. Καταλαβαίνω τώρα γιατί είσαι ο καλύτερος πωλητής της εταιρίας. Δεν τα παρατάς εύκολα. Πάρε το παπούλα την βραδιά που θα παίξεις στον Λευκό Οίκο και φέρτο μου πίσω το άλλο πρωί.» Πέταξε στον Αλ το στρογγυλό, εντομοειδές πλασματάκι. Αρπάζοντάς το ο Αλ το κράτησε σφιχτά στο στήθος του σαν μεγάλο μαξιλάρι. «Ίσως να αποτελεί πράγματι καλή διαφήμιση για τις μάντρες» είπε ο Λουκ σκεπτικά. «Εγώ ξέρω πάντως ένα πράγμα. Η Νικόλ δεν μας χωνεύει. Ένα σωρό άνθρωποι ξέφυγαν από τα χέρια της χάρη σε μας. Είμαστε το σημείο διαρροής στο δίκτυο της μαμάς κι η μαμά το ξέρει αυτό καλά.» Χαμογέλασε και πάλι δείχνοντας τα χρυσά δόντια του. «Σ' ευχαριστώ Λουκ», είπε ο Αλ. «Μόνο που θα το κατευθύνω εγώ το παπούλα», είπε ο Λουκ. «Με τηλεχειρισμό. Τα καταφέρνω λίγο καλύτερα από σένα. Στο κάτω-κάτω εγώ τα φτιάχνω.» «Εντάξει», είπε ο Αλ, «έτσι κι αλλιώς τα χέρια μου θα είναι απασχολημένα στο παίξιμο.» «Αυτό ναι», είπε ο Λουκ, «θα τα χρειαστείς σίγουρα και τα δυό σου χέρια γι' αυτό το μπουκάλι.» Κάτι στον τόνο του Λουκ έκανε τον Ίαν Ντάνκαν να νιώσει παράξενα. Τι ετοιμάζει; αναρωτήθηκε. Όπως και να είχαν πάντως τα πράγματα ο φιλαράκος του ο Αλ Μίλερ κι αυτός δεν είχαν άλλη επιλογή. Η βοήθεια του παπούλα ήταν απολύτως απαραίτητη. Και σίγουρα ο Λουκ θα το χειριζόταν πολύ καλά. Μόλις τώρα είχε αποδείξει ότι ήταν ανώτερος από τον Αλ, και όπως είχε πει ο ίδιος ο Λουκ, ο Αλ θα ήταν απασχολημένος να φυσάει την κανάτα του. Κι ωστόσο... «Λούνυ Λουκ», είπε ο Ίαν, «την έχεις συναντήσει ποτέ την Νικόλ;»
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
117
Ήταν μια ξαφνική σκέψη, μια διαίσθηση. «Ναι, Βέβαια», είπε ατάραχα ο Λουκ. «Πριν από χρόνια. Είχα κάτι μαριονέτες τότε. Ο πατέρας μου κι εγώ ταξιδεύαμε παντού ανεβάζοντας κουκλοθέατρο. Κάποια στιγμή φθάσαμε να παίξουμε και στον Λευκό Οίκο.» «Και τι έγινε;» ρώτησε ο Ίαν. «Δεν - δεν της αρέσαμε», είπε ο Λουκ ύστερα από μία παύση. «Είπε ότι οι μαριονέτες μας είναι άσεμνες.» Κι εσύ την μισείς, συνειδητοποίησε ο Ίαν. Ποτέ δεν της το συχώρεσες. «Ήταν;» ρώτησε τον Λουκ. «Όχι», απάντησε ο Λουκ. «Είναι αλήθεια πως ένα νούμερο ήταν στριπτήζ. Είχαμε κούκλες των Φολί Μπερζέρ. Κανείς όμως ως τότε δεν είχε φέρει αντίρρηση. Ο πατέρας μου το πήρε πολύ βαριά, εμένα όμως δεν με πείραξε.» Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. «Από τότε ήταν Πρώτη Κυρία η Νικόλ;» ρώτησε ο Αλ. «Ναι, βέβαια», είπε ο Λουκ. «Τη θέση αυτή την έχει επί εβδομήντα τρία χρόνια. Δεν το ξέρατε;» «Δεν είναι δυνατόν» είπαν μαζί σχεδόν ο Αλ και ο Ίαν. «Και βέβαια είναι», είπε ο Λουκ. «Είναι εντελώς γριά τώρα. Πρέπει να είναι Γιαγιά. Κρατιέται όμως καλά, φαντάζομαι. Θα καταλάβετε όταν την δείτε.» «Μα στην τηλεόραση -»είπε ο Ίαν σαστισμένος. «Α, ναι», συμφώνησε ο Λουκ. «Στην τηλεόραση μοιάζει εικοσάρα. Ρίξτε όμως μια ματιά στα βιβλία ιστορίας... μόνο που βέβαια είναι απαγορευμένα για όλους εκτός από τους Ge. Εννοώ τα πραγματικά ιστορικά κείμενα, όχι αυτά που σου δίνουν να μελετήσεις για τα τεστ θρησπόλ. Μόλις το ψάξεις λίγο, τα βρίσκεις από μόνος σου. Τα στοιχεία είναι όλα εκεί. Θαμμένα κάπου βαθιά.» Τα στοιχεία, συνειδητοποίησε ο Ίαν δεν σημαίνουν τίποτε όταν μπορείς να δεις με τα ίδια σου τα μάτια πόσο νέα είναι. Κι αυτό το βλέπεις κάθε μέρα. Λες ψέματα Λουκ, σκέφτηκε. Το ξέρουμε. Το ξέρουμε όλοι καλά. Ο φίλος μου ο Αλ την είδε. Ο Αλ θα μου το έλεγε αν ήταν έτσι όπως το λες. Την μισείς, αυτό είναι το κίνητρό σου. Ταραγμένος γύρισε την πλάτη του στον Λουκ, μη θέλοντας να έχει πια καμιά σχέση με αυτό τον άνθρωπο. Εβδομήντα τρία χρόνια στην θέση αυτή - αυτό σημαίνει ότι η Νικόλ πρέπει να κοντεύει τα ενενήντα. Ανατρίχιασε με την ιδέα και την έδιωξε αμέσως από το μυαλό του. Ή προσπάθησε τουλάχιστον.
118
PHILIP κ. DICK
«Καλή τύχη, παιδιά», είπε ο Λουκ μασώντας πάντα την οδοντογλυφίδα του. Είναι πολύ κρίμα, σκέφτηκε ο Αλ Μίλερ, που η κυβέρνηση τά 'βαλε με αυτούς τους ψυχαναλυτές. Κοίταξε στην άλλη άκρη του γραφείου του το φιλαράκι του τον Ίαν Ντάνκαν. Φίλε έχεις τα χάλια σου, σκέφτηκε ο Αλ. Είχε μείνει όμως ένας από δαύτους, το είχε ακούσει στην τηλεόραση. Δρ. Σάπερμπή κάτι παρόμοιο. «Ίαν», του είπε, «χρειάζεσαι βοήθεια. Έτσι που νιώθεις τώρα δεν θα καταφέρεις να παίξεις την κανάτα σου για την Νικόλ.» «Θα είμαι μια χαρά», είπε κοφτά ο Ίαν. «Έχεις πάει ποτέ σε ψυχίατρο;» ρώτησε ο Αλ. «Κάνα δυο φορές. Πολύ παλιά.» «Νομίζεις ότι είναι καλύτεροι από την φαρμακοθεραπεία;» «Οτιδήποτε είναι καλύτερο από την φαρμακοθεραπεία.» Αν είναι ο μοναδικός ψυχίατρος που συνεχίζει να εργάζεται σε ολόκληρες τις ΗίΊΕΑ, σκέφτηκε ο Αλ, θα ήταν κλεισμένος ως την δεύτερη παρουσία. Δεν θα μπορεί να πάρει νέους πελάτες. Παρ' όλα αυτά, κοίταξε έτσι για πλάκα τον αριθμό, σήκωσε το ακουστικό και τον σχημάτισε. «Σε ποιον τηλεφωνείς;» ρώτησε καχύποπτα ο Ίαν. «Στον δρα Σάπερμπ. Τον τελευταίο από τους -» «Ξέρω. Για ποιον; Για σένα ή για μένα;» «Και για τους δύο ίσως», είπε ο Αλ. «Αλλά κυρίως για μένα.» Ο Αλ δεν απάντησε. Η εικόνα μιας κοπέλας με όμορφα τεχνητά μεγενθυμένα και στητά στήθη σχηματίστηκε στην οθόνη και στα αυτιά του η φωνή της είπε: «Ιατρείο του δρος Σάπερμπ.» «Δέχεται νέους ασθενείς ο γιατρός;» ρώτησε ο Αλ κοιτάζοντας εξεταστικά την εικόνα της. «Ναι, δέχεται», είπε η κοπέλα με ζωηρό,.σταθερό τόνο φωνής. «Σπουδαία!» είπε ο Αλ ξαφνιασμένος ευχάριστα. «Ο φίλος μου κι εγώ θα θέλαμε να τον δούμε όποτε είναι δυνατόν. Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο.» Έδοσε το όνομά του και αυτό του Ίαν. «Τι λέτε για τις εννέα και τριάντα το πρωί της Παρασκευής;» ρώτησε το κορίτσι. «Εντάξει», είπε ο Ίαν. «Ευχαριστώ πολύ, κυρία μου.» Έκλεισε με δύναμη το ακουστικό. «Τον πετύχαμε!» είπε στον Ίαν. «Τώρα θα κουβεντιάσουμε όλες μας τις έγνοιες με κάποιον ειδικό που μπορεί να μας προσφέρει επαγγελματική βοήθεια. Ξέρεις τώρα, θα μιλήσουμε για μη-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
τρικά πρότυπα και-το είδες αυτό το κορίτσι; Γιατί-» «Εσύ πήγαινε αν θέλεις», είπε ο Ίαν. «Εγώ δεν έρχομαι.» «Αν δεν έλθεις», είπε ήσυχα ο Αλ «εγώ δεν πρόκειται να παίξω κανάτα στον Λει^κό Οίκο. Φρόντισε λοιπόν να έλθεις.» Ο Ίαν τον κοίταξε ερωτηματικά. «Το εννοώ», είπε ο Αλ. Ακολούθησε μια μακριά αμήχανη σιωπή. «Θα έλθω» είπε τελικά ο Ίαν. «Μόνο μια φορά όμως. Μόνο αυτή την Παρασκευή.» «Αυτό εξαρτάται από τον γιατρό.» «Κοίτα», είπε ο Ίαν. «Αν η ΝικόλΤιμποντώ είναι ενενήντα χρονών, καμιά ψυχοθεραπεία δεν θα μπορεί να με βοηθήσει.» «Έχεις τέτοια συναισθηματική εξάρτηση απ' αυτήν; Από μια γυναίκα που δεν έχεις δει ποτέ σου; Αυτό είναι σχιζοφρενικό. Γιατί αν είναι έτσι τότε σίγουρα είσαι εξαρτημένος από -» Ο Αλ έκανε μια χειρονομία. «Μια ψευδαίσθηση. Κάτι συνθετικό, εξωπραγματικό.» «Τι είναι πραγματικό και τι εξωπραγματικό. Για μένα η Νικόλ είναι πιο πραγματική από οτιδήποτε, ακόμη από την ίδια τη ζωή μου.» «Κύριε των Δυνάμεων», είπε ο Αλ εντυπωσιασμένος. «Τέλος πάντων, τουλάχιστον έτσι έχεις κάτι που σε κάνει να ζεις.» «Ακριβώς», είπε γνέφοντας ο Ίαν. «Θα δούμε τι θα πει ο Σάπερμπ την Παρασκευή», είπε ο Αλ. «Θα τον ρωτήσουμε πόσο σχιζοφρενική είναι, αν είναι, αυτή η ιστορία.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως κάνω λάθος. Ίσως δεν είναι.» Ίσως οι τρελοί να είμαστε ο Αουκ κι εγώ, σκέφτηκε. Γι' αυτόν ο Λουκ ήταν πολύ πιο πραγματικός και σαν παράγοντας πολύ πιο καθοριστικός από την Νικόλ Τιμποντώ. Βέβαια αυτός είχε δει την Νικόλ με σάρκα και οστά ενώ ο Ίαν όχι. Εδώ ήταν όλη η διαφορά, αν και δεν ήξερε γιατί. Έπιασε την κανάτα του και άρχισε πάλι, να εξασκείται. Ύστερα από λίγο ο Ίαν Ντάνκαν έκανε το ίδιο. Συνέχισαν να παίζουν μαζί για ώρα.
ράου Τιμποντώ», είπε ο μικρόσωμος, λεπτός ταγματάρχης με το Μ ^ στητό παράστημα, «επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τον Reichsmarschall, χερ Χέρμαν Γκαίριγκ.» Ο σωματώδης άνδρας που φορούσε - όσο κι αν φαίνεται απίστευτο ένα είδος λευκής τηβένου και κρατούσε δεμένο με λουρί ένα ζώο που έμοιαζε με λιονταράκι, έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε στα Γερμανικά: «Χαίρομαι για την γνωριμία, κ. Τιμποντώ.» «Reichsmarschall», τον ρώτησε η Νικόλ, «ξέρετε πού βρίσκεστε αυτήν την στιγμή;» «Μάλιστα», είπε ο Γκαίριγκ. Και γυρίζοντας προς το λιονταράκι του του είπε αυστηρά: «Seiruhig, Μάρσι.» Μετά το χάιδεψε για να το καθησυχάσει. Όλη αυτή η σκηνή εκτυλισσόταν κάτω από το βλέμμα του Μπέρτολντ Γκολτς. Χάρη στην συσκευή φον Λέσιγκερ που διέθετε, είχε βρεθεί λίγο πιο μπροστά στο χρόνο και αναγκάστηκε να περιμένει με ανυπομονησία την στιγμή που θα κανόνιζε η Νικόλ την μεταφορά του Γκαίριγκ. Τώρα όμως ο Γκαίριγκ ήταν εδώ, ή μάλλον θα ήταν σε επτά ώρες. Όταν διέθετε κανείς τον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ ήταν εύκολο να διεισδύσει στο Λευκό Οίκο, παρά τους φρουρούς της ΚΑ. Ο Γκολτς είχε απλώς οπισθοχωρήσει πολύ παλιά στο μέλλον, πριν από την ύπαρξη του Λευκού Οίκου και μετά είχε προχωρήσει σ' αυτό το πολύ κοντινό μέλλον. Αυτό το πράγμα το είχε κάνει ήδη πολλές φορές και σίγουρα θα το ξανάκανε. Ήταν βέβαιος γι' αυτό γιατί είχε πέσει πάνω σ' ένα μελλοντικό εαυτό του που έκανε ακριβώς την ίδια δουλειά. Τον διασκέδαζε πολύ αυτό το πηγαινέλα. Μπορούσε όχι μόνο να παρακολουθεί ελεύθερα την Νικόλ αλλά και να παρατηρεί τον παρελθόντα και τον μέλλοντα εαυτό του - τον μέλλοντα με όρους πιθανότητας βέβαια. Το παράθυρο άνοιγε στους ορίζοντες του ίσως. Θα την κάνουν την συμφωνία, αποφάσισε ο Γκολτς. Η Νικόλ και ο Γκαίριγκ. Θα μεταφέρει τον Reichsmarschall πίσω στο 1941 και μετά στο 1944 και το 1945 όπου θα του δείξει την κατεστραμμένη Γερμανία και το τέλος που επιφυλάσσει η μοίρα στους ναζί. Ο Γκαίριγκ θα δει τον εαυτό του να δικάζεται στην Νυρεμβέργη και στο τέλος θα παρακολουθήσει την ίδια του την αυτοκτονία με το δηλητήριο που περιεχόταν σε πρω-
122
PHILIP κ. DICK
κτικό υπόθετο. Αυτό αν μη τι άλλο θα τον επηρέαζε σοβαρά. Κατόπιν τούτου δεν θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί μια συμφωνία. Οι ναζί, ακόμη και υπό κανονικές συνθήκες, ευνοούσαν τις συναλλαγές. Μερικά υπερόπλα από το μέλλον, εμφανιζόμενα έγκαιρα προς το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου θα είχαν σαν αποτέλεσμα να κρατήσει η Εποχή της Βαρβαρότητας, όχι δεκατρία χρόνια, αλλά όπως είχε ορκιστεί ο Χίτλερ, χίλια. Ακτίνες θανάτου, λέηζερ, υδρογονοβόμβες των 100 μετατόνων... όλα αυτά θα βοηθούσαν αποτελεσματικά το Τρίτο Ράιχ. Για να μην αναφέρουμε τα Α-1 και Α-2 ή V-1 και V-2 όπως τα ονόμασαν οι σύμμαχοι. Τώρα οι ναζί θα μπορούσαν να έχουν και Α-3 ή Α-4 και ούτω καθ' εξής, απεριορίστως. Ο Γκολτς συνοφρυώθηκε. Γιατί παράλληλα με αυτήν την προοπτική, άλλες δυνατότητες θολές και αδιαπέραστες απλώνονταν μπροστά τυλιγμένες σ' ένα μεταφυσικό σχεδόν σκοτάδι. Τι περιείχαν αυτά τα λιγότερο πιθανά μέλλοντα; Εξελίξεις επικίνδυνες κι ωστόσο οπωσδήποτε προτιμότερες από το ευδιάκριτο ενδεχόμενο των υπερόπλων «Ε, εσύ», φώναξε ένας αστυνομικός του Λευκού Οίκου, βλέποντας ξαφνικά τον Γκολτς που στεκόταν μισοκρυμένος σε μια γωνία της Αίθουσας των Ορχιδέων του Βάλτου. Με μια αστραπιαία κίνηση ο φρουρός τράβηξε το πιστόλι του και τον σημάδεψε. Η συζήτηση ανάμεσα στην Τιμποντώ, τον Γκαίριγκ και τους τέσσερις στρατιωτικούς συμβούλους σταμάτησε απότομα. Όλα τα μάτια γύρισαν προς τον Γκολτς και τον αστυνομικό. «Φράου», είπε ο Γκολτς σε μια παρωδία του χαιρετισμού του Γκαίριγκ. Έκανε άφοβα ένα βήμα μπροστά. Έτσι κι αλλιώς είχε δει ήδη όλη την σκηνή χάρη στη συσκευή φον Λέσιγκερ. «Ξέρετε ποιος είμαι. Το κακό φάντασμα.» Γέλασε σαρκαστικά. Φυσικά όμως διέθετε και ο Λευκός Οίκος τον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ. Τον περίμεναν κι αυτοί όπως τους περίμενε κι εκείνος. Η συνάντηση αυτή είχε μέσα της το στοιχείο του μοιραίου. Δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Κανένα εναλλακτικό μονοπάτι δεν παράκλινε της πορείας... όχι βέβαια ότι θα το προτιμούσε αυτό ο Γκολτς. Εδώ και πολύ καιρό είχε μάθει πια ότι δεν υπήρχε γι' αυτόν μέλλον στην ανωνυμία. «Μια άλλη φορά, Γκολτς», είπε με αποστροφή η Νικόλ. «Τώρα», είπε ο Γκολτς βαδίζοντας προς το μέρος της. Ο αστυνομικός της ΚΑ την κοίταξε ζητώντας οδηγίες. Έδειχνε εντελώς μπερδεμένος. Η Νικόλ τον απομάκρυνε νευριασμένα. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Reichsmarschall κοιτάζοντας εξεταστικά τον Γκολτς.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
Ι^Δ
«Ένας απλός φτωχός ΕθραΙος», ε(πε ο Γκολτς. «Όχι σαν τον Εμίλ Σταρκ που παρά την υπόσχεσή σου, Νικόλ, διαπιστώνω ότι δεν είναι εδώ. Υπάρχουν πολλοί φτωχοί Εβραίοι, Reichsmarschall. Και στην εποχή σου και στην δική μου. Δεν διαθέτω κανένα αγαθό πολιτιστικής ή οικονομικής αξίας για να το κατάσχετε. Ούτε τέχνη, ούτε Geld Λυπάμαι.» Κάθησε στο τραπέζι των διαλέξεων κι έβαλε να πιει παγωμένο νερό από την κοντινή καράφα. «Τρώει ανθρώπους το ζωάκι σου, η Μάρσι; Ja odernein?» «Όχι», είπε ο Γκαίριγκ χαϊδεύοντας επιδέξια το ζώο. Είχε καθήσει τοποθετώντας το λιονταράκι πάνω στο τραπέζι μπροστά του. Το ζώο κουλουριάστηκε υπάκουα, με τα μάτια μισόκλειστα. «Η παρουσία μου», είπε ο Γκολτς, «Η εβραϊκή μου παρουσία, είναι ανεπιθύμητη. Αναρωτιέμαι γιατί δεν βρίσκεται εδώ ο Εμίλ Σταρκ. Γιατί όχι Νικόλ;» Την κοίταξε επίμονα. «Φοβάσαι μήπως θιχθεί ο Reichsmarschall; Περίεργο... στο κάτω κάτω ο Χίμλερ ξεμπέρδεψε με τους Εβραίους της Ουγγαρίας μέσω του Άιχμαν. Και υπάρχει κι ένας Εβραίος στρατηγός στην Luftwaffe του Reichsmarschall, κάποιος στρατηγός Μιλχ. Έτσι δεν είναι, χερ Reichsmarschall;» πρόσθεσε γυρίζοντας στον Γκαίριγκ. Ενοχλημένος ο Γ καίριγκ απάντησε: «Δεν ξέρω για τον Μιλχ. Είναι καλός άνθρωπος - μόνον αυτό μπορώ να πω.» «Βλέπεις», γύρισε στην Νικόλ ο Γκολτς. «Ο χερ Γκαίριγκ είναι συνηθισμένος να συναναστρέφεται Juden. Σωστά, χερ Γκαίριγκ; Δεν χρειάζεται να απαντήσεις. Το έχω δει μόνος μου.» Ο Γκαίριγκ του έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα. «Αυτή η συμφωνία τώρα -», άρχισε ο Γκολτς. «Μπέρτολντ», τον διέκοψε άγρια η Νικόλ «τσακίσου αμέσως από δω! Άφησα τους αλήτες σου να αλωνίζουν στους δρόμους τόσον καιρό- αν συνεχίσεις να επεμβαίνεις θα τους μαζέψω όλους. Ξέρεις ποιος είναι ο στόχος μου. Κι εσύ θά 'πρεπε να συμφωνείς πιο πολύ από κάθε άλλον.» «Δεν συμφωνώ όμως» είπε ο Γκολτς. «Γιατί όχι;» πέταξε ένας από τους στρατιωτικούς συμβούλους. «Γιατί», είπε ο Γκολτς, «μόλις οι ναζί κερδίσουν με την βοήθειά σας τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, θα σκοτώσουν έτσι κι αλλιώς τους Εβραίους. Και όχι μόνον όσους ζουν στην Ευρώπη και την Λευκορωσσία αλλά και στην Αγγλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Λατινική Αμερική.» Μιλούσε ήρεμα. Στο κάτω-κάτω το είχε δει αυτό, είχε εξερευνήσει χάρη στον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ, διάφορα από αυτά τα ζοφερά εναλλακτικά μέλλοντα. «Μην ξεχνάτε ότι ο αντικειμενικός σκοπός του πολέμου για τους ναζί ήταν η εξόντωση του παγκόσμιου εβραϊσμού. Δεν
124
PHILIP κ. DICK
ήταν ένα απλό επιφαινόμενο.» Μια σιωπή ακολούθησε. «Χτύπα τον τώρα», είπε στον αστυνομικό η Νικόλ. Ο άνθρωπος της ΚΑ σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε τον Γκολτς. Με ένα τέλειο τάιμιγκ ο Γκολτς, την στιγμή ακριβώς που ο φρουρός γύρισε πάνω του το όπλο, ήλθε σε επαφή με το φαινόμενο Λέσιγκερ γύρω του. Η σκηνή με όλα της τα πρόσωπα θόλωσε και σβύστηκε. Ο Γκολτς έμεινε στο ίδιο δωμάτιο, αυτό με τις Ορχιδέες του Βάλτου αλλά οι άνθρωποι είχαν φύγει. Ήταν μόνος του, περιτριγυρισμένος από τα φευγαλέα φαντάσματα του μέλλοντος που πρόβαλε η συσκευή. Είδε, σε μια τρελή παρέλαση, τον ψυχοκινητιστή Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν σε περίεργες καταστάσεις, πρώτα απασχολημένο με τα τελετουργικά καθαρισμού του και μετά παρέα με τον Γουάιλντερ Πέμπροκ. Ο Διευθυντής της ΚΑ κάτι είχε κάνει αλλά ο Γκολτς δεν μπορούσε να διακρίνει τι. Και μετά είδε τον εαυτό του, στην αρχή σαν κάτοχο μιας μεγάλης εξουσίας και μετά, ξαφνικά και ανεξήγητα νεκρό. Ακόμη και η Νικόλ πέρασε από το οπτικό του πεδίο, αλλοιωμένη με διάφορους τρόπους που του ήταν ακατανόητοι. Ο θάνατος έμοιαζε να απλώνεται παντού στο μέλλον, μια έκβαση που περίμενε τους πάντες; Τι σήμαινε αυτό; Ότι έβλεπε ψευδαισθήσεις; Το γκρέμισμα της βεβαιότητας έδειχνε να οδηγεί κατ' ευθείαν στον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Ήταν μια παρενέργεια της ψυχοκινητικής δύναμης, μία διαστροφή της υφής του μέλλοντος γεννημένη από το παραψυχολογικό του ταλέντο. Αν το ήξερε ο Κογκρόζιαν, σκέφτηκε ο Γκολτς. Αυτού του είδους οι δυνάμεις παραμένουν μυστήριο ακόμη και για τον κάτοχό τους. Ο Κογκρόζιαν χαμένος μέσα στον λαβύρινθο της ψυχασθένειάς του, ανίκανος θεωρητικά να λειτουργήσει, επηρέαζε παρ' όλα αυτά τα πάντα, δέσποζε πάνω στα τοπία του μέλλοντος, τις μέρες που μας περιμένουν. Αν μπορούσα μόνο να το διαλευκάνω αυτό, συνειδητοποίησε ο Γκολτς. Να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο που αποτελεί - που θα γίνει - το θεμελιακό αίνιγμα για όλους μας... τότε θα έχω την λύση. Το μέλλον δεν θα αποτελείται πια από θολές σκιές ενωμένες σε σχηματισμούς που καμιά κοινή λογική - τουλάχιστον όχι η δικιά μου - δεν είναι σε θέση να διαλευκάνει. Κλεισμένος στο δωμάτιό του, στο Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο Φράνκλιν Έημς, ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν δήλωσε φωναχτά: «Είμαι εντελώς αόρατος τώρα.» Άπλωσε μπροστά το χέρι του και δεν είδε τίποτε. «Πάει, τελείωσε», πρόσθεσε. Χωρίς να ακούσει τη φωνή του. Είχε γίνει
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
125
κι αυτή ανύπαρκτη. «Τι να κάνω τώρα;» ρώτησε τους τέσσερις τοίχους του δωματίου. Καμία απάντηση. Ο Κογκρόζιαν ήταν εντελώς μόνος. Δεν είχε πλέον καμιά επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Πρέπει να 6γω από εδώ μέσα, αποφάσισε. Να ζητήσω βοήθεια - δεν μου κάνουν τίποτε εδώ' στάθηκαν ανίκανοι να ανακόψουν την πορεία της νόσου. Θα γυρίσω στο Τζένερ. Να δω το γιο μου. Ήταν περιττό να απευθυνθεί στον δρα Σάπερμπ ή οποιοδήποτε άλλο γιατρό, υποστηρικτή της φαρμακοθεραπείας ή όχι. Η εποχή αναζήτησης θεραπείας είχε τελειώσει. Και τώρα - τώρα άρχιζε μια νέα εποχή. Με τι περιεχόμενο; Δεν το ήξερε ακόμη. Εν καιρώ θα το μάθαινε όμως. Αν ζούσε ακόμη. Και πως θα ζούσε αφού από όλες τις απόψεις ήταν ήδη νεκρός; Αυτό είναι, είπε στον εαυτό του. Έχω πεθάνει. Κι ωστόσο είμαι ακόμη ζωντανός. Ήταν μυστήριο. Δεν το καταλάβαινε. Ίσως, σκέφθηκε, αυτό που πρέπει να επιδιώξω είναι-να ξαναγεννηθώ. Χωρίς να συναντήσει καμία δυσκολία - κανείς δεν μπορούσε άλλωστε να τον δει - βγήκε από το δωμάτιό του, διέσχισε τον διάδρομο και κατεβαίνοντας τις σκάλες βγήκε από την πλαϊνή έξοδο του Νοσοκομείου Φράνκλιν Έημς. Τώρα περπατούσε στο πεζοδρόμιο ενός άγνωστου δρόμου, κάπου σ' ένα ανηφορικό τμήμα του Σαν Φρανσίσκο, περιτριγυρισμένου από πανύψηλα κτίρια, πολλά από τα οποία είχαν χτιστεί πριν από τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποφεύγοντας επιμελώς να πατήσει πάνω στις ρωγμές του τσιμεντένιου πεζοδρομίου κατάφερε να αδρανοποιήσει, προσωρινά, τα ίχνη της δυσοσμίας που κανονικά θα άφηνε ξοπίσω του. Φαίνεται ότι συνέρχομαι, αποφάσισε. Βρήκα τουλάχιστον ένα προσωρινό τελετουργικό εξαγνισμό που εξουδετερώνει την φοβική σωματική μου οσμή. Και αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ήταν ακόμη αόρατος Πώς θα παίξω πιάνο σ' αυτήν την κατάσταση; αναρωτήθηκε. Αυτό σημαίνει το τέλος της καριέρας μου. Και ξαφνικά θυμήθηκε τον Μέριλ Τζαντ, τον χημικό της A.G. Chemie. Ο Τζαντ είχε πει ότι θα με βοηθούσε, θυμήθηκε. Το είχα ξεχάσει εντελώς μέσα στην ταραχή μου που έγινα αόρατος. Μπορώ να πάω στην A.G. Chemie με αυτοταξί. Έκανε νόημα σ' ένα περαστικό αυτοταξί αλλά αυτό δεν τον είδε. Απογοητευμένος το κοίταξε να φεύγει. Νόμιζα ότι ήμουνα ακόμη ορα-
126
PHILIP Κ. DICK
τός στα ηλεκτρονικά συστήματα ανίχνευσης, σκέφτηκε. Προφανώς έκανε λάθος. Μπορώ να περπατήσω ως ένα παράρτημα της A.G. Chemie, αναρωτήθηκε. Τι άλλο μου μένει; Φυσικά όμως δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τα κανονικά δημέτ. Δεν θα ήταν δίκαιο για τους άλλους. Δύσκολη ασκησούλα για τον Τζαντ, συνειδητοποίησε. Πρέπει όχι μόνο να εξουδετερώσει την σωματική μου οσμή, αλλά και να με ξανακάνει ορατό. Ένιωσε το θάρρος του να τον εγκαταλείπει. Δεν θα τα καταφέρουν, συνειδητοποίησε. Είναι πολύ δύσκολο· είναι ακατόρθωτο. Το μόνο που μου μένει είναι η προσπάθεια να ξαναγεννηθώ. ΌΙαν δω τον Τζαντ θα τον ρωτήσω περί αυτού, να δούμε τι μπορεί να κάνει για μένα η A.G. Chemie προς την κατεύθυνση αυτή. Στο κάτω κάτω μετά τους Καρπ είναι ο πιο ισχυρός οικονομικός όμιλος ολόκληρων των ΗΠΕΑ. Θα πρέπει να πάει κανείς στην ΕΣΣΔ για να βρει ισχυρότερη οικονομική μονάδα. Η A.G. Chemie καμαρώνει για την φαρμακοθεραπεία της. Για να δούμε αν έχει κανένα φάρμακο που να προάγει την αναγέννηση. Περπατούσε γυρίζοντας αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του και αποφεύγοντας να πατήσει στις ρωγμές του πεζοδρομίου όταν συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι κάτι βρισκόταν μπροστά του. Ένα ζώο, πλακουτσωτό, δισκοειδές, πορτοκαλί με μαύρες Βούλες και κεραίες που κουνιόνταν συνεχώς. Καιταυτόχρονα μια σκέψη σχηματίστηκε στο μυαλό του. «Αναγέννηση... ναι, μια νέα ζωή. Να ξεκινήσει κανείς από την αρχή, σ' έναν άλλο κόσμο.» Στον Άρη! Ο Κογκρόζιαν στάθηκε απότομα και είπε: «Έχεις δίκιο.» Έναπαπούλα βρισκόταν μπροστά του στο πεζοδρόμιο. Κοίταξε γύρω του και είδε μια μάντρα διαστημόπλοιων παρκαρισμένη λίγο μακρύτερα, με τα γυαλιστερά της σκάφη να αστράφτουν στον ήλιο. Στο κέντρο του πάρκιγκ, μέσα σ' ένα μικρό κτίριο γραφείων βρισκόταν ο υπάλληλος της μάντρας, και ο Κογκρόζιαν προχώρησε βήμα το βήμα προς το μέρος του. Το παπούλα τον ακολούθησε συνεχίζοντας να επικοινωνεί μαζί του. «Ξέχνα την Α,θ. Chemie... δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για σένα.» Σωστό, σκέφτηκε ο Κογκρόζιαν. Είναι πολύ αργά πια για τέτοια. Αν ο Τζαντ είχε παρουσιάσει αμέσως κάτι, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Τώρα όμωςΚαι ξαφνικά συνειδητοποίησε κάτι: Το παπούλα μπορούσε να τον δει. Ή τουλάχιστον μπορούσε να τον ανιχνεύσει με κάποιο αντιληπτικό όργανο, σ' αυτή ή την άλλη διάσταση. Κι ακόμη - δεν το ενοχλούσε η μυρωδιά του.
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
127
«Κάθε άλλο», του έλεγε τώρα το παπούλα. «Εμένα μου μυρίζεις υπέροχα. Δεν έχω κανένα παράπονο, απολύτως κανένα.» Ο Κογκρόζιαν κοντοστάθηκε και ρώτησε: «Έτσι θα είναι τα πράγματα και στον Άρη; Θα μπορούν να με δουν - ή τουλάχιστον να με αντιλαμβάνονται με κάποιον τρόπο - και δεν θα τους ενοχλεί η μυρωδιά μου;» «Δεν υπάρχουν διαφημίσεις Θεόδωρου Νιτς στον Άρη», σχηματίστηκαν στο διψασμένο μυαλό του οι σκέψεις του παπούλα. «Εκεί θα απαλλαγείς σιγά σιγά από την μόλυνσή σου. Σ' αυτό το αγνό, παρθένο περιβάλλον. Μπες μέσα στο γραφείο, κ. Κογκρόζιαν και μίλησε με τον κ. Μίλερ τον υπεύθυνο των πωλήσεών μας. Είναι πρόθυμος να σε εξυπηρετήσει. Υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί.» «Εντάξει», είπε ο Κογκρόζιαν και άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Ένας άλλος πελάτης βρισκόταν εκεί πριν από αυτόν. Ο πωλητής συμπλήρωνε ένα έντυπο συμβολαίου. Ένας λεπτός ψηλός και λίγο φαλακρός άνδρας που έδειχνε αμήχανος και ανήσυχος. Έριξε μια ματιά στον Κογκρόζιαν και τραβήχτηκε πίσω. Η μυρωδιά τον είχε ενοχλήσει. «Με συγχωρείτε», ψέλλισε απολογητικά ο Κογκρόζιαν. «Και τώρα, κ. Στράικροκ», είπε στον προηγούμενο πελάτη ο πωλητής, «υπογράψτε εδώ παρακαλώ.» Γύρισε προς το μέρος του το έντυπο και του έτεινε ένα στυλό μελάνης, Ο πελάτης υπέγραψε με μια νευρική κίνηση και μετά τραβήχτηκε πίσω, τρέμοντας αισθητά από την υπερένταση. «Είναι μια μεγάλη στιγμή», είπε στον Κογκρόζιαν, «όταν αποφασίζει κανείς μια τέτοια πράξη. Μόνος μου ποτέ δεν θα είχα το θάρρος να το κάνω αλλά με παρακίνησε ο ψυχίατρός μου. Μου είπε ότι είναι η καλύτερη λύση για μένα.» «Ποιος είναι ο ψυχίατρός σας;» ρώτησε με κεντρισμένο το ενδιαφέρον του ο Κογκρόζιαν. «Μόνο ένας υπάρχει πια: ο δρ. Ήστον Σάπερμπ.» «Είναι και δικός μου ψυχίατρος», αναφώνησε ο Κογκρόζιαν. «Πολύ καλός άνθρωπος. Μόλις πριν από λίγο του μιλούσα στο τηλέφωνο.» Ο πελάτης γύρισε τώρα και κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπο του Κογκρόζιαν. Μετά είπε πολύ αργά σαν να σκεφτόταν: «Εσείς είστε ο άνθρωπος που μιλούσε στο τηλέφωνο. Τηλεφωνήσατε στον δρ. Σάπερμπ την ώρα που ήμουνα στο γραφείο του.» «Κύριε Στράικροκ», τον διέκοψε ο πωλητής της μάντρας, «αν έλθετε μαζί μου έξω, θα σας αναλύσω τον τρόπο χειρισμού, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Και μετά μπορείτε να διαλέξετε όποιο όχημα θέλετε.» Και
128
PHILIP Κ. DICK
γυρίζοντας στον Κογκρόζιαν πρόσθεσε: «Σε ένα λεπτό θα μπορέσω να ασχοληθώ με σας. Κάνετε λίγη υπομονή, παρακαλώ.» «Μπ-μπορείτε να με δείτε;» τραύλισε ο Κογκρόζιαν. «Όλους μπορώ να τους δω», είπε ο πωλητής. «Φθάνει να έχω χρόνο.» Και βγήκε από το γραφείο με τον Στράικροκ. «Ηρέμησε», είπε το παπούλα μέσα στο μυαλό του Κογκρόζιαν. Είχε μείνει μα0 του στο γραφείο για να του κρατήσει συντροφιά. «Όλα πάνε καλά. Ο κ. Μίλερ θα σε φροντίσει, πολύ, πολύ σύυυυντομα. Όοολα παάνε καλάάα», σιγοτραγούδησε νανουρίζοντάς τον. Ξαφνικά ο πελάτης, ο κ. Στράικροκ, μπήκε ξανά μέσα στο γραφείο και είπε στον Κογκρόζιαν: «Τώρα θυμάμαι ποιος είστε! Ο διάσημος πιανίστας που παίζει πάντα για την Νικόλ στον Λευκό Οίκο. Είστε ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν.» «Ναι», παραδέχτηκε ο Κογκρόζιαν, ευχαριστημένος για την αναγνώριση. Για κάθε ενδεχόμενο ωστόσο τραβήχτηκε προσεχτικά λίγο μακρύτερα από τον Στράικροκ για να μην τον ενοχλήσει. «Εκπλήσομαι», είπε, «που μπορείτε να με δείτε. Τον τελευταίο καιρό έγινα αόρατος... στην πραγματικότητα αυτό συζητούσα με τον Ήγκον Σάπερμπ στο τηλέφωνο. Αυτή την στιγμή αναζητώ τρόπο να ξαναγεννηθώ. Γι' αυτό αποφάσισα να μεταναστεύσω. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για μένα στην γη.» «Καταλαβαίνω πώς νιώθετε», είπε γνέφοντας ο Στράικροκ. «Εγώπριν από λίγο παραιτήθηκα από την δουλειά μου. Δεν έχω πια δεσμούς με κανέναν εδώ κάτω, ούτε με τον αδελφό μου, ούτε -»Σταμάτησε με το πρόσωπο σκυθρωπό «με κανέναν. Φεύγω μόνος μου, χωρίς καμιά παρέα.» «Ακούστε», είπε ο Κογκρόζιαν υπακούοντας σε μια ξαφνική παρόρμηση. «Γιατί δεν μεταναστεύουμε μαζί; Ή - μήπως σας ενοχλεί υπερβολικά η φοβική σωματική μου οσμή;» Ο Στράικροκ έδειξε να μην καταλαβαίνει τι εννοούσε. «Να μεταναστεύσουμε μαζί; Εννοείτε να αγοράσουμε μαζί την γη σαν συνεταίροι;» «Έχω πολλά χρήματα», είπε ο Κογκρόζιαν, «από τις εμφανίσεις μου στα κονσέρτα. Μπορώ να χρηματοδοτήσω άνετα και τους δυο μας.» Τα χρήματα ήταν σίγουρα το μόνο πράγμα που δεν τον απασχολούσε. Και ίσως μπορούσε να βοηθήσει τον κ. Στράικροκ που στο κάτω κάτω είχε παρατήσει τη δουλειά του. «Πράγματι θα μπορούσαμε να στήσουμε κάτι μαζί» είπε σκεπτικά ο Στράικροκ κουνώντας αργά πάνω - κάτω το κεφάλι του. «Θα νιώθουμε τρομερή μοναξιά εκεί πέρα στον Άρη. Δεν θα έχουμε καθόλου γείτονες, εκτός ίσως από τα ομοιώματα. Κι έχω δει τόσα από δαύτα που μου
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
129
αρκούν για όλη την υπόλοιπη ζωή μου.» Ο πωλητής, ο κ. Μίλερ, γύρισε κι αυτός στο γραφείο, λίγο ενοχλημένος. «Δεν χρειαζόμαστε παρά μόνον ένα διαστημόπλοιο», του εξήγησε ο Στράικροκ. «Ο Κογκρόζιαν κι εγώ θα μεταναστεύσουμε μαζί, σαν συνεταίροι.» Ανασηκώνοντας θυμόσοφα τους ώμους του, ο κ. Μίλερ είπε: «Τότε θα σας δείξω ένα ελαφρώς μεγαλύτερο μοντέλο. Οικογενειακού μεγέθους.» Κράτησε ανοιχτή την πόρτα του γραφείου και ο Κογκρόζιαν με τον Τσικ Στράικροκ βγήκαν έξω στο πάρκιγκ. «Γνωριζόσαστε εσείς οι δύο;» ρώτησε. «Μόλις τώραγνωριστήκαμε», είπε ο Στράικροκ. «Έχουμε όμως και οι δύο το ίδιο πρόβλημα: εδώ στη Γη είμαστε αόρατοι. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.» «Σωστά», συμπλήρωσε ο Κογκρόζιαν. «Έχω γίνει εντελώς αόρατος στο ανθρώπινο μάτι. Προφανώς είναι ώρα να μεταναστεύσω.» «Ε ναι, αν είναι έτσι τα πράγματα, σίγουρα πρέπει», συμφώνησε σαρκαστικά ο κ. Μίλερ. «Το όνομά μου είναι Μέριλ Τζαντ», είπε ο άνθρωπος στο τηλέφωνο. «Από την A.G. Chemie. Συγνώμη για την ενόχληση -» «Παρακαλώ», είπε η Τζάνετ Ρέημερ καθώς καθόταν μπροστά στο μικρό, καθαρό και ιδιόμορφα τακτοποιημένο γραφείο της. Έγνεψε στην γραμματέα της που έκλεισε αμέσως την πόρτα του γραφείου, απομονώνοντάς το από τους θορύβους των διαδρόμων του Λευκού Οίκου. «Είπατε πως έχει κάποια σχέση με τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν.» «Ακριβώς.» Πάνω στην οθόνη η μικροσκοπική εικόνα του Μέριλ Τζαντ έγνεψε καταφατικά. «Σκέφθηκα να έλθω σε επαφή με σας εξαιτίας των στενών δεσμών του Κογκρόζιαν με τον Λευκό Οίκο. Έκρινα ότι θα θέλατε να ξέρετε ότι πριν από μισή ώρα περίπου επεδίωξα να επισκεφθώ τον Κογκρόζιαν στο Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο του Σαν Φρανσίσκο και δεν τον βρήκα εκεί. Το προσωπικό δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει πουθενά.» «Καταλαβαίνω», είπε η Τζάνετ Ρέημερ. «Φυσικά είναι πολύ άρρωστος. Από αυτά που μου είπε -» «Ναι», είπε η Τζάνετ «είναι σοβαρά άρρωστος. Έχετε καμιά άλλη πληροφορία να μας πείτε; Αν όχι, θέλω να ασχοληθώ με το ζήτημα αυτό αμέσως τώρα.» Ο ψυχοχημικός της A.G. Chemie δεν είχε άλλες πληροφορίες. Έκλεισε το τηλέφωνο και η Τζάνετ πήρε μια εσωτερική γραμμή δοκιμάζοντας
130
PHILIP Κ. DICK
διάφορα κέντρα του Λευκού Οίκου, ώσπου κατάφερε στο τέλος να πιάσει τον ιεραρχικά ανώτερό της Χάρολντ Σλέζακ. «Ο Κογκρόζιαν έφυγε από το νοσοκομείο και χάθηκε. Ένας θεός ξέρει πού μπορεί να έχει πάει, ίσως στο Τζένερ - αυτό πρέπει να το ελέγξουμε φυσικά. Ειλικρινά νομίζω ότι πρέπει να ειδοποιήσουμε την ΚΑ. Ο Κογκρόζιαν είναι ζωτικής σημασίας.» «Ζωτικής», επανέλαβε ο Σλέζακ σουφρώνοντας την μύτη του. «Ας πούμε καλύτερα ότι απλώς μας αρέσει. Προτιμούμε να μην τον στερηθούμε. Θα ζητήσω την άδεια της Νικόλ να καλέσουμε την αστυνομία. Νομίζω ότι ζύγισες σωστά την κατάσταση.» Χωρίς άλλες ευγένειες, ο Σλέζακ έκλεισε το τηλέφωνο και η Τζάνετ έκανε το ίδιο. Είχε κάνει ότι μπορούσε. Τώρα το πράγμα είχε ξεφύγει από τα χέρια της. Πριν περάσουν πέντε λεπτά ένας αστυνομικός της ΚΑ βρισκόταν στο γραφείο της, με το σημειωματάριο στο χέρι. Ο Γουάιλντερ Πέμπροκ είχε διασταυρωθεί πολλές φορές μαζί του όταν κατείχε κατώτερες θέσεις - κάθησε απέναντι της κι άρχισε να σημειώνει. «Έχω ήδη μιλήσει με τον Φράνκλιν Έημς.» Ο Διοικητής την κοίταξε σκεπτικά. «Φαίνεται ότι ο Κογκρόζιαν έκανε ένα τηλεφώνημα στον δρ. Ήγκον Σάπερμπ ξέρετε ποιος είναι: ο μοναδικός εν ενεργεία ψυχαναλυτής. Λίγο μετά από αυτό έφυγε. Από ότι γνωρίζετε ο Κογκρόζιαν έβλεπε τον Σάπερμπ;» «Ναι, φυσικά», είπε η Τζάνετ. «Από καιρό.» «Πού νομίζετε ότι μπορεί να πήγε;» «Εκτός από το Τζένερ -» «Δεν είναι εκεί. Έχουμε ήδη έναν δικό μας στην περιοχή.» «Τότε δεν ξέρω. Ρωτήστε τον Σάπερμπ.» «Αυτό κάνουμε», είπε ο Πέμπροκ. Η Τζάνετ γέλασε. «Ίσως ακολούθησε τον Μπέρτολντ Γκολτς.» Ο Διευθυντής της Αστυνομίας δεν έδειξε να συμμερίζεται το αστείο και είπε με παγερή έκφραση στο επίπεδο πρόσωπό του: «Θα το ερευνήσουμε κι αυτό, φυσικά. Υπάρχει ακόμη η πιθανότητα να βρέθηκε μπροστά σε κανένα από τα πάρκιγκ του Λούνυ Λουκ αυτές τις κινητές μάντρες διαστημοπλοίων που έχουν την τάση να εμφανίζονται στον κατάλληλο τόπο και χρόνο. Ένας θεός ξέρει πώς τα καταφέρνουν αλλά είναι αλήθεια. Από όλα τα πιθανά ενδεχόμενα -» Ο Πέμπροκ μονολογούσε σχεδόν και φαινόταν αρκετά ταραγμένος. «Για μένα αυτό είναι το χειρότερο.» «Ο Κογκρόζιαν δεν θα πήγαινε ποτέ στον Άρη», είπε η Τζάνετ. «Δεν υπάρχει εκεί αγορά για το ταλέντο του. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
131
πιανίστες κονσέρτου. Και πίσω από την εκκεντρική, καλλιτεχνική του πρόσοψη ο Κογκρόζιαν είναι πολύ έξυπνος. Θα το καταλάβαινε αμέσως αυτό.» «Ίσοος να έχει εγκαταλείψει το πιάνο», είπε ο Πέμπροκ, «για κάτι καλύτερο.» «Αναρωτιέμαι τι είδους γεωργός μπορεί να γίνει ένας ψυχοκινητιστής.» «Ίσως το ίδιο να αναρωτιέται και ο Κογκρόζιαν αυτή την στιγμή», είπε ο Πέμπροκ. «Πιστεύω - ότι θα ήθελε να πάρει μαζί του την γυναίκα του και το παιδί του.» «Ίσως όχι. Ίσως εδώ ακριβώς να είναι όλο το θέμα. Έχετε δει το αγόρι; Το παιδί του; Ξέρετε για την περιοχή Τζένερ και για το τι συνέβη εκεί κάτω;» «Ναι», είπε κοφτά η Τζάνετ. «Τότε θα πρέπει να καταλαβαίνετε.» Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί. Ο Ίαν Ντάνκαν μόλις είχε καθήσει στην άνετη δερμάτινη πολυθρόνα απέναντι στον δρ. Ήγκον Σάπερμπ όταν η ομάδα ανδρών της ΚΑ όρμησε μέσα στο γραφείο. «Η θεραπεία θα καθυστερήσει λίγο», είπε ο νεαρός επικεφαλής με το μυτερό σαγόνι δείχνοντας την ταυτότητά του στον δρα Σάπερμπ. «Ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν εξαφανίστηκε από το Φράνκλιν Έημς και προσπαθούμε να τον βρούμε. Μήπως ήλθε σε επαφή μαζί σας;» «Όχι μετά την αναχώρησή του από το νοσοκομείο», είπε ο Σάπερμπ. «Μου τηλεφώνησε λίγο ενωρίτερα όταν ήταν ακόμη -» «Τα ξέρουμε αυτά.» Ο αστυνομικός κοίταξε ερωτηματικά τον Σάπερμπ. «Πόσες πιθανότητες υπάρχουν, κατά την γνώμη σας, να προσχώρησε ο Κογκρόζιαν στα Τέκνα του Ιώβ;» «Απολύτως καμία», απάντησε ο Σάπερμπ. «Καλά.» Ο αστυνομικός το σημείωσε αυτό. «Κατά την γνώμη σας υπάρχει καμιά πιθανότητα να προσέγγισε τους ανθρώπους του Λούνυ Λουκ; Να μετανάστευσε ή να προσπαθεί να μεταναστεύσει αγοράζοντας ένα διαστημόπλοιο;» Ύστερα από μια μακριά παύση, ο δρ. Σάπερμπ είπε: ^Νομίζω ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες. Ο Κογκρόζιαν χρειάζεται - συνεχώς αναζητά - την απομόνωση.» Ο επικεφαλής των ΚΑ έκλεισε το σημειωματάριο και γύρισε στους άνδρες του: «Αυτό είναι λοιπόν. Οι μάντρες πρέπει να κλείσουν.» Στο
132
PHILIP Κ. DICK
φορητό του ασύρματο πρόσθεσε: «Ο δρ. Σάπερμπ επικροτεί την ιδέα των πάρκιγκ αλλά όχι αυτή με τα Τέκνα του Ιώβ. Νομίζω ότι θα πρέπει να τον ακούσουμε. Φαίνεται σίγουρος. Ερευνήστε αμέσως την περιοχή του Σαν Φρανσίσκο να δείτε αν φάνηκε κανένα πάρκιγκ προς τα εκεί. Ευχαριστώ.» Έκλεισε τον ασύρματο και γύρισε στον δρα Σάπερμπ. «Ευχαριστούμε για την βοήθειά σας. Αν έρθει σε επαφή μαζί σας ειδοποιήστε μας.» Άφησε την κάρτα του πάνω στο γραφείο του Σάπερμπ. «Μην - μην του φερθείτε άγρια, αν τον βρείτε», είπε ο Σάπερμπ. «Είναι πολύ, πολύ άρρωστος.» Ο αστυνομικός του έριξε μια πλάγια ματιά, χαμογέλασε ελαφρά και βγήκε από το γραφείο μαζί με τους άνδρες του. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Ο Ίαν Ντάνκαν και ο δρ. Σάπερμπ έμειναν και πάλι μόνοι. «Θα έρθω να σας συμβουλευτώ μια άλλη φορά» είπε με βραχνή, αλλοιωμένη φωνή ο Ίαν Ντάνκαν. Σηκώθηκε όρθιος με δυσκολία. «Γεια σας.» «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο δρ. Σάπερμπ καθώς σηκωνόταν κι αυτός. «Πρέπει να φύγω.» Ο Ίαν Ντάνκαν πάλεψε αδέξια με την πόρτα, κατάφερε να την ανοίξει και εξαφανίστηκε. Η πόρτα χτύπησε πίσω του. Περίεργο, σκέφτηκε ο δρ. Σάπερμπ. Αυτός ο άνθρωπος - Ντάνκαν δεν είχε πει; - δεν πρόλαβε ούτε ν' αρχίσει να μου λέει το πρόβλημά του. Γιατί τον τάραξε τόσο η εμφάνιση της ΚΑ; Χωρίς να βρίσκει απάντηση, ο δρ. Σάπερμπ ξανακάθησε και χτύπησε το κουδούνι στην Αμάντα Κόνερς να του στείλει μέσα τον επόμενο. Η αίθουσα αναμονής ήταν γεμάτη από πελάτες που περίμεναν. Από αυτούς οι άνδρες (αλλά και μερικές γυναίκες) κρυφοκοίταζαν την Αμάντα σε κάθε κίνησή της. «Μάλιστα, γιατρέ», ακούστηκε η γλυκειά φωνή της Αμάντα, φτιάχνοντας κάπως το κέφι του δρα Σάπερμπ. Μόλις βγήκε από το ιατρείο ο Ίαν Ντάνκαν άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένα για αυτοταξί. Ο Αλ βρισκόταν εδώ στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτό το ήξερε γιατί του είχε δόσει το πρόγραμμα των εμφανίσεων της Τρίτης Μάντρας. Θα τον έπιαναν. Κι αυτό θα ήταν το τέλος των Ντάνκαν και Μίλερ με τις Κλασικές Κανάτες τους. Ένακομψό, μοντέρνο αυτοταξί του φώναξε. «Ψάχνεις τίποτε, φίλε;» «Ναι», είπε ο Ντάνκαν και χώθηκε μέσα στην κυκλοφορία για να το φτάσει. Τώρα έχω μια πιθανότητα, είπε μέσα του καθώς το αυτοταξί ορμούσε προς την κατεύθυνση που του είχε δόσει. Όμως αυτοί θα φτάσουν πρώτοι. Ή μήπως όχι; Η αστυνομία ήταν υποχρεωμένη να χτενίσει ολό-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
133
κληρη την πόλη, τετράγωνο προς τετράγωνο. Ενώ εκείνος ήξερε πού πήγαινε, ήξερε το ακριβές σημείο που θα έβρισκε την Μάντρα Τρία. Επομένως ίσως είχε μια πιθανότητα - μικρή - αλλά πραγματική. Ay οε τσακώσουν, Αλ, είπε μέσα του, αυτό θα είναι και το δικό μου τέλος. Δεν μπορώ να συνεχίσω μόνος μου. Θα ακολουθήσω τον Γκολτς, ή θα πεθάνω. Είναι εξίσου φριχτά και τα δύο. Δεν έχει σημασία ποιο. Το αυτοταξί διέσχιζε με ταχύτητα την πόλη κατευθυνόμενο προς την υπ. 3 Μάντρα Ελαφρών Σκαφών του Λούνυ Λουκ.
χι
Ο
Νατ Φλίτζερ αναρωτήθηκε αφηρημένα αν οι σαγονάδες είχαν καθόλου εθνική μουσική. Κάτι τέτοιο θα ενδιέφερε την ΗΜΕ που δεν είχε προκαταλήψεις. Δεν είχαν έρθει γι' αυτό όμως εδώ. Μπροστά τους διακρινόταν τώρα το σπίτι του Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν, ένα ανοιχτοπράσινο ξύλινο σπίτι, τριόροφο, με ένα πανάρχαιο, καφεδιασμένο, ακλάδευτο και απεριποίητο φοίνικα-απίστευτο θέαμα-στην μπροστινή αυλή του. Αλλά ο Γκολτς είχε πει«Φθάσαμε», μουρμούρισε η Μόλυ. · Το παμπάλαιο αυτοταξί έκοψε ταχύτητα, έβγαλε ένα βραχνό αναποφάσιστο στρίγγλισμα και μετά σταμάτησε. Η μηχανή έσβυσε κι όλα έγιναν σιωπηλά. Ο Νατ αφουγκράστηκε το μακρινό άνεμο να περνάει μέσα από τα δένδρα και τον ανάλαφρο ρυθμικό ήχο της λεπτής βροχής καθώς έπεφτε παντού, στο ταξί και στα φυλλώματα, στο παραμελημένο παλιό ξύλινο σπίτι με την σκεπασμένη με πισόχαρτο βεράντα του και τα πολλά μικρά τετράγωνα παράθυρά του, αρκετά από τα οποία ήταν σπασμένα. Ο Τζιμ Πλανκ άναψε μία corona Corina και είπε. «Κανένα σημείο ζωής.» Ήταν αλήθεια. Επομένως ο Γκολτς είχε δίκιο. «Νομίζω ότι κάναμε τσάμπα κόπο», είπε η Μόλυ. Άνοιξε την πόρτα και πήδηξε προσεκτικά έξω. Το έδαφος κάτω από τα πόδια της υποχώρησε με ένα υγρό ήχο. Η Μόλυ έκανε μια γκριμάτσα. «Είναι και οι σαγονάδες», είπε ο Νατ. «Μπορούμε πάντα να ηχογραφήσουμε την μουσική τους. Αν έχουν.» Βγήκε κι αυτός από το αυτοκίνητο. Στάθηκε δίπλα στη Μόλυ κι έμειναν κι οι δυό σιωπηλοί κοιτάζοντας το παλιό, μεγάλο σπίτι. Η σκηνή ήταν σίγουρα μελαγχολική. Με τα χέρια χωμένα στις τσέπες, ο Νατ βάδισε προς το σπίτι, ακολουθώντας το χαλικόστρωτο μονοπάτι ανάμεσα στις γερασμένες φούξιες και τις καμέλιες. Η Μόλυ τον ακολούθησε ενώ ο Τζιμ Πλανκ έμεινε στο αυτοκίνητο. «Να τελειώνουμε μ' αυτή την υπόθεση και να του δίνουμε από δω» είπε η Μόλυ κι ανατρίχιασε νιώθοντας το κρύο να διαπερνά το ζωηρόχρωμο βαμβακερό μπλουζάκι και το σορτς της. Ο Νατ πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
136
PHILIP Κ. DICK
«Τι σημαίνει αυτό;» τον ρώτησε. «Απσλύτως τίποτε. Ξαφνικά αισθάνθηκα τρυφερά απέναντι σου, αυτό είναι όλο. Αυτή την στιγμή αισθάνομαι τρυφερά για οτιδήποτε δεν είναι υγρό και λασπερό.» Την έσφιξε για λίγο και μετά είπε: «Δεν νιώθεις λίγο καλύτερα τώρα;» «Όχι», είπε η Μόλυ. «Ή μάλλον ναι - Δεν ξέρω.» Φαινόταν νευριασμένη. «Για τ'όνομα του Θεού, μην καθυστερείς, πήγαινε να χτυπήσεις αυτή την πόρτα!» Τον ξεκόλλησε από πάνω της και τον έσπρωξε μπροστά. Ο Νατ ανέβηκε τα ετοιμόρροπα ξύλινα σκαλοπάτια της βεράντας και χτύπησε το κουδούνι. «Νιώθω ναυτία» είπε η Μόλυ. «Γιατί;» «Η υγρασία.» Ο Νατ την έβρισκε ανυπόφορα πνιγερή. Με το ζόρι ανάσαινε. Αναρωτήθηκε τι επίδραση θα είχε το κλίμα πάνω στην γανυμήδεια μορφή ζωής που αποτελούσε την ηχοληπτική του συσκευή. Η υγρασία του άρεσε κι επομένως ίσως να ένιωθε καλά εδώ. Ίσως το Ampek F-a2 να μπορούσε να ζήσει εδώ πάνω μόνο του, να επιβιώσει για πάντα μέσα στο βροχερό δάσος. Αυτό το περιβάλλον, συνειδητοποίησε είναι πιο ξένο για μας από τον Άρη. Ανησυχαστική σκέψη αυτή: ότι ο Άρης και η Τιχουάνα βρίσκονταν πιο κοντά μεταξύ τους από ότι το Τζένερ και η Τιχουάνα. Από οικολογική άποψη. Η πόρτα άνοιξε. Μια γυναίκα ντυμένη με μια μακριά ανοιχτοκίτρινη πουκαμίσα στάθηκε στο άνοιγμα εμποδίζοντάς του την είσοδο κοιτάζοντάς τον σιωπηλά με τα ήρεμα αλλά περίεργα διεισδυτικά καστανά μάτια της. «Η κ. Κογκρόζιαν;» την ρώτησε. Η Μπεθ Κογκρόζιαν ήταν καλοφτιαγμένη γυναίκα. Τα μαλλιά της, δεμένα πίσω με μια κορδέλα ήταν μακριά και ανοιχτοκάστανα. Έδειχνε γύρω στα τριάντα. Οπωσδήποτε πάντως ήταν λεπτή και είχε ωραίο παράστημα. Ο Νατ έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει με σεβασμό και ενδιαφέρον. «Είστε από το στούντιο ηχοληψίας;» Η φωνή της χαμηλή, είχε μια ατονική ποιότητα, μια περίεργη έλλειψη εκφραστικότητας. «Ο κ. Ντοντόλτο τηλεφώνησε και με ειδοποίησε για τον ερχομό σας. Είναι πολύ κρίμα. Μπορείτε να περάσετε μέσα, αν θέλετε, αλλά ο Ρίτσαρντ δεν είναι εδώ.» Και πρόσθεσε ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα. «Ο Ρίτσαρντ είναι στο νοσοκομείο, στο Σαν Φρανσίσκο.» Να πάρει, σκέφτηκε ο Νατ. Τι ηλίθια ατυχία. Γύρισε στη Μόλυ και κοιτάχτηκαν χωρίς να μιλούν. «Παρακαλώ περάστε μέσα», είπε η Μπεθ Κογκρόζιαν. «ελάτε να πιείτε ένα καφέ, ή να φάτε κάτι πριν ξεκινήσετε για το γυρισμό. Έχετε πολύ
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
137
δρόμο μπροστά σας.» «Πήγαινε και πέστο στον Τζιμ» είπε ο Νατ στην Μόλυ. «Λέω να δεχθώ την προσφορά της κ. Κογκρόζιαν. Ένα φλυτζάνι καφές θα ήταν ότι πρέπει.» Η Μόλυ έκανε μεταβολή και κατέβηκε τα σκαλιά. «Φαίνεστε κουρασμένος», είπε η Μπεθ Κογκρόζιαν. «Είστε ο κ. Φλίτζερ; Σημείωσα το όνομά σας όταν μου το έδωσε ο κ. Ντοντόλντο. Ξέρω ότι ο Ρίτσαρντ θα χαιρόταν να κάνει την ηχογράφηση μαζί σας αν ήταν εδώ. Γι' αυτό είναι τόσο κρίμα.» Τον οδήγησε στο καθιστικό που ήταν σκοτεινό και κρύο, ασφυκτικά γεμάτο με ψάθινα έπιπλα, αλλά τουλάχιστον στεγνό. «Ένα ποτό;» του πρότεινε. «Τι λέτε για ένα τζιν με τόνικ. Έχω και ουίσκι, μήπως θέλετε ένα ουίσκυ με παγάκια;» «Μόνο καφέ», της απάντησε. «Ευχαριστώ.» Κοίταξε από κοντά μια φωτογραφία στον τοίχο. Έδειχνε έναν άνδρα να κουνάει ένα μωρό σε μια ψηλή μεταλλική κούνια. «Ο γιος σας;» ρώτησε, αλλά η γυναίκα είχε βγει από το δωμάτιο. Ο Τζιμ κοίταξε πιο προσεκτικά την φωτογραφία. Το μωρό στην φωτογραφία είχε την παραμόρφωση των σαγονάδων. Πίσω του πρόβαλαν η Μόλυ και ο Τζιμ Πλανκ. Τους έκανε νόημα να πλησιάσουν και κοίταξαν μαζί την φωτογραφία. «Μουσική», είπε ο Νατ. «Αναρωτιέμαι αν έχουν κάποιο είδος μουσικής.» «Δεν μπορούν να τραγουδήσουν», είπε η Μόλυ. «Πώς να τραγουδήσουν αφού δεν μιλάνε;» Απομακρύνθηκε από την φωτογραφία και στάθηκε όρθια με σταυρωμένα τα χέρια να κοιτάζει την φοινικιά από το παράθυρο του καθιστικού. «Τι άσχημο που είναι αυτό το δένδρο» είπε και γυρίζοντας στον Νατ: «Δεν συμφωνείς;» «Νομίζω», είπε εκείνος «ότι στον κόσμο υπάρχει θέση για όλα τα είδη ζωής.» «Συμφωνώ», παρατήρησε ήρεμα ο Τζιμ Πλανκ. Επιστρέφοντας στο καθιστικό η Μπεθ Κογκρόζιαν ρώτησε τον Τζιμ Πλανκ και την Μόλυ. «Εσείς τι θα θέλατε; Καφέ; Ένα ποτό; Κάτι να φάτε.» Το συζήτησαν μεταξύ τους. Καθισμένος στο γραφείο του στο Διοικητικό Κτίριο της Karp υ. Sohnen Werke, παράρτημα του Ντητρότ, ο Βινς Στράικροκ έλαβε ένα τηλεφώνημα από την γυναίκα του - ή μάλλον την πρώην γυναίκα του - την Τζούλι. Τώρα λεγόταν και πάλι Τζούλι Άπλκουϊστ όπως την εποχή που την γνώρισε.
138
PHILIP Κ . DICK
Όμορφη πάντα αλλά ανήσυχη και ταραγμένη η Τζούλι του είπε: «Βινς, αυτός ο καταραμένος αδελφός σου - εξαφανίστηκε.» Τα μάτια της, μεγαλωμένα, τον κοίταζαν ικετευτικά: «Δεν ξέρω τι να κάνω.» «Πού πήγε, Τζούλι;» την ρώτησε με φωνή αργή και καθησυχαστική. «Νομίζω -» Πνίγηκε με τις λέξεις. «Βινς, νομίζω ότι έφυγε μετανάστης. Κουβεντιάσαμε μαζί για μετανάστευση κι εγώ είπα ότι δεν ήθελα και τώρα είμαι σίγουρη ότι έφυγε μόνος του. Ήταν αποφασισμένος να το κάνει. Τώρα το καταλαβαίνω. Όταν το είπε δεν τον πήρα στα σοβαρά.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Πίσω από τον Βινς εμφανίστηκε ο ανώτερός του. Ο χερ Άντον Καρπ θέλει να σας δει στην Σουίτα τέσσερα. Το συντομότερο.» Έριξε μια αυστηρή ματιά στην οθόνη αναγνωρίζοντας ότι το τηλεφώνημα ήταν προσωπικό. «Πρέπει να σε κλείσω, Τζούλι», είπε με αμηχανία ο Βινς. «Καλά», έγνεψε εκείνη. «Κάνε μου μια χάρη όμως. Βρες τον Τσικ. Θα το κάνεις; Είναι το τελευταίο πράγμα που σου ζητώ. Στο υπόσχομαι. Τον θέλω πίσω.» Το ήξερα πως δεν θα γινόταν τίποτε με εσάς τους δύο, είπε μέσα του ο Βινς νιώθοντας μια σαδιστική ευχαρίστηση. Τι να γίνει, αγαπητή μου, εδώ την πάτησες. Τον ξέρω καλά τον Τσικ και ξέρω ότι γυναίκες σαν εσένα τον φοβίζουν. Τον τρόμαξες κι άρχισε να τρέχει και τώρα που άρχισε δεν θα σταματήσει ούτε θα γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Γιατί το ταξίδι αυτό δεν έχει γυρισμό. «Θα κάνω ότι μπορώ», είπε φωναχτά. «Ευχαριστώ, Βινς», είπε η Τζούλι ανάμεσα στα δάκρυά της. «Παρά το γεγονός ότι δεν σε αγαπώ πια, όμως ακόμη -» «Γεια», της είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ένα λεπτό αργότερα ανέβαινε με το ασανσέρ στην Σουίτα Τέσσερα. Μόλις τον είδε να μπαίνει ο Άντον Καρπ του είπε: «Χερ Στράικροκ, έμαθα ότι ο αδελφός σας εργάζεται σε μια θλιβερά ασήμαντη επιχείρηση που ακούει στο όνομα Εταιρεία Φραουεντσίμερ. Είναι αλήθεια αυτό;» Το βαρύ, σκοτεινό πρόσωπο του Καρπ ήταν αυλακωμένο από την υπερένταση. «Μάλιστα», είπε ο Βινς αργά, με μεγάλη επιφύλαξη. «Αλλά-» Δίστασε να συνεχίσει. Ήταν φανερό ότι εάν ο Τσικ μετανάστευε θα παρατούσε την δουλειά του. Δεν ήταν δυνατό να την πάρει μαζί του. Τι ήθελε ο Καρπ; Καλύτερα να φυλάγεται και να μην πει τίποτε παραπανίσιο. «Αλλά χμ...» «Μπορείτε να τον φέρετε εδώ;» ρώτησε ο Καρπ. Έκπληκτος ο Βινς ρώτησε: «Εννοείτε στα γραφεία; Σαν επισκέπτη;
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
139
Ή μήπως θέλετε να πείτε -» Ένιωθε την ανησυχία να φουντώνει μέσα του καθώς τα γαλανά ψυχρά μάτια του μεσόκοπου γερμανού βιομήχανου ομοιωμάτων είχαν καρφωθεί πάνω του ερωτηματικά. «Δεν σας καταλαβαίνω, χερ Καρπ», ψέλλισε. «Σήμερα», είπε ο Καρπ σ' ένα ξερό, κοφτό, στακάτο τόνο, «η κυβέρνηση ανέθεσε την κατασκευή ομοιωμάτων στον χερ Φραουεντσίμερ. Έχουμε μελετήσει την κατάσταση και ο τρόπος αντίδρασής μας υπαγορεύεται από τις ίδιες τις περιστάσεις. Εξ αιτίας της παραγγελίας αυτής, ο Φραουεντσίμερ θα διευρύνει τις εργασίες του. Θα προσλάβει νέο προσωπικό. Θέλω να πάτε μέσω του αδελφού σας να εργαστείτε γι' αυτούς, όσο νωρίτερα μπορέσετε να το κανονίσετε. Σήμερα, αν είναι δυνατόν.» Ο Βινς τον κοίταξε άφωνος. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Καρπ. «Είμαι- είμαι έκπληκτος», κατάφερε να πει ο Βινς. «Μόλις σας προσλάβει ο Φραουεντσίμερ, ειδοποιείστε με προσωπικά. Μη μιλήσετε σε κανέναν άλλον - μόνο σε μένα.» Ο Καρπ άρχισε να περπατάει πάνω κάτω στο στρωμένο με μοκέτα, ευρύχωρο δωμάτιο, ξύνοντας δυνατά την μύτη του. «Θα σας πούμε τι θα κάνετε μετά. Αυτά για τώρα, χερ Στράικροκ.» «Έχει σημασία τι θα κάνω εκεί;» ρώτησε αδύναμα ο Βινς. «Θέλω να πω, είναι σημαντικό το ποια ακριβώς θα είναι η δουλειά μου;» «Όχι», είπε ο Καρπ. Ο Βινς βγήκε από την σουίτα και η πόρτα έκλεισε αυτομάτως πίσω του. Έμεινε μόνος στο διάδρομο, προσπαθώντας να συμμαζέψει το μυαλό και την σκέψη του. Θεέ μου, αναλογίστηκε. Θέλουνε να σπείρω τΛ χάος στην επιχείρηση του Φραουεντσίμερ. Αυτό είναι. Σαμποτάρι0|ki ή κατασκοπία, ένα από τα δύο. Κάτι παράνομο πάντως, κάτι που θα κάνει την ΚΑ να με κυνηγάει - εμένα όχι τους Καρπ. Κι όλα αυτά στην δουλειά του αδελφού μου, είπε μέσα του. Ένιωσε εντελώς ανίσχυρος. Μπορούσαν να τον υποχρεώσουν να κάνει ότι ήθελαν. Μόνο το μικρό τους δαχτυλάκι να κουνούσαν οι Καρπ, έφθανε. Κι εγώ θα υποχωρήσω, συνειδητοποίησε. Γύρισε στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα και κάθησε με τρεμάμενα πόδια στην καρέκλα του. Έμεινε για ώρα σιωπηλός πίσω από το γραφείο του καπνίζοντας ένα πούρο από ερζάτς καπνό και προσπαθώντας να σκεφτεί. Τα χέρια του ήταν μουδιασμένα. Πρέπει να φύγω από δω, είπε στον εαυτό του. Δεν πρόκειται να γίνω ένα ασήμαντο, και αξιοθρήνητο πιόνι στα χέρια της Καφ Werke - δεν θα
140
PHILIP Κ. DICK
το άντεχα αυτό. Έσβυσε το ερζάτς πούρο του. Πού μπορώ να πάω; αναρωτήθηκε. Πού; Χρειάζομαι βοήθεια. Από πού να την πάρω; Υπήρχε ο γιατρός. Αυτός που είχαν πάει να δουν μαζί με τον Τσικ. Σήκωσε το τηλέφωνο και μίλησε με το τηλεφωνικό κέντρο της Karp Werke: «Πάρτε τον δρα Ήγκον Σάπερμπ», είπε στην τηλεφωνήτρια «τον μόνο ψυχαναλυτή που έχει απομείνει.» Μετά συνέχισε να κάθεται σκυθρωπός στο γραφείο του, με το ακουστικό κολλημένο στο αυτί. Εν αναμονή. Έχω τόσα πολλά να κάνω, σκέφτηκε η Νικόλ Τιμποντώ. Προσπαθώ να διεξάγω μια πολύ λεπτή και επικίνδυνη διαπραγμάτευση με τον Χέρμαν Γκαίριγκ, έδοσα εντολή στον Γκαρθ ΜακΡέη να αναθέσει το συμβόλαιο του νέου ντερ Άλτε σε μια μικρή φίρμα και όχι στους Καρπ, πρέπει να αποφασίσω τι θα κάνω αν βρεθεί τελικά ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν, έχω το διάταγμα ΜακΦέρσον και τον τελευταίο αναλυτή, τον δρα Σάπερμπ και τώρα προέκυψε και τούτο. Αυτή η βιαστική απόφαση της ΚΑ - που την πήραν χωρίς καν να προσπαθήσουν προηγουμένως να με συμβουλευτούν ή να με ειδοποιήσουν - να κλείσουν τις μάντρες του Λούνυ Λουκ. Μελέτησα κακόκεφα την αστυνομική διαταγή που είχε κυκλοφορήσει σε κάθε μονάδα της ΚΑ, σε ολόκληρες της ΗΠΕΑ. Δεν μας συμφέρει αυτό, αποφάσισε η Νικόλ. Δεν έχω το περιθώριο να τα βάλω με τον Λουκ, γιατί απλούστατα δεν μπορώ να τον κάνω τίποτε. Το αποτέλεσμα θα είναι να φανούμε γελοίοι. Και επιπλέον - θα δείξουμε ένα πρόσωπο απολυταρχικής εξουσίας. Που στέκεται μόνο χάρη στο τεράστιο στρατιωτικό και αστυνομικό κατεστημένο της. Σηκώνοντας την ματιά της στον Γουάιλντερ Πέμπροκ η Νικόλ ρώτησε: «Βρήκατε τελικά την μάντρα; Αυτή του Σαν Φρανσίσκο όπου φαντάζεστε - απλώς φαντάζεστε - ότι βρίσκεται ο Ρίτσαρντ;» «Όχι. Δεν την βρήκαμε ακόμη.» Ο Πέμπροκ σκούπισε νευρικά το μέτωπο του. Ήταν φανερό ότι βρισκόταν κάτω από έντονη πίεση. «Αν μου είχε δοθεί ο χρόνος θα σας είχα συμβουλευτεί, φυσικά. Αν ξεκινήσει όμως για τον Άρη -» «Καλύτερα να τον χάσουμε παρά να κινηθούμε απροετοίμαστοι εναντίον του Λουκ!» Ο Λουκ της ενέπνεε αρκετό σεβασμό. Τον γνώριζε από πολύν καιρό, αυτόν και τις επιχειρήσεις του. Τον είχε δει να ξεφεύγει άνετα από τα δίχτυα της τοπικής αστυνομίας. «Έχω μια ενδιαφέρουσα αναφορά από την Karp Werke.» Ήταν φανερό ότι ο Πέμπροκ προσπαθούσε τώρα απεγνωσμένα να αλλάξει θέμα
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
141
συζητήσεως. «Αποφάσισαν να διεισδύσουν στις τάξεις της εταιρείας Φράουεντσίμερ με σκοπό να -» «Αργότερα» του είπε η Νικόλ και τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Ξέρετε τώρα ότι κάνατε λάθος. Κατά βάθος μου αρέσουν αυτές οι μάντρες ελαφρών σκαφών. Είναι διασκεδαστικές. Πού να το καταλάβετε εσείς αυτό - έχετε μυαλό μπάτσου. Καλέστε την μονάδα σας του Σαν Φρανσίσκο και πέστε τους να αφήσουν ελεύθερη την μάντρα, αν την έχουν βρει. Κι αν δεν την έχουν βρει, πέστε τους να τα παρατήσουν. Μαζέψτε τους και ξεχάστε την όλη υπόθεση. Όταν έρθει η ώρα να κινηθούμε εναντίον του Λουκ, θα σας πω εγώτ\. θα γίνει.» «Ο Χάρολντ Σλέζακ συμφώνησε -» «Δεν καταστρώνει ο Σλέζακ την πολιτική της κυβέρνησης. Πώς και δεν ζητήσατε την έγκριση του Ρούντι Καλμπφλάις για την όλη υπόθεση; Κάτι τέτοιο θα ήταν πιο ταιριαστό με την νοοτροπία της ΚΑ. Δεν μου αρέσετε καθόλου τελικά - σας βρίσκω κακόγουστους.» Συνέχισε να τον κοιτάζει αγριωπά ώσπου τον είδε να μαζεύεται στην πολυθρόνα του. «Λοιπόν», τον παρότρυνε, «δεν έχετε τίποτε να πείτε;» «Δεν βρήκαν την μάντρα», είπε άκαμπτα ο Πέμπροκ, «επομένως δεν έγινε καμιά ζημιά.» Πάτησε το κουμπί στον ασύρματό του. «Παρατήστε τις μάντρες», είπε μιλώντας στο μικρόφωνο. Την στιγμή αυτή δεν έδειχνε καθόλου επιβλητικός και ήταν λουσμένος στον ιδρώτα. «Ναι, ξεχάστε τα όλα. Όπως σας λέω.» Έκλεισε το μηχάνημα και σήκωσε το κεφάλι του να αντικρύσει την Νικόλ. «Θα 'πρεπε να σε απολύσω», είπε η Νικόλ. «Θέλεις τίποτε άλλο, κ. Τιμποντώ;» ρώτησε ο Πέμπροκ με ξύλινη φωνή. «Όχι. Χάσου.» Ο Πέμπροκ σηκώθηκε και πατώντας με μετρημένα, άκαμπτα βήματα, έφυγε. Κοιτάζοντας το ρολόι της η Νικόλ είδε ότι ήταν οχτώ το βράδυ. Τι είχαν προγραμματίσει γι' απόψε; Σε λίγο θα ξεκινούσε με την κάμερα της TV για άλλη μία ξενάγηση στον Λευκό Οίκο, την εβδομηκοστή Πέμπτη αυτής της χρονιάς. Είχε άραγε προετοιμάσει τίποτε η Τζάνετ και αν ναι, είχε καταφέρει ο Σλέζακ να φτιάξει κάποιο υποφερτό πρόγραμμα; Πιθανότατα όχι. Διέσχισε τον Λευκό Οίκο, πηγαίνοντας προς το καθαρό γραφείο της Τζάνετ Ρέημερ. «Έχεις τίποτε το θεαματικό γι' απόψε;» την ρώτησε. Η Τζάνετ φυλλομέτρησε τις σημειώσεις της και είπε σμίγοντας τα φρύδια. «Ένα από τα νούμερα είναι σίγουρα εκπληκτικό - κλασικές κανάτες: οι Ντάνκαν και Μίλλερ. Τους παρακολούθησα στο Αβραάμ Λίν-
142
PHILIP Κ. DICK
κολν και ήταν τρομεροί.» Χαμογέλασε με ελπίδα. Η Νικολ βόγγηξε. «Είναι πραγματικά καλοί», επέμεινε τώρα επιτακτική η φωνή της Τζάνετ. «Θα σε ηρεμήσουν. Αξίζει να το δοκιμάσεις. Είναι γι' απόψε ή για αύριο, δεν ξέρω πότε ακριβώς το έχει προγραμματίσει ο Σλέζακ. «Κονσέρτο για κανάτες», είπε η Νικόλ. «Κοίτα πού καταντήσαμε, μετά τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Αρχίζω να σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να αφήσουμε τον Μπέρτολντ Γκολτς να αναλάβει τα πράγματα. Και να σκεφθείς ότι στην Εποχή της Βαρβαρότητας είχαν την Κίρστεντ Φλάγκσταγκ να τους ψυχαγωγεί.» «Ίσως φτιάξουν τα πράγματα όταν αναλάβει ο επόμενος ντερ Άλτε», είπε η Τζάνετ. «Πώς συμβαίνει να το ξέρεις αυτό;» ρώτησε η Νικόλ κοιτάζοντάς την ερευνητικά. «Όλοι γΓ αυτό μιλάνε στον Λευκό Οίκο», είπε πειραγμένη η Τζάνετ Ρέημερ. «Άλλωστε είμαι Ge.» «Τι υπέροχο», είπε σαρκαστικά η Νικόλ. «Τότε πρέπει να ζεις μια πραγματικά συναρπαστική ζωή.» «Μπορώ να ρωτήσω πώς θα είναι ο επόμενος ντερ Άλτε;» «Γέρος», είπε η Νικόλ. Γέρος και κουρασμένος, συμπλήρωσε από μέσα της. Ένα γέρικο τηλεγραφόξυλο, στεγνό και τυπικό που θα εκτοξεύει ηθικολογίες. Ο τύπος του αληθινού ηγέτη που εμπνέει υπακοή στις μάζες των Be. Που θα μπορέσει να κρατήσει ζωντανό το σύστημα για λίγο καιρό ακόμη. Και που, σύμφωνα με τους τεχνικούς φον Λέσιγκερ, θα είναι ο τελευταίος ντερ Άλτε. Κατά πάσαν πιθανότητα τουλάχιστον. Αν και το γιατί δεν το ξέρουν με βεβαιότητα. Φαίνεται να υπάρχει ακόμη μια πιθανότητα αλλά πολύ μικρή. Ο χρόνος και οι διαλεκτικές δυνάμεις της ιστορίας δείχνουν να είναι με το μέρος του χειρότερου δυνατού αντίπαλου. Αυτού του χυδαίου ταραξία, του Μπέρτολντ Γκολτς. Ωστόσο το μέλλον δεν ήταν προκαθορισμένο και υπήρχε πάντα θέση για το απρόσμενο, για το απίθανο. Όποιος είχε χειριστεί ποτέ την συσκευή φον Λέσιγκερ το γνώριζε αυτό... το ταξίδι μέσα στον χρόνο εξακολουθούσε ακόμη να είναι μία τέχνη, δεν είχε αποκτήσει την ακρίβεια της επιστήμης. «Το όνομά του», είπε η Νικόλ, «θα είναι Ντίτερ Χόγκμπεν.» Η Τζάνετ έβαλε τα γέλια. «Δεν είναι δυνατόν. Ντίτερ Χόγκμπεν. Ή μήπως Χόγκμπαϊν;* Τι προσπαθείτε να κάνετε δηλαδή;» * Λογοπαίγνιο που σχηματίζει από το αγγλικί" nog = χοίρος και το γερμανικό bein = πόδι, την
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
143
«Θα είναι πολύ αξιοπρεπής», είπε κοφτά η Νικόλ. Ένας ξαφνικός θόρυβος ακούστηκε πίσω της. Γυρίζοντας είδε μπροστά της τον Γουάιλντερ Πέμπροκ, τον άνθρωπο της ΚΑ. Ο Πέμπροκ φαινόταν αναστατωμένος αλλά ευχαριστημένος. «Κυρία Τιμποντώ, πιάσαμε τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Όπως είχε προβλέψει ο δρ. Σάπερμπ βρισκόταν σε μια μάντρα διαστημοπλοίων και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για τον Άρη. Θέλετε να τον φέρουμε στον Λευκό Οίκο; Το απόσπασμα του Σαν Φρανσίσκο περιμένει οδηγίες. Είναι ακόμη επιτόπου, στην μάντρα.» «Θα πάω εκεί», αποφάσισε παρορμητικά η Νικόλ. Και θα του ζητήσω να παραιτηθεί από την ιδέα της μετανάστευσης, είπε μέσα της. Να παραιτηθεί εθελοντικά. Ξέρω ότι μπορώ να τον πείσω - δεν θα χρειαστεί να καταφύγουμε στην βία. «Λέει ότι είναι αόρατος», είπε ο Πέμπροκ καθώς διέσχιζε μαζί με την Νικόλ βιαστικά το διάδρομο προς τον χώρο απογείωσης των κυβμέτ στην στέγη του κτιρίου. «Το απόσπασμα όμως λέει ότι είναι απολύτως ορατός σ'αυτούς.» «Άλλη μία από τις παραισθήσεις του», είπε η Νικόλ. «Αυτό θα το τακτοποιήσουμε αμέσως. Θα του πω ότι είναι ορατός και το πράγμα θα τελειώσει.» «Και η μυρωδιά του-» «Στο καλό», είπε η Νικόλ, «τις έχω βαρεθεί τις αρρώστιες του. Βαρέθηκα να τον βλέπω να τυλίγεται μέσα σε όλες αυτές τις υποχονδριακές ιδεοληψίες. Θα τον αντιμετωπίσω από το ύψος και το κύρος της κρατικής μου εξουσίας και θα τον διατάξω να εγκαταλείψει τις φανταστικές του αρρώστιες.» «Αναρωτιέμαι τι αποτέλεσμα θα έχει αυτό», είπε σκεπτικά ο Πέμπροκ. «Θα συμμορφωθεί, φυσικά», είπε η Νικόλ. «Δεν θα έχει άλλη επιλογή. Όλο το κόλπο είναι αυτό - δεν θα του ζητήσω να το κάνει, θα τον διατάξω» Ο Πέμπροκ της έριξε μια ματιά και μετά ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτή η ιστορία παρατράβηξε», είπε η Νικόλ. «Δύσοσμος ή όχι, αόρατος ή όχι, ο Κογκρόζιαν είναι υπάλληλος του Λευκού Οίκου. Είναι υποχρεωμένος να μετέχει στο πρόγραμμα και να εμφανίζεται. Δεν έχει δικαίωμα να κρύβεται στον Άρη ή στο Φράνκλιν 'Εημς, ή στο Τζένερ, ή οπουδήποτε αλλού.» λέξη χοιρομέρι. Άλλωστε και το όνομα του προκατόχου του, του Κάλμπφλαϊς (Kalbfleisch) σημαίνει στα γερμανικά μοσχαρίσιο κρέας. (Σ.τ.Μ.)
144
PHILIP Κ. DICK
«Όπως νομίζετε», είπε άχρωμα ο Πέμπροκ, βυθισμένος μέσα στις δικές του, μπερδεμένες σκέψεις. Όταν ο Ίαν Ντάνκαν έφθασε στην Μάντρα Τρία, στο κέντρο του Σαν Φρανσίσκο, διαπίστωσε πως ήταν πολύ αργά για να ειδοποιήσει τον Αλ γιατί η ΚΑ είχε φθάσει ήδη. Είδε αστυνομικά σταματημένα και γκριζοφορεμένους άνδρες της ΚΑ σκορπισμένους παντού μέσα στην μάντρα. «Άφησέ με εδώ», είπε στο αυτοταξί. Βρισκόταν ένα τετράγωνο μακριά από την μάντρα. Δεν χρειαζόταν να πάει πιο κοντά. Πλήρωσε το το.;ί και μετά συνέχισε, απογοητευμένος, με τα πόδια. Μια μικρή ομάδα από περίεργους και αργόσχολους περαστικούς είχε σχηματιστεί και ο Ίαν Ντάνκαν πήγε κοντά τους, κάνοντας ότι χαζεύει τους αστυνομικούς, και ότι αναρωτιέται για την παρουσία τους. «Έγινε τίποτε;» ρώτησε ο διπλανός του Ίαν. «Νόμιζα πως δεν το είχαν σκοπό να τις κλείσουν ακόμη τις μάντρες. Νόμιζα-» «Πρέπει να έχει γίνει κάποια αλλαγή στην κυβπόλ», είπε η γυναίκα στα αριστερά του Ίαν. «Κυβπόλ», επανέλαβε ξαφνιασμένος ο άνδρας. «Είναι όρος Ge», του είπε υπεροπτικά η γυναίκα. «Σημαίνει κυβερνητική πολιτική.» «Α», είπε ο άνδρας και έγνεψε μαζεμένος. «Τώρα ξέρεις έναν όρο Ge», του είπε ο Ίαν. «Σωστά», είπε ο άνδρας με ανεβασμένο το ηθικό του. «Ήξερα κι εγώ έναν όρο Ge κάποτε», είπε ο Ίαν. Το μάτι του έπιασε τον Αλ καθισμένο στο γραφείο του, απέναντι σε δύο άνδρες της ΚΑ. Μαζί του ήταν κι άλλος ένας άνδρας. Δύο, στην πραγματικότητα. Τον ένα τον αναγνώρισε: ήταν ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Τον άλλο-τον ήξερε κι αυτόν. Ήταν ένας συγκάτοικος από το Αβραάμ Λίνκολν, ο κ. Τσικ Στράικροκ του τελευταίου ορόφου. Ο Ίαν είχε διασταυρωθεί αρκετές φορές μαζί του στις συνεδριάσεις και στην καφετέρια. Ο αδελφός του ο Βινς ήταν ο σημερινός ελεγκτής ταυτοτήτων του κτιρίου. «Ο όρος που ήξερα», μουρμούρισε, «ήταν το ολκάτ.» «Τι σημαίνει "ολκάτ;"» ρώτησε ο διπλανός του. «Ολική καταστροφή» είπε ο Ίαν. Ο όρος ταίριαζε μια χαρά στην κατάσταση. Ο Αλ ήταν προφανώς υπό κράτηση. Το ίδιο συνέβαινε σίγουρα και για τον Στράικροκ και τον Κογκρόζιαν, αλλά ο Ίαν δεν ενδιαφερόταν γι' αυτούς - σκεφτόταν το ντουέτο Ντάνκαν και Μίλερ με τις Κλασικές Κανάτες τους. Σκεφτόταν το μέλλον που είχε ανοίξει μια χαραμάδα όταν ο Αλ αποφάσισε να δε-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
145
χτεί να ξαναπαίξει. Το μέλλον που τώρα τους έκλεινε κατάμουτρα. Έπρεπε να το περιμένω, είπε μέσα του ο Ίαν. Έπρεπε να το φανταστώ ότι ακριβώς πριν φθάσουμε στον Λευκό Οίκο η αστυνομία θα ορμούσε και θα συλλάμβανε τον Αλ βάζοντας τέλος σε όλα. Είναι η κακοτυχία που με κυνηγάει σε όλη μου τη ζωή. Γιατί να κάνει πίσω τώρα; Αφού έπιασαν τον Αλ, σκέφτηκε, ας πάρουν κι εμένα. Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους περίεργους, ο Ίαν μπήκε στην μάντρα και πλησίασε τον κοντυνότερο αστυνομικό. «Μακριά», του είπε, κάνοντας την ανάλογη χειρονομία, ο γκριζοντυμένος άνθρωπος της ΚΑ. «Πιάστε με», είπε κι ο Ίαν. «Είμαι κι εγώ μέσα.» Ο αστυνομικός τον κοίταξε αγριωπά. «Δίνε του είπα.» Ο Ίαν Ντάνκαν κλώτσησε τον αστυνομικό χαμηλά στην κοιλιά. Αφήνοντας μια βλαστήμια ο αστυνομικός έχωσε το χέρι στο σακάκι του και τράβηξε το πιστόλι του. «Συλλαμβάνεσαι, να πάρει ο διάβολος!» Το πρόσωπο του είχε πρασινίσει. «Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε πλησιάζοντας ένας άλλος αστυνομικός, ανώτερος. «Αυτό το κάθαρμα με κλώτσησε στα αρχίδια», είπε ο πρώτος με το όπλο στραμμένο πάνω στον Ίαν Ντάνκαν και προσπαθώντας να μην ξεράσει. «Συλλαμβάνεσαι», πληροφόρησε τον Ίαν ο ανώτερος αστυνομικός. «Το ξέρω», είπε ο Ίαν. «Αυτό ήθελα. Αλλά η τυραννία θα καταρεύσει.» «Ποια τυραννία, αλήτη;» είπε ο ανώτερος αστυνομικός. «Τα έχεις χαμένα μου φαίνεται. Στο κελί θα ηρεμήσεις.» Μέσα από το γραφείο στο κέντρο του πάρκιγκ πρόβαλε ο Αλ και βάδισε σκυθρωπός προς το μέρος τους. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε τον Ίαν. Δεν φαινόταν και πολύ ευχαριστημένος που τον έβλεπε. «Θα έρθω μαζί σου και με τον κ. Κογκρόζιαν και τον Τσικ Στράικροκ. Δεν θα μείνω πίσω μόνος μου. Τίποτε δεν με κρατάει εδώ πια.» Ο Αλ άνοιξε το στόμα του ξεκινώντας να πει κάτι. Την στιγμή εκείνη όμως ένα κρατικό σκάφος ένα αστραφτερό ασημοκίτρινο όχημα κυβμέτ εμφανίστηκε στον ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους κι άρχισε μέσα σε εκκωφαντικούς θορύβους, την διαδικασία της προσγείωσης. Οι άνθρωποι της ΚΑ όρμησαν και έσπρωξαν πίσω τους πάντες. Ο Ίαν βρέθηκε να τον στριμώχνουν μαζί με τον Αλ σε μια γωνία του πάρκιγκ, υπό το άγρυπνο βλέμμα πάντα του πρώτου αστυνομικού, αυτού που είχε κλωτσήσει στην κοιλιά και που του κρατούσε κακία. Το σκάφος κυβμέτ προσγειώθηκε και είδαν να βγαίνει από μέσα μια
146
PHILIP Κ . DICK
νεαρή γυναίκα. Ήταν η Νικόλ Τιμποντώ. Και ήταν όμορφη - λεπτή και όμορφη. Ο Λουκ είχε κάνει λάθος ή έλεγε ψέμματα. Ο Ίαν έμεινε να την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό ενώ ο Αλ έβγαλε ένα γρύλλισμα έκπληξης και είπε πνιχτά. «Τι είναι πάλι αυτό; Τι στην οργή ήρθε να κάνει εδώ;» Συνοδευόμενη από έναν ανώτερο αξιωματικό της αστυνομίας η Νικόλ διέσχισε με ελαστικό βήμα το πάρκιγκ με κατεύθυνση το γραφείο, ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά, μπήκε μέσα και πλησίασε τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. «Αυτόν θέλει», είπε σιγανά ο Αλ στον Ίαν Ντάνκαν. «Τον πιανίστα. Γι' αυτόν γίνεται όλη η ιστορία.» Έβγαλε μια πίπα από ρίζα αλγερινού ρεικιού και μια σακούλα με καπνό Sail. «Μπορώ να καπνίσω;» ρώτησε τον φρουρό ΚΑ. «Όχι», είπε εκείνος. Ο Αλ φύλαξε τον καπνό και την πίπα του και είπε σκεφτικά. «Για σκέψου ότι ήρθε εδώ στην Μάντρα Ελαφρών Σκαφών αρ. 3. Ποτέ δεν θα το φανταζόμουνα αυτό.» Ξαφνικά άρπαξε τον ώμο του Ίαν και τον έσφιξε δυνατά. «Θα πάω κοντά της και θα συστηθώ.» Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε ο φρουρός της ΚΑ, ο Αλ είχε γίνει καπνός. Γλυστρώντας ανάμεσα στα παρκαρισμένα οχήματα εξαφανίστηκε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Ο αστυνομκός της ΚΑ βλαστήμησε ανίσχυρος και σκούντησε τον Ίαν με το όπλο του. Ένα λεπτό αργότερα ο Αλ εμφανίστηκε στην είσοδο του μικρού κτιρίου γραφείων μέσα στο οποίο η Νικόλ στεκόταν και κουβέντιαζε με τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Ο Αλ άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, «Μα δεν μπορώ να παίξω για σένα», έλεγε ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν την στιγμή που ο Αλ άνοιγε την πόρτα του γραφείου. «Μυρίζω πολύ άσχημα. Και τώρα στέκεσαι πολύ κοντά μου - σε παρακαλώ, Νικόλ καλή μου, τραβήξου λίγο πιο μακριά, για τ' όνομα του Θεού!» Ο Κογκρόζιαν σήκωσε τα μάτια καθώς οπισθοχωρούσε μακριά από την Νικόλ, είδε τον Αλ και τον ρώτησε παραπονεμένα: «Γιατί μας αργήσατε τόσο πολύ με τις οδηγίες του διαστημόπλοιου! Γιατί δεν απογειωθήκαμε αμέσως!» «Λυπάμαι», είπε ο Αλ και γύρισε στην Νικόλ. «Είμαι ο Αλ Μίλερ, ο διευθυντής της μάντρας.» Της άπλωσε το χέρι του. Εκείνη το αγνόησε αλλά γύρισε και τον κοίταξε. «Κυρία Τιμποντώ», είπε ο Αλ, «Αφήστε τον να φύγει, τον άνθρωπο. Μην τον εμποδίζετε. Έχει δικαίωμα να μεταναστεύσει αν το θέλει. Μην μεταβάλλετε τον κόσμο σε ξύλινες μαριονέτες.» Αυτό ήταν το μόνο που του ήρθε στο μυαλό να πει. Το ξεστόμισε και μετά έμεινε σιωπηλός. Η καρδιά του χτυπούσε τρελά. Πόσο άδικο είχε ο Λουκ. Η Νικόλ ήταν πιο όμορφη κι από όσο είχε φανταστεί. Η όψη
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
147
της επιβεβαίωνε ότι είχε δει παλιότερα στην στιγμιαία και μακρινή εικόνα της. «Δεν είναι δική σας δουλειά», του είπε η Νικόλ. «Κι όμως είναι», της είπε ο Αλ. «Ο άνθρωπος αυτός είναι πελάτης μου.» Τώρα και ο Τσικ Στράικροκ βρήκε την φωνή του. «Κυρία Τιμποντώ είναι τιμή για μας, μια απίστευτη τιμή να - » Η φωνή του ράγισε και πνίγηκε μέσα στον λαιμό του. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Τραβήχτηκε πίσω, σιωπηλός και απολιθωμένος σα να του είχαν κλείσει τον διακόπτη. Ο Αλ ένιωσε αηδιασμένος. «Είμαι άρρωστος», μουρμούρισε ο Κογκρόζιαν. «Φέρτε έξω τον Ρίτσαρντ», είπε η Νικόλ στον υψηλόβαθμο αστυνομικό που στεκόταν δίπλα της. «Επιστρέφουμε στον Λευκό Οίκο.» Και γυρίζοντας στον Αλ. «Το μικρό σας πάρκιγκ μπορεί να μείνει ανοιχτό. Οι δοσοληψίες σας δεν μας ενδιαφέρουν. Κάποια άλλη φορά ίσως...» το κοίταξε χωρίς εχθρότητα και, όπως είχε πει και η ίδια, χωρίς ενδιαφέρον. «Κάντε πίσω», διέταξε ο υψηλός αξιωματούχος της ΚΑ με τα γκρίζα «Βγαίνουμε έξω.» Παραμέρισε τον Αλ και βγήκε κρατώντας τον Κογκρόζιαν από το μπράτσο γερά και αποφασιστικά. Η Νικόλ τους ακολούθησε λίγο πιο πίσω με τα χέρια στις τσέπες του μακριού παλτού της από δέρμα λεοπάρδαλης. Έδειχνε σκεπτική τώρα και είχε μείνει σιωπηλή. Βυθισμένη στις μελαγχολικές σκέψεις της. «Είμαι άρρωστος», μουρμούρισε για άλλη μια φορά ο Κογκρόζιαν. «Μου δίνετε ένα αυτόγραφο;» την ρώτησε ο Αλ. Ήταν μια ξαφνική παρόρμηση, ένα καπρίτσιο του ασυνείδητου. Μάταιο και άσκοπο. «Τι;» Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Και μετά γέλασε δείχνοντας τα κανονικά λευκά δόντια της. «Θεέ μου», είπε και βγήκε από το γραφείο, ακολουθώντας τον υψηλό αξιωματούχο της ΚΑ και τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Ο Αλ έμεινε πίσω μαζί με τον Τσικ Στράικροκ που προσπαθούσε ακόμη να βρει τα λόγια του. «Φαντάζομαι ότι δεν θα μου δόσει αυτόγραφο», είπε ο Αλ στον Στράικροκ. «Π-πώς την βρίσκεις;» τραύλισε ο Στράικροκ. «Όμορφη», είπε ο Αλ. «Πράγματι», είπε ο Στράικροκ. «Είναι απίστευτο. Δεν το περίμενα ποτέ ότι θα την έβλεπα πραγματικά, θέλω να πω στην πραγματική ζωή, ζωντανή. Είναι κάτι σαν θαύμα, δεν νομίζεις;» Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε την Νικόλ καθώς μαζί με τον Κογκρόζιαν και τον μεγαλοαστυνομικό προχωρούσαν προς το παρκαρισμένο όχημα κυβμέτ.
148
PHILIP Κ. DICK
«Είναι πολύ εύκολο», είπε ο Αλ, «να ερωτευτεί κανείς μια τέτοια γυναίκα.» Την κοίταζε κι αυτός να φεύγει. Το ίδιο έκαναν όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων της ΚΑ. Πάρα πολύ εύκολο, σκέφτηκε. Και σύντομα θα την ξανάβλεπε όπως και ο Ίαν όταν θα έπαιζαν τις κανάτες τους για χάρη της. Μήπως είχε αλλάξει αυτό. Όχι η Νικόλ είχε διευκρινήσει ότι κανείς δεν ήταν υπό κράτηση. Είχε ακυρώσειτην εντολή της ΚΑ. Ο Αλ μπορούσε να κρατήσει την μάντρα ανοιχτή. Και η ΚΑ θα έφευγε. Άναψε την πίπα του. Μπαίνοντας μέσα ο Ίαν Ντάνκαντου είπε. «Τελικά, Αλ, η ιστορία αυτή σου κόστισε την πώληση ενός σαράβαλου.» Με διαταγή της Νικόλ, η ΚΑ τον είχε αφήσει κι αυτόν ελεύθερο. «Ο κ. Στράικροκ εξακολουθεί να θέλει να το πάρει», είπε ο Αλ. «Έτσι δεν είναι, κ. Στράικροκ;» «Όχι», είπε ο Τσικ ύστερα από μία παύση. Άλλαξα γνώμη.» «Η δύναμη αυτής της γυναίκας -» είπε ο Αλ και βλαστήμησε δυνατά και περιγραφικά, δίνοντας στην βλαστήμια του σκατολογικό περιεχόμενο. «Ευχαριστώ πάντως», είπε ο Τσικ Στράικροκ. «Ίσως να σας ξαναδώ μια άλλη φορά. Σχετικά με αυτό.» «Είσαι ανόητος», είπε ο Αλ, «να αφήνεις αυτή την γυναίκα να σε αποτρέπει από την απόφασή σου να μεταναστεύσεις.» «Ίσως», συμφώνησε ο Τσικ. Ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε τρόπος να τον μεταπείσει κανείς. Ο Αλ το έβλεπε αυτό. Το ίδιο και ο Ίαν. Η Νικόλ είχε αποκτήσει άλλον ένα πιστό και δεν ήταν καν εδώ να το χαρεί. Όχι πως θα την ενδιέφερε. «Θα επιστρέψεις πίσω στη δουλειά σου;» ρώτησε ο Αλ. «Ναι», έγνεψε ο Στράικροκ. «Πίσω στην ανιαρή ρουτίνα.» «Ποτέ δεν θα ξαναπλησιάσεις σ' αυτή την μάντρα», είπε ο Αλ. «Αυτή είναι σίγουρα η τελευταία σου ευκαιρία να κόψεις τους δεσμούς σου με την προηγούμενη ζωή σου.» «Ίσως», είπε ο Τσικ Στράικροκ γνέφοντας μελαγχολικά, χωρίς ν' αλλάξει γνώμη. «Καλή τύχη», είπε σαρκαστικά ο Αλ καθώς του έσφιγγε το χέρι. «Ευχαριστώ», είπε ο Τσικ Στράικροκ, χωρίς ίχνος χαμόγελου. «Γιατί;» τον ρώτησε ο Αλ. «Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί είχε τέτοια επίδραση πάνω σου;» «Όχι, δεν μπορώ», είπε ο Στράικροκ. «Απλώς το αισθάνομαι. Δε είναι σκέψη. Δεν είναι μια λογική κατάσταση.» «Το αισθάνθηκες κι εσύ», είπε ο Ίαν Ντάνκαν στον Αλ. «Σε είδα. Είδα
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
149
την έκφραση στο πρόσωπό σου.» «Εντάξει!» είπε νευριασμένα ο Αλ. «Και μ' αυτό τι;» Τραβήχτηκε μακριά τους και στάθηκε μόνος του καπνίζοντας την πίπα του και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του γραφείου τα παρκαρισμένα σαράβαλά του. Αναρωτιέμαι σκεφτόταν ο Τσικ Στράικροκ, αν θα με ξαναπάρει ο Μώρυ. Ίσως είναι πολύ αργά. Ίσως έκοψα ήδη όλες τις γέφυρες. Μπαίνοντας σε μια τηλεφωνική καμπίνα σχημάτισε τον αριθμό του Μώρυ Φραουεντσίμερ στο εργοστάσιο. Πήρε μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα και στάθηκε με το ακουστικό σφιγμένο στο αυτί του, περιμένοντας. «Τσικ!» φώναξε ο Μώρυ Φραουεντσίμερ, όταν σχηματίστηκε η εικόνα του. Χαμογελούσε λάμποντας ολόκληρος από ζωντάνια, γεμάτος από μια θριαμβευτική χαρά που δεν είχε ξαναδεί ποτέ ο Τσικ. «Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που τηλεφώνησες' Για το θεό, έλα αμέσως από 'δω και-» «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Τσικ. «Τι συνέβη, Μώρυ;» «Δεν μπορώ να σου πω. Πήραμε μια μεγάλη παραγγελία, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω στο τηλέφωνο. Προσλαμβάνω κόσμο δεξιά κι αριστερά. Σε θέλω πίσω! Χρειάζομαι τους πάντες! Την κάναμε Τσικ! Αυτό που περιμέναμε όλα αυτά τα καταραμένα χρόνια, έγινε!» Ο Μώρυ ήταν σχεδόν έτοιμος να κλάψει. «Πόσο σύντομα μπορείς να έρθεις από 'δω;» «Πολύ σύντομα, φαντάζομαι», είπε μουδιασμένος ο Τσικ. «Τηλεφώνησε κι ο αδελφός σου ο Βινς», είπε ο Μώρυ. «Σε ψάχνει. Θέλει δουλειά. Ο Καρπ τον απόλυσε ή αυτός παραιτήθηκε, δεν κατάλαβα - πάντως σε ψάχνει παντού. Θέλει να πιάσει δουλειά σε μας, δίπλα σε σένα. Εγώ του είπα ότι αν τον συστήνεις εσύ -» «Σίγουρα», είπε αφηρημένα ο Τσικ. «Ο Βινς είναι πρώτης τάξης τεχνικός στα ερζάτς. Άκου Μώρυ, τι παραγγελία είναι αυτή που πήρες;» Μια έκφραση μυστηρίου απλώθηκε στο πλατύ πρόοωπο του Μώρυ. «Θα σου πω όταν έρθεις εδώ, δεν καταλαβαίνεις; Κάνε γρήγορα, λοιπόν!» «Ήμουνα έτοιμος να μεταναστεύσω», του είπε ο Τσικ. «Μεταναστεύσεις και αηδίες. Τώρα πια δεν χρειάζεται. Πιάσαμε την καλή, πίστεψέ με - κι εσύ, κι εγώ κι ο αδελφός σου και όλοι! Θα τα πούμε.» Ο Μώρυ έκλεισε απότομα το ακουστικό από την πλευρά του και η οθόνη έσβυσε. Πρέπει να είναι κάποιο κρατικό συμβόλαιο, είπε μέσα του ο Τσικ. Κάτι που έχασαν οι Καρπ. Να γιατί βρέθηκε χωρίς δουλειά ο Βινς. Και να γιατί
150
PHILIP Κ . DICK
θέλει ο Βινς να δουλέψει για τον Μώρυ. Γιατί ξέρει. Είμαστε πια μια επιχείρηση Ge, είπε ενθουσιασμένος μέσα του ο Τσικ. Επιτέλους, ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες χτυπήσαμε κέντρο. Δόξα το θεό, σκέφτηκε που δεν μετανάστευσα. Στο τσακ πρόλαβα να τραβηχτώ, στο χείλος του γκρεμού. Επιτέλους, συνειδητοποίησε, η τύχη είναι με το μέρος μου. Αυτή ήταν, πέρα από κάθε αμφιβολία η πιο όμορφη - και η πιο αποφασιστική - μέρα της ζωή του. Μια μέρα που δεν θα την ξεχνούσε ποτέ όσο ζούσε. Σαν το αφεντικό του, τον Μώρυ Φραουεντσίμερ ο Τσικ ένιωσε βαθιά και απόλυτα ευτυχισμένος. Αργότερα όταν θα έφερνε στο νου του αυτή την ημέρα... Τώρα όμως δεν το γνώριζε αυτό. Στο κάτω κάτω δεν είχε πρόσβαση στον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ.
XII
ΟΤσικ Στράικροκ έγειρε πίσω στο κάθισμά του και είπε αυτάρεσκα:
«Δεν ξέρω, Βινς. Ίσως μπορέσω να σε μπάσω στου Μώρυ και ίσως όχι.» Απολάμβανε αφάνταστα την κατάσταση. Ταξίδευαν μαζί και οι δύο με αυτοκίνητο στην αουτομπάν, με κατεύθυνση την επιχείρηση Φραουεντσίμερ. Το τηλε-ελεγχόμενο αλλά ιδιωτικό όχημά τους γλιστρούσε με ταχύτητα, επιδέξια οδηγημένο. Από την άποψη αυτή ήταν απολύτως ήσυχοι κι έτσι είχαν το περιθώριο να ασχοληθούν με άλλα σημαντικότερα ζητήματα. «Μα προσλαμβάνετε τόσο κόσμο», του παρατήρησε ο Βινς. «Ναι, αλλά δεν είμαι εγώ το αφεντικό», είπε ο Τσικ. «Κάνε ότι μπορείς, εντάξει;» είπε ο Βινς. «Θα μου κάνεις μεγάλη χάρη. Σοβαρά. Οι Καρπ πάνε τώρα για ολική κατάρρευση. Αυτό είναι φανερό.» Είχε μια περίεργη κακομοίρικη και κάπως ένοχη έκφραση που δεν είχε ξαναδεί ποτέ ο Τσικ. «Φυσικά θα γίνει ότι πεις εσύ, τελικά», μουρμούρισε. «Δεν θέλω να σε βάλω σε μπελάδες.» Ο Τσικ σκέφτηκε λίγο το ζήτημα και είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να κανονίσουμε και το θέμα της Τζούλι. Είναι η πιο κατάλληλη στιγμή.» Το κεφάλι του αδελφού του τινάχτηκε απότομα· ο Βινς γύρισε και τον κοίταξε με μια γκριμάτσα στο πρόσωπο. «Τι εννοείς;» «Αυτά τα δυο πάνε μαζί», είπε ο Τσικ. «Κατάλαβα», είπε παγωμένα ο Βινς ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή. Και πρόσθεσε κομπιαστά: «Μα εσύ - θέλω να πω από μόνος σου είπες -» «Το μόνο που είπα είναι ότι με τρομάζει λίγο. Τώρα όμως νιώθω πολύ πιο ασφαλής ψυχολογικά. Μην ξεχνάς ότι κινδύνευα να απολυθώ. Όλα αυτά άλλαξαν τώρα. Τώρα ανήκω σε μια αναπτυσσόμενη, ανθούσα επιχείρηση. Αυτό το ξέρουμε καλά και οι δύο. Επιπλέον είμαι στα μέσα και στα έξω κι αυτό σημαίνει πολλά. Τώρα μπορώ να τα βγάλω πέρα με την Τζούλι. Θα έλεγα μάλιστα ότι μια σύζυγος μου είναι απαραίτητη αυτή την στιγμή. Εδραιώνει το στάτους μου.» «Εννοείς ότι σκοπεύεις να την παντρευτείς επιοήμ-ος;» Ο Τσικ έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει», είπε τελικά ο Βινς. «Κράτα την ειλικρινά δεν δίνω δεκάρα. Κάνε ότι γουστάρεις. Φθάνει να με βάλεις στον Φραουεντσίμερ - αυτό
152
PHILIP Κ. DICK
είναι το μόνο που με νοιάζει.» Περίεργο, σκέφτηκε ο Τσικ. Ποτέ δεν είχε δει τον αδελφό του να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την καριέρα του σε σημείο ώστε να αδιαφορεί για όλα τα άλλα. Κράτησε μια νοητική υποσημείωση. Ίσως κάτι να σήμαινε αυτή η στάση. «Μπορώ να προσφέρω πολλά στον Φραουεντσίμερ», είπε ο Βινς. «Για παράδειγμα ξέρω το όνομα του καινούριου ντερ Άλτε. Έπιασα κάποτε ακριτομύθιες στον Καρπ πριν να φύγω. Θέλεις να το μάθεις;» «Ποιο;» είπε ο Τσικ. «Τον καινούριο π;» «Τον καινούριο ντερ Άλτε. Ή μήπως δεν κατάλαβες τι ήταν το συμβόλαιο που άρπαξε το αφεντικό σου από τους Καρπ;» «Όχι, εντάξει, ξέρω», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους ο Τσικ. «Απλώς ξαφνιάστηκα.» Τα αυτιά του βούιζαν από το σοκ. «Κοίτα», κατάφερε να αρθρώσει, «δεν δίνω δεκάρα κι αν ακόμη τον λένε Αδόλφο Χίτλερ βαν Μπετόβεν.» Ο ντερ Άλτε-ήταν λοιπόν έναομ. Αισθάνθηκε πολύ ευχάριστα που γνώριζε αυτήν την πληροφορία. Ο κόσμος αυτός, η Γη, ήταν τελικά πολύ ωραίος τόπος να ζει κανείς και θα φρόντιζε να επωφεληθεί όσο γινόταν περισσότερο. Τώρα που είχε γίνει ένας πραγματικός βθ. «Το όνομα του θα είναι Ντίτερ Χόγκμπεν», είπε ο Βινς. «Είμαι βέβαιος ότι ο Μώρυ το ξέρει», είπε αδιάφορα ο Βινς ενώ από μέσα του ήταν συγκλονισμένος. Κυριολεκτικά. Ο αδελφός του έσκυψε και άναψε το ραδιόφωνο. «Γίνεται ήδη λόγος γι'αυτόν στις ειδήσεις.» «Δεν νομίζω ότι θα το λένε τόσο γρήγορα», είπε ο Τσικ. «Σώπα!» Ο αδελφός του άνοιξε την φωνή. Ήταν το δελτίο ειδήσεων. Ώστε θα το άκουγαν όλοι τώρα, σ' όλες τις ΗΠΕΑ. Ο Τσικ αισθάνθηκε κάπως απογοητευμένος.«... μια ελαφρή καρδιακή προσβολή η οποία συνέβη, όπως απεκάλυψαν οι γιατροί γύρω στις τρεις π.μ. και η οποία δημιουργεί ορισμένες ανησυχίες σχετικά με την ολοκλήρωση της θητείας του χερ Καλμπφλάις. Η κατάσταση της καρδιάς και του κυκλοφοριακού συστήματος του ντερ Άλτε δίνει λαβή σε πολλές συζητήσεις και αυτό το απροσδόκητα καρδιακό επεισόδιο έρχεται σε μια στιγμή κατά την οποία -»το ραδιόφωνο συνέχιζε να λέει. Ο Βινς και ο Τσικ κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν μαζί σ' ένα συνομωτικό γέλιο. «Δεν θα αργήσει», είπε ο Τσικ. Η αποχώρηση του γέρου πολιτικού είχε αρχίσει. Η πρώτη σειρά των δημοσίων αναγγελιών είχε γίνει ήδη. Η διαδικασία ακολουθούσε μια τυπική προβλεπόμενη πορεία. Πρώτα πρώτα ήρθε η αρχική καρδιακή προσβολή, κάτι εντελώς απροσδόκητο που παρά λίγο θα περνούσε για απλή δυσπεψία. Το γεγονός σοκάρισε
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
153
τους πάντες αλλά ταυτόχρονα τους προετοίμασε στην ιδέα. Αυτός ήταν ο τρόπος που έπρεπε να περνούν τα πράγματα στους Be. Ήταν δοκιμασμένος και λειτουργούσε μαλακά, αποτελεσματικά. Όπως πάντα. Όλα κανονίστηκαν λοιπόν, είπε μέσα του ο Τσικ. Το άδειασμα του ντερ Άλτε, το ποιος θα πάρει την Τζούλι, σε ποια εταιρεία δουλεύουμε ο αδελφός μου κι εγώ... δεν υπήρχαν καθόλου εκκρεμότητες, καμιά ανησυχία, καμιά αμφιβολία. Κι ωστόσο Αν υποθέσουμε πως είχε μεταναστεύσει. Πού θα βρισκόταν τώρα; Πώς θα ήταν η ζωή του; Ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν κι αυτός... άποικοι σ' ένα μακρινό τόπο. Δεν είχε λόγο να τα σκέφτεται όλα αυτά όμως, αφού τα είχε απορρίψει. Δενείχε μεταναστεύσει τελικά και τώρα η στιγμή της επιλογής είχε περάσει. Έδιωξε την σκέψη αυτή από το μυαλό του και γύρισε στα τρέχοντα ζητήματα. «Θα σου φανεί πολύ διαφορετικό», είπε στον Βινς, «να δουλεύεις για μια μικρή εταιρεία αντί για το καρτέλ. Η ανωνυμία, η απρόσωπη γραφειοκρατική -» «Σώπα!» τον διέκοψε ο Βινς. «Έχει κι άλλο δελτίο.» Δυνάμωσε πάλι το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. «... καθήκοντα, λόγω της ασθενείας του, έχουν αναληφθεί από τον Αντιπρόεδρο και πληροφορούμαστε ότι θα προκηρυχθούν σύντομα πρόωρες εκλογές. Στο μεταξύ η κατάσταση του δρος Ρούντι Καλμπφλάις παραμένει-» «Δεν έχουν σκοπό να μας αφήσουν και πολύ καιρό», είπε ο Βινς κάνοντας μια νευρική γκριμάτσα και δαγκώνοντας το κάτω χείλος του. «Θα προλάβουμε», είπε ο Τσικ. Δεν ανησυχούσε. Ο Μώρυ θα έβρισκε τρόπο. Θα τα κατάφερνε μια χαρά το αφεντικό του, τώρα που του είχε δοθεί η δυνατότητα. Η αποτυχία, ύστερα από μια τέτοια ευκαιρία, ήταν αδιανόητη. Για όλους τους. Τι στο καλό, θα άρχιζε τώρα να ανησυχεί και γι' αυτό; Καθισμένος στην μεγάλη γαλάζια πολυθρόνα ο Reichsmarschall ζύγιζε στο μυαλό του την πρόταση της Νικόλ, η οποία περίμενε σιωπηλά πίνοντας παγωμένο τσάι καθισμένη στην αυθεντική στυλ Ντιρεκτουάρ πολυθρόνα της στην άλλη άκρη της Αίθουσας των Λωτών. «Αυτό που ζητάτε», είπε τελικά ο Γκαίριγκ, «δεν είναι τίποτε λιγότερο από το να παραβούμε τους όρκους μας στον Αδόλφο Χίτλερ. Μήπως συμβαίνει να μην έχετε καταλάβει το Fuhrer Prinzip, την Αρχή του Ηγέ-
154
PHILIP Κ. DICK
τη; Ίσως μπορέσω να σας την εξηγήσω. Φανταστείτε, για παράδειγμα ένα πλοίο που -» «Δεν χρειάζομαι διαλάξεις», τον έκοψε η Νικόλ. «Μια απόφαση χρειάζομαι. Ή μήπως δεν μπορείτε να αποφασίσετε; Μήπως έχετε χάσει την ικανότητα;» «Μα αν το κάνουμε αυτό», είπε ο Γκαίριγκ «θα γίνουμε ίδιοι με αυτούς που έκαναν την Απόπειρα του Ιουλίου. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να βάλουμε κι εμείς την βόμβα ακριβώς όπως έκαναν εκείνοι, ή όπως θα κάνουν, ανάλογα με το πώς εκφράζεται κανείς.» Έτριψε το μέτωπό του συγχυσμένος. «Το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο αυτό. Γιατί τόση βιασύνη;» «Γιατί θέλω να τελειώνω με το ζήτημα αυτό.» «Ξέρετε», είπε ο Γκαίριγκ μ' έναν αναστεναγμό «ένα από τα μεγαλύτερα λάθη μας στην ναζιστική Γερμανία είναι ότι παραλείψαμε να χρησιμοποιήσουμε σωστά τις ικανότητες των γυναικών. Τις κλείσαμε στην κουζίνα και στην κρεβατοκάμαρα. Οι ικανότητές τους δεν χρησιμοποιήθηκαν στην πολεμική προσπάθεια, στην διοίκηση, στην παραγωγή, ή στον μηχανισμό του Κόμματος. Βλέποντάς σας συνειδητοποιώ πόσο φριχτό ήταν το λάθος μας.» «Αν δεν έχετε αποφασίσει μέσα στις επόμενες έξι ώρες», είπε η Νικόλ, «θα βάλω τους τεχνικούς του φον Λέσιγκερ να σας ξαναγυρίσουν πίσω στην Εποχή της Βαρβαρότητας και οποιαδήποτε συμφωνία συζητάμε να κάνουμε -»Έκανε μια απότομη, κοφτή χειρονομία που την παρακολούθησε με φόβο ο Γκαίριγκ, «καταργείται οριστικά.» «Δεν έχω την απαιτούμενη δικαιοδοσία», άρχισε να λέει ο Γκαίριγκ. «Άκου», του είπε η Νικόλ σκύβοντας προς το μέρος του, «φρόντισε να την αποκτήσεις. Τι σκέφτηκες, ποιες σκέψεις πέρασαν απ το μυαλό σου όταν είδες το χοντρό, πρισμένο πτώμα σου να κείτεται σ' ένα κελί στην Νυρεμβέργη; Διάλεξε τι προτιμάς: αυτό ή να αναλάβεις την ευθύνη να διαπραγματευτείς μαζί μου.» Ξάπλωσε πίσω στην πολυθρόνα της και ήπιε μια γουλιά παγωμένο τσάι. «Θα - θα το σκεφτώ περισσότερο», είπε βραχνά ο Γκαίριγκ. «Μέσα στις επόμενες ώρες. Ευχαριστώ για την παράταση του χρόνου. Προσωπικά δεν έχω τίποτε εναντίον των Εβραίων. Θα ήμουνα πρόθυμος να-» «Κάνε το λοιπόν», είπε η Νικόλ και σηκώθηκε όρθια. Ο Reichsmarschall συνέχισε να κάθεται σκυμμένος μελαγχολικά εμπρός, χωρίς να πάρει είδηση την κίνησή της. Η Νικόλ βγήκε από το δωμάτιο. Τι θλιβερό, αξιοθρήνητο ανθρωπάκι, σκέφτηκε. Ευνουχισμένο από την εξουσιαστική δομή του Τρίτου Ράιχ. Ανίκανο να κάνει οτιδήποτε μόνος του, σαν ελεύθερο άτομο - δεν είναι περίεργο που αυτοί οι άν-
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
155
θρωποι έχασαν τον πόλεμο. Και να σκεφτείς ότι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό το ανθρωπάκι ήταν ένας αστραφτερός πολεμικός ήρωας, μέλος του Ιπτάμενου Τσίρκου του Ριχτχόφεν που πετούσε με αυτά τα μικροσκοπικά, απροστάτευτα αεροπλάνα από ξύλο και πανί. Πώς να πιστέψεις ότι ο ίδιος άνθρωπος... Από το παράθυρο του Λευκού Οίκου είδε ένα πλήθος μαζεμένο έξω από τις πύλες. Ήταν διάφοροι περίεργοι που είχαν μαζευτεί να μάθουν για την «αρρώστια» του Ρούντι. Η Νικόλ χαμογέλασε. Οι φύλακες της πύλης... που πάντα αγρυπνούν. Από εδώ κι εμπρός θα έμεναν εκεί νύχτα - μέρα, σαν να περίμεναν εισιτήρια για το Πρωτάθλημα, ώσπου να «πεθάνει» ο Καλμπφλάις. Και μετά θα άρχιζαν σιωπηλά να αραιώνουν. Ένας θεός ήξερε γιατί έρχονταν. Δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν; Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί, σε προηγούμενες περιπτώσεις. Ήταν πάντα οι ίδιοι; Ενδιαφέρον ερώτημα. Έστριψε την γωνία του διαδρόμου - και βρέθηκε μπροστά στον Μπέρτολντ Γ κολτς. «Ήρθα αμέσως μόλις το άκουσα», είπε με άνεση ο Γκολτς. «Ώστε λοιπόν το γεροντάκι ξεκουρδίστηκε και πάει τώρα για πέταμα. Δεν κράτησε και πολύ. Θα τον αντικαταστήσει, λέει οχερ Χόγκμπεν, ένα μυθικό, ανύπαρκτο κατασκεύασμα με κατάλληλη ονομασία. Πέρασα κι από τους Φραουεντσίμερ. Βρίσκονται σε πυρετό δραστηριότητας.» «Γιατί ήρθες εδώ;» τον ρώτησε η Νικόλ. «Για λίγη κουβεντούλα, ίσως», είπε ο Γκολτς ανασηκώνοντας τους ώμους. «Μου αρέσει αφάνταστα να συζητάω μαζί σου. Σήμερα πάντως έχω ένα συγκεκριμένο λόγο: να σε ειδοποιήσω. Η Karp υ. Sohnen έχει βάλει ήδη έναν πράκτορά τους στην Φραουεντσίμερ Werke.» «Το ξέρω», είπε η Νικόλ. «Και όταν μιλάς για την εταιρεία Φραουεντσίμερ μην την ονομάζεις "Werke". Είναι πολύ μικρή για να αποτελεί καρτέλ.» «Ένα καρτέλ μπορεί να έχει μικρό μέγεθος. Το σημαντικό είναι να αποτελεί μονοπώλιο. Εδώ δεν υπάρχει ανταγωνισμός - ο Φραουεντσίμερ έχει τα πάντα. Νικόλ, καλά θα κάνεις να ακούσεις την συμβουλή μου. Βάλε τους τεχνικούς φον Λέσιγκερ να προερευνήσουν τα γεγονότα σε σχέση με τους ανθρώπους του Φραουεντσίμερ. Τουλάχιστον για τους δυο επόμενους μήνες. Σε βεβαιώ ότι θα ξαφνιαστείς. Οι Καρπ δεν θα τα παρατήσουν τόσο εύκολα. Έπρεπε να το έχεις λογαριάσει αυτό.» «Η κατάσταση τελεί υπό - » «Όχι, δεν τελεί», είπε ο Γκολτς. «Τίποτε δεν τελεί υπό τον έλεγχό σας. Κοίτα μπροστά και θα δεις. Έχεις βυθιστεί στην μακαριότητα σαν
156
PHILIP Κ. DICK
χοντρή, καλοταϊσμένη γάτα.» Είδε το χέρι της να αγγίζει το κουμπί του συναγερμού στον λαιμό της και χαμογέλασε πλατιά. «Το συναγερμό, Νίκυ; Εξ αιτίας μου; Να φύγω τότε. Α, να μην ξεχάσω: συγχαρητήρια που πρόλαβες τον Κογκρόζιαν και τον εμπόδισες να μεταναστεύσει. Πολύ καλή κίνηση. Μόνο που - δεν το ξέρεις ακόμη αυτό, αλλά μαζί με τον Κογκρόζιαν η απόχη σου έπιασε κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Κάνε τον κόπο να χρησιμοποιήσεις τον εξοπλισμό Λέσιγκερ. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αφάνταστα πολύτιμος.» Στο άκρο του διαδρόμου φάνηκαν δύο γκριζοφορεμένοι άνδρες της ΚΑ. Η Νικόλ τους έκανε ένα αποφασιστικό νεύμα κι αυτοί άρπαξαν τα όπλα τους. Ο Γκολτς εξαφανίστηκε με ένα χασμουρητό. «Έφυγε», είπε επικριτικά στους άνδρες της ΚΑ η Νικόλ. Το ήξερε ότι θα έφευγε ο Γκολτς. Ήταν αναμενόμενο. Αλλά τον είχε αναγκάσει έτσι να βάλει ένα τέλος στην συζήτηση. Είχε ξεφορτωθεί την παρουσία του. Πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω, σκέφτηκε η Νικόλ, στη βρεφική ηλικία του Γκολτς και να τον εξοντώσουμε τότε. Μόνο που ο Γκολτς τους είχε προλάβει. Είχε γυρίσει από καιρό εκεί, στην εποχή της γέννησής του και στα παιδικά του χρόνια. Φρουρούσε τον εαυτό του, τον εκπαίδευε και τον ανέτρεφε με στοργή. Χάρη στην αρχή φον Λέσιγκερ, ο Μπέρτολντ Γ κολτς είχε στην ουσία γίνει γονιός του εαυτού του. Ήταν ο μόνιμος σύντροφός του, στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του, ο Αριστοτέλης του, κι έτσι δεν είχαν κανένα περιθώριο να αιφνιδιάσουν τον νεαρό Γκολτς. Τον αιφνιδιασμό. Αυτό ήταν το στοιχείο που είχε εξορίσει εντελώς σχεδόν από την πολιτική ο φον Λέσιγκερ. Όλα τώρα λειτουργούσαν στο επίπεδο του αιτίου και του αποτελέσματος. Έτσι τουλάχιστον έλπιζε η Νικόλ. «Κυρία Τιμποντώ», είπε με μεγάλο σεβασμό ένας από τους άνδρες της ΚΑ «ζητάει να σας δει κάποιος από την A.G. Chemie. Λέγεται Μέριλ Τζαντ. Τον οδηγήσαμε ως εδώ.» «Α, ναι», είπε γνέφοντας η Τζούλι. Είχε ραντεβού μαζί του. Ο Τζαντ είχε εκφράσει κάποιες νέες ιδέες γύρω από τον τρόπο θεραπείας του Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Ο ψυχοχημικός είχε έρθει σε επαφή με τον Λευκό Οίκο αμέσως μόλις έμαθε ότι βρέθηκε ο Κογκρόζιαν. «Ευχαριστώ», είπε η Νικόλ και ξεκίνησε για την Αίθουσα των Παπαρούνων της Καλιφόρνιας όπου θα συναντιόταν με τον Τζαντ. Να τους πάρει η οργή αυτούς τους Καρπ, τον Άντον και τον Φήλιξ, σκέφτηκε καθώς διέσχιζε τον στρωμένο με χαλί διάδρομο, έχοντας πίσω της τους δύο άνδρες της ΚΑ. Τι θα γίνει αν αποπειραθούν να σαμπο-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
157
τάρουν την Επιχείρηση Ντίτερ Χόγκμπεν - (σως να έχει δίκιο ο Γκολτς: ίσως να πρέπει να κινηθούμε εναντίον τους! Ήταν όμως τόσο δυνατοί. Και τόσο πανούργοι. Οι Καρπ, πατέρας και γιος, ήταν παλιές καραβάνες, πιο δοκιμασμένοι από την ίδια. Αναρωτιέμαι τι ακριβώς εννοεί ο Γκολτς, σκέφτηκε. Όταν είπε ότι η απόχη μας έπιασε πολύ περισσότερα απ' όσα νομίζαμε, όταν εμποδίσαμε την φυγή του Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Κάτι που είχε σχέση με τον Λούνυ Λουκ. Άλλο φρούτο κι αυτός, ανάλογος με τους Καρπ ή τον Γκολτς. Άλλος ένας πειρατής και μηδενιστής που κυνηγούσε τα δικά του συμφέροντα σε βάρος του κράτους. Πόσο πολύπλοκα είχαν γίνει τα πράγματα και πάνω απ' όλα πλανιόταν απειλητική η ανολοκλήρωτη, επικίνδυνη επιχειρηματική συμφωνία με τον Γκαίριγκ. Ο Reichsmarschall ήταν ανίκανος να αποφασίσει. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να πει την οριστική κουβέντα κι αυτή η αναποφασιστικότητά του καθυστερούσε τις εξελίξεις και κρατούσε την προσοχή της καθηλωμένη εδώ, με πολύ μεγάλο κόστος. Αν ο Γκαίριγκ δεν αποφάσιζε απόψε -» Όπως τον είχε προειδοποιήσει η Νικόλ, θα επέστρεφε στην εποχή του πριν από τις οχτώ το βράδυ. Θα ξαναγύριζε σε ένα χαμένο πόλεμο που στο τέλος - κι αυτό θα το ήξερε πια καλά - θα του κόστιζε την ίδια του την ζωή. Θα φροντίσω να εισπράξει ο Γκαίριγκ αυτό ακριβώς που του αξίζει, σκέφτηκε οργισμένα μέσα της. Και ο Γκολτς, και οι Καρπ. Όλοι τους, ακόμη κι ο Αούνυ Αουκ. Πρέπει όμως να γίνουν όλα προσεκτικά, το κάθε ένα με την σειρά του. Για την ώρα είχε να αντιμετωπίσει ένα πιο επείγον πρόβλημα: αυτό του Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Μπήκε βιαστική στην Αίθουσα των Παπαρουνών της Καλιφόρνιας και χαιρέτησε τον Μέριλ Τζαντ, ψυχοχημικό της A.G. Chemie. Ο Ίαν Ντάνκαν έβλεπε ένα φοβερό όνειρο στον ύπνο του. Μια φρικαλέα γριά κουνούσε προς το μέρος του τα πρασινωπά ζαρωμένα νύχια της, παρακαλώντας τον να κάνει κάτι - δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό γιατί η φωνή της, τα λόγια της μπερδεύονταν καθώς τα κατάπινε πάλι το ξεδοντιασμένο της στόμα, και πνίγονταν μέσα στο στριφογυριστό ρυάκι του σάλιων που κατέβαινε ως το σαγόνι της. Πάλεψε να απελευθερωθεί, να ξυπνήσει από τον ύπνο του, να της ξεφύγει... «Να πάρει η οργή!» Η διαπεραστική φωνή του Αλ έφθασε στα αυτιά του μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα του ύπνου. «Ξύπνα! Πρέπει να βάλουμε εμπρός το πάρκιγκ. Σε λιγότερο από τρεις ώρες πρέπει να βρισκόμαστε στον Αευκό Οίκο!» Η Νικόλ, συνειδητοποίησε ο Ίαν καθώς μισοσηκωνόταν ναρκωμένος.
158
PHIUPK.DICK
Αυτήν έβλεπα στον ύπνο μου. Γριά και μαραμένη με βυζιά στεγνά, ζαρωμένα, θανάσιμα άδεια. «Εντάξει», μουρμούρισε και σηκώθηκε παραπατώντας. «Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το θέλω. Και το πλήρωσα ακριβά, σε βεβαιώ. Είδα ένα τρομερό όνειρο για την Νικόλ. Άκου Αλ-φαντάζεσαι να είναι στ' αλήθεια γριά παρά την εικόνα που είδαμε; Να είναι κάποιο τρυκ, μια προβολή. Θέλω να πω -» «Εμείς έτσι κι αλλιώς θα δόσουμε παράσταση», είπε ο Αλ. «Θα παίξουμε τις κανάτες μας.» «Δεν θα μπορέσω να αντέξω κάτι τέτοιο», είπε ο Ίαν Ντάνκαν. «Η προσαρμοστικότητά μου δεν έχει τέτοια όρια. Η υπόθεση γίνεται εφιάλτης σιγά - σιγά. Ο Λουκ θα χειρίζεται το παπούλα και η Νικόλ ίσως είναι γριά - ποιος ο λόγος να συνεχίσουμε; Δεν είναι καλύτερα να την βλέπουμε μόνον στην οθόνη της τηλεόρασης όπως πριν; Εμένα μου φθάνει αυτό. Αυτό θέλω, την εικόνα. Εντάξει;» «Όχι», είπε πεισμωμένα ο Αλ. «ίΙρέπει να προχωρήσουμε. Μην ξεχνάς ότι μπορείς πάντα να μεταναστεύσεις στον Άρη. Το μέσο είναι πάντα πρόχειρο.» Η μάντρα είχε ήδη απογειωθεί και πετούσε προς την Ανατολική Ακτή και την Ουάσιγκτον D.C. Όταν προσγειώθηκαν ο Χάρολντ Σλέζακ, ένας παχουλός και εγκάρδιος κοντούλης τους καλωσόρισε θερμά. Τους έσφιξε το χέρι και τους έκανε να χαλαρώσουν καθώς προχωρούσαν προς την είσοδο υπηρεσίας του Λευκού Οίκου. «Το πρόγραμμά σας είναι φιλόδοξο», άρχισε την φλυαρία του «αλλά αν είσαστε σε θέση να το εκτελέσετε θα είναι πολύ ευχάριστο για μένα, για μας δηλαδή, θέλω να πω την Πρώτη Οικογένεια και ιδιαιτέρως την Πρώτη Κυρία που λατρεύει κάθε είδος πρωτότυπης καλλιτεχνικής επίδοσης. Σύμφωνα με τα βιογραφικά σας στοιχεία εσείς οι δύο μελετήσατε διεξοδικά πολλές πρωτόγονες εγγραφές δίσκων, των αρχών του εικοστού αιώνα, γύρω στα 1920, όταν επιζούσαν ακόμη ορχήστρες με κανάτες από τον Εμφύλιο Πόλεμο των ΗΠΑ, πράγμα που σας κάνει αυθεντικούς εκτελεστές του οργάνου αυτού αν και παίζετε κλασική κανάτα και όχι φολκ.» «Μάλιστα», είπε ο Αλ. «Μήπως θα μπορούσατε ωστόσο να βάλετε ένατουλάχιστον κομμάτι φολκ;» ρώτησε ο Σλέζακ καθώς περνούσαν μπροστά στην φρουρά της εισόδου υπηρεσίας και έμπαιναν στον μακρύ, ήσυχο διάδρομο του Λευκού Οίκου με τις απλίκες των ψεύτικων κεριών στους τοίχους. «Θα σας προτείναμε, για παράδειγμα το Rockaby My Sarah Jane. Τι λέτε, το έχετε στο ρεπερτόριό σας; Κι αν όχι τι άλλο;» «Το έχουμε», είπε ξερά ο Αλ. Μια έκφραση περιφρόνησης σχηματί-
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
159
στηκε στο πρόσωπό του και έσθυσε αμέσως. «Θαυμάσια», είπε ο Σλέζακ σπρώχνοντάς τους ελαφρά μπροστά. «Να ρωτήσω τώρα τι είναι αυτό το πλάσμα που κουβαλάτε μαζί σας;» Κοίταξε το παπούλα όχι και τόσο ενθουσιασμένος. «Είναι ζωί^ται^ό;» «Είναιτο τοτεμικό μας ζώο», είπε ο Αλ. «Θέλεις να πεις ότι το κουβαλάτε για γούρι; Σαν μασκότ;» «Ακριβώς», είπε ο Αλ. «Χάρη σ" αυτό καλμάρουμε τις ανησυχίες.» Χάιδεψε το κεφάλι του παπούλα. «Είναι μέρος της παράστασής μας: όση ώρα παίζουμε αυτό χορεύει. Κάτι σαν πίθηκος.» «Για δες», είπε ο Σλέζακ με περισσότερο ενθουσιασμό. «Μάλιστα, κατάλαβα. Η Νικόλ θα ενθουσιαστεί. Της αρέσουν πολύ τα μαλακά, τριχωτά ζωάκια.» Άνοιξε την πόρτα μπροστά τους. Και τότε την είδαν. Πώς μπορεί να έχει κάνει τόσο λάθος ο Αούκ; αναρωτήθηκε ο Ίαν Ντάνκαν. Ήταν ακόμη πιο όμορφη από αυτό που είχαν δει βιαστικά στο πάρκιγκ και σε σύγκριση με την εικόνα της στην TV, ήταν πολύ πιο ευδιάκριτη. Αυτή ήταν η καθοριστική διαφορά, η φανταστική αυθεντικότητα της παρουσίας της, της αισθητής πραγματικότητάς της. Οι αισθήσεις διέκριναν την διαφορά. Καθόταν εκεί, ντυμένη με ένα γαλάζιο βαμβακερό παντελόνι, με τα μικρά της πόδια χωμένα μέσα σε μοκασίνια, κι ένα ανέμελα κουμπωμένο λευκό πουκάμισο μέσα από το οποίο διέκρινε - ή φαντάστηκε ότι διέκρινε - το ηλιοκαμμένο απαλό δέρμα της. Πόσο απλή ήταν, σκέφτηκε ο Ίαν. Χωρίς καμία προσποίηση ή πόζα. Τα κοντοκομμένα μαλλιά της άφηναν γυμνό τον καλοσχηματισμένο λαιμό και τα αυτιά της - που τον μάγευαν, τραβούσαν όλη την προσοχή του. Είναι τόσο νέα, σκέφτηκε. Ούτε είκοσι χρόνων δεν φαινόταν. Αναρωτήθηκε αν από κάποιο θαύμα τον θυμόταν. Αυτόν ή τον Αλ. «Νικόλ», είπε ο Σλέζακ «αυτοί είναι οι παίκτες της κλασικής κανάτας.» Σήκωσε τα μάτια της από τους Times που διάβαζε και τους έριξε μια πλάγια ματιά. Μετά τους χαμογέλασε. «Καλησπέρα», είπε. «Έχετε φάει για μεσημέρι; Θα μπορούσαμε να σας προσφέρουμε λίγο καναδέζικο μπέηκον και κρουασάν με καφέ, αν θέλετε.» Περιέργως η φωνή της δεν φαινόταν να βγαίνει από το στόμα της. Ερχόταν από το πάνω μέρος του δωματίου, σχεδόν από το ταβάνι. Κοιτάζοντας προς τα εκεί, ο Ίαν είδε μια σειρά από μεγάφωνα και συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος ότι ένα φύλλο γυαλιού ή πλαστικού τους χώριζε από την Νικόλ, μια οθόνη προστασίας σίγουρα. Ένιωσε απογοητευμένος αν και καταλάβαινε την αναγκαιότητά του. Αν της συνέβαινε κάτι«Σας ευχαριστούμε, κ. Τιμποντώ, έχουμε φάει», είπε ο Αλ. Κοίταζε κι
160
PHILIP Κ . DICK
αυτός τα μεγάφωνα. Ευχαριστούμε, κ. Τιμποντώ, σας έχουμε φάει, σκέφτηκε τρελά ο Ντάνκαν. Μόνο που τα πράγματα είναι μάλλον ανάποδα. Αυτή δεν είναι που μας καταβροχθίζει καθισμένη εκεί απέναντι με το γαλάζιο παντελόνι και το πουκάμισο; Περίεργη σκέψη... «Κοίτα», είπε η Νικόλ στον Χάρολντ Σλέζακ. «Έχουν μαζί τους ένα από αυτά τα μικρά παπούλα - δεν είναι αστείο;» Και πρόσθεσε γυρίζοντας προς τονΑλ: «Μπορώ να το δω; Άφησέτονα έλθει κοντά.» Έκανε ένα νεύμα και ο διαφανής τοίχος φάνηκε να σηκώνεται. Ο Αλ άφησε κάτω το παπούλα κι αυτό τρεχάλησε προς την Νικόλ περνώντας κάτω από την ανασηκωμένη οθόνη. Πήδησε πάνω της και η Νικόλ το κράτησε στα δυνατά, επιδέξια χέρια της κι έσκυψε να το κοιτάξει από κοντά σαν να ήθελε να δει βαθιά μέσα του.» «Α, δεν είναι ζωντανό», είπε «είναι απλώς ένα παιχνίδι.» «Δεν επέζησε κανένα», της εξήγησε ο Αλ. «Από όσο ξέρουμε τουλάχιστον. Αυτό όμως είναι ένα αυθεντικό μοντέλο, βασισμένο σε ένα απολίθωμα που βρέθηκε στον Άρη.» Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Και η οθόνη ξανάπεσε απότομα, Ο Αλ βρέθηκε αποκομμένος από το παπούλα και στάθηκε χαμένος και αμήχανος. Μετά άγγιξε με μια ενστικτώδη κίνηση τα κουμπιά στην μέση του. Το παπούλα γλίστρησε από τα χέρια της Νικόλ κι έπεσε αδέξια στο πάτωμα. Η Νικόλ έβγαλε μια φωνή έκπληξης και τα μάτια της έλαμψαν. «Θέλεις ένα τέτοιο, Νίκυ;» την ρώτησε ο Χάρολντ Σλέζακ. «Είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να σου βρούμε ένα, αν όχι περισσότερα.» «Τι κάνει;» ρώτησε η Νικόλ. «Χορεύει», άρχισε να εξηγεί ο Σλέζακ «όταν παίζουν αυτοί. Έχει το ρυθμό στο αίμα του - έτσι δεν είναι κ. Ντάνκαν; Δεν παίζετε κάτι τώρα, ένα μικρό κομμάτι, για να δει η κ. Τιμποντώ;» Έτριψε τα φαρδιά του χέρια δυνατά, γνέφοντας στον Ίαν και τον Αλ. «Ν-ναι, βέβαια», είπε ο Αλ. Κοιτάχτηκαν με τον Ίαν. «Χμ, θα μπορούσαμε να παίξουμε αυτό το κομματάκι του Σούμπερτ, την διασκευή της "Πέστροφας". Εντάξει, Ίαν, ετοιμάσου.» Ξεκούμπωσε την προστατευτική θήκη της κανάτας, την έβγαλε έξω και την κράτησε κοιτάζοντας αμήχανα. Το ίδιο έκανε και ο Ίαν. «Εγώ είμαι ο Αλ Μίλερ», είπε ο Αλ, «που παίζω πρώτη κανάτα. Κι από δω ο παρτενέρ μου, ο Ίαν Ντάνκαν, δεύτερη κανάτα. Θα σας παρουσιάσουμε ένα μικρό κονσέρτο γνωστών κλασικών σκοπών, ξεκινώντας με λίγο Σούμπερτ.» Παμ παμ-παμ ΠΑΜ ΠΑΜ πααμ παμ, παντάμ - παμ, πα - πα - πα - πα πααααπ...
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
161
«Τώρα θυμάμαι που σας έχω ξαναδεί», είπε ξαφνικά η Νικόλ. «Ειδικά εσάς, κ. Μίλερ.» Χαμηλώνοντας τις κανάτες τους περίμεναν φοβισμένοι την συνέχεια. «Σ' αυτή την μάντρα του Λούνυ Λουκ», είπε η Νικόλ. «Όταν ήρθα να μαζέψω τον Ρίτσαρντ. Μου μιλήσατε και μου ζητήσατε ν' αφήσω ήσυχο τον Ρίτσαρντ.» «Ναι», παραδέχθηκε ο Αλ. «Φανταζόσασταν ότι δεν θα σας αναγνωρίσω;» ρώτησε η Νικόλ. «Για τ'όνομα του θεού!» «Βλέπετε τόσο πολύ κόσμο -» «Αλλά έχω καλή μνήμη», είπε η Νικόλ. «Ακόμη και για πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Έπρεπε να περιμένετε λίγο πριν έρθετε εδώ... ή μήπως δεν σας νοιάζει;» «Μας νοιάζει», είπε ο Αλ, «και πολύ μάλιστα.» Η Νικόλ τον κοίταξε αρκετή ώρα. «Οι μουσικοί είναι περίεργοι άνθρωποι» είπε δυνατά στο τέλος. «Δεν σκέφτονται σαν τους άλλους. Ζούνε μέσα στον δικό τους φανταστικό κόσμο, όπως κι ο Ρίτσαρντ. Αυτός είναι ο χειρότερος από όλους. Και ταυτόχρονα είναι ο καλύτερος, ο πιο σπουδαίος μουσικός του Λευκού Οίκου. Ίσως αυτά τα δύο να πηγαίνουν μαζί. Δεν ξέρω και δεν έχω ακούσει καμιά θεωρία γι' αυτό. Κάποιος θα έπρεπε να κάνει μια διεξοδική επιστημονική μελέτη πάνω στο θέμα και να το λύσει μια για πάντα. Εντάξει λοιπόν, ξεκινήστε το νούμερό σας.» «Πάμε», είπε ο Αλ ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στον Ίαν. «Δεν μου είπες ποτέ ότι της ζήτησες τέτοιο πράγμα», είπε ο Ίαν. «Ότι την παρακάλεσες να αφήσει ήσυχο τον Κογκρόζιαν - ποτέ δεν μου το ανέφερες.» «Νόμιζα ότι το ήξερες. Νόμιζα ότι ήσουνα εκεί και το άκουσες», είπε ο Αλ ανασηκώνοντας τους ώμους. «Άλλωστε δεν πίστευα πραγματικά ότι θα με θυμάται.» Προφανώς δεν το πίστευε ακόμη. Το πρόσωπό του ήταν ολόκληρο μια έκφραση κατάπληξης. Άρχισαν να παίζουν ξανά. Παμ - παμ - παμ ΠΑΜ - ΠΑΜ, παααμ παμ... Η Νικόλ έβαλε τα γέλια. Την πατήσαμε, σκέφτηκε ο Ίαν. Θεέ μου, έχει συμβεί το χειρότερο. Μας βρίσκει γελοίους. Έπαψε να παίζει. Ο Αλ συνέχισε, με τα μάγουλα κόκκινα και φουσκωμένα από την προσπάθεια. Φαινόταν να μην παίρνει είδηση ότι η Νικόλ κρατούσε το χέρι μπροστά στο στόμα της για να κρύψει το γέλιο της, ότι τους έβρισκε αστείους αυτούς και τις προσπάθειές τους. Ο Αλ συνέχισε να παίζει απτόητος ως το τέλος του κόμμα-
162
PHILIP Κ. DICK
τιού και μόνο τότε χαμήλωσε την κανάτα του. «Το παπούλα», είπε η Νικόλ όσο πιο σοβαρά μπορούσε, «δεν χόρεψε καθόλου. Ούτε ένα βηματάκι δεν έκανε. Γιατί αυτό;» Κι έβαλε πάλι τα γέλια, μην μπορώντας να σταματήσει. «Δεν - δεν το ελέγχω εγώ, αυτή την στιγμή», είπε ανέκφραστα ο Αλ. «Είναι τηλεχειριζόμενο.» Και γυρίζοντας στον Ίαν πρόσθεσε «το ελέγχει ακόμη ο Λουκ.» Μετά γύρισε στο παπούλα και του είπε δυνατά, «Χόρεψε λοιπόν.» «Α, πραγματικά, είναι θαύμα», είπε η Νικόλ. «Κοίτα», είπε σε μια γυναίκα που μόλις τώρα την είχε πλησιάσει. Ήταν η Τζάνετ Ρέημερ, ο Ίαν την αναγνώρισε. «Πρέπει να το παρακαλέσει να χορέψει. Χόρεψε λοιπόν, μικρό μου παπουλάκι από τον Άρη, ή μάλλον μικρή μου απομίμηση παπούλα από τον Άρη.» Σκούντησε το παπούλα με την μύτη του μοκα-; σινιού της, προσπαθώντας να το ζωντανέψει. «Έλα λοιπόν μικρό αρχαίο συνθετικό και παμπόνηρο πλασματάκι, γεμάτο καλώδια. Σε παρακαλώ.» Το σκούντησε λίγο πιο δυνατά. Το παπούλα όρμησε πάνω της και την δάγκωσε. Η Νικόλ ούρλιαξε. Ένα δυνατό ποπ ακούστηκε από κάπου πίσω της και το παπούλα μεταβλήθηκε σε στροβιλιζόμενη σκόνη. Ένας αστυνομικός του Λευκού Οίκου εμφανίστηκε με το όπλο προτεταμένο και τα μάτια στραμμένα πάνω της και πάνω στα αιωρούμενα σωματίδια. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο αλλά το όπλο έτρεμε λίγο. Ο Αλ άρχισε να βλαστημάει από μέσα του επαναλαμβάνοντας τραγουδιστά τις λέξεις ξανά και ξανά, τις ίδιες δυο-τρεις, συνέχεια. «Δουλειά του Λουκ», είπε τέλος στον Ίαν. «Αυτός το έκανε. Από εκδίκηση. Πάει ξοφλήσαμε εμείς.» Φαινόταν αφάνταστα γέρος, χαμένος, τελειωμένος. Χωρίς να ξέρει τι κάνει άρχισε να ξαναφυλάει την κανάτα του, επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις μηχανικά μία μία. «Συλλαμβάνεστε», είπε ένας δεύτερος αστυνομικός φρουρός του Λευκού Οίκου, προβάλλοντας πίσω τους και σκοπεύοντάς τους με το όπλο του. «Σωστά», είπε ταραγμένος ο Αλ κουνώντας μηχανικά και ανέκφραστα το κεφάλι του. «Δεν φταίμε σε τίποτε, γι' αυτό πρέπει να μας συλλάβετε.» Η Νικόλ σηκώθηκε όρθια με την βοήθεια της Τζάνετ Ρέημερ και πλησίασε αργά τον Αλ και τον Ίαν. Μπροστά στην διαφανή οθόνη σταμάτησε. «Επειδή γέλασα με δάγκωσε;» ρώτησε ήρεμα. Ο Σλέζακ στεκόταν σφουγγίζοντας το μέτωπό του. Δεν έλεγε τίποτε αλλά τους κοίταζε όλους με βλέμμα απλανές. «Λυπάμαι», είπε η Νικόλ. «Το θύμωσα, αυτό δεν είναι; Λυπάμαι πολύ.
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
163
Θα το απολαμβάναμε το νούμερό σας. Απόψε μετά το δείπνο.» «Ο Λουκ το έκανε» της είπε ο Αλ. «Ο Λουκ.» Η Νικόλ τον κοίταξε σκεπτική. «Α, μάλιστα. Είναι ο εργοδότης σας.» Και γυρίζοντας στην Τζάνετ Ρέημερ. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να τον συλλάβουμε κι αυτόν. Τι λες;» «Όπως θέλεις», είπε η Τζάνετ Ρέημερ χλωμή και κατατρομαγμένη. «Όλη αυτή η ιστορία με τις κανάτες» είπε η Νικόλ, «ήταν απλώς ένα πρόσχημα για μία άμεση επίθεση εναντίον μας, έτσι δεν είναι; Ένα έγκλημα κατά του κράτους. Πρέπει να επανεξετάσουμε όλη την φιλοσοφία της πρόσκλησης καλλιτεχνών στο χώρο αυτό - ίσως ήταν λάθος εξαρχής. Δίνει πολλές ευκαιρίες σε όποιον τρέφει εχθρικές διαθέσεις εναντίον μας. Λυπάμαι πολύ.» Έμοιαζε θλιμμένη τώρα. Σταύρωσε τα χέρια της κι άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω, βυθισμένη στις σκέψεις της. «ίΐίστεψέ με, Νικόλ-» άρχισε ο Αλ. «Δεν είμαι η Νικόλ», είπε εκείνη σαν να μονολογούσε. «Μην με λες έτσι. Η Νικόλ Τιμποντώ πέθανε εδώ και χρόνια. Είμαι η Κέητ Ρούπερτ, η τέταρτη κατά σειράν που παίρνει τη θέση της. Είμαι απλώς μια ηθοποιός που μοιάζει αρκετά στην αρχική Νικόλ ώστε να κρατήσει τη δουλειά αυτή και μερικές φορές, όταν συμβαίνουν πράγματα σαν κι αυτό, εύχομαι να μην την είχα αυτή την ομοιότητα. Δεν διαθέτω πραγματική εξουσία με την ουσιαστική έννοια. Υπάρχει ένα συμβούλιο που κυβερνάει... δεν τους βλέπω ποτέ. Δεν ενδιαφέρονται για μένα ούτε εγώ γΓ αυτούς. Έτσι ήμαστε πάτσι.» «Πόσες-πόσες απόπειρες έχουν γίνει κατά της ζωής σας;» ρώτησε ο Αλ ύστερα από λίγο. «Έξη - επτά», είπε εκείνη. «Δεν θυμάμαι ακριβώς. Όλες για ψυχολογικούς λόγους. Άλυτα οιδιπόδεια ή κάτι άλλο εξίσου τρελό, που δεν με νοιάζει να μάθω.» Στράφηκε στους άνδρες της ΚΑ που τώρα είχαν πολλαπλασιαστεί. «Μου φαίνεται ότι αυτοί οι δύο δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Ίσως είναι αθώοι.» Και απευθυνόμενη στον Χάρολντ Σλέζακ και στην Τζάνετ Ρέημερ πρόσθεσε: «Είναι απαραίτητο να εκτελεστούν; Γιατί να μην σβύσουμε απλώς ένα μέρος των μνημονικών κυττάρων του εγκεφάλου τους και να τους αφήσουμε να φύγουν. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό;» Ο Σλέζακ έριξε μια ματιά στην Τζάνετ Ρέημερ και μετά ανασήκωσε τους ώμους. «Αν αυτό είναι που θέλετε.» «Ναι», είπε η Νικόλ, «θα το προτιμούσα. Η δουλειά μου θα γινόταν πιο εύκολη έτσι. Πάρτε τους στο Ιατρικό Κέντρο της Βηθεσδά και μετά αφήστε τους ελεύθερους. Ας συνεχίσουμε τώρα. Πάμε να ακούσουμε
164
PHILIP Κ . DICK
το επόμενο νούμερο.» Ένας άνδρας της ΚΑ σκούντησε στην πλάτη τον Ίαν με το όπλο του. «Προχωρείστε στο διάδρομο, παρακαλώ.» «Εντάξει», μουρμούρισε ο Ίαν σφίγγοντας την κανάτα του. Μα τι έχει συμβεί; αναρωτήθηκε. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Αυτή η γυναίκα δεν είναι η Νικόλ και το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει καμία Νικόλ πουθενά. Τελικά το μόνο που υπάρχει είναι μια τηλεοπτική εικόνα, μια αυταπάτη δημιουργημένη από τα μαζικά μέσα, πίσω από την οποία δρα και κυβερνά μια εντελώς άγνωστη ομάδα. Ένα είδος οργάνωσης. Ποιοι είναι αυτοί όμως και πώς απέκτησαν την εξουσία; Πόσον καιρό την κατέχουν; Θα το μάθουμε ποτέ; Φτάσαμε τόσο κοντά στο να μάθουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Την πραγματικότητα πίσω από την αυταπάτη, τα μυστικά που μας κρατούσαν κρυφά σε ολόκληρη τη ζωή μας. Δεν μπορούν να μας πουν και τα υπόλοιπα; Δεν πρέπει να μένουν και πολλά ακόμη. Τώρα πια δεν έχει σημασία, έτσι δεν είναι; «Αντίο», του είπεοΑλ. «Τ-τι;» τραύλισε με φρίκη ο Ίαν. «Γιατί το είπες αυτό; Δεν είπαν ότι θα μας αφήσουν να φύγουμε;» «Δεν θα θυμόμαστε πια ο ένας τον άλλον», είπε ο Αλ. «Είμαι βέβαιος γι' αυτό. Δεν πρόκειται να μας αφήσουν να κρατήσουμε τέτοιες αναμνήσεις. Γι' αυτό -» Άπλωσε το χέρι του. «Αντίο, Ίαν. Τουλάχιστον φθάσαμε ως τον Λευκό Οίκο. Ούτε κι αυτό θα το θυμάσαι, αλλά θα είναι αλήθεια. Το πετύχαμε.» Χαμογέλασε στραβά. «Προχωρείτε», τους παρακίνησε ο αστυνομικός της ΚΑ. Κρατώντας πάντα τις - άχρηστες πλέον - κανάτες τους. Ο Αλ Μίλερ και ο Ίαν Ντάνκαν προχώρησαν αργά στο διάδρομο προς την κατεύθυνση της εξώθυρας και του μαύρου νοσοκομειακού που ήξεραν ότι τους περίμενε απ' έξω. Είχε νυχτώσει όταν ο Ίαν Ντάνκαν βρέθηκε σε μια έρημη γωνιά τυυ δρόμου, τρέμοντας από το κρύο, με τα μάτια θαμπωμένα από τα αστραφτερά λευκά φώτα μιας αστικής αποβάθρας δημέτ. Τι δουλειά έχω εδώ; αναρωτήθηκε σαστισμένος. Κοίταξε το ρολόι του και είδε πως ήταν οχτώ. Κανονικά πρέπει να βρίσκομαι στην Συγκέντρωση της Ημέρας των Ψυχών, δεν είναι έτσι; αναρωτήθηκε ζαλισμένα. Δεν γίνεται να την χάσω κι αυτήν, συνειδητοποίησε. Δύο στη σειρά το πρόστιμο θα είναι τεράστιο. Καταστροφικό οικονομικά. Άρχισε να περπατάει. Το οικείο κτίριο, το Αβραάμ Λίνκολν, με το πυκνό δίχτυ των πύργων και των παραθύρων του, διακρινόταν μπροστά του. Δεν ήταν μακριά και
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
165
ο Ίαν βίασε το βήμα, παίρνοντας βαθιές ανάσες και προσπαθώντας να κρατήσει ένα καλό, σταθερό ρυθμό. Πρέπει να τελείωσε, σκέφτηκε. Τα φώτα της μεγάλης κεντρικής αίθουσας ήταν σβυστά. Να πάρει η οργή, ξεφύσησε απελπισμένος. «Τελείωσε η συνάθροιση της Ημέρας των Ψυχών;» ρώτησε τον θυρωρό μπαίνοντας στο χωλ και κρατώντας την ταυτότητά του μπροστά στο ανιχνευτικό μηχάνημα. «Τα μπερδέψατε λίγο, κ. Ντάνκαν», είπε ο Βινς Στράικροκ. «Χθες ήταν η Ημέρα των Ψυχών. Σήμερα έχουμε Παρασκευή.» Κάτι έχει συμβεί, συνειδητοποίησε ο Ίαν. Αλλά δεν είπε τίποτε. Κούνησε απλώς το κεφάλι του και βάδισε βιαστικά προς το ασανσέρ. Καθώς έβγαινε από το ασανσέρ στον όροφό του, μια πόρτα άνοιξε και μια φιγούρα του έγνεψε κλεφτά. «Έι, Ντάνκαν!» Ήταν ένας από τους ενοίκους του κτιρίου που λεγόταν Κόρλυ και τον οποίο γνώριζε ελάχιστα. Ξέροντας ότι τέτοιες συναντήσεις μπορούσαν να αποδειχθούν καταστροφικές, ο Ίαν τον πλησίασε με επιφύλαξη. «Τι τρέχει;» «Μια φήμη», είπε ο Κόρλυ με βιαστική, τρομαγμένη φωνή. «Γύρω από το τελευταίο σου τεστ θρησπόλ- κάποια ανωμαλία. Θα σε ξυπνήσουν αφνιδιαστικά αύριο το πρωί στις πέντε ή στις έξη και θα σου παρουσιάσουν ένα έκτακτο κουίζ θρησπόλ.» Έρριξε μια ματιά πάνω κάτω στο χωλ. «Μελέτησε την τελευταία δεκαετία του 1980 και πιο ιδιαίτερα τα θρησκο-κολλεκτιβιστικά κινήματα στο διάστημα αυτό. Το 'πιασες;» «Ναι και ευχαριστώ πολύ» είπε με ευγνωμοσύνη ο Ίαν. «Ίσως κάποτε μπορέσω να στο ανταποδώσω -» Σταμάτησε γιατί ο Κόρλυ είχε χωθεί βιαστικά στο διαμέρισμά του ξανά, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ο Ίαν ήταν μόνος του. Πολύ ευγενικό εκ μέρους του, σκέφτηκε καθώς συνέχισε το δρόμο του. Με έσωσε, μου φαίνεται, με γλύτωσε από την αναγκαστική και μόνιμη έξωσή μου από το κτίριο. Όταν μπήκε στο διαμέρισμά του εγκαταστάθηκε όσο πιο άνετα μπορούσε, με όλα τα βοηθήματά του πάνω στην πολιτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών ανοιχτά τριγύρω του. Θα καθήσω και θα μελετήσω όλη τη νύχτα, αποφάσισε. Αυτό το κουίζ πρέπει να το περάσω. Δεν έχω άλλα περιθώρια. Για να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά άναψε την TV. Στη στιγμή μια οικεία ύπαρξη, η ζεστή παρουσία της Πρώτης Κυρίας ζωντάνεψε και άρχισε να διαποτίζει το δωμάτιο. «... και για την αποψινή μουσική μας βραδιά», έλεγε, «θα έχουμε ένα κουαρτέτο σαξοφώνων που θα παίξει θέματα από τις όπερες του Βάγ-
166
PHILIP Κ . DICK
κνερ και ιδιαίτερα από την αγαπημένη μου Die Meistersinger. Νομίζω ότι θα είναι για όλους μας μια απολαυστική, ψυχαγωγική και οπωσδήποτε αξέχαστη εμπειρία. Και μετά από αυτό έχω κανονίσει να σας παρουσιάσω και πάλι έναν παλιό αγαπημένο σας καλλιτέχνη, τον διάσημο βιολοντσελίστα Ανρί ΛεΚλέρ σε κομμάτια του Τζέρομ Κερν και του Κολ Πόρτερ.» Χαμογέλασε κι ο Ίαν Ντάνκαν της ανταπέδωσε το χαμόγελο πίσω από τον σωρό των βιβλίων του. Αναρωτιέμαι πώς θα είναι να παίζει κανείς στον Λευκό Οίκο, είπε μέσα του. Να δίνει παράσταση μπροστά στην Πρώτη Κυρία. Κρίμα που δεν έμαθα ποτέ να παίζω κανένα μουσικό όργανο. Δεν κάνω για ηθοποιός, ούτε γράφω ποιήματα, δεν χορεύω και δεν τραγουδάω - τίποτε. Άρα δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για μένα. Αν προερχόμουνα βέβαια από καλλιτεχνική οικογένεια, αν είχα ένα πατέρα ή μια μητέρα να με διδάξει... Σημείωσε άκεφα δυο-τρία πράγματα για την άνοδο του Γαλλικού Χριστιανοφασιστικού Κόμματος το 1975. Και μετά υποκύπτοντας όπως πάντα στην έλξη της TV, άφησε κάτω το στυλό του και γύρισε την πολυθρόνα του έτσι ώστε να βρίσκεται απέναντι στην συσκευή. Τώρα η Νικόλ έδειχνε ένα κεραμεικό πλακάκι από πορσελάνη Ντελφτ που είχε αγοράσει, όπως εξήγησε, από ένα μικρό μαγαζί στο Σβάινφορτ της Γερμανίας. Τι όμορφα καθαρά χρώματα είχε... ο Ίαν κοίταζε γοητευμένος καθώς τα λεπτά, δυνατά της δάχτυλα χάιδευαν την λεία επιφάνεια του σμαλτωμένου πλακακιού. «Κοιτάξτε αυτό το πλακάκι», μουρμούριζε η Νικόλ με την βραχνή φωνή της. «Δεν θα θέλατε να είχατε κι εσείς ένα πλακάκι σαν κι αυτό; Δεν το βρίσκετε ωραίο;» «Ναι», είπε ο Ίαν Ντάνκαν. «Πόσοι από σας θα θέλατε να δείτε μια μέρα ένα τέτοιο πλακάκι;» ρώτησε η Νικόλ. «Σηκώστε το χέρι σας.» Ο Ίαν σήκωσε το χέρι του γεμάτος ελπίδα. «Ω, κάμποσοι βλέπω», είπε η Νικόλ στέλνοντάς τους το αστραφτερό και ζεστό χαμόγελό της. «Καλά, ίσως αργότερα κάνουμε άλλη μία ξενάγηση στον Λευκό Οίκο. Θα σας άρεσε αυτό;» Αναπηδώντας πάνω-κάτω στην καρέκλα του ο Ίαν είπε: «Ναι, ναι, θα το ή θελα πολύ!» Του φαινόταν ότι το πρόσωπο στην TV χαμογελούσε ειδικά σ' εκείνον. Έτσι του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Και μετά γύρισε απρόθυμα και με την αίσθηση ενός μεγάλου βάρους στα βιβλία του - στις σκληρές πραγματικότητες της καθημερινής ζωής. Κάτι χτύπησε στο παράθυρο του διαμερίσματος του και μια ψιλή φωνή του φώναξε: «Ίαν Ντάνκαν, γρήγορα δεν έχω πολύ καιρό!»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
167
Γυρίζοντας απότομα είδε ένα σχήμα να αιωρείται στο νυχτερινό σκοτάδι μια περίεργη ωοειδή κατασκευή. Από μέσα της ένας άνδρας του κουνούσε έντονα το χέρι, φωνάζοντάς τον. Το αυγό άφησε ένα υπόκωφο πουτ-πουτ καθώς οι πύραυλοι μπήκαν στο ρελαντί και μετά η πόρτα του οχήματος άνοιξε και ένας άνδρας βγήκε έξω. Ήρθαν κιόλας για το κουίζ; αναρωτήθηκε ο Ίαν Ντάνκαν. Σηκώθηκε νιώθοντας απογοητευμένος. Τόσο γρήγορα... Δεν είμαι έτοιμος, ακόμη. Με μια νευρική κίνηση ο άνδρας γύρισε τα στόμια των πυραύλων ώσπου η λευκή φλόγα της εξάτμισής τους άγγιξε την επιφάνεια του κτιρίου. Το δωμάτιο ολόκληρο ταρακουνήθηκε κι οι σοβάδες άρχισαν να πέφτουν. Το παράθυρο έγινε κομμάτια καθώς το άγγιξε η φλόγα των τζετ. Μέσα από το άνοιγμα, η φωνή του άνδρα ακούστηκε άλλη μια φορά επίμονη προσπαθώντας να τραβήξει την μουδιασμένη προσοχή του Ντάνκαν. «Χέι, Ντάνκαν! Κάνε γρήγορα. Ειδοποίησα ήδη το φιλαράκι σου! Μπήκε σ' ένα άλλο πλοίο κι έρχεται!» Ο ηλικιωμένος άνδρας, ντυμένος με ένα ακριβό μπλε ριγέ κουστούμι από φυσική ίνα, λίγο παλιομοδίτικο, γλίστρησε επιδέξια από το αιωρούμενο ωοειδές όχημα και προσγειώθηκε με τα πόδια μέσα στο δωμάτιο. «Πρέπει να φύγουμε αμέσως αν θέλουμε να προλάβουμε. Δεν με θυμάσαι; Ούτε ο Αλ με θυμόταν.» Ο Ίαν Ντάνκαν τον κοίταξε απορημένος, προσπαθώντας να σκεφτεί ποιος ήταν ο Αλ. «Οι ψυχολόγοι της μανούλας σάς σιγύρισαν για τα καλά», είπε βαρειανασαίνοντας ο ηλικιωμένος άνδρας. «Αυτή η Βηθεσδά-πρέπει να είναι τρομερό μέρος.» Ήρθε κοντά στον Ίαν και τον έπιασε από τον ώμο. «Η ΚΑ κλείνει όλες τις μάντρες μου. Φεύγω για τον Άρη και θα σας πάρω μαζί μου. Προσπάθησε να συνέλθεις. Είμαι ο Λούνυ Λουκ-δεν με θυμάσαι τώρα αλλά θα με θυμηθείς όταν βρεθούμε όλοι στον Άρη και δεις το φιλαράκι σου τον Αλ. Έλα, πάμε.» Ο Λουκ τον έσπρωξε προς το ρήγμα στον τοίχο του δωματίου και προς το σκάφος που περίμενε απ' έξω. «Εντάξει», είπε ο Ίαν προσπαθώντας να σκεφτεί τι να πάρει μαζί του. Τι θα χρειαζόταν στον Άρη; Οδοντόβουρτσα, πιτζάμες, ένα βαρύ παλτό; Κοίταξε με αγωνία ένα γύρω στο δωμάτιο, μια τελευταία ματιά. Αστυνομικές σειρήνες αντήχησαν πέρα μακριά. Ο Λουκ χώθηκε βιαστικά μέσα στο σκάφος και ο Ίαν τον ακολούθησε στηριζόμενος στο απλωμένο χέρι του. Το πάτωμα του διαστημόπλοιου ήταν γεμάτο, όπως διαπίστωσε με έκπληξη, από κάτι ζωηρόχρωμα πορτοκαλλιά εντομοειδή πλασματάκια που του κούνησαν χαρούμενα τις
168
PHILIP Κ. DICK
κεραίες τους καθώς ξάπλωνε ανάμεσα τους. Παπούλα, θυμήθηκε. Ή κάτι παρόμοιο. Όλα θα πάνε καλά τώρα, σκέφτονταν με μια φωνή τα παπούλα. Μην ανησυχείς. Ο Λούνυ Λουκ σε έσωσε εγκαίρως. Την τελευταία στιγμή. Ηρέμησε τώρα. «Ναι», συμφώνησε ο Ίαν. Ακούμπησε τη ράχη του στο τοίχωμα του διαστημόπλοιου και χαλάρωσε καθώς το πλοίο ορμούσε μέσα στο σκοτεινό άπειρο προς τον πλανήτη που τους περίμενε.
XIII « C ) α ήθελα να φύγω αμέσως από τον Λευκό Οίκο», είπε νευριασμένα ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν στους άνδρες της ΚΑ που τον φρουρούσαν. Ένιωθε εκνευρισμένος και τρομαγμένος, και στεκόταν όσο πιο μακριά μπορούσε από τον Διευθυντή Πέμπροκ. Είχε καταλάβει ότι αυτός ήταν επικεφαλής. «Όπου νά 'ναι θά 'ρθει εδώ ο κ. Τζαντ», είπε ο Γουάιλντερ Πέμπροκ, «ο ψυχοχημικός της A.G. Chemie. Κάντε λίγη υπομονή, παρακαλώ, κ. Κογκρόζιαν.» Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά όχι καθησυχαστική. Είχε μια σκληρή κόψη που τάραζε ακόμη πιο πολύ τον Κογκρόζιαν. «Αυτό είναι απαράδεκτο», είπε. «Να με φρουρείτε έτσι και να παρακολουθείτε οτιδήποτε κάνω. Δεν αντέχω να με παρακολουθούν. Πάσχω από paranoia sensitiva, δεν το αντιλαμβάνεστε;» Ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του δωματίου. «Ο κ. Τζαντ ζητάει να δει τον κ. Κογκρόζιαν», φώναξε απ' έξω ένας υπάλληλος του Λευκού Οίκου. Ο Πέμπροκ άνοιξε την πόρτα του δωματίου αφήνοντας να μπει μέσα ορμητικός ο Μέριλ Τζαντ, που κρατούσε στο χέρι έναν υπηρεσιακό χαρτοφύλακα. «Κύριε Κογκρόζιαν, χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω από κοντά επιτέλους.» «Γεια σου, Τζαντ», μουρμούρισε ο Κογκρόζιαν χωρίς κανένα ενθουσιασμό για όσα συνέβαιναν γύρω του. «Έχω μαζί μου μερικά νέα και πειραματικά φάρμακα για σας» τον πληροφόρησε ο Τζαντ ανοίγοντας την τσάντα του και ψάχνοντας μέσα. «Χλωρυδρική ιμιπραμίνη - δις ημερησίως από 50 mg. Είναι το πορτοκαλί δισκίο. Το καφετί είναι το νέο μας οξείδιο μεθαβυρετινάτ, 100 mg την-» «Δηλητήριο» τον έκοψε ο Κογκρόζιαν. «Συγνώμη;» ρώτησε ο Τζαντ τείνοντας την προσοχή του. «Δεν θα το πάρω. Είναι μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου με σκοπό να με σκοτώσουν.» Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι' αυτό στο μυαλό του Κογκρόζιαν. Το αντιλήφθηκε αμέσως μόλις είδε τον Τζαντ να καταφθάνει με τον επίσημο χαρτοφύλακα της A.G. Chemie. «Κάθε άλλο σας διαβεβαιώ», είπε ο Τζαντ, ρίχνοντας ένα γρήγορο βλέμμα στον Πέμπροκ. «Προσπαθούμε να σας βοηθήσουμε. Είναι υποχρέωσή μας να σας βοηθήσουμε, σερ.»
170
PHILIP Κ. DICK
«Γι' αυτό με απαγάγατε;» ρώτησε ο Κογκρόζιαν. «Δεν σας απήγαγα», είπε επιφυλακτικά ο Τζαντ. «Τώρα, όσο για το -» «Είσαστε όλοι συνενοημένοι», είπε ο Κογκρόζιαν. ΓΓ αυτό και είχε ήδη προετοιμάσει την αντεπίθεσή του: απλώς περίμενε ως τώρα την κατάλληλη στιγμή. Επιστρατεύοντας όλο το ψυχοκινητικό ταλέντο του σήκωσε και τα δυο του χέρια και κατεύθυνε την προσοχή του προς τον ψυχοχημικό Μέριλ Τζαντ. Ο ψυχοχημικός σηκώθηκε στον αέρα κι έμεινε κρεμασμένος. Κρατώντας ακόμη σφιχτά την επίσημη τσάντα της A.G. Chemie, κοίταζε με το στόμα ανοιχτό τον Κογκρόζιαν και τον Πέμπροκ. Τα μάτια του γούρλωσαν και προσπάθησε να μιλήσει αλλά την στιγμή εκείνη ο Κογκρόζιαν τον πέταξε με δύναμη πάνω στην κλειστή πόρτα του δωματίου. Η πόρτα που ήταν από κόντρα πλακέ έσπασε καθώς ο Τζαντ πέρασε από μέσα της και χάθηκε από τα μάτια του Κογκρόζιαν. Μόνον ο Πέμπροκ και οι άνδρες του έμειναν στο δωμάτιο μαζί του. Βήχοντας για να καθαρίσει το λαιμό του ο Γουάιλντερ Πέμπροκ είπε βραχνά: «Ίσως-ίσως θά 'πρεπε να δούμε σε ποια κατάσταση είναι.» Και καθώς ξεκινούσε προς την διαλυμένη πόρτα πρόσθεσε πάνω από τον ώμο του: «Νομίζω ότι η A.G. Chemie θα ενοχληθεί από το γεγονός. Για να μην πω τίποτε παραπάνω.» «Στο διάβολο η A.G. Chemie», είπε ο Κογκρόζιαν. «θέλω τον γιατρό μου. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν από όσους φέρνετε εδώ. Πώς ξέρω άλλωστε ότι ήταν από την A.G. Chemie; Μπορεί να ήταν απατεώνας.» «Όπως και να 'ναι», του είπε ο Πέμπροκ, «τώρα δεν έχετε τίποτε να φοβάστε από αυτόν.» Με μεγάλη προσοχή άνοιξε ότι απέμενε από χην ξύλινη πόρτα. «Ήταν πραγματικά από την A.G. Chemie;» ρώτησε ο Κογκρόζιαν, ακολουθώντας τον έξω στον διάδρομο. «Μιλήσατε ήδη μαζί του στο τηλέφωνο. Εσείς τον ζητήσατε αρχικά.» Ο Πέμπροκ έδειχνε ταραγμένος και οργισμένος τώρα καθώς έψαχνε στο διάδρομο κάποιο σημάδι του Τζαντ. «Πού είναι;» ρώτησε. «Τι στην οργή τον κάνατε, Κογκρόζιαν;» «Τον μετακίνησα κάτω», είπε απρόθυμα ο Κογκρόζιαν «στον χώρο των υπόγειων πλυντηρίων. Είναι μια χαρά.» «Ξέρετε τι είναι η αρχή φον Λέσιγκερ;» ρώτησε ο Πέμπροκ κοιτάζοντάς τον επίμονα, «Φυσικά.» «Σαν μέλος της ανώτερης διοίκησης της ΚΑ έχω πρόσβαση στον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ. Θέλετε να μάθετε ποιος θα είναι ο επόμενος που θα υποφέρει από το ψυχοκινητικό σας ταλέντο;»
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
171
«Όχι», είπε ο Κογκρόζιαν. «Η γνώση αυτή θα είναι προς όφελός σας. Αν την κάνετε την πράξη θα μετανιώσετε.» «Ποιο είναι αυτό το άτομο;» τον ρώτησε τότε ο Κογκρόζιαν. «Η Νικόλ», είπε ο Πέμπροκ. «Για πέστε μου κάτι όμως. Κάτω από ποιο σκεπτικό αποφύγατε ως τώρα να χρησιμοποιήσετε πολιτικά το ταλέντο σας;» «Πολιτικά;» επανέλαβε ο Κογκρόζιαν. Δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει πολιτικά. «Επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω», είπε ο Πέμπροκ, «ότι πολιτική είναι η τέχνη να βάζεις άλλους ανθρώπους να κάνουν αυτό που θέλεις εσύ, εν ανάγκη και με την βία. Η εφαρμογή της ψυχοκινητικής σας ικανότητας μόλις πριν, ήταν οπωσδήποτε μια πολιτική πράξη, αν και κάπως ασυνήθιστης αμεσότητας...» «Ένιωθα πάντα ότι είναι λάθος να την χρησιμοποιεί κανείς πάνω στους ανθρώπους», είπε ο Κογκρόζιαν. «Τώρα όμως-» «Τώρα», είπε ο Κογκρόζιαν, «η κατάσταση άλλαξε. Είμαι κρατούμενος. Όλοι είναι εναντίον μου. Εσείς για παράδειγμα είστε εναντίον μου. Μπορεί να αναγκαστώ να την χρησιμοποιήσω πάνω σας.» «Παρακαλώ, μην το κάνετε» είπε ο Πέμπροκ και χαμογέλασε βεβιασμένα. «Δεν είμαι παρά ένας μισθωτός υπάλληλος μιας κυβερνητικής υπηρεσίας που κάνει τη δουλειά του.» «Είστε πολύ περισσότερα απ' αυτό που λέτε», είπε ο Κογκρόζιαν. «Με ενδιαφέρει να μάθω πώς θα χρησιμοποιήσω το ταλέντο μου εναντίον της Νικόλ.» Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να κάνει κάτι τέτοιο. Η Νικόλ του ενέπνεε τρομερό σεβασμό, σχεδόν δέος. «Δεν περιμένουμε να δούμε, καλύτερα;» είπε ο Πέμπροκ. «Μου φαίνεται αρκετά περίεργο», είπε ο Κογκρόζιαν, «να μπήτε στον κόπο να χρησιμοποιήσετε τον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ μόνο και μόνο για vg μάθετε για μένα. Στο κάτω κάτω δεν έχω καμιά αξία, είμαι ένας απόβλητος από τηγ^ κοινωνία. Ένα έκτρωμα που δεν θα 'πρεπε να είχε γεννηθεί.» «Τώρα μιλάει η αρρώστια σας», είπε ο Πέμπροκ. «Και βαθιά μέσα σας το ξέρετε αυτό.» «Πρέπει όμως να παραδεχθείτε», επέμεινε ο Κογκρόζιαν, «ότι είναι ασυνήθιστο να χρησιμοποιεί κανείς την συσκευή φον Λέσιγκερ με τον τρόπο που το κάνατε εσείς. Ποιο είναι το κίνητρό σας;» Το πραγματικό σου κίνητρο, σκέφθηκε από μέσα του. «Η αποστολή μου είναι να προστατεύω την Νικόλ. Είναι προφανές
172
PHILIP Κ. DICK
λοιπόν ότι αφού πρόκειται πολύ σύντομα να κάνετε μια ανοιχτή επίθεση προς την κατεύθυνση -» «Νομίζω ότι λέτε ψέμματα», τον διέκοψε ο Κογκρόζιαν. «Ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο. Όχι στην Νικόλ.» Ο Γουάιλντερ Πέμπροκ σήκωσε το ένα φρύδι του. Χωρίς να πει τίποτε. Μετά έκανε μεταβολή και πάτησε το κουμπί του ασανσέρ για να κατέβει κάτω προς αναζήτηση του ψυχοχημικού της A.G. Chemie. «Τι ετοιμάζετε;» τον ρώτησε ο Κογκρόζιαν. Ήταν ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι στους άνδρες της ΚΑ, πάντα ήταν και θα ήταν, πιο πολύ μάλιστα από την στιγμή που εισέβαλαν στην μάντρα των ελαφρών σκαφών και τον συνέλαβαν. Και τώρα αυτός ο άνδρας του προκαλούσε ακόμη πιο μεγάλη καχυποψία και εχθρότητα, χωρίς να ξέρει το γιατί. «Την δουλειά μου κάνω απλώς», ξαναείπε ο Πέμπροκ. Για λόγους που δεν του ήταν συνειδητά κατανοητοί, οι Κογκρόζιαν δεν τον πίστεψε και πάλι. «Με ποιο τρόπο περιμένετε να θεραπευτείτε», τον ρώτησε ο Πέμπροκ καθώς άνοιγαν οι πόρτες του ασανσέρ. «Αφού ξεκάνατε τον άνθρωπο της A.G. Chemie -»Μπήκε στο ασανσέρ προσκαλώντας τον Κογκρόζιαν να ακολουθήσει. «Έχω τον γιατρό μου, τον Ήγκον Σάπερμπ. Αυτός μπορεί να με κάνει καλά.» «Θέλετε να τον επισκεφτείτε; Μπορούμε να το κανονίσουμε αυτό.» «Ναι!» είπε με λαχτάρα ο Κογκρόζιαν. «Όσο γίνεται πιο σύντομα. Είναι ο μόνος σ' ολόκληρο το σύμπαν που δεν θέλει το κακό μου.» «Θα μπορούσα να σας πάω εγώ ο ίδιος σ' αυτόν», είπε ο Πέμπροκ με μια σκεπτική έκφραση στο σκληρό, πλατύ πρόσωπό του. «/4 ν πίστευα ότι είναι καλή ιδέα... μόνο που δεν είμαι πολύ σίγουρος γι' αυτό, στο σημείο που βρίσκονται τα πράγματα.» «Αν δεν με πάτε» του είπε ο Κογκρόζιαν «θα σας σηκώσω στον αέρα με το ταλέντο μου και θα σας πετάξω στον Πότομακ.» Ο Πέμπροκ ανασήκωσε τους ώμους. «Θα μπορούσατε, χωρίς καμιά αμφιβολία. Σύμφωνα όμως με τον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ δεν θα το κάνετε, κατά πάσα πιθανότητα. Θα το διακινδυνεύσω.» «Δεν νομίζω ότι η αρχή φον Λέσιγκερ τα βγάζει καλά πέρα με μας τους Ψι», είπε εκνευρισμένα ο Κογκρόζιαν καθώς έμπαινε κι αυτός στο ασανσέρ. «Τουλάχιστον αυτό έχω ακούσει να λένε. Είμαστε αστάθμητοι παράγοντες.» Ένιωθε ότι είχε απέναντίτου μια δύσκολη περίπτωση ανθρώπου, έναν ισχυρό άνδρα τον οποίο και δεν συμπαθούσε. Ούτε τον εμπιστευόταν.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
173
Ίσως να φταίει απλώς η αστυνομική νοοτροπία, σκέφτηκε καθώς κατέβαιναν. Ίσως να είναι και κάτι άλλο. Νικόλ, είπε μέσα του, ξέρεις πολύ καλά πως ποτέ δεν θα έκανα κάτι εναντίον σου. Είναι εντελώς αδιανόητο - ολόκληρος ο κόσμος μου θα κατέρρεε. Θα ήταν σαν να έβλαπτα την (δια μου την μητέρα ή την αδελφή, κάποιο ιερό πρόσωπο. Πρέπει να χαλιναγωγήσω το ταλέντο μου, συνειδητοποίησε. Σε παρακαλώ. Θεέ μου, βοήθησέ με να μην χάσω τον έλεγχο της ψυχοκινητικής μου ικανότητας όσο θα βρίσκομαι κοντά στην Νικόλ. Εντάξει; Ενώ κατέβαινε το ασανσέρ ο Κογκρόζιαν περίμενε εναγωνίως ν' ακούσει μια απάντηση. «Επί τη ευκαιρία», διέκοψε ξαφνικά τις σκέψεις του ο Πέμπροκ. «Η μυρωδιά σας εξαφανίστηκε.» «Εξαφανίστηκε!» Και μετά η σημασία της παρατήρησης του αστυνομικού έλαμψε στο μυαλό του. «Θέλετε να πείτε ότι μυρίζατε την φοβική σωματική μου μυρωδιά; Μα αυτό είναι αδύνατο! Δεν μπορεί να-» Έπαψε να μιλάει μπερδεμένος. «Και τώρα λέτε ότιχάθηκε.» Δεν καταλάβαινε τι γινόταν. «Αν υπήρχε θα την έπαιρνα οπωσδήποτε είδηση εδώ που βρίσκομαι κλεισμένος μαζί σας στο ασανσέρ», του είπε κοιτάζοντάς τον ο Πέμπροκ. «Φυσικά μπορεί να ξαναγυρίσει. Θα χαρώ πολύ να σας το πω, σ' αυτή την περίπτωση.» «Ευχαριστώ», είπε ο Κογκρόζιαν. Κι από μέσα του σκέφτηκε: αυτός ο άνθρωπος καταφέρνει με κάποιον τρόπο να κυριαρχεί πάνω μου. Όλο και πιο πολύ. Είναι μεγάλος ψυχολόγος... ή μήπως, όπως το έθεσε και ο ίδιος είναι μαιτρ της πολιτικής στρατηγικής;» «Τσιγάρο;» είπε ο Πέμπροκ απλώνοντας το πακέτο του. «Όχι!» είπε ο Κογκρόζιαν και αναπήδησε πίσω με φρίκη. «Είναι παράνομα - επικίνδυνα. Ποτέ δεν θα τολμούσα να τα καπνίσω.» «Ο κίνδυνος είναι παντού» είπε ο Πέμπροκ, ανάβοντας το δικό του. «Σωστά; Ζείτε σε ένα κόσμο διαρκούς κινδύνου. Πρέπει να προσέχετε συνεχώς τα πάντα. Αυτό που χρειαζόσαστε, Κογκρόζιαν, είναι ένα σωματοφύλακα. Μια ομάδα από επίλεκτους και σκληρά εκπαιδευμένους άνδρες της ΚΑ που θα σας περιστοιχίζουν συνεχώς. Αλλιώς -» «Αλλιώς πιστεύετε ότι δεν έχω πολλές πιθανότητες.» Ο Πέμπροκ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Λίγες, Κογκρόζιαν. Και το λέω αυτό πάνω στη βάση των όσων ξέρω από τον εξοπλισμό φον Αέσιγκερ.» Από εκεί και στο εξής οι δύο άνδρες κατέβηκαν χωρίς να μιλάνε.
174
PHILIP Κ. DICK
To ασανσέρ σταμάτησε και οι πόρτες άνοιξαν. Βρίσκονταν στα υπόγεια του Λευκού Οίκου. Ο Κογκρόζιαν και ο Πέμπροκ βγήκαν στο χωλ. Ένας άνδρας τους περίμενε. Τον αναγνώρισαν και οι δύο. «Θέλω να με ακούσεις, Κογκρόζιαν», είπε στον πιανίστα ο Μπέρτολντ Γκολτς. Με μια αστραπιαία κίνηση, ο αστυνομικός διευθυντής έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε τον Γκολτς. Αυτός όμως είχε ήδη εξαφανιστεί. Ένα διπλωμένο χαρτάκι έμενε πεσμένο στο πάτωμα. Το είχε πετάξει ο Γκολτς. Ο Κογκρόζιαν έσκυψε και το μάζεψε. «Μη!» τον διέταξε κοφτά ο Πέμπροκ. Πολύ αργά. Ο Κογκρόζιαν το είχε πάρει και το ξεδίπλωνε. Το χαρτί έλεγε: Ο Πέμπροκ σε οδηγεί στον θάνατο σου. «Ενδιαφέρον», είπε ο Κογκρόζιαν. Πάσαρε το χαρτάκι στον άνθρωπο της ΚΑ. Ο Πέμπροκ φύλαξε το πιστόλι του και το έπιασε κοιτάζοντάς το εξεταστικά με το πρόσωπο παραμορφωμένο από την οργή. Πίσω τους άκουσαν την φωνή του Γκολτς: «Ο Πέμπροκ περίμενε μήνες ολόκληρους να σε φέρουν κρατούμενο, εδώ στον Λευκό Οίκο. Τώρα δεν σου μένει πολύς χρόνος.» Γυρίζοντας απότομα, ο Πέμπροκ τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Για άλλη μια φορά ο Γκολτς εξαφανίστηκε μ' ένα πικρό, περιφρονητικό χαμόγελο. Ποτέ δεν θα τον πιάσετε, συνειδητοποίησε ο Κογκρόζιαν. Όχι όσο θα διαθέτει τον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ. Χρόνος για τι; αναρωτήθηκε. Τι πρόκειται να συμβεί; Ο Γκολτς έμοιαζε να ξέρει και πιθανότατα να ήξερε και ο Πέμπροκ. Και οι δύο έχουν πρόσβαση στα μηχανήματα. Κι εγώ τι δουλειά έχω με όλα αυτά, σκέφτηκε. Εγώ - και το ταλέντο μου που ορκίστηκα να το χαλιναγωγώ. Μήπως αυτό σημαίνει ότι πρόκειται να το χρησιμοποιήσω; Καμία διαίσθηση δεν του επεσήμαινε ότι αυτό ακριβώς θα συνέβαινε. Και ότι κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα μπορούσε να το εμποδίσει. Έξω από το σπίτι ο Νατ Φλίτζερ άκουσε παιδιά να παίζουν. Τραγουδούσαν ένα είδος θρηνητικού σκοπού που του ήταν απολύτως άγνωστος. Κι ωστόσο σ' όλη την ζωή του είχε να κάνει με την μουσική. Όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να διακρίνει τα λόγια. Ήταν περίεργα μπερδεμένα σαν μασημένα. «Μπορώ να ρίξω μια ματιά;» ρώτησε την Μπεθ Κογκρόζιαν ενώ σηκωνόταν από την ετοιμόρροπη πολυθρόνα μπαμπού. Η Μπεθ Κογκρόζιαν χλώμιασε και είπε: «Θα - θα προτιμούσα να μην
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
175
το κάνετε. Σας παρακαλώ, μην κοιτάτε τα παιδιά. Σας παρακαλώ]» «Είμαστε δισκογραφική εταιρία, κ. Κογκρόζιαν», είπε μαλακά ο Νατ. «Οτιδήποτε έχει σχέση με την μουσική μάς αφορά απόλυτα.» Του ήταν αδύνατο να μην πάει στο παράθυρο να κοιτάξει. Το ένστικτο, σωστά ή λανθασμένα, τον έσπρωχνε ακατανίκητα - ενεργούσε πριν από την ευγένεια ή την καλοσύνη, πριν από κάθε τι άλλο. Κοιτάζοντας έξω τα είδε καθισμένα γύρω-γύρω. Ήταν όλα μικροί σαγονάδες. Αναρωτήθηκε ποιο από όλα να ήταν ο Πλαύτος Κογκρόζιαν. Όλα του φαίνονταν ίδια. Ίσως αυτό το μικρό αγόρι με το κίτρινο σορτσάκι και το μπλουζάκι που στεκόταν κάπως παράμερα. Ο Νατ έκανε νόημα στην Μόλυ και τον Τζιμ να πλησιάσουν στο παράθυρο. Πέντε παιδιά του Νεάντερταλ, σκέφτηκε ο Νατ. Φερμένα από το απώτατο παρελθόν. Μια χρονική στιγμή ξεριζωμένη από το παρελθόν και κολλημένη εδώ, σ' αυτή την εποχή, στο παρόν, ειδικά για μας, για να μπορέσει η ΗΜΕ να τους ακούσει και να τους καταγράψει. Αναρωτιέμαι τι είδους εξώφυλλο θα επινοήσει το καλλιτεχνικό μας τμήμα γι' αυτό το άλμπουμ. Έκλεισε τα μάτια του, μη θέλοντας να αντικρύζει πια την σκηνή έξω από το παράθυρο. Δεν θα έκαναν πίσω όμως, αυτό το ήξερε. Ήρθαμε εδώ για να πάρουμε κάτι, σκέφτηκε. Δεν μπορούμε-ή τουλάχιστον δεν θέλουμε-να γυρίσουμε πίσω με άδεια χέρια. Κι αυτό εδώ - είναι σημαντικό. Πρέπει να το χειριστούμε επαγγελματικά. Ίσως να είναι πιο σημαντικό κι από τον ίδιο τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν, όσο σπουδαίος κι αν είναι. Γι' αυτό δεν έχουμε το περιθώριο να υποχωρήσουμε στους δισταγμούς και ευαισθησίες μας. «Τζιμ», είπε τελικά. «Φέρε τον Ampek F-a2. Αμέσως. Πριν σταματήσουν.» «Δεν θα σας αφήσω να τους ηχογραφήσετε», είπε η Μπεθ Κογκρόζιαν. «Θα το κάνουμε», της είπε ο Νατ. «Έχουμε ξαναβρεθεί μπροστά στο πρόβλημα, σε περιπτώσεις αυτοσχέδιων λαϊκών εκδηλώσεων. Το θέμα έχει κριθεί επανειλημμένα στα δικαστήρια των ΗΠΕΑ και η δισκογραφική εταιρεία κέρδισε πάντοτε.» Ακολούθησε τον Τζιμ Πλανκ για να τον βοηθήσει να συναρμολογήσουν τον εξοπλισμό τους. «Κύριε Φλίτζερ, καταλαβαίνετε τι είναι αυτά τα παιδιά;» φώναξε πίσω του η κ. Κογκρόζιαν. «Ναι», είπε εκείνος και συνέχισε. Το Ampek F-a2 ήταν έτοιμο. Ο οργανισμός παλλόταν κοιμισμένα, κυματίζοντας τα ψευδόποδά του σαν να πεινούσε. Η υγρασία δεν φαινόταν να τον έχει επηρεάσει. Ήταν απλώς ναρκωμένος. Η Μπεθ Κογκρόζιαν με το πρόσωπο αυστηρό και αποφασιστικό στά-
176
PHILIP Κ. DICK
θηκε δίπλα τους και είπε χαμηλόφωνα. «Ακούστε με παρακαλώ. Τη νύχτα, απόψε συγκεκριμένα, έχουν μια συγκέντρωση οι ενήλικοι. Αυτό θα γίνει στην αίθουσά τους, μέσα στο δάσος κοντά μας, στο μονοπάτι με το κόκκινο χαλίκι που χρησιμοποιούν όλοι. Ανήκει σ' αυτούς, στην οργάνωσή τους. Εκεί θα τραγουδήσουν και θα χορέψουν. Αυτό ακριβώς που ζητάτε. Πολύ περισσότερο υλικό από ότι θα βρείτε εδώ, με αυτά τα παιδάκια. Γ ι' αυτό, σας παρακαλώ, περιμένετε ως τότε και ηχογραφήστε αυτούς.» «Θα γράψουμε και τα δύο», είπε ο Νατ. Και έκανε νόημα στον Τζιμ να κουβαλήσει το Ampek F-a2 κοντά στην παρέα των παιδιών.» «Θα σας φιλοξενήσω εδώ στο σπίτι, για την νύχτα», είπε η Μπεθ Κογκρόζιαν, τρέχοντας ξοπίσω τους. «Μετά τα μεσάνυχτα, γύρω στις δύο το πρωί, τραγουδούν υπέροχα - δύσκολα καταλαβαίνεις τα λόγια αλλά -» Έπιασε το χέρι του. «Ο Ρίτσαρντ κι εγώ προσπαθήσαμε να μάθουμε στο γιο μας να απέχει από αυτά. Τα παιδιά τόσο μικρής ηλικίας δεν συμμετέχουν πραγματικά. Το υλικό που θα πάρετε από αυτά δεν είναι αυθεντικό. Όταν δείτε τους ενήλικους - » Η φωνή της έσπασε και συνέχισε αποθαρρυμένη. «Τότε θα καταλάβετε τι εννοώ.» «Ας περιμένουμε» είπε η Μόλυ στον Νατ. Αναποφάσιστος ο Νατ γύρισε στον Τζιμ Πλανκ που του έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει», είπε στην κ. Κογκρόζιαν. «Αν μας υποσχεθείτε ότι θα μας πάρετε στην αίθουσα όπου συγκεντρώνονται. Και ότι θα φροντίσετε να μας δεχθούν.» «Ναι», είπε εκείνη. «Εντάξει. Ευχαριστώ κ. Φλίτζερ.» Αισθάνομαι ένοχος, είπε μέσα του ο Νατ. Φωναχτά όμως είπε. «Πολύ καλά. Και θα - » Η ενοχή του όμως τον πλημμύρισε. «Τι στο καλό, δεν είναι ανάγκη να μας φιλοξενήσετε. Θα μείνουμε στο Τζένερ.» «Θα το ήθελα πολύ», είπε η Μπεθ Κογκρόζιαν. «Νιώθω τρομερή μοναξιά εδώ. Χρειάζομαι λίγη παρέα, τώρα που λείπει και ο Ρίτσαρντ. Δεν ξέρετε τι σημαίνει για μένα να βλέπω πάλι ανθρώπους από - από τον έξω κόσμο.» Τα παιδιά, παίρνοντας είδηση τους μεγάλους, σταμάτησαν απότομα να τραγουδούν ντροπιασμένα, κι έμειναν να κοιτάζουν με ορθάνοιχτα μάτια τον Νατ, την Μόλυ και τον Τζιμ. Το πιο πιθανό είναι πως δεν θα κατάφερνα να τα ηχογραφήσω, συνειδητοποίησε ο Τζιμ. Τελικά δεν είχε χάσει τίποτε με την συμφωνία. «Σας τρομάζουν;» ρώτησε η Μπεθ Κογκρόζιαν. «Όχι. Όχι πραγματικά», είπε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους. «Η κυβέρνηση είναι εν γνώσει» του είπε. «Έχουν στείλει ένα σωρό
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
177
εθνολόγους και διάφορες άλλες ειδικότητες να ερευνήσουν το φαινόμενο. Όλοι λένε ότι αποδεικνύει ένα πράγμα: στους προϊστορικούς χρόνους, στην εποχή που προηγήθηκε της εμφάνισης του ανθρώπου του Κρο Μανιόν-» Σταμάτησε μη έχοντας το κουράγιο. «Έγιναν επιμιξίες», αποτέλειωσε την φράση της ο Νατ. «Όπως έδειξαν οι σκελετοί που βρέθηκαν στις σπηλιές του Ισραήλ.» «Ναι», έγνεψε εκείνη. «Ίσως αυτό να ισχύει για όλες τις υπο-φυλές. Αυτές που δεν επέζησαν. Απορροφήθηκαν από τον Homo Sapiens.» «Εγώ έχω μια άλλη θεωρία», είπε ο Νατ. «Πιο πιθανό μου φαίνεται αυτές οι καλούμενες υπο-φυλές να είναι μεταλλάξεις που έζησαν για κάποιο διάστημα και μετά εξαφανίστηκαν γιατί δεν είχαν τόσο καλή προσαρμογή. Ίσως να υπήρχαν προβλήματα ραδιενέργειας και τότε.» «Δεν συμφωνώ», είπε η Μπεθ Κογκρόζιαν. «Και οι έρευνες που έχουν γίνει με τον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ δείχνουν να με επαληθεύουν. Σύμφωνα με την δική σας θεωρία αποτελούν απλώς - γενετικές ανωμαλίες. Εγώ πιστεύω ότι είναι πραγματικές φυλές... Νομίζω ότι αναπτύχθηκαν ξεχωριστά από το αρχικό πρωτεύον, τον Προκόνσουλ, και αναμίχθηκαν τελικά όταν ο Homo Sapiens μετανάστευσε στους δικούς τους κυνηγότοπους.» «Θα μπορούσα να έχω άλλο ένα φλυτζάνι καφέ;» είπε η Μόλυ. «Κρυώνω.» Ανατρίχιασε. «Αυτή η υγρασία μου σπάει τα νεύρα.» «Ας γυρίσουμε στο σπίτι», συμφώνησε η Ι\/Ιπεθ Κογκρόζιαν. «Δεν είσαστε συνηθισμένοι σ' αυτόν τον καιρό. Καταλαβαίνω. Θυμάμαι πως ήταν όταν προωτοεγκατασταθήκαμε εδώ.» «Ο Πλούτος δεν γεννήθηκε εδώ;» παρατήρησε ο Νατ. «Όχι», έγνεψε εκείνη. «Ήρθαμε εδώ εξ αιτίας του.» «Δεν μπορούσε να τον αναλάβει το κράτος;» ρώτησε ο Νατ. «Διατηρούν ειδικά σχολεία για τα θύματα της ακτινοβολίας.» Απέφυγε να χρησιμοποιήσει την συνηθισμένη έκφραση εκτρώματατχ]^ ακτινοβολίας. «Σκεφθήκαμε ότι θα ήταν πιο ευτυχισμένος εδώ», είπε η Μπεθ Κογκρόζιαν. «Οι περισσότεροι από τους σαγονάδες, όπως ονομάζουν τους εαυτούς τους, ζουν εδώ. Έχουν έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου, τις τελευταίες δεκαετίες.» Μπήκαν και οι τέσσερις στο ζεστό, στεγνό σπίτι. «Είναι ένα πολύ χαριτωμένο αγοράκι, τελικά», είπε η Μόλυ. «Πολύ γλυκό και ευαίσθητο, παρά-» Η φωνή της έσπασε. «Το σαγόνι και το συρτό βάδισμα», εξήγησε ψύχραιμα η κ. Κογκρόζιαν «δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί πλήρως. Αυτό αρχίζει στα δεκατρία περίπου.» Έβαλε να ζεστάνει νερό για τον καφέ στην κουζίνα. Περίεργα πράγματα θα φέρουμε πίσω απ' αυτό το ταξίδι, σκέφτηκε
178
PHILIP Κ. DICK
μέσα του ο Νατ Φλίτζερ. Τόσο διαφορετικά από ότι περίμενε ο Λήο. Κι αναρωτιέμαι, σκέφτηκε, τι ανταπόκριση θα έχουν. Η γλυκειά κρυστάλλινη φωνή της Αμάντα Κόνερς από την ενδοσυνενόηση ξάφνιασε τον δρ. Ήγκον Σάπερμπ καθώς εξέταζε το πρόγραμμα των αυριανών του ραντεβού. «Κάποιος ζητάει να σας δει, γιατρέ. Ένας κ. Γσυάιλντερ Πέμπροκ.» Ο Γουάιλντερ Πέμπροκ! Ο δρ. Σάπερμπ ανακάθισε κι άφησε μηχανικά κατά μέρος το σημειωματάριο των ραντεβού του. Τι ήθελε αυτή την φορά ο αξιωματούχος της ΚΑ; Μια πηγαία, ενστικτώδης ανησυχία απλώθηκε μέσα του καθώς έλεγε στο μικρόφωνο. «Ένα λεπτό, παρακαλώ.» Μήπως ήλθε για να με κλείσει αναρωτήθηκε. Αν είναι έτσι, τότε πρέπει να μίλησα ήδη με αυτόν τον μοναδικό και ιδιαίτερο ασθενή χωρίς να το συνειδητοποιήσω. Αυτόν για χάρη του οποίου υπάρχω. Ή μάλλον προς ζημίαν του. Ιδρώτας ανάβλυσε στο μέτωπό του καθώς σκεφτόταν: τώρα λοιπόν τελειώνει και η δική μου καριέρα όπως των άλλων ψυχαναλυτών των ΗΠΕΑ. Τι θα κάνω τώρα; Μερικοί από τους συναδέλφους του είχαν καταφύγει σε κομμουνιστικές χώρες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι περνούσαν καλύτερα εκεί. Άλλοι είχαν μεταναστεύσει στην Σελήνη και τον Άρη. Και μερικοί - απρόβλεπτα πολλοί «μερικοί» - είχαν ζητήσει δουλειά στην A.G. Chemie, την οργάνωση που ευθυνόταν για την κατάργησή τους. Ήταν υπερβολικά νέος για να αποσυρθεί και πολύ γέρος για να μάθει άλλο επάγγελμα. Συνεπώς, σκέφθηκε με πίκρα, δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ούτε να συνεχίσω, ούτε να εγκαταλείψω. Ένας πραγματικός διπλός δεσμός σαν αυτόν που αντιμετωπίζουν συνήθως οι πελάτες μου. Τώρα ένιωθε περισσότερη συμπάθεια γι' αυτούς και τα αδιέξοδα στα οποία τους είχε οδηγήσει η ζωή τους. «Στείλε μέσα τον Διευθυντή Πέμπροκ», είπε τελικά στην Αμάντα. Ο αστυνομικός με τα σκληρά μάτια αλλά την ήρεμη ομιλία, μπήκε μέσα ντυμένος όπως πριν με συνηθισμένο κουστούμι, και κάθησε απέναντι από τον δρα Σάπερμπ. «Ωραία κοπέλα έχετε έξω», είπε ο Πέμπροκ και έγλειψε τα χείλη του. «Αναρωτιέμαι τι θα απογείνει. Ίσως θα -» «Τι θέλετε;» ρώτησε ο Σάπερμπ. «Μια απάντηση. Σε ένα ερώτημα.» Ο Πέμπροκ έγειρε πίσω, έβγαλε από την τσέπη του μια χρυσή τσιγαροθήκη, αντίκα του περασμένου αιώνα, κι άναψε το τσιγάρο με τον αναπτήρα του, αντίκα κι αυτόν. Φυσώντας τον καπνό σταύρωσε τα πόδια του ξαπλώνοντας πιο άνετα. «Ο
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
179
ασθενής σας, ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν», είπε τελικά «ανακάλυψε ότι μπορεί να αντεπιτεθεί.» «Εναντίον τίνος;» «Των καταπιεστών του. Εναντίον μας, φυσικά. Ή και οποιουδήποτε άλλου συναντάει μπροστά του. Αυτό που ζητώ να μάθω είναι το εξής: θέλω να συνεργαστώ με τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν αλλά πρέπει να προστατευθώ απ' αυτόν. Ειλικρινά τον φοβάμαι πολύ, αυτήν την στιγμή, γιατρέ, τον φοβάμαι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Και ξέρω καλά το γιατί - έχω χρησιμοποιήσει την συσκευή Λέσιγκερ και ξέρω πολύ καλά για τι πράγμα μιλάω. Ποιο είναι το κλειδί της συμπεριφοράς του; Πως μπορώ να τον κάνω -» ο Πέμπροκ έψαξε να βρει την λέξη του. Κάνοντας μια χειρονομία, είπε τελικά: «Αξιόπιστο; Καταλαβαίνεις, γιατρέ. Δεν έχω καμία διάθεση να με σηκώσει στον αέρα κάποιο πρωί που θα τσακωθούμε για ψιλοπράγματα, και να με χώσει τρία μέτρα κάτω από τη γη.» Το πρόσωπό του ήταν χλωμό και το σώμα του ήταν σφιγμένο και άκαμπτο. «Τώρα καταλαβαίνω ποιος είναι ο πελάτης που περίμενα», είπε ο δρ. Σάπερμπ ύστερα από μία παύση. «Μου είπατε ψέμματα για την αποτυχία. Δεν πρόκειται να αποτύχω. Απεναντίας είμαι ζωτικά απαραίτητος. Και ο πελάτης είναι απολύτως υγιής.» Ο Πέμπροκ τον κοίταξε επίμονα αλλά δεν είπε τίποτε. «Εσείς είστε ο πελάτης. Και το γνωρίζατε πολύ καλά από πάντα. Με παραπλανήσατε σκόπιμα. Από την αρχή.» Ύστερα από ένα διάστημα, ο Πέμπροκ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Και δεν πρόκειται για κυβερνητική υπόθεση», είπε ο Σάπερμπ. «Πρόκειται για δικό σας, προσωπικό σχέδιο. Δεν έχει να κάνει με την Νικόλ.» Όχι άμεσα τουλάχιστον, σκέφτηκε. «Πρόσεχε τα λόγια σου», είπε ο Πέμπροκ. Έβγαλε το υπηρεσιακό του περίστροφο και το άφησε χαλαρά πάνω στα πόδια του, κοντά στο χέρι του όμως. «Δεν μπορώ να σας πω πώς να ελέγξετε τον Κογκρόζιαν. Ούτε κι εγώ δεν μπορώ να το κάνω, όπως είδατε και μόνος σας.» «Εσύ όμως είσαι σε θέση να ξέρεις», είπε ο Πέμπροκ, «περισσότερο από κάθε άλλον, τουλάχιστον, αν μπορώ να εργαστώ μαζί του. Αυτό το ξέρεις σίγουρα.» Κοίταξε τον Σάπερμπ με μάτια καθαρά και επίμονα. Περιμένοντας. «Πρέπει να μου πείτε τι σκοπεύετε να του προτείνετε.» Ο Πέμπροκ σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε κατ' ευθείαν τον δρα Σάπερμπ. «Πες μου ποια είναι τα συναισθήματά του απέναντι στην Νικόλ.»
180
PHILIP Κ. DICK
«Είναι γι' αυτόν μια μορφή Μεγάλης Μητέρας. Όπως και για όλους μας άλλωστε.» «Μεγάλη Μητέρα», είπε σκύβοντας εμπρός με ενδιαφέρον ο Πέμπροκ. «Τι είναι αυτό;» «Η μεγάλη αρχέγονη μητέρα.» «Δηλαδή με άλλα λόγια την λατρεύει άνευ όρων. Είναι κάτι σαν θεά γι' αυτόν, όχι θνητή. Πώς θα αντιδρούσε -» Ο Πέμπροκ δίστασε. «Αν υποθέσουμε ότι ο Κογκρόζιαν γινόταν ξαφνικά Ge, πραγματικός Ge, και μάθαινε ένα από τα πιο απόρρητα κρατικά μυστικά: ότι η Νικόλ έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και ότι αυτή η υποτιθέμενη "Νικόλ", είναι στην ουσία μια ηθοποιός. Μια κοπέλα που λέγεται Κέητ Ρούπερτ.» Ο Σάπερμπ ένιωσε τα αυτιά του να βουίζουν. Κοίταξε τον Πέμπροκ και συνειδητοποίησε ένα πράγμα, με απόλυτη καθαρότητα και σιγουριά: μόλις τελείωνε αυτή η συζήτηση, ο Πέμπροκ θα τον σκότωνε. «Γιατί», είπε ο Πέμπροκ, «αυτή είναι η αλήθεια.» Μετά έχωσε ξανά το πιστόλι στην θήκη του. «Θα έχανε το δέος του απέναντι της, σ' αυτήν την περίπτωση; Θα γινόταν ικανός να - να συνεργαστεί;» «Ναι», είπε ύστερα από λίγο ο Σάπερμπ. «Θα το έχανε. Χωρίς καμιά αμφιβολία.» Ο Πέμπροκ χαλάρωσε. Έπαψε να τρέμει και το χρώμα ξαναγύρισε στο λιπόσαρκο φαρδύ πρόσωπό του. «Ωραία. Ελπίζω ότι μου λες την αλήθεια, γιατρέ, γιατί αν δεν είναι έτσι, θα ξανάρθω εδώ, ότι κι αν συμβεί, και θα σε σκοτώσω.» Σηκώθηκε όρθιος. «Γεια», είπε. «Εγώ -»είπε ο Σάπερμπ, «θα κλείσω τώρα;» «Φυσικά. Πώς αλλιώς;» είπε ο Πέμπροκ χαμογελώντας ατάραχα. «Μήπως οφελείς κανέναν. Το ξέρεις πολυ καλά, γιατρέ. Ο χρόνος σου τελείωσε. Διασκεδαστικό λογοπαίγνιο σε σχέση με -» «Κι αν επαναλάβω όσα μου είπατε εδώ μέσα;» «Σε παρακαλώ, κάντο. Θα μου διευκολύνεις πολύ τα πράγματα. Βλέπεις, γιατρέ, έχω σκοπό να δημοσιοποιήσω αυτό το συγκεκριμένο Geheimis στους Be. Και ταυτόχρονα η Karp und Sohnen θα αποκαλύψει το άλλο.» «Ποιο άλλο;» «Πρέπει να περιμένεις», είπε ο Πέμπροκ «ώσπου να θεωρήσουν τον εαυτό τους έτοιμο ο Άντον και ο Φήλιξ Καρπ.» Άνοιξε την πόρτα του γραφείου. «Θα ξαναειδωθούμε σύντομα, γιατρέ. Ευχαριστώ για την βοήθεια.» Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Μόλις τώρα, συνειδητοποίησε ο δρ. Σάπερμπ, έμαθα το πιο κρυφό μυστικό του κράτους. Είμαι στην πιό ψηλή βαθμίδα της κοινωνίας Ge. Μόνο που δεν έχει καμιά αξία. Γιατί δεν μπορώ, με κανένα τρόπο, να
TAOMOinWIATA
χρησιμοποιήσω την πληροφορία αυτή σαν μέσο για να κρατήσω την δουλειά μου. Κι αυτό είναι το μόνο που μετράει. Για μένα τουλάχιστον. Η καριέρα μου και τίποτε άλλο. Τίποτε, να πάρει η οργή! Ένιωσε ένα ορμητικό, άγριο, βίαιο μίσος για τον Πέμπροκ. Αν μπορούσα να τον σκοτώσω, συνειδητοποίησε, θα το έκανα. Αυτή την στιγμή. Θα τον έπαιρνα από πίσω «Γιατρέ», ακούστηκε η φωνή της Αμάντα από την ενδοσυννενόηση. «Ο κ. Πέμπροκ λέει ότι πρέπει να κλείσουμε.» Η φωνή της ράγισε. «Είναι αλήθεια; Νόμιζα ότι θα σας άφηναν να συνεχίσετε ακόμη λίγο.» «Είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Σάπερμπ. «Αυτό ήταν, τέλειωσε. Πάρε τηλέφωνο τους πελάτες μου, όσους είχαν ραντεβού μαζί μου και πέστους τι συμβαίνει.» «Μάλιστα, γιατρέ.» Δακρυσμένη η Αμάντα έκλεισε την γραμμή. Να τον πάρει ο διάβολος, είπε μέσα του ο Σάπερμπ. Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορώ να κάνω. Απολύτως τίποτε. Η ενδοσυννενόηση ζωντάνεψε ξανά καθώς η Αμάντα είπε διστακτικά. «Μου είπε και κάτι άλλο. Δεν θα σας το έλεγα - αλλά ήταν για μένα. Ήξερα ότι θα θυμώνατε.» «Τι είπε;» «Είπε ότι - ίσως θα μπορούσε να με χρησιμοποιήσει. Δεν μου είπε πώς αλλά ότι και να εννοούσε αισθάνθηκα -»Σταμάτησε για λίγο. «Αισθάνθηκα άσχημα», συμπλήρωσε. «Όπως ποτέ δεν έχω ξανααισθανθεί. Ποτέ, όποιος κι αν ήταν αυτός που με κοιτούσε ή μου μιλούσε. Ότι κι αν μου έλεγαν. Αυτό - ήταν διαφορετικό.» Ο Σάπερμπ σηκώθηκε βάδισε προς την πόρτα του γραφείου και την άνοιξε. Ο Πέμπροκ είχε φύγει φυσικά. Στον προθάλαμο είδε μόνο την Αμάντα Κόνερς καθισμένη στο γραφείο της να σκουπίζει τα μάτια της με ένα χαρτομάνδηλο. Ο Σάπερμπ προχώρησε προς την είσοδο του κτιρίου, την άνοιξε και κατέβηκε τα σκαλιά. Ξεκλείδωσε το πορτμπαγκάζ της παρκαρισμένης ρόδας του κι έβγαλε από μέσα την λαβή του γρύλου του. Κρατώντας την στο χέρι κατηφόρισε το πεζοδρόμιο. Ένιωσε τον ατσάλινο λοστό παγωμένο και γλυστερό στην σφιγμένη χούφτα του καθώς τα μάτια του έψαχναν για τον Διοικητή Πέμπροκ. Κάπου μακριά διέκρινε μια ζαρωμένη φιγούρα. Αλλοιωμένη προοπτική, συνειδητοποίησε ο δρ. Σάπερμπ. Τον κάνει να φαίνεται μικρόσωμος. Αλλά δεν είναι. Ο δρ. Σάπερμπ βάδιζε προς τον άνδρα της ΚΑ κρατώντας σφιχτά το λοστό του. Η μορφή του Πέμπροκ μεγάλωσε. Ο Πέμπροκ είχε στραμμένη αλλού την προσοχή του. Δεν ειδε τον Σά-
182
PHILIP Κ. DICK
περμπ να πλησιάζει. Ακίνητος crro κέντρο μιας ομάδας περαστικών, είχε τα μάτια καρφωμένα στους τίτλους που έδειχνε μια περιφερόμενη ειδησεομηχανή. Οι τίτλοι ήταν τεράστιοι, μαύροι και απειλητικοί. Ο δρ. Σάπερμπ τους είδε πλησιάζοντας και διέκρινε τις λέξεις. Βράδυνε το βήμα και κατέβασε τον λοστό ώσπου βρέθηκε να στέκεται κι αυτός σαν τους άλλους. «Οι Καρπ αποκαλύπτουν σοβαρό κρατικό μυστικό!» φώναξε η ειδησεομηχανή προς όλους όσους την άκουγαν. «Ο ντερ Άλτε είναι ένα ομοίωμα! Το επόμενο κατασκευάζεται ήδη!» Η ειδησεομηχανή ξεκίνησε πάλι προς αναζήτηση νέων πελατών. Εδώ κανείς δεν αγόραζε. Όλοι είχαν μαρμαρώσει. Ο δρ. Σάπερμπ ένιωθε σαν υπνοβάτης. Έκλεισε τα μάτια του λέγοντας μέσα του: δυσκολεύομαι να το πιστέψω αυτό. Δυσκολεύομαι αφάνταστα. «Υπάλληλος των Καρπ κλέβει τα σχέδια του επόμενου ομοιώματος ντερ Άλτε!» στρίγγλισε η ειδησεομηχανή από το επόμενο τετράγωνο. Η φωνή της αντηχούσε ανάμεσα στους τοίχους. «Τα σχέδια δημοσιεύονται!» Όλα αυτά τα χρόνια, σκέφτηκε ο δρ. Σάπερμπ, λατρεύαμε ένα ανδρείκελο. Ένα άψυχο πλάσμα χωρίς ζωή. Ανοίγοντας τα μάτια του είδε τον Γουάιλντερ Πέμπροκ," σκυμμένο σε μια γελοία στάση καθώς προσπαθούσε να ακούσει τις φωνές της μηχανής που ξεμάκραινε. Τον είδε να κάνει μερικά βήματα προς το μέρος της, σαν υπνωτισμένος. Καθώς ξεμάκραινε, η μορφή του μίκρυνε και πάλι. Πρέπει να τον πάρω από πίσω, συνειδητοποίησε ο δρ. Σάπερμπ. Να τον φέρω στο κανονικό μέγεθος, το πραγματικό ώστε να μπορώ να του κάνω αυτό που πρέπει. Η λαβή του γρύλου έγινε τόσο γλυστερή που μετά βίας κατάφερνε να την κρατήσει. «Πέμπροκ!» φώναξε. Η μορφή κοντοστάθηκε και χαμογέλασε με πένθιμο σαρκασμό. «Ώστε τώρα τα ξέρεις και τα δύο μυστικά. Η πληροφόρησή σου είναι μοναδική, Σάπερμπ.» Ο Πέμπροκ γύρισε και βάδισε προς το μέρος του. «Θα σου δώσω μια συμβουλή. Φώναξε ένα μηχανικό ρεπόρτερ και πες του και την δική σου είδηση. Φοβάσαι;» «Είναι - είναι τόσα πολλά, ξαφνικά», κατάφερε να πει ο Σάπερμπ. «Πρέπει να σκεφθώ.» Στα αυτιά του έφθανε ακόμη η φλυαρία της ειδησεομηχανής. Ένιωθε ζαλισμένος. «Τελικά όμως θα το πεις», είπε ο Πέμπροκ. Χαμογελώντας πάντα έβγαλε το υπηρεσιακό του περίστροφο και σημάδεψε τον κρόταφο του Σάπερμπ. «Σε διατάζω να το πεις, γιατρέ.» Βάδισε αργά καταπάνω στον
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
183
Σάπερμπ. «Δεν μένει άλλος χρόνος πια, γιατί η Karp und Sohnen έκανε ήδη την κίνησή της. Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή, γιατρέ, η Augenblick - όπως λένε οι Γερμανοί φίλοι μας. Δεν συμφωνείς;» «Θα - θα καλέσω ένα μηχανικό ρεπόρτερ», είπε ο Σάπερμπ. «Μην αποκαλύψεις την πηγή σου, γιατρέ. Θα έρθω μαζί σου μέσα για σιγουριά.» Ο Πέμπροκ υποχρέωσε τον Σάπερμπ να ανέβει τα σκαλιά του κτιρίου ως την είσοδο του ιατρείου του. «Πες απλώς ότι σου το εμπιστεύτηκε ένας πελάτης σου Ge αλλά ότι το θεώρησες υπερβολικά σημαντικό για να το κρατήσεις μυστικό.» «Εντάξει», έγνεψε ο Σάπερμπ. «Και μην ανησυχείς για την ψυχική επίδραση που θα έχει πάνω στο έθνος», είπε ο Πέμπροκ. «Πάνω στις μάζες των Be. Πιστεύω ότι θα καταφέρουν να το αντέξουν μόλις ξεπεράσουν το πρώτο σοκ. Φυσικά θα υπάρξει αντίδραση. Φαντάζομαι ότι το σημερινό σύστημα διακυβέρνησης θα καταρρεύσει, δεν συμφωνείς; Εννοώ με αυτό ότι δεν θα υπάρξουν άλλοι ντερ Άλτε ούτε άλλες "Νικόλ", ούτε διαχωρισμοί μεταξύ Ge και Be. Γιατί έτσι όλοι θα είμαστε Ge. Σωστά;» «Ναι», είπε ο Σάπερμπ καθώς διέσχιζαν βήμα το βήμα τον προθάλαμο μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Αμάντα Κόνερς που τους παρακολουθούσε άναυδη. «Το μόνο που με ανησυχεί πραγματικά», μουρμούρισε σαν να μονολογούσε ο Πέμπροκ «είναι η αντίδραση του Μπέρτολντ Γκολτς. Όλα τα άλλα ακολουθούν το δρόμο τους, αυτόν όμως τον παράγοντα δεν μπορώ να τον προβλέψω και πολύ καλά.» Ο Σάπερμπ κοντοστάθηκε και γύρισε στην Αμάντα. «Σε παρακαλώ, πάρε μου στο τηλέφωνο τον μηχανικό ρεπόρτερ των New York Times.» Σαστισμένη πάντα η Αμάντα σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό. Άσπρος σαν το χαρτί ο Μώρυ Φραουεντσίμερ ξεροκατάπιε, άφησε κάτω την εφημερίδα που διάβαζε και ψέλλισε στον Τσικ: «Ξέρεις ποιος από μας διέρρευσε την πληροφορία;» Το δέρμα κάτω από το σαγόνι του κρεμόταν άψυχο σαν ο θάνατος να το είχε ήδη νεκρώσει. «Εγώ-» «Ο αδελφός σου, ο Βινς. Αυτός που έφερες από τους Καρπ. Πάει, ξοφλήσαμε. Ο Βινς ενεργούσε για λογαριασμό των Καρπ. Δεν ήταν απολυμένος - ^σλτ-όςήταν.» Ο Μώρυ τσαλάκωσε την εφημερίδα και με τα δυο του χέρια. «Χριστέ μου, αν είχες προλάβει να μεταναστεύσεις. Αν είχες φύγει, δεν θα κατάφερνε ποτέ να μπει εδώ μέσα. Ποτέ δεν θα τον προσλάμβανα χωρίς το δικό σου οκέυ.» Σήκωσε τα πανικόβλητά του
184
PHILIP Κ. DICK
μάτια και κοίταξε με απόγνωση τον Τσικ. «Γιατί δεν σε άφησα να φύγεις;» Έξω από την Εταιρεία Φραουεντσίμερ η ειδησεομηχανή τσίριξε «... σοβαρό κυβερνητικό μυστικό! Ο ντερ Άλτε είναι ομοίωμα. Το επόμενο κατασκευάζεται ήδη!» ΐνίετά άρχισε να λέει τα ίδια από την αρχή, κατευθυνόμενη από τα κεντρικά της κυκλώματα. «Τσάκισε το», έκρωξε ο ΙνΙώρυ στον Τσικ. «Αυτό το μηχάνημα εκεί έξω. Πάρτο μακριά, για τ' όνομα του Θεού.» «Δεν φεύγει», είπε βραχνά ο Τσικ. «Προσπάθησα ήδη να το διώξω. Όταν το πρωτάκουσα.» Κοίταξαν ο ένας τον άλλον, ο Τσικ και το αφεντικό του, ο ΙνΙώρυ Φραουεντσίμερ, χωρίς να μπορεί κανείς τους να μιλήσει. Έτσι κι αλλιώς δεν είχαν τίποτε να πουν. Αυτό ήταν το τέλος της επιχείρησής τους. Ίσως και της ζωής τους. Στο τέλος ο ινΙώρυ είπε: «Αυτά τα πάρκιγκ του Λούνυ Λουκ. Οι μάντρες με τα σαράβαλα. Τις έκλεισε όλες η κυβέρνηση;» «Γιατί;» ρώτησε ο Τσικ. «Γιατί θέλω να μεταναστεύσω», είπε ο ινΙώρυ. «Πρέπει να φύγω από δω. Το ίδιο κι εσύ.» «Τις έκλεισε», είπε κουνώντας το κεφάλι ο Τσικ. «Ξέρεις τι είναι αυτό που συμβαίνει;» είπε ο Μώρυ. «Πραξικόπημα, ΐνΐια συνομωσία εναντίον της κυβέρνησης των ΗΠΕΑ, οργανωμένη από κάποιον, ή κάποιους. Αυτοί οι κάποιοι είναι του συστήματος, κι όχι απ' έξω σαν τον Γκολτς. Και δουλεύουν χέρι - χέρι με τα καρτέλ, με τους Καρπ το μεγαλύτερο από όλα τα καρτέλ. Έχουν τρομερή δύναμη. Δεν πρόκειται για μικροδιενέξεις. Δεν είναι ένας απλός, κοινός καυγάς.» Σκούπισε το κόκκινο και ιδρωμένο πρόσωπό του με το μαντήλι του. «Αισθάνομαι χάλια. Να πάρει η οργή, είμαστε κι εμείς ανακατεμένοι τώρα. Τα τσιράκια της ΚΑ θα εμφανιστούν όπου νά 'ναι.» «Ι\/Ια πρέπει να ξέρουν ότι δεν σκοπεύαμε -» «Δεν ξέρουν απολύτως τίποτε. Απλώς θα αρχίσουν να συλλαμβάνουν όποιον βρουν. Δεξιά και αριστερά.» ΐνΐια σειρήνα αντήχησε πέρα μακριά. Ο Μώρυ έστησε το αυτί του, τρομαγμένα.
XII
Αμέσως
μόλις κατάλαβε πώς είχε η κατάσταση, η Νικόλ Τιμποντώ έδωσε διαταγή να θανατωθεί ο Reichsmarschall Χέρμαν Γκαίριγκ. Έπρεπε να γίνει αυτό. Ίσως να είχε δεσμούς με τους στασιαστές. Έτσι κι αλλιώς πάντως η Νικόλ δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει. Πολλά σημαντικά πράγματα διακυβεύονταν. Σε μια κρυμμένη αυλή του Λευκού Οίκου ένα στρατιωτικό απόσπασμα από την κοντινή βάση εκτέλεσε την διαταγή. Η Νικόλ άκουσε τον χαμηλό, σχεδόν αδιόρατο ήχο των ισχυρών λέηζερ τουφεκιών τους ενώ μέσα της σκεφτόταν ότι το γεγονός αυτό - ο θάνατός του αποδείκνυε πόσο λίγη εξουσία είχε ο Γκαίριγκ στο Τρίτο Ράιχ. Γιατί ο θάνατός του δεν προκάλεσε καμία αλλοίωση στην δική της εποχή, στο παρόν. Καμία μεταβολή δεν συνέβη, ούτε η παραμικρή. Κι αυτό έλεγε πολλά για την δομή της κυβέρνησης στην ναζιστική Γερμανία. Μετά κάλεσε τον Διευθυντή της ΚΑ, τον Γουάιλντερ Πέμπροκ. «Θέλω μια αναφορά σχετικά με τις πηγές από τις οποίες αντλούν υποστήριξη οι Καρπ», του ζήτησε. «Πέρα από τους ίδιους πόρους τους. Είναι εμφανές ότι δεν θα προχωρούσαν στην κίνηση αυτή αν δεν ήταν σίγουροι ότι μπορούν να βασίζονται σε συμμάχους.» Κοίταξε τον κορυφαίο αξιωματούχο της ΚΑ με σκόπιμη και υπολογισμένα παρατεταμένη επιμονή. «Ποια είναι η θέση της Κρατικής Αστυνομίας.» Ο Γουάιλντερ Πέμπροκ απάντησε ήρεμα: «Είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τους συνωμότες.» Δεν έδειχνε ταραγμένος. Αντίθετα, σκέφτηκε η Νικόλ, φαινόταν πιο ψύχραιμος από τότι συνήθως. «Στην πραγματικότητα έχουμε ήδη αρχίσει να συλλαμβάνουμε κόσμο. Υπαλλήλους και στελέχη της Karp Werke και προσωπικό από το εργοστάσιο του Φραουεντσίμερ. Και οποιονδήποτε άλλο ενέχεται. Σ' αυτό μας βοηθάει και ο εξοπλισμός φον Λέσιγκερ.» «Γιατί δεν βρεθήκατε προετοιμασμένοι γι' αυτό μέσω της αρχής φον Λέσιγκερ;» ρώτησε κοφτά η Νικόλ. «Το γεγονός ήταν προβλεπόμενο, οπωσδήποτε. Μόνον όμως σαν απειροελάχιστη πιθανότητα. Μία στο εκατομμύριο, από όλα τα εναλλακτικά μέλλοντα. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε να -» «Απολύεστε», είπε η Νικόλ. «Στείλτε μέσα το επιτελείο σας. Θα διαλέξω νέο αστυνομικό διευθυντή ανάμεσα σ' αυτούς.»
186
PHILIP Κ. DICK
«Μ-μα την κάθε στιγμή», τραύλισε σαστισμένος και κατακόκκινος ο Πέμπροκ «υπάρχει και μια φουρνιά από επικίνδυνες πιθανότητες, τόσο απειλητικές που αν-» «Το ξέρατε όμως», είπε η Νικόλ, «ότι υπήρχαν κινήσεις εναντίον μου. Όταν αυτό το πράγμα, το αριανό ζώο με δάγκωσε, έπρεπε να είχατε υποψιαστεί κάτι. Κι έπρεπε να προετοιμαστείτε από εκεί και πέρα να αντιμετωπίσετε γενική επίθεση, γιατί το συμβάν αυτό ήταν η αρχή.» «Θέλετε να - πιάσουμε τον Λουκ;» «Δεν μπορείτε να τον πιάσετε τον Λουκ. Είναι στον Άρη. Ξέφυγαν όλοι, ακόμη κι εκείνοι οι δύο που ήρθαν εδώ, στον Λευκό Οίκο. Ο Λουκ πέρασε και τους πήρε.» Πέταξε την αναφορά στον Πέμπροκ. «Κι εξάλλου δεν έχετε πια την δικαιοδοσία.» Μια τεταμένη, δυσάρεστη σιωπή ακολούθησε. «Όταν με δάγκωσε αυτό το πράγμα», είπε η Νικόλ, «κατάλαβα ότι κάτι κακό μας περίμενε.» Από μια μεριά όμως ήταν καλό που την δάγκωσε. Την έκανε προσεχτική. Τώρα δεν θα ήταν εύκολο να την αιφνιδιάσει κανείς - βρισκόταν σε επιφυλακή και θα περνούσε πολύς καιρός πριν να μπορέσει κάτι, ή κάποιος - να την ξαναδαγκώσει. Μεταφορικά ή κυριολεκτικά. «Σας παρακαλώ, κ. Τιμποντώ -»άρχισε ο Πέμπροκ. «Όχι», είπε εκείνη. «Τσάμπα κλαίγεσαι. Είσαι άουτ. Πάει και τελείωσε.» Υπάρχει κάτι σε σένα που δεν το εμπιστεύομαι, είπε μέσα της. Ίσως φταίει που άφησες αυτό το παπούλα να μου ριχτεί. Αυτό σήμανε την αρχή της πτώσης σου, του ξυλώματός σου. Από τη στιγμή εκείνη άρχισα να σε υποψιάζομαι. Και παραλίγο, σκέφτηκε, θα σήμαινε και το δικό μου τέλος. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν εμφανίστηκε χαμογελώντας πλατιά. «Νικόλ, από την στιγμή που μετακόμισα αυτόν τον ψυχοχημικό της A.G. Chemie κάτω στα πλυντήρια, έγινα απολύτως ορατός. Είναι θαύμα!» «Πολύ ωραία, Ρίτσαρντ», είπε η Νικόλ. «Αυτή την στιγμή όμως έχουμε μια πολύ προσωπική συζήτηση. Ξαναέλα αργότερα.» Τη στιγμή αυτή ο Κογκρόζιαν πρόσεξε τον Πέμπροκ. Η έκφραση του προσώπου του άλλαξε μεμιάς. Έγινε εχθρική... παρατήρησε η Νικόλ και αναρωτήθηκε γιατί. Εχθρική - και φοβισμένη. «Ρίτσαρντ», είπε ξαφνικά, «θα σου άρεσε να γίνεις διευθυντής της ΚΑ; Ο άνθρωπος αυτός -» Έδειξε τον Γουάιλντερ Πέμπροκ, «μόλις απολύθηκε.» «Αστειεύεσαι», είπε ο Κογκρόζιαν. «Ναι», παραδέχτηκε εκείνη. «Κατά ένα τρόπο, τουλάχιστον. Κατά
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
187
έναν άλλο τρόπο όμως, όχι.» Τον είχε ανάγκη, τον Κογκρόζιαν αλλά με ποιο τρόπο; Πώς μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει, τον ίδιον και τις ικανότητές του. Δεν μπορούσε να βρει πώς. «Αν αλλάξετε γνώμη, κ. Τιμποντώ -»είπε ξερά ο Πέμπροκ. «Δεν πρόκειται», του απάντησε εκείνη. «Εν πάσει περιπτώσει», είπε ο Πέμπροκ με συγκρατημένη, προσποιητή φωνή, «ευχαρίστως θα επιστρέψω στην θέση μου για να σας υπηρετήσω.» Με αυτά τα λόγια βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του. «Ετοιμάζεται να κάνει κάτι», της είπε αμέσως ο Κογκρόζιαν. «Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος σου είναι πιστός και ποιος όχι σε τέτοιους καιρούς; Προσωπικά εγώ δεν του έχω εμπιστοσύνη. Νομίζω ότι αποτελεί μέρος ενός παγκόσμιου συνωμοτικού δικτύου που μηχανορραφεί εναντίον μου. Και εναντίον σου βέβαια», πρόσθεσε βιαστικά. «Τά 'χουν και με σένα, έτσι δεν είναι;» «Ναι, Ρίτσαρντ» είπε αναστενάζοντας η Νικόλ. Έξω από τον Λευκό Οίκο μια ειδησεομηχανή απήγγειλε το τσιριχτό της ποίημα. Η Νικόλ την άκουγε να αποκαλύπτει λεπτομέρειες γύρω από τον Ντίτερ Χόγκμπεν. Το μηχάνημα είχε τώρα στα χέρια του ολόκληρη την ιστορία και την εκμεταλλευόταν όπως νόμιζε. Η Νικόλ αναστέναξε ξανά. Το κυβερνητικό συμβούλιο, αυτές οι σκιώδεις, σκοτεινές μορφές που βρίσκονταν πίσω από κάθε κίνησή της θα είχαν ενεργοποιηθεί τώρα, σαν να ξυπνούσαν από βαθύ ύπνο. Αναρωτήθηκε τι σκόπευαν να κάνουν. Διέθεταν μεγάλη πείρα. Όλοι μαζί αριθμούσαν πολλά χρόνια. Σαν τα φίδια ήταν ψυχροί και σιωπηλοί, αλλά ζωντανοί. Σε πλήρη ετοιμότητα αν και πάντα κρυμμένοι απ τα βλέμματα. Αυτοί ποτέ δεν εμφανίζονταν στην τηλεόραση, ποτέ δενπρόσφεραν ξεναγήσεις στους επισκέπτες. Αυτή την στιγμή ευχήθηκε να μπορούσε να αλλάξει τη θέση της μαζί τους. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κάτι καινούργιο είχε συμβεί. Η ειδησεομηχανή αποκάλυπτε κάτι που την αφορούσε. Όχι τα περί του επόμενου ντερ Άλτε, τον Ντίτερ Χόγκμπεν, αλλά το άλλο απόρρητο Ge. Η ειδησεομηχανή - η Νικόλ πλησίασε στο παράθυρο για να ακούσει καλύτερα - έλεγε ότι... Έστησε αυτί να ακούσει. «Η Νικόλ έχει πεθάνει!» φώναζε το μηχάνημα. «Εδώ και χρόνια! Στη θέση της παρουσιάζεται η ηθοποιός Κέητ Ρούπερτ! Ολόκληρος ο κυβερνητικός μηχανισμός δεν είναι παρά μία απάτη, σύμφωνα με...» Η ειδησεομηχανή ξεμάκρυνε και η Νικόλ δεν μπόρεσε να ακούσει παρακάτω όσο και αν προσπάθησε.
188
PHILIP Κ. DICK
Με το πρόσωπο σφιγμένο από την σύγχιση και την δυσφορία ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν ρώτησε: «Τι-τιήταν αυτό που άκουσα Νικόλ; Έλεγε ότι είσαι νεκρή;» «Σου φαίνομαι νεκρή;» τον ρώτησε ξερά εκείνη. «Έλεγε όμως ότι μια ηθοποιός έχει πάρει τη θέση σου.» Ο Κογκρόζιαν την κοίταζε σαστισμένος προσπαθώντας απεγνωσμένα να καταλάβει. «Αυτό είσαι Νικόλ, μια ηθοποιός; Μια απάτη σαν τον ντερ Άλτε;» Συνέχισε να την κοιτάζει με αγωνία έτοιμος να ξεσπάσει σε γοερό και παραπονεμένο κλάμα. «Είναι απλώς μια ιστορία που σκάρωσαν οι φθηνές φυλλάδες», είπε κοφτά η Νικόλ. Μέσα της ένιωθε όμως παγωμένη. Μουδιασμένη από μια σκοτεινή, σωματική φρίκη. Όλα είχαν αποκαλυφθεί πια τώρα. Κάποιος υψηλόβαθμος Ge, κάποιος πολύ πιο μέσα στα πράγματα του Λευκού Οίκου από τους Καρπ, είχε διαρρεύσει αυτό το τελευταίο, μεγάλο μυστικό. Τώρα δεν είχε μείνει πια τίποτε κρυφό. Επομένως η διάκριση ανάμεσα στους πολλούς Be και στους λιγοστούς Ge είχε καταργηθεί. Ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα και ο Γκαρθ ΜακΡέη μπήκε μέσα σκυθρωπός χωρίς να περιμένει. Κρατούσε ένα αντίγραφο των New York Times. «Αυτός ο ψυχαναλυτής, ο Ήγκον Σάπερμπ έδωσε την πληροφορία σε ένα μηχανικό ρεπόρτερ», είπε στην Νικόλ. «Μου είναι αδύνατο να φανταστώ πώς το ανακάλυψε - δεν είχε καμιά δυνατότητα να γνωρίζει από πρώτο χέρι για σας. Προφανώς κάποιος του απεκάλυψε το μυστικό επίτηδες.» Μελέτησε την εφημερίδα, ρουφώντας τα χείλη του. «Ένας πελάτης. Ένας πελάτης Ge του το εμπιστεύτηκε κι αυτός κάλεσε την εφημερίδα για λόγους που ίσως δεν μάθουμε ποτέ.» «Είναι περιττό, φαντάζομαι, να τον συλλάβουμε τώρα. Θα ήθελα όμως να μάθω ποιος τον χρησιμοποιεί. Αυτό με ενδιαφέρει.» Ήταν σίγουρα μια μάταιη επιθυμία, καταδικασμένη να μείνει απραγματοποίητη. Κατά πάσα πιθανότητα ο Ήγκον Σάπερμπ δεν θα έλεγε ποτέ. Θα ισχυριζόταν ότι ήταν επαγγελματικό μυστικό, κάτι που του είχαν εκμυστηρευτεί με απόλυτη και ιερή μυστικότητα. Θα υποστήριζε ότι δεν ήθελε να εκθέσει τον πελάτη του. «Ούτε κι ο Μπέρτολντ Γκολτς δεν το ήξερε αυτό», είπε ο ΜακΡέη. «Παρά το γεγονός ότι πηγαινοέρχεται κατά βούληση εδώ μέσα.» «Αυτό που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τώρα», είπε η Νικόλ, «είναι την απαίτηση για γενικές εκλογές.» Και σίγουρα δεν θα εκλεγόταν εκείνη, ύστερα από αυτήν την αποκάλυψη. Αναρωτήθηκε αν ο Έπστην, ο Γενικός Εισαγγελέας θα το θεωρούσε καθήκον του να κινήσει δίωξη εναντίον της. Μπορούσε να στηρίζεται στον Στρατό βέβαια, αλλά ποια
TAOwiOinMATA
1M
θέση θα έπαιρνε το Ανώτατο Δικαστήριο; Μπορεί να αποφάσιζε ότι η εξουσία της δεν ήταν νόμιμη. Ίσως αυτό ακριβώς να έκανε τούτη την στιγμή. Το κυβερνητικό συμβούλιο όφειλε να βγει στο προσκήνιο τώρα. Να παραδεχθεί δημοσίως ότι αυτό ασκούσε την κυβερνητική εξουσία και κανείς άλλος. Μόνο που το συμβούλιο δεν είχε ψηφιστεί ποτέ και δεν είχε καμιά νόμιμη αρμοδιότητα. Ήταν εξ ολοκλήρου παρακρατικό. Ο Γκολτς θα μπορούσε να πει, εντελώς νόμιμα, ότι είχε τα ίδια δικαιώματα να κυβερνά όπως και το συμβούλιο. Ίσως και περισσότερα. Γιατί ο Γκολτς και τα Τέκνα του Ιώβ είχαν λαϊκό έρεισμα. Ευχήθηκε ξαφνικά να είχε μάθει περισσότερα πράγματα για το συμβούλιο, όλα αυτά τα χρόνια. Να ήξερε ποιοι το αποτελούσαν, πώς ήταν, και τι σκοπούς είχαν. Στην πραγματικότητα δεν το είχε δει ποτέ να συνεδριάζει. Επικοινωνούσε μαζί του έμμεσα, περνώντας από περίπλοκα συστήματα προκάλυψης. «Νομίζω», είπε στον Γκαρθ ΜακΡέη, «ότι το καλύτερο είναι να εμφανιστώ μπροστά στις κάμερες και να απευθυνθώ στο έθνος. Όταν με δουν προσωπικά ίσως να πάρουν την είδηση πιο ελαφρά.» Ίσως η δύναμη της παρουσία της, η μαγική ακτινοβολία της εικόνας της, να υπερίσχυε. Στο κάτω κάτω ο κόσμος αυτήν είχε συνηθίσει να βλέπει. Πίστευαν σ' αυτήν έχοντας υποστεί εξάρτηση δεκαετιών. Η επιβεβαιωμένη από την παράδοση θεωρία του καρότου και του μαστίγιου ίσως να λειτουργούσε ακόμη, τουλάχιστον σε περιορισμένο βαθμό. Τουλάχιστον εν μέρει. Θα πιστέψουν, αποφάσισε η Νικόλ, αν θέλουν^α πιστέψουν. Παρά τα νέα που διαλαλούν οι ειδησεομηχανές. Αυτοί οι ψυχροί, απρόσωποι φορείς της «αλήθειας». Του στεγνού ρεαλισμού, χωρίς την ανθρώπινη υποκειμενικότητα. «Θα συνεχίσω την προσπάθεια», είπε στον Γκαρθ ΜακΡέη. Όλη αυτή την ώρα ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν την παρακολουθούσε επίμονα σαν να μην μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της. Τώρα της είπε βραχνά. «Δεν το πιστεύω, Νικόλ. Είσαι πραγματική, δεν είναι έτσι; Σε βλέπω, άρα πρέπει να είσαι πραγματική.» Η σύγχυσή του τον έκανε θλιβερό. «Είμαι πραγματική», του είπε νιώθοντας λυπημένη. Πολλοί άνθρωποι βρίσκονταν τώρα στην θέση του Κογκρόζιαν: προσπαθούσαν απεγνωσμένα να διατηρήσουν ακέραιη, αναλλοίωτη την εικόνα της που είχαν συνηθίσει. Όμως - ήταν αρκετό αυτό;
190
PHILIP Κ. DICK
Πόσοι άνθρωποι μπορούσαν, σαν τον Κογκρόζιαν,να έρθουν σε ρήξη με την αρχή της πραγματικότητας; Να πιστέψουν σε κάτι που ήξεραν ότι ήταν ψευδαίσθηση; Στο κάτω κάτω ελάχιστοι ήταν αυτοί που ήταν άρρωστοι σαν τον Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. Για να μείνει στην εξουσία έπρεπε να κυβερνά πάνω ο' ένα λαό ψυχασθενών. Κι αυτή η ιδέα δεν την ενθουσίαζε. Η πόρτα άνοιξε και η μικροκαμωμένη φιγούρα της Τζάνετ Ρέημερ εμφανίστηκε με ύφος σοβαρό στο κατώφλι. «Νικόλ, έλα μαζί μου, σε παρακαλώ.» Η φωνή της ήταν ξερή και αδύναμη. Αλλά επιτακτική. Η Νικόλ σηκώθηκε. Το συμβούλιο ζητούσε να την δει. Όπως το συνήθιζαν ενεργούσαν μέσω του εκπροσώπου τους, της Τζάνετ Ρέημερ. «Εντάξει», είπε η Νικόλ. Και γυρίζοντας στον Κογκρόζιαν και στον Γκαρθ ΜακΡέη πρόσθεσε: «Με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω. Γκαρθ θέλω να πάρετε προσωρινά την θέση του Διευθυντή της ΚΑ. Ο Γουάιλντερ Πέμπροκ απεπέμφθη - τον απέλυσα λίγο πριν μπεις μέσα. Σας έχω εμπιστοσύνη.» Προσπερνώντας τους ακολούθησε την Τζάνετ Ρέημερ στο διάδρομο. Η Τζάνετ βάδιζε γρήγορα και χρειάστηκε να βιάσει το βήμα για να την φθάσει. Κουνώντας απελπισμένα τα χέρια του ο Κογκρόζιαν φώναξε ξοπίσω της: «Αν δεν υπάρχεις εσύ τότε θα ξαναγίνω αόρατος - ή κάτι πολύ χειρότερο!» Η Νικόλ συνέχισε το δρόμο της. «Φοβάμαι», φώναξε ο Κογκρόζιαν «το τι μπορώ να κάνω! Δεν θέλω να συμβεί!» Έκανε μερικά βήματα στο διάδρομο πίσω της. «Σε παρακαλώ, βοήθησέ με! Πριν είναι πολύ αργά!» Δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτε γΓ αυτόν. Δεν γύρισε ούτε να τον κοιτάξει. Η Τζάνετ την οδήγησε στο ασανσέρ. «Αυτή τη φορά σε περιμένουν δυο επίπεδα πιο κάτω», της είπε. «Είναι μαζεμένοι και οι εννέα. Έκριναν ότι η σοβαρότητα της καταστάσεως απαιτεί να συναντηθείτε πρόσωπο με πρόσωπο αυτή τη φορά.» Το ασανσέρ κατέβηκε αργά. Η Νικόλ βγήκε έξω και ακολούθησε την Τζάνετ μπαίνοντας σ' αυτό που στον προηγούμενο αιώνα αποτελούσε το αντιατομικό καταφύγιο του Λευκού Οίκου. Τα φώτα του ήταν αναμένα και πίσω από το μακρύ δρύινο τραπέζι, είδε καθισμένους έξι άνδρες και τρεις γυναίκες. Όλοι πλην ενός της ήταν άγνωστοι, πρόσωπα κενά και απολύτως ξένα. Στο κέντρο τους όμως διέκρινε, προς μεγάλη της έκπληξη, έναν άνδρα που γνώριζε. Από την θέση που καθόταν έδειχνε να είναι ο πρόεδρος του
ΤΑ OMOIDMATA
^
συμβουλίου. Άλλωστε και ο τρόπος του ήταν λίγο πιο επιβλητικός, πιο σίγουρος από των άλλων. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Μπέρτολντ Γκολτς. «Εσύ», είπε η Νικόλ «ο δημόσιος ταραχοποιός. Ποτέ δεν θα το φανταζόμουνα αυτό.» Ένιωθε κουρασμένη και τρομαγμένη. Με κινήσεις διστακτικές κάθησε σε μια ξύλινη καρέκλα με όρθια ράχη, απέναντι στα εννέα μέλη του συμβουλίου. Ο Γκολτς την κοίταξε αυστηρά: «Ξέρατε όμως ότι είχα πρόσβαση στον εξοπλισμό φον Λέσιγκερ. Και ότι κάθε συσκευή ταξιδιού μέσα στον χρόνο ανήκει μονοπωλιακά στην κυβέρνηση. Επομένως ήταν φανερό ότι είχα κάποιες επαφές σε πολύ ψηλό επίπεδο. Όλα αυτά πάντως δεν έχουν σημασία τώρα. Έχουμε πιο σοβαρά πράγματα να συζητήσουμε.» «Εγώ ανεβαίνω πάλι επάνω», είπε η Τζάνετ Ρέημερ. «Ναι, ευχαριστώ», είπε γνέφοντας ο Γκολτς. Και γυρίζοντας προς την Νικόλ είπε αυστηρά: «Είστε μια μάλλον ανόητη κοπέλα, Κέητ. Τι να γίνει όμως, θα εργαστούμε με τα δεδομένα που διαθέτουμε. Η συσκευή φον Λέσιγκερ δείχνει ένα εξαιρετικά πιθανό εναλλακτικό μέλλον στο οποίο ο Αστυνομικός Διευθυντής Πέμπροκ κυβερνά σαν απόλυτος δικτάτορας. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Γουάιλντερ Πέμπροκ είναι ανακατεμένος στην απόπειρα των Καρπ να σας ανατρέψουν. Νομίζω ότι θα έπρεπε να τον αποσύρετε αμέσως από τα καθήκοντά του και να τον τουφεκίσετε.» «Τον έδιωξα», είπε η Νικόλ. «Πριν από δέκα λεπτά μόλις απολύθηκε.» «Και τον αφήσατε να φύγει;» ρώτησε ένα από τα θηλυκά μέλη του συμβουλίου. «Ναι», παραδέχτηκε απρόθυμα η Νικόλ. «Είναι επομένως πολύ αργά τώρα για να τον θέσουμε υπό κράτηση», είπε ο Γκολτς. «Ας συνεχίσουμε λοιπόν. Νικόλ η πρώτη σας κίνηση πρέπει να είναι ενάντια στα δύο τερατώδη καρτέλ, την Karp Werke και την A.G. Chemie. Ο Άντον και ο Φήλιξ Καρπ είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Έχουμε δει διάφορα εναλλακτικά μέλλοντα όπου καταφέρνουν να σας βγάλουν από τη μέση και να καταλάβουν την εξουσία - τουλάχιστον για μια δεκαετία. Αυτό πρέπει να το εμποδίσουμε πάσει θυσία, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο κάνουμε ή δεν κάνουμε.» «Εντάξει», είπε η Νικόλ γνέφοντας ότι συμφωνεί. Η ιδέα της φαινόταν σωστή. Έτσι κι αλλιώς σκόπευε να ενεργήσει εναντίον των Καρπ χωρίς την συμβουλή αυτών των ατόμων. «Το ύφος σας», είπε ο Γκολτς, «δείχνει ότι μας θεωρείτει κάπως πε-
192
PHILIP Κ. DICK
ριττούς. Στην πραγματικότητα όμως μας έχετε ανάγκη και πολύ. Εμείς θα σας πούμε πως θα σώσετε την ζωή σας, και τη θέση σας. Χωρίς εμάς πέστε πως είστε νεκρή από τώρα. Παρακαλώ, πιστέψτε με. Έχουμε κάνει χρήση της συσκευής φον Λέσιγκερ και ξέρουμε τι λέμε.» «Απλώς δεν μπορώ να συνηθίσω στην ιδέα ότι εσύ είσαι επικεφαλής», είπε η Νικόλ στον Μπέρτολντ Γκολτς. «Κι όμως εγώ ήμουνα από πάντα», είπε ο Γκολτς. «Εσείς δεν το ξέρατε. Τίποτε δεν έχει αλλάξει πέρα από το γεγονός ότι εσείς το μάθατε μόλις τώρα κι αυτό είναι πολύ δευτερεύον στην όλη υπόθεση Κέητ. Τώρα πέστε μου, θέλετε να σώσετε την ζωή σας; Θέλετε να ακολουθήσετε τις οδηγίες μας; Ή θέλετε να σας στήσουν στον τοίχρ ο Γουάιλντερ Πέμπροκ και οι Καρπ και να σας εκτελέσουν;» Ο τόνος του ήταν σκληρός. «Φυσικά θα συνεργαστώ μαζί σας», είπε η Νικόλ. «Πολύ καλά», έγνεψε ο Γκολτς κι έριξε μια ματιά στους συναδέλφους του.«Η πρώτη διαταγή που θα εκδόσετε - μέσω του Ρούντι Καλμπφλάις φυσικά - θα αφορά την κρατικοποίηση της Karp und Sohnen Werke και όλων των παραρτημάτων της στις ΗΠΕΑ. Από εδώ και στο εξής όλη η περιουσία των Καρπ θα αποτελεί ιδιοκτησία της κυβέρνησης των ΗΠΕΑ. Δόστε αμέσως στους στρατιωτικούς την εντολή να καταλάβουν τα διάφορα παραρτήματα των Καρπ με μονάδες ενόπλων και ίσως κάποια βαρύτερα φορητά όπλα. Η ενέργεια αυτή πρέπει να γίνει αμέσως, ει δυνατόν πριν από την αποψινή νύχτα.» «Εντάξει», είπε η Νικόλ. «Ορισμένοι στρατηγοί του πεζικού, τρεις ή τέσσερις τουλάχιστον θα πρέπει να σταλούν στις κεντρικές εγκαταστάσεις των Καρπ στο Βερολίνο, και να συλλάβουν προσωπικά την οικογένεια Καρπ. Θα τους μεταφέρουν στην πλησιέστερη στρατιωτική βάση θα τους περάσουν από στρατοδικείο και θα τους εκτελέσουν επιτόπου, απόψε κι αυτό. Όσο για τον Πέμπροκ ίσως είναι καλύτερα να στείλουν τα Τέκνα του Ιώβ μια ομάδα δολοφόνων κομάντο να τον βρουν. Θα αφήσουμε τον στρατό έξω από αυτή την πλευρά της υποθέσεως.» Ο τόνος του Γκολτς άλλαξε. «Τι σημαίνει αυτή η έκφραση στο πρόσωπό σας, Κέητ;» «Έχω πονοκέφαλο», είπε η Κέητ. «Και πάψε να με φωνάζεις Κέητ. Όσον καιρό παραμένω στην εξουσία πρέπει να συνεχίσεις να με φωνάζεις Νικόλ.» «Όλη αυτή η κατάσταση σας στενοχωρεί, δεν είναι έτσι;» «Ναι», είπε εκείνη. «Δεν θέλω να δολοφονήσω κανέναν, ούτε καν τον Πέμπροκ ή τους Καρπ. Ο Reichsmarschall ήταν αρκετός για μένα-παραπάνω από αρκετός. Ακόμη και αυτούς τους δύο παίχτες κανάτας που
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
193
έφεραν το παπούλα στον Λευκό Οίκο για να με δαγκώσει, κατ' εντολή του Λούνυ Λουκ, δεν τους εκτέλεσα. Τους άφησα να μεταναστεύσουν στον Άρη.» «Δεν μπορούμε να τα χειριστούμε όλα κατ' αυτόν τον τρόπο.» «Προφανώς», συμφώνησε η Νικόλ. Πίσω από την Νικόλ η πόρτα του καταφυγίου άνοιξε. Γύρισε περιμένοντας να δει την Τζάνετ Ρέημερ. Ο Γουάιλντερ Πέμπροκ με μια ομάδα ανδρών της ΚΑ, στεκόταν στο κατώφλι με το πιστόλι στο χέρι. «Συλλαμβάνεστε όλοι», είπε. «Όλη η παρέα.» Ο Γκολτς τινάχτηκε όρθιος βάζοντας το χέρι μέσα στο σακάκι του. Ο Πέμπροκ τον πυροβόλησε αστραπιαία. Ο Γκολτς έγειρε προς τα πίσω, αρπάχτηκε από την πολυθρόνα του που χτύπησε δυνατά αναποδογυρίζοντας, κι έπεσε νεκρός πίσω από το δρύινο τραπέζι. Κανείς άλλος δεν κινήθηκε. Ο Πέμπροκ γύρισε στην Νικόλ. «Θα έρθεις μαζί μου επάνω και θα παρουσιαστείς στην τηλεόραση. Αμέσως.» Κούνησε προς το μέρος της το πιστόλι του που έτρεμε. «Κάνε γρήγορα! Το πρόγραμμα αρχίζει σε δέκα λεπτά.» Κατάφερε να βγάλει από την τσέπη του ένα πολυδιπλωμένο φύλο χαρτί. «Να τι θα πεις.» Και πρόσθεσε με μια γκριμάτσα που έμοιαζε με τικ. «Είναι η παραίτησή σου από το αξίωμα, ή καλύτερα το δήθεν αξίωμα. Θα ομολογήσεις ότι και οι δύο ιστορίες αληθεύουν και αυτή για τον ντερ Άλτε και αυτή για τον εαυτό σου.» «Υπέρ ποίου παραιτούμαι;» Η φωνή της ακούστηκε αδύναμη στα αυτιά της. Τουλάχιστον όμως δεν ήταν ικετευτική. Χάρηκε γι' αυτό. «Μια αστυνομική επιτροπή εκτάκτου ανάγκης», είπε ο Πέμπροκ. «Που θα διεξάγει τις επόμενες γενικές εκλογές και μετά βεβαίως θα παραιτηθεί.» Τα αποσβολωμένα υπόλοιπα οχτώ μέλη του συμβουλίου ξεκίνησαν παθητικά να ακολουθήσουν την Νικόλ. «Όχι», τους είπε ο Πέμπροκ. «Εσείς θα μείνετε εδώ.» Το πρόσωπο του ήταν άσπρο. «Με τους αστυνομικούς.» «Ξέρεις τι πρόκειται να μας κάνει φαντάζομαι», είπε ένα από τα μέλη του συμβουλίου στην Νικόλ. «Έδοσε διαταγή να μας σκοτώσουν.» Η φωνή του μόλις που ακουγόταν. «Δεν είναι σε θέση να το εμποδίσει», είπε ο Πέμπροκ και κούνησε ξανά το πιστόλι του στην Νικόλ. «Το είχαμε προβλέψει αυτό με την συσκευή Λέσιγκερ», είπε στην Νικόλ το θηλυκό μέλος του συμβουλίου. «Δεν μπορούσαμε όμως να πιστέψουμε ότι θα συμβεί. Ο Μπέρτολντ το απέρριψε ως ελάχιστα πιθα-
194
PHILIP Κ. DICK
νό. Νομίζαμε ότι τέτοιες πρακτικές είχαν σθύσει από καιρό.» Η Νικόλ μπήκε μαζί με τον Πέμπροκ στο ασανσέρ και ανέβηκαν μαζί ως το ισόγειο. «Μην τους εκτελέσεις», είπε η Νικόλ. «Σε παρακαλώ.» Ο Πέμπροκ κοίταξε το ρολόι του. «Τώρα θα πρέπει να είναι ήδη νεκροί.» Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν. Η καμπίνα είχε σταματήσει. «Πήγαινε κατ' ευθείαν στο γραφείο σου», την διέταξε ο Πέμπροκ. «Θα απαγγείλεις την ομιλία σου από εκεί. Δεν σου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι το συμβούλιο δεν πήρε στα σοβαρά την μικρή έστω, πιθανότητα να τους αιφνιδιάσω εγώ πρώτος; Ήταν τόσο σίγουροι για την απόλυτη δύναμή τους που υπέθεσαν ότι θα με έστελναν σαν το πρόβατο στην σφαγή. Αμφιβάλλω αν έκαναν τον κόπο να προερευνήσουν αυτές τις τελευταίες στιγμές. Πρέπει να γνώριζαν ότι υπήρχαν αρκετές πιθανότητες να πάρω την εξουσία αλλά δεν παρακολούθησαν την κατάσταση ώστε να μάθουν ^ώςακριβώς.» «Δεν πιστεύω», είπε η Νικόλ, «ότι μπορεί να στάθηκαν τόσο επιπόλαιοι. Παρά τα όσα είπαν και εκείνοι και εσύ. Έχοντας στην διάθεσή τους την συσκευή φον Λέσιγκερ -»Της φαινόταν αδιανόητο πώς ο Μπέρτολντ Γκολτς και οι άλλοι να άφησαν έτσι απλά να τους εξοντώσουν. Λογικά έπρεπε να είναι απρόσβλητοι. «Φοβήθηκαν», είπε ο Πέμπροκ «και ο φοβισμένος άνθρωπος χάνει την ικανότητα της σκέψης.» Μπροστά τους βρισκόταν το γραφείο της Νικόλ. Μια ακίνητη μορφή κείτονταν στο πάτωμα μπροστά στο κατώφλι. Ήταν η Τζάνετ Ρέημερ. «Αναγκαστήκαμε να προβούμε σ' αυτήν την πράξη» άρχισε ο Πέμπροκ. «Ή μάλλον όχι, ας είμαστε ειλικρινείς - θέλαμε και την κάναμε. Ας πούμε επιτέλους την αλήθεια μεταξύ μας. Όχι, τίποτε δε με ανάγκαΟϋ. Η εξόντωση της Μις Ρέημερ ήταν μια πράξη ελεύθερης και απολαυστικής βούλησης.» Δρασκέλισε το πτώμα της Τζάνετ και άνοιξε την πόρτα του γραφείου της Νικόλ. Στη μέση του γραφείου στεκόταν ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν. «Κάτι τρομερό μου συμβαίνει», θρήνησε ο Κογκρόζιαν μόλις τους αντίκρυσε. «Δεν μπορώ πια να κρατήσω τον εαυτό μου χωριστό από το περιβάλλον. Διανοείστε πώς αισθάνομαι; Είναι τρομερό!» Τους πλησίασε τρέμοντας σαν το φύλλο. Τα μάτια του γούρλωναν με απερίγραπτο φόβο και ο ιδρώτας έλουζε τον λαιμό, το μέτωπο και τα χέρια του.« Καταλαβαίνετε;» «Αργότερα», του είπε νευρικά ο Πέμπροκ. Η Νικόλ είδε και πάλι το
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
195
τικ, την αθέλητη γκριμάτσα. Μετά ο Πέμπροκ γύρισε σ' αυτήν. «Κατ' αρχήν θέλω να διαβάσεις το υλικό που σου έδωσα. Αρχίνα αμέσως.» Κοίταξε για άλλη μια φορά το ρολόι του. «Οι τεχνικοί της τηλεόρασης θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ και στημένοι έτοιμοι..» «Τους έδιωξα εγώ», είπε ο Κογκρόζιαν. «Έκαναν τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα για μένα. Κοιτάξτε - το βλέπετε το γραφείο; Τώρα είμαι μέρος του γραφείου κι αυτό είναι μέρος μου! Προσέξτε με και θα σας δείξω.» Κοίταξε παρατεταμένα το γραφείο ενώ το στόμα του κουνιόταν. Πάνω στο γραφείο ένα βάζο με ανοιχτόχρωμα τριαντάφυλλα σηκώθηκε και κινήθηκε στον αέρα προς το μέρος του Κογκρόζιαν. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, το βάζο πέρασε μέσα στο στήθος του Κογκρόζιαν και εξαφανίστηκε. «Είναι μέσα μου τώρα», ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή εκείνος. «Το απορρόφησα. Τώρα έχει γίνει εγώ. Και-» Έδειξε το γραφείο. «Και εγώ είμαι αυτό!» Στο σημείο που ήταν προηγουμένως το βάζο η Νικόλ είδε να αποκτάει πυκνότητα, μάζα και χρώμα, ένα μπερδεμένο συνοθήλευμα από οργανική ύλη, λείους κόκκινους σωλήνες και κάτι που έμοιαζε με κομμάτια του ενδοκρινούς συστήματος. Είναι ένα μέρος, συνειδητοποίησε, από την εσωτερική ανατομία του Κογκρόζιαν, ίσως η σπλήνα του και το κυκλοφοριακό σύστημα που την τροφοδοτούσε. Το όργανο αυτό, ότι και να ήταν, παλλόταν ρυθμικά. Ήταν ζωντανό και δραστήριο. Πόσο περίπλοκο είναι, σκέφτηκε η Νικόλ. Δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια της από πάνω του. Ακόμη και ο Γουάιλντερ Πέμπροκ το κοίταζε καθηλωμένος. «Γυρίζω τα μέσα έξω», κραύγασε απελπισμένα ο Κογκρόζιαν. «Αν συνεχιστεί αυτό, σε λίγο θα περιβάλλω ολόκληρο το σύμπαν και οτιδήποτε περιέχεται σ' αυτό και το μόνο πράγμα που θα βρίσκεται απ' έξω μου θα είναι εσωτερικά μου όργανα - και τότε, κατά πάσα πιθανότητα θα πεθάνω!» «Άκου εδώ, Κογκρόζιαν», του είπε απότομα ο Πέμπροκ γυρίζοντας το πιστόλι του πάνω στον ψυχοκινητιστή πιανίστα.«Γιατί έδιωξες το συνεργείο της TV; Τους χρειάζομαι εδώ. Η Νικόλ πρόκειται να βγάλει λόγο στο έθνος. Πήγαινε να τους πεις να γυρίσουν.» Έκανε νόημα στον Κογκρόζιαν με το πιστόλι. «Ή βρες κάποιον υπάλληλο του Λευκού Οίκου που να-» Η φωνή του κόπηκε. Το όπλο είχε εγκαταλείψει το χέρι του. «Βοήθεια!» ούρλιαξε ο Κογκρόζιαν. «Γίνεται εγώ κι εγώ αναγκάζομαι να γίνω αυτό!» Το όπλο εξαφανίστηκε μέσα στο σώμα του Κογκρόζιαν. Στο χέρι του Πέμπροκ εμφανίστηκε μια ρόδινη, σπογγώδης μάζα από
196
PHILIP Κ. DICK
πνευμονικούς ιστούς. Ο Πέμπροκ τίναξε αυτοματικά το χέρι του και ο Κογκρόζιαν ούρλιαξε από τον πόνο. Η Νικόλ έκλεισε τα μάτια της. «Ρίτσαρντ» είπε γεμάτη αγωνία. «Σταμάτα. Προσπάθησε να συγκρατηθείς.» «Ναι, βέβαια», είπε ο Κογκρόζιαν γελώντας υστερικά. «Μπορώ να συγκρατηθώ, μπορώ να μαζέψω τα κομμάτια μου και τα ζωτικά μου όργανα που είναι σπαρμένα τριγύρω και να τα συγκρατήσω όλα μαζί. Ίσως μάλιστα να καταφέρω να τα ξαναχώσω μέσα.» «Μπορείς να με βγάλεις από εδώ μέσα, τώρα;» ρώτησε η Νικόλ ανοίγοντας τα μάτια. «Να με μεταφέρεις μακριά από δω. Ρίτσαρντ, σε παρακαλώ.» «Δεν μπορώ να ανασάνω», είπε βαριανασαίνοντας ο Κογκρόζιαν. «Ο Πέμπροκ είχε στο χέρι του ένα κομμάτι από το αναπνευστικό μου σύστημα και το πέταξε κάτω. Δεν με φρόντισε - με άφησε να πέσω.» Έκανε μια χειρονομία προς τον αστυνομικό... Πολύ ήσυχα, με το πρόσωπο άσπρο και στραγγισμένο ξαφνικά από τα αισιόδοξα σημάδια της ζωής, ο Πέμπροκ είπε: «Μου σταμάτησε κάτι μέσα μου. Κάποιο απαραίτητο όργανο.» «Ακριβώς!» στρίγγλισε ο Κογκρόζιαν. «Σταμάτησα το - αλλά δεν πρόκειται να σου πω.» Κούνησε το δάχτυλό του προς την κατεύθυνση του Πέμπροκ με μια πονηρή έκφραση. «Ένα θα σου πω μόνον: έχει^ ζωή για, περίπου τέσσερις ώρες ακόμη.» Γέλασε. «Πώς σου φαίνεται αυτό;» «Μπορείς να το βάλεις πάλι σε λειτουργία;» κατάφερε να πει ο Πέμπροκ. Ο πόνος ζωγραφιζόταν τώρα στα χαρακτηριστικά του. Υπέφερε πολύ. «Αν θέλω μπορώ», είπε ο Κογκρόζιαν. «Αλλά δεν θέλω γιατί δεν έχω καιρό. Πρέπει να συμμαζέψω τον εαυτό μου.» Έσμιξε τα φρύδια σ' ένα μορφασμό έντονης αυτοσυγκέντρωσης. «Προσπαθώ να αποβάλλω από μέσα μου κάθε ξένο σώμα», εξήγησε στον Πέμπροκ και την Νικόλ. «Και μετά πρέπει να πάρω πίσω τον εαυτό μου. Θα τον αναγκάσω να ξαναμπεί μέσα μου.» Κοίταξε βλοσυρά την ροδαλή σπογγώδη μάζα πνευμονικού ιστού. «Είσαι εγώ», της είπε. «Είσαι μέρος του εγώ μου και όχι του μη-εγώ. Κατάλαβες;» «Πάρε με από δω, σε παρακαλώ», του είπε η Νικόλ. «Εντάξει, εντάξει», συμφώνησε νευριασμένα ο Κογκρόζιαν. «Που θέλεις να βρεθείς; Σε μιαν άλλη πόλη; Στον Άρη; Ποιος ξέρει μέχριπού μπορώ να σε πάω. Εγώ πάντως δεν ξέρω. Όπως είπε και ο κ. Πέμπροκ δεν έχω μάθει τις πολιτικές χρήσεις της ικανότητάς μου, ακόμη και μετά από τόύα χρόνια. Όπως και να 'ναι πάντως τώρα βρέθηκα χωμένος
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
197
στην πολιτική.» Γέλασε ενθουσιασμένος. «Τι λες για το Βερολίνο; Μπορώ να σε μεταφέρω από δω στο Βερολίνο - είμαι σίγουρος.» «Οπουδήποτε θέλεις», είπε η Νικόλ. «Βρήκα πού θα σε στείλω», αναφώνησε ξαφνικά ο Κογκρόζιαν. Σε ποιο μέρος θα είσαι ασφαλής, Νίκυ. Θέλω πραγματικά \/(χ είσαι ασφαλής. Πιστεύω σε σένα, ξέρω ότι υπάρχεις. Όσα κι αν λένε αυτές οι καταραμένες μηχανές. Ψέμματα λένε. Το βλέπω. Προσπαθούν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη μου σε σένα. Έχουν συννενοηθεί όλοι να λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα.» Και πρόσθεσε επεξηγηματικά. «Θα σε στείλω στο σπίτι μου, στο Τζένερ της Καλιφόρνιας. Μπορείς να μείνεις εκεί με την γυναίκα μου και το γιο μου. Ο Πέμπροκ δεν θα μπορέσει να σε φτάσει εκεί γιατί μέχρι τότε θα είναι μακαρίτης. Τώρα μόλις του έκλεισα κι άλλο ένα όργανο μέσα του κι αυτό το τελευταίο - δεν θα πω ποιο είναι είναι ακόμη πιο ζωτικό από το άλλο. Δεν θα ζήσει ούτε έξι λεπτά.» «Ρίτσαρντ», είπε η Νικόλ, «άστον -» Σταμάτησε όμως γιατί είχαν φύγει όλα από μπροστά της. Ο Κογκρόζιαν, ο Πέμπροκ, το γραφείο της στον Λευκό Οίκο, τα πάντα είχαν σβύσει κι εκείνη στεκόταν στην μέση ενός σκοτεινού Βροχερού δάσους. Λεπτές, ανάερες σταγόνες έπεφταν από τα βρεγμένα φύλλα. Το έδαφος κάτω από τα πόδια της ήταν μαλακό, ποτισμένο από την υγρασία. Τίποτε δεν ακουγόταν. Απόλυτη σιωπή επικρατούσε στο υγρό δάσος. Ήταν μόνη της. Άρχισε να περπατάει. Αισθανόταν τις κλειδώσεις της άκαμπτες και βαριές. Κινιόταν με δυσκολία και ένιωθε σαν να είχε σταθεί μέσα σ' αυτή την σιωπή και την βροχή ένα εκατομμύριο χρόνια. Σαν να βρισκόταν εκεί από πάντα. Μπροστά της ανάμεσα στις κληματίδες και τα μπερδεμένα κλαδιά των βρεγμένων θάμνων διέκρινε το περίγραμμα ενός ανεμοδαρμένου, ξεβαμμένου κτίσματος από κοκκινόξυλο. Ένα σπίτι. Βάδισε προς το μέρος του, με τα χέρια σταυρωμένα, τρέμοντας από το κρύο. Όταν παραμέρισε και το τελευταίο κλαδί είδε παρκαρισμένο μπροστά της ένα αρχαίο αυτοταξί, στη μέση του μονοπατιού που οδηγούσε προς το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα του και μπήκε μέσα. «Οδήγησέ με στην πλησιέστερη πόλη», του είπε. Ο μηχανισμός του ταξί δεν ενεργοποιήθηκε. Παρέμεινε ακίνητο σαν να ήταν νεκρό. «Δεν με ακούς;» του είπε φωναχτά. «Μια γυναικεία φωνή έφθασε στα αυτιά της από μακριά. «Λυπάμαι, μις. Το ταξί αυτό ανήκει στο συνεργείο της ηχογράφησης. Δεν σας υπα-
198
PHILIP Κ. DICK
κούει γιατί το έχουν αγκαζάρει εκείνοι.» «Α», είπε η Νικόλ και σηκώθηκε κλείνοντας την πόρτα του ταξί. «Είστε η γυναίκα του Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν;» «Ναι», είπε η γυναίκα κατεβαίνοντας τα σανιδένια σκαλιά της βεράντας. «Ποια -»Άνοιξε τα μάτια της. «Μα εσείς είστε η Νικόλ Τιμποντώ.» «Ήμουνα», είπε η Νικόλ. «Μπορώ να μπω μέσα και να πιω κάτι ζεστό; Δεν νιώθω και πολύ καλά.» «Βεβαίως», είπε η κ. Κογκρόζιαν. «Περάστε. Ήλθατε για να βρείτε τον Ρίτσαρντ; Δεν είναι εδώ. Την τελευταία φορά που επικοινωνήσαμε ήταν στο νευροψυχιατρικό νοσοκομείο του Σαν Φρανσίσκο, το Φράνκλιν Έημς.Το ξέρετε;» «Το ξέρω», είπε η Νικόλ, «αλλά δεν είναι πια εκεί. Όχι δεν ψάχνω γι' αυτόν.» Ακολούθησε την κ. Κογκρόζιαν και ανέβηκαν μαζί τα σκαλιά της βεράντας. «Το συνεργείο έχει τρεις μέρες εδώ», είπε η κ. Κογκρόζιαν. «Ηχογραφούν συνεχώς. Αρχίζω να σκέφτομαι ότι δεν έχουν σκοπό να φύγουν. Είναι συμπαθητικά παιδιά και μου αρέσει η παρέα τους. Τους φιλοξενώ εδώ το βράδυ. Αρχικά ήρθαν για να ηχογραφήσουν τον σύζυγό μου, σύμφωνα με το συμβόλαιό του με την Art-Cor, αλλά όπως σας είπα και πριν είχε φύγει.» Της κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να μπει. «Ευχαριστώ για την φιλοξενία», είπε η Νικόλ. Το σπίτι ήταν στεγνό και ζεστό. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση μετά από το ζοφερό τοπίο έξω. Μια φωτιά έκαιγε στο τζάκι και η Νικόλ πήγε κοντά. «Άκουσα μια απίθανη και μπερδεμένη ιστορία στην τηλεόραση μόλις τώρα», της είπε η κ. Κογκρόζιαν. «Σχετικά με σας. Ήταν αδύνατο να βγάλω άκρη. Κάτι που είχε σχέση με την ύπαρξή σας - έλεγε νομίζω ότι δεν υπάρχετε. Ξέρετε για τι πράγμα πρόκειται; Τι είναι αυτό που λένε»» «Φοβάμαι πως όχι», είπε η Νικόλ δίπλα στη φωτιά. «Πάω να φτιάξω καφέ», είπε η κ. Κογκρόζιαν. «Οι υπόλοιποι - ο κ. Φλίτζερ και οι άλλοι της ΗΜΕ-θα γυρίσουν όπου νά 'ναι για το βραδινό. Είστε μόνη; Δεν έχετε κανέναν μαζί σας;» Έδειχνε έκπληκτη. «Είμαι απολύτως μόνη», είπε η Νικόλ. Αναρωτήθηκε αν ο Γουάιλντερ Πέμπροκ ήταν ήδη νεκρός. Το ευχήθηκε, για λογαριασμό της. «Ο σύζυγός σας», της είπε «είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Του οφείλω πολλά.» Την ίδια μου την ζωή, συνειδητοποίησε. «Κι εκείνος σας έχει μεγάλη εκτίμηση», είπε η κ. Κογκρόζιαν. «Μπορώ να μείνω εδώ;» ρώτησε ξαφνικά η Νικόλ. «Φυσικά. Όσο θέλετε.» «Ευχαριστώ», είπε η Νικόλ και αισθάνθηκε πολύ καλύτερα. Ίσως να μην γυρίσω ποτέ πίσω, σκέφθηκε. Στο κάτω-κάτω τι έχει απομείνει για
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
199
να γυρίσω; Η Τζάνετ είναι νεκρή, ο Μπέρτολντ Γκολτς νεκρός, ακόμη και ο Reichsmarschall Γκαίριγκ είναι νεκρός, όπως και ο Πέμπροκ, μάλλον. Ναι σίγουρα θα έχει πεθάνει τώρα. Και ολόκληρο το κυβερνητικό συμβούλιο, όλες οι σκιώδεις μορφές που κρύβονταν πίσω της. Αν βέβαια είχαν εκτελέσει τις διαταγές τους οι άνδρες της ΚΑ, πράγμα για το οποίο δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει. Κι εγώ, σκέφτηκε, δεν μπορώ πια να κυβερνώ. Οι ειδησεομηχανές είχαν γκρεμίσει τα πάντα με τον τυφλό και αποτελεσματικό μηχανικό τρόπο. Αυτές και οι Καρπ. Έτσι λοιπόν, σκέφτηκε, τώρα είναι η σειρά των Καρπ. Θα κρατήσουν την εξουσία για ένα διάστημα. Ώσπου να ανατραπούν και αυτοί σαν εμένα. Δεν μπορώ να πάω ούτε στον Άρη, σκέφτηκε. Τουλάχιστον όχι με τα διαστημόπλοια του Λούνυ Λουκ! Αυτό το απέκλεισα μόνη μου. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόπ· JI. Μεγάλα και νόμιμα εμπορικά πλοία, καθώς και τα κρατικά Διαστημόπλοια μεγάλης ταχύτητας που ανήκουν στον στρατό. Ίσως να μπορούσα να εξασφαλίσω ένα τέτοιο. Θα μπορούσα να ενεργήσω μέσω του Ρούντι, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στα τελευταία του. Επισήμως ο στρατός έχει ορκιστεί να τον υπακούει. Είναι υποχρεωμένοι να κάνουν ότι τους πει αυτός, ή μάλλον αυτό. «Ο καφές σας είναι έτοιμος αν τον θέλετε. Είσαστε εντάξει τώρα;» την ρώτησε η κ. Κογκρόζιαν κοιτάζοντάς την εξεταστικά. «Ναι, είμαι», απάντησε η Νικόλ. Ακολούθησε την κ. Κογκρόζιαν στην κουζίνα του μεγάλου παλιού σπιτιού. Έξω η βροχή έπεφτε τώρα πυκνή. Η Νικόλ ανατρίχιασε και προσπάθησε να τραβήξει αλλού την ματιά της. Την φόβιζε η βροχή. Ήταν κάτι σαν κακός οιωνός. Το προμήνυμα μιας ολέθριας μοίρας. «Τι φοβόσαστε;» την ρώτησε με απρόσμενη οξυδέρκεια η κ. Κογκρόζιαν. «Δεν ξέρω», ομολόγησε η Νικόλ. «Έχω δει και τον Ρίτσαρντ σ' αυτήν την κατάσταση. Ίσως φταίει το κλίμα εδώ. Είναι τόσο καταθλιπτικό και μονότονο. Από την περιγραφή που μου είχε κάνει όμως νόμιζα ότι εσείς δεν θα νιώθατε ποτέ έτσι. Σας παρουσίαζε πάντοτε τόσο γενναία. Τόσο θεληματική.» «Λυπάμαι που σας απογοήτευσα.» Η κ. Κογκρόζιαν την χτύπησε φιλικά στο μπράτσο. «Δεν με απογοητεύσατε καθόλου. Σας συμπαθώ πολύ. Είμαι σίγουρη πως φταίει το κλίμα που σας ρίχνει το ηθικό.» «Ίσως», είπε η Νικόλ. Δεν το πίστευε όμως. Ήξερε ότι ήταν κάτι πιο σημαντικό από την βροχή. Πολύ πιο σημαντικό.
XII μεσόκοπος αστυνομικός της ΚΑ με το σκληρό βλέμμα και το στυγνό επαγγελματικό στυλ είπε στον Μώρυ Φραουεντσίμερ και τον Τσικ Στράικροκ: «Συλλαμβάνεστε και οι δύο. Ακολουθήστε με.» «Βλέπεις;» είπε ο Μώρυ αγανακτισμένος στον Τσικ. «Δεν σου το έλεγα; Οι μπάσταρδοι μας την είχαν στημένη. Είμαστε τα μεγάλα κορόιδα της υπόθεσης. Οι τελευταίοι τροχοί της άμαξας - οι πιο μεγάλοι κόπανοι.» Παρέα με τον Μώρυ ο Τσικ βγήκε από το μικρό, οικείο και παραφορτωμένο γραφείο της Εταιρείας Φραουεντσίμερ, με τον άνδρα της ΚΑ ξοπίσω τους. Μαζί έσυραν σιωπηλά και σκυθρωπά τα βήματά τους ως το παρκαρισμένο αστυνομικό αυτοκίνητο. «Πριν από δυο ώρες», ξέσπασε ξαφνικά ο Μώρυ «είχαμε τα πάντα. Τώρα εξ αιτίας του αδελφού σου κοίτα πού καταντήσαμε. Στο μηδέν.» Ο Τσικ δεν αποκρίθηκε. Τι απάντηση να δόσει; «Θα μου το πληρώσεις αυτό, Τσικ», είπε ο Μώρυ καθώς το αστυνομικό ξεκινούσε και κατευθυνόταν στην αουτομπάν. «Σου το ορκίζομαι.» «Θα την γλυτώσουμε» είπε ο Τσικ. «Έχουμε βρεθεί κι άλλες φορές σε μπελάδες. Πάντα την σκαπουλάραμε τελικά.» «Μακάρι να είχες μεταναστεύσει», είπε ο Μώρυ. Εύχομαι κι εγώ να το είχα κάνει, σκέφτηκε ο Τσικ. Αυτή την στιγμή ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν κι εγώ θα είμαστε - πού θα είμαστε. Στην καρδιά του διαστήματος οδεύοντας προς την μακρινή μας φάρμα όπου θα ξεκινούσαμε μια νέα, καθαρή ζωή. Κι αντί γι' αυτό... Αναρωτήθηκε πού να βρισκόταν αυτή την στιγμή ο Κογκρόζιαν. Στην ίδια τραγική κατάσταση; Μάλλον όχι. «Την επόμενη φορά που θα αποφασίσεις να παραιτηθείς -»άρχισε ο Μώρυ. «Εντάξει!» τον έκοψε απότομα ο Τσικ. «Ξέχασέ το πια. Τώρα να δούμε τι θα κάνουμε.» Τον πρώτο που θα ήθελα να πιάσω στα χέρια μου, σκέφτηκε, είναι ο αδελφός μου ο Βινς. Και μετά τον Άντον και τον γέρο Φήλιξ Καρπ. Ο αστυνομικός που καθόταν δίπλα του είπε ξαφνικά σ' αυτόν που οδηγούσε. «Ε, Σιντ, κοίτα. Ένα μπλόκο.» Το αστυνομικό αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα. Κοιτάζοντας μπροστά ο Ο
202
PHILIP Κ. DICK
Τσικ είδε σταθμευμένο στο σημείο του μπλόκου ένα θωρακισμένο. Πάνω του ένα πολυβόλο είχε ακατανόητα στραμμένη την κάνη του πάνω στην σειρά των αυτοκινήτων και των ροδών που περίμεναν σταματημένα και στις οχτώ λουρίδες. Ο αστυνομικός δίπλα στον Τσικ έβγαλε το όπλο του. Το ίδιο και ο οδηγός. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Τσικ, ενώ η καρδιά του χτυπούσε τρελά. Κανένας από τους δύο αστυνομικούς δεν απάντησε. Το βλέμμα τους ήταν καρφωμένο πάνω στην στρατιωτική μονάδα που μπλοκάριζε την άουτομπαν με τρόπο εκπαιδευμένο και αποτελεσματικό. Ο Τσικ ένιωθε ότι βρίσκονταν κι οι δύο σε υπερδιέγερση. Η έντασή τους μεταδιδόταν στο αυτοκίνητο. Την στιγμή ακριβώς αυτή, και καθώς το αστυνομικό αυτοκίνητο κυλούσε αργά, κολλημένο σχεδόν στον προφυλακτήρα του μπροστινού του, μια διαφήμιση Θεόδωρου Νιτς μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο. «Έχετε μήπως την εντύπωση ότι οι άλλοι μπορούν να βλέπουν μέσα από τα ρούχα σας;» τσίριξε περνώντας σαν νυχτερίδα από μπροστά τους για να κρυφτεί κάτω από το μπροστινό κάθισμα. «Στο δρόμο νιώθετε πως το φερμουάρ του παντελονιού σας κατεβαίνει μόνο του και πρέπει να κοιτάζετε -» Σώπασε απότομα καθώς ο οδηγός του αστυνομικού τον πυροβόλησε με μανία. «Να πάρει, τα σιχαίνομαι αυτά τα πράγματα», είπε φτύνοντας με αηδία. Στο άκουσμα του πυροβολισμού, το αστυνομικό περιτριγυρίστηκε αυτομάτως από στρατιώτες οπλισμένους και με το χέρι στην σκανδάλη. «Ρίξτε αμέσως τα όπλα!» γαύγισε ο επικεφαλής λοχίας. Απρόθυμα οι δύο άνδρες της ΚΑ άφησαν κάτω τα όπλα τους. Ένας στρατιώτης άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. Οι δύο αστυνομικοί βγήκαν έξω, με τα χέρια ψηλά. «Ποιον πυροβολούσατε;» ρώτησε ο λοχίας. «Εμάς;» «Μια διαφήμιση Νιτς», είπε φοβισμένος ο ένας αστυνομικός. «Κοιτάξτε μέσα στο αυτοκίνητο, κάτω από το κάθισμα. Δεν ρίχναμε σ' εσάς - τ ο ορκίζομαι.» «Αλήθεια λέει», είπε τελικά ένας στρατιώτης αφού έψαξε το αυτοκίνητο. «Υπάρχει μια νεκρή διαφήμιση Θεόδωρου Νιτς κάτω από το κάθισμα.» Ο λοχίας σκέφτηκε λίγο και μετά αποφάσισε. «Μπορείτε να συνεχίσετε. Τα όπλα σας όμως θα τα αφήσετε εδώ. Και τους κρατούμενούς σας», πρόσθεσε. «Και από δω κι εμπρός θα παίρνετε διαταγές από το ΓΕΣ, όχι από την αστυνομική διεύθυνση.»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
203
Χωρίς να χάσουν καιρό οι δύο άνδρες της ΚΑ πήδησαν στο αυτοκίνητο τους. Οι πόρτες έκλεισαν με βία καθώς ξεκινούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν κι έφευγαν μέσα από το διάδρομο που τους είχε ανοίξει το στρατιωτικό μπλόκο. Ο Τσικ και ο Μώρυ τους κοίταζαν ν' απομακρύνονται. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Τσικ. «Είσαστε ελεύθεροι», τους πληροφόρησε ο λοχίας. «Γυρίστε στα σπίτια σας και κλειστείτε μέσα. Μην ανακατευτείτε σ' αυτά που γίνονται στους δρόμους. Ότι κι αν δείτε να συμβαίνει.» Η στρατιωτική μονάδα απομακρύνθηκε αφήνοντας τον Τσικ και τον Μώρυ μόνους να στέκονται στο δρόμο.» «Ανταρσία», είπε ο Μώρυ, με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη. «Από τον στρατό.» «Ή από την αστυνομία» είπε ο Τσικ βάζοντας την σκέψη του να δουλέψει γρήγορα. «Θα αναγκαστούμε να κάνουμε ωτοστόπ για να γυρίσουμε στην πόλη.» Είχε να κάνει ωτοστόπ από τότε που ήταν παιδί. Του φαινόταν παράξενο να το κάνει τώρα σ' αυτήν την ηλικία. Σαν να ξανάνιωνε. Άρχισε να περπατάει ανάμεσα στις σταματημένες σειρές των αυτοκινήτων με τον αντίχειρα σηκωμένο. Ο άνεμος τον φυσούσε καταπρόσωπο φέρνοντάς του μυρωδιά γης, νερού και μεγάλης πολιτείας. Πήρε μια γεμάτη, βαθιά ανάσα. «Περίμενέ με!» φώναξε ο Μώρυ, και βιάστηκε να τον φθάσει. Στο βόρειο τμήμα του ουρανού σχεδιάστηκε ξαφνικά ένα τεράστιο, γκρίζο σύννεφο σε σχήμα μανιταριού. Ένα υπόκωφο βουητό συγκλόνισε το έδαφος, κάνοντας τον Τσικ να αναπηδήσει. Βάζοντας το χέρι πάνω απ' τα μάτια προσπάθησε να δει. Τι είχε συμβεί; Μια έκρηξη, ίσως μια μικρή, τακτική ατομική βόμβα. Ανάσανε την μυρωδιά της στάχτης και βεβαιώθηκε για το τι ήταν. Ένας στρατιώτης είπε πάνω από τον ώμο του καθώς προσπερνούσε. «Το τοπικό παράρτημα της Karp und Sohnen Werke.» Χαμογέλασε παγερά στον Τσικ και συνέχισε το δρόμο του. «Τους τίναξαν στον αέρα», είπε σιγανά ο Μώρυ. «Ο στρατός τίναξε στον αέρα τους Καρπ.» «Μάλλον», είπε ο Τσικ σαστισμένος. Τέντωσε και πάλι μηχανικά το δάχτυλό του προς αναζήτηση μεταφορικού μέσου. Πάνω από τα κεφάλια τους δυο στρατιωτικοί πύραυλοι αυλάκωσαν τον ουρανό καταδιώκοντας ένα σκάφος της ΚΑ. Ο Τσικ τα παρακολούθησε ώσπου τα έχασε από τα μάτια του. Πρόκειται για ανοιχτό πόλεμο, αναλογίστηκε με δέος. «Αναρωτιέμαι αν σκοπεύουν να μας ανατινάξουν κι εμάς», είπε ο
204
PHILIP Κ. DICK
Μώρυ «εννοώ το εργοστάσιο. Την Εταιρεία Φραουεντσίμερ.» «Είμαστε πολύ μικροί», είπε ο Τσικ. «Ναι, ίσως έχεις δίκιο», είπε γνέφοντας με ελπίδα ο Μώρυ. Είναι καλό να είσαι μικρός σε τέτοιους καιρούς, συνειδητοποίησε ο Τσικ. Όσο μικρότερος τόσο καλύτερος. Μέχρι το ανύπαρκτος. Λίγο πιο μπροστά ένα αυτοκίνητο σταμάτησε. Βάδισαν προς το μέρος του. Στα ανατολικά ένα άλλο μανιτάρι μεγάλωσε ώσπου γέμισε τον ουρανό και το έδαφος τραντάχτηκε ξανά. Αυτό πρέπει να είναι η A.G. Chemie, συμπέρανε ο Τσικ καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο. «Για πού το Βάλατε παιδιά», ρώτησε ο οδηγός, ένας παχουλός κοκκινομάλλης. «Για οπουδήποτε φίλε», είπε ο Μώρυ. «Φτάνει να ξεφύγουμε από το χαλασμό.» «Έτσι λέω κι εγώ», είπε ο παχουλός κοκκινομάλλης κι έβαλε εμπρός. «Συμφωνώ απολύτως.» Το αυτοκίνητο ήταν γέρικο και παλιομοδίτικο αλλά σε καλή κατάσταση. Ο Τσικ Στράικροκ ξάπλωσε πίσω και Βολεύτηκε όσο καλύτερα μπορούσε. Το ίδιο έκανε κι ο Μώρυ Φραουεντσίμερ δίπλα του, φανερά ανακουφισμένος τώρα πια. «Μου φαίνεται ότι τα σιγυρίσανε καλά τα μεγάλα καρτέλ», είπε ο κοκκινομάλλης καθώς προχωρούσε αργά ακολουθώντας το μπροστινό αυτοκίνητο ώσπου Βγήκαν στην άλλη πλευρά του μπλόκου. «Σίγουρα», είπε ο Μώρυ. «Καιρός ήταν», είπε ο κοκκινομάλλης. «Όπως το είπες», είπε ο Τσικ Στράικροκ. «Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου.» Το αυτοκίνητο πάτησε γκάζι και όρμησε εμπρός. Μέσα στο μεγάλο, παλιό ξύλινο κτίριο, γεμάτο από σκόνη και αντηχήσεις, οι σαγονάδες πηγαινοέρχονταν ήρεμα μιλώντας μεταξύ τους, πίνοντας κόκα-κόλες και μερικοί χορεύοντας. Ο χορός ήταν αυτός που ενδιέφερε πιο πολύ τον Νατ Φλίτζερ που κατηύθυνε προς το σημείο αυτό το φορητό Ampek F-a2. «Όχι τον χορό», του είπε ο Τζιμ Πλανκ, «το τραγούδι. Περίμενε να ξαναρχίσουν να τραγουδούν. Αν μπορείς να το πεις τραγούδι αυτό.» «Οι ήχοι του χορού τους», είπε ο Νατ, «είναι ρυθμικοί. Νομίζω ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να τους γράψουμε κι αυτούς.» «Τεχνικά εσύ είσαι επικεφαλής αυτής της προσπάθειας», παραδέχθηκε ο Τζιμ. «Έχω κάνει όμως κι εγώ πολλές ηχογραφήσεις στον καιρό
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
205
μου και σου λέω ότι αυτή εδώ είναι άχρηστη. Θα γραφτεί πάνω στην ταινία, δεν λέω, ή μάλλον πάνω σ' αυτό το σκουλήκιηου κουβαλάς, αλλά ο ήχος δεν θα δώσει τίποτε. Απολύτως τίποτε.» Κοίταξε τον Νατ σκληρά και επικριτικά. Εγώ όμως θα δοκιμάσω παρ' όλα αυτά, είπε μέσα του ο Νατ. «Είναι τόσο σκυφτοί», είπε η ί^όλυ που στεκόταν δίπλα του, «Όλοι τους... τόσο κοντοί. Οι περισσότεροι δεν φθάνουν καν στο ύψος μου.» «Είναι οι ηττημένοι» είπε ο Τζιμ μ' ένα επιγραμματικό ανασήκωμα των ώμων. «Μην το ξεχνάς αυτό. Πότε συνέβη, πριν από διακόσιες χιλιάδες χρόνια; Τριακόσιες χιλιάδες; Πάντως πριν από πολύ καιρό. Αμφιβάλλω άλλωστε αν θα επιζήσουν για πολύ στην εποχή μας. Δεν φαίνονται και πολύ καλά. Μοιάζουν σαν να... να κουβαλάνε ένα βάρος.» Αυτό είναι, συνειδητοποίησε ο Νατ. Οι σαγονάδες - οι Νεαντερτάλιοι - έμοιαζαν σαν φορτωμένοι με ένα ασήκωτο βάρος, το βάρος της ίδιας τους της επιβίωσης. Ο Τζιμ είχε απολύτως δίκιο; δεν είχαν τα απαιτούμενα κότσια. Ταπεινοί, μικρόσωμοι και καμπούρηδες, σέρνονταν ψελλίζοντας δειλά στα στενά μονοπάτια της μικρής ζωής του, πλησιάζοντας κάθε στιγμή όλο και πιο πολύ στο τέλος. Πρέπει να τους ηχογραφήσουμε όσο υπάρχει χρόνος, αποφάσισε ο Νατ. Γιατί όπως δείχνουν τα πράγματα δεν θα αντέξουν για πολύ ακόμη. Ή... μήπως κάνω λάθος; Ένας σαγονάς, ένας ενήλικος άνδρας με καρό πουκάμισο και ανοιχτό γκρίζο εργατικό παντελόνι έπεσε κατά λάθος πάνω στον Νατ και ψέλλισε ένα ακατανόητο συγνώμη. «Δεν πειράζει», τον βεβαίωσε ο Νατ. Ένιωσε όμως την επιθυμία να δοκιμάσει την θεωρία του και να προσπαθήσει να δώσει λίγο θάρρος σ' αυτή την φθίνουσα ζωϊκή μορφή, αυτό το αταβικό φαινόμενο. «Έλα να σε κεράσω μια μπύρα», είπε στον σαγονά. «Θέλεις;» Ήξερε πως υπήρχε ένα είδος μπαρ στο πίσω μέρος του κτιρίου, αυτής της μεγάλης και κεντρικής αίθουσας ψυχαγωγίας που αποτελούσε κοινή ιδιοκτησία των σαγονάδων. Ο σαγονάς του έριξε μια ντροπαλή ματιά και ψέλλισε ένα όχι ευχαριστώ. «Γιατί;» ρώτησε ο Νατ. «Γιατί -» Ο σαγονάς φαινόταν να μην μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τον Νατ. Με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα, ανοιγόκλεινε τις γροθιές του σε ένα είδος περιοδικού σπασμού κλειστού κυκλώματος. «Δεν μπορώ», κατάφερε να αρθρώσει τελικά. Δεν απομακρύνθηκε ωστόσο. Έμεινε όρθιος μπροστά στον Νατ, συνεχίζοντας να κοιτάζει κάτω και να μορφάζει. Ίσως ήταν τρομαγμένος, σκέφτηκε ο Νατ. Γεμάτος από
206
PHILIP Κ. DICK
μια αμηχανία που τον φόβιζε και τον παρέλυε. Ο Τζιμ Πλανκ γύρισε στον σαγονά και του είπε με συρτή φωνή. «Ει, ξέρεις κανένα καλό σαγονάδικο τραγούδι να τραγουδήσεις; Θα σε ηχογραφήσουμε.» Έκλεισε το μάτι στον Νατ. «Άστον ήσυχο», είπε η Μόλυ. «Δεν το Βλέπεις ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει-είναι ολοφάνερο.» Απομακρύνθηκε από κοντά τους, θυμωμένη και με τους δύο. Ο σαγονάς την κοίταξε να φεύγει με απάθεια, σκύβοντας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο. Τα μάτια του ήταν ανέκφραστα. Υπάρχει τίποτε, αναρωτήθηκε ο Νατ, που μπορεί να κάνει αυτά τα νεκρά μάτια να ζωντανέψουν; Για ποιο λόγο επιδιώκουν να επιζήσουν οι σαγονάδες, αν η ζωή σημαίνει τόσα λίγα γι' αυτούς; Ίσως να περιμένουν κάτι, σκέφτηκε ξαφνικά. Κάτι που δεν έχει γίνει ακόμη αλλά που ξέρουν - ή ελπίζουν - ότι θα συμβεί. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τον τρόπο τους, αυτό το - κενό. «Έχει δίκιο», είπε ο Νατ στον Τζιμ Πλανκ. «Άφησέ τον ήσυχο.» Έβαλε το χέρι του στον ώμο του Τζιμ αλλά ο ηχολήπτης τραβήχτηκε μακριά. «Νομίζω ότι μπορούν να κάνουν πολύ περισσότερα από όσα δείχνουν» είπε ο Τζιμ. «Είναι σαν να μετρούν τον καιρό και να εξοικονομούν τις δυνάμεις τους. Δεν ξοδεύονται. Να πάρει η οργή, θα ήθελα πολύ να τους δω να προσπαθούν.» «Κι εγώ», είπε ο Νατ. «Αλλά δεν νομίζω ότι θα καταφέρουμε να τους κάνουμε να προσπαθήσουν.» Στην μια γωνία της αίθουσας μια τηλεόραση έπαιζε δυνατά και μερικοί σαγονάδες, άνδρες και γυναίκες, είχαν μαζευτεί κοντά της. Η τηλεόραση, συνειδητοποίησε ο Νατ, μετέδιδε κάποιες έκτακτες ειδήσεις. Γύρισε αμέσως την προσοχή του προς τα εκεί. Κάτι είχε συμβεί. «Ακούς τι λέει ο παρουσιαστής;» του είπε ο Τζιμ στο αυτί. «Θεέ και Κύριε, κάτι λέει για πόλεμο.» Άνοιξαν δρόμο ανάμεσα στους σαγονάδες για να φτάσουν κοντά στην τηλεόραση. Η Μόλυ βρισκόταν ήδη εκεί και άκουγε μουδιασμένη. «Επανάσταση», είπε ανέκφραστα στον Νατ πάνω από το βροντερό, υπόκωφο βουητό που ξέχυνε το μεγάφωνο της συσκευής. «Οι Καρπ-» Το πρόσωπό της ήταν μια μάσκα κατάπληξης. «Οι Καρπ και η A.G. Chemie αποπειράθηκαν να καταλάβουν την εξουσία, μαζί με την Κρατική Αστυνομία. Η οθόνη της τηλεόρασης έδειχνε την σκόνη να ανεβαίνει από ένα σχεδόν ισοπεδωμένο ερείπιο, ότι απέμενε από κτίρια και βιομηχανικές εγκαταστάσεις τεράστιας έκτασης που είχαν γίνει στάχτη. Ο Νατ δεν μπόρεσε να τα αναγνωρίσει.
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
207
«Είναι το παράρτημα των Καρπ στο Ντητρόιτ» κατάφερε να του πει η Μόλυ πάνω από τον σαματά. «Το χτύπησαν οι στρατιωτικοί. Στο ορκίζομαι αυτό είπε μόλις τώρα ο παρουσιαστής.» Ο Τζιμ Πλανκ που κοιτούσε ατάραχα την οθόνη ρώτησε: «Ποιος νικάει;» «Ακόμη κανείς» είπε η Μόλυ. «Όπως είναι αναμενόμενο. Αλλά πάλι δεν ξέρω. Άκουσε και θα δεις τι λέει. Μόλις τώρα ξέσπασε ο πόλεμος και αρχίζει να κλιμακώνεται.» Οι σαγονάδες άκουγαν και παρακολουθούσαν χωρίς να μιλάνε. Το πικάπ τους που έπαιζε μουσική για να σέρνουν χορευτικά τα πόδια τους στο ρυθμό της είχε σιγήσει και αυτό. Τώρα στέκονταν μαζεμένοι οι περισσότεροι γύρω από την συσκευή της τηλεόρασης και παρακολουθούσαν συγκλονισμένοι τις σκηνές αναμέτρησης ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις της ΗΠΕΑ και τις μονάδες της Κρατικής Αστυνομίας που υποστηρίζονταν από τα καρτέλ. «... στην Καλιφόρνια», έλεγε με τριξίματα το μεγάφωνο, «η Μεραρχία Δυτικής Ακτής της Κρατικής Αστυνομίας παραδόθηκεολόκληρη στην Έκτη Στρατιά με Διοικητή τον Στρατηγό Χόχιτ. Στην Νεβάδαωστόσο-» Η οθόνη έδειξε μια σκηνή δρόμου, στο κέντρο του Ρένο. Ένα στρατιωτικό οδόφραγμα είχε στηθεί βιαστικά και οι ακροβολιστές της αστυνομίας το πυροβολούσαν από τα παράθυρα των διπλανών κτιρίων. «Σε ότι αφορά την τελική έκβαση», έλεγε ο παρουσιαστής, «το γεγονός ότι οι ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν το μονοπώλιο σχεδόν των ατομικών όπλων, εξασφαλίζει θεωρητικά την υπεροχή τους. Για την ώρα όμως, το μόνο που μπορούμε...» Ο παρουσιαστής συνέχισε να μιλάει με έντονη έξαψη καθώς σε όλες τις ΗΠΕΑ οι μηχανικοί ρεπόρτερ εγκατεστημένοι στα σημεία της σύγκρουσης μάζευαν πληροφορίες για λογαριασμό του. «Ο πόλεμος θα κρατήσει πολύ», είπε ξαφνικά ο Τζιμ Πλανκ στον Νατ. Το πρόσωπό του ήταν γκρίζο και κουρασμένο. «Είμαστε τυχεροί που βρεθήκαμε εδώ, μακριά απ' όλα», μουρμούρισε σαν να μονολογούσε, «Είναι η πιο κατάλληλη εποχή για να περάσει κανείς απαρατήρητος.» Η οθόνη έδειχνε τώρα μια συμπλοκή ανάμεσα σε μιαν αστυνομική περίπολο και μια στρατιωτική μονάδα. Γάζωναν η μια την άλλη κι όλοι έτρεχαν να καλυφθούν από τις σφαίρες που έβγαιναν βροχή από τα αυτόματα όπλα τους. Ένας φαντάρος έπεσε εμπρός, σε λίγο το ίδιο έκανε κι ένας γκριζοφορεμένος άνδρας της ΚΑ. Δίπλα στον Νατ Φλίτζερ ένας σαγονάς που παρακολουθούσε απορροφημένος σκούντησε τον διπλανό του σαγονά. Οι δύο σαγονάδες, χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον. Ένα κλεφτό χαμόγελο, γεμάτο νόημα. Ο Νατ το είδε, είδε την έκφραση στα πρόσωπά τους. Και ξαφνικά συνειδη-
208
PHILIP Κ. DICK
τοποίησε ότι τα μάτια όλων των σαγονάδων έλαμπαν από κάποια μορφή ευχαρίστησης. Τι συμβαίνει εδώ; αναρωτήθηκε ο Νατ. Δίπλα του ο Τζιμ Πλανκ είπε σιγανά. «Θεέ μου, Νατ. Αυτό περίμεναν.» Αυτό ήταν λοιπόν, συνειδητοποίησε ο Νατ με ένα ρίγος φόβου. Η απάθεια, η αδιαφορία είχε σβύσει από τα πρόσωπά τους. Οι σαγονάδες είχαν ζωηρέψει τώρα καθώς κοίταζαν την οθόνη της TV να αναβοσβύνει και άκουγαν την ταραγμένη φωνή του παρουσιαστή των ειδήσεων. Τι σημαίνει γι' αυτούς αυτή η ιστορία; αναρωτήθηκε ο Νατ καθώς κοίταζε τα ζωηρά, συγκλονισμένα πρόσωπά τους. Σημαίνει, συμπέρανε, ότι τώρα έχουν κάποια δυνατότητα. Αυτή μπορεί να είναι η δική τους ευκαιρία. Εξοντώνουμε ο ένας τον άλλον μπροστά στα μάτια τους. Κι αυτό μπορεί να αφήσει ελεύθερο χώρο και σ' αυτούς, να τους προσφέρει μια πρόσβαση, μια θέση, όχι εδώ, σ' αυτήν την θλιβερή, ασφυκτική φυλακή, αλλά έξω, στον μεγάλο κόσμο. Παντού. Χαμογελώντας με νόημα ο ένας στον άλλον οι σαγονάδες συνέχιζαν να κοιτάζουν με λαχτάρα την τηλεόραση. Και να ακούνε. Ο φόβος του Νατ μεγάλωσε. «Μέχρις εδώ πηγαίνω, παιδιά. Πρέπει να κατεβείτε», είπε ο παχουλός κοκκινομάλλης που είχε πάρει τον Μώρυ και τον Τσικ στο αυτοκίνητο. Έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε στην στροφή. Είχαν βγει πια από την αυουτομπάν και βρίσκονταν στην πόλη. Από όλες τις μεριές άνδρες και γυναίκες έτρεχαν πανικόβλητοι να καλυφθούν. Ένα περιπολικό με σπασμένο παρμπρίζ έστριψε αργά την γωνία, με τους άνδρες μέσα οπλισμένους σαν αστακούς. «Καλύτερα να μην μείνετε έξω», τους συμβούλεψε ο κοκκινομάλλης. Ο Τσικ και ο Μώρυ βγήκαν προσεκτικά από το αυτοκίνητο. «Το κτίριό μου, το Αβραάμ Λίνκολν», είπε ο Τσικ είναι κοντά. Μπορούμε να πάμε με τα πόδια. Έλα.» Έσπρωξε εμπρός τον ψηλό, σωματώδη Μώρυ κι άρχισαν να τρέχουν πίσω από τον τρομαγμένο, σαστισμένο όχλο. Τι χαμός, είπε μέσα του ο Τσικ. Αναρωτιέμαι πως θα τελειώσει αυτή η ιστορία. Αναρωτιέμαι αν η κοινωνία μας, ο τρόπος της ζωής μας θα επιβιώσει της καταστροφής. «Ανακατεύομαι», βόγγηξε ο Μώρυ, κοντανασαίνοντας δίπλα του, με το πρόσωπο γκρίζο από την προσπάθεια. «Δεν είμαι συνηθισμένος.» Έφθασαν στο Αβραάμ Λίνκολν που ήταν απείραχτο. Στην είσοδο ο αρχιφύλακας οπλισμένος με πιστόλι, στεκόταν δίπλα στον Βινς Στράικροκ, τον ελεγκτή των ταυτοτήτων. Ο Βινς έλεγχε το κάθε άτομο που
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
209
περνούσε, δοσμένος ολόκληρος στο έργο του. «Γεια σου Βινς», είπε ο Τσικ όταν έφθασαν μπροστά του. Ο Βινς τινάχτηκε και σήκωσε το κεφάλι. Τα δύο αδέρφια κοιτάχτηκαν σιωπηλά. Στο τέλος ο Βινς είπε: «Γεια σου, Τσικ. Χαίρομαι που είσαι ζωντανός.» «Μπορούμε να μπούμε;» είπε ο Τσικ. «Βέβαια», είπε ο Βινς στρέφοντας αλλού τα μάτια του. Έγνεψε στον αρχιφύλακα και μετά είπε στον Τσικ. «Πέρνα. Πραγματικά χαίρομαι που γλύτωσες από την ΚΑ.» Δεν έριξε ούτε μια ματιά στον Μώρυ Φραουεντσίμερ, σαν να μην τον είχε δει καθόλου. «Κι εγώ;» είπε ο Μώρυ. «Μπο-μπορείς να μπεις κι εσύ», είπε με πνιγμένη φωνή ο Βινς. «Σαν ειδικός προσκαλεσμένος του Τσικ.» Πίσω τους ο επόμενος στην γραμμή είπε με φοβισμένη βιασύνη. «Άντε, βιαστείτε, παιδιά! Κινδυνεύουμε εδώ έξω.» Έσπρωξε τον Τσικ, προτρέποντάς τον να προχωρήσει. Ο Τσικ και ο Μώρυ χώθηκαν γρήγορα μέσα στο Αβραάμ Λίνκολν. Ένα λεπτό αργότερα βρίσκονταν σ' ένα οικείο μέσο μεταφοράς, το ασανσέρ του κτιρίου, και ανέβαιναν στο διαμέρισμα του Τσικ στον τελευταίο όροφο. «Αναρωτιέμαι τι κέρδισε απ' αυτό», είπε σκεπτικά ο Μώρυ. «Το αδελφάκι σου, θέλω να πω.» «Μάλλον τίποτε», είπε ξερά ο Τσικ. «Ο Καρπ καταστράφηκε. Είναι ξοφλημένος πια, όπως και πολλοί άλλοι.» Και δεν είναι μόνον ο Βινς ανάμεσα σ' αυτούς, πρόσθεσε μέσα του. «Το ίδιο κι εμείς», είπε ο Μώρυ. «Δεν είμαστε σε καλύτερη μοίρα. Φυσικά πολλά πράγματα εξαρτώνται από το ποιος θα νικήσει.» «Δεν έχει καμιά σημασία αυτό.» Όχι, από όσο καταλάβαινε, τουλάχιστον. Η καταστροφή, ο τεράστιος εθνικός όλεθρος θα είχε συντελεστεί έτσι κι αλλιώς. Αυτό είναι το φοβερό πράγμα με τον εμφύλιο πόλεμο. Όποια κι αν είναι η έκβαση, είναι πάντα κακή. Πάντα καταστροφική. Για όλους. Όταν έφθασαν στο διαμέρισμα βρήκαν την πόρτα ξεκλείδωτη. Ο Τσικ την άνοιξε με αφάνταστη προσοχή. Και κοίταξε μέσα. Μπροστά του βρισκόταν η Τζούλι. «Τσικ!» φώναξε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του. Δίπλα της στέκονταν δύο μεγάλες βαλίτσες. «Ετοίμαζα τα πράγματά μας. Έχω κανονίσει να μεταναστεύσουμε εσύ κι εγώ. Πήρα ήδη τα εισιτήρια.... και μη με ρωτήσεις πώς, γιατί δεν θα σου πω ποτέ.» Το πρόσωπό της ήταν χλωμό αλλά ψύχραιμο. Είχε ντυθεί πολύ προσεκτικά και ήταν πολύ κομ-
210
PHILIP Κ. DICK
ψή. Ξαφνικά πήρε είδηση τον Μώρυ. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε κι η φωνή της κόπηκε. «Το αφεντικό μου», είπε ο Τσικ. «Έχω μόνο δύο εισιτήρια», είπε διστακτικά η Τζούλι. «Δεν πειράζει», είπε ο Μώρυ και της χαμογέλασε πλατιά για να την καθησυχάσει. «Εγώ πρέπει να μείνω στη Γη. Έχω να διευθύνω μια μεγάλη εταιρεία.» Γύρισε στον Τσικ. «Νομίζω ότι η ιδέα της είναι πολύ καλή. Αυτή λοιπόν είναι η κοπέλα που μου ανέφερες στο τηλέφωνο. Ο λόγος για τον οποίο άργησες στη δουλειά εκείνο το πρωί.» Χτύπησε εγκάρδια τον Τσικ στη ράχη. «Καλή τύχη, φιλαράκο. Απόδειξες ότι είσαι ακόμη νέος - όσο χρειάζεται τουλάχιστον. Σε ζηλεύω.» «Το πλοίο μας φεύγει σε σαράντα πέντε λεπτά», είπε η Τζούλι. «Προσευχόμουνα σαν τρελή να φανείς. Προσπάθησα να σε βρω στη δουλειά —» «Μας είχε συλλάβει η ΚΑ» της εξήγησε ο Μώρυ. «Ο στρατός ελέγχει το διαστημοδρόμιο», είπε η Τζούλι. «Και επιτηρούν τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των διαστημοπλοίων. Αν τα καταφέρουμε επομένως να φτάσουμε ως εκεί θα είμαστε εντάξει.» Και πρόσθεσε. «Έβαλα όλα μας τα λεφτά, και των δυο μας, για να αγοράσω τα εισιτήρια. Ήταν τρομερά ακριβά. Τώρα μάλιστα που χάθηκαν οι μάντες τουΛούνυΛουκ-» «Καλύτερα να ξεκινήσετε αμέσως, παιδιά», είπε ο Μώρυ. «Εγώ θα μείνω εδώ, στο διαμέρισμα, αν δεν έχετε αντίρρηση. Φαίνεται αρκετά σίγουρο για την ώρα.» Εγκατέστησε το κουρασμένο, παραφουσκωμένο σώμα του στο ντιβάνι, κατάφερε να σταυρώσει τα πόδια του και βγάζοντας ένα πούρο Dutch Masters το άναψε. «Μπορεί να ξαναειδωθούμε μια από αυτές τις μέρες», του είπε αμήχανα ο Τσικ. Δεν ήξερε πως να κάνει την αρχή του αποχαιρετισμού, πώς να φύγει. «Ίσως», γρύλλισε ο Μώρυ. «Εσύ πάντως στείλε μου δυο γραμμές από τον Άρη.» Έπιασε ένα περιοδικό από το τραπεζάκι μπροστά του και άρχισε να το ξεφυλλίζει στρέφοντας εκεί την προσοχή του. «Τι θα κάνουμε για να ζήσουμε στον Άρη;» ρώτησε την Τζούλι ο Τσικ. «Θα γίνουμε καλλιεργητές; Ή μήπως δεν το σκέφτηκες καθόλου;» «Καλλιεργητές», είπε εκείνη. «Θα ζητήσουμε ένα καλό κομμάτι γης και θα αρχίσουμε την άρδευση. Έχω συγγενείς εκεί. Θα μας βοηθήσουν στο ξεκίνημα.» Έπιασε μια από τις δύο βαλίτσες. Ο Τσικ της την πήρε από το χέρι και μετά σήκωσε και την άλλη. «Στο καλό», είπε ο Μώρυ με προσποιητά ανάλαφρο τόνο. «Καλή τύχη όταν θα σκάβετε αυτήν την κόκκινη σκληρή γη.»
ΤΑ ΟΜΟΙΏΜΑΤΑ
211
«Καλή τύχη και σε σένα», είπε ο Τσικ. Πολύ θα ήθελα να ξέρω ποιος την χρειάζεται περισσότερο, αναρωτήθηκε. Εμείς στον Άρη ή εσύ εδώ κάτω στη Γη. «Μπορεί να σας στείλω κανένα ζευγάρι ομ», είπε ο Μώρυ, «να σας κρατάνε συντροφιά. Όταν καταλαγιάσουν τα πράγματα εδώ.» Τραβώντας Βαθιές ρουφηξιές από το πούρο του τους παρακολούθησε να φεύγουν. Η δυνατή μουσική είχε ξαναρχίσει να παίζει τώρα και μερικοί από τους σκυφτούς προγναθικούς σαγονάδες είχαν ξαναρχίσει τον σερνόμενο χορό τους. Ο Νατ Φλίτζερ τράβηξε τα μάτια του από την οθόνη της TV. «Νομίζω ότι γράψαμε αρκετά στο Ampek», είπε στην Μόλυ. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε για το σπίτι του Κογκρόζιαν. Τελειώσαμε εδώ.» «Ίσως να έχουμε τελειώσει παντού, Νατ», είπε σκυθρωπά η Μόλυ. «Ξέρεις, το γεγονός και μόνο ότι διατελέσαμε το επικρατέστερο είδος για λίγες δεκάδες χιλιάδες χρόνια δεν σημαίνει ότι-» «Το ξέρω», είπε ο Νατ. «Είδα κι εγώ τα πρόσωπά τους.» Την οδήγησε εκεί που είχαν αφήσει το Ampek F-a2.0 Τζιμ Πλανκ τους ακολούθησε και στάθηκαν και οι τρεις τους δίπλα στην φορητή ηχοληπτική συσκευή. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Νατ. «Ξεκινάμε για την επιστροφή; Ξεμπερδέψαμε εδώ;» «Ναι ξεμπερδέψαμε», έγνεψε ο Τζιμ Πλανκ. «Νομίζω όμως», είπε η Μόλυ, «ότι θα πρέπει να μείνουμε στο Τζένερ ώσπου να ηρεμήσουν λίγο οι μάχες. Δεν θα ήταν φρόνιμο να προσπαθήσουμε να πετάξουμνε προς την Τιχουάνα, αυτήν την στιγμή. Αν μας δέχεται η Μπεθ Κογκρόζιαν, λέω να μείνουμε μαζί της. Εδώ, στο σπίτι τους.» «Εντάξει», είπε ο Νατ. Συμφωνούσε απόλυτα. «Κοίτα», είπε ξαφνικά ο Τζιμ Πλανκ. «Μια γυναίκα έρχεται προς το μέρος μας. Όχι από τους σαγονάδες αλλά - ξέρεις, σαν εμάς.» Η γυναίκα, νέα και λεπτή, με κοντοκομμένα μαλλιά, ντυμένη με μπλε βαμβακερό παντελόνι, λευκό πουκάμισο και μοκασίνια άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους σερνόμενους χορευτές. Την ξέρω, είπε μέσα του ο Νατ. Την έχω δει ένα εκατομμύριο φορές. Την ήξερε αλλά και πάλι όχΐ' πολύ αλλόκοτο αυτό. Είναι τόσο απίστευτα όμορφη, σκέφτηκε. Σχεδόν παράλογα, αφύσικα όμορφη. Πόσες γυναίκες ξέρω, τόσο γοητευτικές; Καμία. Καμία γυναίκα στον κόσμο μας, στην ζωή μας, δεν είναι τόσο ελκυστική εκτόςΕκτός από την Νικόλ Τιμποντώ. «Είστε ο κ. Φλίτζερ;» του φώναξε καθώς πλησίασε και τον κοίταξε στο
212
PHILIP Κ. DICK
πρόσωπο. Ήταν πολύ μικροκαμωμένη, ανακάλυψε ο Νατ. Αυτό δεν φαινόταν στην οθόνη της TV. Αντίθετα μάλιστα πάντα φανταζόταν την Νικόλ Τιμποντώ σαν δεσποτικά μεγαλόσωμη, σχεδόν απειλητική. Σοκαρίστηκε που ανακάλυψε ότι δεν ήταν έτσι. Δεν μπορούσε να το καταλάβει. «Ναι», απάντησε. «Ο Ρίτσαρντ Κογκρόζιαν με μετέφερε εδώ», είπε η Νικόλ, «και θέλω να γυρίσω πίσω εκεί που ανήκω. Μπορείτε να με πάρετε στο αυτοταξί σας;» «Ευχαρίστως», είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Νατ. «Όπου θέλετε.» Κανένας από τους σαγονάδες δεν της έδοσε σημασία. Έδειχναν να μην την ξέρουν και να μην νοιάζονται για την ύπαρξή της. Ο Τζιμ Πλανκ ωστόσο και η Μόλυ την κοίταζαν έκπληκτοι, με το στόμα ανοιχτό. «Πότε φεύγετε;» ρώτησε η Νικόλ. «Κοιτάξτε», είπε ο Νατ «σκεφτόμαστε να μείνουμε. Εξ αιτίας των συμπλοκών. Εδώ είμαστε πιο ασφαλείς.» «Όχι», επέμεινε η Νικόλ. «Πρέπει να γυρίσετε πίσω. Πρέπει να κάνετε το καθήκον σας. Θέλετε να νικήσουν αυτοί;» «Δεν ξέρω καν για ποιους μιλάτε», της είπε ο Νατ. «Δεν καταλαβαίνα^ τι ακριβώς συμβαίνει, ποια πράγματα παίζονται και ποιος πολεμάει ποιον. Εσείς ξέρετε; Ίσως μπορείτε να με διαφωτίσετε.» Αμφιβάλλω όμως πολύ, σκέφτηκε μέσα του. Αμφιβάλλω αν θα μπορέσεις να μου πεις κάτι που να μου φανεί λογικό - σ' εμένα ή σ' οποιονδήποτε άλλο. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε λογικό. «Τι θα σας έπειθε να με γυρίσετε πίσω», του είπε η Νικόλ, «ή τουλάχιστον να με βγάλετε από δω;» «Τίποτε», είπε ο Νατ ανασηκώνοντας τους ώμους. Ξαφνικά είχε πάρει την απόφασή του. Είδε τα πράγματα με απόλυτη καθαρότητα. «Γιατί δεν πρόκειται να το κάνω. Λυπάμαι. Θα μείνουμε εδώ και θα περιμένουμε να τελειώσει αυτή η ιστορία. Δεν ξέρω πώς κατάφερε ο Κογκρόζιαν να σας φέρει εδώ αλλά ίσως είχε δίκιο. Ίσως αυτό είναι το καλύτερο μέρος για όλους, και για σας και για μας. Για ενα αρκετά μεγάλο διάστημα». Της χαμογέλασε αλλά η Νικόλ δεν του ανταπέδοσε το χαμόγελο. «Στο διάβολο», του είπε η Νικόλ. Εκείνος συνέχισε να της χαμογελάει. «Σας παρακαλώ», είπε η Νικόλ. «Βοηθείστε με. Πριν από λίγο δείχνατε έτοιμος να το κάνετε.» «Ίσως να σας βοηθάει καλύτερα έτσι, κυρία Τιμποντώ», επενέβη βραχνά ο Τζιμ Πλανκ. «Με το να σας κρατάει εδώ.» «Κι εγώ νομίζω ότι έχει δίκιο ο Νατ», είπε η Μόλυ. «Είμαι βέβαιη πως
ΤΑΟΜΟΙΟΜΑΤΑ
213
είναι πολύ επικίνδυνο για σας να βρεθείτε στον Λευκό Οίκο αυτή την στιγμή.» Η Νικόλ τους κοίταξε και τους τρεις με μάτια που έβγαζαν σπίθες. Μετά αναστέναξε σαν να το έπαιρνε απόφαση. «Μέρος κι αυτό να βρεθείς παγιδευμένος! Αυτός ο καταραμένος ο Κογκρόζιαν φταίει, δικό του είναι το λάθος. Τι είναι αυτά τα πλάσματα;» Έδειξε τον χορό των ενήλικων σαγονάδων και των μικρών ασχημάτιστων ακόμη παιδιών, στις δύο πλευρές της μεγάλης, παλιάς ξύλινης αίθουσας. «Δεν ξέρω ακριβώς», είπε ο Νατ. «Συγγενείς μας, θα έλεγα. Επίγονοί μας, κατά πάσα πιθανότητα.» «Πρόγονοι», τον διόρθωσε ο Τζιμ Πλανκ. «Ο καιρός θα μας δείξει ποιο από τα δύο είναι» είπε ο Νατ. Ανάβοντας ένα σιγκαρίλιο η Νικόλ είπε αποφασιστικά: «Δεν μου αρέσουν. Θα είμαι πολύ καλύτερα όταν γυρίσουμε σπίτι. Μου φέρνουν μια αβάσταχτη δυσφορία.» «Φυσικό είναι» είπε ο Νατ. Συμμεριζόταν κι αυτός την έντονη αντίδραση της. Γύρω από τους τέσσερις ανθρώπους οι σαγονάδες χόρευαν το μονότονο χορό τους χωρίς να τους δίνουν την παραμικρή σημασία. «Νομίζω ωστόσο», είπε σκεπτικά ο Τζιμ Πλανκ «ότι θα πρέπει να συνηθίσουμε την παρουσία τους.»
ΤΑ ΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ PHILIP Κ. DICK ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ, ΕΓΙΝΕ ΦΙΛΜ ΚΑΙ ΜΟΝΤΑΖ ΣΤΗ LEXIKON, ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΑΦΟΥΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙ-, ΛΑΚΟ ΕΠΕ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΕΔΟΥΣΑ ΤΗΣ ΑΛΥΣΑΝΔΡΑΤΟΣ · ΠΙΤΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε. ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1994. ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ: «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΕ» ΖΑΛΟΓΓΟΥ 6 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3608937, 3608954 - FAX 3608970.