ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Φιλοσοφία καΐ λογική σύνταξη
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΥΓΕΛΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΙ
...
36 downloads
334 Views
7MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Φιλοσοφία καΐ λογική σύνταξη
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΥΓΕΛΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΙ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
R. CARNAP
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ PHILOSOPHY AND LOGICAL SYNTAX
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΙΩΑΝΝΑΣ ΓΟΡΔΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΥΓΕΑΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΓΝΑΤΙΑ
ΘΕΣ)ΝΙΚΗΣ
ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ 1 . D E S C A R T E S : Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος Α ' έκδοση 1974, Β ' έκδοση 1976 2 . L E I B N I Z : Μεταφυσική πραγματεία
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ 4 . Γ. ΜΟΥΡΕΛΟΥ: Θεμελειώδείς εννοίες της σύγχρονης φιλοσοφίας και επιστημολογίας
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ό
Σελ. Carnap καΙ δ Κύκλος της Βιέννης
2. Ή
9
της γλώσσας
15
3. 01 βασικές εννοίες της λογικής σύνταξης
19
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ I. Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ
ΤΗΣ
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ
1. Ή δυνατότητα επαλήθευσης
25
2. Μεταφυσική
31
3.
Προβλήματα του πραγματικού
.
.
.
.
.
.
.
.
35
4 . 'Ηθική
41
5. Ή Μεταφυσική ώς έκφραση
.
45
6 . Ψυχολογία
51
7 . Λογική ανάλυση
55
I I . Η ΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ 1 . Τυπική θεωρία
59
2. Κανόνες σχηματισμού
61
3 . Κανόνες μετασχηματισμού
63
4 . Συντακτικοί δροι
.
5. "Opoi-L 6.
Περιεχόμενο
7.
Προτάσεις που αναφέρονται σέ ψευδο-αντικείμενα .
69 73 79
.
8 . Ή τυπική και ή μή-τυπική γλώσσα
.
83 91
I I I . Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 1 . Ή μή-τυπική γλώσσα
93
2. Ή Τροπική Λογική
99
3 . Σγετικότητα αναφορικά μέ τή γλώσσα
103
8 Σελ. 4 . ψευδο-προβλήματα
.
.107
5. Επιστημολογία
111
6 . Φιλοσοφία της φύσης
.
113
7 . Ή γλώσσα της φυσικής ώς βασική γλώσσα της έπίστήμης
117
8 . Τι δεν ύποστηριζεί δ Physikalismus
125
9 . Ή ενότητα της επιστήμης ΠΙΝΑΚΑΣ
ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Π Ι Ν Α Κ Α Σ ΕΝΝΟΙΩΝ
.
.
.
.
.
.
.
129 133 134
νΕΙΣΑ Γ Ω ΓΗ I. Ό Carnap και 6 Κύκλος της Βιέννης , Ό Rudolf Carnap γεννήθηκε τό 1891 στό Ronsdorf (κοντά στο Barmen) της βορειοδυτικής Γερμανίας. Μετά τό 'θάνατο του πατέρα του τδ 1898 ή οικογένεια του πηγε στο Barmen (Wuppertal) δπου δ Carnap εκαμε τις γυμνασιακές του σπουδές; καΐ αργότερα, τδ 1909, στήν Ίένα. Ά π δ τδ 1910 ώς τδ 1914 δ Carnap σπουδάζει Μαθηματικά, Φυσική καΐ Φιλοσοφία στδ πανεπιστήμιο της Ίένας καΐ του Freiburg. Οι περιοχές της φιλοσοφίας πού τδν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα είναι ή γνωσιοθεωρία και ή • έπιστημολογία. Στήν Ίένα μελέτησε τδν Kant κοντά στδν Νεοκαντιανδ φιλόσοφο Bruno Bauch. Ή επίδραση της Καντιανής σκέψης πάνω του άπδ τήν περίοδο αυτή είναι φανερή στη διατριβή του Der Raum, πού γράφει τδ 1920. Στήν Ίένα παρακολούθησε επίσης τά μαθήματα του Gottlob Frege (1848 -1925) πού τδ εργο του ήταν τότε σχεδδν άγνωστο στή Γερμανία. Αύτδ πού εκαμε ξεχωριστή εντύπωση άπδ τά μαθήματα αύτά στδν Carnap ήταν ή ιδέα του Frege πώς ή Λογική του θά μπορούσε νά χρησιμεύση γιά τή συγκρότηση ολόκληρου του συστήματος των Μαθηματικών, πράγμα πού κάμνει άργότερα τδν Carnap νά στρέψη ζωηρδ τδ ενδιαφέρον του γιά τή φιλοσοφική γενικότερα σκέψη του Frege. Ά π δ τδ 1914, με τδ ξέσπασμα του πολέμου, ως τδ 1918 δ Carnap υπηρετεί ώς άξιωματικδς στδ Γερμανικό στρατό, καΐ μάλιστα. τά πρώτα χρόνια (ώς τδ 1917) βρίσκεται στδ μέτωπο. Κατά τή 'διάρκεια του πολέμου δέν ξέκοψε εντελώς μέ τά επιστημονικά και φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα. Τότε είναι πού μελετά τή θεο)ρία της σχετικότητας του Einstein κι' αρχίζει νά ενδιαφέρεται γιά τά μεθοδολογικά προβλήματά της. Μετά τδν πόλεμο εζησε γιά λίγο στήν Ίένα (1919 -1921) κι' υστέρα στδ Buchenbach (κοντά στδ Freiburg) ως τδ 1926. Τά χρόνια αύτά αρχίζει ,ο Carnap τΙς φιλοσοφικές του ερευνες. Μελετά τά Princwia Mathematica τών Whitehead καΐ Russell
10 καΐ συγκεντρώνεί δλες του τΙς προσπάθειες στήν εφαρμογή της συμβολικής Λογικής στή διατύπωση καΐ διερεύνηση των φιλοσοφικών προβλημάτων. Ό Frege και δ Russell είναι οί φιλόσοφοι πού άσκοϋν τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω του και καθορίζουν, σ' ενα μεγάλο βαθμό, την κατοπινή του εξέλιξη. Τό 1921 γίνεται διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Ίένας. Τήν εποχή αυτή στή Γερμανία ανάμεσα σ' εκείνους πού ακολουθούσαν τήν Ι'δια φιλοσοφική κατεύθυνση ήταν δ Hans Reichenbach, υφηγητής τότε της Φυσικής στο τεχνολογικό ινστιτούτο της Στουτγκάρτης. Μαζί του δ Carnap διατηρούσε αλληλογραφία. Για πρώτη φορά συναντήθηκαν τό Μάρτιο του 1923 σ' ενα μικρό συνέδριο στό Erlangen, πού οργανώθηκε από τόν Carnap καΐ τόν Reichenbach μαζι με δρισμένους άλλους — άνάμεσά τους είναι δ Paul Hertz καΐ δ Kurt Lewin — οί όποιοι εργάζονταν επίσης στήν περιοχή της συμβολικής Λογικής κι' είχαν ώς στόχο τους, με οργανο τήν τελευταία, νά αναπτύξουν μια επιστημονική φιλοσοφία. Τό συνέδριο του Erlangen αποτέλεσε πράγματι, μέσα στή Γερμανία, ενα σημαντικό βήμα πρός τήν κατεύθυνση αύτή. 'Τστερα από τό συνέδριο αύτό ή επαφή του Carnap μέ τόν Reichenbach είναι τακτική. Μέ τή μεσολάβηση του Reichenbach τό καλοκαίρι του 1924 δ Carnap γνωρίζει τόν Moritz Schlick, δ όποιος είχε ήδη οργανώσει τόν φιλοσοφικό Κύκλο τής Βιέννης. Μέ πρόσκληση του Schlick, δ Carnap πάει τό 1926 στή Βιέννη δπου ως τό 1930 είναι υφηγητής τής φιλοσοφίας στό πανεπιστήμιο και τό 1931 γίνεται έκτακτος καθηγητής. Ή παραμονή του στή Βιέννη κατά τό χρονικό αύτό διάστημα υπήρξε από τις πιό γόνιμες περιόδους τής ζωής του. 'Ανάμεσα στα μέλη του Κύκλου τής Βιέννης είναι δ Η. Hahn, δ Otto Neurath, δ Victor Kraft, δ Fr. Waismann καΐ δ Ph. Frank. "Ενα από τά φιλοσοφικά Ίργα πού άσκεϊ τήν εποχή αύτή μεγάλη επίδραση στόν Κύκλο τής Βιέννης είναι δπωσδήποτε τό Tractatus του Wittgenstein. Στις συναντήσεις του Κύκλου τό έργο αύτό άποτελοΰσε άντικείμενο διεξοδικής μελέτης. Ό Wittgenstein είναι ίσως δ φιλόσοφος πού κοντά στόν Russell και τόν Frege άσκησε τή μεγαλύτερη επίδραση πάνω στόν Carnap. Τό 1927 δ Carnap γνωρίζει αέ τή ιχεσολάβηση του Schlick προσωπικά τόν
11 Wittgenstein. ΜαζΙ μέ τον Schlick καΙ τον Waismann είχε άρκετές συναντήσεις τό καλοκαίρι του 1927 μέ τόν Wittgenstein. Δυο κυρίως ιδέες του Wittgenstein ασκούν επίδραση πάνω του: 1. 'Ότι ή αλήθεια των προτάσεων της Λογικής βασίζεται στή λογική τους δομή και δεν έξαρταται άπδ τα συμπτωματικές γεγονότα του εξωτερικού κόσμου* γι' αύτδ καΐ ο'ί προτάσεις αύτές δέν μας μιλούν γιά τόν κόσμο καί, κατά συνέπεια, δεν έ'χουν εμπειρικό περιεχόμενο. 2. 'Ότι πολλές από τις φιλοσοφικές προτάσεις της παραδοσιακής Μεταφυσικής είναι ψευδο-προτάσεις χωρίς γνωστικό περιεχόμενο. 'Από τους άλλους φιλοσοφικούς κύκλους τήν 'εποχή αύτή πού τοποθετούνται άπό τήν άποψη της βασικής τους κατεύθυνσης πολύ κοντά στόν Κύκλο τής Βιέννης είναι ή ομάδα του Βερολίνου πού οργάνωσε δ Reichenbach μέ ενεργά μέλη τούς Walter Dubislav, Kurt Grelling, Kurt Lewin, Wolfgang Kohler καΐ Karl Gustav Hempel, και ή Σχολή τής Βαρσοβίας άνάμεσα στά μέλη τής 6ποίας ήταν δ Jan Lukasiewicz, δ Tadeusz Kotarbinski, δ Stanislaw Lesniewski, δ Kasimierz Ajdukiewicz, δ Henryk Melhberg καΐ δ Alfred Tarski. Ή πρώτη επαφή του Κύκλου τής Βιέννης μέ τούς Πολωνούς θεωρητικούς τής Λογικής γίνεται τό Φεβρουάριο του 1930, δταν δ Tarski καλεσμένος άπό τό μαθηματικό τμήμα τοΰ πανεπιστημίου ερχεται στή Βιέννη καΐ κάνει δρισμένα μαθήματα πάνω στα Μεταμαθηματικά. Ό Carnap είχε μέ τόν Tarski καΐ ιδιαίτερες συναντήσεις, στις δποιες συζήτησαν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Οι συζητήσεις αύτές ύπήρξαν γόνιμες για τΙς περαιτέρω ερευνες του Carnap σέ προβλήματα τής μετα-θεωρίας. Ό Carnap, αντίθετα μέ τόν Schlick καΐ άλλα μέλη του Κύκλου της Βιέννης, πιστεύει 'δτι ή τυπική θεώρηση τής γλώσσας Ιχει μεγάλη σημασία για τή διασάφηση των φιλοσοφικών προβλημάτων. Τόν Νοέμβριο του 1930 δ Carnap πάει στή Βαρσοβία υστέρα άπό πρόσκληση τής έκει φιλοσοφικής έταιρείας καΐ δίνει τρεις διαλέξεις' εχει μάλιστα καΐ Ιδιαίτερες συζητήσεις μέ τόν Tarski, τόν Lesniewski καΐ τόν Kotarbinski. Ή άνταλλαγή αύτή φιλοσοφικών ιδεών μέ τή Σγολή της Βαρσοβίας ύπηρΕε για τόν Carnap
12 γόνίμη, γ:ατΙ οΐ Πολωνοί φιλόσοφοι είχαν κάνει πολύ σοβαρή δουλειά στήν περιοχή της Λογικής καΐ τής θεμελίωσης των Μαθηματικών καθώς καΐ στή γενική θεωρία τής γλώσσας. Μια αλλη γόνιμη επαφή του Carnap τήν εποχή αότή στή Βιέννη ήταν μέ τον Κ. Popper πού δέν άνηκε βέβαια ώς μέλος στον Κύκλο τής Βιέννης. Ό Carnap ειχε διαβάσει σέ χειρόγραφο το σημαντικό εργο του Popper Logik der Forschung καΐ τό καλοκαίρι του 1932 είχαν, μαζί και μέ τον Η. Feigl, συζητήσει πάνω σέ φιλοσοφικά προβλήματα. Πολλές από τις ιδέες του Popper τράβηξαν τό ενδιαφέρον του Κύκλου τής Βιέννης, όρισμένες άσκησαν θετική επίδραση στή σκέψη του Carnap καΐ των άλλων μελών του. ^Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα άναφέρουμε εδώ τΙς απόψεις του Popper πάνω στό πρόβλημα τών προτάσεων βάσης. 'Από τό 1930 ό Κύκλος τής Βιέννης απόκτα τό επίσημο δργανο 'διάδοσης τών φιλοσοφικών του Ιδεών, τό περιοδικό ErkenntniSy πού εκδίδεται από τόν Hans Reichenbach καΐ τόν R. Carnap. Κατά τό χρονικό αυτό διάστημα πού δ Carnap βρίσκεται στή Βιέννη ολοκληρώνει δυό εργα του και τά δημοσιεύει: Der logische Aufbau der Welt (1928) Abriss der Logistik (1929). Τό 1931 δ Carnap γίνεται καθηγητής στήν εδρα τής φιλοσοφίας τής Φυσικής πού δημιουργείται μέ υπόδειξη του Ph. Frank στό πανεπιστήμιο τής Πράγας. Στήν Πράγα δπου ζή δς τό 1935 αφιερώνει τόν περισσότερο χρόνο του στήν ερευνά τής τυπικής δομής τής γλώσσας. Τό 1934 δημοσιεύεται τό εργο του Logische Syntax der Sprache {Aoyixi] σύνταξη τής γλώσσας) πού θεωρείται Ινα από τά πιό σημαντικά φιλοσοφικά κείμενα τής εποχής μας. Στήν Πράγα, κατά τό διάστημα αύτό, δ Carnap είχε τήν εύκαιρία νά γνωρίση δυό 'Αμερικανούς φιλοσόφους, τόν Charles Morris και τόν W. V. Quine, πού είχαν δεχθή τήν επίδραση του Κύκλου τής Βιέννης και πού αργότερα τόν βοήθησαν νά μεταβή στίς Ηνωμένες Πολιτείες. Τό φθινόπωρο του 1934 υστέρα από πρόσκληση τής Susan Stebbing δίνει μιά σειρά μαθημάτων στό πανεπιστήμιο του Λονδίνου,, στά όποια προσπαθεί νά έξηγήση σέ μή τεχνική γλώσσα τή φύση της λογικής σύνταξης καΐ τή ση-
13 • μασία της γιά τή φιλοσοφία. Τά μαθήματα αύτά δημοσιεύονται λ£γο αργότερα (1935) μέ τδν τίτλο: Philosophy and Logical Syntax (Φιλοσοφία και λογική σύνταξη). Στο Λονδίνο δ C a m a p εχει τήν ευκαιρία να γνωρίση για πρώτη φορα τον Β. Russell, ή προσωπικότητα του οποίου προκαλεί βαθιά εντύπωση πάνω του. Εκτός άπό τον Russell γνωρίζει ;tal άλλους "Αγγλους φιλοσόφους, βπως είναι δ C. Κ. Ogden, μέ τον δποΐο συζητάει προβλήματα γλώσσας και λογικής, δ J. Η. Woodger, δ δποιος τήν εποχ ή αυτή άσχολειται μέ προβλήματα εφαρμογής της συμβολικής Λογικής στή Βιολογία, δ Alfred Ayer, δ R . Β. Braithwaite και δ Max Black. Μέ τήν άνοδο του Hitler στήν εξουσία τδ 1933 ή πολιτική ατμόσφαιρα γίνεται βαριά ακόμη καΐ στήν Τσεχοσλοβακία καΐ τήν Αυστρία. 'Έτσι τδ 1935 δ Carnap φεύγει άπδ τήν Πράγα καΐ πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες της 'Αμερικής. Ά π ό τδ 1936 ώς τδ 1952 είναι καθηγητής της φιλοσοφίας στδ πανεπιστήμιο του Σικάγου. Έκει συνεργάζεται μέ τδν .'Αμερικανό φιλόσοφο Charles Morris, δ δποϊος προσπαθεί να συνδυάση τδν Πραγματισμό μέ τδν Εμπειρισμό. "Ετσι δ Carnap Ιχει τήν ευκαιρία νά γνωρίση καλύτερα τδν Πραγματισμό. Τδ 1 9 3 7 - 3 8 οργανώνει ενα φροντιστήριο έρεύνης στδ όποιο παίρνουν μέρος πολλοί συνάδελφοι του. 'Ανάμεσα σ' αυτούς είναι, καλεσμένος ώς ερευνητής, καΙ δ C. Hempel. Στδ φροντιστήριο αύτδ ασχολούνται μέ προβλήματα κυρίως της Σημαντικής, πού συγκεντρώνουν τδ ενδιαφέρον του Carnap κατά τδ διάστημα αύτό. Τδν χειμώνα του 1939 ερχεται στδ Σικάγο δ Russell καΐ οργανώνει ενα φροντιστήριο, στδ δποϊό παίρνει μέρος δ Carnap, μέ θέμα τά φιλοσοφικά προβλήματα των βασικών εννοιών της Λογικής: τής σημασίας καΐ τής αλήθειας. Τδ εργο του Russell Inquiry into Meaning and Truth εχει τή βάση του στίς Ιρευνες αύτές. Τδ 1940 - 41 δ Carnap προσκαλείται ώς επισκέπτης καθηγητής στδ Harvard. Ε κ ε ί δργανώθηκε μια δμάδα μέ πιδ δραστήρια μέλη τδν Carnap, τδν Russell, τδν Tarski καΐ τδν Quine, ή δποία άσχολήθηκε μέ προβλήματα τής Λογικής. "Ηδη δ Ph. Frank είχε ελθει άπδ τήν Πράγα στίς Ηνωμένες Πολιτείες καΐ ήταν καθηγητής της φιλοσοφίας της Φυσικής στδ πανεπιστήμιο
14 του Harvard. Μαζί του δ Carnap ο ρ γ ά ^ α ε ενα colloquium μέ θέμα τΙς λογικές βάσεις της επιστήμης. Τά μαθήματα του R νοη Mises καΐ του Feigl πάνω στήν έννοια της πιθανότητας κα Ο'ΐ συζητήσεις πού έγιναν ξύπνησαν από τότε ζωηρό τό ένδιαφέ ρον του Carnap για τδ πρόβλημα της πιθανότητας καΐ της έπα γωγής πού θα αποτελέσουν αργότερα κύριο αντικείμενο των φι λοσοφικών του έρευνών. 'Από τό 1942 δ)ς τό 1944 μέ τήν οικονομική υποστήριξη του ιδρύματος Rockfeller κάνει έρευνητική δουλειά στήν περιοχή της Τροπικής Λογικής καΐ της Ση μαντική ς (Santa Fe, New Mexico). 'Από τό 1944 ως τό 1952 βρίσκεται πάλι στό Σικάγο. 'Από τήν περίοδο αότή (1936- 52) στό Σικάγο εχουμε τά έξης σημαντικά ipyoL του: 1939 Foundations of Logic and Mathematics 1942 Introduction to Semantics 1947 Meaning and Necessity 1950 Logical Foundations of Probability. Κατά τό χρονικό διάστημα 1952 - 54 κάνει άποκλειστικά ερευνά στό 'Ίδρυμα των προχωρημένων μελετών του Princeton (Institute of Advanced Studies, Princeton). ΈκεΙ γνωρίζει τόν μαθηματικό John G. Kemeny μέ τόν δποιο συνεργάζεται γιά ενα χρόνο σέ προβλήματα έπαγωγικής Αογικής. Στό Princeton γνωρίζει προσωπικά και τόν Einstein. Τό 1954, υστέρα άπό τό θάνατο του Η. Reichenbach, δ Carnap τόν διαδέχεται στήν εδρα της φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της California. Πέθανε στίς 14.9.19701
1. Το πρώτο μέρος ΕΙσαγωγής βασ(ζεταί στήν αυτοβιογραφία του Oarnap (βλ. σχετικά, R. Caraap, «Intellectual Autobiography», στο P. Α. Schilpp (ed.), The Philosophy of Rudolf Carnap, La Salle, Illinois 1963, σελ. 3 - 8 4 ) .
15 I I , Ή λογική ανάλυση της γλοσσοας, Ή βασική — μποροϋμε voc ποΰμε — διαφορά ανάμεσα στον Νεοθετικισμό η τον Λογικό Εμπειρισμό, πού δ πιο σημαντικός εκπρόσωπος του είναι δ Carnap, και τόν παλαιότερο Θετικισμό καΐ Εμπειρισμό συνίσταται στό γεγονός βτι δ πρώτος θεωρεί τήν ανάλυση της γλώσσας ώς τό μόνο εργο της φιλοσοφίας. Γιά να καταλάβουμε τή μεταβολή αύτή πού γίνεται μέσα στούς κόλπους της θετικοεμπειρικής φιλοσοφίας καΐ τούς λόγους πού τήν υπαγορεύουν πρέπει οπωσδήποτε νά τήν συνδέσουμε με τήν κεντρική γιά τήν φιλοσοφία αύτή έννοια ^ του «δεδομένου»^ πού αποτελεί τήν πηγή της γνώσης καΐ τή βάση αναγωγής δλων των επιστημονικών εννοιών. Γιά τόν κλασσικό θετικισμό ή βάση αύτή αναγωγής, δπου θεμελιώνεται ή Ι'δια ή γνώση, είναι αύτό πού δίδεται στήν άμεση αισθητηριακή αντίληψη, τό έπΙ μέρους αισθητό δεδομένο, τό συγκεκριμένο άτομικό βίωμα. Άλλά τό δεδομένο μέ τήν έννοια του συγκεκριμένου άτομικοΰ βιώματος δεν είναι ανακοινώσιμο, δέν §χει διυποκειμενικό χαρακτήρα καΐ γι' αύτό τό λόγο δέν μπορεί νά λειτουργήση ώς 'θεμέλιο της γνώσης. 'Ακόμη και στή μορφή πού πήρε δ φαινομενισμός στό εργο του Carnap Der logische Aufbau der Welt δέν εχουμε πάλι τή 'δυνατότητα νά ξεφύγουμε εντελώς από τόν κίνδυνο του Solipsismus πού κάνει αδύνατη τήν ϊδια τήν επιστήμη καΐ, συνάμα ακόμη πιό φανερή τήν ανεπάρκεια της παραδοσιακής μεθόδου άναγωγής στό ατομικό δεδομένο. Προτού καταπιαστούμε -μέ τό δεδομένο, πρέπει αύτό νά πάρη κάποια μορφή γλωσσικής διατύπωσης, ώστε νά γίνη άνακοινώσιμο. 'Έτσι, βλο τό βάρος του προβλήματος παύει νά είναι δ προσδιορισμός του δεδομένου στό άμεσο ατομικό βίωμα καΐ μετατοπίζεται στήν περιοχή της γλώσσας. Γι' αύτό καΐ δέν αναζητούμε πιά «πρωταρχικά δεδομένα», αλλά «πρωταρχικές προτάσεις», πού εντάσσονται σέ μιά γλώσσα μέ διυποκειμενικό από τήν άρχή χαρακτήρα. Μιά θεωρία του δεδομένου κι' ακόμη λιγότερο μιά γνωσιοθεωρια στήν παραδοσιακή της μορφή δέν είναι πιά δυνατή. Ή φιλοσοφία γίνε-
2. Βλ. σχετίκά μέ τήν εννοβα του (οδεδομενου» W. Stegmuller, Der Phaenomenalismus und seine Schwierigkeiten, Darmstadt 1969, σελ.
9n V ff
16 ται «κριτική, δπως θά πη δ Wittgenstein, της γλώσσας»^. Ή άνάλυση της γλώσσας στή σύγχρονη αναλυτική φιλοσοφία ακολούθησε δυο κατευθύνσεις. Ή μια κατεύθυνση είναι εκείνη πού ακολούθησε δ Wittgenstein στίς Φιλοσοφικές ερεννες, ή αλλη είναι εκείνη πού ακολούθησε δ Garnap. Στον Wittgenstein προέχει ή άνάλυση της καθημερινής γλώσσας, στον Carnap ή κατασκευή μιας ιδεατής γλώσσας απαλλαγμένης άπδ τις ελλείψεις των φυσικών γλωσσών. Πρόκειται για δυδ μεθόδους μέσα στους κόλπους τής αναλυτικής φιλοσοφίας που άποσκοπουν στή διασάφηση των φιλοσοφικών εννοιών καΐ προβλημάτων. Ή μέθοδος του Carnap, πού μας ενδιαφέρει εδώ, συνίσταται στή λογική άνάλυση, πού σημαίνει διερεύνηση δχι τής δομής τών φυσικών γλωσσών, άλλα τών κανόνων στούς οποίους πρέπει νά όπακούη ενα γλωσσικό σύστημα. Γι' αύτό τό λόγο κατασκευάζονται γλωσσικά συστήματα πού έχουν δική τους νομοτέλεια καΐ δικές τους δυνατότητες ανάπτυξης. Ή άνάλυση τής γλώσσας μέ τή σημασία αυτή παίρνει συστηματική μορφή στο εργο του Camap, κατ' αρχήν, ώς λογική σύνταξη τής γλώσσας. Ό λόγος πού δδήγησε τδν Carnap στήν άνάπτυξη τής συντακτικής μεθόδου πρέπει γενικότερα, νά άναζητη'θή στδν άντιμεταφυσικό χαρακτήρα του Κύκλου τής Βιέννης. Ό Νεοθετικισμδς στρέφεται κατά τής Μεταφυσικής μέ στόχο ν' άποδείξη, πρώτον, δτι οι προτάσεις της δεν έχουν εμπειρικό χαρακτήρα καί, κατά συνέπεια, δέν έχουν νόημα, καί, δεύτερον, δτι είναι ψευδο-προτάσεις πού οφείλονται σέ λάθη λογικής σύνταξης τής γλώσσας. «'Ότι στήν καθημερινή γλώσσα, γράφει δ Carnap, είναι δυνατόν νά σχηματίσουμε μια σειρά άπό λέξεις δίχως νόημα, χωρίς νά παραβούμε τους κανόνες τής Γραμματικής, δείχνει δτι ή γραμματική σύνταξη άπδ τή σκοπιά τής καθαρής λογικής είναι άνεπαρκής. 'Άν ή γραμματική σύνταξη αντιστοιχούσε μέ άκρίβεια στή λογική σύνταξη, 'δέν θά μπορούσε νά προκύψη καμιά φευδο-πρόταση. . . 'Άν ή άπο'ψή μας δτι ή Μεταφυσική συνίσταται σέ φευδο-προτάσεις, είναι σωστή, τότε σέ αιά σωστά φτιαγμένη γλώσσα 1. L.
Wittgenstein,
ri96n. 1969ιΓ4>: 40031.
Tractatus
Logico - Philosophicus,
London
17 άπό τήν δποφη της Αογιχης ή Μεταφυσική δέν θά μπορούσε κάν νδο διατυπωθη. Ά π ' αότά γίνεται φανερή ή μεγάλη φιλοσοφική σημασία της κατασκευής μιας λογικής σύνταξης πού επιχειρούν σήμερα οι θεωρητικοί της Λογικής»^. Ό Carnap είναι πεπεισμένος πώς δλα τα προβλήματα της παραδοσιακής φιλοσοφίας είναι, βασικά, ψευδο-προβλήματα πού προέκυψαν άπό τή μή ακριβή διατύπωση τους* δταν τά διατυπώσουμε σωστά, αποκαλύπτονται ώς προβλήματα λογικής άνάλυσης της γλώσσας. Ή διατύπωση προτάσεων πού αναφέρονται στδν κόσμο τής έμπειρίας είναι αποκλειστικό εργο των θετικών επιστημών, ενώ ή φιλοσοφία δέν 'εχει νά κάνη με τδ φυσικδ κόσμο, άλλά μέ τή γλώσσα, Ιτσι ώστε τα φιλοσοφικά προβλήματα πρέπει νά διατυπωθουν δχι στή βασική γλώσσα (Ding-Sprache, Objektsprache), άλλα στή μετα-γλώσσα ή στή γλώσσα τής σύνταξης (Metasprache, Syntaxsprache). Ή τελευταία είναι μιά θεωρία τής τυπικής δομής τής γλώσσας πού άποτελεΐ τδ αντικείμενο τής λογικής άνάλυσης (μετα-θεωρία). Στή θέση, καθώς βλέπουμε, του «δεδομένου» εχουμε τή γλώσσα τήν ίδια για τήν τυπική δομή τής οποίας πρέπει νά μιλήσουμε σέ μιά δεύτερη γλώσσα. Κατά πόσο βέβαια είναι αότδ δυνατδ ύπήρξε ενα άπό τά άντικείμενα συζητήσεων στόν Κύκλο τής Βιέννης Ό Wittgenstein στό Tractatus υποστήριζε δτι δέν μπορούμε νά μιλήσουμε γιά τή λογική δομή των προτάσεων καΐ τή σχέση γλώσσας καΐ πραγματικότητας, άφου βέβαια γι' αύτόν ολόκληρη ή άνάλυση τής γλώσσας συνίσταται σέ προτάσεις χωρίς νόημα. "Ωστόσο δ Carnap Ιδειξε στδ εργο του Αογικη ούνταξη της γλώσσας δτι μπορούμε νά μιλήσουμε γιά τήν τυπική δομή μιας γλώσσας μέσα στήν Ι'δια τή γλώσσα. "Ώς πρότυπο γιά τή διατύπωση τής μετα-θεωρίας του χρησίμευσε στόν Carnap ή θεωρία των άποδείξεων (ή τά Μετα-μαθηματικά) του D. Hilbert (1862 -1943) . Ό Hilbert γιά πρώτη φορά έπιχείρησε μιά τυπική άνάλυση τής γλώσσας μέ σκοπό νά θεμελιώση όλόκληρο τό σύστημα των Μαθηματικών σέ άσφαλεις βά1. R. Carnap, Oberwindung der Metaphysik durch logische lyse der 5prac/ie, Erkenntnis, 2, 1931, σελ. 228. 2. Ηλ. R. Oamao. Intellectual AutobiosraDhy, σελ. 29.
Ana-
18 σεις. Στήν προσπάθειά του αδτή δδηγεϊται στή διάκριση άνάμεσα στα Μαθηματικά ώς καθαρά τυποποιημένο αξιωματικό σύστημα και τίχ Μεταμαθηματικά ώς δργανο διερεύνησης της λογικής δομής και των λογικών ιδιοτήτων του μαθηματικού συστήματος. Μια σαφή εικόνα της μετα-θεωρίας του Hilbert μπορούμε νά εχουμε, αν συγκρίνουμε τό τυποποιημένο γλωσσικό σύστημα μ' ενα παιχνίδι σκάκι δπου οι πεσσοί είναι τα σύμβολα του συστήματος. Για νά παίξουμε τό παιχνίδι αυτό, θά πρέπει νά ξεκινήσουμε άπό δρισμένους άρχικούς συνδυασμούς των πεσσών (τά αξιώματα) . "Γστερα, μετακινούμε τους πεσσούς σύμφωνα μέ τούς κανόνες του παιχνιδιού (οχ κανόνες πρόβασης) οί οποίοι μας επιτρέπουν νά κάνουμε καινούργιους συνδυασμούς (τά θεωρήματα) . Τό παιχνίδι αύτό μπορούμε νά τό παίξουμε, χωρίς νά χρειαστούμε κάποια σημασιολόγηση τών συμβόλων (οι πεσσοί) . Ο: προτάσεις δμως πού θά διατυπώσουμε σχετικά μέ τό παιχνίδι αύτό •δέν είναι προτάσεις χωρίς νόημα, δπως οί θέσεις τών πεσσών και οι κινήσεις τους. Πρέπει εδώ νά κάνουμε διάκριση ανάμεσα στά σύμβολα καΐ τούς τύπους του συστήματος, πού μελετούμε, καΐ στά σύμβολα καΐ τΙς προτάσεις πού διατυπώνουμε γιά νά περιγράψουμε τό έν λόγω σύστημα. Τά τελευταία δέν ανήκουν στό σύστημα, στή θεωρία, άλλά στή μετα-θεωρία. Ή βασική ιδέα της μεταμαθηματικής μεθόδου του Hilbert άποτελει καΐ τήν άφετηρία της συντακτικής μεθόδου του Carnap. "Οπως τά Μεταμαθηματικά αποτελούν μιά γενική θεωρία της τυπικής δομής της μαθηματικής γλώ'σσας, κατά τρόπο ανάλογο, 'άλλά σε γενικότερη ακόμη μορφή, ή λογική σύνταξη θά άποτελέση μιά γενιχή θεωρία της τυπικής δομής τών γλωσσικών έν γένει συστημάτων. Πρωταρχικός σκοπός του Carnap είναι ή άνάπτυξη μιας μετα-θεωρίας βάσει της οποίας θά μπορούσαμε νά διακρίνουμε μέ τυπικά καΐ μόνον κριτήρια τΙς μεταφυσικές άπό τις μή μεταφυσικές προτάσεις καΐ νά αποκλείσουμε τις τελευταίες άπό μιά κατασκευασμένη, ιδεατή γλώσσα. Στή Λογική ούνταξη της γλώσοας δ Carnap επιχειρεί — θά μπορούσαμε νά ποΰμε — μιάν «έπαναξιολόγηση δλων τών άξιών». Αύτό γίνεται άμέσως αντιληπτό, άν προσέξουμε τήν κεντριχή θέση πού εγει στό Ιργο του δ δρος σύνταξη και τό νόηαα πού παίρνει.
19 Μεσα στήν Εννοια αύτή περικλείετα!, δλόκληρη ή Λογική καθώς τονίζει επανειλημμένα δ Carnap, αλλά καΐ ή φιλοσοφία: «όλα τά φιλοσοφικά προβλήματα μέ νόημα ανήκουν στή σύνταξη»^. Ή Λογική δέν Εχει εδώ νά κάνη μέ νόμους της νόησης πού έχουν αιώνιο κύρος ουτε τά φιλοσοφικά προβλήματα είναι τά πιδ γενικά έρωτήματα γιά τδ είναι και τδ νοειν. Οί κανόνες της σύνταξης είναι νόμοι της γλώσσας πού άφοροΰν τή μορφή τών συμβόλων (σημείων) καΐ τις πράξεις στΙς δποιες προβαίνουμε μ' αδτά* καΙ ώς νόμοι της γλώσσας είναι δοσμένοι, στίς φυσικές γλώσσες, ιστορικά ώς συμβάσεις και αλλάζουν άπδ γλώσσα σέ γλώσσα, ένώ στίς κατασκευασμένες γλώσσες αποτελούν δικές μας αύθαίρετες συμβάσεις. Γι' αύτδ και στά πλαίσια της κλασσικής φιλοσοφικής παράδοσης δέν είναι κάν νοητοί ώς αντικείμενα της λογικής Ερευνας, εφόσον τδ άντικείμενο τής Λογικής πρέπει Ιδώ νά τδ συλλάβουμε ώς κάτι πού λειτουργεί εξω άπδ τδ χρόνο, ώς κάτι κατ' εξοχήν ύπερχρονικό. 'Ωστόσο γιά τδν Carnap ^ δ καθένας μπορεί νά φτιάξη τή-Λογική του, άρκεϊ νά μας προσδιορίση τούς συντακτικούς κανόνες του γλωσσικού του συστήματος. Αύτή είναι ή άνώτατη αρχή τής Λογικής, δπως τήν καταλαβαίνει βέβαια δ Carnap. Ό λογικδς συμβατισμδς άποτελεϊ ενα άπδ τά πιδ χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής συντακτικής μεθόδου του Carnap. Γενικότερα, μπορούμε νά ποΰμε πώς ή θέση του Carnap άποτελεί μιά ριζική άπόκλιση άπδ τήν παραδοσιακή άντίληψη γιά τδ άντικείμενο τής Λογικής καΐ τής Φιλοσοφίας.
I I I , 01 βασικές άνοιες της λογικής οννταξης. Θά μπορούσε 'ίσως κανείς, άπδ πρώτη άποψη, νά ύποθέση πώς ή σύνταξη Ενει νά κάνη μονάχα μέ τούς τρόπους σχηματισμού τών προ1. Βλ. R. Oamap, Logische
Syntax der Sprache, Wien 1934, σελ.
2 καΐ 202. 2. R. Carnap, Logische Syntax..., σελ. 206. 3. R. Carnap, Logische Syntax..., σελ. 45: «Jeder mag seine Logik, d.h. seine Sprax^hform, wie er will, aufbauen. Nur muss er, wenn er mit uns diskutieren will, deutlich angeben, wie er es maohen will, svntaktische Besitimmuneen s e b e n . . . »
20 τάσεο)ν, άντίθετα μέ τή Λογική πού διερευνά τους κανόνες σύμφωνα μέ τους οποίους μια κρίση συνάγεται από μιαν αλλη ή, άκόμη, τΙς σημασιολογικές σχέσεις των προτάσεων μεταξύ τους. "Ωστόσο στον Carnap οΰτε τό ενα ουτε τό αλλο ισχύει. ΟΕ συντακτικοί του κανόνες στη στενότερη σημασία τους είναι βέβαια κανόνες σχηματισμού, δμως καΐ ο'ι κανόνες μετασχηματισμού, πού αντιστοιχούν στους κανόνες του λογικού συμπερασμου, είναι του ϊδιου είδους μέ τούς πρώτους και μπορούμε, επομένως, εξίσου νά .τούς συλλάβουμε έντελώς τυπικά. Για να γίνη κατανοητή ή άναγωγή αότή της κεντρικής Ίννοιας του λογικού συμπερασμου στήν περιοχή της μορφολογίας της γλώσσας, πρέπει κατ' αρχήν, νά εχουμε ύπόψη μας πώς, δταν δ Carnap μιλάη για προτάσεις (ενας Άλλος βασικός δρος της σύνταξης) δέν εννοεί κρίσεις ^ (judgements, propositions), αλλά «φράσεις» (sentences). Ή πρόταση είναι μιά διάταξη κατά ορισμένο τρόπο των συμβόλων πού άποτελοΰν τα στοιχεία της καΐ πού δέν έχουν κανένα νόημα, είναι απλώς σημάδια^ πάνω στό χαρτί. 'Έτσι, δ λογικός συμπερασμός (Folgerungsbegriff), ή πιό σημαντική έννοια της σύνταξης, συνίσταται στό μετασχηματισμό των προτάσεων βάσει δρισμένων συμβατικών κανόνων, -οί δποϊοι προσδιορίζοντας κάτω άπό ποιές συνθήκες μια πρόταση συνάγεται άπό Άλλες, μας δίνουν δλες τις λογικές σχέσεις μέσα σ' ενα συγκεκριμένο γλωσσικό σύστημα. Ή συντακτική αύτή έρμηνεία τών λογικών σχέσεων μας δίνει νά καταλάβουμε μέ ποιά σημασία στό Ιργο του Carnap ή Λογική γίνεται στήν πραγματικότητα ενας κλάδος της σύνταξης. 'Λλλά στό σημείο άκριβώς 1. Βλ. R. Carnap, Logische Syntax..., σελ. 195: «Wir wollen die Frage, was dieses durch einen Satz Bezeichnete ist, hier beiselte lassen (manche meinen Gedanken oder Gedankeninhalte, andere Fakten oder moglidhe Fakten); diese Frage verfiihrt leioht zu pihilosopihischen Scheinproblemen». 2. Βλ. R. Camap, Logische Syntax..., σελ. 4: «Ein Ausdruck dieser Sprache heisst ein Satz, wenn er in solcher und solcher Weise aus Zeichen der und der Arten in der und der Reihenfolge besteht». 3. Βλ. R. Camap, Logische Syntax..., σελ. 5: «Der Terminus 'Zeichen' soli hier nur soviel heissen wie 'Figur'. Es wird niobt etwa vorausgesetz, dass ein solches Zeichen eine Bedeutung hat oder etwas
Kpypiol·» npt ·»
21 αύτδ προκύπτει 2να σοβαρδ πρόβλημα: είνα: δυνατόν v i πάρη ή σχέση της λογικής ακολουθίας (logical consequence) συντακτική ερμηνεία, νά ισχύη δηλαδή βάσει των κανόνων άποκλειστικίο της σύνταξης χωρίς αναφορά στό νόημα των προτάσεων; Ή συντακτική ερμηνεία βασικών δρων της Λογικής δίνει στον Carnap τή δυνατότητα νά κατασκευάση μιά θεωρία, άπό πρώτη άποψη αυστηρά συνεπή, σύμφωνα με τήν οποία ή γλώσσα παρουσιάζεται σάν ενας κλειστές αύτάρκης κόσμος καΐ δ φιλόσοφος δέν χρειάζεται γι' αύτδ νά άναφέρεται σέ κάτι τδ έξω-γλωσσικό. Χαρακτηριστικό γιά τή μονομέρεια της συντακτικής αύτής αντίληψης δσον άφορα τή γλώσσα, είναι δτι ή θεωρία τοΟ Carnap δέν δίνει στή λέξη σημασιολογική αύτονομία, άλλά ύποστηρίζει πώς τδ νόημά της τδ παίρνει μέσα άπδ τή λειτουργία πού επιτελεί στήν πρόταση. "Αλλά άν τδ νόημα μιας λέξης βασίζεται στδ συνδυασμό της μέ άλλα γλωσσικά σύμβολα, τδ ϊδιο κι' αύτά άντλοΰν τδ νόημά τους άπδ τή σχέση τους μέ τή λέξη. Καταλήγουμε δηλαδή σ' ενα φαύλο κύκλο άπδ τδν δποιο δέν μπορούμε νά ξεφύγουμε, άν δέν άναγνωρίσουμε έκτδς άπδ τή συντακτική καΐ μιάν άλλη διάσταση της γλώσσας πού ονομάζουμε Σημαντική, Ή προσπάθεια του Carnap νά κατασκευάση Ινα αύτόνομο συντακτικό σύστημα άπέτυχε. Ό ίδιος δ Carnap εγκαταλείπει άργότερα τους συντακτικούς άποκλειστικά δρισμούς των βασικών έννοιών της Λογικής και άναγνωρίζει πώς ή συντακτική άνάλυση της γλώσσας πρέπει νά συμπληρωθή μέ τή διερεύνηση των σημασιολογικών σχέσεων άνάμεσα στίς προτάσεις. Τά φιλοσοφικά προβλήματα δέν άποσαφηνίζονται οπωσδήποτε καΐ πολύ λιγότερο λύνονται — μέ άνάλυση μονάχα τών τυπικών σχέσεων άνάμεσα στά σύμβολα (σημεία). Μιά τέτοια άντίληψη γιά τδ Ιργο της φιλοσοφίας είναι πολύ στενή. 'Λπδ τδ 1936 καΐ δστερα δ Carnap άναθεωρεΐ τις άπόψεις του και άναγνωρίζει δτι τδ Ιργο της φιλοσοφίας συνίσταται στή οημειολογικη άνάλυση της γλώσσας. Ά π δ τή σκοπιά της Σημειολογίας (Semiotic) ή άνάλυση της γλώσσας περιλαμβάνει τρία μέρη: 1. Τις σχέσεις άνάμεσα στή γλώσσα καΐ τδν άνθρώπινο δργανισαδ πού τήν γρησιμοποιεΓ πρόκειται δηλαδή γιά τΙς βιολο-
22 γικές, τΙς ψυχολογικές %αΙ τΙς κοινωνιολογικές διαστάσεις του γλωσσικού συμβόλου. Τήν ερευνά αύτή δνομάζουμε Πραγματιοτιχτη (Pragmatics). 2. ΤΙς σχέσεις άνάμεσα στα γλωσσικά σύμβολα καΐ το& άντικείμενα στα δποΐα άναφέρονται, τα σημαινόμενα. Τήν 2ρευνα αδτή ονομάζουμε Σημαηικη (Semantics). 3. Τις λογικές σχέσεις άνάμεσα στα γλωσσικά σύμβολα, μέ τΙς δποΐες άσχολεΐται ή Συντακτική (Syntactics). Τ ή διάκριση αύτή πού κάνει ό Charles Morris στδ Ιργο του Foundations of the Theory of Signs (1938) υΕοθετεΙ καΐ δ Carnap, τδ ενδιαφέρον του ώστόσο στρέφεται κυρίως στή Σημαντική. Τις Ιρευνές του στήν περιοχή αύτή δημοσιεύει σέ δυδ σημαντικά εργα του, στο Introduction to Semantics (1942) καΐ στδ Meaning and Necessity (1947). ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΑΥΓΕΛΗΣ
R. CARNAP ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΟΓΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
/. THE REJECTION 1.
OF
METAPHYSICS
Verifiability
The problems of philosophy as usually dealt with arc of very different kinds. From the point of view which I am here taking we may distinguish mainly three kinds of problems and doctrines in traditional philosophy. For the sake of simplicity we shall call these parts Metaphysics, Psychology, and Logic, Or, rather, there are not three distinct regions, but three sorts of components which in most theses and questions are combined: a metaphysical, a psychological, and a logical component. The considerations that follow belong to the third region: we are here carrying out Logical Analysis. The function of logical analysis is to analyse all knowledge, all assertions of science and of everyday life, in order to make clear the sense of each such assertion and the connections between them. One of the principal tasks of the logical analysis of a given statement it to find out the method of verification for that statement. The question is: What reasons can there be to assert this statement; or: How can we become certain as to its truth or falsehood? This question is called by the philosophers the epistemological question; epistemology or the philosophical theory of knowledge is nothing other than a special part of logical analysis, usually combined with some psychological questions concerning the process of knowing. What, then, is the method of verification of a statement? Here we have to distinguish between two kinds of verification: direct and indirect. If the question is about a statement which asserts something about a present perception, e.g. "Now I see a red square on a blue ground," then the statement can be tested directly by my present perception. If at present I do see a red square on a blue ground, the statement is directly verified by this seeing; if I do not see that, it is disproved. To be sure, there are still some serious problems in connection with direct
L Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ 1, Ή δυνατότητα
ΤΗΣ
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ
έπαλήϋ'ενΌης
Τά προβλήματα της φιλοσοφίας πού συχνά μας απασχολούν διαφέρουν πολύ στδ είδος τους. Ά π δ τήν άποψη πού όποστηρίζω εδώ μπορούμε νά διακρίνουμε τρία είδη προβλημάτων χαΐ τρεΤς αντίστοιχους κλάδους της παραδοσιακής φιλοσοφίας. Γιά λόγους άπλότητας θα ονομάσουμε τούς κλάδους αύτούς Μεταφνοική, Ψυχολογία καΐ Λογική, ' Ή , καλύτερα, δεν υπάρχουν τρεις χωριστές περιοχές, αλλά τρΙοί συστατικά μέρη πού στά περισσότερα φιλοσοφικά προβλήμ-ατα τά βρίσκουμε ενωμένα: τδ μεταφυσικό, τδ ψυχολογικό καΐ τδ λογικδ μέρος. Οι απόψεις πού άκολουβοϋν ανήκουν στην. τρίτη περιοχή* κάνουμε εδώ Λογική "Λνάλυοη. Τδ Ιργο της συνίσταται στήν άνάλυση της γνώσης, στήν ανάλυση τών προτάσεων της επιστήμης και της καθημερινής ζωής, με τδ^ σκοπδ νά καταστήσουμε σαφή τή σημασία καΐ τις σχέσεις τους. 'Ένα πρωταρχικδ καθήκον της λογικής άνάλυσης μιας ορισμένης πρότασης είναι νά βρή τή μέθοδο επαλήθευσής της. Τδ ερώτημα είναι: Ποιοι λόγοι μπορούν νά ύπάρχουν πού νά επιβεβαιώνουν τήν πρόταση αότή; ' Ή , πώς μπορούμε νά βεβαιωθούμε γιά τήν αλήθεια ή τδ ψευδός της; Τδ έρώτημα αότδ οι φιλόσοφοι τδ ονομάζουν επιστημολογικό* επιστημολογία ή φιλοσοφική θεωρία της γνώσης 'δέν είναι τίποτε άλλο άπδ ενα ιδιαίτερο τμήμα τής λογικής άνάλυσης, πού συνήθως συνδέεται μέ ορισμένες ψυχολογικές ερευνες σχετικές μέ τδν τρόπο πού συντελείται ή γνώση. Ποιά, λοιπόν, είναι ή μέθοδος επαλήθευσης μιας πρότασης; Έδώ πρέπει νά κάνουμε διάκριση ανάμεσα σέ δύο είδη επαλήθευσης: τήν άμεση καΐ τήν εμμεση. "Αν πρόκειται γιά μιά πρόταση πού βεβαιώνει κάτι σχετικδ μέ μιά παρούσα αντίληψη π.χ. "Τώρα βλέπω ενα κόκκινο τετράγωνο πάνω σέ γαλάζιο φόντο", τότε ή πρόταση μπορεί νά έλεγχθή άμεσα άπδ τήν σχετική άντίληψή μου. ' Ά ν στδ παρδν βλέπω πραγματικά ενα κόκκινο τετράγωνο σέ γαλάζιο φόντο, ή πρόταση επαληθεύεται άμεσα άπδ αύτδ πού βλέπω* άν δέν τδ βλέπω, δέν έπαληθεύεται. 'Ασφαλώς ύπάργουν άκόίΑΥΐ
26 verification. We will however not touch on them here, but give our attention to the question of indirect verification, which is more important for our purposes. A statement Ρ which is not directly verifiable can only be verified by direct verification of statements deduced from Ρ together with other already verified statements. Let us take the statement Pi: "This key is made of iron". There are many ways of verifying this statement: e.g.: I place the key near a magnet; then I perceive that the key is attracted. Here the deduction is made in this way:
Premises: P^: *'This key is made of iron"; the statement to be examined. P2* "If an iron thing is placed near a magnet, it is attracted"; this is a physical law, already verified. P3: "This object—a bar—is a magnet"; statement already verified. P^, "The key is placed near the bar": this is novi^ directly verified by our observation.
From these four premises we can deduce the conclusion:
Pg! "The key will now be attracted by the bar."
This statement is a prediction which can be examined by observation. If we look, we either observe the attraction or we do not. In the first case we have found a positive instance, an instance of verification of the statement Pi under consideration; in the second case we have a negative instance, an instance of disproof of Pi. In the first case the examination of the statement Pi is not finished. We may repeat the examination by means of a magnet, i.e. we may deduce other statements similar to P5 by the help of the same or similar premises as before. After that, or instead of that, we mav make an examination by electrical
27 μερικά σοβαρά προβλήματα σχετικά μέ τήν δμεση επαλήθευση. Δεν θά τά θίξουμε δμως εδώ, αλλά θά στρέψουμε τήν προσοχή μας στήν άμεση επαλήθευση, πού είναι πιο σημαντική γιά τούς σκοπούς μας. Μιά πρόταση Ρ πού δεν επαληθεύεται άμεσα μπορεί νά έπαληθευθή μόνο μέ τήν άμεση επαλήθευση προτάσεων πού συνάγονται άπδ τήν Ρ μαζι μέ άλλες ήδη επαληθευμένες προτάσεις. "Ας πάρουμε τήν πρόταση Ρ ι "Αύτό τό κλειδί είναι καμωμένο άπό σίδερο". Υπάρχουν πολλοί τρόποι επαλήθευσης αύτής της πρότασης: π.χ. Τοποθετώ τό κλειδί κοντά σ' ενα μαγνήτη καΐ άντιλαμβάνομαι δτι τό κλειδί ελκεται. Έδώ τό συμπέρασμα συνάγεται ώς έξης: Προκείμενες:
Ρ^ "Αύτο το κλειδί είναι καμωμένο άπο σίδερο"· ή πρόταση ποί) πρόκειται νά εξετασθή. Ρ2 ""'Αν ενα σιδερένιο αντικείμενο τοποβετηθή κοντά σ' ενα μαγνήτη, ελκεται"· αύτος είναι ενας φυσικός νόμος, ηδη επαληθευμένος. Ρ^ "Αύτο το αντικείμενο — μία ράβδος — είναι μαγνήτης"· πρόταση ήδη επαληθευμένη. Ρ4 "Το κλειδί τοποθετείται κοντά στη ράβδο"· αύτο επαληθεύεται τώρα άμεσα μέ τήν παρατήρηση.
Ά π ό αότές τΙς τέσσερεις προκείμενες μπορούμε νά βγάλουμε τό συμπέρασμα: ρ5 "Το κλειδί θά ύποστή μιάν ελξη άπο τη ράβδο".
Ή πρόταση αυτή είναι μιά πρόβλεψη πού μπορεί νά Ιλεγχθή μέ τήν παρατήρηση. 'Άν κοιτάξουμε, θά παρατηρήσουμε ή δέν θά παρατηρήσουμε τήν ελξη. Έχουμε δηλαδή δύο περιπτώσεις: μιά θετική ή δποία επαληθεύει τήν πρόταση Ρ ι πού εξετάζουμε, και μιάν αρνητική πού άνασκευάζει τήν πρόταση Ρ ι . Στήν πρώτη περίπτωση δ ελεγχος της πρότασης Ρ ι δέν τέλειωσε. Μπορούμε νά τον έπαναλάβουμε μέ τή βοήθεια ενός μαγνήτη, λ.χ. μπορούμε νά συναγάγουμε άλλες προτάσεις παρόμοιες μέ τήν Ρδ μέ βάση τΙς ϊδιες ή παρόμοιες προκείμενες δπως κάναμε παραπάνω. Μετά άπό αδτό, ^ άντ' αότοΰ, υιπορουαε νά προβούμε
28 tests, or by mechanical, chemical, or optical tests, etc. If in these further investigations all instances turn out to be positive, the certainty of the statement Pi gradually grows. We may soon come to a degree of certainty sufficient for all practical purposes, but absolute certainty we can never attain. The number of instances deducible from Pi by the help of other statements already verified or directly verifiable is infinite. Therefore there is always a possibility of finding in the future a negative instance, however small its probability may be. Thus the statement Pi can never be completely verified. For this reason it is called an hypothesis. So far we have considered a singular statement concerning one single thing. If we take a universal statement concerning all things or events at whatever time and place, a so-called natural law, li is still clearer that the number of examinable instances is infinite and so the statement is an hypothesis. Every assertion Ρ in the wide field of science has this character, that it either asserts something about present perceptions or other experiences, and therefore is verifiable by them, or that statements about future perceptions are deducible from Ρ together with some other statements already verified. If a scientist should venture to make an assertion from which no perceptual statements could be deduced, what should we say to that? Suppose, e.g., he asserts that there is not only a gravitational field having an effect on bodies according to the known laws of gravitation, but also a levitational field, and on being asked what sort of effect this levitational field has, according to his theory, he answers that there is no observable effect; in other words, he confesses his inability to give rules according to which we could deduce perceptual statements from his assertion. In that case our reply is: your assertion is no assertion at all; it
29 σέ ήλεκτρικά τέστ, τ) σέ μηχανικά, χημικά ή δπτικά τέστ κ.λ.π. "Αν σ' δλες αυτές τΙς παραπέρα ερευνες εχουμε θετικές περιπτώσεις, ή βεβαιότητα της πρότασης Ρι αυξάνει βαθμιαία. Μπορούμε σύντομα να φτάσουμε σ' ενα. βαθμό βεβαιότητας ικανοποιητικό για δλους τους πρακτικούς σκοπούς μας, ποτέ δμως δέν θά πετύχουμε απόλυτη βεβαιότητα. Ό αριθμός των περιπτώσεων πού μπορούμε να συναγάγουμε από την Ρι μέ τή βοήθεια άλλων προτάσεων πού Ίχουν ηδη έπαληθευθη η πού επαληθεύονται άμεσα είναι άπειρος. Επομένως, υπάρχει πάντοτε ή δυνατότητα νά βρούμε στό μέλλον μιαν αρνητική περίπτωση δσο κι' άν αυτή ή δυνατότητα είναι μικρή. 'Έτσι ή πρόταση Ρι δέν επιδέχεται τελειωτική έπαλήθευση. Για τόν λόγο αυτό ονομάζεται ύπόθεση. 'Ός τώρα έξετάσαμε μιά πρόταση πού άφοροϋσε ενα μόνο πράγμα. "Αν πάρουμε μια γενική πρόταση πού αναφέρεται σ' δλα τά πράγματα ή γεγονότα σ' οποιονδήποτε χρόνο ή χώρο, αύτό πού ονομάζουμε φυσικό νόμο, είναι ακόμη πιό φανερό δτι δ αριθμός των περιπτώσεων πού μπορούν να εξετασθούν είναι άπειρος, κι' έπομένως ή πρόταση είναι μια ύπόθεση. Κάθε πρόταση Ρ στό εύρύ πεδίο της επιστήμης Ιχει αύτόν τόν χαρακτήρα, δηλαδή είτε βεβαιώνει κάτι σχετικό μέ παρούσες αντιλήψεις ή άλλες εμπειρίες μας καί, επομένως, μπορεί νά έπαληθευθη άπό αύτές, ή μπορούμε νά συναγάγουμε προτάσεις σχετικές μέ μελλοντικές αντιλήψεις άπό τήν Ρ μαζί μέ κάποιες άλλες προτάσεις ή'δη επαληθευμένες. "Αν ενας επιστήμονας τολμούσε νά διατυπώση μιά πρόταση άπό τήν οποία δέν θά μπορούσαμε νά συναγάγουμε άλλες πού νά βασίζωνται σέ αντιληπτικά δεδομένα τΐ θά λέγαμε γι' αύτό; Τποθέστε λ.χ. δτι βεβαιώνει πώς ύπάρχει δχι μόνο ενα πεδίο βαρύτητας πού επιδρά πάνω στά σώματα σύμφωνα μέ τούς γνωστούς νόμους της βαρύτητας, άλλά πώς ύπάρχει επίσης ενα πεδίο άνωσης' στήν ερώτηση τΐ είδους επίδραση άσκει αύτό τό πεδίο άνωσης, σύμφωνα μέ τή θεωρία του, άπαντα δτι δέν άσκεϊ καμιάν επίδραση ικανή νά παρατηρηθή' μ' άλλα λόγια, ομολογεί τήν άδυναμία του νά δώση κανόνες σύμφωνα μέ τούς όποιους θά μπορούσαμε άπ' αύτά πού μας βεβαιώνει νά συναγάγουμε προτάσεις πού βασίζονται σέ άντιληπτικά δεδομένα. Στήν περίπτωση αυτή ή άπάντησή μας είναι: ή πρότασή σου 5έν είναι κάν
30 does not speak about any thing; it is nothing but a series of empty words; it is simply without sense. It is true that he may have images and even feelings connected with his words. This fact may be of psychological importance; logically, it is irrevelant. What gives theoretical meaning to a statement is not the attendant images and thoughts, but the possibility of deducing from it perceptual statements, in other words, the possibility of verification. To give sense to a statement the presence of images is not sufficient; it is not even necessary. We have no actual image of the electromagnetic field, nor even, I should say, of the gravitational field. Nevertheless the statements which physicists assert about these fields have a perfect sence, because perceptual statements are deducible from them. I by no means object to the statement just mentioned about a levitational field that we do not know how to imagine or conceive such a field. My only objection to that statement is that we are not told how to verify it.
2.
Metaphysics
What we have been doing so far is logical analysis. Now we are going to apply these considerations not to statements of physics as before, but to statements of metaphysics. Thus our investigation belongs to logic, to the third of the three parts of philosophy spoken about before, but the objects of this investigation belong to the first part. I will call metaphysical all those statements which claim to represent knowledge about something which is over or beyond all experience, e.g. about the real Essence of things, about Things in themselves, the Absolute, and such like. I do not include in metaphysics those theories — sometimes called metaphvsical — whose obiect is to arrange the most general
31 πρόταση· δεν μιλα γιο& τίποτε' δέν είναι παρ& μιά σεφ& κενών λέξεων* είναι απλώς δίχως νόημα. Είναι αλήθεια πώς δ ϊδιος μπορεί νά εχη εικόνες καΐ αισθήματα ακόμη πού νά συνδέωνται μέ τΙς λέξεις του. Τό γεγονός αυτό ϊσως εχη ψυχολογική σημασία' 'δέν εχει δμως σχέση μέ τή λογική. Αυτό πού δίνει θεωρητική σημασία σε μια πρόταση δέν είναι οι εικόνες καΐ οι σκέψεις πού τήν συνοδεύουν, άλλα ή δυνατότητα νά συναγάγουμε από αυτήν προτάσεις πού βασίζονται σέ αντιληπτικά δεδομένα, μ' αλλα λόγια, ή δυνατότητα έπαλήθευσής της. Ή παρουσία εικόνων δέν είναι αρκετή γιά νά δώση νόημα σέ μιά πρόταση: δέν είναι κάν αναγκαία. Δέν εχουμε συγκεκριμένη εικόνα του ήλεκτρομαγνητικοΰ πεδίου, ούτε ακόμη, θά έλεγα, του πεδίου βαρύτητας. 'Ωστόσο οι προτάσεις πού διατυπώνουν οι φυσικοί γιά τά δυο αύτά πεδία έχουν πλήρες νόημα, επειδή μπορούμε νά συναγάγουμε από αυτές αντιληπτικά δεδομένα. Ή άντίρρησή μου στήν πρόταση πού μνημόνευσα παραπάνω σχετικά μέ ένα πεδίο άνωσης δέν συνίσταται καθόλου στο γεγονός δτι δέν γνωρίζουμε πώς νά φανταστούμε ή νά συλλάβουμε ένα τέτοιο πεδίο. Ή μοναδική μου. αντίρρηση στήν πρόταση εκείνη είναι δτι δέν μας είπαν πώς θά τήν έπαληθεύσουμε. 2.
Μεταφυσική
"Ο,τι έχουμε κάνει ώς τώρα είναι άνάλνοη. Στό έξης θά εφαρμόσουμε τις άπόψεις μας δχι σέ προτάσεις της φυσικής, δπως προηγουμένως, άλλά σέ προτάσεις της Μεταφυσικής. Επομένως, ή έρευνά μας -ανήκει στή λογική, τό τρίτο από τά τρία μέρη της φιλοσοφίας πού άναφέραμε παραπάνω, άλλά τά αντικείμενα της έρευνας ανήκουν στό πρώτο μέρος. Θά ονομάσω μεταφυσικες δλες έκεινες τις προτάσεις πού διατείνονται δτι έκφράζουν τή γνώση κάποιου πράγματος πού είναι πάνω ή πέρα από κάθε έμπειρία λ.χ. τή γνώση της πραγματικής ούσίας τών πραγμάτων, τών πραγμάτων καθ"" έαυτά, του 'Απόλυτου, και τά παρόμοια. Στή Μεταφυσική δέν συμπεριλαμβάνω τις θεωρίες έκεϊνες πού δρισμένες φορές όνομάζουμε μεταφυσικές θεωρίες καΐ πού σκοπός τους είναι νά τακτοποιούν τΙς πιο γενικές προ-
32 statements of the various regions of scientific knowledge in a well-ordered system; such theories belong actually to the field of empirical science, not of philosophy, however daring they may be. The sort of statements I wish to denote as metaphysical may most easily be made clear by some examples: "The Essence and Principle of the world is Water," said Thales; "Fire," said Heraclitus; "the Infinite," said Anaximander; "Number," said Pythagoras. "All things are nothing but shadows of eternal ideas which themselves are in a spaceless and timeless sphere," is a doctrine of Plato. From the monists we learn: "There is only one principle on which all that is, is founded": but the dualists tell us: "There are two principles." The materialists say: "All that is, is in its essence material," but the spiritualists say: "All that is, is spiritual." To metaphysics (in our sense of the word) belong the principal doctrines of Spinoza, Schelling, Hegel, and—to give at least one name of the present time— Bergson. Now let us examine this kind of statement from the point of view of verifiability. It is easy to realize that such statements are not verifiable. From the statement: "The Principle of the world is Water" we are not able to deduce any statement asserting any perceptions or feelings or experiences whatever which may be expected for the future. Therefore the statement, "Tlie Principle of the world is Water," asserts nothing at all. It is perfectly analogous to the statement in the fictitious example above about the levitational field and therefore it has no more sense than that statement. The water-metaphysician — as we may call him — has no doubt many images connected with his doctrine; but they cannot give sense to the statement any more than they could in the case of the levitational field. Metaphysicians cannot avoid making their statements nonverifiable, because if thev made them verifiable, the decision about the truth
33 τάσεις των 'διαφόρων περιοχών της Ιπιστημονικης γνώσης σ' ?να καλοδιαρθρωμένο σύστημα: τέτοιες θεωρίες ανήκουν στήν πραγματικότητα στην περιοχή της εμπειρικής επιστήμης, δχι της φιλοσοφίας, δσο κι' άν είναι τολμηρές. Τό είδος των προτάσεων πού Ιπιθυμώ νά ονομάσω μεταφυσικές μπορεί πολύ εδκολα νά καταστή σαφές μέ τή βοήθεια δρισμένων παραδειγμάτων: « Ή Ούσία και Ά ρ χ ή του κόσμου είναι τό Νερό», ειπε δ Θαλής. « Ή Φωτιά», είπε δ Ηράκλειτος. «Τό "Απειρο», είπε δ 'Αναξίμανδρος. « Ό Α ριθμός», είπε δ Πυθαγόρας. «"Ολα τά πράγματα δέν είναι τίποτε αλλο παρά σκιές των αιωνίων ιδεών πού βρίσκονται σέ μιά σφαίρα εκτός χώρου καΐ χρόνου», είναι μιά θεωρία του Πλάτωνα. Ό μονισμός μας διδάσκει πώς «Τπάρχει μιά μόνο άρχή στήν δποία θεμελιώνεται τό καθετί»· ενώ δ δυϊσμός μας λέει πώς «ύπάρχουν δυό άρχές». Ό υλισμός διδάσκει: «'Ό,τι υπάρχει είναι ύλικό στήν οόσία του», ενώ δ ιδεαλισμός μας λέει πώς «'Ό,τι ύπάρχει είναι πνεύμα». Στή μεταφυσική (μέ τή σημασία πού δίνουμε έμεΤς στή λέξη) ανήκουν οί βασικές άρχές του Spinoza, του Hegel, του Schelling καί — γιά νά δώσουμε ενα τουλάχιστον δνομα της έποχής μας — του Bergson. "Ας εξετάσουμε τώρα τό είδος αύτό τών προτάσεων άπό τήν άποψη της δυνατότητας έπαλήθευσής τους. Είναι εδκολο ν' άντι. ληφθούμε δτι τέτοιες προτάσεις δέν έπαληθεύονται. Ά π ό τήν πρόταση: «Ή Ά ρ χ ή του κόσμου είναι τό Νερό» δέν είναι δυνατό νά συναγάγουμε μιά πρόταση πού νά βεβαιώνη δποιεσδήποτε αίσθητηριακές άντιλήψεις ή αισθήματα ή Ιμπειρίες πού μπορούμε νά περιμένουμε στό μέλλον. Επομένως, ή πρόταση « Ή άρχή του κόσμου είναι τό Νερό» δέν μας λέει τίποτε άπολύτως. Είναι άπόλυτα ανάλογη μέ τήν πρόταση πού χρησιμοποιήσαμε στό φανταστικό παράδειγμα σχετικά μέ τό πεδίο άνωσης καί, συνεπώς, δέν Iχει μεγαλύτερο περιεχόμενο άπό τήν πρόταση έκείνη. Ό μεταφυσικός πού παίρνει γι' άρχή τό νερό έχει άναμφίβολα πολλές παραστάσεις συνδεδεμένες μέ τή θεωρία του, άλλά αότές άκριβώς δέν μπορούν νά δώσουν μεγαλύτερο περιεχόμενο στήν πρότασή του άπ' δσο θά έδιναν στήν περίπτωση του πεδίου άνωσης. Οι μεταφυσικοί δέν μπορούν ν' αποφύγουν τή διατύπωση μή έπαληθεύσιμων προτάσεων, γιατί άν τΙς Ικαναν έπαληθεύσιμες, ή διαπίστωση της
34 or falsehood of their doctrines would depend upon experience and therefore belong to the region of empirical science. This consequence they wish to avoid, because they pretend to teach knowledge which is of a higher level than that of empirical science. Thus they are compelled to cut all connection between their statements and experience; and precisely by this procedure they deprive them of any sense.
5. Problems of
Reality
So far I have considered only examples of such statements as are usually called metaphysical. The judgment I have passed on these statements, namely ,that they have no empirical sense, may perhaps appear not very astonishing, and even trivial. But it is to be feared that the reader will find it somewhat more difficult to agree when I now proceed to apply that judgment also to philosophical doctrines of the type usually called epistemological. I prefer to call them also metaphysical because of their similarity, in the point under consideration, to the statements usually so called. What I have in mind are the doctrines of realism, idealism, solipsism, positivism and the like, taken in their traditional form as asserting or denying the reality of something. The realist asserts the reality of the external world, the idealist denies it. The realist — usually at least — asserts also the reality of other minds, the solipsist —· an especially radical idealist — denies it, and asserts that only his own mind or consciousness is real. Have these assertions sense? Perhaps it may be said that assertions about the reality or unreality of something occur also in empirical science, where they are examined in an empirical way, and that therefore they must have sense. This is quite true. But we have to distinguish between two concepts of reality, one occurring in empirical statements and the other occurins in the philosophical statements
35 αλήθειας η του ψεύδους της θεωρίας τους θά εξαρτιόταν άπδ τήν εμπειρία και, επομένως, θά άνηκαν στήν περιοχή της εμπειρικής επιστήμης. Θέλουν δμως ν', άποφύγουν αύτη τή συνέπεια, έπειδή ισχυρίζονται δτι μας δίνουν γνώση πού ανήκει σ' ενα υψηλότερο επίπεδο από τήν εμπειρική επιστήμη. 'Έτσι άναγκάζονται νά κόψουν κάθε επαφή άνάμεσα στίς προτάσεις τους καΐ στήν εμπειρία* άκριβώς δμως μ' αύτήν τή μέθοδο τούς αφαιρούν κάθε νόημα. 3, Προβλήματα
τον
πραγματικού
"Ώς τώρα εξέτασα μόνο παραδείγματα προτάσεων πού συνήθως ονομάζονται μεταφυσικές. Τό συμπέρασμα στό οποίο κατέληξα σχετικά με τις προτάσεις αύτές, δτι δηλαδή δέν Ιχουν εμπειρική σημασία, 'ίσως νά μήν προκαλή κατάπληξη ή καΐ νά φαίνεται κοινότυπο. Φοβούμαι δμως δτι δ αναγνώστης θά δυσκολευθή κάπως περισσότερο νά συμφωνήση, δταν, στη συνέχεια, προχωρήσω στήν εφαρμογή της ίδιας κρίσης σέ φιλοσοφικές απόψεις πού συνήθως ονομάζονται επιστημολογικές. Προτιμώ νά τΙς ονομάσω κι' αύτές μεταφυσικές εξαιτίας της δμοιότητάς τους, άπδ τή σκοπιά πού τις Εξετάζουμε, με τις προτάσεις πού συνήθως τούς δίνουμε τήν δνομασία αυτή. Αύτδ πού εχω στδ νου μου είναι οι άπόψεις του ρεαλισμού, του ιδεαλισμού, του σολιψισμοϋ, του θετικισμού καΐ τά παρόμοιά τους, κοιταγμένες στήν παραδοσιακή μορφή τους, ώς απόψεις πού βεβαιώνουν ή αρνούνται τήν πραγματικότητα ένδς αντικειμένου. Ό ρεαλισμός βεβαιώνει τήν πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, δ ιδεαλισμός τήν αρνείται. Ό ρεαλισμός συνήθως βεβαιώνει τήν πραγματικότητα καΐ άλλων πνευμάτων, δ Solipsismus — ενας κατ' εξοχήν ριζοσπαστικός ιδεαλισμός — τήν άρνεΐται και βεβαιώνει δτι μόνο τό δικό του πνεύμα ή ή συνείδηση είναι πραγματικά. 'Έχουν νόημα οί άπόψεις αύτές; Μπορούμε ίσως νά πούμε δτι προτάσεις σχετικά με τήν πραγματικότητα κάποιου αντικειμένου διατυπώνονται και στήν εμπειρική επιστήμη, δπου ελέγχονται με τρόπο εμπειρικό, καΐ δτι γι' αύτό πρέπει νά έχουν νόημα. Αύτό είναι απόλυτα σωστό. Πρέπει δμως νά κάνουμε διάκριση άνάμεσα σέ δυό αντιλήψεις της πραγματικότητας, αιά πού άπαντα στίς έηπειρικές προτάσεις καΐ αιά πού
36 just mentioned. When a zoologist asserts the reality of kangaroos, his assertion means that there are things of a certain sort which can be found and perceived at certain times and places; in other words that there are objects of a certain sort which are elements of the space-time-system of the physical world. This assertion is of course verifiable; by empirical investigation every zoologist arrives at a positive verification, independent of whether he is a realist or an idealist. Between the realist and the idealist there is full agreement as to the question of the reality of things of a specified sort, i.e., of the possibility of locating elements of that sort in the system of the physical world. The disagreement begins only when the question about the reality of the physical world as a whole is raised. But this question has no sense, because the reality of anything is nothing else than the possibility of its being placed in a certain system, in this case, in the space-time-system of the physical world, and such a question has sense only if it concerns elements or parts, not if it concerns the system itself. The same result is obtained by applying the criterion explained before: the possibility of deducing perceptual statements. While from the assertion of the reality of the existence of kangaroos we can deduce perceptual statements, from the assertion of the reality of the physical world this is not possible; neither is it possible from the opposite assertion of the unreality of the physical world. Therefore both assertions have no empirical content — no sense at all. It is to be emphasized that this criticism of having no sense applies equally to the assertion of unreality. Sometimes the views of the Vienna Circle have been mistaken for a denial of the reality of the physical world, but we make no such denial. It is true that we reject the thesis of the realitv of the physical world; but we do not
37 τήν βρίσκουμε στίς φιλοσοφικές προτάσεις πού μόλις αναφέραμε. "Οταν ενας ζωολόγος βεβαιώνη τήν πραγματικότητα τόδν καγκουρώ, ή πρόταση του σημαίνει δτι υπάρχουν πράγματα ενός δρισμένου εΐ'δους πού μπορούμε νά τα βρούμε καΐ νά τ' άντιληφθοΰμε σέ συγκεκριμένο χώρο καΐ χρόνο, με αλλα λόγια δτι ύπάρχουν άντικείμενα ορισμένου είδους πού αποτελούν στοιχεία του χωροχρονικου συστήματος του φυσικοΰ κόσμου. Ή πρόταση αύτή είναι άσφαλώς έπαληθεύσιμη' μέ εμπειρική ερευνά κάθε ζωολόγος φθάνει σέ μια θετική επαλήθευση, ανεξάρτητη άπδ τδ αν είναι ρεαλιστής ή ιδεαλιστής. 'Ανάμεσα στόν ρεαλιστή και στδν ιδεαλιστή υπάρχει πλήρης συμφωνία ώς πρός τδ ζήτημα της πραγματικότητας αντικειμένων ορισμένου είδους, δηλαδή της δυνατότητας τοποθετήσεως των στοιχείων του είδους αότου στδ σύστημα του φυσικοΰ κόσμου. Ή διαφωνία αρχίζει άπδ τή στιγμή πού τίθεται τδ ερώτημα για τήν πραγματικότητα του φυσικοϋ κόσμου ώς συνόλου. Άλλα τδ ερώτημα αυτδ δέν εχει νόημα, γιατί ή πραγματικότητα οποιουδήποτε αντικειμένου δέν είναι τίποτε άλλο άπδ τή δυνατότητα τοποθετήσής του σ' ενα ορισμένο σύστημα, στή δική μας περίπτωση στδ χωροχρονικδ σύστημα του φυσικου κόσμου, κι' ενα τέτοιο ερώτημα εχει νόημα μόνο άν αναφέρεται σέ στοιχεία ή μέρη, δχι δταν αναφέρεται στδ ίδιο τδ σύστημα. Στδ ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε, άν εφαρμόσουμε τδ κριτήριο πού εξηγήσαμε παραπάνω, δηλαδή τή δυνατότητα νά συναγάγουμε προτάσεις πού βασίζονται σέ αντιληπτικά δεδομένα. Ένώ άπδ τήν πρόταση πού βεβαιώνει τήν πραγματικότητα ή τήν ύπαρξη των καγκουρώ μπορούμε νά συναγάγουμε τέτοιες προτάσεις δέν είναι δυνατδ νά τδ κάνουμε αύτδ τόσο άπδ τήν πρόταση πού βεβαιώνει τήν πραγματικότητα του φυσικου κόσμου δσο κι' άπδ εκείνη πού τήν αρνείται. Επομένως, καΐ οί δυδ προτάσεις δέν έχουν εμπειρικό περιεχόμενο* δέν έχουν καθόλου νόημα. Πρέπει νά τονίσουμε δτι αύτή ή κριτική ισχύει εξίσου καΐ στή δεύτερη περίπτωση, τήν περίπτωση δηλαδή πού βεβαιώνεται ή μή πραγματικότητα του φυσικου κόσμου. Μερικές φορές οι άπόψεις του Κύ" κλου της Βιέννης θεωρήθηκαν άπδ παρεξήγηση ώς άρνηση τfjς πραγματικότητας του φυσικου κόσμου, άλλα δέν άρνιόμαστε τίποτε τέτοιο. Είναι άλήθεια δτι άπορρίπτουμε τή θέση της πραγαα-
38 reject it as false, but as having no sense, and its idealistic and- thesis is subject to exactly the same rejection. We neither assert nor deny these theses, we reject the whole question. All the considerations which apply to the question of the reality of the physical world apply also to the other philosophical questions of reality, e.g. the reality of other minds, the reality of the given, the reality of universals, the reality of qualities, the reality of relations, the reality of numbers, etc. If any philosophical thesis answering any of these questions positively or negatively is added to the system of scientific hypotheses, this system will not in the least become more effective; we shall not be able to make any further prediction as to future experiences. Thus all these philosophical theses are deprived of empirical content, of theoretical sense; they are pseudotheses. If I am right in this assertion, the philosophical problems of reality — as distinguished from the empirical problems of reality — have the same logical character as the problems (or rather, pseudo-problems) of transcendental metaphysics earlier referred to. For this reason I call those problems of reality not epistemological problems — as they usually are called — but metaphysical. Among the metaphysical doctrines that have no theoretical sense I have also mentioned positivism, although the Vienna Circle is sometimes designated as positivistic. It is doubtful whether this designation is quite suitable for us. In any case we do not assert the thesis that only the given is real, which is one of the principal theses of traditional positivism. The name "logical positivism" seems more suitable, but this also can be misunderstood. At any rate it is important to realize that our doctrine is a logical one and has nothing to do with meta-
39 τικότητας του φυσικου κόσμου, δεν τήν απορρίπτουμε δμως ώς λανθασμένη, άλλα έπείδή δέν εχει νόημα, δπως απορρίπτουμε καΐ τήν Ιδεαλιστική αντίθεση. Ουτε βεβαιώνουμε ουτε αρνιόμαστε τούτες τΙς θέσεις, τις απορρίπτουμε. "Ολα αύτα πού ισχύουν για τδ πρόβλημα της πραγματικότητας του φυσικοΰ κόσμου ισχύουν επίσης και για τά αλλα φιλοσοφικά προβλήματα της πραγματικότητας, λ.χ. της πραγματικότητας άλλων πνευμάτων, της πραγματικότητας του δεδομένου, της πραγματικότητας των γενικών ιδεών, της πραγματικότητας των ποιοτήτων, της πραγματικότητας των σχέσεων, της πραγματικότητας των άριθμών χ.λ.π. 'Άν κάποια φιλοσοφική θέση πού άπαντα σε οποιοδήποτε άπδ τα ερωτήματα αύτα θετικά ή άρνητικά προστεθή στο σύστημα των επιστημονικών ύποθέσεων, τδ σύστημα αύτδ δέν θά γίνη ούτε στδ ελάχιστο περισσότερο άποτελεσματικό* δέν θα ει. μαστέ σε θέση να κάνουμε καμιά έ,πι πλέον πρόβλεψη σχετική μέ τις μελλοντικές μας εμπειρίες. Επομένως, δλες αύτές οι φιλοσοφικές θέσεις στερούνται εμπειρικού περιεχομένου, θεωρητικής σημασίας* είναι ψευδό - θέσεις. , 'Άν ή άποψή μου είναι σωστή, τά φιλοσοφικά προβλήματα της πραγματικότητας — άνεξάρτητα άπδ τά έμπειρικά προβλήματα της πραγματικότητας — έχουν τδν ιδιο λογικδ χαρακτήρα μέ τά προβλήματα (ή μάλλον ψευδό - προβλήματα) της ύπερβατικής μεταφυσικής πού αναφέραμε παραπάνω. Γιά τδν λόγο αύτδ ονομάζω έκεΐνα τά προβλήματα της πραγματικότητας δχι επιστημολογικά προβλήματα — δπως συνήθως ονομάζονται — άλλά μεταφυσικά. 'Ανάμεσα στις μεταφυσικές άπόψεις πού δέν Ιχουν θεωρητική σημασία μνημόνευσα και τδν θετικισμό, μολονότι οι άπόψεις του Κύκλου της Βιέννης μερικές φορές χαρακτηρίζονται ώς 'θετική φιλοσοφία. Είναι αμφίβολο αν αύτδς δ χαρακτηρισμδς μας ταιριάζει άπόλυτα. 'Οπωσδήποτε δέν άσπαζόμαστε τή θέση δτι μόνο τδ δεδομένο είναι πραγματικό, πού είναι μιά άπδ τΙς θεμελιακές θέσεις του παραδοσιακού θετικισμού. Ή ονομασία «Λογικδς Θετικισμδς» φαίνεται καταλληλότερη, άλλά κι' αύτή μπορεί εξίσου νά παρ^ξηγηθή. Είναι πάντως σημαντικδ νά γίνη άντιληπτδ δτι ή άποψη πού πρεσβεύουμε ανήκει στήν περιογή της λογικής καΐ δέν εγει καιχιά σνέ-
40 physical theses of the reality or unreality of anything whatever. What the character of a logical thesis is, will be made clear in the following chapters.
4.
Ethics
One division of philosophy, which by some philosophers is considered the most important, has not been mentioned at all so far, namely, the philosophy of values, with its main branch, moral philosophy or Ethics, The word "Ethics" is used in two different senses. Sometimes a certain empirical investigation is called "Ethics," viz. psychological and sociological investigations about the actions of human beings, especially regarding the origin of these actions from feelings and volitions and their effects upon other people. Ethics in this sense is an empirical, scientific investigation; it belongs to empirical science rather than to philosophy. Fundamentally different from this is ethics in the second sense, as the philosophy of moral values or moral norms, which one can designate normative ethics. This is not an investigation of facts, but a pretended investigation of what is good and what is evil, what it is right to d o and' what it is wrong to do. Thus the purpose of this philosophical, or normative, ethics is to state norms for human action or judgments about moral values. It is easy to see that it is merely a difference of formulation, whether we state a norm or a value judgment. A norm or rule has an imperative form, for instance: "Do not kill!" The corresponding value judgment would be: "Killing is evil." This difference of formulation has become practically very important, especially for the development of philosophical thinking. The rule, "Do not kill", has grammatically the imperative form and will therefore not be regarded as an assertion. But the value statement, "Killing is evil," a l t h o u ^ , like the rule it is merely an expression of a certain wish, has the grammatical form of
41 ση μέ τΙς μεταφυσικές θέσεις για τήν πραγματικότητα ή μή δποιωνδήποτε αντικειμένων. Ποιος είναι δ χαρακτήρας μιας λογικής θέσης θα τό δείξουμε παρακάτω. 4. Ή&ικί] "Ως Ιδώ δέν μνημονεύσαμε μια περιοχήι της φιλοσοφίας πού θεωρείται από δρισμένους φιλοσόφους ώς ή σπουδαιότερη, δηλαδή τή φιλοσοφία των άξιων μέ τον σημαντικότερο κλάδο της, τήν ηθική φιλοσοφία ή Ηθική. Ή λέξη «Ηθική» χρησιμοποιείται μέ δυδ διαφορετικές σημασίες. Μερικές φορές ονομάζεται «Ηθική» μια συγκεκριμένη εμπειρική ερευνά, δπως οι ψυχολογικές καΓοι κοινωνιολογικές έρευνες πού αναφέρονται στίς πράξεις των άνθρώπινων υπάρξεων, και μάλιστα Ικεΐνες πού αφορούν τήν προέλευση των πράξεων αύτών άπδ αισθήματα καΐ επιθυμίες καΐ τήν Ιπιδρασή τους πάνω σέ άλλους ανθρώπους. Ή Ηθική μέ τήν έννοια αύτή εϊνάι εμπειρική, επιστημονική ερευνά: άνήκει στήν έμίτειρική Ιπιστήμη περισσότερο παρά στή φιλοσοφία. Ριζικά διαφορετική άπδ αύτήν είναι ή Ηθική μέ τή δεύτερή της σημασία, ώς- φιλοσοφία των ήθικών άξιων ή ήθικών κανόνων, δπως θά μπορούσε κανείς να τήν δνομάση. Αότή δέν είναι ερευνά γεγονότων, άλλα ερευνά του τΐ είναι καλδ καΐ τι είναι χακό, τΐ είναι σωστδ νά κάνουμε και τι δέν είναι σωστό. Επομένως, δ σκοπός της φιλοσοφικής αδτής ηθικής είναι νά διατυπώση κανόνες ανθρώπινης συμπεριφοράς ή κρίσεις γιά τις ή'θικές άξίες. Είναι εδκολο νά δοΰμε δτι ή διαφορά άνάμεσα σ' ενα κανόνα καΐ σέ μια αξιολογική κρίση έγκειται άπλώς στόν τρόπο μέ τόν δποϊο διατυπώνονται. 'Ένας κανόνας εχει προστακτική μορφή, όπως λ.χ.: «Ού φονεύσεις». Ή άντίστοιχη άξιολογική κρίση θά ήταν: «Ό φόνος είναι κακό». Αυτή ή διαφορά στή διατύπωση εχει άποβή στήν ουσία πολύ σημαντική, ιδιαίτερα γιά τήν ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Ό κανόνας «Ού φονεύσεις», ϊχει γραμματικώς προστακτική μορφή καί, συνεπώς, δέν θά θεωρηθή κρίση. Άλλα ή άξιολογική πρόταση « Ό φόνος είναι κακό», μολονότι, δπως καΐ δ κανόνας, είναι άπλώς ή έκφραση μιας συγκεκριμένης έπιθυμίας, Ινει γραμματικώς τή μορφή μιας δη-
42 a declarative sentence. Most philosophers have been deceived by this form into thinking that a value statement is really an assertive statement, and must be either true or false. Therefore they give reasons for their own value statements and try to disprove those of their opponents. But actually a value statement is nothing but a command in a misleading grammatical form. It may have effects upon the actions of men, and these effects may either be in accordance with our wishes or not; but it is neither true nor false. It does not assert anything and can neither be proved nor disproved. This is revealed as soon as we apply to such statements our method of logical analysis. From the statement "Killing is evil" we cannot deduce any statement about future experiences. Thus this statement is not verifiable and has no theoretical sense, and the same thing is true of all other value statements. Perhaps somebody will contend in opposition that the following statement is deducible: "If a person kills anybody he will have feelings of remorse." But this statement is in no way deducible from the statement "Killing is evil". It is deducible only from psychological statements about the character and the emotional reactions of the person. These statements are indeed verifiable and not without sense. They belong to psychology, not to philosophy; to psychological ethics (if one wishes to use this word), not to philosophical or normative ethics. The statements of normative ethics, whether they have the form of rules or the form of value statements, have no theoretical sense, are not scientific statements (taking the word scientific to mean any assertive statement). To avoid misunderstanding it must be said that we do not at all deny the possibility of importance of a scientific investigation of value statements as well as of acts of valuation.
43 λωτικης πρότασης. 01 περισσότεροι φιλόσοφοι απατήθηκαν άπδ αυτήν τήν μορφή, ώστε νά νο|χίσουν δτι μία αξιολογική πρόταση είναι στήν πραγματικότητα μια δηλωτική πρόταση πού πρέπει νά είναι ορθή ή εσφαλμένη. Αυτός είναι δ λόγος για τον οποίο αιτιολογούν τΙς δικές τους αξιολογικές προτάσεις και προσπαθούν νά άνασκευάσουν εκείνες των αντιπάλων τους. Στήν πραγματικότητα όμως μιά αξιολογική πρόταση δεν είναι παρά μιά προσταγή μέ παραπλανητική γραμματικώς μορφή. Μπορεί νά εχη συνέπειες στίς πράξεις των ανθρώπων, οι όποιες είναι δυνατό νά συμφωνοϋν ή νά μή συμφωνοϋν μέ τΙς επιθυμίες μας, αλλά δέν είναι ουτε αληθινή ουτε εσφαλμένη. Δέν βεβαιώνει τίποτε καΐ δέν μπορεί ουτε νά άποδειχ'θή ουτε νά άναιρεθή. Αυτό γίνεται αντιληπτό, μόλις δοκιμάσουμε νά εφαρμόσουμε σέ τέτοιες προτάσεις τήν μέθοδό μας της λογικής ανάλυσης. 'Από τήν πρόταση «Ό φόνος είναι κακό» δέν μπορούμε νά συναγάγουμε καμιά πρόταση σχετική μέ μελλοντικές εμπειρίες. Επομένως,, ή πρόταση αυτή δέν επιδέχεται επαλήθευση και δέν έχει θεωρητικό νόημα. Τό Γδιο πράγμα ισχύει γιά δλες τις άλλες αξιολογικές προτάσεις. 'Ίσως άντιτάξη κάνεις δτι είναι 'δυνατό νά συναγάγουμε τήν ακόλουθη πρόταση: «'Άν κάποιος σκοτώση οποιονδήποτε, θά δοκιμάση αισθήματα τύψης». Άλλά ή πρόταση αύτή δέν συνάγεται μέ κανένα τρόπο από τήν πρόταση « Ό φόνος είναι κακό». Μπορούμε νά τήν συναγάγουμε μόνο από ψυχολογικές προτάσεις σχετικές μέ τό χαρακτήρα καΐ τΙς συναισθηματικές ^ άντιδράσεις του ατόμου πού διέπραξε τό φόνο. Οι προτάσεις αύτές επιδέχονται πράγματι επαλήθευση καΐ δέν στερούνται νοήματος. Ανήκουν στήν ψυχολογία, δχι στήν φιλοσοφία, στήν ψυχολογική ηθική (αν κανείς έπι'θυμή νά χρησιμοποίηση αύτή τή λέξη) , δχι στή φιλοσοφική ηθική. Οι προτάσεις της φιλοσοφικής ηθικής, εϊτε έχουν τή μορφή κανόνων εϊτε τή μορφή αξιολογικών προτάσεων, δέν έχουν θεωρητικό νόημα, δέν είναι επιστημονικές προτάσεις (ή λέξη «Επιστημονικές» σημαίνει εδώ κάθε δηλωτική πρόταση). Γιά ν' αποφύγουμε τΙς παρεξηγήσεις πρέπει νά πούμε δτι δέν •αρνιόμαστε καθόλου τή δυνατότητα της σπουδαιότητας μιας έπιστηαονικης ερευνάς των αξιολογικών προτάσεων καθώς έπίσης καΐ
44 Both of these are acts of individuals and are, like all other kinds of acts, possible objects of empirical investigation. Historians, psychologists, and sociologists may give analyses and causal explanations of them, and such historical and psychological statements about acts of valuation and about value statements are indeed meaningful scientific statements which belong to ethics in the first sense of this word. But the value statements themselves are here only objects of investigation; they are not statements in these theories, and have, here as elsewhere, no theoretical sense. Therefore we assign them to the realm of metaphysics.
5. Metaphysics
as
Expression
Now we have analysed the statements of metaphysics in a wide sense of this word, including not only transcendental metaphysics, but also the problems of philosophical reality and lastly normative ethics. Perhaps many will agree that the statements of all these kinds of metaphysics are not verifiable, i.e., that their truth cannot be examined by experience. And perhaps many will even grant that for this reason they have not the character of scientific statements. But when I say that they are without sense, assent will probably seem more difficult. Someone may object: these statements in the metaphysical books obviously have an effect upon the reader, and sometimes a very strong effect; therefore, they certainly express something, but nevertheless they have no sense, no theoretical content. We have here to distinguish two functions of language, which we may call the expressive function and the representative or cognitive function. Almost all the conscious and unconscious movements of a person, including his linguistic utterances, express something of his feelings, his present mood, his temporarv or permanent dispositions to reaction, and the
45 των πράξεων ήθικης Αποτίμησης. ΚαΙ οί 'δύο τους είναι πράξεις ατόμων καΐ αποτελούν, δπο^ς δλα τα υπόλοιπα είδη πράξεων, δυνατά αντικείμενα έμπειρικης ερευνάς. Οι ιστορικοί, οί ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι μπορούν να τις άναλύουν και νά τις αιτιολογούν,' καΐ τέτοιες ιστορικές καΐ ψυχολογικές προτάσεις πού αναφέρονται σε πράξεις αξιολόγησης καΐ σε άξιολογικές προτάσεις είναι πράγματι επιστημονικές προτάσεις μέ νόημα, οί όποιες ανήκουν στήν ηθική μέ τήν πρώτη σημασία της λέξης. 'Αλλά οί άξιολογικές προτάσεις καθ' εαυτές άποτελοϋν εδώ μονάχα άντικείμενο ερευνάς* δέν είναι προτάσεις στις θεωρίες αυτές και δέν 2χουν, εδώ δπως άλλου, θεωρητικό νόημα. Γι' αύτό πιστεύουμε δτι άνήκουν στήν περιοχή της Μεταφυσικής. 5. Ή Μεταφνοικη
ώς
έκφραση
'Έχουμε ήδη αναλύσει τΙς προτάσεις της Μεταφυσικής μέ τήν πλατιά σημασία του δρου, ετσι δστε νά περιλαμβάνη δχι μόνο τήν ύπερβατική μεταφυσική, άλλα και τά προβλήματα της πραγματικότητας καί, τέλος, τή φιλοσοφική ήθική. 'Ίσως νά συμφωνήσουν πολλοί δτι ο'ι προτάσεις δλων αύτών τών ειδών της Μεταφυσικής δέν επιδέχονται Ιπαλήθευση. 'Ότι δηλαδή ή άλήθεια τους δέν μπορεί νά έλεγχθή μέ τήν εμπειρία. 'Ίσως άκόμη πολλοί νά δέχωνται δτι γι' αύτόν τόν λόγο δέν έχουν τό χαρακτήρα τών έπιστημονικών προτάσεων. 'Όταν δμως πώ δτι είναι δίχως νόημα, εΓναι φανερό δτι ή συγκατάθεση θά φανή περισσότερο δύσκολη. Μπορεί κάποιος ν' άντιτείνη: αύτές οι προτάσεις στά βιβλία της Μεταφυσικής άσκοϋν ολοφάνερα μιάν επίδραση πάνω στδν άναγνώστη, κάποτε πολύ έντονη: επομένως, εκφράζουν δπωσδήποτε κάτι, άλλά παρόλ' αότά δέν Ιχουν νόημα, δέν έχουν θεωρητικό περιεχόμενο. Πρέπει νά κάνουμε εδώ διάκριση ανάμεσα σέ δύο λειτουργίες της γλώσσας, τΙς οποίες μπορούμε νά ονομάσουμε «εκφραστική λειτουργία» και «παραστατική ή γνωστική λειτουργία». Σχεδόν δλες οί συνειδητές καΐ άσυνείδητες κινήσεις ενός άτόμου, άκόμη οί γλωσσικές εκφράσεις του, εκφράζουν κάτι άπδ τά αισθήματά του, τήν τωρινή του διάθεση, τΙς προσωρινές η ΐΑόνιαες διαθέσεις του για άντί-
46 like. Therefore, we may take almost all his movements and words as symptoms from which we can infer something about his feelings or his character. That is the expressive function of movements and words. But besides that, a certain portion of linguistic utterances (e.g. "this book is black"), as distinguished from Other linguistic utterances and movements, has a second function: these utterances represent a certain state of affairs; they tell us that something is the case; they assert something, they predicate something, they judge something. In special cases, this asserted state may be the same as that which is inferred from a certain expressive utterance; but even in such cases we must sharply distinguish between the assertion and the expression. If, for instance, somebody is laughing we may take this as a symptom of his merry mood; if, on the other hand, he tells us without laughing: "Now I am merry," we can learn from his words the same thing which we inferred in the first case from his laughing. Nevertheless, there is a fundamental difference between the laughter and the words: "I am merry now". This linguistic utterance asserts the merry mood, and therefore it is either true or false. The laugjiter does not assert merry mood but expresses it. It is neither true nor false, because it does not assert anything, although it may be either genuine or deceptive. Now many linguistic utterances are analogous to laughing in that they have only an expressive function, no representative function. Examples of this are cries like "Oh, Oh" or, on a higher level, lyrical verses. The aim of a lyrical poem in which occur the words "sunshine" and "clouds," is not to inform us of certain meteorological facts, but to express certain feelings of the poet and to excite similar feelings in us. A lyrical poem has no assertive sense, no theoretical sense, it does not contain knowledge. The meaning of our anti-metaphysical thesis may now be
47 δράση και τα παρόμοια. Επομένως, μπορούμε νά θεωρήσουμε σχεδόν δλες τΙς κινήσεις και τις λέξεις του ώς συμπτώματα από τά οποία μπορούμε νά βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα για τά αισθήματα και τό χαρακτήρα του. Αυτή είναι έκφραστική λειτουργία των κινήσεων και των λέξεων. Εκτός δμως από αυτήν, ενα μέρος των γλωσσικών εκφράσεων (λ.χ. «αυτό τό βιβλίο είναι μαϋρο»), κοιταγμένο ανεξάρτητα από τΙς άλλες γλωσσικές εκφράσεις καΐ κινήσεις, εκτελεί μιά δεύτερη λειτουργία: αύτές οι εκφράσεις άναπαριστουν μιά συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων' μας λένε τί ακριβώς συμβαίνει' αποδίδουν ενα κατηγόρημα σε κάτι, άποφαίνονται για κάτι. Σέ ειδικές περιπτώσεις, αύτή ή κατάσταση μπορεί νά είναι ή ιδια μ' εκείνη ή οποία συνάγεται από μιαν ορισμένη έκφραση, αλλ' ακόμη και σέ τέτοιες περιπτώσεις πρέπει νά κάνουμε σαφή διάκριση ανάμεσα στην πρόταση (κρίση) καΐ στήν έκφραση. "Αν, λόγου χάρη, κάποιος γελα, μπορούμε νά θεωρήσουμε τό πράγμα αύτό ώς σύμπτωμα της καλής του διάθεσης* αν, από την άλλη μεριά, μας πή δίχως νά γελα: «Τώρα είμαι χαρούμενος», μπορούμε από τά λόγια του νά μάθουμε τό ϊδιο πράγμα πού στήν πρώτη περίπτωση είχαμε συναγάγει από τό γέλιο του. Πάντως υπάρχει μιά βασική διαφορά ανάμεσα στό γέλιο καΙ τις λέξεις: «Τώρα είμαι χαρούμενος». Αύτή ή γλωσσική έκφραση βεβαιώνει τή χαρούμενη διάθεση καί, επομένως, είναι αληθινή ή εσφαλμένη. Τό γέλιο δέν βεβαιώνει τή χαρούμενη διάθεση, αλλά τήν εκφράζει. Δέν είναι οΰτε αληθινό ουτε εσφαλμένο, έπειδή τίποτε δέν βεβαιώνει, μολονότι μπορεί νά είναι γνήσιο ή ψεύτικο. Πολλές γλωσσικές εκφράσεις είναι ανάλογες μέ τό γέλιο κατά τό δτι επιτελούν έκφραστική μονάχα λειτουργία, δέν περιγράφουν τίποτε. Παραδείγματα τέτοιων εκφράσεων είναι κραυγές δπως «"Ωχ, "Ωχ» ή, σέ ανώτερο επίπεδο, λυρικοί στίχοι. Σκοπός ενός λυρικοΰ ποιήματος στό οποίο συναντα κανείς τις λέξεις «λιακάδα» καΐ «σύννεφα», δέν είναι νά μας καταστήση γνωστά ορισμένα μετεωρολογικά φαινόμενα, αλλά νά έκφράση ορισμένα συναισθήματα του ποιητή καΐ νά ξυπνήση παρόμοια αισθήματα μέσα μας. 'Ένα λυρικό ποίημα δέν έχει θεωρητικό νόημα, δέν περικλείει γνώση. Ή σηαασία της άντι - μεταφυσικής μας θέσης απορεί τώρα
48 more clearly explained. This thesis asserts that metaphysical statements — like lyrical verses — have only an expressive function, but no representative function. Metaphysical statements are neither true nor false, because they assert nothing, they contain neither knowledge nor error, they lie completely outside the field of knowledge, of theory, outside the discussion of truth or falsehood. But they are, like laughing, lyrics, and music, expressive. They express not so much temporary feelings as permanent emotional or volitional dispositions. Thus, for instance, a metaphysical system of monism may be an expression of an even and harmonious mode of life, a dualistic system may be an expression of the emotinal state of someone who takes life as an eternal struggle; an ethical system of rigorism may be expressive of a strong sense of duty or perhaps of a desire to rule severely. Realism is often a symptom of the type of constitution called by psychologists extroverted, which is characterized by easily forming connections with men and things; idealism, of an opposite constitution, the so-called introverted type, which has a tendency to withdraw from the unfriendly world and to live within its own thoughts and fancies. Thus we find a great similarity between metaphysics and lyrics. But there is one decisive difference between them. Both have no representative function, no theoretical content. A metaphysical statement, however — as distinguished from a lyrical verse — seems to have such a content, and by this not only is the reader deceived, but the metaphysician himself. He believes that in his metaphysical treatise he has asserted something, and is led by this into argument and polemics against the statements of some other metaphysician. A poet, however, does not assert that the verses of another are wrong or erroneous; he usually contents himself with calling them bad. The non-theoretical character of metaphysics would not
49 νά έξηγηθη καθαρότερα. Ή θέση αότή βεβαιώνει δτι οΐ μεταφυσικές προτάσεις — δπως οι λυρικοί στίχοι — επιτελούν Ικφραστική μόνον λειτουργία, άλλα δχι και «παραστατική». Οί μεταφυσικές προτάσεις δέν είναι ουτε αληθινές ουτε εσφαλμένες, γιατί τίποτε δέν βεβαιώνουν, δέν περικλείουν οδτε γνώση ουτε πλάνη, βρίσκονται άπόλυτα Ιξω από τό πεδίο της γνώσης, της θεωρίας, ίξω άπό κάθε συζήτηση για την αλήθεια ή τό ψευδός. 'Αλλά, δμοια μέ τό γέλιο, τα λυρικά ποιήματα καΐ τή μουσική, εκφράζουν κάτι. Δέν εκφράζουν τόσο προσωρινά αισθήματα, δσο διαρκείς συναισθηματικές ή βουλητικές καταστάσεις. 'Έτσι λόγου χάρη ενα μεταφυσικό μονιστικό σύστημα μπορεί ν' άποτελη την έκφραση ενός δμαλου και άρμονικου τρόπου ζωής, ενα δυϊστικό σύστημα μπορεί ν'' άποτελη τήν ^Λφραση της συναισθηματικής κατάστασης κάποιου πού θεωρεί τή ζωή ώς διαρκή άγώνα* ενα αόστηρό ήθικό σύστημα μπορεί να έκφράζη μιαν ισχυρή αίσθηση του καθήκοντος ή 'ίσως τήν επιθυμία του να κυβέρνα κανείς αύστηρά. Ό ρεαλισμός είναι συχνά σύμπτωμα του τύπου εκείνου του άνθρώπου πού όνομάζεται άπό τους ψυχολόγους . εξωστρεφής καΐ πού χαρακτηρίζεται άπό τήν ευκολία μέ τήν οποία δημιουργεί δεσμούς μέ άνθρώπους καΐ πράγματα* δ ιδεαλισμός είναι σύμπτωμα ενός διαφορετικού χαρακτήρα, αύτοΰ πού όνομάζεται εσωστρεφής καΐ πού Ιχει τήν τάση ν' άπομονώνεται άπό τόν εχθρικό κόσμο και νά ζή μές στις δικές του σκέψεις καΐ φαντασιώσεις. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, μια μεγάλη όμοιότητα άνάμεσα στή μεταφυσική καΐ στή λυρική ποίηση. Άλλα ύπάρχει μιά άποφασιστική διαφορά άνάμεσά τους. ΚαΙ τά δυό δέν Ιχουν θεωρητικό περιεχόμενο. Μιά μεταφυσική πρόταση δμως — πού είναι διαφορετική άπό ενα λυρικό στίχο — δείχνει νά εχη ενα τέτοιο περιεχόμενο κι'' απ' αύτό δέν άπαταται μόνο δ αναγνώστης, άλλά καΐ δ ίδιος δ μεταφυσικός φιλόσοφος. Πιστεύει δτι στή μεταφυσική του πραγματεία εχει άποφανθή για κάτι και ξεκινώντας απ' αύτό προχωρεί σέ συζήτηση καΐ πολεμική ενάντια στίς προτάσεις ένός άλλου μεταφυσικού φιλοσόφου. Έ ν α ς ποιητής, δμως, δέν ισχυρίζεται δτι οί στίχοι κάποιου άλλου είναι λανθασμένοι* συνήθως μένει ικανοποιημένος μέ τό νά τούς χαρακτηρίζη ώς κακούς. Ό άντι - θεωρητικός γαρακτήρας της Μεταςρυσικης δέν θά
50 be in itself a defect; all arts have this non-theoretical character without thereby losing their high value for personal as well as for social life. The danger lies in the deceptive character of metaphysics; it gives the illusion of knowledge without actually giving any knowledge. This is the reason why we reject it.
6.
Psychology
When we have eliminated metaphysical problems and doctrines from the region of knowledge or theory, there remain still two kinds of philosophical questions: psychological and logical. Now we shall eliminate the psychological questions also, not from the region of knowledge, but from philosophy. Then, finally, philosophy will be reduced to logic alone (in a wide sense of this word). Psychological questions and statements are certainly not without sense. From such statements we can deduce other statements about future experiences and by their help we can verify the psychological statements. But the statements of psychology belong to the region of empirical science in just the same way as do the statements of chemistry, biology, history and the like. The character of psychology is by no means more philosophical than that of the other sciences mentioned. When we look at the historical development of the sciences we see that philosophy has been the mother of them all. One science after another has been detached from philosophy and has become an independent science. Only in our time has the umbilical cord between psychology and philosophy been cut. Many philosophers have not yet realized quite clearly that psychology is no longer an embryo, but an independent organism, and that psychological questions have to be left to empirical research. Of course, we have no objection to connecting psvchological
51 ήταν αύτδς χαθ' Ιαυτδν ?να μειονέκτημα* δλες οΐ τέχνες Ιχουν αότόν τον άντι - θεωρητικό χαρακτήρα δίχως yC αύτδ νά χάνουν την υψηλή τους αξία για τήν Ιδιωτική καΐ τήν κοινωνική ζωή. Ό κίνδυνος βρίσκεται στον άπατηλδ χαρακτήρα της Μεταφυσικής* δίνει τήν ψευδαίσθηση της γνώσης, δίχως να προσφέρη στήν πραγματικότητα καμία γνώση. Αύτός είναι δ λόγος για τδν δποΐο τήν απορρίπτουμε. 6.
Ψυχολογία
'Όταν διαγράψουμε τά μεταφυσικά προβλήματα καΐ τΙς διδασκαλίες άπδ τήν περιοχή της γνώσης ή της θεωρίας, άπομένουν ακόμη δυδ εϊδη φιλοσοφικών ερωτημάτων, τά ψυχολογικά καΐ τά λογικά. Τώρα θά διαγράψουμε τά ψυχολογικά Ιρωτήματα δχι άπδ τήν περιοχή της γνώσης, αλλά άπδ τή φιλοσοφία. Τότε, ΙπΙ τέλους, ή φιλοσοφία θά περιοριστή στή λογική μόνο (μέ τήν πλατιά σημασία της λέξης). Τά ψυχολογικά ερωτήματα καΐ προτάσεις ασφαλώς δέν είναι δίχως νόημα. Ά π δ τέτοιες προτάσεις μπορούμε νά συναγάγουμε άλλες προτάσεις γιά μελλοντικές εμπειρίες καΐ μέ τή βοήθειά τους νά επαληθεύσουμε τΙς ψυχολογικές προτάσεις. 'Αλλά οΐ προτάσεις της ψυχολογίας ανήκουν στήν περιοχή της εμπειρικής έπιστήμης μέ τδν ϊδιο ακριβώς τρόπο πού ανήκουν οι προτάσεις της χημείας, βιολογίας, Ιστορίας κ.λ.π. Ό χαρακτήρας της ψυχολογίας δέν είναι, κάτω άπδ οποιαδήποτε έννοια, περισσότερο φιλοσοφικός άπδ τδ χαρακτήρα τών άλλων έπιστημών πού μνημονεύσαμε. "Όταν έξετάζουμε τήν Ιστορική έξέλιξη τών έπιστημών, διαπιστώνουμε δτι ή φιλοσοφία ύπήρξε ή μητέρα δλων τους. Ή μιά επιστήμη μετά τήν άλλη άποσπάσθηκαν άπδ τή φιλοσοφία καΐ Iγιναν ανεξάρτητες επιστήμες. Μόλις στίς μέρες μας κόπηκε δ ομφάλιος λώρος πού συνέδεε τήν ψυχολογία μέ τή φιλοσοφία. Πολλοί φιλόσοφοι δέν συνειδητοποίησαν ακόμη άπόλυτα δτι ή ψυχολογία δέν είναι πιά ενα Ιμβρυο, άλλά ένας άνεξάρτητος δργανισμδς καΐ δτι τά ψυχολογικά Ιρωτήματα πρέπει νά άφεθουν στήν εμπειρική ερευνά. 'Ασφαλώς 'δέν Ιγουμε καμιάν αντίρρηση γιά τή σύνδεση φυ-
52 and logical investigations, any more than to connecting investigations of any scientific kind. We reject only the confusion of the two kinds of questions. We demand that they should be clearly distinguished even where in practice they are combined. The confusion sometimes consists in dealing with a logical question as if it were a psychological one. This mistake — called psychologism — leads to the opinion that logic is a science concerning thinking, that is, either concerning the actual operation of thinking or the rules according to which thinking should proceed. But, as a matter of fact, the investigation of operations of thinging as they really occur is a task for psychology and has nothing to do with logic. And learning how to think aright is what we do in every other science as well as in logic. In astronomy we learn how to think aright about stars; in logic we learn how to think aright about the special objects of logic. What these special objects of logic are, will be seen in the next chapter. In any case, thinking is not an object of logic, but of psychology. Psychological questions concern all kinds of so-called mental events, all kinds of sensations, feelings, thoughts, images, etc., whether they are conscious or unconscious. These questions for psychology can be answered only by experience, not by philosophising.
Expressive Function of Language Ari
Representative Function of Language Science (=the'System of Theoretical Knowledse") Philosophy 1. Metaphysics 2. (Psychology) 3. Logic
Empirical Sciences Physics, Biology,
ptr
53 χολογικών καΐ λογικών ερευνών δπως καΐ γιδο τή σύνδεση οποιωνδήποτε άλλων επιστημονικών ερευνών. 'Απορρίπτουμε μόνο τή σύγχυση τών δυο ειδών ερωτημάτων. 'Απαιτούμε νά γίνεται σαφής διάκριση άνάμεσά τους άκόμη καΐ δταν στήν πράξη συνδέωνται. Έ σύγχυση κάποτε συνίσταται στό Vi3c πραγματευόμαστε ενα λογικό ερώτημα σαν να ήταν ψυχολογικό. Τδ λάθος αότό, πού δνομάζεται ψυχολογισμός, δδηγει στή γνώμη δτι ή λογική είναι έπιστήμη πού άφορα τή σκέψη, δηλαδή πού άφορα εϊτε τήν πραγματική λειτουργία της σκέψης εΐ'τε τούς κανόνες σύμφωνα μέ τούς οποίους θα επρεπε νά λειτουργή ή σκέψη. Στήν πραγματικότητα δμως ή ερευνά τών λειτουργιών της σκέψης, δπως αύτές αληθινά εκτελούνται, είναι καθήκον της ψυχολογίας -καΙ δεν ?χει καμιά σχέση μέ τή λογική. Αύτδ πού κάνουμε στή λογική, όπως καΐ στίς άλλες επιστήμες, είναι νά μαθαίνουμε πώς νά σκεφτόμαστε σο^στά. Στήν αστρονομία μαθαίνουμε πώς νά σκεφτόμαστε σωστά γιά τ' άστέρια* στή λογική μαθαίνουμε πώς νά σκεφτόμαστε σωστά γιά τά ειδικά άντικείμενα της λογικής. Ποιά είναι αύτά τά ειδικά άντικείμενα της λογικής θά τδ δοΰμε στδ επόμενο κεφάλαιο. Όπωσδήποτε δμως ή σκέψη δεν είναι άντικείμενο της λογικής, άλλά της ψυχολογίας. Τά ψυχολογικά έρωτήματα άφορουν δλα τά ει'δη τών λεγομένων πνευματικών γεγονότων, δλα τά είδη τών αισθήσεων, αισθημάτων, σκέψεων, εικόνων κ.λ.π. ειτε συνειδητών είτε άσυνείδητων. Στά έρωτήματα της ψυχολογίας μπορεί νά δώση άπάντηση ή εμπειρία, ογι ή φιλοσοφία. Εκφραστική λειτουργία της Γλώσσας Τέννες
ΙΙαραστατική λειτουργία της Γλώσσας Επιστήμη ( = τδ Σύστημα της Θεωρητικής Γνώσης) Φιλοσοφία 1. Μεταφυσική 2. (Ψυχολογία)
3. Λογική
'Εαπειρικές έπιστηιιες Φυσική, Βιολογία,
54 7. Logical
Analysis
The only proper task of philosophy is logical analysis. And now the principal question to be answered here will be: ''What is logical analysis?'' In our considerations so far we have already practised logical analysis: we have tried to determine the character of physical hypotheses, of metaphysical statements (or rather, pseudo-statements), of psychological statements. And now we have to apply logical analysis to logical analysis itself; we have to determine the character of the statements of logic, of those statements which are the results of logical analysis. The opinion that metaphysical statements have no sense because they do not concern any facts, has already been expressed by Hume. He writes in the last chapter of his "Enquiry Concerning Human Understanding" (published in the year 1748) as follows: "It seems to me, that the only objects of the abstract sciences or of demonstration, are quantity and number. . . All other enquiries of men regard only matter of fact and existence; and these are evidently incapable of demonstration. . . When we run over libraries, persuaded of these principles, what havoc must we make? If we take in our hand any volume, of divinity or school metaphysics, for instance; let us ask, Does it contain any abstract reasoning concerning quantity or number? No. Does it contain any experimental reasoning concerning matter of fact and existence? No. Commit it then to the flames: for it can contain nothing but sophistry and illusion." We agree with this view of Hume, which says — translated into our terminology —- that only the statements of mathematics and empirical science have sense, and that all other statements are without sense. But now it may perhaps be objected: "How about your own statements? In consequence of your view your own writings, including this book, would be without sense, for they are neither mathematical nor empirical, that is, verifiable bv expe-
55 7. Λογική
άνάλνοη
Μοναδική αρμοδιότητα της φιλοσοφίας είναι ή λογική άνάλυση. Βασικό ερώτημα στό δποιο πρέπει νά δοθή απάντηση είναι: "Τι είναι λογική ανάλυση;" 'Αναπτύσσοντας τις απόψεις μας δ ς εδώ δέν κάναμε τίποτε αλλο παρά λογική ανάλυση: προσπαθήσαμε νά καθορίσουμε τδ χαρακτήρα των φυσικών υποθέσεων, τών μεταφυσικών προτάσεων (ή καλύτερα ψευδό - προτάσεων),. τών ψυχολογικών προτάσεων. Και τώρα πρέπει νά εφαρμόσουμε τή λογική ανάλυση στήν Ι'δια τή λογική ανάλυση. Πρέπει νά καθορίσουμε τδ χαρακτήρα τών προτάσεων της λογικής, τών προτάσεων έκείνο^ν πού αποτελούν προϊόντα λογικής άνάλυσης. Ή γνώμη δτι οι μεταφυσικές προτάσεις δεν έχουν νόημα, γιατί δέν αναφέρονται σε γεγονότα, εχει ήδη διατυπωθή άπδ τον Hume. Γράφει στδ τελευταίο κεφάλαιο της "'Έρευνας πάνω στήν ανθρώπινη νόηση" (εξεδόθη στα 1748) τά έξης: "Μου φαίνεται δτι τά μοναδικά αντικείμενα τών αφηρημένων επιστημών ή της άπόδειξης είναι ή ποσότητα και δ αριθμός. . . 'Όλες οι άλλες ερευνες του ανθρώπου αφορούν τήν πραγματικότητα καΐ τήν ϋπαρξη, πράγματα πού ολοφάνερα δέν μπορούν ν' αποδειχθούν... "Οταν άνατρέχουμε στις βιβλιοθήκες, πεπεισμένοι γιά τις αρχές αύτές, τί καταστροφή πρέπει νά κάνουμε; Παίρνουμε στά χέρια μας ένα τόμο θεολογίας ή μεταφυσικής' ρωτούμε: μήπως περιέχει αφηρημένους συλλογισμούς πού αφορούν τήν ποσότητα ή τδν αριθμό; Μήπως περιέχει πειραματικές ερευνες πού αφορούν τήν πραγματικότητα και τήν ύπαρξη; ' Ό χ ι . Τδ πετούμε, λοιπόν, στή φωτιά, γιατί δέν περιέχει τίποτε άλλο άπδ σοφιστίες και πλάνες". Συμφωνοΰμε μ' αυτήν τήν άποψη του Hume πού λέει — μεταφρασμένη με τή δική μας ορολογία — δτι μόνον οί προτάσεις τών μαθηματικών καΐ της εμπειρικής επιστήμης έχουν νόημα, ένώ δλες οι άλλες προτάσεις δέν έχουν. Είναι δυνατδ δμως νά μας προβάλουν τήν έξης άντίρρηση: "Τί θά λέγατε γιά τις δικές σας προτάσεις; Σάν συνέπεια τών άπόψεο)ν σας τά γραφόμενά σας, άνάμεσά τους αύτδ τδ βιβλίο, είναι δίχως νόημα, γιατί δέν είναι ουτε μαθηματικές ουτε έμπειρικές, δηλαδή δέν έπιδέγονται εμπειρική επαλήθευση''. ΤΙ άπάν-
56 rience." What answer can be given to this objection? What is the character of my statements and in general of the statements of logical analysis? This question is decisive for the consistency of the view which has been explained here. An ansv/er to the objection is given by Wittgenstein in his book Tractatus Logico - Philosophicus. This author has developed most radically the view that the statements of metaphysics are shown by logical analysis to be without sense. How does he reply to the criticism that in that case his own statements are also without sense? He replies by agreeing with it. He writes: ''The result of philosophy is not a number 'philosophical statements,' but to make statements clear" (p. 77). "My statements are elucidatory in this way: he who understands me finally recognizes them as senseless, when he has climbed out through them, on them, over them. (He must so to speak throw away the ladder after he has climbed u p on it.) He must surmount these statements; then he sees the world rightly. Whereof one cannot speak, thereof one must be silent" (p. 189). I, as well as my friends in the Vienna Circle, owe much to Wittgenstein, especially as to the analysis of metaphysics. But on the point just mentioned I cannot agree with him. In the first place, he seems to me to be inconsistent in what he does. He tells us that one cannot make philosophical statements and that whereof one cannot speak, thereof one must be silent; and then instead of keeping silent, he writes a whole philosophical book. Secondly, I do not agree with his assertion that all his statements are quite as much without sense as metaphysical statements are. My opinion is that a great number of his statements (unfortunately not all of them) have in fact sense; and that the same is true for all statements of logical analvsis.
57 τψη μπορεί νά δοθη σ' αυτή τήν αντίρρηση; Ποιος είναι δ χαρακτήρας των προτάσεών μου και γενικά των προτάσεων της λογικής ανάλυσης; Τό ερώτημα αύτό είναι κρίσιμο από τήν άποψη της συνέπειας πού πρέπει νά διακρίνη τή θέση πού πρεσβεύουμε έδώ. Μιάν απάντηση στήν παραπάνω αντίρρηση δίνει δ Wittgenstein στδ βιβλίο του Tractatus Logico - Philosophicus, Ό συγγραφέας αυτός ανέπτυξε με τρόπο πολύ ούσιαστικό τήν άποψη δτι μέ τή λογική άνάλυση Αποδεικνύεται δτι οί προτάσεις της μεταφυσικής δέν έχουν νόημα. Πώς δμως άπαντα στήν κριτική δτι στήν περίπτωση αυτή οί ίδιες του οί προτάσεις δέν έχουν νόημα; Ό Wittgenstein μένει σύμφωνος μέ τήν κριτική αυτή. Γράφει: "Τό αποτέλεσμα της φιλοσοφίας δέν είναι φιλοσοφικές προτάοεις, άλλά ή διασάφηση των προτάσεων" (σελ. 77) . "Για οποίον μέ καταλαβαίνει οι προτάσεις μου άποτελοΰν διευκρινίσεις, δταν, άφου μέ τή βοήθειά τους — πατώντας πάνω τους — τις ύπερπηδήση καΐ προχώρηση πέρα άπό αύτές, τελικά τις αναγνώριση ώς στερημένες από νόημα. (Πρέπει, θά λέγαμε, νά πετάξη μακριά τήν άνεμόσκαλα, άφου άνέβη πρώτα μέ αύτη). Πρέπει νά ξεπεράση τΙς προτάσεις αότές καΐ τότε θά ίδή τόν κόσμο σωστά. Γιά δσα δέν μπορεί νά μιλάη κανείς, γι' αύτά πρέπει νά σωπαίνη"^. Έ γ ώ , δπως καΐ οί φίλοι μου του Κύκλου της Βιέννης, οφείλω πολλά στόν Wittgenstein, ιδιαίτερα δσον άφορα στήν άνάλυση της μεταφυσικής. Δέν μπορώ δμως νά συμφωνήσω μαζί του στό σημείο πού μόλις μνημόνευσα. Κατ' αρχήν, μου φαίνεται ασυνεπής σ' δ,τι κάνει. Μας λέει δτι κανείς δέν μπορεί νά διατυπώση φιλοσοφικές προτάσεις καΐ δτι γιά κείνο πού δέν μπορεί νά μιλήση κάνεις πρέπει νά σωπαίνη. ΚαΙ δμως άντι νά μένη σιωπηλός, γράφει ενα ολόκληρο βιβλίο φιλοσοφίας. 'Έπειτα, δέν συμφωνώ μέ τόν ισχυρισμό δτι δλες οι προτάσεις του στερούνται κάθε νοήματος, βπως οι μεταφυσικές προτάσεις. Ή γνώμη μου είναι δτι ενας μεγάλος αριθμός προτάσεο)ν του (ατυχώς δχι δλες) έχουν νόημα καΐ δτι τό ϊδιο ισχύει γιά δλες τΙς προτάσεις της λογικής ανάλυσης. 1. Στήν ελληνική απόδοση του χωρίου αύτοΰ άπο το Tractatus του Wittgenstein άκολουθουμε τή μετάφραση του Θ. Κιτσόπουλου (Βλ. Δευκαλίων. Τευγος 7/8. Άθγινα 1971. σελ. 2 7 1 ) .
58 It will be the purpose of the following chapters to give reasons for this positive answer to the question about the character of philosophical statements, to show a way of formulating the results of logical analysis, a way not exposed to the objection mentioned, and thus to exhibit an exact method of philosophy, 11. LOGICAL L 'Tormar
SYNTAX
OF
LANGUAGE
Theory
In this chapter an explanation will be given of a theory which we will call "logical syntax", and it will be shown how to operate with the syntactical method. Although the word "philosophy" will not here occur, the syntactical method, as we shall try to make clear in the last chapter, brings us to the very basis of philosophy. The logical syntax of a certain language is to be understood as the formal theory of that language. This needs further explanation. We will call "formal" such considerations or assertions concerning a linguistic expression as are without any reference to sense or meaning. A formal investigation of a certain sentence does not concern the sense of that sentence or the meaning of the single w^rds, but only the kinds of words and the order in which they follow one another. Take, for instance, the sentence: "The book is black." If I assert that this expression consisting of four words is a sentence and further, that the first word is an article, the second a noun, the third a verb, and the fourth an adjective, all these assertions are formal assertions. If, however, I assert that that sentence concerns a book, or that its last word designates a color, then my assertions are not formal, because they have to do with the meaning of the words. A formal investigation of a language would appear to have very narrow limits. Actually, however, this is not the case, because, as we shall see later many questions and considerations which are expressed in a non-formal way can be formiilatpH in tfift formal mnrlft
59 Σκοπδς των επομένων κεφαλαίων θά είνα: νά αιτιολογήσουμε αύτήν τη θετική απάντηση στο Ιρώτημα για τό χαρακτήρα των φιλοσοφικών προτάσεων, νά υποδείξουμε ενα τρόπο διατύπωσης των -αποτελεσμάτων της λογικής ανάλυσης, τρόπο πού ξεπερνά τΙς παραπάνω αντιρρήσεις, κι' ετσι νά δώσουμε μιαν ακριβή φιλοοοφικη μέϋΌδσ. IL Η ΛΟΓΙΚΗ 1. «.Τνπικψ
ΣΥΝΤΑΞΗ
ΤΗΣ
ΓΛΩΣΣΑΣ
Θεωρία
Στο κεφάλαιο αυτό 0ά δώσουμε μιαν έρμηνεία της θεωρίας τήν οποία θά ονομάσουμε "λογική σύνταξη" και θά δείξουμε πώς νά εργαζόμαστε μέ τή συντακτική μέθοδο. Μολονότι ή λέξη "φιλοσοφία" δέν θά χρησιμοποιηθή εδώ, ή συντακτική μέθοδος, δπως θά προσπαθήσουμε νά δείξουμε στο τελευταίο κεφάλαιο, μας φέρνει στήν ϊδια τή βάση της φιλοσοφίας. Ή λογική σύνταξη μιας ορισμένης γλώσσας πρέπει νά θεωρηθή ώς ή τυπική θεωρία της γλώσσας αότής. Το πράγμα εχει ανάγκη από περισσότερες επεξηγήσεις. Θά ονομάσουμε "τυπικές" τις απόψεις εκείνες καΐ τις προτάσεις πού αφορούν μιά γλωσσική έκφραση δίχως τήν παραμικρή αναφορά στή σημασία ή τό νόημά της. Ή τυπική διερεύνηση μιας δεδομένης πρότασης δέν άφορα τή σημασία της πρότασης ή τή σημασία τών έπΙ μέρους λέξεών της, αλλά μονάχα τό είδος τών λέξεων καΐ τή σειρά μέ τήν δποία άκολουθοΰν ή μιά τήν άλλη. Πάρτε, λόγου χάρη, τήν πρόταση: "Τδ βιβλίο είναι μαΰρο". Εφόσον βεβαιώνω δτι ή έκφραση αύτή πού απαρτίζεται άπό τέσσερεις λέξεις είναι μιά πρό;Γαση κι' ακόμα, δτι ή πρώτη λέξη είναι άρθρο, ή δεύτερη ουσιαστικό, ή τρίτη ρήμα και ή τέταρτη επίθετο, δλες αύτές οι προτάσεις μου είναι τυπικές. 'Άν δμως ισχυρισθώ δτι ή πρόταση άναφέρεται σ' ενα βιβλίο ή δτι ή τελευταία λέξη της υποδηλώνει ενα χρώμα, τότε οί προτάσεις μου δέν είναι τυπικές, διότι έχουν νά κάνουν μέ τή οημαοία τών λέξεων. Θά νόμιζε κάνεις δτι ή τυπική διερεύνηση μιας γλώσσας εχει πολύ περιορισμένα πλαίσια. Στήν πραγματικότητα δμως δέν συμβαίνει αύτό, γιατί, δπως θά δούμε αργότερα, πολλά ερωτήματα καΐ απόψεις πού έκφράζονται κατά ενα μή - τυπικό τρόπο μπορούν νά διατυπωθουν [ii τόν τυπικό τρόπο.
60 Such a formal theory of language is, so far as mathematics is concerned, already known by the work of Hilbert. Hilbert has propounded a theory which he calls metamathematics or a theory of proof, and in which the formal method is applied. In this theory of Hilbert, mathematics is dealt with as a system of certain symbols to be operated according to certain rules, and the meaning of the symbols is nowhere spoken of, but only the various kinds of symbols and the formal operations to which they are subjected. Now mathematics is a special part of the whole of language, which includes many other and quite different branches. And the same formal method which Hilbert has applied in his metamathematics to the system of mathematics, we apply in our logical syntax to the whole language-system of science, or to any special part of it, or to any other languagesystem whatsoever.
2. Formation
Rules
When we say that the objects of logical syntax are languages, the word "language" is to be understood as the system of the rules of speaking, as distinguished from the acts of speaking. Such a language-system consists of two kinds of rules, which we will call formation rules and transformation rules. The formation rules of a certain language-system S determine how sentences of this system S can be constructed out of different kinds of symbols. One of the formation rules of the English language, for instance, determines that a series of four words, first an article, second a noun, third a verb of a certain class, and fourth an adjective, constitutes a sentence. Such a formation rule is obviously similar to grammatical rules, especially to the rules of grammatical syntax. But the usual rules of grammatical syntax are not always strictly formal; for instance, we may cite that rule of Latin grammar which determines that nouns designating women, countries, towns, or trees are of fe-
61 Μίά τέτοια τυπική θεωρία της γλώσσας είναι, σ' δ,τι άφορα τ& μαθηματικά, γνωστή ήδη από τό εργο του Hilbert. Ό Hilbert πρότεινε μια θεωρία τήν οποία ονομάζει μεταμαθηματικά ή θεωρία της απόδειξης και στήν οποία εφαρμόζεται ή τυπική μέθοδος. Στήν θεωρία αυτή του Hilbert τα μαθηματικά πραγματεύονται ενα σύστημα συμβόλων πού λειτουργουν βάσει συγκεκριμένων κανόνων: δέν γίνεται πουθενά λόγος γιά τή σημασία των συμβόλων, παρά μονάχα γιά τά ποικίλα εϊδη των συμβόλων καΐ γιά τις τυπικές σχέστίς οποίες υπόκεινται. Τά μαθηματικά πάλι είναι ειδικό τμήμα του συνόλου της γλώσσας, ή οποία περικλείει πολλούς άλλους, έντελώς διαφορετικούς κλάδους. Τήν ϊδια τυπική μέθοδο πού χρησιμοποίησε δ Hilbert στά μεταμαθηματικά του γιά νά τήν έφαρμόση στο σύστημα των μαθηματικών, τή χρησιμοποιούμε κι' έμεΤς στή λογική μας σύνταξη γιά νά τήν εφαρμόσουμε σ' δλόκληρο τό γλωσσικό σύστημα της επιστήμης, ή σ' οποιονδήποτε άλλο εϊδικό τμήμα του, ή σ' οποιοδήποτε άλλο γλωσσικό σύστημα. Κανόνες
οχηματισμον
'Όταν λέμε οτι τό αντικείμενο της λογικής σύνταξης είναι οΕ γλώσσες, ή λέξη "γλώσσα" πρέπει νά νοηθή ώς ονοτημα κανόνων ομιλίας, κοιταγμένο ανεξάρτητα από τήν πράξη της δμιλιας. Έ ν α τέτοιο γλωσσικό σύστημα συνίσταται σέ δυό εϊδη κανόνων πού θά τους ονομάσουμε κανόνες σχηματισμού καΐ κανόνες μετασχηματισμού. Οι κανόνες σηματισμοϋ ενός συγκεκριμένου γλωσσικού συστήματος S καθορίζουν τόν τρόπο με τόν δποΐο προτάοεις τοΟ συστήματος S μπορούν νά κατασκευασθούν από διάφορα εϊδη συμβόλων. "Ενας κανόνας σχηματισμού της 'Αγγλικής γλώσσας λ.χ. καθορίζει δτι μιά σειρά άπό τέσσερεις λέξεις, άπό ενα άρθρο πρώτα, ένα ούσιαστχκό επειτα, άπό ένα ρήμα δρισμένης κατηγορίας κι' ένα επίθετο συνιστούν μιά πρόταση. 'Ένας τέτοιος κανόνας σχηματισμού μοιάζει δλοφάνερα μέ τούς κανόνες της γραμματικής, ιδιαίτερα μέ τούς κανόνες τής γραμματικής σύνταξης. 'Αλλά οι συνηθισμένοι κανόνες τής γραμματικής σύνταξης δέν είναι πάντοτε αύστηρά τυπικοί' μπορούμε π.χ. νά θυμηθούμε εκείνο τόν κανόνα τής λατινικής γραμματικής πού δρίζει δτι τά ούσιαστικά πού ύποδηλώνουν γυναίκες, γώρες, πόλεις ii δέντρα είναι γένους θη-
62 minine gender. Such reference to the meaning of the words are excluded in logical syntax as distinguished from grammatical syntax. The totality of the formation rules of a language-system S is the same as the definition of the term "sentence of S." This definition can be stated in the following form: "A series of words is a sentence of the system 5, if, and only if, it has either this, that, or the other form." Now for a natural language, such as English, the formation rules can scarcely be given completely; they are too complicated. The logicians, as we know, have made language-systems — or at least frameworks for such — which are much simpler and also much more exact than the natural languages. Instead of words, they use symbols similar to the mathematical symbols. Take, for example, the most developed of these symbolic languages, that constructed by Whitehead and Russell in their work Principia Mathematica. Two of the principal formation rules of this language are as follows: (1) an expression consisting of a predicate (that is, one of the small Greek letters, "99," "t/;," etc.) and one or more individual variables (the small Roman letters "Λ:," "Y," etc.) is a sentence; (2) an expression consisting of two sentences and one connecting sign ("v," " 3 , " " = ' ) between them is also a sentence.
5. Transformation
Rules
Much more important than the formation rules are the transformation rules. They determine how given sentences may be transformed into others; in other words: how from given sentences we may infer others. Thus, in the English language there is the rule, that from the two sentences: "all a are ft" and "all b are c" we mav infer: "aU a are c."
63 λυκοΰ. Τέτοιες άναφορές στή σημασία των λέξεων άποκλείονται Gzij λογική σύνταξη σέ αντιδιαστολή προς τή γραμματική σύνταξη. Τό σύνολο των κανόνων σχηματισμού ενός γλωσσικού συστήματος S συμπίπτει μέ τον δρισμο του δρου "πρόταση του S". Ό ορισμός αυτός μπορεί Vii έκφρασθή ώς έξης: "Μιά σειρά άπό λέξεις αποτελεί πρόταση του συστήματος S, αν καΐ μόνον αν, εχη αυτήν, εκείνη, ή τήν αλλη μορφή". Προκειμένου τώρα γιά μιοζ φυσική γλώσσα, δπως είναι ή 'Αγγλική, οι κανόνες σχηματισμού σπάνια μπορούν να διατυπωθοϋν μέ απόλυτη άκριβεια, διότι είναι πολύπλοκοι. Οι θεωρητικοί της λογικής, δπως γνωρίζουμε,-κατασκεύασαν γλωσσικά συστήματα — ή τουλάχιστο πλαίσια γιά τέτοια συστήματα — τά δποια είναι πολύ πιό άπλά καΐ επιπλέον πολύ πιό ακριβή άπό τΙς φυσικές γλώσσες. Άντι λέξεων χρησιμοποιούν σύμβολα δμοια μέ τά σύμβολα των μαθηματικών. Πάρτε ώς παράδειγμα τήν πιό άνεπτυγμένη άπό αύτές τΙς συμβολικές γλώσσες, τήν οποία κατασκεύασαν οΐ Whitehead καΐ Russell στο εργο τους Principia Mathematica, Δυο άπό τούς βασικούς κανόνες σχηματισμού της γλώσσας αύτής είναι οι άκόλουθοι: (1) μιά έκφραση πού άπαρτίζεται άπό ενα κατηγορούμενο (συμβολίζεται μέ ενα άπό τά μικρά γράμματα του ελληνικού άλφαβήτου, φ^ ψ^ κλπ.) και άπό μιά ή περισσότερες άτομικές μεταβλητές (συμβολίζονται μέ τά μικρά γράμματα του λατινικού άλφαβήτου " χ " , "y,""' κ.λ.π.) είναι πρόταση* (2) μιά .φράση που άπαρτίζεται άπό δυό προτάσεις και ενα σημείο σύνδεσης ("ν", άνάμεσά τους είναι έπίσης πρόταση. 3. Κανόνες
μεταονηβατίοαον
Πολύ πιό σημαντικοί άπό τούς κανόνες σχηματισμού είναι οί κανόνες μετασχηματισμού. Καθορίζουν πώς δεδομένες προτάσεις μπορούν νά μετασχηματισθούν σέ άλλες* μέ άλλα λόγια, πώς άπό δεδομένες προτάσεις μπορούμε νά ονναγάγονμε άλλες. Λ.χ. στήν 'Αγγλική γλώσσα υπάρχει δ κανόνας σύμφωνα μέ τόν οποίο άπό δυό προτάσεις: ^'δλα τά a είναι b " καΐ "δλα τά b είναι c " μπορούμε νά συναγάγουιχε "δλα τά a είναι
64 Here only the framework of the sentences is given, not the sentences themselves. In order to make sentences we have to substitute three En^ish nouns in the plural form for the three letters "αΓ "c." T o give an illustration, from the two sentences "all eagles are birds" and "all birds are beasts" we may infer:''all eagles are beasts." In the symbolic language of Whitehead and Russell, we have the following rule. From two sentences of the form and "/I Z) we may infer: " 5 / '
where " 3 " is the implication-sign
The totality of the transformation rules of a language-system S may be formulated as the definition of the term ''direct consequence in Thus, the transformation rules of Principia Mathematica may be stated as follows: "In the system PM a sentence is to be called a direct consequence of a class of other sentences — called premises — if, and only if, one of the following conditions is fulfilled: 1. The sentence has the form " β " and the class of premises consists of and 2. . . . ; 3. . . . " It is to be noted that an axiom or primitive sentence of a language can also be stated in the form of a rule of inference, and therefore also in the form of a part of the definition of "direct consequence." The difference is only that in this case the class of premises is the nuU class (i.e., the class which has no numbers). Thus, instead of ruling: " is to be a primitive sentence of the language S," we may say: " . pvq' is to be a direct consequence of the null class of premises." If a class Ρ of premises is connected with a certain sentence C bv a chain of sentences in such a wav that every
65 Έδώ δίνεται μόνΟ: τδ πλαίσιο των προτάσεων, δχι οΐ ϊδιες οΐ προτάσεις. Γιά νά σχηματίσουμε προτάσεις πρέπει- νά τοποθετήσουμε τρία άγγλικά ούσιαστικά σέ πληθυντικό άρι'θμδ στή θέση των τριών γραμμάτων "a,b,c". Για νά δώσουμε ενα παράδειγμα, άπδ τις δυό προτάσεις "δλοι οι άετοί είναι πουλιά" καΐ "δλα τά πουλιά είναι ζώα" μπορούμε νά συναγάγουμε: "δλοι οι άετοί είναι ζώα». Στή συμβολική γλώσσα τών Whitehead καΐ Russell, Ιχουμε τδν Ακόλουθο κανόνα. Ά π δ δυο προτάσεις της μορφής "Α" καΐ "Α Ζ) Β", δπου "Ζ) " τδ σύμβολο συνεπαγωγής μπορούμε νά συναγάγουμε: "Β". Τό σύνολο τών κανόνων μετασχηματισμού ένδς γλωσσικού συστήματος S μπορεί νά διατυπωθή ώς ό δρισμδς του δρου "άμεσο λογικό Ιπακολούθημα στδ S". Επομένως, οι κανόνες μετασχηματισμού στδ Prindpia Mathematica μπορούν νά διατυπωθοϋν ώς έξης: «Στδ σύστημα ΡΜ μιά πρόταση ονομάζεται άμεσο λογικδ Ιπακολούθημα μιας τάξης άλλων προτάσεων — πού δνομάζουμε προκείμενες ^— άν, καΐ.μόνον άν έκπληρώνεται μιά άπδ τΙς άκόλουθες συνθήκες: 1. Ή πρόταση Ιχει τή μορφή " Β " καΐ ή τάξη τών προκειμένων απαρτίζεται άπδ τΙς " Α " καΐ "Α=> Β". 3. . . . " Πρέπει νά σημειώσουμε δτι ενα άξίωμα ή μιά πρωταρχική πρόταση μιας γλώσσας μπορεί επίσης νά διατυπωθή μέ τή μορφή ένδς κανόνα συμπερασμοϋ και, συνεπώς, μέ τή μορφή μέρους του δρισμου "άμεσο συμπέρασμα". Ή μόνη διαφορά είναι δτι στήν περίπτωση αύτή ή τάξη τών προκειμένων είναι ή μηδενική τάξη (δηλαδή ή τάξη πού δέν εχει άριθμούς). Έ τ σ ι , άντί νά ποΰμε: "'ρΖ) .pvq' είναι πρωταρχική πρόταση της γλώσσας S", μπορούμε νά ποϋμε: " 'ρ 3 .pvq' είναι άμεσο λογικδ Ιπακολούθημα τών προκειμένων της μηδενικής τάξης". "Αν μιά τάξη προκειμένων Ρ συνδέεται μέ μιά συγκεκριμένη πρόταση C μέσα άπδ μιάν Αλυσίδα προτάσεων, Ιτσι ώστε κάθε πρόταση της άλυσίδας ν' άποτε-
66 sentence of this chain is a direct consequence of some sentences preceding the chain, we call the sentence C a consequence of the class Ρ of premises. This term "consequence" is, as we shall soon see, one of the most important terms of logical syntax. We have seen that a language-system is a system of rules of formation and transformation. According to this logical syntax of a language-system S consists of two parts: the investigation or analysis of the formation rules of S, and that of the transformation rules of S. The first part is, as observed above, somewhat similar to grammar, the second part, to logic, especially to the logic of inference or deduction. It is generally supposed that grammar and logic have quite different characters, grammar being concerned with linguistic expressions, and logic with the meaning of thoughts or of statements. But in opposition to this the development of modern logic has shown more and more clearly that the rules of inference can be expressed in a purely formal manner, that is, without any reference to meaning. Our task is merely to draw the consequence from this development and to construct the whole system of logic in a strictly formal way. We shall then have to do neither with thoughts as mental acts nor with their contents, but only with sentences, and with sentences not as vehicles of meaning or sense, but only as series of symbols, of written, spoken, or other signs. It will now be clear why we do not employ here the usual word "proposition." Sometimes it means, not a sentence, but what is expressed by a sentence, and very often it is used ambiguously. Therefore, we prefer to use the word "sentence." Between logic and grammar, or in other words, between
67 λη άμεση ά^ολουθία μερικών άπδ τΙς προηγούμενες προτάσεις, ονομάζουμε την πρόταση C λογική άκολονϋία της τάξης Ρ γ) των προκειμένων. Ό δρος "λογική ακολουθία" είναι, δπως θά δούμε σύντομα, ενας από τους βασικότερους της λογικής σύνταξης. Ε'ίδαμε δτι ενα γλωσσικό σύστημα είναι σύστημα κανόνων σχηματισμού καΐ μετασχηματισμού. Σύμφωνα μέ τά παραπάνω ή λογική σύνταξη ενός γλωσσικού συστήματος S απαρτίζεται άπό δυό μέρη: τή διερεύνηση ή ανάλυση των κανόνων σχηματισμού του S και τή διερεύνηση ή ανάλυση των κανόνων μετασχηματισμού του S. Τό πρώτο μέρος είναι, δπως παρατηρήσαμε παραπάνω, κάτι παραπλήσιο μέ τή γραμματική, τδ δεύτερο μέρος κάτι παραπλήσιο μέ τή λογική, ιδιαίτερα μέ τή λογική του συμπερασμού ή τήν παραγωγική λογική. Υποτίθεται γενικά δτι ή γραμ-, ματική και η λογική Ιχουν απόλυτα διαφορετικούς χαρακτήρες, ή γραμματική ενδιαφέρεται γιά τΙς γλωσσικές εκφράσεις καΐ ή λογική γιά τή σημασία των σκέψεων ή των προτάσεων. Σ' αντίθεση δμως μέ τήν άποψη αύτή ή ανάπτυξη της σύγχρονης λογικής αποδεικνύει όλοένα και πιο καθαρά δτι οί κανόνες του παραγωγικού συμπερασμου μπορούν νά διατυπωθούν μ"" ενα σαφώς τυπικό τρόπο, δηλαδή χωρίς άναφορά στή σημασία. Έ ρ γ ο μας είναι άπλώς νά συναγάγουμε τα συμπεράσματά μας άπό τήν Ιξέλιξη αύτή και νά κατασκευάσουμε τό δλο σύστημα της λογικής μέ αυστηρά τυπικό τρόπο. Δέν θα εχουμε τότε νά κάνουμε οδτε μέ τις σκέψεις ώς διανοητικές ενέργειες ουτε μέ τό περιεχόμενό τους, άλλά μόνο μέ προτάσεις καΐ μάλιστα δχι μέ προτάσεις πού είναι φορείς νοήματος ή σημασίας, άλλά άπλώς σειρές συμβόλων, σημείων γραπτών, προφορικών ή άλλων. Θά δείξουμε τώρα γιατί δέν χρησιμοποιούμε εδώ τή συνηθισμένη λέξη "πρόταση". Όρισμένες φορές ή λέξη αύτή δέν σημαίνει μιά πρόταση, άλλά αύτό πού εκφράζει ή πρόταση και πολύ συχνά χρησιμοποιείται μέ τρόπο διφορούμενο. Γι' αύτό προτιμούμε νά χρησιμοποιούμε τή λέξη "φράση"ΐ. 'Ανάμεσα στή λογική καΐ τή γρααματική, ή αέ άλλα λό1. Ό<7τόσο στή μετάφραση ό δρος θά άποδοθή μέ τή λέξη «πρόταστι» αέ τϊΐν παοαπάνω σΊπίλασίοι.
68 tbe transformation rules and the formation rules, there is no fundamental difference. Transformation or inference depends only upon the formal character of the sentences, only upon their syntactical form. That is the reason why we apply the name "syntax" not, as is usually done in linguistics, to the formation rules alone, but to the system containing both kinds of rules together.
4. Syntactical
Terms
The terms "sentence" and "direct consequence" are the two primitive terms of logical syntax — or "syntax," as we may briefly call it where there is no dagger of misunderstanding. Every other term of syntax can be defined on the basis of these two terms. We will now give the definitions of several syntactical terms which are among the most important, especially, as we shall see later, in the application to philosophical questions. Given any language-system, or set of formation rules and transformation rules, among the sentences of this language there will be true and false sentences. But we cannot define the terms "true" and "false" in syntax, because whether a given sentence is true or false will generally depend not only upon the syntactical form of the sentence, but also upon experience; that is to say, upon something extra-linguistic. It may be, however, that in certain cases a sentence is true or false only by reason of the rules of the language. Such sentences we will call valid and contravalid, respectively. Our definition of validity is as follows: a sentence is called valid, if it is a consequence of the null class of premises. Thus, in the language of Russell, the sentence "pv — usually called the Principle of the Excluded Middle — is a valid sentence; and so, likewise, are aU other sentences for which proofs are given in the Principia Mathematica. A proof in this work
69 για, ανάμεσα στους κανόνες μετασχηματισμού καΐ τους κανόνες σχηματισμού, δέν υφίσταται θεμελιώδης διαφορά. Ό μετασχηματισμός η Ό συμπερασμός έξαρταται μονάχα από τόν τυπικό χαρακτήρα των προτάσεων, μονάχα από τη συντακτική μορφή τους. Αυτός είναι 6 λόγος για τόν οποίο δέν χρησιμοποιούμε τόν ορο "σύνταξη", δπως συνήθως γίνεται στή γλωσσολογία, για τό σχηματισμό των κανόνων μόνον, άλλα για τό σύστημα πού περιλαμβάνει καΐ τά δυό ειδη των κανόνων μαζί. 4, Συντακτικοί
δροι
Οι δροι "πρόταση" και "άμεση λογική άκολου'θία" είναι οΐ δυό πρωταρχικοί δροι της λογικής σύνταξης — ή απλώς "σύνταξης", δπως θα τήν αποκαλούμε μέ συντομία, δπου δέν υπάρχει κίνδυνος παρανόησης. 'Όλοι οι άλλοι δροι της σύνταξης μπορούν νά διατυπωθουν μέ βάση τους δυό αυτούς δρους. Θά δώσουμε τώρα τούς ορισμούς αρκετών συντακτικών δρων πού είναι από τούς πιό σημαντικούς, ιδιαίτερα, δπως θά δοϋμε αργότερα, δταν χρησιμοποιούνται σέ φιλοσοφικά προβλήματα. 'Ανάμεσα στις προτάσεις ενός δεδομένου γλωσσικού συστήματος ή σειράς κανόνων σχηματισμού και μετασχηματισμού θά δπάρχουν αληθείς και ψευδείς προτάσεις. Δέν μπορούμε δμως νά προσδιορίσουμε τούς δρους "άληθής" καΐ "ψευδής" στή σύνταξη, επειδή τό κατά πόσο μια δεδομένη πρόταση είναι άληθής ή ψευδής θά έξαρτηθή γενικά οχι μόνο από τή συντακτική μορφή της πρότασης, άλλα και άπό τήν Ιμπειρία, δηλαδή άπό κάτι έξω-γλωσσικό. Μπορεί δμως νά συμβή ώστε, σέ δρισμένες περιπτώσεις, μιά φράση νά είναι αληθής ή ψευδής μόνον εξαιτίας τών κανόνων της γλώσσας. Τις προτάίδεις αύτές θά τΙς ονομάσουμε άντίστοιχα εγκυρες καΐ μή-εγκνρες. Ό ορισμός της εγκυρότητας είναι δ ακόλουθος: μιά πρόταση ονομάζεται Εγκυρη, δ-ίιαν είναι λογική ακολουθία της μηδενικής τάξης τών προκειμένων. 'Έτσι, στή γλώσσα του Russell, ή πρόταση "pV'-'p" — πού συνήθως ονομάζεται άρχή της άποκλείσεως του μέσου — είναι Ιγκυρη πρόταση* τό ϊδιο Ισχύει γιά δλες τις άλλες προτάσεις γιά τΙς όποιες δίνονται άποδείξεις στά Principia Mathematica, 'Απόδειξη στό Ιργο αύτό είναι αιά σεφ&
70 is a series of sentences of such kind that each sentence of the series is either a primitive sentence or inferred from preceding sentences of the series. Now a primitive sentence is a direct consequence of the null class of premises. Therefore, a proof in Principia Mathematica is a chain of direct consequences beginning with the null class of premises and ending with the sentence proved. This proved sentence is thus a consequence of the null class and, therefore — according to our definition — valid. Turning to the term "contravalid'': a sentence " / I " of a certain language system is called contravalid if every sentence of this system is a consequence of Every sentence of the language of Principia Mathematica which can be disproved in this system (e.g. "p. p " and (ρ = ρ ) , " is contravalid. Disproving a sentence "Ά'' consists in showing that a certain sentence "Z?" as well as B," the negation of are consequences of But from two mutually opposed sentences such as and any sentence whatever can be deduced. Therefore, if and are consequences of every sentence is a consequence of and is contravalid. We will call a sentence determinate if it is either valid or contravalid. We will call a sentence indeterminate if it is neither valid nor contravalid. Thus, the determinate sentences are those whose truth-value is determined by the rules of the language. In the language system of Russell one may construct indeterminate sentences by introducing non-logical constants. Suppose, for instance, "a" and "Z?" to be names of persons, "5" to designate the relation of sonship, then "aS'ft" (in words: "a is a son of 6") is an indeterminate sentence, because its truth can obviously not be determined by the rules of the system of Russell.
71 ^προτάσεων τέτοιου εΐ'δους, δστε κάθε πρόταση τ^ς σειράς είναι εΓτε πρωταρχική πρόταση ή συνάγεται από προηγούμενες προτάσεις της σειράς. Μια πρωταρχική πρόταση πάλι είναι άμεση λογική ακολουθία της μηδενικής τάξης των προκειμένων. .Επομένως, απόδειξη στα Frincipia Mathematica είναι μια αλυσίδα άπδ άμεσες λογικές ακολουθίες πού άρχίζουν μέ τή μηδενική τάξη των προκειμένων και τελειώνουν μέ τον άποδείξιμο τύπο (θεώρημα) . Ή πρόταση πού αποδεικνύεται είναι, λοιπόν, λογική ακολουθία (συμπέρασμα) της μηδενικής τάξης καΐ γ ι ' αύτδ — σύμφωνα μέ τον ορισμό μας — έγκυρη. Ερχόμαστε στον δρο ψή-εγκνρος^): μιά πρόταση " Α " ένδς ορισμένου γλωσσικού συστήματος ονομάζεται "μή-εγκυρη", δταν κάθε πρότοίση του συστήματος αύτοϋ είναι λογική άκολουθία της "Α". Κάθε φράση της γλώσσας των Principia Mathematica, πού είναι δυνατό νά τήν ανασκευάσουμε στό σύστημα αυτό (λ.χ. "Ρ-'^Ρ" " ' ^ ( Ρ ^ Ρ ) " ? ^^ναι μή-εγκυρη.Ή άνασκευή μιας πρότασης "Α'' συνίσταται στό νά δείξουμε δτι μια συγκεκριμένη πρόταση "Β" δπως επίσης και ή " - - Β " , ή άρνηση της "Β", είναι λογική άκολουθία της "Α". Άλλα από δυό αντιφατικές "προτάσεις", δπως είναι ή " Β " καΐ ή " ' ^ Β " , μπορούμε νά συναγάγουμε οποιαδήποτε "πρόταση". Επομένως, αν ή " Β " καΐ ή " ' ^ Β " είναι λογική άκολουθία της "Α", κάθε πρόταση είναι λογική άκολουθία της "Α" και ή "Α" δέν είναι έγκυρη. Θα ονομάσουμε μια πρόταση ηρσοδίορίομένη αν είναι έγκυρη ή μή-έγκυρη. Θα ονομάσουμε μια πρόταση άπροσδιόρισιη, αν δέν είναι ουτε έγκυρη ουτε μή-εγκυρη. Έ τ σ ι οΙ προσδιορισμένες προτάσεις είναι εκείνες των οποίων ή τιμή άλη'θείας καθορίζεται από τους κανόνες της γλώσσας. Στό γλωσσικό σύστημα του Russell μπορεί κανείς νά κατασκευάζη απροσδιόριστες προτάσεις εισάγοντας μή-λογικές σταθερές. 'Γποθέστε, λόγου χάρη, δτι τά " a " καΐ " b " είναι ονόματα προσώπων, δτι τό "S" δηλώνει τήν υική σχέση* τότε "aSb" (μέ λέξεις: "δ a είναι γιός του b") είναι μιά απροσδιόριστη πρόταση,, επειδή ή 'άλήθεια της είναι φανερό δτι δέν μπορεί νά καθορισθή από τους κανόνες του συστήματος του "RIIRQPII
72 5.
L-Terms
In tbe symbolic languages of modem logic the transformation rules, to which, as has been pointed out above, the primitive sentences also belong, are usually chosen in such a way that they seem to be right for logical or mathematical reasons. But it would likewise be possible to state a language-system which, besides such logical rules, also contained extra-logical ones. Take, for instance, the system of Principia Mathematica. In its present form it contains only such primitive sentences and rules of inference as have a purely logical character. Transformation rules of this logical or mathematical character we will call L-rules. Now we could add to the system of Principia Mathematica transformation rules of an extra-logical character, for instance some physical laws as primitive sentences, as, for example, Newton's principles of mechanics, Maxwell's equations of electromagnetics, the two principles of thermodynamics, and such like. In order to have a comprehensive name for the extralogical transformation rules we will call them physical rules or P-rules. Thus, a transformation rule of a language is either an L-rule or a P-rule. The distinction of these two kinds of rules is very important. We have only given some rough indications of it, but it is possible to define this distinction in an exact and strictly formal way, that is, without any reference to the sense of the sentences. Omitting this exact definition for the sake of brevity, however, let us simply suppose that there is given a certain language-system, for instance the system of Principia Mathematica with the addition of some physical laws as primitive sentences, in which the given transformation rules are already divided into L-rules and P-rules. We have called a sentence C a consequence of a class Ρ of sentences — the premises — if there is a chain of sentences constructed according to the transformation rules connecting
73 5. "Oqoi-L ΣτΙς συμβολικές γλώσσες της σύγχρονης λογικής οι κανόνες μετασχηματισμού στους οποίους, δπως δείξαμε παραπάνω, ανήκουν καΐ ο'ΐ πρωταρχικές προτάσεις, επιλέγονται συνήθως κατά τέτοιον τρόπο, ώστε φαίνονται δτι είναι ορθές άπδ τή λογική ή μαθηματική σκοπιά. Θα ήταν δμο3ς εξίσου δυνατό νά διατυπωθή ενα γλωσσικό σύστημα τδ δποΐο, έκτος άπδ λογικούς κανόνες του ε'ίδους αύτοϋ, νά περιλαμβάνη και έξω - λογικούς. Πάρτε για παράδειγμα τδ σύστημα των Principia Mathematica. Στήν παρούσα μορφή του περιλαμβάνει μόνον πρωταρχικές προτάσεις καΐ κανόνες συμπερασμοί) μέ καθαρά loyixb χαρακτήρα. Τους κανόνες μετασχηματισμού πού έχουν αύτδν τδν λογικδ ή μαθηματικό χαρακτήρα θά τούς ονομάσουμε κανόνες-L. Θά μπορούσαμε δμως νά προσθέσουμε στδ σύστημα των Principia Mathematica κανόνες μετασχηματισμού μέ έξω - λογικδ χαρακτήρα, π.χ. μερικούς φυσικούς νόμους ώς πρωταρχικές προτάσεις, 'δπως, λόγου χάρη, τις αρχές της Μηχανικής του Νεύτωνα, τις εξισώσεις της ήλεκτρομαγνητικής θεωρίας του Maxwell, τις δυδ αρχές της θερμοδυναμικής κ.λ.π. Για νά δώσουμε ενα κατανοητό ονομα στούς έξω-λογικούς κανόνες μετασχηματισμού, θά τούς ονομάσουμε φυσικούς κανόνες ή κανόνες-Ρ. Επομένως, ενας κανόνας μετασχηματισμού κάποιας γλώσσας είναι εϊτε κανόνας-L εΐ'τε κανόνας-Ρ. Ή διάκριση ανάμεσα στα δυδ εϊδη κανόνων είναι πολύ σημαντική. 'Έχουμε δώσει μερικές μόνο ενδείξεις της, είναι δμως δυνατδ νά προσδιορίσουμε μέ ακριβή καΐ αυστηρά τυπικδ τρόπο τήν διάκριση αύτή, δηλαδή δίχως άναφορά στή σημασία των προτάσεων. "Ας παραλείψουμε ώστόσο αύτδν τδν ακριβή προσδιορισμό για λόγους συντομίας κι' άς υποθέσουμε απλώς δτι υπάρχει δεδομένο ενα συγκεκριμένο γλωσσικδ σύστημα, λόγου χάρη τδ σύστημα των Principia Mathematica μέ τήν προσθήκη ορισμένων φυσικών νόμων ώς πρωταρχικών προτάσεων, στδ δποιο οι δεδομένοι κανόνες μετασχηματισμού είναι ήδη χο^ρισμένοι σέ κανόνες-L καΐ κανόνες-Ρ. Όνομάσαμε μια πρόταση C λογική (τυπική) άκολουθία μιας τάξης προτάσεων Ρ — τών προκειμένων — δταν ύπάρχη μια άλυσίδα προτάσεων κατασκευασμένων σύαφωνα αέ τούς κανόνες αετα-
74 the class Ρ with the sentence C. Suppose now that in a certain case only L-rules are applied; then we call C an L-consequence of P. If, on the other hand, C can be deduced from Ρ only by applying also P-rules; in other words, if C is a consequence, but not an L-consequence, we call C a F-consequence of P. Let us take for example the following class Ρ of two premises: Pi: The body A has a mass of 3 grammes. P2: The body Β has a mass of 6 grammes. Then we can deduce from Ρ the following two consequences, among others: Ci: The mass of Β is double the mass of Cj: If the same force is acting on A and on B, the acceleration of A will be double that of B, For the deduction of Ci we need only L-rules, that is, rules of logic and arithmetic, while for the deduction of C2 besides these we need P-rules, namely, the laws of mechanics. Therefore, Ci is an L-consequence, but C2, a P-consequence, of the class Ρ of premises. As we have defined corresponding to the term "consequence", an L-term and a P-term, we may in an analogous way define corresponding L-terms and P-terms for the other general terms already defined. Thus, we will call a sentence which is true by reason of the L-rules alone, L-valid or analytic, The exact definition of this term is perfectly analogous to the definition of "valid": a sentence is called analytic if it is an L-consequence of the null class of premises. Similarly, we will call a sentence which is false by reason of the L-rules alone, L-contravalid or contradictory. The formal definition is as follows: A sentence is called contradictory if every sentence of the language is an L-consequence of the same. A sentence is called L-determinate if it is either analytic or contradictory. If, for the determination of the truth or falsehood of a given sentence.
75 σχη[ΐατισμοϋ πού συνδέουν τήν τάξη Ρ μέ τήν πρόταση C. 'Γποθέστε τώρα δτ: σέ δεδομένη περίπτωση εφαρμόζονται μόνο οΕ κανόνες-L* στήν περίπτωση αύτη ονομάζουμε τήν C λογική ακολουθία της Ρ. "Αν, από τήν αλλη μεριά, τήν C μπορούμε νά τήν συναγάγουμε άπδ τήν Ρ μόνο μέ τήν έφαρμογή των κανόνων-Ρ, μέ αλλα λόγια, αν ή C είναι ακολουθία, αλλά δχι ακολουθία -L, ονομάζουμε τήν C άκολουθία-Ρ της Ρ. ' Ά ς πάρουμε για παράδειγμα τήν έξης τάξη Ρ πού άποτελεϊται άπδ δυο προκείμενες: Ρ ι : Τό σώμα Α Ιχει μάζα 3 gr Ρ2: To σώμα Β Ιχει μάζα 6 gr Τότε μπορούμε νά συναγάγουμε άπδ τήν Ρ τις ακόλουθες δυδ συνέπειες, ανάμεσα σέ άλλες: Ci: Ή μάζα του Β είναι διπλάσια άπδ τή μάζα του Α. C2: 'Άν ή ϊδια δύναμη ενεργή πάνω στο Α καΐ στδ Β, ή έπιτάχυνση του Α θά είναι διπλάσια άπδ εκείνη του Β. Για νά συναγάγουμε τήν Ci, χρειαζόμαστε μόνο κανόνες-L, δηλαδή κανόνες της λογικής και της άριθμητικής, ενώ για νά συναγάγουμε τήν C2 έκτδς άπδ τους προηγούμενους χρειαζόμαστε κανόνες-Ρ, δηλαδή τους νόμους της μηχανικής. Επομένως ή Ci είναι λογική ακολουθία ενώ ή C2 είναι άκολουθία-Ρ της τάξης Ρ ή τών προκειμένων. 'Όπως εχουμε ορίσει εναν opo-L κι' εναν δρο-Ρ πού ν' άνταποκρίνωνται στδν δρο "λογική ακολουθία", μπορούμε μέ τρόπο άνάλογο νά ορίσουμε δρους-L και δρους-Ρ πού ν' άνταποκρίνωνται στους άλλους γενικούς δρους πού ήδη δρίσαμε. Έ τ σ ι , θά ονομάσουμε μιά πρόταση πού είναι άληθινή δυνάμει μόνον τών κανόνωνL, εγκυρη-L ή αναλυτική, Ό άκριβής δρισμδς του δρου αύτου είναι άπόλυτα άνάλογος μέ τδν ορισμδ του δρου "έγκυρος'': μιά πρόταση ονομάζεται αναλυτική, αν είναι λογικδ επακολούθημα -L της μηδενικής τάξης τών προκειμένων. "Όμοια θά ονομάσουμε μιά πρόταση πού είναι εσφαλμένη δυνάμει μόνον τών κανόνων-L, μή εγκυρη-L ^αντιφατική. Ό τυπικδς δρισμδς είναι δ άκόλουθος: Μιά πρόταση ονομάζεται άντιφατική, αν κάθε πρόταση της γλώσσας είναι λογικδ έπακολούθημά της. Μιά πρόταση ονομάζεται "λογικά προσδιορισμένη", (ή προσδιορισμένη-L) , αν είναι είτε άναλυτική είτε άντιφατική. "Αν γιά τδν προσδιορισμό της άλήθειας ^
76 the L-rules do not suffice; in other words, if the sentence is not L-determinate, it is called L-indeterminate or synthetic. The synthetic sentences are those which assert states of affairs. The terms "analytic" and "synthetic" have already been used in traditional philosophy; they are especially important in the philosophy of Kant; but up till now they have not been exactly defined. In a language-system which contains only L-rules, for instance in the system of Principia Mathematica, each of the defined general terms agrees completely with the corresponding L-term. Thus, every valid sentence (for instance "pv rw p") is analytic, every contravalid sentence (for instance " p . ^ p") is contradictory; indeterminate sentences, and only these (for instance, "a is a son of 5"), are synthetic. General Terms consequence valid contravalid determinate indeterminate
L-Terms L-consequence (L-valid) analytic (L-contravalid) contradictory L-determinate (L-indeterminate) synthetic
P-Terms P-consequence P-valid P-contravalid
content equipollent synonymous If a sentence is valid, but not analytic, we caU it P-valid, If a sentence is contravalid, but not contradictory, we call it V-contravalid. The other P-terms are not so important. The terms just defined give a classification of sentences which we mav represent bv the following scheme:
77 του ψεύδους μιας δεδομένης πρότασης οι κανόνες-L δέν Ιπαρκουν, άν, μέ αλλα λόγια, ή πρόταση δέν είναι λογικά προσδιορισμένη, ονομάζεται άπροσδιόριστη-L ή σνν&ετική. Συνθετικές προτάσεις είναι εκείνες πού βεβαιώνουν καταστάσεις πραγμάτων. Ο! δροι "αναλυτικός'' καΐ "συνθετικός" έχουν ήδη χρησιμοποιηθη στην παραδοσιακή φιλοσοφία* είναι πολύ σημαντικοί ιδιαίτερα στή φιλοσοφία του Kanf αλλά ώς σήμερα δέν έχουν μέ απόλυτη ακρίβεια όρισθή. Σ' ενα γλωσσικό σύστημα πού περιλαμβάνει μόνο κανόνες -L, λόγου χάρη στο σύστημα των Principia Mathematica, καθένας άπό τούς γενικούς δρους πού ορίσαμε συμφωνεί απόλυτα μέ τόν Αντίστοιχο δρο -L. 'Έτσι, κάθε έγκυρη πρόταση (λόγου χάρη " ρ ν - ' ρ") είναι αναλυτική, κάθε μή Ιγκυρη πρόταση (λόγου χάρη "ρ./^ ρ") είναι αντιφατική* οι απροσδιόριστες προτάσεις, καΐ μόνον αότές (λ.χ. "aSb", "δ a είναι γιος του b " ) , είναι συνθετικές. Γενικοί oQOt άκόλουθία έγκυρη μή-εγκυρη προσδιορισμένη απροσδιόριστη
'Όροι - L 'Οροι - Ρ ακολουθία -L άκολουθία -Ρ (τυπική ακολουθία) (έγκυρη -L) άναλυτική Ιγκυρη -Ρ (μή-εγκυρη -L) αντιφα- μή-εγκυρη -Ρ τική προσδιορισμένη -L (Απροσδιόριστη -L) συνθετική
περιεχόμενο ισοδύναμες συνώνυμες "Αν μιά πρόταση είναι Ιγκυρη, δχι δμως άναλυτική, τήν δνομάζουμε εγκυρη-Ρ. "Αν μιά πρόταση δέν είναι Ιγκυρη, δχι δμως Αντιφατική, τήν δνομάζουμε μή-Ιγκυρη-Ρ. Οι υπόλοιποι δροι-Ρ δέν είναι τόσο σημαντικοί. Οι δροι πού μόλις προσδιορίσαμε δίνουν μιά κατάταξη προτάσεων τήν οποία μπορούμε νά παραστήσουμε μέ τό άκόλουθο σχήαα:
78 valid
indeterminate
P-valid ANALYTIC
eontravalid
^-eontravalid SYNTHETIC
CONTRADICTORY
The totality of the sentences of the language is comprehended in the above diagram. Some of the sentences are either valid or eontravalid, according to the transformation rules in general; the others are indeterminate. Among the valid sentences some are analytic, namely, those which are valid on the basis of the L-rules alone; the others are P-valid. In the same v^ay some of the eontravalid sentences are contradictory, the others P-contravalid. The sentences vv^hich are neither analytic nor contradictory are synthetic. The three L-terms, namely, "analytic," "synthetic" and "contradictory," are very often used in the logical analysis of any scientific theory. Later on we shall consider some examples.
6.
Content
If we wish to characterize the purpose of a given sentence, its contents, its assertive power, so to speak, we have to regard the class of those sentences which are consequences of the given sentence. Among these consequences we may leave aside the valid sentences, because they are consequences of every sentence. We define therefore as follows: the class of the non-valid consequences of a given sentence is called the content of this sentence. The method which we are using here and which we call logical syntax is characterized by limiting itself to terms defined in a strictly formal way. One might perhaps be inclined to think that it is a defect of this formal method not to be able to deal with questions of sense. But in fact this method
79 Ιγχυρες
άπροαύιόρίστες
Ιγκυρες-Ρ ΑΝΑΛΓΤίΚΈΣ
.
^
μή εγκυρες
J^^ εγχυρες-Ρ
ΣΓΝΘΕΤΙΚΕΣ
ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΕΣ
Στό παραπάνω διάγραμμα περιλαμβάνεται τδ σύνολο των προτάσεων της γλώσσας. Μερικές άπο τις προτάσεις είναι ή δεν είναι εγκυρες, σύμφωνα μέ τους γενικούς κανόνες μετασχηματισμού* οΐ άλλες είναι απροσδιόριστες. "Ανάμεσα στις εγκυρες προτάσεις μερικές είναι αναλυτικές, εκείνες δηλαδή πού είναι Ιγκυρες μόνο βάσει των κανόνων-L' οί άλλες είναι Ιγκυρες-Ρ. Μέ τόν Ι'διο τρόπο μερικές από τις μή-εγκυρες προτάσεις είναι άντιφατικές, οΕ άλλες άντιφατικές-Ρ. Οι προτάσεις πού δέν είναι οδτε αναλυτικές ούτε αντιφατικές είναι συνθετικές. Οι τρεις opoi-L, δηλαδή "αναλυτικές", "συνθετικές" και "αντιφατικές", χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στή λογική ανάλυση της, επιστημονικής θεωρίας. "Αργότερα θά δοΰμε μερικά παραδείγματα. 6.
Περιεχόμενο
"Αν θελήσουμε νά προσδιορίσουμε τδ σκοπδ μιας' δεδομένης πρότασης, τδ περιεχόμενό της, τήν άποφαντική της ισχύ, άς πούμε, πρέπει νά εξετάσουμε τήν τάξη εκείνη των προτάσεων πού είναι λογικά επακόλουθα της δεδομένης πρότασης. Ά π δ τά Ιπακόλουθα 'αύτά μπορούμε ν' αφήσουμε κατά μέρος τις εγκυρες προτάσεις, γιατί αύτές είναι έπακολούθημα κάθε πρότασης. Καταλήγουμε έπομένως στδν ορισμό: ή τάξη των μή-Ιγκυρων έπακολουθη,μάτων μιας δεδομένης πρότασης ονομάζεται περιεχόμενο ττις πρότασης αύτής. Ή μέθοδος πού χρησιμοποιούμε έδώ καΙ πού τήν ονομάζουμε λογική σύνταξη χαρακτηρίζεται άπδ τδ γεγονδς δτι περιορίζεται σέ δρους πού καθορίζονται μέ αύστηρά τυπικδ τρόπο. Θά μπορούσε νά σκεφθή κανείς δτι είναι μειονέκτημα της τυπικής αύτής μεθόδου τδ νά μήν είναι σέ θέση νά χειρισθή θέματα σημασίας. Στή ν πραγματικότητα δμως ή μέθοδος αύτή είναι σέ θέση νά τδ κάνη,
80 is able to do that, at least in a certain respect. Concerning a given series of signs, for instance a series of words in a wordlanguage, there are two questions of sense. The first is, whether that series of words has a sense or not. If here "sense" means "theoretical sense," "assertive sense," then such a question can be answered within the range of formal investigation, namely by the help of the formal, syntactical term "sentence" defined by the formation rules of the language. Secondly, it may be asked what sense a given sentence has. This question can be answered by the help of the formal, syntactical term "content" as just defined. The content of a sentence represents its sense, so far as the word "sense" is intended to designate something of a purely logical character. Sometimes by "sense" is meant the kind of thoughts and images that are connected with the given sentence. But in this case the question is a psychological one and has to be examined by the experimental method of psychology. In logical analysis we are not concerned with such questions. All questions of sense having an actually logical character can be dealt with by the formal method of syntax. Sometimes two sentences of quite unlike wording nevertheless have the same sense, as asserting the same state. We will call such sentences equipollent. The formal definition is obvious: two sentences are called equipollent if they have the same content; in other words, if they are consequences of each Other. Similarly, two expressions which are not themselves sentences, but occur in sentences, may have the same sense, the same meaning, in spite of a quite different wording. This relation which we will designate by the term "synonymous", can also be defined in a formal manner: two expressions are called mutually synonymous, if the content of any sentence containing one of them is not changed if we replace that expression by the other. Thus, for instance, the expressions "5 + 2" and
81 τουλάχιστο άπδ δρισμένη άποψη. ""Αν θεωρήσουμε δεδομένη σειρά σημείων, λόγου χάρη μιά σειρά λέξεων σε μιά γλώσσα-λέξεων, διαπιστώνουμε δυο προβλήματα σημασίας. Τό πρώτο είναι άν ή σειρά αυτή των λέξεων εχη ή δχι νόημα. 'Άν εδώ δ δρος "νόημα" σημαίνη "θεωρητικό νόημα", τότε ή απάντηση σ' ενα τέτοιο ερώτημα πρέπει νά δο'θή μέσα στά πλαίσια της τυπικής διερεύνησης,, δηλαδή με τή βοήθεια του τυπικοϋ, συντακτικου δρου "πρόταση" πού δρίζεται από τούς κανόνες σχηματισμού της γλώσσας. Τό δεύτερο Ιρώτημα μπορεί νά ειναί ποιο νόημα εχει μιά δεδομένη πρόταση. Στο ερώτημα αύτδ μπορεί νά δοθή άπάντηση μέ τή βοήθεια του τυπικοΰ, συντακτικου δρου "περιεχόμενο", δπως τόν ορίσαμε λίγο πρίν. Τό περιεχόμενο μιας πρότασης είναι τό νόημά της, στό βαθμό που ή λέξη "νόημα" προορίζεται νά ύποδηλώση κάτι πού εχει καθαρά λογικό χαρακτήρα. Κάποτε μέ τόν ορο "νόημα" δηλώνεται τό είδος των σκέψεων καΐ εικόνων πού συνδέονται μέ τήν δεδομένη πρόταση. Στήν περίπτωση δμως αυτή τό ερώτημα είναι ψυχολογικό και πρέπει νά έξετασθή μέ τήν πειραματική μέθοδο της ψυχολογίας. Ή λογική ανάλυση δέν ασχολείται μέ τέτοια θέματα. "Ολα τά ερωτήματα πού αναφέρονται στό "νόημα" Ιχουν ενα πραγματικά λογικό χαρακτήρα και μπορούν νά εξετασθούν μέ τήν τυπική μέθοδο της σύνταξης. Κάποτε δυό προτάσεις μέ εντελώς διαφορετική διατύπωση Ιχουν τό ϊδιο νόημα, γιατί επιβεβαιώνουν τήν ϊδια κατάσταση. Θά ονομάσουμε τις προτάσεις αύτές Ιοοδνναμες, Ό τυπικός ορισμός τους είναι φανερός: δυό προτάσεις ονομάζονται ισοδύναμες, δταν έχουν τό ϊδιο περιεχόμενο, μέ άλλα λόγια, δταν είναι συνέπεια ή μία της άλλης. Μέ δμοιο τρόπο, δυό εκφράσεις πού δέν είναι προτάσεις καθεαυτές, αλλά πού τις απαντούμε σέ προτάσεις, μπορεί νά Ιχουν τό ϊδιο νόημα, τήν ϊδια σημασία, παρά τήν εντελώς διαφορετική διατύπωση. Ή σχέση αύτή πού θά τήν προσδιορίσουμε μέ τόν δρο "συνώνυμες", μπορεί επίσης νά δρισθή μέ τρόπο τυπικό: δυό εκφράσεις ονομάζονται συνώνυμες μεταξύ τους, άν τό περιεχόμενο οποιασδήποτε πρότασης πού περιλαμβάνει τή μιά τους δέν μεταβάλλεται, δταν άντικαταστήσουμε τήν Ικφραση έκείνη μέ τήν άλλη. Έ τ σ ι , λόγου γάρη, οί εκφράσεις " 5 + 2 " καΐ " 4 + 3 " είναι
82 "4 + 3" are synonymous, because the content of a sentence will not be changed if we replace in this sentence "5 + 2 " by "4 + 3" or vice versa.
7.
Pseudo-ObjectSentences
The above are some examples of syntactical terms, all based upon the term "consequence" which is the principal term of syntax. The task of syntax is to state such definitions as those of the given examples and to analyze given sentences, proofs, theories, and the like, by the help of such syntactical terms. The results of such an analysis are then formulated as syntactical sentences having for instance the following form: "Such and such a sentence contained in a certain theory is synthetic, but a certain other sentence is merely analytic," or: "This particular word of such a theory is synonymous, but not L-synonymous, with that and that combination of words," and so on. If sentences of this simple form containing well-defined syntactical terms are given, it is easy to see that they are syntactical sentences. But there are other sentences which seem to be of quite a different kind and nevertheless really are syntactical. This fact is very important, especially in dealing with philosophical sentences. I have already mentioned my opinion, which will be explained in the next chapter, that philosophical sentences belong to syntax. It must be confessed that this opinion seems not to agree with obvious facts, for philosophical sentences — even after the elimination of metaphysics — seem to concern not only the form of linguistic expressions but also, and perhaps mainly, quite other objects, such as the structure of space and time, the relation between cause and effect, the relation between things and their quaUties, the difference and the real relations between the physical and the mental, the character of numbers and numerical functions, the necessitv.
83 συνώνυμες, γιατί τδ περιεχόμενο μιας πρότασης δεν θά μεταβληθη, αν αντικαταστήσουμε στήν πρόταση αύτή τό"5+2'' μέ τδ " 4 + 3 " , ή αντίθετα. 7. Προτάσεις
που αναφέρονται
οε
ψενδο-αντικείμενα
Τα παραπάνω είναι μερικά παραδείγματα συντακτικών δρων, πού δλοι τους βασίζονται πάνω στον δρο "λογικό έπακολούθημα", δ οποίος είναι πρωταρχικός δρος της σύνταξης. 'Έργο της σύνταξης είναι να διατυπώση ορισμούς σαν εκείνους των παραδειγμάτων πού δώσαμε, καΐ ν' άναλύση δεδομένες προτάσεις, αποδείξεις, θεωρίες και τα παρόμοια, μέ τή βοήθεια τέτοιων συντακτικών δρων. Τ ' αποτελέσματα μιας τέτοιας άνάλυσης διατυπώνονται κατόπιν &ς ουντακτικ^ες προτάοεις πού έχουν π.χ. τήν ακόλουθη μορφή: "Μια πρόταση ετσι κι' ετσι πού περιέχεται σέ μια συγκεκριμένη θεωρία είναι συνθετική, άλλα μιά αλλη συγκεκριμένη πρόταση είναι απλώς αναλυτική", ή: "Αύτή ή συγκεκριμένη λέξη μιας τέτοιας θεωρίας είναι συνώνυμη, άλλα δχι συνώμη -L, μέ τδν τάδε συνδυασμό λέξεων", κ.λ.π. "Αν μας δώσουν προτάσεις αύτου του άπλοΰ τύπου πού νά περιέχουν καλοδιατυπωμένους συντακτικούς δρους, είναι εδκολο νά διαπιστώσουμε δτι είναι συντακτικές προτάσεις. Υπάρχουν δμως άλλες προτάσεις πού φαίνονται δτι είναι εντελώς διαφορετικού είδους κι' ώστόσο είναι στήν πραγματικότητα συντακτικές. Τδ γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα δταν έχουμε νά κάνουμε μέ φιλοσοφικές προτάσεις. 'Ήδη εχω διατυπώσει τήν άποφή μου, τήν οποία θά εξηγήσω στδ επόμενο κεφάλαιο, δτι οΐ φιλοσοφικές προτάσεις ανήκουν στή σύνταξη. Πρέπει νά ομολογήσω δτι ή άποψη αύτή φαίνεται νά μή σύμφωνη μέ προφανή γεγονότα, γιατί οί φιλοσοφικές προτάσεις — ακόμη καΐ μετά τήν άπόρριψη της μεταφυσικής — φαίνεται δτι αφορούν δχι μονάχα τή μορφή τών γλωσσικών εκφράσεων, άλλά ακόμη, καΐ ίσως κυρίως, εντελώς διαφορετικά αντικείμενα, δπως ή δομή του χώρου καΐ του χρόνου, ή σχέση μεταξύ αιτίου καΐ αποτελέσματος, ή σχέση ανάμεσα στά πράγματα καΐ τΙς ιδιότητες τους, ή διαφορά καΐ οι πραγματικές σχέσεις άνάμεσα στδ φυσικό και τδ νοητικό, δ χαρακτήρας τών άριθμών καΐ τών άριθμητικών συναρτήσεων, ή άναγκαιότητα, τό
84 contingency, possibility or impossibility of conditions, and the like. We shall have to show later that philosophical sentences of such kinds only seem by their deceptive appearance to concern the objects mentioned, but that they really concern linguistic forms. For the present, however, we shall not enter into the consideration or such philosophical sentences, but will try to explain in general under what conditions a sentence has such a deceptive form. For this purpose we will distinguish three kinds of sentences. About syntactical sentences I have just spoken; they concern the form of linguistic expressions. With these are to be contrasted those sentences which concern not linguistic expressions but extra-linguistic objects; they may be called realobject-sentences. There is also a third, an intermediate kind of sentence. Sentences of this kind are, so to speak, amphibious, being like object-sentences as to their form, but like syntactical sentences as to their contents. They may be called pseudo-object-sentences.
1)
Real-object-sentences
(Empirical Science) la. The moon is spherical.
2)
Pseudo-ob ject-sentences Material mode of speech (Philosophy)
lb. The moon is a thing. Q1 ia) 2b. The first lecture treated of metaphysics
3 a. Mr. A visited Africa. 4a. The evening-star and the earth are about equal in size.
3b. This book treats of Africa. 4b. The evening-star and the morning-star are identical.
85 "τυχαίο, ή δυνατότητα ή zb άδύνατο των συνθηκών, καΐ τά δμοια, Θα χρειαστη αργότερα να δείξουμε δτ: φιλοσοφικές προτάσεις τοϋ είδους αύτου δίνουν απλώς τήν εντύπωση, μέ τήν παραπλανητικτ^ τους εμφάνιση, δτι αφορούν τά αντικείμενα πού μνημονεύσαμε, lv(3 5τήν πραγματικότητα αφορούν γλωσσικές μορφές. Πρδς τδ mpbi βμως δέν θα προχωρήσουμε στή μελέτη τέτοιων φιλοσοφικών προτάσεων, άλλα θά προσπαθήσουμε γενι%ά νά εξηγήσουμε κάτω άπί τοιές συνθήκες μια πρόταση έχει τέτοια παραπλανητική μορφή. Για τό σκοπδ αύτό θά διακρίνουμε τρεις κατηγορίες προτά^ 7εων. Γιά τΙς συντακτικές προτάσεις μίλησα πρίν άπδ λίγο* άφο· ρουν τη μορφή γλωσσικών εκφράσεων. Σ' αύτές μπορούμε νά άντιπαραθέσουμε τΙς προτάσεις εκείνες πού δέν άφοροϋν γλωσσικές έκρράσεις, άλλα έξω - γλωσσικά άντικείμενα* αύτές τΙς δνομάζουμβ τ,ροτάσεις αναφερόμενες σε πραγματικά αντικείμενα. Τπάρχει ά· κόμη ένα τρίτο, ένδιάμεσο είδος πρότασης. Οι προτάσεις του είδους αύτου είναι, ας ποΰμε, αμφίβιες, άφοΰ ώς πρδς τή μορφή ει•m σάν τΙς προτάσεις της δεύτερης κατηγορίας, ώς πρδς τδ περιεχόμενο δμως σάν τις συντακτικές προτάσεις, Αύτές τις όνομάζουμδ προτάοεις αναφερόμενες οε ψενδο-αντικείμενα. 1. Προτάσεις άναφερόμενες σέ πραγματικά άντικειμενα (Εμπειρική επιστήμη) Ια. Ή σελήνη είναι σφαιρική,
3α. Ό κύριος Α έπισκέφθηκε τήν 'Αφρική. 4α. Ό άποσπερίτης καΐ ή γή Ιχουν περίπου τδ ϊδιο μέϊεβοζ·
2. Προτάσεις αναφερόμενες σέ φευδο-αντικείμενα (μή-τυπική γλώσσα) (Φιλοσοφία) l b . Ή σελήνη είναι πράγμα. Qi(a) 2b. Ή πρώτη διάλεξη πραγματευόταν τή μεταφυσιχή. 3b. Αύτδ τδ βιβλίο μιλα γιά τήν Αφρική. 4b. Ό άποσπεριτης καΐ δ αύγερινδς είναι ταυτόσημα. Α
86 3)
Syntactical
sentences
Formal mode of speech
Ic. The word "moon" is a thing-word. Q2 CVO 2c. The first lecture contained the word "metaphysics." 3c. This book contains the word "Africa." 4c. The words "evening-star" and "morning-star" are synonymous. Let us look at the examples tabulated above, ( l a ) "The moon is spherical" is a real-object-sentence which concerns the moon as its object. (Ic) "The word 'moon' is a thing-word" is a syntactical sentence; its object is not the thing moon but the word "moon," a hnguistic expression. Finally (lb) "The moon is a thing" is an example of a pseudo-oh]ect-scntmcQ, This sentence has the same grammatical subject as the sentence (la) and thus appears, like it, to concern the thing, moon, but there is a fundamental difference between the two sentences. The sentence (la) is synthetic; it really asserts some quality of the moon. But, from the sentence ( l b ) we cannot learn any quaUty of the moon, neither as to its form, nor size, nor anything else. This sentence ( l b ) is analytic; we can ascertain its truth without observing the moon, bv onlv considering to what svntactical kind the word "moon"
87 3. Συντακτικές προτάσεις (τυπική γλώσσα)
Ic. Ή λέξη "σελήνη" είναι λέξη πού δηλώνει ενα πράγμα 0 2 ( " Ο 2c. Ή πρώτη διάλεξη περιείχε τή λέξη "μεταφυσική". 3c. Αύτδ τδ βιβλίο περιέχει τή . λέξη "^Αφρική". 4c. Οι λέξεις "αποσπερίτης" και "αόγερινδς" είναι συνώνυμες. "Ας δοΰμε τα παραδείγματα πού παραθέσαμε στον παραπάνω τίνακα 1 (a) : " Ή σελήνη είναι σφαιρική" είναι μιά πρόταση άναφερόμενη σε πραγματικό αντικείμενο, συγκεκριμένα εχει ώς άν τικείμενό της τή σελήνη. 1 (c) " Ή λέξη 'σελήνη' είναι μια λέξη που δηλώνει ενα πράγμα" είναι συντακτική πρόταση* άντικείμενό :ης δέν είναι τδ πράγμα σελήνη, αλλά ή λέξη "σελήνη", μιά γλωσιική 'έκφραση. Τέλος (lb) " Ή σελήνη είναι πράγμα" είναι ενα παράδειγμα! πρότασης πού αναφέρεται σέ ενα ψευδο-·αντικείμενο. Ή πρόταση χυτή εχει τδ ίδιο γραμματικό υποκείμενο με τήν πρόταση (la) κι Ιτσι φαίνεται, οπως ή τελευταία, δτι άφορα τδ πράγμα, τή σελήνη» λλλά υπάρχει μιά θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στίς δυδ προτάσεις. Η πρόταση (la) είναι συνθετική* στήν πραγματικότητα βεβαιώνει κάποια ιδιότητα της σελήνης. Ά π δ τήν πρόταση (lb) δμωζ 5έν μπορούμε νά μάθουμε καμιάν ιδιότητα της σελήνης, ουτε σχετικά μέ τδ σχήμα, ουτε σχετικά μέ τό μέγεθός της, ουτε δ,τιδήπο^ τε άλλο. Ή πρόταση αυτή (lb) είναι αναλυτική' μπορούμε νά βεβαιώσουμε τήν αλήθεια της δίχως νά παρατηρήσουμε τή σελήνη, άπλώς καΐ αόνο προσέγοντας σέ ποιό συντακτικό είδος άνήκει ή
88 belongs, namely that it is a thing-word. Thus we see that the sentence (lb) asserts the same as (Ic), because always and only when a certain object is a thing is its designating word a thingword. We may call the quality of being a thing-designation a parallel syntactical quality to the quality of being a thing. The general definition will be: a syntactical quality Q2 is called parallel to tho quality Q1 if it is the case that when, and only when, an object possesses the quality Q1 does a designation of this object possess the quality Q2, And the criterion of a pseudoobject-sentence can now be stated as follows (if we regard only sentences of the simplest form): such a sentence attributes to an object (say Q) a quality Q1 to which a parallel syntactical quality Q2 can be found. Such a sentence "Q2{a)" can then be translated into the syntactical sentence which attributes the quality Q2 to a designation of that object. This brings out more clearly the difference between the sentences ( l a ) and (lb). While to the quality of being a thing there is a parallel syntactical quality, namely that of being a thingdesigiiation, to the quality of being spherical there is no parallel syntactical quality — the designations of spherical things have no common characteristic syntactical quality. For instance, from the designation "my pencil" alone we are not able to decide whether it is a designation of a spherical thing or not; we should have to look at the designated object itself, namely my pencil. Therefore the sentence "The moon is spherical" is not a p^ewJo-obiect-sentence, but a r^aZ-obiect-sentence.
89 λέξη "σελήνη", δτι δηλαδή είναι μια λέξη πού δηλώνει ενα πράγμα. Βλέπουμε λοιπδν δτι ή πρόταση (lb) βεβαιώνει τδ Ι'διο πράγμα μέ τήν (Ic) , γιατί πάντοτε και μόνον δταν ενα συγκεκριμένο άντικείμενο είναι πράγμα ή λέξη πού τό κατονομάζει είναι μια λέξη πού δηλώνει ενα πράγμα. Μπορούμε να ονομάσουμε τήν ιδιότητα του νά είναι κατιτί δηλωτικό του πράγματος συντακτική ΙδιΟΊητα παράλληλη μέ τήν ιδιότητα του νά είναι κατιτί. Ό γενικός ορισμός θά είναι: μια συντακτική ιδιότητα Q2 ονομάζεται παράλληλη μέ τήν ιδιότητα Q i αν συμβαίνη ώστε, δταν, καΐ μόνον δταν ενα αντικείμενο Ιχη τήν ιδιότητα Qi, νά, έχη τδ δνομα πού δηλώνει τδ αντικείμενο αύτδ τήν ιδιότητα Q2. Τδ κριτήριο των προτάσεων πού αναφέρονται σέ ψευδο-αντικείμενα μπορεί τώρα νά όρισθή ώς έξης (άν έξετάσουμε μόνο προτάσεις της απλούστερης μορφής) : μιά τέτοια πρόταση αποδίδει σ' ενα αντικείμενο (άς ποϋμε Q) μιαν Ιδιότητα Qi για τήν οποία μπορεί νά βρεθή μιά παράλληλη συντακτική ιδιότητα Q2. Μιά τέτοια πρόταση " Q i ( a ) " λοιπδν είναι δυνατδ νά μεταφρασθή στή συντακτική πρόταση "Q2 ('α')" ή οποία αποδίδει τήν ιδιότητα Q2 στήν λέξη πού δηλώνει τδ άντικείμενο αύτό. Αύτδ κάνει πιδ φανερή τή διαφορά άνάμεσα στίς προτάσεις (la) και ( l b ) . Ένώ γιά τήν ιδιότητα του νά είναι κατιτί πράγμα υπάρχει μιά παράλληλη συντακτική ιδιότητα, δηλαδή αότή του νά είναι μιά λέξη δηλωτική του πράγματος, γιά τήν ιδιότητα του νά είναι κατιτί σφαιρικδ δέν υπάρχει παράλληλη συντακτική ιδιότητα. Οί προσδιορισμοί των σφαιρικών πραγμάτων δέν έχουν κοινή χαρακτηριστική συντακτική ιδιότητα. Λόγου χάρη, άπδ τδν λεκτικδ μονάχα προσδιορισμό "τδ μολύβι μου", δέν είμαστε σέ θέση ν' άποφανθοϋμε αν πρόκειται γιά προσδιορισμό σφαιρικού πράγματος ή δχι' θά επρεπε νά διερευνήσουμε τδ ίδιο τδ ονομαζόμενο άντικείμενο, δηλαδή τδ μολύβι μου. Επομένως, ή πρόταση " Ή σελήνη είναι σφαιρική" δέν είναι πρόταση πού άναφέρεται σ' ενα φευδο-αντικείμενο, αλλά πρόταση πού άναφέρεται σέ πραγματικό άντικείμενο.
90 8. The Material and the Formal Modes of Speech All sentences of empirical science, all sentences asserting facts, whether they are general or singular, are real-object-sentences. All sentences of logical analysis on the other hand, and — as we shall see in the next chapter — of philosophy, belong to the second or to the third kind. Thus in our further considerations, these two kinds of sentences are chiefly considered. They differ, as we have seen, not so much in their purport or contents as in their formulation. In the mode of speech applied in pseudo-object-sentences there are used words which designate objects or matter, while the words used in syntactical sentences obviously concern form. For this reason we shall call the pseudoobject-sentences also sentences of the material mode of speech, while we shall assign the syntactical sentences to the formal mode of speech. The difference between these two modes of speech may be made clearer by a few examples. Take the sentence: "The first chapter treats of metaphysics." This sentence belongs to the material mode; the corresponding sentence of the formal mode is: "The first chapter contains the word 'metaphysics.'" To take a more striking example, suppose we have a geographical book about Africa and we make the statement: "This book treats of Africa." Then this sentence (3b) belongs to the material mode; the corresponding sentence of the formal mode is: "This book contains the word ' A f r i c a ' " (3c). The sentence (3b) is in its form analogous to the sentence "Mr. A visited Africa" (3a); but there is a principal difference between the two sentences. The sentence (3a) asserts something about A frica. The sentence (3b) — being analogous — seems to assert something about Africa, but really does not. It is not a quality of Africa to be treated of in that book, because one might know evervthing about Africa and nevertheless nothing about
91 8. ^Η τυπική καΐ ή μψτνπικη
γλώσσα
'Όλες οΐ προτάσεις της έμπεφικης επιστήμης, δλες οΐ προτάσεις πού βεβαιώνουν γεγονότα, εϊτε είναι γενικές ε'ίτε άτομικές, είναι προτάσεις πού αναφέρονται σε πραγματικά αντικείμενα. 'Όλες οί προτάσεις της λογικής ανάλυσης, άπο τήν άλλη μεριά, καΐ — δπως ·θά δοΰμε στδ επόμενο κεφάλαιο — της φιλοσοφίας, ανήκουν στή δεύτερη ή στήν τρίτη κατηγορία. Γι' αύτό στή συνέχεια θά εξετάσουμε κυρίως αύτές τΙς δυδ κατηγορίες. Διαφέρουν, δπως είδαμε, δχι τόσο στή σημασία ή τδ περιεχόμενό τους, δσο στή διατύπω'σή τους. Στήν μή-τυπική γλώσσα δπου διατυπώνονται οΊ προτάσεις πού αναφέρονται σέ ψευδο-αντικείμενα γίνεται χρήση λέξεων πού δηλώνουν αντικείμενα ή υλη, ενώ οί λέξεις πού χρησιμοποιούνται στις συντακτικές προτάσεις είναι φανερό δτι αφορούν τή μορφή. Για τδ λόγο αύτδ θά ονομάσουμε τΙς προτάσεις τΙς αναφερόμενες σέ ψευδο-αντικείμενα και προτάσεις της μή-τυπικής γλώσσας, ενώ θά κατατάξουμε τις συντακτικές προτάσεις στήν τυπική γλώσσα. Ή διαφορά άνάμεσά τους μπορεί να γίνη πιο φανερή μέ μερικά παραδείγματα. Πάρτε τήν πρόταση: "Τό πρώτο κεφάλαιο πραγματεύεται τή Μεταφυσική". Ή πρόταση αυτή ανήκει στή μή-τυπική γλώ'σσα· ή αντίστοιχη πρόταση στήν τυπική γλώσσα είναι: "Τδ πρώτο κεφάλαιο περιέχει τή λέξη 'Μεταφυσική' Για νά πάρουμε ενα πιο χτυπητό παράδειγμα, ας υποθέσουμε δτι εχουμε ενα βιβλίο γεωγραφίας για τήν 'Αφρική και διατυπώνουμε τήν πρόταση: "Αύτό τό βιβλίο μιλα για τήν Αφρική". Ή πρόταση αύτή (3b) ανήκει στή μή-τυπική γλώσσα' ή αντίστοιχη πρόταση στήν τυπική γλώσσα είναι: "Αύτό τό βιβλίο περιέχει τή λέξη "Αφρική'" (3c). Ή πρόταση (3b) είναι στή μορφή της ανάλογη μέ τήν πρόταση " Ό Κύριος Α επισκέφθηκε τήν Αφρική" (3a)' υπάρχει δμως μια βασική διαφορά ανάμεσα στίς δυό προτάσεις. Ή πρόταση (3a) βεβαιώνει κάτι γιά τήν 'Αφρική. Ή πρόταση (3b) — πού είναι άνάλογή της — φ α ί ν ε τ α ι δτι βεβαιο)νει κάτι γιά τήν 'Αφρική, στήν πραγματικότητα δμως δέν τό κάνει. Δέν αποτελεί ιδιότητα της 'Αφρικής τό γεγονός δτι εκείνο τό βιβλίο μιλα γι' αύτήν, γιατί θά μπορούσε κάνεις νά γνωρίζη τό καθετί γιά τήν 'Αφρική και τίποτε
92 that book. It is only a quality of the word "Africa" to be contained in the book. On the other hand, it is really a quality of Africa to be visited by Mr. A. Here we see the deceptive character of the material mode; the sentences of this mode seem to concern something which they in fact do not concern. As an example of a somewhat different kind let us examine sentence (4b): "The evening-star and the morning-star are identical," or " . . . are the same thing." This sentence is in its form analogous to sentence (4a): "The evening-star and the earth are about equal in size"; but (4b) is in fact a pseudoobject-sentence which is to be translated into the following syntactical sentence (4c): "The words 'evening-star' and 'morningstar' are synonymous." The sentence (4a) asserts that there is a certain relation between two specified objects. The sentence (4b) seems to do the same, but it is obvious that it really does not. There cannot be two objects concerned here, because the two names designate only one object, namely a particular planet. But not even this object is concerned in the sentence (4b), for it is easy to see that it does not assert any quality whatever of that planet. It asserts only something about the two designations, namely that they designate the same thing, or expressed in syntactical terms, that they are synonymous. Here we find again that deceptive character of the material mode as to the subject-matter of its sentences. Most of the sentences of philosophy deceive us in this way, because, as we shall see, most of them are formulated in the material mode of speech.
IIL
SYNTAX
AS
THE
METHOD
OF
PHILOSOPHY
L The Material Mode of Speech In the first chapter I tried to explain why I reject meta-
93 για τδ βιβλίο. Είναι μόνο ιδιότητα της λέξης '"Αφρική" τδ δτι περιέχεται στο βιβλίο. Ά π δ την αλλη μεριά, αποτελεί πράγματι ιδιότητα της 'Αφρικής τδ γεγονδς δτι την έπισκέφ'θηκε δ κύριος Α. Βλέπουμε εδώ τδν παραπλανητικδ χαρακτήρα των προτάσεων της μή-τυπικής γλώσσας. Οί προτάσεις αυτές φαίνονται βτι αναφέρονται σε κάτι δίχως νά τδ-κάνουν πραγματικά. Ώ ς παράδειγμα κάπως διαφορετικού ε'ίδους άς έξετάσουμε τήν πρόταση (4b) : " Ό αποσπερίτης και δ αύγερινδς είναι ταυτόσημα", ή " . . . είναι τδ Ι'διο πράγμα". Ή πρόταση αότή είναι στή μορφή της ανάλογη με τήν πρόταση (4a) : " Ό αποσπερίτης καΐ δ αυγερινός έχουν περίπου τδ ίδιο μέγεθος" άλλα ή (4b) είναι στήν πραγματικότητα μια πρόταση πού αναφέρεται σέ ενα ψευδο-αντικείμενο, ή οποία μπορεί νά μεταφρασθή στήν ακόλουθη συντακτική πρόταση (4c) : "Οι λέξεις 'αποσπερίτης' και 'αυγερινός' είναι συνώνυμες". Ή πρόταση (4a) βεβαιώνει δτι ύπάρχει μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα σέ δυδ ειδικά αντικείμενα. Ή πρόταση (4b) φαίνεται δτι κάνει τδ ίδιο, είναι δμως φανερδ δτι δέν τδ κάνει. Δέν μπορεί νά είναι δυδ τα αντικείμενα για τά οποία γίνεται λόγος έδώ, γιατί τά δυδ ονόματα δηλώνουν ενα μόνον αντικείμενο, δηλαδή έναν ορισμένο πλανήτη. Άλλά ουτε και γι' αύτδ τδ αντικείμενο γίνεται λόγος στήν πρόταση (4b), επειδή είναι εύκολο νά διαπιστώσουμε δτι δέν βεβαιώνει καμιάν άπολύτως ιδιότητα εκείνου του πλανήτη. Βεβαιώνει μόνον κάτι σχετικδ μέ τους δυδ προσδιορισμούς, δηλαδή δτι αύτοί ύποδηλώνουν τδ ίδιο πράγμα, ή εκφρασμένο μέ συντακτικούς δρους, δτι είναι συνώνυμοι. Έ δ ώ ξαναβρίσκουμε τδν παραπλανητικό χαρακτήρα της μή-τυπικής γλώσσας ώς πρδς τδ αντικείμενο τών προτάσεών της. Οί περισσότερες προτάσεις της φιλοσοφίας μας παραπλανούν μ' αύτδν τδν τρόπο, έπειδή, δπως θά δούμε, οι περισσότερες διατυπώνονται στή μή-τυπική γλώσσα. IIL
Η ΣΥΝΤΑΞΗ
1, Ή μη-τνπικη
ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ
ΤΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
γλώοοα
Στδ πρώτο κεφάλαιο προσπάθησα νά έξηγήσω γιατί άπορρί-
94 physics and why I believe that the task of philosophy is logical analysis. The principal question that we have now to answer is: What is logical analysis? What kind of sentences are those that express the results of logical analysis? My answer — as I have already indicated — will be that they are syntactical sentences, sentences of logical syntax, and that philosophy is thus the application of the syntactical method. In the last chapter we discovered that the number of sentences which belong to syntax is much greater than it seems to be at first glance, because many sentences which are really syntactical have a deceptive form, a form which makes us mistake them for object-sentences. Sentences of such a form we have called pseudo-object-sentences or sentences of the material mode of speech. We have seen how they can be translated into the formal mode of speech, that is, into sentences manifestly belonging to syntax. These considerations will be of special importance for such sentences as express results of logical analysis, because those sentences are, as will be shown, very often, and perhaps for the most part, expressed in the material mode of speech. The use of this material mode often leads to confusion and idle philosophical controversies which can be settled by translating the theses of the controversy into the formal mode. Les us begin with some examples already mentioned. The sentence, "The moon is a thing," belongs to the material mode. It can be translated into the following sentence of the formal mode: "The word 'moon' is a thing-designation." In general every sentence of the form "Such and such is a thing''' belongs to the material mode. There are many other words which function in the same way as the word "thing," for instance the words "quality," "relation," "number," "event." Thus the statement, "Friendship is not a quality but a relation," is a sentence of the material mode which can be translated into the formal mode as: "The word 'friendship' is not a quality-designa-
95 πτω τή μεταφυσική και γιατί πιστεύω δτι τδ Ιργο της φιλοσοφίας είναι ή λογική ανάλυση. Τό βασικό ερώτημα στο οποίο πρέπει νά δώσουμε τώρα απάντηση είναι: Τι είναι λογική ανάλυση; ΤΙ είδους προτάσεις είναι εκείνες πού εκφράζουν τά άποτελέσματα της λογικής ανάλυσης; Ή απάντηση μου — δπως ήδη εδειξα — είναι δτι είναι συντακτικές προτάσεις, προτάσεις της λογικής σύνταξης και δτι ή φιλοσοφία είναι, κατά συνέπεια, ή εφαρμογή τής συντακτικής μεθόδου. Στο τελευταίο κεφάλαιο διαπιστώσαμε δτι δ αριθμός των προτάσεων πού ανήκουν στή σύνταξη είναι πολύ μεγαλύτερος άπ' δ,τι φαίνεται εκ πρώτης δψεως, επειδή πολλές προτάσεις πού είναι στήν πραγματικότητα συντακτικές έχουν παραπλανητική μορφή πού μας κάνει νά τΙς συγχέουμε μέ τις προτάσεις πού αναφέρονται σέ πραγματικά αντικείμενα. Προτάσεις τής μορφής αδτής τΙς ονομάσαμε προτάσεις αναφερόμενες σέ ψευδο-αντικείμενα ή ηροτάοεις διατυπωμένες οτη μη-τνπικη γλώοοα. Είδαμε πώς μπορούν νά μεταφραστούν στήν τυπική γλώσσα, δηλαδή σέ προτάσεις πού ολοφάνερα ανήκουν στή σύνταξη. Οί απόψεις αύτές έχουν ιδιαίτερη σημασία γιά προτάσεις πού εκφράζουν άποτελέσματα τής λογικής ανάλυσης, επειδή οι προτάσεις εκείνες πολύ συχνά, δπως θά δείξουμε, και ίσως στο μεγαλύτερο μέρος τους, εκφράζονται στή μήτυπική γλώσσα. Ή χρησιμοποίησή της οδηγεί συχνά σέ σύγχυση και βαρετές φιλοσοφικές άντιλογίες, πράγμα πού μπορεί νά διευθετηθή μέ τδ νά μεταφράσουμε τΙς θέσεις τής διαφωνίας στήν τυπική γλώσσα. "Ας αρχίσουμε μέ δρισμένα παραδείγματα πού μνημονεύσαμε ήδη. Ή πρόταση " Ή σελήνη είναι ενα πράγμα" άνήκει στή μήτυπική γλώσσα. Μπορεί νά μεταφρασθή στήν ακόλουθη πρόταση τής τυπικής γλώσσας: " Ή λέξη 'σελήνη' δηλώνει ενα πράγμα". Γενικά, κάθε πρόταση τής μορφής "Τδ τάδε και τδ τάδε είναι πράγμα" ανήκει στή μή-τυπική γλώσσα. Τπάρχουν πολλές άλλες λέξεις πού λειτουργοΰν κατά τδν ίδιο τρόπο δπως ή λέξη "πράγμα", λόγου χάρη οι λέξεις "Ιδιότητα", "σχέση", "αριθμός", "γεγονός". 'Έτσι ή πρόταση " Ή φιλία δέν είναι ιδιότητα, αλλά σχέση" είναι πρόταση στή μή-τυπική γλώσσα πού μπορεί νά μεταφρασθή ώς έξης στήν τυπική γλώσσα: " Έ λέξη 'φιλία' δέν είναι δηλωτική Ιδιό-
96 tion but a relation-designation." By this translation it becomes clear that it is the word "friendship" which is here concerned, and not friendship itself, as is falsely suggested by the form of the original sentence. To take another example, this time arising out of the logical analysis of the notion of number, the sentence " 1 is not a thing but a number," is merely the expression in the material mode of the formal sentence, "The sign '7' is not a thing-sign but a numerical sign". Hence it is apparent that if we wish to avoid the dangerous material mode, we must avoid the word "thing" and use instead the parallel syntactical term "thing-designation"; analogously, instead of the word "number" we have to use the term "numerical designation," instead of "quality," "qualitydesignation," instead of "relation," "relation-designation," instead of "event," "event-designation," instead of "space," "spatial designation" or "spatial co-ordinates," instead of "time," "time-designation" or "time co-ordinates," and so on. It will be easily seen without further examples that in this way many results of logical analysis turn out in fact to be syntactical. In the last chapter we showed that the sentence "This book treats of Africa," was a sentence of the material mode, capable of being translated into the formal statement, "This book contains the word 'Africa.'" Similarly, to the material mode belong all those sentences which assert that a certain sentence or treatise or theory or science deals with such and such objects, or describes or asserts such and such facts or states or events; or that a certain word or expression designates or signifies or means such and such an object. Among such sentences dealing with the purport, meaning, or signification of something, especially important are those which express the result of the comparison of two theses or two theories or the like, and assert that both have the same purport or meaning, or that both express the same facts or states.
97 τητας, άλλα δηλωτική σχέσης". Μέ τη μετάφραση αύτή γίνεται φανερό δτι είναι ή λέξη "φιλία" πού μας ενδιαφέρει εδώ καΐ δχι ή Γδια ή φιλία, βπως εσφαλμένα υποδηλώνεται άπό τη μορφή της άρχικής πρότασης. "Ας πάρουμε Ινα άλλο παράδειγμα, που τό άντλοϋμε, τή φορά αύτή, άπό τή λογική άνάλυση της ιδέας του άριθμοΰ' ή πρόταση " Τό 7 δεν είναι πράγμα,, άλλά αριθμός", είναι απλώς ή έκφραση στή μή-τυπική γλώσσα της τυπικής πρότασης: "Τό σημείο '7' δεν είναι δηλωτικό πράγματος, άλλά άριθμοΰ". Στήν συνέχεια είναι φανερό δτι, άν έπιθυμουμε ν' άποφύγουμε τήν επικίνδυνη μή-τυπική γλώσσα, πρέπει ν' άποφύγουμε τή λέξη "πράγμα" καΐ να χρησιμοποιήσουμε .στή θέση της τόν παράλληλο συνθετικό δρο "τό δηλωτικό του πράγματος"* κατ' άναλογίαν, στή θέση της λέξης "αριθμός" πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τόν δρο "τό δηλωτικό του άριθμοΟ", στή θέση της "ιδιότητας", "τό δηλωτικό της ιδιότητας", στή θέση της "σχέσης", "τό δηλωτικό της σχέσης", στή θέση του "γεγονότος", "τό δηλωτικό του γεγονότος", στή θέση του "χώρου", τό "δηλωτικό του χώρου" ή "χωρικές συντεταγμένες", στή θέση του "χρόνου", "τό δηλωτικό του χρόνου" ή "χρονικές συντεταγμένες" κ.λ.π. Θα διαπιστώσουμε εύκολα δίχως περισσότερα παραδείγματα δτι μέ τόν τρόπο αύτό πολλά άπό τά αποτελέσματα της λογικής άνάλυσης άποδεικνύεται δτι είναι στήν πραγματικότητα συντακτικά. Στό τελευταίο κεφάλαιο δείξαμε δτι ή πρόταση "Αύτό τό βιβλίο μιλα γιά τήν Αφρική" ήταν πρόταση στή μή-τυπική γλώσσα και δτι ήταν δυνατό να μεταφρασθή στήν τυπική πρόταση, "Τό βιβλίο αύτό περιέχει τή λέξη "Αφρική'". Τό ιδιο στή μή-τυπική γλώσσα άνήκουν δλες εκείνες οι προτάσεις πού βεβαιώνουν δτι μιά συγκεκριμένη πρόταση ή πραγματεία ή θεωρία ή επιστήμη πραγματεύεται τά τάδε άντικείμενα ή περιγράφει ή βεβαιώνει ^E^o^bm ή καταστάσεις ή συμβάντα* ή δτι μιά συγκεκριμένη λέξη ή φράση υποδηλώνει ή υπονοεί ή σημαίνει ενα αντικείμενο. 'Ανάμεσα στις προτάσεις πού έχουν να κάνουν μέ τό περιεχόμενο, τή σημασία ή τό νόημα κάποιου πράγματος, ιδιαίτερα σημαντικές είναι εκείνες πού εκφράζουν τό άποτέλεσμα της σύγκρισης δυό θέσεων ή θεωριών κλπ. καΐ οι όποιες βεβαιώνουν δτι καΐ οι δυό έχουν τό ϊδιο περιεχόμενο ή νόημα ή δτι καΐ οι δυό έκφρά-
98 For the translation of such sentences into the formal mode we make use of the syntactical term "equipollent" as defined above, and the assertion becomes: "Those theses, theories, etc. are equipollent." Analogously, sentences such as "These expressions have the same signification" or " . . . designate the same object" are translated (according to our definition of the term "synonymous") into the form: "These expressions are synonymous.'' By this method of translation into the formal mode we free logical analysis from all reference to the extra-linguistic objects themselves, and we are then concerned merely with the form of linguistic expressions. It is perhaps hardly necessary to emphasize the fact that this conclusion applies only to logical analysis, and there is no question of eliminating reference to objects themselves from object-sciences. On the contrary, these sciences are really concerned with objects themselves, with things, not merely with thing-designations.
2.
Modalities
Now let us consider some terms of a quite different kind, the so-called modalities, namely, possibiUty, impossibility, necessity and contingency. These ideas have at all times greatly exercised the minds of philosophers. Recently the logic of modalities has been treated with greater exactitude by means of the construction of axiomatic systems in which the modalities are given as principal concepts. But we find that the authors of these systems discuss certain questions (for instance that of the true meaning of possibility) for which there is given neither an unambiguous answer nor a method of resolution. In my opinion this is a symptom that in these systems the logical character of the modalities is not conceived with complete clarity.
99 ζουν τά ϊδια γεγονότα ή καταστάσεις. Γιά τή μετάφραση τέτοιων προτάσεων στήν τυπική γλώσσα κάνουμε χρήση του συντακτικου δρου "ισοδύναμες", δπως τον ορίσαμε παραπάνω, καΐ ή πρόταση γίνεται: "Εκείνες οι θέσεις, θεωρίες κ.λ.π. είναι ισοδύναμες". Μέ ανάλογο τρόπο, προτάσεις δπως "Οι εκφράσεις αυτές έχουν τήν ϊδια σημασία" ή " . . . υποδηλώνουν το Ι'διο αντικείμενο" μεταφράζονται (σύμφωνα μέ τον ορισμό μας του δρου "συνώνυμες") στόν τύπο: "Οι φράσεις αυτές είναι οννώννμες". Μέ τή μέθοδο αύτή της μετάφρασης στήν τυπική γλώσσα άπαλλάσσουμε τή λογική ανάλυση άπό κάθε άναφορά στα έξω-γλωσσικά αντικείμενα καθεαυτά καΐ ασχολούμαστε πια μονάχα μέ τή μορφή των γλωσσικών εκφράσεων. Δέν είναι Ισως μεγάλη ανάγκη νά τονίσουμε δτι τό συμπέρασμα αύτό ισχύει μόνο γιά τή λογική άνάλυση καΐ δτι δέν υπάρχει κανένας λόγος ν' αποφύγουμε τήν άναφορά στα Ι'δια τ' αντικείμενα, δταν πρόκειται γιά επιστήμες πού ασχολούνται μέ τά ϊδια τ' αντικείμενα, δχι μόνον μέ δηλωτικά πραγμάτων. 2. "Η Τροπική
Λογική
' Ά ς δοΰμε τώρα μερικούς δρους έντελώς διαφορετικού είδους, αυτούς πού εκφράζουν τον τύπο της νόησης πού στή Λογική ονομάζουμε τρόπο, δηλαδή: τή λογική δυνατότητα, τή λογική αναγκαιότητα, τδ λογικά άδύνατο καΐ τδ ενδεχόμενο (πιθανό). Οι ιδέες αύτές ανέκαθεν απασχόλησαν σοβαρά τό φιλοσοφικό στοχασμό. Πρόσφατα ή Τροπική Λογική καλλιεργήθηκε μέ μεγαλύτερη άκριβεια χάρη στήν κατασκευή αξιωματικών συστημάτων στα οποία oi Ιννοιες πού αναφέραμε θεωρούνται αρχικές. Διαπιστώνουμε δμως δτι oi συγγραφείς των συστημάτων αύτών συζητούν όρισμένα προβλήματα (λόγου χάρη, τήν αληθινή σημασία της λογικής δυνατότητας) για τά οποία δέν εχει δοθή ούτε σαφής απάντηση ουτε μέθοδος λύσης. Κατά τή γνώμη μου, αύτό οφείλεται στο γεγονός δτι στα συστήματα αύτά δέν έχουμε συλλάβει μέ απόλυτη σαφήνεια τό λογικό χαρακτήρα των σχέσεων πού αναφέρονται στή λογική δυνατότητα, στή λογική άναγκαιότητα, στό λογικά άδύνατο και τό ένδεχόμενο (πιθανό).
100 Modality sentences are in fact veiled syntactical sentences, namely sentences of the material mode of speech. To what do we usually apply modalities, for instance, possibility or impossibility? We apply them to conditions, states, events, and such like — to take an example, "That A is older than B, and Β is older than is an impossible state." This sentence can be translated from the material into the formal mode in the following way: "The sentence Ά is older than B, and Β is older than A' is contradictory." That the term "impossible" belongs in fact to the material mode, may be easily shown by the criterion previously explained: Impossibility is a quality to which there is a parallel syntactical quality, namely contradictoriness, because always and only when a state is impossible, is the sentence which describes this state contradictory, as,, for instance, in the example given. Sometimes, however, the idea of impossibility has the sense not of logical, but physical or real impossibility. In this latter case the parallel syntactical term is not "contradictory" but the corresponding general term, namely "contravalid." Take for instance the sentence, "The state of a particular solid iron ball floating on the water is physically impossible." The translation is: "The sentence T h i s soUd iron ball is floating on the water' is contravalid." Here the sentence is in fact P-contravalid, that is incompatible with the system of physical laws. The other modaUty-terms belong likewise to the material mode. As possibility is the opposite of impossibiUty, obviously the parallel syntactical term to "logically possible" is "noncontradictory," and the parallel syntactical term to "physically possible" is "non-contravalid." Analogously, we translate "logically necessary" into "analytic," and "physically necessary" into "valid." For instance, instead of saying in the material mode: "That an iron ball is heavier than a wooden ball of equal size, is
101 Οί κρίσεις κατά τον τρόπο είναι στήν πραγματικότητα συγκαλυμμένες συντακτικές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις της μή-τυπικης γλώσσας. Που χρησιμοποιούμε συνήθως τους ορούς της Τροπικής Λογικής, π.χ. τον δρο "λογική δυνατότητα" ή "λογικά αδύνατο"; Τους χρησιμοποιούμε, δταν πρόκειται γιά ορισμένες καταστάσεις, γεγονότα καΐ τά παρόμοια, π.χ. " Ό Α είναι μεγαλύτερος άπδ τδν Β καΐ δ Β είναι μεγαλύτερος άπδ τον Α, είναι μιά λογικά αδύνατη κατάσταση". Ή πρόταση αυτή μπορεί νά μεταφρ'ασθή από τή μή-τυ• πική στήν τυπική γλώσσα ώς έξης: " Ή πρόταση 'δ Α είναι μεγαλύτερος του Β, και δ Β είναι μεγαλύτερος του Α' είναι άντιφατική". Τδ δτι δ δρος "λογικά αδύνατος" ανήκει, στήν πραγματικότητα, στή μή-τυπική γλώσσα,, μπορεί ν' άποδειχθή €υκολα μέ τή βοήθεια του κριτηρίου πού εξηγήσαμε παραπάνω: Τδ λογικά αδύνατο είναι μιά ιδιότητα γιά τήν δποία υπάρχει μιά παράλληλη συντακτική ιδιότητα, δηλαδή ή αντίφαση, επειδή πάντα και μόνον δταν μιά κατάσταση είναι λογικά αδύνατη, ή πρόταση πού περιγράφει τήν κατάσταση αυτή είναι αντιφατική, δπως λόγου χάρη στο παραπάνω παράδειγμά μας. Μερικές φορές δμως, ή ιδέα του λογικά αδύνατου εχει τήν έννοια δχι του λογικά, αλλά του φυσικά ή πραγματικά αδύνατου. Στήν τελευταία αυτή περίπτωση δ παράλληλος συντακτικός δρος δεν είναι δ δρος "αντιφατικός", αλλά δ αντίστοιχος γενικδς δρος, δηλαδή "μή-Ιγκυρος". Πάρτε γιά παράδειγμα τήν πρόταση " Ή κατάσταση μιας συμπαγοΰς σιδερένιας σφαίρας πού επιπλέει στο νερδ είναι φυσικώς αδύνατη". Ή μετάφραση είναι: " Ή πρόταση Άύτή ή συμπαγής σιδερένια σφαίρα επιπλέει στο νερδ' δέν είναι έγκυρη". Έδώ στήν πραγματικότητα ή πρόταση είναι μή-εγκυρη -Ρ, δηλαδή άσυμβί'βαστη μέ τδ σύστημα των φυσικών νόμων. Οί υπόλοιποι δροι της Τροπικής Λογικής άνήκουν δμοια στή μή-τυπική γλώσσα. 'Όπως τδ λογικά δυνατδ είναι τδ άντίθετο του λογικά αδύνατου, είναι φανερδ δτι δ παράλληλος συντακτικός δρος του "λογικά δυνατοΰ" είναι "μή-άντιφατικδς" καΐ δ παράλληλος συντακτικός δρος του "φυσικά δυνατου" είναι "Ιγκυρος". Μέ άνάλογο τρόπο μεταφράζουμε τδν δρο "λογικά αναγκαίος" σέ "αναλυτικός" καΐ τδν δρο "φυσικά αναγκαίος" σέ "έγκυρος". Λόγου χάρη, άντί νά πούμε στή μή-τυπική γλώσσα: "Τδ βτι αιά σιδερένια σοραί-
102 physically necessary," we say in the formal mode: "The sentence 'An iron ball is heavier than a wooden ball of equal size' is valid." In this case the sentence is P-valid, that is, logically deducible from the system of physical laws. Finally we have the modality term "contingent" (in the sense of "neither necessary nor impossible"). We translate "logically contingent" into "synthetic," and "physically contingent" into "indeterminate." MODALITY
PARALLEL
Terms logically or physically impossible logically or physically possible logically or physically necessary logically or physically contingent
3. Relativity
SYNTACTICAL
L-Terms
TERMS
General
Terms
contradictory
contravalid
non-contradictory
non-contravalid
analytic
valid
synthetic
indeterminate
in Regard to
Language
Now it may be asked why I repeatedly propose to translate sentences which are formulated in the material mode of speech into the formal mode. I do this for the purpose of showing that such sentences belong to the field of syntax. By the application of the material mode this character of the sentences is disguised; we are deceived — as we have seen — as to their real subject-matter. But there are still greater disadvantages of the material mode. It involves the danger of getting into useless philosophical controversies. To take a case in point, in the different systems of modern arithmetic dealt with logically, numbers are given different status. For instance in the system of Whitehead and Russell numbers are treated as classes of classes, while in the svstems of
103 ρα είναι βαρύτερη άπο [itoc ξύλινη σφαίρα ϊσου μεγέθους, είναι φυσικά αναγκαίο", λέμε στήν τυπική γλώ'σσα: " Ή πρόταση 'Μια σιδερένια σφαίρα είναι βαρύτερη άπδ μια ξύλινη σφαίρα ίσου μεγέθους' είναι έγκυρη". Στήν περίπτωση αύτή ή πρόταση είναι έγκυρη -Ρ, δηλαδή συνάγεται λογικίχ άπδ τό σύστημα των φυσικών νόμων. Τέλος, έχουμε τον δρο της Τροπικής Λογικής "ενδεχόμενο" (μέ τήν έννοια του "μήτε άναγκαίου μήτε άδύνατου"). Μεταφράζουμε τδν δρο "λογικά ενδεχόμενο" σέ "συνθετικό" και "φυσικά ενδεχομένο" σε "απροσδιόριστο". "Όροι της Τροπικής Λογικής λογικά ή φυσικά άδύνατο λογική ή φυσική δυνατότητα λογική ή φυσική αναγκαιότητα λογικά ή φυσικά ενδεχόμενο 3. Σχετικότητα
Παράλληλοι συντακτικοί δροι "Οροι -L Γενικοί δροι μή-εγκυρος' αντιφατικός έγκυρος μή-άντιφατικός αναλυτικός
έγκυρος
συνθετικός
απροσδιόριστος
αναφορικά με τη γλώοοα
Μπορεί τώρα νά μέ ρωτήσετε γιατί προτείνω αδιάκοπα τή μετάφραση προτάσεων από τή μή-τυπική γλώσσα, δπου έχουν διατυπωθή, στήν τυπική. Τό κάνω μέ τό σκοπό ν"" αποδείξω δτι τέτοιες προτάσεις ανήκουν στήν περιοχή της σύνταξης. Μέ τή χρησιμοποίηση της μή-τυπικής γλώσσας δ χαρακτήρας αύτδς των προτάσεων μεταμφιέζεται' ξεγελιόμαστε ώς πρδς τδ πραγματικό τους όποκείμενο. Ό μή-τυπικδς εξάλλου τρόπος γλωσσικής διατύπωσης Ιχει άκόμη μεγαλύτερα μειονεκτήματα. Ενέχει τδν κίνδυνο νά μας παρασύρη σέ άσκοπες φιλοσοφικές συζητήσεις. Νά ενα κατάλληλο παράδειγμα: στά διάφορα συστήματα της σύγχρονης αριθμητικής, λόγου χάρη στδ σύστημα των Whitehead καΐ Russell, οι άριθαοι θεωρούνται τάξεις τάξεων, ενώ στά συ-
104 Peano and of Hilbert they are taken as primitive objects. Suppose two philosophers get into a dispute, one of them asserting: "Numbers are classes of classes," and the other: "No, numbers are primitive objects, independent elements." They may philosophize without end about the question what numbers really are, but in this way they will never come to an agreement. Now let them both translate their theses into the formal mode. Then the first philosopher makes the assertion: "Numerical expressions are class-expressions of the second order"; and the other says: "Numerical expressions are not class-expressions, but elementary expressions." In this form, however, the two sentences are not yet quite complete.They are syntactical sentences concerning certain linguistic expressions. But a syntactical sentence must refer to one or several specific language-systems; it is incomplete unless it contains such a reference. If the language-system of Peano is called Li, and that of Russell L2, the two sentences may be completed as follows: "In Li numerical expressions are elementary expressions," and: "In L2 numerical expressions are class expressions of the second order." Now these assertions are compatible with each other and both are true; the controversy has ceased to exist. Very often futile philosophical controversies arise through such an incompleteness of theses. This incompleteness is concealed by the usual formulation in the material mode. When translated into the formal mode, the want of reference to language is noticed at once. Then by adding such a reference the theses are made complete, and thereby the controversy becomes clear and exact. Even then it will sometimes still be difficult to decide which side is right; but sometimes it is as simple as in the example just considered, and the dispute obviously vanishes. The relativity of all philosophical theses in regard to language, that is, the need of reference to one or several particular language-systems, is a very essential point to keep in mind.
105 στήματα του Peano καΐ του Hilbert θεωρούνται πρωταρχικα αντικείμενα. Υποθέστε δτι δυο φιλόσοφοι άρχίζουν νά διαφωνούν γιατί δ ενας ισχυρίζεται δτι: "Όι αριθμοί €ΐναι τάξεις τάξεων", καΐ δ άλλος: " ' Ό χ ι , ο·ι αριθμοί είναι πρωταρχικά αντικείμενα, ανεξάρτητα στοιχεία". Μπορούν νά συζητοΰν ατελείωτα πάνω στο τί είναι πραγματικά οί άριθμοί, αλλά μέ τον τρόπο αύτδ δεν 'θά καταλήξουν ποτέ σε συμφωνία. Άφηστε τους τώρα καΐ τους δυο νά μεταφράσουν τις απόψεις τους στήν τυπική γλώσσα.Τότε, δ πρώτος φιλόσοφος βεβαιώνει: "Οΐι αριθμητικές εκφράσεις είναι εκφράσεις τάξης δεύτερου βαθμού" καΐ δ άλλος λέει: "Οί άριθμητικές εκφράσεις δέν είναι εκφράσεις τάξης, αλλά στοιχειώδεις εκφράσεις". 'Αλλά μέ τή μορφή αυτή οί δυο προτάσεις δέν είναι ακόμη άπόλυτα πλήρεις. Είναι συντακτικές προτάσεις πού αφορούν δρισμένες γλωσσικές εκφράσεις. Μιά συντακτική πρόταση δμως πρέπει νά άναφέρεται σέ ενα ή μερικά συγκεκριμένα γλωσσικά συστήματα' διαφορετικά δέν είναι πλήρης. 'Άν τό γλωσσικό σύστημα του Peano δνομασθή Li και εκείνο του Russell L2, οί δυο προτάσεις μπορούν νά συμπληρωθούν ώς έξης: "Στο Li οί άριθμητικές εκφράσεις είναι στοιχειώδεις εκφράσεις", καΐ "Στο L2 οί άριθμητικές εκφράσεις είναι εκφράσεις τάξης δεύτερου βαθμού". Τώρα οί δυο απόψεις μπορούν νά συμβιβασθούν μεταξύ τους και είναι και οί δυο ορθές' ή διαφωνία Ιπαψε νά υφίσταται. Πολύ συχνά ξεσπούν ανώφελες αντιδικίες μεταξύ των φιλοσόφων, έπειδή οί θέσεις τους δέν έχουν διατυπωθή πέρα γιά πέρα σωστά. Ή ελλειψη αυτή σωστής τοποθέτησης των άπόψεών τους δέν γίνεται φανερή λόγω της διατύπωσής τους στή μή-τυπική γλώσσα. "Οταν τούς δώσουμε τυπική διατύπωση, ή απουσία άναφορας στή γλώσσα γίνεται αμέσως αντιληπτή. Μέ τήν προσθήκη μιας τέτοιας άναφορας οί θέσεις συμπληρώνονται και ή διαφορά εξομαλύνεται. 'Ακόμη και τότε είναι δύσκολο μερικές φορές ν' αποφασίσουμε ποια πλευρά εχει δίκιο* άλλοτε πάλι είναι πολύ απλό, δπως στδ παράδειγμα πού είδαμε λίγο πρίν, καΐ ή διαφωνία παύει νά υφίσταται. "Ή οχετικότητα ολων των φιλοοοφικών Μσεων άναφορι^^ά με τη γλώοοα, δηλαδή ή ανάγκη άναφορας σέ ενα ή περισσότερα συγκεκριμένα γλωσσικά συστήματα, είναι βασικό σηιχεϊο πού πρέπει νά
106 It is on account of the general use of the material mode of speech that this relativity is nearly always left unnoticed. 4.
Pseudo-questions
In the example mentioned the theses are only incomplete; they can easily be translated into the formal mode and completed, and thus they become precise. In other cases, however, the use of the material mode leads to metaphysical pseudo-theses which cannot be so easily corrected. I do not mean that the sentences of the material mode are themselves necessarily pseudo-theses or without sense, but only that they often mislead us into stating other sentences or questions which are so. For instance, in the material mode we speak about numbers instead of numerical expressions. That is not in itself bad or incorrect, but it leads us into the temptation to raise questions as to the real essence of numbers, such as the philosophical questions whether numbers are real objects or ideal objects, whether they are extramental or intramental, whether they are objects-inthemselves or merely intentional objects of thinking, and the like. I do not know how such questions could be translated into the formal mode or into any other unambiguous and clear mode; and I doubt whether the philosophers themselves who are dealing with them are able to give us any such precise formulation. Therefore it seems to me that these questions are metaphysical pseudo-questions. If we use the formal mode of speech, we are not speaking about numbers, but about numerical expressions. We can then raise many questions concerning the syntactical character of the numerical expressionsin a certain system or in different systems, but we do not arrive at pseudo-questions of the kind mentioned. Against these we are protected automatically, so to speak, by the use of the formal mode. What are the practical consequences of these considerations as to the formulation of philosophical theses? There is no need to eliminate completelv the material mode of speech. This mode
107 έχουμε στο νου μας. Ή σχετοοότητα αύτή σχεδόν πάντα μένε: άπαρατήρητη, γιατί γενικά χρησιμοποιούμε τή μή-τυπική γλώσσα. 4,
Ψενδο-προβλήματα
Στο παράδειγμα πού αναφέραμε οι θέσεις είναι μονάχα ατελείς· μπορούν εύκολα νά μεταφρασθούν στήν τυπική γλώσσα και νά συμπληρωθούν και, επομένως, νά γίνουν ακριβείς. Σ' άλλες δμως περιπτώσεις, ή χρήση της μή-τυπικής γλώσσας οδηγεί σέ μεταφυσικές φευδο-θέσεις πού δέν μπορούν νά διορθωθούν τόσο εύκολα. Δεν εννοώ δτι οι προτάσεις στή μή-τυπική γλώσσα είναι καθεαυτές, κατ' άνάγκη, ψευδο-θέσεις ή δίχως νόημα, αλλά μόνον δτι μας παρασύρουν στή διατύπωση άλλων προτάσεων ή προβλημάτων πού Iχουν αυτό τό χαρακτήρα. Λόγου χάρη στή μή-τυπική γλώσσα μιλούμε γιά άριθμούς άντι γιά αριθμητικές εκφράσεις. Αύτό δέν είναι κακό ή εσφαλμένο, μας οδηγεί δμως στόν πειρασμό νά θέσουμε προβλήματα σχετικά μέ τήν πραγματική ουσία των άριθμών, νά θέσουμε δηλαδή τέτοιου είδους φιλοσοφικά ερωτήματα: είναι οι άριθμοί πραγματικά ή ιδεατά άντικείμενα, υπάρχουν εξω ή μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα; Είναι άντικείμενα κα'θεαυτά ή άπλώς άντικείμενα της νόησης; Δέν γνωρίζω πώς τέτοιου είδους ερωτήματα θά μπορούσαν νά μεταφρασθούν 'στήν τυπική γλώσσα ή νά διατυπωθοΰν κατά κάποιον τρόπο. ^Αμφιβάλλω άκόμη άν οι φιλόσοφοι πού Αντιμετωπίζουν οι ίδιοι τά προβλήματα αύτά, είναι σέ θέση νά μας δώσουν μιά τόσο άκριβή διατύπωσή τους. Μου φαίνεται λοιπόν δτι τά έν λόγω προβλήματα είναι μεταφυσικά φευδο-προβλήματα. "Οταν χρησιμοποιούμε τήν τυπική γλώσσα δέν μιλούμε γιά αριθμούς, άλλά γιά αριθμητικές εκφράσεις. Μπορούμε τότε νά θέσουμε πολλά προβλήματα σχετικά μέ τό συντακτικό χαρακτήρα των άριθμητικών εκφράσεων σ' ενα ορισμένο σύστημα ή σέ διαφορετικά συστήματα, άλλά δέν καταλήγουμε σέ ψευδο-προβλήματα του είδους πού άναφέραμε. Προστατευόμαστε αυτόματα, άς ποΰμε, από τον κίνδυνο αύτό, χάρη στή χρήση της τυπικής γλώσσας. Ποιές είναι οί πρακτικές συνέπειες των άπόψεων αύτών σχετικά μέ τή διατύπωση των φιλοσοφικών θέσεων; Δέν υπάρχει άνάγκη νά άπορρίψουαε εντελώς τή αή-τυπική γλώσσα πού είναι συνηθι-
108 is usual and perhaps sometimes suitable. But it must be handled with special caution. In all decisive points of discussion it is advisable to replace the material by the foi'mal mode; and in using the formal mode, reference to the language-system must not be neglected. It is not necessary that the thesis should refer to a language-system already put forward; it may sometimes be desired to formulate a thesis on the basis of a so far unknown language-system, which is to be characterized by just this thesis. In such a case the thesis is not an assertion, but a proposal or project, in other words a part of the definition of the designed language-system. If one partner in a philosophical discussion cannot or will not give a translation of his thesis into the formal mode, or if he will not state to which language-system his thesis refers, then the other will be well-advised to refuse the debate, because the thesis of his opponent is incomplete, and discussion would lead to nothing but empty wrangling. One frequent cause of dispute amongst philosophers is the question what things really are. The representative of a Positivistic school asserts: "A thing is a complex of sense-data"; his Realistic adversary repUes: "No, a thing is a complex of physical matter"; and an endless and futile argument is thus begun. Yet both are right after all; the controversy has arisen only on account of the unfortunate use of the material mode. Let us translate the two theses into the formal mode. That of the Positivist becomes: "Every sentence containing a thingdesignation is equipollent with a class of sentences which contain no thing-designations, but sense-data-designations," which is true; the transformation into sense-data-sentences has often been shown in epistemology. That of the ReaUst takes the form: "Every sentence containing a thing-designation is equipollent with a sentence containing no thing-designation, but space-timeco-ordinates and physical functions," which is obviously also trnp
109 σμένη %cd ϊσως χάποτε κατάλληλη. Πρέπει δμως voc τήν χειριζόμαστε μέ ιδιαίτερη προσοχή. Σ" δλα τά αποφασιστικά σημεία της συζήτησης είναι καλδ να τήν αντικαθιστούμε μέ τήν τυπική γλώσσα. 'Όταν πάλι χρησιμοποιούμε τήν τυπική γλώσσα, δεν πρέπει νά παραμελούμε τήν αναφορά στο γλωσσικά σύστημα. Δέν είναι απαραίτητο ν' αναφέρεται ή θέση μας σ' ενα γλωσσικό σύστημα πού είναι ήδη σέ χρήση* μπορεί νά θέλουμε νά διατυπώσουμε τή θέση μας σ' ενα γλωσσικό σύστημα άγνωστο μέχρι στιγμής, πού εγκαινιάζεται μ' αύτή τή θέση. Στήν περίπτωση αυτή ή θέση μας δέν είναι μιά πρόταση, αλλά ενα σχέδιο, μ' άλλα λόγια, μέρος του ορισμού του γλωσσικού συστήματος πού σχεδιάζουμε. "Αν σέ μιά φιλοσοφική συζήτηση ο ενας άπό τούς δυό συνομιλητές δέν μπορέση ή δέν θελήση νά μεταφράση τή θέση του στήν τυπική γλώσσα ή αν δέν καθορίση σέ ποιό γλωσσικό σύστημα αναφέρεται ή θέση του, τότε ό άλλος συνομιλητής θά Ικανέ καλά ν' άρνηθή τήν συνέχιση της συζήτησης, επειδή ή θέση του αντιπάλου του είναι ατελής καΐ ή συζήτηση δέν μπορεί νά δδηγήση πουθενά άλλου, παρά μόνο σέ ανώφελη φιλονικία. Συνηθισμένος λόγος διαφωνίας ανάμεσα στούς φιλοσόφους είναι τό ερώτημα τί είναι δντως τά πράγματα. Ό έκπρόσωπος του θετικισμού βεβαιώνει: "Πράγμα είναι €να δεδομένο των αισθήσεων"' δ άντίπαλός του πού εκπροσωπεί τό φιλοσοφικό ρεαλισμό άπαντα: " ' Ό χ ι , πράγμα είναι κάτι τό ονν&ετο άπό φυσική υλη" κι' έτσι αρχίζει μιά ατέλειωτη καΐ μάταιη συζήτηση. "Ωστόσο κι' οι δυό στό τέλος έχουν δίκιο* ή φιλονικία προέκυψε άπό τήν άτυχη χρήση της μή-τυπικής γλώσσας. "Ας μεταφράσουμε τΙς δυό θέσεις στήν τυπική γλώσσα. Ή πρώτη γίνεται: "Κάθε πρόταση πού περιέχει κάποιο δηλωτικό πράγματος είναι ισοδύναμη μέ μιά τάξη προτάσεων πού δέν περιέχουν δηλωτικά πραγμάτων, αλλά αισθητηριακών δεδομένων", πράγμα πού είναι ορθόν ενας τέτοιος μετασχηματισμός είναι συνηθισμένος στήν επιστημολογία. Ή δεύτερη θέση παίρνει τήν έξης μορφή: "Κάθε πρόταση πού περιέχει κάποιο δηλωτικό πράγματος είναι ισοδύναμη μέ μιά πρόταση πού δέν περιέχει δηλωτικό πράγματος, αλλά χωροχρονικές συντεταγμένες και φυσικές συναρτήσεις", πράγμα πού δλοφάνερα είναι επίσης σωστό.
110 In this case we do not even need to refer to two different language-systems in order to make the two theses compatible with one another. They are right in relation to our general language. Each of them asserts the possibility of a certain transformation of thing-sentences. As both kinds of transformation are found feasible, there is no inconsistency. In the original formulation in the material mode the theses seemed to be incompatible, because they seemed to concern the essence of things, both of them having the form: "A thing is such and such". 5.
Epistemology
So far we have considered several examples of philosophical questions, and we have seen that we can translate these questions from the commonly used material mode of speech into the formal mode. By the possibility of this translation it is shown that they belong to syntax. Now the question arises whether the same consideration likewise applies to aU other problems and theses of philosophy (where "philosophy," as explained before, is understood to include neither metaphysics nor psychology). It is my contention that it does. Let us glance at the principal parts of philosophy in order to examine this assertion. Epistemology or theory of knowledge in its usual form contains both psychological and logical questions. The psychological questions here concern the procedure of knowledge, that is, the mental events by which we come to know something. If we surrender these questions to the psychologist for his empirical investigation, there remains the logical analysis of knowledge, or more precisely, the logical analysis of the examination and verification of assertions, because knowledge consists of positively verified assertions. Epistemological questions of this kind can certainly be expressed in the formal mode, because epistemological analysis, the question of the verification of a given sentence, has to refer — as we found in the first chanter
Ill Στήν περίπτωση αυτή δέν χρειάζεται καν ν' άναφερθουμε σέ δυο διαφορετικά γλωσσικά συστήματα γιά νά συμβιβάσουμε μεταξύ τους. τις δυο θέσεις. Είναι σωστές σέ σχέση μέ τή γλώσσα μας. Ή καθεμιά τους βεβαιώνει τή δυνατότητα ενός συγκεκριμένου μετασχηματισμού των προτάσεων της μή-τυπικής γλώσσας. Άφοϋ μπορούμε νά πετύχουμε και τα δύο ειδη μετασχηματισμού, δέν υπάρχει καμιά αντίθεση. Στήν αρχική διατύπωση τους στή μή-τυπική γλώσσα οι δυο θέσεις έδιναν τήν εντύπωση δτι ήταν ασυμβίβαστες, επειδή φαίνονταν δτι αφορούσαν τήν ουσία των πραγμάτων και είχαν καΐ οι δυο τή μορφή: ""Ενα πράγμα είναι ετσι κι' ετσι". 5,
πιότημολογία
"Ως τώρα είδαμε διάφορα παραδείγματα φιλοσοφικών προβλημάτων και διαπιστώσαμε δτι μπορούμε νά μεταφράσουμε τά προβλήματα αυτά άπδ τή μή-τυπική γλώσσα πού είναι συνήθως σέ χρήση στήν τυπική. Χάρη σ' αυτή τή δυνατότητα μετάφρασης άπο'δεικνύεται δτι άνήκουν στή σύνταξη. Τδ ερώτημα πού γεννιέται τώρα είναι άν ή Ι'δια άποψη ισχύει επίσης καΐ γιά δλα τά αλλα φιλοσοφικά προβλήματα ,καΙ τις φιλοσοφικές θέσεις (εφόσον δ δρος "φιλοσοφία", δπως εξηγήσαμε προηγουμένως, δέν περιλαμβάνει ουτε τή μεταφυσική ουτε τήν ψυχολογία) . Ή γνώμη μου είναι δτι ισχύει. ' Ά ς κοιτάξουμε τά πρωταρχικά μέρη της φιλοσοφίας γιά νά ελέγξουμε αυτή τήν άποψή μας. Ή Έπιοτημο?.ογίαη ή θεωρία της γνώσης μέ τή συνηθισμένη μορφή της περιλαμβάνει και ψυχολογικά καΐ λογικά προβλήματα. Τά ψυχολογικά προβλήματα εδώ αφορούν τή διαδικασία της γνώσης, δηλαδή τά πνευματικά γεγονότα χάρη στά δποϊα κατορθώνουμε νά μάθουμε κάτι. "Αν αφήσουμε στον ψυχολόγο νά δώση απάντηση στά προβλήματα αυτά μέ τήν εμπειρική του ερευνά, απομένει ή λογική ανάλυση της γνώσης, ή ακριβέστερα, ή λογική ανάλυση του ελέγχου καΐ της επαλήθευσης τών προτάσεων, επειδή ή γνώση συνίσταται άπδ θετικά επαληθευμένες προτάσεις. Τά επιστημολογικά προβλήματα του είδους αύτοΰ μπορούν βέβαια νά πάρουν τυπική διατύπωση, γιατί ή επιστημολογική άνάλυση, τό πρόβλημα της επαλήθευσης μιας δεδομένης πρότασης, πρέπει νά άναφέρεται — δπως
112 — to those observation sentences which are deducible from the sentence in question. Thus the logical ana;lysis of verification is the syntactical analysis of those transformation rules which determine the deduction of observation sentences. Hence epistemology — after elimination of its metaphysical and psychological elements — is a part of syntax.
6, Philosophy
of Nature
It may seem, perhaps, more important to give our attention to some of the special divisions of philosophy, than to discuss the general questions of epistemology. What is called philosophy of nature, treated scientifically, is, in particular, attracting more and more interest at the present time. What is the subject-matter of this part of philosophy? Is its task the philosophical investigation of nature? The answer is. No: there can be no such thing as a philosophical investigation of nature, because whatever can be said about nature, that is about any events in time and space and about their connections, has to be said by the scientist on the basis of empirical investigation. There remains nothing for the philosopher to say in this field. Metaphysicians do, indeed, venture to make a lot of statements about nature, but such metaphysics is, as we have seen, not theory, but rather poetry. The object of philosophy of nature is not nature, but the natural sciences, and its task is the logical analysis of science, in other words, the syntactical analysis of the languagesystem of science. If in philosophy of nature we deal, for instance, with the structure of space and time, then we are occupied in fact with the syntactical analysis of the rules which determine the formation or transformation of space-and-time-expressions. The point may be clarified by considering the following thesis, which asserts one of the principal features of the space-time-structure: "Time is one-dimensional; space is three-dimensional." This spntp.nrp. rnn hp. trnnslatpH intrv thp, fnrmal mnHp fnllows*
113 διαπιστώσαμε στδ πρώτο κεφάλαιο — σ' εκείνες τΙς έμπειρικές προτάσεις τις οποίες μπορούμε νά συναγάγουμε από τήν πρόταση πού εξετάζουμε. Επομένως, ή λογική ανάλυση της επαλήθευσης είναι ή συντακτική ανάλυση έκείνων των κανόνων μετασχηματισμού πού καθορίζουν τδ πώς συνάγουμε τις εμπειρικές προτάσεις. 'Ώστε ή επιστημολογία — μετά τήν απόρριψη των μεταφυσικών καΐ ψυχολογικών της στοιχείων — εϊναι μέρος της σύνταξης. 6, Φιλοσοφία
της
Φύσης
Φαίνεται 'ίσως πιο σημαντικό να προσέξουμε ορισμένες ειδικές διαιρέσεις της φιλοσοφίας, από τό να συζητήσουμε τα γενικά προβλήματα της επιστημολογίας. Σήμερα προσελκύει δλο καΐ περισσότερο τό ενδιαφέρον αύτό πού ονομάζεται φιλοσοφία (επιστημονική) της φύσης. Ποιό είναι τδ αντικείμενο μελέτης αύτου του τμήματος της φιλοσοφίας; Μήπως ή φιλοσοφική Ιρευνα της φύσης; Ή άπάντηση είναι: δχι, δέν μπορεί νά ύπάρξη τέτοιο πράγμα, δηλαδή φιλοσοφική ?ρευνα της φύσης, γιατί ο,τιδήποτε μπορεί νά λεχθή γιά τή φύση, δηλαδή γιά οποιαδήποτε γεγονότα στό χρόνο καΐ τό χώρο καΐ γιά τους δεσμούς άνάμεσά τους, πρέπει νά λεχθή άπό τόν επιστήμονα υστέρα άπό ερ'ευνες εμπειρικές. Στήν περιοχή αύτή δ φιλόσοφος δέν εχει νά πή τίποτε. 01 μεταφυσικοί φιλόσοφοι, είναι άλήθεια, αποτολμούν νά έκφράσουν πολλές άπόψεις γιά τή φύση, ή μεταφυσική δμως του είδους αότου είναι, δπως είδαμε, δχι θεωρία, άλλά μάλλον ποίηση. Τό άντικείμενο της φιλοσοφίας της φύσης δέν είναι ή φύση, άλλά οι φυσικές επιστήμες, και Ιργο της είναι ή λογική ανάλυση της Ιπιστήμης, μέ άλλα λόγια, ή συντακτική άνάλυση του γλωσσικού συστήματος της επιστήμης. ' Ά ν στή φιλοσοφία της φύσης άσχολούμαστε, λόγου χάρη, μέ τή δομή του χώρου καΐ τοϋ χρόνου, στήν πραγματικότητα ασχολούμαστε μέ τή συντακτική άνάλυση τών κανόνων πού καθορίζουν τό σχηματισμό και μετασχηματισμό τών χωροχρονικών έκφράσεων. Αύτό γίνεται σαφές μέσα άπό τή διερεύνηση της έπόμενης θέσης, ή οποία βεβαιώνει ενα άπό τά βασικά χαρακτηριστικά της δομής του χωρο-χρόνου: " Ό χρόνος είναι μονοδιάστατος* δ χώρος είναι τρισδιάστατος". Ή πρόταση αύτή ιιπορεί νά αεταφρασθη στήν τυπική
114 " A time-designation constists of one co-ordinate; a space designation consists of three co-ordinates." In the same way the sentence "Time is infinite in both directions, namely, that of the past and that of the future," can be translated into the sentence: "Any real-number-expression, positive or negative, without limit, can be taken as a time-co-ordinate." The question: "Has space a Euclidean or a non-Euclidean structure?" becomes, in the formal mode: "Are the syntactical rules according to which from certain distances others can be calculated, of the Euclidean type or of one of the non-Euclidean types?" Thus all questions about the structure of space and time are syntactical questions, that is, questions about the structure of the language, and especially the structure of the formation and transformation rules concerning space-and-time co-ordinates. In addition to the problems of space and time, contemporary philosophy of nature is especially concerned with the problems of causality. These problems are syntactical problems concerning the syntactical structure of the system of physical laws, as for instance the question whether fundamental physical laws have the type of deterministic laws or that of merely statistical laws. This logical question is the core of the whole problem of Determinism, which is nearly always expressed in the material mode, and is in addition often mixed up with metaphysical pseudo-problems. Consequently its character as a syntactical problem has not been recognized. The objection may perhaps be raised at this point that the form of physical laws depends upon the experimental results of physical investigations, and that it is not determined by a merely theoretical syntactical consideration. This assertion is quite right, but we must bear in mind the fact that the empirical results at which physicists arrive by way of their laboratory experiments by no means dictate their choice between the deterministic and the statistical form of laws. The form in which a law is to be stated has to be decided bv an act of volition.
115 γλώσσα ώς εξής: "Τδ δηλωτικό του χρόνου συνίσταται σέ μια συντεταγμένη, τό δηλωτικό του χώρου συνίσταται σέ τρεις συντεταγμένες". Με τον 'ίδιο τρόπο ή πρόταση " Ό χρόνος είναι άπειρος καΐ πρός τις δύο κατευθύνσεις, δηλαδή του παρελθόντος και του μέλλοντος", μπορεί νά μεταφρασ'τή στήν πρόταση: "Κάθε πραγματική αριθμητική έκφραση, θετική ή αρνητική, χωρίς περιορισμό, μπορεί νά θεωρηθή ώς χρονική συντεταγμένη". Τό πρόβλημα: " Ό χώρος εχει εόκλείδια ή μή-ευκλείδεια δομή;" γίνεται στήν τυπική γλώσσα: "Οι συντακτικοί κανόνες σύμφωνα μέ τους οποίους μέ βάση ορισμένες αποστάσεις μπορούμε νά υπολογίσουμε άλλες, είναι του ευκλείδειου τύπου ή ένός άπό τους μή-εύκλείδειους τύπους;" Επομένως, δλα τά προβλήματα της δομής του χώρου και του χρόνου είναι ονντακτικά προβλήματα, δηλαδή προβλήματα δομής της γλώ'σσας, καΐ ιδιαίτερα δομής των κανόνων σχηματισμού καΐ μετασχηματισμού πού άφορουν τις χωροχρονικές συντεταγμένες. Εκτός άπό τά προβλήματα του χώρου και του χρόνου, τή σύγχρονη φιλοσοφία τής φύσης άπασχολουν και τά προβλήματα της αιτιότητας. Τά προβλήματα αυτά είναι συντακτικά προβλήματα πού αφορούν τή συντακτική δομή του συστήματος των φυσικών νόμων, δπως, λόγου χάρη, τό ερώτημα άν οί θεμελιώδεις φυσικοί νόμοι έχουν ντετερμινιστικό χαρακτήρα ή είναι απλώς στατιστικοί νόμοι. Τό λογικό αύτό ερώτημα είναι ή καρδιά του ολου προβλήματος του Ντετερμινισμού, πού εκφράζεται σχεδόν πάντοτε στή μή-τυπική γλώσσα και επιπλέον ανακατεύεται συχνά μέ μεταφυσικά ψευδοπροβλήματα. Συνεπώς, δ χαρακτήρας του ώς συντακτικου' προβλήματος δέν εχει ακόμη άναγνωρισθή. Στό σημείο αύτό μπορεί νά προβάλη κανείς τήν άντίρρηση δτι ή μορφή των φυσικών νόμων έξαρταται άπό τά πειραματικά αποτελέσματα των φυσικών ερευνών καΐ δτι δέν καθορίζεται μονάχα άπό μιά θεωρητική συντακτική διερεύνηση. Ή άποψη αύτή είναι άπόλυτα σωστή, άλλά πρέπει νά Ιχουμε ύπόψη μας τό γεγονός δτι τά εμπειρικά αποτελέσματα στά δποϊα καταλήγουν οι φυσικοί μέσα άπό τά εργαστηριακά τους πειράματα δεν τους υπαγορεύουν με κανένα τρόπο την εκλογή άνάμεσα στόν ντετερμινιστικό καΐ στόν στατιστικό γαρακτήρα τών νόαων. Τή μορφή πού θά δώσουμε σ' ενα νόμο πρέ-
116 This decision, it is true, depends upon the empirical results, but not logically, only practically. The results of the experiments show merely that one mode of formulation would be more suitable than another, that is, more suitable with regard to the whole system of physics. However close the practical connection between the empirical results and the form of physical laws may be, the question concerning the form of these laws is in every case a syntactical question, that is, a question which has to be formulated in syntactical terms. It is, to be sure, a syntactical question concerning a language-system which has not yet been stated, but is still a matter of discussion. And in this discussion about the future form of physical language and especially the form of fundamental physical laws, physicists as well as logicians have to take part. A satisfactory solution can only be found if both points of view, the empirical view of physics and the formal one of syntax, are taken into consideration. This applies not only to the special problem of causality and determinism, but generally to all problems of the philosophy of nature, to all questions of the logical analysis of empirical science. All such questions are syntactical problems, but in their treatment the results of empirical investigation have also to be taken into consideration.
7. What Physicalism
Asserts
As there is no philosophy of nature, but only a philosophy of natural science, so there is no special philosophy of life or philosophy of the organic world, but only a philosophy of biology; no philosophy of mind, or philosophy of history or philosophy of society, but only a philosophy of historical and social sciences; always remembering that the philosophy of a science is the syntactical analysis of the language of that science. The principal problems concerning such a language of a
117 πε: νά τήν αποφασίσουμε εμείς οΐ ϊδιοί. Ή άπόφαση, είναι άλήθεια, έξαρταται από τα εμπειρικά αποτελέσματα, μόνον δμως από τήν πρακτική, δχι τή λογική σκοπιά. Τά αποτελέσματα των πειραμάτων δείχνουν απλώς δτι ενας τρόπος σχηματισμού θα μπορούσε νά είναι πιο κατάλληλος από εναν άλλο, δηλαδή πιο κατάλληλος αναφορικά μέ τό δλο σύστημα της φυσικής. "Οσο στενή κι' αν ^Ιναι ή πρακτική σχέση ανάμεσα στα εμπειρικά άποτελέσματα και στή μορφή των φυσικών νόμων, τό πρόβλημα της μορφής αύτών τών φυσικών νόμων είναι, σε κάθε περίπτωση, συντακτικό πρόβλημα, δηλαδή πρόβλημα τό όποιο πρέπει νά διατυπωθή μέ συντακτικούς δρους. Τπάρχει, βέβαια, ενα συντακτικό πρόβλημα σχετικό μ' ενα γλωσσικό σύστημα, τό όποιο δέν εχει άκόμη καθοριστή, άλλά είναι υπό συζήτηση. Στή συζήτηση αότή γιά τή μελλοντική μορφή της φυσικής γλώσσας καί, ιδιαίτερα, γιά τή μορφή τών θεμελιακών φυσικών νόμων, πρέπει νά πάρουν μέρος τόσο οι φυσικοί δσο καΐ οΐ θεωρητικοί της Λογικής. Τότε μόνο μπορεί νά βρεθή ικανοποιητική λύση, δταν και οι δυό άπόψεις, ή εμπειρική άποψη της φυσικής καΐ ή τυπική της σύνταξης, ληφθούν ύπόψη. Αύτό ισχύει δχι μονάχα γιά τό ειδικό πρόβλημα της αιτιότητας καΐ του καθορισμού, άλλά γιά δλα γενικά τά προβλήματα της φιλοσοφίας της φύσης, γιά δλα τά προβλήματα λογικής ανάλυσης της εμπειρικής επιστήμης. "Όλα τά προβλήματα του είδους αύτοϋ είναι συντακτικά προβλήματα, δταν δμως προσπαθούμε νά δώσουμε απαντήσεις σ' αυτά, πρέπει νά λαμβάνουμε ύπόψη καΐ τ άποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας. 7. Ή γλώοσα της Φυοικής ώς δαοικη γλώσσα της
επιστήμης
Δέν υπάρχει φιλοσοφία της φύσης, άλλά μονάχα φιλοσοφία της φυσικής επιστήμης, άρα ·δέν υπάρχει ειδική φιλοσοφία της ζωής ή φιλοσοφία του οργανικού κόσμου, άλλά μονάχα φιλοσοφία τής βιολογίας* δέν υπάρχει φιλοσοφία του πνεύματος, ή φιλοσοφία τής ιστορίας, ή φιλοσοφία τής κοινωνίας, άλλά μονάχα φιλοσοφία τών ιστορικών και κοινωνικών Ιπιστημών. Νά θυμόμαστε πάντοτε δτι ή φιλοσοφία μιας επιστήμης είναι ή συντακτική άνάλυση τής γλώσσας τής έν λόγφ επιστήμης. Τά βασικά προβλήιχατα πού άναφέρονται στή γλώσσα αιδς δ-
118 certain region of science are the questions as to the character of the terms contained therein, the character of the sentences, and above all the transformation or translation rules connecting that language with the other special languages, that is, with the other part-systems of the whole language of science. Of these languages the physical, or that in which we speak about physical things in every-day life or in physics, is of the greatest importance. In our discussions in the Vienna Circle we have arrived at the view that this physical language is the basic language of all science, that it is a universal language comprehending the contents of all other scientific languages. In other words, every sentence of any branch of scientific language is equipollent to some sentence of the physical language, and can therefore be translated into the physical language without changing its content. Dr. Neurath, who has greatly stimulated the considerations which lead to this thesis, has proposed to call it the thesis of physicalism. For purposes of elucidation, let us take the following psychological statement: "At ten o'clock Mr. A was angry." The equipollent sentence of the physical language is; "At ten o'clock Mr. A was in a certain bodily condition which is characterized by the acceleration of breathing and pulse, by the tension of sertain muscles, by the tendency to certain violent behaviour, and so on." Let us express the quality of being angry by the symbol " β ι , " the above described physical quality of a body by "02," and the time of ten o'clock by "ii." Then we may write the two sentences symbolically in the following way: (Psychological) (Physical)
Qi(A,h) Q2(A,h)
(5i) (S2)
Now there is a scientific law, that is, a universal sentence belonging to the valid sentences of the scientific language-system, which savs that whenever someone is angrv his body is in the
119 ρισμένης περιοχής της επιστήμης είναι προβλήματα πού αφορούν τδ χαρακτήρα των δρων τους οποίους περιέχει ή περιοχή αύτή, τό χαρακτήρα των προτάσεων και πάνω απ' δλα τους κανόνες μετασχηματισμού ή τους μεταφραστικούς κανόνες πού συνδέουν εκείνη τη γλώσσα μέ δλες τις άλλες ειδικές γλώσσες, δηλαδή μέ τα άλλα έπΙ μέρους συστήματα της καθολικής γλώσσας της επιστήμης. Ά π δ τΙς γλώσσες αότές ή πιο σημαντική είναι ή "φυσική", ή εκείνη στήν οποία μιλούμε για φυσικά πράγματα στήν καθημερινή ζωή ή στη φυσική επιστήμη. ΣτΙς συζητήσεις του Κύκλου της Βιέννης καταλήξαμε στήν άποψη δτι αότή ή γλώσσα της φυσικής είναι ή βασική γλώσσα δλης της επιστήμης, δηλαδή μιά παγκόσμια γλώσσα πού συμπεριλαμβάνει τό περιεχόμενο δλων τών άλλων επιστημονικών γλωσσών. Μέ άλλα λόγια, κάθε πρόταση οποιουδήποτε κλάδου μιας επιστημονικής γλώσσας είναι ισοδύναμη μέ κάποια πρόταση στή γλώσσα της φυσικής και, επομένως, μπορεί να μεταφρασθή στή γλώσσα της φυσικής, δίχως ν' άλλάξη τδ περιεχόμενό της. Ό Neurath πού ενίσχυσε πολύ τΙς μελέτες πρδς τήν κατεύθυνση αύτής της θέσης, πρότεινε να τήν ονομάσουμε Physikalismus. "Ας πάρουμε, προκειμένου νά διευκρινίσουμε τή θέση αύτή, τήν ακόλουθη πρόταση της ψυχολογίας: "ΣτΙς δέκα ή δρα δ κύριος Α ήταν θυμωμένος". Ή ισοδύναμη πρόταση της φυσικής γλώσσας είναι: "ΣτΙς δέκα ή ώρα δ κύριος Α βρισκόταν σε μιά Ιδιάζουσα σωματική κατάσταση πού χαρακτηρίζεται άπδ τήν επιτάχυνση της αναπνοής καΐ του σφυγμοΟ, τήν ένταση δρισμένων μυών, τή διάθεση για επίδειξη δρισμένης βίαιης συμπεριφοράς κλπ". ' Ά ς συμβολίσουμε τήν ιδιότητα του νά είναι κανείς θυμωμένος μέ τδ σύμβολο " Q i " , τή φυσική κατάσταση του σώματος πού περιγράψαμε παραπάνω μέ τδ σύμβολο "Q2", καΐ τδν χρόνο "δέκα ή ώρα" μέ τδ σύμβολο "ti". Μπορούμε τότε νά γράψουμε συμβολικά τις δυδ ακόλουθες προτάσεις: (Ψυχολογική) Qi (Α, ti) (Si) (Φυσική) Qa (A, ti) (S2) Τπάρχει τώρα Ινας επιστημονικός νόμος, δηλαδή μιά καθολική πρόταση πού άνήκει στις έγκυρες προτάσεις του επιστημονικού γλωσσικού συστήματος, ή οποία μας λέει δτι κάθε φορά πού κάποιος είναι θυαωμένος τδ σώμα του βρίσκεται στή φυσική κατά-
120 physical condition described, and vice versa. This is expressed in symbols by: W ω [Qi t ) = 02 {x, 0] (The sign of equivalence expresses the implication in both directions.) We have supposed that the quality 02 is chosen in such a way that this law is a valid scientific law, that is, either itself a transformation rule or dedudble by the help of such rules. It need not be analytic; the only assumption is that it is valid. It may be synthetic, in which case it is P-valid. It is obvious that the sentence ^2 can be deduced from 5i by the help of this law; and likewise Sx from 52. Thus 5i and S2 are mutual consequences and hence equipollent. (It is to be remarked that they may be P-consequences and therefore F-equipollent; in the former explanations of physicalism this possibility is not taken sufficiently into account.) The question may perhaps be raised whether we really can be sure that for any psychological quality β ι there is to be found a corresponding physical quality 02 of such a kind that the general equivalence can be stated as valid. If there were a quality 0 1 without such a corresponding quality 02 then the phychological sentence ^'0i(A,ii)" could not be translated into the physical language, and the thesis of physicalism would be disproved. My answer is that there cannot be such an untranslatable quality-sign or predicate in the psychological language. For if in this language there is a predicate " 0 i " with a meaning, then the sentence " 0 i (Α,ίι)" must be empirically examinable; the psychologist must be able to recognize under suitable circumstances whether the person A is in the condition 0 i or not. But this recognition depends upon the observable physical behaviour of A; hence there is a corresponding physical quality 02, to which this behaviour is linked. It will no doubt be objected that there is conceivable a psychological quality 0 i which never has an effect upon behaviour;
121 στάση πού περιγράψαμε, καΐ τό άηίϋ'ετσ. Αυτό εκφράζεται μέ σύμβολα ετσι: (χ) (t) [ Q i ( x , t ) = Q 2 ( x , t ) ] (To σημείο της Ισοδυναμίας = εκφράζει συνεπαγωγή καΐ πρός τις δύο κατευθύνσεις) . Υποθέσαμε δτι ή ιδιότητα Q2 διαλέχτηκε μέ τέτοιον τρόπο, δστε δ νόμος αύτδς είναι ενας Ιγκυρος επιστημονικός νόμος, δηλαδή ή ο 'ίδιος είναι ενας κανόνας μετασχηματισμού η συνάγεται μέ τή βοήθεια κανόνων μετασχηματισμού. Δέν εΤναι •άπαραίτητο νά είναι αναλυτικός, αρκεί πού είναι έγκυρος. Μπορεί VOC είναι συνθετικός, οπότε είναι έγκυρος—^Ρ. Είναι φανερό δτι τήν πρόταση S2 μπορούμε νά τήν συναγάγουμε από τήν Si μέ τή βοήθεια αδτου του νόμου, δπως και τήν Si από τήν S2. "Αρα οι Si καΐ S2 συνεπάγονται ή μια τήν αλλη και συνεπώς εΤναι ισοδύναμες. (Πρέπει νά σημειωθή δτι μπορούν νά είναι λογική συνέπεια—^Ρ καί, επομένως, ι σ ο δ ύ ν α μ ε ς — σ τ ί ς προηγούμενες έξηγήσεις του Physikalismus ή δυνατότητα αυτή δέν ελήφθη υπόψη σέ ικανοποιητικό βαθμό). Μπορεί νά μας ρωτήσουν άν πράγματι είμαστε βέβαιοι δτι γιά κάθε ψυχολογική ιδιότητα Qi όπάρχει μιά αντίστοιχη φυσική ιδιότητα 02 τέτοιου είδους, δστε ή γενική ισοδυναμία νά μπορή νά χαρακτηρισθή ώς έγκυρη. "Αν υπήρχε μιά ιδιότητα Qi χωρίς μιάν αντίστοιχη ιδιότητα Q2, τότε ή ψυχολογική πρόταση "Qi (Α, t i ) ' ' δέν θά μπορούσε νά μεταφρασθή στή φυσική γλώσσα καΐ ή θέση του Physikalismus θά απορριπτόταν. Ή άπάντησή μου είναι δτι δέν μπορεί νά ύπάρχη στήν ψυχολογική γλώσσα κανένα σύμβολο ιδιότητας ή κατηγόρημα πού νά μήν μπορή νά μεταφρασθή. Γιατί, άν ύπάρχη στή γλώσσα αύτή ενα κατηγόρημα " Q i ' ' μέ νόημα, τότε ή πρόταση "Qi (Α, t i ) " πρέπει νά μπορή νά έξετασθή εμπειρικά* δ ψυχολόγος πρέπει νά είναι σέ θέση νά άναγνωρίζη κάτω από κατάλληλες συνθήκες άν ενα άτομο Α βρίσκεται στήν κατάσταση Qi ή δχι. Ή αναγνώριση δμως αυτή έξαρταται από τή φυσική συμπεριφορά του Α, ή οποία μπορεί νά παρατηρηθή. Πέρα άπό αυτό υπάρχει μιά Αντίστοιχη φυσική ιδιότητα Q2, μέ τήν οποία συνδέεται αύτή ή συμπεριφορά. Μπορεί, άναμφίβολα, νά προβάλη κάνεις τήν άντίρρηση δτι givac δυνατό νά ύπάρξη ιχιά φυγολογική ιδιότητα Qi πού νά αήν
122 although feelings like anger or pleasure are for the most part expressed in an easily observable manner, there might be other mental states, such perhaps as thinking, which never had external consequences. Let us suppose that there is a kind of mental state without external consequences, and that the predicate " β ι " is chosen to designate such a state in psychological language. By what means can the psychologist assert that a person A is in the state β ι , if there is not the least effect of this state to be observed? T o this it will perhaps be answered that though it may be impossible for the psychologist to recognize such a state in another person, nevertheless the predicate " β ι " can be used by him in describing his own mental state, because for the recognition of that he does not need any external manifestation; he recognizes his state directly by introspection, and then uses the predicate " Q i " to express his findings, in the form, for instance, (I, now)." Granting that such an extreme case is possible, it does not affect the argument; for if events take the course supposed, then there still is an observable expression of the mental state, namely, the written or spoken assertion of the psychologist. If, as under suitable conditions we may do, we believe him, that is accept his statement as a sufficient symptom of his really being in the state asserted, we may ourselves assert that he is now in that state, that is, we may assert the sentence " β ι (Ρ, now)" — " Ρ " being the name of the psychologist. But such a statement is only the expression in psychological language of the physical statement "Q2 (P, now)" where Q2. is the physical state of the body of Ρ which we infer from our observation of the physical act by which Ρ communicates the results of his introspection. We may sum up the results of our investigation as follows. Firstly: If there is in the psychological language a predicate which
123 έπηρεάζη ποτέ τή συμπεριφορά' μολονότί αισθήματα δπως θυμδς ή χαρα εκδηλώνονται συνήθο)ς μέ τρόπο πού γίνεται εύκολα άντιληπτός,, μπορεί νά ύπάρχουν άλλες πνευματικές καταστάσεις, δπως ίσως ή σκέψη, πού νά μήν έχουν ποτέ εξωτερικές συνέπειες. "Ας υποθέσουμε δτι υπάρχει ενα είδος πνευματικής κατάστασης δίχως εξωτερικές συνέπειες και δτι τό κατηγόρημα " Q i " Ιχει έπιλεγη για νά έκφράζη μια τέτοια κατάσταση στήν ψυχολογική γλώσσα. Μέ ποιόν τρόπο μπορεί δ ψυχολόγος νά βεβαιώση δτι ενα ατομ'ο Α βρίσκεται στήν κατάσταση Qi, αν δέν είναι σέ θέση νά παρατηρήση τό παραμικρό σύμπτωμα αυτής της κατάστασης; Μπορούμε ίσως ν' απαντήσουμε εδώ δτι άν καΐ είναι ίσως αδύνατο γιά τόν ψυχολόγο νά αναγνώριση μιά τέτοια κατάσταση σ' ενα αλλο άτομο, δμως τό κατηγόρημα " Q i " μπορεί νά χρησιμοποιηθή από αυτόν γιά νά περιγράψη τή δική του πνευματική κατάσταση, επειδή γιά τήν άναγνώρισή της δέν εχει άνάγκη άπό χαμιά έξωτερική εκδήλωση· αναγνωρίζει τήν κατάστασή του άμεσα μέ ενδοσκόπηση και κατόπιν χρησιμοποιεί τό κατηγόρημα " Q i " γιά νά έκφράση τά εύρήματά του μέ τή μορφή, λόγου χάρη, " Q i (Έγώ, τ ώ ρ α ) Τ ό γεγονός δτι δεχόμαστε ώς δυνατή μιά τέτοια άκραία περίπτωση δέν επηρεάζει τή συζήτηση* γιατί άν τά γεγονότα πάρουν τό δρόμο πού υποθέσαμε, ύπάρχει ακόμη μιά έκδήλωση της πνευματικής κατάστασης ή οποία μπορεί νά παρατηρηθή, δηλαδή ή γραπτή ή προφορική επιβεβαίωση του ψυχολόγου. "Αν, δπως Ισως κάνουμε κάτω άπό κατάλληλες συνθήκες, τόν πιστεύουμε, δηλαδή δεχόμαστε τήν πρότασή του ώς ικανοποιητικό σύμπτωμα του δτι πράγματι βρίσκεται στήν κατάσταση πού βεβαιώνει, μπορούμε κι' έμεις οι ίδιοι νά βεβαιώσουμε δτι βρίσκεται τώρα σ' έκείνη τήν κατάσταση,, δηλαδή μπορούμε νά βεβαιώσουμε τήν πρόταση "Qi (Ρ, τώρα)" — δπου " Ρ " είναι τό δνομα του ψυχολόγου. Άλλά μιά τέτοια πρόταση δέν είναι παρά ή έκφραση στήν ψυχολογική γλώσσα της φυσικής πρότασης "Q2 (Ρ, τώρα) " δπου Q2 είναι ή φυσική κατάσταση του σώματος του Ρ τήν οποία συνάγουμε παρατηρώντας τή φυσική πράξη μέ τήν δποία δ Ρ άνακοινώνει τά άποτελέσματα της ένδοσκόπησής του. Μπορούμε νά συγκεφαλαιώσουμε τ"" άποτελέσματα της Ιρευνάς μας ώς έξης. Πρώτον; 'Άν ύπάρχη στήν ψυχολογική γλώσ-
124 is originally used only in describing one's own mental state, experienced by introspection, then the mere using of this predicate in speaking or writing is in fact a symptom of that state. Thus the psychological language can contain no predicate which designates a kind of state for which no observable symptom exists. Secondly: Even a predicate which is originally used only in regard to the speaker himself on the basis of his introspection, can subsequently be used also by one person in regard to another, on the basis of the linguistic utterances of the latter, even if no other than linguistic symptoms of the state designated by the predicate exist. So much may be said in reply to one of the strongest objections to physicalism.
8, What Physicalism Does Not
Assert
Now let me say a little more about what the thesis of physicalism really asserts. For objections to this thesis give less trouble to its proponents than misunderstandings of its meaning. In order to make the thesis of physicalism as clearly comprehensible as possible, I might be tempted to formulate it as follows: To every mental state there is a corresponding physical state of the body, the latter connected with the former by universal laws; and therefore to every psychological sentence, say Sly there is a corresponding physical sentece, say S2, so that Si and S2 are equipollent on account of certain valid laws. But only the second half of this formulation, namely that half concerning the sentences and 52, is correct. The first half, referring to mental and physical states, belongs to the material mode of speech and may easily lead us to pseudo-questions. For instance, if I speak about the mental state described
125 σα ενα κατηγόρημα, τδ οποίο άρχικά χρησιμοποιείται άπδ τό διο τό άτομο μόνο για νά περιγραφή την ϊδια τσυ τήν πνευματική κατάσταση,, δπως τήν γνωρίζει μέ ενδοσκόπηση, τότε ή άπλή χρήση του κατηγορήματος αύτου προφορικά ή γραπτά είναι στήν πραγματικότητα σύμπτωμα της κατάστασης εκείνης. Επομένως, ή ψυχολογική γλώσσα μπορεί νά μήν περιλαμβάνη κανένα κατηγόρημα πού νά δηλώνη κάποια κατάσταση της οποίας δεν ύφίσταται κανένα σύμπτωμα πού μπορούμε νά παρατηρήσουμε. Δεύτερον: 'Ακόμη κι' ενα κατηγόρημα πού αρχικά χρησιμοποιήθηκε μόνο σε σχέση μέ τον ϊδιο τον ομιλητή καΐ πού βασιζόταν στήν ένδοσκόπησή του, μπορεί στή συνέχεια νά χρησιμοποίηση άπδ κάποιον γιά κάποιον άλλο και νά στηριχθή στίς γλωσσικές εκφράσεις του τελευταίου, ακόμη κι' άν δέν υφίστανται συμπτώματα άλλα έκτος από τά γλωσσικά ονμπτώματα της κατάστασης τήν οποία έκφράζει τό κατηγόρημα. Αύτά μπορούμε νά πούμε ώς απάντηση σέ μιά από τΙς πιο σοβαρές αντιρρήσεις κατά του Physikalismus. 8. Τί δεν νποοτηρίζει
ό
Physikalismus
"Ας πω τώρα λίγα ακόμη γιά τήν πραγματική θέση του Physikalismus, επειδή οι παρανοήσεις του νοήματός της στενοχωρούν τούς εισηγητές της περισσότερο άπ' δ,τι οί πολεμικές σέ βάρος της. Γιά νά κάνω τή θέση δσο είναι δυνατό πιό κατανοητή, θά μπορούσα νά μπω στόν πειρασμό νά τήν διατυπώσω ώς έξης: Γιά κάθε πνευματική κατάσταση ύπάρχει μιά άντίστοιχη φυσική κατάσταση του σώματος, καΐ ή δεύτερη συνδέεται μέ τήν πρώτη μέ γενικούς νόμους' επομένως, γιά κάθε πρόταση της ψυχολογίας, ας πούμε Si, υπάρχει μιά αντίστοιχη πρόταση της φυσικής, ας πούμε S2, ετσι ώστε ή Si και ή S2 είναι ισοδύναμες σύμφωνα μέ ορισμένους έγκυρους νόμους. Μόνον δμως τό δεύτερο μισό αυτής της διατύπωσης, δηλαδή τό μισό εκείνο πού άφορα τΙς-προτάσεις Si καΐ S2, είναι σωστό. Τό πρώτο μισό πού άναφέρεται στήν πνευματική καΐ φυσική κατάσταση άνήκει στή μή-τυπική γλώσσα καΐ μπορεί εύκολα νά μας δδηγήση σέ ψευδο-προβλήματα. Αόγου γάρη, δταν υ-ιλώ γιά τήν πνευματική κατάσταση πού
126 by the sentence Si and the physical state described by S2, we may be tempted to raise the question whether they are really two states or only one and the same state regarded from two different points of view; and further, if they are two states, we may ask what relation there is between them to explain their simultaneous occurrence, and in particular whether this relation is the relation of causality or that of mere parallelism. Thus we shall find ourselves sUding into the midst of metaphysics — and that is sliding into the mud. The questions mentioned belong, indeed, to one of the most famous philosophical problems, the so-called psycho-physical problem. Nevertheless they are pseudo-questions, they have no treoritical sense. All the questions that have sense in this connection can be formulated in the formal mode, that is by referring to sentences. It is characteristic of the above metaphysical questions that they can only be expressed in the material mode, by referring to states, not to sentences. Among the formal questions which really have sense, perhaps the most important in this connection is whether or not to every psychological sentence Si there is a corresponding physical sentence which is equipollent with Si, The thesis of physicalism answers this question in the affirmative, but this position is, of course, always open to discussion if objections are brought against it. The question of physicalism is a scientific, and more precisely, a logical, a syntactical, question; it can only be settled by further consideration and debate. But whether, using the material mode, one should speak about two different states, a mental and a physical state, or about only one, is merely a question of a decision about the use of language, a question of taste, so to speak. It is by no means a question of fact, as metaphysicians in their controversies believe.
127 περιγράφεται άπδ τήν πρόταση Si καΐ τή φυσιχή κατάσταση πού περιγράφεται από τήν S2, μπορεί νά μπούμε στον πειρασμό νά ρωτήσουμε αν πρόκειται πραγματικά για δυό καταστάσεις ή μόνο για μια καΐ τήν ιδια κατάσταση κοιταγμένη από δυό διαφορετικές οπτικές γωνίες' κι' άκόμη, αν πρόκειται για δυό καταστάσεις, μπορεί νά ρωτήσουμε ποια σχέση υπάρχει άνάμεσά τους τέτοια ώστε νά έξηγή τό γεγονός δτι συμβαίνουν ταυτόχρονα, και ιδιαίτερα άν ή σχέση αότή είναι σχέση αιτιότητας ή άπλου παραλληλισμού. Θα διαπιστώσουμε τότε δτι γλιστρούμε στήν περιοχή της μεταφυσικής — κι' αύτό σημαίνει οτι γλιστρούμε στή λάσπη. Τά ερωτήματα πού αναφέραμε άνήκουν, άλήθεια, σ' ενα άπό τα πιό περίφημα φιλοσοφικά προβλήματα, στό λεγόμενο φυχο-φυσικό πρόβλημα. ^Ωστόσο είναι ψευδο-προβλήματα, δέν Ιχουν θεωρητική σημασία. 'Όλα τά ερωτήματα πού έχουν νόημα άπό τήν άποψη αυτή μπορούν νά διατυπωθοΰν στήν τυπική γλώσσα, δηλαδή μέ άναφορά σέ προτάσεις. Χαρακτηριστικό των παραπάνω μεταφυσικών προβλημάτων είναι τό δτι μπορούμε νά τά έκφράσουμε μονάχα στή μή-τυπική γλώσσα, μέ άναφορά σέ καταστάσεις, δχι σέ προτάσεις. 'Ανάμεσα στά προβλήματα πού διατυπώνονται στήν τυπική γλώσσα και πού πράγματι έχουν νόημα, ϊσως τό πιό σημαντικό άπό τήν άποψη αότή είναι άν γιά κάθε πρόταση της ψυχολογίας Si ύπάρχη μιά άντίστοιχη πρόταση της φυσικής S2 πού είναι Ισοδύναμη μέ τήν Si, ή δχι. Ή θέση του Physikalismus άπαντα σ' αύτό τό ερώτημα καταφατικά, ή θέση αύτή δμως είναι, φυσικά, πάντοτε άνοιχτή σέ συζητήσεις, άν προβάλη κανείς άντιρρήσεις εναντίον της. Τό ερώτημα του Physikalismus είναι Ιπιστημονικό, άκριβέστερα, λογικό, συντακτικό ερώτημα στό οποίο μπορεί νά δοθή άπάντηση μόνον υστέρα άπό μακρά μελέτη καΐ συζήτηση. 'Άν δμως θά επρεπε, δταν χρησιμοποιούμε τή μή-τυπική γλώσσα, νά μιλούμε γιά 'δυό διαφορετικές καταστάσεις, μιά πνευματική καΐ μιά φυσική κατάσταση, ή γιά μιά μόνο, είναι άπλώς ζήτημα του ποιά γλώσσα θά αποφασίσουμε νά χρησιμοποιήσουμε, ζήτημα γούστου, άς ποϋμε. Δέν είναι καθόλου πρόβλημα πού άναφέρεται σέ γεγονότα, δπως πιστεύουν οι ιχεταςρυσικοί φιλόσοοροι στίς άντιδικίες
128 9. The Unity of Science In close connection with physicalism is the thesis of the unity of science. If every sentence can be translated into the physical language, then this language is an all-embracing language, a universal language of science. The existence of one language-system in which every scientific term is contained, however, implies that all these terms are of logically related kinds, and that there cannot be a fundamental division between the terms of the different branches of science. Physical sciences, psychology, social sciences, may indeed for practical purposes be separated, because one scientist cannot deal with all subjects; but they stand on the same basis, they constitute, in the last analysis, one uniform science. Should anyone ask me whether that means that all objects in all branches of science are of the same kind, I might answer in the affirmative. But it is to be noted that both the question and the answer belong to the material mode, and I hope that no one who has read so far will be sufficiently unwary of its pitfalls to interpret my reply as an acceptance of the metaphysical thesis of monism. Physicalism and the thesis of the unity of language and of science have nothing to do with any such theses as monism, duahsm, or pluralism. My reference to the uniformity of objects was only a concession to the usual mode of speech. To speak correctly, I must speak not about objects but about terms, and my statement becomes: the terms of all branches of science are logically uniform. It was not my aim here to convince anyone of the truth of our theses of physicalism and the unity of science. I have only tried to make them clear, and especially to show that they are not in any way metaphysical theses concerning the essence of
129 τους. 9, 'Ή ενότητα της
έηιοτήμης
Σε στενή σχέση μέ τήν παραπάνω θέση βρίσκεται ή άποψη γιά τήν ενότητα της έπίστήμης. "Αν κάθε πρόταση [χπορή νά μεταφρασθή στή γλώσσα της φυσικής, τότε ή γλώσσα αότή τα άγκαλιάζει δλα, είναι μια καθολική γλώσσα της επιστήμης, Ή ύπαρξη ένδς γλωσσικού συστήματος δμως,, στο δποΐο περιέχεται κάθε επιστημονικός δρος, συνεπάγεται δτι δλοι αύτοι οι δροι άνήκουν σέ εΐ'δη πού σχετίζονται λογικά και δτι δεν μπορεί νά ύπάρξη μιά θεμελιακή διάκριση ανάμεσα στους δρους των διαφόρων κλάδων της επιστήμης. Οί φυσικές επιστήμες, ή ψυχολογία, οι κοινωνικές επιστήμες, ίσως για πρακτικούς λόγους νά είναι χωρισμένες, επειδή Ινας επιστήμονας δέν μπορεί ν' άσχολήται μέ δλα τα 'θέματα* στηρίζονται δμως πάνω στήν ίδια βάση, συνιστουν, σέ τελευταία ανάλυση, μιαν ενιαία επιστήμη. "Αν κάποιος μέ ρωτούσε αν αύτδ σημαίνη πώς τ' άντικείμενα δλων των κλάδων τής επιστήμης είναι του ίδιου είδους, θ' απαντούσα καταφατικά. Νά σημειωθή δμως δτι τόσο ή ερώτηση, δσο καΐ ή απάντηση, ανήκουν στή μή-τυπική γλώσσα καΐ ελπίζω δτι, οποίος μας διάβασε ως τώρα, ξέρει πολύ καλά τΙς παγίδες τους, ώστε νά μήν έρμηνεύη τήν άπάντησή • μου ώς παραδοχή τής μεταφυσικής θέσης :ου μονισμου. Ό Physikalismus καΐ ή άποψη για τήν ενότητα τής γλώσσας καΐ τής επιστήμης δέν έχουν καμιά σχέση μέ θέσεις δπως αότές του μονισμου, του δυϊσμοΰ, του πλουραλισμού. Ή άναφορά μου στήν ομοιογένεια των άντικειμένων ήταν μιά απλή παραχώρηση στον συνηθισμένο τρόπο ομιλίας. Για νά μιλήσω σωστά, πρέπει νά μιλήσω δχι για αντικείμενα, άλλα γιά δρους, και ή άποψή μου γίνεται: οι δροι δλων των κλάδων τής επιστήμης είναι λογικά δμοιογενεις. Πρόθεσή μου δέν ήταν νά πείσω οποιονδήποτε γιά τήν ορθότητα τής άποψης πού πρεσβεύει δτι ή βασική γλώσσα είναι ή γλώσσα τής Φυσικής καθώς κι'' Ικείνης πού πρεσβεύει τήν ενότητα τής επιστήμης. Προσπάθησα μόνο νά τΙς κάνω σαφείς καΐ ιδιαίτερα νά δείξω δτι δέν είναι αέ κανένα τρόπο αεταφυσικές θέ-
130 things, but only logical, which is to say syntactical theses. The explanation of physicalism was merely a special example of what I had previously said in general: namely, that all theses and questions of logical analysis and therefore all theses and questions of philosophy (in our sense of this word) belong to logical syntax. The method of logical syntax, that is, the analysis of the formal structure of language as a system of rules, is the only method of philosophy.
131 σεις πού αφορούν τήν ούσία των πραγμάτων, άλλ' άπλώς λογικές, δηλαδή συντακτικές θέσεις. Ή εξήγηση πού έδωσα της πρώτης άποψης ήταν άπλώς ενα ειδικό παράδειγμα αύτοΰ πού είχα πει γενικά προηγουμένως: δηλαδή δτι δλες οι θέσεις καΐ τά προβλήματα της λογικής ανάλυσης και, συνεπώς, 'δλες οί θέσεις καΐ τά προβλήματα της φιλοσοφίας (με τή σημασία πού δίνουμε έμείς στη λέξη) ανήκουν στή λογική σύνταξη. Ή μέθοδος της λογικής σύνταξης, δηλαδή ή ανάλυση-τής τυπικής δομής τής γλώσσας ώς συστήματος κανόνων, είναι ή μοναδική μέθοδος τής φιλοσοφίας.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Ayer Α. 13
LESNIEWSKI S. 11 Lewin K. 10, 11 Lukasiewicz J. 11
BAUCH Β. 9 Bergson Η. 33 Black Μ. 13 Braithwaite R. Β. 13
MAXWELL J. C. 73 Melhberg H. 11 von Mises R. 14 Morris C. 12, 13, 22
DUBISLAV W. 11
NEURATH O. 10, 119 Νευτων Ί . 73
AJDUKIEWICZ κ . 11
Άναξίμανδροζ 33
EINSTEIN Α. 9, 14 OGDEN C . K . 13 FEIGL Η. 12, 14 Frank Ph. 10, 12, 13 Frege G. 9, 10 GRELLING Κ. 11 H A H N Η. 10 Hegel G . F . 33 Hempel C. G. 11, 13 Hertz P. 10 Hilbert D. 17, 18, 61, 105 Hitler A. 13 Hume D. 55 Η Ρ Α Κ Α Ε Ι Τ Ο Σ 33 ΘΑΛΗΣ 32 K A N T I. 9, 77 Kemeny J. 14 Kohler W. 11 Kotarbinski T. 11 l^rcift V 1 π
PEANO G. 105 Πλάτων 33 Popper K. 12 Πυθαγόρας 33 QUINE W. V. 12, 13 REICHENBACH H. 10, 11, 12, 14, Russell B. 9, 10, 13, 63, 65, 69, 71, 103, 105 SCHELLING F. 33 Schlick M. 10, 11 Spinoza B. 33 Stebbing S. 12 TARSKI A. 11, 13 WAISMANN F. 10, 11 Whitehead A. N. 9, 63, 69, 103 Wittgenstein L. 10, 11, 16, 17, 57 Woodeer J. H. 13
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΝΟΙΩΝ Α Ι Τ Ι Ο Τ Η Τ Α 115 άλήθεία 35, 75 αντίληψη 24 ΓΛΩΣΣΑ 45, 61, 81, 105, 119 — συμβολίκή 65, 73 — τυπική 91, 95, 99, 103, 105, 115 — μή-τυπίχή 91, 93, 95, 103, 107, 125 — -ας λειτουργία εκφραστική 45, 47, 49, 53 — — παραστατική 45, 49, 53 γνώση 47, 49 γραμματική 16, 67 ΔΥ-Ι-ΣΜΟΣ 33, 49 ΕΚΦΡΑΣΗ 45, 47, 87, 105 — -σεις συνώνυμες 81 εμπειρία 53 εμπειρισμός 15 επαλήθευση 24, 26, 43, 45, 55 — άμεση 25 — εμμεση 25, 26 επιστημολογία 9, 24, 111, 113
ΚΑΝΟΝΕΣ 61, 113 — γραμματικής 61 — μετασχηματισμού 61, 63, 65, 69, 73, 121 — σχηματισμού 61, 63, 69 — L 73, 77 — Ρ 73 κατηγόρημα 47, 121 ΛΟΓΙΚΗ 11, 19, 20, 24, 31, 67 — αναγκαιότητα 99 — ανάλυση 25, 43, 55, 57, 95, 97, 131 — δυνατότητα 99 — συμβολική 10 — σύνταξη 12, 17, 59, 61, 69, 83, 131 — τροπική 99, 103 λογικο έπακολούθημα 65, 67, 73, 75, 83
53,
59,
67,
71,
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ 12, 18, 55, 61 μεταμαθηματικά 18, 61 μεταφυσική 11, 16, 24, 31, 39, 49, 51, 55, 57, 83, 113 μονισμος 33, 49
ΗΘΙΚΗ 41, 45 ΝΟΗΜΑ 47, 55, 67, 81, 97 ΘΕΟΑΟΓΙΑ 55 θετικισμός 15, 35, 39, 109 — λογικδς 39 Ι Δ Ε Α Α Ι Σ Μ Ο Σ 33, 35, 49 ίδιότϊΐτα συντακτική παοάλλτηλΊΠ 89
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ο 45, 79, 81, 97 πλάνη 49 πραγματικότητα 35, 55 — αντικειμένου 37 — άοιθίΑών 39
136 — γενικών Ιδεών 39 — δεδομένου 39 — ποίοτήτων 39 — σχέσεων 39 — φυσίχοΰ κόσμου 37, 39 πρόταση 11, 24, 26, 47, 55, 57, 61, 63, 67, 119 — άληθίνη 43, 49, 69 — αναφερόμενη σε πραγματικά άντίκείμενα 85 — αναφερόμενη σε ψευδοαντίκείμενα 82, 84, 86, 88, 94 — αξιολογική 41, 43 — δηλωτική 43 — έγκυρη 69, 79, 101, 103 — μή-έ'γκυρη 69, 71, 79 — έγκυρη -L ή αναλυτική 75, 87 — μή-εγκυρη -L ή αντιφατική 75 — έγκυρη -Ρ 77 — μή-εγκυρη -Ρ 77 — επαληθεύσιμη 37 — ισοδύναμη 81, 99, 109, 125 — μεταφυσική 31, 49, 55 — προσδιορισμένη 71 — απροσδιόριστη 71 — προσδιορισμένη -L 75 — απροσδιόριστη -L ή συνθε-
τική 77, 87 — πρωταρχική 15, 65, 71 — συντακτική 83, 87, 95 — ψευδής 69 προτάσεις προκείμενες 26, 65, 69, 75 ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ 35, 49, 109 ΣΗΜΑΣΙΑ 59, 63, 67, 79, 97 σκέψη 53 σολιψισμος 35 Τ Υ Π Ι Κ Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ 59 — θεωρία 59, 61 ΥΛΙΣΜΟΣ 33 υπόθεση 29 ΦΡΑΣΗ 20, 67, 97 physikalismus 119, 121, 125, 127 φυσική 9, 129 Ψ Ε Υ Δ Ό Σ 35, 77 ψυχολογία 26, 51, 81, 111, 119 ψυχολογισμος 53 ΧΡΟΝΟΣ 113, 115 χώρος 113, 115