ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Γεννήθηκα σ' ένα χωριό της Κρήτης, κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και η μητέρα μου ονειροπόλα. ...
77 downloads
1410 Views
1MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Γεννήθηκα σ' ένα χωριό της Κρήτης, κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και η μητέρα μου ονειροπόλα. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα κι έτσι αναγκάστηκα από νωρίς να ψάχνω τα μονοπάτια της φυγής. Τέλειωσα τη Γαλλική Σχολή στα Χανιά κι ύστερα ήρθα στην Αθήνα, για ν' αλλάξω τον κόσμο. Άρχισα τις επαναστάσεις μου και τελικά δεν στέριωσα πουθενά. Μια μέρα είπα στον εαυτό μου: «Ζήσε για τη ζωή». Κι αυτό τελικά έκαμα. Κέρδισα κι έχασα πολλά σ' αυτή τη μάχη. Αλλά αυτή είναι η ζωή. Άρχισα να γράφω από τότε που πήγαινα στην Πρώτη Δημοτικού. Το πρώτο μου γραφτό ήταν ένα γράμμα στο Θεό. Η αλήθεια είναι πως έκαμα πολλές και φιλότιμες προσπάθειες να ξεφύγω από το κανάλι της τέχνης. Το 'νιωθα πάντοτε βαρύ φορτίο στους ώμους μου. Τελικά δεν τα κατάφερα. Φαίνεται πως γεννιούνται μερικοί μερικοί μ' αυτή την περίεργη διαστροφή στο κεφαλάκι τους. Αλκυόνη Παπαδάκη
ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ • • • •
Η μπόρα Το κόκκινο σπίτι Το χρώμα του φεγγαριού Σκισμένο ψαθάκι
Σειρά: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Είδος: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Τίτλος: «ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!» Συγγραφέας: ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ Επιμέλεια: ΝΙΚΟΣ Γ. ΚΑΛΕΝΤΗΣ Εξώφυλλο: ΚΕΛΛΥ ΜΑΤΑΘΙΑ-ΚΟΒΟ Μακέτα εξωφύλλου: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑΚΗΣ ©1995 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΕΝΤΗΣ Μαυρομιχάλη 5 Τηλ. 36.01.551, FΑΧ 36.23.553 10679 ΑΘΗΝΑ ΙSΒΝ 960-219-059-0
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Αμάν... Αμάν! ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σε κείνους που περιμένουν κάθε χρόνο ν' ανθίσουν οι νάρκισσοι.
Τα μάτια του Σέβη ήταν καρφωμένα στη μεγάλη πέτρα που σκάλιζε ο πατέρας του - κάτι πελώρια γυαλιστερά μάτια, μαύρα σαν την καρδιά της νύχτας. - Μπαμπά, μπορείς να τον κάνεις να πετάξει τον αϊτό που σκαλίζεις; - Μπάμπαδα! Πρώτον, σου έχω πει χίλιες φορές όταν δουλεύω να βγάζεις το σκασμό! Δεύτερον, δε γουστάρω αυτά τα «μπαμπάκια» και τις «μπαμπακόφλουδες»! «Πατέρα» θα με λες - κι εσύ κι ο άλλος... Τα μάτια του Σέβη για μια στιγμή μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο· και σαν να πέρασε ένα σύννεφο από πάνω τους γεμάτο βροχή. - Δεν μπορείς να τον κάνεις να πετάξει τον αϊτό σου· τον έχεις εκεί φυλακισμένο. Εγώ τον λυπάμαι. - Να μη σ' ενδιαφέρει, μωρέ! Κάνε πίσω και παράτα με! Δικός μου δεν είναι; Άι στα τσακίδια από 'δω! Κουμανταδόρο θα σε βάλω; Ο Τάσος (Σούλια τον φωνάζανε οι περισσότεροι) σκάλιζε πέτρινες βρύσες. Αυτό ήτανε το μόνο πάθος που κατάφερε να διατηρήσει στη ζωή του. Καμιά φορά πουλούσε κάποια βρύση - αν του άρεσε ο πελάτης. Γιατί, αυτός που θ' 9
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
αγόραζε την τέχνη του Σούλια έπρεπε να ήταν μερακλής και τσίφτης· ούτε φαντασμένος νεόπλουτος ούτε ξενέρωτος ανεμοδούρας. «Ρε, όταν δεν πίνει ο άλλος με τη χούφτα του το νερό από τη βρύση και δεν τ' αφήνει να κυλήσει στα στήθη του και να ευφρανθεί η ψυχή του, δεν μου κάνει για πελάτης. Τα 'χω χεσμένα τα φράγκα του. Αυτόν που σκύβει να σβήσει την κάψα του και βγάζει εκείνο το "ααααχ" μέσ' από τα φυλλοκάρδια του, που πάει να πει και καλά, "είμαι ευτυχής που βρέθηκα 'δω χάμου και δροσίζομαι", αυτόνα γουστάρω. σ' αυτόνα πουλάω, ακόμα και μισοτιμής. Σάμπως από τις βρύσες περιμένω να φάω; Εγώ, έτσι τις φτιάχνω, για να ξεθυμαίνω...» Πολλοί σκαλίσανε και θα σκαλίσουνε βρύσες σ' αυτόν τον μάταιο κόσμο. Μα κανείς δε θα κατορθώσει να «γεννήσει» τους τρομερούς δράκους του Σούλια που βγάζανε φλόγες από το στόμα τους και περιστέρια από την κοιλιά τους, τα παγόνια με πρόσωπα νεράιδας, τις αρσενικές γοργόνες, τους αγγέλους που στα φτερά τους μπλέκονταν φίδια, τα λουλούδια που αντί για ανθοπέταλα είχαν κάτι τρομαγμένα μάτια με γυριστά ματοτσίνορα, τα περίεργα δέντρα που αντί για κλαδιά είχαν ανθρώπινα χέρια... - Δεν μπορείς να κάνεις τον αϊτό να πετάξει, συνέχιζε το χαβά του ο Σέβης. Ο Σούλιας ανασηκώθηκε κι έκαμε μια κίνηση σαν για να του πετάξει το καλέμι. - Πήγαινε από 'δω, ρε! Ουστ! «Ούι, ούι, Παναγιά μου! Πάλι φασαρίες θα 'χουμε!» μπήκε στη μέση η μάνα, η Δαμάσκα. 10
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Άσε τον πατέρα σου ήσυχο, μανάρι μου. Έλα 'δω. Γιατί δεν πας να παίξεις με τον αδελφό σου... Το άλλο παιδί, ο οχτάχρονος Λέος, δύο χρόνια μικρότερος από τον Σέβη, καθισμένος στο πεζουλάκι αγωνιζότανε να στερεώσει ένα χέρι σε μια κούκλα που είχε βρει στα σκουπίδια. - Δε μ' αρέσουν εμένα οι κούκλες. Δεν είμαι κορίτσι! απάντησε θυμωμένα στη μάνα του. «Φαρμάκι έχεις στη γλώσσα σου, δαίμονα!» μουρμούρισε η Σιδερία, η αδελφή της Δαμάσκας, που καθάριζε φακές δίπλα στο νυχτολούλουδο. Ο Θεός να το 'κανε καθάρισμα, δηλαδή, μέσα στο μισοσκόταδο. Χτυπούσε με θόρυβο τα δάχτυλά της πάνω στο πλαστικό δισκάκι, σαν να 'παιζε κομπολόι. - Τράβα τότε να διαβάσεις τα μαθήματά σου. Όταν είσαι παρών, μόνο να κεντρώνεις ξέρεις, του 'πε η Σιδερία κι έκαμε πέρα το πλαστικό δισκάκι με τις φακές, και συμπλήρωσε βγάζοντας τα γυαλιά της κι αναστενάζοντας βαθιά: «Πανάθεμά σε πια!» - Ο Λέος δεν κάνει τίποτα, ε; Άγιος είναι αυτός; Μόνο εμένα βρίζετε... - Έλα 'δω, εσύ παραπονιάρικο..., πήγε και τον αγκάλιασε η Δαμάσκα και πέρασε τα δάχτυλά της στα κατσαρά κατάμαυρα μαλλιά του. Έλα 'δω το ξεπεταρούδι μου... που είναι άγριο σαν το πουλάρι... Κάθισε στην ποδιά μου... Γιατί μου πικραίνεσαι, καλό μου; - Έτσι να τον κάνεις εσύ, και θα φας καλά! Πήρε το δισκάκι με τις φακές η Σιδερία, έπιασε τη μέση της και τράβηξε για την κουζίνα. «Ζέσταινε το φιδάκι το 11
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι», είπε τη στιγμή που προσπαθούσε να μανουβράρει τον διπλόφαρδο πισινό της στη μισάνοιχτη σιδερένια πόρτα. «Να, στο διάολο κι εσύ», τα 'βαλε με την πόρτα και της έδωσε μια μούντζα! «Δεν μπορείτε να τη στερεώσετε μ' ένα τούβλο τη ριμάδα, να σταματάει σε μια θέση;» «Γιε μ'! Γιε μ'!» αναστέναξε η Δαμάσκα, κι έκοψε ένα φυλλαράκι λουϊζα και το μύρισε. Έτσι... για ν' αρωματίσει λίγο τον καημό της... «Ως πότε θα κουβαλάω λιθάρια στον ανήφορο η καψερή!» - Ελάτε και τα δυο σας, πουλάκια μου, ελάτε να φάτε. Θα σας ετοιμάσω φρέσκα αβγουλάκια, έχουμε και τυράκι και σαλατούλα. Άιντε! Σκόλασε κι εσύ, Σούλια μου, βλέπεις να πολεμάς αυτά τα τέρατα; Έμασαν οι μέρες. Δε φωτάει πια! - Τράβα μέσα, μωρή, κι άσε με! - Ασ' τονα, καλέ! φώναξε η Σιδερία που είχε προβάλει πάλι στην πόρτα. Αυτός θα κάθεται 'κει ώσπου να κηροσταλάξει... Δεν τον ξέρεις; Έλα, Λέο μου. Φύλαξε την κούκλα και πάμε για φαγητό. - Δε θέλω... Δεν πεινάω... Ήταν ένα αδύνατο, καχεκτικό αγοράκι ο Λέος, μ' ένα κίτρινο διάφανο πρόσωπο. - Πήγαινε να φας, καλέ! Άκου «δεν πεινάω»! Ο χάρος του είναι το φαγητό αυτουνού του παιδιού! Σαν σαΐτα πετάχτηκε ο Λέος και κρύφτηκε πίσω από τα νυχτολούλουδα και τις λουΐζες. - Πού είναι το, μωρέ! έκανε η Σιδερία, τάχα πως έψαχνε πίσω από τα βαρέλια με τις θεόρατες καμέλιες και τις σκουλαρικιές. Λέο, πού είσαι; Μωρέ, και στου βοδιού το 12
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
κέρατο να μπεις, εγώ θα σε βρω! Βγες γρήγορα, μη μου πατήσεις τα φυτώρια. Έχει φίδια εκεί που είσαι! Βγες γρήγορα! Α, κακομοίρη μου: αν σε φάει το φαλκονάκι, γρήγορα το σαβανάκι... Όταν άκουγε ο Λέος για το φαλκονάκι, το δηλητηριώδες φίδι, κατουριόταν από το φόβο του κι έβγαινε από τις κρυψώνες· έβγαινε, αλλά δεν παράδινε τα όπλα έτσι εύκολα: άρχιζε τα κλάματα και τις υστερίες, ώσπου να τρέξει η θεία του να τον πάρει αγκαλιά. Αυτό το έργο παιζότανε πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό. - Πάρε με! Πάρε με! Φοβάμαι το φαλκονάκι! Φοβάμαι, σου λέω! - Μην το φοβίζεις, μωρή, το παιδί... Πάλι τα ίδια αρχίσατε; είπε ο Σούλιας, και σηκώθηκε από το σκαμνί του, πετώντας πέρα το καλέμι. Δε βλέπεις πως το πιάνει τρεμική; Είναι που είναι θαρραλέος, ο μπαγάσας! Μόλις άκουσε τη φασαρία ο Σέβης, παράτησε το αβγό του κι έτρεξε στην αυλή. - Να το! Να το το φαλκονάκι! Λέο, να το! Στο σβέρκο σου είναι! Έπεσε κάτω ο άλλος κι άρχισε να ουρλιάζει σαν να τον σφάζανε. - Να το! Να το, δεν έφυγε! Στο μανίκι σου, στο μανίκι σου! - Σκάσε, κακιάς ώρας γέννημα! τσίριζε η Σιδερία. Μα τίποτα εκείνος: - Να το, ρε! Αφού το βλέπω! Στη ράχη σου, στη ράχη σου τρέχει... - Άι στο γεροδιάολο! άφρισε ο Σούλιας, τον άρπαξε από το γιακά και του αμόλησε δύο γερούς φούσκους. Μέσα ρε, 13
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
τσακίδια! Το φαλκονάκι είσαι εσύ σ' αυτό το σπίτι! Και ουδέν έτερον... Ύστερα σήκωσε τον Λέο και τον κάθισε στα πόδια του. - Σταμάτα να μυξοκλαίς! Άντρας είσαι, ρε; - Ο Σε... ο Σε...βης φταί...ει. - Αυτό το τέρας τα κάνει όλα. Αλλά κι εσύ δεν είσαι κανένας άγγελος. Σκούπισε τα μάτια σου και πήγαινε να φας. - Τι πάθατε πάλι! Αφησε το τηγάνι στο μάρμαρο η Δαμάσκα και βγήκε κι αυτή έξω. - Γιατί το χτύπησες, Σούλια μου, το παιδί; Πρήστηκε το μάγουλό του τού δόλιου. - Δαμάσκα, άκου 'δω! Αν δεν μπορείς να βάλεις μια τάξη σ' αυτούς τους δύο, να τους πάρεις και να πάτε να πνιγείτε! Κατάλαβες; Πολύ αέρα έδωσες σε τούτο το γαϊδούρι και θα μας πηδήξει στο τέλος! Η ψείρα όταν παραφάει, βγαίνει στο γιακά... Αυτό ξέρω εγώ... - Κι αυτό παιδάκι είναι το καημένο, άντρα μου. Προς τι αυτή η απονιά... - Παίδα και κασίδα να σας φάει όλους εδώ μέσα, να ησυχάσω! Ο Σέβης είχε πέσει μπρούμυτα στο κρεβάτι κι έκλαιγε. - Σήκω, αγόρι μου, τον χάιδεψε η μάνα του. - Φύγε! Φύγε κι εσύ! Δε σε θέλω! - Αμ' σε θέλω εγώ, γιόκα μου, σ' αγαπάω. Να σου πω κι ένα παραμυθάκι, ν' αμολύσει η ψυχούλα σου; - Όχι. - Εγώ θα τ' αρχίσω, γιε μ' - κι εσύ μην τ' ακούς. Λοιπόν: Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά παλιά τα χρόνια... 14
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Εκείνο με τα περιστέρια του Χριστού θέλω να μου πεις... - Αυτό αρχίνιζα κι εγώ... Που λες, μια φορά κι έναν καιρό, όταν ο Χριστούλης ήταν μικρό παιδί, έπαιζε μια μέρα με τις λάσπες στην αυλή του σπιτιού του, στη Ναζαρέτ, κι έφτιαχνε περιστέρια. Είχε φτιάσει πολλά, καμιά δεκαριά, και τα 'χε αραδιάσει στη σειρά. Σε μια στιγμή βγαίνει στην πόρτα η μάνα του η Μαρία και του λέει: «Τι κάνεις εκεί, Ιησού; Λέρωσες τα ρούχα σου, δε βλέπεις; Γιατί ανακατώνεις τη λάσπη;» Εκείνος την κοίταξε με παραπονεμένο βλέμμα και της έδειξε τα πουλιά. «Μπράβο» του είπε. «Όμορφα είναι, αλλά ψεύτικα. Δεν μπορούν να πετάξουν.» Θύμωσε τότε ο Ιησούς, έπιασε το πρώτο, το ζέστανε στις χούφτες του, το χάιδεψε, το φύσηξε με όλη του τη δύναμη και το άφησε στον αέρα. Και, ω του θαύματος, το περιστεράκι άνοιξε τα φτερά του και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Το ίδιο έγινε με όλα. Γέμισε ο ουρανός περιστέρια. Και η Μαρία καμάρωνε και φιλούσε το γιο της. - Του πατέρα τα θεριά και τα πουλιά δεν πετάνε. Είναι κολλημένα στις πέτρες. - Αμάν αμάν, καρδούλα μου... Ασε τώρα τα θεριά και τα πουλιά του πατέρα σου... - Εγώ ξέρω γιατί δεν κινάνε. Είναι κακός. Και με όλη του τη δύναμη να τα φυσήξει, δε θα φύγουνε. Γιατί είναι κακός! Κι η θεία είναι κακιά. Κι ο Λέος. Δεν τους αγαπάω. - Μη λες τέτοια λόγια, μανάρι μου, γιατί τρέχουνε δάκρυα από τα ματάκια του Θεού. Όλοι είναι καλοί. Όλους να τους αγαπάς. Αλλιώς θα ξεραθεί η ψυχούλα σου. Ένα ξεροκόμματο θα γένει. Ακουσέ με που σου μιλάω εγώ... 15
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- ...Θα πετάξω μια μέρα ψηλά στον ουρανό, σαν τα πουλιά του Ιησού. Θα δεις... - Γεννήθηκες άνθρωπος εσύ, καλό μου. Πάει πλια. Δε γεννήθηκες πουλί. - Θα πετάξω, σου λέω, στον ουρανό. Θα γίνω πουλί. Δε με πιστεύεις; - Καλά, καλά, μανάρι μου. Μη μου θυμώνεις. Αφού το λες εσύ, η μάνα το πιστεύει. Έλα τώρα μέσα να τελειώσεις το αβγουλάκι σου. Οι άλλοι σηκώθηκαν· - Κι εσένα πότε πότε δε σ' αγαπάω, το ξέρεις; - Ούι, ούι, καμάρι μου! Τι σου έκανα και δε μ' αγαπάς; - Δε μοιάζουμε! Εσύ είσαι άσπρη, ξανθιά· εγώ είμαι σκούρος. Κοίτα τα χέρια σου, κοίτα και τα δικά μου. Σαν να μην είσαι μάνα μου... - Άχουου! Τι λέει το τρανό* μου και μου ραγίζει την καρδιά... Εσένα σ' έπλασε σκούρο ο Θεός, εμένα άσπρη. Αυτά είναι θεοτικά πράματα... - Πάλι με φωνάζανε «γύφτο» χτες στο σχολείο, και «μαυρίκουλα». Καλά, εγώ σου το λέω: δεν ξαναπάω. Κι αν πάω, να το ξέρεις, μόλις μου ξαναπεί κανείς τίποτα τέτοιο, θα τον σκοτώσω! Θα του πιάσω το κεφάλι και θα του το στρίβω... θα του το στρίβω... μέχρι να το κόψω! - Άντε, βρε! Ακου τι θα τους λες εσύ: Μαύρο είναι και το χαβιάρι, μα το τρώνε οι αρχοντάδες! Αυτοί, βρε, σε ζηλεύουνε, γι' αυτό σου τα λένε αυτά. Ζηλεύουνε την ομορφιά σου. Ένας άγγελος είναι το παιδί μου εμένα! - Ψεύτρα! Οι άγγελοι είναι ξανθοί! - Όχι, μανάρι μου! Πού θέλεις να σου ορκιστώ; Δεν είναι * Το μεγάλο (εννοεί, το μεγαλύτερο παιδί της)· 16
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
όλοι τους ξανθοί. Έχω διει εγώ και μελαχρινοί. Στο φως μου, σου λέω. Τους πούλαγε ένας μια φορά στο παζάρι. Κάτι μαύροι άγγελοι με μπιρμπιλωτές χρυσές φτερούγες. Δε χόρταινες να τους κοιτάς! Ήθελα ν' αγοράσω ένα, μα δε μ' άφησε ο πατέρας σου. Τόσα εικονίσματα έχεις, μου είπε, πού θα τα βάλεις; - Είδες πως είναι κακός; - Δεν είναι κακός. Κουρασμένο είναι κι αυτό το δόλιο· από τα χαράματα στην οικοδομή... Γι' αυτό σου λέω: εσείς να μάθετε γράμματα, να γίνετε άλλως πως! - Εγώ δε θέλω να γίνω Αλλωσπός! Πουλί θα γίνω· δε μου χρειάζονται τα γράμματα... - Αχ, Θεέ και Κύριε, κι άγιοι μου Απόστολοι! Προς τι με βασανίζετε τόσο τη δόλια... - Δαμάσκα! γάβγισε από μέσα ο Σούλιας. - Έφτασα, άντρα μου! Μια στιγμούλα μονάχα, να δω κι εκείνο το κούτσικο τι κάνει... Έφαγες, Λιονταράκι μου; Έλα, το καλό μου... Έλα να πλύνεις τα χεράκια σου και να πας για ύπνο. - Δε θέλω! Φοβάμαι το φαλκονάκι! - Κάνε το σταυρό σου, και μη φοβάσαι τίποτα. Ο τόπος εδώ δεν έχει φαλκονάκια. - Φοβάμαι σου λέω! τσίριξε ο Λέος. - Σταμάτα πια, αγόρι μου! όρμησε η Σιδερία. Έλα 'δω. Αυτός τα κάνει όλα, ο ξορκισμένος ο μεγάλος. Μην κλαις. Θα σε πάρω μαζί μου, εντάξει; Ξάπλωσε κι έρχομαι... Οκτώβρης. «Έμασαν οι μέρες». Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η νύχτα έγερνε πάνω στο νυχτολούλουδο και ρέμβαζε. Ένα θαμπό μισοφέγγαρο φώτιζε αχνά τα σκαλιστά θεριά πάνω στις βρύσες - τις αρσενικές γοργόνες με τα 17
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
λοφία, τους φουστανελοφόρους σατανάδες, τους δράκους που 'βγαζαν περιστέρια από την κοιλιά τους. Η οικογένεια του Σούλια πλάγιαζε νωρίς. Ένα πέτρινο σπιτάκι σε μια περιοχή εκτός σχεδίου, έξω από την Αθήνα. Πεταμά την έλεγαν την περιοχή. Κάποτε, χρησίμευε για σκουπιδότοπος· οι γύρω συνοικίες πετούσαν εκεί ό,τι άχρηστο είχαν. Γι' αυτό πήρε αυτό το όνομα. Στον Πεταμά είχαν χτιστεί κάμποσα αυθαίρετα σπιτάκια, που είχαν μεγάλους κήπους, πάμπολλα φυτά και διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου. Υπερτερούσαν οι γάτες και οι χελώνες, κι ακολουθούσαν οι κότες, τα φίδια, οι σκύλοι, οι αλεπούδες, τα κουνέλια κι οι σκατζόχοιροι. Κάθε παιδί σ' αυτό τον επίγειο παράδεισο είχε στη δικαιοδοσία του τουλάχιστον πέντε γατιά, όσες χελώνες του 'κανε κέφι και όσα πουλιά κατάφερνε να πιάσει με τις ξόβεργες. Που σημαίνει πως θα 'πρεπε να νιώθει ευτυχισμένο - εκτός αν... Εκτός αν είχε σκούρο δέρμα, μάτια σαν κάρβουνο και στο κεφάλι του έπλεκε το σκοτάδι δαχτυλίδια... Αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα, «θεοτικά», όπως έλεγε η Δαμάσκα - κι έκλεινε την κουβέντα. Ήταν ένα θεόρατο νυχτολούλουδο που έπιανε όλο το δεξί μέρος του φράχτη, και σ' ένα σημείο, εκεί προς το παραθυράκι της κουζίνας, πλεκόταν με τη λουΐζα, και δεν τα ξεχώριζες. Εκεί κάπου προς το παραθυράκι της κουζίνας ήταν και οι βρύσες του Σούλια. Και όλα μαζί πλέκονταν μες στο σκοτάδι. Τ' αλλόκοτα θεριά, οι αμέτρητες γλάστρες, τα φίδια, οι χελώνες, οι πόθοι και οι καημοί των ανθρώπων. 18
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Η νύχτα ψηλάφιζε τ' αστέρια και τα όνειρα, και προχωρούσε. Προχωρούσε και ανάσαινε βαριά. Και ίδρωνε. Ίδρωνε και ανατρίχιαζε. Και σταματούσε ανάμεσα στα νυχτολούλουδα και στις σκουλαρικιές για να πάρει ανάσα. Ο Σούλιας λαγοκοιμόταν και στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Η Δαμάσκα ροχάλιζε. Η σκύλα, η Πανωραία, είχε στυλώσει, γερά στερεωμένα στη γη, τα πισινά της πόδια και γάβγιζε το φεγγάρι - είχε μια μανία αυτή η σκύλα με το φεγγάρι. Όταν ήταν πανσέληνος, δεν άφηνε κανένα στη γειτονιά να κλείσει μάτι. Ο Σέβης έβλεπε όνειρα πως πετούσε σαν τον αϊτό. Και η Σιδερία, αγκαλιά με τον μικρό, τον Λέο, είχε απλώσει το χέρι της και τον χάιδευε στα σκέλια. Μπορεί να το 'κανε στον ύπνο της. Μπορεί και στον μισοξύπνιο της να είχε αφήσει χαλαρές τις ορέξεις της. Μπορεί και να ήταν ξύπνια. Τον έπαιρνε συχνά στο κρεβάτι της τον Λέο η Σιδερία. Κάθε τόσο φρόντιζε να τον κάνει να φοβάται, να φτιάχνει δηλαδή έτσι το σκηνικό που να δείχνει ότι έφταιγε ο Σέβης, κι ύστερα να παίρνει τον Λέο μαζί της για να τον παρηγορήσει. Τον άφηνε πρώτα ν' αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της, κι ύστερα σιγά σιγά, σαν σε όνειρο, κατέβαζε το χέρι της, το 'χωνε στο βρακί του και τον χάιδευε... Πολλή ώρα... Πολλές φορές... Ώσπου ένιωθε ένα μούδιασμα στο κορμί της. Ώσπου ένιωθε να πέφτει μια πάχνη στα μέλη της και να τ' ανατριχιάζει...... Και η νύχτα προχωρούσε· ψηλάφιζε τ' αστέρια και τα όνειρα. Και ίδρωνε... Κάτι έπρεπε όμως, να καταλάβαινε και ο μικρός. Σαν να 19
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
του καλάρεσε, γιατί μέσα στον ύπνο του γουργούριζε και χαμογελούσε, μ' ένα διάφανο, αχνό χαμόγελο. Σαν μια σταγόνα δροσιάς... Ώρες ώρες μύριζε τόσο έντονα το νυχτολούλουδο, που σου μάτωνε την ψυχή.
20
Αναστάσιος Πάρδος· για τους δικούς του, Σούλιας. Οικοδόμος στο επάγγελμα - άλλο αν αυτός ξεχαρμάνιαζε σκαλίζοντας πέτρινες βρύσες. Στη γειτονιά τον έλεγαν Πόρδο. Και τις δύο γυναίκες, τη Δαμασκηνή και τη Σιδερία, για συντομία τις αποκαλούσαν Πορδαμάσκες. Οι Πορδαμάσκες κατάγονταν από ένα χωριό της Καρδίτσας. Οι γονείς τους ήρθαν στην Αθήνα, όταν αυτές ήταν ήδη της παντρειάς, ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη για την οικογένεια. Είχαν άλλη μια κόρη, την Αγγέλα. Αλλά αυτηνής φρόντισε να της βγάλει εγκαίρως το εισιτήριο για τον παράδεισο η Σιδερούλα, πάλι μεταξύ ύπνου και ξύπνου, πάλι, ας πούμε, στ' όνειρό της. Οι γονείς αγόρασαν εκείνο το χτήμα στον Πεταμά, έχτισαν σιγά σιγά το σπίτι και αντίο Καρδίτσα. Στον Πεταμά άφησαν και οι δύο τα κοκαλάκια τους. Το σπίτι δόθηκε προίκα στη Δαμασκηνή, κατόπιν επιμονής του Σούλια. Αλλά πάλι μεταξύ ύπνου και ξύπνου, πάλι, ας πούμε στ' όνειρό της, η Σιδερία κατάφερε με δόλιο τρόπο, λίγο πριν ξεψυχήσει ο πατέρας της, να της γράψει την επικαρπία. Ο μελλοθάνατος πείστηκε να κάνει αυτή την κίνηση, γιατί ήταν σίγουρος ότι η μικρή του κόρη η Σιδερούλα δε θα 21
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
'βλεπε ποτέ νυμφίο στο κρεβάτι της. Έπασχε από μια περίεργη αρρώστια που τη βασάνιζε και κανένας - γιατρός, πρακτικός ή... μάγος - δεν μπόρεσε να τη θεραπεύσει. Έπασχε από μια βασανιστική διάρροια. Αλλά εκτός από τη διάρροια είχε βγάλει και κακό όνομα στον Πεταμά και στις γύρω περιοχές εξαιτίας της τραγικής εκείνης ιστορίας με την Αγγέλα. Έτσι ο Σούλιας ζαλώθηκε τις δύο γυναίκες δια βίου. Ας έκανε κι αλλιώς. «Και καλά τη στεφανωτικιά» έλεγε. «Αλλά την μπατζακώνα;* Ποιος πούστης διάολος μου τη σέρβιρε...» Και συνέχιζε τραγουδώντας για την περίπτωση: «Είμ' ένας ψύλλος στο βουνό, σανίδια φορτωμένος. Κι έχω και πανωσάμαρο, σαράντα κολοκύθια...» Οι Πορδαμάσκες ήταν και οι δύο ψηλές, χοντρές, τα σώματά τους ήταν ίδια και απαράλλαχτα. Μόνο στο κεφάλι άλλαζαν. Η Δαμασκηνή έφερνε προς το ξανθό, είχε μάτια γκριζοπράσινα και στρογγυλό ρόδινο πρόσωπο. Η Σιδερία ήταν καστανή μ' ένα μακρύ σαν πεπόνι πρόσωπο, χρώματος λεμονί λόγω της διάρροιας. Εκεί που δεν έμοιαζαν καθόλου οι δύο αδελφές ήταν στο χαραχτήρα. Η Δαμάσκα ήταν μια αγία, η Σιδερία το δεξί χέρι του αρχισατανά. Ο Σούλιας γεννήθηκε και μεγάλωσε σ' ένα αρβανιτοχώρι της Αττικής. Ήταν το όγδοο και χαϊδεμένο παιδί της μάνας του. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει κι αυτή από το χωριό γιατί ο πατέρας Πάρδος είχε κάψει αρκετούς - σύμφωνα πάντα με τα όσα έλεγε ο κόσμος - τότε με τα κομματικά. Κατά τον Σούλια, ήταν ένας πατριώτης που θεώρησε * Ανύπαντρη γυναίκα. 22
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
χρέος του να προσφέρει όλες του τις δυνάμεις για να καθαριστεί ο τόπος από τα λογής λογής μιάσματα. Όπως και να είχε το πράγμα, η οικογένεια αναγκάστηκε να τα μαζέψει και να φύγει από το χωριό γιατί υπήρχε ο φόβος για το χειρότερο. Έφυγαν όλοι, εκτός από τη μάνα. Αυτή ισχυριζόταν ότι τα γέρικα δέντρα δεν μπορούν να μεταφυτευτούν. Και μάλλον έτσι πρέπει να είναι. Η γρια-Πάρδαινα, η Ευσεβία, η Εψεβία όπως τη φώναζαν, ήταν γνωστή σαν μάγισσα, όχι μόνο στο χωριό της αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Αναπαύτηκε σε ηλικία 110 χρονών και ως την τελευταία της μέρα (πέθανε καθιστή πίνοντας το καφεδάκι της στην αυλή του σπιτιού της) την επισκέφτονταν διάφοροι, ακόμα και Αθηναίοι, και όλοι ομολογούσαν πως έβλεπαν καλό από τις γητειές και τα ξόρκια της. Εκτός από τα μαγικά - πάντοτε με συνεργούς αγίους, όπως έλεγε, και ποτέ για να βλάψει κανέναν, ήταν ξακουστές και οι αλοιφές που έφτιαχνε από διάφορα βότανα. Θεράπευε εγκαύματα, εξαφάνιζε σπυριά και κρεατοελιές, μετέτρεπε ανίκανους άντρες σε δεινούς γαμήκουλες, μεταμόρφωνε σπανούς σε μαλλιαρά τέρατα. Με τα ξόρκια της, που τα 'φτιαχνε πάντοτε τη νύχτα παρέα με τ' αστέρια και κρατώντας διάφορα μέταλλα, θεράπευε τους κάθε λογής πόνους. Άνθρωποι που τους είχε σταματήσει τον πονόδοντο, δεν τον ξαναδοκίμασαν ποτέ στη ζωή τους· γέρασαν, σάπισαν τα δόντια τους, έπεσαν, αλλά ο πόνος δεν τους ξανάγγιξε. Από όλα αυτά τα χιλιάδες μυστικά που ήξερε η Ευσεβία, δεν εμπιστεύτηκε σχεδόν τίποτα σε κανέναν. Ο γερο-πατριώτης πέθανε νωρίς σχετικά και τα παιδιά πήραν διάφορους 23
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
δρόμους και σκόρπισαν. Ο μόνος που πήγαινε πότε πότε στο χωριό κι έβλεπε τη μάγισσα, και της πήγαινε και κανένα φακελάκι καφέ, ήταν ο Σούλιας. Γι' αυτό και κληρονόμησε ένα ελάχιστο μέρος, κάτι ψίχουλα, από τα μυστικά της. Ο Σούλιας έκανε αυτές τις αραιές επισκέψεις όχι γιατί ήταν ιδιαίτερα πονετικός, αλλά μέσα του είχε ένα φόβο: επιδίωκε να έχει πάντοτε την ευχή της μάνας του γιατί έτρεμε τις σκοτεινές δυνάμεις που είχε μέσα της. Η αλήθεια είναι πως πολλές φορές η Ευσεβία του είχε δώσει την ευχή της, αλλά φαίνεται πως δεν το 'κανε από καρδιάς. Ίσως έφταιγε κι αυτή η τελευταία μέρα της γριάς. Όταν ένιωσε, λέει, το Χάρο να 'ρχεται κοντά της, εκεί όπως ήταν καθισμένη στην αυλή και απολάμβανε τον βαρύ γλυκό της, φώναξε μια γειτόνισσα και την παρακάλεσε να μείνει κοντά της για να της κλείσει τα μάτια. Σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες της γειτόνισσας, η Ευσεβία πριν ν' αφήσει την ύστατη πνοή της σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και καταράστηκε τους πέντε γιους και τις τρεις θυγατέρες της. «Γέννησα κι ανάθρεψα οχτώ παιδιά», είπε. «Κανένα δε βρίσκεται εδώ να με αποχαιρετήσει. Να σκορπιστούν σε οχτώ ανέμους και να χαθούν.» Όπως κι έγινε. Άλλος πνίγηκε, άλλος αυτοκτόνησε, άλλη κάηκε, καθένας τελοσπάντων είχε ένα γρήγορο και αδόκητο τέλος. Ο Σούλιας ήταν ο πιο τυχερός, αν μπορούμε βέβαια να την ονομάσουμε τύχη αυτή. Ίσως ήταν εκείνα τα φακελάκια του καφέ που μέτρησαν. Ίσως η κούτα με τα λουκούμια - ποιος ξέρει... Τα μυστικά που κληρονόμησε ο Σούλιας από τη μάνα του ήταν ασήμαντα. Ήξερε, για παράδειγμα, να ξορκίζει τους ποντικούς από το σπίτι, να υπνωτίζει τις οχιές όταν μπερδεύονταν στα πόδια του, να ξεματιάζει, να επικοινωνεί με 24
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
κάτι περίεργους μυστικούς κώδικες με τα φυτά και τα ζώα του, να μαρμαρώνει ένα άγριο σκυλί όταν ερχόταν καταπάνω του, να προβλέπει τον καιρό. Ποιος ξέρει και τι άλλο ήξερε. Πολλές φορές, εκεί που καθότανε και σκάλιζε τις πέτρες, ψιθύριζε διάφορα λόγια ακαταλαβίστικα. Άλλοτε πάλι σηκωνότανε τη νύχτα κι έβγαινε στην αυλή κρατώντας σίδερα, χτένια, κάρβουνα, κλαριά απήγανου, διάφορα. Πάντως ό,τι και να ήξερε, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως στάθηκε ικανό να του αλλάξει στο ελάχιστο τη ζωή του. Ποτέ δεν είπε σε κανέναν τίποτα γι' αυτές του τις γνώσεις. Η Ευσεβία, όταν του μάθαινε κάτι, τον έβαζε να παίρνει όρκο βαρύ πως δε θα το βγάλει ποτέ από το στόμα του. Κι ο Πάρδος τους φοβότανε πολύ τους όρκους. Όταν κατέβηκε στην Αθήνα, νέο παιδί τότε, βρήκε αμέσως δουλειά γιατί και τα χέρια του έπιαναν και το μυαλό του έκοβε. Σε λίγα χρόνια είχε γίνει άριστος χτίστης. Τις βρύσες έμαθε να τις φτιάχνει μόνος του. Έτσι για να ξεδίνει, για να φεύγει ο νταλκάς από μέσα του.
Κοντά στο παραθυράκι της κουζίνας το φεγγάρι χάζευε το μισοτελειωμένο θεριό της βρύσης. Είχε σώμα αλόγου, πρόσωπο νεράιδας κι από το ένα πλευρό του φύτρωνε μια μεγάλη φτερούγα. Κάτι σάλευε πίσω από τη λουΐζα - μια σαύρα ή ένα μολυντήρι. Μια νυχτερίδα πέταξε με φόρα από τα κλαριά της ασημόλευκας και κρεμάστηκε στις κληματόβεργες. Ήταν κι εκείνο το τεράστιο νυχτολούλουδο που μεθούσε με την ανάσα του τα τριζόνια. Κι όλα μπερδεύονταν μέσα στα ξόρκια και στα μάγια της νύχτας. Η φτερούγα του αλόγου, τα μεθυσμένα τριζόνια, τα 25
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
πελώρια μάτια του Σέβη, τ' αμαρτωλά δάχτυλα της Σιδερίας, οι ξέμπαρκοι πόθοι του Σούλια και το πικρό δάκρυ που τρεμόπαιζε στα ματόκλαδα της Δαμάσκας. Όλα μπερδεύονταν... Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει - και προς τι... Αμάν αμάν καρδούλα μου. Μέθυσες κι εσύ από τα νυχτολούλουδα και σύρθηκες, σαν τις σαύρες και τα μολυντήρια, στα κλαριά της λουίζας. Βρε πώς κρεμάστηκες με φόρα σαν νυχτερίδα στις κληματόβεργες... Αμάν αμάν καρδούλα μου... Για δες πώς σε χαζεύει το φεγγάρι... Αυτή η γυναίκα, η Σιδερία, είχε ένα πάθος με τα λουλούδια. Τι ήθελες και δε θα το 'βρισκες στην αυλή της: λουλούδια σε παρτέρια, λουλούδια σε γλάστρες, σε βαρέλια, σε ντενεκέδες, σε κεσέδες, σε κονσερβοκούτια, λουλούδια παντού. Τα πιο όμορφα ήταν τα χρυσάνθεμα. Μοβ, κίτρινα, κόκκινα, άσπρα, μια πολύχρωμη πανδαισία. Καμάρωνε η Σιδερία. Καμάρωνε και τους κρεμούσε χάντρες και σκόρδα για το κακό μάτι. Τι τον έπιασε μια μέρα κείνον τον εξαποδώ τον Σέβη και, την ώρα που η Σιδερία αναπαυόταν αφού είχε καταπιεί το μεσημεριανό της ταβόρ, πήρε ένα μεγάλο μπουκάλι χλωρίνη και το 'χυσε από λίγο λίγο σε όλα τα χρυσάνθεμα. Μόνο οι χάντρες και τα σκόρδα απομείνανε στα ξερά κοτσάνια. Και να μην μπορεί κανείς να εξηγήσει αυτή τη συμφορά. Ούτε οι γείτονες, που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο, ούτε ο Σούλιας που ήξερε να συνεννοείται με τα φυτά. «Ανεξήγητο!» «Αν ήταν σκουλήκι, θα ξεραίνονταν σιγά σιγά. Να μπαρουτιάσουν έτσι από το βράδυ ως το πρωί;» Η άποψη της Δαμάσκας ότι «ήταν σημάδι εκ Θεού», δεν έπεισε κανέναν. Η Σιδερία έχυνε ποταμούς δακρύων και γενικά το σπίτι έμοιαζε σαν να είχε λείψανο. 26
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Κανείς δε θ' ανακάλυπτε ποτέ την αληθινή αιτία για το ξεψύχισμα σε μια νύχτα τόσων χρυσάνθεμων, αν δεν έβρισκε πίσω από ένα παρτέρι ο Λέος το άδειο μπουκάλι της χλωρίνης. - Πού το βρήκες αυτό, βρε; φώναξε ο Σούλιας και όρμησε από το τραπεζάκι της αυλής που είχε καθίσει να πάρει το βραδινό του. - Εκεί πατέρα, πίσω από τα ξερά. - Δαμάσκααα! Έλα 'δω! Εσύ μωρή άδειασες ένα μπουκάλι χλωρίνη; Πού την έβαλες; - Όχι, Σούλια μου. Ούτε που την άγγιξα. - Σιδερία, εσύ ανακατεύτηκες με τη χλωρίνη; - Εγώ; Δεν είμαστε καλά! Δεν ξέρεις πως με πειράζει στο αναπνευστικό και δεν την πλησιάζω; Εκείνη τη στιγμή γύρισε ο Σούλιας και κοίταξε τυχαία τον Σέβη. Μέσα στα πελώρια μάτια του είδε γραμμένη με κεφαλαία γράμματα την ενοχή του. - Εσύ κωλόπαιδο, ε; Εσύ την έφκιαξες τη δουλειά! - Όχι πατέρα. Δεν τα 'καψα εγώ τα χρυσάνθεμα. Με τη δεύτερη χαστούκα ομολόγησε. - Δεν το 'ξερα, καλέ... δεν το 'ξερα πως θα ξεραθούνε. Μη με σκοτώσεις. Δεν το 'θελα. - Δεν το 'θελες; Τότε γιατί το 'κανες; Να σου πω εγώ γιατί, άχρηστε. Γιατί μας μισείς. Γιατί μας εγδικιέσαι. Γιατί δε σ' αφήσαμε να ψοφήσεις. Γιατί σου δώσαμε ένα κομμάτι ψωμί. Στο γερο-διάολο να πας καταραμένο. Γέννημα οχιάς. Κι όλα αυτά συνοδεύονταν με τις ανάλογες κλωτσιές και μπουνιές. Η Σιδερία στεκότανε δίπλα κιτρινοπράσινη και απολάμβανε. 27
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Χτύπα το. Χτύπα το το φαλκονάκι. Σπάσ' του τα μούτρα. Λιάνισε το, Σούλια, πριν μας λιανίσει. Στ' ανάθεμα να πάει. Στα τριπλοτσάκιδα. Διώχ' το, βρε Σούλια! Αυτή τη στιγμή, κάλεσε το Εκατό να το πάει στ' ορφανοτροφείο. Νισάφι πια! Ο Λέος καθότανε σε μια γωνιά, κάτω από μια μεγάλη ανθισμένη καμέλια. Έκρυβε το κεφάλι του πίσω από τα φύλλα κι έκανε κάτι περίεργα σχήματα με τα χέρια και με τη γλώσσα του. - Αααα! Καλά σου κάνει! Αμέ! Εσύ δε μου χάλασες το ποδήλατό μου; Εσύ δε μου 'σπασες τα στρατιωτάκια μου; Καλά σου κάνει! Αμέ! Κάθε φορά που δέρνανε τον Σέβη, ο μικρός κρυβότανε πίσω από την καμέλια κι έκανε αυτά τα περίεργα σχήματα με τα χέρια και τη γλώσσα του: «Γρρρ. Μπρρρ. Νααα. Αμέ! Αμέ!» Ένιωθε μια παράξενη φούντωση όταν παρακολουθούσε αυτούς τους ξυλοδαρμούς. Σαν κάποιο χέρι να του χάιδευε το πουλάκι του. «Γρρ. Μπρρρ. Αμέ! Αμέ!» Μόνο η Δαμάσκα έτρεξε, όπως έκανε πάντα, ν' αρπάξει τον Σέβη από τις χερούκλες του Σούλια. - Αφησέ το, άντρα μου. Αμαρτία μεγάλη να το χτυπάς. Ψυχούλα έχει κι αυτό. Το μόνο που κέρδιζε κάθε φορά ήταν μερικές πατησιές στους κάλους της και καμιά δυνατή σπρωξιά. - Εσύ, τι ανακατεύεσαι; Την περόνιασε με τη ματιά της η Σιδερία: - Εσύ τον έκανες έτσι. Εσύ τον χάλασες. Μιλάς κι από πάνω; Τι του φταίξανε τα χρυσάνθεμά μου; - Σταμάτα πλιά. Φαρμάκι στάζει η γλώσσα σου. Εγώ θα σου φυτέψω άλλα. Να το σκοτώσει θέλεις; 28
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Να το σκοτώσει, ναι. Αυτό του πρέπει μετά από τέτοια πράξη. Ξέσπασε σε θρήνο η Δαμάσκα κι έφραξε με τη χούφτα το στόμα της σαν να 'θελε να στομώσει τον καημό της. - Γιε μ' γιε μ'.., Τι κακό έχω κάνει η δόλια! - Πάγαινε μέσα, ρε, να μη σε βλέπω, συνέχισε ο Σούλιας. Χάσου από τα μάτια μου, τέρας! Χάσου είπα! Έτρεξε το παιδί κι έπεσε του θανατά στο κρεβάτι του. Κι εκείνος άρπαξε το κρασοπότηρο που έπινε και το πέταξε στο τσιμέντο. - Άι σιχτίρ! Τούτο δεν είναι σπίτι, ρε! Κολαστήριο είναι! - Αυτός τα κάνει, Σούλια μου, όλα. Αυτός ο κερατόσπορος. Ηρέμησε. Ηρέμησε, σε παρακαλώ, μη σ' ανέβει η πίεση κι έχουμε άλλα. Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου. Πιες και μια γουλιά. - Ασε με, ρε Σιδερία, κι εσύ! Ασε με! Ο Σέβης έκλαιγε μέσα και κλοτσούσε τα κάγκελα του κρεβατιού του. - Μην κλοτσάς, αγόρι μου. Μην κλοτσάς και το σπάσεις κι αυτό, γιατί μετά ποιος τους ακούει. Ησύχασε... Ησύχασε να σε χαρώ. Ύστερα από πολλή ώρα, κι αφού κόντεψε να σπάσει το κρεβάτι και να γκρεμίσει τον τοίχο από τις κλοτσιές, ο Σέβης ηρέμησε. - Έλα, παλικάρι μου. Κάνε το σταυρό σου και ζήτησε συγνώμη από την Παναγιά. Αλλη φορά το παιδί μου εμένα δε θα ξανακάνει κακή πράξη. Ήταν μισόγυμνος. Το κορμί του, χνουδωτό σαν το άγριο ροδάκινο, άχνιζε. Έβραζε μέσα του το αίμα. Δε μιλούσε. Κατάπινε μόνο χοντρές μπουκιές την πίκρα του και πνιγό29
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
τανε. «Ιχγκ... Ιχγκ...» Φούσκωνε το στήθος του και πεταγότανε, σαν από λόξιγκα δυνατό. Η Δαμάσκα πήγε στην κουζίνα και του 'φερε ένα ποτήρι βυσσινάδα. Κι όπως του πλησίασε το ποτήρι στο στόμα για να πιει, αντίκρισε τα μάτια του και τρόμαξε: «Αμάν αμάν καρδούλα μου!» ψιθύρισε. «Μάτια λαίμαργα, ψυχή χαμένη...» Εκείνη τη νύχτα ο Σέβης είδε στον ύπνο του πως ήταν ένα μεγάλο γαλάζιο πουλί και πετούσε... Πετούσε ψηλά. Πάνω από την πόλη και τους δρόμους, πάνω από τα σχολειά, πάνω από τις εκκλησιές και τα σπίτια του Πεταμά. Πετούσε... Πετούσε κι έκανε τσαλίμια με τις φτερούγες του στον ήλιο. - Κι εσύ, Λέο μου, δεν έπρεπε να το δείξεις του πατέρα σου το αδειανό μπουκάλι. Σε μένα έπρεπε να το φέρεις. Σ' αρέσανε αυτά που γενήκανε απόψε στο σπίτι μας; Τ' αδέρφια πρέπει να ψυχοστηρίζονται, μάτια μου. - Και πού ήξερα εγώ, καλέ... Καλά να πάθει, όμως. Είναι κακός. Κι ο πατέρας το λέει και η θεία. Μαύρος και κακός και εξαποδός. Αμέ αμέ... - Ούι ούι μάνα μου! Λόγια φαρμακερά που λέει το κούτσικό μου! Δεν υπάρχουνε κακοί, μανάρι μου. Κακές είναι μόνο οι πράξεις μας καμιά φορά. Κάνε το σταυρό σου και πέσε να κοιμηθείς. Πολλές φορές ο Σέβης, σε μεγάλους καβγάδες, είχε σηκώσει χέρι στη θεία του: - Στο διάολο πουτάνα! Και να η κλοτσιά στο ξερό. - Θα σου κάνω μήνυση, άτιμε. Χασάνη! Αύριο θα πάω στο δικηγόρο μου. Έτσι θα σ' αφήσω νομίζεις; 30
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Ακόμη και τη Δαμάσκα κλοτσούσε αραιά και πού. - Φύγε κι εσύ από μπροστά μου, μαλακισμένη! - Ούι ούι, Παναγιά μου! Αμαρτία μεγάλη. Τη μάνα, καρδούλα μου; Ντροπής. Τον Σούλια δεν τον είχε κλοτσήσει. Όχι γιατί δεν το επιθυμούσε, αλλά τον έβλεπε έτσι σαν όρθια αρκούδα από πάνω του και κατουριότανε. Ο Λέος σε τέτοιες περιπτώσεις έδινε ρέστα. Τριβότανε ανάμεσα στις δύο γυναίκες, τις αγκάλιαζε και τάχα μου μιξόκλαιγε: - Μανούλα μου! Μανούλα μου και θείτσα μου! Θείτσα μου και μανούλα μου! Εκείνες τις ώρες τις πονηρές, ο Λέος υποθήκευε συμπόνια και εισέπραττε αργότερα χαρτζιλίκι από τη θεία και φιλιά από τη μάνα. - Είδες εγώ θεία; Είδες πώς σ' αγαπάω; Δώσε μου ν' αγοράσω σοκολάτα. - Πάρε, αγόρι μου. Εσένα σου αξίζουνε πολλά. Δε μοιάζεις εσύ μ' εκείνον τον άλλο τον τρώιλα που μπλέχτηκε στα πόδια μας. - Μαμά, εγώ σε χτύπησα ποτέ; - Την ευχή μου να 'χεις αγόρι μου. (Και δώσ' του φιλιά). Αυτό μας έλειπε. Ν' αρχίσεις κι εσύ. - Εμένα δε μ' αγαπάς περισσότερο από τον άλλο; - Δύο παιδιά μου 'στειλε ο Θεός, Λέο μου, δύο στη μέση έκανα κι εγώ η δόλια την καρδιά μου. Πάψε να μου βάζεις σπιουνιές, να σε χαρώ! Το χτήμα στον Πεταμά ο γερο-Νικήτας και η γυναίκα 31
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
του η Όλγα το αγόρασαν για να προικίσουν τις τρεις θυγατέρες τους. «Η μια κεντά τον ουρανό κι η άλλη το φεγγάρι κι η τρίτη η ομορφότερη κεντά τον Ιορδάνη.» Έτσι τους τραγουδούσε η κυρα-Όλγα και τις έφτυνε. Κι η Σιδερία, που ήταν η τρίτη, φούσκωνε και κορδωνόταν σαν βαρβάτος πετεινός. Αυτό βέβαια ήταν μια απλή φαντασίωση της Σιδερίας. Δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η άμοιρη, καρακάτσουλο γεννήθηκε, καρακάτσουλο πέθανε. Η όμορφη της παρέας ήταν η δεύτερη, η Αγγέλα. Κάτι μάτια πράσινα, τσακίρικα, ένα πρόσωπο τριανταφυλλένιο κι ένα κορμάκι χυτό, σαν άγαλμα. «Όνομα και πράμα!» θαύμαζε ο Νικήτας. «Ετούτη η θυγατέρα μας, γυναίκα, έχει τα κάλλη της. Δε χρειάζεται τίποτις άλλο.» Κι έτσι έγινε. Δε χρειάστηκε τίποτα. Γιατί μόλις την είδε ο Πόλυς (Πολύκαρπος το κανονικό), τον χτύπησε κατακέφαλα ο έρως. - Δε μ' αρέσει, γυναίκα, ετούτος ο κόντες Ραπανάκης που μας ξεφύτρωσε. Δε μοιάζει ισκιωμένος άνθρωπος. Ασε που έχει ένα γυάλος πονηρό στο ματάκι του. - Γιατί, βρε Νικήτα; Λεβέντης είναι, νέος, δουλευταράς, έχει την περιουσία του, τι άλλο θέλεις; - Μωρέ, τα έχει όλα όπως τα λες. Μα κείνο το γυάλος στο ματάκι... Εδώ μου κάθεται. - Τύχη χρυσή είχε το κορίτσι μας και λέγε εσύ τις τρέλες σου. - Σκατούλες! Αλλά αφού τον γουστάρετε μάνα και κόρη, πάσο. Ασχετα με το «πονηρό γυάλος» που είχε διακρίνει ο κυρΝικήτας στο ματάκι του, ο Πόλυς ήταν σίγουρα νοικοκύρης. Είχε καλή δουλειά, δικό του βαφείο αυτοκινήτων, είχε αγοράσει οικόπεδο κοντά στον Πεταμά, αλλά εντός σχεδίου 32
ΑΜΑΝ- ΑΜΑΝ!
και τέλειωνε τον δεύτερο όροφο. «Δε θέλω τίποτα, κυρΝικήτα. Με το ξερό βρακί να μου τη στείλεις τη θυγατέρα σου.» Αυτό άρεσε ιδιαίτερα στην κυρα-Όλγα, που πανηγύριζε γιατί ξεφορτώθηκε ένα θηλυκό χωρίς καθόλου να το καταλάβει. «Μακάρι όλα τα κορίτσια του κόσμου τέτοια τύχη σαν της Αγγέλας μου!» Στους πανηγυρισμούς της γυναίκας του δε συμμετείχε ο Νικήτας - ποτέ του δεν χώνεψε αυτόν τον «κόντε Ραπανάκη». Κι ύστερα, ο Νικήτας ήταν άνθρωπος της τάξης. Δεν του άρεσε καθόλου που άρχισαν τα παντρολογήματα από τη μέση. Δεν το 'χε για καλό. Πρώτα λογάριαζε να παντρέψει τη Δαμασκηνή. Μα επειδή δεν ήταν μόνο άνθρωπος της τάξης αλλά και της λούφας, το 'κανε γαργάρα το γεγονός. - Ο κόμπος στο χτένι δεν είναι η τρανή, του 'λεγε η κυρα-Όλγα. Αυτή είναι μυαλωμένη και θ' αποκατασταθεί. Το κακό σπυρί είναι η άλλη, η στερνή. Αυτή έχει όλο το ασκέρι των δαιμόνων μέσα της. Ποιος θα τη λουστεί αυτή; Μου λες; - Αμάν, μωρέ γυναίκα! Απ' όταν το γέννησες αυτό το κορίτσι, το είδες στραβά. Θα ξεχάσω νομίζεις, που φώναζες στη μαμή, μόλις σου είπε πως είναι θηλυκό, να το πετάξει στο ρέμα; Κατά την υποδοχή, συμπεριφέρεται και ο μουσαφίρης. - Καλέ! Γεννήθηκε σου λέω με αναποδογυρισμένη την ψυχή. Εγώ το 'νιωσα πριν ακόμα την αντικρίσω. Γεννιέται ο άνθρωπος, Νικήτα, δε γίνεται. Κι αυτά που λες εσύ είναι παραμύθια. Ξεφουρνισμένο το ψωμί, δεν παίρνει να φουσκώσει. - Ε... δεν έχει μόνο ψεγάδια. Έχει και τα καλά της. Είναι 33
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
εργατική και ξύπνια. Λίγα τα 'χεις αυτά; Οι άλλες είναι μουρόχαυλες. Δεν τις βλέπεις; Μέχρι να σηκώσουν το ένα ποδάρι σαπίζει το άλλο. - Από που 'σαι κλωναράκι; Από κείνο το δεντράκι. Μοιάζετε. Γι' αυτό παίρνεις πάντοτε το μέρος της. Αυτό είναι. - Μοιάζουμε! Τρόπος του λέγειν. Απλώς, όταν βλέπουμε να 'ρχεται ο άλλος καταπάνω μας και να δείχνει τα νύχια του, εμείς δεν αρχινάμε το «Πάτερ ημών». Πράττομεν αναλόγως. Παντρεύτηκε η Αγγέλα και πάνω στο χρόνο απόχτησε το πρώτο της αγόρι. Ένας άγγελος κι αυτός. Ίδιος η μάνα του. Τον τρίτο χρόνο οι άγγελοι γίνανε δύο και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Δεν ήταν βέβαια και καμιά προκομμένη. Κουραζότανε πολύ, δεν της έμενε καιρός ν' ασχολείται με τον Πόλυ κι εκείνος άρχισε λίγο λίγο τις γκρίνιες και τα καβγαδάκια. Τότε ήταν που η κακή της μοίρα την οδήγησε ένα βροχερό απόγευμα του Γενάρη να πάρει τους αγγέλους της και να πάει να ζητήσει βοήθεια από την οικογένειά της. - Δεν μπορώ! Θ' αρρωστήσω! Σπίτι, δύο μωρά, ο Πόλυς ιδιότροπος, δεν τα καταφέρνω. Ας έρθει μια σας να με βοηθήσει. Ο Νικήτας κούνησε το κεφάλι του, έστριψε το μουστάκι του, κατέβασε μια δύο κούπες κρασί και ξερόβηξε. - Ο έχων τα γένια να εύρει και τα χτένια. Αλλά πάλι, μάνα και θυγατέρες είσαστε, βρείτε τα. Αν θέλει να 'ρθει καμιά να σε βοηθήσει, ας έρθει. Εγώ πάντως, αν ήμουν άντρας σου, δεν θα το επέτρεπα αυτό. Να εισχωρήσει ξένος δάχτυλος στο οικογενειακό μου άσυλο; Αλλά, δε μου πέφτει λόγος. Η κυρα-Όλγα είχε τα αρθριτικά της. Κάθε φορά για να σηκωθεί από την καρέκλα έκανε δέκα μανούβρες. Επομένως, 34
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
για βοήθεια ούτε λόγος. Η Δαμασκηνή πάλι, άσε που ήταν πιο αργή από την Αγγέλα, αλλά εκείνο τον καιρό πήγαινε και στη μοδιστρική. - Θα 'ρθω εγώ, πετάχτηκε η Σιδερία, που δεν άντεχε πια να τσακώνεται με τη μάνα της και προσδοκούσε κάτι για ν' αλλάξει η ζωή της. Μάζεψε τα ρουχαλάκια της σ' ένα ριγέ υφαντό σακούλι, πήρε παραμάσκαλα και τον έναν άγγελο και μπρος... Ήταν ένα βουρκωμένο απόγευμα του Γενάρη. - Βιαστείτε! φώναξε ο κυρ-Νικήτας. Από γύρω γύρω μαζεύει ο καιρός. Έρχεται βροχή... Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμόταν πάνω της και νανούριζε τους πόθους της. Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς. Ήταν η φτερούγα από τ' όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού. Ήταν ο αναστεναγμός από τον ξεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν. Ήταν οι κόμποι από το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν. Ήταν η αναπνοή του Λέου που τρεμόπαιζε στα φτερά της άσπρης πεταλούδας και δεν την άφηνε ν' αποκοιμηθεί. Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας. Ήταν όλ' αυτά ανακατωμένα. Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει - και προς τι... 15
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Αμάν αμάν καρδούλα μου! Ένας σεβντάς ειν' όλα. Μια σταγόνα δροσιάς, πάνω στο πολύχρωμο κεφάλι της νιογέννητης κάμπιας. Αμάν αμάν καρδούλα μου... Ένα σερμπέτι ειν' όλα. Ένας καημός...
36
Σηκώθηκε αξημέρωτα ο Σούλιας, πήρε το δικανό του και τη σκύλα του και ξεκίνησε για κυνήγι. Αυτή η καφετιά γκέκικη σκύλα, η Πανωραία, είχε καταντήσει η μάστιγα της γειτονιάς. Μόνο τις νύχτες, που δεν έβλεπε το φεγγάρι, ησύχαζε. Μέχρι και την αστυνομία του είχαν φέρει του Σούλια. - Τι να κάνω, κυρ-αστυνόμε; Να της βουλώσω το στόμα ή να καταπιώ το φεγγάρι; - Να λάβετε τα μέτρα σας, κύριε Πάρδο. Δεν μπορεί, επειδή σεληνιάζεται το σκυλί σας, να μην αφήνει κανένα να κοιμηθεί. Στην ανάγκη, να το απομακρύνετε. - Καλά, κυρ-αστυνόμε. Θα δω. Κι ύστερα γύριζε και χάιδευε τη σκύλα στο κεφάλι. «Μην ακούς, μωρή!» ήταν σαν να της έλεγε. «Σ' αφήνω εγώ;» Και η σκύλα καταλάβαινε κι έβγαζε τη γλώσσα της και του 'γλειφε τα χέρια. «Φρόνιμα, φρόνιμα. Μην το παίρνεις και πάνω σου.» Και σκεφτότανε: «Αυτό έλειπε. Ν' αποχωριστώ το ζωντανό μου γιατί έτσι το θέλησαν οι σπιούνοι. Βρε δεν πάνε να χεστούνε. Σκυλί είναι, γαβγίζει. Τι θα κάνει; Θα κελαηδάει;» - Στο κυνήγι, θα πας, Σούλια μου; - Ναι. Γιατί; Θ' αρωτήσω κανένανε; 37
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Όχι, άντρα μου. Μα ξέρω πως μόνο τις Κυριακές πηγαίνεις. - Ε, τώρα θα πηγαίνω και τις καθημερινές! - Καλά, άντρα μου. Προς τι μου μανίζεις πρωί πρωί; - Κοίτα να φέρεις καλαμπόκι για τις κότες και να ξελακκώσεις τα δέντρα πίσω. Τα 'πνιξε το χορτάρι. Δεν τα βλέπεις; - Μείνε ήσυχος. Θ' αργήσεις; - Ό,τι θέλω θα κάνω! είπε απότομα ο Σούλιας και βρόντηξε την πόρτα. Όταν πήγαινε για κυνήγι, ανέβαινε ψηλά στα βουνά του χωριού του. Πότε χτυπούσε κανένα πουλί, πότε δε χτυπούσε τίποτα. Σπάνια η Πανωραία έβγαζε και κανένα λαγό. Ο Σούλιας δεν το 'κανε τόσο για τους λαγούς ή για τα ψοφόπουλα, όπως τα 'λεγε. Άλλωστε ποτέ δεν έτρωγε αυτά που χτυπούσε. Το 'κανε πιο πολύ για να γυρνοβολάει στα βουνά και να παίρνει τον αέρα του. «Ν'ακούσω γερακιού φωνή», σιγοτραγουδούσε, «και φάλκο να λαλήσει.» Γύριζε στις ρεματιές, μάζευε μανιτάρια κι αγριοράδικα, ύστερα καθότανε σε μια πέτρα, έτρωγε ελιές και παξιμάδι, έπινε κανένα τσίπουρο, κοίταζε γύρω γύρω και χόρταινε η ψυχή του. «Τόση λευτεράδα λοιπόν...» σκεφτότανε. «Τόση λευτεράδα έχει δοθεί στον άνθρωπο, τόσο πλούτος... Δάση, βουνά, θάλασσες, πεδιάδες... Και πάει ο ζεβζέκης και χώνει το ξεροκέφαλό του σε μια τρύπα και καταδικάζεται. Μόνος του. Χωρίς κανείς να τον αναγκάσει. Λοιπόν, απ' όταν θα γεννηθεί ο άνθρωπος, επιδιώκει την καταδίκη του. Αυτό θέτει σαν σκοπό της ζωής του. Για κοίτα ρε τόση λευτεράδα! Τόσο πλούτος! Και πάνε χαμένα! Λοιπόν, τη ζημιά 38
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
την κάνει το μυαλό. Εκείνο είναι που τα χαλάει όλα. Το μυαλό είναι σκοτεινό σαν σπηλιάρι. Εκεί μέσα σαπίζουνε όλα και βρομάνε. Ο Θεός λοιπόν, αν υπάρχει βέβαια, μίσησε πολύ τον άνθρωπο. Πούτσες που λένε πως τον αγάπησε περισσότερο από τ' άλλα πλάσματά του. Μωρέ τον μίσησε και του 'δωσε το μυαλό για να τυραγνιέται. Να τυραγνιέται και να βλέπει ύστερα εκείνος, να κάνει την πλάκα του. Αλλιώς δεν εξηγείται η κατάσταση.» Αυτή ήταν η γενικότερη φιλοσοφία του Σούλια για τις σχέσεις Θεού και ανθρώπου κι αυτά σκεφτότανε όσες φορές ανέβαινε στα βουνά και φούσκωναν τα στήθια του από τη «λευτεράδα». Αν ήταν στα μεγάλα του κέφια, όταν κατηφόριζε να φύγει μουρμούριζε κάποιο άσμα που του άρεσε ιδιαίτερα κι έδενε με το σκηνικό: «Να 'μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο κόκορας και γάτος το Γενάρη.» Και γάιδαρος ο Σούλιας να ήτανε και κόκορας, σπουδαία πράγματα δεν θα είχε κάνει ποτέ. Δεν ήταν τα γράδα του για μεγάλες επιδόσεις. Μια φαντασίωση ήταν το τραγουδάκι και τη φουμάριζε, όπως τον άσο φίλτρο. Αυτός δύο γυναίκες είχε γνωρίσει στη ζωή του. Την Άννα (κοντοστούπα την έλεγε όταν ήθελε να την πειράξει) και τη Δαμασκηνή. Την Άννα... Κάθε φορά που την έφερνε στο μυαλό του, ερχόταν τούμπα ο κόσμος όλος. Κι αυτή η «λευτεράδα» που έλεγε, και το «πλούτος», γινότανε οχιά δικέφαλη και του φαρμάκωνε την ψυχή. Εκείνη την ημέρα στο κυνήγι, καθώς θαύμαζε το έργο του Υψίστου και φιλοσοφούσε, του 'ρθε πάλι μπροστά του η 39
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
εικόνα της Άννας - η εικόνα που συμπλήρωνε πάντα το μεγαλείο του κόσμου. Αν ο Ύψιστος δεν είχε πλάσει την Άννα, το έργο του σίγουρα θα έμενε λειψό και άχαρο. Την Άννα την κοντοστούπα, την ασχημούτσικη, με το αδύνατο κορμάκι, τα κατσαρά κοκκινωπά μαλλιά, το βελούδινο βλέμμα κι εκείνο το στιφό χαμόγελο. «Τόσος καιρός πέρασε... Ήμουνα νιος και γέρασα. Τι ν' απόγινε αυτή η γυναίκα αλήθεια... Πουθενά... Κανείς δεν τη συνάντησε. Δε ματακούστηκε. Κι ύστερα σου λένε πως ο κόσμος είναι μικρός. Μικρός είναι ο πούστης για όσους τον διαβαίνουνε καβάλα. Για τους άλλους είναι απέραντος. Απέραντος κι έρημος. Σκατά. Ένα δεν μπορώ να καταλάβω. Όλ' αυτά τα χρόνια, γιατί ο κερατάς να μην ψάξω μια φορά να βρω τα ίχνη της; Να μάθω για τη ζωή της; Αυτό θα κάνω τώρα. Ποτέ δεν είναι αργά. Θα ψάξω, θ' αρωτήσω, θα την ανακαλύψω. Δεν μπορεί να την κατάπιε η γης. Να τη δω, μωρέ, θέλω. Να τη δω μια στιγμή κι ας είναι η τελευταία μου. Κι η κυρά Δαμάσκα;... Άσ' την αυτή. Τι μου χρώσταγε, θα μου πεις, η γυναικούλα. Καλή μου στάθηκε. Στρατιώτης πιστός. Αλλά τι να το κάνεις... Η Άννα ήταν το ταίρι μου σ' αυτόν τον κόσμο. Το καπάκι μου. Όλα τ' άλλα... Διάβα μέρα, να διαβώ...» Πέρασε το τουφέκι στον ώμο του, έριξε δυο βρισιές της Πανωραίας για εκτόνωση και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Την Άννα την κοντοστούπα, την ασχημούτσικη, τη γνώρισε ο Σούλιας τον τρίτο χρόνο που κατέβηκε στην Αθήνα. Η καρδιά του έσταζε ροσόλι για πάρτη της. Δεν είχε μάτια για καμιάν άλλη. Αυτή ήταν ο ήλιος του, ο αέρας του, η αναπνοή του. Ακόμη περισσότερο ερωτοχτυπημένη ήταν 40
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
εκείνη. Άκουγε «Σούλιας» και γινότανε φλόγα. Άνεμος. Καπνός. Πριν της παραδώσει την καρδιά του, την είχε περάσει από σαράντα κύματα. Η Άννα ήταν πάντοτε η πρώτη, η μεγάλη, η μοναδική. Ο έρωτας κράτησε πέντε χρόνια. Και θα κρατούσε ίσως μια ολόκληρη ζωή, αν δεν έτρεφε μέσα του ο Σούλιας αυτή την καταραμένη επιθυμία να διαιωνίσει το είδος. Μια τόσο δυνατή επιθυμία, που του μάραινε και του τσάκιζε όλα τα υπόλοιπα. Ακόμη και τον έρωτά του για την Άννα. Την Άννα την κοντοστούπα. Την ασχημούτσικη. Τη μοναδική! Ήθελε οικογένεια ο Σούλιας. Ρίζες. Φύτρες. Κλαδιά και παρακλάδια. Πίστευε πως ο άνθρωπος είχε υποχρέωση ν' αφήσει απογόνους σ' αυτή τη γη, αλλιώς ήταν ένας άχρηστος, ένας τιποτένιος. Πριν τη χρίσει επίσημα κυρά του, ήθελε να τη δοκιμάσει και σ' αυτό. Κι η Άννα εκεί, δεν τα κατάφερε. Δεν είχε τα κότσια. Κώλωσε. Και τι δε μεταχειρίστηκε η άμοιρη για να συλλάβει. Γύρισε γιατρούς, γύρισε πραχτικούς, γύρισε μάγους, μηδέν στο πηλίκον. Κι ο Σούλιας εκεί. Σαν το μουλάρι. - Αφού δεν πιάνεις παιδί, δε γίνεται να προχωρήσουμε. Έλιωνε στην αγκαλιά της, τη γούσταρε, την αγαπούσε, μα δεν την ήθελε για γυναίκα του. - Οι δυο μας, μωρή, θ' ανοίξουμε σπιτικό; Δυο μαγκούφηδες να κοιτάμε ο ένας τον άλλο; Εγώ θέλω κόσμο γύρω μου. Θέλω παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα. Θέλω να καρπίσει ο σπόρος μου. Αφού δε γίνεται αυτό μαζί σου, θα δυστυχήσω. Μην κοιτάς τώρα που γλείφουμε τα μέλια και τα σορόπια. Θα 'ρθει μέρα που θα σ τ ο χτυπάω και θα σε 41
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
καθίζω στο σκαμνί. Θ' αντέχεις να μ' ακούς; Μαρμάρα γυναίκα εγώ δεν παντρεύομαι. (Μαρμάρα ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσε η μάνα του όταν αναφερότανε σε στείρα γυναίκα.) Στο τέλος την παράτησε. Η Άννα η κοντοστούπα, η ασχημούτσικη, η Μαρμάρα... Έκλαψε, έπεσε στα πόδια του, του ορκιζόταν πως αν την αφήσει θα πεθάνει. Τίποτα ο Σούλιας. Πονούσε κι αυτός, υπέφερε, μα πίσω δεν έκανε. - Γάμος πάει να πει οικογένεια, παιδιά. Τ' άλλα είναι γκομενιλίκια. Τα ζήσαμε, τα περάσαμε, ώρα να σοβαρευτούμε. Σ' ένα χρόνο παντρεύτηκε, από συνοικέσιο, τη Δαμάσκα. Κι ούτε μ' αυτή θα 'φτανε στο μυστήριο, αν δεν είχε φροντίσει πρώτα να την γκαστρώσει. «Καρπούζι με τη βούλα», έλεγε και κόμπαζε. Άλλες βέβαια οι βουλές του Κυρίου, αλλά ποιος Σούλιας είναι πότε· ικανός να τις γνωρίζει... - Σιδερία, παράτα το πλεχτό και φέρε μου ένα προσάναμμα ν' ανάψω τη μασίνα. Ώρα την ώρα θα 'ρθει ο Σούλιας και δεν εζέστανα το φαγητό. Τρέχα φώναξε και τα παιδιά να μαζευτούν. Πώς με πήρε η μέρα από κάτω σήμερα! - Η μοίρα σε πήρε από κάτω, αδερφή. Που 'γινες δούλα απλήρωτη στους Πάρδους. - Αυτοί είναι οι άνθρωποι μου. Η ζωή μου. Τι θέλεις να κάνω; Πρώτα ακούστηκαν τα γαβγίσματα της Πανωραίας, ύστερα τα βαριά βήματα του Σούλια. - Γιε μ' γιε μ'... Έρχεται. - Ε, και; Τι σε πιάνει κωλοπιλάλα; Χεστήκαμαν! 42
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Ο Σούλιας μπήκε μέσα σκοτεινός σαν φορτωμένο σύννεφο. - Πού είναι το φαγητό; - Καλώς τονα! Έτοιμο είναι το φαγητό. Να και το ψωμάκι σου. Κι η σαλατούλα σου. Πέρασε πρώτα να πλυθείς, να πάρεις μιαν ανάσα. - Καίει η μασίνα; - Καίει, άντρα μου. Δεν τη βλέπεις; - Να ψήσω λίγο τυρί. Δεν το 'ξερες πως θα πιω ένα ποτήρι κρασί; Με τον τραχανά θα το πιω; - Εγώ... εγώ θα στο ψήσω, άντρα μου. Προς τι στενοχωριέσαι; - Τι κάνεις εκεί; - Το τυράκι ψένω, Σούλια μου. - Σβας τη φωτιά, μωρή; Αυτό κάνεις; - Δεν τη σβάω, άντρα μου. Προσέχω. - Τη σβας, μωρή, την Παναγία σου. Τη σβας! - και της έδωσε μια σπρωξιά που την πέταξε στην άκρη της κουζίνας. Στο μυαλό του είχε κολλήσει η ιδέα να ψάξει για την Άννα. Τα χείλια του ήταν ζαρωμένα. Το στόμα του πικρό. Η ψυχή του πηχτή σαν τη μούργα. Όλα του φταίγανε, όλα του βρομούσανε, όλα τον τρυπούσανε σαν σακοράφες. - Καλά σου κάνει! της έλεγε η Σιδερία μετά που καθίσανε οι δυο τους στην κάμαρη. Η Δαμάσκα έκλαιγε κουλουριασμένη σε μια γωνιά σαν έμβρυο. Ποτέ της δεν έλεγε τίποτα, δεν κατηγορούσε κανέναν. Όταν άνοιγε καμιά φορά το στόμα της ήταν για να πει «ο Θεός είναι μεγάλος», «ο Θεός ξέρει», κι άλλα τέτοια παρόμοια. Έγερνε το κεφάλι της στον ίσκιο του Θεού κι απάγκιαζε... 43
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Καλά σου κάνει! επέμενε η άλλη. Δεν πάτησες ποδάρι από την αρχή. Πού ξανακούστηκε να μας χορεύει σαν τις αρκούδες ένας Αρβανιταράς; Μια χαρά κοπέλες! Ούτε κουτσές ούτε στραβές ούτε του δρόμου είμαστε. Άλαλη είσαι, μωρή; Δεν μπορείς να υπερασπίσεις τον εαυτό σου; Δεν έχεις νεύρο; Να σηκωθείς επάνω και να του πεις: Φεύγα, ρε! Έξω! Δικό μας είναι το σπίτι. Σε ποιόνα φωνάζεις; Στη δούλα σου; Άκου, «σβας τη φωτιά»... Δεν είχε άλλη αφορμή να βρει το χτήνος. Η φωτιά έκαιγε καμίνι, κι αυτός «σβας τη φωτιά»... - Τι να του πω, αδερφή; Θα φωνάξει εκειός πιο δυνατά. Ορίστε. Φεύγω θα μου πει. Και θα φύγει. Αυτό θέλω εγώ; Να χαλάσω το σπίτι μου θέλω; - Καλέ σιγά το σπίτι! - Έτσ' είναι, κυρά μου. Σ' όλες τις οικογένειες το ίδιο γίνεται. Κάθε καμινάδα καπνίζει τη δική της πίκρα. Κι αν δεν είναι αυτά, θα 'ναι άλλα. Μόνο εμείς νομίζεις είμαστε; - Τίποτα. Από την αρχή δεν έπρεπε να του δώσεις τόσον αέρα. Είδες εγώ; Κοτάει να μου πει τίποτα εμένα; - Άλλο είσαι εσύ. - Κι εσύ αν είχες καλή πολιτική θα 'σουνα κυρία τώρα. Μα τέτοιο ζώον που είσαι! Μη στεναχωρηθεί ο Σούλιας, μη θυμώσει ο Σούλιας, μην κλάσει ο Σούλιας, να τος τώρα ο Σούλιας στο σβέρκο μας να χορεύει καρσιλαμά. Και να είχε να μας κατηγορήσει σε τίποτα, θα 'λεγα ναι. Αλλά σε τι; Δεν είμαστε νοικοκυρές; Δε νοιαζόμαστε για τα παιδιά του; Ποια παιδιά του, δηλαδή... Θου Κύριε... - Σταμάτα, πλιά! Σταμάτα! Έχει κι αυτό τα βάσανά του, τις πίκρες του. Ξερό δεντρί κι αυτό το δύστυχο... Όταν μιλούσε η Δαμάσκα για τον άντρα της, τον έκανε 44
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
πάντοτε ουδέτερο. Σα να μιλούσε για κανένα παιδί. «Αυτό», «άστο», «το είδες». Εκείνο το βροχερό απόγευμα του Γενάρη, που η Σιδερία φορτώθηκε στο ένα χέρι τη ριγέ σακούλα με τα υπάρχοντά της και στο άλλο τον μικρό άγγελο και κίνησε για το σπίτι του Πόλυ, ο Θεός είχε καθίσει σταυροπόδι κάτω από τη μεγάλη σκουλαρικιά κι έκανε παιχνίδι. Ήταν ένα πικρόχολο απόγευμα, που οι δυο μικρές δίδυμες κουκουναριές στον κήπο προσπαθούσαν να εξηγήσουν τ' όνειρό τους. Είχαν δει, λέει, πως χάριζαν στο Νοτιά, για να τον καλοπιάσουν, όλα τα δροσερά κλαριά και τις κουκουνάρες τους. Σάμπως κι η κυρα-Όλγα δεν το 'χε δει αποβραδίς το όνειρο; - Βγήκα, λέει, Νικήτα μου, στην αυλή και βλέπω τη ροδιά μας κάρβουνο. Φωνάζω τα κορίτσια να τ' αρωτήσω τι συμβαίνει και παρουσιάζεται πρώτη η Αγγέλα μας τελείως φαλακρή. Κοιτάζω έντρομη και βλέπω πίσω της τη Σιδερία να φοράει ένα κόκκινο φουστάνι και να κρατεί σ' ένα μεγάλο δίσκο τα μαλλιά της αδερφής της. - ...Όνειρα... Αηδίες. Ξέσκεπη θα 'σουνα, ξερόβηξε ο Νικήτας κι έστριψε το μουστάκι του. Όταν ήρθε η Αγγέλα εκείνο το δακρυσμένο απόγευμα να ζητήσει βοήθεια, η κυρα-Όλγα χαμογέλασε. - Να το τό όνειρο. Οι δυσκολίες της Αγγέλας. Δεν πήγε το μυαλό της παραπέρα. Όταν άρχισε να νυχτώνει κι έπιασε δυνατή βροχή, οι δύο μικρές δίδυμες κουκουναριές φιλήθηκαν σταυρωτά και ψιθύρισαν: «Να το τό όνειρο. Η δυνατή βροχή.» 45
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Δεν πήγε το μυαλό τους παραπέρα. ...Πού ξέρουν οι άνθρωποι και οι μικρές δίδυμες κουκουναριές να διαβάζουν τα μελλούμενα... Την άλλη μέρα ένας μεθυσμένος τζογλαναράς Νοτιάς, ξερίζωσε τις μικρές δίδυμες κουκουναριές. Την άλλη μέρα, ο Θεός έτριβε τα χέρια του κάτω από την κόκκινη σκουλαρικιά. Είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά στο σπίτι της Αγγέλας. Η Σιδερία μεγαλουργούσε. Το νοικοκυριό στην τρίχα, τα παιδιά στην εντέλεια και ο Πόλυς να ουζάρει κάθε βράδυ στην βεράντα του πανευτυχής. Αυτά τα καταραμένα ούζα ήταν η αρχή του κακού. Εκείνη την ώρα πάντα η Αγγέλα κοίμιζε τα μωρά της κι ο Πόλυς, για να μην ουζάρει μοναχός, φώναζε τη Σιδερία να του κάνει παρέα. Μια, δυο, τρεις, αρχίσανε να πετάνε σπίθες τα ματάκια. Η φτωχή Αγγέλα δεν ήταν ποτέ τόσο θερμή στον έρωτα, όσο την ήθελε ο Πόλυς που κατέτασσε τον εαυτό του στους μεγάλους πηδηχταράδες. «Νερουλή» την αποκαλούσε. Την έγδυνε κι αυτή μάζευε το σεντόνι και σκεπαζόταν τη χαϊδολογούσε κι αυτή ζάρωνε σαν το σκουλήκι όταν το ακουμπάς μ' ένα ξυλάκι. - Δε συμμετέχει, παραπονιόταν ο πηδηχταράς. Αυτή η ψυχρότητα, που προερχόταν από την ιδιοσυγκρασία της Αγγέλας, ήταν η αιτία ν' αρχίσουν οι πρώτες γκρίνιες. - Αλίμονο από τον άντρα που δε σηκώνεται χορτάτος από το κρεβάτι του, αποφάνθηκε ο γερο-Νικήτας όταν έμαθε για τους τσακωμούς του ζευγαριού και ζήτησε από το γαμπρό του να του ομολογήσει την πάσαν αλήθεια. Κι είχε δίκιο ο γέρος. Τίποτα δεν του άρεσε του Πόλυ μέσα 46
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
στο σπίτι, τίποτα δεν τον ευχαριστούσε. Το χαμόγελο του ήτανε πάντοτε μισό. Πώς κατάφερνε έτσι και χαμογελούσε, σαν να 'χε πάθει ελαφρύ εγκεφαλικό! - Σ' αρέσει το φαγητό, Πόλυ; Νόστιμο δεν είναι; Και τι να πει τώρα για το φαγητό, που δεν είχε ψεγάδι. Σ' αυτά την Αγγέλα δεν την έπιανε καμιά. - ...Εμ... Καλό. Αν είχε και λίγη αμπαρόριζα.. - Χριστός και Παναγιά! Αμπαρόριζα στον καπαμά; - Εμ... Κάτι του λείπει πάντως. «Τόσο έμορφη γυναίκα!» σκεφτόταν. «Και να μην έχει συμμετοχή! Πού να το φανταζόμουνα ο καντέμης! Πίστευα πως στην αρχή αντιδρούσε έτσι επειδή ήταν αμεταχείριστη. Τίποτα... Πιάστηκα αδιάβαστος. Η κάβλα με την εμορφιά ουδεμίαν σχέσιν έχει.» Κι όλο γκρίνιαζε και μουρμούριζε. Κι όλο ξίνιζε τα μούτρα του κι έφτυνε τα λόγια του. Τη μια του 'φταιγε το πουλόβερ που του 'ξυνε το σβέρκο, την άλλη το κρεβάτι που ήταν σκληρό, την παράλλη τ' αγγελόμορφα τέρατα που έκλαιγαν... Ή ο καπαμάς, που δεν είχε αμπαρόριζα... Εκείνο το παιχνίδισμα των ματιών με τη Σιδερία την ώρα που κατέβαζε τα ουζάκια ήταν μια παρηγοριά. Μωρέ τι παρηγοριά... Ζάχαρη ήταν. - Ματάκια ειν' αυτά, κοκόνα μου, ή ηλεκτρισμένα σύννεφα που μου ρίχνουν κεραυνούς... Χιχίριζε η Σιδερία λες και τη γαργαλούσαν είκοσι δάχτυλα μαζί. Γι' αυτήν κι αν ήτανε ζάχαρη! Πού να κοιμηθεί το βράδυ... Ένιωθε τη μυρουδιά του ιδρώτα του να της σπάει τα μηλίγγια, την αναπνοή του να πέφτει πάνω της και να γεμίζουν οι φλέβες της δυναμίτη. Στριφογύριζε στο στρώμα, λαχάνιαζε, όπου και ν' ακουμπούσε το κορμί της 47
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
βολή δεν έβρισκε. Πολλές φορές σηκωνόταν περασμένα μεσάνυχτα να ποτίσει τα λουλούδια, να σιδερώσει, να βάλει μπρος και να ζυμώνει μουστοκούλουρα. - Τρελάθηκες, Σιδερούλα; της έλεγε το πρωί αγγουροξυπνημένη η Αγγέλα. Τι σε πιάνει και βρικολακιάζεις; - Δεν ξέρω. Άσε με κι εσύ! Τα νεύρα μου! Κάτι έχουν τα νεύρα μου. - Αν κουράζεσαι, να γυρίσεις στη μάνα. Δε θέλω να πεις πως αρρώστησες στο σπίτι μου. - Όχι. Δε θα το πω. Τίποτα δεν είναι. Θα μου περάσει... Πού να φύγει... Ξεκολλάει η σφήγκα από το μέλι; Ο άλλος πάλι πήγαινε φτιαγμένος στο κρεβάτι και γύρευε ν' αλαφρώσει στην Αγγέλα. - Ωχ, μωρέ Πόλυ! Όλο εκεί είναι το μυαλό σου! Δε σ' απασχολεί τίποτ' άλλο; Κι όταν με χίλια ζόρια τέλειωνε επιτέλους η ιεροτελεστία, αυτή ένιωθε σαν να της είχαν δώσει μπουνιές στο στομάχι κι αυτός άναβε το πορτατίφ και κάπνιζε. - Δε θα κοιμηθείς; - Μου 'φυγε ο ύπνος. Στο νου του στριφογύριζε η Σιδερία, η ξελιγωμάρα που έβλεπε στα μάτια της, τα στήθια της που ξεχείλιζαν από τις μπλούζες, ο κώλος της που τούρλωνε λαίμαργος όπως έσκυβε να βγάλει τα ρούχα από το πλυντήριο. «Βρε φωτιές που μ' άναψε αυτή η γυναίκα. Στο τέλος θα με βάλει σε μπελάδες. Έχει τον τρικέφαλο σατανά η βρόμα μέσα της. Ούτε ντρέπεται ούτε αισχύνεται. Εδώ, μέσα στην αγκαλιά της αδερφής της, ήρθε να μου την ανάψει. Ρε, αν αυτή δε σέβεται το αίμα της, εγώ τι φταίω; Στο κάτω κάτω δεν είμαι κανένας μαλάκας.» 48
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Ο Πόλυς! Με τον μύστακά του, τις δερμάτινες μπότες του, το καβουράκι του... Σένιος και τσίφτης. Τι έφταιγε αυτός αν η Αγγέλα δεν έβαζε αμπαρόριζα στους οργασμούς της; Καμιά φορά, τον έπιανε το θρησκευτικό του κι έριχνε τις ευθύνες στο διάολο. «Εσύ, διάολε, μού την άναψες μέσα στο σπίτι μου. Δεν δήλωσα εγώ ποτέ όσιος Πατάπιος. Άνθρωπος είμαι με σάρκα και οστά. Μου 'ριξες καθ' οδόν την Αγγέλα, εντάξει. Είπα τίποτα; Μεσοβέζικα πράματα, αλλά εντάξει. Ούτε σε ταβέρνες σύχνασα ούτε σε σκυλάδικα. Κι ενώ εγώ, να πούμε, ξηγιόμουνα καθαρά κι ωραία, μου κάνεις τη χοντρή πουστιά και χώνεις στη μύτη μου την πουτάνα. Ποιος φταίει τώρα; Ο Θεός που είναι ψηλά, βλέπει και κρίνει...» Κάποιο βράδυ, όταν η Αγγέλα έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο μαζί με το μεγάλο παιδί που είχε αρπάξει μια πνευμονία, η κατάσταση ξεστράτισε για τα καλά. Δεν ήθελε και πολύ. Ένα σπίρτο και πήρε φωτιά ο κόσμος όλος. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Αποκαΐδια γύρω γύρω και στάχτες. Κυλίστηκαν στο χολ, πάνω στη μοκέτα. Δεν είχαν υπομονή να πάνε παραμέσα. Κι ας φώναζε το μωρό που ζητούσε τη μάνα του κι ήταν έτοιμο να λιποθυμήσει από το κλάμα· κι ας καιγότανε το κοτόπουλο στο φούρνο· κι ας χτυπούσε το τηλέφωνο σαν δαιμονισμένο γιατί η Αγγέλα ανησυχούσε κι ήθελε να μάθει αν έφαγε το μωρό. Ο Πόλυς κι η Σιδερία κυλιόντανε από τη μιαν άκρη του χολ ως την άλλη και βογκούσαν. - Παρθένα ήσουν κοκόνα μου; Γιατί δεν το είπες; - Και να σου το 'λεγα, τι... Εσύ είσαι ο άντρας της ζωής μου. 49
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Κι η αδερφή σου; - Δεν ξέρω. Αυτό τώρα που έγινε σε μας ήταν γραμμένο από το Θεό. Μια μέρα θα φύγουμε από 'δω. Θα ζήσουμε μαζί. - Αν είναι τούτα, μωρό μου, έργα του Θεού, τότε πού παίζει ο διάολος; Μου λες; Κοίτα 'δω. Στην περίπτωση που δεν υπήρχανε παιδιά, κουρεμός. Τώρα όμως, δε γίνονται αυτά που ονειρεύεσαι. - Θα τα πάρουμε μαζί μας τα παιδιά. - Σε ξαναρωτάω: κι η αδερφή σου; - Όταν αγαπάς πραγματικά δε σκέβεσαι κανέναν. - Τίποτα. Εδώ θα ζήσουμε και οι τρεις. Εγώ χλεχλές δεν είμαι. Φοράω πανταλόνια και τα τιμάω. Εδώ θα μείνουμε και θα σμίγουμε κρυφά. Πρόσεξε μόνο μη μου την κάνεις και πάρει είδηση η άλλη. - Σ' αγαπάω! - Και πώς το ερμηνεύεις δηλαδή αυτό το «σ' αγαπάω»; Μπορείς να μου εξηγήσεις; Κι εγώ σ' αγαπάω. Τουτ' έστιν σε γουστάρω. Δεν πάει να πει πως παίρνω φόρα και τα κάνω όλα αλιάδα. Παιδάκια είμαστε; - Γιατί δεν απαντούσατε στο τηλέφωνο, Σιδερία; Κόντεψα να τρελαθώ. Νόμιζα πως πάθατε τίποτα. - Ωχ κι εσύ... Όλο την καταστροφή φέρνεις. Δε χτύπησε το τηλέφωνο. - Καλέ κάθε τέταρτο τηλεφωνούσα. Άφηνα το παιδί με τον ορό κι έτρεχα στο διάδρομο. - Ε, τι να σου πω! Θα ήταν φορτωμένες οι γραμμές. Αν χτυπούσε, δε θα το σηκώναμε; 50
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Ο Σούλιας είχε πάρει την απόφαση εκείνη την ημέρα στο κυνήγι ν' ανακαλύψει την Άννα. Και σηκώθηκε ένα πρωί, στολίστηκε, έβαψε τα παπούτσια του, τάισε την Πανωραία, που είχε ξεσηκώσει αποβραδίς τη γειτονιά γιατί ήταν πανσέληνος, και μπήκε βιαστικά στην κουζίνα. - Τι έγινε, κυρα-Δαμάσκα; Πού είναι ο καφές; - Έτοιμος είναι, άντρα μου. Θέλεις κι ένα παξιμαδάκι; Έβηξε ο Σούλιας κι έφτυσε ένα βραχνό «όχι». - Σου σώθηκε η ζάχαρη, μωρή; Φαρμάκι είναι! - Αχ, Σούλια μου! Αρματωμένος σηκώθηκες. Και για πού με το καλό μου στολίστηκες; Δε θα πας στη δουλειά; Στην Αθήνα θα κατέβεις; - Πολλά λες. Πολλά... «Θα τη βρω» σκεφτότανε. «Θα ψάξω και θα τη βρω. Δε μπορεί να χάθηκε. Αν είναι παντρεμένη, δε θα την ενοχλήσω. Αν έχει μείνει όμως λεύτερη, θα πέσω στα πόδια της να της ζητήσω συγνώμη. Θα της πω πως έσφαλα και κείνη θα με καταλάβει. Θα τη βάλω κορόνα κι αστέρι στη ζωή μου. Θα της ακουμπήσω την καρδιά μου και κείνη ξέρει να την αλαφρώσει. Μπούχτισα πλιά σε τούτο το σπιτικό. Ένα ήσυχο ζωντανό είναι η Δαμάσκα. Μια βολική προβατίνα που βρήκε καλό παχνί στα χέρια μου. Τι να το κάνω εγώ; Δε μ' ωφελάει. Οι άλλοι όλοι είναι εκ του πονηρού. Η Σιδερία, ο Σέβης... Στήριξα τις ελπίδες μου στον Λέο. Δε βαριέσαι. Ζούφιο καρύδι μου φαίνεται κι αυτός. Τίποτα. Μόνη ελπίδα μου στη ζωή μου, η Άννα. Ποτέ δεν είναι αργά. Παραπάτησα κι εγώ σε τούτη τη ζωή, θα της πω. Σάμπως είμαι ο μοναδικός; Μπερδεύτηκα. Είχα βάλει σκοπό μου την οικογένεια. Νόμιζα πως χωρίς αυτήν ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Ένα φιδόδερμα ξεραμένο στον παλιότοιχο. Τέτοια κοπέλα... Πώς 51
_____
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
στραβώθηκα ο αρχιμαλάκας και χάλασα τη ζωή μου! Πώς άφησα να περάσουν τόσα χρόνια... Σαν να βρισκόμουνα σε λήθαργο. Σαν να μ' είχε ναρκωμένο η μοίρα μου. Η αλήθεια είναι πως προσπαθούσα πάντα να βρω μια βολή σ' αυτό το δύστυχο τομάρι μου. Το 'φερνα από 'δω, το πάλευα από 'κει, τίποτα δε μου βγήκε. Τρύπες στο νερό έκανα τόσα χρόνια. Κι όταν γονατίσει ο άνθρωπος, όταν έχουν ψοφήσει τα σκέδια μέσα του και δεν ψάχνει πια, τότες παραδίνεται στο έλεος των κυμάτων. Μα ως εδώ. Τώρα θ' αλλάξουνε τα πράματα. Θα βρω την Άννα και θ' αναστηθώ. Αρκετά την έβαλα στη σαλαμούρα τη ζωή μου.» Την πρώτη μέρα δεν κατάφερε τίποτα. Ούτε τη δεύτερη. Την τρίτη έμαθε πού δούλευε η αδελφή της, η Μαρία. - Πού πας, Σούλια μου, κάθε μέρα στολισμένος; Δε θα μου πεις; - Δε σου πέφτει λόγος. - Καλά, άντρα μου. Όπως θέλεις. Μόνο που δεν ξέρω τι συμβαίνει και χολοσκάω η δόλια. - Να μη χολοσκάς. Και μέσα του έλεγε: «Άι παράτα με κι εσύ! Αυτό που με κόφτει εμένανε είναι να βρω την Άννα μου. Αρκετά χαράμισα τα χρόνια μου μαζί σου. Βλέπεις, ήθελα οικογένεια! Σκατά στα μούτρα μου ήθελα! Μα δεν είναι εύκολο να παραδεχτεί κανείς αμέσως τη χασούρα του. Δίνει παράτα. Όχι, λέει. Θα φτιάξουνε τα πράματα. Θα μπαλώσουμε απ' εδώ, θα ξηλώσουμε απ' εκεί, κάτι θα γίνει. Τίποτα δε γίνεται, μαλάκα. Όλα είναι τζόγος. Σου 'ρθε η καλή, τελείωσες. Δε σου 'ρθε; Χέσε μέσα...» - Δεν πας πλια στη δουλειά, άντρα μου; Σκόλασες; 52
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Δεν ξαναπάω στη δουλειά. Σκόλασα διαπαντός. Να γαμηθεί η δουλειά. - Εσύ το λες αυτό; Εσύ που κατηχάς τα παιδιά πως η δουλειά είναι ιερή; - Αν ήτανε, μωρή, η δουλειά ιερή, θα δουλεύανε κι οι δεσποτάδες. - Άσ' τα αυτά, άντρα μου. Δε με γελάς εμένα. Κάτι σοβαρό σ' απασχολάει. Σε γλιέπω εγώ... Σε γλιέπω... - Την τύφλα σου γλιέπεις. Κουράστηκε λίγο αλλά τη βρήκε τη Μαρία. Δούλευε νοσοκόμα σε μια κλινική. - Ιησούς Χριστός νικά! Ο Σούλιας! - Μαρία μου! Δε θα σ' αναγνώριζα αν σ' έβλεπα στο δρόμο. - Γεράσαμε, κύριε Πάρδο. Γεράσαμε πρόωρα, από την καλή ζωή. Πάντως, θες να σου πω κάτι; Εγώ αν σε συναντούσα πριν από λίγα χρόνια μπορεί και να σε σκότωνα. Δηλαδή, δεν ξέρω αν είχα τα κότσια να το κάνω, αλλά αυτό θα επιθυμούσα. Και μάρτυς μου ο Θεός, μπορεί και να το επιθυμώ ακόμα. - Έσφαλα, Μαρία! - Σφάλμα το λες εσύ αυτό; Γιατί εγώ το λέω έγκλημα, Πάρδο. Και τώρα μου πετάς ένα έσφαλα, και νομίζεις πως καθάρισες; Την αδερφή μου μπορείς να τη γυρίσεις πίσω; Εσύ την έθαψες. Εσύ άνοιξες το λάκκο της με τα χέρια σου. Ο Θεός θα σε πληρώσει γι' αυτό, Σούλια! Τα 'χασε ο Σούλιας. Έφευγαν οι πλάκες από τα πόδια του. Τον πήρε ένας άγριος άνεμος και τον γυρόφερνε σαν το ξερό φύλλο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. - Τι είπες, Μαρία; Πότε έγινε αυτό; Πες μου! 53
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Καθίσανε σ' ένα παγκάκι στον κήπο της κλινικής και ξετύλιγαν αργά αργά ένα κουβάρι πόνο. - ...Όταν την άφησες την αδερφή μου, κόντεψε να μαραζώσει. Πέρασε ένας χρόνος και πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ύστερα αποφάσισε να κλειστεί σε μοναστήρι. Κανένα δεν άκουγε. Γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, όλοι πέσαμε στα πόδια της, τίποτα. Σ' αγαπούσε, Σούλια. Σ' αγαπούσε αληθινά. Κλείστηκε στο μοναστήρι και τι να στα πολυλογώ... Μετά από λίγο καιρό αρρώστησε βαριά και πέθανε. Τη σκότωσες, Σούλια. Και τώρα παρουσιάζεσαι ξαφνικά, ύστερα από τόσα χρόνια, αφού χόρτασες τη ζωή σου, να μου σερβίρεις ένα «έσφαλα»! - Μην είσαι άδικη, Μαρία. Κι εγώ την αγαπούσα. Εικόνισμα την είχα μέσα μου. Δεν έβαλα ποτέ στην καρδιά μου άλλη γυναίκα. Μα ήμουνα νέος τότε. Άγουρος. Πού να 'ξερα... πού να 'ξερα, Χριστέ μου! Τρέχανε τα δάκρυα ποταμός από τα μάτια του Σούλια. Έβγαλε ένα κάτασπρο μαντίλι από την τσέπη του και ξεφυσούσε τη μύτη του. - Πού να 'ξερα! Ένα παλιό, ξεθαμμένο παγκάκι, γεμάτο χαραγμένα ονόματα. «Χρήστος Κική», «Κώστας Νίνα», «Νίκος Αφρώ». Και κάτι πληγωμένες με τόξα καρδιές. Έρημες, άδειες καρδιές σαν ξεραμένα πουκάμισα φιδιού. - Πού να 'ξερα; έλεγε συνέχεια ο Σούλιας και ξεφυσούσε τη μύτη του στο κάτασπρο μαντίλι. «Καλέ και τι νά 'ξερες εσύ!» σκέφτηκε μια περαστική κάργια που είχε καθίσει να ξαποστάσει εκεί κοντά τους σε μια νερατζιά. «Κάποιοι... ελάχιστοι δηλαδή... ένας στους χίλιους, πέφτουνε στα βαθιά νερά, χωρίς να ξέρουνε κολύ54
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
μπι. Αυτοί έτσι το κάνουν, είναι το χούι τους. Καμιά σχέση με σένα... Μια ζωή εσένα η μάνα σου η Ευσεβία σ' έμαθε να γνωρίζεις τον καιρό και να φυλάγεσαι, να ξέρεις πότε θα πάρεις μαζί σου την ομπρέλα. Νόμιζες πως κι η μοίρα είναι "καιρός"! Μαύρα σύννεφα στην Πεντέλη, βροχή στον Πεταμά. Κόκκινα σύννεφα στη δύση, ζεστός αέρας την επομένη. Όρθιο το φεγγάρι, ξάπλα ο καπετάνιος. Έτσι δεν έλεγες πάντα; Χα χα χα... Στη θέση της καρδιάς σου, μαυροΣούλια, έβαλες ένα μεγάλο μπούσουλα. Καλέ, ποιός σου είπε πως οι μπούσουλες είναι ό,τι καλύτερο; Αμ δε!» Χτύπησε δυνατά η κάργια τα φτερά της και πέταξε σ' ένα κυπαρίσσι στην άκρη του κήπου. - Τι ήταν αυτός ο θόρυβος; - Τίποτα..., είπε ο Σούλιας και φύλαξε το μαντίλι του. Μια παλιοκάργια εκειδά στη νερατζιά... Οι μέρες που ακολούθησαν κύλησαν όλες σε βαριά καταιγίδα. Κανείς δεν τολμούσε να του μιλήσει. Να του μιλήσει; Ούτε να τον κοιτάξει. - Τι με κοιτάς, μωρή; - Δε σε κοιτάω, Σούλια μου. Να, έτσι... Τα μάτια μου περιδιάβαινα στην κάμαρη. - Βγάλε το σκασμό και χάσου από μπροστά μου. Όπου βρεθώ, απάνω σου σκοντάφτω. Δε θέλω να σε βλέπω. Το κατάλαβες; - Τι να καταλάβω, άντρα μου; Τι να καταλάβω η δόλια! Αν πεις για τα παιδιά, εκείνες τις ημέρες δεν την πλήρωνε μόνο ο Σέβης. Κι ο Λέος έτρωγε ξύλο, έφταιγε δεν έφταιγε. Γιατί περνούσε. Γιατί στεκότανε. Γιατί ζούσε. - Πάει, Σιδερία, παλάβωσε αυτό. Ποτέ δεν είχε τόση 55
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
τρικυμία. Να πας να φωνάξεις τον παπά να κάνουμε κανένα ευχέλαιο. - Είδες όμως; Μ' όλους τα βάζει, εμένα δεν κοτάει να μου μιλήσει. Ό,τι και να 'χει, σούζα μπροστά στη Σιδερία. Όχι, παίζουμε! Άσε τα ευχέλαια, και δώσ' του πέντε φάσκελα στα μούτρα. Το καθίκι. Έσπασε στο ξύλο εχτές το βράδυ το παιδί, γιατί πέρασε από μπροστά του την ώρα που φαρμάκωνε. Είδα κι έπαθα να το συνεφέρω. Όλη τη νύχτα, το πουλάκι μου, έβλεπε εφιάλτες. - Ας είσαι καλά. Αν δεν ήσουνα κι εσύ, δε θα τα 'βγαζα πέρα εδώ μέσα. - Αυτό να το καταλάβετε καλά όλοι σας. Χωρίς τη Σιδερία, το Παρδέικο θα είχε θρυμματιστεί προ πολλού. Εκείνες τις ημέρες είχε φέρει μια μεγάλη πέτρα και τη σκάλιζε. Τη σκάλιζε ώρες. Ακόμη και με το φεγγάρι καθότανε. Ασε το ξύλο που έτρωγε με το λουρί η Πανωραία γιατί του 'παιρνε τ' αφτιά. Αυτή η πέτρα δεν έμοιαζε με βρύση. Μα ποιος τολμούσε να του κάνει ερωτήσεις... Είχε σκαλίσει ένα γυναικείο κεφάλι με μπούκλες και δίπλα μια καρδιά σαν αυτές που ήταν στο παγκάκι της κλινικής. Η καρδιά ήταν τρυπημένη μ' ένα τόξο κι είχε μέσα της δύο κεφαλαία γράμματα. Αλφα και Σίγμα. Μόνο που στο άλφα, δε φαινότανε καλά η μέσα γραμμίτσα του. Την είχε χαράξει πολύ αχνά κι έμοιαζε πιο πολύ με λάμδα. - Τι γράφει, βρε Σιδερία, εκεί μέσα στην καρδιά; - Λου και Σου γράφει. Λέος και Σέβης δηλαδή. - Γιε μ' γιε μ' κουρκούτιανες κι εσύ; Τον Σέβη δε θέλει να τον βλέπει στα μάτια του, τ' όνομά του θα σκάλιζε; 56
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Τώρα που το λες, σαν να 'χεις δίκιο. - Εγώ θα σου πω: Λέος και Σούλιας. - Μπράβο, Δαμάσκα. Έτσι είναι. Πατέρας και γιος. Όπως γράφουνε και στα μαγαζιά. - Αμάν αμάν καρδούλα μου! Θα το σκεπάσω μ' ένα πανί μην το δει τ' άλλο μου παιδί και πικραθεί. Και τη σκέπασε η Δαμάσκα την πέτρα μ' ένα πολύχρωμο κουρέλι από μια παλιά της ρόμπα. - Γιατί τη σκεπάσατε, μάνα, την καινούργια βρύση; Κρυώνει; ρώτησε ο Σέβης όταν γύρισε από το σχολείο. - Έτσι διέταξε ο πατέρας σου, αγόρι μου. Ένα πρωί ήρθε ο Σούλιας μ' ένα τρίκυκλο, φόρτωσε την πέτρα κι έφυγε. - Πού πάει, μωρή Σιδερία; - Να την πουλήσει μάλλον. Πού αλλού; - Ποτές δε θα το πουλούσε αυτό ο Σούλιας. Δεν τον έβλεπες πώς το δούλευε; Δύο φορές είδα να τρέχουνε τα ματάκια του. Αυτή η πέτρα, σαν εικόνα έμοιαζε. Λες να την πήγε τάμα σε καμιά εκκλησία; - Καρδιές θα πήγαινε στην εκκλησία, βλαμμένη; - Δεν ξέρω πλια τι να πω, δεν ξέρω πού να στρέψω το μυαλό μου! Ένα πράμα μόνο ξέρω καλά: εκείνο το ακάνθινο στεφάνι που φορέσανε στον Κύριο στα υστερνά του, εγώ το φοράω απ' όταν ένιωσα τον κόσμο. Μεγάλη η χάρη Του. Εκείνος ξέρει... Η πέτρα πήγε κατευθείαν στο κοιμητήρι του μοναστηριού που άφησε την τελευταία της πνοή η Άννα. Η Άννα η κοντοστούπα, η ασχημούτσικη, η μοναχή... Βρήκε την ηγουμένη ο Σούλιας, είπε πως είναι εξάδελφος 57
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
της «κεκοιμημένης», πως ήρθε τώρα από τη Γερμανία κι επιθυμούσε να προσκυνήσει τον τάφο της. - Θέλω, αγία ηγουμένη, με την άδειά σας βεβαίως, να τοποθετήσω αυτή την πλάκα, την οποία δια χειρός μου εφιλοτέχνησα. Ξερόβηξε η ηγουμένη όταν την πρόσεξε, διάβασε πάνω της όλη την ιστορία της Άννας και χαμογέλασε - ένα κιτρινωπό μαραμένο χαμόγελο, που μύριζε μοσκολίβανο. - Όχι, κύριε, δεν επιτρέπεται. Όλες οι μοναχές είναι το ίδιο μπροστά στον έναν και αληθινό τους Νυμφίο, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Η αδελφή Άννα παρέδωσε το πνεύμα ήσυχα. Τίποτα δεν τάραζε τη σκέψη της. Σας βεβαιώ. Είχε βρει την ευτυχία και το αληθινό νόημα της ζωής κοντά στον Κύριο. Κι εκείνη η γριά ηγουμένη με το μαραμένο χαμόγελο τον οδήγησε στον τάφο της Άννας. Ένας μικρός μαρμάρινος σταυρός, λίγα κόκκινα γαρίφαλα και μια ξύλινη ξεθωριασμένη επιγραφή: ΑΝΝΑ ΜΟΝΑΧΗ. Έβγαλε το σκούφο του ο Σούλιας, γονάτισε κι έκανε «ο σταυρό του. - Άννα μου, μοναχή μου! μουρμούρισε, και πνίγηκε στους λυγμούς. Η γριά ηγουμένη, που στεκότανε λίγο πιο πέρα, έβγαλε το κομποσκοίνι της και κάτι ψιθύρισε στ' αφτί του Θεού της. Αν ήταν παρών εκείνη τη στιγμή, θα χάζευε με τον Σούλια που είχε κρύψει το πρόσωπό του στις παλάμες κι έκλαιγε σαν παιδί - σιγά μην έδινε σημασία στην καλογριά. - Πάμε, αδελφέ μου. Πάμε τώρα. Δεν πρέπει να ταράζουμε τη γαλήνη της. 58
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Έχωσε μέσα σ' ένα σακί την ταφόπετρα ο Σούλιας και τη γύρισε στο σπίτι. Την άλλη μέρα έφτιαξε ένα μικρό βάθρο με τσιμέντο και την έστησε κάτω από το παράθυρο της κουζίνας, εκεί ανάμεσα στα νυχτολούλουδα. Με το πέρασμα του χρόνου, τα φυτά θέριεψαν τόσο πολύ που τη σκέπασαν. Δύο μικρές αράχνες που αγαπήθηκαν, είχαν πλέξει τις φωλιές τους ανάμεσα στο Άλφα και στο Σίγμα. Ποιος μπορούσε ποτέ να ξεχωρίσει το Άλφα από το Σίγμα στην πέτρινη καρδιά τον Σούλια; Ποιος μπορούσε - και προς τι... Αμάν αμάν Αννούλα μου! Μοναχούλα μου! Ένα κόκκινο γαρίφαλο είναι κι η ζωή μας. Ένα κόκκινο γαρίφαλο, που το βάζει ο Θεός στ' αφτί του και σεργιανάει στα σύμπαντα...
59
Μετά την επίσκεψη στο μοναστήρι, άλλαξε η ζωή του Σούλια. Κατέβασε ρολά. Έβαλε μεντεσέδες και σύρτες και σφάλισε την ψυχή του. Μιλούσε ελάχιστα, κάπνιζε ασταμάτητα κι έβρισκε μόνο παρηγοριά στα φυτά, στις πέτρες και στα ζώα του. Για όλα τ' άλλα ήταν ξένος, περαστικός. - Αν δεν έβαζα εγώ μια τάξη εδώ μέσα, ισχυριζόταν η Σιδερία, θα είχαμε γίνει εμποροπανήγυρις. Σωθήκαμε αν περιμέναμε από τον αλλοδαπό. Αλλοδαπό τον ανέβαζε, αλλοδαπό τον κατέβαζε. - Δεν τον βλέπεις; Βρέχει χιονίζει, στον κόσμο του αυτός. - Να σου στύψω, Σούλια μου, δυο πορτοκαλάκια να δροσιστεί το χειλάκι σου; Τριβότανε στα πόδια του σαν τη γάτα η Δαμάσκα. - Θέλεις να σου κάμω μια σουπούλα να ψυχοπιαστείς; - Ίσα, μωρή! Ίσα πέρα κι άσε με ήσυχο! - Πατέρα, σήμερα μου 'βαλε άριστα η κυρία. Να στο δείξω; Κρατούσε το τετράδιο ο Λέος και το περιέφερε σαν τρόπαιο στην αυλή. - Τ' ακούσαμε! Μπορείς να βγάλεις το σκασμό τώρα; 60
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Άντε από 'κει ψεύτη, ε ψεύτη! τον περιγελούσε ο Σέβης. Ξεπατικωτούρα το 'κανες. - Ουστ στο διάολο απ' εδώ! Κι εσείς κι οι δάσκαλοι σας και τ' άριστά σας! Η Σιδερία ήταν απορροφημένη να στολίζει το δισκάκι με τα κόλλυβα. Κάθε δυο τρεις μήνες έκανε πάντα αυτή την ιεροτελεστία. Έβραζε στάρι, το ανακάτευε με ρεβίθι αλεσμένο, ρόδια, σταφίδες και αμύγδαλα, το σκέπαζε με ζάχαρη άχνη, το στόλιζε με ασημένια κουφετάκια και το πήγαινε στην εκκλησιά να το διαβάσει ο παπάς. Ύστερα το μοίραζε στη γειτονιά μ' ένα κρυστάλλινο περίτεχνο πιατάκι. - Πάρτε. Πάρτε να συγχωρέσετε την αδερφούλα μου. Στα παιδιά άρεσε πολύ αυτή η διαδικασία. Τρώγανε ένα βαθύ πιάτο κόλλυβα κι έπιναν το ζουμί από το βρασμένο σιτάρι. - Ρίξε μου λίγη κανελίτσα ακόμη! φώναζε ο Λέος. - Κι εμένα, θεία, κι εμένα! έσπρωχνε το πιάτο του ο Σέβης. - Μην ακούσεις τον άλλο να θελήσει κάτι... Αμέσως κι εσύ! Το ζουμί από το σιτάρι άρεσε πολύ και στη Δαμάσκα. - Έχεις κι άλλο, Σιδερούλα; - Κάτι λίγο. Πού να σας προφτάσω! Σούλια, θέλεις κι εσύ; Δώσε μου το κύπελλό σου, - Ρίξε μια τζούρα. Μόνο μη βάλεις κανέλες και αηδίες. Σουσάμι καβουρντισμένο ρίξε. - Α, δεν καβουρντίσαμε σουσάμι! Το ξεχάσαμε. - Φτου να μη σας ματιάσω! Δυο γυναίκες εδώ μέσα και μια δουλειά σωστή δεν ξετελεύετε. 61
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Ωχ, μωρέ Σούλια! Πιες το χυλό σου 'κει χάμου και πάψε. Πουθενά δεν μπορούμε να σε βρούμε! - Η μάνα μου δεν έκανε ποτέ κόλλυβο χωρίς καβουρντισμένο σουσάμι. - Εγώ έτσι ξέρω να το κάνω. Κι άσε τη μάνα σου εκεί που βρίσκεται. Στο κάτω κάτω αυτό γίνεται για την ψυχούλα της αδερφής μας. Δεν είναι προς τέρψιν. - Χμ..., βρυχήθηκε ο Σούλιας. Πώς κρατάει ο Παντοκράτορας τα κεραμίδια και δεν πέφτουν να μας πλακώσουν, αυτός μόνο το γνωρίζει! Η Σιδερία δεν άκουγε ποτέ όσα δεν την βολεύανε στ' αφτιά. Σε τέτοιες περιπτώσεις γύριζε την κουβέντα αλλού. Συνήθως στα άνθη της. Γιατί ήταν το μόνο θέμα που είχε πάντα κάτι να πει. - Πρόσεξες, Δαμάσκα; Φύτρωσαν οι φρέζες. Τόσο νωρίς... Αν τις πιάσει καμιά παγωνιά, πάνε. Στο κομοδίνο της, μαζί με τα διάφορα φάρμακα που έπαιρνε για τη διάρροια και την αϋπνία, είχε και μια μεγάλη φωτογραφία της Αγγέλας. Όποιον έμπαινε για πρώτη φορά στο σπίτι, τον ξεναγούσε στα άνθη, στις βρύσες και τέλος στο δωμάτιό της. - Αυτή η σιφονιέρα που βλέπετε, ήταν της μητέρας. Προσέξατε σκάλισμα; Όλο χειροποίητο. Κι από 'δω, η μακαρίτισσα η αδελφή μου. Είδατε; Μια κούκλα! Και τι ψυχή! Αγία! Την έφαγε το κάθαρμα ο γαμπρός μου. Τη χάσαμε στα 32 της. Σ' αυτό το σημείο συνήθως τσάκιζε η φωνή της και βουρκώνανε τα μάτια της. Καμιά φορά, όταν είχε κέφι ο Σούλιας, τους έφτιαχνε 62
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
μιαν αλοιφή που την είχε μάθει από τη μάνα του. Εξαφάνιζε λέει τις ρυτίδες κι έκανε το πρόσωπο αφράτο και λαμπερό. Η αλήθεια είναι πως η Ευσεβία, ακόμα και στα εκατό τόσα της, διέθετε προσωπάκι σχεδόν ατσαλάκωτο. Αυτό ήταν σίγουρα αποτέλεσμα της κρέμας, αλλά κανείς δεν ήξερε αν η πονηρή μάγισσα είχε δώσει σωστά τη συνταγή στο γιο της, εκείνη τη μοναδική φορά που της πήγε, εκτός από τον καφέ, και μια κούτα ραχάτ λουκούμια. Η Δαμασκηνή, ως θρησκευόμενο άτομο, τηρούσε πάντα το «όστις έχει δύο χιτώνας κλπ.». Έτσι, μοίραζε από δύο γερές κουταλιές αλοιφή σε μερικές γειτόνισσες και κρατούσε από ένα βαζάκι για την ίδια και την αδελφή της. Άλλο τώρα αν αυτή έβαζε τις πρώτες ημέρες, ύστερα παραμελούσε την κούρα και το κατασκεύασμα βρόμιζε. Η Δαμασκηνή δεν έδινε σημασία στην εξωτερική της εμφάνιση. Φορούσε σκούρα ρούχα, συνήθως τα στριφώματα κρέμονταν, κι ένα μαντίλι στο κεφάλι. - Πώς είσαι έτσι, καλέ; Σαν χωριάτισσα του Μεσαίωνος. Πήγαινε λίγο να σινιαριστείς. - Προς τι, Σιδερούλα μου; Τα σινιαρίσματα είναι για τις κοπέλες. - Αυτή τη φορά σου πέτυχε καλύτερα, Σούλια. Βάζεις και νιώθεις μια δροσιά στο πρόσωπο, άλλο πράγμα. - Η συνταγή δεν αλλάζει. Τι λέτε τώρα εσείς, δεν ξέρω. - Όχι όχι! επέμενε η Σιδερία. Είναι ανώτερη αυτή τη φορά. Ίσως ψήθηκε καλύτερα στον ήλιο. - Να σου πω ένα μυστικό; είπε ο Σέβης στη φίλη του την Πετρούλα, που η μάνα της είχε πάντοτε μερίδιο από την κρέμα. Ορκίζεσαι πως δε θα μαρτυρήσεις; 63
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Λέγε, καλέ. - Ορκίσου πως, αν μαρτυρήσεις, να πεθάνεις. - Ορκίζομαι... , μουρμούρισε η σατανική Πετρούλα και κρυφά πίσω από την πλάτη της κρατούσε τα δύο μεγάλα δάχτυλα του δεξιού της χεριού καβάλα, για να μην πιάσει ο όρκος. - Η αλοιφή που βάζει η μάνα σου στα μούτρα της έχει κάτουρα. - Με κάτουρα τη φτιάχνει ο πατέρας σου; αηδίασε η Πετρούλα. - Όχι, αλλά όταν την έλιαζε εκεί πέρα στο ελενίτ, βλέπεις; Εκεί ντε... πίσω από το πηγάδι. Έχωσα μέσα στο λεκανάκι την τσουτσούνα μου και κατούρησα λίγο. Ύστερα την ανακάτεψα καλά καλά και κανείς δεν το κατάλαβε. Πού να την κρατήσει η Πετρούλα τέτοια καυτερή εξομολόγηση! Μόλις έφυγε ο Σέβης, πήγε αμέσως στη μάνα της. - Έλα καλέ να σε φιλήσω... Πουφ! Βρομάς κατρούλες. - Κατρούλες εγώ; Είσαι καλά; Και της ξέρασε το μυστικό. Δεν έχασε καιρό η άλλη, έτρεξε και ξεμονάχιασε τη Σιδερία. - ... Όλα τα περίμενα, αλλά ότι θα 'βαζα τα κάτουρα αυτουνού του σατανά στα μούτρα μου... Ε, αυτό δεν το είχα φανταστεί! Επί τρεις ημέρες, όποτε τους ερχότανε η «επαίσχυντος πράξις» στο μυαλό, έδερναν τον Σέβη οικογενειακώς. Ακόμη κι η Δαμάσκα του 'ριξε δύο στον κώλο. Επί τρεις νύχτες ο Λέος, επωφελούμενος από την αναμπουμπούλα, έβρισκε καταφύγιο στο κρεβάτι της θείας του. Επί τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, ο Σούλιας έβριζε κι 64
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
έσπερνε κατάρες. Ακόμη και στον ύπνο του. Εκεί που ροχάλιζε, πεταγόταν ξαφνικά επάνω κι άρχιζε: - Το κωλόπαιδο! Το απόρριμμα του κίονος! (Προφανώς θα εννοούσε του κυνός.) Η φύτρα του διαβόλου! Να με κάμει σούργελο στη γειτονιά! - Κοιμήσου, Σούλια μου. Παιδί είναι. Έκανε μια ατσαλία, πάει τώρα. Πέρασε. - Παίδα και ατσάλι να του 'ρθει στο κρανίο! Ανάθεμα την ώρα που το 'βαζα στο σπίτι μου! Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή. - Αμαρτάνεις, άντρα μου. Μη λες τέτοια λόγια. - Σκάσε, γιατί εσύ φταις. Εσύ κι η παστρίκω, η αδερφή σου. Μα σου το λέω: αν μου πει κουβέντα η κυρα-Μαρίνα... (καθηγήτρια φιλολογίας στην οποία ο Σούλιας έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό, και χρήστις της κρέμας)... αν μου πει, σου λέω, το παραμικρό, θα γίνει εδώ μέσα το Πορτατούρ. (Μ' αυτή τη λέξη ο Σούλιας εννοούσε τη μεγάλη καταστροφή που έγινε στο Πορτ Αρθούρ κατά τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο το 1904. Την είχε διαβάσει κάποτε στον Καζαμία και του έκανε εντύπωση.) Κι έγινε το «Πορτατούρ». Γιατί το νέο κυκλοφόρησε σ' όλον τον Πεταμά και η κυρία Μαρίνα, στολισμένη σαν φωταγωγημένη ναυαρχίδα, κατέπλευσε να πιει τάχα μου το καφεδάκι της μετά της Σιδερίας. - ...Καλέ, δεσποινίς Σιδερία! Τι ήταν αυτό! Κόντεψα να γδάρω τα μάγουλά μου. Τι οινοπνεύματα, τι σαπούνια... Βρε το παλιόπαιδο! - Αχ, κυρία Μαρίνα μου! Αυτά μας κάνει το τέρας. Αυτά κι άλλα χειρότερα. Την έχει πεθάνει πια την αδερφή μου. 65
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Όσο για το γαμπρό μου... από εγκεφαλικό θα πάει ο άνθρωπος... Και να πεις πως δεν του δείξαμε αγάπη... δε θυσιαστή καμε... - Ξέρω... ξέρω, δεσποινίς Σιδερία. Εμένα τα λες; Μια πόρτα είμαστε. Αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Ό,τι και να κάνεις... Το γονίδιο δεν αλλάζει. Το βράδυ που έδωσε αναφορά στον Σούλια η Σιδερία για την επίσκεψη κι έβαλε και το σχετικό μπαχαρικό, έγινε πράγματι το «Πορτατούρ». Αν δεν έμπαινε στη μέση η Δαμάσκα, σίγουρα θα κατέληγε στο νοσοκομείο ο Σέβης. Κι αφού τον ξυλοφόρτωσε γερά, του 'δωσε δύο κλοτσιές, τον πέταξε στην αυλή και κλείδωσε την πόρτα. - Όποιος του ανοίξει, να παραγγείλει και το σάβανό του. Έκλαιγε ο Σέβης, ούρλιαζε σαν το σκυλί, σηκώθηκε στο πόδι όλη η γειτονιά. Αυτό ακριβώς ήθελε και ο Σούλιας: να τ' ακούσουν όλοι, και προπάντων η κυρία Μαρίνα, πως δεν άφησε αυτή τη «φοβερή» πράξη ατιμώρητη· πως δεν ήταν αυτός κανένα αντράκι της συμφοράς να τον ρεζιλεύει ένα μούλικο και να το δέχεται έτσι με σταυρωμένα τα χέρια. - Εκεί θα μείνει το κωλόπαιδο όλη τη νύχτα για να μάθει πως εγώ δε σηκώνω αστειάκια. - Θα το φάνε τα σκυλιά. Λυπήσου το! - Να το φάνε! Σκασίλα μου! Η Σιδερία είχε χουφτώσει με το ένα χέρι το πραματάκι του Λέου και με τ' άλλο το δικό της. Ο ιδρώτας της μύριζε βούρκο. Οι παλάμες της ήταν υγρές. Και το αίμα μάγκωνε στις φλέβες της. Κολλούσε σαν δεμένο σιρόπι. Ήταν αργά. Σχεδόν μεσάνυχτα. Μόλις άκουσε το πρώτο ροχαλητό του Σούλια η Δαμάσκα, σηκώθηκε στις μύτες των 66
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
ποδιών, έβαλε ένα σκαμνί στο παραθυράκι της κουζίνας και πήδηξε στην αυλή. Το παιδί ήταν ζαρωμένο στο κατώφλι κι έτρεμε. Μόλις την είδε, πήγε να φωνάξει. - Σσσους! Τσιμουδιά! Έλα 'δω. Και το πήρε στην αγκαλιά της, Κάθισε κι αυτή στο κατώφλι και το χάιδευε. - Ούι ούι, μωρό μου, ψιθύριζε. Μη μιλάς και μας ακούσουν... - Φοβάμαι. - Μη φοβάσαι. Εγώ θα καθίσω εδωνά να σε κρατώ στην αγκαλιά μου. Η μάνα είναι κοντά, βρε κουτό, τι φοβάσαι; Ο Σούλιας είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν ήταν κανένα κορόιδο κι ούτε μπορούσε να κοιμηθεί και να νιώθει έξω τον Σέβη να σκούζει. Στο κάτω κάτω φοβόταν «μήπως πάθει τίποτα το χαμένο και βρω κανένα μπελιά». Επίτηδες έκανε πως ροχάλιζε, γιατί ήξερε πώς θ' αντιδράσει η Δαμάσκα. «Οι δυο μαζί δεν έχουν κανέναν κίντυνο. Το πολύ πολύ να παγώσει ο πισινός τους.» Όταν σιγουρεύτηκε πως έγινε αυτό που περίμενε, γύρισε από τ' άλλο πλευρό κι αποκοιμήθηκε. Ήταν τέλος καλοκαιριού, μια νύχτα υγρή σαν τις παλάμες της Σιδερίας. Κατά τα ξημερώματα, ένα περαστικό σύννεφο έριξε μερικές χοντρές σταγόνες βροχής. - Κρυώνω. - Γιε μ' γιε μ'... Έλα 'δω κάτω από την κουρελού. Κρύψε τα χεράκια σου στα στήθια μου. Πέρασε ένας χρόνος γεμάτος, κι η Σιδερία με τον Πόλυ είχαν βουτήξει ως το λαιμό στο αμαρτωλό τους πάθος. 67
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Έσμιγαν μόλις έβρισκαν ευκαιρία. Στα πεταχτά. Σαν τις μύγες στον αέρα. Στο μπάνιο. Στην αποθήκη. Πίσω από τις πόρτες. Στο χώμα. Στο τσιμέντο. Παντού... - Πότε θα φύγουμε; Πάρε με από 'δω μέσα, Πόλυ. Να πάμε κάπου μακριά, οι δυο μας. Δεν αντέχω πια να τριγυρνάμε σαν τις άδικες κατάρες. - Δε γίνεται, φρεγάτα μου. Βγάλ' το αυτό από το μυαλουδάκι σου. Ο Πόλυς δε φέρεται πούστικα στην κοινωνία. Εδώ θα βγάζουμε τα μάτια μας στα σκοτάδια, σαν τους αφορεσμένους. - Εγώ σε θέλω μόνο δικό μου. Δεν μπορώ να σε μοιράζομαι με την άλλη. - Ποια άλλη... Στ' ορκίζομαι, δεν την πλησιάζω πια. Πράγματι, βρήκε αφορμή πως τον ενοχλούσαν τα παιδιά, που η Αγγέλα επέμενε να τα κοιμίζει στο δωμάτιό της, κι έδωσε εντολή να του βάλουν ένα κρεβατάκι στο σαλόνι. Αρχές του δεύτερου χρόνου, η Αγγέλα - δεν ήταν και καμιά χαζή - το κατάλαβε. Κάμποσο καιρό δεν ήθελε να το πιστέψει και το 'διωχνε από το μυαλό της, όπως διώχνουμε ένα ενοχλητικό κουνούπι. «Άι στο καλό! Τρελάθηκα φαίνεται! Είναι δυνατόν να συμβαίνει ένα τέτοιο πράμα;» Ύστερα μπήκαν στο παιχνίδι κι οι καλοθελητάδες. Τους είχαν δει οι απέναντι, ένα βραδάκι που έλειπε η Αγγέλα στην πλατεία με τα παιδιά, και πάνω στη λύσσα τους ξεχάσανε μισάνοιχτες τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Κάτι πήγε να πει στον Πόλυ, αλλά της έκανε τέτοια σκηνή που δεν τόλμησε να του ξαναμιλήσει. - Αν είσαι εσύ φαντασιόπληκτη και άρρωστη στο μυαλό, κανείς δεν σου φταίει. Να πας να κοιταχτείς και να μην παίζεις με την υπόληψή μου. 68
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Κάτι πήγε να πει και στη Σιδερία, αλλά της πήρε τέτοιους φριχτούς όρκους κι έχυσε τόσα δάκρυα που την έκανε να κωλώσει. «Μπορεί και να είναι λόγια του κόσμου» σκέφτηκε. «Μπορεί και η αρρωστημένη φαντασία μου. Μα είναι δυνατόν; Η αδερφή μου; Αν είναι έτσι, δεν υπάρχει Θεός!» Αργότερα, τους είδε με τα ίδια της τα μάτια, πάνω στο κρεβάτι της. Ήταν τότε, που την έπιασε ο νευρικός κλονισμός και τη μεταφέρανε άρον άρον στην κλινική. Για σαράντα μέρες έβλεπε μαύρα όρνια να κάθονται στο κορμί της και να ξεσκίζουνε τις σάρκες της. - Διώχτε τα! Διώχτε τα! Κανείς δε με λυπάται; Κανείς δε με βοηθάει; Δεν υπάρχει Θεός; Όταν έπαψε να βλέπει τα όρνια, της έδωσαν μια θεραπεία και την έστειλαν στο σπίτι. Η θεραπεία ήταν βαριά. Καθότανε στην πολυθρόνα, κοίταζε το κενό κι έτρεχαν από το στόμα της τα σάλια. Η Σιδερία φρόντιζε για όλα. Περιποιόταν τα παιδιά, έφτιαχνε το σπίτι, έβαζε το ρολόι για να μην περάσει η ώρα και ξεχάσει να δώσει τα φάρμακα στην άρρωστη. - Τι έπαθε το κορίτσι μου έτσι ξαφνικά; ρώτησε το γαμπρό ο κυρ-Νικήτας. Δε θα περνούσε καλή ζωή στα χέρια σου. Αλλιώς δεν εξηγείται. - Αστεία λες τώρα; Βασίλισσα την είχα. Κι αν δεν πιστεύεις εμένα, ρώτα την άλλη σου θυγατέρα να σου πει. Αντί να σου παραπονεθώ εγώ, ακούω και τα ρέστα. Εδώ πάει, «εκεί που μας χρώσταγαν μας πήραν και το βόδι». Έπρεπε να μου το είχες πει, κυρ-Νικήτα, πως είχε χαλασμένα νεύρα η Αγγέλα. Μου την σπρώξατε ωραία ωραία, και πάτε να μου βγείτε κι από πάνω. 69
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Η κόρη μου ήταν μια χαρά. Τίποτα δεν είχε χαλασμένο. Τριαντάφυλλο σκέτο. Αυτό ξέρω εγώ. Όταν συνήλθε λίγο η Αγγέλα κι άρχισε πάλι να στέκεται στα πόδια της, είπε στη Σιδερία να φύγει. - Να φύγω; Ξέρεις τι λες; Εσύ μια άρρωστη γυναίκα, μπορείς να κρατήσεις σπίτι; Θέλεις πάλι να ξανακυλήσεις; Σκέφτηκε να τα πει όλα στον πατέρα της αλλά δεν ήθελε. Ντράπηκε. «Κι ύστερα, τι μου φταίει ο γέρος; Θα τον στείλω στον τάφο, μια ώρα αρχύτερα.» Έκανε υπομονή και κατάπινε. «Ας περιμένω λίγο ακόμα μέχρι να σταθώ καλά στα πόδια μου.» Κατάπινε, κατάπινε, μπούκωσε, κι ένα πρωί δεν άντεξε άλλο κι έσκασε. Κι ήταν 32 χρονών... Μια ζωγραφιά! Την ώρα που βγάζανε τη νεκρή από το σπίτι, ο Πόλυς έπεσε πάνω της κι έβγαζε τόσο σπαραχτικές φωνές, που παραλίγο να ραγίσει ο καθρέφτης του σκρίνιου. - Αγάπη μου, αγάπη μου! Πού μ' αφήνεις; Μετά το θάνατο της Αγγέλας, η Σιδερία έμεινε στο σπίτι κυρά κι αφέντρα, με την πρόφαση πως έπρεπε να μεγαλώσει τα παιδιά, που την αγαπούσαν η αλήθεια πολύ, γιατί αυτήν στην ουσία είχαν γνωρίσει για μάνα τους. Πέρασαν δύο χρόνια, και ο Πόλυς τη βαρέθηκε τη Σιδερία. Δεν άντεχε και τις τύψεις του. Κάτι τον βάραινε, κάτι του καθότανε σαν κόμπος στο στομάχι και τον αναγούλιαζε. Τα ' φτιαξε με μια νοσοκόμα, κι ένα πρωί, έτσι στην ψύχρα, είπε της Σιδερίας να τα μαζέψει και να του αδειάσει τη γωνιά γιατί αποφάσισε να παντρευτεί. - ...Και τα παιδιά; - Τα παιδιά είναι δικά μου. 70
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Θα σε σκοτώσω τέρας! Κτήνος! Ορκίζομαι στα κόκαλα της αδερφής μου, που την έφαγες, πως θα σου πετάξω βιτριόλι! Μετά από αυτό το φοβερό συμβάν, η Σιδερία αρρώστησε. Τότε άρχισε η ατέρμονη διάρροια, που κανείς ποτέ δεν βρήκε ούτε την αιτία ούτε τη θεραπεία της. Μάζεψε τα υπάρχοντά της, έδωσε μια μούντζα στους ορφανούς αγγέλους - «Όρσε κι εσείς! Με τις υγείες σας την καινούργια μαμά!» και ξαναγύρισε στο πατρικό. Αυτή και η διάρροιά της, σύντροφος αχώριστος ως το τέλος της ζωής της. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί η Δαμάσκα και συγκατοίκησαν όλοι μαζί. Η κυρα-Όλγα σε λίγους μήνες πέθανε - μετά το χαμό της κόρης της είχε αρρωστήσει βαριά. Ο κυρ-Νικήτας, ένας σκελετωμένος γέρος σαν τη σκιά της κατάρας, έσερνε τα πόδια του, τα πένθη του και την ντροπή του για τη Σιδερία. Γιατί, βέβαια, όλα όσα έγιναν, ο κόσμος το 'χε τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι. Όταν έχασε τελείως τις δυνάμεις του και κατάπεσε, η Σιδερία ήταν από πάνω του φύλακας-άγγελος. - Νεράκι, πατέρα; Έλα να σου τρίψω λίγο τα ποδαράκια με κολόνια. Θέλεις να σε σηκώσω να βλέπεις έξω τον κήπο μας; Έλα, τον πατερούλη μου εγώ! Έλα, το θησαυρό μου! Η γειτονιά είχε να το κάνει. Κανείς γέρος δεν απόλαυσε τόση περιποίηση και στοργή όσο ο κυρ-Νικήτας στα τελευταία του. Κατάφερε να τον κρατήσει στη ζωή, έστω και κατάκοιτο οχτώ μήνες, παρά τις διαπιστώσεις των γιατρών που ισχυρίζονταν κάθε φορά που τον έβλεπαν πως ήταν υπόθεση ωρών. Γκούχ ο γέρος, προσοχή η Σιδερία. Αχ ο γέρος, κλαρίνο η Σιδερία. 71
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Από το πλευρό του έφευγε μόνο για να πάει στην τουαλέτα, ή για να πεταχτεί ως το νεκροταφείο και να θυμιατίσει την Αγγέλα. Στο τέλος τον κατάφερε να φέρει το συμβολαιογράφο και να της γράψει την επικαρπία του σπιτιού. Έτσι, πάτησε για καλά το ποδάρι της στο Παρδέικο κι εξελίχτηκε σε δερβέναγα. - Αχ, Σούλια μου! Δεν το περίμενα πως θα μας το κάνει αυτό η Σιδερία..., κλαψούριζε η Δαμάσκα. - Έπρεπε να το περιμένεις. Εμπήκε ο κώλος μάγειρας; Σκατά θα μαγειρέψει. Ο Σέβης ήταν ένα αγριοπούλι, που δεν μπορούσε άνθρωπος να το μερέψει. Χτυπούσε στον τοίχο τις φτερούγες του και τις μάτωνε. Μάτωνε κι όποιον άλλον τον πλησίαζε, ακόμα κι αυτόν που πήγαινε με πρόθεση να τον χαϊδέψει. Ιδίως αυτόν. - Δεν αντέχω πλια! παραπονιόταν καμιά φορά η Δαμάσκα. Δεν τα βγάζω πέρα μ' αυτό το πλάσμα! - Μόλις πατήσει τα 18 να το διώξεις. Αν θα σ' έχει αφήσει βέβαια ως τότε ζωντανή. - Τρελάθηκες, αδερφή; Το παιδί μου θα διώξω; - Καλά! Σημείωσε την ώρα που στο λέω. Κι εσύ να μην το διώξεις, αυτό θα φύγει από μόνο του. Δεν το βλέπεις πως δεν κολλάει εδώ μέσα; Μας μισεί λες και δεν το ψυχοπονέσαμε. Αυτό πια είναι από τ' άγραφα. Πληρώνουμε την καλοσύνη μας. Κατάλαβες; - Δεν είναι έτσι όπως τα λες. Κάθε ψυχούλα σ' αυτό τον κόσμο θέλει να της ανήκει η αγάπη. Όπως ανήκει στα δέντρα ο ήλιος. Αυτά δε γίνονται με ψυχοπονιές. 72
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Τώρα, μάλιστα! Ο Σέβης δεν ξέρει το ιστορικό του. Δεν ξέρει τι του ανήκει και τι δεν του ανήκει. - Ξέρει. Και πολύ καλά μάλιστα. Μυρίζεται με την καρδούλα του. Δε λογαριάζει με το μυαλό. - Αυτά τα λες για να τον δικαιολογήσεις. Κακή φύτρα είναι. Βρομόσπορος. - Έλεγα η δόλια, πως θα μπολιάσω αυτό το δεντράκι, πως θα το κάνω του κήπου μου... Ακόμα δεν έχω χάσει την ελπίδα μου. Ο Θεός είναι μεγάλος. - Άσε τις παλαβομάρες και κοίταξε να πορευτείς με τ' άλλο παιδί. Αυτό θα σου δώσει μια μέρα ένα ποτήρι νερό. Από τον Σέβη μην περιμένεις. - Πάψε εσύ! Είναι το τρανό μου παιδί ο Σέβης. Πώς δεν περιμένω γιε μ'; - Έλα να σου πω μια ιστορία, μανάρι μου. Έλα να σε χαρώ κι άσε τον Λέο να γράψει την αριθμητική του. - Αφού είναι βλάκας. Δεν ξέρει. - Εσύ είσαι βλάκας! ούρλιαζε ο Λέος. - Καλέ, δεν έχω βλάκικα παιδιά εγώ! Για διείτε τα ματάκια τους. Σοφά σαν της κουκουβάγιας. Κάθισε στην ποδιά μου, Σέβη, να σου πω μια ιστοριούλα. Για την Περπερούνα θα σου πω. Τα παλιά χρόνια, που λες, στα μέρη τα δικά μας, όταν αργούσε ο Θεός να βρέξει και δεν μπόραγε η γη να καρπίσει, οι άνθρωποι ήτανε πολύ δυστυχισμένοι. Αφού δεν κατάφερναν με τις προσευχές και τις λιτανείες να μαλακώσουν την οργή του Θεού, αποφάσιζαν να τον κάνουν να γελάσει. Βρίσκανε τότε το πιο όμορφο κορίτσι, το ντύνανε παράξενα, του βάφανε το πρόσωπο, του κόλλαγαν φτερά σαν την πεταλούδα, κέρατα σαν το τραγί, ουρά σαν το 73
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
άλογο, μαζεύονταν όλοι στην πλατεία, και το 'βαζαν να τραγουδάει, να χορεύει και να καλάει τα σύννεφα να φέρουν τη βροχή. Ο κόσμος γύρω γύρω χτυπούσε παλαμάκια και φώναζε τραγουδιστά: «Περ Περ Περ Περπερούνα.» Σαν τα 'βλεπε ο Θεός αυτά, τον παίρνανε τα γέλια, ξεχνούσε το θυμό του και διάταζε τον ουρανό να βρέξει. Γέμιζε τότες πράσινο χορτάρι η γης και οι άνθρωποι χαιρόσαντε. Το κοριτσάκι αυτό, ονομαζότανε Περπερούνα. Κάθε φορά που ο Θεός πείσμωνε κι ήθελε να τιμωρήσει τους ανθρώπους με την ξηρασία, έβγαζαν στην πλατεία μια Περπερούνα και τον έκαναν να γελάει... - Μόνο την ημέρα γελάει ο Θεός; - Και τη νύχτα, αγόρι μου. Και τη νύχτα. Για δες πράματα που μ' αρωτάει το τρανό μου! Το βράδυ ο Σέβης τράβηξε την καρέκλα πίσω από τον κώλο της Σιδερίας, την ώρα που ετοιμαζόταν να καθίσει στο τραπέζι, και είπε πως το 'κανε έτσι, για να γελάσει ο Θεός. Και πράγματι, αν βρισκότανε κάπου εκεί θα είχε σκάσει στα γέλια. Τόσο αστεία ήταν η σκηνή. Η μαούνα Σιδερία, με τα μπούτια της κατάρτια, να προσπαθεί να σηκωθεί αμολώντας ρυθμικές κλανιές από το ζόρι και τα νεύρα της. «Πρ... πρ... πρ...» Κι ο Σέβης απέναντι να χτυπάει παλαμάκια και να φωνάζει: - Περ Περ Περπερού-να! Ακόμη και ο Σούλιας δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του και του 'φυγε ένα πφφφ, σαν να 'σκασε λάστιχο φορτηγού. Ύστερα από αυτό βέβαια, δεν ταίριαζε να παραστήσει τον θυμωμένο. 74
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Άκου 'δω εσύ! Τέτοια αστεία δεν κάνουνε! Ευτυχώς που δεν έπαθε τίποτα η θειά σου, γιατί τότε δε θα σε γλίτωνε κανείς από τα χέρια μου. - Καταραμένο φίδι! βλαστημούσε η Σιδερία. Μαύρη η ώρα που σε μάζευα εδώ μέσα και δε σ' άφηνα να ψοφήσεις σαν το σκυλί. - Τι λες, Σιδερία; ανατρίχιασε η Δαμάσκα. - Καλά κάνω και λέω, και σταμάτα εσύ! - Λοιπόν, αυτή τη γυναίκα, έλεγε αργότερα ο Σούλιας στη συμβία του, εγώ έπρεπε να την είχα σκοτώσει εδώ και χρόνια... Από τότες που πληροφορήθηκα το ποιον της· δεν το 'καμα, γιατί λυπήθηκα το μακαρίτη το γέρο που μου παράγγελνε: «Να τη συνδράμεις παιδί μου. Στα χέρια σου την αφήνω.» Κακώς, όμως. Κακώς τον άκουσα. Έπρεπε να την είχα σκοτώσει. - Μη λες βαριές κουβέντες μανάρι μου. Ο σατανάς μπαίνει μέσα της και την ξεγελάει. Δε φταίει εκείνη. - Και γιατί διάλεξε αυτήν και μπαινοβγαίνει; Πάει να πει πως είναι του γούστου του. Εγώ ξέρεις τι λέω; Πως είναι η ίδια ο σατανάς. Μεταμορφωμένος σατανάς. Κι έλαχε σε μένα τον καντέμη, να γίνει της γούνας μου μανίκι. - Αγάπα τον πλησίον σου, Σούλια. Ποιος είναι, καλέ μου, ο άσπιλος, για να δικάζει τους άλλους; - Αγαπώ τον πλησίον μου, όταν δε μου στήνει ενέδρα. Όταν τον τσακώσω να προσπαθεί να μου τη φέρει, του γαμώ την Παναγία. Και λέγε εσύ... Μωρέ, υπάρχουνε κάτι πλησίον, που είναι χειρότεροι κι από τους πεινασμένους λύκους. - Γιε μ' γιε μ'! Προς τι αφήνεις τη σκέψη σου ν' ανατα75
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ράζει την ψυχούλα σου; Αυτά είναι πράματα θεοτικά. Έτσι πλάστηκε ο κόσμος. - Θεοτικά είναι κι αυτά, Δαμασκούλα - κι άπλωσε το χέρι του στο βυζί της με διάθεση να συνεχίσει. Ένα βυζί μουλιασμένο από τα χρόνια και τα βάσανα, μαλακό σαν το παραγινωμένο σύκο. - Ούι ούι, άντρα μου... Πώς τα θυμήθηκες, καλέ, τώρα αυτά... Είχε δίκιο η Δαμασκούλα. Πώς τα θυμήθηκε... Η νύχτα ήταν γλυκιά σαν χούμελη. Από τις γρίλιες τρύπωνε η ευωδιά του διατσέντου. Τα τριζόνια οργίαζαν... Ανθρωπος ήταν, καλέ, και θυμήθηκε... Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει: Τον πλησίον από τ' αγκαθωτά κλαριά μιας εκατόφυλλης τριανταφυλλιάς. Τις όρθιες ρώγες της Σιδερίας από τον δεμένο ανθό της λεμονιάς. Τον πόθο του Σούλια από τον ιδρώτα στο μέτωπο της μοναξιάς. Ποιος μπόρεσε ποτέ να βρει την άκρη ανάμεσα σ' όλα τούτα; Αλλά κι αν την έβρισκε, προς τι; . Αμάν αμάν, καρδούλα μου! Πώς το θυμήθηκες καλέ κι εσύ, να τριγυρνάς ξυπόλυτη και χαρμάνα, ψάχνοντας για ένα όνειρο εκατόφυλλο... Ούι ούι καρδούλα μου! Κι αμάν αμάν!
76
Ημέρα Σάββατο, παραμονή του γάμου κι όλα ήταν έτοιμα. Το σπίτι, οι προσκλήσεις, το νυφικό, οι μπουμπουνιέρες, τα πάντα. Και το σπουδαιότερο, η νύφη είχε μπει στον τέταρτο μήνα. Το μεγάλο όνειρο του Σούλια, ήταν πλέον σερβιρισμένο στο πιάτο. «Λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο» σκεφτόταν αργότερα. «Δε μου πέρασε στιγμή από το μυαλό πως μπορεί να 'χε απομείνει ξέμπαρκος ο "ξενοδόχος" εκείνο το διάστημα κι έψαχνε κάποιον για να βγάλει το άχτι του. Ε, έτυχε να του πέσει στα πόδια του το τομάρι μου... Γιατί, ρε άπονε ξενοδόχε, ξηγήθηκες έτσι; Τι γύρευες να χώσεις τη μούρη σου μέσα στα τούλια και στα νυφικά...» Θες από την κούραση, θες από τη συγκίνηση, θες από την κακοτυχιά της, το Σάββατο προς το μεσημέρι τα αίματα αρχίσανε να τρέχουνε ποτάμι από τα σκέλια της Δαμάσκας. Πάει το παιδί... Ο Σούλιας κόντεψε να παραφρονήσει. Εκεί που 'χε φτάσει το πράγμα, ο γάμος δεν μπορούσε ν' αναβληθεί. Η Δαμάσκα μόνο ήξερε πώς στάθηκε στα πόδια της. Κίτρινη, κλαμένη, ελεεινή κι αξιοθρήνητη, τη σύρανε στην εκκλησία σαν το λείψανο. Πιο άσκημη νύφη δεν πέρασε ποτέ από την ενορία του Πεταμά. 77
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Χειρότερος ακόμη ήταν ο Σούλιας. Περπατούσε σαν να του 'χαν χώσει σουγιά στη ράχη. Ούτε τα μαλλιά του δεν έλουσε από τη μαυρίλα του. Ούτ' ένα ματσάκι λουλούδια δεν αγόρασε να προσφέρει στη νύφη, που τον περίμενε έτοιμη να λιποθυμήσει, γερμένη πάνω στον ώμο του γεροΝικήτα. «Άτυχος πήγε να πνιγεί, στέρεψε το πηγάδι!» σκεφτόταν. Είχε όμως μέσα του και μιαν ελπίδα: «Αφού πιάνει παιδί, θα το τακτοποιήσω πάλι το ζήτημα.» Κι έβαλε μπρος, μόλις συνήλθε η Δαμάσκα, με ζήλο και υπομονή. Σε λίγους μήνες, ξαναφάνηκαν τα σημάδια της εγκυμοσύνης. «Εμ, τι θα 'κανε; Δε θα φύτρωνε ο κερατόσπορος;» Έφτασε η κύηση με δόξες και τιμές στον τέταρτο μήνα, και να πάλι τα ίδια. - Γαμώ την πουτάνα τη μοίρα μου! έβριζε ο Σούλιας. Τι έχει, μωρή, η μήτρα σου; Τρύπια είναι; Τελοσπάντων, αυτός δεν ήταν από 'κείνους που το 'βαζαν κάτω. Αρβανιταράς με λοφίο, δεν κώλωνε. Τρίτη φορά, το ίδιο αποτέλεσμα. Το κέρδος από όλη αυτή την ιστορία ήταν ν' αποχτήσει ζάχαρο από τη στενοχώρια του και νευροπίεση. - Με πέθανες, πανάθεμά σε! Μου 'βγαλες το πασαπόρτι για τον άλλο κόσμο! Έκλαιγε η Δαμάσκα, εκλιπαρούσε τα εικονίσματα, έταζε λαμπάδες και άρτους στους αγίους... Τζίφος η δουλειά. Κάποια μακρινή εξαδέλφη του Σούλια τους έφερε μια μικρή πέτρα, τυλιγμένη σ' ένα κουρελάκι. - Πάρ' το αυτό, Σούλια. Είναι η πέτρα που όταν την έχει η εγκυμονούσα πάνω της, δε ρίχνει το παιδί. Η βαστηχτήρα, 78
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
αν έχεις ακουστά. Η μακαρίτισσα η μάνα σου την είχε δώσει στη δική μου που πάθαινε κι αυτή την ίδια δουλειά. Μια μικρή αγκαθωτή πέτρα, σχεδόν γαλάζια. Την έβαλε στον κόρφο της η Δαμάσκα - τίποτα... - Αφού ούτε με τη βαστηχτήρα δεν το κράτησε, δεν υπάρχει ελπίς. - Να δούμε τι θα πει και η επιστήμη, επέμενε η Σιδερία. - Χέσε την επιστήμη. Αφού απέτυχε η πραχτική, τι θα σου προσφέρει η επιστήμη! Την πήγε όμως, στην απελπισία του, σε κάμποσους γιατρούς. - Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει παιδί, του είπαν. Μην την ταλαιπωρείς τη γυναικούλα. Μια μέρα, εκεί που κυνηγούσε στα βουνά και στα λαγκάδια, Κάθισε σε μια πέτρα, έπιασε το κεφάλι του και σκεφτόταν. Πολλά... Όλα... Τίποτα... «...Λένε πως εδώ είναι η κόλαση, εδώ κι ο παράδεισος. Αν είναι έτσι, εγώ καταδικάστηκα στη μαύρη κόλαση. Πληρώνω την αμαρτία μου που έδιωξα την Άννα. Μπορεί, Θε μου, να σαλιαρίζω και να παραπονιέμαι, μα μη μου δίνεις σημασία. Σαν άντρας εδώ, τούτη τη στιγμή, σου ξεμολογιέμαι, πως δίκαια με τυραγνάς. Αμάρτησα και πρέπει να πληρώσω.» Κι οι πέρδικες να φλυαρούνε και να κάνουνε τσαλίμια στα πόδια του. Κι αυτός να μη γυρίζει τα μάτια του ούτε να τις κοιτάζει. Πήρε την καραμπίνα κι έριξε δύο τουφεκιές στον αέρα, έτσι για το γινάτι του. Σαν να 'θελε να πετύχει στο φτερό την κακή του μοίρα. Από κείνη την ημέρα δεν ξανάκανε συζήτηση για το 79
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
θέμα. Κούμπωσε το σακάκι της ψυχής του ως απάνω, σήκωσε το γιακά και σώπασε. Μόνο η Δαμάσκα γύριζε σ' όλες τις θαυματουργές εικόνες κι έταζε. Έταζε στην Παναγιά την Ελεούσα, στην Παναγιά την Πλατυτέρα, στην Παναγιά τη Βρεφοκρατούσα, στην Παναγιά την Οδηγήτρια. Ήταν, φαίνεται, η Παναγιά η Αρβανίτισσα που κανόνιζε. Γιατί, όφελος δεν έβλεπε η Δαμάσκα. Περάσανε πέντε χρόνια κι ένα βράδυ, καθώς τρώγανε στην αυλή, η Σιδερία τους ανακοίνωσε το σχέδιό της. - Αυτό που θα σας πω, θα το ακούσετε προσεχτικά, γιατί είναι προς το καλό όλων μας. Δεν είστε ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο ζευγάρι που δεν μπορεί να τεκνοποιήσει. Θα ενεργήσουμε δι' άλλης οδού και θα διορθώσουμε το ζήτημα. Ξέρω μια μαμή που προμηθεύει παιδιά. Με το αζημίωτο φυσικά. Αλλά εμείς, δόξα τω Θεώ, μπορούμε ν' ανταποκριθούμε. Θα βοηθήσω κι εγώ. Ό,τι έχω και δεν έχω δικά σας είναι. Στο λάκκο μου θα τα πάρω; Λοιπόν. Θα μας φέρει ένα μωρό και θα το μεγαλώσουμε 'δω χάμω σαν δικό μας. Τι διαφορά έχει; Αυτή η πράξη είναι, σου λέει, καλύτερη από το να χτίσεις εκκλησία. Σώζεις έναν άνθρωπο. Θα της πούμε να είναι αγόρι, σύμφωνα με την επιθυμία του Σούλια. Έτσι, δε θα είστε κι εσείς άκληροι και θα 'χουμε ένα χριστιανό να μας κάνει μια εξυπηρέτηση στα γεράματα. Στην πραγματικότητα, η Σιδερία το είχε σκεφτεί αυτό, γιατί έτσι νόμιζε πως θα δωροδοκήσει το Θεό και θα της συγχωρήσει την αμαρτία της για την Αγγέλα. Δεν την έκοφτε καθόλου αν ο Σούλιας ήταν άκληρος. 80
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Τι λες, μωρή!... είπε βαριά, σαν μακρινή βροντή, ο Σούλιας. Να το βλέπει ο κόσμος και να λέει, «ο μπάσταρδος του Πάρδου»; - Μα το σκέφτηκα κι αυτό, Σούλια. Και δε σας κρύβω πως, πριν να σας ανακοινώσω το σχέδιό μου, ήρθα σ' επαφή με τη μαμή. Κανείς δε θα μάθει τίποτα, ποτέ. Εμείς οι τρεις κι η μαμή τέσσερις θα το ξέρουμε. Η Δαμάσκα θα φορέσει μια ειδική ζώνη, που θα μας την τακτοποιεί κάθε μήνα η μαμή και θα φαίνεται εγκυμονούσα. Μετά θα φύγει δυο τρεις ημέρες κάπου, όταν έρθει η ώρα της, και θα γυρίσει με το μωρό. Μιλημένα τιμημένα. Όλα. - ...Αν είναι έτσι... Εσύ τι λες, Δαμάσκα; - Ό,τι αποφασίσεις, άντρα μου. Εγώ θα το μεγαλώσω κορώνα στο κεφάλι μου. Μακάρι να πεις το ναι. Σ' ευχαριστώ Μεγαλόχαρη που μας φώτισες να βρούμε αυτή τη λύση. Θα το 'χω καλύτερα κι από δικό μου παιδί. - Άσε τις μαλακίες και μην παίρνεις φόρα. Δικό σου παιδί δε θα είναι ποτέ. Μεσοβέζικα πράματα. Αλλά κι από το τίποτις... Δεν την μπορώ μωρέ ο μασκαράς την απραξία. Αυτή τη βουβαμάρα της αυλής μου δεν την μπορώ. Σπίτι χωρίς παιδί είναι κουφό! Μουγκό!... Προχώρα, Σιδερία. Μονάχα εμένα μη μ' ανακατέψεις καθόλου μ' αυτές τις σάχλες, τις ζώνες, τις εγκυμοσύνες και τα λοιπά. Εμένα θα με καλέσετε να δω το βρέφος στην κούνια του και να του συστηθώ σαν πατέρας. Α, ρε! Α, ρε σκύλα, πώς με κατάντησες! «Ας πάει στο διάολο!» σκεφτότανε. «Μπορεί μ' αυτήν την πράξη να μου συχωρεθούνε κι εμένα οι αμαρτίες μου. Αφού δε θα ξέρει και κανείς πως θά 'ναι μούλικο...» - Σούλια μου, να το παραγγείλουμε κοριτσάκι; 81
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Άκου, η Μαρμάρα! Να το παραγγείλει! Τι το πέρασες μωρή; Έπιπλο; Για το φύλο δεν δέχομαι κουβέντα. Άλλα μουνιά εδώ μέσα δε μου χρειάζονται. Σ' αυτή την αυλή, μόνο σέρνικας θα πατήσει. - Όπως θες εσύ. Ψυχούλα θα 'χει ό,τι κι αν είναι. Το πουλάκι μου! Κι άρχισε κιόλας η Δαμάσκα από κείνη τη στιγμή να τ' αγαπάει. Έβγαλε ένα μικρό, σκουριασμένο από την πολυκαιρία, κλειδάκι και ξεκλείδωσε μια μυστική πορτούλα της ψυχής της. Και την άφησε από τότε ορθάνοιχτη. Την επομένη αγόρασε υφάσματα και νήματα κι ετοίμαζε τα μωρουδιακά. Τ' όνομά της ήταν Χρυσοβαλάντου. Τη φώναζαν Χρύσα. Τα νιάτα της τα πέρασε σε μπουρδέλο. Όταν γέρασε και είδε πως δεν είχε μία, γιατί της τα είχαν φάει όλα οι νταβάδες, άρχισε τη συνεργασία με τους γύφτους. Προμήθευε μωρά σε ξελιγωμένες «μαρμάρες» κι επίδοξους μπαμπάκηδες. Όλοι οι πελάτες της παράγγελναν ένα μωρό όμορφο, ξανθό, έξυπνο, με προοπτική να γίνει γιατρός, δικηγόρος, αρχιτέκτων ή στη χειρότερη περίπτωση διευθυντής επιχειρήσεων. Η Χρυσοβαλάντου πιάστηκε κορόιδο μόνο στους νταβατζήδες. Σ' αυτές τις συναλλαγές της ήταν σαΐνι. Έλεγε ναι σε ό,τι της ζητούσαν, πάσαρε το εμπόρευμα που έπεφτε στα χέρια της και η ύστατη επίκληση που άκουγε, όταν οι «γονείς» κρατούσαν πια στα χέρια τους το πανάθλιο βρέφος, ήταν: «Πες μας, κυρία Χρύσα, είναι, τουλάχιστον γερό;» - Καλέ! Ατσάλι! Να σας ζήσει και να το καμαρώσετε όπως επιθυμείτε. Δεν ήταν κακός άνθρωπος η Χρύσα. Πίστευε πως έπαιζε 82
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
κομματάκι το ρόλο του Θεού. Μεσολαβούσε, ανάμεσα στα βρέφη, που ήταν τις περισσότερες φορές έτοιμα να τινάξουν τα πέταλα, και στον πόθο που είχαν μερικοί άνθρωποι, ιδίως γυναίκες, να παίξουν με ζωντανές κουκλίτσες. Δίκιο είχε η Χρυσοβαλάντου. Αν δεν είναι αυτό λειτούργημα, τότε ποιο είναι «γιε μ'»; Όσο για τη μίτζα, κι ο αρχιεπίσκοπος είναι μέγας μεσολαβητής μεταξύ Θεού και ανθρώπων, αλλά στον παρά δεν λέει όχι. Ο Σέβης ήταν το τελευταίο βρέφος που πούλησε. Ήταν και αρκετά μεγάλη τότε. Γύρω στα ογδόντα. Ήθελε να λαδώσει λίγο, για να εξασφαλίσει πρώτο στασίδι στον Παράδεισο. Γι' αυτό το 'δωσε μισοτιμής. Λίγες ημέρες μετά την παράδοση του μωρού, η Χρυσοβαλάντου πέθανε. «Δόξα τω Θεώ» αναστέναξε η Σιδερία. «Έλειψαν οι μάρτυρες. Τώρα δεν ξέρει κανείς τίποτα, εξόν από μας.»
Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει: Το παγωμένο βλέμμα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας, από την αγκαλιά της Χρυσοβαλάντου. Το «αχ!» των ανθρώπων από τις νυχιές του δειλινού πάνω στα όνειρα της ασημόλευκας. Τα δάκρυα της νύχτας, που τα κουβαλάνε στις φτερούγες τους τα πουλιά, από τα δάκρυα του βρέφους, που το κουβαλάνε σε μια τσάντα οι μεταπράτες. Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει - και προς τι... Αμάν αμάν καρδούλα μου! Ξεχάστηκες στα όνειρα της ασημόλευκας και σε γέμισε νυχιές το δειλινό... 83
Ήταν γιατί ο χειμώνας εκείνος ήρθε πολύ βαρύς. Ήταν γιατί το τσαντίρι έμπαζε νερά και τα πέντε παιδιά της Γιωργίας κρύωναν και πεινούσαν. Ήταν γιατί ο άλλος βρισκότανε στη φυλακή με ισόβια... Ήταν γιατί αυτή, στα είκοσι δύο της, ήξερε μόνο να πλέκει καλάθια και να λέει τη μοίρα, κλείνοντας το μάτι στο Θεό. «Έλα τώρα κι Εσύ! Κάνε πως δεν καταλαβαίνεις... Μεταξύ μας; Δεν τους βλέπεις πως γουστάρουν;» Ήταν για όλα αυτά και για τίποτ' απ' όλ' αυτά που πούλησε το μωρό στη Χρυσοβαλάντου. Το πραγματικό της όνομα, το γύφτικο, ήτανε Δούλου. Μα δεν το 'λεγε ποτέ στους «μπαλαμούς».* Ο πρώτος της άντρας, αυτός που παντρεύτηκε στα 14, κι έκανε μαζί του τα τρία παιδιά, την άφησε ένα καλοκαίρι στο Άργος για μια ξανθιά. Ο δεύτερος ήταν στη φυλακή για φόνο. Όταν παρουσιάστηκε η Χρυσοβαλάντου, το βρέφος ήταν έτοιμο να παραδώσει το πνεύμα. - Μόλις που αναπνέει, κακούργο! Επίτηδες το παράτησες, ε; Δε φοβάσαι το Θεό; * Μπαλαμός: ο λευκός, στην άγραφη γλώσσα των Τσιγγάνων. 84
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Τι να πρωτοκάνω, κυρα-Χρύσα; Ντεν βλέπεις εδώ πόσα στόματα έχω; - Άκου 'δω, Γιωργία, ετούτο δε λέγεται παιδί. Πω πω! Κι έχω κλείσει με τους ανθρώπους! Η άλλη «γεννάει» μωρή, αύριο. Πώς να της παρουσιάσω αυτό το ποντίκι; Λοιπόν, θα σου δώσω τα μισά από την αρχική συμφωνία. Σκάρτο πράμα μου δίνεις. - Όχι, κυρα-απαυτή μου. Μην το λες. Αμαρτία κάνεις. Ντεν βλέπεις; Αρσενικό είναι, πεντάγερο είναι, εδώ κοίτα. Τι του λείπει; Ο πρώτος μπουτσαράς. Καλό πράμα σου λέω. Κι από γερή φύτρα. Κοίτα τ' άλλα... Κοίτα ομορφιές. Αυτό θα γίνει καλύτερο αν καλοζωιστεί. Α, αν είναι να μου το πάρεις τζάμπα, δεν το δίνω! Άλλαξα γνώμη. Καλέ, το πονάω το σπλάχνο μου. Μετάνιωσα. - Καλά, Γιωργία. Όπως θέλεις. Εγώ θα βρω άλλο. Έχω υπόψη μου κατιτίς. Γεια σου. Αυτό, ώρα με την ώρα, θα ψοφήσει. - Όχι, καλέ. Έλα πίσω. Θα τα βρούμε. Από το τσαρδί μου δε θέλω να φύγεις πικραμένη. Αφού μου λες πως είναι και καλοί άνθρωποι. Εδώ, δυστυχισμένο θα είναι το παιδί μου. Ας πονάω εγώ. Την τύχη τη δικιά του δε θα την κόψω. Βάλε κάτι ακόμα και παρ' το. Παρ' το να συχωρεθούν τα πεθαμένα σου. Καλή ψυχή να 'χεις. Η Χρυσοβαλάντου είχε πει στη Σιδερία 400.000. Στη Λούλου θα 'δινε 150.000. - Ωραία. Το λοιπόν, 60.000. - Βάλε κάτι ακόμα να πάρουμε κι εμείς κανένα κουτάκι γάλα. Και κλείσαμε. - Ούτε δραχμή. - Βάλε κάτι, κυρά μου! Άιντε, καλό να δεις στη ζωούλα 85 "■
.
.
'
■
■
■
'
■
"
■
■
V
-
■
■
■
.
-
.
'
'
.
'
■
■
'
-
' ■ ■ - , ■ ;
'
'
.
:
' ' '
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
σου. Καλά υστερνά να έχεις. Δεν τα βλέπεις αυτά πως πεινάνε; - Γιατί με βρίσκεις στις καλές μου, ας πάει στην ευχή. Εξήντα πέντε. - Με ρίχνεις, αλλά δέχομαι γιατί μου λες πως θα περάσει το σπλάχνο μου βασιλικά. Άιντε. Χαλάλι σου. Καλορίζικο! - Ζέστανε νερό να το πλύνουμε. Κακούργα! Μέσα στο σκατό το 'χεις. Πουλάκι μου! Γεμάτο πληγές είναι, βρε! Σύγκαψε. Κοίτα χάλια! Πόσω μερώ είναι; - Πέντε μερώ, μάτια μου. Έφερες καμιά κουβερτούλα να το τυλίξεις; - Έφερα. Η μάνα του μου 'στειλε και κουβερτούλα και πουκαμισάκι και πάνες. Αχ, ψυχούλα μου! Ελπίζω να μη μου μείνεις στο δρόμο και με κάψεις! Κι αφού πήρε τα λεφτά η Λούλου και παράδωσε το μωρό, Κάθισε κάτω ανακούρκουδα κι άρχισε να κλαίει πικρά. - Το αγόρι μου! Το σπλάχνο μου! Το μωρό μου! Ήταν ο χειμώνας που ήρθε πολύ βαρύς. Ήταν κι αυτός ο φονιάς, που θα 'βγαινε γέρος από τη φυλακή. Μπορεί να μην ήταν και τίποτ' απ' όλ' αυτά. Μια Λούλου ήταν, σίγουρα. Μια μικρή τσαχπίνα Λούλου που ήξερε μόνο να πλέκει καλάθια και να λέει τη μοίρα, κλείνοντας το μάτι στο Θεό. - Πούθε θά 'ρθει, βρε γυναίκες, αυτό το παιδί; Ρωτήσατε από πού κρατάει η σκούφια του; - Απ' όπου και να κρατάει, άντρα μου, δικόνε μας θα γένει. Εμείς θα το ταΐζουμε, εμείς θα το ποτίζουμε, στη δική μας σκούφια θα γίνει ράμα. Όλοι οι άνθρωποι στο Θεό ανήκουνε. 86
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Έχουνε γνώση οι φύλακες, πετάχτηκε η Σιδερία. Το παιδί θα είναι υγιέστατο και από καλή σπορά. Στο κάτω κάτω, γι' αυτό ξηλωθήκαμε τόσα λεφτά. - Το θέμα των χρημάτων να μην το ξανααναφέρετε εδώ μέσα. Να το ξεχάσετε. Δεν αγοράζονται οι άνθρωποι. Τα λεφτά τα δώσαμε έτσι, για την ψυχή της κυρα-Ευσεβίας. Γι' αυτό και το παιδί θα το πούμε Ευσέβιο. Δεν αγοράσαμε τίποτις. Κι ύστερα άδειασε το ποτήρι του κι έπιασε με τις παλάμες τα μάγουλά του. - Βρε, πως κατάντησα εγώ! Να κάθομαι με τις γυναικούλες και να κάνω τέτοιες κουβέντες. Τι να πεις... Άμα σκοντάψει τ' άλογο, όλοι του λένε τύφλα! Το αστείο σε όλη την ιστορία ήταν η κοιλιά της Δαμάσκας. Η Χρυσοβαλάντου είχε κατασκευάσει μια γεμιστή ζώνη που τη στερέωνε η εγκυμονούσα με κάτι λουριά στη μέση της και κάθε μήνα της πρόσθετε και περισσότερη γέμιση. Περπατούσε η Δαμάσκα καμαρωτή στον Πεταμά και κρατούσε τη μέση της, γιατί είχε πιστέψει και η ίδια πως τη βάραινε το παιδί. Ακόμη και ναυτίες είχε. Και ζαλάδες. Και διάφορες μυρουδιές της χτυπούσαν στη μύτη και κόντεψε πολλές φορές να λιποθυμήσει. - Φέρε μου, Σιδερία, γρήγορα λίγο καρπούζι. Πώς μου μύρισε έτσι! - Να σου φέρω καλέ. Μη μας πάθεις και τίποτα, στην κατάσταση που είσαι. Τη νύχτα ξεκούμπωνε τα λουριά, τοποθετούσε την κοιλιά σε μια πολυθρόνα κι ύστερα τη σκέπαζε προσεχτικά μ' ένα άσπρο σεντόνι. 87
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Σκέπασε τηνα καλά μη σου πάθει μητρικά, κορόιδευε ο Σούλιας. Τ' ακούς, μωρή, το παιδί, ή να πάμε τη μαξιλάρα στο γιατρό; Όταν σηκωνόταν να κατουρήσει πεταγότανε πάλι ο Σούλιας. - Έι, Δαμάσκα! Πού πας, μωρή, χωρίς τον κοίλαρό σου; - Δεν άλλαξε καθόλου το πρόσωπό σου, κυρα-Δαμάσκα, της έλεγε η μάνα της Πέτρας, που ήταν κι αυτή έγκυος τότε. Εγώ έχω γίνει σαν πατσάς. Στ' αγόρια, λένε, δε χαλάει το πρόσωπο. - Ο,τι θέλει ο Θεός. Γερό να είναι. - Αγόρι! Αγόρι κρατάς σίγουρα! Δε βλέπεις; Από πίσω είσαι σανίδα. Το κορίτσι κάνει κώλους. Μια φορά ξεχάστηκε, και την ώρα που έτρωγαν πήρε το λόγο κρατώντας με το ένα χέρι την κοιλιά και με το άλλο το πιρούνι. - Εγώ προτιμώ πάντως να είναι κοριτσάκι. - Αντρα έχει μ' ένα μάτι και τον θέλει μαυρομάτη! είπε η Σιδερία και παραλίγο να πνιγεί από τα γέλια. Όμως τις νύχτες, όταν ροχάλιζε ο Σούλιας, η Δαμάσκα γύριζε από τ' άλλο πλευρό κι έκλαιγε. Δεν της άρεσε να παίζει αυτό το θέατρο. Νόμιζε πως είναι αμαρτία, πως ξεγελάει το Θεό. «Συχώρεσέ με, Κύριε. Αυτά δεν τα όρισες εσύ να γένονται έτσι. Εγώ θα τ' αγαπούσα το μωρό μου έτσι κι αλλιώς. Προς τι να παρασταίνω την έγκυο; Ο Σούλιας φταίει. Μα, συχώρεσέ τονα κι αυτόν. Είναι ντροπιάρης ο Σούλιας. Θε μου! Δε θέλει να κουβεντιάζει ο κόσμος πίσω από την πλάτη του. Και πώς να τα βάλουμε εμείς με τον κόσμο... Δύο άνθρωποι αγράμματοι, φτωχοί, Βασανισμένοι συχώρεσέ μας, Κύριε...» 88
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Την ημέρα που είχαν συμφωνήσει με τη Χρυσοβαλάντου να παραδοθεί το βρέφος, ο Σούλιας έφυγε αξημέρωτα στο κυνήγι. - Δε θέλω να είμαι παρών σε τέτοιες δοσοληψίες. Στην αρχή είχαν αποφασίσει να φύγει η Δαμάσκα από το σπίτι, τάχα μου πως πάει στην κλινική. Αλλά ύστερα άλλαξαν τα σχέδια. Και πού να πάει; Να μυήσουν κι άλλους στο μυστικό; Σκέφτηκαν λοιπόν να πούνε πως την έπιασαν ξαφνικά οι πόνοι και δεν πρόφτασαν να τη μεταφέρουν. - Σαν την κότα γέννησε. Ευτυχώς που έτυχε εδώ μια γνωστή μας που ήξερε από γέννες. Ο Σούλιας έλειπε, εγώ τι να κάνω; Μας βοήθησε ο Θεός και πήγαν όλα καλά. Η Χρυσοβαλάντου ήρθε πριν από το χάραμα, κουβαλώντας μέσα σε μια λαστιχένια τσάντα, σαν αυτή που μεταφέρουν τα εργαλεία τους οι μαραγκοί, το ετοιμόψοφο μωρό. Κι επειδή φοβόταν να είναι παρούσα όταν θα το αντίκριζαν, το 'δωσε γρήγορα γρήγορα στη Σιδερία από το φράχτη κι εξαφανίστηκε. - Να σας ζήσει. Καλότυχο να είναι. Το άνθος των ανθέων πήρατε. - Έλα μέσα, κυρία Χρύσα, να σε κεράσουμε για τα συχαρίκια. - Αποκλείεται. Αυτά τα πράματα είναι επικίντυνα. Φεύγω, κι ούτε με είδατε ούτε με ξέρετε. Αρκετά πήγε η καρδούλα μου στην Κούλουρη. Τρέμανε τα πόδια της Σιδερίας κι η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, σαν να 'θελε να ξεπορτίσει από τ' αφτιά. Έφερε μέσα την τσάντα και την ακούμπησε πάνω στο διπλό κρεβάτι. Η Δαμάσκα ήταν έτοιμη να σωριαστεί. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από τη ράχη της. 89
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Άνοιξε το! Τι περιμένεις; Και το άνοιξε. Ένα κομμάτι κρέας μαυροκίτρινο, γεμάτο πληγές. Ένα μαλλιαρό πράμα που σάλευε. Κάτι σαν κουνέλι, κάτι σαν τομάρι, κάτι σαν σκοτάδι, κάτι σαν φρίκη! - Θε μου! ανέκραξε η Σιδερία κι έκανε δύο βήματα πίσω. Τι 'να τούτο 'δω; Η Δαμάσκα παραπάτησε μια στιγμή, της ήρθε μια ζάλη δυνατή, αλλά στάθηκε σιγά σιγά στα πόδια της, έκανε το σταυρό της και το 'πιασε στην αγκαλιά της. - Το μωρό μου! Το μωρό μου είναι, ψέλλισε σαν χαμένη. Τα χείλια της ήταν ξερά. Τα μάτια της τρέχανε. Η ψυχή της γέμισε ξαφνικά σιρόπι κι έσταζε. Έσταζε αργά αργά πάνω στην ψυχούλα εκείνου του «κάτι σαν»... Άνοιξε τα ματάκια του και την κοίταξε. Δύο μεγάλα, περίεργα, άπατα μάτια. Δύο μάτια τόσο μεγάλα, που ξεχείλιζαν από το πρόσωπό του και σκέπαζαν σαν μαύρο σύννεφο όλο το πληγιασμένο του σώμα. Δύο πελώρια γεμάτα τρόμο μάτια, τυλιγμένα σε μια γαλάζια, χνουδωτή κουβερτούλα... - Σ' ευχαριστώ, Θε μου! - Τι ευχαριστείς, μωρή; Δε βλέπεις; - Βλέπω. Αυτό μου 'στειλε ο Θεός. Ζέστανε γαλατάκι να του δώσουμε. - Τίποτα! ξεσπάθωσε η Σιδερία μόλις ξεκέρωσε. Μας γέλασε η πουτάνα! Γι' αυτό δεν ήθελε να μπει μέσα. Θα πάω να τη βρω να της το γυρίσω πίσω. Αυτό δεν είναι παιδί, σκιάχτρο είναι! Τέρας! Θα πούμε στον κόσμο πως κακογέννησες. - Ετούτος είναι ο γιος μου, Σιδερούλα! Είναι βουρλισμένο το άτυχο! Είδες το δερματάκι του; Κανείς δεν το 90
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
χάιδεψε για να ξεζαρώσει. Πρόσεξες τα δαχτυλάκια του; Στο δεξί ποδαράκι είναι κολλημένα. Έτσι ήταν και το πρώτο παιδί της Αγγέλας όταν γεννήθηκε. Σε λίγο καιρό θα δεις αυτό πώς θα γένει. Κούκλος θα γένει. Άγγελος! Και να τα γλυκόλογα, τα φιλιά και τα κανακέματα, να πέφτουνε βροχή πάνω από την ξύλινη κούνια. Σε λίγο το «κάτι σαν...» αποκοιμήθηκε. Έγειρε το κεφάλι του στο κεντημένο σεντονάκι κι αποκοιμήθηκε. Ένας ύπνος γλυκός, σαν γινωμένο κεράσι, ανάδευε στα σγουρά του ματόκλαδα. Η Δαμάσκα δίπλα κουνούσε την κούνια με το πόδι της και τραγουδούσε: «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο. Μικρό μικρό σου το 'δωσα, μεγάλο φέρε μου το.» Εκείνη την ημέρα φυσούσε δυνατός αέρας. Τίποτα δεν άφηνε όρθιο. Οι ασημόλευκες προσκυνούσανε το χώμα. Οι πλαστικές γλάστρες της Σιδερίας κυλούσανε σαν κονσερβοκούτια γύρω γύρω στην αυλή. Κι εκείνα τα τεράστια αγιοκλήματα και τα γιασεμιά που σκέπαζαν τους φράχτες φούσκωναν, λες κι άνοιγαν πανιά. Ακόμη και το σκιάχτρο που είχαν βάλει στο περιβόλι για να φεύγουν τα πουλιά περιπλανιόταν σαν την κατάρα από 'δω κι από 'κει. - Τι 'ναι αυτό που χτυπάει, Σιδερία; Θα μου ξυπνήσει το μωρό. - Καλέ! Και το σκιάχτρο έσπασε. Τι καιρός, Θε μου! Τίποτε δε θα μ' αφήσει... - Βάλε στη φοντανιέρα τα κουφέτα, αν έρθει κανείς να τον κεράσουμε. Δώσε μου και το καλό μου νυχτικό να ξαπλώσω κι εγώ. - Μην παίρνεις φόρα. Περίμενε να 'ρθει ο Σούλιας. 91
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τα βήματα ακούστηκαν, βαριά όπως πάντα, στο τσιμέντο της αυλής. Κι ύστερα ο ξερόβηχας. - Έρχεται! Τρέχα, Σιδερούλα μου, να του ανοίξεις. Ο Σούλιας είχε καταπιεί την ψυχή του από την αγωνία. - Βρε τον κωλόκαιρο! Τα ρήμαξε όλα! είπε για να μη δείξει την ταραχή του. Καλά, δεν το είδατε το σκιάχτρο πως κίνησε; - Τι να δούμε, Σούλια; Εδώ έχουμε άλλα! - Τι έγινε; - Πέρασε μέσα να δεις μόνος σου. Μπήκε στην κάμαρη ο Σούλιας κι είδε τη Δαμάσκα, με το καλό της νυχτικό και τις βελούδινες παντόφλες, να κάθεται φρεσκοχτενισμένη και γελαστή στην άκρη του κρεβατιού. - Να κι η λεχώνα! Τι τρέχει μωρή; - Να μας ζήσει, Σούλια μου! Να μας ζήσει! - Για να δω κι εγώ τον τυχερό. Τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόχες, τα χείλια του τέντωσαν σαν σαΐτες. - Ησού Χριστέ! Τι 'ναι τούτο; Είστε στα καλά σας; Τον καράγυφτο μου φέρατε για σπόρο μου; Την Παναγία σας, πουτάνες! Φτου, γαμώ την τύχη μου τη μογγόλα! Έβριζε ο Σούλιας, έφτυνε, άφριζε, έπιασε τη φοντανιέρα και την πέταξε σαν μανιακός στο μωσαϊκό. - Το Χριστό σας! Αμέσως να βρείτε αυτή τη ρουφιάνα που σας έκανε τα προξενιά να το πάρει από 'δω μέσα αυτό το πεσκέσι! Ποιος σας είπε, μωρέ, πως θέλω εγώ να κάνω κολιγιά με τους γύφτους; Ε;... Κι ο αέρας να φυσάει έξω σαν το Σούλια και να καταριέται, και το σκιάχτρο να περιφέρεται γύρω γύρω από το σπίτι και να χτυπάει. 92
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Έπρεπε να το καταλάβω πως αυτή η μουστόγρια θα μου την έκανε τη ζημιά. Εγώ φταίω, που έδωσα πίστη σε δυο φυρομυαλισμένες. Και δε με νοιάζει για τα λεφτά, στα τρία μου. Ας τα χάσω τα λεφτά. Φτάνει να φύγει από 'δω μέσα αυτή η πληγή. - Μη φωνάζεις, Σούλια. Θα σου ανέβει η πίεση. Πάψε. Θα τα κανονίσω. Κι εγώ της ίδιας γνώμης είμαι. Μόλις το είδα, το είπα της Δαμάσκας. Δε σου το είπα, καλέ; Θα το γυρίσουμε πίσω. Ησύχασε. - Όχι, άντρα μου! εκλιπαρούσε η Δαμάσκα. Όχι, σε παρακαλώ. Σε ικετεύω. Η Παναγιά μας το 'στειλε. Τι έχει το μωρούλι; Μια χαρά είναι. Για δες το πώς κοιμάται... Σαν αγγελούδι! - Σαν αγγελούδι! Τώρα μάλιστα! Ξέρεις εσύ πολλούς άγγελους γύφτους; - Ξέρω, άντρα μου. Πώς δεν ξέρω... - Την τύφλα σου ξέρεις. - Αυτός είναι ο γιος σου, Σούλια. Ο Ευσέβιος Πάρδος. - Πάρδος και γύφτουλας δεν τακιμιάζει. Κάμετε κουμάντο να γυρίσει από 'κει που 'ρθε το ταχύτερο δυνατό. - Αν διώξεις το παιδί από το σπίτι θα πάω να κρεμαστώ! Να το ξέρεις! - Ασ' την, τον ξεμονάχιασε η Σιδερία. Θα τα κανονίσω εγώ, μη σε μέλει. - Κοίταξε να σβήσεις αυτή τη φωτιά που μ' άναψες, Σιδερία! Γιατί, εσύ φταις. Δικά σου ήταν τα σχέδια. - Εγώ για καλό πήγαινα. Προφήτης ήμαν; Αυτή όταν μου το παράδωσε ξέρεις τι μου είπε; Σας έφερα, λέει, το άνθος των ανθέων. Μα θα την ξεμαλλιάσω τη βρόμα. Θα της απαιτήσω να φέρει άλλο παιδί. Κανονικό. 93
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Όοοοχι! Να σου λείπει. Ως εδώ και μη παρέκει. Αυτό το κεφάλαιο έκλεισε πλια δια παντός. Την είδα εγώ την τύχη μου... - Γαρμπής είναι ο πούστης! μούγκρισε ο Σούλιας και στερέωσε το παραθυρόφυλλο. Κι η Σιδερία έριξε μια ματιά και σταύρωσε τα χέρια της απελπισμένη. - Άχου! Πάει η μπιγκόνια μου η βασιλικιά! Πάει και τ' αλεξαντρινό! Καλέ και το ωραίον φύλλο έσπασε! Τίποτα δεν έμεινε... Τίποτα! Η Σιδερία μάταια προσπάθησε να βρει τη Χρυσοβαλάντου, που την είχε κοπανήσει αμέσως για το νησί της, απ' όπου και δεν ξαναγύρισε ποτέ γιατί τη δεύτερη εβδομάδα έπαθε καρδιακή προσβολή και εξέπνευσε. Το θάνατο της Χρυσοβαλάντου τον πληροφορήθηκε πολύ αργότερα η Σιδερία από μια κοινή γνωστή και χάρηκε ιδιαίτερα. Η γρια μεταπράτισσα είχε προαισθανθεί το θάνατό της και κάλεσε τον παπά του χωριού για να του αφήσει όλες τις οικονομίες της, με την εντολή να παραγγείλει σ' έναν αγιογράφο μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας των Αγγέλων. «Επιθυμώ, πάτερ, να γράφει από κάτω με χρυσά γράμματα: Δωρεά Χρυσοβαλάντου Τσακίρη, μαίας. Τα υπόλοιπα χρήματα θα τα διαθέσεις για λειτουργίες υπέρ αναπαύσεως της ψυχής μου.» Με τη δωρεά και τις λειτουργίες υπέρ αναπαύσεως ψυχής η Χρυσοβαλάντου ήταν σίγουρη πως είχε εξασφαλίσει ένα σκαμνάκι κοντά στα πόδια του Θεού. Να κάθεται εκεί και να φουμάρει ανενόχλητη, κρατώντας στα γόνατά της μια λαστιχένια τσάντα, γεμάτη μοσκολίβανα και μαυριδερά αγγελάκια. 94
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
«Σήμερα, αγαπητοί μου χωριανοί», είπε ο παπάς στην κηδεία της, «έφυγε από κοντά μας μια καλή χριστιανή, η Χρυσοβαλάντου. Σ' όλη της τη ζωή η κυρα-Χρύσα, όπως την ξέραμε όλοι, υπηρέτησε πιστά το Θεό. Το έργον της υπήρξε θεάρεστον. Βοήθησε πλήθος γυναικών να φέρουν στον κόσμο τον πολυπόθητον καρπόν της κοιλίας των. Πλήρης ημερών, οδεύει τώρα προς τον Κύριον. Αιωνία σου η μνήμη, αξιομακάριστη αδελφή ημών Χρυσοβαλάντου...» Μετά από κανένα μήνα μαλάκωσε η οργή του Σούλια. Το «κάτι σαν» έγννε βρέφος. Ξεζάρωσε το δέρμα του, γειάνανε οι πληγές του, πάχυνε και λίγο, ομόρφυνε. Η Δαμάσκα το κρατούσε ώρες ατέλειωτες και το κανάκευε: «Νάνι νάνι νάνι ο γιος μου, ο σγουρός βασιλικός μου... Νάνι νάνι το παιδί μου, το κλωνάρι της ψυχής μου.» Η Σιδερία έπλενε τις πάνες, σιδέρωνε, ετοίμαζε το γάλα και το νερό για το μπάνιο. Όλα όσα έκανε πάντα η Σιδερία, και την παραμικρή κίνηση, κάθε σκατό που έβγαζε από τα πανιά, κάθε κατρούλα που έπλενε, τη χρέωνε στο Θεό. Σαν να ήταν όλες οι αμαρτίες της γραμμένες σ' ένα μπακαλοτέφτερο, και μαζί με κάθε προσφορά σάλιωνε το μολύβι της και τραβούσε μια γραμμή στα βερεσέδια.» Έτσι, από τη μια μεριά οι «θυσίες» για το μωρό κι από την άλλη τα κόλλυβα και τα άνθη στον τάφο της Αγγέλας, την είχαν τόσο εξαγνίσει που πίστευε πως η θέση της στην άλλη ζωή σίγουρα θα ήταν στο Πάνθεον των Αγίων. - Σούλια μου, έλα να δεις την αγορίνα σου! Κοίτα πώς σαλεύει τα χεράκια! 95
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Βρε! Τι κάνεις, βρε μπαγάσα; Χαμογελάει ο κερατάς! - Όταν σε βλέπει, Σούλια μου. Μόνο όταν σε βλέπει χαμογελάει. Μια από τις αγαπημένες ασχολίες της Σιδερίας ήταν ν' ανάβει φωτιά μέσα σε μια τεράστια βαρέλα στην άκρη του περιβολιού και να καίει τ' άχρηστα. Έβγαζε το άχτι της. Κρατούσε ένα μεγάλο σιδερένιο κοντάρι και ανακάτευε τις φλόγες σαν τον Εωσφόρο στα καζάνια της Κόλασης. - Πάλι άναψες φωτιά; - Είπα να κάψω τα σκουπίδια. Πήξαμε στο χαρτικό με το μωρό. - Για περίμενε, βρε Σιδερούλα μου, είπε η Δαμάσκα κι ακούμπησε το βρέφος στο κρεβάτι. Σε λίγο βγήκε μ' ένα μπόγο τυλιγμένο σ' εφημερίδες. - Τι 'ναι, καλέ; - Κάψ' το και μη ρωτάς. Ήταν η κοιλιά που είχε κατασκευάσει η Χρυσοβαλάντου. - Άι, ρίχ' την εκεί χάμου να πάει στον άνεμο! - Ωχ! Πιάσε λίγη βενζίνα από μέσα. Θα μου σβήσει τη φωτιά αυτό το πράμα! Κάτι κιτρινόμπλαβες ξεμαλλιασμένες φλόγες είχαν ξεπεταχτεί κι ένας μαύρος πυκνός καπνός. - Στο διάολο! Στραβώθηκα... Και δ ώ σ ' του κι έσπρωχνε με το κοντάρι. Και ξεκοίλιαζε... Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Σέβης είχε μεγαλώσει και τυραννούσε όλη τη γειτονιά με τα κατορθώματά του, παραπονιόταν μια μέρα στη Σιδερία η φίλη της η καθηγήτρια: 96
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Τι πλάσμα είναι αυτό, δεσποινίς Σιδερία! Έφερε το σκυλί και το άφησε μπροστά στα πόδια της μητέρας μου. Η μητέρα της ήταν μια γριά παράλυτη που την κάθιζε τ' απογεύματα σε μια πολυθρόνα στη βεράντα να πάρει τον αέρα της, αφού της έριχνε πριν ένα ροζ παλ σάλι στους ώμους και της έπιανε τα μαλλιά (ποια μαλλιά δηλαδή, πέντε τρίχες) μ' ένα φιόγκο σε στιλ αλογοουράς. - Καταλαβαίνεις την τρομάρα της μαμάς! Προχτές πάλι, πέρασε και της πέταξε μπανανόφλουδες στο πρόσωπο. Δεν υπάρχει λίγος σεβασμός πια; Τι παιδί είναι αυτό! - Έχεις χίλια δίκια, καλή μου. Θέλω κι εγώ να σου εξομολογηθώ τον πόνο μου. Είσαι μορφωμένος άνθρωπος και θα με καταλάβεις. Μόνο σε παρακαλώ, μη βγει ποτέ από το στόμα σου. Και κάθισε και της είπε με το νι και με το σίγμα την ιστορία του Σέβη. - Αν ήταν δικό μας παιδί, δε θα φερότανε έτσι. Χάζεψε η άλλη. - Πω πω! Τώρα εξηγούνται όλα! Το γονίδιο, δεσποινίς Σιδερία. Έχεις ακούσει για το γονίδιο; - Όχι, δεν έχω ακούσει τίποτα. - Είναι η κληρονομικότης. Η κληρονομικότης που εμφωλεύει στο κύτταρο. - Αυτό είναι! Σάμπως ξέρουμε πούθε κρατάει; Μπορεί να το 'σπειρε κάνας μέθυσος, κάνας φονιάς. Μπορεί η μάνα του να ήταν ιερόδουλος. Σάμπως ξέρουμε; Η καθηγήτρια το είπε εμπιστευτικά στη μάνα της Πέτρας, κι η μάνα της Πέτρας το εμπιστεύτηκε στη φίλη της. «Μην το πεις σε κανένα. Δε θέλω να μπλέξω στο στόμα της Σιδερίας.» Κι η φίλη της μάνας της Πέτρας στη δική 97
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
της φίλη. «Μην ακουστεί, γιατί ο Πόρδος δεν αστειεύεται.» Ώσπου έγινε βούκινο στον Πεταμά. Όταν έβλεπαν τη Δαμάσκα να το τραβολογάει από το χεράκι για να το μαζέψει από το δρόμο, της έλεγαν μ' εκείνο το χαμόγελο, το ντουμπλ φας - απόξω ροσόλι κι από μέσα φαρμάκι: - Όλο με τον κανακάρη σου ασχολείσαι. Καλέ... Όσο μεγαλώνει, ίδιος ο πατέρας του είναι. - Γερό να είναι κι ας μοιάζει σ' όποιον θέλει ο Θεός. Ή το αντίθετο: - Μα σε ποιον μοιάζει ο γιος σου, κυρα-Δαμάσκα; Έχετε κανένα τόσο μελαχρινό στην οικογένεια; Η Δαμάσκα κοκκίνιζε κι έσκυβε το κεφάλι να μην τη δει ο Θεός που έλεγε ψέματα. - Στη γιαγιά του μοιάζει, στη μητέρα του αντρός μου, που φέρει και το όνομά της. Έτσι ήταν κι αυτή η μακαρίτισσα, μαυροτσούκαλο! Δε φαντάστηκε βέβαια ποτέ η Δαμάσκα πως όλος ο Πεταμάς ήξερε το μυστικό της, και τη δούλευε. Ο Σέβης είχε γίνει ένα πεντάμορφο αγόρι, και ο Σούλιας του είχε μεγάλη αδυναμία. - Το παιδί είναι ζεστό. Δεν το είδατε; Μια μάνα και μια παραμάνα, τι στο διάολο κάνετε 'δω πέρα! - Τα λαιμά του έχει, άντρα μου. Μη σκας. Έτσι 'ναι τα παιδάκια. Σιδερία, κάμε του ένα ζεστούλι. Κι εσύ, άιντε να ψάξεις για καμιά σαλαμάντρα. Η σαλαμάντρα είναι μια πολύχρωμη σαύρα, που εμφανίζεται συνήθως μετά τη βροχή. Η κυρα-Ευσεβία έπιανε τη σαλαμάντρα και σε όποιο παιδί πάθαινε «λαιμά» την περ98
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
νούσε τρεις φορές γύρω από το κεφάλι του. Αυτό ήταν: ο πονόλαιμος εξαφανιζόταν. Ο Σέβης, βέβαια, αντικειμενικά κρίνοντας, ήταν ένα παιδί διαβολικό. Με τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί του χωρίς να βγει από τα ρούχα του. - Αυτό θα με κλείσει στη φυλακή! έψελνε η Σιδερία. Θα το σκοτώσω καμιά μέρα, δε γλιτώνει! Μόνο η Δαμάσκα δεν έχανε την υπομονή της. Εκεί που οποιοσδήποτε άνθρωπος θα του 'ριχνε τουλάχιστον έναν ξεγυρισμένο φούσκο, αυτή ύψωνε λίγο τη φωνή της κι έλεγε λίγο αυστηρά, αλλά ζεστά και προστατευτικά: - Κιτ! Κιτ! Αιντε πλια! Κιτ! Το «κιτ» το μεταχειριζότανε συχνά η Δαμάσκα. Και εννοούσε: «Πήγαινε πια στο κρεβάτι σου. Ξεφορτώσου με». Κάτι σαν προσταχτική δική της, του ρήματος «κείτομαι». Έτσι πορευότανε η ζωή, ώσπου έγινε κάτι που ούτε ο διάολος ούτε ο Θεός το 'χαν γραμμένο στα τεφτέρια τους. Η Δαμάσκα έμεινε έγκυος. Και καλά έμεινε έγκυος δεν ήταν η πρώτη φ ο ρ ά , αλλά πέρασε κι ο τέταρτος μήνας και το έμβρυο δεν έπεφτε. Η αληθινή κοιλιά φούσκωνε και γυάλιζε κι έτριζε σαν ώριμο καρπούζι. Ο Σούλιας πανηγύριζε το γεγονός κι είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Μέχρι βόλτα την έβγαζε στην πλατεία να την κεράσει χωνάκι. Αυτός, που ούτε σαν αρραβωνιασμένη δεν της είχε κάνει τέτοια χάρη. Την έβγαζε να τη δείξει, να την κάνει περιφορά σαν τον Επιτάφιο, να τη δουν όλοι και να δοξάσουν το έργο του. Λες και κανείς άλλος αρσενικός στη γη δεν είχε γαστρώσει τη γυναίκα του. 99
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Η Σιδερία ισχυριζόταν πως το θαύμα είχε γίνει ύστερα από δική της μεσολάβηση στον Πανάγαθο. - Αν δε σκεφτόμουν εγώ να κάνουμε τη θεάρεστη πράξη με τον Σέβη, δε θα γινότανε τίποτα. Τώρα ο Θεός είδε την καλοσύνη μας και μας ανταμείβει. Για τη Δαμάσκα, το γεγονός ήταν μεγάλο, θαυμαστό, αλλά απλό. Ούτε φρου φρου ούτε αρώματα. - Έτσι το 'θελε η Παναγιά, ν' αποχτήσω κι άλλο παιδί. Ύστερα από βάσανα και κίνδυνο μεγάλο να πεθάνει στη γέννα, η Δαμάσκα έφερε στον κόσμο τον δεύτερο γιο της. Μόλις τον είδε ο Σούλιας, έτσι τετράπαχο, κάτασπρο και ξανθουλό, ανέκραξε γεμάτος ευτυχία: - Αυτός είναι! Αυτός είναι ο γιος μου! Ένας, αλλά λέων! Ο Λέων απο 'δω, ο Λέων από 'κει, όταν ήρθε η ώρα να τον βαφτίσουν, ο Σούλιας ήταν ανένδοτος. «Και το όνομα αυτού;» Λέων! Λέων! Αργότερα βέβαια το όνομα εξελίχτηκε σε Λέος. Ο Λέος, του Λέου. Με τον ερχομό όμως του Λέοντος, ή Λέου, στο σπίτι τα πράματα άλλαξαν ριζικά. Για τον Σούλια, στη μια μεριά της ζυγαριάς ήταν ο Λέος και στην άλλη οι υπόλοιποι. Και πάλι η ζυγαριά προς το μέρος του Λέου έγερνε. Η Σιδερία έπεσε με τα μούτρα να μεγαλώσει το νέο βρέφος, που όλοι της έλεγαν πως της μοιάζει καταπληκτικά. «Κοίτα το γέλιο του, κοίτα το πηγούνι του. Ίδια, παιδί μου! Φτυστή η Σιδερία!» Η Δαμάσκα χάιδευε κι αγαπούσε το ίδιο και τα δύο παιδιά. Μάλιστα, βαθιά βαθιά, είχε μιαν αδυναμία στο μεγάλο. «Αυτό έχει περισσότερη ανάγκη, το πουλάκι μου. Πέρασε τόσα δεινά...» 100
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Όταν ήταν έγκυος προσευχόταν ν' αποχτήσει κορίτσι. «Θα 'ναι καλύτερα για όλους μας.» Μα δεν την άκουσε ο Θεός. Σιγά μην έδινε ποτέ κανείς σημασία στις προτιμήσεις της Δαμάσκας. Και προπάντων ο Θεός! Περνούσε ο καιρός αλλά δεν κατάφερνε να καταχωνιάσει μέσα της αυτή την επιθυμία. Κι όλο άφηνε τα μαλλιά του Λέου μακριά για να του κάνει μπουκλίτσες, όλο του φορούσε ριχτές ποδιές σαν κοριτσάκι. Κι επειδή ήταν χοντρό και ράθυμο παιδί και βαριόταν να τρέχει με τ' αγόρια, η Δαμάσκα έπαιζε μαζί του κουκλόπανα. - Μωρή, κούκλες φτιάχνεις πάλι του παιδιού; Κορίτσι το πέρασες; Θα μου το χαλάσεις στο τέλος. - Αφού του αρέσουν, Σούλια μου. Δε βλέπεις; Η αλήθεια είναι ότι πολύ το ευχαριστιόταν η Δαμάσκα να ντύνει και να χτενίζει κούκλες, πράγμα που ποτέ δεν το είχε απολαύσει όταν έπρεπε, κι είχε μέσα της κρυμμένο τον καημό. Τελικά, κατάφερε να επιζήσει ο Λέος, παρά τις πολλές και ποικίλες απόπειρες δολοφονίας που είχαν γίνει εις βάρος του από τον Σέβη... Φωτιές είχε βάλει κάτω από το κρεβάτι του, στο πηγάδι αποπειράθηκε να τον ρίξει, γαλαζόπετρα του 'βαλε στη μύτη, με ασβέστη τον είχε πασαλείψει. Φυσικά, κάθε απόπειρα είχε μια ολόκληρη ιστορία, που τέλειωνε με ξυλοδαρμούς, τιμωρίες, νηστείες κλπ. Η Σιδερία να καταριέται και να ωρύεται πως φταίει το γονίδιο, ο Σούλιας να παίζει το ρόλο του Ιεχωβά κι η Δαμάσκα, όταν το ποτήρι ξεχείλιζε, να φωνάζει λίγο άγρια, αλλά πάντα ζεστά και προστατευτικά! - Κιτ! Κιτ! Άιντε πλια! Κιτ σου λέω! 101
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Η πιο άγρια απόπειρα έγινε μια φορά που αγόρασαν ένα ισχυρό δηλητήριο για να ψεκάσουν τις μελιτζάνες και τις ντοματιές στο περιβόλι. Είχε γεμίσει το χώμα από ένα πράσινο σκουλήκι, «πρασάγγουρα» το 'λεγαν, που έκοψε σαν ξυράφι μέσα σε μια νύχτα τα μισά φυτά. Πήρε ο Σέβης ένα μπουκάλι απ' αυτό το φαρμάκι, αδιάλυτο όπως ήταν, και το 'χυσε με ταχύτητα φωτός στη ράχη του μικρού. Ευτυχώς, δεν πήγε στο στόμα του, αλλά η ράχη του γέμισε φουσκάλες που μάζεψαν υγρό την επομένη και μεταμορφώθηκαν σε φριχτές πληγές. Τότε ήταν που ο Σούλιας άνοιξε τη μύτη του Σέβη από το πολύ ξύλο και τον έτρεχαν στο γιατρό γιατί δε σταματούσε με τίποτα το αίμα. Η Σιδερία είπε να μην τον πάνε πουθενά, να τον αφήσουν να ψοφήσει - και το εννοούσε. Τότε ήταν που η Δαμάσκα λιποθύμησε, κι όταν συνήλθε, όπως της έτριβε η μάνα της Πέτρας το μέτωπο με κολόνια, μουρμούρισε ικετευτικά: - Πάρε με, Κύριε του ελέους! Γιατί μ' αφήνεις εδώ να παιδεύομαι; Αν μου πάθει κακό το μικρό, πού θα το κρύψω το άλλο, να μην το 'βρει η οργή σου... Τελικά δεν έπαθε τίποτα ο Λέος. Σε λίγες ημέρες ήταν μια χαρά. Το ίδιο και ο πρασάγγουρας. Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει: Τα κόκκινα χείλη του Σέβη από το κόκκινο τριαντάφυλλο στα μαλλιά της Λούλου. Την οργή του Θεού από το ντουμπλ φας χαμόγελο των γειτόνων. Τα χοντρά μπούτια του Λέου από τους λιπαρούς πόθους της Σιδερίας. 102
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει - και προς τι... Μια κραυγή είναι η ζωή του ανθρώπου· μια πολύχρωμη κραυγή, σαν τη σαλαμάντρα. Όποιος καταφέρει να την περάσει δύο φορές πάνω από το κεφάλι του, την έχει γητέψει. Εσύ δεν τη γήτεψες την κραυγή, καρδούλα μου. Την έβαλες στο ναργιλέ σου και τη ρουφάς, σέρτικο χαρμάνι. Κιτ, καρδούλα μου! Άιντε! Κιτ πλια! Κι αμάν αμάν...
103
- Τι 'ναι, Σούλια μου, ετούτο το θηργιό πάλι που φτιάνεις; Η Δαμάσκα, με την καφετιά μαντίλα της, καθότανε στην αυλή, δίπλα στο νυχτολούλουδο, και περνούσε σε μια κλωστή ξερά πιπερόνια. Ο Σούλιας δεν απάντησε στην ερώτησή της ούτε καταδέχτηκε να σηκώσει τα μάτια του και να την κοιτάξει. Σκάλιζε ένα φτερωτό ψάρι, με ανθρώπινα μάτια. Η Σιδερία έσκυβε και μαδούσε τα ξερά φύλλα από τα γεράνια - ένας τεράστιος κώλος, στηριγμένος σε δύο ξυλοπόδαρα με σαγιονάρες. «Θηργιό» κι αυτό, που το 'χε σκαλίσει ο Θεός. - Πάω να φάω κάτι για να πάρω τα φάρμακά μου. Χάλια είμαι σήμερα. Κείνο το γάλα που ήπια το πρωί με ξεθέωσε. Ούτε ξέρω πόσες «εκκενώσεις» είχα. - Βράσε της λίγη κορτσά,* έδωσε εντολή ο Σούλιας. - Θέλεις, Σιδερία; - Να μου λείπει! Όταν το είπα την άλλη φορά στο γιατρό μου πως βράζω και πίνω φύλλα κορτσάς, μόνο που δε με πέταξε έξω. Τότε, μου λέει, δεσποινίς Σιδερία, αφού ξέρετε * Άγρια αχλαδιά. 104
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
τη θεραπεία, τι ζητάτε από μένα; - Τόσα ξέρει ο αλμπάνης τόσα λέει. Εσένα σου σταματάει, μωρή, το τσιρλιό μ' αυτό το γιατρικό; Ναι ή όχι; - Εν μέρει, ναι. - Τότε να τον κατουρήσω τον κουράντε σου. Πες του να 'ρθει κατά 'δω, να δει τη γίδα τι κάνει όταν την πιάσει κωλομπελάς. Κατευθεία στην κορτσά πάει. Ζαβό είναι το ζωντανό; Η φύση οδηγάει τα πλάσματά της. Αλλά ο άνθρωπος ξεστράτισε από τη φύση και γι' αυτό πήγε στον άνεμο. Τελοσπάντων. Πηγαίνετε να μου βάλετε κι εμένα φαγητό. Πείνασα. Πού είναι ο Λέος; - Ο Λέος είναι μέσα. Μελετάει. - Κι ο άλλος; - Ο άλλος... Τώρα, Σούλια μου, τώρα θα 'ρθει κι αυτός. Κάπου θα ξεχάστηκε. - Αυτός δε νοιάζεται να μαζευτεί. Λες και δεν έχει σπίτι το πουστόπαιδο. Όλα τα ζωντανά της γης νοιάζονται να γυρίσουν στη φωλιά τους. Αυτός δεν έκανε ποτέ φωλιά. Ούτε και θα κάμει. Δεν τον υπολογίζω εγώ πλια αυτόν... - Καλά τα λες - δεν έχασε την ευκαιρία η Σιδερία. Τις άλλες που πήγα να ρωτήσω τη δασκάλα, μου το είπε ξεκάθαρα: Καμιά σχέση με το σχολείο ο ανιψιός σας, δεσποινίς. Δεν παρακολουθεί το πρόγραμμα. Πανέξυπνο παιδί αλλά είναι εκτός. Δε μου 'χει ξανατύχει τέτοια περίπτωση. - Αυτό είναι, αυτό που είπε. Καλά το κατάλαβε η κυραδασκάλα. Ο Σέβης θα κυνηγάει τον ίσκιο του μια ζωή. Με τον ίσκιο του θα τσακώνεται και θα φιλιώνει. Ώσπου μια μέρα θα παρασυρθεί από δαύτονα και θα γκρεμοτσακιστεί. Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη. - Αχ, μωρέ Σούλια! Δεν ξέρεις τι λένε για τα πουλάκια; 105
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Μάρτης ειν' και κελαϊδού, Απρίλης και φωλεύγου. Θα 'ρθει η σειρά του κι αυτουνού να φωλέψει. - Εσύ το βιολί σου, Δαμάσκα, είπε η Σιδερία κι άρχισε να στύβει ένα λεμόνι στο λαπά της. Να το πάρεις απόφαση, αδερφή, πως έχεις ένα παιδί. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Σέβης μ' ένα ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο, αναμαλλιασμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα και με τα μάγουλα γεμάτα γρατσουνιές. - Με ποιον τσακώθηκες πάλι, μανάρι μου; σηκώθηκε η Δαμάσκα. - Η Πέτρα... Αυτή η βρομο-Πέτρα μ' έριξε από το ποδήλατο. Θα την κάμω εγώ να δει! Θ' αμολύσω την Πανωραία να τη φάει! - Πάλι η Πέτρα! Αυτό δεν είναι, καλέ, κορίτσι! Όλο με τ' αρσενικά γυρνάει. Άντε τώρα να πλυθείς και να φας. Σηκώθηκε κι ο Σούλιας από τα σκαλίσματα. - Δεν είδες πως νύχτωσε, να μαζευτείς στο τσαρδί σου; Καλά να πάθεις. Όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί. Το παιδί πέρασε δίπλα από τη σκαλισμένη πέτρα και κοντοστάθηκε. - Αχ! Τι 'ναι αυτό, πατέρα; Εγώ το φοβάμαι! Να το σκεπάσεις να μην το βλέπω! - Ίσα πέρα, ρε! Φοβάσαι... Για καμαρώστε ένα παλικάρι! Μόνο ό,τι έχει τη χαρότριχα να το φοβάστε. Σας το 'χω πει χίλιες φορές. (Τη χαρότριχα, σύμφωνα πάντα με όσα πίστευε και διηγιόταν ο Σούλιας, την έχει ο λύκος, το φίδι κι ο χωροφύλακας.) - Κι η θεία έχει τη χαρότριχα, πέταξε ο Σέβης την 106
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
κουβέντα του γρήγορα σαν μαχαιριά και κρύφτηκε πίσω από την πλάτη της Δαμάσκας. - Χάσου από 'δω! φώναξε ο Σούλιας και μπήκε βιαστικά στην κουζίνα. - Αμάν αμάν καρδούλα μου! Τι πειραχτήρι είναι αυτό το παιδί! χαμογέλασε η Δαμάσκα. - Άκου να σου πω, κωλόπαιδο! τέντωσε το κεφάλι της η Σιδερία, όπως ακριβώς τεντώνεται η οχιά για να πετάξει το φαρμάκι της. Εμένα να μη μου κολλάς, γιατί σ' έχω γραμμένο εκεί που ξέρεις. Με τη Σιδερία δεν μπορείς εσύ να τα βάλεις. Διότι εγώ, αγαπητέ μου, είμαι από σπίτι. Σπίτι που με σεβάστηκε και το σεβάστηκα. Εσύ δεν πρέπει να μιλάς. Ακούς τι σου λέω; Μόκο εσύ! Αγοραστέ! Ε, αγοραστέ! Κι ύστερα έδωσε μια στο κουτάλι και σκόρπισε το λαπά στο μουσαμά. - Για όνομα του Θεού, Σιδερία! Πώς κάνεις έτσι; Και τι αμολάει, δύστυχη, το στόμα σου! Εν' αστείο σου είπε... Τόσο σου κακοφάνηκε; - Σκάσε κι εσύ! Γιατί εσύ του δίνεις τον αέρα! Εσύ τ' άφηκες από την αρχή λάσκα την καλούμπα! Την άλλη μέρα κατά το απόγευμα ο Σέβης μαστόρευε το ποδήλατό του κι η Δαμάσκα στεκότανε εκεί κοντά και καμάρωνε τις φασολιές. - Κοίτα βρε! Θέριεψαν αυτές! Πρέπει να πάω στο ρέμα να κόψω καλάμια. Θέλουνε στηρίγματα. Θα 'ρθεις κι εσύ, αγόρι μου; - Όχι. - Γιατί ξεπεταρούδι μου; - Έτσι μ' αρέσει. 107
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Καλά, μην έρχεσαι. Θα πάρω το Λέο. - Ο Λέος είναι αγοραστός; - Αχ, που να κουφαινόμουνα η δόλια, να μην άκουγα τέτοια λόγια! - Γιατί με είπε αγοραστό η θεία; Μ' αγοράσατε; - Άσε τη θεία, πουλάκι μου. Είναι άρρωστη η καψερή και δεν ξέρει πολλές φορές τι λέει. Δε βλέπεις ότι πίνει κάθε μέρα τόσα χάπια; Με το σφυρί που κρατούσε ο Σέβης δε μαστόρευε πια το ποδήλατό του - το χτυπούσε με δύναμη και το κομμάτιαζε. - Το 'σπασες, αγόρι μου. Γιατί, ψυχή μου... - Έτσι μ' αρέσει. - Εσύ 'σαι η μάνα μου; - Εγώ είμαι, καμάρι μου. Εγώ! Ρωτάνε τα παιδάκια τέτοια πράματα; - Δε θέλω να είσαι. - Γιατί, παιδάκι μου; Τι σου 'καμα; - Τίποτα! Έτσι μ' αρέσει! Κι έπεφτε η σέλα κομματιασμένη από το ποδήλατο. Εκείνο το βράδυ έκλαψε πικρά η Δαμάσκα. «Παναγιά μου, φύλαξέ με!» σκεφτότανε. «Πάρε με στη σκέπη σου και κρύψε με από την πληγωμένη ψυχή του παιδιού μου.» - Τι ρουφάς μωρή και βαλαντώνεις; Αυτό είναι έργο της αδερφής σου. Από την αρχή ως το τέλος. Το σόι σου σε καταδίκασε, δεν το κατάλαβες; Εγώ δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτα. Αν δεν πηγαίνω με τα νερά της θ' ανοίξει την πόρτα και θα μας πετάξει όλους έξω. Έτσι τα 108
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
εποίησε ο πατέρας σου. Να 'χει αυτή το πάνω χέρι μες στο σπίτι μου. Αυτό το χτήνος! Αυτή η μαινάς! «Παναγιά μου, φύλαξέ με!» έλεγε από μέσα της και σταυροκοπιόταν η Δαμάσκα. «Φύλαξέ με από τον άντρα μου, από τα παιδιά μου, από το αίμα μου...» Γύρισε κι ο Σούλιας από τ' άλλο πλευρό, σκεπάστηκε ως τ' αφτιά και σκεφτότανε: «Εσύ, Θε μου, φταις. Αν υπάρχεις δηλαδή και δε μιλάω στο βρόντο. Με το συμπάθιο πάντα, αλλά εσύ φταις! Εγώ, ένα ζώο ήμουν, ένας άβγαλτος στη ζωή. Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να δημιουργήσω οικογένεια. Πού ήταν, δηλαδή, το μεμπτόν; Εσύ, Θε μου, μου φέρθηκες σαν πατρυγιός. Μ' αδίκησες. Και είμαι σίγουρος πως και στην άλλη ζωή, αν υπάρχει δηλαδή, θα 'ρτει μια στιγμή που θα μου ζητήσεις και τα ρέστα. Πάλι φταίχτης θα βγω. Και καλά... Όλα θα μπορούσα ίσως να στα συχωρέσω. Μα την Άννα... Την Άννα, Θε μου, γιατί μου την άρπαξες; Τι σου 'φταιξε αυτό το διαμάντι; Ποιόνε πείραξε; Ποιόνε πίκρανε; Την Άννα μου... Την καρδιά μου! Γιατί μου τη στέρησες; Αν ζούσε τώρα αυτή, θα ήταν αλλιώς. Θα είχα το δεκανίκι μου σ' αυτό τον κόσμο. Τη σανίδα μου μέσα στο πέλαγο. Έναν άνθρωπο χρειάζεται κανείς για να μη βουλιάξει στα βαθιά. Εγώ τον είχα και τον άφησα να μου φύγει μέσ' από τα χέρια μου. Πού να 'ξερα... Τότε νόμιζα πως χρειαζότανε κανείς ένα τσούρμο...» - Μάνα, γιατί η θεία παίρνει το Λέο στο κρεβάτι της και του χαϊδεύει το πουλάκι; Αυτόν τον αγαπάει. Εμένα συνέχεια με βρίζει. - Για το Χριστό τον ένα, γιε μου! Πάψε μη σ' ακούσει ο πατέρας σου. Ποιο πουλάκι του χαϊδεύει - πώς το σκέφτηκες πάλι αυτό! 109
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Δεν το σκέφτηκα. Μου το είπε ο Λέος. - Ο Λέος είναι μικρός και λέει σάχλες. Το Λέο ακούς; Και την έπιασε μια τρεμούλα τη Δαμάσκα, ένας κρύος ιδρώτας! «Θεός φυλάξοι... Αν είναι δυνατόν...» Μόλις βρήκε ευκαιρία, ξεμονάχιασε τον Λέο και τον άρχισε στην ανάκριση. - Εσύ Λέο, δε μ' αγαπάς εμένα. Το ξέρω. Τη θεία μόνο αγαπάς - γι' αυτό κοιμάσαι και μαζί της; - Όχι, καλέ. Σ' αγαπάω. Αλλά μ' αρέσει να κοιμάμαι με τη θεία. - Γιατί, αγόρι μου, σ' αρέσει; Πιο ζεστή είναι η αγκαλιά της από της μάνας; - Περνάω ωραία. Γελάμε, με χαϊδεύει... - Πού σε χαϊδεύει, μάτια μου; Στην πλατούλα; Στο μετωπάκι; - Παντού. - Και στα ποδαράκια; - Ναι. - Και στο πουλάκι; - Ναι. Παντού. Σειότανε και λυγότανε ο Λέος λες και τον γαργαλούσανε οι κουβέντες του. - Ούι ούι γιε μ'! Τα παιδάκια δεν κάθονται να τα χαϊδεύουν εκεί πέρα. Είναι ντροπής. Να μην το ξανακάμεις αυτό. Τώρα είσαι μεγάλος πια, κοτζάμ παλικαράκι. Θα κοιμάσαι στο κρεβάτι σου, σαν το Σέβη μας. «Πώς... να το κάμω, Θε μου! Τι να πράξω...» σκεφτόταν η Δαμάσκα κι είχε χάσει τον ύπνο της. «Να το πω στον Σούλια, θα τη σκοτώσει. Να της κάμω την παρατήρηση, θα μου ριχτεί, και δεν τα βγάζω πέρα με τη γλώσσα της. Με 110
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
ποιον τρόπο να ενεργήσω η δόλια...» Δε χρειάστηκε να ενεργήσει. Γιατί, την επόμενη μέρα που ο Λέος ζήτησε να κοιμηθεί με τη θεία, ο Σέβης πετάχτηκε από το κρεβάτι του και φώναξε: - Θέλεις πάλι να σου χαϊδέψει του πουλάκι, ε; «Παναγιά μου, πρόφταξε τη φωτιά που πάει να μ' ανάψει!» μουρμούρισε η Δαμάσκα. Η φωτιά ήταν μεγάλη. Άναψε και κόρωσε μεμιάς. Πού να την κάνει ζάφτι η Παναγιά... Ο Σούλιας, που άκουσε την κουβέντα, έβγαλε αμέσως το πόρισμα. Η Δαμάσκα είχε πέσει γονατιστή και παρακαλούσε όλους τους αγίους, τους όσιους και τους μεγαλομάρτυρες να μεσολαβήσουν, Κι η Σιδερία έτρεμε σαν το ψάρι από το κακό της και καταριότανε τον Σέβη, που σοφίστηκε, όπως έλεγε, ένα τέτοιο φριχτό ψέμα για να τη συκοφαντήσει. - Πάνω στην καλοσύνη και στη θυσία μου, κοίτα με τι νόμισμα πληρώνομαι! Και ποια με περάσατε εμένα, δηλαδή; Για καμιά πόρνη; Για καμιά διαστροφική; - Ως εκεί και μη παρέκει, Σιδερία! βρυχιόταν ο Σούλιας. Πανάθεμα τη φύτρα σας! Το 'ξερα πως θα μου το κάνετε άχρηστο το παιδί. Η μια του συμπεριφέρεται σα θηλυκό και η άλλη το κωλομπαρίζει στο κρεβάτι. Τι να πω ο κερατάς; Να φτύσω πάνω, φτύνω το Θεό. Να φτύσω κάτω, φτύνω τα πόδια μου. Είπαν πολλά εκείνο το βράδυ. Φούντωσε καβγάς τρικούβερτος. Στο τέλος, για να μη φτάσουν τα πράγματα στα άκρα, πράγμα που δεν το 'θελε ο Σούλιας, έδωσε τόπο στην οργή. 111
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Ας δεχτώ πως ό,τι έγινε έγινε από άγνοια και δεν υπήρξε σκοπιμότης. Από τώρα και στο εξής όμως ο μικρός θα κοιμάται στο κρεβάτι του. - Όσο για σένα, έκλεισε την αυλαία η Σιδερία απευθυνόμενη στο Σέβη, θα τα πούμε αύριο. Ήταν τότε στα δεκατρία ο Σέβης. Τον πήρε παράμερα η Σιδερία και του είπε: - Ακου, εσύ. Να πας να ρουφιανεύεις τους γύφτους εκεί κάτω στα τσαντίρια. Εκεί 'ναι ο τόπος σου. Σ' έβαλα στο σπίτι μου γιατί, σε λυπήθηκα και νόμιζα πως θα σε κάνω άνθρωπο. Αν δεν ψόφησες, αυτό σε μένα το οφείλεις. Κι αντί για ευχαριστώ, μου κατάστρεψες τη ζωή. Με συκοφάντησες στ' αδέρφια μου. Με διέσυρες. Έπρεπε να το είχα καταλάβει πως ήσουν ένα φίδι. Πώς την πάτησα εγώ, μια έξυπνη κοπέλα! Τι δουλειά είχες, βρε, ανάμεσα σ' ανθρώπους αξιοσέβαστους; Και μην ανοίξεις το στόμα σου να ρουφιανέψεις πάλι, γιατί θα σου χώσω ένα φαλκονάκι στο κρεβάτι σου να σε στείλει πακετάκι στον Ύψιστο. Ακουσες; Στεκότανε το παιδί μπροστά της κι άκουγε σαν χαζό. Μαύρο, κίτρινο, με τα μάτια του σαν σουγιάδες, καρφωμένα στο χάος. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει - κοτζάμ παλικαράκι. Μια μικρή σταγόνα αίμα έτρεξε από την ψυχή του, κύλησε σ' ένα γαρίφαλο και το 'βαψε κατακόκκινο. Το γαρίφαλο κοίταξε μια στιγμή τον ήλιο με απορία και μαράθηκε... Από κείνη τη μέρα τα πράματα χειροτέρεψαν. Η Σιδερία ήταν όλο μούτρα, διάρροιες και ραδιουργίες. Αν πεις για τον Σέβη, πουθενά δε χωρούσε, και σε τίποτα - ούτε στην 112
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
οργή ούτε στην τιμωρία ούτε στα γλυκόλογα της Δαμάσκας. Προπαντός σ' αυτά. Τη μεγαλύτερη μερίδα του μαρτυρίου τη φύλαγε πάντα για κείνη. Όλη η αγάπη που του 'δινε, γινότανε μέσα του χολή, και την έφτυνε στο πρόσωπό της. - Κιτ, πανάθεμά σε! του είπε μια μέρα που της πέταξε ένα πιρούνι και παραλίγο να της βγάλει το μάτι. Ύστερα μοιρολογούσε μια ώρα. «Το ανάθεμα είναι κακό, μα δεν το 'πα με την ψυχή μου.» - Σούλια, προς τι το χτυπάς συνέχεια; Χειρότερο τον κάνεις. Η οργή, οργή γεννάει. Θα δεις ότι θ' αλλάξει όταν μεγαλώσει. Θα διορθωθεί. - Στ' αρχίδια μου αν αλλάξει στα σαράντα του. Εγώ πού θα είμαι τότες; Πού θα μ' έχει στείλει, δηλαδή. Άκου θ' αλλάξει! Αυτός κάθε μέρα κατρακυλάει. Όλοι το ίδιο λένε. Δεν άκουσες τους καθηγητές; Σηκώνουν ψηλά τα χέρια. Χαλινάρι σ' αυτό το παιδί, σου λέει, δεν μπαίνει. - Τι ξέρουν κι αυτοί, Σούλια μου, από τρικυμισμένες ψυχές... Αυτοί τα ήμερα παιδιά τηράνε. - Και η αφεντιά σου, που το πάει με το λάου λάου, τι κατάλαβε; - Σιγά σιγά, Σούλια μου, θα γλυκάνει κι αυτό. Θα δεις που θα γλυκάνει. - Δεν ευελπιστώ πια. Είδες κι η καθηγήτρια, εκείνη, πως τη λένε, που του παίρνει το μέρος και τον υποστηρίζει; Αντί να της το αναγνωρίσει το καθίκι, κοντεύει να τη στείλει τη γυναίκα στο Δαφνί. Όσο βλέπει κάποιον να του φέρεται καλά, τόσο του βγάζει νύχια. - ...Τι να πω εγώ. Δεν ξέρω πολλά πράματα. Μα η καρδούλα μου μού λέει, πως ο Σέβης μοιάζει με το φτωχό που 113
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
είναι περήφανος και δε ζητιανεύει. Αν του δώσεις ελεημοσύνη, του κακοφαίνεται. - Παρόλες, παρόλες και τίποτις άλλο! Τότες που τον κάλεσε η ανιψιά σου στο πάρτι της θυγατέρας της, θυμάσαι τι έκανε; Οι άνθρωποι τον τιμήσανε και τον καλέσανε στο σπίτι τους για να μην κάθεται μονάχος εδώ χάμου σαν το όρνιο και 'κεινος μέχρι που έφτυνε στα κομμάτια της τούρτας για να χαλάσει τη γιορτή. Στο τέλος είδες τι άκουσες. Γιατί δεν είναι βέβαια κανείς υποχρεωμένος ν' ανέχεται το διάολο τον τρικέρατο. Μην κοιτάς εγώ, που μου τον φορέσατε καπέλο κι έχω μια άλφα υποχρέωση. - Παιδί μας είναι. Ποια η διαφορά που δεν το γεννήσαμε; Εμείς δεν το αναθρέψαμε; - Χμ! Όταν σου κοπεί το πόδι και σου βάλουνε ένα ξύλινο, πόδι σου είναι. Μα δεν είναι η συνέχεια της φλέβας σου, του νεύρου σου, του αιμάτου σου. - Δε σου λέω για πόδια και για χέρια, μανάρι μου. Για μια ψυχούλα σου μιλάω. Η ψυχούλα δεν έχει φλέβες και νεύρα. Ένα κουβαράκι νήμα είναι, που όταν το δέσεις μ' ένα άλλο, συνεχίζεται. - Εγώ δε ζω στα σύννεφα. Ξέρω πως ένα κι ένα κάνουν δύο. Πως το άσπρο είναι άσπρο και το μαύρο μαύρο. Είδες τον άλλον; Έχει τα κουσούρια του, τις αναποδιές του, αλλά κολλάει, βρε τζάνε μου, μαζί μας. Σμίγουνε τα χνότα του με τα δικά μας. Ετούτος! Ξεφυσάει συνέχεια σαν τον ταύρο. Και μόνο κόκκινα πανιά βλέπουνε τα μάτια του... Τα μάτια του! Δύο νύχτες χειμωνιάτικες, φορτωμένες βροχή· δύο φτερά κορακίσια που έκαναν κόντρες με τ' αστέρια. Μόνο σαν ξεχνιότανε στην άκρη του περιβολιού και 114
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
κοιτούσε τα πουλιά, γαλήνευε η ψυχή του. Έφευγε μαζί τους... Πετούσε ψηλά στον ουρανό... Ταξίδευε. - Τι αγναντεύεις, Σέβη μου; Τα πουλιά; - Θέλω κι εγώ να πετάξω σαν τα πουλιά. Ξέρω πώς το κάνουν. Έχω προσέξει. Μαζεύουν τα πόδια τους, τεντώνουν το κορμί τους, κάτι ψιθυρίζουν στον άνεμο και ξεκινάνε. - Μα εσύ δεν έχεις φτερά. - Θα φτιάξω. - Ω, αγόρι μου! Μη σκορπιέσαι στα όνειρα. Μη σε γελάσει ο Μάρτης την αυγή και χάσεις την ημέρα. Όταν έμενε μόνος στο σπίτι, έβγαζε όλη τη χολή από μέσα του και την έκρυβε όπου μπορούσε. Κατέβαζε, για παράδειγμα, τα κάδρα, άνοιγε τρύπες με τα εργαλεία του Σούλια στα ντουβάρια κι ύστερα τα κρεμούσε πάλι προσεκτικά. Ή σήκωνε το τραπεζομάντιλο και χάραζε το τραπέζι. Ή άνοιγε το μπαούλο κι έκανε ψαλιδιές στα ρούχα. Όταν ερχόταν η ώρα κι έβγαιναν οι ζημιές στη φόρα, παρίστανε τον Άγιο Ονούφριο. - Εγώ; Δεν ξέρω πώς έγινε. Ορκίζομαι, - Να πεθάνεις; - Να πεθάνω. Αλλά του είχε μάθει η Πέτρα το κόλπο με τα δάχτυλα, για να μην πιάνει ο όρκος. Τη χρονιά που συνέβη το φοβερό γεγονός στο σπίτι του Πάρδου, είχαν γεμίσει τα περιβόλια του Πεταμά πρασάγγουρες. Έπεσαν σαν ακρίδες, και σε μια νύχτα είχαν καταβροχθίσει εκατοντάδες μελιτζανιές, πεπονιές, ντοματιές, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. 115
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Κακή χρονιά, ανάποδη! έλεγε ο Σούλιας. Κι αυτή η ξηρασία... Να μη λέει ο κωλόκαιρος να βρέξει. - Να ντύσουμε μια Περπερούνα, αστειευόταν η Δαμάσκα. - Πάνε αυτά, περάσανε. Δεν ξεγελιέται πλια ο Θεός. Μπήκε κι αυτός στα κόλπα. Πονήρεψε. Τη χρονιά εκείνη την ανάποδη, η Σιδερία κόντεψε να πεθάνει από τη διάρροια. Δύο φορές είχε μπει στο νοσοκομείο. - Κόσκινο της έχουν κάμει το άντερό της οι επιστήμονες. Και το αποτέλεσμα μηδέν. Μόνο για κατασκοπίες και ξολοθρεμούς χρησιμεύει η πρόοδος! Άνθρακες όλα. Σαπουνόφουσκες..., κατέληγε ο Σούλιας. Ο Σέβης ήταν τότε 18 χρονών. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στον καμπινέ κατέφευγε και βαρούσε τη μαλακία του. - Καλά, τόσο συχνά αποπατεί αυτό το παιδί; Μπας και κόλλησε την αρρώστια της Σιδερίας; - Τι αποπατεί, βρε ζώον! Την παίζει. Δεν κατάλαβες; - Ούι ούι, άντρα μου... - Ούξις και ξερός. Αυτό δεν είναι τίποτα. Αλλού είναι τα τρωτά. Ο Λέος κουνιότανε και λυγιότανε σαν την ανεμόσκαλα, τσάκιζε τη φωνή του, στολιζότανε με τις ώρες, φορούσε παρδαλά πουκάμισα και φανταχτερά φουλάρια. Αυτά εννοούσε ο Σούλιας όταν έλεγε «αλλού είναι τα τρωτά». - Πολύ λουσάδικο είναι αυτό το παιδί μου, έλεγε η Δαμάσκα. Μόνο τα χείλια του δε βάφει. - Το κακό είναι, πως μια μέρα θα τα βάψει! πρόσθετε με 116
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
βαθύ αναστεναγμό ο Σούλιας. Εδώ είσαι κι εδώ είμαι. Θα το αντικρίσω κι αυτό. - Σώπα, καλέ! - Σώπα; Τον ψυχρό σου! Όταν του 'βαζες τα κορδελάκια και τα φουρφούρια, δεν ήξερες πού θα καταλήξει; Αλλά, δεν πάτε να χαθείτε! Σας σιχάθηκα όλους! Τίποτα δε μ' ενδιαφέρει πια! Εμένα η ζωή μου σταμάτησε από τότε που... - και δάγκωσε τα χείλια του, να μην του ξεφύγει η συνέχεια: «...έμαθα πως η Άννα μου δεν υπάρχει πια, για να ευφραίνει και να στολίζει ετούτο τον ψεύτη κόσμο.» Μια κακή χρονιά, άνυδρη, γεμάτη πρασάγγουρες, αρρώστιες, μαλακίες και φανταχτερά φουλάρια. Ύστερα από έναν τρομερό καβγά, που σείστηκαν τα θεμέλια του σπιτιού και ψόφησαν από το φόβο τους οι μισοί πρασάγγουρες, ο Σέβης μάζεψε τα ρούχα του κι έφυγε... - Ουστ, βρε! Αλήτη! Δεν έχεις θέση πια εδώ μέσα! - Έξω! Έξω! φώναζε κι η Σιδερία και ψιλοχέστηκε από το ζόρι και τα νεύρα της. Έξω από το σπίτι μου! Βέβηλε! Μόνο η Δαμάσκα έκανε το σταυρό της και τον κυνηγούσε ως έξω στο δρόμο. - Πού πας, αγόρι μου! Γύρνα πίσω, ψυχή μου! Μπόρα είναι πάλι και θα περάσει... - Στο διάολο κι εσύ, παράτα με! Ο Λέος είχε πάει βόλτα μ' ένα αγόρι που έκανε πολύ παρέα τον τελευταίο καιρό - έναν κρεμανταλά μπασκετμπολίστα, από την παρακάτω γειτονιά. Όταν γύρισε στο σπίτι και του είπαν τα νέα, παραξενεύτηκε. 117
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Καλέ και τον διώξατε γιατί πέταξε ένα πιάτο μακαρόνια στο μωσαϊκό; Είχε κάνει και πολύ χειρότερα. - Αυτό ήταν η αφορμή, έλεγε η Σιδερία και του καθάριζε το ψάρι. Η τελευταία ρανίς. Έτσι έπρεπε να γίνει. Και μάλιστα από πολύ νωρίτερα. Το μόνο που μ' απασχολάει, είναι αυτή η βλαμμένη η μάνα σου. Έχει κουκουλωθεί στο στρώμα και κλαίει τη μοίρα της. - Θα της περάσει. Εγώ την είχα προετοιμάσει, πως ο Σέβης ήταν από 'δω περαστικός. Καλέ αυτός επίτηδες τα 'κανε όλα για να τον διώξετε... Περίεργο αυτό το παιδί. Συφιλιασμένο. - Έτσι όπως τα λες. Μάλλον δε στέκεται καλά στα μυαλά του. Κερατόσπορος. Μπήκε στο σπίτι μας κι έφερε τον όλεθρο. Θέλεις κι άλλο ψαράκι; - Έλα, βρε θείτσα, τα παραλές! Δεν είναι τόσο κακός. - Κάκια και μούντζα να 'βρει στο διάβα του! Που θα μου πεις εμένα δεν είναι κακός... Λες να ξανάρθει; - Αποκλείεται. Ο Σέβης να ξανάρθει; - Λέω, μην τον ανακαλύψει η αδερφή μου η ξύπνια και τον επαναφέρει. - Δεν τον ξέρεις καλά τον αδερφό μου... - Αδερφό σου! Μμμ! Σιγά τον αδερφό... - Τελοσπάντων, βρε θείτσα μου, ας μην το αναλύσουμε το θέμα. Καλέ πώς πεινάω! Ελέφαντα τρώω! Καθάρισέ μου λίγο ψάρι ακόμα.
Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει: Το σφύριγμα του ανέμου στα γυμνά πλατάνια από τη λαχτάρα του Λέου για το γεροδεμένο αγόρι της κάτω γειτονιάς. 118
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Τα σμαραγδιά πετράδια στις ακρογιαλιές από τα όνειρα του Σέβη. Ποιος μπόρεσε ποτέ ετούτα να τα ξεχωρίσει - και προς τι... Αμάν αμάν καρδούλα μου! Σμαραγδούλα μου! Τι σ' ωφελούνε τόσα πετράδια που μάζεψες από τις ακρογιαλιές, αφού δεν έχεις κάποιον να του τα χαρίσεις... Αμάν αμάν καρδούλα μου! Σμαραγδούλα μου! Σε γέλασε ο Μάρτης την αυγή κι έχασες την ημέρα...
119
Γειά σου, Πέτρα. Φεύγω. Δεν ξέρω για πού. Οι δρόμοι είναι ατέλειωτοι στη γη. Και γουστάρω. Μάθε ότι ήσουν ο μοναδικός φίλος ως τώρα στη ζωή μου. Θέλω να με συγχωρήσεις για όλο το ξύλο που σου έχω δώσει. Θυμάσαι 'κείνη τη φορά, που σου έσπασα το άσπρο σου δοντάκι και σου χάλασα τη μόστρα; Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, ό,τι αγαπάω περισσότερο θέλω να το καταστρέψω. Σαν να με βαραίνει. Σαν να με καρφώνει στο ίδιο σημείο. Κι εγώ, θέλω πάντα να φεύγω. Να φεύγω... Μάθε ακόμα πως θα σε θυμάμαι πάντα και θα μιλάω με τη σκέψη μου μαζί σου. Θα παίζουμε, θα τσακωνόμαστε, θα πηγαίνουμε βόλτες, μπορεί πότε πότε να σου σπάω και το άσπρο σου δοντάκι. Αγαπημένη μου Πέτρα, σε χαιρετώ. Δικός σου. «Πεντέξ». Ήταν το σημείωμα που άφησε χαράματα ο Σέβης στο παράθυρο της Πέτρας, δυο μέρες μετά το φευγιό του από το σπίτι. Όταν το είδε η Πέτρα, σάστισε στην αρχή, έβαλε τα κλάματα, έβρισε κι ύστερα πήρε το μηχανάκι της κι έτρεχε σαν δαιμονισμένη στους δρόμους. 120
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Παντού υπήρχε ο ίσκιος του Σέβη. Τα μάτια του. Η φωνή του. Σαν να 'χε ποτιστεί ο κόσμος από τη μυρουδιά του και την έπνιγε... Ένα βραδάκι, λίγο πριν φύγει, τρέχανε μαζί με τα μηχανάκια και κάνανε κόντρες στην Κηφισίας. - Άι κλάσε, Σέβη, που θα μου παραστήσεις εμένα τον Πεντέξ. (Πεντέξ ήταν μια λέξη που συνήθιζε η Πέτρα και πήγαινε να πει, τον κάποιον.) - Ρε ποντικομούρα! Θα στο φάω το γκομενάκι, μαλάκα! - Μη γαμήσω... Και να οι κόντρες και τα ξεφωνητά, να οι μούντζες και τα κορναρίσματα στην Κηφισίας. - Βλέπεις; Έτσι σκοτώνονται τα μαλακισμένα! αποφαίνονταν οι γιάπηδες. - Έι, Πέτρε! Είσαι για μια σοβαρή συζήτηση; - Μέσα. Και την άραξαν σε μια καφετερία κι άρχισαν να συζητάνε σοβαρά. - Πέτρα, θέλω να μου πεις την αλήθεια. Εσύ δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει. Θέλω να μου πεις ξεκάθαρα και στα ίσια. Τι ξέρεις για μένα; Για την ιστορία μου. - Τίποτα. - Ορκίσου. - Ορκίζομαι. - Να δω τα δάχτυλά σου. Και ξέσπασαν στα γέλια. - Αφού είσαι φιλάρα, ρε. Κολλητός. Ξηγήσου καθαρά. Είναι ανάγκη να μάθω. Θέλω να πάρω μια θέση στον κόσμο. 121
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Να ξεκινήσω από κάπου. Σαν κλέφτης αιστάνομαι. Σαν λαθραίος. - Γιατί δε ρωτάς τη μάνα σου. - Τη μάνα μου δε θέλω να τη στριμώξω. Κι ύστερα, το ξέρεις πως δε θα μου πει την αλήθεια. «Αυτά είναι πράματα θεοτικά, μανάρι μου» θα μου απαντήσει. «Προς τι τ' ανακατεύεις;» Και μιμήθηκε ο Σέβης τη χαδιάρικη φωνή και το νάζι της Δαμάσκας. - Όσο για την άλλη, την έχω χεσμένη. Αυτό έλειπε, να της ζητήσω και πληροφορίες. Αν είσαι φίλος, θα μου πεις εσύ. - Ακουσε. Μια φορά κάτι έλεγαν οι γέροι μου. Δε με είχαν προσέξει βέβαια πως ήμουν κάπου εκεί. Όταν παρουσιάστηκα, έπαθαν ταράκουλο, αλλά ήταν αργά... Μακάρι να 'μουν στη θέση σου, Πεντέξ. Ξέρεις, θεωρώ ευτυχείς τους ανθρώπους που δεν έχουν αυτούς τους ξενέρωτους δεσμούς γύρω από την ύπαρξή τους. Γονείς, συγγενείς, αδερφοξάδερφα και τα ρέστα. Συνήθως, αυτές οι σχέσεις είναι μόνο για μπέρδεμα. Πάντα μου ονειρευόμουνα να γινότανε λέει, να είχα πέσει από τον ουρανό. Να είχα φυτρώσει από ένα σπόρο που έπεσε κατά λάθος σε μιαν άγνωστη γη. - Προχώρα στο παρασύνθημα. - Λοιπόν, άκου, για να τελειώνουμε. Η κυρα-τέτοια, η μάνα σου, δεν έκανε παιδιά. Ο πατέρας σου ήθελε, ντε και κου, οικογένεια. Έτσι αποφάσισαν να πάρουν ένα ξένο παιδί και να το παρουσιάσουν για δικό τους. Την επιχείρηση την διεύθυνε μια γρια μαμή, η οποία πέθανε αμέσως μόλις σε τακτοποίησε. Επομένως, δεν υπάρχει κάποιος που μπορεί να σου δώσει πληροφορίες. Επειδή είσαι μελαχρινός κι έχεις 122
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
και μάτια που καίνε καρδούλες, υποθέτουν όλοι ότι σε πήρε η μαμή αυτή από κάποια γύφτισσα... Αυτά και τέλος. Μην αρχίσουμε τώρα να το κάνουμε μελό, γιατί δεν αντέχω. - Με φώτισες! Το ότι δεν ήμουν δικό τους παιδί το ήξερα πάντα. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά το 'νιωθα. Το 'νιωθα από πριν αρχίσει να δουλεύει το μυαλό μου. Από πριν αρχίσει η Σιδερία να πετάει μπηχτές. Το 'νιωθα με το δέρμα μου, με την αφή μου. Πώς να στο πω... - Έλα, ρε. Δεν έχεις δίκιο να παραπονιέσαι. Η κυραΔαμάσκα σ' αγαπάει το ίδιο σαν να σ' έχει γεννήσει. - Η κυρα-Δαμάσκα τ' αγαπάει όλα. Και αυτά που γέννησε κι αυτά που δε γέννησε. Και τις κότες και τα κουνέλια και τα σκυλιά και τα τζιτζίκια, όλα σου λέω. Μοιράζει την ψυχή της σαν αντίδωρο. Εμένα θ' άφηνε απέξω; Πιο πολύ με συμπονάει, Πέτρα. Βλέπει πως οι άλλοι με κυνηγούν και μου δίνει άσυλο. Πώς να στο εξηγήσω, γαμώ το! Εγώ ήθελα να μπω στην ψυχή της όχι σαν φιλοξενούμενος αλλά σαν καταχτητής. Όπως μπήκε ο Λέος. Όταν μαλώνει τον Λέο, είναι αληθινή. Του μιλάει με τα χέρια της, με τα μάτια της, με το πετσί της. Όταν μαλώνει εμένα, σαν να σφίγγεται, σαν να φοβάται μην παρεξηγηθεί, σαν να τρέμει μήπως έχει τύψεις αργότερα που πρόγκηξε ένα άμοιρο πλάσμα. Πώς λένε, ρε, για να καταλάβεις, πώς λένε υποκατάστατο της ζάχαρης; Υποκατάστατο του καφέ; Κι εγώ ένα υποκατάστατο είμαι. Με νιώθεις; - Δεν είμαι καλή στην ψυχανάλυση, Πεντέξ. Βολέψου μ' αυτά που έχεις και σταμάτα να κουταλίζεις. Σου είπα ότι εγώ σε ζηλεύω. Δεν ανήκεις πουθενά. Αυτό είναι μια μαγκιά που δεν την κέρδισες με το σπαθί σου. Σου χαρίστηκε. Δε σου αρέσει όπως είσαι; Την κάνεις γι' αλλού, λες ένα «ευχαριστώ πολύ, χάρηκα δια την γνωριμίαν» και γκαζώνεις. 123
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Γιατί, εσύ δεν μπορείς να γκαζώσεις; Ο καθένας, αν κρατάνε τα κότσια του, μπορεί να πει ένα «γεια και χάρηκα». Δεν ξέρει πού πάει, αλλά ξέρει από πού ξεκίνησε. Ξέρει τι αφήνει πίσω του, τι φτύνει. Σε μένα όλα είναι διαφορετικά. Εγώ, όταν έρθει η ώρα μου να πω «ευχαριστώ για τη φιλοξενία», θ' ανοίξει μια άβυσσος μπροστά μου, και μια άλλη πιο μεγάλη πίσω μου. Κι αυτή η πίσω είναι που με τρώει, μαλάκα! Η Πέτρα έσκυψε το κεφάλι της κάτω από το τραπέζι, τάχα μου για να δέσει το κορδόνι του παπουτσιού της - δεν ήθελε να δει ο Σέβης τα βουρκωμένα της μάτια. - Πάμε για μπίρες, ρε; Ανασηκώθηκε απότομα. - Έχεις φράγκα; - Μη σε νοιάζει. Καθαρίζω εγώ. Η Πέτρα... Χοντρουλή, χαμηλόκωλη και κοντοπόδαρη, με δύο γατίσια πονηρά ματάκια. Όλοι στον Πεταμά τη φώναζαν Πετρούλα όταν ήταν μπροστά η μάνα της, και Πέτρακα όταν μιλούσαν μεταξύ τους. - Αυτός ο θεόργιστος ο Πέτρακας γύρισε τα ξημερώματα πάλι με τη μηχανή και ξύπνησε ακόμα και τα κουνέλια. Ήμαρτον Κύριε! Αυτός έχει τον ξορκισμένο μέσα του. - Μέσα του; Στα σκέλια του τον έχει. Καλέ δεν τα μάθατε; Προχτές στρίμωξε τη μικρή κόρη της κυρα-Μαρίτσας, την Κική. Τις πιάσανε πίσω από τη μάντρα του Πόρδου. Κι εκείνο το χαμένο; Καθότανε σαν την κότα και του 'πιανε τα βυζάκια ο Πέτρακας. - Βρε λες να 'χει τίποτα εργαλείο αντρικό; Μια σταλίτσα οργανάκι, που λένε; - Αποκλείεται. Εγώ το ξέρω από μωρό. Τίποτα δεν έχει. 124
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Διεστραμμένο είναι - αυτό μονάχα... Η Πέτρα! Η Πετρούλα! Ο Πέτρακας! - Είναι ζήτημα ορμονών, έλεγε η καθηγήτρια της φιλολογίας. «Είναι ζήτημα μουνιών», σκεφτότανε ο Πάρδος και ψέκαζε με μια βαριά ψεκαστήρα τους προσάγγουρες. Σε μιαν άλλη βόλτα, που είχαν βγει με το ένα μηχανάκι, οδηγούσε η Πέτρα κι έτρεχε ως συνήθως σαν παλαβή. - Φοβάσαι, ρε Πεντέξ; - Εγώ να φοβάμαι; Φτιάχνομαι, μωρό μου! Κι εκεί, όπως ήταν σ' ένα χωματόδρομο και σήκωναν σύννεφο της σκόνης, γυρίζει μια στιγμή η Πέτρα και του λέει γελώντας: - Έι φιλάρα... Πειράζει ρε... που είμαι έτσι; - Τι έτσι; - Να... λίγο αλλιώς, ντε! - ...Σ' αγαπάω. - Τι είπες; - Τίποτα... Δεν πειράζει... Πού βγαίνουμε από 'δω; - Στην Κόλαση. Γουστάρεις; - Σ' αγαπάω. - Τι είπες; - Γουστάρω είπα. Γουστάρω. - Πεντέξ, σου έχω πει πως είσαι ηλίθιος; - Γιατί; - Γιατί τώρα έπρεπε να είσαι με μια γκόμενα. Τι γυρεύεις μαζί μου; - Σ' αγαπάω. - Τι είπες; - Ναι, λέω ναι. Κοίτα μπροστά σου. 125
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει: Το αχ του νυχτολούλουδου από το αχ του αποχωρισμού. Το αχ της ροδοδάφνης από το αχ του έρωτα. Το αχ του γιασεμιού από το αχ της νοσταλγίας. Το αχ του υάκινθου από το αχ της ερημιάς... Ποιος μπόρεσε ποτέ ετούτα να τα ξεχωρίσει - και προς τι... Αμάν αμάν καρδούλα μου! Ένα πολύχρωμο κομπολογάκι από αναστεναγμούς σου χάρισε η ζωή. Κι εσύ κάθεσαι στον ίσκιο της ασημόλευκας, μετράς τις χάντρες του και περιμένεις κάθε χρόνο ν' ανθίσουν οι νάρκισσοι...
126
Ένα παλικαρόπουλο, πιο δροσερό κι από τα βλαστάρια της κυδωνιάς. Ένα μαύρο αχαλίνωτο πουλάρι, που σπίθιζαν σαν τσακμάκια τα πόδια του στο άγγιγμά τους με τη γη. Την ημέρα που έφυγε, είχε ζυμώσει η Δαμάσκα τηγανόψωμο, εκείνο το τηγανόψωμο που του άρεσε, το γεμιστό με φρέσκο κατσικίσιο τυρί. Πέρασαν χρόνια και, κάθε φορά που ο νους του γύριζε στο σπίτι του, ένιωθε την ψυχή του να γεμίζει με τη μοσκοβολιά του τηγανόψωμου - εκείνου του γεμιστού με φρέσκο κατσικίσιο τυρί τηγανόψωμου... Την πρώτη εβδομάδα κοιμόταν κι έτρωγε σ' έναν παλιό συμμαθητή του από το Γυμνάσιο. Μετά του κρέμασαν τα μούτρα. Πήρε τον μπόγο του κι έφυγε. Περπατούσε άσκοπα στους δρόμους της Αθήνας. «Πρέπει να συνηθίσω», σκεφτότανε. «Έρχονται δύσκολοι καιροί. Πρέπει να τα καταφέρω.» Δύο νύχτες κοιμήθηκε στο υπόγειο της Ομόνοιας. Ήταν κι άλλοι εκεί. Πολλοί. Αλλοδαποί, πρεζάκηδες, πουτάνες, ακόμα και μικρά παιδιά. Μερικοί ήταν μόνιμοι. Αυτοί είχαν τη θέση τους. Αλίμονο αν κάποιος καινούργιος πήγαινε να την πιάσει. Έκαναν φασαρία λες και υπεράσπιζαν το 127
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
οικογενειακό τους άσυλο. Έσερναν μαζί τους χαρτόνια κι εφημερίδες και τ' άπλωναν αντί για στρώματα και κουβέρτες. Μάζεψε κι αυτός από τα σκουπίδια ένα μεγάλο χαρτόνι και κάμποσες εφημερίδες. Ένας αλκοολικός, πρώην μαέστρος, με μια γενειάδα του Ιεχωβά κι ένα βλέμμα σαν μια τρύπα στην άβυσσο, ο Πολ, τον συμβούλεψε να βάλει εφημερίδες στο στήθος και στη ράχη του. - Κατάσαρκα θα τις βάλεις, νεαρέ. Δεν υπάρχει καλύτερο θερμαντικό. Δίπλα στον Σέβη κοιμότανε μια γυναίκα νάνος που ήταν έγκυος, σχεδόν στο μήνα της. Ένα κεφάλι καρφωμένο σε μια μπάλα. Η γυναίκα νάνος κάπνιζε ασταμάτητα. - Τόσο πολύ καπνίζεις; - Ναι, ρε. Από τα λεφτά σου τ' αγοράζω; - Θα κεράσεις; - Ορίστε. Φωτιά έχεις; - Όχι. - Και τι έχεις εσύ! Πάρε και σπίρτα μη σε χάσουμε από πελάτη. - Να σε ρωτήσω κάτι; Όταν... Θέλω να πω, όταν γεννήσεις το μωρό σου, τι θα το κάνεις; - Θα το φάω, είπε η γυναίκα νάνος μ' ένα χαμόγελο που βρομούσε ξινίλα και πέταξε τη γόπα της. Εσύ, ρε ομορφονιέ, τι κάνεις εδώ; Δεν ντρέπεσαι; Γύφτος είσαι; - Εγώ θα φύγω αύριο. Θα βρω δουλειά. - Κι εγώ θα φύγω! Περιμένω τον καλό μου να τελειώσει κάτι δουλειές και θα 'ρθει να με πάρει. Εδώ ειν' όλη η σαπίλα, ρε. Δε βλέπεις; Όλη η πουτανιά κι η σαπίλα. Ειν' εδώ γι' ανθρώπους καθωσπρέπει; 128
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Έχεις γκόμενο; - Γιατί δε θα έχω; Έναν παιδαρά, που αν τον δεις θα πάθεις την πλακάρα σου. Σου ρίχνει και δύο πιθαμές, να πούμε. Κι άναψε άλλο τσιγάρο η γυναίκα νάνος. Την άλλη μέρα έπιασε δουλειά σε μια οικοδομή. Κοιμόταν εκεί σ' ένα μισοτελειωμένο διαμέρισμα, ώσπου γνώρισε τον Ναζή. Τον γνώρισε σε μια ταβέρνα που πήγαινε κι έτρωγε. Πιάσανε κουβέντα και, καρτούτσο στο καρτούτσο, γίνανε κολλητοί. - Ναζής! Τι όνομα είν' αυτό; - Ένα όνομα που μ' έχει βάλει σε μπελάδες. Καμία σχέση με ναζισμό. Αλλά άντε τώρα να το εξηγείς στον καθέναν. Η μάνα μου ήταν σλάβικης καταγωγής κι ο πατέρας μου τούρκικης. Χαρμάνι να σου πετύχει, ε; Αυτοί οι δύο που λες, ο Γιαραμπής ν' αναπάψει την ψυχούλα τους, έφερναν παιδιά στον κόσμο και τους πέθαιναν. Όταν γεννήθηκα εγώ, θέλοντας να ξορκίσουν το κακό, με βάφτισαν αμέσως Ναζή. «Να ζεις» δηλαδή. Αυτή την ευκή μου 'δωσαν κι όπως βλέπεις έπιασε. Έζησα και γέρασα. - Είσαι ευχαριστημένος; - ...Και γιατί να μην είμαι, παρακαλώ; Τα βάσανά μου χαίρομαι, τις πίκρες μου γλεντίζω, που λέει και το τραγουδάκι. Εσύ; Δεν έχεις κανένα δικόνε σου; - Δεν είχα, μέχρι στιγμής. Τώρα έχω. - Μαγκάκι, μ' αρέσεις. Πήγαινε να μαζέψεις τα πραματάκια σου κι έλα να μοιραστούμε το παλάτσο μου. Αν γουστάρεις κι εσύ, δηλαδή. Ο Ναζής ήταν κάποτε σπουδαίος οργανοπαίχτης και τρα129
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
γουδιστής. Ύστερα το 'ριξε στο πιοτό και βρέθηκε δίχως να το καταλάβει στην απ' έξω. Τώρα γύριζε τα βράδια στα μαγαζιά, έπαιζε μπαγλαμαδάκι και ψέλλιζε και κανένα τραγούδι. Όταν τελείωνε η παράσταση, έβγαζε το καπέλο του και μάζευε από τους θαμώνες ό,τι είχαν ευχαρίστηση. - Μέχρι να με κρατάνε τα ποδαράκια μου δε φοβάμαι. Το μεροκαματάκι βγαίνει. Ε, όταν θα γεράσω θα δούμε... Ποτέ σου, νέε, να μην πληρώνεις το φόβο προκαταβολικά, γιατί μπορεί να σου τη σκάσει. Άσε να 'ρθει με το καλό η δυσκολία και την πληρώνεις τοις μετρητοίς. Άντε. Γέμισε τα ποτήρια. Ναστράβα! Στη γλώσσα της μάνας μου πάει να πει στην υγειά σου. Ναστράβα και μη φοβάσαι τίποτα. Όταν έχεις έστω κι έναν άνθρωπο δίπλα σου, είναι σαν να 'χεις όλο τον κόσμο σύμμαχό σου. Τι τρέχει πάλι κι είσαι χολωμένος; - Δεν είμαι. - Αμ δε σε βλέπω; Με το μάτι σου ραγίζεις την πέτρα, γιαβρούμ. Θα μου πεις τι συμβαίνει; - Δεν ξέρω... Δε χωράω πουθενά. Ξεχειλίζω σαν το ζυμάρι που φουσκώνει. Σκάω, Ναζή! - Έχεις δίκιο. Ζωή είν' αυτή για σένα; Κάνε κουράγιο. Κάτι θα σκεφτώ. Μπου ντουνιά μπιρ τσαρκί φελέκ, έλεγε ο πατέρας μου. Αυτός ο κόσμος, λέει, είναι ένας τροχός. Και χαράς τονα, όποιος μπορεί να τον γυρίζει. Κατάλαβες; Έλα τώρα να σε μερέψω. Θα σου πω ένα τραγουδάκι να γλυκάνει το τζιέρι σου: Βρε μη φοβηθείς τον άνθρωπο, Λούλα μου Μαρικούλα μου, μωρέ όσο θεριό και να 'ναι. Κουρμπάν... 130
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Πες μου και τ' άλλο. Το βαπόρι απ' την Περσία. - Όχι αυτό τώρα. Δεν το γουστάρω. Άκου ετούτο: Αμάν αμάν αμάν καρδούλα μου, τσαχπινούλα μου, σε πιάσανε στις ξόβεργες μιαν αυγούλα, αμάν καρδούλα μου τσαχπινούλα μου... - Κάνεις κέφι να συνεχίσω, σεκερίμ; - Τι πάει να πει σεκερίμ. - Ζάχαρη μου πάει να πει. Κατάλαβες; - Μ' αρέσει αυτή η λέξη. Σεκερίμ! Μου 'φτιαξες το κέφι, Ναζή. Θα μου κάνεις και κανένα στριφτό; - Όχι. Αυτό μη μου το ζητάς, γιαβρούμ, και μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Είσαι μικρός ακόμη για τέτοιους νταλκάδες. Μη βλέπεις εμένα. Εγώ είμαι στη δύση. Κι εσύ τώρα προβαίνεις αγουροξυπνημένος από την ανατολή. Κι άρχιζε πάλι ο Ναζής: Αχ, κρυφή πληγή, κρυφή πληγή αδύνατον, αμάν αμάν, να λάβει σωτηρία, αχ, τζιβαέρι μου, να λάβει σωτηρία γιατί σ' αυτή τη συμφορά, αμάν αμάν, εσύ 'σαι η αιτία. Ο Ναζής με το μπαγλαμαδάκι του, τα σάπια δόντια του και το καμπουριασμένο του κορμί... Κοιτούσε τη ζωή στα μάτια και της χαμογελούσε. Μ' ένα χαμόγελο τόσο πλατύ, που δε χωρούσε στο πρόσωπό του. «Σεκερίμ» της έλεγε, κι αυτή έγερνε στον ώμο του κι έλιωνε. 131
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Μια θάλασσα η ψυχή του Σέβη. Πότε ήταν γαλήνια και πετούσανε πάνω της αγριοπούλια, πότε σήκωνε μπουγάζι κι έβγανε αφρούς. Μια τέτοια νύχτα με φουρτούνα, καθώς γύριζε στο σπίτι, συνάντησε ένα γύφτο με το φορτηγό του. Κάτι του είπε ο γύφτος γιατί περπατούσε στη μέση του δρόμου, κάτι που απάντησε ο Σέβης, και άρχισε ο καβγάς. Στο τέλος πιάστηκαν στα χέρια. Έτσι όπως τον είδε μια στιγμή από πάνω του ο Σέβης, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ήταν ο πατέρας του. Και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Ο δρόμος ήταν έρημος. Ούτε μάρτυρες ούτε αστυνομίες. Εκείνο το βράδυ ο Ναζής δε βγήκε για δουλειά. Πήγανε στην ταβέρνα και γίνανε τύφλα κι οι δυο. - Δεν έπρεπε να φερθώ έτσι. Τι μου 'φταιξε ο άνθρωπος; Ένας αλήτης είμαι. Ένας άχρηστος. - Ωραία. Έγινε ένα λάθος. Ξέχνα το τώρα. Ναστράβα! - Δεν αξίζω την αγάπη σου. Μπορεί να σου φερθώ και σένα άσχημα κάποια στιγμή. Δεν ορίζω τον εαυτό μου. - Μην παίρνεις φόρα, νέε! Άνθρωποι είμεθα. Εδώ ο ίδιος ο Θεός κάνει λάθη. Τι μου λες τώρα εμένα, σαν να πρόκειται να σε δικάσω... Οι φίλοι δεν είναι για να δικάζουν ο ένας τον άλλον. Από τη στιγμή που γίνεσαι κολλητός μου, ό,τι και να κάνεις οφείλω να σου σταθώ, χωρίς να σε κρίνω. Σ' αγαπώ, ρε μπαγλαμά, όχι γιατί είσαι ο καλύτερος, όχι γιατί είσαι όπως με βολεύει εμένα. σ' αγαπώ γιατί είσαι ο Ευσέβιος. Έγινα αντιληπτός; Η αγάπη δεν είναι βίδα, να τη χρησιμοποιείς όπου χρειάζεται. Δεν είναι ρουλεμάν. Όνειρο είναι. Άρωμα! Έρχεται και σου μελώνει την ψυχή σαν αμανές. Από 'κει κι εκεί, μην το ψάχνεις... - ...Δεν είχα δίκιο σου λέω. 132
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Μάλιστα... Εγώ σου μιλάω κι εσύ το χαβά σου. Ένα έχω να σου πω. Πάρε το βλέμμα σου από τα πόδια σου. Κοίταξε πέρα, στον ορίζοντα. Εκεί σε περιμένει η ζωή. Μπροστά. Τι έγινε, να πούμε, στο παρελθόν και πώς έγινε, δεν μπορείς εσύ να το ξέρεις. Μην κάνεις τον έξυπνο στη ζωή των άλλων, Σέβη. Τι να αναλύσει βρε κανείς από τον πόνο, από το χαμό, από την πτώση; Σε κάθε θεομηνία, έκαστος φροντίζει να σώσει το τομάρι του. Και καλά κάνει. - ...Θέλω να βρω τη μάνα μου την πραγματική. - Να την κάμεις τι; Να της πεις χαίρω πολύ; Μάνα σου είναι η γυναίκα που σ' ανάθρεψε. Εν προκειμένω, η κυραΔαμάσκα. Γούσταρες να την κοπανήσεις, ορθώς έπραξες εφόσον έτσι έκρινες. Μη γυρεύεις τώρα τίποτα περισσότερο. Δεν υπάρχουν ούτε ρέστα ούτε βερεσέδια. Πάψε, αγόρι μου, να διαβάζεις τον κόσμο ανάποδα. Άντε! Ναστράβα! Ναστράβα κι όλα θα πάνε καλά... - ...Άμα δεν ξέρεις τη ρίζα σου... Πώς φύτρωσες... - Εκεί αυτός... Χαμπάρι! Κι εγώ λοιπόν που την ξέρω τη ρίζα μου, τι κέρδισα; Άκου: Όπου βρεις χώμα καλό, ρίζωσε. Όπου συναντήσεις φύτρα σαν τη δική σου, τακίμιασε. Τα υπόλοιπα, είναι ως εκ περισσού. Κι εμείς οι ανεμοδαρμένοι, οι άνθρωποι που γεννηθήκαμε πίσω από την πλάτη του Θεού, δεν έχουμε περιθώρια για μαλακίες. Το ψαχνό μας ενδιαφέρει, Ά σ τ α τ' άλλα για κείνους που περιδιαβαίνουνε τη ζωή ωσάν να κάνουνε περίπατο στο πάρκο. - Έπρεπε να είναι για όλους το ίδιο. Όχι ο ένας να βρίσκει στρωμένο τραπέζι μπροστά του κι ο άλλος να ψάχνει στα σκουπίδια για ένα ξεροκόμματο. - Κι αυτός που βρίσκει το τραπέζι έτοιμο μη νομίσεις πως χορταίνει. Μπορεί να 'χει μπροστά του τού πουλιού το 133
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
γάλα κι ο ίδιος να ψοφάει από την πείνα. Γιατί η ουσία, μάτια μου, δεν είναι τι έχεις μπροστά σου, αλλά πώς το δέχεσαι, από πού του ανοίγεις τρύπα να περάσει μέσα σου. Από το μυαλό; Από τα νεφρά; Από την τσέπη του παντελονιού; Από πού... Μάθε λοιπόν πως εμείς ανοίγουμε τρύπα από την ψυχή. Κι αυτό είναι που μας κάνει να διαφέρουμε από τους υπόλοιπους. Εμένα, τώρα που γέρασα, η ψυχή μου είναι χιλιοτρυπημένη. Κόσκινο. Γιατί έχει δεχτεί πολλά. Γιατί τα 'χει δεχτεί όλα. Αυτό το κόσκινο, εγώ δεν τ' αλλάζω μ' όλους τους θησαυρούς του πλανήτη. Και να σου πω και κάτι; Πιστεύω πως είμαι ένας άρχοντας! Ένας άρχοντας που ήρθε στον κόσμο για να δει και να μάθει κι όχι για να κρίνει. Για να ζυμώσει κι όχι τόσο για να φάει... Τίποτα δεν άφησα ο κερατάς να μην το χαϊδέψω, να μην το φιλήσω, να μην το περιεργαστώ. Κι ας ήξερα πάντα πως θα το πλήρωνα πανάκριβα αυτό μου το χούι. Μια ήταν η μαγκιά μου: ήξερα πως θα χάσω κι έπαιζα. Γιατί ποτέ δεν ξεκίνησα για το κέρδος. Ο τζόγος, σεκερίμ! Ο τζόγος με φτιάχνει, ακόμα! - Και τι κατάφερες στο τέλος; Αυτό δεν κατάλαβα. Μόνος σου έμεινες σαν την καλαμιά. Ένας έρημος γεροτζογαδόρος. - Χμ! Η ερημιά δε μετριέται με την παρέα. Μπορεί να 'χεις δέκα άτομα γύρω σου και να 'σαι φορτωμένος δέκα ερημιές. Εγώ έχω μία. Τη δικιά μου. Ξέρω να την κουλαντρίζω. Την πάω από 'δω, την πάω από 'κει, τη βγάζω περίπατο, την αμολάω όπου μου κάνει κέφι, της τραγουδάω, της βγάζω τη γλώσσα, μια χαρά τα πάμε οι δυο μας. Και να σου πω και κάτι άλλο; Εσύ είσαι άγουρος ακόμα βέβαια και δεν μπορείς να καταλάβεις. Στην ηλικία σου, τα θέλει κανείς 134
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
όλα μαζεμένα. Να φάει, να φάει, να ξεκωλωθεί, που λέει ο λόγος. Δεν αξίζει όμως έτσι. Όταν καθίσεις στο τραπέζι της ζωής, να καθίσεις σαν κύριος κι όχι σαν πεινάλας. Να τρως σιγά και ν' απολαμβάνεις κάθε μπουκιά. Να μεζάρεις, βρε! Αυτή είναι η γλύκα. Να μεζάρεις... - Εγώ ξέρεις πώς την έχω δει τη ζωή; Κι ας είμαι άγουρος, όπως λες... Μια πορεία σε ανηφόρα. Έτσι την έχω καταλάβει. - Ένα σεργιάνι είναι, καρδούλα μου. Ένα σεργιάνι στην ομορφιά. Μόνο που η ομορφιά είναι σαν το τριαντάφυλλο έχει αγκάθια. Σε ματώνει η πουτάνα! - Να σε ρωτήσω κάτι; Δεν ερωτεύτηκες ποτέ; - Ωχ! Μπήκαμε στα δύσκολα. Χωρίς έρωτα βρε, γίνεται τίποτις; Μια φορά μόνο; Με τη Σταυρούλα, με τη Μάρθα, με την Κατινιώ, με τη Χριστίνα... Όταν έχω αϋπνία, μετράω τις γυναίκες μου, όπως οι άλλοι μετράνε πρόβατα. Δεν προφταίνω να τελειώσω και με παίρνει ο ύπνος. - Πιο πολύ ποια αγάπησες. - Καθεμιά είχε τη χάρη της - τι να σου πω τώρα... - Πώς δεν στέριωσες με καμιά; Να την παντρευτείς... - Το 'κανα κι αυτό. Βέεεβαια! Παντρεύτηκα τη Μάρθα. Σε δυο χρόνια χωρίσαμε. Δεν ήταν η φτιαξιά μου να στεριώσω. Καλή κακή φτιαξιά, δεν ξέρω. Πρέπει να φιλιώνει κάποτε κανείς μ' αυτό που είναι, και να το ψιλοφουμάρει. Δε βγαίνει αλλιώς. - Κι εμένα η φτιαξιά μου είναι να φεύγω. Να πετάω σαν τα πουλιά. Δεν μπορώ να μείνω πουθενά. Κι εγώ δε στεριώνω. - Αμ, δε σε βλέπω; Κι από μένα θα φύγεις μια μέρα. Και μπορεί να με πληγώσεις κιόλας, όπως είπες πριν. Ένα θα ξέρεις: πως υπήρξα ευτυχής που σε γνώρισα, που μοιρά135
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
στηκα μαζί σου το κρασί μου. Δεν μπορώ να σ' αλυσοδέσω. Κι αν οι άνθρωποι ήταν λίγο πιο περήφανοι και δε χαράμιζαν τη μισή ζωή τους προκειμένου ν' αλυσοδέσουν ο ένας τον άλλον, σίγουρα ο κόσμος θα πήγαινε καλύτερα... Λοιπόν, άκου να σου πω ένα ποιηματάκι - το θυμάμαι από το δημοτικό. Δώσε βάση να δεις φιλοσοφία... Ο μπαρμπα-Μπρίλιος είχε ένα γάλο, πολύ μεγάλο. Κι όλο τον τάιζε ψωμί κι αλάτι, για να κάνει πλάτη. Κι όλο τον τάιζε ψωμί και ρόδια, για να κάνει πόδια. Κι όλο τον τάιζε ψωμί και χόρτα... Ώσπου δε χώραγε να μπει στην πόρτα. Και κάποια μέρα, με δίχως ήλιο, ο γάλος έφαγε τον μπαρμπα-Μπρίλιο! - Κατάλαβες, σεκερίμ; Όποιος όμως μπαρμπα-Μπρίλιος είναι μάγκας, γνωρίζει εκ των προτέρων τι θα συμβεί. Μπορεί να ταΐζει το γάλο του, αλλά το κάνει έτσι για την καβλάντζα του. Γιατί θέλει να φαγωθεί, βρε αδερφέ! Γουστάρει! Αλίμονο σε κείνον τον Μπρίλιο, τον ακάτεχο, που νομίζει πως, επειδή ταΐζει το γάλο, τον εξουσιάζει, πως κάνει αυτός παιχνίδι, με δυο λόγια. Αλλά όλ' αυτά που σου λέω, είναι ξέμπαρκες κουβέντες. Μόνος σου θα μάθεις. Αν δεν κυλιστείς, αν δε σπάσεις τα μούτρα σου, αν δε φτάσεις στον πάτο, δε θα μάθεις ποτέ. Η ζωή δε μαθαίνεται από δεύτερο χέρι. Η αφεντιά μου, έχει περάσει προ πολλού απέναντι, στην άλλη όχθη του ποταμού. Πέρασμα δύσκολο, 136
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
παλικάρι μου! Είπα εκατό φορές πως θα πνιγώ. Γι' αυτό με βλέπεις βρεγμένο ως το κόκαλο. Δε γίνεται να περάσεις χωρίς να μουσκευτείς... Εσύ στέκεσαι ακόμη στην άκρη κι ούτε τα παπούτσια σου δεν έχεις λύσει. Μια μέρα θα περάσεις κι εσύ. Το ξέρω. Κρίμα που δε θα με βρεις τότε εκεί, για να τα πούμε πιο καλά. Άντε καρδούλα μου. Ναστράβα! - Μπορεί και να σε βρω. Αν το περάσω γρήγορα το ποτάμι, θα σε βρω. - Όχι... Μη βιάζεσαι. Αυτό το πέρασμα δεν το κάνει κανείς όποτε θέλει. Το κάνει μόνο όταν είναι έτοιμος. Όταν... δεν έχει αποσκευές. - Δηλαδή, μας χωρίζει ένα ποτάμι. - Ένα βαθύ, θολό ποτάμι, μάτια μου... - Έτσι που τα λες, Ναζή, με φοβίζεις. - Όχι, τζιβαέρι μου! Ο Ναζής δεν είναι μπαμπούλας. Δε θέλει να φοβίζει τα παιδιά. Ένας τζογαδόρος είναι, ένας χασίκλας. Μην παίρνεις τα λόγια του τοις μετρητοίς. Εσύ κοίτα να χαράξεις τις δικές σου πατημασιές. Ακουγε, μάζευε, παρατήρα, μα τελικά να κάνεις εκείνο που σου λέει η δική σου γνώση. Αν κάνεις σφάλμα, μην κωλώνεις. Ο βίος χωρίς σφάλματα είναι ανούσιος. Και προπαντός μην παρασύρεσαι από κείνους τους ηλίθιους, που σου λένε πως δεν έσφαλαν ποτέ. Αυτοί οι ίδιοι είναι το σφάλμα. Ή τους άλλους που λένε πως δεν πλήγωσαν το διπλανό τους και πορεύονται τάχα στη ζωή άμεμπτοι. Ψεύτες κι αγύρτες, μάνα μου, όλοι ετούτοι. Και σφάλματα κάνουμε και τον διπλανό μας μαχαιρώνουμε, το κατά δύναμη ο καθένας, και τη χαρά κλέβουμε ο ένας του άλλου και με τον ξένο πόνο φτιαχνόμαστε και τους καλούς Σαμαρείτες παριστάνουμε για να κοροϊδέψουμε πρώτα απ' όλα τον εαυτό μας. Μπάζει ο άνθρωπος, 137
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
αγόρι μου, μπάζει από παντού. Με πλίθρα είναι χτισμένος. Κι όποιος παρουσιάζεται ως κόκορας και λέει διάφορα, είναι επικίντυνος. - Δώσε μου να τραβήξω μια. - Όχι, γαμώ τη φάρα μου! Όχι σου είπα! - Όλοι για να θυμιατίζουμε τον εαυτό μας ζούμε τελικά. - Ορθώς το 'πιασες. Αλλά ο σκοπός είναι, τι λογής θυμίαμα του προσφέρουμε. Εκεί είναι η διαφορά. Πολλές φορές ο Σέβης μετά τη δουλειά έπαιρνε το λεωφορείο κι έφτανε έξω από την πόλη, στους καταυλισμούς των τσιγγάνων. Δεν πάει να 'λεγε ο Ναζής... Έκοβε βόλτες ένα γύρω στα τσαντίρια, κάπνιζε, σφύριζε, έκανε τάχα τον περαστικό κι έπιανε κουβέντα μ' όποιον έβρισκε εύκαιρο. Όταν συναντούσε καμιά γυναίκα που του ταίριαζε για μάνα, την κοίταζε βαθιά στα μάτια λες και περίμενε να τον αναγνωρίσει, λες και προσπαθούσε να διαβάσει το μυστικό της. Δε βαριέσαι... Τα γράμματα ήταν ξεθωριασμένα από τη βροχή. Οι σελίδες λείπανε... Τι να διαβάσει... - Καλέ παλικάρι, να σου πω τη μοίρα σου; Έλα καλέ να σε χαρεί η μανούλα σου. Έλα κι είσαι κι ομορφόπαιδο. Ασήμωσε να δεις πράματα που θα σου πω! Α, εσύ πολύ φουρτούνα έχεις, καλόπαιδο! Ένας λογισμός σε τρώει. Πρόσωπο που αρχίζει από Μι, τι σου είναι; - Τίποτα. - Να το! Φαίνεται καθαρά στο χέρι σου. Ένα πρόσωπο που αρχίζει από Μι. Μεγάλη σκέψη έχει για σένα. Μεγάλη αγωνία. - Ξέρεις γράμματα; - Όχι, λεβέντη μου, δεν πήγα σχολείο. 138
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Τότε πώς το γνωρίζεις το Μι. - Ε! Μι δεν είναι αυτό καλέ, που μοιάζει σαν τριγωνάκι; - Όχι. Είναι Δέλτα. - Αυτό γεια σου, το Δέλτα. Πρόσωπο από Δέλτα, πολύ σε σκέφτεται εσένα. Πολύ φαρμάκι έχει η καρδούλα σου. Κάτι ψάχνεις. Κάτι σαν σπίτι, σαν στεφάνι, τι είναι... - Προχώρα. - Εσύ ψηλά θ' ανέβεις μια μέρα. Ψηλά σου λέω. Στον ουρανό σε βλέπω. Σαν αεροπόρος... Κι ύστερα τρόμαξε η τσιγγάνα - σα να την έκαψε η παλάμη του και την άφησε. - Αχ! Τι 'ναι τούτο καλέ; - Τι βλέπεις; - Τίποτα, τίποτα. Ένα κακό θα μάθεις, όταν θα είσαι ψηλά. Δε βλέπω καθαρά. Ασήμωσε κάτι ακόμα να σου πω περισσότερα. - Όχι, δε χρειάζεται. Με χόρτασες. Έχεις παιδιά; - Έχω τέσσερα. - Έδωσες κανένα; - Καλέ, Χριστός και Παναγιά! Πού να το δώσω; - Ξέρεις καμιά από 'δω που να 'χει δώσει παλιά ένα αγόρι; Τώρα αυτό..., στην ηλικία μου πρέπει να είναι. - Όχι, καλόπαιδο. Πού να ξέρω εγώ. Παίξανε πονηρά τα μάτια της τσιγγάνας, φέρανε ένα γύρο στην ψυχή του Σέβη κι ύστερα φτερούγισαν πέρα... Κατά το βουνό. «Μπρε το παλικάρι!» σκέφτηκε. «Άπονης μανούλας γέννημα είναι. Τώρα, τι ψάχνει... Τον ίσκιο του μαζεύει κουβάρι...» 139
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Πρωί πρωί ο Ναζής σηκώθηκε κι έβρασε το τσάι. Το σέρβιρε σ' ένα μεγάλο δίσκο μαζί μ' ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί φέτα και το πήγε στο κρεβάτι του Σέβη. Έτσι έκανε σχεδόν κάθε μέρα. - Ξύπνα, πασά μου! Καλημέρα! Ο Σέβης δεν απάντησε. Έχωσε το κεφάλι του στα σκεπάσματα και γύρισε από τ' άλλο πλευρό. Όταν αποφάσισε να σηκωθεί, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο καταχνιά. - Άντε να νιφτείς. Ρίξε βρε ένα χαμόγελο να καλοπιάσεις την καινούργια μέρα. Αν σε δει έτσι, θα φοβηθεί. - Τι να καλοπιάσω! Κάθε μέρα είναι σαν την προηγούμενη και χειρότερη. Σκόλασα από τη δουλειά. Τσακώθηκα μ' αυτόν το χαμούρη τον εργολάβο. Πώς κρατήθηκα και δεν του 'σπασα τα μούτρα... - ... Δεν πειράζει, δεν έπεσε δα η κυβέρνηση! Εργολάβοι υπάρχουνε πολλοί. Νταλκά θα το βάλουμε; Καινούργια μέρα, καινούργιο κισμέτ, σεκερίμ! - Σου έχω πει για την Πέτρα, τη φίλη μου;... Την αγαπάω πολύ. Κι όμως, δε θέλω να τη δω. Δεν ξέρω τι στο διάολο με πιάνει. Αυτή η μανία να χάνομαι... Την αγαπώ την Πέτρα μου. Την έχω μέσα μου φυλαγμένη σαν εικόνισμα. Αυτό παθαίνω, Ναζή. Όποιον αγαπάω πολύ, τον κρύβω στην ψυχή μου, κουρνιάζω στη ζέστα του και δε νιώθω την ανάγκη να τον βλέπω. Μόνο να τον προσκυνάω θέλω. - Φοβάσαι, αγόρι μου. Φοβάσαι μη χάσεις αυτό που κέρδισες, μη μετανιώσει και στο πάρει πίσω ο ίδιος που στο χάρισε. Μια ζωή θα τρέχεις να κρύβεις και να κρύβεσαι. Γιατί είσαι κι εσύ απ' αυτούς που πορεύονται σ' αυτό τον κόσμο χωρίς καβούκι... - ... Καλά! Όσο θυμάμαι και κείνη τη θεία μου! Η Πέτρα 140
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
την έλεγε θεια-Ταραντούλα. Ξέρεις ποια είναι η ταραντούλα; Μια φοβερή αράχνη που όταν σε δαγκώσει παίρνεις αμέσως μεταγραφή για την Κόλαση. Σου έχω πει την ιστορία με την Αγγέλα. Αμ' τα νυχτερινά χαϊδολογήματα με το Λέο; - ... Δυστυχής ύπαρξις η Θεια-Ταραντούλα... Να σου πω κάτι; Στον καθένα μας κρύβεται μέσα του μια μαϊμού, που ξύνει τον κώλο της και ασχημονεί. Όποιος είναι κύτταρο ακριβό, της κάνει ένα κλουβί και την κλειδώνει. Όποιος είναι φτηνιάρης, αφήνει τη μαϊμού απολυτή ν' αλωνίζει, να πρωτοστατεί, να πούμε, να άρχει. - Τη σκότωσε την Αγγέλα η πουτάνα! - Μην κρίνεις. Μην κατατρέχεις ποτέ ένα δυστυχή. Ασε να το κάνουν αυτό οι αργόσχολοι. Εμείς έχουμε άλλες δουλειές, πιο σοβαρές. - Ποιες δουλειές; - Να μερεμετίσουμε λιγάκι την ψυχή μας. Πού ξέρεις... Μπορεί να 'ρθουν δύσκολοι καιροί. - ... Σκέφτομαι και τη μάνα μου, αλλά δε θέλω ούτε κείνη να τη δω. - Την κυρα-Δαμάσκα! Αυτή, βρε, καταπώς μου έχεις πει, είναι η μανούλα των Αγγέλων! - Ξέρεις, πολλές φορές τη μισούσα, γιατί δεν ήταν αυτή η πραγματική μου μάνα. Παράξενο, ε; - Διόλου παράξενο. Πού είναι τα σπίρτα; Πάλι χαθήκανε; Κρατάς τσακμάκι; Διόλου, που λες, παράξενο. Την αδικία της μοίρας μίσησες στο πρόσωπο αυτής της αγίας γυναικός. - Σε μένα, γαμώ το, βρέθηκαν να συμβούν όλ' αυτά; - Γιατί, τι ήσουνα εσύ! Ο εκλεκτός του Θεού; Σε σένα, σε μένα, στον Άλφα και στον Βήτα. Άλλοι κολυμπάνε στις 141
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
πισίνες κι άλλοι στα πέλαγα μαζί με τα σκυλόψαρα. Έτσι είναι. - Εγώ θα προτιμούσα πάντως τις πισίνες. - Έλα τώρα, τζιβαέρι μου! Ξέρεις τι είναι να σε ψήνει η αρμύρα του πελάγου; - Ποιο το όφελος; - Άκου όφελος! Κανένα, βρε! Εμείς δεν πάμε για το όφελος. Ένα όστρακο κυνηγάμε, γαμώ τον αντίχριστό του. Κι όταν το πλησιάσουμε, κάνουμε πως δεν το είδαμε, για να το πάρουν τα κύματα και να το κυνηγάμε πάλι εξαρχής. - ...Από μικρό παιδί χάζευα τα πουλιά. Έφευγα μαζί τους. Ταξίδευα. Έψαχνα να βρω έναν τρόπο για να πετάξω κι εγώ στον ουρανό. Όνειρα... Πάντως στο λέω, Ναζή: μόνο αν πετούσα στον ουρανό θα σωνόμουνα - δε μ' ευχαριστεί το χώμα. - Πού ξέρεις; Κάτι έχω στο μυαλό μου. Άσε με να το μελετήσω. - Τι έχεις στο μυαλό σου; Να μου φτιάξεις φτερά; - Θα σ' ενημερώσω. Δεν μπορώ να σου πω για την ώρα τίποτα. - Παράτα μας, ρε Ναζή. Πλάκα μας κάνεις; - Θα δούμε, είπαμε, θα δούμε... Χριστούγεννα! Τίποτα δεν έλειπε από το σπιτικό του Ναζή. Η γαλοπούλα, το κρασί, το πλαστικό δεντράκι με τα πολύχρωμα φωτάκια, οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τίποτα δεν έλειπε... Έστρωσε κι ένα κολλαριστό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι, άναψε δύο κεριά, στολίστηκε και φώναξε τον Σέβη. 142
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- ...Ντύσου κν έλα να φάμε,. - Γιατί να ντυθώ; Επισκέψεις περιμένουμε; - Το καλάει η μέρα, νέε. Όλα πρέπει να γίνονται όπως αρμόζει. - Στην υγειά σου, Ναζή. Χρόνια πολλά! - Υγιαίνετε, Ευσέβιε! Πλούσια τα ελέη!! Χρόνια μας πολλά! Έφαγαν κι ήπιαν του σκασμού, έκανε και δύο «τσιγαράκια» ο Ναζής, κι όλα ήταν όμορφα και όπως άρμοζε... - Ξέρεις τι μου 'ρθε τώρα; είπε, τύφλα στο μεθύσι, ο Σέβης. Μιας που πήραμε φόρα, δε γιορτάζουμε και την Ανάσταση μαζί; - Ό,τι πεις εσύ, μάνα μου! - Να βάψουμε κι αβγά. Θα τα βράσω κι ύστερα θα τα ζωγραφίσω με μαρκαδόρο. Έτσι έκανε η θεια-Ταραντούλα. - Χριστός Ανέστη, σεκερίμ! Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας. Δώσε μου το άγιον φως και πιάσε μου και λίγο χορταράκι, να 'ρθει να δέσει η Ανάσταση. - Χρόνια πολλά! Καλή Ανάσταση, Ναζή! Κι αφού γιόρτασαν όλες τις γιορτές της Χριστιανοσύνης κι αφού έπαιξε και τραγούδησε ο Ναζής όλα τα ρεμπέτικα, σηκώνεται μια στιγμή επίσημα, σαν αρχιερέας στη μεσαία πύλη, βγάζει από την τσέπη του ένα διπλωμένο χαρτάκι και το δίνει με μιαν ελαφρά υπόκλιση στον μικρό. - Λάβετε, νέε! Στις μεγάλες γιορτές προσφέρονται και δώρα. Νομίζω; - Τι είν' αυτό, καλέ; - Το εισιτήριό σας δια τους ουρανούς. 143
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Δε σε καταλαβαίνω. - Η εγγραφή σου, ανόητε, στην αερολέσχη. Ξέρεις τι κάνουν εκεί; Φοράνε κάτι μεγάλα πολύχρωμα φτερά και πετάνε. Αϊτούς τους λένε. Μη με ζαλίσεις με περαιτέρω ερωτήσεις. Θα σου εξηγήσουν οι δάσκαλοι σου. Όσο για την πανοπλία, στοιχίζει κομματάκι, αλλά μη σε νοιάζει. Έχω κάτι οικονομίες στην Τράπεζα. Πιστεύω να φτάσουν. Άνοιξε τα μάτια του ο Σέβης και παραλίγο να καταπιεί το δωμάτιο. - ...Όχι, Ναζή! Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό! Σ' ευχαριστώ για όλα, αλλά την πανοπλία θα την αγοράσω εγώ. Θα μαζεύω τα λεφτά μου και σιγά σιγά θα τα καταφέρω. - Ζήσε Μάη μου, που λένε... Είπα και τέλειωσε. Και ξέρεις κάτι; Για μένα το κάνω πιο πολύ. Η μέρα που θα πετάξεις, θα είναι η ευτυχέστερη της ζωής μου. Δε θέλω να μου τη στερήσεις... - ...Μα, οι οικονομίες σου... - Σους! Τις οικονομίες μου τις έχω χεσμένες αν δεν εκπληρώσουν τ' όνειρό μας! Σε παρακαλώ, μη γρουσουζεύεις με τις τσιριμόνιες σου. Υγιαίνετε, Ευσέβιε!... Ναστράβα, αϊτέ μου! - Ναστράβα, Ναζή! Μεγάλε Ναζή! Δικέ μου! Κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά και φιλήθηκαν. Πού να κοιμηθεί ο Σέβης από την ταραχή του εκείνο το βράδυ... - Ναζή, κοιμάσαι; - Τι θέλεις πάλι... - Μα, πώς θα είναι εκεί... Πώς γίνεται... Πετάνε αλήθεια σαν τα πουλιά; 144
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Σαν τα πουλιά, τζιβαέρι μου, ακριβώς σαν τα πουλιά. Παράτα με τώρα να κοιμηθώ, - Ναζή... - Έλα. - Αυτά τα φτερά από τι είναι; Δεν μπορώ να τα φανταστώ. - Όταν θα τ' αποχτήσεις, θα τα δεις. Γαμήσου τώρα, σεκερίμ. Κοντεύει να ξημερώσει...
145
Στο σπίτι του Πάρδου είχε πέσει μια σιωπή, μια ύπουλη πνιχτή σιωπή, που έπλεκε τα δίχτυα της και παραμόνευε τα θύματά της. Σαν την αράχνη την ταραντούλα. Ο Σούλιας περισσότερο έβηχε παρά μιλούσε. Έβηχε κι έφτυνε και σκάλιζε τις πέτρες του, ανάμεσα στ' αμέτρητα λουλούδια που οργίαζαν και μοσκομύριζαν στην αυλή. Η Σιδερία είχε αφοσιωθεί στους παπάδες και στα κόλλυβα. Άσε που την είχε ταράξει η διάρροια, κι από την κορτιζόνη που την πότιζαν οι γιατροί μεταμορφώθηκε σε τετράφυλλη ντουλάπα. Η Δαμάσκα είχε ρίξει τα φύλλα της, σαν τη λεμονιά που δεν άντεξε στο χιόνι. Τα μάτια της είχαν βασιλέψει. Κι η ψυχή της κουλουριάστηκε μέσα στην κόχη της. Τον Λέο δεν τον έβλεπαν πολύ. Φοιτούσε σε μια σχολή σχεδιαστών. Μετά το μάθημα έβγαινε με την παρέα του κι ερχόταν αργά, συνήθως μετά τα μεσάνυχτα όταν όλη η οικογένεια Πάρδου, ή Πόρδου, νανούριζε την κακή της μοίρα και ροχάλιζε σε ήχο πλάγιο δεύτερο. Τελευταία τα είχε φτιάξει με ένα αγόρι από τη σχολή και ζούσε τον μεγάλο του έρωτα. Έκαναν μάλιστα σχέδια να φύγουν μαζί στην Αμερική. - Μη σε νοιάζει, Λέο. Έχω θείους εκεί πλούσιους. Θα 146
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
συνεχίσουμε τις σπουδές μας, δε θα χωρίσουμε ποτέ. Εκεί η κοινωνία είναι διαφορετική. Τι να κάνουμε σ' αυτό το κωλοχανείο, καλέ; Με γκώνει ο ρατσισμός τους. Θα χαθούμε εδώ, θα μας καταπιούν. Την ιστορία αυτή του Λέου την ήξεραν στο σπίτι. Αλλά έκαναν πως δεν καταλάβαιναν. Δεν τη συζητούσαν ποτέ Καθένας ό,τι ήξερε, ό,τι καταλάβαινε το φύλαγε για τον εαυτό του. Ήταν ένα κεφάλαιο που πονούσε πολύ η φωναχτή ανάγνωσή του. Ο σπουδαιότερος λόγος που ο Σούλιας είχε κλειστεί τόσο πολύ στο τομάρι του και στο βήχα του, ήταν αυτός - ο Λέος! «Λέων και πούστης, γαμώ την κοινωνία μου;» σκεφτόταν, και του γύριζε ανάποδα η ψυχή. Οι γείτονες έρχονταν συχνά τ' απογεύματα και τους έκαναν παρέα. Για τον Λέο, δεν άνοιγε κανείς ποτέ κουβέντα. Ο καφές της παρηγοριάς, στα μπιρμπιλωτά φλιτζανάκια, σερβιριζόταν με αφορμή την αχαριστία του Σέβη. Η Δαμάσκα και ο Σούλιας δεν κατάλαβαν ποτέ, ως το θάνατό τους, πως την ιστορία του Σέβη την ήξεραν όλοι οι γείτονες απέξω κι ανακατωτά, ή δε θέλησαν, εν πάση περιπτώσει, να καταλάβουν... Οι αναλύσεις άρχιζαν πάντα από τη βάση, ότι ο Σέβης ήταν φυσικό παιδί της οικογένειας αλλά βγήκε αχάριστο και διαβολεμένο. Συνήθως το λόγο τον είχε η καθηγήτρια, που επειδή είχε απολέσει εκείνο τον καιρό τη μανούλα της, ξέδινε με το να κρίνει και να ρυθμίζει τις ζωές και τις πράξεις των άλλων. Κι εντάξει. Έκανε ό,τι έκανε στο Λύκειο όπου δίδασκε, σακάτευε ό,τι είχε να σακατέψει, αλλά φαίνεται δεν ευχαριστιόταν αρκετά, δεν έφτανε ως το τέλος, δεν ολοκλήρωνε, 147
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
και συνέχιζε τ' απογεύματα το έργο της στην αυλή του Πάρδου, κάτω από τη σκιά και το άρωμα του νυχτολούλουδου. - Τα σημερινά παιδιά, κύριε Πάρδο μου, δεν έχουν αξίες, δεν έχουν σεβασμό. Το διαπιστώνω δυστυχώς καθημερινά από τη θέση μου. Δεν είστε το μόνο θύμα. Οι καημένοι οι γονείς, τα παρέχουν όλα. Κάνουν τόσες θυσίες, και τι εισπράττουν στο τέλος; Την αχαριστία και την απονιά. Μη στενοχωριέστε. Κατά κάποιον τρόπο, γλιτώσατε. Μόνο προβλήματα σας δημιουργούσε αυτό το παιδί. Στο τέλος θα παθαίνατε κι εσείς κανένα εγκεφαλικό, κούφια η ώρα. Είδατε την καημένη τη μανούλα μου! Όταν ήταν μόνη της με τη Σιδερία, μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα και να αναπτύξει τη θεωρία της κληρονομικότητας. Ο Σούλιας, παρά την εκτίμηση που της είχε λόγω επαγγέλματος, δεν έδινε και τόση σημασία στα συμπεράσματά της. - Έρχεται κι αυτή εδώ πέρα και ρίχνει λάδι στη φωτιά. Καθένας να κοιτάει το σπίτι του, την καμινάδα του. - Τι σου κάνει η γυναίκα; αναλάμβανε την υπεράσπιση η συνήγορος Σιδερία. Ξέρει τι λέει. Καθηγήτρια είναι. - Και αρχιμανδρίτης να ήταν το ίδιο μου κάνει. Όλοι αυτοί που μαζεύονται εδώ, τι νομίζεις, από αγάπη το κάνουν; Τη συνέχεια της ξεφτίλας μου έρχονται να παρακολουθήσουν. Ξένοι πόνοι, χάχαρα. - Ούτ' εμένα μ' αρέσει η γνώμη της, έλεγε η Δαμάσκα. Συνεχώς κατηγοράει το παιδί. Δεν μπορώ να την ακούω. Δεν είναι κακό το παιδί μου. Λαβωμένο είναι. Θα γυρίσει μια μέρα και τότε όλα θα ξεχαστούν. 148
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Καλά κάθεται εκεί που κάθεται, αδερφή. Δεν είναι καλύτερα τώρα, που βρήκαμε την ησυχία μας; Ούτε καβγάδες ούτε προβλήματα. Συμφωνείς, Σούλια; Στο κάτω κάτω έχουμε τον Λέο. Δεν έκλεισε το σπίτι μας. - Τήρα 'κει χάμου το φαγητό σου και μην ξύνεις άλλες πληγές. - Όχι. Να ξεκαθαρίσεις, Σούλια. Αν εμφανιστεί μια ωραία πρωία, πώς θ' αντιδράσεις; - Η πόρτα μου έκλεισε γι' αυτόν, πάει! Κάθε φορά που άκουγε αυτή τη δήλωση η Δαμάσκα, έμπαινε μέσα κι άρχιζε το μοιρολόι. - Γιε μ', γιε μ'! Αγόρι μου! Σου στέλνω την ευκή μου όπου κι αν βρίσκεσαι. Γλυκιά να 'ναι η σκέψη σου. Ευλογημένα τα βήματά σου. Γαλήνη να σταλάζει στην ψυχούλα σου. Γιε μ', γιε μ'! Σε κρατούσα από το χεράκι πάντοτε, βλασταρούδι μου. Δε σ' άφησα στιγμή. Μα πορευόμαστε κι οι δυο σε καταχνιά. Δε φταίξαμε, αγόρι μου. Αλλωνών αμαρτίες μας κυνηγήσανε και μας λαβώσανε. Δε φταίξαμε. Μακάρι να 'κουγα ξανά στην αυλή μας τα βήματά σου. Αχ, πουλάκια μου περατάρικα! Αν δείτε τ' αγόρι μου, περάστε του το φιλί μου στο λαιμό του για φυλαχτό. Πέστε του πως χωρίς αυτό, δε φωτάνε τα ματάκια μου, δεν πεταρίζει πλια η καρδούλα μου! - Ήταν τα πιο ευτυχισμένα Χριστούγεννα της ζωής μου, είπε την άλλη μέρα ο Σέβης στον Ναζή. Σ' ευχαριστώ. - Εκείνος που προσφέρει, έχει το μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της χαράς. Και τι έκανα, δηλαδή; Μια αποδειξούλα σου έδωσα. Ένα χαρτάκι. Σιγά το πράμα! - Ένα χαρτάκι που θα με πάει στα σύννεφα. Σ' αγαπώ Ναζή. Ποτέ δε θα σ' αφήσω. 149
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Μεγάλη κουβέντα, γιαβρούμ! Δε χωράει πουθενά. Ρόδα είναι η ζωή, γυρίζει. Εγώ την καρδιά μου δεν την έκανα ποτέ κλουβί για κανέναν. Εκείνα τα Χριστούγεννα, τα πιο ευτυχισμένα για τον Σέβη, ήταν τα χειρότερα για το σπίτι του Σούλια. Η Σιδερία είχε φτιάξει μελομακάρονα, γαλοπούλα γεμιστή, σαλατικά διάφορα, «πλούσια τα ελέη». Άσχετα αν αυτή λόγω διάρροιας δε θα δοκίμαζε τίποτα. - Για σας τα φτιάχνω. Μια ζωή για σας! Δαμάσκα, τι ώρα θα 'ρθει ο Λέος; - Πού ξέρω, μανούλα μου; Σάματις μου δίνει λογαριασμό; - Θα 'ρθει το παιδί μέρα που είναι! Θα το περιμένουμε. Περίμεναν ως τις δύο, αγωνιούσαν ως τις τρεις, αναστέναζαν ως τις τέσσερις. - Ελάτε στο τραπέζι! είπε τελικά η Σιδερία. Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Σούλια, που είσαι; - Ξάπλωσε αυτό. - Φώναξέ το να. Και πήγε η Δαμάσκα σιγά σιγά στο δωμάτιο και τον χάιδεψε με τη φωνή της. - Έλα, Σούλια μου, να φάμε. Θα χαλάσει, μανάρι μου, το φαγητό. - Εκεί είναι και φάτε. Χάσου από 'δω! - Χριστούγεννα είναι γιε μ'. - Χριστούγεννα είναι για τους άλλους, όχι για μένα. - Δε μας σκέφτεσαι και μας λιγουλάκι, άντρα μου; Κείνη τη δόλια που έκανε τόσο κόπο, δεν τη συμπονάς; - Χάσου, είπα, από 'δω, το Χριστό σου! Τι με τσιγκλάς κι εσύ; 150
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Ας καθίσουμε οι δυο μας, Σιδερία. Αυτό δεν έρχεται. Σήκωσε μαύρα πανιά. - Άι στο διάολο, όλοι σας! Κάθισε μόνη σου. Πάω κι εγώ να ξαπλώσω. Και μάζεψε η Δαμάσκα το τραπέζι, φύλαξε τα φαγητά, σκέπασε μ' ένα αλουμινόχαρτο τα γλυκά, πήρε κι ένα μάτσο χαρτοπετσέτες για τις μύξες της και κουκουλώθηκε στον καναπέ. Ο Λέος είχε πάει με το αγόρι του να κάνουνε οι δυο τους Χριστούγεννα στην Πάρνηθα. Κι έβρεχε... Έβρεχε ασταμάτητα. Και μούλιαζε τη σιωπή. Έβρεχε και φυσούσε ένα αεράκι, σκέτο δηλητήριο. Κανείς στο σπίτι του Σούλια δε σηκώθηκε να ρίξει ένα ξύλο στη σόμπα, να σπάσει λίγο η παγωνιά. «Χάσου από 'δω μωρή!» είπε ο αέρας στη γιορτή. Κι εκείνη τρόμαξε. Ζάρωσε σε μια κουρελού κοντά στη σβηστή σόμπα κι έτρωγε τα νύχια της... - Τα χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής μου! Όλη τη γαλοπούλα την έδωσα στην Πανωραία. - Μωρή, δε σας είπα να μη δίνετε πουλερικά στη σκύλα; Τις πράξεις της Σιδερίας, ο Σούλιας τις μετρούσε σαν να 'ταν πράξεις της Δαμάσκας, και το αντίθετο. Τις έβλεπε ένα πράμα και τις δυο: σαν ένα τέρας με δυο κεφαλές. Όταν του ζητούσαν το λόγο γι' αυτή την αντιμετώπιση, έλεγε: - Για μένα πλια δεν ξεχωρίζετε. Μια οχιά διμούτσουνη είστε. - Πού ήσουνα καλέ χτες και δεν ήρθες τέτοια μέρα, να φας με την οικογένειά σου; Δεν έχεις γονείς; Δεν έχεις θεία; 151
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Ωχ, μωρέ θείτσα μου! Εκεί είσαι ακόμα; Αυτά τώρα είναι ξεπερασμένα... Με φίλους ήμουνα και τα πέρασα υπέροχα. «Γαμιόσουνα, κωλόπαιδο! Σε μένα τα πουλάς;» σκέφτηκε η Σιδερία και συνέχισε, τάχα αδιάφορη: - Εμένα δε με νοιάζει, στο δηλώνω και στο υπογράφω. Εγώ από κανένα δεν προσδοκάω καλό. Μόνο από το Θεό. Αλλά τη μάνα σου και τον πατέρα σου θα τους ξεκάμεις, και να το ξέρεις. - Έλα, θειτσούλα. Μη γίνεσαι κακιά. Έτσι είναι η νεολαία τώρα. Δεν ταυτίζεται με την περασμένη γενιά. Αλλες απόψεις, άλλες εμπειρίες. - Μην κοιτάς τη μάνα σου που είναι ζώον και τον πατέρα σου που έχει αρβανίτικο κεφάλι. Εγώ σε καταλαβαίνω. Αλλά, βρε αγόρι μου, μια μέρα ήταν αυτή η ριμάδα. Δεν μπορούσες να βάλεις λίγο νερό στο κρασί σου; - Ωχουου! Μη με ζαλίζεις τώρα! Έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο! - Πιες μια ασπιρίνη. «Δε θα το φχαριστήθηκε φαίνεται» σκέφτηκε η Σιδερία και γυάλισαν περίεργα τα μάτια της - πετάξανε κάτι πράσινες και κίτρινες αγκαθωτές σπιθίτσες. - Από τον καιρό θα είναι. Θέλεις λίγη ματζουράνα; - ...Πού είναι ο μπαμπάς; - Ο μπαμπάς! Πήρε την Πανωραία αξημέρωτα κι έφυγε. Η μάνα σου είναι στην εκκλησιά. Δε θα την περιμένεις; - Όχι, βιάζομαι. Θα κάνω ένα μπάνιο και θα φύγω. «Μα τι στο διάολο κάνει τόση ώρα μέσα; Εκατό φορές να χεστεί ο άλλος, σημασία δε δίνει. Αι σιχτίρ...» - Καλέ! Ακόμα; Στη λεκάνη έπεσες; 152
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
«Τόση ώρα τον πλένει και τον παρφουμαρίζει; Ούτε πουτάνα! Θε μου συχώρα με! Αμαρτωλή κατάντησα εδώ μέσα!» Τα δίκοπα μαχαίρια στην καρδιά της Δαμάσκας τα κάρφωναν οι γείτονες όταν τυχαίνανε τίποτα παντρολογήματα κι άρχιζαν οι ευχές: - Και στον Λέο σου ν' αξιωθείς, κυρα-Δαμάσκα! Με μια καλή νυφούλα! Δίκοπο μαχαίρι αυτή η ευχή. Πρώτο, γιατί απευθυνότανε μόνο στον Λέο, δηλαδή δεν υπήρχε άλλο παιδί; Και δεύτερο, για ποιον Λέο... Ποια νυφούλα... Νυφούλα με ούμπαλα; - Ευχαριστώ! απαντούσε η Δαμάσκα. Σας ευχαριστώ πολύ. Κι εσείς όπως επιθυμείτε! - και κοκκίνιζε ως τις φτέρνες. Ήταν Απρίλης που πέταξε για πρώτη φορά ο Σέβης. Ντάλα άνοιξη. Μια μέρα φωτεινή, όλο λιακάδα, μ' ένα ελαφρύ αεράκι, ό,τι χρειαζότανε για να ξεκολλήσεις εύκολα από τη γη. Για μια στιγμή, λες και σταμάτησε η αναπνοή του κόσμου. λες και πάγωσε η καρδιά της άνοιξης, λες και μάγκωσε ο χρόνος. Ακούστηκε ένα σούρσιμο στα χαμόκλαδα σαν να περνούσε κοπάδι σαύρες κι ύστερα ένα φρρρστ δυνατό κι οι παπαρούνες που ήταν ένα γύρω στο χώμα ίδρωσαν από λαχτάρα κι έγειραν... Αρχές του Απρίλη... Ένα πανέμορφο πουλί με χρυσαφιές φτερούγες πέταξε από τα σμύρνα των βράχων κι ανέβαινε στ' ασημένια σύννεφα. Δεν είχε κορμί, δεν είχε μυαλό, δεν 153
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
είχε υπόσταση. Ένα όνειρο ήταν. Ένα ξελογιασμένο μεγάλο φτερό, που έβαφε χρυσαφί το χαμόγελο του Θεού. Δυο τρεις ημέρες πριν γίνει αυτή η πρώτη επίσημη πτήση, ο Σέβης ήταν καράβι ν' αρμενίσει. - Ησύχασε, γιαβρούμ, ηρέμησε... Όλα θα πάνε καλά. Οι δάσκαλοι σου είναι ενθουσιασμένοι. Μου το είπαν καθαρά: «Είναι μεγάλο ταλέντο ο γιος σας. Αυτός γρήγορα θα πάει για πρωτάθλημα.» Έτσι μου είπαν. Τι άλλο θέλεις; - Αν κάτι δεν πάει καλά, Ναζή, μη στεναχωρηθείς. Να ξέρεις πως εγώ θα είμαι ευτυχισμένος. - Βρε τι είναι αυτά που λες, ανόητε; Όλα θα πάνε περίφημα - ξέρει που σου μιλάει ο Ναζής. Όταν έφτασε η ώρα να πετάξει, δείλιασε μια στιγμή. - Έλα! του φώναξε ο εκπαιδευτής. Τρέξε! - Ξεκίνα! Μην το σκέφτεσαι! 3...2...1... Φύγε! - Γιούρια, σεκερίμ! Γιούρια! φώναζε σαν τρελός ο Ναζής, που είχε πιει μια μπουκάλα τσίπουρο κι είχε καπνίσει απανωτά τρία «τσιγάρα» για να σταθεί στο ύψος της ημέρας. Γιούρια, βρε! Δικός μας είναι ο ουρανός! Και πήρε φόρα ο Σέβης, έτρεξε, τέντωσε το κορμί του, φρρρστ! Και πέταξε! Πέταξαν κι άλλοι πολλοί κείνη την ημέρα. Γέμισε ο ουρανός «πουλιά». Αλλά μόνο ο Σέβης πετούσε για πρώτη φορά. - Πώς να την αντέξω τόση χαρά! χτυπιόταν ο Ναζής. Πού να τη χωρέσει η φτωχή μου καρδούλα! Γιούρια, αϊτέ μου... Γιούρια! Δεν υπήρχε εκεί πάνω ο Ναζής για τον Σέβη. Δεν υπήρχε 154
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
τίποτα. Ήταν μόνος με τον ουρανό, με τον ήλιο, με το Θεό... Πετούσε! - Πού πάει! αγωνιούσε ο εκπαιδευτής. Πρόσεχε! του φώναζε με το γουόκι-τόκι. Μην απομακρύνεσαι! Πρόσεχε! - Βρήκε θερμικό, έλεγε ένας παλιότερος. Θα τα καταφέρει; - Τι 'ναι το θερμικό; λύθηκαν τα γόνατα του Ναζή. Δηλαδή, του 'τυχε εμπόδιο; Πέστε μου! - Όχι, όχι, μην ανησυχείτε. Είναι ρεύματα του αέρα. Θα τα καταφέρει. - Πού είναι... Χάθηκε! Τον βλέπεις εσύ; - Σέβη, μ' ακούς; Άρχισε να κατεβαίνεις. Μ' ακούς; Σκούπιζε τον ιδρώτα του ο εκπαιδευτής. - Γαμώ τον αντίχριστό του! Λες να μου κάνει καμιά λαχτάρα; Σέβη, μ' ακούς; - Να τος! Να τος! φώναζε ο άλλος. Αυτός δεν είναι; Ο χρυσαφής; Είναι στον τόπο προσγειώσεως. Κατεβαίνει! - Θα τα καταφέρει! Θα τα καταφέρει! ούρλιαζε ο Ναζής και κόντευε να σωριαστεί από την αγωνία. Και τα κατάφερε. - Δεν μπορώ να σου πω, Ναζή! Δεν μπορώ να σου περιγράψω! Μόνο εκεί πάνω αιστάνομαι καλά - εκεί είναι τα λημέρια μου. Και σκούπιζε τα μάτια του, που ήταν φλογισμένα από τα θερμικά κι από τα δάκρυα της χαράς. Ο Ναζής πηδούσε σαν παιδί. - Σεκερίμ, σεκερίμ! Καρδούλα μου! Τα καταφέραμε! Τον επόμενο χρόνο ο Σέβης βγήκε πρωταθλητής. Ήταν ο καλύτερος. Ο πιο δυνατός, ο πιο σταθερός, ο πιο άφοβος 155
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
αϊτός. Πετούσε στον ουρανό με την ίδια ευκολία που περπατούσε στη γη. Κι ο Ναζής καμάρωνε. «Ο γιος σας!» του 'λεγαν. Και ποτέ δεν διόρθωσε κανένα να πει «όχι, δεν είναι γιος μου». Κορδωνόταν και φούσκωνε. Και φρρρστ! Πετούσε κι αυτός στον ουρανό, χωρίς φτερά. - Εμείς οι πρωταθλητές! του 'λεγε σοβαρά και το πίστευε. Εμείς οι πρωταθλητές που λες, γιαβρούμ, δεν πρέπει ν' αφήνουμε να μας επηρεάζουν τα μικροπράγματα. Πρέπει συνεχώς την ψυχή μας να την έχουμε ντυμένη με τα γιορτινά της. Αλλιώς, πώς θα υποδεχόμαστε τα μεγαλεία μας! - Μόνο όταν πετάω, Ναζή, μόνο τότε υπάρχω. Στη γη αισθάνομαι σαν αποπαίδι. Με κυνηγάνε χίλιοι εφιάλτες. Βαραίνει η σκέψη μου. Βουλιάζει. Με πληγώνουν οι άνθρωποι, με πληγώνουν τα αισθήματα, με πληγώνουν οι αναμνήσεις. Μόλις βγω στον ουρανό όλα διαλύονται. Γεμίζει φως η ψυχή μου. Ζω μέσα στο θαύμα. Από 'κει πάνω, μπορώ να ζητήσω ό,τι γουστάρω από το Θεό. Αλλά ξέρεις τι μου 'ρχεται να του πω; Ευχαριστώ! Τίποτ' άλλο. Ξεδιπλώνει το μέσα μου, Ναζή, και κυματίζει σαν σημαία. Αν υπάρχει Παράδεισος, που λένε, έτσι θα αισθάνονται οι ψυχές. Καμιά φορά, περνάει σαν αστραπή από το μυαλό μου η εικόνα σου. Και τι θέλω νομίζεις να σου φωνάξω! Ναστράβα Ναζή... Ναστράβααα! Κάτι τέτοιες στιγμές ο Ναζής δεν μπορούσε ν' απαντήσει με λόγια. Έπαιρνε το μπαγλαμαδάκι του και το 'ριχνε στο τραγούδι: Καρδιά μου που 'ζησες μ ε σ ' τους ντεκέδες με μόρτες και φουμάρισες τριζάτους ναργιλέδες 156
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
πώς αντέ - καρδιά μου ντε, πώς αντέχεις τόσο ντέρτι πώς χωράς τόσο σεβντά. Αμάν αμάν... Φιλεντέμ βρε και πάλι αμάν... Κι έπαιζε και φουμάριζε και τραγουδούσε... Κι έστηνε αψίδες στην καρδιά του τη μόρτικη, για να περάσουν μέσα τα μεγαλεία κι οι χαρές. Οι αγώνες για το πανελλήνιο πρωτάθλημα έγιναν σ' ένα βουνό της Μακεδονίας, το Νυμφαίο. Από 'κει ξεκίνησαν όλοι οι αϊτοί και πέταξαν πάνω από τις δύο λίμνες που είναι απέναντι από το βουνό, τη Ζάζαρη και τη Ρακίτας. Αρχές φθινοπώρου. Κι οι οξιές που σκέπαζαν τις πλαγιές του Νυμφαίου ήταν χρυσοκόκκινες, λες κι είχαν κρεμαστεί στα κλωνάρια τους όλα τα φεγγάρια του Αυγούστου. - Μαγεία, σεκερίμ! Κοίτα! Μαγεία! - Λες να πετύχω, Ναζή; - Ουουου! Και βέβαια θα πετύχουμε, ψυχούλα μου. Αμφιβάλλεις; Και πέταξε πάλι ο Σέβης. Φρρρρστ, έφυγε από την κορφή του Νυμφαίου και φτερούγισε πάνω από τη Ζάζαρη και τη Ρακίτας. «Οι λίμνες δεν είναι σαν τις θάλασσες, Ναζή. Οι λίμνες έχουν μέσα τους μια παράξενη σιωπή. Οι θάλασσες μιλούν. Τραγουδούν. Οι λίμνες ονειρεύονται.» - Ο Σέβης! Ο Σέβης! φώναζαν οι εκπαιδευτές. Σκίζει ο μπαγάσας! Κι ύστερα του μιλούσαν τάχα αυστηρά: 157
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Ακούς, ρε; Μην ξεχνιέσαι! Μην απομακρύνεσαι! - Νενικήκαμε! χοροπηδούσε ο Ναζής. Ναστράβα! Ναστράβα, σεκερίμ! - Γιος σας είναι; τον ρώτησε μια κυρία που παρακολουθούσε το θέαμα., - Γιος μου, μανδάμ. Μοναχογιός! - Να τον χαίρεσε, άνθρωπέ μου. - Πολύ σας ευχαριστώ. Κι εσείς καλό να 'χετε! Εκείνη τη φορά που ο Σέβης πήρε το πρωτάθλημα, ο Ναζής τον συνόδεψε ντυμένος επίσημα: μαύρο ρεμπούμπλικο, μαύρο σακάκι και φιόγκο βιολετί στο λαιμό. - Καλέ, πώς είσαι έτσι; γελούσε ο Σέβης. Υπουργός πας να ορκιστείς; - Δεν ξέρω τι λες εσύ, νέε. Εγώ στην απονομή του επάθλου, δε θέλω να παρουσιαστώ σα λέτσος. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά. Θα 'ρθουν φωτογράφοι, δημοσιογράφοι, διάβολοι, τριβόλοι, πρέπει να πάρουμε την πόζα μας, όπως αρμόζει στην περίπτωση. Κάθε μέρα συμβαίνουν αυτά; Και, στο κάτω κάτω, άκου να σου πω! Μας αξίωσε μια φορά ο Θεός να καθίσουμε πρώτο τραπέζι με τους επισήμους. Γίναμε τρόπον τινα οι εκλεκτοί του. Πώς θα του δείξουμε κι εμείς ότι τον τιμάμε, Ευσέβιε αγόρι μου; - Και πώς είσαι βέβαιος για τη νίκη; Ξέρεις πόσοι πετάμε; Πάνω από διακόσιοι. - Βρε και χίλιοι να πετάνε, τη νίκη εμείς την έχουμε υπό μάλης. Καταδική μας. Πεσκέσι μας. Δε γελιέται ο Ναζής. Και δε γελάστηκε. Η νίκη στολισμένη με μαύρο ρεμπούμπλικο, μαύρο σακάκι και βιολετιά κορδέλα στο λαιμό σεργιάνισε στις φλογισμένες πλαγιές του Νυμφαίου, χόρεψε πάνω από τη Ζάζαρη και τη Ρακίτας κι ύστερα ήρθε κι 158
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
έγειρε στον ώμο του Ναζή και του Σέβη. Καταδίκη τους. Πεσκέσι τους. Τη Ζέτα τη γνώρισε ένα βράδυ που είχε βγει να διασκεδάσει με κάτι φίλους. Τα είχε μ' ένα παιδί από την παρέα, αλλά όταν είδε τον Σέβη άρχισε να τον γλυκοκοιτάζει και να του τρίβεται. - Δεν είσαι το κορίτσι του Μάρκου; τη ρώτησε όταν βγήκαν την πρώτη φορά. Τι γυρεύεις από μένα; - Δεν έχω τίποτα μ' αυτόν. Για την πλάκα μου έβγαινα. Με σένα είναι άλλο πράμα. Μόλις σ' αντίκρισα, κατάλαβα πως εσύ θα μείνεις στην καρδιά μου και κανένας άλλος. Ήταν όμορφη. Λεπτούλα, πεταχτούλα, ξανθούλα, τσακιρομάτα, δεν ήθελε δα και πολύ να ξελογιαστεί ο Σέβης, ένα πουλάρι ξεσάλωτο, απάνω στα ντουζένια του. Άνοιξη... Στο Νυμφαίο οι οξιές ήταν καταπράσινες. Και πάνω στην κορφή του βουνού μια θάλασσα άσπροι νάρκισσοι... Μια θάλασσα άσπροι νάρκισσοι και στην καρδιά του Σέβη - μια θάλασσα που χτυπούσε το κύμα της και τ' άρωμά της και του μούδιαζε το μυαλό. Ποτέ δεν είχε δει πιο όμορφη τη γη. Στους αγώνες που έγιναν εκείνη την άνοιξη, ο Σέβης δεν ήρθε πρώτος. Ούτε διάκριση δεν πήρε. Μάλιστα, κάποια στιγμή, τα 'καμε και μούσκεμα. - Τι κάνει ο μαλάκας! Θα σκοτωθεί! χτυπιόταν ο εκπαιδευτής. Τι έπαθε; Δεν τον αναγνωρίζω... Κι ο Ναζής, που είχε φορέσει πάλι το ρεμπούμπλικο, το μαύρο σακάκι και την βιολετιά κορδέλα στο λαιμό, καθόταν σ' ένα βράχο και κόντευε να καταπιεί τη γλώσσα του. «Αχ, 159
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
σεκερίμ! Σεκερίμ!» κι έτρεξε ένα δάκρυ στα μάγουλά του, ένα μικρό κίτρινο δάκρυ, σαν την καρδιά του νάρκισσου. - Γαμώ το! έφτυσε ο Σέβης και βγήκε σαν αερικό από τα φτερά του. Σκατά τα 'κανα! - Δεν πειράζει, γιαβρούμ. Συμβαίνουν κι αυτά. Εσύ να 'σαι καλά. Έχουμε καιρό. Ήταν κι η Ζέτα μαζί τους. Με τη φουστίτσα της τη μίνι, το φουλάρι της, τις σκουλαρικάρες και τα ψεύτικα δαχτυλίδια της. - Θα σου χαρίσω τη νίκη μου, της είχε υποσχεθεί ο Σέβης. Αλλά όταν βρέθηκε εκεί πάνω, δεν μπόρεσε να κουμαντάρει τα φτερά του. Το κορμί του βάραινε. Ήταν κολλημένο στη γη - στα φιλιά και στα χάδια της Ζέτας. - Α πα πα, Σέβη μου! Καλά, κόντεψα να μείνω, ε; Η καρδιά μου ακόμα χτυπάει. Εγώ σε θέλω, αγόρι μου, ζωντανό. Μακριά απ' αυτά τα διαβόλια. Πάμε να φύγουμε, κύριε Νέζη. Α πα πα! - Ναζή, παρακαλώ... - Ναζή, συγνώμη. Κακώς τον ξεσηκώνετε τον Σέβη ν' ασχολείται μ' αυτά. Εγώ θα τον σταματήσω. Δε λυπόσαστε τα νιάτα του; Προς Θεού, δηλαδή! - Τα φτερά αυτά είναι η ζωή του, κορίτσι μου. Δεν ξέρεις εσύ... - Όχι! Όχι! Μην επιμένετε! Ο Σέβης τώρα πρέπει να σοβαρευτεί. Σε λίγο θα στήσει σπίτι. Μίλα κι εσύ, Σέβη... - Τι να πω; έσκυψε το κεφάλι ο Σέβης και κοκκίνισε. - Δεν ξέρεις ν' απαντήσεις; Ε, λοιπόν εγώ στο θέτω αλλιώς, και απάντησέ μου τώρα: εμένα ή αυτά; - Πάμε... Πάμε... Δε θα λύσουμε εδώ πάνω όλα τα προ160
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
βλήματα, είπε ο Ναζής καν σήκωσε το γιακά του σακακιού του. Κάτι σαν φίδι κουλουριάστηκε στο λαιμό του. Κρύωνε. Πάγωσαν οι παλάμες του. - Ελάτε. Πάμε. - Όχι. Δεν το κουνάω από 'δω. Ο Σέβης πρέπει ν' απαντήσει τώρα για να ξέρουμε πού βαδίζουμε. Αν προτιμάει αυτά, εγώ παίρνω το λεωφορείο και γυρίζω στην Αθήνα. Δεν το 'χω για τίποτα εγώ! - Εντάξει, Ζέτα, σταμάτα! Δε θα ξαναπετάξω αφού το θέλεις. Κι αγκαλιαστήκανε κι άρχισαν τις γλύκες και τα σοροπιάσματα. - Κρίμα, γιαβρούμ! Κρίμα! Δεν πρέπει να το εγκαταλείψεις το άθλημά σου. Γίναμε πρωταθλητές, δοξαστήκαμε! Όλα θα πάνε στο βρόντο; Εντάξει, ερωτεύτηκες. Χρειαζότανε κι αυτό. Αλλά ξεχνάς τα όσα μου 'λεγες; Ξεχνάς πώς ένιωθες εκεί πάνω; - Τώρα αισθάνομαι καλά κι εδώ κάτω... Τ' αγαπάω αυτό το κορίτσι. Μαζί του πετάω πιο ψηλά. Δε χρειάζομαι φτερά προς το παρόν. - Έχει κι ο έρωτας φτερά, γιαβρούμ. Έχεις δίκιο. Και τι φτερά, Χριστέ μου! Με δαύτονε πετάς ψηλότερα κι από τους αϊτούς. Μα δε μου λες, εκείνη... Είσαι σίγουρος πως σ' αγαπάει; - Μ' αγαπάει; Δεν τη βλέπεις; Λιώνει... - Αγάπη, αγόρι μου, δεν είναι μόνο το βαζάκι με το μέλι. Σ' αγαπάω, σημαίνει σε νοιάζομαι. Πιπίλισέ το αυτό στο μυαλό σου να βγάλεις το νόημά του. Κι ούτε είναι πρέπον, 161
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
εδώ που τα λέμε, να ξεκινάς από πλευράς σου με μια τόσο μεγάλη θυσία. Πρόσεξε, σεκερίμ! Αυτοί που αρπάζουν, δεν έχουν χορτασμό. Μπουκάρουν καλπάζοντας στην ψυχή του άλλου, καίνε και ρημάζουν. Δεν έχουν σταματημό, σου λέω... Όσο τους ταΐζεις, τόσο πεινάνε. Όσο τους ποτίζεις, τόσο διψάνε. Σκέψου το καλύτερα, σου λέω. Ψάξε το. Μήπως δεν αξίζει, να πούμε... - Το σκέφτηκα. Αξίζει. Η Ζέτα θα γίνει μια μέρα γυναίκα μου. Δεν μπορώ να κάνω πράγματα που δεν τα εγκρίνει. Δε θέλω να την πληγώνω. - Δεν ξέρω... Λέω... Θυμάμαι... Μια μέρα μου 'λεγες, πως θέλεις πάντοτε να φεύγεις... - Τώρα θέλω να σταθώ εδώ. Έτσι νιώθω. - Εντάξει, γιαβρούμ. Εντάξει. Εσύ 'σαι τ' αφεντικό. Ό,τι πεις. Ξέρεις τι μου 'λεγε κάποτε ο μακαρίτης ο πατέρας μου; Όταν βλέπεις, Ναζή, έναν άνθρωπο να 'ναι αποφασισμένος να πνιγεί, πήγαινε παραπέρα κι άναψε τσιγάρο. Μην ανακατεύεσαι. Πάντως εγώ, έστω κι αν δε με ρωτάς, έστω κι αν ο λόγος μου πάει στον άνεμο, στο λέω, πως αυτό το κορίτσι δε σε νοιάζεται. Κάποτε θα σου τη φέρει. - Τα λες αυτά γιατί ζηλεύεις, Ναζή. Ζηλεύεις που την αγαπώ τόσο. Η Ζέτα δε θα μου τη φέρει. Τον εαυτό μου μπορεί να τον φοβάμαι καταβάθος. Εκείνη όχι. - Πολύ ωραία, νέε. Πιάσε μου τσιγαρόχαρτο από το ντουλάπι, φέρε μου και λίγο χόρτο, ν' αρχίσω να γαμώ την τύχη μου τη ρουφιάνα... - Λέγε ό,τι θέλεις. Η Ζέτα είναι άγγελος. - Άγγελος του σατανά θέλεις να πεις. - Σταμάτα, Ναζή! Δε σου επιτρέπω! Μπορεί να μ' αγαπάς, μπορεί να μου πρόσφερες πολλά, αλλά στη ζωή μου είμαι 162
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
ελεύθερος ν' αποφασίζω και να κάνω ό,τι θέλω. Δε σου χάρισα την ψυχή μου... - Και βρήκες να τη χαρίσεις σ' αυτήν; - Έτσι γουστάρω. - Και ξεχνάς, βρε αφιλότιμε, όταν μου φώναζες από 'κει πάνω, «ναστράβααα Ναζή!», κι εγώ αιστανόμουνα, ο κωλόγερος, σαν παντοκράτορας! Τι άλλο έκανες τότε από το ότι μου χαρίζεις την ψυχή σου; - Αυτό που νιώθω τώρα είναι διαφορετικό. Ποτέ δεν ήμουν τόσο καλά. - Σώωωπα! Δε φανταζόμουνα, γαμώ το στανιό μου, πως θα πονούσα τόσο για πάρτη σου! Προσπαθώ να σου δείξω την αλήθεια μπας και ξεγκαβωθείς, μα βλέπω πως δε χαμπαριάζεις. - Ζηλεύεις. Εγώ στο κάτω κάτω, δε σου είπα πως θα μείνω κοντά σου σ' όλη μου τη ζωή. Περαστικός ήμουνα. - Το ήξερα αυτό. Δεν ήταν ανάγκη να μου το υπενθυμίσετε, νέε! Δεν πονάω, ρε, που φεύγεις. Πονάω που κατρακυλάς... - Αυτό θα το δούμε. Μη βιάζεσαι. Και μη σε πιάνει η κακία. - Και τι είμ' εγώ, δηλαδή; Κανένα σκιάχτρο, να μην έχω ανθρώπινα αιστήματα; Σ' αγαπάω ο πούστης. Αυτό είναι όλο. Κι η αγάπη αγκυλώνει καμιά φορά. - ...Κοντά σου έμαθα όλη τη θεωρία της ζωής. Ασε με τώρα να δω πώς είναι και στην πράξη. Εσύ δε μου 'λεγες πως αν δε φάω τα μούτρα μου δε θα μάθω; - Σου 'λεγα... Πολλά σου 'λεγα... Μα τώρα που είναι για να τα φας, πονάω άσκημα. Τελοσπάντων... Μπορεί και να 'χεις δίκιο. Η ζωή δεν είναι μια κυρία, που κάποιος μπορεί 163
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
να σ τ η συστήσει κι εσύ να της πιάσεις το χεράκι και να πεις «χαίρω πολύ». Έτσι μαθαίνεται η ζωή; Δια χειραψίας; Εγώ ένα θέλω πάντως να θυμάσαι. Αν έρθουν κάποτε τα πράματα ανάποδα και βρεθείς εκτός γηπέδου, μη χάσεις την ψυχραιμία σου κι αρχίζεις να δίνεις κώλο στον πρώτο τυχόντα. Ποτέ δεν τελειώνουν όλα. Καινούργια μέρα, καινούργιο κισμέτ. - Μην ανησυχείς. Μπορεί να 'μαι μικρός, αλλά δε μεγάλωσα στη γυάλα. - ...Πάντως εγώ, δεν μπορώ να το καταπιώ. Αυτό το κορίτσι, δεν είναι κατιτίς το σπάνιο! Κατιτίς το εκλεκτόν! Μια χύμα γκόμενα είναι, τρομάρα της. Πώς βούτηξες έτσι ως το λαιμό στα μπούτια της... - Δεν τη χωνεύεις, γι' αυτό τη βλέπεις έτσι. Κι αυτή το καταλαβαίνει. Μη νομίζεις... - Στο δεξί μου αρχίδι τι καταλαβαίνει η Ζέτα. Η συζήτηση τελείωσε. Δε φελάει. Πιάσε το όργανο να δούμε τώρα πώς θα μελώσουμε τον νταλκά μας. Στο αφιερώνω: Κάθισε βλάμη για να τα πούμε. Απόψε θέλω να 'ξηγηθούμε. Είμαστε φίλοι και δεν αξίζει Μία γυναίκα να μας χωρίζει... Πάνω στο αφράτο κορμί της Ζέτας ο Σέβης κορφολογούσε όλη την ομορφιά της γης. - Σ' αγαπάω. Αν με προδώσεις, παλιοκόριτσο, θα σε σκοτώσω. - Δε θα σε προδώσω ποτέ! Σε θέλω! Μ' αρέσεις! Μόνο εσύ υπάρχεις στον κόσμο για μένα! Δε βλέπεις πώς σπαρταράει το κορμί μου στα χέρια σου; 164
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Δε με φτάνει το κορμί σου. Θέλω και την ψυχή σου. - Χαράς το πράμα! Χαλάλι σου... Ολόκληρη είμαι δική σου, βρε χαζούλικο! - Τίποτα δε μέτρησε περισσότερο στη ζωή μου, Ζέτα, όσο εσύ. Πριν σε γνωρίσω ήμουν ένα χαμένο, που γύρναγε από 'δω κι από 'κει χωρίς σκοπό. - Και τα φτερά; Τι ήταν για σένα τα φτερά; - Ένα όνειρο παιδιάστικο να βγω στον ουρανό. Δεν έβρισκα βολή στη γη. Τώρα όλα έχουν νόημα γύρω μου. Έχουν σχήμα, γεύση. Υπάρχω και υπάρχει κι ο κόσμος γύρω μου. - Θέλω να μείνουμε μαζί. Να ξυπνάω και να νιώθω την ανάσα σου δίπλα μου. Να νιώθω τη μυρουδιά του κορμιού σου. Τι κάθεσαι μ' αυτόν τον ξεμωραμένο... - Δεν μπορώ να φύγω τώρα. Περίμενε λίγο να συνηθίσει στην ιδέα ο Ναζής. Δε θέλω να τον στεναχωρήσω. - Δε μ' αρέσει να περιμένω. Είδες πως δε μ' αγαπάς όσο εγώ; Κι άπλωσε τα χέρια της και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. Μάζεψε μια μέρα τα υπάρχοντά του κι εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Ζέτας. - Με συγχωρείς, Ναζή. Έτσι ήρθαν τα πράματα. Προσπάθησε να χαμογελάσει ο Ναζής. - Ο έρως, νέε! Ο έρως ευθύνεται για όλα. Τι να κάνουμε; Μπορούμε να τα βάλουμε μαζί του; - Θα 'ρχομαι να σε βλέπω. - Όπως αγαπάς, γιαβρούμ. Κι όταν φορτώθηκαν στο τρίκυκλο και τα φτερά, ο Ναζής μπήκε γρήγορα μέσα και σκούπισε τα μάτια του στο μανίκι της πιτζάμας του. - Γεια, Ναζή... Πού είσαι; 165
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Καλή τύχη, γιαβρούμ! φώναζε από το δωμάτιο, με μια φωνή κουρελιασμένη. Τα ρημαδιασμένα τα γυαλιά μου ψάχνω... Σαν άκουσε το τρίκυκλο να φεύγει, έπιασε το πρόσωπο του και ξέσπασε σε λυγμούς. - Τι κάνω ο μαλάκας... Λες κι είμαι καμιά αρσακειάς! είπε μια στιγμή. Άνοιξε το συρτάρι του να βρει τα τσιγάρα. - Πιάσε μου ένα χαρτάκι, βρε καρδούλα μου..., είπε πάλι με 'κείνη την κουρελιασμένη φωνή - σαν να ήταν ο άλλος εκεί. Αυτό το έκανε για πολύν καιρό ο Ναζής. Του άρεσε να ξύνει τον πόνο του, να ξεγελάει τη μοναξιά του. - Θα πιεις τσάι, σεκερίμ; έλεγε το πρωί που ετοίμαζε τον καφέ του. Πού είσαι βρε; Ακόμα κοιμάσαι; Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει: Τα φτερά των αϊτών πάνω από τις λίμνες του Νυμφαίου από τα φτερά του έρωτα στα γυμνά κορμιά των ερωτευμένων. Τις ναρκωμένες οχιές τοο χειμώνα, που φωλιάζουν στα σμύρνα και στα σκίνα, από τις πολύχρωμες Ζέτες που κρύβονται στα μπράτσα των παλικαριών. Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει - και προς τι... Σεκερίμ, καρδούλα μου... Που νόμισες πως ψόφησαν οι οχιές, κι αποκοιμήθηκες αμέριμνη πάνω στα σμύρνα και στα σκίνα. Φιλεντέμ κι αμάν αμάν...
166
Στην Αθήνα η Ζέτα βρισκόταν λίγα χρόνια. Ήταν από την Πάτρα. Η μάνα της είχε ακόμα τρεις θυγατέρες. Πατέρας δεν υπήρχε. Μια μέρα που ήταν όλα μαύρα και φως δε φαινότανε πουθενά, στα 35 του, ήπιε ένα δυνατό φυτοφάρμακο κι αποχαιρέτησε τούτον τον μάταιο κόσμο. «Τσιμέντο να γίνει» σκέφτηκε. «Στο διάολο κι η μάνα κι οι θυγατέρες!» Πλύθηκε, στολίστηκε, έκανε το τσιγάρο του κι ήπιε το φυτοφάρμακό του. - Ψυχολογικά προβλήματα, διέγνωσαν οι ειδήμονες. - Τι πάει να πει αυτό; ρώτησε η μάνα του με μια φωνή πικρή, γεμάτη αγκάθια. Ο γιος μου δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Μπήκε νωρίς στα βάσανα, τον σαράκιζε η νύφη μου μέρα νύχτα, του ρουφούσαν την ψυχή τα τέσσερα αρπαχτικά που αράδιασε, ήρθε μια στιγμή κι έσπασε το πουλάκι μου. Τι ψυχολογικά προβλήματα... Μετά από αυτό το γεγονός η γυναίκα του η Ασπασία αναγκάστηκε να μπει υπηρέτρια σ' ένα σπίτι. Η πρώτη θυγατέρα ανέλαβε τις δουλειές - να μαγειρεύει, να πλένει και να φυλάει τη μικρότερη, τη Ζέτα. Τη δεύτερη την πήρε η γιαγιά της, και την τρίτη την έδωσαν για υιοθεσία στην Αθήνα. Δεν την ήθελε αυτή την πράξη η Ασπασία. Αλλά πέσανε όλοι πάνω της και δεν την άφησαν ν' ανοίξει το στόμα της. 167
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Μα... - Σους! Τσιμουδιά! Το παιδί πρέπει να πάει στην Αθήνα. Τι θα το κάνεις εσύ; Από τη βλακεία σου θα καταστρέψεις τη ζωή του; - Μα... δεν... - Σους! Τελείωσε. - Να πάρουν τουλάχιστον τη μικρή. - Δε θέλουν τη μικρή, αυτή τους αρέσει. Καθεμιά κι η τύχη της. Σ' αυτή την τρίτη θυγατέρα, την Αθηνά, η Ασπασία είχε ιδιαίτερη αδυναμία. «Το καλύτερό μου παιδί. Χρυσάφι σκέτο.» Μα ποιος είχε όρεξη εκείνον τον καιρό ν' ασχολείται με τις αδυναμίες της Ασπασίας... Μετά από χρόνια, που τα πράγματα είχαν φτιάξει κάπως, κατέβηκε στην Αθήνα, βρήκε το σπίτι της Αθηνάς, την ξεμονάχιασε στο δρόμο και της τα είπε όλα. Χαρτί και καλαμάρι. - Με θυμάσαι καθόλου, κορίτσι μου; Η μάνα σου είμαι. Δεν ήθελα να σε δώσω. Μ' ανάγκασε η γιαγιά σου και οι θείοι σου. Δε θέλω να μου κρατάς κακία. Ήταν τότε 15 χρονών η Αθηνά. - Πες μου, παιδάκι μου... Μήπως δε σ' αγαπάνε; Μήπως δεν περνάς καλά; - ...Μ' αγαπάνε. Τίποτα δε μου λείπει. Φύγε, σε παρακαλώ. Δεν είσαι τίποτα για μένα. - Μη μου ραγίζεις την καρδιά, καλή μου. Ό,τι έγινε, έγινε για να φας γλυκό ψωμί. - Κι εσύ μπορούσες να μου δώσεις γλυκό ψωμί. Δε σου περίσσευε μια φέτα; Όπως μεγάλωσαν οι αδερφές μου θα 168
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
μεγάλωνα κι εγώ μαζί τους. - Μα εσύ έχεις τώρα όλα τ' αγαθά. Διώροφο, χρήματα, λούσα, μόρφωση... Αυτές τι έχουν κορίτσι μου; - Φύγε, σε παρακαλώ! Δε θέλω να σε ξαναδώ! Κι έφυγε η Ασπασία. Έκλαψε πικρά κι έφυγε. Και ποτέ δε συγχώρησε τον εαυτό της γι' αυτή την πράξη, ως το θάνατό της. Όσα χρόνια έζησε η Ζέτα στην Πάτρα με τη μάνα της και τις αδελφές της δεν τη φώναζαν βέβαια Ζέτα. Αυτό το υποκοριστικό το 'βγαλε μόνη της όταν το 'σκασε με τον πλασιέ κι ήρθε στην Αθήνα. Ζαμπία την είχαν βαφτίσει. Κι όλοι οι δικοί της, επειδή ήταν το μικρότερο, το ασχημότερο και το πιο αχώνευτο, το φώναζαν Τζαμπιώ. Κι όταν τους έμπαινε πολύ στη μύτη, έπαιρνε προαγωγή και γινότανε Τζαμπούρα. - Τι έχεις, Ασπασία, και φούντωσες πρωινιάτικα; - Αυτή η βρόμα η θυγατέρα μου με σύγχυσε. Η Τζαμπούρα. - Είδες μάνα την Τζαμπούρα; Χάθηκε πάλι... - Ποιος ξέρει με ποιον γυρνοβολάει και εκπορνεύεται. Καλέ όλη η Πάτρα κοντεύει να μάθει για την ελιά που έχει στον κώλο της! Κάθε φορά που γύριζε η Τζαμπούρα από την «εκπόρνευση», η μάνα της την έπιανε από το τσουλούφι και την ξυλοφόρτωνε. - Δεν ντρέπεσαι, μωρή; Σούργελο έγινες στην κοινωνία. Δεν κοτάω να βγω πια έξω. Μαύρη η ώρα που σ' έφερνα στον κόσμο. Γιατί, αν δε γεννιόσουνα εσύ, μπορεί να μην είχε χαθεί κι ο πατέρας σου. Το δικό σου βάρος δεν άντεξε, 169
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ο πισσοκόκαλος κι αυτός. Κι αν δε γινόσαντε όλα αυτά, δε θα 'κανα κι εγώ την υιοθεσία. Όταν αναφερότανε στο ιστορικό της Αθηνάς, έτσι έλεγε πάντοτε: «Έκανα την υιοθεσία». Η Τζαμπούρα! Με τα μίνια της, τις σκουλαρικάρες της, τα ψεύτικα δαχτυλίδια της και την κρεατοελιά στον κώλο, που την ήξερε όλη η Πάτρα. Ακόμη και την αυτοκτονία του πατέρα της την είχε χρεωθεί στο μερτικό της. Ακόμη και την υιοθεσία της Αθηνάς... Όταν της κόλλησε ο νεαρός πλασιέ από την Αθήνα και της πρότεινε να την πάρει μαζί του, δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα. Έτσι όπως ήταν, ένα πρωινό μπήκε στο αμάξι του κι έφυγαν. Η γιαγιά, οι θείοι και σύσσωμο το σόι απειλούσαν θεούς και δαίμονες. Σχεδίαζαν να κατέβουν στην Αθήνα, να ανακαλύψουν και να σφάξουν σαν τραγί αυτό το κάθαρμα, την Τζαμπούρα! Η Ασπασία, επειδή φοβήθηκε πως στο τέλος μπορεί πράγματι να γινότανε κανένα κακό κι επειδή δεν άντεχε να σηκώσει και δεύτερη αμαρτία στην ψυχή της, μια μέρα τους ανακοίνωσε πως έμαθε από σίγουρη πηγή ότι η Τσαμπούρα είχε φύγει στην Αυστραλία. - Παντρεύτηκε εκείνο το παιδί που την απήγαγε κι έφυγαν στην Αυστραλία. Αφού παντρεύτηκαν, όλα καλά. Ας είναι ευτυχισμένοι. Έτσι διαλαλούσε σ' όλο τον κόσμο και μάλιστα κερνούσε και κουφέτα. - Χρυσή τύχη η Τζαμπιώ μου. Μακάρι κι όλα τα κορίτσια του κόσμου. 170
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Το κακό έγινε όταν ένας Πατρινός φίλος της οικογένειας είχε πάει στην Αθήνα για δουλειές και συνάντησε την Τζαμπούρα τυχαία στο δρόμο. Μόλις γύρισε στην Πάτρα, επισκέφτηκε την Ασπασία. - Τι νέα Ασπασία; Τι μαθαίνεις από την Τζαμπιώ; - Καλά. Πολύ καλά. Χτες είχα γράμμα. Ο γαμπρός μου, εκλεκτό παιδί. Έχει συγγενείς στην Αυστραλία και τους δέχτηκαν με μεγάλες χαρές. Δόξα τω Θεώ. - Εβίβα λοιπόν, Ασπασία! είπε ο φίλος της οικογένειας πίνοντας το λικεράκι που του είχε προσφέρει για τα καλορίζικα. - Κουφετάκι δε θα πάρεις; - Όχι, ευχαριστώ. Έχω τα δόντια μου. Εβίβα λοιπόν, κι όταν πας στην Αθήνα θα σου δώσω μια διεύθυνση που πολύ θα σ' ενδιαφέρει. - ...Τι καλέ; Τι εννοείς; Ο οικογενειακός φίλος δεν είχε μιλήσει στην Τζαμπούρα αλλά από περιέργεια την παρακολούθησε κι έμαθε την κατοικία της. Η Ασπασία ήταν έτοιμη να πάθει συγκοπή. - Σε παρακαλώ, μην πεις σε κανέναν τίποτα! έλεγε κι άδειαζε μια κανάτα νερό στο κεφάλι της. Αν το μάθουν οι θείοι της θα γίνει μεγάλο κακό! - Μείνε ήσυχη, Ασπασία. Η Τζαμπούρα, που είχε γίνει ήδη Ζέτα, από την ημέρα που πάτησε το πόδι της στην Αθήνα έμενε σ' ένα υπόγειο στο Παγκράτι μαζί με τον πλασιέ. Της είχε υποσχεθεί ότι θα την παντρευτεί μόλις έφτιαχναν τα οικονομικά τους. - Δηλαδή, του Αγίου Πούτσου! αποφάνθηκε πικρόχολα η 171
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ασπασία όταν της το είπαν. - Αν σ' αρέσει κορίτσι μου. Αν δε σ' αρέσει, πάρε το λεωφορείο και... στη μαμά σου! Πού «στη μαμά της»! Γινότανε αυτό; Έψαχνε κι η Ζέτα να βρει καμιά δουλειά αλλά τζάμπα χαλούσε τα τακούνια της. Με τι προσόντα - με την κρεατοελιά στον κώλο; Πέρασε κάμποσος καιρός και καμιά εξέλιξη στα οικονομικά. Ώσπου ένα πρωί έσκασε μύτη κι η Ασπασία. - Δε με νοιάζει που δε με παντρεύεται, αλλά δε μου φέρεται καλά. Μέχρι που με χτύπησε προχτές. - Τζαμπιώ, μη γελαστείς και γυρίσεις στην Πάτρα γιατί είσαι χαμένη κι εσύ κι εγώ. Καλός κακός, μ' αυτόν θα μείνεις - και της είπε το παραμύθι με την Αυστραλία. Το μεσημέρι που ήρθε ο πλασιέ τον περιέλαβε κι αυτόν. - Αν δεν παντρευτείς την Τζαμπιώ μου σ' ένα μήνα, θα έρθω και θα σε ξεκοιλιάσω στην Ομόνοια. Θα παντρευτείτε και μετά θα 'ρθετε στην Πάτρα. Θα πούμε ότι δεν τη σήκωσε την κόρη μου το κλίμα της Αυστραλίας. Σύμφωνοι; - Γιατί με πιέζετε; Η Ζέτα στο κάτω κάτω, τι βοήθεια μπορεί να μου προσφέρει; - Καμία. Και μη γυρίζεις την πλάκα από την άλλη. Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς και να μου το ρωτήσεις πριν της ξεσηκώσεις τα μυαλά και την αρπάξεις από το σπίτι μου. Τώρα τα λες; Τώρα που η κόρη μου εκτέθηκε; Τα λάθη, παλικάρι μου, μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, δεν αναγνωρίζονται... Κι έφυγε η Ασπασία. Έφτιαξε τον κότσο της, πέρασε στο χέρι της τη μαύρη λουστρινένια τσάντα της κι έφυγε, πιστεύοντας πως είχε τακτοποιήσει το θέμα. 172
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
«Ακούς εκεί! Ζέτα! Πουτάνα βέβαια και Τζαμπιώ, δεν ταιριάζει. Η βρόμα! Μας χαντάκωσε όλους. Μια σταλιά σκατό και δεν μπορεί να κάμει ζάφτι το μουνάκι του. Εγώ δηλαδή που χήρεψα στα τριάντα, τι ήμαν! Δεν είχα ψυχή εγώ; Δεν είχα σώμα; Πώς τα κατάφερα και δεν εξόκειλα; Μα εγώ το μυαλό μου δεν το είχα στο βρακί μου. Και να πεις πως δε μου 'στησε ο δαίμονας παγίδες! Καν και καν μου ριχτήκανε... Αλλά βράχος η Ασπασία! Πάντα σκεφτόμουνα τις κόρες μου, τ' αδέρφια μου, το σόι του αντρός μου...» Τις κόρες της! Τ' αδέρφια της! Το σόι του αντρός της! Και να, τα ντεπόν κάθε βράδυ για να σταματήσει εκείνος ο φοβερός πονοκέφαλος που την έπιανε και της ξεκούφωνε το κρανίο... Ένα βράδυ η Ζέτα - πώς της ήρθε; Την είχε τρομπάρει κι η μάνα της - του κόλλησε άσχημα του πλασιέ. - Αν δεν ορίσεις αυτή τη στιγμή την ημερομηνία του γάμου, σηκώνομαι και φεύγω, - Να φύγεις! της είπε. Μπρος! Τι κάθεσαι; Και μάζεψε τα πραματάκια της η Ζέτα σε μια βαλιτσούλα κι ετοιμάστηκε να φύγει. Προχωρούσε αργά, σαν μεθυσμένη, και χιλιοπαρακαλούσε μέσα της να τη σταματήσει. - Φύγε, σου είπα! Μπρος! - Εγώ... Τώρα... Φεύγω... Δεν αστειεύομαι, φεύγω! - Τσακίσου, λοιπόν! Μη χασομεράς! Κι έφυγε... Περπατούσε στο δρόμο και φανταζότανε πως άκουγε τα βήματά του ξοπίσω της. «Να 'ρχότανε, λέει, τρεχάτος, λαχανιασμένος και να την έπιανε από τη μέση. Εεε! Πού πας! Εν' αστείο ήτανε! Αντε, βρε κουτό, γύρνα σπίτι μας. 173
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Εγώ πλάκα σου 'κανα. Α, δε στο είπα! Το άλλο Σάββατο παντρευόμαστε!» Αλλά τίποτα... Έμεινε δύο μήνες σε μια φιλενάδα της, ύστερα η φιλενάδα πήρε μετάθεση για την επαρχία και Κάθισε η Ζέτα στην γκαρσονιέρα μοναχή. Χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά. χωρίς παρηγοριά... Είχε βέβαια κάτι φλερτάκια, κάτι δεσμούς της συμφοράς, ίσα για να τρώει κατιτίς, αλλά όλ' αυτά από το κακό στο χειρότερο την οδηγούσαν. Ώσπου... Βρέθηκε στα πόδια της ο Σέβης. Όταν πήγαιναν περίπατο με το «σκερβελέ», έτσι το 'λεγαν ένα πανάθλιο μηχανάκι που είχε ο Σέβης, ο κόσμος όλος ήταν ένα πανηγύρι. Η Ζέτα με τα κολλητά παντελόνια της, τ' αθλητικά παπούτσια κι εκείνες τις ασήκωτες σκουλαρικάρες, κι ο Σέβης με τα μακριά ολόμαυρα μαλλιά του ν' ανεμίζουνε, τις πολύχρωμες χάντρες στο λαιμό και τα πέτσινα βραχιόλια στα χέρια του. Ο κόσμος όλος ένα πανηγύρι. Κι ο έρωτας στο τιμόνι του «σκερβελέ», με πολύχρωμες χάντρες στο λαιμό, με αθλητικά παπούτσια, με κορδέλες στα μαλλιά και κόκκινα τριαντάφυλλα στα χείλη, να γκαζώνει και ν' αλωνίζει την οικουμένη. Μια Κυριακή του Γενάρη, που είχε λιακάδα, σταμάτησαν σ' ένα ρέμα να ξεκουραστούν. Βούτηξαν με τα παπούτσια στα νερά, κυνήγησαν βατράχια, μάζεψαν καλάμια κι έφτιαξαν ανεμόμυλους, έκοψαν βούρλα κι έπλεξε ο Σέβης ένα καλαθάκι για τις κλωστές της Ζέτας. - Πού έμαθες καλέ να πλέκεις καλάθια; - Κάποτε σύχναζα στους καταυλισμούς των τσιγγάνων. Νόμιζα πως θα με δει εκείνη που με γέννησε και θα μ' αναγνωρίσει. Έτσι μου την είχε δώσει. Τελοσπάντων. Τι με 174
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
ρώτησες; Α, η Ζαφείρα. Μια γριά γύφτισσα. Αυτή μ' έμαθε να πλέκω καλάθια. - Να σου πω τι θέλω να μου φτιάξεις; Ένα καραβάκι. Θα το κρατήσουμε για πάντα, να θυμόμαστε αυτή την εκδρομή. Και κάθισε ο Σέβης στην ακρορεματιά, έκοψε φλοιούς από γέρικες ιτιές, μάζεψε ξυλαράκια και χαρτονάκια κι έφτιαξε το πιο όμορφο καραβάκι που μπορούν να φτιάξουν ανθρώπινα χέρια. Όταν το τέλειωσε, του σκάλισε με το σουγιά και τ' όνομά του: «Η Λιακάδα του Χειμώνα.» - Στο χαρίζω! είπε κι έσκυψε μπροστά της σαν να την προσκυνούσε. - Ω! χαμογέλασε εκείνη - και όλη η λιακάδα εκείνης της Κυριακής του Γενάρη ήρθε κι άραξε στα μάτια της. Δεν έχω δει πιο όμορφο καράβι! Σ' ευχαριστώ! - Δε θέλω να μ' ευχαριστείς. Ο Ναζής λέει, πως το σπουδαίο είναι να υπάρχει κάποιος για να του προσφέρεις τα δώρα σου. - Ουφ! Άσε με πια καημένε! Όλο ο Ναζής είπε, ο Ναζής έκανε, μου τη σπάει αυτός ο γέρος! Κατάλαβε το: Θέλω ν' αγαπάς μόνο εμένα, να ζεις μόνο για μένα, να μιλάς μόνο για μένα... - Σάμπως έτσι δε γίνεται; - Και δε μου λες, τώρα που το θυμήθηκα: Γιατί τις έχουμε αυτές τις φτερούγες ακόμα και μας πιάνουν το μισό σπίτι; Να τις πουλήσουμε και ν' αγοράσουμε κανένα επιπλάκι. - Μην το ξαναπείς αυτό, Ζέτα! Άκουσες; Δεν πρόκειται ποτέ να τα πουλήσω τα φτερά μου. Όσο ζω, τα θέλω κι αυτά κοντά μου να τα βλέπω. Είναι οι αναμνήσεις από το όνειρό μου. Τα θέλω, σου λέω! Δεν ξέρεις εσύ... 175
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Μμμ! Καλά ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη. Πώς κάνεις έτσι! Στην αρχή πήγαινε συχνά ο Σέβης στο σπίτι του Ναζή. Με τον καιρό, οι επισκέψεις αραίωναν. - Τα νέα σου, γιαβρούμ. Πώς τα περνάς; - Μια χαρά. Ταίριαξα μ' αυτό το κορίτσι. Είμ' ευτυχισμένος. Είδες που είχα δίκιο; - Μακάρι... Μακάρι... Κι εγώ αυτό θέλω. Την ευτυχία σου. - Ξέρεις, δεν έρχομαι συχνά, όχι γιατί δε σε σκέφτομαι, αλλά δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω... Δεν μου μένει ποτέ καιρός. Στενοχωριέμαι γι' αυτό. - Να μη στενοχωριέσαι. Εγώ συνήθισα πια. Πιάσε μου το σακουλάκι από το συρτάρι. Έχει κατιτίς καλό. - Θα κεράσεις; - Γιατί όχι; Τώρα δεν έχω μπροστά μου ένα παιδί. Κοτζάμ άντρακλα έχω. Ορίστε. - Ναστράβα! - Ναστράβα, λεβέντη μου. Στην ευτυχία σου. Κι έμειναν ώρα πολλή μαζί. Ήπιαν το τσιγάρο τους, κουβέντιασαν, θυμήθηκαν τα παλιά, γέλασαν, δάκρυσαν, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν πολλές φορές. - Δεν έχει σημασία που δε σε βλέπω συχνά, Ναζή. Μιλάς πάντα μέσα μου. Σε κουβαλάω. - Αυτό μετράει, σεκερίμ. Όλα τ' άλλα, τα χαρίζω στη λεγάμενή σου. Άκου τώρα και κάτι άλλο. Φύλαξέ το αυτό που θα σου πω μέσα σου. Δεν είναι για τώρα. Μπορεί να μη σου χρειαστεί και ποτέ. - Τι θα μου πεις; Συνταγή θα μου δώσεις; 176
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Όχι, δεν είμαι κανένας αλμπάνης. Μια σκέψη θα σου χαρίσω. Αν κάποτε βρεθείς άσχημα, θα θυμάσαι τότε που ήμαστε εκεί πάνω στο βουνό, την πρώτη φορά που πέταξες. Θυμάσαι; Δείλιασες μια στιγμή. Φοβήθηκες. Κι εγώ ήμουν εκεί και σου φώναζα: Γιούριααα! Γιούρια, σεκερίμ! Έτσι θα 'μαι στο πλευρό σου πάντα και θα σου φωνάζω. Κι όταν έφυγε και τον ξέβγαλε ως το δρόμο, δεν πρόφτασε να σκουπίσει το δάκρυ του και το είδε ο άλλος. - Μη λυπάσαι σε παρακαλώ. - Να λυπάμαι; Όχι δα! Και προσπάθησε να χαμογελάσει. - Στο κάτω κάτω, γιαβρούμ, τι πρωταθλητές είμαστε, ε; - Θα με παντρευτείς μόλις τελειώσεις το στρατιωτικό; - Αμέ; Κάνε λίγη υπομονή, δύο μήνες απομένουν. Έχω βρει και τον κουμπάρο. - Ναι; Ποιος είναι; Μη μου πεις ο γέρος; - Όχι. Γνώρισα έναν υπέροχο τύπο. Στέλιο τον λένε. Θα τον δεις. - Πώς τον γνώρισες; - Α, ιστορία! Υπηρετώ με τον ανιψιό του, τον Κώστα. Ο Στέλιος τον έχει σαν παιδί του. Εγώ με τον Κώστα είχαμε γίνει φιλαράκια εδώ και πολύν καιρό. Τελευταία μου γνώρισε και τον μπάρμπα του. Υπέροχος, σου λέω. Πολιτικός μηχανικός και εργολάβος συνάμα. Περιπτωσάρα! Μου είπε πως θα με πάρει και στη δουλειά του. - Κι ο ανιψιός τι κάνει; - Τίποτα. Είναι παιδί του θείου. - Πήρες τα λεφτά που σου 'στειλα; - Βέβαια. Αλλά μην ξοδεύεσαι. Πώς τα πας με τη δουλειά; 177
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Δούλευε πωλήτρια σε μια κάβα. - Καλά. Μια χαρά. - Κάνε λίγο υπομονή και θα 'ρθουν πολύ καλύτερες μέρες. Μόλις παντρευτούμε, που λες, θα σε πάρω να πάμε στην Πάτρα. Να σε δει η κυρα-Ασπασία και να τρίβει τα ματάκια της. - Στη μάνα σου δε θα πάμε; - Μπορεί να πάμε κι από 'κει. Όπως μου τη δώσει. Η αλήθεια ήταν πως όσο καιρό έλειπε ο Σέβης, η Ζέτα έδωσε ρέστα. Ούτε ξενοκοίταζε ούτε έδινε δικαίωμα σε κανένα. Ντεφαρίκι η Ζέτα. Βράχος ηθικής. Ανώτερη κι από τη μάνα της την Ασπασία. Ψηλός, γύρω στα σαράντα, ελαφρά γκριζομάλλης, γαλανομάτης, αριστοκράτης αναντάμ παπαντάμ, ντυμένος πάντοτε ακριβά, γενναιόδωρος και φοβερά ερωτύλος. Αυτός ήταν ο Στέλιος. Εκείνο τον καιρό είχε δύο μεγάλες αδυναμίες: τη βότκα και τον ανιψιό του τον Κώστα. Πίστευε πως αυτοί που δε γεννήθηκαν πλούσιοι, δε θα κέρδιζαν ποτέ τη βασιλεία των ουρανών. Χρησίμευαν μόνο να πατήσουν στη ράχη τους οι εκλεκτοί και ν' αναρριχηθούν. Αλλά επειδή είχε σπουδάσει σε ακριβά σχολεία, διέθετε οπωσδήποτε μια άλφα αγωγή και συμπεριφερόταν συνήθως ευγενικά και με χαμόγελο σ' αυτά τα «σκαμνάκια», όπως αποκαλούσε το φτωχό λαό. Ο Σέβης ήταν μια εξαίρεση στον κανόνα. Δεν τον έβλεπε σαν παρακατιανό. Δεν άπλωνε το χέρι του να τον ελεήσει για ν' απολαύσει το χειροφίλημα. Τον συμπαθούσε πραγματικά. Τα περισσότερα βράδια τα περνούσαν παρέα: ο Σέβης, ο 178
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Κώστας, η Μάρω - το κορίτσι του Κώστα - και η Ζέτα. Πότε σε φαγάδικα ακριβά, πότε σε μπαράκια, πότε σε ντίσκο. Πλήρωνε βέβαια ο Στέλιος και συγχρόνως ανέπτυσσε τη θεωρία του ότι το χρήμα χρησιμεύει μόνο για να ικανοποιεί τις επιθυμίες του ατόμου και πρέπει ως εκ τούτου να κυκλοφορεί, γιατί αλλιώς βρομάει και γίνεται εστία μολύνσεως. Φεύγοντας από τα μαγαζιά άφηνε χοντρά πουρμπουάρ στα γκαρσόνια και χάριζε λουλούδια στα κορίτσια. - Βρε Στέλιο, του είπε μια φορά ο Σέβης, τόσα λεφτά αφήνεις στο γκαρσόνι; - Α, μη μου το χαλάς, φίλε! Η απόλαυση μου είναι να βλέπω αυτόν τον ταλαίπωρο να μου κάνει τη μετάνοια. Το απολαμβάνω. Δεν καταλαβαίνεις εσύ... - Τον βάζεις να παίξει στο παιχνίδι σου, τον εξευτελίζεις. Αυτό καταλαβαίνω εγώ. - Τρίχες! Ξενέρωτες θεωρίες θρησκευόμενου νεοσσού. Όταν ο εξευτελισμός, όπως τον αποκαλείς, είναι ακριβά πληρωμένος, μεταλλάσσεται. γίνεται μεγαλοψυχία, δωρεά, ανθρωπισμός, όπως σκατά θέλεις πες το. Σέβη, ξέρεις; Όλα, γενικώς και ανεξαιρέτως, έχουν μια τιμή. Όταν θέλεις κάτι, υλικό ή πνευματικό, απλώς θα το παζαρεύεις. Ούτε θα το ζητάς ούτε θα το κυνηγάς ούτε θα το ζαχαρώνεις· θα το διαπραγματεύεσαι. Κι αυτό που πρέπει να μάθει έγκαιρα ο καθένας, είναι να κάνει έξυπνα και πονηρά παζάρια. Να επενδύει στην αχίλλειο πτέρνα του άλλου. Πού τα βρίσκω ο κερατάς, ε; - Ποτέ δε θα μπορέσω να σκέφτομαι έτσι. Σε θαυμάζω, σε παραδέχομαι, αλλά με κάνεις ώρες ώρες και με πιάνουνε κρυάδες. - Ζεις στον κόσμο σου, και καλά κάνεις από μια πλευρά. 179
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Δε θέλω να σ' αλλάξω. Χρειάζεστε κι εσείς οι γραφικοί. Σπάω πλάκα μαζί σας. - Μου λες όμως, ότι είμαι και καλό παιδί. - Τι πάει να πει ρε «καλό παιδί»; Το λέω αυτό όταν θέλω να σε ειρωνευτώ. Εμένα αν μ' έλεγαν καλό παιδί, θα μ' έπιανε αναγούλα. Ξέρεις τι πάει να πει καλό παιδί; Μαλάκας! Αφήνει δηλαδή τους άλλους να τον χρησιμοποιούν χωρίς να σηκώσει το πόδι του να τους δώσει μια κλοτσιά στα πισινά. Όχι. Εσύ περιστασιακά μπορεί να δίνεις την εντύπωση του καλού παιδιού, αλλά όποιος έχει μυαλό καταλαβαίνει ότι δεν είσαι. Εγώ σε γουστάρω, γιατί, εκτός από γραφικός, έχεις μέσα σου μια ορμή. Κάτι σαν φουσάτο. Αφήνεις πίσω σου ένα άρωμα ζωής. Μπορεί να ονειρεύεσαι, αλλά ονειρεύεσαι ξύπνιος. Μπορεί να κοιτάς τον ουρανό, αλλά τα πόδια σου είναι γεμάτα χώματα. - Για τη Ζέτα τι γνώμη έχεις; - Καλό κομμάτι. Ανήκει όμως σε διαφορετικό πλανήτη από τον δικό σου. Καμία σχέση. Η Ζέτα, φίλε, αν είχε την ικανότητα να σκεφτεί, θα σκεφτόταν ακριβώς όπως εγώ. Και δε στο λέω για να σε πιάσουν πάλι οι κρυάδες. Η ψυχή της είναι ωμή, ξεβράκωτη. Πράττει όπως της υπαγορεύουν οι αισθήσεις της, η κάβλα της. Για να στο πω πιο καθαρά: Όσο και να κάνει παρέα μαζί σου, ποτέ δε θα μπορέσει ν' ασπαστεί το ευαγγέλιό σου. Γιατί απλώς είναι άλλης κοπής. Η Ζέτα είναι μια λευκή οθόνη, που πάνω της εσύ προβάλλεις τις φαντασιώσεις σου και φτιάχνεσαι. Εγώ τη γουστάρω. Σου είπα, είναι καλό κομμάτι. Αν μου τα ρίξει, στην έφαγα, μάγκα. - Δε θα το κάνει, μη χαίρεσαι! Εδώ ολόκληρο στρατιωτικό και το αντιμετώπισε άψογα. 180
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Δε θα βρέθηκε ο κατάλληλος. - Πιστεύεις στη φιλία; - Σε όλα πιστεύω, μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Τα πάντα έχουν ημερομηνία λήξεως. Τα χαίρομαι όσο είναι καταναλώσιμα. Από 'κει και πέρα, πέταμα. Κι αυτή είναι η μαγκιά μου. - Υπάρχουν εξαιρέσεις. - Δε λέω για τις εξαιρέσεις. Αυτές είναι για σας τους αιθεροβάμονες. Χαλάλι σας. - Δηλαδή και η δική μας φιλία έχει ημερομηνία λήξεως; - Φυσικά. Τώρα όμως είναι φρέσκια και νοστιμότατη. - Μπορεί να 'χεις δίκιο, αλλά εμένα δε μ' αρέσει να τα βλέπω έτσι - τόσο γυμνά, τόσο μαυρόασπρα. - Και ποιος σ' εμποδίζει να τα μπογιαντίζεις; Κάθισε 'κει και βάφε όσο θέλεις. Η δική σου μαλακία είναι υψηλών προδιαγραφών. Έχει αυτογνωσία. Δεν είναι ηλίθια. Εγώ δύο τινά δεν μπορώ ν' ανεχτώ: την ασχετοσύνη και την ηλιθιότητα. Εσύ πολύ απέχεις κι από τα δύο. - Σκέφτομαι να παντρευτώ τη Ζέτα. Το θέλει πολύ. Εμένα δε μ' ενδιαφέρουν τα τυπικά. Όμως, να σου πω κάτι; Είναι μερικές φορές που νιώθω να φοβάμαι τον εαυτό μου. Δεν είναι για μένα αυτή η συνταγή: δουλειά, φαί, ξάπλα, γαμήσι και φτου κι από την αρχή... Κάτι πρέπει να κάνω και πέρα απ' αυτά. - Γράψου στο σύλλογο προστασίας της φώκιας Μονάχους Μονάχους! - Σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς. - Μα τι να σου πω! Αφού είσαι σε φάση που δεν καταλαβαίνεις... Δεν είναι για σένα αυτός ο τρόπος ζωής. Μη στήνεις επικίνδυνες παγίδες στον εαυτό σου, γιατί κάποτε 181
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
μπορεί να μην τα καταφέρεις να βγεις. Εσύ από αλλού έρχεσαι, αλλού βρίσκεσαι κι αλλού πηγαίνεις. Αργά ή γρήγορα θα το δεις. Ένα ωραίο πρωί βγήκε στη φόρα, πως ο Στέλιος τα είχε κάνει μπάχαλο με τις δουλειές του. Ακάλυπτες επιταγές, δάνεια από τοκογλύφους, γραμμάτια, κέρατα, δεν είχε τόπο να σταθεί. Τον κυνηγούσανε σαρανταδώδεκα. Για ν' αποφύγει τα εντάλματα, κρυβότανε στο σπίτι του Σέβη - ήταν το μόνο μέρος που δεν μπορούσαν να τον ανακαλύψουν. - Ως πότε θα κρατήσει αυτό; Την έχω φτυσμένη τέτοια ζωή. Εγώ να πάθω αυτό το κάζο; - Τα κάζα είναι για όλους. Σου ξέφυγε η κατάσταση, πήρε φόρα... Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται. Κάθισε τώρα εδώ και θα δούμε τι θα κάνουμε. - Τι θα κάνουμε, ρε Σέβη; Εσύ θα με ζεις; Οι φίλοι μου, ρε, πού είναι; Πού είναι οι κολλητοί μου; Πού είναι αυτοί που τους βοήθησα, που τους έφτιαξα; Ούτ' ένας; Ούτ' ένας δε βρέθηκε να σταθεί πλάι μου; Ούτ' αυτό το μουνόπανο ο ανιψιός μου! Του είπα προχτές να πουλήσει το αμάξι του να κλείσουμε καμιά τρύπα κι αργότερα θα του πάρω άλλο σάμπως αυτό που έχει ποιος του το αγόρασε... Τον είδες; Εξαφανίστηκε. Ως την ημέρα που του ζήτησα τη βοήθεια ερχότανε εδώ και μου πουλούσε μούρη. Τώρα πού είναι; Μπουχός! Φτου σας όλοι, παλιοπούστηδες. Όταν ο Στελάρας ήταν στα χάι του, τρέχατε καθίκια να την αράζετε στα πόδια του. Δε θα βγω, ρε, από τα δύσκολα; Θα σας γαμήσω όλους, καραγκιόζηδες! Κι έκοβε βόλτες ο Στέλιος με τις ώρες πάνω κάτω στο 182
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
μικρό δωμάτιο, με κάτι πανάκριβες γυαλιστερές πιτζάμες κι ένα τσιγάρο συνέχεια στο στόμα. - Ρε, το ξέρεις πως δεν έχω μία; Από αύριο και τα τσιγάρα μου εσύ θα μου τ' αγοράζεις. - Στέλιο, έχεις άλλα πράματα να σκεφτείς. Μ' αυτά θα ασχολείσαι; Αν ήμουν εγώ στη θέση σου το ίδιο δε θα 'κανες εσύ; - Δεν ξέρω ο πούστης. Δεν ξέρω... - Δεν μπορείς να του αγοράζεις φτηνότερα τσιγάρα; Δε βγαίνουμε! γκρίνιαζε η Ζέτα. - Αυτή 'ναι η μάρκα του. Δεν τον βλέπεις σε ποια κατάσταση είναι; Στο τσιγάρο μόνο βρίσκει παρηγοριά. - Ωραία! Το κόψαμε εμείς για να φουμάρει τις τσιγαρούκλες του ο Στέλιος. - Κάνε λίγη υπομονή. Αν δεν του σταθούμε εμείς, τι θα γίνει; - Μα δεν μπορούμε! Δε βγαίνουμε! - Θα μπορέσουμε. Τώρα μας έχει ανάγκη. Κι ο Στέλιος ο ψηλός, με τα γκρίζα μαλλιά και τα πανάκριβα ρούχα, ο Στέλος ο γαλανομάτης, ο ρατσιστής, που τα έκανε μπάχαλο, έκοβε βόλτες στο διαμέρισμα της Ζέτας σαν το λιοντάρι στο κλουβί κι έβριζε κι έπινε και φούμαρε τα ακριβά τσιγάρα που του αγόραζε ο Σέβης. - Πάρε Στέλιο λίγο τυράκι. - Φέτα; Δεν τρώω εγώ τέτοια τυριά. - Θέλεις λίγες πατάτες ακόμα; - Σκέτες πατάτες θα φάω; Τι είμαι... 183
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Κουράγιο φίλε! τον χάιδευε ο Σέβης σαν μικρό παιδί. Όλα θα περάσουν. - Πώς ρε; Πώς... Σε λίγο που θα με κλείσουν μέσα; Λοιπόν, στο λέω και στο δηλώνω: αν πάω φυλακή, θ' αυτοκτονήσω. Τέτοια ξεφτίλα δε θα την αντέξω. - Μαζί θα τα περάσουμε όλα. Και στη φυλακή να πας, δε σ' αφήνω. Κρατήσου μόνο. Συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους. Δεν είσαι ο μοναδικός. - Δε μ' ενδιαφέρει τι συμβαίνει στους άλλους. Εγώ τον εαυτό μου κοιτάζω. Αν είχα τώρα λίγα λεφτά να πληρώσω το δικηγόρο, θα 'παιρνα μια παράτα. Λίγος χρόνος μου χρειάζεται να μπορέσω να κινηθώ και να κανονίσω τις δουλειές μου. Να πάω σπίτι μου! Να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου! Εν τω μεταξύ θα πουληθεί κείνο το κωλορετιρέ που έχω έτοιμο και θα καβατζάρω. Αλλά πού είναι τα λεφτά... Ο Στέλιος ο αριστοκράτης, ο ερωτύλος, με τις γυαλιστερές πιτζάμες και κείνη τη βελούδινη ρόμπα με τα χρυσαφιά κρόσσια! Εκτός από το να βηματίζει στη «χαμοκέλα», όπως το 'λεγε το σπίτι που τον φιλοξενούσε, από το ν' απειλεί και να φουμάρει, έκανε και κάτι άλλο πιο πραχτικό: όταν έμενε μόνος με τη Ζέτα, της τα 'ριχνε κανονικά. Εκείνη στην αρχή το 'παιζε αδιάφορη. Αλλά δεν άργησε να ενδώσει. Αλίμονο τώρα αν δεν ήξερε ένας κοτζάμ Στελάρας, «μηχανικός και εργολάβος συνάμα», να στήσει ξόβεργες και να πιάσει ένα χαζοπούλι με μια κρεατοελιά στον κώλο! Ήταν τα γαλανά μάτια του Στέλιου, που είχαν σηκώσει κυματάκι. ήταν η βυσσινιά βελούδινη ρόμπα με τα χρυσαφιά κρόσσια που γαργαλούσε τις αισθήσεις. ήταν πάνω 184
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
απ' όλα εκείνη η βροχερή Δευτέρα που σκυλοβαριόταν κι ήθελε κάτι να σκαρώσει ώσπου να τελειώσει η βάρδια της... Ο Στέλιος πέταξε τη βελούδινη ρόμπα του, τράβηξε τη Ζέτα στο κρεβάτι κι έγινε το «Πορτατούρ». - Όταν καταφέρω να φύγω από 'δω, θα 'ρθεις μαζί μου; - Ναι, θα 'ρθω, Στέλιο. Πριν σε γνωρίσω, δεν ήξερα τον αληθινό έρωτα. - Ζέτα, το σκέφτηκα πολύ. Πρέπει να κάνω κάτι για το Στέλιο. Δε γίνεται να παρακολουθώ το δράμα του σαν θεατής. Πήγα χτες στην αερολέσχη και βρήκα ένα παιδί που θέλει ν' αγοράσει τα φτερά μου. Μ' αυτά τα λεφτά θα πληρώσουμε το δικηγόρο κι από 'κει και πέρα θα βρει την άκρη μόνος του ο Στέλιος. - Γιατί ανοίγεσαι τόσο πολύ; Για σένα τα φτερά είχαν μεγάλη αξία. - Δεν υπάρχει άλλη λύση. Δεν μπορώ να τον αφήσω να καίγεται έτσι. - Αφού το θέλεις εσύ, τι με νοιάζει εμένα... Αλλά μπορεί ν' αποδειχτεί σκάρτος κάποια στιγμή ο Στέλιος - πού ξέρεις... - Δεν είναι ώρα τώρα για να καθίσω και να σκεφτώ τι μπορεί ν' αποδειχτεί. Προέχει να σωθεί. - Όπως θες. Ως την ημέρα που ήρθε το φορτηγάκι και πήρε τα φτερά από το σπίτι, ο Στέλιος δεν ήξερε τίποτα. Ούτε η Ζέτα του είχε φανερώσει το μυστικό από φόβο μήπως εμποδίσει τον Σέβη και πάει πίσω η δουλειά... Όταν είδε τι γινότανε, έγινε έξω φρενών. 185
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Μην το κάνεις αυτό, γαμώτο! Μη, σου λέω! Με φέρνεις σε δύσκολη θέση! - Το 'κανα κιόλας! Περιττό να το συζητάς. Το θέμα είναι να βγεις από το τέλμα και να πάρεις πάλι τη ζωή στα χέρια σου. , - Μα δεν είμαι εντάξει. Δεν είμαι φίλος, ρε! Πούστης είμαι! - Μην αρχίζεις τώρα τις θεωρίες σου. Ό,τι και να 'σαι, κράτα το για πάρτη σου. - Θα 'ρθει ώρα που θα με μισήσεις πολύ. Σε ντρέπομαι, ρε κωλόπαιδο! Τι πήγες κι έκανες! Γέλασε ο Σέβης και τον χτύπησε χαϊδευτικά στον ώμο. - Φοβάσαι πως θα το μετανιώσω, ε; Δεν είμαι από κείνα τα παιδάκια... Τράβα τώρα στο δικηγόρο σου κι άσε το μπλα μπλα. Ποιος μπορεί ποτέ να ξεχωρίσει: Το σύνορο της προσφοράς από την ιδιοκτησία της προδοσίας... Ποιος μπορεί ποτέ να τα ξεχωρίσει κάτι τέτοια - και προς τι... Αμάν αμάν καρδούλα μου... Όποιος δεν ένιωσε το σουγιά στη ράχη του, την ώρα που έπλενε τα πόδια του κολλητού του, δε γνώρισε ποτέ την παγωνιά. Αμάν αμάν καρδούλα μου... Εκείνο που δεν άντεξες, εκείνο έκανε μέσα σου τους νάρκισσους ν' ανθίσουν.
186
Ο Λέος τα κανόνισε κι έφυγε με το αγόρι του για το Σικάγο. Το νέο έπεσε ξαφνικά σαν μπόμπα στο σπίτι. Το 'λεγε βέβαια πολύν καιρό πως θα ξενιτευτεί, «διότι αυτή δεν είναι πατρίδα, δεν είναι κοινωνία, όπου μπορεί κανείς να ζήσει ελεύθερα και να προοδεύσει», αλλά δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά. Δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά ως το βράδυ εκείνο που μπήκε σαν σίφουνας κι άρχισε να ετοιμάζει τις βαλίτσες του. - Θα πας εκδρομούλα, καμάρι μου; ρώτησε η Δαμάσκα. - Ναι. Και μάλιστα μεγάλη. - Για πού με το καλό; - Φεύγω για Σικάγο. Εκεί θα βρω την τύχη μου. Θα βγάλω λεφτά, θα γίνω σπουδαίος. Εδώ δεν κάνει κανείς προκοπή. - Ούι ούι, Λέο μου! Τόπο αλλάζει κανείς, μανάρι μου. Κεφάλι δεν αλλάζει. Εδώ είναι εσένα το σπιτάκι σου, οι γονείδες σου, η θεία σου, όλα εδώ είναι. Δεν μας έλειψε ποτέ το ψωμάκι εμάς. Άλλοι είν' αυτοί που κυνηγούν την ξενιτιά. Σούλια! Σούλια! Πού είν' αυτό, βρε Σιδερία; - Στον κήπο είναι, τι τον ψάχνεις; - Τι τον ψάχνω; Φεύγει το άλλο! Φεύγει σου λέω! Λιποταχτάει! - Και πού πάει, καλέ; - Στο Τσικάγο πάει. Εκεί μου είπε. 187
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Όταν μπήκε ο Σούλιας στο σπίτι ήταν κατακόκκινος σαν πιπεριά. Είχε ακούσει μέσες άκρες τη συζήτηση. - Τι λένε τούτες, μωρέ; Τρελάθηκες; Φεύγεις; - Ναι, πατέρα. Απελπίστηκα πια. Εκεί υπάρχουν άλλες ευκαιρίες. - Ευκαιρίες για να γαμιέσαι, πουστόπαιδο; Τέτοιες ευκαιρίες, μάλιστα! Υπάρχουν πολλές! Μπας και νόμισες πως θα σε παρακαλέσω ν' αλλάξεις γνώμη; Εκεί είναι το Τσικάγο και τράβα. Μόνο αυτή την πόρτα μη σκεφτείς να την ξαναχτυπήσεις ποτέ. Όποιος βγήκε από 'δω μέσα, βγήκε. Τελείωσε! - Ουι, ούι, Σούλια μου! Μη μιλάς έτσι. Γιος σου είναι. - Δεν έχω γιους! Ούτε σπίτι έχω ούτε τίποτα απολύτως. Στην έρημο γεννήθηκα, στην έρημο περπάτησα και στην έρημο θα πεθάνω. Έληξε το ζήτημα. Κι έδωσε μια και πέταξε το ποτήρι το νερό που του πρόσφερε η Σιδερία για να βρέξει τα χείλη του και να δροσίσει την οργή του. - Ασιχτίρ! - Ξανασκέψου το, Λέο μου! τον πήρε με το καλό η Σιδερία. Εγώ εντάξει, σε καταλαβαίνω. Αλλά αυτούς δεν τους πονάς μια στάλα, αγόρι μου; Γονείς σου είναι, αίμα σου. - Τους πονάω, καλέ θεία, αλλά δεν μπορώ να θυσιάσω το μέλλον μου επειδή αυτοί είναι απροσάρμοστοι στη σημερινή εποχή. - Ε... τώρα... Εδώ που τα λέμε, η αγάπη είναι η ίδια και στην παλιά και στη μοντέρνα εποχή. - Ποια αγάπη; Δεν τον άκουσες τον Αρβανίταρο; «Αυτή την πόρτα, να μην την ξαναχτυπήσεις.» 188
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Τον ξέρεις τώρα τον Πάρδο. Παιδί του είσαι, βρε! Είναι δυνατό να γυρίσεις και να μη σ' αγκαλιάσει; Έτσι τα λέει... - Δεν έχω σκοπό να γυρίσω. Αρκετά με γονείς, οικογένειες, γείτονες, σόγια και δε συμμαζεύεται. Θα ζήσω τη ζωή μου επιτέλους χωρίς τρωκτικά. - Να τη ζήσεις και να τη χαρείς. Αλλά χωρίς τα τρωκτικά που είπες, δε μεγάλωσε κανείς. Όταν είχες την ανάγκη μας, δεν ήμαστε τρωκτικά; Τώρα γίναμε; Άντε λοιπόν μόνος σου, να βρεις τον παράδεισό σου. Σου το εύχομαι ολοψύχως. Και μέσα της έλεγε: «Από τα τρία το μακρύτερο, αυτός είν' ο παράδεισος για σένα. Τρομάρα σου! Μας αποκαλείς και τρωκτικά, πουστάρα, ε πουστάρα!» Τρεις μήνες πέρασαν από τότε που άφησε πίσω του ο Λέος τα «τρωκτικά» και το 'σκασε με τ' αγόρι του για το Σικάγο. Μάρτης... - Μάρτης γδάρτης, έλεγε η Σιδερία και κουβαλούσε ξύλα συνέχεια για τη σόμπα. Τέτοια παγωνιά είχε χρόνια να την κάμει. Πάνω που φύτρωναν οι νεραγκούλες και οι φρέζες, έπεσε το χιόνι και τις ξέκαμε. Το είδες το νυχτολούλουδο, Δαμάσκα; Κοντεύει να ξεραθεί. Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. - Γιε μ' γιε μ'! μουρμούριζε η Δαμάσκα κι άπλωνε τα χέρια της πάνω στη σόμπα. Όσα ρούχα και να φορέσω δε ζεσταίνομαι. Τι να σου κάμει κι η μασίνα... Μπάζουν κι οι πόρτες και τα παράθυρα, ρήμαξε αυτό το σπίτι πλια. Κανείς δεν το φροντίζει. Όπου να 'ναι θα φτερουγάνε μέσα οι νυχτερίδες. Γιε μ' γιε μ'! Σάματις δεν ερήμωσε και το μέσα μας; Φύγαν τα παιδάκια μας, χορτάριασαν οι ψυχούλες μας... 189
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Κι έσταζαν τα δάκρυα, πιο καυτά κι από τα κάρβουνα, στο μαντέμι της μασίνας. - Τι έγινε πάλι κι αυτό... Κάνε του ένα φασκόμηλο, βρε Σιδερία. Άιντε να χαρείς. Αμαρτία είναι. - Καλέ, πού γυρνάει με τέτοιον ψοφόκαιρο; - Κάτω θα είναι, στο κοτέτσι. Ξέρω κι εγώ... Όπου το στέλνει η απελπισία του πάει. Μήπως ορίζει τα βήματά του; Χιόνιζε... Ένα πυκνό αγκαθωτό χιόνι, που έπεφτε πάνω στις νεραγκούλες και τις σκότωνε. «Μάρτης γδάρτης». Ο Σούλιας κατέβηκε στο κοτέτσι κι έβαλε ένα σανίδι μπροστά, για να προστατευτούν οι κότες. «Την Παναγία σας κι εσάς! Τι σας θέλω; Τα παιδιά έχω για τα εγγόνια να τους πάω τα φρέσκα αβγά;» Ύστερα έφυγε από το κοτέτσι, πήρε σακούλες νάιλον και σκέπαζε τα μικρά δεντράκια που είχε φυτέψει. Δύο πορτοκαλιές και τέσσερις μανταρινιές. «Περιμένεις μ' αυτό τον καιρό να επιζήσουν τα ξινά; Πάνε αυτά... Χαιρετίσματα!» Φορούσε ένα καναρινί αδιάβροχο με κουκούλα και κάτι χακί πέτσινα γάντια. Είχε στην τσέπη του ένα κουβάρι σπάγκο κι ένα μικρό σουγιαδάκι. Έσκυβε και στερέωνε τις νάιλον σακούλες στις πορτοκαλιές και στις μανταρινιές. Και χιόνιζε... Ένα πυκνό αγκαθωτό χιόνι. «Μάρτης γδάρτης». Ο Χάρος φορούσε ένα καναρινί αδιάβροχο με κουκούλα. Και κάτι χακί πέτσινα γάντια. Είχε στην τσέπη του ένα κουβάρι σπάγκο κι ένα μικρό σουγιαδάκι. Στάθηκε απέναντι στον Σούλια και του χαμογέλασε. «Ξεκίνα» του είπε. «Φεύγουμε». Κι έκοψε με το σουγιαδάκι του το σπάγκο... 190
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Τον βρήκε η Σιδερία πεσμένο δίπλα στην πιο μικρή μανταρινιά. Με το στόμα ανοιχτό, γεμάτο χιόνι. - Τον φάγανε οι γιοι του, λέγανε την άλλη μέρα στην κηδεία του. - Γιε μ' γιε μ'..., χάιδευε το φέρετρο η Δαμάσκα. Δούλεψες, όργωσες, έσπειρες, μα τίποτα δεν έμασες στη ζωή σου. Κανένας καρπός δε γλύκανε τα χειλάκια σου. Έτσι το θέλησε ο Θεός, άντρα μου. Ύστερα σκούπιζε τα μάτια της κι έπιανε κουβέντα με τις γειτόνισσες. - Ήταν καλός άνθρωπος ο Σούλιας μου. Νοικοκύρης. Τίποτα δε μας έλειψε ποτέ. Παιδάκια ανάστησε, ετούτο (κι έδειχνε τη Σιδερία) το προστάτεψε, εμένα με σεβάστηκε, δεν υπήρχε καλύτερος άνθρωπος από τον άντρα μου. Μετά από κείνο το Μάρτη το γδάρτη, που χιόνισε δύο φορές κι έκαψε όλα τα ξινά και τις νεραγκούλες, μπήκε ξαφνικά η άνοιξη. Οι φρέζες ανοίξανε, το αλεξαντρινό πέταξε καινούργια φύλλα και τα ζουμπούλια στα παρτέρια μοσκοβολούσαν. - Ετούτο με νοιάζει, το νυχτολούλουδο! Τόσο χρονώ λουλούδι να μου το κάμει έτσι ο παλιόκαιρος! - Θ' ανοίξει πάλι, Σιδερία. Μη στεναχωριέσαι. Κλάδεψε το. Θα πετάξει. - Τι θα τις κάνουμε όλες αυτές τις πέτρες, Δαμάσκα; Νταμάρι έχει γίνει η αυλή. Θα πάω σε κανέναν απ' αυτούς που έχουνε τις μάντρες να του πω να 'ρθει να τις πάρει. Και τίποτα να μη μου δώσει, δε με πειράζει. Φτάνει να φύγουν από 'δω. - Όχι! Όχι! Εδώ θα μείνουν οι πέτρες του Σούλια μου. 191
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Είναι σαν να τον βλέπω να κάθεται εκεί δα και να τις πελεκάει. Η ψυχούλα του, ανάμεσά τους τριγυρνά. Μην το ξαναπείς αυτό, Σιδερία! Μια «ψυχούλα» περίεργη. Παράταιρη. Η μισή γοργόνα κι η άλλη μισή δράκος. Η μισή φίδι κι η άλλη μισή πουλί... Στο τέλος αυτής της άνοιξης, μια μέρα που η Δαμάσκα είχε μαζέψει άγρια χόρτα και τα 'κοβε για να κάνει πίτα, γυρίζει ξαφνικά και λέει της Σιδερίας. - Δεν πας να πάρεις και λίγη ρετσίνα για τον Σούλια; Το τραβάει το ποτηράκι η πιτούλα. - Ποιος θα πιει ρετσίνα, καλέ; Τρελάθηκες; - Ο Σούλιας, σου λέω. Ποιος άλλος; - Τα 'παιξες, μωρή; Ο Σούλιας δεν είναι θανών; Το βλέμμα της Δαμάσκας χάθηκε στο χάος. Τα χείλια της πανιάσανε. - Αχ, τι έπαθα η δόλια! Σαν όνειρο είδα, Σιδερία. Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω... Σε λίγες ημέρες πάλι τα ίδια. Κουβαλούσε μια λεκάνη νερό. να κάνει μπάνιο, λέει, στο μωρό της. - Πρέπει να πλύνουμε το μωρό, Σιδερούλα. Θα συγκάψει. - Ποιο μωρό, Χριστέ μου; - Τον Σέβη. Δεν είδες πώς είναι τα μπουτάκια του; Μια πληγή, το πουλάκι μου. «Ωχ, Παναγιά μου! Μη μου φορτώσεις άλλες στενοχώριες! Δεν αντέχω! Αν του 'στριψε τώρα αυτού του κνώδαλου, την έχω βάψει! Τι σου 'φταιξα, Χριστέ μου, και με βασανίζεις...». - Αδερφή, πάλι σε όνειρο βρίσκεσαι; Έχεις εσύ κανένα μωρό; Ο Σέβης δε μεγάλωσε, δεν έγινε ολόκληρο μουλάρι και λάκισε; Το ξέχασες; 192
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Όταν συνήλθε η Δαμάσκα δε θυμότανε τίποτα. - Εγώ είπα για μωρό; Άχουου! Πάει τούτο! Τρελάθηκε. Τι θ' απογίνω η καψερή; Άρχισε να αγγελοκρούεται... - Εγώ, μωρή, αγγελοκρούομαι ή εσύ που μ' αραδιάζεις αυτές τις αηδίες; Αύριο θα σε πάω στο ΙΚΑ. Αν είναι αρχή, να σε προφτάσουν πριν με πνίξεις κανένα βράδυ. - Να πάμε στο ΙΚΑ αλλά για να εξεταστείς εσύ, Σιδερία. Εγώ τίποτα δεν έχω, γιε μ'. Και πήγαν πράγματι. - Κι οι δύο έχετε πρόβλημα. Να κάνετε τις εξετάσεις που θα σας γράψω. - Τον κακό σου και τον ψυχρό σου, γιατρουδάκο! αγρίεψε η Σιδερία. Που θα μου πεις εμένα να εξεταστώ! Εδώ σου φέρνω την τρελή και σου εξηγώ πως βλέπει οράματα, κι εσύ μου λες πως έχω εγώ το πρόβλημα; Κρίμας το πτυχίο, βρε! Εγώ έπρεπε να σπουδάσω... - Ούι ούι, μάνα μου! Την ακούς, κύριε γιατρέ; Δεν ξέρει τι λέει το δόλιο! Πάει, τα 'χασε! Όσο περνούσε ο καιρός, η Δαμάσκα χειροτέρευε. Κάθε μέρα ζούσε όλο και περισσότερο μέσα στα όνειρά της. Μιλούσε με τους πεθαμένους, σέρβιρε φαγητό και κυνηγούσε τα παιδιά να φάνε, καθότανε στον καθρέφτη και χτενιζότανε με τις ώρες γιατί περίμενε τον αρραβωνιαστικό της να την πάει περίπατο. - Πώς θα με δουν οι κουνιάδες μου, Σιδερία; Σαν καρακάτσουλο θα πάω; Να βάλω μια χτένα εδώ που πετάνε τα μαλλιά; - Το 'χασες τελείως, κακομοίρα! Δε σ' απόμεινε ντιπ μυαλό. Θα με πνίξεις εσύ στο τέλος, δε θα γλιτώσω. Μια μέρα της έφερε κρυφά ένα γιατρό στο σπίτι. 193
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Άνοια, κυρία Σιδερία. Δε σηκώνει τίποτα. Όσο περνάει ο καιρός θα χειροτερεύει. - Πω πω! Δε μου λες γιατρέ, κινδυνεύει η σωματική μου ακεραιότης; - Όχι, όχι. Μόνο να την προσέχετε γιατί μπορεί να φύγει από το σπίτι ή να προκαλέσει καμιά ζημιά, όπως να βάλει φωτιά. - Χριστός κι Απόστολος! Και απειλούσε τη Δαμάσκα: - Θα σε κλείσω στο ίδρυμα, παλιόγρια. Κάθισε κάτω. - Όχι στο ίδρυμα, μανούλα μου, σε παρακαλώ. Εγώ θελω» να είμαι στο σπιτάκι μου. Μαζί με το Σούλια μου και τα παιδάκια μου. Εσύ ξέρω γιατί θέλεις να με διώξεις. Τον άντρα μου έχεις βάλει στο μάτι. - Σκάσε! Κάθισε κάτω και μη μιλάς! Πού πας; Πάλι σηκώνεσαι; - Να κατουρήσω γιε μ'... - Τώρα δεν κατούραγες; Αχ, Χριστέ μου! Πάλι θα τα κάνει απέξω και θα μαζεύω κατρούλες! Όταν τα 'κανε απέξω, ορμούσε στην τουαλέτα η Σιδερία, κι έτσι όπως την έβρισκε ξεβράκωτη, της έδινε και καταλάβαινε. Πάρε και τούτη πάρε και την άλλη... - Για να μάθεις να με βασανίζεις! Τι νόμισες πως είμαι εγώ, ε; Η δούλα σου; Ιδού πως με κατάντησε η οικογένεια μου! Να γηροκομάω μια μαλακισμένη. - Πού κίνησες μωρή με τα χτενάκια και τα φιογκάκια; - Έρχεται το παιδί μου, Σιδερούλα. Έρχεται ο Λέος μου από το Τσικάγο. Πάω να τον υποδεχτώ. Κάθε απόγευμα, την ίδια περίπου ώρα, η Δαμάσκα έβαζε 194
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
τις χτένες και τις κορδέλες της, πήγαινε στο φράχτη, ακουμπούσε στην καγκελόπορτα και περίμενε... - Τι περιμένεις, κυρα-Δαμάσκα, τόσες ώρες όρθια εκεί; - Το Λέο μου περιμένω γιε μ'. Μας τηλεφώνησε πως έρχεται σήμερα από το Τσικάγο. - Δέσποτα, δεν αντέχω! έλεγε στον παπά η Σιδερία. Δεν έχει τίποτα η εκκλησία, κανένα ίδρυμα για τους απόρους να την κλείσω; Θα με φάει στο τέλος. Σκαστή θα πάω. Αυτή τρελάθηκε και γλίτωσε. Δεν έχει ανάγκη. Αλί σε μένα, και τρισαλί. - Δεν ξέρω τίποτα, τέκνο μου, για τέτοιες περιπτώσεις. Υπομονή και πίστη. Μια δοκιμασία είναι και αυτή. Εγώ θα προσεύχομαι για σένα. - Ευχαριστώ, δέσποτα. Να 'σαι καλά. Και σκεφτόταν: «Τον ψόφο σου, θα προσεύχεσαι. Πρέπει να βάλω μέσον δηλαδή στο Θεό για να μ' ακούσει; Εγώ δεν έχω πρόσωπο; Ακούς, εκεί, δοκιμασία! Όλη μου η ζωή ήταν και τίποτ' άλλο; Ακόμα δεν έμαθε ο Θεός ποια είναι η Σιδερία; Ακόμα τη δοκιμάζει; Δεν της έδινες, Θε μου, ένα ωραίο εγκεφαλικό σαν το Σούλια, να ησυχάσω κι εγώ; Τι 'ναι αυτά τα πράματα; Τη μαλάκισες κι ύστερα μου τη σέρβιρες εδώ χάμου να την χτυπάω στην κούτρα μου. Έτσι μούρχεται πολλές φορές να την ποτίσω κανένα φαρμάκι κι ύστερα να πω ότι το πήρε μοναχιά της! Γιατί, ζωή 'ναι αυτή που ζει; Καλό θα της έκανα της δύστυχης, που έχει γίνει πια ο περίγελος της γειτονιάς. Εμ, καλά λέω. Κι έχεις και το ρασοφόρο, κι αντί να μου πει φόρτωσέ την κορίτσι μου και φέρ' την να σ τ η ν τακτοποιήσω εγώ σε κανένα ευγήρειο, μου τάζει ότι θα προσεύχεται για μένα! Να μου 195
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
κι αν προσεύχεσαι, να μου κι αν δεν προσεύχεσαι, τραγογένη!» - Γιατί, βρε Σιδερία, τη χτυπάς; Κρίμα είναι..., της έλεγε η καθηγήτρια. Εγώ θυμάσαι πώς την είχα τη μανούλα μου! Σαν μπιμπλό! Σαν κούκλα! - Εσένα η μανούλα σου ήταν παλουκωμένη εκεί σε μια γωνιά, δεν έφερνε γύρα τον κόσμο όλον. Ένα άλαλο ήταν. Ένα μόμολο. Ρωτάς εμένα τι τραβάω; Αν δεν της αγριέψω, θα με συντρίψει. - Καλά, να τη μαλώσεις μια στιγμή - άνθρωπος είσαι. Αλλά να τη χτυπάς; Μια γριά γυναίκα! - Αν δε τη συμπονάω κι αν δεν την αγαπάω, να μην ξημερωθώ. Μα πώς να το αντέξω τέτοιο φορτίο; Διαβαίνει κανείς το Γολγοθά σαν κύριος; Εδώ κοτζάμ Ιησούς και λύγισε, σου λέει. Απόκαμε... - Τι να σου πω. Ο Θεός να κάμει το καλύτερο. - Αυτό είναι. Αλλά δεν το βλέπω το καλύτερο να 'ρχεται. Η Δαμάσκα θα μας στείλει όλους στον απάνω κόσμο κι αυτή θα ρεμβάζει εδώ δα στην καγκελόπορτα και θα περιμένει τ' αεροπλάνο από το Τσικάγο. Όταν έπρεπε να βγει από το σπίτι για δουλειές, να πληρώσει λογαριασμούς, να πάρει τη σύνταξή της, να ψωνίσει, την κάθιζε σε μια πολυθρόνα και την έδενε με κάτι πέτσινες παλιές ζώνες του Σούλια. - Βοήθεια, καλοί μου γείτονες! Βοήθεια... Πάλι μ' έδεσε αυτή η πουτάνα! Ξέρω εγώ! Μ' έδεσε για να πάει με τον άντρα μου! Να, εκεί μέσα έχει δεμένη και την Αγγέλα! Μας πήρε τους άντρες μας, η κακούργα... Και τα 'λεγε αυτά η κυρα-Δαμάσκα, που δεν είχε ανοίξει ποτέ το στόμα της παρά μόνο για να σκορπίσει χαμόγελα 196
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
και γλυκιές κουβέντες. Άντε να 'χε πει και κανένα «κιτ» καμιά φορά κι αυτό όχι με κακία. «Τι σκληρός που είσαι, Θε μου» σκεφτόταν κάποτε η μάνα της Πέτρας. «Τι σκληρός που είσαι σε 'κείνους που σε αγάπησαν πολύ.» Κι αναστέναζε βαθιά.
197
Παρασκευή βραδάκι ήταν. Ο Σέβης γυρνούσε βιαστικός στο σπίτι μ' ένα μπουκάλι σαμπάνια, μια νταμιτζάνα κοκκινέλι και δύο αχνιστά κοτόπουλα. «Θ' ανοίξουμε τη σαμπάνια εις υγείαν του Στέλιου, θα φάμε, θα πιούμε, κι ύστερα, αν έχουν κέφι, θα πάμε να χορέψουμε. Απόψε είναι μεγάλη γιορτή! Το φιλαράκι μου ξαναβρίσκει το δρόμο του. Δόξα τω Γιαραμπί. Χαίρομαι που με μέτρησε, σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς, που δεν ανήκα στα δάχτυλα τα χεστέα.» Γιατί, έτσι έλεγε ο Στέλιος: «Δεν υπάρχει χειρότερη ώρα για τον άνθρωπο, από εκείνη που αναγκάζεται να μετρήσει στα δάχτυλα τους φίλους του. Ένας... δύο... το πολύ! Τ' άλλα δάχτυλα, χεστέα.» Πριν φτάσει στο σπίτι μπήκε σ' ένα ανθοπωλείο κι αγόρασε μια μεγάλη ανθοδέσμη. Κάτι κόκκινα κλειστά τριαντάφυλλα. «Μονό αριθμό θα βάλετε. Έντεκα. Ή, κάντε τα καλύτερα δεκαπέντε. Το κόκκινο του έρωτα και το μονό της αφοσίωσης. Έτσι δε λένε;» Έβγαλε από την τσέπη του κι ένα χαρτάκι και το καρφίτσωσε χαμογελώντας στην ανθοδέσμη: «Στο πιο όμορφο τριαντάφυλλο της γης.» Ξεκλείδωσε την πόρτα φωνάζοντας. - Στέλιο! Στέλιο! Φτου ξελεφτερία! Κανείς. 198
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Κρυφτήκατε, ρε; Κι όπως έκανε ν' ακουμπήσει την ανθοδέσμη πάνω στο τραπεζάκι του χολ, βλέπει ένα απλωμένο χαρτί με τα γράμματα της Ζέτας. Σέβη, δε γινόταν αλλιώς. Με το Στέλιο αγαπιόμαστε. Πρέπει να μας καταλάβεις. Με συγχωρείς που δε βρήκα το θάρρος να σου μιλήσω. Πολλές φορές το αποφάσισα αλλά δεν τα κατάφερα. Πιστεύω πως είσαι δυνατός και θα το ξεπεράσεις. Σ' ευχαριστούμε για όλα όσα έκανες. Μη μας κρατήσεις κακία. Με παντοτινή αγάπη, Ζέτα. Χόρευαν τα γράμματα στα μάτια του. σαν μικρές φλόγες ξεπηδούσαν από το χαρτί και θέριευαν φούντωναν και του 'γλειφαν τα χέρια, το πρόσωπο, τη σκέψη. Τσαλάκωσε το σημείωμα και κάθισε στο κρεβάτι. Έσφιξε το κεφάλι του και προσπάθησε να κρατήσει με τις παλάμες το μυαλό του να μη σαλέψει. «Όχι, ρε πούστη! Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Κάποιο αστείο θα σχεδιάσανε... Δε γίνονται αυτά ούτε στα μυθιστορήματα. Κάπου θα 'ναι κρυμμένοι και θα βγουν με φωνές και γέλια. Κρύο αστείο πάντως. Καθόλου έξυπνο.» Άνοιξε το κρασί και κατέβασε ένα νεροπότηρο. Έκανε και δυο τρία τσιγάρα και περίμενε. Κατέβασε κι άλλο νεροπότηρο κρασί, έκανε κι άλλα δυο τρία τσιγάρα. Η ώρα περνούσε... Κάτι μέσα του έλιωνε. Κάτι γύρω του έλιωνε... Σαν να 'φευγε το πάτωμα από τα πόδια του· σαν να 'φευγε το ταβάνι από το κεφάλι του. σαν να βρέθηκε κρεμασμένος από μια κλωστή στην άβυσσο. 199
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ήπιε κι άλλο κρασί. Προσπάθησε να μαζέψει λίγο τη σκέψη του, να στήσει λίγο την ψυχή του. Τίποτα δεν κατάφερνε. Όλα σκούραιναν μπροστά του, μαύριζαν, βούλιαζαν - άβυσσος... Κατέβαζε με το νεροπότηρο το κρασί κι άρχισε να σπάει ό,τι έβρισκε μπροστά του - τα πιάτα, τα ποτήρια, τα τριαντάφυλλα... Μάσησε το χαρτάκι που έγραφε «Στο πιο όμορφο τριαντάφυλλο του κόσμου» κι έκανε εμετό. Έσπασε τον καθρέφτη του μπάνιου, έσπασε τις καρέκλες του χολ, τσαλαπάτησε μέχρι που το 'λιωσε το μικρό περίτεχνο καραβάκι που στόλιζε το κομοδίνο της Ζέτας. «Ένας μαλάκας είμαι! Ένας ηλίθιος!» έλεγε και κλοτσούσε. Κι έσπαζε. Και μασούσε. Κι έφτυνε... Κι η άβυσσος να χάσκει μπροστά του. Κι η κλωστή που τον κρατούσε να τρέμει και να κοντεύει να σπάσει. Σε λίγο δεν άντεξε. Η κλωστή έσπασε. Και χώθηκε στα βουρκόνερα. Πλαφ! Και χάθηκε... Μόνο δυο τρεις κύκλοι φάνηκαν στα πηχτά νερά, έτσι όπως πετάς ένα χαλικάκι στη θάλασσα... Άρπαξε το τραπεζομάχαιρο, το 'κρυψε στο πουκάμισό του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Παρασκευή βράδυ... Μέσα το σπίτι ένας σωρός ερείπια. Κομμάτια ξύλα, σπασμένα γυαλιά, κρασιά χυμένα παντού. Μόνο η απόγνωση καθότανε σαν κυρία στο σιδερένιο κρεβάτι και φούμαρε. Φορούσε βυσσινιά μακριά ρόμπα με χρυσαφιά κρόσσια, κοιτούσε τα μαδημένα τριαντάφυλλα και χαμογελούσε - ένα κίτρινο στιφό χαμόγελο, σαν γόπα. «Στο πιο όμορφο τριαντάφυλλο του κόσμου!» «Η Λιακάδα του Χειμώνα!» Μονο200
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
λογούσε καν χασμουριότανε. «Ουφ! Βαρέθηκα πια να ξεπουπουλιάζω όνειρα...» Στις τρεις που έφτασε έξω από το σπίτι του Στέλιου, και χτυπούσε την πόρτα σαν μανιακός, η Ζέτα φώναζε: - Όχι! Μην του ανοίγεις, Στέλιο! Θα 'χει πιει και θα μας κάμει κακό! Τον ξέρω! Μην ανοίγεις, σε παρακαλώ! - Κάνε πέρα! Θ' ανοίξω! Θέλεις να ξεσηκώσει τη γειτονιά; Στο κάτω κάτω κάποτε θα συναντηθούμε. Τώρα λοιπόν, να τελειώνουμε... - Αργότερα θα 'χει κρυώσει το πράμα. Τώρα είναι πιωμένος, σου λέω. Α σ τ ο ν να χτυπάει! Θα νομίσει πως δεν είμαστε εδώ και θα φύγει... Κι έπεφτε στα πόδια του να τον εμποδίσει να φτάσει ως την πόρτα. - Κάνε πέρα, σου λέω. Δεν έχω μάθει να κωλώνω. Το παιδαρέλι θα φοβηθώ; Και άνοιξε. Φορούσε τις γαλάζιες ακριβές πιτζάμες του και στο μέτωπό του γυάλιζαν χοντρές σταγόνες ιδρώτα. Ο Σέβης έπεσε πάνω του σαν μανιασμένος λύκος και του 'χωσε δύο απανωτές μαχαιριές στην κοιλιά. Κουλουριάστηκε μια στιγμή κι ύστερα κυλίστηκε στο πάτωμα. - Μηηη! πρόφτασε μόνο να πει - και πλημμύρισε ο τόπος αίματα. Η Ζέτα ούρλιαζε σαν τρελή. Κι ο Σέβης την κοιτούσε μ' ένα βλέμμα κομματιασμένο. - Πουτάνα! Εσένα έπρεπε να σκοτώσω! - Τον σκότωσα! είπε στην αστυνομία. Δώστε μου σας παρακαλώ ένα τσιγάρο. Τον σκότωσα γιατί δεν άντεξα την 201
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
προδοσία. Αυτός ο λογαριασμός δεν έκλεινε αλλιώς. Καλύτερα να μισώ τον εαυτό μου παρά να τον λυπάμαι. Δεν μετανιώνω. - Αν θέλεις μπορείς να ειδοποιήσεις τους δικούς σου. Τσιγγάνος είσαι; - Ναι... Δεν έχω κανένα. - Δεν έχεις οικογένεια, συγγενείς, φίλους, τίποτα; - Όχι. Δεν έχω τίποτα. - Ήσουν μεθυσμένος όταν πήγες στο σπίτι του θύματος; Ίσως δεν κατάλαβες τι έκανες... - Ήμουν μεθυσμένος, αλλά καταλάβαινα πολύ καλά τι έκανα. - Εγώ πάω να σε βοηθήσω, ρε! Γιατί χαντακώνεσαι; Κατάθεση δίνεις... - Δε θέλω βοήθεια. Την άλλη μέρα που τον συνόδευαν με χειροπέδες από το αστυνομικό τμήμα στο Μεταγωγών, το όργανο που ήταν δίπλα του του 'πιασε κουβεντούλα: - Πώς σε λένε; - Ευσέβιο. - Μπα! Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε εδώ το γνωστό «όνομα και πράμα», έτσι; Ύστερα άναψε ένα τσιγάρο και του το 'βαλε στο στόμα. - Τράβα τζούρα, ρε. Πάντως είσαι και πολύ κωλόφαρδος να πούμε. - Πού το στηρίζεις; - Ο τύπος που μαχαίρωσες είχε άγιο. Δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. - ...Ζει; έκανε ο Σέβης και μαρμάρωσε. 202
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Ζει και βασιλεύει. Θα πας μέσα για απόπειρα. Έχεις δικηγόρο; - Όχι. - Θες να σου συστήσω ένα δικό μου; - Δεν έχω λεφτά. - Κανέναν που να σε βοηθήσει δεν έχεις; - Όχι. - Κάθε φτωχός κι η μοίρα του. Πάντως φτηνά τη γλίτωσες. Να κάνεις το σταυρό σου και με τα δύο σου τα χέρια. Την πρώτη μέρα στο Μεταγωγών ο Σέβης καθότανε χάμω στο τσιμέντο, κρατούσε το κεφάλι του και μόνο δυνατά σφυριά ένιωθε να χτυπάνε το μυαλό του. Ούτε σκεφτόταν ούτε αισθανόταν τίποτα. Ένα απολίθωμα. Μια φιγούρα αλλόκοτη, σαν αυτές που σκάλιζε ο Σούλιας. Μόνο την άλλη μέρα κατά το σούρουπο ένιωσε ένα κύμα δυνατό να του χτυπάει το στομάχι - μια ναυτία, σαν να βρισκότανε στον ωκεανό. Ζήτησε να τον πάνε στην τουαλέτα κι άρχισε τον εμετό. - Θέλεις έναν καφέ; τον ρώτησε κάποιος. - Ναι. Κι όπως έπινε γουλιά γουλιά τον πικρό καφέ, κατάλαβε να σαλεύει μέσα του, να ξεκουλουριάζεται σιγά σιγά, σαν φίδι, ένας απέραντος πόνος. «Δεν έπρεπε. Δεν ήθελα. Γιατί να το κάνω; Ας τον έδερνα, ας του τσάκιζα τα μούτρα! Δεν έπρεπε να προσπαθήσω να τον σκοτώσω. Και τι δε θα 'δινα να μην είχαν συμβεί όλ' αυτά! Να ήταν ένα όνειρο κακό. Γιατί, Θε μου... Γιατί μ' άφησες να φτάσω εκεί που έφτασα; Απ' αυτή την κόλαση δεν έχω πια γυρισμό. Τέλειωσαν όλα!» Κι έκλαιγε... Έκλαιγε πολύ, με δυνατούς λυγμούς. 203
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Έσπασες, ρε; του φώναξε το όργανο από το παραθυράκι. Και πού 'σαι ακόμα... Πίσω είναι τα καλά, μάγκα. Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα, ε; Τσάκω ένα τσιγάρο τώρα και σταμάτα. Τι το 'θελες, κακομοίρη, αφού δεν είχες τα κότσια, να το παίξεις παλικαράς; Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει: Τη μυρουδιά της προδοσίας από τη μυρουδιά της πληγής. Τη λάμα τη μαχαιριού από τη λάμα του καημού. Το χρώμα της κόλασης από το χρώμα της φυλακής. Τον αναστεναγμό ενός τριαντάφυλλου από τον πόνο του έρωτα. Ποιος μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει όλα ετούτα - και προς τι... Αμάν αμάν καρδούλα μου! Εσύ περπάτησες γυμνή πάνω στη λάμα του μαχαιριού, κρατώντας παραμάσκαλα ένα τριαντάφυλλο, που αναστέναζε... Στη δίκη του Σέβη, ήρθε μάρτυρας υπεράσπισης ο Στέλιος. - Είναι υπέροχο παιδί, κύριε πρόεδρε, είπε με στόμφο. Λίγο θερμόαιμος αλλά κύτταρο σπάνιο. Τον πλήγωσα πολύ και παραφέρθηκε. Δεν ήθελε βέβαια να με σκοτώσει. Αν αυτός ήταν ο σκοπός του, θα τον είχε πραγματοποιήσει. Εγώ δεν του κρατώ κακία. Παρακαλώ και το δικαστήριό σας να τον κρίνει επιεικώς. Φεύγοντας από το δικαστήριο έλεγε στον ανιψιό του: - Είναι η χειρότερη τιμωρία που μπορούσα να του κάνω του τσόγλανου. Κι όμως, ρε συ, παρ' όλο που προσπάθησε να με σκοτώσει, τον αγαπώ. Στενοχωρήθηκα που του 'ριξαν δύο χρόνια. 204
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Αν δεν έβαζες αυτό το δικηγόρο θα 'τρωγε περισσότερο. - Μου στοίχισε κομματάκι, αλλά χαλάλι του. Του το χρωστούσα του κερατά. Τότε που όλοι εσείς μ' είχατε χέσει, αυτός στάθηκε δίπλα μου και μ' έσωσε. - Γι' αυτό του πήρες τη γυναίκα; Άσε μας τώρα, ντε... - Του πήρα τη γυναίκα! Δεν ήταν για τον Σέβη αυτή. Καλό του 'κανα. - Θα την παντρευτείς; - Ποια! Τη Ζέτα; Άντε καλέ... Σε κάποιον θα την κάνω πάσα. Δε μ' απασχολεί το θέμα. Άσ' την ακόμα όμως. Τη βρίσκω ερωτικά μαζί της. Ξέρεις τι πουτανί είν' αυτό; Κρυφό ταλέντο. Μ' είχε ζαλίσει τότε στη χαμοκέλα. Γι' αυτό του την άρπαξα του μαλάκα του Ευσέβιου. - ... Πάντως και 'κεινος ο παππούλης, ε; Μπράβο του! Μόλις τον είδε ο Σέβης έβαλε τα κλάματα. Ούτε μια φορά δε γύρισε να τον κοιτάξει όση ώρα μιλούσε. - Ο Ναζής. Μου είχε μιλήσει γι' αυτόν! Ίσως είναι ο μόνος άνθρωπος που νοιάζεται πραγματικά για τον Σέβη. - Είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου, κύριοι δικαστές. Εγώ αυτό ήρθα να σας πω. Ό,τι έκανε το 'κανε πάνω στην ταραχή του. Δεν πρέπει να κρίνετε αυστηρά και να καταδικάσετε έναν πρωταθλητή. - Εσείς τι είστε; Συγγενής; - Κάτι περιπλέον, κύριε εισαγγελέα μου. - Τι «περιπλέον» δηλαδή... - Καρντάσης. Κολλητός. Πώς να σας εξηγήσω... - Γιατί έφυγε από την οικογένειά του; Αυτό δεν δείχνει τον κακό του χαραχτήρα; Την αχαριστία του; 205
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Δεν είχε οικογένεια ποτέ, το γιαβρί μου. Ένα αδέσποτο του Θεού είναι. Γι' αυτό πληρώνει σήμερις μ' αυτό το νόμισμα. - Για τη συγκεκριμένη υπόθεση τι ξέρετε; - Εγώ δεν ξέρω την υπόθεση. Αυτά θα σας τα πει ο ίδιος. Εγώ τον άνθρωπό μου ξέρω. Στο διάλειμμα της δίκης ο Ναζής έτρεξε κι αγκάλιασε τον Σέβη. - Όλα θα φτιάξουν, σεκερίμ. Θα δεις. Θ' αλλάξει το κισμέτ. Δεν ήξερα τίποτα εγώ για όλα αυτά που γενήκανε. Τόσους μήνες να βρίσκεσαι στη φυλακή και να 'χω μαύρα μεσάνυχτα! Τυχαία το πληροφορήθηκα. - Έκανα λάθος, Ναζή! Μεγάλο λάθος! - Εντάξει, αγόρι μου. 0α το διορθώσουμε πάλι. Μόνο η αριθμητική τα φοβάται τα λάθη. Όταν θα βγεις με το καλό από 'δω μέσα, θα φορέσεις ξανά τα φτερά σου. Εσύ χωρίς αυτά δεν τα βγάζεις πέρα. Θ' αρχίσουμε πάλι το παραμύθι από την αρχή. Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη... Εντάξει, σεκερίμ; Μόνο μη μου μαζέψεις τα κατακάθια στην ψυχή σου. Άφηνε το φαρμάκι να φεύγει. Να ξανεμίζεται. Μην κάνει κρούστα μέσα σου και σε πνίξει. - Θα 'ρχεσαι να με βλέπεις; Δεν ξέρω πού θα με πάνε. - Βεβαίως θα 'ρχομαι, γιαβρούμ. Όπου και να σε πάνε. Θα τη βρούμε την άκρη. - Αδυνάτισες πολύ. Είσαι καλά; - Ναι... Ναι... Πολύ καλά. Γέρασα κομματάκι, ε; Κόντυνε το νήμα. Να σου πω κάτι; Κάποτε τον φοβόμουνα πολύ το θάνατο. Τώρα έχω πιάσει φιλίες μαζί του. Νιώθω σαν να ετοιμάζω τα μπαγκάζια μου για κάποιο μακρινό ταξίδι. 206
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Καλά είναι και 'δω χάμου, δε λέω. Αλλά ας πάμε, βρε αδερφέ, και παραπέρα... - Μη λες τέτοια. Θέλω να 'ρχεσαι να με βλέπεις. Τον Σέβη τον έστειλαν στις φυλακές του Ναυπλίου. Ειδοποίησε αμέσως τον Ναζή και περίμενε κάθε φορά πως θα τον δει στο επισκεπτήριο. Δεν τον είδε ποτέ. Αυτές οι φιλίες που είχε πιάσει τελευταία με το θάνατο... Τα μπαγκάζια του, που τα ετοίμαζε για μακρινά ταξίδια... Δεν ήταν τόσο έτοιμος η αλήθεια, όταν τον επισκέφτηκε ο Χάρος. Μόλις είχε ανάψει το τσιγαράκι του κι ετοίμαζε να παίξει κανένα σκοπό στον μπαγλαμά του. Εκείνο το βράδυ του άρεσε πολύ «εδώ χάμου». Είχε μαγειρέψει το φαγητό που του άρεσε, κοτόπουλο κοκκινιστό με πιπεριές, κι έκανε σχέδια για την εκδρομή στο Ναύπλιο. «Να μην ξεχάσω τα σουσαμένια κουλουράκια που του αρέσουν. Πρέπει να του αγοράσω και σαπούνι. Και καμιά κονσέρβα. Ποιος ξέρει τι θα τους δίνουν εκεί μέσα...» Ο Σέβης έπλεκε καλάθια στη φυλακή κι έβγαζε κουτσά στραβά τα τσιγάρα του. Όταν ξέμενε, τον κερνούσαν οι άλλοι. Ήταν σ' ένα θάλαμο με 15 κρατούμενους, ο ένας πάνω στον άλλον, οι περισσότεροι γύφτοι. Πολλές φορές όταν έβλεπε κάποιον που τα 'χε φτύσει του 'δινε κουράγιο: - Ψηλά το κεφάλι, ρε μαγκίτη. Έτσι είπαμε; Εδώ που βρεθήκαμε, δύο πράματα έχουμε να σκεφτούμε: πρώτον πώς να επιβιώσουμε και δεύτερον πώς να μη μας πάρει η αποκάτω. - Εγώ έχω κι άλλα. Πολλά... Πολλά, πατριώτη... 207
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ο Ακύλλας είχε αφήσει τέσσερα μωρά στα τσαντίρια της Καλαμάτας και μια νέα γυναίκα που ξενοπηδιόταν. - ...Τώρα θα βρει ευκαιρία η κερά και θα δράσει. Θα πάω και θα τη σφάξω την πουτάνα. Θα τη σφάξω και θα γυρίσω πάλι διαπαντός στο Κολέγιο. Τελείωσε! Αυτό το «τελείωσε» ήταν η σφραγίδα που έβαζε ο Ακύλλας σε κάθε κουβέντα του - το χρυσόβουλο. - Μην τα λες αυτά. Κάνε το τσιγαράκι σου και μην αφήνεις το μυαλό σου να σαλτάρει. Για κανένα δεν αξίζει να καταστρέψει κανείς τη ζωή του. - Ποια ζωή, ρε; Τι μου λες τώρα... Για άλλους είναι η ζωή. Εμείς, πατριώτη, έχουμε κατουρήσει στο πηγάδι. Τελείωσε! - Η χειρότερη τιμωρία που μπορεί να υποστεί ο άνθρωπος, πρέσβευε ο Θάνος, ένας γυμναστής δύο μέτρα που είχε σπάσει τα μούτρα του γυμνασιάρχη του, είναι αυτή η απραξία. Παραλύει το μυαλό, γαμώ το! Φυραίνει την ψυχή. Μια άσπρη οθόνη συνεχώς μπροστά σου. Λοιπόν. Να προσπαθείς να επιβιώσεις μέσα στο τίποτα, είναι πολύ δυσκολότερο από το να προσπαθείς να επιβιώσεις στο χειρότερο πρόβλημα. - Έτσι είναι. Ευτυχώς που πλέκω αυτά τα καλάθια. Ξεδίνω λιγάκι. Αλλιώς θα μου 'στριβε. Κι ο Ακύλλας σε μια γωνιά, να πιλατεύει συνέχεια τον νταλκά του: - Θα τη σφάξω την πουτάνα. Δεν ξέρω τι λέτε εσείς... Τελείωσε! - Τα παιδάκια σου, φίλε, δεν τα σκέφτεσαι; Τι σου χρωστάνε; 208
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Θάνο, αδερφέ μου, με καίει το πάθος μου! Δε βλέπω! Δεν ακούω! Δεν κυβερνάω εγώ! Τελείωσε! - Γιατί είσαι μέσα; ρώτησε μια στιγμή ο Σέβης. Και σκύβει στο αφτί του ως πιο παλιός ο Θάνος και του λέει: - Αυτή την ερώτηση μην την κάνεις ποτέ εδώ μέσα. Αν θέλει ο άλλος, θα σου πει μόνος του. Εντάξει; - Για μια γίδα ρουφιάνα που κλέψανε κάτι Τουρκόγυφτοι και τα φόρτωσαν κατόπιν όλα σε μένα. Πταισματάκι, πατριώτη. Κατάλαβες; Σε τρεις μήνες βγαίνω. Λοιπόν: Πρώτο, παίρνω τα πίκουλα και τα πάω στη γιαγιά. Δεύτερο, της πατάω της κυράς ένα γαμήσι τρικούβερτο και, τρίτο, τη σφάζω. Έτσι θα γίνει. Τελείωσε! Ο Μίχος ήταν ο μεγαλύτερος στο θάλαμο. Οι άλλοι τον φώναζαν «πατέρα». Είχε περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή και θα περνούσε κύριος οίδε πόσα ακόμα, γιατί ήταν καταδικασμένος ισόβια για διπλό φόνο. Μόλις έπαιρνε να σουρουπώνει, ξάπλωνε στο στρώμα κρατώντας πάντα το κοντρόλ μιας τηλεόρασης που με χίλια βάσανα είχε αποχτήσει ο θάλαμος. - Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος, εγώ θα χειρίζομαι την εξουσία. - Άσε κάτω, ρε, το μαραφέτι! Ό,τι γουστάρεις εσύ θα βλέπουμε; Δικό σου είναι το μηχάνημα; - Το μηχάνημα ανήκει στο θάλαμο. Η εξουσία στο Μίχο. Και δε θέλω αντιρρήσεις... Πράγματι, δε σήκωνε αντιρρήσεις. Γιατί, όταν τον έπιανε το αλλιώτικο, δεν λογάριαζε τίποτα. - Την Παναγιά να 'χει μπροστά του, θα της βγάλει τα 209
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
μάτια οσάκις τον πιάσει το γύφτικο. Τελείωσε! Ο Παναγιώτης ήταν ο μικρότερος. Ένα γυφτόπουλο 23 χρονώ, που πιάστηκε να κλέβει σε κάτι μποστάνια. Μόλις έσβηνε το φως ο «πατέρας» κι έδινε εντολή για ύπνο, έπιανε δουλειά στο στρώμα του. - Πάλι τελετουργεί, το μπάσταρδο! μουρμούριζε ο γυμναστής που κοιμότανε στα πόδια σχεδόν του Σέβη. Σε δέκα λεπτά θα δεις που θα πάει στην τουαλέτα. - Χέστηκες, ρε; Ρε αυτό που κάνεις είναι κατάχρηση. Το ξέρεις; Θα πάθει ο εγκέφαλός σου, ζώον! Όλοι κάνουμε χρήση. Αλλά όχι κι έτσι, αδερφέ μου... - Τι κάνω καλέ; Απαγορεύεται να πάω προς νερού μου; - Και πριν από το προς νερού σου εσένα σε πιάνει αγκομαχητό; Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτός; Κάποτε στο στρατό έβγαλε ο επιλόχας ένα ταλαίπωρο βλαχαδερό στην αναφορά, γιατί το έπιασε επ' αυτοφώρω να την παίζει. Και τι φωνάζει ο μπινές, παρουσία όλου του στρατεύματος: «Συνελήφθης βασανίζων ανηλεώς το πέος σου! Πέντε μέρες φυλακή.» - Αν ήταν εδώ ο επιλόχας σου, θα 'ρίχνε ισόβια του μαύρου του Παναγιώτη. - Γύφτος είσαι και του λόγου σου; Ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανε ο «πατέρας» στον Σέβη όταν τον πήγαν στο θάλαμο. - Ναι. - Από τσαντίρια έρχεσαι για από οικισμό; - Από οικισμό. - Ωραία! Ακύλλα, γράφ' τον στην αριστοκρατία. Για 210
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
κλοπή είσαι, για χασίς, ή για τροχαίο; Γιατί, για πιο βαρύ δε σου δείχνει. - Μαχαίρωσα κάποιον. - Για να σφίξουν οι κώλοι; - Όχι. Ήθελα να τον καθαρίσω. - Κάθισε κάτω, ρε πορδή. Δεν είσαι εσύ για χοντρό παιχνίδι. Μούρη πουλάς. Σημείωσε Ακύλλα: Αριστοκράτης και πουλ μουρ, ο πατριώτης απ' εδώ. - Θάνο, άκουσα πως ο «πατέρας» έχει τα μέσα. Ό,τι θέλει κάνει. Είναι λέει το αφτί του διευθυντή. Αληθεύει; - Ξέρω 'γω ρε συ, Σεβάσμιε! Μην ψάχνεις και μην ανακατεύεσαι. Όλα γίνονται εδώ μέσα. Το 'πιασες; ΟΛΑ! Αλλά η μαγκιά είναι να μη βλέπεις και να μην ακούς. Ο πιο κολλητός του «Σεβάσμιου», όπως τον έλεγε ο Θάνος, ήταν ο Μήτσος. Μήτσο τον ήξεραν όλοι. Αλλά μια μέρα στον «αυλισμό», εκεί που κάθονταν στη λιακάδα και κάνανε τσιγάρο, γέρνει το κεφάλι στον ώμο του και του λέει: - Να σου πω κάτι, φίλε; Εμένα τ' όνομά μου στα τσαντίρια είναι Ντέβα. Αυτό το Μήτσος το σιχαίνομαι. Το 'χω για τους μπαλαμούς. Εσύ, όταν δεν ακούν οι άλλοι, έτσι θέλω να με λες. Έτσι με λέει κι η μάνα μου και τ' αδέρφια μου κι η κοπελιά μου. - Έγινε, ρε Ντέβα. Εκείνο το πρωί στη λιακάδα, την ώρα του αυλισμού, ο Ντέβα χάρισε στον Σέβη ό,τι πιο πολύτιμο είχε μαζί του - τ' όνομά του! - ...Εντάξει ρε, έτρεχα. Το παραδέχομαι. Καινούργιο 211
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ήταν το αμάξι, από γλέντι γύρναγα, είχα μαζί μου και τη Λέισα. Μαλάκας είμαι; Δε θα 'τρεχα; Το 'κανε ο διάολος και πέφτει απάνω μου κείνη η σκατόγρια με το «πεζό» της. Κατάλαβες; Τώρα κάθομαι 'δω, σκέφτομαι τη Λέισα και κάνει καϊμάκι το μυαλό μου. Μου τη βιδώνει, ρε φίλε. Καίγομαι! Και δεν περνάει ο γαμημένος ο καιρός! - ...Είναι όμορφη; - Η αρραβωνιαστικιά μου; Νεράγδα σκέτη! Έλα την Τετάρτη στο επισκεπτήριο να σου τη συστήσω. Θα φέρει και πορτοκάλια. Θα 'ρτεις; - Πόσω χρονώ είναι; - Α! Είναι λίγο μεγάλη. Δεκαοχτώ. - Και δε μου λες, πόσο σου ρίξανε; - Εδώ τώρα είναι η αδικία. Διότι χωρίς να γρατσουνιστεί η σκατόγρια, εντάξει, το πεζό έγινε περιστεριώνας, δε λέω, μου ρίξανε είκοσι μήνες! Θα γινότανε ντε αυτό σ' άλλη χώρα; Αλλά εδωνά οι δικαστές μόλις δούνε κανένα δικόνε μας, βγάζουνε φουσκάλες. Μίσος! Να μας εξοντώσουν! Σαπούνι αν μπορούσαν να μας κάνουν. Και γιατί, παρακαλώ; Ποιον ενοχλάμε; Τη δουλειά μας κοιτάμε και τις οικογένειές μας. Ε! Αν συμβαίνουν και τα παρατράγουδα, η φτώχεια τα τραβά αυτά. Σ' αυτούς δε γίνονται; - Δεν ξέρεις γιατί; Απλώς, γιατί είμαστε διαφορετικοί. Ό,τι είναι διαφορετικό, ο κόσμος που ζούμε δεν το σηκώνει. Του κάθεται στο λαιμό. Μην κοιτάς που μερικοί κάνουν τους προοδευτικούς. Ελάχιστοι είναι αυτοί που το πιστεύουν πραγματικά. Οι άλλοι το κάνουν για τη μόστρα. - ... Τι πάει να πει «Σέβης»; Εσένα ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα; - Ευσέβιος. 212
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Οι άλλοι το ξέρουν; - Μόνο ο Θάνος. - Θες να σε φωνάζω εγώ έτσι; - Αμέ! - Που λες Εψέβιος, γιατί να είναι έτσι τα πράγματα; Με πιάνει το παράπονο γαμώ το! Βρε δίκιο έχει η μάνα μου... - Τι κάνει η μάνα σου; - Η μάνα μου λέει, πως εμάς τους Γύφτους μας έφτιαξε ο ξάδερφος του Θεού. Κι επειδής τα δυο ξαδέρφια ήτανε στα μαχαίρια γιατί συνοριζόντανε τον Παράδεισο, ο δικός μας για να μπει στο μάτι του αλλουνού μας έπλασε καλύτερους κι ομορφότερους από τους μπαλαμούς. Έλα όμως που αυτός έχασε τη δύναμη του... Κι εμείς τώρα ό,τι και να κάνουμε, από κάτω είμαστε. - Μπορεί να 'ναι κι έτσι, Ντέβα. - Εσύ, πώς βρέθηκες στους μπαλαμούς; Δε μου είπες... - Πού να ξέρω... Κάποτε έψαχνα σαν τρελός να βρω την άκρη. Δεν τα κατάφερα. - Δεν αρώτησες αυτούς που σε μεγάλωσαν; - Και να τους ρωτούσα δε θα μου 'λεγαν. Άσε που μάλλον και οι ίδιοι δεν ξέρουν. - Άκου, Εψέβιος. Αν θέλεις τη γνώμη μου, δηλαδή. Σε τούτον τον κόσμο, τον άπονο και τον ψεύτη, βρεθήκαμε που βρεθήκαμε. Κανείς δεν διάλεξε αυτόν που τον έσπειρε. Και κανείς δεν είναι ευχαριστημένος. Εγώ να πούμε. Ξέρεις τι τράβηξα εγώ, ως παιδί; Η μάνα μου ήταν νέα και κουκλάρα. Ο πατέρας μου όλο του το βίος το πέρασε στη φυλακή. Τη μια για κλεψιές, την άλλη για νταιλίκια. Εκείνη, πώς να σ' το πω... Δεν άφηνε κανέναν παραπονούμενο. Κι εγώ αν αποφάσιζα να την πηδήξω, θα μου στεκότανε. Όμορφη που 213
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ήτανε, Χριστέ μου! Να τη βλέπεις τα καλοκαίρια θεόγυμνη, ν' απλώνει την αρίδα της στο τσαντίρι και να μιρμιδίζει και το μεδούλι σου. Ζαλίζομαι όταν μου 'ρχεται αυτή η εικόνα στο νου! - Σκάρε ρε, στο διάολο! Τι 'ναι αυτά που λες; - Την αλήθεια, Εψέβιος. Αρραβωνιάστηκα τη Λέισα γιατί μοιάζει πολύ με τη μάνα μου. Ίδια μάτια, ίδια κορμοστασιά, ίδια βυζιά, ίδια μπούτια. Μ' αρέσει που τα μπερδεύω λίγο όταν τη γαμάω. Τι μ' αρέσει δηλαδή... Λιώνω... - Σκάσε! - Όχι, για να τ' ακούς εσύ που λες πως έψαχνες γι' αυτή να που σε γέννησε. Τι θα κέρδιζες αν την έβρισκες; - Έτσι είναι... Αργότερα κατάλαβα πως αυτό που μετράει στη ζωή δεν είναι ποιοι μας γέννησαν, αλλά ποιους συναντήσαμε στην πορεία μας, με ποιους μοιραστήκαμε το ψωμί μας. - Ωραία που τα λες, Εψέβιος! Θέλω κι εγώ να σου πω πολλά, αλλά δε μου 'ρχονται τα λόγια. Δεν ξέρω να το ταιριάξω. Ακούμπα, ρε, το χέρι σου στην καρδιά μού! Νιώθεις αυτά που θέλω να σου πω; - Τα ομορφότερα πράματα, Ντέβα, δεν τα λέμε με το στόμα και δεν τ' ακούμε με τ' αφτιά. - Είχες δίκιο, του είπε το βράδυ ο Ντέβα, την ώρα που έστρωναν τις κουβέρτες για να κοιμηθούν. - Σε τι; - Γι' αυτό που μου είπες για τα ομορφότερα πράματα! - Άντε πνίξου, ρε κωλόπαιδο! Αφού εσύ μου το 'μαθες... Την ημέρα που αποφυλακίστηκε ο Ντέβα, ο Σέβης τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε. 214
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Γεια σου, φιλάρα! Καλή κοινωνία. Θα 'ρθεις καμιά φορά να με δεις; - Δε θέλω να σου πω ψέματα, Εψέβιος. Σάματις ξέρω ο δρόμος πού θα με βγάλει; Μπορεί να μη σε ξαναδώ ποτέ. Θα σε θυμάμαι όμως πάντα. Στ' ορκίζομαι. Πώς να στο δώσω να το καταλάβεις. Είναι σαν να βρέθηκα μια μέρα στην ακροποταμιά και 'κει που χάζευα, παρουσιάστηκε μπροστά μου ένα παραδεισένιο πουλί. Τι όμορφο, λέω! Και λαχτάρησε η καρδούλα μου. Τέτοιο πουλί δεν το 'χω ξαναδεί. Θα περάσουν τα χρόνια, και θα 'ρχεται πάντοτε στο νου μου η εικόνα του. Ω ρε, θα λέω, εκείνη την ημέρα στην ακροποταμιά! Τι πουλί ήταν εκείνο! Και πάλι θα λαχταρά η καρδούλα μου. Κατάλαβες; - Κατάλαβα, Ντέβα. Όλα φεύγουν, όλα πετούν σαν τα πουλιά. Το ζήτημα είναι να μας αφήνουν αυτή τη λαχτάρα στην καρδιά. - Ναι, ρε μεγάλε! Γειά σου! - Καλή τύχη, Ντέβα. Βραδάκι του Αυγούστου. Η Δαμάσκα καθότανε στην αυλή, μαστουρωμένη από τα χάπια που της είχε γράψει τελευταία ο γιατρός, κι έτρωγε το γιαουρτάκι της. Η Σιδερία πότιζε με το λάστιχο τα λουλούδια. - Κοίτα να δεις που βγάζει νέα φυλλαράκια η γαρδένια! Δαμάσκα, τελείωσες; Μην πετάξεις το κουτάλι, κορίτσι μου. Περίμενε... Στο βάθος του κήπου, πάνω στα πυκνά κλαδιά του πεύκου, κρεμότανε ένα μεγάλο στρογγυλό φεγγάρι. - Αύριο μεθαύριο θα 'χουμε πανσέληνο. Ευτυχώς που έδιωξα την Πανωραία και ησύχασε η γειτονιά. Πρέπει να 215
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
κόψω τις καταβολάδες από το γιασεμί. Μην το ξεχάσω πάλι. Ο μακαρίτης ο Σούλιας ό,τι φύτευε με την πανσέληνο, γινότανε θηρίο. Ψιτ! - έδωσε μια κλωτσιά στη γάτα τη Μηλίτσα που τριβότανε στα πόδια της. Δε σε τάισα; Αχόρταγο ζώο! Μια από τις εφτά πληγές μου είσαι κι εσύ. Για περίμενε εδώ, αν άφησε καθόλου γιαούρτι αυτή η παλιόγρια θα στο δώσω. Να, ψι ψι ψι... Έλα. Κι όπως πήγε να σηκώσει το πιατάκι, ένιωσε μια ζάλη. Τα πόδια της δεν την κρατήσανε - σαν να 'μπαινε σιγά σιγά σ' ένα μαύρο σύννεφο. Η γάτα την πλησίασε κι άρχισε να τρίβεται στα μάγουλά της. Ύστερα είδε πως δεν υπήρχε τίποτα να φάει, σήκωσε την ουρά της δυσαρεστημένη κι έφυγε. Μετά από κάμποση ώρα, πήγε κοντά της η Δαμάσκα. - Εδώ κοιμάται αυτό! Μέσα στα νερά! Έλα Παναγίτσα μου! Κι έσυρε τα πόδια της σιγά σιγά, άνοιξε την καγκελόπορτα και βγήκε στο δρόμο. Εκείνη την ώρα γύριζε η Πέτρα με το μηχανάκι της. - Πετρούλα! Πετρούλα! Έλα γιε μ' να δεις. Αυτό κοιμάται έξω. Μέσα στα νερά. Η Σιδερία δεν πέθανε εκείνο το βραδάκι του Αυγούστου, παραμονή της πανσελήνου. Κάθισε κάμποσο στο νοσοκομείο, πάλεψε με το Χάρο και τον νίκησε. Αλλά της έμεινε μεγάλο κουσούρι. Στράβωσε το στόμα της και δεν ξαναγύριζε με τίποτα στη θέση του. Είχε τα μυαλά της τετρακόσια, κινούσε άνετα χέρια και πόδια, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Όταν ήθελε να αρθρώσει μια λέξη, σαν να έκρωζε, σαν να ρονρόριζε. Πιο πολύ με τα νοήματα συνεννοούνταν. 216
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
«Καλύτερα να πέθαινα!» σκεφτότανε. Κι όπως περνούσε από τον καθρέφτη, γύριζε αλλού το κεφάλι της. «Τι να την κάμω τέτοια ζωή! Πώς να τη σηκώσω!» Αλλά πάλι έβρισκε μια παρηγοριά και ξεχνιόταν με τα λουλούδια της. Αυτό που της έσφιγγε περισσότερο την ψυχή, ήταν που δεν μπορούσε να βρίσει τη Δαμάσκα. Όταν την πιάνανε τα νεύρα της, γρύλιζε σαν μαϊμού και την χτυπούσε αλύπητα. «Χιο χιάο. Χιο χιάο.» Αυτό μόνο ξεκαθάριζες. Στο διάολο - ήθελε να πει. Τα κωλομέρια της Δαμάσκας ήταν γεμάτα μελανιές. «Χιο χιάο.» Κι όλο το δηλητήριο μαζευόταν στις κόχες των ματιών της. Ένα κιτρινοκόκκινο φωσφοριζέ δηλητήριο, που όταν έπεφτε πάνω στα φυτά τα ξέραινε, κι όταν έπεφτε πάνω σε άνθρωπο, τον έπιανε δυνατός πονοκέφαλος και ναυτία. Μόνο τη Δαμάσκα δεν την έπιανε τίποτα. Πολλές φορές ξεχνιόταν κι έβγαινε μισόγυμνη για να προϋπαντήσει τον Σέβη, ή τον Λέο από το Τσικάγο. «Εα ω! Εα ω ωή!» φώναζε η Σιδερία. Έλα δω μωρή, ήθελε να πει. Τ' απογεύματα, καθόντανε κι οι δύο στην αυλή, δίπλα δίπλα στις πολυθρόνες τους, ανάμεσα στις ανθισμένες τριανταφυλλιές και στις γιασεμιές. Είχαν σταυρωμένα τα χέρια τους πάνω στις τεράστιες κοιλιές τους και κάνανε παρέα της συμφοράς. Κάπου κάπου η Σιδερία έβγαζε εκείνες τις περίεργες κραυγές. Κι η άλλη, από το πολύ ν' ακούει αυτά τ' ανακατεμένα σύμφωνα και φωνήεντα, άρχιζε να τα μιμείται σαν παπαγάλος. - Ιέχη! Ιέχη! έλεγε η Σιδερία. (Ζέστη! Ζέστη!) - Ιέχη! Ιέχη! έλεγε κι η Δαμάσκα. 217
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Χα χαχ; ρωτούσε η Σιδερία. (Θα φας;) - Χα χαχ; επαναλάμβανε κι η Δαμάσκα. - Χιο χιάο, γρύλιζε η Σιδερία. (Στο διάολο.) - Χιο χιάο, γελούσε η Δαμάσκα. Καθόντανε δίπλα δίπλα στις πολυθρόνες τους, ανάμεσα στις ανθισμένες τριανταφυλλιές και στις γιασεμιές και κάνανε παρέα της συμφοράς. - Οι καημένες οι Πορδαμάσκες! λέγανε οι γείτονες. - Καλέ, βγήκαν σήμερα στην αυλή οι Πορδαμάσκες; Δεν τις ξεχώριζε πια κανείς. Μια μάζα. Ένα κουβάρι ξεχειλωμένο. Οι άμοιρες, οι πικρές, οι φοβισμένες Πορδαμάσκες! Οι χαϊδεμένες του Θεού, οι μουγκές, οι ζαβές, οι παράταιρες, οι ναζιάρες Πορδαμάσκες! Μια μέρα που ο Θεός δεν είχε δουλειά κι ήθελε να παίζει, κάθισε ανακούρκουδα στην αυλή του Σούλια, ανάμεσα στα ρόδα και στα πλατύφυλλα βασιλικά, πήρε τα σύνεργά του και σκάλιζε Πορδαμάσκες. Ποιος είχε κέφι να τις ξεχωρίσει - και προς τι... Αμάν αμάν καρδούλα μου... Φιλεντέμ και πάλι αμάν!
218
Μόλις βγήκε ο Σέβης από τη φυλακή, πήγε πρώτα στο σπίτι του Ναζή. Του άνοιξε μια κοπέλα μ' ένα μωρό στην αγκαλιά. - Με συγχωρείτε. Εδώ έμενε κάποιος κύριος... Ο Ναζής. - Δεν ξέρω τι μου λέτε. Εδώ μένω εγώ με τον άντρα μου. Κάποιο λάθος κάνετε. - Ναι... Λάθος θα μου 'δωσαν τη διεύθυνση. Συγνώμη! είπε ο Σέβης κι έφυγε. Είχε μαζέψει κάτι λεφτουδάκια από τα καλάθια που έπλεκε στη φυλακή κι έτρεξε σ' ένα ουζάδικο στο Μοναστηράκι. Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Πέταξε σε μια καρέκλα το σάκο με τα υπάρχοντά του και παράγγειλε ένα μπουκάλι ούζο. «Ναστράβα!» έλεγε μέσα του. Κι έπινε. Τότε ήταν που τον πλησίασε εκείνη η γριά πουτάνα η Φωφώ, που τα 'πινε πριν κι αυτή, σε μια γωνιά ολομόναχη. Μια ψηλή, παχιά Φωφώ, με χαλασμένα δόντια, με κοκκινωπά αραιά μαλλιά, με χοντρά κρεμασμένα χείλια, με ένα χνουδωτό άγριο δέρμα, και δύο μάτια στυφά, σαν τα κουκούτσια του κυδωνιού. - Θέλεις παρέα, παλικάρι; - Κάθισε. 219
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Σεκλέτια έχεις; - Πού είσαι... μεσιέ. Φέρε ποτήρι στο κορίτσι κι άλλο ένα μπουκάλι. Ναστράδα! της είπε ο Σέβης. - Ό,τι θες! του απάντησε. Και τον σκέπασε με το βλέμμα της. Ένα βλέμμα ζεστό, που αγκάλιασε την ψυχή του και τη χάιδεψε. - ...Βασανάκια; Δε μου είπες... - Πίνε και μη ρωτάς. Εγώ κάνω ερωτήσεις; - Τρου λαχτάρα! Το «τρου λαχτάρα» το συνήθιζε πολύ η Φωφώ. Που σήμαινε απλώς «τρου λαχτάρα». Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. 'Ήπιαν ακόμα δύο μπουκάλια, χωρίς να πούνε σχεδόν τίποτα. Όταν άρχισαν τα όργανα, σηκώθηκαν και ρίξανε κάτι ζεϊμπεκιές. Βήμα και λυγμός. Βήμα και θάνατος. Βήμα και πόνος καυτερός. Βήμα και γλύκα. Βήμα και κόντρα. Και νταλκάς. Έτσι χορεύεται ο ζεϊμπέκικος. Έτσι τον χόρεψαν κι αυτοί. Όταν γύρισαν λαχανιασμένοι στο τραπέζι, σήκωσε η Φωφώ το σάκο. - Αυτές δεν είναι οι αποσκευές σου; - Ναι. - Πάμε. - Όχι, όχι. Άσε. Θα δω τι θα κάνω. - Ίσα βρε και προχώρα! Αφού δεν έχεις πού να σταθμεύσεις... - Ε, και; Τι σε νοιάζει εσένα; - Ίσα, σου λέω. Δε θα σε πάω στη Μεγάλη Βρετανία. Ένα ψωρόσπιτο έχω αλλά χωράνε όλοι οι καλοί. Και πήγαν. 220
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Ένα μικρό πεντακάθαρο δωμάτιο και μια κουζίνα, κάπου στην πλατεία Βάθης. - Ακούμπα εδώ τα πραματάκια σου. Αύριο θα στα πλύνω όλα και θα στα τακτοποιήσω. Μάγκα, από φυλακή δεν έρχεσαι; - Το γράφει το μέτωπό μου; - Αυτό που γράφει το μέτωπό σου, άνθρωποι μόνο σαν εμένα μπορούν να το διαβάσουν. Πήγαινε να πλυθείς. Και γρήγορα, γιατί θέλω να περάσω στο μέρος. Μου 'ρχεται εμετός. Πω πω, τι κατεβάσαμε αδερφάκι μου! Τρου λαχτάρα, τρου! - Δε θα με ρωτήσεις γιατί ήμουνα στη φυλακή; - Και τι με κόφτει εμένα, ρε; Για ό,τι και νά 'σουνα δίκιο είχες εσύ. - Το γράφει κι αυτό το μέτωπό μου; - Τελείωνε. - Κι εγώ μπορώ να διαβάσω το δικό σου μέτωπο. - Και τι λέει, ρε μόρτη; - Λέει πως είσαι μεγάλη! - Σκατά! Δεν ξέρεις ανάγνωση. Άι κοιμήσου τώρα κι αύριο τα λέμε. Του 'στρωσε σ' ένα ντιβανομπάουλο δίπλα στο κρεβάτι της και ξάπλωσαν. - Πώς το 'λεγες αυτό χτες στο μαγαζί; Νασάβα; - Ναστράβα! Έτσι έλεγε ο Ναζής. Για χάρη του έπινα. - Τι μέρος του λόγου ήταν αυτός; - Μεγάλος, σαν και σένα. - Καλά! Φέξε μου και γλίστρησα. Αλήθεια... Πώς σε λένε; Δε συστηθήκαμε. 221
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Σέβη. - Σέβη; Σεβαστιανό. Και καλά; - Ευσέβιος. - Μμμ! Όπως λέμε το ξίδι γλυκάδι, ε; - Όπως θέλεις πάρ' το. Εσένα πώς σε λένε; - Φωφώ. Φαιναρέτη στο επίσημο. - Χαίρω πολύ! - Τον κακό σου τον καιρό. Εγώ δε χαίρω καθόλου. Γιατί καταλαβαίνω πως έβαλα μπελά στο κεφάλι μου. Τρου λαχτάρα! Λοιπόν, όποιος σου πει ποτέ πως ο άνθρωπος όσο γερνάει βάζει περισσότερο μυαλό, δώστου μια χαστούκα εκ μέρους μου. Στο σπίτι της Φωφώς, Φαιναρέτης στο επίσημο, έμεινε σχεδόν ένα χρόνο ο Σέβης. Αυτός τη συντηρούσε. Η Φωφώ ήταν αρκετά μεγάλη για να βγάζει πια χρήματα από τη δουλειά της. Αραιά και πού σταύρωνε κανέναν ξεπεσμένο πελάτη. Δεν ήταν και ποτέ καλή επαγγελματίας. Δεν κατάφερε μια ζωή να φυλάξει λεφτά, γιατί συνήθως βρισκότανε στο δρόμο της κάποιος που είχε ανάγκη να του δώσει. Αρρωστος, πεινασμένος, κακομοίρης, αλκοολικός - πάντα καθάριζε η Φωφώ. Δεν άντεχε να περάσει από πουθενά αδιάφορη. Τελευταία το 'χε ρίξει στο πιοτό και στη μαύρη. Καμιά φορά τη χρησιμοποιούσαν οι μάγκες για τσιλιαδόρο, όταν έπαιζαν τον «παπά» ή άλλου είδους τέτοια παίγνια. Από 'κει έβγαζε κάτι. Αν μπορούσε να κλέψει και κανένα μπουκάλι από τα μαγαζιά που τριγυρνούσε, το 'κανε μετά χαράς. Οι μαγαζάτορες της περιοχής, που ήξεραν το βίο και την πολιτεία της, συνήθως έκαναν τα στραβά μάτια. Μόνο όταν της άνοιγε η όρεξη και πήγαινε και για δεύτερο της φώναζαν: 222
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Έι, Φωφάρα! Μπάστα! Κόντυνε το κουλό σου. - Καλά ντε! έλεγε και χαμογελούσε, λίγο ντροπιασμένα, λίγο χαδιάρικα, λίγο πονηρά. Όταν ήταν στις ανάποδές της έστηνε καβγά. - Σιγά! Που θα με πεις εμένα κλέφτρα! Βρε ξέρεις ποια ειμ' εγώ; Αν δεν ξέρεις, κάνε μία έτσι, να μάθεις! Εγώ είμαι η πρώτη κυρία στην περιοχή. Όταν έβγαζες εσύ τη μούχλα από το στόμα σου, εγώ έπινα σαμπάνια στα καλύτερα σαλόνια. Ρώτα, ρε! Τι με κοιτάς έτσι; Πολλές φορές το παράκανε, γιατί όλ' αυτά τα 'λεγε μεγαλόφωνα και χαλούσε τη μόστρα του μαγαζιού. Τότε την έβγαζαν έξω καροτσάκι. - Εδώ μέσα να μην ξαναπατήσεις! Τ' ακούς; Σε δυο τρεις ημέρες, πάλι εκεί τριγυρνούσε η Φωφώ. Όταν «φτιαχνότανε» έβαζε ένα μαύρο τριμμένο καπελάκι με βέλο, ένα μοβ σατέν κομπινεζόν, μια μαδημένη συνθετική γούνα, ας ήταν και καλοκαίρι, έπαιρνε μια παμπάλαιη άδεια βαλίτσα και την άραζε στο σταθμό του τρένου. Χρόνια, η ίδια ιστορία... Η Φωφώ με το μοβ σατέν κομπινεζόν, το βέλο και την άδεια βαλίτσα, με τα χείλια της βαμμένα κατακόκκινα, με τη μαδημένη γούνα της, να παίρνει ύφος κόμισσας και να περιμένει την αμαξοστοιχία. Έτσι «φτιαγμένη» όπως ήταν, ζούσε το μεγάλο όνειρο της φυγής. Το 'παιρνε αλαμπρατσέτα τ' ονειράκι της, του 'βαζε βέλο, το 'βαφε καρνάδο και το πήγαινε μια βόλτα ως το σταθμό. Μόλις έφτανε το τρένο, έτρεχε μπροστά, έσπρωχνε κιόλας αν υπήρχε πολύς κόσμος, έβριζε. Κι όταν άνοιγε η πόρτα, γύριζε γρήγορα γρήγορα προς τα πίσω. - Τι έσπρωχνες, κυρά μου; Δε θα μπεις; - Λογαριασμό θα σου δώσω; Άι, χαμένε! Ε, χαμένε! 223
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Κι όταν περνούσε η μαστούρα και γυρνούσε σπίτι της, πετούσε τα βέλα και τις γούνες και γκρίνιαζε: - Σκατά. Τι το θέλω το δρομολόγιο; Έλιωσα τα παπούτσια μου να τρέχω στους σταθμούς. Πάλι το 'χασα το τρένο. - Μα πού ονειρεύεσαι να πας; ρωτούσε ο Σέβης. - Τρου λαχτάρα. Πολύ μακριά. Κανείς δε θέλω να μάθει αυτό το μέρος. Ξέρεις... Με περιμένουν εκεί. Εκεί είναι οι φίλοι μου, οι δικοί μου, η κόρη μου! Κάποτε πρέπει να τα καταφέρω να πάω. - Θα με πάρεις μαζί σου; - Σιγά το πρόσωπο! Ο Σέβης δούλευε σ' ένα συνεργείο αυτοκινήτων κι η Φωφώ την περνούσε ζάχαρη. Έτρωγε καλά, έπινε, είχε συχνά πυκνά και τη μαύρη της και σχεδόν δύο φορές την εβδομάδα ξεκινούσε για το σταθμό. Η καλύτερη της! - ...Θα μου πεις κάποια μέρα για την κόρη σου; Εγώ πώς σου λέω τα δικά μου. - Δεν τις γουστάρω τις εξομολογήσεις. Αλλά αν θες να ξέρεις, τη λένε Καλίνα. Καλλιρόη στο επίσημο. Όταν ήταν τεσσάρω χρονώ μου την άρπαξε ο πατέρας της και την έστειλε να τη μεγαλώσουν οι δικοί του. Το δικαστήριο αποφάσισε, πως δεν ήμουν, λέει, κατάλληλη να την κρατήσω εγώ. Και τι είχα ρε εγώ; Δεν ήμουν κυρία; Δεν ήμουν η μάνα της; Ποιος άλλος μπορούσε ν' αγαπάει καλύτερα την Καλίνα από μένα; Σκατά! Ά σ τ α τώρα, μην τα σκαλίζεις... Και τι σε νοιάζει εσένα, ρε, για την κόρη μου στο κάτω κάτω; Κοίτα την καμπούρα σου και μην ασχολείσαι με τη δική μου. 224
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Μια νύχτα, που γύριζαν πιωμένοι κι οι δύο στο σπίτι, κάπου το μπέρδεψαν το πράγμα. Εκείνη τον τράβηξε στο κρεβάτι της, τον έγδυσε κι άρχισε να τον χαϊδεύει και να τον φιλάει σ' όλο το κορμί του σαν μανιακή. - Σ' αρέσει; του 'λεγε και τον έσκιζε με τα νύχια της. Πες μου, σ' αρέσει; - Μ' αρέσει, κουκλάρα μου. Είσαι το πιο γλυκό κορίτσι. Σε θέλω! Όταν τελείωσαν, τη Φωφώ την έπιασαν τα κλάματα. - Τρου λαχτάρα! Δεν έπρεπε να γίνει αυτό! Εγώ σε βλέπω σαν παιδί μου... Πάλι τα σκότωσα. Πάντα μου τα σκατώνω, γαμώ το! Δεν μπορώ να βάλω τα πράματα σε μια σειρά. - Μην κλαις, τη χάιδευε ο Σέβης. Κι ούτε να εξηγείς σε μένα. Άσε τις σειρές και τις ταξινομήσεις. Εμείς δεν παίζουμε εκεί. Κι ύστερα, ποιος σου είπε πως δεν το ήθελα κι εγώ... Ξεθάρρεψε η Φωφώ κι ανασηκώθηκε. Τα μαλλιά της ήταν κολλημένα στο μέτωπο. Τα βυζιά της κρεμόντανε σαν άδεια μανίκια. - Εμένα, για να σου πω την αλήθεια μου, μου άρεσε πολύ. Για πες μου, ρε παίδαρε! Πώς σου φαίνομαι; Είμαι καλή ακόμα; Την αγκάλιασε και της έστρωσε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά. - Μια κουκλάρα είσαι! Και η πρώτη, σου λέω! Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι κι άπλωσε τα κρέατά της σαν να 'θελε να τα λιάσει. Όλες οι ζάρες του κορμιού της χαμογελούσανε. Κι εκεί στις άκρες των χειλιών της, άνοιγε ντροπαλά το πρώτο τριαντάφυλλο του Μάη... Σε λίγο αποκοιμήθηκε. 225
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ο Σέβης σηκώθηκε προσεχτικά, πήγε στην κουζίνα και γέμισε ένα ποτήρι με κονιάκ. Ύστερα κάθισε στο ντιβανομπάουλο, άναψε ένα τσιγάρο κι έπινε γουλιά γουλιά. «Ε, ρε Φωφώ!» σκεφτότανε. «Τρου λαχτάρα! Ναστράβα, ρε μεγάλη! Τελικά, δε σου είπα και τελείως ψέματα!» Ο Αρχάγγελος περίμενε τη Σιδερία ένα πρωινό του Απρίλη, την ώρα που φύτευε στις γλάστρες τα βασιλικά της, εκεί, πίσω από τη δεύτερη γλάστρα, ανάμεσα σ' ένα πλατύφυλλο κι ένα σγουρό βασιλικό. «Φέτος, δόξα τω Θεώ», σκεφτότανε, «το φυτώριο έγινε τέλειο. Θα μοσκομυρίσει η γειτονιά...» Φορούσε κάτι χοντρά πλαστικά γάντια, έβγαζε τις μικρές ρίζες τα βασιλικά από το φυτώριο και τα φύτευε στις γλάστρες. «Θα βγάλω και δυο τρεις ριζούλες για την κουμπάρα τη Μάρω. Έχουμε τόση υποχρέωση... Αν έλειπε αυτή, δε θα τα βγάζαμε πέρα τότε που ήμαν στο νοσοκομείο. Ας είναι καλά. Έχω και τα κοράλια να μεταφυτέψω. Πάλι δε θα με φτάσει το χώμα. Πρέπει να παρακαλέσω την Πέτρα να μου φέρει λίγο.» Ήταν κι η γάτα η Μηλίτσα μαζί της και τριβότανε στα πόδια της. - Φχ... Φχ..., έκανε η Σιδερία και κλώτσησε τη γάτα. «Σε θέλω να 'ρχεσαι πάλι να μου τα κατουράς, βρωμόγατο!» έλεγε μέσα της. «Μωρέ φόλα θα σου ρίξω! Δεν τη γλιτώνεις!» Στην πόρτα φάνηκε ξαφνικά η Δαμάσκα. Ήταν γυμνή από τη μέση και κάτω και πασαλειμμένη με σκατά. Κόχλασε το αίμα της Σιδερίας. Ανέβηκε όλο στο κεφάλι της και την έπνιξε. «Φχ... Φχ...» ξανάκανε μέσα στη σύγχυσή της χωρίς να ξέρει σε ποιον μιλάει, χωρίς να ξεχωρί226
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
ζει ποιον ήθελε να διώξει από κοντά της. Κρατούσε στο ένα χέρι μια ρίζα βασιλικό και με το άλλο πήγαινε ν' ανοίξει μια λακκουβίτσα στο χώμα για να τη φυτέψει. «Φχ... Φχ...» μουρμούρισε άλλη μια φορά. Και σωριάστηκε. Στην κηδεία της Σιδερίας, εκτός από την κουμπάρα τη Μάρω, που είχε φροντίσει για όλες τις διαδικασίες, ήταν η μάνα της Πέτρας, η Πέτρα και η καθηγήτρια. Ο παπάς διάβασε γρήγορα γρήγορα τα γράμματα της τελετής σαν να 'κανε αγγαρεία - ούτε καταλάβαινες τι έλεγε. Το φέρετρο ήταν σκεπασμένο με λουλούδια από την αυλή. - Να τα πάρει μαζί της η άμοιρη! έλεγε η κουμπάρα η Μάρω κι έκοβε ό,τι έβρισκε μπροστά της. Τ' αγαπούσε τόσο! - Κόψε και λίγο αγιόκλημα! φώναζε η μάνα της Πέτρας. Λουΐζα έκοψες; - Άσε τώρα τις λουΐζες. Βιολέτες πάνε καλύτερα. - Στους νεκρούς έχω ακούσει βάζουν δεντρολίβανο στο προσκεφάλι. - Ναι, το ξέρω. Έμασα. Και τι δεν έχει η συχωρεμένη σ' αυτή την αυλή! Της Παναγιάς τα μάτια! «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν.» Και κανείς δεν είχε έναν κόμπο στο λαιμό όταν πλησίαζε ν' ασπαστεί. Η κουμπάρα η Μάρω δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι της. «Έχω δύο πλυντήρια για σίδερο και θέλω να ρίξω μια ματιά και σ' εκείνη τη δύστυχη που έμεινε πίσω.» Η μάνα της Πέτρας σκεφτότανε το φαγητό της κι η καθηγήτρια ανησυχούσε μήπως δεν προλάβει την Τράπεζα 227
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ανοιχτή να εξαργυρώσει την επιταγή της. Μόνο η Πέτρα είχε δύο δάκρυα στην άκρη των ματιών. Κι αυτό, γιατί θυμήθηκε τον Σέβη. «Γειά σου, θεία-Ταραντούλα. Καλό ταξίδι. Κι αν δεις από 'κει πάνω τον προκομμένο μας, πες του να πάει στο διάολο. Έτσι κάνουν οι φίλοι;» «Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων την ψυχήν της δούλης σου Σώτερ ανάπαυσον»... Κρατούσε ο Αρχάγγελος την ψυχή της Σιδερίας και την πρόσφερε βαριεστημένα στο Θεό. Μια μικρούλα, χνουδωτή σαν την κάμπια ψυχή, που ζάρωνε πάνω σ' ένα φύλλο βασιλικού. - Τι 'ναι τούτο; είπε στον Αρχάγγελο ο Μεγαλοδύναμος κι έβαλε τα γέλια. - Έργο των χειρών σου, Κύριε! Η δούλη σου Σιδερία! - Όλη η ατυχία σ' αυτό το σπίτι, βρε παιδί μου..., έλεγε μέσα στο ταξί που γυρνούσαν η μάνα της Πέτρας. - Ναι ναι, είδες; συμπλήρωνε η κουμπάρα η Μάρω. Με το τσουβάλι τους την έστειλε ο Θεός. Κι ήταν καλοί άνθρωποι όλοι. Κανένα δεν πείραξαν ποτέ. Ιδίως η Δαμάσκα. Αγία γυναίκα. Αλλά και η συχωρεμένη. Από τον κήπο στην εκκλησιά. Αυτή ήταν η ζωή της. «Ο αποθανών δεδικαίωται», σκέφτηκε η Πέτρα και παραλίγο να την πάρουν τα γέλια. - Αυτό το σπίτι, πήρε το λόγο η καθηγήτρια, το 'κλεισαν τα παιδιά. Αυτός ο ελεεινός ο Σέβης και ο άλλος, ο τοιούτος. - Έτσι είναι. Η καλύτερη είσαι εσύ, δεσποινίς Ελένη, είπε πάλι αναστενάζοντας η μάνα της Πέτρας - γιατί ήξερε πάνω κάτω πώς κλείνουν ένα σπίτι τα παιδιά... Εσύ είχες το μυαλό σου. Το καπελάκι σου στραβά, κι όπου γης και πατρίς. 228
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Είχανε γνώση οι φύλακες, απάντησε η καθηγήτρια μ' ένα πλατύ δηλητηριώδες χαμόγελο, γιατί κατάλαβε πού το πήγαινε η άλλη. «Έτσι! Καλά σας έχω», σκέφτηκε, «παλιοσαρκαφιόρες! Τόσα χρόνια κάνατε το κομμάτι σας και μου μοστράρατε τα μούλικά σας. Να τα στολίζετε και να ροβολάτε τα καροτσάκια στην πόρτα μου! Φάτε τα τώρα στη μούρη!» Κι έπεσε το δηλητηριώδες χαμόγελο από τα χείλια της. Χύθηκε στη σκισμένη ταπετσαρία του αυτοκινήτου. Κύλησε... - Τελοσπάντων. Αυτά είναι τυχερά..., έκλεισε τη συζήτηση η Μάρω. Τώρα με την άλλη, τι θα γίνει; - Εδώ σε θέλω κάβουρα! είπε πάλι η μάνα της Πέτρας. Εγώ δεν μπορώ να προσφέρω τίποτα. - Ούτ' εγώ. Μεθαύριο γεννάει η νύφη μου και θ' αναλάβω το εγγονάκι. - Ναι, κυρα-Μάρω; Με το καλό. Και γιατί θα το αναλάβεις εσύ; Μάνα δεν έχει; - Είναι εργαζόμενη. Τι να σου κάνει το κακόμοιρο... «Μανούλα», μου λέει ο γιος μου, «αν δεν ήσουνα εσύ, δε θα το αποφάσιζα». Τι να κάνω; Να μη σταθώ στα παιδιά μου; Έβγαλε λίγο το κεφάλι της στο ανοιχτό παράθυρο, για να διώξει από το μυαλό της την εικόνα του γιού της όταν ήρθε ένα πρωί στο σπίτι και της δήλωσε: «Η Κατερίνα είναι έγκυος. Κόψε όλες τις μαλακίες που ασχολείσαι και κανόνισε να αναλάβεις το παιδί!» Όλες οι μαλακίες, ήταν ο σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων του Αγίου Αθανασίου, τα μαθήματα ζωγραφικής στο πνευματικό κέντρο του Δήμου, οι κυριακάτικες εκδρομές υπό την αιγίδα του πατρός Αντωνίου, πρωτοπρεσβύτερου 229
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου, και οι ατομικές καλές της πράξεις - όπως η παροχή βοήθειας στις Πορδαμάσκες και σε άλλα άτομα της ενορίας με ειδικές ανάγκες. «Δεν μπορώ ν' αλλάξω τη ζωή μου», του είχε πει. «Είναι γεμάτες οι μέρες μου. Έχω και τον πατέρα σου που είναι φιλάσθενος. Δε γίνεται ν' αναλάβω εγώ το μωρό.» Κι εκείνος: «Ακουσες τι σου είπα, γαμώ τον αντίχριστό σου γαμώ; Θα 'χεις το εγγόνι σου. Θέλεις τίποτα καλύτερο απ' αυτό;» Εκείνη επέμενε: «Χρήστο αγόρι μου, εγώ σε μεγάλωσα εσένα, έκλεισε ο κύκλος μου. Η Κατερίνα θα μεγαλώσει το δικό της παιδί. Κι εγώ δεν εργαζόμουνα; Με βοήθησε εμένα κανείς;» «Εργαζόσουνα! Έραβες μια φούστα κάθε έξι μήνες. Το... άντε να μην πω τώρα... έξυνες κι αυτό εξακολουθείς να κάνεις πάντα.» «Υπάρχουν και παιδικοί σταθμοί ε;» «Γαμώ την Παναγία σας εδώ μέσα! Ωραία ! Αφού το θέλετε έτσι, δε θα ξαναπατήσω. Δε σας ξέρω, δε με ξέρετε. Χαίρετε!» Και τους κόλλησε την πόρτα στα μούτρα. Έκλαψε η κυρα-Μάρω με μαύρο δάκρυ. Τη ροκάνιζε κι ο «φιλάσθενος». «Δεν ντρέπεσαι μωρή; Να γυρνάς από 'δω κι από 'κει και να μη δέχεσαι να δώσεις μια χείρα βοηθείας στην οικογένειά σου; Τι ψυχή θα παραδώσεις; Τον είδες; Έφυγε! Μας αρνήθηκε! Πάρε τον τηλέφωνο να του ζητήσεις συγνώμη και να του πεις πως αναλαμβάνεις το μωρό.» «Εντάξει, Χρήστο, το ξανασκέφτηκα. Ας γεννηθεί το παιδί με το καλό και θα σας το μεγαλώσω εγώ.» - Πότε είπες πως γεννάει η νύφη σου; πέταξε ξαφνικά η μάνα της Πέτρας, «ξυπνώντας» τη. - Πρώτα ο Θεός, αυτές τις ημέρες. 230
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Πω πω! Ποιος τη χάρη σου! Θα 'χεις το εγγονάκι... Μεγάλη ευτυχία αυτή, Μάρω μου! Και μόνο που δεν δάκρυσε η μάνα της Πέτρας - γιατί ήξερε πως εκείνη δε θα γευότανε ποτέ αυτή την ευτυχία. - Δόξα τω Θεώ..., ξεροκατάπιε η κουμπάρα η Μάρω κι έβγαλε τις καραμέλες από την τσάντα της για να διώξει την πικρίλα που ξεχείλισε στο στόμα της. Καραμελίτσα; Τη Δαμάσκα, φρόντισε ο πρωτοπρεσβύτερος του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου, ύστερα από ασφυκτικές πιέσεις της κουμπάρας της Μάρως, και την έκλεισαν στο Άσυλο Ανιάτων. - Κράτησε το κλειδί, κυρα-Μάρω, είπε η μάνα της Πέτρας όταν πήραν τη Δαμάσκα και κλείδωσαν το σπίτι. - Κράτησε το εσύ. Είσαι πιο κοντά. Αν κάποτε παρουσιαστεί κανείς από τους προκομμένους της, εσένα θα ρωτήσει. Κλείδωσε δύο φορές η μάνα της Πέτρας και φύλαξε το κλειδί στο κομοδίνο της. - Γιε μ' γιε μ' ! έλεγε η γρια-Δαμάσκα όταν την πήγαιναν στο Ασυλο. Πού με πάτε; - Στην κλινική, κυρα-Δαμάσκα. Στην κλινική για να γίνεις καλά. - Πού είν' αυτό; Τι έγινε; - Για ποιο λες; - Η Σιδερούλα γιε μ'. - Α! Θα 'ρθει κι αυτή. Μη στεναχωριέσαι... Δύο μήνες είχαν περάσει από την ημέρα που έκλεισαν τη Δαμάσκα στο Ασυλο Ανιάτων. 231
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Στο μικρό σπίτι του Πάρδου στρογγυλοκάθισε η σιωπή. Έπλεξε τα δίχτυα της σαν την αράχνη και το σκέπασε. Μια μεγάλη φαρμακερή αράχνη. Μια ταραντούλα... Τα βασιλικά ξεράθηκαν, και τα νυχτολούλουδα και τα κοράλια. Μόνο οι τριανταφυλλιές ήταν γεμάτες τριαντάφυλλα. Μόνο το νυχτοπούλι καθότανε στο παραθυράκι της κουζίνας και κοίταζε κατάματα τη σιωπή. Κι εκεί, στην κλειδωμένη καγκελόπορτα, ακουμπούσε η ερημιά μ' ένα κομμάτι γιασεμί στ' αφτί και περίμενε, ώρες ατέλειωτες, το αεροπλάνο από το Τσικάγο... Τρεις ημέρες μετά την αναχώρηση της Δαμάσκας, η γάτα η Μηλίτσα πήδηξε από το φράχτη και την άραξε στην αυλή της Πέτρας. - Είδες το άτιμο ζωντανό; έλεγε η μάνα της. Ούτε που το νοιάζει. Μωρέ δεν έχουν Θεό οι γάτες! Όπου βρουν φαγητό, εκεί προσκυνάνε. Και της έβαλε να φάει μαζί με τη δική της, τη Βικτωρία. - Μακάρι να ήταν μόνο οι γάτες..., συμπλήρωσε ύστερα από πολλή σκέψη κι έσυρε το λάστιχο να ποτίσει την κυδωνιά. Πέτρα, θ' αργήσεις απόψε; - Ναι. Θέλεις τίποτα; - Όχι παιδί μου, έτσι ρωτάω. «Να σε δω θέλω!» σκέφτηκε. Μα πού να το πει... «Να σε χορτάσω. Να φάμε μαζί, να τριφτούμε, να μιλήσουμε σαν οικογένεια, σαν άνθρωποι...» Μα πού να το πει... Αναστέναξε μόνο κι έκλεισε τη βρύση. - Έρημα σκοτάδια..., ψιθύρισε. - Τι μουρμουράς, καλέ; 232
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Τίποτα, παιδί μου. Αυτή η βρύση, λέω, στάζει. Χάλασε φαίνεται. - Φωφώ, είδα ένα κακό όνειρο απόψε... - Ας έτρωγες ακόμη μια μερίδα κοκκινιστό, συλλάβησε η Φωφώ που μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και προσπαθούσε να ξεθάψει τη φωνή της απ' αυτό τον ατέλειωτο βήχα που τη βασάνιζε τα πρωινά. - Είδα πως καιγότανε λέει το σπίτι μου κι εκεί, ανάμεσα στις φλόγες, καθότανε η μάνα μου, αδύνατη σαν σκιάχτρο, κι έκλαιγε. «Ούι ούι!» μου φώναζε. «Έλα γρήγορα! Έλα να με πάρεις από 'δω! Δε βλέπεις πως καίγομαι;» Φορούσε κόκκινο μαντίλι κι είχε στο στήθος της ένα μεγάλο χρυσό σταυρό. - Μμμ! μούγκρισε μέσα στο βήχα της η Φωφώ. Τρου λαχτάρα! Θα 'ναι στα τελευταία της. Πήγαινε, ρε κωλόπαιδο, να τη δεις. Δεν ντρέπεσαι; - Ξέρεις πόσες φορές έπνιξα μέσα μου την επιθυμία να τη δω; Κάτι κακό θα της έχει συμβεί, ε; - Το όνειρο έτσι εξηγιέται. Κάνε ό,τι θέλεις και παράτα με. Θυμήθηκες να φέρεις καφέ; - ...Λες να πάω σήμερα; - Καφέ λέω, πήρες; - Πήρα, γαμώ το μου. Απάντησέ μου σ' αυτό που σ' αρωτάω. - Να πας! Γιατί αν πεθάνει και δεν τη δεις, θα το 'χεις βάρος στη συνείδησή σου. Έτσι την πάτησα εγώ. Μμμ, ξεθυμασμένο καφέ σου δώσανε. Δε μοσκοβολάει. Και τι μοσκοβολάει σήμερα; Ούτε το ψωμί ούτε ο καφές ούτε τίποτα. Όλα ξεθυμάνανε πια. Εμένα που λες, με ειδοποίησαν 233
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
πως ξεψυχούσε η μάνα μου, αλλά εκείνη την ημέρα ήμουνα καλεσμένη κάπου και είπα άσ' το, θα τη σκαπουλάρει πάλι η γριά, πηγαίνω αργότερα. Αυτή όμως δεν τη σκαπούλαρε. Πέθανε με το παράπονο στα χείλη που δεν ήμουν πλάι της. Σκατά! Τρου λαχτάρα! Αρχίσαμε πάλι τις αναθυμιάσεις. (Αναθυμιάσεις έλεγε πάντα η Φωφώ τις αναμνήσεις.) Τα σιχαίνομαι αυτά. Κείνο που θέλω να σου πω είναι να ξεκουμπιστείς και να πας να τη δεις. Εγώ γέρασα, κι ακόμα κλαίω πολλές φορές για τη μανούλα μου. Κι όχι γιατί πέθανε, γρια ήταν τι θα 'κανε, αλλά γιατί δεν πρόφτασα να της πω ένα γεια. Ένα γαμημένο γεια, ρε! Τι ψυχή είχε, και της το στέρησα! Αντε. Πλύσου, ντύσου και ξεκίνα. Αφησέ μου μόνο τίποτις φραγκάκια, για κανένα λικεράκι. (Λικεράκι έλεγε τη μαύρη της.) Και πού είσαι... Επειδή η Φωφώ είναι μεγάλη προφήτισσα, ένα σου λέω: Αν αποφασίσεις να μείνεις εκεί πέρα, με τις υγείες σου. Για μένα καλύτερα. Εγώ βάρος σε είχα εδώ. Εμπόδιο μου στάθηκες και στη δουλειά μου, αλλά και στα σχέδιά μου. Γιατί, αν δεν ήσουν εσύ, εγώ θα είχα πάει τώρα στην κόρη μου και στους συγγενείς μου. Ύστερα μπήκε στον καμπινέ κι έβηχε... Έβηχε πολλή ώρα, ασταμάτητα, σαν νά 'θελε να κουκουλώσει μέσα στο βήχα και στα φλέματα την πίκρα πως μπορεί να 'χανε τον Σέβη. - Και τι νόμισες, κωλόπαιδο; είπε αργότερα κι έβαλε πάλι το μπρίκι για καφέ. Πως έχω την ανάγκη σου; Τρου λαχτάρα! Η Φωφώ δεν έχει πίστη, ρε! Δε φωλιάζει! Δεν κρεμιέται στ' αρχίδια κανενός! - Τι γκρινιάζεις, καλέ; Εδώ είμαι. Έφυγα; Πιες μια κουταλιά σιρόπι να σου περάσει ο βήχας. Αν δεν κόψεις το κωλοτσίγαρο, θα μείνεις καμιά φορά εκεί που βήχεις. 234
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Να μείνω, ρε! Σε νοιάζει; Μάνα σου είμαι; Γκόμενά σου; Αδερφή σου; Τι σου είμαι; Άντε στα τσακίδια τώρα από 'δω! Θέλω να μαζέψω τα πράματά μου. Θα το κλείσω το ρημάδι. Δεν μπορώ να το κρατάω για να κοιμάται η αφεντιά σου! Να πας από 'κει που ξεκίνησες... - Θα πάω να δω τη μάνα μου. Εσύ δε με στέλνεις; Έτσι δε με συμβουλεύεις; Γιατί παίζεις τώρα αυτό το θέατρο; Ξέρω πως μ' αγαπάς. Κι εγώ δε σ' αγαπάω; Αν υπάρχει ανάγκη να μείνω, θα μείνω. Αλλιώς, εδώ θα γυρίσω πάλι. - Να μη γυρίσεις. Σου είπα, θα το κλείσω το μέγαρο. Εγώ κανένα δεν αγαπάω εξόν από την Καλίνα μου. Και κανένας δε μ' αγαπάει εξόν απ' αυτή. Τι είσαι 'συ; Ένας αληταράς που του 'δωσα άσυλο, όπως έδωσα και σε τόσους άλλους. Σκατά στα μούτρα τους ολονών! Κι έβηχε... Έβηχε ασταμάτητα. Νόμιζες πως θα σπάσουν τα πνευμόνια της, πως θα σταματήσει η αναπνοή της. Και όλα αυτά που έλεγε, έμοιαζε σαν να τα τραβούσε μια μια λέξη με σκοινί από βαθύ πηγάδι.
235
Φορούσε μαύρη μπλούζα, τζιν τριμμένο παντελόνι, μια σειρά χάντρες στο λαιμό κι είχε δεμένα τα μαλλιά του αλογοουρά. Ήταν όμορφος. Ψηλός, λυγερός, έμοιαζε μ' ένα μαύρο φτερό που κάνει τσαχπινιές στον ήλιο για να τον ξελογιάσει. Όταν έφτασε έξω από το σπίτι, κατάλαβε αμέσως πως ήταν ακατοίκητο. Καμιά καρέκλα στην αυλή. Τα λουλούδια μισόξερα, τ' αγιοκλήματα στο φράχτη νυσταγμένα. Το μάτι του έπεσε στο χάλκινο πόμολο της πόρτας. Σαν να 'χε ξεχάσει ο θάνατος κρεμασμένο απάνω το σακάκι του. Έτσι του φάνηκε. Προσπάθησε ν' ανοίξει την καγκελόπορτα. Ήταν κλειδωμένη. «Πέθαναν όλοι», σκέφτηκε. «Όχι, γαμώ την τύχη μου! Έπρεπε να 'χω έρθει πιο μπροστά... Ή δεν έπρεπε να 'ρθω ποτέ! Τι μαλακία είν' αυτή που με δέρνει! Τώρα, μπήκα στο λούκι, θα το περάσω. Δε γίνεται αλλιώς.» Έφυγε τρεχάτος και χτύπησε στο σπίτι της Πέτρας. - Σέβη!! Δεν είναι δυνατόν! Τσίμπα με να δω πως είμαι ξύπνια! - Πού είναι η Πέτρα. - Στη δουλειά της. Εργάζεται σ' ένα τεχνικό γραφείο. Έλα μέσα να σου κάνω καφέ. Έλα να τα πούμε. Πω πω χαρά που θα κάνει η Πέτρα όταν σε δει! 236
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
Μπήκε στο σαλόνι κι άδειασε το κορμί του σε μια πολυθρόνα. Άνοιγε το στόμα του να ρωτήσει κι έτρεμε. Τα χέρια του ήταν παγωμένα. Με το ζόρι κρατούσε τα δόντια του να μη χτυπάνε από την ταραχή. - Άργησες, Σέβη μου! Άργησες, αγόρι μου! Πού ήσουν τόσο καιρό... - Πέ... πέθαναν όλοι; - Όχι όλοι. Η μάνα σου ζει, αλλά είναι στο τέλος της. Έχει πάθει μαλάκυνση. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κι ο Λέος πρέπει να ζει. Έφυγε κι αυτός στην Αμερική. Χρόνια τώρα δεν έχει δώσει σημεία ζωής. - ...Πού είναι η μάνα μου; - Από τότε που πέθανε η Σιδερία, φρόντισε η νονά σου και τη βάλαμε στο Άσυλο Ανιάτων. «Τρου λαχτάρα!» έκανε να πει - μόλις που κρατήθηκε. - Δε θα τελειώσεις τον καφέ σου; Να ξανάρθεις από 'δω. Η Πέτρα θα σε περιμένει. - Θα 'ρθω να πεις στην Πέτρα. Θα 'ρθω οπωσδήποτε. - Ποια είπατε; - Τη Δαμασκηνή Πάρδου. - Συγνώμη, τι της είστε; - Γιος της. - Γιος της! Οι δύο νοσοκόμες κοιτάχτηκαν περίεργα σαν να 'λεγαν: «Τώρα ξεφύτρωσε ο γιος;» Ο Σέβης κατάλαβε. - Έλειπα στο εξωτερικό. Σήμερα το πρωί ήρθα. - Προφτάσατε, κύριε Πάρδο. Είναι πολύ άσχημα η μητέρα σας. Το κρεβάτι της Δαμάσκας ήταν σ' ένα μεγάλο θάλαμο 237
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
μαζί με οχτώ άλλα κρεβάτια, που πάνω τους σάλευαν κάτι περίεργα, ανθρωποειδή πλάσματα. - Μάνα! Μάνα! Εγώ είμαι! Με γνωρίζεις; - Έχει πολύ πυρετό, του είπε η νοσοκόμα. Είναι η τρίτη φορά που παθαίνει πνευμονία. Δε θ' αντέξει είπαν οι γιατροί. - Μάνα! Η Δαμάσκα προσπάθησε με κόπο ν' ανοίξει τα μάτια της. - Έλα καλέ. Ο γιος σου ήρθε. Άνοιξε τα μάτια σου να τον δεις. - Μάνα! - ...Λέ-ο μου. - Ο Σέβης είμαι. Κάνε κουράγιο μάνα. Θα γίνεις καλά. Κρατήσου σε παρακαλώ! - Λέ-ο μω-ρό μου..., μουρμούριζε με κόπο η Δαμάσκα. Έβγαινε η φωνή από μέσα της και ψοφούσε πάνω στα χείλια της. Ο Σέβης την αγκάλιασε και τη φιλούσε στο μέτωπο. - Κρατήσου, μάνα! Κρατήσου! Είμαι κοντά σου! Μη φοβάσαι! - Μην την κουράζετε. Καθίστε μαζί της, αλλά μην την κουράζετε. Δύο μέρες και δύο νύχτες ο Σέβης καθότανε δίπλα στη Δαμάσκα και της κρατούσε το χέρι. - Μάνα, εδώ είμαι! Μη φοβάσαι! - Λέ-ο μου. Την τρίτη μέρα το πρωί, τελείωσε στην αγκαλιά του. Λίγο πιο μπροστά είχε ανοίξει λίγο τα μάτια της και σαν να αναδεύτηκε στα χείλια της μια σκιά χαμόγελου... 238
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Την ώρα που της έκλεινα τα μάτια, έλεγε αργότερα της Πέτρας, ένιωσα μέσα μου να κλείνει κι ένας μεγάλος λογαριασμός. Ήταν η μάνα μου. Το 'νιωθα να βγαίνει αυτό τελεσίδικα από μέσα μου. Ήμουν ένα κομμάτι από την ψυχή της. Ως τότε με βασάνιζε φριχτά αυτή η εκκρεμότητα. Σαν να μου λείπανε τα πόδια για να σταθώ σ' αυτόν το κόσμο. Και ξαφνικά, ηρέμησα. Η τρικυμία που είχα μέσα μου ξανάγινε γαλήνη. Ήταν εκείνο το μισάνοιχτο βλέμμα της πριν ξεψυχήσει που γέμισε γλύκα την ψυχή μου. Ήτανε σαν να μου χάρισε την τελευταία σταγόνα της αγάπης της. Όλες τις άλλες ημέρες νόμιζε πως ήμουν ο Λέος. Εκείνη τη στιγμή, είμαι σίγουρος πως με γνώρισε... Έχεις προσέξει, Πέτρα, πώς μπολιάζουν τα δέντρα; Θυμάμαι μικρός που παρακολουθούσα τον πατέρα μου. Χαράζουν τον κορμό του παλιού δέντρου σε σχήμα ταφ, χώνουν μέσα το μπόλι και το δένουν σφιχτά με χόρτο. Από 'κει μεγαλώνει ένα καινούργιο βλαστάρι. Το βλαστάρι αυτό ανήκει στο δέντρο. Κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Τρέφεται με τους χυμούς του, είναι προέκτασή του. Εγώ είμαι βλαστάρι της Δαμάσκας. Έκλεισε, σου λέω, ο λογαριασμός. Μόνο που το κατάλαβα αργά, γαμώ το! Τόσο αργά... - Αυτές είναι άγριες ιστορίες, Σέβη. Τις καταλαβαίνουν μόνο τα μεγάλα παιδιά. Θα μείνεις εδώ τώρα; - Ναι. Δε μου είναι εύκολο, αλλά θα μείνω. Εδώ είναι το σπίτι μου. Η Πέτρα χοροπηδούσε και χτυπούσε παλαμάκια. - Ζήτω! Ζήτω!... Ρε συ, Πεντέξ, πώς μπόρεσες, ρε συ, και με ξέχασες τόσα χρόνια; - Δε σε ξέχασα. - Γιατί δεν ήρθες να με βρεις σ' όλα τα δύσκολα που πέρασες; Γιατί μ' άφησες απ' έξω; 239
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Σε κρατούσα μέσα μου. Ένα κλειστό κουτάκι στην ψυχή μου όπου φύλαγα το διαμάντι μου. Μη με ρωτάς γιατί δεν ήρθα να σε βρω. Σ' όλη μου τη ζωή ήμουν ένας ναυαγός. Το μόνο που προσπαθούσα να ξεχωρίζω πάντα, ήταν μια σανίδα για να μη βουλιάξω. Τώρα που σε βρήκα, νιώθω σαν να μην είχαμε χαθεί ποτέ. Μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας από 'κει που την είχαμε αφήσει. Ξέρεις πόσο σημαντικό ειν' αυτό; Μ' ένα δύο ανθρώπους μπορεί κανείς να αιστάνεται έτσι. - Δεν είσαι ναυαγός, Πεντέξ. Μην το γυρίζεις στο μελό. Ένας εκδρομέας είσαι. Πρόσεξε: Όχι τουρίστας. Καμιά σχέση. Εκδρομέας! Έτσι θα 'σαι πάντα. Βλέπεις κατεβασμένη τη σκάλα του πλοίου και ορμάς. Φύγαμε, λες. Πού πάμε; Αδιάφορο. Στο παντού. Μαλάκα, Πεντέξ. Να 'ξερες πόσο σ' αγαπώ... - Άι πήδα μωρή... - Να και μια ενδιαφέρουσα προτροπή. Πότε πότε λες και κάτι ουσιαστικό. - Θα 'ρθεις να με βοηθήσεις να συμμαζέψουμε το σπίτι; - Αμέ; Και συ θα μου πλέξεις ένα καλαθάκι; - Τι να βάζεις, καλέ... Τα ραπτικά σου; - Αντε στο διάολο - έτσι; - Θα σου πλέξω μια καλαθούνα να μαζεύεις μέσα τα όνειρά σου. - Αρχίσαμε, Θέ μου! Τα όνειρά μου ηλίθιε, δε χωράνε στις καλαθούνες σου. Τα φτιάχνω για το κέφι μου, τα ξερογλείφω λίγο κι ύστερα τα χαρίζω στ' αστέρια. Τα όνειρά μου, για να ξέρεις, δεν τα εξαργυρώνω ποτέ. Τ' αφήνω ως έχουν. Για να μη χάσουν τη γεύση τους. - Κατάλαβα. Μια ύπαρξη χυμαδούρα στους αιθέρες. Κι 240
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
ύστερα λες για μένα. Ούι ουι, που έλεγε κι η μάνα μου. Θα πάψεις ποτέ, μωρή, να είσαι παιδί; - Όποιος μεγάλωσε, κι έπαψε να είναι μέσα του παιδί, τον έχω εφτά φορές χεσμένο. Αγκαλιάστηκαν και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Και περπάτησαν μαζί λίγες στιγμές σε κείνα τα όνειρα που δεν εξαργυρώνονται για να μη χάσουν τη γεύση τους. - Τι θα γίνει με μας, φίλε; της είπε ο Σέβης και της σήκωσε τα μαλλιά από το πρόσωπο. - Τι υπαινίσσεσαι... - Πώς θα το παλέψουμε λέω το ζήτημα, που είμαστε λίγο... εκτός. - Δεν είναι καλά; Δεν είμαστε εντάξει, ρε; Δεν πληρώνουμε το φόρο μας για τις επιλογές μας; Ακόμα έχεις τέτοιους προβληματισμούς; Μεγάλωσες, αγόρι μου! Κοψ' τη μαλακία. Εσύ, εγώ και κάμποσοι άλλοι, αρκετοί, μη νομίζεις, είμαστε από 'δω μεριά. Το παιχνίδι παίζεται απέναντι, αλλά δε μας αφορά. Αυτοί τρέχουν ως ξόανα και κυνηγιούνται, αυτό που τους απασχολεί είναι ποιος θα προλάβει να χώσει του άλλου την τρικλοποδιά. Εμείς τρέχουμε ως αερικά και κυνηγάμε τον ίσκιο μας, γιατί έτσι μας αρέσει. Υπάρχει διαφορά επί της ουσίας, όπως καταλαβαίνεις. Ακου να σου πω. Μπορεί πότε πότε να μπερδεύομαι, μπορεί να χάνω και τ' αβγά και τα καλάθια που λένε, αλλά έχω μέσα μου πέντε πράματα που δεν τα βάζω υποθήκη, δεν τα διαπραγματεύομαι. Γι' αυτό κάθομαι ξεκομμένη από το πλήθος. Φρουρώ τα πέντε πράγματά μου. Τώρα βέβαια, αυτή η στάση δε βολεύει καθόλου την πιάτσα. Αν ήταν όλοι σαν εμάς, ή έστω αν ήταν οι περισσότεροι, τότε θα πήγαινε κατά διαβόλου το οικοδόμημα που έχουν στήσει οι ανθρωπορουφήχτρες. Με 241
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
λίγα λόγια και χωρίς συναισθηματισμούς, αρνιόμαστε να παίξουμε στην πράσινη τσόχα τους, γιατί δεν καταδεχόμαστε να κρύψουμε άσους στο μανίκι μας. Αυτό είν' όλο. Σε ποιον αρέσουμε και σε ποιον δεν αρέσουμε, έπαψε προ πολλού να μ' απασχολεί. - Έτσι όμως, δε μας βγάζουν ποτέ χαρτί. Άρα μένουμε τελείως απέξω, άρα δεν απολαμβάνουμε τα αγαθά... - Μη χέσω! Έχουμε τα δικά μας αγαθά. Σ' αγαπώ. Μ' αγαπάς. Σε νιώθω. Με νιώθεις. Σε πονώ. Με πονάς. Σε στέργω. Με στέργεις. Σε χαϊδεύω. Με χαϊδεύεις. Τόσα ρήματα κατάδικά μας, ρε! Να τα κλίνουμε μια ζωή. Θέλεις άλλες αγαθούκλες απ' αυτές; Χαζός είσαι; Εγώ δεν το ψάχνω πια. Αφήνω τους άλλους να με ψάχνουν, και το διασκεδάζω. Ζω αυτό που είμαι. Φουμάρω τον δικό μου καπνό. Εγώ στρίβω, εγώ φουμάρω. Δε θέλω τα δικά τους τα χαρμάνια. Μου κάνουν φλέματα στην ψυχή. - Δημιουργούμε ένα γκέτο έτσι. Αυτό δεν είναι καλό. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να 'μαστε μαζί. Να παίζουμε το δικό μας παιχνίδι, αλλά όχι μακριά από τους άλλους. Έτσι θα μάθουν κάτι κι αυτοί. - Δε γίνεται, φίλε, αυτό. Ευλογημένο να 'ναι το γκέτο μας! Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες χωρίς καλά καλά να το πάρει είδηση. Εγώ δε γίνομαι ούτε δάσκαλος ούτε ιεραπόστολος. Να φάει όποιος θέλει μόνος του τα συκώτια του και να φτάσει εκεί που έφτασα κι εγώ. - Πρέπει να 'χεις παλούκι στον κώλο για να φτάσεις εκεί. Αυτοί είναι δρόμοι της πίκρας. Δε σηκώνεται κάποιος από την ωραία του βολή, για να παρασταίνει στα βουνά το μοναχικό λύκο. Έτσι γίνονται αυτά; - Κι εμένα τι με νοιάζει; 242
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Είσαι απόλυτη, γαμώ το! Εγώ δεν μπορώ να μη νοιάζομαι για τους άλλους. - Το μόνο που κερδίζεις, είναι να κάνεις άσκοπους σταθμούς. Προχώρα, μανάρι μου, και μη φλυαρείς. Αυτοί που δεν μπορούν να σ' ακολουθήσουν, είναι μάταιο να προσπαθήσεις να τους πείσεις. Κι αν υποκριθούν μια στιγμή πως σε κατάλαβαν, αυτοί είναι που θα σ' τη φέρουν χειρότερα. Μην αναλώνεσαι, φιλάρα! Να δίνεσαι, αλλά να μη σκορπιέσαι. Βλέπεις εμένα; Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα γιατί κουβαλάω μια διαφορετικότητα. Ξέρεις τι πάει να πει αυτό, ε; Μόνη εγώ κι όλοι οι άλλοι εναντίον μου. Δεν υπάρχει έλεος για μένα, δεν υπάρχει δεδικασμένο. Μονάχη εγώ, η στραβιά, η λάθος από γεννησιμιού μου, έπρεπε να βρω ένα μονοπάτι να πορευτώ. Κι είπα, όχι. Όχι, ρε πούστηδες! Δε θα πέσω στο λάκκο που μου ετοιμάσατε! Είμ' εγώ. Η Πέτρα. Σ' όποιον αρέσω. Και τα κατάφερα. Έσκαψα με τα δόντια μου και φυτεύτηκα, εκεί που κανείς δε μου παραχωρούσε μια σπιθαμή γης. Αυτό έκανες βέβαια κι εσύ, αλλά από άλλους δρόμους. - ... Ξέρεις τι σκέφτηκα; Τώρα μου 'ρθε που μ' έφτιαξες και μου φούσκωσες τα μυαλά με τις κουβέντες σου. - Ωχ! Μπαίνουμε στις ονειρώξεις... Λέγε. - Θέλω πάλι να πετάξω. Να ξαναγίνω πρωταθλητής. - Και δεν πετάς; Αμα κεφάρεις, καν' τηνα... - Πάμε να πιούμε; Κερνάω. Πήγαν σ' ένα μπαράκι κι ήπιαν τόσο, μέχρι που έβλεπαν τ' απάνω κάτω. - Εβίβα, Ευσέβιε! - Ναστράβα, Πέτρα! Απόψε θέλω να φτύσω όλα τα κουκούτσια της ψυχής μου. 243
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Γεια σου, φιλάρα! - Γεια σου και σένα! Στη φιλία μας! - Στην αγάπη μας. - Στα ταξίδια μας. - Στα ντέρτια μας. - Στις ραγισματιές της ψυχής μας. - Στις λιακάδες των ονείρων μας. - Στην πολύτιμη προσωπική μας μαλακία. Γελούσαν δυνατά, αγκαλιάζονταν, χτυπούσαν τα ποτήρια τους, δάκρυζαν... - Τώρα εμείς, να πούμε... Ποιοι είμαστε; Γιατί κάνουμε αυτές τις κόντρες; Σε ποιον τις κάνουμε... - Στον ίσκιο μας, υποθέτω. Σε ποιον άλλον, ηλίθιε! - Όχι, ρε, στον ίσκιο μας. Στην ύπαρξή μας. Στο είναι μας. Τον ίσκιο τον έχουμε αφήσει απέξω να κρατάει τσίλιες. - Του 'χεις εμπιστοσύνη πως δε θα μας τη φέρει κι αυτός κάποτε; Και δ ω σ ' του πάλι τ' αγκαλιάσματα και τα γέλια κι οι εβίβες. - Ει, φίλε... Εδώ είμαι. Πού ταξιδεύεις; - Σ' αυτό που σου είπα πριν. Θέλω να πετάξω. Όχι ακόμα όμως. Δεν είμαι έτοιμος. Πρέπει να βρω χρήματα ν' αγοράσω τα εξαρτήματα. - Ό,τι πεις. Θα τσοντάρω κι εγώ. Αυτή τη φορά δε θα με βγάλεις απέξω. Βίρα τις άγκυρες! Μη χασομεράς...
244
Πέρασε κάμποσος καιρός... Ο Σέβης ζούσε στο πατρικό του, έπλεκε καλάθια και καλλιεργούσε στον κήπο λαχανικά που τα πουλούσε σ' έναν πάγκο στον κεντρικό δρόμο. Τα περισσότερα βράδια κλεινότανε μέσα και διάβαζε. Κάπου κάπου, έβγαιναν έξω με την Πέτρα και τα 'πιναν. - Τι μελετάς, ρε, πάλι; - Μελετώ τα λεπιδόπτερα! Καλά, τα 'χω παίξει σου λέω... Θέλεις να σου μιλήσω για τις πεταλούδες; - Κατ' αρχάς θέλω να μου πεις πώς πάνε οι οικολογικές σου καλλιέργειες. Κι αν βγαίνει κατιτίς από 'κει, για ν' αγοράσουμε γρήγορα τα φτερά. Μετά θα το ρίξουμε στη μαλακία. - Καλά πάνε. Βρήκα κάποιον στη Λέσχη που πουλάει τα φτερά του. Είναι λίγο μεταχειρισμένα αλλά σε πολύ καλή τιμή. - Πότε τ' αποκτάμε; - Ως το τέλος του μήνα... - Ποιο τέλος του μήνα... Την άλλη εβδομάδα. Θα σου συμπληρώσω εγώ. - Όχι, Πέτρα. Δεν δέχομαι. - Σκάσε και προχώρα. Μπορούμε τώρα να μαλακιστούμε εν πλήρει ανέσει. Μίλησέ μου για τις πεταλούδες. 245
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
- Λοιπόν... Άκου ονόματα, φίλε, να πορωθείς. Δαναΐς η Χρυσίπους! Η νύμφη με τα χρυσά πόδια. Αγλαΐς. Η πεταλούδα με το θυρεό της χελώνας. Τελιγόνη. Εσπερία. Σατούρνια. Ζέφυρος της Συμίδας. Γαλάζιος Άδωνις. Δεν τρελαίνεσαι; - Καλέ, πού τα βρήκες; - Στα βιβλία τα βρήκα. Θα διαβάσω τα πάντα για τις πεταλούδες. Ύστερα θα μαζέψω όλα τα είδη και θα κάνω μια συλλογή. - Μπα σε καλό μου! Με βλέπω την άνοιξη με μιαν απόχη να τριγυρνώ στα οικόπεδα... Και μη χειρότερα, Χριστέ μου! - Ξέρεις, ε; Τα ωραιότερα χρώματα στα φτερά τους δημιουργούνται από πολύπλοκα οπτικά φαινόμενα που οφείλονται στις διαθλάσεις και στις αντανακλάσεις του ηλιακού φωτός πάνω στα λέπιδα. Κοινώς, παίζει ο ήλιος μαζί τους. - Τελμπεχανάς κι αυτός σαν εσένα, με τα λέπιδα ασχολείται. Τι περιμένεις... Δεν παίζει μόνο με τις πεταλούδες σου, ηλίθιε! Μ' όλη τη φύση παίζει. - Τίποτα δεν είναι ομορφότερο στη φύση από τις πεταλούδες. Άκου κι άλλα. Γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί μπορούν να βλέπουν μερικά σχέδια μυστικά πάνω τους που το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να τα διακρίνει. Το ξέρεις πως έχουν μάτια και στα φτερά; Πολλές απ' αυτές είναι ερμαφρόδιτες. Διπλευρικά γυνανδρόμορφα ονομάζονται. - Τι λες παιδάκι μου! Δικές μας δηλαδή... Του συλλόγου. Πώς την είπες αυτή με τα χρυσά πόδια; - Δαναΐς η Χρυσίπους. - Αυτή! Αυτή γουστάρω εγώ. Σέβη σταμάτα, μη με παραμυθιάζεις, αγοράκι μου. Αρκετά έχω στο κεφάλι μου. - Τι σε νοιάζει; Εγώ είμαι δίπλα σου. Και βλέπω πάνω 246
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
σου τα χρώματα, που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν με τα μάτια τους. Έτσι σ' αναγνωρίζω. - Θέλεις να πεις, από το χρώμα της ψυχής μου... - ...Πέτρα, δε γίνεται αλλιώς. Πρέπει να πετάξω. Τελικά, αυτό είναι πάντα το μεγάλο μου όνειρο... - Και... τι χρώμα έχει τ' όνειρό σου; Μπορείς να μου πεις; - ...Όχι! Το βλέπω καθαρά μέσα μου αυτό το χρώμα, αλλά δεν μπορώ να το καθορίσω. - Σκούρο γαλάζιο ίσως; - Όχι όχι... - Γαλαζοπράσινο; - Ούτε. Κάτι παρόμοιο, αλλά όχι ακριβώς αυτό. - ...Ένα βαθύ μοβ... Προς το μολυβί; - Ίσως... Ένα βαθύ μοβ... Προς το μολυβί! Αμάν αμάν καρδούλα μου! Τ αγκάθια που σε ρήμαξαν, ήταν αυτά που προσπάθησες να τους μάθεις να διακρίνουν τα χρώματα πάνω στα φτερά σου. Το τριανταφυλλί του έρωτα. Το σμαραγδί του ονείρου. Το χρυσαφί του χαμόγελου. Το βυσσινί της πίκρας. Το σταχτί της ερημιάς. Το γαλάζιο των ματιών εκείνης της βαρκάρισσας στη Μεγάλη Πρέσπα... Σέρτικος που είναι ο κόσμος, βρε καρδούλα μου... Σέρτικος και γλυκόπιοτος. Και σκούρος μοβ... Προς το μολυβί... Νοέμβρης... Οι οξιές στο Νυμφαίο ήταν πάλι χρυσοκόκκινες. Κάτι μεγάλα δέντρα, φορτωμένα δειλινό. 247
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Οι «αϊτοί» είχαν φτάσει στην κορφή του βουνού από νωρίς κι ετοιμαζόντανε για το πρωτάθλημα. Περίμεναν να φυσήξει το αεράκι για να ξεκινήσουν. Κάτω οι λίμνες, η Ζάζαρη κι η Ρακίτας, ονειρεύονταν... Ο Σέβης είχε πάρει μαζί του και την Πέτρα. - Φοβάσαι, φιλάρα; Γιατί είσαι τόσο ωχρός; - Όχι και φοβάμαι... - Τι σκέφτεσαι, Πέτρα; - Προσπαθώ να θυμηθώ πώς τη λένε εκείνη την πεταλούδα που τα πόδια της είναι χρυσαφιά και τα φτερά της έχουν καφετιές μεγάλες βούλες... Όπως τώρα τα δικά σου. Χαμογέλασε ο Σέβης. - Δαναΐς η Χρυσίπους. - Μπράβο! Δαναΐς η Χρυσίπους! Πανέμορφο όνομα. Είναι κι αυτή όπως κάτι άλλες που μου 'λεγες, θηλυκό κι αρσενικό μαζί; - Δε θυμάμαι. Όταν θα γυρίσουμε στην Αθήνα θα διαβάσω και θα σου πω. Θα σου βρω και μια, να σου την κάνω δώρο. - Όχι, όχι, να μου λείπει! Εγώ είμαι ένας απλός θεατής της ψωνάρας σου; μωρό μου. Δε θέλω να με βάλεις στο παιχνίδι. - Λες να τα καταφέρω; - Ασφαλώς, ηλίθιε! Αφού εκεί πάνω είναι ο δικός σου βιότοπος. - Κοίτα... Μόνο όταν βρεθώ εκεί θα σβήσουν όλες οι άσκημες ημέρες που έζησα. Μόνο από 'κει μπορώ να στείλω χαιρετίσματα στον Ναζή. - Εμένα τι θα μου στείλεις, ρε; 248
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
- Θα σου στείλω... ένα πελώριο φιλί. - Πεντέξ! Πεντέξ! Σε φωνάζουν! Τρέχα! - 5, 4, 3, 2, 1, φύγε! φώναξε δυνατά ο εκπαιδευτής. Φρρρρστ! Κι έφυγε ο Σέβης. Άπλωσε τα φτερά του και ανέβηκε στον ουρανό. - Γεια, Πεντέξ! Γειαααα! «Αγόρι μου!» μουρμούριζε. «Αγόρι μου! Πόσο σ' αγαπώ!» Κι έπινε συνέχεια νερό από ένα θερμός που κρατούσε γιατί νόμιζε πως κάθε στιγμή θα λιποθυμήσει. - Έχει πείρα. Είναι ο παλιότερος, είπε ο εκπαιδευτής. Έχει πείρα, αλλά δεν υπακούει. Ρισκάρει πάντα. Έτσι έκανε και στις δοκιμές. Ρισκάρει πολύ. Σέβη, γύρνα αμέσως στον τόπο προσγειώσεως! Μ' ακούς; Γύρνα αμέσως! Μ' ακούς, Σέβη; - Γιατί δεν ακούει; Δεν τον διακρίνω πουθενά! έλεγε η Πέτρα κι έπινε νερό. - Ή τρελάθηκε ο μαλάκας, ή έχει πάθει ζημιά! Δεν έχει κανέναν έλεγχο... Σέβη! Μ' ακούς, γαμώ το Χριστό μου; Σέβη! Σέβη! - Σέβη! Σέβη! Ο Σέβης άρχισε να πέφτει γρήγορα προς τη μεριά της Ρακίτας, σαν αστέρι που χύνεται μια καλοκαιριάτικη νύχτα... Κάτι γκρίζες αγριόπαπιες σηκώθηκαν σμάρι από τη λίμνη. Και πέταξαν τρομαγμένες προς τη στεριά. Όπως έτρεχαν με το αυτοκίνητο και κατέβαιναν από το βουνό, μόλις τέλειωσαν οι στροφές, η Πέτρα άνοιξε μια στιγμή τα μάτια της και κοίταξε τα νερά της Ρακίτας. «Θε 249
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
μου!» σκέφτηκε. «Είναι βαθύ μοβ! Βαθύ μοβ... Προς το μολυβί...» Νοέμβρης. Το αεράκι κρατούσε στη χούφτα του ένα φιλί κι έτρεχε σαν παλαβό στις πλαγιές του Νυμφαίου. Ανέβηκε ψηλά και το κρέμασε στα κίτρινα φύλλα μιας οξιάς. Ύστερα το πήρε και το κύλησε στα σκίνα και στις μυρτιές. Και το ξαναπήρε και το 'κρυψε μέσα στο δάκρυ ενός νάρκισσου. Ένα πελώριο, χρυσαφί φιλί.
250
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ! ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ LΕGΑΤΟ Ε.Π.Ε. Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Χ. & Γ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ - Δ. ΣΙΤΑΡΑ Η ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΚΗ ΜΠΑΣΤΑ Η ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΛΕΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΛΛΥ ΜΑΤΑΘΙΑ-ΚΟΒΟ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1995 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμότανε πάνω της και νανούριζε τους πόθους της. Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς. Ήταν η φτερούγα από τ' όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού. Ήταν ο αναστεναγμός από τον ξεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν. Ήταν οι κόμποι από το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν. Ήταν η αναπνοή του Λέου που τρεμόπαιζε στα φτερά της άσπρης πεταλούδας και δεν την άφηνε να αποκοιμηθεί. Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας. Ήταν όλ' αυτά ανακατωμένα. Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει... Και προς τι;