KURT VONNEGUT, JR.
01 ΣΕΙΡΗΝΕΣ TOY ΤΙΤΑΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΝΑ ΛΩΜΗ
ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ / ΜΕΔΟΥΣΑ
ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ:
THE SI...
161 downloads
759 Views
12MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
KURT VONNEGUT, JR.
01 ΣΕΙΡΗΝΕΣ TOY ΤΙΤΑΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΝΑ ΛΩΜΗ
ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ / ΜΕΔΟΥΣΑ
ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ:
THE SIRENS OF TITAN ΔΙΟΡΘΩΣΗ:
ΟΡΕΠΗΣ ΣΧίΝΑΣ
© 1959 KURT VONNEQUT, JR. © 1991 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΔΟΥΣΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
δυο λόγια για τον συγγραφέα Ο Κουρτ Βόνεγκατ γεννήθηκε το 1922 στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ, από οικογένεια αρχιτεκτόνων. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τενεσή βιοχημεία και στο Σικάγο ανθρωπολογία, κι άρχισε να γράφει διηγήματα για περιοδικά από το 1950, ε.φ. και μη. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το δυστοπικό Ο Πιανίστας {1952, Κάκτος 1978), όπου μ£ ειρωνικό τρόπο και περιστασιακές δόσεις μαύρου χιούμορ περιγράφει το μαρασμό του ανθρώπινου σκοπού και την έκπτωση της ποιότητας ζωής λόγω της προοδευτικής ανάθεσης όλων των ενεργειών και των αποφάσεων στις μηχανές. Το επόμενο βιβλίο του ήταν Οι Σειρήνες τον Τιτάνα (1959), που, αν και επαινέθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς και εξακολουθεί να κατέχει μια θέση ανάμεσα στα κλασικά μυθιστορήματα της ε.φ., δεν κατάφερε να κερδίσει το Χιούγκο εκείνη τη χρονιά. Από την εμπειρία του όταν ήταν αιχμάλωτος στη Δρέσδη, κατά το βομβαρδισμό της πόλης στο τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, έγραψε το Σφαγείο No 5 (1969, Κάκτος 1978). Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε και στον κινηματο- · γράφο το 1971 με τον ίδιο τίτλο, από τον Τζωρτζ Ρόυ Χιλ, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Εδώ εμφανίζονται πάλι οι εξωγήινοι από τον Τραλφαμαδόρ, μια από τις ιδέες που χρησιμοποιεί σνχνά στα βιβλία του. Πολλοί από τους χαρακτήρες του επίσης κινούνται από το ένα βιβλίο στο άλλο, όπως ο Κίλγκορ Τράουτ, ένας φτωχός, κακόμοιρος επαρχιακός δημοσιογράφος που τις ελεύθερες ώρες του γράφει τόνους ε.φ., αλλά παραμένει άγνωστος, αφενός γιατί τα βιβλία του είναι απαίσια γραμμένα και αφετέρου γιατί διανέμονται μόνο σε πορνο-βιβλιοπωλεία. Ο Βόνεγκατ χρησιμοποιεί τη σάτιρα όχι για να επικρίνει συγκεκριμένα πρόσωπα ή θεσμούς που τον βρίσκουν αντί-
θετο, αλλά, αρνούμενος να ρίξει τις ευθύνες σε αποδιοπομπαίους τράγους, μεταδίδει μια συμπόνοια για τη δυσχερή θέση του ανθρώπου είδους* δεν φαίνεται να διακρίνει άλλη λύση από την υιοθέτηση τραγελαφικά ανορθόδοξων ενεργειών και πιστεύω. Έτσι, στη Φωλιά της Γάτας Γνώση 1982) περιγράφει την αντιπαράθεση δυο διαφορετικών φιλοσοφιών: από τη μια τη στενή επιστημονική αντίληψη του Φέλιξ Χένικερ, ενός από τους πατέρες της ατομικής βόμβας και εφευρέτη ενός νέου τελειωτικά καταστροφικού όπλου, και από την άλλη τη μυθολογία του Μπόκονον, ενός πολέμιου του ορθολογισμού, εφευρέτη μιας θρησκείας αποτελούμενης από ξεδιάντροπα ψέματα, που προστατεύουν τους πιστούς της από τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Ένα από τα λίγα βιβλία όπου το τέλος του κόσμου δεν αποτρέπεται την τελευταία στιγμή. Ακολούθησαν τα Breakfast of Champions (1973) και το Slapstick; or, Lonesome No More! (1976) που μεταφέρθηκε το 1982 στον κινηματογράφο (στην Ελλάδα ήρθε με τον τίτλο Πρωταθλητές της Καρπαζιάς) από τον Στήβεν Πωλ, με τον Τζέρυ Λιούις, την Μαντλέν Καν και τον Μάρτιν Φέλντμαν. Άλλα του μυθιστορήματα είναι το Jailbird (1979), Deadeye Dick (1982) και Galapagos (1985) ενώ τα διηγήματά του υπάρχουν στη συλλογή Welcome to the Monkey House (1968). Έχει γράψει επίσης και μυθιστορήματα συμβατικής λογοτεχνίας, όπως το Μητέρα Νύχτα (1961, Γνώση 1984) και το God Bless You, Mr. Rosewater {1965), καθώς και το QzaxQiw Happy Birthday, Wanda June (1961), 0 ίδιος αρνείται να βάλει την ταμπέλα «Ε.Φ.» στα βιβλία του, που βρίσκονται πια στα ράφια της «σύγχρονης λογοτεχνίας» των βιβλιοπωλείων και διαβάζονται στα κολέγια των ΗΠΑ. Είναι πια ένας επιτυχημένος συγγραφέας, «ένας από τους καλύτερους εν ζωή συγγραφείς», κατά τον Γκράχαμ Γκρην, και παρ' όλο που οι κριτικοί δεν είναι πάντα τόσο καλοί με τα καινούρια του βιβλία, έχει εξασφαλισμένες πωλήσεις. Έχει σταματήσει να γράφει διηγήματα, και το εισόδημά του του παρέχει την άνεση να γράφει ένα μυθιστόρημα κάθε δυο χρόνια. Τελικά, ό,τι είδος λογοτεχνίας και να υποστηρίζει πως γράφει, το ενδιαφέρον του για την ανθρωπότητα και τα πιο ατελή της άτομα διατρέχει όλο του το έργο. Δ.Α.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΜΕΤΑΞΥ ΧΡΟΙΆΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟΥ ... 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΨΙΧΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΗΚΗ
43
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
01 ΠΡΟΝΟΜΙΟΎΧΕς ΤΗΓΑΝΊΤΕς
61
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΠΑΝΤΟΥ ΠΑΡΑΒΑΝ
90
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΗΡΩΑ
98
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΛΙΠΟΤΆΚΤΗς ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΠΟΛΕΜΟΥ .... 123 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η ΝΙΚΗ
151
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Σ' ΕΝΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ
168
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η ΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ
179
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 10
ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
196
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 11
ΜΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΛΑΧΙΑ ΚΟΝΣΤΑΝΤ ΓΙΑΤΙ
228
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 12
Ο ΚΑΛΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΑΠ' ΤΟΝ ΤΡΑΛΦΑΜΑΔΟΡ ....,
238
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝΥ
271
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΜΕΤΑΞΥ ΧΡΟΙΆΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟΥ
«Φαντάζομαι ότι κάποιος εκεί ψηλά με συμπαθεί». - ΜΑΑΑΧΙΑΣ ΚΟΝΣΤΑΝΤ
Τώρα ο καθένας ξέρει πώς να βρίσκει το νόημα της ζωής μέσα του. Η ανθρωπότητα όμως δεν ήταν πάντα τόσο τυχερή. Εδώ και λιγότερο από ϊναν αιώνα οι άνθρωποι δεν είχαν τόσο εύκολη πρόσβαση στα εσωτερικά τους σταυρόλεξα. Δεν ήξεραν να ονομάσουν ούτε μία από τις πενήντα τρεις πύλες της ψυχής. Οι ψευτοθρησκείες έκαναν χρυσές δουλειές. Η ανθρωπότητα, αγνοώντας τις αλήθειες που κρύβονται μέσα στον κάθε άνθρωπο, κοίταζε προς τα έξω - όλο και πιο έξω. Αυτό που ήλπιζε να μάθει η ανθρωπότητα σ' αυτή την εξωτερική της προώθηση ήταν ποιος πραγματικά ήταν υπεύθυνος για όλη την πλάση και γενικά τι νόημα είχε η όλη υπόθεση. Η ανθρωπότητα έστειλε τους πιο προωθημένους πράκτορές της όσο μπορούσε πιο μακριά. Κάποια στιγμή τους εκτόξευσε και στο διάστημα, σ' αυτή την άχρωμη, άγευστη και χωρίς βαρύτητα θάλασσα της αχανούς εσωτερικότητας. Τους εκτόξευσε σαν λιθάρια. Αυτοί οι ατυχείς πράκτορες βρήκαν κάτι που είχε βρεθεί ήδη εν αφθονία στη Γη - ένα εφιαλτικό και αχανές κενό νοήματος. Τα χαρακτηριστικά του διαστήματος.
της άπειρης εξωτερικότητας, ήταν τρία: ψεύτικος ηρωισμός, φτηνή κωμωδία και άχρηστος θάνατος. Η εξωτερικότητα έχασε επιτέλους τα φανταστικά θέλγητράτης. Μόνον η εσωτερικότητα παρέμενε ανεξερεύνητη. Μόνον η ανθρώπινη ψυχή παρέμενε terra incognita. Αυτή ήταν η αρχή της καλοσύνης και της σοφίας. Πώς ήταν άραγε οι άνθρωποι την παλιότερη εποχή, τότε που οι ψυχές τους δεν είχαν ακόμη εξερευνηθεί; Η παρακάτω ιστορία είναι αληθινή και προέρχεται από την Εφιαλτική Εποχή, που πέφτει περίπου ανάμεσα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στο τρίτο Κραχ. Υπήρχε ένα πλήθος. Αυτό το πλήθος είχε μαζευτεί γιατί θα γινόταν μια υλοποίηση. Ένας άντρας με το σκύλο του θα υλοποιούνταν, θα εμφανίζονταν έτσι εκ του μηδενός μέσα στο χώρο - στην αρχή σαν ομίχλη και μετά τόσο στέρεοι όσο κι οποιοσδήποτε άλλος ζωντανός άνθρωπος και σκύλος. Το πλήθος δεν θα έβλεπε την υλοποίηση. Η υλοποίηση ήταν μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση σε ιδιωτικό χώρο, και το πλήθος δεν είχε κατά κανένα τρόπο προσκληθεί να την απολαύσει. Η υλοποίηση θα γινόταν σαν ένας σύγχρονος και πολιτισμένος απαγχονισμός, μέσα σ' ένα χώρο περιτριγυρισμένο από ψηλούς, απρόσιτους και φρουρούμενους τοίχους. Και το πλήθος έξω από τους τοίχους ήταν πολύ παρόμοιο με οποιοδήποτε πλήθος που περιμένει να. δει έναν απαγχονισμό. Το πλήθος ήξερε ότι δεν θα έβλεπε τίποτε κι ωστόσο έβρισκε κάποια ευχαρίστηση να βρίσκεται κοντά, να κοιτάζει το λευκό τοίχο και να φαντάζεται το τι γινόταν μέσα. Το μυστήριο της υλοποίησης, όπως και το μυστήριο Χον απαγχονισμού, τονιζόταν ακόμη πιο πολύ από τον τοίχο. Γινόταν πορνογραφικό χάρη στα σλάιντς της αρρωστημένης φαντασίας - αυτά που το πλήθος προβάλλει πάνω στους λευκούς πέτρινους τοίχους. Αυτά συνέβαιναν στο Νιούπορτ, Ροντ Άιλαντ, ΗΠΑ, Γη, Ηλιακό Σύστημα, Γαλαξίας. Οι τοίχοι ανήκαν στο κτήμα Ράμφουρντ. 10
Δέκα λεπτά πριν λάβει χώρα η υλοποίηση, η αστυνομία διέδωσε τη φήμη ότι η υλοποίηση είχε συμβεί πρόωρα, έξω από τον περίβολο, και ότι κάποιος είχε δει καθαρά τον άνθρωπο και το σκύλο του δυο τετράγωνα πιο κάτω. Το πλήθος απομακρύνθηκε τρέχοντας για να δει το θαύμα στη διασταύρωση. Το πλήθος τρελαινόταν για θαύματα. Πίσω-πίσω, στην ουρά του πλήθους, πήγαινε μια γυναίκα που ζύγιζε εκατόν πενήντα κιλά. Είχε βρογχοκήλη, ένα καραμελωμένο μήλο στο ένα χέρι και ένα γκρίζο εξάχρονο κοριτσάκι στο άλλο. Κρατούσε το κοριτσάκι από το χέρι και το κουνούσε πέρα-δώθε σαν γιο-γιο. «Γουάντα Τζουν», της είπε, «αν συνεχίσεις να φέρεσαι έτσι δεν θα σε ξαναπάρω ποτέ σε υλοποίηση». Οι υλοποιήσεις συνέβαιναν κάθε πενήντα εννέα μέρες επί εννέα χρόνια. Οι πιο μορφωμένοι και αξιόπιστοι άνθρωποι του κόσμου είχαν εκλιπαρήσει γονατιστοί να τους δοθεί το προνόμιο να παρακολουθήσουν μια υλοποίηση. Όπως και να διατύπωναν το αίτημά τους οι επιφανείς αυτοί άντρες, η απάντηση που έπαιρναν ήταν αρνητική. Η αρνητική αυτή απάντηση ήταν πάντα η ίδια, γραμμένη από το χέρι της ιδιαιτέρας της κας Ράμφουρντ. Η χα Γονινστον Νάιλς Ράμφονρντ με επιφόρτισε να σας πληροφορήσω ότι δεν είναι σε θέση να σας παραχωρήσει την πρόσκληση που ζητάτε. Είναι βέβαιη ότι θα κατανοήσετε τα αισθήματα της σχετικά με την υπόθεση αυτή και το γεγονός ότι το φαινόμενο που επιθυμείτε να εξερευνήσετε είναι ένα τραγικό οικογενειακό γεγονός και ως εκ τούτου δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας για ξένα πρόσωπα, όσο υψηλά κίνητρα και αν έχει η περιέργειά τους. Η κα Ράμφουρντ και το προσωπικό της δεν απαντούσαν σε κανένα από τις δεκάδες χιλιάδες ερωτήματα που τους έθεταν σχετικά με τις υλοποιήσεις. Η κα Ράμφουρντ δεν θεωρούσε ότι όφειλε πολλά στον κόσμο, από την άποψη της πληροφόρησης. Εκτελούσε την ανυπολόγιστα μικρή υποχρέωσή της αυτή συντάσσοντας μία αναφορά είκοσι τέσσερις ώρες μετά από κάθε υλοποίη11
ση. Η αναφορά της δεν ξεπερνούσε ποτέ τις εκατό λέξεις. Ο μπάτλερ της την τοιχοκολλούσε σε μια γυάλινη θήκη, στερεωμένη στον τοίχο, δίπλα στη μοναδική είσοδο της ιδιοκτησίας. Η μοναδική είσοδος της ιδιοκτησίας ήταν μια μικρή πόρτα στο δυτικό μανδρότοιχο, μια πόρτα που θύμιζε την Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων. Το ύψος της ήταν μόλις ένα κάι σαράντα. Ήταν φτιαγμένη από σίδερο κι έκλεινε με μια τεράστια κλειδαριά Γέηλ. Οι μεγάλες πύλες της ιδιοκτησίας ήταν χτισμένες με τούβλα. Οι αναφορές που έκαναν την εμφάνιση τους μέσα στη γυάλινη θήκη δίπλα στο σιδερένιο πορτάκι ήταν κατά κανόνα ψυχρές και οργισμένες. Οι πληροφορίες που περιείχαν απογοήτευαν οποιονδήποτε διέθετε και την παραμικρή ρανίδα περιέργειας. Έλεγαν την ακριβή ώρα που είχε υλοποιηθεί ο σύζυγος της κας Ράμφουρντ, ο Γουίνστον, μαζί με το σκύλο του τον Καζάκ, καθώς και την ακριβή ώρα της εξαΰλωσης τους. Η κατάσταση της υγείας του άντρα και του σκύλου του χαρακτηριζόταν μονίμως σαν καλή. Οι αναφορές ^ άφηναν να εννοηθεί ότι ο σύζυγος της κας Ράμφουρντ ήταν σε θέση να βλέπει καθαρά το παρελθόν και το μ^λον, παρέλειπαν όμως να δίνουν παραδείγματα των θεαμάτων που έβλεπε και προς τις δύο κατευθύνσεις. Τώρα το πλήθος είχε σκόπιμα παραπλανηθεί προκειμένου να απομακρυνθεί από το κτήμα και να διευκολύνει έτσι την άφιξη μιας νοικιασμένης λιμουζίνας στη μικρή σιδερένια πόρτα του δυτικού τοίχου. Ένας λεπτός άντρας με ντύσιμο Εδουαρδιανού δανδή βγήκε από τη λιμουζίνα και έδειξε ένα χαρτί στον αστυνομικό που φύλαγε την πόρτα. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο πίσω από σκούρα γυαλιά και μια ψεύτικη γενειάδα. Ο αστυνομικός έγνεψε καταφατικά και ο άνδρας ξεκλείδωσε μόνος του την πόρτα με ένα κλειδί που έβγαλε από την τσέπη του. Χώθηκε βιαστικά μέσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα με πάταγο. Η λιμουζίνα απομακρύνθηκε. Προσοχή στο σκύλο! έλεγε μια πινακίδα πάνω από τη 12
μικρή σιδερένια πόρτα. Οι φλόγες του καλοκαιριάτικου ηλιοβασιλέματος τρεμόπαιξαν ανάμεσα στις κοφτερές μύτες των σπασμένων γυαλιών που ήταν χτισμένα μέσα σε τσιμέντο στην κορυφή του τοίχου. Ο άντρας που ξεκλείδωσε μόνος του την πόρτα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που προσκλήθηκε ποτέ από την κα Ράμφουρντ σε μια υλοποίηση. Δεν ήταν κανένας μεγάλος επιστήμονας. Ούτε καν μέτρια μόρφωση δεν είχε. Το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια τον είχε διώξει στη μέση του πρώτου του έτους. Ήταν ο Μαλαχίας Κόνσταντ από το Χόλυγουντ, Καλιφόρνια, ο πιο πλούσιος Αμερικανός - διάσημος για τις ασωτείες του. Προσοχή στο σκύλοί έλεγε η πινακίδα στη μικρή σιδερένια πόρτα. Μέσα όμως από τον τοίχο δεν υπήρχε παρά ένας σκελετός σκύλου. Φορούσε ένα σαδιστικό περιλαίμιο με αιχμές που ήταν στερεωμένο με αλυσίδα στον τοίχο. Ήταν ο σκελετός ενός πολύ μεγάλου σκύλου - ενός μάστιφ. Τα μακριά του δόντια έκλειναν απειλητικά. Το κρανίο και τα σαγόνια του σχημάτιζαν ένα έξυπνα μονταρισμένο και ακίνδυνο μοντέλο μηχανήματος για το αποτελεσματικό ξέσχισμα της σάρκας. Τα σαγόνια κλείνουν έτσι - κλακ. Εδώ ήταν τα ζωηρά μάτια, εκεί τα ευαίσθητα αυτιά, εκεί τα καχύποπτα ρουθούνια, εκεί ο σαρκοφάγος εγκέφαλος. Οι δέσμες των μυών που άλλοτε στερεώνονταν εδώ κι εδώ, ένωναν έτσι τα δόντια πάνω στη σάρκα και - κλακ. Ο σκελετός ήταν συμβολικός - μια απομίμηση, μια παρομοίωση, τοποθετημένη εδώ από μια γυναίκα που δεν μιλούσε σχεδόν σε κανέναν. Ποτέ δεν είχε υπάρξει κανένας σκύλος που να είχε πεθάνει στο πόστο του, δίπλα στον τοίχο. Η κα Ράμφουρντ είχε αγοράσει τα κόκαλα από έναν κτηνίατρο, τα είχε δώσει να τα ασπρίσουν, να τα βερνικώσουν και να τα συναρμολογήσουν. Ο σκελετός αυτός ήταν ένας από τα πολλά πικρά και κρυπτικά σχόλια της κας Ράμφουρντ πάνω στα άσχημα παιχνίδια που της είχε παίξει ο χρόνος και ο άντρας της. Η κα Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ διέθετε δεκαεπτά εκατομμύρια δολάρια. Η κα Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ διέθετε την υψη^τερη κοινωνική θέση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η κα Γουίνστον Νάιλς Ράμ1:3
φουρντ ήταν υγιής, όμορφη και ταλαντούχος. Το ταλέντο της ήταν ποιητικό. Είχε δημοσιεύσει ανωνύμως μια μικρή ποιητική συλλογή με τίτλο Μεταξύ Χροιάς και Χρυσανθέμου, η οποία και έτυχε ευνοϊκής υποδοχής. Ο τίτλος όφειλε την ύπαρξή του στο γεγονός ότι στα πολύ μικρά λεξικά όλες οι λέξεις μεταξύ χροιάς mi χρυσανθέμου έχουν να κάνουν με το χρόνο. Όσο προικισμένη κι αν ήταν όμως, από πάσης απόψεως, η κα Ράμφουρντ εξακολουθούσε να κάνει αλλόκοτα πράγματα, όπως να δένει το σκελετό του σκύλου στον τοίχο, να χτίζει τις πύλες του κτήματος και να αφήνει τους φημισμένους και καλοσχεδιασμένους κήπους του να μεταβάλλονται σε μια ζούγκλα της Νέας Αγγλίας. Ηθικό δίδαγμα: τα λεφτά, η κοινωνική θέση, η υγεία, η ομορφιά και το ταλέντο δεν είναι το παν. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ, ο πλουσιότερος Αμερικανός, κλείδωσε πίσω του την πόρτα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Κρέμασε τα σκούρα γυαλιά του και την ψεύτικη γενειάδα του πάνω στον κισσό του τοίχου. Προσπέρασε με γρήγορο βήμα το σκυλίσιο σκελετό κοιτάζοντας το ηλιακό χρονόμετρό του. Σε επτά λεπτά ένα ζωντανό μάστιφ με το όνομα Καζάκ θα υλοποιόταν και θα διέτρεχε τα πέριξ. «Ο Καζάκ δαγκώνει», είχε γράψει η κα Ράμφουρντ στην πρόσκληση της, «γι' αυτό σας παρακαλώ να είστε ακριβής». Ο Κόνσταντ χαμογέλασε μ' αυτό - με την προειδοποίηση να είναι ακριβής. Ακριβής σημαίνει να έχεις ακριβή όρια όσο και το να φτάνεις κάπου στην ώρα σου. Ο Κόνσταντ είχε ακριβή όρια - δεν μπορούσε καν να φανταστεί τι σήμαινε να υπάρχει κανείς με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που θα μάθαινε επιτέλους - πώς ήταν το να υπάρχεις με κάποιον άλλο τρόπο. Ο σύζυγος της κας Ράμφουρντ υπήρχε με κάποιον άλλο τρόπο. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ είχε πέσει με το ιδιωτικό του διαστημόπλοιο κατευθείαν στην καρδιά ενός χρονοσυνκλαστικού ινφουντίμπουλου που δεν αναφε14
ρόταν σε κανένα χάρτη, δυο μέρες έξω από τον Άρη. Μαζί του ήταν μόνον ο σκύλος του. Τώρα ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και ο σκύλος του ο Καζάκ υπήρχαν μόνον σαν κυματικά φαινόμενα, που κατά πάσα πιθανότητα πάλλονταν ακολουθώντας μια παραμορφωμένη ελικοειδή πορεία που ξεκινούσε από τον Ήλιο και τερμάτιζε στον Μπετελγέζ. Η τροχιά της Γης ετοιμαζόταν να συναντήσει αυτή την ελικοειδή τροχιά. Οποιαδήποτε απόπειρα σύντομης εξήγησης των χρονοσυνκλαστικών ινφουντίμπουλων είναι σίγουρο ότι θα εξαγριώσει τους ειδικούς του τομέα αυτού. Όπως και να 'ναι πάντως, η καλύτερη σύντομη εξήγηση είναι κατά πάσα πιθανότητα αυτή του δρα Σύριλ Χωλ που δημοσιεύεται στη δέκατη τέταρτη έκδοση της Παιδικής Εγκυκλοπαίδειας Θαυμάτων και Πραγμάτων. Παραθέτουμε το άρθρο στην ολότητά του με την ευγενική άδεια των εκδοτών: ΧΡΟΝΟΣΥΝΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΝΦΟΥΝΤΙΜΠΟΥΛΑ Φανταστείτε ότι ο μπαμπάς σας είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έζησε ποτέ στη Γη και ότι ξέρει απολύτως τα πάντα, ότι έχει δίκιο σε όλα όσα ξέρει και ότι μπορεί να το αποδείξει αυτό ανά πάσα στιγμή. Μετά φανταστείτε ένα άλλο παιδάκι σε κάποιο συμπαθητικό κόσμο που απέχει από δω εκατομμύρια έτη φωτός και φανταστείτε ότι ο μπαμπάς αυτού του άλλου παιδιού είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έζησε ποτέ πάνω σ' αυτόν το συμπαθητικό και μακρινό κόσμο. Φανταστείτε πως είναι τόσο έξυπνος και τόσο σωστός όσο και ο δικός σας μπαμπάς. Και οι δυο μπαμπάδες είναι έξυπνοι και οι δυο τους είναι σωστοί. Μόνο που αν κάποτε συναντούσαν ο ένας τον άλλον θα άναβε τρομερός καβγάς μεταξύ τους, γιατί δεν θα συμφωνούσαν σε τίποτε. Βέβαια μπορείτε πάντα να πείτε πως ο δικός σας μπαμπάς έχει δίκιο ενώ ο μπαμπάς του άλλου παιδιού έχει άδικο, αλλά το Σύμπαν είναι τρομερά μεγάλο μέρος. Υπάρχει άνετα ο χώρος για πολλούς ανθρώπους που θα έχουν απολύτως δίκιο και δεν θα συμφωνούν σε τίποτε. 15
ο λό'^ος που μπορεί να έχουν δίχίο χαι οι δυο Μπαμπάδες και παρ' όλα αυτά να καβγαδίζονν τρομερά είναι ότι υπάρχουν τόσο πολλοί τρόποι να έχει κανείς δίκιο. Παρ'όλα αυτά υπάρχουν ορισμένα σημεία του Σύμπαντος>όπου ο κάθε Μπαμπάς μπορεί να πιάσει τι λέει ο άλλος Μπαμπάς. Σ'αυτά τα σημεία όλες οι διαφορετικές αλήθειες έρχονται και δένουν μαζί αρμονικά σαν τα εξαρτήματα στο ηλιακό χρονόμετρο του Μπαμπά σας. Αυτά τα μέρη τα ονομάζουμε χρονοσυνκλαστικά ινφουντίμπουλα. Το Ηλιακό Σύστημα φαίνεται να είναι γεμάτο από χρονοσυνκλαστικά ινφουντίμπουλα. Ένα πολύ μεγάλο τέτοιο ξέρουμε με βεβαιότητα ότι βρίσκεται ανάμεσα στη Γη και τον Άρη. Το ξέρουμε γιατί ένας Γήινος άνθρωπος μαζί με το Γήινο σκύλο του πήγε και έπεσε μέσα του. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ωραία ιδέα να πάει κανείς & ένα χρονοσυνκλαστικά ινφουντίμπουλο και να δει όλες τις διαφορετικές απόψεις να έχουν δίκιο ταυτόχρονα, στην πραγματικότητα όμως είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα. Λυτός ο δύστυχος άνθρωπος με το δύστυχο σκύλο του είναι στην ουσία χαμένοι, όχι μόνο μέσα στο χώρο αλλά και μέσα στο χρόνο. Το πρώτο συνθετικό της λέξης, «χρόνο», σημαίνει φυσικά το χρόνο. Το δεύτερο, «συνκλαστικό», σημαίνει ότι κυρτώνεται προς την ίδια πλευρά προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν το φλούδι του καθαρισμένου πορτοκαλιού. Ινφουντίμπουλο (λατ. Infundibulum), είναι η λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι σαν τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Νέρωνα για να ονομάσουν το χωνί. Αν δεν ξέρετε τι είναι το χωνί ζητήστε από τη Μαμά να σας το δείξει. Το κλειδί για την πόρτα της Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων είχε έρθει μαζί με την πρόσκληση. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ ξανάβαλε το κλειδί στη φοδραρισμένη με γούνα τσέπη του παντελονιού του και ακολούθησε το μοναδικό μονοπάτι που ανοιγόταν μπροστά του. Ήταν βυθισμένο σε βαθιά σκιά, αλλά οι πλάγιες ακτίνες του ηλιοβασιλέματος φώτιζαν τις κορφές των δέντρων μ* ένα φως Μάξφηλντ Πάρις. 16
ο Κόνσταντ έκανε μικρές χειρονομίες με την πρόσκλησή του καθώς προχωρούσε πέρι^^ένοντας να τον σταματήσουν σε κάθε στροφή. Το μελάνι της πρόσκλησης ήταν βιολετί. Η κα Ράμφουρντ ήταν μόνο τριάντα τεσσάρων χρόνων, αλλά έγραφε σαν γριά - με πλαγιαστό, γωνιώδες γράψιμο. Ήταν φανερό ότι αντιπαθούσε τον Κόνσταντ, χωρίς να τον έχει συναντήσει ποτέ. Το πνεύμα της πρόσκλησης ήταν απρόθυμο, για να μιλήσουμε επιεικώς, λες και είχε γραφτεί πάνω σε λερωμένο χαρτομάντιλο. «Στην τελευταία υλοποίηση του, ο σύζυγος μου», του έλεγε στην πρόσκληση, «επέμεινε να είσαστε κι εσείς παρών στην επόμενη. Στάθηκε αδύνατον να τον μεταπείσω, παρά τα πολλά και φανερά προβλήματα που δημιουργεί κάτι τέτοιο. Επιμένει ότι σας γνωρίζει καλά και ότι έχετε συναντηθεί στον Τιτάνα, ο οποίος απ' ό,τι γνωρίζω είναι ένα από τα φεγγάρια του πλανήτη Κρόνου». Δεν ήταν σίγουρο ότι υπήρχε στην πρόσκληση ιαυτή έστω και μια πρόταση που να μην περιλαμβάνει το ρήμα επιμένω. Ο σύζυγος της κας Ράμφουρντ είχε επιμείνει να κάνει η γυναίκα του κάτι με το οποίο εκείνη διαφωνούσε απολύτως κι εκείνη με τη σειρά της επέμενε να φερθεί ο Μαλαχίας Κόνσταντ, στο μέτρο του δυνατού, σαν τέλειος τζέντλεμαν, κάτι που δεν ήταν. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ δεν είχε πάει ποτέ στον Τιτάνα. Απ' όσο ήξερε δεν είχε βγει ποτέ από το ατμοσφαιρικό περίβλημα του πλανήτη του, δηλαδή της Γης. Φαίνεται ότι τώρα θα μάθαινε κάτι διαφορετικό. Οι στροφές ήταν πολλές και η ορατότητα ήταν κακή. Ο Κόνσταντ ακολουθούσε ένα υγρό πράσινο μονοπάτι στο πλάτος περίπου του δρόμου που ανοίγει η μηχανή του γρασιδιού, και που στην πραγματικότητα ήταν ο δρόμος που είχε ανοίξει η μηχανή του γρασιδιού. Στις δύο πλευρές του μονοπατιού υψώνονταν οι πράσινοι τοίχοι της ζούγκλας στην οποία είχε πλέον εκφυλιστεί ο κήπος. Ο δρόμος της μηχανής του γρασιδιού έφτασε σ' ένα ξεραμένο σιντριβάνι. Ο χειριστής της μηχανής είχε πά17
θει εδώ μια κρίση δημιουργικότητας κι έκανε το μονοπάτι να χωρίζεται. Ο Κόνσταντ μπορούσε να διαλέξει από ποια πλευρά του σιντριβανιού προτιμούσε να περάσει. Ο Κόνσταντ σταμάτησε στη διχάλα και σήκωσε τα μάτια. Το ίδιο το σιντριβάνι ήταν προϊόν υψηλής δημιουργικότητας. Ήταν ένας κώνος που σχηματιζόταν από πολλές πέτρινες γούρνες με όλο και μικρότερη διάμετρο. Οι γούρνες αυτές σχημάτιζαν ένα κολάρο πάνω σ' έναν κυλινδρινό άξονα είκοσι μέτρα ψηλό. Αυθόρμητα ο Κόνσταντ αποφάσισε να μην ακολουθήσει καμιά από τις δύο κατευθύνσεις, αλλά να περάσει πάνω από το ίδιο το σιντριβάνι. Σκαρφάλωσε από γούρνα σε γούρνα, σκοπεύοντας ν' αποφασίσει όταν θα έφτανε στην κορυφή από πού είχε έρθει και προς τα πού πήγαινε. Όρθιος τώρα πάνω στην πιο ψηλή και πιο μικρή από τις μπαρόκ γούρνες του σιντριβανιού, πατώντας τα πόδια του πάνω σε χαλασμένες φωλιές πουλιών, ο Μαλαχίας Κόνσταντ κοίταξε ολόκληρο το κτήμα και ένα σημαντικό μέρος του Νιούπορτ και του Κόλπου Ναραγκάνσετ. Σήκωσε το ρολόι του στο φως δίνοντάς του να πιει αυτό που για τα ηλιακά ρολόγια ήταν ό,τι είναι τα χρήματα για τους Γήινους ανθρώπους. Η δροσερή θαλάσσια αύρα ανακάτεψε τα κορακίσια μαλλιά του Κόνσταντ. Ήταν ένας καλοφτιαγμένος άντρας - γεροδεμένος, με σκούρο δέρμα, ποιητικά χείλη και γλυκά καστανά μάτια χωμένα μέσα στις σκιερές σπηλιές που σχημάτιζαν τα Κρο-Μανιόν φρύδια του. Ήταν τριάντα ενός χρόνων. Άξιζε τρία δισεκατομμύρια δολάρια, κληρονομημένα τα περισσότερα. Το όνομά του σήμαινε πιστός αγγελιοφόρος. Ήταν χρηματιστής και ασχολιόταν κυρίως με μετοχές μεγάλων εταιρειών. Μέσα στην κατάθλιψη που ακολουθούσε πάντα η χρήση αλκοόλ, ναρκωτικών και γυναικών, ο Κόνσταντ λαχταρούσε ένα και μόνο πράγμα - να λάβει ένα μήνυμα που να είναι αρκετά αξιοπρεπές και σημαντικό ώστε να αξίζει να το μεταφέρει ταπεινά ανάμεσα σε δύο σημεία. Το σύνθημα κάτω από το θυρεό που είχε σχεδιάσει ο 18
ίδιος ο Κόνσταντ για τον εαυτό του, έλεγε απλά OAyyeλίοφόρος Περιμένει. Αυτό που εννοούσε βέβαια ο Κόνσταντ ήταν ένα υψίστης προτεραιότητας μήνυμα από τον Θεό, με παραλήπτη κάποιον εξίσου επιφανή. Ο Κόνσταντ κοίταξε πάλι το ηλιακό ρολόι του. Του έμεναν ακόμη δύο λεπτά για να κατέβει και να φτάσει στο σπίτι - δυο λεπτά πριν υλοποιηθεί ο Καζάκ κι αρχίσει να ψάχνει ποιον θα δαγκώσει. Ο Κόνσταντ γέλασε μόνος του, σκεπτόμενος πόσο θα το γλεντούσε η κα Ράμφουρντ αν ο χυδαίος και τυχάρπαστος κος Κόνσταντ από το Χόλυγουντ περνούσε όλο το χρόνο της επίσκεψής του ακινητοποιημένος στην κορυφή ενός σιντριβανιού από έναν αριστοκρατικό σκύλο. Η κα Ράμφουρντ μπορεί να αποφάσιζε ακόμη και ν' ανοίξει το νερό. Ήταν πολύ πιθανόν να παρακολουθεί τον Κόνσταντ. Το σπίτι δεν απείχε ούτε ένα λεπτό από το σιντριβάνι και χωριζόταν από τη ζούγκλα από ένα κουρεμένο ξέφωτο, τρεις φορές πιο πλατύ από το μονοπάτι. Το μέγαρο Ράμφουρντ ήταν μαρμάρινο, μια επαυξημένη απομίμηση του μεγάρου των συμποσίων στα Ανάκτορα Γουάιτχωλ του Λονδίνου. Το μέγαρο αυτό, όπως και τα περισσότερα μεγαλόπρεπα κτίρια του Νιούπορτ, ήταν μακρινός συγγενής των ταχυδρομείων και των ομοσπονδιακών δικαστηρίων ολόκληρης της χώρας. Το μέγαρο Ράμφουρντ ήταν μια κωμικά εντυπωσιακή έκφραση της έννοιας «ακίνητη περιουσία». Σίγουρα αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα παραδείγματα ακινησίας από την εποχή της Μεγάλης Πυραμίδας του Χέοπος. Από μιαν άποψη ήταν καλύτερο δείγμα ακινησίας και από τη Μεγάλη Πυραμίδα, δεδομένου ότι η Μεγάλη Πυραμίδα λέπταινε φτάνοντας στην ανυπαρξία καθώς πλησίαζε στα ουράνια. Στο μέγαρο Ράμφουρντ όμως τίποτε δεν χανόταν καθώς πλησίαζε στον ουρανό. Ακόμη κι αν το γύριζες ανάποδα θα ήταν ακριβώς το ίδιο. Η στερεότητα και η ακινησία αυτού του μεγάρου φυσικά έρχονταν σε ειρωνική αντίθεση με το γεγονός ότι ο άλλοτε οικοδεσπότης, εκτός από μια ώρα κάθε πενήντα εννέα ώρες, είχε τόση υλικότητα όση και μια αχτίδα του φεγγαριού. 19
ο Κόνσταντ κατέβηκε από το σιντριβάνι πατώντας σε γούρνες αυξανόμενου μεγέθους. Όταν έφτασε κάτω ένιωσε την έντονη επιθυμία να δει το σιντριβάνι να δουλεύει. Σκέφτηκε το πλήθος έξω από τον κήπο και πόσο θα χαιρόταν να έβλεπε το σιντριβάνι να δουλεύει. Θα στέκονταν όλοι μαγεμένοι και θα κοίταζαν την τόσο δα μικρή γούρνα στην κορυφή να ξεχειλίζει στην επομένη μικρή γούρνα... και την επόμενη μικρή γούρνα να ξεχειλίζει στην επόμενη μικρή γούρνα... και την επόμενη μικρή γούρνα να ξεχειλίζει στην επόμενη γούρνα... κι από τη μια ως την άλλη θα ηχούσε μια ραψωδία ξεχειλίσματος όπου η κάθε γούρνα θα τραγουδάει το δικό της χαρούμενο τραγούδι του νερού. Και κάΐω απ' όλες αυτές τις γούρνες περίμενε ορθάνοιχτο το αναποδογυρισμένο στόμα της πιο μεγάλης γούρνας... το στόμα του Βελζεβούλ κατάξερο και διψασμένο... που περίμενε, περίμενε, περίμενε με λαχτάρα την πρώτη γλυκιά σταγόνα. Ο Κόνσταντ ήταν παραδομένος ολόκληρος στη φαντασία του νερού που έτρεχε. Το σιντριβάνι έμοιαζε πολύ με παραίσθηση - και οι παραισθήσεις, προκαλούμενες συνήθως από ναρκωτικά, ήταν το μόνο που μπορούσε πια να ξαφνιάσει και να διασκεδάσει τον Κόνσταντ. Ο χρόνος περνούσε γρήγορα. Ο Κόνσταντ δεν κουνιόταν. ^ Κάπου μέσα στο κτήμα ένα μάστιφ γάβγισε. Το γάβγισμα αντήχησε σαν το χτύπημα ενός σφυριού πάνω σ' ένα τεράστιο μπρούτζινο γκονγκ. Ο Κόνσταντ ξύπνησε από το ονειρικό κοίταγμα του σιντριβανιού. Το γάβγισμα δεν μπορεί να προερχόταν παρά από τον Καζάκ, το διαπλανητικό σκύλο. Ο Καζάκ είχε υλοποιηθεί. Ο Καζάκ διψούσε για αίμα τυχάρπαστου. Ο Κόνσταντ έτρεξε σαν δρομέας την απόστα<τη που τον χώριζε από το σπίτι. Ένας αρχαίος μπάτλερ με παντελόνι του γκολφ άνοι. ξε την πόρτα στον Μαλαχία Κόνσταντ του Χόλυγουντ. Ο μπάτλερ έκλαιγε από τη χαρά του. Έδειχνε ένα δωμάτιο που ο Κόνσταντ δεν μπορούσε να δει. Ο μπάτλερ προσπαθούσε να περιγράψει το πράγμα που τον έκανε τόσο ευτυχή και δακρυσμένο. Δεν μπορούσε ν' αρθρώ20
σει λέξη. Το σαγόνι του έτρεμε, και το μόνο που τον άκουσε ο Κόνσαντ να λέει, ήταν: «Πουτ πουτ - πουτ πουτ πουτ». Το δάπεδο του χωλ ήταν καλυμμένο με ένα μωσαϊκό που παρίστανε το ζωδιακό κύκλο γύρω από ένα χρυσό ήλιο. Ο Γουίστον Νάιλς Ράμφουρντ, που είχε υλοποιηθεί μόλις πριν ένα λεπτό, μπήκε στο χωλ και στάθηκε πάνω στον ήλιο. Ήταν πολύ ψηλότερος και βαρύτερος από τον Μαλαχία Κόνσταντ - και ήταν ο πρώτος άνθρωπος στη ζωή του Μαλαχία που τον έκανε να σκεφτεί ότι μπορούσε πιθανόν να υπάρχει και κάποιος ανώτερος απ' αυτόν. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ άπλωσε το λεπτό του χέρι και καλωσόρισε φιλικά τον Κόνσταντ, τραγουδώντας σχεδόν το χαιρετισμό του με μια λαρυγγική φωνή τενόρου. «Χαίρομαι, χαίρομαι, χαίρομαι, κε Κόνσταντ», είπε ο Ράμφορντ. «Σας ευχαριστώ που ήρθατε τε τε τε τε». «Η ευχαρίστηση είναι δική μου», είπε ο Κόνσταντ. «Μου είπαν ότι είσαστε μάλλον ο πιο τυχερός άνθρωπος όλων των εποχών». «Ίσως να υπερβάλλουν λίγο», είπε ο Κόνσταντ. «Δεν θα αρνηθείτε ότι είχατε αφάνταστα καλή τύχη στα οικονομικά», είπε ο Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Αυτό θα δυσκολευόμουν να το αρνηθώ». «Και σε τι αποδίδετε αυτή την εξαιρετική σας τύχη;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ ανασήκωσε τους ώμους. «Ποιος το ξέρει;» είπε. «Φαντάζομαι ότι κάποιος εκεί ψηλά με συμπαθεί», είπε. Ο Ράμφουρντ σήκωσε τα μάτια στο ταβάνι. «Τι συμπαθητική ιδέα - ότι κάποιος εκεί ψηλά σας συμπαθεί». Ο Κόνσταντ που έσφιγγε το χέρι του Ράμφουρντ στη διάρκεια αυτής της συνομιλίας, αισθάνθηκε ξαφνικά το δικό του χέρι μικρό και κάπως γαμψό. Η παλάμη του Ράμφουρντ ήταν σκληραγωγημένη, αλλά χωρίς τους άγριους κάλους ενός ανθρώπου καταδικασμένου σε μια και μοναδική εργασία σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Οι δικοί του κάλοι ήταν ίσα μοιρα21
σμένοι, δημιουργήματα των χιλιάδων ευτυχισμένων ενασχολήσεων μιας ενεργά'αργόσχολης τάξης. Για μια στιγμή ο Κόνσταντ ξέχασε ότι ο άνθρωπος με τον οποίο αντάλλασσε χειραψία ήταν απλώς μια μορφή, ένα σημείο τομής ενός κυματικού φαινομένου που εκτεινόταν από τον Ήλιο ώς τον Μπετελγέζ. Η χειραψία θύμισε στον Κόνσταντ τι ακριβώς άγγιζε - γιατί το χέρι του μυρμήγκιαζε από ένα αδύναμο αλλά αισθητό ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Κόνσταντ δεν είχε νιώσει κανένα αίσθημα κατωτερότητας να μολύνει την ψυχή του βλέποντας τον τόνο της πρόσκλησης που του απηύθυνε η κα Ράμφουρντ για την υλοποίηση. Ο Κόνσταντ ήταν άντρας και η κα Ράμφουρντ γυναίκα, πράγμα που έπειθε τον Κόνσταντ ότι διέθετε τις δυνατότητες να της αποδείξει, ευκαιρίας δοθείσης, την αναμφισβήτητη ανωτερότητά του. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ όμως ήταν κάτι πολύ διαφορετικό - ηθικά, χωρικά, κοινωνικά, σεξουαλικά και ηλεκτρικά. Το χαμόγελο του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και η χειραψία του γκρέμισαν την αυτοπεποίθηση του Κόνσταντ με τη γρηγοράδα και την αποτελεσματικότητα που το προσωπικό τού λούνα παρκ διαλύει τη Μεγάλη Ρόδα. Ο Κόνσταντ, που είχε προτείνει τις υπηρεσίες του στον Θεό σαν αγγελιοφόρος, ένιωθε ταραγμένος μπροστά στην πολύ μέτρια μεγαλοσύνη του Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ άδειασε τα συρτάρια της μνήμης του ψάχνοντας απεγνωσμένα για παρελθούσες αποδείξεις της δικής του μεγαλοσύνης. Δεν άφησε τίποτε ανέγγιχτο, σαν τον κλέφτη που ψάχνει ένα ξένο πορτοφόλι. Ο Κόνσταντ βρήκε τη μνήμη του παραγεμισμένη με τσαλακωμένες και υπερεκτεθειμένες φωτογραφίες όλων των γυναικών που είχε γνωρίσει, με ανόητα πιστοποιητικά που βεβαιούσαν την ιδιοκτησία του σε εξίσου ανόητες επιχειρήσεις, με μαρτυρίες που του απέδιδαν αρετές και προσόντα που μόνον τρία δισεκατομμύρια δολάρια θα μπορούσαν να διαθέτουν. Υπήρχε ακόμη κι ένα ασημένιο μετάλλιο με μια κόκκινη κορδέλα που είχε κερδίσει ο Κόν22
σταντ όταν βγήκε δεύτερος σ' ένα φιλικό αγώνα δρόμου μετ' εμποδίων στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Το χαμόγελο του Ράμφουρντ συνέχισε να ακτινοβολεί ανεπηρέαστο. Για να συνεχίσουμε την παρομοίωση με τον κλέφτη που ψάχνει πυρετωδώς το ξένο πορτοφόλι, ο Κόνσταντ ξήλωσε τις ραφές της μνήμης του ελπίζοντας να βρει κάποια κρυφή τσέπη με κάτι απολύτως πολύτιμο. Καμιά κρυφή τσέπη δεν υπήρχε - τίποτε το αξιόλογο. Το μόνο που απέμενε στον Κόνσταντ ήταν τα τσόφλια της μνήμης του - ξηλωμένες, χαίνουσες τσέπες. Ο γηραιός μπάτλερ κοίταζε με λατρεία τον Ράμφουρντ υποβάλλοντας τα μέλη του στις δουλοπρεπείς συσπάσεις μιας κακόμορφης γριάς που ετοιμάζεται να ποζάρει για ένα πορτραίτο της Παναγίας. «Ο κύριος-» βέλασε. «Ο νεαρός κύρρρριος». «Μπορώ να διαβάζω τη σκέψη σου, ξέρεις», είπε ο Ράμφουρντ. «Αλήθεια;» ρώτησε ταπεινά ο Κόνσταντ. «Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο», είπε ο Ράμφουρντ. Τα μάτια του άστραψαν παιχνιδιάρικα. «Δεν είσαι κακό παιδί, ξέρεις», πρόσθεσε, «ιδιαίτερα όταν ξεχνάς ποιος είσαι». Άγγιξε ανάλαφρα τον Κόνσταντ στο μπράτσο. Ήταν μια πρλιτικάντικη χειρονομία - η χυδαία, δημόσια χειρονομία ενός ανθρώπου που στην ιδιωτική του ζωή, μέσα στο δικό του κύκλο, φροντίζει πάντα επιμελώς να μην αγγίξει κανέναν. «Αν σου είναι απολύτως απαραίτητο, σ' αυτό το στάδιο των σχέσεών μας, να αισθάνεσαι ανώτερος από μένα», είπε με καλοσύνη στον Κόνσταντ, «σκέψου το εξής: εσύ μπορείς να αποκτήσεις απογόνους, ενώ εγώ όχι». Μετά γύρισε τη φαρδιά του πλάτη στον Κόνσταντ οδηγώντας τον μέσα από μια σειρά πολύ μεγάλων δωματίων. Σ' ένα απ' αυτά κοντοστάθηκε, απαιτώντας από τον Κόνσταντ να θαυμάσει μια τεράστια ελαιογραφία που παρίστανε ένα κοριτσάκι να κρατά τα γκέμια ενός κάτασπρου πόνυ. Το κοριτσάκι φορούσε ένα άσπρο σκουφί, ένα άσπρο κολλαριστό φόρεμα, άσπρα γάντια, άσπρα σοσόνια και άσπρα παπούτσια. 23
Ήταν το πιο καθαρό, χιονάτο κοριτσάκι που είχε δει ποτέ του ο Μαλαχίας Κόνσταντ. Μια περίεργη έκφραση ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, και ο Κόνσταντ σκέφτηκε πως θ' ανησυχούσε μήπως λερωθεί. «Ωραίος πίνακας», είπε ο Κόνσταντ. «Δεν θα ήταν φοβερό αν έπεφτε μέσα σ' ένα λάκο γεμάτο λάσπη;» ρώτησε ρ Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ χαμογέλασε αβέβαια. «Η γυναίκα μου σε παιδική ηλικία», είπε απότομα ο Ράμφουρντ και τον οδήγησε έξω από το δωμάτιο. Πέρασαν από ένα δευτερεύοντα διάδρομο και μπήκαν σ' ένα μικροσκοπικό δωμάτιο, μόλις λίγο πιο μεγάλο από ντουλάπι για σκούπες. Είχε μήκος τρία μέτρα, πλάτος δύο, αλλά το ταβάνι του, όπως και τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού, είχε ύ-ψος έξι μέτρα. Το δωμάτιο αυτό έμοιαζε με καμινάδα. Μέσα ήταν δύο πολυθρόνες με αυτιά. «Ένα αρχιτεκτονικό ατύχημα-» είπε ο Ράμφουρντ κλείνοντας την πόρτα και κοιτάζοντας το ταβάνι. «Παρακαλώ;» είπε ο Κόνσταντ. «Αυτό το δωμάτιο», είπε ο Ράμφουρντ. Με μια μαλακή κίνηση του δεξιού του χεριού σχημάτισε το μαγικό σημείο μιας στριφογυριστής σκάλας. «Ήταν ένα από τα λίγα πράγματα στη ζωή μου που τα λαχταρούσα με όλη μου την ψυχή όταν ήμουν παιδί - αυτό το μικρό δωμάτιο». Έδειξε τα ράφια που κάλυπταν ώς τα δύο μέτρα τον εξωτερικό τοίχο. Ήτανν^ιολύ ωραία φτιαγμένα. Πάνω από τα ράφια ήταν τοποθετημένη μια σ(χνίδα ξεβρασμένη από τη θάλασσα και πάνω της ήταν γραμμένο με μπλε μπογιά: ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΣΚΙΠ. Το μουσείο του Σκιπ ήταν ένα μουσείο θνητών λειψάνων, ήταν γεμάτο ενδοσκελετούς και εξωσκελετούς όστρακα, κοράλια, οστά, χόνδρους, χιτίνες - αποφάγια κι αποτσίγαρα και υπολείμματα ψυχών χαμένων από καιρό. Τα περισσότερα από τα εκθέματα ανήκαν στο είδος που ένα παιδί - ο Σκιπ κατά τα φαινόμενα - μπορούσε εύκολα να βρει στις παραλίες και τα δάση του Νιούπορτ. Μερικά απ' αυτά ήταν ακριβά δώρα σ' ένα 24
παιδί με εντυπωσιακό ενδιαφέρον για την επιστήμη της βιολογίας. Την κεντρική θέση ανάμεσα σ' όλα αυτά τα δώρα κατείχε ένας πλήρης σκελετός ενήλικου άντρα. Υπήρχε επίσης η αδειανή πανοπλία ενός αρμαντίλλο, ένα βαλσαμωμένο ντόντο και το μακρύ σπειροειδές καύκαλο ενός μονόδοντος που έφερε τη χιουμοριστική ετικέτα Μονόκερον Κέρας. «Ποιος είναι ο Σκιπ;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Εγώ είμαι», είπε ο Ράμφουρντ. «Ήμουν». «Δεν το ήξερα», είπε ο Κόνσταντ. «Για την οικογένεια, βέβαια», είπε ο Ράμφουρντ. «Μμμ», είπε ο Κόνσταντ. Ο Ράμφουρντ κάθησε σε μια από τις πολυθρόνες, κάνοντας νόημα στον Κόνσταντ να καθήσει στην άλλη. «Ούτε κι οι άγγελοι μπορούν, ξέρεις», είπε ο Ράμφουρντ. «Τι δεν μπορούν;» είπε ο Κόνσταντ. «Ν' αποκτήσουν απογόνους», είπε ο Ράμφουρντ. Πρόσφερε τσιγάρο στον Κόνσταντ, πήρε κι αυτός ένα και το στερέωσε σε μια μακριά, κοκάλινη πίπα. «Λυπάμαι που η γυναίκα μου ήταν αδιάθετη και δεν μπόρεσε να κατεβεί να σε γνωρίσει», είπε. «Δεν αποφεύγει εσένα, αλλά εμένα». «Εσένα;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Ακριβώς», είπε ο Ράμφουρντ. «Δεν μ' έχει ξαναδεί μετά την πρώτη υλοποίηση μου». Γέλασε πικρά. «Μια φορά της έφτασε». «Λυπάμαι πολύ», είπε ο Κόνσταντ. «Δεν καταλαβαίνω». «Δεν της άρεσαν οι προφητείες μου», είπε ο Ράμφουρντ. «Βρήκε πολύ ενοχλητικά όσα της είπα για το μέλλον της και δεν θέλει ν' ακούσει περισσότερα». Ξάπλωσε πίσω στην πολυθρόνα του κι ανάσανε βαθιά. «Πίστεψέ με, κε Κόνσταντ», είπε καλοσυνάτα, «είναι πολύ άχαρο πράγμα να λες στον κόσμο σε τι σκληρό και άπονο Σύμπαν ζούμε». «Είπε πως της ζήτησες να με καλέσει», είπε ο Κόνσταντ. «Πήρε το μήνυμά μου από τον μπάτλερ», είπε ο Ρά25
μφουρντ. «Την προκάλεσα εγώ να το κάνει, αλλιώς δεν θα το έκανε ποτέ. Αυτό να το θυμάσαι πάντα: ο μόνος τρόπος να την καταφέρνεις να κάνει κάτι είναι να της πεις ότι δεν τολμάει να το κάνει. Φυσικά δεν πρόκειται για καμιά αλάνθαστη μέθοδο. Μπορεί, για παράδειγμα, να της στείλω τώρα ένα μήνυμα που να λέει ότι δεν τολμάει ν' αντικρίσει το μέλλον, κι αυτή να μου απαντήσει λέγοντας ότι έχω δίκιο». «Μπορείς - μπορείς πραγματικά να δεις το μέλλον;» ρώτησε ο Κόνσταντ. Το δέρμα του προσώπου του τεντώθηκε σαν να 'χε ξεραθεί. Οι παλάμες του άρχισαν να ιδρώνουν. «Κατά μια ακριβολογική διατύπωση - ναι», είπε ο Ράμφουρντ. «Όταν το διαστημόπλοιό μου έπεσε μέσα στο χρονοσυνκλαστικό ινφουντίμπουλο, συνειδητοποίησα ξαφνικά πως ό,τι έχει υπάρξει ώς τώρα θα υπάρχει πάντα και πως ό,τι θα υπάρχει πάντα έχει ήδη υπάρξει». Γέλασε ξανά. «Όταν το ξέρεις αυτό, η προφητεία χάνει την υπερφυσική της λάμψη - γίνεται το πιο απλό και αυτονόητο πράγμα». «Είπες στη γυναίκα σου όλα όσα θα της συμβούν;» ρώτησε ο Κόνσταντ. Η ερώτηση αυτή ήταν πλάγια και υστερόβουλη. Ο Κόνσταντ δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για το τι θα συνέβαινε στη γυναίκα του Ράμφουρντ. Το μόνο που τον ενδιέφερε με πάθος ήταν να μάθει για τον εαυτό του. Η ερώτηση για τη γυναίκα του Ράμφουρντ ήταν παραπλανητική. «Όχι - όχι ακριβώς τα πάντα», είπε ο Ράμφουρντ. «Δεν με άφησε να της πω τα πάντα. Τα λίγα που πρόλαβα να της πω της χάλασαν κάθε διάθεση για τα υπόλοιπα». «Ναι, καταλαβαίνω», είπε ο Κόνσταντ χωρίς να καταλαβαίνει απολύτως τίποτε. «Μάλιστα», είπε καλόκαρδα ο Ράμφουρντ. «Της είπα ότι εσύ κι αυτή θα παντρευτείτε στον Άρη». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δηλαδή δεν θα παντρευτείτε ακριβώς», πρόσθεσε, «θα σας διασταυρώσουν οι Αρειανοί σαν ζώα της φάρμας». Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ ανήκε στη μοναδική 26
γνήσια αμερικανική τάξη. Η τάξη αυτή ήταν γνήσια γιατί τα όριά της διατηρήθηκαν αυστηρά καθορισμένα επί δύο τουλάχιστον αιώνες - αυστηρά καθορισμένα βέβαια για όποιον προσέχει τους καθορισμούς. Από τη μικρή τάξη του Ράμφουρντ είχε προέλθει το ένα δέκατο των Αμερικανών Προέδρων, το ένα τέταρτο των εξερευνητών της, το ένα τρίτο των Κυβερνητών της Ανατολικής Ακτής, το ένα δεύτερο των ορνιθολόγων της, τα τρία τέταρτα των μεγάλων θαλασσοπλόων της και σχεδόν όλοι οι εγγυητές των χρεών της Όπερας. Ήταν μια τάξη εντυπωσιακά απαλλαγμένη από τσαρλατάνους, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση βέβαια των πολιτικών τσαρλατάνων. Ο πολιτικός τσαρλατανισμός ήταν ένας τρόπος ανόδου σε υπεύθυνες θέσεις - και ποτέ δεν επεκτεινόταν στην ιδιωτική ζωή. Μόλις αποκτούσαν την εν λόγω υπεύθυνη θέση τα μέλη αυτής της ομάδας γίνονταν, χωρίς σχεδόν καμιά εξαίρεση, μεγαλοπρεπώς υπεύθυνα. Όταν ο Ράμφουρντ κατηγόρησε τους Αρειανούς ότι διασταύρωναν τους ανθρώπους σαν να ήταν ζώα της φάρμας, τους κατηγορούσε για κάτι πολύ ανάλογο μ' αυτό που έκανε και η δική του τάξη. Η ισχύς της τάξης του βασιζόταν κατά ένα μέρος στην καλή οικονομική διαχείριση - αλλά κατά ένα ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στηριζόταν σε γάμους κυνικά εμπνευσμένο από το είδος των παιδιών που λογαριαζόταν ότι θα παράγουν. Το επιθυμητό αποτέλεσμα ήταν υγιή, συμπαθητικά και έξυπνα παιδιά. Η πιο οξυδερκής, αν και υπερβολικά σοβαρή, ανάλυση της τάξης του Ράμφουρντ εμπεριέχεται αναμφίβολα στο έργο του Γουάλταμ Κίτρετζ Οι Αμερικανοί Φιλόσοφοι Βασιλιάδες. Ο Κίτρετζ ήταν αυτός που απέδειξε ότι η τάξη αυτή ήταν κατ' ουσίαν μια οικογένεια που οι άκρες της ξανάμπαιναν μέσα στο σκληρό πυρήνα της εξ αίματος συγγένειας, χάρη στους γάμους μεταξύ εξαδέλφων. Ο Ράμφουρντ και η γυναίκα του, για παράδειγμα, ήταν τρίτα ξαδέλφια και μισούσαν ο ένας τον άλλον. Όταν ο Κίτρετζ σχεδίασε το σχεδιάγραμμα της τάξης του Ράμφουρντ, η εικόνα έμοιαζε ακριβώς με το σκληρό σαν μπάλα κόμπο που είναι γνωστός σαν γροθιά πιθήκου. 27
ο Γουάλταμ Κίτρετζ πολλές φορές δυσκολευόταν στην προσπάθεια του να μεταφράσει με λόγια την ατμόσφαιρα της τάξης του Ράμφουρντ. Σαν πανεπιστημιακός καθηγητής που ήταν, ο Κίτρετζ είχε αδυναμία στα μεγάλα λόγια και, μη βρίσκοντας έτοιμα, κατασκεύασε ένα σωρό νέες και αμετάφραστες λέξεις. Από όλες αυτές τις νεολογίες του Κίτρετζ μια και μόνη κατάφερε να μπει στην καθημερινή γλώσσα. Αυτή ήταν το ανενρωηκό θάρρος. Αυτό φυσικά το θάρρος ήταν που έσπρωξε τον Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ να βρεθεί στο διάστημα. Ήταν ένα αγνό και καθαρό θάρρος - απαλλαγμένο όχι μόνο από το πάθος για δόξα ή χρήματα, αλλά κι από όλες τις επιθυμίες που βαραίνουν τον απροσάρμοστο ή τον παράτολμο τρελό. Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν δυο πολύ δυνατές, κοινές λέξεις που κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους και που θα μπορούσαν, είτε η μια είτε η άλλη, να αντικαταστήσουν όλους τους νεολογισμούς του Κίτρετζ. Οι λέξεις αυτές είναι το στυλ και η γενναιότητα. Όταν ο Ράμφουρντ έγινε ο πρώτος ιδιοκτήτης ιδιωτικού διαστημόπλοιου, πληρώνοντας γι' αυτό πενήντα οκτώ εκατομμύρια δολάρια από την τσέπη του - αυτό ήταν στυλ. Όταν οι κυβερνήσεις της Γης σταμάτησαν κάθε εξερεύνηση του διαστήματος εξαιτίας των χρονοσυνκλαστικών ινφουντίμπουλων και ο Ράμφουρντ ανήγγειλε ότι ξεκινούσε για τον Άρη - αυτό ήταν στυλ. Όταν ο Ράμφουρντ ανήγγειλε ότι έπαιρνε μαζί του έναν καταπληκτικό σκύλο, λες και το διαστημόπλοιο ήταν κάτι παρεμφερές με σπορ αυτοκίνητο, και το ταξίδι στον Άρη μόλις κάτι παραπάνω από ένα γύρο στο αυτοκινητοδρόμιο του Κονέκτικατ - αυτό ήταν στυλ. Όταν όλοι αγνοούσαν το τι μπορεί να συμβεί σ' ένα διαστημόπλοιο αν πέσει μέσα σ' ένα χρονοσυνκλαστικό ινφουντίμπουλο και ο Ράμφουρντ προγραμμάτισε την πορεία του πλοίου του ίσια στο κέντρο ενός τέτοιου πράγματος - αυτό πραγματικά ήταν γενναιότητα. Αντιπαραβρλή του Μαλαχία Κόνσταντ από το Χόλυ28
γουντ, με τον Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ από το Νιούπορτ και την Αιωνιότητα: Οτιδήποτε έκανε ο Ράμφουρντ το έκανε με στυλ, δίνοντας έτσι μια καλή εικόνα όλης της ανθρωπότητας. Οτιδήποτε έκανε ο Κόνσταντ το έκανε για στυλ - επιθετικά, φανταχτερά, παιδικά και άχρηστα - γελοιοποιώντας έτσι και τον εαυτό του και την ανθρωπότητα. Ο Κόνσταντ ήταν γεμάτος θάρρος - μόνο που το θάρρος αυτό ήταν κάθε άλλο παρά ανευρωτικό. Όλα τα θαρραλέα πράγματα που είχε κάνει ποτέ είχαν σαν κίνητρο τη μνησικακία και διάφορα παιδικά τραύματα που έκαναν τελικά το φόβο να μοιάζει ασήμαντος. Ο Κόνσταντ, που μόλις είχε ακούσει από τον Ράμφουρντ ότι επρόκειτο να διασταυρωθεί με τη γυναίκα του στον Άρη, γύρισε τη ματιά του προς το μουσείο των λειψάνων. Τα χέρια του Κόνσταντ ήταν δεμένα και σφίγγονταν ρυθμικά το ένα με το άλλο. Ο Κόνσταντ έβηξε επανειλημμένα. Μετά σιγοσφύριξε ανάμεσα στη γλώσσα του και τον ουρανίσκο. Γενικώς φερόταν σαν ένας άνθρωπος που περιμένει καρτερικά να του περάσει κάποιος δυνατός πόνος. Έκλεισε τα μάτια του και ρούφηξε τον αέρα ανάμεσα στα δόντια του. «Ώστε έτσι κε Ράμφουρντ», είπε σιγανά. Άνοιξε τα μάτια του. «Στον Άρη;» ρώτησε. «Στον Άρη», είπε ο Ράμφουρντ. «Φυσικά δεν είναι αυτός ο τελικός προορισμός σας - ούτε βέβαια κι ο Ερμής». «Ο Ερμής;» είπε ο Κόνσταντ, και ο λαιμός του επέβαλε μια φρικτή ηχητική παραμόρφωση σ' αυτό το όμορφο όνομα. «Ο προορισμός σας είναι ο Τιτάνας», είπε ο Ράμφουρντ, «αλλά πριν να πάτε εκεί θα επισκεφτείτε τον Άρη, τον Ερμή και ξανά τη Γη». Είναι κρίσιμης σημασίας να καταλάβουμε σε ποιο σημείο στην ιστορία της ακριβολογικής διαστημικής εξερεύνησης έμαθε ο Μαλαχίας Κόνσταντ το νέο των μελλοντικών επισκέψεών του στον Άρη, τον Ερμή, τη Γη και τον Τιτάνα. Η γενική κατάσταση των πνευμάτων στη 29
Γη ως προς την εξερεύνηση του διαστήματος ήταν ανάλογη προς την κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη ως προς την εξερεύνηση του Ατλαντικού πριν ξεκινήσει ο Χριστόφορος Κολόμβος. Παρ' όλα αυτά υπήρχαν κάποιες ουσιαστικές διαφορές: τα τέρατα που χώριζαν τους διαστημικούς εξερευνητές από τους στόχους τους δεν ήταν φανταστικά αλλά πολυάριθμα, αποτρόπαια, ποικίλα και κατακλυσμικά. Το κόστος ακόμη και της πιο μικρής αποστολής αρκούσε για να χρεωκοπήσει ολόκληρο έθνος. Και υπήρχε η σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι καμιά αποστολή δεν θα αύξαινε τον πλούτο των χρηματοδοτών της. Με άλλα λόγια, με βάση την κοινή λογική και τις εγκυρότερες επιστημονικές πληροφορίες, η εξερεύνηση του διαστήματος δεν περιείχε τίποτε το καλό. Είχε περάσει προ πολλού ο καιρός που το ένα έθνος μπορούσε να φανεί πιο ένδοξο από το διπλανό του εξαποστέλλοντας κάποιο βαρύ αντικείμενο στο άπειρο. Η Διαστημική Ναυπηγική, μια εταιρεία ελεγχόμενη από τον Μαλαχία Κόνσταντ, είχε πάρει την τελευταία παραγγελία για ένα τέτοιο επιδεικτικό κατασκεύασμα, έναν πύραυλο με ύψος εκατό μέτρα και διάμετρο δέκα. Τον είχαν ναυπηγήσει, αλλά η διαταγή της εκτόξευσης δεν ήρθε ποτέ. Το διαστημόπλοιο αυτό άκουγε στο απλό όνομα Φάλαινα και διέθετε χώρο διαμονής για πέντε επιβάτες. Το γεγονός που έβαλε τόσο απότομο φρένο σ' όλες αυτές τις δραστηριότητες ήταν η ανακάλυψη των χρονοσυνκλαστικών ινφουντίμπουλων. Είχαν ανακαλυφθεί μαθηματικά, πάνω στη βάση κάποιων περίεργων διαγραμμάτων πτήσεως που εξέπεμψαν ορισμένα διαστημόπλοια που είχαν σταλεί στο διάστημα χωρίς να επανδρωθούν, προκειμένου να προετοιμάσουν το δρόμο. Η ανακάλυψη των χρονοσυνκλαστικών ινφουντίμπουλων ήταν σαν κάποιος να έλεγε στο ανθρώπινο είδος: Τι σας κάνει να νομίζετε ότι πηγαίνετε κάπου; Η νέα κατάσταση ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των Αμερικανών ιεροκηρύκων του φονταμενταλισμού. Πρώτοι αυτοί συνέλαβαν το νόημα, και πιο νωρίς από τους φιλοσόφους, τους ιστορικούς κι οποιονδήποτε 30
άλλο άρχισαν να μιλούν για τη διακοπή της Εποχής του Διαστήματος. Δυο ώρες μετά την επ' αόριστον αναβολή της εκτόξευσης της Φάλαινας ο Αιδεσιμότατος Μπόμπυ Ντέντον φώναζε, στη Σταυροφορία Αγάπης του, στο Γουίλιγκ της Δυτικής Βιρτζίνια: «Και ο Κύριος κατέβηκε στη Γη να δει την πόλη και τον πύργο που έκτισαν τα παιδιά των ανθρώπων. Και ο Κύριος είπε: "Ιδού, ο λαός είναι ένας, κι έχει μια γλώσσα. Και αρχίζουν να χτίζουν αυτό το πράγμα. Και τώρα τίποτε δεν θα μπορεί να τους εμποδίσει να κάνουν αυτό που έχουν φανταστεί. Εμπρός, ας κατεβούμε κάτω και ας συγχύσουμε τη γλώσσα τους, έτσι που να μην καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο". Έτσι ο Κύριος τους σκόρπισε δεξιά κι αριστερά στο πρόσωπο της Γης. Κι αυτοί ξεκίνησαν να χτίσουν την πόλη. Γι' αυτό και το όνομά της λέγεται Βαβέλ. Γιατί ο Κύριος μπέρδεψε εκεί τη γλώσσα όλης της Γης: και από κει τους σκόρπισε όλους σε κάθε γωνιά της Γης». Ο Μπόμπυ Ντέντον εκτόξευσε στο ακροατήριό του μια φλογερή και γεμάτη αγάπη ματιά και μετά άρχισε να τους σιγοψήνει πάνω στα κάρβουνα της ίδιας της αμαρτίας τους. «Μήπως οι καιροί αυτοί δεν είναι Βιβλικοί;» ρώτησε. «Μήπως δεν χτίσαμε κι εμείς με ατσάλι και έπαρση ένα έκτρωμα πολύ πιο ψηλό από την αρχαία Βαβέλ; Και μήπως δεν είχαμε σκοπό σαν τους παλιούς εκείνους χτίστες να φτάσουμε κι εμείς το κέντρο του Ουρανού; Και πόσες φορές δεν ακούσαμε να μας λένε ότι η γλώσσα της επιστήμης είναι διεθνής; Όλοι χρησιμοποιούν τις ίδιες λατινικές και ελληνικές λέξεις και μιλούν τη γλώσσα των αριθμών». Αυτό θεωρήθηκε από τον Ντέντον σαν ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο, και οι Σταυροφόροι της Αγάπης συμφώνησαν σκυθρωπά, χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί. «Γιατί λοιπόν να φωνάζουμε τώρα με έκπληξη και πόνο όταν ο Θεός μας λέει αυτά που είπε στην ανθρωπότητα που έκτισε τον Πύργο της Βαβέλ: "Όχι! Μακριά από κει! Δεν θα πάτε ούτε στον Ουρανό, ούτε πουθενά μ' αυτό το πράγμα. Διαλυθείτε, ακούσατε τι είπα; Πάψτε να μιλάτε μεταξύ σας τη γλώσσα της επιστήμης! Τίπο31
τε δεν θα σας εμποδίσει να κάνετε αυτό που φανταστήκατε αν συνεχίσετε να μιλάτε μεταξύ σας τη γλώσσα της επιστήμης, κι αυτό δεν το θέλω! Εγώ, ο Κύριος και Θεός σας. Θέλω να. πάψετε να ονειρευόσαστε τρελούς πύργους και πυραύλους στον Ουρανό, και να αρχίσετε να κοιτάτε πώς να γίνετε καλύτεροι γείτονες και σύζυγοι και κόρες και γιοι! Μην ψάχνετε τη σωτηρία στους πυραύλους - αναζητήστε την στα σπίτια και τις εκκλησίες σας!"» Η φωνή -ίου Μπόμπυ Ντέντον βράχνιασε και χαμήλωσε. «Θέλετε να πετάξετε στο διάστημα; Ο Θεός σας έχει χαρίσει το πιο θαυμαστό διαστημόπλοιο σ' ολόκληρη την πλάση! Ναι! Ταχύτητα; Θέλετε ταχύτητα; Το διαστημόπλοιο που σας έχει χαρίσει ο Θεός τρέχει με εκατό χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα - κι αν το θελήσει ο Θεός θα συνεχίσει να τρέχει μ' αυτή την ταχύτητα σ* όλη την αιωνιότητα. Θέλετε ένα διαστημόπλοιο που θα μεταφέρει ανθρώπους με κάθε άνεση; Το έχετε ήδη! Δεν κουβαλάει μόνο έναν πλουτοκράτη με το σκύλο του, ή πέντε και δέκα ανθρώπους. Όχι! Ο Θεός δεν διαλέγει! Σας χάρισε ένα διαστημόπλοιο ικανό να μεταφέρει εκατομμύρια ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και παιδιά! Ναι! Κι ούτε χρειάζεται να κάθονται δεμένοι στις καρέκλες τους ή να φοράνε γυάλες για χρυσόψαρα στο κεφάλι τους. Όχι! Όχι στο διαστημόπλοιο του Θεού! Οι άνθρωποι στο διαστημόπλοιο του Θεού μπορούν να συνεχίσουν να κολυμπάνε, να περπατάνε στη λιακάδα, να παίζουν ποδόσφαιρο, να κάνουν πατινάζ και να βγαίνουν βόλτες με το οικογενειακό αυτοκίνητο την Κυριακή μετά την εκκλησία και το οικογενειακό γεύμα με το κοτόπουλο!» Ο Μπόμπυ Ντέντον κούνησε εμφατικά το κεφάλι του. «Μάλιστα!» είπε. «Και αν κάποιος πιστεύει πως ο Θεός είναι κακός που έβαλε στο διάστημα πράγματα να μας εμποδίσουν να πετάξουμε, ας θυμηθεί το διαστημόπλοιο που μας έχει χαρίσει ήδη. Κι ότι δεν χρειάζεται να αγοράζουμε καύσιμα γι' αυτό, ούτε να προβληματιζόμαστε τι καύσιμα πρέπει να χρησιμοποιούμε. Ω, όχι! Για όλα αυτά φροντίζει ο Θεός. »0 Θεός μας είπε τι έπρεπε να κάνουμε εμείς ο' αυτό το θαυμαστό διαστημόπλοιο. Έγραψε τους κανόνες έτσι που να τους καταλαβαίνουν όλοι. Δεν χρειάζεται να εί32
ναι κανείς φυσικός ή χημικός ή Αϊνστάιν για να τους καταλάβει! Όχι! Κι ούτε έφτιαξε πολλούς κανόνες. Μου έχουν πει ότι αν εκτοξευόταν η Φάλαινα θα έπρεπε να ελέγξουν γύρω στις έντεκα χιλιάδες διαφορετικές λειτουργίες για να βεβαιωθούν πως όλα δουλεύουν εντάξει: είναι ανοιχτή τούτη η βαλβίδα, η άλλη είναι κλειστή, το σύρμα αυτό είναι τεντωμένο, εκείνο το ντεπόζιτο είναι γεμάτο; - κι ένα σωρό τέτοια ερωτήματα ως τις έντεκα χιλιάδες. Εδώ, αντίθετα, στο διαστημόπλοιο του Θεού, ο Θεός μας δίνει μόνο δέκα πράγματα, να τσεκάρουμε κι αυτό όχι μόνο για ένα απλό, μικρό ταξιδάκι σε κάποιους άσχετους δηλητηριώδεις βράχους πεταμένους στο διάστημα, αλλά για ένα ταξίδι στο Βασίλειο των Ουρανών! Για σκεφτείτε το λιγάκι. Πού θα προτιμούσατε να βρισκόσασταν αύριο - στον Άρη ή στο Βασίλειο των Ουρανών; »Ξέρετε ποια είναι η λίστα των σημείων ελέγχου στο στρογγυλό, καταπράσινο διαστημόπλοιο του Θεού; Χρειάζεται να σας το πω; Θέλετε να ακούσετε την αντίστροφη μέτρηση του Θεού;» Οι Σταυροφόροι της Αγάπης φώναξαν ότι ήθελαν. «Δέκα!» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Μήπως επιθυμείτε το σπίτι του γείτονά σας, ή τον υπηρέτη του, την υπηρέτριά του, το βόδι του, το γάιδαρό του ή οτιδήποτε άλλο που να ανήκει στον γείτονά σας;» «Όχι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Εννέα!» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Μήπως ψευδομαρτυράτε ενάντια στον γείτονά σας;» «Όχι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Οκτώ!» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Μήπως κλέβετε;» «Όχι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Επτάΐ» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Μήπως μοιχεύετε;» «Όχι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Έξι!» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Μήπως φονεύετε;» «Όχι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Πέντε!» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Τιμάτε τον πατέρα σας και τη μητέρα σας;» «Ναι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Τέσσερα!» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Τηρείτε την αργία του Σαββάτου;» 33
«Ναι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Τρία!» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Μήπως μνημονεύετε το όνομα του Κυρίου επί ματαίω;» «Όχι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Δύο!» είπε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Μήπως ποιείτε είδωλα;» «Όχι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Ένα! -» φώναξε ο Μπόμπυ Ντέντον. «Μήπως βάζετε κάποιους άλλους θεούς πάνω από τον ένα και πραγματικό Κύριο και Θεό μας;» «Όχι!» φώναξαν οι Σταυροφόροι της Αγάπης. «Πυρ!» φώναξε ολόχαρα ο Μπόμπυ Ντέντον. «Παράδεισε, σου 'ρχόμαστε! Πυρ, παιδιά μου και Αμήν!» «Τέλος πάντων», μουρμούρισε ο Μαλαχίας Κόνσταντ εκεί στο καμινοειδές δωμάτιο του Νιούπορτ κάτω από τη σκάλα, «φαίνεται τελικά ότι ο αγγελιοφόρος θα χρησιμοποιηθεί». «Τι είναι αυτό πάλι;» είπε ο Ράμφουρντ. «Το όνομά μου - σημαίνει πιστός αγγελιοφόρος», είπε ο Κόνσταντ. «Ποιο είναι το άγγελμα;» «Λυπάμαι πολύ», είπε ο Ράμφουρντ. «Δεν γνωρίζω τίποτε περί αγγέλματος». Γύρισε ερωτηματικά το κεφάλι του στο πλάι. «Σου μίλησε κανένας για αγγέλματα;» Ο Μαλαχίας Κόνσταντ άφησε τις παλάμες του να γυρίσουν προς τα πάνω. «Θέλω να πω - τι δουλειά θα πάω να κάνω σ' αυτό τον Τρίτωνα;» «Τιτάνα», τον διόρθωσε ο Ράμφουρντ. «Τιτάνα, Τρίτωνα», είπε ο Κόνσταντ. «Τι στην οργή θα πάω να κάνω εκεί;» Το «στην οργή» ήταν μια πολύ συγκρατημένη, σεμνή και προσκοπική έκφραση για τον Κόνσταντ, μα ύστερα από λίγο συνειδητοποίησε γιατί την είχε χρησιμοποιήσει. «Στην οργή» ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αστροναύτες στην τηλεόραση όταν ένας μετεωρίτης παρέσυρε μαζί του κάποια επιφάνεια ελέγχου, ή όταν ο πλοηγός αποδεικνυόταν πως ήταν διαστημικός πειρατής από τον πλανήτη Ζιρκόν. Σηκώθηκε όρθιος. «Γιατί στο διάβολο να πάω εκεί κάτω;» «Θα πας - αυτό στο εγγυώμαι», είπε ο Ράμφουρντ, 34
ο Κόνσταντ πλησίασε το παράθυρο ξαναβρίσκοντας λίγη από την αλαζονική του δυναμικότητα. «Στο λέω ξεκάθαρα από τώρα», είπε, «πως δεν έχω σκοπό να πάω». «Λυπάμαι πολύ που το ακούω αυτό», είπε ο Ράμφουρντ. «Υποτίθεται πως θα κάνω κάτι για σένα, αν πάω εκεί;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Όχι», είπε ο Ράμφουρντ. «Τότε γιατί λυπάσαι;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Τι σχέση έχει με σένα;» «Καμιά», είπε ο Ράμφορντ. «Λυπάμαι για σένα και μόνο. Θα χάσεις κάτι συνταρακτικό». «Σαν τι;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Κατ' αρχάς, το πιο ευχάριστο κλίμα του κόσμου», είπε ο Ράμφουρντ, «Το κλίμα!» είπε περιφρονητικά ο Κόνσταντ. «Εγώ έχω σπίτια στο Χόλυγουντ, στην Κοιλάδα του Κασμίρ, στο Ακαπούλκο, τη Μανιτόμπα, την Ταϊτή, το Παρίσι, τις Βερμούδες, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη και το Κέηπ Τάουν, και νομίζεις ότι θα σηκωθώ να φύγω από τη Γη για να βρω καλό κλίμα;» «Δεν είναι μόνο το καλό κλίμα στον Τιτάνα», είπε ο Ράμφουρντ. «Οι γυναίκες του, για παράδειγμα, είναι τα πιο όμορφα πλάσματα που μπορούν να υπάρξουν μεταξύ Ηλίου και Μπετελγέζ». Ο Κόνσταντ ξέσπασε σ' ένα σαρκαστικό γέλιο. «Γυναίκες!» είπε. «Νομίζεις ότι δυσκολεύομαι να βρω όμορφες γυναίκες; Νομίζεις ότι είμαι πεινασμένος για έρωτα κι ότι ο μόνος μου τρόπος να βρεθώ κοντά σε μια όμορφη γυναίκα είναι να πηδήσω σ' έναν πύραυλο και να βάλω πλώρη για τα φεγγάρια του Κρόνου; Ξέρεις τι λες; Εγώ είχα γυναίκες τόσο όμορφες που ο οποιοσδήποτε μεταξύ Ηλίου και Μπετελγέζ θα καθόταν κάτω και θα 'βαζε τα κλάματα έτσι και του έλεγαν απλώς καλημέρα!» Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε από μέσα τη φωτογραφία της πιο πρόσφατης κατάκτησης του. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία. Η κοπέλα της φωτογραφίας ήταν μια εκπληκτική καλλονή. Ήταν η Μις Διώρυγα, μια από τις επικρατέστερες υποψήφιες για Μις Σύμπαν ~ πολύ πιο όμορφη στην πραγματικότητα από την ίδια 35
τη νικήτρια. Η ομορφιά της είχε τρομάξει τους κριτές. Ο Κόνσταντ έδωσε τη φωτογραφία στον Ράμφουρντ. «Έχουν τέτοιες στον Τιτάνα;» Ο Ράμφουρντ μελέτησε προσεκτικά τη φωτογραφία και την επέστρεψε. «Όχι-» είπε, «δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο στον Τιτάνα». «Οκέυ», είπε ο Κόνσταντ, νιώθοντας ότι είχε αποκτήσει και πάλι τον έλεγχο της ύπαρξής του. «Το κλίμα, οι όμορφες γυναίκες - τι άλλο μένει;» «Τίποτε άλλο», είπε ήρεμα ο Ράμφουρντ. Ανασήκωσε τους ώμους. «Α ναι - και αντικείμενα τέχνης, αν σου αρέσει η τέχνη». «Διαθέτω τη μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή αντικειμένων τέχνης σ' ολόκληρο τον κόσμο», είπε ο Κόνσταντ. Αυτή τη φημισμένη συλλογή τέχνης ο Κόνσταντ την είχε κληρονομήσει. Η συλλογή είχε γίνει από τον πατέρα του ή, για την ακρίβεια, από τους πράκτορές του. Ήταν σκορπισμένη σε διάφορα μουσεία σ' ολόκληρο τον κόσμο και το κάθε κομμάτι σημειωνόταν καθαρά σαν μέρος της Συλλογής Κόνσταντ. Τα κομμάτια είχαν μαζευτεί και μετά μοιράστηκαν μ' αυτό τον τρόπο κατά τις συμβουλές του Διευθυντή των Δημοσίων Σχέσεων του Μεγάλου Έργου, της εταιρείας που είχε σαν αποκλειστικό έργο τη διαχείριση των υποθέσεων του Κόνσταντ. Σκοπός της συλλογής ήταν να αποδείξει πόσο γενναιόδωροι, χρήσιμοι και ευαίσθητοι μπορεί να είναι οι πολυεκατομμυριούχοι. Στο τέλος φάνηκε ότι επιπλέον ήταν και μια καταπληκτική επένδυση. «Έτσι ξεμπερδέψαμε και με την τέχνη», είπε ο Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ ήταν έτοιμος να ξαναβάλει τη φωτογραφία της Μις Διώρυγα στο πορτοφόλι του όταν αισθάνθηκε ότι δεν κρατούσε μια φωτογραφία αλλά δύο. Πίσω από τη φωτογραφία της Μις Διώρυγα υπήρχε κι άλλη μία. Υπέθεσε πως θα ήταν η φωτογραφία της προκατόχου της και σκέφτηκε να τη δείξει κι αυτή στον Ράμφουρντ - να του δείξει τι ουράνιο πλάσμα είχε κρατήσει στην αγκαλιά του. «Να, έχω κι άλλη μία», είπε ο Κόνσταντ περνώντας τη δεύτερη φωτογραφία στον Ράμφουρντ. 36
ο Ράμφουρντ δεν έκανε καμιά κίνηση να πάρει τη φωτογραφία. Δεν έκανε καν τον κόπο να την κοιτάξει. Αντί γι' αυτό γύρισε τα μάτια του στον Κόνσταντ και του χαμογέλασε πονηρά. Ο Κόνσταντ κοίταξε τη φωτογραφία που δεν καταδέχτηκε ο Ράμφουρντ. Δεν ανήκε στην προκάτοχο της Μις Διώρυγα, όπως διαπίστωσε. Του την είχε πασάρει ο Ράμφουρντ. Δεν ήταν συνηθισμένη φωτογραφία, παρά το γεγονός ότι η επιφάνειά της ήταν γυαλιστερή και τα περιθώριά της λευκά. Μέσα από το περιθώριο έλαμπαν ακτινοβόλα βάθη. Η εντύπωση ήταν σαν ένα τετράγωνο τζάμι στην επιφάνεια μιας διάφανης, ρηχής θάλασσας γεμάτης κοράλια. Στον πάτο αυτής της θάλασσας με τα κοράλια βρίσκονταν τρεις γυναίκες - μια άσπρη, μια χρυσή και μια μελαψή. Σήκωσαν κι οι τρεις τα μάτια τους στον Κόνσταντ παρακαλώντας τον να πάει κοντά τους, να τις ολοκληρώσει με τον έρωτά του. Η ομορφιά τους σε σύγκριση με την ομορφιά της Μις Διώρυγας ήταν ό,τι είναι το φως του Ήλιου σε σύγκριση με το φως της πυγολαμπίδας. Ο Κόνσταντ σωριάστηκε ξανά στην πολυθρόνα του. Χρειάστηκε να αποστρέψει τη ματιά του απ' όλη αυτή την ομορφιά για να μη βάλει τα κλάματα. «Μπορείς να την κρατήσεις, αν θέλεις, τη φωτογραφία», είπε ο Ράμφουρντ. «Είναι σε μέγεθος πορτοφολιού». Ο Κόνσταντ δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε να πει. «Η γυναίκα μου θα βρίσκεται ακόμη μαζί σου όταν θα πας στον Τιτάνα», είπε ο Ράμφουρντ, «αλλά δεν πρόκειται να σε εμποδίσει αν θέλεις να παίξεις λιγάκι μ' αυτές τις τρεις δεσποινίδες. Θα είναι μαζί κι ο γιος σου, αλλά είναι κι αυτός φιλελεύθερος σαν τη Βεατρίκη». «Γιος, ποιος γιος;» είπε ο Κόνσταντ. Δεν είχε κανένα γιο.' «Ναι - ένα πολύ καλό παιδί που το λένε Χρόνο», είπε ο Ράμφουρντ. «Χρόνο;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Αρειανό όνομα», είπε ο Ράμφουρντ. «Γεννήθηκε 37
στον Άρη - από σένα και τη Βεατρίκη». «Τη Βεατρίκη;» είπε ο Κόνσταντ. «Τη γυναίκα μου», είπε ο Ράμφουρντ. Είχε αρχίσει να γίνεται διάφανος. Το ίδιο κι η φωνή του, ακουγόταν ψιλή σαν να προερχόταν από κάποιο φτηνό ραδιόφωνο. «Τα πράγματα πετούν εδώ κι εκεί, νέε μου», είπε, «με ή χωρίς προαγγελίες. Είναι σκέτο χάος, δεν υπάρχει αμφιβολία, γιατί το Σύμπαν μόλις τώρα γεννιέται. Είναι από το μεγάλο γίγνεσθαι που προκαλεί το φως, τη φλόγα και την κίνηση και μας ξαποστέλνει εδώ κι εκεί. »Προφητείες, προφητείες, προφητείες», είπε στοχαστικά ο Ράμφουρντ. «Υπάρχει τίποτε άλλο που πρέπει να σου πω; Αααα - ναι, ναι, ναι. Αυτό το παιδί που θα κάνεις, αυτό το αγόρι που το λένε Χρόνο»0 Χρόνος θα μαζέψει κάποιο μεταλλικό αντικείμενο στον Άρη-» είπε ο Ράμφουρντ, «και θα το ονομάσει "γούρι του''. Πρόσεχε αυτό το γούρι, κε Κόνσταντ* έχει απίστευτη σημασία». Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ εξαϋλώθηκε σταδιακά, ξεκινώντας από τις άκρες των δαχτύλων του και καταλήγοντας στο χαμόγελό του. Το χαμόγελο παρέμεινε λίγο, ακόμη κι όταν ο υπόλοιπος είχε εξαφανιστεί. «Θα τα πούμε στον Τιτάνα», είπε το χαμόγελο. Και μετά χάθηκε. «Τελείωσαν όλα, Μόνκριφ;» φώναξε η κα Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ στον μπάτλερ, ψηλά από τη στιφογυριστή σκάλα. «Μάλιστα, Κυρία - έφυγε», είπε ο μπάτλερ. «Κι ο σκύλος επίσης». «Κι εκείνος ο κος Κόνσταντ;» ρώτησε η κα Ράμφουρντ - ρώτησε η Βεατρίκη". Φερόταν σαν ανάπηρη: παραπατούσε, ανοιγόκλεινε τα μάτια της κι έκανε τη φωνή της χαμηλή σαν τον άνεμο όταν περνά ανάμεσα στις κορφές των δέντρων. Φορούσε μια μακριά λευκή ρόμπα που οι μαλακές πτυχές της σχημάτιζαν ένα αντίστροφο σπείρωμα, σε απόλυτη αρμονία με τη λευκή στριφογυριστή σκάλα. Η ουρά της ρόμπας της έπεφτε με χάρη στο τελευταίο σκαλοπάτι κάνοντας τη Βεατρίκη αναπόσπαστο μέρος της αρχιτεκτονικής του σπιτιού. 38
Στη συνολική εικόνα δέσποζε η ψηλή, ίσια κορμοστασιά της. Οι λεπτομέρειες της φυσιογνωμίας της δεν είχαν σημασία. Ακόμη κι αν στη θέση του κεφαλιού της ήταν τοποθετημένη μια οβίδα, η γενική ισορροπία της σύνθεσης δεν θα διαταραζόταν. Όμως η Βεατρίκη, διέθετε πρόσωπο - και πολύ ενδιαφέρον μάλιστα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έμοιαζε με Ινδιάνο πολεμιστή με πεταχτά δόντια. Όποιος το έλεγε όμως αυτό θα έπρεπε να προσθέσει γρήγορα ότι ήταν υπέροχη. Το πρόσωπό της, όπως και το πρόσωπο του Μαλαχία Κόνσταντ, είχε κάτι το ξεχωριστό, ήταν μια ασυνήθιστη παραλλαγή πάνω σ' ένα γνωστό θέμα - μια παραλλαγή που κάνει τον παρατηρητή να σκεφτεί Ναι - να ένας άλλος συμπαθητικός τρόπος να μοιάσει κάνεις. Αυτό που είχε κάνει στο πρόσωπό της η Βεατρίκη ήταν αυτό ακριβώς που θα έκανε οποιοδήποτε άσχημο κορίτσι. Το είχε υπερκαλύψει με αξιοπρέπεια, καρτερικότητα, εξυπνάδα και μια πικάντικη νότα στριμάρας. «Όχι», είπε ο Κόνσταντ από κάτω, «εκείνος ο κος Κόνσταντ είναι ακόμη εδώ». Ήταν απόλυτα ορατός καθώς ακουμπούσε σε μια κολόνα της αψίδας που οδηγούσε στο φουαγιέ. Φαινόταν όμως τόσο απειροελάχιστος μέσα στη γενική σύνθεση, τόσο χαμένος στις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, που έμοιαζε σχεδόν αόρατος. «Ω!» είπε ο Βεατρίκη. «Πώς είσθε;» Μια ερώτηση απολύτως κενή. «Πώς είσθε;» αντερώτησε ο Κόνσταντ. «Κάνω έκκληση στα ιπποτικά σας συναισθήματα», είπε η Βεατρίκη, «προκειμένου να σας ζητήσω να μη διαδώσετε την ιστορία της συνάντησής σας με τον συζυγό μου. Καταλαβαίνω πολύ καλά τι τρομερός πειρασμός πρέπει να είναι». «Ναι», είπε ο Κόνσταντ. «Θα μπορούσα να πουλήσω την ιστορία μου πολύ ακριβά, να ξεχρεώσω την υποθήκη του πατρικού μου σπιτιού και να γίνω μια διεθνής διασημότητα. Θα μπορούσα να συναναστρέφομαι τους μεγάλους και τους σχεδόν μεγάλους και να εμφανίζομαι ενώπιον των εστεμμένων της Ευρώπης». «Συγχωρήστε με παρακαλώ», είπε η Βεατρίκη, «για 39
την ανικανότητα μου να εκτιμήσω πλήρως το σαρκασμό σας, καθώς και τις άλλες λεπτές εκδηλώσεις του αναμφίβολα πασίγνωστου πνεύματός σας, κε Κόνσταντ. Αυτές οι επισκέψεις του συζύγου μου με κάνουν ράκος». «Δεν τον βλέπετε πια, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Τον είδα την πρώτη φορά που υλοποιήθηκε», είπε η Βεατρίκη, «κι αυτό στάθηκε αρκετό για να με αρρωστήσει μια για πάντα». «Εμένα μου άρεσε πολύ», είπε ο Κόνσταντ. «Ακόμη κι οι παράφρονες έχουν κατά καιρούς τη χάρη τους», είπε η Βεατρίκη. «Οι παράφρονες;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Σαν άνθρωπος του κόσμου, κε Κόνσταντ», είπε η Βεατρίκη, «δεν θα θεωρούσατε τρελό έναν άνθρωπο που διατυπώνει περίπλοκες και εντελώς απίθανες προφητείες;» «Μμμ-» είπε ο Κόνσταντ, «είναι αλήθεια τρέλα να πεις σ' έναν άνθρωπο που έχει πρόσβαση στο πιο μεγάλο διαστημόπλοιο που κατασκευάστηκε ποτέ ότι θα ταξιδέψει στο διάστημα;» Αυτό το τελευταίο, περί της εύκολης πρόσβασης του Κόνστα^?ϊ στο διαστημόπλοιο, ξάφνιασε τη Βεατρίκη. Την ξάφνιασε τόσο πολύ που έκανε ένα βήμα πίσω από το κεφαλόσκαλο και αποχωρίστηκε από την κλιμακωτή σπείρα. Αυτό το μικρό βηματάκι προς τα πίσω τη μεταμόρφωσε σ' αυτό που ήταν - μια τρομαγμένη, μοναχική γυναίκα μέσα σ' ένα φοβερό σπίτι. «Έχετε διαστημόπλοιο;» τον ρώτησε. «Μια εταιρεία υπό τον έλεγχό μου έχει αναλάβει τη φύλαξή του», είπε ο Κόνσταντ. «Έχετε ακούσει για τη Φάλαινα;» «Ναι», είπε η Βεατρίκη. «Η εταιρεία μου την πούλησε στην Κυβέρνηση», είπε ο Κόνσταντ. «Νομίζω ότι αυτοί θα ήταν κατενθουσιασμένοι αν κατάφερναν να τη μεταπουλήσουν με πέντε σεντς στο δολάριο». «Καλή τύχη σε σας και στην αποστολή σας», είπε η Βεατρίκη. 40
ο Κόνσταντ υποκλίθηκε. «Καλή τύχη σε σας mi στη δική σας», της είπε. Βγήκε χωρίς άλλη κουβέντα. Καθώς διέσχιζε το ζωηρόχρωμο ζωδιακό της εισόδου, διαισθάνθηκε ότι η σπειροειδής κλίμακα τώρα βιδωνόταν προς τα κάτω αντί να ελίσσεται προς τα πάνω. Ο Κόνσταντ βρέθηκε στον πάτο μιας ρουφήχτρας της μοίρας. Καθώς έβγαινε από την πόρτα είχε την απολαυστική αίσθηση ότι παρέσυρε μαζί του και όλο το μεγαλείο του οίκου Ράμφουρντ. Αφού ήταν γραμμένο αυτός και η Βεατρίκη να ξανασυναντηθούν για να γεννήσουν ένα παιδί που θα λεγόταν Χρόνος, ο Κόνσταντ δεν είχε καμιά υποχρέωση να την αναζητήσει και να τη φλερτάρει, ούτε και να της στείλει ευχετήριες κάρτες. Αυτός θα συνέχιζε μια χαρά τη ζωή του, σκέφτηκε, και η ψηλομύτα Βεατρίκη θα αναγκαζόταν να τρέξει ξοπίσω του - σαν την οποιαδήποτε άλλη πιτσιρίκα. Γελούσε καθώς φορούσε τα σκούρα γυαλιά του και την ψεύτικη γενειάδα του και έβγαινε από τη μικρή σιδερένια πόρτα του κήπου. Η λιμουζίνα είχε ξαναγυρίσει, όπως και το πλήθος. Η αστυνομία κρατούσε ανοιχτό ένα στενό μονοπάτι προς την πόρτα της λιμουζίνας. Ο Κόνσταντ το διέτρεξε βιαστικά και χώθηκε μέσα στη λιμουζίνα. Το μονοπάτι έκλεισε πίσω του σαν την Ερυθρά Θάλασσα πίσω από τα Τέκνα του Ισραήλ. Οι ενωμένες κραυγές του πλήθους εξέφραζαν το θυμό και την αγανάκτηση. Το πλήθος, στο οποίο κανείς δεν είχε υποσχεθεί τίποτε, αισθανόταν προδομένο γιατί δεν έλαβε τίποτε. Οι άντρες και τα παιδιά άρχισαν να τραντάζουν τη λιμουζίνα του Κόνσταντ. Ο οδηγός έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, που άρχισε να έρπει ανάμεσα σε μια θάλασσα έξαλλης σάρκας. Ένας φαλακρός άντρας έκανε μια απόπειρα κατά της ζωής του Κόνσταντ, οπλισμένος με ένα χοτ-ντογκ με το οποίο χτύπησε το τζάμι, λιώνοντας το ψωμί και κόβοντας στα δύο το λουκάνικο - αφήνοντας έναν αηδιαστικό κιτρινωπό λεκέ από μουστάρδα και κέτσαπ. «Γιαχ, γιαχ, γιαχ!» ούρλιαξε μια όμορφη νεαρή γυναίκα κι έδειξε στον Κόνσταντ αυτό που κατά πάσα πι41
θανότητα δεν είχε δείξει σε κανέναν άλλο άντρα. Του έδειξε ότι τα δύο μπροστινά της δόντια ήταν ψεύτικα. Άφησε αυτά τα δύο δόντια να φύγουν από τη θέση τους. Ούρλιαζε σαν γριά στρίγγλα. Ένας νεαρός σκαρφάλωσε στο καπώ εμποδίζοντας τη θέα του οδηγού. Ξήλωσε τους καθαριστήρες και τους πέταξε στο πλήθος. Η λιμουζίνα χρειάστηκε τρία τέταρτα της ώρας για να φτάσει στον εξωτερικό περίγυρο του πλήθους. Και στον εξωτερικό περίγυρο δεν βρίσκονταν οι τρελοί, αλλά οι σχεδόν υγιείς. Μόνο στον εξωτερικό περίγυρο οι κραυγές απέκτησαν κάποιο νόημα. «Πες μας!» ούρλιαξε ένας άντρας που ήταν κυρίως βαριεστημένος - όχι έξαλλος. «Έχουμε το δικαίωμα!» φώναξε μια γυναίκα κι έδειξε τα δύο όμορφα παιδιά της στον Κόνσταντ. Μια άλλη γυναίκα είπε στον Κόνσταντ ποιο ήταν αυτό το δικαίωμα που διεκδικούσε το πλήθος. «Έχουμε δικαίωμα να μάθουμε τι γίνεται!» φώναξε. Αποδείχτηκε έτσι ότι όλο αυτό το παραλήρημα ήταν μια άσκηση στην επιστήμη της θεολογίας - η αναζήτηση εκ μέρους των θνητών κάποιων ενδείξεων γύρω από το τι πραγματικά είναι η ζωή. Ο οδηγός, βλέποντας επιτέλους το δρόμο να καθαρίζει μπροστά του, πάτησε γκάζι μ' όλη του τη δύναμη. Η λιμουζίνα τινάχτηκε μπροστά. Μια τέραστια αφίσα άστραψε για μια στιγμή: ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΑΡΤΕ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΣΑΣ! έλεγε η αφίσα.
42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΨΙΧΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΗΚΗ
«Μερικές φορές σκέφτομαι πως είναι μεγάλο λάθος να διαθέτουμε ύλη που μπορεί να σκέφτεται και να αισθάνεται. Όλο παράπονα είναι. Από την άλλη μεριά όμως, σκέφτομαι ότι οι βράχοι και τα βουνά και τα φεγγάρια θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ότι παραείναι φλεγματικά». - ΓΟΥΙΝΣΤΟΝ ΝΑΪΑΣ ΡΑΜΦΟΥΡΝΤ
Η λιμουζίνα βγήκε σαν αστραπή από το Νιούπορτ κατευθυνόμενη προς βορρά, έστριψε σ' ένα χωματόδρομο και κράτησε το ραντεβού της με ένα ελικόπτερο που περίμενε σ' ένα λιβάδι. Ο λόγος της αλλαγής μεταφορικού μέσου από τη λιμουζίνα στο ελικόπτερο εκ μέρους του Μαλαχία Κόνσταντ, είχε σκοπό να εμποδίσει οποιονδήποτε να τον ακολουθήσει, ανακαλύπτοντας έτσι ποιος ήταν ο γενειοφόρος και διοπτροφόρος επισκέπτης των Ράμφουρντ. Κανείς δεν γνώριζε πού βρισκόταν ο Κόνσταντ. Ακόμη και ο οδηγός και ο πιλότος αγνοούσαν την πραγματική ταυτότητα του επιβάτη τους. Ο Κόνσταντ ήταν γι' αυτούς ο κος Ιωνάς Κ. Ρώουλυ. «Ε, κύριε Ρώουλυ...» είπε ο οδηγός καθώς ο Κόνσταντ έβγαινε από τη λιμουζίνα. «Ναι;» είπε ο Κόνσταντ. «Δεν φοβηθήκατε, κύριε;» ρώτησε ο οδηγός. «Να φοβηθώ;» είπε ο Κόνσταντ ειλικρινά ξαφνιασμένος με το ερώτημα. «Τι να φοβηθώ;» «Τι;» επανέλαβε ο οδηγός μην πιστεύοντας στ' αυτιά 43
του. «Ε, μα όλον αυτό τον τρελό κόσμο που ήθελε να μας λυντσάρει». Ο Κόνσταντ χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Ούτε μια φορά μέσα σ' όλον αυτόν το σαματά δεν είχε φοβηθεί ότι θα ίϊάθει κακό. «Ο πανικός δεν βοηθά σε τίποτε, δεν νομίζεις;» είπε. Μέσα στα ίδια του τα λόγια αναγνώρισε τη διατύπωση του Ράμφουρντ - και ένα υ;Γ0λειμμα από τους αριστοκρατικούς του λαρυγγισμούς; «Τι να σου πω, αφεντικό, πρέπει να 'χεις κάποιο προστάτη άγγελο, έτσι που δεν δίνεις δεκάρα ό,τι κι αν συμβεί», είπε ο οδηγός με θαυμασμό. Ο Κόνσταντ βρήκε το σχόλιο αυτό πολύ ενδιαφέρον, γιατί περιέγραφε σωστά τη στάση του ανάμεσα στον όχλο. Στην αρχή το πήρε σαν μεταφορά - μια ποιητική περιγραφή της στάσης του. Αν κάποιος είχε ένα φύλακα άγγελο, αυτός ο κάποιος σίγουρα θα αισθανόταν ακριβώς όπως είχε αισθανθεί ο Κόνσταντ«Ε, βέβαια!» είπε ο οδηγός. «Κάποιος πρέπει να σε φυλάει από ψηλά!» Τότε η αλήθεια έλαμψε μέσα στο μυαλό του Κόνσταντ: Λυτό ακριβώς συνέβαινε. 'ύς αυτή την κρίσιμη στιγμή της αλήθειας ο Κόνσταντ είχε θεωρήσει όλη αυτή την ιστορία του Νιούπορτ σαν άλλη μια ναρκογενή πο^ραίσθηση - άλλο ένα πάρτυ με πεγιότλ - ζωηρή, πρωτόγνωρη, διασκεδαστική, αλλά χωρίς απολύτως καμία σημασία. Η μικρή σιδερένια πορτούλα είχε κάτι το ονειρικό... το ίδιο και το στεγνό σιντριβάνι... και η τεράστια ζωγραφιά με το κάτασπρο μη μόυ άπτου κοριτσάκι πάνω στο κάτασπρο πόνυ... και το σαν καπνοδόχος δωμάτιο κάτω από τη στριφογυριστή σκάλα... και η φωτογραφία με τις τρεις σειρήνες του Τιτάνα... και οι προφητείες του Ράμφουρντ... και η αμηχανία της Βεατρίκης Ράμφουρντ στην κορυφή της σκάλας... Ένας κρύος ιδρώτας έλουσε τον Μαλαχία Κόνσταντ* τα γόνατά του λύγισαν και τα μάτια του κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους. Τώρα επιτέλους συνειδητοποιούσε πως όλα όσα είχαν συμβεί ήταν πραγματικά! Ο λόγος της η^ρεμίας του μέσα στο αγριεμένο πλήθος ήταν 44
επειδή ήξερε πως δεν ήταν γραφτό του να πεθάνει πάνω στη Γη. Κάποιο πράγμα τον φύλαγε, αυτό ήταν αλήθεια. Κι αυτό το πράγμα φρόντιζε να του σώσει τη ζωή γιαΕνα ρίγος διαπέρασε τον Κόνσταντ καθώς μέτρησε πάνω στα δάχτυλά του τους σταθμούς του δρομολογίου που του είχε υποσχεθεί ο Ράμφουρντ. Άρης. Μετά Ερμής. Μετά πάλι Γη. Μετά Τιτάνας. Δεδομένου ότι το δρομολόγιο έπαιρνε τέρμα στον Τιτάνα, μάλλον εκεί ήταν προορισμένος να πεθάνει ο Μαλαχίας Κόνσταντ. Θα πέθαινε εκεί πέρα! Τι το διασκεδαστικό έβρισκε ο Ράμφουρντ σ' αυτό; Ο Κόνσταντ βάδισε απρόθυμα ώς το ελικόπτερο, και το μεγάλο πουλί τραντάχτηκε ολόκληρο καθώς σκαρφάλωσε μέσα του. «Είσαι ο Ρώουλυ;» ρώτησε ο πιλότος. «Ακριβώς», είπε ο Κόνσταντ. «Περίεργο βαφτιστικό έχεις, κε Ρώουλυ», είπε ο πιλότος. «Παρακαλώ;» είπε ο Κόνσταντ με το στομάχι σφιγμένο. Κοίταξε το βραδινό ουρανό μέσα από τον πλαστικό διαφανή θόλο που σκέπαζε το κόκπιτ. Αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να υπάρχουν μάτια εκεί πάνω, μάτια που να βλέπουν οτιδήποτε έκανε. Κι αν υπήρχαν αυτά τα μάτια και ήθελαν να κάνει ο Κόνσταντ ορισμένα πράγματα και να πάει σε ορισμένα μέρη - πώς θα το κατάφερναν αυτό; Ω Θεέ μου - εκεί ψηλά όλα έμοιαζαν τόσο αραιά και παγερά! «Είπα πως το μικρό σου όνομα είναι ασυνήθιστο», είπε ο πιλότος. «Ποιο όνομα;» ρώτησε ο Κόνσταντ που είχε ξεχάσει το ηλίθιο βαφτιστικό που είχε διαλέξει για το ψευδώνυμό του. «Ιωνάς», είπε ο πιλότος. 45
Πενήντα εννιά μέρες αργότερα ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και ο πιστός του σκύλος Καζάκ υλοποιήθηκαν και πάλι. Στο μεταξύ είχαν συμβεί πολλά. Κατ' αρχάς ο Μαλαχίας Κόνσταντ είχε πουλήσει όλες τις μετοχές του από τη Διαστημική Ναυπηγική, την εταιρεία που είχε υπό την επιτήρησή της το μεγάλο πύραυλο που ονομαζόταν Φάλαινα. Αυτό το είχε κάνει για να καταστρέψει κάθε πιθανό δεσμό ανάμεσα στον εαυτό του και το μοναδικό γνωστό μέσο μετάβασης στον Άρη. Τα έσοδα από την πώληση αυτή τα τοποθέτησε στα Τσιγάρα Φεγγαροδροσιά. Παραλλήλως η Βεατρίκη Ράμφουρντ είχε ρευστοποιήσει το πλήρες χαρτοφυλάκιο των μετοχών της και με τα χρήματα που προέκυψαν αγόρασε μετοχές της Διαστημικής Ναυπηγικής, εξασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα να επεμβαίνει δυναμικά σε οποιαδήποτε σχέδια σχετικά με τη Φάλαινα. Επιπλέον ο Μαλαχίας Κόνσταντ είχε αρχίσει να γράφει στη Βεατρίκη Ράμφουρντ προσβλητικές επιστολές, με σκοπό να την κρατήσει μακριά - ελπίζοντας ότι θα καταστήσει τον εαυτό του απόλυτα και μόνιμα ανυπόφορο. Έφτανε να δει κανείς ένα γράμμα για να καταλάβει. Το πιο πρόσφατο, γραμμένο σε επιστολόχαρτο του Μεγάλου Έργου, της εταιρείας που είχε σαν μοναδικό σκοπό τη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων του Μαλαχία Κόν(Λαντ, έλεγε τα εξής: Γεια χαρά από την ηλιόλουστη Καλιφόρνια, Διαστημικό Μωρό! Δεν φαντάζεσαι με τι ανυπομονησία περιμένω τη στιγμή που θα χαϊδολογήσω μια κούκλα τέτοιας περιωπής, κάτω από τα δίδυμα φεγγάρια του Άρη. Είσαι το μοναδικό είδος θηλυκού που δεν είχα ποτέ, και βάζω στοίχημα πως είσαι το καλύτερο. Πολλά φιλάκια για προκαταβολή. Μαλ. Παραλλήλως η Βεατρίκη είχε προμηθευτεί μια κάψουλα με κυάνιο - πιο δραστική κι από το δηλητηριώδες φίδι της Κλεοπάτρας. Σκοπός της ήταν να την καταπιεί αν ποτέ αναγκαζόταν να μοιραστεί ακόμη και τον ίδιο μεσημβρινό με τον Μαλαχία Κόνσταντ. Επιπλέον το χρηματιστήριο είχε καταρρεύσει, παρασύροντας μεταξύ των άλλων και τη Βεατρίκη Ράμφουρντ 46
στην καταστροφή. Τις μετοχές της Διαστημικής Ναυπηγικής τις είχε αγοράσει σε τιμές από 151V2 έως 169. Τώρα η τιμή τους είχε πέσει στο 6 ύστερα από δέκα διαδοχικές χρηματιστηριακές πράξεις, και τώρα κείτονταν ετοιμοθάνατες, απλά κλάσματα. Δεδομένου ότι η Βεατρίκη είχε αγοράσει τόσο με μετρητά όσο και επί εγγυήσει, είχε χάσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του σπιτιού της στο Νιούπορτ. Το μόνο που της είχε απομείνει ήταν τα ρούχα της, το καλό της όνομα, και η καλή της μόρφωση. Παραλλήλως ο Μαλαχίας Κόνσταντ οργάνωσε ένα πάρτυ δυο μέρες μετά την επιστροφή του στο Χόλυγουντ - το οποίο μόλις τώρα, πενήντα έξι μέρες αργότερα, είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Επιπλέον, ένας γνήσια γενειοφόρος νεαρός που άκουγε στο όνομα Μάρτιν Κοραντάμπιαν, ομολόγησε ότι ήταν ο γενειοφόρος ξένος που προσκλήθηκε στο μέγαρο Ράμφουρντ να παρακολουθήσει την υλοποίηση. Ήταν επιδιορθωτής ηλιακών ρολογιών στη Βοστώνη και συμπαθητικός ψεύτης. Ένα περιοδικό αγόρασε την ιστορία του έναντι τριών χιλιάδων δολαρίων. Καθισμένος στο Μουσείο του Σκιπ, κάτω από τη στριφογυριστή σκάλα, ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ διάβασε την ιστορία του Κοραντάμπιαν με απόλαυση και θαυμασμό. Ο Κοραντάμπιαν ισχυριζόταν στην ιστορία του ότι ο Ράμφουρντ του είχε μιλήσει για το έτος Δέκα Εκατομμύρια μ.Χ. Κατά το έτος Δέκα Εκατομμύρια, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του Κοραντάμπιαν, θα λάβαινε χώρα μια μεγάλη κάθαρση. Όλες οι καταγραφές που αφορούσαν την εποχή ανάμεσα στο θάνατο του Χριστού και το έτος Ένα Εκατομμύριο μ.Χ. θα μεταφέρονταν στις χωματερές όπου και θα καίγονταν. Αυτό, κατά τον Κοραντάμπιαν, θα γινόταν επειδή τα μουσεία και τα αρχειοφυλάκια κόντευαν να εκτοπίσουν τους ζωντανούς από τη Γη. Η περίοδος του ενός εκατομμυρίου χρόνων στην οποία αναφέρονταν τα καμένα σκουπίδια θα συνοψιζόταν στα βιβλία της ιστορίας με μια και μόνη φράση, κα47
τά τον Κοραντάμπιαν πάντα: Μετά το Θάνατο του Ιησού Χρίστου ακολούθησε μια περίοδος αναπροσαρμογής που διήρκεσε ένα εκατομμύριο χρόνια περίπου. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ γέλασε κι έβαλε στην άκρη το άρθρο του Κοραντάμπιαν. Τίποτε δεν άρεσε περισσότερο στον Ράμφουρντ από μια χοντρή καλοφτιαγμένη απάτη. «Δέκα εκατομμύρια μ.Χ.», είπε φωναχτά, «σπουδαία χρονιά για πυροτεχνήματα και παρελάσεις και διεθνείς εκθέσεις. Ωραία εποχή για σπάσιμο ακρογωνιαίων λίθων και για εκσκαφή χρονοθαλάμων». Ο Ράμφουρντ δεν μιλούσε στον εαυτό του. Υπήρχε και κάποιος άλλος μέσα στο Μουσείο του Σκιπ. Αυτός ο άλλος ήταν η σύζυγός του Βεατρίκη. Η Βεατρίκη καθόταν στην αντικριστή πολυθρόνα. Είχε κατέβει για να ζητήσει τη βοήθεια του άντρα της σε μια εποχή μεγάλης ανάγκης. Ο Ράμφουρντ άλλαξε αγενώς θέμα ομιλίας. Η Βεατρίκη, που ήταν ήδη χλωμή σαν φάντασμα μέσα στο λευκ,ό πενιουάρ της, έγινε γκρίζα σαν το μολύβι. «Τι αισιόδοξο ζώο που είναι ο άνθρωπος!» αναφώνησε χαρωπά ο Ράμφουρντ. «Για φαντάσου να πιστεύει κανείς ότι το ανθρώπινο είδος θα διαρκέσει ακόμη δέκα εκατομμύρια χρόνια - λες και οι άνθρωποι είναι τόσο καλοσχεδιασμένοι σαν τις χελώνες!» Ανασήκωσε τους ώμους. «Ποιος το ξέρει, πάλι - ίσως ο άνθρωπος να κρατήσει πραγματικά τόσα χρόνια, μόνο και μόνο από πείσμα. Τι λες κι εσύ;» «Πώς;» έκανε η Βεατρίκη. «Πόσο νομίζεις ότι θα ζήσει το ανθρώπινο είδος;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. Μέσα από τα σφιγμένα δόντια της Βεατρίκης βγήκε μια αδύναμη, αγριεμένη και παρατεταμένη νότα, τόσο ψιλή που σχεδόν ξεπερνούσε τις συχνότητες της ανθρώπινης ακοής. Ο ήχος αυτός εγκυμονούσε την ίδια απειλή όσο και το σφύριγμα των πτερυγίων μιας βόμβας που πέφτει. Αμέσως μετά ακολούθησε η έκρηξη. Η Βεατρίκη αναποδογύρισε την πολυθρόνα της και ορμώντας πάνω στο σκελετό τον έστειλε να σωριαστεί στη γωνία. Με μια κίνηση σάρωσε τα ράφια του Μουσείου του Σκιπ, πετών48
τας άλλα δείγματα πάνω στους τοίχους και ποδοπατώντας μερικά άλλα στο πάτωμα. Ο Ράμφουρντ έμεινε άφωνος. «Για τ' όνομα του Θεού», ειπε κάποτε, «τι έπαθες;» «Δεν γνωρίζεις τα πάντα έτσι κι αλλιώς;» είπε υστερικά η Βεατρίκη. «Είναι απαραίτητο να σου εξηγήσω; Διάβασε τη σκέψη μου!» Ο Ράμφουρντ έβαλε τις παλάμες του στους κροτάφους του και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Παράσιτα το μόνο που ακούω είναι παράσιτα», είπε. «Τι άλλο ν' ακούσεις εκτός από παράσιτα!» είπε η Βεατρίκη. «Εγώ κινδυνεύω να με πετάξουν στους πέντε δρόμους χωρίς λεφτά ούτε για φαγητό - και ο άντρας μου βάζει τα γέλια και θέλει να παίξουμε τα αινίγματα!» «Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε αίνιγμα>> είπε ο Ράμφουρντ. «Ήταν για το πόσον καιρό θα ζήσει το ανθρώπινο είδος. Σκέφτηκα ότι θα σε βοηθούσε να δεις τα προβλήματά σου κάτω από μια νέα προοπτική». «Στο διάβολο το ανθρώπινο είδος!» είπε η Βεατρίκη. «Ανήκεις κι εσύ σ' αυτό», της παρατήρησε ο Ράμφουρντ. «Τότε θα κάνω αίτηση να με μεταθέσουν στους χιμπατζήδες!», είπε η Βεατρίκη. «Κανένας χιμπατζής δεν θα έμενε αδιάφορος βλέποντας τη γυναίκα του να χάνει όλες τις καρύδες της. Κανένας χιμπατζής δεν θα προσπαθούσε να μετατρέψει τη γυναίκα του σε διαστημική πόρνη στην υπηρεσία του Μαλαχία Κόνσταντ, από το Χόλυγουντ, Καλιφόρνια!» Όταν ξεστόμισε πια τη φοβερή αυτή κουβέντα η Βεατρίκη ηρέμησε κάπως. Κούνησε αποκαμωμένα το κεφάλι της. «Πόσον καιρό θα συνεχίσει να υπάρχει το ανθρώπινο είδος, Διδάσκαλε;» «Δεν ξέρω», είπε ο Ράμφουρντ. «Νόμιζα πως ήξερες τα πάντα», είπε η Βεατρίκη. «Για ρίξε ένα βλεμματάκι στο μέλλον». «Κοιτάω στο μέλλον», είπε ο Ράμφουρντ, «και βλέπω ότι δεν θα βρίσκομαι στο Ηλιακό Σύστημα όταν σβήσει το ανθρώπινο είδος. Έτσι το τέλος είναι και για μένα ένα μυστήριο όπως και για όλους». 49
Στο Χόλυγουντ της Καλιφόρνιας τα καμπανάκια του γαλάζιου τηλεφώνου που στεγαζόταν στον ιμιτασιόν κρυστάλλινο τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν δίπλα στην πισίνα του Μαλαχία Κόνσταντ, χτύπησαν. Είναι πάντα θλιβερό να βλέπεις ένα ανθρώπινο πλάσμα να ξεπέφτει σε μια κατάσταση που μόλις τον ξεχωρίζει από το κτήνος. Πόσο μάλλον όταν το ξεπεσμένο αυτό ανθρώπινο πλάσμα ανήκει στους προνομιούχους. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ κειτόταν στο φαρδύ ρείθρο της νεφρόσχημης πισίνας του κοιμώμενος τον ύπνο του μεθύστακα. Μέσα στο ρείθρο υπήρχε μισό εκατοστό ζεστό νερό. Ο Κόνσταντ ήταν πλήρως ντυμένος με γαλαζοπράσινο βραδινό σορτς και σακάκι σμόκιν από χρυσό μπροκάρ. Τα ρούχα του ήταν μούσκεμα. Ο Κόνσταντ ήταν ολομόναχος. Αρχικά η επιφάνεια της πισίνας ήταν σκεπασμένη ολόκληρη με ένα σεντόνι από γαρδένιες. Αλλά ένα επίμονο πρωινό αεράκι είχε μαζέψει τις γαρδένιες σε μιαν άκρη της πισίνας, σαν να δίπλωνε το σεντόνι στα πόδια του κρεβατιού. Με το δίπλωμα αυτό του σεντονιού, το αεράκι αποκάλυψε τον πάτο της πισίνας που ήταν στρωμένος με σπασμένα γυαλιά, κερασάκια, στριφογυριστές φλούδες λεμονιού, μανιτάρια πεγιότλ, φέτες πορτοκάλι, γεμιστές ελιές, κρεμμύδια τουρσί, μια τηλεόραση, μια υποδερμική σύριγγα, και τα απομεινάρια ενός λευκού πιάνου με ουρά. Στην επιφάνεια επέπλεαν αποτσίγαρα από πούρα, τσιγάρα και τσιγάρα μαριχουάνας. Η πισίνα δεν θύμιζε χώρο για κολύμπι, αλλά μπωλ για ποντς σε πάρτυ της κολάσεως. Ένα από τα χέρια του Κόνσταντ κρεμόταν μέσα στην πισίνα. Κάτω από το νερό γυάλιζε, δεμένο στον καρπό του, το ηλιακό ρολόι του. Ήταν σταματημένο. Τα καμπανάκια του τηλεφώνου επέμειναν. Ο Κόνσταντ μουρμούρισε κάτι αλλά δεν κινήθηκε. Τα καμπανάκια σταμάτησαν. Ύστερα από είκοσι δευτερόλεπτα άρχισαν πάλι να χτυπάνε. Ο Κόνσταντ αναστέναξε, ανακάθησε και αναστέναξε πάλι. Κάπου μέσα από το σπίτι ακούστηκε ο απότομος, λειτουργικός ήχος ψηλών τακουνιών πάνω σε πλακάκια. 50
Μια φανταχτερή ξανθιά καλλονή βγήκε από το σπίτι και βάδισε προς το τηλέφωνο, ρίχνοντας στον Κόνσταντ ένα βλέμμα υπεροπτικής περιφρόνησης. Μασούσε τσίχλα. «Ναι;» είπε στο τηλέφωνο. «Α - εσύ είσαι πάλι. Ναι - ξύπνιος είναι. Έι!» φώναξε στον Κόνσταντ. Η φωνή της θύμιζε καρακάξα. «Έι, αστροναύτη!» του φώναξε. «Χμ;» είπε ο Κόνσταντ. «Ο τύπος που είναι πρόεδρος σ' αυτή την εταιρεία σου θέλει να σου μιλήσει». «Ποια εταιρεία;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Ποιας εταιρείας είσαι εσύ πρόεδρος, είπες;» είπε στο τηλέφωνο η γυναίκα. Πήρε την απάντησή της. «Της Μέγα Έργον», είπε. «Είναι ο Ράνσομ Κ. Φερν από τη Μέγα Έργον», ξαναείπε. «Πες του - πες του πως θα τον πάρω εγώ», είπε ο Κόνσταντ. Η γυναίκα το είπε στον Φερν και παρέλαβε απ' αυτόν ένα άλλο μήνυμα να μεταφέρει στον Κόνσταντ. «Λέει πως παραιτείται». Ο Κόνσταντ στάθηκε στα πόδια του παραπατώντας και τρίβοντας το πρόσωπό του με τα χέρια του. «Παραιτείται;» ρώτησε σαστισμένα. «Ο Ράνσομ Κ. Φερν παραιτείται;» «Ναι», είπε η γυναίκα και χαμογέλασε μοχθηρά. «Λέει πως δεν μπορείς πια να του πληρώνεις το μισθό του. Λέει να σηκωθείς και να πας να του μιλήσεις πριν γυρίσει σπίτι του». Γέλασε. «Λέει πως έμεινες ταπί». Στο Νιούπορτ η φασαρία από το ξέσπασμα της Βεατρίκης Ράμφουρντ προκάλεσε την εμφάνιση του μπ;άτλερ Μόνκριφ στο Μουσείο του Σκιπ. «Με φωνάξατε, Κυρία;» ρώτησε. «Μάλλον ουρλιαχτό ήταν, Μόνκριφ», είπε η Βεατρίκη. «Η κυρία δεν σε θέλει τίποτε, ευχαριστώ», είπε ο Ράμφουρντ. «Είχαμε απλώς μια έντονη συζήτηση». «Πώς τολμάςνα αποφασίζεις εσύ αν θέλω κάτι ή όχι;» είπε θυμωμένα η Βεατρίκη στον Ράμφουρντ. «Αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι δεν είσαι τόσο παντογνώστης όσο 51
ισχυρίζεσαι·. Η αλήθεια είναι ότι θέλω κάτι, και πάρα πολύ μάλιστα. Θέλω πολλά πράγματα, πάρα πολύ», «Κυρία;» είπε ερωτηματικά ο μπάτλερ. «Θα ήθελα σε παρακαλώ να φέρεις μέσα το σκύλο», είπε η Βεατρίκη. «Θα ήθελα να τον χαϊδέψω λίγο πριν φύγει. Θα ήθελα να διαπιστώσω αν τα χρονο-συνκλαστικά ινφουντίμπουλα σκοτώνουν την αγάπη μέσα στους σκύλους όπως τη σκοτώνουν μέσα στους ανθρώπους». Ο μπάτλερ υποκλίθηκε και βγήκε. «Ωραία σκηνή μπροστά στον υπηρέτη», είπε ο Ράμφουρντ. «Σε γενικές γραμμές», είπε η Βεατρίκη, «η συμβολή μου στην αξιοπρέπεια της οικογένειας είναι κάπως μεγαλύτερη από τη δική σου». Ο Ράμφουρντ κατέβασε το κεφάλι του. «Νομίζεις ότι κάπου σε πρόδωσα; Αυτό θέλεις να πεις;» «Κάπου;» ρώτησε η Βεατρίκη. «Παντού με πρόδωσες!» «Τι ήθελες να κάνω;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. «Μπορούσες να με προειδοποιήσεις για το κραχ στο χρηματιστήριο!» είπε η Βεατρίκη. «Θα γλίτωνα όσα αναγκάζομαι να περνάω τώρα». Τα χέρια του Ράμφουρντ ταξίδεψαν στον αέρα καθώς προσπαθούσε ανεπιτυχώς να βρει το καλύτερο επεξηγηματικό σχήμα. «Λοιπόν;» ξανάπε η Βεατρίκη. «Θα 'θελα να μπορούσαμε να ταξιδέψουμε μαζί στα χρονοσυνκλαστικά ινφουντίμπουλα», είπε ο Ράμφουρντ. «Θα καταλάβαινες αμέσως για τι πράγμα μιλάω. Το μόνο που μπορώ να σου πω τώρα είναι πως το ότι δεν σε προειδοποίησα για το χρηματιστηριακό κραχ αποτελεί μέρος της φυσικής τάξης πραγμάτων όπως ακριβώς και ο Κομήτης του Χάλεϋ - και είναι εξίσου παράλογο να θυμώνεις ενάντια στο ένα ή στο άλλο». «Αυτό που μου λες είναι ότι δεν έχεις χαρακτήρα, ούτε αίσθηση ευθύνης απέναντί μου», είπε η Βεατρίκη. «Με συγχωρείς που στο λέω έτσι, αλλά αυτή είναι η αλήθεια». Ο Ράμφουρντ κούνησε το κεφάλι του μπρος-πίσω. 52
«Μια αλήθεια - αλλά, ω Θεέ μου, πόσο ακριβολογική αλήθεια», είπε. Ο Ράμφουρντ κατέφυγε και πάλι στο περιοδικό του. Το περιοδικό άνοιξε από μόνο του στο μεσαίο σαλόνι όπου βρισκόταν μια έγχρωμη διαφήμιση για τα τσιγάρα Φεγγαροδροσιά. Η Καπνοβιομηχανία Φεγγαροδροσιά ΑΕ είχε αγοραστεί πρόσφατα από τον Μαλαχία Κόνσταντ. Ηδονή σε Βάθο^. έλεγε η επικεφαλίδα της διαφήμισης. Η φωτογραφία που τη συνόδευε εικόνιζε τις τρεις σειρήνες του Τιτάνα. Ήταν κι οι τρεις εκεί - η λευκή, η χρυσή και η μελαψή. Τα δάχτυλα της χρυσής κοπέλας ήταν ανοιχτά καθώς ακουμπούσαν πάνω στο αριστερό της στήθος, πράγμα που επέτρεψε στον γραφίστα να ζωγραφίσει ένα τσιγάρο Φεγγαροδροσιά ανάμεσα σε δύο δάχτυλα. Ο καπνός.του τσιγάρου περνούσε κάτω από τα ρουθούνια του μελαψού και του λευκού κοριτσιού και η διαπλανητική λαγνεία που ανέδιναν έμοιαζε να πηγάζει από τον ποτισμένο με μέντα καπνό και μόνο. Ο Ράμφουρντ το περίμενε ότι ο Κόνσταντ θα προσπαθούσε να υποβιβάσει τη φωτογραφία χρησιμοποιώντας την για εμπορικούς σκοπούς. Το ίδιο είχε κάνει και ο πατέρας του Κόνσταντ όταν ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να αγοράσει τη «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο με καμιά δύναμη. Την είχε τιμωρήσει χρησιμοποιώντας την σε μια διαφημιστική εκστρατεία για υπόθετα. Ήταν ο τρόπος πού χρησιμοποιούσε η ελεύθερη οικονομία για να αντιμετωπίζει την ομορφιά όταν αυτή απειλούσε να πάρει το πάνω χέρι. Ο Ράμφουρντ έκανε ένα θόρυβο σαν βόμβο με τα χείλια του, ένα θόρυβο που έκανε πάντα όταν προσέγγιζε στο αίσθημα της συμπόνοιας. Η συμπόνοια που κόντευε να αισθανθεί απευθυνόταν στον Μαλαχία Κόνσταντ, έναν άνθρωπο που περνούσε πολύ πιο άσχημες στιγμές από τη Βεατρίκη. «Αυτή ήταν όλη κι όλη η απολογία σου;» είπε η Βεατρίκη που ήρθε και στάθηκε πίσω από την πολυθρόνα του Ράμφουρντ. Είχε σταυρώσει τα χέρια της και ο Ράμφουρντ που διάβαζε τη σκέψη της ήξερε ότι φανταζόταν 53
τους μυτερούς, προτεταμένους αγκώνες της να τινάζονται σαν σπαθιά ταυρομάχου. «Παρντόν;» είπε ο Ράμφουρντ. «Αυτή η σιωπή - αυτό το κρύψιμο μέσα στο περιοδικό - αυτός είναι ο τρόπος σου να με αντικρούσεις;» «Αντικρούω - αυτή κι αν είναι ακριβολογική λέξη», είπε ο Ράμφουρντ. «Εγώ λέω κάτι, εσύ με αντικρούεις, μετά σε αντικρούω εγώ και μετά έρχεται κάποιος άλλος και μας αντικρούει και τους δύο». Ανατρίχιασε. «Τι εφιάλτης! Για σκέψου να μπαίνει ο καθένας στη σειρά για ν' αντικρούσει τον άλλον». «Δεν μπορείς έστω κι αυτή τη στιγμή», είπε η Βεατρίκη, «να μου δώσεις μερικές χρηματιστηριακές πληροφορίες που θα με βοηθήσουν να πάρω πίσω αυτά που έχασα, και πολλά περισσότερα; Αν είχες έστω και το παραμικρό ίχνος ενδιαφέροντος για μένα, δεν θα μπορούσες να μογ πεις πώς ακριβώς σκοπεύει να με παγιδεύσει ο Μαλαχίας Κόνσταντ να πάω στον Άρη, έτσι ώστε να του ξεφύγω;» «Κοίτα», είπε ο Ράμφουρντ, «η ζωή για ένα ακριβολογικό άτομο είναι σαν ένα τραινάκι του λούνα πάρκ». Γύρισε και κούνησε τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό της. «Θα σου συμβούν ένα σωρό πράγματα! Αυτό είναι αλήθεια», της είπε. «Μπορώ να δω ολόκληρο το τραινάκι που σε μεταφέρει. Και σίγουρα θα μπορούσα να σου δώσω ένα χαρτάκι που να λέει πού να στρίψεις και πού να σκύψεις, να σε προειδοποιεί για όλα τα φαντάσματα που θα ξεπροβάλουν μπροστά σου μέσα στο τούνελ. Όλα αυτά όμως δεν θα βοηθούσαν σε τίποτε». «Δεν βλέπω γιατί», είπε η Βεατρίκη. «Γιατί έτσι κι αλλιώς πρέπει να την κάνεις τη διαδρομή», είπε ο Ράμφουρντ. «Δεν το σχεδίασα εγώ το τραινάκι, δεν είναι δικό μου και δεν μπορώ να πω ποιος θα ανεβεί πάνω και ποιος όχι. Το μόνο που μπορώ να πω είναι το πώς είναι». «Και ο Μαλαχίας Κόνσταντ είναι πάνω στο τραινάκι;» ρώτησε η Βεατρίκη. «Ναι», είπε ο Ράμφουρντ. 54
«Και δεν υπάρχει τρόπος να τον αποφύγω;» ρώτησε η Βεατρίκη. «Όχι». «Καλά - πες μου τότε ποια στάδια μας φέρνουν μαζί», είπε η Βεατρίκη, «κι άφησέ με να κάνω μόνη μου ό,τι μπορώ». Ο Ράμφουρντ ανασήκωσε τους ώμους του. «Εντάξει, αφού το θέλεις έτσι», είπε. «Αν πρόκειται να νιώσεις καλύτερα»Τη στιγμή αυτή ακριβώς», της είπε, «ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών αναγγέλλει την έναρξη μιας Νέας Διαστημικής Εποχής για τη μείωση της ανεργίας. Δισεκατομμύρια δολάρια θα διατεθούν για μη επανδρωμένα διαστημόπλοια, μόνο και μόνο για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Το εναρκτήριο επεισόδιο αυτής της Νέας Διαστημικής Εποχής θα είναι η εκτόξευση της Φάλαινας πον θα γίνει την επόμενη Τρίτη. Η Φάλαινα θα μετονομαστεί σε ΡάμφουρντπQoς τιμή μου, θα επανδρωθεί με μαϊμούδες και θα εκτοξευτεί προς τη γενική κατεύθυνση του Άρη. Ο Μαλαχίας κι εσύ θα λάβετε μέρος στην τελετή. Θα επιβιβαστείτε στο σκάφος για την τελετή της επιθεώρησης και η βλάβη σ' ένο,^διακόπτη θα σας ξαποστείλει στο διάστημα μαζί με τους πιθήκους». Αξίζει να διακόψουμε τη διήγηση στο σημείο αυτό για να πούμε πως.αυτή η τραγελαφική ιστορία είναι ένα από τα ελάχιστα γνωστά ψέματα του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. . Ώς ένα σημείο η ιστορία του Ράμφουρντ ήταν αληθινή: η Φάλαινα θα μετονομαζόταν και θα εκτοξευόταν την Τρίτη και ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών εξήγγειλε πράγματι την έναρξη της Νέας Διαστημικής Εποχής. Ορισμένα από τα σχόλια του Προέδρου στην περίπτωση αυτή αξίζει να επαναληφθούν - και θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πρόεδρος έδωσε μια ιδιαίτερη χροιά στη λέξη «πρόοδος», προφέροντάς την «πρόωρος». Μια διαφορετική χροιά έδωσε και στις λέξεις «ψυγεία» και «αποθήκες» προφέροντάς τες ψιχία και υποθήκες. «Μερικοί γυρίζουν και λένε ότι η αμερικανική οικονο55
μία είναι γερασμένη και άρρωστη», είπε ο Πρόεδρος. «Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς μπορούν και λένε τέτοια πράγματα, δεδομένου ότι σήμερα υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για πρόωρο προς όλα τα μέτωπα από όσες υπήρξαν ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. »Υπάρχει μάλιστα ένα μέτωπο προς το οποίο μπορούμε να κατευθύνουμε την πρόωρο, κι αυτό είναι το μέτωπο του διαστήματος. Το διάστημα μας ανάγκασε να γυρίσουμε πίσω την πρώτη φορά, αλλά οι Αμερικανοί δεν το βάζουν κάτω όταν πρόκειται για την πρόωρο.»Πολλοί ολιγόπιστοι άνθρωποι έρχονται καθημερινά στο Λευκό Οίκο», είπε ο Πρόεδρος, «κλαίγοντας και οδυρόμενοι και μου λένε: "Αχ, κε Πρόεδρέ μας, οι υποθήκες είναι γεμάτες με αυτοκίνητα και αεροπλάνα και οικιακές συσκευές κι ένα σωρό άλλα προϊόντα", και μου λένε, "Αχ, κε Πρόεδρέ μας, κανείς πια δεν θέλει τίποτε από τα εργοστάσια γιατί όλοι τα έχουν ήδη από διπλά και τριπλά και τετραπλά". »Ένας τύπος ιδιαίτερα που θυμάμαι ήταν κατασκευαστής ψιχίων και είχε κάνει μια φοβερή υπερπαραγωγή και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν όλα αυτά τα ψιχία στην υποθήκη του. Του είπα λοιπόν: "Μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια ο πληθυσμός της Γης θα διπλασιαστεί κι όλα αυτά τα νέα δισεκατομμύρια άνθρωποι θα χρειάζονται οικιακές συσκευές, γι' αυτό εσύ κρατά τα ψιχία σου. Στο μεταξύ όμως ξέχασέ τα λίγο αυτά τα ψιχία στις υποθήκες, και σκέψου καλύτερα την πρόωρο στο διάστημα". »Αυτό του είπα και το λέω και σε σας και στον καθένα: Το διάστημα μπορεί να απορροφήσει την παραγωγικότητα τρισεκατομμυρίων πλανητών στο μέγεθος της Γης. Ακόμη κι αν φορτώνουμε και εκτοξεύουμε πυραύλους αιωνίως και καθημερινώς, ποτέ δεν θα γεμίσουμε το διάστημα και ποτέ δεν θα μάθουμε όλα όσα είναι να μάθουμε γι' αυτό. »Τώρα αυτοί που τους αρέσει τόσο να κλαίνε και να οδύρονται έρχονται και μου λένε: "Ναι, κε Πρόεδρε, αλλά τι θα γίνει με τα χρονοσυνκλαστικά ινφουντίμπουλα, τι θα γίνει με τούτο και το άλλο;" Κι εγώ τους λέω: "Αν ο κόσμος άκουγε τους ανθρώπους σαν κι εσάς δεν θα 56
υπήρχε καμία πρόωρος. Δεν θα είχαμε ούτε τηλέφωνο ούτε τίποτα. Κι επιπλέον", τους λέω και το λέω και στον καθένα σας, "δεν χρειάζεται να βάλουμε ανθρώπους μέσα στους πυραύλους. Θα χρησιμοποιήσουμε μόνο κατώτερα ζώα"». Και είπε κι άλλα στο λόγο του. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ από το Χόλυγουντ, Καλιφόρνια, βγήκε από τον ιμιτασιόν κρυστάλλινο τηλεφωνικό θάλαμο εντελώς ξενέρωτος. Τα μάτια του έκαιγαν σαν κάρβουνα. Το στόμα του είχε μια γεύση σαν πουρές από σέλα αλόγου. Ήταν απολύτως σίγουρος ότι έβλεπε για πρώτη φορά την ξανθιά καλλονή. Της έκανε μια από τις στάνταρ ερωτήσεις που επιβάλλονται σε καταστάσεις χάους. «Πού είναι οι άλλοι ι» «Τους πέταξες όλους έξω», είπε η γυναίκα. «Εγώ;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Βέβαια», είπε η γυναίκα. «Θες να πεις ότι έχεις πάθει και αμνησία;» Ο Κόνσταντ κούνησε αδύναμα το κεφάλι του. Στη διάρκεια'των πενήντα έξι ημερών του πάρτυ του είχε φτάσει ώς εκεί που δεν παίρνει παρακάτω. Ο σκοπός του ήταν να κάνει τον εαυτό του ανάξιο κάθε πεπρωμένου - ανίκανο για οποιαδήποτε αποστολή τόσο άρρωστο που να μην μπορεί να ταξιδέψει. Αυτό το είχε καταφέρει σε αηδιαστικό βαθμό. «Α, είχε μεγάλη πλάκα», είπε η γυναίκα. «Διασκέδαζες σαν τρελός την ώρα που σπρώχνατε το πιάνο μέσα στην πισίνα. Κι όταν τελικά έπεσε μέσα, σ' έπιασε αυτή η φοβερή κρίση δακρύων». «Κρίση δακρύων, εγώ;» είπε ο Κόνσταντ. Αυτό ήταν πράγματι κάτι καινούριο. «Μάλιστα», είπε η γυναίκα. «Μας διηγήθηκες ότι πέρασες πολύ άσχημα παιδικά χρόνια και υποχρέωσες τους πάντες να ακούσουν πόσο άσχημα ακριβώς ήταν. Είπες ότι ο πατέρας σου ποτέ δεν έπαιξε μπάλα μαζί σου - κανενός είδους μπάλα. Τον περισσότερο καιρό δεν σε καταλάβαινε κανείς κι όταν κάποιος σε καταλάβαινε, το θέμα ήταν μονίμως η μπάλα που σου έλειψε. 57
»Μετά άρχισες να μιλάς για τη μητέρα σου», είπε η γυναίκα. «Μας είπες ότι ήταν πόρνη, μετά δήλωσες περήφανος που ήσουνα γιος μιας πόρνης, αν έτσι ήταν οι πόρνες. Μετά είπες ότι θα 'δίνες μια πετρελαιοπηγή σ' οποιαδήποτε γυναίκα ερχόταν να σου δώσει το χέρι και να πει φωναχτά, έτσι που να την ακούσουν όλοι: Είμαι μια πόρνη, σαν τη μητέρα σου"». «Και τι έγινε τότε;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Έδωσες από μια πετρελαιοπηγή σ' όλες τις γυναίκες του πάρτυ», είπε η γυναίκα. «Και μετά άρχισες να κλαις ακόμη πιο γοερά και με διάλεξες εμένα από όλες τις άλλες και δήλωσες στους πάντες ότι ήμουνα το μόνο πρόσωπο εμπιστοσύνης σου μέσα σ' ολόκληρο το Ηλιακό Σύστημα. Είπες ότι οι υπόλοιποι απλώς περίμεναν πότε θ' αποκοιμηθείς για να σε χώσουν σ' έναν πύραυλο και να σε πετάξουν στον Άρη. Μετά τους έδιωξες όλους εκτός από μένα. Τους πάντες, μαζί και τους υπηρέτες. »Μετά πετάξαμε στο Μεξικό και παντρευτήκαμε και μετά ξαναγυρίσαμε εδώ», είπε η γυναίκα. «Και τώρα διαπιστώνω ότι δεν σου έχει μείνει ούτε ένα καθίκι να κατουρήσεις, ούτε καν ένα παράθυρο για να το πετάξεις. Κοίτα λοιπόν να σηκωθείς και να πας στο γραφείο σου να δεις τι τρέχει, γιατί ο φ ί ^ ς μου είναι γκάνγκστερ και θα σε καθαρίσει αν μάθει πως δεν φρόντισες για το μέλλον μου. »Τι στο διάβολο», είπε η γυναίκα. «Εγώ είχα πιο άσχημα παιδικά χρόνια από σένα. Η μάνα μου ήταν κι αυτή πόρνη κι ο πατέρας μου δεν πάτησε ποτέ στο σπίτι - εμείς όμως ήμασταν και φτωχοί Εσύ τουλάχιστον ήσουν πνιγμένος στα δολάρια». Στο Νιούπορτ, η Βεατρίκη Ράμφουρντ γύρισε την πλάτη της στον σύζυγό της. Στεκόταν στο κατώφλι του Μουσείου του Σκιπ κι έβλεπε προς το διάδρομο. Από το βάθος του διαδρόμου ερχόταν ο ήχος της φωνής του μπάτλερ. Ο μπάλτερ στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα της εισόδου και φώναζε τον Καζάκ, το διαπλανητικό σκύλο. «Κάτι ξέρω κι εγώ για τραινάκια του λούνα-παρκ», είπε η Βεατρίκη. «Καλό αυτό», είπε αδιάφορα ο Ράμφουρντ. 58
«Όταν ήμουν δέκα χρόνων», είπε η Βεατρίκη, «ο πατέρας μου αποφάσισε ότι θα ήταν πολύ διασκεδαστικό για μένα ν' ανεβώ σ' ένα τέτοιο τραινάκι. Παραθερίζαμε τότε στο Κέηπ Κοντ και ξεκινήσαμε για ένα λούνα παρκ κοντά στον Ποταμό Φωλ. »Εκεί αγόρασε δύο εισιτήρια για το τραινάκι. Είχε σκοπό να ανεβεί κι αυτός μαζί μου. »Έριξα μια ματιά στο τραινάκι», είπε η Βεατρίκη. «Μου φάνηκε ηλίθιο, βρώμικο και επικίνδυνο και αρνήθηκα να ανεβώ. Ακόμη κι ο ίδιος ο πατέρας μου δεν με κατάφερε ν' ανεβώ στο τραινάκι», συνέχισε η Βεατρίκη, «κι ας ήταν Πρόεδρος του Συμβουλίου των Κεντρικών Σιδηροδρόμων της Νέας Υόρκης. »Κάναμε μεταβολή και γυρίσαμε σπίτι», είπε περήφανα η Βεατρίκη. Τα μάτια της έλαμπαν και τίναξε απότομα το κεφάλι της. «Έτσι πρέπει να φέρεται κανείς στα τραινάκια του λούνα-παρκ», είπε. Βγήκε περήφανα από το Μουσείο του Σκιπ και βάδισε προς το χωλ να περιμένει τον Καζάκ. Ύστερα από λίγο αισθάνθηκε την ηλεκτρική παρουσία του συζύγου της δίπλα της. «Βεατρίκη-» της είπε, «αν σου φαίνομαι αδιάφορος απέναντι στις ατυχίες σου, είναι γιατί ξέρω πόσο καλά θα πάνε τα πράγματα στο τέλος. Αν σου φαίνομαι αγενής που δεν ανατριχιάζω στην ιδέα του ζευγαρώματός σου με τον Κόνσταντ, είναι απλώς μια ταπεινή παραδοχή εκ μέρους μου ότι θα είναι πολύ καλύτερος σύζυγος για σένα απ' ό,τι υπήρξα ή θα υπάρξω ποτέ εγώ. »Μάθε ότι θα ερωτευτείς πραγματικά για πρώτη φορά, Βεατρίκη», είπε ο Ράμφουρντ. «Μάθε ότι θα φερθείς αριστοκρατικά χωρίς καμιά εξωτερική ένδειξη της αριστοκρατικότητάς σου. Μάθε ότι θα έχεις μόνο την αξιοπρέπεια, την εξυπνάδα και την τρυφερότητα που σου χάρισε ο Θεός - μάθε ότι θα πάρεις αυτά τα λιγοστά υλικά και θα φτιάξεις κάτι υπέροχο». Ο Ράμφουρντ χαμογέλασε αχνά. Είχε αρχίσει να εξαϋλώνεται. «Θεέ μου», είπε, «μιλάς κι εσύ για τραινάκι - Κάθησε μια στιγμή να σκεφτείς τι τραινάκι καβαλάω εγώ. Κάποια μέρα πάνω στον Τιτάνα θα μάθεις επιτέλους πόσο ανελέητα με μεταχειρίστηκαν, ποιος το έκα59
νε αυτό και για ποιους ποταπούς σκοπούς». Τη στιγμή αυτή ο Καζάκ όρμησε στο σπίτι με τα κρεμαστά σαγόνια του να ανεμίζουν. Προσγειώθηκε γλιστρώντας στο παρκέ. Άρχισε να σπινάρει προσπαθώντας να στρίψει προς την κατεύθυνση της Βεατρίκης. Έτρεχε όλο και πιο γρήγορα, αλλά δεν προχωρούσε καθόλου. Έγινε διαφανής. Μετά άρχισε να συσπάται και να αναπηδάει τρελά στο δάπεδο του χωλ σαν μπάλα του πινγκ-πονγκ μέσα σ' ένα τηγάνι. Μετά εξαφανίστηκε. Ούτε ίχνος σκύλου. Χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει, η Βεατρίκη ήξερε ότι κι ο άντρας της είχε εξαφανιστεί. «Καζάκ;» είπε σιγανά. Χτύπησε τα δάχτυλά της όπως κάνουμε όταν θέλουμε να καλέσουμε ένα σκύλο. Τα δάχτυλά της ήταν τόσο αδύναμα που δεν έβγαλαν κανέναν ήχο. «Καλό σκυλάκι», ψιθύρισε.
60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 01 ΠΡΟΝΟΜΙΟΎΧΕς ΤΗΓΑΝΊΤΕς
«Γιε μου - λένε πως δεν υπάρχουν βασιλιάδες σ' αυτή τη χώρα, θέλεις όμως να σου πω πώς να γίνεις βασιλιάς των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής; Φτάνει να πέσεις μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας και να βγεις μυρίζοντας τριαντάφυλλο». - ΝΟΕΛ ΚΟΝΣΤΑΝΤ
Η Μέγα Έργον, η Εταιρεία του Αος Άντζελες που διαχειριζόταν τις οικονομικές υποθέσεις του Μαλαχία Κόνσταντ, είχε ιδρυθεί από τον πατέρα του. Έδρα της ήταν μια πολυκατοικία με τριάντα έναν ορόφους. Παρά το γεγονός ότι η Μέγα Έργον ήταν ιδιοκτήτρια ολόκληρου του κτιρίου, χρησιμοποιούσε μόνο τα τρία τελευταία πατώματα και τα υπόλοιπα τα νοίκιαζε στις εταιρείες που διαχειριζόταν. Μερικές από τις εταιρείες αυτές, που είχαν πρόσφατα πωληθεί από τη Μέγα Έργον, μετακόμιζαν. Άλλες που είχαν μόλις αγοραστεί από τη Μέγα Έργον έρχονταν να εγκατασταθούν. Ανάμεσα στους ενοίκους ήταν η Διαστημική Ναυπηγική, τα Καπνά Φεγγαροδροσιά, τα Πετρέλαια Φαντάνγκο, η Αένοξ Μονορέηλ, το Φράι-Κουίκ, τα Φαρμακευτικά Σάνι-Μέηντ, τα Θειικά Προϊόντα Αιούις και Μάρβιν, η Ηλεκτρονική Ντάπρη, η Παγκόσμια Πιεζοηλεκτρική, η Απεριόριστη Ψυχοκίνηση, οι Εταίροι Εντ Μουίρ, οι Εργαλειομηχανές Μαξ-Μορ, τα Χρώματα και Βερνίκια Γουίλκινσον, η Αμερικανική Ανυψωτική, το 61
Φλο-Φαστ, τα Υποκάμισα Βασιλιάς του Γούστου, και η Υπέρτατο Έμβλημα - Ασφάλειες Ατυχημάτων και Ζωής της Καλιφόρνιας. Το κτίριο της Μέγα Έργον ήταν ένας λεπτός, πρισματικός, δωδεκάπλευρος ουρανοξύστης, καλυμμένος και στις δώδεκα πλευρές του με γαλαζοπράσινο γυαλί, που ρόδιζε προς τη βάση. Οι δώδεκα πλευρές συμβόλιζαν κατά τον αρχιτέκτονα τις δώδεκα μεγάλες θρησκείες του κόσμου. Ώς τώρα κανείς δεν είχε ζητήσει από τον αρχιτέκτονα να τις κατονομάσει. Ευτυχώς, γιατί δεν ήταν σε θέση να το κάνει. Στην ταράτσα του κτιρίου ήταν ένα ιδιωτικό ελικοδρόμιο. Η σκιά και το φτερούγισμα του ελικόπτερου του Κόνσταντ καθώς ερχόταν να προσγειωθεί στο ελικοδρόμιο θύμιζε σε πολλούς από τους ανθρώπους που ήταν κάτω τη σκιά και το φτερούγισμα του Φλογερού Αγγέλου του Θανάτου. Τους το θύμιζε εξαιτίας του χρηματιστηριακού κραχ, επειδή τα λεφτά και οι δουλειές ήταν τόσο λίγεςΚαι κυρίως τους το θύμιζε γιατί το μεγαλύτερο κραχ, αυτό που είχε συμπαρασύρει τα πάντα στο γκρεμό μαζί του, το είχαν πάθει οι επιχειρήσεις του Μαλαχία Κόνσταντ. Ο Κόνσταντ οδηγούσε μόνος του το ελικόπτερό του, αφού όλοι οι υπηρέτες του είχαν παραιτηθεί την προηγούμενη νύχτα. Ο Κόνσταντ οδηγούσε άσχημα. Προσγειώθηκε μ' ένα φοβερό πάταγο που τράνταξε ολόκληρο το κτίριο. Ερχόταν για μια σύσκεψη με τον Ράνσομ Κ. Φερν, Πρόεδρο της Μέγα Έργον. Ο Φερν περίμενε τον Κόνσταντ στον τριακοστό πρώτο όροφο, που αποτελούσε ενιαίο χώρο και στέγαζε το γραφείο του Κόνσταντ. Το γραφείο ήταν αλλόκοτα επιπλωμένο, δεδομένου ότι κανένα από τα έπιπλα δεν διέθετε πόδια. Τα πάντα αιωρούνταν μαγνητικά στο κατάλληλο ύψος. Τα τραπέζια, το γραφείο, το μπαρ και οι καναπέδες ήταν αιωρούμενες επίπεδες επιφάνειες. 62
Οι πολυθρόνες ήταν αιωρούμενες γερτές λεκάνες. Το πιο παρανοϊκό απ' όλα ήταν τα στυλό και τα μπλοκ που αιωρούνταν εδώ κι εκεί στον αέρα, στη διάθεση όποιου ήθελε να γράψει κάτι. Το χαλί στο δάπεδο ήταν πράσινο σαν το χορτάρι, για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν αληθινό χορτάρι - ζωντανό χορτάρι σε λαμπερό πράσινο χρώμα. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ κατέβηκε από το ελικοδρόμιο στο γραφείο του με το ιδιωτικό ασανσέρ του. Όταν η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε γλιστρώντας αθόρυβα, ο Κόνσταντ ξαφνιάστηκε αντικρύζοντας τα άποδα έπιπλα και τα αιωρούμενα στυλό και μπλοκ. Είχε οχτώ βδομάδες να πατήσει στο γραφείο του. Κάποιος είχε αλλάξει την επίπλωση. Ο Ράνσομ Κ. Φερν, ο ηλικιωμένος Πρόεδρος της Μέγα Έργον, στεκόταν μπροστά στο πανύψηλο παράθυρο και κοίταζε την πόλη έξω. Φορούσε το μαύρο στρογγυλό καπέλο του και το μαύρο Τσέστερφηλντ σακάκι του. Κρατούσε το μπαστούνι του από μπαμπού στη στάση «παρουσιάστε». Ήταν εξαιρετικά λεπτός - από πάντα. «Έχει έναν πισινό σαν διπλό πορτοκάλι», έλεγε για τον Φερν ο Νόελ, ο πατέρας του Μαλαχία Κόνσταντ. «Ο Ράνσομ Κ. Φερν είναι σαν μια καμήλα που έχει ρουφήξει και τις δυο καμπούρες της και τώρα συνεχίζει να τρώει τα πάντα εκτός από τα μαλλιά και τα μάτια». Σύμφωνα με τα νούμερα που δημοσίευε η Εφορία Εισοδήματος, ο Φερν ήταν ο υψηλότερα αμειβόμενος διευθυντής σ' ολόκληρη τη χώρα. Ο μισθός του ήταν ένα εκατομμύριο δολάρια καθαρά το χρόνο - συν τα ειδικά κέρδη από τις μετοχές και την τιμαριθμική αναπροσαρμογή. Στη Μέγα Έργον είχε προσληφθεί όταν ήταν είκοσι δύο χρόνων. Τώρα ήταν εξήντα. «Κάποιος - κάποιος άλλαξε την επίπλωση», είπε,ο Κόνσταντ. «Ναι», είπε ο Φερν συνεχίζοντας να κοιτάζει την πόλη, «κάποιος την άΰαξε». «Εσύ;» ρώτησε ο Κόνσταντ. Ο Φερν ρουθούνισε και άργησε να απαντήσει. «Σκέφτηκα ότι οφείλουμε να δείξουμε την εμπιστοσύνη μας 63
σε ορισμένα από τα προϊόντα μας». «Πο-ποτέ δεν έχω δει τέτοιο πράγμα», είπε ο Κόνσταντ. «Χωρίς πόδια - έτσι να αιωρούνται στον αέρα». «Μαγνητισμός», είπε ο Φερν. «Δηλαδή - ναι, τώρα που τα συνηθίζω τα βρίσκω θαυμάσια», είπε ο Κόνσταντ. «Και τα φτιάχνει κάποια δική μας εταιρεία, είπες;» «Η Αμερικανική Ανυψωτική», είπε ο Φερν. «Είπες να την αγοράσουμε και την αγοράσαμε». Ο Ράνσομ Κ. Φερν έστρεψε την πλάτη του από το παράθυρο. Το πρόσωπό του ήταν ένας ανησυχητικός συνδυασμός νεότητας και γηρατειών. Δεν υπήρχε σ' αυτό το πρόσωπο ούτε ένα σημάδι των ενδιάμεσων σταδίων της ηλικίας, ούτε ίχνος από τον άνθρωπο των τριάντα, σαράντα ή πενήντα χρόνων που είχε αφήσει πίσω του. Οι μόνες ηλικίες που διέθεταν εκπροσώπηση ήταν η εφηβεία και τα εξήντα. Ήταν σαν ένας δεκαεφτάχρονος να είχε ξαφνικά ξεθωριάσει και ζαρώσει κάτω από μια απότομη φλόγα. Ο Φερν διάβαζε δύο βιβλία την ημέρα. Έχει ειπωθεί ότι ο Αριστοτέλης ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που κατείχε το σύνολο της κουλτούρας της εποχής του. Ο Ράνσομ Κ. Φερν είχε κάνει μια θαρραλέα προσπάθεια να φτάσει το κατόρθωμα του Αριστοτέλη. Βέβαια δεν είχε επιτύχει σαν τον Αριστοτέλη στην εντόπιση του νοήματος αυτών που μάθαινε. Αυτό το διανοητικό όρος έτεκεν ένα φιλοσοφικό μυ και πρώτος ο Φερν παραδεχόταν πως ήταν μυς και μάλιστα ψωραλέος. Όπως εξέφραζε ο Φερν τη φιλοσοφία του διαλογικά και εκλαϊκευμένα: «Συναντάς έναν άνθρωπο και τον ρωτάς: "Πώς πάνε τα πράγματα Τζο;" Κι αυτός σου απαντά: "Α, περίφημα, καλύτερα δεν θα μπορούσαν να είναι". Κ^ι τον κοιτάς στα μάτια και τι βλέπεις; Ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Τελικά αν καθήσεις να το εξετάσεις, όλοι περνάνε φρικτά, όλοι ανεξαιρέτως. Και το χειρότερο είναι πως δεν γίνεται τίποτε». Αυτή η φιλοσοφία δεν τον έθλιβε. Δεν τον έριχνε σε μαύρες σκέψεις. Τον έκανε άκαρδα επιφυλακτικό. 64
Πολύ χρήσιμο για τις υποθέσεις αυτό - γιατί έτσι ο Φερν υπέθετε αυτομάτως ότι ο άλλος ήταν πολύ πιο αδύναμος και βαριεστημένος απ' όσο έδειχνε. Μερικές φορές οι άνθρωποι με γερό στομάχι έβρισκαν αστεία τα κατ' ιδίαν μουρμουρητά του Φερν. Η θέση του στην υπηρεσία του Νοέλ Κόνσταντ αρχικά, και μετά του Μαλαχία, συνεργούσε ώστε οτιδήποτε έλεγε να γίνεται αυτομάτως πικρά διασκεδαστικό - γιατί ήταν ανώτερος από τους Κόνσταντ, πατέρα και υιό, σε όλα τα σημεία εκτός από ένα - κι αυτό το εξαιρούμενο σημείο ήταν το μόνο που μετρούσε. Οι Κόνσταντ αγράμματοι, χυδαίοι και αγροίκοι - διέθεταν άφθονες ποσότητες τυφλής καθαρής τύχης. Ώς τώρα τουλάχιστον. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η τύχη του είχε εξαφανιστεί. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, παρά τα φρικτά νέα που του μετέδωσε ο Φερν από το τηλέφωνο. «Κοίτα να δεις», είπε ο Κόνσταντ με αφέλεια, «όσο πιο πολύ τα κοιτάζω αυτά τα έπιπλα τόσο πιο πολύ μου αρέσουν. Είμαι σίγουρος ότι θα πουλιούνται σαν ζεστά κουλούρια». Υπήρχε κάτι το παΒήτικό και απωθητικό στον τρόπο του Μαλαχία Κόνσταντ όταν μιλούσε για υποθέσεις. Το ίδιο συνέβαινε και με τον πατέρα του. Ο γερο-Νόελ Κόνσταντ δεν είχε ιδέα από επιχειρήσεις, όπως και ο γιος του. Όσο για τη λιγοστή γοητεία που διέθεταν ίσως οι Κόνσταντ, αυτή εξαφανιζόταν μόλις άρχιζαν να ισχυρίζονται πως η επιτυχία τους στηριζόταν στο γεγονός ότι ήξεραν να μοιράσουν δυο γαϊδάρων άχυρα. Είχε κάτι το χυδαίο να βλέπεις έναν πολυεκατομμυριούχο να κάνει τον αισιόδοξο, τον επιθετικό και τον εύστροφο. «Αν ρωτάς τη γνώμη μου», είπε ο Κόνσταντ, «ήταν πολύ καλή επένδυση αυτή - μια εταιρεία που φτιάχνει έπιπλα σαν κι αυτά». «Προνομιούχες Τηγανίτες», είπε ο Φερν. Οι Προνομιούχες Τηγανίτες ήταν ένα από τα αγαπημένα του αστεία. Κάθε φορά που τον πλησίαζαν ζητιανεύοντάς του συμβουλές για επενδύσεις που θα τους διπλασίαζαν 65
τα λεφτά τους μέσα σε έξι βδομάδες, τους συμβούλευε σοβαρά να τα επενδύσουν αγοράζοντας μετοχές σ' αυτή τη φανταστική εταιρεία. Μερικοί προσπαθούσαν πραγματικά να ακολουθήσουν τη συμβουλή του. «Το να καθήσει κανείς σ' έναν καναπέ της Αμερικανικής Ανυψωτικής είναι πιο δύσκολο από το να σταθεί όρθιος σ' ένα κανώ από φύλλο σημύδας», είπε ξερά ο Φερν. «Δοκίμασε να καθήσεις σε μια από αυτές τις λεγόμενες πολυθρόνες και θα σε πετάξει στον τοίχο σαν σφεντόνα. Κάθησε στην άκρη του γραφείου σου και θα αρχίσει να σε βαλσάρει γύρω-γύρω στο δωμάτιο σαν να ήσουν ένας από τους αδελφούς Ράιτ στο Κίτυ Χωκ». Ό Κόνσταντ άγγιξε ανάλαφρα το ξύλο του γραφείου του, που ανατρίχιασε ολόκληρο. «Ε, καλά - είναι γιατί δεν το έχουν τελειοποιήσει ακόμη», είπε ο Κόνσταντ. «Πέτυχες διάνα», είπε ο Φερν. Ο Κόνσταντ έκανε τώρα μια παραδοχή που ποτέ ώς τώρα δεν είχε χρειαστεί να κάνει. «Έχω κι εγώ δικαίωμα να κάνω ένα λάθος, κάπουκάπου», είπε. «Κάπου-κάπου;» ρώτησε ο Φερν ανασηκώνοντας τα φρύδια του. «Επί τρεις μήνες δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να παίρνεις λανθασμένες αποφάσεις, επιτυγχάνοντας έτσι αυτό που θα 'λεγα πως ήταν αδύνατο. Κατάφερες να γκρεμίσεις τα αποτελέσματα σαράντα σχεδόν χρόνων εμπνευσμένων αποφάσεων». Ο Ράνσομ Κ. Φερν έπιασε ένα στυλό από τον αέρα και το τσάκισε στα δυο. «Η Μέγα Έργον δεν υπάρχει πια. Εσύ κι εγώ είμαστε οι τελευταίοι μέσα στο κτίριο. Όλοι οι υπόλοιποι πληρώθηκαν και έφυγαν». Υποκλίθηκε και βάδισε προς την πόρτα. «Το τηλεφωνικό κέντρο έχει ρυθμιστεί έτσι ώστε να σου στέλνονται κατευθείαν εδώ όλα τα εισερχόμενα τηλεφωνήματα. Κι όταν φύγετε, κύριε Κόνσταντ, θυμηθείτε παρακαλώ να σβήσετε όλα τα φώτα και να κλειδώσετε την εξώπορτα». Σ' αυτό το σημείο είναι ίσως απαραίτητο να σας δώσουμε το ιστορικό της Μέγα Έργον. 66
Η Μέγα Έργον ξεκίνησε σαν μια ιδέα στο μυαλό ενός Γιάνκη περιοδεύοντος αντιπροσώπου που πουλούσε κατσαρόλες με χάλκινο πάτο. Ο Γιάνκης αυτός ήταν ο Νόελ Κόνσταντ, γεννημένος στο Νιου Μπέντφορντ της Μασαχουσέτης. Ήταν ο πατέρας του Μαλαχία. Ο πατέρας του Νόελ τώρα, ήταν ο Σιλβέηνας Κόνσταντ, ένας επισκευαστής αργαλειών στα Υφαντουργεία του Νιου Μπέντφορντ που ανήκαν στην Πτέρυγα Ναταγουήνα της Μεγάλης Δημοκρατικής Εταιρείας Ερίου. Ήταν αναρχικός, αν και ποτέ δεν διώχθηκε για το γεγονός αυτό από κανέναν, εκτός από τη γυναίκα του. Η οικογένεια πίστευε ότι καταγόταν, μέσω ενός παράνομου δεσμού, από τον Βενιαμίν Κονστάν, ένα δημόσιο άντρα της Ναπολεόντειας εποχής μεταξύ του 1799 και του 1801 και εραστή της Αν Λουίζ Ζερμαίν Νεκέρ, βαρώνης του Στελ-Χολστάιν και συζύγου του τότε Σουηδού πρέσβη στη Γαλλία. Μια νύχτα στο Λος Άντζελες πάντως, ο Νόελ Κόνσταντ το 'βαλε στο μυαλό του να παίξει στο χρηματιστήριο. Την εποχή εκείνη ήταν τριάντα εννιά χρόνων, ανύπαντρος, στερημένος κάθε γοητείας σωματικά και ηθικά και αποτυχημένος επαγγελματικά. Η ιδέα να παίξει στο χρηματιστήριο του ήρθε εκεί που καθόταν ολομόναχος σ' ένα στενό κρεβάτι στο δωμάτιο 223 του Ξενοδοχείου Γουιλμπερχάμπτον. Ποτέ κανένας επιχειρησιακός κολοσσός, δημιουργημένος από έναν και μοναδικό άνθρωπο, δεν ξεκίνησε από τόσο ταπεινή έδρα. Το Δωμάτιο 223 στο Γουιλμπερχάμπτον είχε μήκος τριάμισι μέτρα και πλάτος δυόμισι και δεν διέθετε ούτε γραφείο ούτε τηλέφωνο. Αυτά που διέθετε ήταν ένα κρεβάτι, μια σιφονιέρα με τρία συρτάρια, τα οποία ήταν ντυμένα με φύλλα εφημερίδας και στο τελευταίο υπήρχε μια Βίβλος. Το φύλλο της εφημερίδας που ήταν στρωμένο στο μεσαίο συρτάρι ήταν μια σελίδα του χρηματιστηρίου, πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Υπάρχει ένα λογοπαίγνιο που μιλάει για έναν άνθρωπο που είναι κλεισμένος μέσα σ' ένα δωμάτιο χωρίς τίποτε άλλο εκτός από έναν τηλεφωνικό κατάλογο, και το ερώτημα είναι: Πώς ζει; 67
Η απάντηση είναι: Τρώγοντας εργολάβους από τον τηλεφωνικό κατάλογο και πίνοντας εις υγείαν των κορόιδων απέξω. Η ιστορία αυτή περιγράφει με αρκετή προσέγγιση το πώς γεννήθηκε το Μέγα Έργον. Τα υλικά με τα οποία οικοδόμησε την τεράστια περιουσία του ο Νόελ Κόνσταντ ήταν κατ' ουσίαν ελάχιστα πιο θρεπτικά από τους εργολάβους του τηλεφωνικού καταλόγου. Η εταιρεία Μέγα Έργον δημιουργήθηκε με βάση «να στυλό, ένα βιβλιάριο επιταγών και φακέλους αναλόγου μεγέθους, μια Βίβλο και μια τραπεζική κατάθεση οκτώ χιλιάδων διακοσίων δώδεκα δολαρίων. Η τραπεζική κατάθεση ήταν το μερίδιο του Νόελ Κόνσταντ από την περιουσία του αναρχικού πατέρα του. Την περιουσία αυτή αποτελούσαν κυρίως Κρατικά Χρεώγραφα. Ο Νόελ Κόνσταντ διέθετε και ένα επενδυτικό πρόγραμμα. Ήταν απίστευτα απλό. Ο σύμβουλος επενδύσεών του ήταν η Βίβλος. Πολλοί συμπέραναν, αφού μελέτησαν το διάγραμμα επενδύσεων του Νόελ Κόνσταντ, ότι ήταν μεγαλοφυία ή ότι διέθετε ένα συγκλονιστικό δίκτυο από βιομηχανικούς κατασκόπους. Προλάβαινε τους πιο επιδέξιους ακροβάτες του χρηματιστηρίου ώρες ολόκληρες ή και μέρες πριν αρχίσουν τις ακροβασίες τους. Μέσα σε δώδεκα μήνες, και εγκαταλείποντας σπανιότατα το Δωμάτιο 223 στο Ξενοδοχείο Γουιλμπερχάμπτον, αύξησε την περιουσία του σε ένα εκατομμύριο και ένα τέταρτο. Αυτό το κατάφερε χωρίς μεγαλοφυία και χωρίς κατασκόπουςί Το σύστημά του ήταν τόσο ηλίθια απλό που μερικοί δεν μπορούν να το καταλάβουν, όσες φορές κι αν τους το εξηγήσει κανείς. Αυτοί που δεν μπορούν να το καταλάβουν είναι αυτοί που για λόγους δικής τους ψυχικής ηρεμίας είναι αναγκασμένοι να πιστεύουν ότι ο τρομερός πλούτος μπορεί να αποκτηθεί μόνο με την τρομερή εξυπνάδα. Να ποιο ήταν το σύστημα του Νόελ Κόνσταντ: 68
ο άνθρωπος πήρε τη Βίβλο που βρισκόταν στο δωμάτιο του και άρχισε με την πρώτη φράση της Γένεσης. Η πρώτη φράση της Γένεσης, όπως ίσως γνωρίζουν μερικοί, λέει τα εξής: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Ο Νόελ Κόνσταντ έγραψε τη φράση με κεφαλαία γράμματα, τα χώρισε με τελείες και μετά τα ένωσε σε ζευγάρια κάνοντας τη φράση αυτή ως εξής: «Ε.Ν., Α.Ρ., Χ.Η., Ε.Π., Ο.Ι., Η.Σ., Ε.Ν., Ο.Θ., Ε.Ο.,. Σ.Τ., Ο.Ν., Ο,Υ., Ρ.Α., Ν.Ο., Ν.Κ„ Α.Ι., Τ,Η., Ν.Γ., Η.Ν.». Μετά έψαξε για εταιρείες μ' αυτά τα αρχικά και αγόρασε μετοχές σ' αυτές. Ο αρχικός του κανόνας ήταν να κατέχει μετοχές μόνο σε μια εταιρεία τη φορά. Σ' αυτή την εταιρεία επένδυε όλες τις οικονομίες του, και μόλις η αξία των μετοχών του διπλασιαζόταν τις πουλούσε. Η πρώτη του επένδυση ήταν στα Ενωμένα Ναυπηγεία. Μετά ήρθαν η Ανώνυμη Ραδιοφωνία, η Χημική ^Ιλεκτροβιομηχανία, η Εθνική Πετρελαϊκή, ο Οργανισμός Ιπποδρομιών και οι Ηλιακές Συσκευές. Το πρόγραμμά του για τους δώδεκα επόμενους μήνες ήταν το εξής: Ενωμένα Ναυπηγεία και πάλι, μετά Όμιλοι Θεραπευτηρίων, Εταιρεία Ουρανίου, Συνεταιρισμός Τσιμέντων, Όμιλος Νιτροβιομηχανίας, Οργανισμός Υδροδότησης και Ριζοσπαστική Αρτοποιία. Τη δεύτερη φορά που ασχολήθηκε με τα Ενωμένα Ναυπηγεία δεν αγόρασε απλώς μετοχές. Αγόρασε ολόκληρη την επιχείρηση - εργοστάσια, γραφεία, τα πάντα. Δυο μέρες αργότερα η εταιρεία εξασφάλισε μια μακροπρόθεσμη κυβερνητική παραγγελία για διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, μια παραγγελία που ανέβασε την αξία της εταιρείας, κατά μετριοπαθή προσέγγιση, στα πενήντα εννέα εκατομμύρια δολάρια. Ο Νόελ Κόνσταντ είχε αγοράσει την εταιρεία για είκοσι δύο εκατομμύρια. Η μοναδική διοικητική απόφαση που πήρε ποτέ σχετικά με την εταιρεία περιεχόταν σε μια εντολή γραμμένη πίσω από μια καρτ ποστάλ του Ξενοδοχείου Γουιλμπερχάμπτον. Η κάρτα απευθυνόταν στον πρόεδρο της εταιρείας και του έλεγε να αλλάξει το όνομα της εταιρείας σε Διαστημική Ναυπηγική, δεδομένου ότι είχε πάψει 69
από καιρό να ασχολείται με τη θαλάσσια ναυπηγική. Όσο μικρή κι αν ήταν αυτή η άσκηση εξουσίας, ήταν καθοριστική, γιατί έδειξε ότι ο Κόνσταντ είχε επιτέλους αρχίσει να ενδιαφέρεται για κάποια από τις ιδιοκτησίες του. Και παρά το γεγονός ότι οι μετοχές του στην εταιρεία είχαν υπερδιπλασιάσει την αρχική τους αξία, δεν τις πούλησε όλες. Πούλησε μόνον το σαράντα εννιά τοις εκατό απ' αυτές. Από κει και πέρα συνέχισε μεν να συμβουλεύεται τη Βίβλο του, αλλά κράτησε σημαντικά μερίδια σε όσες φίρμες του άρεσαν. Στη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων του στο Δωμάτιο 223 του Γουιλμπερχάμπτον, ο Νόελ Κόνσταντ είχε μόνον έναν επισκέπτη, ο οποίος και αγνοούσε ότι ήταν πλούσιος. Ο μοναδικός αυτός επισκέπτης του ήταν μια καμαριέρα που άκουγε στο όνομα Φλόρενς Γουάιτχιλ και κοιμόταν μαζί του μια νύχτα στις δέκα, έναντι μιας μικρής, σταθερής αμοιβής. Η Φλόρενς, όπως και όλος ο υπόλοιπος κόσμος του Γουιλμπερχάμπτον, τον πίστευε απόλυτα όταν έλεγε ότι ήταν έμπορος γραμματοσήμων. Η ατομική υγιεινή δεν ήταν ποτέ το κύριο προσόν του Νόελ Κόνσταντ. Ήταν εύκολο να θεωρήσει κανείς ότι η εργασία του τον έφερνε σε τακτική επαφή με κολλώδεις ουσίες. Οι μοναδικοί που ήξεραν για τον πλούτο του ήταν οι υπάλληλοι της Εφορίας Εισοδήματος και οι υπάλληλοι του αξιοσέβαστου λογιστικού γραφείου των Κλάου και Χίγκινς. Κάποια στιγμή, μετά από δύο χρόνια, ο Νόελ Κόνσταντ δέχτηκε τη δεύτερη επίσκεψή του στο Δωμάτιο 223. Ο δεύτερος επισκέπτης ήταν ένας λεπτός και σοβαρός γαλανομάτης νεαρός είκοσι δύο χρόνων. Ο νέος αυτός τράβηξε αμέσως την προσοχή του Νόελ Κόνσταντ αναγγέλλοντας ότι ήταν από. την Εφορία Εισοδήματος των Ηνωμένων Πολιτ^ών. Ο Κόνσταντ κάλεσε τον νεαρό να μπει στο δωμάτιό του και του έδειξε να καθήσει στο κρεβάτι. Ο ίδιος έμεινε όρθιος. 70
«Ένα παιδί πήγαν κι έστειλαν για κοίτα!» είπε ο Νόελ Κόνσταντ. Ο επισκέπτης δεν έδειξε να πειράχτηκε. Έστρεψε την ειρωνεία προς όφελος του, χρησιμοποιώντας την σαν μια εικόνα του εαυτού του που ήταν πράγματι ανατριχιαστική. «Ένα παιδί, αλλά με πέτρινη καρδιά και με μυαλό αλεπούς, κε Κόνσταντ», του είπε. «Κι επιπλέον έχω αποφοιτήσει από τη Σχολή Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ». «Όλα αυτά καλά», είπε ο Κόνσταντ, «αλλά δεν νομίζω πως μπορείς να με βλάψεις στο παραμικρό. Δεν χρωστώ ούτε δεκάρα στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση». Ο νεαρός επισκέπτης κούνησε το κεφάλι του. «Το ξέρω», είπε, «τα βρήκα όλα απολύτως εντάξει». Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Η αθλιότητά του δεν του έκανε καμιά εντύπωση. Είχε αρκετή πείρα του κόσμου ώστε να περιμένει κάτι το αρρωστημένο. «Εξέτασα τις φορολογικές σας δηλώσεις των τελευταίων δύο χρόνων και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είσαστε ο πιο τυχερός άνθρωπος που γεννήθηκε ποτέ». «Τυχερός;» είπε ο Νόελ Κόνσταντ. «Έτσι νομίζω», είπε ο επισκέπτης. «Εσείς δεν το νομίζετε; Ένα παράδειγμα - για πέστε μου, τι κατασκευάζει η Ανώνυμη Ραδιοφωνία;» «Η Ανώνυμη Ραδιοφωνία;» ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει ο Νόελ Κόνσταντ. «Κατείχατε το πενήντα πέντε τοις εκατό των μετοχών της επί δύο μήνες», είπε ο νεαρός επισκέπτης. «Ε, δηλαδή - ραδιοφωνικές συσκευές κάθε τύπου», είπε με επιτηδευμένη σοβαρότητα ο Νόελ Κόνσταντ, «και διάφορα συναφή προϊόντα». Το χαμόγελο του επισκέπτη σχεδίασε γατίσια μουστάκια κάτω από τη μύτη του. «Προς πληροφόρηση σας», του είπε, «η Ανώνυμη Ραδιοφωνία ήταν το όνομα που έδωσε κατά τον τελευταίο πόλεμο η Κυβέρνηση σε ένα άκρως μυστικό εργαστήριο που κατασκεύαζε εξοπλισμούς για υποβρύχια ανίχνευση. Μετά τον πόλεμο το εργαστήριο πουλή^κε σε μια ιδιωτική εταιρεία που δεν 71
άΰαξε το όνομα του - δεδομένου ότι η δουλειά που έκανε εξακολουθούσε να παραμένει άκρως μυστική, με μοναδικό πελάτη το Κράτος και πάλι. »Και μήπως μπορείτε να μου πείτε», συνέχισε ο νεαρός επισκέπτης, «τι ήταν αυτό που μάθατε για τη Χημική Ηλεκτροβιομηχανία που σας έκανε να σκεφθείτε ότι ήταν καλή επένδυση; Μήπως νομίζατε ότι έφτιαχνε τρανζίστορ για παιδικά τραινάκια;» «Είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω σ' όλες αυτές τις ερωτήσεις για την Εφορία;» ρώτησε ο Νόελ Κόνσταντ. «Πρέπει να περιγράψω λεπτομερώς όλες τις εταιρείες μου, αλλιώς θα μου τις πάρουν;» «Ρώτησα από απλή προσωπική περιέργεια. Η απάντηση σας με πείθει ότι δεν έχετε ιδέα τι μπορεί να παράγει η Χημική Ηλεκτροβιομηχανία. Προς πληροφόρηση σας λοιπόν σας λέω ότι η Χημική Ηλεκτροβιομηχανία δεν παράγει απολύτως τίποτε, έχει όμως στην κατοχή της μερικές αποκλειστικές πατέντες που αφορούν το μηχανισμό αναγόμωσης των ελαστικών». «Δεν λέμε καλύτερα τίποτα για την Εφορία Εισοδήματος;» τον έκοψε ο Νόελ Κόνσταντ. «Δεν δουλεύω πια στην Εφορία», είπε ο νεαρός επισκέπτης. «Σήμερα το πρωί παραιτήθηκα από μια δουλειά που μου έδινε εκατόν δεκατέσσερα δολάρια την εβδομάδα, για να πιάσω μια δουλειά που θα μου εξασφαλίσει δύο χιλιάδες δολάρια την εβδομάδα». «Και όπου θα δουλεύεις για ποιον;» ρώτησε ο Νόελ Κόνσταντ. «Για σας», είπε ο νεαρός επισκέπτης. Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του. «Το όνομα μου είναι Ράνσομ Κ. Φερν», πρόσθεσε. «Είχα έναν καθηγητή στην Σχολή Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ», είπε ο νεαρός Φερν στο Νόελ Κόνσταντ, «που μου έλεγε πάντα ότι ήμουν έξυπνος, αλλά ότι αν ήθελα να πλουτίσω έπρεπε να βρω τον άνθρωπό μου. Ποτέ δεν θέλησε να μου εξηγήσει τι εννοούσε. Έλεγε ότι αργά ή γρήγορα θα το καταλάβαινα. Τον ρώτησα τι έπρεπε να κάνω για να βρω τον άνθρωπό μου, κι αυτός μου σύστησε να πάω να δουλέψω στην Εφορία εισοδήματος για ένα-δύο χρόνια. 72
»Εκεί που εξέταζα τις δηλώσεις σας, κε Κόνσταντ, ξαφνικά συνειδητοποίησα τι εννούσε. Εννοούσε ότι ήμουν οξυδερκής και επιμελής, αλλά όχι ιδιαίτερα τυχερός. Έπρεπε να βρω κάποιον με εντυπωσιακή τύχη - και τώρα τον βρήκα». «Γιατί να σου πληρώσω δυο χιλιάδες δολάρια την εβδομάδα;» ρώτησε ο Νόελ Κόνσταντ. «Βλέπεις ποιες είναι οι εγκαταστάσεις και το προσωπικό μου και ξέρεις τι κατάφερα μ' αυτά». «Ναι», είπε ο Φερν, «εγώ όμως μπορώ να σας αποδείξω ότι θα μπορούσατε να βγάλετε διακόσια εκατομμύρια εκεί που βγάλατε μόνο πενήντα €ννέα. Έχετε πλήρη μεσάνυχτα από εταιρικό δίκαιο ή φορολογικό δίκαιο δεν ξέρετε καν τις πιο στοιχειώδεις επιχειρησιακές διαδικασίες». Αυτό το απέδειξε πράγματι ο Φερν στον Νόελ Κόνσταντ, τον πατέρα του Μαλαχία - και μετά κατέστρωσε ένα οργανωτικό πλάνο πόυ άκουγε στο όνομα Μέγα Έργον, Α.Ε. Ήταν ένα εκπληκτικό εργαλείο για να παραβείς το πνεύμα χίλιων περίπου νόμων χωρίς να διακινδυνεύσεις να,εισπράξεις ούτε δημοτική κλήση. Ο Νόελ Κόνσταντ εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ απ' αυτό το μνημείο υποκρισίας και τολμηρής πρακτικής, που ζήτησε να αγοράσει αμέσως μετοχές σ' αυτό, χωρίς να συμβουλευτεί τη Βίβλο του. «Κύριε Κόνσταντ», είπε ο νεαρός Φερν, «δεν καταλάβατε ακόμη; Το Μέγα Έργον είσαστε εσείς, με εσάς προσωπικά στη θέση του προέδρου και εμένα σαν γενικό διευθυντή. »Κύριε Κόνσταντ», συνέχισε, «αυτή τη στιγμή η Εφορία Εισοδήματος μπορεί να σας παρακολουθήσει με την ίδια ευκολία που το κάνει για τον μικροπωλητή που πουλάει μήλα και αχλάδια στη γωνία. Σκεφτείτε όμως πόσο δύσκολο θα της ήταν να σας παρακολουθήσει αν είχατε ένα ολόκληρο κτίριο γραφείων τίγκα στους γραφειοκράτες επιχειρήσεων - ανθρώπους που ξέρουν να χάνουν πράγματα και να χρησιμοποιούν λάθος έντυπα και μετά να φτιάχνουν καινούρια και να ζητοούν τα πάντα εις πενταπλούν. Ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν συνήθως παρά το ένα τρίτο απ' ό,τι τους λες, που δίνουν κατά κα73
νόνα παραπλανητικές απαντήσεις για να κερδίσουν χρόνο, που παίρνουν αποφάσεις μόνον όταν αναγκάζονται και μετά συσκοτίζουν τα ίχνη τους. Ανθρώπους που κάνουν λάθος τις προσθέσεις και τις αφαιρέσεις, που συγκαλούν συμβούλια όποτε νιώθουν μοναξιά, που γράφουν μνημόνια όταν νιώθουν παραμελημένοι. Ανθρώπους που δεν πετούν ποτέ τίποτε εκτός αν είναι κάτι που θα οδηγήσει στην απόλυσή τους. Ένας και μόνος γραφειοκράτης επιχειρήσεων, αν είναι αρκετά ζωηρός και νευρώδης, μπορεί να παράγει έναν τόνο άχρηστα χαρτιά το χρόνο για την Εφορία Εισοδήματος. Στο Κτίριο της Μέγα Έργον θα έχουμε χιλιάδες τέτοιους. Εμείς μπορούμε να κρατήσουμε τους δύο τελευταίους ορόφους κι εσείς μπορείτε να συνεχίσετε να ενημερώνεστε για ό,τι συμβαίνει με τον τρόπο που το κάνετε και τώρα». Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. «Επί τη ευκαιρία - πώς βρίσκετε άκρη τώρα; Γράφετε μ' ένα καμένο σπίρτο στα περιθώρια του τηλεφωνικού καταλόγου;» «Όλα είναι μέσα στο μυαλό μου», είπε ο Νόελ Κόνσταντ. «Υπάρχει κι άλλο ένα πλεονέκτημα που πρέπει να σας υπογραμμίσω», είπε ο Φερν. «Κάποια μέρα η τύχη σας θα στερέψει. Τότε θα χρειαστείτε τον πιο έξυπνο και τον πιο αφοσιωμένο διευθυντή που μπορείτε να βρείτε - αλλιώς θα γκρεμιστείτε και πάλι στο ισόγειο». «Προσλαμβάνεσαι», είπε ο Νόελ Κόνσταντ, πατέρας του Μαλαχία. «Τώρα για το κτίριο, πού λέτε να το χτίσουμε;» ρώτησε ο Φερν. «Το ξενοδοχείο αυτό είναι δικό μου και έχει την ιδιοκτησία του απέναντι οικοπέδου», είπε ο Νόελ Κόνσταντ. «Χτισ' το λοιπόν στο απέναντι οικόπεδο». Σήκωσε το δείκτη του που ήταν στραβός σαν χερούλι γραμμοφώνου. «Υπάρχει ένα πράγμα ακόμη-» «Μάλιστα, σερ», είπε ο Φερν. «Εγώ δεν μετακομίζω αλλού», είπε ο Νόελ Κόνσταντ. «Θα μείνω εδώ που βρίσκομαι». Αυτοί που θέλουν μια πιο αναλυτική ιστορία της Μέγα Έργον Α.Ε., μπορούν να πάνε στη δημόσια βιβλιοθήκη 74
της γειτονιάς τους και να ζητήσουν είτε το ρομαντικό έργο της Λαβίνια Γουώτερς Ένα Τρελό Όνειρο; ή το πιο ωμό βιβλίο του Κράουδερ Γκόμπεργκ Αρχέγονη Ζυγαριά. Το έργο της μις Γουώτερς, ενώ είναι απολύτως ασαφές σ' ό,τι αφορά τις εμπορικές λεπτομέρειες, περιέχει μια καλή περιγραφή για το πώς η καμαριέρα Φλόρενς Γουάιτχιλ ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος από τον Νόελ Κόνσταντ και πώς ανακάλυψε ότι ο Νόελ Κόνσταντ ήταν πολυεκατομμυριούχος. Ο Νόελ Κόνσταντ παντρεύτηκε την καμαριέρα, της χάρισε ένα σπίτι και έναν τραπεζικό λογαριασμό με ένα εκατομμύριο δολάρια. Της είπε να ονομάσει το παιδί Μαλαχία αν ήταν αγόρι και Προύντενς αν ήταν κορίτσι. Της ζήτησε να συνεχίσει, αν της ήταν εύκολο, να τον επισκέπτεται κάθε δέκα μέρες στο Δωμάτιο 223 του ξενοδοχείου Γουιλμπερχάμπτον, αλλά χωρίς να φέρνει μαζί της το μωρό. Το βιβλίο του Γκόμπεργκ, ενώ είναι εξαίρετο στις εμπορικές λεπτομέρειες, μειονεκτεί εξαιτίας της βασικής θέσης του Γκόμπεργκ ότι το Μέγα Έργον ήταν προϊόν ενός συμπλέγματος αναστολών απέναντι στην αγάπη. Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου του Γκόμπεργκ, διαπιστώνει κανείς ξεκάθαρα ότι ο ίδιος ο Γκόμπεργκ πάσχει από έλλειψη και ανικανότητα αγάπης. Φυσικά ούτε η μις Γουώτερς, ούτε ο Γκόμπεργκ δεν ανακάλυψαν το επενδυτικό σύστημα του Νόελ Κόνσταντ. Το ίδιο συνέβη και με τον Ράνσομ Κ. Φερν, ο οποίος όμως κατέβαλε σκληρές, πλην μάταιες προσπάθειες. Ο μοναδικός άνθρωπος που το έμαθε από τον ίδιο τον Νόελ Κόνσταντ, ήταν ο γιος του ο Μαλαχίας, όταν συμπλήρωσε τα είκοσι ένα του χρόνια. Αυτό το πάρτυ γενεθλίων για δύο έλαβε χώρα στο δωμάτιο 223 του Γουιλμπερχάμπτον. Ήταν η πρώτη φορά που συναντιούνταν πατέρας και γιος. Ο Μαλαχίας είχε έρθει να συναντήσει τον Νόελ ύστερα από την πρόσκληση του. Δεδομένου ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι αυ75
τό που είναι, ο νεαρός Μαλαχίας Κόνσταντ έδωσε μεγαλύτερη προσοχή στις λεπτομέρειες της επίπλωσης του δωματίου παρά στο μυστικό πώς να κερδίσει εκατομμύρια ή και δισεκατομμύρια δολάρια. Έτσι κι αλλιώς το μυστικό του πλουτισμού ήταν τόσο απλό που δεν απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή. Το πιο περίπλοκο μέρος του ήταν ο τρόπος που έπρεπε να πάρει ο νεαρός Μαλαχίας τη σκυτάλη της Μέγα Έργον, όταν επιτέλους θα την άφηνε από τα χέρια του ο Νόελ Κόνσταντ. Ο νεαρός Μαλαχίας έπρεπε να ζητήσει από τον Ράνσομ Κ. Φερν ένα χρονολογικό κατάλογο των επενδύσεων της Μέγα Έργον και ακολουθώντας τη σειρά, ο νεαρός Μαλαχίας θα μάθαινε σε ποιο σημείο της Βίβλου είχε φτάσει ο Νόελ και από πού έπρεπε να αρχίσει ο νεαρός Μαλαχίας. Η λεπτομέρεια από την επίπλωση του δωματίου 223 που κίνησε το ενδιαφέρον του νεαρού Μαλαχία ήταν μια φωτογραφία του. Μια φωτογραφία δικιά του όταν ήταν τριών χρόνων - η φωτογραφία ενός γλυκού, χαριτωμένου και τολμηρού μικρού αγοριού στην παραλία του ωκεανού. Ήταν καρφιτσωμένη στον τοίχο. Αυτή ήταν η μοναδική φωτογραφία σ' ολόκληρο το δωμάτιο. Ο γερο-Νόελ είδε τον Μαλαχία να κοιτάζει τη φωτογραφία και αισθάνθηκε δυσφορία και αμηχανία μ' όλη αυτή την ιστορία μεταξύ πατέρα και γιου. Έψαξε σαν τρελός στο μυαλό του να βρει κάτι καλό να πει, μα δεν βρήκε τίποτε. «Ο πατέρας μου», του είπε, «μου έδωσε δυο συμβουλές κι απ' αυτές μόνον η μία άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου. Οι συμβουλές ήταν: "Μην πειράξεις το αρχικό σου κεφάλαιο" και "Κράτα την μποτίλια με το ποτό έξω οιπό την κρεβατοκάμαρα"». Η αμηχανία και η δυσφορία ϋου είχαν φτάσει στο κατακόρυφο. «Αντίο», είπε απότομα. «Αντίο;» είπε ξαφνιασμένος ο νεαρός Μαλαχίας και κίνησε προς την πόρτα. «Κράτα την μποτίλια με το ποτό έξω από την κρεβατοκάμαρα», είπε ο γέρος και του γύρισε την πλάτη. 76
«Μάλιστα κύριε, θα το κάνω», είπε ο νεαρός Μαλαχίας. «Αντίο, κύριε», είπε και βγήκε. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που ο Μαλαχίας Κόνσταντ είδε τον πατέρα του. Ο πατέρας του έζησε πέντε χρόνια ακόμη και η Βίβλος δεν τον πρόδωσε ποτέ. Ο Νόελ Κόνσταντ πέθανε τη στιγμή ακριβώς που έφθανε στο τέλος της φράσης: «και εποίησεν ο Θεός τους δύο φωστήρας τους μεγάλους, τον φωστήρα τον μέγαν εις αρχάς της ημέρας και τον φωστήρα τον ελάσσω εις αρχάς της νυκτός και τους αστέρας», Η τελευταία του επένδυση ήταν σε μετοχές της «Άλευρα-Σιτηρά» με 171/4. Ο γιος συνέχισε από κει που σταμάτησε ο πατέρας, αν και ο Μαλαχίας Κόνσταντ δεν μετακόμισε στο Δωμάτιο 223 του Γουιλμπερχάμπτον. Για πέντε χρόνια η τύχη του γιου ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και του πατέρα. Και ξαφνικά τώρα το Μέγα Έργον κατέρρεε. Μέσα στο γραφείο του, παρέα με τα αιωρούμενα έπιπλα και το χαλί από γρασίδι, ο Μαλαχίας Κόνσταντ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η τύχη του είχε στερέψει. «Δεν έμεινε τίποτε;» είπε αχνά. Προσπάθησε να χαμογελάσει στον Ράνσομ Κ. Φερν. «Έλα τώρα - σίγουρα πρέπει να έχει μείνει κάτι». «Έτσι νόμιζα κι εγώ, στις δέκα το πρωί», είπε ο Φερν. «Έδινα συγχαρητήρια στον εαυτό μου που είχε ασφαλίσει τη Μέγα Έργον απέναντι σ' οποιοδήποτε χτύπημα. Είχαμε καταφέρει να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση - μάλιστα, καθώς και τα λάθη σου. »Αυτά ώς τις δέκα. Στις δέκα και δεκαπέντε με επισκέφτηκε ένας δικηγόρος που κατά τα φαινόμενα ήταν στο πάρτυ σου χτες το βράδυ. Φαίνεται ότι χτες το βράδυ χάριζες πετρελαιοπηγές, και ο δικηγόρος αυτός είχε φανεί αρκετά προβλεπτικός ώστε να συντάξει τα απαραίτητα έγγραφα που αν υπογράφονταν από σένα θα ήταν δεσμευτικά. Φυσικά υπογράφηκαν από σένα. Χτες το βράδυ χάρισες πεντακόσιες τριάντα μία ενεργές πε77
τρελαιοπηγές, πράγμα που διέλυσε τα Πετρέλαια Φαντάγκο. »Στις έντεκα», συνέχισε ο Φερν, «ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ανήγγειλε ότι η Διαστημική Ναυπηγική, την οποία είχαμε πουλήσει, θα λάβαινε μια παραγγελία τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη Νέα Διαστημική Εποχή. »Στις έντεκα και τριάντα», είπε ο Φερν, «μου έδωσαν ένα αντίτυπο της Εφημερίδας του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου πάνω στην οποία ο διευθυντής δημοσίων σχέσεών μας είχε σημειώσει τα αρχικά ΠΠΣ. Αυτά τα τρία γράμματα, όπως θα γνώριζες αν είχες πατήσει ποτέ στο γραφείο σου, σημαίνουν ''προς πληροφόρηση σας" Γύρισα στη σελίδα στην οποία αναφερόταν και έμαθα, προς πληροφόρηση μου, ότι τα τσιγάρα Φεγγαροδροσιά αποτελούσαν όχι μία από τις αιτίες αλλά την κύρια αιτία της στειρότητας και των δύο φύλων, σ' όποια μέρη κυκλοφορούσαν. Το γεγονός αυτό ανακαλύφθηκε όχι από τον άνθρωπο, αλλά από ένα κομπιούτερ. Κάθε φορά που το τροφοδοτούσαν με στοιχεία για το κάπνισμα, πάθαινε μεγάλη ταραχή και κανένας δεν μπορούσε να βρει το γιατί. Ήταν φανερό ότι το μηχάνημα προσπαθούσε να πει κάτι στους χειριστές του. Έκανε ό,τι μπορούσε για να εκφραστεί και τελικά κατάφερε να οδηγήσει τους χειριστές στα σωστά ερωτήματα. »Τα σωστά ερωτήματα είχαν να κάνουν με τη σχέση των τσιγάρων Φεγγαροδροσιά με την ανθρώπινη αναπαραγωγή. Η σχέση ήταν η εξής: »0ι άνθρωποι που κάπνιζαν τσιγάρα Φεγγαροδροσιά δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, ακόμη κι αν το ήθελαν», είπε ο Φερν. «Φυσικά», συνέχισε ο Φερν, «υπάρχουν πολλοί ζιγκολό και ελαφρές γυναίκες και Νεοϋρκέζοι που χαίρονται πολύ γι' αυτή την απαλλαγή από το βιολογικό καθήκον. Σύμφωνα με την άποψη όμως του Νομικού Τμήματος της Μέγα Έργον, πριν τό Τμήμα αυτό διαλυθεί, υπάρχουν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι που ενδέχεται να μας μηνύσουν πάνω στη βάση ότι τα τσιγάρα Φεγγαροδροσιά τους στέρησαν κάτι πολύτιμο: την ηδονή σε βάθος. »Υπάρχουν κατά προσέγγιση δέκα εκατομμύρια 78
πρώην καπνιστές της Φεγγαροδροσιάς στη χώρα αυτή», είπε ο Φερν, «όλοι τους στείροι. Αν ο ένας στους δέκα σου κάνει μήνυση ζητώντας το ταπεινό ποσόν των πέντε χιλιάδων δολαρίων, το συνολικό ποσόν θα ανέλθει σε πέντε δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς τα δικαστικά έξοδα. Αυτά τα πέντε δισεκατομμύρια δεν τα έχεις. Μετά το χρηματιστηριακό κραχ και την αγορά εταιρειών σαν την Αμερικανική Ανυψωτική, δεν αξίζεις ούτε πεντακόσια εκατομμύρια. »Τα τσιγάρα Φεγγαροδροσιά», συνέχισε ο Φερν, «είσαι εσύ. Το Μέγα Έργον είσαι εσύ. Όλα τα πράγματα που είσαι εσύ θα μηνυθούν επιτυχώς. Και ενώ οι διάδικοι μπορεί να σταθούν ανίκανοι να βγάλουν χυμό από ένα στιμμένο λεμόνι, σίγουρα μπορούν να λιώσουν το λεμόνι στην προσπάθειά τους αυτή». Ο Φερν υποκλίθηκε και πάλι. «Εκτελώ τώρα το τελευταίο υπηρεσιακό καθήκον μου πληροφορώντας σε ότι ο πατέρας σου σού έγραψε ένα γράμμα ζητώντας να σου δοθεί μόνον αν η τύχη σου άλλαζε ξαφνικά. Οι εντολές μου ήταν να τοποθετήσω αυτό το γράμμα κάτω από το μαξιλάρι του Δωματίου 223 στο Γουιλμπερχάμπτον, αν πραγματικά η τύχη σου έπαιρνε τον κατήφορο. Το τοποθέτησα πριν από μια ώρα. »Και τώρα σαν ταπεινός και πιστός επιχειρησιακός υπάλληλος, θα σου ζητήσω μια μικρή χάρη», είπε ο Φερν. «Αν η επιστολή αυτή ρίχνει έστω και το πιο αμυδρό φως πάνω στο ποιος μπορεί να είναι ο σκοπός της ζωής, θα σου ήμουν ευγνώμων αν μου τηλεφωνούσες στο σπίτι να μου τον πεις». Ο Ράνσομ Κ. Φερν χαιρέτησε αγγίζοντας με την άκρη του μπαστουνιού του το γείσο του στρογγυλού του καπέλου. «Χαίρετε, κύριε Μέγα Έργον Τζούνιορ. Χαίρετε». Το Ξενοδοχείο Γουιλμπερχάμπτον ήταν ένα κακοσυντηρημένο τριώροφο κτίριο Τυδώρ, απέναντι από το κτίριο της Μέγα Έργον, και η σχέση του με το τελευταίο αυτό ήταν σαν ένα ξέστρωτο κρεβάτι στα πόδια του Αρχάγγελου Γαβριήλ. Σανίδες από ξύλο πεύκων ήταν καρφωμένες πάνω στον εξωτερικό σοβά, σε μια απομίμηση 79
ξύλινης πρόσοψης. Η ραχοκοκαλιά της στέγης ήταν σπασμένη επίτηδες για να δείχνει παλιά. Οι μαρκίζες ήταν χοντρές, χαμηλές και γυριστές για να μοιάζουν αχυρένιες. Τα παράθυρα ήταν μικρά, με ρομβοειδή τζάμια. Το μικρό μπαρ του ξενοδοχείου ήταν γνωστό με την επωνυμία Αίθουσα Ακρόασης. Στην Αίθουσα Ακρόασης βρίσκονταν τρεις άνθρωποι - ένας μπάρμαν και δυο πελάτες. Οι δυο πελάτες ήταν μια αδύνατη γυναίκα κι ένας παχύς άντρας που έδειχναν κι οι δυο ηλικιωμένοι. Κανείς δεν τους είχε ξαναδεί στο Γουιλμπερχάμπτον, αλλά έδειχναν κιόλας σαν να κάθονταν από χρόνια στην Αίθουσα Ακρόασης. Ο προστατευτικός τους χρηματισμός ήταν τέλειος γιατί έμοιαζαν κι αυτοί ελαφρώς ξηλωμένοι και τσακισμένοι στη ράχη, με άφθονο άχυρο και μικρά παράθυρα. Ισχυρίζονταν ότι ήταν συνταξιούχοι καθηγητές από το ίδιο γυμνάσιο του Μιντλ Γουέστ. Ο χοντρός άντρας αυτοσυστήθηκε ως Τζωρτζ Μ. Χέλμχολτς, πρώην αρχιμουσικός. Η λεπτή γυναίκα αυτοσυστήθηκε ως Ρομπέρτα Γουάιλυ, πρώην καθηγήτρια της άλγεβρας. Ήταν φανερό ότι ανακάλυψαν αργά στη ζωή τους την παρηγοριά του αλκοόλ και του κυνισμού. Ποτέ δεν παράγγελναν δεύτερη φορά το ίδιο ποτό, έδειχναν μεγάλη περιέργεια να μάθουν τι βρισκόταν σε τούτη την μποτίλια και τι στην άλλη - να μάθουν τι είναι το ποντς της χρυσής αυγής και το Έλεν Τουέλβτρης και το pluie d' or και το φιζ της εύθυμης χήρας. Ο μπάρμαν ήξερε πως δεν ήταν αλκοολικοί. Ήξερε τον τύπο τους και του άρεσε πολύ: ήταν απλώς δυο χαρακτηριστικοί τύποι του Saturday Evening Post στο δειλινό της ζωής τους. Όταν δεν έκαναν ερωτήσεις για το τι μπορούσαν να πιουν, ήταν ίδιοι και απαράλλαχτοι με τα εκατομμύρια των άλλων Αμερικανών θαμώνων μπαρ, την πρώτη μέρα της Νέας Διαστημικής Εποχής. Είχαν στρογγυλοκαθήσει στα σκαμνιά τους και κοίταζαν ίσια μπροστά, τη σειρά με τις μποτίλιες. Τα χείλια τους κουνιούνταν συνεχώς, καθώς πειραματίζονταν ακατάληπτα με χαμόγελα, γκριμάτσες και μορφασμούς άνευ αντικειμένου.
Η εικόνα του Ευαγγελιστή Μπόμπυ Ντέντον ότι η Γη ήταν το διαστημόπλοιο του Θεου ήταν πολύ εύστοχη ιδιαίτερα & ό,τι αφορά τους μπαρόβιους. Ο Χέλμχολτς και η μις Γουάιλυ φέρονταν σαν να ήταν κυβερνήτης και συγκυβερνήτης σε ένα απίστευτα άσκοπο ταξίδι στο διάστημα, με απεριόριστη διάρκεια. Ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς ότι είχαν ξεκινήσει το ταξίδι με αφέλεια, γεμάτοι νειάτα και τεχνική εκπαίδευση και ότι οι μποτίλιες μπροστά τους ήταν τα όργανα που παρακολουθούσαν επί χρόνια και χρόνια και χρόνια. Ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς ότι η κάθε μέρα έβρισκε τον αστροναύτη και την αστροναύτισσα ελάχιστα πιο παραιτημένους από την προηγούμενη, ώσπου τώρα πια είχαν κατανοήσει το αίσχος της Πανγαλακτικής Διαστημικής Υπηρεσίας. Δυο κουμπιά από το παντελόνι του Χέλμχολτς ήταν ανοιχτά. Στο αριστερό του αυτί είχε απομείνει λίγος αφρός ξυρίσματος. Οι κάλτσες του ήταν παράταιρες. Η μις Γουάιλυ ήταν μια μικροσκοπική γριούλα με τρελό ύφος και τετράγωνο σαγόνι. Φορούσε μια κατσαρή μαύρη περούκα που έμοιαζε σαν να είχε μείνει χρόνια καρφωμένη στην πόρτα ενός στάβλου. «Νομίζω ότι ο Πρόεδρος διέταξε να ξεκινήσει μια νέα Διαστημική Εποχή, μήπως και δοθεί καμιά λύση στο πρόβλημα της ανεργίας», είπε ο μπ;άρμαν. «Μμ, μμ», είπαν μαζί ο Χέλμχολτς και η μις Γουάιλυ εν χορώ. Μόνον ένας πολύ παρατηρητικός και καχύποπτος άνθρωπος θα επεσήμαινε μια παράταιρη νότα στη συμπεριφορά των δύο: ο Χέλμχολτς και η μις Γουάιλυ ενδιαφέρονταν υπερβολικά για το χρόνο. Δεδομένου ότι δεν είχαν τίποτα ιδιαίτερο να κάνουν, και πουθενά ιδιαίτερα να πάνε, έδειχναν ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα ρολόγια τους - η μις Γουάιλυ για το αντρικό ρολόι του χεριού της κι ο κος Χέλμχολτς για το χρυσό ρολόι της τσέπης του. Η αλήθεια της υπόθεσης ήταν πως ο Χέλμχολτς και η μις Γουάιλυ δεν ήταν καθόλου συνταξιούχοι καθηγητές. Κατ' αρχήν ήταν και οι δύο άντρες, και ειδικοί στις μεταμφιέσεις. Ήταν πράκτορες του Αρειανού Στρατού, τα 81
μάτια και τα αυτιά μιας αρειανής μονάδας εφόδου που περίμενε μέσα σε ιπτάμενους δίσκους, τριακόσια χιλιόμετρα πάνο από τα κεφάλια τους. Περίμεναν τον Μαλαχία Κόνσταντ, αλλά αυτός δεν ήξερε τίποτε. Οι Χέλμχολτς και Γουάιλυ δεν πλησίασαν τον Μαλαχία όταν διέσχισε το δρόμο για να μπει στο Γουιλμπερχάμπτον. Δεν έδωσαν κανένα σημείο ότι ενδιαφέρονταν γι' αυτόν. Τον άφησαν να διασχίσει την είσοδο και να μπει στο ασανσέρ χωρίς να του ρίξουν ούτε ένα βλέμμα. Δεν παρέλειψαν ωστόσο να κοιτάξουν και πάλι τα ρολόγια τους - και ένα παρατηρητικό και καχύποπτο πνεύμα θα έπαιρνε είδηση ότι η μις Γουάιλυ πίεσε ένα κουμπάκι στο ρολόι της που έβαζε εμπρός τη βελόνα ενός χρονομέτρου. Ο Χέλμχολτς και η μις Γουάιλυ δεν είχαν σκοπό να χρησιμοποιήσουν βία εναντίον του Μαλαχία Κόνσταντ. Ποτέ δεν είχαν χρησιμοποιήσει βία ενάντια σε κανέναν, και παρ' όλα αυτά είχαν στρατολογήσει δεκατέσσερις χιλιάδες ανθρώπους για τον Άρη. Η συνηθισμένη τεχνική τους ήταν να ντύνονται σαν πολιτικοί μηχανικοί και να προσφέρουν σε μέτριας νοημοσύνης άντρες και γυναίκες, εννέα δολάρια την ώρα αφορολόγητα, συν τροφή, στέγη και μεταφορά, για να εργαστούν σε ένα μυστικό κυβερνητικό σχέδιο, σε κάποιο μακρινό μέρος της Γης επί τρία χρόνια. Ένα κλασικό αστείο μεταξύ του Χέλμχολτς και της μις Γουάιλυ ήταν ότι ποτέ δεν διασαφήνισαν ποια κυβέρνηση οργάνωνε το σχέδιο αυτό και ότι κανένας υποψήφιος δεν είχε σκεφτεί ποτέ να το ρωτήσει. Το ενενήντα εννιά τοις εκατό των νεοσύλλεκτων υποβάλλοταν σε υποχρεωτική αμνησία μόλις έφθαναν στον Άρη. Ειδικοί της ψυχικής υγιεινής έσβηναν όλες τις αναμνήσεις τους και Αρειανοί χειρουργοί τοποθετούσαν ραδιοφωνικές ακτίνες στο κρανίο τους ώστε να γίνουν τηλεκατευθυνόμενοι. Μετά τους έδιναν καινούρια ονόματα με εντελώς τυχαίο τρόπο και τους έστελναν στα εργοστάσια, στις οι82
κοδομικές ομάδες, το διοικητικό προσωπικό ή το Στρατό του Άρη. Οι λιγοοτοί νεοσύλλεκτοι που δεν περνούσαν απ' αυτή τη διαδικασία ήταν εκείνοι που εκδήλωναν θερμά τη διάθεσή τους να υπηρετήσουν ηρωικά τον Άρη χωρίς ιατρική παρέμβαση. Αυτοί οι λίγοι τυχεροί προσχωρούσαν στο μυστικό κύκλο των κυβερνούντων. Οι μυστικοί πράκτορες Χέλμχολτς και Γουάιλυ ανήκαν σ' αυτό τον κύκλο. Είχαν πλήρη κατοχή της μνήμης τους και δεν ήταν τηλεκατευθυνόμενοι. Απλώς λάτρευαν τη δουλειά τους. «Τι γεύση έχει αυτό το Σλίβοβιτς;» ρώτησε ο Χέλμχολτς τον μπάρμαν, αλληθωρίζοντας προς μια σκονισμένη μποτίλια στο κάτω ράφι. Μόλις είχε τελειώσει ένα ρίκι με τζιν από αγριοκορομηλιά. «Δεν ήξερα καν ότι το είχαμε», είπε ο μπάρμπαν. Έβαλε την μποτίλια πάνω στο μπαρ, γυρίζοντάς την στο πλάι για να δει την ετικέτα. «Μπράντυ από δαμάσκηνα», είπε. «Μου φαίνεται ότι αυτό θα δοκιμάσω τώρα», είπε ο Χέλμχολτς. Από τότε που πέθανε ο Νόελ Κόνσταντ, το Δωμάτιο 223 στο Γουιλμπερχάμπτον είχε μείνει άδειο - σαν μαυσωλείο. Τώρα ο Μαλαχίας Κόνσταντ μπήκε στο Δωμάτιο 223. Πρώτη φορά έμπαινε εδώ μετά το θάνατο του πατέρα του. Έκλεισε πίσω του την πόρτα και αναζήτησε το γράμμα κάτω από το μαξιλάρι. . Τίποτε μέσα στο δωμάτιο δεν είχε αλλάξει, εκτός από τα σεντόνια. Η φωτογραφία του μικρού Μαλαχία στην αμμουδιά εξακολουθούσε να είναι η μοναδική φωτογραφία στον τοίχο. Το γράμμα έλεγε: Αγαπητέ γιε: κάτι σημαντικό και κακό σου συνέβη, αλλιώς δεν θα βρισκόσουν εδώ να διαβάζεις αυτό το γράμμα. Σου το γράφω για να σου πω να πάψεις να στεναχωριέσαι για τα δυσάρεστα και να κοιτάξεις γύρω σου να δεις αν ειχε τίποτε το καλό ή τουλάχιστον το σημαν83
τικό αυτή η ιστορία, που γίναμε ξαφνικά τόσο πλούσιοι και μετά χάσαμε τα πάντα. Λυτό που θέλω να ψάξεις να μάθεις είναι το εξής: υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος στόχος, ή είναι όλα τόσο τρελά όσο μου φάνηκαν εμένα; Λν δεν ήμουν αρκετά καλός πατέρας ή αρκετά καλός οτιδήποτε, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήμουνα νεκρός πολύ πριν πεθάνω. Κανείς δεν με αγαπούσε και δεν ήμουνα καλός σε τίποτε κι ούτε μπορούσα να βρω κανένα χόμπυ που να μου αρέσει κι είχα βαρεθεί αφάνταστα να πουλάω κουζινικά και να βλέπω τηλεόραση κι έτσι ήμουνα ήδη νεκρός και φευγάτος τόσο μακριά, που δεν γινόταν λόγος για επιστροφή. Τότε άρχισα την ιστορία με τη Βίβλο, και ξέρεις τι έγινε στη συνέχεια. Ήταν σαν κάποιος ή κάτι να ήθελε να αγοράσω ολόκληρο τον πλανήτη, παρά το γεγονός ότι ήμουν ήδη ουσιαστικά νεκρός. Είχα τα μάτια μου ανοιχτά περιμένοντας κάποιο σημάδι που θα μου έλεγε περί τίνος επρόκειτο, αλλά δεν είδα ποτέ κανένα σημάδι. Απλώς συνέχισα να γίνομαι όλο και πιο πλούσιος. Μετά η μητέρα σου μου έστειλε αυτή τη φωτογραφία σου στην αμμουδιά, και από τον τρόπο που με κοίταζες & αυτή τη φωτογραφία σκέφτηκα ότι ίσως όλο αυτό το μάζεμα των χρημάτων να γινόταν για χάρη σου. Το πήρα απόφαση ότι θα πεθάνω χωρίς να βρω άκρη και ότι ίσως εσύ να είσαι εκείνος που ξαφνικά θα τα δει όλα ξεκάθαρα, σαν μέσα σε κρύσταλλο. Σε βεβαιώ πως ακόμη κι ένας άνθρωπος με νεκροφάνεια δυσκολεύεται να ζει όταν δεν ξέρει γιατί γίνονται όλα αυτά. Ο λόγος που είπα στον Ράνσομ Κ. Φερν να σου δώσει αυτό το γράμμα μόνο αν γυρίσει η τύχη σου, είναι γιατί κανείς ποτέ δεν σκέφτεται και δεν παρατηρεί τίποτε όσο κρατά η τύχη του. Γιατί να το κάνει; Ρίξε λοιπόν ένα βλέμμα γύρω σου για λογαριασμό μου, παιδί μου. Κι αν τα έχεις χάσει όλα και σε πλησιάσει κάποιος με μια τρελή πρόταση, η συμβουλή μου είναι να την ακολουθήσεις. Μπορεί να μάθεις κάτι, όσο βρίσκεσαι ακόμη σε διάθεση να μάθεις κάτι. Εγώ το μόνο πράγμα που έμαθα είναι ότι μερικοί άνθρωποι είναι τυχεροί και άλλοι δεν είναι, για λόγους που δεν τους ξέρει 84
ούτε ένας απόφοιτος της Επιχειρησιακής Σχολής τον Χάρβαρντ. Ειλικρινά δικός σον ο μπαμπάς σον. Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα του Δωματίου 223.
Η πόρτα άνοιξε πριν προλάβει ο Κόνσταντ να απαντήσει. Οι Χέλμχολτς και Γουάιλυ μπήκαν μέσα. Μπήκαν ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, έχοντας πληροφορηθεί από τους ανωτέρους τους ποια ακριβώς στιγμή θα τελείωνε το γράμμα του ο Μαλαχίας Κόνσταντ. Είχαν επίσης διδαχτεί τι ακριβώς έπρεπε να του πουν. Η μις Γουάιλυ έβγαλε την περούκα της αποκαλύπτοντας ένα λιπόσαρκο άντρα και ο Χέλμχολτς άφησε να χαρακτηριστικά του να δείξουν ότι ήταν άφοβος και συνηθισμένος να διατάζει. «Κύριε Κόνσταντ» είπε ο Χέλμχολτς. «Είμαι εδώ για να σας πληροφορήσω ότι ο πλανήτης Άρης όχι μόνο κατοικείται, αλλά στεγάζει μια πολυάνθρωπη, αποτελεσματική, στρατιωτική και βιομηχανική κοινωνία. Ο πληθυσμός αυτός στρατολογήθηκε στη Γη και μεταφέρθηκε στον Άρη με ιπτάμενους δίσκους. Είμαστε έτοιμοι τώρα να σας προτείνουμε τη θέση του αντισυνταγματάρχη του Αρειανού Στρατού. »Η κατάστασή σας στη Γη είναι απελπιστική. Η σύζυγός σας είναι ένα κτήνος. Επιπλέον οι κατάσκοποί μας μάς πληροφορούν ότι εδώ στη Γη όχι μόνον θα ξετιναχτείτε από τις πολιτικές αγωγές, αλλά θα φυλακιστείτε και για εγκληματική αμέλεια. »Πέρα από ένα επίπεδο μισθού και προνομίων που υπερβαίνει κατά πολύ τα προσφερόμενα στους Γήινους αντισυνταγματάρχες, μπορούμε να σας εξασφαλίσουμε την απαλλαγή από κάθε γήινη νομική δίωξη και να σας δώσουμε τη δυνατότητα να δείτε έναν νέο και ενδιαφέροντα πλανήτη, καθώς και την ευκαιρία να σκεφτείτε τον πλανήτη σας από μια καινούρια και ευχάριστα απόμακρη σκοπιά». «Αν δέχεστε την πρόταση», είπε η μις Γουάιλυ, «ση85
κώστε το αριστερό σας χέρι και πέστε μαζι μου-» Την άλλη μέρα το ελικόπτερο του Μαλαχία Κόνσταντ βρέθηκε άδειο καταμεσίς της Ερήμου Μοτζάβε. Αντρικές πατημασιές ξεκινούσαν από κει, προχωρούσαν δεκαπέντε μέτρα πιο πέρα και μετά σταματούσαν. Ήταν σαν ο Μαλαχίας Κόνσταντ να περπάτησε δεκαπέντε μέτρα και μετά να έγινε καπνός. Την επομένη Τρίτη το διαστημόπλοιο που άκουγε στο όνομα Η Φάλαινα μετονομάστηκε σε Ράμφουρντ'καί άρχισε να προετοιμάζεται για εκτόξευση. Η Βεατρίκη Ράμφουρντ παρακολουθούσε τις τελετές από μια τηλεόραση τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Βρισκόταν ακόμη στο Νιούπορτ. Το Ράμφουρντ θα εκτοξευόταν σε ακριβώς ένα λεπτό. Αν το πεπρωμένο επέμενε οπωσδήποτε να βάλει τη Βεατρίκη Ράμφουρντ μέσα στο διαστημόπλοιο, θα έπρεπε να βιαστεί πολύ. Η Βεατρίκη αισθανόταν υπέροχα. Είχε αποδείξει ένα σωρό καταπληκτικά πράγματα. Είχε αποδείξει ότι κατηύθυνε η ίδια τη μοίρα της, ότι μπ;ορούσε να λέει όχι όποτε της άρεσε - και να το επιβάλλει. Είχε αποδείξει ότι η παντογνωστική επιμονή του συζύγου της ήταν μπλόφα - δηλαδή ότι οι προβλέψεις του δεν ήταν καλύτερες από τις προγνώσεις καιρού της Αμερικανικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας. Επιπλέον είχε καταστρώσει ένα σχέδιο που θα της επέτρεπε να ζει μέσα σε μέτρια άνεση την υπόλοιπη ζωή της; ενώ ταυτόχρονα θα πρόσφερε στον άντρα της τη μεταχείριση που του άξιζε. Την επόμενη φορά που θα ξαναϋλοποιόταν θα έβρισκε το μέρος γεμάτο περίεργους: Η Βεατρίκη είχε σκοπό να τους χρεώνει πέντε δολάρια κατά κεφαλήν για να μπουν από την πόρτα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Αυτό δεν ήταν όνειρο. Το είχε συζητήσει με δύο εκπροσώπους των ιδιοκτητών της υποθήκης του πύργου, οι οποίοι κατενθουσιάστηκαν. Βρίσκονταν μαζί της τώρα και παρακολουθούσαν τις προετοιμασίες για την εκτόξευση του Ράμφουρντ, στην τηλεόραση. Η συσκευή βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο με 86
τον τεράστιο πίνακα που έδειχνε τη Βεατρίκη σαν ένα πεντακάθαρο λευκοντυμένο κοριτσάκι πάνω σ' ένα δικό του κατάλευκο πόνυ. Η Βεατρίκη χαμογέλασε στη ζωγραφιά. Το κοριτσάκι δεν είχε ακόμη λερωθεί ούτε στο ελάχιστο. Ο εκφωνητής της τηλεόρασης άρχιοε τώρα την αντίστροφη μέτρηση για την εκτόξευση του Ράμφονρντ. Τ όλη τη διάρκεια της αντίστροφης μέτρησης η Βεατρίκη ήταν ανήσυχη σαν σπουργίτι. Δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη, ούτε να σωπάσει. Αυτή η ταραχή ήταν προϊόν ευτυχίας και όχι αγωνίας. Δεν έδινε δεκάρα αν το Ράμφονρντ θα πετύχαινε ή όχι. Οι δύο επισκέπτες της, αντίθετα, έδειχναν να παίρνουν την εκτόξευση πολύ σοβαρά - έδειχναν να προσεύχονται για την επιτυχία της. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα, ο κος Τζωρτζ Η. Χέλμχολτς και η γραμματέας του, μια μις Ρομπέρτα Γουάιλυ. Η μις Γουάιλυ ήταν μια αστεία γριούλα, πολύ ζωντανή όμως και πνευματώδης. Ο πύραυλος άρχισε να σηκώνεται με φοβερό θόρυβο. Ήταν μια άψογη εκτόξευση. Ο Χέλμχολτς έγειρε πίσω βγάζοντας έναν αρρενωπό αναστεναγμό ανακούφισης. Μετά χαμογέλασε και χτύπησε με ενθουσιασμό τα χοντρά μπούτια του. «Μα την πίστη μου», είπε, «είμαι περήφανος που είμαι Αμερικανός και που ζω σ' αυτή την εποχή». «Μήπως θα θέλατε να πιείτε κάτι;» ρώτησε η Βεατρίκη. «Ευχαριστώ πολύ», είπε ο Χέλμχολτς, «αλλά δεν θα τολμούσα να ανακατέψω τη δουλειά με την ευχαρίστηση». «Δεν τελειώσαμε με τη δουλειά;» είπε η Βεατρίκη. «Δεν τα συζητήσαμε όλα;» «Ναι, δηλαδή - η μις Γουάιλυ κι εγώ ελπίζαμε ότι θα μπορούσαμε να επισκεφτούμε τα πιο μεγάλα κτίρια της ιδιοκτησίας», είπε ο Χέλμχολτς, «φοβάμαι όμως ότι έχει σκοτεινιάσει. Μήπως υπάρχουν προβολείς;» Η Βεατρίκη κούνησε το κεφάλι της. «Λυπάμαι, όχι», είπε. «Ίσως ένας δυνατός φακός;» ρώτησε ο Χέλμχολτς. «Μπορώ ίσως να σας βρω ένα φακό», είπε η Βεατρί87
κη, «αλλά δεν νομίζω ότι είναι πραγματικά απαραίτητο να βγείτε έξω. Μπορώ να σας πω εγώ ποια είναι τα κτίρια». Χτύπησε για τον μπάτλερ και του ζήτησε ένα φακό. «Είναι το σπιτάκι του τένις, το θερμοκήπιο, το σπίτι του κηπουρού, αυτό που παλιά ήταν το θυρωρείο, το κτίριο των αμαξιών, ο ξενώνας, η αποθήκη για τα εργαλεία, το κτίριο των λουτρών, το σπιτάκι των σκύλων και το παλιό υδραγωγείο». «Τι απ' όλα είναι το καινούριο;» ρώτησε ο Χέλμχολτς. «Το καινούριο τι;» είπε η Βεατρίκη. Ο μπάτλερ επέστρεψε με το φακό και η Βεατρίκη τον έδωσε στον Χέλμχολτς. «Το μεταλλικό», είπε η μις Γουάιλυ. «Μεταλλικό;» έκανε απορημένη η Βεατρίκη. «Δεν υπάρχουν μεταλλικά κτίρια. Ίσως κάποιες πολυκαιρισμένες σανίδες να δείχνουν κάπως ασημιές». Μάζεψε τα φρύδια της. «Σας είπε κανείς ότι υπάρχουν μεταλλικά κτίρια εδώ;» «Τα είδαμε όταν μπήκαμε», είπε ο Χέλμχολτς. «Δίπλα στο δρομάκι - μέσα στους θάμνους, κοντά στο σιντριβάνι», είπε η μις Γουάιλυ. «Δεν μπορώ να καταλάβω», είπε η Βεατρίκη. «Μπορούμε να πάμε έξω να ρίξουμε μια ματιά;» ρώτησε ο Χέλμχολτς. «Ναι - φυσικά», είπε η Βεατρίκη και σηκώθηκε. Διέσχισαν και οι τρεις τους το ζωδιακό κύκλο στο δάπεδο του χωλ και βγήκαν στην αρωματισμένη νυχτιά. Η φωτεινή δέσμη του φαναριού χόρεψε μπροστά τους. «Πραγματικά», είπε η Βεατρίκη. «Είμαι περίεργη όσο κι εσείς να δω για τι πράγμα πρόκειται». «Μοιάζει σαν κάτι προκατασκευασμένο από αλουμίνιο», είπε η μις Γουάιλυ. «Μοιάζει σαν ντεπόζιτο νερού σε σχήμα μανιταριού», είπε ο Χέλμχολτς, «μόνο που είνοίι ακουμπισμένο κατευθείαν στο έδαφος». «Αλήθεια;» είπε η Βεατρίκη. «Ξέρετε τι είπα ότι είναι όταν το είδα;» ρώτησε η μις Γουάιλυ. «Όχι», είπε η Βεατρίκη, «τι είπατε ότι είναι;» «Πρέπει να σας το πω στ' αυτί ψιθυριστά», είπε παι-
χνιδιάρικα η μις Γουάιλυ, «αλλιώς θα με κλείσουν στο ψυχιατρείο». Έβαλε το χέρι της στο στόμα κατευθύνοντας το δυνατό της ψίθυρο προς τη Βεατρίκη. «Ένας ιπτάμενος δίσκος», της είπε.
89
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΠΑΝΤΟΥ ΠΑΡΑΒΑΝ
Παραβάν παντού, Παραβάν παντού. Παραβάν! Παραβάν! Παραβάν παντού. - ΤΟ ΤΥΜΠΑΝΟ ΣΤΟΝ ΑΡΗ
Οι άντρες έκαναν βηματισμό στο πεδίο ασκήσεων κάτω από τους ήχους του τυμπάνου. Να τι τους έλεγε το τύμπανο: Παραβάν παντού, Παραβάν παντού. Παραβάν! Παραβάν! Παραβάν παντού. Ήταν μια μεραρχία του πεζικού αποτελούμενη από δέκα χιλιάδες άντρες παραταγμένους σε ένα τετράγωνο βα(-: 'ί^ωμα που σχηματιζόταν σε ένα φυσικό πεδίο ασκήσεων από συμπαγές σίδερο με πάχος ενάμισι χιλιόμετρο. Οι φαντάροι στέκονταν προσοχή πάνω στην πορτοκαλιά σκουριά. Έτρεμαν στητά, προσπαθώντας να είναι όσο πιο πολύ γινόταν όμοιοι με το σίδερο - αξιωματικοί και φαντάροι μαζί. Οι στολές τους ήταν φτιαγμένες από ένα χοντροκομμένο ύφασμα σε μουντό πράσινο χρώμα - το χρώμα της λειχήνας. Ο στρατός είχε σταθεί προσοχή μέσα σε απόλυτη σιωπή. Κανένα ακουστικό ή οπτικό παράγγελμα δεν είχε δοθεί. Είχαν σταθεί προσοχή σαν ένας άνθρωπος, σαν αυτό να ήταν το αποτέλεσμα μιας συγκλονιστικής σύμπτωσης. 90
ο τρίτος άντρας της δεύτερης ομάδας της πρώτης διμοιρίας του δεύτερου λόχου του τρίτου τάγματος του δεύτερου συντάγματος της Πρώτης Αρειανής Μεραρχίας Πεζικού του στρατεύματος εφόδου , ήταν ένας φαντάρος που πριν τρία χρόνια είχε χάσει το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Στον Άρη βρισκόταν εδώ και οχτώ χρόνια. Όταν ένας άντρας σ' ένα σύγχρονο στρατό υποβιβάζεται από αξιωματικό σε φαντάρο το πιο πιθανόν είναι ότι θα είναι πολύ μεγάλος για φαντάρος και ότι οι συνάδελφοί του εν όπλοις, μόλις συνηθίσουν το γεγονός ότι δεν είναι πια αξιωματικός, θα αρχίσουν, από σεβασμό για τη μειωμένη του αντοχή στα πόδια, τα μάτια και την αναπνοή, να τον φωνάζουν κάτι σαν Γέρο, Παππού Ί\Οννκ. Ο τρίτος άντρας της δεύτερης ομάδας της πρώτης διμοιρίας του δεύτερου λόχου του τρίτου τάγματος του δεύτερου συντάγματος της Πρώτης Αρειανής Μεραρχίας Πεζικού των στρατευμάτων εφόδου λεγόταν Ουνκ. Ο Ουνκ ήταν σαράντα χρόνων. Ο Ουνκ ήταν ένας καλοφτιαγμένος άντρας - ένας ελαφρύς βαρέων βαρών, με σκούρο δέρμα, ποιητικό στόμα και γλυκά καστανά μάτια που κατοικούσαν σε σκιερές κόγχες φρυδιών της εποχής του Κρο-Μανιόν. Μια ύπουλη τριχόπτωση φαλάκραινε δραματικά μια περιοχή στο κρανίο του. Ένα χαρακτηριστικό ανέκδοτο για τον Ουνκ. Κάποια φορά, όταν η διμοιρία του Ουνκ έκανε ντους, ο Χένρυ Μπράκμαν, ο λοχίας της διμοιρίας του Ουνκ, ρώτησε τον λοχία ενός άλλου συντάγματος ποιον θα διάλεγε για τον καλύτερο στρατιώτη της διμοιρίας. Ο ξένος λοχίας, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, διάλεξε τον Ουνκ, γιατί ο Ουνκ φαινόταν ένας γεροδεμένος, μυώδης έξυπνος άντρας ανάμεσα σε νεαρά παιδιά. Ο Μπράκμαν έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα. «Για τ' όνομα του Θεού, αυτόν διάλεξες;» του είπε. «Αυτός είναι το αίσχος της διμοιρίας». «Με δουλεύεις;» ρώτησε ο ξένος λοχίας. «Κάθε άλλο, δεν σε δουλεύω καθόλου», είπε ο Μπράκμαν. « Κοίταξέ τον - στέκεται εκεί δέκα λεπτά 91
τώρα κι ακόμη δεν έχει αγγίξει το σαπούνι. Ουνκ! Ξύπνα, Ουνκ!» Ο Ουνκ ανατρίχιασε κι έπα\|)ε να ονειρεύεται κάτω από το χλιαρό ράντισμα του ντους. Κοίταξε ερωτηματικά τον Μπράκμαν, ουδέτερα συνεργάσιμος. «Βάλε λίγο σαπούνι, Ουνκ!» είπε ο Μπράκμαν. «Για τ' όνομα του Θεού, βάλε λίγο σαπούνι!» Τώρα, στο σιδερένιο πεδίο ασκήσεων, ο Ουνκ στεκόταν προσοχή πάνω στο τετράγωνο βαθούλωμα μαζί με τους άλλους. Στη μέση του τετράγωνου βαθουλώματος βρισκόταν ένας πέτρινος στύλος που είχε στερεωμένους πάνω του σιδερένιους κρίκους. Μέσα απ' αυτούς τους κρίκους είχε περαστεί κροταλίζοντας μια αλυσίδα και είχε σφιχτεί γύρω από έναν κοκκινομάλλη φαντάρο που στεκόταν δεμένος στο στύλο. Αυτός ο φαντάρος ήταν καθαρός αλλά όχι συγυρισμένος - γιατί όλα τα διάσημα και τα παράσημα είχαν ξηλωθεί από τη στολή του, δεν φορούσε ούτε ζώνη, ούτε γραβάτα, ούτε κατάλευκες γκέτες. Όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένου και του Ουνκ, ήταν στο καντίνι. Όλοι φαίνονταν πολύ καλοβαλμένοι. Κάτι δυσάρεστο επρόκειτο να συμβεί στον άνθρωπο του στύλου - κάτι που ο άνθρωπος αυτός θα ήθελε πολύ να αποφύγει, κάτι από το οποίο του ήταν αδύνατο να ξεφύγει εξαιτίας της αλυσίδας. Και όλοι οι φαντάροι θα στέκονταν και θα κοίταζαν. Είχε δοθεί μεγάλο βάρος στο γεγονός. Ακόμη και ο άνθρωπος του στύλου στεκόταν προσοχή, προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν καλύτερος στρατιώτης, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Και πάλι χωρίς να δοθεί το παραμικρό ακουστικό ή οπτικό παράγγελμα, οι δέκα χιλιάδες στρατιώτες εκτέλεσαν την κίνηση της ημιανάπανσης σαν ένας άνθρωπος. Το ίδιο έκανε και ο άνθρωπος του στύλου. Μετά οι φαντάροι χαλάρωσαν τη στάση τους σαν να τους είχε δοθεί το παράγγελμα ανάπαυση. Σ' αυτό το παράγγελμα ήταν υποχρεωμένοι να χαλαρώσουν, αλλά να μην κουνήσουν τα πόδια τους και να μείνουν σιωπηλοί. Τώρα ήταν ελεύθεροι να σκεφτούν λιγάκι, να κοι92
τάξουν γύρω τους και να στείλουν μηνύματα με τα μάτια τους, αν τα μηνύματα αυτά είχαν παραλήπτες. Ο άνθρωπος στο στύλο τράβηξε τις αλυσίδες του και τέντωσε το λαιμό του για να δει το ύψος του πασσάλου πάνω στον οποίο ήταν δεμένος. Ήταν σαν να πίστευε ότι θα μπορούσε να ξεφύγει με τη χρήση της επιστημονικής μεθόδου, αν δηλαδή ανακάλυπτε πόσο ύ\1)ος είχε ο πάσσαλος και από τι ήταν φτιαγμένος. Ο πάσσαλος ήταν πέντε μέτρα και ογδόντα επτάμισι εκατοστά, χωρίς να λογαριάσουμε τα τρία μέτρα και εξή,ντα έξι κόμμα δύο εκατοστά που ήταν μπηγμένος μέσα στο σίδερο. Η μέση διάμετρός του ήταν γύρω στα ογδόντα δυόμισι εκατοστά, αυτό το πάχος όμως κυμαινόταν ώς και δεκαοκτώ εκατοστά. Η σύστασή του ήταν από χαλαζία, άλκαλι, άστριο, μίκα και ίχνη από τουρμαλίνη και κεροστίλβη. Προς πληροφόρηση του ανθρώπου στον πάσσαλο: ο ίδιος απείχε διακόσια είκοσι επτά εκατομμύρια, επτακόσιες πενήντα πέντε χιλιάδες, πενήντα επτά κόμμα έξι χιλιόμετρα από τον Ήλιο, και κανείς δεν είχε ξεκινήσει από πουθενά για να τον βοηθήσει. Ο άντρας με τα κόκκινα μαλλιά που ήταν δεμένος στο στύλο δεν έβγαλε κανέναν ήχο, γιατί απαγορευόταν στους στρατιώτες να κάνουν θόρυβο στην ανάπαυση. Με τα μάτια του πάντως έστειλε το μήνυμα ότι ήθελε να ουρλιάξει. Το απηύθυνε σε οποιονδήποτε συναντούσαν τα μάτια του. Ήλπιζε να στείλει το μήνυμά του σε ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, τον καλύτερό του φίλο, τον Ουνκ. Τα μάτια του έψαχναν τον Ουνκ. Δεν μπορούσε να βρει το πρόσωπο του Ουνκ. Αν είχε βρει το πρόσωπο του Ουνκ δεν θα έβλεπε να ανθίζει πάνω του μια έκφραση αναγνώρισης και συμπόνοιας. Ο Ουνκ μόλις είχε βγει από το νοσοκομείο της βάσης, όπου τον είχαν υποβάλει σε θεραπεία για ψυχασθένεια, και το μυαλό του ήταν κενό. Ο Ουνκ δεν αναγνώρισε τον καλύτερό του φίλο στον πάσσαλο. Ο Ουνκ δεν αναγνώριζε κανέναν. Ο Ουνκ δεν θα ήξερε καν ότι τον έλεγαν Ουνκ και ότι ήταν φαντάρος, αν δεν του το είχαν πει όταν τον απέλυσαν από το νοσοκομείο. 93
Είχε πάει κατευθείαν από το νοσοκομείο οττη γραμμή που βρισκόταν τώρα. Στο νοσοκομείο του είπαν ξανά και ξανά και ξανά πως ήταν ο καλύτερος φαντάρος της καλύτερης ομάδας της καλύτερης διμοιρίας του καλύτερου λόχου του καλύτερου συντάγματος της καλύτερης μεραρχίας του καλύτερου στρατού. Ο Ουνκ σκέφτηκε πως πρέπει να ήταν περήφανος γι' αυτό. Στο νοσοκομείο του είπαν πως είχε αρρωστήσει βαριά, αλλά τώρα ήταν εντελώς καλά. Αυτό το νέο του φάνηκε καλό. Στο νοσοκομείο του είπαν πώς τον έλεγαν τον λοχία του και τι ήταν ένας λοχίας και τι σήμαιναν όλα τα σύμβολα των βαθμών και των ειδικοτήτων. Είχαν σβήσει τη μνήμη του τόσο βαθιά που χρειάστηκε να του ξαναμάθουν από την αρχή τις κινήσεις των ποδιών και τη χρήση του όπλου. Στο νοσοκομείο χρειάστηκε ακόμη να εξηγήσουν στον Ουνκ τι ήταν οι Αναπνευστικές Κάψουλες Μάχης ή ΑΚΜ ή σκονάκια - και να του πουν να παίρνει ένα κάθε έξι ώρες, αλλιώς θα πάθαινε ασφυξία. Ήταν χάπια οξυγόνου για να αντιμετωπιστεί το γεγονός ότι δεν υπήρχε οξυγόνο στην ατμόσφαιρα του Άρη. Στο νοσοκομείο χρειάστηκε να εξηγήσουν ακόμη στον Ουνκ ότι κάτω από την κορυφή του κρανίου του υπήρχε μια ραδιοφωνική κεραία που θα τον έκανε να πονάει όποτε διέπραττε κάτι ανάρμοστο για έναν καλό φαντάρο. Η ίδια κεραία θα του έδινε διαταγές και θα του μετέδιδε τον ήχο τυμπάνου για το βηματισμό. Του είπαν ότι τέτοια κεραία είχαν όλοι, όχι μόνον ο Ουνκ - οι γιατροί και οι νοσοκόμες και οι στρατηγοί τεσσάρων αστέρων. Του εξήγησαν ότι ήταν ένας πολύ δημοκρατικός στρατός. Ο Ουνκ σκέφτηκε πως έτσι έπρεπε να είναι ο στρατός. Στο νοσοκομείο έδωσαν στον Ουνκ ένα μικρό δείγμα από τον πόνο που θα του προκαλούσε η κεραία του μόλις έκανε κάτι κακό. Ο πόνος ήταν φρικτός. Ο Ουνκ ήταν αναγκασμένος να συμφωνήσει πως ένας 94
φαντάρος θα πρέπει να είναι τρελός για να μην κάνει πάντα το καθήκον του. . Στο νοσοκομείο του είχαν πει πως ο πιο σημαντικός κανόνας απ' όλους ήταν ο εξής: πρέπει πάντα να υπακούει κανείς σε μια διαταγή, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Καθώς στεκόταν παρατεταγμένος πάνω στο σιδερένιο πεδίο ασκήσεων, ο Ουνκ συνειδητοποίησε ότι είχε πολλά να ξαναμάθει. Στο νοσοκομείο δεν του είχαν μάθει τα πάντα γύρω από τη ζωή. Η κεραία στο κεφάλι του τον ανάγκασε ξανά σε προσοχή, και το μυαλό του άδειασε. Μετά η κεραία τον ξανάβαλε σε ημιανάπαυση, μετά σε προσοχή, μετά τον έβαλε να κάνει επ' ώμου - παρουσιάστε - επ' ώμου - παρά πόδα, και μετά τον ξανάβαλε σε ανάπαυση. Άρχισε πάλι να σκέφτεται. Έριξε μια ματιά στον κόσμο γύρω του. Έτσι είναι η ζωή, είπε διστακτικά μέσα του ο Ουνκ - κενά και ματιές και κάπου-κάπου ένα φρικτό, οδυνηρό φλας πόνου όταν κάνεις κάτι κακό. Ένα μικρό, χαμηλό και γρήγορο φεγγάρι ταξίδεψε στο βιολετί ουρανό πάνω από το κεφάλι του. Ο Ουνκ δεν ήξερε γιατί το σκέφτηκε αυτό, αλλά σκέφτηκε ότι το φεγγάρι πήγαινε πολύ γρήγορα. Δεν του φαινόταν σωστό αυτό. Και ο ουρανός, σκέφτηκε, έπρεπε να είναι γαλάζιος κι όχι βιολετί. Ο Ουνκ κρύωνε και λαχταρούσε λίγη ζεστασιά. Αυτή η ατέλειωτη παγωνιά του φαινόταν τόσο λάθος και τόσο άδικη, όσο το γρήγορο φεγγάρι και ο βιολέ ουρανός. Ο διοικητής της μεραρχίας του Ουνκ μιλούσε τώρα στον διοικητή του συντάγματος του Ουνκ. Ο διοικητής του συντάγματος του Ουνκ μίλησε στον διοικητή του τάγματος του Ουνκ. Ο διοικητής του τάγματος του Ουνκ μίλησε στον διοικητή του λόχου του Ουνκ. Ο διοικητής του λόχου του Ουνκ μίλησε στον επικεφαλής της διμοιρίας του Ουνκ που ήταν ο λοχίας Μπράκμαν. Ο Μπράκμαν πλησίασε τον Ουνκ και τον διέταξε να βαδίσει με στρατιωτικό βηματισμό ώς τον άνθρωπο του στύλου και να του σφίξει το λαιμό ώσπου να πέσει νεκρός. 95
ο Μπράκμαν είπε στον Ουνκ πως αυτό ήταν διαταγή. Έτσι οΌυνκ υπάκουσε. Βάδισε προς τον άνθρωπο του στύλου. Βάδισε με βήμα κάτω από τον ξερό, αδύναμο ήχου ενός τυμπάνου. Ο ήχος του τυμπάνου ήταν μόνο μέσα στο κεφάλι του και προερχόταν από την κεραία του: Παραβάν παντού, Παραβάν παντού. Παραβάν! Παραβάν! Παραβάν παντού. Όταν ο Ουνκ έφτασε κοντά στον άνθρωπο του στύλου ο Ουνκ δίστασε, για ένα δευτερόλεπτο και μόνο γιατί ο άντρας με τα κόκκινα μαλλιά έδειχνε τόσο δυστυχισμένος. Ένας μικρός προειδοποιητικός πόνος αντήχησε μέσα στο κεφάλι του Ουνκ, σαν το πρώτο βαθύ άγγιγμα της βελόνας του οδοντογιατρού. Ο Ουνκ έβαλε τους αντίχειρές του πάνω στην τραχεία του άντρα με τα κόκκινα μαλλιά και ο πόνος κόπηκε μαχαίρι. Ο Ουνκ δεν πίεσε τους αντίχειρές του, γιατί ο άντρας προσπαθούσε κάτι να του πει. Ο Ουνκ απορούσε με τη σιωπή του - ώσπου συνειδητοποίησε ότι πρέπει να τον κρατούσε σιωπηλό η κεραία του, όπως και οι κεραίες των στρατιωτών τους εμπόδιζαν να μιλάνε. Κάνοντας μια ηρωική προσπάθεια ο άντρας του στύλου κατάφερε να νικήσει τη δύναμη της κεραίας και μίλησε γρήγορα και κομπιαστά. «Ουνκ... Ουνκ...» είπε και οι σπασμοί της πάλης ανάμεσα στη θέληση του και τη θέληση της κεραίας του έκαναν να επαναλαμβάνει ανόητα το όνομα: «Γαλάζια πέτρα, Ουνκ», είπε. «Στρατώνας δώδεκα,.. γράμμα», Ο προειδοποιητικός πόνος καρφώθηκε πάλι στο κεφάλι του Ουνκ. Υπάκουα ο Ουνκ στραγγάλισε τον άντρα του στύλου - του έσφιξε το λαιμό ώσπου το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο και η γλώσσα του κρεμάστηκε έξω. Ο Ουνκ έκανε ένα βήμα πίσω, χτύπησε προσοχή και κάνοντας μια κομψή μεταβολή γύρισε στη θέση του μέσα 96
στη γραμμή - βαδίζοντας και πάλι κάτω από τον ήχο του τυμπάνουτου. Παραβάν παντού, Παραβάν παντού. Παραβάν! Παραβάν! Παραβάν παντού. Ο λοχίας Μπράκμαν κούνησε το κεφάλι του στον Ουνκ και του έκλεισε φιλικά το μάτι. Για άλλη μια φορά οι δέκα χιλιάδες στάθηκαν προσο-
χή.
Σε μια μακάβρια προσπάθεια ο άνθρωπος του στύλου δοκίμασε να σταθεί κι αυτός προσοχή, κροταλίζοντας τις αλυσίδες του. Απέτυχε - απέτυχε να φερθεί σαν τέλειος στρατιώτης - όχι επειδή δεν το ήθελε, αλλά επειδή ήταν νεκρός. Τώρα η μεγάλη παράταξη διασπάστηκε σε ορθογώνιους σχηματισμούς που απομακρύνθηκαν μηχανικά, με τον κάθε φαντάρο να ακούει το δικό του τύμπανο στο κεφάλι του. Αν υπήρχε ένας παρατηρητής δεν θα άκουγε τίποτε άλλο από το χτύπημα των αρβυλών. Αν υπήρχε παρατηρητής θα απορούσε για το ποιος διοικούσε, δεδομένου ότι ακόμη και οι στρατηγοί βάδιζαν σαν μαριονέτες, κρατώντας το ρυθμό με το ηλίθιο τραγουδάκι: Παραβάν παντού, Παραβάν παντού. Παραβάν! Παραβάν! Παραβάν παντού!
97
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΗΡΩΑ
«Μπορούμε να καταστήσουμε το κέντρο της μνήμης ενός ανθρώπου τόσο αποστειρωμένο, όσο και ένα νυστέρι που μόλις βγήκε από τον κλίβανο. Αμέσως όμως αρχίζουν να συσσωρεύονται πάνω του σπέρματα νέας εμπειρίας. Τα σπέρματα αυτά διαμορφώνονται με τη σειρά τους σε σχήματα που δεν είναι απαραιτήτως ευνοϊκά σαν στρατιωτικός τρόπος σκέψης. Δυστυχώς αυτό το πρόβλημα της επιμόλυνσης φαίνεται άλυτο».· - ΔΡ ΜΟΡΙΣ Ν. ΚΑΣΛ Διευθυντής Ψυχικής Υγιεινής, Άρης.
Ο σχηματισμός του Ουνκ σταμάτησε μπροστά σ' ένα γρανιτένιο στρατώνα, ένα στρατώνα ανάμεσα σε χιλιάδες στρατώνες που συνέχιζαν προοπτικά ώς το άπειρο, πάνω στη σιδερένια πεδιάδα. Μπροστά από κάθε δέκατο στρατώνα βρισκόταν ένας ιστός που στο άκρο του μια σημαία κυμάτιζε στο δυνατό άνεμο. Οι σημαίες ήταν διαφορετικές. Η σημαία που κυμάτιζε σαν φύλακας άγγελος μπροστά από το λόχο του Ουνκ ήταν πολύ χαρωπή - είχε κόκκινες και λευκές ρίγες και πολλά-πολλά άστρα πάνω σε μπλε φόντο. Ήταν η Ολντ Γκλόρυ, η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στη Γη. Πιο κάτω ήταν η κόκκινη σημαία της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Ακόμη πιο πέρα ήταν μια υπέροχη πράσινη, πορτοκαλιά, κίτρινη και πορφυρή σημαία που έδειχνε ένα λιον98
τάρι να κρατάει ένα σπαθί. Ήταν η σημαία της Κεϋλάνης. Πιο κάτω ήταν μια κόκκινη μπάλα πάνω σ' ένα λευκό γήπεδο, η σημαία της Ιαπωνίας. Οι σημαίες έδειχναν τις χώρες που οι διάφορες αρειανές μονάδες θα χτυπούσαν και θα παρέλυαν όταν θα άρχιζε ο πόλεμος ανάμεσα στον Άρη και τη Γη. Ο Ουνκ δεν έβλεπε τις σημαίες, ώσπου η κεραία του επέτρεψε στους ώμους του να χαλαρώσουν και στις κλειδώσεις του να λυθούν - όταν τον άφησε να βγει από τη γραμμή. Κοίταξε έκπληκτος τη μακριά σειρά με τους στρατώνες και τις σημαίες. Ο στρατώνας μπροστά στον οποίο στεκόταν είχε ένα μεγάλο νούμερο γραμμένο πάνω στην πόρτα. Το νούμερο ήταν 576. Κάποιο μέρος του Ουνκ βρήκε το νούμερο αυτό συναρπαστικό και ώθησε τον Ουνκ να το μελετήσει περισσότερο. Μετά θυμήθηκε την εκτέλεση - θυμήθηκε ότι ο κοκκινομάλλης άντρας που σκότωσε του είχε πει κάτι για μια γαλάζια πέτρα και για τον στρατώνα δώδεκα. Μέσα στο στρατώνα 576 ο Ουνκ καθάρισε το όπλο του, μια απασχόληση που διαπίστωσε ότι τον ευχαριστούσε. Διαπίστωσε επίσης πως ήξερε ακόμη να ξεμοντάρει το όπλο του. Αυτό το μέρος της μνήμης του τουλάχιστον δεν είχε σβηστεί στο νοσοκομείο. Ένιωσε μια κρυφή ευτυχία στη σκέψη ότι μπορεί να είχαν γλιτώσει κι άλλα μέρη της σκέψης του από το σβήσιμο. Το γιατί η υποψία αυτή του έδινε κρυφή ευτυχία, δεν είχε ιδέα. Σκούπισε καλά την κάννη του όπλου του. Ήταν ένα γερμανικό ντουφέκι Μάουζερ των 11 χιλιοστών, ένα όπλο που είχε αποκτήσει την καλή του φήμη όταν χρησιμοποιήθηκε από τους Ισπανούς στον Γήινο Αμερικανοϊσπανικό Πόλεμο. Όλα περίπου τα ντουφέκια του Αρειανού Στρατού ήταν περίπου της ίδιας εποχής. Οι Αρειανοί πράκτορες, δουλεύοντας αθόρυβα στη Γη, είχαν καταφέρει να αγοράσουν τεράστιες ποσότητες από Μάουζερ και αγγλικά Ένφηλντ και αμερικανικά Σπρίγκφηλντ, σχεδόν τσάμπα. Οι συνάδελφοι του Ουνκ σκούπιζαν κι εκείνοι τις κάννες των όπλων τους. Το λάδι μύριζε ωραία και χω99
νόταν στις ραβδώσεις της κάννης δυσκολεύοντας το πέρασμα της βέργας καθαρισμού όσο χρειαζόταν για να κάνει τη διαδικασία ενδιαφέρουσα. Σχεδόν κανείς δεν μιλούσε. Κανείς δεν έδειχνε να έχει προσέξει ιδιαίτερα την εκτέλεση. Αν αυτή η εκτέλεση ήταν ένα μάθημα για τους συναδέλφους του Ουνκ, έδειχναν να το βρίσκουν πιο εύπεπτο κι από τη σόδα. Μόνο ένα σχόλιο είχε γίνει για τη συμμετοχή του Ουνκ στην εκτέλεση κι αυτό είχε προέλθει από τον λοχία Μπράκμαν. «Τα κατάφερες πολύ καλά, Ουνκ», είπε ο Μπράκμαν. «Ευχαριστώ», είπε ο Ουνκ. «Αυτός ο φαντάρος τα κατάφερε πολύ καλά, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Μπράκμαν τους συνάδελφους του Ουνκ. Κάποιοι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους, αλλά ο Ουνκ είχε την εντύπωση ότι θα κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι τους σε οποιαδήποτε καταφατική ερώτηση όπως θα το κουνούσαν αρνητικά σε μια αρνητική ερώτηση. Ο Ουνκ τράβηξε τη βέργα και το στουπί, γλίστρησε τον αντίχειρά του κάτω από το ανοικτό ουραίο και το λαδωμένο νύχι του έπιασε μια αχτίδα του ήλιου και την καθρέφτισε μέσα στην κάννη. Ο Ουνκ έβαλε το μάτι του και μαγεύτηκε από την τέλεια ομορφιά που έβλεπε. Μπορούσε να κοιτάζει ώρες ολόκληρες ευτυχισμένος το πεντακάθαρο σπιράλ των ραβδώσεων και να ονειρεύεται την ευτυχισμένη Γη, τη στρογγυλή πύλη της οποίας διέκρινε στο άλλο άκρο της κάννης. Το ροζ χρώμα κάτω από το λαδωμένο νύχι του αντίχειρά του στην άλλη άκρη της κάννης, έκανε αυτή την άλλη άκρη να μοιάζει με ρόδινο παράδεισο. Κάποια μέρα θα χωνόταν μέσα σ' αυτή τη σήραγγα και θα έβγαινε στον παράδεισο. Θα έκανε ζέστη εκεί - και θα υπήρχε μόνον ένα φεγγάρι, σκέφτηκε ο Ουνκ, και το φεγγάρι θα ήταν χοντρό, επιβλητικό και αργό. Κάτι άλλο σχετικό με το ρόδινο παράδεισο στην άκρη της κάννης ήρθε στο μυαλό του Ουνκ και ο Ουνκ ξαφνιάστηκε με την καθαρότητα της εικόνας του. Υπήρχαν τρεις όμορφες γυναίκες σ' αυτό 100
τον παράδεισο, και ο Ουνκ ήξερε με ακρίβεια πώς ήταν! Η μια ήταν λευκή, η άλλη χρυσή και η άλλη μελαψή. Η χρυσή κοπέλα κάπνιζε ένα τσιγάρο μέσα στο όραμα του Ουνκ. Ο Ουνκ ξαφνιάστηκε ακόμη πιο πολύ όταν συνειδητοποίησε ότι ήξερε τι είδους τσιγάρα κάπνιζε το χρυσό κορίτσι. Ήταν ένα τσιγάρο Φεγγαροδροσιάς. «Πούλησε Φεγγαροδροσιά», είπε δυνατά ο Ουνκ. Αισθάνθηκε ευχάριστα λέγοντάς το αυτό - αισθάνθηκε έξυπνος, επιβλητικός. «Ε;» είπε ένας νεαρός έγχρωμος στρατιώτης που καθάριζε το όπλο του δίπλα στον Ουνκ. «Τι είπες, Ουνκ;» τον ρώτησε. Ήταν είκοσι τριών χρονών. Το όνομά του ήταν κεντημένο με κίτρινη κλωστή πάνω σ' ένα μαύρο σειρήτι πάνω από την αριστερή του τσέπη. Το όνομα αυτό ήταν Βοόζ. Αν οι υποψίες επιτρέπονταν στον Αρειανό Στρατό, ο Βοόζ θα ήταν ύποπτο πρόσωπο. Δεν ήταν παρά απλός φαντάρος, αλλά η στολή του, αν και είχε το επιβεβλημένο πράσινο της λειχήνας, ήταν φτιαγμένη από καλύτερο ύφασμα και ήταν πιο καλοραμμένη από όλων των άλλων γύρω του - συμπεριλαμβανομένου και του λοχία Μπράκμαν. Όλων των άλλων οι στολές ήταν φτιαγμένες από ένα άγριο ύφασμα που αγκύλωνε και ραμμένες με χοντρή κλωστή και αδέξιες βελονιές. Επιπλέον οι στολές όλων των άλλων έδειχναν εντάξει μόνον όταν οι φαντάροι στέκονταν προσοχή. Σε όλες τις άλλες στάσεις οι φαντάροι ανακάλυπταν ότι η στολή τους τεντωνόταν και έτριζε σαν να ήταν χάρτινη. Η στολή του Βοόζ ακολουθούσε την κάθε του κίνηση με μεταξένια χάρη. Οι βελονιές ήταν κοντές και μικροσκοπικές. Και το πιο εντυπωσιακό από όλα: τα παπούτσια του Βοόζ είχαν αυτό το βαθύ, πλούσιο, βαθυκόκκινο λούστρο - ένα λούστρο που δεν κατάφερναν να πετύχουν οι υπόλοιποι φαντάροι όσο κι αν γυάλιζαν τα παπούτσια τους. Σε αντίθεση με τα παπούτσια όλου του λόχου, τα παπούτσια του Βοόζ ήταν φτιαγμένα από γνήσιο δέρμα της Γης. «Είπες να πουλήσουμε κάτι, Ουνκ;» ρώτησε ο Βοόζ. 101
«Πέτα τη Φεγγαροδροσιά. Ξεφορτώσου την», μουρμούρισε ο Ουνκ. Τα λόγια δεν είχαν κανένα νόημα γι' αυτόν. Τα είχε βγάλει από το στόμα του μόνο και μόνο γιατί επέμεναν να βγουν. «Πούλησε», είπε. Ο Βοόζ χαμογέλασε - ένα εύθυμο χαμόγελο. «Να πουλήσουμε, ε;» είπε. «Εντάξει, Ουνκ, να πουλήσουμε». Σήκωσε το ένα φρύδι του. «Τι θα πουλήσουμε, Ουνκ;» Οι κόρες των ματιών του έδειχναν ιδιαίτερα λαμπερές και διαπεραστικές. Ο Ουνκ βρήκε πολύ ανησυχητική αυτή τη λάμψη και τη διαπεραστικότητα των ματιών του Βοόζ - κι ακόμη πιο πολύ καθώς ο Βοόζ συνέχισε να τον καρφώνει με τα μάτια. Ο Ουνκ γύρισε το κεφάλι και κοίταξε κατά τύχη τα μάτια κάποιων άλλων συναδέλφων του - βρίσκοντάς τα απολύτως ανέκφραστα. Ακόμη και τα μάτια του λοχία Μπράκμαν ήταν ανέκφραστα. Τα μάτια του Βοόζ συνέχισαν να καρφώνουν τον Ουνκ. Ο Ουνκ ένιωσε την παρόρμηση να κοιτάξει και πάλι προς το μέρος τους. Οι κόρες ήταν σαν διαμάντια. «Δεν με θυμάσαι, Ουνκ;» ρώτησε ο Βοόζ. Το ερώτημα τρόμαξε τον Ουνκ. Για κάποιο λόγο ήταν σημαντικό να μη θυμάται τον Βοόζ. Ένιωσε ανακούφιση που πραγματικά δεν τον θυμόταν. «Ο Βοόζ, Ουνκ», είπε ο έγχρωμος. «Είμαι ο Βοόζ». Ο Ουνκ κούνησε το κεφάλι. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε. «Ε - δεν είμαι και πολύ άσχημα», είπε ο Βοόζ. Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν θυμάσαι τίποτε για μένα, Ουνκ;» «Όχι», είπε ο Ουνκ. Η μνήμη του τον κέντριζε λίγο τώρα - λέγοντάς του ότι ίσως να θυμόταν κάτι για τον Βοόζ, αν προσπαθούσε πολύ δυνατά. Την έκανε να σωπάσει. «Λυπάμαι», του είπε. «Η μνήμη μου είναι απολύτως κενή». «Εσύ κι εγώ - ήμασταν κολλητοί», είπε ο Βοόζ. «Ο Βοόζ και ο Ουνκ». «Χμ;» είπε ο Ουνκ. «Θυμάσαι τι σημαίνει κολλητός, Ουνκ;» ρώτησε ο Βοόζ. «Όχι», είπε ο Ουνκ. «Ο κάθε φαντάρος μέσα στην κάθε ομάδα», είπε ο 102
Βοόζ, «έχει κι από έναν κολλητό. Οι κολλητοί μοιράζονται το ίδιο χαράκωμα, μένουν ο ένας κοντά στον άλλον στις εφόδους και καλύπτουν ο ένας τον άλλον. Αν ο ένας τα χρειαστεί στη μάχη εκ του συστάδην, ορμάει ο κολλητός του και χώνει το μαχαίρι του εκεί που πρέπει, για να τον βοηθήσει». «Χμ», είπε ο Ουνκ. «Είναι περίεργο», είπε ο Βοόζ, «τι μπορεί να ξεχάσει ένας άνθρωπος στο νοσοκομείο, και τι εξακολουθεί να θυμάται, όσα κι αν του κάνουν. Εσύ κι εγώ - εκπαιδευτήκαμε σαν κολλητοί επί έναν ολόκληρο χρόνο και τα ξέχασες όλα. Αντί γι' αυτό έρχεσαι και μιλάς για τσιγάρα. Τι τσιγάρα είναι αυτά, Ουνκ;» «Δεν - δεν θυμάμαι», είπε ο Ουνκ. «Προσπάθησε να θυμηθείς λίγο», είπε ο Βοόζ. «Προηγουμένως το είχες πιάσει». Έσμιξε τα φρύδια του και αλληθώρισε σαν να προσπαθούσε να βοηθήσει τον^Ουνκ να θυμηθεί. «Έχει τόσο ενδιαφέρον το τι θυμάται κανείς μετά το νοσοκομείο. Προσπάθησε να θυμηθείς όσο περισσότερα μπορείς». Ο τρόπος του Βοόζ είχε μια προσποιητή θηλυπρέπεια - σαν του αλητόπαιδου που γαργαλάει ένα βουτυρόπαιδο κάτω από το σαγόνι, μιλώντας του μωρουδίστικα. Αλλά ο Βοόζ τον συμπαθούσε τον Ουνκ - φαινόταν κι αυτό στον τρόπο του. Ο Ουνκ είχε το αλλόκοτο συναίσθημα ότι ο Βοόζ κι αυτός ήταν οι μόνοι πραγματικοί μέσα στο πέτρινο κτίριο - ότι όλοι οι υπόλοιποι ήταν ρομπότ με γυάλινα μάτια, και μάλλον προχειροφτιαγμένα ρομπότ. Ο λοχίας Μπράκμαν, που υποτίθεται ότι ήταν επικεφαλής, δεν έδειχνε πιο ξύπνιος, πιο υπεύθυνος και πιο επικεφαλής από ένα τσουβάλι μουσκεμένα φτερά. «Έλα, πες μας ό,τι θυμάσαι, Ουνκ», τον καλόπιασε ο Βοόζ. «Έλα κολλητέ μου», του είπε, «θυμήσου όσα περισσότερα μπορείς». Πριν να θυμηθεί οτιδήποτε ο Ουνκ, ο πόνος στο κεφάλι που τον είχε κάνει να υπακούσει στην εντολή της εκτέλεσης έγινε και πάλι αισθητός. Αυτή τη φορά όμως δεν σταμάτησε μετά το προειδοποιητικό κέντρισμα. Καθώς ο Βοόζ τον παρακολουθούσε ανέκφραστος, ο πόνος 103
στο κεφάλι του Ουνκ έγινε διαπεραστικά ανυπόφορος. Ο Ουνκ σηκώθηκε όρθιος πετώντας κάτω το ντουφέκι του, άρπαξε και με τα δυο του χέρια το κεφάλι του, παραπάτησε, ούρλιαξε και λιποθύμησε. Όταν ο Ουνκ ξαναβρήκε τις αισθήσεις του στο δάπεδο του στρατώνα, ο κολλητός του ο Βοόζ του σκούπιζε τους κροτάφους με ένα βρεμμένο πανί. Οι συνάδελφοι του Ουνκ είχαν μαζευτεί γύρω από τον Ουνκ και τον Βοόζ. Τα πρόσωπα των συναδέλφων του δεν έδειχναν ούτε έκπληξη ούτε συμπάθεια. Η στάση τους έλεγε πως ο Ουνκ είχε κάνει κάτι ανόητο και αντιστρατιωτικό και ότι άξιζε την τιμωρία του. Κοίταζαν σαν να είχε κάνει ο Ουνκ κάποια αντιστρατιωτική ηλιθιότητα, όπως το να σηκώνεσαι όρθιος με φόντο τον καθαρό ουρανό ή να καθαρίζεις ένα γεμάτο όπλο, ή να φτερνίζεσαι σε περίπολο ή να κολλήσεις ένα αφροδίσιο νόσημα παραλείποντας να το αναφέρεις, ή να μην πειθαρχείς σε διαταγή ανωτέρου ή να κοιμάσαι μετά το προσκλητήριο, ή να κάνεις σκοπιά μεθυσμένος ή να διαδίδεις φημολογίες, ή να έχεις κρυμμένο ένα βιβλίο ή μια γεμάτη χειροβομβίδα στο ντουλάπι σου, ή να ρωτήσεις ποιος τελικά δημιούργησε πρώτος το Στρατό και γιατί... Ο Βοόζ ήταν ο μόνος που έδειχνε να λυπάται γι' αυτό που έπαθε ο Ουνκ. «Εγώ φταίω για όλα, Ουνκ», είπε. Ο λογίας Μπράκμαν στάθηκε πάνω από τον Ουνκ και τον Βοόζ, παραμερίζοντας τους άλλους. «Τι τρέχει, Βοόζ;» είπε. «Του έκανα πλάκα, κε λοχία», είπε με ειλικρίνεια ο Βοόζ. «Του είπα να προσπαθήσει να θυμηθεί όσα περισσότερα μπορεί. Δεν φαντάστηκα πως θα το έκανε». «Θά 'πρεπε να έχεις μυαλό και να σκεφτείς ότι δεν πειράζουν ποτέ έναν άνθρωπο που μόλις γύρισε από το νοσοκομείο», είπε επιτιμητικά ο Μπράκμαν. «Α, το ξέρω - το ξέρω», είπε ειλικρινά μετανιωμένος ο Βοόζ. «Τον κολλητό μου», πρόσθεσε, «τι βλάκας είμαι!» «Ουνκ», είπε ο Μπράκμαν, «δεν σου είπαν τίποτε για τη μνήμη στο νοσοκομείο;» 104
ο Ουνκ κούνησε το κεφάλι του αφηρημένα. «Ισως», είπε, «μου είπαν τόσα πολλά». «Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις, Ουνκ - να θυμάσαι τα περασμένα», είπε ο Μπράκμαν. «Γι' αυτό σ' έστειλαν στο νοσοκομείο, άλλωστε - επειδή θυμόσουν πάρα πολλά». Ένωσε τις παχουλές παλάμες του, κρατώντας μέσα τους το οδυνηρό πρόβλημα που είχε δημιουργήσει ο Ουνκ. «Για τ' όνομα του Θεού», είπε, «θυμόσουνα τόσα πολλά, Ουνκ, που δεν άξιζες φράγκο σαν φαντάρος». Ο Ουνκ ανακάθησε, έβαλε το χέρι στο στήθος του και διαπίστωσε ότι το μπρος μέρος του χιτώνιού του ήταν μούσκεμα στα δάκρυα. Σκέφτηκε να εξηγήσει στον Μπράκμαν ότι δεν είχε προσπαθήσει να θυμηθεί, ότι ήξερε ενστικτωδώς πως ήταν κακό πράγμα - αλλά ότι ο πόνος τον είχε χτυπήσει παρ' όλα αυτά. Δεν το είπε όμως στον Μπράκμαν αυτό, απ' το φόβο μήπως ξανάρθει ο πόνος. Ο Ουνκ αναστέναξε και ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να στεγνώσει τα δάκρυά του. Δεν είχε σκοπό να κάνει τίποτε αν δεν τον διέταξαν. «Όσο για σένα Βοόζ», είπε ο Μπράκμαν, «μου φαίνεται ότι μια βδομάδα φασίνα στα αποχωρητήρια ίσως να σε μάθει να μην παίζεις παιχνιδάκια με τους ανθρώπους που μόλις βγήκαν από το νοσοκομείο». Κάτι το ακαθόριστο στο μυαλό του Ουνκ είπε στον Ουνκ να παρακολουθήσει προσεκτικά τη στιχομυθία ανάμεσα στον Μπράκμαν και τον Βοόζ. Για κάποιο λόγο ήταν σημαντικό. «Μια βδομάδα, λοχία;» είπε ο Βοόζ. «Ναι, στο Θεό που-» είπε ο Μπράκμαν και ξαφνικά ανατρίχιασε κι έκλεισε τα μάτια του. Ήταν φανερό ότι η κεραία του του είχε δώσει ένα κέντημα πόνου. «Μια ολόκληρη βδομάδα, κε λοχία;» είπε αθώα ο Βοόζ. «Μια μέρα», είπε ο Μπράκμαν, πιο πολύ ερωτηματικά παρά απειλητικά. Μετά έκανε μια κίνηση σαν να πονούσε ξανά το κεφάλι του. «Ξεκινώντας από πότε, κε λοχία;» ρώτησε ο Βοόζ. 105
ο Μπράκμαν ανέμισε τα κοντόχοντρα χεράκια του. «Ξέχνα το», είπε. Έμοιαζε πελαγωμένος, προδομένος συντριμμένος. Χαμήλωσε το κεφάλι του σαν για να αντιμετωπίσει καλύτερα τον πόνο, στην περίπτωση που θα 'ξαναρχόταν. «Όχι άλλα παιχνίδια, να πάρει η οργή», είπε με μισοπνιγμένη βραχνή φωνή. Σηκώθηκε βιαστικά, χώθηκε στο δωμάτιό του στην άκρη του στρατώνα κι έκλεισε με πάταγο την πόρτα. Ο διοικητής του λόχου, ο λοχαγός Άρνολντ Μπερτς, μπήκε στο στρατώνα για αιφνιδιαστική επιθεώρηση. Ο πρώτος που τον είδε ήταν ο Βοόζ. Ο Βοόζ έκανε αυτό που όφειλε να κάνει κάθε στρατιώτης σε τέτοια περίπτωση. Ο Βοόζ φώναξε: «Πρ0Ό-ο-σχή!»Ύο έκανε αυτό αν και δεν είχε κανένα βαθμό. Μια από τις ιδιορρυθμίες του στρατιωτικού τυπικού είναι πως ακόμη και ο απλός φαντάρος μπορεί να διατάξει προσοχή στους συναδέλφους του και τους μη εξουσιοδοτημένους ανωτέρους του, αν είναι ο πρώτος που επισημαίνει την παρουσία ενός εξουσιοδοτημένου ανωτέρου σε οποιαδήποτε στεγασμένη περιοχή, εκτός πεδίου μάχης. Οι κεραίες των στρατευμένων ανταποκρίθηκαν αυτόματα κάνοντάς τους να ισιώσουν τις ράχες τους, να σφίξουν τα σαγόνια τους, να ρουφήξουν την κοιλιά τους και τους πισινούς τους - και να αδειάσουν το μυαλό τους. Ο Ουνκ τινάχτηκε όρθιος και στάθηκε τρέμοντας προσοχή. Μόνον ένας άντρας άργησε να σταθεί προσοχή. Αυτός ο άντρας ήταν ο Βοόζ. Και όταν στάθηκε προσοχή, η στάση του είχε κάτι το. προκλητικό, το χαλαρό και κοροϊδευτικό μαζί. Ο λοχαγός Μπερτς, βρίσκοντας τη στάση του Βοόζ απολύτως προσβλητική, ετοιμάστηκε να τον επιπλήξει. Πριν προλάβει όμως να ανοίξει το στόμα του ο πόνος τον χτύπησε ανάμεσα στα φρύδια. Ο λοχαγός έκλεισε το στόμα του χωρίς να βγάλει μιλιά. Κάτω από το απειλητικό βλέμμα του Βοόζ, στάθηκε προσοχή, έκανε μεταβολή, άκουσε το τύμπανο μέσα στο 106
κεφάλι του και βάδισε έξω από το στρατώνα, στο ρυθμό του τυμπάνου. Όταν έφυγε ο λοχαγός, ο Βοόζ δεν διέταξε ανάπαυση στους συναδέλφους του, αν και μπορούσε να το κάνει. Στη δεξιά μπροστινή τσέπη του παντελονιού του είχε μια μικρή συσκευή τηλεχειρισμού, χάρη στην οποία μπορούσε να βάλει τους συναδέλφους του να κάνουν ό,τι ήθελε. Η συσκευή αυτή είχε το μέγεθος παγουριού μισού λίτρου. Σαν το παγούρι, η συσκευή καμπύλωνε, ακολουθώντας τη γραμμή του σώματος. Ο Βοόζ προτιμούσε να την κουβαλάει κολλημένη στη σκληρή καμπυλωτή επιφάνεια του μηρού του. Αυτή η συσκευή τηλεχειρισμού είχε έξι κουμπιά και τέσσερις διακόπτες. Κουνώντας όλα αυτά ο Βοόζ ήταν σε θέση να κατευθύνει οποιονδήποτε διέθετε κεραία στο κεφάλι του. Ο Βοόζ μπορούσε να προκαλέσει όσο πόνο ήθελε σε όποιον ήθελε - μπορούσε να τον αναγκάσει να σταθεί προσοχή, να τον κάνει να ακούσει το τύμπανο, να βαδίσει, να σταθεί, να μπει στη γραμμή, να βγει από τη γραμμή, να χαιρετήσει, να επιτεθεί, να υποχωρήσει, να ορμήσει; να καλυφθεί, να πηδήρ^ι... Ο Βοόζ δεν είχε κεραία στο κεφάλι του. Όση ελευθερία ήθελε - να πόση ελευθερία είχε η ελεύθερη βούληση του Βοόζ. Ο Βοόζ ήταν ένας από τους αληθινούς αρχηγούς του Αρειανού Στρατού. Διοικούσε το ένα δέκατο της δύναμης που θα εισέβαλε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όταν θα ξεκινούσε η επίθεση κατά της Γης. Πιο κάτω έρχονταν οι μονάδες που εκπαιδεύονταν για να επιτεθούν στη Ρωσία, την Ελβετία, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, το Μεξικό, την Κίνα, το Νεπάλ, την Ουρουγουάη... Απ' όσο γνώριζε ο Βοόζ υπήρχαν οκτακόσιοι αληθινοί διοικητές του Αρειανού Στρατού - και κανείς δεν είχε φανερό βαθμό πάνω από του λοχία. Ο εικονικός γενικός διοικητής ολόκληρου του Στρατού, ο Στρατάρχης Μπόρντερς Μ. Πάλσιφερ, ήταν κατ' ουσίαν ένα άτομο κατευθυνόμενο από την ορντινάτσα του, τον δεκανέα Μπερτ Ράιτ. Ο δεκανέας Ράιτ, σαν τέλεια ορντινάτσα, 107
φρόντιζε να έχει πάντα μαζί του ασπιρίνες για τους σχεδόν χρόνιους πονοκεφάλους του Στρατηγού. Είναι φανερά τα πλεονεκτήματα ενός συστήματος μυστικών διοικητών. Οποιαδήποτε ανταρσία στο εσωτερικό του Αρειανού Στρατού δεν μπορούσε παρά να στρέφεται ενάντια στους λάθους ανθρώπους. Επίσης, σε καιρό πολέμου, ο εχθρός θα μπορούσε να εξαφανίσει ολόκληρη την τάξη των Αρειανών αξιωματικών χωρίς να κλονιστεί ούτε ελάχιστα ο Αρειανός Στρατός. «Επτακόσιοι ενενήντα εννέα», είπε δυνατά, διορθώνοντας μόνος του τον υπολογισμό των αληθινών διοικητών. Ένας από τους αληθινούς διοικητές ήταν νεκρός, στραγγαλισμένος στον πάσσαλο από τον Ουνκ. Ο στραγγαλισμένος ήταν ο φαντάρος Στόνυ Στήβενσον, πρώην αληθινός διοικητής μιας βρετανικής μονάδας εφόδου. Ο Στόνυ είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από τις προσπάθειες του Ουνκ να καταλάβει τι γινόταν, που είχε αρχίσει, ασυνείδητα, να βοηθά τον Ουνκ να σκέφ^ε-^ ται. Γι' αυτό το πράγμα ο Στήβενσον είχε υποστεί τον ύστατο εξευτελισμό. Μια κεραία είχε τοποθετηθεί στο κεφάλι του και είχε αναγκαστεί να βαδίσει προς τον πάσσαλο σαν καλός φαντάρος - για να εκτελεστεί εκεί από τον προστατευόμενό του. Ο Βοόζ άφησε τους συναδέλφους του να στέκονται προσοχή - τους άφησε εκεί να τρέμουν χωρίς να σκέφτονται τίποτε, χωρίς να βλέπουν τίποτε. Ο Βοόζ πλησίασε στο ράντζο του Ουνκ και ξάπλωσε με τα μεγάλα γυαλιστερά του άρβυλα πάνω στην καφετιά κουβέρτα. Δίπλωσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του και τέντωσε το κορμί του σαν τόξο. «Αααουου-» έκανε ο Βοόζ, κάπου ανάμεσα στο χασμουρητό και τον αναστεναγμό. «Ααααουου - άντρες, άντρες, άντρες», είπε αφήνοντας το μυαλό του να περιπλανηθεί. «Τι στην οργή, άντρες», είπε. Λόγια ανόητα και βαριεστημένα - ο Βοόζ είχε αρχίσει να βαριέται τα παιχνίδια του. Του πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό να τους βάλει να τσακωθούν - αν τον έπιαναν όμως η ποινή ήταν ίδια μ' αυτή που είχε εισπράξει ο Στόνυ Στήβενσον. 108
«Ααααουου - άντρες. Το λοιπόν, άντρες», είπε νωχελικά ο Βοόζ. «Το λοιπόν, άντρες, τι στην οργή», είπε. «Τα κατάφερα. Πρέπει να με παραδεχτείτε. Όπως και να το δει κανείς, ο γερο-Βοόζ τα περνάει φίνα». Κύλησε από το κρεβάτι πέφτοντας στα τέσσερα και μετά τινάχτηκε πάνω με χάρη πάνθηρα. Χαμογέλασε πλατιά. Έκανε ό,τι μπορούσε για να απολαύσει την καλή του τύχη. «Όσο για σας παιδιά, δεν την έχετε και τόσο άσχημα», είπε στους άκαμπτους συναδέλφους του. «Αν έχετε παράπονο, πρέπει να δείτε τι κάνουμε στους στρατηγούς». Γέλασε και μετά χαχάνισε. «Πριν από δυο βράδια εμείς οι αληθινοί διοικητές τσακωθήκαμε για το ποιος στρατηγός τρέχει πιο γρήγορα. Πριν να το ξανασκεφτούμε είχαμε σηκώσει και τους είκοσι τρεις στρατηγούς από το κρεβάτι, ξεβράκωτους εντελώς, τους στήσαμε στη γραμμή σαν τα άλογα, μετά βάλαμε τα στοιχήματα και τους δώσαμε το σύνθημα να τρέξουν σαν να τους κυνηγούσε ο Σατανάς. Πρώτος ήρθε ο Στρατηγός Στόβερ, μετά ο Στρατηγός Χάρισον και ακριβώς πίσω του ο Στρατηγός Μόσερ. Το άλλο πρωί όλοι οι στρατηγοί του στρατού ήταν πιασμένοι. Κανείς δεν μπορούσε να θυμηθεί το παραμικρό για την προηγούμενη νύχτα». Ο Βοόζ γέλασε και χαχάνισε ξανά, και μετά αποφάσισε ότι η τυχερή του θέση θα φαινόταν πολύ καλύτερη αν την αντιμετώπιζε με σοβαρότητα - αν έδειχνε πόσο μεγάλο βάρος ήταν, πόση τιμή αισθανόταν που είχε επωμιστεί τέτοιο βάρος και τα τοιαύτα. Έκανε δυο βήματα πίσω, κρέμασε τους αντίχειρές του στη ζώνη του και είπε: «Ω! Μη νομίζετε ότι διασκεδάζουμε μόνο». Περπά'-^ τησε πηδηχτά ώς τον Ουνκ, κάθησε λίγα εκατοστά μακρύτερά του και τον κοίταξε από πάνω ώς κάτω. «Ουνκ, μάγκα μου», είπε, «δεν φαντάζεσαι πόσο καιρό ξόδεψα να σκέφτομαι για σένα - να ανησυχώ για σένα, Ουνκ». Ο Βοόζ λικνίστηκε μπρος-πίσω. «Εσύ τίποτε, όλο προσπαθείς να βρεις την άκρη! Ξέρεις πόσες φορές σε κουβάλησαν στο νοσοκομείο για να σου σβήσουν τη μνήμη; Επτά φορές, Ουνκ! Ξέρεις πόσες φορές χρειάζεται συνήθως να στείλουν έναν άνθρωπο για να σβηστούν 109
τα πάντα; Μία, Ουνκ! Μία φορά!» Ο Βοόζ χτύπησε τα δάχτυλά του κάτω από τη μύτη του Ουνκ. «Κι αυτό φτάνει, Ουνκ. Φτάνει μια φορά κι ο άνθρωπος ποτέ πια δεν ανησυχεί ξανά για τίποτε». Κούνησε το κεφάλι του με απορία. «Όχι εσύ όμως, Ουνκ». Ο Ουνκ ανατρίχιασε. «Μήπως σε κρατάω πολλή ώρα προσοχή, Ουνκ;» είπε ο Βοόζ τρίζοντας τα δόντια του. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να βασανίζει κάπου-κάπου τον Ουνκ. Πρώτα απ' όλα ο Ουνκ είχε τα πάντα στη Γη την εποχή που ο Βοόζ δεν είχε απολύτως τίποτε. Έπειτα ο Βοόζ είχε την ατυχία να εξαρτιέται από τον Ουνκ - ή θα εξαρτιόταν όταν θα χτυπούσαν τη Γη. Ο Βοόζ ήταν ορφανός και τον είχαν στρατολογήσει δεκατεσσάρων χρονών. Γι' αυτό δεν είχε ιδέα πώς μπορούσε κανείς να διασκεδάσει στη Γη. Από τον Ουνκ περίμενε να του δείξει τον τρ^πο. «Θέλεις να μάθεις ποιος είσαι - από πού έρχεσαι - τι ήσουνα;» ρώτησε ο Βοόζ τον Ουνκ που στεκόταν ακόμη προσοχή, ανίκανος να σκεφτεί οτιδήποτε, να επωφεληθεί από οτιδήποτε θα του έλεγε ο Βοόζ. Έτσι κι/αλλιώς ο Βοόζ δεν μιλούσε για χάρη του Ουνκ. Ο Βοόζ καθησύχαζε τον εαυτό του σχετικά με τον κολλήτό που θα βρισκόταν στο πλευρό του όταν θα χτυπούσαν τη Γη. «Μάγκα μου», είπε ο Βοόζ κάνοντας ένα μορφασμό στον Ουνκ, «είσαι ένας από τους πιο τυχερούς ανθρώπους που έζησαν ποτέ. Εκεί πέρα στη Γη, φίλε, ήσουνα βασιλιάς!» Σαν τις περισσότερες πληροφορίες στον Άρη, οι πληροφορίες του Βοόζ για τον Ουνκ ήταν ανεπαρκείς. Δεν ήξερε από πού ακριβώς είχαν φτάσει στ' αυτιά του. Τις είχε ξεδιαλέξει μέσα από τις άπειρες φημολογίες της στρατιωτικής ζωής. Φυσικά ήταν πολύ καλός στρατιώτης για να γυρίζει γύρω-γύρω κάνοντας ερωτήσεις προκειμένου να εδραιώσει τις γνώσεις του. Οι γνώσεις ενός στρατιώτη δεν έχουν κανένα λόγο να είναι εδραιωμένες. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Βοόζ δεν ήξερε στην 110
ουσία τίποτε για τον Ουνκ, πέρα από το γεγονός ότι κάποτε είχε σταθεί πολύ τυχερός. Πάνω σ' αυτό έκανε τα σχόλιά του. «Θέλω να πω», είπε ο Βοόζ, «δεν υπήρχε τίποτε που να μην μπορείς να το έχεις, τίποτε που να μην μπορείς να κάνεις και πουθενά που να μην μπορείς να πας!» Και ενώ ο Βοόζ τόνιζε το θαύμα της καλής τύχης του Ουνκ στη Γη, ταυτόχρονα εξέφραζε τη βαθιά του ανησυχία για άλλο ένα θαύμα - την προληπτική του πεποίθηση ότι η δική του τύχη στη Γη θα ήταν σίγουρα χάλια. Τώρα ο Βοόζ χρησιμοποίησε τις τέσσερις μαγικές λέξεις που έδειχναν να περιγράφουν τη μεγαλύτερη ευτυχία που μπορεί να πετύχει ένας άνθρωπος πάνω στη Γη: Νυχτερινά Κέντρα του Χόλυγουντ. Δεν είχε δει ποτέ του το Χόλυγουντ, ούτε και κανένα νυχτερινό κέντρο. «Μάγκα μου», του είπε, «μέρα και νύχτα μπαινόβγαινες στα νυχτερινά κέντρα του Χόλυγουντ. »Μάγκα μου», συνέχισε ο Βοόζ προς τον απρόσιτο Ουνκ, «είχες τα πάντα όσα χρειάζεται κανείς για να ζήσει τη ζωή του στη Γη, και ήξερες να τη ζήσεις κι από πάνω. »Μάγκα μου», είπε στον Ουνκ ο Βοόζ προσπαθώντας να κρύψει τη θλιβερή αοριστία των,προσδοκιών του, «θα μπούμε στα πιο σπουδαία μέρη, θα παραγγείλουμε σπουδαία πράγματα και θα γνωρίσουμε μερικούς σπουδαίους ανθρώπους· θα το κάψουμε!» Έπιασε το χέρι του Ουνκ και τον ταρακούνησε. «Κολλητοί, αυτό θα 'μαστέ, κολλητέ μου. Ανεβασμένα πράγματα - θα γίνουμε το πιο διάσημο ντουέτο - θα πηγαίνουμε παντού, θα κάνουμε τα πάντα. »Κοίτα, έρχεται ο τυχερός γέρο-Ουνκ με τον κολλητό του τον Βοόζ!» είπε ο Βοόζ λέγοντας αυτό που ήλπιζε ότι θα έλεγαν οι Γήινοι μετά την κατάκτηση. «Κοίτα τους που περνάνε, χαρούμενοι σαν πουλάκια!» Γέλασε και μετά χαχάνισε σαν να έβλεπε μπροστά του το χαρούμενο, φτερωτό ζεύγος. Το χαμόγελό του μαράθηκε. Το χαμόγελό του ποτέ δεν κρατούσε πολύ. Κάπου βαθιά μέσα του ο Βοόζ ανησυχούσε φρικτά. Ανησυχούσε φρικτά μήπως χάσει τη δουλειά του. Ποτέ δεν κατάλαβε 111
πώς βρέθηκε μ' αυτή τη δουλειά - αυτό το σπουδαίο προνόμιο. Δεν ήξερε καν ποιος του την είχε δώσει αυτή την καταπληκτική δουλειά. Ο Βοόζ δεν ήξερε καν ποιος ήταν ο διοικητής των αληθινών διοικητών. Ποτέ δεν είχε λάβει καμιά διαταγή από κάποιον που να είναι ανώτερος από τους αληθινούς διοικητές. Ο Βοόζ βάσιζε τη συμπεριφορά του, όπως και όλοι οι αληθινοί διοικητές, πάνω σ' αυτό που θα ονομάζαμε «συζητητικά μεζεδάκια» - μεζεδάκια που κυκλοφορούσαν στο επίπεδο των αληθινών διοικητών. Κάθε φορά που οι αληθινοί διοικητές έκαναν κάποιο παρτάκι αργά το βράδυ, αυτά τα μεζεδάκια περνούσαν γύρω-γύρω μαζί με την μπύρα, τα κράκερ και το τυρί. Υπήρχε για παράδειγμα ένα μεζεδάκι περί της σπατάλης στις αποθήκες υλικού κι ένα άλλο περί του αν έπρεπε οι στρατιώτες να τραυματίζονται και να εξοργίζονται στη διάρκεια της εκπαίδευσης στο ζίου-ζίτσου, κι ένα άλλο περί της ολέθριας ^άσης των στρατιωτών να μη δένουν σωστά τις γκέτες τού^ς. Ο Βοόζ περνούσε τις πληροφορίες αυτές στον διπλανό του χωρίς να έχει ιδέα για την προέλευσή τους - και βάδιζε τις πράξεις του πάνω σ' αυτές. / Με τον ίδιο τρόπο είχε αναγγελθεί και η εκτέλεση του Στόνυ Στήβενσον από τον Ο^ίνκ. Ξαφνικά είχε γίνει θέμα για συζήτηση. Ξαφνικά οι αληθινοί διοικητές έθεσαν τον Στόνυ υπό κράτηση. Ο Βοόζ τώρα άγγιξε τη συσκευή τηλεχειρισμού μέσα στην τσέπη του, χωρίς να πατάει κανένα κουμπί. Πήρε τη θέση του ανάμεσα στους άντρες που κατηύθυνε, στάθηκε προσοχή με τη θέληση του, πίεσε ένα κουμπί και χαλάρωσε τη στιγμή που χαλάρωναν και οι σύντροφοί του. Ένιωθε μεγάλη ανάγκη να πιεί ένα δυνατό ποτό. Είχε δικαίωμα να πίνει όποτε το ήθελε. Απεριόριστες ποσότητες από κάθε είδους ποτό κατέφθαναν τακτικά από τη Γη για χρήση των αληθινών διοικητών. Και οι αξιωματικοί μ:ΐορούσαν να πιουν όσα ποτά ήθελαν, μόνο που δεν κατάφερναν να εξασφαλίσουν τα καλά ποτά. Αυτό που 112
έπιναν οι αξιωματικοί ήταν ένα φονικό πρασινωπό οινόπνευμα που φτιαχνόταν τοπικά από τη ζύμωση των λειχήνων. Ο Βοόζ όμως δεν έπινε ποτέ. Ένας λόγος ήταν ότι φοβόταν μήπως το αλκοόλ μειώσει τη στρατιωτική του ετοιμότητα. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι φοβόταν μήπως ξεχαστεί και προσφέρει ποτό σε φαντάρο. Η ποινή για τον αληθινό διοικητή που πρόσφερε οινοπνευματώδες ποτό σε στρατευμένο ήταν ο θάνατος. «Μάλιστα, Κύριε», είπε ο Βοόζ προσθέτοντας τη φωνή του στο βουητό των αντρών που άρχιζαν να χαλαρώνουν. Δέκα λεπτά αργότερα ο λοχίας Μπράκμαν ανήγγειλε το διάλειμμα, στη διάρκεια του οποίου όλοι έπρεπε να βγουν έξω και να παίξουν γερμανικό κρίκετ, το βασικό σπορ του Αρειανού Στρατού. Ο Ουνκ γλίστρησε κρυφά έξω. Ο Ουνκ γλίστρησε ώς το στρατώνα 12 με σκοπό να πάει να βρει το γράμμα κάτω από το γαλάζιο βράχο το γράμμα για το οποίο του είχε μιλήσει το κοκκινόμαλλο θύμα του. Οι στρατώνες της περιοχής αυτής ήταν κενοί. Η σημαία στην κορυφή του κονταριού μπροστά στο κτίριο ήταν ανύπαρκτη. Οι αδειανοί στρατώνες στέγαζαν μέχρι πρότινος το τάγμα των Αρειανών Αυτοκρατορικών Κομάντος. Οι Κομάντος είχαν εξαφανιστεί αθόρυβα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα πριν από ένα μήνα. Είχαν επιβιβαστεί στα διαστημόπλοιά τους, με τα πρόσωπα μαυρισμένα και τις μεταλλικές τους ταυτότητες κολλημένες με λευκοπλάστ για να μην κουδουνάνε - για άγνωστη κατεύθυνση. Οι Αρειανοί Αυτοκρατορικοί Κομάντος ήταν ειδικοί στο να σκοτώνουν φρουρούς με χορδές του πιάνου. Η άγνωστη κατεύθυνσή τους ήταν η γήινη Σελήνη. Από εκεί θα ξεκινούσαν τον πόλεμο. Ο Ουνκ βρήκε μια γαλάζια πέτρα έξω από τα μαγειρεία του στρατώνα δώδεκα. Η πέτρα ήταν τυρκουάζ. Το τυρκουάζ είναι συχνό πέιι^ωμα στον Άρη. Το τυρκουάζ που βρήκε ο Ουνκ ήταν μια πλάκα μισό μέτρο. Ο Ουνκ τη σήκωσε και κοίταξε από κάτω. Βρήκε έναν 113
αλουμινένιο κύλινδρο με βιδωτό καπάκι. Μέσα στον κύλινδρο βρισκόταν ένα μεγάλο γράμμα γραμμένο με μολύβι. Ο Ουνκ δεν ήξερε ποιος το είχε γράψει. Όσο για να το μαντέψει, ήταν αρκετά δύσκολο, δεδομένου του ότι δεν γνώριζε τα ονόματα παρά μόνον τριών ανθρώπων τα λοχία Μπράκμαν, του Βοόζ ^αι του Ουνκ. Ο Ουνκ μπήκε στο δωμάτιο του φούρνου κι έκλεισε την πόρτα. Ένιωθε ταραγμένος χωρίς να ξέρει το γιατί. Άρχισε να διαβάζει με το φως που ερχόταν από το σκονισμένο παράθυρο. Αγαπητέ Ουνκ: - άρχιζε το γράμμα. Αγαπητέ Ουνκ: - άρχιζε το γράμμα. Λεν είναι πολλά τα πράγματα που ξέρω, μάρτυς μου ο Θεός - μα σου γράφω εδώ μερικά από αυτά που ξέρω στα σίγουρα, και στο τέλος του γράμματος θα βρεις έναν κατάλογο ερωτήσεων που πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου να τις απαντήσεις. Οι ερά^ησεις είναι σημαντικές. Με έχουν κάνει να σκεφτώ ποΧ^ πιο σοβαρά απ' όσο οι απαντήσεις που ήδη έχω. Να ποιο είναι το πρώτο πράγμα που ξέρω στα σίγουρα: 1) Αν οι ερωτήσεις δεν έχουν νόημα τότε σίγουρα δεν έχουν και οι απαντήσεις. Τα πράγματα που ο επιστολογράφος γνώριζε με σιγουριά είχαν αριθμηθεί, σαν να ήθελε να τονίσει την οδυνηρή, σταδιακή διαδικασία της εντόπισης σίγουρων πραγμάτων. Υπήρχαν εκατόν πενήντα οχτώ πράγματα που ο επιστολογράφος γνώριζε με σιγουριά. Άλλοτε ήταν εκατόν ογδόντα πέντε, αλλά τα δεκαεφτά είχαν διαγραφεί. Το δεύτερο πράγμα στη σειρά ήταν: 2) Είμαι κάτι που λέγεται ζωντανό. Το τρίτο ήταν: 3) Βρίσκομαι & έναν τόπο που λέγεται Αρης. Το τέταρτο ήταν: 4) Είμαι μέρος ενός πράγματος που λέγεται στρατός. Το πέμπτο ήταν: 5) Ο στρατός σχεδιάζει να σκοτώσει άλλα πράγματα που ονομάζονται ζωντανοί σ' έναν τόπο που ονομάζεται Γη. 114
Από τις πρώτες ογδόντα μία καταχωρήσεις δεν είχε διαγραφεί καμία. Και μέσα σ' αυτές τις πρώτες ογδόντα μία καταχωρήσεις ο επιστολογράφος προχωρούσε σε όλο και λεπτότερα θέματα πολλαπλασιάζοντας τα λάθη του. Η περίπτωση του Βοόζ είχε εξηγηθεί και αντιμετωπιστεί από τον επιστολογράφο πολύ νωρίς. 46) Πρόσεχε τον Βοόζ, Οννκ. Αεν είναι αυτό που δείχνει. 47) Ρ Βοόζ έχει κάτι μέσα στη δεξιά του τσέπη που σον προκαλεί πόνο στο κεφάλι όταν κάνεις κάτι που δεν Θέλει ο Βοόζ. 48) Είναι κι άλλοι που έχουν τέτοια αντικείμενα που προκαλούν πόνο στο κεφάλι. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις ποιος έχει, γι' αυτό να είσαι βολικός με όλους. 71) Ουνκ, παλιόφιλε - όλα όσα ξέρω στα σίγουρα τα έχω μάθει καταπολεμώντας τον πόνο από την κεραία μου, έλεγε το γράμμα στον Ουνκ. Κάθε φορά που γυρίζω το κεφάλι μου να κοιτάξω κάτι και νιώθω τον πόνο, συνεχίζω να το γυρίζω γιατί ξέρω ότι πρόκειται να δω κάτι που δεν πρέπει. Όταν κάνω μια ερώτηση και νιώθω τον πόνο, ξέρω ότι η ερώτηση ήταν σωστή. Τότε τη σπάω σε μικρά κομματάκια και ρωτάω το κάθε κομματάκι χωριστά. Όταν παίρνω απαντήσεις στα κομματάκια, βάζω μαζί όλες τις απαντήσεις και παίρνω τη βασική απάντηση στο μεγάλο ερώτημα. 72) Όσο περισσότερο πόνο καταφέρνω να αντέξω, τόσο περισσότερα μαθαίνω. Τώρα τον φοβάσαι τον πόνο, Ουνκ, αλλά δεν πρόκειται να μάθεις τίποτε αν δεν τον αψηφήσεις. Και όσο περισσότερα μαθαίνεις τόσο πιο πολύ θα χαίρεσαι που τον αντέχεις. Μέσα στα μαγειρεία του άδειου στρατώνα, ο Ουνκ άφησε για λίγο παράμερα το γράμμα. Του ερχόταν να κλάψει γιατί η ηρωική πίστη του επιστολογράφου στον Ουνκ ήταν άστοχη. Ο Ουνκ ήξερε πως δεν μπορούσε να αντέξει ούτε το ελάχιστο από τον πόνο που είχε αντέξει ο επιστολογράφος - ήξερε πως δεν ήταν δυνατόν να αγαπήσει τόσο πολύ τη γνώση. Ακόμη και τα μικρά παραδειγματικά κεντήματα που 115
του είχαν προκαλέσει στο νοσοκομείο ήταν ανυπόφορα. Πήρε μια βαθιά ανάσα τώρα, σαν ψάρι που πεθαίνει στη στεριά, καθώς θυμήθηκε τον έντονο πόνο που του είχε προκαλέσει ο Βοόζ στο στρατώνα. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να ξαναδοκιμάσει τέτοιο πόνο. Τα μάτια του βούρκωσαν. Αν προσπαθούσε να μιλήσει θα ξέσπαγε σε λυγμούς. Ο δύστυχος Ουνκ το μόνο που ζητούσε ήταν να τον αφήσουν πια ήσυχο. Τις πληροφορίες που θα έπαιρνε από το γράμμα - πληροφορίες κερδισμένες χάρη στον ηρωισμό κάποιρυ άλλου - σκόπευε να τις χρησιμοποιήσει για να αποφύγει τον πόνο. Ο Ουνκ αναρωτήθηκε αν υπάρχουν άνθρωποι που αντέχουν τον πόνο πιο πολύ από τους άλλους. Φαντάστηκε ότι κάπως έτσι συνέβαινε. Φαντάστηκε ότι δυστυχώς ο ίδιος ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητος από την άποψη αυτή. Χωρίς κακή πρόθεση απέναντι στον επιστολογράφο, ο Ουνκ ευχήθηκε ο επιστολογράφος να μπορούσε να νιώσει έστω και μια φορά τον πόνο που είχε αισθανθεί ο Ουνκ. Τότε ίσως ο επιστολογράφος να απηύθυνε το γράμμα του σε κάποιον άλλον. Ο Ουνκ δεν είχε τρόπο να κρίνει την ποιότητα των πληροφοριών που περιείχε το γράμμα. Τις δέχτηκε όλες λαίμαργα, αβασάνιστα. Και καθώς τις δεχόταν, ο Ουνκ απέκτησε μια γνώση^της ζωής ακριβώς ίδια μ' αυτή που είχε ο επιστολογράφός^. Ο Ουνκ κατάπιε μια ολόκληρη φιλοσοφία. \ Ανακατεμένες μ' αυτή^η φιλοσοφία ήταν διαδόσεις, ιστορία, αστρονομία, βιολογία, θεολογία, γεωγραφία, ψυχολογία, ιατρική - ακόμη κι ένα μικρό διήγημα. Να μερικά τυχαία ποίραδείγματα. Διαδόσεις: 22) Ο Στρατηγός Μπόρντερς είναι μονίμως μεθυσμένος. Είναι τόσο μεθυσμένος που δεν μπορεί να δέσει τα κορδόνια του και όλο λύνονται. Οι αξιωματικοί είναι μπερδεμένοι και δυστυχείς όσο και οι άλλοι. Ήσουν κι εσύ αξιωματικός, Ουνκ, με δικό σου τάγμα. Ιστορία; 26) Όλοι όσοι βρίσκονται στον Άρη προέρχονται από τη Γη. Νόμιζαν ότι θα τα περνούσαν καλύ116
τερα στον Άρη. Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί τι ήταν τόσο άσχημο στη Γη. Αστρονομία; 11) Τα πάντα όσα βλέπουμε στον ουρανό περιστρέφονται γύρω από τον Άρη μια φορά την ημέρα. Βιολογία; 58) Καινούριοι άνθρωποι γεννιούνται από τις γυναίκες όταν οι άντρες και οι γυναίκες κοιμούνται μαζί. Στον Άρη σπάνια γεννιούνται καινούριοι άνθρωποι από τις γυναίκες, γιατί οι άντρες και οι γυναίκες κοιμούνται χώρια. Θεολογία; 15) Κάποιος έφτιαξε τα πάντα για κάποιο λόγο. Γεωγραφία; 16) Ο Άρης είναι στρογγυλός. Η μοναδική πόλη του ονομάζεται Φοίβη. Κανείς δεν ξέρει γιατί ονομάζεται Φοίβη. Ψυχολογία; 103) Ουνκ, το μέγα πρόβλημα με τους βλάκες είναι ότι είναι πολύ βλάκες για να μπορέσουν ακόμη και να φανταστούν ότι κάποιος μπορεί να είναι έξυπνος. Ιατρική; 73) Όταν σβήνουν τη μνήμη ενός ανθρώπου, πάνω σ' αυτό τον τόπο που ονομάζεται Άρης, δεν τη σβήνουν εντελώς. Σβήνουν το κέντρο της κατά κάποιον τρόπο, και πάντα ξεμένουν ένα σωρό πράγματα στις γωνίες. Κυκλοφορεί μια ιστορία για κάποια περίπτωση που προσπάθησαν να σβήσουν εντελώς μερικές αναμνήσεις. Τα ταλαίπωρα ανθρωπάκια που το έπαθαν αυτό δεν μπορούσαν να περπατήσουν, να μιλήσουν, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Το μοναδικό πράγμα που ήταν δυνατό να τους μάθει κανείς ήταν να αποκτήσουν υγιεινές συνήθειες, να διδαχτούν ένα βασικό λεξιλόγιο χίλιων λέξεων και να δουλέψουν στις στρατιωτικές ή βιομηχανικές δημόσιες σχέσεις. Το μικρό διήγημα ήταν το εξής: 89) Ουνκ, ο καλύτερός σου φίλος είναι ο Στόνυ Στήβενσον. Ο Στόνυ είναι ένας μεγαλόσωμος, χαρούμενος, δυνατός άντρας που πίνει ένα λίτρο ουίσκι την ημέρα. Ο Στόνυ δεν έχει κεραία στο κεφάλι του και μπορεί να θυμάται τα πάντα όσα του έχουν συμβεί. Κάνει πως είναι τη^ αντικατασκοπείας, στην πραγματικότητα όμως είναι ένας από τους αληθινούς διοικητές. Τηλεκατευθύνει ένα λόχο πεζικού που θα επιτεθεί σε ένα μέρος της Γης που ονομά117
ζεταί Αγγλία. Ο Στόνν είναι Άγγλος. Του Στόνυ τον αρέσει ο Λρειανός Στρατός γιατί τον βρίσκει αστείο. Ο Στόνν γελάει συνεχώς. Όταν έμαθε τι τρελή περίπτωση ήσοννα, Ουνκ, ήρθε στο στρατώνα σου να σε δει. Έκανε πως ήταν φίλος σου για να σε βάλει να μιλήσεις. Ύστερα από λίγο, Ουνκ, άρχισες να τον εμπιστεύεσαι και του είπες μερικές από τις μυστικές σου θεωρίες περί του νοήματος της ζωής στον Άρη. Στην αρχή ο Στόνυ προσπάθησε να γελάσει, μετά όμως συνειδητοποίησε ότι είχες ξεθάψει μερικά πράγματα για τα οποία δεν είχε ιδέα. Λυτό δεν μπορούσε να το καταπιεί, γιατί κανονικά υποτίθεται πως εκείνος ήξερε τα πάντα κι εσύ δεν ήξερες τίποτε. Μετά μίλησες στον Στόνυ για τις μεγάλες ερωτήσεις που έψαχνες και ο Στόνυ ήξερε ν' απαντήσει μόνο τις μισές. Μετά ο Στόνυ γύρισε στο στρατώνα τον και οι ερωτήσεις πον δεν ήξερε τις απαντήσεις τονς συνέχισαν να τριγυρίζουν μέσα στο κεφάλι του. Εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί παρά το γεγονός ότι ήπιε ό,τι βρήκε. Άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάποιος τον χρησιμοποιούσε, αλλά δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός. Και πρώτα απ' όλα δεν ήξερε γιατί βρισκόταν στον Αρειανό Στρατό. Δεν ήξερε καν για ποιο λόγο θα χτυπούσε ο Άρης τη Γη. Κι όσο πιο πολύ θυμόταν τη Γη, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούσε ότι ο Αρειανός Στρατός είχε τόσες πιθανότητες να πετύχει όσο και μια χιονόμπαλα στην Κόλαση. Η μεγάλη επίθεση κατά της Γης ήταν σίγουρη αυτοκτονία. Ο Στόνυ αναρωτήθηκε σε ποιον μπορούσε να μιλήσει γι' αυτό, και δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός από εσένα, Ουνκ. Έτσι μισή ώρα περίπου πριν το ξημέρωμα ο Στόνυ σηκώθηκε παραπατώντας από το κρεβάτι του και γλίστρησε στο στρατώνα σου, Ουνκ, και σε ξύπνησε. Τότε σου είπε τα πάντα όσα ήξερε για τον Άρη. Σου είπε ακόμη ότι από δω κι εμπρός θα σου έλεγε κάθε τι που θα μάθαινε κι εσύ πάλι θα του έλεγες οτιδήποτε ανακάλυπτες. Και κάθε λίγο εσείς οι δυο θα βρισκόσαστε κάπου μαζί και θα προσπαθούσατε να ταιριάξετε τα πράγματα. Σου έδωσε και μια μπουκάλα ουίσκυ. Ήπιατε κι οι δύο απ' αυτήν και ο Στόνυ είπε ότι ήσουν ο πιο καλός του φίλος. Είπε πως ήσουν ο μοναδικός φίλος που είχε στον Άρη, όσο κι αν 118
έδειχνε ότι γελούσε συνέχεια και φώναζε και παραλίγο να ξυπνήσει τους διπλανούς σου. Σου είπε να προσέχεις τον Βοόζ και μετά γύρισε στο στρατώνα του και κοιμήθηκε σαν αγγελούδι. Από το σημείο του διηγήματος και πέρα, το γράμμα αποτελούσε μια απόδειξη της αποτελεσματικότητας της μυστικής ομάδας παρατήρησης του Στόνυ Στήβενσον και του Ουνκ. Από το σημείο αυτό και πέρα οι σίγουρες γνώσεις εισάγονταν μέσα στο γράμμα με φράσεις όπως: Ο Στόνυ λέει - και Εσύ ανακάλυψες, - και Ο Στόνυ σου είπε - και είπες στον Στόνυ - και εσύ και ο Στόνυ βγήκατε σκνίπα στο μεθύσι στο πεδίο βολής ένα βράδυ κι αποφασίσατε, οι δύο υπέροχοι τρελοίΤο πιο σημαντικό πράγμα που αποφάσισαν οι δυο υπέροχοι τρελοί ήταν πως ο άνθρωπος που διηύθυνε πραγματικά τα πάντα στον Άρη ήταν ένας μεγαλόσωμος, ευγενικός, χαμογελαστός άντρας με τραγουδιστή φωνή που είχε πάντα μαζί του ένα μεγάλο σκύλο. Αυτός ο άνθρωπος με το σκύλο του, σύμφωνα πάντα με το γράμμα του Ουνκ, εμφανιζόταν στις μυστικές συνεδριάσεις των αληθινών διοικητών του Αρειανού" Στρατού μια φορά κάθε εκατό μέρες. Το γράμμα δεν έλεγε τίποτα πιο συγκεκριμένο, γιατί ο επιστολογράφος δεν γνώριζε τίποτε περί αυτού, αλλά ο άνθρωπος αυτός και ο σκύλος του ήταν ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και ο Καζάκ, το λαγωνικό του διαστήματος. Όσο για την εμφάνισή τους πάνω στον Άρη, δεν ήταν καθόλου ακανόνιστη. Όντας χρονοσυνκλαστικά ινφουντιμπουλοπαθείς, ο Ράμφουρντ κι ο Καζάκ εμφανίζονταν τόσο προκαθορισμένα όσο και ο κομήτης του Χάλεϋ. Εμφανίζονταν πάνω στον Άρη κάθε εκατόν ένδεκα ημέρες. Όπως έλεγε το γράμμα στον Ουνκ: 155) Κατά τον Στόνυ αυτός ο μεγαλόσωμος τύπος εμφανίζεται με το σκύλο του στις συνεδριάσεις και τους βγάζει όλους νοκάουτ. Είναι ένας τύπος με μπόλικη γοητεία και ώσπου να τελειώσει το συμβούλιο όλοι προσπαθούν να σκεφτούν όπως σκέφτεται κι αυτός. Όποια ιδέα και να σκε119
ψτεί κανείς είναι δική τον. Αυτός απλώς χαμογελάει ξανά και ξανά και κάνει λαρυγγισμούς με την περίεργη φωνή του και γεμίζει τους πάντες με καινούριες ιδέες. Μετά όλοι οι τύποι του συμβουλίου διαδίδουν γύρω-γύρω τις ιδέες λες και είναι δικές τους. Είναι τρελός και παλαβός για το γερμανικό κρίκετ. Κανείς δεν ξέρει πώς τον λένε. Όταν τον ρωτάνε, απλώς γελάει. Φοράει συνήθως τη στολή των Χιονοδρόμων Αλεξιπτωτιστών Πεζοναυτών, αλλά οι αληθινοί διοικητές των Χιονοδρόμων Αλεξιπτωτιστών Πεζοναυτών ορκίζονται ότι δεν τον έχουν δει πουθενά αλλού εκτός από τις μυστικές συνεδριάσεις. 156) Ουνκ, παλιόφιλε, έλεγε το γράμμα στον Ουνκ, κάθε φορά που ο Στόνυ κι εσύ βρίσκετε κάτι το καινούριο, φρόντισε να το γράφεις σ' αυτό το γράμμα. Κράτα το φυλαγμένο. Κάθε φορά που του αλλάζεις κρυψώνα μην ξεχνάς να πεις στον Στόνυ πού το έβαλες. Έτσι, ακόμη κι αν σε πάνε στο νοσοκομείο να σου σβήσουν τη μνήμη, ο Στόνυ θα μπορεί να σου πει πού να πας για να την ξαναγεμίσεις. 157) Ουνκ, ξέρεις γιατί συνεχίζεις να ζεις; Συνεχίζεις να ζεις γιατί έχεις γυναίκα και παιδί. Σχεδόν κανένας άλλος στον Αρη δεν έχει. Το όνομα της γυναίκα σου είναι Μπη. Είναι εκπαιδεύτρια στη Σχολή Αναπνοής Σλήμαν, στη Φοίβη. Το όνομα του γιου σου είναι Χρόνος. Μένει στο δημοτικό σχολείο της Φοίβης. Κατά τον Στόνυ Στήβενσον, ο Χρόνος είναι ο καλύτερος παίκτης γερμανικού κρίκετ σ' ολόκληρο το σχολείο. Σαν όλο τον κόσμο στον Αρη, η Μπη και ο Χρόνος έχουν μάθει να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Λεν νιώθουν την έλλειψη σου. Δεν σε σκέφτονται. Εσύ όμως πρέπει να τους πείσεις ότι σε έχουν απολύτως ανάγκη. 158) Ουνκ; τρελό κάθαρμα, σ' αγαπάω. Νομίζω ότι είσαι φίνο παιδί. Όταν καταφέρεις να μαζέψΒΐς τη μικρή σου οικογένεια, κλέψε ένα διαστημόπλοιο και πήγαινε να αράξεις σ' ένα όμορφο και ειρηνικό μέρος, κάπου δεν θα χρειάζεται να παίρνεις συνεχώς σκονάκια για να μείνεις ζωντανός. Πάρε και τον Στόνυ μαζί σου. Κι όταν βολευτείτε κάπου, ψάξτε όσο πιο πολύ γίνεται 120
να βρείτε για ποιο λόγο τα έφτιαξε όλα αυτά αυτός που τα έφτιαξε. Το μόνο που του απέμενε του Ουνκ να διαβάσει από το γράμμα ήταν η υπογραφή. Η υπογραφή βρισκόταν σ' ένα ξεχωριστό φύλλο. Πριν να γυρίσει στην υπογραφή, ο Ουνκ προσπάθησε να φανταστεί το χαρακτήρα και την εμφάνιση του επιστολογράφου. Ο επιστολογράφος ήταν ατρόμητος. Ο επιστολογράφος ήταν τόσο μεγάλος λάτρης της αλήθειας που μπορούσε να διακινδυνεύσει τον αφόρητο πόνο προκειμένου να πολλαπλασιάσει τις αλήθειες του. Ήταν ανώτερος από τον Στόνυ και τον Ουνκ. Παρακολουθούσε και κατέγραφε τις ανατρεπτικές τους δραστηριότητες με αγάπη, χιούμορ και αταραξία. Ο Ουνκ φαντάστηκε τον επιστολογράφο σαν ένα καταπληκτικό γέρο με κορμοστασιά σιδερά και κατάλευκα γένια. Ο Ουνκ γύρισε τη σελίδα και διάβασε την υπογραφή. Πιστά δικός σον - ήταν το συναίσθημα που εκφραζόταν πάνω από την υπογραφή. Η ίδια η υπογραφή γέμιζε σχεδόν ολόκληρη τη σελίδα. Ήταν τέσσερα κεφαλαία γράμματα, με ύψος δεκαπέντε εκατοστά και πλάτος πέντε. Τα γράμματα ήταν γραμμένα αδέξια σαν να ήταν γεμάτες ενθουσιασμό δαχτυλιές νηπιαγωγείου. Να τι έγραφε η υπογραφή:
Η υπογραφή ήταν του Ουνκ. Ο Ουνκ ήταν ο ήρωας που είχε γράψει το γράμμα. 121
ο Ουνκ είχε γράψει αυτό το γράμμα στον εαυτό του πριν να του σβήσουν τη μνήμη. Ήταν μια υψηλή λογοτεχνία απ' όλες τις απόψεις, δεδομένου ότι έκανε· τον Ουνκ θαρραλέο, προσεκτικό και μυστικά ελεύθερο. Τον έκανε ήρωα του εαυτού του σε πολύ δύσκολους καιρούς, Ο Ουνκ δεν ήξερε ότι ο άνθρωπος που είχε στραγγα λίσει στον πάσσαλο ήταν ο φίλος του, ο Στόνυ Στήβεν σον. Αν το ήξερε αυτό ίσως και να είχε αυτοκτονήσει Η Μοίρα όμως τον γλίτωσε απ' αυτή τη φοβερή συνειδη τοποίηση για πολλά χρόνια. Όταν ο Ουνκ γύρισε στο στρατώνα του οι φαντάροι ακόνιζαν τις ξιφολόγχες τους και τα μαχαίρια της ζούγκλας με ανατριχιαστικά κριτς-κρατς. Ο καθένας ακόνιζε κι από μια λάμα. Σ' όλα τα πρόσωπα έβλεπες ζωγραφισμένο ένα ιδιαίτερο προβατίσιο χαμόγελο. Το χαμόγελο θύμιζε πρόβατα που, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, είναι έτοιμα να εγκληματήσουν. Μόλις είχε δοθεί η διαταγή να επιβιβαστεί το σύνταγμα, με κάθε δυνατή ταχύτητα, στα διαστημόπλοια. Ο πόλεμος με τη Γη είχε αρχίσει. Οι μονάδες εμπροσθοφυλακής των Αρειανών Αυτοκρατορικών Κομάντος είχαν ήδη ισοπεδώσει τις γήινες εγκαταστάσεις στη Γήινη Σελήνη. Οα πύραυλοι του πυροβολικού των Κομάντος, εκτοξευόμενοι από τη Σελήνη, σφυροκοπούσαν ήδη τις μεγάλες πόλεις. Και σαν μουσική συνοδεία αυτού του σφυροκοπήματος, το αρειανό ραδιόφωνο έστελνε στη Γη το παρακάτω μήνυμα με μια ανατριχιαστική ρυθμικότητα. Μαύρε άνθρωπε, άσπρε άνθρωπε, κίτρινε άνθρωπε διάλεξε - παράδοση ή θάνατος. Μαύρε άνθρωπε, άσπρε άνθρωπε, κίτρινε άνθρωπε διάλεξε - παράδοση ή θάνατος.
122
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΛΙΠΟΤΆΚΤΗς ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΠΟΛΕΜΟΥ
«Αδυνατώ να καταλάβω γιατί το γερμανικό κρίκετ δεν συμμετέχει ως άθλημα, ως κύριο άθλημα μάλιστα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες». - ΓΟΥΙΝΣΤΟΝ ΝΑΪΑΣ ΡΑΜΦΟΥΡΝΤ
Η απόσταση από το στρατόπεδο ώς την πεδιάδα όπου περίμενε ο στόλος εισβολής ήταν εννιά χιλιόμετρα. Η πορεία προς το μέρος αυτό περνούσε από το βορειοδυτικό άκρο της Φοίβης, της μοναδικής πόλης του Άρη. Ο πληθυσμός της Φοίβης στην καλύτερη φάση της ήταν, σύμφωνα με τη Σύντομη Ιστορία του Άρη, του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ, ογδόντα επτά χιλιάδες. Κάθε έμψυχο και άψυχο πράγμα μέσα στη Φοίβη είχε άμεση σχέση με την πολεμική προσπάθεια. Οι εργάτες της Φοίβης ήταν, όπως και οι στρατιώτες, τηλεκατευθυνόμενοι, χάρη στις κεραίες μέσα στο κρανίο τους. Ο λόχος του Ουνκ βάδιζε τώρα μέσα από το βορειοδυτικό άκρο της Φοίβης, καθ' οδόν προς το στόλο, μαζί με ολόκληρο το σύνταγμα. Θεωρήθηκε περιττό τώρα πια να χρησιμοποιηθούν οι κεραίες προκειμένου να βαδίζουν οι στρατιώτες με βήμα. Ο πολεμικός πυρετός τους είχε καταλάβει όλους. Τραγουδούσαν καθώς περπατούσαν και χτυπούσαν τις αρβύλες τους με τα καρφιά πάνω στο σιδερένιο δρόμο. Το τραγούδι τους σου πάγωνε το αίμα: Φρίκη, πόνος, χαλασμός Εν - 6υο - τρι - τέσρά 'Ολη η Γη ένας χαμός! 123
Εν - όνο - τρι - τέσρα Στη φωτιά! Στις αλυσίδες! Εν - δυο - τρι - τέσρα Πάν' οι γήινες ελπίδες! Εν - δυο - τρι - τέσρα Πυρ! Δυο - τρι - τέσρα Μαχαίρι! Δυο - τρι - τέσρα! Αίμα! Δυο - τρι - τέσρα! Χαααααααααααμός. Τα εργοστάσια της Φοίβης δούλευαν σαν τρελά. Κανείς δεν χασομερούσε στους δρόμους να κοιτάξει τους ήρωες που περνούσαν τραγουδώντας. Μέσα από τα παράθυρα εκθαμβωτικές φλόγες αναβόσβηναν. Μια πόρτα ξέρασε ένα κιτρινωπό φως που κάπνιζε και τσιτσίριζε καθώς χυνόταν το μέταλλο. Το τρίξιμο από τους τροχούς που άλεθαν υποσκέλισε το τραγούδι των στρατιωτών. Τρεις ιπτάμενοι δίσκοι, γαλάζια αναγνωριστικά διαστημόπλοια, πετούσαν χαμηλά πάνω από την πόλη βγάζοντας γλυκούς ήχους σαν μουσικές σβούρες. «Τιρλιρό», έμοιαζαν να τραγουδούν και γλιστρούσαν σ' ευθεία τροχιά ενώ η επιφάνεια του Άρη καμπύλωνε από κάτω τους. Ανάμεσα σε δυο κουνήματα της ουράς ενός προβάτου, είχαν απομακρυνθεί στο άπειρο διάστημα. «Φρίκη, πόνος, χαλασμός-» τραγουδούσε το στράτευμα. Ένας στρατιώτης όμως κουνούσε τα χείλια του χωρίς να βγάζει κανέναν ήχο. Ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Ουνκ. Ο Ουνκ βρισκόταν στον πρώτο ζυγό του προτελευταίου στοίχου του λόχου του. Ο Βοόζ βρισκόταν ακριβώς πίσω του και τα μάτια του έκαναν τον Ουνκ να νιώθει φαγούρα στο σβέρκο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Βοόζ και ο Ουνκ είχαν γίνει σιαμαίοι εξαιτίας του μακριού σωλήνα ενός ολμοβόλου των έξι ιντσών που κουβαλούσαν κι οι δυο μαζί. «Λίμα, δύο, τρι, τέσρα!» τραγουδούσε το στράτευμα. «Μαχαίρι, δυο, τρι, τέσρα! Χααααμός». «Ουνκ, κολλητέ μου», είπε ο Βοόζ. «Ναι, κολλητέ», είπε αφηρημένα ο Ουνκ. Ανάμεσα σ' 124
όλο το μπέρδεμα του στρατιωτικού του εξοπλισμού κρατούσε και μια οπλισμένη χειροβομβίδα. Η περόνη ήταν τραβηγμένη. Για να την κάνει να εκραγεί μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, το μόνο που είχε να κάνει ο Ουνκ ήταν να την αφήσει από το χέρι του. «Μας βρήκα όμως μια πρώτης τάξης αποστολή, κολλητέ», είπε ο Βοόζ. «Ο γερο-Βοόζ τον προσέχει τον κολλητό του, ε, τι λες κολλητέ;» «Έτσι είναι, κολλητέ», είπε ο Ουνκ. Ο Βοόζ είχε κανονίσει τα πράγματα έτσι που ο Ουνκ και αυτός να επιβιβαστούν στο πλοίο ανεφοδιασμού του λόχου για το ταξίδι της επίθεσης. Το διαστημόπλοιο ανεφοδιασμού του λόχου παρά το γεγονός ότι, εξαιτίας ενός λογιστικού σφάλματος, θα μετέφερε το σωλήνα, του ολμοβόλου εφόδου, δεν ήταν βασικά πολεμικό διαστημόπλοιο. Ήταν φτιαγμένο για να μεταφέρει δύο μόνον άντρες και το υπόλοιπο του χώρου ήταν γεμάτο καραμέλες, αθλητικά, κασέτες, χάμπουργκερ σε κονσέρβα, επιτραπέζια παιχνίδια, σκονάκια, αναψυκτικά. Βίβλους, χαρτικά, ξυριστικά, σιδερώστρες, και άλλα απαραίτητα για τη διατήρηση του ηθικού αντικείμενα. «Καλή αρχή κάναμε, δεν είναι έτσι κολλητέ - δεν είναι σπουδαίο που θα ταξιδέψουμε με το σκάφος ανεφοδιασμού;» «Μεγάλη τύχη, κολλητέ», είπε ο Ουνκ. Μόλις είχε πετάξει τη χειροβομβίδα στον υπόνομο που είχαν προσπεράσει. Από το στόμιο του υπονόμου βγήκε μια λάμψη κι ένα μουγκρητό. Οι στρατιώτες έπεσαν πρηνηδόν στο δρόμο. Ο Βοόζ, όντας ο αληθινός διοικητής του λόχου, ήταν ο πρώτος που ανασήκωσε το κεφάλι του. Είδε τον καπνό να βγαίνει από τον υπόνομο, και υπέθεσε ότι ήταν αέρια της αποχέτευσης που είχαν εκραγεί. Ο Βοόζ έχωσε το χέρι στην τσέπη του, πίεσε ένα κουμπί δίνοντας στο λόχο το σήμα που θα τους έκανε να σηκωθούν. Καθώς εκείνοι σηκώνονταν, σηκώθηκε και ο Βοόζ. «Να πάρει η οργή, κολλητέ», είπε, «μου φαίνεται ότι πήραμε το βάπτισμα του πυρός». 125
Μετά σήκωσε τη μια άκρη του ολμοβόλου. Δεν υπήρχε κάνεις να σηκώσει την άλλη άκρη. Ο Ουνκ είχε φύγει, είχε ξεκινήσει προς αναζήτηση της γυναίκας, του γιου του, και του καλύτερου φίλου του. Ο Ουνκ είχε χαθεί πίσω από το λόφο και βάδιζε πάνω στο ίσιο, ίσιο, ίσιο, ίσιό έδαφος του Άρη. Ο γιος που αναζητούσε ο Ουνκ λεγόταν Χρόνος. Ο Χρόνος ήταν, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση, οκτώ χρόνων. Είχε πάρει το όνομά του από το μήνα της γέννησης του. Το αρειανό έτος διαιρείται σε είκοσι ένα μήνες, δώδεκα από τους οποίους έχουν τριάντα μέρες, και εννέα τριάντα μία. Οι μήνες αυτοί είναι Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Γουίνστον, Νάιλς, Ράμφουρντ, Καζάκ, Νιούπορτ, Χρόνος, Συνκλαστικός, Ινφουντίμπουλον και Σαλό. Μνημονικά: Τριάντα μέρες έχουν οι Σαλό, Νάιλς, Ιούνιος και Σεπτέμβριος, Γουίνστον, Χρόνος, Καζάκ και Νοέμβριος, Απρίλιος, Ράμφουρντ, Νιούπορτ και Ινφουντίμπουλον. Όσοι απομένουν, γλυκιά μου αδυναμία, έχουν όλοι τριάντα μία. Ο μήνας Σαλό είχε ονομαστεί έτσι από ένα πλάσμα που είχε γνωρίσει ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ στον Τιτάνα. Ο Τιτάνας βέβαια είναι ένα πολύ ευχάριστο φεγγάρι του Κρόνου. Ο Σαλό, ο φίλος του Ράμφουρντ στον Τιτάνα, ήταν ένας αγγελιοφόρος από έναν άλλο γαλαξία που είχε κάνει αναγκαστική προσγείωση στον Τιτάνα όταν χάλασε ένα εξάρτημα της γεννήτριας του κινητήρα του διαστημοπλοίου του. Καθόταν εκεί και περίμενε το ανταλλακτικό. Περίμενε υπομονετικά εδώ και διακόσιες χιλιάδες χρόνια. Η ενέργεια που τροφοδοτούσε το διαστημόπλοιό του, όπως και την πολεμική προσπάθεια των Αρειανών, ήταν ένα φαινόμενο γνωστό ως ΣΘΤΓ, ή Συμπαντική Θέληση Του Γίγνεσθαι. Το ΣΘΤΓ είναι αυτό που δημιουργεί 126
σύμπαντα από το τίποτε - που κάνει το τίποτε να επιμένει να γίνει κάτι. Πολλοί Γήινοι χαίρονται που η Γη δεν διαθέτει ΣΘΤΓ. Όπως λέει και το λαϊκό τετράστιχο: Ο Γονίλί βρήκε λίγο ΣΘΤΓ Μεσ' στης τσίχλας του το κράμα. Ποτέ μην παίζεις με συμπαντικές αξίες: ο Γουίλι είναι πια έξι νέοι Γαλαξίες. Ο γιος του Ουνκ, ο Χρόνος, ήταν στα έξι του χρόνια καταπληκτικός παίκτης ενός παιχνιδιού που ονομάζεται γε'ρμανικό κρίκετ. Το γερμανικό κρίκετ ήταν το μοναδικό πράγμα που τον ενδιέφερε. Το γερμανικό κρίκετ ήταν το κυριότερο σπορ στον Άρη - στο δημοτικό, στο Στρατό και στους χώρους αναψυχής των βιομηχανικών εργατών. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν παρά πενήντα δύο παιδιά στον Άρη, ο Άρης τα έβγαζε πέρα με ένα και μόνο δημοτικό, που βρισκόταν στο κέντρο της Φοίβης. Κανένα από τα πενήντα δύο παιδιά δεν είχε συλληφθεί στον Άρη. Όλα είχαν συλληφθεί είτε στη Γη είτε, όπως στην περίπτωση του Χρόνου, στο διαστημόπλοιο που έφερνε νεοσύλλεκτους στον Άρη. Τα παιδιά στο σχολείο μάθαιναν πολύ λίγα πράγματα, δεδομένου ότι η κοινωνία του Άρη δεν ήξερε τι να τα κάνει. Τον περισσότερο καιρό τους τον περνούσαν παίζοντας γερμανικό κρίκετ. Το γερμανικό κρίκετ παίζεται με μια πλαδαρή μπάλα στο μέγεθος ενός μεγάλου πεπονιού. Η μπάλα αυτή έχει τόση ελαστικότητα όση κί ένα καπέλο γεμάτο με βρόχινο νερό. Το παιχνίδι μοιάζει κάπως με το μπέηζμπωλ, όπου ένας παίκτης στέλνει την μπάλα σε μια περιοχή με αντίπαλους παίκτες και τρέχει γύρω από κάτι. βάσεις. Οι αντίπαλοι προσπαθούν να πιάσουν την μπάλα και να σταματήσουν το τρέξιμο του παίκτη. Στο γερμανικό κρίκετ ωστόσο υπάρχουν μόνο τρεις βάσεις - η πρώτη, η δεύτερη και το σπίτι. Όσο γι' αυτόν που χτυπάει την μπάλα, δεν του την πετάει κάποιος. Βάζει την μπάλα πάνω στη μια γροθιά του και την χτυπάει με την άλλη. Και αν ένας αμυντικός παίκτης καταφέρει να χτυπήσει με την μπάλα αυτόν που τρέχει, όταν ο τελευταίος βρίσκεται ir
ανάμεσα στις βάσεις, αυτός που τρέχει θεωρείται άουτ και πρέπει να βγει αμέσως από το γήπεδο. Ο υπεύθυνος για την υπερβολική σημασία που δόθηκε στο γερμανικό κρίκετ πάνω στον Άρη ήταν φυσικά ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ, που ήταν υπεύθυνος για τα πάντα πάνω στον Άρη. Ο Χάουαρντ Γ. Σαμς αποδεικνύει στο βιβλίο του Γονινστον Νάιλς Ράμφουρντ, Βενιαμίν Φραγκλίνος και Λεονάρντο ντα Βίντσι, ότι το γερμανικό κρίκετ ήταν το μοναδικό ομαδικό άθλημα που γνώριζε ο Ράμφουρντ σαν παιδί. Ο Σαμ αποδεικνύει ότι ο Ράμφουρντ είχε διδαχτεί το παιχνίδι αυτό όταν ήταν παιδί από την γκουβερνάντα του, τη μις Τζόυς Μακένζυ. Πολύ παλιά, στα παιδικά χρόνια του Ράμφουρντ στο Νιούπορτ, μια ομάδα αποτελούμενη από τον Ράμφουρντ, τη μις Μακένζυ και τον μπάτλερ Ερλ Μόνκριφ έπαιζαν γερμανικό κρίκετ τακτικά με αντίπαλους μια ομάδα αποτελούμενη από τον Γουαταναμπέ Γουαταρού, τον Γιαπωνέζο κηπουρό, την Μπέβερλυ Τζιούν Γουαταρού, την κόρη του και τον Έντουαρντ Σιούαρντ Ντάρλιγκτον, τον καθυστερημένο σταβλίτη. Η ομάδα του Ράμφουρντ νικούσε πάντα. Ο Ουνκ, ο μοναδικός λιποτάκτης στην ιστορία του Αρειανού Στρατού, λαχάνιαζε τώρα κρυμμένος πίσω από ένα τυρκουάζ ντουζάρι καθώς παρακολουθούσε τα παιδιά του σχολείου να παίζουν κρίκετ σ' ένα σιδερένιο γήπεδο. Πίσω από το ντουβάρι μαζί με τον Ουνκ βρισκόταν ένα ποδήλατο που είχε κλέψει από το πάρκινγκ ποδηλάτων ενός εργοστασίου που κατασκεύαζε μάσκες αερίου. Ο Ουνκ δεν είχε ιδέα ποιο παιδί ήταν ο γιος του, ο Χρόνος. Τα σχέδια του Ουνκ ήταν απολύτως νεφελώδη. Το όνειρό του ήταν να μαζέψει τη γυναίκα, τον γιο του και τον φίλο του, να κλέψει ένα διαστημόπλοιο και να πάνε όλοι μαζί σε κάποιο μέρος όπου θα ζούσαν καλά κι ευτυχισμένα. «Ε, Χρόνε!» φώναξε ένα παιδί στο γήπεδο. «Σειρά σου να χτυπήσεις την μπάλα!» Ο Ουνκ κρυφοκοίταξε πίσω από το ντουβάρι του τη 128
βάση του χτυπήματος. Το παιδί που θα ερχόταν εκεί να χτυπήσει την μπάλα θα ήταν ο γιος του. Ο γιος του Ουνκ, ο Χρόνος, ήρθε να χτυπήσει την μπάλα. Ήταν μικρόσωμος για την ηλικία του, αλλά απρόσμενα γεροδεμένος στους ώμους. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα και ορθωτά - κι αυτές οι σκληρές μαύρες τρίχες φύτρωναν προς την αντίθετη ακριβώς φορά xm δεικτών του ρολογιού. Το παιδί ήταν αριστερόχειρας. Ακούμπησε την μπάλα στη δεξιά του γροθιά και ετοιμάστηκε να τη χτυπήσει με την αριστερή. Τα μάτια του ήταν βαθιά χωμένα στις κόγχες τους σαν του πατέρα του. Κάτω από τα κατάμαυρα πρόστεγα των φρυδιών του, φάνταζαν πολύ φωτεινά. Άστραφταν με μιαν άσβεστη μανία. Αυτά τα λαμπερά μανιακά μάτια πετούσαν δεξιά κι αριστερά. Οι κινήσεις τους φόβιζαν τους κυνηγούς, τους έκαναν να νομίζουν ότι η αργή, πλαδαρή μπάλα θα ερχόταν καταπάνω τους με τρομακτική δύναμη και θα τους έκανε κομματάκια αν έμπαιναν στο δρόμο της. Ο φόβος που ενέπνεε το αγόρι ήταν αισθητός και στη δασκάλα. Στεκόταν στην παραδοσιακή θέση του διαιτητή στο γερμανικό κρίκετ, ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη βάση και ήταν τρομοκρατημένη. Επρόκειτο για μια αδύνατη ηλικιωμένη κυρία που άκουγε στο όνομα Ιζαμπέλ Φενστερμέηκερ. Ήταν εβδομήντα τριών χρονών και πριν από το σβήσιμο της μνήμης της ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Την είχαν απαγάγει καθώς προσπαθούσε να πουλήσει ένα αντίτυπο της Σκοπιάς σ' έναν Αρειανό πράκτορα στο Ντάλαθ. «Έλα τώρα, Χρόνε», είπε τρεμουλιαστά, «δεν είναι παρά ένα παιχνίδι». Ο ουρανός σκοτείνιασε ξαφνικά από ένα σμήνος εκατό ιπτάμενων δίσκων, τα κατακόκκινα διαστημόπλοια των Αρειανών Χιονοδρόμων Αλεξιπτωτιστών Πεζοναυτών. Το συνδυασμένο κελάηδημα των πλοίων κατέληγε σ' ένα μελωδικό ουρλιαχτό που τράνταξε τα τζάμια του σχολείου. 129
Τόση ήταν όμως η ένταση που έβαζε ο νεαρός Χρόνος όταν ήταν η σειρά του να χτυπήσει την μπάλα, που ούτε ένα παιδί δεν σήκωσε τα μάτια να κοιτάξει τον ουρανό. Ο νεαρός Χρόνος αφού έφερε τους κυνηγούς και τη μις Φενστερμέηκερ στα πρόθυρα της νευρικής κατάρρευσης, άφησε τώρα την μπάλα στα πόδια του και έβγαλε από την τσέπη του ένα κομματάκι μέταλλο που ήταν το γούρι του. Φίλησε το μέταλλο και μετά το ξανάβαλε στη θέση του. Ξαφνικά σήκωσε πάλι την μπάλα, τη χτύπησε μ' ένα δυνατό μπλονπ, κι άρχισε να τρέχει γύρω από τις βάσεις. Οι κυνηγοί και η μις Φενστερμέηκερ προσπάθησαν να αποφύγουν την μπάλα λες και ήταν πυρωμένη οβίδα. Όταν η μπάλα σταμάτησε από μόνη της, οι κυνηγοί έτρεξαν προς το μέρος της με μια τελετουργική αδεξιότητα. Προφανώς το αντικείμενο των προσπαθειών τους δεν ήταν να χτυπήσουν τον Χρόνο με την μπάλα, ούτε να τον βγάλουν από τη μέση. Οι κυνηγοί συνωμοτούσαν πώς να μεγαλώσουν τη δόξα του Χρόνου προβάλλοντας μια επιδεικτικά ασθενή αντίσταση. Προφανώς ο Χρόνος ήταν το πιο ένδοξο πράγμα που είχαν δει ποτέ τα παιδιά πάνω στον Άρη, και όλη η δική τους δόξα απέρρεε από τη σχέση τους μ' αυτόν. Έτσι ήταν πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να μεγαλώσουν τη δόξα του. Ο νεαρός Χρόνος χώθηκε στη βάση του τέρματος μέσα σ' ένα σύννεφο σκουριάς. Ένας κυνηγός του πέταξε την μπάλα - πολύ αργά, πολύ αργά, πάρα πολύ αργά. Ο κυνηγός καταράστηκε την τύχη του τελετουργικά. Ο νεαρός Χρόνος στάθηκε όρθιος, ξεσκόνισε τα ρούχα του, φίλησε και πάλι το γούρι του και το ευχαρίστησε για άλλο ένα τρέξιμο με ευτυχή κατάληξη. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι όλες οι επιτυχίες του προέρχονταν από το γούρικο μέταλλό του. Το ίδιο πίστευαν και οι συμμαθητές του, το ίδιο πίστευε κρυφά και η μις Φενστερμέηκερ. Η ιστορία αυτού του γούρικου μετάλλου είχε ως εξής: Μια μέρα τα παιδιά του σχολείου οδηγήθηκαν από τη 130
μις Φενστερμέηκερ σε μια εκπαιδευτική επίσκεψη σ' ένα εργοστάσιο φλογοβόλων. Ο διευθυντής του εργοστασίου εξήγησε στα παιδιά όλα τα στάδια της κατασκευής των φλογοβόλων, δηλώνοντας ότι ήλπιζε πως μερικά από τα παιδιά θα έρχονταν να δουλέψουν εδώ όταν μεγάλωναν. Στο τέλος της επίσκεψης, όταν βρίσκονταν στην αίθουσα συσκευασίας, το πόδι του διευθυντή μπερδεύτηκε μέσα σε ένα σπειροειδές κομμάτι ατσαλοκορδέλας, το είδος του μεταλλικού ιμάντα που χρησιμοποιούσε το εργοστάσιο για να δένει τα συσκευασμένα φλογοβόλα. Το σπιράλ αυτό ήταν ένα ακανόνιστα κομμένο κομμάτι κορδέλας που το είχε πετάξει στο διάδρομο του εργοστασίου κάποιος απρόσεκτος εργάτης. Ο διευθυντής γρατζούνισε το πόδι του και έσκισε το παντελόνι του προτού ελευθερωθεί από το μέταλλο αυτό. Έτσι είχε την ευκαιρία να δώσει στα παιδιά το πρώτο κατανοητό μάθημα της ημέρας. Τα 'βαλε, όπως ήταν αναμενόμενο, με το μέταλλο. Το ποδοπάτησε. Όταν αυτό τον γρατζούνισε ξανά, το άρπαξε και το έκοψε με τη μεγάλη ψαλίδα σε κομμάτια των δέκα εκατοστών. Τα παιδιά βρήκαν το θέαμα διδακτικό, συναρπαστικό και ικανοποιητικό. Μετά, καθώς έβγαιναν από το τμήμα συσκευασίας, ο μικρός Χρόνος μάζεψε ένα από τα κομμάτια των δέκα εκατοστών και το έβαλε στην τσέπη του. Το κομμάτι που διάλεξε διέφερε από τα άλλα στο ότι είχε δυο τρύπες. Αυτό ήταν το γούρι του Χρόνου. Έγινε σιγά-σιγά τόσο αναπόσπαστο μέρος του όσο και το δεξί του χέρι. Είναι σαν να λέγαμε ότι το νευρικό του σύστημα προεκτεινόταν στο κομματάκι το μέταλλο. Αν το άγγιζες, άγγιζες τον Χρόνο. Ο Ουνκ, ο λιποτάκτης, σηκώθηκε όρθιος πίσω από το τυρκουάζ ντουβάρι του και βάδισε ζωηρά και επιβλητικά προς την αυλή του σχολείου. Είχε ξηλώσει όλα τα διακριτικά από τη στολή του. Το γεγονός αυτό του έδινε ένα μάλλον επίσημο, πολεμικό παρουσιαστικό, χωρίς να 131
τον εντάσσει σε κάποια ειδική επιχείρηση. Από όλο τον εξοπλισμό που κουβαλούσε πάνω του πριν να λιποτακτήσει, κράτησε μόνο το μαχαίρι του, το Μάουζερ και μια χειροβομβίδα. Τα τρία αυτά όπλα τα άφησε κρυμμένα πίσω από το ντουβάρι, μαζί με το κλεμμένο ποδήλατο. Ο Ουνκ βάδισε προς τη μις Φενστερμέηκερ. Της είπε ότι επιθυμούσε να έχει αμέσως μια ιδιωτική συνομιλία με τον νεαρό Χρόνο - για σοβαρή αιτία. Δεν της είπε ότι ήταν ο πατέρας του παιδιού. Η πατρότητα δεν του έδινε κανένα δικαίωμα σε τίποτε. Η ιδιότητα του επίσημου ανακριτή του έδινε το δικαίωμα να ζητήσει ό,τι ήθελε. Η άτυχη μις Φενστερμέηκερ δεν ήθελε πολλά για να ξεγελαστεί. Συμφώνησε να επιτρέψει στον Ουνκ να μιλήσει με το παιδί στο γραφείο της. Το γραφείο της ήταν γεμάτο με αβαθμολόγητες σχολικές εργασίες, μερικές από τις οποίες ήταν ήδη πέντε χρονών. Είχε μείνει πολύ πίσω στη δουλειά της - τόσο πίσω που είχε επιβάλει μορατός ουμ στη σχοΰκή εργασία ώσπου να προλάβει την καθυστερούμενη βαθμολόγηση. Μερικοί από τους σωρούς των εργασιών είχαν κατολισθήσει, σχηματίζοντας παγετώνες που έφταναν ώς κάτω στο γραφείο της, το χωλ, ακόμη και στην ιδιωτική της τουαλέτα. Ένα ανοιχτό ντουλάπι με δυο συρτάρια ήταν γεμάτο με τη συλλογή της από πέτρες. Κανείς δεν έκανε ποτέ έλεγχο στη μις Φενστερμέηκερ. Κανείς δεν ενδιαφερόταν. Ήταν κάτοχος ενός διπλώματος δασκάλας που είχε εκδοθεί στην Πολιτεία της Μινεσότα, στις Η.Π.Α., Γη, Ηλιακό Σύστημα, Γαλαξίας, κι αυτό αρκούσε. Γι' αυτή την πρώτη συνάντηση με τον γιο του, ο Ουνκ κάθησε στο γραφείο της, ενώ ο γιος του ο Χρόνος στάθηκε όρθιος μπροστά του. Ήταν επιθυμία του Χρόνου να παραμείνει όρθιος. Ο Ουνκ, καθώς προσχεδίαζε τα πράγματα που θα έλεγε, άνοιξε αφηρημένα τα συρτάρια του γραφείου της μις Φενστερμέηκερ και είδε ότι κι αυτά ήταν γεμάτα πέτρες. Ο νεαρός Χρόνος ήταν πονηρός και εχθρικός και σκέ132
φτηκε αμέσως να πει κάτι πριν να μιλήσει ο Ουνκ. «Σαχλαμάρες», είπε. «Τι;» έκανε ο Ουνκ. «Ό,τι και να πεις - είναι σαχλαμάρες», είπε ο οκτάχρονος νεαρός. «Τι σε κάνει να το νομίζεις αυτό;» ρώτησε ο Ουνκ. «Όλα όσα λέγονται είναι σαχλαμάρες», είπε ο Χρόνος. «Κι άλλωστε τι σε νοιάζει τι νομίζω εγώ; Όταν γίνω δεκατεσσάρων χρόνων θα μου βάλεις αυτό το πράγμα μέσα στο κεφάλι και θα κάνω πάντα αυτό που θέλεις». Αναφερόταν στο γεγονός ότι οι κεραίες δεν έμπαιναν στο κεφάλι των παιδιών παρά μετά τα δεκατέσσερα. Ήταν κάτι που είχε να κάνει^με το μέγεθος του κρανίου. Όταν το παιδί έφτανε τα δεκατέσσερα, το έστελναν στο νοσοκομείο για την επέμβαση. Του ξύριζαν το κεφάλι και οι γιατροί με τις νοσοκόμες του έλεγαν διάφορα αστεία για την είσοδό του στην ενήλικη ζωή. Πριν το μεταφέρουν στο χειρουργείο του ζητούσαν να τους πει ποιο ήταν το αγαπημένο του παγωτό. Όταν το παιδί ξυπνούσε μετά την εγχείρηση, το περίμενε ένα μεγάλο μπωλ μ' αυτό το παγωτό - σφεντάμι, πραλίνα, σοκολάτα, οτιδήποτε. «Λέει και η μητέρα σου σαχλαμάρες;» ρώτησε ο Ουνκ. «Ναι, μετά την τελευταία φορά που γύρισε από το νοσοκομείο», είπε ο Χρόνος. «Κι ο πατέρας σου;» είπε ο Ουνκ. «Δεν ξέρω τίποτε γι' αυτόν», είπε ο Χρόνος. «Δεν δίνω δεκάρα. Είναι κι αυτός πηγμένος στις σαχλαμάρες όπως κι οι άλλοι». «Ποιος δεν είναι πηγμένος στις σαχλαμάρες;» ρώτησε ο Ουνκ. «Εγώ», είπε ο Χρόνος. «Είμαι ο μόνος». «Έλα πιο κοντά», είπε ο Ουνκ. «Γιατί να έρθω;» «Γιατί πρόκειται να σου πω στο αυτί κάτι πολύ σημαντικό». «Αμφιβάλλω», είπε ο Χρόνος. Ο Ουνκ σηκώθηκε από το γραφείο, πέρασε πίσω από τον Χρόνο και του ψιθύρισε στ' αυτί: «Είμαι ο πατέρας 133
σου, μικρέ!» Όταν ο Ουνκ είπε αυτά τα λόγια η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν συναγερμός αυτοκινήτου. Ο Χρόνος έμεινε απολύτως ατάραχος. «Ε, και λοιπόν;» είπε ψυχρά. Δεν είχε λάβει ποτέ του καμιά εκπαίδευση, ούτε είχε δει το παραμικρό παράδειγμα στη ζωή του που θα τον έπειθε ότι ένας πατέρας είναι σημαντικό πράγμα. Πάνω στον Άρη η λέξη αυτή ήταν άνευ συγκινησιακής σημασίας. «Ήρθα να σε πάρω», είπε ο Ουνκ. «Θα βρούμε τρόπο να ξεφύγουμε από δω». Τράνταξε ελαφρά το αγόρι προσπαθώντας να το κάνει να αφρίσει λιγάκι. Ο Χρόνος απομάκρυνε το χέρι του πατέρα του από το μπράτσο του σαν να τραβούσε μια λειχήνα. «Για να κάνουμε τι;» ρώτησε. «Να ζήσουμε!» είπε ο Ουνκ. Το αγόρι κοίταξε τον πατέρα του ψυχρά, αναζητώντας έστω και ένα λόγο να ενώσει την τύχη του μ' αυτό τον ξένο. Ο Χρόνος έβγαλε το μεταλλικό του γούρι από την τσέπη του και το έτριψε στις παλάμες του. Η φανταστική δύναμη που άντλησε από το γούρι του τον έκανε να νιώσει αρκετά ισχυρός ώστε να μην εμπιστεύεται κανέναν και να συνεχίσει να ζει όπως και πριν, μόνος και θυμωμένος. «Εγώ ζω», είπε. «Είμαι μια χαρά», πρόσθεσε. «Πήγαινε στο διάβολο». Ο Ουνκ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Οι γωνίες των χειλιών του κρέμασαν. «Να πάω στο διάβολο;» ψιθύρισε. «Έτσι λέω σ' όλους, να πάνε στο διάβολο», είπε το παιδί. Προσπαθούσε να είναι ευγενικός, αλλά εξαντλήθηκε γρήγορα. «Μπορώ να πάω έξω τώρα να παίξω μπάλα;» «Τολμάς να λες στον ίδιο σου τον πατέρα να πάει στο -διάβολο;» μουρμούρισε ο Ουνκ. Το ερώτημα αντήχησε μέσα στην άδεια μνήμη του Ουνκ αγγίζοντας μια ξεχασμένη γωνία όπου επιζούσαν ακόμη κάποια κομμάτια από τη δική του περίεργη παιδική ηλικία. Η δική του περίεργη παιδική ηλικία είχε ξοδευτεί σε ονειροπολήσεις, όπου φανταζόταν ότι επιτέλους συναντούσε και αγαπούσε έναν πατέρα που δεν ήθελε να τον συναντήσει ούτε να αγαπηθεί απ' αυτόν. 134
«Εγώ - εγώ λιποτάκτησα από το στρατό για να έρθω εδώ - για να σε βρω», είπε ο Ουνκ. Μια σπίθα ενδιαφέροντος άναψε στο βλέμμα του παιδιού και μετά έσβησε. «Θα σε πιάσουν», είπε. «Όλους τους πιάνουν». «Θα κλέψω ένα διαστημόπλοιο», είπε ο Ουνκ. «Θα μπούμε μέσα εγώ, εσύ και η μητέρα σου και θα φύγουμε μακριά!» «Για πού;» είπε το παιδί. «Κάποιο καλό μέρος!» είπε ο Ουνκ. «Πες μου κάποιο καλό μέρος», είπε ο Χρόνος. «Δεν ξέρω. Θα ψάξουμε!» είπε ο Ουνκ. Ο Χρόνος κούνησε συμπονετικά το κεφάλι του. «Λυπάμαι», είπε. «Δεν νομίζω ότι ξέρεις τι λες. Απλώς θα κάνεις να σκοτωθούν ένα σωρό άνθρωποι». «Θέλεις να μείνεις εδώ;» ρώτησε ο Ουνκ. «Είμαι πολύ καλά εδώ», είπε ο Χρόνος. «Μπορώ να πάω έξω να παίξω μπάλα;» Ο Ουνκ άρχισε να κλαίει. Το κλάμα του τρόμαξε το αγόρι. Ποτέ του δεν είχε δει άντρα να κλαίει. Ο ίδιος δεν έκλαιγε ποτέ. «Πάω έξω να παίξω!» φώναξε πανικόβλητο και βγήκε τρέχοντας από το γραφείο. Ο Ουνκ πλησίασε στο παράθυρο του γραφείου και κοίταξε έξω το σιδερένιο γήπεδο. Η ομάδα του μικρού Χρόνου έπαιζε στην άμυνα. Ο μικρός Χρόνος πήγε και στάθηκε μαζί με τους συμπαίκτες του, απέναντι σ' έναν παίκτη που είχε γυρισμένη την πλάτη στον Ουνκ. Ο Χρόνος φίλησε το γούρι του και το φύλαξε στην τσέπη του. «Εμπρός, παιδιά», φώναξε βραχνά. «Εμπρός, με δύναμη! Λιώστε τον!» Η γυναίκα του Ουνκ, η μητέρα του μικρού Χρόνου, ήταν εκπαιδεύτρια στη Σχολή Αναπνοής Σλήμαν για τους Νεοσύλλεκτους. Η αναπνοή Σλήμαν, φυσικά, είναι μια τεχνική που επιτρέπει στον άνθρωπο να επιζήσει στο απόλυτο κενό ή σε αφιλόξενη ατμόσφαιρα χωρίς ειδικό κράνος και άλλους ενοχλητικούς αναπνευστικούς εξοπλισμούς. Η μέθοδος αυτή συνίσταται ουσιαστικά στη λήψη ενός 135
χαπιού πλούσιου σε οξυγόνο. Το αίμα απορροφά το οξυγόνο αυτό από τα τείχη του λεπτού εντέρου και όχι από τους πνεύμονες. Στον Άρη τα χάπια αυτά είναι επισήμως γνωστά σαν Αναπνευστικές Κάψουλες Μάχης, επί το κοινότερο σκονάκια. Η Αναπνοή Σλήμαν είναι πάρα πολύ απλή σε μια ατμόσφαιρα άχρηστη αλλά αβλαβή όπως είναι του Άρη. Το άτομο συνεχίζει να αναπνέει και να μιλάει κανονικά αν και δεν υπάρχει οξυγόνο να απορροφήσουν οι πνεύμονές του. Το μόνο που χρειάζεται είναι να θυμάται να παίρνει τα χαπάκια του τακτικά. Η σχολή στην οποία ήταν εκπαιδεύτρια η γυναίκα του Ουνκ δίδασκε στους νεοσύλλεκτους τις πιο δύσκολες τεχνικές, πόυ ήταν απαραίτητες σε πιο επιβλαβείς ατμόσφαιρες. Αυτό απαιτεί όχι μόνο να παίρνει κανείς τα χάπια του, αλλά να βουλώνει τα αυτιά και τα ρουθούνια του και να κρατά το στόμα του κλειστό. Κάθε απόπειρα αναπνοής ή ομιλίας θα οδηγούσε σε αιμορραγία και πιθανώς σε θάνατο. Η γυναίκα του Ουνκ ήταν μια από τις έξι εκπαιδεύτριες στη Σχολή Αναπνοής Σλήμαν για Νεοσύλλεκτους. Η τάξη της ήταν μια γυμνή, ασπρισμένη αίθουσα χωρίς παράθυρα, με εμβαδόν ενενήντα τετραγωνικά. Γύρωγύρω στον τοίχο υπήρχαν πάγκοι. Πάνω σ' ένα τραπέζι στη μέση της αίθουσας ήταν ένα μπωλ με σκονάκια, ένα άλλο μπωλ με βουλώματα μύτης και αυτιών, ένα ρολό λευκοπλάστ, ψαλίδια, κι ένα μικρό μαγνητόφωνο. Ο ρόλος του μαγνητόφωνου ήταν να παίζει μουσική στο μακρύ διάστημα που δεν είχες τίποτε ^άλλο να κάνεις από το να περιμένεις τη φύση να πάρει το δρόμο της. Σ' ένα τέτοιο διάστημα βρίσκονταν και τώρα τα πράγματα. Η τάξη μόλις είχε καταπιεί τα σκονάκια της. Οι εκπαιδευόμενοι έπρεπε τώρα να καθήσουν ήσυχα στα παγκάκια, να ακούνε μουσική και να περιμένουν να φτάσουν τα σκονάκια ώς το λεπτό τους έντερο. Ο σκοπός που έπαιζε το μαγνητόφωνο ήταν κλεμμένος από μια γήινη ραδιοφωνική εκπομπή. Είχε μεγάλη επιτυχία στη Γη. Επρόκειτο για ένα μουσικό κομμάτι γραμμένο για ένα αγόρι, ένα κορίτσι και καμπάνες καθεδρι-. 136
κού ναού. Το έλεγαν «Ο θεός είναι ο Εσωτερικός Διακοσμητής μας». Το αγόρι και το κορίτσι τραγουδούσαν εναλλάξ τους στίχους και στα χορωδιακά μέρη έκαναν ντουέτο. Οι καμπάνες χτυπούσαν και αντηχούσαν όποτε γινόταν λόγος για κάτι θρησκευτικό. Οι νεοσύλλεκτοι ήταν δεκαεπτά. Φορούσαν μόνο τα νεοαποκτημένα σώβρακά τους με το κλασικό πράσινο της λειχήνας. Ο λόγος που τους είχαν βάλει να γδυθούν ήταν για να μπορεί η εκπαιδεύτρια να συλλάβει με μια ματιά και μόνο τις εξωτερικές σωματικές τους αντιδράσεις στην ανο^οή Σλήμαν. Οι νεοσύλλεκτοι είχαν μόλις ξεμπερδέψει με την αμνησιακή τους θεραπεία και την εγκατάσταση κεραίας στο Νοσοκομείο του Κέντρου Νεοσυλλέκτων. Το κρανίο τους ήταν ξυρισμένο και ο κάθε νεοσύλλεκτος είχε ένα λευκοπλάστ που ξεκινούσε από την κορυφή του κεφαλιού του ως τον αυχένα. Το λευκοπλάστ έδειχνε σε ποιο σημείο είχε τοποθετηθεί η κεραία. Τα μάτια των νεοσύλλεκτων ήταν άδεια σαν τα παρά- · θυρα των εγκαταλελειμμένων πιλοποιείων. Στην ίδια κατάσταση ήταν και τα μάτια της εκπαιδεύτριας, δεδομένου ότι είχε υποστεί κι αυτή ένα πρόσφατο σβήσιμο της μνήμης της. Όταν την έβγαλαν από το νοσοκομείο της είπαν πώς την έλεγαν, πού έμενε και πώς να διδάξει την αναπνοή Σλήμαν - αυτές ήταν όλες κι όλες οι συγκεκριμένες πληροφορίες που της έδωσαν. Πρόσθεσαν κι άλλο ένα στοιχείο: ότι είχε έναν οκτάχρονο γιο που τον έλεγαν Χρόνο και ότι μπορούσε να τον επισκέπτεται κάθε Τρίτη απόγευμα στο σχολείο, αν ήθελε. Το όνομα της εκπαιδεύτριας αυτής που ήταν μητέρα του Χρόνου και γυναίκα του Ουνκ ήταν Μπη. Φορούσε μια πράσινη φόρμα στο χρώμα της λειχήνας, λευκά αθλητικά παπούτσια και στο λαιμό της είχε κρεμασμένη μια σφυρίχτρα κι ένα στηθοσκόπιο. Πάνω στην μπλούζα της φόρμας της ήταν γραμμένο αναγραμματισμένα το όνομά της. Τώρα κοίταξε ένα ρολόι στον τοίχο. Είχε περάσει πια 137
αρκετή ώρα ώστε ακόμη και το πιο βραδυκίνητο πεπτικό σύστημα να έχει μεταφέρει τα σκονάκια στο λεπτό έντερο. Σηκώθηκε όρθια, έκλεισε το μαγνητόφωνο και φύσηξε τη σφυρίχτρα της. «Στη γραμμή!» διέταξε. Οι νεοσύλλεκτοι δεν είχαν λάβει ακόμη τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση, και γι' αυτό ήταν ανίκανοι να σταθούν όπως πρέπει στη γραμμή. Πάνω στο δάπεδο ήταν χαραγμένα τετράγωνα μέσα στα οποία έπρεπε να σταθούν προκειμένου να σχηματίσουν αρμονικές σειρές και γραμμές. Άρχισε να παίζεται τώρα ένα παιχνίδι σαν αυτό της άδειας καρέκλας, όπου πολλοί νεοσύλλεκτοι με γυάλινα μάτια όρμησαν στο ίδιο τετράγωνο. Πάντως τελικά ο καθένας βρήκε το δικό του τετράγωνο. «Εντάξει τώρα», είπε η Μπη, «πάρτε τα βουλώματά σας και βουλώστε μύτες και αυτιά». Οι νεοσύλλεκτοι κρατούσαν τα βουλώματα στις υγρές τους παλάμες. Βούλωσαν μ' αυτά τις μύτες και τα.αυτιά τους. Η Μπη προχώρησε τώρα από νεοσύλλεκτο σε νεοσύλλεκτο φροντίζοντας να βεβαιωθεί ότι όλα τα αυτιά και οι μύτες ήταν βουλωμένες. «Εντάξει», είπε όταν τέλειωσε την επιθεώρηση. «Πολύ καλά», πρόσθεσε. Έπιασε τώρα από το τραπέζι το ρολό με το λευκοπλάστ. «Τώρα θα σας αποδείξω ότι δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσετε τους πνεύμονές σας από τη στιγμή που παίρνετε Αναπνευστικές Κάψουλες Μάχης - ή όπως θα συνηθίσετε σε λίγο να τα αποκαλείτε, σκονάκια». Χώθηκε ανάμεσα στις γραμμές, κόβοντας κομμάτια λευκοπλάστ και κλείνοντας μ' αυτά τα στόματα. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Όταν τελείωσε, κανείς δεν διέθετε το απαραίτητο άνοιγμα για να φέρει αντίρρηση. Η Μπη σημείωσε το χρόνο και μετά έβαλε πάλι μπρος τη μουσική. Τα επόμενα είκοσι λεπτά δεν θα είχε να κάνει τίποτα εκτός από το να παρατηρεί τις χρωματικές αλλαγές στα γυμνά σώματα, και τους επιθανάτιους σπασμούς στα βουλωμένα, άχρηστα πνευμόνια. Κανονικά τα σώματα έπρεπε να μπλαβίσουν, μετά να κοκκινίσουν και μετά να ξαναγίνουν φυσιολογικά (όλα αυτά μέσα σε 138
είκοσι λεπτά) και οι θώρακες να αρχίσουν να συσπώνται βιαίως, μετά να ατονούν και να μένουν ακίνητοι. Στο τέλος αυτής της εικοσάλεπτης δοκιμασίας, ο κάθε νοεσύλλεκτος θα είχε καταλάβει πόσο περιττή ήταν η πνευμονική αναπνοή. Κανονικά, ο κάθε νεοσύλλεκτος θα ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του και τα σκονάκια όταν τελείωνε η εκπαίδευσή του, που θα ήταν απολύτως έτοιμος να πηδήσει από το διαστημόπλοιο στο γήινο φεγγάρι ή στον πάτο του γήινου ωκεανού, χωρίς ν' αναρωτηθεί ούτε μια στιγμή για το πού πηδάει. Η Μπη κάθησε στον πάγκο. Μαύροι κύκλοι στεφάνωναν τα όμορφα μάτια της. Οι κύκλοι εμφανίστηκαν στην έξοδό της από το νοσοκομείο και σκούραιναν πιο πολύ κάθε μέρα. Στο νοσοκομείο της είχαν υποσχεθεί ότι θα γινόταν κάθε μέρα και πιο ήρεμη και αποτελεσματική. Της είχαν πει ακόμη ότι αν κατά λάθος δεν συνέβαινε αυτό, έπρεπε να ξαναγυρίσει στο νοσοκομείο για συμπ;ληρωματική βοήθεια. «Όλοι χρειαζόμαστε βοήθεια κάπου-κάπου», της είχε πει ο δρ Μόρις Ν. Κασλ. «Δεν πρέπει να ντρέπεσαι γι' αυτό. Κάποια μέρα ίσως να χρειαστώ εγώ τη βοήθειά σου, Μπη, και τότε δεν θα διστάσω να σου τη ζητήσω». Στο νοσοκομείο την είχαν στείλει όταν έδειξε στον επιθεωρητή της αυτό το σονέτο που είχε γράψει για την αναπνοή Σλήμαν. Κάθε δεσμό σον σπάσε με το αεράκι το ελαφρό, Σφράγισε όλα τα ανοίγματα. Σφίξε το λαιμό σου σαν του τσιγκούνη τη γροθιά, Κρατώντας μέσα τη ζωή σου φυλαγμένη. Εισπνοή, εκπνοή, ποτέ πια, ποτέ πια. Η ανάσα είναι μόνο για τους δειλούς. Κι όταν θα σκίζουμε το θανάσιμο διάστημα, Κοίτα ποτέ να μη μιλήσεις. Αν ο πόνος ή η χαρά σε συνεπάρει Δείξ'το μ'ένα δάκρυ Και δώσε μόνο στην κλειστή ψυχή και την καρδιά σου Μιλιά κι ατμόσφαιρα. Κάθε άνθρωπος είναι ένα νησί καθώς Στο άψυχο διάστημα αρμενίζουμε. 139
Ναι, ο κάθε άνθρωπος είναι ένα νησί Νησί σπιτικό, νησί φρούριο. Η Μπη, που την είχαν στείλει στο νοσοκομείο επειδή έγραψε το ποίημα αυτό, είχε ένα δυνατό πρόσωπο - με ψηλά ζυγωματικά και αγέρωχο ύφος. Έμοιαζε εντυπωσιακά με Ινδιάνο πολεμιστή. Όποιος θα το έλεγε όμως αυτό θα βρισκόταν στην ανάγκη να προσθέσει βιαστικά ότι παρ' όλα αυτά ήταν όμορφη. Τώρα ακούστηκε ένα ξερό χτύπημα στην πόρτα της Μπη. Η Μπη πλησίασε στην πόρτα και άνοιξε. «Ναι;» είπε. Μπροστά της, με φόντο τον άδειο διάδρομο, στεκόταν ένας αναψοκοκκινισμένος και ιδρωμένος άντρας με στολή. Η στολή του δεν είχε καθόλου διακριτικά. Από τον ώμο του κρεμόταν ένα όπλο. Τα μάτια του ήταν βαθιά χωμένα στις κόγχες τους και ανήσυχα. «Αγγελιοφόρος», είπε απότομα. «Μήνυμα για την Μπη». «Εγώ είμαι η Μπη», είπε με δυσφορία η Μπη. Ο αγγελιοφόρος την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω κάνοντάς την να νιώσει γυμνή. Το σώμα του ανάδινε μια ζέστη που την ^ ι γ ε . «Δεν με αναγνωρίζεις;» της ψιθύρισε. «Όχι», είπε εκείνη. Η ερώτηση του την καθησύχασε λίγο. Προφανώς είχε συναντηθεί κι άλλη φορά μαζί του. Κατά συνέπεια αυτός και η επίσκεψή του ήταν πράγμα ρουτίνας - απλώς στο νοσοκομείο είχε ξεχάσει τον άνθρωπο και τη ρουτίνα του. «Ούτε κι εγώ σε θυμάμαι», της ψιθύρισε αυτός. «Με πήγαν στο νοσοκομείο», του είπε, «και μου καθάρισαν τη μνήμη». «Μίλα ψιθυριστά!» της είπε απότομα. «Τι;» είπε η Μπη. «Μίλα ψιθυριστά!» είπε εκείνος. «Με συγχωρείς», ψιθύρισε η Μπη. Φαίνεται ότι οποιαδήποτε δουλειά συνήθιζε να κάνει μ* αυτόν το συγκεκριμένο υπάλληλο την έκανε ψιθυριστά. «Έχω ξεχάσει πολλά». «Όλοι έχουμε ξεχάσει!» της ψιθύρισε θυμωμένα. Έριξε μια ματιά στο διάδρομο. «Είσαι η μητέρα του Χρό140
νου, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ψιθυριστά. «Ναι», του απάντησε ψιθυριστά εκείνη. Τώρα ο περίεργος αγγελιοφόρος συγκέντρωσε το βλέμμα του πάνω στο πρόσωπό της. Ανάσανε βαθιά, αναστέναξε, έσμιξε τα φρύδια ανοιγοκλείνοντας πολλές φορές τα μάτια του. «Ποιο - ποιο είναι το μήνυμα;» ρώτησε ψιθυριστά η Μπη. «Το μήνυμα είναι αυτό», είπε ψιθυριστά ο αγγελιοφόρος. «Εγώ είμαι ο πατέρας του Χρόνου. Μόλις λιποτάκτησα από το Στρατό. Με λένε Ουνκ. Σκοπεύω να βρω κάποιον τρόπο να το σκάσουμε,από δω, εγώ, εσύ, το παιδί και ο καλύτερός μου φίλος. Ακόμη δεν ξέρω πώς θα γίνει αυτό, πρέπει όμως να είσαι έτοιμη!» Της έδωσε τη χειροβομβίδα. «Κρύφ' το αυτό κάπου», ψιθύρισε. «Όταν έρθει η ώρα μπορεί να το χρειαστείς». Δυνατές φωνές ακούστηκαν από τη ρεσεψιόν, στην άλλη άκρη του διαδρόμου. «Είπε ότι ήταν ειδικός αγγελιοφόρος!» φώναξε ένας άντρας. «Εμένα μον λες πως είναι αγγελιοφόρος!» φώναξε ένας άλλος. «Είναι λιποτάκτης εν καιρώ πολέμου! Ποιον ήρθε να δει;» «Δεν είπε. Είπε πως ήταν άκρως εμπιστευτικό!» Μια σφυρίχτρα ακούστηκε. «Έξι από σας να 'ρθουν μαζί μου!» φώναξε ο άντρας. «θα ψάξουμε το κτίριο δωμάτιο με δωμάτιο. Οι υπόλοιποι να το περικυκλώσουν απέξω!» Ο Ουνκ έσπρωξε την Μπη και τη χειροβομβίδα της μέσα στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα. Ξεκρέμασε το όπλο του και το έστρεψε πάνω στους βουλωμένους νεοσύλλεκτους. «Μια κίνηση να κάνετε, μάγκες, ένα πονηρό βλέμμα να ρίξετε», τους είπε, «και πάτε όλοι χαμένοι». Οι νεοσύλλεκτοι, στημένοι και άκαμπτοι πάνω στα καθορισμένα τετράγωνά τους, δεν αντέδρασαν κατά κανένα τρόπο. Τα σώματά τους είχαν ένα ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Οι θώρακές τους σπαρταρούσαν. Όλη η προσοχή του κάθε νεοσύλλεκτου ήταν συγκεν141
τρωμένη σε ένα μικρό, λευκό και ζωογόνο χάπι που διαλυόταν μέσα στο δωδεκαδάκτυλό τους. «Πού μπορώ να κρυφτώ;» ρώτησε ο Ουνκ. «Από πού μπορώ να φύγω;» Κάθε απάντηση εκ μέρους της Μπη ήταν περιττή. Δεν υπήρχε κανένα μέρος να κρυφτεί κανείς. Κι όσο για να βγει, η μόνη έξοδος ήταν η πόρτα του διαδρόμου. Δεν έμενε στον Ουνκ παρά μία λύση, κι αυτή διάλεξε. Γδύθηκε ώσπου έμεινε με το πράσινο, στο χρώμα της λειχήνας, σώβρακό του, έκρυψε το όπλο του κάτω από ένα πάγκο, βούλωσε τ' αυτιά και τα ρουθούνια του, έκλεισε το στόμα του με λευκοπλάστ και στάθηκε στη γραμμή μαζί με τους νεοσύλλεκτους. Το κρανίο του ήταν ξυρισμένο σαν των άλλων. Και σαν τους άλλους, ο Ουνκ είχε μια λωρίδα λευκοπλάστ από την κορυφή του κεφαλιού ώς τον αυχένα του. Η στρατιωτική του επίδοση ήταν τόσο τραγελαφική που οι γιατροί στο νοσοκομείο του είχαν ανοίξει το κεφάλι για να δουν μήπως υπέφερε από δυσλειτουργία της κεραίας. Η Μπη επιθεώρησε το δωμάτιο με υπνωτισμένη ηρεμία. Κρατούσε τη χειροβομβίδα που της είχε δώσει ο Ουνκ λες και ήταν ένα βάζο μ' ένα τέλειο τριαντάφυλλο. Μετά πήγε στο μέρος που είχε κρύψει το όπλο του ο Ουνκ και έβαλε δίπλα τη χειροβομβίδα - προσεκτικά, με το σεβασμό που οφείλει κανείς στην ξένη ιδιοκτησία. Μετά γύρισε στη θέση της στο τραπέζι. Δεν κοίταζε τον Ουνκ, ούτε όμως απέφευγε το βλέμμα του. Όπως της είχαν πει στο νοσοκομείο, είχε αρρωστήσει πολύ, πολύ βαριά, και θα αρρώσταινε και πάλι πολύ, πολύ βαριά αν δεν αφοσιωνόταν αποκλειστικά στη δουλειά της, αφήνοντας τους άλλους να σκέφτονται και να ανησυχούν. Η ίδια έπρεπε, με κάθε θυσία, να διατηρεί την ηρεμία της. Οι απειλητικές και μετά απογοητευμένες κραυγές των ανθρώπων που έψαχναν τα δωμάτια πλησίαζαν αργά. Η Μπη αρνήθηκε να ανησυχήσει για οτιδήποτε. Ο Ουνκ, παίρνοντας θέση ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους, είχε μεταβληθεί σε έναν ανώδυνο γρίφο. Παρατηρώντας τον επαγγελματικά, η Μπη διαπίστωσε ότι το σώμα του 142
Ουνκ έκλινε προς το γαλαζοπράσινο αντί για το καθαρό μπλε. Αυτό μπορεί να σήμαινε ότι είχε πολλές ώρες να πάρει χαπάκια - οπότε και σύντομα θα σωριαζόταν κάτω. Το να σωριαστεί κάτω ήταν σίγουρα η πιο καθησυχαστική λύση στο πρόβλημα που είχε δημιουργήσει, και η Μπη ήθελε την ησυχία της πάνω απ' όλα. Δεν αμφέβαλλε ούτε στιγμή ότι ο Ουνκ μπορεί να ήταν ο πατέρας του παιδιού της. Η ζωή έτσι ήταν. Δεν τον θυμόταν και δεν είχε καμιά διάθεση να τον παρατηρήσει τώρα, ώστε να τον θυμάται την επόμενη φορά - αν θα υπήρχε επόμενη φορά. Της ήταν άχρηστος. Πρόσεξε τώρα ότι το σώμα του Ουνκ είχε πρασινίσει ακόμα πιο πολύ. Επομένως η διάγνωσή της ήταν σωστή. Όπου να 'ναι θα κατέρρεε. Η Μπη άρχισε να ονειροπολεί. Είδε μπροστά της ένα κοριτσάκι μ' ένα κολαρισμένο κατάλευκο φόρεμα, λευκά γάντια και παπούτσια, ανεβασμένο σ' ένα ολόδικό του λευκό πόνυ. Η Μπη ζήλευε αυτό το κοριτσάκι που είχε μείνει τόσο πεντακάθαρο. Η Μπη αναρωτήθηκε ποιο να ήταν αυτό το κοριτσάκι. Ο Ουνκ σωριάστηκε αθόρυβα σαν ένα τσουβάλι χέλια. Ο Ουνκ ξύπνησε και βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα στην κουκέτα ενός διαστημόπλοιου. Τα φώτα της καμπίνας τον θάμπωσαν. Ο Ουνκ άρχισε να φωνάζει, αλλά ένας φρικτός πονοκέφαλος τον έκανε να σωπάσει. Σηκώθηκε όρθιος με δυσκολία, αρπαγμένος από τους σωλήνες της κουκέτας. Ήταν μόνος του. Κάποιος του είχε ξαναφορέσει τη στολή του. Στην αρχή νόμισε ότι ταξίδευε στο απέραντο διάστημα. Μετά όμως είδε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή στον έξω κόσμο και ότι ο έξω κόσμος ήταν στέρεο έδαφος. Ο Ουνκ όρμησε έξω κι έκανε εμετό. Σηκώνοντας τα δακρυσμένα μάτια του είδε ότι κατά τα φαινόμενα βρισκόταν ακόμη στον Άρη ή σε κάποιο μέρος που θύμιζε πολύ τον Άρη. Ήταν νύχτα. 143
Η σιδερένια πεδιάδα ήταν σπαρμένη με σειρές ολόκληρες διαστημόπλοια. Μπροστά στα μάτια του Ουνκ μια σειρά διαστημοπλοίων εφτά χιλιόμετρα μακριά, ξέκοψε από το σχηματισμό και απογειώθηκε μελωδικά στο διάστημα. Ένας σκύλος γάβγισε, γάβγισε με μια φωνή σαν τεράστιο μπρούτζινο γκονγκ. Και μετά στη νυχτιά πρόβαλε ο σκύλος - τεράστιος και τρομακτικός σαν τίγρης. «Καζάκ!» φώναξε κάποιος μέσα στο σκοτάδι. Ο σκύλος έμεινε ακίνητος υπακούοντας στη διαταγή, υποχρεώνοντας όμως τον Ουνκ να μείνει κολλημένος πάνω στο διαστημόπλοιό του, κάτω από την απειλή των μακριών και υγρών δοντιών του. Το αφεντικό του σκύλου εμφανίστηκε τώρα, με τη φωτεινή δέσμη ενός φακού να χοροπηδάει μπροστά του. Όταν έφτασε μερικά μέτρα μακριά από τον Ουνκ, έβαλε το φακό κάτω από το σαγόνι του. Το κοντράστ ανάμεσα στη φωτεινή δέσμη και τα σκιερά μέρη, έκανε το πρόσωπό του να μοιάζει δαιμονικό. «Γειά σου, Ουνκ», του είπε. Έσβησε το φακό και μετακινήθηκε λίγο έτσι που να φωτίζεται από το φως που έβγαινε από το διαστημόπλοιο. Ήταν μεγαλόσωμος, κάπως μαλθακός και με εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση. Φορούσε την κατακόκκινη στολή και τις τετράγωνες αρβύλες των Χιονοδρόμων Αλεξιπτωτιστών Πεζοναυτών. Το μοναδικό όπλο που κρατούσε ήταν ένα χρυσόμαυρο στρατηγικό ραβδί τριάντα εκατοστών. «Καιρό είχαμε ε;» είπε. Χαμογέλασε με ένα μικρό, μυτερό χαμόγελο. Η φωνή του είχε ένα γλωττιδικό ήχο τενόρου, σαν να έκανε λαρυγγισμούς. Ο Ουνκ δεν θυμόταν ποιος ήταν αυτός ο άντρας, φαίνεται όμως πως ο άντρας γνώριζε καλά τον Ουνκ - τον γνώριζε θερμά. «Ποιος είμαι, Ουνκ;» ρώτησε χαρούμενα ο άντρας. Ο Ουνκ ξαφνιάστηκε. Αυτός πρέπει να ήταν ο Στόνυ Στήβενσον, ο ηρωικός αγαπημένος φίλος του Ουνκ. «Στόνυ;» ψιθύρισε. «Ο Στόνυ;» γέλασε ο άντρας. «Ω, θεέ μου-» είπε, 144
«πολλές φορές ευχήθηκα να ήμουν ο Στόνυ και θα το ευχηθώ ακόμη πολλές φορές». Το έδαφος κουνήθηκε κάτω από τα πόδια τους. Ένας ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε γύρω τους. Γειτονικά πλοία απ' όλες τις πλευρές είχαν απογειωθεί και χάνονταν στο διάστημα. Τώρα το πλοίο του Ουνκ απέμενε μόνο του σ' αυτό το κομμάτι της σιδερένιας πεδιάδας. Τα πιο κοντινά πλοία στο έδαφος απείχαν τώρα γυρω στο ένα χιλιόμετρο. «Αυτό ήταν το σύνταγμά σου που έφυγε, Ουνκ», είπε ο άντρας, «κι εσυ δεν είσαι μαζί τους. Δεν ντρέπεσαι;» «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Ουνκ. «Τι σημασία έχουν τα ονόματα εν καιρώ πολέμου;» είπε ο άντρας. Έβαλε το μεγάλο του χέρι πάνω στον ώμο του Ουνκ. «Ω Ουνκ, Ουνκ, Ουνκ», είπε, «τι τράβηξες κι εσύ». «Ποιος μ' έφερε εδώ;» ρώτησε ο Ουνκ. «Η στρατιωτική αστυνομία, δόξα τω θεώ», είπε ο άντρας. Ο Ουνκ κούνησε το κεφάλι του. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά του. Ένιωθε νικημένος. Δεν είχε πια κανένα λόγο να κρατάει μυστικά, ακόμη και μπροστά σ' έναν άνθρωπο που ίσως είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω του. Όσο για την ίδια τη ζωή και το θάνατο, ο ταλαίπωρος Ουνκ δεν έδινε δεκάρα. «Εγώ - εγώ προσπάθησα να ενώσω την οικογένειά μου», είπε. «Αυτό είναι όλο». «Ο Άρης είναι πολύ κακό μέρος για έρωτα, πολύ κακό μέρος για οικογένεια, Ουνκ», είπε ο άντρας. Φυσικά ο άντρας αυτός ήταν ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Ήταν γενικός διοικητής των πάντων πάνω στον Άρη. Δεν ήταν ενεργός Χιονοδρόμος Αλεξιπτωτιστής Πεζοναύτης, αλλά ήταν ελεύθερος να φορά όποια στολή του γούσταρε, ανεξάρτητα το τι τραβούσαν οι άλλοι για να κερδίσουν ένα τέτοιο προνόμιο. «Ουνκ», είπε ο Ράμφουρντ, «η πιο λυπητερή ερωτική ιστορία που ξέρω, διαδραματίστηκε στον Άρη. Έχεις κέφι να την ακούσεις;» «Μια φορά κι έναν καιρό», είπε ο Ράμφουρντ, «υπήρ145
χε ένας άντρας που τον μετάφεραν από τη Γη στον Άρη με ιπτάμενο δίσκο. Είχε δηλώσει εθελοντής στον Αρειανό Στρατό και φορούσε ήδη τη φανταχτερή στολή του αντισυνταγματάρχη των Δυνάμεων Καταδρομών. Αισθανόταν πολύ κομψός, δεδομένου ότι στη Γη μειονεκτούσε κάπως πνευματικά και υπέθετε, όπως συμβαίνει συχνά στους πνευματικά μειονεκτικούς, ότι η στολή έλεγε ωραία πράγματα γι' αυτόν. »Η μνήμη του δεν είχε ακόμη σβηστεί, ούτε είχε εγκατασταθεί η κεραία στο κρανίο του - ήταν όμως τόσο διαπιστωμένα πιστός Αρειανός, που του είχαν αναθέσει τη διοίκηση του διαστημόπλοιου. Οι στρατολόγοι είχαν μια παρριμία για τους αρσενικούς νεοσύλλεκτους του είδους του - έλεγαν πως είχαν βαφτίσει τα αρχίδια τους Δείμος και Φόβος», είπε ο Ράμφουρντ. «Δείμος και Φόβος είναι τα δυο φεγγάρια του Άρη. »0 αντισυνταγματάρχης αυτός, που δεν διέθετε την παραμικρή στρατιωτική εκπαίδευση, ζούσε την εμπειρία που στη Γη ονομάζεται αναζήτηση τον εαυτού. Αγνοώντας απολύτως την επιχείρηση στην οποία τον είχαν παρασύρει, έδινε διαταγές στους λοιπούς νεοσύλλεκτους οι οποίοι και τον υπάκουαν». Ο Ράμφουρντ σήκωσε ψηλά το δάχτυλό του και ο Ουνκ είδε με κατάπληξη ότι ήταν διαφανές. «Υπήρχε στο διαστημόπλοιο μια κλειδωμένη καμπίνα στην οποία δεν είχε δικαίωμα να μπει», συνέχισε ο Ράμφουρντ. «Το πλήρωμα του εξήγησε δια μακρών ότι η καμπίνα περιείχε την πιο όμορφη γυναίκα που είχε ποτέ μεταφερθεί στον Άρη, και ότι όποιος άντρας την έβλεπε ήταν σίγουρο ότι θα την ερωτευόταν. Ο έρωτας, του είπαν, είναι ικανός να εξουδετερώσει τους πάντες εκτός από τους πιο επαγγελματίες στρατιωτικούς. »0 νέος αντισυνταγματάρχης αισθάνθηκε προσβεβλημένος από την ιδέα ότι δεν ήταν επαγγελματίας στρατιωτικός και χάρισε στο πλήρωμα μια σειρά από ιστορίες για τα ερωτικά του κατορθώματα με πανέμορφες γυναίκες - καμιά από τις οποίες δεν στάθηκε υποτίθεται ικανή να αγγίξει την καρδιά του. Το πλήρωμα διατήρησε το σκεπτικισμό του, επιμένοντας στην άποψη ότι ο αντισυνταγματάρχης ποτέ, σε καμιά από τις ηδονοθηρικές 146
του εκστρατείες, δεν είχε βρεθεί αντιμέτωπος με μια έξυπνη και συγκλονιστική καλλονή σαν κι αυτή που ήταν κλειδωμένη στην καμπίνα. »0 φαινομενικός σεβασμός του πληρώματος απέναντι στον αντισυνταγματάρχη έδειξε να αποσύρεται αισθητά. Οι υπόλοιποι νεοσύλλεκτοι πήραν είδηση την απόσυρση αυτή και απέσυραν τη δική τους. Ο αντισυνταγματάρχης με τη φανταχτερή στολή του άρχισε να νιώθει όπως πραγματικά ήταν, ένα κορδωμένος καραγκιόζης. Κανείς δεν του είπε καθαρά τον τρόπο που θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αξιοπρέπειά του, αλλά ήταν ολοφάνερο. Θα μπορούσε να την ξανακερδίσει μόνον αν κατακτούσε την καλλονή που ήταν κλειδωμένη στην καμπίνα. Αυτό ήταν απολύτως έτοιμος να το κάνει - απεγνωσμένα έτοιμος. »Το πλήρωμα όμως», συνέχισε ο Ράμφουρντ, «συνέχισε να τον προστατεύει από την υποτιθέμενη ερωτική αποτυχία και τη συνακόλουθη ερωτική απογοήτευση. Ο εγωισμός του κεντρίστηκε, φουρτούνιασε, άφρισε, και εξερράγη. »Μια μέρα ήταν όλοι μαζεμένοι και έπιναν στην αίθουσα των αξιωματικών», συνέχισε ο Ράμφουρντ, «και ο αντισυνταγματάρχης που τα είχε κοπανήσει γερά, έλεγε ό,τι του κατέβαινε. Άρχισε πάλι να καυχιέται για τις ερωτικές του επιδόσεις στη Γη. Μετά είδε ότι κάποιος είχε ρίξει μέσα στο ποτήρι του το κλειδί της καμπίνας. »0 αντισυνταγματάρχης γλίστρησε ώς την κλειδωμένη καμπίνα, μπήκε μέσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα», είπε ο Ράμφουρντ. «Η καμπίνα ήταν σκοτεινή, αλλά το εσωτερικό του κεφαλιού του αντισυνταγματάρχη έφεγγε ολόκληρο από το ποτό και από την αναγγελία που θα έκανε το άλλο πρωί στην τραπεζαρία των αξιωματικών. »Εύκολα πήρε τη γυναίκα μέσα στο σκοτάδι, γιατί ήταν μουδιασμένη από το φό6ο και τα ηρεμιστικά», είπε ο Ράμφουρντ. «Ήταν μια ένωση χωρίς χαρά, που δεν ικανοποίησε κανέναν εκτός από τη Μητέρα Φύση, στην πιο άσχημη πλευρά του χαρακτήρα της. »0 αντισυνταγματάρχης δεν ένιωσε υπέροχα. Ένιωσε απαίσια. Σαν ανόητος που ήταν, άναψε το φως με την ελπίδα ότι θα βρει στην εμφάνιση της γυναίκας ένα λόγο 147
υπερήφανειας και δικαίωσης της κτηνωδίας του», συνέχισε θλιβερά ο Ράμφουρντ. «Κουλουριασμένη στην άκρη της κουκέτας είδε μια μάλλον άσχημη τριαντάρα με κοκκινισμένα μάτια και μάγουλα πρησμένα από το κλάμα και την απελπισία. »Σαν να μην έφτανε αυτό, ο αντισυνταγματάρχης διαπίστωσε ότι την ήξερε. Ήταν η γυναίκα που του είχε προφητέψει κάποιος μάντης ότι μια μέρα θα γεννούσε το παιδί του. Την τελευταία φορά που την είχε δει, ήταν τό,σο αγέρωχη και υπεροπτική, και τώρα ήταν τόσο συντετριμμένη, που ακόμη και ο άκαρδος αντισυνταγματάρχης συγκινήθηκε. »0 αντισυνταγματάρχης συνειδητοποίησε τώρα για πρώτη φορά κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν ποτέ - ότι δηλαδή δεν ήταν μόνο το θύμα μιας εγκληματικής μοίρας, αλλά και ένας από τους πιο απάνθρωπους πράκτορές της. Την προηγούμενη φορά που είχαν συναντηθεί, η γυναίκα είχε αφήσει να φανεί ότι τον θεωρούσε γουρούνι. Τώρα της είχε αποδείξει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ήταν πράγματι γουρούνι. »Όπως είχε προφητεύσει το πλήρωμα», συνέχισε ο Ράμφουρντ, «ο αντισυνταγματάρχης έγινε απολύτως άχρηστος σαν στρατιωτικός. Αφοσιώθηκε εντελώς στα λεπτά νήματα της προσπάθειας να ανακουφίσει τη γυναίκα αυτή από τις ταλαιπωρίες. Απόδειξη της επιτυχίας του θα ήταν η παραχώρηση της συγνώμης και της κατανόησης εκ μέρους της. »Όταν το διαστημόπλοιο έφτασε στον Άρη, έμαθε από τις φήμες που κυκλοφορούσαν στο Νοσοκομείο του Κέντρου Νεοσυλλέκτων ότι επρόκειτο να του σβήσουν τη μνήμη του. Κάθησε τότε κι έγραψε για τον εαυτό του μια σειρά από γράμματα με τα πράγματα που δεν ήθελε να ξεχάσει. Το πρώτο γράμμα μιλούσε αποκλειστικά και μόνο για τη γυναίκα που είχε αδικήσει. »Μετά την αμνησιακή θεραπεία του έψαξε να τη βρει και διαπίστωσε ότι εκείνη δεν τον θυμόταν καθόλου. Επιπλέον ήταν έγκυος με το παιδί του. Το πρόβλημά του έγινε τότε πώς να κερδίσει την αγάπη της και, μέσα απ' αυτήν, την αγάπη του παιδιού της. »Αυτό, Ουνκ, προσπάθησε να το καταφέρει, όχι μια 148
φορά, αλλά πολλές», είπε ο Ράμφουρντ. «Βέβαια αποτύγχανε μονίμως. Παρ' όλα αυτά εξακολούθησε να είναι το κύριο πρόβλημα της ζωής του, ίσως γιατί προερχόταν κι αυτός από μια διαλυμένη οικογένεια. »Αυτό που προκαλούσε την αποτυχία του, Ουνκ», είπε ο Ράμφουρντ, «ήταν μια έμφυτη ψυχρότητα εκ μέρους της γυναίκας και ένα ψυχιατρικό σύστημα που θεωρούσε τα ιδανικά της αρειανής κοινωνίας σαν την ύψιστη κοινή λογική. Κάθε φορά που ο άντρας κατάφερνε να μαλακώσει τη γυναίκα του, η στερημένη από κάθε χιούμορ ψυχιατρική αναλάμβανε να τη στερεοποιήσει και πάλι κάνοντάς την ξανά έναν αποτελεσματικό πολίτη. »Τόσο ο άντρας αυτός, όσο και η γυναίκα του, επισκέπτονταν συχνά τα ψυχιατρικά τμήματα των αντίστοιχων νοσοκομείων τους. Και θα πρέπει ίσως να μας βάλει σε σκέψεις το γεγονός», συνέχισε ο Ράμφουρντ, «ότι αυτός ο υπέρτατα στερημένος άντρας ήταν ο μοναδικός Αρειανός που συνέγραψε μια φιλοσοφία και ότι αυτή η υπέρτατα αυτοστερημένη γυναίκα, ήταν η μόνη Αρειανή που έγραψε ένα ποίημα». Ο Βοόζ έφτασε στο πλοίο του ανεφοδιασμού του λόχου από τη Φοίβη, όπου είχε πάει να ψάξει για τον Ουνκ. «Τι στην οργή-» είπε στον Ράμφουρντ, «θα φύγουν όλοι και θα μας αφήσουν εδώ;» Ήταν ανεβασμένος σ' ένα ποδήλατο. Είδε τον Ουνκ. «Να πάρει ο διάβολος, κολλητέ», είπε στον Ουνκ, «έβαλες τον κολλητό σου σε μεγάλους μπελάδες, μάγκα μου. Αλήθεια λέω! Πώς βρέθηκες εδώ;» «Στρατιωτική αστυνομία», είπε ο Ουνκ. «Με τον τρόπο που βρίσκεται κανείς όπου βρίσκεται», είπε εύθυμα ο Ράμφουρντ. «Πρέπει να βιαστούμε, κολλητέ», είπε ο Βοόζ. «Οι μάγκες δεν πρόκειται να επιτεθούν αν δεν έχουν μαζί τους το σκάφος ανεφοδιασμού. Τι πράγμα να υπερασπιστούν;» «Το προνόμιο να είναι ο πρώτος στρατός που πέθανε για μια καλή υπόθεση», είπε ο Ράμφουρντ. «Πώς αυτό;» ρώτησε ο Βοόζ. «Δεν πειράζει, άσ' το», είπε ο Ράμφουρντ. «Μπείτε μέσα τώρα παιδιά, κλείστε τις πόρτες και πατήστε το κουμ149
πί. Πριν να το καταλάβετε θα τους έχετε φτάσει. Τα πάντα δουλεύουν αυτόματα». Ο Ουνκ και ο Βοόζ επιβιβάστηκαν στο πλοίο. Ο Ράμφουρντ κράτησε ανοιχτή την εξωτερική πόρτα. «Βοόζ-» είπε, «αυτό το κόκκινο κουμπί στον κεντρικό άξονα εκεί, είναι το κουμπί της εκκίνησης». «Ξέρω», είπε ο Βοόζ. «Ουνκ-» είπε ο Ράμφουντ. «Ναι;» είπε ανέκφραστα ο Ουνκ. «Αυτή η ιστορία που σου διηγήθηκα - η ερωτική" ιστορία, θυμάσαι; Ξέχασα να σου πω κάτι». «Α, έτσι», είπε ο Ουνκ. «Η γυναίκα της ιστορίας - η γυναίκα που.γέννησε το παιδί αυτού του άντρα», είπε ο Ράμφουρντ. «Η γυναίκα που ήταν η μόνη ποιήτρια πάνω στον Άρη;» «Τι έγινε;» είπε ο Ουνκ. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου το τι έγινε. Δεν είχε πάρει είδηση ότι η γυναίκα στην ιστορία του Ράμφουρντ ήταν η Μπη, η γυναίκα του. «Ήταν παντρεμένη, πολλά χρόνια πριν να φύγει από τον Άρη», είπε ο Ράμφουρντ. «Όμως όταν έπεσε πάνω της ο ασυγκράτητος αντισυνταγματάρχης μέσα στο διαστημόπλοιο που πήγαινε στον Άρη, ήταν ακόμη παρθένα». Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ έκλεισε το μάτι του στον Ουνκ, πριν κλείσει την εξωτερική πόρτα του πλοίου. «Ωραίο αστείο για τον άντρα της, δεν βρίσκεις Ουνκ;» ρώτησε.
150
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Η ΝΙΚΗ
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη θριαμβεύει το καλό το ίδιο συχνά με το κακό. Ο θρίαμβος ενός πράγματος είναι θέμα οργάνωσης. Αν υπάρχει αυτό το είδος που ονομάζουν αγγέλους, ελπίζω να είναι οργανωμένοι στο στυλ της Μαφίας». - ΓΟΥΙΝΣΤΟΝ ΝΑΪΑΣ ΡΑΜΦΟΥΡΝΤ
Έχει λεχθεί ότι ο γήινος πολιτισμός προκάλεσε ώς τώρα δέκα χιλιάδες πολέμους, αλλά μόνον τρία έξυπνα σχόλια πάνω στον πόλεμο - του Θουκυδίδη, του Ιουλίου Καίσαρα και του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ διάλεξε τόσο καλά τις 75.000 λέξεις της Σύντομης Ιστορίας τον Άρη που δεν απομένει τίποτε να ειπωθεί ή να ειπωθεί καλύτερα περί του πολέμου ανάμεσα στη Γη και τον Άρη. Όποιος βρεθεί αναγκασμένος, στη διάρκεια μιας αφήγησης, να περιγράψει τον πόλεμο μεταξύ της Γης και του Άρη, συνειδητοποιεί με απογοήτευση ότι το πράγμα έχει ήδη περιγραφεί με θριαμβική τελειότητα από τον Ράμφουρντ. Η συνήθης διέξοδος για έναν τέτοιο απογοητευμένο ιστορικό είναι να περιγράψει τον πόλεμο με τους πιο γυμνούς, στεγνούς και τηλεγραφικούς όρους και να παραπέμψει τον αναγνώστη στο αριστούργημα του Ράμφουρντ. Μια τέτοια αντιμετώπιση ακολουθούμε εδώ. Ο πόλεμος μεταξύ Άρη και Γης κράτησε 67 γήινες ημέρες. Όλα τα έθνη της Γης δέχτηκαν επίθεση. 151
Τα θύματα από την πλευρά της Γης ήταν 461 νεκροί, 223 τραυματίες, κανένας αιχμάλωτος και 216 αγνοούμενοι. Τα θύματα από την πλευρά του Άρη ήταν 149.315 νεκροί, 446 τραυματίες, 11 αιχμάλωτοι και 46.634 αγνοούμενοι. Στο τέλος του πολέμου όλοι οι Αρειανοί είχαν σκοτωθεί, τραυματιστεί, αιχμαλωτιστεί ή ήταν αγνοούμενοι. Δεν έμεινε ούτε ψυχή στον Άρη. Δεν έμεινε ούτε κτίριο όρθιο στον Άρη. Τα τελευταία κύματα Αρειανών που εισέβαλαν στη Γη ήταν, προς μεγάλη φρίκη των Γήινων που τους περίμεναν με το ντουφέκι, γέροι, γυναίκες και λίγα μικρά παιδιά. Οι Αρειανοί κατέφθασαν ταξιδεύοντας με τα πιο μεγαλοφυή διαστημόπλοια που κατασκευάστηκαν ποτέ στο Ηλιακό Σύστημα. Όσο τα Αρειανά Στρατεύματα είχαν τους πραγματικούς διοικητές τους να τους τηλεκατευθύνουν, πολέμησαν με γενναιότητα, αυταπάρνηση και μια προθυμία αντιμετώπισης του εχθρού που τους εξασφάλισε τον αυθόρμητο θαυμασμό όλων όσων πολέμησαν μαζί τους. Πολύ συχνά όμως τα στρατεύματα έχαναν τους πραγματικούς διοικητές τους, είτε στον αέρα, είτε στο έδαφος: Όταν συνέβαινε αυτό, μια γενική απάθεια καταλάμβανε τους πάντες. Το μεγαλύτερό τους πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι ο οπλισμός τους δεν ξεπερνούσε τον οπλισμό της αστυνομίας. Πολεμούσαν με ντουφέκια, χειροβομβίδες, μαχαίρια, όλμους και μικρούς εκτοξευτές πυραύλων. Δεν διέθεταν πυρηνικά όπλα, τανκς, μέσο ή βαρύ πυροβολικό, αεροπορική κάλυψη, ούτε μεταφορικά μέσα μετά την προσγείωσή τους. Επιπλέον τα αρειανά στρατεύματα δεν είχαν το περιθώριο να αποφασίσουν πού θα προσγειώνονταν τα πλοία τους. Αυτόματοι πιλότοι κατεύθυναν την πορεία, ηλεκτρονικά κυκλώματα που είχαν προκαθοριστεί από τους τεχνικούς στον Άρη, έτσι ώστε τα πλοία να προσγειωθούν σε συγκεκριμένα σημεία της Γης, ανεξάρτητα 152
από το πόσο φρικτές μπορεί να ήταν οι συνθήκες εκεί. Τα μοναδικά όργανα ελέγχου που διέθετε το πλήρωμα των πλοίων ήταν δυο κουμπιά στο κεντρικό μέρος της καμπίνας - το ένα έλεγε ον και το άλλο οφ. Το κουμπί ον έβαζε μπροστά την απογείωση. Το οφ δεν συνδεόταν με τίποτε. Είχε μπει ύστερα από την επιμονή των ειδικών της ψυχικής υγιεινής στον Άρη, που επέμεναν ότι τα ανθρώπινα όντα νιώθουν πάντα πιο ευτυχή μπροστά σ' ένα μηχανισμό όταν πιστεύουν πως έχουν τη δυνατότητα να τον σταματήσουν. Ο πόλεμος ανάμεσα στη Γη και τον Άρη ξεκίνησε όταν 500 Αρειανοί Αυτοκρατορικοί Κομάντος αποβιβάστηκαν στο γήινο φεγγάρι, στις 23 Απριλίου. Δεν συνάντησαν καμιά αντίσταση. Οι μοναδικοί Γήινοι που βρίσκονταν στο φεγγάρι αυτή τη μέρα ήταν 18 Αμερικανοί στο Αστεροσκοπείο Τζέφερσον, 53 Ρώσοι στο Αστεροσκοπείο Λένιν και τέσσερις Δανοί γεωλόγοι που ερευνούσαν τη Θάλασσα των Όμβρων. Οι Αρειανοί ανήγγειλαν ραδιοφωνικά την παρουσία τους στη Γη, ζητώντας την παράδοση της. Μετά έδωσαν κατά την έκφρασή τους «μια γεύση κόλασης» στους Γήινους. Η γεύση αυτή αποδείχτηκε, προς μεγάλη διασκέδαση της Γης, ότι ήταν μια πολύ ελαφριά βροχή από πυραύλους που ο καθένας τους έφερε έξι κιλά ΤΝΤ. Μετά απ' αυτή τη γεύση της κόλασης, οι Αρειανοί είπαν στη Γη ότι η θέση της ήταν.απελπιστική. Η Γη δεν είχε την ίδια γνώμη. Μέσα στις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες η Γη εκτόξευσε 617 θερμοπυρηνικούς πυραύλους εναντίον του αρειανού προγεφυρώματος στο φεγγάρι. Οι 267 απ' αυτούς πέτυχαν το στόχο τους. Αυτές οι εύστοχες βολές, όχι μόνο κονιορτοποίησαν το προγεφύρωμα, αλλά έκαναν και το φεγγάρι ακατάλληλο για ανθρώπινη κατοίκηση για δέκα εκατομμύρια χρόνια τουλάχιστον. Και μέσα στην πολεμική αναταραχή, μια βολή έχασε το στόχο της και χτύπησε το σμήνος των διαστημοπλοίων που κουβαλούσε 15.671 Αρειανούς Αυτοκρατορικούς Κομάντος. Έτσι λύθηκε οριστικά το πρόβλημα των Αρειανών Αυτοκρατορικών Κομάντος. 153
Φορούσαν γυαλιστερές μαύρες στολές, επιγονατίδες και μέσα στις μπότες τους είχαν στερεωμένα μαχαίρια τριάντα πέντε εκατοστών με πριονωτές λάμες. Τα διακριτικά τους ήταν η νεκροκεφαλή με τα σταυρωτά κόκαλα. Το σύνθημά τους ήταν Per aspera ad astra το ίδιο με του Κάνσας, ΗΠΑ, Γη, Ηλιακό Σύστημα, Γαλαξίας. Μετά ακολούθησε μια ανάπαυλα τριάντα δύο ημερών, όσο χρειάστηκε ο κύριος επιθετικός κορμός των Αρειανών να καλύψει το κενό ανάμεσα στους δύο πλανήτες. Αυτή η δύναμη κρούσης αποτελείτο από 81.932 στρατιώτες που ταξίδευαν μέσα σε 2.311 πλοία. Εκπροσωπούσαν όλες τις μονάδες, εκτός βέβαια από τους Αρειανούς Αυτοκρατορικούς Κομάντος. Η Γη δεν έμεινε μέσα στην αγωνιώδη άγνοια όσον αφορά την ημέρα άφιξης αυτής της τρομερής αρμάδας. Οι αρειανοί ραδιοφωνικοί σταθμοί στο φεγγάρι, πριν να γίνουν σκόνη, πρόλαβαν να υποσχεθούν ότι η ακατανίκητη στρατιά τους θα έφτανε εντός τριάντα δύο ημερών. Εντός τριάντα δύο ημερών, τεσσάρων ωρών και δεκαπέντε λεπτών, η Αρειανή Αρμάδα έφτασε και έπεσε κατευθείαν μέσα σ' ένα κατευθυνόμενο από τα ραντάρ θερμοπυρηνικό φράγμα πυρός. Οι επίσημοι υπολογισμοί του αριθμού των θερμοπυρηνικών αντιαεροπορικών πυραύλων που εκτοξεύτηκαν κατά της Αρειανής Αρμάδας είναι περίπου 2.542.670. Πάντως ο πραγματικός αριθμός των πυραύλων που εκτοξεύτηκαν έχει ελάχιστη σημασία, όταν μπορεί κανείς να εκφράσει την ισχύ αυτού του φράγματος πυρός μ' έναν άλλο τρόπο, έναν τρόπο που συμβαίνει να είναι ταυτοχρόνως ποιητικός και αληθινός. Το φράγμα πυρός μετέτρεψε το παραδείσια γαλάζιο χρώμα του γήινου ουρανού σε φλογισμένο πορτοκαλί της κόλασης. Ο ουρανός παρέμεινε σ' αυτό το χρώμα για ενάμιση χρόνο. Από την πανίσχυρη Αρμάδα επέζησαν μόνο 761 πλοία με 26.635 στρατιώτες, οι οποίοι και αποβιβάστηκαν στη Γη. ^ Αν όλα αυτά τα πλοία προσγειώνονταν στο ίδιο σημείο ίσως οι επιζήσαντες να είχαν κάποιες πιθανότητες. Όμως οι ηλεκτρονικοί πιλότοι-πλοηγοί των σκαφών είχαν άλλες απόψεις. Οι πιλότοι-πλοηγοί σκόρπισαν τα 154
υπολείμματα της Αρμάδας στα τέσσερα σημεία του γήινου ορίζοντα. Ομάδες, διμοιρίες και λόχοι ξεχύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις από τα σκάφη, απαιτώντας την άμεση παράδοση πανίσχυρων κρατών. Ένας μοναχικός και σοβαρά καψαλισμένος άντρας που άκουγε στο όνομα Κρίσνα Γκαρού, επιτέθηκε σ' ολόκληρη την Ινδία με μια δίκαννη καραμπίνα. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε κανέναν να τον τηλεκατευθύνει, δεν παραδόθηκε, ώσπου έσκασε το όπλο του. Η μοναδική στρατιωτική επιτυχία των Αρειανών ήταν η κατάληψη μιας κρεαταγοράς στη Βασιλεία της Ελβετίας, από δεκαεπτά Χιονοδρόμους Αλεξιπτωτιστές Πεζοναύτες. Σ' όλα τα άλλα μέρη, οι Αρειανοί αποδεκατίστηκαν πριν καλά-καλά προλάβουν να ξεμυτίσουν. Ο αποδεκατισμός αυτός έγινε τόσο από ερασιτέχνες όσο και από επαγγελματίες. Στη μάχη του Μπόκα Ρέητον, στη Φλόριντα των ΗΠΑ, για παράδειγμα, η κα Λάιμαν Ρ. Πέτερσον πυροβόλησε τέσσερα μέλη των Αρειανών Δυνάμεων Καταδρομών με την 22άρα καραμπίνα του γιου της. Τους έριχνε κάτω έναν-έναν καθώς έβγαιναν από το διαστημόπλοιό τους που είχε προσγειωθεί στην πίσω αυλή της. Παρασημοφορήθηκε μεταθανάτια με το Μετάλλιο Τιμής του Κογκρέσου. Οι Αρειανοί που επιτέθηκαν στο Μπόκα Ρέητον ήταν τα υπολείμματα του λόχου του Ουνκ και του Βοόζ. Χωρίς τον Βοόζ, τον αληθινό τους διοικητή, να τους τηλεκατευθύνει, πολέμησαν άτακτα, για να μην πούμε τίποτε χειρότερο. Όταν τα αμερικανικά στρατεύματα κατέφθασαν στη Μπόκα Ρέητον για να πολεμήσουν τους Αρειανούς, δεν βρήκαν τίποτε να πολεμήσουν. Οι πολίτες τους περίμεναν πανευτυχείς και περήφανοι, έχοντας τακτοποιήσει τα πάντα. Είκοσι τρεις Αρειανοί είχαν κρεμαστεί από τους φανοστάτες στο εμπορικό τετράγωνο, έντεκα είχαν εκτελεστεί δια τουφεκισμού και ένας, ο λοχίας Μπράκμαν, ήταν βαριά τραυματισμένος στη φυλακή. Η συνολική δύναμη εφόδου ήταν τριάντα πέντε άντρες. 155
«Να 'ταν κι άλλοι!» είπε ο Ρος Λ. ΜακΣουόν, δήμαρχος της Μπόκα Ρέητον. Αργότερα έγινε Γερουσιαστής. Παντού σ' όλοκληρη τη Γη οι Αρειανοί σφάχτηκαν μέχρις ενός, ώσπου οι μοναδικοί Αρειανοί που έμειναν όρθιοι και ελεύθεροι στην επιφάνεια της Γης ήταν οι Χιονοδρόμοι Αλεξιπτωτιστές Πεζοναύτες που ξεφάντωναν στην κρεαταγορά της Βασιλείας στην Ελβετία. Τα μεγάφωνα τους πληροφόρησαν ότι η κατάσταση τους ήταν απελπιστική, ότι από πάνω τους καραδοκούσαν βομβαρδιστικά, ότι όλοι οι δρόμοι ήταν μπλοκαρισμένοι από τανκς και επίλεκτο πεζικό, και ότι πενήντα πυροβόλα είχαν τις κάννες στραμμένες πάνω στην κρεαταγορά. Τους είπαν να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά, αλλιώς η κρεαταγορά θα τιναζόταν στον αέρα. «Αρχίδια!» φώναξε ο αληθινός διοικητής των Χιονοδρόμων Αλεξιπτωτιστών Πεζοναυτών. Ακολούθησε μια παύση. Ένα ανιχνευτικό αρειανό σκάφος από το διάστημα έστειλε στη Γη το μήνυμα ότι όπου να 'ναι θα ξεκινούσε μια άλλη επίθεση τόσο τρομερή που παρόμοιά της δεν είχε ξαναδεί κανείς στα χρονικά της ιστορίας των πολέμων. Η Γη γέλασε και ετοιμάστηκε. Από παντού άκουγες τα χαρούμενα πλοπ των ερασιτεχνών που ασκούνταν στα μικρά πυροβόλα όπλα. Νέα στοκ από θερμοπυρηνικά όπλα παραδόθηκαν στις μονάδες εκτόξευσης και εννέα φοβεροί και τρομεροί πύραυλοι εκτοξεύτηκαν εναντίον του ίδιου του Άρη. Ο ένας απ' αυτούς πέτυχε τον Άρη και έσβησε την πόλη Φοίβη και το στρατόπεδο από το πρόσωπο του πλανήτη. Δύο άλλοι χάθηκαν μέσα σ' ένα χρονοσυνκλαστικό ινφουντίμπουλον. Οι υπόλοιποι έγιναν διαστημικά ναυάγια. Το γεγονός ότι χτυπήθηκε ο Άρης δεν είχε απολύτως καμιά σημασία. Κανείς δεν βρισκόταν πια εκεί - ψυχή γεννημένη. Οι τελευταίοι Αρειανοί βρίσκονταν στο δρόμο για τη Γη. Οι τελευταίοι Αρειανοί κατέφθαναν σε τρία κύματα. 156
Με το πρώτο κύμα έρχονταν οι στρατιωτικές εφεδρείες, τα τελευταία εκπαιδευμένα στρατεύματα 26.119 άντρες με 721 σκάφη. Μισή γήινη μέρα πίσω τους έρχονταν 86.912 πρόσφατα οπλισμένοι πολίτες; άντρες, με 1.738 σκάφη. Αυτοί δεν φορούσαν στολές, είχαν ρίξει μόνο μια φορά με το όπλο τους και δεν είχαν απολύτως καμιά εκπαίδευση στη χρήση άλλων όπλων. Μισή γήινη μέρα πίσω απ' αυτούς τους θλιβερούς άσχετους, έρχονταν 1.391 άοπλες γυναίκες και 52 παιδιά με 46 σκάφη. Αυτοί ήταν όλοι κι όλοι οι άνθρωποι και τα πλοία που είχαν απομείνει στον Άρη. Ο ιθύνων νους πίσω από την αρειανή αυτοκτονία ήταν βέβαια ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Η περίτεχνη αυτή αυτοκτονία του Άρη είχε χρηματοδοτηθεί από κέρδη κεφαλαίου οφειλόμενα σε επενδύσεις γης, σε συμμετοχές σε σώου του Μπρόντγουαιη και εφευρέσεις. Δεδομένου ότι ο Ράμφουρντ ήταν σε θέση να προβλέπει το μέλλον, τίποτε πιο εύκολο γι' αυτόν από το να κάνει λεφτά. Το δημόσιο ταμείο των Αρειανών είχε την περιουσία του κατατεθειμένη σε ελβετική τράπεζα, σε λογαριασμούς με κωδικό αριθμό. Ο άνθρωπος που διαχειριζόταν τις αρειανές επενδύσεις, που διοικούσε το Αρειανό Πρόγραμμα Προμηθειών καθώς και την Αρειανή Μυστική Υπηρεσία στη Γη, ο άνθρωπος που έπαιρνε διαταγές κατευθείαν από τον Ράμφουρντ, ήταν ο Ερλ Μόνκριφ, ο γηραιός μπάΐλερ τών Ράμφουρντ. Ο Μόνκριφ, στον οποίο δόθηκε αυτή η σπάνια ευκαιρία στο λυκόφως της υπηρετικής του ζωής, έγινε ο ανενδοίαστος, αποτελεσματικός (ίσως ακόμη και λαμπρός) Πρωθυπουργός Γήινων Υποθέσεων του Ράμφουρντ. Η φαινομενική ταυτότητα του Μόνκριφ παρέμεινε η ίδια. Ο Μόνκριφ πέθανε από γεράματα στο κρεβάτι του, στην πτέρυγα των υπηρετών στον πύργο του Ράμφουρντ, δύο βδομάδες μετά το τέλος του πολέμου. 157
ο κύριος υπεύθυνος για τον τεχνολογικό θρίαμβο της αρειανής αυτοκτονίας ήταν ο Σαλό, ο φίλος του Ράμφουρντ στον Τιτάνα. Ο Σαλό ήταν ένας αγγελιοφόρος από τον πλανήτη Τραλφαμαδόρ του Μικρού Μαγγελανικού Νέφους. Ο Σαλό διέθετε την τεχνογνωσία ενός πολιτισμού με παράδοση εκατομμυρίων γήινων χρόνων, Ο Σαλό είχε ένα χαλασμένο διαστημόπλοιο - που και χαλασμένο ακόμη, όμως, ήταν το πιο εντυπωσιακό διαστημόπλοιο που είχε δει ποτέ το Ηλιακό Σύστημα. Το χαλασμένο πλοίο του, χωρίς τις κάποιες ιδιαίτερες πολυτέλειες που διέθετε, αποτέλεσε το πρωτότυπο για όλα τα διαστημόπλοια του Άρη. Παρά το γεγονός ότι ο Σαλό δεν ήταν πολύ καλός μηχανικός, κατάφερε να μετρήσει προσεκτικά κάθε μέρος του πλοίου του και να σχεδιάσει τα αρειανά αντίγραφά του. Το πιο σημαντικό απ' όλα ήταν το εξής: ο Σαλό διέθετε μια ποσότητα από την ισχυρότερη πηγή ενέργειας που μπορεί κανείς να φανταστεί, τη ΣΘΤΓ ή Συμπαντική Θέληση Του Γίγνεσθαι. Ο Σαλό χάρισε γενναιόδωρα το μισό απόθεμα της ΣΘΤΓ για την αρειανή αυτοκτονία. Ο Ερλ Μόνκριφ, ο μπάτλερ, οργάνωσε τους τομείς των οικονομικών, των προμηθειών και των μυστικών υπηρεσιών με βάση την ωμή δύναμη του χρήματος και με τη βαθιά γνώση των έξυπνων, πονηρών και ανικανοποίητων ψυχών που ζουν πίσω από δουλικά προσωπεία. Τέτοιοι ήταν οι άνθρωποι που δέχτηκαν με χαρά τα αρειανά χρήματα και τις αρειανές παραγγελίες. Δεν ρώτησαν τίποτε. Ήταν ευτυχείς για την ευκαιρία που τους δινόταν να εργαστούν σαν τους τερμίτες, στις υπόγειες στοές του κατεστημένου. Προέρχονταν απ' όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τα τροποποιημένα σχέδια του διαστημόπλοιου του Σαλό αναλύθηκαν σε σχέδια για εξαρτήματα. Αυτά τα σχέδια των εξαρτημάτων μοιράστηκαν από τους πράκτορες του Μόνκριφ σε διάφορους Γήινους κατασκευαστές. Οι κατασκευαστές δεν είχαν ιδέα για τι πράγμα προορίζονταν τα εξαρτήματα. Ήξεραν μόνο ότι το κέρδος τους ήταν καλό. 158
Τα πρώτα εκατό αρειανά σκάφη συναρμολογήθηκαν από τους πράκτορες του Μόνκριφ σε μυστικά υπόστεγα στη Γη. . Τα σκάφη αυτά φορτίστηκαν με τη ΣΘΤΓ που είχε δώσει στον Μόνκριφ ο Ράμφουρντ στο Νιούπορτ. Μπήκαν αμέσως σε κίνηση και μετέφεραν τα πρώτα μηχανήματα και τους πρώτους νεοσύλλεκτους στη σιδερένια πεδιάδα του Άρη όπου θα χτιζόταν η πόλη Φοίβη. Όταν η Φοίβη χτίστηκε, κάθε τροχός της κινιόταν με τη ΣΘΤΓ του Σαλό. Η πρόθεση του Ράμφουρντ ήταν να χάσει ο Άρης τον πόλεμο - να τον χάσει γελοία και φρικτά. Σαν γνώστης του μέλλοντος, ο Ράμφουρντ γνώριζε με βεβαιότητα ότι αυτό θα συνέβαινε - και ήταν ευχαριστημένος. Επιθυμούσε να αλλάξει τον Κόσμο προς το καλύτερο χάρη στη μεγάλη και αξέχαστη αυτοκτονία του Άρη. Όπως λέει και στη Σύντομη Ιστορία τον Άρη: «Όποιος θέλει να αλλάξει τον Κόσμο με ουσιαστικό τρόπο πρέπει να διαθέτει προσωπική γοητεία, καλοπροαίρετη προθυμία να χύσει το αίμα των άλλων και μια πειστική νέα θρησκεία για να την εισάγει στο σύντομο διάστημα των τύψεων και της φρίκης που ακολουθεί συνήθως τις αιματοχυσίες. »Κάθε αποτυχημένη προσπάθεια αρχηγίας στη Γη αποδεικνύεται ότι έχει να κάνει», λέει ο Ράμφουρντ, «με την έλλειψη ενός τουλάχιστον απ' αυτά τα τρία στοιχεία στο πρόσωπο του αρχηγού. »Ας πάψουν πια αυτά τα αρχηγικά φιάσκα όπου εκατομμύρια ανθρώπων σκοτώνονται για το τίποτε, ή κι ακόμη λιγότερο!» τελειώνει ο Ράμφουρντ. «Ας προτιμήσουμε, για αλλαγή, τους δυναμικά καθοδηγούμενους λίγους, που θα σκοτωθούν για πάρα πολλά». Ο Ράμφουρντ είχε συγκεντρώσει αυτούς τους δυναμικά καθοδηγούμενους λίγους στον Άρη και ήταν ο αρχηγός τους. Διέθετε προσωπική γοητεία. Διέθετε καλοπροαίρετη προθυμία να χύσει το αίμα των άλλων. 159
Διέθετε μια πειστική νέα θρησκεία να εισάγει στο τέλος του πολέμου. Διέθετε ακόμη και μεθόδους παράτασης της περιόδου τύψεων και φρίκης που θα ακολουθούσε τον πόλεμο. Οι μέθοδοι αυτοί ήταν παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα: ότι η θριαμβική νίκη της Γης κατά του Άρη ήταν κατ' ουσίαν η κακόγουστη σφαγή άοπλων αγίων, αγίων που είχαν κηρύξει έναν ανίσχυρο πόλεμο κατά της Γης με σκοπό να ενώσουν τους λαούς αυτού του πλανήτη σε μια μονολιθική Αδελφότητα του Ανθρώπου. Η γυναίκα που άκουγε στο όνομα Μπη και ο γιος της ο Χρόνος βρίσκονταν στο τελευταίο κύμα των Αρειανών σκαφών που πλησίασαν στη Γη. Επρόκειτο κατ' ουσίαν για ένα απλό κυματάκι που το αποτελούσαν μόνο σαράντα έξι πλοία. Ο υπόλοιπος στόλος είχε ήδη οδηγηθεί στην καταστροφή του. Το τελευταίο κύμα ή κυματάκι επισημάνθηκε από τη Γη. Δεν βλήθηκε όμως από θερμοπυρηνικούς πυραύλους. Δεν υπήρχαν άλλοι θερμοπυρηνικοί πύραυλοι. Είχαν τελειώσει. Έτσι το κυματάκι κατέβηκε απείραχτο και σκορπίστηκε στα τέσσερα σημεία της Γης. Οι λίγοι Γήινοι που είχαν την τύχη να βρουν μπροστά τους Αρειανούς για να τους πυροβολήσουν, άρχισαν να πυροβολούν πανευτυχείς - ώσπου διαπίστωσαν ότι είχαν για στόχους γυναικόπαιδα. Ο μεγάλος πόλεμος είχε τελειώσει. Η ντροπή, όπως το είχε προβλέψει ο Ράμφουρντ, άρχισε να φωλιάζει στις ψυχές. Το πλοίο που μετέφερε την Μπη, τον Χρόνο και άλλες είκοσι δύο γυναίκες, δεν βρέθηκε κάτω από τα γήινα πυρά όταν προσγειώθηκε. Δεν προσγειώθηκε σε πολιτισμένο μέρος. Έπεσε στη Ζούγκλα του Αμαζονίου, στη Βραζιλία. Μόνον η Μπη και ο Χρόνος επέζησαν. Ο Χρόνος βγήκε από το πλοίο και φίλησε το γούρι του. 160
Ούτε και ο Ουνκ με τον Βοόζ αντιμετώπισαν πυροβολισμούς. Ένα πολύ περίεργο πράγμα του συνέβη όταν πάτησαν το κουμπί ονκαι απογειώθηκαν από τον Άρη. Περίμεναν ότι θα προλάβαιναν το λόχο τους, αλλά τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Δεν είδαν ποτέ κανένα άλλο διαστημόπλοιο. Η εξήγηση ήταν απλή, αν και δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω να τη δώσει: ο Ουνκ και ο Βοόζ δεν ήταν προγραμματισμένοι να πάνε στη Γη - όχι ακόμη τουλάχιστον. Ο Ράμφουρντ είχε προγραμματίσει τον πιλότο-πλοηγό του σκάφους τους να μεταφέρει τον Ουνκ και τον Βοόζ πρώτα στον πλανήτη Ερμή - και από κει στη Γη. Ο Ράμφουρντ δεν ήθελε να σκοτωθεί ο Ουνκ στον πόλεμο. Ο Ράμφουρντ ήθελε να παραμείνει ο Ουνκ σε κάποιο σίγουρο μέρος για δυο χρόνια τουλάχιστον. Μετά ο Ράμφουρντ ήθελε να εμφανιστεί ο Ουνκ στη Γη ως εκ θαύματος. Ο Ράμφουρντ προετοίμαζε τον Ουνκ για έναν κεντρικό ρόλο στο θέαμα που σκόπευε να ανεβάσει για να υποστηρίξει τη νέα του θρησκεία. Ο Ουνκ και ο Βοόζ ένιωσαν πολύ μόνοι και απογοητευμένοι στο διάστημα. Δεν είχαν τίποτε να δουν ή να κάνουν. «Να πάρει η οργή, Ουνκ-» είπε ο Βοόζ, «αναρωτιέμαι τι να 'γιναν οι άλλοι μάγκες». Οι άλλοι μάγκες κρέμονταν τη στιγμή αυτή από τους φανοστάτεςτου εμπορικού τετραγώνου του Μπόκα Ρέητον. Ο αυτόματος πιλότος-πλοηγός του Ουνκ και του Βοόζ, που μεταξύ άλλων κανόνιζε και τα φώτα της καμπίνας, δημιούργησε έναν τεχνητό κύκλο από γήινες νύχτες και μέρες, μέρες και νύχτες, νύχτες και μέρες. Τα μοναδικά πράγματα για διάβασμα που διέθεταν στο πλοίο ήταν δύο κόμικς που τα είχαν ξεχάσει οι εργάτες. Ήταν Ο Τονήτυ και ο Σνλβέστρος που μιλούσε για ένα καναρίνι που είχε τρελάνει ένα γάτο και Οι Άθλιοι, που είχε να κάνει με κάποιον που έκλεψε ένα χρυ161
σό κηροπήγιο από έναν παπά που του είχε φερθεί με καλοσύνη. «Γιατί το πήρε αυτό το κηροπήγιο, Ουνκ;» ρώτησε ο Βοόζ. «Ανάθεμα κι αν ξέρω», είπε ο Ουνκ. «Ανάθεμα κι αν με νοιάζει». Ο πιλότος-πλοηγός μόλις είχε σβήσει τα φώτα της καμπίνας, φέρνοντας τη νύχτα. «Δεν δίνεις δεκάρα για τίποτε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Βοόζ μέσα στο σκοτάδι. «Έτσι είναι», είπε ο Ουνκ. «Δεν δίνω δεκάρα για το πραγματάκι που έχεις μέσα στην τσέπη σου». «Τι έχω μέσα στην τσέπη μου;» είπε ο Βοόζ. «Ένα κόλπο για να κάνει τους ανθρώπους να πονάνε», είπε ο Ουνκ. «Ένα κόλπο για να τους βάζεις να κάνουν ό,τι θέλεις εσύ». Ο Ουνκ άκουσε τον Βοόζ να γρυλίζει και μετά να στενάζει μόνος του, μέσα στο σκοτάδι. Κατάλαβε τότε ότι ο Βοόζ μόλις είχε πατήσει ένα κουμπί στο πράγμα που είχε μέσα στην τσέπη του, ένα κουμπί που υποτίθεται ότι θα άφηνε ξερό τον Ουνκ. Ο Ουνκ δεν έβγαλε άχνα. «Ουνκ-;» είπε ο Βοόζ. «Ναι;» έκανε ο Ουνκ. «Είσαι εδώ, κολλητέ;» ρώτησε κατάπληκτος ο Βοόζ. «Και πού ήθελες να είμαι;» είπε ο Ουνκ. «Νόμιζες ότι είχα εξαερωθεί;» «Είσαι εντάξει, κολλητέ;» ρώτησε ο Βοόζ. «Γιατί να μην είμαι, κολλητέ;» του είπε ο Ουνκ. «Χτες το βράδυ, κολλητέ μου, την ώρα που κοιμόσ^^ρν, κολλητέ μου, έβγαλα αυτή τη βλακεία από την τσέπη σου, κολλητέ μου, την άνοιξα, της έβγαλα τα έντερα, κολλητέ μου, και την παραγέμισα με χαρτί τουαλέτας. Και τώρα, κολλητέ μου, είμαι καθισμένος στην κουκέτα μου, κι έχω το όπλο μου γεμάτο, κολλητέ μου, και σε σημαδεύω στο σταυρό, κολλητέ μου, και για πες μου, κολλητέ μου, τι στην οργή νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις γι' αυτό;» Ο Ράμφουρντ υλοποιήθηκε δυο φορές στη Γη, στο Νιούπορτ, κατά τη διάρκεια του πολέμου ανάμεσα στη 162
Γη και τον Άρη - μια φορά μόλις πριν αρχίσει ο πόλεμος, κι άλλη μια φορά την ημέρα που τελείωσε. Ο σκύλος του κι αυτός δεν είχαν, τότε, την παραμικρή θρησκευτική σημασία. Ήταν απλώς τουριστική ατραξιόν. Το κτήμα των Ράμφουρντ είχε νοικιαστεί από τους κατόχους της υποθήκης σε έναν σώουμαν με τον όνομα Μάρλιν Τ. Λαπ. Ο Λαπ πουλούσε τα εισιτήρια των υλοποιήσεων προς ένα δρλάριο το κομμάτι. Εκτός από την εμφάνιση και την εξαφάνιση του Ράμφουρντ και του σκύλου του, δεν υπήρχαν και σπουδαία πράγματα να δεις. Ο Ράμφουρντ δεν μιλούσε παρά στον Μόνκριφ, τον μπάτλερ του, κι αυτό ψιθυριστά. Σωριαζόταν στην πολυθρόνα του δωματίου που βρισκόταν κάτω από τη σκάλα και ήταν γνωστό με το όνομα Μουσείο του Σκιπ. Σκέπαζε τα μάτια του με το ένα χέρι και με το άλλο κράταγε σφιχτά την αλυσίδα του Καζάκ. Ο Ράμφουρντ και ο Καζάκ χαρακτηρίζονταν σαν φαντάσματα. Έξω από το παράθυρο του μικρού δωματίου είχε στηθεί μια σκαλωσιά και η πόρτα του διαδρόμου είχε καταργηθεί. Δυο σειρές από περίεργους περνούσαν συνεχώς να ρίξουν μια ματιά στον χρόνοσυνκλαστικά ινφουντιμπουλοπαθή άνθρωπο με το σκύλο του. «Δεν φαίνεται να 'χει και μεγάλη διάθεση για κουβέντα, παιδιά» έλεγε ο Μάρλιν Τ. Λαπ. «Πρέπει να καταλάβετε ότι έχει πολλά πράγματα να σκεφτεί. Μη νομίζετε ότι βρίσκεται μόνον εδώ, παιδιά: ο σκύλος του κι αυτός είναι απλωμένοι σ' όλο το διάστημα από δω ώς τον Μπετελγέζ». Ώς την τελευταία μέρα του πολέμου όλη τη δράση και τα ηχητικά εφέ τα προμήθευε κατ' αποκλειστικότητα ο Μάρλιν Τ. Λαπ. «Νομίζω ότι είναι θαυμάσιο εκ μέρους σας, παιδιά, αυτή τη μεγάλη μέρα στην ιστορία του κόσμου, να έρθετε εδώ για να δείτε αυτό το σπουδαίο επιμορφωτικό και εκπαιδευτικό και επιστημονικό έκθεμα», είπε ο Λαπ την τελευταία μέρα του πολέμου. «Αν μιλήσει ποτέ το φάντασμα», είπε ο Λαπ, «θα μας διηγηθεί τα θαύματα του παρελθόντος και του μέλλοντος, θα μας πει για το Σύμπαν πράγματα που κανείς δεν τα έχει ονειρευτεί. Ελπίζω απλώς να είσαστε τυχεροί και 163
να είσαστε εδώ όταν θα θεωρήσει ότι έφτασε ο καιρός να μας πει όλα όσα ξέρει». «Ο καιρός έφτασε», είπε υπόκωφα ο Ράμφουρντ. «Ο καιρός έχει φτάσει από καιρό», ξανάπε ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. «Ο πόλεμος που τελειώνει τόσο θριαμβευτικά σήμερα, ήταν θρίαμβος μόνο για τους αγίους που τον έχασαν. Αυτοί οι άγιοι ήταν Γήινοι σαν κι εσάς. Πήγαν στον Άρη, προετοίμασαν τις ανέλπιδες επιθέσεις τους και πέθαναν ηρωικά για να ενωθούν κάποτε οι Γήινοι σε ένα έθνος - χαρούμενο, αδελφικό και περήφανο. »Η επιθυμία τους, όταν πέθαιναν», είπε ο Ράμφουρντ, «δεν ήταν να εξασφαλίσουν τον Παράδεισο για τον εαυτό τους, αλλά να χαρίσουν στη Γη την αιώνια αδελφότητα του ανθρώπου. »Με σκοπό την πραγματοποίηση αυτής της ευλαβικής επιθυμίας», είπε ο Ράμφουρντ, «σας φέρνω το μήνυμα μιας νέας θρησκείας που πρέπει να γίνει δεκτή με ενθουσιασμό από κάθε γήινη ψυχή. »Τα εθνικά σύνορα», είπε ο Ράμφουρντ, «θα εξαφανιστούν. »Το πάθος του πολέμου», είπε ο Ράμφουρντ, «θα σβήσει. »Κάθε φθόνος, φόβος και μίσος θα σβήσει», είπε ο Ράμφουρντ. «Το όνομα της νέας θρησκείας», είπε ο Ράμφουρντ, «είναι η Εκκλησία του Απολύτως Αδιάφορου θεού. »Το λάβαρο αυτής της εκκλησίας θα είναι χρυσό και μπλε», είπε ο Ράμφουρντ. «Πάνω στο μπλε φόντο θα είναι γραμμένη με χρυσά γράμματα η φράση: Φροντίστε τους Ανθρώπους και ο Μεγαλοδύναμος Θεός θα φροντίσει μόνος τον τον εαυτό του. »Τα δυο βασικά διδάγματα της θρησκείας αυτής είναι τα εξής»^ είπε ο Ράμφουρντ: «Ο ταπεινός άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να βοηθήσει ή να ευχαριστήσει τον Παντοδύναμο Θεό και η Τύχη δεν είναι το χέρι του θεού. »Γιατί θα πρέπει να πιστέψετε σ' αυτή τη θρησκεία αντί για οποιαδήποτε άλλη;» είπε ο Ράμφουρντ. «θα πρέπει να την πιστέψετε γιατί εγώ, σαν πνευματικός αρ164
)(ηγός σας, μπορώ να κάνω θαύματα, ενώ οι άλλοι πνευματικοί αρχηγοί δεν μπορούν. Τι θαύματα μπορώ να κάνω; Μπορώ να προβλέψω με απόλυτη ακρίβεια το τι θα φέρει το μέλλον». Στη συνέχεια ο Ράμφουρντ πρόβλεψε πενήντα μελλοντικά γεγονότα με απόλυτη ακρίβεια. Αυτές οι προβλέψεις καταγράφτηκαν προσεκτικά από ϋους παρισταμένους. Περιττό να πούμε ότι όλες επαληθεύτηκαν εν καιρώ με απόλυτη ακρίβεια. «Τα διδάγματα της θρησκείας αυτής», είπε ο Ράμφουρντ, «μπορεί αρχικά να φανούν δυσνόητα και ασαφή. Με τον καιρό όμως θα γίνουν όμορφα και διαυγή σαν κρύσταλλο. »Αρχίζοντας με κάτι προσωρινά δυσνόητο», είπε ο Ράμφουρντ, «θα σας πω μια παραβολή: »Μια φορά κι έναν καιρό, η τύχη το^'φερε και γεννήθηκε ένα παιδί που το έλεγαν Μαλαχία Κόνσταντ και ί^ταν το πιο πλούσιο παιδί της Γης. Την ίδια μέρα η τύχη CO 'φερε και μια τυφλή γιαγιά έβαλε κατά λάθος το πόδι ϋης σ' ένα πατίνι αφημένο στην κορυφή μιας τσιμεντένιας σκάλας, το άλογο ενός αστυνομικού πάτησε το κεφάλι της μαϊμούς ενός υπαίθριου οργανοπαίκτη, και ένας ληστής τραπεζών με αναστολή βρήκε ένα γραμματόσημο αξίας εννιακοσίων δολαρίων μέσα σ' ένα ξεχασμένο σεντούκι στη σοφίτα του. Σας ρωτώ λοιπόν - είναι ϊ\ τύχη το χέρι του Θεού;» Ο Ράμφουρντ σήκωσε ψηλά ένα δάχτυλο που ήταν διάφανο σαν φλιτζανάκι από πορσελάνη λιμόζ. «Στην επόμενη επίσκεψή μου, σύντροφοι της πίστης», τους είιιε, «θα σας πω μια παραβολή για τους ανθρώπους που κάνουν αυτά που νομίζουν ότι θέλει ο Παντοδύναμος θεός. Στο μεταξύ καλά θα κάνετε, σαν προετοιμασία γι' αυτή την παραβολή, να διαβάσετε ό,τι μπορείτε πάνω πην Ισπανική Ιερά Εξέταση. »Την επόμενη φορά που θα έρθω», είπε ο Ράμφουρντ, !<θα σας φέρω μια Βίβλο αναθεωρημένη έτσι που να συμβαδίζει με τη σύγχρονη εποχή. Θα σας φέρω ακόμη και Λία σύντομη ιστορία του Άρη, μια αληθινή ιστορία για Γους αγίους που πέθαναν ώστε να μπορεί ο κόσμος να 165
ενωθεί και να σχηματίσει την Αδελφότητα του Ανθρώπου. Η ιστορία αυτή θα ραγίσει την καρδιά κάθε ανθρώπου που διαθέτει καρδιά ικανή να ραγίσει». Αμέσως μετά ο Ράμφουρντ και ο σκύλος του εξαί3λώθηκαν. Μέσα στο διαστημόπλοιο που ταξίδευε από τον Άρη στον Ερμή, στο διαστημόπλοιο που μετέφερε τον Ουνκ και τον Βοόζ, ο αυτόματος πιλότος-πλοηγός αποφάσισε ότι μέσα στην καμπίνα ξημέρωσε. Ήταν η αυγή μετά τη νύχτα που ο Ουνκ είχε πει στον Βοόζ ότι το πράγμα που βρισκόταν μέσα στην τσέπη του Βοόζ δεν ήταν πια ικανό να προκαλέσει πόνο. Ο Ουνκ κοιμόταν καθιστός στην κουκέτα του. Το Μάουζέρ του, γεμάτο και οπλισμένο, ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά του. Ο Βοόζ δεν κοιμόταν. Ήταν ξαπλωμένος στην κουκέτα του απέναντι στον Ουνκ. Ο Βοόζ δεν είχε κοιμηθεί ούτε λεπτό. Αν ήθελε μπορούσε τώρα να αφοπλίσει τον Ουνκ και να τον σκοτώσει. Ο Βοόζ όμως είχε αποφασίσει ότι χρειαζόταν έναν κολλητό πολύ πιο πολύ απ' όσο χρειαζόταν ένα μέσο να κάνει τους άλλους να υπακούουν στις διαταγές του. Άλλωστε μέσα σ' αυτή τη νύχτα είχε χάσει κάθε βεβαιότητα σχετικά με το τι ήθελε να κάνουν οι άλλοι. Να μη μείνει μόνος, να μη φοβάται - αυτά είχε αποφασίσει ο Βοόζ ότι ήταν τα σημαντικά πράγματα στη ζωή. Ένας πραγματικός σύντροφος μπορούσε να βοηθήσει σ' αυτά περισσότερο απ' οτιδήποτε. Η καμπίνα γέμισε μ' έναν περίεργο ήχο, κάτί ανάμεσα σε θρόισμα και βήχα. Ήταν γέλιο. Το γέλιο του Βοόζ. Αυτό που τον έκανε περίεργο ήταν ότι ο Βοόζ ποτέ δεν είχε γελάσει μ' αυτό τον ιδιαίτερο τρόπο - δεν είχε γελάσει ποτέ με τα πράγματα που τον έκαναν τώρα να γελάει. Γελούσε με το φρικτό μπέρδεμα στο οποίο βρισκόταν - με το γεγονός ότι σ' όλη τη στρατιωτική του ζωή προσποιόταν ότι γνώριζε τα πάντα και ότι όλα' πήγαιναν πρίμα. Γελούσε με τον ηλίθιο τρόπο που είχε αφήσει να τον 166
χρησιμοποιήσουν - ο Θεός ήξερε ποιος Hca γιατί. «Για τ' όνομα του Θεού, κολλητέ μου», είπε δυνατά, «τι κάνουμε εδώ χαμένοι στο διάστημα; Τι δουλειά έχουμε να φοράμε αυτά τα ρούχα; Ποιος το κυβερνάει αυτό το ηλίθιο σκάφος; Πώς βρεθήκαμε μέσα σ' αυτή την κονσέρβα; Γιατί στην οργή πρέπει να πυροβολήσουμε κάποιον εκεί που θα βρεθούμε; Γιατί στην οργή πρέπει να μας πυροβολήσει κι αυτός; Γιατί στην οργή;» ρώτησε ο Βοόζ. «Πες μου, κολλητέ μου, γιατί;» Ο Ουνκ ξύπνησε κι έστρεψε αυτόματα την κάνη του όπλου του πάνω στον Βοόζ. Ο Βοόζ συνέχισε να γελάει. Έβγαλε τη συσκευή του τηλεχειρισμού από την τσέπη του και την πέταξε στο πάτωμα. «Δεν τη θέλω, κολλητέ μου», είπε. «Καλά έκανες και της ξερίζωσες τα σωθικά. Δεν τη θέλω». Και μετά φώναξε: «Δεν θέλω άλλες τέτοιες αηδίες».
167
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Γ ΕΝΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥΧΟΛΥΓΟΥΝΤ
ΑΡΜΟΝΙΟ: Η μόνη γνωστή μορ(ρή ζωής στον πλανήτη Ερμή. Το αρμόνιο κατοικεί σε σπήλαια. Είναι το πιο χαριτωμένο πλάσμα που μπορεί κανείς να φανταστεί. - Παιδική Εγκυκλοπαίδεια Πραγμάτων και Θαυμάτων Ο πλανήτης Ερμής τραγουδάει σαν κρυστάλλινο ποτήρι. Τραγουδάει συνεχώς. Η μια πλευρά του Ερμή είναι στραμμένη στον Ήλιο. Αυτή η πλευρά ήταν από πάντα στραμμένη στον Ήλιο. Αυτή η πλευρά είναι μια θάλασσα πυρωμένης κάτασπρης σκόνης. Η άλλη πλευρά αντικρίζει το κενό του άπειρου σύμπαντος. Η πλευρά αυτή πάντα αντίκριζε το κενό του άπειρου σύμπαντος. Η πλευρά αυτή είναι ένα δάσος από γιγάντιους ασπρογάλαζους κρυστάλλους, αφάνταστα παγωμένους. Η ένταση ανάμεσα στο καυτό ημισφαίριο της αιώνιας μέρας και το παγερό ημισφαίριο της αιώνιας νύχτας κάμνει τον Ερμή να τραγουδάει. Ο Ερμής δεν έχει ατμόαφαιρα, κι έτσι .το τραγούδι που τραγουδάει απευθύνεται στην αφή. Το τραγουδάκι αυτό είναι πολύ μακρόσυρτο. Ο Ερμής είναι ικανός να κρατήσει μια νότα αυτού του τραγουδιού ίσαμε μια γήινη χιλιετία. Πολλοί πιστεύου^ ότι κάποτε το τραγούδι ήταν γρή168
γορο, ζωηρό, άγριο - αφόρητα πολύχρωμο. Ίσως να ήταν κι έτσι. Βαθιά μέσα στις σπηλιές του Ερμή κατοικούν ζωντανά όντα. Το τραγούδι του πλανήτη τους είναι πολύ σημαντικό γι' αυτά, γιατί τρέφονται με δονήσεις. Τρέφονται από μηχανική ενέργεια. Τα πλάσματα αυτά ζουν κολλημένα πάνω στους τραγουδιστούς τοίχους των σπηλαίων τους. Με τον τρόπο αυτό τρώνε το τραγούδι του Ερμή. Τα σπήλαια του Ερμή είναι θερμά στα βάθη τους. Τα τοιχώματα των σπηλαίων στα βάθη τους φωσφορίζουν. Εκπέμπουν ένα κιτρινωπό φως στο χρώμα του ναρκίσσου. Τα πλάσματα των σπηλαίων είναι διάφανα. Όταν είναι κολλημένα πάνω στα τοιχώματα, το φωσφορίζον φως περνά από μέσα τους. Με τη διαφορά ότι το κιτρινωπό φως των τοίχων μετατρέπεται, καθώς περνά μέσα από το σώμα αυτών των όντων, σ' ένα ζωηρό σμαραγδί σαν της ακουαμαρίνας. Η Φύση είναι υπέροχο πράγμα. Τα όντα των σπηλαίων μοιάζουν πολύ με μικρούς χαρταετούς χωρίς σκελετό. Έχουν σχήμα ρομβοειδές και στην πλήρη τους ανάπτυξη φτάνουν το μισδ μέτρο. Το πάχος τους δεν είναι παραπάνω από το πάχος των τοιχωμάτων ενός μπαλονιού. Το κάθε πλάσμα διαθέτει τέσσερις αδύνατες βεντούζες - μία στην κάθε γωνία. Αυτές του επιτρέπουν να σέρνεται, σαν το σκουλήκι, να προσκολλάται και να ψάχνει τα μέρη που μεταδίδουν καλύτερα το τραγούδι του Άρη. Όταν βρουν ένα μέρος που υπόσχεται ένα καλό γεύμα, τα πλάσματα κολλούν πάνω στον τοίχο σαν υγρό χαρτί ταπετσαρίας. Τα πλάσματα αυτά δεν έχουν ανάγκη κυκλοφοριακού συστήματος. Είναι τόσο λεπτά που οι ζωοδοτικοί κραδασμοί μπορούν να δονήσουν άμεσα όλα τα κύτταρά τους. Τα πλάσματα αυτά δεν έχουν εκκρίσεις. Τα πλάσματα αυτά αναπαράγονται με απολέπιση. Τα 169
μικρά, όταν αποχωρίζονται από το γονιό τους μοιάζουν απαράλλακτα με πιτυρίδα. Δεν υπάρχει παρά μόνον ένα φύλο. Το κάθε πλάσμα απλώς αφήνει να πέσο.υν φολίδες του είδους του, και το είδος του είναι ακριβώς ίδιο με όλα τα άλλα είδη. Καθ' εαυτού παιδική ηλικία δεν υπάρχει. Οι φολίδες αρχίζουν την απολέπιση τρεις περίπου γήινες ώρες μετά τη δική τους απολέπιση. Μετά την ωρίμανση δεν αρχίζουν να φθίνουν και μετά να πεθαίνουν. Φτάνουν στην ωριμότητα και παραμένουν σε πλήρη άνθηση για όσον καιρό συνεχίζει να τραγουδάει ο Ερμής. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να βλάψει το ένα πλάσμα το άλλο, ούτε και κανένας λόγος. Η πείνα, ο φθόνος, η φιλοδοξία, ο φόβος, η αγανάκτηση, η θρησκεία και η λαγνεία είναι έννοιες άγνωστες και άσχετες. Τα πλάσματα (χυτά δεν διαθέτουν παρά μία αίσθηση: την αφή. Διαθέτουν όμως μικρή τηλεπαθητική ικανότητα. Τα μηνύματα που είναι σε θέση να εκπέμπουν και να λαβαίνουν είναι περίπου το ίδιο μονότονα με το τραγούδι του Ερμή. Δεν έχουν παρά δύο πιθανά μηνύματα. Το πρώτο είναι μια αυτοματική απάντηση στο δεύτερο και το δεύτερο είναι μια αυτοματική απάντηση στο πρώτο. Το πρώτο είναι: Εδώ είμαι, εδώ είμαι, εδώ είμαι. Και το δεύτερο είναι: Χαίρομαι που είσαι εδώ, χαίρομαι που είσαι εδώ, χαίρομαι που είσαι εδώ. Υπάρχει ένα τελευταίο χαρακτηριστικό των πλασμάτων αυτών που δεν έχει εξηγηθεί από την άποψη της χρησιμότητας: έχουν την τάση να κολλάνε πάνω στους φωσφορίζοντες τοίχους σχηματίζοντας εντυπωσιακά σχέδια. Παρά το γεγονός ότι είναι τυφλά και απολύτως αδιάφορα απέναντι σ' έναν ενδεχόμενο παρατηρητή, συνήθως τοποθετούνται έτσι που να σχηματίζουν ένα κανονικό και εκθαμβωτικό σχέδιο από εναλλασσόμενους κίτρινους και σμαραγδένιους ρόμβους. Το κίτρινο προέρχεται από τους γυμνούς τοίχους του σπηλαίου. Το 170
σμαραγδί είναι το φως των τοίχων καθώς περνάει μέσα από τα σώματα τους. Η αγάπη τους για τη μουσική και η προθυμία τους να τοποθετούνται με τρόπους που να εξυπηρετούν την αισθητική, ώθησαν τους Γήινους να δώσουν στα πλάσματα αυτά ένα όμορφο όνομα. Τα ονόμασαν αρμόνια. Ο Ουνκ και ο Βοόζ ετοιμάζονταν να προσγειωθούν στη σκοτεινή πλευρά του Ερμή, εβδομήντα εννιά γήινες μέρες μακριά από τον Άρη. Δεν είχαν ιδέα ότι.ο πλανήτης στον οποίο προσγειώνονταν ήταν ο Ερμής. Ο Ήλιος τους φάνηκε τρομακτικά μεγάλος. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να νομίζουν ότι θα προσγειώνονταν στη Γη. Έχασαν τις αισθήσεις τους στη διάρκεια της έντονης επιβράδυνσης. Τώρα άρχισαν να τις ξαναβρίσκουν, παρασυρμένοι μέσα σε μια σκληρή και όμορφη αυταπάτη. Ο Ουνκ και ο Βοόζ νόμισαν ότι το σκάφος τους κατέβαινε αργά ανάμεσα σε ουρανοξύστες φωτισμένους από δέσμες προβολέων. «Δεν μας ρίχνει κανείς», είπε ο Βοόζ. «Ή δεν άρχισε ακόμη ο πόλεμος, ή έχει τελειώσει». Οι χαρούμενες δέσμες που έβλεπαν δεν προέρχονταν από προβολείς. Προέρχονταν από τους πανύψηλους κρυστάλλους που βρίσκονταν στο σύνορο μεταξύ του φωτεινού και του σκοτεινού ημισφαιρίου του Ερμή. Οι κρύσταλλοι αυτοί δέχονταν τις ακτίνες του Ηλίου, τις διαθλούσαν πρισματικά και τις έριχναν στη σκοτεινή πλευρά. Άλλοι κρύσταλλοι της σκοτεινής πλευράς τις δέχονταν και τις αντανακλούσαν. Ήταν πράγματι εύκολο να νομίσει κανείς ότι οι προβολείς έριχναν τις δέσμες τους πάνω σε μια πολιτισμένη μεγαλούπολη. Ήταν εύκολο να ταυτίσει το πυκνό δάσος των γιγαντιαίων λευκογάλαζων κρυστάλλων με φανταχτερούς και πανέμορφους ουρανοξύστες. Ο Ουνκ, στημένος σ' ένα φινιστρίνι, έκλαιγε σιωπηλά. Έκλαιγε για την αγάπη, την οικογένεια, τη φιλία, την αλήθεια, τον πολιτισμό. Τα πράγματα για τα οποία έκλαιγε ήταν όλα αφηρημένες ιδέες, δεδομένου ότι η 171
μνήμη του δεν μπορούσε να προσφέρει παρά ελάχιστα πρόσωπα και αντικείμενα με τα οποία να κατασκευάσει η φαντασία του ένα θείο δράμα. Μερικά ονόματα κροτάλιζαν μέσα στο μυαλό του σαν ξερά κόκαλα. Στόνν Z^SevooVf φίλος.,. Μπη, σύζυγος... Χρόνος, γιος... Οννκ, πατέρας... Το όνομα Μαλαχίας Κόνσταντ του ήρθε στο μυαλό και δεν ήξερε τι να το κάνει. Ο Ουνκ παραδόθηκε σε μια αόριστη ονειροπόληση, έναν αόριστο σεβασμό προς τον υπέροχο λαό και τις υπέροχες ζωές που είχαν παράγει αυτά τα μεγαλειώδη κτίρια που σάρωναν οι δέσμες. Ήταν σίγουρο ότι εδώ απρόσωπες οικογένειες, απρόσωποι φίλοι και ακατονόμαστες ελπίδες θα ανθούσαν σανΗ κατάλληλη παρομοίωση για την άνθηση διέφευγε του Ουνκ. Φαντάστηκε ένα εντυπωσιακό σιντριβάνι, έναν κώνο που σχηματιζόταν από κατερχόμενες γούρνες αυξανόμενου μεγέθους. Δεν ήταν όμως η κατάλληλη εικόνα. Το σιντριβάνι ήταν κατάξερο, γεμάτο χαλασμένες φωλιές πουλιών. Ο Ουνκ ένιωσε έναν ερεθισμό στην άκρη των δαχτύλων του, σαν να είχοτν γδαρθεί από το σκαρφάλωμά του πάνω στις στεγνές γούρνες. Η εικόνα δεν ήταν σωστή. Ο Ουνκ φαντάστηκε ξανά τις τρεις όμορφες κοπέλες που του είχαν γνέψει να τις ακολουθήσει μέσα στη λαδωμένη κάννη του Μάουζέρ του. «Μάγκα μου», είπε ο Βοόζ, «κοιμούνται όλοι - όχι για πολύ όμως!» Γουργούρισε και τα μάτια του άστραψαν. «Όταν ο γερο-Βοόζ και ο γερο-Ουνκ κατέβουν στην πόλη, θα ξυπνήσουν όλοι και θα κάνουν βδομάδες να ξανακοιμηθούν!» Το πλοίο κατευθυνόταν επιδέξια από τον πιλότοπλοηγό του. Τα διάφορα μηχανήματα μιλούσαν νευρικά μεταξύ τους - περιστρέφονταν, γουργούριζαν, κροτάλιζαν, βούιζαν. Συγκέντρωναν πληροφορίες, απέφευγαν κινδύνους και αναζητούσαν έναν ιδανικό τόπο προσγείωσης. Οι σχεδιαστές του πιλότου-πλοηγού είχαν επίτηδες ενσταλάξει uia έμμονη ιδέα στα κυκλώματά του -- και 172
αυτή η έμμονη ιδέα ήταν να αναζητήσει καταφύγιο για τα πολύτιμα στρατεύματα και το υλικό που υποτίθεται ότι θα μετέφερε. Ο πιλότος-πλοηγός όφειλε να εναποθέσει το πολύτιμο στράτευμα και τον εξοπλισμό στα βάθη της πιο βαθιάς τρύπας που θα έβρισκε. Όλα αυτά επειδή υποτίθεται ότι η προσγείωση θα γινόταν κάτω από τα εχθρικά πυρά. Είκοσι γήινα λεπτά αργότερα, ο πιλότος-πλοηγός συνέχιζε ακόμη να μιλά στον εαυτό του - βρίσκοντας όπως πάντα ένα σωρό πράγματα να πει. ' Το σκάφος συνέχιζε να πέφτει και να πέφτει πολύ γρήγορα. Οι υποτιθέμενοι προβολείς και ουρανοξύστες είχαν χαθεί. Τώρα βασίλευε σκοτάδι μαύρο. Μέσα στο σκάφος, η σιωπή δεν είχε πιο ανοιχτό χρώμα. Ο Ουνκ και ο Βοόζ είχαν αρχίσει να διαισθάνονται τι τους είχε συμβεί - έβρισκαν αυτό που τους είχε συμβεί πολύ πιο πέρα από τα λόγια. Διαισθάνονταν σωστά ότι αυτή τη στιγμή τους έθαβαν ζωντανούς. Το πλοίο τραντάχτηκε ξαφνικά, πετώντας στο πάτωμα τον Βοόζ και τον Ουνκ. Το βίαιο τράνταγμα τους προκάλεσε μια βίαιη ανακούφιση. «Φτάσαμε επιτέλους!» φώναξε ο Βοόζ. «Καλώς ήρθαμε!» Μετά, το φρικτό συναίσθημα της ελεύθερης πτώσης συνέχισε. Είκοσι γήινα λεπτά αργότερα, το σκάφος ακόμη έπεφτε μαλακά. Τα τραντάγματα είχαν γίνει πιο συχνά. Για να προστατευτούν από τα τραντάγματα, ο Βοόζ και ο Ουνκ είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι. Είχαν πέσει μπρούμυτα, με τα χέρια πιασμένα από τα ατσάλινα στηρίγματα της κουκέτας τους. Ένας δυνατός τριγμός ακούστηκε πάνω από το θόλο του σκάφους, κάνοντας τον Βοόζ και τον Ουνκ να γυρίσουν τη ματιά τους, από τα μαξιλάρια τους στα φινιστρίνια. Έξω έφεγγε τώρα ένα αχνό κιτρινωπό φως. Φωνάζοντας από χαρά ο Ουνκ και ο Βοόζ όρμησαν 173
στα φινιστρίνια. Τη στιγμή ακριβώς που τα έφταναν, το πλοίο τους πέταξε πάλι κάτω καθώς απελευθερώθηκε από το εμπόδιο του και συνέχισε την πτώση του. Ένα γήινο λεπτό αργότερα, η πτώση σταμάτησε. Ένα ελαφρό κλικ ακούστηκε από τον πιλότο-πλοηγό. Έχοντας εκτελέσει το καθήκον του να μεταφέρει με ασφάλεια το φορτίο του από τον Άρη στον Ερμή σύμφωνα με τις οδηγίες του, είχε κλείσει από μόνος του. Είχε μεταφέρει το φορτίο του στον πάτο ενός σπηλαίου, εκατόν εβδομήντα τέσσερα χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια του Ερμή. Είχε ανοίξει δρόμο μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα υπόγειων στοών ώσπου δεν πήγαινε άλλο. Ο Βοόζ ήταν ο πρώτος που έφτασε κοντά στο φινιστρίνι και κοιτώντας έξω είδε το χαρούμενο καλωσόρισμα που έφτιαχναν με κίτρινους και σμαραγδένιους ρόμβους τα αρμόνια πάνω στους τοίχους. «Ουνκ!» είπε ο Βοόζ. «Να με πάρει ο διάβολος αν δεν μας έφερε κατευθείαν μέσα σ' ένα νυχτερινό κέντρο του Χόλυγουντ!» Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη μια ανακεφαλαίωση της τεχνικής αναπνοής Σλήμαν, προκειμένου να καταλάβουμε καλά όσα συνέβησαν στη συνέχεια. Ο Ουνκ και ο Βοόζ μέσα στη συμπιεσμένη καμπίνα τους έπαιρναν οξυγόνο από τα χαπάκια στο λεπτό τους έντερο. Επειδή όμως ζούσαν σε μια ατμόσφαιρα υπό πίεση, δεν είχαν λόγους να βουλώνουν τα αυτιά και τα ρουθούνια τους, ούτε να κρατάνε κλειστό το στόμα τους. Το σφράγισμα αυτό γίνεται απαραίτητο μόνο σε κενό ή σε δηλητηριώδη ατμόσφαιρα. Ο Βοόζ πίστευε ότι έξω από το διαστημόπλοιο τους περίμενε η υγιεινή ατμόσφαιρα της πατρικής τους Γης. Στην πραγματικότητα έξω δεν υπήρχε παρά μόνον το κενό. Ο Βοόζ άνοιξε και την εσωτερική και την εξωτερική πόρτα του σκάφους με ασυγχώρητη αμέλεια, περιμένοντας μια φιλική εξωτερική ατμόσφαιρα. Η αμέλειά του τιμωρήθηκε με την έκρηξη της μικρής ατμόσφαιρας της καμπίνας προς το εξωτερικό κενό. 174
ο Βοόζ έκλεισε γρήγορα την εσωτερική πόρτα, όχι όμως πριν ο Ουνκ και αυτός αιμορραγήσουν στην προσπάθεια τους να κραυγάσουν από χαρά. Σωριάστηκαν κάτω με το αναπνευστικό τους σύστημα να αιμορραγεί έντονα. Αυτό που τους έσωσε από το θάνατο ήταν ένα απολύτως αυτόματο σύστημα κινδύνου που απάντησε στην έκρηξη με μια άλλη, ανεβάζοντας και πάλι στο φυσιολογικό την πίεση της καμπίνας. «Μαμά μου», είπε ο Βοόζ όταν συνήλθε. «Να πάρει ο διάβολος - αυτός ο τόπος σίγουρα δεν είναι η Γη». Ο Ουνκ και ο Βοόζ δεν πανικοβλήθηκαν. Ξαναβρήκαν τις δυνάμεις τους καταναλώνοντας φαγητό, ανάπαυση, ποτό και χαπάκια. Μετά, βούλωσαν τα αυτιά και τα ρουθούνια τους, έκλεισαν το στόμα τους και άρχισαν να εξερευνούν τα πέριξ. Κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο τάφος τους ήταν βαθύς, δαιδαλώδης, αχανής - χωρίς αέρα, ακατοίκητος από οτιδήποτε έστω και ελάχιστα ανθρώπινο, και μη κατοικήσιμος από οτιδήποτε έστω και ελάχιστα ανθρώπινο. Σημείωσαν την ύπαρξη των αρμονίων, αλλά δεν βρήκαν τίποτε το ενθαρρυντικό στην παρουσία αυτών των πλασμάτων. Τα πλάσματα αυτά τους φάνηκαν αποτρόπαια. Ο Ουνκ και ο Βοόζ δεν πίστεψαν πραγματικά σ' αυτό το μέρος. Το γεγονός ότι δεν το πίστεψαν τους έσωσε από τον πανικό. Γύρισαν στο πλοίο τους. «Εντάξει», είπε ο Βόό^ «Έχει γίνει κάποιο λάθος. Πέσαμε πιο βαθιά απ' ό,τι έπρεπε. Μένει να βρούμε έναν τρόπο ν' ανεβούμε εκεί που ήταν τα κτίρια. Ειλικρινά σου λέω, Ουνκ, μου φαίνεται σαν να μην έχουμε έρθει καν στη Γη. Έχει γίνει κάποιο λάθος, όπως σου είπα, και πρέπει να ρωτήσουμε τους μάγκες στα κτίρια να μας πουν πού βρισκόμαστε». «Εντάξει», είπε ο Ουνκ και έγλειψε τα χείλια του. «Θα πατήσουμε απλώς το κουμπί ον», συνέχισε ο Βοόζ, «και θα πετάξουμε προς τα πάνω σαν πουλάκια». «Εντάξει», είπε ο Ουνκ. 175
«Δηλαδή», είπε ο Βοόζ, «όλοι αυτοί οι μάγκες μέσα orca κτίρια μπορεί να μην ξέρουν τίποτε για εδώ κάτω. Μπορεί να ανακαλύψαμε κάτι που θα τους αφήσει ξερούς». «Βέβαια», είπε ο Ουνκ. Η ψυχή του ένιωθε το βάρος των χιλιομέτρων πέτρας που τη χώριζαν από την επιφάνεια. Η ψυχή του διαισθανόταν την αληθινή φύση της ατυχίας τους. Δεξιά, αριστερά και πάνω τους υπήρχαν περάσματα που διακλαδίζονταν ξανά και ξανά. Και τα κλαδιά αυτά διχάλωναν σε μικρότερα κλαδάκια κι αυτά πάλι σε μικρότερα περάσματα, ίδια με ανθρώπινους πόρους. Η ψυχή του Ουνκ διαισθανόταν, σωστά, ότι ούτε μια διακλάδωση στις δέκα χιλιάδες δεν οδηγούσε στην επιφάνεια. Το διαστημόπλοιο, χάρη στη λαμπρή εφεύρεση του ανιχνευτικού μηχανισμού στο κάτω μέρος του, είχε βρει εύκολα τον τρόπο να κατεβεί μέσα από ένα από τα ελάχιστα περάσματα εισόδου - να κατεβεί υπομονετικά, προχωρώντας όλο και πιο κάτω σε ένα από τα ελάχιστα περάσματα εξόδου. Αυτό που η ψυχή του Ουνκ δεν είχε ακόμη υποπτευθεί ήταν η έμφυτη ηλιθιότητα του πιλότου-πλοηγού στο θέμα της ανόδου. Οι σχεδιαστές του πλοίου δεν σκέφτηκαν ούτε μια στιγμή ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει πρόβλημα ανόδου. Άλλωστε όλα τα αρειανά διαστημόπλοια ήταν προορισμένα να απογειωθούν από τα ελεύθερα διαστημοδρόμια του Άρη και να εγκαταλειφθούν μετά την προσγείωση τους στη Γη. Κατά συνέπεια δεν υπήρχε σχεδόν κανένα σύστημα ανίχνευσης στο πάνω μέρος του σκάφους. «Αντίο, σπηλαιάκι», είπε ο Βοόζ. Με μια άνετη κίνηση ο Ουνκ πάτησε το κουμπί. Ένας βόμβος ακούστηκε από τον πιλότο-πλοηγό. Δέκα γήινα δευτερόλεπτα αργότερα, ο πιλότος-πλοηγός είχε ζεσταθεί. Το πλοίο εγκατέλειψε το πάτωμα του σπηλαίου με ψιθυριστή άνεση, άγγιξε έναν τοίχο, έσυρε την άκρη του πάνω στον τοίχο μ' ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο, χτύπησε το θόλο του πάνω σε μια προεξοχή, έκανε πίσω, χτύπησε 176
πάλι το θόλο του, έκανε πίσω, έξυσε την προεξοχή κάι σκαρφάλωσε πάλι ψιθυριστά. Μετά ακούστηκε πάλι το ανατριχιαστικό τρίξιμο - αυτή τη φορά από όλες τις πλευρές. Κάθε κίνηση ανόδου σταμάτησε. Το πλοίο είχε σφηνώσει μέσα στο συμπαγή βράχο. Ο πιλότος-πλοηγός κλαψούρισε. Έστειλε ένα συννεφάκι από μόυσταρδί καπνό μέσα από το δάπεδο της καμπίνας. Ο πιλότος-πλοηγός σταμάτησε το κλαψούρισμα. Είχε υπερθερμανθεί και η υπερθέρμανση ήταν γι' αυτόν ένα σήμα να βγάλει το σκάφος από κάποιο ολέθριο μπέρδεμα. Αυτό ακριβώς προσπάθησε να κάνει - τρίζοντας. Τα ατσάλινα μέρη βόγγηξαν. Βίδες έσπασαν μ' έναν κρότο σαν πυροβολισμού. Επιτέλους το σκάφος ελευθερώθηκε. Ο πιλότος-πλοηγός ήξερε πότε είχε χάσει την παρτίδα. Οδήγησε το πλοίο πάλι προς τα κάτω, στον πάτο του σπηλαίου, προσγειώνοντάς το ανάλαφρα. Ο πιλότος-πλοηγός έκλεισε μόνος του. Ο Ουνκ πίεσε ξανά το κουμπί ον. Το σκάφος ανέβηκε πάλι με δυσκολία σ' ένα αδιέξοδο πέρασμα, έκανε πάλι πίσω, προσγειώθηκε ξανά στον πάτο του σπηλαίου και έκλεισε. Ο κύκλος αυτός επαναλήφθηκε καμιά δωδεκαριά φορές ώσπου έγινε φανερό ότι αν συνέχιζαν, το πλοίο θα γινόταν βίδες από τα χτυπήματα. Ήδη ο σκελετός του είχε βουλιάξει σε πολλά σημεία. Όταν το πλοίο εγκαταστάθηκε για δωδέκατη φορά στον πάτο της σπηλιάς, ο Ουνκ και ο Βοόζ κατέρρευσαν. Ξέσπασαν σε λυγμούς. «Είμαστε νεκροί, Ουνκ - είμαστε νεκροί», είπε ο Βοόζ. «'Ετσι κι αλλιώς ποτέ δεν υπήρξα ζωντανός απ' όσο θυμάμαι», είπε σπασμένα ο Ουνκ. «Νόμιζα πως τώρα θ' αρχίζαμε επιτέλους να ζούμε». Ο Ουνκ πλησίασε ένα φινιστρίνι και κοίταξε έξω με βουρκωμένα μάτια. Είδε ότι τα πλάσματα που βρίσκονταν πιο κοντά στο 177
φινιστρίνι είχαν σχηματίσει με σμαραγδί περίγραμμα ένα τέλειο, ανοιχτοκίτρινο Σ. Ο σχηματισμός ενός Σ ήταν απολύτως μέσα στα όρια των πιθανών σχημάτων που μπορούν να σχεδιάσουν ανεγκέφελα πλάσματα στην τυχαία κατανομή τους. Μετά όμως ο Ουνκ είδε ότι πριν από το Σ βρισκόταν ένα τέλειο Η. Και πριν από το Η ένα τέλειο Ν. Ο Ουνκ έγειρε λίγο το κεφάλι του και κοίταξε πλάγια μέσα από το φινιστρίνι. Η κίνηση αρτή του επέτρεψε να δει μια εκατοστή περίπου μέτρα τοίχου γεμάτου αρμόνια. Ο Ουνκ έμεινε άναυδος όταν διαπίστωσε ότι τα αρμόνια έγραφαν ένα μήνυμα με λαμπερά γράμματα. Το μήνυμα, που ήταν γραμμένο με ανοιχτοκίτρινα γράμματα μέσα σε σμαραγδί περίγραμμα, ήταν το εξής: ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΤΕΣΤ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ!
178
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η Λ ΥΣΗ ΕΝΟΣ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΣ
Εν αρχή έγινεν ο Θεός ο Ουρανός και η Γη... Και είπεν ο Θεός: «Γεννηθήτω Εγώ το φως», και εγένετο Αυτός το φως. -ΗΕγκεκρψένη και Αναθεωρημένη Βίβλος του Γονίνστον Νάιλς Ραμφουρντ Σαν ένα γευστικότατο μεζέ για το τσάι σάς συστήνουμε τα μικρά αρμόνια, τυλιγμένα σε ρολά και παραγεμισμένα με φρέσκο ανθότυρο από την Αφροδίτη. - Ο Γαλαξιακός Οδηγός Μαγειρικής της Βεατρίκης Ράμφονρντ. Από ψυχική άποψη, οι μάρτυρες του Άρη δεν πέθαναν όταν επιτέθηκαν στη Γη, αλλά όταν στρατολογήθηκαν για την αρειανή πολεμική μηχανή. - Σύντομη Ιστορία του Άρη από τον Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ Βρήκα ένα μέρος όπου μπορώ να κάνω το καλό χωρίς να βλάπτω κανέναν. - Ο ΒΟΟΖ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΑΡΑ ΧΟΡΝ ΚΑΜΠΥ:
Ο Ουνκ και ο Βοόζ στα σπήλαια του Ερμή. Το μεγαλύτερο μπεστ σέλλερ της σύγχρονης εποχής ήταν η Εγκεκριμένη και Αναθεωρημένη Βίβλος του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Αμέσως μετά ερχόταν ο 179
απολαυστικός και ψευδεπίγραφος Γαλαξιακός Οδηγός Μαγειρικής της Βεατρίκης Ράμφουρντ. Τρίτη στη σειρά ήταν η Σύντομη Ιστορία τον Άρη από τον Γονίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Την τέταρτη θέση καταλάμβανε το παιδικό αφήγημα της Σάρα Χορν Κάμπυ: Ο Οννκ και ο Βοόζ στα σπήλαια τον Ερμή. Η γλυκανάλατη ανάλυση της επιτυχίας του βιβλίου αυτού από τον εκδότη φιγουράρει στο εξώφυλλο: «Ποιο παιδί δεν θα 'θελε να ναυαγήσει μ' ένα διαστημόπλοιο γεμάτο χάρμπουργκερ, χοτ ντογκ, κέτσαπ, γκαζόζες και αθλητικά παιχνίδια;» Ο δρ Φρανκ Μάινοτ, στο βιβλίο του Είναι οι Ενήλικοι Αρμόνια; βλέπει κάτι πιο αλλόκοτο στην αγάπη των παιδιών για το βιβλίο αυτό. «Έχουμε άραγε το θάρρος να αναμετρήσουμε», ρωτάει, «πόσο κοντά βρίσκονται ο Ουνκ και ο Βοόζ στην καθημερινή ζωή των παιδιών, όταν ο Ουνκ και ο Βοόζ αντιμετωπίζουν με σεβασμό και σοβαρότητα πλάσματα που κατ*^ ουσίαν είναι τραγικά αδιάφορα, αναίσθητα και βαρετά;» Ο Μάινοτ στην παραβολή των ανθρώπινων γονιών με τα αρμόνια, αναφέρεται στις σχέσεις του Ουνκ και του Βοόζ με τα αρμόνια. Τα εν λόγω αρμόνια έγραφαν για τον Ουνκ και τον Βοόζ ένα νέο μήνυμα ελπίδας ή μια συγκαλυμμένη κοροϊδία κάθε δεκατέσσερις γήινες μέρες - επί τρία χρόνια. Τα μηνύματα αυτά, βέβαια, γράφονταν από τον Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ που υλοποιόταν για λίγο στον Ερμή κάθβ δεκατέσσερις μέρες. Ξεκολλούσε μερικά αρμόνια από δω, πρόσθετε μερικά άλλα από κει, και σχημάτιζε έτσι τα κεφαλαία γράμματα. Στην αφήγηση της κας Κάμπυ, η πρώτη νύξη για την περιοδική παρουσία του Ράμφουρντ στα σπήλαια δίνεται σε μια σκηνή πολύ κοντά στο τέλος - μια σκηνή όπου ο Ουνκ βρίσκει πάνω στη σκόνη τα ίχνη ενός μεγάλου σκύλου. Στο σημείο αυτό της ιστορίας επιβάλλεται, αν κάποιος ενήλικος τη διαβάζει φωναχτά στο παιδί, να κάνει μια παύση και να ρωτήσει το παιδί με μια υπέροχα βραχνή φωνή: «Ποιος ήταν αυτός ο σκύλος;» Ο σκύλος ήταν ο Καζάκ. Ο σκύλος ήταν ο μεγαλόσω180
μος άγριος και χρονοσυνκλαστικο-ινφουντιμπουλόπληκτος σκύλος του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Ο Ουνκ και ο Βοόζ βρίσκονταν ήδη τρία χρόνια πάνω στον Ερμή όταν ανακάλυψε ο Ουνκ τα πατήματα του Καζάκ στη σκόνη του δαπέδου ενός διαδρόμου. Ο Ερμής είχε περιστρέψει τον Ουνκ και τον Βοόζ δεκατεσσερισήμισι φορές γυρω από τον Ήλιο. Ο Ουνκ βρήκε τα πατήματα σ' ένα διάδρομο εννιά χιλιόμετρα πάνω από τη στοά μέσα στην οποία είχε καταλήξει γδαρμένο, βουλιαγμένο και σφηνωμένο το διαστημόπλοιο. Ο Ουνκ δεν έμενε πια μέσα στο διαστημόπλοιο, το ίδιο και ο Βοόζ. Τους χρησίμευε μόνον σαν κοινή αποθήκη προμηθειών στην οποία γύριζαν να πάρουν πράγματα μια φορά το μήνα περίπου. Ο Ουνκ και ο Βοόζ σπάνια συναντιούνταν. Κινούνταν σε πολύ διαφορετικούς κύκλους. Οι κύκλοι μέσα στους οποίους κινιόταν ο Βοόζ ήταν πολύ μικροί. Η κατοικία του ήταν μόνιμη και πολυτελώς επιπλωμένη. Βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το διαστημόπλοιο, απλώς καμιά τριακοσαριά μέτρα πιο κει. Οι κύκλοι του Ουνκ ήταν ευρείς και εναλλασσόμενοι. Δεν είχε σταθερή διαμονή. Ταξίδευε με ελάχιστες αποσκευές και πήγαινε μακριά, σκαρφαλώνοντας όλο και πιο ψηλά ώσπου τον σταμάτησε το κρύο. Εκεί που το κρύο σταμάτησε τον Ουνκ, είχε σταματήσει και τα αρμόνια. Στα ανώτερα στρώματα που περιπλανιόταν ο Ουνκ τα αρμόνια ήταν λίγα και υπανάπτυκτα. Στο ζεστό κατώτερο επίπεδο όπου ζούσε ο Βοόζ τα αρμόνια ήταν πολλά και αναπτύσσονταν γρήγορα. Ο Βοόζ και ο Ουνκ χωρίστηκαν αφού έζησαν μαζί έναν ολόκληρο γήινο χρόνο στο διαστημόπλοιο. Σ' αυτό τον πρώτο χρόνο της κοινής τους ζωής κατάλαβαν και οι δυο ότι δεν θα κατάφερναν να βγουν από εκεί, εκτός αν κάτι ή κάποιος ερχόταν να τους βγάλει. Αυτό το συνειδητοποίησαν καλά παρά το γεγονός ότι τα όντα των τοίχων συνέχισαν να στέλνουν νέα μηνύματα τονίζοντας την αμεροληψία του τεστ στο οποίο υποβάλλονταν ο Ουνκ και ο Βοόζ, την ευκολία με την οποία θα μπορούσαν να ξεφύγουν, απλώς και μόνον αν κάθον181
ταν να σκεφτούν λιγο περισσότερο, αν κατάφερναν να σκεφτούν λίγο πιο βαθιά. «ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ!» έλεγαν τα όντα. Ο Ουνκ και ο Βοόζ χωρίστηκαν ύστερα από μια κρίση παραφροσύνης του Ουνκ, στη διάρκεια της οποίας ο Ουνκ δοκίμασε να σκοτώσει τον Βοόζ. Ο Βοόζ είχε μπει στο διαστημόπλοιο κρατώντας ένα αρμόνιο που ήταν ίδιο και απαράλλαχτο με όλα τα άλλα αρμόνια, λέγοντας; «Δεν είναι. ένα τρισχαριτωμένο πλασματάκ^, Ουνκ;» Ο Ουνκ τότε πήδησε κατευθείαν στο λαιμό του Βοόζ. Ο Ουνκ ήταν γυμνός όταν βρήκε τα πατήματα του σκύλου. Η πράσινη στολή στο χρώμα της λειχήνας και οι μαύρες συνθετικές μπότες των. Αρειανών Δυνάμεων Καταδρομών είχαν γίνει κουρέλια από το τρίψιμο στους βράχους. Τα ίχνη του σκύλου δεν ενθουσίασαν τον Ουνκ. Η ψυχή του Ουνκ δεν πλημμύρισε από τη μουσική της κοινωνικότητας ή το φως της ελπίδας όταν είδε τα ίχνη ενός θερμόαιμου πλάσματος, τις πατημασιές του καλύτερου φίλου του ανθρώπου. Ούτε και άλλαξε πολύ η διάθεσή του όταν στα ίχνη του σκύλου προστέθηκαν τα ίχνη ανθρώπινων παπουτσιών. Ο Ουνκ βρισκόταν σε πόλεμο με το περιβάλλον του. Είχε φτάσει να θεωρεί το περιβάλλον του είτε κακόβουλο είτε πολύ άσχημα οργανωμένο. Η απάντησή του σ' αυτό ήταν να το πολεμήσει με τα μοναδικά όπλα που διέθετε - παθητική αντίσταση και κατάφωρη περιφρόνηση. Τα ίχνη αυτά φάνηκαν στον Ουνκ σαν το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα ακόμη πιο ηλίθιο παιχνίδι που ήθελε να του παίξει το περιβάλλον του. Αποφάσισε να τα ακολουθήσει, αλλά άκεφα, χωρίς ενθουσιασμό. Αποφάσισε να τα ακολουθήσει μόνο και μόνο γιατί δεν είχε κανένα άλλο πρόγραμμα. Θα τα ακολουθούσε. Θα έβλεπε πού πήγαιναν. Το βάδισμά του ήταν διστακτικό και τρεμουλιαστό. Ο άτυχος Ουνκ είχε χάσει πολλά κιλά και πολλά μαλλιά. 182
Γερνούσε με μεγάλη ταχύτητα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και ο σκελετός του ετοιμόρροπος. Ο Ουνκ δεν ξυρίστηκε ποτέ στον Ερμή. Όταν τα μαλλιά και τα γένια του μάκραιναν τόσο που να τον ενοχλούν, τα κλάδευε μ' ένα χασαπομάχαιρο. Ο Βοόζ ξυριζόταν καθημερινά. Δυο φορές τη βδομάδα έκοβε τα μαλλιά του με τη βοήθεια ενός κουρευτικού κιτ από το διαστημόπλοιο. Ο Βοόζ, που ήταν δώδεκα χρόνια νεότερος από τον Ουνκ, ποτέ δεν είχε αισθανθεί τόσο καλά στη ζωή του όσο τώρα. Μέσα στα σπήλαια του Ερμή είχε κερδίσει βάρος - και την ηρεμία του. Το κοίλωμα μέσα στο οποίο είχε στήσει το σπιτικό του ο Βοόζ, περιείχε ένα ντιβάνι, ένα τραπέζι, δυο πολυ-. θρόνες, ένα σάκο του μποξ, έναν καθρέφτη, βαράκια, ένα μαγνητόφωνο και μια μουσική ταινιοθήκη που περιείχε χίλιες εκατό συνθέσεις. Το κοίλωμα μέσα στο οποίο είχε στήσει το σπιτικό του ο Βοόζ διέθετε και πόρτα, ένα στρογγυλό βράχο που κυλούσε κι έκλεινε το στόμιό του. Η πόρτα ήταν απαραίτητη, δεδομένου ότι ο Βοόζ ήταν ο Παντοδύναμος Θεός των αρμονίων. Μπορούσαν να τον εντοπίσουν μόνο και μόνο από το χτύπο της καρδιάς του. Αν αποκοιμιόταν με την πόρτα του ανοιχτή θα ξυπνούσε έχοντας σωριασμένους πάνω του εκατοντάδες χιλιάδες θαυμαστές του. Θα τον άφηναν να σηκωθεί μόνο όταν σταματούσε η καρδιά του να χτυπάει. Ο Βοόζ, όπως και ο Ουνκ, κυκλοφορούσε γυμνός. Φορούσε όμως παπούτσια. Οι μπότες του από γνήσιο δέρμα είχαν κρατηθεί σε εξαίρετη κατάσταση. Είναι αλήθεια βέβαια πως κάθε χιλιόμετρο του Βοόζ αντιστοιχούσε σε πενήντα χιλιόμετρα του Ουνκ, τα παπούτσια όμως του Βοόζ δεν είχαν κρατήσει απλώς. Έμοιαζαν απολύτως καινούρια. Ο Βοόζ τα βούρτσιζε, τα βερνίκωνε και τα γυάλιζε τακτικά. Αυτό έκανε και τώρα. Η πόρτα της σπηλιάς του ήταν μπλοκαρισμένη με το βράχο. Μαζί του, μέσα, βρίσκονταν μόνο τέσσερα από τα πιο αγαπημένα του αρμόνια. Δύο ήταν τυλιγμένα γύ183
ρω από τα μπράτσα του. Ένα ήταν κολλημένο πάνω στο μηρό του. Το τέταρτο, ένα βρέφος αρμονίου μήκους μόλις επτά εκατοστών, ήταν κολλημένο στο εσωτερικό του αριστερού καρπού του και βύζαινε το σφυγμό του. Αυτό ακριβώς έκανε ο Βοόζ όταν έβρισκε ένα αρμόνιο που το αγαπούσε πιο πολύ από τα άλλα - το άφηνε να βυζαίνει το σφυγμό του. «Σ' αρέσει;» είπε με τη σκέψη του στο τυχερό αρμόνιο. «Καλό δεν είναι;» Ποτέ δεν είχε νιώσει καλύτερα από σωματική, νοητική και πνευματική άποψη. Ήταν ευχαριστημένος που είχαν χωρίσει με τον Ουνκ, γιατί ο Ουνκ είχε τη μανία να διαστρέφει τα πράγματα έτσι που όποιος ένιωθε ευτυχισμένος να φαίνεται ότι είναι βλάκας ή τρελός. «Τι κάνει έναν άνθρωπο να είναι έτσι;» ρώτησε με τη σκέψη του ο Βοόζ το μικρό αρμόνιο. «Τι νομίζει ότι κερδίζει σε σύγκριση μ' αυτό που απορρίπτει; Δεν είναι περίεργο που φαίνεται άρρωστος». Ο Βοόζ κούνησε το κεφάλι του. «Προσπάθησα να τον κάνω να ενδιαφερθεί για σας, παιδιά, αυτός όμως θύμωσε ακόμη πιο πολύ. Ο θυμός ποτέ δεν βοηθάει. »Δεν ξέρω τι συμβαίνει», είπε με τη σκέψη του ο Βοόζ, «ίσως και να μην είμαι αρκετά έξυπνος για να το καταλάβω ακόμη κι αν μου το εξηγούσαν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μας περνάει από ένα τεστ κάτι ή κάποιος που είναι πολύ-πιο έξυπνος από μας και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να είμαι φιλικός και ήρεμος και να κοιτάξω να περάσω καλά ώσπου να τελειώσει το τεστ». Ο Βοόζ κούνησε το κεφάλι του. «Αυτή είναι η φιλοσοφία μου, μικρά μου», είπε στα αρμόνια που ήταν κολλημένα πάνω του. «Κι αν δεν κάνω λάθος, αυτή είναι και η δική σας. Γι' αυτό, μου φαίνεται, τα πηγαίνουμε τόσο καλά». Η από γνήσιο δέρμα μύτη της μπότας που γυάλιζε ο Βοόζ άστραψε σαν ρουμπίνι. «Άνδρες - ελάτε τώρα άνδρες, άνδρες, άνδρες», είπε στον εαυτό του ο Βοόζ κοιτάζοντας μέσα στο ρουμπίνι. Όταν γυάλιζε τα παπούτσια του φανταζόταν ότι μπορούσε να δει πολλά πράγματα μέσα στις ρουμπινένιες μύτες τους. 184
Αυτή τη στιγμή ο Βοόζ κοίταζε μέσα στο ρουμπίνι και έβλεπε τον Ουνκ να στραγγαλίζει τον άτυχο Στόνυ Στήβενσον, δεμένο στον πέτρινο πάσσαλο, στο σιδερένιο πεδίο ασκήσεων του Άρη. Η φοβερή αυτή εικόνα δεν ήταν μια τυχαία ανάμνηση. Ήταν στο κέντρο της σχέσης του Βοόζ με τον Ουνκ. «Μη με αληθειάζεις», είπε μέσα στις σκέψεις του ο Βοόζ, «για να μη σε αληθειάζω κι εγώ». Ήταν ένα αίτημα που είχε προβάλει επανειλημμένα στον Οϋνκ. Ο Βοόζ επινόησε την έκφραση αυτή και το νόημά της ήταν το εξής: ο Ουνκ έπρεπε να σταματήσει να λέει στον Βοόζ αλήθειες για τα αρμόνια γιατί ο Βοόζ αγαπούσε τα αρμόνια και γιατί ο Βοόζ παραήταν καλόκαρδος για να πει στον Ουνκ αλήθειες που θα τον έκαναν δυστυχισμένο. Ο Ουνκ δεν ήξερε ότι είχε στραγγαλίσει το φίλο του τον Στόνυ Στήβενσον. Ο Ουνκ πίστευε ότι ο Στόνυ βρισκόταν κάπου στο Σύμπαν απολύτως ζωντανός. Ο Ουνκ ζούσε με το όνειρο να ξαναβρεί τον Στόνυ. Ο Βοόζ είχε την καλοσύνη να του κρύβει αυτή την αλήθεια, όσο κι αν ήταν μεγάλος ο πειρασμός να την πετάξει κατάμουτρα στον Ουνκ. Η φρικτή εικόνα μέσα στο ρουμπίνι διαλύθηκε. «Μάλιστα, κύριε», είπε ο Βοόζ με τη σκέψη του. Το ενήλικο αρμόνιο από το αριστερό μπράτσο του Βοόζ κινήθηκε ελαφρά. «Ζητάς ένα κονσέρτο από τον γερο-Βοόζ;» ρώτησε ο Βοόζ το πλάσμα με τη σκέψη του. «Αυτό προσπαθείς να πεις; Προσπαθείς να μου πεις: Τερο-Βοόζ, δεν θέλω να με νομίσεις αχάριστο, γιατί ξέρω πόσο μεγάλη τιμή είναι για μένα να βρίσκομαι κοντά στην καρδιά σου. Μόνο, να, σκέφτομαι τους φίλους μου απέξω και θα 'θελα να είχαν κι αυτοί κάτι καλό". Αυτό προσπαθείς να μου πεις;» ρώτησε με τη σκέψη του ο Βοόζ. «Προσπαθείς να πεις: "Σε παρακαλώ, θείε Βοόζ - βάλε ένα κονσέρτο για τους άτυχους φίλους μου απέξω". Αυτό προσπαθείς να μου πεις;» Ο Βοόζ χαμογέλασε. «Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιείς κολακείες», είπε στο αρμόνιο. Το μικρό αρμόνιο πάνω στον καρπό του διπλώθηκε 185
και μετά τεντώθηκε πάλι. «Εσύ, πάλι, τι θέλεις να μου πεις;» το ρώτησε ο Βοόζ. «Θέλεις να μου πεις: "Θείε Βοόζ, ο σφυγμός σου παραείναι δυνατός για ένα μωρουόάκι σαν κι εμένα. Θείε Βοόζ, δεν βάζεις καλύτερα λίγη γλυκιά, εύκολη μουσική να φάμε;" Αυτό θέλεις να μου πεις;» Ο Βοόζ έστρεψε τώρα την προσοχή του στο αρμόνιο που ήταν στο δεξί του μπράτσο. Αυτό δεν είχε κουνήσει καθόλου. «Εσύ δεν βγάζεις άχνα, ε;» το ρώτησε με τη σκέψη του ο Βοόζ. «Δεν λες πολλά, αλλά όλο σκέφτεσαι. Βάζω στοίχημα πως σκέφτεσαι πως ο γερο-Βοόζ είναι πολύ κακός που δεν αφήνει τη μουσική να παίζει συνέχεια, ε;» Το αρμόνιο του αριστερού του μπράτσου κινήθηκε πάλι ελαφρά. «Τι είπες;» είπε με τη σκέψη "του ο Βοόζ. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι κάνοντας πως στήνει αυτί να ακούσει, ενώ κανένας ήχος δεν μπορούσε να ταξιδέψει μέσα στο κενό στο οποίο ζούσε. «Είπες: "Παρακαλώ, Βασιλιά Βοόζ, παίξε μας την Ουβερτονρα 1812;'Ό Βοόζ έδειξε ξαφνιασμένος και μετά αυστηρός. «Το γεγονός ότι κάτι σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα απ' οτιδήποτε», είπε στη σκέψη του, «δεν σημαίνει ότι είναι καλό για σένα». Οι επιστήμονες που ασχολούνται με το θέμα του Αρειανού Πολέμου συχνά εκφράζουν την έκπληξή τους για την ανεξήγητη ανισομέρεια των προετοιμασιών του Ράμφουρντ. Σε μερικούς τομείς τα σχέδιά του ήταν φρικτά ανεπαρκή. Τα άρβυλα, παραδείγματος χάρη, που μοίρασε στους απλούς φαντάρους ήταν σχεδόν μια σάτιρα πάνω στην προσωρινότητα της προχειροστημένης κοινωνίας του Άρη - πάνω σε μια κοινωνία που είχε για μοναδικό στόχο να αυτοκαταστραφεί ενώνοντας τους λαούς της Γης. Σ ό,τι αφορά όμως τις μουσικές ταινιοθήκες που διάλεξε προσωπικά ο Ράμφουρντ για τα σκάφη ανεφοδιασμού των λόχων, διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη μιας σοβαρής μορφωτικής παρακαταθήκης - που λες κι.έχει συγκεντρωθεί για έναν πολιτισμό που πρόκειται να διαρκέσει χίλια γήινα χρόνια. Πολλοί λένε ότι ο Ρά186
μφουρντ ξόδεψε περισσότερο χρόνο για τις μουσικές ταινιοθήκες απ' όσο ξόδεψε για το πυροβολικό και την υγιεινή του στρατοπέδου. Όπως λέει και ένα ανώνυμο ευφυολόγημα: «Ο στρατός του Άρη κατέφθασε με τριακόσιες ώρες συνεχούς μουσικής και δεν κράτησε ούτε όσο χρειαζόταν για ν' ακούσει το Στιγμιαίο Βαλς ώς το τέλος». Η εξήγηση αυτής της εξαιρετικής σπουδαιότητας που δόθηκε στη μουσική των αρειανών διαστημοπλοίων είναι απλή: ο Ράμφουρντ τρελαινόταν για την καλή μουσική - πρόκειται βέβαια για μια μανία που τον έπιασε μόνο αφού σκορπίστηκε μέσα στο χρόνο και το χώρο από το χρονοσυνκλαστικό ινφουντίμπουλον. Τα αρμόνια των σπηλαίων του Ερμή τρελαίνονταν κι αυτά για την καλή μουσική. Αιώνες ολόκληρους τώρα τρέφονταν από τη μία παρατεταμένη νότα του τραγουδιού του Ερμή. Όταν ο Βοόζ τους πρόσφερε την πρώτη μουσική γεύση, που έτυχε να είναι η Ιεροτελεστία της Άνοιξης, μερικά από τα όντα αυτά πέθαναν από έκσταση. Ένα νεκρό αρμόνιο φαντάζει ζαρωμένο και πορτοκαλί μέσα στο κιτρινωπό φως των σπηλαίων του Ερμή. Ένα νεκρό αρμόνιο μοιάζει πολύ με ξεραμένο βερίκοκο. Σ' αυτή την πρώτη ακρόαση, που δεν είχε προσχεδιαστεί σαν κονσέρτο για τα αρμόνια, το μαγνητόφωνο ήταν τοποθετημένο στο πάτωμα του διαστημόπλοιου. Τα αρμόνια που πέθαναν από έκσταση είχαν κολλήσει πάνω στο μεταλλικό κύτος του σκάφους. Τώρα, δυόμισι χρόνια αργότερα, ο Βοόζ παρουσίασε το σωστό τρόπο μετάδοσης ενός κονσέρτου για τα όντα αυτά, χωρίς τον κίνδυνο να θανατωθούν. Ο Βοόζ βγήκε από τη σπηλιά του κουβαλώντας το μαγνητόφωνό του και τα μουσικά κομμάτια που είχε διαλέξει. Έξω στο διάδρομο υπήρχαν δύο σιδερώστρες από αλουμίνιο που είχαν στα πόδια τους συνθετικά λαστιχάκια. Οι σιδερώστρες απείχαν μεταξύ τους τρία μέτρα και πάνω τους στηριζόταν ένα φορείο φτιαγμένο από κοντάρια αλουμινένια και ύφασμα από ίνες λειχήνων. Ο Βοόζ τοποθέτησε το μαγνητόφωνο στη μέση του 187
φορείου. Ο τελικός σκοπός αυτής της κατασκευής ήταν να μετριάσει όσο γίνεται περισσότερο τις δονήσεις του μαγνητοφώνου. Οι δονήσεις πριν φτάσουν στο πέτρινο δάπεδο έπρεπε να περάσουν μέσα από το άκαμπτο ύφασμα του φορείου, να κατέβουν από τα κοντάρια του ώς τις σιδερώστρες και να φτάσουν τέλος μέσα από τα συνθετικά λαστιχάκια στις βάσεις από τις σιδερώστρες. Ο μετριασμός ήταν ένα μέτρο ασφαλείας. Εγγυόταν ότι κανένα αρμόνιο δεν θα έπαιρνε θανατηφόρα υπερβολική δόση μουσικής. Ο Βοόζ έβαλε τώρα μια ταινία στο μαγνητόφωνο και πάτησε το κουμπί. Τ όλη τη διάρκεια του κονσέρτου θα φύλαγε σκοπιά δίπλα στη συσκευή. Ήταν καθήκον του να φροντίζει έτσι ώστε κανένα πλάσμα να μην πλησιάσει πολύ το μηχάνημα. Το καθήκον του, όταν κάποιο αρμόνιο παράερχόταν κοντά, ήταν να το ξεκολλήσει από το πάτωμα ή τον τοίχο, να το μαλώσει και να το κολλήσει καμιά εκατοστή μέτρα, ή και περισσότερο, παρακάτω. «Αν δεν βάλεις μυαλό», έλεγε με τη σκέψη του στο παράτολμο αρμόνιο, «θα βρεθείς για πάντα εξόριστος εκεί κάτω. Σκέψου το καλά». Στην ουσία ακόμα κι όταν ένα αρμόνιο ήταν τοποθετημένο εκατό μέτρα μακριά από το μαγνητόφωνο η μουσική που απομυζούσε ήταν αρκετή. Πράγματι οι τοίχοι των σπηλαίων είχαν τέτοια απίστευτη αγωγιμότητα που ακόμη και τα αρμόνια που βρίσκονταν κολλημένα πάνω σε τοιχώματα σπηλαίων πολλά χιλιόμετρα μακριά, τραβούσαν ρουφηξιές από τα κονσέρτα του Βοόζ μέσα από την πέτρα. Ο Ουνκ, που ακολουθούσε τα ίχνη όλο και πιο βαθιά μέσα στα σπήλαια, καταλάβαινε από τη συμπεριφορά των αρμονίων ότι ο Βοόζ ετοίμαζε κονσέρτο. Είχε φτάσει σ' ένα θερμό επίπεδο με παχιά στρώματα αρμονίων. Το κανονικό σχέδιο των εναλλασσόμενων κίτρινων και σμαραγδιών ρόμβων είχε αρχίσει να σπάει και να εκφυλίζεται σε ακανόνιστα πολύγωνα, τροχούς και κεραυνούς. Η μουσική έφταιγα γι' αυτό. Ο Ουνκ άφησε κάτω το σακίδιό του και μετά ξάπλωσε κι ο ίδιος να ξεκουραστεί. 188
ο Ουνκ ονειρεύτηκε χρώματα που δεν ήταν κίτρινα και σμαραγδιά. Μετά ονειρεύτηκε ότι ο καλός του φίλος ο Στόνυ Στήβενσον τον περίμενε στην άλλη γωνία. Το μυαλό του γέμισε με τα πράγματα που ο Στόνυ κι αυτός θα έλεγαν μόλις συναντιούνταν. Το μυαλό του Ουνκ εξακολουθούσε να μη διαθέτει πρόσωπο πον να ταιριάζει με το όνομα Στόνυ Στήβενσον, αλλά αυτό δεν είχε και πολλή σημασία. «Τι ζευγάρι», είπε μόνος του ο Ουνκ, εννοώντας μ' αυτό πως ο Στόνυ κι αυτός αν δούλευαν μαζί θα ήταν αχτύπητοι. «Να δεις», είπε με ικανοποίηση μέσα του ο Ουνκ, «πως γι' αυτό το λόγο προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας κρατήσουν χώρια. Αν ο γερο-Στόνυ κι ο γερο-Ούνκ ξανασμίξουν θα γίνει χαμός. Όταν σμίγουν ο γεροΣτόνυ κι ο γερο-Ουνκ όλα μπορούν να συμβούν, και συνήθως συμβαίνουν». Ο γερο-Ουνκ γέλασε. Ο κόσμος που υποτίθεται φοβόταν το ξανασμίξιμο του Ουνκ και του Στόνυ ήταν ο κόσμος που έμενε στα μεγάλα ωραία κτίρια από πάνω τους. Η φαντασία του Ουνκ είχε οργιάσει όλα αυτά τα τρία χρόνια με βάση τις λίγες εικόνες που είχε προλάβει να δει από τα υποτιθέμενα κτίρια, που στην ουσία ήταν στέρεοι, νεκροί και παγωμένοι κρύσταλλοι. Η φαντασία του Ουνκ ήταν τώρα σίγουρη ότι οι άρχοντες της πλάσης κατοικούσαν σ' αυτά τα κτίρια. Ήταν οι δεσμοφύλακες του Ουνκ, του Βοόζ, ίσως και του Στόνυ. Έκαναν πειράματα με τον Ουνκ και τον Βοόζ μέσα στα σπήλαια. Έγραφαν τα μηνύματα με τα αρμόνια. Τα αρμόνια δεν είχαν καμιά σχέση με τα μηνύματα. Ο Ουνκ τα ήξερε όλα αυτά με σιγουριά. Ο Ουνκ ήξερε ένα σωρό πράγματα με σιγουριά. Ήξερε πώς ήταν επιπλωμένα τα κτίρια από πάνω. Τα έπιπλα δεν είχαν πόδια. Στέκονταν απλώς στον αέρα, αιωρούμενα μαγνητικά. Όσο για τον κόσμο, κανείς δεν δούλευε ποτέ και δεν ανησυχούσαν για τίποτε. Ο Ουνκ τους μισούσε κατάκαρδα. 189
Έτσι μισούσε και τα αρμόνια. Ξεφλούδισε ένα αρμόνιο από τον τοίχο και το έσχισε στα δύο. Αυτό μαράθηκε αμέσως κι έγινε πορτοκαλί. Ο Ουνκ πέταξε το κομμένο στα δυο πτώμα προς το ταβάνι. Καθώς γύρισε να κοιτάξει προς τα πάνω είδε γραμμένο ένα καινούριο μήνυμα. Το μήνυμα είχε αρχίσει να σβήνει εξαιτίας της μουσικής. Ακόμη διαβαζόταν όμως. Το μήνυμα έλεγε με πέντε λέξεις στον Ουνκ πώς να το σκάσει σίγουρα, εύκολα και γρήγορα από τα σπήλαια. Όταν είδε γραμμένη τη λύση του αινίγματος που είχε αποτύχει να λύσει μέσα σε τρία χρόνια, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η λύση αυτή ήταν απλή και δίκαιη. Ο Ουνκ κατηφόρισε τρέχοντας μέσα από τις στοές ώσπου έφτασε στο σημείο που έδινε ο Βοόζ το κονσέρτο για τα αρμόνια. Ο Ουνκ ήταν αναστατωμένος και ενθουσιασμένος από το μεγάλο νέο. Μέσα στο κενό δεν μπορούσε να μιλήσει, έτσι τράβηξε τον Βοόζ στο διαστημόπλοιο. Εκεί, μέσα στην ακίνητη ατμόσφαιρα της καμπίνας, ο Ουνκ είπε στον Βοόζ το νέο που θα τους έβγαζε από τα σπήλαια. Ήταν η σειρά του Βοόζ τώρα να αντιδράσει χλιαρά. Ο Βοόζ είχε δείξει να συγκινείται με την παραμικρή ψευδαίσθηση νοημοσύνης εκ μέρους των αρμονίων τώρα όμως που μάθαινε το νέο ότι όπου να 'ναι θα απελευθερωνόταν από τη φυλακή του, ο Βοόζ έδειχνε μια περίεργη απάθεια. «Έτσι εξηγείται το - το άλλο μήνυμα», είπε σιγανά ο Βοόζ. «Ποιο άλλο μήνυμα;» ρώτησε οΌυνκ. Ο Βοόζ σήκωσε τα χέρια του για να παραστήσει το μήνυμα που είχε εμφανιστεί πάνω στον τοίχο, έξω από το σπίτι του, τέσσερις γήινες μέρες πιο πριν. «Έλεγε: "ΒΟΟΖ, ΜΗ ΦΕΥΓΕΙΣ!"» είπε ο Βοόζ. Χαμήλωσε τα μάτια ντροπαλά. «"ΒΟΟΖ, Σ' ΑΓΑΠΑΜΕ". Αυτό έλεγε». Ο Βοόζ άφησε τα χέρια του να πέσουν στα πλευρά του και γύρισε το κεφάλι σαν να μην άντεχε να βλέπει άλλο μια οδυνηρή ομορφιά. «Το είδα», είπε, «και χαμογέλα190
σα. Κοίταξα αυτά τα γλυκά, υπέροχα πλασματάκια στον τοίχο και είπα μέσα μου: "Παιδιά - πώς είναι δυνατόν να φύγει ο γερο-Βοόζ; Ο γερο-Βοόζ θα μείνει εδώ για πολύ καιρό ακόμη!"» «Είναι παγίδα!» είπε ο Ουνκ. «Είναι τι;» είπε ο Βοόζ. «Παγίδα!» είπε ο Ουνκ. «Είναι κόλπο για να μας κρατήσουν εδώ!» Το κόμικς με τον τίτλο Τουήτυ και Συλβέστρος ήταν ανοιχτό στο τραπέζι μπροστά στον Βοόζ. Ο Βοόζ δεν" απάντησε αμέσως στον Ουνκ. Αντί γι' αυτό φυλλομέτρησε το τριμμένο άλμπουμ. «Ίσως», είπε τελικά. Ο Ουνκ σκέφτηκε αυτή την παράλογη απαίτηση στο όνομα της αγάπης. Έκανε τότε κάτι που είχε πολύ καιρό να κάνει. Έβαλε τα γέλια. Σκεφτόταν ότι ήταν ένα αφάνταστα υστερικό τέλος για έναν εφιάλτη - να μιλούν οι ανεγκέφαλες μεμβράνες πάνω στους τοίχους για αγάπη. Ξαφνικά ο Βοόζ άρπαξε τον Ουνκ και του τράνταξε τα ξεραμένα του κόκαλα. «Θα σου ήμουν ευγνώμων, Ουνκ», του είπε με τεντωμένη φωνή, «αν με άφηνες να σκεφτώ μόνος μου ό,τι θέλω να σκεφτώ, σχετικά μ' αυτό το μήνυμα που λέει ότι με αγαπούν. Θέλω να πω», συνέχισε, «ξέρεις», είπε, «δεν είναι απαραίτητο να το καταλαβαίνεις κι εσύ. Θέλω να πω-» προσπάθησε πάλι, «ξέρεις-» είπε, «δεν συντρέχει λόγος να πεις εσύ οτιδήποτε γι' αυτό. Θέλω να πω», συνέχισε, «ξέρεις-» είπε, «τα ζώα αυτά δεν είναι απαραίτητο να σου γουστάρουν. Δεν είναι απαραίτητο να τα συμπαθείς ή να τα καταλάβεις, ή να πεις οτιδήποτε γι' αυτά. Θέλω να πω-» είπε ο Βοόζ, «ξέρεις-» είπε ο Βοόζ, «το μήνυμα δεν απευθυνόταν σε σένα. Εμένα είπαν ότι αγαπούν. Εσύ μένεις απέξω». Άφησε τον Ουνκ και γύρισε ξανά την προσοχή του στο κόμικς. Η πλατιά, μαύρη και γεροδεμένη πλάτη του εντυπωσίασε τον Ουνκ. Όλο τον καιρό που έμενε μακριά από τον Βοόζ, ο Ουνκ ζούσε με την ψευδαίσθηση ότι από σωματική άποψη ήταν ίσοι με τον Βοόζ. Τώρα έβλεπε τι θλιβερές αυταπάτες έτρεφε. Οι μυς στην πλάτη του Βοοζ γλίστρησαν μαλακά ο ένας πάνω στο άλλον σε μια σειρά κινήσεων που αντι191
στοιχούσε στις κινήσεις των δαχτύλων του καθώς γύριζαν τις σελίδες. «Εσύ που ξέρεις τόσα πολλά για παγίδες και τέτοια», είπε ο Βοόζ, «πώς το ξέρεις ότι δεν μας περιμένει καμιά χειρότερη παγίδα όταν θ' ανεβούμε εκεί πάνω;» Πριν προλάβει να του απαντήσει ο Ουνκ, ο Βοόζ θυμήθηκε ξαφνικά ότι είχε αφήσει το μαγνητόφωνο να παίζει αφύλαχτο. «Θεέ μου, δεν είναι κανείς να τα προσέχει!» φώναξε. Άφησε τον Ουνκ και έτρεξε να σώσει τα αρμόνια. Όση ώρα έλειπε ο Βοόζ, ο Ουνκ έκανε σχέδια για το πώς θα γύριζε ανάποδα το διαστημόπλοιο. Αυτή ήταν η λύση του αινίγματος. Αυτό είχαν γράψει τα αρμόνια πάνω στο ταβάνι: ΟΥΝΚ, ΓΥΡΙΣΕ ΑΝΑΠΟΔΑ ΤΟ ΠΛΟΙΟ. Η θεωρία του αναποδογυρίσματος του πλοίου ήταν φυσικά σωστή. Το ανιχνευτικό σύστημα του σκάφους ήταν στο κάτω μέρος του. Όταν θα γύριζε ανάποδα το πλοίο θα ήταν ικανό να βγει από τα σπήλαια με την άνεση και την ευφυία που είχε χρησιμοποιήσει για να μπει. Χάρη σ' έναν ηλεκτροκίνητο εργάτη και τη μικρή βαρύτητα των σπηλαίων του Ερμή, ο Ουνκ είχε ήδη αναποδογυρίσει το πλοίο ώσπου να έρθει ο Βοόζ. Το μόνο που έμενε να κάνει yia να ξεκινήσει το ταξίδι της εξόδου, ήταν να πατήσει το κουμπί ον. Το αναποδογυρισμένο πλοίο θα ξεκινούσε πρώτα προς τα εμπρός, θα χτυπούσε πάνω στα δάπεδο του σπηλαίου, θα σταματούσε >cai μετά θα απομακρυνόταν από το δάπεδο με την εντύπωση ότι ήταν το ταβάνι. Μετά θα άρχιζε να ανεβαίνει από το σύστημα των διαδρόμων, με την εντύπωση ότι κατέβαινε. Στο τέλος θα έβρισκε την έξοδο, με την εντύπωση ότι αναζητούσε την πιο βαθιά τρύπα. Η τρύπα μέσα στην οποία θα βρισκόταν θα ήταν το αχανές και χωρίς τοιχώματα πηγάδι του άπειρου διαστήματος. Ο Βοόζ μπήκε στο αναποδογυρισμένο πλοίο φορτωμένος με νεκρά αρμόνια. Κουβαλούσε πάνω από τέσσε192
ρα κιλά ξερά βερίκοκα. Μερικά του έπεσαν. Καθώς έσκυψε να τα μαζέψει με σεβασμό, του έπεσαν κι άλλα. Δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο του. «Βλέπεις;» είπε ο Βοόζ. Ήταν σπαρακτικά θυμωμένος με τον εαυτό του. «Βλέπεις, Ουνκ;» ξανάπε. «Βλέπεις τι συμβαίνει όταν κάποιος φεύγει και ξεχνάει;» Ο Βοόζ κούνησε το κεφάλι του. «Κι αυτά δεν είναι όλα», είπε, «ούτε κατ' ιδέαν». Βρήκε μια αδειανή κούτα που πριν είχε γκοφρέτες και έβαλε μέσα τα πτώματα των αρμονίων. Μετά σηκώθηκε όρθιος, με τα χέρια στη μέση του. Ο Ουνκ, που πριν είχε εντυπωσιαστεί με τη σωματική ευρωστία του Βοόζ, τώρα εντυπωσιάστηκε από την επιβλητικότητά του. Ο Βοόζ, όταν ανασήκωσε το σώμα του, έμοιαζε μ' ένα σοφό, σεμνό, δακρυσμένο και σκουρόχρωμο Ηρακλή. Συγκριτικά ο Ουνκ αισθάνθηκε κοκαλιάρης, άπατρις και σπαστικός. «Θέλεις να κάνεις τη μοιρασιά, Ουνκ;» ρώτησε ο Βοόζ. «Ποια μοιρασιά;» ρώτησε ο Ουνκ. «Να μοιράσεις τα σκονάκια, τις γκαζόζες και τα γλυκά», είπε ο Βοόζ. «Να τα μοιράσω όλα;» ρώτησε ο Ουνκ. «Θεέ και κύριε - έχουμε αρκετά από το κάθε είδος για πεντακόσια χρόνια». Ποτέ πριν δεν είχε γίνει λόγος για μοιρασιά. Δεν υπήρχε καμιά έλλειψη, ούτε κίνδυνος ότι θα υπάρξει. «Τα μισά θα τα πάρεις εσύ», είπε ο Βοόζ, «και τα άλλα μισά θα τα αφήσεις εδώ για μένα». «Να τ' αφήσω εδώ;» είπε ο Ουνκ μην πιστεύοντας στ' αυτιά του. «Μα θα 'ρθεις, θα 'ρθεις μαζί μου, δεν είναι έτσι;» Ο Βοόζ σήκωσε το μεγάλο δεξί του χέρι, σε μια τρυφερή χειρονομία που επέβαλλε τη σιωπή, τη χειρονομία ενός πραγματικά ωραίου ανθρώπου. «Μη με αληθειάζεις, Ουνκ», είπε ο Βοόζ, «για να μη σε αληθειάσω κι εγώ». Σκούπισε τα δάκρυά του με τη γροθιά του. Ο Ουνκ πατέ δεν είχε μπορέσει να παραβεί αυτή την απαίτηση σχετικά με την αλήθεια. Τον τρόμαζε. Κάποιο 193
κομμάτι του μυαλού του τον προειδοποιούσε ότι ο Βοόζ δεν έλεγε ψέματα, ότι ο Βοόζ ήξερε κάποια αλήθεια για τον Ουνκ που θα τον έκανε κομματάκια. Ο Ουνκ άνοιξε το στόμα του και το ξανάκλεισε. «Έρχεσαι και μου αναγγέλλεις το μεγάλο νέο», είπε ο Βοόζ. «"Βοόζ", μου λες, "επιτέλους θα ελευθερωθούμε!" Κι εγώ ανακατώνομαι και παρατάω αυτό που έκανα και ξεκινάω να ελευθερωθώ. »Κι αρχίζω να λέω ξανά και ξανά μέσα μου ότι επιτέλους θα ελευθερωθώ», λέει ο Βοόζ, «και μετά προσπιαθώ να σκεφτώ πώς θα είναι, και το μόνο που βλέπω μπροστά μου είναι ανθρώπους. Με σπρώχνουν από δω, με σπρώχνουν από κει - τίποτε δεν τους ευχαριστεί και θυμώνουν όλο και πιο πολύ γιατί δεν νιώθουν ευτυχία με τίποτε. Και μου φωνάζουν γιατί δεν τους έκανα ευτυχισμένους και σπρωχνόμαστε όλοι και τραβιόμαστε από δω κι από κει. »Και ξαφνικά», είπε ο Βοόζ, «θυμάμαι όλα αυτά τα τρελιάρικα πλασματάκια που γίνονται τόσο εύκολα ευτυχισμένα με λίγη μουσική. Και πάω και βρίσκω χιλιάδες από δαύτα να κείτονται νεκρά, επειδή ο Βοόζ μέσα στον ενθουσιασμό του που θα ελευθερωνόταν τα ξέχασε εντελώς. Κι όλες αυτές τις ζωές θα τις είχα σώσει αν δεν αποσπούσα την προσοχή μου απ' αυτό που έκανα. »Κάθομαι λοιπόν και σκέφτομαι», είπε ο Βοόζ. «Δεν στάθηκα ποτέ χρήσιμος σε τίποτε για τους άλλους, ούτε κι αυτοί σε μένα. Τι δουλειά έχω λοιπόν ν' απελευθερωθώ και να γυρίζω μέσα στον κόσμο; »Και μετά κατάλαβα τι θα σου έλεγα, Ουνκ, όταν γύριζα εδώ», είπε ο Βοόζ. Μετά ο Βοόζ το είπε: «Βρήκα ένα μέρος όπου μπορώ να κάνω το καλό χωρίς να βλάπτω κανέναν. Το βλέπω με βεβαιότητα ότι κάνω καλό κι αυτοί που τους κάνω καλό το ξέρουν, και με αγαπούν, Ουνκ, όσο περισσότερο μπορούν. Βρήκα μια πατρίδα. »Κι όταν πεθάνω κάποια μέρα εδώ κάτω», είπε ο Βοόζ, «θα μπορώ να πω στον εαυτό μου: "Βοόζ - έδωσες νόημα σε χιλιάδες ζωές. Κανείς δεν σκόρπισε ποτέ περισσότερη χαρά. Δεν έχεις ούτε έναν εχθρό σ' ολόκληρο 194
το Σύμ;ταν"». Ο Βοόζ έγινε για τον εαυτό του η στοργική μαμά κι ο μπαμπάς που δεν γνώρισε ποτέ. «Κοιμήσου τώρα», είπε στον εαυτό του καθώς τον φαντάστηκε ξαπλωμένο πάνω σ' ένα πέτρινο νεκρικό κρεβάτι μέσα στις σπηλιές. «Είσαι καλό παιδί, Βοόζ», είπε. «Καληνύχτα».
195
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 MIA ΕΠΟΧΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
«Ω Ύψιστε Κύριε, Πλάστη του Σύμπαντος, Στροβιλιστή των Γαλαξιών, Ψυχή των Ηλεκτρομαγνητικών Κυμάτων, Εσύ που εισπνέεις και εκπνέεις Ασύλληπτους Όγκους Κενού, που Φτύνεις Φωτιά και Βράχους, που Παίζεις με τις Χιλιετίες - τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για Σένα που να μην μπορείς να το κάνεις μόνος Σου οκτώ εκατομμύρια φορές καλύτερα; Τίποτε. Τι θα , μπορούσαμε να κάνουμε ή να πούμε που να κινήσει το ενδιαφέρον Σου; Τίποτε. Ω, Άνθρωπε, εφραίνου με την απάθεια του Πλάστη σου, γιατί αυτή σε κάνει επιτέλους ελεύθερο και αληθινό και αξιοπρεπή. Δεν μπορεί πια ένας ηλίθιος σαν τον Μαλαχία Κόνσταντ να δείχνει μια γελοία συγκυρία καλής τύχης και να λέει: "Κάποιος εκεί ψηλά με συμπαθεί". Ούτε μπορεί πια ένας τύραννος να λέει: "Ο Θεός θέλει να γίνει τούτο ή εκείνο κι όποιος δεν βοηθάει να γίνει τούτο ή εκείνο είναι αντίθετος στη θέληση του Θεού". Ω, Ύψιστε Κύριε, η Απάθειά Σου είναι ένα υπέρλαμπρο όπλο γιατί το βγάλαμε από το θηκάρι του, θερίσαμε μ' αυτό δεξιά κι αριστερά και τα παραμύθια που τόσο συχνά μας υποδούλωσαν ή μας έστειλαν στο τρελοκομείο κείτονται τώρα σφαγμένα!» - ΑΙΔΕΣΙΜΟΤΑΤΟΣ Κ. ΧΟΡΝΕΡ ΡΕΝΤΓΟΥΑΪΝ
Ήταν Τρίτη απόγευμα^ Στο βόρειο ημισφαίριο της Γης ήταν άνοιξη. Η Γη ήταν πράσινη και υγρή. Ο αέρας της Γης ήταν δροσερός στην ανάσα, ορεκτικός σαν κρέμα, 196
Η καθαρότητα της βροχής που έπεφτε στη Γη ήταν κάτι που μπορούσες να το γευτείς. Η γεύση της καθαρότητας ήταν ελαφρά υπόξινη. Η Γη ήταν ζεστή. Η επιφάνεια της Γης φούσκωνε και συνταραζόταν μέσα σ' ένα γόνιμο αναβρασμό. Η Γη ήταν πιο εύφορη εκεί που υπήρχε ο περισσότερος θάνατος. Η ελαφρά υπόξινη βροχή έπεφτε σ' ένα πράσινο μέρος όπου υπήρχε πολύς θάνατος. Έπεφτε στο νεκροταφείο μιας χώρας του Νέου Κόσμου. Το νεκροταφείο βρισκόταν στο Δυτικό Μπάρνσταμπλ του Κέηπ Κοντ, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ. Το νεκροταφείο ήταν γεμάτο και τα διαστήματα ανάμεσα στους τάφους των νεκρών από φυσικό θάνατο ήταν παραχωμένα με τα πτώματα των τιμημένων θυμάτων του πολέμου. Αρειανοί και Γήινοι κείτονταν δίπλα-δίπλα. Δεν υπήρχε ούτε μια χώρα στον κόσμο που να μην έχει κοιμητήρια με Γήινους και Αρειανούς θαμμένους δίπλαδίπλα. Δεν υπήρχε ούτε μια χώρα στον κόσμο που να μην έχει λάβει μέρος στον πόλεμο ολόκληρης τηςΤης κατά των εισβολέων από τον Άρη. Τώρα όλα είχαν συγχωρεθεί. Όλοι ήταν αδέρφια, και οι νεκροί ακόμη περισσότερο. Η εκκλησία που φάνταζε ανάμεσα στις ταφόπετρες σαν βρεγμένο θηλυκό ντόντο, είχε διατελέσει κατά καιρούς Πρεσβυτεριανή, Κογκρεγκασιοναλιστική, Ενωτική, και Συμπαντικό-Αποκαλυπτική. Τώρα ανήκε στον Απολύτως Αδιάφορο Θεό. Ένας φαινομενικά μισότρελος άντρας στεκόταν στη μέση του νεκροταφείου κι έδειχνε να αναρωτιέται για τον σαν κρέμα αέρα, την πρασινάδα και την υγρασία. Ήταν σχεδόν γυμνός και τα μαυρογάλαζα γένια του και τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, μακριά, με γκρίζες ραβδώσεις. Το μόνο που φορούσε ήταν μια κουδουνιστή ζώνη φτιαγμένη από γαλλικά κλειδιά και χάλκινο σύρμα. Το αυτοσχέδιο αυτό ρούχο αντικαθιστούσε το φύλλο συκής. 197
Οι στραγόνες της βροχής έτρεχαν πάνω στα αγριεμένα μαγουλά του. Έγειρε πίσω το κεφάλι του για να τις καταπιεί. Ακούμπησε το χέρι του σε μια ταφόπετρα, πιο πολύ για να να,ώσει την αφή της παρά για να στηριχτεί. Είχε συνηθίσει την αφή της πέτρας - ήταν θανάσιμα συνηθισμένος ν' αγγίζει άγριες, στεγνές πέτρες. Αλλά πέτρες υγρές, σκεπασμένες με βρύα, πέτρες λεια<τμένες και γραμμένες από ανθρώπινο χέρι - είχε πολλά, πολλά χρόνια να νιώσει τέτοιες πέτρες. Υπέρ πατρίδος έγραφε η πέτρα που άγγιξε. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Ουνκ. Είχε γυρίσει επιτέλους από τον Άρη και τον Ερμή. Το διαστημόπλοιό του είχε προσγειωθεί από μόνο του στο δάσος δίπλα στο νεκροταφείο. Ο Ουνκ ήταν γεμάτος με την άσκοπη, σπαρακτική οργή του ανθρώπου που ξόδεψε άδικα τη ζωή του. Ο Ουνκ ήταν σαράντα τριών χρόνων. Είχε κάθε λόγο να μαραζώσει και να πεθάνει. Το μόνο που τον κρατούσε ζωντανό ήταν μια επιθυμία που ήταν πιο πολύ μηχανική παρά συναισθηματική. Ήθελε να ξαναβρεί τη γυναίκα του την Μπη, το γιο του τον Χρόνο και τον Στόνυ Στήδενσον, τον καλύτερο του - και μοναδικό - φίλο. Ο Αιδεσιμότατος Κ. Χόρνερ Ρεντγουάιν στεκόταν στον άμβωνα της εκκλησίας αυτό το βροχερό απόγευμα της Τρίτης. Δεν υπήρχε κανείς άλλος μέσα στην εκκλησία. Ο Ρεντγουάιν είχε ανεβεί στον άμβωνα για να νιώσει όσο γίνεται πιο ευτυχισμένος. Δεν αισθανόταν όσο γίνεται πιο ευτυχισμένος κάτω από αντίξοες συνθήκες. Αισθανόταν όσο γίνεται πιο ευτυχισμένος κάτω από εξαιρετικά ευτυχείς συνθήκες - γιατί ήταν ένας πολύ αγαπημένος εκπρόσωπος μιας θρησκείας που όχι μόνο υποσχόταν θαύματα, αλλά κάι τα πραγματοποιούσε. Η Εκκλησία του, η Πρώτη Εκκλησία του Μπράνσταμπλ που ήταν αφιερωμένη στον Απολύτως Αδιάφορο Θεό είχε και υπότιτλο: Εκκλησία του Κουρασμένου Διαστημικού Ταξιδιώτη. Ο υπότιτλος βασιζόταν στην εξής προφητεία: ότι ένας μοναχικός ουραγός του Αρεια198
νου Στρατού θα έφθανε κάποτε στην εκκλησία του Ρεντγουάιν. Η εκκλησία ήταν έτοιμη για το θαύμα. Ένας δουλεμένος στο χέρι σιδερένιος γάντζος ήταν μπηγμένος στον απλάνιστο παραστάτη από ξύλο βελανιδιάς, πίσω από τον άμβωνα. Ο παραστάτης αυτός στήριζε την κορυφαία δοκό της στέγης. Από το γάντζο αυτόν κρεμόταν μια κρεμάστρα στολισμένη με ημιπολύτιμους λίθους. Από την κρεμάστρα τώρα κρεμόταν ένα κουστούμι μέσα σε μια διαφανή πλαστική σακούλα. Η προφητεία έλεγε ότι ο κουρασμένος Διαστημικός Ταξιδιώτης θα ήταν γυμνός και ότι το κουστούμι θα του πήγαινε γάντι. Το κουστούμι ήταν σχεδιασμένο έτσι πδυ να πηγαίνει καλά μόνο στο σωστό άνθρωπο. Είχε μορφή φόρμας με φερμουάρ, ήταν λεμονί, πλαστικοποιημένο και εφαρμοστό. Το ρούχο αυτό δεν ακολουθούσε τη μόδα της εποχής. Είχε φτιαχτεί επίτηδες για να προσθέσει λάμψη στο θαύμα. Κεντημένα στο στήθος και την πλάτη της φόρμας ήταν κάτι πορτοκαλιά ερωτηματικά, τριάντα πόντους περίπου. Αυτά σήμαιναν ότι ο Διαστημικός Ταξιδιώτης δεν θα ήξερε ποιος είναι. Κανείς δεν θα ήξερε ποιος είναι, ώσπου ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ, ο επικεφαλής όλων των Εκκλησιών του Απολύτως Αδιάφορου Θεού, θα αποκάλυπτε το όνομά του. Η συμφωνία ήταν, μόλις εμφανιζόταν ο Διαστημικός Ταξιδιώτης, ν' αρχίσει ο Ρεντγουάιν να χτυπά τρελά την καμπάνα της εκκλησίας. Μόλις άκουγαν την καμπάνα να χτυπά τρελά, οι ενορίτες έπρεπε να πέσουν σε έκσταση, να παρατήσουν οτιδήποτε έκαναν και ν' αρχίσουν να γελάνε, να κλαίνε και να εκσπερματώνουν. Το Εθελοντικό Πυροσβεστικό Σώμα του Δυτικού Μπάρνσταμπλ, που το αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά μέλη της Εκκλησίας του Ρεντγουάιν, είχε κανονίσει να βάλουν αμέσως μπρος το πυροσβεστικό όχημα που θα κατέφθανε στην εκκλησία σαν το μόνο αρκετά επι199
βλητικό μεταφορικό μέσο για τον Διαστημικό Ταξιδιώτη. Τα ουρλιαχτά της πυροσβεστικής σειρήνας από τη στέγη του κτιρίου της Πυροσβεστικής θα συνόδευαν την τρελή χαρά της καμπάνας. Ένα χτύπημα σειρήνας σήμαινε πυρκαγιά στα χορτάρια ή στο δάσος. Δυο χτυπήματα σήμαιναν πυρκαγιά σπιτιού. Τρία χτυπήματα σήμαιναν ότι έπρεπε να τρέξουν να σώσουν κάποιον. Δέκα χτυπήματα σήμαιναν πως ο Διαστημικός Ταξιδιώτης είχε φτάσει. Το νερό γλιστρούσε μέσα από ένα σκεβρωμένο παραθυρόφυλλο. Το νερό χωνόταν μέσα από μια ξεκάρφωτη σανίδα της στέγης, κυλούσε μέσα από μια χαραμάδα και κρεμόταν σε λαμπερές σταγόνες από ένα δοκάρι πάνω από το κεφάλι του Ρεντγουάιν. Η καλή βροχή έβρεχε την παλιά καμπάνα Πωλ Ρηβήρ στο καμπαναριό, κυλούσε ακολουθώντας το σχοινί της καμπάνας, μούσκευε την ξύλινη κούκλα που ήταν στερεωμένη στην άκρη του σχοινιού και στάζοντας από τα πόδια της κούκλας έπεφτε πάνω στο πλακόστρωτο δάπεδο του καμπαναριού. Η κούκλα είχε θρησκευτική σημασία. Παρίστανε έναν αποκρουστικό τρόπο ζωής που είχε καταργηθεί. Το όνομά της ήταν Μαλαχίας. Δεν υπήρχε σπίτι ή γραφείο πιστού της εκκλησίας του Ρεντγουάιν που να μην είχε κρεμασμένο κάπου έναν Μαλαχία. Μόνον ένας ήταν ο σωστός τρόπος να κρεμάσει κανείς έναν Μαλαχία: από το λαιμό. Μόνον ένας ήταν ο σωστός κόμπος για να δέσει κανείς το σκοινί: ο κόμπος του δήμιου. Και η βροχή συνέχισε να στάζει από τα πόδια του Μαλαχία του Ρεντγουάιν που κρεμόταν στην άκρη του σχοινιούΗ παγερή σύντομη άνοιξη των ξωτικών και των κρόκων είχε περάσει. Η εύθραυστη και δροσερή νεραϊδένια άνοιξη των ασφόδελων είχε περάσει. Είχε φτάσει τώρα η άνοιξη των ανθρώπων, και τα άνθη της πασχαλιάς* έξω από την εκκλησία του Ρεντγουάιν κρέμονταν βαριά σαν τσαμπιά σταφυλιού. 200
ο Ρεντγουάιν άκουγε τη βροχή και φανταζόταν ότι μιλούσε στη διάλεκτο του Τσώσερ. Έλεγε φωναχτά τα λόγια που φανταζόταν ότι ήθελε να πει η βροχή, μιλώντας αρμονικά, στον τόνο περίπου της βροχής. Όταν ο Απρίλης με τις πυκνές βροχές τον Την ξηρασία τον Μάρτη πότισε ώς τη ρίζα, Κι έλουσε κάθε φύλλο με τα γλνκά νγρά τον, Κάνοντας να προβάλλει το δροσερό λονλονδι Μια σταγόνα έπεσε τρεμοπαίζοντας από το δοκάρι κι έβρεξε τον αριστερό φακό των γυαλιών του Ρεντγουάιν και το βελούδινο μάγουλό του. Ο χρόνος είχε σταθεί καλός με τον Ρεντγουάιν. Καθώς στεκόταν εκεί, πάνω στον άμβωνα, έμοιαζε με ζωηρό, διοπτροφόρο αγροτόπαιδο, αν και ήταν σαράντα εννέα χρόνων. Σήκωσε το χέρι του να σκουπίσει το νερό από το μάγουλό του και το μπλε σακουλάκι από καραβόπανο που ήταν γεμάτο σκάγια, δεμένο γύρω από τον καρπό του, κουδούνισε. Παρόμοια σακουλάκια με σκάγια ήταν δεμένα γύρω από τους αστραγάλους του και τον άλλο καρπό του και δύο βαριές σιδερένιες πλάκες κρέμονταν από τους ώμους του με αορτήρες - μια στο στήθος του και μια στην πλάτη του. Τα βάρη αυτά ήταν τα εμπόδια ισοζυγισμού του στον αγώνα της ζωής. Κουβαλούσε'πάνω του δεκάξι κιλά - και τα κουβαλούσε πρόθυμα. Αν ήταν δυνατότερος θα κουβαλούσε περισσότερα, κι αν ήταν πιο αδύνατος λιγότερα. Κάθε δυνατό μέλος της θρησκείας του Ρεντγουάιν δεχόταν πρόθυμα τα βάρη και τα περιέφερε περήφανα παντού. Ακόμη κι οι πιο αδύνατοι και ταπεινοί αναγκάζονταν να παραδεχτούν ότι επιτέλους ο αγώνας για την επιβίω(τη ήταν δίκαιος. Οι υγρές μελωδίες της βροχής έφτιαχναν ένα τόσο ωραίο φόντο για απαγγελία μέσα στην άδεια εκκλησία, που ο Ρεντγουάιν αποφάσισε να απαγγείλει κι άλλο. Αυτή τη φορά διάλεξε κάτι του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ, του Προφήτη του Νιούπορτ. Αυτό που ετοιμαζόταν να απαγγείλει ο Ρεντγουάιν με την υπόκρουση της βροχής ήταν κάτι που είχε γράψει ο 201
Προφήτης του Νιούπορτ για να καθορίσει τη θέση του σε σχέση με τους κληρικούς του, τη θέση των κληρικών σε σχέση με το ποίμνιο και τη θέση όλων απέναντι στον Θεό. Ο Ρεντγουάιν το διάβαζε αυτό στο εκκλησίασμα του κάθε πρώτη Κυριακή του μηνός. «Δεν είμαι ο πατέρας σας», απήγγειλε ο Ρεντγουάιν. «Καλύτερα να με αποκαλείτε αδελφό. Όμως δεν είμαι αδελφός σας. Καλύτερα να με αποκαλείτε γιο. Όμως δεν είμαι ο γιος σας. Καλύτερα να με αποκαλείτε σκύλο. Όμως δεν είμαι ο σκύλος σας. Καλύτερα να με αποκαλείτε ψύλλο. Αλλά δεν είμαι ψύλλος. Καλύτερα να με αποκαλείτε μικρόβιο του ψύλλου του σκύλου σας. Σαν ένα μικρόβιο πάνω στον ψύλλο του σκύλου σας είμαι πρόθυμος να σας υπηρετήσω μ' όποιον τρόπο μπ;ορώ, όπως κι εσείς tioacrm πρόθυμοι να υπηρετήσετε τον Παντοδύναμο Θεό και Πλάστη των Πάντων». Ο Ρεντγουάιν χτύπησε τις παλάμες του σκοτώνοντας τον φανταστικό μικροβιοφόρο ψύλλο. Τις Κυριακές όλο το εκκλησίασμα χτυπούσε τα χέρια εν χορώ. Άλλη μια σταγόνα τρεμούλιασε κι έπεσε από το δοκάρι, υγραίνοντας ξανά το μάγουλο του Ρεντγουάιν. Ο Ρεντγουάιν ευχαρίστησε με μια ταπεινή κλίση του κεφαλιού για τη σταγόνα, για την εκκλησία, για την ειρήνη, για τον Προφήτη του Νιούπορτ, για τη Γη, για τον Θεό που δεν έδινε δεκάρα, για τα πάντα. Κατέβηκε από τον άμβωνα κάνοντας τα μολυβένια μπαλάκια μέσα στα σακουλάκια του να κουνιούνται δεξιά κι αριστερά με μια επιβλητική κίνηση. Διέσχισε το διάδρομο της εκκλησίας και περνώντας από μια αψιδα^τή πόρτα βρέθηκε κάτω από το καμπαναριό. Κοντοστάθηκε δίπλα στο νερό που είχε μαζευτεί κάτω από το σχοινί της καμπάνας και σήκωσε τα μάτια να ανιχνεύσει την πορεία που είχε ακολουθήσει το νερό. Όμορφος τρόπος, σκέφτηκε, να μπαίνει μέσα το νερό της βροχής. Αν αναλάμβανε ποτέ την ανακαίνιση της εκκλησίας θα φρόντιζε ώστε οι διεισδυτικές αυτές σταγόνες της βροχής να μπορούν πάντα να μπαίνουν μέσα. Πέρα από την αψίδα του καμπαναριού υπήρχε άλλη μια αψίδα, μια λουλουδιαστή αψίδα από πασχαλιές. Ο Ρεντγουάιν πλησίασε τώρα τη δεύτερη αψίδα, είδε 202
το διαστημόπλοιο σαν μεγάλη φουσκάλα ανάμεσα στα δέντρα του δάσους, είδε και τον γυμνό και γενειοφόρο Διαστημικό Ταξιδιώτη στο κοιμητήριο. Ο Ρεντγουάιν έβγαλε μια κραυγή χαράς. Όρμησε στην εκκλησία του, κρεμάστηκε από το σχοινί της καμπάνας κι άρχισε να την τραντάζει σαν μεθυσμένος χιμπατζής. Μέσα στον κουδουνιστό χαμό που έκαναν οι καμπάνες, ο Ρεντγουάιν άκουσε τις λέξεις που υποστήριζε ο Προφήτης του Νιούπορτ ότι έλεγαν όλες οι καμπάνες. «ΚΟΛΑΣΗ ΤΕΛΟΣ!» βροντούσαν οι καμπάνες «ΚΟΛΑΣΗ ΤΕΛΟΣ!» «ΚΟΛΑΣΗ ΤΕΛΟΣ!» «ΚΟΛΑΣΗ ΤΕΛΟΣ!» Ο Ουνκ τρομοκρατήθηκε από τον ήχο της καμπάνας. Του φάνηκε μια πολύ οργισμένη και φοβισμένη καμπάνα κι έτρεξε γρήγορα στο πλοίο του, χτυπώντας άσχημα το καλάμι του πάνω σε μια πέτρα. Καθώς έκλεινε την πόρτα του διαστημόπλοιου άκουσε τον ήχο μιας σειρήνας να απαντά στην καμπάνα. Ο Ουνκ νόμιζε ότι η Γη ήταν ακόμη σε πόλεμο με τον Άρη και ότι η σειρήνα και η καμπάνα καλούσαν τον Χάρο να τον πάρει. Πάτησε αποφασιστικά το κουμπί ον. Ο αυτόματος πιλότος δεν ανταποκρίθηκε αμέσως, αλλά ξεκίνησε μια πολύ μπερδεμένη και αναποτελεσματική λογομαχία με τον εαυτό του. Η λογομαχία έληξε με την απόφαση του πιλότου να σβήσει. Ο Ουνκ πάτησε ξανά το κουμπί ον. Αυτή τη φορά το πάτησε δυνατά και σταθερά με τη φτέρνα του. Ο πιλότος άρχισε πάλι την ανόητη διαφωνία με τον εαυτό του και προσπάθησε να σβήσει. Όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό έβγαλε ένα σκουροκίτρινο καπνό. Ο καπνός άρχισε να γίνεται τόσο πυκνός και δηλητηριώδης που ο Ουνκ αναγκάστηκε να καταπιεί ένα σκονάκι και να εφαρμόσει πάλι την αναπνοή Σλήμαν. Μετά ο πιλότος-πλοηγός έβγαλε μια βαθιά, τρεμουλιαστή και παραπονιάρικη νότα και. έσβησε για πάντα. 203
Τώρα πια δεν υπήρχε τρόπος απογείωσης. Νεκρός πιλότος σήμαινε νεκρό πλοίο. Ο Ουνκ πλησίασε το φινιστρίνι μέσα από τους καπνούς και κοίταξε έξω. Είδε την πυροσβεστική που ερχόταν τρέχοντας προς το πλοίο ανάμεσα στους θάμνους. Πάνω της ήταν κρεμασμένοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, μουσκεμένοι από τη βροχή, χαμογελώντας εκστατικά. Μπροστά στην πυροσβεστική ήταν ο Αιδεσιμότατος Κ. Χόρνερ Ρεντγουάιν. Στο ένα χέρι κρατούσε τη λεμονί φόρμα μέσα σε μια διαφανή πλαστική σακούλα. Στο άλλο κρατούσε ένα μπουκέτο φρεσκοκομμένες πασχαλιές. Οι γυναίκες έστελναν φιλιά στον Ουνκ και σήκωναν ψηλά τα παιδιά τους για να δουν τον υπέροχο άντρα μέσα από τα φινιστρίνια. Οι άντρες έμειναν κοντά στην' πυροσβεστική και ζητωκραύγαζαν τον Ουνκ, ζητωκραύγαζαν ο ένας τον άλλον, οτιδήποτε έβλεπαν. Ο οδηγός έκανε να μουγκρίσει η μηχανή του δυνατού του οχήματος, πάτησε τη σειρήνα, χτύπησε το πυροσβεστικό καμπανάκι. Όλοι έφεραν βάρη κάποιου είδους. Τα περισσότερα ήταν φανερά - βαρίδια από ρολά παραθύρου, σακουλάκια με σκάγια, παλιές σχάρες φούρνου - που είχαν σκοπό να μειώσουν τα σωματικά τους πλεονεκτήματα. Υπήρχαν όμως, ανάμεσα στους ενορίτες του Ρεντγουάιν, και μερικοί αφοσιωμένοι πιστοί που είχαν διαλέξει βάρη ενός πιο δυσδιάκριτου και εύστοχου είδους. Υπήρχαν γυναίκες που είχαν ευνοηθεί από την τύχη με ένα εντυπωσιακό προνόμιο ομορφιάς. Το άδικο αυτό προνόμιο το είχαν καταργήσει φορώντας άγαρμπα ρούχα, παίρνοντας αντιαισθητικές στάσεις, μασώντας τσίχλα και κάνοντας μια άπληστη χρήση καλλυντικών. Ένας γέρος που το μοναδικό του πλεονέκτημα ήταν η καλή όραση, κατέστρεφε τα μάτια του φορώντας τα γυαλιά της γυναίκας του. Ένας μελαχρινός νεαρός που το κατακτητικό, ακτινοβόλο σεξ-απήλ του δεν γινόταν να κρυφτεί πίσω από κακοσουλούπωτα ρούχα, είχε φορτωθεί μια γυναίκα που πάθαινε ναυτία με το σεξ. Η γυναίκα του μελαχρινού νεαρού, που είχε λόγους 204
να περηφανεύεται για τα πανεπιστημιακά της διπλώματα, είχε φορτωθεί έναν άντρα που διάβαζε μόνον κόμικς. Το εκκλησίασμα του Ρεντγουάιν δεν ήταν μοναδικό. Δεν ήταν ιδιαίτερα φανατικό. Υπήρχαν δισεκατομμύρια από ευτυχισμένους αυτο-μειωνόμενους ανθρώπους στη Γη. Αυτό που τους έκανε ευτυχισμένους ήταν ότι τώρα πια κανείς δεν εκμεταλλευόταν κανέναν. Τώρα οι πυροσβέστες βρήκαν έναν άλλο τρόπο να εκφράσουν τον ενθουσιασμό τους. Κάπου στη μέση του οχήματος βρισκόταν ένας κρουνός που μπορούσε να περιστρέφεται σαν πυργίσκος πολυβόλου. Τον έστρεψαν προς τα πάνω και τον άνοιξαν. Ένα τρεμουλιαστό, αβέβαιο σιντριβάνι ξεκίνησε για τον ουρανό, το κομμάτιασε όμως ο άνεμος πριν προλάβει ν' ανεβεί. Τα κομμάτια του σκορπίστηκαν ένα γύρω πέφτοντας πότε πάνω στο διαστημόπλοιο με υγρό, πνιχτό κρότο, πότε πάνω στους ίδιους τους πυροσβέστες μουσκεύοντάς τους και πότε πάνω στα γυναικόπαιδα, ξαφνιάζοντάς τα στην αρχή, και μετά αυξάνοντας ακόμη πιο πολύ τον ενθουσιασμό τους. Το ότι το νερό θα έπαιζε τόσο σπουδαίο ρόλο στην υποδοχή του Ουνκ ήταν μια συναρπαστική συγκυρία. Κανείς δεν το είχε προσχεδιάσει. Ήταν όμως καταπληκτικό να μπορεί ο καθένας να ενώσει την ψυχή του στη γιορτή της συμπαντικής υγρότητας. Ο Αιδεσιμότατος Κ. Χόρνερ Ρεντγουάιν, νιώθοντας ολόγυμνος σαν παγανό του δάσους μέσα στα κολλημένα, μουσκεμένα ρούχα του, έσυρε ένα τσαμπί πασχαλιάς πάνω στο τζάμι του φινιστρινιού και μετά πίεσε λατρευτικά το πρόσωπό του πάνω στο τζάμι. Η έκφραση του προσώπου που αντιγύρισε το βλέμμα του Ρεντγουάιν θύμιζε πολύ το πρόσωπο ενός έξυπνου πιθήκου στο ζωολογικό κήπο. Το μέτωπο του Ουνκ είχε βαθιές ρυτίδες, και τα μάτια του είχαν υγρανθεί σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να καταλάβει. Ο Ουνκ είχε αποφασίσει να μη φοβηθεί. Δεν βιαζόταν όμως και ν' αφήσει τον Ρεντγουάιν να μπει μέσα. 205
Κάποια στιγμή τελικά πλησίασε τη διπλή πόρτα και την απασφάλισε. Μετά έκανε ένα βήμα πίσω περιμένονντας κάποιος άλλος να σπρώξει την πόρτα. «Αφήστε πρώτα να μπω εγώ και να του δώσω να φορέσει τη φόρμα!» είπε ο Ρεντγουάιν στους πιστούς. «Μετά είναι δικός σας!» Μέσα στο διαστημόπλοιο ο Ουνκ φόρεσε τη λεμονί φόρμα που του ταίριαζε σαν γάντι. Τα πορτοκαλιά ερωτηματικά στο στήθος και στην πλάτη του κόλλησαν χωρίς ούτε μία δίπλα. Ο Ουνκ δεν ήξερε ακόμη ότι κανένας στον κόσμο δεν ήταν ντυμένος σαν κι αυτόν. Φανταζόταν ότι πολλοί θα φορούσαν ίδια κουστούμια - με τα ερωτηματικά και τα πάντα. «Είμαι - είμαι στη Γη;» ρώτησε ο Ουνκ τον Ρεντγουάιν. «Ναι», του είπε ο Ρεντγουάιν, «στο Κέηπ Κοντ, της Μασαχουσέτης, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στην Αδελφότητα του Ανθρώπου». «Δόξα τω Θεώ!» είπε ο Ουνκ. Ο Ρεντγουάιν ανασήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια. «Γιατί;» ρώτησε. «Τι γιατί;» είπε ο Ουνκ. «Γιατί δόξα τω Θεώ;» είπε ο Ρεντγουάιν. «Ο Θεός δεν δίνει δεκάρα για το τι συμβαίνει σε σένα. Δεν φρόντισε αυτός να σε κατεβάσει στη Γη, όπως και δεν θα φρόντιζε να σε σκοτώσει». Σήκωσε ψηλά τα χέρια του, επιδεικνύοντας τη μυϊκότητα της πίστης του. Τα σκάγια μέσα στα σακουλάκια κουνήθηκαν κροταλίζοντας και τραβώντας την προσοχή του Ουνκ. Από τα σακουλάκια η προσοχή του Ουνκ πήδησε στη βαριά σιδερένια πλάκα στο στήθος του Ρεντγουάιν. Αυτός, ακολουθώντας το βλέμμα του Ουνκ, σήκωσε με το χέρι του τη σιδερένια πλάκα. «Βαριά», είπε. «Χμ», είπε ο Ουνκ. «Εσύ θα πρέπει να κουβαλάς γύρω στα είκοσι πέντε κιλά, φαντάζομαι - αφού σε δυναμώσουμε πρώτα», είπε ο Ρεντγουάιν. «Είκοσι πέντε;» ρώτησε ο Ουνκ. 206
«Θα πρέπει να χαίρεσαι κι όχι να λυπάσαι για ένα τέτοιο βάρος», είπε ο Ρεντγουάιν. «Κανείς μετά δεν θα μπορεί να σε κατηγορήσει ότι εκμεταλλεύεσαι τις εύνοιες της τύχης». Μέσα στη φωνή του είχε γλιστρήσει τώρα ένας μακάρια απειλητικός τόνος που είχε να τον χρησιμοποιήσει από τις πρώτες μέρες της Εκκλησίας του Απολύτως Αδιάφορου Θεού, όταν ένας εντυπωσιακός αριθμός προσηλυτισμών είχε ακολουθήσει τον πόλεμο με τον Άρη. Σ' εκείνες τις μέρες, ο Ρεντγουάιν μαζί με πολλούς άλλους νεαρούς προσηλυτιστές απειλούσαν τους άπιστους με τ;η δίκαιη οργή του πλήθους - τη δίκαιη οργή ενός πλήθους που τότε ακόμη δεν υπήρχε. Το δίκαια οργισμένο πλήθος υπήρχε τώρα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Ο συνολικός αριθμός των μελών της Εκκλησίας του Απολύτως Αδιάφορου Θεού ήταν γύρω στα τρία δισεκατομμύρια. Τα νεαρά λιοντάρια που είχαν διδάξει την πίστη στις πρώτες μέρες μπορούσαν τώρα να κάνουν τα πρόβατα και να επιδίδονται στην ενατένιση ανατολίτικων μυστηρίων, όπως είναι οι σταγόνες του νερού που κυλάνε από το σχοινί μιας καμπάνας. Το πειθαρχικό χέρι της Εκκλησίας στηριζόταν στα πολυάριθμα πλήθη. «Πρέπει να σε προειδοποιήσω», είπε στον Ουνκ ο Ρεντγουάιν, «ότι όταν βγεις έξω ανάμεσα σ' αυτούς τους ανθρώπους δεν πρέπει να πεις τίποτε που να εξυπονοεί ότι ο Θεός έδειξε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για σένα, ή ότι θα μπορούσες εσύ να βοηθήσεις σ' οτιδήποτε τον Θεό. Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσες να πεις, για παράδειγμα, είναι κάτι σαν κι αυτό: Ευχαριστώ τον Θεό που με απάλλαξε από τα βάσανά μου. Για κάποιον ακατανόητο λόγο με ξεχώρισε από τους άλλους και τώρα ^ η μοναδική μου επιθυμία είναι να τον υπηρετήσω". »Το φιλικό πλήθος που βλέπεις εκεί έξω», συνέχισε ο Ρεντγουάιν, «θα μπορούσε εύκολα να αγριέψει, παρά τους καλούς οιωνούς που προστατεύουν τον ερχομό σου». Ο Ουνκ σχεδίαζε να πει αυτό ακριβώς που τον προειδοποίησε να μην πει ο Ρεντγουάιν. Του φαινόταν ο μό207
νος σωστός λόγος που μπορούσε να βγάλει. «Τι - τι πρέπει να πω;» ρώτησε. «Αυτό που θα πεις έχει καθοριστεί προφητικά λέξη προς λέξη», είπε ο Ρεντγουάιν. «Έχω σκεφθεί αμέτρητες φορές τα λόγια που θα. πεις, και είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει καμιά δυνατή βελτίωση τους». «Μα δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά λέξη», είπε ο Ουνκ, «εκτός από το γεια χαρά - και ευχαριστώ. Τι θέλεις να πω;» «Θα πεις αυτό που θα πεις», είπε ο Ρεντγουάιν. «Οι καλοί άνθρωποι που σε περιμένουν απέξω έχουν προβάρει τη στιγμή αυτή αμέτρητες φορές. Θα σου κάνουν δύο ερωτήματα κι εσύ θα απαντήσεις όσο καλύτερα μπορείς». Οδήγησε τον Ουνκ και βγήκαν από την πόρτα. Το σιντριβάνι της πυροσβεστικής είχε κλείσει. Οι φωνές και οι χοροί είχαν σταματήσει. Τώρα το εκκλησίασμα του Ρεντγουάιν σχημάτισε ένα ημικύκλιο γύρω από τον Ουνκ και τον Ρεντγουάιν. Οι πιστοί είχαν τα χείλια τους σφιχτά κλεισμένα και κρατούσαν την ανάσα τους. Ο Ρεντγουάιν τους έδωσε το ιερό σύνθημα. Οι πιστοί μίλησαν σαν ένας άνθρωπος. «Ποιος είσαι;» είπαν. «Δεν - δεν ξέρω το πραγματικό μου όνομα», είπε ο Ουνκ. «Με φώναζαν Ουνκ». «Τι σου συνέβη;» ρώτησε το εκκλησίασμα. Ο Ουνκ κούνησε αόριστα το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί μια συνοπτική διατύπωση των περιπετειών του που να ταιριάζει στην τελετουργική ατμόσφαιρα. Ήταν φανερό ότι περίμεναν απ' αυτόν κάτι το μεγαλειώδες. Δεν ήταν ικανός για μεγαλοπρέπειες. Ξεφύσηξε δυνατά, δίνοντας στο εκκλησίασμα να καταλάβει ότι λυπόταν που τους απογοήτευε με την ανουσιότητά του. «Στάθηκα θύμα μιας σειράς ατυχιών», είπε. Και πρόσθεσε ανασηκώνοντας τους ώμους: «Όπως όλοι μας». Οι φωνές και οι χοροί ξέσπασαν ξανά. Οι πιστοί ανέβασαν τον Ουνκ στο πυροσβεστικό και τον μετέφεραν ώς την πόρτα της εκκλησίας. Ο Ρεντγουάιν έδειξε ήρεμα ένα μισοτυλιγμένο ξύλινο 208
ειλητάριο πάνω από την πόρτα. Μέσα ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα: ΣΤΑΘΗΚΑ ΘΥΜΑ ΜΙΑΣ ΣΕΙΡΑΣ ΑΤΥΧΙΩΝ, ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΜΑΣ. Ο Ουνκ μεταφέρθηκε κατευθείαν με την πυροσβεστική από την εκκλησία στο Νιούπορτ, στο Ροντ Άιλαντ, όπου επρόκειτο να γίνει μια υλοποίηση. Σύμφωνα μ' ένα σχέδιο που είχε καταστρωθεί εδώ και χρόνια, άλλα πυροσβεστικά οχήματα ήρθαν από το Κέηπ Κοντ για να προστατεύσουν το Δυτικό Μπαρνστάμπλ που θα έμενε για λίγο χωρίς το όχημά του. Η είδηση για τον ερχομό του Διαστημικού Ταξιδιώτη απλώθηκε σαν τη φωτιά. Σε κάθε χωριό, κωμόπολη και πόλη απ' όπου περνούσε η πυροσβεστική, έραιναν τον Ουνκ με λουλούδια. Ο Ουνκ καθόταν ψηλά, πάνω σε μια χοντρή σανίδα από έλατο που ήταν στημένη πάνω στο κουβούκλιο της πυροσβεστικής. Μέσα στο κουβούκλιο καθόταν .ο Αιδεσιμότατος Κ. Χόρνερ Ρεντγουάιν. Ο Ρεντγουάιν μπορούσε να ελέγχει το καμπανάκι της πυροσβεστικής, και το χτυπούσε αδιαλείπτως. Δεμένος πάνω στο γλωσσίδι του ήταν ένας Μαλαχίας φτιαγμένος από σκληρό πλαστικό. Η κούκλα ήταν ενός ειδικού είδους που μόνο στο Νιούπορτ μπορούσες να την αγοράσεις. Η κατοχή ενός τέτοιου Μαλαχία ήταν απόδειξη ότι είχες κάνει προσκύνημα στο Νιούπορτ. Ολόκληρο το Εθελοντικό Πυροσβεστικό Σώμα του Δυτικού Μπάρνσταμπλ, με εξαίρεση δυο αντικονφορμιστές, είχαν κάνει τέτοιο προσκύνημα στο Νιούπορτ. Ο Μαλαχίας του πυροσβεστικού οχήματος είχε αγοραστεί με λεφτά της Πυροσβεστικής. Στη διάλεκτο των μικροπωλητών σουβενίρ του Νιούπορτ, ο Μαλαχίας από σκληρό πλαστικό του Πυροσβεστικού Σώματος ήταν ένας «αυθεντικός, εγκεκριμένος, επίσημος. Μαλαχίας». Ο Ουνκ ένιωθε ευτυχισμένος, γιατί χαιρόταν να βρίσκεται πάλι ανάμεσα σε ανθρώπους και να ανασαίνει αέρα. Άλλωστε όλοι έδειχναν να τον λατρεύουν. Υπήρχε τόση πολλή ευχάριστη φασαρία. Τόσα πολλά 209
καλά από παντού. Ο Ουνκ ήλπιζε μόνο τα πολλά καλά από παντού να κρατήσουν για πάντα. «Τι σου συνέβη;» του φώναζε ο κόσμος και γελούσε. Για να διευκολύνει την επικοινωνία του με τις μάζες, ο Ουνκ είχε συντομεύσει την απάντηση που είχε ευχαριστήσει τόσο πολύ το μικρό πλήθος στην Εκκλησία του Διαστημικού Ταξιδιώτη. «Ατυχίες!» φώναζε. Και γελούσε. Για φαντάσου. Τι στην οργή. Γελούσε. Στο Νιούπορτ το κτήμα Ράμφουρντ είχε γεμίσει οκτώ ώρες νωρίτερα. Οι φρουροί έδιωχναν χιλιάδες κόσμο μακριά από τη μικρή πόρτα του κήπου. Στην ουσία οι φρουροί δεν ήταν απαραίτητοι, γιατί το πλήθος μέσα ήταν συμπαγές. Ακόμη κι ένα λαδωμένο χέλι δεν θα κατάφερνε να περάσει ανάμεσά του. Οι χιλιάδες των προσκυνητών που είχαν μαζευτεί έξω από τον πέτρινο περίβολο έσπρωχναν ευλαβικά ο ένας τον άλλον για μια θέση κοντά στα μεγάφωνα που είχαν στηθεί στις γωνίες. Από τα μεγάφωνα θα ακουγόταν η φωνή του Ράμφουρντ. Το πλήθος ήταν πιο μεγάλο και πιο ξαναμμένο από ποτέ, γιατί σήμερα ήταν η πολυπόθητη Μεγάλη Ημέρα του Διαστημικού Ταξιδιώτη. Παντού έβλεπες τα πιο εφευρετικά και τα πιο αποτελεσματικά βάρη. Τα πλήθη ήταν υπέροχα κακοντυμένα και βαρυφορτωμένα. Η Μπη, που ήταν η γυναίκα του Ουνκ στον Άρη, βρισκόταν κι αυτή στο Νιούπορτ. Το ίδιο και ο γιος της Μπη και του Ουνκ, ο Χρόνος. «Ε! - πάρτε γνήσιους, εγκεκριμένους Μαλαχίες», είπε βραχνά η Μπη. «Εδώ οι καλοί Μαλαχίες. Πάρτε ένα Μαλαχία να χαιρετήσετε τον Διαστημικό Ταξιδιώτη», είπε η Μπη. «Πάρτε ένα Μαλαχία να τον ευλογήσει ο Διαστημικός Ταξιδιώτης όταν έρθει». Βρισκόταν μέσα σ' ένα περίπτερο απέναντι στη μικρή 210
σιδερένια πόρτα στον τοίχο του κτήματος Ράμφουρντ στο Νιούπορτ. Το περίπτερο της Μπη ήταν το πρώτο μιας σειράς από είκοσι περίπτερα απέναντι στην πόρτα. Τα περίπτερα συστεγάζονταν κάτω από κοινή πλαγιαστή σκεπή και χωρίζονταν από χωρίσματα στο ύψος της μέσης. Οι Μαλαχίες που πουλούσε η Μπη ήταν πλαστικές κούκλες με κινητά μέλη και μάτια από κρύσταλλο. Τους αγόραζε από μια εκκλησιαστική αποθήκη χοντρικής προς είκοσι επτά σεντς το κομμάτι και τους πουλούσε τρία δολάρια. Ήταν φοβερή επιχειρηματίας. Δεν ήταν όμως το ικανό και επιδέξιο παρουσιαστικό της που τη βοηθούσε στις πωλήσεις, όσο η φυσική της επιβλητικότητα. Η επιδεικτική της λάμψη τραβούσε το βλέμμα των προσκυνητών. Αυτό όμως που τους έφερνε κοντά στο περίπτερό της και τους έκανε να αγοράζουν ήταν η ακτινοβολία της. Η ακτινοβολία αυτή μαρτυρούσε με βεβαιότητα ότι η Μπη ήταν προορισμένη για μια υψηλότερη θέση στην κοινωνία και ότι αντιμετώπιζε με γενναιότητα τον ξεπεσμό της. «Πάρτε ένα Μαλαχία όσο είναι ακόμη καιρός!» είπε η Μπη. «Τέλος οι Μαλαχίες όταν αρχίσει η υλοποίηση!» Αυτό ήταν αλήθεια. Ο κανόνας απαιτούσε οι μικροπωλητές να κατεβάσουν τα ρολά τους πέντε λεπτά πριν υλοποιηθεί ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και ο σκύλος του. Τα ρολά έπρεπε να μείνουν κλειστά ώς δέκα λεπτά μετά την εξαφάνιση και του τελευταίου ίχνους του Ράμφουρντ και του Καζάκ. Η Μπη γύρισε στο γιο της τον Χρόνο που άνοιγε ένα καινούριο κιβώτιο με Μαλαχίες. «Πόσο έχουμε ακόμη μέχρι τη σφυρίχτρα;» τον ρώτησε. Η σφυρίχτρα ήταν μια μεγάλη σφυρίχτρα ατμού στο εσωτερικό του κτήματος. Σφύριζε πέντε λεπτά πριν από τις υλοποιήσεις. Όι ίδιες οι υλοποιήσεις αναγγέλλονταν με την εκπυρσοκρότηση ενός κανονιού εβδομήντα πέντε χιλιοστών. Οι εξαϋλώσεις αναγγέλλονταν με την απελευθέρωση χιλίων μπαλονιών. «Οκτώ λεπτά», είπε ο Χρόνος κοιτάζοντας το ρολόι του. Ήταν τώρα έντεκα γήινων χρόνων. Ήταν μελαχρινός, με σκοτεινό βλέμμα. Ήταν ειδικός στο να δίνει λά211
θος ρέστα και να κλέβει στα χαρτιά."Χυδαιολογούσε και κουβαλούσε πάνω του ένα μαχαίρι με μια λάμα δεκαπέντε εκατοστών. Ο Χρόνος δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα άλλα παιδιά, και η φήμη ότι αντιμετώπιζε τη ζωή με αμεσότητα και θάρρος ήταν τόσο διαδεδομένη που μόνο μερικά πολύ απερίσκεπτα και πολύ όμορφα κοριτσάκια τον πλησίαζαν. Ο Χρόνος είχε χαρακτηριστεί από το Αστυνομικό Τμήμα του Νιούπορτ και την Κρατική Αστυνομία του Ροντ Άιλαντ σαν ανήλικος εγκληματίας. Γνώριζε τουλάχιστον πενήντα αστυνομικούς με το μικρό τους όνομα και είχε υποστεί δεκατέσσερα τεστ αλήθειας. Το μόνο που έσωζε τον Χρόνο από το να κλειστεί σε αναμορφωτήριο ήταν το ικανότερο επιτελείο νομικών του κόσμου, το νομικό επιτελείο της Εκκλησίας του Απολύτως Αδιάφορου Θεού. Με τις οδηγίες του Ράμφουρντ το επιτελείο αυτό υπεράσπιζε πάντα τον Χρόνο απαλλάσσοντάς τον από όλες τις κατηγορίες. Οι πιο συνηθισμένες κατηγορίες κατά του Χρόνου ήταν κλοπή μετ' απάτης, κατοχή κρυμμένων όπλων, κατοχή πυροβόλων όπλων χωρίς άδεια, χρήση πυροβόλου όπλου εντός των ορίων της πόλης, πώληση άσεμνων εικόνων και κειμένων και κατοχή ατίθασου χαρακτήρα. Οι αρχές διαμαρτύρονταν ότι στην περίπτωση αυτού του παιδιού το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η μητέρα του. Η μητέρα του είχε το ελάττωμα να τον αγαπάει έτσι όπως ήταν. «Σας μένουν οκτώ λεπτά ακόμα, παιδιά, ν' αγοράσετε το Μαλαχία σας», είπε η Μπη. «Άντε, βιαστείτε». Τα μπροστινά επάνω δόντια της Μπη ήταν χρυσά και το δέρμα της, όπως και το δέρμα του γιου της, είχε το χρώμα της χρυσής βελανιδιάς. Η Μπη είχε χάσει τα μπροστινά επάνω δόντια της όταν το διαστημόπλοιο που είχε μεταφέρει τον Χρόνο κι αυτήν από τον Άρη έκανε αναγκαστική προσγείωση στην περιοχή Γκάμπο της Ζούγκλας του Αμαζονίου. Ο Χρόνος κι αυτή ήταν οι μόνοι επιζώντες από την προσγείωση και περιπλανήθηκαν μέσα στη ζούγκλα επί ένα χρόνο. Το χρώμα του δέρματος της Μπη και του Χρόνου ήταν 212
μόνιμο μια και οφειλόταν σε μια αλλοίωση του συκωτιού τους. Το συκώτι τους είχε πάθει αυτή την αλλοίωση ύστερα από μια τρίμηνη διατροφή με νερό και ρίζες σάλπα-σάλπα ή γαλάζιας λεύκας του Αμαζονίου. Η δίαιτα αυτή ήταν μέρος της μύησης της Μπη και του Χρόνου στα ήθη της φυλής Γκάμπο. Στη διάρκεια αυτής της μύησης, μητέρα και γιος είχαν δεθεί με αλυσίδες σε πασσάλους στη μέση του χωριού, με τον Χρόνο να παριστάνει τον Ήλιο και την Μπη να παριστάνει τη Σελήνη, όπως καταλάβαινε η φυλή Γκάμπο τ9ν Ήλιο και τη Σελήνη. Σαν αποτέλεσμα της εμπειρίας αυτής η Μπη και ο Χρόνος ένιωθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον απ' όσο οι άλλες μητέρες με τα παιδιά τους. Τελικά τους είχε σώσει ένα ελικόπτερο.,Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφόυρντ είχε στείλει το ελικόπτερο στο σωστό μέρος τη σωστή ώρα. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφόυρντ είχε παραχωρήσει στην Μπη και τον Χρόνο το επικερδές πόστο έξω από την πόρτα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Αυτός είχε πληρώσει και το λογαριασμό του οδοντογιατρού για την Μπη και είχε επιμείνει τα δόντια της να είναι χρυσά. Ο άνθρωπος που είχε το δίπλα περίπτερο από την Μπη, ήταν ο Χάρυ Μπράκμαν. Ήταν ο λοχίας της διμοιρίας του Ουνκ στον Άρη. Τώρα ο Μπράκμαν είχε αρχίσει να φτιάχνει στομάχι και φαλάκρα. Το ένα του πόδι ήταν από φελλό και το δεξί του χέρι από ανοξείδωτο χάλυβα. Τα είχε χάσει και τα δύο στη Μάχη του Μπόκα Ρέητον. Ήταν ο μοναδικός επιζών της μάχης και αν δεν είχε τραυματιστεί τόσο δραματικά, σίγουρα θα τον είχαν λυντσάρει μαζί με τους υπόλοιπους της διμοιρίας του. Ο Μπράκμαν πουλούσε πλαστικά ομοιώματα του σιντριβανιού που υπήρχε μέσα στον κήπο. Τα ομοιώματα είχαν ύψος τριάντα πόντους. Στη βάση τους είχαν μικρές αντλίες με ελατήριο. Οι αντλίες αυτές ρουφούσαν νερό απο τη μεγάλη γούρνα στη βάση και το ανέβαζαν στις μικρότερες της κορυφής. Οι μικρές γούρνες με τη σειρά 213
τους το άφηναν να πέφτει στις ελαφρώς μεγαλύτερες από κάτω και... Ο Μπράκμαν είχε τρία σιντριβάνια να δουλεύουν πάνω στον πάγκο μπροστά του. «Ακριβώς όπως αυτό που είναι μέσα, παιδιά», έλεγε. «Μπορείτε να τα πάρετε σπίτι μαζί σας. Βάλτε τα στο μπροστινό παράθυρο και θα ξέρουν όλοι ότι πήγατε στο Νιούπορτ. Βάλτε τα στη μέση του τραπεζιού της κουζίνας στη γιορτή του μικρού και γεμίστε τα με ροζ λεμονάδα». «Πόσο;» είπε ένας τύπος. «Δεκαεφτά δολάρια», είπε ο Μπράκμαν. «Ωχ!» έκανε ο τύπος. «Είναι ιερό κειμήλιο, φίλε», είπε ο Μπράκμαν κοιτώντας τον τύπο στα μάτια. «Δεν είναι παιχνίδι». Άπλωσε το χέρι του κάτω από τον πάγκο και έπιασε μια μικρογραφία*αρειανού διαστημόπλοιου. «Θέλεις παιχνίδι; Αυτό είναι παιχνίδι. Σαράντα εννέα σεντς. Δεν βγάζω παρά μόνο δύο σεντς απ' αυτό». Ο τύπος έκανε ό,τι μπορούσε για ν' αποδείξει ότι ήξερε να αγοράζει. Συνέκρινε το παιχνίδι με το πραγματικό αντικείμενο που υποτίθεται ότι αναπαριστούσε. Το πραγματικό αντικείμενο ήταν ένα αρειανό διαστημόπλοιο σκαρφαλωμένο σε μια κολόνα τριακόσια μέτρα. Η κολόνα και το διαστημόπλοιο βρίσκονταν μέσα στο κτήμα Ράμφουρντ - στη γωνία, εκεί που προηγουμένως ήταν τα γήπεδα του τένις. Ο Ράμφουρντ δεν είχε ακόμη εξηγήσει το σκοπό του διαστημόπλοιου, κι όσο για την κολόνα, είχε χτιστεί με λεφτά που είχαν μαζέψει οι μαθητές σ' ολόκληρο τον κόσμο. Το διαστημόπλοιο κρατιόταν σε διαρκή ετοιμότητα. Μια σκάλα που τη θεωρούσαν ως την ψηλότερη κινητή σκάλα της ιστορίας ακουμπούσε πάνω στην κολόνα και οδηγούσε τρεμουλιαστά ώς την πόρτα του διαστημοπλοίου. Στη δεξαμενή καυσίμων του διαστημοπλοίου βρισκόταν το τελευταίο ίχνος από τη Συμπαντική Θέληση Του Γίγνεσθαι που είχε στηρίξει την πολεμική προσπάθεια των Αρειανών. «Χμ - Χμ» είπε ο τύπος και ξανάβαλε το ομοίωμα πάνω στον πάγκο. «Λέω να ρίξω ακόμη μια ματιά τριγύ214
ρω». Ώς τώρα το μόνο πράγμα που είχε αγοράσει ήταν ένα καπέλο σε στυλ Ρομπέν των Δασών με τη φωτογραφία του Ράμφουρντ στη μια πλευρά και στην άλλη ένα ιστιοφόρο, και με το όνομά του κεντημένο πάνω στο φτερό. Σύμφωνα με το φτερό το όνομά του ήταν Ντέλμπερτ. «Ευχαριστώ, πάντως», είπε ο Ντέλμπερτ. «Μάλλον θα ξαναγυρίσω». «Σίγουρα θα ξαναγυρίσεις, Ντέλμπερτ», είπε ο Μπράκμαν. «Πώς το ξέρεις ότι με λένε Ντέλμπερτ;» ρώτησε ο Ντέλμπερτ, ικανοποιημένος και καχύποπτος. «Νομίζεις ότι ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ είναι ο μόνος εδώ πέρα που διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις;» είπε ο Μπράκμαν. Ένα πίδακας ατμού ξεπήδησε μέσα από τον κήπο. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, το σφύριγμα της μεγάλης σφυρίχτρας ατμού αντήχησε πάνω από τα περίπτερα βροντερό, θρηνητικό και θριαμβικό. Ήταν το σύνθημα ότι ο Ράμφουρντ και ο σκύλος του επρόκειτο να υλοποιηθούν μέσα σε πέντε λεπτά. Το σύνθημα έλεγε στους μικροπωλητές να σταματήσουν να διαλαλούν ασεβώς τα φτηνιάρικα εμπορεύματά τους και να κατεβάσουν τα ρολά. Τα ρολά κατέβηκαν στη στιγμή. Το αποτέλεσμα αυτού του κατεβάσματος ήταν να μετατραπεί η σειρά των περιπτέρων σε μια κακοφωτισμένη σήραγγα. Η απομόνωση των μικροπωλητών μέσα σ' αυτή τη σήραγγα είχε κάτι το ιδιαίτερα απόκοσμο, δεδομένου ότι όλοι ήταν επιζώντες από τον Άρη. Ο Ράμφουρντ είχε επιμείνει σ' αυτό, λέγοντας ότι έπρεπε να προτιμηθούν οι Αρειανοί στα περίπτερα του Νιούπορτ. Ήταν ο δικός του τρόπος να πει: «Ευχαριστώ». Δεν ήταν πολλοί οι επιζώντες - μόνον πενήντα οκτώ στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόνο τριακόσιοι δεκάξι σ' ολόκληρο τον Κόσμο. Από τους πενήντα οκτώ των Ηνωμένων Πολιτειών, οι είκοσι ένας ήταν μικροπωλητές στο Νιούπορτ. «Άντε πάλι, παιδιά», είπε κάποιος, πολύ μακριά, στο τέλος της γραμμής. Ήταν η φωνή του τυφλού πον είχε 215
πουλήσει το καπέλο στυλ Ρομπέν των Δασών με την εικόνα του Ράμφουρντ στη μια πλευρά και το ιστιοφόρο στην άλλη. Ο λοχίας Μπράκμαν ακούμπησε τα σταυρωμένα του χέρια στο χώρισμα ανάμεσα στο περίπτερό του και σ' αυτό της Μπη. Έκλεισε το μάτι του στον μικρό Χρόνο που ήταν ξαπλωμένος πάνω σ' ένα κλειστό κιβώτιο με Μαλαχίες. «Ας πάνε όλοι στο διάβολο, έτσι μικρέ;» είπε ο Μπράκμαν στον Χρόνο. «Ας πάνε στο διάβολο», συμφώνησε ο Χρόνος. Καθάριζε τα νύχια του μ' ένα περίεργα στριμμένο, τρυπημένο και χτυπημένο κομμάτι μέταλλο που ήταν το γούρι του στον Άρη. Εξακολουθούσε να είναι το .γούρι του και στη Γη. Αυτό το γούρι είχε σώσει κατά πάσα πιθανότητα τη ζωή του Χρόνου και της Μπη στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Η φυλή Γκάμπο αναγνώρισε αμέσως το μέταλλο αυτό σαν ένα αντικείμενο τρομερής δύναμης. Το δέος τους απέναντι στο μέταλλο τους έπεισε να μυήσουν τους κατόχους του αντί να τους φάνε. Ο Μπράκμαν γέλασε φιλικά. «Μάλιστα κύριε - αυτός είναι πραγματικός Αρειανός», είπε. «Δεν σηκώνεται από το κιβώτιο με τους Μαλαχίες του ούτε για να δει τον Διαστημικό Ταξιδιώτη». Ο Χρόνος δεν ήταν ο μόνος που αδιαφορούσε για τον Διαστημικό Ταξιδιώτη. Το περήφανο και προκλητικό έθιμο των μικροπωλητών απαιτούσε να στέκονται μακριά από τα πανηγύρια - να μένουν μέσα στο μισόφωτο της σήραγγας των περιπτέρων τους ώσπου να φύγει ο Ράμφουρντ και ο σκύλος του. Δεν σημαίνει αυτό ότι οι μικροπωλητές περιφρονούσαν τη θρησκεία του Ράμφουρντ, Οι περισσότεροι τη θεωρούσαν γενικώς καλό πράγμα. Αυτό που ήθελαν να υπογραμμίσουν μένοντας μέσα στα κλειστά περίπτερά τους, ήταν ότι αυτοί, σαν βετεράνοι Αρειανοί, είχαν κάνει ήδη παρά πολλά για να στήσουν στα πόδια της την Εκκλησία του Απολύτως Αδιάφορου Θεού. Υπογράμμιζαν το γεγονός ότι τους είχαν χρησιμοποιήσει. 216
ο Ράμφουρντ ενθάρρυνε αυτή τους την πόζα ~ μιλούσε γι' αυτούς τρυφερά ονομάζοντάς τους «...στρατιώτες αγίους που στέκονταν έξω από τη μικρή πόρτα. Η απάθειά τους», είχε πει κάποτε ο Ράμφουρντ, «είναι ένα μεγάλο τραύμα που το άντεξαν αυτοί για να μπορούμε εμείς να είμαστε πιο ζωντανοί, πιο ευαίσθητοι, πιο ελεύθεροι». Ο πειρασμός που ένιωθαν οι Αρειανοί μικροπωλητές να δουν κι αυτοί τον Διαστημικό Ταξιδιώτη ήταν αβάσταχτος. Στους τοίχους του κτήματος του Ράμφουρντ υπήρχαν μεγάφωνα έτσι που κάθε κουβέντα του Ράμφουρντ από μέσα αντηχούσε σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Οι κουβέντες αυτές μιλούσαν ξανά και ξανά για την υπέροχη στιγμή της αλήθειας που θα ερχόταν μαζί με τον Διαστημικό Ταξιδιώτη. Ήταν μια μεγάλη στιγμή που οι γνήσιοι πιστοί περίμεναν με αγωνία - η μεγάλη στιγμή που θα έβλεπαν την πίστη τους να δεκαπλασιάζεται και να γίνεται διαυγής σαν κρύσταλλο. Τώρα η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Η πυροσβεστική που είχε φέρει τον Διαστημικό Ταξιδιώτη από την Εκκλησία του Διαστημικού Ταξιδιώτη στο Κέηπ Κοντ είχε καταφθάσει, χτυπώντας καμπανάκια και σειρήνες, έξω από τα περίπτερα. Τα ξωτικά της μισοφωτισμένης σήραγγας αρνήθηκαν να ρίξουν έστω και μια ματιά. Το κανόνι βρόντησε μέσα στο κτήμα. Ο Ράμφουρντ και ο σκύλος του είχαν υλοποιηθεί - και ο Διαστημικός Ταξιδιώτης διάβαινε τη μικρή πόρτα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. «Θα 'ναι κάποιος άνεργος ηθοποιός που τον ψάρεψαν στη Νέα Υόρκη», είπε ο Μπράκμαν. Κανείς δεν απάντησε στα λόγια του, ούτε καν ο Χρόνος, που θεωρούσε τον εαυτό του τον μεγαλύτερο κυνικό των περιπτέρων. Ο Μπράκμαν βέβαια δεν έπαιρνε στα σοβαρά την υπόθεση αυτή - ότι ο Διαστημικός Ταξιδιώτης ήταν απάτη. Οι μικροπωλητές ήξεραν πολύ καλά τη μανία του Ράμφουρντ για ρεαλισμό. Όταν ο Ράμφουρντ σκηνοθετούσε ένα θείο δράμα, χρησιμοποιούσε 217
μόνο πραγματικούς ανθρώπους σε πραγματικές κολάσεις. Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι όσο μεγάλο πάθος κι αν έτρεφε ο Ράμφουρντ για τα υπερθεάματα, ποτέ δεν είχε υποχωρήσει στον πειρασμό να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν Θεό ή σαν κάτι πολύ παρόμοιο με Θεό. Αυτό το παραδέχονταν ακόμη κι οι πιο μεγάλοι εχθροί του. Ο δρ Μωρίς Ροζνώ, στο Πανγαλαξίακή Απάτη ή Τρία Δισεκατομμύρια Κορόιδα, λέει: Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ, ως μέγας διαστρικός Φαρισαίος, Ταρτούφος και Καλιόστρο, φρόντισε με κάθε τρόπο να δηλώσει ότι δεν είναι ο Παντοδύναμος Θεός, ότι δεν είναι στενός συγγενής του Παντοδύναμου Θεού και ότι δεν έχει λάβει σαφείς οδηγίες από τον Παντοδύναμο Θεό. Σ' αυτά τα λόγια του Προφήτη του Νιούπορτ μπορούμε να πούμε: Αμήν! Και να προσθέσουμε ότι ο Ράμφουρντ απέχει τόσο πολύ από το να είναι συγγενής ή απεσταλμένος του Παντοδύναμου Θεού, ώστε να καθιστά κάθε επικοινωνία με τον ίδιο τον Παντοδύναμο Θεό αδύνατη όσο βρίσκεται εδώ ο Ράμφουρντ! Συνήθως, η συζήτηση ανάμεσα στους Αρειανούς βετεράνους μέσα στα περίπτερα ήταν πολύ κεφάτη - γεμάτη διασκεδαστική ασέβεια και ανταλλαγή πληροφοριών για το πώς να πουλάνε καλύτερα τα εκκλησιαστικά σκουπίδια τους στα κορόιδα. Σήμερα όμως, με την αναμονή της συνάντησης Ράμφουρντ - Διαστημικού Ταξιδιώτη, οι μικροπωλητές δυσκολεύονταν να αδιαφορήσουν όπως πάντα. Το γερό χέρι του λοχία Μπράκμαν χάιδεψε την κορυφή της κεφαλής του. Ήταν μια χαρακτηριστική χειρονομία Αρειανού βετεράνου. Με τον τρόπο αυτό άγγιξε την περιοχή πάνω από την κεραία του, την κεραία που έπαιρνε όλες τις σημαντικές αποφάσεις για λογαριασμό του. Νοσταλγούσε τα σήματά της. «Φέρτε εδώ τον Διαστημικό Ταξιδιώτη!» βρόντησε η φωνή του Ράμφουρντ από τα χωνιά των μεγαφώνων. «Ίσως - ίσως θα 'πρεπε να πάμε κι εμείς», είπε ο Μπράκμαν στην Μπη. 218
«Τι;» μουρμούρισε η Μπη. Στεκόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στα κλεισμένα ρολά. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Το κεφάλι της κατεβασμένο. Έδειχνε να κρυώνει. Πάντα την έπιαναν ρίγη όταν γινόταν μια υλοποίηση. Ο Χρόνος έτριβε το γούρι του με τον αντίχειρά του, κοιτάζοντας ένα λεπτό στρώμα υγρασίας πάνω στο κρύο μέταλλο και γύρω από τον αντίχειρά του. «Στο διάβολο όλοι - ε, Χρόνε;» είπε ο Μπράκμαν. Ο άνθρωπος που πουλούσε μηχανικά πουλιά που κελαηδούσαν, κούνησε ανήσυχα το εμπόρευμά του. Μια αγρότισσα τον είχε καρφώσει με την τσουγκράνα της στη Μάχη του Τόντιγκτον, στην Αγγλία, και τον είχε παρατήσει νομίζοντάς τον νεκρό. Η Διεθνής Επιτροπή για την Αναγνώριση και την Αποκατάσταση των Αρειανών είχε αναγνωρίσει στο πρόσωπο του ανθρώπου των πουλιών και χάρη στα δακτυλικά του αποτυπώματα, τον Μπέρναρντ Κ. Γουίνσλοου, περιοδεύοντα διασταυρωτή κοτόπουλων, που είχε εξαφανιστεί από την πτέρυγα των αλκοολικών ενός νοσοκομείου του Λονδίνου. «Ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία», είχε πει ο Γουίνσλοου στην Επιτροπή. «Τώρα δεν νιώθω πια αυτό το κενό». Ο λοχίας Μπράκμαν είχε αναγνωριστεί από την Επιτροπή ως Στρατιώτης Φράνσις Τζ. Τόμσον, που είχε εξαφανιστεί μέσ' στα μαύρα μεσάνυχτα καθώς βάδιζε κάνοντας τη μοναχική σκρπιά του γύρω από ένα πάρκινγκ φορτηγών στο Φορτ Μπραγκ, της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ. Η Επιτροπή τα είχε βρει σκούρα με την Μπη. Τα δακτυλικά της αποτυπώματα δεν υπήρχαν πουθενά. Η Επιτροπή πίστευε ότι επρόκειτο είτε για τη Φλόρενς Γουάιτ, ένα άσχημο και μοναχικό κορίτσι που είχε εξαφανιστεί από ένα καθαριστήριο ατμού στο Κοχόουζ της Νέας Υόρκης, είτε για τη Νταρλήν Σίμκινς, ένα άσχημο και μοναχικό κορίτσι που το είχαν δει για τελευταία φορά να ανεβαίνει στο αυτοκίνητο ενός μελαψού ξένου στο Μπράουνσβιλ του Τέξας. Στη σειρά των περιπτέρων, μετά τον Μπράκμαν και 219
τον Χρόνο με την Μπη, τα άλλα αρειανά κουρέλια είχαν αναγνωριστεί ως εξής: Ο Μάυρον Σ. Γουώτσον ήτΰν ένας αλκοολικός που είχε εξαφανιστεί από το πόστο του στις τουαλέτες του Αεροδρομίου του Νιούαρκ... η Σαρλήν Χέλερ ήταν βοηθός διαιτολόγος στην καφετέρια του Λυκείου Στάιβερς, στο Ντέητον του Οχάιο... ο Κρίσνα Γκαρού ήταν ένας τοπογράφος που εξακολουθούσε τυπικά να διώκεται για διγαμία και μη καταβολή διατροφής στην Καλκούτα της Ινδίας... και ο Κουρτ Σνάιντερ, αλκοολικός και αυτός, ήταν διευθυντής ενός αποτυχημένου πρακτορείου ταξιδιών στη· Βρέμη της Γερμανίας. «Ο πανίσχυρος Ράμφουρντ-» είπε η Μπη. «Παρντόν;» έκανε ο Μπράκμαν. «Μας ξερίζωσε από τη ζωή μας», είπε η Μπη. «Μας νάρκωσε. Μας άδειασε το μυαλό όπως αδειάζεις μια κολοκύθα για να την κάνεις φανάρι. Μας κούρδισε σαν ρομπότ, μας εκπαίδευσε, μας έστρεψε προς το στόχο και μας τίναξε στον αέρα για ένα καλό σκοπό». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Θα τα είχαμε άραγε καταφέρει καλύτερα αν μας είχε αφήσει ελεύθερους και υπεύθυνους για τη ζωή μας;» ρώτησε η Μπη. «Θα είχαμε γίνει άραγε κάτι καλύτερο - ή κάτι χειρότερο; Τελικά ίσως είναι καλύτερα που με χρησιμοποίησε έτσι. Ίσως είχε πολύ καλύτερες ιδέες για το τι να γίνω απ' ό,τι είχε η Φλόρενς Γουάιτ ή η Νταρλήν Σίμκνις ή οποιαδήποτε άλλη ήμουν τέλος πάντων. » Βέβαια, παρ' όλα αυτά, τον μισώ», είπε η Μπη. «Δικαίωμά σου», είπε ο Μπράκμαν. «Ο ίδιος είπε πως αυτό ήταν δικαίωμα κάθε Αρειανού». «Υπάρχει πάντως και μια παρηγοριά», είπε η Μπη. «Είμαστε όλοι καμένα χαρτιά. Δεν θα μπορέσει να μας χρησιμοποιήσει ξανά». «Καλώς ήρθες. Διαστημικέ Ταξιδιώτη», βρόντησε η ελαιομαργαρινωμένη φωνή τενόρου του Ράμφουρντ από τα χωνιά των μεγαφώνων. «Πόσο ταιριαστό ήταν να έρθεις κοντά μας με την ολοπόρφυρη αντλία ενός εθελοντικού πυροσβεστικού σώματος. Δεν υπάρχει πιο συγκλονιστικό σύμβολο της ανθρώπινης ανθρωπιάς από την 220
Πυροσβεστική. Πες μου, Διαστημικέ Ταξιδιώτη, βλέπεις εδώ τίποτε - τίποτε που να σε κάνει να σκεφτείς ότι έχεις ξανάρθει;» Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. «Πιο δυνατά, παρακαλώ», είπε ο Ράμφουρντ. «Το σιντριβάνι - θυμάμαι το σιντριβάνι», είπε διστακτικά ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. «Μόνο που - μόνο που-» «Μόνο που;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. «Ήταν ξερό τότε - εκεί που το είδα. Τώρα τρέχει τόσο πολύ νερό», είπε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. Ένα μικρόφωνο που βρισκόταν δίπλα στο σιντριβάνι συνδέθηκε τώρα με τα μεγάφωνα έτσι που το άφρισμα και το κελάρισμα του σιντριβανιού να συνοδεύουν τα λόγια του Διαστημικού Ταξιδιώτη. «Τίποτε άλλο που να σου φαίνεται γνωστό, ω Διαστημικέ Ταξιδιώτη;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. «Ναι», είπε ντροπαλά ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. «Εσύ». «Σου είμαι γνωστός;» είπε υπεροπτικά ο Ράμφουρντ. «Θέλεις να πεις ότι υπάρχει η πιθανότητα να έχω παίξει ήδη κάποιο μικρό ρόλο στη ζωή σου;» «Σε θυμάμαι στον Άρη», είπε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. «Ήσουν ο άνθρωπος με το σκύλο - μόλις πριν από την απογείωση». «Τι συνέβη μετά την απογείωση;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. «Κάτι πήγε στραβά», είπε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. Μιλούσε σαν να προσπαθούσε να δικαιολογηθεί, σαν να έφταιγε αυτός για τις ατυχίες του. «Πολλά πράγματα πήγαν στραβά». «Σκέφτηκες έστω και για μια στιγμή την πιθανότητα», ρώτησε ο Ράμφουρντ, «να πήγαν όλα σωστά;» «Όχι», είπε απλά ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. Η ιδέα αυτή δεν τον ξάφνιασε - δεν μπορούσε να τον ξαφνιάσει, αφού ξεπερνούσε κατά πολύ την απλοϊκή φιλοσοφία του. «Μπορείς να αναγνωρίσεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. 221
«Δεν - δεν ξέρω», είπε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης, «Φέρτε εδώ τη γυναίκα και το παιδί που πουλούν Μαλαχίες έξω από τη σιδερένια πόρτα», είπε ο Ράμφουρντ. «Φέρτε την Μπη και τον Χρόνο». Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης, ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και ο Καζάκ βρίσκονταν πάνω σε μια σκαλωσιά μπροστά στο μέγαρο. Η σκαλωσιά ήταν στο ύψος του πλήθους που παρακολουθούσε. Η σκαλωσιά μπροστά στο μέγαρο αποτελούσε μέρος ενός συστήματος από γέφυρες επικοινωνίας, ράμπες, σκάλες, σκοπιές και εξέδρες που έφταναν σ' όλα τα σημεία του κτήματος. Το σύστημα αυτό έκανε δυνατή την ελεύθερη και επιδεικτική κυκλοφορία του Ράμφουρντ στο κτήμα, πάνω από το εμπόδιο του πλήθους. Σήμαινε επίσης ότι ο Ράμφουρντ μπορούσε να είναι διαρκώς ορατός από όλους τους θεατές του κτήματος. Το σύστημα αυτό δεν στεκόταν στον αέρα μαγνητικά, αν και έμοιαζε σαν θαύμα αντιβαρύτητας. Το φαινομενικό θάύμα οφειλόταν σε μια έξυπνη χρήση της μπογιάς. Τα υποστηρίγματα όλα ήταν βαμμένα μαύρα, ενώ οι υπερδομές ήταν βαμμένες μ' ένα αστραφτερό χρυσαφί. Τηλεοπτικές κάμερες και μικρόφωνα δεμένα σε κοντάρια ακολουθούσαν το σύστημα παντού. Για τις νυχτερινές υλοποιήσεις, οι υπερδομές φωτίζονταν με ηλεκτρικές λάμπες στο χρώμα της σάρκας. Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης ήταν ο τριακοστός πρώτος άνθρωπος που προσκλήθηκε από τον Ράμφουρντ να ανεβεί στις υπερυψωμένες εξέδρες. Ένας βοηθός είχε σταλεί τώρα στα περίπτερα των Μαλαχίων απέξω, να φέρει τον τριακοστό δεύτερο και τριακοστό τρίτο επισκέπτη. Ο Ράμφουρντ δεν είχε καλή όψη. Το χρώμα του ήταν χάλια. Και παρά το γεγονός ότι χαμογελούσε όπως πάντα, τα δόντια του ήταν σφιγμένα πίσω από το χαμόγελο. Το πρόσωπό του ήταν μια καρικατούρα ηρεμίας προδίδοντας ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Παρ' όλα αυτά το περίφημο χαμόγελο συνέχιζε αδιάπτωτο. Ο επιβλητικός και σνομπ σώουμαν κρατούσε το 222
μεγάλο του σκύλο τον Καζάκ από ένα λουρί στραγγαλισμού. Η αλυσίδα ήταν σφιγμένη έτσι που να αγγίζει προειδοποιητικά το λαιμό του σκύλου. Αυτή η προειδοποίηση ήταν απαραίτητη, δεδομένου ότι ο σκύλος δεν έδειχνε να συμπαθεί τον Διαστημικό Ταξιδιώτη. Το χαμόγελο λύγισε για μια στιγμή, θυμίζοντας στο πλήθος τι βάρος κουβαλούσε ο Ράμφουρντ για λογαριασμό του - προειδοποιώντας πως μπορεί να μην ήταν ικανός να το κουβαλάει πάντα. Ο Ράμφουρντ κρατούσε στην παλάμη του ένα μικρόφωνο και πομπό σε μέγεθος δεκάρας. Όταν δεν ήθελε να φτάνει ώς το πλήθος η φωνή του, απλώς έκλεινε τη γροθιά του. Τώρα η δεκάρα ήταν σφιγμένη μέσα στη γροθιά του και ο Ράμφουρντ απηύθυνε στον Διαστημικό Ταξιδιώτη κάτι ειρωνικούς υπαινιγμούς που θα ξάφνιαζαν το πλήθος αν τους άκουγε. «Είναι η μέρα σου ε, τι λες;» έλεγε ο Ράμφουρντ. «Ένα τέλειο πανηγύρι αγάπης σε υποδέχθηκε από την πρώτη στιγμή που ήρθες. Τα πλήθη σε λατρεύουν. Τα αγαπάς τα πλήθη;» Τα χαρούμενα ξαφνιάσματα της μέρςις είχαν ξαναγυρίσει τον Διαστημικό Ταξιδιώτη σε μια εντελώς παιδική κατάσταση - όπου δεν τον άγγιζε ούτε η ειρωνεία ούτε ο σαρκασμός. Μέσα στην ταραγμένη ζωή του είχε διατελέσει αιχμάλωτος πολλών πραγμάτων. Τώρα είχε αιχμαλωτιστεί από ένα πλήθος που πίστευε ότι ήταν καταπληκτικός. «Σίγουρα στάθηκαν θαυμάσιοι», είπε απαντώντας στην τελευταία ερώτηση του Ράμφουρντ. «Ήταν υπέροχοι». «Α βέθαια, είναι σπουδαίοι», είπε ο Ράμφουρντ. «Όσο γι' αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Έχω σπάσει το κεφάλι μου να βρω την κατάλληλη λέξη να τους περιγράψω, και μου την έφερες εσύ από το διάστημα. Είναι υπέροχοι». Ήταν φανερό ότι τ(Γ μυαλό του Ράμφουρντ ήταν αλλού. Δεν ενδιαφερόταν και πολύ για τον Διαστημικό Ταξιδιώτη σαν άτομο - μόλις που τον κοίταζε. Ούτε έδειχνε να τον ενθουσιάζει ο επικείμενος ερχομός της γυναίκας και του παιδιού του Διαστημικού Ταξιδιώτη. 223
«Πού είναι, πού είναι;» είπε ο Ράμφουρντ σ' έναν βοηθό από κάτω. «Άντε σβέλτα, να τελειώνουμε». Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης έβρισκε τις περιπέτειές του τόσο ικανοποιητικές και διεγερτικές, τόσο θαυμάσια σκηνοθετημένες, που δεν τολμούσε να κάνει ερωτήσεις - φοβόταν μήπως φανεί αχάριστος. Συνειδητοποιούσε ότι είχε μια τρομερή ευθύνη για την όλη τελετή, και ότι το καλύτερο πράγμα που είχε να κάνει ήταν να κρατάει το στόμα του κλειστό, να μιλάει μόνον όταν του απευθύνουν το λόγο και να φροντίζει οι απαντήσεις του να είναι πάντα σύντομες και ανεπιτήδευτες. Το μυαλό του Διαστημικού Ταξιδιώτη δεν έβριθε ερωτημάτων. Η βασική δομή της παρούσας τελετής ήταν γι' αυτόν φανερή - σαφής και λειτουργική σαν σκαμνάκι αρμέγματος. Είχε υποφέρει τα μέγιστα και τώρα θα αποζημιωνόταν τα μέγιστα. Οι ξαφνικές μεταστροφές της τύχης έχουν πάντα κάτι το θεαματικό. Χαμογέλασε, νιώθοντας τη χαρά του πλήθους - κάνοντας σαν να είναι κι αυτός μέσα στο πλήθος και να νιώθει τη χαρά του. Ο Ράμφουρντ διάβασε τη σκέψη του Διαστημικού Ταξιδιώτη. «Θα την έβρισκαν εξίσου καλά και με το αντίστροφο, ξέρεις», είπε. «Το αντίστροφο;» ρώτησε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. «Αν ερχόταν πρώτα η μεγάλη ανταμοιβή και μετά ο μεγάλος πόνος», του εξήγησε ο Ράμφουρντ. «Αυτό που τους αρέσει είναι η αντίθεση. Η σειρά των γεγονότων δεν έχει καμιά σημασία γΓ αυτούς. Είναι η έξαψη της απότομης μεταστροφής-» Ο Ράμφουρντ άνοιξε την παλάμη του ελευθερώνοντας το μικρόφωνο. Με το άλλο του χέρι έγνεψε μεγαλόπρεπα. Έγνεφε στην Μπη και τον Χρόνο που μόλις τώρα τους ανέβαζαν σε μιαν άκρη του επιχρυσωμένου συστήματος από γέφυρες επικοινωνίας, ράμπες, σκάλες, σκοπιές και εξέδρες. «Από δω παρακαλώ. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο», πρόσθεσε δασκαλίστικα. Στη μικρή αυτή ανάπαυλα ο Διαστημικός Ταξιδιώτης ένιωσε για πρώτη φορά να φυτρφνουν στο μυαλό του κάποια σχέδια για ένα καλό μέλλον πάνω στη Γη. Αφού 224
όλοι ήταν τόσο καλοί και ενθουσιώδεις και φιλειρηνικοί, ήταν σίγουρα δυνατόν να ζήσει κανείς πάνω στη Γη όχι απλώς μια καλή, αλλά μια τέλεια ζωή. Ήδη ο Διαστημικός Ταξιδιώτης είχε αποκτήσει ένα θαυμάσιο κουστούμι και μια λαμπρή θέση στη ζωή, και τώρα όπου να 'ναι θα ξανάφερναν κοντά του τη γυναίκα του και το παιδί του. Το μόνο που του έλειπε ήταν ένας καλός φίλος, και ο Διαστημικός Ταξιδιώτης άρχισε να τρέμει. Έτρεμε γιατί βαθιά μέσα στην καρδιά του ήξερε ότι ο αγαπημένος του φίλος, ο Στόνυ Στήθενσον, ήταν κρυμμένος κάπου γύρω και περίμενε το σύνθημα για να εμφανιστεί. Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης χαμογέλασε γιατί φαντάστηκε τώρα την είσοδο του Στόνυ. Ο Στόνυ θα κατηφόριζε τρέχοντας μια ράμπα, γελώντας και ελαφρά μεθυσμένος. «Ουνκ, κωλόπαιδο-» θα φώναζε ο Στόνυ κατευθείαν στα μεγάφωνα, «μα την πίστη μου, σ' έψαξα παντού σ' όλα τα καταγώγια αυτής της καταραμένης Γης - κι εσύ όλον αυτό τον καιρό το γλεντούσες στον Ερμή!» Καθώς η Μπη και ο Χρόνος πλησίασαν τον Διαστημικό Ταξιδιώτη, ο Ράμφουρντ απομακρύνθηκε. Αν είχε απομακρυνθεί ένα-δυο μέτρα από την Μπη, τον Χρόνο και τον Διαστημικό Ταξιδιώτη, η απομάκρυνσή του αυτή θα ήταν κατανοητή. Το επιχρυσωμένο σύστημα όμως του έδωσε τη δυνατότητα να βάλει μια σεβαστή απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και τους άλλους τρεις, κι όχι απλώς μια απόσταση, αλλά μια απόσταση που έγινε δαιδαλώδης χάρις στα ροκοκό και άλλα συμβολικά εμπόδια. Ήταν σίγουρα μια μεγάλη παράσταση, παρά τα δηκτικά σχόλια του δρος Μωρίς Ροζνώ (προαν. έργον): «Ο κόσμος που παρακολουθεί ευλαβικά τον Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ να ακροβατεί πάνω στη χρυσή σκαλωσιά του στο Νιούπορτ, αποτελείται από τους ίδιους ηλίθιους που συναντά κανείς στα καταστήματα παιχνιδιών να κοιτάζουν ευλαβικά τις μικρογραφίες τραίνων να μπαινοβγαίνουν κάνοντας τσαφ-τσαφ-τσαφ μέσα σε χάρτινα τούνελ, να διασχίζουν γέφυρες από οδοντογλυφίδες και χαρτονένιες πόλεις και να χώνονται πάλι μέσα σε χάρτινα τούνελ. Θα ξαναβγούν άραγε στο φως τα μικρά τραίνα και ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ, με το χαρού225
μενο τσαφ-τσαφ-τσαφ τους; Ω, mirabile dictul... Θα ξαναβγούν!» Ο Ράμφουρντ βάδισε προς μια κλιμακωτή εξέδρα που οδηγούσε στην κορυφή ενός φράχτη από πύξους. Από την άλλη μεριά του φράχτη ένα γεφυράκι τρία-τέσσερα μέτρα οδηγούσε στον κορμό μιας κόκκινης οξιάς. Ο κορμός είχε πάχος ενάμισι μέτρο. Επίχρυσα σκαλοπάτια ήταν στερεωμένα πάνω του με ξυλόβιδες. Ο Ράμφουρντ έδεσε τον Καζάκ στο τελευταίο σκαλοπάτι και μετά ανέβηκε και χάθηκε από τα βλέμματα σαν τον Τζακ στη φασολιά. Κρυμμένος μέσα στα φύλλα του δέντρου άρχισε να μιλάει. Η φωνή του δεν έβγαινε από το δέντρο, αλλά από τα χωνιά των μεγαφώνων. Ο κόσμος τράβηξε τα μάτια του από τη φυλλωσιά και τα κόλλησε στα πιο κοντινά μεγάφωνα. Μόνον η Μπη, ο Χρόνος και ο Διαστημικός Ταξιδιώτης συνέχισαν να κοιτάζουν ψηλά, να κοιτάζουν εκεί που ήταν πραγματικά ο Ράμφουρντ. Αυτό δεν το έκαναν τόσο από ρεαλισμό, όσο από αμηχανία. Κοιτάζοντας πάνω, τα μέλη της μικρής οικογένειας απέφευγαν να κοιτάζουν το ένα το άλλο. Κανείς από τους τρεις δεν είχε λόγους να είναι ευχαριστημένος με τη συνάντηση τους. Η Μπη δεν ένιωθε καμιά έλξη γι' αυτό τον κοκαλιάρη, γενειοφόρο χαζοχαρούμενο με τα μακριά λεμονί σώβρακα. Είχε ονειρευτεί έναν δυνατό, οργισμένο και υπεροπτικό επαναστάτη. Ο μικρός Χρόνος μίσησε τον γενειοφόρο παρείσακτο που κινδύνευε να διαταράξει την τέλεια σχέση του με τη μητέρα του. Ο Χρόνος φίλησε το μεταλλικό του γούρι και ευχήθηκε να πέσει αμέσως ξερός ο πατέρας του, αν αυτός ήταν πραγματικά ο πατέρας του. Όσο για τον Διαστημικό Ταξιδιώτη, όσο ειλικρινά κι αν προσπαθούσε, δεν έβρισκε τι θα διάλεγε ο ίδιος απ' αυτό το σκοτεινό και κακόβουλο ζεύγος μητέρας και γιού. Κατά τύχην τα μάτια του Διαστημικού Ταξιδιώτη συ226
νάντησαν κάποια στιγμή το γερό μάτι της Μπη. Κάτι έπρεπε να πει. «Τι κάνεις;» ρώτησε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. «Εσύ, τι κάνεις;» είπε η Μπη. Κοίταξαν κι οι δυο πάλι ψηλά στο δέντρο. «Ω, ευτυχισμένοι, βαρυφορτωμένοι μου αδελφοί», είπε η φωνή του Ράμφουρντ, «ας ευχαριστήσουμε τον Θεό - τον Θεό που δεν λογαριάζει τις ευχαριστίες μας πιο πολύ απ' όσο λογαριάζει ο Μισισιπής μια σταγόνα της βροχής - ας τον ευχαριστήσουμε που δεν είμαστε ο Μαλαχίας Κόνσταντ». Ο λαιμός του Διαστημικού Ταξιδιώτη άρχισε να πονάει. Χαμήλωσε το βλέμμα του. Ένα ίσιο χρυσωμένο γεφυράκι, κάπου στη μέση του δρόμου, τράβηξε την προσοχή του. Η ματιά του το ακολούθησε. Το γεφυράκι τελείωνε στη βάση της ψηλότερης σκάλας που στήθηκε ποτέ στη Γη. Η σκάλα ήταν κι αυτή βαμμένη χρυσή. Η ματιά του Διαστημικού Ταξιδιώτη σκαρφάλωσε στη σκάλα ώς τη μικρή πόρτα του διαστημοπλοίου που στηριζόταν πάνω στην κολόνα. Αναρωτήθηκε ποιος άραγε θα είχε το θάρρος και το λόγο να ανεβεί αυτή την τρομακτική σκάλα ώς τη μικροσκοπική πόρτα. Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης κοίταξε και πάλι το πλήθος. Ίσως ο Στόνυ Στήβενσον να βρισκόταν κάπου ανάμεσά τους. Ίσως να περίμενε να τελειώσει η παράσταση για να παρουσιαστεί μπροστά στον καλύτερο και μοναδικό του φίλο από τον Άρη.
227
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΜΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΛΑΧΙΑ ΚΟΝΣΤΑΝΤ ΓΙΑΏ..,.
«Πες μου έστω κι ένα καλό πράγμα που έκανες ποτέ στη ζωή σου». - ΓΟΥΙΝΣΤΟΝ ΝΑΪΑΣ ΡΑΜΦΟΥΡΝΤ
Να πώς άρχισε το κήρυγμα: «Σιχαινόμαστετον Μαλαχία Κόνσταντ», είπε ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του, «γιατί χρησιμοποίησε τους μυθικούς καρπούς της μυθικά καλής του τύχης για να χρηματοδοτήσει μια συνεχή απόδειξη ότι ο άνθρωπος είναι γουρούνι. Κυλίστηκε στη λάσπη παρέα με κόλακες. Κυλίστηκε στη λάσπη παρέα με ανάξιες γυναίκες. Κυλίστηκε στη λάσπη της λαγνείας, του οινοπνεύματος και των ναρκωτικών. Βυθίστηκε σε κάθε γνωστή ακολασία. »Στο αποκορύφωμα της καλής του τύχης, ο Μαλαχίας Κόνσταντ ήταν πλουσιότερος από τις πολιτείες της Γιούτα και της Βόρειας Ντακότας μαζί. Κι ωστόσο η ηθική του αξία δεν έφτανε ούτε του πιο διεφθαρμένου ποντικού αυτών των δύο πολιτειών. »Οργιζόμαστε με τον Μαλαχία Κόνσταντ», συνέχισε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του, «γιατί δεν έκανε τίποτε για να αποκτήσει τα δισεκατομμύριά του και γιατί δεν έκανε τίποτε το ανιδιοτελές ή το δημιουργικό με τα δισεκατομμύρια αυτά. Υπήρξε τόσο φιλάνθρωπος όσο και η Μαρία Αντουανέτα, χαι τόσο δημιουργικός όσο κι ένας καθηγητής κοσμητικής σ' ένα κολέγιο ταριχευτών. »Μισούμετον Μαλαχία Κόνσταντ», είπε ο Ράμφουρντ 228
από τη δεντροκορφή του, «γιατί δέχτηκε τους μυθικούς καρπούς της μυθικής καλοτυχίας του χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, λες και η τύχη ήταν το χέρι του Θεού. Για μας που ανήκουμε στην Εκκλησία του Απολύτως Αδιάφορου Θεού, δεν υπάρχει τίποτε πιο σκληρό, πιο βλάσφημο, πιο επικίνδυνο από το να πιστεύει κανείς ότι η τύχη - καλή ή κακή - είναι το χέρι του Θεού! »Η τύχη, καλή ή κακή», είπε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του, «δεν είναι το χέρι' του Θεού. »Η τύχη», είπε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του, «είναι ο τρόπος που σηκώνεται ο άνεμος και καταλαγιάζει η σκόνη, αιώνες μετά το πέρασμα του Θεού. »Διαστημικέ Ταξιδιώτη!» φώναξε>ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του. Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης δεν πρόσεχε ιδιαιτέρως το κήρυγμα. Η αυτοσυγκέντρωση του δεν ήταν και πολύ καλή - ίσως επειδή είχε μείνει πολύ καιρό στα σπήλαια, ίσως γιατί έπαιρνε σκονάκια για μεγάλο διάστημα, ή ίσως γιατί έμεινε πολύ στο Στρατό του Άρη. Κοίταζε τα σύννεφα. Ήταν πολύ όμορφα πραγματάκια, και ο ουρανός στον οποίο ταξίδευαν φάνταζε υπέροχα γαλάζιος στα στερημένα από χρώμα μάτια του Διαστημικού Ταξιδιώτη. «Διαστημικέ Ταξιδιώτη!» φώναξε πάλι ο Ράμφουρντ. «Εσύ με το λεμονί», είπε η Μπη σπρώχνοντάς τον με τον αγκώνα. «Ξύπνα». «Παρντόν;» είπε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. «Διαστημικέ Ταξιδιώτη!» φώναξε ο Ράμφουρντ. Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης στάθηκε προσοχή. «Μάλιστα, κύριε», φώναξε προς το φουντωτό φύλλωμα. Η φωνή του ήταν απλοϊκή, κεφάτη, ευχάριστη. Του έστειλαν γρήγορα ένα μικρόφωνο κρεμασμένο από ένα κοντάρι. «Διαστημικέ Ταξιδιώτη!» φώναξε ο Ράμφουρντ, εκνευρισμένος τώρα γιατί η ροή της τελετής είχε ανακοπεί. «Παρών, κύριε!» φώναξε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. Η φωνή του αντήχησε βροντερή από τα μεγάφωνα. «Ποιος είσαι;» είπε ο Ράμφουρντ. «Ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;» 229
«Δεν ξέρω το πραγματικό μου όνομα», είπε ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. «Με φώναζαν Ουνκ». «Τι σου συνέβη, Ουνκ, πριν ξαναγυρίσεις στη Γη;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης χαμογέλασε ενθουσιασμένος. Αρκούσε να επαναλάβει την απλή δήλωση που είχε προκαλέσει τόσα γέλια, τραγούδια και χαρές στο Κέηπ Κοντ. «Έπεσα θύμα μιας σειράς ατυχιών, όπως όλοι μας». Αυτή τη φορά δεν μεσολάβησαν χαρές και τραγούδια, το πλήθος όμως έμεινε ευχαριστημένο μ' αυτά που είχε πει ο Διαστημικός Ταξιδιώτης. Τα σαγόνια ανασηκώθηκαν, τα μάτια άνοιξαν και τα ρουθούνια τρέμισαν. Δεν ζητωκραύγασε κανείς, γιατί το πλήθος ήθελε να ακούσει οτιδήποτε λεγόταν ανάμεσα στον Ράμφουρντ και τον Διαστημικό Ταξιδιώτη. «Θύμα μιας σειράς ατυχιών, ε;» είπε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του. «Από όλες τις ατυχίες», πρόσθεσε, «ποια θεωρείς την πιο καθοριστική;» Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης έγειρε λίγο το κεφάλι του. «Πρέπει να σκεφτώ-» είπε. «Θα σε βγάλω από τον κόπο», είπε ο Ράμφουρντ. «Η. πιο καθοριστική ατυχία που σου συνέβη είναι ότι γεννήθηκες. Θέλεις να σου πω τι όνομα σου δόθηκε όταν γεννήθηκες;» Ο Διαστημικός Ταξιδιώτης δίστασε λίγο, και ο λόγος που δίστασε ήταν γιατί φοβήθηκε μήπως χαλάσει ένα τόσο ωραίο τελετουργικό δίνοντας λάθος απάντηση. «Παρακαλώ», είπε τελικά. «Σου δόθηκε το όνομα Μαλαχίας Κόνσταντ», είπε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του. Στο βαθμό που μπορεί ένα πλήθος να είναι καλό, το πλήθος που είχε μαζέψει ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ στο Νιούπορτ ήταν καλό πλήθος. Δεν είχε οχλοκρατική νοοτροπία. Τα μέλη του συνέχιζαν να διατηρούν την ατομική τους συνείδηση και ο Ράμφουρντ ποτέ δεν τα παρακίνησε να συμμετέχουν ομόψυχα σε κάποια δράση - και οπωσδήποτε όχι σε εκδηλώσεις όπως είναι τα χειροκροτήματα και τα γιουχαίσματα. 230
Όταν συνειδητοποίησαν επιτέλους ότι ο Διαστημικός Ταξιδιώτης ήταν ο σιχαμερός, εκνευριστικός και μισητός Μαλαχιας Κόνσταντ, τα μέλη του πλήθους αντέδρασαν με ήσυχους, σιωπηλούς και προσωπικούς τρόπους - τρόπους που χαρακτηρίζονταν κατά μεγάλο μέρος από συμπόνοια. Η βασικά καθαρή τους συνείδηση τους είχε οδηγήσει να κρεμάσουν τα ομοιώματα του Κόνσταντ στα σπίτια και τους τόπους εργασίας τους. Και ενώ είχαν κρεμάσει τα ομοιώματα με αρκετό ενθουσιασμό, πολύ λίγοι ήταν εκείνοι που ένιωθαν τώρα ότι ο ίδιος ο Κόνσταντ, με σάρκα και οστά, άξιζε να κρεμαστεί. Το κρέμασμα του Μαλαχία Κόνσταντ υπό τη μορφή ομοιώμα.τος ήταν μια πράξη βίας ανάλογη με το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ή το τσούγκρισμα των πασχαλινών αβγών. Ο Ράμφουρντ, από την κορυφή του δέντρου του, δεν είπε τίποτε που να αποθαρρύνει τη συμπόνοια τους. «Είχατε την περίεργη ατυχία, κε Κόνσταντ», του είπε με συμπάθεια, «να γίνετε το κεντρικό σύμβολο της ξεροκεφαλιάς για μια θρησκευτική αίρεση με τεράστια απήχηση. »Δεν θα ήσασταν για μας ελκυστικός σαν σύμβολο, κε Κόνσταντ», συνέχισε, «αν η καρδιά μας δεν ήταν μαζί σας σε κάποιο μέτρο. Είναι φυσικό να είναι μαζί σας η καρδιά μας, δεδομένου ότι όλα τα φρικτά σφάλματά σας είναι τα σφάλματα που έκαναν οι άνθρωποι από την αρχή της ιστορίας. »Σε μερικά λεπτά, κε Κόνσταντ», είπε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του, «θα κατηφορίσετε τα γεφυράκια και τις ράμπες ώς τη βάση αυτής της ψηλής χρυσής σκάλας, θα ανεβείτε τη σκάλα, θα μπείτε μέσα σ' αυτό το διαστημόπλοιο και θα πετάξετε ώς τον Τιτάνα, ένα θεΟμσ και γόνιμο φεγγάρι του Κρόνου. Εκεί θα ζήσετε με ασφάλεια και άνεση, εξόριστος όμως από την πατρική σας Γη. »Αυτό θα το κάνετε εκούσια, κε Κόνσταντ, έτσι ώστε η Εκκλησία του Απολύτως Αδιάφορου Θεού να έχει ένα δράμα αξιοπρεπούς αυτοθυσίας να θυμάται και να αναλογίζεται δια μέσου των καιρών. »Θα φανταστούμε, προς δική μας πνευματική ικανο231
ποίηση», συνέχισε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του, «ότι παίρνετε μαζί σας όλες τις λανθασμένες ιδέες περί της σημασίας της τύχης, όλες τις κακές χρήσεις του πλούτου και της εξουσίας και όλες τις αηδιαστικές ψυχαγωγίες σας». Ο άνθρωπος που ξεκίνησε ως Μαλαχίας Κόνσταντ, μετά έγινε Ουνκ, μετά Διαστημικός Ταξιδιώτης και μετά ξανάγινε πάλι Μαλαχίας Κόνσταντ - ο άνθρωπος αυτός δεν ένιωσε και σπουδαία πράγματα όταν τον ονόμασαν και πάλι Μαλαχία Κόνσταντ. Ίσως να ένιωθε μερικά ενδιαφέροντα πράγματα αν ο χρονικός προγραμματισμός του Ράμφουρντ ήταν διαφορετικός. Ο Ράμφουρντ όμως του είχε πει ποια θα ήταν η δοκιμασία του λίγα δευτερόλεπτα μόνο μετά την αποκάλυψη ότι ήταν ο Μαλαχίας Κόνσταντ - και η δοκιμασία αυτή ήταν αρκετά φρικτή ώστε να τραβήξει όλη την προσοχή του Κόνσταντ. Η δοκιμασία αυτή κινδύνευε να εφαρμοστεί, όχι μετά από χρόνια, μήνες ή μέρες - αλλά μετά από μερικά λεπτά. Και, όπως όλοι οι καταδικασμένοι εγκληματίες, ο Μαλαχίας Κόνσταντ δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από το μηχάνημα πάνω στο οποίο έπρεπε να παίξει το ρόλο του. Περιέργως, η πρώτη του ανησυχία ήταν ότι θα σκοντάψει, ότι όλη η σκέψη του θα συγκεντρωνόταν στην απλή προσπάθεια του βαδίσματος έτσι που τα πόδια του θα έπαυαν να δουλεύουν από μόνα τους και ότι ο ίδιος θα σκόνταφτε πάνω σ' αυτά τα ξύλινα πόδια. «Δεν πρόκειται να σκοντάψετε, κε Κόνσταντ», είπε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του διαβάζοντας τη ρκέψη του Κόνσταντ. «Δεν έχετε πουθενά αλλού να πάτε, δεν έχετε τίποτε άλλο να κάνετε. Βάζοντας το ένα πόδι μπροστά στο άλλο, ενώ εμείς θα σας κοιτάζουμε σιωπηλά, θα γίνετε το πιο αξέχαστο, σημαντικό και συναρπαστικό ανθρώπινο πλάσμα των σύγχρονων καιρών». Ο Κόνσταντ γύρισε και κοίταξε τη μελαψή γυναίκα και το παιδί τους. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Ο Κόνσταντ έμαθε από τις ματιές τους ότι ο Ράμφουρντ είχε πει την αλήθεια, και ότι κανένας άλλος δρόμος δεν ανοιγόταν μπροστά του εκτός από το δρόμο για το δια232
στημόπλοιο. Η Βεατρίκη και ο μικρός Χρόνος ήταν απολύτως κυνικοί σ' ό,τι αφορούσε τον εορτασμό - αλλά όχι σ' ό,τι αφορούσε τη σωστή συμπεριφορά. Η ματιά τους απαιτούσε, από τον Μαλαχία Κόνσταντ να φερθεί όπως έπρεπε. Ο Κόνσταντ έτριψε τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού του χεριού με μια προσεκτική κυκλική κίνηση. Παρακολούθησε αυτή την άσκοπη διαδικασία επί δέκα περίπου δευτερόλεπτα. Μετά άφησε τα χέρια του να πέσουν στα πλευρά του, σήκωσε ψηλά τα μάτια του και βάδισε σταθερά προς το διαστημόπλοιο. Καθώς το αριστερό του πόδι πάτησε στη ράμπα, το κεφάλι του γέμισε μ' έναν ήχο που δεν τον είχε ακούσει εδώ και τρία γήινα χρόνια. Ο ήχος προερχόταν από την κεραία στην κορυφή του κρανίου του. Ο Ράμφουρντ, από τη δεντροκορφή του, έστελνε σήματα στην κεραία του Κόνσταντ χάρη στη συσκευή τηλεχειρισμού στην τσέπη του. Έκανε έτσι πιο υποφερτό το μακρύ και μοναχικό δρόμο του Κόνσταντ γεμίζοντας το κεφάλι του με τον ήχο του τυμπάνου. Το τύμπανο αυτό του έλεγε τα εξής: Παραβάν παντού, Παραβάν παντού. Παραβάν! Παραβάν! Παραβάν παντού. Το τύμπανο σώπασε όταν το χέρι του Μαλαχία Κόνσταντ ακούμπησε το πρώτο χρυσωμένο σκαλοπάτι της ψηλότερης σκάλας του κόσμου. Κοίταξε προς τα πάνω και η προοπτική έκανε την κορυφή της σκάλας να φαίνεται μικροσκοπική σαν βελόνα. Ο Κόνσταντ ακούμπησε για μια στιγμή το μέτωπό του πάνω στο σκαλοπάτι που κρατούσε το χέρι του. «Μήπως ο κος Κόνσταντ θέλει να πει τίποτε, πριν ανεβεί στη σκάλα;» είπε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του. Αμέσως ένα μικρόφωνο κρεμάστηκε με το κοντάρι του 233
μπροστά στον Κόνσταντ. Ο Κόνσταντ έγλειψε τα χείλια του. «Θέλετε να πείτε τίποτε, κε Κόνσταντ;» ρώτησε ο κος Ράμφουρντ. • «Αν πρόκειται να μιλήσεις», του είπε ο τεχνικός του ήχου, «μίλησε σε κανονικό τόνο και κράτα τα χείλια σου δεκαπέντε περίπου εκατοστά από το μικρόφωνο». «Θα μας μιλήσετε, κε Κόνσταντ;» είπε ο Ράμφουρντ. «Ίσως - ίσως δεν αξίζει που το λέω», είπε ήσυχα ο Κόνσταντ, «αλλά παρ' όλα αυτά θέλω να πω ότι δεν έχω καταλάβει τίποτε απ' όσα μου συνέβησαν από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη Γη». «Δεν έχετε το αίσθημα της συμμετοχής;» ρώτησε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του. «Αυτό θέλετε να πείτε;» «Δεν έχει σημασία», είπε ο Κόνσταντ. «Έτσι κι αλλιώς θα την ανεβώ τη σκάλα». «Κοιτάξτε», είπε ο Ράμφουρντ απο τη δεντροκορφή του, «αν νομίζετε ότι σας αδικούμε, πέστε μας κάτι πραγματικά κο^ό που να κάνατε σε κάποια στιγμή της ζωής σας και άφηστε το σε μας να αποφασίσουμε αν αυτό το καλό σας απαλλάσσει από τα πράγματα που σχεδιάσαμε για σας». «Καλό;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Ναι», είπε εγκάρδια ο Ράμφουρντ. «Πέστε μας έστω και ένα καλό που να κάνατε ποτέ στη ζωή σας - ό,τι θυμόσαστε». Ο Κόνσταντ σκέφτηκε πολύ. Οι κυριότερες αναμνήσεις του ήταν από τρεξίματα μέσα στους ατέλειωτους διαδρόμους των σπηλαίων. Με τον Βοόζ και τα αρμόνια υπήρχαν μερικές ευκαιρίες να κάνει κάτι που μπορεί να φαινόταν σαν καλή πράξη. Όμως ο Κόνσταντ δεν μπορούσε να πει τίμια ότι είχε εκμεταλλευτεί αυτές τις ευκαιρίες καλής πράξης. Έτσι σκέφτηκε τον Άρη και όλα τα πράγματα που έγραφε το γράμμα προς τον εαυτό του. Σίγουρα κάπου ανάμεσα σ' όλα αυτά υπήρχε και κάτι που να επιβεβαίωνε την καλοσύνη του. Τότε θυμήθηκε τον Στόνυ Στηβενσον τ- τον φίλο του. Είχε ένα φίλο, και αυτό σίγουρα ήταν κάτι καλό. «Είχα 234
ένα φίλο», είπε ο Μαλαχίας Κόνσταντ στο μικρόφωνο. «Πώς τον έλεγαν;» ρώτησε ο Ράμφουρντ. «Στόνυ Στήβενσον», είπε ο Κόνσταντ. «Μόνον ένα φίλο;» ρώτησε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του. «Μόνον έναν», είπε ο Κόνσταντ. Η βασανισμένη ψυχή του πλημμύρισε από ευχαρίστηση καθώς συνειδητοποιούσε ότι ένας άνθρωπος δεν χρειαζόταν παρά ένα φίλο και μόνο για να νιώσει γεμάτος φιλία. «Δέχεστε επομένως η αξίωση σας στην καλοσύνη να επικυρωθεί ή να απορριφθεί», είπε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του, «ανάλογα με το πόσο καλός φίλος σταθήκατε γι' αυτόν το Στόνυ Στήβενσον;» «Μάλιστα», είπε ο Κόνσταντ. «Θυμόσαστε μια εκτέλεση στον Άρη, κε Κόνσταντ», ρώτησε ο Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του, «όπου εσείς ήσασταν ο δήμιος; Στραγγαλίσατε έναν άνθρωπο δεμένο σ' έναν πάσσαλο μπροστά σε τρία τάγματα Αρειανού Στρατού». Αυτή ακριβώς ήταν η ανάμνηση που είχε βάλει τα δυνατά του ο Κόνσταντ για να τη σβήσει. Το είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό και το ψάξιμο που έκανε τώρα στο μυαλό του ήταν απολύτως ειλικρινές. Δεν ήταν απόλυτα σίγουρος ότι είχε γίνει αυτή η εκτέλεση. «Νονομίζω πως θυμάμαι», είπε ο Κόνσταντ. «Λοιπόν - ο άνθρωπος που στραγγαλίσατε ήταν ο στενός και μοναδικός σας φίλος Στόνυ Στήβενσον», είπε ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ έκλαιγε πικρά καθώς ανέβαινε τα επίχρυσα σκαλιά. Κοντοστάθηκε στη μέση και ο Ράμφουρντ του μίλησε ξανά μέσα από τα μεγάφωνα. «Μήπως τώρα νιώθετε μεγαλύτερη ενεργή συμμετοχή, κε Κόνσταντ;» είπε ο Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ ένιωθε. Είχε τώρα μια πλήρη κατανόηση της αναξιότητάς του και μια πικρή συμπάθεια για οποιονδήποτε το θεωρούσε απαραίτητο να τον κακομεταχειριστεί. Όταν έφτασε στην κορυφή της σκάλας ο Ράμφουρντ τον προειδοποίησε να μην κλείσει ακόμη την πόρτα του 235
διαστημοπλοίου γιατί σε λίγο θα έρχονταν κοντά του η γυναίκα του και το παιδί του. Ο Κόνσταντ κάθησε στο σκαλοπάτι του διαστημοπλοίου του στην κορυφή της σκάλας και άκουσε το σύντομο κήρυγμα του Ράμφουρντ που μιλούσε για τη μελαψή σύντροφο του Ράμφουρντ, τη μονόφθαλμη και χρυσόδοντη γυναίκα που την έλεγαν Μπη. Ο Κόνσταντ δεν έδινε μεγάλη προσοχή στο κήρυγμα. Τα μάτια του ατένιζαν ένα ευρύτερο και πολύ πιο ανακουφιστικό κήρυγμα κοιτάζοντας το πανόραμα της πόλης, του κόλπου και των μακρινών νησιών. Το κήρυγμα που έκανε το πανόραμα αυτό ήταν ότι ακόμη κι ένας άνθρωπος χωρίς ούτε ένα φίλο σ' ολόκληρο το Σύμπαν μπορούσε ακόμη να βρίσκει το γενέθλιο πλανήτη του μυστηριακά και σπαρακτικά ωραίο. «Τώρα θα σας μιλήσω», είπε ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ από τη δεντροκορφή του πολύ πιο κάτω από τον Μαλαχία Κόνσταντ, «για την Μπη, τη γυναίκα που πουλάει Μαλαχίες έξω από την πύλη, τη μελαψή γυναίκα με τον γιο της που μας κοιτάζει τώρα θυμωμένα. »Όταν ταξίδευε για τον Άρη εδώ και πολλά χρόνια, ο Μαλαχίας Κόνσταντ τη βίασε, και από την πράξη αυτή γεννήθηκε ένας γιος. Πριν απ' αυτό ήταν σύζυγός μου και ιδιοκτήτρια αυτού του κτήματος. Το πραγματικό της όνομα είναι Βεατρίκη Ράμφουρντ». Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα στήθη του πλήθους. Ήταν ν' απορεί κανείς που τα σκονισμένα ανδρείκελα των άλλων θρησκειών μπήκαν στο ντουλάπι από έλλειψη πιστών και που τα μάτια όλων ήταν στραμμένα στο Νιούπορτ; Σαν αρχηγός της Εκκλησίας του Απολύτως Αδιάφορου Θεού, ο Ράμφουρντ δεν υπερείχε μόνον προλέγοντας το μέλλον και καταπολεμώντας τις πιο άδικες ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων, τις ανισότητες στην τύχη - αλλά και διαθέτοντας ένα ανεξάντλητο απόθεμα από εντυπωσιακά νέα εφέ. Ήταν τόσο καλά εξοπλισμένος με συγκλονιστικό υλικό που ήταν σε θέση ν' αφήσει τη φωνή του να σβήνει καθώς ανήγγειλε ότι η μονόφθαλμη και χρυσόδοντη γυναίκα ήταν η πρώτη σύζυγός του και ότι ο Μαλαχίας Κόνσταντ τον είχε κερατώσει. 236
«Σας καλώ τώρα να περιφρονήσετε το υπόδειγμα της ζωής της, όπως περιφρονούσατε τόσον καιρό τη ζωή του Μαλαχία Κόνσταντ», είπε ήρεμα από τη δεντροκορφή του. «Κρεμάστε την παρέα με τον Μαλαχία Κόνσταντ από τα ρολά των παραθύρων κι από τα φωτιστικά σας, αν το επιθυμείτε. »0ι καταχρήσεις της Βεατρίκης ήταν καταχρήσεις απροθυμίας», είπε ο Ράμφουρντ. «Σαν νεαρή γυναίκα αισθανόταν τόσο εξαίσια καλοαναθρεμμένη που φοβόταν να κάνει ή να της κάνουν οτιδήποτε, για να μη μολυνθεί. Η ζωή για τη Βεατρίκη στη νεαρή της ηλικία, ήταν τόσο γεμάτη με μικρόβια και χυδαιότητες, που γινόταν σχεδόν αφόρητη. »Εμείς, οι πιστοί της Εκκλησίας του Απολύτως Αδιάφορου Θεού, την καταδικάζουμε για την άρνησή της να διακινδυνεύσει τη φανταστική της αγνότητα ζώντας τη ζωή, τόσο απόλυτα όσο καταδικάζουμε και τον Μαλαχία Κόνσταντ για το αδιάκοπο κύλισμά του στο βούρκο. »Η κάθε στάση της Βεατρίκης ζητούσε να υποδηλώσει ότι διανοητικά, ηθικά και σωματικά ήταν όπως λογάριαζε ο Θεός να γίνουν τα ανθρώπινα πλάσματα όταν θα άγγιζαν την τελειότητα, και ότι η υπόλοιπη ανθρωπότητα χρειαζόταν τουλάχιστον άλλες δέκα χιλιάδες χρόνια για να τη φτάσει.
237
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 Ο ΚΑΛΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΑΠ' ΤΟΝΤΡΑΑΦΑΜΑΛΟΡ
«Για να ακριβολογήσουμε, γεια σας». - ΓΟΥΙΝΣΤΟΝ ΝΑΪΛΣ ΡΑΜΦΟΥΡΝΤ
Ο Κρόνος διαθέτει εννέα φεγγάρια, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι ο Τιτάνας. Ο Τιτάνας είναι ελάχιστα πιο μικρός από τον Άρη. Ο Τιτάνας είναι το μοναδικό φεγγάρι του Ηλιακού Συστήματος που διαθέτει ατμόσφαιρα. Το οξυγόνο του είναι αρκετό για να ανασάνει κανείς. Η ατμόσφαιρα του Τιτάνα μοιάζει απαράλλαχτα με την ατμόσφαιρα που επικρατεί στην πίσω πόρτα ενός γήινου αρτοποιείου μιαν ανοιξιάτικη μέρα. Ο Τιτάνας έχει ένα φυσικό χημικό καυστήρα στον πυρήνα του που διατηρεί μια ομοιόμορφη θερμοκρασία αέρος 19,5 βαθμών Κελσίου. Υπάρχουν τρεις θάλασσες στον Τιτάνα που η καθεμιά τους έχει το μέγεθος της γήινης λίμνης Μίτσιγκαν. Τα νερά των τριών θαλασσών είναι δροσερά, πεντακάθαρα και σμαραγδένια. Ονομάζονται Γουινστόνια θάλασσα, Ναϊλσική Θάλασσα και Ραμφούρντια θάλασσα. Ένα σύνολο από ενενήντα τρεις μικρότερες λίμνες και λιμνούλες σχηματίζει ένα είδος τέταρτης θάλασσας που είναι γνωστή με το όνομα Καζακικές Λίμνες. Τρεις μεγάλοι ποταμοί συνδέουν τη Γουινστόνια Θάλασσα, τη Ναϊλσική, τη Ραμφούρντια και τις Καζακικές Λίμνες. Οι ποταμοί αυτοί μαζί με τους παραποτάμους τους, είναι ευμετάβλητοι - βουεροί, ανήσυχοι, ταραγμέ238
VOL Οι διαθέσεις τους καθορίζονται από τις απρόβλεπτα κυμαινόμενες έλξεις των υπόλοιπων οκτώ φεγγαριών και την πανίσχυρη επίδραση του Κρόνου που έχει ενενήντα πέντε φορές τη μάζα της Γης. Οι τρεις ποταμοί είναι γνωστοί σαν ο Γουινστόνιος Ποταμός, ο Ναϊλσικός Ποταμός και ο Ραμφούρντιος. Ο πλανήτης είναι γεμάτος δάση, λιβάδια και βουνά. Το ψηλότερο βουνό είναι το Όρος Ράμφουρντ με ύψος δύο χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα ένα μέτρα. Ο Τιτάνας προσφέρει μια απαράμιλλης ομορφιάς θέα στο πιο συγκλονιστικό θέαμα σ' ολόκληρο το Ηλιακό Σύστημα, τα ^δαχτυλίδια του Κρόνου. Αυτές οι συναρπαστικές λωρίδες έχουν πλάτος εξήντα χιλιάδες χιλιόμετρα και πάχος ελάχιστα μεγαλύτερο από τη λάμα ενός ξυραφιού. Στον Τιτάνα τα δαχτυλίδια αυτά ονομάζονται Ουράνιο Τόξο Ράμφουρντ. Ο Κρόνος περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Κάνει μια περιστροφή κάθε είκοσι εννιάμισι γήινα χρόνια. Ο Τιτάνας περιστρέφεται γύρω από τον Κρόνο. Κατά συνέπεια ο Τιτάνας κάνει μια σπειροειδή περιστροφή γύρω από τον Ήλιο. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και ο σκύλος του ο Καζάκ ήταν κυματικά φαινόμενα και πάλλονταν ακολουθώντας παραμορφωμένες σπειροειδείς τροχιές που είχαν την αρχή τους στον Ήλιο και το τέλος τους στον Μπετελγέζ. Για λόγους απολύτως ανεξιχνίαστους, οι σπειροειδείς τροχιές του Ράμφουρντ, του Καζάκ και του Τιτάνα συνέπιπταν απολύτως. Έτσι ο Ράμφουρντ και ο σκύλος του βρίσκονταν σε μόνιμη υλοποίηση στον Τιτάνα. Ο Ράμφουρντ και ο Καζάκ ζούσαν εκεί σ' ένα νησί, ενάμισι χιλιόμετρο από τη στεριά, στη Γουινστόνια Θάλασσα: Το σπίτι τους ήταν πιστό αντίγραφο του Ταζ Μαχάλ της γήινης Ινδίας. Είχε χτιστεί με αρειανό εργατικό δυναμικό. Το πικρόχολο χιούμορ του Ράμφουρντ τον έκανε να ονομάσει το σπίτι του στον Τιτάνα Νταν Ρόαμιν. 239
Πριν από την άφιξη του Μαλαχία Κόνσταντ, της Βεατρίκης, του Ράμφουρντ και του Χρόνου στον Τιτάνα, δεν ζούσε εκεί παρά ένα άτομο. Αυτό το άτομο άκουγε στο όνομα Σαλό. Ήταν ένα γηραιό άτομο. Ο Σαλό ήταν έντεκα εκατομμυρίων γήινων χρόνων. Ο Σαλό καταγόταν από άλλο Γαλαξία, από το Μικρό Μαγγελανικό Νέφος. Το ύψος του ήταν ένα και τριάντα πέντε. Ο Σαλό είχε ένα δέρμα με υφή και χρώμα γήινου μανταρινιού. Ο Σαλό είχε τρία ελαφρά ελαφίσια πόδια. Τα πόδια του είχαν μια απίθανα ενδιαφέρουσα κατασκευή, γιατί το καθένα τους μπορούσε να φουσκώσει σαν μπαλόνι. Φουσκώνοντας τα μπαλόνια αυτά στο μέγεθος της μπάλας του γερμανικού κρίκετ, ο Σαλό ήταν σε θέση να περπατά πάνω στο νερό. Μειώνοντάς τα στο μέγεθος της μπάλας του γκολφ, ο Σαλό ήταν σε θέση να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα αναπηδώντας πάνω σε σκληρές επιφάνειες. Όταν ξεφούσκωνε εντελώς τις μπάλες τους, τα πόδια του γίνονταν σαν βεντούζες. Τότε ο Σαλό μπορούσε να περπατά πάνω στους τοίχους. Ο Σαλό δεν είχε χέρια. Ο Σαλό είχε τρία μάτια, και τα μάτια του ήταν σε θέση να διακρίνουν όχι μόνο το λεγόμενο ορατό φάσμα, αλλά και τις υπέρυθρες και υπεριώδεις ακτίνες καθώς και τις ακτίνες Χ. Ο Σαλό ζούσε με ακρίβεια - ζούσε δηλαδή μια στιγμή την κάθε φορά - και του άρεσε να λέει στον Ράμφουρντ ότι προτιμούσε να βλέπει τα υπέροχα χρώματα στις ακραίες περιοχές του φάσματος παρά το παρελθόν ή το μέλλον. Αυτό ήταν κάπως διφορούμενο, δεδομένου ότι ο Σαλό, ζώντας πάντα μόνο ένα πράγμα τη φορά, είχε δει πολύ περισσότερο παρελθόν και πολύ περισσότερο Σύμπαν από τον Ράμφουρντ. Επίσης θυμόταν πολύ περισσότερα απ' αυτά που είχε δει. Το κεφάλι του Σαλό ήταν στρογγυλό και κρεμόταν από αναρτήρες. Η φωνή του ήταν ένας ηλεκτρικός βόμβος που έμοιαζε με κόρνα ποδηλάτου. Μιλούσε πέντε χιλιάδες γλώσσες, πενήντα από τις οποίες ήταν γήινες γλώσσες, τριάντα μία από τις οποίες ήταν νεκρε^ γήινες γλώσσες. 240
ο Σαλό δεν κατοικούσε σε ανάκτορο, παρ' ό,τι ο Ράμφουρντ του πρότεινε να του χτίσει ένα. Ο Σαλό έμενε στην ύπαιθρο, δίπλα στο διαστημόπλοιο που τον είχε μεταφέρει στον Τιτάνα πριν από διακόσιες χιλιάδες χρόνια. Το διαστημόπλοιό του ήταν ένας ιπτάμενος δίσκος, το πρωτότυπο του πολεμικού στόλου των Αρειανών. Ο Σαλό είχε ένα ενδιαφέρον ιστορικό. Κατά το γήινο έτος 483441 π.Χ. εκλέχτηκε με δημόσιο τηλεπαθητικό ενθουσιασμό σαν το πιο υγιές και υγιώς σκεπτόμενο δείγ.μα του είδους του. Αυτό συνέβη στην εκατοστή εκατομμυριοστή επέτειο της κυβέρνησης του πλανήτη του στο Μικρό Μαγγελανικό Νέφος. Το όνομα του πλανήτη του ήταν Τραλφαμαδόρ, πράγμα που σύμφωνα με τη μετάφραση που έκανε κάποτε ο Σαλό στον Ράμφουρντ σήμαινε ταυτοχρόνως όλοι μας και ο αριθμός 541. Το έτος στο γενέθλιο πλανήτη του κρατούσε, κατά τους δικούς του πάντα υπολογισμούς, 3,6162 φορές πιο πολύ από το γήινο έτος - έτσι η τελετή στην οποία συμμετείχε γιόρταζε κατ' ουσίαν τα 361.620.000 γήινα χρόνια της κυβέρνησης. Ο Σαλό περιέγραψε κάποτε αυτή την τόσο ανθεκτική στο χρόνο μορφή πολιτεύματος στον Ράμφουρντ σαν μια υπνωτιστική αναρχία, αρνήθηκε όμως να εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας της. «Ή τον καταλαβαίνεις αμέσως Σκιπ», είπε στον Ράμφουρντ, «ή είναι εντελώς μάταιο να προσπαθήσω να σου τον εξηγήσω». Το καθήκον του, όταν διαλέχτηκε να εκπροσωπήσει τον Τραλφαμαδόρ, ήταν να μεταφέρει ένα σφραγισμένο μήνυμα από το «Ένα Άκρο του Σύμπαντος στο Άλλο». Οι τελετάρχες δεν έτρεφαν βέβαια την αυταπάτη ότι η προσχεδιασμένη πορεία του Σαλό θα διέσχιζε πραγματικά ολόκληρο το Σύμπαν. Η εικόνα τους ήταν ποιητική, όπως και η ίδια η αποστολή του Σαλό. Ο Σαλό θα έπαιρνε απλώς το μήνυμα και θα ταξίδευε όσο πιο γρήγορα κι όσο πιο μακριά του επέτρεπε η τεχνολογία του Τραλφαμαδόρ. Το περιεχόμενο του μηνύματος ήταν άγνωστο στον Σαλό. Είχε συνταχθεί, όπως εξήγησε ο Σαλό στον Ράμφουρντ, από ένα είδος Πανεπιστημίου - μόνο που κανείς δεν πηγαίνει εκεί. Δεν υπάρχουν κτίρια, ούτε σχο241
λες. «Όλοι είναι εκεί και κανείς δεν είναι. Μοιάζει με σύννεφο που ο καθένας του έχει φυσήξει λίγη ομίχλη και μετά το σύννεφο σκέφτεται για λογαριασμό όλων. Δεν θέλω να πω πωξ υπάρχει πραγματικά ένα σύννεφο. Κάτι σαν σύννεφο. Αν δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω, Σκιπ, είναι περιττό να προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως δεν γίνονται μαθήματα». Το μήνυμα ήταν κλεισμένο μέσα σ' ένα σφραγισμένο μολύβδινο μενταγιόν, τετράγωνο, με πλευρές πέντε εκατοστών και πάχος ένα εκατοστό. Το μενταγιόν ήταν περασμένο σ' ένα χρυσά δίχτυ κρεμασμένο από μια βέργα από ανοξείδωτο χάλυβα, περασμένη γύρω από το σωλήνα που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει λαιμό του Σαλό. Ο Σαλό είχε διαταγές να μην ανοίξει το δίχτυ και το μενταγιόν πριν φτάσει στον προορισμό του. Ο προορισμός του δεν ήταν ο Τιτάνας. Ο προορισμός του βρισκόταν σε ένα γαλαξία που άρχιζε δεκαοκτώ εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από τον Τιτάνα. Οι οργανωτές της τελετουργίας στην οποία είχε λάβει μέρος ο Σαλό δεν ήξεραν τι θα έβρισκε ο Σαλό σ' αυτόν το γαλαξία. Οι οδηγίες του πάντως ήταν να προσπαθήσει να βρει κάπου εκεί όντα με νοημοσύνη, να μάθει τη γλώσσα τους, να ανοίξει το μήνυμα και να τους το διαβάσει. Ο Σαλό δεν αμφισβήτησε ούτε μια στιγμή τη λογικότητα της αποστολής του, δεδομένου ότι, όπως όλοι όι Τραλφαμαδοριανοί, ήταν μια μηχανή. Σαν μηχανή ήταν υποχρεωμένος να κάνει αυτό που έπρεπε. Από όλες τις διαταγές που δόθηκαν στον Σαλό πριν απογειωθεί από τον Τραλφαμαδόρ, η πιο επιτακτική ήταν να μην ανοίξει ποτέ καθ' οδόν to μήνυμα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Η έμφαση που δόθηκε σ' αυτή τη διαταγή ήταν τόση που έγινε ο ίδιος ο πυρήνας της ύπαρξης του μικρού Τραλφαμαδοριανού αγγελιοφόρου. Κατά το γήινο έτος 203117 π.Χ., ο Σαλό αναγκάστηκε να προσγειωθεί στο Ηλιακό Σύστημα εξαιτίας μηχανικών προβλημάτων. Επρόκειτο για την πλήρη εξαέρωση ενός μικρού εξαρτήματος του κινητήρα του διαστημοπλοίου, ενός εξαρτήματος που ήταν περίπου σαν ανοι242
χτήρι γήινης μπύρας. Ο Σαλό δεν είχε μηχανικό ταλέντο κι έτσι διατηρούσε μια πολύ θολή ιδέα γύρω από το πώς ήταν το εξάρτημα αυτό και τι έκανε. Δεδομένου ότι το διαστημόπλοιο του Σαλό κινιόταν με ΣΘΤΓ, τη Συμπαντική Θέληση Του Γίγνεσθαι, ο κινητήρας του δεν ήταν κάτι που αντιμετωπιζόταν με ερασιτεχνικά μαστορέματα. Το πλοίο του Σαλό δεν είχε αχρηστευτεί εντελώς. Μπορούσε ακόμη να κινείται - αργά όμως, γύρω στα εκατό χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα. Μπορούσε να κάνει σύντομα ταξιδάκια στο Ηλιακό Σύστημα, παρά τη σημαντική βλάβη του, και άλλωστε τα αντίγραφα του σακατεμένου πλοίου χρησίμευσαν σαν μεταγωγικά στην πολεμική προσπάθεια των Αρειανών. Όμως τώρα το διαστημόπλοιο πήγαινε πολύ αργά για τη διαγαλαξιακή αποστολή του Σαλό. Έτσι ο γερο-Σαλό εγκαταστάθηκε στον Τιτάνα κι έστειλε μήνυμα στον πλανήτη Τραλφαμαδόρ ειδοποιώντας για την ατυχία του. Το μήνυμα το έστειλε με την ταχύτητα του φωτός, πράγμα που σήμαινε ότι ήθελε εκατόν πενήντα χιλιάδες γήινα χρόνια για να φτάσει στον Τραλφαμαδόρ. Για να περάσει τον καιρό του καλλιέργησε ορισμένα χόμπυ, τα κυριότερα από τα οποία ήταν η γλυπτική, η διασταύρωση ενός τιτάνιου είδους μαργαρίτας, και η παρακολούθηση των γήινων δραστηριοτήτων. Τις γήινες δραστηριότητες τις παρακολουθούσε από ένα δέκτη στο ταμπλώ του σκάφους του. Ο δέκτης αυτός ήταν τόσο ισχυρός που αν ήθελε ο Σαλό μπορούσε να παρατηρεί ακόμη και τα γήινα μυρμήγκια. Μέσα απ' αυτό το δέκτη πήρε την πρώτη του απάντηση από τον Τραλφαμαδόρ. Η απάντηση ήταν γραμμένη πάνω στη Γη με τεράστιους ογκόλιθους, σε μιά πεδιάδα που είναι σήμερα η Αγγλία. Τα ερείπια της απάντησης αυτής υπάρχουν ακόμη και είναι γνωστά ως Στόουνχεντζ. Η σημασία του Στόουνχεντζ στα Τραλφαμαδοριανά, όταν τα διαβάσεις από ψηλά, είναι: «Ανταλλακτικό αποστέλλεται ταχέως». Το Στόουνχεντζ δεν ήταν το μοναδικό μήνυμα που έλαβε ο γερο-Σαλό. 243
Μεσολάβησαν και άλλα τέσσερα, γραμμένα όλα πάνω στη Γη. Το Μέγα Σινικό Τείχος σημαίνει στα Τραλφαμαδοριανά, όταν κοιταχτεί απο ψηλά: «Υπομονή. Λεν σε ξεχάσαμε». Ο Χρυσός Οίκος του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Νέρωνα σήμαινε: «Κάνουμε παν το δυνατόν». Το νόημα του Κρεμλίνου της Μόσχας όταν πρωτοχτίστηκε ήταν: «Σύντομα θα ξεκινήσεις ξανά». Το νόημα του Μεγάρου της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη της Ελβετίας είναι: «Μάζεψε τα πράγματά σου και ετοιμάσου να φεύγεις». Η απλή αριθμητική αποκαλύπτει ότι όλα αυτά τα. μηνύματα έφτασαν με ταχύτητες πολύ πιο μεγάλες από την ταχύτητα του φωτός. Ο Σαλό είχε στείλει στην πατρίδα το σήμα κινδύνου με την ταχύτητα του φωτός και χρειάστηκε εκατόν πενήντα χιλιάδες χρόνια για να φτάσει στον Τραλφαμαδόρ. Η απάντηση από τον Τραλφαμαδόρ ήρθε μέσα σε λιγότερο από πενήντα χιλιάδες χρόνια. Είναι γελοίο για ένα πρωτόγονο πλάσμα, σαν οποίον δήποτε Γήινο, να προσπαθήσει να εξηγήσει πώς έγιναν αυτές οι ταχύτατες ανταλλαγές μηνυμάτων. Μπροστά σ' ένα τόσο πρωτόγονο ακροατήριο αρκεί να πούμε ότι οι Τραλφαμαδοριανοί ήταν σε θέση να κατευθύνουν ορισμένες ώσεις της Συμπαντικής Θέλησης Του Γίγνεσθαι έτσι ώστε να αντηχήσουν μέσα στη σπηλαιώδη δόμή του Σύμπαντος με περίπου τριπλάσια ταχύτητα απ' αυτήν του φωτός. Και ήταν σε θέση να εστιάσουν και να διαμορφώσουν αυτές τις ώσεις έτσι ώστε να επηρεάζουν πλάσματα σε απίστευτα μεγάλες αποστάσεις και να τους εμπνέουν τη θέληση να υπηρετήσουν τραλφαμαδοριανούς σκοπούς. Μ' αυτό το θαυμάσιο τρόπο κατάφερναν να κάνουν διάφορα πράγματα σε τόπους απίστευτα μακρινούς. Ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος. Όχι όμως και ο πιο φθηνός. Ο γερο-Σαλό δεν είχε τον απαραίτητο εξοπλισμό για να επικοινωνεί και να πετυχαίνει πράγματα μ' αυτό τον τρόπο, ακόμη και σε μικρές αποστάσεις. Οι μηχανισμοί και οι ποσότητες Συμπαντικής Θέλησης Του Γίγνεσθαι 244
που χρειάζονταν γι' αυτό ήταν τεράστιες, και απαιτούσαν τις υπηρεσίες χιλιάδων τεχνικών. Ακόμη όμως και ο αφειδώς τροφοδοτούμενος, πλούσια επανδρωμένος και'καλά εξοπλισμένος μηχανισμός του Τραλφαμαδόρ δεν ήταν ιδιαίτερα ακριβής. Ο Σαλό είχε δει πολλές αποτυχημένες προσπάθειες επικοινωνίας στη Γη. Πολιτισμοί άρχιζαν να ανθίζουν στη Γη και οι άνθρωποι να χτίζουν φοβερά κτίρια που αποτελούσαν καταφανώς μηνύματα στα Τραλφαμαδοριανά - και ξαφνικά οι πολιτισμοί έσβηναν πριν προλάβουν να γράψουν το μήνυμά τους. Ο γερο-Σαλό το είχε δει να συμβαίνει αυτό εκατοντάδες φορές. Ο γερο-Σαλό είχε πει στο φίλο του τον Ράμφουρντ ένα. σωρό ενδιαφέροντα πράγματα για τον πολιτισμό του Τραλφαμαδόρ, αλλά δεν του είχε πει ποτέ για τα μηνύματα και την τεχνική της αποστολής τους. Το μόνο που είχε πει στον Ράμφουρντ ήταν ότι είχε στείλει στην πατρίδα του ένα σήμα κινδύνου και ότι όπου να 'ναι θα 'ρχόταν το ανταλλακτικό του. Το μυαλό του γερο-Σαλό ήταν τόσο διαφορετικό από του Ράμφουρντ που ο Ράμφουρντ δεν μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη του Σαλό. Ο Σαλό χαιρόταν πολύ γι' αυτό το φράγμα της σκέψης του, γιατί φοβόταν θανάσιμα το τι θα σκεφτόταν ο Ράμφουρντ αν ανακάλυπτε ότι οι συμπατριώτες του Σαλό είχαν βάλει το χεράκι τους στο μπέρδεμα της γήινης ιστορίας. Παρά το γεγονός ότι ο Ράμφουρντ είχε χρονοσυνκλαστικο-ινφουντιμπουλοποιηθεί και επομένως είχε κάθε λόγο να βλέπει τα πράγματα με κάποια ευρύτητα πνεύματος, ο Σαλό είχε διαπιστώσει ότι ο Ράμφουρντ διατηρούσε έναν απρόσμενο γήινο τοπικισμό. Ο γερο-Σαλό δεν ήθελε να ανακαλύψει ο Ράμφουρντ τι έκαναν οι Τραλφαμαδοριανοί στη Γη, γιατί ήταν σίγουρος ότι ο Ράμφουρντ θα θιγόταν και ότι θα στρεφόταν εναντίον του Σαλό και όλων των Τραλφαμαδοριανών. Αυτό δεν το ήθελε ο Σαλό με κανέναν τρόπο, γιατί αγαπούσε τον Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Η αγάπη του αυτή δεν είχε τίποτε το προσβλητικό. 245
Δεν ήταν δηλαδή ομοφυλόφιλος. Πώς να είναι, αφού ο Σαλό δεν είχε φύλο; Ο Σαλό ήταν μηχανή, όπως όλοι οι Τραλφαμαδοριανοί. Ήταν συναρμολογημένος με βίδες, σφιγκτήρες, παξιμάδια, μπουλόνια και μαγνήτες. Το μανταρινί του δέρμα, που γινόταν εκφραστικό όταν ήταν συγκινησιακά ταραγμένος, έμπαινε κι έβγαινε σαν γήινο αδιάβροχο. Ένα μαγνητικό φερμουάρ το κρατούσε κλειστό. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σαλό, οι Τραλφαμαδοριανοί κατασκεύαζαν ο ένας τον άλλον. Κανείς δεν ήξερε με σιγουριά πώς είχε προκύψει η πρώτη μηχανή. Ο μύθος έλεγε τα εξής: Μία φορά κι έναν καιρό ζούσαν στον Τραλφαμαδόρ πλάσματα που δεν έμοιαζαν σε τίποτε με μηχανές. Δεν ήταν αξιόπιστοι. Λεν ήταν αποτελεσματικοί. Δεν ήταν προβλεπόμενοι. Δεν κρατούσαν πολύ. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα δύστυχα αυτά πλάσματα βασανίζονταν από την έμμονη ιδέα ότι τα πάντα έπρεπε να έχουν κάποιο σκοπό και ότι ορισμένοι σκοποί ήταν σπουδαιότεροι από τους άλλους. Τα πλάσματα αυτά ξόδευαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους προσπαθώντας να βρουν ποιος ήταν ο δικός τους σκοπός. Και κάθε φορά που νόμιζαν ότι έβρισκαν κάτι που φαινόταν σκοπός της ύπαρξής τους, ο σκοπός αυτός τους φαινόταν τόσο χαμηλός που η καρδιά τους πλημμύριζε από αηδία και ντροπή. Έτσι, προκειμένου να μην υπηρετήσουν έναν τόσο ταπεινό σκοπό, τα πλάσματα αυτά κατασκεύαζαν μια μηχανή για να τον υπηρετήσει. Αυτό τους άφηνε ελεύθερους να υπηρετήσουν κάποιον υψηλότερο σκοπό. Κάθε φορά που έβρισκαν όμως έναν υψηλότερο σκοπό, ο σκοπός αυτός δεν ήταν αρκετά υψηλός γι' αυτούς. Έτσι κατασκεύαζαν μηχανές και για τους υψηλότερους σκοπούς. Οι μηχανές έκαναν τα πάντα τόσο επιδέξια, που τελικά τους ανατέθηκε να βρουν ποιος ήταν ο υψηλότερος σκοπός αυτών των πλασμάτων. Οι μηχανές ανέφεραν με κάθε ειλικρίνεια ότι δεν φαι246
νοταν να υπάρχει κανένας σκοπός που να αναφέρεται στα πλάσματα αυτά. Τότε τα πλάσματα άρχισαν να αλληλοσκοτώνονται, γιατί αυτό που μισούσαν πιο πολύ στον κόσμο ήταν τα άσκοπα πλάσματα. Ανακάλυψαν όμως ότι δεν τα κατάφερναν πολύ καλά ούτε στην αλληλοσφαγή. Έτσι ανέθεσαν κι αυτή τη δουλειά στις μηχανές. Και οι μηχανές αποτελείωσαν το πράγμα μέχρι να πεις «Τραλφαμαδόρ». Κοιτάζοντας μέσα στο δέκτη που ήταν στο ταμπλώ του διαστημοπλοίου του, ο γερο-Σαλό παρακολουθούσε τώρα το πλοίο που μετέφερε τον Μαλαχία Κόνσταντ, τη Βεατρίκη Ράμφουρντ και τον γιο τους Χρόνο να πλησιάζει στον Τιτάνα. Το πλοίο ήταν προγραμματισμένο να προσγειωθεί δίπλα στη Γουινστόνια Θάλασσα. Ήταν προγραμματισμένο να προσγειωθεί ανάμεσα σε δύο εκατομμύρια αγάλματα ανθρώπων σε φυσικό μέγεθος, Ο Σαλό τα είχε φτιάξει αυτά τα αγάλματα, με ρυθμό δέκα περίπου αγάλματα κάθε γήινη χρονιά. Τα αγάλματα ήταν συγκεντρωμένα στην περιοχή της Γουινστόνιας Θάλασσας επειδή ήταν φτιαγμένα από τιτάνια τύρφη. Η τιτάνια τύρφη αφθονεί στα παράλια της Γουινστόνιας Θάλασσας και βρίσκεται μόνον μισό μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Η τιτάνια τύρφη είναι ένα περίεργο υλικό - πολύ ελκυστικό για τον ταλαντούχο και ειλικρινή γλύπτη. Αμέσως μόλις εξορυχθεί, η τιτάνια τύρφη είναι σαν στόκος. Ύστερα από έκθεση μιας ώρας στο φως και τον αέρα του Τιτάνα, η τύρφη αποκτά τη δύναμη και τη σκληρότητα του παρισινού γύψου. Ύστερα από έκθεση δύο ωρών, γίνεται σκληρή σαν γρανίτης και θέλει σμίλη για να δουλευτεί. Ύστερα από τρεις ώρες μόνο ένα διαμάντι μπορεί να χαράξει την τιτάνια τύρφη. Ο Σαλό αισθάνθηκε την παρόρμηση να φτιάξει τόσα πολλά αγάλματα βλέποντας τον επιδεικτικό τρόπο που φέρονταν οι Γήινοι. Αυτό που τον ενέπνευσε δεν ήταν τόσο αυτά που έκαναν, αλλά ο τρόπος που τα έκαναν. 247
Οι Γήινοι συμπεριφέρονταν μόνιμα σαν να υπήρχε ένα μεγάλο μάτι στον ουρανό - ένα μεγάλο μάτι που διψούσε για διασκεδάσεις. Αυτό το μεγάλο μάτι τρελαινόταν για δραματικό θέατρο. Δεν νοιαζόταν καθόλου για το αν τα γήινα σώου θα ήταν κωμωδίες, τραγωδίες, φάρσες, σάτιρες, αθλητισμός ή βωντβίλ. Η μόνη του απαίτηση, μια απαίτηση που οι Γήινοι την έβρισκαν τόσο ακατανίκητη όσο και τη βαρύτητα, ήταν τα σώου να είναι μεγαλειώδη. Η απαίτηση αυτή ήταν τόσο ισχυρή που οι Γήινοι δεν έκαναν σχεδόν τίποτε άλλο από το να δίνουν παραστάσεις μέρα και νύχτα, ακόμη και στα όνειρά τοΐτς. Το μεγάλο μάτι ήταν το μοναδικό κοινό που τους ενδιέφερε. Οι πιο φανταχτερές παραστάσεις που είχε δει ο Σαλό, ανεβάστηκαν από Γήινους με φοβερή μοναξιά. Το φανταστικό μεγάλο μάτι ήταν ο μοναδικός τους θεατής. Ο Σαλό είχε προσπαθήσει, με τα διαμαντένιας σκληρότητας αγάλματά του, να παραστήσει κάποιες από τις ψυχικές καταστάσεις αυτών των ανθρώπων που είχαν δώσει την καλύτερή τους παράσταση για το φανταστικό μεγάλο μάτι.' Εξίσου εκπληκτικές με τα αγάλματα ή μόλις λιγότερο, ήταν οι τιτάνιες μαργαρίτες που αφθονούσαν στα παράλια της Γουινστόνιας Θάλασσας. Όταν έφθασε ο Σαλό στον Τιτάνα, κατά το έτος 203117 π.Χ., οι τιτάνιες μαργαρίτες έβγαζαν κάτι μικρά, κίτρινα, αστεροειδή ανθάκια με διάμετρο μόλις έξι χιλιοστά. Ο Σαλό άρχισε να τις διασταυρώνει επιλεκτικά. Όταν έφτασαν στον Τιτάνα ο Μαλαχίας Κόνσταντ, η Βεατρίκη Ράμφουρντ και ο γιος τους ο Χρόνος, η τυπική τιτάνια μαργαρίτα είχε κοτσάνι με διάμετρο ένα μέτρο και είκοσι κι έβγαζε ένα ανοιχτό γαλάζιο άνθος με ροζ πιτσιλιές που το συνολικό του βάρος ξεπερνούσε τον τόνο. Ο Σαλό, αφού παρακολούθησε το διαστημόπλοιο με τον Μαλαχία Κόνσταντ, τη Βεατρίκη Ράμφουρντ και τον για τους Χρόνο να πλησιάζουν, φούσκωσε τα πόδια του σε μέγεθος της μπάλας του γερμανικού κρίκετ. Μετά άρ248
χισε να βαδίζει πάνω στα πεντακάθαρα σμαραγδένια νερά της Γουινστόνιας Θάλασσας με κατεύθυνση το Ταζ Μαχάλ του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Μπήκε στο περιτειχισμένο προαύλιο του παλατιού και ξεφούσκωσε τα πόδια του. Ο αέρας βγήκε μ' ένα σφύριγμα που αντήχησε πάνω στους τοίχους. Η γαλάζια σαιζ-λονγκ του Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ δίπλα στην πισίνα ήταν άδεια. «Σκιπ;» φώναξε ο Σαλό. Χρησιμοποιούσε αυτό το τόσο προσωπικό όνομα για τον Ράμφουρντ, ένα όνομα από τα παιδικά του χρόνια, παρά την ενόχληση του Ράμφουρντ για τη χρήση αυτή. Αυτό δεν το έκανε για να τον πειράξει. Το έκανε σαν επιβεβαίωση της φιλίας που ένιωθε για τον Ράμφουρντ - για να δοκιμάσει κάπως τη φιλία αυτή και για να τη δει να ξεπερνά επιτυχώς τη δοκιμασία. Ο Σαλό είχε κάποιο λόγο που υπέβαλλε την φιλία του σε μια τέτοια δοκιμασία γυμνασιακού επιπέδου. Ποτέ του δεν είχε δει ούτε είχε ακούσει τη λέξη φιλία πριν να βρεθεί στο Ηλιακό Σύστημα. Έτσι είχε γι' αυτόν μια συναρπαστική φρεσκάδα και αισθανόταν τον πειρασμό να παίξει μαζί της. «Σκιπ;» φώναξε πάλι ο Σαλό. Στον αέρα πλανιόταν μια ασυνήθιστη μυρωδιά. Ο Σαλό την αναγνώρισε διστακτικά σαν μυρωδιά όζοντος. Δεν ήξερε πώς να την εξηγήσει. Ένα τσιγάρο έκαιγε ακόμη σ' ένα σταχτοδοχείο δίπλα στη σαιζ-λονγκ του Ράμφουρντ, πράγμα που σήμαινε ότι πριν από λίγο ο Ράμφουρντ ήταν ακόμη εκεί. «Σκιπ; Καζάκ;» φώναξε ο Σαλό. Ήταν ασυνήθιστο για τον Ράμφουρντ να μη λαγοκοιμάται ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του και για τον Καζάκ να μη λαγοκοιμάται δίπλα του. Άνθρωπος και σκύλος περνούσαν τον περισσότερο καιρό τους δίπλα στην πισίνα, παρακολουθώντας τα σήματα που έστελναν οι άλλοι εαυτοί τους από το χρόνο και το χώρο. Ο Ράμφουρντ ήταν συνήθως ξαπλωμένος ακίνητος στη σαιζ-λονγκ του, με το ένα χέρι να κρέμεται χωμένο στη γούνα του Καζάκ. Ο Καζάκ κλαψούριζε και τιναζόταν μέσα στον ύπνο του. Ο Σαλό κοίταξε μέσα στα νερά της ορθογώνιας πισί249
νας. Στον πάτο της, κάτω από δυόμισι μέτρα νερό, βρίσκονταν οι τρεις σειρήνες του Τιτάνα, οι τρεις όμορφες Γήινες που είχαν προσφερθεί στον λάγνο Μαλαχία Κόνσταντ πριν από τόσο καιρό. Τα αγάλματα αυτά τα είχε φιλοτεχνήσει ο Σαλό από τιτάνια τύρφη. Από τα εκατομμύρια αγάλματα του Σαλό μόνον αυτά τα τρία ήταν βαμμένα με ζωηρά, σαν αληθινά, χρώματα. Ήταν απαραίτητο να τα χρωματίσει προκειμένου να ξεχωρίσουν μέσα στο πολυτελές, ανατολίτικο στυλ του παλατιού του Ράμφουρντ. «Σκιπ;» φώναξε πάλι ο Σαλό. Την απάντηση την έδωσε ο Καζάκ, το λαγωνικό του διαστήματος. Ο Καζάκ απάντησε από το θολωτό κτίριο με τους μιναρέδες που καθρεφτιζόταν μέσα στην πισίνα. Ο Καζάκ βγήκε αργά από τις δαντελωτές σκιές της μεγάλης οκταγωνικής αίθουσας του εν λόγω κτιρίου. Ο Καζάκ έμοιαζε δηλητηριασμένος. Ο Καζάκ ανατρίχιασε και κάρφωσε τα μάτια του σε ένα σημείο δίπλα στον Σαλό. Στο σημείο αυτό δεν βρισκόταν κανείς. Ο Καζάκ κοντοστάθηκε και φάνηκε να προετοιμάζεται για το φοβερό πόνο που θα του προκαλούσε το επόμενο βήμα. Μετά ο Καζάκ άστραψε και σπίθισε βγάζοντας φωτιές του Αγίου Έλμου. Η φωτιά του Αγίου Έλμου είναι μια φωτεινή ηλεκτρική εκφόρτιση, και όποιος υποφέρει απ' αυτήν δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι υποφέρει περισσότερο απ' όσο αν τον γαργαλούσαν μ' ένα φτερό. Βέβαια δίνει μια εντύπωση σαν να έχει πιάσει φωτιά και επομένως συγχωρείται για τη δυσφορία που εκδηλώνει. Η φωτεινή εκφόρτιση του Καζάκ είχε κάτι το αποτρόπαιο. Η δυσάρεστη οσμή του όζοντος επανήλθε. Ο Καζάκ δεν κουνήθηκε, Η ικανότητά του να εκπλήσσεται μ' αυτή την εντυπωσιακή εκδήλωση είχε πλέον εξαντληθεί από καιρό. Υπέμενε τη λάμψη με κουρασμένη καρτερικότητα. Η λάμψη έσβησε. Ο Ράμφουρντ εμφανίστηκε στην αψιδωτή είσοδο. Έμοιαζε κι αυτός τσαλακωμένος και δυσκίνητος. Μια 250
ζώνη εξαΐ5λωσης, μια ζώνη κενού τριάντα περίπου εκατοστών τον διαπερνούσε από το κεφάλι ώς τα πόδια. Την ακολουθούσαν δυο στενότερες ζώνες που απείχαν μεταξύ τους δυόμισι εκατοστά. Ο Ράμφουρντ κρατούσε σηκωμένα τα χέρια του και τα δάχτυλα ανοιχτά. Γλώσσες από ροζ, βιολέ και αχνοπράσινη φωτιά του Αγίου Έλμου ξεπηδούσαν από τα δάχτυλά του. Μικρότερες γλώσσες σε ανοιχτό χρυσαφί περιτριγύριζαν τα μαλλιά του προσπαθώντας να του φτιάξουν ένα φωτοστέφανο από χρυσόχαρτο. «Ειρήνη», είπε αχνά ο Ράμφουρντ. Η φωτιά του Αγίου Έλμου στον Ράμφουρντ έσβησε. Ο Σαλό είχε μείνει άναυδος. «Σκιπ - Τι - τι τρέχει, Σκιπ;» «Οι ηλιακές κηλίδες», είπε ο Ράμφουρντ. Σύρθηκε ώς τη γαλάζια σαιζ-λονγκ του, ξάπλωσε το μακρύ σώμα τόυ και σκέπασε τα μάτια του μ' ένα χέρι χαλαρό και άσπρο σαν υγρό μαντίλι. Ο Καζάκ ξάπλωσε δίπλα του. Έτρεμε ολόκληρος. «Ποτέ - ποτέ δεν σ' έχω δει σ' αυτή την κατάσταση», είπε ο Σαλό. «Ποτέ δεν είχε ξαναγίνει τέτοια ηλιακή καταιγίδα», είπε ο Ράμφουρντ. Ο Σαλό δεν ξαφνιάστηκε μαθαίνοντας ότι οι ηλιακές κηλίδες επηρέαζαν τους χρονοσυνκλαστικο-ινφουντιμπουλοπαθείς φίλους του. Είχε ξαναδεί τον Ράμφουρντ και τον Καζάκ να αρρωσταίνουν από τις κηλίδες πολλές φορές - αλλά το σοβαρότερο σύμπτωμά τους ήταν μια φευγαλέα ναυτία. Οι σπίθες και οι ζώνες εξαΰλωσης ήταν καινούριο πράγμα. Εκεί που τους κοίταζε, ξαφνικά ο Ράμφουρντ και ο Καζάκ έγιναν στιγμαία δισδιάστατοι, σαν φιγούρες ζωγραφισμένες πάνω σε σημαίες που ανέμιζαν. Μετά σταθεροποιήθηκαν και στρογγύλεψαν ξανά. «Μπορώ να βοηθήσω σε τίποτε, Σκιπ;» είπε ο Σαλό. Ο Ράμφουρντ μούγκρισε. «Πότε θα σταματήσει επιτέλους ο κόσμος να μου κάνει αυτή τη φρικτή ερώτηση;» είπε. «Με συγχωρείς», είπε ο Σαλό. Τα πόδια του είχαν ξεφουσκώσει εντελώς τώρα και ήταν κοίλα σαν βεντού251
ζες. Τα πόδια του έκαναν ένα ρουφηχτό ήχο πάνω στο γυαλιστερό δάπεδο. «Σου είναι απολύτως απαραίτητο να κάνεις αυτούς τους θορύβους;» ρώτησε νευριασμένα ο Ράμφουρντ. Ο γερο-Σαλό δεν την ήθελε πια τη ζωή του. Ήταν η πρώτη φορά που ο φίλος του ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ του μιλούσε άσχημα. Αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει. Ο γερο-Σαλό έκλεισε δυο από τα τρία μάτια του. Το τρίτο σάρωσε τον ουρανό. Συνέλαβε δύο μπλε κινούμενες κηλίδες. Οι κηλίδες ήταν τιτάνιες σιαλίες που πετούσαν προς τα πάνω. Το ζευγάρι των πουλιών είχε πετύχει κάποιο ανοδικό ρεύμα. Κανένα από τα δύο μεγάλα πουλιά δεν κουνούσε ούτε τόσο δα το φτερό του. Δεν υπήρχε ούτε μια απειροελάχιστη κίνηση που να μην είναι αρμονική. Η ζωή ήταν ένα ανοδικό όνειρο. «Κρα», είπε ευγενικά η μία τιτάνια σιαλία. «Κρα», συμφώνησε η άλλη. Τα δυο πουλιά έκλεισαν τα φτερά τους ταυτόχρονα κι αφέθηκαν να πέσουν από τα ύψη σαν πέτρες. Έμοιαζαν να βυθίζονται προς ένα βέβαιο θάνατο, έξω από τον κήπο του Ράμφουρντ. Την τελευταία στιγμή όμως όρμησαν και πάλι προς τα πάνω, σε μια εύκολη και ατελείωτη ανύψωση. Τη φορά αυτή υψώθηκαν σ' έναν ουρανό που τον χαράκωνε η εξάτμιση του διαστημόπλοιου που έφερνε τον Μαλαχία Κόνσταντ, τη Βεατρίκη Ράμφουρντ και τον γιο τους Χρόνο. Το πλοίο ήταν έτοιμο να προσγειωθεί. «Σκιπ-» είπε ο Σαλό. «Το βρίσκεις απολύτως απαραίτητο να με φωνάζεις έτσι;» είπε ο Ράμφουρντ. «Όχι», είπε ο Σαλό. «Τότε πάψε να το κάνεις», είπε ο Ράμφουρντ. «Το όνομα αυτό δεν μου αρέσει - εκτός αν το χρησιμοποιεί κάποιος που μεγαλώσαμε μαζί». «Νόμιζα ότι - σαν φίλος σου-» είπε ο Σαλό, «ίσως είχα το δικαίωμα-» 252
«Δεν το παρατάμε αυτό το παραμύθι περί φιλίας;» είπε ο Ράμφουρντ ξερά. Ο Σαλό έκλεισε και το τρίτο του μάτι. Το δέρμα του στήθους του τεντώθηκε. «Παραμύθι;» είπε. «Πάλι κάνεις αυτό το θόρυβο με τα πόδια σου!» είπε ο Ράμφουρντ. «Σκιπ!» φώναξε ο Σαλό. Μετά, διορθώνοντας την ανεπιθύμητη οικειότητα: «Γονινστον-μον φαίνεται σαν εφιάλτης να σε ακούω να μου μιλάς έτσι. Νόμιζα ότι είμαστε φίλοι». «Ας πούμε καλύτερα ότι καταφέραμε να γίνουμε κάπως χρήσιμοι ο ένας στον άλλον, κι ας μην πάμε παραπέρα», είπε ο Ράμφουρντ. Το κεφάλι του Σαλό λικνίστηκε ελαφρά πάνω στους αναρτήρες του . «Νόμιζα πως υπήρχε κάτι παραπάνω μεταξύ μας», είπε τελικά. «Ας πούμε», είπε καυστικά ο Ράμφουρντ, «ότι ανακαλύψαμε ο ένας στον άλλο το μέσο για να πετύχουμε τους διαφορετικούς σκοπούς μας».... «Ήταν - ήταν χαρά μου να σε βοηθήσω - και ελπίζω να σε βοήθησα πραγματικά», είπε ο Σαλό. Άνοιξε τα μάτια του. Έπρεπε να δει την αντίδραση του Ράμφουρντ. Σίγουρα ο Ράμφουρντ θα φερόταν και πάλι φιλικά γιατί ο Σαλό τον είχε βοηθήσει γενναιόδωρα. «Δεν σου έδωσα τη μισή από τη ΣΘΤΓ μου;» ρώτησε ο Σαλό. «Δεν σε άφησα να αντιγράψεις το πλοίο μου για τον Άρη; Δεν πέταξα εγώ ο ίδιος στις πρώτες αποστολές στρατολόγησης; Δεν σε βοήθησα να βρεις πώς να ελέγχεις τους Αρειανούς για να μη σου δημιουργήσουν προβλήματα; Δεν ξόδεψα τόσον καιρό για να σε βοηθήσω στο σχεδιασμό της νέας θρησκείας;» «Ναι», είπε ο Ράμφουρντ, «αλλά τι έκανες για μένα, τώρα τελευταία;» «Πώς;» ρώτησε ο Σαλό. «Τίποτε», είπε ο Ράμφουρντ. «Είναι η τελική φράση σ' ένα παλιό γήινο ανέκδοτο, όχι και πολύ ταιριαστό με την παρούσα περίπτωση». «Α», έκανε ο Σαλό. Ήξερε πολλά γήινα ανέκδοτα, αυτό όμως δεν το ήξερε. «Τα πόδια σου!» φώναξε ο Ράμφουρντ. 253
«Με συγχωρείς!» φώναξε ο Σαλό, «Αν μπορούσα να κλάψω σαν Γήινος, θα έκλαιγα!» Τα θρηνητικά του πόδια είχαν ξεφύγει από τον έλεγχό*του και συνέχιζαν να κάνουν το θόρυβο που ξαφνικά αντιπαθούσε τόσο ο Ράμφουρντ. «Λυπάμαι για όλα! Το μόνο που ξέρω είναι ότι προσπάθησα με κάθε δυνατό τρόπο να είμαι αληθινός φίλος και ότι δεν ζήτησα ποτέ ανταπόδοση!» «Δεν χρειαζόταν!» είπε ο Ράμφουρντ. «Εσύ δεν χρειάστηκε ποτέ να ζητήσεις τίποτε. Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κάθεσαι και να περιμένεις να πέσει στην ποδιά σου». «Τι ήταν αυτό που ήθελα να πέσει στην ποδιά μου;» ρώτησε ο Σαλό μην καταλαβαίνοντας. «Το ανταλλακτικό για το διαστημόπλοιό σου», είπε ο Ράμφουρντ. «Όπου να 'ναι φθάνει, κύριε. Το έχει ο γιος του Κόνσταντ - το ονομάζει γούρι του - λες και δεν το ήξερες!» Ο Ράμφουρντ ανακάθησε, πήρε χρώμα πρασινωπό κι έκανε νόημα για σιωπή. «Με συγχωρείς», είπε. «Θα αρρωστήσω πάλι». Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ και ο σκύλος του Καζάκ αρρώστησαν πάλι - πιο βίαια από τις προηγούμενες φορές. Ο δύστυχος γερο-Σαλό νόμισε ότι αυτή τη φορά θα εξανεμίζονταν ή θα τινάζονταν στον αέρα. Ο Καζάκ ούρλιαζε στο κέντρο μιας μπάλας από φωτιά του Αγίου Έλμου. Ο Ράμφουρντ στάθηκε όρθιος, με τα μάτια γουρλωμένα, μια φλόγινη στήλη. Κι αυτή η κρίση πέρασε. «Με συγχωρείς», είπε ο Ράμφουρντ με καυστιϊίό καθωσπρεπισμό. «Τι έλεγες-;» «Τι;» ρώτησε σαστισμένος ο Σαλό. «Κάτι έλεγες - ή ετοιμαζόσουν να πεις», είπε ο Ράμφουρντ. Μόνον ο ιδρώτας στους κροτάφους του μαρτυρούσε ότι μόλις είχε περάσει κάποια ταλαιπωρία. Στερέωσε ένα τσιγάρο σε μια μακριά κοκάλινη πίπα και το άναψε. Έτεινε μπροστά το σαγόνι του. Τώρα το τσιγάρο έδειχνε ίσια προς τα πάνω. «Για τρία λεπτά δεν θα μας διακόψει τίποτε», είπε. «Τι έλεγες, λοιπόν;» Ο Σαλό δυσκολεύτηκε πολύ να θυμηθεί το θέμα της 254
συζήτησης τους. Όταν το θυμήθηκε στενοχωρήθηκε πιο πολύ από ποτε. Είχε συμβεί το χειρότερο. Όχι μόνον ο Ράμφουρντ είχε, κατά τα φαινόμενα, αντιληφθεί την ανάμιξη του Τραλφαμαδόρ στις γήινες υποθέσεις, πράγμα αφ' εαυτού αρκετά προσβλητικό, αλλά φαίνεται ότι θεωρούσε τον εαυτό του ένα από τα κύρια θύματα αυτής της παρέμβασης. Ο Σαλό είχε κατά καιρούς τη δυσάρεστη υποψία ότι οΤ^άμφουρντ τελούσε κάτω από την επίδραση του Τραλφαμαδόρ, φρόντιζε όμως να βγάλει τη σκέψη από το μυαλό του, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε επ' αυτού. Δεν το είχε καν συζητήσει μαζί του, αφού κάθε τέτοια συζήτηση θα κατέστρεφε αυτομάτως την ωραία τους φιλία. Πολύ διστακτικά ο Σαλό εξερεύνησε την πιθανότητα να μη γνωρίζει ο Ράμφουρντ όσα έδειχνε να γνωρίζει. «Σκιπ-» είπε. «Σε παρακαλώ!» έκανε ο Ράμφουρντ. «Κε Ράμφουρντ-» είπε ο Σαλό, «πιστεύεις ότι κατά κάποιον τρόπο σε χρησιμοποίησα;» «Όχι εσύ», είπε ο Ράμφουρντ, «αλλά οι συμπατριώτες σου, οι μηχανές του αγαπημένου σου Τραλφαμαδόρ». «Χμ», είπε ο Σαλό. «Δη-δηλαδή, πι-πιστεύεις ότι χρησιμοποιήθηκες, Σκιπ;» «Ο Τραλφαμαδόρ», είπε πικρά ο ί^άμφουρντ, «άπλωσε το χέρι στο Ηλιακό Σύστημα, διάλεξε εμένα, και με χρησιμοποίησε σαν βαποράκι!» «Αν μπορούσες να το διακρίνεις αυτό στο μέλλον», είπε μισοκακόμοιρα ο Σαλό, «γιατί δεν έκανες ποτέ κουβέντα γι' αυτό;» «Κανείς δεν θέλει να πιστέψει ότι τον χρησιμοποιούν», είπε ο Ράμφουρντ. «Ώς την τελευταία στιγμή ο άνθρωπος προσπαθεί να αποφύγει αυτή την παραδοχή». Χαμογέλασε στραβά. «Μπορεί να σε ξαφνιάζει η πληροφορία ότι νιώθω ιδιαίτερη υπερηφάνεια, όσο αστήριχτη και να είναι η υπερηφάνεια αυτή, όταν μπορώ να παίρνω μόνος μου τις αποφάσεις μου, για δικούς μου λόγους». «Δεν με ξαφνιάζει», είπε ο Σαλό. «Μπα;» είπε δηκτικά ο Ράμφουρντ. «Νόμιζα πως παραήταν λεπτή διάκριση για την αντίληψη μιας μηχανής». 255
Αυτό βέβαια ήταν το δύσκολο σημείο στη σχέση τους. Ο Σαλό ήταν πράγματι μια μηχανή, αφού είχε σχεδιαστεί και κατασκευαστεί. Αυτό δεν το είχε κρύψει. Ούτε και ο Ράμφουρντ είχε χρησιμοποιήσει ποτέ το γεγονός αυτό σαν προσβολή. Τώρα το χρησιμοποιούσε σαν προσβολή. Κάτω από ένα λεπτεπίλεπτο πέπλο καλής συμπεριφοράς, ο Ράμφουρντ άφησε τον Σαλό να καταλάβει ότι το να είσαι μηχανή σημαίνει να είσαι αναίσθητος, χωρίς φαντασία, χυδαίος και κυνηγός μιας ασυνείδητης σκοπιμότητας0 Σαλό ήταν σπαρακτικά ευάλωτος σ' αυτή την κατηγορία. Χάρις ακριβώς στην πνευματική εγγύτητα που τον ένωσε για ένα διάστημα με τον Ράμφουρντ, ο τελευταίος αυτός ήταν σε θέση τώρα να τον πληγώνει κατάκαρδα. Ο Σαλό έκλεισε πάλι δύο από τα τρία του μάτια, και παρακολούθησε ξανά τις τιτάνιες σιαλίες να υψώνονται στον ουρανό. Τα πουλιά είχαν το μέγεθος των γήινων αετών. Ο Σαλό ευχήθηκε να ήταν τιτάνια σιαλία. Το διαστημόπλοιο που μετέφερε τον Μαλαχία Κόνσταντ, τη Βεατρίκη Ράμφουρντ και τον γιο τους Κρόνο, πλανάρησε πάνω από το παλάτι και προσγειώθηκε στην ακτή της Γουινστόνιας Θάλασσας. «Σου δίνω το λόγο της τιμής μου», είπε ο Σαλό, «ότι δεν είχα ιδέα για τη χρησιμοποίησή σου και ότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα για τι πράγμα-» «Μηχανή», είπε ο Ράμφουρντ με κακία. «Πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο πράγμα σε χρησιμοποίησα;» είπε ο Σαλό. «Στο λογο της τιμής μου, δεν έχω την παραμικρή-» «Μηχανή!» ξανάπε ο Ράμφουρντ. «Αν έχεις τόσο κακή ιδέα για μένα, Σκιπ - Γουίνστον - κε Ράμφουρντ-» είπε ο Σαλό, «ύστερα απ' όλα όσα έκανα και προσπάθησα να κάνω στο όνομα της φιλίας και μόνο, σίγουρα δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτε για να σου αλλάξω αυτή την ιδέα». «Έτσι ακριβώς θα μίλαγε μια μηχανή», είπε ο Ράμφουρντ. «Έτσι μίλησε μια μηχανή», είπε ταπεινά ο Σαλό. 256
Φούσκωσε τα πόδια του στο μέγεθος της μπάλας του γερμανικού κρίκετ, έτοιμος να φύγει από το παλάτι του Ράμφουρντ και να μπαρκάρει στα κύματα της Γουινστόνιας Θάλασσας - χωρίς ποτέ να ξαναγυρίσει. Μόνον όταν τελείωσε με το φούσκωμα των ποδιών του κατάλαβε την πρόκληση που περιείχαν τα λόγια του Ράμφουρντ. Υπήρχε μια σαφής ένδειξη ότι μπορούσε ακόμη ο γερο-Σαλό να κάνει κάτι για να διορθώσει τα πράγματα. Ακόμη και μια μηχανή σαν τον Σαλό είχε την ευαισθησία να καταλάβει ότι αν ρωτούσε ποιο ήταν αυτό το κάτι, θα εξευτελιζόταν. Έκανε κουράγιο κι αποφάσισε να εξευτελιστεί, στο όνομα της φιλίας. «Σκιπ-», είπε, «πες μου τι μπορώ να κάνω. Οτιδήποτε - ό,τι κι αν είναι». «Μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα», είπε ο Ράμφουρντ, «μια έκρηξη θα τινάξει το τέρμα της σπειροειδούς τροχιάς μου μακριά από τον Ήλιο, έξω από το Ηλιακό Σύστημα». «Όχι!» φώναξε ο Σαλό. «Σκιπ! Σκιπ!» «Όχι, όχι οίκτο, τΐαρακαλώΐ» είπε ο Ράμφουρντ κάνοντας ένα βήμα πίσω για να μην τον αγγίξει. «Στην πραγματικότητα είναι πολύ καλή ευκαιρία. Θα δω ένα σωρό καινούρια πράγματα και όντα». Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Ξέρεις, τελικά κουράζεται κανείς να γυρίζει σαν το ρολόι μεσ' στο Ηλιακό Σύστημα». Γέλασε σαρκαστικά. «Στο κάτω-κάτω», πρόσθεσε, «δεν θα πεθάνω. Ό,τι υπήρξε θα υπάρχει πάντα, και ό,τι θα υπάρξει υπήρχε από πάντα». Τίναξε το κεφάλι του, κρύβοντας ένα δάκρυ που είχε ασυναίσθητα φυτρώσει στο βλέφαρό του. «Όσο παρηγορητική κι αν είναι αυτή η χρονοσυνκλαστικο-ινφουντιμπουλοπαθής σκέψη», είπε, «θα ήθελα ωστόσο να ξέρω ποιο ήταν το νόημα αυτού του επεισοδίου στο Ηλιακό Σύστημα». «Μα - μα το συνόψισες καλύτερα από τον καθένα στη Σύντομη Ιστορία τον Άρη», είπε ο Σαλό. «Η Σύντομη Ιστορία τον Άρη», είπε ο Ράμφουρντ, «δεν αναφέρει το γεγονός ότι βρισκόμουν κάτω από την αποφασιστική επιρροή δυνάμεων που ξεκινούσαν από 257
τον πλανήτη Τραλφαμαδόρ», είπε ο Ράμφουρντ τρίζοντας τα δόντια του. «Πριν ο σκύλος μου κι εγώ τιναχτούμε στο διάστημα σαν λαστιχάκια στο χέρι ενός τρελού», είπε ο Ράμφουρντ, «θα ήθελα πάρα πολύ να μάθαινα τι λέει το μήνυμα που κουβαλάς». «Δεν " δεν ξέρω», είπε ο Σαλό. «Είναι σφραγισμένο. Έχω διαταγές-» «Ενάντια σ' όλες τις διαταγές από τον Τραλφαμαδόρ», είπε ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ, «ενάντια στο ένστικτό σου σαν μηχανή, αλλά στο όνομα της φιλίας μας, Σαλό, σε καλώ να ανοίξεις το μήνυμα και να μου το διαβάσεις αυτή τη στιγμή». Ο Μαλαχίας Κόνσταντ, η Βεατρίκη Ράμφουρντ και ο ατίθασος γιος τους Χρόνος, κάθονταν κακόκεφα στη σκιά μας τιτάνιας μαργαρίτας στην παραλία της Γουινστόνιας Θάλασσας. Το κάθε μέλος της οικογένειας ακουμπούσε σ' ένα άγαλμα. Ο γενειοφόρος Μαλαχίας Κόνσταντ, μέγας πλαιημπόυ του Ηλιακού Συστήματος, φορούσε ακόμη τη λεμονί φόρμα του με τα πορτοκαλιά ερωτηματικά. Ήταν το μόνο ρούχο που διέθετε. Ο Κόνσταντ ακουμπούσε πάνω σ' ένα άγαλμα του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης, ο οποίος προσπαθούσε να κερδίσει τη φιλία δύο εχθρικών και τρομακτικών σε μέγεθος πουλιών που έμοιαζαν με φαλακρούς αετούς. Ο Κόνσταντ δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τα πουλιά αυτά σαν τιτάνιες σιαλίες, δεδομένου ότι ακόμη δεν είχε δει τιτάνιες σιαλίες. Μόλις πριν από μια ώρα είχε φτάσει στον Τιτάνα. Η Βεατρίκη, με παρουσιαστικό βασίλισσας των τσιγ-. γάνων, έβραζε από θυμό, ακουμπισμένη στα πόδια ενός αγάλματος που παρίστανε έναν φοιτητή της φυσικής. Σε πρώτη ματιά ο νεαρός επιστήμονας με την μπλούζα του εργαστηρίου έμοιαζε απόλυτα αφοσιωμένος στην αναζήτηση της αλήθειας. Σε πρώτη ματιά πίστευε κανείς ότι μόνον η αλήθεια μπορούσε να τον ικανοποιήσει καθώς κοίταζε με θαυμασμό τους δοκιμαστικούς του σωλήνες. Σε πρώτη ματιά πίστευε κανείς ότι βρισκόταν τόσο υπε258
ράνω των χυδαίων απασχολήσεων των κοινών bvi,.. όσο και τα αρμόνια των σπηλαίων του Ερμή. Σε πρώτη ματιά έβλεπες ένα νεαρό χωρίς ματαιοδοξία, χωρίς λαγνεία - και δεχόσουν αδιαμαρτύρητα τον τίτλο που είχ^ χαράξει ο Σαλό πάνω στο άγαλμα: Η ανακάλυψη τη; Ατομικής Ενέργειας. Σε δεύτερη ματιά, ωστόσο, διέκρινες ότι ο νεαρό; αναζητητής της αλήθειας διέθετε μια εντυπωσιακή στύση. Η Βεατρίκη δεν το είχε ακόμη διακρίνει αυτό. Ο νεαρός Χρόνος, σκοτεινός και επικίνδυνος σαν τη μητέρα του, είχε ήδη διαπράξει - ή προσπαθούσε - τον πρώτο βανδαλισμό του. Ο Χρόνος προσπαθούσε να χαράξει ένα γήινο βρωμόλογο στη βάση του αγάλματος πάνω στο οποίο ακουμπούσε. Η προσπάθεια γινόταν με μια αιχμηρή άκρη του μετάλλου που φύλαγε σαν γούρι. Η πολυκαιρισμένη τιτάνια τύρφη, σκληρή σαν διαμάντι, χάραξε το μέταλλο στρογγυλεύοντας τη γωνία του. Το άγαλμα που προσπαθούσε να επεξεργαστεί ο Χρόνος ήταν ένα οικογενειακό σύμπλεγμα - ένας Νεαντερτάλειος άντρας, η γυναίκα του και το μωρό τους. Ήταν μια πολύ συγκινητική σκηνή. Τα χοντροκομμένα, πλαδαρά και αφελή αυτά πλάσματα είχαν μιαν ασχήμια που άγγιζε την ομορφιά. Η σπουδαιότητα και η παγκοσμιότητά τους δεν μειωνόταν από το σατιρικό τίτλο που είχε δώσει ο Σαλό στο σύμπλεγμα. Σε όλα τα αγάλματά του έδινε φοβερούς τίτλους, σαν να ήθελε απεγνωσμένα να βεβαιώσει ότι ούτε για μια στιγμή δεν έπαιρνε στα σοβαρά τον εαυτό του σαν καλλιτέχνη. Ο τίτλος που έδωσε στο Νεαντερτάλειο σύμπλεγμα οφειλόταν στο γεγονός ότι έδειχναν στο μωρό τους ένα ανθρώπινο πόδι να σιγοψήνεται σε μια πρόχειρη σούβλα. Ο τίτλος ήταν Αυτό το Μικρό Γουρουνάκι. «Ό,τι κι αν συμβεί, όποιο ωραίο, θλιβερό, ευχάριστο ή τρομακτικό γεγονός κι αν συμβεί», δήλωσε ο Μαλαχίας Κόνσταντ στην οικογένειά του, εκεί πάνω στον Τιτάνα, «να με πάρει ο διάβολος αν ανακατευτώ ξανά. 259
Μόλις καταλάβω ότι κάτι ή κάποιος θέλει να αντιδράσω μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, θα μείνω κόκαλο». Κοίταξε ψηλά τα δαχτυλίδια του Κρόνου και σούφρωσε τα χείλια του. «Δεν είναι απερίγραπτα όμορφα;» Έφτυσε στο χώμα. «Αν κάποιος νομίζει ότι θα μπορέσει να με ξαναχρησιμοποιήσει σε κάποιο μεγαλόπνοο σχέδιό του», είπε ο Κόνσταντ, «την έχει πατήσει από χέρι. Καλύτερα να προσπαθήσει να ζωντανέψει κάποιο απ' αυτά τα αγάλματα». Έφτυσε πάλι. «Για μένα», είπε ο Κόνσταντ, «το Σύμπαν είναι ένα βρωμερό παλιατζίδικο όπου όλα είναι υπερτιμημένα. Βαρέθηκα να ανασκαλεύω τα σκουπίδια ψάχνοντας για ευκαιρίες. Κάθε μια από τις υποτιθέμενες ευκαιρίες», συνέχισε ο Κόνσταντ, «είναι συνδεδεμένη με αόρατα καλώδια με έναν ωρολογιακό μηχανισμό». Έφτυσε ξανά. «Παραιτούμαι», είπε ο Κόνσταντ. «Αποσύρομαι», είπε ο Κόνσταντ. «Τα παρατάω», είπε ο Κόνσταντ. Η μικρή οικογένεια του Κόνσταντ συμφώνησε χωρίς ενθουσιασμό. Ο γενναίος λόγος του Κόνσταντ ήταν μπαγιάτικη ιστορία. Τον είχε απαγγείλει άπειρες φορές στη διάρκεια του δεκαεπτάμηνου ταξιδιού τους από τη Γη στον Τιτάνα - και στην ουσία αυτή ήταν η κοινή φιλοσοφία όλων των Αρειανών βετεράνων. Έτσι κι αλλιώς πάντως ο Κόνσταντ δεν τα έλεγε αυτά στην οικογένειά του. Μιλούσε δυνατά για να φτάσει η φωνή του πάνω από το δάσος των αγαλμάτων και τη Γουινστόνια Θάλασσα. Έκανε μια ιδεολογική τοποθέτηση απευθυνόμενη στον Ράμφουρντ ή οποιονδήποτε άλλον βρισκόταν κάπου δίπλα. «Ήταν η τελευταία φορά που λάβαμε μέρος», είπε ο Κόνσταντ, «σε πειράματα και μάχες και γιορτές που δεν μας αρέσουν και δεν καταλαβαίνουμε!» «ΚαταλαβαίνουμΒ-» ήρθε η ηχώ από τον τοίχο ενός παλατιού σ' ένα νησί διακόσια μέτρα μέσα στη θάλασσα. Το παλάτι φυσικά ήταν το Νταν Ρόαμιν, το Ταζ Μαχάλ του Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ δεν ξαφνιάστηκε καθόλου βλέποντας ένα παλάτι μέσα στη θάλασσα. Το είχε δει 260
καθώς έβγαινε από το διαστημόπλοιο του, το είχε δει να λάμπει πέρα μακριά σαν την Πολιτεία του Θεού του Αγίου Αυγουστίνου. «Τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε ο Κόνσταντ την ηχώ. «Θα ζωντανέψουν όλα τα αγάλματα;» «Αγάλματα;» είπε η ηχώ. «Ηχώ είναι», είπε η Βεατρίκη. «Το ξέρω πως είναι ηχώ», είπε ο Κόνσταντ. «Δεν ήξερα αν ήξερες πως είναι ηχώ», είπε η Βεατρίκη. Ήταν απόμακρη και ευγενική. Είχε φερθεί πολύ εντάξει στον Κόνσταντ, δεν τον είχε κατηγορήσει για τίποτε, κι ούτε περίμενε τίποτε από εκείνον. Μια λιγότερο αριστοκρατική γυναίκα θα του είχε κάνει τη ζωή μαύρη, κατηγορώντας τον για τα πάντα και απαιτώντας να κάνει θαύματα. Δεν υπήρξε ερωτική επαφή στη διάρκεια του ταξιδιού. Ούτε ο Κόνσταντ ούτε η Βεατρίκη ενδιαφέρθηκαν για κάτι τέτοιο. Έτσι ήταν όλοι οι βετεράνοι του Άρη. Όπως ήταν αναπόφευκτο, το μακρύ ταξίδι έφερε τον Κόνσταντ πιο κοντά στη γυναίκα του και το παιδί του - πιο κοντά απ' όσο είχαν βρεθεί πάνω στο επιχρυσωμένο σύστημα από γέφυρες επικοινωνίας, ράμπες, σκάλες, σκοπιές και εξέδρες στο Νιούπορτ. Η μοναδική αγάπη που άνθιζε ωστόσο μέσα σ' αυτή την οικογενειακή μονάδα ήταν η αγάπη που ένωνε τον μικρό Χρόνο και τη Βεατρίκη. Έξω απ' αυτή την αγάπη μάνας και γιου δεν βασίλευε παρά η ευγένεια, η μελαγχολική συμπόνοια και η απωθημένη αγανάκτηση για το γεγονός ότι εξαναγκάστηκαν να αποτελέσουν οικογένεια. «Ω, θεέ μου-» είπε ο Κόνσταντ, «η ζωή είναι αστεία όταν παύεις να τη σκέφτεσαι». Ο νεαρός Χρόνος δεν γέλασε όταν ο πατέρας του είπε ότι η ζωή ήταν αστεία. Ο νεαρός Χρόνος ήταν απ' όλα τα μέλη της οικογένειας ο λιγότερο διατεθειμένος να βρει τη ζωή αστεία. Στο κάτω-κάτω η Βεατρίκη και ο Κόνσταντ μπορούσαν να γελάσουν πικρά με τα τρελά γεγονότα που ξεπέρασαν. Ο νεαρός Χρόνος όμως δεν μπορούσε να γελάσει γιατί ήταν κι ο ίδιος ένα τρελό γεγονός. Ύστερα απ' όλα αυτά δεν ήταν περίεργο που ο μεγα261
λύτερος θησαυρός του νεαρού Χρόνου ήταν το γούρι του κι ένας σουγιάς με ελατήριο. Ο νεαρός Χρόνος έβγαλε τώρα το σουγιά του και πάτησε το κουμπί κάνοντας να τιναχτεί έξω η λάμα. Τα μάτια του στένεψαν. Ετοιμαζόταν να σκοτώσει, αν αυτό αποδεικνυόταν απαραίτητο. Κοίταξε προς την κατεύθυνση μιας βάρκας με κουπιά που είχε ξεκινήσει από το παλάτι του νησιού. Κουπί τραβούσε ένα μανταρινί πλάσμα. Ο κωπηλάτης ήταν, βέβαια, ο Σαλό. Έφερνε τη βάρκα για να μεταφέρει την οικογένεια στο παλάτι. Ο Σαλό ήταν κακός κωπηλάτης, γιατί ποτέ του δεν είχε τραβήξει κουπί. Τα κουπιά τα κρατούσε με τις βεντούζες των ποδιών του. Το μοναδικό του πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανθρώπινους κωπηλάτες ήταν το τρίτο μάτι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ο νεαρός Χρόνος έριξε φως στο μάτι του Σαλό, έριξε φως με τη γυαλιστερή κόψη της λάμας του. Το πίσω μάτι του Σαλό ανοιγόκλεισε. Ο νεαρός Χρόνος δεν έριξε για πλάκα φως στο μάτι του Σαλό. Ήταν ένα τέχνασμα της ζούγκλας, ένα κόλπο που είχε σκοπό να δημιουργήσει δυσφορία σε οποιοδήποτε πλάσμα διέθετε μάτια. Αποτελούσε ένα από τα χιλιάδες τεχνάσματα τιος .^ούγκλας που ο Χρόνος και η μητέρα του είχαν μάθει μαζί στο Παρθένο Δάσος του Αμαζονίου. Το μελαψό χέρι της Βεατρίκης άρπαξε μια πέτρα. «Ενόχλησέ τον ξανά», Ζιτε αιγανά στο νεαρό Χρόνο. Ο νεαρός Χρόνος έριξε πάλι φως στο μάτι του γεροΣαλό. «Το σώμα του φαίνεται να είναι το μοναδικό μαλακό μέρος», είπε η Βεατρίκη χωρίς να κουνήσει τα χείλια της. «Αν δεν μπορείς να τον χτυπήσεις στο σώμα, όρμησε στο μάτι». Ο Χρόνος έγνεψε καταφατικά. Ο Κόνσταντ πάγωσε βλέποντας τι αποτελεσματική ομάδα αυτοάμυνας αποτελούσε η γυναίκα του και ο γιος του. Ο ίδιος δεν περιλαμβανόταν στα σχέδιά τους. Δεν τον χρειάζονταν. «Εγώ τι θα κάνω;» ψιθύρισε ο Κόνσταντ. 262
«Σσσς!» είπε κοφτά η Βεατρίκη. Ο Σαλό τράβηξε τη βάρκα του στη οτεριά. Την έδεσε μ' έναν αδέξιο στεριανό κόμπο στον καρπό ενός αγάλματος δίπλα στο νερό. Το άγαλμα παρίστανε μια γυναίκα που έπαιζε τρομπόνι και έφερε τον αινιγματικό τίτλο: Η Έβελιν και το Μαγικό Βιολί της. Ο Σαλό ήταν τόσο απορροφημένος από τα δικά του βάσανα που δεν νοιαζόταν για την ασφάλειά του - ούτε υποψιαζόταν ότι μπορούσε να προκαλέσει το φόβο των άλλων. Στάθηκε για μια στιγμή πάνω σ' ένα κομμάτι πολυκαιρισμένης τιτάνιας τύρφης, δίπλα στο σημείο που είχε αράξει. Τα θρηνητικά του πόδια βύζαξαν την υγρή πέτρα και δυσκολεύτηκε πολύ να τα τραβήξει. Ξεκίνησε με τα μάτια θαμπωμένα από τις λάμψεις από το σουγιά του Χρόνου. «Παρακαλώ-» είπε. Μια πέτρα τινάχτηκε μέσα από το θάμπωμα του μαχαιρού. Ο Σαλό έσκυψε. Ένα χέρι άρπαξε τον κοκαλιάρικο λαιμό του και τον πέταξε κάτω. Ο νεαρός Χρόνος καθόταν τώρα καβάλα πάνω στον γερο-Σαλό, με τη μύτη του σουγιά του έτοιμη να καρφωθεί στο στήθος του. Η Βεατρίκη έσκυψε πάνω από το κεφάλι του με μια πέτρα στο χέρι, έτοιμη να τον κάνει κομματάκια. «Εμπρός - σκοτώστε με», είπε λαχανιασμένα ο Σαλό. «Χάρη θα μου κάνετε. Θα 'θελα να είχα πεθάνει. Μακάρι να μη με είχαν ποτέ συναρμολογήσει, ούτε καν κατασκευάσει. Σκοτώστε με, βάλτε τέλος στη δυστυχία μου και μετά πηγαίνετε να τον δείτε. Σας ζητάει». «Ποιος;» ρώτησε η Βεατρίκη. «Ο δύστυχος σύζυγός σου - ο πρώην φίλος μου, Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ», είπε ο Σαλό. «Πού βρίσκεται;» ρώτησε η Βεατρίκη. «Στο παλάτι του νησιού», είπε ο Σαλό. «Πεθαίνει ολομόναχος εκτός από τον πιστό του σκύλο. Ζήτησε να σας δει-» είπε ο Σαλό, «όλους εσάς. Εμένα λέει πως δεν θέλει να με ξαναδεί στα μάτια του». 263
ο Μαλαχίας Κόνσταντ κοίταξε τα μολυβένια χείλια που φιλούσαν τον αέρα χωρίς ήχο. Η γλώσσα πίσω από τα χείλια πλατάγισε ανεπαίσθητα. Ξαφνικά τα χείλια τραβήχτηκαν πίσω αφήνοντας γυμνή την τέλεια οδοντοστοιχία τόυ Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ γύμνωσε κι αυτός τα δόντια του, έτοιμος να τα τρίξει απειλητικά μπροστά σ' αυτό τον άντρα που τον είχε βλάψει τόσο πολύ. Δεν τα έτριξε όμως. Πρώταπρώτα δεν τον κοίταζε κανείς - κανείς δεν θα τον έβλεπε για να καταλάβει τι έκανε. Και μετά ο Κόνσταντ ανακάλυπτε ότι μόλις είχε χάσει το μίσος του. Η προετοιμασία του για το τρίξιμο των δοντιών αντικαταστάθηκε από ένα μορφασμό κατάπληξης - της κατάπληξης μπροστά σε μια θεαματική θανατηφόρο νόσο. Ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ κειτόταν ξαπλωμένος ανάσκελα και πλήρως υλοποιημένος, στη γαλάζια σαιζλονγκ του δίπλα στην πισίνα. Τα μάτια του ήταν στραμμένα στον ουρανό, ακίνητα και σαν τυφλά. Ένα λεπτό χέρι κρεμόταν στο πλευρό της πολυθρόνας και τα χαλαρά δάχτυλά του ήταν μπλεγμένα στην αλυσίδα του Καζάκ, του διαστημικού λαγωνικού. Η αλυσίδα ήταν κενή. Μια ηλιακή έκρηξη είχε χωρίσει τον άνθρωπο από το σκύλο του. Ένα Σύμπαν δημιουργημένο με στοιχειώδη οίκτο θα είχε κρατήσει μαζί τον άνθρωπο και το σκύλο του. Το Σύμπαν που κατοικούσε ο Γουίνστον Νάιλς Ράμφουρντ δεν είχε δημιουργηθεί με οίκτο. Ο Καζάκ είχε σταλεί πριν από τον κύριό του στη μεγάλη αποστολή προς το τίποτε και το πουθενά. Ο Καζκ είχε αναχωρήσει μέσα σ' ένα σύννεφο από όζον και αρρωστημένο φως και το βούισμα από δεκάδες φανταστικές μέλισσες. Ο Ράμφουρντ άφησε την άχρηστη αλυσίδα να πέσει από τα χέρια του. Η αλυσίδα έπεσε σαν ένα νεκρό σώμα βγάζοντας έναν άμορφο ήχο και σχηματίζοντας έναν άμορφο σωρό, δείχνοντας ότι ήταν άψυχη σκλάβα της βαρύτητας, γεννημένη με σπασμένη ραχοκοκαλιά. Τα μολυβιά χείλια του Ράμφουρντ σάλεψαν. «Γεια σου, Βεατρίκη - σύζυγε», είπε πένθιμα. 264
«Γεια σου, Διαστημικέ Ταξιδιώτη», είπε μετά. Τώρα έκανε τη φωνή του τρυφερή. «Πολύ ευγενικό που ήρθες, Διαστημικέ Ταξιδιώτη, που δέχτηκες άλλη μια φορά να δοκιμάσεις την τύχη σου μαζί μου. »Γειά σου, ένδοξε νεαρέ φορέα του ένδοξου ονόματος Χρόνος», είπε ο Ράμφουρντ. «Χαίρε, ως αστέρι του γερμανικού κρίκετ - χαίρε εσύ με το τυχερό μέταλλο». Οι τρεις στους οποίους μιλούσε στέκονταν στην είσοδο του κήπου. Η πισίνα βρισκόταν ανάμεσα σ' αυτούς και τον Ράμφουρντ. Ο γερο-Σαλό, του οποίου η επιθυμία να πεθάνει δεν είχε εισακουστεί, πενθούσε στην πλώρη της χρυσής βάρκας που ήταν αραγμένη έξω από τον περίβολο του κήπου. «Δεν πεθαίνω», είπε ο Ράμφουρντ. «Απλώς αποχαιρετώ το Ηλιακό Σύστημα. Στην ουσία ούτε κι αυτό κάνω. Από την υψηλή, άχρονη και χρονοσυνκλαστικοινφουντιμπουλική άποψη, θα βρίσκομαι πάντα εδώ. Θα βρίσκομαι πάντα εκεί που έχω υπάρξει. »Βρίσκομαι πάντα στο μήνα του μέλιτος μαζί σου, Βεατρίκη», είπε ο Ράμφουρντ. «Σου μιλάω πάντα στο μικρό δωματιάκι κάτω από τη σκάλα στο Νιούπορτ, κε Κόνσταντ. Ναι - και παίζω κρυφτό με σένα και τον Βοόζ στα σπήλαια του Ερμή. Όσο για σένα Χρόνε-» πρόσθεσε, «πάντα σε παρακολουθώ να παίζεις γερμανικό κρίκετ τόσο ωραία, στο σιδερένιο γήπεδο του Άρη». Αναστέναξε. Ήταν ένας απειροελάχιστος στεναγμός, αφάνταστα λυπημένος. Ο γλυκός, απαλός αέρας του Τιτάνα φύσηξε μακριά το μικροσκοπικό στεναγμό. «Ό,τι έχουμε πει, φίλοι μου, το λέμε ακόμη - έτσι όπως ήταν, έτσι όπως είναι^ έτσι όπως θα είναι», είπε ο Ράμφουρντ. Ο μικροσκοπικός στεναγμός επέστρεψε. Ο Ράμφουρντ τον κοίταξε ν' απομακρύνεται ξανά, σαν να ήταν δαχτυλίδι καπνού. «Υπάρχει κάτι που θα 'πρεπε να ξέρετε γύρω από τη ζωή στο Ηλιακό Σύστημα», είπε. «Εγώ, σαν χρονοσυνκλαστικο-ινφουντιμπουλοπαθής το ξέρω από πάντα. Δεν παύει ωστόσο να είναι ένα πράγμα τόσο φρικτό, 265
που έχω αποφύγει να το σκέφτομαι όσο περισσότερο μπορώ. »Το φρικτό πράγμα είναι το εξής: »Οτιδήποτε έχει κάνει ποτέ οποιοσδήποτε Γήινος, έχει διαστρεβλωθεί από πλάσματα που βρίσκονται σ' έναν πλανήτη εκατόν πενήντα χιλιάδες έτη φωτός μακριά από δω' Το όνομα αυτού του πλανήτη είναι Τραλφαμαδόρ. »Περί του πώς κατάφεραν οι Τραλφαμαδοριανοί να μας χειρίζονται, δεν γνωρίζω τίποτε. Γνωρίζω όμως το γιατί το έκαναν. Το έκαναν για να μας βάλουν να παραδώσουμε ένα ανταλλακτικό σ' έναν Τραλφαμαδοριανό αγγελιοφόρο που είχε ξεμείνει εδώ στον Τιτάνα». »0 Ράμφουρντ έδειξε με το δάχτυλό του το νεαρό Χρόνο. «Εσύ νεαρέ μου-» είπε. «Εσύ το έχεις στην τσέπη σου. Μέσα στην τσέπη σου βρίσκεται το αποκορύφωμα ολόκληρης της γήινης ιστορίας. Μέσα στην τσέπη σου βρίσκεται το μυστηριώδες κάτι που κάθε Γήινος προσπαθούσε τόσο απεγνωσμένα, τόσο ειλικρινά, τόσο ασυναίσθητα και τόσο εξαντλητικά να παράγει και να παραδώσει». Ένα αφριστό κλαδάκι ηλεκτρισμού φύτρωσε στην άκρη του καταδεικτικού δαχτύλου του Ράμφουρντ. «Το πράγμα που ονομάζεις γούρι σου», είπε ο Ράμφουρντ, «είναι το ανταλλακτικό που περίμενε τόσον καιρό ο Τραλφαμαδοριανός αγγελιοφόρος! »0 αγγελιοφόρος», συνέχισε ο Ράμφουρντ, «είναι το μανταρινί πλάσμα που περιμένει τώρα φοβισμένο έξω από τη μάντρα. Το όνομά του είναι Σαλό. Είχα την ελπίδα ότι ο αγγελιοφόρος θα έδινε στο ανθρώπινο είδος μια ιδέα για το μήνυμα που κουβαλάει, αφού το ανθρώπινο είδος ήταν πρόθυμο να του δώσει ένα χεράκι για να συνεχίσει το δρόμο του. Δυστυχώς έχει εντολή να μη δείξει σε κανέναν το μήνυμά του. Είναι μηχανή, και σαν μηχανή δεν μπορεί παρά να υπακούει απόλυτα στις διαταγές του. »Του ζήτησα ευγενικά να μου δείξει το μήνυμά του», είπε ο Ράμφουρντ, «αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά». Το αφριστό κλαδάκι του ηλεκτρισμού που φύτρωνε από το δάχτυλο του Ράμφουρντ μεγάλωσε σχηματίζον266
τας ένα σπιράλ τριγύρω του. Ο Ράμφουρντ κοίταξε το σπιράλ με θλιμμένη περιφρόνηση. «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα», είπε μιλώντας για το σπιράλ. Πράγματι, έτσι ήταν. Το σπιράλ μάκρυνε ελαφρά, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. Μετά άρχισε να γυρίζει γύρω από τον Ράμφουρντ τυλίγοντάς τον σ' ένα κουκούλι από πρασινωπό φως. Ψιθύριζε ανάλαφρα, καθώς περιστρεφόταν. «Το μόνο που μπορώ να πω», είπε ο Ράμφουρντ μέσα από το κουκούλι, «είναι ότι έκανα ό,τι μπορούσα για να εξυπηρετήσω την πατρίδα μου τη Γη, ενώ υπάκουα στις ακατανίκητες επιθυμίες του Τραλφαμαδόρ. »Ίσως τώρα που το ανταλλακτικό θα παραδοθεί στον Τραλφαμαδοριανό αγγελιοφόρο, ίσως τώρα ο Τραλφαμαδόρ να αφήσει ήσυχο το Ηλιακό Σύστημα. Ίσως οι Γήινοι να μείνουν πια ελεύθεροι να αναπτύξουν και να ακολουθήσουν τις δικές τους κλίσεις, όπως δεν ήταν ελεύθεροι να το κάνουν επί χιλιάδες χρόνια». Ο Ράφμουρντ φταρνίστηκε. «Είναι καταπληκτικό που οι Γήινοι κατάφεραν να βγάλουν έστω κι αυτό το νόημα από τη ζωή τους ώς τώρα», είπε. Το πράσινο κουκούλι απογειώθηκε και πλανήθηκε πάνω από το θόλο. «Ας μείνω στη μνήμη σας σαν ένας έντιμος άνθρωπος από το Νιούπορτ, τη Γη και το Ηλιακό Σύστημα», είπε ο Ράμφουρντ. Φαινόταν ήσυχος και πάλι, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και τουλάχιστον ίσος με οποιοδήποτε πλάσμα ήταν πιθανό να συναντήσει οπουδήποτε. «Για να ακριβολογήσουμε», ακούστηκε η λαρυγγική φωνή τενόρου του Ράμφουρντ μέσα από το κουκούλι, «γεια σας». Το κουκούλι και ο Ράμφουρντ εξαφανίστηκαν μ' ένα πφτ. Ο Ράμφουρντ και ο σκύλος του δεν ξαναφάνηκαν ποτέ. Ο γερο-Σαλό κατέφθασε αναπηδώντας στην αυλή, τη στιγμή ακριβώς που ο Ράμφουρντ και το κουκούλι του χάνονταν. Ο μικρόσωμος Ταλφαμαδοριανός ήταν σε έξαλλη κα267
τάσταση. Είχε τραβήξει το μήνυμα από το περιλαίμιό του με το πόδι-βεντούζα του. Το ένα του πόδι ήταν ακόμη βεντούζα και κρατούσε το μήνυμα. Κοίταξε ψηλά το μέρος που πριν από λίγο πλανιόταν ακόμη το κουκούλι. «Σκιπ!» φώναξε προς τον ουρανό. «Σκιπ! Το μήνυμα! Θα σου το πω το μήνυμα! Το μήνυμα. ΣκιιιιιιιπΙ» Το κεφάλι του έκανε τούμπα πάνω στους αναρτήρες του. «Έφυγε», είπε απελπισμένα. «Έφυγε», ξαναψιθύρισε. «Μηχανή;» είπε ο Σαλό. Μιλούσε κομπιαστά τόσο στον ίδιο τον εαυτό του όσο και στον Κόνσταντ, τη Βεατρίκη και τον Χρόνο. «Μηχανή είμαι, όπως και οι συμπατριώτες μου», είπε. «Σχεδιάστηκα και κατασκευάστηκα χωρίς κανείς να λογαριάσει τα έξοδα ή τη γνώση, προκειμένου να γίνω αξιόπιστος, αποτελεσματικός, προβλεπόμενος και ανθεκτικός. Ήμουν η καλύτερη μηχανή που μπόρεσε να κατασκευάσει ο λαός μου. »Πόσο καλή μηχανή αποδείχτηκα;» ρώτησε ο Σαλό. «Αξιόπιστος;» είπε. «Βασίστηκαν σε μένα ότι θα κρατούσα το μήνυμά μου σφραγισμένο ώσπου να φτάσω στον προορισμό μου, και να τώρα που το άνοιξα. »Αποτελεσματικός,» είπε. «Έχοντας χάσει τον καλύτερό μου φίλο σ' ολόκληρο το Σύμπαν, δεν έχω κουράγιο ούτε να σύρω τα βήματά μου πάνω σ' ένα ξερό φύλλο, ενώ πρώτα πηδούσα πάνω από το Όρος Ράμφουρντ. »Προβλεπόμενος,» είπε. «Ύστερα από διακόσιες χιλιάδες γήινα χρόνια παρακολούθησης των ανθρώπων, έχω γίνει ιδιότροπος και αισθηματίας σαν την πιο ανόητη Γήινη μαθήτρια. »Ανθεκτικός;» είπε σκοτεινά. «Αυτό θα το δούμε». Απέθεσε το μήνυμα που κρατούσε φυλαγμένο επί τόσο μεγάλο διάστημα πάνω στην άδεια γαλάζια σαιζ-λονγκ του Ράμφουρντ. «Εδώ είναι - φίλε», είπε μιλώντας στη μνήμη του Ράμ φουρντ. «Σου εύχομαι, Σκιπ, να σου προσφέρει μεγάλη παρηγοριά. Γιατί στον παλιό σου φίλο τον Σαλό, προκάλεσε μεγάλο πόνο. Για να το δώσει σε σένα - έστω και πολύ αργά - ο παλιός σου φίλος, ο Σαλό, χρειάστηκε να 268
αγωνιστεί ενάντια στον πυρήνα του είναι του, ενάντια στην ίδια τη μηχανική ύπαρξή του. »Ζήτησες από μια μηχανή το αδύνατο», είπε ο Σαλό, «και η μηχανή συμμορφώθηκε. »Η μηχανή δεν είναι πια μηχανή», είπε ο Σαλό. «Οι επαφές της διαβρώθηκαν, τα ρουλεμάν της στράβωσαν τα κυκλώματά της βραχυκύκλωσαν. Το μυαλό της βουί ζει και αφρίζει σαν τα μυαλά των Γήινων - φουσκώνει και υπερθερμαίνεται με σκέψεις περί αγάπης, τιμής αξιοπρέπειας, δικαιωμάτων, ολοκλήρωσης, ακεραιότη τας, ανεξαρτησίας». Ο γερο-Σαλό πήρε πάλι το μήνυμα από την πολυθρό να του Ράμφουρντ. Ήταν γραμμένο πάνω σ' ένα λεπτό καρεδάκι αλουμινίου. Το μήνυμα ήταν μια απλή τελεία. «Θέλεις να μάθεις με ποιο τρόπο με χρησιμοποίησαν και πώς πήγε χαμένη η ζωή μου;» ρώτησε. «Θέλεις να μάθεις ποιο είναι το μήνυμα που κουβαλάω εδώ και μισό εκατομμύριο γήινα χρόνια περίπου - το μήνυμα που υποτίθεται ότι πρέπει να κουβαλάω για δεκαοχτώ εκατομμύρια χρόνια ακόμη;» Σήκωσε το καρεδάκι από αλουμίνιο στο βεντουζωτό πόδι του. «Μια τελεία», είπε. «Μια απλή τελεία», ξανάπε. «Η σημασία της τελείας στα Τραλφαμαδοριανά», είπε ο γερο-Σαλό, «είναι»Χαιρετίσματα». Η μικρόσωμη μηχανή από τον Τραλφαμαδόρ, αφού παρέδωσε στον εαυτό του, τον Κόνσταντ, τη Βεατρίκη και τον Χρόνο ένα μήνυμα σταλμένο από εκατόν πενήντα χιλιάδες έτη φωτός μακριά, πήδησε απότομα έξω από την αυλή και βρέθηκε στην παραλία. Εκεί αυτοκτόνησε. Αποσυναρμολόγησε τον εαυτό του και πέταξε τα κομμάτια του προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Χρόνος βγήκε μόνος του έξω στην παραλία και πλανήθηκε σκεφτικός ανάμεσα στα σκόρπια κομμάτια του Σαλό. Ο Χρόνος πάντα γνώριζε ότι το γούρι του είχε εξαιρετικές ικανότητες και εξαιρετική σημασία. Πάντα υποψιαζόταν ότι κάποιο ανώτερο ον θα εμφα269
νιζόταν κάποτε να ζητήσει πίσω το γούρι του. Ήταν μέσα στη φύση όλων των αληθινά αποτελεσματικών τυχερών πραγμάτων να μην ανήκουν ποτέ πραγματικά στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι απλώς τα φρόντιζαν και κέρδιζαν απ' αυτά ώσπου να εμφανιστούν οι πραγματικοί, οι ανώτεροι ιδιοκτήτες. Ο Χρόνος δεν ένιωθε κανένα αίσθημα ματαιότητας ή σύγχυσης. Όλα του φαίνονταν σε θαυμαστή τάξη. Και μέσα σ' αυτή τη θαυμαστή τάξη ένιωθε να ταιριάζει κι ο ίδιος απόλυτα. Έβγαλε από την τσέπη του το γούρι και το άφησε χωρίς καμιά λύπη να πέσει στην άμμο, να πέσει ανάμεσα στα σκόρπια μέρη του Σαλό. Αργά ή γρήγορα, σκεφτόταν ο Χρόνος, οι μαγικές δυνάμεις του Σύμπαντος θα τα συναρμολογούσαν όλα ξανά. Έτσι έκαναν πάντα.
270
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝΥ
«Είσαι κουρασμένος, πολύ κουρασμένος, Διαστημικέ Ταξιδιώτη, Μαλαχία, Ουνκ. Κάρφωσε τη ματιά σου στο πιο μακρινό αστέρι, Γήινε, και νιώσε τα μέλη σου να βαραίνουν ολοένα και πιο πολύ». -ΣΑΛΟ Δεν μένουν πολλά πράγματα να πούμε. Ο Μαλαχίας Κσνσταντ έζησε και γέρασε πάνω στον Τιτάνα. Η Βεατρίκη Ράμφουρντ έζησε και γέρασε στον Τιτάνα. Πέθαναν ειρηνικά, είκοσι τέσσερις ώρες ο ένας μετά τον άλλον. Πέθαναν στον εβδομηκοστό τέταρτο χρόνο της ηλικίας τους. Μόνο οι τιτάνιες σιαλίες ξέρουν με σιγουριά τι έγινε τελικά ο γιος τους, ο Χρόνος. Όταν ο Μαλαχίας Κόνσταντ έγινε εβδομήντα τεσσάρων χρόνων ήταν γκρινιάρης, γλυκός και στραβοκάνης. Είχε μείνει εντελώς φαλακρός, και τον περισσότερο καιρό κυκλοφορούσε γυμνός, με ένα λευκό και φροντισμένο μυτερό γενάκι. Ζούσε μέσα στο προσγειωμένο διαστημόπλοιο του Σαλό επί τριάντα χρόνια. Ο Κόνσταντ δεν είχε επιχειρήσει να απογειώσει το διαστημόπλοιο. Δεν τολμούσε να αγγίξει ούτε ένα διακόπτη. Το χειριστήριο του πλοίου του Σαλό ήταν πολύ πΜ) πολύπλοκο από αυτά των αρειανών πλοίων. Το ταμπλώ του Σαλό διέθετε διακόσιους εβδομήντα τρεις μοχλούξ, διακόπτες και κουμπιά, το καθένα τους με μια 271
τραλφαμαδοριανή επιγραφή ή αρίθμηση. Το χειριστήριο αυτό ήταν το ιδανικό τυχερό παιχνίδι για έναν μανιώδη παίκτη, μέσα σ' ένα Σύμπαν όπου σε κάθε τρισεκατομμυριοστό ύλης αντιστοιχούσαν δεκάκις εκατομμύρια βελούδινης ματαιότητας. Η μόνη επέμβαση που είχε κάνει ο Κόνσταντ στο πλοίο ήταν να μάθει, με άπειρη προσοχή, αν, όπως είχε πει ο Ράμφουρντ, το γούρι του Χρόνου ήταν πραγματικά ανταλλακτικό για τον κινητήρα του. Εκ πρώτης όψεως πάντως κάτι τέτοιο έδειχνε αληθινό. Μια πόρτα που οδηγούσε στο μηχανοστάσιο του πλοίου έφερε σαφή σημάδια ότι κάποτε είχε γεμίσει καπνιά. Ο Κόνσταντ την άνοιξε και βρήκε ένα χώρο μαύρο από την καπνιά και κάτω από την καπνιά κάποιες υποδοχές και δόντια που δεν συνδέονταν με τίποτε. Ο Κόνσταντ τοποθέτησε το γούρι του Χρόνου μέσα στις υποδοχές και τα δόντια. Το γούρι ταίριαζε στα σημεία με τρόπο που θα ευχαριστούσε κι έναν Ελβετό μηχανοτεχνίτη. Ο Κόνσταντ είχε πολλά χόμπυ που τον βοήθησαν να περάσει καλά στο υγιεινό κλίμα του Τιτάνα. Το πιο ενδιαφέρον χόμπυ του ήταν να τριγυρνάει γύρω από τον Σαλό, τον διαλυμένο αγγελιοφόρο από τον Τραλφαμαδόρ. Ο Κόνσταντ ξόδεψε χιλιάδες ώρες προσπαθώντας να συναρμολογήσει ξανά τον Σαλό. Ώς τώρα δεν τα είχε καταφέρει. Όταν ο Κόνσταντ πρωτάρχισε την απόπειρα συναρμολόγησης του μικρόσωμου Τραλφαμαδοριανού, το έκανε με τη σαφή ελπίδα ότι θα τον έπειθε να πετάξει τον νεαρό Χρόνο πίσω στη Γη. Ο Κόνσταντ δεν είχε καμιά βιασύνη να γυρίσει πίσω στη Γη, το ίδιο και η γυναίκα του, η Βεατρίκη. Συμφώνησαν όμως και οι δύο ότι ο γιος τους, που είχε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μπροστά του, θα έπρεπε να τη ζήσει αυτή τη ζωή με ενεργητικούς και χαρούμενους συγχρόνους του στη Γη. Πάντως, όταν έφτασε πια στα εβδομήντα τέσσερά του χρόνια ο Κόνσταντ, η επιστροφή του νεαρού Χρόνου στη Γη είχε πάψει πια να αποτελεί πιεστικό πρόβλημα. 272
ο νεαρός Χρόνος είχε πάψει να είναι ιδιαίτερα νεαρός. Ήταν σαράντα δύο χρόνων. Και η προσαρμογή του στον Τιτάνα ήταν τόσο πλήρης και εξειδικευμένη, που θα ήταν αφάνταστη σκληρότητα να τον στείλει κανείς οπουδήποτε αλλού. Στην ηλικία των δεκαεπτά του χρόνων ο νεαρός Χρόνος το είχε σκάσει από την ανακτορική του κατοικία για να μείνει μαζί με τις τιτάνιες σιαλίες, τα καταπληκτικά αυτά πλάσματα του Τιτάνα. Τώρα ο Χρόνος ζούσε μαζί τους στις φωλιές τους κοντά στις Καζακικές Λίμνες. Φορούσε τα φτερά τους, κλωσσούσε τα αβγά τους, μοιραζόταν την τροφή τους και μιλούσε τη γλώσσα τους. Ο Κόνσταντ δεν έβλεπε ποτέ τον Χρόνο. Κάπου-κάπου, αργά τις νύχτες άκουγε τις κραυγές του Χρόνου. Ο Κόνσταντ δεν απαντούσε στις κραυγές του. Οι κραυγές δεν απευθύνονταν σε τίποτε και σε κανέναν πάνω στον Τιτάνα. Απευθύνονταν στη Φοίβη, ένα περαστικό φεγγάρι. Μερικές φορές, όταν έβγαινε ο Κόνσταντ για να μαζέψει τιτάνιες φράουλες ή τα πιτσιλωτά αβγά του τιτάνιου βροχοπουλιού, που ζύγιζαν ένα κιλό, συναντούσε έναν μικρό βωμό φτιαγμένο με κλαδιά και πέτρες σε κάποιο ξέφωτο. Ο Χρόνος έφτιαχνε εκατοντάδες τέτοιους βωμούς. Τα στοιχεία που αποτελούσαν τους βωμούς ήταν πάντοτε τα ίδια. Μια μεγάλη πέτρα στη μέση αντιπροσώπευε τον Κρόνο. Ένα πράσινο κλαδί δεμένο κυκλικά ήταν περασμένο γύρω της - για να παραστήσει τα δαχτυλίδια του Κρόνου. Και πέρα από τα δαχτυλίδια, μικρότερες πέτρες παρίσταναν τα εννέα φεγγάρια. Η πιο μεγάλη απ' αυτές τις δορυφορικές πέτρες ήταν ο Τιτάνας. Από κάτω της ήταν πάντα τοποθετημένο το φτερό μιας τιτάνιας σιαλίας. Τα σημάδια πάνω στο έδαφος έδειχναν καθαρά ότι ο νεαρός Χρόνος, που δεν ήταν πια και τόσο νεαρός, περνούσε ώρες ατέλειωτες μετακινώντας τα στοιχεία του συστήματός του. Όταν ο γερο-Μαλαχίας Κόνσταντ συναντούσε έναν από τους βωμούς του περίεργου γιου του, τον περιποιόταν όσο καλύτερα μπορούσε. Τον ξεχορτάριαζε και τον 273
σκούπιζε, έφτιαχνε ένα νέο δαχτυλίδι από κλαδί για την πέτρα που εκπροσωπούσε τον Κρόνο. Έβαζε ένα καινούριο φτερό σιαλίας κάτω από την πέτρα του Τιτάνα. Η περιποίηση των βωμών ήταν η πιο μεγάλη επαφή που μπορούσε να έχει ο Κόνσταντ με τον γιο του. Σεβόταν αυτό που προσπαθούσε να κάνει ο γιος του με τη θρησκεία. Μερικές φορές μάλιστα, όταν ο Κόνσταντ καθόταν και κοίταζε ένα φρεσκαρισμένο βωμό, άρχιζε να μετακινεί πειραματικά τα στοιχεία της δικής του ζωής - μόνο που το έκανε νοητικά. Κάτι τέτοιες στιγμές σκεφτόταν μελαγχολικά ένα-δυο πράγματα - τη δολοφονία του Στόνυ Στήβενσον, του καλύτερου φίλου του και την κατάκτηση, τόσο αργά στη ζωή του, της Βεατρίκης Ράμφουρντ. Ο Κόνσταντ δεν έμαθε ποτέ αν ο Χρόνος ήξερε ποιος περιποιόταν τους βωμούς. Ίσως να νόμιζε ότι το έκανε κάποιος θεός ή θεοί. Όλη αυτή η ιστορία ήταν τόσο θλιβερή. Και τόσο όμορφη, όμως. Η Βεατρίκη Ράμφουρντ ζούσε μόνη της στο Ταζ Μ((χάλ του Ράμφουρντ. Οι επαφές της με τον Χρόνο ήταν πολύ πιο βασανιστικές από του Κόνσταντ. Σε ακαθόριστα διαστήματα, ο Χρόνος κολυμπούσε ως το παλάτι, φορούσε κάτι από την γκαρνταρόμπα του Ράμφουρντ, ανήγγειλε ότι ήταν τα γενέθλια της μητέρας του και περνούσε τη μέρα του μέσα σε μια νωχελική, βαρύθυμη και λογικά πολιτισμένη κοινωνικότητα. Προς το τέλος μιας τέτοιας μέρας ο Χρόνος άρχιζε να μαίνεται εναντίον των ρούχων, της μητέρας του και του πολιτισμού. Έσχιζε τα ρούχα του, ούρλιαζε σαν σιαλία και βουτούσε στην Γουινστόνια Θάλασσα. Μετά από ένα τέτοιο πάρτυ γενεθλίων η Βεατρίκη έμπηγε ένα κουπί στην αμμουδιά που βρισκόταν πιο κοντά στην απέναντι ξηρά κι έδενε πάνω του ένα λευκό σεντόVI.
Ήταν ένα σινιάλο για τον Μαλαχία Κόνσταντ και του ζητούσε να έρθει επειγόντως να τη βοηθήσει να συνέλθει. Κι όταν κατέφθανε ο Κόνσταντ σε ανταπόκριση του 274
σήματος κινδύνου της, η Βεατρίκη παρηγορούσε μονίμως τον εαυτό της με τα εξής λόγια: «Τουλάχιστον», έλεγε, «δεν έγινε κανένα μαμόθρεφτο. Τουλάχιστον είχε τον ηρωισμό να πάει να ζήσει κοντά στα πιο ευγενικά και τα πιο όμορφα πλάσματα που υπάρχουν κοντά μας». Το λευκό σεντόνι, σινιάλο απελπισίας, ανέμιζε και τώρα. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ ξεκίνησε από τη στεριά μέσα σ' ένα μονόξυλο. Η επιχρυσωμένη βάρκα που είχαν αποκτήσει μαζί με το παλάτι είχε σαπίσει από χρόνια. Ο Κόνσταντ φορούσε ένα παλιό μπλε μάλλινο μπουρνούζι που ανήκε άλλοτε στον Ράμφουρντ. Το είχε βρει στο παλάτι και το πήρε όταν χάλασε η φόρμα του Διαστημικού Ταξιδιώτη. Ήταν το μοναδικό του ρούχο, και το φορρύσε μόνον όταν επισκεπτόταν τη Βεατρίκη. Ο Κόνσταντ είχε πάρει μαζί του στο μονόξυλο έξι αβγά βροχοπουλιού, δυο κιλά τιτάνιες αγριοφράουλες, ένα σταμνί από τύρφη των δώδεκα λίτρων γεμάτο ξινόγαλα μαργαρίτας, τριάντα κιλά σπόρους μαργαρίτας, οκτώ βιβλία που είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του παλατιού με τους σαράντα χιλιάδες τόμους, μια χειροποίητη σκούπα κι ένα χειροποίητο φτυάρι. Ο Κόνσταντ ήταν αυτάρκης. Οτιδήποτε χρειαζόταν το καλλιεργούσε ή το μάζευε. Αυτό του έδινε τρομερή ικανοποίηση. Η Βεατρίκη δεν εξαρτιόταν από τον Κόνσταντ. Ο Ράμφουρντ είχε γεμίσει το Ταζ Μαχάλ με άφθονα γήινα φαγητά και ποτά. Η Βεατρίκη είχε να φάει και να πιεί όσο ήθελε, και θα είχε για πάντα. Ο Κόνσταντ έφερνε στη Βεατρίκη τοπικά τρόφιμα γιατί ήταν περήφανος για τις ικανότητές του στη δενδροκομία και τη γεωργία. Του άρεσε να επιδεικνύει το πόσο καλός κουβαλητής ήταν. Αυτό το έκανε αυθόρμητα. Τη σκούπα και το φτυάρι τα κουβαλούσε μαζί του στο μονόξυλο γιατί TQ παλάτι της Βεατρίκης ήταν πάντα σε άθλια κατάσταση. Δεν φρόντιζε καθόλου για την καθα275
ριότητα, κι έτσι ο Κόνσταντ πετούσε τα πιο βαριά σκουπίδια κάθε φορά που 1:ης έκανε επίσκεψη. Η Βεατρίκη ήταν μια νευρώδης μονόφθαλμη, χρυσόδοντη και μελαψή γριά κυρία - αδύνατη και σκληρή σαν ακουμπιστήρι καρέκλας. Αυτή όμως η ταλαιπωρημένη και κακοπαθημένη γριά κυρία ανέδιδε μια σαφή αριστοκρατικότητα. Όποιος διέθετε έστω και την παραμικρή αίσθηση για το τι σημαίνει ποίηση, μαγεία και θάνατος, σίγουρα θα έβρισκε την περήφανη σύντροφο του Μαλαχία Κόνσταντ με τα ψηλά ζυγωματικά, απολύτως όμορφη. Ήταν ίσως λίγο τρελή. Ζώντας σ' ένα φεγγάρι με πληθυσμό που αριθμούσε άλλους δύο ανθρώπους, έγραφε ένα βιβλίο με τίτλο: Ο Πραγματικός Σκοπός της Ζωής στο Ηλιακό Σύστημα. Ήταν μια ανασκευή της άποψης του Ράμφουρντ ότι ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής στο Ηλιακό Σύστημα ήταν να δώσουν την ευκαιρία σ' έναν ναυαγισμένο Τραλφαμαδοριανό να συνεχίσει το δρόμο του. Η Βεατρίκη άρχισε να γράφει το βιβλίο της όταν ο γιος της έφυγε να ζήσει παρέα με τις σιαλίες. Το χειρόγραφο έπιανε ώς τώρα ένα χώρο ενός κυβικού μέτρου και κάτι μέσα στο Ταζ Μαχάλ. Κάθε φορά που την επισκεπτόταν ο Κόνσταντ, του διάβαζε δυνατά τις τελευταίες της προσθήκες στο χειρόγραφο. Αυτό έκανε και τώρα καθισμένη στην παλιά σαιζλονγκ του Ράμφουρντ, ενώ ο Κόνσταντ τριγύριζε στην αυλή. Η Βεατρίκη φορούσε ένα ασπρορόδινο κάλυμμα κρεβατιού από σενίλι που το είχε βρει στο παλάτι. Οι φούντες του καλύμματος έγραφαν τη φράση: Ο Θεός μας έχει γραμμένους. Ήταν το προσωπικό κάλυμμα κρεβατιού του Ράμφουρντ. Η Βεατρίκη διάβαζε συνεχώς, υφαίνοντας ακαταμάχητα επιχειρήματα εναντίον της σπουδαιότητας των τραλφαμαδοριανών δυνάμεων. Ο Κόνσταντ δεν άκουγε προσεκτικά. Απλώς απολάμβανε τη φϋ3νή της Βεατρίκης, που ήταν δυνατή και 276
θριαμβευτική. Είχε χωθεί σ' ένα φρεάτιο δίπλα στην πισίνα και γύριζε μια βαλβίδα που άδειαζε το νερό. Το νερό της πισίνας είχε μεταβληθεί σε κάτι σαν σούπα κρέμα από μπιζέλια, χάρη στα τιτάνια φύκια. Κάθε φορά που ο Κόνσταντ επισκεπτόταν τη Βεατρίκη έκανε ένα μάταιο αγώνα εναντίον αυτής της τόσο κατακτητικής πράσινης μούχλας. «Θα ήμουν η τελευταία που θ' αρνιόμουν», έλεγε η Βεατρίκη διαβάζοντας δυνατά το πόνημά της, «ότι οι δυνάμεις του Τραλφαμαδόρ είχαν κάποια ανάμιξη στις γήινες υποθέσεις. Ωστόσο τα άτομα που εξυπηρέτησαν τα τραλφαμαδοριανά συμφέροντα το έκαναν με τόσο έντονα προσωπικό τρόπο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Τραλφαμαδόρ δεν είχε καμιά σχέση με την όλη υπόθεση». Ο Κόνσταντ, χωμένος μέσα στο φρεάτιο, έβαλε το αυτί του στη βαλβίδα που μόλις είχε ανοίξει. Από τον ήχο κατάλαβε ότι το νερό άδειαζε αργά. Ο Κόνσταντ βλαστήμησε. Μια από τις ζωτικές πληροφορίες που είχαν εξαφανιστεί μαζί με τον Ράμφουρντ και που είχαν πεθάνει μαζί με τον Σαλό ήταν το πώς κατάφερναν στον καιρό τους να κρατάνε το νερό της πισίνας πεντακάθαρο. Από τότε που είχε αναλάβει τον καθαρισμό ο Κόνσταντ, τα φύκια πολλαπλασιάζονταν. Ο πάτος και οι πλευρές της πισίνας ήταν καλυμμένα μ' ένα στρώμα γλοιώδους μούχλας και τα τρία αγάλματα στη μέση, οι τρεις σειρήνες του Τιτάνα, ήταν κρυμμένα κάτω από μια κολλώδη πρασινάδα. Ο Κόνσταντ γνώριζε καλά τη σημασία των τριών σειρήνων στη ζωή του. Είχε διαβάσει γι' αυτές - τόσο στη Σύντομη Ιστορία τον Άρη όσο και στην Εγκεκριμένη και Αναθεωρημένη Βίβλο του Γονίνστον Νάιλς Ράμφουρντ. Οι τρεις καλλονές δεν σήμαιναν πια και πολλά πράγματα γι' αυτόν, εκτός από το ότι του θύμιζαν ότι κάποτε το σεξ τον απασχολούσε. Ο Κόνσταντ βγήκε από το φρεάτιο. «Κάθε φορά αργεί πιο πολύ να αδειάσει», είπε στη Βεατρίκη. «Μου φαίνεται ότι όπου να 'ναι θα αναγκαστώ να ξεθάψω τους σωλήνες». 277
«Έτσι νομίζεις;» ρώτησε η Βεατρίκη σηκώνοντας τα μάτια από το γραπτό της. «Έτσι», είπε ο Κόνσταντ. «Εντάξει - κάνε λοιπόν αυτό που πρέπει να γίνει», είπε η Βεατρίκη. «Αυτή ακριβώς είναι η ιστορία της ζωής μου», είπε ο Κόνσταντ. «Μόλις σκέφτηκα μια ιδέα που αξίζει να μπει στο βιβλίο μου», είπε η Βεατρίκη, «φτάνει να μη μου φύγει». «Αν έρθει από δω θα τη χτυπήσω με το φτυάρι», είπε ο Κόνσταντ. «Μην πεις τίποτε για λίγο», είπε η Βεατρίκη, «Άφησέ με να την ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου». Σηκώθηκε και μπήκε στην είσοδο του παλατιού για να αποφύγει τους περισπασμούς του Κόνσταντ και των δαχτυλιδιών του Κρόνου. Εκεί έμεινε αρκετή ώρα να κοιτάζει μια μεγάλη ελαιογραφία που κρεμόταν στον τοίχο της εισόδου. Ήταν ο μοναδικός πίνακας του ανακτόρου. Ο Ράμφουρντ τον είχε φέρει από το Νιούπορτ. Έδειχνε ένα πεντακάθαρο κοριτσάκι ντυμένο στα λευκά πάνω σ' ένα ολόδικό της, λευκό πόνυ. Η Βεατρίκη ήξερε ποιο ήταν το κοριτσάκι. Ο πίνακας έφερε μια μπρούτζινη πλάκα που έγραφε: Η Βεατρίκη Ράμφουρντ σε παιδική ηλικία. Η αντίθεση ήταν έντονη, ανάμεσα στο λευκοντυμένο κοριτσάκι και τη γριά κυρία που το κοίταζε. Ξαφνικά η Βεατρίκη γύρισε την πλάτη της στον πίνακα και βγήκε πάλι στην αυλή. Η ιδέα που ήθελε να προσθέσει στο βιβλίο της ήταν ξεκάθαρη στο μυαλό της. «Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε», είπε, «θα ήταν να μη χρησιμοποιηθεί για τίποτε από κανέναν». Η σκέψη την ηρέμησε. Ξάπλωσε στην παλιά πολυθρόνα του Ράμφουρντ και κοίταξε τα συναρπαστικά δαχτυλίδια του Κρόνου - το Ουράνιο Τόξο του Ράμφουρντ. «Σ' ευχαριστώ που με χρησιμοποίησες», είπε στον Κόνσταντ, «παρά το γεγονός ότι δεν ήθελα να χρησιμοποιηθώ από κανέναν». «Παρακαλώ», είπε ο Κόνσταντ. 278
Άρχισε να σκουπίζει την αυλή. Τα σκουπίδια που σάρωνε ήταν ένα μίγμα από άμμο φερμένη απέξω, φλούδια από σπόρους μαργαρίτας, φλούδια από γήινα φιστίκια, άδειες κονσέρβες από κοτόπουλο χωρίς κόκαλα και πεταμένα χειρόγραφα. Η Βεατρίκη ζούσε κυρίως με σπόρους από μαργαρίτες, φιστίκια και κοτόπουλο χωρίς κόκαλα γιατί όλα αυτά δεν χρειάζονταν μαγείρεμα και γιατί μπορούσε να τα φάει χωρίς να διακόψει το γράψιμό της. Μπορούσε να τρώει με το ένα χέρι και να γράφει με το άλλο - κι αυτό που πιο πολύ επιθυμούσε στη ζωή της ήταν να γράψει τα πάντα. Όταν είχε μισοτελειώσει το σκούπισμά του, ο Κόνσταντ έκανε μια παύση για να ελέγξει το άδειασμα της πισίνας. Η πισίνα άδειαζε αργά. Η γλοιώδης πρασινάδα που σκέπαζε τις τρεις Σειρήνες του Τιτάνα μόλις που χάραζε την επιφάνεια. Ο Κόνσταγτ έσκυψε πάνω από το ανοιχτό φρεάτιο και άκουσε τους ήχους του νερού. Άκουσε τη μουσική από τους σωλήνες. Άκουσε όμως και κάτι άλλο. Άκουσε την απουσία ενός γνωστού και αγαπημένου ήχου. Η γυναίκα του η Βεατρίκη είχε πάψει να ανασαίνει. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ έθαψε τη γυναίκα του μέσα σε τιτάνια τύρφη, στην παραλία της Γουινστόνιας Θάλασσας. Στο σημείο αυτό δεν υπήρχαν αγάλματα. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ την αποχαιρετούσε όταν ο ουρανός γέμισε με τιτάνιες σιαλίες. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον δέκα χιλιάδες τέτοια τεράστια και μεγαλόπρεπα πουλιά. Το πλήθος τους έκανε τη μέρα νύχτα κι ο αέρας τρέμισε από το κούνημα των φτερών τους. Κανένα πουλί δεν έβγαλε μιλιά. Και μέσα σ' αυτή τη νύχτα στην καρδιά της μέρας, ο Χρόνος, ο γιος της Βεατρίκης και του Μαλαχία, εμφανίστηκε όρθιος σ' ένα λοφάκι πάνω από το νεοσκαμμένο 279
τάφο. Φορούσε μια φτερωτή κάπα που τη χτυπούσε σαν να ήταν φτερά. Ήταν υπέροχος και δυνατός. «Σας ευχαριστώ, Μητέρα και Πατέρα», φώναξε, «για το δώρο της ζωής. Αντίο!» Μετά χάθηκε, παίρνοντας μαζί του τα πουλιά. Ο γερο-Μαλαχίας Κόνσταντ γύρισε στο παλάτι με την καρδιά βαριά σαν οβίδα. Αυτό που τον έσπρωξε να γυρίσει σ' αυτό το θλιβερό μέρος ήταν η επιθυμία να το αφήσει νοικοκυρεμένο. Αργά ή γρήγορα κάποιος θα ερχόταν. Το παλάτι έπρεπε να είναι καθαρό, τακτοποιημένο και έτοιμο γι' αυτόν. Έπρεπε να του δώσει καλή εντύπωση για τον προηγούμενο ένοικο. Δίπλα στη φθαρμένη σαιζ-λονγκ του Ράμφουρντ βρίσκονταν τα αβγά των βροχοπουλιών, οι τιτάνιες αγριοφράουλες, το σταμνί με το ξυνόγαλα της μαργαρίτας και το καλαθάκι με τους σπόρους μαργαρίτας που είχε δώσει ο Κόνσταντ στη Βεατρίκη. Ήταν αναλώσιμα πράγματα. Δεν θα κρατούσαν ώς τον επόμενο ένοικο. Ο Κόνσταντ τα φόρτωσε πάλι πίσω στο μονόξυλό του. Δεν τα χρειαζόταν. Κανείς δεν τα χρειαζόταν. Καθώς ίσιωνε τη γέρικη πλάτη του, είδε τον Σαλό, το μικρόσωμο αγγελιοφόρο από τον Τραλφαμαδόρ να βαδίζει προς το μέρος του πάνω στο νερό. «Πώς είσαι;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Πώς είσαι;» ρώτησε κι ο Σαλό. «Σ' ευχαριστώ που μ' έστησες πάλι στα πόδια μου». «Νόμιζα πως δεν τα είχα καταφέρει», είπε ο Κόνσταντ. «Δεν άνοιγες τα μάτια σου με τίποτε». «Τα κατάφερες», είπε ο Σαλό. «Απλώς δεν μπορούσα ν' αποφασίσω αν ήθελα ή όχι να ανοίξω τα μάτια μου». Άφησε τον αέρα να βγει από τα πόδια του μ' ένα ελαφρό σφύριγμα. «Πάω να κάνω ένα γύρο», είπε. «Τελικά θα το παραδώσεις το μήνυμά σου;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Όποιος έχει ταξιδέψει τόσο μακριά μ' έναν τόσο τρελό σκοπό», είπε ο Σαλό, «δεν έχει άλλη εκλογή από 280
το να τιμήσει την τρέλα του εκτελώντας την αποστολή του». «Η γυναίκα μου πέθανε σήμερα», είπε ο Κόνσταντ. «Λυπάμαι», είπε ο Σαλό. «Θα σου έλεγα: Μπορώ να βοηθήσω σε τίποτε; - αλλά ο Σκιπ μου είπε κάποτε ότι αυτή είναι η πιο ηλίθια και μισητή έκφραση σ' ολόκληρη την αγγλική γλώσσα». Ο Κόνσταντ έτριψε τα χέρια του. Η μόνη συντροφιά που του είχε απομείνει στον Τιτάνα, ήταν η συντροφιά που μπορούσε να κρατήσει το δεξί του χέρι στο αριστερό. «Μου λείπει πολύ», είπε. «Τελικά αγαπηθήκατε, βλέπω», είπε ο Σαλό. «Μόνο πριν από ένα γήινο χρόνο», είπε ο Κόνσταντ. «Τόσο χρειαστήκαμε για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής, ανεξάρτητα από το ποιος την κατευθύνει, είναι να αγαπάει όποιον τυχαίνει να βρίσκεται πρόχειρος για αγάπη». «Αν εσύ ή ο γιος σου θέλετε να σας πετάξω ώς τη Γη», είπε ο Σαλό, «δεν θα με βγάλετε και πολύ από το δρόμο μου». «Ο γιος μου ζει με τις σιαλίες», είπε ο Κόνσταντ. «Μπράβο του!» είπε ο Σαλό. «Θα πήγαινα κι εγώ μαζί τους, αν με ήθελαν». «Η Γη», είπε ρεμβαστικά ο Κόνσταντ. «Μέσα σε λίγες ώρες μπορούμε να είμαστε εκεί», είπε ο Σαλό, «τώρα που το πλοίο λειτουργεί και πάλι σωστά». «Έχει πολλή μοναξιά εδώ πέρα», είπε ο Κόνσταντ, «τώρα που -» Κούνησε το κεφάλι του. Στο ταξίδι της επιστροφής στη Γη, ο Σαλό άρχισε να υποψιάζεται ότι είχε κάνει ένα τρομερό λάθος προτείνοντας στον Κόνσταντ να τον γυρίσει στη Γη. Η πρώτη υποψία σχηματίστηκε στο μυαλό του όταν ο Κόνσταντ του ζήτησε να τον πάει στην Ινδιανάπολη της Ινδιάνας στις ΗΠΑ. Η επιμονή του Κόνσταντ ήταν ένα ανησυχητικό γεγονός, δεδομένου ότι η Ινδιανάπολη δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο ιδανικός τόπος για έναν άκληρο γέρο. Ο Σαλό ήθελε να τον αποβιβάσει κοντά σ' ένα γήπεδο 281
του σάφλμπορντ στο Σαιντ Πέτερσμπουργκ της Φλόριντα των ΗΠΑ, αλλά ο Κόνσταντ, με τον κλασικό τρόπο των γέρων, δεν υποχωρούσε με τίποτε. Ήθελε να πάει στην Ινδιανάπολη, αυτό και τέρμα. Ο Σαλό υπέθεσε ότι ο Κόνσταντ είχε συγγενείς ή παλιούς επαγγελματικούς γνώριμους στην Ινδιανάπολη, αποδείχτηκε όμως ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι. «Δεν ξέρω κανέναν στην Ινδιανάπολη, δεν ξέρω απολύτως τίποτε για την Ινδιανάπολη», είπε ο Κόνσταντ, «εκτός από ένα πράγμα που διάβασα σ' ένα βιβλίο». «Τι διάβασες σ' ένα βιβλίο;» ρώτησε ανήσυχος ο Σαλό. «Η Ινδιανάπολη της Ινδιάνας», είπε ο Κόνσταντ, «είναι η πρώτη πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής όπου κρέμασαν έναν λευκό για τη δολοφονία ενός Ινδιάνου. Αυτός είναι ο κόσμος που μου ταιριάζει-» συνέχισε ο Κόνσταντ, «ο κόσμος που μπορεί να κρεμάσει έναν λευκό για τη δολοφονία ενός Ινδιάνου». Το κεφάλι του Σαλό πήρε μια τούμπα πάνω στους αναρτήρες του. Τα πόδια του έκαναν θρηνητικούς ήχους πάνω στο σιδερένιο δάπεδο. Ήταν φανερό ότι ο επιβάτης του δεν ήξερε σχεδόν τίποτε για τον πλανήτη προς τον οποίον μεταφερόταν με ταχύτητα που πλησίαζε την ταχύτητα του φωτός. Τουλάχιστον ο Κόνσταντ είχε λεφτά. Αυτό ήταν το μόνο παρήγορο. Είχε γύρω στις τρεις χιλιάδες δολάρια σε νομίσματα διαφόρων χωρών, που τα είχε πάρει από τις τσέπες των κουστουμιών του Ράμφουρντ στο Ταζ Μαχάλ. Είχε και ρούχα. Φορούσε ένα τρομερά σακουλιασμένο, αλλά από καλό τουήντ κουστούμι του Ράμφουρντ, μαζί με το κλειδί του Φι Βήτα Κάπα που κρεμόταν από μια αλυσίδα ρολογιού μπροστά στο σακάκι. Ο Σαλό είχε βάλει τον Κόνσταντ να πάρει και το κλειδί μαζί με το κουστούμι. Ο Κόνσταντ διέθετε ακόμη ένα καλό παλτό, ένα καπέλο κι ένα ζευγάρι γαλότσες. Όταν η Γη έφτασε να απέχει μόνο μιαν ώρα, ο Σαλό κάθησε και αναρωτήθηκε με ποιο τρόπο θα μπορούσε 282
να κάνει υποφερτή τη ζωή του Κόνσταντ, ακόμη και στην Ινδιανάπολη. Αποφάσισε λοιπόν να υπνωτίσει τον Κόνσταντ έτσι που οι τελευταίες στιγμές της ζωής του, τουλάχιστον, να τον ευχαριστούσαν όσο γινόταν περισσότερο. Μ' αυτό τον τρόπο η ζωή του Κόνσταντ θα τελείωνε καλά. Ο Κόνσταντ βρισκόταν ήδη σε μια μισοϋπνωτική κατάσταση καθώς παρακολουθούσε το Σύμπαν μέσα από το φινιστρίνι. Ο Σαλό τον πλησίασε από πίσω και του μίλησε καθησυχαστικά. «Είσαι κουρασμένος, πολύ κουρασμένος. Διαστημικέ Ταξιδιώτη, Μαλαχία, Ουνκ», είπε ο Σαλό. «Κάρφωσε τη ματιά σου στο πιο μακρινό αστέρι, Γήινε, και νιώσε τα μέλη σου να βαραίνουν ολοένα και πιο πολύ». «Βαραίνουν», είπε ο Κόνσταντ. «Κάποια μέρα θα πεθάνεις, Ουνκ», είπε ο Σαλό. «Λυπάμαι γι' αυτό, αλλά είναι αλήθεια». «Αλήθεια», είπε ο Κόνσταντ. «Μη λυπάσαι». «Όταν θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις. Διαστημικέ Ταξιδιώτη», είπε υπνωτιστικά ο Σαλό, «θα σου συμβεί ένα πράγμα καταπληκτικό». Άρχισε μετά να περιγράφει τα θαυμαστά πράγματα που θα φανταζόταν ο Κόνσταντ πριν να σβήσει η ζωή του. Θα ήταν μια μεταϋπνωτική ψευδαίσθηση. «Ξύπνα!» είπε ο Σαλό. Ο Κόνσταντ ανατρίχιασε και γύρισε το κεφάλι από το φινιστρίνι. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησε. «Σ' ένα τραλφαμαδοριανό πλοίο που ξεκίνησε από τον Τιτάνα και πηγαίνει στη Γη», είπε ο Σαλό. «Α», είπε ο Κόνσταντ. «Ναι, βέβαια», πρόσθεσε ένα λεπτό αργότερα. «Θα με πήρε ο ύπνος». «Δεν πας να κοιμηθείς λιγάκι;», του είπε ο Σαλό. «Ναι - μάλλον αυτό θα κάνω», είπε ο Κόνσταντ. Ξάπλωσε σε μια κουκέτα και αποκοιμήθηκε. Ο Σαλό έδεσε τον κοιμισμένο Διαστημικό Ταξιδιώτη στην κουκέτα του. Μετά δέθηκε κι ο ίδιος στο χειριστήριο. Ρύθμισε κατάλληλα τα τρία καντράν αφού έλεγξε τις ενδείξεις του καθενός. Μετά πάτησε ένα ζωηρόχρωμο κόκκινο κουμπί. 283
Ξάπλωσε πίσω. Δεν χρειαζόταν πια να κάνει τίποτε άλλο. Από δω κι εμπρός όλα θα γίνονταν αυτόματα. Σε τριάντα έξι λεπτά το σκάφος θα προσγειωνόταν μόνο του κοντά στο τέρμα των λεωφορείων, στα περίχωρα της Ινδιανάπολης, στην Ινδιάνα των ΗΠΑ, Γη, Ηλιακό Σύστημα, Γαλαξίας. Εκεί θα ήταν τρεις η ώρα το πρωί. Θα ήταν επίσης χειμώνας. Το διαστημόπλοιο προσγειώθηκε πάνω σε δέκα εκατοστά φρέσκου χιονιού, σ' ένα άδειο οικόπεδο στη νότια πλευρά της Ινδιανάπολης. Κανείς δεν ήταν ξύπνιος να δει την προσγείωσή του. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ βγήκε από το διαστημόπλοιο. «Η στάση σου είναι από κει, παλιέ φαντάρε», ψιθύρισε ο Σαλό. Ήταν απαραίτητο να ψιθυρίσει, γιατί εκατό μέτρα πιο κει ήταν ένα διώροφο ξύλινο σπίτι με ανοιχτό το ένα παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Ο Σαλό έδειξε ένα χιονισμένο παγκάκι δίπλα στο δρόμο. «Θα πρέπει να περιμένεις γύρω στα δέκα λεπτά», ψιθύρισε. «Το λεωφορείο θα σε πάει κατευθείαν στο κέντρο. Ζήτα από τον οδηγό να σε αφήσει κοντά σε κανένα καλό ξενοδοχείο». Ο Κόνσταντ κούνησε το κεφάλι του. «Θα τα βρω, εντάξει», ψιθύρισε. «Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε ψιθυριστά ο Σαλό. «Ζεστός σαν φούρνος», ψιθύρισε ο Κόνσταντ. Η διαμαρτυρία ενός αόριστα ενοχλημένου κοιμισμένου ακούστηκε από το ανοιχτό παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. «Α, κει κάτω», διαμαρτυρήθηκε ο κοιμισμένος «οπή... 000... ααα». «Είσαι εντάξει στ' αλήθεια;» ψιθύρισε ο Σαλό. «Ναι, πολύ καλά», αντιψιθύρισε ο Κόνσταντ. «Ζεστός σαν φούρνος». «Καλή τύχη», ψιθύρισε ο Σαλό. «Δεν λέμε τέτοια πράγματα εδώ κάτω», ψιθύρισε ο Κόνσταντ. Ο Σαλό του έκλεισε το μάτι. «Εγώ δεν είμαι από δω», του ψιθύρισε. Κοίταξε ένα γύρω το κατάλευκο τοπίο, αισθάνθηκε τα υγρά φιλιά των νιφάδων του χιονιού, εν284
τόπισε κρυφά νοήματα μέσα στα ανοιχτοκιτρινα φανάρια του δρόμου.που φώτιζαν έναν κόσμο τόσο χιονόλευκα κοιμισμένο. «Όμορφο», ψιθύρισε. «Ναι, δεν είναι;» ψιθύρισε ο Κόνσταντ. «Οπή ει - α!» φώναξε απειλητικά ο κοιμισμένος προς οποιονδήποτε απειλούσε να διαταράξει τον ύπνο του. «Σον! Τί έχει;» «Πρέπει να φεύγεις», ψιθύρισε ο Κόνσταντ. «Ναι», ψιθύρισε ο Σαλό. «Αντίο», ψιθύρισε ο Κόνσταντ, «και σ' ευχαριστώ». «Να 'σαι καλά», αντιψιθύρισε ο Σαλό. Μπήκε μέσα στο σκάφος και έκλεισε την πόρτα. Το πλοίο ανυψώθηκε με τον ήχο που κάνει ένας άνθρωπος όταν φυσάει πάνω στο στόμιο μιας μποτίλιας. Οι στρόβιλοι του χιονιού το κατάπιαν και χάθηκε. «Τι-ρι-ρο», είπε το πλοίο πριν χαθεί. Τα πόδια του Μαλαχία Κόνσταντ έκαναν το χιόνι να τρίξει καθώς βάδισε προς τον πάγκο. Σκούπισε το χιόνι και κάθησε. «Μμμμου!» φώναξε ο κοιμισμένος, σαν ξαφνικά να κατάλαβε τα πάντα. «Ξξξξον!», φώναξε σαν να μην του άρεσαν καθόλου αυτά που ξαφνικά κατάλαβε. «Χχχχον!» είπε, δηλώνοντας ξεκάθαρα τι σκόπευε να κάνει. «Μπππον!» φώναξε. Οι συνωμότες το 'βαλαν μάλλον στα πόδια. Το χιόνι συνέχισε να πέφτει. Το λεωφορείο που περίμενε ο Μαλαχίας Κόνσταντ πέρασε δυο ώρες αργότερα εκείνο το πρωί εξαιτίας του χιονιού. Όταν ήρθε τελικά ήταν πολύ αργά. Ο Μαλαχίας Κόνσταντ είχε πεθάνει. Ο Σαλό τον είχε υπνωτίσει έτσι που να φανταστεί, λίγο πριν πεθάνει, ότι ξανάβλεπε τον καλύτερο και μοναδικό του φίλο, τον Στόνυ Στήβενσον. Καθώς το χιόνι στροβιλιζόταν γύρω από τον Κόνσταντ, φαντάστηκε ότι τα σύννεφα ξαφνικά άνοιγαν και άφηναν να περάσει μια ηλιαχτίδα, μια ηλιαχτίδα μόνο γι' αυτόν. 285
Ένα χρυσό διαστημόπλοιο στολισμένο με διαμάντια γλίστρησε πάνω στην ηλιαχτίδα και προσγειώθηκε πάνω στο απάτητο χιόνι του δρόμου. Από μέσα βγήκε ένας γεροδεμένος κοκκινομάλλης άντρας μ' ένα μεγάλο πούρο στο στόμα. Ήταν νέος. Φορούσε τη στολή των Αρειανών Δυνάμεων Καταδρομών, της παλιάς μονάδας του Ουνκ. «Γεια σου Ουνκ», του είπε. «Μπες μέσα». «Να μπω μέσα;» είπε ο Κόνσταντ. «Ποιος είσαι;» «Ο Στόνυ Στήθενσον, Ουνκ. Δεν με αναγνωρίζεις;» «Στόνυ;» είπε ο Ουνκ. «Εσύ είσαι Στόνυ;» «Ποιος άλλος θα άντεχε αυτή την καταραμένη ζωή;» είπε ο Στόνυ και γέλασε. «Μπες μέσα», επανέλαβε. «Για να πάω πού;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Στον Παράδεισο», είπε ο Στόνυ. «Πώς είναι ο Παράδεισος;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Εκεί όλοι είναι ευτυχισμένοι αιωνίως», είπε ο Στόνυ, «ή τουλάχιστον όσο κρατήσει αυτό το καταραμένο Σύμπαν. Μπες μέσα, Ουνκ. Η Βεατρίκη είναι ήδη εκεί και σε περιμένει». «Η Βεατρίκη;» ρώτησε ο Ουνκ, μπαίνοντας στο διαστημόπλοιο. Ο Στόνυ έκλεισε τις πόρτες και πάτησε το κουμπί ον, «Τω-τώρα πηγαίνουμε ίσια στον Παράδεισο;» ρώτησε ο Κόνσταντ. «Αλήθεια θα μπω στον Παράδεισο;» «Μη με ρωτήσεις το γιατί, παλιόφιλε», είπε ο Στόνυ. «Φαίνεται πως κάποιος εκεί ψηλά σε συμπαθεί».
286
01 ΣΕΙΡΗΝΕΣ TOY ΤΙΤΑΝΑ... TOY KURT VONNEGUT. JR. ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΗ ΕΚΔΟΣΗ TOY ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΕΔΟΥΣΑ. ΠΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗ LEXIKON (ΔΙΔΟΤΟΥ 26) ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΑΦΟΥΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥ (ΣΤΥΜΦΑΛΙΑΣ 8) ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΑΥ-
ΣΑΝΔΡΑΤΟΣ-ΠΙΤΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ε.Ε. (ΣΟΛΩΝΟΣ 114 - ΑΘΗΝΑ) ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1992.
Ο
Μαλαχίας Κόνσταντ, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Αμερικής, εγκαταλείπει μια ζωή απαράμιλλων απολαύσεων προς αναζήτηση των ακαταμάχητων Σειρήνων του Τιτάνα. Όμως, η θητεία του στο μυστικό στρατό του Αρη, η παραμονή του στα σπήλαια του Ερμή και η προσωρινή του επιστροφή στη Γη για την εκπλήρωση της προφητείας του Απολύτως Αδιάφορου Θεού, δεν τον κάνουν έναν νέο Οδυσσέα- παραμένει ένα ατελές πλάσμα, όπως όλοι μας, ο κλασικός αντι-ήρωας του Κουρτ Βόνεγκατ.
Το κυνικό μαύρο χιούμορ και η οργιώδης σάτιρα του ταλαντούχου αυτού σύγχρονου συγγραφέα, βασίζονται σε μια βαθιά συμπόνοια για την κατάσταση του ανθρωπίνου είδους, για την παγίδευσή του σε μια δυσχερή θέση απ' όπου η μόνη λύση που διακρίνεται είναι η υιοθέτηση τραγελαφικά ανορθόδοξων ενεργειών και πιστεύω.