Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
’Αφιερώνω τούτη την έργασία μου στά 150 χρόνια άπό τή γέννηση το...
50 downloads
343 Views
8MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
’Αφιερώνω τούτη την έργασία μου στά 150 χρόνια άπό τή γέννηση τού ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ καί, στά 100 χρόνια άπί> τή γέννηση τού ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΙΛΙΤΣ ΛΕΝΙΝ των μεγαλύτερων τιτάνων τής έπαναστατικής σκέψης καί πράξης, πού γέννησε ή άνθρωπότητα. Ό συγγραφέας
Iribadzakov
Nikolai
Ή Κλειώ μπροστά στά δικαστήριο τής άστικής φιλοσοφίας· κριτική τής σύγχρονης Ιδεαλιστικής φιλοσοφώ τής Ιστορίας' μετ. Άχιλλέας Σάββας. Αθήνα, Δωδώνη, 1978. 552 σ. Τίτλος πρωτοτύπου : Klio pred sjda na burzoaznata filosofija. 1. Φιλοσοφία — Κριτική.
Copyright : ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Κ. ΛΑΖΟΣ 'Ασκληπιού 3 — ΆΘήνα (143)
ΝΙΚΟΛΑΙ
ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ
Κ αθηγητή Π ανε-ιστημίου
Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μ ετάφραση,
σημειώσεις : Ά χ ιλ λ έ α
Σάββα
Γλωσσική φροντίδα : Εύθ. Παττασπύρου
ΤΟΜ ΟΣ
ΠΡΩΤΟΣ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ «Δ Ω Δ Ω Ν Η » Ε .Κ . Λ Α Ζ Ο Σ - Α Σ Κ Λ Η Π ΙΟ Υ 3 Α Θ Η Ν Α 1978
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίς Α Ν Τ Ι Γ ΙΑ Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο .............................................................. Η Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Α Σ Τ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ - Κ Ο Ρ Η Τ Η Σ Κ Ρ ΙΣ Η Σ Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Α Σ ........................................................................ Η Κ Ρ ΙΣ Η Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ Σ . . Η Σ Η Μ Α Σ ΙΑ Τ Η Σ Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΚ Ο ΐΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ ΙΚ Η Σ Γ ΙΑ Τ Η Μ Α Ρ Ξ ΙΣ Τ ΙΚ Η ΙΔ Ε Ο Λ Ο Γ ΙΑ Κ Α Ι ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ .............................
9
17 26
36
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Τί> ζήτη μα γιά το άντικείμενο καί τά καθήκοντα τής κοινωνιολογίας στήν αστική κοινωνιολογική καί φιλοσοφικοϊστορική φιλολογία......................................................... 'Η κοινωνιολογία ώς φιλοσοφία τής ισ τ ο ρ ία ς ................... 'Η κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» έ π ι σ τ ή μ η ................... *Η κοινωνιολογία ώς θεωρητική έ π ι σ τ ή μ η ........................ 1. Ή άναβίωση τής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας ώς άντίδραση κατά τοϋ «άθεωρητικοϋ έμπειρισμοϋ». . 2. 'Η θεωρητική κατεύθυνση στήν έμπειρική «κοινωνιολ ογία».......................................................................................... Η Σ Τ Α Σ Η Τ Η Σ Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Η Σ Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Σ Α Π Ε Ν Α Ν Τ Ι Σ Τ Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Σ .................................. Η Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Α Π Ο Τ Η Μ Α Ρ Ξ ΙΣ Τ ΙΚ Η Σ Κ Ο Π ΙΑ ........................................................................................... Κ ριτική των ίδεαλιστικών δοξασιών γ ιά τήν κοινωνιολογ ία ώ ς «έμπειρική» γνώ ση καί τή φιλοσοφία τής ιστο ρίας ώς «άπριορίστικη» γνώ ση καί γ ιά τις άμοιβαΐες τους σχέσεις.............................................................................. ' Η μαρξιστική κοινωνιολογία - διαλεκτική ένότητα διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης καί «κοινωνιολογία τής Ιστορίας»............................................................................ Ε ΙΝ Α Ι Δ Υ Ν Α Τ Ο Ν Ν Α Υ Π Α Ρ Χ Ε Ι Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ Ι Σ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ Ω Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η 'Η φιλοσοφία τής Ιστορίας ώς θεωρία τής γνώ σης καί ώς μεταφυσική τής ιστορίας..................................................... Ό «άπόλυτος ιστορισμός» τοϋ Μ πενεντέτο Κρότσιε.
47 48 54 75 83 98
107 123
126
135 147 151 154
5
Σελίς 'Η δοξασία τοϋ Ρόμπιν Κόλινγουουντ γ ιά τή φιλοσοφία τής Ιστορίας ώ ς θεωρία τή ς ιστορικής γνώσης. . . . Ό μαρξισμός καί ή φιλοσοφία τή ς ι σ τ ο ρ ί α ς ................... Η
Κ Ρ Ι Σ Η Τ Η Σ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ Ι Α Σ Τ Η Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Σ .............................
Προοδευτικά σημεία στήν άστική φιλοσοφία τής ιστορίας, ώς τήν έμφάνιση τοϋ μαρξισμού...................................... 'Η άναθεώρηση τω ν «βασικών αιτημάτω ν τής παραδοσια κής ιστορικής νόησης» στή σύγχρονη άστική φιλο σοφία τής ιστορίας................................................................. «Κ ριτική του ΐστορικοΰ λόγου»- ή καταστροφή τοϋ λόγου . 'Η «άνακάλυψη πού άφησε έποχή» τοϋ Ν τίλταϊ στις έρμηνεΐες τοϋ X. Ράιμαν καί τής Σ . Σμ ίντα. Α πό π ειρ ες γ ιά τήν καθολικοποίηση τή ς «μεθόδου τής κατανόη σης» ...................................................................................... Ή άπόπειρα τοϋ Ρ . Κόλινγουουντ νά ξεπεράσει τις α ντι φάσεις καί τις άδυναμίες, στις φιλοσοφικοϊστορικές αντιλήψεις των νεοκαντιανών καί τοϋ Ν τίλταϊ. . . . 'Η θεωρία τοϋ Κ. Π όπερ γιά τήν «κατανόηση» «ώς καταστασιακή άνάλυση»................................................................
169 173
181 188
195 209
241
260 277
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Φυσική καί κοινωνική ι σ τ ο ρ ί α ................................................
301
ΔΕ Υ Τ Ε ΡΟ Σ ΤΟΜ ΟΣ 'Η νομοτέλεια στήν ιστορία........................................................ Τ ί είναι ό νόμος ; ........................................................................ Κριτική τω ν «έπιχειρημάτων» των άστών φιλοσόφων καί κοινωνιολόγων, ενάντια στή μαρξιστική διδασκαλία γιά τόν άντικειμενικο χαρακτήρα των νόμων τής κοινωνικοιστορικής έξέλιξης...................................................... 1. Η Α Ν Τ ΙΚ Ε ΙΜ Ε Ν ΙΚ Η Π Ρ Α Γ Μ Α Τ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α ΤΩ Ν Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΚ Ο ΐΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Ω Ν Ν Ο Μ Ω Ν ........................ 2. Γ ΙΑ Τ Η Ν Ε Π Α Ν Α Λ Η Π Τ ΙΚ Ο Τ Η Τ Α Σ Τ Η Φ Τ Σ Η Κ Α Ι Σ Τ Η Ν Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α ..................................................... Κ ατά τοϋ ντετερμινισμοϋ στήν ιστορία. Ν τετερμινισμός καί φαταλισμός. Τ υχα ιότη τα καί αναγκαιότητα. . . .
6
341 344
347 348 362 370
Σελίς 'Ισ τορική άναγκαιότητα, συνειδητή δράση καί ιστορική εύθύνη.......................................................................................... Τό νόημα της ιστορίας.................................................................. Ή τελεολογική ε ίτε ή φιναλιστική άντίληψη της Ιστορίας . Ή ιστορία ώς «νοηματοδότηση τοϋ άνοηματικοΰ». . . Τό νόημα της ιστορίας άπό τή μαρξιστική σκοπιά. . . Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΚ Α Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ Α Τ Η Σ Ι Σ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Γ Ν Ω Σ Η Σ ............................................................................. 'Ισ τορία καί φιλοσοφία, ιστορικό καί λ ο γ ι κ ό ................... 'Ισ τορία καί κοινωνιολογία ..................................................... ’Απόπειρες αναγωγής της Ιστορίας στήν κοινωνιολογία καί της κοινωνιολογίας στήν ι σ τ ο ρ ί α .................................. Ή σχέση μεταξύ Ιστορίας καί κοινωνιολογίας στήν έρμηνεία τω ν Μ. Γ κίνσμπεργκ καί Έ . Κ άρ....................... Τό ζήτημα της σχέσης μεταξύ ιστορίας καί κοινωνιολογίας στή μαρξιστική φιλολογία................................................... 'Η άποψη τοϋ Μ π. Μ. Κέντροφ ...................................... 'Ιστορικοί νόμοι δέν υπάρχουν. 'Η ιστορία είναι έπιστήμη γ ιά τή συγκεκριμένη έκδήλωση τη ς κοινωνικής έξέλιξης............................................................................................. Ή υλιστική θεωρία τής αντανάκλασης καί ή Ιστορική γ νώ ση.......................................................................................... 'Η ίδεαλιστική κριτική τής υλιστικής θεωρίας γ ιά τήν ιστορική γνώ ση ώς άντανάκλαση..................................... Ύ ποκειμενικοϊδεαλιστικές έρμηνεΐες τοϋ ιστορικού γ εγο νότος ώς γνωσιολογικοΰ προβλήματος — Κ. Μπέκερ, Τ . Πάρσονζ, Ά . Τ όινμπ ι, Μ. ’Ό ουκσιοτ, Τ ζ. Μ πάρακλαφ........................................................................................ Ά ντικειμενικοϊδεαλιστικές έρμηνεΐες τοϋ ιστορικού γ ε γονότος ώς γνωσιολογικοΰ προβλήματος — Μ π. Κρότσ ιε καί Ν. Μ περντιάεφ...................................................... Κριτική τω ν ίδεαλιστικών θεωριών τής ιστορικής γνώσης. . 'Η αντικειμενική πρα γμ ατικότη τα τω ν Ιστορικών γ ε γο νότων........................................................................................... Τ ί εϊναι ιστορικό γ ε γ ο ν ό ς .......................................................... 'Η μαρξιστικολενινιστική λύση τοϋ ζητήματος . . . . 'Ιστοριογραφία καί τ έ χ ν η .......................................................... 'Ισ τορία καί κομ ματικ ότητα........................................................ Κ ομματικότητα καί άποτίμηση — ή άξιολογική πλευρά τής κομ ματικότητας............................................................... Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α ........................................................................
386 408 409 422 427 441 444 463 464 465 471 476
481 482 489
492
500 503 509 514 517 522 525 528 545
7
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟ
Ή Κ λειώ είναι ή μούσα τή ς Ιστορίας. "Αν έξαιρέσονμε τή λεγάμενη «σύγχρονη ιστορία)) ( « current history, Zeitgeschichte), τό Αντικείμενό τη ς είναι ή ζω ή και οΐ πράξεις τή ς άτέλειω της άράδας τώ ν περασμένω ν γενιώ ν — ή Ανθρώπινη ζω ή και οΐ άνθρώπινες πράξεις το ϋ χ τές. Μ ά ή Ιδια δεν άνηκει στο χ τές. ’Α ν τίθ ετα , άπό τή βαθιά Α ρχαιότητα ως τις μέρες μας β άδιζε πάν το τε χέρι - χέρι μ ε τή σύγχρονη έπ οχή, ήταν πά ντο τε έπίκαιρη, όνακατενόταν καί ανακατεύεται πάρα πολύ δραστήρια οτή ζω ή τή ς σύγχρονης έποχής, για νά τή βοηθήσει να καταλάβει καλύτερα τον έαυτό τη ς και τή ν πορεία τη ς πρός τό μέλλον. Ή σ τάση τώ ν άνθρώπων απέναντι τη ς ήταν και είναι διάφορη. *Ο ρισμένοι βλέπουν ο το πρόσω πό τη ς σοφή « M A G I S T R A V I T A E » , πο ύ μά ς απο καλύπτει τα μ υσ τικ ά το ν παρελθόντος, μά ς βοηθάει νά καταλάβουμε τό παρόν και άνοίγει μπ ρο σ τά σ τά μ ά τια μ α ς τή ν αυλαία το ϋ μέλλοντος, πο ύ ορισμένοι τό άτενίζουν μ ε κενό β λέμμ α καί φόβο, άλλοι μ ε έλπίδα ή αίσιόδοξη πεποί θηση, ό λλά δλοι συγκινοΰνται άπέναντι του. Μ ιά άλλη κα τη γο ρία τή ν άντ ικρύζουν ώς τή ν « α υ σ τ η ρ ό τ ε ρ η άπ ' δ λε ς τις μ ο ύ σ ε ς » , ώς άσυμβίβαστο στήν άντικειμενικότητά το υ κ ρ ι τ ή τώ ν κοινωνικών συστημάτω ν, τώ ν λαών, τώ ν τάξεω ν, τώ ν κομμάτω ν καί τώ ν Ιστορικών προσω πικοτήτω ν, πού μ π ο ρ εΐ νά ά ργεϊ, μ ά π ο τέ δεν ξεχνάει νά βάλει τον καθέ να στή θέση πο υ το ϋ άξίζει. Μ ιά τρ ίτη κατηγορία βλέπουν στό πρόσω πό τη ς καί τό ένα και τό άλλο. Μ ια τέτα ρ τη κατηγορία τ ή θεωροϋν ( ( κ ο ρ ί τ σ ι γ ι ά δ λ α » καί μ ά λισ τα π ό ρ ν η » πού δίνεται στόν καθένα πού κα τέχ ει οίκονομική καί πο λ ιτικ ή έξουσία. Μ ερικοί τ ή θεωροϋν ώς τή « μ ο ν α δ ι κ ή έ π ι σ τ ή μ η », άλλοι ώς « Ι δ ι α ί τ ε ρ η έ π ι σ τ ή μ η » , τρίτοι ώς έπ ιστήμη δ π ω ς δ λ ε ς οι έ π ι σ τ ή μ ε ς . Κ ι άλ λοι φρονούν πώ ς ο ϋ τ ε ή τ α ν , ο ύ τ ε ε ί ν α ι , ο ύ τ ε π ο -
τ έ θά γίνει έ π ι σ τ ή μ η , πώ ς άσχολεϊται μ ε άφηγή α εις, έρμηνεϊες και έκ τιμή σεις περασμένω ν γεγονότω ν, πού τή ν άντικειμενικότητά τους κανένας δεν μ π ο ρ εϊ νά π ιστοποι ήσει, γ ια τί τα «έν λό γω ν γεγο νό τα, άκόμη και άν ύπήρξαν κά πο τε, τώ ρα πιά δεν υπάρχουν. Ε ίναι έπίσης τό ίδιο νεκρά, δπω ς και οΐ άνθρωποι πού τά δημιούργησαν. Γ ι αυτό τό λόγο καί οΐ έκ τιμ ή σεις τη ς γ ια τό παρόν, και οί προβλέψεις τη ς γιά τό μέλλον δεν πρέπει να παίρνονταν σοβαρά νπόψη. ' Ακριβώ ς στους κόλπους τώ ν όπαδών αυτής τή ς άντίληψης όκονγετα ι ή Αναφώνηση : «Κ λειώ , ό καιρός οου πέρασε, ή γνώ οη σου δέν έχει άξια)).1 Κ α ι παρ’ δλ’ αυτά γ ι αυτήν (τή ν Κ λειώ —σημ. τ. Μ ε τ . ) ένδιαφέρονταν δλοι—και ό θεολόγος, και ό φιλόσοφος, καί ό έπιστήμοναι, και ό καλλιτέχνης, και ό συγγραφ έα ς, και ό πολι τικός, και ό κρατικός ή γέτη ς , και ό άπλός άνθρωπος,—ένδιαφέρονται δλοι οί σκεφτόμενοι κάθε ήλικίας και κοινωνικής κα τηγορίας, κάθε σχολής καχ κατεύθυνσης τή ς σκέψης. Σ τ ις διά φορες έποχές και ατούς διάφορους κοινωνικούς και πολιτισ τικούς κύκλους τό ένδιαφέρον γ ι ’ αυτήν παρουσιάζει διακυμάνσεις. Κ άπο τε είναι έξαιρετικά μεγάλο . "Α λλο τε πιο αδύνατο. Μ ά π ο τέ δεν έσβησε. Σ τή ν Ιστορία δμω ς δεν υπάρχει άλλη έποχή, δπου τό ένδιαφέρον γιά τήν ιστορία και γ ια τή ν ιστορική γνώ ση νά ήταν τόσο μ εγά λ ο και τόσο μαζικό, να έχουν τυ πω θεί τόσο πολλά δ ημοσιεύματα πάνω σε Ιστορική θεματική, δσο στήν έπ οχή μας. ' Ο μ εγά λο ς όλλανδός άστός ιστορικός Γιόχαν Χ ούιζινγκα είχ ε γράψει, κάπου γύρω σ τά 1934, πώ ς «σ' δλον τον κόσμο β γα ί νουν στο φως τή ς ημέρας περισσότερα ιστορικά β ιβλία άτι δσο οποτεδήποτε προηγούμενα».2 Ε ίκο σ ιπέντε χρόνια άργότερα ατό άρθρο το υ « Ή άπόπειρα νά ζήσει κανείς μ ε το παρελθόν» ό έπιφανής δυτικογερμανός Ιστορικός Χ έρμαν Χ ά ιμ π ε λ έγραψε μ ε απόλυτη βασιμ ό τητα, πώ ς π ο τε τόσο πολλοί συ γγρα φ είς δεν άσχολήθηκαν μ ε τή ν ιστορία, π ο τέ δεν γρ άφ τη καν και δημοσιεύ τηκαν τόσο πολλά σ υ γγρ ά μ μ α τα πάνω στήν Ιστορία και π ο τέ ή Ιστορική γρ α μ μ α τεία δε διαδίδονταν τόσο μ α ζικ ά δπω ς σήμερα.3 Μ αζι μ ’ αυτό στις τελ ευτα ίες δεκαετίες μ έσα στούς άστούς φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και Ιστορικούς παρ ατη ρεϊται ένα άδιάκοπα αυξανόμενο ένδιαφέρον γιά τά θεω ρητικά και ειδικότε ρα γ ιά τά φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά προβλήματα τή ς Ιστο
ί. Johan Huizinga, Geschichlc und Kultur. Gesammelte Auf sàtze, Alfred Kroner Verlag, Stutlgarl, 1954, s. 89. 2. Johan Huizinga, op. cit., s. 86. 3. Frankfurte allgemcine Zeitung, 25 - 3 - 1959.
10
ρίας και τή ς Ιστορικής γνώ σης, πού καρπός τη ς είναι ή μ εγά λη κίνηση στό μ έτω πο τή ς ά σ τική ς φιλοσοφίας καί κοινωνιολογίας τή ς Ιστορίας. Το 1948 στό βιβλίο του « Ή Ιστορική κοινωνιολογία» δ γνω στός άμερικάνος άστός κοινωνιολόγος Χ άρι Έ . Μ πάρνς έγραφ ε, πώ ς «τό πιο ξόφθαλμο σημάδι σ τα χρονικά τή ς Ιστορι κή ς κοινωνιολογίας είναι ή μείω ση το ϋ ένδιαφέροντος πρός αυ τόν τον το μέα τή ς γνώ σης στα τελευτα ία σαράντα χρόνια».1 Ό ίδιος παραπονεΐται, πώ ς υστέρα άπό τη δημοσίευση τώ ν «’Α ρ χών τή ς Κ οινω νιολογίας» το ϋ Γ κίντινγκς, τό 1896 στΙς ' Η νω μέ νες Π ο λ ιτείες τή ς 'Α μ ερ ικ ή ς δεν έμφα νίστηκε «οϋτε ένα συστη μα τικό έργο πάνω στην Ιστορία τή ς άνθρώπινης κοινωνίας», πώ ς «κι ώς τά σήμερα σε καμιά γλώ σ σα δεν υπά ρχει ίνα βασικό και ολόπλευρο έργο πάνω στην Ιστορία τή ς άνθρώπινης κοινω νίας, μ ια σύνθεση τή ς κοινωνικής έξέλιξης».2 Κ ά τι περισσότερο, ό Μ πάρνς μιλάει για «χρεοκοπία τή ς Ιστορικής κοινωνιολογίας μ ε τά τό 1900»3 καί στό βαθμό πού σ' αυτό τό χρονικό διάστη μ α έμφανίατηκαν κοινω νιολογικοΐστορικά έργα, δ άριθμός τους ήταν πολύ περιορισμένος σε σύγκριση μ ε τη ν «τεράστια παρα γω γ ή ίργω ν στόν το μέα τή ς άναλντικής, τή ς βιολογικής, τή ς ψυχολογικής, τή ς σ τα τισ τικ ή ς και πριν άτι δλα τή ς έφαομοσμένης κοινωνιολογίας».* Σ τ άλήθεια, παρόμοιες ρήσεις αστώ ν κοινωνιολόγων έδω σαν αφορμή σε δρισμένους μ αρ ξισ τές συ γγρα φ είς να ισχυρίζον τα ι, πώ ς σ τη «διάρκεια τώ ν τελευταίω ν δεκαετιώ ν συντελέστηκε οριστική ρήξη άνάμεσα σ τη «δυτική κοινωνιολογία και στήν ιστορία. Γ ιά ίνα δ ιάστημ α υπή ρχε τό τε χν η τά δημιουργημένο μάθημα — ή ιστορική κοινω νιολογία· στερημένο δμω ς άπό πο λύτιμο υς δεσμούς μ ε τη ν ανάλυση τώ ν φαινομένων τή ς σύγχρο νης κοινωνίας, μ ε τ ή γένεσ η και τη ν τύ χη τους, τοϋτο τό μ ά θημα μαράθηκε και χάθηκε».6 Φρονούμε, δμω ς, πώ ς ή άληθινή κατάστα ση τώ ν π ρ α γμ ά τω ν δεν προσφέρει έρεισμα γ ια ένα τόσο κατηγορηματικά συμ
1. Harry Elmer Barnes, Soziologie dcr Geschichte, Humbold Verlag, Wien - S tuttgart, 1951, s. 154. 2. Harry Elmer Barns, op. cit., s. 154. 3. Ibid., s. 156. 4. Ibid., s. 155. 5. «'Ιστορία καί Κοινωνιολογία», Έκδ. Οίκος «Νάόυκα», (Ε πι στήμη) Μόσχα, 1964, σε).. 14. (στά ρωσικά).
11
πέρασμα, πώ ς τούτο το συμπέρασμα τουλάχιστο είναι υπερβο λικά παρατραβηγμένο. Π ρα γμ α τικά , κάτω άπό τη ν έπίδραση το ν θετικισμοϋ, το ϋ π ρα γμα τισμο ύ, το ϋ νεοκαντιανισμού καί έξαιτίας τή ς κρίσης τή ς θεω ρητικής άσ τική ς κοινωνιολογίας τοϋ δέκατου ένατον αΙώνα, πο υ ήταν κυρίως Ιστορική κοινωνιολογία ή κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας, άνάμεσα στήν άσ τική ιστοριογρα φία, άπό τ ή μ ιά , και στήν άστική φιλοσοφία τή ς ιστορίας και τήν κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας, άπό τήν άλλη, σημειώ θηκε βα θιά ρήξη, πο ύ πήρε τ'ις μεγα λύ τερ ες διαστάσεις οέ χώρες δπως οι 'Η νω μένες Π ο λ ιτείες τή ς ’Α μερική ς, και ή ’Α γ γ λ ία και ση μαντικές διαστάσεις σε χώ ρες δπως ή Γερμανία, Γ αλλία κ.ά. “Α ν και δχι στον ίδιο βαθμό και στις Ιδιες διαστάσεις, τούτη ή ρή ξη υπάρχει κι ώς τα σήμερα. "Ο μ ω ς , π ρ ώ τ ο , το ύτη ή ρήξη π ο τέ δεν ήταν ο ύ τ ε π λ ή ρ η ς , ο ύ τ ε ο ρ ι σ τ ι κ ή . ' Υ πογραμμίζοντας τ ή χρεο κοπία τή ς άσ τική ς Ιστορικής κοινωνιολογίας μ ε τά τό 1900 καί τή ν π τώ σ η το ϋ Ενδιαφέροντος τώ ν άστώ ν Ιδεολόγων για τήν Ιστορική κοινωνιολογία στις πρώ τες τέσσερις δεκαετίες το ϋ εικο στού αΙώνα, ό Μ πάρνς δεν παραλείπει νά τονίσει έπίοης, πώ ς σ τις Ιδιες τις ’Η νω μένες Π ο λ ιτείες τή ς ’Α μερική ς αυτή ή κατά σταση τώ ν πρα γμάτω ν άρχίζει νά άλλάζει άκόμη άπό τό 1913 1917 μ ε τα δημοσιεύματα το ϋ Φ. Σ τιο ύα ρτ Τσιέυιιν «Ε ισα γω γ ή στήν κοινωνική έξέλιξη» και « 'Ιστορική είσ αγω γή στήν κοι νωνική οίκονομία» και το ϋ Έ . Τα. Χ έ ιζ «’Ε γχειρίδιο Κοινωνιολογίας». Ό Ιδιος ( δ Μ πάρνς - Σ η μ . το ϋ Μ ε τ .) υποδεικνύει, πώ ς άκριβώς σ τήν έξεταζόμενη περίοδο δημοσιεύτηκαν ολάκερη σει ρά άπό κοινωνικοϊστορικά έργα δπω ς « Ή έξέλιξη το ϋ ήθους» τοϋ Χόμπχαο υς, «Τ ό Κ ράτος» το ϋ Ό π ε νχ ά ιμ ερ , « 'Η κ α τα γω γή και ή έξέλιξη τώ ν ηθικών Ιδεών» το ϋ Β έσ τερμακ, « Ή Ιστορία τοϋ καπιταλισμού» το ϋ Ζ ό μ π α ρτ, οί συ γκρ ιτικές μ ελ έτες το ϋ Μ άξ Β έμ π ερ πάνω σ τή θρησκεία και στήν οίκονομία, μ ιά σειρά έργα τώ ν Σ π ένγκ λερ, Τόινμπι, Σορόκιν κ.ά. ’Εκείνο που κάνει τον Μ πάρνς νά μ ή ν είναι Ικανοποιημένος είναι δ τι στο βαθμό που στήν έξεταζόμενη περίοδο έχουν δ ημ ο σιευτεί κοινωνιολογικοΖστορικά έργα, ό άριθμός τους είναι πολύ μικρός οε σύγκριση μ έ τον τεράστιο άριθμό έμπειρικώ ν κοινωνιολογικών έργω ν, δ τι έξακολουθεΐ νά λείπει ένα βασικό και ολόπλευρο έργο πάνω σ' ολάκερη τή ν άνθρώπινη ιστορία, δ τι κοινωνιολόγοι τή ς ιστορίας δπω ς ό Σ π ένγκ λερ, ό Τόινμπι και 6 Σορόκιν καθοδηγούνται «κυ ρίως άπό ύποκειμενικές καί συγκινησιακές πεποιθήσεις και δχι άπό τή ν έπιδίω ξη να έρευνηθεϊ ή κοινωνική έξέλιξη μ έ Επιστη μονικό και ρεαλιστικό τρόπο», δ τι τά έργα τους «βρίσκονται πιο
12
κοντά στήν παλιά φιλοσοφία τή ς ιστορίας, απ' δσο στήν κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας».1 Δ ε ύ τ ε ρ ο , δπως φαίνεται àrto τή ν τελευταία παράθεση, ό Μ πάσνς κάνει διάκριση ανάμεσα σ τή φ ι λ ο σ ο φ ί α τή ς ιστορίας καί σ τήν κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α τή ς ιστορίας ( ή ιστο ρική κοινω νιολογία). Τ έτοια διάκριση κάνουν καί πολλοί άλλοι άστοι κοινωνιολόγοι καί φιλόσοφοι. Σ ε τ ί βλέπουν τούτη τή διάκριοη καί σε ποιό βαθμό υπάρχει, είναι ένα ζτμ ημ α πού θά τό έξετάσουμε παραπέρα. Μ ιά άλλη, δμω ς, ομάδα άστώ ν φιλο σόφων καί κοινωνιολόγων έξετάζουν τις έννοιες ((φιλοσοφία τή ς ιστορίας» καί ((κοινωνιολογία τή ς ιστορίας» ώς ταυτόσημες. Σ τ ή σημερινή άσ τική φιλολογία υπ ερτερεί ή άντίληψη, πώ ς πρέπει νά γίν ετα ι διάκριση άνάμεσα στήν κοινωνιολογία ώς έπιμέροονς έμπειρική, μ ή φιλοσοφική έπ ισ τή μ η , dut τή μιά, καί ο τή ν ((κοι νωνική φιλοσοφία» καί στή ((φιλοσοφία τή ς ιστορίας», ά π ' τήν άλλη. Μ ά τό ζή τη μ α είναι έπίμαχο καί περιπλέκετα ι άκόμη π ε ρισσότερο άπό τό περιστα τικό δ τι κι άν άκόμη ξεκινούμε άπό τα κριτήρια τω ν ίδιων τώ ν άστώ ν συγγραφέω ν γ ιά τό διαχωρι σμό τή ς κοινωνιολογίας τή ς Ιστορίας άπό τή φιλοσοφία τή ς ιστορίας, πολλά άπό τά έργα τώ ν άστώ ν κοινωνιολόγων τή ς ιστορίας, άν δέν είναι όλότελα φιλοσοφικοιστορικά, τό τε, τό λιγότερο, είναι ένα μ ε ίγ μ α κοινωνιολογίας τή ς Ιστορίας καί φιλο σοφίας τή ς Ιστορίας. Σ τ ή μαρ ξισ τική φ ιλολογία τό ζή τη μ α τή ς σχέσης άνάμεσα στήν κοινωνιολογία καί στή φιλοσοφία τή ς Ιστορίας είναι έπίσης έπίμαχο. “Ε να μέρος άπό τούς μα ρ ξισ τές σ υ γγρα φ είς φρονούν, δ τι ή κοινωνιολογία, άντίστοιχα καί ή κοινωνιολογία τή ς Ιστο ρίας, ά π ο τελ εϊ έ π ι μ έ ρ ο υ ς , μ ή φιλοσοφική έπισ τή μ η , πο ύ διαφέρει καί πρέπει νά διαφέρει άπό τή φιλοσοφία τή ς Ιστορίας ώς φ ι λ ο σ ο φ ι κ ή έπ ιστή μ η . “Α λλοι υπο σ τη ρίζουν τή ν άποψη, πώ ς ή κοινωνιολογία, άντίστοιχα ή κοινωνολο γία τή ς Ιστορίας, καί ή φιλοσοφία τή ς Ιστορίας άποτελοΰν ένα καί τό ίδιο, πώ ς είναι ταυτόσημες. Κ α ί δταν οί όπαδοί αυτής τή ς άποψης σ τή μαρ ξισ τική φ ιλολογία μά ς λένε, πώ ς στις τε λευ τα ίες δεκαετίες συντελέστη κε ((οριστική ρήξη άνάμεσα στή ((δυτική» κοινωνιολογία καί στήν ((Ιστορία», πώ ς ή άσ τική κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας μαράθηκε καί χάθηκε, έχουν ύπόψη τους τόσον αυτό πο ύ στήν άστική φ ιλολογία άνομάζεται ((φιλο σοφία τή ς Ιστορίας», δσο καί έκεϊνο που άνομάζεται ((κοινωνιολο γία τή ς Ιστορίας». Μ ά ειτ ε θά κάνουμε διάκριση άνάμεσα στήν
1. Η. Ε. Barnes, Soziologie der Geschichte, s. 155.
13
κοινωνιολογία καί στην φιλοσοφία τή ς ιστορίας, ανάμεσα σ' έκείνο πο ύ στην ασ τική φ ύ ο λ ο γ ία όνομάζονν «κοινωνιολογία τή ς ιστορίας» καί «φιλοσοφία τή ς Ιστορίας» ή θά τις έξετάζονμε ώς ταυτό ση μες, καί στη μιά, καί στην άλλη περίπτω οη, κατά τή γνώ μη μας, δεν υπάρχουν κανενός είδους βάσιμοι λόγοι να ισχυ ρ ισ τεί κανείς, δ τι στις τελ ευτα ίες δεκαετίες έχει ϋυ ντελεοτεϊ οριστική ρήξη άνάμεσα σ τη «δυτική» κοινωνιολογία καί στην ιστορία, δ τι ή λεγάμενη «Ιστορική κοινωνιολογία» Ιχ ει χα θεί. 'Α ν τίθ ετα , ακριβώς σ τα τελευτα ία πενή ντα χρόνια, στην περίοδο μ ε τά τή Μ εγάλη ’Ο κτω βριανή Σ οσιαλιστική ’Ε πανάσ τα ση καί Ιδιαίτερα στις δεκαετίες νστερ' άπό τό Δ εύτερο Π α γκό σμιο Π ό λεμο, έμφανίστηκαν καί έξακολουθοϋν νά έμφανίζονται ολοένα καί μεγαλύτερο ς αριθμός φιλοσοφικοϊστορικες καί κοινωνιολογικοίστορικες Θεωρίες καί ίρ γ α αστών συγγραφ έω ν δπως οΐ Μ . Β έμ περ, Ό . Σ π ένγκ λερ, Τ. Λ έσ ιν γκ , Ά . Β έμ περ, X . Φράγερ, Τ. Λ ίτ , Κ . Γ ιάσπερς, Κ . Λ ιό β ιτ, Φ. Μ άινεκε, ’Ε . Ρότχακερ, Β . Σ ιο ύμπαρτ, Γ κ. Ρ ίτερ, Ί . Φ ό γη τ, Β. Χόφερ, Ρ. Β ίτρα μ, Ρ . Μ Λούλτμαν, Ά . Σ β ά ιτσερ, Τ. Σ ίντερ, Ν . Μ περνιάεφ, Μ π. Κ ρότσιε, Χ ο ζε Ό ρ τ έ γ κ α - ί - Γ κα σέτ, Ρ . Ά ρ ο ν , 77. Ρ ικτόρ, Ζ . Μ αριτέν, Έ . Ν ταρντέλ. Μ . Μ πλόχ, Λ . Φέβαρ, Λ . Ά λ φάν, Β . I. Μάρου, Π . Σορόκιν, X . Έ . Μ πάρνς, Φ. Σ . Τα. Νόρτρο π, Ά . Κ ριόμπερ, Π . Γ κάρντερ, Λ . Μ άμφερντ, Ου. Ρόστοου κ.ά. ’Α κ ό μ η καί στην ’Α γ γ λ ία , δπου, σύμφωνα μ ε τα λόγια το ϋ Ob. Ονόλς, «σε διάστημ α πάνω άπό δυο δεκαετίες, οΐ Ιστο ρικές έρευνες άκμάζανε, μ ά ή φιλοσοφία τή ς ιστορίας στην πρα γμ α τικ ό τη τα δεν υπή ρχε» ,1 άκριβώς μ ε τά τό Δ εύ τερο Π α γ κόσμιο Π όλεμο έμφανίστηκαν μ ιά σειρά φιλοσοφικοίστορικά Ιργ α δπω ς « 'Η Ιδέα γ ια τή ν Ιστορία» το ϋ Ρ . Κ όλινγουουντ, «“Ε ρευνα τή ς Ιστορίας» καί ((’Α λ λ α γ ή καί συνήθεια» το ϋ Α . Τόινμ π ι, « 'Η Ιστορία σάν τέχνη » το ϋ Μ π. Ρ άσελ, « Ή άνοιχτή κοι νωνία καί οι έχθροί τη ς» καί « Ή άθλιότητα το ϋ ίστοριομοϋ» το ϋ Κ . Π όπερ, « 'Η Ιοτορία σ’ ένα μεταβαλλόμενο κόσμο» τοϋ Τζ. Μ πάρακλαφ, «Ε ισ α γω γή σ τη φιλοσοφία τή ς ιστορίας» τοϋ Ου. Ο υόλς, « Τ ι είναι Ιστορία ;» το ϋ Έ . Κ άρ, « Τό Ιστορικό άναπόφ ευχτο » το ϋ Ά . Μ πάρλιν κ.ά. ’Ε κ τό ς ά π αυτό, α τά τελευτα ία χρόνια άρχισε σ τή Δ ύσ η νά έκδίδεται καί τό ειδικό φιλοσοφικοίστορικό περιοδικό «'Ιστορία και θεωρία». ’Α κ ό μ η κι αυτός ο έντελώ ς άσυμπλήρω τος πίνακας όνομάτω ν δείχνει κιόλας, δ τι τό αυξανόμενο ένδιαφέρον γ ια τή φιλο
1. W. Η. Walsh, An Introduction to Philosophy of History, Sixth Impression, Hutchinson Uninersity Library London 1961. p. 9.
14
σοφία και τή ν κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας προέρχεται άπό τή ν πλευρά διαφόρων κύκλων το ν άστικοϋ έπιστημονικοϋ κόσμον καί βέ π ρώ τη θέση άπό τήν πλευρά τώ ν άστώ ν φιλοσόφων. Σ τή ν περίοδο άπό τή ν ’Ο κτω βριανή Σοσιαλιστική ’Ε πανάσταση ως τα σήμερα οί τιερισοότεροι άπό τούς άδρότερονς έκπροσώ πονς τή ς άσ τική ς φιλοσοφικής σκέψης — Μ περγκοόν, Κ ρότσιε, Τ ζιέντιλε, Ράσελ, Ν τιο υ ΐ, Χ οΰσερλ, Γ ιάσπερς, Χ ά ιντεγκ ερ, ’Ο ρτέγκ α - ί Γ κα σ έτ, Χ ο νκ, Μ αριτέν, Σά ρτρ κ.ά — έκδηλώνουν ζωηρό Ενδια φέρον γ ιά τή ν ιστορική προβληματική και τή ς αφιέρωσαν περισ σότερα ή λιγό τερα φιλοσοφικά τονς έργα. Σ ε δεύτερη θέση τοϋτο τό Ενδιαφέρον προέρχεται άπό τήν πλευρά τώ ν πιο άξιόλογω ν άστώ ν κοινωνιολόγων. Ο ί Μ άξ Βέμ π ερ, “Α λφ ρεντ Β έμ περ, Λ εοπόλντ φόν Β ίζε, Χ άνς Φ ράγερ, Π ιτιρ'ιμ Σορόκιν, X . Έ . Μ πάρνς, Ρέιμον Ά ρ ο ν και άλλοι π ο τέ δεν επαψαν νά άναπτνσσονν τήν κοινωνιολογία και τή φιλοσοφία τή ς ιστορίας. ’Α κ ό μ η και στις Η Π Α , δπον ή έμπειρική κοινωνιολογία ά να π τύχτηκ ε πάρα πολύ Ισχυρά καί σ τά τελευτα ία π ε νήντα χρόνια διαδραμάτισε κυριαρχικό ρό?.ο, μ ιά άπό τις β ασι κές κατευθύνσεις στήν άνάπτυξη τή ς άσ τική ς κοινωνιολογίας ε ί ναι ή «θεωρία τή ς ιστορίας».1 'Ο X . Έ . Μ πάρνς, γ ιά νά μ ή μ ι λήσουμε γ ιά τον Π . Σορόκιν, είναι Ενας άπό τούς ή γέ τες τή ς σύγχρονης άσ τική ς «Ιστορικής κοινωνιολογίας». ’Α κ ό μ η τό 1925 τύ πω σ ε το βιβλίο το ν « Ή νέα ιστορία και οί κοινωνικές έρευ νες», δπου άγω νίζετα ι γ ιά μ ιά κοινωνιολογική έρμηνεία τή ς ιστορίας. ’Α ργό τερ α στό βιβλίο το υ « Ή ιστορική κοινωνιολογία» έγραφ ε, δ τι σκοπός αντοϋ το ν βιβλίου είναι νά άναβιώσει τήν «ιστορική κοινω νιολογία».2 Κ α ί σύμφωνα μ ε τό μ εγά λο άμερικάνο άστό κοινωνιολόγο Ρ ά ιτ Μ ιλλ «κάθε κοινωνιολογία πού άξίζει αντόν τον τίτλ ο , είναι ιστορική κοινωνιολογία».3 Σ ε τρ ίτη , μ ά καθόλον σε τελευταία, θέση τοϋτο τό Ενδιαφέρον προέρχεται άπό τή ν πλευρά τώ ν άστώ ν ιστορικών. Μ ερικοί φρονούν, δ τι ή ά σ τι κή φιλοσοφία και κοινωνιολογία τή ς Ιστορίας άποτελοϋν Εργο φιλοσόφων και κοινωνιολόγων, δχι δμω ς καί Ιστορικών. Μ έ αυτό δεν μπορούμε νά συμφωνήσουμε. ’Α κ ό μ η στό παρελθόν άξιόλογοι άστοί Ιστορικοί δπω ς οί Λ εο πό λντ φόν Ράνκε, Γ ιά κ ομπ Μ πούρκχα ρνττ, Κ άρλ Λ ά μ π ρ ε χ τ, Κ ο ύρτ Μ πρά ιζιγκ , "Εντουαρτ Μ άγιερ, Ρ ό στο βετς καί άλλοι άσχολοϋνταν περισσότερο ή λιγό-
1. C. Wright Mills, The Sociological Imagination. Seventh Prin ting, Grove Press, INC. N. T., 1961, p. 22. 2. H. E. Barns, Soziologie der Geschichte, s. 5. 3. C. Wright Mills, The Sociological Imagination, p. 144.
15
τερο μ ε φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα και συμβάλανε πολύ σ τήν άνάπτνξη x a i στήν διαμόρφωση τή ς ά σ τιχή ς φιλοσοφιχοϊστοριχής σκέψης. Γ ιά νά μη ν άναφέρονμε δ τι διακεκριμένοι έκπρόσωποι τή ς άστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας τή ς Ιστο ρίας δπω ς οί Ν τίλ τα ΐ, Β ίντελμπα ντ, Κ ρό τσ ιε και Μ άξ Β έμ περ ήταν ταυτόχρονα και ιστορικοί. Σήμερα, νομίζουμε, τό ένδια φέρον τώ ν ιστορικών γιά τά φιλοσοφικοϊστορικά προβ λή ματα και ή ο ν μμετο χή τους στήν άνάπτνξη τή ς άσ τική ς φιλοσοφίας τή ς ιστορίας είναι μ εγα λύ τερ α άπό κάθε άλλη φορά. 01 Φ. Μ άινεκε, Ί . Φ ό γκτ, X . Χ ά ιμ π ελ , Μ . Μ πλόχ, Λ . Φέβαρ, Ά . ’/. Μάρου, Ί . Χ ούζινγκα , Σ . Κ όλινγουουντ, Ά . Τόινμπι Τζ. Μ παρακλάφ, Έ . Κ άρ και άλλοι σ υ γγρα φ είς φιλοσοφικοΐστορικών έργοχ» και θεω ριών οτήν περίοδο μ ε τά τό Δ εύτερο Π α γκέσ μ ιο Π όλεμο είναι ιστορικοί. Τό μεγά λο ενδιαφέρον τώ ν σύγχρονων άστώ ν φιλοσόφων, κοινωνιολόγων και ιστορικώ ν γιά τά φιλοσοφικοϊστορικά προ β λή μ α τα καί ή άδιάκοπα αυξανόμενη δραστηριότητά τους σ’ αυτόν τον το μέα τή ς γνώ σης δεν άποτελονν τυ χα ίο φαινόμενο, οδτε π ύ λ ι γεννηθηχαν άπό κάποια καθαρή φιλομάθεια. Π ροκλήθηχαν άπό ολάκερο σ ύ μ π λ εγμ α έξαιρετικά σπουδαίων αίτιω ν, που συνδέονται, άπό τ ή μ ιά , μ ε τις είδικες Ιδιαιτερότητες τή ς σύγχρονης ιστορικής έποχής, μ ε τά πρα κτικά και τ ά Ιδεολογικά συμφέροντα τή ς σύγχρονης ά σ τική ς τάξης καί, ά π ' τή ν άλλη, μ ε τή ν έξέλιξη τή ς άσ τική ς φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας καί ιστοριο γραφίας.
16
Η Σ Τ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Α Σ Τ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ — Κ Ο Ρ Η Τ Η Σ Κ Ρ ΙΣ Η Σ Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΑ Σ
Έ έξήγηηη γ ιά τό αύξανόμενο ένδιαφέρον τών άστών φιλοσό φων· κο:νωνιολόγων, Ιστορικών, οικονομολόγων καί άλλων πρ ίς τήν Ιστορική καί φιλοσοφικο'ίστορική γνώση πρέπει νά άναζητηθεΐ πριν άπ’ δλο στήν άντικειμενική καί νομοτελειακή συνάφεια πού ύπάρχει ανάμεσα στό παρελθόν, στό παρόν καί στό μέλλον τής κοινωνικοϊστορικής ζω ής τών άνθρώπων άπ’ τή μιά, καί στόν έπαναστατικό χαρακτήρα τής σύγχρονης έποχής, άπ’ τήν άλλη. Ε ί ναι γνωστό, πώς σ’ έ π ο χ έ ς όξυμένων κοινωνικών σ.>γκρούσεων καί άγώνων, κοινωνικοϊστορικών καταστροφών καί κοινωνικών έπαναστάσεων, οί Ιδεολόγοι τών άγωνιζόμενων κοινω νικών τάξεων καί συστημάτων, καταφεύγουν πάντοτε στήν Ιστο ρική καί στήν φιλοσοφικοϊστορική γνώση καί μέ τή βοήθειά της προσπαθούν, στόν άλφα ή β ήτα βαθμό, νά έξηγήσουν τό παρόν, νά τό δικαιολογήσουν ή νά τό άρνηθοδν, νά θεμελιώσουν τούς ιστορικούς τους σκοπούς, τά κοινονικοπολιτικά τους προγράμματα γ ιά τό μέλ λον κ.ά. Δεν είναι τυχαίο, πώ ς ή φιλοσοφία τής ιστορίας έμφανίστηκε καί διαμορφώθηκε ώς ι δ ι α ί τ ε ρ ο ς τ ο μ έ α ς τής φιλοσοφι κής νόησης στις συνθήκες τής προετοιμασίας καί. τής διεξαγω γής τών αστικών έπαναστάσεων στή Δυτική Εύρώπη, ένώ ή άστικοκοινωνιολογία έμφανΰττηκε καί διαμορφώθηκε ώς ιδιαίτερος έπιστημονικός κλάδος στούς σπαστούς τής άστικής κοινωνίας, πού προηγήθηκαν άπό τις πρώτες της οικονομικές κρίσεις καί άπό τήν άγωνία τής άστικής τάξης μπροστά στ··ς πρώτες αύτόνομες έπαναστατικές ένέργειες τής έργατικής τάξης. Ή σύγχρονη έποχή, δπως είναι γνωστό, είναι έποχή τής έπαναστατικής μετάβασης άπό τόν κα πιταλισμό στό σοσιαλισμό — έποχή πρωτόφαντη ώς πρός τή δύνα μη καί τήν άπλα τής ταξικής πάλης άνάμεσα στό προλεταριάτο καί στήν άστική τάξη, άνάμεσα στό σοσιαλιστικό καί στό καπιταλιστι
17
κό σύστημα. Τό Ισχυρό ρεύμα τών σοσιαλιστικών έπαναστάσεων, πού άρχισε μέ τή νίκη τής Μ εγάλης ’Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Ε πανάστασης, σάρωσε τό καπιταλιστικό σύστημα σέ μιά σειρά άπό χώρες τής Εύρώπης καί τής Ά σ ίας. Ν ίκησε ή πρώτη σοσιαλιστική έπανάσταση στην άμερικανική ήπειρο. Τό Ινα τρίτο τής ανθρωπό τητας κίνησε πάνω στό δρόμο τοϋ σοσιαλισμού. Εμφανίστηκε τό ισχυρό παγκόσμιο σύστημα τού σοσιαλισμού ώς άντίποδας καί άρ νηση τού καπιταλιστικού συστήματος. Ό άγώνας άνάμεσα σ’ αύτά τα δυό παγκόσμια συστήματα άποτελεΐ τόν πυρήνα τής διαλεκτικής τής σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, πού στό μεγαλύτερο βαθμό καθορίζει τή βασική κατεύθυνση καί τό δυναμισμό τής έξέλιξής της. Οί έθνικοαπελευθερωτικές καί οί άντιϊμπεριαλιστικές έπαναστάσεις άποτελούν τό άλλο ισχυρό έπαναστατικό ρεύμα τής σύγχρο νης έποχής μας. Στενά συνδεμένο μέ τή σοσιαλιστική έπανάσταση, έμπνευσμένο άπό τό παράδειγμά της, στηριγμένο στήν ήθικολογική, οικονομική καί Ινοπλη ύποστήριξή της, τούτο τό ρεΟμα τσάκισε Ιναν άπό τούς βασικούς στόχους τού Ιμπεριαλισμού — τό άποικιοκρατικό του σύστημα, καί δημιούργησε στή θέση του Ινα νέο κόσμο κρατών, δπου άναπτύσσονται Ισχυρές άντιϊμπεριαλιστικές δυνάμεις, καί σέ μερικά άπ’ αύτά σοσιαλιστικές τάσεις. Μέσα στόν καπιταλι στικό ·κόσμο, στά μεγαλύτερα δχυρά του, μεγαλώνει ή δύναμη τού έπαναστατικοϋ έργατικοϋ κινήματος, τών δημοκρατικών καί τών άντιΐμπεριαλιστικών δυνάμεων. Σέ όρισμένες προηγμένες καπιτατ λιστικές χώρες, δπως ή ’Ιταλία καί ή Γαλλία, τά κομμουνιστικά κόμματα μετατράπηκαν σέ πολιτικές δυνάμεις πρώτης γραμμής. Ό λ α αύτά βάθαιναν καί δξυναν τή γενική κρίση τής άστικής κοι νωνίας. Τ ό πνεϋμα τής άρνησης τού τωρινού καπιταλιστικού συστή ματος, ή έπιδίωξη πρός Ινα νέο, άνώτερο, σοσιαλιστικό σύστημα άγκαλΐάζει όλοένα πιό πλατιές μάζες άπό τήν έργατική τάξη ώς τά άριστερά φοιτητικά κινήματα, πού στά τελευταία χρόνια κατα κλύζουν τόν καπιταλιστικό κόσμο καί σέ δρισμένες χώρες, δπως ή Γαλλία* τόν συγκλονίζουν συθέμελα. Μέσα σ’ αυτήν τήν άτμόσφαιρα ή ιστορική καί ή φιλοσοφικοϊστορική γνώση άκοκτήσανε, καί *Τό βιβλίο γράφτη kc τό 1969 καί κυκλοφόρησε στά βουλγάρικα tô 1970. (Σημ. τ. Μετ.).
18
δέν μπορούσε νά μην άποκτήσουν , έξαιρετικά μεγάλη έπικαιρότητα καί σημασία γ ιά τους άστούς Ιδεολόγους. Ή φιλοσοφία τής ιστορίας καί ή κοινωνιολογία τής Ιστορίας άποτελοϋν τό χώρο, πού πάνω του συναντιούνται σήμερα τά γ ενι κά γνωσιολογικά, μεθοδολογικά καί πρίν άπ’ 5λα τα ταξικά καί τά ιδεολογικά ενδιαφέροντα τών άστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, οίκονομολόγων καί πολιτικών.1 ’Ακριβώς τά ταξικά καί τά Ιδε ολογικά ένδιαφέροντα τής σύγχρονης άστικής τάξης άποτελοϋν τήν κύρια αιτία, πού όπαγορεύει τώρα τήν έπιτακτική άνάγκη μιας δλοένα στενότερης προσέγγισης, πλοκής καί. άλληλοδιείσδυσης άνά μεσα στήν άστική φιλοσοφία, κοινωνιολογία, Ιστορία, πολιτική οίκονομία καί πολιτική. Αύτή είναι πού ύ π ο χ ρ ε ώ ν ε ι τούς άστούς ιστορικούς νά ένδιαφέρονται δλοένα καί περισσότερο γ ιά τά φιλοσοφικά καί τά κοινωνιολογικά προβλήματα τής ιστορίας καί νά καταπιαστούν μέ τήν έπεξεργασία τους, καί τούς άστούς «ριλόσοφους καί κοινωνιολόγους νά έκδηλώνουν αύξανόμενο ένδιαφέ ρον γ ιά τήν Ιστορία καί νά δημιουργούν δλοένα νέες καί νέες φΛοσοφικοϊστορικές καί κοινωνιολογικοϊστορικές θεωρίες καί άντιλήψεις. Ή άμεση καί βαθύτερη κοινωνικοϊστορική αιτία, πού καθο ρίζει αύτήν τήν διαδικασία, είναι ή βαθιά κρίση τής σύγχρονης άστικής κοινωνίας, ή άσυγκράτητη άνάπτυξη τής σοσιαλιστικής Iπανάστασης καί τοΰ σοσιαλιστικού συστήματος, γενικά τής πα γκό σμιας έπαναστατικής διαδικασίας, πού προξενεί καί βαθαίνει στήν ά στική τάξη καί στούς Ιδεολόγους της τό αίσθημα τής ιστορικής κα ταδίκης τους, άπαισιοδοξίας, άνασφάλειας καί φόβου μπροστά στδ μέλλον .Ταυτόχρονα τό ταξικό Ενστικτο τής άστικής τάξης καί τών Εδεολόγων της γ ιά τήν αυτοσυντήρησή των τούς προτρέπει σέ άπεγνωσμένες προσπάθειες στήν άναζήτηση διεξόδου άπδ τήν κρί ση, μέσων γ ιά τήν άποτροπή τοϋ άναπόφευκτου. 'Ο λ α αύτά καθο ρίζουν τόν ιδιαίτερο ί σ τ ο ρ ι κ ο π ρ α κ τ ι κ ό χαρακτή1. Βλέπε έπίσης : Ο. Μ. Μεντουσσιέφσκαγια, «Μερικά προβλή ματα μεθοδολογίας στή σύγχρονη γαλλική Ιστοριογραφία», περιοδι κό «Βαπρόσι Φιλοσόφιΐ» (Ζητήματα Φιλοσοφία;) άριθ. 1, 1965, σελ. 107 (στα ρβσικά).
19
p α τοΰ αύξανό|ΐενου ένδιαφέροντος τών άστών φιλοσόφων καί κοι νωνιολόγων γ ι ά τή ν Ι σ τ ο ρ ί α καί τών άστών Ιστορικών γ ιά τή ν ' κ ο ιν ω νι ο λ ο γ ία καί τή φ ιλ ο σο φ ία τής
ιστορίας. Αυτόν τόν χαρακτήρα τοϋ αυξανόμενου ένδιαφέροντος τών ά στών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί Ιστορικών γ ιά τήν Ιστορική καί τή φιλοσαρικοϊστορική γνώση καί τόν καθορισμό του άπό τήν σύγχρονη κοσμοϊστορική κατάσταση, μάς άποκαλύπτουν πολύ συ χνά οί ίδιοι οί αστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί. ’Ιδια ί τερα ένδιαφέρουσες καί ειλικρινείς, ά π ’ αύτήν τήν άποψη, είναι οί σκέψεις φιλοσόφων δπως δ Ν ικολάϊ Μπερντιάεφ, κοινωνιολόγων δπως δ "Αλφρεντ Βέμπερ καί δ Π ιτιρΙμ Σορόκιν καί ιστορικών δ πως δ Χέρμαν Χάϊμπελ. Ό Ν ικολάϊ Μπερντιάεφ ήταν ένας άπό τούς πρώτους άνάμεσα στους άστούς φιλόσοφους πού κατάλαβαν άπό τΙς ταξικές τους θέ σεις τί σημαίνει ή νίκη τής Μ εγάλης ’Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής ’Επανάστασης γ ιά τήν παγκόσμια ιστορία, γ ιά τήν τύχη δλου τοϋ αστικού κόσμου καί πού πρώτοι νιώσανε καί έκφράσανε μέ Ιδιαίτε ρη όξύτητα τήν άνάγκη τής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Στό βιβλίο του «Τό νόημα τής ιστορίας», πού έκδόθηκε τό 1923, δ Μπερντιάτ εφ ύποδεικνύει πώ ς οί ιστορικές καταστροφές καί καμπές, προδια θέτανε πάντοτε σέ συλλογισμούς πάνω σέ φιλοσοφικοϊστορικά προ βλήματα, σέ άπόπειρες νά σημασιολογηθεΐ ή ιστορική διαδικασία καί να δημιουργηθεΐ μια άλλη φιλοσοφία τής ιστορίας. ’Αλλά κα μιά ιστορική καταστροφή στό παρελθόν, κατά τή γνώμη του, δέν μπορεΐ νά συγκριθεΐ μέ τήν καταστροφική περίοδο, πού άνοιγε στήν παγκόσμια ιστορία ή ’Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. «Φρονώ — Ιγραφε— πώ ς δέν μπορεΐ νά ύπάρχουν Ιδιαίτερες διατ φωνίες γ ιά τό δτι δ χ ι μ ονάχα ή Ρωσία, μά καί δλη ή Εύρώπη, καί δλος δ κόσμος μπαίνουν σέ καταστροφική περίοδο τής έξέλιξής τους. Ζοΰμε σέ καιρούς μιδς μεγάλης Ιστορικής καμπής. Έ χ ε ι άρχίσει κάποια νέα Ιστορική έποχή. Ό λ ο ς δ ρυθμός τής ιστορικής έξέλιξής άλλάζει ούσιαστικά...’Ανακαλύφτηκαν ήφαιστειακές π η γ έ ς στό Ιστορικό ύπέδαφος. Ό λ α κλονίστηκαν καί μάς δημιουργεί ται ή έντύπωση γ ιά τό Ιδιαίτερα έντατικό, γ ιά τήν Ιδιαίτερα όξυμένη κίνηση τοΟ «ιστορικού». Φρονώ πώ ς αΰτό τό δξύ αίσθημα είναι
Ιδιαίτερα σπουδαίο γ ιά τό δτι ή Ανθρώπινη σκέψη καί ή άνθρώπινη συνείδηση στράφηκαν στήν έπανεξέταση τών βασικών ζη τη μάτων τής φιλοσοφίας τής ιστορίας, σέ άπόπειρες νά οίκοδομηθεϊ ή φιλοσοφία τής Ιστορίας μέ νέο τρόπο. Μπαίνουμε σ’ έποχή πού ή άνθρώπινη συνείδηση θά στραφεί πρός αύτά τά προβλήματα περισ σότερο ά π’ δσο ήταν στραμμένη δ ς τώρα».1 Ή έξέλιξη τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής, κοινωνιολογικής καί Ιστορικής σκέψης έπιβεβαίωσε αύτήν τήν πρόβλεψη τοΟ Μπερντιάεφ. Κάπου τρεις δεκαετίες άργότερα ό μεγάλος γερμανός άστός κοινωνιολόγος Ά λ φ ρ ε ν τ Βέμπερ σημειώνει δχι μόνο τό αύξημένο ένδιαφέρον τών άστών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί ιστορικών πρός «τήν ιστορία ώς παγκόσμια ιστορία», μά καί τό γεγονός δτι τοΰτο τό ένδιαφέρον διαφέρει ουσιαστικά άπό τό ένδιαφέρον τοϋ Λεοπόλντ φόν Ράνκε ή τοΟ Γιάκομπ Μπούρκχαρντ καί άλλων Ιστο ρικών τοϋ δέκατου Ινατου αιώνα. Έ ν ώ δ Ράνκε καί οί πολυ άριθμοι δπαδοί του Ιβλεπαν τό καθήκον τοϋ ίστορικοϋ στό νά διαπιστο'ισει «πώς στήν πραγματικότητα ή τ α ν » , καί δ Μπούρκχαρντ Ιβλεπε τό νόημα τής ιστορικής γνώσης στό ν ά τ ο ύ ς κ ά ν ε ι ά π λ ώ ς « σ ο φ ό τ ε ρ ο υ ς » , τώρα, κατά τόν Βέμπερ, ή Ιστορι κή γνώση καί ειδικότερα ή φιλοσοφικοϊστορική καί ή κοινωνιολογικοϊστορική γνώση καλείται νά δώσει άπάντηση σέ ζητήματα πού άναφέρονται στή σ ύ γ χ ρ ο ν η ισ τορική κατάστασ τ ά σ η καί στό ι σ τ ο ρ ι κ ό μ έ λ λ ο ν — ζητήματα πού o jv δέονται μ έ τή ν ι σ τ ο ρ ι κ ή μοίρα τής άστικής κοινωνίας. « Ή ούσία τοϋ ζητήματος — μάς γράφει — είναι μάλλον: ποϋ βρισκόμαστε, λοιπόν, έμεϊς στό ρεϋμα τής Ιστορίας, δχι ώς τωρινός λαός, άλλά ώς προωθούμενοι άπ’ αύτό τό ρεϋμα άνθρωπότητα. Τ ί κάνει αύτό τό ρεϋμα μ’ έμάς; — Έ χ ο υ μ ε τήν αί σθηση πώς μάς κουβαλάει μέ όλοένα μεγαλύτερη ταχύτητα πρός Ινα νέο είναι, δπου γ ιά πολλά άπ’ αύτά πού τά θεωρούσαμε μεγάλα, είναι ζήτημα iv θά ύπάρχει θέση... Α τενίζουμε τήν ιστορία μέ περιέργεια, άναφτερωμένη ϊτΛ Ιλπίδα, κάνουν μέ άγωνία, γιατί νιώθουμε σέ §να σημείο στροφής, χωρίς άκόμη νά μποροϋμε νά άντιληφθοϋμε άπόλυτα πόσο βαθιά εΐ1. Nikolai Berdjaew. Der Sinn der Gerchichte, Versuch einer Phillotophie des Menschengeschickes, Tiibingen 1950, S. 18.
21
ναι ή άλλαγή, πόσο πολύ άπό τήν ούσία τού παλιού μας είναι θά έξαφανιστεΐ τελικά, γ ιά νά κάνει σταθερή θέαη στό νέο — καί ιέ ποιό νέο. Νιώθουμε άνάγκη να έξηγήσουμε τή σύγχρονη πρωτά κουστα μπερδεμένη κατάσταση, να προσανατολιζόμαστε στή ση,ιασία της, κάνοντας έπισκόπηση τών κινητήριων δυνάμεων τοΟ ιστο ρικού ρεύματος, τής πορείας του, τών μορφών καί τού δυναμισμού του. μέ τήν έλπίδα να άντιληφθούμε κατ’ αύτόν τόν τρόπο κάτι άπό τήν ϊδια μας τή μοίρα. Σέ τέτοιον καιρό —συμπεραίνει δ Βέμ,περ— έμφανίζεται συ νήθως ή φιλοσοφία τής ιστορίας ή, ΐ ν θέλουμε νά περιοριστούμε στό έμπειρικά αντιληπτό καί στήν άμοιβαία του συνάφεια, ή κοινωνιολογία τής ιστορίας.»1 Ό ΠιτιρΙμ Σορόκιν παρατηρεί πώ ς σέ «δμαλούς καιρούς» άσχολοΰνται μέ φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα μόνον §νας άσήμαντος άριθμός στοχαστές καί έπιστήμονες. ’Αλλά «σέ καιρό σοβαρής κρίσης τοΰτα τά προβλήματα αποκτούν μεμιάς έξαιρετικά μεγάλη θεωρητική καί πρακτική σημασία». Ό Σορόκιν ύποστηρίζει αύτό του τό συμπέρασμα μέ μιά σειρά παραδείγματα άπό τήν παγκόσμια ιστορία, άρχίζοντας μέ τήν ιστορία τής άρχαίας Αίγύπτου καί τελειώντας μέ τή σύγχρονη Ιστορία. Τονίζοντας δτι, στή διάρκεια του εικοστού αιώνα, «ιδιαίτερα μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλε μο". τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα έγιναν έξαιρετικά έπίκαιρα, δ ϊδιος γράφει: «...δντας περίοδος τής δυνατόν μεγαλύτερης κρίσης σ’ δλη τήν ιστορία τής ανθρωπότητας, δ εικοστός αιώνας Iβγαλε κιόλας εναν τεράστιο άριθμό φιλοσοφίες τής Ιστορίας», ένώ τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα «παθητικά ή ένεργητικά... πάλ λουν στή συνείδηση εκατομμυρίων άνθρώπων», Ιχουν περιληφθεΐ «στήν ήαερήσια διάταξη τής ιστορίας».2 "Τστερα πού διαπιστώνει, πώ ς στις άστικές χώρες «Ασχολούν ται τώρα μέ τήν ιστορία σέ πρωτόγνωρες διαστάσεις», δ Χάϊμπελ 1. Alfred Weber, Kulturgeschichte als Kultursoziologie, Piper, München, 1950, S. 17. 2. Pitirim Sorokin, Modern Historical and Social Philosophies (form erly titled: Social Philosophies of ao Afe of crisis), Dover Pu blications, INC, N X , 1963, P.P. 3 -6 .
22
έξηγεΐ τούτο τό γεγονός σχεδόν μέ τις ίδιες αιτίες,πού ύποδεικνύουν ό Βέμπερ καί ό Σορόκιν, καί φτάνει έπίσης στήν άνάγκη «φιλοσο φικής έρμηνείας τής ιστορίας». « Ό κόσμος μας — γράφει στό προαναρερμένο π ια άρθρο του— είναι κόσμος διαδοχικής κοινωνικής Ιπανάττασης» — κόσμος γεμάτος Ενταση καί άνασφάλεια, πού άναζητάει ασφάλεια. Καί ακριβώς «ή άνάγκη τοϋ σύγχρονου άνθρώπου (δηλαδή τοϋ άστοΰ άνθρώπου— Σημ. δική μας Ν .Ί .) γ ιά άσφάλεια» καθορίζει καί τή «σημερινή μας στάση Απέναντι στήν Ιστο ρία». Κ ι’ αύτή ή στάση, σύμφωνα μέ τό Χάϊμπελ, είναι πια άσυμβίβαστη μέ «έκεΐνον τοϋ Ιστορισμού, πού... άρνιοϋνταν τή φιλοσοφική Ιρμηνεία τής ιστορίας». Κατ’ αύτόν τόν τρόπο καί δ φιλόσοφος Ν. Μπερντιάεφ, καί οί κοινωνιολόγοι Ά . Βέμπερ καί Π . Σορόκιν, καί δ ιστορικός X. Χ άϊμπΐλ συνειδητοποιοΰν καθαρά, πώ ς ή άστική φιλοσοφία τής ι στορίας. δνομάστε την, άν λέγετε, κοινωνιολογία τής Ιστορίας, εί ναι «κόρη» τής κρίσης τής άστικής κοινωνας, δπως κάποτε Ικφράστηκε δ ’Λ. Βέμπερ — τής μεγαλύτερης κρίσης, πού πέρασε ποτέ. Είναι ζω τικά άναγκαία στή σύγχρονη άστική τάξη, γ ιά νά μπορεΐ μέ τή βοήθειά της νά προσανατολίζεται στή σύγχρονη «μπεδρεμένη», έπαναστατική καί «άγωνιώδικη» ιστορική κατάσταση, νά έπανακτήσει τό αίσθημα άσφάλειας καί βεβαιότητας. Μά αύτή δέν είναι ή μοναδική κοινωνικοϊστορική αίτία, -ού κάνει έπίκαιρη τήν άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας καί καλεΐ στή ζω ή δλοίνα νέες -καί νέες φιλοσοφικοϊστορικές θεωρίες. Ή άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας καλείται δ χ ι μ ο ν ά χ α νά «προσανα τολίζει» τήν άστική τάξη στή σύγχρονη ιστορική έποχή, νά τής έπιστρέφει τό χαμένο αίσθημα άσφάλειας καί βεβαιότητας, μαζί μ ’ αύτό καλείται νά τήν ύπηρετήσει ώς ι δ ε ο λ ο γ ι κ ό δπλο άγώνα ένάντια στή μαρξιστικολενινιστική Ιδεολογία, Ιδεολογικής έπίδρασης πάνω στις μάζες, πάνω στά ίδια τά έπαναστατικά κι νήματα, μ αζί καί πάνω στό έπαναστατικό έργατικό κίνημα καί στίς σοσιαλιστικές χώρες, γ ιά νά τΙς άποκλίνει άπό τό δρόμο τής έπαναστατικής πάλης ένάντια στό άστικό σύστημα. Ή νικηφόρα πορεία τής σοσιαλιστικής Ιπανάστασης, οί κοσμοϊστορικές έπιτυχίες τών σοσιαλιστικών χωρών, ή μετατροπή τοΟ δι εθνούς κομμουνιστικού κινήματος σέ Ισχυρή ιστορική δύναμη καί ή
αυξανόμενη έπιρροή τών μαρξιτακολενινιστικών Ιδεών στήν οίκουμένη — δλες αύτές οί διαδικασίες ένεργοΟν ώς Ιδιόμορφος καί παραπολύ Ιο υ δ α ίο ς καταλύτης γ ιά τήν έπικαιροποίηση καί τήν άνάπτυξη τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής καί κοινωνιολογικής στκέψης. Ή Αντικειμενική καί άδυσώπητη διαλεκτική τής ταξικής πάλης άνάμεσα στό προλεταριάτο καί στήν άστική τάξη, άνάμεσα στό σο σιαλιστικό καί στό καπιταλιστικό σύστημα είναι τέτοια, άστε οί έπιτυχίες τοϋ σοσιαλισμού, τοΟ μαρξισμοϋ — λενινισμοΟ ύποχρεώνουν τούς άστούς ίδεολόγους ν’ άσχολοϋνται όλοένα καί πιό δραστήρια μέ τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα. Ό Λένιν είχε γράψει, πώ ς «ό Ι σ τ ο ρ ι κ ό ς υλισ μός τοϋ Μάρξ είναι μεγαλύτερη κατάκτηση τής έπιστημονικής σκέ ψης», πού Ιδωσε στήν άνθρωπότητα καί ιδιαίτερα στήν έργατική τάξη Ισχυρά μέσα γ ιά τή γνώση καί τήν έπαναστατική άλλαγή τοϋ κόσμου.1 Χωρίς τόν Ιστορικό ύλιαμό δέν ύπάρχει μαρξισμός, δέν ύπάρχει έπαναστατική προλεταριακή καί σοσιαλιστική Ιδεολογία. Καί δ ί σ τ ο ρ ι κ ό ς ύλισμός είναι φ ι λ ο σ ο φ ί α— ή μαρξιστική φ ιλοσοφία τ ή ς Ιστορίας. Έ τ σ ι είναι αύτονόητο, πώ ς γ ια νά διεξάγουν άγώνα ένάντια στό μαρξισμό, οί άστοί ίδεολόγοι είναι ύποχρεωμένοι νά άντιτάξουν στή μαρξιστική φιλοσοφία τής ιστορίας τή δική τους φιλοσοφία τή ; ι στορίας. Μόνον ίτσι μπορεΐ νά έξηγηθεΐ τό γεγονός, δτι στά τελευταία πενήντα χρόνια καί ιδιαίτερα στήν περίοδο μετά τό Δεύτερο Π αγκό σμιο Πόλεμο δέν μπορεΐ νά βρεθεί οδτε μιά κάπως σημαντική άστική φιλοσοφικοΐστορική ή κοινωνιολογικοϊστορική θεωρία, πού νά είναι περισσόΌερο ή λιγότερο — άς τό ποϋμε Ετσι— π ρ ο σ α ν ατ ο λ ι ζ ο μ έ ν η πρός τόν Ι σ τ ο ρ ι κ ό ύ λ ι σ μ ό . Μερικές άπ’ αύτές,δπως οί φιλοσοφικοϊστορικές καί οί κοινωνιολογικοί στορικές θεωρίες τών Μ. Β έμπερ, Ά . Β έμπερ, X . Φ ράγερ, Κ. Γιάαπερς, Ν. Μπερντιάεφ, Π. Σορόκιν, Ά . Τόϊνμπι, Κ . Πόπερ, Ρ . Ά ρόν, Ού. Ρόστοου καί άλλων, δχουν ϊντονο άντιμαρξιστικό χαρακτή ρα. Ά λ λ ε ς , δπως αύτή τοΟ Σάρτρ, πασχίζουν, στόν άλφα ή βήτα
1.
Β. I. Λένιν, Ά καντα, τόμος 19, σελ, 5. (στά ρωσικά).
βαΑμό. να «δλοκληρώαουν» μέσα τους τόν Ιστορικό ύλισμό. Ό λ ες,, δμως, αύτές οί θεωρίες άποτελοΟν μιάν άπάντηση στήν Ιοχαρή «πρό κληση» τοΟ μαρξισμοί}, μιάν έναλλακτική λύση στόν Ιστορικό ύλισμό. Έ τ σ ι, λογουχάρη, δ Ρόστοου τό βιβλίο του «Τά στάδια τής ol·κονομικής άνάπτυξης» τό όνομάζει άπευθείας «Μή κομμουνιστικόμανιφέστο».1 Ό Ά λ φ ρ ε ν τ Β έμπερ δμολογεΐ, πώ ς ά π ’ δλες τΙς κοινωνιολογικοϊστορικές θεωρίες, που δημιουργήθηκαν στήν περίοδο· άπό τό 4 10, δταν δ Αυγουστίνος ϊγραψε τό ίργο του «DE C IV IΤ Α Τ Ε D EI», ώς τά σήμερα, μονάχα ή μαρξιστική θεωρία ίχει. «πραγματική Ιστορική σημασία» καί «στ’ άλήθεια Εχει κάνει παγκό σμια ιστορία».2 Μ αζί μ ’ αύτό άναγνωρίζει έπίσης, δτι ή κοινωνιολογικοϊστορική του θεωρία είναι μιά άντιμαρξιστική άπάντηση στήν «πρόκληση... αύτής τής μεγάλης, άν καί μονόπλευρης... θεωρίας»,* δτι 6 σκοπός τής δημιουργημένης άπ’ τόν Ιδιο «κοινωνιολογίας τής κουλτούρας» είναι να άγωνίζεται ένάντια στήν «όλιστική άντίληψη τ ή ; ιστορίας», που σήμερα Ιχ ε ι τεράστια έπιρροή.4
1. W. W Rostow, The Stage of Economic Growth. A non-commumist Manifesto, Cambridge, 1960. 2. Alfred Wever, Kulturgeschichte als Kultursoziologie, S. 19. 3. Alfred Weber, Kulturgeschichte als Kultursoriologie, S. 19. 4. Alfted Weder, Prinzipien des Gerchichts - und Kultursoziolo gie, Piper und Co. Verlag Miinchen, 1931. S. 39.
26·
Η Κ Ρ ΙΣ Η Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ Σ
Παράλληλα μέ τις κοινωνικοϊστορικές καί χΐς Ιδεολογικές αι τίες τό Ιδαφος πού παροτρύνει Ιδιαίτερα πολύ τήν έπικαιροποίηση καί τήν άνάπτυξη τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής καί κοινωνιολογικοϊστορικής σκέψης είναι ή βαθιά κρίση τής άστικής ίστοοιογραφίας καί τοϋ ])^θοίολογ:κοϋ της δπλοστάσιου. Ή κρίση τής άστικής Ιστοριογραφίας άποτελεΐ πολύπλοκο φαι νόμενο. Είναι y.ap-iç τόσο κοινωνικοϊστορικών αιτιών, δσο και α ι τιών πού έχουν τις ρίζες τους στήν ίδια τήν έξέλιξη τής άστικής ιστοριογραφίας, καί έκδηλώνεται σέ διάφορες, συχνά άντιφατικές, τάσεις. Ή κρίση τής άστικής ιστοριογραφίας είναι κρίση πριν ά π’ •δλα τής μεθοδολογίας της, καί δχι τής γεγονοτογραφίας της. Ό πως τονίσαμε κιόλας, άπό τό πρώτο μισό τού δέκατου Ινατου αιώ να ώς τΙς μέρες μας ή άστική ιστοριογραφία άναπτυσσόταν πρώ τι στα πάνω στή μεθοδολογική βάση τού θετικισμού καί τοϋ νεοκαν-τιανισμοΟ, πού, παρά τΙς άμοιβαΐες τους διαφορές, άνάγανε καί άνάγουν τήν Ιστορική έπιστήμη άπλώς σέ γεγονοτογραφία — σέ περιγραφή ξεχωριστών καί άσύνδετων μεταξύ τους ιστορικών γ ε γονότων. Ό δέκατος ένατος αΙώνας — γράφει ό άγγλος ιστορικός Έντουαρντ Κάρ-— ήταν μιά μεγάλη έποχή γεγονότων. «’Εκείνο πού θέλω — λέει ό Γκράντγκριντ στό « H a rd Tim es» — είναι τά γεγονότα... στή ζωή είναι άπαραίτητα μόνο τά γεγονότα». Οί ι στορικοί τοϋ δέκατου ένατου αιώνα σά σύνολο συμφωνούν μαζί του. "Οταν στή δεκαετία 1 8 3 0 - 1 8 4 0 δ Ράνκε... παρατηρεί, -ιώς τό καθήκον τής Ιστορίας είναι άπλώς νά δείξει «πώς στήν πραγμα τικότητα ήταν» (wil es eigentlich gew esen), αυτός ό πολύ βαθύς άφορισμός είχε μια καταπληκτική έπιτυχία. Τρεις γενιές γερμανοί, βρεταννοί, ώς καί. γάλλοι Ιστορικοί πορεύονταν στή μ άχη, φωνάζοντας τις μαγικές λέξεις (wil es eigentlich gew esen) σάν êva ξόρκι, προορισμένο, δμοια μέ τά περισσότερα ξόρκια, νά τούς λυ τρώσει άπό τή δυσάρεστη ύπαχρέωση νά σκέφτονται γ ιά τόν έαυ-
τό τους. Οί θετικιστές... συμβάλλανε μέ τήν έπιρροή τους σ’ αύτήν τή λατρεία τών γεγονότων. Π ρώτα νά έξακριβωθοΟν τά γεγονότα, ϊλεγα ν οί θετικιστές, υστέρα’ ά π ’ αύτό βγάλτε τά συμπερά/σματά σας απ' αυτά».1 Ή άστική Ιστοριογραφία βάδισε πολύ καιρό κάτω άπό τή σημαία τού χυδαίου έμπειρισμοϋ τών θετικιστών καί τής ίδιογραφικής ή έξατομικευμένης μεθόδου τών νεοκαντιανών. Ή πλειονό τητα τών άστών Ιστορικών Εβλεπαν τό μοναδικό τους καθήκον στήν έξακρίβϋ)ση καί στήν περιγραφή νέων καί νέων γεγονότων, στήν «έξατομικευμένη» περιγραφή τών ιστορικών γεγονότων καί στ’ 5νομα - ή ; αυστηρής «έπιστημονικότητας» καί «άντικειμενικότητας» άπορρίπτανε τήν άνάγκη γ ιά Θεωρητικές γενικεύσεις, γ ιά έξέταση τή ; ιστορίας ώς ένιαίας καί άλληλένδετης διαδικασίας, δπου τά χωριστά γεγονότα καί περιστατικά άποτελοΰν μονάχα ξεχωριστούς κρίκους καί μπορούν νά κατανοηθοϋν καί έξηγηθούν μονάχα στήν άλληλοσχέση καί άλληλοεξάρτησή τους. Τ ή ν άρνητική τους στάση άπένα/τι στή θεωρητική σημασιολόγηση τών Ιστορικών γ ε γονότων καί περιστατικών τήν καλύπτανε καί δικαιολογούσανε μέ τήν άρνητική τους στάση άπέναντι στή χρεωκοπημένη καί δυσφη μισμένη θεωρητική Ιδεαλιστική φιλοσοφία* καί κοινωνιολογία τή ; ιστορία:. "Ολα αυτά προσδίνανε στήν Ιστοριογραφία τους μιά φαινομενική «έπιστημονική άντικειμενικότητα», πού τή χρησιμο ποιούσαν και γ ιά ιδεολογικούς σκοπούς — γ ιά άγώνα ένάντια στή μαρξιστική ιστοριογραφία καί στόν Ιστορικό ύλισμό, πού ύπογραμμίζουνε καί θεμελιώνουνε πάντα τήν άνάγκη νά έξετάζεται ή ι στορία ώς άντικειμενική άλληλένδετη καί νομοτελειακή διαδικα σία. Μά ή νίκη τής Μ εγάλης ’Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής ’Ε πα νάστασης, πού έγκαινίασε τή νέα έποχή στήν Ιστορία τής άνθρω-
J. Ε. Η. Cars, What is History?, Pelican, Books, London, 1964, Pi 9. • Ή θεωρητική φιλοσοφία άκοτελεΐ Ιδεαλιστική τάση στή φιλο σοφία, πού έξετάζει τήν πραγματικότητα δχι μέ τά δεδομένα τής έμπειρίας άλλά άπό τή σκοπιά γενικΑν καί άφηρημέναν άρχΑν, δηλα δή θεωρητικά. (Σημ. τ. Μετ.).
27
πότητχς, καί τό βάθεμ,α τής γενικής κρίσης τοΟ καπιταλισμού δρθωσαν τήν άστική Ιστοριογραφία μπροστά σέ νέα καθήκοντα. Μπρο στά της μπήκε τό έπιτακτικό καθήκον νά δώσει άπάντηση στα ζη τήματα σχετικά μέ τΙς αίτιες, τόν δγκο καί. τό βάθος τών διαδικα σιών πού συντελοΟνταν στή σύγχρονη έποχή, καί τή σημασία τους γ ιά τό παρόν καί τό μέλλον τής άστικής κοινωνίας. Ή Ό χτω βριανή Σοσιαλιστική ’Επανάσταση καί ot άλλες σοσιαλιστικές έπαναστάσεις, δ Πρώτος καί ό Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς καί ή κρίση τής άστικής κοινωνίας άποτελοδν διαδικασίες, πού έ χουν δχι μονάχα τοπική, έθνική ή περιφερειακή, άλλα καί διεθνή, κοσμοϊστορική σημασία. "Εχουν πάρα πολύ βαθιά καί Λμεση σχέ ση μέ τήν ιστορική μοίρα δλου τοΟ άστικοΒ κόσμου, όλόκληρης τής άνθρωπότητας. Νά γ ια τί μπροστά στήν άστική Ιστοριογραφία μπαίνει δπως ποτέ προηγούμενα μέ δλη του τή βαρύτητα τό ζή τη μα γ ια τ ή ν π α γ κ ό σ μ ι α Ι σ τ ο ρ ί α , γ ιά τΙς κινη τήριες δυνάμεις καί τις τάσεις τής έξέλιξής της, γ ιά τό «νόημά» της. Γ ιατί, δπως έκφράζεται ό Γιάσπερς, «μονάχα δλη ή Ανθρώ πινη ιστορία μπορεΐ νά μάς δώσει τ!ς διαστάσεις γ ιά τό νόημα τών σύγχρονων γεγονότων».1 Κ αί άκριβώς αύτό τό καθήκον προκάλεσε τή βαθιά κρίση, δπου βρίσκεται σήμερα όλάκερη ή άστική Ιστοριογραφία. Τό 1896, δταν σχεδίαζε τήν πολύτομη «Κεμπριτζιανή Σύγχρονη Ιστορία», 6 γνωστός άγγλος ιστορικός Ά κ τ ο ν είχε γράψει, πώ ς ή τωρινή γ ε νιά δέν μπορεί νά έχει μιά τελική, όλσκληρωμένη Ιστορία. «Ε μείς — έγρα ψ ε— μπορούμε νά διαθέτουμε τή συμβατική ιστορία καί νά δείξουμε τό σημείο πού φτάσαμε στό δρόμο άπό τή μ ιά στήν 4λλη, πώς τώρα βρισκόμαστε στό δρόμο νά πετύχουμε δλάκερη τήν άπαραίτητη πληροφόρηση καί ή έπίλυση κάθε προβλήματος Ιγινε μπορετή».2 Συνάμα δ "Ακτον είχε ύπόψη του τή συγγραφή παγκόσμιας Ιστορίας. Ε ξ ή ν τα χρόνια άργότερα, άκριβέστερα τό 1957, στή «Γενι κή ΕΙσαγωγή» του στή «Ν έα Κ εμπριτζιανή Σύγχρονη 'Ιστορία», 1. Karl Iaspers, Vom Ursprung und Ziel der Geschichte, R. Pi per und Co Verlag, München, 1950, S. 15= 2. E. H. Carr, What is History?, p. 7.
σχολιάζοντας αύτήν τήν αισιόδοξη βεβαιότητα τοϋ Ά κ τ ο ν καί καί τών συνεργατών του, δ Τ ζιόρτζ Κ λάρκ έγραψε: «Οί Ιστορικοί μιας ύστερότερης γενιάς δέ βλέπουν καμιά παρόμοια προοπτική. Π ερι μένουν τή δουλειά τους νά μετατοπίζεται διαρκώς. ΦρονοΟν, δτι ή γνώση γ ιά τό παρελθόν μεταδίδεται διαμέσου μιας ή περισσότε ρων άνθρώπινων συνειδήσεων, δτι έχει «διανυθεΐ» ά π’ αύτούς καί γ ι’ αύτό τό λόγο δέν μπορεΐ νά άπαρτιστεί άπό στοιχειώδικα καί άπρόσωπα άτομα, πού τίποτε δέν μπορεΐ νά τα άλλάξει... Ή Ιρευνα φαίνεται να είναι Ατέλειωτη καί μερικοί άνυπόμονοι έπιστήμονες αναζητούν καταφύγιο στό σκεπτικισμό ή τό λιγότερο στό δόγαα, πώς μιά καί δλες <Λ ιστορικές κρίσεις προϋποθέτουν προσωπικότη τες κα! άπόψεις, κάθε μια ά π’ αύτές είναι τόσο καλή, δσο καί ή άλλη, καί πώ ς δέν ύπάρχει καμιά «άντικειμενική» Ιστορική άλήθεια».1 Δέκα χρόνια άργότερα, τό 1968, στή δεύτερη Εκδοση '.ής «Νέας Κ εμπριτζιανής Σύγχρονης Ιστορίας», Ενας άλλος άγγλος ιστορικός, ό Τσ. Λ. Μάουατ γράφ ει: «Σήμερα λίγοι Ιστορικοί συμ μερίζονται τή βεβαιότητα τοϋ Ά κ τ ο ν , δτι ή παγκόσμια Ιστορία είτε ή δλοκληρωμένη ιστορία παρ’ δλ’ αύτά είναι δυνατό νά γρα φτούν».2 Συγκρίνοντας τΙς πιό πάνω θέσεις τοϋ Ά κ τ ο ν καί τοΟ Κλάρκ, ό άγγλος ιστορικός Έντουαρντ Κάρ γράφει «Ή σύγκρουση άνά μεσα στόν Ά κ τ ο ν καί στόν σέρ Τ ζιόρτζ Κ λάρκ είναι άντανάκλαση τής άλλαγής στή συνολική μας άντίληψη πάνω στήν κοινωνία στό διάστημα άνάμεσα σ’ αύτές τΙς δυό ρήσεις. Ό Ά κ τ ο ν μιλάει άπό τή σκοπιά τής θετικισηκής πίστης, τής σταθερής αυτοπεποί θησης τής δψιμης βικτοριανής έποχής' δ σέρ Τ ζιόρτζ Κλάρκ έπαναλαβαίνει τή σύγχυση καί τόν Ιξαλλο σκεπτικισμό τής σ υ ν η μ μένης γενιάς» .3 Οί πιό πάνω ρήσεις τών όνομαστών άγγλω ν άστών Ιστορικών μιλούν κατηγορηματικά γ ιά τήν βαθιά κρίση, δπου βρίσκεται ή
1. Ε. Η. Carr, What is History?, p. 7-8. 2. The New Cambridge Modern History, Vol. XII, Second Edision, Cambridge Modern History, 1968, p. 1. 3. E, H. Carr. What is History?, p. 8.
29
σύγχρονη άστική Ιστοριογραφία. Μιλούν γ ιά τό πώ ς αύτή ή κρίση δέν είναι κρίση τής γεγονοτογραφίας τους, άλλα πριν άπ’ δλα κρί ση τής μεθοδολογίας τους. Γκρεμίστηκε ή θετικιστική βεβαιότητα τών άλλων άστών Ιστορικών τής βικτοριανής έποχής, δτι γ ια νά γραφτεί ή παγκόσμια ιστορία, καί μάλιστα ή έπιστμονική ιστορία τής Ανθρωπότητας, είναι άρκετό να συσσωρευτεί ή Αναγκαία πλ η ροφόρηση γ ιά τά ιστορικά γεγονότα, δτι αύτή ή πληροφόρηση Εχει κιόλας δημιουργηθεΐ καί κάνει δυνατή τήν έπίλυση δλων τών προ βλημάτων τής ιστορικής έπιστήμης. Ό τ α ν προχωρήσανε στήν έκτέλεση αύτοϋ τοϋ καθήκοντος Αρχισαν να καταλαβαίνουν, δτι μονάχα μέ μιά πληροφόρηση γ ιά τά Ιστορικά γεγονότα δέν μπορεί νά γραφτεί ή Ιστορία ούτε ένός λαοϋ καί πολύ περισσότερο ή παγκόσμια ιστορία. Αύτό είχε σαν συνέπεια πολλοί άπ’ αύτούς νά πέ σουν στά νύχια έκείνης τής σύγχυσης καί έκείνου τοϋ Εξαλλου σκε πτικισμού, πού μνημονεύει δ Κλάρκ. Ά λ λ ο ι δμως άρχισαν νά κα ταλαβαίνουν, δτι γ ια νά τά βγάλη πέρα μέ τό καθήκον του, δ ιστο ρικός Εχει Ανάγκη δχι μονάχα άπό πληροφόρηση γ ιά τά Ιστορικά γεγονότα, άλλά καί Από θεωρία, μαζί καί Από φιλοσοφικοϊστορική θεωρία. Κ αί ή Αντικειμενική πορεία τή ς παγκόσμιας ιστορίας, ν.αί ή έξέλιξη τής άστικής Ιστοριογραφίας, καί Ιδιαίτερα ή κρίση τής άστικής θετικιστικής καί έμπειρικής Ιστοριογραφίας ύποχρεώνουν τούς άστούς ιστορικούς, φιλοσόφους καί κοινωνιολόγους νά έπαναξετάσουν τις ίδιες τις μεθοδολογικές βάσεις τής «έπιστήμης» τους. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν άκόμη καί οί άλλοι άστοί ιστορικοί, φιλόσοφοι καί κοινωνιολόγοι νά όρθωθοΰν μπροστά στά βασικότερα φιλοσοφικά προβλήματα τής ιστορίας καί τής Ιστορικής γνώσης: Τ ί είναι ιστορία; Τ ί είναι Ιστορικό γεγονός καί ύπάρχει αύτό άντικειμενικά; Τ ί είναι ιστορική γνώση καί είναι δυνατό νά ύπάρχει Αντικειμενική άλήθεια σ’ αύτήν; Ποιά είναι τά κριτήρια γ ιά τόν καθορισμό τής άλήθειας στήν ιστορική γνώ ση; Τ ί είναι ίστορ·κή αιτιότητα καί ύπάρχει αύτή Αντικειμενικά; χ Λ . Διαπιστώνοντας τή βαθιάν Αλλαγή, πού έπήλθε στή στάση τών σύγχρονων άγγλω ν άστών Ιστορικών Απέναντι στά φιλοσοφικά προ βλήματα τής ιστορίας σέ σύγκριση μέ τήν Αδιάφορη στάση τών ϊγ γλων Ιστορικών τοϋ δέκατου Ενατου αΐώνα Απέναντι στή φιλοσοφία τής Ιστορίας, δ Έ ντουαρντ Κάρ γράφ ει: Ό δέκατος Ενατος αΙώνας
30
«ήταν αιώνας τής άθωότητας καί οί Ιστορικοί Ικαμναν περίπατο στόν κήπο τοΟ παραδείσου χωρίς οδτε ένα κομματάκι φιλοσοφίας νά τούς καλύπτει, γυμνό! καί Αδιάντροποι μπροστά στό θεό τής Ιστο ρίας. Ά π ό τότε καί υστέρα γνωρίσαμε τήν άμαρτία καί δοκιμάσαμέ τήν πτώαη τών πρωτόπλαστων. Καί έκεΐνοι οί ιστορικοί, πού σή μερα Ιχουν τήν Αξίωση να περνοδν χωρ'ις φιλοσοφία τής ιστορίας άπλώς μάταια καί συνειδητά πασχίζουν, δμοια μέ τα μέλη Αποικί ας γυμνιστών, νά Αναδιοργανώσουν τόν κήπο τοΰ παραδείσου σέ κή πο — προάστιό τους. Σήμερα τό άβολο ζήτημα δέν μπορεΐ περισσό τερο να Αποφευχτεϊ».1 Αύτό πού ϊγ ιν ε στήν ’Α γγλία τό παρατηρούμε καί στίς Αλλες Αττικές χώρες, λογουχάρη στή Γερμανία, δπου δ έμπειρισμδς τοΟ Ράνκε, περιπλεγμένος μέ τήν ιδιογραφική καί τήν έξατομικευ)ΐένη μέθοδο τών Ν τίλταϊ, Βίντ<ελμπαντ καί Ρίκερτ, μετατράπηκε σέ με θοδολογικό πιστεύω τής πλειονότητας τών άστών ιστορικών. Γ ι’ αύ τό τό λόγο καί γερμανική ιστοριογραφία όρθώθηκε μπροστά στίς ίδιες Αξεπέραστες δυσκολίες καί δπεσε στήν ίδια κρίση, δπως ή Αγ γλική. ΤΑ νέα καθήκοντα, πού ή σύγχρονη έποχή Ιθεσε μπροστά στήν άστική ιστοριογραφία, καί ή άνημπόρια της νά τά βγάλει π έ ρα μ’ αύτά, άνοιξαν τά μάτια πολλών ιστορικών, φιλοσόφων καί κοι νωνιολόγων γ ια τΙς έντελώς περιορισμένες δυνατότητες τοϋ χυδαίου Ιμπειρισμοϋ, τής Ιδιογραφικής καί τής έξατομικευμένης μεθόδου, γιΑ τήν άνάγκη θεωρητικής σημασιολογίας τών Ιστορικών γεγονό των. «Τό ζήτημα τής ίδιας μας τής μοίρας — γράφει ό κοινωνιολό γος "Αλφρεντ Βέμπερ— μάς ώθεΐ πρός τήν ιστορία. Μά άπλώς δ â'7-τομικευμένος ιστορικός δέν μπορεΐ μόνος νά τοϋ δώσει Απάντη ση. Γ ι’ αύτόν τό σκοπό χρειάζεται τή βοήθεια ένός Αλλου, τοϋ κοι νωνιολόγου... Αν ταυτόχρονα καΐ δ ίδιος δέν είναι κοινωνιολόγος».2 Παρόμοια όμολογία βρίσκουμε καί στό γνωστό δυτικογερμανό άστό ιστορικό Ό Ά ντερ λε. Ό ίδιος όμολογεΐ, πώ ς ή γερμανική άστική Ιστοριογραφία περνΑει κρίση καί βλέπει αύτήν τήν κρίση στή μεθο δολογία της— στή στενή έξειδίκευση «τής» ιστορικής θεματικής καί στήν Ανικανότητά της νά δώσει συνθετική εικόνα τών Ιστορικών γε1. Ε. Η. Carr, What is Histery?, p. 20. 2. Alfred Weber, Priozibian der Oeschichts — und Vultursozio· logie, S. 60.
31
■γονότων. Καί σύμφωνα μέ τόν Ά ν τερ λε ή κρίση τής γερμανικής ά<ττικής ιστοριογραφίας μπορεΐ νά ύπερνικηθεΐ Ακολουθώντας τό δρόμο τής «θεωρητικής Ιστορίας».' Μά τδ βασικό ρεύμα αυτής τής ιστοριογραφίας δέν μπορεΐ νά ύπερνικηθεΐ Ακολουθώντας τό δρόμο τής μηχανιστικής συμπλήρω σης τής έξατομικευμένης μεθόδου μέ τή γενικευτική μέθοδο, δηλα δή μέ τη μέθοδο τής θεωρητικής γενίκευσης. Ή ίδιογραφική, είτε ή έξατομικευμένη, Ιστοριογραφία Εχ«ει ώς μεθοδολογική της βάση τ ή διδασκαλία τών Ν τίλταϊ, Β ίντελμπαντ καί Ρ ίκ ερ τ γ ιά τή δια φορά άρχής καί τήν άντιθετικότητα άνάμεσα στίς φυσικές έπιστήμες ώς «νομοθετικές», πού Εχουν γ ιά μέθοδό τους τήν μέθοδο τής θεωρητικής γενίκευσης, καί στίς κοινωνικές Επιστήμες, τΙς «Επιστή μες τοϋ πνεύματος», πού Εχουν γ ιά μέθοδό τους τή μέθοδο τής έξατομίκευσης τών κοινωνικοϊστορικών γεγονότων. Ν ά για τί τό v i αναγνωριστεί ή άνάγκη τής μεθόδου τής θεωρητικής γενίκευσης στήν ιστοριογραφία σημαίνει νά ύποβληθοϋν σέ βασική Αναθεώρηση καί νά συντριφτοΟν τ ά ϊδ ια τά μεθοδολογικά βάθρα τής Εμπειρικής, τής ίδιογραφικής ή τής έξατομικευμένης ιστοριογραφίας. 'Ο ποιος πει «άλφα», πρέπει νά π ε ι καί «βήτα». ’Ακριβώς αύτό κάνουν σήμε ρ α δρισμένοι Αστοί συγγραφείς, πού συνειδητοποιούν τήν άκαταλληλότητα τή ς έξατομικευμένης Ιστοριογραφίας. Τονίζοντας τήν ά νάγκη τής Εφαρμογής τής μεθόδου τής γενίκευσης στήν Ιστοριογρα φία, δ δυτικογερμανός συγγραφέας Φράντς Χάμπελ ύποδεικνύει δτι «τά γεγονότα είναι σπουδαία, μ ά άκόμη πιό σπουδαίο είναι τό νά τά άξιολογοϋμε ιστορικά» καί γ ι’ αύτόν τόν λόγο τήν άνάγκη τής με θόδου τής γενίκευσης γιά τήν ιστοριογραφία δέν μπορεΐ νά τήν άρνηθεΐ κανένας, «πού δέ φρονεί, πώ ς τό καθήκον τοΟ Ιστορικού Εξαν τλείται στό άράδιχσμα Ασύνδετων τό Ενα μέ τό άλλο συγκεκριμένων γεγονότων».2 Μά δ Χάμπελ προχωρεί πιό πέρα καί δμολογεΐ τήν ά1. Βλέπε Β. I. Σάλοφ, «Ή σύγχρονη δυτικογερμανική άστική Ι στοριογραφία», Έκδ. Οίκος «Νάουκα», Μόσχα, 1968, σελ 76. (στά ρακκκά). 2. Franz HamDl, Grundsâtrliches zur Frage der Merhode des Gescbichltswiscenschaft In: «Die Philosophie und die Wicsenschaften, Simon Moser zum 65. Cebnrstag». Verlag Anton, Hain Meisenheim am Glan, 1967, S. 331.
32
βασιμότητα τής δεσπόζουσας στή γερμανική άστική ιστοριογραφία άντίληψη τοΟ Ν τίλταϊ, Βίντελμπαντ καί Ρ ίκερτ γ ιά τήν άντιθετικότητα άνάμεσα στίς φυσικές έπιστήμες ώς νομοθετικές καί στίς κοινωνικοϊστορικές έπιστήμες ώς Ιδιογραφικές». «Στή δοσμένη κατά σταση τών πραγμάτων — γράφει δ Ιδιος— δέν μποροΟμε νά θεωροΟμε γ ιά πολύ ευτυχισμένο τό γεγονός, δτι ύστερα άπό τόν X . Ρίκ ερ τ στά γραφτά τών τελευταίων χρόνων ύπάρχει ή τάση, σ’ άντίθεση μέ τΙς «γενικευτικές» φυσικές έπιστήμες, νά παραχωρεΐται στήν ι στορία ώς «έξατομικευμένη» έπιστήμη μιά καθόλου Ιδιαίτερη θέση. Φυσικά, δ Ναπολέων καί δ ποιητής ΠλαΟτος είναι ψευδοχωριστά δεδομένα, μά γ ιά νά μπορούμε νά τούς καταλάβουμε έντελώς πρέ πει νά τούς άντιμετωπίσουμε άκριβώς έπαγω γικά - γενικευτικά... 01 όπαδοί τού Ρίκ φ ερ τ φαίνεται παίρνουν λίγο όπόψη τό δτι στούς φυσικοεπιστημονικούς κλάδους δέ λείπει αύτό, δτι αότοί δμοια μέ τήν ιστορία έχουν κατά κανόνα δουλειά δχι μέ τό γενικό, άλλά μέ τό ιδιαίτερο καί τό μοναδικό : κανένα άντικείμενο τής άστρονομικής -χρατήρησης δέν είναι έντελώς δμοιο μέ τά άλλα». Καί άντίθετα, ·νά πάρουμε τή γλωσσολογία, πού Ιπίσης δέν είναι φυσική έπιστή μη, δπως καί ή Ιστορία, μά άντιμετω πίζει (τό άντικείμενό της— Σημ. τ. Μετ.) άκριβώς γενικευτικά, στό βαθμό πού έπιδιώκει νά φτάσε: άπό τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις σέ γενικές ρήσεις πάνω στό χαρακτήρα μιας γλώσσας, πάνω στίς γλωσσικές οίκογένειες...».1 Καί στή Γερμανία ή χρεωκοπία τής έμιπειρικής καί τής «Ιδιογραφικής» Ιστοριογραφίας δδήγησε στόν Ιδιο ζοφερό σκεπτικισμό, πού άπλώνεται στούς κόλπους τών άστών ιστορικών, φιλοσόφων κ χΐ κοινωνιολόγων στήν ’Α γγλία καί στίς άλλες καπιταλιστικές χώ ρε:. Κ άτι περισσότερο, πολλοί άστοί ιστορικοί καί φιλόσοφοι παρου σιάζουν αύτή τή χρεοκοπία ώς χρεοκοπία τής ιστορικής έπιστήμης γενικά. « Ή Ιστορική έπιστήμη —γράφει δ δυτικογερμανός Ιστορι κός Ό . Ά ν τερ λε — διαλύθηκε. Ε ίναι σάν πλωτό παγόβουνο στίς αρχές τής άρκτικής άνοιξης».2 Χαρακτηρίζοντας αύτές τις διαθέ* σεις, δ δυτικογερμανός άστός ιστορικός καί φιλόσοφος Ρ . Βίτραμ 1. Franz Hampl, op. cit., SS. 331 - 332. 2. Παράθεση κατά τόν Γ. Κάχη, «Χρειάζεται νέα Ιστορική έπι στήμη»;, «Βακρόσι Ίστόριϊ», (Ζητήματα Ίοτορ(ας) Αριθ. 3, 1969,
8
33
γράφε:: «Πολύφωνη χορωδία μάς βεβαιώνει, πώ ς ή Ιστορική έπιστήμη βρίσκεται ατά πρόθυρα τής χρεοκοπίας».1 ’Ακριβώς σαν άποτέλεσμα τής χρεωκοπίας τής έμπειρικής καί τής ίδιογραφικής ιστοριογραφίας, πάνω στό ϊδαφος τής κρίσης τής άστικής ιστοριογραφίας άκούστηκε καί ή έπίκληση στους κόλ πους τών άστών Ιστορικών, φιλοσόφων καί κοινωνιολόγων γ ιά τήν ίδρυση «νέας ιστορικής έπιστήμης». Τούτη ή έπίκληση δέν είναι έντελώς νέα. ’Ακόμη μετά τόν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ό X. Ε. Μπάρντ καί άλλοι άστοί ιστορικοί στίς Η Π Α καί στήν ’Ιταλία μίλη σαν γ ια τήν άνάγκη να δημιουργηθεΐ «νέα ιστορία». Μά τοϋτο τό σύνθημα Εγινε Ιδιαίτερα έπίκαιρο στή διάρκεια τών δεκαετιών μετό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καί σήμερα κυκλοφορεί πάρα πολύ πλατιά στίς Η Π Α , ’Α γγλία , Γαλλία, Δυτική Γερμανία καί ά)λες καπιταλιστικές χώρες. Στό βιβλίο του « Ή Ιστορία ένός μεταβαλλό μενου κόσμου» δ γνωστός άγγλος άστός ιστορικός Τζιέφ ρι Μπαζακλάφ παρατηρεί, δτι οί δυτικοί Ιστορικοί αισθάνονται δλοένα καί περισσότερο τήν άναστιστοιχία τών ώς τώρα άτιλήψεών τους ποός τή σημερινή έποχή καί τή'/ άκαταλληλότητα αύτών τών άντιλήψεων νά τούς ύπηρετήσουν ώς δδηγός γ ια δράση. « Έ μ εΐς — γράφει— έχουμε καταληφτεΐ τώρα άπό τό αίσθημα άνασφάλειας, για τί νιώ θουμε στό κατώφλι μιας νέας έποχής, πού γ ι’ αύτήν ή προηγούμενη πείρα δέν προσφέρει κανένα σίγουρο δδηγό».2 Γ ι’ αώτόν τό λόγο τό σο μέσα στους Ιστορικούς καί στους φιλοσόφους τής Ιστορίας, δσο καί μέσα στούς πλατιούς κύκλους τής δυτικής διανόησης δυναμώ νει όλοένα καί περισσότερο ή έπίκληση γ ιά τήν «έπανεξέταση» τών «βασικών αιτημάτων» τής «παραδοσιακής Ιστορικής νόησης» καί γιά τή δημιουργία «νέας Αντίληψης» πάνω στήν πορεία τής Ιστορί ας.3 Κ άτι περισσότερο, στό βιβλίο του « Ό τρίτος ή δ τέταρτος άν θρωπος» δ Ά λ φ ρ ε ν τ Βέμπερ ρίχνει τό σύνθημα: «Π ρέπει νά άποχαιρετήσουμε τήν ώς τώρα ιστορία».4 Μά νά έπανεξεταστοΟν τά «βασικά αιτήματα» τής «παραδυσι1. Ibid., ρ. 41. 2. Geoffrey Bazzaclougb, History in a Changing World, Basil Blackwell, Oxford. 1957, p. 1. 3. Geoffrey, Bazzadough op. cit., PP. VII, 1, T 4. Alfred Weber, Der drifte oder der vierte Mensch. Vom Sinn des gescihichtlichen Daseins, H. Piper und Co Verlag, München, 1953, s. 9.
34
ακής ιστορικής νόησης» καί νά δημιουργηθεΐ «νέα άντίληψη» πάνω στήν Ιστορία, «νέα ιστορία», σημαίνει νά έπανεξεταστούν οί μεθο δολογικές, οί φιλοσοφικές βάσεις τής παραδοσιακής άστικής ιστο ριογραφίας — τα βασικά αιτήματα τής άστικής φιλοσοφίας τής ι στορίας. Ά π ό έδώ πη γά ζει καί ή μεγάλη έπικαιρότητα καί σημα σία, πού άπόχτησαν τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα τόσο γ ιά τούς ά στους φιλοσόφους καί κοινωνιολόγους, δσο καί γ ιίΐ τούς άστσ!ις Ιστορικούς. Οί τελευταίοι δέν μπορούν π ια νά άντιμετωπίζουν τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα μ’ έκείνη τήν άδιαφορία καί περιφρόνηση, πού καλλιεργούσε καί καλλιεργεί γ ι’ αύτά τά προβλήματα ό θετικισμός καί πού ήταν τόσο χαρακτηριστικός γ ιά τήν πλειονότητα τών άστών ιστορικών κατά τό δέκατον ένατο αι ώνα καί τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. "Ετσι έξηγεΐται τό πώς όλοένα καί μεγαλύτερος άριθμός άστοί Ιστορικοί Ασχολούν ται μέ τήν έπεξεργασία φιλοσοφικοΐστορικών προβλημάτων καί τάσ σονται όλοένα καί πιό άποφασιστικά ένάντια στήν καλλιεργούμενη άπό τό θετικισμό περιφρονητική στάση άπέναντι στή φιλοσοφία τής ιστορίας καί γενικά άπέναντι στή φιλοσοφία. ’Ιδιαίτερα χαρακτηρι στική σχετικά μ’ αύτό είναι ή άποψη τού γνωστού γάλλου άστού ιστορικού Ά . Ι.Μ α ρού,πού βρίσκεται έπικεφαλής τής λεγάμενης «κριτικής φιλοσοφίας τής ιστορίας». Ό ΜαροΟ καλεϊ τούς άστούς ιστορικούς νά ξεπεράσουν τό «σύμπλεγμα ευτέλειας», πού «τόσο πολύν καιρό νιώθουμε μπροστά στή φιλοσοφία» καί πού καλλιεργούν ταν καί συντηρούνταν σ’ αύτούς άπό τό θετικισμό. « Ό θετικισιός — γράφει δ ίδιος— κρατούσε πολύν καιρό τούς ιστορικούς καί τούς συναδέλφους τους τών θετικών έπιστημών στή βεβαιότητα, δτι πρέ πει νά καλλιεργούν τό μικρό τους τομέα. Τό έπάγγελμά μας... Ιξελίσσονταν γ ιά πολύν καιρό στήν κοίτη τής στενά ειδικευμένης σκέ ψης. Καί άντί νά βοηθήσει νά άγωνιστούμε ένάντια σ’ αδτήν τήν επαγγελματική'/ μονομέρεια, δ θετικισμός τή θεμελίωνε». Ό Μαρού ύποβάλλει σέ αύστηρή κριτική τήν άδιάφορη στάση τών Ιστορικών άπέναντι στά μεθολογικά προβλήματα καί ύπογραμμίζει, δτι «ή ύγ εία τού έπιστημονικού κλάδου άπαιτεΐ άπό τήν πλευρά τών έπιστημόνων άνησυχία γ ιά τή μεθολογία, φροντίδες γ ιά τήν θεωρία τής γνώσης, έφαρμοσμένη άπ’ αύτούς».1 I. Παράθεση κατά Ο. Μ. Μεντουσσιέφσκαγια. «Μερικά προβλή ματα μεγοδολογίας στή σύγχρονη γαλλική Ιστοριογραφία», «Βαχρόσι ΦιλοσόφΐΙ» Αριθ. 1, 1965, σελ. 108.
35
Η ΣΗ Μ Α Σ ΙΑ Τ Η Σ Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΚ Ό Τ Σ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Σ Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ ΙΚ Η Σ Γ ΙΑ Τ Η Μ Α Ρ Ξ ΙΣ Τ ΙΚ Η ΙΔ Ε Ο Λ Ο Γ ΙΑ Κ Α Ι ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ
’Αν στις τελευταίες δεκαετίες τά φιλοσοφικά καί τά κοινωνιο λογικά προβλήματα τής Ιστορίας άπόχτησαν έξαιρετικά μεγάλη σπουδαιότητα καί έπικαιρότητα στήν άστική φιλοσοφία, κοινωνιολογία, κα! ιστοριογραφία, τότε σ’ άκόμη μεγαλύτερο βαθμό αύτό Ισχύει καί πρέπει νά ισχύει γ ιά τή μαρξιστική φιλοσοφία, κοινω βιο λογία καί ιστοριογραφία. Κ ι’ έδώ τοϋτο τό γεγονός καθορίζεται ά πό όλάκερο σύμπλεγμα αίτιων διπλοΟ χαρακτήρα: κοινωνικοϊστορικό καί γνωσιολογικό. Οί άστοί συγγραφείς ισχυρίζονται, πώ ς ή φι λοσοφία καί ή κοινωνιολογία τής ιστορίας είναι κόρες τών μ£γάλων κοινωνικοϊστορικών κρίσεων τών «Ανώμαλων», τών «νοσηρών», Αν θέλετε, τών «παθολογικών» καί τών «καταστροφικών» καταστάσε ων τών κοινωνικών συστημάτων καί είναι διατεθημένοι νά τίς χ ε ι ριστούν ώς ιδιόμορφη «κοινωνική παθολογία» καί «κοινωνική θε ραπεία». Τούτη ή άντίληψη είναι άληθινή γ ιά τίς φιλοαοφικοϊστορικές καί τις κοινωνιολογικές άντιλήψεις καί θεωρίες έκείνων τών κοινωνικών τάξεων καί συστημάτων, πού βρίσκονται σέ περίοδο παρακμής, Αποσύνθεσης καί χαμού τους. Ισ χ ύ ε ι δλσκληρωτικά γ ιά τή σύγχρονη άστική φιλοσοφία καί κοινωνιολογία τής ιστορίας. Μά δέν ισχύει καί δέν μπορεΐ νά Ισχύει γενικά γ ιά τή φιλοσοφία καί τήν κοινωνιολογία τής Ιστορίας καί είδικότερα γ ιά τή μαρξιστικολενινιστική φιλοσοφία τής ίστορίας καί τής κοινωνιολογίας. "Αν είναι Αλήθεια, πώς οί ίδεολόγοι τών Αντιδραστικών έκμεταλλευτριών τάξεων είναι προδιατεθειμένοι καί ώθημένοι σέ φιλοσοφικοϊστορικούς στοχασμούς άπό τίς «Ανώμαλες», τις «παθολογικές», τΙς «κρί σιμες» καί τίς «καταστροφικές» καταστάσεις τών κοινωνικών τους συστημάτων καί έκφράζουν τόν ίστορικό φόβο, άνασφάλεια καί πε σιμισμό τών τάξεών τους, πού προκαλοϋνται άπ’ αύτές τις καταστά σεις, £χι λιγότερο είναι Αλήθεια, πώ ς Ακριβώς σέ τέτοιες έποχές ή ιστορία άγεται καί θέτει γ ιά λύση νέα προβλήματα, πού μέ τή σει ρά τους προδιαθέτανε καί ώθσύσανε σέ φιλοσοφικοϊστορικούς καί
36
κοινωνιολογικούς -στοχασμούς τούς ίδεολόγους έκείνων τών κοινω νικών τάξεων πού Ιχουν άποστολή νά λύσουν αδτά τά προβλήματα, νά δημιουργήσουν στή θέση τού κοινωνικού συστήματος πού φθί νει £να ν=ο, ανώτερο κοινωνικό σύστημα. Ο ί στοχαστές, πού συμβά λανε γ ια τή διαμόρφωση τής φιλοσοφίας καί τής κοινωνιολογίας τής ίστορίας ώς ιδιαίτερου τομέα τής γνώσης άπό τόν Μακιαβέλι καί τόν Βίκο ώς τόν Χέρντερ καί τόν Χ έγκελ, άπό τόν Τ . Μόρ καί τόν Τ . Καμπανέλα ώς τόν Σέν - Σιμόν ήταν ή ίδεολόγοι τής άνιούσας, προ οδευτικής καί έπαναστατικής άστικής τάξης ή τοΟ ούτοπικοΟ σο σιαλισμού. Πραγματικά ή φιλοσοφία καί ή κοινωνιολογία τής Ιστορίας είναι κόρες τών κοινωνικών έπαναστάσεων τών προοδευτικών τά ξεων καί καθετί τό προοδευτικό καί έπιστημονικό σ’ αύτές, δημιουργήθηκε καί δημιουργιέται πρίν ά π ’ δλα άπό τούς Ιδεολόγους αότών τών τάξεων. Ή ίδια ή μετατροπή τής φιλοσοφίας καί τής κοινωνιολογίας τής ίστορίας σέ χωριστές έπιστήμες συνδέεται μέ τήν έμφάνιση τού Ιπαναστατικού έργατικού κινήματος, τού μαρξισμού ώς έπιστημονικής ιδεολογίας αυτού τοϋ κινήματος. Μ ιά άπό τΙς βασικές καί τΙς άπόλυτες προϋποθέσεις γ ιά τή νί κη τής σοσιαλιστικής έπανάστασης, γ ιά τήν οικοδόμηση τοϋ σοσι αλισμού καί τοϋ κομμουνισμού είναι ή έπιστημονική γνώση τών νό μων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης τοϋ παρελθόντος, τού παρόν τος καί τοϋ προβλέψιμου μέλλοντος τής άνθρώπινης κοινωνίας. Ό άγώνας τής έργατικής τάξης καί τοϋ κομμουνιστικού της κόμμα τος γ ιά τό σοσιαλισμό καί τόν κομμουνισμό άποτελεΐ συνειδητή, Οργανωμένη καί σχεδιασμένη πρακτική καί Ιδεολογική δράση γ ιά τήν έπαναστατική άλλαγή τού καπιταλιστικού συστήματος, γ ιά τήν οικοδόμηση καί τήν άνάπτυξη έντελώς νέων μορφών κοινωνι κής ζω ής. Κ αί δποιος θέλει συνειδητά καί σχεδισμετρικά νά άλλάξει τήν ύπάρχουσα πραγματικότητα καί νά δημιουργήσει στή θέση της νέα κοινωνική πραγματικότητα, (αύτός) πρέπει νά κατέχει έ πιστημονική γνώση γ ιά τό: τί είναι κοινωνία, ποιά είναι ή διάρθωσή της, ποιοι είναι ot νόμοι τής λειτουργίας καί άνάπτυξής της, τί είναι ίστορία καί ποιές είναι οί κινητήριες δυνάμεις τής Ιστορικής άνάπτυξής, υπάρχει άραγε άμοιβαία σχέση καί έξάρτηση άνάμεσα στά ίστοοικά γεγονότα, τί είναι ίστορική πρόοδος, τί είναι Ιστορικός
87
νόμος, υπάρχουν άραγε Αντικειμενικοί νόμοι τής Ιστορίας, σέ ποιά θέση βρίσκονται άναμεταξύ τους οί Αντικειμενικοί νόμοι καί ή συνει δητή δράση τών Ανθρώπων, τί είναι ιστορική γνώση, είναι άραγε δυνατή ή Αντικειμενική Αλήθεια στήν ιστορική γνώση, πού v i ύπηρετεΐ ώς έλπιδοφόρα βάση στήν έπαναστατική πρακτική δράση, ποιά είναι τά κριτήρια γ ιά τόν καθορισμό τής άντικεψ ενικής Αλή θειας στήν ιστορική γνώση κ.ά. Ό λ α αυτά τα έρωιήματα ϊχουν φι λοσοφικό ή κοινωνιολογικό χαρακτήρα. Ή φιλοσοφία καί ή κοινωνιολογία τής ίστορίας άποτελοϋν ζωτικήν Ανάγκη γ ια τήν έπαναστατική πρακτική δράση τής έργατικής τάξης, του κομμουνιστικού κόμματος, τής σοσιαλιστικής κοι νωνίας. Γ ι’ αύτό τά προβλήματά τους κατά κανόνα κατείχαν πρω τοβάθμια θέση στό μαρξισμό ώς έπιστημονική θεωρία τοϋ έπαναστατικοϋ έργατικοϋ κινήματος άπό τήν έμφάνισή του δ ς τώρα. Μά Ιδιαίτερα μεγάλη σημασία αποχτήσανε στή σύγχρονη έποχή τής έπαναστατικής μετάβασης άπό τόν καπιταλισμό στό σοσιαλισμό, δταν ή σοσιαλιστική έπανάσταση, ή οικοδόμηση καί ή Ανάπτυξη τοϋ σοσιαλισμού Ιγιναν άμεση κοσμοϊστορική πρΑξη. Ή μαρξιστική φ ι λοσοφία καί κοινωνιολογία τής ίστορίας Αποτελοϋν σπουδαίο Αναν τικατάστατο συστατικό μέρος τής έπιστημονικής θεωρητικής βά σης αύτής τής πράξης. Έ χ ο υ ν άποστολή νά φωτίζουν τό δρόμο τής έπαναστατικής πράξης. Ταυτόχρονα ή ίδια ή έπαναστατική πρα κτική δράση τοϋ έργατικοϋ κινήματος, τών κομμουνιστικών κομμά των καί τών σοσιαλιστικών χωρών προσφέρει δχι μονάχα νέα τε ράστια δλη γ ιά νέες φιλοσοφικοϊστορικές καί κοινωνιολογικές γ ε νικεύσεις, Αλλά θέτει καί νέα φιλοσοφικοϊστορικά καί κοινωνιολο γικά προβλήματα, πού ή έπίλυσή τους 2χει τεράστια θεωρητική καί πρακτική σημασία. Ή σπουδαιότητα τών φιλοσοφικών καί τών κοι νωνιολογικών προβλημάτων τής ίστορίας στή μαρξιστική θεωρία καθαρίζεται τόσον Από τις άμεσες Ανάγκες τής πρακτικής δράσης γ ιά τήν οίκοδόμηση καί τήν Ανάπτυξη τής σοσιαλιστικής κοινωνί ας, δσο κα! άπό τις άνάγκες τοϋ άγώνα ένάντια στήν άστική Ιδεολο γία, άντίστοιχα ένάντια στήν άστική φιλοσοφία καί κοινωνιολογία τής ίστορίας. Αύτά τά δυό καθήκοντα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Τό έπαναστατικό έργατικό κίνημα καί ό Αγώνας γ ιά τήν οίκοδόμηση καί τήν Ανάπτυξη τοϋ σοσιαλισμού ξετυλίγονταν πάν-
38
-v. -j άνειρήνευτη πάλη ένάντια στήν άστική Ιδεολογία. Σήμερα αδτός i τομέας τής ταξικής π άλης είναι πιό κουτός, ένώ ή άστική φιλο σοφία καί κοινωνιολογία τής ιστορίας είναι τό σπουδαιότερο δπλοστάσιο καί έργαστήρι θεωρητικών δπλων γ ια άγώνα ένάντια στό μαρξισμό - λενινισμό καί ένάντια στό σοσιαλισμόό. ΤοΟτο τό γεγο νός ύποχρεώνει κιόλας τούς μαρξιστές φιλοσόφους, κοινωνιολόγους καί ιστορικούς νά διεξάγουν άληθινόν έπιθετικόν άγώνα ένάντια στήν άστική φιλοσοφία καί κοινωνιολογία τής Ιστορίας καί ιαζί μ’ αύτό ν’ άναπτύσσουν καί πλουτίζουν άδιάκοπα τή μαρξιστικολενινιστική φιλοσοφία καί κοινωνιολογία τής ιστορίας. Τέλος, ή έπικαιρότητα καί ή στουδαιότητα τών φιλοσοφικών καί τών κοινωνιολο γικώ ν προβλημάτων τής ιστορίας στή μαρξιστική θεωρία καθορίζε ται άπό τίς άνάγκες τής ανάπτυξης τής Γδιας τής μαρξιστικής Ιστο ριογραφίας. Ό π ω ς δλες οί έπιμέρους έπιστήμες, ή ιστορία δέν μπορεΤ ν’ άναπτύσσεται μ’ έπιτυχία, άν παράλληλα μέ τις μερικοεπιστημονικές έρευνες δέν άναπτύσσονται καί οί φιλοσοφικές, μεθοδο λογικέ; της βάσεις. Στήν μαρξιστική θεωρία αύτό άποτελεΐ πρωταρ χικ ή αλήθεια, πού κανένας μαρξιστής φιλόσοφος, κοινωνιολόγος ή ιστορικός 5έ θα καταπιανόταν να άμφισβητήσει θεωρητικά. Μά ή πρακτική έφαρμογή αύτής τής άλήθειας είναι πολύ πιό άτυχη άπό τή λεκτική της άναγνώριση. Π ραγματικά ή φιλοσοφία καί ή κοινωνιολογία τής Ιστορίας συγκαταλέγονται άνάμεσα στούς πιό καθυστερημένους τομείς τής μαρξιστικής θεωρίας άπό τή σκοπιά τόσο τών άναγκών τής έπαναστατικής πράξης καί τής ιδεολογικής πάλης, δσο καί άπό τή σκο πιά τών άναγκών τής άνάπτυξης τής μαρξιστικής ιστοριογραφίας. Μά οί άναλογίες αύτής τής καθυστέρησης είναι διάφορες. Τ ίς τϊλευταΐες δεκαετίες Ιχουν άφιερωθεΐ συγκριτικά τα πε ρισσότερα φιλθ3οφ:κοϊ"ορ:κά καί κοινωνιολογικά Ιργα στά ,-ροβλήματα πού συνδέονται μέ τό ξεκαθάρισμα τών ίδιων τών κοινωνικοϊστορικών φαινομένων καί διαδικασιών. Ό χ ι λ ίγα δημσιεύματα είναι άφιερωμένα καί στήν κριτική τής άστικής φιλοσοφίας καί κοινωνιολογίας τής ιστορίας. Αύτά, δμως, είναι κυρίως άρθρα καί μελέτες ή συλλογές άπό άρθρα καί μελέτες, ένώ οί μονογραφίες έξακολουθοϋν νά μετριούνται στά δάχτυλα. Ή μεγαλύτερη καθυστέρηση ύπάρχει στήν έπεξεργασία τών
89
φιλοσοφικών προβλημάτων τΐ)ς Ιστορικής γνώσης, τής μεθοδολογί ας τής Ιστορικής έπιστήμης. 'Ω ς τώρα στή χώρα μας Ιχουν δημο σιευτεί μόνον οΐ μονογραφίες: «Εισαγωγή στή φιλοσοφία τής Ιστο ρίας» τοϋ κ. Βασίλεφ (1 9 6 1 ), «Ζητήματα τής μεθοδολογίας τής Ιστορικής έπιστήμης» τοϋ Ν . Στεφάνοφ (1 9 6 2 ), «θεωρία καί Ιστο ρία» τοΟ Β . Ντομπριγιάνοφ (1 9 6 5 ). Ό γνωστός σοβιετικός Ιστορικός άατός Β. Μ. Χρυστόφ τονί ζει, πώς στό βαθμό πού έχει γίνει κάτι γ ιά τήν έπεξεργασία τής μαρξιστικής μεθοδολογίας τής ιστορίας, αύτό «δχει γίνει κυρίως άπέ φιλοσόφους», πού, άν καί άνεπαρκώς, «παρ’ δλ’ αύτά Ιχουν ίσχοληθεΐ περισσότερο με τή μεθοδολογία τής Ιστορίας, άπ’ δσο έμείς, οί ιστορικοί».1 Μαζί μ’ αύτό, δμως, έξηγεΖ τήν καθυστέρηση τής έπεξεργασίας τών μεθοδολογικών προβλημάτων τής Ιστορικής έπιστήμης «σέ σημαντικό βαθμό» μέ τό δτι «μ’ αύτήν άσχολοΟνταν στίς περισσότερες περιπτώσεις άνθρωποι πού οί ίδιοι δέν ϊκαμνχν συγκεκριμένες ιστορικές έρευνες».2 Μία άλλη σοβιετική Ιστορι κός ή άκαδ. Μ. Β . Νέτσκινα, προχωρεί παραπέρα. Διαπιστώνον τας «τήν άκατανόητη καί έπιζήμια δ ι α ί ρ ε σ η τής Ιστορίας καί τ ή ; μαρξιστικολενινιστικής κοινωνιολογίας», προσθέτει: «ή τε λευταία είναι πολύ καί άνέκκλητα δοσμένη στούς φιλοσόφους, ένο, οί ιστορικοί είναι τά χα ύποχρεωμένοι μονάχα νά Εφαρμόζουν» τ!ς έπεξεργασμένες άπό τούς φιλοσόφους άλήθειες. Αύτό άφαιρεΐ άπό τούς ιστορικούς τόν λόγο στή σφαίρα τής μεθοδολογίας τής Γδιας τους τής έπιστήμης».3 ΑύτοΙ οί Ισχυρισμοί τών διακεκριμένων σοβιετικών έπιστημόνων - ιστορικών δέν είναι άβάσιμοι. Κ αί στή Βουλγαρία σχεδόν δλα δσα γράφτηκαν πάνω στή μεθοδολογία τής Ιστορίας Εχουν γραφτεί άπό φιλοσόφους καί δχι άπό ιστορικούς. Ε ίναι δυνατό καί στή γώ ρα μας όρισμένοι φιλόσοφοι νά Ιχουν προβάλει, Ιτσι ή άλλιώς, τήν άξίωση γ ιά μονοπώλιο πάνω στά μεθοδολογικά προβλήματα τή* Ι στορίας καί νά άπαίτησαν άπό τούς ιστορικούς μονάχα νά «έφαραόζουν» τις έπεξεργασμένες ά π ’ αύτούς φιλοσοφικές άλήθειες. Ά λ λ ά , 1.. «'Ιστορία καί κοινωνιολογία», σελ, 102 (στα ρωσικά). 2. Στό Ιδιο. 3. Στό Ι0ιο, σελ. 236.
40
νομίζουμε, πώ ς θά ήταν λαθεμένο να ισχυριστεί κανείς, πώ ς οί φι λόσοφοι στερούσαν άπό τούς ιστορικούς τή δυνατότητα νά ποΟν τό λόγο τους στή σφαίρα τής μεθοδολογίας τής Ιδιας τους τής έπιστήμης, δπως είναι λαθεμένη καί ή άπόπειρα νά έξηγείται ή καθυστέ ρηση στήν έ'εξερ γα σία τής μεθοδολογίας τής Ιστορικής έπιστήμης, άν καί σέ «σημαντικό βαθμό», μέ τό δτι μ’ αύτήν άσχολοϋνται φιλό σοφοι, πού οί ίδιοι δέν κάνουν συγκεκριμένες Ιστορικές έρευνες. Είναι γνωστό, πώ ς ό Μάρξ, δ ’ Εγκελς καί δ Λένιν δέν ήταν οδτε έπαγγελματίες Ιστορικοί, οδτε έπαγγελματίες φυσικοί, οδτε έ παγγελματίες βιολόγοι κ.τ.λ., μά παρ’ δλ’ αύτά άκριβώς οί ίδιοι δη μιούργησαν τήν έπιστημονική φιλοσοφική μεθοδολογία αυτών κα! τών άλλων έπιμέρους έπιστημών. θ ά μπορούσαμε νά παραθέσουμε καί άλλα παραδείγματα, πού μιλούν εύγλωττα, πώς γ ιά νά μπορεΐ νά έπεξεργάζεται τά μεθοδολογικά προβλήματα μιας δοσμένης έπιστήμης, ό φιλόσοφος δέν είναι ύποχρεωμένος άνυπέρθετα μόνος νά κάνει καί Αντίστοιχες συγκεκριμένες έρευνες. Είναι άπόλυτα ύποχρεωτική ή βαθιά, πολύπλευρη γνώση τής Ιστορίας, τών προβλημά των τών μεθόδων καί τών θεωρητικών έπιτεύξεων τής άντίστοιχης έπιστήμης. Φυσικά, άν δ φιλόσοφος, πού άσχολεΐται μέ τά μεθοδολογικά προβλήματα τής ιστορίας, κάνει δ ίδιος συγκεκριμένες ιστορικές έ ρευνες, αύτό θά ήταν Ινα μεγάλο πλεονέκτημα στή δουλειά του π ά νω στά μεθοδολογικά της προβλήμαιτα. Μά δέν είναι οί φιλόσοφοι πού στερήσανε άπό τούς ιστορικούς τή δυνατότητα νά έπεξεργάζονται τά μεθοδολογικά προβλήματα τής έπιστήμης τους, γ ια τί αύτό δέν είναι στήν έξουσία τους, άλλά καί οί ίδιοι έχουν έπίσης άνεπαρκώς έπεξεργαστεΐ τοϋτα τά προβλήματα. Ε ίναι φανερό πώ ς οΐ αί τιες γ ι’ αύτό τό πράγμα πρέπει νά άναζητηθοϋν άλλοΟ καί κυρίως στούς ίδιους τούς ιστορικούς. ’Αναμφισβήτητο γεγονός είναι, πώ ς στίς τελευταίες δεκαετίες άνάμεσα στή μαρξιστική ιστοριογραφία, άπό τή μιά, καί στή μαρ ξιστική φιλοσοφία καί κοινωνιολογία, άπό τήν άλλη, ύπάρχει με γάλη διαίρεση, πού κι’ ώς τώρα δέν έχει ξεπεραστεΐ. Ή έμπειρική περιγραφή καί ή άπώλεια γούστου γ ιά θεωρητικό στοχασμό καί είδικότερα γ ιά τή θεωρία τής ίστορίας πήρε τέτοιες διαστάσεις μέ σα στούς ιστορικούς, ώστε οί μαρξιστές Ιστορικοί- μίλησαν μέ δικαιο
41
λογημένη Ανησυχία γ ιά «διαίρεση άνάμεσα στήν Ιστορία κα: ττή μαρξιστική κοινωνιολογία», γ ιά «ρήξη άνάμεσα στή θεωρία καί στήν ιστορία».1 Δυστυχώς, δέν είναι δύσκολο νά ύποδείξουμε δεκάδες μεθοδολογι κά, φιλοσοφικοϊστορικά καί κοινωνιολογικοϊστορικά Ιργα ά σ τ ώ ν ι σ τ ο ρ ι κ ώ ν , πού δημοσιεύτηκαν μόνο στίς τελευταίες δεκαετί ες, καί στό μεγάλο τους μέρος στρέφονται ένάντια στό μαρξι^ιό, μά δέν μπορούμε να ύποδείξουμε οϋτε ?να έργο μ α ρ ξ ι σ τ ο ϋ ι σ τ ο ρ ι κ ο ύ , Αφιερωμένο ειδικά σέ μεθοδολογικά, φιλοσοφικά καί κοι νωνιολογικά προβλήματα τής ιστορίας ή τής σύγχρονης άστικής ι στοριογραφίας, φιλοσοφίας καί κοινωνιολογίας τής Ιστορίας Αύτό τό έντελώς Αδικαιολόγητο φαινόμενο μιλάει κιόλας άρκετά εύγλωτ τα γιά τό μή ικανοποιητικό θεωρητικό έπίπεδο, δπου έξακολουθεΐ νά βρίσκεται ή ιστοριογραφία μας, καί γ ιά τήν πέρα γ ια πέρα Ανε παρκή συμμετοχή τών ιστορικών μας στή μεγάλη ιδεολογική πά λη, πού διεξάγεται τώρα άνάμεσα στή μαρξισηκολενινιστική καί στήν άστική Ιδεολογία. Έ ξα ιτία ς δλων αυτών καθυστέρησε αισθητά ή έπεξεργασία Ινός πλατιού κύκλου φιλοσοφικών καί κοινωνιολογικών προβλημάτων τής ιστορίας καί ιδιαίτερα τής ιστορικής γνώσης. Καί φιλόσοφοι, καί Ιστορικοί συνειδητοποιούν, δτι «τό κύριο έλάττωμα στήν έρευνητική έργασία τών Ιστορικών, είναι τώρα ή σοβαρή καθυστέρηση στόν τομέα τής μεθοδολογίας», τής «θεωρίας» τής Ιστορικής έπιστήμης.2 Στήν πρώ τη θέση μεταξύ τών άνεπαρκώς ή γενικά άνεπεξέργαστων μεθοδολογικών προβλημάτων τής ιστορίας είναι τά ζητήμα τα: γ ιά τό ίδιο τό άντικείμενο τής Ιστορικής έπιστήμης. Γ ιά τή σχέ ση άνάμεσα στήν ιστορία, στή φιλοσοφία τής Ιστορίας, στήν κοινωνιολογία, στήν τέχνη κ.ά. Γ ιά τή φύση τής ιστορικής γνώσης. Γιά τήν Ιστορική άλήθεια καί τά κριτήρια γ ιά τόν καθορισμό της. Γ ιά τήν ιστορική αιτιότητα καί νομοτέλεια. Γ ιά τό τΐ είναι ιστορικό γ ε γονός, ιστορική περίοδος, έποχή, ιστορικό στάδιο, φάση τής Ιστο ρικής έξέλιξης κ.λ.π. χω ρίς τό έπιστημονικό, τό μαρξιστικολενινι1. «’Ιστορία καί κοινωνιολογία», σελ. 143 καί 236. 2. «'Ιστορία καί κοινωνιολογία», σβλ. 124 καί 143.
42
στικό ξασιέρωμα αυτών τών προβλημάτων δέν είναι δυνατή ή πε τυχημένη άνάπτυξη τής μαρξιστικής Ιστοριογραφίας, οδτε τής κρι τικής τής άστικής Ιστοριογραφίας, φιλοσοφίας καί κοινωνιολογίας τής Ιστορίας. Βέβαια, ή μαρξιστική Ιστοριογραφία καί ή μαρξιστική κριτι κή τής άστικής Ιστοριογραφίας, φιλοσοφίας καί κοινωνιολογίας τής Ιστορίας δέν μποροϋνε νά περιμένουν ώσότου τοϋτα τά άλυτα ή άνε-αρκώ ς ξεκαθαρισμένα προβλήματα βροϋνε τήν δριστική λύση τους, καί μόλις τότε να συνεχίσουν τή δουλειά τους. Στηριζόμενοι πάνω στήν τεράστια θεωρητική κληρονομιά τών Μάρξ, Έ ν γ κ ε λ ς και Λένιν, οί μαρξιστές φιλόσοφοι καί Ιστορικοί πρέπει μέ συντροφικές προ σπάθειες νά άναζητοδν τή λύση τών άλυτων μεθοδολογικών προ βλημάτων τής Ιστορικής έπιστήμης καί σέ ειδικά Εργα, άφιερωμένα σ’ αυτά τά προβλήματα καί στήν πορεία τών ίδιων τών Ιστορικών Ιρευνών, καί στήν πορεία τής κριτικής τής άστικής Ιστοριογραφίας, φιλοσοφίας καί κοινωνιολογίας τής Ιστορίας. Αύτό τό βιβλίο άπστελεΐ μιάν άπόπειρα στήν τελευταία κατεύ θυνση. Στόχος του είναι νά ύποβάλει σέ μαρξιστική άνάλυση καί κριτική δρισμένες βασικές άντιλήψεις στή σύγχρονη άστική φιλο σοφία καί κοινωνιολογία τής Ιστορίας, στηριζόμενο πάνω στίς ύπάοχουσες έπιτεύξεις τής σύγχρονης μαρξιστικολενινιστικής σκέψης καί ταυτόχρονα πασχίζει νά πάρει θέση πάνω σέ όρισμένα έπίμαχοτ καί άλυτα άκόμη καί ώς τώρα προβλήματα.
43
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΟ ΖΗΤΗΜ Α Γ ΙΑ Τ Ο Α Ν Τ ΙΚ Ε ΙΜ Ε Ν Ο Κ Α Ι ΤΑ Κ Α Θ Η Κ Ο Ν Τ Α Τ Η Σ Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Σ Σ Τ Η Ν Α Σ Τ ΙΚ Η Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΚ Η Κ Α Ι Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΚ Ο Ί Σ Τ Ο Ρ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο Λ Ο ΓΙΑ
Τό πρώτο ζήτημα, πού μπροστά του μάς δρθώνει τό θέμα τοϋ βι βλίου μας, είναι τό ζήτημα τής σχέσης άνάμεσα στή φιλοσοφία τής ίστορίας χ α ΐ στήν κοινωνιολογία. Αύτό τό ζήτη μα Ιχει μεγάλη μεθολογική σημασία καί κατέχει πρωτοβάθμια θέση στόν άγώνα με ταξύ τής μαρξιστικής καί τής άστικής Ιδεολογίας. Μά άπό τήν ϊδια τήν άρχή άχόμη πέφτουμε πάνω σέ μιά μεγάλη δυσκολία. Γ ιά νά καθορίσουμε σωστά τΙς σχέσεις άνάμΛ α στή φιλοσοφία τής Ιστο ρίας καί στήν κοινωνιολογία καί γ ιά νά μποροϋμε ν’ άγωνιστοϋμε μ’ έπιτυχία ένάντια στήν άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας ocal κοινωνιολογία, πρέπει νά έχουμε ξεκαθαρίσει τό ζήτημα: τί θα καταλα βαίνουμε μέ τους δρους «φιλοσοφία τής ιστορίας», «κοινωνιολογία» καί «κοινωνιολογία τής ίστορίας», ποιό είναι τό άντικείμενό τους, ποιά είναι τά προβλήματά τους %.ά. Μά άκριβώς πάνω σ’ αύτά τα ζητήματα ύπάρχουν πάρα πολύ μεγάλες διαφορές στίς άντιλήψεις, δχι μόνο τών μαρξιστών καί τών άστών συγγραφέων. Σημαντικές διαφορές ύπάρχουν άνάμεσα στούς ίδιους τούς άστούς συγγραφείς καί άκόμη άνάμεσα στούς Ιδιους τούς μαρξιστές συγγραφείς. Αύτό καί μόνο τό γεγονός μάς παρέχει κιόλας άρκετούς βάσι μους λόγους νά θέσουμε τα ζητήματα: «τί. είναι φιλοσοφία τής Ιστο ρίας;», «τί είναι κοινωνιολογία;», «τί είναι κοινωνιολογία τής Ιστο ρίας;», έχουν αύτές δικαίωμα ύπαρξης, σέ τί μεταξύ τους σχέση βρίσκονται, καί νά πασχίσουμε νά τούς δώσουμε άπάττηση. Τό ξα-
47
στέρωμα αύτών τών ζητημάτων άποτελεΐ άναγκαία προϋπόθεση γ ιά τόν πετυχημένον άγώνα ένάντια στήν άστική φιλοσοφία τής Ι στορίας, κοινωνιολογία καί Ιστοριογραφία, γ ια τί συχνά οΕ άντιμαχόμενες πλευρές χρησιμοποιοΟν τίς ϊδιβς όμολογίβς, μά βάζουν σ’ αύτές διαφορετικό περιεχόμενο, Ιται πού ή κριτική δέ βρίσκει τό στόχο της.
Ή κοινωνιολογία ώς φιλοσοφία τής Ιστορίας. Στή μαρξιστική φιλολογία οί έννοιες «φιλοσοφία τής Ιστορίας» καί «κοινωνιολογία» καί ειδικότερα «άστική φιλοσοφία τής ιστορί ας» καί «άστική κοινωνιολογία» έξετάζονται συχνά ώς ταυτόσημες. Αύτή ή άντίληψη δέν είναι χωρίς κάποια βάση. ’Ανάμεσα σ’ έκεΐνο πού στήν άστική φιλολογία όνομάζεται «φιλοσοφία τής Ιστορίας» ή «κοινωνική φιλοσοφία» καί σ’ έκεΐνο πού όνομάζεται «κοινωνιολογία» ή «κοινωνιολογία τής Εστορίας», δέν όπάρχει πάντα αυστη ρός διαχωρισμός Ε ξό ν άπ’ αύτό ή κοινωνιολογική σκέψη φανερώ θηκε καί αιώνες στή σειρά άναπτύσσονταν στήν πίστη τής φιλοσοφί ας ώς άναπόσπαστο συστατικό της. Μόλις στό δέκατο ένατο αΙώνα γίνονται άπόπειρες γ ιά τόν ξεχωρισμό τής κοινωνιολογίας άπό τή φιλοσοφία καί είδικώτερα άπό τή φιλοσοφία τής Εστορίας καί γ ιά τή διαμόρφωσή της σέ αυτοτελή έπιστήμη. Ή διαμόρφωση τής φ ι λοσοφίας τής ιστορίας σέ ξεχωριστό έπιοτημονικό κλάδο ίγ ιν ε έπίσης σχετικά άργά. Ό δρος «φιλοσοφία τή ; Εστορίας» χρησιμοποιήθηκε γ ιά πρώ τη φορά τόν δέκατον δγδοον αΐώνα άπό τόν ΒολταΤρο, μά ή <{ιλοσοφικοϊστορική σκέψη έχει τήν άπαρχή της στήν άρχαιότητα άκόμη. Στήν άστική φιλολογία τό ζήτημα γ ιά τό άπό πότε άρχίζε ι ή φιλοσοφία τής Εστορίας είναι έπίμαχο. Μερικοί τείνουνε νά έξετάζουν ώς γενάρχη της τόν Π λάτωνα, άλλοι τόν Αύγουστίνο, τρίτοι τόν Βικό κ.ά. Μά στους κόλπους τών άστών συγγραφέων ύπερτερεΤ ή άποψη, πώ ς ή διαμόρφωση καί ή έδραίω ση'τής φιλο σοφίας τής Εστορίας ώς ξεχωριστοΟ έπιστημονικοΟ κλάδου συνδέ εται μέ τό έργο τοΟ Χέρντερ «’Ιδέες γ ιά μιά φιλοσοφία τής Εστορί-
48
ας τής Ανθρωπότητας» καί πρίν άπ’ δλα μέ τή Χεγκελιανή φιλοσο φία τής Ιστορίας.1 ’Ακόμη καί ό νεσθωμκττής Ziinc Μοφτιέν. ιτού ύποδεικνύει τήν «Πόλη το θεοϋ» τοϋ Αύγουστίνου ώς Ινα μεγά λο φιλοσοφικοϊστορικό Ιργο, Αναγνωρίζει, πώ ς αόλις χάρη στό Χ έγκελ ή φιλοσοφία, τής Ιστορίας Αναγνωρίστηκε τελικά ώς φιλο σοφικός έπιστημονικός κλάδος.2 Χαρακτηρίζοντας τΙς κύριες ιδιομορφίες τής φιλοσοφίας τής Ι στορίας Γσαμε τό Χ έγκελ, ό ’ Εγκελς παρατηρεί, πώ ς στόν τομέα της, δπως καί στόν τομέα τής φυσικής φιλοσοφίας «είχαν δια τυπωθεί πολλές μεγαλοφυείς σκέψεις καί προμαντευτεί πολ λές κατοπινότερες Ανακαλύψεις, μά είχαν είπωθεϊ καί 4φθονες Ανοησίες».3 Τό βασικό έλάττωμα αύτής τής φιλο σοφίας τής Ιστορίας βρίσκεται στό «πώς ή θέση τής πραγμα τικής Αμοιβαίας σχέσης, πού ΘΑ Ιπρεπε νά Αποκαλυφτεϊ στά γεγο νότα. κατέχετα: Από έπινοημένη Από τόν Γδιο τόν φιλόσοφο σχέση' δτι ή ιστορία — τόσο στό σύνολό τη ς, δσο καί στά χωριστά της μέ ρη— γίνονταν Αντιληπτή ώς βαθμιαία πραγμάτωση Ιδεών καί, φυσικά, πάντοτε τών Αγαπημένων Ιδεών κάθε δοσμένου φιλοσόφου. Σύμφωνα μ’ αύτήν τήν Αντίληψη ή ιστορία Ασύνειδα, μά δυνάμει τής Αναγκαιότητας, -δούλευε γ ιά τήν πραγματοποίηση δρισμένου Ιδεατού, άπό προηγούμενα καθορισμένου σκοπού· στό Χ έγκελ, λογουχάρη, Ινας τέτοιος σκοπός ήταν ή πραγματοποίηση τής Απόλυ της Ιδέας του, καί ή Απαρέκκλιτη τάση πρός αύτήν τήν Απόλυτη Ι δέα Αποτελούσε τήν έσωτερική σχέση τών Ιστορικών γεγονότων. Μ* αύτόν τόν τρόπο στή θέση τής πραγματικής, Αγνωσης Ακόμα σχέ σης τοποθετούσαν κάποια νέα— Ασύνειδη ή βαθμιαία συνειδητοποι ούμενη— μυστηριακή πρόνοια».4 Π αραπέρα δ Έ ν γ κ ε λ ς παρατη ρεί, πώς «ή ιστορική θεωρία τοΟ Μάρξ έπιφέρει στή φιλοσοφία θανΑσιμο πλ ήγμα στόν τομέα τής ιστορίας, δηλ. στή θεωρητική καί στήν ϊδεαλιστική φιλοσοφία τής Ιστορίας, Ακριβδς δπως ή διαλεκτι 1. W. Η. Walsh, An Introduction to Philosophy of History, Hu tchinson University Library, London, 1961, p. 11. 2. Jacqnes Maritain, On the Philosophy of History, Geoffrey Bles, London, 1959, P. 1. 3. Κάρλ Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς. «Διαλεχτά Εργα», τόμος 2ος, Έκδ. τοΟ Κ.Κ.Β. 1957, σελ. 441 (στά βουλγάρικα). 4. Κάρλ Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτικά ίργα», τόμος 2ος, Έκδ. τοΟ ΚΚΒ, 1952, σελ. 442 (στά βουλγάρικα).
49
κή Αντίληψη τής φύσης κάνει Αχρείαστη καί Αδύνατη κάθε φυσική φιλοσοφία. Τώρα π ιά τό καθήκον καί έδώ, καί. έκεΐ δέν είναι νά έπινοοϋμε σχέσεις στό κεφάλι μας, μά να τις Ανακαλύπτουμε στά Iδια τά γεγονότα».1 "Ω ς τήν έμφάνιση του μαρξισμοϋ ή κοινωνιολογική σκέψη Α ναπτυσσόταν κυρίως, άν καί όχι Αποκλειστικά, στήν κοίτη αύτής τής θεωρητικής καί ίδεαλιστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας. Ή διαδικα σία τοϋ χωρισμοϋ τής κοινωνιολογίας άπό τήν φιλοσοφία τής Ιστο ρίας καί τής διαμόρφωσής της σέ αύτοτελή έπιστημονικό κλάδο άρχ ίζει στήν τέταρτη δεκαετία του δέκατου Ινατου αίώνα άπό τό γάλλο φιλόσοφο θετικιστή ’Ογκιούστ Κόντ, πού γ ια πρώτη φορά χρ η σιμοποίησε τόν δρο «κοινωνιολογία» τό 1839 στόν τέταρτο τόμο τού Ιργου του «Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας» γ ιά νά έπισημάνει τή νέα έπιστήμη γ ιά τή κοινωνία. Ό Κόντ διακήρυξε τή θετική του κοινωνιολογία ώς «έπιστήμη» καί τήν Αντιπαράθετε στή θεωρητική του «μεταφυσική» φιλο σοφία τής ιστορίας, πού ύστερα άπό τή χρεοκοπία τής Χεγκελιανής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας, άπόκτησε τή φήμη «θεωρητικής άντίληψης πάνω σέ δλην τήν πορεία τής ίστορίας», άξιώνοντας, δτι «μιά γ ια πάντα άποκάλυψε τό μυστικό τής Ιστορίας»,2 μά δέν είχε έπι στημονική άξία. Ή φιλοσοφία τής ίστορίας Ιχασε τήν έμπιστοσύνη πού είχε μέσα σέ μεγάλο τμήμα τών Γδιων τών άστών φιλοσόφων, ιδιαίτερα μέσα στούς θετικιστικά προσανατολισμένους φιλοσόφους, κοινωνιολόγους καί ιστορικούς, σέ χώρες πάλι δπως ή Α γ γ λ ία γ ε νικά δέν είχε τΐ νά χάαει, για τί, δπως παρατηρεί ό Ούόλς, «ή διά θεση ένάντια στή φιλοσοφία τής ίστορίας παρέμενε Ινα μόνιμο γνώ ρισμα τής βρεττανικής φιλοσοφίας».3 Γ ι’ αύτόν τόν λόγο πάλι ή θετικιστική κοινωνιολογία σημείωσε πλατιά διάδοση, ένώ μέσα στούς κόλπους τών ιστορικών Απλωνόταν ό χυδαίος έμπειρισμός. 'Ο λ α τούτα, δμως, δέ σήμαιναν, δτι ή φιλοσοφία τής Ιστορίας είχε χάσει κάθε ρόλο καί σημασία γ ιά τήν άστική φιλοσοφία, κοινωνιολογία καί ιστοριογραφία. 1. Ετό Ιδιο, σελ. 4J4, (βλ. παραπ. 4, σελ. 49). 2. W. A. Walsh, An Introduction to Philosophy, p. 12. 3. Ibid., p. 12.
BO
Πρώτο, οί άστικές κοινωνιολογικές θεωρίες τοϋ δέκατου έ νατου αιώνα καί τών άρχών τοϋ είκοστοϋ αιώνα τών Ό . Κόντ, Γκ. Τ άρντ, Ε Ντιοΰρηχαϊμ, X. Σπένσερ, Τ ζ. Σ τ. Μίλ, X. Μάληαλ, Βέσπερμαρκ, Λ. Τ . Χόμπχαους, Φ. Τιόνιες, Φρ. Ράττσελ, Ράττσεν Χόφερ, Λ. Ι’κούμπλοβιτς, Λ. Φ. Ούόρντ, Α. Σμόλ, Τσ. Κούλι, Φ. Γκίντινγκς, Β. Παρέτο καί άλλων έπασχαν οί ίδιες άπό τα ί δια βασικά -λαττώματα, πού έπασχε καί έκείνη ή παλιά «φιλοσοφία τής Ιστορίας», πού τήν έντοπίζανε καί τήν άρνιοϋνταν ώς «θεωρητι κή*, «μεταφυσική», «άνεπιστημονική» και ούσιαστικά δέ διαφέρανε ί - ' αύτήν. "Ολοι αύτοί ot στοχαστές οίκοδομοϋσαν τά όλόπλευρα, «Ιγκυκλοπαιδικά» κοινωνιολογικά τους συστήματα πάνω στή βάση κάποιας ερμηνευτικής άρχής ή αρχών. Τό ρόλο μιας τέτοιας άρχή ς ή άρχών στόν Κόντ έπαιζε ό λεγόμενος «νόμος γ ιά τά τρία στάδια» στήν ιστορική άνάπτυξη τής άνθρώπινης κοινωνίας («θεολογικό», ^μεταφυσικό» καί «θετικό»), στόν Σπένσερ — οί βιολογι κοί νόμοι, στόν Τάρντ — «ή απομίμηση», στόν Μπάκαλ — «δ γεω γραφικός παράγοντας», στόν Ράττσελ — δ «γεωγραφικός» καί «δ βιολογικός» παράγοντας, στόν Γκούμπλοβιτς — «ή ράτσα», στόν Τ ιό ν ιε ς— «ή θέληση» (W esenw ille... K ürw ille), στόν Ούόρντ — <ή τέλεση», στόν Σάϊμερ — «τα ένστικτα», στόν Γκίντινγκς— «ή συνείδηση τοϋ γένους» κ.ά. Μά δλες αύτές ot «άρχές» καί «νό μοι» δέν έχουν άντληθεΐ στήν ίδια τήν κοινωνικοϊστορική πρ α γ ματικότητα, άλλα άποτελοΰν ή θεωρητικές φιλοσοφικές Ιδέες, ή ιδέες παρμένες άπό τήν ψυχολογία, τή βιολογία, τή γεωγραφία, τή φυσική καί άλλες φυσικές έπιστήμες καί έφαρμοσμένες στήν κοινωνικοϊστορική ζωή. «Ή έπιστημοσύνη» αύτών τών κοινωνιο λογικών κριτηρίων βρισκότανε κυρίως στό δτι άνάγανε τήν κοινωνιολόγία τις περισσότερες φορές δχι στή φιλοσοφία, άλλα σέ κάποια άπό τις προαναφερμένες έπιμέρους έπιστήμες κ ι’ αύτή άποδεικνυόταν ή «κοινωνική φυσική», ή «κοινωνική βιολογία», ή «κοι νωνική ψυχολογία» κ.ά. Κ ατ’ αύτόν τόν τρόπο άπό τήν «αύτονομία» τής κοινωνιολογίας τίποτε δέν άπόμεινε καί, δπως σωστά πα ρατήρησε δ Ρενέ Κ ιόνιγκ, δλες αύτές οί θεωρίες άποδείχτηκαν μο νάχα «καμουφλαρισμένες φιλοσοφίες τής ιστορίας».' 1. Soziologie. Heransgegeben von René Konig, Fischer Bücberei Frankfurt am mein, 1958, S. 93.
51
Δεύτερο, στα τέλη τοϋ δέκατου Ενατου καί στίς άρχές τοϋ εΐκοστοΰ αιώνα ή ίδεαλιστική φιλοσοφικοϊστορική σκέψη πήρε Ισχυ ρή ώθηση άπό φιλοσόφους στοχαστές δπως οί Β ίλχελμ Ντίλτ, Β ίλχελμ Βίντελμπαντ, Χ άινριχ Ρ ίκ ερ τ, Μπενεντέτο Κρότσιε κ.4., πού άσκησαν καί έξακολουθοϋν νά άσκοϋν βαθιά έπίδραση πάνω στήν άνάπτυξη τής άστικής κοινωνιολογίας καί Ιστοριογραφίας. Τρίτο, μιά σειρά άπό συγγραφείς πασχίζουν νά άποκαταστήσουν τήν Ιδεαλιστική φιλοσοφία τή ς ίστορίας, ταυτίζοντάς την μέ τήν κοινωνιολογία ή παρουσιάζοντας τήν Γδια τήν κοινωνιολογία ώς φιλοσοφικόν έπιστημονικό κλάδο. Έ τ σ ι, λογουχάρη, άπό τά τέ λη άκόμη τής περασμένης έκατονταετίας στό βιβλίο του «Ή φιλο σοφία τής ίστορίας ώς κοινωνιολογία», πού έκίόθηκε τό 1897, δ γνωστός γερμανός άστός ιστορικός κα ί κοινωνιολόγος Πάουελ Μπάρτ άναπτύσσει τήν άποψη, πώ ς ή κοινωνιολογία είναι φιλοσο φία τής ίστορίας, τοποθετη(ΐένη πάνω στή βάση «έπιστημονικών μεθόδων·’. Παρόμοια άποψη ύποστηρίζουν οί Α. Ού. Σμόλ, Λούντβιγκ Στάιν, Ό τμ α ρ Σπάν, Φέρντιναντ Τιόνες κ.4. «Ή κοινω;;ολογία — Ιγραψε ό Τ ιόνιες — είναι κατά πρώτο λόγο φιλοσοφι κό; έπισ:ημονικός κλάδος».1 "Ομως άκόμη κ ι’ δταν παρουσιάζεται γ ια «έπιστήμη», αύτός δ τύπος «φιλοσοφικής κοινωνιολογίας» δέν έχε: καμιά σχέση μέ τήν πραγματικά έπιστημονική κοινωνιολογία. Κ ατά τήν δμολογία τοϋ Ρ ενέ Κ ιόνιγκ είναι έπίσης «Ινα θεωρητικό σύστημα μέ μή ύποβαλλόμενα σέ έλεγχο έμ/πειρικά μείγματα..., που ικανοποιείται μέ άσυνήθιστη φτώχεια στή διατύπωση έφαρμόσιμων θεωρητικών ύποθέσεων».2 Τέταρτο, άλλοι άστοί συγγραφείς δέ συνταυτίζουν τή φιλο σοφία τής ίστορίας μέ τήν κοινωνιολογία, παρά τήν έξετάζουν ώς τμήμα της — ώς μιά παραλλαγή τής κοινωνιολογίας. Ό Βέρνερ Ζόμπαρτ, λογουχάρη, ξεχωρίζει «κοινωνιολογία στήν πλατιά ση μασία τοϋ δρου» καί «κοινωνιολογία στή στενή σημασία τοΟ Spot». Κατά τή γνώμη του «κοινωνιολογία στήν πλατιά σημασία τοϋ 8ρου> είναι «κάθε γνώση γ ιά τή συμβίωση τό ν Ανθρώπων, συνεπώς
1. Ibid., S. 91. 2. Soziologie' Herausgegeben von Rene Kônih, S. 19.
52
γ ιά τήν άνθρώπινη κουλτούρα, δηλ. γ ιά τήν άνθρώπινη Ιστορία»1 Περιμένει τή «φιλοσοφική κοινωνιολογία» καί τήν «έπιστημονική κοινωνιολογία», πού διαφέρουν ουσιαστικά ή μιά άπό τήν άλλη. Ή «φιλοσοφική κοινωνιολογία» είναι ταυτόσημη μέ τή φιλο σοφία τής Ιστορίας. Σ ’ αύτή άνήκει «κάθε διδασκαλία γ ιά τήν κοι νωνία, πού δρασκελίζει τόν τομέα τή ; πείρας» — λογουχάρη, κάθε διδασκαλία σχετικά μέ «τΙς άρχές τής άνάπτυξης τής κοινωνίας», T/ct'.xà μέ «τούς παράγοντε;, που καθορίζουν τήν Ιστορία» καί άλλες διδασκαλίες, πού έχουν «μεταϊστορικό χαρακτήρα».2 Σ ’ άντίθεση μέ τή «φιλοσοφική κοινωνιολογία» ή «έπιστημονική κοινωνιολογία» είτε ή «κοινωνιολογία στή στενή σημασία τοΟ δρου» είναι «συστηματική έμπειρική έπιστήμη γ ιά τή συμβίωση τών άνθρώπων·».3 Π έαπτο, ϊσαιμε τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σέ χώ ρ ε; δπως ή Γερμανία, Γαλλία, ’Ιταλ ία καί άλλες ή λεγάμενη «φιλοσοφική κοινωνιολογία» άποτελεΐ τήν κύρια κατεύθυνση στήν άνάπτυξη τής άστικής κοινωνιολογίας, πού καί ώς τώρα διατηρεί σημαντική έπιρροή σ’ αύτές τις χώρες. Οί κοινωνικοϊστορικές καί κοινωνιολογικές θεωρίες τών Μ. Β έμπερ, Φ. Τιόνες, Ό . Σπένγκλερ, Ά . Φιρικάντ Λ. Φ. Β ίγε, Φρ. Ό π ε ν χ ά ϊμ ε ρ , Ρ . Τούρνβαλντ, Β . Ζόμπερτ, Μ. Σιέλερ, X. Φράγερ, Κ . Μάνχαϊμ, ’Α . Β έμπερ, Τ . ΓκάΙγκερ, Ά . Τόϊνμπ, Π . Σορόκιν καί άλλων, άκόμη κ ι’ δταν όνομάζονται «κοινωνιο λογικές» ή «κοινωνιολογία τής Ιστορίας», καί δ χι «φιλοσοφικοϊστορικές», άποτελοΰν πραγματικά άκριβώς φιλοσοφικοϊστορική είτε στήν καλύτερη περίπτωση φιλοσοφικοϊστορικές θεωρητικολογίες πά νω σέ συγκεκριμένες Ιστορικές καί κοινωνιολογικές έρευνες. 'Ο λ ’ αύτά είναι άλήθεια καί ώστόσο θά ήταν λάθος, 4ν άνά μεσα στήν άστική φιλοσοφία τής ιστορίας καί στήν άστική κοινωνιολογία τεθεί σημείο Ισότητας. Στήν άνάπτυξη τής άστικής κοινωνιολογίας καί φιλοσοφίας τής ιστορίας συντελεΐται μιά διαδικασία 5>.αχωρισμοΰ τών δυό έπιστημονικών κλάδων τοϋ ένός άπό τόν 4>λο, χωρισμού τής κοινωνιολογίας άπό τή φιλοσοφία τής Ιστορίας καί 1. W erner Sombart, ΝΟΟ—Soziologie, Duncker Humboldtt, Ber lin, 19S6 s. 2 2. Ibid., S. 2, 3. Ibid., SS. 2 - 3 .
63
-f)- διαμόρφωση; της σέ α ύ τ ο τ ε λ ο ϋ ς , έ π ι μ έ ρ ο υ ς μή φ ι λ ο σ ο φ ι κ ο ύ Επιστημονικού κλάδου — διαδικασία, πού δχει τήν άρχή τη ; άκόμη στόν Κόντ, άλλα άναπτύχτηκε μέ πάρα πολύ μεγάλη δύναμη στόν είκοστδν αίώνα καί ιδιαίτερα στί; δεκαετίε; μΐτά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ τή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής ιστορίας καί τής κοινωνιολογίας δεσπόζει ή άποψη, πώ ς ή φιλοσοφία τής ιστορίας καί ή κοινωνιολογία άποτελοϋνε δυό διαφορετικούς καί αυτοτελείς έπιστημονικούς κλάδους. Οί άπόψεις γ ια τή σχέση, δπου βρίσκονται μετα ξύ τους αύτο: ci δυό έπιστημονικοί κλάδοι, είναι διαφορετικές. Μά ή τεράστια πλειονότητα τών σύγχρονων άστών κοινωνιολόγων κρα τούν άρνητική στάση άπέναντι στή φιλοσοφία τής ιστορίας. Στό βι βλίο του «Εισαγωγή στί; κοινωνικές έπιστήμες» ό ΜορΙ; Ντουβε^ζέ παρατηρεί, πώ ς οί σύγχρονοι άστοί κοινωνιολόγοι άποκρούουν άποφασιστικά τίς φιλοσοφικοϊστορικές θεωρίες, γιατί, τις έξετάζουν "ώς έργο τή ; φαντασίας», βασισμένο μάλλον πάνω σέ «μεταφυσικά καί πολιτικά αιτήματα», άπ’ δσο πάνω σέ «έπιστημονικές έρευνες».1 Αυτός δ Ισχυρισμός τοΟ Ντουβεργιέ ύπερβάλει τά πράγματα. Μά άντικαθρεφτίζει πιστά τις διαθέσεις τής τεράστιας πλειονότη τας τών σύγχρονων άστών κοινωνιολόγων.
Ή κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» έπιστήμη. Ή άποψη γ ιά τήν κοινωνιολογία ώς έπιμέρους, μή φιλοσοφικής έπιστήμης, ύποστηρίζεται άπό μιά σειρά κοινωνιολόγους, πού έξακολουθοϋν νά κινούνται στήν κοίτη τής παραδοσιακής άστικής κοινωνιολογία; ή είναι στενότερα δεμένοι μ’ αύτήν. ’Ιδιαίτερα καθχοά διατύπωσε τούτη τήν άποψη δ μεγάλος γερμανός άστδς κοινωνιολό γος Λέοπολντ φόν Β ίζε. «Κάθε έπιστήμη έχει τά δικά της β α σ ι1. Maurice Dnverger, Iuntoduction to the Social Sciences, Deo»ge Allen and Unwin LTD, London, 1967, p. 65.
54
κ à ζ η τ ή μ a τ a ,... Τ ά δυό βασικά ζητήματα τής κοινωνιολογίας είναι : 1) ΙΙώς έξηγεϊται τό φαινόμενο πού όνομάζουμε κοινωνι κό; 2) Τ ί βρίσκεται κάτω άπό τήν έπιρροή τοϋ κοινωνικού στήν άνθρώπινη σφαίρα; Μέ αύτό είναι κιόλας διατυπωμένη ή σκέψη, πώς δέν άντιλαμβανόμαστε τήν κοινωνιολογία ώς έναν κλάδο τής φιλοσοφίας (ώς κοινωνική φιλοσοφία), οδτε ώς μιά καθολική ε!τε Ιγκυκλοπαιδική έπιστήμη».' Μ έτόνδρο κοινωνιολογία ή διδασκα λία γ ιά τήν κοινωνία... κατανοούμε μιάν α ύ τ ο τ ε λ ή έπιμέρ ο υ ς έ π ι σ τ ή μ η » . 2 Μά στή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία ή άποψη γ ιά τήν κοινωνιολογία σάν αύτοτελή, έπιμέρους, μή φιλοσοφική έπιστήμη καί γ ιά τήν άσκησή της ώς τέτοια έχει διτυπωθει μέ τόν πιό λαμπρό τρόπο, άπό τή λεγόμενη «έμπειρική κοινωνιελογία». Ή «έμπειρκή κοινωνιολογία» είναι άδιάρρηκτα συνδεδεμένη μέ τή διενέργεια συγκεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών, μέ τήν έπεξεργασία καί τήν έφαρμογή ειδικής μεθόδου a αύτές τΙς έρευνες καί μέ τήν πλατιά τους χρησιμοποίηση γ ιά τήν πρακτική έπίλυΓη καί συμπλήρωση συγκεκριμένων κοινωνικών προβλημάτων καί καθηκόντων δπως ό άγώνας ένάντια στήν έγκληματικότητχ, στήν πορνεία, στήν άλητεία, στόν άλκοολισμό, στίς άπεργίες, γ ιά τή ρύθμιση τής Κοινής Γνώμης, τών οικογενειακών, σεξουαλικών, έπαγγελματικών, φυλετικών καί άλλων σχέσεων κλπ. θ ά ήταν, δμως, λαθεμένο δλη αύτή ή δράση νά ταυτίζεται μέ τήν «έμπειρική κοινωνιολογία». 'Εμπειρικές κοινωνιολογικές έρευνες διεξάγοντχι τώρα άπό έκπροσώπους σχεδόν δλων τών ρευμάτων τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας — τού νεοθετικιστικοΰ, τού νεοφροϊντιστικού, τού διαρθρωτικολειτουργικοΰ καί. τού νεοθωμιστικοΰ άκόχη. Πολυάριθμες καί σέ πλατιές διαστάσεις συγκεκριμένες κοινωνιολο γικές έρευνες διεξάγονται καί άπό μαρξιστές κοινωνιολόγους, Ιδι αίτερα στίς σοσιαλιστικές χώρες. Μά αύτές καθαυτές οί συγκεκρι μένες κοινωνιολογικές έρευνες δέν άποτελοΰν «έμπειρική κοινωνιολογία». Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» είναι Ιδιαίτερη κατεύθυνση, πού διαδραματίζει κυριαρχικό ρόλο στή σύγχρονη άστική κοινω1. Leopold von Wiese, Soziologie. Geschichte und Hanptprobleme, Fiinfte Anflage, Walter de Gruyter uud Co, Berlin, 1954, S. 5-6 2. Ibid., S. 5.
65
νιολογία, άρνιέται τή δυνατότητα καί τήν άνάγκη θεωρητικών γ ε νικεύσεων, που Αποκαλύπτουν τούς νόμους τής κοινωνικής ζωής καί τής άνάπτυξής της, μετατρέπει τήν κοινωνιολογία σέ κοινωνιογραφία καί τις συγκεκριμένες κοινωνιολογικές ίρευνες σέ αύτοσκοπικές έμπειρικές 2ρευνες ή σέ μέσο γ ιά τήν έπίλυση πρακτικών κοινωνικών προβλημάτων. Ώ ς ιδιαίτερη κατεύθυνση ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έμφανίστηκε καί διαμορφώθηκε στίς αρχές τής τρίτης δεκοετίας τοϋ αιώνα μας στίς Η Π Α. Ή γέννησή της είναι συνδεδεμένη μέ τή δη μοσίευση δυδ Ιργων άμερικάνων κοινωνιολόγων: €*0 πολωνός έργάτης στήν Εύρώπη καί στήν ’Αμερική» τών Ού. Ί . Τόμος καί Φ. Ζνάνετσκι, πού κυκλοφόρησε τό 1918 -1 9 2 1 , καί «ΕΙσαγωγή στήν έπιστήμη τής κοινωνιολογίας» τών P . Ε . Πάρκ καί Έ . Ού. Μπάρτζιες, πού κυκλοφόρησε τό 1921, Ινώ τά πρώτα κέντρα γ ιά έμπειρικές κοινωνιολογικές Ιρευνες δημιουργήθηκαν στό Πανεπιστή μιο τοϋ Σικάγου καί στό Πανεπιστήμιο τής Κολούμπια. Ή νέα κατεύθυνση Αναπτυσσόταν μέ Εξαιρετικά μεγάλη έπιτυχία καί όλκή. Ή τρίτη καί ή τέταρτη δεκαετία, δπως παρατηρεί ή Γ κ. Μ. Ά ντρέεβα, είναι «περίοδος τής γοργής καί θυελλώδικης έμπέδωσης τής έμπειρικής κατεύθυνσης στήν κοινωνιολογία», τής «θριαμβικής πορείας» τοϋ έμπειρισμοΰ στήν άμερικάνικη κο'.νωνιολογία, πού στή οιάρκειά της οί παραδοσιακές σχολές τής Αμερι κάνικης άστικής κοινωνιολογίας βαθμιαία έμφανίζονται f) προσαρ μόζονται στή νέα κατεύθυνση. Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» μετατρέπεται σέ δεσπόζουσα κατεύθυνση τής Αμερικάνικης άστικής κοινωνιολογίας, δπου μεταξύ τών Αστών Αμερικάνων κοινωνιολό γων, έξόν Από τούς προαναφερμένους πιά, συγκαταλέγονται οί Ρόμπερτ καί Χέλιν Α ίντ, Σέμιουελ Στάουφερ, Τ ζιόρτζ Λάντμπεργκ, Στιούαρτ Ν τόντ, Π άουλ Λάζαρσφελντ, Έ λ τα ν Μέτς, Ε . Χιούζ, Λ. Ούόρνερ, Μπ. Μποϋρμπερ, Μ. Γιάνοβιτς, Μπ. Μπέρελσον κ.ά. Γ ιά δλ’ αύτά ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έξετάζεται συνή θως ώς τυπικό Αμερικάνικο φαινόμενο, πού τό συνταυτίζουνε μέ δλη τήν άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία. Κ άτι παραπάνω, πριν άπό μ ιά -δ υ ό δεκαετίες μέσα στούς άστούς συγγραφείς ήταν σχε δόν γενικά παραδεχτό νά άντιπαραθέτεται ή άμερικάνικη κοινω-
66
νιολογια ώς «έμπειρική» στήν εύρωπαϊκή ώς «θεωρητική». Ή «εύ· ρωπαϊκή κοινωνιολογία» γράφει 6 Χέλμουτ Σιόκ — πα σχίζει διαρ κ ή ς νά δώσει μιά έπιστημονική διάγνωση στή σύγχρονη έποχή. Σ τήν εύρωπαϊκή διατύπωση τών κοινωνιολογικών προβλημάτων άντηχεϊ διαρκώ; τό άνησυχητικό πρόβλημα γ ιά τό μέλλον. IV αύτόν τόν λόγο ό εύρωπαίος κοινωνιολόγος πάντα έπιδίωκε νά πετύ χε·. μιάν «όλοκληρωτική προοπτική». ’Α λλιώς είναι στήν ’Αμερι κή. Έ κ ε ϊ ή κοινωνιολογική δουλειά σημαίνει τήν έπίλυαη άμεοων τεχνικών προ6λημάτι»ν τής καθημερινής κοινωνικής ζωής. Έ κ ε ϊ δ κοινωνιολόγος θέτει τό ζήτη μα: πώ ς μπορώ νά λύσω αύτό τό συγκεκριμένο άστικό πρόβλημα; ...Ό άμερικάνος κοινωνιολόγος δέν άπειλεΐται άπό τήν κληρονομιά τής χεγκελιανής φιλοσοφίας, πού στήν Εύρώπη άπαιτεΐ τόσον άνελέητα άπό τούς διαγνωστικούς τής κοινωνικής σφαίρας μια καθαρή θέση σχετικά μέ τό σύνορο ά νάμεσα στό παρελθόν καί στό μέλλον».1 ’Ακόμη πιό κατηγορημα τική άντιπαράθεση άνάμεσα στήν άμερικάνικη καί στήν εύρωπαϊκή κοινωνιολογία βρίσκουμε στή σύγκριση, πού κάνει 6 γνωστός άμερικάνος κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μακάϊβερ, μεταξύ τής άμερικάν.κης καί τής γερμανικής κοινωνιολογίας. Ή άντίθεση άνάμεσα στήν άμερικάνικη κα'ι στή γερμανική κοινωνιολογία — γράφει— φανερώνεται όρισμένως όλοένα καί. πιό Εντονα, ά π’ δσο ή δμοιότητά τους... τό κοινό άνάμεσα στους Ά μερικάνους καί ατούς Γερμανούς κοινωνιολόγους είναι ή προτίμηση τής μεθόδου. Μά γ ι’ αύτούς ή λέξη «μέθοδος» σημαίνει κάτι έντελώς διαφορετικό. Γ ιά τούς Ά μ ε ρικάνσυς είναι πρίν ά π ’ δλα μ ιά τεχνική Ερευνας, τρόπου συλλογής* άναφοράς, ταξινόμησης, άξιολόγησης τών γεγονότων, ή Εκθεσή τους σέ πίνακες καί άριθμούς. Γ ιά τούς Γερμανούς αύτή σημαίνει όρισμένες άρχές. πού σύμφωνα μ’ αύτές ταχτοποιούν τά γεγονότα σέ κατη γορίες, όρίζουν τή σχέση τών κατηγοριών τή μιά άπέναντι στήν άλλη, άναλύουν Ενα κοινωνικό φαινόμενο ή πλατύ κοινωνικό κίνημα στούς κύριους παράγοντές του καί προτείνουν μιά συνθετική Εξήγη ση... Ό Ά μερικάνος άναζητεΐ νέα γεγονότα και νέες μαρτυρίες, έ-
1. Helmut Schoeck, Soziologie. Geschichte {ihrer Problème, Verlag Karl Alber, Freiburg —München. 1932, SS. 331 - 332.
57
VÜ) ό Γερμανός αναζητεί νέες διατυπώσεις καί νέες ίδεϊκές κατα σκευές».1 Αύτοί οί ισχυρισμοί δέν είναι χωρίς σοβαρούς βάσιμους λόγους. Ό Τ . Πάρσονζ, δ μεγαλύτερος έκπρόσωπος τής σύγχρονης άστικής Αεωρητικής κοινωνιολογίας, δμολογεΐ πώ ς, καθένας πού παρατηρεί τήν έξέλιξη τής Αμερικάνικης κοινωνιολογίας στά τελευταία πενήν τα χρόνια, δέν μπορεΐ νά μή διαπιστώσει πώ ς αύτή σημειωνόταν κυρίως στή διεξαγω γή συγκεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών, στήν έξέλιξη και στήν τελειοποίηση τής τεχνικής γ ια τή διεξαγω γ ή αύτών τών έρευνών καί τής στατιστικής Ανάλυσης τών έμπειρικών στοιχείων. Ά λ λ α στόν τομέα τής θεωρίας οί Αμερικανοί Αστοί κοινωνιολόγοι είναι έντελώς Αδύνατοι καί καθυστερημένοι. «Έμεΐς — γράφει δ ΙΙάρσονζ— κατέχουμε Αναμφισβήτητα δλα τα προσόν τα για τήν άνάπτυξη τής τεχνικής γνώσης — τδ πώ ς νά κάνουμε τΙς Ιρευνες. Είμαστε καλοί στήν δργάνωση, πού πρόκειται νά διαδρα ματίσει αυξανόμενο ρόλο στήν έρευνα... Γενικά, ώς έπιστήμονες, οί Α μερικανοί ήταν έξαιρετικά δυνατοί στήν πειραματική έργασία καί στίς έμπειρικές έρευνες... Ά λ λ α ώς θ ε ω ρ η τ ι κ ο ί οί Ά μερικάνοι, σέ σύγκριση μέ τούς Εύρωπαίους, δέν ήταν τόσο δυνα τοί)-.2 Μά παρ’ δλ’ αύτά οί Απόπειρες να παρουσιαστεί ή «έμπειο.κή κοινωνιολογία» ώς καθαρά Αμερικάνικο φαινόμενο καί νά χαραχτεί ριζική Αντίθεση άνάμεσα στήν άμερικάνικη κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» καί στήν ευρωπαϊκή ώς «θεωρητική» είναι άβάσιιες. Πραγματικά οί βαθύτερες ρίζες τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» κείτονται στήν εύρωπαϊκή θετ,κιστική, νεοθετικιστική καί νεοκαντιανή κοινωνιολογία— Λ. Ά . Κέτλε, Γκ. Τάρντ, Έ . Ντιούρκχαϊμ, Μ. Βέμπερ, Ο. Ν όϊρατκ.ά. Ή έμπειρική τάση άρχιζει να έπιβεβαιώνεται στήν άγγλική άστική κοινωνιολογία άκόμη άπδ τα τέλη τοϋ περασμένου καί τίς άρχές τοϋ αιώνα μας μέ τήν έαφάνιση τοϋ βι βλίου τοϋ Τσιάρλς Μπδντ «Ζωή καί δουλειά τών Λονδρέζων». Ά π δ 1. Παράδ. Η. Schoeck, Soziologie, S. 335. 2. Talcott Parsons. Essays in Sociological Theory. Revised edi tion. The Free Press of Glaneoe, Collier —Macmillan LTD. London, 1964, pp. 368 - 369.
58
τότε καί ϋστερα — γράφει ό άγγλος κοινωνιολόγος Ού. Τ ζ. Σπρότ — «ή μέθοδος τής άγγλικής κοινωνιολογίας είναι ή αναζήτηση γ ε γονότων».1 Σ τήν Γαλλία ή έμπειρική κατεύϋυνση τής άστικής κοινων.ολογίας άρχιζε'· καθαρά νά διαγράφεται άκόμη άπό τό 1930 καί άπό τότε καί μετά διευρύνει άδιάκοπα τήν έπιρροή της. Τό 1931 ο αυστριακός φιλόσοφος καί κοινωνιολόγος, όπαδός τοϋ αύστρομαρξισμοϋ καί μέλος τοϋ «Βιεννέζικου Όμίλου», δ "Οτο Νόιρατ, δημοσίευε·, τό Ιργο του «Ή έμπειρική κοινωνιολογία» δπου άναπτύσσει τήν άποψη, πώς ή έπιστημονική κοινωνιολογία μπορεΐ νά υπάρχει μονάχα ώς έμπειρική κοινωνιολογία. Κ άτι περισσότερο, ό Νόιρατ ύποστηρίζει τή θέση, πώ ς «ό μαρξισμός είναι στό μεγα λύτερο βαθμό Ινα σύστημα έμπειρικής κοινωνιολογίας, άπ’ δσο κάθε άλλη σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία».2 "Ομως ώς τό Δεύτερο Π αγκόσμιο Πόλεμο, ίσως μέ έξαίρεση τήν ’Α γγλία , στίς εύρωπαϊκές άστικές χώρες κυριαρχεί ή «θεωρη τική», ή «φιλοσοφική» κοινωνιολογία. Ή άποφασιστική στροφή •τής εύρωπαϊκής άστικής κοινωνιολογίας πρός τόν Ιμπειρισμό γ ί νεται μετά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καί μάλιστα κυρίως κάρίως κάτω άπό τήν έπίδραση τής άμερικάνικης «έμπειρικής κοινωνιολογίας». «Μόλις ΰστερ’ άπό τό Δεύτερο Παγκόσμιο Π ί/εμ ο— γράφει 6 Χάϊντς Μάουλ— οί έπιτεύξεις τής άμερικάνικης κ^νω νιολογίας καί κοινωνικής έρευνας ίγιναν κτήμα τών πλατιών κύκ'/ «>ν τής Ευρώπης. Ταυτόχρονα μ ’ αύτό άρχισε Ινα νέο κεφάλαιο α-ήν ιστορία τής ήπειρωτικής, καθώς έπίσης καί τής γερμανικής χοίνωνιολογίας».3 Στήν ’Α γγλία ή θεωρητική κοινωνιολογία φυτοζωεί. «Ή θε 1. Γκόβαρντ Μπέκερ καί Ά λ β ιν Μπόσκοφ, «Σύγχρονη κοινω νιολογική θεωρία. Στίς διαδοχές καί άλλαγές της», Έκδ. Ξένης Φι λολογίας, Μόσχα, 1961, σελ. 688. 2. Otto Neurath, Sociology and Physicalism. In: Logical Positivi sm, Edited by A. I. Ayer. George Allen and Unwin LTD. London, 1959, p. 309. 3. Heiuz Mans. Zur Vorgeschichte der empirischen Sozialforsc* hung. In: Handbuch dler empiricchen Sozialforchung. Heransgegeben von Rene Kônig. Erster Bands Ferdinond Enke Verlag, Sfuttgart, 1962, s. 33.
59
ωρία καί 6 έγκυκλοπαιδισμός — γράφει ό Σπρότ— τώρα δέν είναι μόδα. Ε ξαίρεση πρέπει νά γίνει γ ιά τόν Ά ρ ν ο λν τ Τ ζ . Τόινμπι. Μονάχα λίγοι δέ θά συμφωνούσανε νά έφαρμόσουν τά έπίθετα «θεω ρητική» καί «Εγκυκλοπαιδική» στό Αξιοσημείωτο έργο του «'Ε ρευ να τής 'Ιστορίας». Ά π ό τούς κοινωνιολόγους αύτό τό βιβλίο ίγ ιν ε δεχτό χωρίς ιδιαίτερο ένθουσιασμό»1 Ή τεράστια πλειονότητα τών άλλων κοινωνιολόγων είναι «ειδικοί στήν έφαρμοσμένη κοινωνιολογία». «Ή Κοινωνιολογία στήν Α γ γ λ ία είναι έφαρμοσμένη έπιστήμη, συνδεομένη μέ τρεχούμενα γεγονότα»,2 δηλαδή «έμπειρική κοινωνιολογία». Ό γνωστός γάλλος κοινωνιολόγος Ζιάν Στετσέλ δρίΤει τήν άνάπτυξη τής γαλλικής άστικής κοινωνιολογίας δστερ’ άπό τό 1945 ώς περίοδος τής «κυριαρχίας τοϋ έμπειρισμοΟ». Ή «φιλοσο φική παράδοση» στή γαλλική άστική κοινωνιολογία δέν Ιχει έξαφανιστεΐ. ’Εμφανίζεται στή «γενική κοινωνιολογία» δπου ώς πιό άξιόλογα θεωρούνται τά έργα τοϋ Ζιόρζ Γκούρβιτς. Μά ή χαρα κτηριστική ιδιομορφία τής γαλλικής άστικής κοινωνιολογίας σ’ αύτ η τήν περίοδο είναι ή «έμπειρική παρέκκλιση, ή έξαιρετική προ σοχή πρός τά γεγονότα».3 Παρόμοια είναι ή κατάσταση στήν ’Ιταλία καί στίς άλλες ευ ρωπαϊκές άστικές χώρες. Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» κατάχτησε γερές θέσεις άκόμη καί στή Δυτική Γερμανία, δπου ή «φιλοσοφική» καί γενικά ή «θεωρητική» κοινωνιολογία ϊχ ε ι τήν πιό βαθιά κ χΐ τήν πιό γερή παράδοση. Ό δυτικογερμανός άστός κοινωνιολόγος Β. Ε . Μίλμαν φρονεί, πώ ς ή βασική κατεύθυνση τής άστικής κο> νωνιολογίας στή Δυτική Γερμανία μετά τό 1945 μπορεΤ νά όριστεΤ ώς «έμπειρική κοινωνιολογία» ή «κοινωνιογραφία», μέ φανερή τά ση πρός τήν «έφαρμοσμένη κοινωνιολογία».4 Τ ήν ϊδια γνώ μη ίχ ε ι καί ό γνωστός δυτικογερμανός έμπειρικός κοινωνιολόγος Ρενέ Κιόνιγκ. 'Ορίζοντας τήν κοινωνιολογία ώς «έμπειρική έπιμέρους έπι-
1. ωρία», 2. 3. ωρία», 4·
60
Γκ. σελ. Στό Γκ. σελ. Στό
Μπέκερ καί Α, Μπόσκοφ, «Σύγχρονη κοινωνιολογική θε 690. Ιδιο, Βλ. 705. Μπέκερ καί Α. Μπόσκοφ, «Σύγχρονη κοινωνιολογική θε 732. Ιδιο, σελ. 777.
στήμη»,' συνεχίζει: μ’ αύτό έρχόμαστε σέ άντίφαση μέ τήν πλατιά διαδομένη πού σύμφωνη μ’ αύτήν ή γερμανική κοινωνιολογία πρέ πει νά χαρακτηριστεί ώς θεωρητική, Ινώ ή γαλλική, ή άγγλική καί ιδιαίτερα ή άμερικάνκκη κοινωνιολογία χαρακτηρίζονται ώς «άπλά έμπειρικές». 2 "Ολ* αύτά δείχνουν, δτι τουλάχιστο στίς τελευταίες δεκαετίες δέν ύπάρχουν πραγματικές δικαιολογίες νά άντιπαρατάσσεται ή άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» στήν εύρωπαϊκή ώς «θεωρητική». Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» είναι ή δεσπόζουσα κατεύθυνση σ’ δλη τή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία. Δέν έχουμε πρόθεση νά ύποβάλουμε σέ λεπτομερειακή καί όλό,τλευρη ανάλυση τήν «έμπειρική κοινωνιολογία», γ ια τί αύτό θά μάς άπόκλινε άπό τόν άμεσο στόχο μας. Στόν άναγνώστη, που ένδιαφέρεται γ ιά παρόμοια άνάλυση, θά συστήναμε τό « Ό θετικισμός στήν κοινωνιολογία» τού Ί . Σ . Κόν καί τό « Ή σύγχρονη άστική έαπειρική κοινωνιολογία» τής Γ κ. Μ. Ά ντρέεβα. Καί οί δυό είναι γνω στό! σοβιετικοί συγγραφείς, πού τά Ιργα τους άποτελοδν τό καλύτε ρο πού ύπάρχει πάνω σ’ αύτό τό ζήτημα στή μαρξιστική φιλολογ.χ.3 θ ά σταθούμε μονάχα σέ μερικά άπό τά πιό χαρακτηριστικά γνω ρί σματα τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας», πού θά μάς βοηθήσουνε νά ξεκαθαρίσουμε τή σχέση τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας πρός τή φιλοσοφία καί είδικότερα πρός τή φιλοσοφία τής Ιστορίας. 'II μεθολογική βάση, πού πάνω της έμφανίστηκε καί άναπτύσσεται ή «έμπειρική κοινωνιολογία», είναι ή φιλοσοφία τοΰ νεοκαντι ανισμού, τού πραγματισμού καί κυρίως τοΰ νεοθετικισμού. Οί Ούίλιχμ Τόμας καί Φλόριαν Ζνάνετσκι βρίσκονται κάτω άπό τήν έπιρροή τοΰ Μάξ Βέμπερ. ’Αντιπρόσωποι τής «έμπεφικής κοινωνιολογίας» καί θεωρητικοί τών μεθοδολογικών της προβλημάτων δπως 1. Soziologie. Herausgeben von René Kônig, Fischer Bürherei, Frankfurt am Mein, 1958, S, 7. 2. Ibid., S. 13. 3. Ί . Σ. Κόν, «Ό.νεοθετικισμός στή» κοινωνιολογία», Έκδ. τοΟ Πανεπιστημίου toO Λένινγκραντ. 1964* Γκ. Μ. Άντρέββα, « Ή Σύγϊρονη άστική ίμκειρική κοινωνιολογία», Έ κδ. «Μίσλ» (Ή σκέψη) Μόσχα 1965,
61
οί Ό το Νόϊρατ, Τ ζιόρτζ Α άντμπεργκ, Πάουλ Αάζαρσφελντ, Στιούαρτ Ντόντ, Σέμιουϊλ Στάουφορ, Χάνς "Αλμπερτ, Χάνς Τσέτερμπεργκ είναι νεοθετικιστές. ’ Αλλοι, δπως ό Ρ ενέ Κ ιόνιγκ, πασχίζουν νά συνδυάσουν τό νεοθετικισμό μέ τό νεοκαντιανισμό κ.ά. Μά ή Γδια ή «έμπειρική κοινωνιολογία» δέν είναι οδτε φιλοσοφικοϊστορ:κή, οδτε γενικοκοινωνιολογική καί. Ιστορική θεωρία. ’Αντίθετα, τό πιό σπουδαίο διακριτικό γνώρισμα αύτής τή ς κοινωνιολογίας εί'/ν. άκριβώς ό Ιντονα άντιφιλοσοφικός, άντιθεωρητικός, γεγονοτο γραφ ικός της χαρακτήρας καί γ ι’ αύτό τό λόγο όνομάζεται «Εμπει ρική». Ό άντιφιλοσοφικός καί άντιθεωρητικός χαρακτήρας τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» φανερώνεται πριν άπ’ δλα στήν έντονα άρνητική στάση της τόσο άπέναντι στή φιλοσοφία τής Ιστορίας, δσο καί απέναντι σ’ δλες τις «παραδοσιακές» γενικοκοινωνιολογικές θεωρίες άπό τόν Κόντ ώς τήν έποχή μας, πού θέτουν γ ια στόχο τους να ζώσουν Ολοκληρωμένη έρμηνεία τής άνθρώπινης κοινωνίας καί τής ιστορίας της. Στήν εισήγησή του μέ θέμα «Ή τάση στήν κοινωνιολογική έπιστημονικοερευνητική έργασία», πού Ιγινε στό “Εκτο Παγκόσμιο Συνέδριο Κοινωνιολογίας τό 1966, δ άμερικάνος κοινωνιολόγος ’Εντουαρτ Σ ίλ τ παρατηρεί, πώ ς «για τήν πρώτη γενιά Ιμπειρικών Επιστημονικών έρευνητών οί μεγάλοι θεωρητικοί άπό τόν Μοντεσκιό καί τόν Κόντ ώς τόν Γκούμπλοβιτς, τόν Χόμπχαους καί τόν Ντιούρκχαϊμ σιωπούν ή είναι άδιάφοροι. 01 άναγνωρισμένοι προκάτοχοι τής πρώϊμης γενιάς έμπειρικών κοινωνιολό γων είναι δ Κέτλε, Έ γ κ ε λ ς , Μπούτ, “Ιντεν φόν ΤιοΟνεν καί δχι οί Μάρξ, Χέγκελ, Μοντεσκιό, Τοκβίλ ή Κόντ». Σ τίς Η Π Α οί κοι νωνιολογικές θεωρεΐες τών «μεγάλων θεωρητικών» άφορίστηκαν ώς «πρωτοκοινωνιολογία»— ένας μισοπεριφρονητικός δρος, πού μ’ αύτόν οί έμπειριστές σημειώνουν δλες τις «Εγκυκλοπαιδικές», «άνώριμες», «θεωρητικές» κοινωνιολογικές θεωρίες, πού χαρακτηρίζουν τήν «προεπιστημονική» κατάσταση τής κοινωνιολογίας. Στή Δυτ.κή Γερμανία οί Εκπρόσωποι τής έμπειρικής κοινωνιολογίας είναι πιό έπιεικεΐς πρός τούς προκατόχους των. ’Ε κεί κοινωνιολόγοι δπως οί Μάξ Βέμπερ, Φέρντινατν Τιόνιες, "Αλφρεντ Φίρκανττ, Μάξ Σιέλεφ, Αέοπολντ φόν Β ίζ ε, Φράντς ’ Ο πενχαϊμερ, Ρ ίχαρντ Τούρνβαλντ, Κάρλ Μ άνχαϊμ, Χάνς Φράγερ, ’Αλφρεντ Βέμπερ καί άλλοι, πού σ’ αύτούς κυριαρχεί ή θεωρητική νόηση καί ή τάση πρός τήν
62
κατασκευή δλόπλευρων κοινωνιολογικών συστημάτων όνομάστηκαν άπλώς οί «μεγάλοι γέροι». Μά καί έκεΐ, δπως καί στις ΗΠ Α , οί άντιπρόσωποι τής έμπειρικής κοινωνιολογίας» διακηρύττουν τή «ρή ξη» τους μέ τούς «μεγάλους γέρους» καί δέ θέλουν νά Ιχουν καμιά συγγένεια μ’ αυτούς. Καί δ χ ι μόνον οί έκπρόσωποι τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας», άλλα καί οί θεωρητικοί τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης, πού σέ διάκριση άπό τούς έμπειριστές θέλουνε νά άναβιώσουν τήν άστική κοινωνιολογική θεωρία γ ιά νέα ζω ή, έπίσης έπιδιώκουν νά διαχωρίσουν έντονα τήν κοινωνιολογική τους θεωρία άπό τΙς «έγκυκλοπαιδικές» καί τις «δλόπλευρες» θεωρίες τόσο τών άστών κοινωνιολόγων τοΟ δέκατου ένατου αιώνα, δσο καί τών περισσότε ρων άστών κοινωνιολόγων τοΟ είκοστοΟ αΙώνα. 'Τπογραμμίζουν, 5τι άνάμεσα σ’ αύτές τις θεωρίες καί τή θεωρία τους δέν ύπάρχει καί οέν μπορεΐ νά ύπάρχει διαδοχή. • · Ό Πάρσονζ συγκαταλέγει δλες τις δημιουργημένες στό δέκα- 0-J ένατον αιώνα κοινωνιολογικές θεωρίες, πού πασχίζουνε νά έρμηνεύσουν τήν κοινωνία ώς σύνολο καί νά παρουσιάσουν τήν έξέλιξή της εϊτε ώς εύθύγραμμη έξελικτική διαδικασία, εϊτε ώς κυκλική εί τε διαλεκτική διαδικασία, σέ Ινα «προεπιστημονικό στάδιο» στήν έξέλιξη τής θεωρητικής κοινωνιολογικής σκέψης. «Δέ θά ταλαντευ τώ — γράφει δ ίδιος— νά χαρακτηρίσω δ λ ε ς τις θεωρητικές προσπάθειες πριν άπό τή γενιά τών Ν τιούρκχαϊμ καί Μάξ Βέμπερ ώς π ρ ω τ ο κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί ο».1 Σ ’ αύτόν τόν τύπο κοινω νιολογικών θεωριών δ Πάρσονζ συγκαταλέγει τις κοινωνιολογικές θεωρίες τών Κόντ, Σπένσερ, Τέϊλορ, Μ όργκαν, Βέμπλεν καί άλλων, μαζί καί τήν κοινωνιολογική θεωρία τοΟ Μάρξ. Κ ατά τή γνώμη του δλες αύτές οί θεωρίες άποτελοΟν Ινα περασμένο καί ξεπερασμένο στάδιο στήν έξέλιξη τής κοινωνιολογίας καί δ σύγχρονος άρμόδιος κοινωνιολόγος «δέν μπορεΐ νά είναι κοντιανός, σπενσεριανός οδτε καί. μαρξιστής».2 Τ ήν ίδια, άν δχι καί πιό κατηγορηματική, καταδίκη πάνο> στήν «πρώϊμη ίστορία τής κοινωνιολογίας, δπως παρουσιάζεται, λο1. Τ. Parsons, Essays in Sociological Theory, p. 349, 2. Ibid., pp. 219 - 220.
63
γοοχάρη, στίς θεωρητικολογίες των Κόντ καί Σπένσερ, τών Χόμπλαους καί Ράττσενχοφερ», τή βρίσκουμε καί στό Ρόμπερτ Μάρ■τον. «Λίγα Απ’ δσα τοϋτοι οί πρώιμοι προκάτοχοι έγραψαν — παρα τηρεί δ ίδιος,— έχουν σημασία γ ιά τή σημερινή κοινωνιολογία. 01 Εργασίες τους τεκμηριώνουν τίς μεγάλες Αρετές τών ταλαντούχων άνδρών, τοϋτες δμως προσφέρουν σπάνιες ήθικολογικές κατευθύν σεις γ ιά τήν τωρινή άνάλυση τών κοινωνιολογικών προβλημάτων. Ή τ α ν μεγάλες έπιτεύξεις γ ιά τήν έποχή τους, μά έκείνες ot μέρες οέν είναι οί δικές μας. Ε μ ε ίς , οί σημερινοί κοινωνιολόγοι, μποροΟμε ν ά είμαστε διανοητικά πυγμαίοι, μά έμείς δέν είμαστε πυγμαίοι, πού στέκονται πάνω στους ώμους γιγάντω ν. Ή συσσωρευτική παράδοση έςακολουθεί νά είναι τόσον άδύνατη, ώστε οί ώμοι τών γιγάντω ν τή ς κοινωνιολογικής έπιστήμης δέν άποτελοϋν άρκετά γερή βάση. πού πάνω της νά σταθεί κανείς».1 Παραθέτοντας τή σκέψη τοϋ Ούάτχεντ, δτι «μιά έπιστήμη, πού ταλαντεύεται νά ξεχώσει τούς Ιδρυ τές της, είναι χαμένη, δ Μέρτον ύπογραμμίζει, πώ ς αύτή ή σκέψη Ϊ3χύει μέ πολύ μεγαλύτερη δύναμη γ ιά τήν κοινωνιολογία, άπ’ δσο •γιά τίς φυσικές έπιστήμες».2 Φυσικά προβάλλει τδ έρώτημα: για τί οί έκπρόσωποι τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» καί τής διαρθρωτικολειτουργικής Ανάλυ σης θέλουνε νά κόψουν κάθε είδος συγγενικές σχέσεις μέ τούς προ-κατόχους των καί νά τούς ξεχάσουν ; Ή έξήγηση γ ι’ αύτό πρέπει νά άναζητηθεΐ σέ μιά σειρά λόγους, μά δ κύριος είναι ή κρίση τής άστ:κής θεωρητικής κανωνιολογίας καί- τή ς Ιδιας τής άστικής κοι νωνίας. ‘ Οπως κιόλας άναφέρουμε, άκόμη δ γενάρχης τής Αστι κής κοινωνιολογίας Κόντ άπόρριψε τήν ύπάρχουσα ώς τότε φιλο σοφία τής ιστορίας έξαιτίας τοϋ θεωρητικοϋ, «μεταφυσικοΰ» καί Ανεικστημονικοΰ της χαρακτήρα. Σ τήν πα λιά φιλοσοφία τής ιστο ρίας άντιπαραθέτει τήν κοινωνιολογία του, πού Ιπρεπε νά είναι άκριβολογημένη, βασισμένη πάνω στά Αντικειμενικά γεγονότα, έ πιστήμη. Μά τοΰτος δ σωστός αύτός καθαυτός προγραμματικός I. Robert Κ. Merton, Social Theory and Social Structure. Re vised and Enlarged Edition. The Free Press, Glancoe Illinois, 1955 p. 5. 2. Ibid., p. 5.
64
στόχος δέν πραγματοποιήθηκε οδτε άπό τόν Κόντ, οδτε άπό τούς άλλου; έκπροσώπους τής άστικής Θεωρητικής κοινωνιολογίας. ’Α κόμη κι’ δταν άπορρίπτανε καί κοροϊδεύανε τή φιλοσοφία τής Ι στορία;, (αυτοί) συνεχίζανε νά βαδίζουν πάνω στόν έλαττωματικό της δρόμο. “Ολοι αύτοί δημιουργούσαν περισσότερο ή λιγότερο 6λοκληρωμένα Θεωρητικά συστήματα γ ιά τήν άνθρώπινη κοινωνία καί τήν ιστορία της. ’Αλλά δσο καί νά φροντίζανε νά τούς προσδώσουν έπιστημονικοειδή μορφή, οί θεωρίες τους φέρνανε βαθιά μέσα τους τά βασικά έλαττώματα τής παλιάς φιλοσοφίας τής Ιστο ρίας — ιδεαλισμό, μεταφυσική, μηχανιστικισμό, θεωρητικολογία. Α ύτέ; οί θεωρίες δέ δημιουργοΰνταν καί δέ δημιουργοϋνται πάνω στή βάση άντικειμενικής, έπιστημονικής Ερευνας τής συγκεκριμέ νης κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας, άλλά πάνω στή βάση προμελετημένων Ιδεών. 01 πομπώδικες φράσεις γ ιά «αύστηρή έπιστημονικότητχ», «Αντικειμενικότητα» καί «άμεροληψία» χρησί μευαν καί χρησιμεύουνε μονάχα ώς κάλυμμα τοϋ βαθιά ταξικού — κομματικού χαρακτήρα καί τής μεροληψίας τους. "Ολες αύτές, άπό τήν κοινωνιολογία τών Κόντ καί. Σπένσερ ώς τΙς σύγχρονες κοινωνιολογικές θεωρίες τών Μ. Βεμπερ, Π . Σορόκιν, Α. Τόινμπι, Α. Β έμπερ, Ρ . Ά ρόν κ.ά., άποτελούν ιδεολογικά δπλα γ ιά τήν ύπεράσπιση τού άσκκού συστήματος, γ ιά άγώνα ένάντια στό έπανα» στατικό έργατικό κίνημα, ένάντια στό σοσιαλισμό καί στόν κομμου νισμό, ένάντια στό μαρξισμό. Γ ι’ αύτό τό λόγο ή άνάπτυξη καί οί έπιτυχίες τού έπαναστατικού έργατικοϋ κινήματος καί τοϋ μαρξισμού, τό βάθεμα τής κρί σης τής άστικής κοινωνίας, τών έσωτερικών του άντιθέσεων καί άνταγωνισμών, πού βρίσκουν έκφραση στήν δξυνση τής ταξικής πά λης άνάμεσα στό προλεταριάτο καί στήν άστική τάξη, άνάμεσα στίς μητροπόλεις τοϋ ιμπεριαλισμού καί τούς άπακιοκρατούμενους λαούς, άνάμεσα στά Γδία τά ιμπεριαλιστικά κράτη, στούς Ιμπεριαλι στικούς πολέμους μέ δλες τους τΙς καταστροφικές συνέπειες καί ι διαίτερα ή νίκη τής ’Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής ’Επανάστασης καί τών άλλων Σοσιαλιστικών ’Επαναστάσεων — δλες αύτές ot Αν τικειμενικές κανωνικοίστορικές διαδικασίες άναπόφευχτα κατα στρέφουνε, κάνανε καί κάνουν άνυπόφορες δλες καί. τΙς κάθε λογής φιλοσοφικ<;ϊστορικές καί κοινωνιολογικές θεωρητικές κατασκευές.
5
65
Αύτές ot θεωρίες δέν άντέξανε στόν έλεγχο τής κοινωνικοϊστορικής πράξης καί ίπαθαν πλήρη χρεωκοπία. Κ αί δέν είναι περίερ γο, πώ ς ή άπαρχή τής κρίσης τής παραδοσιακής άστικής κοινωνιολογίας ουμπίπτει μέ τήν άρχή τής έποχής τοϋ Ιμπεριαλισμού, ένώ στήν περίοδο άπό τήν ’Οκτωβριανή Σοσιαλιστική ’Επανάστα ση ώς τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καί τή νίκη τοϋ νέου γύι,ου Σοσιαλιστικών Επαναστάσεων χρεωκόπησε όριστικά. ’Ακριβώς γ ι’ αύτό τό λόγο οί έκπρόσωποι τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» καί τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης ξεκό βουν τόσον άποφχσιστικά άπό τήν παραδοσιακή άστική θεωρητική κοινωνιολογία καί τόσο έπιμελημένα θέλουνε νά διαχωριστούν άπ’ αύτήν. Ταυτόχρονα δέν είναι τυχαίο τό γεγονός, δτι «στή διάρκεια τής τελευταίας δεκαετίας τού δέκατου ένατου αιώνα ή πρωτοκοινωνιολογία άρχισε νά έντοπίζεται άπό τήν πιό ταπεινή, τήν πιό κενή κατεύθυνση, πού είναι βασική γ ιά τή σύγχρονη κοινωνιολο γική πράξη μέ τήν Ιδιότητα ά ν α λ υ τ ι κ ή ς έπιστήμης»,1 δηλ. «εμπειρικής κοινωνιολογίας». Δέν είναι τυχαίο καί τό γεγο νός, δτι ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έμφανίστηκε καί έδραιώθηκε ώς ιδιαίτερη κατεύθυνση στίς πρώτες δυό δεκαετίες μετά τόν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο καί τήν ’Οκτωβριανή Σοσιαλιστική ’Ε πανάσταση, ένώ άκριβώς ΰστερ’ άπδ τό Δεύτερο Παγκόσμιο Π ό λεμο μετατράπηκε σέ δεσπόζουσα κατεύθυνση σ’ δλη τήν άστική κοινωνιολογία. Ή έμφάνιση τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» καί ή πλατιά διάδοσή της είναι άμεση συνέπεια τής χρεωκοπίας τής παραδοσια κής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας — άπστέλεσμα καί φανέ ρωμα έκείνης τής βαθιάς άπογοήτευσης, πού πρσκάλεσε αύτή μέ τήν άποτυχία της μπροστά στή δοκιμασία τής Εστορίας. Σημε.ώνοντας τή-/ «δχι ύψηλή γνώμη γ ιά τή θεωρία, πού κυριαρχούσε (στό διάστημα) μεταξύ τών δυό παγκόσμιων πολέμων», δ Χόουαρντ Τζιένσον συνεχίζει: «ΟΕ διαφωνίες πού γεννήθηκαν άπό τόν
1. Γκ. Μηέκερ καί Α. Μπόσκοφ, «Ή σύγχρωνη κοινωνιολογική θεωρία», σελ. 19.
66
πρωταρχικό θεωρητικά προσανατολισμό πρός τό θετικισμό, όργανικισμό, έβολουσιονισμό, νομιναλισμό, ρεαλισμό καί τά διάφορα οΐκονομικά, φυλετικά, γεωγραφικά, τεχνολογικά καί άλλα είδη τοϋ ντετερμινισμού, πού Ανταγωνίζονται άναμεταξύ τους, άν κρίνει κά ν ε!' άπό τό χαμένο χρόνο και κόπο, Εδωσαν πάρα πολύ άσήμαντα άποτελέσματα καί όδήγησαν στήν πλατιά διαδομένη ταύτιση τής θεωρίας ώς τέτοιας, μέ τόν Απριορισμό καί τήν άκατάσχετη θεω ρητικολογία*. Μέ τή μεγαλύτερη δύναμη αύτή ή ταύτιση φανερώθηκε στήν «έμπειρική κοινωνιολογία», πού γεννήθηκε ώς άμεση, άνοιχτή καί Αποφασιστικότατη άντίδραση ένάντια στήν θεωρητικόλογη ώς πρός τό χαρακτήρα της παραδοσιακή άστική θεωρητική κοινωνιολογία. 01 έκπρόσωποί της άκολουθοΰνε σέ βασικές γραμμές τούς προγραμ ματικούς στόχους πού έθεσε ό Κόντ, άλλά τούς έκπληρώνουν πο λύ ριζοσπαστικότερα ά π’ έκεϊνον. Ό κύριος στόχος, πού βάζουν, είναι να θεμελιώνουν καί νχ άναπτύσσουν τήν κοινωνιολογία ώ ς α ύ τ ο τ ε λ ή , έπιμέρους καί αύσττ.ρή έπιστήμη, βασισμένη πάνω στή μελέτη τών Αντικει μενικών γεγονότων, «άπαλλαγμένη άπό τή μεταφυσική»,1 έντελώς άνεζάρτητη άπό τή φιλοσοφία τής Ιστορίας καί. άπό κάθε φιλοσοφία γενικά. «Ή κοινωνιολογία — γράφουν οί Ούίλιαμ Τόμας καί Φλόριαν Ζνάνετσκι — ώς θεωρία τής κοινωνικής όργάνωσης είναι... ειδική έπιστήμη γ ια τήν κουλτούρα, δμοια μέ τήν οίκονομία καί τή φιλολογία».2 Κηρύσσοντας τήν «έμπειρική κοινωνιολογία» γιά μή φ ι λ ο σ ο φ ι κ ή , έπιμέρους έπιστήμη, οί έκπρόσωποί τής κοινωνιολογίας τήν άντιπαραθέτουν στή φιλοσοφία τής Ιστορί ας καί γενικά στήν φιλοσοφία. Κ ατά τή γνώμη τοϋ Ρενέ Κιόνιγκ, λογουχάρη, ύπάρχουν πολλά «νοητικά συστήματα», πού άσχολοΰνται μέ τήν κοινωνία, δμως « ά π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ά ή κ c ιν ω ν ι ο λ ο γ ί α ε ί ν α ι έ π ι σ τ ή μ η γ ι ά τήν
1. Ο. Neurath, Sociology and Physicalism. In: Logical Positivism, p. 301. 2. Παραδ. κατά Γκ. Μ. Άντρέεβα, «Ή σύγχρονη άστική έμπειρική κοινωνιολογία», σελ. 55.
67
κ ο ι ν ω ν ί α » 1 καί μονάχα αχετικά μέ τά άποτελέσματά της μπορούνε να έφαρμοστούν τά γνωρίσματα «σωστός» καί «λαθεμέ νος».2 Είναι «θετική έπιστήμη» καί είναι δυνατή «μ ο ν ά χ α ώ ς έ μπε . ρική κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α » , 3 ένώ ή «φιλοσοφία τής ίστορίας καί ή κοινωνική φιλοσοφία» είναι «Αληθινές θεωρητικολο γίες», πού έχουν τήν αξίωση «να κριτικάρουν τις θετικές έπιστήμες». Γ ι’ αύτό τό λόγο, ένώ προηγούμενα ήταν δεκτό, «πώς μπορεΐ έντελώς βαθμιαία να περάσουμε άπό τις σοσιαλιστικές θεωρίες πρός τή φιλοσοφία τής ίστορίας καί τής κοινωνικής φιλοσοφίας..., στόν έπόμενον αιώνα αύτή ή Αμοιβαία σχέση άνάμεσα στίς δυό πλευοές Ιχ ει κοπεί». Τώρα, συνεχίζει δ Κ ιόνιγκ, χάρη σέ μιά διαδικασία ανάπτυξης πού ·διαρκεϊ κάπου έβδομήντα χρόνια, ή κοινωνιολογία ώς θετική έπιστήμη, πού έμπεριέχει «τ ή γ ε ν ι κ ή κ ο ς ν ων ι ο λ ο γ ί α, καθώς καί. τ ι ς ε ι δι κέ ς (ή Εφαρμοσμένες) κοινωνιολογίες», άποκόπηκε άπόλυτα άπό τή φιλοσοφία τής ίστορίας καί τήν κοινωνική φιλοσοφία. Αύτό κατά τή γνώμη του δέ ση*ιαίνει, πώ ς άργότερα Αποκλείεται νά ξανασυνενωθούν, άλλά πρώτα πρώτα πρέπει νά μείνουν φανερά χωρισμένες ή μιά άπό τήν άλλη, «χωρίς νά εισέρχονται στίς σφαίρες τους».4 Ή τεράστια πλειονότητα τών έμπειρικών κοινωνιολόγων δέ θέ λει ν’ άκούσει γενικά γ ιά καμιά φιλοσοφία. Στόν άγώνα της ένάντια στή φιλοσοφία τής ίστορίας καί τήν κοινωνική φιλοσοφία οί έμπειρικοί κοινωνιολόγοι χρησιμοποιούν γενικά τήν κριτική τού Κόντ καί τά έπειχειρήματα πού αύτός χρησιμοποιούσε ένάντια στήν παλιά φιλοσοφία τής ίστορίας, μέ τούτη τήν διαφορά, πώς τά κατευθύνουν δχι μόνον ένάντια στήν παραδοσιακή φιλοσοφία τής ίστορίας, άλλά καί ένάντια στόν ίδιο τόν Κόντ καί ένάντια σ’ δλη τήν παραδοσιακήν Αστική θεωρητική κοινωνιολογία, είτε είναι αύτή θετικιστική ή νεοκαντιακή, πού τήν άνακήρυξαν ώς «πρωτοκοινωνιολογία». Φυσικά, οί έμπειρικοί κοινωνιολόγοι, καθώς καί οί έκπρόσω-
1. R. Kônig, Handbuch der empirischen Sozialforschung. erster Band, s. 2. 2. Ibid., s. 12. 3. Ibid., s. 3. 4. R Kônig, Geschichts und Sozialphilosophie. In: Soziologie, Heransgegeben v. R. Kônig, s. 89.
ποι τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης, είχαν άπόλυτα δίκιο, δταν ισχυρίζονταν, πώς ή παραδοσιακή Αστική θεωρητική κοινωνιολογία, |ΐα ζ ί καί. ή κοινωνιολογική θεωρία τοΰ ίδιου τοΟ Κόντ, άπεδείχτηκε μονάχα συγκαλυμμένη φιλοσοφία τής Ιστορίας, που είναι δχι λιγότερο θεωρητική άπδ τήν προηγούμενη φιλοσοφία τής Ιστο ρίας, πού δ Κδντ άπόρριψε. Δέν μπορεΐ νά άρνηθοϋμε έπίσης, δτι οΐ έμπειριστές κοινωνιολόγοι καί ειδικότερα έκεΐνοι άπδ αύτούς, δπως ot Λάντ,.ιπεργκ, Ν τόντ, Λάζαρσφελντ, X . Ά λ μ π ε ρ τ, X. Τσέτερμπεργκ, Ρ . Κ ιόν.γκ κ.ά., πού στέκονται πάνω στίς θέσεις τοΰ νεοθε τικισμού Ικαναν καί.συνεχίζουν να κάνουν βάσιμη καί άπδ πολλές άπόψεις ύφέλ:μ.η κριτική τών φιλοσοφικοΐστορικών καί τών φιλοσοφικοκοινωνιολογικών θεωριών τών Β. Ν τίλταϊ, Μπ. Κρότσιε, Μ. Βέμπερ, Μ. Σιέλερ, Τ . Πάρσονζ κ.ά., πού θέτουν στή βάση τών θε ωριών τους τήν ένόραση, τή μέθοδο τής «κατανόησης» καί άλλες - άρχές» -ής άνορθολογιστικής φιλοσοφίας- τής νεοκαντιανής φιλο σοφίας τής ιστορίας καί τής κοινωνιολογίας τών Βίντελμπαντ, Ρ ί κερτ, Ζίμελ κ.ά., πού είσάγουνε διαφορά άρχών άνάμεσα στίς φυσι κές καί -τΙς κοινωνικές έπιστήμες, γ ιά να τΙς άντιπαραθέσουν άπό λυτα -Ις πρώτες στίς δεύτερες· τής νεοθωμικής φιλοσοφίας τής ι στορίας καί κοινωνιολογίας μέ τδ μυστικισμδ καί τήν τελεολογία της κ.δ. Τ δ ζήτημα δμως δέν Ιγκειται μονάχα σ’ αύτό. Ά πορρίπτοντας τήν παραδοσιακή άστική θεωρητική κοινωνιολογία έξαιτίας *.ο0 θεωρητικολογικοΰ της χαρακτήρα, οΕ έχπειριστές κοινωνιολόγοι άπορρίψανε γενικά τήν άνάγκη κοινωνιολογικής θεωρίας. Ό άντιθεωρητικδς χαρακτήρας τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» φανερώ νεται σέ μερικές βασικές κατευθύνσεις, πού μάς άποκαλύπτουν καί τις βαθιές διαφορές άνάμεσα σ’ αύτήν τήν κοινωνιολογία καί στήν παραδοσιακή άστική κοινωνιολογία. Πρώτο, ή παραδοσιακή άστική κοινωνιολογία ήταν κατά κα νόνα «έγκυκλοπαιδική». Έ τ ειν ε νά δημιουργήσει όλοκληρωμίνες καί δλόπλευρες κοινωνιολογικές θεωρίες, πού άγκαλιάζουν δλες τις δψεις τής άνθρώπινης κοινωνίας — τή διάρθρωση, λειτουργία καί άνάπτυξη. Δεύτερο, ή παραδοσιακή άστική θεωρητική κοινωνιολογία ή ταν πρώτιστα Ιστορική κοινωνιολογία. Παρά τή μεταφυσικότητά
της διακρινόυαν άπό περισσότερο ή λιγότερο Ιστορικό τρόπο άντιμετώπιαης τής κοινωνίας, στό βαθμό πού ήταν χ α ΐ θεωρία τής Ιστο ρίας τής άνθρωπότητας. Τρίτο, οί περισσότερες άπό τΙς παραδοσιακές κοινωνιολογικές θεωρίες έβαζαν στόχο νά άνακαλύψουν καί νά διατυπώσουν τούς νό μους τής κοινωνίας καί τής Ιστορίας της. Ό Κόντ, λογουχάρη, φρο νούσε πώ ς μόνον ή θετική κοινωνιολογία του είναι σέ θέση «νά πα ρουσιάσει μέ κατάλληλο τρόπο δ λ ε ς τ ί ς μ ε γ ά λ ε ς ίσ τ ο ρ : κ έ ς έ π ο χ έ ς ώ ς διάφορες καθορισμένες φάσεις μι£ς καί τής ίδιας βασικής άνέλιξης, δπου κάδε φάση πη γάζει άπό τήν προγενέστερη καί προετοιμάζει τήν έπόμενη δστερ’ άπ’ αύτήν σ’ έξάρτηση άπό τούς άναλλοίωτους νόμους, πού καθορίζουν άκριβώς τήν ειδική συμμέτοχή της στή γενική άλυσίδα τών γεγονότων».1 Άνάμεσα στους πρώιμους έκπροσώπους τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» μπορούσε άκόμη νά βρεθούν τέτοιοι σάν τόν Ό . ΝόΓρατ, πού συνεχίζουνε νά μιλούν γ ιά «κοινωνιολογική θεωρία», γ ιά «κοινωνιολογικούς νόμους», πού πάνω στή βάση τους είναι δυνατή Επιστημονική πρόβλεψη τών κοινωνικών φαινομένων κ.ά. Μά αύτοί δέν καθόρισαν τήν βασικήν δψη καί τήν κύρια κατεύθυνση τής άνάπτυξης τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας». Τό χαρακτηριστικό γ ιά τούς έμπειριστές κοινωνιολόγους εί ναι. πώ ς άρνούνται τή δυνατότητα καί τήν άνάγκη δημιουργίας έπιστημονικής κοινωνιολογικής θεωρίας γ ιά τήν κοινωνία ώς σύ νολο κα! ειδικότερα έπιστημονικής κοινωνιολογικής θεωρίας γ ιά τούς νόμους τής άνάπτυξης τής άνθρώπινης κοινωνίας, τής ιστο ρίας της. «Πρέπει νά άπορρίψουμε τή δυνατότητα μιας θ ε ω ρ η τ ι κ ή ς ι σ τ ο ρ ί α ς — γράφει δ Κάρλ Πόπερ, — δη λαδή μιας [στορικής κοινωνικής έπιστήμης, πού θά άντιστοιχούσε στή θ ε ω ρ η τ ι κ ή φ υ σ ι κ ή . Δέν μπορεΐ νά ύπάρχει έπιστημονική θεωρία γ ιά τήν Ιστορική άνάπτυξη, πού νά χρησιμεύει ώς βάση τής ιστορικής πρόβλεψης».2 Οί έμπειρικοΐ κοινωνιολόγοι άρνούνται γενικά τήν ύπαρξη άντικειμενικών νόμων τής κοινωνι 1. Γ. Μ. Άντρέεβα, « Ή σύγχρονη άστική έμκειρική κοινωνιολογία», σελ. 12. 2. Karl Popper, The Poverty of Historicism, London, 1957, p.X
70
κής ζω ής κχ!. τής ίστορίας, ένώ τό καθήκον γ ιά τή δημιουργία «δλόπλευρης θεωρίας τής κοινωνίας» τό έξετάζουν δχι σάν καθήκον τής κοινωνιολογίας ώς έπιστήμης, μά τής «φιλοσοφίας τής ίστορί ας» ώς θεωρητικού συστήματος, πού δέν θεωρεί νά είναι έπιστημο νική .1 « Ή πλειονότητα τών δυτικών κοινωνιολόγων καί άνάμεσά τους πριν άπ’ δλα οί ά μερικά νο: κοινωνιολόγοι — γράφει δ Ρεΐμόν Ά ρόν — ...παραγνωρίζουν τούς νόμους τής κοινωνίας καί τής ί στορίας, τούς νόμους τής μακροκοινωνιολογίας στή διπλή σημασία, πού μπορεΐ νά έχει ή λέξη «παραγνωρίζω» σ’ αύτή τή φράση : Δέν τούς γνωρίζουν καί είναι άδιάφοροι άπέναντί τους. Δέν πιστεύουν στήν άληθινότητα αύτών τών νόμων, δέν πιστεύουν δτι ή έπιστη μονική κοινωνιολογία είναι ικανή νά τούς διατυπώσει καί να τούς άποδείξει κ ι’ δτι αύτή Ιχ ε ι συμφέρον νά τούς άναζητεϊ. Ή άμερ'.κάνικη κοινωνιολογία, πού μετά τό 1945 άσκεΐ άποφασιστική έπιρροή πάνω στή διάδοση τών κοινωνιολογικών έρευνών στήν Εύρώπη καί σ’ δλες τις μή κομμουνιστικές χώρες, εί ναι πρώτιστα άναλυτική καί έμπειρική».2 Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» δέν είναι μόνο μή φιλοσοφική καί άντιφιλοσοφική, άλλά άθεωρητική καί άντιθεωρητική. ’Ενώ οί θεωρητικολογικές κοινωνιολογικές θεωρίες περιφρονοΟσαν τ!ς έμπειρικές έρευνες τής Αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότη τας καί δδηγοϋσαν σέ άκαρπη καί ανεδαφική θεωρητικοποίηση, δ ίμπειρισαός σκότωσε κάθε ένδιαφέρον και γούστο γ ιά θεωρητική νόηση κα! ύψωσε σέ λατρεία τΙς έπιμέρους έρευνες πάνω σέ χω ρι στά ζητήματα, τή συλλογή, τή συστηματοποίηση καί τήν περιγρα φή τών χωριστών γεγονότων. Κ αί αύτόν τόν τρόπο, δπως παρατηρεί δ Σ ίλζ στήν προχναφερμένη εισήγησή του στό "Εκτο Παγκόσμιο Συνέδριο Κοιωνιολογίας, άκόμη στήν τρίτη καί τέταρτη δεκαετία στήν άμερικάνικη άστι κή κοινωνιολογία ξέσπασε κρίση στίς σχέσεις άνάμεσα στή θεωρία καί στήν «έρευνα», πού έκφράστηκε στή «διάσπαση άνάμεσα στήν θεωρία καί στήν έρευνα». Στήν πραγματικότητα ή διάσπαση ύπήρ1. R. Kftpig, Soziologie, s. 89. 2. Raymond Aron, Les itapes de la pensée sociologique, Galli mard, Paris, 1967, p. 10.
71
χε άκόμη στα χρόνια τής παραδοσιακές άστικής θ ε ω ρ η τικ ή κοινωνιολογίχς καί ήταν μια άπό τΙς κύριες αίτιες γ ιά τήν κρίση της κζ! γ ια τή χρεοκοπία της. Ό έμπειρισμΛς δέν ξεπέρασε τή «διά σπαση», άλλά τή βάθινε άκόμη περισσότερο, μόνο πού σ’ άντίθετη κατεύθυνση. Αύτό είχε άποτέλεσμα άκόμη στήν τρίτη δεκαετία ή άστική θεωρητική κοινωνιολογία στίς Η Π Α σχεδόν νά διαλυθεί. Τ ά δικαιώματά της τά ύπερασπίζουν χωριστά κοινωνιολόγοι δπως ot Π. Σορόκιν X. Ε . Μπάρντ. Τ ά μεγάλα κοινωνικοϊστορικά προβλή ματα κατεβαίνουν άπό τήν ήμερήσια διάταξη τής άμερικάνικη; άστ·.κτ]; χοινωνιολογίας καί στή θέση τους μπαίνουν τρεχούμενα μικροκοινωνιολογικα προβλήματα — γ ιά τήν έγκληματικότττχ, τήν άλητεία, τήν πορνεία, τόν άλκοολισμό, τήν οίκογένεια καί τό γ ά μο, τα συνδικάτα, τήν Κοινή Γνώμη, τή διαφήμιση, τ ί; σχέσεις με ταξύ τών φύλων, τις φυλετικές σχέσεις, τούς άπεργιακού; άγώνες, τήν κοινότητα τών κατοίκων τί]; πόλη;, τ ί; σχέσεις στή χωριστή έπ:χείοηση κ.ά. Εμφανίζονται καί άκμάζουν πάρα πολύ gνα πλή θος κλαδικέ; κοινωνιολογίε; — κοινωνιολογία τ ή ; οικογένεια;, βιο μηχανική κοινωνιολογία, κοινωνιολογία τοΰ χωριοΰ, κοινωνιολογία τή; πολιτική;, κοινωνιολογία τοΰ δικαίου, κοινωνιολογία τής θρη σκείας. Ή τεράστια μάζα τών άστών κοινωνιολόγων άσχολεΐται μέ συγκεκριμένες κοινωνιολογικές έρευνες, πού είναι ύποταγμένες στού; τρεχούμενου; καί στενά πρακτικούς σκοπούς τών όργάνων τοϋ άστικοϋ κράτους, τών βιομηχανικών έπιχειρήσεων καί ένώσεων, τών έαπορικών έταιρειών, τών κέντρων προπαγάνδας ραδιοφω νία, τηλεόραση, συντάξεις έφημερίδων, έκδοτικοί οίκοι κλπ. — τών πολιτικών κομμάτων, τών έπαγγελματικώ ν, τών θρησκευτικών καί άλλων όργανώσεων. Ή έρευνα δέν πηγαίνει πιό πέρα άπό ξεκαθάρισμα τών λειτουργικών έξαρτήσεων άνάμεσα στά κοινωνικά φαινό μενα, άντικρύζει περιφρονητικά καί μάλιστα Ιχθρικά τις θεωρητι κές γενικεύσεις, πού άνακαλύπτουν τις άντικειμενικές νομοτέλειες τής κοινωνικής ζωής καί τής Ιστορικής της έξέλιξης. Ot έμπειρικοί μετχτρέψανε τήν κοινωνιολ ο γ ί α σέ κοινωνιογ ρ α φ ί α. Κ- χύτό δέ συμβχίνει μονάχχ στις Η Π Α , πχρά σ’ δλες τις καπιτα λιστικές χώρες, δπου ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έγκαθίδρυσε τήν κυριαρχία της. «Ot καρδιές τών συναδέλφων του — Εγραψε μέ θλί ψη ό άγγλος άστός κοινωνιολόγος Σπρότ— είναι φλογισμένες άπό
72
τή μεταρρύθμιση καί τήν έξυπηρέτηση. Γ ιά τήν πλειονότητά τους τό Ενδιαφέρον μου πρός τήν κοινωνιολογική θεωρία είναι τόσο ίμαρτωλό, δσο τό ένδιαφέρον τοϋ Νέρωνα πρός τή μουσική».’ Δέν μπορεΐ κανείς νά άρνηθεΐ, πώ ς 6 κοινωνιολογικός έμπειρισμός Ιχει καί όρισμένες θετικές πλευρές. Κατέβασε τήν άστική κοινωνιολογία άπό τά συννεφιασμένα δψη τής νοητικής θεωρητικσποίησης πάνω στό Εδαφος τών πραγματικών κοινωνικών γεγονό των, τήν κατεύθυνε πρός τίς συγκεκριμένες κοινωνιολογικές Ερευ νες καί σήμερα δέν ύπάρχει ούτε Ινα σημαντικό ρεΰμα τής κοινωνι ολογικής σκέψης πού νά μήν καταφεύγει σέ τέτοιες Ερευνες ή του λάχιστο να μήν τίς Ιπικαλεΐται. Ε πεξεργάστηκε δλάκερο σύστημα άπό μεθοδικά καί τεχνικά μέσα γ ια τή διεξαγω γή συγκεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών, Εστρεψε τήν προσοχή τών κοινωνιολό γων πρός τά μικροκοινωνιολογικά προβλήματα, πού Εχουν τεράστια Εΐωρητική καί πρακτική σημασία, μά πού σ’ αύτά νωρίτερα σχεδόν δέ στρέφανε προσοχή. Σ ’ αύτόν όφείλεται ή πλατιά έφαρμογή τών μαθηματικών καί τών στατιστικών μεθόδων, καθώς καί τής σύγχρο νης ήλεκτρονικής υπολογιστικής τεχνικής στις κοινωνιολογικές Ε ρευνες. Γ ιά πρώτη φορά μετάτρεψε τήν άστική κοινωνιολογία σέ μέσο γ ια τή λύση συγκεκριμένων πρακτικών κοινωνικών προβλη μάτων καί συσσώρευε τεράστιο ύλικό άπό γεγονότα, πού άποτελεϊ άπόλυτα άπαραίτητον δρο γ ιά τήν άνάπτυξη τής κοινωνιολογίας ώς έπιστήμης. Μά παράλληλα μέ δλ’ αύτά ό έμπειρισμός όδήγησε σέ τέτοια μικρολογία τήν κοινωνιολογική προβληματική καί σέ τέτοιο βαθμό φετιχοποίησε τ 'ς έμπειρικές κοινωνιολογικές Ερευνες, ώστε χάνουν τό χαρακτήρα τους,χαρακτήρα άληθινών Επιστημονικών έρευνών. τή σημασία τους γ ιά τήν άληθινή έπιστημονικοερευνητική καί θεω ρητική δράση καί μετατρέπονται συχνά σέ κάποια αύτοσκσπική εϊτε άπλά 4 σκοπη δράση συλλογής καί περιγραφής ένικών γεγονότων καί περιστατικών. «Ή σημερινή κοινωνιολογία — γράφει δ Π . Σο ρόκιν — ξετρύπωσε τόσα πολλά γεγονότα, ώστε συχνά δέν ξέρει τΐ
1. Γκ. Μπέκερ καί Α. Μπόσκοφ, «Ή σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία», σελ. 70S.
73
νά τά χάνει... Στήν έξέγερσή της ένάντια «στα μεγάλα κοινωνιολο γ ικ ά συστήματα» περιφρονεΐ δλοένα καί περισσότερο τή μελέτη ιώ ν βασικών κοινωνιολογικών προβλημάτων καί σπατάλησε μ’ έπιταχυνόμενο ρυθμό τή δημιουργική της ένέργεια σέ Επιστημονικές έ ρευνες σχετικά άσήμαντων καί άπό γν(ι)στική σκοπιά άχρηστων προβλημάτων».1 Βαδίζοντας πάνω στδ δρόμο τοϋ χυδαίου έμπειρισμοϋ, ή «έμπειρική κοινωνιολογία» ίφτασε σέ τέτοιο βαθμό κατάπτωσης, ώστε κάποιος συγγραφέας έγραψε δχι άβάσιμα, πώ ς τό νά γίνουν Εμπει ρικές κοινωνιολογικές έρευνες σημαίνει νά δαπανηθοϋν 5 0 χιλιάδες δολλάρια, γ ιά νά διαπιστωθεί ή τοποθεσία μιας τρώγλης. Παρά τήν άντιφιλοσοφική της κατεύθυνση ή «έμπειρική α οινωνιολογία» δέν είναι άπόλυτα ξεκομμένη άπό τήν έπίδραση τής φιλοσοφίας. Ή μεθολογία της είναι ριζωμένη στό κάτω τής γραφής στό λογικό θετικισμό, τό νεοκαντιανισμό, τόν πραγματισμό καί £λλες άστικές φιλοσοφικές διδασκαλίες. Π αρά τήν άξίλσή της νά εί ναι «καθαρά έμπειρική», «αύστηρά Αντικειμενική», «άνιδεολογική έπιστήμη», ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έκπληρώνει έπίσης δρισμένες ιδεολογικές λειτουργίες. Τό ίδιο τό γεγονός, δτι οΐ έμπειρικοΐ. συγκαταλέγουν τή μαρξιστική κοινωνιολογία στήν «πρωτοκοινωνιολσγία», δτι άρνοΰνται τήν δπαρξη Αντικειμενικών νομοτελειών τής κοινωνίας καί τής ίστορίας, δτι άρνοΰνται τή δυνατότητα καί τήν άνάγκη έπιστημονικής θεωρίας γ ιά τούς νόμους τής κοινωνίας ώς συνόλου καί τής Ιστορίας της, θέτει π ιά τήν «έμπειρική κοινωνιολογία* στό ρόλο ιδεολογικού δπλου τής άστικής τάξης γ ι’ άγώνα ένάντια στό μαρξισμό, ένάντια στό σοσιαλισμό καί τό κομμουνισμό. Μά σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεΐ νά όνομαστεΐ «φιλοσοφία τής Ιστορίας» καί άκόμη λιγότερο νά άντιμετωπιστεΐ ώς τέτοια. Κάθε φιλοσοφία τής ίστορίας είναι θ ε ω ρ ί α , καί μάλιστα φ ι λ ο σ ο φ ι κ ή θεωρία γ ιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, γ ιά τήν ιστορική της έξέλιξη καί γ ιά τήν ίστορικοκοινωνική γνώση. Έ νώ οί Εμπει ρικοί κοινωνιολόγοι δέν έχουν δημιουργήσει καί δέ δημιουργούν οδ1. Pitisin Sorokin, Diversity Hand Unity in Socialogy. I d : Tra nsactions of the Sixth World Congress οΓ Sociology, Vol. I, Interna tional Sociological Association. 1966 p. 64.
74
τε καί κοινωνιολογικές άκόμη λιγότερο ιστορικές θεωρίες. ’Αρνοϋνται κάθε φιλοσοφική θεωρία γ ιά τήν άνθρώπινη κοινωνία καί. γ ιά τήν Ιστορία της. Ή «έμπειρική κοινωνιολογία» άνήκει στούς έπιμέρους έπιστημονικούς, στους μή φιλοσοφικούς (έπιστημονικούς) κλά δους. Καθένας άπ’ αύτούς τούς έπιστημονικούς κλάδους, δμοια μέ τήν «έμπειρική κοινωνιολογία», μπορεΐ νά δχει μιά άλφα ή βήτα φιλοσοφική μεθοδολογία, μέ αύτό δμως δέ μετατρέπεται σέ φιλοσο φικό έπιστημονικό κλάδο. Γ ιά τόν Γδιο λόγο καί ή «έμπειρική κοινωνιολογία» δέν είναι φιλοσοφικός έπιστημονικός κλάδος, παρά τό δτι μπορεΐ νά έχει γ ιά μεθοδολογία τήν άλφα ή βήτα φιλοσοφική διδασκαλία.
Ή κοινωνιολογία ώς θεωρητική έπιστήμη. Ό λ α δσα έκθέσοψ£ ώς έδώ μάς όρθώνουν μπροστά σ’ ëva δύ σκολο ζήτημα, πού θαρρείς καί βάζει κάτω άπό άμφιβολία καί θαρ ρείς καί γκρεμίζει τήν ύποστηριζόμενη άπό μάς θέση, πώ ς έποχές βαθιών κοινωνικών κλονισμών καί καταστροφών, κοινωνικών έπαναστάσεων βγάζουν σέ πρώτο έπίπεδο τά φιλοσοφικοϊστορικά καί τά θεωρητικά κοινωνιολογικά προβλήματα, πώ ς σέ τέτοιες έποχές οί φιλοσοψικοϊστορικές καί οί κοινωνιολογικές θεωρίες «άκμάζσυν» πάρα πολύ καί άπακτοΟν πολύ μεγάλη έπικαιρότητα καί πολύ μεγά λο ρόλο. Είδαμε, πώς ή παραδοσιακή άστική θεωρητική κοινωνιολογία πού είναι μονάχα «συγκαλυμμένη μορφή τής φιλοσοφίας τής ιστορίας», έπαθε τή βαθύτερη καί άνεπανόρθωτη χρεοκοπία της άκριβώς στίς περιόδους μετά τό Πρώτο κ α ί τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πώς άκριβώς σ’ αύτές τις περιόδους έμφανίστηκε στή θέση της καί έπιβλήθηκε ώς δεσπόζουσα κατεύθυνση στήν άστική κοινωνιολογία ή λεγόμενη «έμπειρική κοινωνιολογία», πού άρνιέται τή φιλοσοφία τής Ιστορίας καί τή θεωρητική κοινωνιολογία. Δέ σημαί νει άραγες αύτό τό γεγονός, δτι ή θέση γ ιά τήν αύξανομένη έπικαιρότητα καί τόν αύξανόμενο ρόλο τών φιλοσοφικοϊστορικών καί τών
7δ
κοινωνιολογικών θεωριών σ’ αύτές τΙς περιόδους, άντίστοιχα στή σύγχρονη έποχή, είναι λαθεμένη κ ι’ δτι ή άντίληψή μας πάνω σ’ αύτό τδ ζήτημα περιέχει μιά φανερή καί κραυγαλέα άντίφαση ; Ά π δ μιά πρώ τη ματιά ή άπάντηση σ’ αύτδ τδ έρώτημα πρέ πει νά είναι καταφατική. Σ τή πραγματικότητα ή θέση μας είναι σω στή. Σ ’ αυτήν δέν ύπάρχει άντίφαση. Πολύπλοκη, ζιγκ-ζαγκοειδής, άνισόμετρη καί αντιφατική δμως είναι ή έξέλιξη τής ίδιας τής κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας καί τής άστικής φιλοσοφικοΐστορικής καί κοινωνιολογικής σκέψης. Αξιοσημείωτο είναι τό γεγονός, δτι ή χρεωκοπία τής παρα δοσιακής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας έπήλθε πολύ ένωρ'ις καί συντελέστηκε μέ τόν πιό ριζοσπαστικό τρόπο άκριβώς στίς ΗΠ Α , δτι έκεΐ ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έμφανίστηκε καί κατάκτησε τό ρόλο δεσπόζουσας κατεύθυνσης στήν άστική κοινωνιολογία άκό μη στις πρώτες 5υό δεκαετίες μετά τόν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλιμο καί τήν ’Οκτωβριανή Σοσιαλιστική ’Επανάσταση. ’ Ο χι δμως Ιτσι ξετυλίγονται τα πράγματα σέ χώρες δπως ή Γερμανία, λογουχάρη. Τόν ίδιο καιρό, πού στ:ς ΗΠΑ οί παραδοσιακές άστικές κοινω νιολογικές θεωρίες άποχωροδν άπό τή σκηνή καί ή «έμπειρική κοινωνιολογία» έκαμνε τή θριαμβευτική της πορεία, στή Γερμα νία ή θεωρητική, άκριβέστερα ή φιλοσοφική, κοινωνιολογία περνει περίοδο άληθινής «άκμής». «Ή έποχή τής δημοκρατίας τής Β αϊμάρης — γράφει δ Μίλμαν — ύπήρξε «δ χρυσός αιώνας» τής κοινωνιολογίας στή Γερμανία. Μπορεΐ νά χαρακτηριστεί ώς περί οδο; πού δεσπόζανε ή θεωρητική νόηση καί ή τάση πρός τήν κα τασκευή έλόπλευρων κοινωνιολογικών συστημάτων. Αύτή ήταν ταυτόχρονα έποχή Αξιόλογων παραγόντων, πού δημιούργησαν φι λοσοφικές σχολές καί πού ή έπίδρασή τους συνεχίστηκε πολύν και ρό».1 Ό ισχυρισμός τοϋ Μίλμαν, δτι τήν περίοδο 1933 -1 9 4 6 , δηλ. στόν καιρό τής κυριαρχίας τοΟ ναζισμοΟ, ή κοινωνιολογία δέν έπαιξε πιά κανένα ρόλο στή Γερμανία, είναι ζήτημα άν μπο ρεΐ νά παρθεΐ ύπόψη σοβαρά. Ε ίναι άλήθεια, πώ ς ή κυριαρχία toO ναζισμοΟ δδήγησε τή φιλοσοφική καί τήν κοινωνιολογική σκέψη 1. Γκ. Μιιέκερ καί Α. Μπόσκοφ, « Ή σύγχρονη κοινωνιολογική θεα>ρ(α», σελ. 750.
76
στή Γερμανία σέ μεγάλη κατάπτωση. Πολλές άπό τΙς παραδοσια κές φιλοσοφικές καί κοινωνιολογικές θεωρίες έξαφανίστηκαν ή πέρασαν σέ δεύτερο έπίπεδο. Μά οί κοινωνιολογικές θεωρίες δέν έ παλαν νά παίζουν ρόλο. Μόνο πού σέ πρώτο έπίπεδο βγήκαν τώ ρα οί φιλοσοφικοκοινωνιολογικές καί Ιστορικές άντιλήψεις τών Φ ρίντριχ Νίτσε καί Ό σ φ α λντ Σπένγκλερ, οΕ ρατσιστικές θεωρίες τών Λούντβιγκ Σιέμαν, Χάνς ΓκιοΟντερ, νΑλφρεντ Ρόζεμπεργκ, Λόταρ Στένγκελ φόν Ρουτκόφσκι, ή γεωπολιτική τοϋ Κάρλ Χάουσχοφερ καί άλλες θεωρητικολογικές φιλοσοφικοϊστορικές καί κοινωνιολογικές θεωρίες, πού δυστυχώς Ιπαιζαν έναν τόσο μεγάλο, δ σο καί άπαίσιο, ρόλο. Μά σ’ δλο αύτό τό διάστημα στή Γερμανία δέν ύπάοχουν οδτε καί ένδείξεις γ ιά τήν δπαρξη τής «έμπειρικής κοινωνιολογίαςν ώς κάποιος σχολής ή κατεύθυνσης τής σκέψης. Δέν ύπάοχει οδτε ένας χωριστός έμπειρικός κοινωνιολόγος. Μέ τί νά έξηγηθεΐ αύτή ή τεράστια διαφορά στήν άνάπτυξη τής άστικής κοινωνιολογίας στίςΗ Π Α καί στή Γερμανία; Μιά άπόπειρα νά δο θεί άπάντηση σ’ αύτό τό έρώτημα βρίσκουμε στή μνημονευμένη άπό μ ά ς έξήγηση άπό μέρος τοΰ Χέλμουτ Σιόκ τής διαφοράς άνά μεσα στήν άμερικάνικη καί στήν εύρωπαϊκή κοινωνιολογία. ’Αναμφίβολα ό Σιόκ συνέλαβε μιάν άλήθεια, μά συνέλαβε μάλλον τήν άντανάκλαση τής κύριας αίτιας γ ιά τή συζητούμενη διαφορά, άπ’ δσο τήν ίδια τήν άντικειμενική αΙτία καί γ ι’ αύτόν τό λόγο έδωσε μονομερή καί Ιδεαλιστική έξήγηση τοΰ ζητήματος που τέθηκε. Είναι άλήθεια, πώ ς ή φιλοσοφική παράδοση καί ή φιλοσο φική άτμόσφαιρα έχουν πρωτοβάθμια σημασία γ ιά τήν άνάπτυξη τής κοιωνιολογικής σκέψης σέ μιά δοσμένη χώρα, Ιδιαίτερα δταν αύτή ή άνάπτυξη συντελεΐται στά πλαίσια ένός καί τοϋ ίδιου κοινωνικοοικονομικοΰ σχη ματισμού. Ή κυριαρχία τοϋ πραγματισμοϋ καί τοϋ νεοθετικισμού στις Η ΠΑ καί τό γεγονός, δτι ή παραδοσιακή αμερικάνικη άστική κοινωνιολογία άναπτύσσονταν κυρίως στήν κοίτη τοϋ θετικισμού άπστελοΰσαν τήν πιό εύνοϊκή Ιδεολογική άτμόσφαιρα γ ιά τή γέννηση καί τήν έδραίωση τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας. Είναι άλήθεια γνωστό τί βαθιές παραδόσεις καί πό σο Ισχυρή έπίδραση ίχο υ ν δ θετικισμός καί δ νεοθετικισμός στή Γαλλία καί στήν ’Α γγλία τόσο στή φιλοσοφία, δσο καί στήν κοινω-
77
νιολογία. Καί. γ ι’ αύτόν τό λόγο δέν είναι παράξενο πού σ’ αύτές τΙς χώρες ή «έμπειρική κοινωνιολογία» βρήκε ευνοϊκό Εδαφος ά κόμη πριν άπό τό Δεύτερο Π αγκόσμιο Πόλ€μο. Ή γερμανική θετι κή κοινωνιολογία, δμως, άναπτυσσόταν κάτω άπό τήν Ισχυρή έπίδραση τών φιλοσοφικών καί τών φιλοσοφικοϊστορικών άντιλήψ'ω ν τών Γκ. Χ έγκελ, Β. Ν τίλταϊ, Β . Βίντελμπαντ, X. Ρ ίκερτ, Γλ. Ζίμελ. Μ. Βέμπερ, Ε . ΧοΟσερλ, Μ. Σιέλερ κ.δ., πού ίχουν έντονο έκφρασμένο άντιθετικιστικό χαρακτήρα. Καί παρ’ δλο πού ό νεο καντιανισμός άποτελεΐ εύνοϊκή μεθοδολογική βάση γ ια τήν άνά πτυξη τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας», ot προαναφερμένες φιλο σοφικές διδασκαλίες παρότρυναν μιά ϊντονα θεωρητική κοινωνιολογία. Ή κύρια αίτία, δμως, γ ιά τή συζητούμενη διαφορά άνάμεσα στήν άμερικάνικη καί στήν εύρωπαϊκή, άντίστοιχα τή γερμανική, κοινωνιολογία είναι κοινωνικοϊστορική. Ή άμερικάνικη άστική τάξη δέν ϊζη σε τΙς καταστροφικές συνέπειες τοΟ Πρώτου καί τοϋ Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, πού ϊζησε ή εύρωπαϊκή άστική τάξη καί Ιδιαίτερα ή γερμανική. ’Α ντίθετα, καί άπό τούς δυό πο λέμους άποκόμισε τα μεγαλύτερα ώφέλη, κατάκτησε Ισχυρές οίκονομικές καί πολιτικές θέσεις καί έδραιώθηκε ώς ή Ισχυρότερη καί. ήγετική δύναμη σ’ δλο τόν ιμπεριαλιστικό κόσμο. "Ετσι έξηγεΐται καί ή «αισιοδοξία» τών άμερικάνων κοινωνιολόγων, καί τό γεγονός, δτι μεταξύ τους «σχετικά λίγοι άνησυχοϋν γ ιά τό χθές καί τό αύ ριο». Μά οί Εύρωπαϊοι άστοί κοινωνιολόγοι, ιδιαίτερα οί Γερμα/οί, δέν είχαν κανένα λόγο νά συμμερίζονται τήν «αισιοδοξία» τών ά μερικάνων συναδέλφων τους, ούτε τήν ξέγνοιαστη στάση τους άπέναντι στα ζητήματα τοΟ χθές καί τοΟ αδριο, οδτε τόν περιορισμέ νο τους -ραχτικισμό. Έ ϊδια τους ή ιστορική μοίρα τούς ύποχρέωνε καί τούς ύποχρεώνει νά άσχολοδνται μέ τά μεγάλα κοινωνικοϊστορικά γεγονότα τοϋ παρόντος καί του μέλλοντος. Πώς, δμως, να έξηγήσουμε τό γεγονός, δτι παρ’ δλ’ αύτά με τά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή «έμπειρική κοινωνιολογία» μετχτράπηκε σέ δεσπόζουσα κατεύθυνση καί στήν εύρωπαϊκή ά στική κοινωνιολογία, καί δέ μιλάει τούτο τό γεγονός ένάντια <πή θέση μας, δτι στή σύγχρονη έποχή τά φιλοσοφικοϊστορικά καί τ ί
78
θεωρητικά κοινωνιολογικά
προβλήματα
ίγιν α ν έξαιρετικά έπί-
καιρα; Α ναντίρρητα ή χρεωκοπία τής παραδοσιακής άστικής θεω ρητική; κοινωνιολογίας καί ή έπίδοαση τοϋ «Αμερικανισμοϋ» συμ βάλανε πάρα πολύ γ ιά τή διάδοση τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» καί γ ια τή μετατροπή της σέ μόδα, Ιδιαίτερα μέσα στή νέα γενιά άστών κοινωνιολόγων. Ά λ λά , πρώτο, δέν πρέπει νά ξεχνοϋμε, πώς ή έμφάνιση καί ή άνάπτυξη τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» είναι ή σπουδαιότερη μορφή, δπου φανερώνεται στήν άστική κοινωνιολογ ία ή βασανιστική, μά Αναπότρεπτη, διαδικασία τοϋ χωρισμοϋ τής κοινωνιολογίας άπό τή φιλοσοφία καί τής μετατροπής της σέ αύ τοτελή, έπιμέρους, μή φιλοσοφική έπιστήμη. Ταυτόχρονα έξαιτιας τής μεγάλης της σπουδαιότητας ώς μέσου γ ιά τήν έπίλυση πολ λών πρακτικών κοινωνικών προβλημάτων ή «έμπειρική κοινωνιολογία» Αναπτύσσεται σ’ δλες τΙς προηγμένες καπιταλιστικές χώρες σέ τέτοια κλίμακα, πού ή παραδοσιακή κοινωνιολογία ποτέ δέ γνώρισε. Ν ά για τί ή πλατιά διάδοση τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας* δέν άποτελεΐ πάντα άπαραίτητο δείχτη γ ιά τήν «παρακμή> τής θεωρητικής κοινωνιολογίας ή τής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Παρά τό δτι ώς πρός τήν ποσότητα τής έκδιδόμενης φιλολογίας, ώς πρός τόν άριθμό τών έρευνητικών Ινστιτούτων καί τά Ασχολού μενα σ’ αυτόν στελέχη ή «έμπειρική κοινωνιολογία» ξεπερνάει κα τά πολύ τή φιλοσοφία τής Ιστορίας καί τή θεωρητική κοινωνιολογ ία , σέ σύγκριση μέ τό παρελθόν στίς κύριες καπιταλιστικές χ ώ ρες μαζί καί στις ΗΠ Α , ποτέ δέν Ιχ ει έκδοθεΐ τόσο πολύ θεωρητι κή φιλοσοφικοϊστορική καί κοινωνιολογική φιλολογία. Δεύτερο, ή «έμπειρική κοινωνιολογία» άποδείχτηκε 2να άπό τά σπουδαιότερα μέσα τής σύγχρονης άστικής τάξης γ ιά Αγώνα ένάντια στή μαρξιστικολενινιστική κοινωνιολογία καί φιλοσοφία, γ ιά τήν πραγματοποίηση τής λεγάμενης «άποϊδεολογιοποίησης». Μά αύτή δέ μπορεΐ οδτε νά καταργήσει, οδτε νά Αντικαταστήσει τΙς ιδεολογικές λειτουργίες τή ς Αστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας καί τής Αστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας. Τ ά θεωρητικά φιλοσοφικοϊστορικά καί κοινωνιολογικά προ βλήματα μπαίνουν έξουσιαστικά μπροστά στούς άστούς φιλοσόφους, κοινωνιολόγους καί ιστορικούς άπό τήν ϊδια τή ζω ή, Από τή λογι
79
κή τή ; άνάπτυξη; τή ; κοσμοϊστορική; διαδικασία;, τ ή ; ταξική; -πάλη; καί ιδιαίτερα τοϋ άγώνα άνάμεσα στά δυό παγκόσμια κοι νωνικά συστήματα — τό σοσιαλιστικό καί τό καπιταλιστικό, — κα θώ ; έπίση; άπό τήν άνάπτυξη τή ; ίδιας τή ; Επιστημονική; γνώ ση;. μαζί καί τής κοινωνιολογική;. Σ τ ί; συνθήκες τοϋ βαθέματο; -καί τής δξυνση; τών Εσωτερικών άντιθέσεων τοΟ άστικοϋ κόσμος στις συνθήκες τής γιγάντιας καί άδιάκοπα δξυνόμενης Ιδεολογικής -πάλης άνάμεσα στό σοσιαλιστικό καί στό καπιταλιστικό σύστη,ια ή άστική τάξη δέν μπορεΐ νά μήν αίσθάνεται όλοένα καί δξύτερη καί αυξανόμενη άνάγκη άπό νέα ιδεολογικά δπλα, γ ιά τήν υπερά σπιση τοϋ συστήματό; της, γ ια άγώνα ένάντια στό μαρξισμό - λε νινισμό, ένάντια στό σοσιαλισμό. Είναι ύποχρεωμένη στή θέση τών -παλιών καί χρεωκοπημένων κοινωνιολογικών καί φιλοσοφικοϊστορικών θεωριών νά δημιουργεί νέες. Πριν άπό καμιά δεκαριά χρόνια στή διάλεξή του « Ό πόλε μος καί ή βιομηχανική κοινωνία» δ Γέιμον Ά ρδν είχε δηλώσει: «Έ μ εΐ; είμαστε πάρα πολύ άπασχολημένοι μέ τόν εικοστό αΙώνα, ώστε νά μποροϋμε νά άφοσιωνόμαστε σέ θεωρητικολογίες σχετικά μέ τόν εικοστό πρώτο. Οί μακρόχρονες ιστορικές προβλέψεις Εχου νε βγε! άπό τή μόδα».> Μά ό Ά ρόν άποδείχτηκε άπίθανα κοντό φθαλμος και Επιπόλαιο; άκόμη καί στί; Εκτιμήσει; του σχετικά μέ τίς τάσεις τής άνάπτυξη; τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας. Γιατί άκριβώς στήν τελευταία δεκαετία σηκώθηκε στόν άστικό κό σμο Ινα Ισχυρό κύμα φιλοσοφικοϊστορική; καί κοινωνιολογικής δράσης, πού στό κέντρο της βρίσκονται τά προβλήματα τής σύγ χρονης Εποχής καί τοϋ μέλλοντος. Ά κόμ η πιό άξιοσημείωτο είναι τό γεγονός δτι τό Επίκεντρο αύτοϋ τοϋ κύματος βρίσκεται στις Η νωμένες Πολιτείες τή ; Α μ ε ρική;. Ή ύπεροπτική καί περιφρονητική στάση τών άμερικάνων άστών κοινωνιολόγων πρδ; τή φιλοσοφία τής ιστορίας καί πρός τή θεωρητική κοινωνιολογία, πρός πιό δλοκληρωμένες διαγνώσεις γ ιά τή σύγχρονη Εποχή καί πιό μακρινές προγνώσεις γ ια τό μέλλον δρ-
1. Παράδ. κατά Η. Kahn and A. Wiener, The Year 2.000. A. Framework for Speculation on the Next Thirty — There Years. N. Y., London. 1967, p. XXV.
80
χισε γρήγορα νά παραχωρεί τή θέση της σέ κάθε λογής φιλοσοφικοϊστορικές καί κοινωνιολογικές θεωρητικολογίες σχετικά μέ τό παρελθό/, τή σύγχρονη έποχή καί τό μέλλον, ένώ ή μελλοντολογία Ιγινε ή μόδα τής ήμέρας. Σ τά 1960 ό Ούόλτ Ρόστοου άνάγγειλε τή νέα του άντιμαρξιστική θεωρία γ ια «τά στάδια τής οίκονομικής άνάπτυξης», πού άποτελεΐ άθροισμα, μείγμα φιλοσοφικοϊστορικών, κοινωνιολογικών, οικονομικών καί πολιτικών θεωρητικολογιών πάνω στήν περασμένη, τήν παρούσα καί τή μελλοντική άνάπτυξη τών άνθρώπινων κοινωνιών καί μια παραλλαγή τής μοντέρνας (δη λαδή τής μόδας καί δχι σύγχρονης — Σημ. τ. Μετ.) άστικής κοι νωνιολογικής θεωρίας γ ια τήν «ένιαία βιομηχανική κοινωνία». Σ τά 1964 ί παλαίμαχος τής άμερικάνικης άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας Π ιτιρίμ Σορόκιν τύπωσε τό βιβλίο του «Οί βασικές τά σεις τής σύγχρονης έποχής».1 Τό Σεπτέμβρη τοϋ 1966 στό φρού ριο τοϋ' σύγχρονου μονοπωλιακού κεφαλαίου — στήν πόλη τής Νέας 'Τ όρκης — 2γινε ενα Διεθνές Συμπόσιο μέ θέμα «Τό ;ιέλλον τοϋ καπιταλισμού». Σ ’ αύτό πήραν μέρος οί πιό άξιόλογα έκπρόσωποι τών Επιχειρηματικών κύκλων, κρατικοί παράγοντες, πολι τικοί καί ίδεολόγοι τής ιμπεριαλιστικής άστικής τάξης δπως οί Ντέϊβιντ Ροκφέλερ, Ν. Α. Ροκφέλερ, X. Μπ. Πάλμερ, X. X. Χέλμ, Ντίν Ράσκ, Τ ζ. Σ . Μούρ, Ρ . Μ. Μπλόουφ, Λόρντ Φράνξ κ ϊ . πού είναι όμόθυμοι μέ τόν Μπλόουφ, δτι «σ’ αύτές τίς μέρες, δταν ή παγκό<ψια σκηνή — οικονομική καί πολιτική — άλλάζει τόσο γρήγορα», δέν μπορούνε να φανταστοΰν άλλο «πιό έπίκαιρο άντικείμενο γ ιά Ιρευνα καί συζήτηση άπό «τό μέλλον τοϋ καπιταλι σμού».2 Οί φιλοσοφικοϊστορικές, οί κοινωνιολογικές, οί οίκονομικές, οί πολιτικές καί άλλες διαγνώσεις καί. προγνώσεις γ ιά τήν έξέλιξη τής σύγχρονης κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας άπόχτησαν έξαιρετικά μεγάλη πρακτική, θεωρητική καί πολιτική σημα-
1. P. A. Sorokin, Basic Trends of our Times. College and Univedsity Press. New Haven, CONN, 1964. 2. The Future og Capitalism, National Industrial Conference Board, The Macmillan Company. N.Y., Collier - Macmillan Limited, London, 1967, p. IX.
81
αία γ ιά τή σύγχρονη Ιμπεριαλιστική άστική τάξη κι’ ή τελευταία δέ λυπάται τά μέσα γ ιά τήν όργάνωση καί τή σύνταξή τους. Μέ τή βοήθεια τοΰ 'Ιδρύματος Φόρντ Ιδρύθηκε ειδική Ερευνητική όρ γάνωση μέ τήν έπωνυμία «Πόροι τοΟ μέλλοντος». Τόν Ό κτώβρη τοϋ 1965 ή ’Αμερικάνικη ’Α καδημία τών Τεχνώ ν καί τών ’Ε π ι στημών ίδρυσε τή λεγάμενη «’Επιτροπή γ ια τό Ετος 2000» κάτω άπό τήν προεδρία τοϋ Ν τάνιελ Μπέλ. 'Ιδρύθηκε τό Ίνστιτοϋτο Χάντσον γ ια «Διαζευκτικό μέλλοντα» μ’ έπικεφαλής τόν Χέρ.ιαν Καν κ.ά. Πριν άπό μερικά χρόνια ό Ντάνιελ Μπέλ διακήρυξε τή νέα του κοινωνιολογική θεωρία γ ια τή «μεταβιομηχανική κοινω νία». Τό 1967 τυπώθηκε τό πολύκροτο βιβλίο τών Χέρμαν Κάν καί Ά ν το ν ι Ούίναρ «Τό Ετος 2000», δπου οί δυό άμερικάνοι συγ γραφείς συνεχίζουνε νά άναπτύσσουν καί θεμελιώνουν τή θεωρία τοΰ Μπέλ γ ια τή «μεταβιομηχανική κοινωνία», στηριζόμενοι πά νω στίς φιλοσοφικοίστορικές καί τΙς κοινωνιολογικές θεωρίες τών Σοράκιν, Μ. Βέμπερ κ.ά. Δίνοντας ύψηλή έκτίμηση σ’ αύτό τό βι βλίο, ό Ντ. Μπέλ γράφει, πώ ς οι συγγραφείς του «χρησιμοποίησαν έπιδέξια Εναν πρωτότυπο συνδυασμό τής Ιστορίας μέ τά στατιστικά μέσα, γ ιά νά καταστρώσουνε σχέδια σχετικά μέ τό μέλλον».' ”Ολ’ αύτά δείχνουν, δτι «ή άγωνία γ ια τό παρόν καί τό μέλ λον», πού ό Μπέλ όνομάζει «άναβίωση τοϋ Ενδιαφέροντος πρός τό μέλλον», άγκαλιάζει δλοένα πιό βαθιά καί πιό γερά τήν άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία, καί μαζί μ ’ αύτήν καί ώς άπστέλεσμά της «άναβιώνει» καί τό ένδιαφέρον τών άμερικάνων άστών κοινω νιολόγων πρός τή φιλοσοφία τής ίστορίας καί τή θεωρητική κοινωνιολογία. Τέλος, οί θεωρητικές καταστροφές, πού Εφερε μαζί της ή πλατιά διάδοση τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» καί ή έπιστημο νική της στειρότητα, όδήγησαν τήν άστική κοινωνιολογία σέ νέα κρίση καί σέ νέα «άνοδο» τής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας, γνωστής στήν άμερικάνικη φιλολογία μέ τό δνομα «δεύτερο ξύπνη μα τοΰ ένδιαφέροντος πρός τήν κοινωνιολογική θεωρία», πού Εκ φράζεται σέ διό κατευθύνσεις — ή μιά Εξω άπό τήν «έμπειρ.κή
1.
A. Kahn and A. Wiener, The Year 2000, p. XXVIII.
κοινωνιολογία» καί ώς άνιίδραση ενάντιά της, ένώ ή άλλη μέσα στήν ϊδια τήν έμπειρική κατεύθυνση.
1. Ή άναβίωση τής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας ώς αντίδραση κατά τοΰ «άθεωρητικοΰ έμπειρισμοΰ». "Οσο καί να διαφέρουν άνάμεσά τους, ή άστική θεωρητική κοινωνιολογία καί ή «έμπειρική κοινωνιολογία» Εχουνε μιά κοινή με θοδολογική βάση — τή διαίρεση καί τήν αντιπαράθεση μεταξύ θε ωρίας και έμπειρικών έρευνών, πού ώς άποτέλεσμά τους καί ή μια καί ή άλλη άποδείχτηκαν άκαρπες άπό έπιστημονική άποψη καί οδήγησαν τήν άστική κοινωνιολογία άπό κρίση σέ κρίση. Γ ι’ αύ τό τό λόγο ή άντίδραση μέσα στούς ίδιους τούς άστούς κοινωνιολό γους ένάντια στόν κοινωνιολογικόν έμπειρισμό ήταν έπίσης άναπόδραστη, δπως ήταν άναπόδραστη καί ή άντίδραση ένάντια στίς θεωρητικές κοινωνιολογικές διδασκαλίες. Ή μετατροπή τοΰ πρα γματισμού, τοΰ μπιχεϊβιορισμοΰ, τοΰ έπερατσιοναλισμοΰ καί τοΰ λογικοΰ θετικισμού — γράφει ό X. Τζιένσον,— πού βάζουν τόν τόνο πάνω στό πείραμα καί τήν κβαντικσποίηση, Εθεσε στό κέντρο τής προσοχής τοΰ έρευνητή τή συσσώρευση έμπειρικά διαπιστευ μένων γεγονότων. ’Αλλά στήν πέμπτη δεκαετία αύτό μέ τή σειρά του δδηγησε σέ άπογοήτευση καί σέ καθαρότερη κατανόηση, πώς αν ένωρίτερα ή κοινωνική θεωρία, άνυποστήριχτη μέ Ελεγμένες παρατηρήσεις, ήταν άνεδαφική, ή άναζήτηση γεγονότων, μή κατευθυνομένων άπό τή θεωρία, είναι άσκοπη καί ή συσσώρευσή τους χωρίς θεωρητική γενίκευση είναι άνόητη. Αύτό είχε ώς άποτέλεσμα πρός τήν κοινωνική θεωρία.1
νά ξαναγεννηθεΐ τό
ένδιαφέρον
1. Γκ. Μκέκερ καί Α. Μηόσκοφ, « Ή σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία», σελ. 57.
83
’Από τα τέλη άκόμη -f) * τέταρτης δεκαετίας όλοένα μεγαλύ τερος άο:θμός αστοί κοινωνιολόγο·, φτάνουν στήν πεποίθηση, πώς ή κρίση καί ή στασιμότητα στήν έξέλιξη τής άστικής κοινωνιολογίας μπορούνε νά ξεπεραστοϋν μονάχα διαμέσου τής προσέγγισης καί τής συνένωσης τής θεωρίας μέ τις έμπειρικές Ερευνες, ένώ ot ίδιες οί έμπειρικές έρευνες πρέπει νά γίνονται πάνω στή βάση τής «γερής κοινωνικής θεωρίας». Ό π ω ς κα: πρέπει νά περιμένει κανείς, ή άντίδραση ένάντια στόν «άΟεωρητικόν έμπειρισμό» στήν κοινωνιολογία ήρθε πρώταπρώτα καί φανερώθηκε μέ τή μεγαλύτερη δύναμη άπό τήν πλευρά τών Εκπροσώπων τής παραδοσιακής άστικής θεωρητικής κοινωνιολο γίαςή κοινωνιολόγων συνδεμένων μ’ αύτήν. Στις Η Π Α είναι κοι νωνιολόγοι δπως οί X. Μπέκερ, Α. Μπόσκοφ. Π. Σορόκιν, Ρ . Μακάϊβερ, Ρ . Σιέρμερχορν, X. Τζιένσον, Τ . Πάρσονζ, Ρ . Μάρτον, Ε. Σ ίλζ κ.ά ; στήν ’Α γγλία οί A. Τ . Χόμπχαους, Μ. Γκίναμπεργκ, T . Ε. Μάρσαλ, Ού. Τ ζ. Γκ. Σπρότ κ.ά. Μά τό άξιοσημείωτο είναι, πώς τούτοι οί κοινωνιολόγοι διεξάγουν άγώνα ένάντια στόν Εμπειρι σμό, γ ια τήν «άναζωογόνηση» τής κοινωνιολογικής θεωρίας άπό τίς θέσεις τών θεωρητικών κοινωνιολογικών διδασκαλιών τοΰ παρελθόν τος καί δχι στό δνομα τής άναβίωσής τους. Ή δυσφήμιση τών πα ραδοσιακών άστικών κοινωνιολογικών θεωριών, πράγμα πού γ ι’ αυ τό ί έμπειρισμός Ιχ ε ι προσφέρει μεγάλες ύπηρεσίες, ήταν τόσο με γάλη, ώστε ή αποκατάστασή τους ήταν άδύνατη. Γ ι’ αύτό τό λόγο δ άγώνας γ ιά τήν «άναζωογόνηση» τής κοινωνιολογικής θεωρίας διεξάγεται τώρα κάτω άπό τό σύνθημα τοϋ άγώνα σέ δυό μέτωπα — ένάντια στήν έφαρμοσμένη θεωρητικολογία κα! ένάντια στόν «άΟεωρητικό Εμπειρισμό», γ ιά τή συνένωση τής θεωρίας μέ τήν Εμπει ρία, τών θεωρητικών γενικεύσεων μέ τίς συγκεκριμένες κοινωνιο λογικές έρευνες. Ot Ρ . Σιέρμερχορν καί Α- Μπόσκοφ γράφουν, δτι δ κοινωνιολόγος είναι ύποχρεωμένος «νά ξεσκεπάζει» τόν άσχεδίαστο καί άσκοπο έμπειρισμό «μέ τήν ίδια άνηλεότητα, πού θά Εδειχνε άπέναντι στή συστηματική θεωρητικολογία, άγονιμοποίητη άπό έμπειρικές Ερευνες. Πρέπει να ξεσκεπάζει τις πολυάριθμες χωριστές, ασύνδετες άναμεταξύ τους έρευνες, πού μ’ αύτές είναι γεμάτη ή έ πιστήμη», γιατί «ή κοινωνιολογία είναι έπιστήμη καί ί χ ι άθροισμα
84
άπό γεγονότα».1 Τ ήν ίδια άποψη ύποστηρίζει καί ό X. Μπέκερ. Ή Αναζωογόνηση τής κοινωνιολογικής θεωρίας — γράφει— άπαιτεΐ οπωσδήποτε τήν πλήρωσή της μέ έμπειρικά στοιχεία. Ή Ανα ζωογονημένη κοινωνιολογική θεωρία μπορεΐ να δημιουργηθεΐ μό νον άπό ίκείνους τούς κοινωνιολόγους θεωρητικούς, πού οί ίδιοι εί ναι έπίσης έξειδικευμένοι έμπειρικοΐ έρευνητές».2 Μέ τή μεγαλύτερη έπιτακτικότητα καί συνέπεια ό άγώνας ένάντια στόν έμπειρισμό, γ ια τήν Αναζωογόνηση καί τήν Ανάπτυξη τής κοινωνιολογικής θεωρίας στήν Αμερικάνικη άστική κοινωνιολογ ία δειξάγεται άπό τούς έκπροσώπους τής «διαρθωτικολειτουργικής άνάλυσης», γνωστής άκόμη μέ τις έπωνυμίες «διαρθρωτικολειτουογική θεωρία», «θεωρία τής κοινωνικής ένέργειας», «ή μεγάλη θεωρία^ ή απλά «λειτουργικισμός». Ή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση είναι ίνα άπό τά πιό μοντέρνα, τα πιό άπαιτητικά καί ταυτό χρονα τά πιό Ιγκυρα ρεύματα στή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία. Εμφανίστηκε στή τέταρτη δεκαετία τοΟ αιώνα μας στις Η νωμένες Πολιτείες τής ’Αμερικής καί οί πιό διακεκριμένοι θεωρητικοί της είναι οί Τ όκετ Πάρσονζ, Ρόμπερτ Μάρτον, Έ ντουαρντ Σ ίλζ, Σίμερ Λίψετ, Μάριον Λέβι, Ρίτσαρντ Σιέλντον, Σ . Α. Στόουφερ, Ού. Μιούρι, Κ. Κλάκχον, Κ. Ντέϊβις, Ν. Σμέλερ κ.δ. Μά τό προβάδισμα στή δημιουργία καί στήν άνάπτυξη τής σύγχρονης διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης ώς ιδιαίτερου ρεύματος στήν ά σ τκή κοινωνιολογία ανήκε: άναμφίβολα στόν Πάρσονζ — «τόν πιό γνω στό άμερικάνο κοινωνικό θεωρητικό».3 Γ ια πρώτη φορά ό Πάρ σονζ διατύπωσε τήν κο νωνιολογική του θεωρία τό 1937 στό βιβλίο του «Ή διάρθρωση τής κοινωνικής δράσης», καί ΰστερ’ άπ’ αύτό συνέχισε νά τήν Αναπτύσσει στά βιβλία «Δοκίμια πάνω στήν κοινω νιολογική θεωρία» (1 9 4 9 ), «Τό κοινωνικό σύστημα» (1951) καί σέ δλλα Ιργα του. 1. Γκ. Μπέκερ καί Α. Μπόσκοφ, «Ή σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία», σελ. 95-96. 2. Στό Ιδιο, σελ. 110 3. The Social Theories of Talcott Parsons. A. Critical Exami nation, Ed by Max Black. Drentice — Hall, INC, Englewood, N.Y., 1961.
85
Οί άΕιώσεις, πού οί όπαδοί τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυοης προβάλλουν γ ιά τόν ρόλο της στήν Ιστορία τής κοινωνιολογικής σκέψης καί στή σύγχρονη κοινωνιολογία, είναι τεράστιες. «Μπορεΐ νά θεωρηθεί — γράφει δ Πάρσονζ,— δτι βρισκόμαστε στό κα-ςώφλι μ ιά ς έντελώς νέας έποχής στήν κοινωνιολογία καί στίς κοντινές πρός αύτήν έπιστήμες» — «έποχή» πού, χάρη στή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση, ή κοινωνιολογία έπιτέλους άρχισε νά μπαίνει «στήν κατάσταση ώριμης έπιστήμης» καί γ ι’ αύτόν τό λόγο «δ διαρθρωτικολειτουργικός τύπος συστήματος είναι αύτός πού περισσότερο ταιριάζει καί είναι δ πιό κατάλληλος νά διαδραματίσει κυριαρχικό ρόλο στήν κοινωνιολογική θεωρία».' Ό κυριαρχικός ρόλος τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης στή σύγχρονη άστική θ ε ω ρ η τ ι κ ή κοινωνιολογία, Ιδιαίτερα στήν άμερικάνικη, είναι γεγονός πού μ’ αύτό είναι σύμφωνοι τόσο ot όπαδοΙ τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης, δσο καί Ινα με γάλο μέρος άπό τους άντιπάλους της. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοΟ Ούόλτερ Μπάκλ «άπδ τήν περίοδο τοϋ Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση κέρδισε Ινα σωρό δπαίδούς καί μετχτράπηκε σέ μια άπό τις κύριες, άν δχι στήν κυριότερη, βάσεις τής κοινωνιολογικής σκέψης»2 κα ί «κατέχει τώρα κεντρική θέση»3 άνάμεσα στίς άστικές κοινωνιολογικές θεωρίες. Ό Ρόμπιν Ούΐλιαμς φρονεί, πώ ς «-τό Ιργο τοϋ Πάρσονζ δρθώνεται σαν Ινα έπιβλητικό διανοητικό έπίτευγμα, πού, παρμένο ώς σύνολο, στ’ άλήθεια είναι τό πιό πλατιά αναγνωρισμένο θεωρητικό Ιργο σύγχρονου κοινωνιολό γου .4 "Οπως κιόλας ύποδείξαμε, δ Πάρσονζ καί δ Μάρτον συγκατα λέγουν σχεδόν δλες τις παραδοσιακές κοινωνιολογικές θεωρίες στή λεγόμενη «πρωτοκοινωνιολογία». Ό Πάρσονζ Ιξαιρεΐ άπό αύτή μο νάχα τις κοινωνιολογικές άντιλήψεις τών Έ . Ντιούρκχαϊμ, Μ. Βέμ1. Τ. Parson, Essays in Sociological Theory, p. 212 - 219. 2. Γκ. Μπέκερ καί Α. Μπόσκοφ, «Ή σύγχρονη κοινωνιολογι κή θεωρία», σελ 286. 3. Στό Ιδιο σελ. 296. 4. Robin Μ Williams, Jr., The Sociological Theory of Talcott Parsons. In : The Rocial Theories of Talcott Parsons, p. 99.
86
περ κχι Ζ. Φρόϊντ, πού τούς θεωρεί προκατόχους καί δασκάλους του, Κατά τή γνώ μη του άκριβώς ή χρεοκοπία τών παραδοσιακών, τών «πρωτοκοινωνιολογικών» θεωριών, έξαιτία; τοΰ θεωρητικολογικοΰ τους χαρακτήρα ανέβαλε πάρα πολύ γ ια τήν Εμφάνιση καί τήν πλα τιά διάδοση έκείνου τοΰ «άντιθεωρητικοΰ έμπειρισμοΰ» στήν άστική κοινωνιολογία, πού καλλιεργεί σκεπτικισμό άπέναντι στή θεωρία γενικά ή τήν άριέτχι άδιάκριτα καί μ’ αύτό τδν τρόπο Εχει δημι ουργήσει έμπόδια γ ια τήν άνάπτυξη τής διαρθρωτικολειτουργικής θεωρίας. Ι \ ' αύτό και δ Πάρσονζ, καί δ Μάρτον τάσσονται ένάντια στήν άναβίωση τών «θεωρητικών συστημάτων σπενσεριανοΰ τύπου» καί Επιδιώκουνε να διαχωρίσουν καί νά άντιτάξουν τΙς διαρθρωτικολειτουργικέ; τους θεωρίες στις θεωρητικές κοινωνιολογικές διδα σκαλίες τοΰ παρελθόντος. Τ ήν δύναμη τοΰ κριτικού του πάθους ό Πάρσονζ τή χύνει πά νω στή βασισμένη στόν πραγματικό καί στό νεοθετικισμό «Εμπειρι κή κοινωνιολογία» Επειδή αύτή είναι «τυφλή γ ιά τΙς λειτουργίες τής θεωρίας στήν έπιστήμη», άρνιέται τό ρόλο καί τή σημασία τών θεωρητικών γενικεύσεων γ ιά τήν άνάπτυξη τής κοινωνιολογίας ώς Επιστήμης. Σ ο υ τά υποδείχνει, πώ ς ή άνάπτυξη τών συγκεκριμένων κοι νωνιολογικών έρευνών καί ή τελειοποίηση τής τεχνικής γ ιά τή διεξαγω γή τους άποτελοΰν έντελώς άπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν άνάπτυξη τής κοινωνιολογίας ώς Επιστήμης. ’Α λλά αύτές κα θαυτέ;. Αποκομμένες άπό τήν θεωρητική δραστηριότητα γ ιά τή σημχσιολόγησή τους, δέν άποτελοΰν άκόμη έπιστήμη καί άν ή κοινωνιολογία έξαντλεΐται μόνο σ’ αύτές, άναπόφευχτα είναι καταδι κασμένη σέ πισωδρόμηση. Γιά νά μετατρχπεΐ σέ άληθινή έπιστή μη κα! γ ιά νά άναπτύσσεται μέ Επιτυχία, ή κοινωνιολογία πρέπει νά δλοκληρώσει στόν έαυτό της τόσο τΙς Εμπειρικές Ερευνες, δσο κα! τή θεωρητική δραστηριότητα. «"Αν έκτελοΰμε σωστά τό μέσο γ ιά μιά νέα άνοδο τής κοινωνικής Επιστήμης — γράφει é Ιδιος — τότε είναι ά π ό λ υ τ α Ε π ι τ α κ τ ι κ ό τοΟτα τά δυό βασικά συστατικά νά συνενωθοΰν καί νά συνδυαστοΰν τό Ενα μέ τό άλλο*.’ "Αν ot άμερικάνοι κοινωνιολόγοι, συνεχίζει δ Πάρσονζ, 1. Τ. Parsont, Essays in Sociological Theory, p. 366.
87
τδ κάνουν αύτό, άν γίνουν Ιτιίσης τόσο δυνατοί στή θεωρία, δσο καί στόν τομέα τών έμπειρικών έρευνών, τότε «ή δουλειά πραγματικά θ’ Αναπτυχτεί καλά».1 Είναι, δμως, άραγε αύτό μπορετό; Ό Ηάρσονζ είναι αίσιόδοξος. Στό βιβλίο του «Τό κοινωνικό σύστημα;' όνομάζει τόν έαυτό του «άδιόρθωτο θεωρητικό», πού σ’ αντίθεση πρός ιόν «άντιθεωρητικόν έμπειρισμό» δχι μονάχα π ι στεύει στή δυνατότητα καί στήν άναγκαιότητα τής κοινωνιολογι κής θεωρίας, άλλά φρονεί, πώς ίφτασε δ καιρός γ ιά τή δημιουργία δλάκερης κοινωνιολογικής θεωρίας, πού νά δίνει θεωρητικές γ ε νικεύσεις σέ άνώτατο έπίπεδο. «Δέν έχουμε τή συνήθεια νά άκοΟμε πολύ προσεχτικά στίς φοβιτσιάρικες ψυχές — γράφει δ ίδιος, — πού λένε, για τί νά δοκιμάσουμε, αύτό δέν μπορεΐ νά γίνει. Νομί ζω , πώ ς Ιχουμε κιόλας άποδεχτεΐ τήν πρόκληση σ’ δλη της τή γραμμή».* . Ε ξό ν * π ’ αύτό άκόμη ·στά 1949 δ Πάρσονζ σημειώνει μέ Ι κανοποίηση. πώς «αύτό τό κύμα Αναθεωρητικού έμπειρισμοϋ, ευ τυχώς, 5χει πέσει πάρα πολύ, ωστόσο ύπάρχει φανερή άντίσταση στό να Αναγνωριστεί ή σπουδαιότητα τών ύψηλών έπιπέδων τής γενίκευσης».3 Πάνω σ’ αύτό τό ζήτημα δ Μάρτον είναι τής ίδιας γνώμης. «Τό στερεότυπο τοΰ κοινωνικοΰ θεωρητικοϋ — γράφει,— πού πλανιέται ψηλά στό βασίλειο τών καθαρών ιδεών, άμόλυντων άπό ποταπά γεγονότα, γεράζει έπίσης γοργά, δπως καί τό στερεό τυπο του κοινωνιολόγου έρευνητή, πού, έξοπλισμένος μέ Ιντυπο Iρευνας καί τό μολύβι στό χέρι, έχοντας βγάλει τή γλώσσα του, ψάχνει Απομονωμένα καί άνόητα στατιστικά στοιχεία. Γιατί στό χτίσιμο τοΰ μεγάρου τής κοινωνιολογίας στήν τελευταία δεκαετία δ θεωρητικός καί δ έμπειρικδς μάθανε νά δουλεύουνε μαζί».4 Ή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση Ιμφανίστηκε ώς προσπά θεια τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας νά ξεπεράσει τή βα 1. 2. 3. 4.
88
Ibid., ρ! 369. (βλ. σημ. 2). Τ. Parsons, Essays in Sociological Theory, p. 369. Ibid., p.p. 351 - 352. R. K. Merton, Social Theory and Social Structure, p. 102.
σική καί μοιραία γ ι’ αύτήν άντίθεση άνάμεσα στίς θεωρίες καί στίς έμπειρικές έρευνες, διαμέσου μιας νέας όλοκλήρωσης τής θεωρίας καί τής έμπειρίας, τής θεωρητικής καί τής έμπειρικής κατεύθυν σης σ’ αύτήν. Καί άκριβώς σ’ αύτή της τήν προσπάθεια κρύβεται μιά άπό τις σπουδαιότερες αιτίες τής έλκυστικής της δύναμης. Αύτή καθαυτή ή θέση τοϋ Πάρσονζ καί τών άλλων θεωρη τικών τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης, δτι ή συνένωση τών έμπειρικών έρευνών μέ τή θεωρία άποτελεΐ άπόλυτα ύποχρεωτικόν δρο γ ια τήν ύπαρξη καί τήν άνάπτυξη τής κοινωνιολογίας ώς έ π ι σ τ ή μ η ς , είναι έντελώς σωστή. 'Ο π ω ς είναι γνωστό, τούτη ή θέση δέν είναι νέα. Δέν είναι κάποΐα άνακάλυψη ούτε τοϋ Π άρ σονζ, ούτε τοΰ Μάρτον, ούτε τοϋ Σορόκιν ή τοΰ Μπέκερ. Πολύ πρίν άπό αυτούς είχε ύπογραμμιστεΐ αύτή καί θεμελιωθεί άπό τους Μάρξ, "Ενγκελς καί Λένιν καί άνήκε πάντα στίς πρωταρχικές άλήθειες τοΰ μαρξισμού. Μά τά πράγματα στήν άστική κοινωνιολογ ία δέν μπορούνε νά διορθωθούνε μονάχα μέ τήν ύπογράμμιση ζύτής τής γενικής θέσης. Π ρώ τ ο, ή τεράστια πλειονότητα τών άμερικάνων καί τών άλλων άστών κοινωνιολόγων δέ συμμερίζονται τή θεωρητική αι σιοδοξία τοΰ Πάρσονζ. Τ ό μεγαλύτερο τμήμα αύτής τής πλειονό τητας έξα-κολουθεΐ να έμμένει στόν «άντιθεωρητικό έμπειρισμό». Βλέπει τό καθήκον τοΰ κοινωνιολόγου άποκλειστικά στή διεξαγω γ ή καθαρά έμπειρικών καί στενά πρακτικών έρευνών, άντιμετωπίζει μέ σκεπτικισμό καί μάλιστα άρνητικά τή θεωρία, μαζί καί τή διαρθρωτικολειτουργική θεωρία τού Πάρσονζ. Έ ν α άλλο τμήμα αύτής τής πλειονότητας, μ’ έπικεφαλής -όν πιό διακεκριμένο μαθητή τοϋ Πάρσονζ, τό Ρ όμπερτ Μάρτον, συνει δητοποιεί τήν άνάγκη νά συνδέσει τις έμπειρικές έρευνες μέ τή θεωρητική δράση, μά δέν πιστεύει, πώ ς είναι δυνατό νά δημιουργηθεΐ έκείνη ή γενική κοινωνιολογική θεωρία, πού έπιδιώκει 6 Πάρσα^ζ. «Φρονώ — γράφει έ Μάρτον, — πώ ς ή άναζήτηση ένός όλοκληρωτικοϋ συστήματος τής κοινωνιολογικής θεωρίας, 5που κάθε είδος παρατηρήσεις βρίσκουνε τήν προκαθορισμένη τους θέση. ?χει τήν ίδια μεγάλη άξίωση καί ύπόσχεται έπίσης τόσο λίγα, δσο έκεΐνα τά όλόπλευρα φιλοσοφικά συστήματα πού δικαι
89
ολογημένα έγκαταλείφτηκαν».' Έ χ ο ν τα ς ύπόψη του τδν Πάρσονζ, 6 Μάρτον συνεχίζει: «Υ πάρχουνε μερικοί πού μιλούν έτσι, θαρ ρείς καί περιδένουν άκόμη τώρα τή διατύπωση μιας κοινωνιολογι κής θεωρίας, ικανής ισοδύναμα, νά αγκαλιάσει Ινα μεγάλο μέρος άπό άκριβώς παρατηρούμενες λεπτομέρειες τής κοινωνικής συμπε ρ ιφ ορ άς καί άρκετά γόνιμης να στρέψει τήν προσοχή χιλιάδων έργατώ ν έρευνητών πρός τά άντίστοιχα προβλήματα τής έμπειρικής Ιρευνας. Αύτό τό θεωρώ ώς μια πρόωρη καί άποκαλυπτική πίστη. Αέν είμαστε έτοιμοι. Ή προπαρασκευαστική δουλειά δέν ίχ ε ι γ ί νει άκόμη».* Ό Μάρτον έντελώς κατηγορηματικά δηλώνει, πώς σήμερα καμιά προσωπικότητα δέν μπορεΐ νά δημιουργήσει μια όλοκληρωμένη κοινωνιολογική θεωρία, πώς σήμερα ύπάρχουν άλη0·.νές δυνατότητες γ ια τή δημιουργία μονάχα «λιγότερο έπιβλητικών, μά καλύτερα θεμελωμένων θεωριών μέσης όλκής».3 Γ ι’ αύ τό τό λόγο κοινωνιολόγους δπως ό Πάρσονζ, πού έπιμένουν πεισμα τικά γ ια τή δημιουργία όλοκληρωμένων κοινωνιολογικών θεωρι ών, τούς όνομάζει «παράδοξους αισιόδοξους» καί έλπίζει, πώ ς ή Ιστορική έξέλιξη θά άποδειχτεί άρκετά δυνατή νά τούς άπαλλάξε: άπό τις «πρόωρες έλπίδες»4 τους. Δεύτερο,
ή ούσία τοΟ ζητήματος είναι: ποιά είναι καί
~ο:ά πρέπει να είναι έκείνη ή θεωρία, πού μπορεΐ πετυχημένα νά συν:νω0εί μέ τίς έμπειρικές έρευνες έτσι, ώστε ή θεωρία νά στηρί ζεται πάνω στις έμπειρικές έρευνες καί οί έμπειρικές έρευνες πά νω σ’ αύτήν; Ό π ω ς εΓΒαμε, οί θεωρητικοί τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης δέν καλούν τούς άστούς κοινωνιολόγους πίσω πρός τις κοι νωνιολογικές θεωρίες του παρελθόντος. ’Αντίθετα, βγαίνουν στό ρόλο τών πιό ριζοσπαστικών νεωτεριστών πού άπορρίπτουν τΙς κοι νωνιολογικές θεωρίες τοΰ παρελθόντος ή ώς έντελώς άκατάλληλες, ή ώ ; άνεπαρκώς Ισοδύναμες πρός τις σύγχρονες συνθήκες καί προ τείνουν τή νέα τους θεωρία — τή διαρθρωτικολειτουργική, — πού, 1. 2. 3. 4.
90
R. Κ. Merton. Social Theory and Social Structure, p. 6. R. K. Merton, Social Theory and Social Structure, p. 6. Ibid.. p. 7. Ibid., p, 6.
κατά τή γνώμη τους, είναι ή μόνη σέ θέση νά βγάλει τήν άστική κοινωνιολογία τόσον άπό τις &καρπες θεωρητικές διδασκαλίες, δ σο καί άπό τόν χυδαΐ&ν έμπειρισμό καί νά τήν όδηγήσει στό δρόμο τής καρποφόρας ένότητας άνάμεσα στή θεωρία καί στήν έμπειρία. Μά όσο καί νά πασχίζουνε νά διαχωρίσουν τή θέση τους άπό τις προγενέστερες κοινωνιολογικές θεωρίες, οί θεωρητικοί τής διαρθροπικολειτουργικής άνάλυσης δέν μπορούνε νά άρνηθοΟν τό γεγονός, δτι ή θεωρία τους δέν έμφα,νίστηκε πάνω σέ άδειο χώρο. Είναι στενά συνδεδεμένη μέ καθορισμένες Ιδέες καί τάσεις τής προ γενέστερης άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας καί άποτελεΐ τήν άμεση συνέχεια καί παραπέρα έξέλεξή της. Ό Π ίτιριμ Σορόκιν ύποδεικνύει, πώ ς «οί θεωρίες τών Κόντ, Σπένσερ, Μάρξ, Ντιούρκχαϊμ, Βέμπερ, Ζίμελ, φόν Β ίζε, Ούόρντ, Σάμνερ, Τάρντ, Τιόνιες, Παρέτο... χρησιμεύουν ώς βασικά πλαίσια καί όδηγητικά συστή.ιατα τή ; σημερινής γενικής κοινωνιολογίας».1 Σ ’ αύτά τά πλαίσιο βρί σκονται οί Ιδεολογικές πη γές καί τής διαρθρωτικολειτουργικής θε ωρίας. Σύμφωνα μέ τόν Πάρσουνζ ο£ βάσεις τής κοινωνιολογίας ώς έπιστήμης τέθηκαν μόλις στήν περίοδο μεταξύ τού 1890 καί 1920, κυρίως άπό τούς Ευρωπαίους άστούς κοινωνιολόγους Έ μ ίλ Ντιούρκχαμ , Μπιλφρέντο Παρέτο, Μάξ Βέμπερ καί Ζίγκμουντ Φρόιντ. Στούς προκατόχους τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης συγκα ταλέγει ΐπίσης συγγραφείς δπως οί Λ. Τ ζ. Χέντερσον, Μπρονισλάφ Μαλινόφσκι καί ώς Ινα βαθμό τούς άμερικάνους κοινω νιολόγος Σάμνερ. ΙΙάρκ. Κούλι, Τόμας κ.ά. Ό λ ο ι αύτοί οί κοινωνιολόγοι, κατά τή γνώμη τοΰ Πάρσονζ, Ιχουνε δημιουργήσει μονάχα τις βά σεις, πού πάνω τους άργότερα 6 ίδιος καί ή σχολή του χτίσανε τή διαρθρωτικολειτουργική θεωρία, δηλαδή τήν άληθινή «έμπειρική» κοινωνιολογική θεωρία. Στήν πραγματικότητα δμως οί Ιδεολογικές πη γές τής θεω ρίας τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης είναι πολύ πιό βαθιές. “Εχουν τήν Απαρχή τους σ’ έκεϊνες τΙς θεωρητικές κοινωνιολογικές διδασκαλίες τοϋ δέκατου ? νατού αιώνα, πριν ά π’ δλα στίς δργανιI. P. Sorokin, Diversity and Unity in Sociology. In : Transacti ons of the Sixth World Congress of Sociology, Vol. I., p.p. 63 - 64.
91
σμικές θεωρίες, που δ Πάρσονζ τΙς άποκάλεσε «πρωτοκοινωνιολογία», Ινώ δ Μάρτον θέλε: νά καταδικαστούν στή λήθη. Σ τ’ άλήθεια, σχετικά μ ’ αύτό δ άγγλος κοινωνιολόγος Τ ζιδν Ρέξ γράφει: «'Ο ρισμένοι ιστορικοί τής κοινωνιολογικής θεωρίας γράφουν, δτι ή θεωρία για τδν κοινωνικδν δργανιαμδ άνήκει στδ παρελθόν, δτι Α νήκει στίς παλιές κακές ήμέρες τών οικοδόμων συστημάτων. Ά λ λ α τούτο είναι λαθεμένο... αύτή έξακολουθεΐ νά χρησιμοποιεί ται σέ πολλές κοινωνιολογικές Ερευνες καί τδ περισσότερο στήν κοι νωνική ανθρωπολογία. “Οπου καί νά συναντήσουμε τούς δρους «διάρθρωσην καί «λειτουργία» στήν κοινωνιολογία, μπορούμε νά είμαστε σίγουροι, πώ ς δ συγγραφέας Εχει ύπόψη του δρισμένη άντίληψη γ ιά τήν κοινωνία ώς δργανισμό».! Ό Πάρσονζ καί δ Μάρτον πασχίζουν άδικα νά έξαλείψουν τή συγγένειά τους μέ τις κοινωνιολογικές άντιλήψεις τοΰ Σπένσερ καί γενικά μέ τις θεωρητικές διδασκαλίες σπενσεριανικού τύπου». Μέ τή 6εωρία του για τήν κοινωνία ώς δργανισμό, δπου κάθε δργανο έκτελεΐ δρισμένη λειτουργία, δ Σπένσερ είναι δ άληθινδς προκάτοχος τοΰ λειτουργικισμοΰ στή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία. Έ θεωρία του, καθώς καί οί κοινωνιολογικές θεωρίες σπενσεριανικού τύπου τού δέκατου Ενατου αΐώνα, δπως είναι οί θεωρίες τοΟ "Αλμπερτ Σιέφλε, Π άβελ Λίλιενφελντ, Ρενέ Βόρμς, Ν τ. Φίσκε κ.ά. είναι γεμάτες άπδ βασικές Εννοιες τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυση; δπως οί Εννοιες «διάρθρωση», «λειτουργία», «ισορροπία» κ.ά. Γ ι’ αότδ τδ λόγο, δμοια μέ τδν Τ ζ. Ρ έ ξ , δ άμερικάνος κοινω νιολόγος Ούόλτερ Μ πάκλι έπίσης ύποδεικνύει τούς Σπένσερ καί Σ ι έφλε ώς προκατόχους τού σύγχρονου λειτουργικισμοΰ. Κάτι περισ σότερο, οΕ Ιδέες τοΰ λειτουργικισμοΰ διεισδύσανε γ ιά πρώτη φορά στήν άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία άκόμη άπδ τά τέλη τοΰ δέκατου Ενατου αιώνα άκριβώς διαμέσου τών κοινωνιολογικών άντιλήψεων τών Σπένσερ καί Σιέφλε. « Ό Ά . Ού. Σμδλ — γράφει δ Μ πάκλι — ήταν δ πρώτος, πού γνώρισε στδ άμερικάνικο Κ ΐ.νδ τήν διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση τοΟ Σιέφλε».2 Ό Τσιάρλς 1. John Rex, Key Problems of Sociological Theory, Boutledge and Kegan Panl, Second Impression. London, 1963, p. 61. 2. Γκ. Μκέκερ καί Α. Μκόσκοφ, « Ή σύγχρονη κοινωνιολογι κή θεωρία», οελ. 272.
Κούλι καί δΟ ύ . Σάμνερ, πού δ Πάρσονζ τούς ύποδεικνύει ώς άμερικάνους προκατόχους τής δια?θρωτικολειτουργικής άνάλυσης, είναι οπαδοί τοϋ Σπένσερ καί Σιέφλε. Ό Κούλι άναγνωρίζει πώς γ ιά τήν μελέτη τών ίργω ν τοΰ Σιέφλε ξόδεψε περισσότερο χρόνο καί ένέργεια άπ’ δσο γ ιά τή μελέτη τών Ιργων δποιουδήποτε άλ λου συγγραφέα. Έ νώ ή Ιπίδραση τοΰ Σπένσερ πάνω στις κοινω νιολογικές άντιλήψίΐς τοΰ Σάμνερ είναι τόσο μεγάλη, ώστε ό λειτουργικισμός του κέρδισε τήν δνομασία «σπενσεριανισμδς σέ άμερικάνικα ροΰχα».1 Π αρά τις προσπάθειες τών Σμόλ, Κούλι καί Σάμνερ ό λειτουργικισμδς δέν κατόρθωσε νά Αποκτήσει Ιδιαίτερη έπιρροή στήν άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία τοΰ τέλους τοΰ δέκατου Ινατου αΐώνα. Τριάντα χρόνια άργότερα ό λειτουργικισμδς έμφανίζεται στή σκη νή τή ; αμερικάνικης άστικής κοινωνιολογίας, γ ιά νά μετατραπεϊ στήν πιδ ισχυρή της θεωρητική κατεύθυνση, γνωστή μέ τδ όνομα οιαρθρωτικολειτουργική άνάλυση». Μά καί τούτη τή φορά ή έμφάνιση καί ή άνάπτυξη τοΰ λειτουργικισμοΰ στήν άμερικάνικη άστική κοινο)ν:ολογία καθορίστηκαν άπδ ιδεολογικές έπιδράσεις, πού προ έρχονται άπδ τήν εύρωπαϊκή άστική κοινωνιολογία. Ά κόμ η άπδ τήν περίοδο τοΰ τέλους τοΟ δέκατου ίνατου αιώνα ώς τδν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μια σειρά άδροί έκπρόσωποί τής εύρωπα-κής κοινωνιολογίας άναπτύσσανε μιά σειρά ιδέες καί έννοι ες, πού χρησίμεψαν ώς βάση γ ιά τήν έμφάνιση τής θεωρίας τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης. Ό Έ μ Ιλ Ντιούρκχαμ δχι μο νάχα άναπτύσσει τήν άποψη γ ιά τή κοινωνία ώς σύστημα, παρά διακρίνει δυό μεθόδους έρμηνείας τών κοινωνικών φαινομένων — τή λειτουργική καί τήν αίτιακή, πού κατά τή γνώμη του, δέν άποκλείουν ή μιά τήν άλλη, παρά άλληλοσυμπληρώνονται. Σ τδ βιβλίο του «Π ραγματεία γενικής κοινωνιολογίας», πού κυ κλοφόρησε τδ 191Ü, δ Ί τα λ δ ς άστδς οικονομολόγος καί κοινωνιο λόγος Βιλφρέντο Παρέτο έξετάζει έπίσης τήν κοινωνία ώς σύστη μα καί έφαρμόζει γ ιά τήν έρμηνεία τών κοινωνικών φαινομένων Iκεϊνο πού σήμερα ονομάζουν «λειτουργική μέθοδο», ιδιαίτερα στήν 1. Στό Ιδιο, σελ. 273. (βλ. σημ. 2 σελ. 92). 93
έξέταση τοΰ προβλήματος γ ιά τήν ωφελιμότητα τής θρησκείας. Μά ά π ’ δλες αύτές τή μεγαλύτερη σημασία γ ιά τή δημιουργία τών Ιδεολογικών προϋποθέσεων τής διαρθρωτικολειτουργικής άνά λυσης Ιχουν οί κοινωνιολογικές άντιλήψεις τοΰ γερμανοΰ άστοΰ κοι νωνιολόγου Μάξ Βέμπερ μέ τή θεωρία του γ ιά τήν «κοινωνική δρά ση», που κατέχει κεντρική θέση στήν κοινωνιολογία του. Μετά τδν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στή διάρκεια μιάς καί περισ σότερο δεκαετίας, προτοΟ νά έμφανιστεΐ ξανά σ τΙςΗ Π Α , δ λειτουργικισμός σημείωνε ισχυρή ανάπτυξη στή Γερμανία καί στήν ’Α γ γλία. Στήν περίοδο άπδ τδ 1918 ώς τδ 1924 δ γνωστδς γερμανδς άστδς κονωνιολόγος Λέοπολντ φδφ Β ίλε άναπτύσσει τ!ς λειτουργικιστικές του Ιδέες, πού άργότερα, τδ 1932, μεταφέρθηκαν στίς Η Π Α άπδ τδ |ΐαθητή του Χόουαρντ Μπέκερ διαμέσου τοΰ βιβλίου «Συστη ματική κοινωνιολογία» τών Β ίλε - Μπέκερ. Κ άτω άπδ τήν έπίδραση τοΰ Ντιούρκχαμ κατά τήν τρίτη καί τέταρτη δεκαετία στήν ’Α γγλία οί Μπρονισλδφ Μαλινόφσκι καί Ράντηλιφ - Μπράουν άναπτύσσουν τή λειτουργική τους έρμηνεία τής άνθρωπολογίας τοΟ πο λιτισμού καί μέ τΙς έργασίες τους δίνουν Ισχυρή ώθηση γ ιά τήν ξαναεμφάνιση καί γ ιά τήν άνάπτυξη τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυση στίς ίδιες τΙς Ε ν ω μ έν ες Πολιτείες τής ’Α μερικής.1 Ό ίδιος δ Πάρσονζ ύποδεικνύει τέσσερις κύριες Ιδεολογικές π η γ ές τής διαρθρωτικολειτουργικής θεωρίας: πρώ τη, «ή άνάπτυξη τής σύγχρονης δυναμικής καί κλινικής ψυχολογίας, πού άντιλαμβάνεται τήν άνθρώπινη προσωπικότητα ώς δυναμικό διαρθρωτικολειτουργικό σύστημα» καί ειδικότερα τήν ψυχανάλυση τοΟ Σίγκμουντ Φρόϊντ· δ ε ύ τ ε ρ η , «ή σύγχρονη κοινωνική καί πολιτιστική άνθρωπολογία» καί είδικότερα οί άντιλήψεις τοΟ Μπ. Μαλινόφσκι· τ ρ ί τ η , οί κοινωνιολογικές άντιλήψεις τοΟ Ν τιούρκχαμ, δπου δ Πάρσονζ τος» καί Βέμπερ. νέργεια»
βρίσκει «Ιναν άληθινό χειρισμό τοΰ κοινωνικοΰ συστήμα τ έ τ α ρ τ η , οί κοινωνιολογικές άντιλήψεις τοΰ Μάξ πού εισάγει στήν κοινωνιολογία τήν ëvvoia «κοινωνική Iκαί πού άσκησε τήν πιό Ισχυρή Ιπίδραση πάνω στίς άντι-
1. Βλέπε : Γκ. Μπέκερ καί Α. Μπόσκοφ, «Ή σύγχρονη κοινω νιολογική θεωρία», σελ. 274 - 275.
94
λήψεις τοΰ ΙΙάρσονζ.1 Ό Πάρσονζ έκτιμάει έπίσης πάρα πολύ τΙς κοινωνιολογικές Αντιλήψεις τοΰ Βιλφρέντο Παρέτο. ’Ονομάζει τό ιργο τοΰ Παρέτο «μεγάλο* καί ύποδεικνύει ώς τή σπουδαιότερη συμβολή του τήν άντίληψή του γ ιά «Τό κοινωνικό σύστημα ώς σύστημα», ένώ τό βιβλίο «Τό κοινωνικό σύστημα» τό έξετάζει ώς άπόπειρα νά Αναπτύξει τού τη τήν Αντίληψη τοΰ Παρέτο πάνω στή βάση τής διρθρωτικολειτουργικής ανάλυσης.2 Τ ρ ί τ ο , δ δρόμος κάθε αληθινά έπιστημονικής θεωρίας προχωράει άπό τήν έρευνα καί τήν άνάλυση τής αντικειμενικής πρα γματικότητας πρός τους διαφόρους βαθμούς ή έπίπεδα τής θεωρη τικής γενίκευσης, καί υστερ’ ά π ’ αύτό άντίστροφα: άπό τις θεωρη τικές γενικεύσεις ξανά πρός τήν άντικειμενική πραγματικότητα. Σ ’ αύτό έκφράζεται καί ή ύλιστική άντίληψη γ ιά τήν ένότητα τής θεωρητικής δράσης με τις συγκεκριμένες έρευνες. Έξεγειρόμενος ένάντια --τό χυδαίον έμπειρισμό καί ένάντια στίς ξεκομμένες άπό τις εμπειρικές έρευνες θεωρητικές διδασκαλίες, ό Πάρσονζ ύπογραμμίζει συχνά τήν έπιτακτικήν άνάγκη» γ ιά «τήν όλοκλήρωση τής θεωρίας μέ τήν έμπειρική έρευνα».3 Μ αζί μ’ αύτό ύποδεικνύει πώ ς ή έμπειρική έρευνα είναι «ή μοναδική, πού διαμέσου της μπο ρούμε νά έξακριβώσουμε τό άν οί θεωρητικές μας Ιδέες είναι «πρα γματικά έτσι» ή είναι μόνο θεωρητικολογίες».4 ’Από τήν άλλη, -ή γενική κοινωνιολογική θεωρία ώς σύστημα έννοιών έχει «πρωτο βάθμια σπουδαιότητα ώς όργανώνουσα άρχή καί καθοδήγηση γ ιά έρευνα».5 Σέ μιά πρώτη ματιά τοΰτες καί άλλες δμοιες ρήσεις τοΰ Π άρ σονζ δημιουργοΰν τήν έντύπωση, πώ ς θαρρείς καί αύτός ύπερασπίζει τήν υλιστική θεωρία τής άντανάκλασης καί τήν ύλιστική άντίληψη γ ιά τήν Αμοιβαία σχέση καί έξάρτηση μεταξύ τής θεωρ'ας καί τών συγκεκριμένων έρευνών. 'Ε ν α τέτοιο συμπέρασμα, δαως, 1. Τ. Parsons, Essays in Sociological Theory, pp. 226 - 227. 2. T. Parsons. The Social System, Second Printing. The Free Press, Glencoe, Illinois, 1952, P. VII. 3. T. Parsons, Essays in Sociological Theory, p. 356. 4. T. Parsons, Essays in Sociological Theory, p. 366. 5. T. Passons, The Social System, p. 537.
t) i ήταν πέρα γ ια πέρα λαθεμένο. Ό Πάρσονζ όνομάζει τή θεωρία -ου «διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση». Αύτή, δμως, δέν είναι άνάλυση διαρθρώσεων καί λειτουργιών, φαινομένων καί νομοτελείων τής ρεαλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας. Στό βιβλίο του «Τό κοινωνικό σΰσιημο» ό ίδιος γράφει, πώ ς αύτή είναι «μια θεωρητική έργασία ζ τ ψ αυστηρή έννοια τής λέξης. Ό άμεσος σκοπός της δέν είναι οδτε ή έμπειρική γενίκευση ώς τέτοια, οδτε ή μεθοδολογία. 5.ν καί θα περιέχει όρισμένη ποσότητα κ ι’ άατ’ τά 8υό».1 'Ο IIάρσονζ κατασκευάζει τήν κοινωνιολογική του θεωρία, πού έχει τήν άξίωση νά είναι όλόπλευρη θεωρία τΐ)ς Ανθρώπινης κοι νωνίας, ακολουθώντας τό δρόμο τής «καθαρής» θεωρητικής νόησης, χω ρίς νά στηρίζεται πάνω σ’ δποιεσδήποτε κοινωνιολογικές έρευ νες τής Αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότητας. «Σέ μιά πε ρίοδο — · γράφει ό Έ ντουαρντ Ντέβερο— πού οί άγγλοι στρέφον ταν όλοένα καί περισσότερο στίς έμπειρικές έρευνες 6 Π ά ρ σονζ δέ δημοσίεψε οδτε Ινα άρθρο, πού νά έπικαλεϊται στοι χεία, άντλημένα άπό ειδικά έμπειρικές έρευνες».2 Σ τήν πρα γ ματικότητα δ τρόπος Αντιμετώπισης τής κοινωνικής πραγματικότη τας άπό τόν Πάρσονζ είναι Ρεαλιστικός καί δχι ύλιστικός. Ή κοι νωνιολογική θεωρία Ιχ ει καθαρά θεωρητικό χαρακτήρα καί ά π’ αύ τή τήν άποψη δέ διαφέρει άπό τις θεωρητικές κοινωνιολογικές δι δασκαλίες τοϋ παρελθόντος, που 6 Ιδιος τΙς συγκατάλεξε στίς λεγά μενες «πρωτοκοινωνιολογικές» θεωρίες καί είναι άμεση συνέχειά τους. ’Ακολουθώντας τό Μ. Βέμπερ, δ Πάρσονζ φρονεί, πώ ς τό νά δημιουργηθεΐ κοινωνιολογική θεωρία σημαίνει νά δημιουργηθεΐ Ινα σύστημα ή σχήμα άπό Ιννοιες, άπό «γενικές κατηγορίες γ ιά προσα νατολισμό», γ ια άνάλυση τής διάρθρωσης καί τών διαδικασιών τών κοινωνικών συστημάτων, χωρίς όποιαδήποτε σχέση μέ τήν άντικειμενική κοινωνική πραγματικότητα, ένώ κατόπι τοΰτο τό σχήμα «πρέπει να έλεγχθεΐ διαμέσου τής ώφελιμότητάς του στήν έμπειρική έρευνα». 1. th. d., p. 3. (βλ. σημ. 5 σελ. 95). 2. Edward C. Devereux, Pasrsons' Sociological Theory. In : The Sorial Theories of Talcott Parsons, ed. bu Max Black, p. 1.
Συνεπώς ή έπαλήθευση τή ; θεωρίας, δηλαδή τοϋ σχήμαΐος έννοιών, στίς έμπειρικές έρευνες δέ σημΛίνει νά διαπιστωθεί ή άντιστοιχία άνάμεσα στίς έννοιες κα! στά άντικειμενικά γεγονότα, παρά νά διαπιστωθεί ή ώ φ ε λ ι μ ό τ ή τ α τής θεωρίας στίς έμπειρικές έρευνες. "Ομοια μέ τό Μ. Βέμπερ, δ Πάρσονζ άρνιέται τήν όλιστική θεωρία τής άντανάκλασης καί δέν έξετάζει τΙς κοινωνιολογικές έν νοιες ώς άντανακλάσεις τής άντικειμενικής κοινωνικής πραγματι κότητας. Αύτό έπιβεβαιώνεται κατηγορηματικά καί άπό τό μαθη τή του Ρίτσιαρντ Σιέλτον, που πήρε ένεργό μέρος στήν έπεξεργασία τής θεωρίας γ ιά τήν «κοινωνική ένέργεια». Κ ατά τή γνώμη τοΰ Σιέλντον «κάθε έπιστημονική θεωρητική διάρθρωση» κατέχει τρία βασικά συστατικά μέρη: π ρ ώ τ ο, μιά σειρά Εννοιες καί αΐτήματα , κατηγορίες καί άξιώματα, πού δέν εί ναι δοσμένα στή Φύση, παρά άντιπροσωπεύουν «Ιλεόθερα δημιουργή]ΐ/χτα τής ανθρώπινης διάνοιας» άκολουθώντας τό δρόμο τής άφαίρεσης καί τής συμβατικότητας. Δέν έχουν Υποχρεωτική ή άμεση σχέση μέ τά παρατηρούμενα γεγονότα καί άπό τήν Ιδια τους τή φύ ση είναι άνεξέλεγκτα- δ ε ύ τ ε ρ ο , μιά σειρά Εγχειρήματα, πού μέ τή βοήθειά τους ot άρχές ή οί κατηγορίες συνδέονται μέ τά άντίστοιχα στοιχεία καί τ ρ ί τ ο , λογικά συστήματα ή διαρθρώσεις, πού μέ τή βοήθειά τους έξάγονται συμπεράσματα.1 Ό Μπάκλι ύ πίδεικνύει, πώς «ό λειτουργικισμός σ’ αύτή τή μορφή, δπως παρουσιά ζεται στό σύστημα τοΰ Πάρσονζ. άφθονεΐ σέ άρχές κα!. κατηγορίές τ ή ; πρώτης σειράς, άλλά τοΰ λείπουν οί άλλες δυό» καί γ ι’ αύτόν τό λόγο «δέν υπάρχουν άνεξάρτητα έγχειρήματα ή λογικές διαρθρώ σεις, πού τά συνδέουν μέ τά αίσθητηριακά στοιχεία καί έξασφαλίζουν έπιστημονικόν έλεγχο καί νέα παραγω γή λέξεων».2 Ως άποτέλεσμα δλων αύτών δ Π άρσο\ζ άποδείχνεται άδύναμο; να έκπληρώσει τό μεγάλο καθήκον, πού έθεσε, νά ξεπεράσει τά βα σικά έλαττώματα τής άστικής κοινωνιολογίας — τίς άνεδαφικές θεωρητικές καπηλείες καί τόν χι>ξαϊον ■έμπειρισμό,— συνενώνοντας 1. Γκ. Μπέκερ καί ’A. Μκόσκοφν « Ή σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία», σελ. 296. 2. Στό Ιδιο, σελ. 296.
7
97
τήν κοινωνιολογική θεωρία μέ τΙς έμπειρικές έρευνες έτσι, ώστε ή κοινωνιολογική θεωρία νά άποκτήσει έπιβλητική έμπειρική βάση, ένώ ή ίδια νά χρησιμεύσει ώς καθοδήγηση γ ιά τή διεξαγω γή νέων έμπειρικών έρευνών. Ή θεωρία, του έξακολουθεΐ νά πλανιέται στή σφαίρα νών στερημένων άπό έμπειρικό ίδαφος αύθαιρέτων λογι κών καί γλωσσικών κατασκευών, τής θεωρητικής ίδεαλιστικής φι λοσοφίας καί άποδείχνεται έντελώς άδύναμη νά άσκήσει δποιαδήποτε καρποφόρα έπίδραση πάνω στίς έμπειρικές έρευνες. Ό ϊδιος δ Πάρσονζ δμολογεΐ, πώ ς έκαμε «μόνο λίγες άληθινά έμπειρικές έ ρευνες».1 Π ραγματικά αυτός έκανε μιά καί μοναδική έρευνα, πού είχε ώς άντικείμενο τή συμπεριφορά τών ψυχοπαθών καί. τ’ άποτελέσματα αύτής τής έρευνας ήταν έντελώς Ασήμαντα. 'Οσον άφορά τήν τεράστια πλειονότητα τών άμερικάνων έμπειρικών κοινωνιολό γων, δηλώνει σταράτα, πώ ς ή θεωρία τού Πάρσονζ δέν μπορεΐ νά χρησιμεύσει ώς καθοδήγηση γ ιά τή διεξαγω γή κανενδς είδους συγ κεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών.2 Έ αποτυχία, πού σημείωσε δ Πάρσονζ στή προσπάθεια του νά συνενώσει τήν κοινωνιολογική θεωρία μέ τις συγκεκριμένες κοινω νιολογικές έρευνες τής κοινωνικής πραγματικότητας, άποτελεΐ άλ λη μ;à πειστική απόδειξη, πώ ς τούτο τό καθήκον δέν μπορεΐ νά έκπληρωθεΐ πάνω στή βάση τής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας καί μεθοδο λογίας. Οί αιτίες γ ι ’ αύτήν τήν άποτυχία δείχνουν δτι τό προαναφερμένο καθήκον μπορεΐ νά έκπληρωθεΐ μοναδικά πάνω στή βάση τής διαλεκτικσϋλιστικής θεωρίας τής γνώσης, πάνω στή δάση τοϋ ιστορικού ύλισμοϋ.
2.
Ή θεωρητική κατεύθυνση
στή έμπειρική «κοινωνιολογία». Σ τίς τελευταίες δεκαετίες ή πρω ταρχική άντιθεωρητική ύπεραυστηρότητα τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» άρχισε φανερά ν ζ 1. Τ. Parsons, Essays in Sociolagical Theory, p. 354. 2. T. Parsons, Esays in Sociological Theory, p. 354.
άδυνατίζει καί νά παραχωρεί δλοένα καί περισσότερο θέση σε Ινα αυξανόμενο ένδιαφέρον πρός τα θεωρητικά προβλήματα καί Από μέρος τών έμπειρικών κοινωνιολόγων. Ο ί αιτίες γ ι’ αύτό τό φαινό μενο είναι σύνθετες: ή κρίση τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» καί ή έπιστημονική της στειρότητα, ή κριτική άπό μέρος τών μαρξιστών κοινωνιολόγων καί τών έκπροσώπων τής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας καί καθόλου σέ τελευταία θέση ή έπιτακτική άνάγκη, που ή άστική τάξη νιώθει γ ιά θεωρητικά δπλα άγώνα ένάντια στό μαρξισμό - λενινισμό. Οί φορείς τής θεωρητικής κατεύθυνσης στήν Αμερικάνικη «έμπειρική κοινωνιολογία» είναι πριν άπ’ δλα Ιδεολο γικοί Αρχηγοί τού κοινωνιολογικού νεοθετικισμού — Τ ζ. Λάντμπεργκ, Σ. Πόντ, Π. Λάζαρσφελντ, Ν. Ράσιεφσκι κ.ά. Ό σκοπός τής θεωρητικής τους δραστηριότητας, δμως, δέν είναι νά δημιουργήσουν κοινωνιολογική θεωρία τής ίδιας τής κοινωνίας καί τής ίστορίας της, παρά νά δώσουν θεωρητική έπεξεργασία τών μεθοδολογικών προβλημάτων τής ίδιας τής κοινωνιολογίας. Γι αυτόν τό λόγο άπόκτησαν καί τό παρατσούκλι «μεθοδολόγοι». Διαφορετικά Ιχει τό ζήτημα τής κοινωνιολογικής θεωρίας στούς γερμανούς έμπειρικούς κοινωνιολόγους — Ρ . Κιόνιγκ, Λ. Ά λ μ π ε ρ τ, X. Τσέτερμπεργκ χΛ ., πού όρισμένοι τους συνενώνουν τήν «έμπειρική κοινωνιολογία» δχι μονάχα μέ νεοθετικιστικές, άλ λα καί μέ νεοκαντιανές άντιλήψεις. Σ έ διάκριση άπό τούς άμερικάνους «μεθοδολόγους», άναγνωρίζουν τήν άνάγκη τόσο τής θεωρητι κής έπεξεργασίας τών μεθοδολογικών προβλημάτων τής κοινωνιολογίας, δσο καί τής δημιουργίας «άληθινών κοινωνιολογικών θεω ριών».’ Τό σύνθημα γ ια τήν άνάγκη νά συνενωθεί ή «έμπειρική κο:νωνιολογία» μέ τή θεωρητική κοινωνιολογία τό δψωσε μέ τή μεγα λύτερη δύναμη 6 ήγέτης τών δυτικογερμανών έμπειρικών κοινωνιο λόγων Ρενέ Κ ιόνιγκ. Ό Κ ιόνιγκ σημειώνει μέ ανησυχία, πώ ς «ιιια σύντομη έπισκόπηση τής πραγματικής κατάστασης στή Γερμανία» Ιδειχνε, πώς σήμερα ή γερμανική κοινωνιολογία (δηλαδή ή κοινωνιαλογία στή Δυτική Κερμανία — Ν . Ί . ) κινείται έν μέρει σ’ ξναν 1. Handbuch der empirischen Sozial forschung, Herausgegeben. v. René Kônig, Erster Band, s. 5.
99
άπόλυτα άνήμπορο έμπειρισμό, πού, άπό τήν άλλη, τοΟ άί/τιστοιχεΐ όλοκληρωτική έλλειψη θεωρίας. 01 πολιτιστικσκριτικίς, φιλοσοφικοϊστορικές καί φιλοσοφικοκοινωνικές πρωτοβουλίες, πού πάρα πολύ συχνά τελειώνουνε μέ σκάνδαλα, καθώς καί ot πιό διαφορετικές άπόπειρες νά καταλήξουν σέ μιά θεωρία γ ιά τήν κοινωνία, δέν μπο ρούν να καλύψουν τήν άνυπέρθετη άνάγκη γ ιά κοινωνιολογική θε ωρία. Γ ι’ αυτόν τόν λόγο μπαίνει τό καθήκον νά έπαναληφβοϋν δχι μόνον οί πρωτοβουλίες πού πάρθηκαν πρηγούμενα στή Γερμανία γ ιά τή δημιουργία κοινωνιολογικής θεωρίας, άλλά πρίν ά π’ δλα νά άφομοιωθοΰν έπιτέλους οί παγκόσμιες Επιτεύξεις, πού |iâç διέφυγαν στά χρόνια του έθνικοσοσιαλισμοΰ.' Ταυτόχρονα, κατά τή γνώμη τοϋ Κ ιόνιγκ, μ χ ζΐ μέ τήν άποδοχή τής «γενικής κοινωνιολογικής θεωρία» είναι άπαραίτητη καί μιά άνοιχτή άντιμετώπιση δλων τών κύριων κοινωνιολογικών θεωριών τοϋ πχρελθόντος. Σ χετικά μέ δλχ αύτά θέλουμε νά σημειώσουμε στά πεταχτά ίνα -χράδοξο γεγονός. Δέν υπάρχει άλλη χώρα, δπου ή άστική κοινωνιολογίχ νά ϊχ ε ι τόσο βαθιά καί Ισχυρή θεωρητική παράδοση, πού νά Αρχίζει άκόμη μέ τόν Χ έγκελ. Ο ί πιό διακεκριμένοι έκπρόσωποι τής σύγχρονης άμερικάνικης άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίχς δπως οί Σορόκιν, Πάρσονζ, Μπέκερ, Μακάιβερ καί άλλοι, άναγνωοίζουν μόνοι, πώς σπούδασαν καί σπουδάζουν κοινωνιολογι κή θεωρία άπό τΙς μεγάλες μορφές τής γερμανικής άστικής θεωρη τικής κοινωνιολογίας. Τό κωμικοτραγικό, δμως, είναι πώ ς τώρχ 6 Ρενέ Κ ιόνιγκ ύποδεικνύει τό «άμερικάνικο παράδειγμα» ώς «όδοδείχτη> γιά τήν άνάπτυξη καί τής γερμανικής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας. Καλεϊ τούς γερμανούς άστούς κοινωνιολόγους νά αντλούν κίνητρα κχΐ νχ σπουδάζουν κοινωνιολογική θεωρία άπό τούς άμερικάνους άστούς κοινωνιολόγους καί λυπάται πού τά Εργα τών Πάρσονζ, Μάρτον, Χόμανς καί άλλων δέν είναι άρκετά γνω στά στή Δυτική Γερμανία.2 Μά νά έπιστρέψουμε στό ζήτημα πού έξετάζουμε. Κατά τή γνώμη τοΰ Κιόνιγκ ή «έμπειρική κοινωνιολογία» δέν πρέπει νά είνχι <κχθχρή έμπειρίχ». Ά σ χολεΐτχι μέ καθορισμένες έννοιες, 51. Soziologia, Heransgeber : René Kônig, s. 13. 2. Ibid. ss. 13 - 14.
100
πως οί έννοιες γ ιά «κοινωνική ένέργεια», «συλλογική παράσταση», «κοινωνικοπολιτιστική προσωπικότητα», «ρόλος», «όμάδα», κΑ . Ό π ω ς στήν κβατική φιλοσοφία ·>! έννοιες «χώρος», «χρόνος», «πραγματικότητα», «ούσία», «αιτιότητα» δέν είναι έμπειρικές, άπριοριστικές, καί παρ’ δλ’ αύτά μπορούν νά έφαρμοστούν στό πεί ραμα, έτσι καί οί πιό πάνω κοινωνιολογικές έννοιες δέν έχουν έμπειρικό χαρακτήρα, μά μπορούν νά έφαρμοστούν στό κοινωνικό πείραμα. «Ή άληθινή διαδικασία τής γνώσης — γράφει δ Κιόνιγκ — άρχιζε', μόλις τότε που τούτες οί έννοιες, συνδεδεμένες μέ ειδικές υποθέσεις, προσεγγίζουν στήν πραγματικότητα, πού τά γεγονότα της έπιτρέπουν νά όργανωθούν σύμφωνα μέ ένιαΐες άρ χ έ ς, έτσι πού προβάλλει αύτό πού όνομάζουμε κοινωνιολογική θε ωρία».1 Κ ατά τή γνώμη τοϋ Κ ιόνιγκ οί θεωρητικές γενικεύσεις στήν κοινωνιολογία μπορούν νά είναι σέ διαφορετικά έπίπεδα. Μπορού νε νά άναφέρονται σέ «έμπειρικές νομοτέλειες», σέ Ιδιαίτερες πε ριπτώσεις, νά είναι «θεωρίες μέσης δλκής» ή μεγαλύτερης πολυπλοκότητας. «Οί κοινωνικές έπιστήμες — γράφει δ X . 'Αλμ/περτ γενικά δέν πρέπει νά ικανοποιούνται μέ τήν περιγραφή άτομικΰν φαινομένων. ’Αναζητούν, γενικές ύποθέσεις (νόμους), πού μέ τήν βοήθειά τους μποροϋν νά έξηγοΟν ή νά προλέγουν τά κοινωνικά φαι νόμενα, καί τείνουν νά συνενώσου διάφορες ύποθέσεις σέ πλατιά συστήματα (θεωρίες), πού κάνουν δυνατή τήν έρμηνεία μεγάλων συνόλων άπό κοινωνικά γεγονότα».2 Στό Ιδιο πνεϋμα άποφάνθηκε καί δ X. Τσέτερμπεργκ. Ό σύγχρονος θεωρητικός, δπως έμεΐς τόν κατανοούμε, πρέπει νά γνω ρίζει περισσότερα άποτίλέσματα άπό τίς έμπειρικές έρευνες, άπ’ δσο δ έμπειρι/ός έρευνητής. Γιατί δ θεωρητικός άσχολεϊται μέ τή συστηματοποίηση
1. Handbuch der empirischen Sozialforschung, Heransgegehen v. René Kônig. Erster Band, s. 4. 2. Hans Albert, Probleme der Wissenschaffslehre in der Sozi alforschung. In : Handbuch der empirischen Sozialforschung, erseter Band, s. 50-
101
τής όλοκληρωμένης γνώσης' τό Αποτέλεσμα τής δουλειάς του έκφράζετα: στή γενίκευση τών προγενέστερων Ανακαλύψεων καί προβλέψεων τών μελλοντικών Ανακαλύψεων καί γεγονότων».1 "Οπως βλέπουμε, παρόμοια μέ τούς Εκπροσώπους τής διαρθρωτικολειτουργικής Ανάλυσης μιά σειρά έκπρόσωποι τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας» έπίσης έπιδιώκουν να στήσουν γέφυρα π ά νω άπό τήν κοινωνιολογική θεωρία καί τις έμπειρικές κοινωνιολο γικές Ιρευνες. Έ δ ώ οί δυό κύριες κατευθύνσεις τής σύγχρονης Α στικής κοινωνιολογίας -συναντιούνται καί δίνουν τά χέρια. Συνά μα τό κοινό, πού τις ένώνει, δέν είναι μονάχα ή έπιδίωξή τους νά συνενώσουν τή θεωρία καί τήν έμπεφ ία , μά καί ή σχέση τους μέ τήν παραδοσιακή άστική θεωρητική κοιωνιολογία, μέ τις φιλοσο φικές της βάσεις. Γεννιέται, δμως, τό έρώτημα: πέτυχαν Αραγε στ’ Αλήθεια οί σύγχρονοι Αστοί θεωρητικοί κοινωνιολόγοι νά ξεπεράσουν τό θεωρητικό χαρακτήρα τής παραδοσιακής Αστικής θεω ρητικής κοινωνιολογίας καί νά διαχωρι-στοΟν πραγματικά Απ’ αδτήν, πέτυχαν άραγε καί είναι
άραγε σέ θέση νά
συνενώσουν σέ
τέτοιο βαθμό καί μέ τέτοιον τρόπο τή θεωρία καί τήν έμπειρία, ώστε νά άνεβάσουνε τήν κοινωνιολογία τους στό έπίπεδο Αληθινής έπιστήμης ; Είδαμε κιόλας, δτι αύτό δέν τά κατάφεραν ό Πάρσονζ καί οί άλλοι θεωρητικοί τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης. Δέν τό κατάφεραν καί οί θεωρητικοί τοϋ στρατοπέδου τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας». Γ ι’ αύτόν τόν λόγο, κάνοντας είδολογισμό τών προ σπαθειών τών άστών κοινωνιολόγων στίς τελευταίες δεκαετίες νά δημιουργήσουν κοινωνιολογική θεωρία, στήν είσήγησή του, στό Έ κ τ ο Διεθνές Συνέδριο Κοινωνιολογίας, μέ θέμα « Ή τάση τής κοινωνιολογικής έπιστημονικοερευνητικής έργασίας» δ Έ . Σ ίλ ζ όμολογεΐ. πώς οί σύγχρονες γενικές κοινωνιολογικές θεωρίες στήν Αστική κοινωνιολογία δέν έχουν τήν Αξίωση έκείνης τής κατηγο ρηματικότητας καί καθολικότητας, πού τις Αξίωναν στό παρελθόν. Είναι Ακόμη πάρα πολύ γενικές, θολές καί πάρα πολύ άδιαφόριστες 1. Hans L. Zetterberg, Theorie, Forschung und Praxis in der Soziologie. In : Handbuch der empirischen Sozialforschung, erster Band, s. 64.
102
καί γ ι’ αυτόν τόν λόγο πέρα γ ιά πέρα δβολες γ ια Ιφαρμογή
στά
συγκεκριμένα φαινόμενα, πού άποτελοΰν άντικείμενο τής κοινωνι κ ή ; έρευνας. Ή γενική συστηματική κοινωνιολογική θεωρία — σημειώνει £ ίδιος — Εξακολουθεί να μήν άνταποκρίνεται σ τί; άπαιτήσεις τ ή ; έμπειρική; Ερευνας καί «στ’ άλήθεια... δέ θά ίπρενα έπιδιώκει νά δώσει περισσότερο άπό ένα «γενικό προσανα τολισμό». Ή θεωρία πά λι, πού άναπτυσσόταν άπό τίς έμπειρικές έρευνες, έφερνε συχνά τή σημασία τής γέννας τών ένικών φαινομέ νων, πού γ ι’ αύτόν έχει δημιουργηθεΐ, καί έφαρμοσμένη σέ άλλα Επιμέρους φαινόμενα τής ίδιας τάξης, φέρνει κάποτε διαστρεβλώ σεις τών στοιχείων, άποτυχία στή διαπίστωση τών μοναδικών στό είδος τους χαρακτηριστικών τών φαινομένων πού μελετιούνται κ.ά. "Υπογραμμίζοντας, δτι «ή μεγαλύτερη άμοιβαία διείσδυση με ταξύ θεωρίας καί έρευνας είναι δυνατή καί έπιθυμητή», ό Σ ίλ ζ διαπιστώνει, ~ως «έξακολουθεΐ νά λείπει άρκετή έπαφή σέ πλα τύ μέτωπο άνάμεσα στή γενική συστηματική θεωρία καί στή συγκε κριμένη έρευνα». Σέ διάκριση άπό τόν Σ ίλζ ό Σορόκιν φρονεί, πώ ς δχι μονάχα λείπει άρκετή έπαφή άνάμεσα στήν κοινωνιολογική θεωρία καί στ!ς συγκεκριμένες κοινωνιολογικές έρευνες σέ πλατύ μέτωπο, άλλα γενικά μεταξύ τους σχεδόν λείπει ή έπαφή. Ό ίδιος όποδεικνΰει, πώς οί περισσότερες άπό τις σύγχρονες άστικές κοινωνιολογι κές θεωρίες είναι «άφηρημένα σχήματα», Ιδιαίτερο μείγμα άπό «φαντασματικά» μοντέλα κοινωνικών συστημάτων, «πού δέν έχουν έμπειρικό περιεχόμενο καί συχνά είναι άλατισμένα μέ μηχανικές άναλογίες γ ιά «ισορροπία», «άδράνεια», «θερμοδυ νομικού; νόμου;», καί θεωρητικέ; προϋποθέσει; γ ια τήν αύτοδιαφύλαξη τοΰ συστήματος». «Οί τρύπες στά άφαιρετικά δίχτυα — καταλήγει ό Σορόκιν— είναι τόσο μεγάλες, ώστε ούσιαστικά κάθε έμπειρικό ψάρι ξεγλιστράει ά π’ αύτά χωρίς ν’ άφήνει τίποτε στά χέρια τοΰ ψαρά έρευνητή... Έ ξ αιτίας τοΰ άσκητικοΰ τους ξεχωρισμοΰ άπό τά έμπειρικά κοινωνικοπολιτιστικά γεγονότα είναι άνίσχυρες στή γνώση τών έμπειρικών πραγματικοτήτων».1 1. P. A. Sorokin, Diversity and Unity in Sociology. In sactions of the Sixth World Congress of Sociology, p. 61.
Tran
103
Ό Σορόκιν είναι, βμως, αισιόδοξος. "Οπως πολλοί άλλοι δυτικοί κοινωνιολόγοι, φρονεί πώ ς ή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία ίφτασε σέ σιανρ&δρήμι.., Ό ένας-δρόμος_εί.ναι δ δρόμος τής «έμπειρικής_κοινωνιολογίας». Στήν ·*66ίοίο_άπό τό 1925 ώς τό 1966 ή «δυτική» κοινωνιολογία άναπτυσσότα,κ,'κυρίως πάνω σ' αυτόν τό δρόμο, πού.όδηγεΐ σέ «δογμα τικά συστήματα άπό κοινοτυπίες καί στάμπες, στερημένες άπό δη μιουργική καί γνωστική άνάπτυξη».' Μ ά τούτος ό δρόμος δέ διανύθηκε μάταια. Ό Σορόκιν όρίζει τήν περίοδο άπό τό 1925 ώς τό 1966 ώς «άνχλυτική» καί «προπαρασκευαστική» περίοδο στήν άνάπτυξη -ής «δυτικής* κοινωνιολογίας, πού στή διάρκειά της Ιχ ε ι τελειοποι ηθεί ή τεχνική τών κοινωνιολογικών έρευνών, άνευρέθηκε καί άναλύθηκε τεράστιο ουσιαστικό ύλικό καί μ ’ αύτό τόν τρόπο έτοιμάστηκε τό :δαφο; γ ιά θεωρητικές κοινωνιολογικές συνθέσεις. Μ άή «παραπέ ρα. ερευνά πάνω σ' αύτόν τό δρόμο δέ θά δώσει μεγαλύτερες καί καλύτερ ^ σοδειές, jW - i προοδευτικά μειωνόμενες εισπράξεις. Δέ θά φέρει νέες έπιτυχίες, άλλα αύξανόμενη στασιμότητα καί τυποποίηση τής κοινωνιολογίας».2 Ό άλλος δρίμος, πού μπροστά του όρθώνεται σήμερα ή «δυτι κ ή ' κοινωνιολογία, .κατά τή γνώμη τοΰ Σορόκιν, όδηγεΐ «πρός τή νέα κορυφή τής μεγάλης-σύνθεσης καί πιό Ομόλογα κοινωνιολογικά συστήματα», πρός «περίοδο .μεγάλων κοινωνιολογικών συνθέσεων, μεγάλων όλοκληρωμένων κοινωνιολογικώχ συστημάτων».3 Ό Σορόκιν υποθέτει, π ώ ; ή άστική κοινωνιολογία θά διαλέξει τό δεύτερο δρόμο. Γεννιέται, δμως, τό έρώτημα: ποια είναι ή έγγύηαη, πώ ς οί νέες κοινωνιολογικές συνθέσεις κ<χί. όλοκληρωμένα κοι νωνιολογικά συστήματα θα είναι καλύτερα άπό έκειρα πού ύπάρχουν κιόλα στήν άστική κοινωνιολογία; Γιατί ή τελειοποίηση τής μεθοδι κής τών συγκεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών,' ή άνεύρεση καί ή συστηματοποίηση τοΰ ούσιαστικοΰ ύλικοΰ, πραγματικά άποτελεϊ σπουδαία καί απαραίτητη προϋπόθεση γ ιά τήν άνάπτυξη τής θεωρη τικής κοινωνιολογία? καί γενικά τής κοινωνιολογίας ώς έπιστήμης. 1 Transactions of the Sixth World Congress of Soziology p 64 2. Ibid. 3. Ibid., p. 63.
104
Ό κύριος καί 6 αποφασιστικός δρος γ ι’ αύτό, δμως, είναι άπό τΐ με θοδολογικές καί ταξικές θέσεις θα άναλυθοΰν καί θεωρητικά γενικευ τούν τ’ αποτελέσματα τών έμπειρικών έρευνών. "Οπως κιόλας ύποοείξαμε, έκεΐνο, πού ώς τώρα έμπόδιζε τήν άστική κοινωνιολογία νά μετατραπεΐ σέ έπιστήμη, δέν είναι ή Ελλει ψη είτε ή άνεπάρκεια του ουσιαστικού ύλικοΰ. Τέτοιο ύλικό άπό και ρό εχει συσσωρευτεί σέ υπερβολική άιμθονία. Καί άν οί αστοί κοινω νιολόγοι άκόμη καί ώς τώρα δεν Εχουν δημιουργήσει άληθινα έπι στημονική κοινωνιολογική θεωρία, αιτία γ ι’ αύτό είναι ή ίδεαλιστική καί μεταφυσική τους μεθοδολογία καί τα ταξικά συμφέροντα τής σύγχρονης άστικής τάξης, πού δέν Εχει συμφέρον άπό τήν έπιστη μονική γνώση γ ια τις άληθινές νομοτέλειες τή ς κοινωνικοϊστορικής έξέλιξης. Ά κρ ιδώ ς αυτοί οί δυό κύριοι παράγοντες, πού είναι στε νά καί άρρηκτα άλληλοσυνδεμένοι, καθορίζουν τόν ούτοπικό χαρα κτήρα δλων τών προβλέψεων καί προσδοκιών γ ια τή μετατροπή τής άστικής κοινωνιολογίας, σέ άληθινή έπιστήμη, γ ιά τόν έρχομό κάποιας περιόδου νέων μεγάλων καί συνάμα Επιστημονικών συνθέσε ων καί συστημάτων στήν άστική κοινωνιολογία. Α πόπειρες γ ια τέτοιες συνθέσεις Εχουν γίνει πιά· καί μερικές άπ’ αύτές παρουσιάστηκαν στό "Εκτο Παγκόσμιο Συνέδριο Κοινωνιολογίας στό Έ β ιά ν, λογουχάρη, στήν είσήγηση τοϋ έπιστήμονα Ζιάν Π ιαζιέ άπό τή Γενεύη μέ θέμα «Τά προβλήματα τών γενικών μηχανισμών στίς έπιστήμες γ ιά τόν άνθρωπο» καί στήν εισήγηση τοΟ ίδιου τοΰ Σορόκιν μέ θέμα «Διαφορά καί. ένότητα στήν κοινωνιολογία». Μά τούτες οί άπόπειρες άποκαλύπτουν άλλη μια φορά τήν άπάλυτη μεθοδολογική άδυναμία τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας. Στήν είσήγηση του ό Π ιαζέ π ασχίζει νά σκιαγραφήσει καί νά θεμελιώσει μιά γενική θεωρία τών κοινωνικών έπιστημών, δπου μπορεΐ νά βρει κανείς καθετί, δχι, δμως, καί κοινωνιολογία. 'Τ π ερασπίζει μια μηχανιστική άποψη, πιό συγκεκριμένα, πώ ς τά βασι κά προβλήματα τής βιολογίας είναι τάχα βασικά προβλήματα κά θε κοινωνικής έπιστήμης, μαζί καί τής κοινωνιολογίας.1 Αύτή ή ά 1. J Piaget, Le problème des mecanicmes commune dans les sciences de Γ homme. In: Transactions of the Sixth World Congress of Sociology, pp. 22 - 23.
105
ποψη τοϋ Π ιαζιέ άποτελεΐ μονάχα παραλλαγή έκείνων τών «ΛΤΐχα· νιστικών άναλογιών» καί άφαιρετικών διχτυών» πού, κατά τήν Εκ φραση τοΰ Σορόκιν, Εχουν τόσο μεγάλες τρύπες, ώστε περνάει άπό μέσα τους κάθε έμπειρικό ψάρι. Ό ίδιος δ Σορόκιν έπίσης δέν προτείνει τίποτε καινούριο στδν τομέα τής θεωρητικής κοινωνιολογίας, έξόν άπδ Ινα έκλεκτικό μείγ μα άπό τ:ς πιό διαφορετικές κοινωνιολογικές καί φιλοσοφικές άν· τιλήψεις, πού είναι βαθιά μεταφυσικό, μηχανιστικό, ΐδεαλιστικό κα* μυστικιστικό. Ή λεγόμενη «τρισυστατική θεω ρ ία του άποτελεΐ καθαρά θεωρητικό ΐδεαλιστικό κατασκεύασμα, πού άπολυτοποιεΐ τήν ποιοτική διαφορά άνάμεσα στήν κοινωνική πραγματικότητα καί στή Φύση καί ταυτόχρονα καταφεύγει σέ άντιλήψεις τοΰ σύγχρονου φυσικοΰ ιντετερμινισμού καί Ιδεαλισμού καί σέ μια μεταφυσική καί βιταλιστική έρμηνεία τής σύγχρονης γενετικής, γ ιά νά «θεμελιώ σει·- τήν άντιδραστική καί άντιεπιστημονική άντίληψη τοΰ Ό . Σπένγκλερ γ ιά τή μοιραία καί μυστικιστική πρσκαθοριστικότητα τών κοινωνικών συστημάτων καί τής ιστορικής τους άνάπτυξης.' "Οπως βλέπουμε, οί νέες σ υ ν θ έ σ ε ι ς καί σ υ σ τ ή μ ατ α, πού προτείνει ή σύγχρονη άστική θεωρητική κοινωνιολογία, δέ διαφέρουν ουσιαστικά άπό τίς παλιές. Γ ι’ αύτό δέν εΙ*αι παράξε νο. πώς δλοένα καί περισσότεροι δυτικοί κοινωνιολόγοι, πού συνει δητοποιούν τήν άνάγκη νά συνενωθούν οί συγκεκριμένες κοινωνιολο γικές Ιρευνες μέ τή θεωρία, πού άναζητοΰν είλικρινά τήν Αντικειμε νική άλήθεια καί θέλουν νά άνεβάσουν τίς κοινωνιολογικές Ιρευνες και άντιλήψεις τους σέ άληθινά Επιστημονικό έπίπεδο, δλοένα πιό συχνά στρέφονται καί θά στρέφονται πρός τή μαρξιστική κοινωνιολογία.
1. P. A. Sorokin, Diverslity and Unity in Sociology. In: Transa ctions of the Sixth World Congress of Sociologgy, p.p. 57, 58, 59.
106
Η ΣΤΑ ΣΗ Τ Η Σ ΣΎ ΓΧ ΡΟ Ν Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Θ Ε Ω Ρ Η Τ ΙΚ Η Σ Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Σ Α Π Ε Ν Α Ν Τ Ι Σ Τ Η Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Τ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ
Αύτό τό ζήτη μα ?χει δυό πλευρές: α) πώ ς ot ίδιοι οί έκ.'.ρόσωποι τής άστικής θεωρητικής κοινωνιολογίας καί οί ίδιοι οί άστοί φιλόσοφοι φαντάζονται τή σχέση άνάμεσα στήν κοινωνιολογία, άπ’ τή μιά, καί στή φιλοσοφία καί τή φιλοσοφία τής Ιστορίας, άπ’ τήν άλλη, καί β) τί στήν πραγματικότητα άποτελεΐ ή άστική θεωρη τική κοινωνιολογία άπό τή σκοπιά τής φιλοσοφίας καί τής φιλοσο φίας τής ιστορίας; Οί άντιλήψεις τών άστών συγγραφέων πάνω σ’ αύτό τό ζή τη μα είναι διαφορετικές κα! άντιφατικές. ’Από κάποτε είναι διαφορε τικές άκόμη καί μεταξύ τών κοινωνιολόγων μιάς καί τής ίδιας κα τεύθυνσης. ’Εξετάζοντας τήν κοινωνιολογία ώς έπιμέρους, έμπειρική έπιστήμη, οί λεγόμενοι «μεθοδολόγοι» μεταξύ τών άμερικάνων νεοθετικιστών κοινωνιολόγων φρονούν, δτι αύτή δέν 2χει καί δέν πρέπει νά ϊχ ε ι καμιά σχέση μέ τή φιλοσοφία καί τή φιλοσοφία τής Ιστορίας. Αύτή ή άντίληψη άναπόφευχτα πη γάζει άπό τή νεοθετικιστική άποψη, πώ ς ή φιλοσοφία δέν είναι έπιστήμη, πώ ς τά προβλήματά της είναι «εικονικά», «άνόητα» προβλήματα, ένώ of φιλο σοφικές διδασκαλίες είναι «μεταφυσικές», «μή έπιστημονικές» θβωρίε;. "Οσον άφορά τή «μεθοδολογία τής κοινωνιολογίας», αύτή, κα τά τόν Λάζαρσφελντ, είναι θεωρία, μά δέν είναι «φιλοσοφία τών κοινωνικών έπιστημών». ’Αντί γ ιά «φιλοσοφία τών κοινωνικών Ιπιστημών», δηλώνει δ ίδιος, πώ ς προτιμάει νά μιλήσει «γιά τή μεθο
107
δολογία τους, δρος πού είναι πιό μετριοπαθής καί πού άντιστοιχεϊ περισσότερο στήν παρούσα κατάσταση πραγμάτων.». Ό Λάζαρσφελντ δέν άρνιέται, πώ ς στό μέλλον μ π ο ρ ε ΐ νά δημιουργηθεΐ «φιλοσοφία τών κοινωνικών έπιστημών» καί «ή με θοδολογική άνάλυση» προετοιμάζει τά στοιχεία γ ιά μιά τέτοια φι λοσοφία.1 Μά, κατά τή γνώμη του, οδτε ή «μεθοδολογία», οδτ; ή μελλοντική «φιλοσοφία τών κοινωνικών έπιστημών» είναι κοινωνιο λογικές θεωρίες. «01 κοινωνιολόγοι — γράφει δ Λάζαρσφελντ— μελετούν τόν άνθρωπο στή κοινωνία- οί μεθολόγοι μελετοΟν τόν κοι νωνιολόγο στή διαδικασία τής δουλειάς του».2 Αύτό σημαίνει, πώ ς ένώ ή κοινωνιολογία Ιχ ε ι ώς άντικείμενο τήν κοινωνία, ή «μεθοδο λογία», τό Γδιο κάνει 4ν θά τήν δρίσουμε ώς φιλοσοφικό ή μή φιλο σοφικό Επιστημονικό κλάδο, Ιχ ει ώς άντικείμενο δ χι τήν κοινωνία, παρά τήν Γδια τήν κοινωνιολογία καί τις μεθόδους της. Έ άποψη τοΟ Ρ . Κ ιόνιγκ σέ βασικές γραμμές συμπίπτει μέ τήν άποψη τού Λάζαρσφελντ, μά σέ όρισμένα σημεία διαφέρει ούσιαστικά ά π’ αύτήν. Ό Κ ιόνιγκ κάνει διάκριση άνάμεσα στήν «έμπειρική κοινωνιολογία», τή «γενική κοινωναλογία» καί τή «φιλοσο φία τής ιστορίας». Ή «έμπειρική κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α » είναι έπιστή μη γ ιά τήν κοινωνία γ ιά τό «κοινωνικό». Γ ια νά μπορεΐ νά άναπτύσσετχι ώς έπιστήμη, ή «έμπειρική κοινωνιολογία» δέν είναι άρκετό νά κάνει μονάχα παρατηρήσεις, να περιγράφει καί νά ταξινο μεί τά κοινωνικά φαινόμενα. Πρέπει νά δημιουργεί κοινωνιολογι κές ύποθέσεις και θεωρίες. Γ ι’ αύτόν τό σκοπό, δπως κιόλας είδαμε, Ιχ ε ι άνάγκη άπό Ινα σύστημα «βασικές Ιννοιες» ή «κατηγορίες» — «κοινωνικό», «κοινωνική ένέργεια», «κοινωνικός κανόνας», «κοινω νική δμάδα» κ.ά. Αύτές οί κατηγορίες σχηματίζουν « τ ή ν ά ντ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή λ ο γ ι κ ή π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η κάθε κοινωνιο λογικής νόησης καί Ιρευνας». Χωρίς αύτές δέν είναι δυνατή καμιά κοινωνιολογική γνώση. Έ χ ο υ ν , δμως, άπριορίστικο χαρακτήρα καί γ ι’ αύτόν τό λόγο δέν είναι καί δέν μπορούν
νά είναι άντικεί-
1. Παράδ. κατά Γκ. Μ. Ά ντρέεβα, «Ή σύγχρονη άστική έμπειρική κοινωνιολογία», σελ. 179- 180. (στά ρωσικά). 2. Στό Ιδιο, σελ. 176.
108
αενο τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας». Μέ αύτές άσχολεΐται Ινας «βασικός Επιστημονικός κλάδος» — ή « γ ε ν ι κ ή κ ο ι ν ω ν ι ολ ο γ ί α», πού δέν είναι Εμπειρικός, πειραματικός, άλλά ύ π ε ρβ α τ ι κ ό ς» Επιστημονικός κλάδος μέ τήν κβαντική Εννοια αύτοΟ τοΟ δρου.1 Συνεπώς, κατά τόν Κ ιόνιγκ, ή «γενική κοινωνιολογία» είναι μεθοδολογία τής «Εμπειρικής κοινωνιολογίας» καί Αντιστοιχεί σ’ Ε κείνο πού δ Λάζαρφελντ όνομάζει «μεθοδολογία». Ταυτόχρονα, πα ρά τό δτι 6 Κ ιόνιγκ όνομάζει τή «γενική κοινωνιολογία» κ ο ι ν ων ι ο λ ο γ ί α, αύτή στήν ούσία είναι φ ι λ ο σ ο φ ι κ ό ς κ α ΐδ χ ι Επιμέρους Επιστημονικός κλάδος. Δέν είναι, δμως, φιλοσοφία τής ιστορίας, οδτε κοινωνική φιλοσοφία. Κ ατά τόν Κ ιόνιγκ «ή φ ι λ ο σ ο φ ί α τής Ιστορί ας καί ή κοινωνική φ ι λ ο σ ο φ ί α » διαφέρουν ά πό τή «γενική κοινωνιολογία» ώς πρός τό δτι δέν είναι άπριορίστικοι Επιστημονικοί κλάδοι, δέν είναι «καμιά καθαρή Αξιωματική ή διδασκαλία γ ιά τις κατηγορίες». "Ομοια μέ τΙς κοινωνιολογικές θε ωρίες είναι «Εμπειρικά θεμελιωμένες», δμως δέν είναι καί κοινωνιο λογικές θεωρίες. Ή «φιλοσοφία τής Ιστορίας καί ή κοινωνική φιλο σοφία», γράφει δ Κ ιόνιγκ, δέ ζητοΟν νά Αναπτύξουν «κανένα είδος κοινωνιολογικές θεωρίες, παρά μιά δλόπλευρη θ ε ω ρ ί α τής κ ο ι ν ω ν ί α ς»:2 Ά π ό Εδώ Ακολουθεί, πώς, κατά τόν Κ ιόνιγκ, ή δημιουργία δλόπλευρης θεωρίας τής κοινωνίας δέν περιλαμβάνεται στά καθήκοντα τής Εμπειρικής κοινωνιολογίας. δηλαδή τής κοινωνιολογίας ώς Επιστήμης. Μά αύτά δέν είναι ή μοναδική διαφορά ά νάμεσα στήν «Εμπειρική κοινωνιολογία», άπό τή μιά, καί στή φιλο σοφία τής ιστορίας καί στήν κοινωνική φιλοσοφία, άπ’ τήν άλλη. Έ άλλη ούσιαστική διαφορά άνάμεσά τους βρίσκεται στό πώ ς ή φ ι λοσοφία τής ιστορίας καί ή κοινωνική φιλοσοφία δημιουργούν δλόπλευρες θεωρίες τής κοινωνίας, πού είναι «έμπειρικά θεμελιωμέ νες», Αλλά μέ 6ναν τρόπο πού δέν Αποδέχεται Ιλ εγχο διαμέσου τής «Ενατένιση; τή ; ού-ία;-
(W esen ssch au ), τής Ενόρασης κ.5.
1. Handbuch der empirischen Sozialforschuns, s. s. 3 - 4. 2. Soziologie. Heransgeber: R. Konig. s. 89.
Erster Band,
109
«Αυτοί οί έπιστημονικοί κλάδοι — γράφει ό Κ ιόνιγκ— άποδείχτηκαν μέ αύτό σωστές θεωρίες, πού, ξεκινώντας άπό καθορισμένα, παρ μένα πάνω στή βάση μή έλεγμένης πείρας έπιμέρους δεδόμενα, τά γενικεύουν δογματιχά».1 Μ’ αυτόν τόν τρόπο καί σύμφωνα μέ τούς άμερικάνους νεοθετικιστές, καί σύμφωνα μέ τόν Κιύνιγικ ή κοινωνιολογία ώς «έμπειρική έπιστήμη» διαφέρει ούσιαστικά τόσον άπό τή «μεθοδολογία», δσο καί άπό τή φιλοσοφία τής ίστορίας καί τήν κοινωνική φιλοσο φία». «Ή έμπειρική κοινωνιολογία», άπό τή μιά, καί ή φιλοσοφία τής ίστορίας καί ή κοινωνική φιλοσοφία άπό τήν άλλη, είναι τόσο διαφορετικές καί άντίθετες, δσο καί ή έπιστημονική γνώση καί ή άνεπιστημονική θεωρία. Μονάχα σχετικά μέ τήν «έμπειρική κοινωνιολογία» μπορούν νά έκφραστοΰν τά γνωρίσματα «σωστός» καί «λαθεμένος», Ινώ «άναφορικά μέ τά άλλα νοητικά συστήματα», μαζί καί τή φιλοσοφία τής ίστορίας, καί τήν κοινωνική φιλοσοφία, «πού άσχολοΰνται μέ τήν κοινωνία, ισχύουν έντελώς άλλα γνωρίσματα», δπως «τυπικό», «μή τυπικό» κ.ά.2 Σ ’ άντίθεση μέ τούς νεοθετικιστές καί ειδικότερα τό χυδαίο έμπειρισμό στήν κοινωνιολογία, πού ύποστηρίζουν, δτι ή κοινωνιολογία ώ ; έπιστήμη πρέπει νά είναι άπαλλαγμένη άπό κάθε φιλο σοφία καί νά άναπτύσσεται έντελώς άνεξάρτητα άπό κάθε φιλοσο φία, ό Πάρσονζ φρονεί, πώ ς ή κοινωνιολογία οδτε άναπτυσσόταν, οδτε μπορεΐ νά αναπτυχτεί χω ρίς στενό δεσμό καί άλληλεπίδραση μέ τή φιλοσοφία. «Είναι μακριά άπό τήν πεποίθηση — γράφει δ Ι διος.— πώς ή κοινωνική είτε όποιαδήποτε άλλη έπιστήμη μπορεΐ νά ζήσει σ’ ένα φιλοσοφικό κενό, άγνοώντας πέρα γ ιά πέρα δλα τά φιλοσοφικά προβλήματα.... τά έπιστημονικά καί τά φιλοσοφικά προ βλήματα βρίσκονται σέ στενή άλληλοεξάρτηση».3 Τήν άποψή του γ ιά τή σχέση άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στίς έπιμέρους έπιστήμες, μαζί καί τήν κοινωνιολογία, ό Πάρσονζ τήν παρουσίασε καί θεμελίωσε πάρα πολύ έμ,περιστατωμένα στό βι βλίο του « Έ διάρθρωση τής κοινωνικής ένέργειας». Ό ίδιος ύποδεικνύει, πώ ς ή φιλοσοφία καί ή έπιστήμη διαφέρουν ο ύ σ ι α σ τ ι1. Soziologie. Aeransgeber: R. Kônig. s. 89. Handbuch der empirischen Sozialforschung, I, B., S. 12. 3. T. Parsons, Essays in Sociological Theory, p. 19.
2.
110
κ ά, μά παράλληλα είναι άλληλοσυνδεμένες καί έπιδροΰν άμοιβαΐα ή μιά πάνω αήν άλλη.1 Κάθε έπιστημονική θεωρία, κατά τόν Πάρσονζ, ξεκινάει άπό ορισμένες φιλοσοφικές προϋποθέσεις πού άνάμεσα σ’ αύτές τήν πρωτοβάθμια θέση τήν κατέχουν τά μεθοδολογικά προβλήματα καί άντιλήψεις - - τ α προβλήματα καί άντιλήψεις «για τις βάσεις τής έμπειρικής έγκυρότητας τών Επιστημονικών Ισχυρισμών, τά εΓδη διαδικασιών, πού πάνω στίς γενικές βάσεις θα μπορούσανε νά όδηγήσουν σέ Εγκυρη γνώση κ.ά.»2 Έ τ σ ι, λογουχάρη, κάθε έπιστη μονική θεωρία Αξιώνει, πώς οί θέσεις της είναι σωστές, άληθινές. Ά λ λ α γ ιά νά μπορεΐ νά έκτιμήσει καί νά αποδείξει τήν άληθινότητά τους, πρέπει άναπόφευχτα να έχει ώς προϋπόθεσή της ορι σμένη άντίληψη γ ια τό τί είναι άλήθεια, ποιά είναι τά κριτήρια γ ιά τόν δρισμό τής άλήθειας, ποιοι είναι οί δρόμοι γ ιά τήν έπίτευξη τής άλήθειας κ.ά. Καί δλ’ αύτά τά προβλήματα καί οί συνδεό μενες μ’ αύτά άντιλήψεις είναι «λογικά καί έπιστημολογικά», παναπεΐ φιλοσοφικά. Ά λ λ η σπο!>δαία
αίτια, πού
κατά
τόν Πάρσονζ, καθορίζει
τήν σχέση άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στήν έπιστήμη, είναι ό κο σμοθεωρητικός χαρακτήρας τής φιλοσοφίας. "Αν οί περισσότεροι άπό τούς απλούς άνθρώπους Ιχουν τή μια ή τήν άλλη κοσμοαντί ληψη, καί μαζί μ’ αύτό τίς άλφα ή βήτα φιλοσοφικές Ιδέες, είναι έντελώς φυσικό οί έπιστήμονες, πού άσχολοΰνται μέ τή θεωρητική νόηση, νά Ιχουν έπίσης τή φιλοσοφική τους κοσμοαντίληψη. Κ ά τι περισσότερο, ή φιλοσοφική κοσμοαντίληψη προσιδιάζει σέ με γαλύτερο βαθμό τούς έπιστήμονες, άπ’ δσο τούς άπλούς άνθρώπους. «W eltenschaunug ( = κοσμοαντίληψη — Σημ. τ. Μετ.) » καί οί επιστημονικές θεωρίες ένός διακεκριμένου έπισήμονα — γράφει ό Πάρσονζ — δέν μποροϋν νά είναι χωρισμένες ριζικά».3 ’Α1. Τ. Parsons, Tpe Structure of Social Action. A Study in Soci al Theory with Special Reference to a Group of Recent European Writers. Fifth Printing, The Free Press, Η. Y. Macmillan LTD, Lon don, 1967, pp. 21, 24. 2. T. Parsons, The Structure of Social Action, p. 23. 3. T Parsons, The Structure of Social Action, 27.
I ll
νάμεσά τους άναπόφευχτα ύπάρχει άλληλοεπίδραση καί άλληλοδιείσδυση. Νά γιατί, γ ιά νά κατανοήσουμε τίς έπιστημονικές άντιλήψεις ένός δοσμένου έπιστήμονα Ιχ ε ι ούσιαστική σημασία νά γνω ρί ζουμε τΙς φιλοσοφικές του άντιλήψεις. Ό Πάρσονζ βάσιμα ύποδεικνύει πώ ς άν ή φιλοσοφία είναι άπαραίτητη σέ κάθε έπιστήμη, τότε σέ άκόμη μεγαλύτερο βαθμό εί ναι άπαραίτητη στις κοινωνικές έπιστήμες καί είδικότερα στήν κοινωνιολογία. Αύτή ή ιδιομορφία τών κοινωνικών έπισημών καθορί ζεται άπό τις ιδιομορφίες τοΰ άντικειμένου τους. Σ έ διάκριση άπό — Ις φυσικές έπιστήμες, νά πούμε, άπό τή φυσική καί τή χημεία, ή κοινωνιολογία, καθώς καί οί άλλες κοινωνικές έπιστήμες, ίχ ε ι ώς αντικείμενο τών έρευνών της τήν άνθρώπινη δράση. Καί κάθε άνθρο>πινη δράση Ιχ ει τήν ύποκειμενική της πλευρά, τήν «όποκειμενική άποψή» της. «Οί άνθρωποι προσδίδουν ύποκειμενικά αίτια στίς ένέργειές τους — γράφει δ Πάρσονζ. "Αν ρωτηθούν γ ια τί κάνουν κάτι τό δοσμένο, θά άπαντήσουν μέ τήν έπίκληση μιδς «αΙτίας»,1 παναπεί ένός ή άλλου ύποκειμενικοΰ αισθήματος ή ιδέας. Τ ά αίσθήματα καί τίς Ιδέες τους ot άνθρωποι τά έκφράζουν μέ τή βοήθεια γλωσσικών συμβόλων, πού Ιχουν άντίστοιχες σημασίες κ.ά. "Ολες αύτές οί ιδιομορφίες τής κοινωνικής δράσης τών άνθρώπων θέτουν μπροστά στίς κοινωνικές έπιστήμες μια σειρά νέα φιλο σοφικά προβλήματα: για τό ρόλο τών Ιδεών στήν κοινωνική ζωή, γ ια τή σχέοη ανάμεσα στά αίσθήματα καί στίς ιδέες, άπό τή μιά, καί στή γλωσσική μορφή, δπου τά έκφράζουμε, άπ’ τήν άλλη, γ ιά τή σημασία τών λέξεων κ.ά. Έ τ σ ι πού οί κοινωνικές έπισ τήιες, καί ειδικότερα ή κοινωνιολογία, χρειάζονται σ’ άκόμα μεγαλύτερο βαθ;ιό φιλοσοφικές προϋποθέσεις, φιλοσοφική μεθοδολογία. Αύτοί καθαυτοί τούτοι οί συλλογισμοί χοϋ Πάρσονζ είναι γενικά σωστοί. Κ αμιά κάπως σημαντική κοινωνιολογική θεωρία δέ στάθη κε καί δέν μπορεΐ νά σταθεί, χω ρίς νά στηριχτεί πάνω σέ άλφα ή βήτα φιλοσοφικές ΐδέες. Ά κό μ η λιγότερο μπορεΐ νά σταθεί χω ρίς τή βοήθεια τής φιλοσοφίας μιά όλόπλευρη καί «μεγάλη» κοινωνιολογι κή θεωρία, δπως ίχ ε ι τήν άξίωση νά είναι ή κοινωνιολογική θεωρία 1.
112
Ibid.. ρ. 26. (βλ. σημ. 3 σελ. III).
τού ΙΙάρσονζ. “Ολο τό ζήτημα βρίσκεται στόποιά θά είναι αύτή ή φιλοσοφία — Ολιστική εϊτε Ιδεαλιστική, διαλεκτική είτε μεταφυσική, έπιστημονική είτε άν επιστημονική. Τό άν μια δοσμένη κοινωνιολογική θεωρία θά είναι έπιστημο νική εϊτε άνεπιστημονική, αύτό σέ Αποφασιστικό βαθμό έξαρτιέται άπό τό χαρακτήρα τής φιλοσοφίας, που πάνω της θά στηριχτεί, παναπει άπό τή φιλοσοφική της μεθοδολογία. Έ ξυπονοείται, πώ ς αύ τή καθαυτή ή έκλογή τής φιλοσοφικής θέσης δέν είναι άκόμη άρκετή εγγύηση γ ιά τή δημιουργία άληθινά έπιστημονικής, συνε πούς, βαθιάς καί όλόπλευρης κοινωνιολογικής θεωρίας. "Ολα έξαρτ:όντα: άπό ~.b πώς καί σέ ποιό βαθμό ό έπιστήμονας θά χρησΐ;ΐοποιήσε: καί θα έφαρμόσει τή φιλοσοφική του μεθοδολογία γ ιά νχ πραγματοποιήσει συγκεκριμένες, βχθιές καί όλόπλευρες κοινωνιο λογικές έρευνες τής κοινωνικής πραγματικότητας καί γ ιά νά γενικεύσει θεωρητικά τά άπστελέσματα αύτών τών έρευνών. ’Αλλά σ’ όλες χύτες τις περιπτώσεις ή φιλοσοφική θέση τοΟ κοινωνιολόγου καθορίζει τή βασική κατεύθυνση τής έρευνητικής καί θεωρητικής του δράσης. Γ ι’ αύτό ή έκλογή μιας ίδεαλιστικής ή μεταφυσικής φιλοσοφίας καί ή συνεπής έφαρμογή αύτής τής φιλοσοφίας προκα θορίζει άνχπόφευκτα τόν άνεπιστημονικό χαρακτήρα τΐ)ς θεωρη τικής δράσης τού κοινωνιολόγου καί τήν καταδικάζει προκαταβο λικά σέ έπιστημονική στειρότητα. Αύτό μάς τό άποδείχνει άλλη μια φορά ή θεωρία τής «κοινωνικής ένέργειας» τοΰ Πάρσονζ. Για φιλοσοφική βάση τής κοινωνιολογικής του θεωρίας δ Π άρ σονζ ύποδεικνύει τό λεγόμενο «άναλυτικό ρεαλισμό». "Ομοια μέ τούς νεοκαντιανούς καί τούς νεοθετικιστές δ Πάρσονζ, στά λόγια τάσσε ται τόσον ενάντ-.χ στόν ύλισμό, δσο κχί ένάντιχ στόν ιδεαλισμό. ’Ι σχυρίζεται, πώ ς έξ αιτίας τής «μονομέρειας» καί τής «στενότητάς» τους καμιά ά π ’ αύτές τις δυό βασικές κατευθύνσεις τής φιλοσοφίας δέν μπορεΐ νά χρησιμεύσει ώς φιλοσοφική βάση τής θεωρίας τής «κοινωνικής ένέργειας» καί πώς ό «άναλυτικός ρεαλισμός» του δέν είναι οδτε ύλισμός, ούτε Ιδεχλισμός, άλλά κάτι έντελώς άλλο, πού τά χ χ ξεπερνάει κ χί τόν ύλισμό κ χί τόν Ιδεαλισμό. Έ ανάλυση τών φιλοσοφικών άντιλήψεων τοΰ Πάρσονζ, δμως, δείχνει πώς, δημιουργώντας Ινα νέο «-ισμό», πλούτισε τό φιλοσο φικό λεξικό μέ άλλη μιά νέα όνομασία., μά δέ δημιούργησε κάποια
113
νέα φιλοσοφική διδασκαλία, πού να διαφέρει καταρχικά άπδ τις ύπάρχουσες φιλοσοφικές διδασκαλίες. Στήν πραγματικότητα δ «άναλυτικός ρεαλισμός» είναι Ινα Ικλεκτικδ μείγμα άπό φιλοσο φικές ιδέες, παρμένο άπό διάφορες άστικές φιλοσοφικές διδασκα λίες δπως ό νεοθετικισμός, δ πραγματισμός, ή φαινομενολογία, δ φροϊντισμός, οί άντιλήψεις τών άγγλω ν κριτικών ρεαλιστών για τήν έμεργκεντικότητα* καί κυρίως οί νεοκαντιανές άντιλήψεις τοϋ Μ. Βέμπερ. "Οπως κάθε έκλεκτική διδασκαλία, δ «άναλυτ.κός ρεαλισμός» τοϋ Πάρσονζ είναι άσυνεπής. Π άνω σέ δρισμένα ζη τή ματα ταλαντεύεται άνάμεσα στόν ύλισμδ καί τδν Ιδεαλισμό, άνάμε σα στή διαλεκτική καί στή μεταφυσική, μά γενικά κινείται στήν κοίτη τοϋ ίδεαλισμοϋ, κυρίως τοΰ ύποκειμενικοϋ Ιδεαλισμοΰ, τής βουλησιαρχίας** καί τής μεταφυσικής. Ή συγγένεια τών φιλοσοφικών ιδεών τοΰ Πάρσονζ μέ τό νεο θετικισμό καί τό νεοκαντιανισμό φανερώνεται άκόμη στήν άντίληψή του γ ιά τό τί είναι φιλοσοφία, τί είναι έπιστήμη καί ποιά εί ναι ή σχέση άνάμεσά τους. Ε ίναι γνωστό, πώς άκόμη δ Κάντ άντιπαράθετε τις πρώτες στίς δεύτερες ώς καταρχικά διαφορετικές, άπό τή μιά, τις θέσεις τής έπιστήμης, πού έκφράζουν έκεΐνο πού ε ί ν α ι , καί, άπδ τήν άλλη, τις θέσεις τής ήθικής, πού έκφράζουν έκεΐνο πού π ρ έ π ε ι ν ά ε ί ν α ι . Αύτή ή δυαρχία*** μπήκε στή βάση τών νεοκαντιανικών καί τών νεοθετικιστικών άντιλήψεων. Ξεκινώντας άπ’ αύτήν τήν άντίληψη τοϋ Κάντ, δ γενάρχης τής λεγάμενης νεοκαντιανής «Σχολής τοϋ Μπάντεν» Β ίλχελμ Βίντελμπαντ διαίρεσε δλες τις προτάσεις, πού μέ αύτές έκφράζουμε τις άντιλήψεις μας, σέ δυό ριζικά διαφορετικές δμ άίες: σέ «κρίσεις» καί «άποτιμήσεις». Ή πρόταση «Αύτό τό πράγμα είναι άσπρο» καί ή πρόταση «Αύτό τό πράγμα είναι καλό» έχουνε μιά καί τήν ϊδια γραμματική μορφή. Καί στίς δυό περιπτώσεις σέ ?• Ά πό τό emergens = άνάδυση, ίπαρμα. Πρόκειται γιά μετα φυσική δοξασία, πού ύποστηρίζει τήν έμφάνιση τοΟ πράγματος χω ρίς καμιά σχέση μέ τήν προηγούμενη κατάσταση. (Σημ. τ. Μετ.). ·* Βολουνταρισμός, άπό τό λατ, voluntas = βούληση. (Σημ. τ. Μετ.). **· Dualismus (Σημ. τ. Met.).
114
να γραμματικό υποκείμενο προσδίδεται ενα κατηγόρημα. Μά παρ’ 3λ’ αύτά άνάμεσα τους ύπάρχει θεμελιακή διαφορά. Έ ν ώ στήν πρώτη περίπτωση τό προσδινόμενο κατηγόρημα άνήκει στό ίδιο τό περιεχόμενο τοϋ «αντικειμενικά παρουσιαζόμενου», δηλαδή στό άντικείμενο, στή δεύτερη περίπτωση έκφράζεται μια σχέση, πού άναφέρεται σέ μιά σκοποθέτουσα συνείδηση.1 Αύτή ή διαφορά άνάμεσα στήν κρίση καί στήν άποτίμηση, γράφει ό Βίντελμπαντ, άποκαλύπτει «τή μοναδική δυνατότητα νά όριστεϊ ή φιλοσοφία ώς Ιδιαίτερη έπιστήμη, που διαφέρει όλοφάνερα ώς πρός τό ίδιο της τό άντικείμενο άπό τις άλλες έπιστήμες>'.2 ’Αντικείμενο τών ειδικών έπιστημών είναι αύτό πού ύπάρχει καί καθήκον τους είναι νά διατυπώσουν θεωρητικές κρίσεις σχετι κά μέ τά γεγονότα τής πραγματικότητας, νά διαπιστώσουν τήν άληθινότητα ή άναληθινότητά τους. Σέ διάκριση άπό τις άλλες Iπιστήμες ή στάση τής φιλοσοφίας άπέναντι στό άντικείμενό της δέν είναι οδτε περιγραφική, ούτε έρμηνευτική, παρά «κριτική». Ε ρευνά τις συντελούμενες πραγματικά στό άτομο καί στήν κοινω νία έκτιμήσεις, γ ιά νά διαπιστώσει τις άπόλυτες, τις γεν;κά Ιγκυρες άρχές, νόρμες (= κα ν ό ν ες— Σημ. τ. Μ ετ.), πού σ’ άντιστοιχία τους συντελοϋνται. Συνάμα οί άπόλυτες άξίες, δηλαδή οί νόρμες, δέν άνήκουνε στόν κόσμο τών άληθινών πραγμάτων, άλλά σ’ Ιναν άλλον, ύπερβατικό κόσμο. Δέν ύπάρχουν καί δέν έκφράζουν αύτό πού ύπάρχει, μά ισχύουν, καί. έκφράζουν έκεΐνο, π ο ύ π ρ έ π ε ι /ά ε ί ν α ι . Γ ι’ αύτό τό λόγο ένώ <Λ ειδικές έπιστήμες είναι Επιστή μες γιά τό π ρ α γ μ α τ ι κ ό , γ ιά έκεΐνο π ο ύ ύπ ά ρ χ ε ι, ή φιλοσοφία είναι έπιστήμη γ ιά έκείνο π ο ύ π ρ έ π ε ι νά ε ί ν α ι . Ά ποτελεΐ κανονιστική έπιστή,ιη, έπιστήμη γ ιά τό μή πραγματικό. Οί θέσεις της δέ μποροΟνε νά άποδειχτοΟν ή διαψευστοϋν μέ τά μέσα τής έπιστήμης. 1. W. Windelband, Prâludien, Aufsâkre und Reden zur Ginleitung in die Philosophie. Dritte Auflage. Verlag I. C. B, Mohr (Paul Siebeck) Tübingen 1907, S. 52. 2. Ibid., S. 55.
115
O u o ia μέ τούς νεοκαντιανούς οί νεοθετικιστές διαιρούν τίς προτάσεις ή τούς ισχυρισμούς σέ «πραγματικές» καί «άξιολογικές». Στίς πρώτες άνήκουνε, λογουχάρη, οί προτάσεις δπου έκφράζονται οί θέσεις τής έπιστήμης. ’Αφορούνε γεγονότα τής πραγματικό τητας καί γ ι’ αύτό μπορούνε νά άποδειχτο'ϋν ή διαψευστοΟν. Οί Ιννοιες «άλήθεια» καί «άναλήθεια» είναι έφαρμόσιμες μονάχα σ’ αύτοΰ τοΰ είδους προτάσεις. Οί «άξιολογικές» προτάσεις είναι ·ςω άπό τή σφαίρα τής έπιστήμης. Οί έννοιες «άλήθεια» καί «άναλήθεια» είναι άνεφάρμοστες σ’ αύτές, μια καί δέν άφοροϋνε γεγονό τα τής πραγματικότητας, άλλά πάντοτε έκφράζουν μιά Υποκειμε νική, συγκινησιακή στάση άπέναντ: στό άλφα ή βήτα πράγματα καί στίς άλφα ή βήτα ένέργειες. Σέ διάκριση άπό τούς νεοκαντιανούς, δμως, οί νεοθετικιστές δέν έξετάζουν τή φιλοσοφία ώς έπιστήμη γ ιά τίς άπόλυτες άξιες. Κατά τή γνώ μη τους ή φιλοσοφία γενικά δέν είναι έπιστήμη καί δέ μδς δίνει καμιά γνώση γ ιά τήν πραγματικότητα. ’Ακολουθών τας τόν Βίτγκενστάϊν, οί νεοθετικιστές διαιρούν τούς Ισχυρισμούς σέ «νοηματικούς» καί «άνόητους». Ό λ α τά «νοηματικά» προβλή ματα καί οί «νοηματικοί» Ισχυρισμοί άφοροΰν τή σφαίρα τής έπι στήμης. Μπορούν νά άποδειχτοϋν ή διαψευστοΟν, νά είναι άληθινά καί άληθινοί ή άναληθή καί άναληθεΐς. Τ ά προβλήματα καί οί ισχυρισμοί τής φιλοσοφίας δέν μποροϋν νά άπσδειχτοΟν ή διαψευστοΰν, νά είναι άληθινά καί άληθινοί ή άναληθή καί άναληθεΐς. Είναι άπλώς άνόητα καί άνόητοι καί γ ι’ αύτό πρέπει νά διαλυθούν. Π αρά τις διαφορές τους οί νεοκαντιανοί καί οί νεοθετικιστές είναι δμόθυμοι στήν άποψή τους, πώ ς ή φιλοσοφία δέν είναι καί δέν μπορεΐ νά είναι έπιστήμη γ ιά τό πραγματικό, πώ ς οί ίννοιες «άλήθεια» καί «άναλήθεια» είναι άνεφάρμοστες στούς Ισχυρισμούς της, πώς οί τελευταίοι γενικά δέν ύπόκεινται σέ άπόδιεξη είτε διάψευση, πώς ή φιλοσοφία είναι κάτι τό ριζικά διαφορετικό καί άντίθετο στήν έπιστήμη. Παρουσιάσαμε μέ συντομία τις άντιλήψεις τών νεοκαντιανών καί τών νεοθετικιστών δχι γ ιά νά τις κάνουμε άντικείμενο είδικής κριτικής έξέτασης. Τ ήν έπιστημονική τους ούσία προσπάθησα νά άποδείξω στά βιβλία «"Μ ο ντέρ νο ι" κριτικοί τοΟ μαρξισμοΟ», «Φι λοσοφία κα! βιολογία», «Τέλος τών Ιδεολογιών ή ιδεολογική δολιο
116
φθορά;» καί σ’ άλλα μου Ιργα. Έ δ ώ τις παραθέτω, γ ιά νά κάνω ο λοφάνερη τή συγγένεια τής άντίληψης τοϋ Πάρσονζ γ ιά τή φιλοσο φία καί τήν έπιστήμη, άντίστοιχα τήν κοινωνιολογία, μ’ αύτές. Τό κοινό άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στήν έπιστήμη, κατά τή γνώμη του Πάρσονζ, βρίσκεται στό δτι καί ή μια καί ή άλλη Ιχουν ώς άντικείμενο τής Ιρευνάς τους, τή ς γνώσης τους, τήν «άνθρώπινη πείρα». Συνεπώς καί ή φιλοσοφία, καί ή έπιστήμη μάς δίνουν γνώση δχι γ ια τον αντικειμενικό κόσμο, δχι γ ια τόν κόσμο αύτόν καθαυτόν, Ιτσι δπως υπάρχει Ιξω καί άνεξάρτητα άπό τΙς αισθήσεις καί άντιλήψεις μας, δηλαδή Ιξω καί άνεξάρτητα άπό τήν «πείοα» μα;, άλλα τήν ίδια τήν «πείρα» δηλαδή τό ύποκειμενικό.' Μέ αύ τό τόν τρόπο, παρά τό δτι δ Πάρσονζ παρουσιάζεται άποφασιστικός άντίπαλος τοΰ νεοθετικισμού, κηρύσσοντας τήν «άνθρώπινη πεί ρα» ώς άντικείμενο τής έπιστημονικής καί τής φιλοσοφικής γνώ σης, ξεκινάει άπό τήν ίδια βασική ίδεαλιστική προϋπόθεση, ά - ’ δ που ξεκινάει καί ό νεοθετικισμός. Ταυτόχρονα δ Πάρσονζ έξετάζει τή φιλοσοφία καί τήν έπι στήμη σά δυό καταρχικά διαφορετικά «συστήματα Ιδεών ή πεποι θήσεων. Γ ια τί; Ή άπάντηση, πού δ Πάρσονζ μάς δίνει πάνω σ’ αύτό τό ζήτημα, καί τά έπιχειρήματα, πού παραθέτει γ ια τήν ύποστήριξη αύτής τής θέσης του, είναι παρμένα δλοκληρωτικά άπό τό δπλοστάσιο τοΰ νεοκαντιανισμού καί τοΰ νεοθετικισμού. Ή διαφορά βρίσκεται μονάχα στό πώς τούς νεοκαντιανικούς καί τούς νεοθετικιστικούς δρους τούς άντικατάστησε μέ νέους, δικούς του δρους. Έ νώ οί νεοκαντιανοί καί οί νεοθετικιστές μιλοΰνε γ ια δυό βα σικές καί καταρχικά διαφορετικές προτάσεις ή θέσεις, δ Πάρσονζ μιλάει γ ια δυό βασικά καί καταρχικά διαφορετικούς τύπους «ιδεών ή πεποιθήσεων». Έ νώ δ Β ίντελμπαντ μιλάει για προτάσεις, πού μ’ αύτές έκφράζουμε «κρίσεις» και. προτάσεις, πού μ’ αύτές έκφράζουμε «Εκτιμήσεις», οί νεοθετικιστές πάλι για «πραγματικές θέσει;» καί «άξιολογικές θέσεις», δ Πάρσονζ μιλάει γ ια δυό τύπου; «Ιδεών ή πεποιθήσεων» : γ ια «ύπαρξιακές Ιδέες ή πεποιθήσεις» καί «αξιο λογικές Ιδέες ή πεποιθήσει;». 1. Τ. Parsons, The Structure of Social Action, p.p. 21 - 22.
117
Σ έ διάκριση Από τις «Αξιολογικές Ιδέες ή πεποιθήσεις» οί ό-χρ ςια κές ιδέες ή πεποιθήσεις» κατά τόν Πάρσονζ έχουνε «γνωστι κό προσανατολισμό». ’Απαντούνε στό έρώτημα: «Ποιά είναι ή κχτάστχση τών πραγμάτων;». Έ νώ οί νεοθετικιστές διαιροΟν τίς θέσεις σέ «νοηματικές» κχί «Ανόητες», ό Πάρσονζ διχιρεϊ τΙς «ύπαρξιακές Ιδέες ή πεποιθήσεις» σέ «έμπειρικές» καί «μή έμπειρικές». Οί «έμπειρικές ίδέες ή πεποι θήσεις» Ανήκουν στή σφαίρα τής έμπειρικής έπιστήμης. Άφοροϋν διαδικασίες. που ΑποτελοΟν Αντικείμενο τής έμπειρικής έπιστήμης καί μπορούν νά Αποδειχτούν ή διαψευστοϋν μέ τΙς μεθόδους της. Οί «μή έμπειρικές ίδέες ή πεποιθήσεις» είναι έπίσης «ύπαρξιακές», μά, σέ διάκριση Από τις «έμπερικές», «είνχι πεποιθήσεις, πού ίέν μπορούν να Αποδειχτούν, οδτε νά διαψευστοϋν μέ τΙς μεθόδους τής έπιστήμης».1 Τέτοιες είναι Ακριβώς οί φιλοσοφικές Ιδέες ή πεποιθή σεις, καθώς έπίσης οί θρησκευτικές ίδέες ή πεποιθήσεις, πού Αφο ρούν υπερφυσικά δντχ, όπως θεούς, πνεύμχτα καί άλλα παρόμοια 2 Τ ά συμπεράσμχτχ τής φιλοσοφίχς, Εσχυρίζετχι ό Πάρσονζ, «δέν έπχληθΐύοντχι διχμέσου τής έμπειρικής πχρατήρησης». «Ά πό τή σκοπιά τού έπιστημονικοϋ συστήματος είναι ύποθέσεις»3. "Οπως βλέπουμε, παρόμοια μέ τούς νεοκχντιχνούς καί τούς νεοθετικιστές, ό Πάρσονζ έξετάζει τή φιλοσοφία ώς κάτι τό ριζικά Αν τίθετο στήν έπιστήμη. Κ άτι περισσότερο, Αντιπχρχθέτοντχς τΙς φι λοσοφικές ιδέες στίς επιστημονικές ίδέες, τις τοποθετεί σέ μιά κοι νότητα ;ΐέ τις θρησκευτικές ίδέες. Κατά τή γνώμη του οί ίδέες τής φιλοσοφίας δέν έχουν Αντληθεί Από τα γεγονότα τής πραγματικότη τας κχί δέν ύπόκεινται σέ έπιστημονική Απόδειξη εϊτε διάψευση. Έ χ ο υ ν κχθχρ χ θεωρητικό χχρχκτήρα καί ή Αποδοχή εϊτε ή Απόρ ριψη τους είναι ζήτη μχ 'Υποκειμενικής Απόφχσης. Ή διχφορά Ανάμεσα στήν Αντίληψη το0 Πάρσονζ γ ια τή φιλο σοφία καί τήν έπιστήμη καί σ’ αύτή τών νεοθετικιστών βρίσκετχι μονάχα στο πώς ο! τελευταίοι δείχνουν Απόλυτη περιφρόνηση πρός
Ι.Τ . Parsons, The Social System, London, 1964, p. 329. 2. Ibid., p. 329. 3. T. Parsons, The Structure of Social Actions, p.p. 22 - 23.
118
-ή φιλοσοφία, μεγαλύτερο σεβασμό πρός τήν Επιστημονική γνώση καί μεγαλύτερη λογική συνέπεια. ’Εξετάζοντας τή φιλοσοφία ώς μή έπιστήμη, ώς ανοησία, Υποστηρίζουν δτι -ή έπιστήμη πρέπει νά άπαλλαχτεΐ άπό τή φιλοσοφία, ένώ ή τελευταία πρέπει άπλούστατα να διαλυθεί. Σέ διάκριση άπό τούς νεοθετικιστές, δ Πάρσονζ έπιμένει, πώ ; ή φιλοσοφία είναι άπαραίτητη στήν έπιστήμη, άντίστοιχα στήν κοινωνιολογία. Μά μήπως δέν είναι φανερό, πώς ή κοι νωνιολογική θεωρία, δπως αύτή τοΰ Πάρσονζ, πού συνειδητά καθο δηγείται άπό μια μή έπιστημονική καί άντιεπιστημονική φιλοσο φία. δεν μπορεΐ ποτέ να Υψωθεί ίσαμε τό έπίπεδο τής άληθινά έπιστημονικής θεωρίας; Παρ’ δλο πού άναγνωρίζει καί. Υπογραμμίζει τήν άνάγκη τής φιλοσοφίας ώς μεθοδολογίας τής κοινωνιολογίας, δ Πάρσονζ εξετάζει τήν ίδια τήν κοινωνιολογία ώς μή φιλοσοφική, έπιμέρους επιστήμη. Κ ατά τή γνώμη του «ή κοινωνιολογία Ιχει δουλειά μέ τήν παρατήρηση καί τήν άνάλυση τής άνθρώπινης κοι νωνική; συμπεριφοράς, δηλ. μέ τήν άλληλοεπίδραση πολλών άνθρώπινων Υπάρξεων, μέ τίς μορφές, πού παίρνουν ot άμοιβαΐες τους σχέ σεις στίς διάφορες συνθήκες καί τίς δρίζουσες* αύτών τών μορφών καί σχέσεων».1 Μέ άλλα λόγια, ή κοινωνιολογία είναι έπιστήμη γ ιά τήν άνθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά, άντιλαμβανδμενη ώς άλληλοεπίδραση πολλών άνθρωπίνων άτόμων. Ό δρισμός τής κοινωνιολογίας ιός «Επιστήμης γ ιά τήν κοινωνική συμπεριφο ρά», γιά «τήν άλληλεπίδραση μεταξύ τών άνθρώπινων Υπάρ ξεων" δέν είναι άνακάλυψη τοϋ Πάρσονζ. ΜποροΟμε v i τόν συναντήσουμε σχεδόν σέ κάθε έγχειρίδιο κοινωνιολογίας στίς καπιταλιστικές χώρες καί άναπτύχτηκε πολύν καιρό πρίν άπό τόν Πάρσονζ άπό κοινωνιολόγους δπως οί Ρ . Πάρκ καί Έ . Μπάρτζιε;. άπό τού; εκπροσώπους τών πιό διαφορετικών ρευμάτων τής άστ·.κής κοινωνιολογίας, Ιδιαίτερα άπό τό μπιχεϊβιοριστικό* ρεΟμα. «Τώρα — γράφει δ γνωστός άμερικάνος κοινωνιολόγος Ν . Τι*λατ. déterminante (Σημ. τ. Μετ.). I. Παραθ. κατά: « Ή μαρξιστική καί ή άστική κοινωνιολογία σήμερα», ’Βκδ. «Νάουκα» (Έπιστήμη), Μόοχα, 1964, σελ. 352. • Ά π ό τό άγγλικό behaviour = τρόπος συμπεριφοράς (Σ η μ .τ. Μετ ).
119
μάτιεφ — δλο: Αναγνωρίζουν ώς βασικό αντικείμενο τής κοινωνιολογίας, ώς μονάδα, ύποκείμενη σέ κοινωνιολογικήν άνάλυση, τήν Αλληλοεπίδραση άνάμεσα σέ δυό ή περισσότερες άνθρώπινες ύπάρξεις».1 Μά θά ήταν λάθος άν δ τρόπος
Αντιμετώπισης τής
κοινω
νικής πραγματικότητας άπό τόν Πάρσονζ και ή άντίληψή του γι3ε. τό άντικείμενο τής κοινωνιολογίας ταυτιστούνε μέ τόν τρόπο καί τήν Αντίληψη τών άλλων συμπεριφορικών θεωριών τής άστικής κοινωνιολογίας, για τί σέ τέτοια περίπτωση δέ θά βλέπαμε καί δέ θα κατανοούσαμε τις ειδικές Ιδιαιτερότητες τής θεωρίας του καί τους λόγους πού έξαιτίας τους προσελκύει τήν προσοχή πάνω της. 'Ορίζοντας τήν κοινωνιολογία ώς «έπιστήμη γ ιά τήν κοινων.κή συμπεριφορά», 6 Πάρσονζ διαχωρίζει κοφτά τή θεωρία του άπό τις ύπάοχουσες συμπεριφορικές δοξασίες καί Ιδιαίτερα άπό τήν πλατιά διαδομένη καί βαθιά μηχανιστική δοξασία τοΟ μπιχεϊβιορισμοΰ. Ό ίδιος φρονεί, πώ ς ή θεωρία του δ χ ι μόνο διαφέρει ούσιαστικά άπό τις άλλες κοινωνιολογικές θεωρίες, άλλα σημειώνει Ινα νέο στάδιο στήν άνάπτυξη τής κοινωνιολογικής σκέψης. Τό νέο, πού χαρακτηρίζει αύτό τό νέο στάδιο, κατά τή γνώμη τού Πάρσονζ, βρίσκεται πρίν ά π ’ δλα στό δτι ή διαρθρωτικολειτουργική θεωρία προσδίνει, ιδιαίτερα σπουδαία σημασία στήν έν νοια σ ύ σ τ η μ α . Ό ίδιος καθορίζει τόν τρόπο του άντιμετώπισης τής κοινωνίας ώς «διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση», δη λαδή «άνάλυση τής διάρθρωσης καί τών διαδικασιών τών κοινω νικών συστημάτων». Αύτό σημαίνει, πώς ή Αλληλεπίδραση Αν£μεσα στίς άνθρώπινες ύπΑρξεις, πού συνθέτει τήν κοινωνική τους ζωή καί είναι άντικείμενο τής κοινωνιολογίας, δέν ξετυλίγεται χαοτικά, άτακτα, άνοργάνωτα, μά μπορεΐ νά έξετάζεται σά σύ στημα μέ τήν έπιστημονική σημασία καί νά ύποβάλλεται σέ θεω ρητική άνάλυση, Εφαρμοζόμενη μ’ έπιτυχία στούς διάφορου; τύ πους συστήματα τών άλλων έπιστημών. Ν ά γιατί, γ ιά νά καταλάβουμε τή θεωρία τοΰ Πάρσονζ, τΙς δυνατές κα). τΙς άδύνατες πλευρές της, πρέπει νά ξεκινήσουμε άπό 1. Παραθ. κατά= ή μαρξιστική καί ή άστική σήμερα, Έκδ. «Νάουκα», Μόσχα, 1964, σελ. 354.
120
κοινωνιολογία
τήν έννοια «κοινωνικό σύστημα», εϊτε ακριβέστερα άπδ τήν «έν νοια γ ιά τά κοινωνικά συστήματα ένέργειας», που δ ίδιος ύποδεικνύει ώς κύριο σημείο άφετηρίας τής θεωρίας του, γ ιά νά περάσουμε ΰστερ’ άπ’ αύτδ στίς Ιννοιες «διάρθρωση» καί «λειτουργία», πού είναι Αρρηχτα συνδεμένες μέ τήν ίννοια «.σύστημα» καί μαζί μ’ αύτδ άποτελοϋν τδ κλειδί γ ια τήν κατανόηση τής διαρθρωτικολειτουργικής θεωρίας καί ειδικότερα τγ)ς στάσης της άπέναντι στή θεωρία τής ιστορικής διαδικασίας. Λϋτδς καθαυτός, ό «συστηματικός», ό «διαρθρωτικολειτουογικός- τρίπος Αντιμετώπισης τών κοινωνικών φαινομένων είναι σω· στδς καί άν μπαίνει ζήτημα γ ιά τδ προβάδισμα στήν έφαρμογή αύτοΰ τοΰ τρόπου, τοΰτο άνήκει στδ Μάρξ καί στδν Έ ν γ κ ε λ ς. Ό μαρξισμός, δμως, δέν περιορίζεται μονάχα σ’ αύτδν τδν τρόπο. Ε ρευνώντας τήν κοινωνία ώς πολύπλοκο σύστημα, τή διάρθρωση καί τίς λειτουργικές Ιξαρτήσεις της, έξετάζει τοϋτο τδ σύστημα στδν έσυ>τερικδ καί ιστορικό δυναμισμό του, στήν ιστορική του έ ξέλιξη. "Ενα άπό τά βασικά έλαττώματα τής διαρθρωτικολειτουργικής Οευ>ρίας τοΰ Πάρσονζ καί γενικά τής διαρθρωτικολειτουργικής κατεύθυνσης στήν άστική κοινωνιολογία είναι δ άνιστορικός του; τρόπο; αντιμετώπισης τών κοινωνικών συστημάτων. Ά π ό τή μια ό Πάρσονζ αξιώνει, πώ ς ή κοινωνιολογική του θεωρία είναι δλόπλευρη, ολοκληρωτική, ένώ, άπδ τήν άλλη, δηλώνει πώ ς «αύτή ή θεοιρία είναι άποσπασματική καί δχι πλήρης».' Συνάμα, Αποδείχ νεται π;)·; ή αποσπασματικότητα καί ή μή πληρότητα τής διαρθρωτικολειτουργικής θεωρίας περικλείονται Ακριβώς στήν Ανικανότητά τη ; νά τά βγάλει πέρα μέ τά προβλήματα ττ)ς «δυναμικής άνάλυ ση», νά έξηγήσει τήν έξέλιξη, ή, δπως έκφράζεται δ Πάρσονζ, τήν «άλλαγή» τών κοινωνικών συστημάτων. «Είναι Απαραίτητο — γρά φει δ Γδιος— νά διακρίνουμε καθαρά τίς διαδικασίες μ έ σ α στό σύστημα καί τις διαδικασίες τής Αλλαγής τ ο ΰ συστήματος».2 «Στό τωρινό στάδιο τής γνώσης μιά γενική θεωρία τών διαδικασι ών τής Αλλαγής τών κοινωνικών συστημάτων δέν είναι δυνατή. Ή 1. Τ. Parsons, The Social System, p. 537. 2. T. Pasons, The Social System, p. 481.
121
αιτία είναι πολύ άπλή, μιά τέτοια θεωρία θά προϋπόθετε πλήρη γνώση τών νόμων τής διαδικασίας τοϋ συστήματος, ένώ αύτήν τήν γνώση δέν τήν κατέχουμε. Γ ι’ αυτόν τδ λόγο ή θεωρία τής άλλα γή ς τής διάρθωσης τών κοινωνικών συστημάτων πρέπει νά είναι θεωρία τών ξεχωριστών διαδικασιών τής άλλαγής μ έ σ α σέ τέ τοια συστήματα καί δχι τών γενικών διαδικασιών τής άλλαγής τ ώ ν συστημάτων ώς συστημάτων».1 Είναι άλήθεια πώς δ Πάρσονζ δέ διακηρύττει τήν καταρχήν άγνωσιμότητα τής διαδικασίας τής άλλαγής τών κοινωνικών συ στημάτων καί τών νόμων της. Ό Γδιος συνδέει τήν μή δυνατότητα μιας θεωρίας γ ια τήν άλλαγή τών κοινωνικών συστημάτων, μέ τή στενότητα τής τωρινής κατάστασης τής έπιστημονική; γ νώ σης γ ια τή διαδικασία τής άλλαγής τών κοινωνικών συστη μάτων καί τών νόμων, πού σ’ αύτούς είναι ύποταγμένη τούτη ή 5:α5:κασία. Μά ?τσι είτε άλλιώς, ή θεωρία του δέν 2θεσε τδ καθή κον νά έξετάζει τά κοινωνικά συστήματα στήν διαδικασία τής έμφάνισης, άλλαγής καί έξέλιξής τους, δηλαδή στή διαδικασία τής ιστορικής τους έξέλιξής. Καί παρ’ δλο πού ή θεωρία τής διαρθρωτικολειτ-,υργικής άνάλυσης είναι μίγμα άπδ έπ ιμέρους έπιστημονικε: καί φιλοσοφικές Ιδέες, δέν είναι οδτε κοινωνιολογική, οδτε φι λοσοφική θεωρία τής ιστορίας. Γ ι’ αύ<τδ τδ λόγο δέν μπορεΐ νά έξετχστεΐ ώ ; φ:λοσοφικοϊστορική θεωρία.
1. Ibid., ρ. 486. (βλ. σημ. 2, σελ. 121).
122
Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΑΙΙΟ Τ Η Μ Α Ρ Ξ ΙΣ Τ ΙΚ Η Σ Κ Ό Π ΙΑ ’Από τήν Εμφάνισή της ώς τά σήμερα τδ άντικείμενο καί τά προβλήματα τής κοινωνιολογία; έχουν δριστεΐ μέ τδν πιό διαφορε τικό τρόπο. Μερικοί διευρύνουν τόσο τδ άντικείμενό της, ώστε περιλαβαίνουνε σ’ αύτδ δχι μονάχα τήν κοινωνική ζωή τών άνθρώπων, άλλα έπίσης τήν «κοινωνική ζωή» τών φυτών καί τών ζώων. "Αλλοι φρονούν, δτι είναι έπιστήμη μονάχα γ ια τήν κοινωνική ζωή τών άνθρώπων. Τρίτοι τήν έξετάζουν ώ ; τήν πιδ γενική κοι νωνική έπιστήμη, πού άποτελεΐ σύνδεση είτε συμπλήρωμα τών έ πιμέρους κοινωνικών έπιστημών. Τέταρτοι φρονούν, 5τι Ιχ ε ι δι κό τη ; ιδιαίτερο άντικείμενο καί δικά τη ; Ιδιαίτερα προβλήματα, καί γ ι’ αυτόν το λόγο άποτελεΐ έντελώ; αύτοτελή έπιστήμη καί δέν μπορεΐ να Εξετάζεται ώς σύνθεση τών άλλων κοινωνικών έ πιστημών. Π έμπτοι τήν έξετάζουν ώ ; καθαρά «έμπειρική», μή φ ι λοσοφική έπιστήμη. "Εκτοι φρονούν, δτι είναι ταυτόχρονα καί έμπειρική, καί φιλοσοφική έπιστήμη κ.ά. Π αρά τ ί; μεγαλύτερες ή μικρότερες διαφορές άνάμεσα στούς ορισμούς που δίνονται στδ άντικείμενο, τά προβλήματα καί τα καθήκοντα τή ; κοινωνιολογίας, είναι ζήτημα άν ύπάρχει κανείς πού δέ θα συμφωνούσε, πώ ς ή κοινωνιολογία είναι πριν άπ’ δλα επιστήμη γ ια τήν άνθρώπινη κοινωνία. Μά τί άντιπροσωπεύει ή άνθρώπινη κοοινωνία ; "Αν έξετάσουμε τήν κοινωνία άπδ τή διάρθρωσή τη ;, βλέ πουμε π ώ ; άποτελεΐται άπδ δυδ βασικά συστατικά: α) τήν οικο νομική βάση τής κοινωνίας, πού πού περιλαβαίνει μέσα της τΙς π α ραγω γικέ; δυνάμει; καί τ ί; πα ρ αγω γικέ; σχέσεις καί β) Ινα Εποικοδόμημα πάνω στήν οικονομική βάση άπδ κάθε λογή; κοινω ν ικέ; δργανώσει; καί μορφέ; κοινωνική; συνείδησης δπως φιλο-
123
σοφία, θρησκεία, πολιτική, ήθική, τέχνη, κοινωνικές έπιστήμες κ.ά. Τέλος μιά όμάδα άπό κοινωνικά συστατικά δπως γλώσσα φυσικές έπιστήμες κ.ά. πού δέν Ιχουν βασικό, οδτε έποικοδομητικό χαρα κτήρα. "Αν έξετάσουμε τήν κοινωνία άπό τή μορφολογία της, βλέπου με πώς άποτελεΐται άπό προσωπικότητες, πού άπό τήν πλευρά τους περιλαμβάνονται στις πιό διαφορετικές κοινωνικές κοινότητες: οι κογένειες, διάφορες παραγω γικές, πολιτικές, έπαγγελματικές, κρα τικές, πολιτιστικομορφωτικές, θρησκευτικές καί άλλες όργανώσεις, σέ κοινωνικές τάξεις, Ιθνη, κράτη, περιφερειακές καί διεθνείς όργανώσεις, ένώσεις κ.ά. "Αν έξετάσουμε τήν κοινωνία στή διαδικασία τής λειτουργίας της, μπροστά μας άποκαλύπτεται μιά τεράστια ποικιλία άπό κοινω νικές δραστηριότητες: παραγω γή καί άνταλλαγή ύλικών άγαθών γ ιά τήν ύπαρξη τών άνθρώπων, μεταφορές, έπικοινωνίες (γλώσσα, γραφή, τύπος, ραδιοφωνία, τηλεόραση κ .ά .), διοικητικοδιευθυντική, πολιτική, έπιστημονικοερευνητική, μορφωτική, προπαγανδιστι κή καί άλλες δραστηριότητες, πόλεμοι, ταξικοί άγώνες, άπεργίες, έπαναστάσεις κ.ά. Ό λ ε ς αύτές οί μορφολογικές μονάδες, σχέσεις, δραστηριότη τες, παρμένες συνολικά, διαμορφώνουν τήν άνθρώπινη κοινωνία και τή ζωή της, άλλά παρμένες δ χι σά μηχανικό άθροισμα, δ χι χαοτι κά. Ό μ ο ια μέ ζωντανδν οργανισμό, κάθε κοινωνία κατέχει δρισμένη διάρθρωση. Τ ά στοιχεία, πού άπ’ αύτά Απαρτίζεται, καί ot λ£ΐτουργίες, πού αύτές έκτελοΰν, βρίσκονται σέ τέτοια αυστηρή άλληλοεξάρτηση, ώστε δρουν ώς πολύπλοκο καί έξΐλισσό;ιενο ολοκληρω μένο σύστημα. ’Ακριβώς ώς δλοκληρωμένο σύστημα ή κοινωνία Iχει τις ποιοτικές της ιδιομορφίες καί νομοτέλειες, πού τή διαχωρί ζουν ούσιαστικά άπό τά κάθε λογής φυσικά, βιολογικά καί άλλα συστήματα. Ταυτόχρονα δπως δ ζωντανός όργανισμός, ϊτσι καί ή κοινωνία άποτελεΐ πολύπλοκο σύστημα, πού άπαρτίζεται άπό διάφορα ύποσυστήματα ή Ιπίπεδα όργάνωσης, πού καθένα τους Ιχ ει τις δικές του ειδικές ιδιομορφίες καί νομοτέλειες. Τ ά χωριστά συστατικά τή: κοινωνικής ζω ής άποτελοΰν άντικείμενο τών διαφόρων κοινωνικών έπιττημών. ’Αλλά δπως τό άπλό άριθμητικό άθροισμα τών συστατι-
124
κών -ής κοινωνίας δέν είναι καί δέν μπορεΐ νά είναι κοινωνία, παρ μένη ώς Ολοκληρωμένο σύστημα, έτσι καί τδ άθροισμα τών διαφό ρων κοινωνικών έπιστημών δέν είναι καί δέν μπορεΐ νά είναι κοινιονιολογία. Ή κοινωνιολογία είναι έπιστήμη, πού μελετάει τίς είδικές Ιδι αιτερότητες καί νομοτέλειες, τή διάρθρωση καί τό δυναμισμό τής κοινωνίας ώς όλοκληρωμένου καί έξελισσόμενου συστήματος — τήν ποιοτική Ιδιαιτερότητα, τήν ούσία τοϋ κοινωνικού. Μά αύτό δέ ση μαίνει, -ώ ς ή κοινωνιολογία είναι έπιστήμη μονάχα γ ιά τίς πιό γ ε νικές, τΙς πιό βασικές διαδικασίες καί νομοτέλειες τής κοινωνίας. Ά κριβώ ς για τί είναι έπιστήμη γ ιά τήν κοινωνία ώς Ολοκληρωμέ νο σύστημα, ή κοινωνιολογία μελετάει καί δέν μπορεΐ νά μή μελε τάει έπίσης τα χωριστά συστατικά τής κοινωνίας καί τής ζω ής της, τα διάφορα έπίπεδα τής όργάνωσης τής κοινωνικής ζωής. Α ντικείμενο τής κοινωνιολογίας είνα δλες οί μορφές όργάνω σης τής κοινωνικής ζω ής δπως οί κοινωνικές τάξεις, ή οίκογένεια, οί έθνικές κοινότητες, τά πολιτικά κόμματα, οί κρατικές καί άλλες κοινωνικές όργανώσεις κ.5. Α ντικείμενο τής κοινωνιολογίας μπο ρούν νά είναι οί διάφορες μορφές τής κοινωνικής συνείδησης — έ πιστήμη, φιλοσοφία, πολιτική, δίκαιο, ήθική, τέχνη, θρησκεία κ.5. Πάνω σ’ αύτή τή βάση μπορεΐ νά γίνει λόγος γ ια διάφορους κλάδΐυς τής κοινωνιολογίας ώς «κοινωνιολογίας τής οίκογένειας», «κοινωνιολογίας τής έπιστήμη»», «κοινωνιολογίας τής πολιτικής», «κο:νωνιολογίας τής ήθικής», «κοινωνιολογίας τής τέχνης» κ.Α. Μά τού το δέ σημαίνει, πώς σ’ αύτές τις περιπτώσεις ή κοινωνιολογία !κτοπίζει ή ταυτίζεται μέ τΙς Αντίστοιχες έπιμέρους κοινωνικές έπιστήμες, δπως είναι, λογουχάρη, ή έπιστημολογία, ή ήθική, ή αισθητική κ.ά. Ό χ ι . Ή έπιστήμη, ή ήθική, ή τέχνη, ώς κοινων:κά φαινόμενα έχουν τή σχετική τους αύτοτέλεια καί. Ιδιαίτερους νόμους έξέλιξής τους. Ώ ς τέτοια άκριβώς άποτελούν Αντικείμενο δχι τής κοινωνιολογίας, Αλλά τής έπιστημολογίας, τής ήθικής, τής αίσθητικής καί τών Αλλων έπιμέρους κοινωνικών έπιστημών. ’ Ετσι λογουχάρη, δταν κάνει Αντικείμενο τής έξέτασής του τ ή ν έ π ι σ τ ή μ η , . δ κοινωνιολόγος είναι ύποχρεωμένος νά τήν έξετάζει ώς κ ο. ι y ω ν ι κ ό φαινόμενο, στή σχέση της μέ τό κοινωνικό σύ στημα ώς σύνολο καί μέ τά χωριστά του συστατικά — τήν όλική παραγω γή, τήν κοινωνική διάρθρωση, τήν ταξική πάλη, τήν ιδεολο γ ία , τή διοίκηση τής κοινωνίας κ.ά.
125
Κριτική τών Ιδεαλιστικών δοξασιών γιά τήν κοινωνιολογία ώς «έμπειρική» γνώση καί τή φιλοσοφία τής Ιστορίας ώς «άπριορίστικη» γνώση και γιά τίς άμοιβαϊες τους σχέσεις. Ε κείνοι οί άστοί κοινωνιολόγο;, πού ορίζουνε τήν κοινιονιολογία ώς μή φιλοσοφική, έπιμέρους έπιστήμη, έχουν κ α τ ά κ α ν ό ν α δίκιο. Τό ζήτημα, δμως, βρίσκεται στό δτ: δέν μπορούνε νά θεμελιώσουν έπιστημονικά τό μή φιλοσοφικό, τόν έπιμέρους ε πιστημονικό χαρακτήρα τής κοινωνιολογίας, για τί ξεκινούν άπό ί'/επιστημονικά κριτήρια γ ιά τόν όρισμό τών έννοιών «έπιστήμη», «φιλοσοφία», «φιλοσοφία τής Ιστορίας» ή «κοινωνική φιλοσοφία». Χάρη σ’ αύτό, στούς κόλπους τούς ύπάρχουν έντελώς διαστρεβλωμέ νες παραστάσεις γ ιά τή σχέση τής κοινωνιολογίας, άπό τή μιά, ναι τής φιλοσοφίας, τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας ή τής κοινωνικής φ ι λοσοφίας, άπό τήν άλλη. "Οπως είδαμε, οί σύγχρονοι άστοί φιλόσοφοι καί. κοινωνιολό γοι άντιπαραθέτουνε συνήθως τήν έπιστήμη, άντίστοιχα τήν κοινωνιολογία, ώς «έμπειρική», «πειραματική» γνώση τής φιλοσοφίας, μαζί καί τής φιλοσοφίας τής ιστορίας καί τής κοινωνικής φιλοσοφί ας, ώς «άπριορίστικη», «θεωρητική» καί μάλιστα «μυστικιστική» γνώση. Ά κόμ η ό Γκέοργκ Ζίμελ δρισε τή φιλοσοφία τής Ιστορίας ώς θεωρητική γνώση γ ιά τούς νόμους τής Ιστορίας. Α ν τλ ε ί αύτόν τόν όρισμό τής φιλοσοφίας τής ιστορίας άπό τή γενικότερη δοξασία του γ ιά τή σχέση άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στίς έπιμέρους έπιστή μες. Κ ατά τή γνώ μη του ή φιλοσοφία δέν είναι έπιστήμη, άλλά «προάγγελος» τών θετικών έπιστημών — μιά «προκαταρκτική έπι-
126
~ ή μη». Ασχολεΐται αύτή μέ τα άλυτα Ακόμη άπό τΙς θετικές έπι στήμες προβλήματα καί περιγράφει «γνωστικές εΙκόνες» γ ια τόν κόσμο, εικόνες πού Ιχουν χαρακτήρα εικασιών. Ή φιλοσοφική γνώση είναι θεωρητική γνώση, πού προηγείται άπό τήν έπιστημονι κή γνώση. ’Αργότερα τό «μεθοδικό πείραμα» τών «θετικών έπιοτημών» μπορεΐ να έπιβεβαιώσει τή φιλοσοφική γνώση, μά μπορεΐ καί να τή διαψεύσει. Π αράλληλα, δμως, μέ αύτό ή φιλοσοφία ·;οίκοδομεΐ Ιναν πίνακα τοϋ κόσμου σέ Αντιστοιχία μέ τις κατηγορίες, πού δέν Ιχουν — ή τό λιγότερο άνυπέρθετα δέν Ιχουν— τίποτε τό κοι νό μέ εκείνες τής έμπειρικής γνώ σης: ή μεταφυσική της έομηνεία τοϋ κόσμου βρίσκεται πέρα Από τήν Αλήθεια καί τήν πλάνη, που 1χουν Αποφασιστική σημασία γ ια τή ρεαλ^στικοεπακριβή έρμηνεία».1 Ή φιλοσοφικοϊστορική γνώση, κατά τόν Ζίμελ, Αναφέρεται στήν έπιστημονική γνώση γ ια τήν ιστορία Ιτσι, δπως γενικά ίη .φέρεται ή φιλοσοφία στίς θετικές έπιστήμες.2 Μά ένώ ό Ζίμελ έξετάζει τή φιλοσοφικοϊστορική γνώση ώς Ινα «προκαταρκτικό στάδ'.ο» τής έπιστημονικής γνώσης, πού περιλαμβάνει μέσα του, Από τή μιά.έμπειρικά έλέγξ'.μες θεωρητικές διδασκαλίες, πού Αργότερα μποροϋνε νά Αποδειχτούν ή διαψευστοϋν καί, άπό τήν Αλλη, διδασκα λίες, βασισμένες πΑνω σέ «άπριορίστικες» κατηγορίες, οί σύγχρονοι άστοί φιλόσοφοι καί. κοινωνιολόγοι Ικοψαν κάθε δεσμό άνάμεσα στήν έπιστημονική καί στή φιλοσοφικοϊστορική γνώ ση, γ ιά νά τις Αντιπαραθέσουν τή μιά στήν Αλλη. Πολλοί Απ’ αύτούς, δπως ό "Αλφρεντ Βέμπερ, δ Βέρνερ Ζόμπαρτ, δ Λέοπολντ φόν Β ίζε, δ Ρενέ Κ ιόνιγκ κ.ά., ύποστηρίζουν 5τι ή φιλοσοφία τής Ιστορίας καί ή κοινωνική φιλοσοφία Ιχουν καθα ρά θεωρητικό καί Απριορίστικο χαρακτήρα. Σ έ διάκριση Από τήν κοινωνιολογία Ιθεταν τό καθήκον να δημιουργήσουν δλόπλευρη θε ωρία τής κοινωνίας καί νά Αποκαλύψουν «τό νόημα» τής Ιστορίας ώς συνόλου. Κ ατά τή γνώμη τοϋ Λέοπολντ φόν Β ίζε, λογουχΑρη, ή φιλοσοφία τής Ιστορίας έκτελεΐ διπλή λειτουργία σέ σχέοη μέ τήν 1. Georg Slmmel, Die Problème der Geschichtsphilosophie eine erkenntnistheoretische Studie. Dritte Auflage, Verlag v. Duncker und Hurabolt, Leipzig, 1907, s. 119. 2. Georg Simmel, op. cit. ss. 94 · 95.
127
-/.ανω/ιολογία ώς έμπειρική έπιστήμη. Πρώτο, ή φιλοσοφία τής ι στορίας προμήθευε τίς γνωσιολογικές βάσεις τής κοινωνιολογίας, τήν έφοδίαζε μέ τΙς «βασικές Ιννοιες», πού τής είναι άπαραίτητες «για τήν έπεξεργασία τής προβληματικής της». Ή δεύτερη λειτουρ γ ία τής φιλοσοφίας τής ιστορίας βρίσκεται στήν «έρμηνεία τοϋ νοή ματος, τής μεταφυσικής καί τής θεωρίας». Έ δ ώ πιά, γράφει ό Βίζε, ή φιλοσοφία τής Ιστορίας έμφανίζεται μπροστά στήν κοινωνιολογία «δχι ώς δασκάλα τής αύστηρής νόησης διαμέσου έννοιών, άλ λα σα μάντης τών Δελφών. Ε πιδιώ κ ει να δώσει πληροφορίες
γ ια
- ί νόημα τών γεγονότων στήν άνθρώπινη ζω ή, άναζητάει άπαντή-εις στό ίρώτημα γ ια τό τΛοπο τών γεγονότων καί τών καταστάσε<»ν>.ι
Ά π ό έδώ καί πέρα δέν ύπάρχουν π ιά κανένα είδος έμπόδια, ■δχι μόνο γ ια τήν άντιπαράθεση άνάμεσα στήν «έμπειρική κοινωνιολογία" καί τή «θεωρητική» φιλοσοφία τής ιστορίας, άλλα γ ιά τό άπόλυτο βύθισμα τής άστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας στή θεολογία καί στό θρησκευτικό μυστικισμό, πού βρίσκουμε σέ φιλοσόφους 5πω ς ό Νικολάϊ Μπερνιάεφ, δ Ζιακ Μαριτέν κ.ά. Ύ στερ’ άπ’ δλ’ αύτά δέν είναι παράξενο πώ ς έκεΐνοι ot κοινω νιολόγοι πού άντιλαμβάνονται τήν κοινωνιολογία ώς έ π ι σ τ ήμ η, καθώς έπίσης καί οί «καλοί ιστορικοί — δπως παραπονεΐτα· ί Μαριτέν,— τρέφουν φυσικά, δυσπιστία πρός τή φιλοσοφία τής Εστο ρίας».2 Αναμφίβολα, ή Ιτσι κατανοημένη καί άσκουμένη φιλοσοφία τής ίστορίας είναι άνεπιστημονική καί άντεπιστημονική καί πρέπει νά άπορριφτεί άποφασιστικά. ’Εδώ άφήνουμε κατά μέρος τό ζή τη μα γ ια τό σκοπό καί τό νόημα τής ιστορίας, μιά καί θά τό έξετάσουμε παραπέρα, γ ιά νά ύποβάλουμε σέ κριτική άνάλυση τά «κρι τήρια», πού μέ βάση τους οί προαναφερμένοι άστοί συγγραφείς δρίζουν ,ποιά γνώση είναι έπιστημονική κα!. ποιά είναι φιλοσοφική. Πρώτον, δ ισχυρισμός δτι ή έπιστημονική, άντίστοιχα ή κοινω νιολογική, γνώση είναι τάχαr «έμπειρική», «πειραματική», ένώ ή 1. Leopold vou Wiese, Philosophie und Soziologie, Dunker und Humbolt, Berlin, 1959, s. 39· 2. I. Maritain, On the Philosophy of History, p. 23.
128
φιλοσοφική, άντίστοιχα ή φιλοσοφικοϊστορική, είναι τάχα «άπριορίστικη», «θεωρητική», πώς οί κατηγορίες «άλήθεια» καί «άναλήθεια» δέν μπορούν τάχα νά έφαρμαπβΟν στίς φιλοσοφικές άντιλήψεις, δτι δέν μπορούνε τάχα οδτε νά άποδειχτοΰν, οδτε νά διαψευστοϋν, είναι πέρα γ ια πέρα λαθεμένος. Ν ά πορθεί αύτή ή άποψη γ ιά κρι τήριο στόν όρισμό τής έπιμέρους έπιστημσνικής καί τής φιλοσοφικής γνώσης σημαίνει να παρθεΐ Ινα τεχνητό, έπινοημίνο καί πλαστό κριτήριο, πού δέν αντιστοιχεί στή φύση τής έπιμέρους έπιστημονικής καί φιλοσοφικής γνώσης. ΙΙρίν άπ’ δλα «άπριορίστικη» γνώση δέν ύπάρχει. Κάθε γνώ ση. μαζί καί ή φιλοσοφική, στό κάτω τής γραφής, προέρχεται ίπ ό τήν -lip α. Είναι περισσότερο ή λιγότερο πιστή εϊτε διαστρεβλωμέ νη άντανάκλαση τής άντικειμενικής πραγματικότητας, τοϋ άντικειμένου, πού άφορά. Οί κατηγορίες «αιτιότητα», «χρόνος», «χώρος, «κοινωνικό*·, «κοινωνική ένέργεια», «κοινωνική δμάδα», «προσωπι κότητα», «συλλογική παράσταση» κ.ά. πού κοινωνιολόγοι καί φιλό σοφοι δπως ό Κ ιόνιγκ ύποδείχνουν ώς «άπριορίστικες», δέν προσι διάζουν έσωτερικά (im m am ent δηλ., ένυπάρχουν — Σ ημ . τ. Μετ.) στήν ανθρώπινη συνείδηση, παρά έχουν άντληθεΐ άπό τήν άντικειμενική φυσική καί κοινωνική πραγματικότητα. Οί κατηγορίες «κοι νωνική τάξη» εϊτε «κοινωνική όμάδα» δέ θά ύπήρχαν, άν δέν υπήρχαν «κοινωνικές τάξεις» ή «κοινωνικές όμάδες». Αύτές οί κα τηγορίες είναι νοητικές άντανακλάσεις τών άντικειμενικά ύπαρκτών κοινωνικών τάξεων καί όμάδων. ’Εμφανίστηκαν ώς άποτέλεσμα Ί'.άζ μακρόχρονης διαδικασίας έξέλιξής τής κοινωνικής συνείδη^ ,ς Τό περιεχόμενό τους άλλαζε κα! αλλάζει σ’ έξάρτηση άπό τήν άλλαγή καί τήν έξέλιξη τών ϊδιων τών άντικειμενικών κοινωνικών σχέσεων κα: τής κοινωνικής γνώσης. Γ ι’ αύτό οί ίδεολόγοι τών διά φορων κοινωνικών τάξεων δδιναν καί δίνουν διαφορετικό περιεχόμε νο σ' αυτές τίς κατηγορίες, ένώ μερικοί τις άρνιοϋνται γενικά. 'Α ν οί συζητούμενες κατηγορίες δέν είχαν «έμπειρική» προ έλευση, άν δέν ήταν άντανακλάσεις τών άντικειμενικά ύπαρκτών δεσμών, έξαρτήσεων, σχέσεων, ή έφαρμογή τους στήν «έμπειρική» πραγματικότητα θά ήταν άδύνατη. Κ αί δέν είναι τυχαίο, πώ ς κα θένας πού άποσποϋσε τοϋτες τΙς κατηγορίες καί τίς ξεχώριζε σέ κάποιον «άπριορίστικο», άπόλυτα αύτόνομο, άνεξάρτητο άπό τήν
9
129
έμπειρική πραγματικότητα κόσμο, γ ιά νά τδν άντιπαραθέσει στήν έμπερική πραγματικότητα, όρθώνονταν μπροστά στήν άδυναμία νά στήσει γέφυρα πάνω άπό αύτούς τούς δυό δήθεν «Ανεξάρτητους» κόσμους, νά έξηγήσει τό δεσμό καί τήν άλληλεπίδραοή τους. Ή φιλοσοφία διαφέρει άπό τΙς έπιμέρους έπιστήμες δχι ώς πρός τό δήθεν «άπριορίστικο» χαρακτήρα της καί δχι ώς πρός τό δήθεν ή άληθινό θεωρητικό χαρακτήρα της. "Οπως οί έπιστημονικές, Ιτσι καί οί φιλοσοφικές ιδέες καί άντιλήψεις άποτελοϋν άντανάκλαση τής Αντικειμενικής πραγματικότητας. Γ ι’ αύτό οί κα τηγορίες «άλήθεια» καί «άναλήθεια» είναι έπίσης έφαρμόσιμες στίς φιλοσοφικές διδασκαλίες, δσο καί θεωρητικές νά είναι, καθώς καί στις έπιμέρους έπιστημονικές, μή φιλοσοφικές, στίς λεγόμενες «έμπειρικές» ύποθέσεις καί θεωρίες. "Αν καί, συχνά, μ£ πολύ πιό πο λύπλοκο καί διάμεσο τρόπο, μποροϋν νά άποδειχθοδν καί διαψευθοϋν, δπως Αποδείχνονται καί διαψεύδονται έπιστημονικές ύποθέθεις καί θεωρίες. ’Από έδώ άκολουθεϊ, πώ ς αύστηρά ιδωμένη, ή ϊδια ή διαί ρεση τών Ιδεών, τών ύποθέσεων καί τών θεωριών, σέ «έπιστημονικές» καί «φιλοσοφικές» είναι λαθεμένη. "Ενα σύστημα φιλοσο φικών Ιδεών μπορεΐ καί είναι σωστό καί μ9 αύτό τό νόημα είναι έπιστημονικό. Τέτοια είναι λόγου χάρη, ή μαρξιστικολενινιστική φιλοσοφία. Μιά φυσική, βιολογική, ψυχολογική εϊτε κοινωνιολο γ ικ ή ύπόθεση μπορεΐ νά άποδειχθεΐ λαθεμένη καί μ’ αύτό τό νόη μα, είναι άνεπιστημονική. Είναι άλήθεια πώ ς πολλές φιλοσοφικές διδασκαλίες έχουνε θεωρητικό χαρακτήρα. ΜΑ ή θεωρία δέν είναι Αποκλειστικό μονο πώλιο τής φιλοσοφίας. Ή ιστορία τής έπιστήμης γνω ρίζει πολ λές Αστρονομικές, φυσικές, χημικές, βιολογικές καί άλλες ύποθέσεις. πού είτε είναι όλότελα θεωρητικές, εϊτε είναι περισσότερο ή λιγότερο θεωρητικές. Μά άπ’ αύτό δέ μετατρέπονται σέ φιλο σοφικές ύποθέσεις. Ή ύπόθεση γ ιά τό «θερμογόνο» είναι θεωρητι κή, δχι δμως καί φιλοσοφική. Ή φιλοσοφία διαφέρει άπό τΙς άλλες έπιστήμες ώς πρός τό Αντικείμενό της καί ώς πρός τήν καθολικότητά της. ’Ενώ δλες οί μη φιλοσοφικές έπιστήμες μελετοδν τίς ϋδιότητες, τις διαδικασίες
130
καί τίς νομοτέλειες τοΰ ένός ή τοΰ άλλου τμήματος τής πραγματι κότητας, ή φιλοσοφία Ιχ ει ώς άντικείμενο τΙς πιό γενικές σχέσεις καί τους πιό γενικούς νόμους τής Φύσης, τής κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας καί τής άνθρώπινης γνώσης. Γ ι’ αύτό είναι σω στότερο νά μιλοΰμε δχι γιά φιλοσοφία καί έπιστήμη, παρά γ ια φ ι λοσοφικές καί μή φιλοσοφικές έπιστήμες ή γ ιά φιλοσοφία καί έπι μέρους έπιστήμες καί μόνο συμβατικά, δυνάμει τής παράδοσης, μποροΰμε νά μιλοΰμε γ ιά φιλοσοφία καί έπιστήμη. Αύτός ό δρισμός τής φιλοσοφίας μάς άποκαλύπτει δλη τήν άβασιμότητα καί έκείνου τοΰ κριτήριου γ ιά τό διαχωρισμό καί τήν ά'ντ’.παράθεση τής φιλοσοφίας καί τής κοινωνιολογίας. Σύμφωνα μ ’ αύτό τό κριτήριο τό καθήκον τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας είναι τάχα νά δημιουργεί «όλάπλευρες θεωρίες γ ιά τήν κοινωνία», θεω ρίες γ ια τήν κοινωνία, παρμένη στό σύνολό της, ένώ ή κοινωνιολογία έχει τάχα γ ιά καθήκον να δημιουργεί μόνον έπιμέρους θεωρί ες. Μά άν άκολουθήσουμε τοΰτο τό κριτήριο, τότε θα ξπρεπε να άνακηρύξουμε γ ια φιλοσοφικές έπιστήμες τό λιγότερο άκόμη τή θεωρητική φυσική καί τή γενική είτε τή θεωρητική βιολογία. Ά κόμ η πιό σπουδαίο στή δοσμένη, δμως, περίπτωση είναι τό περιστατικό πώ ς άπαγορεύοντας στήν κοινωνιολογία νά δημιουρ γεί «όλόπλευρη θεωρία» γ ιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, οί προαναφερμένοι άστοί κοινωνιολόγοι καί φιλόσοφοι κάνουν γενικά άδύνατη τήν κοινωνιολογία ώς έπιστήμη. Γιατί, δπως κιόλας τό Υπο δείξομε, έκεΐνο πού ξεχωρίζει τήν κοινωνιολογία άπό τΙς άλλες κοινωνικές έπιστήμες καί τής δίνει τό δικαίωμα να ύπάρχει ώς χωριστή καί αύτοτελής έπιστήμη, είναι τό περιστατικό πώς ϊχ ε ι γ ια άντικείμενο τήν κοινωνία, παρμένη ώ ς δ λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο σύστημα. Κ ι’ αύτό π ιά δχι μόνο δέν άποκλείει, άλλά κάνει άπαλύτως άπαραίτητη τή δημιουργία κοινωνιολογικής θεωρίας γ ιά τήν κοινωνία ώς όλοκληρωμένο σύστημα καί μ’ αύτό τό νόημα— όλόπλευρης κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ι κ ή ς θε ωρί ας . Ό λ ο ι οί κοινωνιολόγοι, πού άνέβηκαν ίσαμε τή δοξασία γ ιά τήν κοινωνία ώς όλοκληρωμένο σύστημα, καταλήγουν άναπόφευκτα καί στήν άνάγκη νά δημιουργηθεΐ όλόπλευρη κοινωνιολογική θεω ρία. Μεταξύ τών άστών κοινωνιολόγων αύτοί είναι κατά πρώτο λό
131
γο 6 Πάρσονζ καί ή Σ χολή του. Μά δέν είναι οί μοναδικοί. Παρό μοια άποψη όποστηρίζουν άκόμη δ Λέοπολντ φδν Β ίζε, δ Ρόμπερτ Μακάϊβερ, ό Τ ζ. Ράμνι, δ Τ ζ. Μάγερ καί άλλοι, πού άκριβώς σ’ αύτδ βλέπουν καί τήν Ιδιαιτερότητα τής κοινωνιολογίας ώς έπιστήμης. 'Υ πάρχει μιά δμάδα έπιστημών, ύποδίίχνει δ Μακάϊβερ, δπως ή πο λιτική, ή πολιτική οίκονομία, τδ δίκαιο, ή συγκριτική ήθική, ή εύγον.κή κ.ά., πού μελετούν ξεχωριστές πλευρές τής κοινωνικής ζω ής. «Καμιά άπδ αύτές τις έπιστήμες δέ μελετάει τήν κοινωνία ώς σύ νολο. Δέν Ασχολούνται μέ δλάκερη τή διάρθωσή της, μέ τδ χαρα κτήρα τής έξέλιξής (evolunion) δλης τής άλληλένδετης μά ζας τών λειτουργιών καί σχέσεών της. Διαλέγουν γ ιά μελέτη ξε χωριστά κοινωνικά θέματα δπως ή οίκονομία, Ιδιαίτερες ένώσεις δπως -ό κράτος, ξεχωριστούς θεσμούς δπως δ νόμος. Μέ τέτοιον τρόπο άφήνουν τόπο καί στήν ούσία κάνουν άπαραίτητη μιά πιδ δλίπλευρη έπιστήμη. Α ύτή είναι ή έπιστήμη, πού τώρα δνομάζουμε κοινωνιολογία».1 Κατά τή γνώμη τών Τ ζ. Ρ άμνι καί Τ ζ. Μάγερ, ένώ οί άλλες κοινωνικές έπιστήμες μελετούνε τις άλφα ή βήτα πλευρές τής κοι νωνικής ζωής, ή κοινωνιολογία μελετάει «τδ σύνολο τών άνθρώπινων σχέσεων».-2 «’Επιδιώκει μιά όλοκληρωμένη θεώρηση». «Ή κοινωνιολογία έξετάζει τδ δλο άπδ τά μέρη του καί τά μέρη του άπδ τδ δλο» .3 ’Ακριβώς για τί είναι έπιστήμη γ ιά τήν κοινωνία, ώς δ λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο σ ύ σ τ η μ α ή κοινωνιολογία είναι ή γενικότε ρη άπ’ δλες τΙς κοινωνικές έπιστήμες. Μ ε λ ε τ ά ε ι τίς γε νικότερες ιδιότητες, τούς γενικότερους νόμους καί κατηγορί ες τής κοινωνίας. Στηριζόμενοι σ’ αύτδ μιά σειρά άπό συγγραφείς δπως οί Φ. X. Ι'κ ίντινγκς, οί Λ. φ. Β ίζε καί άλλοι έξετάζουν τήν κοινωνιολογία ώς «βασική έπιστήμη τών κοινωνικών έπιστημών». «Ή κοινωνιολο1. R. Μ. Maciver, The Elements of Social Science Methnen and Co, London. 1956, ρ II. 2. J. Rumney und J. Maier, Soziologie. Die Wissenschatt der Gesellschaft. Nost. Verlag, Frankfurt, 1956, s 20. 3. Ibid., s. 21.
132
για γράφει δ φόν Β ίζε — είναι β α σ ι κ ή έπιστήμη τών κοι νωνικών έπιστημών. ’Αβάσιμη είναι ή άπόπειρα νά μετατραπεϊ σέ βασκή έπιστήμη μιά 4πδ χΐς άλλες κοινωνικές έπιστήμες, λογουχάρτ ή πολιτική οικονομία ή ή νομική έπιστήμη, γ ια τί άφοροΟνε μονάχα έναν δριαμένο κύκλο καθηκόντων τής κοινωνικής ζω ής, καί δχι τδ σύνολό της».1 Αύτδ σημαίνει πώ ς ή πιδ γενική έπιστήμη γ ια τήν κοινωνία, ή κοινωνιολογία, πα ίζει τδ ρόλο μεθοδολογίας άναφορικά μέ τίς άλλες πιδ έπιμέρους κοινωνικές έπιστήμες. Οί κατηγορίες «κοινωνία», «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός», «έθνος», «κοινωνική τάξη», «άστική τάξη», «προλεταριάτο», «μάζα», «προσωπικότητα», «κόμ-, μα». «οικογένεια» κ.ά. είναι κοινωνιολογικές κατηγορίες. Μέ αύ τές τίς κατηγορίες. Μέ αύτές τις κατηγορίες καταγίνονται δλες οί κοινωνικές έπιστήμες άλλα δημιουργοΰνται άπδ τήν κοινωνιολογία. Ή δημιουργία τής γενικής θεωρίας γ ιά τήν κοινωνία είναι κα θήκον άκριβώς τής κοινωνιολογίας ώς έπιμέρους έπιστήμης, καί 5χι τής φιλοσοφίας τής ίστορίας ή τής κοινωνικής φιλοσοφίας γ ιά τόν άπλούστατο λόγο πώ ς ή κοινωνία ώς τύπος συστήματος είναι μονάχα 2νας άπό τούς πολλούς τύπους συστημάτων, πού ύπάρχουν στήν πρ α γ ματικότητα. Οί είδικοΐ γ ιά τόν κοινωνικό τύπο συστήματος νόμοι, ι διότητας καί σχέσεις δέν Ιχουν τήν κ α θ ο λ ι κ ό τ η τ α έκείνων τών νόμων καί σχέσεων πού άποτελοΟν άντικείμβνο τής φιλοσοφίας. Γ ι’ αύτό καί οί κοινωνιολογικές κατηγορίες δέν Εχουν τήν καθολικό, τη τχ τών φιλοσοφικών κατηγοριών. Ό σ ο καί νά είναι γενικές, ο? κατηγορίες «κοινωνία», «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός»,, «Ε θνος», «κοινωνική τάξη», «οικογένεια», «μαζική πάλη» κΑ ., είναι έ πιμέρους έπιστημονικές κατηγορίες, δπως είναι έπιμέρους έπιστημονικές καί οί βιολογικές κατηγορίες «ζωντανή φύση», «όργανισμός», ''είδος», «άγώνας γ ιά δπαρξη», «φυσική Ιπιλογή», «κληρονομικίτητα» κ.ά., για τί άφοροΟνε μονάχα Ενα περιορισμένο τμήμα τής πρα γματικότητας. Γ ιά δλους αύτούς τούς λόγους, άν καί ώς γενικότερη κοι νωνική έπιστήμη, ή κοινωνιολογία διαδραματίζει δριαμένο μεθο δολογικό ρόλο σχετικά μέ τίς ύπόλοιπες έπιμέρους κοινωνικέ: 1. A. V. Wis»e, Soziologie, s. 5.
133
έπιστήμες' ή βαθύτερη μεθοδολογική βάση αύτών τών έπιστημών καί τής ίδιας τής κοινωνιολογίας είναι ή φιλοσοφία. Τ ά προβλή ματα τής κοινωνιολογίας καί ιδιαίτερα τό Επιστημονικό ξα<πέρωμα τών βασικότερων προβλημάτων καί κατηγοριών της είναι άδύνατο χω ρίς τή μεθοδολογική βοήθεια τής Επιστημονικής, διαλεκτικοΟλιστικής φιλοσοφίας, άντίστοιχα τοΟ ίστορι/κοϋ ύλισμοδ ώς κοινωνικής φιλοσοφίας ή φιλοσοφίας τής ιστορίας τοϋ μαρξισμού. Μά νά συνταυτίζεται ή έπιστημονική κοινωνιολογία μέ τόν ιστορικό ύλιιμό ώς άδιαίρετο τμήμα τής μαρξιστικής φιλοσοφίας, θά σήμαινε νά άνακατευτοΰν τά έπιμέρους έπιστημονικά μέ τά φι λοσοφικά προβλήματα, νά άπαλειφτεί ή διαφορά άνάμεσα στίς έπι μέρους έπιστήμες καί στή φιλοσοφία. Μιά τέτοια συνταύτιαη είναι άνομη καί άκατανόητη, για τί θά τό έπαναλάβουμε, άν ή κοινωνιολογία ταυτιστεί μέ τόν ιστορικό ύλισμό ώς φιλοσοφία ή περιληφτεΐ ώς συστατικό του τμήμα, τότε μέ ποιά δικαιολογία νά μήν άνεβαστοΰν σέ έπίπεδο φιλοσοφικών Επιστημών έπίσης καί ή φυ σική, καΐ ή βιολογία καί νά περιληφτοΰν ώς συστατικά τμήματα τοΰ διαλεχτικοϋ ύλισμοΰ; Τό γεγονός, δτι καί στήν άστική, καί στή μαρξιστική φιλο λογία ot διαφωνίες πάνω σ’ αύτό τό ζήτη μα συνεχίζονται, δείχνει πώ ς ή διαδικασία τοΟ ξεχωρισμοδ τής κοινωνιολογίας άπό τή φι λοσοφία, άντίστοιχα άπό τή φιλοσοφία τής ιστορίας, καί τής με τατροπής της σέ αύτοτελή έπιμέρους έπιστήμη δέν Ιχε ι τελειώσει όριστικά καί ώς τά σήμερα. Στήν πρακτική, δμως, αύτό άπόκλινε καί άποκλίνει τούς φιλόσοφους άπό τά γνήσια φιλοσοφικά προ βλήματα τής κοινωνικοϊστορικής γνώσης καί σέ πολλές περιπτώ σεις τούς έστρεψε πρός καθαρά έπιμέρους έπιστημονικά προβλή ματα, πού μποροϋνε νά λύνονται καί πρέπει νά λύνονται άκολουθώντας τό δρόμο συγκεκριμένων κοινωνιολογικών έρευνών καί μέ είδικές έπιμέρους έπιστημονικές κοινωνιολογικές μεθόδους Ά π ό τήν άλλη, αύτό άπόκλινε καί άποκλίνει τούς κοινωνιολόγους άπό τά ειδικά τους κοινωνιολογικά προβλήματα καί Ιρευνες καί τούς έστρεφε πρός τούς γενικότερους θεωρητικούς συλλογισμούς άναφορικά μέ συγκεκριμένα κοινωνιολογικά προβλήματα ή πρός καθαρά φιλοσοφικά προβλήματα. Είναι φανερό πώ ς καί στή μιά, καί στήν
134
άλλη περίπτωση ύποφέρει τόσον ή άνάπτυξη τής έπιστημονικής κοινωνιολογίας, δσο καί τής έπιστημονικής φιλοσοφίας τής ιστο ρίας.
'Η μαρξιστική κοινωνιολογία — διαλεκτική ένότητα διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης και «κοινωνιολογίας τής Ιστορίας». Μέσα σέ ένα μεγάλο τμήμα τδ ν άστών κοινωνιολόγων, κατά πρώτο λόγο μέσα στούς δπαδούς τής «έμπειρικής κοινωνιολογίας καί τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης, ύπάρχει ή πεποίθηση, πώς ή Ιρευνα τών νόμων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής δέν είναι καθήκον τής κοινωνιολογίας ώς έπιμέρους έπιστήμης, άλλά τής φιλοσοφίας τής ιστορίας. « Ή φιλοσοφία τής Ιστορίας— γρ ά φει 6 Μορίς Ντιουβερζιέ— πασχίζει νά διατυπώσει τούς γενικούς νόμους τής έξέλιξής τών Ανθρώπινων κοινωνιών. Είναι ή άπόπειρα νά έρμηνευτεΐ καί προλεχτεΐ ή καταγω γή, ή έξέλιξη (evolu tio n ) καί ή παρακμή πού σημείωσαν τά διάφορα ε®η «πολιτι σμοί» καί «κουλτούρες».1 "Οσον άφορά τήν κοινωνιολογία, αύτή κατά τή γνώμη τοϋ άμερικάνου κοινωνιολόγου *Αλεξ "Ινκελλ, λογουχάρη, έρευνα μόνο «τή διάρθρωση καί τή λειτουργία» τών κοι νωνικών συστημάτων».2 Μέ αύτδν τδν τρόπο τούτοι ot άστοί κοινω νιολόγοι καθορίζουν τή στάση τους άπέναντι στούς νόμους -ής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής ώς Ινα άπό τά κύρια κριτήρια γ ιά τδ διαχωρισμό τής κοινωνιολογίας άπδ τή φιλοσοφία τής Ιστορίας— 1. Μ. Duverger, Introduction to Social sciences, p. 64 - 65. 2. Ά λ εξ Ίνκελς, «Προσωπικότητα καί κοινωνική διάρθρωση», Συλλογή « Ή κοινωνιολογία σήμερα. Προβλήματα καί προοπτικές. Ή άμερικάνικη άστική κοινωνιολογία στά μέσα τοΟ εΙκοστοΟ αΐώνα». Έ κδ. «Προγκρές» (Πρόοδος), Μόσχα, 1965, σελ. 273, (στά ρω σικά).
135
ή φιλοσοφία τής ιστορίας μελετάει τούς νόμους τής ιστορικής Εξέ λιξης τής κοινωνίας, ένώ ή κοινωνιολογία μελετάει ή τά «έμπειοικά γεγονότα» τής κοινωνικής πραγματικότητας, χω ρίς νά διατυπώ νει δποιοιχΐδήποτε νόμους, ή τούς νόμους τής διάρθρωσης καί τής λειτουργίας τών κοινωνικών συστημάτων, άλλά δ χ ι καί τούς νόμους τής Ιστορικής τους έξέλιξής. Ά λ λ η όμάδα κοινωνιολόγοι ύποστηρίζει τήν άποψη, πώ ς ή έρευνα τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής καί τών νόμων της φθά νει ατά καθήκοντα τής κοινωνιολογίας ώς έπιμέρους, «έμπειρικής», μή φιλοσοφικής έπιστήμης καί πώ ς μόνον αύτή μπορεΐ νά μάς δώ σει έπιστημονική γνώση γ ι’ αύτούς τούς νόμους. Τέτοια είναι ή ά ποψη, δπως είδαμε κοινωνιολόγων δπως ot Ρ . Μακάιβερ, Ί ^ . Ράμνι. Τ ζ. Μάγερ καί άλλων, πού δχι πάντοτε άναγνωρίζουν τήν Çπαρξη νόμων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής μά φρονοΟν δτι ή Iρευνά της είναι καθήκον τής κοινωνιολογίας. Μέ τό μεγαλύτερο π ίθος αυτήν τήν άποψη τήν υπερασπίζουν οί Εκπρόσωποι τής λεγάμε νης «ιστορικής κοινωνιολογίας», ή «κοινωνιολογίας τής Ιστορίας». Ό αρχηγός τής Αμερικάνικης «κοινωνιολογίας τής ίστορίας» X. Έ . Μπάρνς γράφει, πώ ς τό καθήκον τής «κοινωνιολογίας τής ιστορίας» είναι <νά έρευνήσει τήν έμφάνιστ, καί τήν έξέλιξη δλων τών μορφών τών κοινωνικών όργανώσεων, τών κοινωνικών διαρθρώσεων καί τών κοινωνικών ιδρυμάτων... Ή κοινωνιολογία τής ιστορίας άσχολεΐται μέ τό πρόβλημα τής διαδοχικής πορείας τών βαθμιδών στήν έξέλιξη τών κοινωνικών τύπων καί τών κοινωνικών διαρθρώσεων καί άναζητάει τΙς νομοτέλειες τών κοινωνικών έξελίξεων (evolotion),'Ό τ α ν δέ φανεί κανένα είδος νομοτέλειας τή ς κοινωνικής έξέλιξής (evolu tio n ,) αύτή τό λιγότερο διαπιστώνει τΙς φανερές της τάσεις».1 Πρέπει νά σημειώσουμε πώ ς αύτές οί άντιφατικκς άπόψεις έ χουν τό ιδιόμορφο άνάλογό τους καί στή μαρξιστική φιλολογία. Ε κείνοι ο μαρξιστές συγγραφείς πού ύποστηρίζουν δτι δ ιστορικός ύλισμός, ώς τμήμα τής μαρξιστικής φιλοσοφίας είναι ταυτόχρονα καί μαρξιστική κοινωνιολογία, έξετάζουν τούς ειδικούς νόμους τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής, ή τούς πιό γενικούς άπ’ αότούς, ώς 1. Η. Ε. Barnes, Soziologie der Geschicbte, s.s. 7 - 8 .
136
φιλοσοφικούς νόμους. Ά λ λ ο ; φρονούν δτι άκόμα καί οί πιδ γενικοί κοινωνιολογικοί νόμοι τής Ιστορικής έξέλξης τής κοινωνίας είναι έπιμέρους έπιστημονικο'ι καί δχ ι φιλοσοφικοί. Τρίτοι φρονοϋν δτι ή κοινωνιολογία είναι έπμέρους, μή φλοσοφική έπιστήμη. Μά αύ τή δέν έρευνα τούς νόμους τής ιστορικής έξέλιξής τής κοινωνίας. Μέ τήν Ιρευνα αύτήν τών νόμων άσχολεΐται δ ιστορικός ύλισμός ώς φιλοσοφική έπιστήμη. Σ ’ αύτήν τήν τελευταία άποψη έμμένει, λογουχάρη, ή Ν. Φ. Ναούμοβα. Ε ξετάζοντας τή διαρθρωτικ&λειτουργική θεωρία, Υπο γραμμίζει πώ ς δέν ύπάρχουν άρκετοί βάσιμοι λόγοι τούτη ή θεω ρία νά στιγματιστεί καί άπορρφθεΐ ώς άνεπιστημονική καί Αντιδρα στική ιδεολογική θεωρία τής Ιμπεριαλιστικής άστικής τάξης. ’Α πεναντίας, άν σωστά τήν καταλάβαμε, ούσιαστικά συνταυτίζει τή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση μέ τήν κοινωνιολογία ώς έπιστήμη καί τήν έξετάζει ώς έντελώς νόμιμο καί άπόλυτα άπαραίτητο συμ πλήρωμα τοΟ ίστορικοϋ ύλισμοΟ. Αύτή ή άποτίμηση τής Ναούμοβα γ ιά τή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση καί γ ιά τή σχέση άνάμεσα σ’ αύτήν καί στόν Ιστορικό ύλισμό είναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν Ιδιαίτερη δοξασία της γ ιά τή σχέση άνάμεσα στήν κοινωνιολογία ώς έπιμέρους έπιστήμη καί στόν Ιστορικό ύλισμό ώς φιλοσοφία τής Ιστορίας ή άκριβέστερα μέ τήν Ιδι αίτερη δοξασία της γ ιά τήν κοινωνιολογική' καί φιλοσοφικοϊστορική γνώση. θέτοντας αύτό τό μεγάλο καί έπίμαχο στή σύγχρόνή μαρξιστική φιλολογία ζήτημα, ή Ναούμοβα ξεκινάει άπό τήν άντίληψη, πώς πρέπει νά γίνεται διάκριση άνάμεσα στόν «κοινωνιολογικό τύπο γνώ σης» καί στή «φιλοσοφικοϊστορική γνώση», άνάμεσα στήν κονωνιολογία καί στή φιλοσοφία τή ς Ιστορίας ώ ς δ υ ό δ ι αφ ο ρ ε τ ι κούς τ ύ π ο υ ς γ ν ώ σ η ς , πού ίχουν διαφορετικά ά ν τ ι κείμενα 2 ρ ε υ ν α ς καί χρησιμοποιούν διαφορετικές α εθ 6 δ ο υ ς. Πάνω στή βάση αύτοΟ τοΟ διαχωρισμοϋ ή Ναούμοβα χαράσσει έπίσης μιάούσιαστική διαφορά άνάμεσα στή χαρακτηριστι κή κυρίως γ ιά τόν είκοστόν αΓώνα «κλασική κοινωνιολογία» καί στή σύγχρονη κοινωνιολογία. Τ ήν άντικειμενική βάση γ ιά Ιναν τέτοιο διαχωρισμό άνάμεσα
137
στήν κοινωνιολογία î.ai tcvj φιλοσοφία τής Ιστορίας ή Ναούμοβα -ή βλέπει στό περιστατκό, πώ ς ή κοινωνία είναι τάχα ύποταγμίνη σέ δ υ ό δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ο ύ ς τ ύ π ο υ ς — ν ό μ ο υ ς . ’Α πό τή μιά, «αύτή άποτελεΐ όρισμένη όλότητα άπό κοινωνικούς δε σμούς, πού κατέχει κάποια σταθερότητα, αύτορύθμιση, πολύπλοκους τρόπους δεσμών άνάμεσα στά στοιχεία (τα κοινωνικά Ιδρύματα, χΐς όμάδες, τις προσωπικότητες κ.ά.) καί περιέχει πλήθος ύποσυστήμα τα».' Ά κριβώ ς ώς πολύπλοκο, συγκριτικά σταθερό καί πού λειτουρ γ ε ί σάν ένα σύνολο σύστημα, ή κοινωνία κατέχει ειδικούς μηχανι σμούς καί νόμους τής λειτουργίας της. ’Από τήν άλλη, ή κοινωνία είναι Ινα έξελισσόμενο σύστημα, πού Εχει τούς ειδικούς του νόμους έξέλιξής. ’Αντικείμενο τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας είναι ή ιστορική έξέλιξη τής κοινωνίας καί ot νόμοι αύτής τής έξέλιξής ένώ ή μέ θοδός της είναι ή μέθοδος τής Ιστορικής ή τής συγκριτικοϊστορικής άνάλυσης. Αύτή ή μέθοδος είναι δργανο γ ιά τήν άναικάλυψη τών νόμων τής έξέλιξής τής κοινωνίας, άλλά είναι άνίσχυρη νά άποκαλύψει τούς μηχανισμούς καί τούς νόμους τής λειτουργίας τών κοι νωνικών συστημάτων. Ή «κλασική κοινωνιολογία» δέν ήταν αδτοτοτελής έπιστήμη. Δέν είχε δικό της άντικείμενο καί δική της μέ θοδο, γιατί σ’ αύτή δέσποζε ή μέθοδος τής συγκριτικοϊστορικής ά νάλυσης, πού είναι φιλοσοφική καί δχι κοινωνιολογική. Ό ιστο ρικός ύλισμός έπίσης δέν είναι κοινωνιολογική διδασκαλία, γ ια τί «ή ύλιστική άντίληψη τής ιστορίας (6 Ιστορικός ύλισμός) έμφανίστηκε καί πολύν καιρό έξακολουθοΟσε νά ύπάρχει άκριβώς ώς φιλοσοφικοϊστορική κατεύθυνση».2 Κ ατά τήν άποψη τής Ναούμοβα ή κοινωνιολογία είναι έντε λώς νέα έπιστήμη. « Ώ ς είδική έπιστήμη ή κοινωνιολογία διαμορ φώθηκε στίς καπιταλιστικές χώρες, πριν ά π ’ δλα στίς HUA».3 Σά ν τέτοια πολύν καιρό άναζητοδσε τό άντικείμενό της καί τή μέ 1. Νιφ. Ναούμοβα, «Μερικά διδάγματα άπό τήν άνάπνυξη τής δυτικής κοινωνιολογίας», περιοδικό «Βαπρόσι ΦιλοσοφιΙ», άριθ. ], 1968, σελ. 64. 2. Στό Ιδιο, ίελ. 54. 3. Στό Ιδιο σελ 55.
138
θοδό της. Ά λ λ ά μόλις «σήμερα πιά μπορεΐ μέ βεβαιότητα νά πεϊ — γράφει ή Ναούμοβα,— πώ ς ή κοινωνιολογική άνάλυση τής κοι νωνίας άπόκτησε τό άντικείμενό της... καί τ ή μ έ θ ο δ ό τ η ς » . «Το ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν ό τ ή ς κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α ς εί ν αι οί δ ι α δ ι κ α σ ί ε ς , οί ν ό μ ο ι καί οί μηχανισμοί τής λει τ ουργί ας τών κοι νωνι ών, έ ν ώ μ έ θ ο δ ό ς της ε ί ν α ι ή άνάλυση τών λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ώ ν τύπων δεσμών ή σέ σύγχρονη μορφή ή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση».1 Ή κοινωνιολογική άνάλυση είναι «ή άνάλυση τών λειτουρ γικώ ν καί τών διαρθρωτικών σχέσεων» τής κοινωνίας, πού Εχουν άντικειμενικδ χαρακτήρα. Γ ι’ αύτό «ή διαρθρωτικολειτουργική ά νάλυση δχι μονάχα είναι νόμιμη, μά σέ δρισμένο στάδιο τής μελέ της τής κοινωνίας είναι άπαραίτητη καί μοναδικά δυνατή».2 «"Ομως — συνεχίζει ή Ναούμοβα,— άναγνωρίζοντας άπόλυτα τή νομιμότητα, τήν έπιστημονικότητα τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης τής κοινωνίας ταυτόχρονα είμαστε ύποχρεωμένοι νά φανταστούμε ξάστερα τά δρια τής έφαρμογής αύτής τής μεθόδου, νά συνειδητοποιήσουμε τή στενότητά της. Ούσιαστικά ή κοινωνιολογική άνάλυση τής κοινωνικής πραγματικότητας μέ τις παλιωμένες π ιά μεθόδους της, πού δια μόρφωσε μηχανισμό άπό Εννοιες καί «ά£ιάφορη» — κατά τήν Εκ φραση τοΟ γνωστού γερμανοϋ κοινωνιολόγου Γ. Χάμπερμας— στά ση άπέναντι στήν Ιστορία, δέν μπορεΐ νά δώσει έπιστημονική ση μασιολόγηση στή διαδικασία τής έξέλιξής τής κοινωνίας. Στή σύγχρονη έπιστήμη μιά τέτοιου είδους άνάλυση παραμένει άντικείμενο τοΟ φιλοσοφικού στοχασμοΟ».3 Ά π ό έδώ ή Ναούμοβα βγάζει τδ συμπέρασμα, πώ ς άν ή κοι νωνική έπιστήμη θέτει τό καθήκον νά πετδχει δλοκληρωμένη, δλόπλευρη γνώση τών κοινωνικών φαινομένων, «τότε είναι ύποχρεωμένη νά βρει τρόπο νά συνενώσει στά πλαίσια μι&ς δοξασίας τό κοι-
1. Ν. Φ. Ναούμοβα, σνό προαναφερμένο άρθρο, σελ. 55. 2. Στό Ιδιο, σελ. 64 - 65. 3. Στό Ιδιο, σελ. 65.
139
νων’.ολογικό -χαΐ τό φιλοσοφικοϊστορικό, τή διαρθρωτικολειτουργική καί τήν ιστορική θεώρηση τοϋ κόσμου», τή «φιλοσοφκή καί τήν κοι νωνιολογική'/ άνάλυση τών κοινωνικών φαινομένων.».1 Ά κόμ η έδώ πρέπει νά σημειώσουμε, πώ ς, κατά τή γνώμη μας, αύτή ή άποψη τής Ναούμοβα είναι βαθιά λαθεμένη καί μιά σειρά Ισχυρισμοί της προκαλοϋν άπλούστατα άπορία. Πρώτο, Εχει δίκιο, δταν έπιμένει νά γίνεται διάκριση άνάμεσα στή φιλοσοφία τής Ιστορίας, μαζί άνάμεσα στόν ιστορικό ύλισμό ώς φιλοσοφικό Επιστημονικό κλάδο, καί τήν κοινωνιολογία ώς έπιμέρους Επιστήμη. Μά τά έπιχειρήματα, πού μέ τήν βοήθειά τους πα σχίζει νά θεμελιώσει τούτη τήν αύτή καθαυτή σωστή θέση, είναι πέ ρα γ ιά πέρα άσύστατα. Δέν καταλαβαίνουμε μέ ποιά λογική ή διαδι κασία τής ιστορικής έξέλιξής τής κοινωνίας καί οΐ νόμοι αύτής τής έξέλιξής πρέπει νά είναι άντικείμενο μόνο τής φιλοσοφίας τής ιστο ρίας, τής φιλοσοφικής άνάλυσης, ένώ ή Ιστορική μέθοδος — φιλοσο φική μέθοδος. Μέ ποιά λογική ή κοινωνιολογία ώς έπιμέρους, μή φιλοσοφική έπιστήμη πρέπει νά είναι άδιάφορη πρός τά προβλήματα τής ιστορικής έξέλιξής τής κοινωνίας καί νά περιοριστεί Αποκλειστι κά στήν άνάλυση τής διάρθωσης καί τή ς λειτουργίας τών κοινωνι κών συστημάτων, παρμένων στή στατική τους κατάσταση, Εξω άπό τή διαδικασία τής ιστορικής τους έξέλιξής ; Κ ατά τή γνώμη μας σ’ αύτό δέν ύπάρχει κα μιά λογική κα ί πολύ περισσότερο κάποία μαρ ξιστική λογική. Τό πρόβλημα σχετικά μέ τήν ιστορική έξέλιξη τής κοινωνίας καί τούς νόμους αύτής τής έξέλιξής δέν είναι καί δέν μπορεΐ νά εί ναι μονοπώλιο μονάχα τής φιλοσοφικής άνάλυσης, καθώς καί τά προβλήματα σχετικά μέ τή διάρθωση καί τή λειτουργία τή ς κοινω νίας δέν είναι καί δέν μπορεΐ νά είναι μονοπώλιο τής κοινωνιολογίας ώς έπιμέρους έπιστήμης, γ ια τί δπως ή ιστορική έξέλιξη τής κοι νωνίας, Ετσι καί ή διάρθρωση καί ή λειτουργία τοΟ ένός ή τοϋ άλ λου κοινωνικοϋ συστήματος θέτουν τόσο φιλοσοφικά, δσο καί έπιμέ ρους Επιστημονικά, άντίστοιχα κοινωνιολογικά προβλήματα. Ή διαδικασία τής έμφάνσης, τής δαμόρφωσης, τή ς έξέλιξής 1. Ν. Φ. Ναούμοβα, στό προαναφερμένο άρθρο, σελ. 65.
140
καί τής έξαφάνισης, τών κοινωνικοϊστορικών σχηματισμών xai ot νόμοι αύτής τής διαδικασίας άποτελοΟνέπίσης άντικείμενο τής κοινωνιολογίας, δπως ή διαδικασία τής έμφάνισης, τής διαμόρφωσης, τής ανάπτυξης χαΐ τής έξαφάνισης τών δργανικών είδών χαΐ τών νόμων, πού σ’ αυτούς είνα*. Υποταγμένη τούτη ή διαδικασία, άποτελοϋν άντικείμενο τής βιολογίας. Ή Ιρευνα χαΐ τό ξαστέρωμα αύ τών τών διαδικασιών καί τών νομοτελειών τους δέν είναι ζήτημα ;ιονάχα φιλοσοφικών στοχασμών, άλλά πρίν άπ’ δλα ζήτημα συγ κεκριμένης έπιμέρους έπιστημονικής έργασίας, έπιμέρους έπιστημονικών θεωρητικών άναλύσεων καί γενικεύσεων. Ό καθοριστικές ρόλος τής άνάπτυξης τών παραγω γικών δυνάμεων στήν κοινωνικοϊστορική έξέλιξη καί ή ταξική πάλη είναι κοινωνιολογικοί κα'ι δχι φιλοσοφικοί νόμοι, Ιτσι δπως ό άγώνας γ ιά τήν έπιβίωση καί ή φυσική έπιλογή στή ζωντανή φύση είναι βιολογικοί καί δχι φιλοσο φικοί νόμοι. Ή Ιστορική άνάλυση είτε ή ιστορική μέθοδος, δέν είναι φιλο σοφική, παρά έπιμέρους έπιστημονική μέθοδος. Αύτή χρησιμοποιοΟν καί δέν μπορούν νά μή χρησιμοποιούν σχεδόν δλες ot φυσικές καί κοινωνικές έπιστήμες, μά άπ’ αύτό δέ γίνονται φιλοσοφικές έπιστή μες. "Αν ή Ιστορική μέθοδος ήταν φιλοσοφική μέθοδος, τότε ή ιστο ρία θά ήταν δ πιό φιλοσοφικός άπό δλους τούς φιλοσοφικούς έπιστημονικούς κλάδους. Έξυπονοείται, ή έπιμέρους έπιστημονική, ή κοι νωνιολογική Ιρευνα τής διαδικασίας καί τών νομοτελειών τής ιστο ρικής έξέλιξής τής κοινωνίας δέν είναι ξεκομμένη καί δέ μπορεΐ να γίνει χωρίς τή φιλοσοφία. Μά ή φιλοσοφία τής Ιστορίας άρχίζει τή δουλειά της τότε πού έμφανίζονται τά φιλοσοφικά προβλήματα τής Ιστορικής έξέλιξής τής κοινωνίας καί άκρι€έστερα: ύπάρχουν άραγε άντικειμενικά ή διαδικασία καί ot νομοτέλεις τής Ιστορικής Ιςέλιξης τής κοινωνίας; Είναι άραγε γνώσιμες; Ποιά είναι cà κρι τήρια γ ιά τόν καθορισμό τής Ιστορικής καί τής κοινωνιολογικής άλήθειας ; Ποιές είναι ot κινητήριες δυνάμεις τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής — ύλικές ή πνευματικές ; Ποιά είναι ή σχέση άνάμεσα στό Υλικό κα! στό πνευματικό στή διαδικασία τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής κ.ά.; Κατά τόν ίδιο τρόπο μπαίνει τό ζήτημα καί γ ιά τά προβλήαα-
141
τ» σχετικά μέ τή διάρθρωση καί τή λειτουργία τών κοινωνικών συ στημάτων. Ή Ναούμοβα έχει δίκιο, δταν Ισχυρίζεται πώς ή κοινωνιολογία πρέπει νά μελετάει τή διάρθρωση καϊ τις διαδικασίες τών κοινωνικών σικτημάτων, τις διαρθρωτικολειτουργικές τους έξαρτήσεις καί νομοτέλεις. ’Α λλά, κατά τή γνώμη μας, λαθεύει Αποφασι στικά, δταν ισχυρίζεται πώ ς αύτά είναι άντικείμενο Αποκλειστικά τής κοινωνιολογίας, τή ς κοινωνιολογικής Ανάλυσης. "Οταν δ κοινω νιολόγος έρευνα τή διάρθρωση καί τΙς διαδικασίες τής λειτουργίας τών κοινωνικών συστημάτων, τις διαρθρωτικολειτουργικές τους έξαρτήσεις καί νομοτέλειες, μπροστά του προβάλλουν Αναπόφευχτα τά έρωτήματα: ύπάρχει άραγε ή κοινωνική διΑρθρωση αντικειμενκά, έστω καί ΑνεξΑρτητα Απδ τή συνείδηση τοϋ ύποκειμένου που γνω ρί ζει ; ΤΙ είναι τά συστατικά τής κοινωνικής διάρθρωσης, £ηλ. τά δια ρθρωτικά της στοιχεία — ύλικά ή πνευματικά; Σέ ποιά σχέση καί έξάρτηση βρίσκονται Αναμεταξύ τους τά ύλικά καί τά πνευματικά στοιχεία, στή διάρθρωση ; Σ έ ποιά σχέση βρίσκονται ή διάρθρωση καί τά συστατικά της κ Λ. ; Κ ι’ αύτά είναι πιά φιλοσοφικά έρωτήματα, πού Απαιτούν φιλοσοφική ΑνΑλυση. Μάλιστα, γ ιά νά ξεκα θαρίσει τις ίδιες τις έννοιες «διάρθρωση», «λειτουργία», «νόμο», δ κοινωνιολόγος είναι ύποχρεωμένος θέλοντας καί μή νά καταφύγει στή βοήθεια τής φιλοσοφίας, τής φιλοσοφικής άνάλυσης, για τί τοΰτες οί έννοιες άποτελοϋν, στδ κάτω τής γραφής, φιλοσοφικές έν νοιες. Δεύτερο, ή Ναούμοβα λαθεύει Αποφασιστικά, δταν Αποσπάει μεταφυσικά καί άντιπαραθέτει ούσιαστικά τή συγκριτικοϊστορική καί τή διαρθρωτικολειτουργική μέθοδο καί τις τοποθετεί στή βάση δυδ διαφορετικών τύπων γνώσεως — τής φιλοσοφικής καί τής κοι νωνιολογικής. Είναι άλήθεια πώ ς αύτές είναι δυδ διαφορετικές μέ θοδοι. Είναι Αλήθεια πώ ς πρέπει νά συνενωθοΰν, δχι δμως μηχα νικά, δπως τή φαντάζεται τούτη τή συνένωση ή Ναούμοβα, παρά διαλεκτικά — έτσι δπως στήν ίδια τήν Αντικειμενική πραγματικό τητα είναι διαλεκτικά συνδεδεμένες άναμεταξύ τους ή έξέλιξη τοϋ κοινωνικού συστήματος, άπδ τή μιά, καί ή διάρθρωση καί λειτουρ γ ία της, Απδ τήν άλλη. Δέν μποροΟμε νά καταλάβουμε καί νά Εξηγή σουμε έπιστημονικά ούτε τή διάρθρωση, οδτε τδν Ιδιαίτερο τρόπο
142
λειτουργίας τοϋ καπιταλιστικού ή τοϋ σασιαλιστικοϋ κοινωνικού συ στήματος, £ν δέν ξεκαθαρίσουμε τή γένεσή τους, τήν Ιστορική έμφάνιση καί έξέλιξή τους. Κ αί άντίστροφα, δέν μποροϋμε νά καταλάβου με τήν έξέλιξη αύτών τών δυό βασικών κοινωνικών συστημάτων τής σύγχρονης έποχής μας, άν δέν Ιχουμε μελετήσει τήν Ιδιαίτερη διάρ θρωση καί τίς διαρθρωτικές τους νομοτέλειες, τίς έσωτερικές τους λειτουργικές διαδικασίες καί έξαρτήσεις. Τ ρίτο, είναι άλήθεια, πώ ς ή κοινωνιολογία Εμφανίστηκε στίς συνθήκες τής καπιταλιστικής κοινωνίας. ’Α λλά τό νά ισχυρίζεται κανείς, δπως ή Ναούμοβα, πώ ς ή κοινωνιολογία διαμορφώθηκε ώς έπιστήμη πριν άπ' δλα στίς ΗΠΑ, δηλαδή ώς άποτέλεσμα τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης, είναι περίεργο, δσο καί Επιπόλαιο,. διάβημα. Πρίν άπ’ δλα ή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση δέν είναι Α μερικάνικη άνακάλυψη. "Οπως όμολσγεΖ καί δ ίδιος δ Πάρσονζ, ή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση Εχει τίς Ιδεολογικές της π η γές στήν άνάπτυξη τής εύρωπαϊκής άστικής κοινωνιολογίας. Έ ξ δν άπ’ αύτό, άπδ τά δσα έκθέσαμε πιδ πάνω φαίνεται έντελώς ξε κάθαρα, πώ ς ή κοινωνιολογία δέν μπορεΐ νά συνταυτίζεται μέ τή διαρθωτικολειτουργική άνάλυση, δηλαδή μέ τήν κοινωνιολογική άνάλυση τής διάρθρωσης καί τών λειτουργικών έξαρτήσεων τών κοινωνικών συστημάτων, παρμένων Εξω άπδ τή διαδικασία τής Ι στορικής τους έξέλιξής, καί Ακόμα λιγότερο μέ τή διαρθρωτικολειτουργική άνάλυση σά μιά άπδ τίς κατευθύνσεις τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας. Ή κοινωνιολογία ήταν, είναι καί δέν μπορ ε ϊν ά μ ή ν είναι μέ δριαμένη Εννοια Ιστορική έπιστήμη, σ τδβ αθιδ πού στδ καθήκον της περιλαβαίνεται ή έπκπημονική Ερευνα τής Ιστορικής έξέλιξής τών κοινωνικών συστημάτων καί τών νόμων αύτής τής έξέλιξής. "Οσον άφορά τδν ισχυρισμό τής Ναούμοβα, πώ ς δ Ιστορικός ύλισμός καί γενικά δ μαρξισμός 6έν Ιχουν προσφέρει ύπηρεσίες στή δημιουργία τής κοινωνιολογίας ώς έπιστήμης μιά καί ό Ιστορικός ύλισμός έμφανίστηοοε τάχα καί άναπτυσσόταν πρώτιστα ώς φιλοσοφικοϊστορική διδασκαλία κατά τή γνώμη μας είναι Ασύστατος καί πρέπει νά Απορριφτεΐ μέ τδν πιό Αποφασιστικό τρόπο. Είναι άλή-
143
βεια, πώς σχεδόν ώς τελευταία στό περιεχόμενο τοϋ Εστορικοϋ ύλισμοΰ περιλαβαίναν τόσο φιλοσοφικοϊ-στορικά, δσο καί έπιμέρους έπιστημονικά, κοινωνιολογικά προβλήματα καί άντιλήψεις. Καί σήμε ρα στή μαρξιστική φιλολογία ύπάρχει ή διαμάχη γύρω άπό τό 1ν δ ιστορικός ύλισμός πρέπει νά θεωρείται καί να συνεχίζει νά Αναπτύσ σεται ταυτόχρονα καί ώς φιλοσοφικοϊστορική, καί ώς κοινωνιολογιν.ή διδασκαλία ή είναι νόμιμο τά κονωνιολσγικά προβλήματα καί οί κοινωνιολογικές δοξασίες, πού περιλαμβάνονται στόν Ιστορικό ύλισμό, νά ξεχωριστοΰν άπό τα φιλοσοφικοϊστορικά του προβλήματα καί τίς φιλοσοφικοΐστορικές δοξασίες καί νά διαμορφωθοϋν σέ ξεχωρι στή αύτοτελή έπιμέρους έπιστήμης, πού θά φέρει τήν όνομασία «μαρξιστική κοινωνιολογία», ένώ στόν ιστορικό ύλισμό νά μείνουν μονάχα τά φιλοσοφκκοϊστορικά καί φιλοσοφικοκοινωνικά προβλήμα τα καί οί φιλοσοφικοϊστορικές καί φιλοσοφικοκοινο>νικές άντιλήψεις. Π αρ’ δλοπού όρισμένοι μαρξιστές συγγραφείς δέ θέλουνε μά λιστα οδτε καί ν’ άκούσουν τή λέξη «κοινωνιολογία», δνα είναι Α ναμφισβήτητο: ώς έπιστήμη ή κοινωνιολογία έμφανίστηκε καί διαμορφώθηκε άκριβώς πάνω στό έδαφος τοϋ Εστορικοϋ ύλισμοϋ. Είναι άλήθεια πώς δ ιστορικός ύλισμός προσδίδει πρωτοβάθμια σημασία στόν ιστορικό τρόπο άντιμετώπισης τών κοινωνικοϊστοοικών φαινομένων, στα προβλήματα τής Ιστορικής έξέλιξής τζς κοι νωνίας καί στούς νόμους αύτής τής έξέλιξής καί άκριβώς σ* αύτόν τόν τομέα Ιχε> προσφέρει μιά άπό τίς μεγαλύτερες ύπηρεσίες του. Μά δέν ύπάρχει καμιά δικαιολογία νά Ισχυρίζεται κανείς, πώς τά προβλήματα τής διαρθρωτικολειτουργικής άνάλυσης τοΟ ήταν έντελώς άδιάφορα, πώ ς στέκονταν ?ξω άπό τό όπτικό του π ε δίο. Ά κριβώ ς τό άντίθετο. Μήπως ή άλλη μεγάλη ύπηρεσία τοϋ μαοξοσμοϋ δέ βρίσκεται στό &τι άκριβώς αύτός πρώτος άποκάλυψε καί άνάλυσε τόσο τή γενικότερη διάρθρωση καί τά διαρθρω τικά συστατικά τών άνθρώπινων κοινωνιών (κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, παραγω γικές δυνάμεις, παραγω γικές σχέσεις, βά ση, έποικοδόμημα,
τάξη κ .ά .), καθώς
έπίσης τήν πραγματική
διάρθρωση τών χωριστών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Κ α νένας δέν άποκάλυψε τόσο βαθιά, τόσο λεπτομερειακά καί δλόπλευρα, τόσο άκριβολογημένα τήν πραγματική διάρθρωση καί τά διαρ
144
θρωτικά συστατικά τής καπιταλιστικής κοινωνίας, τΙς διαδικασί ας καί τούς μηχανισμούς τής λειτουργίας της, δπως τό ϊκανε αύ τό δ Μάρξ, καί δστερ’ άπ’ αύτδν δ Λένιν. Ή άπδ μέρος τους άνά λυση ιώ ν παραγω γικών δυνάμεων, τών πα ραγω γικών σχέσεων καί τών άμοιβαίων τους δεαμών καί έξαρτήσεων, τής βάοης καί τοϋ εποικοδομήματος τής ταξικής διάρθρωσης, τών χωριστών συστα τικών τοϋ έποικοδομήματος — κράτος πολιτικά κόμματα, κοινω νικά Ιδρύματα καί όργανώσεις, οί διάφορες μορφές τής κοινωνι κ ής συνείδησης (θρησκεία, φιλοσοφία, ήθική, τέχνη, πολιτική, δί καιο, έπιστήμη κ .δ .), — τών λειτουργιών καί τοϋ ρόλου, πού έκ-ληρώνουν τα χωριστά συστατικά τής διάρθρωσης τής καπιταλι στικής κοινωνίας, παραμένει καί ίσαμε σήμερα Αξεπέραστη στήν κοινωνιολογική φιλολογία. Σέ σύγκριση μέ τούτη τήν άνάλυση οί άφαιρημένοι στοχασμοί τών σύγχρονων λειτουργιστών πάνω στή διάρθρωση καί τή λειτουργία τών κοινωνικών συστημάτων είναι κάτι πέρα γ ιά πέρα φτωχδ καί άσήμαντο. Μά μήπως άκριβώς χάρη στήν δλόπλευρην άνάλυση, πού £κα νί δ μαρξισμός, τής διάρθρωσης καί τής λειτουργίας τής καπι ταλιστικής κοινωνίας δέν είναι πού κατάφερε τδ κομμουνιστικό κίνημα να μετατραπεΐ στήν πιδ πανίσχυρη κινητήρια δύναμη τής παγκόσμιας ιστορίας, νά έπιτελέσει τΙς πιδ βαθιές διαρθρωτικές Αλλαγές στήν άνθρώπινη κοινωνία, νά οικοδομήσει μιά κοινωνία μέ έντελώς νέα διάρθρωση κ Α .; Νά για τί τδ νά ύποδεικνύεται ή σύγχρονη άστική διαρθρωτικολειτουργική Ανάλυση ώς Απαρχή τής έπιστημονικής κοινωνιολογίας καί ώς ή μοναδική έπιστημονική κοινωνιολογία σημαίνει νά βλέπουμε τδν κόκκο τής άμμου καί νά μή βλέπουμε τδ βουνδ— τή διαρθρωτικολειτουργική Ανάλυση τοϋ μαρξισμοϋ - λενινισμοϋ, τήν άληθινά έπιστημονική του κοινωνιολογία, πού μάς Αποκαλύ πτει δχι μονάχα τή διάρθρωση καί τΙς λειτουργίες, άλλά καί τδν ίστορικδ δυναμισμό τών κοινωνικών συστημάτων. Άνακεφαλαιώνοντας τήν Ανάλυσή μας πάνω στό ζήτημα γ ιά τδ Αντικείμενο καί τά καθήκοντα τής κοινωνιολογίας, φτάνουμε στό ακόλουθο συμπέρασμα: ή μαρξιστική, παναπεϊ ή έπιστημονική κοινωνιολογία είναι έπιμέρους, μή φιλοσοφικός έπιστημονικδς κλά
ΊΟ
145
δος, πού Ιχ ε ι ώς φιλοσοφία του τή μαρξιστκκολενινιστική φιλοσο φία καί γ ιά Αντικείμενό του τόσο τούς νόμους τής διάρθρωσης καί τής λειτουργίας τή ς κοινωνίας ώς άντικειμενικά ύπαρκτοΟ πολύ πλοκου συστήματος, δσο καί τούς είδικούς νόμους τής Ιστορικής έξέλιξής αύτοΟ τοΟ συστήματος. Ά π ’ αύτή τή σκοπιά ή μαρξιστι κή κοινωνιολογία είναι ταυτόχρονα διαρθρωτικολειτουργική άνάλυστ, καί «κοινωνιολογία τής ίστορίας», παρμένες στή δια λεχπ κή τους ένότητα, πού άντικαθρεφτίζει τήν άντικειμενική ύπαρκτή διαλεκτική Αλληλεξάρτηση άνάμεσα στήν διάρθρωση καί στή λει τουργία τής κοινωνίας ώς συστήματος, άπό τή μιά, καί στή δια δικασία τής Ιστορικής της έξέλιξής, άπό τήν άλλη.
146
Ε ΙΝ Α Ι Δ Τ Ν Α Τ Ο ΝΑ Γ Π Α Ρ Χ Ε Ι Η Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ Τ Η Σ ΙΣ Τ Ο Ρ Ι Α Σ Ω Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η ;
Έ φ ’ δαον ή διάρθρωση καί ή λειτουργία τής κοινωνίας ώς όλοκληρωμένου συστήματος, καθώς καί ot νομοτέλειες τής ιστορι κής του έξέλιξής άποτελοΟν άντικείμενο τής κοινωνιολογίας, τότε ύπάρχει τά χα θέση γ ιά τήν δπαρξη καί τήν άνάπτυξη τής φιλοσο φίας τής Ιστορίας παράλληλα μέ τήν κοινωνιολογία καί είναι δυνατδ νά ύπάρχει αύτή ώς έπιστήμη ; Ot άπαντήσεις σ’ αύτδ τδ τδ έρώτημα, πού βρίσκουμε στήν άστική φιλολογία, είνα διαφορετικές καί άντιφατικές. Κυμαίνον ται άνάμεσα σέ διαμετρικές άντιθέσεις, πού δμως είναι κλεισμένες στά δρια τής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας. Ot νεοθετικιστικές — φιλοσόφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί — άνακηρύσσουν τά φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα, καθώς καί δλα τά φιλοσοφικά προβλήματα, γ ιά «είκονικά», «άνόητα», ένΰ τΙς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις γ ιά θεωρητικές καί άνεπιστημονικές. Γ ι’ αύτό άπορρίπτουν τή φιλοσοφία τής ιστορίας καί τό δικαίω μά της νά ύπάρχει. Πολλοί άστοί κοινωνιολόγοι καί ιστορικοί, χ ω ρίς νά είναι νεοθετικιστές, έπίσης άρνοϋνται τή φιλοσοφία τής Ιστο ρίας γ ιά τόν άπλούστατο λόγο, πώ ς δέ γνωρίζουν άλλη φιλοσοφία τής ιστορίας έξόν άπό τή θεωρητική, τήν Ρεαλιστική καί τήν άνεπιστημονική άστική φιλοσοφία τής ιστορίας. *Ενας τεράστιος άριθμός άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί Ιστορικοί δμως έπίμονα ύ-
147
περασπίζουν τό δικαίωμα τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας νά ύπάρχει ώς αύτοτελής έπιστημονικός κλάδος ή ώς Ιδιαίτερος κλάδος τΐ)ς φιλοσοφίας καί έξακολουθούν νά τήν Αναπτύσσουν. Κ άτι περισσό τερο, δπως σημειώσαμε κιόλας, κατά τΙς τελευταίες δεκαετίες στό μέτωπο τής άστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας άρχισε μιά πάρα πολύ μεγάλη κίνηση, πού έξακολουθεΐ νά μεγαλώνει. Ή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας άποτελεΐ ένα ποι κίλο πανόραμα άπό διαφορετικές καί άντιφατικές άντιλήψεις. Π α ρά τδ δτ· δεσπόζουνε σ’ αύτήν οί ίδεαλιστικές, οί άνεπιστημονικές καί οί Αντιδραστικές δοξασίες, θά ήταν λαθεμένο δλα τά προβλή ματα, πού μ ' αύτά άσχολεΐται, καί δλες οί Ιδέες της νά άνακηρυ· χτοΰν «είκονικά», «άνόητα» καί να άπορριφτοϋν ώς άνεπ ιστημόνικα καί
Αντιδραστικά.
Μά, μοΰ
φαίνεται, πώ ς καί δ πιό
λεπτά
δ'.αφορισμένος τρόπος άντιμετώπισης τών διαφόρων ρευμάτων καί ύποχρεώσεων τής σύγχρονης άστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας δέν μπορεΐ νά μήν δδηγήσει στό συμπέρασμα, πώς οί έκπρόσωποί της είναι Ανήμποροι νά τή θεμελιώσουν ώς αύτοτελή κλάδο καί άκόμη /ιγότερο ώς έπιστημονικό κλάδο. "Οπως ύποδείξαμε κιόλας, ένα μεγάλο τμήμα τών άστών συγ γραφέων συνταυτίζουν τά προβλήματα τής φιλοσοφίας τής ιστορίας μέ τά προβλήματα τής θεωρητικής κοινωνιολογίας. θέτουν μπρο στά τους τό καθήκον νά δημιουργήσει «όλόπλευρη θεωρία» γ ιά τήν Ανθρώπινη κοινωνία καί τήν Ιστορία της, νά άποκαλύψει τούς νό τιους καί τις τάσεις τής ιστορικής έξέλιξής τής κοινωνίας ή, δπως λέει δ Μ πάρακλαφ, νά άποκαλύψει «πίσω Από τά μεταβατικά φαι νόμενα τις τάσεις, τΙς κινητήριες δυνάμεις, τή διαδοχικότητα κα: τή διάρθρωση τοϋ πολιτισμού».1 Μά τούτα τά προβλήματα καί κα θήκοντα, είναι έπιμέρους έπιστημονικά, κοινωνιολογικά, καί δχι φιλοσοφικά ή, άν στ’ άλήθεια περιέχουν καί φιλοσοφικά στοιχεία, δέν είναι ξεχωρισμένα άπό τά έπιμίρους έπιστημονικά. "Ετσι ή φ ι λοσοφία τής ιστορίας καταντάει χω ρίς δικά της φ ι λ ο σ ο φ ι κ ά προβλήματα καί «έπί ξύλου κρεμάμενη». Ή άπόπειρα τού Ζέμελ νά παρουσιάσει τή φιλοσοφία τής ιστορίας του ώς «προκαταρκτική 1. G. Barraclough, Itiecory in a Changing World, p. 223.
148
έπιστήμη» δέν άλλάζει τήν κατάσταση, άλλά χάνει άκόμη πιό δλοφάνερο τό γεγονός δτι αύτή βρίσκεται σέ ξένο χώρο καί δέν 8χει δικό της ίδαφος κάτω άπδ τά πόδια της. Ά π δ τήν άλλη, οί δπαδοί αύτής τής άποψης έξετάζουν τή φιλοσοφία ώς «άπριορίστικη», «θεω ρητική» καί άνεπιστημονική «γνώση». Κ ατ’ αύτόν τδν τρόπο ή φι λοσοφία τής Ιστορίας άποδείχνετα· άνεπιστημονική, άφηρημένη θεω ρητικολογία πάνω σέ έπιμέρους έπιστημονικά προβλήματα, πού άφοροϋν τήν κοινωνία καί τήν ιστορική της έξέλιξη. Για να μπορεΐ να άντισταθεΐ ή φιλοσοφία τής ίστορίας καί νά αναπτύσσεται ώς αύτοτελής έπιστημονικδς κλάδος, πρέπει νά Απο δειχτεί πώς έχει δικό της άντικείμενο, δικά της προβλήματα καί νά ύποδειχτοΟν αύτά. Στήν άστική φιλοσοφική φιλολογία Εχουν γίνει δχι λίγες άπόπειρες νά έκπληρωθεΐ τοϋτο τδ σπουδαίο καθήκον κι’ έμεϊς θα σταθοϋμε σέ μερικές άπδ τΙς χαρακτηριστικότερές τους. Ή ουσία αυτών τών Αποπειρών Ιχει έκτεθεί πάρα πολυ πετυ χημένα, άν καί καθόλου έξαντλητικά, άπό τδν άγγλο φιλόσοφο Ού. Ούόλς στό βιβλίο του «Εισαγωγή στή φιλοσοφία τής ίστορίας». Ό Ούόλς παρατηρεί πώς άκόμη κι ί πιδ άντιμεταφυσικά διακείμενος φιλόσοφος θά συμφωνήσει, πώς ή φιλοσοφία τής έπιστήμης είναι ενας έντελώς νόμιμος κλάδος τής γνώσης. Ά λ λ ά σέ τέτοια περίπτω ση πρέπει να δεχτεί έπίσης καί τή δυνατότητα τής φιλοσοφίας τής ίστορίας τουλάχιστο στή μια άπό τις δυό της μορφές. Γιατί δπως κάθε έπιστημονική νόηση, ή ιστορική νίηση έπίσης δίνει Αφορμή γ ιά τήν έμφάνιση έρευνών πρός δυό κατευθύνσεις — ή μια άσχολεΐται μέ τήν ίδια τή νοητική δραστηριότητα, ένώ ή άλλη μέ τά Αντικείμενα τής νοητικής δραστηριότητας. «'Η φιλοσοφία τής ί στορίας» — γράφει ό ϊδιος— «στήν πραγματικότητα είναι Ονομα σία γ ιά δυό δμάδες φιλοσοφικά προβλήματα: διαθέτει θεωρητικό καί άναλυτικδ τμήμα. Καί άκόμη κι έκεΐνοι πού άπορρίπτουν τό πρώτο, μπορούν νά δεχτοϋν δλοκληρωτικά καί στ’ άλήθεια πρέπει να δεχτούν τδ δεύτερο».1 "Οταν λέει
«Α ν α λ υ τ ι κ ή» εϊτε «κ ρ ι τ ι κ ή» δ Ούόλς
1. W. Η. Walsh, An Inroduction to Philosophy of History, p. 15.
149
ϊγν. ύπόψη του έκεΐνο τό τμήμα τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας, πού άποτελεΐ τήν θεωρία τής Ιστορικής γνώσης. Έ χ ε ι γ ιά Αντικείμε νό της τήν ιστορική γνώση καί άσχολεΐται μέ τά γνωσιολογικά καί τά μεθοδολογικά προβλήματα τής Ιστορίας: ή ιστορία καί οί άλλες μορφές τής γνώσης, δηλαδή ή σχέση άνάμεσα στήν Ιστορία καί στίς άλλες έπιστήμες, άλήθεια καί γεγονός στήν Ιστορία, ή Αντι κειμενικότητα τής ιστορικής γνώσης, ή φύση τής ιστορικής έξήγησης κ.ά. Κάτω άπό τόν δρο « θ ε ω ρ η τ ι κ ό * ή μ ε τ α φ υ σικό τ μ ή μ α» δ Ούόλς έννοεΐ έκεΐνο τό τμήμα τής φιλοσο φίας τής Ιστορίας, πού άσχολεΐται μέ τά φιλοσοφικά προβλήματα, πού άναφέροντα: στό ίδιο τό άντικείμενο τής ιστορικής γνώσης. Τούτα τά προβλήματα τά διαιρεί σέ δυό δμάδες. Ή πρώτη όμάδα περιλαβαίνει «δλα έκεΐνα τά μεταφυσικά προβλήματα», πού μ’ αύ τά Ασχολούνταν προβλήματα γ ια κής διαδικασίας προβλήματα γ ια
«ή τό ώς τις
παραδοσιακή φιλοσοφία τής ιστορίας» — τά «πλάνο», τό «νόημα καί τό σκοπό τής ιστορι συνόλου». Ή δεύτερη δμάδα περιλαμβάνει τά κινητήριες δυνάμεις τής Ιστορικής διαδικασίας
καί γ ιά τις αιτιατικές σχέσεις άνάμεσα στά ιστορικά γεγονότα. Ό Ούόλς παρατηρεί, πώς μέσα στούς άστούς φιλοσόφους λεί πει ή δμογνωμία, σχετικά μέ τό άν τα λεγάμενα «μεταφυσικά» προβλήματα τής ιστορίας είναι άληθινά φιλοσοφικά προβλήματα. Μερικοί φρονούν, δτι μονάχα τά γνωσιολογικά προβλήματα τής ι στορίας είναι φιλοσοφικά, μά δχι καί τά «μεταφυσικά». Προσωπι κά δ Ούόλς κλίνει Από τά λεγόμενα «μεταφυσικά προβλήματα» νά περιλάβει στά φιλοσοφικά προβλήματα τής Ιστορίας μονάχα τό πρόβλημα γ ιά «τό νόημα τής ιστορίας ώς όλοκληρωμένης διαδικα σίας», άλλα δχι καί τά προβλήματα σχετικά μέ τις κινητήριες δυ νάμεις τής ιστορικής έξέλιξής καί τις αΐτιατικές σχέσεις άνάμεσα στα Ιστορικά γεγονότα. «Τό ζήτημα γ ιά τό ποιο· είναι οί κύριοι κι νητήριοι παράγοντες στήν ιστορία — γράφει ό ίδιος,— δέν είναι φιλοσοφικό ζήτημα. Είναι ζήτημα, πού μπορεΐ νά έπιλυθεΐ μονά χα μέ τήν έρευνα τών πραγματικών αίτιακών σχέσεων στήν ιστο ρία. Κ αί τό γιατί πρέπει νά θεωρείται πώς μονάχα ένας φιλόσοφος είναι καταρτισμένος νά διεξάγει μιά τέτοια έρευνα, δέν είναι ξά στερο. Ξόφθαλμα αύτή ή έρευνα θά μπορούσε νά γίνει μέ πάρα πο
150
λύ μεγαλύτερη έπιτυχία άπό 2να καλά καταρτισμένο έπαγγελματία ιστορικό... ή έπεξεργασία μιας θεωρίας τής Ιστορικές έρμηνείας φαίνεται να άποτελεΐ καθήκον μάλλον τής Ιδιας τής ίστορίας, άπ’ δσο τής φιλοσοφίας τής ίστορίας».1 Ά π ’ αδτή τή σκοπιά δ μαρξι σμός, κατά τήν άποψη τοΰ Ούόλς, στό βαθμό πού είναι Θεωρία γ ιά τίς κινητήριες δυνάμεις τής ιστορικής έξέλιξής καί γ ιά τΙς αΐτιακές σχέσεις σχέσεις μεταξύ τών Ιστορικών γεγονότων, δέν είναι φι λοσοφία τής Ιστορίας, άλλά μιά «έμπειρική ύπόθεση», δηλαδή έπι μέρους έπιστημονική «ύπόθεση», πού πρέπει νά έλεχθεϊ μέ τήν Iφαρμογή της στίς ξεχωριστές ιστορικές καταστάσεις. Μά στό βαθμό -τού δ μαρξισμός ύποστηρίζει, πώς ή Ιστορική έξέλιξη δδηγεί στήν πραγμάτωση άταξικής κοινωνίας καί στό βαθμό πού ύποστηρίζει, πώς οί «οικονομικοί παράγοντες» είναι καί πρέπει νά είναι τά βα σικά στοιχεία κάθε Ιστορικής κατάστασης, δηλαδή στό βαθμό πσ ΐ «ύπερασπίζει τήν άρχή τοΟ ίστορικοϋ ύλισμοΟ ώς Απαραίτητης άλήθειας», ώς «άπριορίστικης άλήθειας», πού «καμιά μελλοντική πείρα δέ θά μποροΟσε νά διαψεύσει», ό μαρξισμός είναι τάχα φιλο σοφία τής ίστορίας καί άξίζει τήν προσοχή τών φιλοσόφων.2
Ή φιλοσοφία τής ίστορίας ώς θεωρία τής γνώσης καί ώς μεταφυσική τής ίστορίας. Τυπικοί έκπρόσωποι αύτής τής άποψης είναι άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγο- καί ιστορικοί δπως οί Λέοπολντ φόν Β ίζε, Φ. Μάινε1. W. Η. Walsh, An Introduction to Philosophy of History, p. 26. 2. Ibid., p. 27.
151
ν.ζ, Ά . Τόινμπι, Ν . Μπερντιάεφ, Ζ. Μαριτέν κ.ά., πού οί φλοσοφικοϊστορικές δοξασίες τους ίχουν θεολογικδ χαραχχήρα. Κ ατά τή γνώμη τού Μπερντιάεφ, λόγου χάρη, ή ιστορική γνώ ση πρέπει να ίχ ε ι δική της γνωσιολογία, διχή της θεωρία τής γνώ σης καί 2να άπδ τα καθήκοντα τής φιλοσοφίας τής Ιστορία; είναι νά δώσει αύτήν τή θεωρία, νά άποκαλύψει τήν Ιδιαίτερη ουσία τής ιστορικής γνώσης, τή φύση καί τις μεθόδους της, πού μέ τή βοή θεια τους πετυχαίνετα: αύτή. Μά παράλληλα μέ αύτδ ή φιλοσοφία τής Ιστορίας είναι πρ:ν ά π ’ δλα «δντολογία», «μεταφυσική τής Ι στορίας». Ώ ς «μεταφυσική» ή φιλοσοφία τής ιστορίας ίχ ε ι Αντι κείμενο δχι τήν ιστορική γνώση, παρά «τήν ούσία τοΰ «ίστορικοΰ» ώς κάποια ιδιαίτερη πραγματικότητα, πού ύπάρχει στήν Ιεραρχία τών πραγματικοτήτων, πού Απαρτίζουν τδ είναι».1 Τ δ «ιστορικό», πού Αναφέρει δ Μπερντιάεφ, ώς άντικείμενο Αποκλειστικό τής φι λοσοφίας τής ιστορίας, δέν είναι ή «πραγματική ιστορία», δέν είναι τδ σύνολο τών ιστορικών διαδικασιών καί γεγονότων, δέν είναι τα Ιστορικά «φαινόμενα», που Αποτελοΰν Αντικείμενο τής Ιστορικής επιστήμης, Αλλά ή βαθύτερη ούσία τών Ιστορικών φαινομένων καί τοΰ κόσμου γενικά. «Τδ «Ιστορικό» — γράφει ό ίδιος— είναι νο ούμενο. Στό «Ιστορικό», μέ τήν Αληθινή σημασία τής λέξης, Απο καλύπτεται ή ούσία τοΰ είναι, Αποκαλύπτεται ή έσωτερική πνευ ματική ούσία τοΰ κόσμου... Τό «Ιστορικό» είναι βαθιά δντολογικό στήν ούσία του, καί δχι φαινομεναλιστικό».2 Ε ίναι κάτι «ύπερβατικδ» καί ταυτόχρονα «ή πραγματική μεταφυσική βάση τής Ιστορί ας» - -είναι «ή ούράνια Ιστορία καί ή ούράνια μοίρα τοΰ Ανθρώ που», πού -.προκαθορίζει τήν έπίγεια μοίρα καί τήν έπίγεια Ιστορία τοΰ Ανθρώπου».3 Ή νεσθωμική δοξασία τοΰ Ζιάν Μαριτέν γ ιά τό αντικείμενο καί τά καθήκοντα τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας είναι στή βάση της παρόμοια μέ έκείνη τοΰ Μπερντιάεφ, άλλα Από δρισμένες Απόψεις διαφέρει Απ’ αύτήν. Κ ατά τή γνώμη τοΰ Ζ. Μαριτέν ή φιλοσοφία 1. Ν. Μπερντιάεφ, «Τό νόημα τής Ιστορίας», σελ. 20. 2. Στό Ιδιο, σελ. 24. 3. Στό Ιδιο, σελ. 55.
152
τής ιστορίας άποτελεΐ μέρος τής φιλοσοφίας γενικά. «Άσχολεΐται •ιέ τή συγκεκριμενοποίηση τών γενικών άληθειών. που διαπιστώ νονται άπό τή φιλοσοφία», έφαρμόζοντάς τες στήν Ιστορία τής άνθρωπότητας, παρμένη στό σύνολό της.1 Ή φιλοσοφία τής Ιστορίας καί ή ιστορία έχουν Ινα καί τό ίδιο άντικείμενο, μά παρ’ 8λ’ αύτά οιαφέρουν ούσιαστικά μεταξύ τους. Πρώτο, ή φιλοσοφία τής ιστορίας είναι τάχα έπιστήμη, ένώ ή ιστορία δέν είναι τάχα έπιστήμη. Δεύ τερο ό Μαριτέν κάνει διάκριση άνάμεσα στό άντικείμενο καί στό στόχο ένός έπιστημονικοΟ κλάδου. Κ ατά τή γνώμη του ή φιλοσοφία τής ιστορίας καί ή ίδια ή Ιστορία έχουν ένα καί τό ίδιο άντικείμενο, μά διαφορετικούς στόχους. Ή φιλοσοφία τής Ιστορίας Εχει τάχα νά κάνει μέ έναν «τυπικό στόχο», πού είναι τάχα διαφορετικός άπό ϊκεΐνον τής Ιστορίας. Έ ν ώ δ «τυπικός στόχος» τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας είναι τάχα «έπιστημονικός», «καβολικός», «άπαραίτητος» καί «ύπεραισθητός»,* «ό τυπικός στόχος τής Ιστορίας δέν είναι Επι στημονικός — δέν είναι καθολικός, δέν είναι άπαραίτητος, δέν εί ναι άνεβασμένος ίσα μέ τό έπίπεδο τής άφηρημένης ύπεραισθητικίτητας».2 Έ δ ώ δέ μάς ένδιαφέρει ό σχολαστικός βερμαλισμός τοΰ Μαριτίν. Έ κεΐνο πού στήν δοσμένη περίπτωση μάς ένδιαφέρει καί πού θέλουμε νά ύπογραμμίσουμε είναι δτι, κατά τή γνώμη του, ή Ιστο ρία δέν άποτελεΐ έπιστήμη, ένώ ή φιλοσοφία τής Ιστορίας άποτελεΐ Ιπιστήμη, πού, δπως στό Μπερντιάεφ, άπαρτίζεται άπό δυό μέρη: άπδ τή θεωρία τής Ιστορικής γνώσης καί άπό τή μεταφυσική τής Ιστορίας. '2 ς θεωρία τής Ιστορικής γνώσης Ιχε ι γ ιά άντικείμενο «τήν ίδια τήν Ιστορική γνώση» καί άσχολεΐται μέ τά προβλήματα : «Ποιά είναι ή άξία τής Ιστορικής γνώ σης; 'Τ πάρχουν τέτοια πρά γματα, δπως Ιστορική άλήθεια καί Ιστορική Ασφάλεια;» κΛ .3 1. J. Maritain, On the Philosophy of Hsstory. p, 15. 2. Ibid , p. 4. 3. Ibid., p. 5. * Μετάφραση τοΟ λαν. Inteligibilis, που σημαίνει καί διασκε~ πτικός. Πρόκειται γιά δρο τής Ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, πού σημαί νει, λό/ου χάρη στόν Πλάτω\α. τό ύπεραισθητό, πού πετυχαίνεται μονάχα μέ τό νοΟ καί δχι μέ τίς αίσθήοεις. Στόν Κάντ 6 ύπεραισθητός κόσμος τών «πραγμάτων καθεαυτά» είναι νοητός, άλλά άγνώσιμος. (Σημ. τ. Μετ ).
153
Ώ ς «μεταφυσική» ή φιλοσοφία τής ιστορίας ϊ χ α γ ιά «άντικεί•μενο» «τδ ξετύλιγμα τοϋ χρόνου, τήν ίδια τή διαδοχή τοΰ χρόνου», πού μάς όρθώνει μπροστά στό χείμαρρο τών ένικών Ιστορικών γε γονότων. Ό «τυπικός στόχος» (object) τής φιλοσοφίας τής ι στορίας ώς «μεταφυσικής», πού διαφέρει τά χα ούσιαατικά άπό τόν «τυπικό στόχο» τής ίστορίας, είναι πάλι «τό διασκεπτικό νόημα... τοΰ ξετυλίγματος τής έξεταζόμενης έξέλιξής», δηλαδή τής άνθοώπινης ίστορίας. « Ό χρόνος τής άνθρώπινης ίστορίας — γράφει é Μαριτέν— ίχ ε ι μιά έσωτερική διάρθρωση... 2να νόημα καί μιά κα τεύθυνση», που δδηγεΐ πρός Ιναν πρσκαθορισμένον άπό τό €ίεό σκο πό. Καί τό καθήκον τής φιλοσοφίας τής ίστορίας ώς «μεταφυσικής» είναι νά άποκαλύψει «τό ύπεριστορικό νόημα» τής ίστορίας, τήν κα τεύθυνση καί τό σκοπό τής έξέλιξής της. Κ ι’ ίτσι, άνεξάρτητα άπό τις διαφορές τους, τό κοινό στις δο ξασίες τοΰ Μπερντιάεφ καί τοΟ Μαριτέν είναι πώ ς ή φιλοσοφία τής ίστορίας δέν άποτελεΐ οδτε κοινωνιολογία, οδτε ιστορία, παρά φ ιλ ο σ ο ψ ί α τής ίστορίας. Αύτή ϊχ ε ι δικό της άντικείμενο, ή «στόχο» (o b je c t), όπως θά έκφραζόταν 6 Μαριτέν, καί δικά της προβλήματα, πού δέν είναι καί δέν μοροΰν νά είναι άντικείμενο καί προβλήματα κανενός άλλου έπιστημονικών κλάδου. Ή φιλοσοφία τής ίστορίας άποτελεΐται άπό θεωρία τής ιστορικής γνώσης καί «όντολογία» ή «μεταφυσική» τής ίστορίας, δπου δ τόνος μπαίνει πά νω στήν τελευταία. Ή γνώση, πού μάς δίνει αύτή γ ιά τήν Ιστορία, είναι ούσιαστικά διαφορετική άπό έκείνη τής ίστορίας καί δποιασδήποτε άλλης κοινωνικής έπιμέρους έπιστήμης. Μάς «Αποκάλυ πτε:» τήν «ο ύ σ ί α» τής ίστορίας καί άπ’ αύτήν τήν άποψη ή φιλοσοφικοϊστορική γνώση είναι άπροσμέτρητα άνώτερη μορφή γνώ σης άπό τήν ιστορική, είναι ή «άληθινή» γνώση τής ίστορίας.
*0 «άπόλυτος Ιστορισμός» τοϋ Μπενεντέτο Κρότσιε. Ό Ούόλς παρατηρεί πώς δρισμένοι άστοί συγγραφείς άπορρίπτουν τή «μεταφυσική» ή τήν «δντολογία» τής ίστορίας καί έξετά-
154
ζουν τή φιλοσοφία τής ιστορίας μονάχα ώς θεωρία τής Ιστορικής γνώσης, ώς μεθοδολογία τής ιστοριογραφίας. Σ ’ αύτούς τούς συγ γραφείς άνήκει δ Ιταλός νεοχεγκελιανός φιλόσοφος Μπενεντέτο Κρότσιε. Ό Κρότσιε είναι ενας άπό τούς μεγαλύτερους καί τούς βαθύ τερους άστούς φιλοσοφικούς στοχαστές στό πρώτο μισό τοϋ είκοστοΰ αιώνα. Στό κέντρο τής φιλοσοφίας του βρίσκονται τά προβλήματα τής ίστορίας. Κ ι’ αύτό δέν είναι τυχαίο. Ό Κρότσιε ήταν ιστορικός. Στήν πένα του άνήκουν μιά σειρά είδικά Ιστορικά ϊρ γα , δπως «Ή Ναπολιτάνικη ’Επανάσταση τοϋ 1799», « Ή ιστορία τής ’Ιταλίας άπό τό 1871 ώς τό 1915», « Έ 'Ιστορία τής Εύρώπης» κ.ά., πού ά σκησαν μεγάλη έπίδραση πάνω στήν ιδεολογική ζωή στήν ’Ιταλία καί Ιξω άπ’ αύτήν. Ά κριβώ ς διά μέσου τής ίστορίας δ Κρότσιε Έφτασε στή φιλο σοφία καί στή φιλοσοφία τής ίστορίας. Τ ις φιλοσοφικοΐστορικές του άντιλήψεις τίς άνάπτυξε κυρίως στά ίρ γ α του «Λογική» (1 9 0 9 ), <θ εω ρία καί Ιστορία τής ιστοριογραφίας» (1916) καί « Έ ίστορία ώς σκέψη καί ώς πράξη» (1 9 3 8 ). Ή έπίδραση τοΰ Κρότσιε πάνω στήν άστική φιλοσοφικοίστορική σκέψη είναι τεράστια. *0 γερμανός άστός φιλόσοφος Χάνς Μπάρτ σημειώνει, πώ ς έκεΐνο πού ό Βίντελμπαντ καί ό Ρίκερχ ?καναν στή γερμανική φιλοσοφία κατά τήν τελευταία δεκαετία τοΰ δέ κατου ένατου αιώνα «γιά τήν άπελευθέρωση τών έπιστημών άπό τήν έςουσία τής πανίσχυρης φυσικοεπιστημονικής μεθοδικής, τό έκανε ό Μπενεντέτο Κρότσιε στήν ’Ιταλία».1 Μά ή έπίδραση τών φιλοσοφικοϊστορικών άντιλήψεων τοΰ Κρότσιε δέν περιορίζεται μονάχα στήν ’Ιταλία, δπου κρατούσε τό ρόλο άληθινοΰ έξουσιαστή καί δι κτάτορα τής άστικής φιλοσοφικής σκέψης. Τούτη ή έπίδραση άπό καιρό διαδόθηκε στις άλλες καπιταλιστικές χώρες καί μάλιστα σέ τέτοιες χώρες δπως ή Α γ γ λ ία . Στό βιβλίο του «θεωρία καί ιστορία τής ιστοριογραφίας» 6 Κρότσιε γράφ ει: «’Ενάντια στή φόρμουλα τοΰ Φιουστέλ ντε Κουλάνζ, δτι ύπάρχουν φιλοσοφία καί ίστορία, μά δχι 1. Hans Berth, Ginführuug In : Benedetto Croce, Die Geschichte als Geganke und als Tat. A Francke AG, Verlag, Bern, 1944, s. 17.
155
καί φιλοσοφία τής ίστορίας, Αντιπαραθέτουμε μιάν άλλη φόρμουλα : πώς δέν ύπάρχει οδτε φιλοσοφία, οδτε ιστορία, οδτε φιλοσοφία τής ίστορίας, άλλά μόνον Ιστορία, πού είναι φιλοσοφία, καί φιλοσοφία πού είναι Ιστορία».1 Στδν άναγνώστη, πού δέν γνω ρίζει τΙς φιλοσοφικές καί τίς Ι στορικές Αντιλήψεις τοΟ Κρότσιε, αύτή ή φόρμουλα Ασφαλώς θά προκαλίσει Αληθινή Αμηχανία: Πρώτο, γιατί κατατάσσουμε τδν Κρό τσιε μεταξύ έκείνων τών φιλοσοφικών στοχαστών καί Ιστορικών τού έξετάζουν τή φιλοσοφία τής ίστορίας ώς θεωρία τής Ιστορικής γνώσης, ώς μεθοδολογίας τής Ιστοριογραφίας, δταν αύτδς γενικά Αρνιέται καί τή φιλοσοφία, καί τήν Ιστορία, καί τή φιλοσοφία τής ίστορίας; Δεύτερο, τί σημαίνουν τά λόγια τοΟ Κρότσιε, πώ ς ή φιλο σοφία είναι Ιστορία καί ή Ιστορία είναι φιλοσοφία, δταν αύτδς άρνιέται καί τή μιά, καί τήν άλλη; Πήραμε σάν Αφετηρία τής έξέτασής μας Ακριβώς αύτή τή φόρ μουλα τοΰ Κρότσιε, για τί ίσα - ίσα αύτή μάς εΙσάγει Απευθείας στήν ούσία τής δοξασίας του γ ιά τή φιλοσοφία, γ ιά τήν Ιστορία καί γ ιά τή φιλοσοφία τής Ιστορίας. Γιά νά ΑποφευχτοΟν κάθε είδους παρανοήσεις, είναι Απαραί τητο πριν Απ’ δλα νά ξεκαθαριστεί τδ ζήτη μα: Μέ ποιά Εννοια καί ποιά φιλοσοφία, Ιστορία καί φιλοσοφία τής ίστορίας Αρνιέται δ Κρότσιε ; “Οταν Αρνιέται τή «φιλοσοφία», δ Κρότσιε Εχει ύπόψη του 5χι τή φιλοσοφία γενικά, μά τήν «παραδοσιακή φιλοσοφία», τή λε γάμενη «Ακαδημαϊκή» ή «καθαρή φιλοσοφία». Αύτή ή φιλοσοφία, κατά τή γνώμη του, Εχει βαλτώσει τόσο βαθιά στή «θεολογία καί στή μεταφυσική», ώστε οί Εκπρόσωποί της «ώς καί τότε πού δέν έπιθυμοΟν περισσότερο ν’ Ακούσουν γ ιά θεολογία καί μεταφυσική καθοδηγούνται Ακόμη Απδ τΙς παλιές δέες».2 ’Αντί νά ύπηρετεΐ
1. ΓΙαραθ. κατά Ά τ. ΊλΙεφ, «Ή φιλοσοφία τού Μπενεντέτο Κρότσιε», παρουσίαση καί κριτική, Σόφια, 1942, (στα βουλγάρικα). 2. Παραθ. κατά Μ. Άμπάτε. «Ή φιλοσοφία τοϋ Μπενεντέτο Κρότσιε καί ή κρίση τής ιταλικής κοινωνίας», Έ κδ. Ξένης Φιλολολογίας, Μόσχα, 1959. σελ. 65. (στά ρωσικά).
156
τήν επιστήμη καί τΙς άνάγκες τής ιστορικής ζω ής, άποκόβιηκε ά/πό αύτές, μετατράπηκε σέ σχολιασμό, πού άναζητάει νά άνακαλύψει κάποΐα «ύπερβατική πραγματικότητα», «στρέφει τό βλέμμα της πρός τόν oùfjmè καί άποδέχεται ή προσδοκάει τήν δψιστη άλήθεια*. «Νά άπό πού προέρχεται ή άπέχθειά μου πρός τούς λεγομέ νους καθαρούς φιλοσόφους — άναφωνεΐ δ Κρότσιε,— πού δέν γνω ρίζουν τή ζω ή, αστοιχείωτοι καί άπαθεΐς άπέναντι στά πράγματα, πού άνάγουν τή φιλοσοφία στδ σχολαστικισμό».1 Ό Κρότσιε δχι μόνο άπεχθάνεται αύτήν τήν φιλοσοφία, δχι μόνο τήν περιφρονεΐ καί τής άπευθύνει τά πιό φαρμεκερά πειρά γματα. Δηλώνει πώς αύτή είναι «νεκρή, για τί ή άξίωσή της γιά αύτοτέλειχ πή γαζε άκριβώς άπό τήν
ο ύ σ ί α της ώς μεταφυσι
κής»^ Ό τ α ν άρνιέται τήν «Ιστορία», δ Κρότσιε £χει ύπόψη του ί χ ι τήν Ιστορία γενικά, δχι τήν άληθινή ιστορία, παρά έκεΐνα τά στε ρημένα άπό κάθε θεωρητική ιστορική δοξασία, άπό κάθε λογής ι στορική θεωρία, έμπειρικά συνονθυλεύματα, πού οί άστοί ιστορικοί δημιουργούσαν καί έξακολουθοΟν νά δημιουργούν πάνω στή βάση τής θετικιστικής μεθοδολογίας καί τά διαφημίζουν ώς άληθινή «έ πιστημονική Ιστορία». Μά αύτό, δηλώνει δ Κρότσιε, δέν ήταν κα θόλου Ιστορία, παρά «βιβλική πολυμάθεια», «συνονθύλευμα γεγονό των», σκέτο «χρονικό», «σημειώσεις, άναμνήσεις, χρονικά» — «νε κρή Ιστορία». «Ερευνώντας τά τεκμήρια προσανατολιζόταν στά έξωτερικά» καί βρισκόταν «στή χαμηλότερη βαθμίδα τής γνώσης καί άνιιμετω πιζόταν σάν τέτοια σέ άντίθεση μέ τήν ύψηλότερη βαθμίδα της, τή φιλοσοφία».3 ’Ακριβώς πάνω στό Ιδαφος τής έτσι κατανοημένης καί Ετσι
1. Β. Croce. Die Geschichte als Geganue and als Tai, s. 63. 2. Παραρθ. κατά Έρυτζιένιο Γκάριν, «Χρονικό τής Ιταλικής φιλοσοφίαε τοϋ εΙκοστοΟ αΙώνα» fl900 - 1943). Έκδ. «Προγκρές», Μόσχα, 1965, σελ. 259. (στά ρωσικά). 3. Β. Croce, Die Geschichte als Gedanke und als Tat, s. 64.
157
άσν.ούμενης bxoptaç καί τής έτσι κατανοημένης καί έτσι άσκούμενης φιλοσοφίας, κατά τή γνώμη τοΰ Κρότσιε, πρόβαλλε έκεΐνος δ «άτυχος» έπιστημονικός κλάδος ,πού φέρνει τήν δνομασία «φιλο σοφία τής ίστορίας», πού σ’ αύτήν προσδίδανε τό ρόλο τής μεθοδολο γία ς σχετικά μέ τήν Ιστορία τοΟ συνδετικοί} κρίκου άνάμεσα στήν Ι στορία, ώς τήν χαμηλότερη βαθμίδα τής γνώσης, καί στή φιλοσο φία, ώς τήν ύψηλότερη βαθμίδα τής γνώσης. ’Αλλά τοϋτο τό Εδα φος είναι πλασματικό, άπατηλό, μή πραγματικό. Γ ι’ αύτό καί ή Φιλοσοφία τής ίστορίας είναι έντελώς περιττή καί άχρείαστη. «"Ο ταν ή παλιά μεταφυσική φιλοσοφία — γράφει 6 Κρότσιε— ήθελε νά προτείνει τό χέρι της γ ιά νά βοηθήσει τήν ιστορία, γ ιά νά τήν άνεβάσει ύψηλότερα αύτή πρότεινε τό χέρι της δχι στήν ί στοοία, μά στή χρονικογραφία καί άφοϋ ό μεταφυσικός της χαρακτήρας τήν ίκαμνε άνίκανη νά άνεβάσει τούτη τή χρονικογραφία ώς τήν ιστορία, τή λούστραρε μέ μιά «φιλοσοφία τής Ιστορίας».1 Γ ι’ αύτό ή φιλοσοφία τής ίστορίας είναι έπίσης νεκρή, δπως είναι νεκρή ή «παραδοσιακή φιλοσοφία» καί ή παλιά ιστορία, θε ωρημένη ώς χρονικό. Πάσχει άπό τά ίδια βασικά έλαττώματα, ;:ού πάσχει καί ή παρα&Μίακή φιλοσοφία. "Ομοια μέ αύτήν είναι στραμμένη πρός τήν «ύπερβατική πραγματικότητα», 2χε< μυθολο γ ικ έ , μεταφυσικό καί θεολογιαό χαρακτήρα. «Ή μυθολογική ούσία τών φιλοσοφιών τής ίστορίας — γράφει ό Κρότσιε,— είναι ξόφθαλμη. "Ολες αύτές θέλουνε νά άνακαλύπτουν «τό παγκόσμιο πλάνο», «τή λογική» τής ίστορίας — «2να πλάνο ή 2να πρόγραμ μα, πού σύμφωνα μ ’ αύτό ή ιστορία άρ χίζει, ξετυλίγεται καί λήγει. Σ ’ άντιστοιχία μ ’ αύτό, τό καθήκον τοϋ ίστορι/κοϋ είναι τά χα νά άνχκαλύψει τοϋτο τό πλάνο ή τοϋτο τό πρόγραμμα, πού βρί σκεται πίσω άπό τά όρατά γεγονότα ώς κρυφή τους άρχή, ώς άληθινή κοκ τελευταία τους έρμηνεία».2 "Ομοια μέ τΙς θρτρκεΐες, οι φιλοσοφίες τής ίστορίας είναι στραμμένες πρός τήν «ύπέρβαση». Ά κ ό μ η καί ό ιστορικός ύλισμός ήταν τάχα μόνο μιά συγκαλυμμένη μορφή τής θρησκείας. «’'Ο χι 1. Β. Crore, Die Geschichte als Gedanke und als Tat, s. 65. 2. Ibid., s. 57.
158
μ·.χ φορά — γράφει ό Κρότσιε — οί φιλόσοφοι έχουν Επινοήσει Ινα τέτοιο πλάνο καί τό ϊχουν άντλήσει άπό τήν έννοια γ ιά τήν ΐδέα 7) γ ιά τό πνεύμα, ή γ ια τήν δλη· μά τότε ή Ιδέα, τό πνεύμα καί ή 5λη Αποδείχνονταν μονάχα συγκαλύψεις τοϋ ύπερβατικοΰ θεοΟ, πού μόνον αύτδς θά μπορούσε να έπινοήσει ένα τέτοιο πλάνο, νά ύποχρεώνει τους άνθρώπους καί νά έπαγρυπεΐ γ ιά τήν έκτέλεσή του».1 Κ αί τέλος, «δμοια μέ τό μύθο, ή «φιλοσοφία τής ίστορίας» ήταν έπίσης Αποτέλεσμα μιας πνευματικής Αδυναμίας ή, νά χρησιμσποιήσουμ τήν έκφραση τοΰ Βίκο, μιας in o p ia, μιας άθλιότητας τοΰ πνεύματος».2 Σ ’ Αντίθεση μέ φιλόσοφους δπως οί Μπερντιάεφ, Μαριτέν, φόν Β ίζε καί άλλοι, πού βλέπουν τήν άξία τής φιλοσοφίας τής ίστορίας Ακριβώς στό «μεταφυσικό» καί θεολογικό της χαρακτήρα, δ Κρότσιε βλέπει σ’ αύτό τδ μεγαλύτερο δυστύχημά της, καί τό μεγαλύτερο έλάττωμά της, πού έξαιτίας του πρέπει νά άπορριφθεΐ Ανέκκλητα. Κριτικάροντας τούς Ικπροσώπους τής «παραδοσιακής» ή τής «καθα ρής φιλοσοφίας», δ Κρότσιε τούς κατηγορεί, πώ ς στρέφοντας τή φι λοσοφία πρός τό «ύπερβατικό», πρός τή θεολογία, τήν ξέκοψαν άπδ τις Ανάγκες τής έπιστήμης καί τής ιστορικής ζω ής, τήν άπόκλιναν άπό τήν άληθινή της Αποστολή καί τήν μετατρέψανε σέ 2να «νεκρό» καί περιττό έπιστημσνικό κλάδο, θ έτει τό καθήκον νά Απαλλάξει τή φιλοσοφία άπό «τό θεολογικό καί τό μεταφυσικό κύκλο», δπου ή ταν κλειαμένη, νά τή συνδέσει ξανά μέ τίς άνάγκες τής έπιστήμης καί τής ιστορικής ζω ής καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο νά τήν έπαναφέρει στήν άληθινή της Αποστολή, νά τήν Αναβιώσει γ ιά νέα ζω ή. Ό προ ορισμός τής φιλοσοφίας — δπογραμμίζει 6 ίδιος— «δέν είναι νά βρί σκεται πάνω άπό τήν έπιστήμη καί τή ζω ή, Αποσπασμένη Απ’ αδτές, Αλλά μέσα σ’ αύτές, νά άποτελεΐ δπλο τής έπιστήμης καί τής ζωής».3 Ή ιστορία τής φιλοσοφίας άποδείχνει, πώ ς «δλες ot άλήθειες, πού προωθούσαν τόν άνθρώπινο πολιτισμό... είναι πράγματι
1. Ibid., s. 57. (βλ. σημ. 1, σελ. 158). 2. Ibid., s. 65. 3. Παραθ. κατά Έ . Γκάριν, Χρονικό τής Ιταλικής φιλοσοφίας τοΟ εΙκοστοΟ αΙώνα, σελ 257.
1591
μή καθαρές... P u ru s p h ilo so p h u s, p u ru s a s in u s» 1. Γ ι’ αύτό ό φιλόσοφος δέν πρέπει νά άσχολεΐται μέ νεκρά σχήματα καί Αφαι ρέσεις, άλλά πρέπει νά άναζητάει άπάντηση σ’ έκεϊνα τά έρωτήματα που θέτουν μπροστά του ή πραγματικότητα τής Ιστορίας. Άνακηρύσσοντας τήν παραδοσιακή φιλοσοφία, τή φιλοσοφία τής ιστορίας καί τήν ιστοριογραφία γ ιά «νεκρές», ό Κρότσιε άνέδασε στή θέση του; τόν «ιστορισμό» του ώς πλήρη άρνησή» τους. «Στήν έπιστημονική έννοια τής λέξης — γράφει 6 Ιδιος— ό «ιστο ρισμός» σημαίνει πώ ς ή ζωή καί ή πραγματικότητα είναι ιστορία καί τίποτε άλλο έξόν άπ’ Ιστορία. Σ ’ άντιστοιχία μ’ αύτό άπορρίπτεται ή θεωρία που σύμφωνα μ ’ αυτήν ή πραγματικότητα διαιρεί ται σέ ύπεριστορία καί ιστορία, σέ Ιναν κόσμο ιδεών καί άξιών καί σ’ εναν άλλο κόσμο, πού άντικαθρεφτίζει τόν πρώτο κατά 6να με ταβατικό καί άτελή τρόπο ή παρ’ δλ’ αύτά τόν άντικαθρέφτιζε ώς τώρα».2 Γι’ αύτό δ Κρότσιε όνομάζει τή νέα του φιλοσοφία «Από λυτον ιστορισμό». Αύτή καθαυτή ή ιδέα, πώς ή ζωή καί ή πραγματικότητα άποτελοϋν Ιστορία, είναι σωστή καί βαθιά ιδέα, πού τή διατύπωσαν πο λύ πιό πριν άπό τόν Κρότσιε δ Μάρξ καί δ Έ ν γ κ ε λ ς. ’Ακόμη στή «Γερμανική Ιδεολογία» Ιγραψαν : «Γνωρίζουμε μόνο μιά καί μονα δική έπιστήμη, τήν ιστορική έπιστήμη. 'Η Ιστορία μπορεΐ νά έξεταστεϊ άπό δυό πλευρές, μπορεΐ νά διαιρεθεί σέ ιστορία τής Φύσης καί σέ ιστορία τών ά'Λρώπων. "Ομως αύτές οί δυό πλευρές είναι άρρη κτα συνδεμένες- ώσότου ύπάρχουν άνθρωποι, ή ιστορία τής Φύσης καί ή Ιστορία τών άνθρώπων άλληλοδιακαθορίζονται».3 Μοϋ φαίνεται πώ ς δέ θά είναι ύπερβολή, άν ποΟμε πώς δ ιστο ρισμός τοϋ Κρότσιε είναι άποτέλεσμα πρίν ά π ’ δλα τής έπίδρασης τοΰ ιστορισμού τών Μάρξ καί Έ ν γ κ ε λ ς. "Αν καί γ ιά μικρό χρονικό διάστημα, δ Κρότσιε πέρασε άπό τή Σχολή τοΰ μαρξιομοϋ. Ό ν τ α ς φοιτητής στό Πανεπιστήμιο τής Ρώμης είχε παρακολουθήσει στήν Ινατη δεκαετία τοΰ περασμένου αΙώνα τις διαλέξεις τοΰ έπιφανοϋς 1. Παραθ. κατά Ε. Γκάριν, Χρονικό τής ’Ιταλικής φιλοσοφίας τοϋ είκοστοϋ αΙώνα, σελ. 259. 2. Β. Croce, Die Ceschiéhte als Gedanke, und als Tat, s. 107. 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τ. 3ος, σελ. 18. (στά βουλγάρικα).
160
ΐταλοΰ μαρξιστή Ά ντόνιο Λ αμπριόλα,'πδύ ιίάτω άπδ τήν καθοδή γησή του άρχίζει και τή δημιουργική του δράση. Κάτω άπδ τήν -έπίδραση τοΰ Λαμ/πριόλα, δ Κρότσιε συνεπαίρνεται γ ιά δρισμένο διάστημα άπδ τδ μαρξισμό. Σ τ’ άλήθεια αύτδς δ συνεπαρμδς ήταν βραχύχρονος καί έπιπόλαιος. ’Αργότερα τδν άρνήθηκε καί άκόμη άπδ τά τέλη τής τελευταίας δεκαετίας τοϋ περασμένου αΙώνα μπαί νε: στό ρόλο του ώς κριτικός τοΰ, μαρξισμού. 1Μά δσο βραχύχρονος καί έπιπόλαιος * ι ’ άν ή ΐα ν δ συνεποϊρμΑς τοΰ Κρότσιε άπδ τδ μαρξισμό, δπως χ α ί «έ τίολλούς άλλους άστούς στοχαστές, άφησε ίχνη πάνω στήν Ιδεολογική του νέ ξ^λ*ξη. Δέ,ν εΐνα: δύσκολο νά καταλάβουμε πώ ς ot παρορμήσεις δχι τόσο τοϋ 1στορισμοϋ του, αλλά καί δλάκερου τοΰ φιλοσοφικού του «νεωτερι σμού'', τοΰ άγώνα του ένάντια στήν «άκαδημαϊκή», στήν «καθαρή φιλοσοφία», ένάντια στδ «σχολαστικό», «μυθολογικό», «θεολογικό» καί «μεταφυσικό», χαρακτήρα της, ένάντια στή’ θεωρητική φιλοσο φία τής ίστορίας καί στήν έμπειρική Ιστοριογραφία, γ ιά τή σύνδε ση τής φιλοσοφίας καί τής ιστοριογραφίας μέ τίς. άνάγκες τής buστήμης καί τής ιστορικής ζωής, γχά τή μετατροπή· τους σ ΐ δπλο τής έπιστήμης καί τής ζωής, εί,νακ έμπνευομένες άκριβώς άπδ τό μαρξισμό. Καί παρ’ δλο πού ολάκερο τό κατοπινότερο δημιουργικό έργο τοΰ Κρότσιε είναι μιά Αδιάκοπη πολεμική ένάντια στό μαρξι σμό, τούτη ή πολεμική ξετυλίγεται πρώτιστα πάνω στδ 2?f*flp®S "Ρ 0 βλημάτων καί δοξασιών, διατυπωμένων·'άπό ΐό μαρξισμό. ΣτΙς διαλεκτικοϋλιστικές δοξασίες τοΰ μαρξισμοϋ δ Κρότσιε' άναζητοΰσε ϊ,ά άνακαλύψε; καί νά άντιπαραθέσει, άν μπορΟΰμε νά Ικφραότοΰμε έτσι, τδ ίδεαλιστικό τους ισοδύναμο. Αύτό φαίνεται πάρα πολύ κα θαρά άκριβώς στόν ιστορισμό του. Ό ιστορισμός τών Μάρξ καί Έ ν γ κ ε λ ς είναι διαλεκτικός καί υλιστικός. Πρώτο, έξετάζουν τήν Ιστορία πριν άπ’ δλα.ώς Αντικει μενική. ύλική διαδικασία τής έξέλιξής τή ς Φύσης κ α ί·τή ς κοινω νίας. Δεύτερο, έξετάζοντας τή φυσική καί τήν κοινωνική ίστορία στήν ένότητά τους, στήν άλληλοεπίδρ»σή. τους, δέν τΙς συνταυτί ζουν, άλλά άποκαλύπτουν καί ύπογραμμίζρυν .τήν ποιο^κή τους διαφορά καί τό προβάδισμα τής φυσικής Ιστορίας άπέναντι στήν κοινωνική Ιστορία. '
11
-m
Σ ’ άντίθεση πρός τό διαλεκτικοϋλιστικό ιστορισμό τοΰ μαρξι σμού, ό ιστορισμός τοϋ Κρότσιε είναι άντιΟλιστικός καί άντιμαρξιστικός. Ό άγώνας τοϋ Κρότσιε ένάντια στή μυθολογία, στή θεολο γ ία , στή μεταφυσική καί στόν ύπερβατισμό τής «παραδοσιακής φι λοσοφίας» δέν είναι άγώνας μόνον ένάντια στήν παραδοσιακή Ιδεαλ’.στική φιλοσοφία, μά κυρίως ένάντια στόν ύλισμό. "Οπως κα! νά δνομάζουν τήν όπερβατική πραγματικότητα: θ εό ή δλη, Ιδέα ή βούληση» — γράφει δ ίδιος,— αύτό είναι πάντα τδ ίδιο «μυθολο γία», πού πρέπει νά διωκτεΐ άπό τή φιλοσοφία καί άπό τήν Ιστορία.' Ό «άπόλυτος Ιστορισμός» τοϋ Κρότσιε είναι Ιδεαλιστικός Ιστο ρισμός — άπόλυτος ιδεαλισμός χεγκελιανοϋ τύπου. Σύμφωνα μ’ αυ τόν δλη ή πραγματικότητα είναι Ιστορία, μά αύτή δέν είναι ιστορία τοΰ ύλικοϋ κόσμου, παρά Ιστορία τοΰ «Πνεύματος». «Στήν περιγραμμένη άπό μάς φιλοσοφία — έγραψε ό ίδιος στό έργο του «θεω ρία καί ιστορία τής ιστοριογραφίας»— Ισχυριζόμαστε πώ ς ή πραγμα τικότητα είναι τό πνεΰμα, μά δχι δποιο νά είναι πνεϋμα, πού βρί σκεται πάνω άπό τόν κόσμο ή πορευόμενο πάνω στόν κόσμο, άλλα τό Πνεΰμα πού συμπέφτει μέ τόν κόσμο· ή Φύση πάλι είναι σημείο καί προϊόν αύτοΰ τοΟ πνεύματος. Γ ι’ αύτόν τόν λόγο ή φιλοσοφία ύπερν.κάει τή δυαρχία (d u alism u s) — τουλάχιστον έκείνη ίο Ο έχει καθηλώσει πάνω της τήν σκέψη τών φιλοσόφων άπό τόν Θα λή ώς τό',' Σπένσερ— μαζί μέ τήν ύπερβατικότητα άνεξάρτητα άπό -ό 3ν ή τελευταία είναι ύλιστική εϊτε θεολογική. Τό πνεΰμα, πού άποτελεΐ άφ’ έαυτοΰ του τόν κόσμο είναι έξελισσόμενο πνεΰμα καί γΓ αύτόν τό λόγο είναι ίδιο καί ταυτόχρονα διαφορετικό, αΙώνια λύπη καί αιώνιο πρόβλημα· ή αδτοσυνείδησή του είναι ή φιλοσοφία, ώς ιστορία του, ή ή Ιστορία του, ώς φιλοσοφία του· στήν ούσία είναι ταυτόσημα».2 Τ ήν Ιδέα γ ιά τή συνταύτιση τής φιλοσοφίας καί τής ιστορία; δ Κόρτσιε τήν άναπτύσσει δχι μονάχα στή «θεωρία κα! Ιστορία τής 1. Β. Croce, Die Oeschichte als Gedanke und als Tat, s. 63. 2. Παραθ. κατά Μ. Άμπάτε, «Ή φιλοσοφία τοΟ Μπενεντέτο Κρότσιε καί ή κρίση τής Ιταλικής κοινωνίας», σελ. 99 (στά ρω σικά).
162
ιστοριογραφίας», άλλα άκόμη στή «Λογική» του καί άργότερα καί στό Ιργο του «Ή Ιστορία ώς σκέψη καί ώς πράξη». "Οπως δμολογεΐ ό ίδιος ό Κρότσιε, δανείστηκα τούτη τήν Ιδέα άπό τόν &λλο διακεκοιμένο έκπρόσωπο του ιταλικού νεοχεγκελιανισμοΰ, τόν Τζιοόάνι Τζιεντίλε. Ή διαφορά άνάμεσα σ’ αύτούς τούς δυό βρίσκεται στό δτι ένώ στό Τ ζιεντίλε ή συνταύτιση τής φιλοσοφίας καί τής ιστο ρίας έκφράζεται στό δτι ή φιλοσοφία καταβροχθίζει τήν ιστορία, στόν Κρότσιε ή Ιστορία καταβροχθίζει τή φιλοσοφία. Σύμφωνα μέ τόν Κρότσιε κάθε γνώση είναι γνώση γ ιά τή ζω ή . γιά τήν πραγματικότητα καί μιά καί δλάκερη ή πραγματικότητα είναι ιστορία καί τίποτες άλλο, άπό έδώ άκολουθεΐ πώς κάθε γνώ ση. όλάκερη ή γνώση, είναι ιστορική γνώση. «Κάθε συλλογισμός — γράφει δ Γδιος— είναι ιστορικός καί μαζί μ’ αύτό είναι άπλά καί καθαρά ιστορία... γ ια τί δ Ιστορικός συλλογισμός δέν είναι μονάχα μιά άπό τις δυνατότητες τής γνώσης, είναι άπλά καί καθαρά ή γνώση».1 «Κάθε άληθινή γνώση είναι ιστορική γνώση».12 Μά πώ ς έχει τό ζήτημα μέ τέτοιες έπιστήμες δπως ή φυσιο γνωσία καί τά μαθηματικά; Αύτές, δ Κρότσιε τις περικλείει έπίσης στήν ιστορική γνώση. «Ή λεγόμενη φυσιογνωσία — γράφε- δ Γδιος— μέ τό συμπλήρωμά της καί μέ τό δργανό της, τά μαθημα τικά», έπίσης περικλείεται στήν Ιστορική γνώση, για τί δέν είναι άναγκαία μεγάλη προσπάθεια, γ ιά νά άποδειχτεΐ πώς ή φυσιογνω σία Ιχ ε ι τις ρίζες της στίς πρακτικές άνάγκες τής ζω ής καί τείνει νά ικανοποιήσει τούτες τις άνάγκες.3 Κ ατ’ αύτόν τόν τρόπο ή ιστορία, πού κάποτε άποτελοΰσε τό χαμηλότερο βαθμό τής γνώσης Ιχει άνεβαστεϊ στό έπίπεδο τής «μο ναδικής καί όλοκληρωμένης μορφής τής γνώσης»,4 πού καταβρο χθίζει καί διαλύει μέσα της δλες τΙς άλλες έπιστήμες, ένώ ή παρα δοσιακή φιλοσοφία, πού άντιμετωπίζονταν ώς αύτοτελής έπιστη;ιονικός κλάδος καί ώς δψιστη μορφή τής γνώσης, προορισμένη νά ά-
1. 2. 3. 4.
Β. Croce, Die Gesccichte a's Gedanke und als Tat, s. 60. Ibid., s. 63. Ibid., s. 62. Ibtd., s. 65.
163
ποκαλύψει τήν αληθινή ουσία τοΰ κόσμου, είναι «διωγμένη». « Ε κείνο που ήρθε στή θέση της δέν είναι περισσότερο άπό φιλοσοφία, ένώ Ιστορία, ή, πράγμα που είναι πάντα τό ίδιο, ή φιλοσοφία ώς Ι στορία ή ή ιστορία ώς φιλοσοφία: ή φιλοσοφία — ιστορία».1 Ή συνταύτιση τής φιλοσοφίας «μέ τήν Ιστοριογραφία ή μέ τήν ιστορική σκέψη» σημαίνει, πώ ς μέ τοϋτο άπσκλείεται «χωρίς κα τάλοιπο ή γνώση για μια καθαρή φιλοσοφία, πού πλανιέται πάνω άπό τήν Ιστορία»:2 Αύτό σημαίνει πώς «μέ τήν πραγματωμένη ή τήν έπιθυμητή διάλυση τής φιλοσοφίας μέσα στήν Ιστοριογραφία μποροΰμε, άν θέλουμε, νά ποΰμε, πώ ς ή φιλοσοφία είναι νεκρή. Μά έκείνη, πού κατ’ αύτόν τόν τρόπο φαίνεται νά πεθαίνει, ποτέ δέν ήταν ζωντανή. Σωστότερο είναι νά ειπωθεί πώς ή παλιωμένη Ιδέα γιά τή φιλοσοφία είναι αύτή πού πεθαίνει καί κάνει τόπο στή νέα, πού Ιμφανίζεται άπό τή νόηση τοΰ νέου κόσμου».3 Έφόσον ή σχέση άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στήν Ιστορία εί ναι σχέση συνταύτισης, πού σημαίνει πώ ς ή φιλοσοφία καταβρο χθίζεται άπό τήν Ιστορία καί διαλύεται μέσα σ’ αύτήν, τότε ούσια στικά τό ζήτημα γ ια τή σχέση άνάμεσα στή φιλοσοφία καί στήν Ι στορία καταργεΐται (αίρεται) αύτόματα. Τότε δέν άπομένει καμιά θέση καί γ ια τή φιλοσοφία τής ίστορίας, μιά καί ή Ιστορία είναι αύτή καθαυτή φιλοσοφία. Αύτό δμως είναι μόνο φαινομενικά. Πρώτο-, δ Κρότσιε δέν είναι πάντοτε κατηγορηματικός
καί
συνεπής στόν ισχυρισμό του, πώς ή φιλοσοφία καί ή Ιστορία είναι ταυτόσημες. Σέ δρισμένα μέρη μιλάει δχι γ ιά «ταυτότητα» τής φ ι λοσοφίας καί τής ίστορίας, άλλά γ ιά «ένότητα», γ ιά «συμφωνία» μεταξύ τους, πράγμα πού θά πει, πώ τίς εξετάζει δχι ώς μιά, παρά 'ό; δυό μορφές τής γνώσης, δχι ώς Ιναν, άλλά ώς δυό έπιστημονικούς κλάδους.4 Λεύτερο, άνεξάρτητα τό άν μιλάει γ ια «ταυτότητα» τής φιλο 1. Β. Croce, Die Gcschichte als Gedanke und als Tat. s 64. 2. Ibid., s, 228 3. Ibid.. s. 232. 4. Ibid., s. 477 βλέπε έπίσης: Ά τ. Ίλίεφ. «*Η φιλοσοφία τοΟ Μπενεντέτο Κρότσιε», σελ. 229. (στά βουλγάρικα).
164
σοφίας καί τής ίστορίας ή γ ια «ένότητα» καί «συμφωνία» μεταξύ τους: δ Κρότσιε έξετάζει τή φιλοσοφία, ώς σ υ σ τ α τ ι κ ό τής Ιστορίας, ώς «δργανό» της, πού περιέχεται άπόλυτα σ’ αύτήν — «ή φιλοσοφία είναι έσωτερικά προσιδιάζουσα στήν Ιστοριογραφία».1 Ή όποστολή τής φιλοσοφίας είναι να έκπληρώνει τή λειτουργία τής «λογικής τής ιστορίας», τής «μεθοδολογίας τής μοναδικά πρα γματικής καί συγκεκριμένης νόησης, τής Ιστορικής νόησης».* Έ Φιλοσοφία — γράφει δ Κρότσιε στή «θεω ρία καί ιστορία τής ιστο ριογραφίας* δέν είναι τίποτε άλλο παρά «μεθοδολογικό σημείο τής ιστοριογραφίας: έξήγηση τών συστατικών κατηγοριών τών Ιστο ρικών συλλογισμών, δηλαδή τών καθοδηγητικών δοξασιών τής Ιρμηνείας τής ιστορίας».3 Έ διδασκαλία τοΰ Κρότσιε γ ια τή μεθοδολογική λειτουργία τής φιλοσοφίας σχετικά μέ τήν ιστορία πη γάζει άπό τήν άντίληψή του για τήν ιστορική γνώση, ώς γνώση γ ιά τό ά τ ο μ ι κ ό, γιά τά έ ν ι κ ά γ ε γ ο ν ό τ α καί γ ιά τή φιλοσοφική γνώ<Λ), ώς γνώση γ ιά τό γ ε ν ι κ ό , τό κ α θ ο λ ι κ ό , ώς διδασκαλία γ ιά τίς I ν ν ο ι ε ς, γ ιά τις κ α τ η γ ο ρ ί ε ς , πού διαμέσου τους πραγματώνεται ή ιστορική έρμηνεία. Κ αί μιά καί τό άτομικό καί τό γενικό είναι πάντοτε άδιάρρηκτα συνδεδεμένα άναμεταξύ τους, κάθε ένικό γεγονός, πού άποτελεΐ άντικείμενο τής Ιστορίας, θά μπορούσε νά έξηγηθει μονάχα κάτω άπό τό φώς τών κατηγο ριών, πού άποτελοΰν άντικείμενο τής φιλοσοφίας, καί, άντίστροφα, θά μπορούσε νά κατανοηθεί μονάχα στή σχέση του πρός τά ένικά γεγονότα, πού συνδέονται μέ αύτήν. «Πώς ή ιστοριογραφία — ρωτάει δ Κρότσιε— μπορεΐ νά γνωρίσει τήν άτομικότητα τών γεγο νότων, χωρίς νά τή σκεφτεϊ, καί άπό έδώ, καθώς τή σκέφτεται, y i τή συνδέει μέ τό γενικό, δηλαδή νά φιλοσοφεί; Ά π ό τήν άλλη, είναι τάχα δυνατό ή φιλοσοφία νά σκέφτεται τό γενικό, χω ρίς νά άνα-
278.
1. Β. Croce, Die Geschichte als Gedanke und als Tat, ss. 277 -
2. Παραθ. κατά Μ. Άμκάντε, «Ή φιλοσοφία τοΟ Μπενεντέτο Κρότσιε καί ή κρίση τής Ιταλικής κοινωνίας», σελ. 28 - 29. (στά ρωσικά). 3. Στά Ιδιο, σελ. 65.
165
φερθεί στό Ατομικό...; Ά π ό τούτη τή διπλή Αδυναμία μεγαλώνει ή ένότητα τής φιλοσοφίας μέ τήν Ιστοριογραφία».1 Γ ι’ αύτό ό Κρό τσιε όνομάζει τόν «ιστορισμό» του «Ιστορική φιλοσοφία ή φιλοσο φική Ιστορία».2 Ό λ ’ αύτά δείχνουν δτι ό Κρότσιε παρ’ δλ’ αύτά είναι ύποχρεωμένος νά έξετάζει τή φιλοσοφία και τήν Ιστορία ώς δυό ε!δη γνώσης. Καί παρ’ δλο πού Απορρίπτει τή φιλοσοφία τής ιστορίας, στήν πραγματικότητα μετατρέπει δλάκερη τή φιλοσοφία σέ «λογι κή τής ιστορίας», σέ «μεθοδολογία τής ιστοριογραφίας», δηλαδή σέ κάτι περισσότερο ή λιγότερο Ιξόν άπό φιλοσοφία τής Ιστορίας. ’Εδώ δέ θα σταθούμε στή δοξασία τού Κρότσιε γ ιά τήν Ιστο ρική γνώση ώς τή μοναδική καί δλοκληρωμένη μορφή τής γνώσης, μιά καί τούτο τό ζήτημα θά έξεταστεί ειδικά στό κεφάλαιο «Ιστο ρία καί φιλοσοφία». Δέν μπορούμε, δμως, νά μή σημειώσουμε πώς τό μεγάλο καθήκον, πού εϊχε θέσει στόν έαυτό του δ Κρότσιε: νά διαλύσει τήν «παραδοσιακή φιλοσοφία» καί τή φιλοσοφία τής ιστο ρίας, ύπερνικώντας τό μυθολογικό, θεολογικό καί μεταφυσικό τους χαρακτήρα καί νά Αναβιώσει τήν ίδεαλιστική φιλοσοφία γ ιά ;έα ζωή, ?μείνε Ανεκπλήρωτο. Μέ τούτο δέ θέλουμε νά πούμε πώ ς οί προσπάθειες τοϋ Κρό τσιε γ ιά τήν έκπλήρωση αύτοΰ τοΟ καθήκοντος δέν ίχουν καμιά θετική Αξία. Ά κριβώ ς τό Αντίθετο, κατά τή γνώμη μας, δ Αγώνας τοΰ Κρότσιε ένάντια στό σχολαστικισμό, τή θεολογία καί τή «με ταφυσική» τής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας καί τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας, δ Αγώνας του ένΑντια στή λεγόμενη «καθαρή φιλοσοφία», πού πλανιέται πάνω άπδ τήν έπιστήμη καί τά πρακτικά συμφέρον τα τής πραγματικής Ιστορικής ζω ής τών Ανθρώπων στό βασίλειο κΑποιων «Υπερβατικών πραγματικοτήτων», ή προσπάθειά του νά Αποδείξει πώς κάθε γνώση γεννιέται άπό τις πρακτικές Ανάγ κες τής πραγματικής Ιστορικής ζω ής καί πρέπει νά χρησιμεύει στήν έπίλυση τών προβλημάτων καί στήν έκπλήρωση τών καθηκόν των, πού αύτή ή ζω ή θέτει, δ Αγώνας του ένΑντια στό χυδαίον έμπει1. Β. Crose, Gie Geschichte als Gedanke und als Tat, s. 477. 2. Ibid:, s. 231.
166
ρισμο στήν ιστοριογραφία, γ ια Ιστορικό τρόπο Αντιμετώπισης τών προβλημάτων τής πραγματικότητας καί τής γνώσης — δλα τούτο άξίζουνε θετική Αποτίμηση. Έ δ ώ άκριβώς δ Κρότσιε είναι δυνατός, πειστικός. Μά 6 Κρότσιε Ικανέ δλον αύτδν τόν άγώνα άπό λαθεμένες θέ σεις— άπδ τ ί; θέσεις τού ιδεαλισμού. ΆναζητοΟσε «θεολογία», «μυ θολογία» καί «μεταφυσική» καί έκεϊ δπου αύτές γενικά δέν ύπάρχουν — λογοχάρη στήν ύλιστική φιλοσοφία, μαζί καί στή μαρξιστική φιλοσοφία. Ή τοποθέτηση τής ύλιστικής, αντίστοιχα τής μαρξιστικής, φιλοσοφίας σέ μια κοινότητα μέ τήν «παραδοσιακή φιλοσοφία καί τή φιλοσοφία τής Ιστορίας δέν Εχει κανένα βάσιμο λόγο. Ή δλη δέν είναι κάτι ύπερφυσικό, υπερβατικό στόν πραγματικό κόσμο, -αρά ό Ι'διος δ πραγματικά, Αντικειμενικά ύπαρκτός κόσμος, πού αύτουνοΰ είμαστε Αναπόσπαστο συστατικό μέρος, δταν ζοϋμε καί πού είναι Αντικείμενο τής πρακτικής μας δράσης καί τής Ιπιστημονική; ερευνάς. Αύτδς δ ύλικός κόσμος δέν Ιχ ε ι καί δέν μπορεΐ νά Ιχ ε ι καμιά σχέση μέ τις «ύπερβατικές πραγματικότητες», πού Αναφέρουν οί Ιδεαλιστές καί οί θεολόγοι, Αδιάφορο άν τΙς δνομάτ ζουν «Θεό», «Απόλυτη ιδέα», «πνεύμα», «βούληση», «βασίλειο τών Απόλυτων Αξιών» κ.ά. Ό υλισμός, μαζί καί δ Ιστορικός ύλισμός, είναι γεμάτος άρνηση κάθε μυθολογίας, θεολογίας, τελεολογίας, «μεταφυσικής» καί μυστικισμοϋ, κάθε λογής «ύπερβατικών πρα γματικοτήτων» καί κανένας δέν κριτικάρισε τόσο δλόπλευρα, τόσα θεμελιωμένα καί άνελέητα τήν ίδεαλιστική φιλοσοφία καί τή φιλο σοφία τής Ιστορίας, πού Αναζητούν τήν έξήγηση τής ίστορίας στή δράση τοϋ θεού, τής «Απόλυτης Ιδέας» καί άλλων «ύπερβατικών ούσιών», δπως τις κριτιράρουν δ Μάρξ καί δ Έ ν γ κ ε λ ς άκόμη στά εργα τους «Ή άγία οικογένεια» καί « Ή γερμανική Ιδεολογία». Ουσιαστικά δ Αγώνας ένάντια στή θεολογία καί στή «μεταφυ σική» τής παραδοσιακής καί κάθε άλλης Ιδεαλιστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας μπορεΐ νά διεξαχθεΐ μέ συνέπεια καί ώς τό τέλος μο νάχα άπό τις θέσεις τής ύλιστικής φιλοσοφίας, Ακριβέστερα, Από τίς θέσεις τής διαλεκτικοϋλιστικής φιλοσοφίας τοϋ μαρξισμού, γ ια τί Ακριβώς δ ύλισμός είναι «Απόλυτα Αθεϊστικός, Αποφασιστικά
167
έ^θρικός σέ κάβε θρησκεία».' Ό Λένιν ύπογράμμιζε πώ ς «ό φιλο σοφικός Ιδεαλισμός -elyai... δ ρ ό μ ο ς πρός τήν παπαδοκρατία» ,2 δηλαδή πρός τή θρησκεία καί τή θεολογία. Γ ι’ αύτό κάθε ύποχώρηση άπό τόν ύλισμό πρός τόν Ιδεαλισμό όδηγεϊ άναπόφευχτα πρός τη θρησκεία, πρός τή θεολογία. Ό «άοιόλυτος Ιστορισμός» τοϋ Κρότσιε καί ό άγώνας του ένάντια στόν Ιδεαλισμό, ένάντια στή μαρξιστική φιλοσοφία είναι άλλη,:μιΑ «αρΛίττατιική καί άκαταμάχητη άπόδειξη γ ί’ά ύ τ ό /Ή φιλοσοφία τοϋ Κρότσιε Αποδείχνεται δχι λιγότερο μυθο λογική, θεολογική καί «μεταφυσική» άπό τήν «παραδοσιακή» Ρ ε α λιστική φιλοσοφία καί τή φιλοσοφία τ ή ί ιστορίας. Ή διδασκαλία του γιά τό «άπέραντο πνεϋμα», πού δέν είναι τό συγκεκριμένο καί πρα γματικό ύπαρκτό άνθρώπινο πνεϋμα, παρά έκεΐνο τό άφηρημένο «πνεϋμα, πού άπό μόνο του πλάθει δλην τήν πραγματικότητα καί δΧη τήν ιστορία* -ff .διδασκαλία.του γ ιά τήν «δψιστη σκέψη», που διευθύνει τόν κόσμο, γ ια τήν «Ιδέα τής έλευθερίας, πού δέ 0 i ήταν ούτε καθολική, οδτε Ιδέα, άν αύτή, ένόσω ύπάρχει κόσμος καί Ι στορία, δέ δρά σ’ δλες-τίς έποχές καί σ’ δλα τά μέρη τής ιστορίας».3 -^-δλ° αύτά δέν διαφέρουν :οόσιαστ;κά άπό έκεΐνα πού ή παραδοσια κή ίδεαλιστική φιλοσοφία καί ή φιλοσοφία τής Ιστορίας όνομάζουν «θεό*, άπό τά «άφηρημένα σχήματά» τους καί άπό τή μυθολογία τους.
1. Β. I.'Λ ένιν, Ά παντα, τ. 15ος, σελ. 508. (στά βουλγάρικα). 9. Στό Ιδιο, τ.. 38ος.. σελ. 361.' (στά βουλγάρικα). 3. Β. Croee, Die Geschichte aïs Gedanke und als Tat, s. 279.
'Η δοξασία τοΟ Ρόμπιν Κόλινγουουντ για τή φιλοσοφία τής ίστορίας ώς θεωρία τής ιστορικής γνώσης.
Ό άγγλος φιλόσοφος καί Ιστορικός Ρόμπιν Κόλινγουουντ ή ταν μαθητής τοΟ Κρότσιε κα! έξετάζει έπίσης τή φιλοσοφία τής ι στορίας ώς θεωρία τής Ιστορικής γνώσης, ώς μεθοδολογία τής Ιστο ριογραφίας. Αλλάσέ διάκριση άπό τό δάσκαλό του έξετάζει τή φι λοσοφία τής ίστορίας μονάχα σάν 2ναν άπό τούς παλιούς έπιστημονικούς κλάδους καί δέν τόν συνταυτίζει μέ τήν ίστορία. Άφετηριακή προϋπόθεση, άπ’ δπου ξεκινάει ό Κόλινγουουντ, γιά νά θεμελιώσει τή φιλοσοφία τής Ιστορίας ώς θεωρία τής Ιστο ρικής γνώσης, είναι ή διαφορά, πού χαράασει άνάμεσα στίς έπιϊτήμες, πού άντιπροσωπεύουν «νόηση πρώτου βαθμοΟ» (thought o f the first degree), καί τίς έπιστήμες, πού άντιπροσωπεύουν «νό ηση δεύτερου βαθμοϋ» (thought of secoud degree). ΣτΙς έπιστήμες «πρώτου βαθμοΟ» συγκαταλέγει δλες τΙς μή φι λοσοφικές έπιστήμες — τή φυσική, τή βιολογία τή ψυχολογία καί άλλες, μαζί καί τήν ίστορία. Κάθε μιά άπ’ αύτές είναι «είδος νόη σης», πού άναφέρεται σέ Ινα Ιδιαίτερο άντικείμενο. Ό φυσική είναι, νόηση γιά τά φυσικά φαινόμενα, τίς φυσικές διαδικασες κα! νομοτέ λειες, ή βιολογία — γιά τά βιολογικά κ.ά. Οδτε μιά άπό αύτές τΙς ίπιστήμες δέν ίχει γιά άντικείμενό της τή σχέση τής νόησης γε νικά ή τής Ιδιας τής νόησης πρός τό άντικείμενο τής νόησης. Σέ διάοιριση άπό τΙς έπιστήμες «πρώτου βαθμοΟ» ή φιλοσο
-
169
φία είτε ot φιλοσοφικοί έπιστημονικοί κλάδοι είναι «νόηση πάνω στή νόηση». Γι’ αύτό τούτες είναι έπιστήμες «δεύτερου βαθμού». Ή ψυ χολογία, στό βαθμό που είναι έπιστήμη γιά δλον τόν ψυχικό κόσμο, είνα; έπίσης έπιστήμη για τή νόηση είτε νόηση πάνω στή νόηση. M i αύτή Ιχει ώς άντικείμενό της τή νόηση Ιτσι, δπως ή βιολογία Ιχει ώς άντικείμενό της τή ζωή ώς βιολογικό φαινόμενο. ’Ερευνάει τή νόηση «αύτή καθαυτή», δηλαδή δέν άσχολεΐται μέ τή σχέση Ανάμε σα στις νοητικές διαδικασίες καί τό άντικείμενό τους. Ή φιλοσοφία είναι έπίσης νόηση πάνω στή νόηση, μά «ή φιλοσοφία ποτέ δέν άσχολεΐται μέ τή νόηση αύτή καθαυτή· άσχολεϊται πάντοτε μέ τή ? χ έ σ η τής νόησης πρός τό άντικείμενό της. Γ ι’ αυτόν τό λόγο άσχολειται τόσο μέ τό άντικείμενο, &σο καί μέ τήν νόηση».1 Γιά νά άπεικονίσει τή διαφορά άνάμεσα στή φιλοσοφία ώς έπι στήμη «δεύτερου βαθμοΟ» καί τήν ψυχολογία ώς έπιστήμη «πρώτου βαθμοΟ», ό Κόλινγουουντ παίρνει τή στάση αύτών τών δυό έπιστη;ιονικών κλάδων άπέναντι στήν «Ιστορική νόησης». Ή ιστορική νόη ση —λέει ό ίδιος— είναι όρισμένο είδος νόησης. Άσχολεϊται μέ Ινα άντικείμενο, πού δρίζομε ώς «ιστορικό παρελθόν». "Οταν δ ψυχολόγος μελετάει τις νοητικές διαδικασίες τοϋ ίστορικοϋ, δέν ένδιαφέρεται γιά τό ιστορικό παρελθόν, πού σ’ αύτό άναφέρονται, καί για τή σχέση τους μέ αύτό τό παρελθόν. Δέν ένεργεΐ, δμως, ξτσι ί φιλόσοφος. «Γιά τό φιλόσοφο τό γεγονός, πού άπαιτεί προσοχή, δέν είναι οδτε τό παρελθόν αύτό καθαυτό, δπως είναι γιά τόν ιστο ρικό, οδτε ή νόηση τοΰ ιστορικού αύτή καθαυτή, δπως είναι γιά τόν ψυχολόγο, παρά τά δυό πράγματα στήν άλληλοσυνάφειά τους. Ή νόηση, παρμένη στή συνάφειά της πρός τό άντικείμενό της, δέν είναι άπλή νόηση, άλλά γ ν ώ σ η . Συνεπώς έκεϊνο πού γιά τήν ψυχολογία είναι ή θεωρία τής καθαρής νόησης, τών νοητικών (mental) φαινομένων, παρμένων άνεξάρτητα άπό τή συνάφειά τους πρός όποιοδήποτε άντικείμενο, γιά τή φιλοσοφία είναι ή θ εω ρ ί α τ ή ς γ ν ώ σ η ς . Έκεΐ, δπου δ ψ υ χ ο λ ό γ ο ς διερωτάται : Πώς σ κ έ φ τ ο ν τ α ι ot ιστορικοί ; ’Εκεί ό φ ι λ ό1. R. G. Collingwood, The Idea of History, Oxford Univesrsity Press, 1961, p. 2.
170
σ ο φ 5 ; διερωτάται: Πώς γ ν ω ρ ί ζ ο υ ν οί ιστορικοί; Μέ ποιόν τρόπο αποδέχονται τό παρελθόν;»1 Τό γεγονός, δτι ό φιλόσοφος ένδιαφέρεται τόσο γιά τή νόηση τοϋ ιστορικού, δσο καί για τό άντικείμενο τής νόησής του, δέ σημαί νει πώς ό φιλόσοφος είναι, άπό τή μιά, θεωρητικός τής Ιστορικής γνώσης, καί, άπό τήν άλλη, «μεταφυσικός» τής Ιστορίας. Κατά τή γνώμη τοΰ Κόλινγουουντ ή διαίρεση τής φιλοσοφίας τής ίστερίας σέ ΰεωρία τής ιστορικής γνώσης καί «μεταφυσική» εϊτε «όντολογία» τής ιστορίας είναι λαθεμένη. Έ φιλοσοφία τής Ιστορίας είναι νόη ση ,τάνω στήν Ιστορική νόηση ώ ς Ι σ τ ο ρ ι κ ή γ ν ώ σ η , δηλαδή νόηση πάνω στήν ιστορική νόηση στή συνάφειά τους μέ τό ιστορικό παρελθόν. «Ή φιλοσοφία —γράφει 6 Γδιος— δέν μπορεΐ να διαιρέσει τή μελέτη τής γνώσης άπό τή μελέτη τοϋ άντικειμένου τής γνώσης».2 "Αν ή φιλοσοφία τής ίστορίας έξέταζε τήν Ιστορική νόηση έξω άπό τή συνάφειά της πρός τό άντικείμενό της —τό Ιστο ρικό παρελθόν, θά μετατρέπονταν σέ ψυχολογία. "Αν πάλι έξέταζε τό ιστορικό παρελθόν αύτό καθαυτό, έξω άπό τή συνάφειά του μέ τήν ιστορική νόηση, θά μετατρέπονταν σέ ιστοριογραφία. Στή μιά καί στήν άλλη περίπτωση ή φιλοσοφία τής ίστορίας θά μετατρέπον ταν σέ έπιστήμη «πρώτου βαθμοΰ» καί θά έπαυε νά είναι φ ι λ ο σ ο φ ί α τής ίστορίας. Γι’ αύτό ή φιλοσοφία τής ίστορίας είναι δυ νατή μονάχα ώς θεωρία τής ιστορικής γνώσης, άλλά δχι καί ώς «με ταφυσική τής ίστορίας». Γενικά ό Κόλινγουουντ έξετάζει τή φιλοσοφία ώς θεωρία τής γνώσης. Ή φιλοσοφία τής ίστορίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μέ τή φιλοσοφία γενικά. Μά δέν μπορεΐ νά περιληφΟεΐ στή γενική θεω ρία τής γνώσης καί πρέπει νά έξεταστεΐ ώς Ινας χ ω ρ ι σ τ ό ς φ ι λ ο σ ο φ ι κ ό ς Ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ό ς κλάδος. Τούς βάσιμους λόγους γι’ αύτό δ Κόλινγουουντ τούς βλέπει στίς ιδιαιτερότητες τής Ιστορικής νόησης, πού τή διακρίνουν «καταρχικά» άπό τή μαθηματική, τή θεολογική καί τή φυσικοεπιστημονι-
1. R. G Collingwood, The Idea of History, pp. 2 - 3 . 2. Ibid., p. 3.
171
κή νόηση. Ή ιστορική νόηση διαφέρει άπό τή μαθηματική, τή θεολογική καί τή φυσικοεπιστημονική νόηση προπάντων ώς πρός τό α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ό της, πού Ιχει «είδικές Ιδιαιτερότητές του».1 Αύ τό άκριβώς καθορίζει καί τις ειδικές μορφές καί μεθόδους τής ιστο ρικής γνώσης, πού είναι άντικείμενο τής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Ή φυσικοεπιστημονική νόηση, λογουχάρη, δέν μπορεΐ νά σ.»λλάβει τήν ούσία τοΟ ΙστορικοΟ παρελθόντος, «γιατί οί άλήθειες. πού άποκαλύπτει ή φυσιογνωσία (Sciene), κατακτιούνται Ακο λουθώντας τό δρόμο τής παρατήρησης καί τοΟ πειράματος, άπεικονίζονται μέ έκεΐνο πού στήν πραγματικότητα άντιλαμβανόααστε, ένώ τό παρελθόν Ιχει έξαφανιστεΐ καί οί σκέψεις μας γι’ αύ τό (τό παρελθόν) ποτέ δέν μποροΟν νά έπαληθευτούν Ιτσι, δπως έπαληθεύουμε τις φυσικοεπιστημονικές μας ύποθέσεις».2 Γι’ αύ τό δ Κόλινγουουντ φρονεί πώς ή φιλοσοφία τής Ιστορίας ώς θεω ρία τής ιστορικής γνώσης Ιχει δικό της τομέα Ιρευνας, δηλαδή δικό της άντικείμενο, δικά της προβλήματα, καί πρέπει νά ύπάρχει ώς αύτοτελής κλάδος τής φιλοσοφίας. ’Απ’ δλες τις δοξασίες για τό άντικείμενο, τ ί καθήκοντα καί τή θέση τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας, πού έξετάσαμε ώς έδώ, ή δο ξασία τοϋ Κόλινγουουντ είναι ή πλησιέστερη στή σωστή. Μά κι* αύτή δέν άντέχει σέ κριτική γιά δυό κύριους λόγους. Πρώτο, έξαιείας τοΟ Ρεαλιστικού χαρακτήρα τής παμφιλοσοφικής του δοξασίας καί τής δοξασίας του γιά τήν Ιστορία. Δεύτερο, έξαιτίας τοΟ άνεπιστημονικοΟ χαρακτήρα τοΟ σχήματός του, πού σύμφωνα μ’ αύτό οί έπιστήμες διαιρούνται σέ έπιστήμες «πρώτου βαθμοΟ» καί σ’ έπι στήμες «δεύτερου βαθμοΟ». Είναι άλήθεια πώς σέ διάκριση άπό τις άλλες έπιστήμες ή φι λοσοφία είναι καί θεωρία τής γνώσης, μαζί καί τής έπιστημονικής γνώσης. ’Αλλά δέν είναι μονάχα θεωρία τής γνώσης, παρά μαζί μ* αύτό είναι καί θεωρία γιά τις γενικότερες σχέσεις καί νόμους τής φύσης καί τής άνθρώπινης κοινωνίας. Συνεπώς, δμοια μέ τις άλλες έπιστήμες, Ιχει έπίσης άμεση σχέση μέ τά προβλήματα τής πραγμα
1. R. G. Collingwood, The Idea of History, p. 5. 2. Ibid., p. 5.
172
τικότητας, μόνο πού τοϋτα τά προβλήματα είναι άκριβώς φιλοσοφικά καί δχι μερικοεπιστημονικά. Κλείνοντας τή φιλοσοφία, μαζί καί τή φιλοσοφία τής ίστορίας, μόνο στά δρια τής θεωρίας τής γνώσης, 6 Κόλινγουουντ τή ξεκόβει άπό τά προβλήματα τής ρεαλιστικής φυσικής καί κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας τής άρνιέται τό δικαίωμα νά είναι γνώση γιά τήν πραγματικότητα, στενεύει τήν πραβληματική της, ύποβιβάζει τό ρόλο καί τή σημασία της καί άφήνει τά πραγματικά φιλοσοφικά προβλήματα, που ή φυσική καί ή κοινωνικοϊστορική πραγματικότη τα βάζουν, σέ θέση έγκατάλειψης. Κατά τή γνώμη μας τό ζήτημα γιά τό άντικείμενο καί τά κα θήκοντα τής φιλοσοφίας τής ιστορίας μπορεΐ νά λυθεί σωστά μόνον άπό τΙς θέσεις τής μαρξιστικολενινιστικής φιλοσοφίας.
Ό μαρξισμός καί ή φιλοσοφία τής ίστορίας. "Οπως είδαμε, 6 Ένγκελς ύποδεικνύει πώς ή Εστορική θεω ρία τοΟ Μάρξ κατάφερε θανάσιμο πλήγμα στή φιλοσοφία τής ιστο ρίας Ιτσι, δπω; ή διαλεκτική άντίληψη τής Φύσης στή φυσική φι λοσοφία (N oturphilosophie). Τό συμπέρασμα τοϋ Ένγκελς είναι πώς μέ αύτό έπήλθε τό τέλος καί τής φυσικής φιλοσοφίας, καί τής φιλοσοφίας τής ίστορίας καί κάθε άπόπειρα γιά τήν άναβίωσή τους θα ήταν δχι μονάχα περιττή, «άλλά θά ήταν καί Ινα βήμα πίσω».1 Παρμένοι, ξεκομμένα άπ’ δλα τά συφραζόμενα καί άπό τήν όλοκληρωμένη δοξασία τοΰ Ένγκελς, τοΟτοι οί συλλογισμοί του θά μποροϋσαν νά έρμηνευθοΟν Ιτσι, ώστε θαρρείς καί γενικά άρνιέται 1. Μάρξ και Φρ. Έ νγκελς, «Διαλεχτά Έργα» 448, (στά βουλγάρικα).
τόμος 2ος, σελ.
173
τή δυνατότητα καί τήν άνάγκη ύπαρξης τής φιλοσοφίας τής ιστο ρίας ώς επιστήμης. Ταυτόχρονα άκριβώς δ Ένγκελς Ιγραψε τή «Διαλεκτική τής Φύσης», πού δέν είναι οδτε φυσική, οδτε χημεία, οδτε βιολογία, παρά άκριβώς φιλοσοφία τής Φύσης. Μά άφοϋ εί ναι δυνατό νά ύπάρχει διαλεκτική, δηλαδή φιλοσοφία τής Φύσης, τότε είναι δυνατό νά ύπάρχει καί διαλεκτική, δηλαδή φιλοσοφία τής ίστορίας. Γεννιέται τό έρώτημα, δεν ύπάρχει άραγε έδώ κάποια αντίφα ση στόν ίδιο τόν Έ γκελς; "Οχι, άντίφαση δέν ύπάρχει. Καθένας, που μελέτησε προσεκτικά τήν άποψη τοΰ Ένγκελς πάνω σέ τούτο τό ζήτημα, δέν μπορεΐ νά μή συμφωνήσει, πώς δταν Απορρίπτει τή «φυσική φιλοσοφία», Ιχει ύπόψη του δχι γενικά τή φιλοσοφία τής Φύσης καί τή φιλοσοφία τής ίστορίας, άλλά τή θεωρητική, τήν Iδεαλιστική φυσική φιλοσοφία καί φιλοσοφία τής ίστορίας. Διαφορε τικά δέ θά καταπιανόταν νά γράψει τό Ιργο του «Διαλεκτική τής Φύσης», πού δ έ ν ε ί ν α ι μερικοεπιστημονικό, παρά φ ι λ ο σ ο φ ι κ ό σύγγραμμα. Σπουδαιότερες, δμως στή δοσμένη περίπτωση είναι οί άντικ-ιμενικές καί λογικές βάσιμες αιτίες, πού κάνουν δυνατό καί Απαραί τητο να ύπάρχει ή φιλοσοφία τής ίστορίας. Φυσικά ή φιλοσοφία τής ίστορίας άποτελεΐ μέρος τής φιλοσο φίας, Ακριβέστερα συγκεκριμενοποίηση καί έφαρμογή της σ’ Ιναν τομέα τής πραγματικότητας, δπως είναι ή ανθρώπινη κοινωνία καί ή ιστορία της, καί στήν κοινωνικοϊστορική γνώση. Ή μαρξιστι κή φιλοσοφία είναι έπιστήμη γιά τούς γενικότερους νόμους, σχέ σεις καί κατηγορίες τής Φύσης, τής άνθρώπινης κοινωνίας καί τής Ανθρώπινης νόησης. Άλλά ή μορφή φανερώματος αύτών τών γενι κότερων νόμων, σχέσεων καί κατηγοριών Ιχει τις ειδικές Ιδιαιτερότητές της στή Φύση, στήν άνθρώπινη κοινωνία καί στή σφαίρα τής νόησης, δηλαδή τής γνώσης. Γι’ αύτό τό λόγο ή κοινωνικοΐστορική πραγματικότητα καί ή κοινωνικοϊστορική γνώση θέτουν μια σειρά ειδικά, γενικότατα καί συνάμα έξαιρετικά σπουδαία προβλή ματα δπως: τό γενικό καί τό διαφορετικό άνάμεσα στή Φύση καί στήν κοινωνία, άνάμεσα στή φυσική καί στήν κοινωνική ίστορία, ά νάμεσα στή φυσική καί κοινωνική αΐτιότητα, άνάμεσα στό φυσικό 174
καί στόν κοινωνικό νόμο' τα ζητήματα για τό κοινωνικό είναι καί γιά τήν κοινωνική συνείδηση καί γιά τΙς άλληλοσχέοεις καί άλληλοεξαρτήσεις τους, έλευθερία καί άναγκαιότητα, συνειδητότητα καί αυθορμητισμός· ύπάρχουν άραγε Αντικειμενικά ci κοινωνικοοικο νομικοί σχηματισμό-, ή οίκογένεια, ή τάξη, τό δθνος, τό κόιμα καί οί άλλες κοινωνικές κοινότητες; τ: είναι κοινωνικοϊστορική πράξη καί κοινωνικοϊστορική γνώση, τί είναι κοινωνικό καί ιστο ρικό γεγονός καί άν αύτά ύπάρχουν Αντικειμενικά, ποιό είναι τό κοινό καί τό διαφορετικό άνάμεσα στή φυσικοεπιστημονική καί στήν κοινωνικοϊστορική γνώση, άνάμεσα στήν Ιστορία τής Φύσης καί στήν ιστορία τής κοινωνίας, παρμένες ώς γνώση· ποιές είναι οί πη γές, δ σκοπός καί τό κριτήριο τής κοινωνικοϊστορικής γνώσης, Αν τικειμενική άλήθεια καί κομματικότητα στήν κοινωνικοϊστορική γές, ό σκοπός καί τό κριτήριο τής κοινωνικοϊστορικής γνώσης, άνόρίων τών χωριστών κοινωνικών έπιστημών, μαζί καί τής κοινωνιολογίας, για τόν καθορισμό τών Αλληλοσχέσεών τους κ.ά. "Ολα τούτα τα ζητήματα δέν είναι κοινωνιολογικά. ΤοΟτα γενικά δέν είναι μερικοεπιστημονικά, μά φιλοσοφικά ζητήματα. Μέ τοϋτα άσχολεΐται Ακριβώς ή φ ι λ ο σ ο φ ί α τ ή ς Ι σ τ ο ρ ί α ς . Έ παλιά φιλοσοφία τής ιστορίας, πού γι’ αύτή μιλάει δ Ένγκελς, πράγματι Ιπαθε χρεοκοπία. Έπαθαν χρεοκοπία καί πολλά άλλα θεωρητικά καί Ρεαλιστικά φιλοσοφικοϊστορικά συστήματα καί δι δασκαλίες, πού έμφανίστηκαν δστερ’ άπό τόν Ένγκελς. ’Αλλά άν ή θεωρητική καί ή Ρεαλιστική φιλοσοφία τής Ιστορίας διαρκώς Ανασταίνονταν καί μέ διάφορες μορφές έξακολουθεΐ νά ύπάρχει κι ώς τά σήμερα — αύτό δέν είναι τυχαίο φαινόμενο. Αύτό όφείλεται στό περιστατικό, πώς τά προαναφερμένα φιλοσοφικοϊστορικά προ βλήματα είναι π ρ α γ μ α τ ι κ ά π ρ ο β λ ή μ α τ α , πού Iχουν τεράστια μεθοδολογική σημασία γιά δλες τις έπιμέρους κοινωνικοϊστορικές έπιστήμες, άλλά μαζί μ’ αύτό καί έξαιρετικά σπου δαία κοσμοθεωρητική καί ίδεαλιστική σημασία. Στή σύγχρονη Αστική φιλοσοφία τής ιστορίας ύπάρχουν καί δχι λίγα πλασματικά προβλήματα, δπως είναι, νά ποϋμε, τά «προβλή ματα» γιά τή σχέση άνάμεσα «στήν έπίγεια καί στήν ούράνια Ιστο ρία», γιά «τό ύπερβατικό νόημα» τής Ιστορίας καί άλλα παρόμοια. 175
Οί δοξασίες της είναι στις περισσότερες περιπτώσεις έπίσης θεωρη τικές, ίδεαλιστικές, μεταφυσικές καί άνεπιστημονιχές, δπως είναι θεωρητικές καί Ιδεαλιστικές οί δοξασίες τής παλιάς φιλοσοφίας τής ίστορίας. Άλλά τούτη θεωρητικολογεί καί μέ ρεαλιστικά φι λοσοφικά προβλήματα τής κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας καί τής κοινωνικοϊστορικής γνώσης. Γι’ αύτό ή έπιστημονική, ή μαρξιστικολενινιστική έπεξεργασία αυτών τών προβλημάτων ίχει πρωτοβάθμια σημασία καί γιά τήν κοινωνικοϊστορική πρακτική τοΟ κομμούνιστικοϋ κινήματος, καί για τόν άγώνα ένάντια στήν άστι κή Ιδεολογία, καί γιά τήν έξέλιξη τής μαρξιστικολενινιστικής φι λοσοφίας, καί για τήν έξέλιξη τών κοινωνικοίστορικών έπιστημών. Ό Έντουαρτ Κάρ παρατηρεί πώς ή φιλοσοφία τής ίστορίας είναι έπιστημονιοώς κλάδος, πού δίνει άπάντηση στό έρώτημα: «Τί είναι Ιστορία;». "Αν πάρουμε τή λέξη «ιστορία» στήν πιό πλατιά της έννοια, πού σ’ αύτήν τή χρησιμοποιούν πάρα πολύ συχνά δ Μάρξ καί δ Ένγκελς, ώς έπιστήμη γιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, δ δρισμός τοϋ Κάρ είναι γενικά σωστός. ’Αλλά είναι πάρα πολύ γε νικό; καί χρειάζεται ούσιαστικές διακριβώσεις. Πρώτο, ύπάρχει ή ιστορία ώς π ρ α γ μ α τ ι κ ή δ ι α δ ι κ α σ ί α καί ή ιστορία ώς γ ν ώ σ η γιά τήν πραγματική Ιστο ρία, δηλαδή ώς ι σ τ ο ρ ι ο γ ρ α φ ί α ή, δπως έκφράζονται δ Μάρξ καί δ Ένγκελς, ώς « φ ι λ ο λ ο γ ι κ ή Ι σ τ ο ρ ί α » . Γιά ποιά άπό τις δυό ιστορίες γίνεται λόγος ή γίνεται λόγος καί γιά τις ?υό ταυτόχρονα ; Ό Μάρξ καί δ Ένγκελς κριτικάρησαν τούς γερμανούς «Αληθι νούς σοσιαλιστές», πώς «δμοια μέ δλους τούς γερμανούς Ιδεολόγους, μπερδεύουν διαρκώς σάν κάτι ισοδύναμο τή φιλολογική Ιστορία μέ τήν πραγματική ιστορία*.1 'Οπως θά δούμε πιό κάτω, σήμερα πολ λοί άστοί φιλόσοφοι καί ιστορικοί έμμένουν σ’ αύτόν τόν τρόπο έξέτασης τής ίστορίας. Σύμφωνα μ’ αότούς μόνον ή πραγματική ιστο ρία είναι ή γραφτή ιστορία καί δ μοναδικός τρόπος νά κάνει κανείς Ιστορία είναι νά γράφει τήν ιστορία. Είναι δλοφάνερο πώς γιά τέτοι ους φιλοσόφους καί Ιστορικούς, δπου συγκαταλέγεται καί δ Κόλιν1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς. Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 458.
176
γουουν'. ή φιλοσοφία τής ίστορίας άκόμη καί νά θέλει, δέν μπορεΐ νά είναι τίποτε άλλο έξόν Από θεωρία τής Ιστοριογραφίας, τής Ιστο ρικής γνώσης, άλλα δχι καί τής θεωρίας γιά τήν ίστορία ώς πραγμα τική διαδικασία, υπαρκτή Αντικειμενικά, Ανεξάρτητα άπό τήν ιστο ρική γνώση. Έκτος Απ' αύτό, δπως κιόλας είδαμε, ό Κόλινγουουντ παράθε τε καί ενα άλλο έπιχείρημα για τήν ύποστήριξη τής θέσης γιά τήν φιλοσοφία τής ίστορίας ώς θεωρία τής ιστορικής γνώσης. Ό ίδιος ύποδείκνυε πώς άν ή φιλοσοφία τής ίστορίας έξέταζε τό Ιστορικό πα ρελθόν αύτό καθαυτό, δηλαδή άν ή φιλοσοφία τής ίστορίας είχε γιά άντικείμενο τήν ίδια τήν ιστορική διαδικασία καί δχι τήν Ιστοριο γραφία ώς γνώση γ ι’ αύτήν τή διαδικασία, θά μετατρέπονταν σέ έ πιστήμη «πρώτου βαθμοΟ», θά έπαυε νά είναι φ ι λ ο σ ο φ ί α τής Ιστορίας καί θά μετατρέπονταν σέ Ιστοριογραφία. Γι’ αύτό 6 ίδιος δρισε τή φιλοσοφία τής ίστορίας Αποκλειστικά ώς θεωρία τής ιστορι κής γνώσης. Άλλά ό πολύ λειψός κατάλογος τών φιλοσοφικοϊστορικών προβλημάτων, πού παραθέσαμε πιό πάνω, δείχνει έντελώς κα τηγορηματικά, πώς τοΟτα τά προβλήματα διαιροΟνται σέ δυό βασικές όμάδες. Ή μιά άπ’ αύτές άναφέρεται στήν ιστορία ώς γνώση, στήν ιστοριογραφία, ή, δπως έκφράζονται ό Μάρξ καί ό Ένγκελς, στή «φιλολογική ίστορία». Ή άλλη άναφέρεται, γιά νά χρησιμοποιή σουμε ξανά τήν έκφραση τοΟ Μάρξ καί τοΟ Ένγκελς, στήν «πρα γματική ιστορία». Ή ίστορία ώς γνώση είναι άρρηκτα συνδεμένη μέ τήν πραγματική ιστορία. Είναι Αντανάκλασή της, άλλά Ακριβώς γι’ αύτό δέν είναι ή ίδια πραγματική Ιστορία. Νά δοθεί Απάντηση στό έρώτημα «Τί είναι ίστορία ώς γνώση ;» σημαίνει νά δοθεί Απάν τηση σέ τέτοια έρωτήματα δπως: ποιό είναι τό άντικείμενο τής ι στορίας, σέ ποιά σχέση βρίσκεται ή ίστορία μέ τή φιλοσοφία, μέ τΙς φυσικές έπιστήμες, μέ τήν κοινωνιολογία καί τΙς άλλες κοινωνικές έπιστήμες, μέ τήν τέχνη, τή θρησκεία κ.ά. Έδώ Ανήκουν έ πίσης τά έρωτήματα: είναι άραγε δυνατό νά ύπάρχει άντικειμενι/.ή άλήθεια στήν ιστορική γνώση, ποιές είναι οι μέθοδοι τής ιστο ρικής γνώσης καί τά κριτήρια γιά τόν καθορισμό τής ιστορικής άλήθειας, ίστορία καί σύγχρονη έποχή, ίστορία καί κομματικότητα χΑ .
12
177
Να δοθεί φιλοσοφική άπάντηση στό έρώιημα «Τί είναι ιστο ρία ώς πραγματική διαδικασία;» σημαίνει νά δοθεί άπάντηση στα έρωτήματα σχετικά μέ τό κοινό καί τό διαφορετικό άνάμεσα στή Φύση καί στήν κοινωνία, άνάμεσα στή φυσική καί στήν κοινωνική ιστορία· σχετικά μέ τό κοινό καί τό διαφορετικό άνάμεσα στήν κοινωνικοϊστορική αιτιότητα, νομοτέλεια καί Αναγκαιότητα, άπό τή μιά, καί τή φυσική αιτιότητα, νομοτέλεια καί άναγκαιότητα, άπό τήν άλλη. Έδώ άνήκουν έπίσης καί μιά σειρά άλλα προβλή ματα δπως τό γενικό, τό Ιδιαίτερο καί τό ένικό στήν ιστορία, μέ ρος καί δλο, περιεχόμενο καί μορφή, δυνατότητα καί πραγματικό τητα, έλευθερία καί άναγκαιότητα, συνειδητότητα καί αύθορμητισμός στήν Ιστορία κ.ά. "Ολα τοδτα τά προβλήματα άναφέρονται δχι στήν ιστορική γνώση, δχι στήν Ιστοριογραφία, παρά στήν πρα γματικά συντελούμενη διαδικασία τής Ιστορικής έξέλιξής τής κοι νωνίας. Στό βαθμό πού έχει γιά άντικείμενο τήν πραγματική Ιστορία τής κοινωνίας, ή φιλοσοφία τής Ιστορίας δέν 8χει καθήκον νά άπαντήσει στό έρώτημα «Τί είναι ή Ιστορία γενικά ώς πραγματική διαδικασία» ; Τό καθήκον της δέν είναι νά άνακαλύπτει καί νά δια τυπώνει τους έπιμέρους ή τούς γενικότερους οίκονομικούς, κοινω νιολογικούς, κοινωνικοψυχολογικούς καί άλλους νόμους τής κοινωνικοΓστορικής ζωής, οδτε νά μάς δείξει τή διαδικασία αάτής τής ζωής στά συγκεκριμένα της φανερώματα, μά νά δώσει άπάντηση σέ έκεΤνα τά γενικότερα προβλήματα, πού αύτή θέτει καί πού γι’ αότό 2γινε πιό πάνω λόγος. Καί μιά καί τοϋτα τά προβλήματα δέν είναι οδτε οικονομικά, οδτε κοινωνιολογικά, οδτε κοινωνικοψυχολογικά, οδτε Ιστοριογραφικά, παρά φ ι λ ο σ ο φ ι κ ά , ή φιλοσοφία δέν είναι οδτε κοινωνιολογία, οδτε πολιτική οίκονομία, οδτε κοινωνική ψυχολογία, οδτε Ιστοριογραφία, μά άκριβώς φιλοσοφία τής κοινωνικοϊστρικής ζωής. Παρ’ δλο πού ot έξεταζόμενες δυό όμάδες φιλοσοφικοϊστορικά προβλήματα £χουν τήν Ιδιαιτερότητά τους, στό βαθμό πού τά πρώτα άναφέρονται στήν Ιστορική γνώση, ένώ τά άλλα στό Αντι κειμενικά ύπαρκτό άντικείμενο τής Ιστορικής γνώσης, δηλαδή στήν
178
πραγματική Ιστορία τής κοινωνίας, σχηματίζουν έναν ένιαϊο προ βληματικό τομέα τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας καί ή γενική καί ή πιό βαθιά βάση αύτής τής ένότητας είναι τό βασικό ζήτημα κάθε φι λοσοφίας τής ίστορίας — τό ζήτημα τής σχέσης άνάμεσα στό κοινω νικό είναι καί στήν κοινωνική συνείδηση.
179
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Εδώ καί πάνω άπό μια έκατανταετία ή άστική φιλοσοφία τής ίστορίας περνάει μια άθεράπευτη καί άδιάκοπη βαθυνόμενη κρίση Οί αίτιες, πού προκάλεσαν αύτή τήν κρίση καί δια/καθορίζουν τήν έξέλιξη της, είναι πριν άπ’ δλα κοινωνικοϊστορικές. Τό άνέβασμα τής έργατικής τάξης πάνω στήν ιστορική σκηνή ώς αύτοτελοϋς καί έπα ναστατικής ιστορικής δύναμης, οί περιοδικές κρίσεις, πού στήν τελευ ταία έκατανταετία άποτελοϋν άναπόφευκτο συνοδοιπόρο τής καπιτα λιστικής οΙκονομίας καί πού στήν έποχή τού ιμπεριαλισμού μετανα-τύχτηκαν σέ γενική κρίση τοϋ καπιταλιστικού συστήματος, ή νικη φόρα πορεία τής σοσιαλιστικής έπανάστασης καί ή έμφάνιση τοΰ παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, ή έξέλιξη τών έθνικοαπελευτερωτικών έπαναστάσεων, ή διάλυση τοϋ άποικιοκρατικοΰ συστήμα τος τοΰ ιμπεριαλισμού καί ή μετατροπή τής πλειονότητας τδν πρώ των ά-οικιοκρατούμενων χωρών σέ περισσότερο ή λιγότερο άνεξάρτητα κράτη, ή έξέλιξη πανίσχυρων δημοκρατικών, άντιμιλιταριστικών καί άντιϊμπεριαλιστικών κινημάτων, μέσα στίς ίδιες τίς καπιτα λιστικές χώρες, δλες αύτές οί διαδικασίες συγκλόνισαν δλάκερο τό οικοδόμημα τοΰ καπιταλιστικού συστήματος, άπό τά κοινωνικοοικο νομικά του θεμέλια ίσαμε τις ύψηλότερες σφαίρες τοϋ έποικοδομήματός του, δπου άνήκει καί ή φιλοσοφία τής ίστορίας. Ή άντικειμ,ενική πορεία τής παγκόσμιας ίστορίας προσφέρει στό καπιταλιστικό σύστημα δλοένα νέες καί νέες ήττες, πού άναπόφευκτα πρσκαλοΟν στή σφαίρα τής άστικής κουλτούρας καί Ιδεολογίας καί Ιδιαίτερα στή σφαίρα τής φιλοσοφίας τής ίστορίας άδιάκοπη έπανεκτίμηση τών τωρινών άξιων. Ά λλη όμάδα αιτίες, πού προκάλεσαν καί διακαθόρισαν τήν έξέλιξη τής κρίσης τής άστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας, βρίσκονται
183
στή σφαίρα τής ίδιας τής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης καί τής έξέλι ξής της. Είναι άδιάρρηκτα συνδεδεμένες μέ τίς προαναφερμένες Αν τικειμενικές κοινωνικοϊστορικές αίτίες, άλλά μαζί μέ αύτό έχουν κάποιοι σχετική αύτοτέλεια. Κατά πρώτο λόγο τούτες οί αιτίες έ χουν τίς ρίζες τους στόν πρώτιστα Ιδεαλιστικό καί στίς περισσότε ρες περιπτώσεις μεταφυσικό χαρακτήρα τής άστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας. Ξεχωριστές όρθολογικές Ιδέες, δπου φτάσανε μερικοί έκπρόσωποί της, ιδιαίτερα ό Χέγκελ, δέν μπορέσανε νά Αποφύγουν τή σύγκρουσή της μέ τήν έξελισσόμενη έπιστημονική γνώση, κα θώς έπίσης καί τή χρεοκοπία της. Όσο ό ύλισμός έξελισσόταν στά πλαίσια τής άστικής φιλοσο φίας, δ ιδεαλισμός κυριαρχο&σε στή σφαίρα τής φιλοσοφίας τής ί στορίας, γιατί ό ίδιος δ ύλισμός τών άστών φιλοσόφων ήταν μη χανιστικός καί Ασυνεπής. Άλλα στα μέσα τοϋ περασμένου αΙώνα δ Μάρξ καί ό Ένγκελς δημιούργησαν τόν ίστορικόν ύλισμό καί μέ αύτό κατάφεραν συντριπτικό πλήγμα κατά τοϋ ιδεαλισμού στό τελευταίο του καταφύγιο. Άπό τότε ή έξέλιξη τής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης καθορίζεται άπό τόν άγώνα μεταξύ τοϋ ιστορικού ύλισμοϋ καί τοΰ Ιστορικού ιδεαλισμού, πού άποτελεΐ μονάχα Ιδεολογικήν έκφραση τής ταξικής πάλης άνάμεσα στό προλεταριάτο καί στήν άστική τάξη, κι άργότερα, δστερ’ άπό τή νίκη τής σοσια λιστικής έπανάστασης, άνάμεσα στό σοσιαλισμό καί στό καπιταλι σμό. Γι’ αύτό ή νικηφόρα πορεία τής σοσιαλιστικής έπανάστασης στό σύγχρονο κόσμο είναι άδιάρρηκτα συνδεμένη μέ τήν νικηφόρα πορεία τοΰ ιστορικού ύλιαμοΰ, ένώ ή κρίση καί ή διάλυση τοΰ κα πιταλιστικού συστήματος Αναπόφευκτα βαθαίνουν τήν κρίση τής Αστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας. Άπό τά μέσα τού περασμένου αΙώνα, δταν δ Μάρξ καί ό Ένγκελς δημιούργησαν τόν ίστορικόν ύλισμό καί κατάφεραν συν τριπτικό πλήγμα στόν Ιστορικό ύλισμό, ή Αστική φιλοσοφικοϊστορική σκέψη δέν πέρασε ποτέ τόσο βαθιά κρίση, δσο στίς δεκαετίες μετά τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ή έπίκληση γιά έπανεξέταση τών «βασικών αιτημάτων» τής «παραδοσιακής ιστορικής νόη σης» καί γιά τή δημιουργία μι&ς «νέας Αντίληψης» πάνω στήν πο ρεία τής Ιστορίας βρίσκεται στό στόμα τών περισσότερων Από τούς
184
σύγχρονους άστούς φιλοσόφους τής ιστορίας καί φιλοσοφούντες ι στορικούς. Γι’ αύτό τούτη ή Ιπίκληση δέν μπορούσε να μή βρει θέ ση καί στίς είσηγήσεις τών άστών φιλοσόφων στό 14ο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας. Τούτη ή έπίκληση έκφράστηκε Ιδίως καθα ρά άπό τό γάλλο άστό φιλόσοφο Μαρσιάλ Γκερού καί άπό τό δυτικογερμανό άστό φιλόσοφο Κάρλ Ούλμπερ. Στήν εισήγησή του ιέ θέμα «Τά αίτήματα τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας» δ Γκερού τόνισε τήν άνάγκη ή φιλοσοφία τής Ιστορίας «νά κ ρ ι τ ι κ α ρ ι σ τ ε ΐ στίς άρχές της Ιτσι, ώστε νά άποκαλυφτοΰν τά δριά της πού μέσα 3’ αύτά τά όρια νά μπορεΐ νά θεμελιωθεί γερά».1 Ό Οδλαερ δή λωσε πώς ή άστική φιλοσοφία τής ιστορίας δέν μπορεΐ περισσότερο νά βαδίζει στό δρόμο πού Ακολουθούσε Τσαμε τώρα. Είναι άνάγκη, φρονεί ό Γδιος, να βρεθεί «νέος δρόμος» γιά τόν καθορισμό τών έννοιών «κόσμος», «πνεύμα» καί «Ιστορία», καί μαζί μ’ αύτό — «νέος δρόμος» γιά τήν έξέλιξη τής άστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Στις τελευταίες δεκαετίες Ινας μεγάλος άριθμός άστοί συγγρα φείς — φιλόσοφοι, ιστορικοί καί κοινωνιολόγοι— καταπιάστηκαν μέ τήν έπανεξέταση τών «βασικών αιτημάτων» τής «παραδοσιακής Ιστορικής νόησης» μέ σκοπό νά άνακαλύψουν Ινα «νέο δρόμο» για τήν έξέλιξη τής φιλοσοφίας τής ιστορίας. 'Ολες, δμως, αύτές ot Από πειρες είναι άποτυχημένες. Όδηγοϋν στό παραπέρα βάθεμα τής κρίσης. Οί αίτίες είναι πολλές. Έχουν τις ρίζες τους τόσο στίς άντικειμενικές κοινωνικοΐστορικές συνθήκες τής σύγχρονης άστικής κοι νωνίας, δσο καί στήν άστική φιλοσοφία. ’Ανάμεσα στό τελευταίο εί δος αίτίες δυό Ιχουν πρωτοβάθμιο ρόλο καί σημασία. Π ρ ώ τ ο , ot άπόπειρες γιά τήν άναδιοργάνωση τής άστι κής φιλοσοφίας τής ιστορίας ξεκινούν άπό τΙς πιό διαφορετικές φι λοσοφικές θέσεις: άπό τις θέσεις τού νεοκαντιανισμού, τοΟ νεοχεγκελ'.ανισμοΟ, τοϋ νεσθωμισμοϋ, τοΟ νεοθετικισμού, τού ύπαρξισμού κ.ά. Γι’ αύτό καί οί νεώτερες άστικές ιστορικές θεωρίες, δπως καί ot προηγούμενες, δέν Ιχουν ένιαία καί μή άντιφατική φιλοσοφική I. Martial Gueroult, Les Postulats de la philosophie de l’histoi. re. In : Akten des XIV Internationale!! kongreçses für Philosophie. IB. Verlag Herder, Wien. 1968, s. 11.
185
βάση. Σχεδόν κάθε σημαντικό ρεΰμα τής σύγχρονης άστικής φι λοσοφίας δημιούργησε ή δημιουργεί τή δική του φιλοσοφία τής ί στορίας καί καθεμιά άπ’ αύτές άξιώνει νά είναι ή άληθινή. Αύτός δ πλουραλισμός* τής άστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας διαίηλώθηκε καί στό Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας στή Βιέννη. Έ τσι λογουχάρη, 6 Κ. Οδλμερ φρονεί, πώς γιά νά διανοιχτεί δ νέος δρόμος τής έξέλιξής τής φιλοσοφίας τής ίστορίας, πρέπει νά δοθεί νέος δρισμός στίς έννοιες «κόσμος» «πνεΰμα» καί «Ιστορία», πού άπό τήν πλευρά του άπαιτεΐ «να καθιερωθεί νέα δντολογική άρχή για νέον δρισμό τής ένότητας τοΰ κόσμου καί μαζί μ’ αύτό —έπίσης τοΰ πνευματικοϊστορικοΰ κόσμου».1 Κατά τή γνώμη του τοΰτο τό καθήκον θά μποροΰσε να έκπληρωθεΐ μέ τόν καλύτερο τρό πο άπό τήν ύπαρξιακή δντολογία τοΰ Μάρτιν Χάιντεγκε^ «Ό Χάιντεγκερ ισχυρίζεται, πώς δλη ή φιλοσοφία τοΰ παρελθόντος πή δησε τό φαινόμενο κόσμος —γράφει δ Ούλμερ,— γιατί προσανατο λίζει τήν Ιννοιά του για τό είναι πρός τή Φύση ( Vorhandenheit ένώ ή έννοια κόσμος είναι Ινας δρισμός τοΰ είναι τοϋ άνθρώπου (Existenz) καί γι’ αύτόν τό λόγο ή προγενέστερη δντολογία δέν μπόρεσε νά τή συλλάβει».2 Ό Γιούτζιν Τ. Γκέντολ φρονεί, πώς οί έννοιες «πνεΰμα», «κό σμος» καί «ιστορία» μποροΰν νά βροΰν τήν πιό δμόλογη έξήγηση μονάχα πάνω στή βάση τής «κριτικής φιλοσοφίας» δηλαδή τής νεοκαντιανής φιλοσοφίας, καί ειδικότερα στό φώς τών Ιδεών, πού Ιχουν άναπτυχθεΐ στό κλασικό έργο τοΰ Έρνστ Κάσιρερ «Φιλοσοφία τών συμβολικών μορφών».3 Σ’ άντίθεση μέ τόν Γκέντολ δ Χιοΰγκο Ράϊμαν είναι τής γνώ μης δτι δ καντιανισμός δέν μπορεΐ νά άποτελέσει άσφαλή βάση τής φιλοσοφίας τής ίστορίας. Επικαλούμενος τόν Ντίλταϊ, ύποβεικνύει
* Πολυαρχία (Σημ τ. Μετ.). 1. Karl Ulmer, Ein nener Wef zur Bestimmung von Welt, Geist und Geschichte. In : «Akten...», I. B . s. 134. 2. Ibid. s. 134. 3. Eugene T. Gadol. Reflexivity in History. In : «Akten...», I. B., s. 72.
186
πώς «ή καντιανή θεμελίωση τής έπιστήμης πάνω στήν αισθητηριακή άντίληψη καί τή μαθηματική νόηση, δέν είναι κατάλληλη για τή θεμελίωση τών έπκπημών γιά τό πνεύμα».' Κατά τή γνώμη του «οί βάσεις μιάς θεωρίας τΐ)ς γνώσης τών έπιστημών γιά τό πνεύμα έ χουν Ιπεξεργαστεΐ άπό τό Βίλχεμ Ντίλταϊ»,2 καθώς έπίσης άπί» τό Ρούντολφ Στάινερ, πού είναι σύμφωνος μέ τΙς βασικές άντιλήψεις τοΰ Ντίλταϊ, μά άπό πολλές άπόψεις πηγαίνει πολύ πιό μακριά άπ’ Ικεϊνον. Ό Κάρλ ΙΙόπερ έπίσης βρίσκει πολύτιμες Ιδέες στούς Ντίλταϊ καί Κόλινγουουντ, άλλά φρονεί πώς ή ίστορία καί ή ίστορική γνώση μπορούν νά κατανοηθοΰν καί έξηγηθοϋν μονάχα άπό τίς θέ σεις τής νεοθετικιστικής φιλοσοφίας καί ειδικότερα τής θεωρίας της γιά τό άντικειμενικό πνεύμα. Καί άκόλουθα. Δ ε ύ τ ε ρ ο , παρά τό δτι ή άναθεώρηση τής άστικής φιλοσο φίας τής ίστορίας γίνεται άπό διαφορετικές φιλοσοφικές θέσεις, τούτη ή άναθεώρηση δέν θίγει τήν ούσία τοΟ βασικού αιτήματος τής άστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας —τόν Ιδεαλιστικό της χαρα κτήρα. Οί άλλαγές, πού γίνονται σ’ αύτόν τόν τομέα, άνάγονται στό δτι οί παλιές μορφές τού Ιδεαλισμού, πού πάνω τους οίκοδομούνταν ή παραδοσιακή άστική φιλοσοφία τής ίστορίας, άντικατασταίνονται μέ νέες. Οί σύγχρονα άστοί φιλόσοφοι οίκοδομούν τις «νέες» θεωρίες τους γιά τήν ίστορία πάνω στή βάση διαφορετικών Ιδεαλιστικών, μεταφυσικών καί άγνωστικών δοξασιών, πού στίς περισσό τερες περιπτώσεις είναι πιό άνεπιστημονικές καί πιό άντιδραστικές άπό τις προγενέστερες.
1. Hugo Reimann, Geisteswissensthaftliche Erkenutnis des Menchen und seines Wirkens in der Welt. In : «Akten...», I. B., s. 102. 2. Ibid.. s. 102.
Προοδευτικά σημεία στήν άστική φιλοσοφία τής ίστορίας, ώς τήν έμφάνιση τοϋ μαρξισμοΟ. Ώ ς ιδιαίτερη κατεύθυσνη τής φιλοσοφικής σκέψης ή φιλοσο φία τής Ιστορίας δημουργήθηκε άπό τους ΐδεολόγους τής άστικής iπανάστασης σάν ιδεολογικό δπλο άγώνα ένάντια στό φεουδαρχικό σύστημα καί στήν άντιδραστική του ίδεαολογία. Έξαιτίας τής ταξι κής της στενότητας ή άστική φιλοσοφία τής ίστορίας δέν μπόρεσε ποτέ νά ύψωθεΐ ώς τό έπίπεδο πραγματικής έπιστήμης. Άκόαη καί στή'/ έποχή τής προετοιμασίας καί τής διεξαγωγής τών μεγά λων άστικών έπαναστάσεων είχε πρώτιστα ίδεαλιστικό χαρακτήρα, πού βρήκε τό πιό λαμπρό της φανέρωμα στίς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις φιλοσόφων δπως 6 Κάντ, ό Φίχτε καί δ Χέγκελ. Σύμφω να μέ τόν Χέγκελ, λογουχάρη, ή ιστορία είναι μόνον Ενα άπό τά στάδια στήν έξέλιξη τής «άπόλυτης Ιδέας», δπου έπιστρέφει στόν έαυτό της. Άλλά μαζί μέ αύτό οί φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις αύτών τών στοχαστών περιέχουν μιά σειρά έξαιρετικά σπουδαίες υποθέ σεις καί ίδέες, πού άργότερα χρησιμέυσαν ώς προϋποθέσεις γιά τή-; έ|ΐφάνιση τοϋ ίστορικοΰ ύλισμοϋ. Άνάμεσα σ’ αύτές τίς ’Απο θέσεις καί Ιδέες πρέπει νά άναφέρουμε πρίν άπ’ δλα τήν Ιδέα γιά τ ή ν ί σ τ ο ρ ι κ ή π ρ ό ο δ ο , γι ά τ ό δ ι α λ ε κ τ ι κ ό καί τό ν ο μ ο τ ε λ ε ι α κ ό χαρακτήρα τής Ιστορικής έξέλιξής καί χ ω ρ ι σ τ έ ς ά ν α λ α μ π έ ς τ ο ΰ ί σ τ ο ρ ι κ ο ΰ ύ-
188
λ ι J μ, ο 0.
’Ιδιαίτερο ένδιαφέρον άπ’ αύτήν τήν άποψη παρουσιάζουν ot φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τών Χέρντερ, Κάντ, Φίχτε, Χέγκελ καί οί άντιλήψεις τών γάλλων Ιστορικών τής έποχής τής παλινόθωσης Φ. Γκιζό, Ό . ΤιερΙ καί Φ. Μινιέ. Ό Χέρντερ, λόγου χάρη, έξετάζει τήν Ιστορία τών λαών ώς μιά ένιαία καί προοδευτική διαδικασία, στρεφόμενη πρός τήν πρα γματοποίηση τ ο ϋ ά ν θ ρ ω π ι σ μ ο ΰ , ώς δψι^πης μορφής τής κοινωνικής ζωής, ύποταγμένης, σέ άντικειμενικές νομοτέλειες. Αξιοσημείωτο είναι τό γεγονός δτι ό Χέρντερ δέν άντιπαραθέτει τήν ιστορία στή Φύση καί δέν έξετάζει τήν Ιστορική πρόοδο ώς εύθύγραμμη διαδικασία. Κατά τή γνώμη του ή Ιστορική έξέλιξη τών λαών άποτελεΐ συνέχεια τής έξέλιξής τής Φύσης, ένώ ή ιστορική πρόοδος άποτελεΐ άντιφατική διαδικσία. Παρά τό δτι ot φιλοσοφικοϊστορκές άντιλήψεις τοϋ Χέρντερ είναι στή βάση τους Ιδεζλιστικές και μάλιστα παραδέχεται τήν «έπιρροή τοΰ θεοΟ» πάνω στήν άνθρώπινη μοίρα, κατά τήν έξήγηση τής ιστορικής έξέλιξής τών λαών, έπικαλεΐται καί ύλικούς παράγοντες δπως τό γεωγραφι κό περιβάλλον, ή παραγωγική δράση, καθώς έπίσης ή έπιστήμη. Σέ άντίθεση μέ τΙς μηχανιστικές δοξασίες δ Χέρντερ έξετάζει τήν άνθρώπινη κοινωνία δχι ώς μηχανικό πρόσμειγμα (aggregate) άλλά ώς όργανικό σύστημα, πού Ιξω άπ’ αύτό ή χωριστή άνθρώπι νη ύπαρξη είναι Ινα τίποτε. «Ό άνθρωπος —λέει δ Χέρντερ— εί ναι γεννημένος γιά τήν κοινωνία». Άπό τή σκοπιά τής έξέλιξής τής Ιπιστημονικής φιλοσοφικοΐστορικής σκέψης ot φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψες τοΟ Κάντ στέ κονται χαμηλότερα σέ σύγκριση μέ αύτές τοΟ Χέρντερ, στό βαθμό πού δέ στρέφει τήν φιλοσοφικοϊστορική σκέψη πρός τήν άποκάλυψρ τών άντικειμενικών παραγόντων καί νομοτελειών, άλλά ύποδεικνύει ώς κύριο παράγοντα τής Ιστορικής έξέλιξής τήν ήθική αύτοτελείωση καί μ’ αύτό άντιπαραθέτει κιόλας τήν Ιστορία καί τή Φύση σάν δυό άπόλυτα διαφορετικούς κόσμους. Άλλά καί δ Κάντ, δμοια μέ τόν Χέρντερ, έξετάζει τήν Ιστορική έξέλιξη ώς προοδευ τική διαδικασία, πού δδηγεΐ στήν έγκαθίδρυση μιδς Ιδανικής κα τάστασης τής άνθρώπινης κοινωνίας — στήν έγκαθίδρυση τ ή ς τάξης δ ι κ α ί ο υ καΐτής α Ι ώ ν ι α ς ε Ι ρ ή ν η ς 189
ανάμεσα ατούς λαούς. Ά ν καί μακριά άπό τή σωστή κατανόηση τής πραγματικής διαλεκτικής τής Ιστορικής έξέλιξής, ό Κάντ έπίσης δέ συλλαμβάνει τήν έξέλιξη τής Ιστορικής προόδου ώς δμΛλή, χωρίς συγκρούσεις καί εύθύγραμμη διαδικασία. Βλέπει τήν πη γή τής Ιστορικής έξέλιξής στήν πάλη Ανταγωνιστικών δυνάμεων, δπου έχουν τραβηχτεί καί χωριστά άτομα, καί χωριστά κράτη. Χω ρίς αύτήν τήν πάλη δέν ύπάρχει καί δέν μπορεΐ νά ύπάρχει ιστορική έξέλιξη καί πρόοδος. Μά άπό τούς άνταγωνισμούς καί τούς πολέμους άνάμεσα στούς άνθρώπους καί στά κράτη θά γεννηθεί άναπόφεχτα μιά νέα κοινωνία τάξης δικαίου καί αιώνιας ειρήνης άνάμεσα στούς λαούς. Οί Ιδέες τοΰ Ανθρωπισμού, τής ιστορικής προόδου καί αισιοδο ξίας βρίσκονται στή βάση τών φιλοσοφικοϊστορικών άντιλήψεων καί τοΟ Φίχτε. Σέ διάκριση άπό τόν Χέρνοερ καί τόν Κάντ οί Αντιλή ψεις του έχουν δχι μόνο βαθύ Ανθρωπιστικό χαρακτήρα, άλλά καί δρισμένα στοιχεία τοϋ ούτοπικού σοσιαλισμού. Κατά τή γνώμη του, ή Ιστορική έξέλιξη τών λαών δδηγεϊ στήν έγκαθίδρυση τ ο ύ Ι δ α ν ι κ ο ύ κ ρ ά τ ο υ ς , πού στή βάση του βρίσκονται τό λογι κό, ή όργανωμένη έργασία καί ή άληθινή έλευθερία. Τούτο τό κρά τος θά έξασφαλίζει τήν εύημερία, τήν έλευθερία καί τήν άνθρώπινη άξιοπρέπεια σέ δλα τά άτομα. Έ άστική ιδεαλιστική φιλοσοφία τής ίστορίας Εφτασε τό ύψηλότερο σημείο τής έξέλιξής της στίς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τού Χέγκελ. Σύμφωνα μέ τό Χέγκελ «ή παγκόσμια ίστορία είναι γενικά τό φανέρωμα τοΰ πνεύματος σ τ ό χ ρ ό ν ο , έτσι δπως ή ιδέα, σά Φύση, φανερώνεται στό χώρο». Είναι διαδικασία τής αύτογνωσίας τοΰ άπόλυτου πνεύματος, «πρόοδος στή συνείδηση γιά λευ τεριά», δπου τό άπόλυτο πνεύμα έπιστρέφει άπό τό «Αλλο είναι» του, άπό τή Φύση σάν «Αλλοτρίωση» τής Ιδέας, πρός τόν ϊδιο τόν έαυτό της .’Αλλά ή ύπηρεσία καί ή διαχρονική σημασία τού χεγκελιανοΰ φιλοσοφικού συστήματος δέ βρίσκονται στόν Ιδεαλισμό του. Ή «με γάλη του ύπηρεσία —γράφει δ "Ενγκελς— συνίσταται στό δτι σ’ αύτό γιά πρώτη φορά περιγράφει δλον τόν φυσικό, ιστορικό καί πνευματικό κόσμο σά μιά διαδικασία, δηλαδή σέ Αδιάκοπη κίνη ση, άλλαγή, μετασχηματισμό, έξέλιξη, καί πάσχισε ν’ Αποδείξει
190
τήν έσωτερική συνάφεια σ’ αυτήν τήν κίνηση και έξέλιξη. Ά π ’ αύτήν τήν άποψη ή ιστορία τής Ανθρωπότητας δέ φαινόταν πια σάν Ινα. άγριο μπέρδεμα άπό παράλογες πράξεις βίας δπου, μπροστά στή δικαστική έδρα τού ώριμααμένου τώρα φιλοσοφικού λόγου, δλες εί ναι έξ Γσου άπορριπτέες καί πού τό καλύτερο είναι να τις ξεχνάει κανείς δσο μπορεΐ πιό γρήγορα, μά σάν τή διαδικασία έξέλιξής τή; ίδιας τής Ανθρωπότητας. Καθήκον τής σκέψης τώρα είναι νά πα ρακολουθήσει τή βαθμιαία άνέλιξη αύτής τής διαδικασίας μέσα άπ’ δλες τις περιπλανώσεις της καί ν’ άποδείξει τήν έσωτερική της νομοτέλεια μέσα άπ’ δλες τίς φαινομενικές συμπτώσεις. Μάς είναι έδώ Αδιάφορο πώς τό χεγκελιανικό σύστημα δέν έ λυσε τό πρόβλημα πού έθεσε. Ή Ιστορική του ύπηρεσία ήταν δτι έθεσε αύτό τό πρόβλημα».1 Ένώ ή ύπηρεσία τού Χέγκελ βρίσκεται στό δτι γιά πρώτη φο ρά παρουσίασε όλάκερο τό φυσικό, Ιστορικό καί πνευματικό κόσμο ώς νομοτελειακή διαδικασία καί έθεσε τδ καθήκον νά άποκαλυφτοΰν οί νομοτέλειες αύτής τής διαδικασίας, ή ύπηρεσία τών γάλλο>ν ιστο ρικών τής περιόδου τής παλινόρθωσης —Γκιζό Τιερί καί Μινιέ— βρίσκεται στό δτι αύτοί πλησίασαν περισσότερο άπ’ δλους τούς προκατόχους καί συγχρόνους τους στήν ύλιστική άντίληψη τής κοι νωνίας καί τής ιστορικής της έξέλιξής. Στήν έπιδίωξή τους νά θε μελιώσουν τήν ιστορική άναγκαιότητα τοΟ καπιταλιστικού συστή ματος, έξετάζουν έπίσης τήν ιστορική έξέλιξη τής κοινωνίας ώς νο μοτελειακή καί προοδευτική διαδικασία, μά προώθησαν σημαντικά τήν έξέλιξη τής φιλοσοφικοϊστορικής καί τής κοινωνιολογικής σκέ ψης τόσο στήν κατανόηση τής κοινωνικής διάρθρωσης τής κοινω νίας, δσο καί στήν άντίληψη τών κινητήριων δυνάμεων τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής. Οί γάλλοι ιστορικοί τής περιόδου τής παλινόρθωσης τονίζουν τήν έξάρτηση τοΰ πολιτικού συστήματος τής κοινωνίας, τής φιλο σοφικής καί τής λογοτεχνικής δράσης άπό τίς σχέσεις Ιδιοκτησίας στήν κοινωνία καί άπό τήν Αλλαγή τους. Ό Ένγκελς τονίζει: « Ά ν 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτά Έργα», νόμος 2ος» Έκδ. τοΟ Κ.Κ.Β., 1951, σελ. 148 - 149.
191
b Μάρξ άνακάλυψε τήν ύλιστική άντίληψη τής ίστορίας, δ Τιερί, δ Μινιέ, δ Γκ'.ζδ καί πάρα πολλοί άγγλοι Ιστορικοί άποδεικνύουν δτι τά πράγματα έτειναν σ’ αύτήν, κι’ ή άνακάλυψη τής ιδίας άντίληψης... άποδεικνύει πώς δ καιρός ήταν ώριμος γ·.’ αύτή κι δτι άκριβώς ί π ρ ε π ε νά άνακαλυφτεϊ».1 Μια άπδ τίς μεγαλύτερες ύπηρεσίες τών γάλλων ιστορικών τής περιόδου τής παλινόρθωσης εΓναι πού φτάσανε σέ μιά σειρά σπουδαίες καί σωστές ιδέες γιά τήν ταξική διαίρεση τής κοινωνίας καί τδ ρόλο τής ταξικής πάλης στήν ίστορία. Παρουσιάζουν δλάκερη τήν ίστορία τών ταξικών κοινωνιών καί Ιδιαίτερα τήν ίστορία τών άστικών «"αναστάσεων ώς ίστορία τών άγώνων τών κοινωνι κών τάξεων. Καί δχι τυχαία δ Μάρξ δνόμασε τδν Τιερί πατέρα τής «ταξικής πάλης» στή γαλλική Ιστοριογραφία. Κυρίως έξαιτίας τής ταξικής τους στενότητας οί γάλλοι τής περιόδου τής παλινόρθωσης καί οί δγγλοι ιστορικοί τοϋ πρώτου μι σού τοΰ δέκατου ένατου αιώνα δέν μπόρεσαν να άνέβουν ώς τδ έ πίπεδο μ ια ς συνεποΰς έπιστημονικής, διαλεκτικοϋλιστικής Αντίλη ψης τής Ανθρώπινης κοινωνίας, τών κινητήριων δυνάμεων καί τών αντικειμενικών νομοτελείων τής έξέλιξής της. Ό Γκιζό, δ Τιερί καί δ Μινιέ, λόγου χάρη, δέν δδωσαν έπιστημονική άπάντηση στδ έρώτημα: άπδ τί διακαθορίζεται ή άλλαγή τών Γδιων τών σχέσε ων ιδιοκτησίας. Γιά τδ ξεκαθάρισμα αύτοΰ τοΰ έρωτήματος κατα©εύγανε πάρα πολύ συχνά στή βοήθεια τής βίας καί τών κατακτήσεων στήν ίστορία. Παρά τδ δτι έξετάζανε τήν ίστορία ώς ίστορία τής ταξικής πάλης, δέν είχαν αύστηρά έπιστημονική άντίληψη γιά τήν έννοια «κοινωνική τάξη» καί δέν κατανοοΟσοον τδν ίστορικδ ρόλο τής έργατικής τάξης καί τοΰ έπαναστατικοΟ της άγώνα. ’Εξετάζανε τήν ταξική πάλη τοΰ προλεταριάτου ένάντια στδ άστικδ σύστημα σά «μοιραία παρεξήγηση», σάν Αποτέλεσμα τής τεχνι κής διαφώτισης καί χαρακτηρίζανε τήν έξέγερση τών έργατών τοΰ Ίούνιου τοΰ 1848 σάν «τερατώδικη καταστροφή». Στήν έπιδίο)ξή τους νά διαιωνίσουν τδ καπιταλιστικό σύστημα ισχυρίζονταν
1. Κ. Μάρλ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτά Γράμματα», σελ. 524.
192
2τι μέ τή νίκη του καπιταλισμοί) έπήλθε τδ τέλος τής ταξικής πά λης ΟΙ αντιλήψεις τών γάλλων Ιστορικών τής περιόδου τής πα λινόρθωσης καί τών άγγλων ιστορικών τοϋ πρώτου μισοϋ τοϋ δέ κατου ένατου αιώνα σημειώνουν τδ ύψηλότερο σημείο στήν Ανάπτυ ξη τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης. Καθόρισαν άπό πολ λές άπόψεις τήν έξέλιξη τής άστικής φιλοσοφικοϊστορικής σκέ ψης καί στό δεύτερο μισό τοΟ δέκατου Ενατου αιώνα. Άνάμεσα στούς ιστορικούς αύτής τής έποχής ήταν πλατιά διαδομένη ή άντίληψη πώς ή ιστορία είναι έπιστήμη δπως δλες οί άλλες έπιστήμες. Κάτω άπό τήν έπιρροή τοΟ πρώιμου θετικισμοϋ άνάγανε σέ λα τρεία τά γεγονότα καί Ιβλεπαν τό καθήκον τής ιστορικής έπιστή μης στό νά δείξει τό ιστορικό παρελθόν τέτοιο πού ήταν στήν πραγματικότητα. 'Ως έκφραστής αύτής τής δοξασίας δ Τζ. Μπ. Μπάρι Εγρα ψε τό 1903: «Ή ιστορία είναι έπιστήμη, οδτε περισσότερο καί οδ τε λιγότερο».1 Κατά τή γνώμη του ή Ιστορία τής άνθρωπότη:ας είναι μιά άνοδική, προοδευτική διαδικασία έξέλιξής, πού διακαθορίζεται άπδ τούς ίδιους φυσικούς συντελεστές, πού διακαθορίζουν τήν έξέλιξη τών φυτικών καί τών ζωϊκών ειδών, μά μέ τού τη -ή διαφορά, πώς στήν άνθρώπινη ιστορία δ άποφασιστικδς οόλος άνήκει σέ Εναν καινούριο συντελεστή —στόν Ανθρώπινο νοΟ, πού διακρίνει τόν άνθρωπο άπδ τά ζώα καί τδν ύψώνει πάνω άπ’ αύτά. Ό Μπάρι σύγκρινε τά γεγονότα τής ιστορίας μέ τά γεγονότα τής γεωλογίας καί τής Αστρονομίας, ένώ τήν Ιδια τήν άνθρώπινη Ιστορία τήν έξέταζε ώς συνέχεια τής φυσικής Ιστορίας. Ό ίδιος φρονο&σε πώς ή άνθρώπινη Ιστορία, καθώς καί ή φυσική ίστορίχ, είναι έπίσης ύποταγμένη σέ άντικειμενικές νομοτέλειες, καί Εβλε πε τδ καθήκον τής ιστορικής έπιστήμης στήν Ανακάλυψη αύτών τών νομοτελείων. Αύτό ήταν μιά μηχανιστική, νατουραλιστική καί στό κάτω τής γραφής Ιδεαλιστική άντίληψη, πού είχε σημαντικούς δπαδούς 1. Παραθ. κατά Η. Carr, What is History? Pelican Books, Lon don, 1964, p. 57.
13
193
μέσα στούς δυτικούς ιστορικούς καί κατά τίς πρώτες δεκαετίες τοΰ αιώνα μας. Άρνιόταν άκόμη καί τή σχετική αύτονομία τής ίστορί ας καί τήν άνήγε ή στίς φυσικές έπιστήμες, ή στήν κοινωνιολογία. Ό Γδιος ό γενάρχης τοΰ θετικισμού, ό Όγκιούστ Κόντ, λόγου χά ρη, φρονεί πώς ή ιστορία έξακολουθεΐ να μήν είναι έπιστήμη, στό βαθμό πού ή προσοχή της είναι στραμμένη πρώτιστα πρός τή συλ λογή καί τήν περιγραφή ένικών γεγονότων καί περιστατικών, καί δχι πρός τήν Αποκάλυψη καί διατύπωση τών νόμων τής ίστορίας. 'Ωστόσο πίστευε πώς ή Ιστορία μπορεΐ να γίνει έπιστήμη. Τούτη ή άντίληψη δέν μπορούσε νά χρησιμεύσει σά μεθοδο λογική βάση γιά τήν οικοδόμηση τής ίστορίας ώς αληθινής έπιστή μης. Άλλά παρ’ 5λ’ αύτά οί δοξασίες του γιά τήν ιστορία ώς νομο τελειακή καί προοδευτική διαδικασία, γιά τήν Ιστορία ώς έπιστήμη, ή γνωσιολογική του αισιοδοξία ήταν θετικά στοιχεία, πού τόν πλησιάζανε σέ έναν έπιστημονικό τρόπο Αντιμετώπισης τής ιστο ρικής προβληματικής. Έ άποψη γιά τήν Ιστορία ώς έπιστήμη Αναπτύχτηκε μέ τή μεγαλύτερη συνέπεια άπό τό μαρξισμό, πού ύπερνίκησε τίς Ρεα λιστικές καί τις μηχανιστικές φιλοσοφικοϊστορικές δοξασίες καί δημιούργησε έντελώς νέα, διαλεκτικοϋλιστική δοξασία γιά τήν ι στορία — τόν Ιστορικό ύλισμό. Ή έμφάνιση τής μαρξιστικής Αντίληψης τής ίστορίας ήταν άληθινό σημείο στροφής στήν έξέλιξη τής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης. Σύμφωνα μ’ αύτήν ή Ανθρώπινη ιστορία είναι άντικειμενική καί νομοτελειακή διαδικασία έξέλιξής, πού στή βάση της βρί σκεται ή έξέλιξη τών παραγωγικών δυνάμεων καί τών παραγωγι κών σχέσεων τών άνθρώπων. Μέ αύτό τό νόημα ή άνθρώπινη Ιστο ρία εΓναι φυσικοϊστορική διαδικασία καί τό καθήκον τής Ιστορικής γνώσης είναι δχι νά έπιβάλλει στήν ιστορία έπινοημένα σχήματα καί (έπινοημένες) Αρχές, δχι νά έξηγεί τά ιστορικά γεγονότα μέ τή βοήθεια προκατειλημμένων ιδεών, ύπερφυσικών καί έξωϊστορικών δυνάμεων καί παραγόντων, άλλά νά έρευνάει τήν ιστορική διαδικασία καί τις Αντικειμενικές της νομοτέλειες μέ τήν ίδια έκείνη Ακρίβεια, πού οί φυσικές έπιστήμες έρευνοΰν τίς φυσικές διαδικασίες καί νομοτέλειες.
194
Ή άναθεώρηση τών «βασικών αΐτημάτων τής παραδοσιακής Ιστορικής νόησης» στή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας.
Ή μαρξιστική άντίληψη πάνω στήν ιστορία άποτελεΐ μεγά λη κατάχτηση τής άνθρώπινης γνώσης. ’Αντιπροσωπεύει έκείνη τή μεθοδολογική βάση, πού πάνω της ή Ιστορία μπορεΐ νά Ανα πτύσσεται ώς έπιστήμη, καί μάλιστα ώς αύτόνομη έπιστήμη, μέ τό δικό της Ιδιαίτερο άντικείμενο, μέ τις δικές της Ιδιαίτερες με θόδους καί καθήκοντα, πού δέν μπορούμε νά τήν άνάγουμε καί νά τή διαλύσουμε σέ καμιάν άλλη έπιστήμη. ’Αναγνωρίζοντας δρισμένες ύπηρεσίες στό Μάρξ γιά τήν Α νάπτυξη τής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης, Ακόμη κι’ Ινας Αστός φιλόσοφος σαν τόν ΚΑρλ Πόπερ, πού εϊνα· πλατιά γνωστός γιά τά Αντιμαρξιστικά του συγγράμματα, Εγραψε: «Ό Μάρξ είδε πολλά 195
πράγματα σέ σωστό φως».1 «Άνοιξε τά μάτια μας καί δξυνε τό βλέμμα μας άπό πολλές Απόψεις. Μιά έπιστροφή στήν προμαρξική κοινωνική έπιστήμη είναι Αδιανόητη».2 M i στήν τεράστια πλει ονότητά τους οί δυτικοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί ιστορικοί δέν κατάλαβαν ή δέν θέλουν να δμολσγήσουν αύτή τήν άλήθεια κι αύ τό Αποδείχτηκε μοιραίο για τις φιλοσοφικοΐστορικές τους θεωρί ες. Πραγματικά δλες οί πιό σημαντικές άστικές φιλοσοφικοϊστορικές θεωρίες άπό τόν Ντίλταϊ καί τόν Κρότσιε ώς τόν Κόλινγσυουντ, άπδ τόν Βίντελμπαν καί τόν Ρίκερτ ώς τδν Πόπερ καί τόν Γιάσπερς, άπό τδν Σπένγκλερ ώς τόν Τόινμπι καί τδν Μπάρακλαφ, τδν Μαριτέν κ.ά. άντιπροσωπεύουν Αποφασιστικό πισωδρόμισμα δχι μονάχα σέ σύγκριση μέ τό μαρξισμό, άλλά άκόμη καί σέ σύγ κριση μέ τις φιλοσοφικοΐστορικές άντιλήψεις τών Χέρντερ, Κάντ, Φίχτε, Χέγκελ, Γκιζό, Τιερί, Μινιέ, Ράνκε, Τράβελιαν, Μόργκαν, ΜπιοΟχερ, Μπάρν, Άκτον κ.ά. Γιατί ή άναθεώρηση, πού έπιχειροϋν αύτοί, τών «βασικών αιτημάτων» τής «παραδοσιακής ιστορικής νόησης» στήν πραγματικότητα άποτελεΐ άναθεώρηση καί άποφασιστική άπόρριψη κάθε τί θετικοϋ καί προοδευτικοϋ στήν προγενέστερη άστική φιλοσοφικοϊστορική στέψη, που στ’ άλήθεια δδηγοΟν πρός μιά έπιστημονική, διαλεκτική καί ύλιστική άντίλη ψη τής Ιστορίας. Τά ζητήματα γιά τήν άντικειμενική πραγματικότητα τής Ι στορικής διαδικασίας, γιά τό άν ύπάρχουν άντικειμενικές καί νο μοτελειακές σχέσεις άνάμεσα στά Ιστορικά φαινόμενα, γιά τήν τυχαιότητα καί τήν Αναγκαιότητα στήν ίστορία, γιά τή φύση τής ι στορικής γνώσης, γιά τή σχέση άνάμεσα στήν κεντρική γνώση καί στή φυσιογνωσία, γιά τήν Αντικειμενική άλήθεια στήν Ιστορι κή γνώση καί γιά τά κριτήρια της άποτελοΰν βασικά έρωτήματα τής φιλοσοφίας τής ίστορίας, μέ τεράστια μεθοδολογική σημασία γιά τήν ιστορική έπιστήμη. Ά πδ τδ ποιά άπάντηση θά δοθεί σ’ αύ1. Κ. R. Popper, The Open Society and Its Enemies. The High Tide of Prophecy : Hegel and Marx and the Aftermath. Revised and Enlarged Edition, Vol. II, Rontledge and Kegan Panl LTD, London, 1957, p. 193. 2. K. R. Popper, of cit., p 82.
196
τά τά έρωτήματα, έξαρτάται ή άναγνώριση είτε ή άρνηση τής ί στορίας ώς έπιστήμης, 6 τόπος καί δ ρόλος πού θά τής καθοριστούν στήν κοινωνική ζωή τών άνθρώπων. Γι’ αύτό τδ λόγο ή έπανεξέταση τών «βασικών αίτημάτων» τής «παραδοσιακής ιστορικής νόησης» καί ή δημιουργία μιας «νέ ας» άντίληψης πάνω στήν ιστορία, «δμόλογης πρδς τή σύγχρονη έποχή», πού γι’ αύτά μιλοΟν άστοί συγγραφείς δπως δ Μπάρακλαφ, άναπόφευχτα Ιπρεπε νά άρχίσουν μέ τήν έπανεξέταση πριν άπ’ δλα τών «παραδοσιακών άντιλήψεων» πάνω σέ τοΟτα τα βασικά ζητήματα τής φιλοσοφίας τής ίστορίας. Καί πραγματικά στό βιβλίο του «Σχετικά μέ τή φιλοσοφία τής ίστορίας» δ Ζιάκ Μαριτέν, έ νας άπδ τούς πιδ διακεκριμένους έκπροσώπους τοΟ νεοθωμισμοΰ.. παρατηρεί πώς «σήμερα περισσότερο άπδ κάθε άλλη φορά οί Επι στήμονες είναι άπασχολημένοι μέ τήν κριτική τής ιστορικής γνώ σης», μέ τά έρωτήματα: «Ποιά είναι ή άξία τής ιστορικής γνώσης; Τπάρχουν άραγε τέτοια πράγματα δπως ιστορική άλήθεια καί ιστο ρική βεβαιότητα»;' Οί άπαντήσεις σ’ αύτά τά έρωτήματα, πού βρίσκουμε στήν τεράστια πλειονότητα τών σύγχρονων άστών φιλοσόφων καί ιστο ρικών, είναι άρνητικές. ΆρνιοΟνται τή δυνατότητα τής Αντικειμε νικής άλήθειας στήν ιστορική γνώση καί μαζί μ’ αύτό καί τή δυ νατότητα τής ίστορίας ώς έπιστήμης. Άπό τήν προγενέστερη δοξα σία γιά τήν ιστορία ώς έπιστήμη Εμεινε μονάχα ή θετικιστική λα τρεία πρδς τά γεγονότα, πρός τδν χυδαίον έμπειρισμό, μά ή δυνα τότητα τής άντικειμενικής άλήθειας στήν ιστορική γνώση, τής έπιστημονικής έξήγησης τών ιστορικών γεγονότων στό δρόμο τής άνακάλυψης τών αίτιακών τους σχέσεων καί τών νομοτελειών τους. καί παράλληλα μέ αύτδ ή δυνατότητα τής Ιστορίας ώς έπιστήμης, Απορρίπτεται. «Μονάχα ή πραγματική ιστορία άποτελεΐ έπιτακτική άνάγκη — γράφει ό Μαριτέν, — άλλ’ αύτή δέν είναι «έπιστή μη», δπως φανταζόταν δ άφελής θετικισμός τοΟ δέκατου Ενατου αίώνα».2 1. Jacques Maritain, On the Philosophy of History, Geoffrey Bles, London, 1939. p. 5. 2. Jacques Maritain, op. cit., p. 132.
197
Πάνω 3’ αύτό τό ζήτημα είναι απόλυτα σύμφωνο·, μέ τό νεοθωμιστή Μαριτέν καί οί σημερινοί όπαδοί τών Ντίλταϊ καί Κόλιν γουουντ, καί νεοθετικιστές δπως ό Πόπερ, καί ύπαρξιστές δπω; 6 Γιάσπερς, καί νεοκα'/τιανοί δπως δ Έ . Γκέναλ κ.ά. 'Ολοι αύτοί Α πορρίπτουν πριν άπ’ δλα έκεΐνο τό «βασικό αίτημα» τής «παραδο σιακής ιστορικής νόησης», πού παραδεχόταν τή δυνατότητα τής Αντικειμενικής άλήθειας στήν Ιστορική γνώση καί Ιξέταζε rtjv ιστορία ώς έπιστήμη. ’Αντί γ ι’ αύτό διακηρύσσουν διάφορες άγνωστικές, ύποκειμενικιστικές, ρελπτιβιστικές, βουλησιαρχικές άκό μη καί Ανορθολογιστικές καί μυστικιστικές άντιλήψεις. Μά οί σύγχρονοι άστοί μεταρρυθμιστές τής «παραδοσιακής ι στορικής νόησης» δ ^ ήταν σωστό νά περιοριστούν μονάχα στήν άναθεώρηση τοϋ προαναφερμένου «βασικοϋ αΐτήματος». Στήν «πα ραδοσιακή ιστορική νόηση» ή άναγνώριση τής άντικειμενικής Αλή θειας στήν ιστορική γνώση καί τής Ιστοριογραφίας ώς έπιστήμης συνδείταν πάρα πολύ συχνά μέ τήν Αναγνώριση Αντικειμενικών νομοτελείων τής ιστορίας καί μέ τή δοξασία πώς Ανάμεσα στή φυ σική καί στήν έπιστημονική ιστορία ύπάρχει ΑδιΑρρηκτη συνάφεια καί διαδοχή, ένώ δ παλιός θετικισμός έξΑλειφε κάθε ποιοτική δια φορά ΑνΑμεσα στή φυσική καί στήν κοινωνική Ιστορία. Γι’ αύτόν τόν λόγο τοΰτα τά δυό «βασικά αιτήματα τής «παραδοσιακής Ιστο ρικής νόησης» ύποβάλλονται έπίσης σ’ έπανεξέταση στή σύγχρο νη άστική φιλοσοφία τής ιστορίας. 'Τποδείξαμε κιόλας δτι στό παρελθόν μέσα στούς έκπροσώπους τής Αστικής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης, Αρχίζοντας Από τόν Χέρντερ καί τελειώνοντας στόν Μπάρι, ήταν πλατιά διαδομένη ή δοξασία, πού δχι μόνο δέν άντιπαράθετε τή φύση στήν ιστορία, μά έξέταζε τήν Εστορία τής Ανθρώπινης κοινωνίας ώς συνέχεια τής ί στορίας τής Φύσης. Στ’ Αλήθεια οί Αστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί ιστορικοί ποτέ δέν ϊφτασαν ύψηλά σέ μιά πραγματικά έπιστη μονική Αντίληψη πάνω στό ζήτημα τής σχέσης ΑνΑμεσα στή Φύ ση καί στήν ιστορία. Τή στιγμή πού Ινα μέρος Απ’ αύτούς, ιδιαίτε ρα αύτοί μέ θετικιστικές διαθέσεις, έξαλείψανε μηχανιστικά κΑθε ποιοτική διαφορά Ανάμεσα στή φύση καί στήν κοινωνία, Ανάμεσα στήν φυσική καί στήν κοινωνική ίστορία, Αλλοι έπίσης τό Γδιο μη 198
χανιστικά, άντιπαραθέτανε τήν ίστορία στή Φύση σάν δυι. Α πόλυτα διαφορετικούς καί Αντιφατικούς τομείς. Τό χαρακτηριστικό γ'.ά τα μεγάλα Βδεαλιστικα φιλοσοφικά συστήματα τοΟ πα ρελθόντος είναι πώς πάντα άντιπαραθέτανε τήν Ιστορία στή Φύ ση. Αύτό είναι έπίσης καθαρά έκφρααμίνο στούς Κάντ, Φίχτε καί στόν Εδιο τόν Χέγκελ. Παρά τό δτι έξετάζει καί τή Φύση, καί τήν ίστορία τής ανθρώπινης κοινωνίας ώς διαφορετικές βαθμίδες τής εξέλιξης τής «Απόλυτης Ιδέας», δ Χέγκελ Αντιπαράθετε κοφτά τή μια στήν άλλη — τήν ίστορία καί τή Φύση. «Ένώ δ ύλισμός θεω ρεί τή Φύση σαν τό μόνο πραγματικό, στό χεγκελιανό σύστημα ή Φύση είναι μονάχα ή «έξωτερίσκευση» τής Απόλυτης Ιδέας, σά νά ?έμε δ έξευτελισμός τής Ιδέας. "Οπως καί νά είναι ή σκέψη καί τό νοητικό της προϊόν, ή ιδέα, είναι έδώ τό πρωταρχικό ένώ ή Φύση είναι τό παράγωγο, πού ύπάρχει γενικά μόνο καί μόνο γιατί καταδέχτηκε νά κατέβει ή Ιδέα ώς αύτό τό σημείο».1 Ένώ ή Φύ ση είναι «Εξωτερίκευση» τής Απόλυτης Ιδέας, ή ίστορία είναι ή Ε πιστροφή -ής Απόλυτης Ιδέας στόν ίδιο τόν έαυτό της, ή αύτοσυνείδησή της. Ένώ ή ίστορία είναι έξέλιξη στό χρόνο, ή Φύση δέν Ε χει δική της ίστορία στό χρόνο. Είναι πάντα ϊση μέ τόν έαυτό της. Έ τσι στόν Χέγκελ ή ίστορία είναι ταυτόσημη μέ τήν Αληθινή πραγματικότητα, καί ή τελευταία Από τήν πλευρά της είναι ταυ τόσημη μέ τό πνεΟμα. Ποιά άπό αύτές τις δυό δοξασίες δεσπόζει στή σύγχρονη ά στική φιλοσοφία τής ίστορίας; Κατηγορηματική Απάντηση σ’ αύ τό τό έρώτημα μ ά ς δίνει δ Μαρσιάλ Γκερού. «’Από τόν Χέγκελ καί πέρα — γράφει — δέν ύπάρχει τίποτε, πού νά είναι πιό συνηθι σμένο Από τόν έγκωμιασμό τής ίστορίας, ή Αντιπαράθεσή της στή Φύση, ή έδραίσωση τής μιας καί τής άλλης ώς δυό Ανισόμετρες ούσιαστικές ύπάρξεις, δπου ή ίστορία Εμφανίζεται Αναφορικά μέ τή Φύση ώς μιά πραγματικότητα δχι μόνο Ιση, Αλλά καί που ύπερέχει Απέναντι της. Ή Φύση είναι αύτό πού είναι, δχι αύτό πού δημιουργείται. 1. Φ. Ένγκελς, « Ό Πιούντβιγκ Φόίερμπαχ καί τό τέλος τής κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας». Έ κδ. τοΟ Κ.Κ,Β., 1949, σ. 24-25.
199
Έξαιτίας αύτοϋ τοΟ γεγονότος, είναι άδρανής, νεκρό άποτέλεσμα... μεταμορφισμός, ή όποτιθέμενη αλυσίδα τών μορφών ή μιά μετά τήν άλλη άπό τά φυτά ώς τά άνώτερα ζώα δέν περιέχει καμιά πραγματική έξέλιξη. Έ Ιστορία, άπεναντίας, είναι αύτό πού δημιουργεΐται. Προοδευτική άποκάλυψη τοΰ πνεύματος στόν ϊδιο τόν έαυτό του».' «Αύτή ή δοξασία — συνεχίζει δ Γκερού, — πού φέ ρει τή μάρκα τοϋ Ντίλταϊ», είναι «Ινα είδος νερωμένου καί έλαστικοΟ χεγκελιανισμοϋ» καί σέ άδρές γραμμές φαίνεται νά συντο νίζεται καλά μέ τή διαδομένη σήμερα εΙκόνα γιά τή ρεαλιστικότητα γιά τήν άξία τής ιστορίας... Στή φυσική πραγματικότητα άντιπαραθέτει σταθερά τά πρωτεία τής Ιστορικής πραγματικότητας ώς άμεσης Εκφρασης τής έξέλιξής τοΟ πνεύματος... πού σέ διάκρι ση άπό τήν έξέλιξη τής Φύσης σά μάταιη καί άκαρπη έπανάληψη παρόμοιων γεγονότων, άποτελεΐ αίώνιο ξεχείλισμα ριζικών καί άπρόβλεπτων νεωτερισμών».2 Παρά τή λεκτική του δμίχλη τοΟτος ό χαρακτηρισμός τής σύγχρονης άστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας είναι σωστός. Άκόμη άπό τά τέλη τοΟ δέκατου Ινατου καί τής άρχές τοΟ είκοστοϋ αιώ να, ξεκινώντας άπό τΙς φιλοσοφικοΐστορικές άντιλήψεις τοϋ Κάντ καί τοΟ Χέγκελ, συγγραφείς δπως οί Βίλχελμ Ντίλταϊ, Βίλχελμ Βίντελμπαντ, Χάινριχ Ρίκερτ, Γκέοργκ Ζίμελ κ.ά. άναπτύσσουν φιλοσοφικοΐστορικές δοξασίες, πού σύμφωνα μ’ αύτές ή Ιστορία Ιχει δουλειά άποκλειστικά μέ πνευματικά φαινόμενα. Μαζί μ’ αύ τό, πασχίζουν νά χαράξουν καταρχική γνωσιολογική διαφορά ά νάμεσα στό άντικείμενο τών φυσικών έπιστημών καί στό άντικεί μενο τής Ιστορίας. Κατά τή γνώμη τοϋ Ντίλταϊ καί Ζίμελ, λόγου χάρη, άντικείμενο τής ιστορικής γνώσης είναι τά αισθήματα, ot συγκινήσεις, ot έπιθυμίες, ot παραστάσεις, ot σκέψεις καί οί Ιδέες τών προσωπι κοτήτων, πού Ικαναν δοσμένα ιστορικά γεγονότα. Άπό έδώ 6 Ζί μελ άνάγει τήν ιστορία σέ «ιστορία ψυχικών διαδικασιών», σέ έ1. Μ. Gueroult, Les postulats de la philosophie In : «Akte...», I. B., s, 3. 2. M. Gueroult, op. cit., s. 4.
200
de l’histoire.
φαρμοσμένη ψυχολογία».1 "Οποιο ρεΰμα τής σύγχρονης άστικής φιλοσοοφίας τής Ιστο ρίας κι άν πάρουμε, θά βροϋμε σ’ αύτό τούτη τήν ίδεαλιστική δο ξασία γιά τήν Ιστορία ώς φανέρωμα τοΟ πνεύματος, τής πνευμα τικής ζωής τοΟ άνθρώπου, γιά τή ριζική άντίθεση άνάμεσα στήν ιστορία, θεωρημένη σά δημιουργική άνάπτυξη τοϋ πνεύματος, καί στή Φύση, θεωρημένη σαν κάτι τό άδρανές, στερημένο άπό έξέλι ξη στό χρόνο, άνιστορικό, γιά τό προβάδισμα τής Ιστορίας, δηλα δή τοϋ πνεύματος, άπέναντι στή Φύση. Κατά τή γνώμη τοϋ Κάρλ Γιάσπερς «ό άνθρωπος προέρχεται άμεσα άπό τά χέρια τοϋ θεοϋ».2 Είναι τάχα «συνείδηση, νόηση καί πνεΰμα», πού τόν ξεχωρίζουν άπό τή Φύση θαρρείς μέ άβυσ σο. Γι’ αύτόν τόν λόγο άνάμεσα στήν άνθρώπινη Ιστορία καί στή Φύση έπίσης χάσκει μια άβυσσος. Οί κοινωνικές σχέσεις άνάμεσα. στούς άνθρώπους, Ισχυρίζεται δ Γιάσπερς, πραγματοποιούνται iκριβώς διαμέσου «τής συνείδησης, τής νόησης καί τοΰ πνεύματος». Ή ίδια ή Ιστορία τοϋ άνθρώπου είναι τάχα «συνειδητή γοργή άλλαγή διαμέσου τών έλεύθερων ένεργειών καί τής δημιουργικότητα; τοϋ πνεύματός του»,3 ένώ «τό είναι τής Φύσης άποτελεΐ μόνιμη έπανάληψη τοΰ Γδιου, πού άλλάζει σέ πάρα πολύ μακρόχρονες περιό δους. μόνο άσύνειδα».4 Στό Εργο του «'Τλισμός καί έπανάσταση» ό Ζιάν Πόλ Σάρτρ γράφει: «Ή ΐδέα γιά μιά Ι σ τ ο ρ ί α τ ή ς Φ ύ σ η ς είναι άνόητη· τό διακριτικό γνώρισμα τής Ιστορίας δέν είναι οδτε ή άπλή άλλαγή, οδτε ή άπλή καί ή άμεση έπίδραση τοΰ παρελθόντος, άλ λά μάλλον ή έμπρόσθετη Αποκατάσταση τοΰ παρελθόντος διά μέ σου τοΟ παρόντος: γι’ αύτόν τόν λόγο μπορεΐ νά ύπάρχει μόνον
1. Georg Simmel, Die problème der Geschichtsphilosophie Eine erkenntnistheoretische—Studie. Dritte erweietrte Auflage, Verlag v. Duncker und Humblot, Leipzig, 1907, s. 1. 2. K. Jaspers, Vom Ursprung uod Ziel der Geschichte, P. Pi per und Co Verlag, München, 19S0, s. 309. 3. Ibid., s. 59. 4. Ibid., s. 304.
20Î
ίστορία τοϋ Ανθρώπου».1 Ό ίδιος παραδέχεται τή διαλεκτική, «8ταν πρόκειται για Ιδέες», άλλα δχι καί ώς πρός τήν δλη, τή Φύση. Κατά τή γνώμη του ή διακριτική Ιδιαιτερότητα τής δλης, τής Φύ σης, «είναι ή Αδράνεια της, δηλ. ή Ανικανότητά της να παράγει κάτι μέ τΙς δικές της δυνάμεις. Ή δλη είνα< φορέας κίνησης κα: Ινέργειας, Αλλά παίρνει αύτήν τήν κίνηση καί αύτήν τήν ένέργεια πάντοτε άπδ ?Εω: ή Ολη τίς παίρνει καί πάλι τις μεταδίδει».2 Μ’ Αλλα λόγια ή Φύση είναι Ανίκανη για αύτοεξέλιξη καί γι’ αύτδν τδ λόγο δέν Ιχει δική της ίστορία. «Ή Ιννοια «πνευματικός κόσμος» καί ή συνταύτισή του μέ τόν «ιστορικό κόσμο» —γράφει δ ύπχρξιστής ΚΑρλ Ούλμερ— Ιχει τήν Απαρχή της στή φιλοσοφική μας κληρονομιά. Κι αύτή Ιχει τις ρί ζες της σέ δυό βασικές διακρίσεις τής δυτικής δντολογίας», πού Από τήν Αρχαιότητα ώς τή νέα έποχή διαιρεί 8,τι ύπάρχει σέ «αι σθητηριακό καί λογικό», σέ «μεταβλητό καί Αμετάβλητο», σέ «Ινα ύλικό ύπαρκτό (τή Φύση) καί σ’ Ινα πνευματικό ύπαρκτό (τόν Ανθρωπο) σά δυό έντελώς διαφορετικούς τύπους τοϋ ύπαρκτοϋ. Γ; αύτό τό λόγο ή Φύση ώς ύλικδς κόσμος διαφέρει Από τόν τομέα τοϋ Ανθρώπου ώς πνευματικού κόσμου».3 Μέ άλλα λόγια ή διαφορά καί ή άντίθεση άνάμεσα στή Φύση καί στήν ίστορία είναι διαφορά καί άντίθεση Ανάμεσα στήν δλη καί στό πνεΰμα. «Στή βάση αύτής τής διαίρεσης τοϋ κόσμου — συνεχίζει δ Οδλμερ— βρίσκεται ή παράστα ση γιά τήν ένότητα τοϋ κόσμου γενικά, πού Αραιώνεται πάνω στό δτι δ πνευματικός κόσμος έξετάζεται σάν Ινας ύψηλότερος βαθμός ύπαρξης, άπ’ δσο δ αίσθητηριακός κόσμος (ή Φύση), Ιτσι πού δ τε λευταίος άναγκάζεται, φέρεται καί καθορίζεται άπό τόν πρώτο».4 ’Ακολουθώντας τόν ΧΑιντεγκερ, δ Οδλμερ διαιρεί τό ύπαρκτό σέ δυό βασικές καί Αντίθετες κατηγορίες: στήν κατηγορία «κόσμος», ώ: τρόπος δπαρξης τοϋ άνθρώπου, καί στήν κατηγορία «Φύση», πού I1. Jean—Panl Sartre, Situationen. Essays, Rowohlt Verlag, Ha mburg, 1956, s. 35. 2. Jean—Panl Sartre, Situationen, Essays, Rowohlt Yerlag, Hambnrg. 1956, s, 34. 3. Karl Ulmer, Ein nener Weg Bestimmung von Welt, Geist und Geschichte. In: «Akte...», I. B., s. 133. 4. Ibid,, s. 133.
202
χει έντελώς διαφορετικό τρόπο ύπαρξης άπό έκεΐνον τοΰ άνθρώπου. Ή ιστορία κατά τή γνώμη του άνήκει στόν «κόσμο». Είναι κάτι πνευματικό καί είναι δλότελα άντίθετο στή Φύση. Στήν είσήγησή του μέ θέμα «Ή άνακλαστικότητα τής Ιστορίας» ό νεοκαντιακός Γιούτζιν Γκένταλ άνάπτυξε μιά ΐδεαλιστική άπο ψη, πού σύμφωνα μ’ αύτήν «οί διαχωρισμοί άνάμεσα στό πραγμα τικό καί -ό φαινομενικό, στό έσωτερικό καί στό έξωτερικό, στό όπσκειμενικό καί στό άντικειμενικό «Ιχουν νόημα μόνο μέσα στό <εγώ», στό «πνεϋμα» τοϋ άνθρώπου, που δέν πρέπει νά ταυτίζεται οδτε μέ τή φυσική δράση τοϋ «έμπειρικοΰ έγώ», οδτε μέ τή «μετα φυσική ψυχή», θεωρημένη ώς «ουσιαστική άρχή». Άκριβώς αύτό τό άπρόσωπο πνεϋμα, πού φανερώνεται στήν ψυχολογική δράση τοϋ «έμπειρικοΰ έγώ», μά δέν έξαντλεΐται μέ αύτό, είναι τάχα «ό δημιουργός τής πραγματικότητας». Τό πνεϋμα διαμορφώνει «τό ρελατιβικό χάος άπό έντυπώσεις» σ’ Ιναν κόσμο άπό άντιλήψεις καθώς «Υποτάσσει τά φαινόμενα μιας ειδικής έρμηνείας», ένώ «άπό τα διάφορα είδη έρμηνειών προέρχεται ή κατασκευή διάφορων ει δών κόσμων». «Τό λογικό προβάδισμα τοΰ πνεύματος —γράφει ό Γκένταλ,— σα λειτουργία πού βάζει καί παίρνει θέση, σά δράση που δίνει νόημα καί έρμηνεύει, είναι άξιωματικό γιά τόν κριτικό ιδεαλιστή: ά π ό τ ή σ κ ο π ι ά τ ή ς δ ι ά ρ θ ρ ω σ ή ς τ ο υ ς ό κόσμος τής Φύσης καί 6 κόσμος τοϋ άνθρώπου είναι δημιουργήματα τοΰ άνθρώπινου πνεύματος».1 Ό λ ’ αύτά, δμως, δέν έμπσδίζουν τόν Γκένταλ νά άντιπαραθέτει τήν μια στήν άλλη: τήν ίστορία καί τή Φύση, τήν ίστορική γνώση, ή, κατά τήν Ικφραση τοΰ ίδιου, «τήν έπιστήμη γ ι ί τήν κουλ τούρα» καί τή φυσιογνωσία Καί ή φυσιωγνωσία, καί ή «έπιστήμη για τήν κουλτούρα», άντίστοιχα ή ίστορία, «άποτελοϋν Ικφραση μιας καί τής ίδιας βασικής πνευματικής λειτουργίας άντικειμενικοποίησης καί ύπερβατισμοΰ τοϋ έγώ», μά ή «φυσιογνωσία άποτελεΐ προϊ όν τοΰ πνεύματος στό στραμμένο πρός τά Ιξω προσανατολισμό, ή έπιστήμη γιά τήν κουλτούρα είναι προϊόν τοϋ στραμμένου πρός τά 1. Engenl Τ. Gadol. Reflexivity in History. In: «Akten...», I. B., s. 72.
203
μέσα ή πρός τό έγώ προσανατολισμού τοΰ πνεύματος».1 Α π ’ αύτή τή σκοπιά δ Γκένταλ έξετάζει τόν άνθρωπο ώς «ι στορική ύπαρξη» μέ διπλό νόημα: πρώτο, «μέ τό νόημα ένός έγώ —Αναπτυσσόμενου, καί ένός έγώ— ύπερβατιζόμενου, πού δημιουρ γεί κουλτούρα καί πολιτισμό ύπαρξης», πού θά πει πώς ή Ιστορική δημιουργία δέν είναι τίποτε άλλο έξόν άπό τήν έξέλιξη, τόν ύπερβατισμό, τήν άντικειμενικοποίηση τοϋ Ανθρώπινου έγώ, τοϋ Αν θρώπινου πνεύματος· δεύτερο, «μέ τό νόημα αύτοΰ πού γράφει Ι στορία για δ,τι Εκανε σάν ύπαρξη που περισσότερο ή λιγότερο λεύ τερα διαλέγει, έκφράζεται καί θέτει αΐτήματα, πού Spa μέσα καί πάνω στό φυσικό περιβάλλον». Ά πό Ιδώ ό Γκένταλ συμπεραίνει πώς τό Αντικείμενο τής Ιστορίας είναι «δχι 6 άνθρωπος ώς προϊόν τών φυσικών δυνάμεων καί περιστατικών», Αλλά «ό άνθρωπος ώς πνευματική δπαρξη», πώς ή ιστορία ώς γνώση δέν είναι τίποτα άλλο παρά «Αφήγηση γιά τά πολύπλοκα πλεξίματα καί συγκρού σεις τοϋ Ανθρώπινου πνεύματος καί τών Εργων του».2 Στήν εισήγησή του μέ θέμα «Ή πνευματικοεπιστημονική γνώση γιά τόν άνθρωπο καί τή δράση του στόν κόσμο» δ Χοϋγκο Ράϊμαν ύπερασπίζει τΙς ίδεαλιστικές καί άνορθολογιστικές φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τοϋ Β. Ντίλταΐ γιά τήν ιστορία καί γιά τήν Αντίθεση άνάμεσα στήν ιστορία καί στή Φύση, πού μαζί μέ τίς νεοκαντιανικές Αντιλήψεις τών Βίντελμπαντ, Ρίκερτ καί Ζίαελ Αποτελοϋν τήν κύρια θεωρητική βάση, πού πάνω της άναπτύσσεται ή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής ίστορίας. Ό λ α τοϋτα δείχνουν δτι ή έπανεξέταση τών βασικών αΐτημάτων τής «παραδοσιακής ιστορικής νόησης» πάνω σέ Ενα τόσο βασικό ζήτημα τής φιλοσοφίας τής ίστορίας δπως είναι τό ζήτημα γιά τήν ιστορία τής Φύσης, γιά τό άν ύπάρχει τό άντικείμενο τής ιστορικής γνώσης έπίσης Αντικειμενικά 8πως καί τό άντικείμενο τών φυσικών έπιστημών, έκφράζεται στήν άποφασιστική άπόρριψη τών δοξασιών γιά τήν ιστορία τής κοινωνίας ώς συνέχεια τής φυσικής ίστορίας, τών θετικιστικών δοξασιών τοΰ δέκατο» Ενατου 1. Eugene Τ, Gadol. op. cit., s. 72. 2 Ibid., s. 72 - 73.
204
αΙώνα, πού έξαλείφανε κάθε λογής ποιοτική διαφορά άνάμεσα στή φυσική καί στήν κοινωνική Ιστορία καί Ιδιαίτερα τής ύλιστικής δοξασίας, πού δχι μονάχα ύπογραμμίζει τή γενετική σϋνάφεια ά νάμεσα στήν ίστορία τής Φύσης καί στήν ιστορία τής κοινωνίας, άλλα έξετάζει τόσο τις κοινωνικοϊστορικές, δσο καί τΙς φυσικές διαδικές ώς άντικειαενικές διαδικασίες. Εκφράζεται σέ μιά έπίσης άποφασιστική έπιστροφή στίς προγενέστερες ίδεαλιστικές φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις, πού άντιπαραθέτουν τή Φύση στήν Ιστορία καί έξετάζουν τήν τελευταία ώς άθροισμα άπδ καθαρά πνευματ·κά φαινόμενα. θ ά ήταν λάθος, δμως, νά νομίζουμε πώς ή σύγχρονη ΐδεαλιστική άστική φιλοσοφία τής ίστορίας άποτελεΐ άπλή έπανάληψη τών πρίν άπ’ αύτήν φιλοσοφικοϊδεαλιστικών δοξασιών. ’Απεναντί ας, άνάμεσα στήν πρώτη καί στίς τελευταίες ύπάρχουν βαθιές δια φορές. Μια άπό τΙς ούσιαστικότερες διαφορές άνάμεσα στή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής ίστορίας καί τήν πρίν άπ’ αύτήν άστική φι?*οσοφία τής ίστορίας βρίσκεται πάνω στό ζήτημα γιά τό νομοτε λειακό καί τόν προοδευτικό χαρακτήρα τής ίστορίας τής άνθρώπι νη ς κοινωνίας. "Οπως είδαμε, 2να μεγάλο μέρος τών άστών φιλοσόφων καί ιστορικών τοΰ δέκατου δγδοου καί τοΟ δέκατου ϊνατου αΙώνα, δν καί έςακολουθούσαν νά μήν έχουν άκόμα πραγματικά έπιστημονική άντίληψη γιά τούς άντικειμενικούς νόμους τής κοινωνικοοικονο μικής έξέλιξής, στόν Ινα ή στόν άλλο βαθμό ύποστηρίζουν τήν δο ξασία πώς ή ίστορία είναι νομοτελειακή διαδικασία καί τό καθήκον τής ιστορικής γνώσης είναι νά άνακαλύψει τούς νόμους αύτής τής διαδικασίας. Παρά τόν Ρεαλιστικό χαρακτήρα τής χεγκελιανής φι λοσοφία; τής ίστορίας, ό Ένγκελς ύποδείκνυε σάν τή μεγαλύτερη ύπηρεσία τοϋ Χέγκελ πώς πρώτος αύτός παρουσίασε όλάκερον τό φυσικό, ίστορικό καί πνευματικό κόσμο ώς άλληλοσύνδετη καί νο μοτελειακή διαδικασία. Μά άκριβώς τούτη ή διαδικασία άποδεικνύεται Ινα άπό έκεΐνα τα «βασικά αιτήματα» τής «παραδοσιακής ιστορικής νόησης», πού οί σύγχρονοι άστοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι καί ίστορικοί ύ-
205
ποβάλλουν στήν πιό ριζική έπανεξέταση. ’Ακριβέστερα, άπλώς ά πορρίπτουν τή δοξασία γιά τό νομοτελειακό χαρακτήρα τής ιστο ρίας. "Ενα μεγάλο μέρος άπ’ αύτούς, ξεκινώντας άπό διάφορες ύποκειμενικοϊδεαλιστικές φιλοσοφικές δοξασίες, έμμένει στήν άπο ψη πώς στήν κοινωνικοϊστορική ζωή τών ά^ρώπων δέν ύπάρχουν κανένα είδος αντικειμενικές αΐτιακές σχέσεις καί νομοτέλειες. Μέ τή μεγαλύτερη δύναμη τούτη ή δοξασία έκφράστηκε στή νεοκαντιανή φιλοσοφία τών Βίντελμπαντ καί Ρίκερτ. ’Αναπτύσ σοντας τήν άντίληψη τοΰ Κάντ γιά τήν αΐτιακή σχέση άνάμεσα στή φυσιογνωσία καί στήν πρακτική δράση (κοινωνικοϊστορική πράξη), άνάμεσα στή φυσιογνωσία καί στήν ήθική φιλοσοφία, άντιπαραθέτουν έπίσης καί τΙς έπιστήμες γιά τό πραγματικό —τήν έπιστήμη για τή Φύση καί τήν έπιστήμη γιά τήν κουλτούρα (τής Ιστορίας) — ώς δυό καταρχικά διαφορετικές έπιστήμες, που έπιδιώκουν καταρχικά διαφορετικούς σκοπούς καί χρησιμοποιούν καταρχι κά διαφορετικές μεθόδους. «Οί πειραματικές έπιστήμες —Εγραψε 6 Βίντελμπαντ— άναζητοΰν στή γνώση τοΰ πραγματικού ή τό γενικό μέ τή μορφή φυσικοΰ νόμου, ή τό ένικό μέ ιστορικά διακαθορισμένη μορφή... 01 άλφα είναι έπιστήμες γιά νόμους, οί βήτα είναι έπιστή μες γιά γεγονότα- οί πρώτες διδάσκουν γιά έκεΐνο πού πάντα εί ναι, οί δεύτερες γιά έκείνο πού ύπήρξε μιά φορά. "Αν πρέπει νά δημιουργήσουμε Ενα νέο τεχνητό δρο, ή έπιστημονική νόηση οτή μιά περίπτωση είναι ν ο μ ο θ ε τ ι κ ή , στήν άλλη— I δ ι ο γ ρ α φ : κ ή».ΐ Κι’ Ετσι, κατά τή γνώμη τοΰ Βίντελμπαντ, οί φυσικές έπιστή μες είναι ν ο μ ο θ ε τ ι κ έ ς . Μελετώντας τά φυσικά φαινόμε να, άναζητοΰν καί διαπιστώνουν τό γενικό σ’ αύτά καί να διατυπώ σουν νόμους γενικής ίσχής. Καί άντίστροφα, οί ιστορικές έπιστήμες, οί έπιστήμες γιά τήν κουλτούρα, είναι ί δ ι ο γ ρ α φ ι κ έ ς ή π ρ ο σ ω π ο γ ρ α φ ι κ έ ς . ΜελετοΟν τά φαινόμενα τής ίστορίας τοΰ πολιτισμοΰ στήν άτομική τους άνεπαναληπτικότητα καί δέ δια τυπώνουν κανένα είδος νόμων. Τό κριτήριο, πού πάνω στή βάση του 1. W. Windelband. Pràludien, zweifor Band, siebente und achte Auflage, Tubingen, 1921, S. 145.
206
διαλέγονται καί καθορίζονται άπό τά άπειράριθμα ένικά φαινόμενα τά ίστορικώς σημαντικά φαινόμενα είναι οί άξιες, πού αύτές καθαυ τές είναι ύπερ ιστορικές καί γενικής Ισχής. Αύτές οί άντιλήψεις τοϋ Βίντελμπαντ άναπτύχτηκαν καί άπό τούς άλλους έκπροσώπους τής σχολής τοϋ Μπάντεν καί πρό πάντων άπό τόν X. Ρίκερτ. Τίοθετήθηκαν άπό πολλά άλλα ΐδεαλιστικά φιλοσοφικά ρεύματα καί σέ διάφορες παραλλαγές, δεσπόζουν τώρα τόσο στήν άστική φιλο σοφία τής ιστορίας, δσο καί στήν άστική ιστοριογραφία. Οί φιλοσοφικοΐστορικές άντιλήψεις τοΰ Κ. Γιάσπερς διαφέ ρουν σέ πολλές πλευρές άπό έκεΐνες τοΰ νεοκαντιανισμού. Μά πά νω στό ζήτημα γιά τήν αιτιότητα καί τήν νομοτέλεια στήν ίστορία, γιά τό άντικείμενο τής φυσικοεπιστημονικής καί τής ιστορικής γνώσης, δ Γιάσπερς άπλώς έπαναλαβαίνει τις άντιλήψεις τών Βίν τελμπαντ καί Ρίκερτ.1 Μιά άλλη παραλλαγή τών φιλσσοφικοϊστορικών άντιλήψεων τών όπαδών τής σχολής τοΰ Μπάντεν βρίσκουμε στή νεώτατη έποχή στό νεοθετικιστή Κάρλ Πόπερ, πού άρνιέται τό ντετερμινισμό, καί μαζί μ’ αύτόν καί τήν δπαρξη, άντικειμενικών νομοτελειών τό σο στή Φύση, δσο καί στήν κοινωνικοϊστορική ζωή. «Έμεϊς δέν έξαρτιόμαστε άπό κανένα είδος ιστορικής άναγκαιότητας»2 —γρά φει δ ίδιος,— γι’ αύτόν τό λόγο «στά άνθρώπινα έργα τά πάντα είναι δυνατά».3 ’ Αλλοι άστοί φιλόσοφοι καί ιστορικοί, ξεκινώντας κυρίως άπό άντικειμενικοϊδεαλιστικές φιλοσοφικές άντιλήψεις, Υποστηρίζουν δτι ή ίστορία δέν είναι Ινας χαοτικός χείμαρρος άπό αύθαίρετα γε γονότα, πώς τά ιστορικά γεγονότα είναι ύποταγμένα σέ καθορι σμένη τάξη. ’Αναζητοΰν, δμως, τήν έξήγηση αύτής τής τάξης δχι στούς άντικειμενικούς νόμους πού ένυπάρχουν στήν ϊδια τήν ιστο ρική διαδικασία καί στίς ένέργειες τών άνθρώπων, άλλά στήν ένέργεια έξωϊστορικών, «ύπερβατικών», ύπερφυσικών καί μυστικιστι-
335.
1. Κ. Jasperi, Vom Ursprung
und Ziel des Geschichte, s, 299,
2. K. Popper, The Open Society and its Enemies, Vol. I., Rontledge and Kegan Paul, London 1957, p. 3. 3. K. Popper, Ibid., Vol. II. p. 197.
207
■κών δυνάμεων καί παραγόντων — στήν «πνευματική ύπέρβαοη» (Ά . Βέμπερ, Κ. Λιόβιτ κ.ά.), στή θεία πρόνοια (Ά . Τόινμπι, Ζ. Μαριτέν, Φρ. ΧάϊτμιοΟλερ, X. Βάλτς κ.ά.). « Έ πορεία τής ίστο ρίας δέν είναι άποτέλεσμα τής τύχης —γράφει δ ΧάϊτμιοΟλερ,— άλλά ένέργεια τοΟ θεοΟ... γιατί δ θεδς διευθύνει τδν κόσμο... Μέ θεία έντολή ϊρχειαι ή εύτυχία καί ή δυστυχία».1 Εξετάζοντας τήν κρίση καί τή διαδικασία τής βαθμιαίας κα τάπτωσης τής άστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας, δέν Εχουμε σκοπδ νά δώσουμε μιά πλήρη εΙκόνα τής κατάστασής της, άλλά θέτο>μτδ ταπεινότερο καθήκον: νά δείξουμε μονάχα μερικά άπδ τά où^’.αστικότερα σημεία καί τάσεις στήν Ιξέλιξή της. Μά καί τδ Ιτσι τοποθετημένο καθήκον δέν μπορεΐ νά έκπληρωθεϊ, άν δέ μποΟμε στίς φιλοσοφικοΐστορικές άντιλήψεις τοΟ γερμανοΟ φιλόσοφου χαΐ ΐστορικοϋ Βίλχελμ Ντίλταϊ καί στήν έπιρροή τους πάνω στή σύγ χρονη άστική φιλοσοφικοϊστορική σκέψη. Πρώτο, γιατί ot άντιλήψεις τοΟ Ντίλταϊ είναι σήμερα πλατιά διαδομένες στούς κόλ πους τών άστών φιλοσόφων καί ιστορικών. Δεύτερο, γιατί μΛς άποκαλπτουν μέ ιδιαίτερα μεγάλη δύναμη τήν άντιεπιστημον.κότητα, τδν Ιδεαλισμό, τδν άγνωστικισμδ καί τδ μυστικισμδ τής σύγχρονης άστικής φιλοσοφίας καί γιατί παίζουν έξαφετικά μεγά λο ρόλο στδ ιδεολογικό δπλοστάσιο τής σύγχρονης άστικής τάξης γιά τδν άγώνα της ένάντια στδ μαρξισμό. Εξετάζοντας τΙς φιλοσοφικοΐστορικές άντιλήψεις τοΟ Ντίλταϊ ώς άντίποδα τών μαρξικών φιλοσοφικοϊστορικών άντιλήψειον, δ Κούρτ Ρόσμαν γράφει : «Ξεκι νώντας άπδ ψυχολογικές προϋποθέσεις, δπως δ Μάρξ άπδ κοινών ολογικές, αύτδς φρονεί, πώς κατ’ άρχήν ύπάρχει μόνο μιά έπι στήμη : ή έπιστήμη γιά τήν ιστορία, πού άντικαθιστδ τήν προγενέ στερη φιλοσοφία. "Οπως δ Μάρξ θεωρεί τδν άνθρωπο άπόρροια τής κοινωνικής ίστορίας, 5τσι δ Ντίλταϊ τδν θεωρεί άπόρροια τής πνευ ματικής ίστορίας».2 t. Friedrich Heitmüller, Das Reich der Dâmonen oder die Hintergründe der Geschiehte, Hamburg. 1946, s. 2. 2. Deuteche Ceschichtsphilosophie von Lessing bis Jaspers. Heransgegeben und eingellitet von Kurt Rossmaun. Karl Schônemann Verlag, Bremen 1959. s. 309.
208
«Κριτική τοϋ ίστορικοϋ λόγου»· ή καταστροφή τοϋ λόγου. Στήν εισήγησή του μέ θέμα «Τά αΐτήματα τής φιλοσοφίας τής ίστορίας» πού διαβάστηκε στά 14ο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας, δ Μαρσιάλ Γκερού ύποδεικνύα πώς οί φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τοΰ Ντιλτάϊ βρίσκονται στή βάση τών δοξασιών πού ύπάρχουν στή σύγχρονη άστική φιλοσοφία τής ιστορίας.1 Ό Ντίλταϊ άσκησε Ι διαίτερα ισχυρή έπίδραση πάνω στίς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις -όσο διακεκριμένων άστών στοχαστών, δπως οI Βίλχβλμ Βίν τελμπαντ, Χάϊνριχ Ρίκερτ, Γκέοργκ Ζίμελ, Έρνεστ Τριόλτι, ”0 σβαλντ Σπένγκλερ, Χέρμαν Κάιζερλινγκ, Λοόντιβγκ Κλάγκες, Έντουαρντ Σπράνγκερ, Κάρλ Μάνχαϊμ, Έ ρ ιχ Ρότχακερ, Ροΰντολφ Στάϊνερ, Ό . Φρ. Μπόλνοφ, Χάνς Φράγερ, Τέοντορ Λίτ, Νικολάϊ Χάρτμαν, Βέρνερ Ζόμπαρτ, Μάξ Βέμπερ, ’Αλφρεντ Βέμ περ, Χοζέ Όρτέγκα-Ι-Γκασέτ, Ρόμπιν Κόλινγουουντ, ’Αρνολντ Τόϊνμπι, Τόκατ Πάρσονς καί πολλοί άλλοι. Οί φιλοσοφικοϊστορι-
1. Martial Gueroult Les postulats de la philosophie de l'histoire. In : «Akten des XIV. Internationalen {Congresses fur Philosophie, I. B:, s. 4.
14
209
κές του άντιλήψεις ήταν άντικείμενο είδικήζ έξέτασης στδ 14ο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας στήν είσήγηση τοϋ Χοϋγκο Ράϊμαν μέ θέμα «Έ πνευματικοεπιστημονική γνώση γιά τδν άνθρωπο καί για τή δράση του στδν κόσμο», καθώς έπίσης στήν είσήγηση τοϋ Κάρλ Πόπερ μέ θέμα «Σχετικά μέ τή θεωρία για τδ άντικειμενικδ πνεϋμα». Ό Ντίλταϊ κέρδισε τή φήμη του καί τή μεγάλη του έπιρροή μέσα στους σύγχρονους άστούς φιλοσόφους καί Ιστορικούς πρίν άπ’ δλα ώς δημιουργός «μιας κριτικής τοΰ Ιστορικού λόγου», τών βά σεων μιάς νέας «θεωρίας τής γνώσης τών έπιστημών για τδ πνεϋ μα», πού δνομάζεται «έρμηνευτική», καί μιας «νέας μεθόδου τή; γνώσης», πού είναι γνωστή μέ τήν δνομασία «μέθοδος τής κατα νόησης». Ή δοξασία γιά τήν άντίθεση άνάμεσα στίς φυσικές καί στίς ιστορικές έπιστήμες συνδέεται συνήθως μέ τδ δνομα τοΰ Βίντελμπαντ, πού γιά πρώτη φορά διατύπωνε τήν άποψή του πάνω σ’ αύτδ τδ ζήτημα στδ σύγγραμμά του «'Ιστορία καί φυσιογνωσία» (1894). Ή ούσία αύτής τής δοξασίας, δμως, παρουσιάστηκε Ιντεκα χρόνια νωρίτερα άπδ τδ Β. Ντίλταϊ στδ βασικό του σύγγραμ μα «Ε&σαγωγή στίς έπιστήμες γιά τδ πνεϋμα», πού έκδόθηκε τδ 1883. Ό Ντίλταϊ συνέχισε νά άναπτύσσει τούτη τή δοξασία καί στα κατοπινά του συγγράμματα. Ό Ντίλταϊ διαιρεί τΙς έπιστήμες σέ δυδ βασικούς καί άντίθετους τύπους έπιστημών — «φ υ σ ι χ έ ς έ π ι σ τ ή μ ε ς » καί « έ π ι σ τ ή μ ε ς γ ι ά τ δ π ν ε ϋ μ α » . Στις τελευταίες συγκα ταλέγει τήν ψυχολογία, τή φιλοσοφία, τήν ιστορία, τή γλωσσολογία, τήν πολιτική οικονομία, τά νομικά, τήν ήθική, τή θεολογία, τήν αίσθητική, τή λογική, τήν έπιστήμη γιά τδ κράτος χ Λ .] Ό Βίντελμπαντ ξεκινάει ούσιαστικά άπδ τούτη τήν άποψη τοϋ Ντίλταϊ γιά τις έπιστήμες. ’Αλλά άνάμεσα στίς δοξασίες τών δυδ στοχαστών ύπάρ χουν καί δρισμένες ούσιαστικές διαφορές. I. Wilhelm Dilthey, Die gestige Welt. Ginleitung in die Philosohie des Lehens. Gesammelte Schriften. V. B. 2, unferânderte Autlage. B. <1. Tenbner Verlagsgesellschaft, Stuttgart, 1957. s. 250.
210
Τό βασικό κριτήριο, πού πάνω στή βάση του ό Βίντελμπαντ διαιρεί τίς έπιστήμες σε «νομοθετικές» καί «Ιδιογραφικές», δέν εί ναι οί διαφορές στό π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο τ ο ΰ Α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ αύτών τών π'.στημών, άλλά «δ τυπικός χαρακτήρας τών γνωστικών τους σκοπών». Κατά τή γνώμη του τόσον οί φυσικές, δσο καί οί ιστορικές έπιστήμες είναι έπιστήμες γιά τό «πραγματι κό». Ή διαφορά μεταξύ τους βρίσκεται στόν τρόπο, στήν Αντιμετώ πιση, στή μέθοδο τής γνώσης τους καί τών γνωστικών τους σκοπών, στή μορφή τής νόησής τους. Ή νόηση τών φυσικών έπιστημών εί ναι «νομοθετική». Κινείται «άπό τή διαπίστωση τοΰ ίδιαίτερου πρός τή σύλληψη τών γενικών σχέσεων», πρός τή διατύπωση γενικών νομοτελειών. Στίς ιστορικές έπιστήμες ή νόηση είναι «Ιδιογραφι*ή». Σκοπός της είναι ή περιγραφή τοΰ Ιδιαίτερου, τοΰ άτομικλ Ανεπανάληπτου. Ξεκινώντας άπ’ αύτό τό κριτήριο, 6 Βίντελμπαντ συγκαταλέγει στίς φυσικές έπιστήμες καί τήν ψυχολογία. Συμφωνώντας στό βασικό μέ τόν Βίντελμπαντ, ό Ντίλταϊ άρνεϊται Αποφασιστικά νά συμφωνήσει μέ δλα του τά συμπεράσματα. Δικαιολογημένα ύποδεικνύει πώς άν Ακολουθήσει κανείς τό κρι τήριο τοΰ Βίντελμπαντ για τόν καθορισμό τών «φυσικών» καί «Ι στορικών-* έπιστημών, στίς πρώτες θα έπρεπε να συγκαταλεχτοΰν δχι μόνον ή ψυχολογία, Αλλα έπίσης ή πολιτική οικονομία, ή φιλο λογία, ή αισθητική καί ά άλλες «συστηματικές πνευματικές έπι στήμες», γιατί « ά κ ρ ι β ώ ς σ τ ή σ υ ν ά φ ε ι α τ ο υ ν εν ι κ ο ΰ μ έ τ ό ά τ ο μ ι κ ό βρίσκεται ή Αληθινή φύση τών συστηματικών πνευματικών έπιστημών αύτές Αναζητοΰν τις αίτιακές σχέσεις, πού διακαθορίζουν αύτή τήν Ατομικότητα, τίς βαθμί δες, τίς συγγένειες καί τούς τύπους τής ανθρώπιης ιστορικής ζω ής».1 Αύτές Αναζητοΰν έπίσης νά διαπιστώσουν «νομοτελειακές σχέ σεις» καί «έδώ δεσπόζει ή ύποταγή τοΰ ίδιαίτερου στό γενικό».2 Μά ό καθένας θά συμφωνήσει πώς ή πολιτική οίκονομία, ή φιλολογία καί ή αισθητική δέν είναι φυσικές έπιστήμες. Ό Ντίλταϊ φρονεί πώς τό κριτήριο τοΰ Βίντελμπαντ δχι μό 1. W. Dilthey, Gesammelte Schriften, V. B., s. 258. 2. Ibid., s. 257.
211
νο δέν είναι σέ θέση νά θεμελιώσει τή διαίρεση τδν έπιστημών σέ «φυσικές» καί «Ιστορικές», άλλά ούαιαστικά δδηγεϊ στήν έξάλειψη τής διαφοράς άνάμεσά τους, γιατί τοϋτο τδ κριτήριο είναι λαβτ,ιένο. Στή δοδασκαλία τοΟ Βίντελμπαντ γιά «νομοθετικές» καί «Ιδιογραφικές» έπιστήμες άντιπαραθέτει τή διδασκαλία του γιά τίς «φ υ σ ι κ ές» καί τΙς «π ν ε u μ α τ ι κ έ ς» έπιατήμες σάν πιδ βαθ'.ά καί πιδ συνεπή άπδ έκείνη τοΟ Βίντελμπαντ. Σέ διάκριση άπδ τδν Βίντελμπαντ, δ Ντίλταϊ άναζητεΐ τή βασική διαφορά άνάμεσα στίς «φυσικές» καί στίς «πνευματικές» έπιστήμες στή διαφορά στδ «περιεχόμενο, καί δχι στδν τρόπο τής γνώσης»1 «μιά καί παντοϋ δ τρόπος τής γνώσης καθορίζεται άπδ τδ περιεχόμενο».2 Κατά τή γνώμη τοϋ Ντίλταϊ οί «φυσικές έπιστήμες» ίχουν γιά άντικείμενό τους « τ ί ς Ε ξ ω τ ε ρ ι κ έ ς διαδικασίες ή κατα στάσεις», πού σχηματίζουν «τδ φυσικό δλο» καί πού δ Ιδιος τΙς όνομάζει έπίσης «έξωτερικά φαινόμενα», «αίσθητηριακά άντικείμενο», «εξωτερικά αντικείμενα», «φυσικά γεγονότα» ή «έξωτερικδ κόσμο». Γι’ αυτόν τδν λόγο καί οί έπιστήμες, που τίς μελετοϋν, όνομάζονται «φυσικές». Σ’ άντίθεση μέ τις «φυσικές έπιστήμες» οί «έπιστήιιες για τδ πν*ϋμα» έχουν γιά άντικείμενο τίς «έ σ ω τ ε ρ ι κ έ ς δια δικασίες καί καταστάσεις», πού δ Ντίλταϊ όνομάζει έπίσης «ψυχικά γεγονότα», «πνευματικά γεγονότα», «πνευματικές διαδικασίες». Καί μιά καί τά «πνευματικά γεγονότα» «άποτελοΰν τδ κύριο περιεχόμενο αύτών τών έπιστημών» τοΰτες όνομάζονται «έπιστήμες γιά τδ πνεϋμα» ή «πνευματικές έπιστήμες».3 "Οπως εΓδαμε, σέ μιά πρώτη ματιά, δ Ντίλταϊ θαρρείς καί άντιπαραθέτει τα άντικείμενα τών «φυσικών έπιστημών» σ’ αύτά τών «■έπιστημών γιά -δ πνεΰμα», όνομάζοντάς τα «έξωτερικά άντικείμενα», «φυσικά γεγονότα», «έξωτερικδ κόσμο» κ.ά. Κάτι περισσότερο, μάς διαβεβαιώνει πώς ή άντίληψή του «α ! ρ ε ι τ δ φ α ι ν ο μ ε ν α λ ι σ μ ό», μιά καί κατά τή γνώμη του τό «έξωτερικδ άντικεί1. W. Dilihey, op. cit , s. 253. 2. Ibid.. s. 256. 3. Ibid., s.s 248 - 250.
212
μενο» «άντιτίθεται στό έγώ σάν κάτι άνεξάρτητο»,' πού «έχει τή δι κή του Ιδιαίτερη ζωή καί τή δική του αύτοτελή δντότητα».2 'Ολα τοΟτα μπορούν νά δημιουργήσουν τήν έντύπωση πώς ό Ντίλταϊ άποροίπτει τόν υποκειμενικό ιδεαλισμό καί ύποστηρίζει τήν ύλιστική άντίληψη, πώς «τά φυσικά άντικείμενα» είναι άντικειμενικές πραγματικότητες, πού ύπάρχουν έξω καί άνεξάρτητα άπό τήν άν θρώπινη καί κάθε άλλη συνείδηση. 'Ενα τέτοιο συμπέρασμα, δμως, θά ήταν έντελώς λαθεμένο. Ό Ντίλταϊ δηλώνει κατηγορηματικά, πώς «ή διαφορά άνάμεσα στίς φυσικές έπιστήμες καί στίς έπιστήμες γιά τό πνεύμα δέν Ιχει τΙς ρίζες της στή διαφορά άνάμεσα σέ δυό τάξεις άπό άντικείμενα. Ό διαφορά άνάμεσα στά φυσικά άντικείμενα καί στά πνευματικά άντικείμενα δέν ύπάρχει».3 «Τό άντιχείμενο έχει τήν Γδια όντάτητα πού έχει καί τό έγώ».4 Σύμφωνα μέ τή γνώμη τού Ντίλταϊ τό «έξωτερικό άντικείμενο» δέν είναι τίποτε άλλο παρά σύνολο άπό «αίσθήματα», άπό «αίσθητηριακές έντυπώσεις» καί «μονάχα χάρη στίς αισθήσεις ύπάρχει γιά μάς κάτι άνεξάρτητο άπό τό έγώ».5 «Όλάκερη ή Φύση Υπάρ χει μονάχα σά συσχέτιση τής αύτοσυνείδησής μας... αύτή είναι μο νάχα μιά άλληλοσχέση άπό φαινόμενα γιά μιά αύτοσυνείδηση» 6 Συνεπώς ή διαφορά, άν γενικά μπορεΐ νά γίνει λόγος γιά δια φορά, άνάμεσα στό άντικείμενο τών «φυσικών έπιστημών» καί στό άντικείμενο τών «πνευματικών έπιστημών» δέν είναι διαφορά μετα ξύ ύλικού καί πνευματικού, άλλά διαφορά άνάμεσα σέ δ υ ό π λ ε υ ρ έ ς τ ής ά ν θ ρ ώ π ι ν η ς συν εί δησης , τής π ε ί ρ α ς . Κάθε έπιστήμη κατά τόν Ντίλταϊ είναι έπιστήμη γιά τήν πείρα, μά κάθε πείρα Εχει τήν καταγωγή της καί τήν ίσχή της στίς συνθήκες τής συνείδησής μας, δπου φανερώνεται, στήν δλότητα τής φύσης μας. 1. Ibid. s. 24· (βλ. σημ. 1, σελ. 212). 2. Ibid., s. 133. 3. W. Dilthey, Gesammelte Scbriften, V. B., s. 24S. 4. Ibid., s 132. 5. Ibid.. s. 248. 6 . Ibid., s. 249.
213
Τά αισθήματα οί αισθητηριακές άντιλήψεις άπ’ δπου ή νόη ση κατασκευάζει τά «εξωτερικά άντικείμενο», δέν είναι άντανα/κλάσε'.ς ύλικών πραγμάτων καί φαινομένων, πού ύπάρχουν έξω καί άνεξάρτητα άπό τή συνείδηση, παρά μονάχα μέρος άπό τήν «πείρα τής βούλησης». «Ή πείρα τής βούλησης —γράφει δ Ντίλταϊ,— δπο:, έμφανίζεται τό άντικείμενο, άπσκαλύπτεται διαμέσου τής δια δικασίας τοΰ αισθήματος καί τών νοητικών διαδικασιών».1 Ή πρα γματικότητα τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου περικλείεται στή βούληση καί «έκεΐνο που είναι έντελώς έξωτερικό σ’ αυτήν, είναι άδεια λέξη».2 Ή διαφορά άνάμεσα στίς «φυσικές» καί στίς «πνευματικές» έπιστήμες βρίσκεται στό δτι οί πρώτες ξεκινούν άπό «τήν έξωτερική, ή τήν αισθητηριακή, άντίληψη», δήλ. άπό «τήν έξωτερική πείρα», ένώ οί δεύτερες —άπό «τήν έσωτερική άνάγκη», δηλ. άπό «τήν έ σωτερική πείρα». Ξεκινώντας άπό τούτη τή γενική φιλοσοφική δο ξασία. ό Ντίλταϊ δημιουργεί μιά διδασκαλία γιά τήν ιστορία καί γιά τήν ιστορική γνώση, πού διακρίνεται γιά τή βουλησιαρχία, τόν άνορθολογισμό κί τόν Υποκειμενισμό της. "Οπως δ «έξωτερικός κό σμος». ή «Φύση», είναι κατασκεύσμχ άπό φανερώματα τής βούλη σης, «κατά τόν ίδιο χρόπο κατασκευάζουμε καί τΙς Ιστορικές διαδι κασίες άπό μιά ποικιλομορφία βουλητικών ένοτήτων... ένότητα τής βούλησης, άγώνα τής βούλησης, συγγένεια καί άλληλεγγύη τών ί διων, κυριαρχία, έξάρτηση, συμμαχία: δλα είναι γεγονότα τής θέ λησης. Πάνω σ’ αύτά έδράζεται ή Ιστορία.».3 Παρά τή δήλωση τοΰ Ντίλταϊ, πώς άνάμεσα στά φυσικά άντικείμενα καί στα πνευματικά άντικείμενα δέν ύπάρχει διαφορά, πώς αύτά είναι τάχα μόνο διαφορετικές πλευρές τής «πείρας», τοΰαο δέ σημαίνει πώς αύτές ο£ δυό πλευρές τής «πείρας» είναι Ισότιμες. Ά νάμεσά τους δέν ύπάρχει ούσιαστική διαφορά μονάχα στό βαθμό πού ό «έξωτερικός κόσμος», δηλαδή ή Φύση καί τά «πνευματικά γεγονότα» άποτελοΰν διαφορετικές πλευρές τής «πείρας», τής συ νείδησης. ’Αλλά άπό έδώ m l πέρα δ Ντίλταϊ χαράζει μιά σειρά 1. W. Dilthey, Gesammelte Schriften, V. B., s. 133 2. Ibid., s. 133. 3. W. Dilthey, Gesammelte Schriften, V. B., s. 135.
214
μέ πάρα πολύ ουσιαστικές διαφορές άνάμεσα στα φυσικά άντικείμενα καί ατά πνευματικά άντικείμενα, άνάμεσα. στήν «έξωτερική πείρα» καί στήν «έσωτερική πείρα». Κατά τή γνώμη του τα «φυσικά γεγονότα» δέν είναι ή άληθινή πραγματικότητα. Αύτά είναι μονάχα «φαινόμενα», «φανερώ ματα» μέ τό καντιανό νόημα αύτοϋ τοΰ δρου. Αύτά είναι μηχανικές, καί 5χ·. ολάκερες ένότητες —συνονθυλεύματα, πού ή συνάφεια με ταξύ τους είναι αίτιακή. Σ’ άντίθεση μέ τα φυσικά άντικείμενα, τά «ψυχικά», τά «πνευματικά γεγονότα» είναι ή άληθινή πραγματικό τητα— «ή πραγματικότητα στήν κυριολεξία τοΰ δρου».1 Εξετάζον τας τις ειδικές ιδιαιτερότητες τών «πνευματικών γεγονότων», δ Ντίλταϊ ύπογραμμίζει πώς είναι μέ τό άληθινό νόημα τής λέξης δλάκερες ένότητες, πού ή έσωτερική τους συνάφεια δέν είναι αΐτιακή, μά αιτιολογημένη. «Ή ψυχική ζωή —γράφει δ ίδιος— δέν βλα σταίνει άπό τό συνδυασμό τών μερών, δέ σχηματίζεται άπό τά στοι χεία, δέν είναι μια σύνθεση, δέν είναι άποτέλεσμα άπό άλληλοενεργά άτομα —αισθήσεις r) άτομα— αίσθήματα. Καταρχήν είναι πάν τα όλόπλευρη ένότητα... Τούτο τδ γεγονός., διακρίνει όλοκληρωτικά τήν ψυχική ζωή άπό δλάκερο τό σωματικό κόσμο».® Στό σύνολό τους τά «πνευματικά γεγονότα» σχηματίζουν έκείνο πού δ Ντίλταϊ δνομάζει «ζωή» — ή κεντρική κατηγορία καί ή άφετηρία τής φιλοσοφίας του. Ό ρόλος τής κατηγορίας «ζωή» στή φιλο σοφία τοΰ Ντίλταϊ είναι σέ μεγάλο βαθμό άνάλογος μέ τήν κατηγο ρία «άπόλυτο πνεύμα» στή φιλοσοφία τοΰ Χέγκελ. Καί στό Ντίλταϊ ή κατηγορία «ζωή» είναι ταυτόσημη μέ τήν κατηγορία «πνεύμα». Καί σ’ αύτδν ή «ζωή» είναι ή άληθινή καί ή άπόλυτη πραγματικό τητα. «Αύτή είναι δλάκερη ή πραγματικότητα».3 M i μεταξύ τής κατηγορίας «ζωή» στόν Ντίλταϊ καί τής κατηγορίας «πνεύμα» στό Χέγκελ Υπάρχουν ούσιαστικές διαφορές. Πρώτο, στή δοξασία τοϋ Ντίλταϊ γιά τή «ζωή» είναι αίσθητή ή φανερή έπίδραση τής 6ουλησαρχίας καί τοΰ άνορθολογισμοϋ τών ’Α. Σοπενχάουερ καί Έ . 1. W. Dilthey, Gessammelte Schriften, V. Β., s. 11. 2. Ibid., s. 201. 3. Ibid., s. 137.
215
Χάρτμαν. Κατά τή γνώμη του «τά γεγονότα τής βούλησης, τά έν στικτα καί τά αίσθήματα» είναι «πού σχηματίζουν τήν ίδια τή ζωή»,1 ένώ τό σώμα μας άποτελεΐ μονάχα τήν έξωτερική τους πλευ ρά.2 Δεύτερο, ή «ζωή» τοϋ Ντίλταϊ δέν είναι τό «άντικειμενικό πνεύ μα» τοΟ Χέγκελ, άλλά τό σύνολο άπό τά ψυχικά βιώματα τής άτομιχής συνείδησης. Κατά τή γνώμη τοΰ Ντίλταϊ ή «ζωή» είναι ταυτό σημη μέ τά ψυχικά βιώματα τής άτομικής συνείδησης. Γι’ αύτόν τόν λόγο δ Γδιος δηλώνει : «ή φιλοσοφία πρέπει νά άναζητάει τή γνώμη της δχι στόν κόσμο, άλλά στήν έσωτερική ζωή τοΟ άνθρώπου».3 ’Αλλά τί είναι «ζωή» καί πώς νά τήν κατανοήσουμε; Άπάντη ση σ’ αύτό τό έρώτημα, κατά τή γνώμη τοΟ Ντίλταϊ, πρέπει νά μά; δώσει ή ίστορία. Γιατί «ένώ δλη ή Φύση είναι μονάχα φανέρωμα καί περιβολή κάτι άσύλληπτου, μοναδικά έδώ (στήν ίστορία—Ν. Ί .) άνακαλύπτουμε τήν πραγματικότητα στήν κυριολεξία τού δρου, έσωτερικά Ιδωμένη· δχι Ιδωμένη, παρά βιωμένη». «Μόνο διά μέσου τής Ιστορίας δ άνθρωπος μαθαίνει τί είναι ό ίδιος καί μόνο διά μέ σου τοϋ άνθρώπου ύπάρχει ή Ιστορία».3 Τά κοινωνικοϊστορικά φαινόμενα δέν είναι τίποτε άλλο παρά διαφορετικές έκφράσεις, φανερώματα, άντικειμενικοποίηση τής «ζωής», τοϋ πνεύματος. Οίκονομία, δίκαιο, κράτος, κυριαρχία πά νω στή Φύση, ήθική, τέχνη, θρησκεία κ.ά. —βλ’ αύτά άποτελοϋν φανέρωμα τής βούλησης. Σέ τούτα έχει άντιχειμενικοποιηθεϊ τό άνθρώπινο πνεύμα, ή άνθρώπινη βούληση καί τό καθήκον τής Ιστορι κής γνώσης είναι νά άποκαλύψει στίς διαφορετικές μορφές τής κοινωνικοϊστορικής ζωής, τά διαφορετικά κοινωνικοϊστορικά γεγονότα έκεΐνα τά πνευματικά βιώματα, πού είναι άντικεμενικοποιημένα σ’ αύτά. Νά γιατί τό κύριο καθήκον, πού θέτει στόν έαυτό του 6 Ντίλτάϊ, είναι: νά βρεϊ «είσοδο σ’ αύτή τήν πραγματικότητα», νά 8ιεισδύσει όλοένα βαθύτερα στόν «Ιστορικό κόσμο», στήν «Ιστορική ζωή». Είναι, δμως, άραγε δυνατή ή Ιστορική γνώση, ποιές είναι οί μέθοδοι της, είναι σωστό μέ τή βοήθειά τους νά πετύχουμε τήν 1. 2. 3. 4.
216
D. Dilthey, Gesammelte Schriften, Y. B., s. 133. Ibid., s. 96. Ibid., VIII. B.. t. 78. W. Dilfbey, Getammelte Schriften, V. B., s. 11.
ίδια άντικειμενικότητα καί γενική ίσχή τής Ιστορικής γνώσης, δ πως πέτυχε ή φυσιογνωσία; Ό Ντίλταϊ φρονεί πώς ή άντικειμενική Ιστορική γνώση εί ναι δυνατή. 'Ενα άπό τα κύρια καθήκοντά της είναι νά δΐϊίψεύσει τόν «σκεπτικισμό» στήν Ιστορική γνώση καί δ σκοπός τής δικής του «θεωρίας τής γνώσης τών έπιστημών γιά τό πνεΰμα» είναι νά άποδείξε-. τή δυνατότητα τής γενικά ίσχύουσας Ιστορικής γνώσης καί να ύποδείξει τΙς μεθόδους γιά τήν έπίτευξή της. Σ ’ αύτή τή βεβαιό τητα καί σ’ αύτή τήν έπιδίωξη τοΟ Ντίλταϊ είναι αισθητή Ανα μφίβολα ή Ιπίδραση τοϋ παραδοσιακού θετικισμού. Μά δ Ντίλταϊ δέν είναι θετικιστής. Στή δική του «θεωρία τής γνώσης τών έπι στημών για τό πνεύμα» δ Ντίλταϊ μάχεται σέ δυό μέτωπα: ένάντια στή «θεολογική κοσμοαντίληψη», πού άναζητάει τόν λόγο τής ζωής καί τής γνώσης στόν θεό, καί ένάντια στόν θετικισμό, ένάντια σ’ έκείνη τή «φυσικοεπιστημονική φιλοσοφία», πού θέλε: νά έξηγήσει τήν κοινωνικοϊστορική ζωή μέ τΙς έννοιες καί τίς μεθόδους τών φυσικών έπιστημών. Έ χ ει δίκιο, δταν ύποδεικνύει σάν Ενα άπό τά βασικά έλαττώματα καί τής «θεολογικής κοσμοαντίληψης», «ai τού νεοθετικισμού, πώς δέν καταλαβαίνουν τήν Ιδιαιτερότητα τής κοινωνικοϊστορικής ζωής, πώς άναζητούν τήν έξήγησή της στή δράση αιτιών καί συντελεστών έξω άπό τήν Ιστορία, μέ τή βοή θεια έννοιών καί ύποθέσεων, πού είναι άνεφάρμοστες στά κοινωνικοϊστορικά φαινόμενα, πώς ή έξήγηση τής ίστορίας πρέπει νά άναζητηθεΐ δχι έξω άπό αύτήν, άλλά μέσα σ’ αύτήν τήν ϊδια. Μά τούτο δέ σημαίνει, πώς ό Ντίλταϊ βρήκε τό σωστό δρόμο γιά τήν έξήγηση τής κοινωνικοϊστορικής ζωής. Ή θέση του, πώς τό νά κατανοηθεΐ ή κοινωνικοϊστορική ζωή άπό αύτή τήν Ιδια σημαίνει νά κατανσηθεϊ «ή ζωή άπό αύτή τήν ϊδια»,1 τόν δδήγησε στούς δρυ μούς μιάς ύποκειμενικοϊδεαλιατικής, άνορθολογικής καί μυστικι στικής άντίληψης, πού δέν είναι καλύτερη οδτε άπό τή θεολογι κή ι οδτε άπό τή θετικιστική. Σύμφωνα μέ τό Ντίλταϊ οί ούσιαστικές διαφορές άνάμεσα στά άντικείμενα τών φυσικών έπιττημών καί τά άντικείμενα τών «έ1. W. Dtlthey, Gcsammalte Schriften, V. B.. », 4.
217
πιστημών γιά τδ πνεύμα» καθορίζουν καί τίς ούσιαστκές δαφοοές ανάμεσα στίς μεθόδους τής γνώσης αύτών τών δυδ τύπων έπισττμών. «Τή Φύση τήν έξηγούμε —γράφε; δ ίδιος,— τήν ψυχική ζωή τήν κατανοούμε». (Die N atur erklâren wir, das Seelenleben verstehen wir).1 Τά φυσικά ή τα «αισθητηριακά αντικείμενα», Ισχυρίζεται δ Ντίλταϊ, μάς είναι δοσμένα «έξωτερικά». Γι’ αύτδ είναι χαρακτη ριστικά ή «όμοιομορφία», ή «σταθερότητα», ή «έπανάληψη» καί οί αϊτιακοσυνεπειακές συνάφειες. Γι’ αύτδν τδν λόγο στίς φυσικές έ πιστήμες δεσπόζουν ή παρατήρηση, τδ πείραμα καί οί μαθηματικές μέθοδοι, ένώ ό ακοπδς του είναι ή έ ξ ή γ η σ η τοϋ δμοιόμορφου, τοϋ έπαναλχβαινόμενου, τοϋ νομοτελειακού, πού έκφράζουν μέ τή βοήθεια γενικών έννοιών, νοοσυμπερασμάτων, ύποθέσεων καί θεω ριών. Τδ γεγονδς δτ· ή ίστορία καί οί άλλες «έπιστήμες γιά τδ πνεύ μα» Ιχουν άντικείμενο «πνευματικά γεγονότα», τήν «έσωτερική πεί ρα», τήν «άνθρωπινοϊστορική άτομικότητα», πώς τά «πνευματικά γε γονότα» δέν είναι αίτιακά διακαθορισμένα, παρά έσωτερικά αιτιο λογημένα — δλ’ αύτά κάνουν άδύνατη τήν έφαρμογή τής παρατήρη σης, τού πειράματος καί τών μαθηματικών μεθόδων, τών γενικών έννοιών, τών νοοσυμπερασμάτων, τών ύποθέσεων καί τών θεωριών στίς «έπιστήμες γιά τδ πνεϋμα». Για τδ πείραμα «οί ιστορικές καί οί κοινωνικές διαδικασίες είναι πέρα γιά πέρα άπρόσιτες».2 Έδώ δεσπόζουν ή αύτοτπαρατήρηση, ή περιγραφή, ή άνάλυση, ή συγκριτι κή μέθοδος καί μιά πέρα γιά πέρα νέα μέθοδος, πού χωρίς αύτή δέν μπορεΐ νά ύπάρχει καμιά «έπιστήμη γιά τδ πνεύμα» —ή μέθοδος τής «κ α τ α ν ό η σ η ς».3 Κατά τή γνώμη τοΰ Ντίλταϊ οί «έπιστήμες» γιά τδ «πνεϋμα» Ιχουν αύτδ τδ «πλεονέκτημα άπέναντι στίς φυσικές έπιστήμες», «δτι τδ άντικείμενό τους δέν είναι δοσμένο στή συνείδηση φαινόμενο, δέν είναι άπλώς άνακλαστικδ κάτι τι πραγματικοΰ στή συνείδηση, πα 1. Ibid. s. 143 (βλ. σημ. 2). 2. W. Dilthey, Gesammalte Schriftsn, V. Β„ s. 262. 3. Ibid., s. 262.
218
ρά είνχι ή ίδια ή άμεση έσωτερική πραγματικότητα, καί μάλιστα ώς έσωτερικά βιωμένη έξάρτηση».1 Σ’ αύτό τό γεγονός, συνεχίζει ό Γδιος. οί «πνευματικές έπιστήμες ξεκινούν άπό τή δοσμένη στήν εσωτερική πείρα πνευματική συνάφεια... πώς ή άλληλοσυνάφεια στήν ψυχική ζωή είναι δοσμένη πρωταρχικά, βρίσκεται ή βασική διχφορά τής ψυχολογικής γνώσης άπό τή γνώση τής Φύσης, καί έοώ συνεπώς έγκειται έπίσης ή πρώτη κχί θεμελιακή ιδιαιτερότη τα τών έπιστημών γιά τό πνεύμα».2 Ό ίδιος δ Ντίλταϊ συνειδητοποιεί, δμως, δτι άκριβώς αύτό τό «πλεονέκτημα» τών «έπιστημών για τό πνεύμα» τόν όρθώνει άπ έ ναντι σέ μεγάλες δυσκολίες, δταν πρέπει νά άποδείξει τή δυνατό τητα τής α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό τ η τ α ς καί τής γ ε ν ι κ ή ; : σ χ ή ς τής γνώσης γιά τά «πνευματικά γεγονότα», γιά τΙς «άνθρωπινοϊστορικές άτομικότητες», πού άποτελοϋν άντικείμενο τών «έπιστημών γιά τό πνεύμα». Σωστά παρατηρεί, πώς ή «εσωτερική πείρα», δπου συνειδητο ποιώ τις δικές μου ιδιαίτερες καταστάσεις, ποτέ δέν μπορεΐ νά μέ βοηθήσει νά συνειδητοποιήσω τή δική μου ιδιαίτερη άτομικότητα Ιτσι δπως είναι αύτή καθαυτή. «Μόλις δταν συγκρίνω τό δικό μου ιδιαίτερο έγώ μέ τούς άλλους, άνακαλύπτω τό άτομικό μέσα σέ μέ να».3 Συνεπώς, γιά νά γνωρίσω τή δική μου ιδιαίτερη άτομικό τητα, πρέπει νά Ιχω άντικειμενική, γενικά ίσχύουσα γνώση γιά τήν ιδιαίτερη άτομικότητα τών άλλων προσωπικοτήτων, γιά τό «ξένο είναι». Μά τό «ξένο είναι» δέ μοΰ Ιχει δοθεί άμεσα. Μού εί ναι δοσμένο πάντοτε Ιμμεσα — «μονάχα στά αισθητηριακά γεγονό τα, στίς χειρονομίες, στίς γλωσσικές έκφράσεις καί στίς έξωτερικές ένέργειες».4 Πώς τότε μπορεΐ νά πετύχουμε άντικειμενική καί γε νικά ίσχύουσα γνώση γιά τά «πνευματικά γεγονότα» ; ’Εδώ άκριβώς δ Ντίλταϊ καλεΐ σέ βοήθεια τήν ξακουστή του « μ έ θ ο δ ο τ ή ς κατανόησης». 1. Ibid., ss. 317 - 318. (βλ. σημ 3). 2. Ibid., s. 237. 3. W. Dilhey, Gesammelte Sihriften, V. B., s. 318. 4. » » » » » > s. 318.
219
ΤΙ Αντιπροσωπεύει ή « μ έ θ ο δ ο ς
3ης»;
τής
κ α τ α ν ό η-
Κατά τή γνώμη τοϋ Ντίλταϊ ή κ α τ α ν ό η σ η είναι ή β α σ ι κ ή μ έ θ ο δ ο ς τ ή ς γ ν ώ σ η ς τής Ιστορίας καί δλων τών «έπιστημών γιά τό πνεύμα». Γι’ αύτόν τόν λόγο «ή γνωσιολογική, ή λογική καί ή μεθοδολογική άνάλυση είναι Ινα άπό τά κύρια καθή κοντα τής θεμελίωσης τών έπιστημών γιά τό πνεύμα*,1 τής«έρμηνευτικής» ώς Ιδιαίτερης «έπιστήμης» γιά τήν «κατανόηση». Ώ ς μέ θοδος τής γνώσης ή «κατανόηση». Ιχει σκοπό νά μάς δώσει «μιά γενικά ίσχύουσα γνώση». Μά τί Αντιπροσωπεύει ή ϊδια ή «κατανόη ση»; Γιά ν’ άπαντήσει σ’ αύτό τό έρώτημα, δ Ντίλταϊ ξεκινάει άπό τρεις κύριες προϋποθέσεις. Πρώτο, πώς δλα τά ψυχικά μας βιώματα, 5λη μας τήν «έσωτερική πείρα» —αίσθήματα, συγκινήσεις, έπιθυμίες. σκέψεις κ.ά.— τά έκφράζουμε μέ χειρονομίες, μορφασμούς, καλλι τεχνικές μορφές, γλωσσικές έκφράσεις, γραφτά σημάδια καί έξωτερικές Ινέργειες, πού είναι αισθητηριακά δοσμένες. ’Ετσι, λόγου χά ρη, έκφράζουμε τις σκέψεις μας μέ τό λόγο ή μέ γραφτά σημάδια, τή χαρά, τή λύπη καί άλλα αίσθήματα —μέ άντίστοιχες έκφράσεις τού προσώπου κ.ά. Δεύτερο, πώς δ «έσωτερικός κόσμος» μας καί δ τρόπος τής έκφρασής του είναι δλότελα δμοιοι μέ τήν «έσωτερική πείρα» καί τόν τρόπο τής έκφρασης τοΰ «έσωτερικού κόσμου» τών άλλων προ3ωπικοτήτων. «Τά βασικά χαρακτηριστικά τής πείρας τής ζωής—γράφει δ Ντίλταϊ— είναι κοινά σέ δλους».* Κάτι πε ρισσότερο, ύποστηρίζει πώς ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής είναι μιά καί ή Ιδια σέ δλες τις ζωντανές ύπάρξεις. «Παρατηρούμε σ’ έμάς μιά πολυμορφία άπό έσωτερικές διαδικασίες, πού ξεχωρίζουν καθαρά ή μιά άπό τήν άλλη στή συνείδηση: αισθήσεις, παραστάσεις, αισθήματα, ένστικτα, έπιθυμίες. Τούτες ot διαδικασίες είναι άλληλοσυνδεμένες σέ μιά διάρθρωση τής ψυχικής ζωής, πού είναι μιά καί ή ίδια σ’ δλες τΙς ζωικές ύπάρξεις τής Γής μας καί διαμορφώνει τό βασικό ψυχικό νόμο αύτών τών ζωντανώ ύπάρξεων».3 Τρίτο, «ή άν1. W. Dlllhey, Gesammelte Schriften, VIII. Β., t. 333. 2. » » » » VIII., s. 79. 3. » » * » V. B., t. 95.
220
θρώπινη φύση είναι πάντα ή Ιδια»1 δηλαδή είναι Αμετάβλητη καί ύπεριστορική. Ξεκινώντας άπ’ αύτές τΙς προϋποθέσεις, δ Ντίλταϊ διακαθορίζει τήν «κατανόηση» ώς διαδικασία, δπου άπό αίσθητηριακά δοσμένες χει ρονομίες, μορφασμούς, καλλιτεχνικές μορφές, γλωσσικές έκφράσεις καί έξωτερικές ένέργειες πετύχαμε γνώση γιά τήν «έσωτερική’ πεί ρα», γιά τήν ψυχική ζωή τοϋ «ξένου είναι», τών άλλων πρσωπικοτήτων. Ώ ς Ιδιαίτερο είδος γνώσης, πού προσιδιάζει στίς «έπιστήμες για τό πνεΰμα», ή «κατανόηση» ίχει μιά σειρά Ιδιομορφίες πού τήν ξεχωρίζουν ούσιαστικά άπό τήν «έξήγηση» σάν Ιδιαίτερο είδος γνώ ση τών φυσικών έπιστημών. Π ρ ώ τ ο , ή «κατανόηση» βασίζεται δχι πάνω στήν παρατή ρηση μά πάνω στήν αύτοπαρατήρηση —πάνω στήν ψυχολογική ένδοσκόπηση. Στή βάση τών «έπιστημών γιά τό πνεύμα» δ Ντίλταϊ βάζει τήν ψυχολογία. «Ή ψυχολογία —γράφει δ ϊδισς— άναφέρεται σ’ αύτές τΙς χωριστές έπιστήμες για τό πνεΰμα ώς βασική έπιστήμη. ΙΙεριγράφοντας, Αναλύοντας καί συγκρίνοντας, Ανακαλύπτει καί θεμελιώνει τή γνώση για τόν άνθρωπινοϊστορικό κόσμο».2 Δ ε ύ τ ε ρ ο , ή «κατανόηση» περικλείει μέσα της τήν έρμηνεία, τήν έξήγηση τών έκφραστικών μέσων τοΟ «έσωτερικού κόσμου» τών άλλων προσωπικοτήτων —τή μελέτη τών μορφών, δπου άντικειμενικοποιεΐται τό πνεΰμα. Στή διαδικασία τής «έρμηνείας», κατά τό Ντίλταϊ, όρισμένο ρόλο διαδραματίζουν ή κριτική νόηση, οΕ νόχοι τής λογικής, ή αίτιαική έξήγηση.’Αλλά Εχουν δευτερεύουυσα σημα σία. Τόν κύριο ρόλο τόν παίζει ή δημιουργική φαντασία πού γεμί ζει τά κενά στίς ύπάρχουσες Ιστορικές πηγές καί άπό τό Αποσπα σματικό Ιστορικό ύλικό δημιουργεί μιά όλοκληρωμένη καί έσωτερικά συνδεμένη Αφήγηση γιά τήν Ιστορία. Τ ρ ί τ ο , ή γνώση, πού πετυχαίνουμε στή διαδικασία τής «κα τανόησης», δέν είναι όρθολογική, παρά άνορθολογική. Δέν πετυχαίνεται άκολουθώντας τό δρόμο τής λογικής νόησης καί τοϋ νοο'υμπεράσματος, άλλά διά μέσου τής ένόρασης. Σέ κάθβ κατανόη 1. W. Dilthey, Gesammelte Schriften: VIII. B., s. 79. 2. >, » » » V. B., s. 273.
221
ση σύμφωνα μέ τήν άποψη τοΰ Ντίλταϊ, ύπάρχει κάτι τί τό άνορθολογικό, γιατί ή ίδια ή ζωή είναι τέτοια· δέν μπορεΐ νά έκφραστεΐ μέ κανένα είδος φόρμουλες τής λογικής νόησης. «Ή ζωή δέν μπο ρεΐ νά στηθεί μπορστά στό δικαστήριο τοϋ λόγου».1 Ή γνώση πού πετυχαίνουμε διαμέσου τής «κατανόησης», εί ναι άμεση. Δέν είναι άντίληψη κάτι τΐ έξωτερικοϋ, παρά άμεσο έσωτερικό β ί ω μ α . Συνειδητοποιώντας αίσθητηριακχ μιά δοσμένη έξωτερική έκφραση —χειρονομία, καλλιτεχνική μορ φή, γραφτό ντοκουμέντο κ.ά.,— παράλληλα μ’ αύτό βιώνουμε ά μεσα έκείνη τήν ψυχική κατάσταση τοϋ «ξένου είναι», πού ot άντίστοιχες αισθητηριακά δοσμένες έξωτερικές έκφράσεις έκφράζουν. Τό γεγονός δτι ή έξωτερική έκφραση, πού μοναδικά μάς ίχει δο θεί, δέν είναι τό ίδιο πρωτότυπο τής άντίστοιχης «έσωτερικής πεί ρας», άλλά μονάχα άντιπροσώπευσή του, δέν άποτελεΐ έμπόδιο, κατά τή γνώμη τοΰ Ντίλταϊ, νά ίχουμε δμόλογη γνώση γιά τό πρωτότυ πο. Ξεκινώντας άπό τήν προΟπόθεση πώς ή «έσωτερική πείοα» μας και οί έξωτερικές της έκφράσεις είναι άνάλογες τής «έσωτερικής σθητηριακά άντιληπτών έξωτερικών Εκφράσεων τών άλλων προ σωπικοτήτων, ό Ντίλταϊ Ισχυρίζεται πώς πάνω στή βάση τών αίσθητηριακά άντιληπτώσ έξωτερικών έκφράσεων τών άλλων προ σωπικοτήτων «μεταφέρουμε», «έγκατασταίνουμε» σ’ αύτές Ινα «άνάλογο» τών δικών μας Ιδιαίτερων ψυχικών βιωμάτων. «Άπό τήν αφθονία τοϋ Ιδιωτικού βιώματος διά μέσου μιας μετάθεσης τό βίωμώ. άντιγράφεται Ιξω άπό έμάς καί κατανοεΐται».2 Βλέποντας τδ παραμορφωμένο άπό τόν πόνο πρόσωπο ένός άνθρώπου πού πάσχει, «άναπαράγω» ή «δευτεροβιώνω» τό ϊδιο αίσθημα τοΟ πόνου. Κα τανοώ τό βίωμά του, «μεταφέροντας σ’ αότόν τό δικό μου ιδιαίτερο δευτεροβίωμα τοΟ πόνου του. Διαβάζοντας Ινα χειρόγραφο, βιώνω τίς ίδιες σκέψεις, πού βίωσε ό συγγραφέας του, καί Ιτσι τόν κατα νοώ. Τ έ τ α ρ τ ο , ή «κατανόηση» δέν έπιδιώκει νά συλλάβει τή λογική τών «πνευματικών φανομένων», άλλά τή «συγκινησιακή ζω τικότητά» τους. Πραγματώνεται μέ δλες τίς συγκινησιακές δυνά 1- W. Dilthey, Gesammelte Schriften, VII. Β , s. 359. 2. » » » » V. Β., s. 263.
222
μεις τής ψυχής, τής «καρδιάς» μας. Π έ μ π τ ο , ή «κατανόηση» καί ή συνδεμένη μ’ αύτήν «έρμηνεία» είναι «τέχνη», πού έξαρτιέται άπδ τή «μεγαλοφυΐα τού έρμηνευτή*. «'Ως καλλιτεχνικά δημιουργική κατανόηση» ή έρμηνεία πρέπει πάντα να Ιχει μέσα της «κάτι τδ μεγαλοφυές»,1 καί. ή Ικα νότητα γιά «μεγαλοφυή έρμηνεία» άποτελεΐ σπάνιο φαινόμενο. Προ σιδιάζει σέ λίγες προικισμένες προσωπικότητες». Άπδ δλα δσα έκθέσαμε ώς έδώ φαίνεται πώς ή φιλοσοφία τοϋ Ντίλταϊ, ή δική του «θεωρία τής γνώσης τών έπιστημών γιά τδ πνεϋμα», συνοψίζει στδν έαυτό της τά βασικά χαρακτηριστικά τής σύγχρονης άστικής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας, τήν ά'τιΟλιστιική της κατεύθυνση. Τδ «λάϊτμοτιβ» δλάκερης τής φιλο σοφίας τοϋ Ντίλταϊ καί Ιδιαίτερα τής δικής του «θεωρίας τής γνώ σης τών έπιστημών γιά τδ πνεϋμα» είναι δ άγώνας ένάντια στδν ύλισμό, μαζί καί ένάντια στδν ιστορικό ύλισμό. ’Ομοια μέ τούς νεοααντιανούς καί άλλους έκπροσώπους τής άτίΐκής φιλοσοφικοϊστορικής σκέψης, Ινα άπό τά κύρια καθήκοντα τοΰ Ντίλταϊ ήταν νά θεμελιώσει τις ειδικές Ιδιαιτερότητες τών κοινοίν.κοϊστορικών έπιστημών, πού τις ξεχωρίζουν άπό τις φυσικές έ πιστήμες, καί μαζί μ’ αύτό νά Αποδείξει πώς ή άναμεταξύ τους διαφορά είναι «θεμελιακή» τόσο άπό τή σκοπιά τοΰ Αντικειμένου τους, δσο καί άπό τή σκοπιά τών μεθόδων τους γνώσης. Αύτό τό κα θήκον δέν είναι χωρίς πραγματικούς καί σοβαρούς λόγους. Άλλά άκριβώς δ μαχητικός άντιΟλισμός τοΰ Ντίλταϊ, δ μεταφυσικός τρό πος τής σκέψης του, δ ύπ&κειμενικός ιδεαλισμός καί Ανορθολογισμός του τόν δδήγησαν σέ τόσο Αντιεπιστημονικά συμπεράσματα καί σέ τό σο Ανυπέρβλητα έμπόδια, πού γκρεμίζουν τούς βασικούς στύλους τοΰ ίδεαλιστικοΰ του συστήματος, καί μαζί μ’ αύτό Αποκαλύπτουν τή στειρότητα καί τήν έσωτερική Αδυναμία δλάκερης τής σύγχρονης Αστικής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Ό Ντίλταϊ ήθελε νά θεμελιώσει τή διαφορά μεταξύ τών φυσι κών καί τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών, πριν Απ’ δλα, Αποκα λύπτοντας τή διαφορά Ανάμεσα στά άντικείμενα τής γνώσης τους. Αύτός καθαυτός τούτος δ τρόπος γιά τήν έπίλυση τοΰ προβλήματος I. W. Dilthey, Gesammelte Schriften, V. Β., ss. 332 - 336.
223
πού τέθηκε είναι σωστός. Ό Ντίλταϊ έχει δίκιο, δταν ύποδεικνύει -πώς οί διαφορές άνάμεσα στίς χωριστές έπιστήμες διακαθορίζονται πρό πάντων άπό τΙς διαφορές άνάμεσα ατά άντικείμενα τής γνώ σης τους καί για νά κατανοηθοΟν οί διαφορές άνάμεσα στά χωρι στές έπιστήμες είναι άπαραίτητο πριν άπ’ δλα νά άποκαλυφτοϋν οί διαφορές άνάμεσα στά άντικείμενά τους. Έ χ ε ι έπίσης δίκιο, δ ταν, πολεμώντας ένάντια στό μηχανικισμό καί τόν άναγωγισμό τών θετικιστών, ύποστηρίζει πώς άνάμεσα στά φυσικά άντικείμενα καί στα κοινωνικοϊστορικά άντικείμενα ύπάρχουν ποιοτικές, ούσιαστικές διαφορές, καί γι’ αύτό τά κοινωνικοϊστορικά φαινόμενα δέν μποροϋν να έξηγοΟντα- μέ τις έννοιες καί τούς νόμους τής φυσι κής, τής χημείας, τής βιολογίας καί τών άλλων φυσικών έπιστη μών. ’Αλλά, πρώτο, δ Ντίλταϊ ή άναζητάει τις διαφορές άνάμεσα στά φυσικά καί στά κοινωνικοϊστορικά άντικείμενα έκεΐ δπου δέν ύτάρχουν ή τΙς ύπερβάλλει καί άπολυτοποιεϊ σέ τέτοιο βοοθμό, ώ στε έξαλείφει κάβε σχέση καί άνοίγει άγεφύρωτ© χάσμα άνάμεσα σ’ αύτές τις δυό σφαίρες τις πραγματικότητας καί άνάμεσα στίς έ πιστήμες, πού τις μελετοϋν. Ό Ντίλταϊ ύποδεικνύει ώς μιά άπό τίς ούσιαστικότερες Ιδιαι τερότητες τής ψυχικής ζωής, πού τήν ξεχωρίζει «δλοκληοωτικά» άπό τά φυσικά γεγονότα τό περιστατικό δτι τούτη ή ζωή δέν δγινε άπό τά μέρη, δέν σχηματίστηκε άπό στοιχεία, δέν είναι σύνθε μα, μά καταρχή είναι όλοκληρωμένη ένότητα. Μά οί Ολοκληρωμέ νες ένότητες δέν άποτελοϋν προνόμιο τής ψυχικής ζωής. Αύτές ύ πάρχουν τόσο στή νεκρή, δσο καί στή ζωντανή δλη. Τό άτομο, τό μόριο, τό κύτταρο, 6 όργανισμός δέν άποτελοϋν μηχανικά συνον θυλεύματα, παρά όλοκληρωμένες ένότητες —όλοκληρωμένα συ στήματα. Καθένα άπ’ αύτά έχει τά συστατικά του, τή διάρθρωση καί τις συστηματικές του Ιδιότητες, πού δέν μποροϋν νά άνακτοϋν στίς ιδιότητες τών χωριστών συστατικών ή στό άθροισμα τών ιδιο τήτων τών συστατικών, παρμένων ξεχωριστά. ’Ανάμεσα στό σύ στημα ώς δλο καί στα συστατικά του ύπάρχει αύστηρή διαλεκτι κή άλληλοεξάρτηση. Τό σύστημα έξαρτιέται άπό τά συστατικά του καί άπό τόν τρόπο τής όργάνωσής τους. Μέ τή σειρά του τό χω ριστό συστατικό, οί ιδιότητες καί οί λειτουργίες του έξαρτιοϋνται
224
άπό τή συνάφειά του μέ τό σύστημα ώς δλο, άπό τή θέση πού κατέ χει σ’ αύτό. Έ μή κατανόηση τής διαλεκτικής φύσης τών συστη ματικών Αντικειμένων άποτελεΐ χαρακτηριστικό τοΟ μεταφυσικού τρόπου Αντιμετώπισης αύτών τών Αντικειμένων, πού έμφανίζεται σέ δυό κατευθύνσεις: άπό τή μιά, στήν άναγωγή τών συστηματικών άντικειμένων σέ μηχανικό, ποσοτικό άθροισμα τών συστατικών καί τών ιδιοτήτων τους, στήν άρνηση τών συστηματικών τους Ι διοτήτων καί άπό τήν άλλη, στό ξέκομματών όλοκληρωμένων, τών συστηματικών Ιδιοτήτων άπό τα συστατικά τοΰ συστηματικού άντικειμένου, τής μορφής άπό τό περιεχόμενο. Άκριβώς τήν τελευταία παραλλαγή τής μεταφυσικής πάνω στό δοσμένο ζήτημα τή βρίσκου με στό Ντίλταϊ. Ή θέση του πώςήένότητα τής ψυχικής ζωής δέν γίνεται άπό τά μέρη, δέν σχηματίζεται άπό τά στοιχεία, δέν σημαίνει τίποτε άλλο έκτός άπό τό δτι ή ένότητα είναι άπόλυτα Ανε ξάρτητη άπό τά συστατικά τής ψυχικής ζωής—οί αίσθήσεις, οί άντιλήψεις, οί παραστάσεις, τά αίσθήματα, τά Ινστικτα, ή βούληση, ή νόηση,— πώς ή ένότητα πλανιέται πάνω τους σάν κάποια άπόλυτα αύτόνομη καί ύπάρχουσα αύτή καθαυτή αρχή, δπως ή «μορφή»* στόν Αριστοτέλη καί ή «Εντελέχεια» στόν Ντρίζ πλανιοΰνται πά νω άπό τήν δλη καί κυριαρχοϋν έπάνω της. Αύτή ή μεταφυσική καί ή μυστικιστική δοξασία τοϋ Ντίλταϊ γιά τήν ένότητα τής ψυ χικής ζωής, τόν όρθώνει μπροστά σέ καθαρές άνοησίες, γιατί ή έννοια «ένότητα» δχει νόημα μονάχα σέ σχέση μέ πολύπλοκα Αν τικείμενα—μονάχα έκεϊ δπου ύπάρχει ή συνάφεια «μέρη καί δλο». 'Εξω άπ’ αύτήν τή συνάφεια ή Ιννοια «ένότητα» δέν ίχει κανένα νόημα. Ό μεταφυσικός τρόπος τοΟ Ντίλταϊ Απέναντι στά φυσικά καί στά κοινωνικοϊστορικά Αντικείμενα, ό ύπερτροφισμός τών διαφο ρών τους, ή έξάλειψη κάθε λογής δεσμοΟ καί διαδοχικότητας άνά μεσα στά πρώτα καί στά δεύτερα δδήγησε τό Ντίλταϊ στόν κατηγορηματικόν ισχυρισμό, πώς οί κοινωνικές καί Ιστορικές διαδικα σίες γενικά δέν είναι τάχα προσιτές γιά τήν παρατήρηση, τό πεί ραμα, τήν έπαγωγή καί τΙς μαθηματκές μεθόδους, πού Ιχουν πλα τιά έφαρμογή στίς φυσικές έπιστήμες. Ά λλά τοΟτος δ Ισχυρισμός τοΟ Ντίλταϊ Αντηχεί σήμερα σάν Ινας παράξενος καί άπλοΐκός Α* 'Α κ ριβ έσ τερ α τό « ε ίδ ο ς» (Σημ. τ. Μ ετ,).
15
225
ναχρονισαός. Είναι γνωστά πώς Ιδιαίτερα στίς τελευταίες δεκαε τίες ή παρατήρηση, τό πείραμα, ή έπαγωγή, οι μαθηματικές καί ot κυβερνητικές μέθοδοι βρίσκουν όλοένα μεγαλύτερη καί πιό πε τυχημένη έφαρμογή στήν ψυχολογία, στήν κοινωνική ψυχολογία, στήν πολιτική οικονομία, στήν κοινωνιολογία καί σ’ άλλες κοινωνι κές έπιστήμες. Χάρη σέ τούτο δλοένα καί περισσότερο άνεβαίνοΰν ως τήν άκριβολογία τών φυσικών έπιστημών. Κι’ αύτό άποτελεΐ άλλη μιά νέα άπόδειξη, πώς τά άντιχέίμενα τών φυσικών έπιστη μών δέν είναι χωρισμένα μέ τέτοιο θεμελιακό καί άδιάβατο χά σμα άπό τά άντικείμενα τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών δπως ισχυρίζεται ό Ντίλταϊ. Δεύτερο, άνάμεσα στήν έπιίίωξη τοΰ Ντίλταϊ νά θεμελιώσει τήν άπόλυτη αύτονομία τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών καί τα ουσιαστικά συμπεράσματα πού βγάζει γιά τό άντικείμενο τών κοινωνικοϊατορικών καί τών φυσικών έπιστημών, ύπάρχει τέτοια βαθιά άντίφαση. ώστε ή θέση του γιά τήν άπόλυτη αύτονομία τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών δχι μόνον κρέμεται στόν άέρα, μά έξαλείφεται κάθε λογής κάποια ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στίς φυσικές καί στίς κοινωνικοϊστορικές έπιστήμες. Γιά ποιά ούσιαστική διαφορά μεταξύ τών φυσικών καί τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών μπορεΐ νά γίνε λόγος, δταν ό Ντίλταϊ μάς δηλώνει πώς κάθε έπιστήμη είναι στό κάτω τής γραφής έπι στήμη γιά τήν «πείρα», καί κάθε πείρα περικλείνεται στήν Ατομική συνείδηση, δταν ό ίδιος δηλώνει πώς άνάμεσα στά άντικείμενα τών πρώτων καί τών δεύτερων έπιστημών δέ ύπάρχει ούσιαστική διαφο ρά. Μέ τό νά όνομάσουμε τις φυσικές έπιστήμες, έπιστήμες γιά τήν «Ιξωτερική πείρα», καί τις κοινωνικοϊστορικές —έπιστήμες γιά τήν «έσωτερική πείρα», ή κατάσταση δέν άλλάζει. Καί στή μιά, καί στήν άλλη περίπτωση άντικείμενο τής έπιστημονικής γνώσης είναι κάτι ύποκειμενικό, πνευματικό — ή «;πείρα» τής συνείδησής μας, τής βούλησής μας. Παραπέρα δ Ντίλταϊ μάς λέει πώς «ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής γεννάει τή γνώση γιά τή Φύση, τήν κυριαρχία πάνω στή Φύση, τήν οίκονομική ζωή, τό δίκαιο, τήν τέχνη καί τή θρησκευτικότητα».' Ταυτόχρονα μάς λέει πώς ή διάρθρωση τής 1. W. D ilth e y , G esam m elte S ch riften , V III. B‘, s. 183.
226
ψυχικής ζωής είναι τάχα «μια καί ή Γδια» «σ’ δλες τίς ζωϊκές ύπάρξεις πάνω στή Γή μας καί διαμορφώνει τό βασικό ψυχικό νό μο αύτών τών ζωντανών ύπάρξεων».* Σέ άλλο μέρος ό ϊδιος γρά φει: «Είμαστε ύποχρεωμένοι νά έγκαταστήσουμε στούς ζωΐκοϋ; καί στούς άνθρώπινους όργανισμούς 2να ψυχικό φαινόμενο. Ξεκι νώντας άπό αύτό πού μάς είναι δοσμένο στήν έσωτερική μας άντί ληψη, πάνω στη βάση τών ζωτι/κών τους φανερωμάτων μεταφέ ρουμε σ’ αύτόν Ινα άνάλογο. Τό δριο, άπό δπου πρέπει νά έγκα ταστήσουμε στούς δργανιαμούς ένα τέτοιο ψυχικό φανέρωμα, είναι άμφιλεγόμενο».2 Μά άκόμη καί μέ αύτή τήν έπιφύλαξη δέν άπομένει καμιά άμφιβολία, πώς σύμφωνα μέ τό Ντίλταϊ ή διάρθρω ση τής ψυχικής ζωής τόσο στόν άνθρωπο δσο καί στά ζώα είναι ;uà καί ή ίδια. Καί άφοΟ αύτό είναι έτσι, τότε αύτή ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής πρέπει νά γεννάει καί μέσα στά ζώα γνώση γιά τή Φύση, κυριαρχία πάνω στή Φύση, οίκονομική ζωή, δίκαιο, τέχνη καί θρησκεία. Κατ’ αύτό τόν τρόπο ή διαφορά άνάμεσα στήν άθρώπινη κοινωνία καί στό κοπάδι τών ζώων, άνάμεσα στίς πρα γματικές κοινωνικές έπιστήμες καί στίς φυσικές έπιστήμες έξαφανίζεται, ένώ ή κοινωνιολογία, ή πολιτική οικονομία, ή Ιστορία, ή γλωσσολογία καί οί άλλες κοινωνικές έπιστήμες μετατρέπονται σέ έπιστήμες τόσο γιά τήν άνθρώπινη κοινωνία, δσο καί γιά τό κο πάδι τών ζώων. Μά μήπως αύτό δέν ύποστηρίζσυν οί διάφορες νατουραλιστικές, θετικιστικές καί άλλες μηχανιστικές θεωρίες, πού ένάντιά τους ό Ντίλταϊ διεξάγει τάχα άνειρήνεοτον άγώνα. Ή φιλοσοφία τοΟ Ντίλταϊ είναι μιά παραστατική άπόδειξη, πώς ή αύτονομία τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών, ή πραγματι κά ποιοτική τους διαφορά άπό τις φυσικές έπιστήμες δέν μπορεΐ νά άποκαλυφθεϊ καί θεμελιωθεί πάνω στή βάση τοΟ ίδεαλισμοΟ καί τοΰ άγώνα ένάντια στόν ιστορικό ύλισμό. Πάνω σ’ αύτή τή βάση άναπόφευχτα φτάνουμε σέ μιάν άντινομία άνάμεσα στό άπόλυτο ξέκομμα καί άντιπαράθεση τών φυσικών καί τών κοινωνικο&πορικών έπιστημών, άπό τή μιά, καί στή μηχανιστική άναγωγή καί έξάλειψη κάθε λογής διαφοράς άναμεταξύ τους, άπό τήν άλλη. Ή μοναδική διέξοδος άπ’ αύτή τήν άντινομία, πού βρίσκουμε στό 1. W. D ilthey , G esam m elte S c h riften , V . Β „ s. 95. 2. » » » » V. B ., s. 249.
227
Ντίλταϊ, είναι ή άναγωγή τών φυσικών έπιστημών στίς κοινωνικοϊστορικές έπιστήμες. Ή Απόπειρα τοϋ Ντίλταϊ νά θεμελιώσει τήν «αυτονομία» καί τήν καταρχική διαφορά τών κοινωνικοϊστορικών έπιστημών άπό τίς φυσικές έπιστήμες άπό τή σκοπιά τής μεθόδου των γνώσης έπίσης Ιπαθε χρεοκοπία. Ή «θεωρία» του γιά τή λεγόμενη «μέθο δο τής κατανόησης» είναι χτισμένη πάνω στήν άμμο — πάνω σ’ έντελώς άναπόδειχτες, Αντιφατικές καί άνεπιστημονικές προϋπο θέσεις. Πρώτο, ή σπουδαιότερη προϋπόθεση, πού πάνω της είναι χτι σμένη ή «μέθοδος τής κατανόησης» τοΟ Ντίλταϊ είναι ή προϋπόθε ση πώς ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής σέ δλες τΙς ζωντανές ύπάρξεις είναι μιά καί ή Γδια, πώς ή προσωπική μας «έσωτερική πείρα» καί δ τρόπος τής έκφρασής της είναι έντελώς άνάλογες μέ τήν «έσωτερική πείρα» καί τόν τρόπο έκφρασης τοϋ «ξένου είναι». ’Αλλά, πρώτο, σύμφωνοι μέ τήν «άρχή τοϋ φαινομεναλισμοϋ», πού ό Ντίλταϊ θέτει στή βάση τής φιλοσοφίας του, Εξω άπό τήν ίδια τή δική μας συνείδηση, έξω άπό τή βούλησή μας δέν μποροΟν νά ύπάρχουν κανένα είδος άλλες ζωντανές ύπάρξεις, κανένα είδος άλλες συνειδήσεις, κανένα είδος «ξένη συνείδηση». "Η Εξω άπό τό ίδιο τό δικό μας «είναι» ύπάρχει καί τό «ξένο είναι», άλλες ύπάρξεις καί τότε τήν «άρχή τοϋ φαινομεναλισμοϋ» πρέπει νά τήν άπορρίψουμε, ή τούτη ή άρχή Ισχύει, μά τότε πρέπει νά άπορρίψουμε κάθε λογής «ξένο είναι» έξω καί άνεξάρτητα άπό τήν Ιδια τή δική μας συνείδηση. Ή «άρχή τοϋ φαινομεναλισμοϋ», δηλαδή ό ύποκειμενικός Ιδεαλισμός, άρνεΐται τόσο τή δυνατότητα γιά τήν ΰπαρξη τοΰ «ξένου είναι», δσο καί τή δυνατότητα γιά δποιαδήποτε γνώση τοΰ «ξένου είναι». Τούτη ή «άρχή» δέν άφήνει κανένα εί δος διέξοδο άπό τά δρια τής ύποκειμενικύτητας. Έ τσι πού δ Ντίλταϊ δέν Εχει κανένα είδος λογικό Ερεισμα νά μιλάει γιά τήν 3παρξη «ξένου είναι», άλλων ζωντανών ύπάρξεων Εξω καί άνεξάρτητα άπό τήν ίδια τή δική μας συνείδηση καί γιά κάπαα γνώση τοϋ «ξένου είναι».
Δεύτερο, 6 Ντίλταϊ Ισχυρίζεται πώς τό «ξένο είναι» ποτέ δέ είναι δοσμένο άμεσα. Γι’ αύτό (τό «ξένο είναι») ξέρουμε δια μέσου τών έξωτερικοϋ του φανερωμάτων — χειρονομίες, γλωσσι κές έκφράαεις, έξωτερικές ένέργειες, — καθώς έπίσης διαμέσου τών ίδιων μας τών ψυχικών βιωμάτων, πού σέ άναλογία μεταφέ ρουμε στό «ξένο είναι». Μά έφ’ δσον οί αίσθήσεις (άκριβέστερα: τα αισθητήρια δργανα — Σημ. τ. Μετ.) δέν μπορούν νά μάς δώσου; γνώση γιά τήν ούσία τοΟ «ξένου είναι», έφόσον ποτέ δέν κατέχαμε τό «ξένο είναι» στό πρωτότυπό του καί ποτέ δέν μποροΟμε νά συγ κρίνουμε τοΟτο τό πρωτότυπο μέ τό ίδιο μας τό είναι, μέ τήν ίδια μας τήν ψυχική ζωή, τότε άπό ποϋ ξέρει ό Ντίλταϊ, πώς ή ψυχι κή μας ζωή καί δ τρόπος τής έκφρασής της είναι ϊδιες, δπως καί στούς άλλους άνθρώπους; Κατ’ αύτό τόν τρόπο ή θέση τοΰ Ντίλταΐ, πώς ή ψυχική ζωή δλων τών άνθρώπων Ιχει μια καί τήν ίδια διάρθρωση καί Ιναν καί τόν ίδιο τρόπο Ικφραοης, κρεμιέται στόν άέρα σαν έντελώς άνεδαφική καί άναπόδειχτη, καί μαζί μ’ αύτήν γκρεμίζεται καί δλάκερη ή θεωρία του γιά τή λεγάμενη «μέθοδο τής κατανόησης». Τρίτο, γιά τόν συνεπή ύποκειμενικό Ιδεαλιστή πού άρνιέται τήν άντικειμενική πραγματικότητα τοΰ έξωτερικοϋ κόσμου, απο μένει μιά δυνατότητα —νά άναγνωρίσει τή δυνατότητα τής γνώ σης τής ϊδιας του τής συνείδησης. Ό Ντίλταϊ, δμως, ρίχνεται άδιάκοπα πότε στόν ύποκειμενικόν Ιδεαλισμό, πότε στόν άντικ£ΐμενικόν ιδεαλισμό. Άπό τή μιά, δηλώνει πώς δλάκερη ή πραγματι κότητα είναι μέσα στή συνείδησή μου, στή βούλησή μου. Άπό τήν άλλη, Ισχυρίζεται πώς Ικτός άπό τήν ψυχική μου ζωή καί τών άλλων άνθρώπων, έκτός άπό τό «είναι» μου ύπάρχει καί τό «ξέ νο είναι». Κάτι περισσότερο, πρέπει νά τό συγκρίνω μέ τό «ξένο είναι». Μά πώς μπορώ νά συγκρίνω τό ϊδιο μου τό «είναι» μέ τό «ξένο είναι», δταν, σύμφωνα μέ τδν ϊδιο τό Ντίλταϊ, ποτέ δέν κα τέχω τό τελευταίο στό πρωτότυπο, δταν γενικά δέν τδ κατέχω ά μεσα; ’Εκτός άπ’ αύτό, έφ’ δσον δλη ή πραγματικότητα είναι μέ σα στήν συνείδησή μου, τότε Ιξω άπό τό «είναι» μου δέν ύπάρχε: κανένα «ξένο είναι», πού μ’ αύτό θά μπορούσα νά συγκρίνω τό ί διο μου τό είναι, γιά νά τδ γνωρίσω. Κατ’ αύτόν τδν τρόπο δ Ντίλ<Α&ς
229
ταϊ μόνος του υφανε τέτοιους δρυμούς Από Αντιφάσεις, πού τοΰ έμποδίζουν τόν δρόμο πρός τήν γνώση δχι μονάχα τοϋ ξένου, άλλά καί τοΰ Ι'διου του τοΟ είναι. Τέταρτο, έφ’ δσον δέν μποροΟμε νά γνωρίσουμε τό Ιδιο μας -ώ εγώ, τό ίδιο μας τό είναι άλλιώς, παρά συγκρίνοντΑς το μέ τό «ξέ νο είναι», μέ τήν ξένη ψυχική ζωή, αύτδ σημαίνει, πώς κάθε γνώ ση, μαζί καί ή «κατανόηση», πρέπει νά περάσει διά μέσου τών δο σμένων στίς αισθήσεις χειρονομιών, γλωσσικών έκφράσεων, γρα φτών σημείων, έξωτερικών ένεργειών κ.ά., δηλαδή διά μέσου τής αισθητηριακής γνώσης. Χωρίς αύτό δέν είναι δυνατή καμιά «κα τανόηση». Καί έφ’ δσον αύτό είναι έτσι, τότε ή «κατανόηση» δέν είναι καί δέν μπορεΐ νά είναι άμεση γνώση. Είναι έπίσης μ ε σ ολ α β η μ έ ν η καί μάλιστα άπδ τήν αισθητηριακή γνώση. "Αν ή αισθητηριακή γνώση είναι λαθεμένη, άν έχουμε άντιληφτεΐ λα θεμένα μιά χειρονομία, μιά γλωσσική έκφραση είτε μιά έξωτερι κή ένέργεια, θά «καταλάβουμε» λαθεμένα καί τά συνδεόμενα μ’ αύτήν ψυχικά βιώματα. Κατ’ αύτόν τόν τρόπο άπό τήν «κατανόηση» ώς αυτόνομη μέθοδο γνώσης καί ώς μέθοδο «άμεσης» γνώσης δέν άπομένει τίποτε. Ά λ λη σπουδαία προϋπόθεση, πού πάνω της ό Ντίλταϊ χτίζει τή δική του «μέθοδο τής κατανόησης», είναι ή πρΟπόθεση πώς ή «άνθρώπινη φύση», ή «διάρθρωση τοΰ άνθρώπινου ψυχισμού» εί ναι πάντοτε μιά καί ή Ιδια, δηλαδή Αμετάβλητη. Αύτή είναι μιά μεταφυσική, άντιϊστορική καί άντιεπιστημο νική δοξασία, γιά τήν «άνθρώπινη φύση», πού στό Ντίλταϊ έχει φα νερά ταξικοϊδεαλιστικό κίνητρο. Διαπιστώνει μέ άνησυχία σάν ένα «βασικό γνώρισμα τής σύγχρονης κουλτούρας» τό περιστατικό δτι «ή πίστη στήν άμετάβλητη τάξη πραγμάτων τής κοινωνίας Εχει έξαφανιστεΐ, βρισκόμαστε μέσα στήν Αναδιοργάνωση αύτής τής τά ξης πραγμάτων σ’ Αντιστοιχία μέ δρθολογικές Αρχές».1 Δέν είναι δύσκολο νά καταλάβουμε πώς αύτή ή άνησυχία τοΟ Ντίλταϊ προηγήθηκε Από τήν Ανάπτυξη τοΟ Ιπαναστατικοΰ έργατικοΰ κινήματος καί Από τή μαρξιστική του Ιδεολογία. Γιατί άκρι βώς ό μαρξισμός άναπτύσσει τήν πεποίθηση, πώς τό καπιταλιστικό I. W. D ilthey. G esam m elte S c h riften , V III. Β., s. 192
230
κοινωνικό σύστημα είναι μεταβατικό, πώς πρέπει νά άντικατασταθεΐ μέ νέο, σοσιαλιστικό καί κομμουνιστικό κοινωνικό σύστημα σ’ αντιστοιχία μέ «όρθολογικές άρχές», δηλαδή μέ τήν έπιστημονι κή θεωρία ~οΰ μαρξισμοΟ, πού άποκάλυψε τούς (Αντικειμενικούς νόμους τής έξέλιξής τής άνθρώπινης κοινωνίας, τό Ιστορικά (Αναπό φευκτο τής σοσιαλιστικής έπανάστασης, καί άπόδειξε πώς ή ίστορ’κή έξέλιξη τής κοινωνίας καθορίζεται δχι άπό τή διάρθρωση τοΰ άνθρώπινου ψυχισμοΰ, δχι άπό τΙς Ιδέες, άλλά άπό τήν έξέλιξη τών παραγωγικών σχέσεων, άπό τούς άγώνες τών κοινωνικών τάξεων. Κατ’ αύτόν τόν τρόπο δ μαρξισμός δχι μονάχα θεμελίωσε τήν Ιστο ρική άναγκαιότητα τής σοσιαλιστικής Επανάστασης, άλλά άποκάλυψε έπίσης τούς δρόμους καί τά μέσα γιά τή νικηφόρα διεξαγωγή τη?· Σ’ άντίθεση μέ τούτη τήν έπιστημονική θεμελιωμένη πεποίθηση ό Ντίλταϊ θέτει στόν έαυτό του -ό καθήκον νά άποδείξει δυό πράγματα. Πρώτο, πώς ή κοινωνική τάξη πραγμάτων έξαρτιέται άπό τή διάρ θρωση τής ψυχικής ζωής. Καί μια καί τούτη ή διάρθρωση είναι πάντα μια καί ή ϊδια, άμετάβλητη, καί οί ίδιες οί κοινωνικές σχέσεις πρέπει νά είναι άμετάβλητες. Δεύτερο, πώς οί δυνά μεις πού καθορίζουν τήν άνθρώπινη ζωή καί τή γνώση γ<’ αύτές τΙς δυνάμεις, δέν είναι όρθολογικές άλλά άνορθολογικές. Γι’ αύτόν τό λόγο καμιά Ορθολογική, έπιστημονική γνώση δέν μπορεΐ νά ;ιχς πει πώς νά άλλάξουμε τήν κοινωνική ζωή τών άνθρώπων. Τούτη ή μεταφυσική καί ΐδεαλιστική δοξασία τοΰ Ντίλταϊ δέν άντέχει σέ καμιά κριτική. Πρώτο, ϋς παραδεχτούμε μαζί μέ τδ Ντίλταϊ, πώς ή «άΛρώπινη φύση», άντίστοιχα ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής τών άνθρο')πων, είναι άμετάβλητη, πώς είναι πάντα καί παντοΰ μιά καί ή ϊδια. Μά ή διάρθρωση τής κοινωνικής ζωής τών άνθρώπων δέν είνα; πάντα καί παντοΰ ή ϊδια. Έ Ιστορία τής άνθριαπότητος μάς άποκαλύπτει τήν είκόνα βαθιών, ριζικών άλλαγών στή διάρθρωση τών άνθρώπινων κοινωνιών. Μονάχα στήν περίοδο άπό τό Ντίλταϊ ώς τΙς μέρες μας ή διάρθρωση τών άνθρώπινων κοινωνιών άλ λαξε τόσο βαθιά, ώστε άν δ Ντίλταϊ μποροΰσε να σηκωθεί άπό τόν τάφο, θά Εβλεπε δναν κόσμο ριζικά διαφορετικδν άπ’ αύτόν δπου
231
Ιζησε ό Γδιος. Αύτδ τδ γεγονδς άποτελεΐ κιόλας μιάν αδιάψευστη άπόδειξη κατά τής θέσης τοϋ Ντίλταϊ, πώς ή κοινωνική ζωή τών άνθρώπων καθορίζεται άπδ τή διάρθρωση τής ψυχικής τους ζωής. Δεύτερο, θά μπορούσαμε νά παραθέσουμε πλήθος άποδείξεις γιά νά ύποστηρίξουμε τήν άντίληψη, πώς ή άναδιοργάνωαη τής κοινωνικής τάξης πραγμάτων είναι δυνατδν νά γίνει καί γίνεται σ’ άντιστοιχία μέ δρθολογικές άρχές. ’Αλλά γι’ αύτδ άρκεΐ νά ύποδείξουμε μονάχα τή νίκη τών σοσιαλιστικών έπαναστάσεων, τήν οικοδόμηση, τήν άνάπτυξη καί τή διοίκηση τών σοσιαλιστικών κοι νωνιών στδ σύγχρονο κόσμο, πού γίνεται σ’ άντιστοιχία άκριβώς μέ δρθολογικές άρχές —σ’ άντιστοιχία μέ τις έπιστημονικές άρ χές τοΟ μαρξισμοΟ - λενινισμού. Τρίτο, ή θέση τοΟ Ντίλταϊ, πώς ή κοινωνική τάξη πραγμά των διακαθορίζεται άπδ τή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής, άπδ τδ πνεΟμα, είναι ίδεαλιστική, άνεπιστημονική καί άβάσιμη. Σ ’ αύτδ τδ ζήτημα θά σταθοϋμε λεπτομερέστερα παραπέρα, ένώ έδώ θά ση μειώσουμε μόνον δτι, παρόμοια μέ τούς νεοκαντιανούς, στήν άνά λυση τών κοινωνικοϊστορικών διαδικασιών, δ Ντίλταϊ άναζητάει τήν έξήγησή τους, στδ κάτω κάτω, στά ψυχικά βιώματα τών άν θρώπων — στά αισθήματα, στά πάθη, στή βούληση, γενικά στά «πνευματικά γεγονότα». Ό ίδιος, δμως, είναι άνήμπορος νά άπαντήσει στδ έρώτημα: άπδ τί διακαθορίζονται τά ϊδια τά αισθήματα, πάθη, ή βούληση, οί Ιδέες τών άνθρώπων, πού στίς διαφορετικές Ι στορικές έποχές, στίς διαφορετικές κοινωνίες καί κοινωνικές τά ξεις είναι τόσο διαφορετικές καί άντιφατικές; Τέταρτο, ή θέση τοϋ Ντίλταϊ, πώς ή «άνθρώπινη φύση», ή «διάρθρωση τής ψυχικής ζωής» τών άνθρώπων μένει άμετάβλητη, είναι έντελώς λαθεμένη. Ό μαρξισμός άπδ καιρδ άπόδειξε, πώς δέν ύπάρχει «άνθρώπινη φύση» γενικά, οδτε πάλι κάποια άμετά βλητη διάρθρωση τής ψυχικής ζωής τών άνθρώπων. ’Εννοείται πώς άπδ τότε πού ύπάρχουν άνθρωποι καί άνθρώπινες κοινωνίες, ύπάρχουν καί μιά σειρά γενικά, περισσότερο ή λιγότερο σταθερά, χαρακτηριστικά στδ περιεχόμενο καί στή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής τών άνθρώπων, πού διακαθορίζονται τόσο άπδ τήν κοινότητα καί άπδ τή σχετική σταθερότητα τής βιολογικής τους διάρθρωσης,
232
δσο καί πρό πάντων άπό τήν κοινότητα καί τήν σχετικήν σταθε ρότητα τών μορφών τών κοινωνικών τους σχέσεων, τών δρων τής κοινωνικής ζωής. Άλλά παράλληλα μ’ αύτό στήν πορεία τής Ιστο ρικής έξέλιξής τών άνθρώπινων κοινωνιών τό περιεχόμενο καί ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής τών άνθρώπων μεταβάλλονταν καί έξακολουθοΰν νά μεταβάλλονται. ΤοΟτο τό γεγονός δέν Ιχει άνάγκη άπό ειδικές άποδείξεις, τόσο περισσότερο πού, δπως έπανειλημμένα Ιχει τονιστεί καί άπό μαρξιστές, καί άπό άστους συγγραφείς, καί πάνω στό ζήτημα τής «άνθρώπινης φύσης», 6 Ντίλταϊ μπλέχτηκε σ’ άλλη μιά «άντινομία» Άπό τή μιά, Ισχυρίζεται πώς ή «άνθρώπινη φύση» είναι πάν τα καί παντοϋ μιά καί ή Ιδια, άμετάβλητη, καί τοποθετεί τούτη τή μεταφυσική δοξασία στή βάση δλης του τής φιλοσοφίας. Άπό τήν άλλη, δταν κάνει πολεμική ένάντια στίς ιστορικές άντιλήψεις τών άστών στοχαστών τής έποχής τοϋ Διαφωτισμού, ένάντια στό «σύ στημα τής Φύσης» τών γάλλων ύλιστών τοΟ δέκατου δγδοου αΙώνα. ένάντια στόν Φόϊερμπαχ καί στούς άλλους έκπροσώπους τοΟ γερ μανικού μεταφυσικοϋ ύλισμοϋ τοΰ δέκατου ϊνατου αΙώνα, , Ντίλταϊ τάσσεται άκριβώς μέ τήν άντίθετη άποψη. «Ή Ιδέα για τήν έξέλιξη —γράφει ό ϊδιος— μετατράπηκε σέ δεσπόζουσα άποψη για τή γνώση δλάκερου τοΟ φυσικοΟ καί ίστορικοϋ κόσμου. Στή διαδικασία τής Ιστορίας δ άνθρωπος λιώνει».1 Κατ’ αύτδ τόν τρόπο δ Ντίλταϊ μονάχος γκρεμίζει τή βασική του άνθρωπολογική θέση γιά τδ άμετάβλητο τής «άνθρώπινης φύσης» καί περνάει πάνω στίς θέσεις έ νός άπόλυτου Ιστορικοϋ ρελατιβισμού. Έ φ ’ δσον ή «άνθρώπινη φύ ση» δέν είναι άμετάβλητη, μά άδιάκοπα μεταβάλλεται — αύτό άπό τή σκοπιά τοΰ Ντίλταϊ θά πει πώς κάθε νέα γενιά καί κάθε άνθρώ πινη προσωπικότητα θά βιώσουν μέ τό δικό τους τρόπο καί θά «κα τανοήσουν» τήν ίστορία. Ό ιστορικός ρελατιβισμός τοΰ Ντίλταϊ άποδείχτηκε άπό Ιδεο λογική άποψη έπίσης βολικός γιά τήν Ιμπεριαλιστική άστική τάξη, καθώς καί ή μεταφυσική του δοξασία γιά τήν άμετάβλητη «άνθρώπινη φύση». Γιατί άν μέ τή βοήθεια τής τελευταίας «άποδεικνύεται» τό άμετάβατο τοΰ καπιταλιστικού συστήματος, μέ τή 1. W. D ilth ey, G esam m elte, Sch riften VIII. Β , s. 6.
233
βοήθεια τοΰ Εστορικοΰ ρελατιβισμού «άποβεικνύεται» τό άδύνατο άντικειμενικής έπιστημονικής γνώσης γιά τήν Ιστορία. Μά τούτη ή βαθιά άντίφαση στό σύστημα τοϋ Ντίλταϊ άφαιρεΐ άπ’ αύτό κάθε λογική συνέπεια. ’Εκτός άπό αύτό 6 Ντίλταϊ είχε βάλει στόν έαυτό του τό καθήκον νά διαψεύσει τόν «σκεπτικισμό» «καί τόν «ύποκειμεν:-;ιό» στήν ιστορική γνώση, νά άποδείξει τή δυνατότητα τής γενι κά ίσχύουσας Ιστορικής γνώσης, ένώ δ ρελατιβισμός άρνιέται αύ τή τή δυνατότητα. Γι’ αύτό τόν λόγο πασχίζει νά ξεπεράσει αύτή τήν άντίφαση στή διδασκαλία του γιά τΙς «κοσμοαντιλήψεις». Ό Ντίλταϊ όρίζει τήν κοσμοαντίληψη ώς «μεταφυσικό σύστη μα», πού θέτει τό καθήκον νά δώσει «όλοκληρωμένη λύση στό αί νιγμα τής ζωής». Κάθε κοσμοαντίληψη ζωγραφίζει μιά είίκόνα τοΟ κόσμου, πού πάνω στή βάση της λύνει «τό ζήτημα γιά τή σημασία καί τό νόημα τοΰ κόσμου καί άπό έδώ άντλεΐ τό ιδανικό, τό δψιστο άγαθό, τΙς άνώτερες άρχές ώς καθοδήγηση στή ζωή».1 Στήν πο ρεία τής ίστορίας έμφανίστηκαν άναρίθμητες κοσμοαντιλήψεις. Κάθε μιά άπ’ αύτές δχει τήν άξίωση, πώς Ιλυσε πλήρως τό αίνι γμα τής ζωής καί άρνιέται δλες τΙς άλλες. Γι’ αύτόν τόν λόγο ή ιστορία μάς άποκαλύπτει Ιναν άδιάκοπον άγώνα άνάμεσα στίς κο σμοαντιλήψεις, πού συνεχίζεται καί ϊσαμε τώρα. Ό Ντίλταϊ θέτει στόν έαυτό του τό καθήκον νά άπαντήσει στά έρωτήματα: πώς έμφανίζονται οί κοσμοαντιλήψεις, άπό τί διακαθορίζονται, σέ τί όφείλεται ή ύπαρξη πολυαρίθμων κοσμοαν τιλήψεων, ποιό είναι τό κοινό καί τό διαφορετικό άναμεταξύ τους, σέ τί όφείλεται δ άγώνας άνάμεσα στίς κοσμοαντιλήψεις, ποιά είναι ή γνωστική τους άξία κ.ά.; Μά άκριβώς στίς άπαντήσεις, πού αύτός δίνει σ’ αύτά τά έρωτήματα, άποκαλύπτεται θαρρείς σέ έστία φωτός δλάκερη ή άνεπιστημονικότητα, ή έσωτερική άντιφατικότητα καί ή άδυναμία τής φιλοσοφίας του. Κατά τήν άποψη τοΰ Ντίλταϊ δέν ύπάρχει καί δέν μπορεΐ νά ύπάρχει έπιστημονική κοσμοαντίληψη. «Οί κοσμοαντιλήψεις δέν είναι δημιούργημα τής νόησης. Εμφανίζονται άπό τήν καθαρή βούληση γιά γνώση. Ή σύλληψη τής πραγματικότητας άποτελεΐ 1. W . D ilthey , G esam m elte S c h riften . V III. Β„ s. 82.
234
σπουδαίο σημείο στή διαμόρφωσή τους, άλλά μόνο £να σημείο. ’Εμ φανίζονται άπό τόν τρόπο ζωής (Lebensverhalten), άπό τήν πεί ρα τής ζωής, άπό τή διάρθρωση τής ψυχικής μας όλότητας».1 «Ή τελευταία ρίζα τής κοσμοαντίληψης είναι ή ζωή», καί «κάθε άληθινή κοσμοαντίληψη είναι μιά ένόραση».2 ’Αλλά ή διάρθρωση τής ψυχικής μας όλότητας, δπως Ισχυ ρίζεται ό Ντίλταϊ, είναι μιά καί ή ίδια σ’ δλους τούς άνθρώπους. Πώς τότε νά έξηγήσουμε τήν ύπαρξη πολλών καί άλληλοαναιρούμενων κοσμοαντιλήψεων; Γιά νά άπαντήσει σ’ αύτό τό έρώτημα, δ Ντίλταϊ είναι ύποχρεωμένος νά έγκαταλείψει τά στενά πλαίσια τής «διάρθρωσης τής ψυχικής μας όλότητας» καί νά άναζητήσει τήν έξήγηση τής πολυμορφίας τών κοσμοαντιλήψεων στήν πολυ μορφία τών φυσικών καί τών ιστορικών συθηκών — κλίμα, φυλή, κράτος, δθνος, είδικές συνθήκες τών Ιστορικών έποχών,3 —γιά vi περάσει πάνω στίς θέσεις ένός άπόλυτσυ ρελατιβισμού. Ή πολυμορφία αύτών τών συνθηκών γεννάει τήν πολυμορφία τών κοσμοαντιλήψεων. Κάθε κοσμοαντίληψη είναι σωστή γιά τόν έαυτό της. ’Αλλά παρ’ δλο πού ϊχει τήν άξίωση νά είναι ή μοναδι κά σωστή καί νά άρνιέται δλες τΙς άλλες, κάθε κοσμοαντίληψη περιέχει μονάχα 2να μέρος τής άλήθειας καί γι’ αύτόν τόν λόγο είναι περιορισμένη, ρελατιβική. «"Ολα είναι ρελατιβικά —γρά φει δ Ντίλταϊ,— άπόλυτη είναι μονάχα ή φύση τοΟ ίδιου τοΟ πνεύ|ΐατος... Καί γιά τή γνώση αύτής τής φύσης τοϋ πνεύματος έπί σης. δέν ύπάρχει κανένα τέλος, καμιά τελευταία σύλληψη, δλα είναι ρελατιβικά».4 Ταυτόχρονα κάθε κοσμοαντίληψη είναι «Ιστο ρικά διακαθορισμένη» καί Ιχει τή δικαίωσή της στή «ζωή». ’Αλλά άν κάθε κοσμοαντίληψη είναι ρελατιβική, τότε δέν είνα· δυνατή οδτε άπόλυτη άλήθεια, οδτε γενικά ίσχύουσα γνώση. Ό Ντίλταϊ τό συνειδητοποιεί αύτό. Καταλαβαίνει πώς «ή άναρχία "ών φιλοσοφικών συστημάτων», δηλαδή τών κοσμοαντιλήψε 1. W. D illhey , G esam m elte S ch riften . 2. » »» » 3. » »» ,, 4. » »» »
V III. Β., V III. Β., IV. Β.. s. VIII. Β.,
s. 86. s. 78. 84. s. 250.
235
ων, πώς ή άντίφαση άνάμεσα στήν «άπέραντη πολυμορφία» τών κοσμοαντιλήψεων καί ή άξίωση καθεμιάς τους γιά γενική Ισχή, προσφέρουν άδιάκοπα τροφή στδ «σκεπτικισμέ».1 Κι’ δ Ντίλταϊ Sèv θέλει νά είναι ούτε άπόλυτος ρελατιβιστής, οδτε σκεπτικιστής. 'Οπως ξέρουμε, ?να άπδ τά βασικά του καθήκοντα ήταν νά άποδείξει τή δυνατότητα τής «γενικά Ισχύουσας γνώσης», πού, κατά τή γνώμη του, άποτελεΐ «μιάν άνάγκη τής νόησης» καί τής φιλο σοφίας.2 «Μά ποϋ βρίσκονται τά μέσα γιά τδ ξεπέρασμα τής άναρχίας στίς πεποιθήσεις»3 τοϋ ρελατιβισμό© καί. τοϋ σκεπτικισμού ; Τδ κύριο μέσο γ ι’ αύτδ δ Ντίλταϊ τδ βλέπει στήν τυπολογία τών κο σμοαντιλήψεων. Κατά τή γνώμη του δλες ot κοσμοαντιλήψεις άνάγονται στδ κάτω τής γραφής σέ τρεις βασικούς τύπους: ν ατ ο υ ρ α λ ι σ μ ό ς , έ λ ε ύ θ ε ρ ο ς Ι δ ε α λ ι σ μ ό ς καί ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ δ ς Ιδεαλισμός. ’Αφήνουμε κατά μέρους τδ ζήτημα τοϋ πόσο τούτη ή «τυπολο γία» προσφέρει μιά πλήρη καί σωστή ταξινόμηση τών κοσμοαντι λήψεων, τών φιλοσοφικών συστημάτων. Τδ σπουδαιότερο στή δο σμένη περίπτωση, πού θέλουμε να ύπογραμμίσουμε, είναι πώς ή τυπολογία τοϋ Ντίλταϊ είναι άνήμπορη νά ξεπεράσει τήν «άναρχία στις κοσμοαντιλήψεις» καί νά τις λυτρώσει άπδ τδ ρελατιβι σμό καί τδ σκεπτικισμό. Γιατί δ Ντίλταϊ ύπογραμμίζει κατηγορη ματικά, πώς ot προαναφερμένοι τρεις τύποι κοσμοαντιλήψεις «στέ κονται αύτεξούσιοι, άναπόδειχτοι καί άσύντριφτοι δ ?νας κο ντά στδν άλλον» καί δ Ινας ένάντια στδν άλλον. Δέν δφείλουν τήν κα ταγωγή τους σέ καμιά άπόδειξη καί δέν μποροϋν νά καταστραφοϋν μέ καμιά άπόδειξη.4 Κατ’ αύτδν τδν τρόπο δ Ντίλταϊ άποδείχνεται στριμωγμένος στίς άτσαλένιες τανάλιες μι&ς άντινομίας άνά μεσα σέ Ιναν άνορθολογιστικδν άντιϊστορισμδ καί Ιναν άπόλυτο ρε λατιβισμό καί σκεπτικισμό, άπ’ δπου δέν μπορεΐ νά βρει καμιά 5ιέ· 1. W. D ilthey , G esam m elte 2. » » » 3. » » » 4. » » »
236
S ch riften , VIII. Β ., s. 75. » VIII. Β., ss. 183, 317, 332. » V. Β., s. 9. » VIII. Β ., s. 86 - 87.
ξοδο, γιατί οί προϋποθέσεις, άπ’ δπου ξεκινάει, είναι λαθεμένες, Ιδεαλι-στικές. Ή ιστορία πραγματικά μάς αποκαλύπτει μιά μεγάλη πολυμορ φία άπδ διαφορετικές καί Ιχθρικές άναμεταξύ τους κααμοαντιλήψεις, που ανάγονται στό κάτω τής γραφής σέ δυδ βασικούς τύπους —τόν ύλικό καί τόν Ιδεαλιστικό. Ή Ιστορία τών κοσμοαντιλήψεων είναι άγο»ας άνάμεσα σ’ αύτές τΙς δυό βασικές κοσμοαντιλήψεις. 'Ο Ντίλταϊ, δμως, δέν κατόρθωσε νά καταλάβει καί νά έξηγήαει τΙς πρα γματικές αίτιες, πού διακαθορίζουν τήν καταγωγή, τήν έξέλιξη /.αΐ τόν άγώνα άνάμεσα στίς κοσμοαντιλήψεις, οδτε τά κριτήρια γιά τόν καθορισμό τής θέσης καί τοΰ ρόλου των στήν κοινωνικοϊστορική ζωή τών άνθρώπων καί στήν άνάπτυξη τής άνθρώπινης γνώσης. Ή ιστορία μάς προσφέρει άναρίθμητα παραδείγματα, δπου χάτω άπό τΙς Ιδιες κλιματικές καί φυλετικές συνθήκες, στά πλαίσια του ένός καί τοϋ Ιδιου Εθνους, ύπήρχαν και ύπάρχουν διαφορετικές καί άντίθετες κοσμοαντιλήψεις. Τά τελευταία πενήντα χρόνια στήν πατρίδα τοϋ Ντίλταϊ, στή Γερμανία, δέν ϊχουν έπέλθει καθόλου Ι διαίτερες άλλαγές οδτε στίς κλιματικές της συνθήκες, οδτε στά φυ λετικά γνωρίσματα τοϋ πληθυσμοϋ της, άλλά παρ’ 8λ’ αύτά στόν το μέα τών κοσμοαντιλήψεων πού ύπάρχουν καί τοΰ άγώνα τους σ’ αύ τήν τή χώρα έπήλθαν βαθιές άλλαγές. "Η νά πάρουμε τΙς βαθιές άλ λαγές πού έπήλθαν στόν τομέα τής άστικής φιλοσοφικοΐστορικής σκέψης στίς τελευταίες δεκαετίες, πού θίγουν τά βασικότερα αιτή ματα τής παραδοσιακής ’άστικής φιλοσοφικοΐστορικής καί ιστορικής σκέψης. Καί τΐ νά ποϋμε γιά τΙς σοσιαλιστικές χώρες, δπου Ιγινε άληθινή έπανάσταση στόν τομέα τών κοσμοαντιλήψεων! Είναι ξόφθαλμο πώς δλες αύτές ot άλλαγές στή σφαίρα τών κοσμοαντιλή ψεων δέν μποροϋν νά έξηγηθοϋν οδτε μέ τούς κλιματικούς, οδτε μέ τούς φυλετικούς καί λοιπούς φυσικούς παράγοντες, οδτε μέ τήν «άνθρώπινη φύση» καί τή «διάρθρωση τοΰ άνθρώπινου ψυχισμοϋ». Τή μοναδικά έπιστημονική έξήγηση τοϋ ζητήματος γιά τΙς συν θήκες, πού καθορίζουν τήν πολυμορφία, τήν έξέλιξη καί τόν άγώ να τών κοσμοαντιλήψεων, τήν Εδωσε δ μαρξισμός. Κατά τήν άπο ψή του ή πολυμορφία, ή έξέλιξη καί δ άγώνας τών κοομοαντιλή-
237
ψεων καθορίζεται άπό τή διαφορά καί τήν έξέλιξη τών ύλικών δρων τής κοινωνικής ζωής, άπό τήν κοινωνικοοικονομική διάρθρω ση τής κοινωνίας, άπό τά συμφέροντα καί τους άγώνες τών κοινω νικών τάξεων, άπό τόν ρόλο τών κοινωνικών τάξεων στήν κοινωνικοϊστορική ζωή. Στις ταξικές κοινωνίες ot κοσμοαντιλήψεις !χουν ταξικοκομματικό χαρακτήρα καί χρησιμεύουν ώς ιδεολογικά δπλα στά χέρια τών άγωνιζομένων τάξεων. Ό άγώνας άνάμεσα στίς κοσμοαντιλήψεις είναι άντανάκλαση τών άγώνων τών κοινω νικών τάξεων. Δέν ύπάρχουν αιώνιες καί άμετάβλητες κοσμοαντι λήψεις. Ό ρόλος καί ή τύχη τών κοινωνικών τάξεων καθορίζει τδ ρόλο καί τήν τύχη τών άντίστοιχων κοσμοαντιλήψεων. Κατ’ αύτό τόν τρόπο ό μαρξισμός έδωσε καί τό άντικειμενικό κριτήριο γιά τόν καθορισμό τοϋ ρόλου καί τής σημασίας τών διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων. Ot κοσμοαντιλήψεις δέν είναι δη μιουργήματος τής καθαρής νόησης, τής καθαρής καί άδιάφορης* φιλομάθειας. Κάθε κοσμοαντίληψη είναι διακαθορισμένη άπό τΙς κοινωνικοϊστορικές συνθήκες, άπό τό βαθμό έξέλιξής τής άνθρώ πινης γνώσης καί κουλτούρας. ’Αλλά ot κοσμοαντιλήψεις δέν είναι ισότιμες. 'Τπάρχουν κοσμοαντιλήψεις έπιστημονικές, ή περισσό τερο ή λιγότερο έπιστημονικές, καί κοσμοαντιλήψεις πού είναι άνεπιστημονικές. Φορείς έπιστημονικών καί προοδευτικών κοσμοαν τιλήψεων είναι ot προοδευτικές καί ot έπαναστατικές τάξεις, πού είναι φορείς νέου, προοδευτικότερου κοινωνικοΟ συστήματος καί άντίστροφα. Άνάμεσα στίς διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις ύπάρ χουν διαφορές, άντιφάσεις καί άγώνας, άλλά παράλληλα μ’ αύτό άναμεταξό τους ύπάρχει καί διαδοχή. Δέν είναι δύσκολο v i παρα τηρήσουμε πώς ή κοσμοαντίληψη τής σύγχρονης άντιδραστικής άστικής τάξης στηρίζεται πάνω στήν Ιδεολογική κληρονομιά τών άντιδραστικών τάξεων τοΟ παρελθόντος. Καί άντίστροφα, δ μαρ ξισμός ώς κοσμοαντίληψη τής έργατιχής τάξης, τοϋ σοσιαλισμοΟ καί τοϋ κομμουνισμού άποδέχτηκε δλάκερη τήν έπιστημονική, ύλιστική καί διαλεκτική Ιδεολογιχή κληρονομιά, δλάκερη τήν προ οδευτική κουλτούρα τοϋ παρελθόντος, γιά νά τά άναπτύξει παραπέ * Mè tô φ ιλο σ ο φ ικ ό νόημ β τή ς λ έξ η ς. (Σημ. τ. Μ ετ.)·
238
ρα πάνω σέ νέα κοινωνική καί καταρχική βάση, α’ άντιστοιχία μέ τίς νέες άνάγκες τής κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής καί τής έπι στημονικής γνώσης. ’Απ’ δλα τοϋτα άκολουθεϊ πώς οί κοσμοαντιλήψεις δέν είναι προσωπικό ϊργο. Δέν Ιχουν τις ρίζες τους σέ κάποια μυστηριακή ένόραση, μά είναι κοινωνικοϊστορικοί ίδεϊκοΐ σχηματισμοί, πού ύπόκεινται σέ άπόδειξη καί διάψευση, δπως κάβε ΐδεϊκός σχηματι σμός, Ινώ τό κριτήριο γιά τήν έπιστημονικότητά τους είναι ή κοινων.κοϊστορική πράξη. Ή δύναμη τής μαρξιστικής κοσμοαντίλη ψης βρίσκεται στό δτι αύτή έδειξε τήν έπιστημονικότητα καί έπαναστατικότητά της άκριβώς στή φωτιά τής κοινωνικοϊστορικής πράξης, δτι άδιάκοπα έξελίσσεται καί άναπτύσσεται σ’ άντιστοιχία μέ τήν άνάπτυξη αύτής τής πράξης καί τής έπιστημονικής γνώσης. Γι’ αύτό ή έπίδρασή του στήν οίκουμένη άδιάκοπα βαθαί νει καί πλαταίνει, ένώ ή σφαίρα τής έπιρροής τών διάφορων άνεπιστημονικών καί άντιδραστικών κοσμοαντιλήψεων άδιάκοπα πε ριορίζεται. Ό Ντίλταϊ Ιλεγε πώς ή ίστορία κάνει έπιλογή άνάμεσα στίς κοσμοαντιλήψεις. Αύτό είναι σωστό. Μά δέν μπόρεσε νά έξηγήσει μέ ποιόν τρόπο γίνεται αύτή ή έπιλογή. ’Απάντηση σ’ αύτό τό ζή τημα μάς δίνει άποκλειστικά ό μαρξισμός. Ή ίστορία κάνει αύστηρή, αντικειμενική καί άμείλικτη έπιλογή άνάμεσα στίς κοσμο αντιλήψεις πάνω στή βάση τοϋ άγώνα τών κοινωνικών τάξεων καί σι>στημάτων. Έ δεσπόζουσα κοσμοαντίληψη σέ δοσμένη κοινωνία είναι ή κοσμοαντίληψη τής κυρίαρχης τάξης. Τό μέλλον άνήκει σ’ έκείνη τήν κοσμοαντίληψη πού έκφράζει μέ τόν πιό άκριβολογημένο τρόπο τά συμφέροντα καί τΙς άνάγκες τής κοινωνικής τά ξης καί τοϋ συστήματος, πού είναι φορείς τής κοινωνιικοϊστορικής προόδου, τής προόδου τής έπιστημονικής γνώσης. 'Ολες οί ύπόλοιπες κοσμοαντιλήψεις είναι καταδικασμένες άπό τήν Ιστορία καί άπό τήν έξέλιξη τής έπιστημονικής γνώσης σ’ άφανισμό. Στις τελευταίες άνήκει καί ή κοσμοαντίληψη τοϋ Ντίλταϊ. Ή φιλοσοφία του είναι φιλοσοφία τοϋ άστικοΟ συστήματος πού φθίνει, τής Ιμπεριαλιστικής άστικής τάξης, τοΰ Εστορικοϋ της άδιέξοδου καί -κΰ φόβου της γιά τό μέλλον. Δέν περιέχει κανένα
239
είδος έπιστημονυκά καί προοδευτικά στοιχεία.
Σέ μιά έποχή πρωτόφαντου ξεδιπλώματος τών δημιουργικών δυνάμεων τοΟ Ανθρώπινου λόγου, δταν, βασισμένος πάνω στή νικη φόρα πορεία τής έπιστημονικής γνώαης, δ Ανθρωπος διεισδύει δλοένα πιδ βαθιά στά μυστικά τής Φύσης, τών μηχανισμών, τών κι νητήρων δυνάμεων καί τών νομοτελειών τής κοινωνικοϊστορικής του ζωής, δταν δ άνθρωπος διευρύνει Αιδιάκοπα τήν κυριαρχία του πάνω στή Φύση καί άρχισε νά δημιουργεί συνειδητά τήν Ιστορία του, δ Ντίλταϊ κηρύσσει τδν Αγνωστικισμό καί τδν μυστικισμό, έγκωμιάζει τά Ανορθολογικά ένστικτα, αίσθήματα καί βούληση πάνω στδ λόγο. Ό Ιδιος δηλώνει πώς «ή μορφή τής ζωής» είναι τάχα «γεμάτη Αντιφάσεις, ταυτόχρονα ζωτικότητα καί νόμο, λόγο καί αύθαιρεσία, πού Αποκαλύπτει δλοένα νέες πλευρές, καί Ιτσι στδ ένικδ Ασφαλώς ξάστερη, Αλλά σάν δλο Απόλυτα αΐνιγματική»1 — «τδ μοναδικό, Ασαφές, τρομακτικό Αντικείμενο κάιθε φιλοσοφίας... σκοτεινδ κουβάρι Απδ ζητήματα... σφίγγα μέ κορμί ζώου καί μορφή Ανθρώπου».2 «Σ’ δλες τΙς έποχές τδ αίνιγμα τοϋ εϊναι, κοιτάζει τδν ϊνθρωπο μέ τδ ίδιο μυστηριακδ πρόσωπο».3 «Έμεϊς—έγραψε δ Ντίλταϊ— δέν συστήνουμε τδν μυστικισμό. Πάρα πολύ ξάστερη καί φωτεινή είναι ή φιλοσοφία μας. Δέν Ιχει καμιά σχέση μέ τδν καπνδ τοϋ Αποπνικτικοϋ χριστιανιμοϋ».4 Μά παρ’ δλα αύτά ή φιλοσοφία τοΰ Ντίλταϊ είναι βαθιά Ανορθολογική ναι μυστικιστική. ΜεγΑλωσε καί Αναπτύχτηκε σ’ Αγώνα δχι μόνον ένΑντια στή φιλοσοφία τοϋ ύλιαμοΟ, ένάντια στή φυσικοεπιστημονική καί κάθε έπιστημονική γνώση, μά καί ένάντια σέ μιά τέτοια Ιδεαλιστική φιλοσοφία δπως αύτή τοΰ Χέγκελ. Ό Χέγκελ είχε άνεβάσει τδ λόγο σέ δψιστη Αρχή. Γι’ αύτόν δλάκερη ή πραγματικότητα ή ταν νοϊκή,' λογική καί συνεπώς προσιτή γιά τή λογική, τήν όρθολογική γνώση. Ό Ντίλταϊ Απορρίπτει τόν «Απόλυτο νοϋ» (λόγο) τοΟ Χέγκελ, γιά νά βάλει στή θέση του τή «ζωή», πού είναι Ανορθολο-
1. W . D ilth e y , G esam m elte S c h riften , V III. Β ., s. 80. 2. » » »» V III. Β ., s. 140. 3. » » »» V III. Β., s. 209. 4. » » »» V . Β., s. LIV.
240
γική καί άλογική. «Ή ζωή δέν μπορεΐ νά σταθεί μπροστά στό δι καστήριο τοΟ νοΟ».1 ΟΕ ρίζες τής φιλοσοφίας τοΟ Ντίλταϊ βρίσκονται στήν άνορθολογική φιλοσοφία τών Σοπενχάουερ, Σλάγερμαχερ καί τελικά στή θρησκευτική πίστη. 'Οπως ύποδεικνύει £νας άπό τούς πιό δια κεκριμένους όπαδούς του, ό Γκιόργκι Μίλ, «6 Ντίλταϊ ήρθε στή φι λοσοφία άπό τήν προτεστάντικη θεολογία... Ήρθε στή φιλοσοφία άπό τή θρησκεία»2 καί ποτέ δέν άπαλλάχτηκε άπό τήν έπίδρασή της. Ό ίδιος δ Ντίλταϊ δμολογεΐ πώς «ή έρμηνεία», πού άποτελεΐ συστατικό μέρος τής μεθόδου του τής «κατανόησης», είναι συγγε νική μέ τήν «έρμηνεία τής 'Αγίας Γραφής τοΟ χριστιανισμοΟ»,9 μέ τήν «προφητεία» στήν έρμηνεία*
Ή «άνακάλυψη πού άφησε έποχή» τοϋ Ντίλταϊ στίς έρμηνεΐες τοϋ X. Ράιμαν καί τής Σ. Σμίντα. ’Απόπειρες γιά τήν καθολικοποίηση τής «μεθόδου τής κατανόησης». Παρά τΙς προαναφερμένες βαθιές έσωτερικές άντιφάσεις στίς φιλοσοφικές άντιλήψεις τοϋ Ν τίλταϊ καί τοΟ άντεπιστημονικοΟ τους χαρακτήρα, δπως σημειώσαμε, Ινας μεγάλος άρθμός άστοΙ φ ιλ ί1. W. D ilthey, G esam m elte Sch riften , V II. B.,
s.
359.
σοφοί, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι καί άλλοι βλέπουν σ’ αύτή καί ι διαίτερα στή «μέθοδο τής κατανόησης», κάτι σαν «άνακάλυψη πού άφησε έποχή» στή θεωρία τής γνώσης. Κάτι περισσότερο, δρισμένοι φιλόσοφοι καί φιλοοοφοϋντες φυσιοδίφες μετατρέπουν τήν «κα τανόηση» τήν «κατανοούσα γνώση» σέ καθολική μέθοδο, πού Ιχει τάχα έφαρμογή δχι μονάχα στίς κοινωνικοϊστορικές άλλα καί στίς φυσικές έπιστήμες. Σέ τί άντιεπιστημονικά, Ιδεαλιστικά καί άντιδραστικά συμπεράσματα καταλήγουν, πάνω σ’ αύτδ τδ ζήτημα, δρισμένο: σύγχρονοι άστοί φιλόσοφοι καί φιλοσοφοΟντες έπιστήαονες, μάς δείχνουν πάρα πολύ παραστατικά στίς εισηγήσεις τους στδ 14ο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας δ Χοϋγκο Ράιμαν άπδ τήν Ελβετία καί ή Σουζάνε Σ μ ίντα άπδ τήν Αύστρία Στήν εισήγησή του μ'έ θέμα «Ή πνευματικοεπιστημονική γνώ ση για τδν άνθρωπο καί γιά τή δράση του στήν οίκουμένη» δ X. Ράιμαν ισχυρίζεται, πώς δ Ντίλταϊ έπεξεργάστηκε «τις βάσεις για μια θεωρία τής γνώσης τών έπιστημών για τδ πνεϋμα», πού, συα πληρωμένη καί άναπτυγμένη άργότερα άπδ τδ Ροΰντολφ Στάινερ στδ βιβλίο του «Φιλοσοφία τής έλευβερίας», δημιούργησε «τή σί γουρη βάση γιά τήν έξέλιξη τών έπιστημών γιά τδ πνεϋμα» καί ταυτόχρονα άπεκάλυψε «τις άρχές τών μορφών μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων γιά πνευματικά έλεύθερους άνθρώπους».1 Μαζί μέ τδν Ντίλταϊ δ Ράιμαν άντιπαραθέτει τίς «έπιστήμες γιά τδ πνεϋμα» στίς φυσικές έπιστήμες καί βλέπει μιά άπδ τις κύ ριες ειδικές ιδιαιτερότητες τών «έπιστημών γιά τδ πνεύμα» στή μέθοδό τους τής «κατανοούσας γνώσης», πού τούς δίνει τάχα τή δυνατότητα νά κατανοήσουν τόσο τήν τωρινή ζωή τών άνθρώπων. δσο καί τδ ιστορικό τους παρελθόν. "Ομοια μέ τδ Ντίλταϊ έπιδιώκει έπίσης να ύποτιμήσει τή φυσικοεπιστημονική γνώση, καί μά λιστα μέ έπιχειρήματα πού δείχνουν σέ τί βαθύ ξεπεσμδ Ιχει φτάσει ή άστική φιλοσοφικοϊστορική σκέψη, στδ δρόμο τοΰ ιδεαλισμού καί τής μεταφυσικής. 1· H ugo R eim an n , G eistesw issenchaftliche E rk en n lu is des M enschen und seines W irkens in d e r W elt, in : «A kten des XIV. Internationalen {Congresses fu r philosophie», I.B., s. 108.
242
Ό Ράιμαν ξεκινάει άπό τήν ίδεαλιστική πεποίθηση, πώς οί βάσεις κάθε κοινωνικού συστήματος είναι πνευματικές καί πώ; οί πνευματικές βάσεις δλων τών μέχρι τώρα κοινωνικών συστημά των έχουν σχηματίσει τις παραδοσιακές θρησκείες καί κοσμοαντι λήψεις. Μέ τή σοβαρότητα άνθρώπου πού κάνει κάποιαν άνακάλυψη, μ ά ς διαβεβαιώνει πώς, παρά τίς μεγάλες της έπιτεύξεις, ή σύγχρονη φυσιογνωσία δέν μπορεΐ, τάχα, νά χρησιμεύσει σάν πνευ ματική βάση, μ ια ς κοινωνικής τάξης πραγμάτων, πού νά άντιστοιχεΐ στίς ίδιες της τις άπαιτήσεις. Ή έξέλιξη τής φυσιογνωσίας, ισχυρίζεται ό Ράιμαν, άπαιτει, τάχα, έλευθερία τής Επιστημονικής Ερευνας. ’Αλλά ή Γδια ή φυσιογνωσία δέν είναι τάχα σέ θέση να θεμελιώσει τούτη τήν έλευ θερία έπιστημονικά, γιατί «παρά τήν απαίτησή της για Ελευθερία, έπιβεβαινει πώς ή άνθρώπινη έλευθερία είναι αδύνατη».1 Γενι κά ή φυσιογνωσία δέν είναι τάχα σέ θέση «νά δώσει τίς κατευ θύνσεις για τή διαμόρφωση μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, πού νά βασίζεται πάνω στήν πνευματική έλευθερία». Ή μέθοδός της δέν δίνει τάχα τή δυνατότητα «νά γίνει καμιά διάκριση άνάμεσα στό δίκαιο καί στό άδικο». °Αμα Εφαρμόσουμε τούτη τή μέθοδο πάνω στά Εργα τής τέχνης, τότε Εξαφανίζεται άπ’ αύτά ή ουσία τής τέχ νης, άμα πάλι τήν Εφαρμόσουμε πάνω στα θρησκευτικά ντοκουμέν τα, τότε Εξαφανίζεται άπ’ αύτά ή θρησκεία».2 Κατά τή γνώμη τοΰ Ράιμαν άποκλειστικά ή «έπιστήμη για τό πνεΰμα» μπορεΐ τάχα νά συνεργήσει γιά τή'; «κατανόηση» καί τής οικονομικής ζωής, καί τής θρησκείας, καί τής τέχνης. ’Απο κλειστικά αύτή καταλαβαίνει τάχα τό νόημα τής έξέλιξής τοϋ άν θρώπου καί δίνει τάχα γνώση για τις άρχές, πού πάνω τους μπο ρεΐ νά χτιστεί μιά κοινωνική τάξη πραγμάτων πνευματικά Ελεύθε ρων άνθρώπων. Ό Ράιμαν δέν άρνιέται γενικά τό ρόλο καί τή σημασία τής φυσιογνωσίας. «Ή έπιστήμη γιά τό πνεΰμα» —δηλώνει δ ίδιος— «αναγνωρίζει τή σπουδαιότητα τής φυσιογνωσίας γιά τήν άνάπτυ1. Ibid., s. 107. (βλ. ση μ 2. Ibid.. s. 108.
1, σελ. 242).
243
ξη τής Ανθρωπότητας, άλλά κατανοεί έπίσης πώς, παρά τΙς κατα πληκτικές της έπιτεύξεις, ή φυσιογνωσία δέν είναι σέ θέση νά προφυλάξει τήν Ανθρωπότητα Από τδν κίνδυνο αύτοκαταστροφής πού τήν Απειλεί, άν παρΑλληλα μέ αύτή δέν Αναπτύσσεται έντατικά καί ή έπιστήμη γιά τό πνεϋμα, πού Εχει πετύχει έπίσης μιά τόσο καθολική Αναγνώριση πού Εχει πετύχει καί ή φυσιογνωσία».1 Σ ’ αύτούς τούς ισχυρισμούς τοΰ ΡΑιμαν ύπάρχουν όρισμένες πολύ τριμμένες Αλήθειες, πού τΙς Εθεσε, δμως, κάτω άπδ έντελώς πλαστό φώς, γιά νά βγάλει Ακόμη πιδ πλαστά καί άντιδραστικοουτοπικά συμπεράσματα. Είναι Αλήθεια πώς παρά τδ μεγάλο καί διαρκώς αύξανόμενο ρόλο, πού διαδραματίζει στήν κοινωνική ζωή τής σύγχρονης Αν θρωπότητας —οίκονομική ζωή, κουλτούρα, κοσμοαντίληψη κ.Α., —ή φυσιογνωσία δέν μπορεΐ νά χρησιμεύσει ώς «πνευματική βά ση» τών κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή δέν μπορεΐ οδτε νά διακατ θορίζει τοΟτες τΙς σχέσεις, οδτε νά ύποδείξει τΙς Αρχές πού πάνω τους χτίζετα- καί μπορεΐ νά χτίζεται καί Αναπτύσσεται ή κοινω νία, ούτε τά κριτήρια γιά τό διακαθορισμό τοΟ τί είναι δίκαιο καί Αδικο, τί είναι νομιμότητα καί τί Ανομία, οδτε τις μεθόδους πού θά Επρεπε νά έφαρμοστοϋν στήν οίκονομική ζωή, στήν τέχνη είτε στή θρησκεία. Μά έδώ ή ίδια ή τοποθέτηση τοϋ ζητήματος είναι βαθιά λαθεμένη. Δέν μπορεΐ νά ζητούμε Από τή φυσιογνωσία κΑτι πού γενικά δέν περιλαβαίνεται στά καθήκοντά της. Τά ζητήματα γιά τΙς Αρ χές καί τΙς μορφές τής κοινωνικής συγκρότησης, τών κοινωνικών σχέσεων, γιά τήν έλευθερία —τδ ϊδιο κάνει Αν πρόκειται γιά dκονομική, πολιτική, ήθική, θρησκευτική, δημιουργική, ταξική, έθνική κ.Α.,— γιά τήν οίκονομική ζωή, γιά τήν πολιτική, γιά τήν τέχνη, γιά τή θρησκεία, γιά τό τί είναι δίκαιο καί τί είναι Αδικο καί Αλλα παρόμοια, δέν είναι φυσικοεπιστημονικΑ, παρά κοινωνι κά οικονομικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, ήθικά, αΙσθητικά %Λ. Τδ νά ζητοϋμε Απδ τΙς φυσικές έπιστήμες νά λύσουν αύτά τά ζη τήματα είναι τόσο βάσιμο, δσο είναι βάσιμο νά ζητήσουμε Από τήν I. H ugo R eim an n , op. c it., s. 108.
244
κοινωνιολογία, άπό τήν πολιτική οίκονομία, άπό τήν κοινωνική ψυχολογία, άπό τήν ήθική ή τήν αίσθητική νά λύσουν τά ζητήμα τα τέτοιων φυσικών έπιστημών δπως ή Αστρονομία καί ή γεωλο γία, ή κβαντική μηχανική καί ή μοριακή βιολογία, ή χημεία καί ή φυσιολογία. Άλλά τοϋτο 6έ σημαίνει καθόλου πώς τά προαναφερμένα ζη τήματα καί καθήκοντα μποροϋν νά λυθοϋν καί λύνονται άπό τήν «έ πιστήμη για τό πνεΰμα». Αύτή ή λεγάμενη «έπιστήμη» οδτε πέτυ χε μιά τόσο καθολική άναγνώριση, τέτοια πού πέτυχε ή φυσιογνω σία, δπως Ισχυρίζεται δ Ράιμαν, οδτε γενικά είναι έπιστήμη. ’Α πεναντίας ή άνάλυση τών φιλοσοφικών άντιλήψεων τού Ντίλταϊ έδειξε τελείως κατηγορηματικά, πώς αύτή είναι άπόλυτη άρνηση τής έπιστήμης καί ot συλλογισμοί τοϋ Ράιμαν άποτελοϋν άλλη μιά Επιβεβαίωση αύτοΰ τοΰ συμπεράσματος. Παρόμοια μέ τόν Ντίλταϊ ό Ράιμαν δέν κατανοεί, εϊτε δέ θέλει νά κατανοήσει, πώς τό νά άντληθοΰν οί άρχές καί οί μορφές τής κοι νωνικής ζωής άπό κάποιες «πνευματικές βάσεις» τής κοινωνίας, άπδ κάποια «έπιστήμη γιά τό πνεΰμα», είναι τό ϊδιο σά νά βάζεις τό άμάξι μπριστά άπό τά άλογα. Οί άρχές καί οί μορφές τής κοινωνικής ζωής τών άνθρώπων καθορίζονται δχι άπό κάποιες «πνευματικές βάσεις» καί άκόμη λιγότερο άπό τή λεγόμενη «έπιστήμη γιά τό πνεΰμα», παρά άπό τΙς όλικές βάσεις τής κοινωνίας —άπό τό βαθμό τής άνάπτυξής τών παραγωγικών δυνάμεων καί τών παραγωγικών σχέσεων, άπό τήν κοινωνική διάρθρωση τής κοινωνίας πού έαφανίστηκε πάνω σ’ αύτή τή βάση. Καμιά κοινωνία «πνευματικά έλεύθερων άνθρώπων» δέν μπορεΐ νά δημιουργηθεϊ άν δέν Εχει δημιουργηθεϊ ύψηλός βαθμός άνάπτυξής τών παραγωγικών δυνάμεων, άν δέν άντικατασταθοϋν οί οίκονομικές καί οί κοινωνικές σχέσεις, Εκμετάλ λευσης καί καταπίεσης, μέ σοσιαλιστικές καί κομμουνιστικές σχέσεις, άν οί άξίες τής έπιστήμης, τής τέχνης, γενικά τής κουλτούρας, δέ γίνουν κτήμα δλων τών μελών τής κοινωνίας. Άνάμεσα σ’ δλες αδτές τίς πλευρές τής κοινωνικής ζωής ύπάρχει Αντικειμενική άλληλοεξάρτηση, δπου δ καθοριστικός ρόλος άνήκει στούς ύλικούς δρους τής κοινωνικής ζωής τής κοινωνίας. 'Ολάκερη ή κοινωνικοϊστορική ζωή είναι ύποταγμένη σέ Αντικειμενικές νομοτέλειες. Γι’ αδτόν τόν λόγο ή άλλαγή τών κοινωνικών σχέσεων δέν είναι ζήτημα ήθικών
245
y.7.1 θρησκευτικών κηρυγμάτων, υποκειμενικών Αποφάσεων καί εύχών; άλλά ζήτημα δργανωμένης πρακτικής δράσης καί πάλης τών πλατιών λαϊκών μαζών, για άλλαγή τών αντικειμενικών νομοτελεί ων τής κοινωνίας. Τό γεγονός, δτι τα κοινωνικοϊστορικά φαινόμενα καί διαδικα σίες είναι αΐτιακα καθορισμένα καί νομοτελειακά, δεν Αποκλείει χΐς έλεύθερες αποφάσεις καί ένέργειες. "Αν δ αΐτιακός διακαθοριαμός τών κοινωνικών φαινομένων Απόκλειε τήν έλευθερία, τότε γιά Ελεύ θερες Αποφάσεις καί ένέργειες θά μποροϋσε νά γίνει λδγος τό λιγότερο στή σφαίρα τής οικονομικής δραστηριότητας, γιατί είναι ζή τημα άν ύπάρχει οίκονομικός παράγοντας, πού άποφασίζει καί ένεργεϊ, χο»ρΙς νά παίρνει ύπόψη του καί να συμμορφώνεται μέ τά άντικειμενικά οικονομικά γεγονότα καί τΙς Αντικειμενικές οίκονομικές διαδικασίες. ’Αλλά παρά τό δτι ot κοινωνικές διαδικασίες είναι διακαθορισμένες και νομοτελειακές, ot άνθρωποι μποροΟν ν’ άποφασίζουν καί να ένεργοΰν έλεύθερα δταν παίρνουν τίς Αποφά σεις τους καί κάνουν τίς Ινέργειές τους σ’ Αντιστοιχία μέ τή δρά ση καί τίς Απαιτήσεις τών Αντικειμενικών αιτιών καί νομοτελειών. 'Οσον άφορά τόν Ισχυρισμό τοϋ Ράιμαν, δτι ή «έπιστή ιη γιά τό πνεϋμα» είναι τάχα ή μόνη που θά μποροϋσε νά σώσει τήν άνθρωπότητα άπό τήν αύτοκαταστροφή, είναι περισσότερο άπό άφελής. Στίς σύγχρονες συνθήκες ή Αποτροπή ένός παγκοσμίου θερ μοπυρηνικού πολέμου καί ή διαφύλαξη τής παγκόσμιας ειρήνης έξαρτιοϋνται δχι άπό τήν «έπιστήμη γιά τό πνεϋμα», παρά άπό τό συσχετισμό τών οικονομικών καί τών στρατιωτικών δυνάμεων τών δυό παγκόσμιων συστημάτων — τοΰ σοσιαλιστικού καί τοϋ κα πιταλιστικού,— άπό τήν ένότητα καί τήν ίσχή τοϋ σοσιαλιστικού στρατοπέδου, Από τόν άγώνα τών λαϊκών μαζών, δλων τών δημο κρατικών, άντιϊμπεριαλιστικών καί φιλειρηνικών δυνάμεων τής οι κουμένης. Ένώ ή λεγόμενη «έπιστήμη γιά τό πνεϋμα» δχι μονάχα δέ συντείνει στή διαφύλαξη τής παγκόσμιας εΐρήνης, στήν άποτροπή παγκόσμιου θερμοπυρηνικού πολέμου, άλλά ένεργεϊ άκριβώς σ’ Αντίθετη κατεύθυνση. Γιατί άρνεΐται τόν Αποφασιστικό ρόλο τών λαϊκών μαζών στήν Ιστορία, έξετάζει τήν ίστορία ώς έργο τών με γάλων, τών έκλεκτών προσωπικοτήτων, καταδικάζει τίς μάζες σ’ άδράνεια καί ύποταγή Απέναντι στίς «Ικλεκτές μειονοψηφίες» καί
246
κ y.-' αύτό τόν τρόπο άφήνε·. τή μοίρα τής άνθρωπότητας στά χέρια τής ιθύνουσας κορυφής τών έικμεταλλευτριών τάξεων καί τών κάθε λογής πολιτικών καί στρατιωτικών τυχοδιωκτών. Στήν εισήγησή της μέ θέμα «Ή συμπληρωματικότατα τών τρό πων τής γνώσης —κατανόηση καί σύλληψη» ή Σουζάνε Σμίντα πα σχίζει νά άποοείξει, πώς ή «κατανοούσα γνώση» έχει έφαρμογή 8χι μονάχα στίς άνθρωπιστικές, άλλά καί στίς φυσικές έπιστήμες — άκόμη καί στή φυσική. Άκόμη άπό τήν ίδια της τήν άρχή —λέει ή Σμίντα— ή δυτικοευρωπαϊκή έπιστήμη καί φιλοσοφία διακρίνανε πάντα δυό είδη γνώσης ώς έπιστημονικώς σημαντικά: τήν αι σθητηριακή πείρα καί τή λογική νόηση. Μά τούτη ή άντίληψη ά ποτελεΐ, νά ποΰμε, ξεπερασμένο στάδιο στήν έξέλιξη τής θεωρίας τής γνώσης. «Στή μεγάλη προβληματική σχετικά μέ τις μεθόδους τής Επιστημονικής έρευνας, πού συγκινεΐ τά πνεύματα τής έποχής μας», —-γράφει ή Σμίντα,— ύπάρχουν «δυό βασικές κατευθύνσεις», πού συνενώνονται γύρω άπό δυό τρόπους γνώσης —τ ή σ ύ λ λ ηψ η, πού περικλείνει μέσα της τήν αισθητηριακή πείρα καί τή λο γική νόηση, καί τ ή ν κ α τ α ν ό η σ η , πού δέν έξαντλεΐται μέ τήν αισθητηριακή πείρα καί τή λογική νόηση, παρά είναι κάτι περισσότερο άπ’ αύτές. Πρόκειται — συνεχίζει ή ϊδια— γιά «δυό έντελώς διαφορετικούς, άν καί στις περισσότερες περιπτώσεις περι πλεγμένους 6 ενας στόν άλλον τρόπους γνώσης. Καί τό καθήκον μου είναι μέ τή βοήθεια αύτής τής διαφοράς νά δείξω τήν άντιθετικότητα καί ταυτόχρονα τή συμπληρωματικότητα τών δυό προαναφερα,ένων τρόπων νόησης».1 Γιά νά προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στή θέση της, ή Σμίν τα προτιμάει νά έπικαλεΐται δχι τις έπιστημολογικές έργασίες έπαγγελματιών άστών φιλοσόφων, άλλά τις άντιλήψεις τοϋ γνωστοϋ φιλοσοφοΰντος γερμανοϋ άστοΰ φυσικοϋ Κάρλ Φρίντριχ φόν Βάιτσζεκερ, άναπτυγμένες στό βιβλίο του «Γιά τή φυσική εικόνα τοΟ κόσμου». Θέτοντας τό έρώτημα «Τί λείπει στή φυσική εικόνα τοϋ κόσμου ;» σ’ αύτό του τό βιβλίο δ Βάιτσζεκερ γράφει : «Μιά πέτρα, 1. S u s tn n e Schmida, D ie K o m p lem en tarilât d e r Erkenntnisw eisen des V ersteheu s und des B egreifens, in «A kten des X IV . In ter□ationalen K ongresses fü r Philosophie», l.B ., s. 618.
247
έννοεϊται, τή γνωρίζω ώς άντικείμενο, ένας άνθρωπος, δπως, είναι γιά μένα άναπάφευχτα «συνάνθρωπος» («Mitmenschen»). 01 έκ?ηλώσεις του είναι φορείς γνώσης πού μπορώ νά κ α τ α ν ο ώ , γιατί έγώ 6 ίδιος είμαι άνθρωπος». «"Αν ώς φιλόλογος προσπαθώ νά καταλάβω τό βαλμένο νόημα σ’ ένα κείμενο, ώς Ιστορικός —τήν πρόθεση ένός άνθώπου πού δρά, τότε μπαίνω ώς ένα έγώ σέ διάλογο μέ ένα έσύ. Ή φυσική δέ γνωρίζει αύτοΟ τοϋ είδους συναπάντημα μέ τό άντικείμενό της, γιατί τό άντικείμενό της δέν τής έχει δο θεί ώς ύποκείμενο. Αύτή ή προσωπική κ α τ α ν ό η σ η είναι ένα είδος πείρας, πού γιά μάς είναι άνακαλυμ^ιένη άναφορικά μέ τόν συνάνθρωπο- γιά τήν πέτρα, τό άστέρι καί τό άτομο δχι».1 Τό γεγονός , δτι ή Σμίντα έπικαλειται δχι φιλοσόφους, παρά φυσικό σάν τόν Βάιτσζεκερ, δέν άλλάζει σέ τίποτε τήν οόσία τοΟ ζητήματος. Γιατί καί ό Βάιτσζεκερ, καί αύτή ή ίδια θεωρεί τήν «κατανόηση» ώς Ιδιαίτερη μορφή τής γνώσης, ώς άλογικό, άνορθολογικό, Ινορατικό, άμεσο ύποκειμενικό βίαιμα, πού διά μέσου του έρμηνεύουμε τά γεγονότα πού άντιληφτήκαμε, δπως τά συλλάμ£ανε δ Ντίλταϊ. Παρόμοια μέ τόν Ντίλταϊ, δ Βάιτσζεκερ καί ή Σμίντα άντιπαραθέτουν τήν «κατανοούσα γνώση» στή φυσικοεπιστημονική γνώ ση Καί σ’ αύτούς ή «κατανοούσα γνώση» όδηγεϊ κατευθείαν στή θρησκεία καί στό μυστικιαμό. Κάτι περισσότερο. 'Απλούστατα παραχιοροΟν τή γνώση γιά τόν άνθρωπο στή θρησκεία. «Έ κατανόηση τοΟ ύποκειμένου ώς «παθητικοϋ» —γράφει ή Σμίντα— ή, πράγμα πού είναι τό Γδιο, ώς βιώματος» είναι έκείνη ή γνώση, πού ό Βαιτσζεκερ θεωρεί τομέα τοϋ «παπά».2 Καί δ ίδιος δ Βάιτσζεκερ γράφει: «Αύτός (δ φυσικός — Ν. Ί .) κατέχει γνώση γιά τήν δλη... ή θρη σκευτική γνώση άγκαλιάζει τή γνώση γιά τήν ούσία χοϋ άνθρώπου, ή φυσικοεπιστημονική γνώση δέν άγκαλιάζει άκριβώς αύτό».3 Τό «νέο» στήν περίπτωση τούτη είναι, πώς ή «κατανόηση» μετατρέπεται σέ μέθοδο γνώσης, πού μέ τή βοήθειά της μποροϋν νά «κατανοοΟνται» καί φυσικά φαινόμενα. Ό π ω ς ξέρουμε, κατά τή 1. Ibid., ss. 618 - 619. (βλ. ση μ . 1, σ ε λ . 247).
2. Susane Schm ida, op. c it., s. 625. 3. Ibid., s. 625.
248
γνώμη τοϋ Ντίλταϊ, ή φυσικοεπιστημονική «έξήγηση» άσχολεϊται μέ α Î τ ί ε ς, ή «κατανοούσα γνώση» άσχολεϊται μέ μ ο τ ί 6 α (κίνητρα — Σημ. τ. Μετ.). Γι’ αυτόν τό λόγο ή μέθοδος τής «κατα νόησης» δέν μπορεΐ καταρχήν νά έφαρμοστεΐ στά φυσικά φαινόμε να. Ή Σμίντα κηρύττει τήν αΐτιότητα ώς καθαρά ύποκειμενική κα τηγορία : «δ αίτιασμός» είναι «ξόδεμα δύναμης, πού βιώνουμε στούς Βίους μας τούς έαυτούς, δταν «κάνουμε» κάτι».' Διά μέσου αύτοϋ |ΐας τοϋ άμεσου βιώματος — συνεχίζει ή ίδια— Ερμηνεύουμε τά άντιλαμβανόμενα γεγονότα ώς διακαθορισμένα αΐτιακώς. «Αύτό τό ση μείο αΐτιασμοΰ είναι άκριβώς έκεΐνο πού κάνει έπίσης δυνατή γ ι ΐ μδς τήν «κατανόηση» καί τών καθαρά φυσικών διαδικασιών»·2 Ή Σμίντα καταλαβαίνει, πώς ή Ενταξη τοΟ «αίτιασμοΰ» στή σφαίρα τών ύποκειμενικών βιωμάτων δέν είναι άκόμη άρκετή, γιά νά μετατρέψει τήν «κατανόηση» σέ καθολική μέθοδο, πού είναι έφαρμόσιμη τόσο στόν πνευματικό, δσο καί στόν ύλικό κόσμο. «Έ έφχρμογή της στόν κόσμο τοΰ δοσμένου —γράφει ή ίδια— προΟποθέτει ri)v ύπαρξη τοΰ έσύ. Έδώ Εχουμε φτάσει στό σημείο δπου τά δυό είδη γνώσης δέ συμπληρώνονται σέ ένότητα, γιατί τά άτομα καί τά ήλεκτρόνια δέ μάς μιλοϋν σάν έσύ».3 Ά ν δμως αύτό τό σημείο Αντιπροσώπευε Ινα καταρχκό δριο άνάμεσα στό ζωντανό καί στό νεκρό, τότε αύτό θά ήταν δριο τής έφαρμοσιμότητας τής μεθόδου τής «κατανόησης». Γι’ αύτό ή Σμίντα άναζητάει τή θεωρητική βά ση γιά τήν καιθολικοποίηση τής «κατανόησης» ώς μεθόδου τής γνώ σης «σέ μιά φυσικοεπιστημονική βιολογία, πού περιέχει στόν έαυτό της τή φυσική τοΟ άνόργανου ώς δρια/κή περίπτωση, δπως, λόγου χάρη, ή θεωρία τής σχετικότητας περιέχει τήν κλασική μηχανική ώς δριακή περίπτωση τών πιό μικρών ταχυτήτων».4 Τό συμπέρασμα τής Σμίντα είναι, πώς «ή κατανόηση διεισδύει βαθύτερα άπό τήν άφαιρετική άντίληψη»,5 δηλαδή άπό τή λογική νόηση, πώς αύτή «σέ τελευταία άνάλυση άνάγεται σέ τρόπους βιώματος, πού είναι προϋ ποτιθέμενοι πάντα,... δταν κάποιο φαινόμενο τοϋ έξωτερικοΰ ή τοΟ 1. 2. 3 4. 5.
Ibid., s. Ibid.. s. S usan oe Ibid.. s. Ibid., s.
621. ( 0 L ση μ . 1, σ ε λ . 248). 621. Schm ida, op. c it., s. 626. 626. 626.
249
εσωτερικού κόσμου -ρ έπ ει να κατχνοηθεΐ, «έξηγηθεΐ», πώς «ή προ ϋπόθεση κάθε γνώσης — μαζί και τοϋ 1ξωτερ:κο0 κόσμου— είναι δχ· μόνον ή ύπερβατική Αντίληψη τοϋ Κάντ, τδ κενό καθ’ έαυτδ έγώ γενικά, άλλά και τό έγώ πού βιώνει καί έπιθυμεϊ καί πού συνειδη τοποιεί τόν Γ5;ο του τόν έαυτό, μαζί μέ τΙς βαθμίδες του δυνατοτή των γιά κατανόηση».1 θέλουμε νά πιστεύουμε, πώς ή κριτική μας άνάλυση τών φιλο σοφικών άντιλήψεων τοϋ Ντίλταϊ, Ιστω κι’ άν δέν είναι έξωτερική, ?έν άφήνει καμιάν Αμφιβολία, πώς δ μεγάλος ρόλος καί ή σημασία, πού ό Ντίλταϊ, ό Ράιμαν , δ Βάιτσζεκερ, ή Σμίντα καί οί άλλοι Απο δίδουν στή λεγόμενη «μέθοδο τής κατανόησης», είναι άθεμελίωτος, άνχπόδειχτος καί άνχποδείξιμος. Άβάσιμη είναι ή Γδιχ ή άντιπαοάθεση. πού αύτοί οί συγγραφείς κάνουν άνάμεσα στήν «κατανόηση», άπό τή μ:ά, καί στήν «άντίληψη» ή στήν «έξήγηση», άπό τήν άλλη. <ί>ς δυό τελείως διαφορετικές μεθόδους καί μορφές τής γνώσης. Δέν είνα·. καθόλου τυχαίο, πώς στή μητρική γλώσσα τών ιδρυτών καί τών θεωρητικών τής «μεθόδου τής κατανόησης», δηλαδή στή γερ μανική γλώσσα, οί λέξεις «κατανοώ» (verstehen) καί αντι λαμβάνομαι» (begreifen) χρησιμοποιούνται συνήθως καί στήν έπιστημονική, καί στή φιλοσοφική κλπ. γλώσσα ώς συνώνυια. Τό ϊδιο είναι καί στά βουλγάρικα. Καί στή γερμανική, καί στή βουλγάο'.κη γλώσσα τούτες οί λέξεις χρησιμοποιούνται γιά νά έκφράσουμε τή γνώμη μας τόσο γιά πνευματικά φαινόμενα — αισθήματα, διαθέσεις, έπιθυμίες, παραστάσεις, έννοιες, ιδέες, άντιλήψεις, θεω ρίες κ.ά.,— καθώς έπίσης καί ύλικά πράγματα, φαινόμενα καί σχέ σεις. ’Εμείς λέμε: «Κατάλαβα τι αισθάνεσαι, τι σκέφτεσαι καί τί θέλεις», «Κατάλαβα τι είναι δλη, τί είναι συνεήδηση, τί είναι γνώ ση. τί είναι άλήθεια», «Κατάλαβα τή θεωρία γιά τά άνοικτά καί τά κλειστά συστήματα». «Κατάλαβα τήν αιτία γιά τήν πυρκαγιά». «Κατάλαβα τις ιδιότητες τοϋ ύδρογόνου», «Κατάλαβα πώς στδ δά σος εχε- μανιτάρια» κ.ά. Ό πω ς βλέπουμε, τή λέξη «καταλαβαίνω» τή χρησιαοποιοϋχε γιά νά έκφράσουμε τήν γνώση μας καί γιά τά
1. Ibid., s. 621. (βλ. ση μ . 3, σ ε λ . 249). 2. Ibid., s. 621.
250
ψυχικά μας βιώματα, καί γιά τις πιό άφηρημένες λογικές έννοιες καί θεωρίες, καί γιά ύλικά πράγματα καί φαινόμενα, ιδιότητες ■χαί σχέ'ϊΐς. Σέ πολλές άπό αύτές τις περιπτώσεις θά μπορούσαμε τελείως άκριβολογημένα νά χρησιμοποιήσουμε άντί γιά τή λέξη «κατάλαβα» λέξεις δπως «διαπίστωσα», «άνακάλυψα», «έξακρίβωσα» κα: σέ δλες τίς περιπτώσεις τή λέξη «άντιλήφτηκα». Ό Ντίλταϊ, ί Ράιμαν, ό Βάιτσζεκερ, ή Σμίντα καί άλλοι σάν αυτού; μάς λένε: ένα πράγμα είναι, δταν τό ύποκείμενο πού γνω ρίζει, Ιχει γιά άντικείμενο τής γνώσης του άλλο ύποκείμενο, δηλα δή άλλο συνειδητόν άνθρωπο, καί τελείως διαφορετικό πράγαα εί ναι δταν Ιχει για άντικείμενο Ινα φυσικό πράγμα, λογουχάρη μιά <τέτρα. Τόν άλλον άνθρωπο μπορώ να τόν καταλαβω, μά τήν πέ τρα δέν τήν καταλαβαίνω καί δέν μπορώ νά τήν καταλάβω. Σέ μια πρώτη ματιά τούτο τό «έπιχείρημα» είναι πολύ ισχυρό καί πει στικό. Τό ζήτημα είναι, δμως τί έννοιολογικό περιεχόμενο βάζουμε στίς λέξεις «κατανοώ» καί «κατανόηση» καί τί θέλουμε, τί άναζητούμε να καταλάβουμε. Άπό τά πιό πάνω παραδείγματα φαίνεται πώς ή έννοια «κα τανόηση» Ιχει πολύ πλατύ περιεχόμενο, ένώ ci Ντίλταϊ, Ράιμαν, Βάιτσζεκερ καί Σμίντα στενεύουν τό περιεχόμενό της, περιορίζον τας τήν έφαρμογή της μόνο σχετικά μέ άνθρώπινες έκδηλώσεις —γλωσσικές έν.φράσεις, γραφτά ντοκουμέντα, ένέργειες κ.ά.,— πού συνδέονται μέ ψυχικές καταστάσεις, μέ ίδέες, άντιλήψεις κ.ά. Γι’ αύτόν τόν λόγο δταν μάς λένε, τόν άνθρωπο έμεϊς τόν «καταλα βαίνουμε», άλλά τήν πέτρα δέν τήν «καταλαβαίνουμε» καί δέν μπο ρούμε νά τήν «καταλάβουμε», θά τούς άπαντήσουμε: Πρώτο, έξαρτάται τί ζητάτε νά «καταλάβετε». "Αν ζητά τε νά καταλάβετε στήν πέτρα γλωσσικές έκφράσεις, αίσθήματα, έπιθυμίες, ίδέες κ.ά., τίποτε δέ θά καταλάβετε, γιατί άναζητάτε κά τω άπό τό βόδι μοσχαράκι. Μά μπορεϊτε νά καταλάβετε πολλά πρά γματα γιά τήν πέτρα, άν ένδιαφέρεστε, νά πούμε, γιά τίς φυσικές καί χημικές της Ιδιότητες. Δ ε ύ τ ε ρ ο , ό άνθρωπος δέν είναι μόνον αίσθήματα, έπιθυμίες, πάθη, ένστικτα, παραστάσεις, έννοιες, ίδέες κ.ά. Είναι πριν άπ’ δλα μιά ύλική ύπαρξη, πού αισθάνεται, έπιθυμεϊ, νιώθει τά άλφα ή
251
βήτα πάθη, φαντάζεται, σκέφτεται κ.ά., μέσα σ’ ένα καθορισμένο φυσικό καί κοινωνικό περιβάλλον. Τίποτε δέ θά καταλαβαίναμε ά πό τήν προσωπική καί τήν κοινωνική ψυχολογία τών άνθρώπων, δέ θά καταλαβαίναμε τά αίσθήματα, πάθη, έπιθυμίες, παραστάσεις, Ι δέες, θεωρίες τους, άν δέν ξεκαθαρίζαμε τή συνάφεια καί τήν έξάρτηση αύτών τών αισθημάτων, ένστικτων, παθών, παραστάσεων, έννοιών, ιδεών κ.ά., άπό τή βιολογική φύση τοϋ άνθρώπινου δργανισμοϋ, άπό τούς φυσικούς καί πρίν άπ’ δλα άπό τούς κοινωνικούς δρους, δπου οί άνθρωποι γεννιούνται, ζοϋν, άναπτύσσονται καί ένεργοΟν. Ή ιδέα γιά τήν «κατανόηση» ώς ιδιαίτερο είδος γνώσης δέν είναι στερημένη άπό κάθε βάσιμο λόγο. Άκόμη δ Λένιν ύποδείκνυε πώς δ Ιδεαλισμός δέν είναι άπλούστατα άνοησία, δέν είναι άπόλυτη έπινόηση. Είναι άκαρπο λουλούδι, μά άκαρπο λουλούδι πάνω στό ζωντανό δέντρο τής άνθρώπινης γνώσης. Ό Ιδεαλισμός παίρνει έπί σης ώς άφετηρία τό ένα ή τό άλλο γνώρισμα, σημείο, πλευρό τής πραγματικότητας, άλλά τήν παίρνει ξεκομμένη άπό τίς συνάφειές της μέ τά άλλα γνωρίσματα, σημεία, πλευρές τής πραγματικότητας, τή φαντάζεται ώς αύτοτελή δπαρξη είτε, τό λιγότερο, τήν ύπερβάλλει. Κατά τόν Γδιο τρόπο ίχει καί τό ζήτημα μέ τή μέθοδο τής «κατανόησης» στίς φιλοσοφικές άντιλήψεις τών Ντίλταϊ, Ράιμαν, Βάιτσζεκερ, Σμίντα κ.ά. ΑύτοΙ έπίσης ξεκινοϋν άπό Ινα πραγμα τικό γεγονός. Γεγονός είναι πώς ύπάρχει πολύ ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στήν περίπτωση πού τό ύποκείμενο, πού γνωρίζει Ιχει γιά άντικείμενο Ινα φυσικό άντικείμενο, μιά πέτρα, λόγου χάρη, καί στίς περιπτώσεις πού Ιχει γιά άντικείμενο τής γνώσης του Ινα άλλο ύποκείμενο — μιά άλλη ζωντανή, αισθανόμενη, έπιθυμούσα, σκεφτόμενη καί συνειδητά δρώσα ύπαρξη,— ή τήν ίστορία τής άνθρώπινης κοινωνίας, πού είναι μιά άτέλειωτη καί πολύπλοκη άλυσίδα άπό γεγονότα, γινομένα άπό άνθρώπους, πού καθοδηγούν ταν άπό αίσθήματα, πάθη, συμφέροντα, Ιδέες. Στήν πρώτη περίπτωση άνάμεσα στό ύποκείμενο καί στό άντικείμενο ύπάρχει πολύ ούσιαστική διαφορά. Αύτή είναι συνάφεια άνάμεσα σέ μιά συνειδητή δπαρξη καί σέ Ινα ύλικό πράγμα, στε ρημένο άπό κάθε λογής στοιχεία ψυχκηιοΟ καί συνείδησης. Έδώ ή γνώση έξαντλεϊται μέ τήν άποκάλυψη καθαρά ύλικών Ιδιοτή
των, έξαρχήσεων, φαινομένων καί διαδικασιών. Στή δεύτερη περί πτωση τό Αντικείμενο είναι όμοιότυπο μέ τό ύποκείμενο. ’Εδώ ή γνώση τοΟ άντικειμένου δέν έξαντλεΐται μονάχα μέ τήν άποκάλυψη τών ύλικών του Ιδιοτήτων, διαδικασιών καί έξαρτήσεων. Προ ϋποθέτει έπίσης τήν άποκάλυψη τών αισθημάτων, παθών, έπιθυμ·.ών, παραστάσεων καί Ιδεών του, πού βρίσκουν Εκφραση στή δια γωγή του καί ένσάρκωση στά έργα του. Γεγονός είναι έπίσης πώς δ προσωπικός καί ό κοινωνικός ψυχισμός τών άνθρώπων, οί Ιδέες, θεωρίες καί άντιλήψεις τους, γενικά ή πνευματική τους ζωή, έχουν σχετική αύτοτέλεια. Γι’ αύτόν τό λόγο τό άντικείμενο δέν μπορεΐ ά μεσα νά άντληθεϊ, κατανοηθεΐ καί έξηγηθεϊ άπό τούς άντίστοιχους ύλικους δρους .Γεγονός είναι, τέλος, πώς ό άνθρωπος Εχει τούτη τήν ικανότητα νά καταλαβαίνει τά αίσθήματα, τή διάθεση, τΙς σκέψεις τών άλλων άνθρώπων άπό τήν έκφραση τοΟ προσώπου τους, τοϋ βλέμματός τους, άπό τΙς κινήσεις τους, διά μέσου τών λέξεων καί ένεργειών τους. Κάτι περισσότερο, ή κατανόηση μεταξύ τών άνθρώ πων έχει τΙς πιό διαφορετικές άποχρώσεις. Έ ν α πράγμα είναι νά καταλάβεις Ινα αίσθημα, άλλο πράγμα είναι νά καταλάβεις ένα διά βημα, μιά Ιδέα, μια θεωρία ή διδασκαλία, ένα ζωτικό Εργο, Ινα Ι στορικό γεγονός. ’Αλλά σ’ δλες τΙς περιπτώσεις κατανόήσης τοϋ ψυχισμοϋ, τής νοητικότητας, τής Ιδεϊκότητας, τής συμπεριφοράς καί τής δραστηριότητας τών άλλων άνθρώπων τό ύποκείμενο πού γνω ρίζει συμμετέχει ένεργά μέ τόν Γδιο του τόν ψυχισμό καί τή νοητικότητά του. Γι’ αύτόν τό λόγο άν τό ύποκείμενο πού γνωρίζει δέν έχει βιώσει άμεσα αίσθήματα χαράς καί ένθουσιασμοϋ, λύπης καί άπελπισίας, περηφάνιας καί ταπείνωσης, άγάπης καί μίσους, άν πο τέ δέ σκέφτηκε, άν δέν ένιωσε τή δύναμη τής πεποίθησης στίς άλφα ή βήτα ίδέες, τό βάσανο τής άμφιβολίας, τή χαρά τοϋ ξαστερώματος τοϋ ένός ή τοΰ άλλου θεωρητικού προβλήματος κ.ά., αύτό (τό ύποκεί μενο) ή γενικά δέ θά καταλάβαινε τις άντίστοιχες καταστάσεις τών άνθρώπω; καί τή συμπεριφορά τους, είτε ή κατανόησή του θά ήταν μέτρια καί. έντελώς λειψή καί έπιφανειακή. Ό Ντίλταϊ καί οί όπαδοί του άπολυτοποιούν τή σχετική αύτοτέλεια τοϋ άνθρώπινου ψυχισμοϋ καί νοητικότητας, τής άνθρώπινης ύποκειμενικότητας, συνταυτίζουν τήν κατανόηση μέ τό άμε σο ύποκειμενικό βίωμα, γιά νά τό μετατρέψουν σέ μοναδική άρχή
253
καί μέθοδο τής γνώσης τής προσωπικής καί τής κοινωνικής ζωής τοΰ άνθρώπου καί νά τήν άντιπχραθέσουν άπόλυτα στή φυσικ&επιστημονική γνώση, στήν «άντίληψη» («Begriff>;), στήν «έξήγηση», στήν δρθολογική, στή λογική γνώση. Άλλα μονάχα πάνω ατή βάση τοϋ άμεσου βιώματος, τής κα θαρής ύποκειμενικότητας δέ θά μπορέσουμε ποτέ νά καταλάβουμε ούτε τδν προσωπικδ καί τδν κοινωνικό ψυχισμό καί νοητικότητα ; οδτε τα γεγονότα τής βασισμένης πάνω στό άμεσο βίωμα κατανό ησης τοΰ ξένου ψυχισμού καί νοητικότητας. Αύτά τά φαινόμενα ύ πάρχουν άλλά μπορούν να κατανοηθοϋν καί έξηγηθοϋν μονάχα πά νω στή βάση τής ύλιστικής φιλοσοφίας καί είδικότερα τοΰ Ιστορι κού ύλισμοϋ. Ό ανθρώπινος ψυχισμός κα'ι νοητικότητα, άκριβώς ώς άνθρώπινος ψυχισμός καί νοητικότητα, σ’ δλες τίς έποχές Εχουν μια σει ρά καί σχετικά σταθερές μορφές καί χαρακτηριστικά γνωρίσμα τα. Μά παράλληλα μ’ αύτό Εχουν κοινωνικοϊστορικά χαρακτήρα. Φέρνουν βαθιά μέσα τους τή σφραγίδα δλάκερης τής προηγούμενης έξέλιξής καί τού συγκεκριμένου κοινωνικοϊστορικοΰ περιβάλλον τος, πού πάνω στή βάση τους διαμορφώθηκαν. Στίς διαφορετικές Ιστορικές έποχές, στίς διαφορετικές κοινωνίες καί τάξεις οί 4νθρωποι Εχουν διαφορετικά αίσθήματα, πάθη, έπιθυμίες, Επι διώξεις, Εννοιες, ιδέες καί θεωρίες. Γιά να καταλάβουμε αύτά τά διαφορετικά αίσθήματα, πάθη, έπιθυμίες, έπιδιώξεις, Εννοιες, ι δέες καί θεωρίες, δέν είναι άρκετό μονάχα νά τά διαπιστώσουμε. Είμαστε ύποχρεωμένοι νά δώσουμε άπάντηση στό έρώτημα: για τί δ προσωπικός καί δ κοινωνικός ψυχισμός καί νοητικότητα στίς διάφορες έποχές καί στίς διάφορες κοινωνίες είναι τόσο πολύμορφοι, διαφορετικοί καί άντιφατικοί, γιατί οί προσωπικότητες μιας δο σμένης τάξης, ένός δοσμένου Εθνους, μιας δοσμένης κοινωνίας σέ δρισμένη ιστορική έποχή έχουν άκριβώς τέτοια αισθήματα, πάθη, έ πιθυμίες, ιδέες, πού διαπιστώνουμε καί δχι άλλες κ.ά. ; Ή άπάντη ση σ’ αύτά τά έρωτήματα δέν μπορεΐ νά βρεθεί οδτε στά άμεσα ψυ χικά μας βιώματα, οδτε στά ψυχικά βιώματα τών άνθρώπων πού άποτελοΰν άντικείμενο τής Ερευνάς μας. Αύτό μάς δδηγεΐ Εξω άπό τήν ύποκειμενικότητα, στό ζήτημα γιά τήν άντικειμενική κοινω-
254
νικοϊστορική καθοριστικότατα τοΟ Ανθρώπινου ψυχισμού καί νοητικότητας. Κατά τδν ίδιο τρόπο Ιχει τδ ζήτημα καί μέ τήν ίδια τή δια δικασία τοϋ ξένου ψυχισμού καί νοητικότητας. "Αν πιστέψουμε τό Ντίλταϊ καί τού; όπαδούς -ου, πώς ή διάρθρωση τής ψυχικής ζωής δλων τών ανθρώπων είναι μια καί ή ίδια καί πώς τά Αμεσα ψυχικά μας βιώματα μ*ς δίνουν δχι μονάχα Αξιόπιστη, Αλλά τήν πιό Αξιό πιστη καί τήν πιό βαθιά γνώση για τήν ψυχική ζωή τών άλλων Ανθρώπων, τότε πώς να έξηγήσουμε, πώς οί άνθρωποι παραπλαΛοΰνται τόσο συχνά καί σέ πολλές περιπτώσεις διαφέρουν τόσο βα θιά στίς έρμηνεΐες καί στίς Αποτιμήσεις τους γιά τα αίσθήματα, τά πΑθη, τις έπιθυμίες, τις Ιδέες καί τή συμπεριφορά τών ίδιων ποοσωπικοτήτων, κοινωνικών τάξεων καί κοινωνιών. Γιατί δ έργάτης σέ μιά έκμεταλλευτική κοινωνία καταλαβαίνει εύκολότερα Από κά θε άλλον τά αίσθήματα, τίς έπιθυμίες, τίς ιδέες τού ταξικού του συ ναδέλφου καί νιώθει περισσότερο ή λιγότερο αίσθημα Αλληλεγγύης μ" αυτόν, γιατί τοΰ είναι τόσο δύσκολο να καταλάβει τά αισθήματα, τά πάθη, τίς έπιθυμίες, τίς ιδέες καί τά σχέδια τών έκμεταλλΐυτών του, γιατί δέν αίσθάνεται Αλληλέγγυος πρός αύτούς, Αλλά διε ξάγει Αγώνα ένάντιά τους; Καί τό Αντίστροφο. Ή ΑπΑντηση καί σ’ αύτά τά έρωτήματα μάς δδηγεΐ πάλι στήν κοινωνικοοικονομική καί στήν ιστορική καθοριστηκότητα τού Ανθρώπινου ψυχισμού καί νοητικό-ητας, τής ίδιας τής κατανόησης. Έ γνώση γι’ αύτή τήν καθοριστικότατα, δμως, πετυχαίνεται δχι Ακολουθώντας τό δρόμο τής ένόρασης, τών Αμεσων ύποκειμενικών βιωμάτων, Αλλά Ακολουθώντας τό δρόμο τής δρθολογικής, τής λογικής νόησης. Γιά τούτον τόν λόγο αύτή είναι καί παραμένει ή Ανώτερη καί βαθύτερη μορφή τής Ανθρώπινης γνώσης. Ή λεγόμενη «κατανόηση», πού βασίζεται στά ένστιγματικΑ, στά Ανορθολογικά βιώματα, μπορεΐ νά βρεθεί καί στά ζώα. Μά ή λογική νόηση προσι διάζει μονάχα στόν σκεφτόμενον Ανθρωπο. ’Ακριβώς αύτή έδωσε στόν άνθρωπο μιά τόσο βαθιά γνώση γιά τή Φύση γιά τήν κοινωνία καί τέτοιαν έξουσία πάνω στούς φυσικούς καί στούς κοινωνικούς ?ρους, πού κανένα ένστικτο καί καμιά ένόραση δέν τοΰ έδωσε καί δέν μπορεΐ νά τοΰ δώσει.
255
Ή Σμίντα μ&ς λέει, πώς 6 «αΐτιασμός», χαΐ συνεπώς καί ή {δια ή αιτιότητα, δέν άποτελεΐ Αντικειμενικό δεσμό, έξάρτηση. σχέση άνάμεσα σέ άντικειμενικώς ύπαρκτά πράγματα καί φαινόμενα, άλ λά ύπσκειμενικό βίωμα — ξόδεμα δύναμης, πού βιώνουμε μέσα στούς Ιδιους μας τούς έαυτούς, δταν κάνουμε κάτι. Μά έδώ Εχουν μπερδευ τεί δυό έντελώς διαφορετικά πράγματα: πρώτο, μέ ποιόν τρόπο ή άνθρώπινη γνώση ίφτασε καί φτάνει ώς τήν Ιδέα γιά τΙς αΐτιακές σχέσεις καί, δεύτερο, ή ύπαρξη τών αίτιακών σχέσεων άνάμεσα σ τί πράγματα καί στά φαινόμενα, άσχετα άν γνωρίζουμε γι’ αύτές ή δέν γνωρίζουμε. Ό Κάντ φρονούσε, πώς ή αΐτιότητα είναι μιά άπό τίς λογικές κατηγορίες τής συνείδησης. Δέν φτάνουμε ώς αύτήν διά μέσου τής πείρας, δέν τήν άνακαλύπτουμε στήν πείρα. Αύτή ένυπάρχει στή συνείδησή μας κι’ αύτή τήν είσάγει στήν πείρα, στόν αίαθητηριακά άντιληπτό κόσμο. Στόν Ισχυρισμό τής Σμίντα ύπάρχει κόκκος άλήθειας δταν ισχυρίζεται πώς ώς τήν αΐτιότητα φτάνουμε διά μέσου τής πείρας, δταν «κάνουμε» κάτι, δηλαδή διά μέσου τής πράξης. Ή άντίληψη γιά τήν πρακτική ώς π η γή , σκοπό καί κριτήριο τής άνθρώπινης γνώσης, μαζί καί τής γνώσης γιά τήν αΐτιότητα, άποτελεΐ μιά άπό τΙς μεγαλύτερες άνακαλύψεις τών Μάρξ καί Ένγκελς στόν τομέα τής φιλοσοφικής σκέψης. «'Οπως οί φυσικές έπιστήμες — Ιγραψε ό Ένγκελς,— έτσι καί ή φιλοσοφία περιφρσνούσαν ώς τώρα έντελώς τή δράση τοΟ άνθρώπου πάνω στή νόησή του· ξέ ρουν, άπό τή μιά, μόνο Φύση, καί, άπό τήν άλλη, μόνο σκέψη. Μά άκριβώς ή ά λ λ α γ ή τ ή ς Φ ύ σ η ς ά π ό τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο , καί δχι ή ϊδια ή Φύση ώς τέτοια, είναι ή ούσιαστικότερη καί ή πλησιέστερη βάση τής άνθώπινης νόησης καί στόν Ιδιο βαθμό πού ό άνθρωπος Ιμαθε νά άλλάζει τή Φύση, στόν ϊδιο βαθ μό μεγάλωσε ή νσητικότητά του».1 "Ως τόν Μάρξ ή φιλοσοφία ή θεωρία τής γνώσης, δέ γνώριζε τό πρόβλημα γιά τήν πράξη. Ό Μάρξ δθεσε αύτό τό ζήτ»)μα ώς άλφα καί ώμέγα κάθε άληθινής, έπιστημονικής θεωρίας τής γνώ 1. Φ. Έ ν γ κ ε λ ς , « Δ ια λ εκ τικ ή τή ς 1950, σελ . 234. (στά β ουλγα ρικά ).
256
Φ ύ σ η ς» ,
Έ κδ.
τοΟ Κ .Κ .Β .,
σης. Άκόμη στήν έργασία του «θέσεις γιά τόν Φόιερμπαχ» δ Μάρξ έγραψε «Τό ζήτημα άν ή άνθρώπινη νόηση μπορεΐ νά κατα κτήσει τήν άντικειμενική (gegenstândliche) άλήθεια δέν είναι ζήτημα θεωρίας, μά πρακτικό ζήτημα. Στήν πράξη πρέ πει 6 άνθρωπος ν’ άποδείξει τήν άλήθεια, δηλαδή τήν πραγματικό τητα καί τή δύναμη, τό έντεϋθεν ( Diesseitigkeit) τής νόησής του. Ή διαμάχη γιά, τήν πραγματικότητα ή τή μή πραγμα τικότητα τής άπομονωμένης άπό τήν πράξη νόησης είναι καθαρά σ χ ο λ α σ τ ι κ ό ζήτημα».1 Άκριβώς στή διαδικασία τής πράξης ό άνθρωπος έφτασε καί ώς τή γνώση τής αΐτιότητας. «Πραγματικά —γράφει δ Ένγκελς— ή τακτικά έπαναλαβαινόμενη διαδοχικότητα δρισμένων φυσικών φαινομένων μπορεΐ κιόλας ή ίδια νά γεννήσει τήν παράσταση γιά τήν αιτιότητα : ή θερμότητα καί τό φώς, πού έρχονται μαζί μέ τόν ή λιο' μά έδώ δέν ύπάρχει άπόδειξη καί τόσο ό σκεπτικισμός τοϋ Χιούμ θά είχε τό δικαίωμα νά πεΐ, πώς δ τακτικά έπαναλαμβαινόμενος post hoc ποτέ δέν μπορεΐ νά θεμελιώσει έναν propter hoc. Μά ή δραστηριότητα τοΰ άνθρώποι» ύ π ο β ά λ λ ε ι σ έ έ λ ε γ χ ο τήν αΐτιότητα. "Α ν μέ ένα κοίλο κάτοπτρο συγκεντρώ σουμε τΙς ήλιακές άκτίνες σέ μιά έστία καί κάνουμε νά δράσουν έ πίσης Ιτσι, δπως αύτές τής συνηθισμένης φωτιάς μ’ α6τό άποδείχνουμε, πώς ή θερμότητα έρχεται άπό τόν ήλιο».2 «Ή έμπειρική πα ρατήρηση μονάχη δέν μπορεΐ ποτέ νά άποβείξει άρκετά τήν άνα γκαιότητα... Ή άπόδειξη γιά τήν άναγκαιότητα κρύβεται στήν άνθρώπινη δράση, στό πείραμα, στή δουλειά: άν μπορώ νά κάνω ίνα post hoc, αύτό θά γίνει ταυτόσημο μέ propter hoc».8 « Δ ι α μ έ σ ο υ α ύ τ ο ϋ , διαμέσου τ ή ς δ ρ α σ τ η ρ ι ό τ η τ α ς τ ο ϋ ά ν θ ρ ώ π ο υ , θεμελιώνεται ή παράσταση γιά τήν α I τ ι ό τ η τ α, πώς μιά κίνηση είναι ή α Ι τ ί α μιδς άλλης κίνησης».4 1. Κ . Μ άρξ κα ί Φρ. Έ ν γ κ ε λ ς , « Δ ια λ εχ τά Έ ρ γ α * , τό μ ο ς 2ος, τη ς Κ . Ε. τοΟ Κ .Κ .Ε ., σελ . 467 · 461. (σ τά έ λλ η νικά ). 2 Φρ. Έ ν γ κ ε λ ς , «Δ ια λεκ τικ ή τη ς Φ ύσης», σ ε λ . 2 3 3 - 2 3 4 . (στά β ουλγά ρικα ). 3. Σ τό Ιδιο, σελ . 233. 4. Σ τό Ιβιο σελ . 231. Έ κδ.
17
257
Βέβαια, ή πρακτική δράση, πού στή διαδικασία της οί άνθρωποι μονάχο*, προξενούν τίς άλφα ή βήτα άλλαγές καί άποκαλύπτουν αΐτιακέ ςσχέσεις καί Εξαρτήσεις άνάμεσα στα πράγματα καί στά φαι νόμενα, συνοδεύεται άπό δριαμένα έσωτερικά, ύποκειμενικά βιώματα. Τοϋτο, δμως, δέ σημαίνει πώς ή ίδια ή πρακτική δράση καί ό ϊδιος δ αΐτιασμός άποτελοΰν ύποκειμενικά βιώματα. 'Η πρακτική δράση δέν είναι άπλδ «ξόδιασμα δύναμης πού βιώνουμε μέσα στόν έαυτό μας» 5πως ισχυρίζεται ή Σμίντα, παρά μιά διαδικασία άντικειμενικής άλλτλοεπίδρασης άνάμεσα στδν άνθρωπο κα: στή Φύση άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στό κοινωνικό του περιβάλλον, πού ώς άποτέλεσμά της έπέρχονται οί άλφα ή βήτα άλλαγές σ’ αύτά ή σ’ έκεΐνα τά πράγματα, φαινόμενα, διαδικασίες, σχέσεις στή Φύση καί στό κοινωνικό περιβάλλον. Ά ν αύτό δέν ήταν Ιτσι, τότε ή άνθρώπινη γνώση ποτέ δέ θά μποροϋσε νά άποδείξει τήν δπαρξη αίτιακών σχέσεων άνάμεσα στά πράγματα καί στά φαινόμενα, τήν δπαρξη τής άναγκαιότητας. Ή άνθρώπινη πράξη είναι «άνθρώπινη αίσθητηριακή δρά ση», «άντικειμενική δράση». Αύτό, δπως ύποδεικνύει δ Μάρξ, δέν τό καταλάβαινε δ παλιός Ιδεαλισμός.1 Αύτό δέν τό καταλαβαίνουν καί οί σύγχρονοι Ιδεαλιστές σάν τή Σμίντα. Γι’ αύτήν ή πράξη περιλαβαίνεται στά ύποκειμενικά βιώματα, καί μαζί μέ αύτό— στά ύποκειμενικά βιώματα περιλαβαίνεται καί ή αΙτιότητα. Μά ποιός θά μποροϋσε νά ύποστηρίζει σοβαρά, πώς ή άνάφλεξη μι8ς θερμοπυρηνικής βόμβας καί δλες οί τρομερές συνέπειες, πού αύτή προκαλεΐ, είναι άπλώς ύποκειμενικά μας βιώματα; Τίς αιτιατικές σχέσεις καί έξαρτήσεις στή Φύση καί στήν κοινωνία τίς άνακαλύπτουμε άικολουθώντας τό δρόμο τής έποπτείας, τοϋ πειράματος, τής πράξης, άλλά αύτές ύπάρχουν άντικειιενικά, δηλαλή Ιξω καί άνεξάρτητα άπό τή συνείδησή μας. Τήν κατανόττή τους τήν κατορθώνουμε δχι άκολουθώντας τόν δρόμο τών άμεσων ύποκειμενικών βιωμάτων μέσα στούς Γδιους μας, άλλί ά κολουθώντας τό δρόμο τής βασισμένης πάνω στήν έποπτεία, τό 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ ν γ κ ε λ ς , «Δ ια λεχτά Έ κ δ . Κ Κ ,Β ., σελ. 457. (σ τά β ουλγάρικα).
258
Εργα»,
τόμ ος
2ος.
πείραμα καI γενικά πάνω στήν πράξη λογικής νόησης, τής λογι κής Αφαίρεσης. ■· "Οσον Αφορά τόν ισχυρισμό, πώς είναι χάχα δυνατό νά 5ημιουργηθεΐ μιά «φυσικοεπιστημονική βιολογία», πού νά περιέχει μέσα της τή φυσική τοΰ Ανόργανου ώς «όριακή περίπτωση», Απο· τελεί τόσο χτυπητή Αντίφαση πρός τή σύγχρονη έπιστήμη, ώστε δέν Αξίζει διάψευση. Τό βιολογικό στ' Αλήθεια περικλείνει μέσα του φυσικές καί χημικές διαδικασίες, Αλλά μονάχα Ακολουθώντας τόν δρόμο τελείως αυθαίρετων θεωρητικολογιών μπορεΐ νά ισχυρισθεΐ κανείς, πώς τό βιολογικό περικλείνει μέσα του όλόκληρον τό φυσικό κόσμο. Παραστατικά είπωμένο, τό βιολογικό είναι μό νον 2να έποικοδόμημα πάνω Από τό φυσικό, που ή σφαίρα του είναι Απροσμέτρητα πιό πλατιά Απ’ αύτήν τοΰ βιολογικοΰ. Γενικά ό Ντίλταϊ καί οί όπαδοί του δέν μποροϋν νά βροΰν όποιεσδήποτε σοβαρές Αποδείξεις γιά τή θεωρία τους τής «κατανοούσας γνώσης» οδτε στίς κοινωνικές, οδτε στίς φυσικές έπιστήμες. Γι’ αύτόν τόν λόγο ή φιλοσοφία τοΰ Ντίλταϊ ήταν καί έξακολουθεΐ νά είναι Αντικείμενο κριτικής έπίσης Από τήν πλευρά πολλών ά στών φιλοσόφων, κοινωνιολόγων καί Ιστορικών. Σέ πολλές περι πτώσεις τούτη ή κριτική τονίζει πραγματικές Αντιφάσεις, Αδυναμί ες καί έλαττώματα τών φιλοσοφικών Αντιλήψεων τοΰ Ντίλταϊ καί, στό βαθμό πού τδ κάνει τοΰτο, γι’ αύτήν Ισχύουν τά λόγια τοΰ Λένιν: «'Οταν κ ά π ο ι ο ς ιδεαλιστής κριτικάρει τΙς βάσε’ς τοΰ Ιδεαλισμού ένός £ λ λ ο υ Ιδεαλιστή, Απ’ αύτό πάντα κερδίζει ό ύλισμός».1 Μά στό βαθμό πού Ασκείται Από Ιδεαλιστικές καί μετα φυσικές θέσεις, ποτέ δέν ήταν σέ θέση νά άποκαλύψει ώς τό τέλος τό άνεπιστημονικό καί Αντιδραστικό χαρακτήρα αύτής τής φιλοσο φίας· καί καταλήγει συχνά σέ κάποιον συμβιβασμό ή σέ τέτοιες Αντι λήψεις πού δέν είναι καλύτερες Από τΙς φιλοσοφικοϊστορικές Αντι λήψεις τοΰ ίδιου τοΰ Ντίλταϊ. Ά π ’ αύτή τή σκοπιά Ιδιαίτερο ένδιαφέρον παρουσιάζει ή κρι τική τών Ρ. Τζ. Κόλινγουουντ καί Κ. Πόπερ, πού μ3ς Αποκαλύπτει, 1. B. I. Α ένιν, Ά παντα , τόμ ος 38ος,
σελ. 278. (σ τά
βουλγά-
ρ ικα).
259
Ιδίως παραστατικά, τΙς άκαρπες περιπλανήσεις τής σύγχρονης ί5εαλιστικής φιλοσοφίας τής ιστορίας, τήν άδυναμία της νά δημιουργή σει πραγματικά νέες φιλοσοφικοΐστορικές Ιδέες, τδν άνεπιστημον/κό καί Αντιδραστικό της χαρακτήρα.
Ή άπόπειρα
τοϋ Ρ. Κόλινγουουντ νά ξεπεράσει και τις άντιφάσεις καί τις άδυναμίες, στίς φιλοσοφικοΐστορικές άντιλήψεις τών νεοκαντιανών και τοϋ Ντίλταϊ. "Οπως ξέρουμε ή άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας δέν είναι ένιαία. Σ’ αύτήν ύπάρχουν ένα πλήθος διαφορετικές σχολές καί ρεύ ματα. Μά, κατά τή γνώμη τοΟ Ούόλς, δλες αύτές άνάγονται σέ δυό βασικές καί «έντελώς διαφορετικές θεωρίες τής Ιστορικής νόη σης».1 Ή πρώτη θεωρία, πού έμφανίστηκε στή Γερμανία κατά τά τέλη τοΟ περασμένου αΙώνα καί λίγο άργότερα υίοθετήθηκε άπδ τόν Ιταλό φιλόσοφο Μπ. Κρότσιβ, άποτελεΐ «τυπικά Ιδεαλιστική άντίληψη γιά τήν Ιστορική γνώση». Σ ’ αύτήν τή θεωρία δ Ούόλς περιλαβαίνει κυρίως τΙς φιλοσοφικοΐστορικές άντιλήψεις τέτο.ων γερμανών φιλοσόφων δπως δ Ντίλταϊ, δ Ρίκερτ καί δ Ζίμελ. Χα ρακτηριστικό γι’ αύτήν είναι, πώς έξετάζει τήν Ιστορία ώς «Ιδιαί τερο είδος έπιστήμη» —δχι άφηρημένη παρά συγκεκριμένη έπιστήμη, καί «ύπογραμμίζει τήν αύτονομία τής Ιστορικής νόησης σέ μιά έξαιρετικά άχραία μορφή».2 I. W . Η. W alsh, A d In trod u ctio n to P hilosophy o f H isto ry , p. 42. 1. Ibid., pp. 42 - 45.
260
Ή δεύτερη θεωρία είνα: ή θετικιστική, πού προέρχεται άπό τό θετικισμό τοΟ δέκατου Ινατου αΙώνα. Σ ’ άντίθεση μέ τήν πρώτη θεωρία, άρνεϊται τήν « α ύ τ ο ν ο μ ί α » τής Ιστορίας. Τό βασι κό της καθήκον είναι νά Αποδείξει «τήν ένότητα τής έπιστήμης». Σύμφωνα μ’ αύτήν ot μέθοδοι τής Ιστορίας καί ή γνώση, πού αύ τή μδς δίνει, ώς πρός τή φύση τους, δέ διαφέρουν άπό τΙς μεθό δους καί τή γνώση τών φυσικών έπιστημών.1 Ό άγγλος φιλόσοφος καί ιστορικός Ρόμπιν Τζ. Κόλινγουουντ είναι Ινας άπό τούς Αδρότερους έκπρόσωπους τής σύγχρονης άστι κής φιλοσοφίας τής ίστορίας καί τό μεγαλύτερο μέγεθος στήν άγγλική άστική φιλοσοφία τής Ιστορίας. Ό Έντουαρτ Κάρ τόν ύποδεικνύει ώς «τό μοναδικό βρεττανό στοχαστή τοϋ τωρινοϋ αΙώνα, πού πρόσφερε σοβαρή συμβολή στή φιλοσοφία τής ιστορίας»,2 ένώ δ Ούόλς — ώς «τόν πιό σημαντικό φιλοσοφικοϊστορικό συγγραφέα στήν άγγλική γλώσσα».3 Ό Κόλινγουουντ άνήκει στήν πρώτη κατεύθυνση τής άστι κής φιλοσοφίας τής ιστορίας, πού ό Ούόλς όνομάζει Ιδεαλιστική». Είναι όπαδός τοϋ Μπ. Κρότσιε, ένώ άπό τούς προαναφερμένους γερμανούς φιλοσόφους, πού δημιούργησαν τήν κατεύθυνση, τήν Ισχυρότερη έπίδραση πάνω του τήν άσκησε δ Ντίλταϊ. Στό βασικό του φιλοσοφικοϊστορικό σύγγραμμα μέ τίτλο «Ή Ιδέα γιά τήν ίστορία», πού κυκλοφόρησε μεταθανάτια τό 1946, δ Κόλινγουουντ ύποδεικνύει, πώς «ή πατρίδα τής ιστορικής κριτι κής» είναι ή Γερμανία Άπό «τή μεγάλη της φιλοσοφική έποχή, άπό τήν έποχή τοϋ Κάντ καί τοϋ Χέγκελ», κληρονόμησε τήν εϊκόνα, «πώς ή Φύση καί ή ίστορία είναι άπό δριαμένη άποψη δυό διαφορετικοί κόσμοι, πού δ καΑένας τους κατέχει δικά του Ιδιαί τερα γνωρίσματα».4 Οί γερμανοί Ιδεαλιστές φιλόσοφοι τοϋ δέκατου Ινατου αιώνα δέχονται τούτη τήν εικόνα σάν κάτι πού έξυπονοεΐται άπό μόνο του. Κανένας, δμως, άπ’ αύτούς δέν Εκανε τόν κόπο 1. 2. 3. 4.
W. B. W. R.
Η. H. H. G.
W alsh, op. c it., p. 45. C a rr, W hat is H istory?, p. 21. W alsh, op. cit., p. 48. C ollingw ood, T he Idea o f H isto ry , p. 165.
261
νά καταλάβει καί νά ξαστερώσει τήν ούσία τής διαφοράς άνάμεσα στήν Ιστορία καί στή φυσιογνωσία. Ή πρώτη σοβαρή άπόπειρα γιά τή λύση τοϋ ζητήματος, κα τά τή γνώμη τοΰ Κόλινγουουντ, άναλήφτηκε στά τέλη τοΰ δέκατου ένατου αιώνα άπό τούς θεωρητικούς τοΰ νεοκαντιανισμού —τούς Βίντελμπαντ, Ρίκερτ καί Ζίμελ. «,Από τΙς βασικές άρχές αύ>χής τής σχολής —γράφει δ ίδιος— άκολουθεΐ πώς ή διαφορά άνάμε σα στή Φύση καί στήν Ιστορία μπορεΐ νά κατανοηθεΐ σωστά μόνον δταν αύτή Εξετάζεται άπδ τήν ύποκειμενική πλευρά, δηλαδή πώς πρέπει νά γίνεται διαφορά άνάμεσα στή φυσικοεπιστημονική καί στήν ιστορική μέθοδο νόησης».1 Ό Κόλινγουουντ, δμως, φρονεί πώς κανένας άπδ τούς τρεις μεγάλους θεωρητικούς τοΰ νεο καντιανισμού δέν κατόρθωσε νά τά βγάλει πέρα μέ τδ καθήκον νά θεμελιώσει τήν ιδιαιτερότητα τής Ιστορικής γνώσης, τήν αύτονομία τής ιστορίας καί τή διαφορά άνάμεσα στήν Ιστορία καί στή φυ σιογνωσία. "Ας πάρουμε τδν Βίντελμπαντ. Ή βασική του θέση, δπως ξέρουμε, λέει πώς οί φυσικές έπιστήμες είναι «μή νομοθετικές», γιατί άναζητοΰν νά διαπιστώσουν τδ γενικό, τδ νομοτελεακό, οί έπιστήμες γιά τήν κουλτούρα, μαζί καί τήν ιστορία, είναι «Ιδιογραφικές», γιατί ή γνώση τους είναι γνώση γιά τδ ιδιαίτερο, τδ ένικό. Κατά τή γνώμη τοΰ Κόλινγουουντ αύτή ή δοξασία τοϋ Βίντελμπαντ Ιχει «μικρήν άξία». Ό τελευταίος δέν μπόρεσε πο τέ νά συλλάβει άκριβώς τή συζητούμενη διαφορά καί νά τή θεμε λιώσει. Γιατί δ συλλογισμός «Αύτή είναι μιά περίπτωση τύφου» διαπιστώνει άτομικδ γεγονός, άλλά αύτδ δέν άνήκει στήν Ιστορία, παρά στή φυσιογνωσία. Ταυτόχρονα δ συλλογισμός «Κάθε ρωμαϊ κό άσημένιο νόμισμα τοΰ τρίτου αΙώνα είναι κάλπικο» άνήκει βχι στή φυσιογνωσία, παρά στήν ιστορία, παρ’ δλο πού διαπιστώνει κάτι γενικό. Ό Κόλινγουουντ έκτιμάει πάρα πολύ τήν έπιδίωξη τοΰ Βίν τελμπαντ νά θεμελιώσει τή θέση, πώς ή ιστορία είναι αύτόνομη έ πιστήμη, πού Ιχει τις ίδιες της μεθόδους Ερευνας καί δέν μ,πορεΐ 1. R. G . Col ling w ood, op. c it., p. 165.
262
νά άνάγεται σέ άλλες έπιστήμες, Αντίστοιχα στή φυσιογνωσία. Σ ’ αύτή του τήν έπιδίωξη διακρίνει τό τεκμήριο γιά τήν έπιδίωξη τών ιστορικών νά άπαλλαχτο&ν άπό τήν έξάρτησή τους άπό μιά κουλτούρα, πού βρίσκεται κάτω άπό τήν έξουσία τής φυσιογνωσί ας.1 Τό δυστύχημα, δμως, είναι πώς ό Βίντελμπαντ δέν μπορεΐ νά πει ποιά είναι ή έρευνητική έργασία τού ιστορικού, μέ ποιόν τρόπο μπορεΐ καί πρέπει νά γίνεται καί τό άκόμη π ϊΪ χειρότερο είναι, πώς δ ϊ5:ο; δέ συνειδητοποιεί αύτή του τήν άνικανότητα. 'Οταν μιλάει γιά τήν ίστορία ώς «ίδιογραφική έπιστήμη», ξεκινάει άπό τήν προϋπόθεση πώς ή γνώση τοΰ άτομικοΰ είναι μπορετή διαμέ σου τής γνώσης, καί δχι διαμέσου τής «πείρας», δηλαδή διαμέσου τοΟ «6 ι ώ μ α τ ο ς». ’Αλλά τούτη ή προϋπόθεση — δηλώνει δ Κόλινγουουντ— είναι λαθεμένη. 'Ολάκερη ή ευρωπαϊκή φιλοσοφία άπό τούς Αρχαίους Έλληνες μέχρι τΙς μέρες μας δέχεται ώς Αδια φιλονίκητα διαπιστωμένο γεγονός δτι τό άτομικό ποτέ δέν μπορεΐ νά άποτελέσει άντικείμενο «έκείνου τού γερά καί λογικά χτισμένου ίργου πού όνομάζεται έπιστημονική γνώση», άπ’ δπου άκολουθεΐ πώς ή Ιστορία ώς γνώση γιά τό Ατομικό, τό Ανεπανάληπτο δέν μπο ρεΐ νά είναι έπιστήμη. Κατά τή γνώμη τού Κόλινγουουντ αύτή ή «Αδιαμφισβήτητη Αλήθεια» έκφράστηκε μέ τόν καλύτερο τρόπο στόν ισχυρισμό τού Σόπενχαουερ, δτι τής Ιστορίας «τής λείπει 6 βασικός χαρακτήρας τής έπιστήμης —ή ίεραρχική ύποταγή στό συνειδητο ποιούμενο. ’ΑντΙς αύτό είναι καθαρός συντονισμός τοΰ συνειδητοποι ούμενου. Γι’ αύτόν τό λόγο δέν ύπάρχει κανένα σύστημα τής ιστορί ας, δπως έχει κάθε έπιστήμη... Μιά καί είναι συστήματα άπό Εννοι ες, οί έπιστήμες διαρκώς μιλοΰν γιά γένη, ή Ιστορία μιλάει γιά ά τομα. Συνεπώς αύτή θά μπορούσε νά είναι έπιστήμη γιά άτομα· μά τί Αντίφαση θά άποτελοΰσε αύτό».2 Ό Κόλινγουουντ φρονεί πώς 6 Βίντελμπαντ ϊδειξε πάρα πολύ μεγάλη τυφλότητα άκριβώς γι’ αύτήν τήν Αντίφαση πού πραγματεύε ται δ Σόπενχαουερ. Βλέπει τό καθήκον τής Ιστορίας στήν δρευνα τοΰ Ατομικού καί ταυτόχρονα τήν δρίζει ώς έ π ι σ τ ή μ η . Πε ι . R. G. C ollingw ood, op. c it., p. 167.
2. » »
»
»
»
» 167.
263
ρηφανεύεται γιά τό πώς κατόρθωσε νά Αντικαταστήσει «τήν παλιω μένη λέξη «Ιστορία» μέ νέα καί καλύτερη δνομασία « έ π ι σ τ ή μ η γ ι ά τ ή ν κ ο υ λ τ ο ύ ρ α » , καί δέν καταλαβαίνει μάλιστα, πώς μέ αύτόν τόν τρόπο κόβει τό κλωνάρι πού πάνω του κάθεται. «Στήν πραγματικότητα —γράφει δ Κόλινγουουντ— ή μοναδική άλλαγή, πού έχει προκαλέσει μέ τήν είσαγωγή αύτής τής δνομασίας, βρίσκεται <πή βερμπαλιστική όμοιότητα μέ τήν δνομασία «φυ σιογνωσία» (natural Science)* αύτό σημαίνει πώς δ μοναδικός βάσιμος λόγος γιά τήν άποδοχή αύτής τής δνομασίας είναι πώς έπιτρέπει νά ξεχαστεί πόσο βαθιά είναι ή διαφορά άνάμεσα στήν Ιστορία καί στή φυσιογνωσία, νά Εξαλείφεται κατά θετικισακό τρόπο τούτη ή διαφορά, μέ τήν άφομοίωση τής Ιστορίας διαμέσου τής καταβρόχθισής της άπό τό γενικό σχήμα τής έπιστήμης».1 Ταυτόχρονα δ Κόλινγουουντ δείχνει, πώς δ Β ί ν τ ε λ μ π α ν τ δέν κατόρθωσε νά θεμελιώσει οδτε τήν αύτονομία τής ίστορίας, οδτε τό χαρακτήρα της ώς έπιστήμης. Στήν προσπάθειά του νά άπαντήσει στδ έρώτημα, «πώς είναι δυνατό νά ύπάρχει μιά έπιστήμη γιά τό άτομικό;», δ Βίντελμπαντ Ισχυρίζεται πώς ή ιστορική γνώση, ώς γνώση γιά ένικά, άτομικά γεγονότα, άποτελεϊται άπό Αξιολογικές κρίσεις, δηλαδή άπό έκτιμήσεις σχετικά μέ τήν πνευματική άξία τών Ιστορικών πράξεων. Αύτή ή άπάντηση τοΟ Βίν τελμπαντ άποδείχτηκε πώς Εχει μοιραίες συνέπειες γιά δλη του τή θεωρία. Πρώτο, ΐν ή Ιστορία ά/ποτελεϊται άπό άξιολογικές κρίσεις, τότε —παρατηρεί δ Κόλινγουουντ— αύτό θά σήμαινε πώς «ή ι στορική νόηση είναι ήθική νόηση, καί ή Ιστορία είναι Ενας κλά δος τής ηθικής»,2 συνεπώς δέν ύπάρχει ώς αύτοτελής έπιστημονικός κλάδος. Δεύτερο, άν ή ίστορία άποτελεϊται άπό άξιολογικές κρίσεις, τότε, Ακολουθώντας τήν Ιδια τή λογική τοΟ Βίντελμπαντ, ή Ιστο ρία πρέπει νά άπορριφτεΐ γενικά ώς έπιστήμη. Γιατί στό σύγγοαμμά του «Είσαγωγή στή φιλοσοφία» , Βίντελμπαντ διαιρεί τή φ·.1. R , G . Collingw ood. op., p. 168. 2. Ib id ., 168.
264
λοσοφία σέ δυό μέρη: θεωρία τής γνώσης καί θεωρία τών άξιων. Έ Ιστορία άνήκει στό δεύτερο τομέα. «Κατ’ αύτόν τόν τρόπο —πα ρατηρεί ό Κόλινγουουντ— ή ιστορία Αποκλείεται έντελώς Από τή σφαίρα τής γνώσης καί τό σύγγραμμα τελειώνει μέ τόν Ισχυρισμό, πώς δ Ιστορικός δέ γνωρίζει είτε δέ στοχάζεται τό Ατομικό, μά συλλαμβάνει τήν Αξία του κάπως ένορατικά —πώς τελικά ή δράση τοΟ ίστορικοΟ, παρμένη σέ γενικές γραμμές, είναι συγγε νική μέ αύτήν τοΟ καλλιτέχνη. Μά ή σχέση μεταξύ τής ίστορίας καί τής τέχνης καί έδώ δέν είναι συστηματικά'προμελετημένη».1 Βέβαια ό Κόλινγουουντ Ιχει δίκιο δταν ύπογραμμίζει, πώς κά θε έπιστήμη Αναζητεί νά διαπιστώσει τό γενικό, τό νομοτελειακό καI νά τό έκφράσει σέ έννοιες, πώς δέν ύπάρχει καί δέν μπορεΐ νά ύπάρχει έπιστήμη, πού έχει γιά στόχο μονάχα τό Ατομικό, τό ;ιλναδικό, τό Απόλυτα Ανεπανάληπτο. Γι’ αύτόν τόν λόγο δ όριομός tcC Βίντελμπαντ καί τών άλλων νεοκαντιανών γιά τήν ιστορία ώς έ π ι σ τ ή μ η γιά τό άτομικό, ώς άτομικευμένη έ π ι σ τ ή μ η τούς όδήγησε σέ τόσο βαθιές καί καί Αξεπέραστες Αντιφάσεις, πού καταστρέφουν συνθέμελα τό φιλοσοφικοϊστορικό τους οικοδόμημα. Μά ό Κόλινγουουντ κριτικάρει τόν Βίντελμπα/τ καί τούς νεοκαντιζνούς δχι γιά τό δτι δέν κατορθώσανε νά θεμελιώσουν τή δυνα τότητα τής ίστορίας ώς έπιστήμης, άλλ’ άκριβώς τό άντίθετο — γιά τό δτι πασχίζουν νά θεμελιώσουν τήν Ιστορία ώ έπιστήμη, δτι δέν καταφέρνουν νά ύπερασπίσουν μέ συνέπεια καί Ισαμε τό τέλο τή θέση γιά τή ριζική Αντίθεση μεταξύ τής ίστορίας καί τής φυσιογνωσίας. Ή κριτική, δπου δ Κόλινγουουντ ύποβάλει τίς Αντιλήψεις τοϋ Βίντελμπαντ καί δλάκερου τοΟ νεοκαντιανισμοΟ, είναι κρ.τιχή Από τίς θέσεις μιδς συνεπέστερης ύποκειμενικοΐδεαλιστικής καί μεταφυσικής Αντίληψης, στ’ δνομα τής Αποφασιστικής καί Ασυμβί βαστης Απελευθέρωσης τής φιλοσοφικοΐστορικής σκέψης άπό κάβε λίγής ύπολείμματα τοΟ «φυσικοεπιστημονικοΟ», δηλαδή τοϋ ύλιστικοϋ τρόπου νόησης, έπιστημονικότητας Ακόμη καί θετικισμού. Άκριβώς γιατί ξεκινάει άπό μιά συνεπέστερη καί άσυμβίβαστη 61. Ibid., ρ. 168 (βλ. σημ. I, σελ . 264).
265
-*οκειμενικοϊδεαλιστική καί μεταφυσική άντίληψη, δ Κόλινγουουντ κατόρθωσε νά άπσκαλύψει μιά σειρά βασικές άντιφάσεις στούς νεοκαντιανούς, τήν άδυναμία τους νά τά βγάλουν πέρα μ’ αύτές τΙς άντιφάσεις καί άπό έδώ δλάκερη ή αχρηστία τής δικής τους φιλο σοφίας τής ιστορίας. Ό σκοπός τοΰ Κόλινγουουντ είναι νά έξαλείψε: κάθε δμοιότητα, κάθε κοινότητα, άκόμη καί κάθε άναλογία άνάμεσα στή Φύση καί στήν ιστορία, άνάμεσα στήν ιστορική γνώση καί στήν έπιστημονική γνώση γενικά. Γι’ αύτόν τόν λόγο βλέπεις τό μεγαλύτερο άμάρτημα τών νεοκαντιανών καί τήν πη γή δλων τών δυστυχιών καί άποτυχιών τους στήν παρέκκλισή τους πρός τό θετικισμό καί τή συνδεμένη μ’ αύτόν Επιδίωξη πρός τήν «έπιστημονικότητα». Ό Κόλινγουουντ κριτικάρει τόν Ρίκερτ γιά τό δτι παρόμοια μέ τούς θετικιστές άντιλαμβάνεται καί τή Φύση, καί τήν ίστορία, ώς άθροισμα άπό άτομιχά γεγονότα, καί φρονεϊ πώς τά ιστορικά γε γονότα διαφέρουν άπό τά φυσικά μονάχα στό δτι γι’ αύτά μπορούν νά γίνουν Αξιολογικές κρίσεις, δηλαδή βλέπει διαφορά μονάχα στόν τρόπο προσπέλασης τοϋ γνωστικού* ύποκειμένου πρός τά γεγονότα, μ ά δχι καί πρός τή φύση τών ίδιων τών γεγονότων. *0 Ρίκερτ, κατά τή γνώμη τοΰ Κόλινγουουντ, δέν καταλάβαινε, πώς «έκεΐνο πού προσδίδει άξία στά γεγονότα τοϋ παρελθόντος είναι τό περι στατικό πώς δέν άποτελοϋν μόνον άπλώς περασμένα γεγονότα, δέν άποτελοϋν νεκρό παρελθόν, άλλά Ινα ζωντανό παρελθόν, μιά κλη ρονομιά άπδ τΙς σκέψεις τοΰ παρελθόντος, πού δ Ιστορικός μετατρέ πει σέ δικό του μέ τή βοήθεια τής Ιστορικής συνείδησης».' Ό Κόλιγουουντ κριτικάρει τόν Ρίκερτ γιά τό δτι δέν είναι άροιετά συνεπής στδν ύποκειμενικό του Ιδεαλισμό, δτι παραπέμπει τά Ιστο ρικά γεγονότα άποκλειστιχά στό παρελθόν, δτι τά έξετάζει άπλώς σά μιά «παράσταση», πού διαδραματίζεται, νά ποΰμε, Ιξω άπδ τή συνείδηση τοΰ γνωστικού ύποκειμένου καί κατ’ αύτό ιόν τρόπο τούτη ή «παράσταση» άποδείχτηκε «μιά μεταβλημένη σέ Φύση ?-
• Mè τό νόημα «πού γνω ρ ίζει» (Σ η μ . τ. Μ ετ.). 1 R. G . C ollingw ood, op , pp. 169 - 170.
266
στορία.».1 Ά π ’ αύτή τή σκοπιά ό Κόλινγουουντ βλέπει στδ πρόσωπο τοϋ Ζίμελ Ιναν παλύ πιό συνεπή ύποκειμβνικόν Ιδεαλιστή. Μέ ικανο ποίηση σημειώνει πώς δ Ζίμελ είχε «τήν ξάστερη συνείδηση πώς γιά τόν ιστορικό «ή γνώση» τών γεγονότων, στήν έμπειρική Εν νοια τής λέξης, δέν είναι μπορετή : δ Ιστορικός δέν μπορεΐ ποτέ νά γνωριστεί μέ τό άντικείμενό του άκριβώς γιατί τοϋτο τό γεγονός είναι τό παρελθόν. Άποτελεϊται άπό γεγονότα, πού Ιχουν τελειώ σει καί πιά δέν ύπάρχουν, γιά νά μποροϋν νά παρατηρηθούν. Αύτό Ιχει ώς Αποτέλεσμα, τό πρόβλημα γιά τδ ξεχώρισμα άνάμεσα στήν :σπ>ρίχ καί στή φυσιογνωσία, δπως τδ θέτουν οί Βίντελμπαντ καί Ρ.'κερτ, νά μήν ύπάρχει πιά. Τά γεγονότα τής Φύσης δέν άποτελοϋν γεγονότα στό νόημα πού είναι αύτά στήν ίστορία».2 Στηρι γμένος πάνω στίς πηγές του, δ ιστορικός κατασκευάζει στή συνεί δησή του μιά εικόνα τοΰ παρελθόντος, πού είναι έντελώς ύποκειαενική καί δέν ύπάρχει πουθενά άλλοΰ έκτός άπό τή συνείδησή του. Ώ ς έδώ, κατά τή γνώμη τοϋ Κόλινγουουντ, δλα στή δοξασία τοΰ Ζίμελ, γενικά είναι καλά. Ή τραγωδία Αρχίζει άπδ έδώ καί πέρα, δταν δ Ζίμελ δηλώνει, πώς αύτή ή ύποκειμενική κατασκευή κατέχει Αντικειμενική άλήθεια. Μά «πώς είναι δυνατδν αύτό; Πώς απορεί ή καθαρά ύποκειμενική εικόνα, πού Ιχει κατασκευαστεί στή συνείδηση τοΰ Εστορικοϋ, νάπροεκταθεΐ στό παρελθόν καί νά παρου σιάζεται càv κάτι πού πραγματικά Ιγινε;»3— ρωτάει δ Κόλινγουουντ. Ή μοναδική Απάντηση, πού δ Ζίμελ δίνει σ’ αύτό τό έρώτημα, είναι πώς δ ιστορικός είναι πεπεισμένος γιά τήν Αντικειμενική πρα γματικότητα τής ύποκειμενικής του κατασκευής καί τήν έξετάζει σάν κάτι πραγματικό, Ανεξάρτητο Από τή συνείδησή του. Ό Κόλιν γουουντ Ιχει άπόλυτο δίκιο δταν άντιλέγει, πώς «αύτό δέν είναι κα βόλου λύση», γιατί τό «ζήτημα δέ βρίσκεται στό άν δ Ιστορικός Iχει τούτη τήν πεποίθηση γιά τήν πραγματικότητα τοϋ άντικειμένου του, Αλλά στό μέ ποιό δικαίωμα τήν Ιχει. Είναι αύτή μιά παραί 1. Ibid , 170. (βλ σημ. 2). 2. R. G . C ollingw ood, op c it., 3. Ibid., p. 171.
p. 180.
267
σθηση (Illusion), είτε είναι χτισμένη πάνω σέ κΑποια γερό θεμέλιο; Ό Ζίμελ δέν μπορεΐ νά δώσει Απάντηση σ’ αύτδ τό έρώτημα».* Ή αίτία γι’ αύτδ βρίσκεται στά δτι πάνω στό έδαφος τοΰ ύποκειμενικοΟ ΙδεαλισμοΟ δέν μπορεΐ νά Αποδειχτεί οδτε ή Αντικει μενική πραγματικότητα τοϋ Αντικειμένου τ))ς Ιστορικής γνώσης οδτε ή δυνατότητα τής Αντικειμενικής άλήθειας στήν ϊδια τήν ιστο ρική γνώση. Αύτό είναι δυνατό μονάχα άπό τΙς θέσεις τής ύλιστ·.κής θεωρίας τής γνώσης —τήν ύλιστική θεωρία τής ΑντανΑκλασης. Αλλά μιά τέτοια λύση τοΟ ζητήματος γιά τόν Κόλινγουουντ είναι άπαράδεκτη. Γι’ αύτόν τόν λόγο άναζητάει τήν κύρια αΙτία, πού έξαιτϊας της άπότυχε ό Ζίμελ στήν άπόπειρά του νά χτίσει μιά φιλοσο φία τής ίστορίας, ξανά στό περιστατικό πώς ό Ζίμελ δέν Απαλλάχτηκε έντελώς άπό τή θετικιστική άντίληψη.2 «Τό καλύτερο έπίτευγμα» τής γερμανικής άστικής φιλοσοφίας τής ίστορίας, άπό τά τέλη τοϋ δέκατου ένατου αΙώνα, ό Κόλινγου ουντ τό βλέπει στό σύγγραμμα τοϋ «μοναχικοϋ καί παραγκωνισμέ νου μεγαλοφυοΟς Ντίλταϊ»: «Εισαγωγή <πίς έπιστήμες γιά τό πνεϋμα». Παρά τό δτι ό Κόλινγουουντ στέκεται πάρα πολύ κοντά στό Ντίλταϊ, πάνω σέ μιά σειρά ζητήματα, κριτικάρει τίς άντιλήψεις του καί τίς Απορρίπτει ώς Απαράδεκτες. Πρώτο, δ Κόλινγουουντ, παρατηρεί πώς άκόμη πριν Από τόν Βίντελμπαντ δ Ντίλταϊ παρουσίασε τή θέση, πώς σέ διάκριση άπδ τή φυσιογνωσία, πού Ασχολεΐται μέ Αφηρημένες γενικεύσεις, ή ι στορία Ασχολεΐται μέ τό συγκεκριμένο, τό Ατομικό. Μά «αύτός δέ φτάνει ποτέ σέ μιά ικανοποιητική φιλοσοφία τής ίστορίας, γιατί οί Ατομικότητες, δπως τις καταλΑβαινε δ ίδιος, ήταν Απομονωμέ νες.. ξεχωριαμένα τό Ινα Από τ’ άλλο γεγονότα τοΰ παρελθόντος, δέν ήταν δλοκληρωμένα σέ μιά ιστορική διαδικασία έξέλιξής μέ τό καθαυτό νόημα τής λέξης».3 Σ’ αύτή τήν, ειπωμένο στή γλώσ σα μας, μεταφυσική δοξασία, κατά τή γνώμη τοΰ Κόλινγουουντ,
1. Ib id ., ρ. 171. (βλ. ση μ . 2). 2. R . G . C ollingw ood, op. c it., p. 171. 3. Ibid.. p. 172.
268
έκφράζεται μιά άπό τΙς πιό χαρακτηριστικές Αδυναμίες τής άστι κής φιλοτίοφικοϊστορικής στέψης έκείνου τοΟ καιροϋ, πού έμπόδιζε τό δρόμο καί τοΟ Βίντελμπαντ, καί τοϋ Ρίκερτ, καί τοΟ Ντίλταϊ πρός τή γνώση τών άληθινών φιλοσοφικών προβλημάτων τής Ιστο ρίας. Δεύτερο, ό Κόλινγουουντ έκτιμάει πάρα πολύ τήν άποψη τοΟ Ντίλταϊ, πώς 6 ιστορικός γνωρίζει τό παρελθόν, βιώνοντάς το γιά δεύτερη φορά στήν ϊδια του τήν ψυχική ζωή, πώς «ή άληθινή Ιστο ρική γνώ-:η άποτελεΐ έσωτερικό βίωμα (Erlebnis) τοϋ άντικειμένου τής ιστορικής γνώσης, ένώ ή φυσικοεπιστημονική γνώση ά ποτελεΐ τήν άπόπειρα νά γίνουν άντιληπτά (begreifcn) τά φαι νόμενα π ώ διαδραματίζονται μπροστά στά μάτια του.».1 Ό Ντίλταϊ, δμως, έξετάζει τή ζωή ώς άμεση πείρα. Τό δευτερωμένο βίωμα τών βιωμάτων Χών παραγόντων τοϋ ίστορικοϋ παρελθόντος στή συνείδη ση τοϋ ίσ.ορικοϋ άποτελεΐ άδιαίρετο τμήμα τών ϊδιων του τών ψυ χικών βιωμάτων, τής ίδιας του «έσωτερικής πείρας». Ά πό έδώ άκολουθεΐ, πώς ή Ιστορία δέν είναι τίποτε άλλο έκτός άπό τήν «κα τανόηση» ή τήν αύτογνώση τοϋ δικσϋ μου έγώ, τοϋ δικοϋ πνεύματ τος. Καί μ.ά πού, κατά τή γνώμη τοϋ Ντίλταϊ, τήν «κατανόηση» εϊτε τήν αύτογνώση, μάς τΙς δίνει ή ψυχολογία —ή «κατανοούσα ψυχολογία*, αύτό σημαίνει πώς ή ίστορία άνάγεται στήν ψυχολογία. 'Οπως ξέρουμε, σέ διάκριση άπό τόν Βίντελμπαντ, δ Ντίλταϊ δέν συγκαταλέγει τήν ψυχολογία στίς φυσικές έπιστήμες. Κ α τί τή γνώμη του ή ψυχολογία είναι ή βασική έπιστήμη γιά τό πνεϋ μα. Ό Κόλινγουουντ, δμως, φρονεί πώς αύτή ή άντίληψη τοϋ Ντίλταϊ είναι λαθεμένη. «'Τπάρχει κάτι λαθεμένο στήν Επιχειρη ματολογία τοϋ Ντίλταϊ —γράφει ό Ιδιος— καί δέν είναι δύσκολο νά κατανοηθεΐ αύτό. *Η ψυχολογία δέν είναι Ιστορία, παρά φυσι κή έπιστήμη, μιά έπιστήμη, βασισμένη πάνω σέ νατουραλιστικές άρχές. Ό ισχυρισμός πώς ή ίστορία μπορεΐ νά γνωστεΐ μονάχα μέ τή βοήθεια τής ψυχολογίας, δέ σημαίνει τίποτε άλλο έκτός άπό τό δτι ή ίοτορική γνώση είναι άδύνατη καί πώς ή μοναδική γνώ1. R . Ο . C olllngw ood, op. c it., 172.
269
ση, πού ύπάρχει, είναι ή φυσικοεπιστημονική».1 Νά γιατί δ Κό λινγουουντ φρονεί, πώς καί δ Ντίλταϊ δέν μπορούσε νά ξεφύγει άπδ τήν έπιρροή τοΰ θετικισμοΰ καί να θεμελιώσει τήν αύτονομία τής ιστορικής γνώσης. Άλλα δέν είναι μόνον αύτό. Τδ σημείο, δ που άρχίζει ή μεγάλη παραπλάνηση στδ σύστημα τοϋ Ντίλταϊ, κατά τή γνώμη τοΰ Κόλινγουουντ, βρίσκεται έκεϊ δπου αύτδς συν ταυτίζει τήν ίστορία μέ τά άμεσα ψυχικά βιώματα, τήν αύτογνωσία τοΟ πνεύματος —μέ τήν ψυχολογία. Ά ν έγώ ώς ίστορικδς —γρά φει δ Κόλινγουουντ— ξαναβιώσω γιά δεύτερη φορά στδ πνεϋμα μου δνα δρισμένο βίωμα τοϋ Ίούλιου Καίσαρα, αύτδ δέ σημαίνει πώς στή διάρκεια αύτής τής ένέργειας έγώ είμαι ’Ιούλιος Καίσαρας, δτι συνταυτίζω τήν προσωπικότητά μου μέ τήν προσωπικότητα τοΰ Καί σαρα. Ό χ ι, έγώ παραμένω έγώ, καί Ιχω τή συνείδηση, πώς ή προ σωπικότητά μου δέν είναι ταυτόσημη μέ αύτήν τοΰ Καίσαρα. «Ταυτόχρονα, δμως μετατρέπω τήν πείρα του (experience) σέ δική μου πείρα. Τδ ζωντανδ παρελθόν τής ίστορίας έξακολουΟεΐ νά ζεϊ στδ παρόν, άλλ’ αύτδ ζεΐ δχι στήν άμεση πείρα τοΰ πα ρόντος, παρά μονάχα στήν αύτογνωσία τοϋ παρόντος. Αύτδ δέν τδ κατάλαβε ί Ντίλταϊ, πού φρονεί πώς αύτδ ζεϊ στήν τωρινή άμεση πείρα τοΰ έγώ. Μά τούτη ή πείρα δέν είναι Ιστορική νόηση».2 Δέν είναι δύσκολο νά άντιληφθεί κανείς, πώς δσο περιορισμένη κι άν είναι ή κριτική, πού δ Κόλινγουουντ άσκεΐ στδν ψυχολογισμό τοΰ Ντίλταϊ, περιέχει στοιχεία άλήθειας καί άπ&καλύπτει Ιναν άπδ τούς βασικούς της παραλογισμούς — τή συνταύτιση τοΰ ιστορικού παρελθόντος μέ άμεσα ψυχολογικά βιώματα τοΰ ίστορικοΰ, πού μελετάει τοΰτο τδ παρελθόν. Άλλά ή διέξοδος, πού δ Κόλινγουουντ προτείνει, δέν δδηγεϊ καί δέν μπορεΐ νά δδηγήσει ϊξω άπδ τά δρια έκείνου τοΰ ύποκειμενικοΰ Ιδεαλισμοΰ, πού πάνω στήν Επι φάνεια του περιφέρεται δ Ντίλταϊ. Ή διαφορά βρίσκεται μονάχα στό πώς έ Κόλινγουουντ πασχίζει νά Αντικαταστήσει τδν ψυχολο γικό ύπσκειμενισμδ τοϋ Ντίλταϊ μέ τδ γνωσιολογικόν ύποκειμενιαμό. 1. Ibid.. ρ. 173. (βλ . σημ. 2). 2. R . G . Collingw ood op. cit. p. 174.
270
Τρίτο, 6 Κόλινγουουντ Απορρίπτει τή διδασκαλία τοϋ Ντιλταϊ γιά τ;ς κοσμοαντιλήψεις καί τόν συνδεόμενο μ’ αύτή γνωσιολογικό ρελανιβισμό ώς παραλογισμούς. Σωστά ύποδεικνύει, πώς £ν τά διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα, οί διαφορετικές κοσμοαντι λήψεις άποτελοΰν Αναπόφευκτη Απόρροια τής ψυχολογικής διάρ θρωσης τών προσωπικοτήτων που τά δημιούργησαν, τότε τό ζήτημα για τήν όρθότητα ή τή σφαλερότητα τών φιλοσοφικών συστημάτων διαγράφεται, μια καί ό Ντίλταϊ δέν μπορεΐ νά ύποδείξει κανένα κριτήριο για τόν καθορισμό τής Αλήθειας. «Εξεταζόμενη Απ’ αύτή τήν ψυχολογική σκοπιά —γράφει ό Κόλινγουουντ — ή φ'λοσοφία παύει γενικά νά είναι φιλοσοφία».1 Τέτο^το, δ Κόλινγουουντ σωστά παρατηρεί, πώς άπό τΙς θέ σεις τοϋ Ντίλταϊ, καθώς καί τοΰ Ζίμελ, δέν είναι δυνατό νά θεμε λιωθεί οδτε ή δυνατότητα τής Αντικειμενικής Αλήθειας στήν Ιστο ρική γνώση, οδτε τής ίδιας τής ιστορικής γνώσης. Γιατί, άν πιστέ ψουμε τόν Ζίμελ, ή Ιστορία δέν είναι τίποτε Αλλο παρά μιά «καθα ρή παρακθ-ι,σιακή προέκταση τών καταστάσεων τής ίδιας μας τής συνείδηστ/ς πΑνω στήν Αδεια όθόνη τοΰ Αγνώσιμου παρελθόντος*.2 "Αν πιστέψουμε τόν Ντίλταϊ, ή Ιστορία είναι τμήμα Απ’ τά Αμε σα ψυχικά βιώματα τοΰ γνωστικοΰ ύποκειμένου. Στή μιά καί στήν άλλη περίπτωση ή ιστορία διαλύεται χωρίς κατάλοιπο στόν ύποκειμενισμό. Παρά τήν κριτική του στάση Απέναντι στίς φιλοσοφικοϊστορικές Αντιλήψεις τών νεοκαντιανών καί τοΟ Ντίλταϊ, δ Κόλινγου ουντ δέχεται πολλές Από τΙς δοξασίες τους καί πριν Απ’ δλα τό βα σικό τους δόγμα γιά τήν Αντίθεση ΑνΑμεσα στή Φύση καί στήν ι στορία, άνάμεσα στή φυσιογνωσία καί στήν Ιστορική γνώση. «Γιά τόν φυσιοδίφη — ισχυρίζεται δ Κόλινγουουντ— ή Φύ ση είναι ·;:άντα καί Αποκλειστικά £να «φαινόμενο».3 «Τά φυσικά γεγονότα είναι καθαρά γεγονότα (mere events)»,4 ένώ τά γεγο 1. 2. 3. 4.
R. G. Ibid., Ibid.. Ibid.,
C ollingw ood, op. cit., p. 173 p 175. d. 214. p. 214.
271
νότα πού μελετάει δ ιστορικός ποτέ δέν είναι «καθαρά φαινόμενο», «καθαρά γεγονότα». Κάθε Ιστορικό γεγονός άποτελεΐ δράση τών άλφα ή βήτα προσωπικοτήτων (agents), που καθοδηγούνται στίς ένέργειές τους άπό όρισμένες ακέψεις, Ιδέες. Γι’ αύτόν τόν λόγο κάθε ίσν,ρικό γεγονός Ιχει δυό πλευρές: μιά «φαινομενική», δηλ. «έξωτερική», καί μιά άλλη — «έσωτερική». Ή «φαινομενική», είτε ή «έξωτερική», πλευρά τοΟ ίστορικοϋ γεγονότος είναι, νά ποΰμε, ή «φυσική πλευρά» του. «Μέ τόν δρο έξωτερική πλευρά τοϋ γεγονότος —γράφει ό Κόλινγουουντ— έννοώ κάβε τί πού άνήκει σ’ αύτό, πού θά μποροϋσε νά έκφραστεΐ μέ τή γλώσσα τών σωμά των καί 'ών κινήσεών τους», ένώ «μέ τόν δρο έσωτερική πλευρά ένός γεγονότος» — «έκεΐνο σ’ αύτό, πού θά μποροϋσε νά Εκφρα στεί μέ τή γλώσσα τής νόησης».1 Ή «έσωτερική πλευρά» τοϋ Ιστο ρικού γεγονότος είναι τό νοητικό, τό Ιδεΐκό περιεχόμενο, πού τό προκάλε-Λ. ’Ακριβώς τό ίδείκό περιεχόμενο τών Ιστορικών γεγονό των τά ίεχωρίζει άπό τά φυσικά γεγονότα καί άποτελεΐ τήν ούοία τής ιστορίας. «Μιά φυσική διαδικασία είναι διαδικασία άπό γεγονότα, μιά ιστορική διαδικασία είναι διαδικασία άπό σκέψεις».2 «'Ολάκερη ή ίστορία είναι ή ίστορία τής σκέψης (All history is the history of thought).3 Τά φυσικά φαινόμενα δέν είναι Εργο τών άνθρώπων, τής συν ειδητής τους δράσης. Γι’ αύτό δέν Εχουν δική τους «έσωτερική πλευρά» καί τό καθήκον τοΰ φυσιοδίφη είναι πολύ πιό άπλό άπό τό καθήκον τοϋ ίστορικοϋ. Ό πρώτος οδτε είναι ύποχρεωμένος, οδτε μπορεΐ νά Ερευνήσει τήν «έσωτερική πλευρά» τών φυσικών φαινομένων, γιατί αύτή άπλούστατα δέν ύπάρχει. ’Από μιάν άπο ψη, δμως, ή δουλειά τοϋ Ιστορικοϋ είναι πιό άπλή άπό έκείνη τοϋ φυσιοδίφη- «ό ιστορικός δέν πρέπει καί δέν μπορεΐ, χωρίς νά πάψει νά είναι Ιστορικός, νά μιμείται τόν φυσιοδίφη στήν άναζήτηση τών αΐτιών ή τών νόμων τών γεγονότων».4
1. 2. 3. 4.
272
R . Ο . C ollingw ood, op c it., p. 213. Ibid., p. 316. Ibid., p. 21 S. Ibid., p. 214.
Ό Κόλινγουουντ άρνιέται τήν ύπαρξη Αντικειμενικών αίτιακών σχέσεων καί νομοτελειών στήν Ιστορία. Ταυτόχρονα βιάζεται νά προσθέσει: «αύτδ δέ σημαίνει, πώς λέξεις δπως «αίτια» είναι γενικά άνεφαρμόσιμες στήν ίστορία. Αύτό σημαίνει μονάχα πώς έδώ χρησιμοποιοϋνται σέ Ιδιαίτερο νόημα... Γιά τόν Ιστορικό ή αίτια τοϋ γεγονότος είναι ή σκέψη στή συνείδηση τής προσωπικό τητας, πού διαμέσου τής δράσης της έγινε τό γεγονός».' Ό Κόλιν γουουντ δέν άρνιέται όλότελα τή σημασία τής έρευνας τής «έξωτερικής πλευράς» τών ιστορικών γεγονότων. ’Αλλά ή έρευνα, κα τά τή γνώμη του, δέν Αντιπροσωπεύει τήν ούσία τής έρευνττικής δουλειάς τοϋ ίστορικοΰ. Έ δραστηριότητα τοϋ ΕστορικοΟ «μπορεΐ ν’ άρχίσει μέ τήν έρευνα τής έξωτερικής πλευράς ένός γεγονότος —γράφε, ό Γδιος,— ποτέ, δμως, δέν μπορεΐ νά τελειώσει μ’ αύτό».2 «Τά Ιστορικά γεγονότα δέν άποτελοΟν διαδικασίες άπό καθαρά γεγονότα, μά διαδικασίες άπό ένέργειες, πού έχουν έσωτερική πλευρά, άποτελούμενη άπό νοητικές διαδικασίες. Ό ιστορικός έρευνάει άκριβώς αύτές τΙς νοητικές διαδικασίες».3 Σ’ άντίθεση μέ τόν φυσιοδίφη, ό Ιστορικός άσχολεΐται «δχι μέ τά γεγονότα σάν τέτοια», παρά «μονάχα μ’ έκεΐνα τά γεγονότα πού άποτελοΟν έίωτερική έκφραση σκέψεων, καί άσχολεΐται μέ αύτά μονάχα στό βαθμό πού έκφράζουν σκέψεις».4 Νά γιατί, γιά νά καταλάβουμε ίνα δοσμένο ιστορικό γεγονός, σύμφωνα μέ τή γνώμη τοϋ Κόλιν γουουντ, Θα πει νά καταλάβουμε τΙς σκέψεις, τΙς ιδέες, άπ’ δπου καθοδηγήθηκαν οί προσωπικότητες πού τό κάνανε. 'Οταν τό πράξουμε αύτό, έχουμε καταλάβει τΙς αιτίες, Ακριβέστερα τά μοτίβα, τοϋ Ιστορικοΰ γεγονότος. Μά πώς μπορεΐ ό ιστορικός νά άνακαλύψει τοϋτες τις σκέψεις (ιδέες) καί νά τΙς καταλάβει ; 'Τπάρχει μόνον ένας δρόμος πρός αύτόν τόν σκοπό, άποκρινεται ό Κόλινγουουντ: ή άναπαραγωγή τους (rethinking) στήν ίδια του τή συνείδηση»,5 δηλ. δ Ιστορι 1. 2. 3. 4. 5.
18
R. G. Ibid., Ibid , Ibid., Ibid..
C ollingw ood, op. cit., pp. 214 - 215. p. 213. p. 215. p. 217. p. 215.
273
κός πρέπει νά τίς «άνασκεφτεΐ» στή συνείδησή του. Στή διαδικα σία αύτής τής «άνάσκεψης», δμως, δ ιστορικός δέν άναπαράγει άπλώς τ’ις ίδέες του παρελθόντος τέτοιες που ήταν, άλλά τδ άνασκέπτεται «κριτικά», πάνω στή βάση τής ίδιας του τής γνώσης, άπό τήν ϊδια του τήν όπτική γωνία. Γι’ αύτόν τόν λόγο τό άντικείμενο τής Ιστορικής γνώσης «δέν είναι απλώς άντικείμενο, δέν είναι κάτι τί πού βρίσκεται Ιξω άπό τή συνείδηση (mind), πού τό γνωρίζει. Είναι μια δραστηριότητα τής νόησης, πού μπορεΐ να γνωστεϊ μόνο στό βαθμό πού ή γνωρίζουσα συνείδηση τήν άναπλάθει καί κάνοντας αύτό, γνωρίζει ή ϊδια τόν έαυτό της. Για τόν Ιστορικό ο\ δραστηριότητες, πού τήν Ιστορία τους αύτός έρευνά«ι, δέν είναι παραστάσεις, πού διαδραματίζονται μπροστά στό βλέμμα του, άλλα πείρα, πού πρέπει να βιωθεΐ άπό τή συνείδησή του».1 Κάνοντας Ισολογισμό τής κριτικής του άνάλυσης πάνω στίς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τών Βίντελμπαντ, Ρίκερτ, Ζίμελ καί Ντίλταϊ, δ Κόλινγουουντ παρατηρεί, πώς «πραγματικά οί νέες ίδέες», πού δημιούργησαν καί κληροδότησαν αύτοί οί άστοί σχοχαστές, «ήταιν λίγες».2 Γεννιέται, δμως, τό έρώτημα: μπόρεσε άραγες 6 ϊδιος ό Κόλινγουουντ νά ξεπεράσει τις βαθιές άντιφάσεις, δπου μπλέχτηκαν οί προκάτοχοί του, καί τί νέες φιλοσοφικοϊστορικέ: ίδέες δημιούργησε ό ϊδιος; Ή άπάντηση σ’ αύτό τό έρώτημα δεν μπορεΐ νά είναι άλλη έκτός άπό άρνητική. Παρά τήν κριτική του στάση άπέναντι στούς νεοκαντιανούς καί στό Ντίλταϊ, δ Κόλινγου ουντ κινϊΐται στήν κοίτη τής φιλοσοφικοΐστορικής τους σκέψης. Είναι έπίγονός τους, πού ή ύπηρεσία του βρίσκεται στό δτι προσέδωσε συνεπέστερο ύποκειμενικοϊδεαλιστικό χαρακτήρα στ)ς άντ:λήψεις τών προκατόχων του καί δέ φοβήθηκε νά βγάλει τα συμπε ράσματα πού λογικά άπορρέανε άπό τίς άντιλήψεις τους. Πρώτο, δ Ντίλταϊ έξετάζει τήν ιστορία ώς «έπιστήμη γιά τό πνεύμα». Τέτοια είναι στήν ούσία ή άντίληψη καί τών νεοκαντιανών. Ό Κόλινγουουντ έμμένει στήν ϊδια ίδεαλιστική δοξασία. «Ή ί-
1. R . G. Collingw ood, op. c it., p. 218. 2. Ib it., p. 175.
274
στορική γνώση —γράφει δ ϊδ-.ος— είναι γνώ ση γιά κείνο που ή συνείδηση (mind) Ικανέ στό παρελθόν καί ταυτόχρονα είνα: τό δευτεροκάμωμα, ή διαιώνιση τών περασμένων δραστηριοτήτων στό παρόν».1 Ή κύρια διαφορά βρίσκεται στό δτι δ Ντίλταϊ καί οί νεοκαντιανοί πασχίζανε να «θεμελιώσουν» τήν Ιστορία ώς «έπιστή μη·», ένώ δ Κόλινγουουντ άπιευθείας δηλώνει, πώς δέν μπορεΐ νά είναι έπιστήμη. Δεύτερο, δ Ντίλταϊ καί οί νεοκαντιανοί άρνιοϋνται τήν Αντι κειμενική δπαρξη αΐτιακών σχέσεων καί νομοτελειών στήν ιστο ρία καί φρονοΰν δτι τό καθήκον τής Ιστορικής γνώσης δέν είναι νά άνακαλύπτει τούτες τίς σχέσεις καί νομοτέλειες, άλλα τά Ιδεϊκά μοτίβα, πού κινούν τούς Ιστορικούς παράγοντες. Στήν Γδια άντί ληψη έμμένει καί ό Κόλινγουουντ. 'Ολάκερη ή πανσοφία τής δι κής του φιλοσοφίας τής Ιστορίας περικλείνεται στήν παραδοσια κή ιδεαλιστική δοξασία, πώς οί ιδέες κινούν τήν Ιστορία. 'Π πέ τρα, που πάνω της σκόνταψαν δλοι οί όπαδοί αύτής τής Ιδεαλιστικής δοξασίας, είναι τό ζήτημα: άπό τί διακαθορίζονται οί ίδιες οί ιδέες, ή πολυμορφία καί έξέλιξή τους; Ό Ντίλταϊ πασχίζει νά βρει τήν ίξήγηση αύτού τοΰ ζητήματος στίς διαφορές τών κλιμα τικών δρων, τής φυλής καί κυρίως στή διαφορετική διάρθρωση τής ψυχικής ζωής. Αύτό, δμως, τόν δδήγησε σέ αξεπέραστες Αν τιφάσεις, πού γκρεμίζουν όλάκερο τδ σύστημά του. Ό Κόλινγουουντ καταλαβαίνει έπίσης πώς άπό τις θέσεις τοΰ Ιδεαλισμού δέν μπο ρεΐ νά δοθεί άπάντηση σ’ αύτό τό ζήτημα. Νά γιατί προτιμάει γε νικά νά μή θέτει τοΰτο τό ζήτημα καί δηλώνει, πώς άν δ ιστορικός Ιχε: διαπιστώσει τά ίδεϊκά μστίβα, πού κινοΰν τίς δραστηριότητες τών ιστορικών παραγόντων σέ δοσμένο ιστορικό γεγονός, κατάλα βε πιά ;ίς αιτίες τοΰ ίστορικοϋ γεγονότος. ’Αλλ’ αύτό δέν άποτε λεΐ καθόλου διέξοδο άπό τή δυσχέρεια, γιατί μέ τέτοια «έξήγηση» y i προβάλλει πάντα μπροστά στόν ιστορικό τό έρώτημα: γιατί οί ίί.τορικοί παράγοντες άπό διαφορετικές έποχές ή άπό μιά καί τήν ϊδια έποχή Ιχουν διαφορετικέ; ιδέες; άπό τί καθορίζεται ή πολυ-
1. R. G . Collingw ood, op. cit., p. 218.
275
μορφιά καί ή έςέλιξη τών Ιδεών; κ.ά. Τελικά, 6 Ντίλταϊ καί ot νεοκανηανοί φτάσα/νε άναπόφευχτα σέ ύποχειμενισμό, ρελατιβισμό χαί άγνωστικισμό στήν Ιστο ρική γνώση. Στδν Κόλινγουουντ αύτά τά βασικά Ελαττώματα τοΟ 'δεαλισμοΰ παρουσιάστηκαν στδ τελευταίο τους δριο. ’Απδ δλα δαα μάς λέει για τήν Ιστορία καί γιά τήν ιστορική γνώση, άκολουΡεΙ πώς ή Ιστορία οδτε άσχολεΐται, οδτε μπορεΐ νά άσχολεΐται μέ τό «παρελθδν αύτδ καθαυτό». Έκεΐνο πού δνομάζουν Ιστορικό γε γονός ούσιαστικά δέν είναι τίποτε 4λλο παρά δημιούργημα τής συνείδησης τοΰ ίστορικοΰ. Μαζί μέ τόν ’Οουκσιος ό Κόλινγουουντ θά μποροΰσε νά πει: «Ή ίστορία είναι ή πείρα (τά βιώματα— Ν. Ί .) τοΰ Ιστορικοΰ. Έ ίστορία δέν είναι «καμωμένη» άπό κανέναν 4λλον έξόν άπδ τδν ιστορικό: νά γράφεται ή Ιστορία είναι 6 μοναδικός τρόπος νά γίνει αδτή».* Τδ συμπέρασμα άπό δλους τούς Ισχυρισμούς του είναι, πώς αύτό καθαυτό τό Ιστορικό παρελθόν είναι δχι μόνον άγνώσιμο, μά καί δέν ύπάρχει. Έκεΐνο πού δνομάζουμε «Ιστορική γνώση» ούσιαστικά άναφέρεται στδ ύποοοειμενικό περιεχόμενο τοΰ γνωστικοΟ ύποκειμένου — τοΰ ίστορικοΰ. Δέν ύπάρχει άντικειμενική Ιστορική άλήθεια. Κάθε έποχή, κάθε γενιά, άκριβέστερα κάθε προσωπικό τητα έχουν τήν ιστορική τους γνώση, τήν Ιστορική τους άλήθεια, πού είναι τόσο Ιγκυρη, τ) άκυρη δσο καί οί άλλες. ’Ομως άν κάθε ιστορία είναι μονάχα σύγχρονη ιστορία, άν κάθε ίστορία ύπάρχει μονάχα γιά μάς καί άν δ ιστορικός δέ με λετάει καί 5έ γνωρίζει τίποτε άλλο έκτός άιπό τά περιεχόμενα τής ίδιας του τής συνείδησης καί ή Ιστορική του γνώση δέν είναι τί ποτα άλλο έκτός άπό τήν αύτογνωσία τοΰ ϊδιου του τοΰ έγώσέ τέτοια περίπτωση δλες ot ιστορικές Ερευνες, δλες οί προσπάθει ες νά διεισδύσουμε στό ιστορικό παρελθόν καI νά τό καταλάβουμε, γιά νά Αντλήσουμε κάποια διδάγματα γιά τδ παρόν καί γιά τό μέλλον, δλάκερη ή τεράστια Ιστορική φιλολογία, πού Εχει δημιουργηθεΐ στό ξιάόα τών αιώνων, Αποδείχνεται έντελώς κούφιο καί άχρηστο Εργο.
1. Π αραθ. κ α ιά Ε Η . C a rr, W has is H isto ry ? , p. 22.
276
Ή θεωρία τοϋ Κ. Πόπερ γιά τήν «κατανόηση» ώς «καταστασιακή άνάλυση». Ό Πόπερ άνήκει στή δεύτερη, στή θετικιστική κατεύθυνση τής άστικής φιλοσοφίας καί Ιστορίας καί μπορεΐ να είπωθεΐ, χω ρίς ύπερβολή, πώς σήμερα είναι δ άδρότερος έκπρόσωπός της. Τό χαρακτηριστικό, δμως, γιά τόν νεώτατο θετικισμό είναι πώς στόν τομέα τής φιλοσοφίας τής ίστορίας άπομα/κρύνεται σημαντικά άπό τόν παλιό θετικισμό καί πάνω σέ μιά σειρά βασικά ζητήματα πλη σιάζει όλοένα καί περισσότερο τΙς δοξασίες τής πρώτης κατεύθυν σης, πού έκπροσωπεΐται άπό τούς νεοκαντιανούς οοαί φιλοσόφους σάν τόν Ντίλταϊ καί τόν Κόλινγουουντ, πού δ Ούόλς τήν όνομάζει «τυπικά ιδεαλιστική». Αύτό φαίνεται όλοκάθαρα στίς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τοΟ Πόπερ, πού άρνιέται κιόλας τή δυνατό τητα τής ίστορίας ώς έπιστήμης καί ύποστηρίζει τή θέση γιά τήν καταρχική άντίθεση άνάμεσα στίς φυσιοιές έπιστήμες καί στήν Ι στορία. Ταυτόχρονα, δμως, διαφέρει άπό τή λεγόμενη «τυπική Iδεαλιστική» κατεύθυνση πάνω στό ζήτημα γιά τά κριτήρια, πού πάνω στή βάση τους πρέπει νά καθορίζεται ή καταρχική άντίθεοη άνάμεσα στίς φυσικές έπιστήμες καί στήν Ιστορία. Τέτοιο, λόγου χάρη, είναι τό ζήτημα γιά τήν «κατανόηση» ώς ειδική μέθοδο τών έπιστημών γιά τό πνεΰμα», πού δ Πόπερ έξετάζει στήν εισήγησή του μέ θέμα «Γιά τή θεωρία τοΟ άντικειμενιχοΟ πνεύματος». «Σχεδόν δλοι οί μεγαλύτεροι έπιστήμσνες ■ — γράφει δ ϊδιος, — πού μελετούν αύτό τό πρόβλημα — θά μνημο νεύσω μονάχα τό Ντίλταϊ καί τόν Κόλινγουουντ — ύποστηρίζουν,
277
ίζ: οί έπιστήμες γιά τό πνεύμα διαφέρουν ριζικά άπό τίς φυσικές
έπιστήμες κι δτι ή πιό χτυπητή διαφορά βρίσκεται στό πώς τό κεντρικό καθήκον τών έπιστημών για τό πνεϋμα είναι ' / « κ α τ α λ α β α ί ν ο υ ν μέ τό νόημα που καταλαβαίνουμε τούς άνθρώμους, άλλα δχι καί τή Φύση. Λένε πώς ή κατανόηση βασίζεται στήν κοινή μας άνθρώπι νη φύση. Στή βασική της μαρφή Αντιπροσωπεύει ένορατική ταύ τιση μέ άλλους ανθρώπους. Σ’ αύτή τήν ταύτιση ύποβοηθιούμαστε άπό τίς έκφραστικές κινήσεις, δπως οί χειρονομίες καί ή λαλιά. Παραπέρα ή κατανόηση Αντιπροσωπεύει κατανόηση τών άνθρώπινων ένεργειών. Καί τέλος ή κατανόηση είναι κατανόηση τών προϊόντων τοΰ άνθρώπινου πνεύματος».1 Ό Πόπερ συμφωνεί μέ τό Ντίλταϊ καί τόν Κόλινγουουντ, «δτι ή κατανόηση είναι σκοπός τών έπιστημών γιά τό πνεϋμα». Άντιστρατεύεται, δμως, στίς Απόπειρές τους νά Ανακηρύξουν «τή μέθοδο τής κατανόηση» σέ μονοπώλιο τών «έπιστημών γιά τό πνεύ μα». «ώς χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα τών έπιστημών γιά τό πνεϋμα, ώς σημάδι πού μ ά ς βοηθάει νά τις ξεχωρίζουμε Από τίς φυσικές έπιστήμες».2 «Ή κατανόηση — Ισχυρίζεται δ Πόπερ — είναι σκοπός δχι μόνο τών «έπιστημών γιά τό πνεϋμα», Αντίστοι χα τής ίστορίας, Αλλά έπίσης καί τών φυσικών έπιστημών, δπου μπορεΐ νά έφαρμόζεται μέ δχι μικρότερη έπιτυχία Απ’ δσο στις «έ πιστήμες γιά τό πνεϋμα». Κατά τή γνώμη του «μπορούμε v i μά θουμε νά κατανοούμε τις έκφραστικές κινήσεις τών Ανωτέρων ζώ ων μέ τό νόημα, τό πολύ δμοιο μέ τό νόημα πού κατανοούμε τούς Ανθρώπους».3 Άλλά δ Πόπερ δέν περιορίζει τή μέθοδο τής κατα νόησης μονάχα στα «Ανώτερα ζώα». Ό Γδιος ύποδεικνύει, πώς «δ X. Σ. Τζιένινγκς δμαθε νά κατανοεί τούς μονοκύτταρους δργανιομούς σέ τέτοιο βαθμό, ώστε νά τούς Αποδίδει σκοπούς καί προθέ-
1. Κ . Popper, O n the T h eo ry o f the O bjective M ind. In : A kten des XIV Inteanatio n alen K o n g resses fü r Philosophie, V erlag H erd er. W ien, 1968, s. 42. 2. Ibid., s. 43. 3. Ibid.. ss. 42 - 43.
278
σεις».1 Κι’ αύτό σημαίνει, πώς ή «κατανόηση», παρμένει στό νό ημα πού κατανοούμε τούς άνθρώποι>ς, είναι έφαρμόσιμη δχι μονά χα στα ζώα, μά καί στά φυτά, γιατί αύτά είναι Ανώτεροι δργανιομοί άπό τά μονοκύτταρα. Ό Πόπερ Αναγνωρίζει πώς ύπάρχει κάποια διαφορά άνάμε σα στήν «κατανόηση» τών «έπιστημών γιά τό πνεϋμα» καί στήν «κατανόηση» τών φυσικών έπιστημών. ’Αλλά τούτη ή διαφορά δέν είναι καταρχική. Ή «κατανόηση» τών φυσικών έπιστημών Ιχει «έλαφρά διαφορετικό νόημα» άπδ τήν «κατανόηση» τών «Ε πιστημών γιά τό πνεϋμα», μά ή διαφορά τούτων τών δυό είδών ‘κατανόησης», κατά τή γνώμη τοΰ Πόπερ, φαίνεται δχι μικρότε ρη άπό τΙς πολλές διαφορές, πού ύπάρχουν άνάμεσα στήν κατα νόηση τών άνθρώπων καί τών ένεργειών τους.2 Γι’ αύτό, σ’ άντίθεση μέ τό Ντίλταϊ καί τόν Κόλινγουουντ, δ Πόπερ έπιμένει δ χ ι πάνω στή διαφορά, μά πάνω στό κ ο ι ν ό άνάμεσα στήν «κατανόηση» τών έπιστημών γιά τό πνεϋμα» καί στήν «κατανόηση» τών φυσικών έπιστημών, πράγμα πού διατυ πώνει σέ τέσσερα βασικά σημεία. Ό πω ς ξέρουμε, δ Ντίλταϊ θεμελίωνε τή δυνατόητα τής «κα τανόησης» άνάμεσα στούς άνθρώπους μέ τήν κοινότητα τής φύ σης τους, τής «ψυχικής διάρθρωσής» τους. Τήν ίδια λογική χρη σιμοποιεί καί δ Πόπερ. ’Αλλά ένώ δ Ντίλταϊ χρησιμοποιεί τούτη τή λογική, γιά νά θεμελιώσει τήν άντίθεση άνάμεσα στίς «έπιστή μες γιά τό πνεϋμα» καί τΙς φυσικές έπιστήμες, δ Πόπερ τή χρησι μοποιεί, γιά νά Αποδείξει, πώς άπό τή σκοπιά τής «κατανόησης» άνάμεσα στ'ις «έπιστήμες γιά τό πνεϋμα» καί στίς φυσικές έπιστή μες δέν υπάρχει καμιά ούσιαστική διαφορά. Πρώτο, «Ιτσι δπως καταλαβαίνουμε τούς άλλους άνθρώπους χάρη στήν κοινή μας άν θρώπινη φύση —γράφει δ Πόπερ,— κατά τόν ϊδιο τρόπο μποροϋμε νά καταλάβουμε καί τή Φύση, γιατί εϊμαστε μέρος αύτής». Δεύτερο, «έτσι δπως καταλαβαίνουμε τούς άνθρώπους, έξαιτίας δρισμένης δρθολογικότητας τών σκέψεων καί τών ένεργειών τους, έτσι μποροϋμε νά καταλάβουμε καί τούς νόμους τής Φύσης, έξαιτί-
1. Κ . Popper, op, c it,, 2. Ibid., s. 43.
s.
43.
279
ας κάποιου είδους όρθολογικότητας ή κατανοητές Αναγκαιότητας, πού τούς προσιδιάζει έ-σωτερικά». Τρίτο, μποροΟμε νά καταλα βαίνουμε «τόν κόσμο τής Φύσης κατά τόν ϊδιο τρόπο, πού καταλα βαίνουμε Ινα δοσμένο Ιργο τής τέχνης: ώς δημιούργημα». Τέταρ το, «στίς φυσικές έπιστήμες ύπάρχει ή συνείδηση γιά τήν δριστική Αποτυχία δλων τών Αποπειρών μας νά καταλάβουμε, πράγμα πού συζητήθηκε πολύ άπό τούς Εκπροσώπους τών Ανθρωπιστικών έπιστημών καί πού είχε έξηγηθει μέ τήν «άλλότητα» τών άλλων Ανθρώπων, μέ τήν άδυνατότητα δποιασδήποττε πραγματικής αύτοχατανόησης καί μέ τό Αναπόφευχτο τής ύπεραπλούστευσης, πού προσιδιάζει σέ κάθε Απόπειρα νά κατανοηθεΐ κάτι μοναδικό καί πραγματικό». Μά, προσθέτει δ Πόπερ, στή δοσμένη περίπτωση Ε χει μικρή σημασία «τό άν τούτη ή πραγματικότητα είναι κοσιική ή μικρσκοσμική», δηλαδή αύτό ισχύει τόσο γιά τόν Κόσμο, γιά τή Φύση, δσοκαί γιά τόν άνθρωπο.1 Ταυτόχρονα ό Πόπερ έπιδιώκει νά Απαλλάξει τή «μέθοδο τής κατανόησης» άπό έκεϊνον τόν Αδιέξοδο ύποκειμενισμό καί σολιψισμό* πού μέ αύτόν είναι συνδεμένη ή «μέθοδος τής κατανόη σης» στό Ντίλταϊ καί στόν Κόλινγουουντ, δίνοντάς της μιά πλα τύτερη έρμηνεία. Γιά νά ξεκαθαρίσει τή διαφορά άνάμεσα στήν ϊδια του τή δοξασία γιά τήν «κατανόηση» καί τή δοξασία τοΰ Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλινγουουντ, δ Πόπερ παίρνει Ινα τυπικό παράδει γμα, πού μ’ αύτό δ Κόλινγουουντ Απεικονίζει τήν ούσία τής «με θόδου τής κατανόησης». «Υποθέστε — γράφει δ Κόλινγουουντ, —πώς δ Ιστορικός «διαβάζει τόν Κώδικα τοΰ Θεοδόσιου καί Ιχει μπραττά του κάποιο διάταγμα ένός αύτοκράτορα. Ή άπλή άνάγνωση τών λέξεων καί ή Ικανότητά του νά τΙς μεταφράσει δέν είναι αρκετές, γιά νά Ιχει γνώση γιά τήν Ιστορική τους σημασία. Γιά νά τό πετύχει τοΰτο πρέπει νά φανταστεί τ ή ν κ α τ ά σ τ α 1: Κ . Popper, op. c it., s. 43. * Γνα>σιοθεα>ρητικάς έ γω ΐσμ ό ς. Ά π ό τό λατ. so lu s = μ ονοδικός κ α ί ipse = μ όνος. Ύ κ ο κ ειμ β νικ ο ΐδ εα λ ισ τικ ή θ ε β ρ ία σύμφωνα μ* α ύ τή ν ύ πά ρ χει μόνον ό άνθρω πος μέ τή συνείδησή του, ένΑ ό ά ντικ β ιμ ενικός κόσμ ος, μαζί κ α ί ο( άνθρω ποι, ύ πά ρχει μ ο νά χα σ τή συ ν· ■(δηση τοΟ Ατόμου. (Σ η μ . τ. M et.).
280
σ η, πού άντιμετώπιζε καί έκαμνε άπόπειρα νά τά βγάλει πέ ρα δ αύτοκράτορας καί νά τά φανταστεί έτσι, δπως τή φανταζόταν 6 αύτοκράτορας. "Τστερ’ άπ’ αύτό πρέπει νά φανταστεί, πώς ή κ α τά σ τα σ η τοϋ αύτοκράτορα είναι θαρρείς δική του καί πώς θά μπορούσε νά τά βγάλει πέρα μέ μιά τέτοια κ α τ ά σ τ αα η· πρέπει νά φανταστεί τίς ένδεχόμενες διαζευκτικές λύσεις καί -ίς αίτιες γιά τήν έκλογή τής μιας άντί τής άλλης· πρέπει νά περάαει μέσ’ άπό τήν Γδια διαδικασία, άπ’ δπου πέρασε δ αύτοκρά τορας, δταν έπαιρνε άπόφαση σ’ αύτή τήν Ιδιαίτερη κατεύθυνση. Κατ’ αύτόν τόν τρόπο άναπλάθει στό πνεϋμα του (mind) τό βίω μα (τήν πείρα — Ν. Ί.) τοΰ αύτοκράτορα· καί μόνο στό βαθμό πού τό κάνει αύτό, στόν ίδιο βαθμό Ιχει δποιαδήποφε Ιστορική γνώση, διαφορετική άπό τήν άπλή φιλολογική γνώση, γιά τή ση μασία τοϋ διατάγματος».1 Ό Πόπερ ύπογραμμίζει, πώς παραθέτει τοϋτο τό κομμάτι άπό τόν Κόλινγουουντ, γιατί μ’ αύτό μπορεί νά προχωρεί πολύν καιρό στό δρόμο, άν καί δχι σ’ δλόκληρο τό δρόμο. «Χωρίζουμε— γράφει δ Πόπερ— πάνω στό ζήτημα σχετικά μέ τόν δεύτερο καί τόν τρίτο κόσμο: πάνω στό ζήτημα γιά τήν έκλογή τής ύπσκειμενικής ή τής άντικειμενικής μεθόδου».2 Τί σημαίνουν οί δροι «τοϋ δεύτερου καί τοϋ τρίτου κόαμου» καί τί άκριβώς θέλει νά πει μ’ αύτούς δ Πόπερ, θά τό δοϋμε πιό πέρα. Μά άπό δσα εΓπαμε είναι άρκετά καθαρό, πώς ή πρόθεση τοϋ Πόπερ είναι νά άποτινάξει τήν ύπσκειμενι/κή μέθοδο τοϋ Κόλινγουουντ καί νά τήν άντικαταστήση μέ μιά άντικειμενική μέθοδο γνώσης. ’Αναλύοντας τό προαναφερμένο άπόσπααμα άπό τό βιβλίο τοϋ Κόλινγουουντ, δ Πόπερ παρατηρεί πώς δ Κόλινγουουντ βάζει τόν μεγάλο τόνο πάνω στήν «κατάσταση», πού άντιστοιχεΐ πάρα πολύ σέ έκεϊνο πού αύτός όνομάζει «κατάσταση τοΟ προβλήματος». ’Αλ λά παρ’ δλ’ αύτά δ Πόπερ τονίζει μιά ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στήν ίδια του τή δοξασία γιά τήν «κατανόηση» καί στή δοξασία τοϋ Κόλινγουουντ. «Ό Κόλινγουουντ —γράφει δ Πόπερ— έξηγεί πώς 1. Κ. Popper, op., cit., s, 45. 2. Ibid., s. 45.
281
στήν κατανόηση τής Ιστορίας τό ούσιαστικό δέν είναι ή άνάλυση τής Γδιας τή; κατάστασης, άλλά ή νοητική (mental) διαδικασία τοϋ Ι στορικού, που διαμέσου της άναπλάθει, έπαναλαβαίνει μέ συμπάθεια τό προπαρχικό βίωμα. Γιά τόν Κόλινγουουντ ή άνάλυση τής κατά στασης χρησιμεύει μονάχα ώς βοηθητικό μέσο — ώς Απαραίτητο βοηθητικό μέσο— γι’ αύτήν τήν άνάπλαση. Ή άποψή μου είναι διαμετρικά άντίθετη. Εξετάζω τήν ψυχολογική διαδικασία τής Ανάπλασης ώς ούσιαστική, ίστω κι’ άν παραδέχομαι, πώς άπό κά ποτε θά μπορούσε νά χρησιμεύσει στόν ιστορικό ώς βοηθητικό μέσο, ώς ενα είδος ένορατικοΰ έλέγχου τής έπιτυχίας τής καταστασιακής του άνάλυσης. Έκεΐνο πού έξ^τάζω ώς ούσιαστικό δέν είναι ή ανάπλαση, άλλά ή καταστασιακή άνάλυση. Ή άνάλυση τής κα τάστασης, πού δ ιστορικός κάνει, είναι ή Ιστορική του ύπόθεση, πού σ' αύτή τήν περίπτωση είναι μεταθεωρία σχετικά μέ τό συλλογι σμό τοΰ αύτοκράτορα. Μια καί είναι σέ Επίπεδο διαφορετικό άπό τό συλλογισμό τοΰ αύτοκράτορα, δέν τόν άναπλάθει, μά προσπα θεί να παράγει μιά ίδανικευμένη (idealized), καί λογική κα τασκευή του, άφήνοντας νά τοΰ διαφύγουν έπουσιώδικα στοιχεία καί άαφαλώς μεγαλώνοντάς τον. Κατ’ αύτόν τόν τρόπο τό κεντρι κό μεταπρόβλημα τοΰ ίστορικοΰ είναι: ποια ήταν τά Αποφασιστικά στοιχεία στήν προβληματική κατάσταση τοΰ αύτοκράτορα; Στό βαθμό πού δ ιστορικός κατορθώνει νά έπιλύσει τοΰτο τό μεταπρό βλημα, στόν ϊδιο βαθμό κ α τ α ν ο ε ί τήν Ιστορική κατάσταση. “Ωστε έκεΐνο, πού πρέπιει νά κάνει ώς ιστορικός δέν είναι νά άναπλάθει περασμένα βιώματα, μά νά χρησιμοποιεί άντικειμενικά έπιχειρήματα ύπέρ καί κατά τής καταστασιακής του άνάλυσης, βα σισμένης πάνω σέ υποθέσεις (his conjectural situational ana lysis)».1 "Οπως φαίνεται, δ Πόπερ άρνιέται έκεϊνον τόν πρωτοβάθμιο καί βασικό ρόλο, πού δ Ντίλταϊ καί δ Κόλινγουουντ Αποδίδουν στή μέθοδό τους τής «κατανόησης». Τήν Ανάγει σέ ένθουσιώδικο, δευτεροβάθμιο καί τριτοβάθμιο «βοηθητικό μέσο», που μονάχα άπό κάποτε μπορεΐ νά χρησιμεύσει στόν ιστορικό καί άντί γι’ αύτήν προτείνει τή δική του μέθοδο τής καταστασιακής άνάλυσης». 1. Κ, Popper, op. cit., ss. 45 - 46.
282
Πρίπει να σημειώσουμε, πώς στίς προσπάθειές του να τονί σε·. τήν ύπεροχή τής δικής του μεθόδου τής «καταστασιακής άνά λυσης» ώς «Αντικειμενικής» μεθόδου γνώσης Απέναντι στή μέθοδο τον Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλινγουουντ, δ Πόπερ χρησιμοποιεί δρισμένα πάρα πολύ έπίκαιρα, αύτά καθαυτά σωστά καί πειστικά έπιχειρήματα, πού Αποδείχνουν άλλη μιά φορά τήν άχρηστία τής ύποκειμενικοϊδεαλιστικής μεθόδου τής «κατανόησης». Πρώτο, δ Πόπερ τονίζει, πώς ή μέθοδος τής «κατανόησης», θεωρημένη ώς μέθοδος άμεσης ένορατικής γνώσης, δέν μπορεΐ νά μάς δώσει δμόλογη άληθινή γνώση. «Ή ένορατική μας κατανόη ση —γράφει ί ίδιος— άκόμη καί τών φίλων μας Απέχει Απδ τδ νά είναι τέλεια»,1 καί τί νά πούμε για τήν ένορατική κατανόηση άνθρώπων Απομακρυσμένων Απδ μάς, μέ δλάκερες Ιστορικές έπο'/Μ ·
Δεύτερο, δ Πόπερ βάσιμα ύποδεικνύει, πώς στήν ιστορία ύπάρ χουν έξαιρετικά πολλές καί διαφορετικότατες «Ενέργειες», «βιώμα τα», πού πάνω τους «ή μέθοδος τής κατανόησης», δπως τήν άντιλαμβάνονται δ Ντίλταϊ καί δ Κόλινγουουντ, είναι Απόλυτα Ανε φάρμοστη, μιά καί δ ιστορικός δέν είναι σέ θέση νά Αναπαράγει καί νά δευτεροζήσει σάν δικές του δλες τίς «ένέργειες», τά «βιώ ματα» τοϋ παρελθόντος καί γενικά τών άλλων άνθρώπων. «Ή ένέργεια, πού πρέπει νά έπαναθεσπισθεΐ (to be re - enacted), γράφει δ Πόπερ,— μπορεΐ νά είναι ένέργεια Ανυπόφορης σκληρό τητας, δψιστου ήρωϊσμο0 ή θλιβερού φόβου, καλλιτεχνικού, λογο τεχνικού, Επιστημονικού ή φιλοσοφικού έπιτεύγματος ένδς ταλέν του, πού ξεπερνάει κατά πολύ τΙς ίκανότητές του. Βέβαια, άν οί ίκανότητές του, στδν τομέα πού προσπαθεί νά Αναλύσει, είναι Ανε παρκείς, ή Ανάλυσή του θά είναι χωρίς ένδιαφέρον. ’Αλλά δέν μπο ρούμε (δπως τδ κάνει αύτό δ Κόλινγουουντ) νά περψ^ουμε Από τόν Ιστορικό νά συνδυάζει στόν έαυτό του τΙς ικανότητες τοΟ Καίσαρα, τού Κικέρωνα, τού Κάτουλλου* καί τοϋ Θεοδοσίου. Οδτε Ινας Ιστο
ί. Κ. Popper, op. cit., s. 43. * Γάίος Γαλέριος Κάτουλλος, 84 - 54 π.Χ., ρωμαίος λυρικός ποιητής καί έπιγραμματοποιός (Σημ. τ. Μετ.).
283
ρικός τής τέχνης δέν μπορεΐ νά είναι Ρόμπραντ καί μάλιστα λί γοι ΘΑ μπορο&σαν νά Αντιγράψουν Ινα Αριστούργημα».1 Καί πραγματικά, Αν δ ιστορικός ϊπρεπε νά γνωρίζει τΑ Ιστο ρικά γεγονότα Αποκλειστικά ή κυρίως διαμέσου τής Ανακλασμέ νης καί δμεσης βίωσης τών βιωμάτων τών περασμένων γενεών καί γενικά τών ιστορικών παραγόντων σάν ϊδια δικΑ του βιώματα, θά ϊπρεπε νά κατέχει τήν Απίθανη καλλιτεχνική Ικανότητα νΑ με τενσαρκώνεται στό ρόλο σκληροϋ, Ανελέητου τύραννου καί χρηστοϋ, γεμΑτου Αγάπη χριστιανού, Απαράμιλλου ήρωα καί θλιβεροΟ φοβητσιάρη, πατριώτη καί προδότη, φλογεροΟ έπαναστάτη καί Αντεπαναστάτη, σκλάβου καί δουλοκτήτη, δουλοπάροικου χωρικοΟ καί φεουδάρχη, προλετάριου καί ΑστοΟ, Ανθρώπου τής χειρωνα κτικής έργασίας καί μεγαλοφυούς καλλιτέχνη, λογοτέχνη, έπιστήμονα καί φιλοσόφου. Κατ’ αύτό τόν τρόπο, καταλήγει δ Πόπερ «στίς πιό ένδιαφέρουσες περιζώσεις τό Α να/πλασμένο βίωμα γιΑ τόν ιστορικό ΘΑ εί ναι Απραγματοποιήσιμο». Σέ Αλλες περιπτώσεις πάλι, δταν ΘΑ εί ναι δυνατό νά γίνει, ΘΑ Αποδειχνόταν περιττό.2 Τό καθήκον τσϋ ίστορικοϋ —συνεχίζει δ ίδιος— είναι ή Ανασυγκρότηση τής «προ βληματικής κατάστασης», Ακολουθώντας τόν δρόμο τής ύπόθεσης, «Ιτσι δπως φαινόταν στόν παράγοντα, καθόσον et ένέργειες τοϋ παράγοντα γίνονται δ μ ό λ ο γ ε ς τής κατάστασης».3 Αύτή ή μέθοδος, κατά τή γνώμη τοΟ Πόπερ, «είναι πολύ δμοια μέ τή μέθο δο τοϋ Κόλινγουουντ, άλλ’ αύτός ΑποβΑλλει Από τή θεωρία τής κατανόησης καί Από τήν ιστορική μέθοδο άκριβώς τό ύποκειμενικό ή τό δευτεροβΑθμιο στοιχείο, πού γιΑ τόν Κόλινγουουντ καί γιά τήν πλειοψηφία Αλλων θεωρητικών τΐ)ς κατανόησης Αποτελεΐ τό χαρακτηριστικό της σημείο».4 Είναι πέρα γιά πέρα ξόφθαλμο, πώς τό καθήκον τοϋ Πόπερ δέν είναι νΑ Απορρίψει γενικά τή μέθοδο τής «κατανόησης» τοϋ Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλινγουουντ, ΑλλΑ νΑ τήν ΑπαλλΑξει Από τόν ύ1. 2. 3. 4.
284
Κ. Pobpe, op. c it, s. 46. K. Popper, op. cit., s. 46. Ibid., s. 46. Ibid.. s. 46.
ποκειμενισμό, νά τήν μετατρέψει σέ άντικειμενική μέθοδο τής γνώ σης τοποθετώντας την πάνω σέ νέα θεωρητική βάση. Κι’ είναι πε πεισμένος, δτι ή δημιουργημένη άπ’ αύτόν νέα «μέθοδος τής κα τανόησης», όνομαζόμενη «μέθοδος τής καταστασιακής άνάλυσης», μπορεΐ νά έφαρμοστεϊ μέ έπιτυχία «άκόμη καί σ’ έκεΐνες τΙς περι πτώσεις Ζπου κάθε άπόπειρα γιά έπαναθέσπισμα (re - enactment) συνήθως άποτυχαίνει*.1 Μιά προσεκτική άνάλυση τής δοξασίας τοϋ Πόπερ γιά τήν «κατανόηση» καί τής δικής του μεθόδου τής «καταστασιακής άνάλυσης» δείχνει, δμως, πώς οί άξιώσεις του είναι πέρα γιά πέρα άβάσιμες. Είναι έπίσης άνεπιστημονικές, μεταφυσικές καί ίδεαλιστικές, δπως καί οί δοξασίες καί οί μέθοδοι τοΟ Ντίλταϊ καί τοΟ Κόλινγουουντ. ΠρΙν άπ’ δλα ή δ ο ξ α σ ί α καί ή μ έ θ ο δ ο ς τοϋ Πό περ είναι βαθιά μ ε τ α φ υ σ ι κ έ ς . Ένώ δ Ντίλταϊ καί δ Κόλινγουουντ άντιπαραθέτουν μεταφυσικά τή Φύση στήν ίστορία, τή φυσιογνωσία στήν Ιστορική γνώση, τΙς μεθόδους τών φυσικών έ πιστημών στή μέθοδο τής Ιστορίας, δ Πόπερ έφαρμόζει 6ναν μετα φυσικό τρόπο προσπέλασης πρός αύτά τά προβλήματα, μά σ’ άντίθετη κατεύθυνση. ’Ακολουθώντας τόν παραδοσιακό άναγωγισμό τοϋ θετικισμού, έξαλείφει μεταφυσικά κάθε ποιοτική διαφορά ά· νάμεσα στά φυσικά καί στά κοινωνικοϊστορικά άντικείμενα, άνά μεσα στή φυσιογνωσία καί στήν Ιστορική γνώση. Τοϋτος δ άναγωγισμός φανερώνεται στόν Ισχυρισμό τού Πόπερ, δτι ή «κατανόηση» είναι τάχα σκοπός τόσο τών φυσικών, δσο καί τών άνθρωπιστικώ,ν έπιστημών, δτι άνάμεσα στήν «κατανόηση» τής φυσιογνωσίας καΖ στήν «κατανόηση» τών άνθρωπιστικών έπιστημών δέν ύπάρχει τάχα καμιά ούσιαστική διαφορά. Σύμφωνα μ’ αύτόν μποροϋμε νά «κατανοήσουμε» τΙς έκφραστικές κινήσεις δχι μονάχα τών άνώτερων ζώων, άλλά άκόμη καί τών μονοκυττάρων μέ τό νόημα, πο λύ δμοιο σέ έκεΐνο τό νόημα, πού καταλαβαίνουμε τούς άνθρώπους. ΤοΟτοι οί Ισχυρισμοί τοϋ Πόπερ είναι έντελώς έπιπόλαιοι, άφελεΐς καί άστήρικτοι, γιατί βρίσκονται σ’ άντίφαση μέ τά πιό ξό1. Ibid., s. 46. (βλ. σημ. 1., σελ. 284).
285
φθαλμα γεγονότα καί μέ τή σύγχρονη έπιστήμη. Είναι αυτονόητο πώς μποροΟμε νά κ α τ α ν ο ή σ ο υ μ ε , δηλαδή νά άντιληφθοΟμε καί νά Ιξηγήσουμε μέ δρθολογικό, έπιστημονικό τρόπο τή «συμ περιφορά» τόσο τών ήλεκτρονίων καί τών άτόμων, τών κυττάρων καί τών όργανισμών δσο καί τών κοινωνικών φαινομένων. Γιατί δλα τοΰτα τά πράγματα καί φαινόμενα, θεωρημένα ώς άντικείμενα τής γνώσης καί ό ϊδιος δ άνθρωπος, θεωρημένος ώς γνωστικό ύποκείμενο, άνήκουν σέ μιά καί τήν ϊδια Αντικειμενικά ύπαρκτή ύλική πραγματικότητα. Μά ένα πράγμα είναι νά καταλάβουμε 2να άτομο (όλης — Σημ. τ. Μετ.), ενα κύτταρο, άκόμη καί Ινα άνώτερο ζώο, ένώ έντελώς άλλο πράγμα είναι νά καταλάβουμε ίναν άνθρωπο ή ενα κοινωνικοϊστορικά γεγονός. ’Εδώ θά έπαναλάβουμε τις άντιρρήσεις, πού έκφράσαμε κατά τής Σμίντα. Τά ά τομα, τά κύτταρα καί τά ζώα δέν τά καταλαβαίνουμε καί δέν μποροϋμε νά τά καταλάβουμε, δπως καταλαβαίνουμε τούς άνθρώπους καί τίς κοινωνικοϊστορικές τους ένέργειες, γιατί άνάμεσα στήν κοι νωνία καί στή Φύση, άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στά ζώα, άς μή μιλήσουμε γιά τά μονοκύτταρα, άνάμεσα στούς ζωντανούς όργανισμούς γενικά καί στα μή ζωντανά σώματα ύπάρχουν ούσιαστικές, ποιοτικές διαφορές. Ό άνθρωπος εϊναι κοινωνικό δν. Είναι προϊόν ορισμένης κοινωνικοϊστορικής έξέλιξής, ζεϊ καί ένεργεϊ μέσα σέ όρ-.σμένες κοινωνικοϊστορικές συνθήκες. Σέ διάκριση άπό τα ζώα, εχε: αισθήματα, βούληση, σκέψη, ιδέες, αντιλήψεις, κοντολογίς συνείδηση μέ κοινωνικοϊστορικό χαρακτήρα, πού διαδραματίζει τε ράστιο ρόλο σ’ δλη τήν προσωπική καί κοινωνικοϊστορική του ζωή. Νά καταλάβουμε τή δράση ένός δοσμένου άνθρώπου ή δοσμένου κοινωνικοϊστορικοΰ γεγονότος, θά πει νά καταλάβουμε έπίσης καί τά αισθήματα, τή βούληση, τΙς σκέψεις, τις ίδέες ένός δοσμένου àv0ptircoj ή τών άνθρώπων, πού πραγματοποίησαν τό δοσμένο κοινωνικοϊστορικό γεγονός. Ό μονοκύτταρος δργανισμός, άς μή μι λήσουμε γιά τό άτομο ή τό ήλεκτρόνιο, δέν Ιχει οδτε αίσθήματα. οδτε βούληση, οδτε σκέψεις. Άκόμη καί δ ψυχισμός τών άνιοτέρων ζώων είναι δχι άνθρώπινος ψυχισμός, άλλά ζωώδικος ψυχι σμός, δπου κύριο ρόλο παίζουν τά Ινστικτα. Τά ζώα δέν Εχουν συνείδηση, μέ τό πραγματικό νόημα τής λέξης. Δέν έχουν οδτε θρησκεία, οδτε τέχνη, οδτε φιλοσοφία, οδτε έπιστήμη. Στίς ένέρ-
286
γειές τους δέν καθοδηγούνται άπό Ιδέες, άπό συνειδητά βαλμένους σκοπούς καί. σχέδια. Ot ένέργειές τους Ιχουν πρώτιστα άνακλαστικό κα'ι ένστιγματικό χαρακτήρα. Νά κατανοήσουμε τά άτομα, τά πράγματα, τα φυτά και τά ζώα Θά πει νά τά κατανοήσουμε ώς ά τομα, πράγματα, φυτά καί ζώα, καί δχι ώς άνθρώπους. Κανένας δέν μπορεΐ νά καταλάβει τό άνθρώπινο σ’ αύτά, γιατί αύτό δέν ύπάρχει. Καί δταν ό Πόπερ μάς λέγει, πώς άνάμεσα στήν κατανό ηση τών φυσιν.ών έπιστημών καί στήν κατανόηση τών άνθρωπιστικών έπιστημών δέν ύπάρχει τάχα ούσιαστική διαφορά, πώς μπορούμε τάχα να κατανοήσουμε τά άνώτερα ζώα, άκόμη καί τά μονοκύτταρα, μέ έκεϊνο τό νόημα πού κατανοούμε τούς άνθρώπους, λέγει μιάν αύθαίρετη έπινόηση, πού ξεκινάει άπό τή μηχανιστι κή προϋπόθεση, πώς άνάμεσα στόν άνθρωπο, στό πτηνό καί στήν πέτρα δέν ύπάρχει ούσιαστική διαφορά. Ή μεταφυσική δοξασία τού Πόπερ γιά τήν «κατανόηση» βα δίζει χέρι - χέρι μέ Ιναν Ιδεαλισμό, πού ώς πρός τόν ύποκειμενισμό καί τό μυστικισμό του δέν ύστερεΐ άπό έκεΐνον τού Ντίλταϊ καί τού Κόλινγουουντ. "Οταν αύτός μάς λέγει, πώς δ Τζιένινγν.ς Ιμαθε σέ τέτοιο βαθμό νά «καταλαβαίνει» άκόμη καί τούς μονοκύτ ταρους όργανισμούς, ώστε να τούς ά π ο δ ί δ ε ι σκοπούς καί προθέσεις, δύσκολα μπορεΐ νά καταλάβει κανείς πού τελειώνει έΒώ ό -Υποκειμενισμός καί πού άρχίζουν οί άντικειμενικοϊδεαλιστικές θεωρητικολογίες τοΰ βιταλισμού* Μά Ινα πράγμα είναι να άπο* V italism us ή ζω τικ ο κρ α τία , άπό τό λαχ. vita = ζω ή, vita lis— ζω τικ ός, στή στενότερη Εννοια ε ίν α ι ή δ ο ξα σ ία , πώς σέ κάθε άτομο υπά ρ χει μιά «ζωϊκή α ρχή » ε ίτ ε μ ιά δύναμη πού ρυθμίζει τή ζωή. Σέ πλα τύ τερ η Εννοια β ιτα λ ισ μ ό ς είνα ι ή δ οξασία, πώς τά φα ινόμ ενα τή ς ζω ής δέ μποροΟν νά έξηγηθοΰν μέ τούς ίδιο υ ς φ υ σικ ο χη μ ικο ύς νό μους, πού ρυθμίζουν τή ν ύλη . τών άνό ρ γα νο κόσμο. Π ρ όκειτα ι γιά Ιδεα λιστική δ ιδα σκα λ ία στή β ιο λ ο γία , πού Εξη γεί δ λ ε ς τίς ζω τικ ές δ ια δ ικ α σ ίες μέ τή δράση Ιδια ίτερω ν άθλω ν πα ραγόντων, πού β ρ ίσ κ ο ντα ι τά χα στούς ζω ντανούς ό ρ γο νισμ ο ύ ς (Εντε λ έχ εια , «δημιουργική δύναμη», «όρμή πρ ό ς τή φόρμα» κ.ά.). ΟΙ ρί ζες τοϋ βιτιλισμοΟ φ τάνουν ώς τή δ ιδ α σ κ α λ ία τοΟ Π λάτωνα γιά τήν ψυχή καί ώ ς τή δ ιδ α σ κα λ ία τοΟ ’Α ρ ισ το τέλ η γ ιά τ ή ν Ε ντελέχεια . Ώ ς δοξα σία ό β ιτα λ ισ μ ό ς διαμορφώ θηκε κατά τό 17ο — 18ο αίώνα. (Σημ. τ. Μ ετ.).
287
δίδεις «σκοπούς» καί «προθέσει» στο1'ς μονοκύτταρους δργανισμούς, καί έντελώς άλλο είναι νά δ ι α π ι σ τ ώ σ ε ι ς σ’ αύτές τήν Ι κανότητα νά θέτουν σκοπούς καί προθέσεις. ’Αλλωστε, σ’ αύτήν τήν περίπτωση δ Πόπερ δέν πρωτοτυπεί. Συνειδητά ή άσυνείδητα άπλώς έπαναλαβαίνει τό Ντίλταϊ. Γιατί άκριβώς δ Ντίλταϊ Ισχυ ρίζεται, άπδ τή μιά, πώς κατά τήν «κατανόηση» έμεΐς, νά τό ποΰμε Ιτσι μ ε τ α φ έ ρ ο υ μ ε , δηλαδή ά π ο δ ί δ ο υ μ ε τά ϊδια μας τά ψυχικά βιώματα στούς άλλους άνθρώπους, ένώ, άπό τήν άλλη, μηχανιστικά συνταυτίζει τήν ψυχική ζωή τοϋ άνθρώπου μέ αύτή τών ζώων. Καιί μιά καί δ Ντίλταϊ έξάγει τή δυνατότητα τής «κατανόησης» άπό τήν κοινότητα τής ψυχικής διάρθρωσης, άπό έδώ λογικά ακολουθεί, πώς ή μέθοδός του τής «κατανόησης» πρέ πει νά Ιχει έφχρμογή δχι μόνον άναφορικά μέ τούς άνθρώπους, άλλά καί άναφορικά μέ δλες τΙς ζωντανές ύπάρξεις. Άλλά πώς Ιχει τό ζήτημα μέ τή μέθοδο τής «καιτασταοιακής άνάλυσης» ; Ό Πόπερ μάς λέγει, πώς ή άποψη του γιά τή «μέ θοδο τής κατανόησης» είναι «διαμετρικά άντίθετη» στήν ύποκειμενικοϊδεαλιστική άποψη τού Κόλινγουουντ, δτι ξεχωρίζει άπό τόν Κόλινγουουντ πάνω στό ζήτημα τοΰ ποιά μέθοδο νά έπιλέξουμε: τήν υποκειμενική ή τήν άντικειμενική. Ή μέθοδος τοΟ Κόλινγου ουντ είναι ύποοοειμενική εϊτε άκριβέστερα ύπσκειμενιστική, γιατί άνάγει τήν ιστορική γνώση στό δευτεροβίωμα, άπό τή μεριά τοΰ ίστορικοΰ, τών βιωμάτων τών Ιστορικών παραγόντων. Ή μέθοδο; τοΰ Πόπερ είναι «άντικειμενική», γιατί «άποβάλλει άπό τή θεωρία γιά τήν κατανόηση καί άπό τήν Ιστορική μέθοδο άκριβώς τό 6ποκειμενικό ή τό δευτεροβάθμιο στοιχείο» καί φρονεί, πώς τό καθή κον τοΰ ίστορικοΰ δέν είναι νά άναιπαράγει στόν έαυτό του περα σμένα βιώματα, μά νά άναλύει τήν άντίσοοιχη Ιστορική κατάστα ση, νά παρουσιάσει «άντικειμενικά έπιχειρήματα» ύπέρ τής καταστασιακής του άνάλυσης καί, διαμέσου αύτής τής άνάλυσης τή; κατάστασης, νά κατανοήσει τις άντίιστοιχες ιστορικές ένέργειες. Σέ μιά πρώτη ματιά δλα τοΰτα δείχνουν πώς θαρρείς κι’ δ Πόπερ ύποστηρίζει μιά πραγματικά άντικειμενική μέθοδο τής Ιστο ρική γνώσης, πού άναζητάει τήν έξήγηση τών ιστορικών γεγονό των, τών ένεργειών τών Ιστορικών παραγόντων δχι στά ύποκειμενικά βιώματα, μά στήν άντίστοιχη Ιστορική πραγματικότητα, δη
λαδή γιά μιά ύλιστική μέβοδο τής Ιστορικής γνώσης. Στήν πρα γματικότητα, δμως, ή μέθοδος τής «κατασυασιακής άνάλυσης» τοΰ Πόπερ δέν Εχει οδτε γραμμάριο ύλισμοΰ. Είναι έπίσης ίδεαλισακή, δπως καί ή μέθοδος τοϋ Ντίλταϊ καί τοΟ Κόλινγουουντ. Γιά νά καταλάβουμε τήν πραγματική ούσία τής μεθόδου τής «καταστασιαοιής άνάλυσης», πρέπει νά καταλάβουμε πρώτα-πρώ τα τή θεωρητική της, άκριβέστερα τή φιλοσοφία της, βάση —τή θεωρία τοϋ Πόπερ γιά τό «άντίΛ&ειμενικό πνεΰμα», πού άνάπτυξε ό ϊδιος στήν εισήγησή του στό 14ο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας στή Βιέννη τό 1968 μέ θέμα «Σχετικά μέ τή θεωρία γιά τό άντικειαενικό πνεύμα». Τό χαρακτηριστικό τούτης τής εισήγησης είναι πώς σ’ αυ τήν δ Πόπερ περνάει άπό τό θετικιστικό ύποκειμενικό Ιδεαλισμό σ’ Εναν άντικειμενικόν Ιδεαλισμό πλατωνικού τύπου. Κατά τή γνώ μη τοϋ Πόπερ ή δυτική φιλοσοφία άποτελεΐται πρώτιστα άπό «πα ραλλαγές στό θέμα ντουαλισμός* άνάμεσα στό σώμα καί στήν ψυ χή».1 Οί κύριες -παρεκκλίσεις άπό τοΟτο τό δυαρχικό σύστημα ήταν τάχα οί άπόπειρες νά άντικατασταθοΰν οί δυαρχικές δοξα σίες μέ κάποιο είδος μονισμό. Μά παράλληλα μέ τις μονιστικές πχρεκκλήσεις ύπήρχαν καί πλουραλιστικές** παρεκκλίσεις. Στούς γενάρχες τοϋ φιλοσοφικού πλουραλισμού 6 Πόπερ συγκαταλέγει τόν Πλάτωνα, τούς στωϊκούς, τόν Λάϊμπνιτς, τόν Μπολτσάνο καί τόν Φρέγκε, πού παραδέχονταν τήν ύπαρξη δχι μιας, δχι δυό, μά τριών βασικών πραγματικοτήτων. Σ’ αύτόν τόν τύπο φιλοσοφικού πλουραλισμού προσχωρεί καί ό Πόπερ. Δηλώνει πώς άκολουθεΐ «έκείνους τούς έρευνητές τής πλατωνικής φιλοσοφίας πού ύποστηρίζσυν, δτι οί Πλατωνικές μορ φές εϊτε Ιδέες είναι όντολογικά διαφορετικές, δχι μονάχα άπό τά σώματα καί τά πνεύματα (minds), άλλά έπίσης καί άπό τΙς «Ιδέ ες στό πνεΰμα», δηλαδή άπό τά συνειδητά ή άοδνειδα βιώματα: οί πλατωνικές μορφές εϊτε Ιδέες δημιουργούν Ιναν τρίτο κόσμο sui 1. Κ. Popper, op. cit., s. 25. * Δυαρχία, άπό τό λατ. duo — δυό. (Σημ. τ. Μβτ.). · · Πολυαρχικές, άπό τό λατ. plural - πληθυντικός· καί pluralsmus =■ πολυαρχία. (Σημ. τ. Μβτ.).
19
289
generis ( = Ιδιόμορφο —Σημ. τ. Μετ.). Φυσικά, είναι πραγμα τικά ή δυνατά ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν α τής σκέψης — intelligibii a. Τά intelligibilia είναι έπίσης άντικειμενικά δπως τά visibilia, πού είναι φυσικά σώματα, πραγματικά ή δυνατά άντικείμενα της βρασηο (sight»).1 Ό Πόπερ άναγνωρίζει, πώς τούτη ή έρμηνεία τής πλατωνι κής φιλοσοφίας είναι έπίμαχη. Μά άνεξάρτητα άπό τδ άν ύπάρχει αύτή στήν πραγματική φιλοσοφία τού Πλάτωνα, δ Πόπερ παίρνει άκριβώς αύτήν ώς άφετηρία του. «Σ’ αύτή τή φιλοσοφία —γράφει b Πόπερ— δ κόσμος άποτελεϊται τό λιγότερο άπό τρεις όντολογικές κατηγορίες, ή δπως έγώ θά έκφράζομαι, ύπάρχουν τρεΐς κόσμοι: δ πρώτος είναι δ φυσικός κόσμος, ή δ κόσμος τών φυσικών καταστάσε ων δ δεύτερος είναι δ ψυχικός (mental) κόσμος, ή δ κόσμος τών ψυ χικών καταστάσεων δ τρίτος κόσμος είναι δ κόσμος τών intelligi bilia, ή τ ώ ν ι δ ε ώ ν , σ τ ό ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό νό η μ α τ ή ς λ έ ξ η ς ; αύτός είναι δ κόσμος τών δυνατών άντικειμένων τής νόησης».2 ΕΙπωμένο άκόμη καθαρότερα: Ό «πρώτος κόσμος» είναι δ κόσμος τών φυσικών, δηλαδή τών ύλικών πραγμάτων καί φαινομένων. Ό «δεύτερος κόσμος» είναι δ κόσμος τής «ύποκειμενικής, ή τής προσωπικής πείρας» τοΟ «ύποκειμενικοϋ ψυχικού κόσμου τών προσωπικών βιωμάτων».3 Ό «τρίτος κόσμος» είναι δ κόσμος τών Ιδεών, άλλά θεωρημέ νων ώς «ύποκειμενικών Κεών» δχι ώς ψυχικών, νοητικών διαδι κασιών, άλλά ώς «άντικειμενικών περιεχομένων τής σκέψης», δ πως έκφράζεται δ Φρέγκε. Αύτός είναι δ κόσμος τών «προτάσεων ή τών Ισχυρισμών», τών «μαθηματικών καί τών Επιστημονικών θε ωριών»,4 πού έκφράζουμε μέ τή γλώσσα —τό λογικό περιεχόμενο τών Ισχυρισμών μας, τής γλώσσας μας. “Υπάρχουν φιλόσοφοι —λέγει δ Πόπερ— δπως δ Πλάτων, πού έξετάζουν τόν «τρίτο κόσμο» σάν «αύτόνομο» καί μάλιστα oiv 2. 2. 3. 4.
290
Ibid.,s. 25· (βλ. σημ. 1, σελ. 289). Κ. Popper, op. c i t , s. 26. Ibid., s. 26. Ibid., ». 27.
«ύπεράνθρωπο» καί θεϊκό. ’Αλλοι πάλι δπως δ Αόκ, δ Μίλ, ό Ντίλταϊ καί δ Κόλινγουουντ έξετάζουν τή γλώσσα καί έκεΐνο πού αύτή έκφράζει, δηλαδή τδν «τρίτο κόσμο», ώς άνθρώπινη πράξη. Άρνιοϋνται δμως, τήν «αύτόνομη», άντικίίμενική του δπαρξη καί τήν έξετάζουν ώς μέρος τοΟ «πρώτου κόσμου» καί τοΟ «δεύτερου κό σμου». Ό Πόπερ κατέχει ένδιάμεση θέση. Ή γνώμη του είναι, πώς δ «τρίτος κόσμος» άποτελεΐ προϊόν τής άνθρώπινης δραστηριότη τας, άλλά ταυτόχρονα εΐνα* «αυτόνομος» καί «Αντικειμενικά. πρα γματικός^. Οί «τρεις κόσμοι» — δ φυσικός κόσμος, ό κόσμος τών ύποκειμενικών βιωμάτων καί δ κόσμος τών Ιδεών— Ισχυρίζεται δ Πόπερ— άποτελοϋν «άντιοοειμενική πραγματικότητα» καί βρί σκονται άναμεταξύ τους σέ διακαθορισμένες σχέσεις καί άλληλοεπίδραση. Αυτές οί σχέσεις είναι τέτοιες, ώστε δ «πρώτος κόσμος» καί δ «τρίτος κόσμος άλληλοεπιδροϋν μέ τόν «δεύτερο κόσμο» άλ λά δέν μποροΟν νά άλληλοεπιδράσουν άνάμεσά τους. Ή άλληλοεπίδρασή τους πραγματοποιείται διαμέσου τοΟ «δεύτερου κόσιου», πού παίζει τόν ρόλο μεσολαβητή μεταξύ τοϋ πρώτου καί τοΰ τρίτου. Ό Πόπερ ύπογραμμίζει, πώς δ κύριος σκοπός tîjç είσήγησής του είναι, μέ τή βοήθεια τής θεωρίας για τήν «αύτονομία» τών τριών κόσμων» καί είδικότερα γιά τήν «αύτονομία» καί τήν «Αντικειμενι κή πραγματικότητα» τοϋ «τρίτου κόσμου», νά παράσχει «συμβολή στή θεωρία γιά τήν κατανόηση (hermeneutics*)».1 Αύτή ή θε ωρία, δηλώνει δ Ιδιος, έχει συζητηθεί πολύ άπό τούς έκπροσώπους τών «άνθρωπιστικών έπιστημών («Geistes wissenschaften», «mo ral and mental sciences») καί κυρίως άπό τόν Ντίλταϊ καί τόν Κόλινγουουντ. ’Αλλά τό βασικό λάθος τοϋ Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλιν γουουντ, κατά τόν Πόπερ, βρίσκεται στό δτι αύτοί δέν κατάλαβαν καί δέν Αναγνωρίζουν τήν άντικειμενική καί τήν αύτόνομη ύπαρξη τοϋ «τρίτου κόσμου» καί ξεκινοΟσαν άπό τήν προΟπόθεση, «πώς τά άντικείμενα τής κατανόησής μας άνήκουν στό δεύτερο κόσμο κι’ δτι δπως καί νά ’ναι πρέπει νά έξηγοϋνται ψυχολογικά».2 Άκριβώς άπό έδώ προέρχεται, κατά τή γνώμη του, καί δ ύποκειμενιστικός • ’Αγγλικά 6 δρος «έρμηνβυτική*. (Σημ. τ. Μετ.). 1. Κ. Popper, op. cit., s. 30. 2. Ibid., si. 30 . 31.
291
χαρακτήρας τής δοξασίας τους για τήν «κατανόηση» καί τΐ)ς μεθό δου τους τής «κατανόησης», γιατί δ «δεύτερος κόσμος» είναι δ κό σμος τών ύπσκειμενικών ψυχικών βιωμάτων. Σέ διάκριση μέ τόν Ντίλταϊ καί τδν Κόλινγουουντ δ Πόπερ ξε κινάει άπδ τήν «προϋπόθεση, πώς ή κ α τ α ν ό η σ η τ ώ ν Αν τ ι κ ε ι μ έ ν ω ν , π ο ύ ά ν ή κ ο υ ν σ τ δ ν τ ρ ί τ ο κό σ μ ο , είναι δ,τι άποτελεΐ τδ κεντρικό μας πρόβλημα».1 Καί αύ τό, κατά τή γνώμη του, είναι «μιά ριζική άπόκλιση άπό τή βασική προϋπόθεση»2 τών Ντίλταϊ καί Κόλινγουουντ. Ό Πόπερ δέν άρνιέται, πώς ή δράση είτε ή διαδικασία, πού όνομάζεται «κατανόηση», άποτελεΐ «Υποκειμενική, προσωπική είτε ψυχολογική δράση· τούτη ή διαδικασία πρέπει νά ξεχωρίζεται (περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα) άπό τό άποτέλεσμα αύτής τής δράσης ή άπό τήν δκβαοή της: τήν έρμηνεία. Μά παρά τό δτι αύτό μπορεΐ νά είναι μιά Υποκειμενική κατάσταση τής κατανόησης μπορεΐ νά είναι έπίσης άντικείμενο τοϋ τρίτου κόσμου».3 Άκριβώς ή τελευταία περίπτωση, κατά τή γνώμη του, είναι σπουδαιότερη. «Έξεταζόμενη ώς άντικείμενο τοϋ τρίτου κόσμου, ή έρμηνεία θά είναι θεωρία, λόγου χάρη, Ιστορική έξήγηση, ύποστηριγμένη άπό μιά σειρά έπιχειρήματα καί άσφαλώς άπό ντοκουμενταρισμένες άποδείξεις*.4 Κι’ Ετσι, ή θέση τοϋ Πόπερ είναι, πώς «ούσιαστικά ή δράση τής κατανόησης είναι ή έπεξεργασία άντικειμένων τοϋ τρίτου κό σμου».5 Τώρα πού καταλαβαίνουμε τί σημαίνουν τά λόγια τοϋ Πό περ, δη ξεχωρίζει άπό τόν Κόλινγουουντ «πάνω στό ζήτημα σχε τικά μέ τδ δεύτερο καί τόν τρίτο κόσμο: πάνω στό ζήτημα γιά τήν έκλογή τής Υποκειμενικής ή τής άνακειμενικής μεθόδου». Τώρα γίνεται δλοφάνερο, πώς ή άποβολή τοϋ δποκειμενισμοΟ άπό τή μέθοδο τής «κατανόησης» καί ή μετατροπή της σέ «άντικειμενιχή μέθοδο» γίνεται μέ τό δτι τό άντικείμενο τής «κατανόησης» καί ή ίδια ή «κατανόηση» μεταφέρονται άπό τόν «δεύτερον κόσμο», δηλα δή άπό τόν κόσμο τών Υποκειμενικών μας ψυχολογικών βιωμάτων, I: 2. 3. 4. 5.
292
Κ. Popper, op. cit., s. 30. Ibid., s. 71. Ibid., ». 31. Ibid., s. 32. Ibid., ». 32.
στόν κόαμο τών Ιδεών, τής λογικής, δηλαδή τής θεωρητικής νόη σης. Αύτό θά πει, πώς τό άντικείμενο τής ιστορικής γνώσης, δη λαδή τής «κατανόηση» δέν είναι τά αισθήματα οί έπιθυμίες καί οί σκέψεις τών Ιστορικών παραγόντων, παρμένα ώς ύποκειμενικίς ψυχολογικές διαδικασίες, άλλά σκέψεις καί συλλογισμοί, παρμέ να ώς λογικές Ιδέες, άντιλήψεις καί θεωρίες. Ή ϊδια ή «κατανόη ση» πάλι δέν εϊναι δευτερωμένο ύπόκειμενικό βίωμα άπό μέρος το0 γνωστικοί} ύποκειμένου, δηλαδή άπό μέρος τοϋ ιστορικού, περασμέ νων, ξένων ψυχολογικών διαδικασιών, άλλά έξήγηση, θεωρία γιά περασμένους συλλογισμούς, σκέψεις, Ιδέες, θεωρίες. Δέν εϊναι θεω ρία γιά Αντικειμενικές διαδικασίες, άλλά μ ε τ α θ ε ω ρ ί α . Κοιτά τόν Ιδιον τρόπο ύπάρχει τό ζήτημα καί -rijç «καταστασιακής άνάλυσης». 'Οταν μιλάει για «άνάλυση τής κατάστασης», δ Πόπερ δέν έννοεΐ άνάλυση τής κατάστασης ώς άντικειμενικής πραγματικότητας, μά Εχει ύπ’ βψη του άνάλυση τών παραστάσεων, τών άντιλήψεων τών Ιστορικών παραγόντων γιά τήν ϊδια τους τήν κατάσταση. *Ετσι πού καί ή «καταστασιακή άνάλυση» δέν εϊναι άνάλυση Αντικειμενικών διαδικασιών, άλλά άνάλυση παραστάσε ων, άντιλήψεων, δηλαδή μ ε τ α α ν ά λ υ σ η . Κατά τή γνώμη του ή ιστορική έξήγηση, ή ιστορική γνώση, δέν εϊναι τίποτε άλλο παρά έξήγηση τής νόησης τών ιστορικών παραγόντων. Ό Πόπερ τή δική του μέθοδο τής «καταστασιακής άνάλυσης» καί τή δική του θεωρία τής «κατανόησης» ώς «καταστασιακή άνάλυση» τΙς όνομάζει «άντικειμενικές» καί τΙς χαρακτηρίζει ώς διαμετρικά άντίθετες πρός τή μέθοδο καί τή θεωρία τοϋ Ντίλταϊ καί τοϋ Κόλινγουουντ, βασιζόμενος στό πώς άνακήρυξε τή λογική νόηση, τίς λογικές Ι δέες καί θεωρίες «αύτόνομο» καί «άντικειμενικά» ύπαρκτό κόσμο. Αύτή εϊναι μιά άντικειμενιικοϊδεαλιστική δοξασία, πού μέ τή βοήθειά της ό Πόπερ πασχίζει νά βγάλει τή μέβοδο τής «κατανόησης» άπό τδν βάλτο τού ύπσκειμενικοΰ Ιδεαλισμού καί νά τήν τοποθετήση πάνω στό Εδαφος τής άντικειμενικότητας. Ταυτόχρονα αύτό εί ναι μιά άπόποειρα νά μεταφερθεϊ ή Ιστορική γνώση άπό τό Ιδαφος τοϋ ψυχολογικού Ιδεαλισμού πού ψυχολογικοποιεΐ τήν Ιστορική γνώση, πάνω στό Εδαφος τού λογικού Ιδεαλισμού. Μά καί ή άντί ληψη τοΰ Πόπερ εϊναι βαθιά λαθεμένη καί άβάσιμη. Εϊνα. άλήθεια, πώς ή νόηση, οί Ιδέες, οί θεωρίες, παρμένες
293
ώς λογικές κατηγορίες, δέν είναι ταυτόσημες μέ τΙς Αντίστοιχες ψυχολογικές διαδικασίες. "Εχουν, νά ποΰμε, δικό τους αύτόνομο είναι, πού δέν καλύπτεται μέ τό «είναι» τών άνίστοιχων ψυχολογι κών διαδικασιών, πού ώς Αποτέλεσμά τους έμφανίστηκαν. Ό Μάρξ άπό καιρό δέν ύπάρχει. Άπό καιρό δέν ύπάρχουν έκεΐνες ot πολύ πλοκες νοητικές διαδικασίες πού συντελοΟ·/ταν στό κεφάλι του καί πού ώς Αποτέλεσμά τους δημιουργήθηκε έκεΐνο τό μεγαλοφυές σύ στημα Ιδεών, πού τό όνομάζουμε μαρξισμό. Μά οί ιδέες τοϋ Μάρξ, τό θεωρητικό του σύστημα, ύπάρχουν καί μέχρι σήμερα. Συνεχί ζουν τή ζωή τους καί δστερ’ Από τό θάνατο τοΰ δημιουργοΟ τους. Είναι Αλήθεια έπίσης, δτι οί λογικές ιδέες, Αντιλήψεις, θεωρίες έ χουν άντί/κειμενικδ περιεχόμενο, δηλαδή μποροΰν νά Αντιπροσω πεύουν άντικειμενικές Αλήθειες, πού γι’ αύτές δ Λένιν Ιλεγε, πώς δέν έξαρτιοϋνται Από τόν άνθρωπο καί άπό τήν Ανθρωπότητα. Άκριβώς αύτά τά Αναμφισβήτητα γεγονότα Κίναν καί δί νουν βΑσιμο λόγο σέ φιλοσόφους δπως δ Πόπερ νά άνακηρύξουν τΙς λογικές ιδέες, άντιλήψεις καί θεωρίες ώς κάποια αύτόνομη, άπόλυτα αύτοτελή καί άντικειμενική ύπαρκτή πραγματικότητα. AÔτός δ ύπερτροφισμός τής άντικειμενικότητας τών λογικών Ιδεών καί τής σχετικής τους αύτοτέλεις, δμως, είναι άποτέλεαμα τής με ταφυσικής καί έντελώς άβάσιμης Απόσπασης τών λογικών Ιδεών τόσον άπό τις ψυχολογικές διαδικασίες, δσο καί άπό τόν ύλικό κό σμο. Όσο μεγάλη νά είναι ή «αύτονομία» τών λογικών Ιδεών Α ναφορικά μέ τις ψυχολογικές διαδικασίες καί τήν ύλική πραγματι κότητα, είναι πάντα σχετική καί σέ καμιά περίπτωση δέν είναι τόσο μεγάλη, ώστε να διαμορφωθούν σέ κάποιον αύτοτελή κόσμο, πού έχει τήν ίδιαν άντικειμενικότητα δπως καί δ ύλικός κόσμος. Πρώτο, χωρίς τήν αίσθηση, τήν άντίληψη, τήν παράσταση, τή νόηση, παρμένα ώς ψυχικές διαδικασίες, δέν ύπήρχαν, δέν ΰπάρχουν καί δέν μπορεΐ νά ύπάρχουν, κανένα είδος λογικές Ιδέες, άντιλήψεις καί θεωρίες. Ή έμφάνιαη κάθε ιδέας καί κάθε συστή ματος ιδεών προϋποθέτει πάντα μιά Ατέλειωτη άλυσίδα Από ψυχι κές διαδικασίες, πού χωρίς αύτήν ποτέ δέν μποροΰν νά έμφανιστοϋν. Δεύτερο, τόσον οί ψυχικές διαδικασίες, δσο καί οι λογικές Ιδέ ες, Αντιλήψεις καί θεωρίες άποτελοϋν μονάχα βαθμίδες, συστατικά
294
καί πλευρές τής άνθρώπινης συνείδησης καί ώς τέτοια δέν Ιχουν καί δέν μπορούν νά Ιχουν αύτοτελή, άνακειμενική, άνεξάρτητη άπδ τδν ύλικδ κόσμο δπαρξη —δέν μπορούν νά σχηματίσουν άπόλυτα αυτόνομους καί Αντικειμενικούς κόσμους, πού νά ύπάρχουν παράλ ληλα μέ τδν ύλικό κόσμο. Οί αίσθήσεις, ot παραστάσεις, ή νόη ση, παρμένα ώς ψυχικές διαδικασίες, είναι διαδικασίες ζωντανών ύλ'.κών συστημάτων —ζωντανών καί μέ δμαλή λειτουργία άνθρώπινων όργανισμών, άκριβέστερα τοΟ άνθρώπινου έγκεφάλου. ’Αποτελοΰν ιδιότητα τής άνώτερα δργανωμένης δλης. Ώ ς λογικές κα τηγορίες ot αισθήσεις, ot παραστάσεις, ot Ιννοιες, ot άντιλήψεις καί ot θεωρίες είναι άντανακλάσεις τής άντικειμενικής φυσικής καί κοινωνικής πραγματικότητας στήν άνθρώπινη συνείδηση. Τδ άντικείμενικδ περιεχόμενο τών Ιδεών, πού τούς προσδίδει τόσο ζωτική δύναμη, ώστε συχνά έπιζοΟν δχι μόνο περισσότερο ά πδ τούς δημιουργούς των, άλλά καί άπδ τούς αιώνες, δέν τούς προ σιδιάζει ένυπαρξια/κά (immanent), άλλά τδ παίρνουν άπδ τδν ύλικδ κόομο, άπδ τήν άντικειμενικά ύπάρχουσα φυσική καί κοινωνι κή πραγματικότητα. Συνάμα δσο καί νά είναι άντικειμενικές, ot ιδέες, ot άντιλήψεις καί ot θεωρίες δέν εϊναι ή ίδια ή άντικειμενική πραγματικότητα, πού σ’ αύτήν άναφέρονται, παρά μονάχα περισ σότερο ή λιγότερο δμόλογες άντανακλάσεις της. Γι’ αύτδν τδν λό γο ή έξέλιξή τους καθορίζεται στδ κάτω τής γραφής άπδ τήν έξέλι ξη τής Αντικειμενικής πραγματικότητας καί τής άνθρώπινης πρά ξης, ένώ ή άληθινότητα είτε ή άναληθινότητά τους είναι ζήτημα τής άντιστοιχίας ή τής άναντιστοιχίας τους πρδς τήν Αντικειμενι κή πραγματικότητα, πού Αποδείχνεται σέ τελευταία άνάλυση, πά λι άπδ τήν πράξη. Τρίτο τδ γεγονδς δτι ot Ιδέες, ot άντιλήψεις καί. ot θεωρίες έξακολουθοϋν νά ύπάρχουν δστερ’ άπδ τούς σκεφτόμενους άνθρώ πους, πού τΙς δημιούργησαν, καί άνεξάρτητα άπ’ αύίυούς, δέ ση μαίνει σέ καμιά περίπτωση, πώς σχηματίζουν κάποιαν άπόλυτα αύτοτελή καί άντικειμενική πραγματικότητα παράλληλα πρδς τόν ύλι/κδ κόσμο καί άνεξάρτητα άπ’ αύτόν. Αύτή ή άντίληψη, πού μδς προτείνει σήμερα δ Πόπερ σχεδόν σάν κάποια νέα του άνακάλυψη, άναπτύχτηοιε στή Γερμανία άκόμη στό πρώτο μισό τοϋ δέκα του Ινατου αΙώνα άπό τδν Μάξ Στίρνερ καί άλλους νεοχεγκελια-
295
νους καί ξεκαθαρίσαροε καί κριτικαρίστηκε Εμπεριστατωμένα στόν καιρό του άπό τό Μάρξ στό βιβλίο «Ή γερμανική Ιδεολογία». Ά κόμη στά «ΟΙκονομικοφιλοσοφικά χειρόγραφά» του (1844) ό Μάρξ παρατηρεί, πώς ή συνείδηση, οί Ιιδέες ποτέ δέν ύπάρχουν καί δέν μποροϋν να ύπάρχουν σέ καθαρή γυμνή μορφή. Ύπάρχουν πάντα στή γλώσσα καί διαμέσου τής γλώσσας, ένώ «τό στοιχείο, δπου φα νερώνεται ή ζωή τής νόησης —ή γ λ ώ σ σ α— Εχει αίσθητηριακή φύση».1 «Πάνω στό πνεΟμα» —Εγραψε ό Μάρξ στό Εργο του «Ή γερμανική ιδεολογία»— άπαρχής βαραίνει ή κατάρα νά είναι «φορ τωμένο» άπό τήν δλη, πούέδώ Εμφανίζεται μέ τή μορφή κινούμενων στρωμάτων άέρα, ήχων —μέ μιά λέξη, μέ τή μορφή τής γλώσσας. Ή γλώσσα είναι έπίσης τόσον άρχαία, δσο καί ή συνείδηση- ή γλώσ σα είναι πρακτική, ύπαρκ,τή καί γιά τούς άλλους άνθρώπους καί μονάχα μέ αύτή τήν ύπαρκτή καί γιά τόν Ιδιον Εμένα πραγματική συνείδηση, καί παρόμοια μέ τή συνείδηση, ή γλώσσα Εμφανίζεται μονάχα άπό τήν άναγκαιότητα, άπό τήν άπόλυτην άναγκαιότητχ γιά Επικοινωνία μέ τούς άλλους άνθρώπους.2 Πολλές άπό τΙς σκέψεις, άπό τΙς Ιδέες τών ΑΙγυπτίων, τών Άσυροβαβυλωνίων, τών Ελλήνων, τών Εβραίων, τών Ρωμαίων καί άλλων άρχαίων λαών, πού Εζησαν χιλιετηρίδες πρίν άπό μδς, Ε ξακολουθούν νά ύπάρχουν καί μέχρι σήμερα. Μά ύπάρχουν Απο κλειστικά στά ιερογλυφικά, στά σφηνοειδή καί σ’ άλλα γραφτά ση μάδια καί διαμέσου τους, γραμμένα πάνω σέ πάπυρους, πάνώ σέ πέτρινα, μετάλλινα καί άλλα ύλικά άντικείμενα. Ά ν αύτά τά γραφτά ντοκουμέντα καί μνημεία τΐ)ς άρχαιότητας είχαν Εξαφα νιστεί καί δέν ύπήρχαν, δέ θά ύπήρχαν καί οί γραμμένες σ’ αύτά ίδέες, Ετσι δπως Εξαφανίστηκε καί δέν ύπάρχει τό μεγάλο μέρος άπό τόν τεράστιο φιλοσοφικό Ιδεΐκό πλοϋτο τοϋ Ηράκλειτου, τοϋ Δημόκριτου, τοϋ Επίκουρου καί τών άλλων μεγάλων στοχαστών τΐ)ς Αρχαιότητας. "Οπως είναι γνωστό, άπό τΙς Ιδέες τους ώς έμδς φτάσανε μονάχα άποσπάσματα, στό βαθμό πού άπόμειναν καί 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Ά πό τά πρώιμα Εργα, Μόσχα, 1956, σελ. 596. (Ιτά ρωσικά). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 31 (στά βουλγάρικα).
296
ύλικά άποσπάσματα τής άρχαίας γραμματείας, δπου χωριστές Κέ ες του έξακολούθησαν νά ύπάρχουν. Ό Μάρξ δχι μονάχα Αποδείχνει, πώς «ή γ λ ώ σ α είναι ή άμεση πραγματικότητα τής σκέψης»,1 άλλά άποκάλυψε καί τούς λόγους, τ.ού έξαιτίας τους οI Ιδεαλιστές φιλόσοφοι, πού τούς όνόματ ζε μέ τδ περιφρονητικό παρατσούκλι «γερμανοί ΐδεολόγοι», Ιφτασαν στή θεμελίωση τής «καθαρής» συνείδησης, τών «καθαρών» Ι δεών σέ κάποιο αύτοτελές καί άνεξάρτητο άπό τόν ύλικό κόσμο βασίλειο. «Δείξαμε —γράφει δ Ιδιος,— δτι ή διαμόρφωση τών σκέ ψεων καί τών ιδεών σέ αύτοτελεΐς δυνάμεις είναι συνέπεια τής δια μόρφωσης τών προσωπικών σχέσεων καί δεσμών άνάμεσα στά ά τομα. Δείξαμε πώς ή έξαιρετικά συστηματική άπασχόληση μέ τοϋτες τΙς σκέψεις, πού κάνουν οί Ιδεολόγοι καί οί φιλόσοφοι παναπεϊ καί ή συστηματοποίηση αύτών τών σκέψεων, είναι συνέπεια τής διαίρεσης τής έργασίας κι’ δτι ειδικά ή γερμανική φιλοσοφία εί ναι συνέπεια τών γερμανικών μικροαστικών σχέσεων. Οί φιλόσο φοι θά Ιπρεπε μονάχα νά άνάγουν τή γλώσσα τους στή συνηθισμέ νη γλώσσα, άπ’ δπου αύτή είναι άφηρημένη (μέ τό νόημα τής έπιστημονιχής άφαίρεσης— abstractio — Σημ. τ. Μέτ.), γιά νά γνωρίσουν σ’ αύτή τήν παραμορφωμένη γλώσσα τοϋ πραγματικοΟ κόσμου καί νά καταλάβουν, πώς οδτε οί σκέψεις οδτε ή γλώσσα, σχηματίζουν αύτές καθαυτές Ιδιαίτερο βασίλειο, πώς άποτελοϋν μο νάχα φ α ν ε ρ ώ μ α τ α τοΟ πραγματικού κόσμου» Παρ’ δλο πού είναι γραμμένη πρίν άπό Ικατόν τόσα χρόνια, στίς κύριες γραμμές της αύτή ή κριτική ισχύει δλότελα καί γιά τή θεωρία τοϋ Πόπερ γιά τήν «άντικειμενική πραγματικότητα» τοϋ «τρίτου κάαμου». Ά π ’ δποια πλευρά κι’ iv έξετάσουμε τΙς ιδέες, τΙς θεωρίες τοϋ λεγόμενου «τρίτου κόσμου» τοϋ Πόπερ, άποδεικνύονται πάντα δχι αύτοτελής, δχι άντικειμενική καί άνεξάρτητη άπό τόν ύλικό κόσμο πραγματικότητα, παρά μονάχα μορφές τής άνθρώ πινης συνεήδησης καί μ’ αύτό τό νόημα, τής άνθρώπινης «ύποκειμενικότητας». Γι’ αύτό τό λόγο ή μέθοδος τοϋ Πόπερ είναι έπίσης ύ1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Άπαντα, τόμος 3ος, σελ. 436. (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, op. cit., σ. 437.
297
ποκειμενική, δπως καί ή μέθοδος τοΟ Ντίλταϊ καί τοΟ Κόλινγουουντ. Καί δ Πόπερ σάν αύτούς άναζητάει τδ άντικείμενο τής Ιστορικής γνώσης δχι στίς Αντικειμενικές ιστορικές διαδικασίες, άλλά <π1ς Ι δέες τών Ανθρώπων, στή συνείδησή τους. Ό λ ’ αδτΑ δείχνουν δτι οΐ νεώτερες μορφές καί τοΟ ύποκειμενικού, καί τοΟ Αντικειμενικού Ιδεαλισμού δχι μονάχα δέν είναι σέ θέση νΑ δδηγήσουν τήν ιστορική γνώση στδ δρόμο πρδς τήν Αντι κειμενική Αλήθεια, μά τήν παρασέρνουν Ακόμη πιδ βαθιά ατά βαλτονέρια τοΟ ύποκειμενισμοϋ καί τοΟ Αγνωστικισμού.
298
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Φυσική και κοινωνική Ιστορία 'Ε να άπό τά βασιχά καί τά μόνιμα έλαττώματα όλόχληρης τής άστικής φιλισοφίας τής Ιστορίας είναι ή άνιχανότητά της νά καταλάβει τήν πραγματική διαλεκτική τών δεσμών καί τών άλληλοσυναφειών άνάμεσα στή Φύση καί στήν κοινωνία άνάμεσα στή φυσική καί στήν κοινωνική Ιστορία. Οί δοξασίες τών άστών φιλοσόφων τής ίστορίας πολώνοντας σέ δυό βασικές —τόσο Αντί θετες, δσο καί άνεπιστημονικές καί μεταφυσικές— δοξασίες. Άπό τή μιά μεριά, οί έκπρόσωποι τοϋ μηχανιστικοΟ ύλισμοΟ καί τοΟ θετικισμοΟ έξαφανίζουν κάθε ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στή Φύση καί στήν κοινωνία, άνάμεσα στή φυσική καί στήν κοινωνική Ιστορία καI ύποστηρίζουν, δτι ή τελευταία είναι άπλώς συνέχεια τής πρώτης καί είναι ύποταγμένη στήν έπίδραση τών Ιδιων παρα γόντων καί νόμων, πού σ’ αυτούς είναι ύποταγμένη καί ή φυσική Ι στορία. Άπό τήν άλλη πλευρά, ή πλειονοψηφία τών έκπροσώπων τής ίδεαλιστικής άστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας άντιπαραθέτουν τή Φύση καί τήν Ιστορία σά δυό διαφορετικούς κόσμους, καί παράλ ληλα μ’ αύτό εΙσάγουν μιά καταρχική γνωσιολογική διαφορά άνά μεσα στό άντικείμενο τών φυσικών έπιστημών καί στό άντικείμενο τής ίστορίας καί τών κοινωνικών έπιστημών γενικά. Οί πρώτες, κα τά τήν άποψή τους, είναι έπιστήμες γιά τόν ύλικό κόσμο, ένώ οί δεύτερες —γιά τόν πνευματικό κόσμο. Άκριβώς ή Ιδεαλιστική καί ή μεταφυσική διαίρεση κα! άντιπαράθεση τής Φύσης καί τής κοινωνίας, τής φυσικής καί τής κοινω νικής ίστορίας, τής φυσιογνωσίας καί τής ίστορίας, άποτελεΐ μιάν άπό τΙς κυριότερες θεωρητικές βάσεις δλων τών δοξασιών, πού άρνσΟνται τή δυνατότητα τής Ιστορίας ώς έπιστήμης, καί συνεπώς καί τή δυνατότητα τής Αντικειμενικής άλήθειας στήν ιστορική γνώση. 'Οπως δείξαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, τούτη ή δδεαλιστι-
301
κή άντίληψη δέν είναι καινούρια. Κυριαρχούσε στήν άστική φιλο σοφία τής Ιστορίας στό πρώτο μισό τοΟ δέκατου Ενατου αΙώνα, δ ταν ot νεοχεγκελιανοί δπως δ ΜπροΟνο Μπάουερ, δ Μάξ Στίρνερ καί άλλοι τήν προπαγάνδιζαν δραστήρια. Χαρακτηρίζοντας τή φι λοσοφία τής ιστορίας αύτών τών Ιδεαλιστών στοχαστών, δ Μάρξ Εγραψε: <··Έτσι δπως χωρίζει τή νόηση άπδ τά αισθητήρια, τήν ψυχή άπδ τδ σώμα, τδν ίδιο τδν έαυτό της άπδ τδν κόσμο, κατά τδν Ιδιο τρόπο ξεκόβει τήν ίστορία άπδ τή φυσιογνωσία καί τή βιο μηχανία καί βλέπει τήν πηγή τής ίστορίας δχι στήν τραχιά ύλική παραγωγή τής γής, άλλά στούς θολούς συννεφώδικους σχηματι σμούς τοΰ ούρανοΰ».1 Κατ’ αύτδν τδν τρόπο δημιουργούσε «άντίθε ση άνάμεσα στή Φύση καί στήν ιστορία»,2 τΙς παρίστανε Ετσι «θαρ ρείς κι’ αύτά είναι δυδ ξεχωρισμένα τό Ενα άβϊό τ’ άλλο «πράγμα τα» θαρρείς κι δ άνθρωπος δέν Εχει πάντα μπροστά του Ιστορική Φύση καί φυσική Ιστορία».3 Ή ύπηρεσία τού Μάρξ καί τοΟ Ένγκελς άπέναντι στήν έ πιστημονική γνώση βρίσκεται στδ δτι άποκάλυψαν τήν παντελή άνεπιστημονικότητα τόσο τής Ιδεαλιστικής άντιπαράθεσης τής Φύ σης καί τής Ιστορίας δσο καί τών μηχανιστικών δοξασιών, irai Εξαλείφουν κάθε ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στή Φύση καί στήν κοινωνία, άνάμεσα στή φυσική καί στήν κοινωνική Ιστορία. Μαζί μ’ αύτό πρώτοι δ Μάρξ καί ό Ένγκελς Εδωσαν έπιστημονική, διαλεκτικοΟλιστική έξήγηση στό «σπουδαίο ζήτημα γιά τή σχέση τού άνθρώπου πρός τή Φύση»,4 γιά τή σχέση άνάμεσα στή Φύση καί στήν κοινωνία, άνάμεσα στή φυσική καί στήν κοινωνική Ιστορία. Άκόμη στό Εργο του «Ή Γερμανική ’Ιδεολογία» δ Μάρξ Ε γραψε: «*Η ίστορία μπορεΐ νά Εξεταστεί άπδ δυδ πλευρές, μπορεΐ νά διαιρεθεί σέ Ιστορία τής Φύσης καί σέ Ιστορία τών άνθρώπων. “Ομως αύτές οί δυό πλευρές είναι άδιάρρηκτα συνδεδεμένες1 ώσότου ύπάρχουν άνθρωποι, ή ίστορία τής Φύσης καί ή ίστορία τών άνθρώπων άλληλοδιακαθορίζσνται».5 'Οπως βλέπουμε, σ’ άντίθε1. 2. 3. 4. 3.
302
Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ ν τ « λ ς . Ά παντα, τόμος 2ος, σελ. 162. Ibid., τόμος 3ος, σβλ. 39. Ibid.. β. 44. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελ, op. cit., s. 44. Ibid., >. 18.
ση μέ τόν Ιδεαλισμό, μά σέ πλήρη άρμονία μέ τή σύγχρονη έπιστή μη καί πολύ προτοϋ ό Ντάρβιν δημιουργήσει τή θεωρία του, «ού άφησε έποχή, γιά τήν έξέλιξη τοϋ δργανικοϋ κόσμου, δ Μάρξ ύποστηρίζει τή θέση, πώς δπως ή άνθρώπινη κοινωνία, Ετσι καί ή Φύση Εχει δική της ίστορία έξέλιξής. Συνάμα δ Μάρξ δέν ξεκόβει μεταφυσικά τήν άνθρώπινη ίστορία άπό τήν ίστορία τής Φύσης, δέν τις άντιπαραθέτει τή μιά στήν άλλη, μά τΙς έξετάζει στήν άλληλοσυνάφεια καί άλληλοεξάρτησή τους, στήν ένότητά τους. Κάτι περισσότερο, δ Μάρξ φρονεί πώς «κάθε ιστοριογραφία πρέπει νά ξεκινάει άπδ τοϋτες τΙς φυσικές βάσεις» τής κοινωνίας —δηλαδή τέτοιες φυσικές συνθήκες δπως «γεωλογικές, δροθδρ·γραφικές, κλι ματικές καί άλλες»— «καί άπδ τις άλλογές, δπου ύποβάλλονται στδ διάβα τής ιστορίας χάρη στή δραστηριότητα τών άνθρώπων».1 Γιατί; Γιατί «ή πρώτη προϋπόθεση κάθε άνθρώπινης ιστορίας είναι. βέβαια, ή ύπαρξη ζωντανών άνθρώπινων δντων. Νά γιατί τδ πρώτο συγκεκριμένο γεγονός, που πρέπει νά διαπιστωθεί, είναι ή σωματι κή όργάνωση αύτών τών δντων καί ή διακαθορισμένη άπ’ αύτή τήν όργάνωση σχέση τους πρδς τήν ύπόλοιπη Φύση».2 Ό άνθρωπος εί ναι δ άνώτατος κρίκος στήν έξέλιξη τοϋ δργανικοΟ κόσμου. Προήλθε μέ φυσικό καί νόμιμο τρόπο άπδ τούς άνώτερους πιθήκους καί ώς βιολογικός δργανισμδς είναι ύποταγμένος σέ φυσικούς, βιολογικούς νόμους. Ή ϊδια ή άνθρώπινη κοινωνία δέν έμφανίστηκε ξαφνικά καί άπδ τδ τίποτε. Έμφανίστηκε άπδ τδ ζωώδικο κοοτάδι καί μετατράπηκε σέ άληθινή ά ν θ ρ ώ π ι ν η κοινωνία, άναπτύχτηκε καί Εξακολουθεί νά Αναπτύσσεται σέ καθορισμένο φυσικό περιβάλλον καί σ’ άδιάκοπη άλληλοεπίδραση μ’ αύτδ τδ περιβάλλον. Γιά νά μποροΰν νά ύπάρχουν ot άνθρωποι καί γιά νά είναι σέ θέση νά δημιουργούν Ιστορία, Εχουν άνάγκη πρίν άπ’ δλα άπδ τά μέσα ύπαρξης δπως τροφή, ρουχισμό, καιτοικία κ.ά. Γι* αύτδν τδν λόγο ή παραγωγή ύλικών μέσων ύπαρξης είναι ή πρώτη προΟ1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκβλς, op. cit., s. 21. 2. Ibid., a. 2v
303
πόθεση κάθε άνθρώπινου δγτος, καί συνεπώς καί κάθε άνθρώπινης ίστορίας, καθώς καί ή πρώτη Ιστορική πράξη. Ή παραγωγή τής ύλικής ζωής —γράφει ό Μάρξ «είναι τέτοιο Ιστορικό Ιργο, τέτοια βασική προϋπόθεση κάθε Εστορίας πού (δπως ίσαμε χώρα, ίτσι καί πρίν άπό χιλιάδες χρόνια) πρέπει νά γίνεται κάθε μέρα καί ώρα — άκόμη καί μ&νάχα γιά να μπορούν οί άνθρωποι νά ζοΟν... Νά γιατί στό ξαστέρωμα κάθε Ιστορικής πραγματικότητας είναι άνάγκη πρώτα - πρώτα νά ϊχ&υμε ύπ’ 5ψη τό βασικό γεγονός σ’ δλη του τή σημασία καί έκταση καί νά τοΟ δίνεται ή θέση, πού τοΟ Α ξίζει».' Βασικό έλάττωμα δλων τών ΐδεαλιστικών δοξασιών γιά τήν ίστορία, κατά τήν άποψη τοϋ Μάρξ, είναι τό περιστατικό πώς παράβλεπαν «αύτή τήν πραγματική βάση τής Ιστορίας», καί παράλ ληλα μ’ αύτό άπόκλειαν τή συνάφεια τών άνθρώπων μέ τή Φύ ση καί μέ αύτόν τόν τρόπο δημιουργούσαν «άντίθεση άνάμεσα στή Φύση καί στήν ιστορία».2 Καί άκριβώς ή παραγωγή τών ύλικών μέσων ύπαρξης, ή παραγωγή τής ϊδιας τής ύλικής ζωής τών άν θρώπων, μάς άποκαλύπτει τή βαθιά σχέση, τή διαδοχικότητα καί τήν ένότητα άνάμεσα στόν άνθωπο καί στή Φύση, άνάμεσα στήν άνθρώπινη κοινωνία καί στή Φύση. Πρώτο, ή ίδια ή άνθρώπινη έργασία έπίσης δέν έμφανίστηκε ξαφνικά, έξω καί άνεξάρτητα άπό τή φυσική πραγματικότητα. Σπέρμαπα έργασιακής δραστηριότητας, τής χρησιμοποίησης καί τής κατασκευής μέσω τής έργααίας συναντιούνται καί σέ όρισμένα ζωϊκά εϊδη. Σέ διάκριση άπό τήν άνθρώπινη έργασία, τούτη ή έργασία έχει πρώτιστη Ινστιγματικό χαρακτήρα. Μά ή άνθρώπινη έργασία έμφανίστηκε καί άναπτύχτηκε άκριβώς άπό «τΙς πρώτες ζωο»δικοενστιγματικές μορφές έργασίας» καί βαθμιαία άπαλλασσόταν άπό τήν πρωταρχική της ένστιγμαακή μορφή, γιά νά μετατραπεί σέ άληθινά άνθρώπινη έργοοσία. Δεύτερο, ή παραγωγιαή δράση τών άνθρώπων γιά τή δημι ουργία τών άπαραιτήτων μέσων γιά τή ζωή άποτελεΐ «βήμα, πού 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκβλς, op. cit., s. 28. 2. Ibid., s. 39.
304
είναι διακαθορισμένο άπό τή σωματική τους όργάνωση»,! δηλαδή φ υ σ ι κ ή όργώνωση. Τρίτο, ή ύλική παραγωγική δραστηριότητα, ή έργασία, είναι ή κύρια σφαίρα, δπου πραγματώνεται ή ένότητα καί ή Αλληλοε πίδραση άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στή Φύση, άνάμεσα στήν Αν θρώπινη κοινωνία καί στή Φύση. «*Η έργααία —γράφει ό Μάρξ — είναι πριν άπ’ δλα μιά διαδικασία άνάμεσα στόν Ανθρωπο καί στή Φύση, μιά διαδικασία, δπου δ Ανθρωπος διαμέσου τής ϊδιας του τής δράσης πραγματώνει, ρυθμίζει καί έλέγχει τήν Ανταλλα γή τής ίίλης Ανάμεσα στόν έαυτό του καί στή Φύση. Αύτός ό Ιδιος, ώς φυσική δύναμη, Αντιστέκεται στή φυσική δλη. Βάζει σέ κίνη ση τίς προσιδιάζουσες στόν όργανισμό του φυσικές δυνάμεις τά χέ ρια κχί τά πόδια του, τό κεφάλι καί τά δάχτυλά του, γιά νά Ιδιο ποιηθεί τή φυσική δλη μέ μιά μορφή ώφέλιμη γιά τή δική του ζωή. Επενεργώντας μ’ αύτήν τήν κίνηση πάινω στή Φύση, πού βρίσκεται Ιξω Απ’ αύτόν, καί Αλλάζοντάς την, Αλλάζει ταυτόχρονα καί τή δική του φύση. ’Αναπτύσσει τις δυνάμεις που κοιμοΟνται μέσα της καί ύπστάσσει στήν κυριαρχία του τό παιχνίδι τών δυνάμεών της.2 Γι’ αύτόν τόν λόγο ό Μάρξ τήν ύλική παραγωγή, τήν έργασία, τήν όνομάζει «αιώνια φυσκκή Αναγκαιότητα πού χω ρίς αύτήν δέν είναι δυνατή ή Ανταλλαγή τής δλης άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στή Φύση, δέν είναι παναπεί δυνατή καί ή Ανθρώπινη ζωή»,3 ''αιώνιος φυσικός δρος τής ζωής τοΟ Ανθρώπου καί γι’ αύ τό Ανεξάρτητος άπό κάθε μορφή αύτής τής ζωής, Ακριβέστερα είναι κάτι έξ Γσου κοινό γιά δλες τις κοινωνικές μορφές».* ΜΑ ή παρα γωγή τής ύλικής ζωής ώς βασική προϋπόθεση κάθε ίστορίας δέν έξαντλείται μονάχα μέ τήν παραγωγή μέσων δπαρξης. Περικλείει μέσα της έπίσης καί τήν παραγωγή Αλλων άνθρώπων —τόν πολ λαπλασιασμό τών άνθρώπων, πού, Οποιοσδήποτε έπιδράσεις κι’ 1ν δεχτεί Από τή πλευρά τών διαφορετικών κοινωνικών παραγόντων, δσο καί νά διαφέρει Από τόν πολλαπλασιασμό τής Φύσης, είναι στήν 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, op. c i t , s. 21. 2. Κ. Μάρξ, «Τό κεφάλαιο», τόμος 1ος. ’Βκδ. τής Κ.Ε. τοϋ Κ.Κ.Ε., σελ. 190. 3. Στό Ιδιο, σελ. 53. 4. Ετό Ιδιο, σβλ. 197.
20
305
ούσία καί φυσική διαδικασία. Γι’ αύτόν τόν λόγο 6 Μάρξ γράφει, πώς «ή παραγωγή τής ζωτ]ς —τόσο τής Ιδιας, διαμέσου τής έργασίας, δσο καί τής ξένης, διαμέσου τής γέννησης— έμφανίζεται με μ ιά ς ώς διπλή σχέση: άπό τή μια μεριά, ώς φυσική, καί, άπό τήν άλλη μεοιά, ώς κοινωνική σχέση».1 Ό άνθρωπος είναι συνδεδεμένος μέ τή Φύση, μά δχι μονάχα διαμέσου τής σωματικής του φύσεως καί διαμέσου τής παραγωγής τής υλικής του ζωής. Είναι συνδεμένος μ’ αύτήν καί διαμέσου τής συνείδησής του. Ή άνθρώπινη συνείδηση —αίσθήματα, βούληση, νόηση,— που οί Ιδεαλιστές πάντοτε τήν ύποδείκνυαν ώς κύριο δια κριτικό γνώρισμα τοϋ άνθρώπου, πού θαρρείς καί σάν άβυσσος τόν χωρίζει άπό τή Φύση, Ιχει έπίσης φυσική προέλευση. Πρώτο, ή άνθρώπινη συνείδηση δεν Ιχει δικό της, αύτστελές είναι. Είναι Ι διότητα τής άνώτερα όργανωμένης δλης —τοδ άνθρώπινου έγκεφάλου, πού άποτελεΐ φυσική υλη, ύποταγμένη στούς γενικούς νό μους τής Φύσης. Δεύτερο, δσο καί να διαφέρει άπδ τή ζωώδικη συνείδηση, ή άνθρώπινη συνείδηση Ιχει ζωώδικη προέλευση. Εί ναι γνι»στό, πώς τα άνώτερα ζώα κατέχουν κιόλας δρισμένες, Iστω καί στοιχειώδικες μορφές συνειδητής, σχεδιομετρικής δρα στηριότητας. Έ άρχή τής άνθρώπινης συνείδησης —γράφει 6 Μάρξ— Ιχει «έπίσης τόσο ζωώδικο χαρακτήρα, δσο καί ή ίδια ή κοινωνική ζωή σ’ αύτή τή βαθμίδα».2 Έξαιτίας δλων αύτών δ μαρξισμός έντελώς βάσιμα έξετάζει «τήν Ι ξ έ λ ι ξ η τοΟ ο ί κ ο ν ο μ ι κ ο ϋ κοινωνι κ ο ύ σ χ η μ α τ ι σ μ ο ύ ώς φ υ σ ι κ ό ι σ τ ο ρ ι κ ή δ ι ά δ ι κ ά σ ί α»,3 πού σημαίνει, πώς καί οί κοινωνικοϊστορικές δια δικασίες, δπως καί οί φυσικές διαδικασίες, είναι όποταγμένες σέ άντικειμενικές νομοτέλειες, πού Ιχουν τή δύναμη καί τήν έγκυρίτητα φυσικών νόμων. 1. Κ Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 30. (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 31. (στά βουλγάρικα). 3. Κ. Μάρξ, «Τό κεφάλαιο», τόμος Ιος, σελ. 7. (στά βουλγά ρικα).
306
Τονίζοντας τήν έ ν ό τ η τ α άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στή Φύση, άνάμεσα στήν άνθρώπινη κοινωνία καί στή Φύση, άνά μεσα στήν κοινωνική καί στή φυσική ιστορία, ό μαρξισμός δέν άντιλαμβάνεται τούτη τήν ένότητα μηχανιστικά, μά διαλεκτικά. Αύ τό σημαίνει, πώς υπογραμμίζοντας τή συνάφεια καί τήν άλληλοεπίδραση άνάμεσα στήν κοινωνία καί στή Φύση καί άνάμεσα στήν Ιστορία τους, όπογραμμίζοντας τό κοινό μεταξύ τους ό μαρξισμός μαζί μ’ αύτό άποκαλύπτει καί ύπογραμμίζει έπίσης καί τίς ο ό σ ι α σ τ ι κ έ ς δ ι α φ ο ρ έ ς μεταξύ τους. Καί κανένας δέν άποκάλυψε τόσο βαθιά καί τόσο όλόπλευρα τούτες τίς διαφορές δσσν δ Μάρξ καί δ ’Ενγκελς. Ή άνθρώπινη Ιστορία δέν είναι άπλώς συνέχεια τής άνθρώπινης ίστορίας, δπου δροΟν οί ίδιοι οί παρά γοντες καί νόμοι, που δροΟν στήν έξέλιξη τοΰ ζωϊκοϋ κόσμου. «Μα ζί μέ τόν άνθρωπο —έγραψε δ Ένγκελς— μπαίνουμε στήν ίσ τ ο ρ ■ α»,1 δηλαδή στήν κοινωνική Ιστορία. Ποιές είναι οί βασικές διαφορές άνάμεσα στήν άνθρώπινη εϊτε κοινωνική Ιστορία καί στή φυσική Ιστορία; "Οπως λέει ό Βί κο —γράφει ό Μάρξ— ή Ιστορία τών άνθρώπων διακρίνεται άπό τήν ιστορία τής Φύσης κατά τό δτι τή μιά τή φτιάξαμε έμεϊς, ένώ τήν άλλη δέν τήν φτιάξαμε έμεϊς».2 Κι’ αύτή είναι μιά άπό τις βα σικές διαφορές άνάμεσα στήν άνθρώπινη καί στή φυσική Ιστορία. ’Αναπτύσσοντας αύτήν τήν σκέψη, δ Ένγκελς παρατηρεί, πώς καί τά ζώα έχουν ιστορία —τήν Ιστορία τής προέλευσής τους καί τής βαθμιαίας τους έξέλιξής ώς τή σημερινή τους κατάσταση. Μά τά ζώα άποτελοΟν παθητικά ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν α αύτής τής Ι στορίας.3 «Τό ζώο μονάχα χρησιμοποιεί τήν έξωτερική Φύση καί είσάγει σ’ αύτήν άλλαγές άπλώς μέ τήν παρουσία του».* Σέ διάκρι 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τόμος 2ος. σελ. 78. (στά βουλγάρικα). 2 Κ.. Μάρξ, «Τό κεφάλαιο», τόμος Ιος, σελ. 303. (στά βουλγά ρικα). 3. Κ.. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς «Διαλεχτά Έ ργα», τόμος 2ος, σελ. 78, (στά βουλγάρικα). 4. Φ. Ένγκελς, «Διαλεκτική τής Φύσης», οελ. 183. (στά βουλ γάρικα).
307
ση άπδ τά ζώα ό Ανθρωπος άποτελεΐ ύποκείμενο τής Ιστορίας του —οί άνθρωποι κάνουν τήν ίστορία τους. Ό άνθρωπος δχι μονάχα δέχεται τή'/ έπίδραση τής Φύσης έπάνω του, μά δ Ιδιος έπιδρδ ένεργά πάνω σ’ αύτήν, τήν άλλάζει καί «διαμέσου τών άλλαγών του τή βάζει στήν ύπηρεσία τών σκοπών του, κ υ ρ ι α ρ χ ε ί πάνω σ’ αύτήν».1 Οί ιδεαλιστές φρονούν, δτι κάνουν |ΐεγάλη άνακάλυψη δταν μάς δηλώνουν, πώς στήν ίστορία δροΟν άνθρωποι προηγμένοι μέ αίσθήματα, βούληση, μέ ιδέες, καί βλέπουν σ’ αύτδ τήν ούσιαστικότερη Ιδιαιτερότητα τής άνθρώπινης ίστορίας — έκέϊνο, πού Απο κλειστικά ξεχωρίζει τήν άνθρώπινη ίστορία άπό τή φυσική ίστο ρία. Βλέπουν στήν άνθρώπινη Ιστορία μονάχα ή κυρίως τά αίσθήματα, τά πάθη, τή βούληση καί τίς Ιδέες, πού κινοΟν τούς άνθρώπους στίς κοινωνικοοικονομικές τους ένέργειες, τΙς άνακυρύσσουν ώς τό μοναδικό ή τό κύριο περιεχόμενο τής βπορικής ζω ής, γιά νά παραστήσουν δλόκερη τήν άνθρώπινη Ιστορία ώς ίστο ρία αισθημάτων, παθών, έπιθυμιών, σκέψεων καί Ιδεών, ένώ τήν Ιστορική γνώση τήν παρασταίνουν ώς γνώση ύποκειμενικών κατα στάσεων τής άνθρώπινης συνείδησης. Μέσα στούς δυτικούς φιλοσόφους, κοινωνιολόγους καί Ιστορι κούς είναι πλατιά διαδομένος δ τόσο κοινότοπος, δσο καί άναληθής ισχυρισμός, δτι δ μαρξισμός τάχα άρνιέται τόν ρόλο τών αισθη μάτων, τών παθών, τής βούλησης καί τών Ιδεών στήν ίστορία. Ό Κάρλ Πόπερ δηλώνει, μάλιστα, πώς τό «μαρξικό δόγμα Ιχει τήν τάση νά ύποσκάψει τήν δρμθολογική πίστη στό λόγο»2 καί τάχα δδηγεΐ άναπόφευκτα στόν «άνορθολογισμό».3 ’Αλήθεια, δμως, είναι τδ άντίθετο. Ό μαρξισμός είναι άποφασιστικός Αντίπαλος κάθε λογής άνορθολογισμοϋ. ’Αναγνωρίζει καί ύπογραμμίζει τόν ρόλο τοϋ ψυχωμοδ, τής συνείδησης καί τοΟ λόγου στήν κοινωνικοϊστορική ζωή τών Ανθρώπων καί τά ύπογραμμίζει ώς τέτοια, πού ξεχωρίζουν ουσιαστικά τήν Ανθρώπινη ίστορία άπό τή φυσική Ιστορία. 1. Στό Ιδιο, σελ* 186. (βλ. σημ. 4, σελ. 307). 2. Κ. Popper, The Open Society and its Enemies, Vol. II, p .224. 3. Ibid., p. 235.
308
Τονίζοντας αύτή τήν ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στήν φυ σική καί κοινωνική Ιστορία, δ Ένγκελς Εγραψε: «Στήν Φύση— έφ’ δσον δέν παίρνουμε ύπόψη μας τήν έπενέργεια τών άνθρώπων έπάνω της— ύπάρχουν μονάχα παράγοντες πού δροΟν χωρίς συνεί δηση δ Ινας πάνω στδν άλλον τυφλά, καί μέσα στήν άλληλοεπίδρασή τους έπιβάλλεται δ γενικός νόμος... ’Αντίθετα, στήν Ιστο ρία τής κοινωνίας οί παράγοντες πού δροϋν είναι δλοι άνθρωποι προικισμένοι μέ συνείδηση καί δροΟν μέ περίσκεψη ή πάθος πρός δρισμένους σκοπούς. Τίποτα δέν γίνεται χωρίς συνειδητή πρόθεση, χωρίς θελημένο σκοπό».1 Εϊνα; άλήθεια, πώς στά άνώτερα ζώα δέν λείπει ή ικανότητα γιά συνειδητή, σχεδιομετριική, έμπρόθετη δράση. Καί δ μαρξισμός δέν τδ άρνιέται αύτό. Μά τοϋτο τό γεγονός οδτε άλλάζει τόν χαρα κτήρα τής φυσικής Ιστορίας, οδτε έξαλείφει τήν ούσιαστική διαφο ρά άνάμεσα στόν ψυχισμό καί στήν συνείδηση τών ζώων, άπό τή μιά, και στόν άνθρώπινο ψυχισμό καί συνείδηση, άπό τήν άλλη, άνάμεσα στή φυσική καί στήν άνθρώπινη ίστορία, για δυό αίτίες: Πρώτο, γιατί ή σχεδιομετρική, ή στοχοπροσηλωμένη δράση στα ζώα Ιχει πρώτιστα ένστιγματικό χαρακτήρα καί στόν βαθμό πού σέ δρισμένα άνώτερα ζώα παρατηρούνται φανερώματα συνει δητών ένεργειών, βρίσκονται σέ πάρα πολύ στοιχειώδικη καί έμβρυακή κατάσταση, ώστε νά μποροΰν να διαδραματίσουν κάποιον ούσιαστικό ρόλο στή ζωή τους καί στήν ίστορία τους, ένώ οί ένέργειες τών άνθρώπων Ιχουν συνειδητό χαρακτήρα. «’Αν τά ζώα άσκοΟν σταθερή έπίδραση πάνω στό γύρω περιβάλλον —γράφει δ Ένγκελς.— αύτό γίνεται άνεμπρόθετα καί είναι, γ ι’ αύτά τά ί δια τά ζώα, κάτι τό τυχαίο. Μά δσο περισσότερο οί άνθρωποι δια φέρουν άπό τό ζώο, τόσο περισσότερο ή έπίδρασή τους πάνω στή Φύση παίρνει χαρακτήρα έμπρόθετης, σχεδιομετρικής δράσης, πού στρέφεται σέ καθορισμένους, προκαταβολικά γνωστούς σκοπούς. Τό ζώο καταστρέφει τή βλάστηση κάποιος τοποθεσίας, χωρίς νά ξέρει τί κάνει. Ό άνθρωπος τήν καταστρέφει, γιά νά σπείρει στό ελευθερωμένο Ιδαφος δημητριακά φυτά ή για νά φυτέψει δέντρα 1. Κ. Μάρξ καί Φρ, Ένγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τόμος 2ος, αελ. 442 - 443. (στά βουλγάρικα).
309
καί άμπέλια, πού ξέρει πώς θά τοΰ άνταποδώσουν πολλαπλάσιο».1 Ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στή «σχεδιομετρική», στή «στοχοπροσηλωμένη» δράση τών ζώων καί στή σχεδιομετρική, στή στοχοπροσηλωμένη δράση τών άνθρώπου, άποκάλυψε δ Μάρξ μέ μιά σύγκριση άνάμεσα στή δουλειά τής άράχνης καί τής μέλισσας καί στή δουλειά τοΟ άνθρώπου. «Ή άράχνη κάνει δουλειές πού μοιά ζουν μ’ αύτές πού κάνει b υφαντής, καί ή μέλισσα μέ τδ χτίσιμο τών κυττάρων τής κερήθρας της ντροπιάζει κάμποσους άνθρώπους— αρχιτέκτονες. Λυτό, δμως, πού ξεχωρίζει άπδ τά πριν τδν χειρότε ρο άρχιτέκτονα άπδ τήν καλύτερη μέλισσα είναι πώς Ιχει κιόλας φτιάξει τδ κύτταρο στδ κ>εφάλι του, προτού τδ φτιάξει στό κερί. Στό τέλος τής διαδικασίας τής έργασίας προκύπτει Ινα άποτέλεσμα που υπήρχε κιόλας άπδ τήν άρχή στήν π α ρ ά σ τ α σ η τ ο ΰ έ ρ γ ά τ η , δηλαδή ύπήρχε κιόλας Ιδεατά. Ό έργάτης δέν πετυχαίνε: μονάχα μίαν άλλαγή τής μορφής τού φυσικούπ ρ α γ μ α τ ο π ο ι ε ί ταυτόχρονα στδ φυσικό στοιχείο τ ό σ κ ο π ό τ ο υ , ενα σκοπό πού τδν ξ έ ρ ε ι , Ινα σκοπό πού καθορίζει σά νόμος τόν τρόπο καί τό είδος τής ένέργειάς του καί πού σ’ αυτόν πρέπει νά υποτάξει τή θέλησή του. Καί αύτή ή ύποταγή δέν είναι μιά («μονωμένη πράξη. ’Εκτός άπό τήν κατανόη ση τών όργάνων πού έργάζονται άπαιτεΐται γιά δλη τή διάρικεια τής έργασίας ή σ τ ο χ ο π ρ ο σ η λ ω μ έ ν η βούληση πού Ικοηλώνεται ώς π ρ ο σ ο χ ή , καί μάλιστα τόσο περισσότερο δσο λιγότερο συνεπαίρνει τδν έργάτη μέ τό περιεχόμενό της καί μέ τόν τρόπο τής έκτέλεσής της καί, έπομένως, δσο λιγότερο τήν άπολαβαίνει δ έργάτης σάν παιχνίδι τών δικών του σωματικών και πνευ ματικών δυνάμεων». Μέ άλλα λόγια, «6 ξεχωριστός άνθρωπος δέν μπορεΐ ν* έπενεργεΐ πάνω στή Φύση χωρίς νά βάζει σ’ ένέργεια τούς μϋς του κάτω άπδ τόν Ιλεγχο τοΟ δικοΰ του μυαλού. "Οπως στδ φυσικό σύστημα άνήκουν μαζί τό Ινα στδ άλλο τδ κεφάλι καί τό χέρι, Ιτσι καί ή έργασιακή διαδικασία συνενώνει τήν Ιργασία τού κεφαλιού κα: τήν έργασία τοΰ χεριού».2 1. Φ ρ, Έ ν γ κ ε λ ς , « Δ ια λ εκ τικ ή τή ς Φ ύσης», σελ . 184, (σ τά βουλ γά ρ ικ α ). 2. Κ . Μ άρξ. «Τό κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ . 413, (στά β ουλ γά ρ ικ α ).
310
Δεύτερο, παρά τό δτι δ Ανθρώπινος ψυχισμός καί ή άνθρώπινη συνείδηση ξεπήδησαν άπδ τδν ζωώδικο ψυχισμό καί τή ζωώδικη συνείδηση, ή διαφορά άνάμ^σά τους δέν άποτελεΐ άπλώς διαφορά άνάμεαα στδ βαθμό καί στήν πολυπλοκότητα τής έξέλιξής τους, άλλά διαφορά στήν ούσία: ποιοτική διαφορά. Ή συνείδηση τοϋ ανθρώπου «άπ’ άρχής είναι κοινωνικό προϊόν καί παραμένει τέ τοιο, δσο γενικά ύπάρχουν άνθρωποι».’ Αύτό Ισχύει γενικά γιά δλάκερη τήν ψυχική ζωή τοΰ άνθρώπου —γιά τΙς αισθήσεις, τΙς άντιλήψεις, παραστάσεις, Εννοιες, αίσθήματα, βούληση καί σκέψη. Ό άνθρώπινος ψυχκηιός καί συνείδηση έξελίασονται άκριβώς ώς ά ν θ ρ ώ π ι ν ο ς ψυχισμός καί συνείδηση, κάτω άπό τήν έπί δραση τέτοιων πανίσχυρων κοινωνικών παραγόντων δπως ή έργασιακή κα: γενικά ή πρακτική δράση τών άνθρώπων, ή γλώσσα καί οί διαφορετικές μορφές τής κοινωνικής έπικοινωνίας δπως οί οικονομικές σχέσεις, ή οικογένεια, ή τάξη, τό κράτος, τό έθνος, ή έκκλησία, οί διάφορες κοινωνικές δργανώσεις, —πολιτι στικές, πολιτικές κ.ά.,— οί κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί εί τε τά κοινωνικά συστήματα κ.ά., τέτοια πού δ ζωϊκδς κόσμος δέν γνωρίζει. 'Οπως βλέπουμε, οί κλασικοί τοΰ μαρξισμοϋ δχι μονάχα το νίζουν τή συνείδηση καί τή συνειδητή δράση ώς μιά άπό τΙς ου σιαστικότερες ιδιαιτερότητες τοϋ άνθρώπου, πού ξεχωρίζουν τήν κοινωνική ιστορία άπό τή φυσική ίστορία, μά Αποκαλύπτουν πολύ πιό δλάπλευρα καί βαθύτερα τή διαφορά άνάμεσα στόν άνθρώπινο ψυχισμό καί στή συνείδηση καί στό ζωώδικο ψυχισμό καί συνείδη ση, άπ’ ίσο τό κάνουν αύτό Ιδεαλιστές σάν τδν Ντίλταϊ καί άλλους. Καί παρ’ δλ’ αύτά οί κλασικοί τοϋ μαρξισμοϋ δέν ύπογραμμίζουν αύτήν τήν διαφορά ώς τή βασικότερη διαφορά άνάμεσα στήν άν θρώπινη καί στή φυσική Ιστορία σάν τέτοια, δπου σέ τελευταία άνάλυση πρέπει νά άναζψττβζϊ ή έξήγηση τών Ιστορικών γεγο νότων. Γιατί; ΙΙρώτο, γιατί *ή συνείδηση ποτέ δέν μπορεΐ νά είναι τίποτε άλλο έκτός άπό συνειδητοποιημένο είναι, έν ώτό είναι τών άνθρώ1. 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 31, (στά βουλγάρικα).
311
πων άποτελεΐ τήν πραγματική διαδικασία τής ζωής τους».1 Ή συνεί δηση, οί Ιδέες, δέν Ιχουν δική τους α ύ τ ο τ ε λ ή ύπαρξη καί δική τους α ύτ ο τ s λ ή Ιστορία έξέλιξής. «Ot άνθρωποι, πού αναπτύσ σουν τήν ύλική τους Επικοινωνία άλλάζουν μαζί μ’ αύτή τους τήν πραγματικότητα καί. τή νόησή τους καί τά προϊόντα τής νόησής τους. Δέν καθορίζει ή συνείδηση τή ζωή, μά ή ζωή καθορίζει τή συνείδηση».2 Δεύτερο, στήν άρχή τής ύπαρξης τής άνθρώπινης κοινωνίας είναι ζήτημα άν μπορούμε νά μιλήσουμε άκόμη γιά σχετική αύτοτέλεια τών Ανθρώπινων Ιδεών, παραστάσεων καί συνείδησης. Ή παραγωγή τής πνευματικής ζωής τών άνθρώπων «πρωταρχικά είναι μπλεγμένη άμεσα στήν ύλική δράση καί στήν ύλική έπικοινωνία τών άνθρώπων, στή γλώσσα τής πραγματικής ζωής. Ό σχη ματισμός παραστάσεων, ή νόηση, ή πνευματική έπικοινωνία τών άνθρώπων έμφανίζονται έδώ άκόμη ώς άμεσο προϊόν τής ύλικής σχέσης τών άνθρώπων».3 Μόλις άργότερα ώς άποτέλεσμα τοΰ κα ταμερισμού τής έργασίας καί πριν άπ’ δλα τού καταμερισμού τής διανοητικής καί τής σωματικής έργασίας, ή πνευματική ζωή άρχίζει νά διαμορφώνεται σέ σχετικά αύτοτελή τομέα, ώσπου νά φτάσει σέ τέτοιο βαθμό ξεχωριαμοΟ, πού μεταναιπτύσσεται σέ άντίθε ση άνάμεσα στή διανοητική καί στή χειρωνακτική έργασία, δταν ot έκπρόσωποι τής διανοητικής έργασίας, οί «ίδεολόγοι», άρχίζουν νά φαντάζονται, πώς ή πνευματική ζωή έχει δχι μονάχα τελείως αύτοτελή ύπαρξη καί έξέλιξη, μά πλάθει δλάκερο τόν ύλικό κόσμο καί κυριαρχεί πάνω του. Άλλά τούτη ή άντίθεση όφείλεται σέ αι τίες πού βρίσκονται πάλι στήν ύλική ζωή τής κοινωνίας —στόν τρόπο τής ύλικής της παραγωγής πού κάνει δυνατή τήν ύπαρξη κοινωνικών τάξεων μέ άντίθετα συμφέροντα. Τρίτο, άκόμη κι’ δταν άποχτοΟν δική τους σχετική αύτοτέλεια ύπαρξης καί έξέλιξής, δντας άντανάκλααη τού φυσικού καί τοΰ 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ: 26, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 27, (στά βουλγάρικα). 3. Στό Ιδιο, σελ. 26.
312
κοινωνικού είναι, δ ψυχισμός, ή συνείδηση, οI δέες, παρμένες αύ τά καθαυτά, δέν μποροϋν νά άλλάζουν οδτε τή Φύση, οδτε τήν Αν τικειμενική κοινωνική πραγματικότητα — τόν τρόπο παραγωγής, πού ύπάρχει, καί τίς συνδεόμενες μ’ αύτόν παραγωγικές καί κοι νωνικές σχέσεις. Αύτο δέν τό καταλαβαίνουν ή δέ θέλουν νά τό καταλάβουν οί ιδεαλιστές, πού, δπως στό παρελθόν, Ιτσι καί σήμερα, ύποσττρίζουν δτι ή συνείδηση, οί ίδέες κάνουν τήν ιστορία, πώς άρκεΐ να έφευρεθοΟν νέες ίδέες, για νά άλλάξει ή συνείδηση τών άνθρώ πων, μαζί μ’ αύτό νά αλλάξουν οί κοινωνικές σχέσεις, νά προκληθοΰν τά πιό διαφορετικά κοινωνικά γεγονότα —πόλεμοι, έξεγέρσεις, πραξικοπήματα, έπαναστάοεις, Αντεπαναστάσεις, ή Αντικα τάσταση ένός κοινωνικοΟ συστήματος άπό άλλο κ.δ. Αύτή ή ΐδεαλιστική καί βουλησιαρχική άντίληψη γιά τήν Ιστορία βρίσκεται στή βάση τής άποψης δτι ή Ιστορία γίνεται δχι άπό τΙς λαΓκές μάζες, άλλά άπό τίς μεγάλες, τίς μεγαλοφυείς, τις «κριτικά σκεφτόμενες» προσωπικότητες, άπό τούς βασιλιάδες, τους στρατηλάτες, τούς πολιτικούς ήγέτες καί τούς κοινωνικούς μεταρρυθμιστές, άπδ τούς Ιδεολόγους καί τά προπαγανδιστικά κέντρα, άπό τις λεγόμενες «έλίτ» (=άφρόκρεμα τής κοινωνίας —Σημ. τ. Μετ.), πού έφευρίσκουν νέες Ιδέες, πού μέ τή βοήθειά τους άναμοχλεύουν τόν κό σμο, κατευθύνουν τήν πορεία τών ιστορικών γεγονότων πρδς τά έκεΐ πού θέλουν —μ’ άλλα λόγια, προσδίδουν στήν Ιστορία δ,τι «νό ημα» τούς κατέβει στδ κεφάλι δπως τό έπιθυμήσουν. Στήν έποχή μας αύτή ή άποψη είναι ή δεσπόζουσα στήν ά στική φιλοσοφία τής ίστορίας. Τή βρίσκουμε καί στδν Ντίλταϊ, καί στούς νεοκαντιανούς, καί στούς ύπαρξιστές δπως δ Γιάσπερς, καί στούς Κόλινγουουντ καί Τόινμπι, καί στούς νεοθωμιστές, καί στούς νεοθετικιστές δπως δ Πόπερ, στις κάθε λογής θεωρίες γιά τίς «£λίτ» τών Γκ. λέ Μπόν, Χοζέ Όρτέγκα-ί-Γκασέτ, Ντέιβιντ Ρίζμαν κΑ. Μά ώς τήν έμφάνιση τού μαρξισμού τούτη ή άποψη δέσποζε σχεδόν άμέριστα σ’ δλάκερη τή φιλοσοφικοϊστορίκή, κοινωνιολογική καί Ι στορική φιλολογία. Στό πρώτο μισό τοΰ δέκατου δνατου αΙώνα οί πιδ διακεκριμένοι θεωρητικοί καί προπαγανδιστές αύτής τής άποψης στή Γερμανία ήταν οί νεοχεγκελιανοί Μπροΰνο Μπάουερ, Έντγκαρ Μπάουεο, Μάξ Στίρνερ, Μόζες Χέλ, Ζ. Φάουχερ, Γ. Γιούνγκνιτς,
313
Σιέλιγκα κ.4. ΑύτοΙ ot «γέρμαvol ίδεολόγοι» Αρνιούνταν δποιαιδήποτε ικανό τητα τών μαζών γιά ιστορική δημιουργία. Κατά τή γνώμη τους «στή μιά μεριά βρίσκεται ή μάζα ώς παθητικό, Απνευματοποίητο, Ανιστορικό, ύλικό στοιχείο τής Εστορίας· στήν άλλη μεριά —τ ό π ν ε Ο μ α , ή κ ρ ι τ ι κ ή , όκ. Μπρούνο καί Σία ώς ένεργητικό στοιχείο Απ’ δπου ξεκινάει κάθε Ι σ τ ο ρ ι κ ή δράση. Ή πράξη τοϋ μετασχηματισμού τής κοινωνίας άνάγεται σέ έ γ κ εφ α λ ι κ ή δ ρ α σ τ η ρ ι ό τ η τ α τής κριτικής κριτικής».1* Ξεκινώντας άπ’ αύτήν τήν Ιδεαλιστική άποψη γιά τήν ιστο ρία, ή λεγομένη «κριτική κριτική» τών «γερμανών Ιδεολόγων» δί δασκε τους έργάτες, «δτι παύουν στήν πραγματικότητα νά είναι μισθωτοί έργάτες, μόλις καταργήσουν στή σκέψη τους τή σκέψη γιά τή μισθωτή έργασία, μόλις πάψουν στή σκέψη τους να θεω ρούνται μισθωτοί έργάτες καί σύμφωνα μ’ αύτή τήν ύπερβολική φαντασία δέν πρέπει πια νά πληρώνονται σα χωριστά πρόσω πα».2 Κι’ αύτό σημαίνει, πώς ή Απελευθέρωση τών έργατών άπό τήν καπιταλιστική καταπίεση καί έκμετάλλευση δέν είναι ζήτη μα πρακτικής Επαναστατικής πάλης για τήν Αλλαγή τοϋ κοινω νικού συστήματος πού ύπάρχει, άλλά ζήτημα «έσωτερικής πνευματιστικής* ένέργειας». Συνάμα ή άνακάλυψη τών νέων Ιδεών, πού πρέπει νά Αναμορφώσουν τή συνείδηση καί τών έργατών, καί τών καπιταλιστών καί μ’ αύτό νά Αναμορφώσουν τόν κόσμο πού ύπάρχει, Αφήνονταν στήν «κριτική κριτική», δηλαδή στίς έκλεκτές προσωπικότητες, στούς «ίδεολόγους». Κατ’ αύτόν τόν τρόπο τόσο ί Αγώνας για τήν Απαλλαγή τής έργατικής τάξης άπό τήν καπιτα λιστική έκμετάλλευση δσο καί όλάκερη ή ίστορία παρασταίνονταν έτσι πού θαρρείς καί δέν έχουν όποιαδήποτε νομοτέλεια καί ή τύ χη τους έξαρτιέται όλότελα άπό τή νοητική δραστηριότητα καί τή βούληση ξεχωριστών προσωπικοτήτων, δηλαδή τών Εδεολόγων. 1· Κ. Μ άρξ καί Φρ. Έ ν γ κ ε λ ς, τόμος 2ος, γά ρ ικα ). * ’Α πόδοση τοΟ γερμ. «dee k ritisch en κ ε ιτ α ι γ ιο κ ρ ιτικ ή κρ ίσ η . (Σ η μ . τ. Μ ετ.). 2. Στό Ιδιο , σελ. 57. ** Σ π ιρ ιτο υ α λ ισ τικ ή ς ά πό τό λατ. sp iritu s lism us = πνευμ α τοκρα τία ή πνευ μ α τισμ ό ς. (Σημ.
314
σελ. 93, (στά βουλK ritik » . Ο ίισ ια σ π κ ά π ρ ό πνεΟμα καί Spirituaτ. Μ ετ.).
«Γιά τόν ιδεαλιστή κάθε κίνηση, πού Αναμορφώνει τόν κόσμο, ύπάρχει μονάχα στό κεφάλι κάποιου έκλεκτοΟ καί ή τύχη τοΟ κό σμου έξαρτιέται άπό τό άν τοΟτο τό κεφάλι, πού κατέχει δλάκε ρη τήν πανσοφία σά δική του Ατομική Ιδιοκτησία, δέν θά τραυμα τιστεί θανάσιμα άπό καμιά πραγματική πέτρα, πρστοϋ κατορθώσει νά διακηρύξει τις Αποκαλύψεις του».1 Στο βιβλίο του «ΤΙ είναι ίστορία;» ό Έντουαρτ Κάρ γράφει, πώς «ή έπιθυμία νά αίτοΰν* τήν άταμική μεγαλοφυΐα ώς δη μιουργική δύναμη στήν στορία είναι χαρακτηριστικό γιά τά πρω τόγονα στάδια τής Ιστορικής συνείδησης»2 κι’ έμεΐς συμφωνοΟ,ιε άπαλύτως μ’ αύτόν. Κι’ έδώ ύποπτευόμαστε ένα ψεγάδι άπό τήν πλευρά τοΰ Αναγνώστη μας, πού Ασφαλώς θά μποροϋσε νά μάς πει: — Γιατί στό δεύτερο μισό τοΰ είκοστοΟ αίώνα μάς άπασχολειτε μέ πρωτόγονες φιλοσοφικές Αντιλήψεις τοϋ πρώτου μισοΰ τοΟ δέκατου Ινατου αίώνα, πού Ιχουν τώρα καθαρά ιστορική σημα σία: Αφήστε τΙς πρωτόγονες φιλοσοφικοΐστορικές Αντιλήψεις τοΟ παρελθόντος καί πείτε μας ποιές είναι οί σύγχρονες Αντιλήψεις τής Αστικής φιλοσοφίας τής Ιστορίας. Τό ζήτημα, δμως, είναι πώς Ακριβώς αύτές οί πρωτόγονες Αντιλήψεις Ιχουν δχι μόνον ίστορική σημασία. "Γπάρχουν καί σή μερα. «Σ’ αύτή τή χώρα (’Αγγλία —Ν .Ί .), ειδικότερα —συνε χίζει ό Κάρ,— δλοι έμεΐς μαθαίνουμε τούτη τή θεωρία, νά ποϋαε, -άνω στά γόνατα τής μάνας μας. Σήμερα πρέπει Ασφαλώς νά όμολογήσουμε, πώς ύπάρρχει κάτι τό παιδιάστικο ή δπω; καί νά ’ναι κάτι παρόμοιο μέ παιδιάστικο σ’ αύτήν... δτι αύτή δέν ταιριάζει στήν πιό πολύπλοκη κοινωνία τοΰ καιροΰ μας... 'Ωστόσο ή παρά δοση πεθαίνει δύσκολα. Στήν Αρχή αύτής τής έκατονταετίας ή σκέψη, πώς «ή ίστορία είναι βιογραφία τών μεγάλων άν θρώπων», έξακολουθοΟσε παρ’ δλ’ αύτά νά είναι σεβαστή σκέ ψη. Μόνο πρίν άπό δέκα χρόνια, Ινας διακεκριμένος Ιστορικός ψε γάδιαζε τούς συναδέλφους του... έξαιτίας «τής μαζικής δολοφονί1. Κ. Μ άρξ καί Φρ. Έ ν γ κ ε λ ς , Ά π α ν τ α , τό μ ο ; 3ος, σ ελ . 523, (οτά βουλγά ρικα ). 2. Ε. Η. C a r r, W hat is H istory?, p. 45. * Mè τό νόημα τοΟ φιλο σ ο φ ικ ο ύ α ΐτή μ α το ς = Po stu lat. Π ρό κ ειται γιά ό ρ ισ μ ό πού υ ποδεικνύει δναν δ ρ ο συλλογισμοΟ δ χ ι φα νερό άπό μόνο του, ά λ λά πού τόν πα ρ α δεχό μ α στε ώς τέτο ιο ν , π α ίρ νοντας τον γιά σ η μ είο έκκίνη σ η ς μιά ς ά πό δ ειξη ς. (Σημ. τ. Μ ετ.).
315
ας τών ιστορικών προσωπικοτήτων (ήρώων) » μέ τήν Αντιμετώπι σή τους σά μαριονέτες τών κοινωνικών καί τών Ιστορικών δυνάμε ων... Ό Ρόουζ! μάς λέγει, λόχου χάρη, πώς τό έλΐ/σαβετιανό σύ στημα άπέτυχε, γιατί δ Τζέϊμς ό Α ' ήταν τάχα Ανίκανος νά τό κα ταλάβει καί πώς ή ’Αγγλική ’Επανάσταση τοϋ δέκατου Εβδομου αιώνα ήταν Ινα «τυχαίο» γεγονός, πού όφειλόυαν στή βλακεία τών δυό πρώτων βασιλιάδων Στιούαρτ. Ό ς κι δ σέρ Τζέϊμς Νίιλ, Ινας αύστηρότερος Ιστορικός, άπ’ δσον δ Ρόουζ, κάποτε, κάποτε φαίνεται περισσότερο διατεθειμένος νά έκφράζει θαυμασμό γιά τή βασίλισσα ’Ελισάβετ, Από δσο νά êξηγεϊ τί Αντιπροσώπευε ή μοναρχία τών Τιοϋντορ· ένώ δ σέρ Ά ιζάγια Μπάρλιν... Ανησυχεί σοβαρά, πώς οί Ιστορικοί μποροϋν νά μήν στιγματίσουν τόν ΤσιγκΙς Χάν καί τόν Χίτλερ ώς κακούς άν θρώπους. Ή θεωρία γιά τόν κακό βασιλιά Τζιόν καί γιά τήν καλή βασίλισσα Μπές είναι ιδιαίτερα διαδομένη, δσο προχωρούμε πρός τούς νεώτερους χρόνους. Εύκβλώτερο είναι νά δνομάζουμε τόν κομ μουνισμό «γέννημα τοϋ καρλμαρξικοϋ έγκεφάλου»... Απ’ δσο νά Αναλυθεί ή προέλευση καί δ χαρακτήρας του, νά Αποδοθεί ή Μπολ σεβίκικη ’Επανάσταση στή βλοκκεία τοϋ Νιαολάϊ Β ' ή στό γερμα νικό χρυσάφι, άπ’ δσο νά μελετηθοϋν οί βαθιές της κοινωνικές αι τίες" νά βλέπουμε στούς δυό Παγκόαμιους Πολέμους αύτοϋ τοϋ αι ώνα άποτέλεομα τής προσωπικής κακοβουλίας τοϋ Βίλχελμ Β ' καί τοϋ Χίτλερ, άπ’ δσο κάποια βαθύριζη χρεωκοπία τοϋ συστήμα τος τών διεθνών σχέσεων».2 Καί τί νά ποϋμε γιά τή σύγχρονη άστική κοινωνιολογία καί ιδιαίτερα για τή λεγάμενη «ψυχολογική κατεύθυνση σ’ αύτήν; "Ας δώσουμε καλύτερα τόν λόγο σέ μερικούς άπό τούς διαοοεκριμένους έκπροσώπους της: Σ. ’Ά ς ς: «Στό βαθμό πού τά μοναδικά δρώντα πρόσωπα στήν κοινωνία είναι τά άτομα, δλα τα φαινόμενα τής δμαδικής ζωής, δλοι οί θεσμοί, πεποιθήσεις καί Ιθιμα... είναι διακαθορισμένα άπδ τήν Ατομική ψυχολογία. ’Αποτελοϋν αποκλειστικά προϊόν τα τής Ατομικής συμπεριφοράς καί Ατομικών μοτίβων». «Οί οίκο1. Πρόκειται γιά τό βιβλίο τοΟ Ρόουζ «Ή ’Αγγλία τής ’Ελισά βετ», πού κυκλοφόρησε τό 1950. 2. Ε . Η . C a r r, W hat is H isto ry ?, pp. 45 - 46.
316
νομικοί θεσμοί άποπελουν έκφραση τών έπιδιώξεων τών άτόμων νά γίνουν κάτοχοι, οί Θεσμοί τοϋ γάμου είναι συνέπεια τών σε ξουαλικών άναγκών, ένώ οί πολιτικοί Θεσμοί καλοΟνται στή ζωή άπό τίς επιδιώξεις τών ατόμων γιά έξουσία».' Ού. Σπρότ: «Ή πρόθεση ένός μεγάλου άριθμοϋ άνθρώπων, πού ύπάρχει στή διάρκεια όριαμένου χρονικού διαστήματος, άπο τελεΐ τή βάση τής ύπαρξης τοΟ έθνους, καί τό έθνος ύπάρχει μο νάχα γιατί άρκετός άριθμός άνθρωποι πιστεύουν στήν δπαρξή του. Τό ίδιο ισχύει καί γιά... τήν τάξη».2 X. "Αϊζενκ: Μέ τόν δρο κοινωνική τάξη... καταλαβαίνου με κάτι τελείως ύποκειμενικό, καί, άκριβέστερα: ή παράσταση τοϋ άτόμου σχετικά μέ τήν ίδια του τήν κατάσταση στό σύστημα τών κοινωνικών τάξεων».3 Ρίτσιαρντ Σένταρς: Ή τάξη είναι «ψυχολογικό φαινόμενο στό πληρέστερο νόημα τής λέξης». «Έ τάξη τοϋ άνθρώπου άποτε λεΐ μέρος τοϋ «έγώ» του, άποτελεΐ τό αίσθημά του πώς άνήκει σέ κάτι μεγαλύτερο άπ’ αύτόν».4 Κλίφορντ Μόργκαν: Ot άνθρωποι διαιρούνται σέ κοινωνικές τάξεις πάνω στή βάση τοϋ αισθήματος γιά «γόητρο», πάνω στή βάση τής γνώμης τοϋ ξεχωριοτοϋ άνθρώπου γιά τήν «ίδια του τήν άξία». «Κατ’ αύτόν τόν τρόοτο, ή κλίμακα τοΟ γοήτρου γίνεται βά ση γιά τή διαμόρφωση τών κοινωνικών τάξεων».5 'Οπως βλέπουμε οί σύγχρονοι άστοί φιλόσοφοι, ιστορικοί καί κοινωνιολόγοι στίς άντιλήψεις τους γιά τόν ρόλο τών Ιδεών καί τής χωριστής προσωπικότητας στήν Ιστορία δέν πήγαν πιό μακριά άπό τις φιλοσοφικοΐστορικές άντιλήψεις τών «γερμανών Βεοίλόγων» τοϋ πρώτου μισοϋ τοΰ δέκατου êνατού αΙώνα. Γι’ αύτόν τόν λόγο ή κριτική, δπου ό Μάρξ καί δ Ένγκελς ύποβάλανε τΙς φιλοσοφικοϊστορικές άντιλήψεις τών «γερμανών Ιδεολόγων» τοϋ πρώ 1. Παραθ. κατά: Ό Ιστορικός ύλισμός καί ή κοινωνική φιλο σοφία τής σύγχρονης άστικής τίξης, Έκδ. Κοινωνιολογικής Φιλο λογίας, Μόσχα, 1960. σελ. 419, (στά ρωσικά). 2. Στό Ιδιο, σελ. 432. 3. Στό (διο, σελ. 434. 4. Στό Ιδιο, σβλ. 434. 5. Στό Ιδιο, σελ. 434.
317
του μισοΰ τοϋ δέκατου ?νατού αίώνα στα βαρυσήμαντα Εργα τους «Ή 'Αγία Οικογένεια» καί «Ή Γερμανική ’Ιδεολογία», δχι μο νάχα διαφύλαξε τήν έπικαιρότητΑ της κι’ ώς τά σήμερα, μά πα ράλληλα μ’ αύτδ μάς Αποκαλύπτει τήν Απροσμέτρητη ύπεροχή τών φιλοσοφικοϊστορικών τους (τοϋ Μάρξ καί τοΟ Ένγκελς — Σημ. τ. Μετ.) άντιλήψεων άπέναντι στίς νεώτερες φιλοσοφικοΐστορικές καί κοινωνιολογικές θεωρίες τής σύγχρονης άστικής τάξης. Κριτικάροντας τις Ιδεαλιστικές καί τις Αντιδραστικές Αντι λήψεις τών «γερμανών ίδεολόγων», δ Μάρξ γράφει: «Ο ί Î δ έε ς· ποτέ δέν μποροΰν να δδηγήσουν πέρα άπό τήν παλιά παγκό σμια τάξη πραγμάτων, άλλά πάντα μονάχα πέρα άπδ τις ιδέες τής π α λ ιά ς τάξης πραγμάτων. Οί Ιδέες δέν μποροΟν γενικά νά π ρ α γματοποιήσουν τ ί π ο τ ε » , 1 οδτε τήν παραγωγή μέσων ύπαρξης, οδτε πολέμους, οδτε έξεγέρσεις καί πραξικοπήματα, οδτε Επαναστάσεις χαί Αντεπαναστάσεις, οδτε τήν Αλλαγή ένός κοινωνικοΟ συστήματος μέ Αλλο. «Γιά τήν πραγματοποίηση τών Ιδεών χρειάζονται Ανθρωποι, πού να χρησιμοποιήσουν πρακτική δύνα μη».2 «Έ άπόλυτη κριτική — συνεχίζει δ Μάρξ— Εμαθε Από τή « φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ί α » τοϋ Χέγκελ τουλάχιστο τήν τέχνη νά μετατρέπει π ρ α γ μ α τ ι κ έ ς , ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ έ ς, ύπαρκτές Ε ξ ω άπό μένα Αλυσίδες σέ Α π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ά Ι δ ε α τ έ ς , Αποκλειστικά ύ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ έ ς , Αποκλειστικά μ έ σ α σ έ μ έ ν α ύπαρκτές Αλυσίδες καί γι’ αύτόν τόν λό γο νά μετατρέπει δλες τις ί ξ ω τ ε ρ ι κ έ ς, αίσθητηριακές μά χες σέ μάχες τών καθαρών Ιδεών».3 ’Αλλά « ε ί ν α ι καί ν όη σ η», « σ υ ν ε ί δ η σ η καί ζ ω ή » Αποτελοϋν διαφορετικλ πράγματα. Ή Ιδιοκτησία, τό κεφάλαιο, τα χρήματα, ή μισοωτή έργασία καί ή Εκμετάλλευση καί «Αλλα παρόμοια δέν είναι καθό λου πλάσματα τής φαντασίας, Αλλά πολύ πρακτικά, πολύ πραγμα 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, "Απαντα, τόμος 2ος. σελ. 129, (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 129. 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος, σελ. 89, στά βουλγάρικα).
318
τικά προϊόντα τής αύτοαλλοτ^ωσης τών έργχτών, που γ ι ’ αύτόν τόν λόγο πρέπει νά καταργηθοΰν έπίσης πρακτικά καί συγκεκρι μένα, για νά μπορεΐ ό άνθρωπος να γίνει άνθρωπος δχι μόνο στή ν ό η σ η , στή σ υ ν ε ί δ η σ η , μά καί στδ μαζικό ε ί ν α ι , στή ζωή=.' Ή έργατική τάξη δέν μπορεΐ ν άπαλλαγεΐ διαμέσου « τ ή ς κ α θ α ρ ή ς ν ό η σ η ς — μ έ τ ή βοήθεια μονάχα συλλογισμών — άπδ τούς άφέντες της καί άπό τήν ίδια της τήν πρακτική ταπείνωση».2 Για νά έλευθερωθεΐ, πρέπει νά ξεσηκω θεί σ’ άγώνα, καί «γιά νά ξεσηκωθούμε, δέν άρκεΐ νά τό κάνουμε αύτό στή σ κ έ ψ η, Αφήνοντας κρεμασμένο πάνω άπό τ ή ν π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α , πάνω άπδ τ ό α ί σ θ η τ η ρ ι α κ ό κεφάλι τ ό ν π ρ α γ μ α τ ι κ ό , τδν αίσθητ η ρ ι α κ ό ζυγό, πού δέν μπορεΐ νά άποτιναχτεΐ μέ κανένα είδος Ιδέες».3 Τδ κοινωνικό είναι τής έργατικής τάξης στήν καπι ταλιστική κοινωνία, καθώς καί τδ κοινωνικό είναι κάθε άλλης τά ξης, άποτελεΐ Α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α . Για νά άλλαχτεΐ αύτή ή πραγματικότητα, χρειάζε ται π ρ α κ τ ι κ ή έ π α ν α σ τ α τ ι κ ή δράση, πού Ανα πόφευκτα πρέπει νά γίνει ?ργο τών πλατιών έργατικών καί άλλων έργαζόμενων μαζών. Άπό έδώ δ Μάρξ δβγαλε καί τό έξαιρτικά σπουδαίο συμπέρασμα, πώς «μέ τήν δλκή τής Ιστορικής δράσης θά μεγαλώνει συνεπώς καί δ δγκος τής μάζας, πού ίργο της είναι αύτή».4 "Οσο βαθύτερη καί πιό δλόπλευρη είναι ή έπαναστατική άναμόρφωση, πού πρόκειται νά γίνει στήν κοινωνία, τόσο πιό πλα τιά καί πιδ δραστήρια πρέπει νά είναι καί ή συμμετοχή τών μα ζών σ’ αύτή, γιατί δέν είναι οί ξεχωριστές προσωπικότητες, άλλ3ι οί μάζες είναι έκεΐνες πού κάνουν τήν ιστορία. Αύτδ δέν σημαίνει καθόλου, πώς δ μαρξισμός άρνιέται τόν ένεργητικό, τόν δραστή ριο ρόλο τής συνείδησης, τών Ιδεών. 'Υπογραμμίζει μονάχα, πώς ή Ιστορία δέν μπορεΐ νά γίνεται μ ό ν ο ν ή κ υ ρ ί ω ς μέ I1. Στό Ιδιο, σελ. 89. (βλ. σημ. 3, σελ. 318). 2. Στό Ιδιο, σελ. 57. 3. Στό Ιδιο, σελ. 89. 4. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος. σελ. 89, στά βουλγάρικα).
319
δέες. Ταυτόχρονα 6 μαρξισμός ύπογράμμιζε πάντα καί θεμελίωνε τήν άποψη γιά τόν ένεργητικό, τόν δραστήριο ρόλο τής συνείδη σης, τών ιδεών, ιδιαίτερα τών έπιατημανικών καί τών Επαναστα τικών ιδεών, καί δνα άπό τά κύρια ζητήματα, πού τόν κάνουν νά διαφέρει ούσιαστικά άπό τόν προηγούμενο μεταφυσικό ύλισμό, είναι άκριβώς τό περιστατικό, πώς αύτός δ τελευταίος δέν κατα λάβαινε τό δραστήριο ρόλο τών ΐδεών. ’Αλλά γιά νά μετατραποϋν σέ ένεργητική, δραστήρια, έπαναστατική πρακτική δύναμη, οί Ι δέες πρέπει νά κατακτήσουν τις μάζες καί νά ύποστηριχτοΟν μέ πρακτικές ένέργειες, δηλαδή νά μετατραπούν σέ ύλική δύναμη. Κι’ αύτό έξαρτιέται πάλι άπό τούς ύλικούς δρους τής κοινωνικής ζωής — άπό τό άν άντιστοιχοΟν οί δοσμένες Ιδέες σ’ αύτούς τούς δρους στά π ρ α γ μ α τ ι κ ά σ υ μ φ έ ρ ο ν τ α τών μα ζών, γιατί ή «ιδέα» ντροπιάστηκε πάντα, έφόσον 'Αποχωριζόταν άπό τό συμφέρον».' Ή ίστορία γνωρίζει πολλές Ιδέες ούτοπίες, γιατί δέ συμμορφωθήκανε μέ τούς άνιυκειμενικά ύπαρκτούς ύλικούς δρους τής κοινωνικής ζωής, μέ τά πραγματικά συμφέροντα τών μαζών. Τρίτο, δσο σπουδαίος κι’ άν είναι δ ρόλος τής συνείδησης, τών ιδεών, οί άνθρωποι δέν μποροΟν νά ζοΟν μέ ιδέες. ΠροτοΟ μπορέσουν νά σκεφτοΟν, νά άσχοληθοΟν μέ τήν πολιτική, τί) θρη σκεία, τήν τέχνη, τή φιλοσοφία, τήν έπιστήμη καi κάθε λογής άλλη πνευματική δραστηριότητα, Λ άνθρωποι πρέπει νά ύ π ά ρχ ο υ ν, δηλαδή νά τρών, νά πίνουν, νά Εχουν κατοικία, νά ντύ νονται καί συνεπώς πρέπει ν ά έ ρ γ ά ζ ο ν τ α ι».2 Αύτό σημαίνει, πώς ή έργασία, ή παραγωγή μέσων γιά ζωή, άποτελεΐ «τόν πρώτο βοοσικόν δρο δλης τής άνθρώπινης ζωής».3 καί «τήν ουσιαστικότερη ιστορική δράση τών άνθρώπων»·4 Παράλ 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 2ος, σελ. 87 (στα βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. "Ενγκελς, Δ«αλεχτά Έ ργα, τόμος2ος, σβλ 187, (στά βουλγάρικα). 3. Φρ. Έ νγκελς, «Διαλεκτική τής Φύσης», σελ, 176, (στά βουλ γάρικα). 4. Κ. Μάρξ καί Φρ· Ένγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τόμος 2ος σελ. 78, (στά βουλγάρικα).
320
ληλα μ’ αύτό άποτελεΐ τήν πρώτη καί τή βασικότερη διαφορά ά νάμεσα οτόν άνθρωπο καί στά ζώα. «01 άνθρωποι μποροΟν νά εί ναι διαφορετικοί άπό τά ζώα στήν συνείδηση, στή θρησκεία— γενι κά σ’ 8,-ι θέλετε. Οί Ιδιοι άρχίζουν νά ξεχωρίζουν τόν έαυτό τους άμίσως μόλις άρχίσουν νά παράγουν τά άπαραίτητά τους μέσα γιά ζωή».1 Παρά τό δτι άπαρχές έργασιακής δραστηριότητας συναντιοϋνται σέ όριαμένα είδη ζώα, ή έργασία άποτελεΐ είδική γιά τόν άνθρωπο πρακτική δραστηριότητα — είδική άνθρώπινη δρα στηριότητα. Οί ειδικές Ιδιαιτερότητες τής άνθρώπινης έργασίας, πού τήν ξεχωρίζουν ούσιαστι/κά άπό τή ζωώδικη έργασία, φανε ρώνονται στό συνειδητό της χαρακτήρα καί στό περιστατικό πώς τούτη ή έργασία έκφράζεται «στή χρήση καί στή δημιουργία τών μέσων τής έργασίας». Γι’ αύτό τό τελευταίο δ Μάρξ, μαζί μέ τόν Φρανκλίν, όρίζει τόν άνθρωπο «ώς» a fool making animal», ώς ζώο, πού φτιάχνει έργαλεϊα».2 Αύτές οί δυό ειδικές ιδιαιτερότη τες τής άνθρώπινης έργασίας είναι ot ούσιαστικότερες, άλλά δέν είναι οί μοναδικές. Άκόμη στά «Οίκονομικοφιλοσοφικά χειρόγρα φά* του τό 1844 ό Μάρξ άποκάλυψε μέ βαθιά διεισδυτικότητα μιά σειρά ειδικές άποχρώσεις τής άνθρώπινης έργασίας, πού τήν ξε χωρίζουν ούσιοοστικά άπό τή ζωώδικη έργασία. «Τό ζώο —ίγρα^ψε δ Μάρξ, — στ’ άλήθεια έπίσης παράγει, χτίζει φωλιά ή κατοι κία, δπως τό κάνουν αύτό οί μέλισσες, ό κάστορας, τά μερμήγκια κ.ά. Μά τό ζώο παράγει μονάχα δ,τι ίχει άμεση άνάγκη τό Ιδιο ή τά παιδιά του, παράγει μονόπλευρα τή στιγμή πού δ άνθρωπος παράγει καθολικά· παράγει μονάχα κάτω άπό τήν έξουσία τής ά μεσης φυσικής άναγκαιότητας, ένώ δ άνθρωπος παράγει δντας έλεύθερος άπό τή φυσική άναγκαιότητα, καί μέ τό άληθινό νόη μα τής λέξης παράγει μονάχα τότε πού είναι λεύτερος άπ’ αύτήν· τό ζώο παράγει τό ίδιο τόν έαυτό του, τή στιγμή πού 6 άνθρωπος Αναπαράγει δλάκερη τή Φύση· τό προϊόν τοΟ ζώου συνδέεται άμ«1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σ*λ. 21, (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ. «Τό Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 148. (στά βουλ γάρικα).
21
321
σα μέ τό φυσικό του όργανισμό, τή στιγμή που ό άνθρωπος Αντι στέκεται στό προϊόν του. Τό ζώο διαμορφώνει τήν Βλη μονάχα σύμφωνα μέ τό μέτρο καί τήν άνάγκη έκείνου τοϋ είδους, δπου αύ τό άνήκει, τή στιγμή πού δ άνθρωπος εΙνοΜ. ίκαινός νά παράγει στά μέτρα κάθε είδους καί παντοΰ είναι Ικανός νά έφαρμόζει στό άντικείμενο τό άντίστοιχο μέτρο* γι’ αύτδ ό άνθρωπος διαμορφώνει τήν δλη έπίσης καί σύμφωνα μέ τούς νόμους τοϋ ώραίου».1 Τέλος, τέταρτο, ή Ιργασία άποτελεΐ έκεΐνον τό θαυματουργό παράγοντα, πού καθορίζει τΙς σχέσεις άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στή Φύση, καί μαζί μ’ αύτό μοντελάρει καί καθορίζει τόν Ιδιαίτε ρο χαρακτήρα τής ίδιας τής Φύσης, δπου ζεΐ δ άνθρωπος. "Οπως είδαμε, ή έργασία άποτελεΐ άλληλεπίδραση άνάμεσα στόν άνθρωπο καί. στή Φύση, δηλαδή μια Ιδιαίτερη σχέση άνάμεσα στόν άνθρω πο καί στή Φύση. Μιά άπό τίς ούσιαστικότερες Ιδιαιτερότητες αύ τής τής σχέσης είναι δ κοινωνικός της χαρακτήρας. *0 άνθρωπος δέν μπορεΐ νά παράγει μόνος καί μονάχα γιά τόν έαυτό του. Στή διαδικασία τής παραγωγής εισέρχεται σέ όρισμένες σχέσεις μέ τούς άλλους ά'Λρώπους — σέ παραγωγικές σχέσεις. Καί μιά καί τοϋτες οί σχέσεις άποτελοΰν τή βάση, πού πάνω της ύψώνονται δλες οί άλλες κοινωνικές σχέσεις, δλες οί σχέσεις τοΟ άνθρώπου μέ τή Φύση πραγματοποιούνται στό κάτω τής γραφής διαμέσου τών παραγωγικών σχέσεων, διαμέσου τής παραγωγής. Άπό τή μεριά της ή ίδια ή Φύση δέν μπορεΐ νά έπιδράσει άμεσα πάνω στόν άνθρωπο έτσι δπως έπιδράει πάνω στό ζώο. Έ έπίδρασή της πάνω στόν άνθρωπο είναι μεσολαβημένη άπό τήν παραγωγή, άπό τό βαθμό τής έξέλιξής τών παραγωγικών δυνάμεων καί τών συν δεμένων μ’ αύτές παραγωγικών σχέσεων, άπό όλάκερο τό σύνολο τών κοινωνικών σχέσεων. Καί δσο πιό έξελιγμένες, πιό πολύπλο κες καί πιό τελειοποιημένες είναι οί κοινωνικές σχέσεις, τόσο πιό μεσολαβημένη είναι καί ή έπίδρασή τής Φύσης πάνω στόν άν θρωπο. Τό γεγονός, δτι οί σχέσεις άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στή 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, «Έκλογή άπό τά πρώιμα 6ργα», σελ. 566. (στά βουλγάρικα).
322
Φύση πραγματοποιούνται διαμέσου τής παραγωγής, διαμέσου τών παραγωγικών δυνάμεων καί τών παραγωγικών σχέσεων, δδήγησε στό δτι ή ίδια ή Φύση, δπου ζεϊ δ άνθρωπος, Απόκτησε έπίσης κοινωνικοϊστορικό χαρακτήρα. Ή Φύση, βέβαια, προηγείται άπό τόν άνθρωπο καί άπό τήν κοινωνία του, δ άνθρωπος είναι γέννημά της. ’Αλλά δστερ’ άπό τήν Εμφάνιση τής άνθρω π ος έργασίας καί στή διαδικασία τής έργασίας ή Φύση, δ π ο υ ζ ε ΐ é ά ν θ ρ ω π ο ς , Αλλάζει. Δέν είναι πιά ή Φύση α ύ τ ή κ α θ α υ τ ή , δέν είναι ή π α ρ θ έ ν α Φ ύ σ η , δπου ζεϊ τό ζώο. Είναι Αναμορφωμένη άπό τήν έργασία τών γενιών καί σ’ αύτό τό νόημα άποτελεΐ κοινωνικοϊστορικό προϊόν. Αύτόν τόν χαρακτήρα τής Φύσης, δπου ζεϊ 6 άνθρωπος ,δέν τόν καταλάβαιναν ύλιστές σάν τόν Φόερμπαχ. Κριτικάροντας τή φοϊερμπαχική άντίληψη γιά τή Φύση, ό Μάρξ έγραψε: «Δέν πρόσεξε, πώς ό αισθητηριακός κόσμος πού τόν περι βάλλει, δέν είναι καθόλου κάποιο άμεσο, άπό άνέκαβεν δοσμένο, πάντα Ισο μέ τόν έαυτό του πράγμα, μά είναι προϊόν τής βιομηχα νίας καί τής κοινωνικής συνείδησης, καί μάλιστα στό νόημα, πώς είναι ιστορικό προϊόν, καρπός τής δράσης δλάκερης σειράς γενιών, πού καθεμιά τους στάθηκε πάνω στους ώμους τής προηγούμενης συνέχισε νά Αναπτύσσει τή βιομηχανία της καί τόν τρόπο έπικοινωνίας της καί τροποποιούσε σύμφωνα μέ τΙς Αλλαγμένες άνάγκες τό κοινωνικό της σύστημα. Ώ ς καί τά άντικείμενα τής πιό Απλής «αίσθητηριακής άξιοπιστίας» τής έχουν δοθεί μονάχα χάρη στήν κοινωνική έξέλιξη, χάρη στή βιομηχανία καί στίς έμπορικές άνταλλαγές. Ή βυσσινιά, δπως σχεδόν δλα τά καρποφόρα δέντρα, έμφανίστηκε στήν κλιματική ζώνη μας, δπως είναι γνωστό, μόλις πιρίν άπό μερικούς αΙώνες χάρη « π ό έ μ π ό ρ ι ο καί συνεπώς αύτή Ιχει δοθεί στήν «αισθητηριακή άξιοπιστία» τοΰ Φοϊερμπάχ μονάχα χ ά ρ η σ’ αύτή τή δραστηριότητα όρισμένης κοινωνία; σ’ δρισμένο χρόνο». 'Οπως βλέπουμε, ή έργασία είναι ό κύριος άξονας, πού γύ ρω του περιστρέφεται δλάκερη ή κοινωνική ζωή τών άνθρώπων. Αύτή είναι ό βασικός δεσμός, πού συνδέει τούς άνθρώπους στήν κοινωνία καί έξασφαλίζει τήν ένότητα καί τή διαδοχικότητα στήν Ιστορική έξέλιξη τής κοινωνίας παρ’ δλους τούς κλονι^ιούς καί τΙς
323
έπα ναστατικές άλλαγές τών κοινωνικών διαρθρώσεων. Γιατί ή έρ γασία άποτελεΐ τέτοιον δρο γιά τήν δπαρξη τών άνθρώπων καί τής άνθρώπι/νης κοινωνίας, ώστε πρέπει νά έκτελεΐται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάβε λεπτό. Μόλις πάρει νά σταματήσει αύτή, σταμα τάει δλάκερη ή κοινωνική ζωή τών άνθρώπων. Γι’ αύτόν τδν λό γο «ή πρώτη αιτία καί ή άποφοοσιστική κινητήρια δύναμη δλων τών σπουδαίων Ιστορικών γεγονότων βρίσκονται στήν οίκονομική έξέλιξη τής κοινωνίας, στις άλλαγές τοΟ τρόπου παραγωγής καί Ανταλλαγής, στήν πηγάζουσα άπδ έδώ διαίρεση τής κοινωνίας σέ τάξεις και στούς άγώνες άνάμεσα σ’ αύτές τΙς τάξεις».1 ΜποροΟν νά μάς προβάλλουν άντιρρήσεις, δπως καί πολλές φορές μά; έχουν προβάλλει άντιρρήσεις ot άντίπαλοι τοΟ μαρξισμοΟ: μά μήπως ή έργασιακή, ή παραγωγική δραστηριότητα δέν είναι έ πίσης σχεδιομετρική, συνειδητή δραστηριότητα, πού κατευθύνετχι άπδ συνειδητά βαλμένους σκοπούς, άπδ τήν άνθρώπινη βούληση καί πάθος. Δέ σημαίνει μήπως αύτό, πώς στδ κάτω τ!)ς γραφής ή Ιστορία καθορίζεται άπδ τά άνθρώπινα αίσθήματα, πάθη, βού ληση, Ιδέες; Ό μαρξισμός στ’ άλήθεια άναγνωρίζει καί τονίζει τή σκό πιμη, τή συνειδητή δραστηριότητα σάν 2να άπδ τά ούσιαστικά καί Απαραίτητα συστατικά τής έργαοιακής διαδικασίας, άλλά παρ’ δλ’ αύτά δέν έξετάζει τόν ψυχισμό, τή συνείδηση, τίς Ιδέες ώς κα θοριστική καί κινητήρια δύναμη τής Ιστορικής έξέλιξής τής κοι νωνίας, δπου πρέπει νά άναζητηθεΐ ή έξήγηοη τών ιστορικών γε γονότων γιά τούς Ακόλουθους λόγους: Πρώτο, ή έργασία, ή παραγωγή τών μέσων παραγωγής γιά τήν δπαρξη τών άνθρώπων, άποτελεΐ βήμα πού διακαθορίζεται δχι άπό τή συνείδησή τους, άπό τίς Ιδέες τους, άλλά άπό τή σωματική τους δργάνωση. Δεύτερο, ή έργασία, ή παραγωγική δραστηριότητα, δέν είναι διανοητική, πνευματική δραστηριότητα. Είναι π ρ α κ τ ι κ ή δραστηριότητα, καί ή συνταύτιση τής νόησης καί τής πράξης, τής 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, Ά παντα, (στά βουλγάρικα).
324
τόμος 2ος, σελ. 206.
θεωρίας καί τής πράξης είναι έπίσης «θεωρητικολογικός μυατικισμός», δπως καί ή συνταύτιση τοΟ είναι καί τής νόησης. Στήν πα ραγωγική, στήν πρακτική δραστηριότητα δ άνθρωπος Αντιστέκε ται στή φυσική δλη δχι ώς «καθαρή συνείδηση», δχι ώς αύτοτελέ; καί «καθαρό πνεύμα», μά ώς ίκανή νά σκέφτεται δ λ η . Γι’ αύτό ή πρακτική δραστηριότητα είναι δχι ύποκειμενική, έσωτερική, πνευματική δραστηριότητα, μά έξωτερική, ύλική δραστηριότητα τοΟ στσχοπροσηλωμένου στούς σκοπούς του άνθρώπου, πού είναι προικισμένος μέ συνείδηση, βούληση καί αίσθήματα. Τρίτο, ot κλασικοί τού μαρξισμού ήξβραν πολύ καλά, πώς στήν άνθρώπινη κοινωνία «τίποτε δέ γίνεται χωρίς συνειδητή πρόθεση, χωρίς θελημένο σκοπό»,1 πώς «δ,τι κινεί τούς άνθρώπους περνάει αναγκαστικά μέσ’ άπό τό κεφάλι τους».2 Καί παρ’ δλ’ αύτά οί κλα σικοί τού μαρξισμού ύπογράμμιζαν, δτι δπως γιά τό χωριστό Ατο μο δέν μπορούμε νά κρίνουμε άπό τό τι σκέφτεται τό Ιδιο γιά τόν έαυτό τοο, έπίσης γιά μιά έιποχή μεταβολών δέν μπορούμε νά κρίνου με άπό τή συνείδησή της, γιατί τούτη ή συνείδηση καθορίζεται άπό τό κοινωνικό είναι καί γιατί σέ πολλές περιπτώσεις ή πορεία τών ιστορικών γεγονότων καθόλου δέν άντιστοιχεί, μά συχνά είναι άντίθετη στούς συνειδητά βαλμένους καί θελημένους σκοπούς τών άνθρώπων. Αύτό τό καταλάβαιναν άκόμη δ Βίκο καί δ Χέγκελ, τό καταλαβαίνουν καί τό άναγνωρίζουν καί δρισμένοι σύγχρονοι Ιστορικοί, πού δέν είναι καθόλου μαρξιστές. Τπάρχει κάτι στή φύση τών Ιστορικών γεγονότων —γρά φει δ καθηγητής πανεπιστημίου Μπάτερφιλντ, — πού στρέφει τήν πορεία τής Ιστορίας σέ μιά κατεύθυνση, πού κανένας ποτέ δέν ή θελε». Παραθέτοντας αύτήν τή σκέψη τοΟ Μπάτερφιλντ, δ ’Έντου αρντ Κάρ συνεχίζει: «’Γστερα ά/ità τό 1914, ύστερα ά/πό μιά Iκατονταετία μικρών τοπικών πολέμων, είχαμε δυό μεγάλους πα γκόσμιους πολέμους. Δέ θά ήταν άληθοφανές στήν έξήγηση αύτοϋ τοΟ φαινομένου νά ύπογραμμίζεται, πώς, σέ σύγκριση μέ τά τρία 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, «Διαλεχτά Έργα», (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο. σελ. 445.
τόμος
2ος,
325
τέταρτα τοΟ δέκατου ένατου αΙώνα. στό πρώτο μισό τοΟ είκοστοΟ αιώνα οί περισσότερες προσωπικότητες ήθελαν πόλεμο, ένώ λιγότερες ήθελαν ειρήνη. Δύσκολο είναι νά πιστέψει κανείς πώς κά ποιος ήθελε τή μεγάλη οικονομική κρίση τοΟ 1930. 'Ωστόσο αύ τή ή κρίση προηγήθηκε Αναμφίβολα άπό τΙς ένέργειες Ατόμων, πού καθένας τους έπιδίωκε τελείως διαφορετικό σκοπό... Δέν ύπόκειται σέ καμιάν Απόδειξη δ ισχυρισμός, πώς ή Ιστορία μπορεΐ νά γραφτεί πάνω στή βάση τών «έξηγήσεων μέ τή βοήθεια τών άν θρώπινων σκοπών» ή διαμέσου τής περιγραφής τών κινήτρων τους, πού έχουν δοθεί άπό τούς ίδιους τούς έκτελεστές».' 'Ολοι τοΟτοι ot συλλογισμοί τοΟ Μπάτερφιλντ καί τοΟ Κάρ είναι έντελώς σωστοί. Διαπιστώνουν μιά χαρακτηριστική Ιδιαιτε ρότητα τής ίστορίας, τών ταξικών κοινωνιών, πού υπογραμμίστη κε μέ τή μεγαλύτερη δύναμη άπό τό Μάρξ καί τόν Ένγκελς. «Οί σκοποί τών ένεργειών είναι θελημένοι —έγραφε δ Ένγκελς, — τ’ Αποτελέσματα πού βγαίνουν πραγματικά άπ’ αύτές τίς ένέργειες, Αποδείχνεται πώς δέν είναι καθόλου θελημένα»,2 «γιατί αύτό πού θέλει ό Ινας, συναντάει τήν Αντενέργεια κάθε άλλου, καί σέ τελευταία άνάλυση έχουμε κάτι πού κανένας δέν τό ήθελε».3 Αύτός, βέβαια, δέν είναι ό μοναδικός λόγος, πού έξαιτίας του τά Αποτελέσματα δοσμένων ένεργειών δέν Αντιστοιχούν στούς προ καταβολικά βαλμένους καί θελημένους σκοπούς. Σέ πολλές περι πτώσεις οί λόγοι γι’ αύτή τήν Αναντιστοιχία έχουν τΙς ρίζες τους στήν Ατομική, τήν ταξική καί γενικά τήν κοινωνική στενότητα τής γνώσης, στήν ίδια τή φύση τής Ανθρώπινης γνώσης ώς Ayror νάκλασης τής άντικειμενικής πραγματικότητας. Έ τσι, εϊτε άλλιώς, δμως, άναμφισβήτητο παραμένει τό γεγονός, δτι σέ πολλές περιπτώσεις τά Αποτελέσματα δοσμένων ένεργειών είναι τελείως διαφορετικά καί μάλιστα Αντίθετα πρός τούς σκοπούς, πού συνει 1. Ε. Η' Carr, What is History? pp. 51 - 52. 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τόμος 2ος, σελ. 443. (στά βουλγάρικα). 3. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλεχτές Επιστολές», Έκδ. toO Κ.Κ.Β., 1952, σελ. 473. (στά βουλγάρικα).
326
δητά έπιδιώκονταν μ’ αύτές τίς ένέργειες καί γι’ αύτόν τόν λόγο ή Εξήγηση τών τελευταίων δέν μπορεΐ νά άναζητηθεΐ στή συνεί δηση και στή βούληση τών άνθρώπων, πού χΐς χάνανε. Τό ζήτημα, δμως, δέ βρίσκεται μονάχα στό πώς τ’ Αποτελέ σματα άπό τΙς ένέργειες τών άνθρώπων δέν άντιστοιχοϋν πάντα μέ τούς προκαταβολικά βαλμένους καί θελημένους άπ’ αύτούς σκο πούς. Είναι έπίσης γνωστό, πώς σέ πολλές περιπτώσεις οί Ιδέες, πού χρησιμοποιούν οί Ιστορικές προσωπικότητες, οί τάξεις, τά πο λιτικά κόμματα καί τά κράτη, γιά νά αξιολογήσουν καί δικαιολο γήσουν τίς ένέργειές τους, δέν άνταπσκρίνονται καθόλου στίς πρα γματικές τους προθέσεις καί στούς πραγματικούς των σκοπούς καί γενικά σ’ έκεΐνο πού στήν πραγματικότητα κάνουν. ’Εδώ κατά πρώτο λόγο έχουμε όπόψη έκεΐνο πού δ Φουριέ όνόμαζε « τ ό ν ο κάθε ιστορικής έποχής», ένώ ό Μάρξ τό όνόμαζε « π α ρ α ι σ θ ή σ ε ι ς » * τής έποχής, τών τάξεων, τών πολιτικών κομμάτων, τών μαζών καί τών ξεχωριστών προσωπικοτήτων — Ινα πολύπλοκο φαινόμενο, πού συνόδευε δλάκερη τήν ίστορία τών ταξικών κοινω νιών καί πού ό Μάρξ άποκάλυψε καί λεπτομερειακά Ανάλυσε κυ ρίως στήν «Αγία Οικογένεια», στή «Γερμανική ’Ιδεολογία» καί στή «18η Μπριμέρ τοϋ Août Μποναπάρτ».** Αύτές οί παραισθήσεις φανερώνονται σέ κάμποσες κατευθύν σεις καί στά διαφορετικά στάδια τής ιστορικής έξέλιξής παίρνουν διαφορετικές μορφές. Έ τσι, λόγου χάρη, κάθε νέα κοινωνική τά ξη, πού γιά πρώτη φορά βγαίνει στήν ιστορική οκηνή, γιά νά πε τύχε ι τούς ιστορικούς της σκοπούς, είναι ύποχρεωμένη νά παρου σιάσει τά ίδια τά δικά της συμφέροντα καί τούς δικούς της σκο πούς ώς καθολικά συμφέροντα καί καθολικούς σκοπούς, τίς ΐδέες πάλι καί τά συνθήματα, πού μ’ αύτά έκφράζει τά συμφέροντα καί τούς σκοπούς της — ώς καθολικές, πανανθρώπινες, τις μόνες λο γικές καί μέ γενική Ισχή γιά δλα τά μέλη τής κοινωνίας. "Ετσι ήταν, λόγου χάρη, μέ τις ιδέες καί τά συνθήματα τής άστικής έπανάστασης γιά «έλευθερία, ισότητα, άδελφότητα». * Illusionen. (Σημ. τ. Μετ.). ·* 'Εξελληνισμένος τίτλος: « Ή 18η ΜπριμαΙρ Βονακάρτη». (Σημ. τ. Μετ.).
τοΟ Λουδοβίκου
327
Κάτι περισσότερο, τά κοινωνικά κινήματα δανείζονται συχνά άπό τό παρελθόν «όνόματα, μαχητικά συνθήματα, τΙς στολές, γιά νά παρουσιάσουν σ’ αύτή τήν καθαγιασμένη άπό τήν Αρχαιότητα Αμφίεση καί μ’ αύτήν τή δανεισμένη γλώσσα, μιά νέα πράξη στή σκηνή τής παγκόσμιας Ιστορίας. Έ τσι ό Λούθηρος μεταμφιέστηκε σάν ’Απόστολος ΠαΟλος, ή έπανάσταση τοϋ 1789 -1814 διακοσμήθηκε διαδοχικά σά Ρωμαϊκή Δημοκρατία καί σά Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία, ένώ ή Έπανάσταση τοϋ 1848 δέν μπόρεσε νά κάνει τί ποτε καλύτερο Από τό νά παρωδήσει πότε τό 1789, πότε τΙς Επα ναστατικές παραδόσεις τοΰ 1793 - 1795... Ό ΚαμΙν Ντεμσυλέν, ό Νταντόν, ό Ροβεσπιέρ, δ Σέν - Ζιούστ, ό Ναπολέων— δπως οί ήρωες, ίτ«ι καί τά κόμματα καί οί λαϊκές μάζες τής παλιάς Γαλλι κής Επανάστασης, έκτελούσανε μέ ρωμαϊκές στολές καί μέ ρωμαϊ κή φρασεολογία τό καθήκον τοΰ καιροϋ τους: τήν Απελευθέρωση άπό τά δεσμά καί τή δημιουργία τής σύγχρονης άστικής κοινωνί ας».' "Οταν ή νέα τάξη έγκαθιδρύσει τήν κυριαρχία της καί ά Ιδέες της γίνονται κυρίαρχες ιδέες στήν κοινωνία, ίμφανίζεται νέα παραίσθηση. Τότε σ’ αύτές τΙς ιδέες άρχίζουν ν’ άποδίνουν αύ τοτελή ρόλο καί νά τΙς έξετάζουν ώς κύριο διακριτικό σημείο τής Αντίστοιχης έποχής, ώς κύριο συντελεστή τής Ιστορικής έξέλιξής καί σ’ άντιστοιχία μέ τΙς κυρίαρχες Ιδέες νά διαιροϋν τΙς Ιστορικές έποχές σέ «θρησκευτικές», «πολιτιστικές», «έπιστημονικές κΑ. Έ τσι ή περίοδος τής κυριαρχίας τής Αριστοκρατίας Εξετάζονταν ώς περίοδος τής κυριαρχίας τών έννοιών «έλευθερία», «ισότη τα» κ.ά.2 Σ’ δλες αύτές τΙς περιπτώσεις δέ γίνεται λόγος γιά συνειδη τές πλαστογραφίες καί παραπλανήσεις, Αλλ’ άκριβώς γιά π αρ α ι σ θ ή σ e ι ς, πού ai τάξεις, τό πολιτικά κόμματα, ci μάζες καί οί ξεχωριστές προσωπικότητες Επεξεργάζονται καί πιστεύουν σ’ αύτές. 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, «Διαλβχτά Έ ργα», τόμος 1ος, Έκδ. τοΟ Κ.Κ.Β., 1930, σελ. 273 - 274. (στά βουλγάρικα). 2. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκβλς, Ά παντα, τόμος 3ος, σελ. 48, (στά βουλγάρικα).
’Αλλά στήν Ιστορία δέν είναι λίγες οί περιπτώσεις, πού είναι δύσκολο νά προσδιοριστεί ποΟ τελειώνουν ot Ασυνείδητες παραι σθήσεις καί παραπλανήσεις καί πού Αρχίζει ή συνειδητή, ή δργανωμένη ΑπΑτη, δταν καί οί πρώτες καί οί δεύτερες είναι Αλληλομπλεγμένες. Ποιός δέν ξέρει, λόγου χΑρη, πώς δστερ’ Απδ τδ Δεύτερο Πα γκόσμιο Πόλεμο έ βορειοαμερικάνικος Ιμπεριαλισμός έπιδιώκει συ στηματικά νά ώθήσει τούς λαούς σέ νέο Παγκόσμιο Πόλεμο, έξοπλίζεται πυρετώδικα μέ θερμοπυρηνικά όπλα, έπιχειρεΐ ένοπλες έπεμβΑσεις γιά τήν κατΑπνιξη τών έπαναστατικών κινημά των καί γιά τήν Ανατροπή έπαναστατικών κυβερνήσεων σ’ Αλλες χώρες, όργανώνει Αντεπαναστατικά πραξικοπήματα κ.4.; Ή ϊδια ή βορειαμερικάνικη κοινωνία είναι κοινωνία μέ βαθιές κοι νωνικές καί φυλετικές διαφορές, Αντιθέσεις καί Αγώνες. Κυρίαρ χος στήν οικονομική, στήν πολιτική καί στήν πολιτιστική ζωή αύ τής τής κοινωνίας είναι ή μονοπωλιακή Αστική τάξη, πού καταδι ώκει τΙς δημοκρατικές καί τΙς φιλειρηνικές δυνάμεις τοΟ Αμερικανικοϋ λαοΟ, έφαρμόζει σκληρές φυλετικές διακρίσεις σέ βάρος τοΟ νέγρικου πληθυσμοΟ κ.4. ΜΑ παρ’ δλα αύτά, οί κρατικοί ήγέτες καί οί ίδεολόγοι τοΟ Αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού συγκαλύπτουν τήν Αντιδραστική καί έγκληματική τους δράση μέ ύποκριτικά παραμύ θια γιά τά λεγόμενα «ΑμερικΑνικα Ιδανικά», γιά «έλευθερία», «δημο κρατία», «Ανθρωπισμό», γιά τίς ήθικές Αξίες τί)ς χριστιανικής ή θικής ώς καί μέ σοσιαλιστικά συνθήματα γιά «Αταξική κοινωνία», γιά «κοινωνία καθολικής εύημέριας» κ.4. Είναι ξόφθαλμο πώς σ’ δλες αύτές τΙς περιζώσεις οί Ιδέες καί τά συνθήματα δέν Αντιστοιχοϋν στά πραγματικά κοινωνικοϊστορικά γεγονότα, μά χρησιμεύουνε μονάχα ώς Ιδεολογική μάσκα γιά συγκάλυψη τής Αληθινής πραγματικότητας. Έχοντας ύπόψη παρόμοια φαινόμενα, ό Μάρξ έγραψε: «Πάνω στίς διάφορες μορ φές τής Ιδιοκτησίας, πάνω στίς κοινωνικές συνθήκες δπαρξης ύψώνεται ένα όλοφάνερο οικοδόμημα Από διαφορετικά καί μέ ιδιαί τερο τρόπο διαμορφωμένα αισθήματα, παραισθήσεις, νοοτροπίες καί κοσμοαντιλήψεις. 'Ολόκληρη ή τάξη τίς συνδέει καί τΙς διαμορ φώνει σύμφωνα μέ τή δική της ύλική βάση καί σύμφωνα μέ τίς Αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις. Τό ξεχωριστό άτομο πού τίς δέχε ται μέ τήν παράδοση καί τήν έκπαίδευση, μπορεΐ νά φαντάζεται 329
πώς άποτελοΰν τίς πραγματικά καθοριστικές αίτιες καί τήν άφε· τηρία τής δράσης του». Άλλά «δπως στήν Ιδιωτική ζωή κάνουμε διάκριση άνάμεσα σ’ έκεΐνο πού ένας άνθωπος λέει ή σκέφτεται γ:ά τόν έαυτό του καί σ’ έκεΐνο πού πραγματικά είναι καί κάνει, ?w: άκόαα πιό πολύ πρέπει στούς Ιστορικούς άγώνες νά κάνουμε διάκριση άνάμεσα στά λόγια καί στίς δοξασίες τών κομμάτων καί στόν πραγματικό τους όργανισμό καί στά πραγματικά τους συμφέ ροντα, άνάμεσα σ’ έκεΐνο πού φαντάζονται καί σ’ έκεΐνο πού πραγ ματικά είναι».1 Άκριβώς παρόμοια φαινόμενα είχε ύπόψη του καί καί δ Λένιν δταν έλεγε πώς «οί άνθρωποι πάντοτε ήταν καί πάντα θά είναι άνόητα θύματα τής άπάτης καί τής αύταπάτης στήν πο λιτική, ώσπου θά μάθουν νά άναζητοϋν πίσω άπό τίς κάθε λογής ήθικές, θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές φράσεις, δηλώσεις καί ύποσχέσεις τ ά σ υ μ φ έ ρ ο ν τ α αύτών ή έκείνων τών τά ξεων».2 Τά αίσθήματα, ή βούληση, τά πάθη, οί Ιδέες διαδραματίζουν πραγματικά τεράστιο ένεργητικό ρόλο στήν Ιστορική ζωή τών άν θρώπων. Άκόμη καί τά πλαστά καί ύποκριτικά «Ιδανικά», που χρησιμοποιεί ή Ιμπεριαλιστική άντίδραση, συνεχώς έξακολουθοΟν νά υίοθετοϋνται είλικρινά άπό πολλούς άνθρώπους στήν οικουμένη καί μετατρέπονται σέ κινητήρια δύναμη τών ιστορικών γεγονότων. Άλλά άκριβώς παρόμοια γεγονότα δείχνουν Ιδιαίτερα παραστατι κά, πώς δ ιστορικός δέν μπορεΐ νά σταματήσει καί νά περιορίσει τήν Ιρευνα του μέ τήν έξακρίβωση τών αίσθημάτων καί τών Ιδεών τών προγραμμάτων καί τών συνθημάτων, τών ύποσχέσεων καί τής φρασεολογίας τών άνθρώπων, πού Ικαναν δοσμένα Ιστορικά γεγο νότα, σάν άληθινή καί τελευταία αΙτία αύτών τών γεγονότων. Γιά νά έξακριβώσει τίς Αληθινές αΙτίες τών έρευνοόμενων Ιστορικών γεγονότων, ό ιστορικός πρέπει νά πάει πέρα άπό τά αίσθήματα, τίς Ιδέες, τή φρασεολογία, τΙς ύποσχέσεις, τά συνθήματα, νά άπο καλύψει τά πραγματικά συμφέροντα, πού κρύβονται πίσω άπ’ αύ τά τά αίσθήματα, Ιδέες, φρασεολογία, τίς ύποσχέσεις, τά συνΟήμα 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Έ νγκελς, «Διαλεχτά Έργα», τόμος 1ος, σελ. 302. (στά βουλγάρικα). 2. Β. I. Λένιν, «Μάρξ — Ένγκελς — Μαρξισμός», σελ. 66. στά βουλγάρικα).
330
νά άποκαλύψει τά πραγματικά συμφέροντα, πού κρύβονται πί σω άπ’ αύτά τά αίσθήματα, Ιδέες, φρασεολογία, ύποσχέσεις, συν θήματα —νά έρευνήσει τΙς Αντίστοιχες κοινωνικοοικονομικές σχέ σεις, συμφέροντα, άγώνες καί βλέψεις τδν άντί<ποιχων κοινωνικών τάξεων καί δυνάμεων. "Ολα αύτά σέ μιά πρώτη ματιά φαίνονται τόσο καθαρά καί άπλά, ώστε άντηχοΟν σάν καμιά κοινότοπη άλήθεια, πού δέν Εχε: άνάγκη άπό κάποια είδική έξήγηση. Μά στήν πράξη άκριβώς οί κοινότοπες άλήθειες πολύ συχνά ή ξεχνιούνται, ή προσπερνιοϋνται μέ σπάνια τυφλαμάρα, ή δέν κατανοοΟνται, ή άπλούστατα περιφρονοΟνται άκόμη καί άπό άνθρώπους πού άσχολοϋνται μέ τήν Ι στορία ή μέ τή φιλοσοφία τής Ιστορίας. Ό Μάρξ παρατηρεί, πώς τοϋτο τό έλάττωμα είναι χαρακτηρι στικό για δλους τούς Ιστορικούς, άρχίζοντας κυρίως άπό τό δέκα το δγδοο αίώνα, καί ΐδίως γιά τή γερμανική Ιστοριογραφία. Ένώ στή συνηθισμένη ζωή —γράφει δ ίδιος— κάθε shopkeeper* ξέρει άριστα καί ξεχωρίζει αύτό πού ό Ενας ή δ άλλος άνθρωπο; παριστάνει πώς είναι, άπ’ αύτό πού πραγματικά άντιπροσωπεύει —ή Ιστοριογραφία μας δέν Εχει φτάσει άκόμη σ’ αύτή τήν κοινότυ πη γνώση. Πιστεύει άνεπιφύλαχτα κάθε έποχή, δ,τι κι’ άν μιλάει κι’ άν φαντάζεται αύτή γιά τήν Ιδια της».1 Τυπικοί έκπρόσωποι «αύτής τής ιστορικής μεθόδου» έκείνου τοΟ καιροϋ στή Γερμανία ήταν δ ΜπροΟνο Μπάουερ, δ Μάξ Στίρνερ καί οί άλλοι νεοχεγκελιανοί, πού Εβλεπαν στήν ίστορία μονάχα θορυβώδικες καί φαντχ^ χτερές πράξεις καί θρησκευτικό, γενικά θεωρητικόν άγώνα καί κά θε φορά στήν Απεικόνιση τής μιας ή τής άλλης Ιστορικής έποχή; ήταν ύποχρεωμένοι νά συμμεριστοϋν τΙς παραισθήσεις αύτής τής έποχής. «Έτσι, λογουχάρη, 4ν κάποια έποχή φαντάζεται πώς καθορίζεται άπό καθαρώς «πολιτικά» ή «θρησκευτικά» κίνητρα^παρ’ δλο πού ή «θρησκεία» καί ή «πολιτική» είναι μονάχα μορρές τών πραγματικών της κινήτρων,— δ Ιστορικός της δέχεται αύ τή τή γνώμη. Ή «φαντασία», ή «παράσταση» αύτών τών καθορισμέ* Καταστηματάρχης, μαγαζάτορας. 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά ιιαντα, τόμος 3ος, σελ. 50. (στά βουλγάρικα).
331
νων άνθρώπων γιά τήν πραγματική τους πράξη μετατρέπεται σέ μο ναδικά καθοριστική καί Ινεργητική δύναμη, πού κυριαρχεί πάνω στήν πράξη αυτών τών άνθρώπων».1 Ό Μάρξ Εγραψε, πώς «όλά/κερη αύτή ή άντίληψη τής ιστορίας μαζί μέ τή διάλυσή της καί τίς άπορρέουσες άπό έδώ άμφιβολίες καί ταλαντεύσεις άποτελεΐ έθ ν ι κ )} ύπόθεση τών Γερμανών καί Εχει μονάχα τοπικό ένδια φέρον πρός τή Γερμανία».2 Λένε, πώς ή παράδοση άποτελεΐ μεγάλη δύναμη. "Ισως μ’ αύτό πρέπει νά έξηγηθεϊ πώς «αύτή ή Ιστορική μέθοδος» κυριαρ χεί κι’ ώς σήμερα στή γερμανική άστική Ιστοριογραφία κα' άνά μεσα στούς πιό διακεκριμένους έκπροσώπους της είναι ό Ντίλταϊ καί οί όπαδοί του. Ά π ’ αύτή τήν άποψη ή σύγχρονη γερμανική ά στική Ιστοριογραφία καί φιλοσοφία τής ίστορίας δέ διαφέρει ούσιαστικά άπό τήν Ιστοριογραφία καί τή φιλοσοφία τής Ιστορίας τοϋ πρώτου μισοΟ τοΟ δέκατου Ενατου αιώνα. "Οπως είδαμε, δ Ντίλταϊ καί οί όπαδοί του άνάγουν τά καθήκοντα τής Ιστορικής γνώσης στήν « κ α τ α ν ό η σ η » τών αίσθημάτων καί τών σκέ ψεων, ξεκινώντας άπό έκεΐνο πού αύτοί λένε καί γράφουν γιά τόν έαυτό τους. Βέβαια, ύπάρχουν, καί δέν μπορεΐ νά μήν ύπάρχουν, καί δρισμένες διαφορές. Έ διαφορά κατά πρώτο λόγο βρίσκεται στό πώς «αύτή ή Ιστορική μέθοδος» δέν είναι πιά μονοπώλιο μονάιχα τών γερμανών ιστορικών καί φιλοσόφων. ’Από καιρό μεταφέρ θηκε καί. Εχει τούς άξιόλογους Εκπροσώπους της καί σέ άλλες καπι ταλιστικές χώρες — 6 Μπ. Κρότσιε καί οί όπαδοί του στήν ’Ιτα λία, δ Κόλινγουουντ, δ Μπάρακλαφ καί άλλοι στήν ’Αγγλία κΑ. Καί δεύτερο, ή σύγχρονη παραλλαγή αύτής τής φιλοσοφικοϊστορικής δοξασίας είναι σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό ύποκειμενικοϊδεαλιστική, άπ’ δσο στό πρώτο μισό τού δέκατου Ενατου αΙώνα. Στό τέλος αύτής τής παραγράφου τοΟ βιβλίου θέλουμε νά σταθοΟμε σέ Ενα σπουδαίο ζήτημα, πού πάνω του θά μποροΟσαν νά προκύψουν δρισμένες παρεξηγήσεις καί λαθεμένες έρμηνεΐες. Ό ταν δ Μάρξ καί οί άλλοι κλασικοί τοΟ μαρξισμοΟ Επιμένουν νά γί 1. Κ. Μάρξ καί Φρ. Ένγκελς, Ά παντα, τόμος 3ος, σβλ. 39 - 40. (στά βουλγάρικα). 2. Στό Ιδιο, σελ. 40.
332
νεται αύστηρή διάκριση άνάμεσα στίς Ιδέες, στίς παραισθήσεις καί στή φρασεολογία τών άντίστοιχων Ιστορικών έποχών, κοινωνικών τάξεων, πολιτικών κομμάτων καί τών ξεχωριστών προσωπικοτή των, άνάμεσα σ’ έκεΐνο πού σκέφτονται, φαντάζονται καί λένε γιά τδν έαυτό τους καί σ’ έκεΐνο πού στήν πραγματικότητα είναι —δλα αύτά δέ σημαίνουν δτι γενικά άρνιοΟνται τδν ρόλο καί τήν ση μασία τών παραστάσεων, τών ΐδεών, τών άντιλήψεων καί τών γρα φτών μνημείων καί ντοκουμέντων γιά τή μελέτη τοΟ ίστορικοϋ πα ρελθόντος, τής ίστορίας. ’Απεναντίας: Άκόμη κι’ δταν είναι κα θαρές παραισθήσεις, οί παραστάσεις, οί ΐδέες, οί άντιλήψεις καί τά γραφτά μνημεία καί ντοκουμέντα τών άντίστοιχων Ιστορικών έποχών, κοινωνικών τάξεων, κομμάτων καί Ιστορικών προσωπικο τήτων άποτελοΰν πραγματικά γεγονότα τής ιστορικής τους ζωής, πού κάποτε παίζουν έξαιρετικά σπουδαίο ρόλο. Δεύτερο, οί Ιδέες, οί άντιλήψεις, τά γραφτά μνημεία καί τά ντοκουμέντα —ή θρη σκευτική, ή καλλιτεχνική, ή φιλοσοφική, ή Ιστορική, ή πολιτική καί λοιπή φιλολογία άποτελεΐ περισσότερο ή λιγότερο πιστή άντανάκλαση τής πραγματικής κοινωνικοϊστορικής ζωής ένός δοσμέ νου καιροϋ. Γι’ αδτδν τδν λόγο άποτελοΰν έξαιρετικά σπουδαία καί άναντικατάστατη πηγή τής ιστορικής γνώσης. Άλλά άκριβώς έπειδή άποτελοΰν άντανακλάσεις τής πραγματικής κοινωνικοϊστορικής ζωής, καί δχι τήν ίδια τήν άντικειμενική ιστορική πραγματι κότητα, δέν μποροΰν νά άποτελοΰν οδτε τή μοναδική, οδτε τήν κύ ρια καί τήν πιδ άξιόπιστη πηγή τής Ιστορικής γνώσης καί τής άξιοπιστίας της. Τδ καθήκον τοΰ ίστορικοϋ είναι νά πάει πέρα άπδ τΙς παραστάσεις, τΙς Ιδέες, τΙς άντιλήψεις, τά γραφτά μνημεία καί ντοκουμέντα μιδς δοσμένης έποχής, νά έξακριβώσει τά πραγματι κά ιστορικά γεγονόαα, πού αύτά άντανακλοϋν, κατά πόσο βρίσκουν κάλυψη σ’ αύτά τά γεγονότα, καί ξεκινώντας άπδ τά πραγματικά γεγονότα τής ίστορικής ζωής μιάς δοσμένης ιστορικής έποχής νά έξηγήσει τήν προέλευση, τδ περιεχόμενο καί τδ ρόλο τών άντίοτοιχων παραστάσεων, Ιδεών, άντιλήψεων, φρασεολογίας, συνθημά των, ντοκουμέντων κ.4.
333
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΙΡΙΜΠΑΤΖΙΑΚΟΦ «Η ΚΛΕΙΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟ ΣΟΦΙΑΣ» ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 1978 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΙ ΚΟΥ ΟΙΚΟΥ " Α Ω Λ Ω Ν Η ,, ΣΤΟ ΤΥΠΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΦΩΤΗ Π. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΒΑΛ ΤΕΤΣΙΟΎ 6, Τηλ. 3634.716.