Ο ΠΑΤΡΙΚ ΖΙΣΚΙΝΤ γεννήθηκε το 1949 στο Αμπαχ της Γερμανίας, κοντά στη λίμνη Στάρνμπεργκ, όπου και εμεινε μεχρι το τέλος...
518 downloads
3483 Views
2MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Ο ΠΑΤΡΙΚ ΖΙΣΚΙΝΤ γεννήθηκε το 1949 στο Αμπαχ της Γερμανίας, κοντά στη λίμνη Στάρνμπεργκ, όπου και εμεινε μεχρι το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών. Σπούδασε Ιστορία στα πανεπιστήμια του Μονάχου και του Aix-en-Provence στη Γαλλία. Έχει γράψει σύντομα διηγήματα και συνεργάζεται με πολλά έντυπα ως δημοσιογράφος. Το 1985 εκδόθηκε ΤΟ ΑΡΩΜΑ που έγινε παγκόσμια επιτυχία με αλλεπάλληλες εκδόσεις. Μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες, έμεινε στις λίστες των μπεστ σέλερ του περιοδικού Der Spiegel για 9 χρόνια, πούλησε περισσότερα από 12 εκατομμύρια αντίτυπα, τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία και επιλέχτηκε από τους New York Times ως το Βιβλίο της Χρονιάς για το 1986. Πρόκειται να γυριστεί κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία Μπερντ Άιχινγκερ.
ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Του ίδιου συγγραφέα ΤΟ ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΣΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ κ. ΖΟΜΕΡ ΤΡΕΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Πίνακας του εξωφύλλου ΑΝΤΟΥΑΝ ΒΑΤΟ: Νύμφη και Σάτυρος
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1
Τ
ον δέκατο όγδοο αιώνα έζησε στη Γαλλία ένας άντρας που συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πιο μεγαλοφυείς και τρομερές μορφές εκείνης της εποχής, μιας εποχής ω στόσο πλούσιας σε μεγαλοφυείς και τρομερές μορφές. Αυτή εδώ είναι η ιστορία του. Ονομαζόταν Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ κι αν τ’ όνομά του έχει πια ξεχαστεί, σε αντίθεση με τα ονόματα άλλων μεγαλοφυών τεράτων όπως ο Ντε Σαντ, ο Σεν Ζιστ, ο Φουσέ κι ο Βοναπάρτης, αυτό δεν συνέβη επειδή ο Γκρενούιγ υπολειπόταν αυτών των φημισμένων καθαρμάτων σε εγωπά θεια, ανηθικότητα και περιφρόνηση για το γένος των ανθρώ πων ο Γκρενούιγ ξεχάστηκε γιατί η μεγαλοφυία του και η μο ναδική του φιλοδοξία περιορίζονταν σ’ ένα πεδίο που δεν α φήνει ίχνη στην ιστορία: στο φευγαλέο βασίλειο της όσφρη σης. Την εποχή για την οποία μιλάμε, κυριαρχούσε στις πολι τείες μια δυσωδία αφάνταστη για μας τους σημερινούς ανθρώ πους. Οι δρόμοι έζεχναν κοπριά κι οι αυλές κάτουρα, οι σκάλες σάπιο ξύλο και ποντικοκούραδα, οι κουζίνες μύριζαν νοτισμένο κάρβουνο και αρνίσιο λίπος· τα σπίτια δεν αερίζονταν ποτέ και βρομοκοπούσαν μούχλα, οι κρεβατοκάμαρες ανάδιναν τη βα ριά μυρωδιά των λιγδιασμένων σεντονιών, των υγρών παπλω μάτων και τη γλυκόξινη αποφορά του καθηκιού. Από τα καμίνια μύριζε το θειάφι, από τα ταμπάκικα βρομούσαν τα οξέα, απ’ τα σφαγεία ξεχυνόταν η μυρωδιά του χυμένου αίματος. Οι άν θρωποι μύριζαν ιδρώτα κι απλυσιά· τα χνώτα τους βρομούσαν χαλασμένα δόντια και κρεμμύδι· και τα κορμιά τους, όταν περ νούσαν πια τα πρώτα νιάτα μύριζαν πολυκαιρισμένο τυρί, ξινι
σμένο γάλα και κακοφορμισμένες πληγές. Τα ποτάμια, οι πλα τείες, οι εκκλησίες, οι γέφυρες και τα παλάτια ανάδιναν βρόμα και δυσωδία. Βρομούσαν οι γεωργοί αλλά και οι παπάδες, βρομούσαν οι τεχνίτες αλλά κι οι γυναίκες των εμπόρων, βρο μούσε ολόκληρη η αριστοκρατία, βρομούσε ακόμα κι ο βασι λιάς — μάλιστα! — βρομούσε σαν άγριο θηρίο, κι η βασίλισσα σαν γριά κατσίκα, χειμώνα-καλοκαίρι. Κι αυτό γιατί τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν είχε μπει ακόμα φραγμός στην καταλυτική δραστηριότητα των βακτηριδίων έτσι, δεν υπήρχε ανθρώπινο έργο, δημιουργικό ή καταστροφικό, δεν υπήρχε έκφραση της ζωής, στην άνθιση ή στην παρακμή της, που να μη συνοδεύεται απαραίτητα από τις ανάλογες μυρωδιές. Και φυσικά η δυνατότερη βρόμα βασίλευε στο Παρίσι, α φού το Παρίσι ήταν η μεγαλύτερη πολιτεία της Γαλλίας. Μέσα στο Παρίσι υπήρχε πάλι ένα μέρος, όπου η δυσωδία ήταν πιο αβάσταχτη απ’ οπουδήποτε αλλού — ανάμεσα στην οδό Ο-Φερ και στην οδό ντε-λα-Φερονερί, στο Κοιμητήριο των Αθώων. Ο χτακόσια ολόκληρα χρόνια θάβονταν εδώ οι νεκροί του νοσο κομείου Οτέλ-Ντιε και των γειτονικών ενοριών, οχτακόσια ο λόκληρα χρόνια μέρα με τη μέρα, έφταναν τα κάρα φορτωμένα πτώματα που τα σώριαζαν στους μακρόστενους λάκκους, οχτα κόσια χρόνια γέμιζαν κόκαλα οι τάφοι και τα οστεοφυλάκια. Πολύ αργότερα, στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, κι αφού οι τάφοι ξεχείλισαν πια κι η δυσωδία του νεκροταφείου εξανάγκασε τους κατοίκους της περιοχής όχι σε απλές διαμαρ τυρίες αλλά σε σωστές εξεγέρσεις, το Κοιμητήριο των Αθώων έκλεισε, οι σωροί των οστών και των κρανίων μεταφέρθηκαν στις κατακόμβες της Μονμάρτρης και στη θέση του νεκροτα φείου στήθηκαν οι πάγκοι των ψαράδων και των μανάβηδων. Εδώ λοιπόν στο πιο βρομερό σημείο όλου του βασιλείου, γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1738 ο Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ. Ήταν μια από τις πιο ζεστές μέρες της χρονιάς. Η κάψα βάραι νε σαν μολύβι πάνω απ’ το νεκροταφείο. Στα σοκάκια ο αέρας, ζεστός κι αποπνικτικός, μύριζε σάπιο καρπούζι κι απανθρακω μένα κόκαλα. Η μάνα του Γκρενούιγ στεκόταν μπροστά σ’ ένα πάγκο με ψάρια και καθάριζε μαρίδες, όταν την έπιασαν οι πό
νοι. Τα ψάρια, που υποτίθεται ότι είχαν μόλις βγει από το Ση κουάνα, βρομούσαν κιόλας τόσο έντονα, ώστε η δυσωδία τους ξεπερνούσε τη μυρωδιά του νεκροταφείου. Η μάνα του Γκρενούιγ ωστόσο, δεν ένιωθε ούτε τη μια βρόμα ούτε την άλλη· η όσφρησή της δεν αντιδρούσε πια καθόλου στις άσχημες μυρω διές — κοιλοπονούσε εξάλλου, κι οι πόνοι της γέννας έπνιγαν κάθε ευαισθησία σε εξωτερικά ερεθίσματα. Το μόνο που ήθελε ήταν να σταματήσει πια αυτός ο πόνος και να ξεμπερδεύει, όσο μπορούσε πιο γρήγορα, μ’ αυτή την απαίσια ιστορία. Ήταν η πέμπτη γέννα της. Όλες τις προηγούμενες τις είχε κάνει εδώ, πίσω απ’ τον ψαράδικο πάγκο· τα παιδιά της γεννήθηκαν πεθα μένα ή μισοπεθαμένα· η λιγοστή ματωμένη σάρκα, που έβγαι νε από μέσα της, δεν ξεχώριζε και πολύ απ’ τα ψάρια του πά γκου της ούτε είχε περισσότερη ζωή απ’ αυτά. Το βράδυ οι σκουπιδιάρηδες τα μάζευαν όλα μαζί στο κάρο τους και τα πε τούσαν στο νεκροταφείο ή κάτω στο ποτάμι. Έτσι θα γινόταν και κείνη τη μέρα· η μάνα του Γκρενούιγ ήταν μια γυναίκα νέα ακόμα, μόλις είχε πατήσει τα είκοσι πέντε, και όμορφη. Τα δό ντια της ήταν όλα σχεδόν γερά, είχε ακόμα μαλλιά στο κεφάλι κι εκτός από ρευματισμούς, σύφιλη και φθίση δεν είχε καμιά σοβαρή αρρώστια — έλπιζε λοιπόν ότι θα ζούσε ακόμα για πο λύ-πολύ καιρό, πέντε, ίσως και δέκα χρόνια· μπορεί μάλιστα και να παντρευόταν κάποτε με κανέναν τεχνίτη χηρευάμενο και να γεννούσε νόμιμα παιδιά... η μάνα του Γκρενούιγ, λοιπόν, δεν ήθελε παρά να τελειώνει, όσο το δυνατό γρηγορότερα. Κι όταν οι πόνοι δυνάμωσαν και πύκνωσαν, κάθισε ανακούρκουδα κάτω από τον πάγκο της και γέννησε, όπως το είχε κάνει άλ λες τέσσερις φορές, κι αφαλόκοψε το νεογέννητο με το ψαρομάχαιρο. Ύστερα όμως, εξαιτίας της αποπνικτικής ζέστης και της δυσωδίας, που η ίδια δεν την ένιωθε σαν τέτοια, αλλά σαν κάτι αφόρητο που τη νάρκωνε — σαν ένα λιβάδι με κρίνα ή σαν ένα μικρό στενόχωρο δωμάτιο γεμάτο νάρκισσους — λιποθύ μησε κι έγειρε στο πλάι, πέφτοντας έξω από τον πάγκο στη μέ ση του δρόμου, κι έμεινε εκεί ξαπλωμένη με το μαχαίρι στα χέ ρια. Φωνές, τρεχάματα, το πλήθος μαζεύεται στα γρήγορα να
χαζέψει, καταφθάνει η αστυνομία. Η γυναίκα ακόμα ξαπλωμέ νη, ακίνητη, καταμεσής του δρόμου, με το μαχαίρι στα χέρια. Σιγά-σιγά συνέρχεται. Τι έπαθε; «Τίποτα». «Τι έκανε με το μαχαίρι;» «Τίποτα». «Πώς μάτωσαν τα μεσοφόρια της;» «Απ’ τα ψάρια». Σηκώνεται, πετάει το μαχαίρι και φεύγει να πλυθεί. Τότε, τελείως απροσδόκητα, το νεογέννητο κάτω απ’ τον πάγκο αρχίζει να κλαίει. Ψάχνουν και το βρίσκουν μέσα στις μύγες και τα ψαροκέφαλα. Οι αρχές το δίνουν σε μια παραμά να κι η μάνα του μπαίνει στη φυλακή. Αφού μάλιστα ομολογεί και η ίδια και παραδέχεται ότι σίγουρα θα άφηνε το μωρό να πεθάνει όπως έκανε και με τα τέσσερα προηγούμενα, δεν αρ γούν να τη δικάσουν και να την καταδικάσουν για πολλαπλή παιδοκτονία. Λίγες βδομάδες αργότερα της έκοψαν το κεφάλι στην πλατεία Γκρεβ. Ως τη μέρα εκείνη το παιδί είχε κιόλας αλλάξει τρεις παρα μάνες. Καμιά δεν ήθελε να το κρατήσει πάνω από λίγες μέρες. Ήταν πολύ λαίμαργο, λέγανε, βύζαινε για δύο, τους τέλειωνε το γάλα και δεν άφηνε σταγόνα για τ’ άλλα μωρά· έτσι έχαναν κι αυτές τα λιγοστά χρήματα που κέρδιζαν. Ο υπεύθυνος αξιω ματικός της αστυνομίας, κάποιος Λαφός, βαρέθηκε γρήγορα μ’ αυτή την υπόθεση κι αποφάσισε να στείλει το μωρό στο ίδρυμα για τα Έκθετα και τα Ορφανά της οδού Σεντ-Αντουάν. Ομάδες παιδιών μεταφέρονταν κάθε μέρα από κει στο Μεγάλο Κρατικό Ορφανοτροφείο της Ρουέν. Οι μεταφορές αυτές γίνονταν από χαμάληδες που τοποθετούσαν τα μωρά μέσα σε ψάθινες κού νιες και για λόγους προφανείς, στοίβαζαν σε κάθε κούνια τρία και τέσσερα μαζί· έτσι ο δείκτης της θνησιμότητας κατά τη μετα φορά ήταν εξαιρετικά υψηλός· οι μεταφορείς λοιπόν αυτοί, ή ταν υποχρεωμένοι να παίρνουν μόνο βαφτισμένα μωρά, εφο διασμένα με χαρτιά καθ’ όλα νόμιμα, που σφραγίζονταν στη Ρουέν. Τό μωρό Γκρενούιγ όμως ήταν αβάφτιστο και δεν είχε καν όνομα που θα μπορούσε να γραφτεί στα χαρτιά του· κι ε
πειδή θα ήταν παρατραβηγμένο να εγκαταλείψει η ίδια η αστυ νομία ανώνυμα ένα έκθετο στο κατώφλι του Ιδρύματος, πράγ μα που θα καθιστούσε περιττές όλες τις άλλες τυπικότητες — ε ξαιτίας δηλαδή μιας σειράς δυσχερειών γραφειοκρατικής, διοι κητικής και τεχνικής φύσεως, που συνδέονταν με τη μεταφορά του μωρού κι επειδή ο καιρός περνούσε — ο αξιωματικός Λαφός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αρχική του απόφαση κι έδωσε οδηγίες να παραδοθεί το αγόρι σε κάποια εκκλησιαστι κή οργάνωση, να βαφτιστεί και ν’ αποφασίσει η εκκλησία για την τύχη του από κει και πέρα. Το ’δωσαν στο μοναστήρι ΣενΜερί στην οδό Σεν-Μαρτέν. Βαφτίστηκε και πήρε το όνομα Ζαν-Μπατίστ. Και μια που ο ηγούμενος εκείνη τη μέρα είχε τα κέφια του και το παγκάρι της μονής δεν ήταν άδειο, αποφασί στηκε να μη φύγει το παιδί για τη Ρουέν, αλλά να μείνει στο μο ναστήρι και να μεγαλώσει εκεί. Για το σκοπό αυτό το ανέλαβε μια παραμάνα που την έλεγαν Ζαν Μπισί, έμενε στην οδό ΣενΝτενί και πληρωνόταν για τις υπηρεσίες της τρία φράγκα τη βδομάδα.
2 Λίγες βδομάδες αργότερα, η παραμάνα Ζαν Μπισί μ’ ένα ψάθινο καλάθι στο χέρι χτυπούσε την πόρτα του μοναστηριού Σεν-Μερί. Όταν της άνοιξε ο πάτερ Τεριέ, ένας πενηντάρης φαλακρός καλόγερος που μύριζε ανάλαφρα ξίδι, η γυναίκα α πόθεσε τo φορτίο της στο κατώφλι λέγοντας απλά: «Να ’το». «Τι είναι;» ρώτησε ο πάτερ Τεριέ κι έσκυψε πάνω απ’ το κα λάθι ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια του, γιατί υπέθεσε ότι θα ήταν κάτι φαγώσιμο. «Το μπάσταρδο της φόνισσας από την οδό Ο-Φερ!» Ο καλόγερος σκάλισε με το χέρι του τα σκεπάσματα, ώσπου ελευθέρωσε το πρόσωπο του κοιμισμένου μωρού. «Μια χαρά φαίνεται. Ροδαλό και καλοθρεμμένο». «Γιατί μ’ έχει φάει. Γιατί μου ήπιε όλο μου το γάλα, ως την τελευταία σταγόνα. Τέρμα όμως. Τώρα μπορείτε να τον ταΐσετε
μόνοι σας, να του δώσετε κατσικίσιο γάλα και σούπα και καροτόζουμο. Τα τρώει όλα, ο μπάσταρδος». Ο πάτερ Τεριέ ήταν άνθρωπος πράος. Δουλειά του ήταν η διαχείριση των χρημάτων που διέθετε η μονή «υπέρ των πτω χών και αδυνάτων». Περίμενε να του πουν ευχαριστώ για όσα έκανε και δεν ήθελε να τον απασχολούν με άλλα πράγματα. Οι τεχνικές λεπτομέρειες τον ενοχλούσαν, γιατί οι λεπτομέρειες σήμαιναν πάντα δυσκολίες, και οι δυσκολίες σήμαιναν διατα ραχή της ησυχίας του κι αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει. Με τάνιωνε που είχε ανοίξει την πόρτα. Θα ’θελε να έπαιρνε η γυ ναίκα το καλάθι και να πήγαινε σπίτι της και να τον άφηνε ήσυ χο. Σηκώθηκε αργά κι ανάσανε βαθιά τη μυρωδιά από γάλα κι αρνίσιο μαλλί που ανάδινε η παραμάνα. Ευχάριστη μυρωδιά. «Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις. Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω πού το πας. Νομίζω ότι το μωρό δε θα πάθαινε τίποτε αν έμενε ακόμα λίγο καιρό κοντά σου...». «Αυτό δε θα πάθαινε τίποτα», απάντησε η παραμάνα, «αλλά θα πάθαινα εγώ. Έχασα δέκα οκάδες κι όμως έτρωγα για τρεις. Και για ποιο λόγο; Για τρία φράγκα τη βδομάδα!» «Α, καταλαβαίνω», είπε ο πάτερ Τεριέ, σχεδόν μ’ ανακού φιση, «αυτό είναι το πρόβλημα: το ζήτημα είναι τα λεφτά». «Όχι!» είπε η παραμάνα. «Ναι σου λέω! Το ζήτημα είναι πάντα τα λεφτά. Όταν χτυ πάει αυτή η πόρτα, πρόκειται πάντα για λεφτά. Θα ’θελα ν’ α νοίξω μια φορά και να δω έναν άνθρωπο που θα ζητούσε κάτι άλλο. Κάποιον, ας πούμε, που θα ’φερνε ένα μικρό δωράκι. Λίγα φρούτα για παράδειγμα, ή μερικά καρύδια. Το φθινόπω ρο υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που θα μπορούσαν να μου φέρουν. Ακόμα και λουλούδια. Ας ερχόταν έστω κάποιος κι ας έλεγε απλά: "Ο Θεός μαζί σας, πάτερ Τεριέ, την καλημέρα μου!" Αλλά κάτι τέτοιο δε θα το δουν τα μάτια μου. Όταν δεν είναι ζητιάνος, είναι έμπορος, κι όταν δεν είναι έμπορος είναι εργάτης. Κι αν δε θέλει ελεημοσύνη, τότε θέλει να πληρωθεί. Δεν μπορώ να βγω ούτε στο δρόμο πια. Φτάνει να κάνω τρία βήματα έξω απ’ την πόρτα και με περικυκλώνουν κιόλας διάφο ροι, που θέλουν λεφτά!»
«Εγώ όχι», είπε η παραμάνα. «Ένα σου λέω: δεν είσαι η μοναδική παραμάνα στην ενο ρία. Υπάρχουν εκατοντάδες παραμάνες πρώτης τάξεως, που θα παρακαλούσαν ν’ αναλάβουν αυτό το αξιαγάπητο μωρό για τρία φράγκα την εβδομάδα και να το θηλάσουν ή να του ετοι μάζουν σούπα, χυμούς και άλλα τέτοια...». «Τότε δώστε το σε μια απ’ αυτές!» «... Απ’ την άλλη πάλι, δεν είναι καλό να πετάμε το παιδί από δω κι από κει. Μπορεί το άλλο γάλα να μην του κάνει τόσο καλό, όσο το δικό σου. Έχει συνηθίσει τη μυρωδιά του στή θους σου, πρέπει να ξέρεις, και το χτύπο της καρδιάς σου». Και γι’ άλλη μια φορά ανέπνευσε βαθιά τη ζεστή μυρωδιά της παραμάνας. Βλέποντας ύστερα ότι τα λόγια του δεν της εί χαν κάνει καμιά εντύπωση, συνέχισε: «Πάρε τώρα το παιδί και πήγαινε σπίτι σου! Θα μιλήσω στον ηγούμενο για την υπόθεση σου. Θα προτείνω να σου δίνουμε τέσσερα φράγκα τη βδομάδα». «Όχι», είπε η παραμάνα. «Εντάξει, πέντε!» «Όχι». «Πόσα θέλεις επιτέλους;» έβαλε τις φωνές ο πάτερ Τεριέ. «Πέντε φράγκα είναι πολλά λεφτά για την κατώτερη δουλειά, της διατροφής ενός μωρού παιδιού!» «Δε θέλω λεφτά», είπε η παραμάνα. «Θέλω ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το μπάσταρδο». «Μα γιατί, καλή μου γυναίκα;» ρώτησε ο πάτερ Τεριέ κι α νασήκωσε πάλι την κουβερτούλα στο καλάθι. «Είναι ένα αξια γάπητο μωράκι. Το μουτράκι του είναι ροδαλό, δεν κλαίει, κοι μάται ήσυχα και είναι βαφτισμένο». «Έχει το διάβολο μέσα του». Ο πάτερ Τεριέ τράβηξε στα γρήγορα το χέρι του απ’ το κα λάθι. «Αδύνατο! Είναι απολύτως αδύνατο να έχει ένα μωρό το διάβολο μέσα του. Ένα μωρό δεν είναι άνθρωπος ακόμα, αλ λά βρίσκεται σ’ ένα προγενέστερο στάδιο. Η ψυχή του δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα. Επομένως δεν μπορεί να προκαλέσει το
ενδιαφέρον του διαβόλου. Μήπως μιλάει; Μήπως τινάζεται και σπαρταράει; Κουνάει πράγματα μέσα στο δωμάτιο; Ή βρο μάει;» «Δε μυρίζει καθόλου», είπε η παραμάνα. «Βλέπεις λοιπόν; Αυτό είναι ξεκάθαρο σημάδι. Αν είχε το διάβολο μέσα του, θα βρομούσε». Για να καθησυχάσει την παραμάνα και να δοκιμάσει το ίδιο του το κουράγιο, ο πάτερ Τεριέ σήκωσε το καλάθι και το κράτησε κάτω απ’ τη μύτη του. «Το μωρό δε μου μυρίζει τίποτα παράξενο», είπε αφού ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα ρουθούνια του, «στ’ αλήθεια τί ποτα. Μου φαίνεται όμως ότι οι πάνες του κάτι μυρίζουν». Και μ’ αυτά τα λόγια της άπλωσε το καλάθι για να επιβεβαιώσει κι εκείνη την εντύπωση του. «Δεν εννοώ αυτό», είπε η παραμάνα βλοσυρά κι έσπρωξε το καλάθι μακριά της. «Δεν εννοώ αυτό. Φυσικά λερώνει τις πάνες του κι οι πάνες του μυρίζουν. Αυτό το ίδιο όμως, το μπάσταρδο, δεν μυρίζει καθόλου». «Επειδή είναι γερό», φώναξε ο πάτερ Τεριέ, «επειδή είναι γερό, γι’ αυτό δεν μυρίζει! Μόνο τα άρρωστα παιδιά μυρίζουν, όλοι το ξέρουν αυτό. Ένα παιδί με ευλογιά μυρίζει αλογίσια καβαλίνα, ένα που ’χει σκαρλατίνα μυρίζει σάπιο μήλο κι ένα φυματικό παιδί μυρίζει κρεμμύδι. Το μωρό είναι γερό, αυτό εί ναι όλο — τι πρέπει δηλαδή; Να βρομάει; Τα δικά σου τα παιδιά βρομάνε;» «Όχι», είπε η παραμάνα. «Τα παιδιά μου μυρίζουν έτσι ό πως πρέπει να μυρίζουν τα παιδιά των ανθρώπων». Ο πάτερ Τεριέ ακούμπησε το καλάθι στο κατώφλι με προ σοχή. Ένιωθε κιόλας να ορθώνονται μέσα του τα πρώτα κύμα τα της οργής για την ισχυρογνωμοσύνη και το πείσμα αυτής της γυναίκας. Ίσως, όσο βαστούσε η λογομαχία να χρειαζόταν και τα δυο του χέρια ώστε να χειρονομεί πιο ελεύθερα, και δεν ή θελε να πάθει τίποτα το μωρό εξαιτίας του. Στην αρχή εξάλλου σταύρωσε τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη του, τέντωσε την κοιλιά του προς το μέρος της παραμάνας και ρώτησε αυστηρά: «Ισχυρίζεσαι λοιπόν ότι ξέρεις πώς πρέπει να μυρίζει το παι
δί ενός ανθρώπου, που είναι φυσικά — εφόσον έχει βαφτιστεί — και παιδί του Θεού;» «Ναι», είπε η παραμάνα. «Και ισχυρίζεσαι επίσης ότι αν ένα παιδί δεν μυρίζει όπως νομίζεις εσύ ότι πρέπει να μυρίζει — εσύ, η παραμάνα Ζαν Μπι σί από την οδό Σεν-Ντενί — τότε είναι παιδί του διαβόλου;» Φέρνοντας το αριστερό του χέρι μπροστά σήκωσε το δάχτυ λο του απειλητικό κι ερωτηματικό. Η παραμάνα σκέφτηκε πριν απαντήσει. Δεν της άρεσε καθόλου που η συζήτηση τους εξε λισσόταν σ’ ένα είδος θεολογικής ανάκρισης, απ’ όπου η ίδια θα έβγαινε σίγουρα χαμένη. «Δεν είπα τέτοιο πράγμα», απάντησε ξεφεύγοντας. «Δεν ξέ ρω αν ο διάβολος έχει χώσει το χεράκι του σ’ αυτή την υπόθε ση. Αυτό θα το κρίνετε σεις, πάτερ Τεριέ, εγώ δεν ξέρω απ’ αυ τά. Ένα ξέρω: τούτο το μωρό μου φέρνει φρίκη, γιατί δεν μυ ρίζει σαν τ’ άλλα μωρά του κόσμου!» «Α», είπε ο πάτερ Τεριέ ικανοποιημένος και ξανάδεσε τα χέρια του πίσω απ’ την πλάτη. «Αυτά με το διάβολο λοιπόν, τα παίρνουμε πίσω. Καλά. Για πες μου όμως: Πώς πρέπει να μυ ρίζει ένα μωρό κατά τη γνώμη σου, ε;» «Πρέπει να μυρίζει καλά», είπε η παραμάνα. «Τι θα πει "καλά";» ακούστηκε βροντερή η φωνή του πάτερ Τεριέ. «Πολλά πράγματα μυρίζουν καλά. Ένα ματσάκι λεβάντα μυρίζει καλά. Η κρεατόσουπα μυρίζει καλά. Οι κήποι της Αρα βίας μυρίζουν καλά. Πώς μυρίζει ένα μωρό;» Η παραμάνα δίσταζε. Ήξερε βέβαια πώς μυρίζουν τα μω ρά, το ήξερε και πολύ καλά μάλιστα, αφού είχε θηλάσει, ταΐσει, φροντίσει, νανουρίσει και φιλήσει δεκάδες μωρά... μπορούσε να τα βρει στο σκοτάδι μόνο με τη μυρωδιά, την ένιωθε και τώ ρα ακόμα ξεκάθαρα αυτή τη μυρωδιά. Αλλά δεν την είχε περι γράψει ποτέ με λόγια. «Λοιπόν;» επέμεινε ο πάτερ Τεριέ χτυπώντας ανυπόμονα τα δάχτυλα του. «Δεν είναι και τόσο εύκολο...», άρχισε η παραμάνα, «γιατί... γιατί δεν μυρίζουν παντού το ίδιο, αν και μυρίζουν παντού ό μορφα, πάτερ, καταλαβαίνετε... λοιπόν, στα πόδια για παρά
δείγμα μυρίζουν σαν μια λεία, ζεστή πέτρα — όχι, μάλλον σαν πηλός... ή σαν βούτυρο, σαν φρέσκο βούτυρο — ναι, ακριβώς: μυρίζουν σαν φρέσκο βούτυρο. Και στο σώμα μυρίζουν σαν... σαν παξιμάδι βουτηγμένο στο γάλα. Στο κεφάλι όμως, εκεί στην κορφή ακριβώς, κοιτάξτε, πάτερ, εκεί που εσείς δεν έχετε τίποτα πια...», και το δάχτυλο της ακούμπησε στο κέντρο της φαλάκρας του πάτερ Τεριέ, που μπροστά σ’ αυτό το χείμαρρο λεπτομερειακής βλακείας είχε μείνει άφωνος κι είχε σκύψει υ ποταγμένα το κεφάλι του, «... εδώ, ακριβώς εδώ, μοσχοβολά νε. Εδώ μυρίζουν σαν καραμέλα; τόσο γλυκά και θαυμάσια, πάτερ, που δεν το βάζετε με το νου σας! Αν τα μυρίσετε εκεί, θα τ’ αγαπήσετε, είτε δικά σας είναι είτε ξένα. Έτσι πρέπει να μυ ρίζουν τα μωρά κι όχι αλλιώτικα. Κι όταν δεν μυρίζουν έτσι, ό ταν δεν μυρίζουν καθόλου, όταν μυρίζουν λιγότερο ακόμα κι από τον κρύο αέρα, σαν αυτό εδώ, το μπάσταρδο, τότε... εξη γήστε το όπως θέλετε, πάτερ, εγώ όμως» — και σταύρωσε απο φασιστικά τα χέρια μπροστά στο στήθος ρίχνοντας ένα τόσο αη διασμένο Βλέμμα στο καλάθι στα πόδια της, λες κι είχε μέσα βατράχια — «εγώ, η Ζαν Μπισί, δεν το θέλω πια!» Ο πάτερ Τεριέ σήκωσε αργά το κεφάλι και χάιδεψε κάμπο σες φορές τη φαλάκρα του σαν να ’θελε να στρώσει τ’ ανύπαρ κτα μαλλιά του. Ύστερα έφερε τυχαία δήθεν τα δάχτυλα κάτω απ’ τη μύτη του και τα μύρισε σκεφτικός. «Σαν καραμέλα...;» ρώτησε προσπαθώντας να ξαναδώσει στη φωνή του τον αυστηρό της τόνο... «Σαν καραμέλα! Και τι ξέρεις εσύ από καραμέλες; Έχεις φάει ποτέ στη ζωή σου;» «Όχι ακριβώς», είπε η παραμάνα. «Ήμουνα όμως κάποτε σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο στην οδό Σεντ-Ονορέ και είδα πώς την έφτιαχναν με λιωμένη ζάχαρη και κρέμα. Μύριζε τόσο ό μορφα, που δεν το ξέχασα από τότε». «Εντάξει, εντάξει», είπε ο πάτερ Τεριέ και τράβηξε τα δάχτυ λα απ’ τη μύτη του. «Σώπα τώρα! Με κουράζει και μόνο που συ ζητάω μαζί σου σ’ αυτό το επίπεδο. Διαπιστώνω ότι αρνείσαι, για δικούς σου λόγους που δεν με αφορούν, αρνείσαι λοιπόν να κρατήσεις το μωρό Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, που σου εμπι στεύθηκε το μοναστήρι. Το επιστρέφεις λοιπόν στον προσωρινό
του κηδεμόνα, στο μοναστήρι του Σεν-Μερί. Θεωρώ το γεγο νός θλιβερό, αλλά δεν μπορώ να το αποτρέψω. Απολύεσαι». Και σηκώνοντας στα χέρια του το καλάθι, πήρε μια τελευ ταία βαθιά ανάσα απ’ τη ζεστή και γλυκιά ευωδιά της γαλατίλας που σκορπούσε γύρω της η παραμάνα κι έκλεισε την πόρτα. Ύ στερα πήγε στο γραφείο του.
3 Ο πάτερ Τεριέ ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Δεν είχε σπουδάσει μόνο Θεολογία· είχε διαβάσει επίσης τους φιλόσο φους, ενδιαφερόταν για τη βοτανολογία και την Αλχημεία, και υπολόγιζε ιδιαίτερα τη δύναμη του κριτικού του πνεύματος. Φυ σικά δε θα ’φτάνε ποτέ ν’ αμφισβητήσει, όπως το έκαναν μερι κοί, τα θαύματα, τις προφητείες ή την αλήθεια των Ιερών Κει μένων παρόλο που ήξερε ότι τα Ιερά Κείμενα συχνά δεν μπο ρούσαν να ερμηνευθούν σύμφωνα με τη λογική, για να μην πούμε ότι την αντιμάχονταν κιόλας. Προτιμούσε να κρατιέται μακριά από τέτοια προβλήματα — παραήταν δύσκολα γι’ αυτόν, τον βύθιζαν σ’ ένα κυκεώνα αβεβαιότητας και ανησυχίας, ενώ για να κάνει ακριβώς χρήση της λογικής του, είχε ανάγκη από βεβαιότητα και ησυχία. Πολεμούσε όμως με φανατισμό κάθε προκατάληψη που συναντούσε στους απλούς ανθρώπους του λαού: οι μάγισσες και οι χαρτορίχτρες, τα φυλαχτά, το κακό μάτι, οι εξορκισμοί και οι τελετουργίες κάτω απ’ το ολόγιομο φεγγάρι, όλα αυτά τον εκνεύριζαν αφάνταστα — τον απογοή τευε βαθιά το γεγονός ότι αυτές οι ειδωλολατρικές συνήθειες δεν είχαν ακόμα εξαφανιστεί από προσώπου γης, μετά από χί λια και πάνω χρόνια αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας της χριστιανι κής θρησκείας! Εξάλλου και οι περισσότερες περιπτώσεις της λεγόμενης δαιμονοληψίας και της συνεργίας με τον Σατανά, αν τις εξέταζε κανείς από πιο κοντά, δεν ήταν παρά ανοησία, ά γνοια και προκατάληψη. Δηλαδή, δεν ήθελε ν’ αρνηθεί την ύ παρξη αυτού καθαυτού του Σατανά, ή ν’ αμφισβητήσει τη δύνα μη του — όχι, ο πάτερ Τεριέ δεν ήθελε να φτάσει σε τέτοια ά
κρα· προτιμούσε ν’ αφήνει παρόμοια προβλήματα, που άγγιζαν τα θεμέλια της Θεολογίας, σε άλλες διάνοιες. Ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας απλός, ένας ασήμαντος καλόγερος. Από την άλλη πάλι, και μόνο το γεγονός ότι μια απλοϊκή γυναίκα, σαν αυτή την παραμάνα, ισχυριζόταν ότι είχε δει σημάδια του σατανά, ή ταν αρκετή απόδειξη πώς ο διάβολος δεν είχε καμιά ανάμιξη στην υπόθεση. Το ότι εκείνη πίστευε πως τον είχε δει αποδεί κνυε πως δεν υπήρχε τίποτα διαβολικό σ’ όλη αυτή την ιστορία· γιατί, δίχως άλλο, ο διάβολος δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε ν’ αφήσει να τον πιάσει στα πράσα η παραμάνα Ζαν Μπισί. Και μάλιστα με τη βοήθεια της μύτης της! Με το πρωτόγονο όργανο της όσφρησης, που είναι η κατώτερη απ’ όλες τις αισθήσεις! Λες και μυρίζει η κόλαση θειάφι κι ο Παράδεισος λιβανωτό και μύρο! Προκατάληψη του χειρίστου είδους, από τη σκοτεινή προϊστορία της ειδωλολατρίας, όταν οι άνθρωποι ζούσαν ακό μα σαν τα ζώα, όταν η όραση τους δεν ήταν ακόμα αρκετά δυ νατή και δεν διέκριναν τα χρώματα, πίστευαν όμως ότι μπο ρούσαν να μυρίσουν το αίμα, νόμιζαν ότι με τη μυρωδιά θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν τον φίλο απ’ τον εχθρό, φοβόντου σαν ότι οι ανθρωποφάγοι γίγαντες και τα τέρατα και οι Ερινύες θα τους ανακάλυπταν με την όσφρηση και πρόσφεραν στους α παίσιους θεούς τους βρομερές θυσίες που μύριζαν τσίκνα. Φο βερό! «Ο τρελός βλέπει πιο πολύ με τη μύτη», παρά με τα μάτια· φαίνεται ότι το φως του Θείου Λόγου θα ’πρεπε να λάμψει χί λια χρόνια ακόμα για να καταφέρει να διώξει και τα τελευταία υπολείμματα αυτών των πρωτόγονων πεποιθήσεων. Αχ; το καημένο το μωράκι! Η αθώα ύπαρξη! Κοιμάται στο καλαθάκι του παραδομένο στην αγκαλιά του Μορφέα και δεν υποψιάζεται καθόλου τις φριχτές υποψίες που το βαραίνουν. Αυτή η ξεδιάντροπη γυναίκα ισχυρίζεται ότι δεν μυρίζεις όπως πρέπει να μυρίζουν τα παιδιά των ανθρώπων. Κι εμείς, τι θα της απαντήσουμε εμείς; Νταχτιρντί! Τοποθέτησε το καλάθι απαλά στα γόνατα του, χάιδευε το κεφαλάκι του μωρού με τις άκρες των δαχτύλων του και του ’λε γε πότε-πότε «νταχτιρντί» γιατί πίστευε οτι ήταν μια λέξη όλο τρυφεράδα, που ασκούσε καθησυχαστική επίδραση στα μωρά
παιδιά. Άκου εκεί, να μυρίζεις καραμέλα λέει! Τι ανοησία, ντα χτιρντί! Ύστερα από λίγο τράβηξε το χέρι του και το μύρισε, ανοι γόκλεισε τα ρουθούνια του με ένταση, αλλά δεν του ήρθε καμιά άλλη μυρωδιά εκτός από το ξινολάχανο που είχε φάει το μεση μέρι. Για ένα λεπτό δίστασε, κοίταξε γύρω του να βεβαιωθεί ότι δεν τον παρακολουθούσε κανείς, σήκωσε το καλάθι κι έχωσε μέσα τη χοντρή του μύτη. Λίγο μόνο, ίσα-ίσα που τα κοκκινωπά μαλλάκια του μωρού να γαργαλήσουν τα ρουθούνια του. Ο πάτερ Τεριέ πήρε βαθιά αναπνοή όλο προσμονή για κάποιο ί χνος μυρωδιάς. Δεν είχε ιδέα πώς μυρίζουν τα κεφαλάκια των μωρών. Πάντως σίγουρα, όχι καραμέλα — η καραμέλα ήταν λιωμένη ζάχαρη κι ένα μωρό που δεν είχε πιει παρά μονάχα γάλα στη ζωή του δεν μπορούσε να μυρίζει λιωμένη ζάχαρη. Θα μπορούσε να μυρίζει γάλα, γάλα μητρικό. Αλλά δεν μύριζε. Ή ίσως μαλλιά, μαλλιά και δέρμα και λίγο μωρουδίστικο ι δρώτα. Ο πάτερ Τεριέ ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια του ψάχνο ντας τη μυρωδιά των μαλλιών και του δέρματος και του ιδρώτα. Αλλά δεν του μύριζε τίποτα. Του κάκου προσπαθούσε. Φαίνε ται ότι τα μωρά δεν μυρίζουν, συλλογίστηκε. Ένα μωρό καθα ρό και στεγνό δεν μυρίζει, όπως δεν μιλάει, δεν περπατάει και δεν γράφει. Όλα αυτά έρχονται σιγά-σιγά με τα χρόνια. Για την ακρίβεια ο άνθρωπος δεν έχει μυρωδιά, παρά αφού μπει στην ε φηβεία. Έτσι είναι, κι όχι αλλιώτικα. Δεν το γράφει και ο Οράτιος; «Βαρβάτη η μυρωδιά του παλικαριού, κι ευωδιάζει η ανθι σμένη κοπελιά, σαν το λευκό νάρκισσο...» — κι οι Ρωμαίοι κάτι ήξεραν απ’ αυτά! Η μυρωδιά των ανθρώπων είναι η μυρωδιά της σάρκας — δηλαδή μια αμαρτωλή μυρωδιά. Πώς στην ευχή λοιπόν μυρίζει ένα μωρό, που ούτε στον ύπνο του δεν έχει α κούσει για την αμαρτία της σάρκας; Πώς να μυρίζει; Νταχτιρντί; Δεν μυρίζει καθόλου! Ακούμπησε το καλάθι πάλι στα γόνατα του και το νανούριζε σιγανά. Το μωρό κοιμόταν βαθιά. Το δεξί του χέρι ξεπρόβαλλε κάτω απ’ την κουβέρτα, μικρό και ροδαλό· καμιά φορά έκανε ένα αθέλητο μικρό τίναγμα προς το μάγουλο. Ο πάτερ Τεριέ
χαμογέλασε κι ένιωσε ξαφνικά μια ευχάριστη συγκίνηση. Για μια στιγμή επέτρεψε στον εαυτό του να παίξει με τη φανταστική σκέψη ότι ο ίδιος ήταν ο πατέρας του παιδιού. Δεν είχε, λέει, καλογερέψει, αλλά είχε γίνει ένας απλός άνθρωπος, ένας επι δέξιος τεχνίτης ίσως, είχε παντρευτεί μια ζεστή, γλυκιά γυναίκα με μαλακό σώμα που μύριζε γάλα κι είχε κάνει μαζί της ένα γιο, που τον κανάκευε τώρα εδώ στα γόνατα του, το δικό του παιδί, νταχτιρντί, νταχτιρντί... Η σκέψη αυτή τον ευχαριστούσε. Είχε κάτι το φυσιολογικό. Ένας πατέρας που παίζει το γιο του στα γόνατα του, νταχτιρντί, μια εικόνα τόσο παλιά όσο κι ο ίδιος ο κόσμος, κι όμως κάθε φορά καινούρια και κάθε φορά σωστή κι έτσι για πάντα, αχ ναι! Ο πάτερ Τεριέ ένιωθε την καρδιά του πλημμυρισμένη συγκίνηση. Τότε ξύπνησε το παιδί. Το πρώτο πράγμα που ξύπνησε πά νω του ήταν η μύτη του. Η μικροσκοπική μυτούλα κινήθηκε, τα ρουθούνια ανοιγόκλεισαν ρουφώντας αέρα που τον ξανάβγα λαν σε μικρές δόσεις, όμοια με φτάρνισμα που έμεινε στη μέ ση. Τότε η μυτούλα σούφρωσε και το παιδάκι άνοιξε τα μάτια. Τα μάτια του είχαν ένα χρώμα απροσδιόριστο, κάτι ανάμεσα στο γκρίζο της αχιβάδας και ένα βρόμικο άσπρο, λες και τα σκέπαζε κάποιο λεπτό στρώμα βλέννας· φαίνεται ότι ακόμα δεν έβλεπε καλά. Ο πάτερ Τεριέ είχε την εντύπωση ότι τα μάτια του μωρού δεν τον έβλεπαν. Τα πράγματα ήταν όμως τελείως δια φορετικά με τη μύτη. Ενώ το θολό βλέμμα του παιδιού δεν συ γκεντρωνόταν πουθενά, παρά έμενε ακίνητο, η μύτη του έδειχνε να κατευθύνεται προς ένα συγκεκριμένο στόχο. Κι ο πάτερ Τε ριέ είχε την παράξενη αίσθηση ότι ο στόχος εκείνος ήταν ο ί διος, το πρόσωπο του, ο Τεριέ. Τα μικρά πτερύγια της μύτης γύρω απ’ τις δυο τρυπούλες στη μέση του προσώπου του παι διού, τρεμόπαιζαν σαν το μπουμπούκι που ανοίγει. Ή μάλλον σαν τα ορθάνοιχτα στόματα εκείνων των σαρκοβόρων λουλου διών, που καλλιεργούσαν στους κήπους του βασιλιά. Κι όπως εκείνα, έτσι κι αυτά διέθεταν μια φοβερή και μυστήρια δύναμη έλξης που τραβούσε τα πάντα. Ο Τεριέ ένιωθε σαν να τον έβλε πε το παιδί με τα ρουθούνια του, σαν να τον κοίταζε προσεχτικά κι εξεταστικά· σαν να τον παρατηρούσε με μεγαλύτερη ένταση
απ’ ό,τι θα τα κατάφερνε κανείς με τα μάτια· θαρρείς και τον α πορροφούσε με τη μύτη του, κάτι που ξέφευγε από τον ίδιο τον Τεριέ και που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει ή να τον κρύ ψει... Αυτό το παιδί που δεν είχε δική του μυρωδιά, ανάσαινε ξεδιάντροπα τη μυρωδιά του Τεριέ, έτσι ήταν! Τον οσφραινόταν μ’ όλη του τη δύναμη! Ξαφνικά ο πάτερ Τεριέ αισθάνθηκε βρόμικος, ένιωσε ότι μύριζε ιδρώτα και ξίδι, ξινολάχανο και ά πλυτα ρούχα. Του φαινόταν ότι ο εαυτός του έστεκε γυμνός και άσχημος, παγιδευμένος από κάποιον που δεν φανερωνόταν καθόλου. Λες και το παιδί μπορούσε να τον οσφρανθεί ακόμα και μέσα απ’ το δέρμα του, ως το Βαθύτερο είναι του. Τα τρυφε ρότερα αισθήματα του κι οι πιο βρόμικες σκέψεις του ανοίγο νταν απροστάτευτες μπροστά σ’ αυτή την περίεργη, αχόρταγη μύτη, που δεν ήταν καν σωστή μύτη ακόμα, αλλά δυο μικρά α νασηκωμένα ρουθουνάκια, δυο τρυπούλες τόσες δα που ζάρω ναν ασταμάτητα, άνοιγαν και έτρεμαν. Ο Τεριέ ανατρίχιασε. Έ νιωθε αηδία. Με τη σειρά του αποτράβηξε τη μύτη του σαν κάτι να του μύριζε άσχημα κι ήθελε να το αποφύγει. Η ευχάριστη σκέψη, ότι ήταν τάχα δικό του παιδί, σάρκα και αίμα του, δια λύθηκε αμέσως. Η ειδυλλιακή εικόνα του γιου και του πατέρα και της μοσχομύριστης μάνας, εξανεμίστηκε στη στιγμή. Το πέ πλο της φαντασίας, που ο ίδιος είχε πλέξει γύρω απ’ τον εαυτό του και το παιδί, ξεσκίστηκε και χάθηκε: είχε τώρα στα γόνατά του μια ύπαρξη ξένη και ψυχρή, ένα πλάσμα εχθρικό. Αν δεν ήταν τόσο πράος και καλοκάγαθος, αν δεν είχαν βαθιές ρίζες μέσα του ο φόβος του Θεού και η λογική, τότε θα ’χε πετάξει το μωρό από πάνω του με αηδία, σαν μια αράχνη. Μ’ ένα τίναγμα ο πάτερ Τεριέ σηκώθηκε κι απίθωσε το κα λάθι στο τραπέζι. Ήθελε ν’ απομακρύνει αυτό το πράγμα από το σώμα του, όσο το δυνατό πιο γρήγορα, αμέσως, τώρα. Και τότε, το μωρό άρχισε να κλαίει. Με κλειστά μάτια και με το κόκκινο στόμα ορθάνοιχτο πάτησε τέτοιες στριγγλιές, που ο πάτερ Τεριέ ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες του. Με τε ντωμένο χέρι προσπαθούσε να νανουρίσει το μωρό, χωρίς να το πλησιάσει, και φώναξε από μακριά «Νταχτιρντί» για να το κάνει να σωπάσει. Εκείνο όμως ούρλιαζε όλο και πιο δυνατά,
το πρόσωπό του μελάνιασε και κόντευε να πλαντάξει. Μακριά! σκέφτηκε ο πάτερ Τεριέ, στη στιγμή μακριά από μένα αυτός... «ο διάβολος» ήθελε να πει, αλλά κρατήθηκε και δαγκώθηκε,... αυτό το τέρας, αυτό το ανυπόφορο παιδί! Αλλά πού να το δώσει; Ήξερε αρκετές παραμάνες και ορφανοτρο φεία στην περιοχή, αλλά όλα του φαίνονταν πολύ κοντά, λες κι ακουμπούσαν πάνω στο κορμί του, κι αυτό δεν το ’θελε. Αυτό το παιδί έπρεπε να φύγει μακριά του, τόσο μακριά που να μην ακούγεται, τόσο μακριά που να μην μπορούν να του το ξανα φέρουν πίσω· αν ήταν δυνατό σε άλλη ενορία, στην άλλη όχθη αν γινόταν, κι ακόμα καλύτερα extra muros* στο προάστιο Σεντ-Αντουάν, αυτό ήταν! εκεί θα πήγαινε αυτό το φωνακλάδι κο μωρό, ανατολικά, όσο πιο μακριά γινόταν, πέρα απ’ τη Βαστίλη, όπου έκλειναν τις νύχτες οι πύλες των τειχών. Αμέσως ανασήκωσε τα ράσα του, άρπαξε το μωρό που ούρ λιαζε κι έφυγε σαν κυνηγημένος. Τρέχοντας διέσχισε τον λα βύρινθο των στενών δρόμων ως τη λεωφόρο Σεντ-Αντουάν, τρέχοντας ανέβηκε όλο το δρόμο πλάι στον Σηκουάνα προς τ’ ανατολικά έξω απ’ την πόλη μακριά, μακριά, τρέχοντας έφτασε στην οδόν Σαρόν, ίσαμ’ εκεί σχεδόν που τέλειωνε ο δρόμος, κοντά στο μοναστήρι Μαντλέν ντε Τρενέλ, όπου είχε τη διεύ θυνση κάποιας κυρίας Γκαγιάρ. Η κυρία Γκαγιάρ αναλάμβανε παιδιά κάθε ηλικίας και κάθε είδους, αρκεί να πληρωνόταν. Ε κεί άφησε ο πάτερ Τεριέ το μωρό που ακόμα έκλαιγε, πλήρωσε μπροστά έναν ολόκληρο χρόνο, ξαναγύρισε βιαστικά στην πό λη και φτάνοντας στο μοναστήρι πέταξε από πάνω του αηδια σμένος τα ρούχα του σαν κάτι μολυσμένο, πλύθηκε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια και χώθηκε στο κρεβάτι του, όπου σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, προσευχήθηκε αρκετή ώρα και τέ λος ξαλαφρωμένος αποκοιμήθηκε.
* Εκτός των τειχών.
4 Η κυρία Γκαγιάρ, αν και δεν είχε κλείσει ακόμα τα τριάντα, είχε τη ζωή πίσω της. Η εξωτερική της εμφάνιση αντιστοιχούσε στην πραγματική της ηλικία και ταυτόχρονα την έδειχνε δύο και τρεις και εκατό φορές πιο γριά, σαν τη μούμια ενός κοριτσιού· μέσα της όμως ένιωθε από καιρό νεκρή. Όταν ήταν παιδί, την είχε χτυπήσει ο πατέρας της με τη μασιά στο μέτωπο, ακριβώς πάνω απ’ τη ρίζα της μύτης. Από τότε είχε χάσει την αίσθηση της όσφρησης και μαζί της κάθε ανθρώπινη ζεστασιά, συναί σθημα ή πάθος. Μ’ εκείνο το χτύπημα η τρυφερότητα έγινε γι’ αυτήν το ίδιο ακατανόητη με την απέχθεια, η χαρά χάθηκε απ’ τη ζωή της μαζί με την απελπισία. Δεν ένιωθε τίποτα όταν αρ γότερα πλάγιαζε με τον άντρα της, ούτε όταν γεννούσε τα παι διά της. Δεν πενθούσε για κείνα που της πέθαιναν, μήτε χαιρό ταν αυτά που ζούσαν κι έμεναν κοντά της. Όταν ο άντρας της την έδερνε, δεν έφευγε ούτε τρόμαζε, κι όταν εκείνος πέθανε απ’ τη χολέρα στο Οτέλ-Ντιε δεν ένιωσε καμιά ανακούφιση. Γνώριζε δύο μόνο ψυχικές διαθέσεις: μια ελαφριά μελαγχολία, όταν πλησίαζε η μηνιάτικη ημικρανία της, και μια ελαφριά ευ διαθεσία, όταν η ημικρανία της περνούσε. Τίποτε άλλο δεν αι σθανόταν αυτή η απονεκρωμένη γυναίκα. Απ’ την άλλη μεριά... και ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτής της ολοκληρωπκής έλλειψης συναισθημάτων, η κυρία Γκαγιάρ διέ θετε μια αλύγιστη αίσθηση τάξης και δικαιοσύνης. Δεν ευ νοούσε κανένα απ’ τα παιδιά που της είχαν εμπιστευθεί, ούτε αντιπαθούσε κανένα. Τους έδινε τρία γεύματα την ημέρα κι ούτε μια μπουκιά παραπάνω. Άλλαζε τα μωρά τρεις φορές την ημέρα ώσπου να κλείσουν το δεύτερο χρόνο. Κι όποιο εξακο λουθούσε να τα κάνει επάνω του και μετά τα δεύτερα γενέθλια, έτρωγε ένα χαστούκι κι έπαιρνε ένα γεύμα λιγότερο. Το μισό α κριβώς του μισθού της το ξόδευε για τα παιδιά και το άλλο μισό το κρατούσε για τον εαυτό της. Σε δύσκολους καιρούς δεν προσπάθησε ποτέ ν’ αυξήσει το κέρδος της, δεν ξόδευε όμως ούτε δεκάρα παραπάνω για τα παιδιά, ακόμα κι αν τα έβλεπε να πεθαίνουν. Διαφορετικά θεωρούσε ότι δεν άξιζε τον κόπο να
δουλεύει. Χρειαζόταν τα χρήματα. Τα είχε υπολογίσει με με γάλη ακρίβεια. Ήθελε να εξασφαλίσει τα γεράματα της και πέ ρα απ’ αυτό να έχει αρκετά χρήματα ώστε να πεθάνει σπίτι της και όχι ν’ αφήσει την τελευταία της πνοή στο Οτέλ-Ντιε σαν τον άντρα της. Ο θάνατος του, σαν συγκεκριμένο γεγονός, την είχε αφήσει τελείως ασυγκίνητη. Αυτό που την τρόμαζε ήταν εκεί νος ο δημόσιος, κοινός θάνατος μαζί μ’ εκατοντάδες ξένους ανθρώπους. Ήθελε για τον εαυτό της έναν «ιδιωτικό θάνατο» και για το σκοπό αυτό χρειαζόταν γερό κομπόδεμα. Υπήρχαν χειμώνες που από τα είκοσι τέσσερα παιδιά, της πέθαιναν τρίατέσσερα. Αλλά κι έτσι ακόμα είχε να παρουσιάσει καλύτερα α ποτελέσματα από άλλες παραμάνες και σαφώς μικρότερο δεί κτη θνησιμότητας από τα κρατικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα· οι δύσκολοι χειμώνες σκότωναν εκεί συχνά τα εννέα δέκατα από τους μικρούς τροφίμους. Οι αντικαταστάτες τους πάντως δεν αργούσαν να βρεθούν. Το Παρίσι έβγαζε κάθε χρόνο πά νω από δέκα χιλιάδες έκθετα, μούλικα και ορφανά. Έτσι οι α πώλειες δεν γίνονταν ιδιαίτερα αισθητές. Για τον μικρό Γκρενούιγ, το σπίτι της κυρίας Γκαγιάρ απο δείχτηκε αληθινή ευλογία. Πιθανότατα δεν θα είχε επιζήσει πουθενά αλλού. Εδώ όμως, πλάι σ’ αυτή την άκαρδη γυναίκα έζησε και μεγάλωσε. Η κατασκευή του ήταν γερή κι ανθεκτική. Ένα πλάσμα που είχε καταφέρει να επιβιώσει απ’ την ίδια του τη γέννηση μέσα στα σκουπίδια, δεν θ’ άφηνε και τόσο εύκολα να το διώξουν απ’ τον κόσμο. Μπορούσε να τρώει νερωμένη σούπα μέρες ολόκληρες, τα ’βγάζε πέρα με αραιωμένο γάλα, με σάπια λαχανικά και χαλασμένο κρέας. Στα παιδικά του χρό νια πέρασε ιλαρά, δυσεντερία, ανεμοβλογιά, χολέρα — κι επέ ζησε. Έπεσε ακόμα μέσα σ’ ένα πηγάδι από ύψος έξι μέτρα και μιαν άλλη φορά έπαθε εγκαύματα στο στήθος αναποδογυρί ζοντας μια κατσαρόλα ζεματιστό νερό. Το σώμα του ήταν γε μάτο ουλές και σημάδια κι είχε κι ένα σακατεμένο πόδι που τον ανάγκαζε να κουτσαίνει. Αλλά ζούσε. Ήταν γερός κι ανθεκτι κός σαν μικρόβιο κι ολιγαρκής σαν τσιμπούρι, που κάθεται ή συχα πάνω σ’ ένα δέντρο και ζει από μια μικρή σταγόνα αίμα χρόνια ολόκληρα. Για το σώμα του δεν χρειαζόταν παρά μια ε
λάχιστη ποσότητα τροφής και ρουχισμού. Για την ψυχή του δεν χρειαζόταν τίποτα. Στοργή, προσοχή, τρυφερότητα, αγάπη — κι όλα αυτά τα πράγματα, που υποτίθεται ότι χρειάζεται ένα παιδί — ήταν για τον μικρό Γκρενούιγ τελείως περιττά. Μάλλον ο ί διος είχε καταφέρει να μην τα χρειάζεται, απ’ την αρχή κιόλας της ζωής του, κι έτσι μπόρεσε να επιβιώσει. Η κραυγή του, μό λις γεννήθηκε, κάτω απ’ τον ψαράδικο πάγκο, εκείνη η κραυγή που του έσωσε τη ζωή κι οδήγησε τη μάνα του στο θάνατο, δεν ήταν η ενστικτώδης κραυγή του μωρού που αποζητάει οίκτο και αγάπη. Ήταν μια καλοζυγισμένη, θα ’λεγε κανείς, σχεδόν ώρι μα αποφασισμένη κραυγή: το νεογέννητο τασσόταν ενάντια στην αγάπη, κι ωστόσο με το μέρος της ζωής. Κι εξάλλου, κάτω απ’ τις συνθήκες εκείνες η ζωή ήταν δυνατή μόνο χωρίς αγάπη, κι αν το παιδί είχε απαιτήσει και τα δύο τότε αναμφίβολα θα εί χε βρει γρήγορο και κακό τέλος. Θα μπορούσε βέβαια εκείνη τη στιγμή να διαλέξει το δεύτερο δρόμο που ανοιγόταν σαν πι θανότητα μπρος του: να σωπάσει και να διασχίσει την απόστα ση που χωρίζει τη γέννηση από το θάνατο χωρίς να κάνει τον κύκλο της ζωής — έτσι θα γλίτωνε και τον εαυτό του και τον κό σμο από ένα σωρό συμφορές. Για να φερθεί όμως κανείς με τόση ευγένεια και διακριτικότητα, χρειάζεται μια ελάχιστη έστω δόση φιλίας και συμπάθειας κι ο Γκρενούιγ δε διέθετε ίχνος απ’ αυτά τα συναισθήματα. Ήταν από γεννησιμιού του κάθαρ μα. Αποφάσισε να κρατηθεί στη ζωή από καθαρό πείσμα κι από καθαρή κακία. Φυσικά δεν αποφάσισε σαν μεγάλος άνθρωπος, που θα χρησιμοποιούσε όση λογική και πείρα διέθετε, για να κάνει την επιλογή του. Αποφάσισε όμως σύμφωνα με τη φύση του όπως θα αποφάσιζε ένας πεταμένος σπόρος αν αντιμετώπιζε το δί λημμα: «να φυτρώσω τώρα ή να τ’ αφήσω για μια άλλη φορά;» Ή σαν εκείνο το τσιμπούρι πάνω στο δέντρο, που η ζωή δεν έ χει να του προσφέρει τίποτε άλλο, παρά ένα μέρος για να ξεχει μωνιάσει για πάντα· αυτό το μικρό άσχημο τσιμπούρι, που δίνει στο γκρίζο μπλάβο κορμί του το σχήμα της σφαίρας, για να προσφέρει στον έξω κόσμο τη μικρότερη δυνατή επιφάνεια. Και το δέρμα του είναι λείο και συμπαγές για να μην του ξε
φεύγει τίποτα προς τα έξω. Το τσιμπούρι, που ζαρώνει και γίνε ται όσο πιο μικρό μπορεί και κρύβεται, για να μην το δει κανείς και το λιώσει. Το μοναχικό τσιμπούρι, ζαρωμένο πάνω στο δέ ντρο του, τυφλό, βουβό και κουφό, οσφραίνεται μόνο, χρόνια ο λόκληρα οσφραίνεται, ψάχνει μίλια μακριά τη μυρωδιά του αί ματος των περαστικών ζώων, που δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει με τις δικές του δυνάμεις. Το τσιμπούρι θα μπορούσε ν’ αφεθεί να πέσει απ’ το δέντρο. Θα μπορούσε να πέσει στο χώ μα του δάσους, να συρθεί με τα ποδαράκια του μερικά χιλιοστά εδώ κι εκεί κι ύστερα να χωθεί κάτω απ’ τα πεσμένα φύλλα και να περιμένει το θάνατο. Κανείς δεν θα στενοχωριόταν. Πεισμα τάρικο όμως και στριμμένο και σιχαμένο, μένει εκεί ζαρωμένο και ζει και περιμένει. Περιμένει ώσπου να συμβεί το απίθανο, κι η τύχη να οδηγήσει κάποιο ζώο κατευθείαν κάτω απ’ το δέ ντρο του. Και τότε αφήνεται και πέφτει κι αρπάζεται και βυζαίνει την ξένη σάρκα και τρέφεται απ’ το αίμα της... Ένα τέτοιο πλασματάκι ήταν κι ο μικρός Γκρενούιγ. Ζούσε κλεισμένος ερμηπκά στον εαυτό του και περίμενε καλύτερους καιρούς. Στον έξω κόσμο δεν έδινε τίποτα απ’ τον εαυτό του πα ρά μόνο τα περιττώματα του· ούτε χαμόγελο, ούτε φωνή, ούτε λάμψη των ματιών, ούτε καν τη μυρωδιά του. Κάθε άλλη γυ ναίκα θα είχε σιχαθεί και αποδιώξει αυτό το παιδί-τέρας. Όχι όμως η κυρία Γκαγιάρ. Εκείνη δεν είχε όσφρηση για να νιώσει ότι το παιδί δεν μύριζε, αλλά ούτε και ψυχή, για να καταλάβει ότι του ’λείπε κάθε ανθρώπινη συγκίνηση. Δεν περίμενε έτσι κι αλλιώς τίποτα τέτοιο από τους άλλους. Τα άλλα παιδιά, αντίθετα, ένιωθαν αμέσως ότι κάτι δεν πή γαινε καλά με τον Γκρενούιγ. Απ’ την πρώτη κιόλας μέρα αντι πάθησαν τον καινούριο. Απόφευγαν την κούνια του και μα ζεύονταν κουβάρι στα κρεβάτια τους, θαρρείς και είχε γίνει ξαφνικά το δωμάτιο πιο κρύο. Τα μικρότερα τρόμαζαν κι έκλαι γαν καμιά φορά τις νύχτες· τους φαινόταν ότι κάποια πνοή αέρα περνούσε μέσα απ’ το δωμάτιο. Άλλα πάλι ονειρεύονταν ότι κάτι τους έκοβε την ανάσα. Μια φορά τα μεγαλύτερα βάλθηκαν όλα μαζί να τον πνίξουν. Σώριασαν κουρέλια, κουβέρτες και άχυρο πάνω στο πρόσωπό του κι έβαλαν τούβλα στην κορφή
του σωρού. Όταν τον βρήκε την άλλη μέρα το πρωί η κυρία Γκαγιάρ ήταν λιπόθυμος, ζουληγμένος και μελανιασμένος, αλ λά ζούσε. Τ’ άλλα παιδιά προσπάθησαν μερικές φορές ακόμα, αλλά του κάκου. Δεν τολμούσαν να τον πνίξουν με τα ίδια τους τα χέρια, να του σφίξουν το λαιμό ή να του κλείσουν το στόμα και τη μύτη. Δεν ήθελαν να τον αγγίξουν. Ένιωθαν γι’ αυτόν σιχασιά, όπως για μια χοντρή αράχνη, που κανείς δεν θέλει να τη σκοτώσει με γυμνό χέρι. Όταν ο Γκρενούιγ μεγάλωσε, οι άλλοι εγκατέλειψαν τις δο λοφονικές απόπειρες. Κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Αντί γι’ αυτό τον απέφευγαν, έμεναν μακριά του. Δεν τον μισούσαν. Ούτε και τον ζήλευαν. Ούτε και τον φθο νούσαν για τό φαΐ που έτρωγε. Στο σπίτι της Γκαγιάρ δεν χω ρούσαν τέτοια συναισθήματα. Απλά, τους ενοχλούσε η ύπαρξη του. Δεν τον άντεχαν. Τον φοβόντουσαν.
5 Αντικειμενικά ωστόσο ο μικρός δεν είχε τίποτα το φοβερό επάνω του. Μεγαλώνοντας δεν έγινε ιδιαίτερα ψηλός ή δυνα τός. Ήταν βέβαια άσχημος, αλλά όχι τόσο φριχτά άσχημος, ώ στε να εμπνέει στους άλλους τον τρόμο. Δεν ήταν επιθετικός, ούτε ύπουλος, ούτε εκδικητικός. Δεν προκαλούσε. Προτιμούσε να μένει στην άκρη και να περνάει απαρατήρητος. Κι η εξυπνά δα του κάθε άλλο παρά τρομερή ήταν. Περπάτησε αφού έκλει σε τα τρία και μίλησε στα τέσσερα. Η πρώτη του λέξη ήταν «ψά ρια» και την επανέλαβε σαν άκουσε από μακριά έναν ψαρά που ανέβαινε την οδό Σαρόν διαλαλώντας την πραμάτεια του. Τα ε πόμενα λόγια του ήταν «αρμπαρόριζα», «στάβλος», «καρμπολάχανο» και «Ζακλορέρ» — αυτό το τελευταίο ήταν το όνομα ε νός βοηθού κηπουρού απ’ το κοντινό μοναστήρι των θυγατέ ρων του Σταυρού· ο Ζακ Λορέρ ερχόταν πότε-πότε κι έκανε τις χοντροδουλειές στης κυρίας Γκαγιάρ — αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν ότι δεν είχε πλυθεί ποτέ στη ζωή του. Ο μικρός Γκρενούιγ δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά με τα χρονικά επιρ
ρήματα, με τα επίθετα και τις αντωνυμίες. Εκτός από το «Ναι» και το «Όχι» — που εξάλλου τα ’μάθε πολύ αργότερα — χρησι μοποιούσε μόνο ουσιαστικά, και μάλιστα ονόματα συγκεκριμέ νων πραγμάτων, φυτών, ζώων και ανθρώπων. Κυρίως δε, όταν αυτά τα πράγματα, φυτά, ζώα ή άνθρωποι, διακρίνονταν από μια χαρακτηριστική μυρωδιά. Μια ηλιόλουστη μέρα του Μάρτη, καθισμένος πάνω σ’ ένα σωρό ξύλα οξιάς, που τριζοβολούσαν από τη ζέστη, είπε για πρώτη φορά τη λέξη «ξύλο». Είχε δει ως τότε χιλιάδες φορές ξύλα, κι είχε ακούσει τη λέξη άλλες τόσες. Την καταλάβαινε· το χειμώνα συχνά τον έστελναν να φέρει ξύλα για το τζάκι απ’ την αυλή. Αλλά το ξύλο σαν αντικείμενο ποτέ δεν του κίνησε αρκε τά το ενδιαφέρον, ώστε να μπει στον κόπο να προφέρει τ’ όνο μα του. Αυτό έγινε για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα του Μάρτη, καθώς βρισκόταν πάνω στο σωρό των ξύλων. Η κυρία Γκαγιάρ στοίβαζε τα ξύλα για το χειμώνα στη νότια πλευρά της παρά γκας που είχε στην αυλή. Μια πρόχειρη στέγη τα προστάτευε απ’ την υγρασία. Τα ξύλα που βρίσκονταν πάνω-πάνω στο σω ρό μύριζαν σαν τη φωτιά το καλοκαίρι, όσα ήταν πιο χαμηλά διατηρούσαν ακόμα τη μυρωδιά απ’ τα μούσκλια του δάσους. Οι σανίδες της παράγκας, από το πευκόξυλο, ανάδιναν μέσα στη ζέστη την αψιά ευωδιά του ρετσινιού. Ο Γκρενούιγ καθόταν όσο μπορούσε πιο άνετα πάνω στο σωρό. Η πλάτη του ακουμπούσε στον τοίχο της παράγκας. Είχε κλείσει τα μάτια και δεν κουνιόταν. Δεν έβλεπε τίποτα, δεν ά κουγε και δεν ένιωθε τίποτα. Ανάσαινε μόνο τη μυρωδιά του ξύλου που τον περιτριγύριζε. Η σκεπή πάνω απ’ το κεφάλι του τη συγκρατούσε. Ανάσαινε αυτή τη μυρωδιά μ’ όλη του τη δύ ναμη, μ’ όλο του το είναι, ένιωθε να βυθίζεται μέσα της, να με θάει, να ποτίζεται μ’ αυτή και το πιο μικρό του κύτταρο, έγινε ο ίδιος ξύλο, μια ξύλινη κούκλα, σαν τον Πινόκιο, ξαπλωμένη πάνω στον ξύλινο σωρό. Έμεινε εκεί ακίνητος, σαν πεθαμένος για πολλή ώρα, ίσως και μισή ώρα, κι ύστερα μουρμούρισε τη λέξη «ξύλο». Λες κι είχε γεμίσει το σώμα του ξύλο κι είχε φτάσει μέχρι το λαιμό και τον έπνιγε· λες κι η κοιλιά του, το λαρύγγι του κι η μύτη του ήταν γεμάτα ξύλο, έτσι βγήκε η λέξη απ’ το
στόμα του. Κι αυτό τον συνέφερε, τον έσωσε πριν η κυρίαρχη παρουσία του ξύλου, η μυρωδιά του, τον πνίξει ολότελα. Γρή γορα πετάχτηκε πάνω, γλίστρησε απ’ το σωρό στο χώμα κι απο μακρύνθηκε τρεκλίζοντας σαν να ’χε ξύλινα πόδια. Αυτή η οσφραντική εμπειρία κρατήθηκε ζωντανή μέσα του για πολλές μέρες ύστερα κι όταν η ανάμνηση της τον συνέπαιρνε τελείως, τότε ψιθύριζε «ξύλο», ξανά και ξανά, λες κι ήθελε να την ξορκί σει. Έτσι έμαθε να μιλάει. Τις μεγαλύτερες δυσκολίες τις είχε με λέξεις που δεν αντιστοιχούσαν σε κάποιο αντικείμενο με χαρα κτηριστική οσμή, δηλαδή με τις αφηρημένες έννοιες φιλοσοφι κού και ηθικού περιεχομένου. Τέτοιες λέξεις δεν μπορούσε να τις συγκρατήσει και τις μπέρδευε μεταξύ τους. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε τις χρησιμοποιούσε με απροθυμία και συχνά έκανε λάθη: Δικαιοσύνη, Συνείδηση, Θεός, Χαρά, Υπευθυνότητα, Ταπεινοσύνη, Ευγνωμοσύνη — τι ήθελαν να πουν όλα αυτά, ήταν κι έμεινε γι’ αυτόν μάλλον ανεξιχνίαστο. Απ’ την άλλη μεριά, η καθημερινή κοινή γλώσσα δεν διέθε τε αρκετές λέξεις για να ονομάσει όλα εκείνα τα πράγματα, που εκείνος είχε καταχωρήσει στο μυαλό του και διέκρινε σαν μυ ρωδιές. Σύντομα μπορούσε να ξεχωρίσει απ’ τις μυρωδιές τους πολλά είδη ξύλου, το ξύλο της σφενταμιάς, της βελανιδιάς, της φτελιάς και της αχλαδιάς, το παλιό απ’ το νεαρό ξύλο, το σάπιο απ’ το τριμμένο και το μουσκλιασμένο ξύλο, ξεχώριζε ακόμα και κομμάτια απ’ το ίδιο ξύλο, ροκανίδια και προσανάμματα — και τα ξεχώριζε απ’ τη μυρωδιά τους τόσο καλά, όσο δεν θα τα κατάφερναν άλλοι άνθρωποι με τα μάτια τους. Το ίδιο συνέβαι νε και μ’ ένα σωρό άλλα πράγματα. Αυτό το ασπριδερό υγρό που η κυρία Γκαγιάρ έδινε κάθε πρωί στα παιδιά της, λεγόταν γάλα. Ο Γκρενούιγ έβρισκε κάθε μέρα στο γάλα του διαφορετι κή μυρωδιά και γεύση, ανάλογα με το πόσο ζεστό ήταν, από ποια αγελάδα, από το τι είχε φάει αυτή η αγελάδα, πόση κρέμα του είχαν αφήσει... Δεν καταλάβαινε λοιπόν γιατί το έλεγαν κάθε μέρα «γάλα». Το ίδιο ακατανόητο ήταν γι’ αυτόν και το ότι υπήρχε μία μόνο λέξη για τον καπνό, για τον καπνό που πε ριείχε εκατοντάδες ξεχωριστές μυρωδιές και που η σύνθεσή του
άλλαζε κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο, δίνοντας ένα καινού ριο χαρμάνι... Απορούσε που η γη, το τοπίο, ο αέρας, ενώ βή μα το βήμα κι ανάσα την ανάσα άλλαζαν μυρωδιά και συνεπώς ταυτότητα, δεν είχαν άλλο όνομα παρά μόνο αυτές τις τρεις λεξούλες — αυτή η τρομερή δυσαναλογία ανάμεσα στον ανεξάν τλητο πλούτο του κόσμου που αντιλαμβανόταν με την όσφρησή του και στη φτώχεια και την αδυναμία της γλώσσας να τον περι γράψει, έκαναν τον μικρό Γκρενούιγ ν’ αμφιβάλλει για το νόη μα της γλώσσας γενικά. Έτσι κατέληξε να τη χρησιμοποιεί μό νον όταν του ήταν απολύτως απαραίτητη για την επικοινωνία του με τους άλλους. Στα έξι του χρόνια γνώριζε πια σε ικανοποιητικό βαθμό το περιβάλλον του, από την άποψη της όσφρησης. Δεν υπήρχε πράγμα στο σπίτι της κυρίας Γκαγιάρ, δεν υπήρχε μέρος στο βορινό τμήμα της οδού Σαρόν, δεν υπήρχε άνθρωπος, πέτρα, δέντρο, θάμνος, φράχτης, τίποτα που να μη γνωρίζει τη μυρω διά του, να την αναγνωρίζει και να συγκρατεί την ανάμνηση της ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες. Δέκα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιά δες μυρωδιές είχε καταχωρήσει στη μνήμη του, με τόσο καθα ρό και σαφή τρόπο, ώστε όχι μόνο τις θυμόταν, όποτε τις ξανα συναντούσε, αλλά και τις ένιωθε, όταν απλά τις έφερνε στο μυαλό του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μπορούσε ακόμα με τη φαντασία του να τις συνθέτει σε νέους συνδυασμούς και να δημιουργεί καινούριες μυρωδιές, που δεν υπήρχαν καν στον πραγματικό κόσμο. Ήταν σαν να διέθετε ένα απεριόριστο ιδιωτι κό λεξιλόγιο οσμών, που του έδινε τη δυνατότητα να σχηματίζει κατά βούληση νέες μυρωδιές-προτάσεις. Κι αυτό, σε μια ηλικία που τα άλλα παιδιά μόλις και συλλαβίζουν τις πρώτες προτάσεις τους με τις λίγες λέξεις που απαρτίζουν ακόμα το λεξιλόγιο τους. Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε το χάρισμα του μάλλον με το μουσικό ταλέντο ενός παιδιού-θαύματος, που διακρίνει τις νότες και τις συνθέτει μ’ ευχέρεια σε αρμονίες και μελωδίες — με τη δια φορά ότι υπάρχουν ασύγκριτα περισσότερες μυρωδιές απ’ ό,τι νότες και βέβαια, ότι η δημιουργική δραστηριότητα του Γκρενούιγ γινόταν αισθητή μόνο στον εσωτερικό του κόσμο και κανείς άλ λος δεν τον καταλάβαινε παρά μόνον ο ίδιος.
Γιατί το παιδί κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Του άρεσε να κάνει μακρινούς περιπάτους ολομόναχο σ' όλη τη γειτονιά, να περιδιαβαίνει στα λιβάδια, στ' αμπέλια και στους μπαξέδες. Συχνά δεν γύρναγε το βράδυ στο σπίτι κι εξα φανιζόταν μέρες ολόκληρες. Το ξύλο που έτρωγε για τιμωρία το δεχόταν αδιαμαρτύρητα. Η κυρία Γκαγιάρ τον έκλεινε μέσα, του στερούσε το φαγητό, τον φόρτωνε αγγαρείες, αλλά δεν κα τάφερνε να τον στρώσει. Για ενάμιση χρόνο πήγαινε σποραδι κά στο κατηχητικό της Νοτρ-Νταμ ντε Μπον-Σεκούρ. Ο χαρα κτήρας του όμως δεν άλλαξε. Έμαθε να διαβάζει και να γράφει τ' όνομα του — από κει και πέρα τίποτα. Ο δάσκαλός του τον θεωρούσε κουτό. Αντίθετα, η κυρία Γκαγιάρ είχε προσέξει ότι ο μικρός είχε μερικές ικανότητες και ιδιότητες πολύ ασυνήθιστες, για να μην πούμε υπερφυσικές: για παράδειγμα, ο φόβος στο σκοτάδι ή τη νύχτα, που είναι τόσο συνηθισμένος στα παιδιά, για τον Γκρενούιγ φαίνεται ότι ήταν άγνωστος. Μπορούσε να τον στείλει στο κελάρι οποιαδήποτε ώρα, εκεί που τ' άλλα παιδιά δεν ήθελαν να πάνε ούτε καν με τη λάμπα στο χέρι, μπορούσε να τον στεί λει να φέρει ξύλα απ' την αυλή ακόμα και μέσα στο βαθύ σκο τάδι. Το παιδί δεν έπαιρνε ποτέ φως μαζί του, ωστόσο έβρισκε πάντα το δρόμο του κι έφερνε αμέσως αυτό που του 'χε ζητήσει, χωρίς να διστάσει ή να μπερδευτεί, χωρίς να ακουμπήσει τίπο τα κατά λάθος. Ακόμα πιο αξιοπερίεργο ήταν κάτι άλλο που εί χε διαπιστώσει η κυρία Γκαγιάρ: κατά τη γνώμη της, ο μικρός Γκρενούιγ μπορούσε να διαπεράσει με τη ματιά του το χαρτί, το ύφασμα, το ξύλο, ακόμα και τους τοίχους και τις κλειστές πόρ τες. Ήξερε πόσα και ποια παιδιά βρίσκονταν στην κρεβατοκά μαρα χωρίς να έχει μπει μέσα. Ήξερε ότι μέσα στο κουνουπίδι ήταν μια κάμπια, πριν καλά-καλά το κόψουν. Και μια φορά που είχε κρύψει τα λεφτά της τόσο καλά, ώστε ούτε η ίδια δεν μπο ρούσε να τα ξαναβρεί (γιατί η κυρία Γκαγιάρ άλλαζε συχνά τους κρυψώνες της), εκείνος, χωρίς να διστάσει στιγμή, της έ δειξε ένα κρυφό άνοιγμα στον τοίχο πίσω απ' το πεζούλι του τζακιού, και να! εκεί ήταν τα λεφτά της! Έβλεπε ακόμα και στο μέλλον: ήξερε ότι κάποιος θα τους επισκεφτεί πολύ πριν φτάσει
ο επισκέπτης, και καταλάβαινε πάντοτε ότι ερχόταν μπόρα προ τού φανεί έστω κι ένα συννεφάκι στον ουρανό. Φυσικά εκείνος δεν τα έβλεπε όλ’ αυτά, δεν τα έβλεπε με τα μάτια του, αλλά τ’ αντιλαμβανόταν με την όσφρησή του, που γινόταν όλο και ο ξύτερη, όλο και πιο ευαίσθητη: την κάμπια μέσα στο κουνουπί δι, τα λεφτά πίσω απ’ το τζάκι, τους ανθρώπους μέσα απ’ τον τοίχο κι όταν ακόμα βρίσκονταν αρκετά τετράγωνα μακριά — αυτή η ιδέα όμως δε θα περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό της κυρίας Γκαγιάρ, ούτε κι αν το χτύπημα με τη μασιά δεν της είχε πειρά ξει καθόλου την αίσθηση της όσφρησης. Ήταν λοιπόν σίγουρη ότι το παιδί — χαζό ή όχι — είχε υπερφυσικές ικανότητες. Κι ε πειδή ήξερε ότι τέτοιοι άνθρωποι προκαλούν συμφορές και θά νατο, αντιπάθησε τον Γκρενούιγ. Κι ακόμα πιο απωθητική και ανυπόφορη της ήταν η σκέψη ότι ζούσε κάτω απ’ την ίδια στέγη με κάποιον που είχε την ικανότητα ν’ ανακαλύπτει μέσα απ’ τους τοίχους και τα τούβλα λεφτά που τα ’χε κρύψει η ίδια με προσοχή. Από τότε λοιπόν που γνώρισε τούτη τη φριχτή του ι κανότητα, αποφάσισε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό το παιδί όσο το δυνατό γρηγορότερα. Η τύχη τη βοήθησε και την ίδια εποχή περίπου — ο Γκρενούιγ ήταν τότε οχτώ χρόνων ― το μοναστήρι Σεν-Μερί σταμάτησε να στέλνει τα συμφωνημένα χρήματα, χω ρίς καμιά αιτιολογία. Η κυρία Γκαγιάρ δεν πήγε να τους ρωτή σει. Για να ’ναι τυπικά εντάξει περίμενε μια βδομάδα ακόμα κι όταν τα λεφτά δεν ήρθαν ούτε τότε, πήρε το παιδί απ’ το χέρι και πήγε μαζί του στην πόλη. Κοντά στο ποτάμι, στην οδό ντε λα Μορτελερί, ήξερε κά ποιον βυρσοδέψη που τον έλεγαν Γκριμάλ και ο οποίος χρεια ζόταν μονίμως νεαρούς εργάτες — όχι ειδικευμένους ή μαθη τευόμενους αλλά φτηνά χέρια για τις χοντροδουλειές. Γιατί μέ σα σ’ ένα βυρσοδεψείο υπάρχουν δουλειές, που είναι πραγμα τικά επικίνδυνες για τη ζωή του τεχνίτη: το γδάρσιμο ζώων που έχουν αρχίσει να σαπίζουν, το ανακάτεμα οξέων και χρωμάτων που ήταν καυστικά ή δηλητήρια. Ένας μάστορας λοιπόν που ξέρει τη δουλειά του δεν σπαταλάει σ’ αυτές τις δουλειές ειδι κευμένους τεχνίτες, αλλά όσο μπορεί φτηνούς εργάτες, αλήτες ή ακριβώς ορφανά παιδιά, που κανείς δεν θα ρωτήσει να μάθει
τι απόγιναν. Φυσικά η κυρία Γκαγιάρ ήξερε πολύ καλά ότι ο Γκρενούιγ, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά, δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να επιβιώσει μέσα στο ταμπάκι κο του Γκριμάλ. Αλλά δεν ήταν ο τύπος της γυναίκας που θα σκεφτόταν τέτοια πράγματα. Εκείνη είχε κάνει το καθήκον της. Είχε τηρήσει τη συμφωνία. Ποια θα ήταν η τύχη του παιδιού από ’δω και πέρα, δεν την αφορούσε. Αν τα κατάφερνε, με γεια του με χαρά του. Αν πέθαινε, ούτε γάτα ούτε ζημιά — το κυριό τερο ήταν να γίνουν τα πράγματα εντάξει. Ζήτησε λοιπόν από τον κύριο Γκριμάλ να της υπογράψει μια απόδειξη ότι παρέλαβε το παιδί, του έδωσε κι εκείνη μια απόδειξη για τα δεκαπέντε φράγκα που της πλήρωσε και ξαναπήρε το δρόμο για το σπίτι της. Δεν ένιωθε την παραμικρή τύψη στη συνείδησή της. Αντί θετα αισθανόταν ότι είχε ενεργήσει όχι μόνο σωστά αλλά και δίκαια, αφού ένα παιδί, για το οποίο κανείς δεν πλήρωνε, θα ζούσε αναγκαστικά σε βάρος των άλλων παιδιών ή ίσως και σε βάρος δικό της. Μπορεί ακόμα να έβαζε σε κίνδυνο το μέλλον των άλλων ή το δικό της, δηλαδή το δικό της, προσωπικό, ιδιω τικό θάνατο, το μόνο πράγμα που επιθυμούσε ακόμα στη ζωή της. Κι επειδή σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας μας εγκαταλείπου με την κυρία Γκαγιάρ και δεν πρόκειται να την ξανασυναντή σουμε, θα πούμε εδώ λίγα λόγια για το πώς τέλειωσε τις μέρες της. Αν και ψυχικά είχε πεθάνει όταν ήταν ακόμα παιδί, για με γάλη της ατυχία έζησε πολλά-πολλά χρόνια. Το σωτήριο έτος 1782, πλησιάζοντας πια τα εβδομήντα σταμάτησε να δουλεύει, δάνεισε το κεφάλαιό της σ’ έναν έμπορο με ψηλό τόκο και κάθισε σπιτάκι της περιμένοντας τον θάνατο. Αλλά ο θάνατος δεν ερχόταν. Αντί γι’ αυτόν ήρθε κάτι άλλο, που κανείς δεν το ’χε φανταστεί, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ στη χώρα: μια επανάσταση. Μια ορμητική ανατροπή όλων των κοινωνικών, η θικών και μεταφυσικών αρχών και αξιών. Αρχικά η επανάσταση δεν είχε καμιά επίπτωση πάνω στην προσωπική μοίρα της κυ ρίας Γκαγιάρ. Αργότερα όμως — όταν είχε φτάσει τα ογδόντα — ο έμπορος που της έδινε κάθε μήνα τους τόκους αναγκάστη κε να φύγει στο εξωτερικό, η περιουσία του δημεύτηκε και την
αγόρασε ένας κατασκευαστής παντελονιών. Για ένα διάστημα τα πράγματα δεν άλλαξαν. Ήρθε όμως μια μέρα που αντί για λεφτά της έδιναν κάτι χρωματιστά χαρτάκια, κι αυτή ήταν η αρ χή του τέλους. Μετά από δύο χρόνια το εισόδημά της δεν έφτανε ούτε για ν’ αγοράσει ξύλα για το τζάκι της. Η κυρία Γκαγιάρ αναγκάστη κε να πουλήσει το σπίτι της και μάλιστα σε γελοία τιμή, γιατί ξαφνικά είχε γεμίσει ο τόπος από χιλιάδες ανθρώπους που ή θελαν κι αυτοί να πουλήσουν τα σπίτια τους. Το αντίτιμο το πληρώθηκε σ’ αυτά τα ανόητα χαρτάκια και μετά από δυο χρό νια έμεινε στην ψάθα. Το 1797 λοιπόν, κι ενώ κόντευε τα ενε νήντα, έχασε και τα τελευταία απομεινάρια απ’ το κομπόδεμα που είχε μαζέψει με κόπο και ζούσε με νοίκι, σ’ ένα μικρό επι πλωμένο δωμάτιο στην οδό ντε Κοκίγ. Τότε, με δέκα, με είκοσι χρόνια καθυστέρηση, ήρθε επιτέλους ο θάνατος· ήρθε με τη μορφή μιας μακρόχρονης κι οδυνηρής αρρώστιας, που άρπαξε την κυρία Γκαγιάρ απ’ το λαιμό, της έκοψε την όρεξη, της έκλει σε τη φωνή κι ύστερα την έριξε κάτω για τα καλά. Όταν τη με τέφεραν στο Οτέλ-Ντιε δεν μπόρεσε καν να διαμαρτυρηθεί. Την έβαλαν στην ίδια εκείνη αίθουσα, που είχε πεθάνει ο ά ντρας της, μαζί μ’ εκατοντάδες άλλους ετοιμοθάνατους, στο ίδιο κρεβάτι με πέντε ακόμα γριές, ολότελα ξένες, κι εκεί την άφη σαν να πεθάνει σιγά-σιγά, κάτω απ’ τα μάτια όλων. Τρεις βδο μάδες πέρασαν πριν ξεψυχήσει. Τότε την έραψαν μέσα σ’ ένα σάκο και στις τέσσερις το πρωί πέρασε το κάρο και την πήρε μα ζί με πενήντα άλλα πτώματα. Ο αδύναμος ήχος απ’ το καμπα νάκι του αμαξά τους συνόδευε σ’ όλο το δρόμο ως το καινούριο νεκροταφείο του Κλαμάρ που βρισκόταν ένα μίλι έξω απ’ την πόλη. Εκεί την έριξαν μαζί με τους άλλους σ’ έναν ομαδικό τά φο και τους σκέπασαν όλους με μια παχιά στρώση ασβέστη. Αυτά έγιναν το 1799. Ευτυχώς η κυρία Γκαγιάρ δεν είχε ι δέα για την τύχη που την περίμενε εκείνη την ημέρα του 1747, καθώς επέστρεφε στο σπίτι της, αφού άφησε το μικρό Γκρε νούιγ και την ιστορία μας. Γιατί αν ήξερε, θα έχανε την πίστη της στη δικαιοσύνη κι επομένως τον μόνο τρόπο που είχε να καταλαβαίνει τη ζωή.
6 Με την πρώτη ματιά που έριξε στον κύριο Γκριμάλ — όχι, με την πρώτη ανάσα που πήρε απ’ τη μυρωδιά του, ο Γκρενούιγ κατάλαβε ότι αυτός ο άντρας ήταν ικανός να τον δείρει για το παραμικρό μέχρι θανάτου. Η ζωή του άξιζε τόσο μόνο, όσο και η δουλειά που θα πρόσφερε. Όσο ο Γκριμάλ τον θεωρούσε χρήσιμο θα ζούσε. Ο Γκρενούιγ έσκυβε λοιπόν το κεφάλι, χω ρίς να διαμαρτύρεται ποτέ. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη κλεί στηκε στον εαυτό του και μάζεψε μέσα του όλο το πείσμα κι όλη του την ισχυρογνωμοσύνη· από ’δω κι εμπρός δεν θα τα χρησι μοποιούσε παρά μόνο για να επιβιώσει σ’ αυτή τη δύσκολη ε ποχή, όπως ακριβώς κάνει το τσιμπούρι το χειμώνα: ανθεκτι κός, ολιγαρκής, απαρατήρητος, κρατώντας την ελπίδα του για ζωή σε κρυφό αλλά σίγουρο μέρος. Ήταν τύπος και υπογραμ μός· υπόδειγμα υπακοής κι εργατικότητας· δεν είχε καμιά α παίτηση, έκανε ό,τι του ζητούσαν κι έτρωγε ό,τι του έδιναν. Τα βράδια τον κλείδωναν σε μια παράγκα, δίπλα στο ταμπάκικο, γεμάτη εργαλεία κι αλατισμένα δέρματα. Ο Γκρενούιγ κοιμόταv στο χώμα. Τις μέρες δούλευε, όσο κράταγε το φως του ή λιου, το χειμώνα οχτώ ώρες, το καλοκαίρι δεκατέσσερις, δεκα πέντε και δεκάξι καμιά φορά: έγδερνε ζώα που βρομούσαν, έ πλενε τα δέρματα, τους έβγαζε το τρίχωμα, τα ’ βαζε στον ασβέ στη και σ’ άλλες καυστικές ουσίες, τα χτύπαγε να μαλακώσουν, τα πέρναγε με απολυμαντικό, έκοβε ξύλα, μάζευε τις φλούδες απ’ τα έλατα και τις αχλαδιές· ακόμα κατέβαινε στα υπόγεια, ε κεί που φύλαγαν τα δέρματα και βασίλευε βρόμα και δυσωδία, και στοίβαζε τα δέρματα με τις φλούδες ανάμεσα, όπως του ’δειχναν οι μαστόροι, σκόρπιζε από πάνω τριμμένες κηκίδες, σκέπαζε τους σωρούς με κλαδιά από έλατα και χώμα. Μετά από χρόνια θα ξανακατέβαινε, θ’ άνοιγε και πάλι το σωρό και θ’ α νέβαζε τα έτοιμα δέρματα. Όταν δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει, τότε κουβαλούσε νε ρό. Μήνες ολόκληρους κουβαλούσε νερό απ’ το ποτάμι, δύοδύο τους κουβάδες, εκατοντάδες κουβάδες κάθε μέρα. Τα τα μπάκικα χρειάζονται τρομερές ποσότητες νερού για να πλένουν
τα δέρματα, να τα μαλακώνουν, να τα περνάνε ζεματιστά νερά, να τα Βάφουν. Για μήνες ολόκληρους ήταν Βρεμμένος μέχρι το κόκαλο, το Βράδυ τα ρούχα του έσταζαν και το δέρμα του ήταν κρύο, μαλακό και φουσκωμένο απ’ το πολύ νερό. Μετά από ενός χρόνου τέτοια σκυλίσια μάλλον κι όχι αν θρώπινη ζωή, έπαθε σπληνάνθρακα, μια αρρώστια που θέριζε τους ταμπάκους. Ο Γκριμάλ τον είχε κιόλας ξεγράψει κι έψαχνε για αντικαταστάτη — με θλίψη του πρέπει να πούμε γιατί τέτοιο καλό, ανθεκτικό κι ολιγαρκή εργάτη δεν είχε ξαναδεί. Πέρα από κάθε προσδοκία όμως ο Γκρενούιγ έγινε καλά. Του ’μει ναν μόνο τα σημάδια πίσω απ’ τ’ αυτιά, στο λαιμό και στα μά γουλα, που τον παραμόρφωσαν και τον έκαναν ακόμα πιο ά σχημο. Εξασφάλισε επίσης — ανεκτίμητο προσόν ― μια ανο σία σ’ αυτή την αρρώστια: από δω κι εμπρός θα μπορούσε να γδέρνει ακόμα και με σκασμένα ή πληγιασμενα χέρια, χωρίς κίνδυνο να ξανακολλήσει. Έπαιρνε έτσι μια ξεχωριστή θέση α νάμεσα στους άλλους μαθητευόμενους και τεχνίτες, και για α ντικατάσταση ούτε λόγος. Αφού λοιπόν η αντικατάσταση του δεν ήταν πια τόσο εύκολη, ανέβηκε κι η αξία της δουλειάς του και μα ζί η αξία της ζωής του. Δεν ήταν πια υποχρεωμένος να κοιμάται κατάχαμα, τον άφησαν να φτιάξει ένα ξύλινο κρεβάτι σε μια γωνιά της παράγκας· του ’δωσαν μάλιστα και άχυρο να το στρώσει και μια κουβέρτα να σκεπάζεται. Τα βράδια δεν τον κλείδωναν πια. Το φαγητό του έγινε καλύτερο. Ο Γκριμάλ δεν του φερνόταν πια σαν να ήταν ζώο, αλλά μάλλον ένα χρήσιμο κατοικίδιο. Όταν έγινε δώδεκα χρόνων, ο Γκριμάλ άρχισε να του δίνει άδεια τ’ απογεύματα της Κυριακής και κλείνοντας τα δεκατρία μπορούσε να φεύγει τα βράδια μετά τη δουλειά για καμιά ώρα και να κάνει ό,τι του άρεσε. Ο Γκρενούιγ είχε νικήσει. Ζούσε και είχε κατακτήσει μια ελάχιστη ποσότητα ελευθερίας που του αρκούσε για να συνεχίσει να ζει. Η δύσκολη εποχή είχε περά σει, το τσιμπούρι Γκρενούιγ άρχιζε πάλι ν’ αναδεύεται. Οσφραι νόταν τον πρωινό αέρα και την άνοιξη. Οι επιθυμίες ξυπνούσαν μέσα του. Γύρω του απλωνόταν έτοιμη να του παραδοθεί η πιο πλούσια σε μυρωδιές πόλη του κόσμου: το Παρίσι.
7 Όλα θύμιζαν τη χώρα του παραμυθιού. Οι κοντινές γειτο νιές του Σεν-Ζακ ντε Λα Μπουσερί και του Σεντ-Εστάς ήταν κιό λας παράδεισος. Στα δρομάκια πάνω από την οδό Σεν-Ντενί και την οδό Σεν-Μαρτέν οι άνθρωποι ζούσαν τόσο κοντά ο έ νας στον άλλο, τα σπίτια ήταν τόσο κολλημένα μεταξύ τους, πέντε-έξι πατώματα ψηλά, που ο ουρανός δεν φαινόταν κι ο αέρας κάτω στο δρόμο στεκόταν, όπως το νερό στα κανάλια, πλημμυρισμένος μυρωδιές. Μυρωδιές από ανθρώπους και ζώα, από φαγητά κι αρρώστιες, από νερό και πέτρα και στάχτη και πετσί, από σαπούνι και φρεσκοψημένο ψωμί και αβγά που έβραζαν στο ξίδι, από ζυμαρικά και καλογυαλισμένο μπρούν τζο, από φασκόμηλο και μπίρα και δάκρυα, από λίπος κι από άχυρο, βρεγμένο ή στεγνό. Χιλιάδες μυρωδιές που ανακα τεύονταν αόρατες και γέμιζαν τους δρόμους, χωρίς να βρί σκουν διέξοδο για να φύγουν. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί δεν ένιωθαν πια καμιά ιδιαίτερη μυρωδιά μέσα σ' όλο αυτό το ανακάτεμα· εξάλλου το δημιουργούσαν οι ίδιοι και τους είχε πια διαποτίσει μέχρι το κόκαλο, ήταν ο αέρας που ανάσαιναν για να ζουν, ήταν ένα ρούχο που έχει πάρει τη ζέστη και τη μυ ρωδιά του κορμιού, χωρίς να το νιώθουμε πάνω στο δέρμα. Ο Γκρενούιγ όμως οσφραινόταν τα πάντα για πρώτη φορά. Και δεν ένιωθε μόνο αυτό το ανακάτεμα από μυρωδιές, αλλά το α νέλυε κιόλας και στα πιο μικρά συνθετικά του μέρη. Η μύτη του ξεμπέρδευε αυτό το μυρωδιαστό κουβάρι, ξεχώριζε τα νηματάκια από τις βασικές μυρωδιές, που δεν μπορούσαν ν' αναλυ θούν άλλο. Τον διασκέδαζε αφάνταστα να ξεδιαλέγει τα νημα τάκια, να τα ξετυλίγει και να βρίσκει την άκρη τους. Συχνά έμενε ακίνητος, στηριγμένος στον τοίχο κάποιου σπιτιού ή χωμένος σε κάποια σκοτεινή γωνιά, με κλειστά μάτια, μισάνοιχτο στόμα και τεντωμένα ρουθούνια σαν αρπακτικό ψάρι στα ήσυχα και σκοτεινά νερά μιας μεγάλης λίμνης. Όταν μια πνοή ανέμου έφερνε την υποψία κάποιας αδιόρατης μυρω διάς, τότε την άρπαζε και δεν την άφηνε πια, δεν μύριζε τίποτα έξω απ' αυτή, τη ρουφούσε μέσα του και την κρατούσε εκεί για
πάντα. Πότε ήταν κάποια μυρωδιά γνωστή και οικεία, πότε μια παραλλαγή της. Μερικές φορές όμως ερχόταν μια εντελώς και νούρια μυρωδιά, που δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ όσα ήξερε: η μυρωδιά του σιδερωμένου μεταξωτού ας πούμε. Ή η μυρωδιά ενός τσαγιού από βότανα, η μυρωδιά μιας ασημοκεντημένης δαντέλας, η μυρωδιά του φελλού από μια μποτίλια σπάνιο κρα σί, η μυρωδιά μιας κοκάλινης χτένας. Τέτοιες μυρωδιές κυνη γούσε ο Γκρενούιγ, τις κυνηγούσε με το πάθος και την υπομο νή του ψαρά και τις μάζευε μέσα του. Όταν χόρταινε τις αποπνικτικές μυρωδιές στα στενοσόκακα, έβγαινε σε μέρη πιο ανοιχτά, πιο αερικά. Οι μυρωδιές εκεί ήταν πιο λεπτές, ανακατεύονταν με τον αέρα κι έφταναν στα ρουθούνια του σαν άρωμα. Πήγαινε στην πλατεία Αλ, όπου το δειλινό κρατούσε ακόμα τις μυρωδιές της μέρας, αόρατες, αλλά τόσο ξεκάθαρες, που νόμιζες ότι το πλήθος των εμπόρων βρι σκόταν ακόμα εκεί με τα καλάθια τους φισκαρισμένα λαχανικά κι αβγά, τα βαρέλια ξεχειλισμένα κρασί και ξίδι, τα σακούλια γεμάτα μπαχαρικά, πατάτες κι αλεύρι, τα κασόνια με πρόκες και βίδες, τους πάγκους με ψάρια, υφάσματα, γυαλικά, με παπού τσια και χιλιάδες άλλα πράγματα... θαρρούσες ότι όλη η αγορά έσφυζε από ζωή γύρω σου, τόσο έντονα είχε αφήσει τη μυρω διά της στον αέρα. Ο Γκρενούιγ την έβλεπε με τη μύτη του, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο. Την έβλεπε μάλιστα με μεγα λύτερη ακρίβεια από πολλούς άλλους, που θα χρησιμοποιού σαν τα μάτια τους, γιατί την παρατηρούσε υστερότερα και επο μένως σε ψηλότερο επίπεδο: αντιλαμβανόταν το απόσταγμα, την ουσία από κάτι που πέρασε, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να διασπά την προσοχή του στις χίλιες φευγαλέες όψεις του πα ρόντος, χωρίς να πρέπει να υποστεί το θόρυβο και τη βουή και το σιχαμένο συνωστισμό των ανθρώπων. Άλλες φορές πήγαινε στην πλατεία Γκρεβ, εκεί που είχαν σκοτώσει τη μάνα του. Η πλατεία έμπαινε μέσα στο ποτάμι σαν ένα μακρουλό γλωσσίδι. Τραβηγμένα στην ακτή και δεμένα στους πασσάλους τα πλοιάρια μύριζαν κάρβουνο και καλα μπόκι και ξερό χόρτο και βρεγμένα παλαμάρια. Απ’ τα δυπκά, μέσα απ’ τη μοναδική λουρίδα που άνοιγε
στην πόλη το ποτάμι, περνούσε ο άνεμος κι έφερνε μυρωδιές της εξοχής, μυρωδιές απ’ τα λιβάδια του Νεϊγί, απ’ τα δάση α νάμεσα στο Σεν Ζερμέν και τις Βερσαλίες, από μακρινές πολι τείες όπως η Ρουέν και η Καέν, καμιά φορά ακόμα κι απ’ τη θάλασσα. Η θάλασσα μύριζε σαν διάπλατο πανί, ποτισμένο νε ρό, αλάτι και ήλιο. Η μυρωδιά της ήταν απλή και ταυτόχρονα μεγάλη και μοναδική, τόσο που ο Γκρενούιγ δίσταζε να την α ναλύσει στις μυρωδιές του ψαριού, της άρμης, του νερού, των φυκιών, της φρεσκάδας. Προτίμησε ν’ αφήσει τη μυρωδιά της θάλασσας ακέραια, την κράτησε στη μνήμη του σαν σύνολο και την απολάμβανε έτσι όπως ήταν. Η μυρωδιά της θάλασσας του άρεσε τόσο, ώστε ονειρευόταν να τη μυρίσει κάποτε τόσο πολύ, να την ανασάνει τόσο βαθιά και καθαρά, που να μεθύσει μέσα της. Αργότερα, όταν έμαθε από διηγήσεις άλλων πόσο μεγάλη είναι η θάλασσα κι ότι τα πλοία αρμένιζαν πάνω της μέρες ολό κληρες χωρίς ν' αντικρίσουν γη, συμπλήρωσε τη φαντασία του: ονειρευόταν ότι ταξιδεύει μ' ένα τέτοιο πλοίο, καθισμένος ψηλά στο μεσιανό κατάρτι, στη βίγλα· ότι πετάει μέσα στην ατέλειωτη μυρωδιά της θάλασσας, που δεν είναι μυρωδιά, αλλά ανάσα, πνοή, το τέλος κάθε μυρωδιάς είναι η θάλασσα, λες και κάθε άλλη μυρωδιά διαλύεται από ευχαρίστηση μέσα της. Αυτό όμως δεν επρόκειτο να συμβεί ποτέ, γιατί ο Γκρενούιγ, που στεκόταν στην όχθη της πλατείας Γκρεβ κι έπιανε πότε-πότε κάποια μικρή πνοή θαλασσινού αέρα, δεν θα ' βλεπε τη θάλασσα, την πραγ ματική θάλασσα, τον μεγάλο ωκεανό στα δυτικά, ούτε μία φο ρά στη ζωή του και δεν θα μεθούσε ποτέ με τη μυρωδιά του. Σε λίγο είχε μυρίσει τόσο καλά τη συνοικία ανάμεσα στο Δημαρχείο και το Σεντ-Εστάς, ώστε μπορούσε να βρει το δρόμο του με κλειστά μάτια. Έτσι άρχισε να κάνει τον περίπατο του όλο και πιο μακριά δυτικά, ανέβαινε ως το Φομπούρ Σεντ-Ονο ρέ, ύστερα στην οδό Σεντ-Αντουάν ως τη Βαστίλη και τέλος και στην άλλη όχθη του ποταμού στη Σορβόνη και στο Φομπούρ Σεν-Ζερμέν, στη συνοικία των πλουσίων. Ανάμεσα στα κάγκε λα που έκλειναν τις πόρτες των κήπων τους μύριζε δερμάτινα καθίσματα και γυαλιστερό ξύλο απ' τις άμαξες, μύριζε πούδρα απ' τις περούκες των υπηρετών και πάνω απ' τους ψηλούς τοί
χους που έκρυβαν τους κήπους μύριζε σπάρτα και τριαντάφυλ λα και φρεσκοκομμένη αγριομυρτιά. Σ’ αυτή τη γειτονιά μύρισε ο Γκρενούιγ για πρώτη φορά αρώματα με την πραγματική ση μασία της λέξης: απλή λεβάντα ή ροδόνερο μύριζαν τα συντριβάνια στους κήπους τις γιορτινές μέρες, πιο σύνθετες και πολύ τιμες μυρωδιές άφηναν πίσω τους οι συνοδείες των ευγενών τα βράδια: ο αέρας βάραινε από το άρωμα του μόσχου, που έφτα νε ανακατεμένος με λάδι, γιασεμί και κανέλα. Ο Γκρενούιγ κα ταχωρούσε στη μνήμη του αυτά τα αρώματα, όπως και όλες τις άλλες μυρωδιές, με περιέργεια, αλλά χωρίς ιδιαίτερο θαυμα σμό. Φυσικά καταλάβαινε ότι ο σκοπός του αρώματος ήταν ν’ αρέσει και να γοητεύει κι αναγνώριζε ότι τα συστατικά του ήταν πραγματικά αρωματικές ουσίες. Το σύνολο όμως του φαινόταν μάλλον χοντροκομμένο και μπερδεμένο, ανακάτεμα και όχι σύνθεση· ήξερε ότι αν εκείνος είχε στη διάθεση του τα ίδια υλι κά θα δημιουργούσε μυρωδιές πολύ-πολύ διαφορετικές. Πολλές απ’ αυτές τις βασικές αρωματικές ουσίες τις ήξερε απ’ την αγορά, απ’ τα λουλούδια και τα μπαχάρια· άλλες ήταν εντελώς καινούριες, κι αυτές τις ξεχώριζε μέσα απ’ τα αρώματα και τις συγκρατούσε στο μυαλό του χωρίς όνομα: ήλεκτρο, πα τσουλί, σάνταλο, περγαμόντο, ζαμπέτι, ζυθόχορτο, λυκίσκος, καστόριο, Βενζόη, λάδι απ’ τη ρίζα της βετιβέριας, οποπάναξ, κι ένα σωρό άλλα... Ο Γκρενούιγ δεν ήταν ιδιότροπος. Δεν είχε προτιμήσεις. Δε χώριζε τις μυρωδιές σε καλές και κακές, όπως οι άλλοι. Ήταν περίεργος. Ο σκοπός του ήταν να γνωρίσει όλα όσα είχε να του προσφέρει ο κόσμος σε μυρωδιές. Μοναδική προϋπόθεση: να είναι καινούριες και διαφορεπκές. Η μυρωδιά ενός ιδρωμένου αλόγου άξιζε γι’ αυτόν το ίδιο με την απαλή, τρυφερή ευωδιά του μπουμπουκιου και η δυνατή βρόμα του κοριού το ίδιο με τη γαργαλιστική μυρωδιά του ψητού, που ξέφευγε απ’ τις κουζίνες των αφεντάδων. Εκείνος ανάσαινε τα πάντα, τα πάντα, με βου λιμία. Και στο εργαστήρι της φαντασίας του, όπου δημιουρ γούσε συνεχώς καινούριες οσφραντικές συνθέσεις, δεν υπήρχε κανένα αισθητικό κριτήριο. Του άρεσε να φτιάχνει του κόσμου τις παράξενες μυρωδιές κι ύστερα πάλι να τις χαλάει, σαν το
παιδί που παίζει με τους κύβους του, εφευρεπκό και καταστρο φικό χωρίς κανένα δημιουργικό κριτήριο.
8 Την 1η του Σεπτέμβρη, στα 1753, οι δημοτικές αρχές του Παρισιού έριξαν βεγγαλικά απ’ την Πον Ρουαγιάλ για την επέ τειο της στέψης του βασιλιά. Τα πυροτεχνήματα δεν ήταν και τόσο θεαματικά, όσο εκείνα που έπεσαν στους βασιλικούς γά μους ή εκείνο το εκπληκτικό πυροτέχνημα που ρίχτηκε για τη γέννηση του δελφίνου. Πάντως κι αυτά της 1ης του Σεπτέμβρη 1753 ήταν εντυπωσιακά. Στα κατάρτια των πλοίων είχαν κρε μάσει χρυσούς δίσκους, που στραφτοκοπούσαν από μακριά. Απ’ τη γέφυρα μια λαμπερή βροχή αστεριών έπεφτε στο ποτάμι. Βαρελότα έσκαζαν παντού μ’ εκκωφανπκό θόρυβο, φωτοβο λίδες ανέβαιναν στον ουρανό και ζωγράφιζαν λευκά κρίνα στο σκοτεινό στερέωμα. Το πλήθος που είχε μαζευτεί πάνω στη γέ φυρα και στις δυο προβλήτες δεξιά κι αριστερά στο ποτάμι, πα ρακολουθούσε το θέαμα γοητευμένο· επιφωνήματα θαυμα σμού ακούγονταν από παντού, ακόμα και ζητωκραυγές — πα ρόλο που ο βασιλιάς είχε ανέβει στο θρόνο πριν τριάντα οχτώ κιόλας χρόνια και οι μεγάλες του δόξες είχαν περάσει προ πολ λού. Να τι μπορεί να καταφέρει ένα πυροτέχνημα. Ο Γκρενούιγ έστεκε σιωπηλός, κρυμμένος στον ίσκιο του Παβιγιόν ντε Φλορ, στη δεξιά όχθη, απέναντι απ’ τη γέφυρα. Δε χειροκροτούσε, ούτε καν κοίταζε τις φωτοβολίδες και τα βεγγαλικά. Είχε έρθει με την ελπίδα ότι θα έβρισκε κάποια και νούρια μυρωδιά· σύντομα όμως διαπίστωσε ότι τα πυροτεχνή ματα δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα απ’ αυτή την άποψη. Ό λες αυτές οι λάμψεις και οι κρότοι και τα σφυρίγματα που γέμι ζαν την ατμόσφαιρα δεν άφηναν πίσω τους παρά μια τρομερά μονότονη μυρωδιά από θειάφι, νίτρο και λάδι. Είχε κιόλας κατά νου να φύγει απ’ αυτή την πληκτική γιορτή και να γυρίσει σπίτι περπατώντας πλάι στη στοά του Λούβρου, όταν ο αέρας του έφερε κάτι, μια υποψία μυρωδιάς, τελείως α
νεπαίσθητη — όχι, κάτι ακόμα πιο μικρό: την ιδέα μιας μυρω διάς κι όχι μια πραγματική μυρωδιά — και ταυτόχρονα τη βε βαιότητα ότι ήταν κάτι πρωτόγνωρο, που δεν είχε οσφρανθεί ποτέ ως τότε. Ξαναγύρισε στη γωνιά του, έκλεισε τα μάπα και πετάρισε τα ρουθούνια του. Η μυρωδιά ήταν τόσο εξαίσια λεπτή και τρυφερή, που δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει, του ξέφευ γε, μπερδευόταν με τη μυρωδιά της μπαρούτης και του καπνού, χανόταν μέσα στο πλήθος και ης χιλιάδες άλλες μυρωδιές του πλήθους. Ύστερα όμως, τελείως αναπάντεχα ήταν πάλι εκεί, ένα ίχνος μόλις, μια ερεθιστική ευωδία που κρατούσε για ένα δευτερόλεπτο... κι ύστερα χανόταν ξανά. Ο Γκρενούιγ υπέφε ρε. Για πρώτη φορά υπέφερε στ’ αλήθεια η καρδιά του κι όχι μόνο η αχόρταγη περιέργεια του. Είχε την παράξενη αίσθηση ότι αυτή η ευωδιά θα ήταν το κλειδί για την τάξη και την αρμο νία όλων των άλλων, ότι όποιος δεν γνώριζε αυτή τη μυρωδιά, δεν γνώριζε καμία στην ουσία, κι ότι εκείνος, ο Γκρενούιγ, θα ’χε χαραμίσει τη ζωή του έτσι και δεν κατάφερνε να γνωρίσει, να κατακτήσει αυτή την ευωδιά. Την ήθελε, τη χρειαζόταν, για να ησυχάσει η καρδιά του. Απ’ τη μεγάλη του αναστάτωση ένιωθε άσκημα. Δεν μπο ρούσε ούτε καν να εντοπίσει από ποια κατεύθυνση ερχόταν η μυρωδιά. Καμιά φορά τα διαλείμματα, ανάμεσα στις στιγμές που ο αέρας του έφερνε αχνά τη μυρωδιά, κρατούσαν αρκετά λεπτά και κάθε φορά τον διαπερνούσε ολόκληρο ο φόβος ότι την είχε χάσει για πάντα. Τέλος, μέσα στην απελπισία του, απο φάσισε ότι η μυρωδιά ερχόταν μάλλον απ’ την άλλη όχθη, κά που απ’ τα νοτιοανατολικά. Ξεκόλλησε απ’ τον τοίχο του Παβιγιόν ντε Φλορ, χώθηκε μέσα στο πλήθος κι άνοιξε δρόμο πάνω απ’ τη γέφυρα. Κάθε λίγα βήματα στεκόταν, σηκωνόταν στις μύτες για να μυρίσει τον αέρα πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων, απ’ την πολλή του αναστάτωση δεν ένιωθε τίποτα, ύστερα κάτι οσφραινόταν, ένι ωθε τη μυρωδιά όλο και πιο έντονη, σιγουρευόταν ότι ακολου θεί το σωστό δρόμο, ξαναχωνόταν στο πλήθος, στον κουρνια χτό και στους καπνούς, την έχανε πάλι και τον έπιανε πανικός, σπρωχνόταν κι έσπρωχνε κι άνοιγε δρόμο ανάμεσα στους αρ
γόσχολους, ώσπου μετά από λίγα λεπτά που του φάνηκαν αιώ νες έφτασε στην άλλη όχθη στο Οτέλ ντε Μαγί στην Κε Μαλα κέστ, στο σημείο που αρχίζει η οδός Σεν... Εκεί στάθηκε, συγκεντρώθηκε κι οσμίστηκε τον αέρα με προσοχή. Την είχε. Την κρατούσε. Σαν κύμα κατέβαινε η μυ ρωδιά απ’ την οδό Σεν, ξεκάθαρη αλλά συνάμα τρυφερή και λεπτή. Η καρδιά του Γκρενούιγ χτυπούσε δυνατά κι εκείνος ή ξερε ότι δεν ήταν απ’ το τρέξιμο, παρά απ’ την ταραχή και την αδυναμία που του προξενούσε αυτή η ευωδιά. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του κάτι παρόμοιο, αλλά του κάκου. Η μυρω διά αυτή είχε φρεσκάδα· όχι όμως τη φρεσκάδα του κίτρου ή του νεραντζιού, ούτε του μύρου ή του φύλλου της κανέλας — είχε δροσιά, αλλά όχι τη δροσιά της μέντας ή του αχλαδιού, ούτε της καμφοράς ή του πεύκου· δεν είχε τη δροσιά της μα γιάτικης βροχής ούτε του παγωμένου αέρα ούτε του νερού της πηγής... Και μαζί με τη δροσιά είχε ζεστασιά όχι όμως τη ζεστα σιά του περγαμόντου, του κυπαρισσιού ή του μόσχου, του για σεμιού, του νάρκισσου, του ροδόξυλου ή της ίριδας... Αυτή η ευωδιά ανακάτευε μέσα της και τα δυο, το φευγαλέο και το βα ρύ, ή μάλλον δεν τ’ ανακάτευε απλά, τα ένωνε σε μια σύνθεση κι ήταν λεπτή και φίνα αλλά ταυτόχρονα σταθερή και γερή, σαν ένα κομμάτι λεπτοϋφασμένο αστραφτερό μετάξι... και πάλι όχι σαν το μετάξι, αλλά μάλλον σαν το γλυκό γάλα, όπου μου σκεύει το μπισκότο — δυο πράγματα δηλαδή που δεν ταιριά ζουν με καμία δύναμη: γάλα και μετάξι! Ακατανόητη μυρωδιά, απερίγραπτη, άγνωστη και μυστήρια, δεν θα ’πρεπε καν να υ πάρχει. Κι όμως βρισκόταν εκεί κι η παρουσία της ήταν υπέρο χα αυτονόητη. Ο Γκρενούιγ την ακολουθούσε κι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, γιατί το ’νιωθε ότι δεν κυνηγούσε εκείνος τη μυρωδιά, αλλά αντίθετα η μυρωδιά τραβούσε αυτόν χωρίς να μπορεί να της αντισταθεί. Ανηφόρισε την οδό Σεν. Στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Τα σπίτια ήταν αδειανά και ήσυχα. Όλοι είχαν πάει κάτω στο ποτάμι για τα πυροτεχνήματα. Καμιά ανθρώπινη μυρωδιά δεν μπερδευόταν στο δρόμο του. Μύριζε νερό, κοπριά, ποντί κια και σκουπίδια, όπως πάντα, αλλά πάνω απ’ αυτές τις μυρω
διές πλανιόταν τρυφερή η ευωδιά που ακολουθούσε ο Γκρενούιγ. Λίγα βήματα ακόμα και το λιγοστό φως του νυχτερινού ουρανού χάθηκε, ανάμεσα στα ψηλά σπίτια. Ο Γκρενούιγ συ νέχισε στα σκοτεινά. Δεν χρειαζόταν φως. Η μυρωδιά τον οδη γούσε σίγουρα. Μετά από πενήντα μέτρα έστριψε δεξιά στην οδό Μαρέ, ένα σοκάκι στενό κι ακόμα πιο σκοτεινό. Η μυρωδιά δεν δυνάμω σε. Έγινε όμως πιο ξεκάθαρη και γι’ αυτό τον τραβούσε με με γαλύτερη δύναμη. Ο Γκρενούιγ δεν είχε πια δική του θέληση. Σε κάποιο σημείο ένιωσε τη μυρωδιά να τον τραβάει απότομα προς τα δεξιά, μέσα απ’ τον τοίχο ενός σπιτιού. Είδε ένα χαμη λό διάδρομο, που οδηγούσε στην πίσω αυλή. Προχώρησε σαν σε όνειρο, πέρασε την αυλή, έστριψε μια γωνιά, έφτασε σε μια δεύτερη, μικρότερη αυλή κι επιτέλους είδε φως: στον τοίχο της αυλής μια πλαγιαστή ξύλινη σκεπή, από κάτω λίγα μέτρα τόπος, ένα τραπέζι, ένα κερί αναμμένο. Ένα κορίτσι καθόταν εκεί και καθάριζε δαμάσκηνα. Έπαιρνε τα φρούτα από ένα καλάθι στ’ αριστερά της, έκοβε τα κοτσανάκια, έβγαζε τα κουκούτσια μ’ ένα μαχαίρι κι ύστερα τα έριχνε σε μια λεκάνη. Θα ’ταν δεκα τριών, δεκατεσσάρων χρόνων. Ο Γκρενούιγ έμεινε ακίνητος. Κατάλαβε αμέσως από πού ξεκινούσε η μυρωδιά που ακολου θούσε πάνω από μισό μίλι, απ’ την άλλη όχθη του ποταμού: δεν ήταν αυτή η βρόμικη αυλή, δεν ήταν τα δαμάσκηνα. Ήταν το κορίτσι. Για μια στιγμή τον κυρίευσε τέτοια ταραχή, που σκέφτηκε στ’ αλήθεια ότι δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό το κορίτσι. Ωστόσο δεν είχε δει παρά τη σιλουέτα της να διαγράφεται στο φως του κεριού. Εννοούσε φυσικά ότι δεν είχε ξαναμυρίσει κάτι τόσο ωραίο. Γνώριζε τη μυρωδιά χιλιά δων ανθρώπων, αντρών, γυναικών και παιδιών και δεν μπο ρούσε να το πιστέψει ότι μια τόσο εξαίσια μυρωδιά μπορούσε να αναβλύζει από έναν άνθρωπο. Οι άνθρωποι συνήθως μύρι ζαν αδιάφορα ή άσχημα. Τα παιδιά μύριζαν άνοστα, οι άντρες μύριζαν κάτουρο, ιδρώτα και τυρί, οι γυναίκες ταγγισμένο λί πος και μπαγιάτικο ψάρι. Ανιαρές κι απωθητικές ήταν οι μυρω διές των ανθρώπων... Και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή του, ο
Γκρενούιγ δεν πίστεψε στη μύτη του κι αναγκάστηκε να επι στρατεύσει και τα μάτια του. Αυτή η ταραχή του όμως δεν κρά τησε πολύ. Δε χρειάστηκε παρά μια στιγμή για να βεβαιωθεί με το βλέμμα και να παραδοθεί ύστερα χωρίς αντίσταση όπου τον οδηγούσε η όσφρηση του. Τώρα το ’νιωθε, το μύριζε, ότι το κο ρίτσι ήταν άνθρωπος, μύριζε τον ιδρώτα στις μασχάλες της, μύ ριζε τα μαλλιά της, μύριζε τη γλυκόξινη μυρωδιά του φύλου της, ανάμεσα στα πόδια της, μύριζε κι η απόλαυση του μεγάλωνε. Ο ιδρώτας της μύριζε φρεσκάδα σαν τον θαλασσινό αέρα, τα μαλ λιά της ευώδιαζαν σαν το λάδι του καρυδιού, το φύλο της μο σχομύριζε σαν ένα μπουκέτο κρινάκια του νερού, το δέρμα της σαν τα μπουμπούκια της βερικοκιάς... κι όλα μαζί έφτιαχναν ένα άρωμα τόσο πλούσιο, τόσο καλοζυγισμένο, τόσο μαγικό, που όσα αρώματα είχε οσφρανθεί ο Γκρενούιγ ως τότε, ακόμα κι όσα είχε φτιάξει μόνος με τη φαντασία του, ξαφνικά δεν άξι ζαν τίποτα. Εκατοντάδες χιλιάδες μυρωδιές χάθηκαν, διαλύθη καν μπροστά σ' αυτή την ευωδιά. Αυτή ήταν η ανώτατη αρχή και σύμφωνα με το δικό της πρότυπο έπρεπε να γίνονται τα πάντα. Ήταν η καθαρή ομορφιά. Για τον Γκρενούιγ δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η ζωή του δεν θα ’χε κανένα νόημα αν δεν κατακτούσε αυτή τη μυρωδιά. Έ πρεπε να τη γνωρίσει ως το τελευταίο της μόριο, ως το πιο λεπτό και τρυφερό της παρακλάδι· η απλή της ανάμνηση δεν του αρ κούσε. Ήθελε να χαράξει αυτό το θείο άρωμα μέσα του, να σφραγίσει μ' αυτό τον κυκεώνα της μαύρης ψυχής του, ήθελε να το μελετήσει και να διερευνήσει τα μυστικά του, να γνωρίσει τις κρυφές δομές του κι από κει κι ύστερα να σκέφτεται, να ζει και να μυρίζει σύμφωνα μ' αυτές. Πλησίασε σιγά-σιγά το κορίτσι, όλο και πιο κοντά, ώσπου έφτασε ένα βήμα πίσω της κι έμεινε ακίνητος. Δεν τον είχε α κούσει. Είχε κόκκινα μαλλιά και φορούσε ένα γκρίζο φουστάνι χω ρίς μανίκια. Τα μπράτσα της ήταν κάτασπρα και τα χέρια της φάνταζαν κιτρινισμένα απ' τα δαμάσκηνα. Ο Γκρενούιγ είχε σκύψει από πάνω της και ρουφούσε άπληστα τη μυρωδιά της, έτσι όπως ανέβαινε καθαρή και πλούσια απ' το λαιμό της, απ' τα
μαλλιά της, απ’ το κόψιμο του φουστανιού. Την άφηνε να κυ λήσει μέσα του σαν απαλό αεράκι. Ποτέ του δεν είχε, νιώσει κα λύτερα. Το κορίτσι όμως αισθάνθηκε ξαφνικά μια ψύχρα να το τυλίγει. Δεν είχε δει τον Γκρενούιγ. Την διαπέρασε όμως μια πα ράξενη ανατριχίλα, όπως όταν κάποιος παλιός, ξεχασμένος φόβος ξυπνάει ξανά. Ένιωσε μια κρύα πνοή στην πλάτη, λες κι άνοιξε ξαφνικά πίσω της η πόρτα για ένα τεράστιο παγωμένο κελάρι. Το κορίτσι άφησε το μαχαίρι, αγκάλιασε με τα μπράτσα το κορμί της και γύρισε. Πάγωσε απ’ τον τρόμο μόλις τον είδε, κι έτσι εκείνος είχε όλο τον καιρό να βάλει τα χέρια του γύρω απ’ το λαιμό της. Το κορίτσι δεν δοκίμασε να προστατέψει τον εαυτό του, δεν κου νήθηκε, δεν φώναξε. Εκείνος πάλι δεν την κοίταζε. Δεν έβλεπε το λεπτό της πρόσωπο, τις φακίδες γύρω απ’ τη μύτη, το κόκκι νο στόμα, τα μεγάλα λαμπερά πράσινα μάτια της δεν τα ’ βλεπε, γιατί κρατούσε τα μάτια του κλειστά, τα κρατούσε σφιχτά όσην ώρα την έπνιγε, και το μόνο που ήθελε ήταν να μη χάσει ούτε τόσο δα απ’ τη μυρωδιά της. Νεκρή πια την ακούμπησε στο χώμα, πάνω στα κουκούτσια απ’ τα δαμάσκηνα, της έσκισε το φόρεμα κι η μυρωδιά της ανέ βηκε σε κύματα και τον έπνιξε. Έχωσε το πρόσωπο του στην κοιλιά της, στο στήθος της, στο λαιμό, τα ρουθούνια του ορθά νοιχτα ταξίδευαν παντού, σπιθαμή με σπιθαμή, στο πρόσωπο και στα μαλλιά και πίσω στην κοιλιά κι ανάμεσα στα πόδια της τα κάτασπρα. Τη μύρισε παντού, απ’ τα νύχια ως την κορφή, και γύρεψε και ό,τι είχε απομείνει απ’ την ευωδιά της στο σαγόνι, στον αφαλό, στο μέσα μέρος του αγκώνα. Αφού της πήρε όλη της τη μυρωδιά έμεινε λίγο ακόμα κουλουριασμένος πλάι της για να συνέλθει. Ήταν γεμάτος απ’ την ευωδιά της και δεν ήθελε να χάσει ούτε σταγόνα. Έπρεπε να κλείσει τις εξόδους και να την κρατήσει όλη μέσα του. Ύστερα σηκώθηκε, έσβησε το κερί κι έφυγε. Οι πρώτες παρέες γυρνούσαν κιόλας απ’ τη γιορτή κι ανέ βαιναν με γέλια και φωνές την οδό Σεν. Ο Γκρενούιγ βρήκε το δρόμο του, στα σκοτεινά. Βγήκε βιαστικά απ’ την αυλή και χώ
θηκε στην οδό Πετίζ Ογκιστέν, που οδηγούσε παράλληλα με την οδό Σεν στο ποτάμι. Λίγο αργότερα ανακάλυψαν το σκοτω μένο κορίτσι. Φωνές, φασαρία, άναψαν τα δαδιά, ήρθε η φρουρά. Ο Γκρενούιγ είχε φτάσει από ώρα στην άλλη όχθη. Τη νύχτα εκείνη η καλύβα του του φάνηκε παλάτι και το σα νιδένιο του κρεβάτι έμοιαζε με βασιλικό στρώμα. Στη ζωή του ως τότε δεν ήξερε τι θα πει ευτυχία. Δεν είχε νιώσει παρά ένα είδος υπόκωφης ικανοποίησης, κι αυτό σπάνια. Τώρα όμως έ τρεμε από ευτυχία κι η χαρά του ήταν τόση που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Του φαινόταν ότι είχε γεννηθεί ξανά για δεύτερη φορά, όχι, όχι για δεύτερη φορά, αλλά για πρώτη, τώρα μόλις γεννιόταν. Γιατί ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ζήσει παρά μια υ ποτυπώδη ζωή, μια ζωώδικη ύπαρξη, έχοντας μια θολή συνεί δηση του εαυτού του. Τη μέρα αυτή όμως ένιωθε σαν να ’ξερε επιτέλους ποιος ήταν στ’ αλήθεια: ήταν λοιπόν μια μεγαλοφυία. Κι η ζωή του είχε έναν ανώτερο σκοπό και στόχο και νόημα: να γίνει απόλυτος κυρίαρχος κάθε μυρωδιάς, ν’ αναστατώσει την τάξη του κόσμου. Κι ήταν ο μόνος που είχε τα μέσα να το κάνει αυτό — είχε τη μύτη του, είχε την τερατώδη μνήμη του και το σπουδαιότερο, είχε τη μυρωδιά αυτού του κοριτσιού από την οδό Μαρέ, που με μαγικό τρόπο περιείχε όλα όσα ήταν απα ραίτητα για ένα εξαίσιο, πραγματικό άρωμα. Τρυφεράδα, Δύ ναμη, Διάρκεια, Ποικιλία και τρομακτική, ακαταμάχητη Ομορ φιά. Είχε βρει την πυξίδα που του χρειαζόταν για τη μελλοντική του ζωή. Και σαν όλα τα μεγαλοφυή τέρατα, που κάποιο τυχαίο συμβάν έγινε άξονας της ζωής τους και καθοδηγηπκή γραμμή στο χάος της ψυχής τους, έτσι κι ο Γκρενούιγ δεν απομακρύν θηκε ποτέ πια απ’ αυτό που πίστεψε ότι ήταν η μοίρα του. Τώρα ήξερε γιατί κρατιόταν μέχρι σήμερα με τέτοιο πείσμα στη ζωή: θα γινόταν ένας δημιουργός αρωμάτων. Όχι ένας οποιοσδή ποτε τυχαίος μυροπώλης, αλλά ο μεγαλύτερος αρωματοποιός όλων των εποχών. Την ίδια νύχτα κιόλας, στην αρχή ξύπνιος κι ύστερα στο ό νειρο, επιθεώρησε το τεράστιο απόθεμα σε μυρωδιές που συγ κρατούσε στη μνήμη του, τις χιλιάδες, τα εκατομμύρια μυρωδιές που είχε αποθηκεύσει μέσα του και τις έβαλε σε τάξη: τις καλές
με τις καλές, τις κακές με τις κακές, τις λεπτές όλες μαζί και τις βαριές πάλι χωριστά, τη βρόμα με τη βρόμα, την αμβροσία με την αμβροσία. Την εβδομάδα που ακολούθησε η τάξη αυτή γι νόταν όλο και πιο συστηματική, ο κατάλογος πιο πλούσιος και πολύπλοκος, οι κατηγορίες περισσότερες, η ιεραρχία ξεκάθα ρη. Σύντομα θα μπορούσε ν’ αρχίσει να φτιάχνει τα φιλόδοξα οικοδομήματα του στο χώρο της όσφρησης: σπίτια, τείχη, σκα λοπάτια, πύργους, κελάρια, δωμάτια, κρυφές κάμαρες... μια μυρωδική σύνθεση που μεγάλωνε κι ομόρφαινε και δυνάμωνε μέσα του κάθε μέρα. Το γεγονός ότι στη βάση αυτής της ευτυχίας βρισκόταν ένας φόνος, του ήταν εντελώς αδιάφορο, δεν το σκεφτόταν καν. Η εικόνα του κοριτσιού από την οδό Μαρέ, το πρόσωπο της, το σώμα της, είχαν κιόλας χαθεί απ’ το μυαλό του. Είχε κρατήσει μόνο το καλύτερο από εκείνη κι αυτό είχε κάνει δικό του: την ιδέα της ευωδιάς της.
9 Τον καιρό εκείνο ζούσαν στο Παρίσι καμιά δωδεκαριά αρωματοποιοί. Οι έξι απ’ αυτούς ζούσαν στη δεξιά όχθη, άλλοι έξι στην αριστερή όχθη, κι ένας ακριβώς στη μέση, δηλαδή πά νω στην Πον-ο-Σανζ, τη γέφυρα που ένωνε τη δεξιά όχθη με το νησάκι της Σιτέ. Και στις δυο πλευρές της γέφυρας αυτής ήταν χτισμένα τετραώροφα σπίτια κι έτσι όποιος τη διέσχιζε, δεν έ βλεπε το ποτάμι από πουθενά· αντίθετα είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν σ’ έναν οποιοδήποτε δρόμο της πόλης, και μάλιστα εξαιρετικά ωραίο. Πράγματι, η Πον-ο-Σανζ ήταν ο δρόμος με τα καλύτερα εμπορικά της πόλης, τα πιο φημισμένα μαγαζιά. Εδώ είχαν τα εργαστήρια τους οι χρυσοχόοι, οι περουκιέρηδες κι εκείνοι που δούλευαν τον έβενο· εδώ ήταν οι πιο γνωστοί κορνιζοποιοί, τραπεζίτες και δερματέμποροι, εδώ οι καλύτερες δαντελούδες κι ασπρορουχούδες. Εδώ είχε λοιπόν το σπίτι και το μαγαζί του, στο ίδιο κτίριο, και ο περίφημος αρωματοποιός Τζιουζέπε Μπαλντίνι. Πάνω απ’ τη βιτρίνα του υψωνόταν μια
μεγαλόπρεπη πράσινη γυαλιστερή τέντα, που σχημάτιζε θόλο, δίπλα της κρέμονταν τα οικόσημα των Μπαλντίνι, ολόχρυσα, ένα χρυσό μπουκαλάκι που είχε μέσα του ένα μπουκετάκι χρυσά λουλούδια, και μπροστά στην πόρτα του ήταν ένα κόκκινο χαλάκι, όπου έβλεπες κεντημένο με χρυσή κλωστή και πάλι το οικόσημο του Μπαλντίνι. Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα, χτυ πούσε ένα περσικό καμπανάκι και δύο ασημένιοι ερωδιοί έρι χναν με τα ράμφη τους νερό με άρωμα βιολέτας μέσα σ' ένα ε πίχρυσο ρηχό δοχείο, στολισμένο κι αυτό με το οικόσημο του ιδιοκτήτη. Πίσω απ' το γραφείο από ανοιχτόχρωμη οξιά βρισκόταν ο ίδιος ο Μπαλντίνι, γέρος κι ακίνητος σαν κολόνα, με ασημένια πούδρα στην περούκα του και μπλε πανωφόρι με χρυσά σειρίτια Γύρω του πλανιόταν ένα σύννεφο αρώματος Φραντζιπάνι απ' αυτό που έβαζε κάθε πρωί σε μεγάλες ποσότητες. Το άρω μα τον τύλιγε σαν ομίχλη σχεδόν και τον έκανε να φαίνεται μα κρινός και δυσπρόσιτος. Εξαιτίας της ακινησίας του έμοιαζε και ο ίδιος σαν εμπόρευμα. Μόνο όταν ακουγόταν το καμπανάκι κι οι ερωδιοί έριχναν νερό — πράγμα που δεν γινόταν και τόσο ταχτικά — ξυπνούσε η ζωή μέσα του, η μορφή του μάζευε και με πολλές υποκλίσεις εγκατέλειπε τη θέση του πίσω απ' το γρα φείο, πλησίαζε το νεοφερμένο τόσο γρήγορα που το σύννεφο του Φραντζιπάνι δεν προλάβαινε να τον ακολουθήσει και πα ρακαλούσε τον πελάτη του να καθήσει και να διαλέξει ό,τι ήθε λε απ' τα εκλεκτά αρώματα και καλλυντικά. Ο Μπαλντίνι είχε χιλιάδες απ' αυτά. Στο μαγαζί του έβρι σκες τα πάντα· αιθέρια έλαια, βάμματα, αποστάγματα, βάλσα μα, ρετσίνια, αρωμαπκές αλοιφές κι ένα σωρό άλλες ουσίες σε στερεά, υγρή και ρευστή μορφή· είχε πούδρες όλων των ειδών, σαπούνια, κρέμες, σκονάκια, αρωματισμένες περούκες, μπρι γιαντίνες, βαφές για τις γενειάδες, μάσκες ομορφιάς, αφρούς, αρωμαπκά άλατα και κολόνιες· και βέβαια άπειρα πραγματικά αρώματα. Ο Μπαλντίνι ωστόσο δεν περιοριζόταν σ' αυτά τα πα ραδοσιακά προϊόντα για την περιποίηση της ομορφιάς. Η φιλο δοξία του ήταν να έχει στο κατάστημα του οτιδήποτε μύριζε ή α φορούσε τη μυρωδιά. Είχε λοιπόν αρωματικές παστίλιες, πλάι
σ’ αρωματικά κεριά και παράξενα λιβανωτά· είχε όλα τα μπαχάρια, από γλυκάνισο μέχρι κανέλα- είχε σερμπέτια, λικέρ, η δύποτα, κρασιά απ’ την Κύπρο, τη Μάλαγα και την Κόρινθο, μέλι, καφέ, τσάι, ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά, σύκα, καρα μέλες, σοκολάτες, κάστανα, ναι, ακόμα και κάπαρη, αγγουράκια τουρσί και κρεμμύδια και τόνο μαρινάτο. Είχε μυρωδάτο βουλοκέρι, αρωματισμένο χαρτί αλληλογραφίας, μελάνη για ε ρωτικά γράμματα ανακατεμένη με ροδόνερο, χαρτοφύλακες από ισπανικό δέρμα, θήκες για πένες και κοντυλοφόρους από άσπρο ξύλο σάνταλου, κουτάκια και μπαούλα από ξύλο κέ δρου, ανθοδοχεία, λιβανιστήρια μπρούντζινα, μπουκαλάκια και βαζάκια από χοντρό κρύσταλλο με σκαλιστά κεχριμπαρένια πώματα, αρωματισμένα γάντια και μαντιλάκια, μικρά μαξιλαρά κια για τις βελόνες του ραψίματος γεμισμένα με ξερό μοσχοκάρυδο και χαλιά που μοσχομύριζαν και μπορούσαν ν’ αναδί νουν την ευωδιά τους μέσα σ’ ένα δωμάτιο πάνω από εκατό χρόνια. Όλα αυτά τα εμπορεύματα δεν βρίσκονταν φυσικά στην πολυτελή αίθουσα του μαγαζιού, που φαινόταν απ’ το δρόμο (από τη γέφυρα δηλαδή). Κι αφού δεν υπήρχε βέβαια υπόγειο, γέμιζαν όχι μόνο την αποθήκη και το πατάρι, αλλά και ολόκλη ρο το πρώτο και δεύτερο πάτωμα, καθώς και όλα τα δωμάτια του ισογείου, που έβλεπαν στο ποτάμι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέσα στο σπίτι του Μπαλντίνι επικρατούσε ένα απερίγραπτο χάος από μυρωδιές. Όσο εξαιρετική κι αν ήταν η ποιότητα του κάθε προϊόντος — ο Μπαλντίνι αγόραζε πάντα το καλύτερο — άλλο τόσο ανυπόφορη ήταν η μυρωδιά όλων μαζί: ίδια με μια ορχήστρα από χίλιους μουσικούς, όπου ο καθένας παίζει τη δι κή του μελωδία φορτίσιμο. Ο ίδιος ο Μπαλντίνι και οι υπάλλη λοι του μαγαζιού του δεν ένιωθαν αυτό το χάος, σαν τους γέ ρους μαέστρους που είναι όλοι τους βαρήκοοι· το ίδιο και η γυ ναίκα του που ζούσε στο τρίτο πάτωμα προσπαθώντας να εμπο δίσει τη μετατροπή κι αυτού του χώρου σε αποθήκη. Τα πράγ ματα όμως δεν ήταν έτσι για τον πελάτη, που έμπαινε πρώτη φορά στο μαγαζί του Μπαλντίνι. Αυτό το μυρωδικό ανακάτεμα τον χτυπούσε στο πρόσωπο σαν γροθιά, του ’φερνε, ανάλογα
με το φυσικό του, έξαψη ή Λιποθυμία, και πάντως του προξε νούσε τέτοια ταραχή, που συχνά δεν θυμόταν πια γιατί είχε έρ θει. Τα παιδιά, που έκαναν θελήματα, ξεχνούσαν τις παραγγε λίες τους. Σοβαροί κύριοι ένιωθαν αδυναμία. Οι κυρίες πάθαι ναν κομμάρες και λιποθυμίες και υστερικές κρίσεις και συνέρχονταν, μόνο όταν τους έδιναν να μυρίσουν γαριφαλόλαδο και καμφορά και αμμωνία. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες δεν ήταν περίεργο που το περ σικό καμπανάκι στην πόρτα του μαγαζιού του Τζιουζέπε Μπαλ ντίνι αντηχούσε όλο και πιο αραιά κι οι ασημένιοι ερωδιοί σπά νια έχυναν κι αυτοί αρωματικό νερό απ' το ράμφος τους.
10 «Σενιέ!» φώναξε ο Μπαλντίνι πίσω από το γραφείο του, ό που στεκόταν εδώ και ώρες ακίνητος κοιτάζοντας την πόρτα. «Φορέστε την περούκα σας!». Ανάμεσα απ’ τα Βαρέλια του λα διού και τα κρεμασμένα σαλάμια της Μπαγιόν φανερώθηκε ο Σενιέ, ο βοηθός του Μπαλντίνι, λίγο νεότερος απ’ αυτόν, αλλά επίσης γέρος, κι ήρθε μπροστά, στο αξιοπρεπές τμήμα του μα γαζιού. Έβγαλε την περούκα του απ’ την τσέπη και τη φόρεσε στο κεφάλι του όπως-όπως. «Θα βγείτε, κύριε Μπαλντίνι;» «Όχι», είπε ο Μπαλντίνι. «Θα μελετήσω για Λίγες ώρες στο εργαστήριό μου και δεν θέλω να μ’ ενοχλήσει κανείς». «Α, καταλαβαίνω! Θα δημιουργήσετε ένα νέο άρωμα». ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Έτσι είναι. Πρέπει ν’ αρωματίσουμε ένα κομ μάτι δέρμα για τον κόμη Βεραμόν. Ζήτησε κάτι εντελώς και νούριο. Ζήτησε κάτι σαν... σαν... νομίζω, λεγόταν «Έρως και Ψυχή» αυτό που ζήτησε, και το ’χει βγάλει αυτός ο... αυτός ο α τζαμής από την οδό Σεντ Αντρέ ντεζ Αρ, αυτός ο... ΣΕΝΙΕ: Ο Πελισιέ. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Ναι, ο Πελισιέ. Σωστά. Έτσι λέγεται ο ατζα μής. «Έρως και Ψυχή» του Πελισιέ. Το ξέρετε το άρωμα; ΣΕΝΙΕ: Μα ναι. Βεβαίως. Το φοράνε όλοι. Όπου και να
πας, το μυρίζεις. Αν θέλετε τη γνώμη μου πάντως — τίποτα το ιδιαίτερο! Δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που θα φτιάξετε ε σείς, κύριε Μπαλντίνι. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Αυτό να λέγεται. ΣΕΝΙΕ: Πολύ συνηθισμένη μυρωδιά, αυτό το «Έρως και Ψυχή».
ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Λαϊκή; ΣΕΝΙΕ: Τελείως λαϊκή, όπως όλα τα αρώματα του Πελισιέ. Νομίζω ότι έχει μέσα λάδι από κίτρο. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Μπα; Και τι άλλο; ΣΕΝΙΕ: Ίσως απόσταγμα από άνθη πορτοκαλιάς. Ίσως και δεντρολίβανο. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Μου είναι τελείως αδιάφορο. ΣΕΝΙΕ: Φυσικά. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Το ίδιο μου κάνει, ό,τι κι αν έχει ανακατέψει αυτός ο ατζαμής ο Πελισιέ μέσα στο άρωμα του. Δεν θα ψάξω εκεί για την έμπνευση μου! ΣΕΝΙΕ: Έχετε απόλυτο δίκιο, κύριε. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Όπως ξέρετε, δεν εμπνέομαι ποτέ. Όπως ξέ ρετε, δημιουργώ τα αρώματα μου μόνο με τη συστηματική δου λειά. ΣΕΝΙΕ: Ξέρω. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Τα δημιουργώ ολομόναχος. ΣΕΝΙΕ: Ξέρω. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Και σκέφτομαι να δημιουργήσω κάτι για τον κόμη Βεραμάν που θα κάνει σάλο. ΣΕΝΙΕ: Είμαι σίγουρος γι’ αυτό, κύριε Μπαλντίνι. ΜΠΑΛΝΤΙΝΙ: Πάρτε το κατάστημα στα χέρια σας. Θέλω την ησυχία μου. Μην αφήσετε κανένα να μ’ ενοχλήσει, Σενιέ... Κι έφυγε όχι πια μεγαλόπρεπος, αλλά σκυφτός, όπως ταί ριαζε στην ηλικία του, δαρμένος θα ’λεγες· σιγά-σιγά ανέβηκε τα σκαλιά για το πρώτο πάτωμα, όπου βρισκόταν το εργαστήριό του. Ο Σενιέ πήρε τη θέση του πίσω απ’ το γραφείο και στάθηκε ακριβώς όπως και το αφενπκό του, με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα. Ήξερε τι επρόκειτο ν’ ακολουθήσει: στο μαγαζί
δεν θα γινόταν απολύτως τίποτα, αλλά στο εργαστήριο του Μπαλντίνι η καταστροφή ήταν σίγουρη. Ο Μπαλντίνι θα’ βγαζε το μπλε του πανωφόρι που ήταν αρωματισμένο με Φραντζιπάνι και θα περίμενε την έμπνευση. Και η έμπνευση δεν θα ’ρχόταν. Τότε θ’ άνοιγε το ντουλάπι με τα μπουκαλάκια και τους δοκιμα στικούς σωλήνες και θ’ ανακάτευε στην τύχη. Αυτή η απόπειρα θα ήταν καθαρή αποτυχία. Θα έβριζε θυμωμένος, θ’ άνοιγε το παράθυρο και θα πετούσε το μείγμα στο ποτάμι. Θα δοκίμαζε κάτι άλλο, δεν θα τα κατάφερνε ούτε και μ’ αυτό, κι η οργή του θα ξεσπούσε ασυγκράτητη. Η ατμόσφαιρα μέσα στο δωμάτιο θα ήταν κιόλας αποπνικτική απ’ τα αρώματα κι ο Μπαλντίνι δεν θ’ αργούσε να βάλει τα κλάματα. Κατά τις εφτά το απόγευμα θα κατέβαινε σε άθλια κατάσταση, τρέμοντας και θρηνώντας, και θα ’λεγε: «Σενιέ, η όσφρηση μου χάθηκε, δεν μπορώ να φτιά ξω το άρωμα, δεν μπορώ να ετοιμάσω την παραγγελία του κό μη, είμαι χαμένος, είμαι ψυχικά νεκρός, θέλω να πεθάνω, σας παρακαλώ, Σενιέ, βοηθήστε με να πεθάνω!». Ο Σενιέ τότε θα πρότεινε να στείλουν κάποιον στου Πελισιέ ν’ αγοράσει ένα μπουκαλάκι «Έρως και Ψυχή». Ο Μπαλντίνι θα συμφωνούσε, με την προϋπόθεση πως δε θα το μάθαινε κανείς, ο Σενιέ θα έ δινε το λόγο του και τη νύχτα θα έκαναν τη δουλειά τους στα κρυφά, αρωματίζοντας το δέρμα για τον κόμη Βεραμάν με το ξένο άρωμα. Έτσι ακριβώς θα γινόταν κι όχι αλλιώς’ ο Σενιέ ε πιθυμούσε να ’χε τελειώσει κιόλας μ’ όλες αυτές τις σκηνές. Ο Μπαλντίνι δεν άξιζε σαν αρωματοποιός, δεν άξιζε πια. Ίσως άξιζε παλιότερα, όταν ήταν νέος. Πριν από τριάντα, σαράντα χρόνια, είχε φτιάξει το «Ρόδο του Νότου» και το «Μπουκέτο του Μπαλντίνι», δυο πραγματικά σπουδαία αρώματα, στα οποία χρωστούσε την περιουσία του. Τώρα όμως είχε γεράσει, είχε κουραστεί, δεν ήξερε τη μόδα, δεν καταλάβαινε πια τα γούστα των ανθρώπων, κι αν κατάφερνε αριά και πού να φτιάξει κουτσά-στραβά κάτι δικό του, τότε ήταν τελείως ντεμοντέ και κανείς δεν το αγόραζε. Την επόμενη άνοιξη αναγκάζονταν να το α ραιώσουν και να το πουλήσουν φτηνά σ’ όσους ήθελαν ν’ αρω ματίσουν τα συντριβάνια τους. Κρίμα, σκέφτηκε ο Σενιέ και διόρθωσε την περούκα του στον καθρέφτη, κρίμα για το γερο
Μπαλντίνι και κρίμα στο μαγαζί... θα πήγαινε στράφι· και κρίμα και για μένα, γιατί όταν θα χρεωκοπήσει εκείνος, θα ’μαι κι εγώ πολύ γέρος και δε θα μπορώ πια να το αγοράσω και να το δου λέψω...
11 Ο Τζιουζέπε Μπαλντίνι έβγαλε πράγματι το σακάκι του αλ λά το ’κανε απλά από συνήθεια. Η μυρωδιά του Φραντζιπάνι είχε πάψει να τον μπερδεύει εδώ και καιρό στη δουλειά του· κι εξάλλου φορούσε αυτό το άρωμα δεκαετίες ολόκληρες, το ’χε συνηθίσει τόσο πολύ ώστε δεν το ένιωθε καν. Έκλεισε την πόρτα του κι άφησε παραγγελία να μην τον ενοχλήσει κανείς, αλλά δεν κάθησε στο γραφείο του να περιμένει την έμπνευση· γιατί ήξερε πολύ καλύτερα απ’ τον Σενιέ ότι άδικα θα περίμενε: δεν είχε ποτέ του εμπνεύσεις. Ναι, ήταν γέρος και δεν είχε πια πολλές ικανότητες σαν αρωματοποιός· ήξερε όμως ότι ποτέ στη ζωή του δεν υπήρξε πραγματικά σπουδαίος. Το «Ρόδο του Νό του» το είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του και τη συνταγή για το «Μπουκέτο του Μπαλντίνι» την είχε αγοράσει από έναν περαστικό Γενοβέζο, έμπορο μπαχαρικών. Τα υπόλοιπα αρώ ματα του ήταν μείγματα συνηθισμένα και πασίγνωστα. Ποτέ του δεν είχε εφεύρει κάτι. Δεν ήταν εφευρέτης. Ήταν ένας προ σεκτικός κι επιμελής κατασκευαστής αρωμάτων. Έμοιαζε με τους μαγείρους, που με τη βοήθεια της εξάσκησης και των κα λών συνταγών παρουσιάζουν σπουδαία κουζίνα και δεν δη μιουργούν ποτέ καινούρια πιάτα. Όλο αυτό το θέατρο με το ερ γαστήριο και τα πειράματα και την έμπνευση και τα μυστικά, το έπαιζε, γιατί έτσι άρμοζε σ’ έναν καταξιωμένο κατασκευαστή γαντιών και αρωμάτων. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο αρωματο ποιός είναι κάτι σαν αλχημιστής, που κάνει θαύματα — εντάξει λοιπόν! Το ότι η δουλειά του ήταν μια τέχνη σαν όλες τις άλλες, αυτό ήταν κάτι που το ήξερε μόνον ο ίδιος και που τον έκανε να νιώθει υπερήφανος. Δεν ήθελε να είναι εφευρέτης. Θεωρούσε την εφεύρεση πολύ ύποπτη, γιατί αποτελούσε πάντα την εξαίρε
ση απ’ τον κανόνα. Δεν σκεφτόταν να δημιουργήσει ένα και νούριο άρωμα για τον κόμη Βεραμόν. Ούτε όμως θα επέτρεπε στον Σενιέ να τον πείσει πως έπρεπε να στείλουν το βράδυ κρυ φά για το «Έρως και Ψυχή» στου Πελισιέ. Είχε φροντίσει κιό λας γι’ αυτό. Ήταν εκεί πάνω στο γραφείο του μπροστά στο πα ράθυρο, σ' ένα γυάλινο μπουκαλάκι με σκαλιστό βούλωμα. Το είχε αγοράσει πριν από μερικές μέρες. Φυσικά όχι ο ίδιος. Δεν ήταν δυνατό να πάει ο ίδιος στου Πελισιέ και να πάρει ενα άρω μα! Είχε βάλει κάποιον, που είχε στείλει κάποιον άλλον... Ο Μπαλντίνι ήταν πολύ προσεκτικός. Γιατί δεν σκόπευε να χρησι μοποιήσει το άρωμα απλά και μόνο για να εκτελέσει την παραγ γελία του κόμη Βεραμάν. Όχι. Σκεφτόταν κάτι πολύ χειρότερο απ’ αυτό: σκεφτόταν να αντιγράψει το άρωμα του Πελισιέ. Εξάλλου, δεν απαγορευόταν. Βέβαια ήταν μεγάλη γυφτιά. Ήταν χοντράδα ν' αντιγράψεις το άρωμα του ανταγωνιστή σου και να το πουλήσεις ύστερα σαν δικό σου! Τρομερό ρεζιλίκι. Χειρότερο όμως θα ήταν αν όλη η ιστορία μαθευόταν κι από πάνω, και γι' αυτό ο Σενιέ δεν έπρεπε να μάθει τίποτα. Ήταν φλύαρος ο βοηθός του. Τι κρίμα λοιπόν, ένας τίμιος άνθρωπος ν' αναγκάζεται να κάνει τόσο μεγάλες απατεωνιές! Τι κρίμα που ήταν υποχρεω μένος να υπερασπίσει το πολυτιμότερο αγαθό του, την ίδια του την τιμή, με τόσο άτιμο τρόπο! Αλλά τι να έκανε; Έτσι κι αλλιώς δεν είχε τα περιθώρια να χάσει έναν πελάτη σαν τον κόμη Βε ραμόν. Η πελατεία του ήταν πολύ περιορισμένη. Με απελπισία διαπίστωνε ότι ήταν ξανά αναγκασμένος να τρέχει πίσω απ' τους πελάτες όπως το έκανε στη δεκαετία του είκοσι, στην αρχή της καριέρας του, όταν πουλούσε ακόμα το εμπόρευμά του στους δρόμους. Ο Τζιουζέπε Μπαλντίνι, ιδιοκτήτης του μεγα λύτερου αρωματοπωλείου του Παρισιού, στην καλύτερη περιο χή, βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση· αν δεν έπαιρνε σβάρνα τα πλουσιόσπιτα με το βαλιτσάκι στο χέρι, δεν τα’ βγαζε πέρα. Κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου, γιατί είχε περάσει τα ε ξήντα από καιρό κι αντιπαθούσε φοβερά να περιμένει στους κρύους διαδρόμους για να δείξει κολόνιες και αρωματικά άλα τα σε γριές μαρκησίες ή να τους πουλήσει καμιά αλοιφή για τις
ημικρανίες. Ο ανταγωνισμός σ’ αυτούς τους διαδρόμους τον έ κανε ν’ αηδιάζει. Ήταν αυτός ο αρχάριος ο Μπρονέ από την οδό Ντοφίν, που ισχυριζόταν ότι έχει τις καλύτερες πούδρες σ’ όλη την Ευρώπη. Ή ο Καλτό από την οδό Μοκονσέιγ που είχε καταφέρει να γίνει ο επίσημος προμηθευτής της κόμισσας του Αρτουά. Κι αυτή η ύποπτη φυσιογνωμία, ο Αντουάν Πελισιέ, από την οδό Σεντ Αντρέ ντεζ-Αρ, που κάθε χρόνο έφτιαχνε ένα καινούριο άρωμα και ξετρέλαινε τον κόσμο. Τα αρώματα του Πελισιέ αναστάτωναν την αγορά. Πέρυσι ήταν της μόδας η ουγγαρέζικη κολόνια κι ο Μπαλντίνι έκανε τις προμήθειες του σε λεβάντα, περγαμόντο και δεντρολίβανο — τότε ο Πελισιέ έριξε στην αγορά ένα βαρύ άρωμα μόσχου. Ό λοι ξετρελάθηκαν μ’ αυτό κι ο Μπαλντίνι υποχρεώθηκε να ρά ψει τη λεβάντα του σε σακουλάκια για τα ντουλάπια και να φτιάξει με το δεντρολίβανο τονωτικές λοσιόν για τα μαλλιά. Κι όταν είχε πια αγοράσει για τον άλλο χρόνο μόσχο και ζαμπέτι και καστορέλαιο, του Πελισιέ του κατέβηκε να δημιουργήσει ένα καινούριο άρωμα που το βάφτισε «Λουλούδι του Δάσους» κι έγινε αμέσως επιτυχία. Όταν τελικά ο Μπαλντίνι κατάφερνε, μετά από ολονύχτιες προσπάθειες ή πληρώνοντας ένα σωρό λεφτά, όταν λοιπόν κατάφερνε να βρει από τι ήταν φτιαγμένο το «Λουλούδι του Δάσους» — τότε ο Πελισιέ αναποδογύριζε τα πάντα με τις «Τούρκικες Νύχτες» ή το «Αρωμα της Λισαβόνας» ή το «Μπουκέτο της Αυλής», ή ο διάβολος ήξερε με τι άλλο. Ο άνθρωπος αυτός με την αχαλίνωτη δημιουργικότητα του αποτε λούσε κίνδυνο για ολόκληρο τον κλάδο. Ο Μπαλντίνι θα ’θελε να επαναφέρει τους άκαμπτους εσωτερικούς κανονισμούς της συντεχνίας· να παρθούν δρακόντεια μέτρα ενάντια σ’ αυτόν τον αναρχικό, σ’ αυτόν τον πληθωριστή αρωμάτων να του πάρουν την άδεια, το δίπλωμα... να τον βάλουν πρώτα κι αρχή να μάθει τη δουλειά! Γιατί δεν την ήξερε τη δουλειά ο Πελισιέ. Ο πατέ ρας του πουλούσε ξίδια, κι αυτό έκανε κι ο ίδιος ο Πελισιέ. Ε πειδή λοιπόν ανακατευόταν με τα οινοπνεύματα, μπήκε στη συντεχνία των αρωματοποιών απ’ το παράθυρο και τα ’κανε όλα εκεί μέσα σαν τα μούτρα του. Τι χρειαζόταν κάθε χρόνο κι ένα καινούριο άρωμα; Ήταν ανάγκη; Το κοινό έμενε ευχαρι
στημένο πριν μ’ ένα άρωμα βιολέτας και απλούς συνδυασμούς που άλλαζαν ανεπαίσθητα κάθε δέκα χρόνια. Χιλιετηρίδες ο λόκληρες η ανθρωπότητα χρησιμοποιούσε λίγα βάλσαμα, έλα α και ξεραμένα αρωματικά χόρτα για τα μυρωδικά της. Κι όταν ακόμα έμαθε να χρησιμοποιεί τις φιάλες και τον αποστακτήρα για να παίρνει απ' τα χόρτα, τα άνθη και τα φύλλα τη μυρωδιά τους φτιάχνοντας αιθέρια έλαια, όταν έμαθε να χρησιμοποιεί τις ξύλινες πρέσες για να πάρει από τους σπόρους και τα κουκού τσια και τα φλούδια το άρωμα τους, και να φιλτράρει με λίπος τα πέταλα των λουλουδιών — ακόμα και τότε ο αριθμός των α ρωμάτων έμεινε περιορισμένος. Την εποχή εκείνη ένας τύπος σαν τον Πελισιέ δεν θα μπορούσε να επιβιώσει αφού, για να φηάξει κανείς τότε την πιο απλή πούδρα, χρειάζονταν ικανότη τες, που αυτός ο ατζαμής δεν μπορούσε καν να ονειρευτεί. Χρειάζονταν γνώσεις ατέλειωτες: το να γνωρίζει κανείς απλά τη διαδικασία της απόσταξης, δεν ήταν αρκετό· έπρεπε ταυτόχρο να να είναι φαρμακοτρίφτης, αλχημιστής και τεχνίτης, έμπο ρος, ανθρωπιστής και κηπουρός. Έπρεπε να μπορεί να διακρί νει το λίπος των νεφρών του κατσικιού απ' το λάδι του νεαρού φλοιού, και τους μενεξέδες της Βικτόριας από κείνους της Πάρ μας. Έπρεπε να μιλάει λατινικά. Έπρεπε να ξέρει πότε κόβουν το ηλιοτρόπιο, πότε ανθίζει η αρμπαρόριζα και πώς το γιασεμί χάνει το άρωμα του με την ανατολή του ήλιου. Εννοείται ότι για όλα αυτά ο Πελισιέ δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Το πιθανότε ρο ήταν ότι δεν είχε ταξιδέψει ποτέ μακριά απ' το Παρίσι, ότι δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ανθισμένο γιασεμί. Και σίγουρα δεν έβαζε καθόλου με το μυαλό του τι τεράστιος κόπος χρεια ζόταν για να βγει μια σταγόνα και μόνο συμπυκνωμένο άρωμα από εκατοντάδες χιλιάδες άνθη γιασεμιού. Φαίνεται ότι το μόνο που ήξερε ήταν αυτό το σκουρόχρωμο, παχύρρευστο υγρό, το συμπυκνωμένο άρωμα του γιασεμιού· ένα μπουκαλάκι ανάμε σα σε πολλά άλλα που τ' ανακάτευε για να φτιάχνει τα μοντέρ να του κατασκευάσματα. Ω, όχι, ένας τύπος σαν αυτόν τον α τζαμή τον Πελισιέ δεν θα τα κατάφερνε στους παλιούς, καλούς καιρούς. Του έλειπαν όλα όσα έπρεπε να έχει: ο χαρακτήρας, η μόρφωση, η ολιγάρκεια, η ιδέα της συντεχνιακής ιεραρχίας.
Τις αρωματικές του επιτυχίες τις χρωστούσε αποκλειστικά στην ανακάλυψη που είχε κάνει πριν από διακόσια χρόνια ο μεγα λοφυής Μαυρίκιος Φραντζιπάνι — ένας Ιταλός, σαν τον Μπαλντίνι! — και η οποία έδειχνε ότι οι αρωματικές ουσίες διαλύο νται στο οινόπνευμα. Ο Φραντζιπάνι ανακάτεψε τα αρωματικά σκονάκια του με οινόπνευμα, μεταδίδοντας σ’ αυτό τη μυρωδιά τους· κατάφερε έτσι ν’ απελευθερώσει το άρωμα από την ύλη, να το πραγματοποιήσει σαν έννοια, το άρωμα σαν άρωμα: το είχε δημιουργήσει. Τι πράξη! Τι μυθικό επίτευγμα! Μπορούσε να συγκριθεί με τις πιο σημαντικές κατακτήσεις του ανθρώπινου γένους, όπως η ανακάλυψη της γραφής από τους Ασσύριους, η γεωμετρία του Ευκλείδη, οι ιδέες του Πλάτωνα και το κρασί από τους Έλληνες. Προμηθεϊκή πράξη, στ’ αλήθεια! Σαν όλες τις μεγάλες στιγμές στην ιστορία του πνεύματος ω στόσο, έτσι κι ετούτη δεν έριξε μόνο φως αλλά και σκιά, δεν εί χε μόνο αγαθά αποτελέσματα για την ανθρωπότητα, αλλά και καταστροφικά: χάρη στη σπουδαία ανακάλυψη του Φραντζι πάνι μπορούσε πια ο καθένας ν’ ανακατεύει τις αρωματικές ου σίες με το οινόπνευμα και να γεμίζει μπουκαλάκια· η τέχνη ξέ φευγε απ’ τα χέρια των λιγοστών παραδοσιακών λειτουργών της, των πραγματικών αρωματοποιών και ξέπεφτε στους αλ μπάνηδες και στους κομπογιανίτες, που είχαν καλή μύτη, όπως για παράδειγμα αυτός ο Βρομιάρης ο Πελισιέ. Χωρίς να νοιάζε ται καθόλου για το πώς φτιάχτηκαν οι υπέροχες ουσίες που πε ριείχαν τα μπουκαλάκια του, μπορούσε απλούστατα να τις ανα κατεύει κατά το γούστο του ή κατά το γούστο της αγοράς. Σίγουρα αυτός ο μπάσταρδος στα τριάντα πέντε του χρόνια είχε κιόλας μεγαλύτερη περιουσία απ’ αυτή που είχε κατορθώ σει να συγκεντρώσει η οικογένεια Μπαλντίνι μετά από σκληρή δουλειά τριών γενεών. Και η περιουσία του Πελισιέ καθημερι νά μεγάλωνε, ενώ η δική του, του Μπαλντίνι, λιγόστευε. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονταν παλιότερα! Αυτός ο σκληρός αντα γωνισμός άρχισε πριν λίγες μόλις δεκαετίες! Αυτή η μανία για νεωτερισμούς, αυτή η ασυγκράτητη δραστηριότητα, αυτή η ορ μή για έρευνες, τα ξανοίγματα στο εμπόριο και στην κυκλοφο ρία και στην επιστήμη!
Ή πάλι εκείνη η τρέλα της ταχύτητας! Τι χρειάζονταν όλοι αυτοί οι καινούριοι δρόμοι και οι γέφυρες; Για ποιο σκοπό; Το ταξίδι μέχρι τη Λυόν γινόταν τώρα σε μια βδομάδα. Και ποιο το όφελος; Ποιος κέρδιζε απ' όλα αυτά; Ποιος είχε συμφέρον; Και η μανία που τους είχε πιάσει όλους να περάσουν τον Ατ λαντικό, να φτάσουν σ' ένα μήνα μέσα στην Αμερική — λες κι όλους αυτούς τους αιώνες δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αυτή την καινούρια ήπειρο. Τι έψαχνε να βρει ο πολιτισμένος άνθρωπος στη ζούγκλα των Ινδιάνων ή των νέγρων; Ακόμα και στη Λαπωνία πήγαιναν, που ήταν στα Βόρεια, στους αιώνιους πάγους, εκεί που ζούσαν άγριοι και έτρωγαν ωμά ψάρια. Και ήθελαν ν' ανακαλύψουν και μια ακόμα ήπειρο, έλεγαν πως ή ταν κάπου στη Νότια Θάλασσα, ένας Θεός ξέρει πού. Γιατί όλες αυτές οι τρέλες; Γιατί έτσι έκαναν και οι άλλοι, οι Σπανιόλοι, οι καταραμένοι οι Εγγλέζοι, οι αναιδέστατοι οι Ολλανδοί. Ο συ ναγωνισμός μ' όλους αυτούς ήταν σκληρός και δυσβάσταχτος. Ένα πολεμικό πλοίο κόστιζε τρακόσιες χιλιάδες λίβρες στο νε ρό και μια κανονιά το βύθιζε σε πέντε λεπτά και δεν το ξανάβλε πες. Κι όλα αυτά τα πλήρωναν με τους φόρους. Το ένα δέκατο από τα μικτά έσοδα απαιτούσε ο κύριος Υπουργός των Οικονο μικών κι αυτό ήταν καταστροφή· ήταν καταστροφή, έστω κι αν δεν πλήρωνες το μερίδιο σου στο ακέραιο, γιατί η ιδέα και μό νο ήταν καθαρή τρέλα. Ο άνθρωπος δυστυχεί επειδή δεν κάθεται ήσυχος στο σπίτι του, εκεί που πρέπει, λέει ο Πασκάλ. Και ο Πασκάλ ήταν μεγά λος άνθρωπος, ένας Φραντζιπάνι του πνεύματος, ένας τεχνίτης δηλαδή ικανός κι επιδέξιος· σήμερα όμως δεν υπήρχε ζήτηση για τέτοιους ανθρώπους. Σήμερα διάβαζαν ανατρεπτικά βιβλία Ουγενότων κι Εγγλέζων. Έγραφαν συγγράμματα κι επιστημο νικά έργα, όπου αμφισβητούσαν τα πάντα. Τίποτα δεν ήταν πια σωστό, όλα είχαν αλλάξει. Μέσα σ' ένα ποτήρι νερό κολυ μπούσαν, λέει, ένα σωρό μικρά ζωάκια, που μέχρι τώρα κανείς δεν τα ’χε δει. Η σύφιλη ήταν μια συνηθισμένη αρρώστια κι όχι τιμωρία του Θεού· κι ο Θεός δεν είχε φτιάξει τον κόσμο σε εφτά μέρες, αλλά σε εκατομμύρια χρόνια, αν τον είχε φτιάξει εκεί νος. Οι άγριοι ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς. Θα 'πρεπε ν' ανα
τρέφουμε τα παιδιά μας διαφορετικά. Και η γη δεν ήταν πια ο λοστρόγγυλη, αλλά καμπύλη, σαν καρπούζι — λες και είχε ση μασία! Παντού ερωτήσεις και έρευνες και αναζητήσεις και πει ραματισμοί. Δεν φτάνει να πεις τι και πώς — πρέπει και να το α ποδείξεις, με μάρτυρες και αριθμούς και γελοία πειράματα. Ό λοι αυτοί οι Ντιντερό και οι Ντ’ Αλαμπέρ και οι Βολταίροι και οι Ρουσό, ή όπως κι αν λέγονταν οι γραφιάδες — και να σκεφτείς ότι ανάμεσα τους υπήρχαν και κληρικοί κι αριστοκράτες! — ό λοι αυτοί είχαν καταφέρει τελικά να μεταδώσουν σ’ ολόκληρη την κοινωνία το μικρόβιο της ανησυχίας τους, την αίσθηση του ανικανοποίητου και το χάος που βασίλευε στα κεφάλια τους! Όπου κι αν γύριζες να δεις, μια βιασύνη κι ένα κακό, άλλο πράγμα. Όλοι διάβαζαν, ακόμα και οι γυναίκες. Οι παπάδες κάθονταν στα καφενεία. Κι όταν η αστυνομία έπιανε επιτέλους ένα απ’ αυτά τα καθάρματα, τότε οι εκδότες έκαναν μεγάλη φα σαρία. Πλήρωναν εγγυήσεις ενώ υψηλά ιστάμενα πρόσωπα χρησιμοποιούσαν την επιρροή τους, για ν’ αφήσουν τον παλιάνθρωπο ελεύθερο σε λίγες βδομάδες κιόλα, να συνεχίσει α νενόχλητος τις παλιανθρωπιές του και τις δημοσιεύσεις του. Στα σαλόνια δεν συζητούσαν παρά για τις τροχιές των κομητών και τις αποστολές, για τη δύναμη των μοχλών και τον Νεύτωνα, για την αποχέτευση, την κυκλοφορία του αίματος και τη διάμετρο της γήινης σφαίρας. Ακόμα και ο βασιλιάς ζήτησε να πληροφορηθεί σχετικά με κάποια καινούρια τρέλα, ένα είδος τεχνητής αστραπής, που το έλεγαν ηλεκτρισμό: μπροστά σ’ ολόκληρη την Αυλή, ένας άν θρωπος έτριψε ένα μπουκάλι και βγήκε μια σπίθα και η Αυτού Μεγαλειότης εντυπωσιάστηκε βαθιά· έτσι λένε, τουλάχιστο. Ο προπάππος του, ο πραγματικός Λουδοβίκος ο Μέγας, που κά τω απ’ την ευλογημένη βασιλεία του ο Μπαλντίνι θα ζούσε σί γουρα ευτυχισμένος, δεν θα παρακολουθούσε ποτέ τέτοιες γε λοίες εκδηλώσεις! Αυτό όμως ήταν το πνεύμα των νέων και ρών. Το τέλος προμηνυόταν άσχημο! Αφού οι άνθρωποι τολμούσαν ν’ αμφισβητούν με τον πιο αυθάδη τρόπο την εξουσία της εκκλησίας του Θεού· αφού μι λούσαν για τη θεοπρόβλητη μοναρχία και για το ιερό πρόσωπο
του βασιλιά σαν να ήταν απλές μορφές διοίκησης και διακυ βέρνησης, μέσα από έναν κατάλογο διαφόρων μορφών κοινω νικής οργάνωσης, από τις οποίες μπορούσε κανείς να διαλέξει όποια ήθελε· αφού καταντούσαν να παρουσιάζουν τον ίδιο τον Θεό, τον Παντοδύναμο, σαν περιττό και να ισχυρίζονται ότι η τάξη, η ηθική και η ευτυχία στη γη μπορούσαν να πραγματο ποιηθούν και χωρίς αυτόν, χάρη στην έμφυτη λογική και ηθική του ανθρώπου... ω Θεέ μου, ω Θεέ μου! — τότε βέβαια δεν ή ταν διόλου απορίας άξιο, που όλα είχαν έρθει τα πάνω-κάτω. Τα ήθη είχαν διαφθαρεί κι η ανθρωπότητα έκανε ό,τι μπορού σε για να τραβήξει πάνω της την οργή και την τιμωρία Εκείνου, του οποίου την ύπαρξη αρνιόταν. Όλα αυτά θα είχαν κακό τέ λος. Ο μεγάλος κομήτης του 1681, που τον κορόιδευαν κι έλε γαν ότι δεν ήταν παρά ένας σωρός αστέρια, αποδείχτηκε μια προειδοποίηση του Θεού: ήταν μια εποχή αποσύνθεσης και καταστροφής, πνευματικής, πολιτικής και θρησκευτικής πτώσης και διαφθοράς. Η ανθρωπότητα πνιγόταν μέσα ο' ένα βρομερό και απαίσιο βάλτο, που είχε φτιάξει από μόνη της: και τα λου λούδια που άνθιζαν σ' αυτά τα βρόμικα νερά, ήταν άρρωστα και αηδιαστικά, ακριβώς σαν τον Πελισιέ! Ο γερο-Μπαλντίνι έστεκε μπροστά στο παράθυρο και μ' ένα βλέμμα όλο κακία, κοιτούσε τον ήλιο που έπεφτε λοξά στο ποτάμι. Οι μαούνες περνούσαν αργά από μπροστά του και γλι στρούσαν δυτικά προς την Πον Νεφ και τις αποβάθρες μπρο στά στο Λούβρο. Ούτε μία βάρκα δεν ανέβαινε το ποτάμι από τούτη τη μεριά, ενάντια στο ρεύμα. Προτιμούσαν την άλλη πλευρά του νησιού, εκεί που το ποτάμι έκανε γύρισμα και τα νε ρά του δεν ήταν τόσο δυνατά. Από ’δω που στεκόταν ο Μπαλντίνι, όλα έμοιαζαν να φεύγουν, τα πλοία φορτωμένα και ά δεια, οι βάρκες κι οι μαούνες των ψαράδων, τα βρόμικα καφε τιά νερά που χρύσιζαν κάτω απ' τις ακτίνες του ήλιου, όλα έφευ γαν, κυλούσαν μακριά του, αργά αλλά ασυγκράτητα. Κι όταν ο Μπαλντίνι έστεκε κολλημένος στον τοίχο του σπιτιού και χαμή λωνε το βλέμμα του προς τα κάτω, του φαινόταν ότι το νερό έ τρωγε σιγά-σιγά τα θεμέλια της γέφυρας και τον έπιανε ίλιγγος. Ήταν λάθος του ν' αγοράσει σπίτι πάνω στη γέφυρα κι α
κόμα μεγαλύτερο λάθος ότι το αγόρασε στη δυτική πλευρά. Τώρα είχε συνεχώς μπροστά στα μάτια του το ποτάμι που έφευ γε και ένιωθε να του φεύγουν, μαζί με τα νερά, κι η ζωή του, το σπίτι του και η περιουσία του που την απόκτησε με κόπο και ι δρώτα· ένιωθε γέρος κι αδύναμος να κολυμπήσει ενάντια στο ρεύμα. Καμιά φορά, όταν είχε δουλειές στην αριστερή όχθη, στη γειτονιά της Σορβόνης ή του Αγίου Σουλπικίου, δεν περ νούσε απ’ το νησί κι απ’ τη γέφυρα Σεν Μισέλ· προτιμούσε να πάει απ’ την Πον Νεφ κι ας ήταν πιο πολύς ο δρόμος. Η γέφυ ρα εκείνη δεν είχε σπίτια δεξιά κι αριστερά. Του άρεσε να στέ κεται για λίγο στην ανατολική πλευρά της γέφυρας και να κοι τάζει το ποτάμι να έρχεται προς το μέρος του. Κι άφηνε για μια στιγμή τον εαυτό του να χαρεί στη σκέψη ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει, οι δουλειές του άνθιζαν, η οικογένεια του προόδευε, οι γυναίκες τον αγαπούσαν κι η περιουσία του αντί να μικραί νει, μεγάλωνε ολοένα. Γρήγορα όμως σήκωνε το βλέμμα κι έβλεπε λίγο πιο πέρα το σπίπ του, μικρό κι εύθραυστο, ψηλά, πάνω από την Πον-οΣανζ, έβλεπε το παράθυρο του δωματίου του στο πρώτο πάτω μα κι έβλεπε και τον εαυτό του να στέκεται εκεί και να κοιτάζει τα νερά που κυλούσαν μακριά του, όπως και τώρα. Το όμορφο όνειρο χανόταν κι ο Μπαλντίνι πάνω στην Πον Νεφ έκανε στροφή κι απομακρυνόταν, πιο απογοητευμένος από πρώτα, α πογοητευμένος και μελαγχολικός όπως τώρα, που άφησε το παράθυρο κι ήρθε και κάθησε στο γραφείο του.
12 Είχε μπροστά του το μπουκαλάκι με το άρωμα του Πελισιέ. Το υγρό στραφτάλιζε χρυσό και διάφανο στο φως του ήλιου. Τίποτα δεν το θόλωνε. Έμοιαζε τελείως αθώο, σαν ανοιχτό χρωμο τσάι — κι όμως είχε τέσσερα μέρη οινόπνευμα κι ένα μέρος απ’ το μυστικό μείγμα, που είχε αναστατώσει ολόκληρη την πόλη. Το μείγμα αυτό μπορούσε να περιέχει τρεις ή τριάντα διαφορετικές ουσίες, σε ποσότητες καθορισμένες και σε συν
δυασμό μοναδικό. Ήταν η ψυχή του αρώματος — αν μπορού σε να γίνει λόγος για ψυχή σ’ ένα άρωμα αυτού του ψυχρού και υπολογιστή έμπορα, του Πελισιέ — κι αυτή τη συνταγή έπρεπε να βρει τώρα ο Μπαλντίνι. Ο γέρος φύσηξε απαλά τη μύτη του και κατέβασε λίγο τα σκούρα στο παράθυρο· το φως του ήλιου δεν βοηθούσε καθό λου τη λεπτή όσφρηση και θα τον εμπόδιζε στη δουλειά του. Έ βγαλε απ’ το συρτάρι ένα καθαρό, άσπρο, δαντελένιο μαντιλάκι και το ξεδίπλωσε. Ύστερα γύρισε ελαφρά το καπάκι και το μπουκαλάκι άνοιξε. Τη στιγμή εκείνη κράτησε το κεφάλι του όσο μπορούσε πιο μακριά και τα ρουθούνια του κλειστά, γιατί δεν ήθελε να μυρίσει το άρωμα κατευθείαν απ’ το μπουκάλι. Τα αρώματα δεν πρέπει να μυρίζονται ποτέ απ’ το μπουκάλι. Η ουσία τους και η γοητεία τους δεν αναδεικνύονται παρά μόνον όταν διαλύονται ανάλαφρα στον αέρα. Έριξε λοιπόν λίγες στα γόνες στο μαντίλι. Το τίναξε κάμποσες φορές για να εξατμιστεί το οινόπνευμα κι ύστερα το έφερε κάτω απ’ τη μύτη του. Με τρεις γρήγορες, κοφτές αναπνοές ρούφηξε μέσα του τη μυρω διά σαν να ’ταν σκόνη, την άφησε πάλι να βγει. Απομακρύνθη κε κι επανέλαβε την ίδια διαδικασία σε τρεις χρόνους. Στο τέ λος πήρε βαθιά ανάσα κι άφησε τον αέρα να βγει αργά, συγ κρατώντας τον πότε-πότε. Μετά πέταξε το μαντίλι στο τραπέζι κι αφέθηκε ν’ ακουμπήσει βαρύς στη ράχη της πολυθρόνας. Το άρωμα ήταν υπέροχο. Αυτός ο απαίσιος Πελισιέ είχε δυστυχώς ταλέντο. Μπορεί να μην ήξερε τίποτε άλλο, όμως, να πάρει η ευχή, ήξερε να φτιάχνει αρώματα! Ο Μπαλντίνι θα ’θε λε να ήταν δικό του δημιούργημα αυτό το «Έρως και Ψυχή». Δεν είχε τίποτα το κοινό και το συνηθισμένο. Ήταν κλασικό, είχε πληρότητα και αρμονία. Και ταυτόχρονα ήταν εκπληκτικά νέο και πρωτοπόρο. Ήταν δροσερό, αλλά όχι έντονο. Ήταν ρομαντικό, χωρίς να είναι υπερευαίσθητο. Είχε βάθος, ένα υ πέροχο, απολαυστικό, γοητευτικό, σκοτεινό βάθος — χωρίς να είναι καθόλου βαρύ, ή παραφορτωμένο, ή πομπώδες. Ο Μπαλντίνι σηκώθηκε, σχεδόν με σεβασμό, κι έφερε το μαντίλι ακόμα μια φορά κάτω απ’ τη μύτη του. «Θαυμάσιο, θαυ μάσιο...», μουρμούρισε ανασαίνοντας βαθιά. «Είναι χαρούμε
νο και αξιαγάπητο, μοιάζει σαν μελωδία- σου φτιάχνει αμέσως τη διάθεση... Μα τι ανοησίες λέω!». Και μ’ αυτά τα λόγια πέταξε θυμωμένος το μαντίλι στο τραπέζι, έκανε στροφή κι απομα κρύνθηκε γρήγορα για να χωθεί στην πιο απόμακρη και σκο τεινή γωνιά του δωματίου, θαρρείς και ντρεπόταν για τον εν θουσιασμό του. Τι γελοίος που ήταν! Να πλέκει τέτοια εγκώμια και ύμνους. «Σαν μελωδία. Χαρούμενο. Θαυμάσιο. Φτιάχνει τη διάθεση». Ανοησίες! Παιδιάστικες κουταμάρες. Εντύπωση της στιγμής. Γεροντάματα κι ευαισθησίες. Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας. Πιθανό τατα έφταιγε η ιταλική καταγωγή του. Μην κρίνεις, την ώρα που μυρίζεις! Αυτός είναι ο πρώτος και σπουδαιότερος κανόνας Μπαλντίνι, γερο-βλάκα! Την ώρα που μυρίζεις, να μυρίζεις και ύστε ρα να κρίνεις, αφού θα ’χεις μυρίσει! Το «Έρως και Ψυχή» δεν ήταν τυχαίο άρωμα. Ήταν ένα δημιούργημα φοβερά πετυχη μένο. Ένα πραγματικό έργο τέχνης φπαγμένο με ταλέντο. Ένα λαμπρό καλλιτέχνημα. Τι άλλο θα μπορούσε κανείς να περι μένει από έναν άνθρωπο σαν τον Πελισιέ; Το παλιοτόμαρο δεν έφτιαχνε αρώματα της σειράς. Όχι. Ο αλήτης ήξερε ν’ αναστα τώσει την όσφρηση προσφέροντας της την τέλεια αρμονία. Ή ταν ένας λύκος που φορούσε την αρνίσια προβιά της αθωότη τας και της κλασικής αρωματοποιίας. Με λίγα λόγια: ήταν ένα κάθαρμα με ταλέντο. Χιλιάδες φορές χειρότερος από έναν ατζαμή αγαθό και έντιμο. Και χιλιάδες φορές πιο επικίνδυνος. Εσύ όμως, Μπαλντίνι, δεν θα πέσεις στην παγίδα. Ξαφνιά στηκες για μια στιγμή απ’ την πρώτη εντύπωση. Πού ξέρεις ό μως αν αυτό το άρωμα θα λέει τίποτα σε μια ώρα από τώρα; Ό ταν τα πιο φευγαλέα συστατικά του θα ’χουν χαθεί και θα ’χει φτάσει σε μια μέση κατάσταση; Ή πώς θα μυρίζει το βράδυ, ό ταν θα έχουν απομείνει μόνο τα βαριά και σκοτεινά συσταπκά του, που τώρα κρύβονται πίσω από τις ευχάριστες κι ανάλαφρες πνοές και μόλις που διακρίνονται; Κάνε υπομονή, Μπαλντίνι! Ο δεύτερος κανόνας λέει: το άρωμα ζει μέσα στο χρόνο. Έ χει τη νεότητα του, την ωριμότητα και τα γηρατειά. Και μόνο ό ταν η μυρωδιά του είναι ευχάριστη και στις τρεις αυτές ηλικίες, μόνο τότε μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε πετυχημένο. Πό
σες φορές δεν έφτιαξες ένα μείγμα που μύριζε υπέροχα στην πρώτη δοκιμή, λίγο αργότερα όμως ανάδινε τη μυρωδιά του σάπιου φρούτου, και τέλος βρομούσε αηδιαστικά σαν το καθα ρό ζαμπέτι, που σου είχε πέσει πολύ; Πρέπει να προσέχεις με το ζαμπέτι! Μια σταγόνα παραπάνω και πάνε όλα στο βρόντο. Ένα λάθος που γίνεται συχνά. Ποιος ξέρει — ίσως του Πελισιέ του είχε πέσει λίγο παραπάνω ζαμπέτι απ' όσο έπρεπε... Και μέχρι το βράδυ να μην έμενε απ' το φιλόδοξο «Έρως και Ψυ χή» παρά μια βρόμα, σαν το κάτουρο της γάτας. Κάνε υπομονή, Μπαλντίνι. Θα δούμε. Θα μυρίσουμε. Έτσι όπως το κοφτερό τσεκούρι σχίζει το ξύλο σε προσανάμματα, έτσι κι η μύτη μας θα αναλύσει το άρω μα του σ' όλα τα μέρη που το αποτελούν. Θα φανεί αν αυτή η υποτιθέμενη μαγευτική μυρωδιά φτιάχτηκε με τον κανονικό, γνωστό τρόπο. Εμείς ο Μπαλντίνι, αρωματοποιός, θ' αποκαλύ ψουμε την απατεωνιά αυτού του ατζαμή του Πελισιέ. Θα του βγάλουμε τη μάσκα και θα δείξουμε σ' αυτό το χαμίνι τι αξίζουν οι παλιοί τεχνίτες. Ίδιο ακριβώς θα το φτιάξουμε το μοντέρνο του άρωμα. Θα το μιμηθούμε τόσο τέλεια, θα το αντιγράψουμε με τόση ακρίβεια, που ούτε ένα κυνηγιάρικο σκυλί δε θα μπο ρεί να τα ξεχωρίσει. Όχι! Αυτό δεν μας αρκεί! Θα το βελτιώ σουμε! Θα του δείξουμε τα λάθη του, θα τα αποφύγουμε και έ τσι θα του τα τρίψουμε στη μούρη: Είσαι ένας ατζαμής, Πελισιέ! Ένας αδέξιος βρομιάρης! Ένα παράσιτο, ένας ανεπιθύμητος στη συντεχνία των αρωματοποιών! Και τίποτε άλλο! Στρώσου στη δουλειά, Μπαλντίνι! Συγκεντρώσου και μύρι σε χωρίς συναισθημαπσμούς! Ανάλυσε το άρωμα σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης σου! Μέχρι σήμερα το βράδυ πρέπει να την έχεις βρει τη συνταγή! Όρμησε λοιπόν στο γραφείο του, έβγαλε χαρτί, μελάνι και καθαρό μαντίλι, τα ’βαλε στη σειρά μπροστά του κι άρχισε δου λειά. Με γρήγορες κινήσεις περνούσε το αρωματισμένο μαντίλι κάτω απ' τη μύτη του κι έψαχνε τα συστατικά της μυρωδιάς, ένα προς ένα· κρατώντας ύστερα το μαντίλι μακριά του έγραφε το όνομα του κάθε συσταπκού στο χαρτί μπροστά του και συνέχιζε αμέσως παρακάτω...
13 Δούλευε δυο ώρες τώρα ασταμάτητα. Οι κινήσεις του γίνο νταν όλο και πιο γρήγορες, όλο και πιο νευρικές. Τα ορνιθο σκαλίσματα της πένας του στο χαρτί όλο και πιο ακατάληπτα. Οι ποσότητες του αρώματος που έβρεχαν το μαντίλι μεγαλύτερες. Δεν μπορούσε πια να μυρίσει, ήταν ναρκωμένος απ’ τις αι θέριες μυρωδιές που ανάσαινε, δεν καταλάβαινε ούτε αυτά που είχε ανιχνεύσει και καταγράψει με βεβαιότητα στην αρχή της α νάλυσης του. Ήξερε πως ήταν άσκοπο να συνεχίσει. Δεν θα την έβρισκε ποτέ αυτή τη συνταγή, οπωσδήποτε όχι σήμερα, όχι, αλλά ούτε και αύριο που αν ήθελε ο Θεός η μύτη του θα είχε συνέλθει, ούτε ποτέ. Ποτέ του δεν τα κατάφερνε καλά μ’ αυτή την αναλυτική όσφρηση. Ήταν μια δουλειά που την αντι παθούσε, δεν του άρεσε να διαλύει ένα σύνολο, μια ενότητα, είτε καλή ήταν είτε κακή. Δεν τον ενδιέφερε. Δεν το ήθελε. Το χέρι του ωστόσο συνέχιζε μηχανικά αυτή την ίδια κομψή κίνηση, που είχε κάνει χιλιάδες φορές: έβρεχε το μαντίλι, το τί ναζε και το περνούσε γρήγορα κάτω απ’ τη μύτη του. Μηχανικά ανάσαινε τον μυρωμένο αέρα και τον άφηνε να βγει αργά, με επιδεξιότητα, σε δόσεις. Ώσπου τελικά η ίδια του η μύτη τον ε λευθέρωσε απ’ τα βάσανα του: η παλιά του αλλεργία ερεθί στηκε και μια μικρή σταγόνα μίξα ήρθε και βούλωσε τα ρου θούνια του. Τώρα δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει καλά-καλά· για να μυρίσει, ούτε λόγος. Η μύτη του ήταν κλειστή, λες και υπέ φερε από βαρύ συνάχι και στις άκρες των ματιών του είχαν μα ζευτεί δάκρυα. Δόξα το Θεό! Τώρα μπορούσε επιτέλους να σταματήσει με ήσυχη συνείδηση. Είχε κάνει το καθήκον του, είχε επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις, όλες του τις γνώσεις και είχε αποτύχει, όπως πολύ συχνά στο παρελθόν. Ultra posse nemo obligatur*. Γι’ απόψε ήταν ελεύθερος. Αύριο πρωί-πρωί θα έστελνε στου Πελισιέ και θ’ αγόραζε ένα μεγάλο μπουκάλι «Έρως και Ψυχή», για ν’ αρωματίσει την παραγγελία του κόμη * Κανείς δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να κάνει κάτι που ξεπερνάει τις δυ νατότητες του.
Βεραμόν. Και ύστερα θα έπαιρνε το βαλιτσάκι του με τα παλιο μοδίτικα σαπούνια, τα αρωματικά σκονάκια, τις πούδρες και τις κρέμες και θα έκανε ξανά το γύρο του στα σαλόνια των αιωνό βιων κυριών της αριστοκρατίας. Και κάποια μέρα θα πέθαινε και η τελευταία γριά δούκισσα και θα ’χανε έτσι και την τελευ ταία του πελάτισσα. Θα ’χε γεράσει πια κι ο ίδιος και θ’ αναγκα ζόταν να πουλήσει το σπίτι του — ίσως στον Πελισιέ, ή σε κά ποιον άλλον απ' αυτούς τους ανερχόμενους εμπόρους — για μερικές χιλιάδες λίρες. Τότε θα ετοίμαζε τις βαλίτσες του, θα ’παιρνε τη γριά γυναίκα του, αν ζούσε ακόμα, και θα πήγαινε στην Ιταλία. Αν τα κατάφερνε να φτάσει ζωντανός, θ’ αγόραζε ένα μικρό σπιτάκι στην εξοχή, κοντά στη Μεσσήνη, που ήταν φτηνά. Κι εκεί θα πέθαινε, ο Τζιουζέπε Μπαλντίνι, που υπήρξε κάποτε ο μεγαλύτερος αρωματοποιός του Παρισιού. Θα πέθαι νε μέσα στη φτώχεια και στην ανέχεια, όταν ο Θεός θ’ αποφά σιζε να τον καλέσει κοντά του. Καλά ήταν κι έτσι. Βούλωσε το μπουκαλάκι με το άρωμα, άφησε την πένα στο τραπέζι και σκούπισε για τελευταία φορά το μέτωπο του με το μαντίλι. Ένιωσε τη δροσιά του οινοπνεύματος, που εξατμιζό ταν, και τίποτε άλλο. Ο ήλιος είχε πάρει να Βασιλεύει. Ο Μπαλντίνι σηκώθηκε. Τράβηξε τις κουρτίνες και το σώμα του βρέθηκε ξαφνικά καταμεσής στο φως του δειλινού που έ λαμψε όμοια με δαδί αναμμένο. Έβλεπε τον βαθύ κόκκινο κύκλο του ήλιου πίσω απ' το Λούβρο και τις ανάλαφρες φλόγες που άναβαν οι τελευταίες του αχτίδες πάνω σης στέγες της πό λης. Κάτω απ' τα πόδια του το ποτάμι γυάλιζε χρυσό, οι βάρκες είχαν χαθεί μακριά. Είχε σηκώσει απαλό αεράκι, οι σημαδού ρες λικνίζονταν στην επιφάνεια του ποταμού που στραφτάλιζε εδώ κι εκεί σε χίλιες μεριές σαν κάποιο τεράστιο χέρι να σκόρ πιζε εκατομμύρια χρυσά λουδοβίκια στο νερό. Για μια στιγμή το ρεύμα του ποταμού φάνηκε ν' αλλάζει κατεύθυνση: κυλούσαν τα νερά προς το μέρος του Μπαλντίνι, μια αστραφτερή πλημ μύρα από καθαρό χρυσάφι. Τα μάτια του Μπαλντίνι ήταν υγρά και θλιμμένα. Έμεινε για λίγο ακίνητος, παραδομένος σ' αυτό το υπέροχο θέαμα. Ύστε ρα, ξαφνικά, άνοιξε το παράθυρο διάπλατα και πέταξε έξω, μα
κριά, το μπουκαλάκι με το άρωμα του Πελισιέ. Το είδε να πέ φτει στο νερό και να ταράζει για μια στιγμή τη λεία επιφάνειά του. Φρέσκος αέρας μπήκε στο δωμάτιο. Ο Μπαλντίνι ανάσανε Βαθιά κι ένιωσε τη μύτη του να ελευθερώνεται. Έκλεισε το πα ράθυρο και την ίδια στιγμή, τελείως απότομα, σκοτείνιασε, κα θώς έξω έπεφτε η νύχτα. Η χρυσαφένια εικόνα της πόλης και του ποταμού χάθηκε, όλα έγιναν γκρίζα. Στο δωμάτιο είχε α πλωθεί σκοτάδι. Ο Μπαλντίνι στεκόταν στο ίδιο μέρος και στην ίδια στάση, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. «Δεν θα στείλω αύριο στου Πελισιέ», μονολόγησε κι έσφιξε με τα δυο του χέρια τη ράχη της πολυθρόνας του. «Δεν θα το κάνω. Ούτε θα ξανα πάω στα σαλόνια με το βαλιτσάκι μου. Αύριο νωρίς-νωρίς θα πάω στο συμβολαιογράφο και θα πουλήσω το σπίτι και το μα γαζί. Αυτό θα κάνω. Νισάφι πια!» Το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση παιδιάστικη, πει σματωμένη. Ένιωθε ξαφνικά πολύ ευτυχισμένος. Ήταν ξανά ο παλιός, νεαρός Μπαλντίνι, θαρραλέος κι αποφασιστικός όπως τότε, έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τη μοίρα του — έστω κι αν σ’ αυτή την περίπτωση επρόκειτο για τακτική υποχώρηση. Τι μ’ αυτό! Σάμπως μπορούσε να κάνει και διαφορετικά; Οι καιροί ήταν τέτοιοι που δεν του άφηναν άλλα περιθώρια. Ο θεός δίνει και ρούς καλούς κι ευτυχισμένους, αλλά και δύσκολους. Δεν θέλει όμως να παραπονιόμαστε και να γκρινιάζουμε στις δύσκολες αλ λά ν’ αντιμετωπίζουμε τα πάντα με κουράγιο και αξιοπρέπεια. Ο Θεός του είχε στείλει ένα σημάδι: η κοκκινόχρυση οπτασία της πόλης ήταν μια προειδοποίηση. Πάρε τα μέτρα σου, Μπαλντίνι, πριν να είναι πολύ αργά! Το σπίτι σου είναι ακόμα γερό, οι α ποθήκες σου γεμάτες, μπορείς ακόμα να πουλήσεις το μαγαζί σου σε καλή τιμή. Όλα εξαρτώνται από σένα. Μια μετρημένη ζωή ώσπου να τελειώσεις τις μέρες σου στη Μεσσήνη, δεν ήταν βέβαια το ιδανικό σου — δείχνει όμως αξιοπρέπεια και είναι πιο θεάρεστο, παρά να μείνεις στο Παρίσι και να καταστραφείς με γαλειωδώς. Ας θριάμβευαν οι Μπρουέ, οι Καλτό και οι Πελισιέ. Ο Τζιουζέπε Μπαλντίνι θα τους άφηνε το πεδίο ελεύθερο. Θα το έκανε όμως με τη θέληση του και χωρίς να σκύψει το κεφάλι!
Ένιωθε πραγματική περηφάνια για τον εαυτό του. Και α φάνταστη ανακούφιση. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρό νια, το σφίξιμο στην πλάτη του λύθηκε κι ο πόνος που τον έκα νε να σκύβει τους ώμους μαλάκωσε. Στάθηκε ολόρθος, ελεύ θερος και χαρούμενος. Η ανάσα του ακουγόταν ανάλαφρη και χαλαρή. Ένιωθε το «Έρως και Ψυχή», διάχυτο στο δωμάτιο, αλλά δεν τον πείραζε καθόλου. Ο Μπαλντίνι είχε αλλάξει τη ζωή του κι αισθανόταν θαυμάσια. Τώρα θ’ ανέβαινε στο πάνω πάτωμα και θ’ ανακοίνωνε στη γυναίκα του τις αποφάσεις του. Ύστερα θα πήγαινε μέχρι τη Νοτρ Νταμ και θ’ άναβε ένα κερί για να ευχαριστήσει τον Θεό που τον προειδοποίησε έγκαιρα και τον ευλόγησε ώστε να δείξει δύναμη και χαρακτήρα και να πάρει τη σωστή απόφαση. Με νεανική σχεδόν ορμή φόρεσε την περούκα στο φαλα κρό του κρανίο, φόρεσε το πανωφόρι του, πήρε το κερί απ' το τραπέζι και βγήκε απ' το δωμάτιο. Αφού άναψε το κερί του στο διάδρομο, άρχισε ν' ανεβαίνει τις σκάλες για το πάνω πάτωμα όταν άκουσε να χτυπούν στο ισόγειο. Δεν ήταν ο γλυκός ήχος απ' το περσικό καμπανάκι της πόρτας του μαγαζιού, αλλά το διαπεραστικό κουδούνισμα της πόρτας υπηρεσίας, που ο Μπαλντίνι το αντιπαθούσε τρομερά. Πολλές φορές είχε ξεκι νήσει ν' αλλάξει το κουδούνι μ' ένα άλλο που θα ’χε πιο ευχά ριστο ήχο, αλλά πάντα το έξοδο τον συγκρατούσε. Εκείνη τη στιγμή η σκέψη πέρασε ξαφνικά απ' το μυαλό του και τον έκανε να χαμογελάσει· τώρα πια του ήταν αδιάφορο· θα ξεφορτωνό ταν αυτό το ενοχλητικό κουδούνι μαζί με το υπόλοιπο σπίτι! Ο διάδοχός του ας έκανε ό,τι ήθελε... Το κουδούνισμα αντήχησε ξανά. Ο Μπαλντίνι έστησε αυτί. Φαίνεται ότι ο Σενιέ είχε κιόλας φύγει. Κι η υπηρέτρια δεν α κουγόταν πουθενά. Έτσι κατέβηκε ο ίδιος ν' ανοίξει. Τράβηξε την αμπάρα κι άνοιξε τη βαριά πόρτα — και δεν είδε τίποτα. Το σκοτάδι κατάπιε το φως του κεριού. Σιγά-σιγά τα μάτια του συνήθισαν και διέκρινε μια μικροσκοπική μορφή, ένα παιδί ή ένα μικροκαμωμένο νεαρό, που κρατούσε κάτι παρα μάσχαλα. «Τι θέλεις;»
«Με στέλνει ο κύριος Γκριμάλ. Σας φέρνω το κατσικίσιο δέρμα», είπε το παιδί πλησιάζοντας κι άπλωσε το δέμα που κρατούσε προς το μέρος του Μπαλντίνι. Στο λιγοστό φως του κεριού ο γέρος είδε τα φοβισμένα μάτια ενός αγοριού να τον κοιτάζουν. Οι ώμοι του έστεκαν σκυφτοί και καμπουριασμένοι. Έμοιαζε να θέλει να κρυφτεί πίσω απ’ το απλωμένο μπράτσο του, σαν κάποιος που φοβόταν μην τις αρπάξει. Ήταν ο Γκρε νούιγ.
14 Το κατσικίσιο δέρμα για τον κόμη Βεραμόν! Ο Μπαλντίνι θυμήθηκε. Το είχε παραγγείλει πριν λίγες μέρες στου Γκριμάλ, λεπτό και μαλακό δέρμα εξαιρετικής ποιότητας για το γραφείο του κόμη, δεκαπέντε φράγκα το κομμάτι. Τώρα όμως δεν το χρειαζόταν πια, μπορούσε να κρατήσει τα λεφτά του. Απ’ την άλλη όμως τι να έκανε; Να ’στέλνε το παιδί πίσω;... Ποιος ξέρει — ίσως να δημιουργούσε άσχημες εντυπώσεις, οι κακές γλώσ σες θ’ άρχιζαν και δεν θα σταματούσαν: ο Μπαλντίνι δεν πλη ρώνει, δεν έχει, ο Μπαλντίνι δεν πάει καλά... αυτό θα ήταν πο λύ άσχημο, όχι, δεν έπρεπε ν’ ακουστούν τέτοια πράγματα, για τί μπορεί να έπεφτε η τιμή του σπιτιού και του μαγαζιού. Καλύ τερα να τ’ αγόραζε αυτά τα δέρματα κι ας του ήταν άχρηστα. Δεν ήταν ανάγκη να μαθευτεί πριν της ώρας του ότι ο Τζιουζέπε Μπαλντίνι αποφάσισε ν’ αλλάξει τη ζωή του. «Έλα μέσα!» Έκανε τόπο στο παιδί να περάσει κι ύστερα προχώρησαν προς το μαγαζί, ο Μπαλντίνι μπροστά με το κερί κι ο Γκρενούιγ πίσω με το δέμα του. Ο Γκρενούιγ έμπαινε πρώτη φορά σε α ρωματοπωλείο, σ’ ένα μέρος που οι μυρωδιές δεν ήταν συμ πτωματικές και τυχαίες, αλλά αποτελούσαν το επίκεντρο της προσοχής και του ενδιαφέροντος. Ήξερε βέβαια όλα τα φαρ μακεία και τα αρωματοπωλεία της πόλης· νύχτες ολόκληρες εί χε περάσει εμπρός τους, χώνοντας τη μύτη του στις χαραμάδες της πόρτας τους. Ήξερε όλα τα αρώματα που πουλιόντουσαν εδώ και με τη φαντασία του είχε παίξει μαζί τους αμέτρητες φο
ρές δημιουργώντας καινούριους, άγνωστους συνδυασμούς. Δεν τον περίμενε λοιπόν καμιά έκπληξη. Σαν τα παιδιά όμως που είναι προικισμένα με μουσικό ταλέντο και φλέγονται απ’ την επιθυμία να δουν από κοντά μια ορχήστρα ή ν’ ανέβουν στο γυναικωνίτη της εκκλησίας και να περιεργαστούν το όργα νο, έτσι κι ο Γκρενούιγ φλεγόταν απ' την επιθυμία να δει το ε σωτερικό ενός αρωματοπωλείου. Μόλις άκουσε λοιπόν ότι υ πήρχαν δέρματα που έπρεπε να παραδοθούν στου Μπαλντίνι, έκανε τ' αδύνατα δυνατά για ν' αναθέσουν σ' εκείνον την εκτέ λεση της παραγγελίας. Να ’τον λοιπόν στο μαγαζί του Μπαλντίνι, στο μέρος όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες μυρωδιές μέσα σ’ όλο το Παρίσι. Στο αμυδρό φως της φλόγας δεν μπορούσε να δει και πολλά. Ο ίσκιος από τον πάγκο με τη ζυγαριά, οι φιγού ρες των δυο ασημένιων ερωδιών, η πολυθρόνα για τους πελά τες, τα σκοτεινά ράφια στους τοίχους, η στιγμιαία λάμψη των μπρούντζινων εργαλείων, οι λευκές ετικέτες πάνω στα μπουκά λια και τα δοχεία· όλα πέρασαν γρήγορα μπροστά απ’ τα μάτια του. Κι αυτά που μύριζε, τα ήξερε κιόλας απ’ το δρόμο. Ένιωσε όμως αμέσως ότι σ’ αυτούς τους χώρους βασίλευε μια σοβαρό τητα, μια ιερότητα, αν η λέξη «ιερός» είχε για τον Γκρενούιγ κά ποια σημασία. Αισθάνθηκε την ψυχρή σοβαρότητα, που συνο δεύει την επαγγελματική διαύγεια, το στεγνό εμπορικό πνεύμα. Όλα κυριαρχούσαν στο χώρο, σφραγίζοντας κάθε ράφι, κάθε φιάλη, κάθε βάζο, κάθε έπιπλο και κάθε εργαλείο. Και καθώς βάδιζε πίσω απ’ τον Μπαλντίνι, στο σκοτάδι, γιατί ο Μπαλντίνι δεν έκανε τον κόπο να του φέγγει, ξύπνησε μέσα του η σιγου ριά ότι εδώ σ' αυτό το μέρος ανήκε και ο ίδιος, και πουθενά αλ λού, ότι εδώ θα έμενε κι από δω θα κατακτούσε τον κόσμο. Η σκέψη αυτή έδειχνε μια σχεδόν χοντροκομμένη έλλειψη μετριοφροσύνης. Τίποτα, μα τίποτα στον κόσμο δεν δικαιολο γούσε τέτοια όνειρα και τέτοιες ελπίδες για ένα τυχαίο ανειδί κευτο εργάτη απ' τα ταμπάκικα, ένα πλάσμα αμφίβολης κατα γωγής, χωρίς μέσα ή προστάτες, χωρίς καμιά δύναμη· ήταν α διανόητο για έναν τέτοιο άνθρωπο να ελπίζει ότι θα πατούσε το πόδι του στο πιο ονομαστό αρωματοπωλείο του Παρισιού· και
μάλιστα όταν η διάλυση του μαγαζιού είχε κιόλας αποφασιστεί, όπως ξέρουμε. Ωστόσο δεν ήταν ελπίδα αυτό που ένιωσε ο Γκρενούιγ με τόσο λίγη μετριοφροσύνη, ήταν βεβαιότητα. Ή ξερε ότι δεν θα ’φεύγε από αυτό το μαγαζί, παρά μόνο για να μαζέψει τα πράγματα του απ’ του Γκριμάλ και να τα φέρει εδώ. Το τσιμπούρι είχε μυριστεί το αίμα. Χρόνια ολόκληρα στεκόταν ακίνητο, κλεισμένο στον εαυτό του και περίμενε. Τώρα αφέθη κε να πέσει, και δεν ήξερε αν πήγαινε στη ζωή ή στο θάνατο. Δεν είχε καμιά ελπίδα. Γι’ αυτό και η σιγουριά του ήταν τόσο μεγάλη. Είχαν διασχίσει το μαγαζί. Ο Μπαλντίνι άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στα πίσω δωμάτια, στους διαδρόμους, στις απο θήκες και στα εργαστήρια. Εκεί έδραζαν τα σαπούνια κι ανα κάτευαν τις αλοιφές και γέμιζαν τα μικρά κομψά μπουκαλάκια με κολόνιες κι αρώματα. «Εκεί!» είπε δείχνοντας στο μικρό ένα μεγάλο τραπέζι μπροστά στο παράθυρο, «ακούμπησε τα εκεί!» Ο Γκρενούιγ ξεκόλλησε από το σκοτάδι, άφησε το δέρμα και μ’ ένα γρήγορο πήδημα τραβήχτηκε πάλι πίσω, ανάμεσα στην πόρτα και τον Μπαλντίνι. Ο Μπαλντίνι έμεινε λίγο ακόμα. Κρατούσε το κερί όσο μπορούσε πιο μακριά απ’ το τραπέζι, για να μη λερώσει τίποτα. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν αργά τη λεία, μαλακή επιφάνεια του δέρματος. Ύστερα γύρισε ανάποδα το πάνω-κάτω κι ένιωσε τη σκληρή και άγρια εσωτερική πλευρά. Ήταν πολύ καλό δέρμα. Ό,τι έπρεπε για τη δουλειά που το ή θελε. Δεν θα τραβούσε και δεν θα μάζευε στο στέγνωμα, κι αν το δούλευαν σωστά στο κόψιμο και στο τέντωμα θα ξαναγινό ταν το ίδιο μαλακό και απαλό όπως τώρα· έφτανε να το πιέσει με τα δάχτυλα του για να σιγουρευτεί γι’ αυτό. Θα κρατούσε το άρωμα του για πέντε, για δέκα χρόνια· ήταν εξαιρετικό δέρμα — ίσως να έφτιαχνε γάντια, τρία ζευγάρια για τον εαυτό του και τρία για τη γυναίκα του, για το ταξίδι τους στη Μεσσήνη. Αποτράβηξε το χέρι του. Η θέα του τραπεζιού τον συγκι νούσε: όλα ήταν τακτοποιημένα κι έτοιμα. Η γυάλινη λεκάνη για να βουτήξει το δέρμα στο άρωμα, ο γυάλινος δίσκος για να το απλώσει να στεγνώσει, τα δοχεία για να φτιάξει τα διάφορα μείγματα, το γουδόχερο, η σπάτουλα, το πινέλο, το ψαλίδι, η
φαλτσέτα. Όλα έμοιαζαν σαν να κοιμούνταν επειδή είχε σκο τεινιάσει, κι αύριο το πρωί θα ζωντάνευαν ξανά. Μήπως θα ’πρεπε να πάρει το τραπέζι μαζί του στη Μεσσήνη; Και μερικά απ' τα εργαλεία του, τα σπουδαιότερα...; Το τραπέζι ήταν άνετο και βολικό για δουλειά. Ήταν από ξύλο Βελανιδιάς, γεροφτιαγ μένο· δεν έτριζε και δεν κουνιόταν, και δεν ήταν εύκολο να το γρατζουνίσεις ή να το γδάρεις — για να το κουβαλήσει στη Μεσσήνη θα του κόστιζε μια περιουσία! Ακόμα κι αν το φόρτω νε στο καράβι! Γι’ αυτό λοιπόν θα το πουλούσε, αύριο θα το πουλούσε το τραπέζι κι όσα είχε πάνω, μέσα κι από κάτω του, θα τα πουλούσε κι αυτά! Γιατί αυτός, ο Μπαλντίνι, μπορεί να είχε μια ευαίσθητη καρδιά, αλλά είχε κι ένα δυνατό χαρακτήρα και γι’ αυτό θα πραγματοποιούσε την απόφαση του, όσο κι αν του έπεφτε βαρύ. Θα έδινε τα πάντα, με δάκρυα στα μάτια, αλ λά θα τα έδινε. Θα τα έδινε γιατί ήξερε ότι αυτό ήταν το σωστό, ο ίδιος ο Θεός του είχε στείλει μήνυμα. Γύρισε να φύγει. Ο κοντός, σκυφτός νεαρός ήταν ακόμα ε κεί, μπροστά στην πόρτα· ο Μπαλντίνι τον είχε ξεχάσει. «Εντάξει», του είπε, «πες στο αφεντικό σου ότι το δέρμα εί ναι καλό. Θα περάσω μια απ’ αυτές τις μέρες να τον πληρώσω». «Μάλιστα», είπε ο Γκρενούιγ αλλά δεν έκανε την παραμι κρή κίνηση για να φύγει. Εκεί που στεκόταν, έκοβε το δρόμο του Μπαλντίνι, που ήθελε να βγει απ’ το εργαστήριό του. Ο Μπαλντίνι δίστασε και μέσα στην άγνοια του υπέθεσε ότι η συμπεριφορά του μικρού ξεκινούσε απ' τη δειλία του. Δεν έβα λε με το μυαλό του ότι μπορεί κάτι να τον ήθελε. «Τι τρέχει;» ρώτησε. «Έχεις τίποτε άλλο να μου πεις; Μίλα!» Ο Γκρενούιγ στεκόταν σκυφτός και κοίταζε τον Μπαλντίνι μ’ ένα βλέμμα που έμοιαζε φοβισμένο, αλλά δεν ήταν. Ο μι κρός απλά παραφύλαγε τις ανπδράσεις του αντιπάλου του. «Θέλω να δουλέψω σε σας, κύριε Μπαλντίνι. Σε σας, στη δουλειά σας θέλω να δουλέψω». Η φωνή του δεν παρακαλούσε. Απαιτούσε. Και δεν θύμιζε ανθρώπινη μιλιά, αλλά ακούστηκε σαν το σφύριγμα του φιδιού. Ο Μπαλντίνι πέρασε την τρομακτική αυτοπεποίθηση του Γκρε νούιγ για παιδιάστικη αδεξιότητα και του χαμογέλασε φιλικά.
«Είσαι μαθητευόμενος στα ταμπάκικα, παιδί μου», είπε, «και στο μαγαζί μου δεν έχω δουλειά για σένα. Εξάλλου έχω ένα βοηθό και δεν χρειάζομαι μαθητευόμενο». «Αυτά τα κατσικίσια δέρματα θέλετε να τα κάνετε να μυρί ζουν όμορφα, κύριε Μπαλντίνι; Αυτά που σας έφερα, θέλετε να τα κάνετε να μυρίζουν όμορφα;» σφύριξε ο Γκρενούιγ, σαν να μην είχε ακούσει καθόλου τα λόγια του Μπαλντίνι. «Έτσι είναι», είπε ο Μπαλντίνι. «Θέλετε να μυρίζουν σαν το "Έρως και Ψυχή" του Πελι σιέ;» ρώτησε ο Γκρενούιγ κι έσκυψε ακόμα περισσότερο, κου βαριάζοντας το κορμί του. Ο Μπαλντίνι ρίγησε. Δεν αναρωτήθηκε από πού είχε μάθει το παιδί το μυστικό του. Ρίγησε μόνο και μόνο γιατί άκουσε το όνομα αυτού του μισητού αρώματος, που μάταια έψαχνε τη συνταγή του όλο το απόγευμα. «Πώς σου ήρθε αυτή η παράλογη ιδέα, ότι θα χρησιμοποι ούσα ένα ξένο άρωμα, για να...» «Μυρίζετε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια!» σφύριξε ο Γκρε νούιγ. «Έχετε βάλει άρωμα στο μέτωπο και στη δεξιά τσέπη του πανωφοριού σας είναι ένα μαντίλι, ποτισμένο σ’ αυτό. Αυτό το "Έρως και Ψυχή" δεν είναι καλό, είναι κακό άρωμα, έχει πο λύ περγαμόντο και δεντρολίβανο, ενώ το ροδόνερο δεν είναι αρκετό». «Αχά», είπε ο Μπαλντίνι, που είχε εκπλαγεί απ’ τη στροφή της συζήτησης, «τι άλλο;» «Άνθος πορτοκαλιάς, λάδι από κίτρο, γαρίφαλο, μόσχο, γιασεμί, οινόπνευμα και κάτι ακόμα που δεν ξέρω πώς λέγεται, αυτό εκεί, κοιτάξτε! Σ’ εκείνο το μπουκαλάκι!» Κι έδειξε με το δάχτυλο του κάπου μέσα στο σκοτάδι. Ο Μπαλντίνι φώτισε με το κερί του προς τα ’κει. Το βλέμμα του καρφώθηκε εκεί που έ δειχνε ο Γκρενούιγ, σ’ ένα μπουκάλι στο ράφι, γεμάτο μ’ ένα γκριζοκίτρινο παχύρρευστο υγρό. «Στόραξ;» ρώτησε. Ο Γκρενούιγ έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Αυτό είναι. Στόραξ!» Κι ύστερα κουβαριάστηκε σαν να τον είχε χτυπήσει ξαφνικός πό νος και μουρμούρισε καμιά δεκαριά φορές τουλάχιστο τη λέξη
«στόραξ», μέσα απ’ τα δόντια του: «Στόραξ, στόραξ, στόραξ, στό ραξ...» Ο Μπαλντίνι φώτισε με το κερί αυτό το περίεργο ανθρωπάκι που επαναλάμβανε ασταμάτητα "στόραξ, στόραξ" και σκέφτη κε: Ή τρελός είναι, ή απατεώνας, ή έχει πραγματικά ταλέντο. Τα συστατικά που του είχε αναφέρει, στη σωστή τους αναλογία θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν το άρωμα "Έρως και Ψυχή" — ήταν πολύ πιθανό. Ροδόνερο, γαρίφαλο και στόραξ — αυτά τα τρία έψαχνε απελπισμένα όλο το απόγευμα· αυτά ταίριαζαν θαυμάσια μ’ όλα τ’ άλλα, που πίστευε ότι είχε ανακαλύψει, σαν τις σταφίδες στο κέικ. Το μόνο πρόβλημα ήταν η ακριβής ανα λογία, ο τύπος του αρώματος. Για να βρει αυτόν τον τύπο ο Μπαλντίνι θα ’πρεπε να πειραματίζεται μέρες ολόκληρες, μια δουλειά εξοντωπκή, χειρότερη απ’ την απλή ανακάλυψη των συστατικών του· να ζυγίζει, να μετρά, να σημειώνει και να ’χει την προσοχή του συνεχώς τεντωμένη, γιατί και το παραμικρό λάθος — ένα τρέμουλο του χεριού, μια σταγόνα παραπάνω — μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα. Και κάθε αποτυχημένη προσπάθεια κόστιζε μια περιουσία. Κάθε άχρηστο μείγμα έκα νε ένα σωρό λεφτά... Αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή μ’ αυτό το ανθρωπάκι, να το ρωτήσει τον ακριβή τύπο του "Έρως και Ψυχή". Αν τον ήξερε με ακρίβεια — τότε ήταν σίγουρα απα τεώνας, που είχε κάπως καταφέρει ν’ αποχτήσει τη συνταγή του Πελισιέ, για να μπορέσει να βάλει πόδι στου Μπαλντίνι. Αν το μάντευε όμως στο περίπου, τότε ήταν μια μεγαλοφυία στην ό σφρηση και ο Μπαλντίνι έπρεπε να τον ανπμετωπίσει με την κατάλληλη επαγγελματική προσοχή. Όχι ότι ο Μπαλντίνι σκέ φτηκε έστω και για μια στιγμή να αμφισβητήσει την προηγούμε νη απόφαση του για τη διάλυση του καταστήματος! Δεν τον εν διέφερε το συγκεκριμένο άρωμα του Πελισιέ. Έστω κι αν το παιδί κατάφερνε να κατασκευάσει λίτρα ολόκληρα απ’ αυτό, ο Μπαλντίνι δεν σκόπευε να ετοιμάσει την παραγγελία του κόμη Βεραμόν, ωστόσο... Ωστόσο δεν υπήρξε όλη του τη ζωή αρω ματοποιός, δεν είχε ασχοληθεί μια ζωή ολόκληρη με τις μυρω διές, για να χάσει τώρα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, το ενδια φέρον του για τη δουλειά του! Τον ενδιέφερε ο τύπος αυτού του
καταραμένου αρώματος κι ακόμα περισσότερο τον ενδιέφερε να μάθει περισσότερα για το ταλέντο αυτού του περίεργου παι διού, που είχε καταφέρει να εντοπίσει ένα άρωμα στο μέτωπο του. Ήθελε να ξέρει τι κρυβόταν πίσω απ’ αυτά. Τον έτρωγε η περιέργεια. «Φαίνεται ότι έχεις καλή μύτη, νεαρέ μου», είπε όταν ο Γκρενούιγ σταμάτησε το μουρμουρητό του και μπήκε στο εργα στήριο για ν’ ακουμπήσει το κερί προσεχτικά στον πάγκο, «μια αναμφισβήτητα καλή μύτη, αλλά...» «Έχω την καλύτερη μύτη σ’ όλο το Παρίσι, κύριε Μπαλντί νι», τον έκοψε ο Γκρενούιγ. «Ξέρω όλες τις μυρωδιές του κό σμου, όλες όσες είναι στο Παρίσι, μόνο που μερικές δεν τις ξέ ρω με τ’ όνομα τους, μπορώ όμως να μάθω τα ονόματα, όλες
τις μυρωδιές που έχουν όνομα, δεν είναι πολλές, μερικές χι λιάδες μόνο, θα τις μάθω όλες, ποτέ δεν θα ξεχάσω το όνομα του υγρού, στόραξ το λένε, στόραξ...» «Σώπα!» φώναξε ο Μπαλντίνι, «μη με διακόπτεις όταν μι λάω! Είσαι αναιδής και αυθάδης. Κανένας δε γνωρίζει χίλιες μυρωδιές με τ’ όνομα τους. Ούτε καν εγώ ο ίδιος· ξέρω ίσως μερικές εκατοντάδες, τόσες μου χρειάζονται στη δουλειά μου κι όλα τ’ άλλα δεν είναι μυρωδιές, είναι βρομιές!» Ο Γκρενούιγ, όση ώρα μιλούσε, μέσα στην ταραχή του και στην ορμή του να περιγράψει όλα όσα ήξερε, είχε ανασηκωθεί, είχε ισιώσει το σώμα του, είχε ψηλώσει, είχε κάνει ακόμα και μεγάλες κυκλικές κινήσεις με τα χέρια του. Ακούγοντας τα λό για του Μπαλντίνι μαζεύτηκε στη στιγμή σαν ένα μικρό μαύρο βατράχι κι έμεινε ακίνητος στο κατώφλι παραμονεύοντας. «Φυσικά, γνωρίζω εδώ και αρκετό καιρό», συνέχισε ο Μπαλντίνι, «ότι το "Έρως και Ψυχή" αποτελείται από στόρακα, ροδόνερο, γαρίφαλο, περγαμόντο, δεντρολίβανο και άλλα. Για να καταλάβει κανείς αυτά, δεν χρειάζεται παρά μια καλή μύτη, κι ίσως ο Θεός να σου χάρισε καλή όσφρηση, όπως και σε πολλούς άλλους ανθρώπους και μάλιστα στην ηλικία σου. Ο αρωματοποιός όμως» — και σ’ αυτό το σημείο ο Μπαλντίνι σή κωσε το δάχτυλό του και φούσκωσε το στήθος του - «ο αρωμα τοποιός όμως χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια καλή μύτη.
Χρειάζεται ένα όργανο όσφρησης γερά εξασκημένο και ικανό να εργάζεται αποτελεσματικά, που θα του δίνει τη δυνατότητα να εξιχνιάζει και αρώματα πιο πολύπλοκα, καθώς επίσης και να δημιουργεί νέα άγνωστα αρώματα. Μια τέτοια μύτη» — και έδει ξε με το δάχτυλο τη δικιά του — «μια τέτοια μύτη δεν τη χαρίζει ο Θεός, νεαρέ! Μια τέτοια μύτη την αποκτά κανείς μόνο με σκληρή δουλειά κι επιμονή. Ή μπας και θα μπορούσες να μου πεις αυτή κιόλας τη στιγμή τον ακριβή τύπο του "Έρως και Ψυ χή" ε; Θα μπορούσες;» Ο Γκρενούιγ δεν απαντούσε. «Μήπως θα μπορούσες να τον μαντέψεις περίπου;» είπε ο Μπαλντίνι κι έσκυψε λιγάκι μπροστά, για να Βλέπει καλύτερα αυτό το βάτραχο στο κατώφλι της πόρτας του, «περίπου, όχι α κριβώς; Ε; Μίλα λοιπόν αφού έχεις την καλύτερη μύτη του Πα ρισιού!» Όμως ο Γκρενούιγ σώπαινε. «Βλέπεις;» είπε ο Μπαλντίνι, ικανοποιημένος και ταυτόχρο να απογοητευμένος ενώ ανασηκωνόταν και πάλι, «δεν μπο ρείς. Φυσικό είναι. Πώς θα μπορούσες εξάλλου; Είσαι σαν αυ τούς που τρώγοντας καταλαβαίνουν αν η σούπα έχει σέλινο ή μαϊντανό. Εντάξει — αυτό είναι κάτι. Αλλά δεν φτάνει για να γί νεις μάγειρας. Για όλες τις τέχνες — και θυμίσου το αυτό που σου λέω! — το ταλέντο δεν αξίζει τίποτα· αυτό που αξίζει είναι η πείρα, που την αποκτά κανείς με ζήλο και ταπεινότητα...» Άπλωνε κιόλας το χέρι του για να πιάσει το κηροπήγιο απ' το τραπέζι, όταν απ' την πόρτα ακούστηκε η βραχνή φωνή του Γκρενούιγ: «Δεν ξέρω τι θα πει "τύπος" κύριε. Όλα τ' άλλα τα ξέρω!» «Ο τύπος είναι το Α και το Ω κάθε αρώματος», απάντησε ο Μπαλντίνι αυστηρά, γιατί ήθελε πια να τελειώνει μ' αυτή τη συ ζήτηση. «Είναι οι ακριβείς αναλογίες των συστατικών που πρέ πει ν' αναμειχθούν, για να δημιουργηθεί το άρωμα που θέλου με — αυτό είναι ο τύπος. Η συνταγή, αν καταλαβαίνεις καλύτε ρα αυτή τη λέξη». «Τύπος, τύπος», μουρμούρισε βραχνά ο Γκρενούιγ κι όρ θωσε κάπως το ανάστημα στο άνοιγμα της πόρτας, «δεν χρειά
ζομαι τύπους. Έχω τη συνταγή μέσα στη μύτη μου. Θέλετε να σας το φτιάξω, κύριε; Θέλετε;» «Μα πώς;» φώναξε ο Μπαλντίνι με δυνατή φωνή και φώτισε με το κερί το πρόσωπο του νάνου μπροστά του. «Πώς θα το φτιάξεις;» Για πρώτη φορά ο Γκρενούιγ δεν οπισθωχώρησε, δεν έσκυψε. «Αφού όλα όσα χρειάζονται υπάρχουν εδώ, όλες οι μυρω διές είναι εδώ, μέσα στο δωμάτιο», είπε κι έδειξε μέσα στο σκο τάδι. «Να το ροδόνερο! Να τα άνθη της πορτοκαλιάς! Να το δεντρολίβανο...!» «Φυσικά και είναι εδώ!» έβαλε τις φωνές ο Μπαλντίνι. «Τα πάντα υπάρχουν εδώ μέσα! Σου λέω όμως, ξεροκέφαλε, ότι αυ τό δεν χρησιμεύει σε τίποτα, άμα δεν έχεις τον τύπο!» «... Να το γιασεμί! Να το οινόπνευμα! Να το περγαμόντο! Να ο στόραξ!» συνέχισε απτόητος ο Γκρενούιγ δείχνοντας κάθε φορά και σε διαφορετικό σημείο στο σκοτάδι, εκεί που μόλις διακρίνονταν τα ράφια στους τοίχους. «Βλέπεις στο σκοτάδι, ε;» τον ρώτησε ο Μπαλντίνι. «Δεν έ χεις μόνο την καλύτερη μύτη, αλλά και τα καλύτερα μάτια σ’ όλο το Παρίσι! Αν έχεις όμως και καλά αυτιά, τότε άνοιξε τα κι άκουσε αυτό που θα σου πω: Είσαι ένας μικροαπατεώνας. Φαίνεται ότι κάτι πήρε το μάτι σου στου Πελισιέ και δεν έχασες την ευκαιρία... Νομίζεις ότι μπορείς να με κοροϊδέψεις, ε;» Ο Γκρενούιγ είχε κορδώσει το σώμα του όσο μπορούσε πε ρισσότερο, στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας με ελαφρά ανοιγ μένα πόδια και χέρια, έτσι που έμοιαζε με μια μαύρη αράχνη γαντζωμένη σφιχτά στο σκαλί και στην ξύλινη κάσα της πόρτας. «Δώστε μου δέκα λεπτά καιρό», είπε με σχεδόν φυσιολογική φωνή, «και θα σας φτιάξω το άρωμα "Έρως και Ψυχή". Εδώ και τώρα, μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Δώστε μου πέντε λεπτά, κύ ριε!» «Έχεις την εντύπωση ότι θα σ’ αφήσω να βάλεις χέρι στο εργαστήριο μου; Ότι θα σ’ αφήσω ν’ ακουμπήσεις υλικά που στοιχίζουν μια περιουσία;» «Ναι», είπε ο Γκρενούιγ. «Α!» φώναξε ο Μπαλντίνι και ξεφύσηξε δυνατά. Ύστερα
πήρε βαθιά αναπνοή και κοίταξε αρκετή ώρα σκεφτικός τον Γκρενούιγ. Κατά βάθος το ίδιο κάνει, σκέφτηκε, αφού έτσι κι αλλιώς αύριο θα τελειώσουν όλα. Ξέρω βέβαια ότι δεν μπορεί να κάνει αυτό που ισχυρίζεται, αποκλείεται, γιατί τότε θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος απ’ τον μεγάλο Φραντζιπάνι. Γιατί όμως να μη δω με τα ίδια μου τα μάτια αυτό που ξέρω; Διαφορετικά μπο ρεί κάποια μέρα στη Μεσσήνη — στα γεράματα του γίνεται κα νείς παράξενος — να μου καρφωθεί η ιδέα ότι έχασα μέσα απ’ τα χέρια μου μια μεγαλοφυία της όσφρησης, μια ύπαρξη που η χάρη του Θεού ευνόησε πλούσια... Αποκλείεται. Η λογική μου λέει ότι αποκλείεται. Υπάρχουν όμως και θαύματα, αυτό είναι σίγουρο. Όταν λοιπόν θα βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του θανάτου στη Μεσσήνη, μπορεί να περάσει απ’ το μυαλό μου η σκέψη: Εκείνο το βράδυ στο Παρίσι, έκλεισες τα μάτια σου μπροστά σ’ ένα θαύμα... Δεν θα σ’ άρεσε αυτό, Μπαλντίνι! Χαλάλισε γι’ αυτόν τον τρελό λίγες σταγόνες ροδό νερο και μόσχο, έτσι κι αλλιώς κι εσύ να έκανες τη δοκιμή, πάλι χαμένες θα πήγαιναν. Και τι είναι μερικές σταγόνες — όσο α κριβά κι αν κοστίζουν! — αν τις συγκρίνεις με τη σιγουριά που σου δίνει η γνώση και με την ηρεμία των τελευταίων σου ημε ρών; «Πρόσεξε!» είπε κάνοντας τη φωνή του επίτηδες αυστηρή, «πρόσεξε! Εγώ... πώς σε λένε κατ’ αρχήν;» «Γκρενούιγ», είπε ο μικρός. «Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ». «Α», είπε ο Μπαλντίνι. «Λοιπόν, πρόσεξε, Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ! Το σκέφτηκα και θα σου δώσω την ευκαιρία, τώρα αμέσως, ν’ αποδείξεις τους ισχυρισμούς σου. Αυτή είναι ταυτό χρονα μια ευκαιρία για ν’ αποκτήσεις την αρετή της μετριοφρο σύνης μέσα από μια παταγώδη αποτυχία. Η αρετή αυτή — που στην ηλικία σου η έλλειψη της συγχωρείται ακόμη ― θα είναι αργότερα μια απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόοδο σου μέ σα στη συντεχνία σου και στην κοινωνία γενικά, σαν άντρα, σαν πατριώτη, σαν ανθρώπου και σαν καλού χριστιανού. Είμαι πρόθυμος να σου δώσω αυτό το μάθημα με δικά μου έξοδα, γιατί σήμερα το βράδυ είμαι για προσωπικούς λόγους ιδιαίτερα γενναιόδωρος· εξάλλου, η ανάμνηση αυτής της σκηνής μπορεί
στο μέλλον να μου προσφέρει στιγμές ευθυμίας. Μη θαρρείς όμως ότι θα μπορέσεις να με ξεγελάσεις! Η μύτη του Τζιουζέπε Μπαλντίνι είναι γέρικη, αλλά τα καταφέρνει θαυμάσια και θα διακρίνει κάθε διαφορά ανάμεσα στο μείγμα σου κι αυτό εδώ το προϊόν» — και λέγοντας αυτά έβγαλε απ’ την τσέπη του το μα ντιλάκι που ήταν βουτηγμένο στο «Έρως και Ψυχή» και το ανέ μισε μπροστά στο πρόσωπο του Γκρενούιγ. «Πλησίασε λοιπόν, εσύ με την καλύτερη μύτη σ’ όλο το Παρίσι! Πλησίασε σ’ αυτό το τραπέζι και δείξε μου η μπορείς να κάνεις! Πρόσεχε καλά ό μως μη ρίξεις τίποτα και μη σπάσεις τίποτα! Μην αγγίξεις τίπο τα! Πρώτα-πρώτα χρειαζόμαστε περισσότερο φως, γι’ αυτό το μικρό πειραματάκι!» Πήρε λοιπόν άλλα δύο κηροπήγια απ’ την άκρη του τραπε ζιού και τ’ άναψε. Ύστερα τοποθέτησε και τα τρία, το ένα δίπλα στο άλλο στο μάκρος του τραπεζιού, έσπρωξε το δέρμα στην ά κρη κι ελευθέρωσε τη μέση του τραπεζιού. Με γρήγορες, αλλά σταθερές κινήσεις, έφερε τα σκεύη που χρειάζονταν απ’ το κο ντινό ράφι: τη μεγάλη λεκάνη για το ανακάτεμα, τις μεζούρες, τους σωλήνες και τα σταγονόμετρα, και τα τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι. Ο Γκρενούιγ στο μεταξύ ξεκόλλησε απ’ το άνοιγμα της πόρ τας. Κιόλας, την ώρα που ο Μπαλντίνι μιλούσε με το πομπώδες ύφος του, το κορμί του παιδιού είχε χαλαρώσει κι ο φόβος είχε πέσει από πάνω του σαν ρούχο. Δεν είχε ακούσει παρά μόνο την κατάφαση, το ναι, και μέσα του ένιωθε το θρίαμβο ενός παιδιού που κατάφερε επιτέλους με το πείσμα του να περάσει το δικό του, να πάρει την πολυπόθητη άδεια· για τα ηθικά διδάγ ματα, τους όρους και τους περιορισμούς αδιαφορούσε τελείως. Έστεκε χαλαρωμένος και για πρώτη φορά έμοιαζε περισσότε ρο με άνθρωπο και λιγότερο με ζώο. Ήρεμος άφηνε τον Μπαλντίνι να συνεχίζει την Ιερεμιάδα του, σίγουρος ότι είχε πια νικήσει την αντίσταση αυτού του ανθρώπου. Κι ενώ ο Μπαλντίνι ταχτοποιούσε το τραπέζι, ο Γκρενούιγ χωνόταν κιόλας στις πιο σκοτεινές γωνιές, εκεί που βρίσκονταν τα ράφια με τα πανάκριβα αποστάγματα, με τα αιθέρια έλαια, κι έπιανε με σίγουρο χέρι, καθοδηγούμενος μόνο απ’ την όσφρη
σή του, αυτά που επρόκειτο να χρειαστεί. Στο σύνολο τους ήταν εννέα: απόσταγμα από άνθη πορτοκαλιάς, λάδι από κίτρο, γα ρίφαλο και ροδόνερο, γιασεμί και περγαμόντο και δεντρολίβα νο, μόσχος και στόραξ. Αφού τα συγκέντρωσε όλα στην άκρη του τραπεζιού έφερε τελευταία και μια μεγάλη μπουκάλα με οι νόπνευμα καθαρό. Ύστερα στάθηκε πίσω απ' τον Μπαλντίνι, που ταχτοποιούσε ακόμα προσεχτικά τα δοχεία και τις φιάλες, σπρώχνοντας λιγάκι από δω και ισιώνοντας κάτι εκεί, ώστε να δείχνουν όλα όμορφα με τη συνηθισμένη διάταξη, που ανα δείκνυε την ωραιότητα τους στο φως του κεριού — και περίμε νε, τρέμοντας από ανυπομονησία, ν' απομακρυνθεί ο γέρος και να τον αφήσει να δουλέψει. «Όλα έτοιμα!» είπε ο Μπαλντίνι και παραμέρισε. «Όλα όσα θα χρειαστείς για το "πείραμα" σου, είναι εδώ. Μη σπάσεις τί ποτα και μη χύσεις ούτε σταγόνα! Γιατί ένα σου λέω: αυτά τα υ γρά, που θα ’χεις στα χέρια σου για πέντε λεπτά, κοστίζουν τό σο ακριβά και είναι τόσο σπάνια, ώστε δε θα βρεις ποτέ άλλοτε στη ζωή σου την ευκαιρία να ξαναδείς τόσα πολλά μαζεμένα!» «Πόσο θέλετε να σας φτιάξω, κύριε;» ρώτησε ο Γκρενούιγ. «Τι να φτιάξεις...» είπε ο Μπαλντίνι που ακόμα δεν είχε τε λειώσει το μικρό του λογίδριο. «Πόσο άρωμα;» ξαναρώτησε ο Γκρενούιγ. «Πόσο χρειάζε στε; Να γεμίσω αυτό το μεγάλο μπουκάλι;» κι έδειξε μια φιάλη των τριών λίτρων. «Όχι, να μην το γεμίσεις!» φώναξε έξαλλος ο Μπαλντίνι, κι η κραυγή του έβγαινε βαθιά από μέσα του, γιατί ξαφνικά φο βήθηκε ότι σκορπάει και σπαταλάει άδικα την περιουσία του. Και σαν να ντρεπόταν γι' αυτή την αποκαλυππκή κραυγή, πρόσθεσε αμέσως: «Και να μη με διακόπτεις όταν μιλάω!» Κι ύ στερα με πιο ήρεμη και ειρωνική φωνή: «Τι τα θέλουμε τρία λί τρα από ένα άρωμα, που δεν αρέσει σε κανέναν μας; Μισή μεζούρα θα ήταν αρκετή. Επειδή όμως η ανάμιξη σε τόσο μικρές ποσότητες δεν γίνεται με ακρίβεια, θα σου επιτρέψω να γεμί σεις το ένα τρίτο της φιάλης». «Εντάξει», είπε ο Γκρενούιγ. «Θα γεμίσω το ένα τρίτο αυτού του μπουκαλιού με "Έρως και Ψυχή". Όμως, κύριε Μπαλντί
νι, θα το κάνω με το δικό μου τρόπο. Δεν ξέρω αν είναι ο κανο νικός τρόπος που χρησιμοποιεί η συντεχνία, αλλά θα το κάνω». «Παρακαλώ!» είπε ο Μπαλντίνι, που ήξερε ότι σ’ αυτή τη δουλειά δεν υπάρχει ο δικός μου και ο δικός σου τρόπος, αλλά ένας τρόπος και μοναδικός, ο σωστός· και ήταν η χρήση των σωστών αναλογιών με βάση τον τύπο και η μίξη των ουσιών με την αντίστοιχη ποσότητα οινοπνεύματος· η αναλογία κυμαινό ταν από ένα προς δέκα έως ένα προς είκοσι. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε κι ο Μπαλντίνι το ήξερε. Αυτά λοιπόν που είδε αμέσως μετά με τα ίδια του τα μάτια, και τα οποία στην αρχή προκάλε σαν την ειρωνεία του, ύστερα την αμηχανία του και τέλος την άμετρη έκπληξη του, θα πρέπει να του φάνηκαν σίγουρα θαύ μα. Και η σκηνή χαράχτηκε στη μνήμη του τόσο βαθιά, ώστε δεν τη λησμόνησε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του.
15 Ο Γκρενούνγ άνοιξε πρώτη τη μπουκάλα με το οινόπνευμα. Το δοχείο ήταν βαρύ και τον δυσκόλευε στις κινήσεις του. Το σήκωσε σχεδόν πάνω απ’ το κεφάλι του για να μπορέσει να α δειάσει, χωρίς μεζούρα, λίγο απ’ το περιεχόμενο του μέσα στη φιάλη, όπου θα έφτιαχνε το άρωμα. Ο Μπαλντίνι ανατρίχιασε: ο μικρός αναποδογύριζε την τάξη του κόσμου των αρωματο ποιιών! Δεν είχε φτιάξει το αρωματικό μείγμα και ξεκινούσε απ’ το διαλυπκό — και σαν να μην αρκούσε αυτό: ίσα-ίσα που τα κατάφερνε να σηκώσει τη μπουκάλα! Έτρεμε απ’ την προσπά θεια, κι ο Μπαλντίνι περίμενε κάθε στιγμή ν’ ακούσει το γυαλί να σπάζει σε χίλια κομμάτια, ενώ όλα όσα βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι θα συντρίβονταν. Τα κεριά, σκέφτηκε, για όνομα του Θεού, τα κεριά! Θα γίνει έκρηξη, θα καεί το σπίτι μου!... Ε τοιμαζόταν κιόλας να ορμήσει και να αρπάξει απ’ τα χέρια αυ τού του τρελού το μπουκάλι με το οινόπνευμα, όταν ο Γκρε νούιγ τ’ άφησε από μόνος του κάτω κι έβαλε προσεχτικά το κα πάκι στη θέση του. Στο δοχείο μπροστά του το ελαφρύ διάφανο υγρό λικνιζόταν απαλά — δεν είχε παραπέσει ούτε σταγόνα. Ο
Γκρενούιγ πήρε ανάσα και στο πρόσωπο του καθρεφτιζόταν τέτοια ικανοποίηση σαν να ’χε τελειώσει το δυσκολότερο μέρος της δουλειάς. Και πραγματικά όσα ακολούθησαν έγιναν τόσο γρήγορα — που ο Μπαλντίνι με δυσκολία τα παρακολουθούσε — και τόσο μπερδεμένα, ώστε του ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει μια, έστω και υποτυπώδη διαδικασία. Ο Γκρενούιγ έπαιρνε ένα μπουκαλάκι στην τύχη, έβγαζε το γυάλινο καπάκι, το έφερνε για ένα δευτερόλεπτο κάτω απ’ τη μύτη του κι ύστερα έχυνε λίγες σταγόνες στο δοχείο μπροστά του. Το ίδιο τρεις τέσσερις φορές, και συνέχιζε. Τους δοκιμαστι κούς σωλήνες, τα αναδευτήρια, τις μεζούρες, τα κουταλάκια και τα σταγονόμετρα — όλα δηλαδή τα εργαλεία που χρησιμοποιεί απαραιτήτως ο αρωματοποιός στη διαδικασία της ανάμιξης, ο Γκρενούιγ δεν τ’ άγγιξε ούτε μια φορά. Έμοιαζε σαν παιδί, που παίζοντας ανακατεύει νερό, χόρτο και λάσπη και ύστερα λέει πως έφτιαξε μια σούπα. Ναι, σαν παιδί, σκέφτηκε ο Μπαλντίνι, μοιάζει σαν παιδί, παρά τα χοντροκομμένα χέρια και το σημα δεμένο του πρόσωπο και την καμπουριαστή γέρικη μύτη του. Τον πέρασα για πιο μεγάλο απ’ την ηλικία του και τώρα μου φαίνεται μικρότερος· τριών ή τεσσάρων χρόνων μου θυμίζει αυτούς τους απλησίαστους, ακατανόητους, ιδιότροπους πρω τόγονους προ-ανθρώπους, που μέσα στην υποτιθέμενη αθωό τητα τους σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και θέλουν να υπο τάξουν τα πάντα στη θέληση τους· και σίγουρα θα το έκαναν, αν τους άφηναν και δεν τους υποχρέωναν με αυστηρή εκπαί δευση στην πειθαρχία και τον αυτοέλεγχο του ολοκληρωμένου ανθρώπου. Μέσα σ’ αυτόν τον νεαρό κρυβόταν ένα πεισματάρικο μικρό παιδί: όρθιος μπροστά στο τραπέζι με μάτια που πε τούσαν φωτιές, είχε ξεχάσει τα πάντα γύρω του, τα πάντα εκτός απ’ τον εαυτό του και τα μπουκαλάκια που βρίσκονταν μπροστά του· με πυρετώδεις κινήσεις άδειαζε το περιεχόμενό τους στο τρελό μείγμα που ανακάτευε και για το οποίο θα έλεγε — και φυσικά θα πίστευε κιόλας! — ότι ήταν το εκλεκτό άρωμα " Έ ρως και Ψυχή". Ο Μπαλντίνι ανατρίχιασε στη θέα αυτού του άσχημου ανθρώπου που δούλευε με τόση αυτοπεποίθηση στο φως του κεριού: άνθρωποι σαν αυτόν δεν υπήρχαν στο παρελ
θόν, δεν ήταν δυνατό να υπάρξουν. Αυτή η σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του Μπαλντίνι και τον γέμισε πάλι θλίψη και δυστυχία και θυμό, όπως το απόγευμα, το ίδιο τον είχε κάνει να νιώσει η θέα του ηλιοβασιλέματος πάνω απ’ την πόλη. Ήταν ένα και νούριο παρακλάδι του είδους, που ευδοκιμούσε μόνο σ’ αυτή την εποχή της παρακμής και της κατάπτωσης... Θα του έδινε ό μως ένα καλό μάθημα αυτού του παιδιού που πίστευε ότι τα ξέ ρει όλα! Θα του έδειχνε στο τέλος αυτής της γελοίας δοκιμής· και θα τον έδιωχνε τον τιποτένιο! Συρφετός και σκυλολόι! Σε κανένα δεν έπρεπε να δείχνει εμπιστοσύνη σήμερα πια, ο τό πος ήταν γεμάτος από γελοίους και άθλιους! Ο Μπαλντίνι ήταν τόσο απασχολημένος με την αγανάκτηση και την αηδία που ένιωθε μέσα του για την εποχή του, που δεν κατάλαβε για πότε τέλειωσε ο Γκρενούιγ. Βούλωσε τα μπουκα λάκια, τράβηξε το χωνί πάνω απ’ το δοχείο, όπου βρισκόταν το μείγμα, έκλεισε το στόμιο με την αριστερή του παλάμη και ανα κάτεψε γερά. Η μπουκάλα είχε ταρακουνηθεί αρκετές φορές και το περιεχόμενό της άφριζε κιόλας σαν λεμονάδα, όταν ο Μπαλντίνι κατάφερε επιτέλους ν’ αντιδράσει: «Σταμάτα!» φώνα ξε με οργή και απόγνωση. «Φτάνει πια! Σταμάτα! Τώρα αμέσως! Βάλε το μπουκάλι στο τραπέζι και μην αγγίξεις τίποτα, καταλα βαίνεις; Τίποτα πια! Τρελάθηκα φαίνεται που έδωσα βάση στα λόγια σου! Ο τρόπος που χειρίζεσαι τα πράγματα, η χοντράδα σου και η πρωτόγονη βλακεία σου δείχνουν καθαρά πως είσαι ένας ανίκανος ατζαμής, ένας βάρβαρος αδέξιος κι ένας κακορίζικος, αναιδέστατος μιξιάρης. Δεν κάνεις ούτε για ν’ ανακα τεύεις λεμονάδες, ούτε καν για να πουλάς ζεστά κι αναψυκτικά! Άκου αρωματοποιός! Να ευχαριστείς το Θεό, που το αφεντικό σου δεν σε διώχνει! Μην τολμήσεις να ξαναπατήσεις εδώ, τ’ α κούς; Μην τολμήσεις να ξαναμπείς σε αρωματοπωλείο!» Αυτά είπε ο Μπαλντίνι. Και πριν ακόμα τελειώσει, ο χώρος είχε κιόλας διαποτιστεί από το άρωμα "Έρως και Ψυχή". Οι μυρωδιές κλείνουν μέσα τους μια πειθώ, που είναι δυνατότερη απ’ τα λόγια, απ’ τα αισθήματα και τη θέληση, ακόμα κι απ’ αυ τό που βλέπουμε μπροστά στα μάπα μας. Κανείς δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στην πειθώ της μυρωδιάς, εισχωρεί μέσα μας όπως
ο αέρας στα πνευμόνια, μας κατακυριεύει, χωρίς να μπορούμε ν’ αντιδράσουμε. Ο Γκρενούιγ απόθεσε το δοχείο στο τραπέζι και σκούπισε στο σακάκι το χέρι του που ήταν ποτισμένο με άρωμα. Υποχώ ρησε ένα-δυο βήματα και οι αδέξιες κινήσεις του κορμιού του σκόρπισαν το άρωμα που μόλις είχε φτιάξει, μέσα στο δωμάτιο. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Ο Μπαλντίνι βέβαια έβριζε ακόμα και χειρονομούσε θυμωμένος. Αλλά με κάθε ανάσα η οργή του έχανε το στήριγμα της, εξασθενούσε κι αδυνάτιζε. Το ένιωθε πως είχε νικηθεί, ότι τα λόγια του δεν είχαν νόημα και σημα σία. Σιγά-σιγά σώπασε και δεν χρειαζόταν ν’ ακούσει τον Γκρε νούιγ για να καταλάβει ότι το άρωμα ήταν έτοιμο. Ωστόσο, παρόλο που το άρωμα "Έρως και Ψυχή" τον τρι γύριζε από παντού, πλησίασε στο γραφείο του για να κάνει μια δοκιμή. Τράβηξε απ’ την τσέπη του ένα καθαρό, χιονάτο δαντε λένιο μαντιλάκι, το ξεδίπλωσε και το έβρεξε με λίγες σταγόνες απ’ το άρωμα του Γκρενούιγ. Το τίναξε ελαφρά με τεντωμένο χέρι κι ύστερα το πέρασε κάτω απ’ τη μύτη του με την κομψή, γνωστή του κίνηση, ρουφώντας τη μυρωδιά. Άφησε τον αέρα να βγει τμηματικά και ταυτόχρονα τα πόδια του λύγισαν και κά θισε σ’ ένα σκαμνί. Το πρόσωπο του — κατακόκκινο ακόμα απ’ την έκρηξη της οργής — χλόμιασε ξαφνικά. «Απίστευτο», μουρ μούρισε χαμηλόφωνα, «μα το Θεό, απίστευτο». Πάλι και πάλι έφερνε στη μύτη του το μαντιλάκι, ανάσαινε βαθιά, κουνούσε το κεφάλι και μουρμούριζε «απίστευτο». Ήταν το "Έρως και Ψυχή", χωρίς αμφιβολία, ήταν αυτό το μισητό, υπέροχο άρω μα- μια τόσο τέλεια απομίμηση που ούτε ο ίδιος ο Πελισιέ δεν θα μπορούσε να το ξεχωρίσει. «Απίστευτο...» Χλομός κι αποκαμωμένος καθόταν στο σκαμνάκι ο σπου δαίος και τρανός Μπαλντίνι, με το μαντιλάκι του στο χέρι σαν συναχωμένη γεροντοκόρη, και παρουσίαζε ένα μάλλον γελοίο θέαμα. Είχε χάσει τα λόγια του. Σταμάτησε ακόμα και να μουρ μουρίζει «απίστευτο»· με το βλέμμα καρφωμένο στο περιεχόμε νο του δοχείου, κουνούσε το κεφάλι ενώ απ’ τα χέρια του δεν έβγαινε παρά ένα μονότονο «χμ, χμ... χμ, χμ, χμ...» Μετά από λίγο ο Γκρενούιγ πλησίασε αθόρυβα σαν ίσκιος στο τραπέζι.
«Δεν είναι καλό το άρωμα αυτό», είπε, «δεν είναι καθόλου καλά φτιαγμένο». «Α... χμ» είπε ο Μπαλντίνι, κι ο Γκρενούιγ συνέχισε: «Αν μου επιτρέψετε, κύριε, θα το φτιάξω καλύτερο. Δώστε μου ένα λεπτό μόνο και θα σας φτιάξω ένα άρωμα της προκοπής!» «Χμ, χμ», έκανε ο Μπαλντίνι κι έγνεψε καταφατικά. Όχι γιατί συμφωνούσε, αλλά γιατί Βρισκόταν σε τέτοια αδράνεια, ώστε θα έδινε την ίδια απάντηση ό,τι κι αν του έλεγαν. Και συ νέχισε να γνέφει καταφατικά κάνοντας «χμ, χμ» και δεν προ σπάθησε καθόλου να σταματήσει τον Γκρενουιγ, όταν εκείνος άρχισε για δεύτερη φορά το ανακάτεμα, όταν έχυσε για δεύτε ρη φορά οινόπνευμα στο δοχείο με το άρωμα κι άδειασε ξανά απ’ όλα τα μπουκαλάκια μερικές σταγόνες στο καινούριο μείγ μα. Όταν κόντευε πια να τελειώσει — ο Γκρενούιγ δεν ταρα κούνησε αυτή τη φορά το δοχείο, προσπαθώντας ίσως να μην εκνευρίσει ξανά τον Μπαλντίνι, παρά το ανακάτευε απαλά, σαν το ποτήρι με το κονιάκ — όταν το υγρό, έτοιμο πια, αναδευόταν ελαφρά στο δοχείο, μόνο τότε ξύπνησε ο Μπαλντίνι απ’ τη νάρ κη του κι ανασηκώθηκε, κρατώντας ακόμα το μαντίλι στη μύτη του σαν να ’θελε να προστατευθεί από μια καινούρια εισβολή μέσα του. «Είναι έτοιμο, κύριε», είπε ο Γκρενουιγ. «Τώρα είναι ένα ά ρωμα αληθινά καλό». «Καλά, καλά, εντάξει», απάντησε ο Μπαλντίνι και με το ε λεύθερο χέρι του έκανε μια κίνηση λες κι ήθελε ν’ αποφύγει κάτι. «Δεν θέλετε να δοκιμάσετε;» συνέχισε ο Γκρενούιγ με βρα χνή φωνή, «δεν θέλετε να δοκιμάσετε, κύριε;» «Αργότερα. Τώρα δεν έχω διάθεση για δοκιμές... έχω άλλα πράγματα στο κεφάλι μου. Φύγε τώρα! Εμπρός!» Και μ’ αυτά τα λόγια πήρε ένα απ’ τα κηροπήγια και κατευ θύνθηκε προς την εξώπορτα. Ο Γκρενούιγ τον ακολούθησε. Πέρασαν έτσι το στενό διάδρομο που οδηγούσε στην πόρτα υ πηρεσίας. Ο γέρος τράβηξε το σύρτη και την άνοιξε. Ύστερα παραμέρισε για ν’ αφήσει το νεαρό να περάσει. «Θα μ’ αφήσετε λοιπόν να δουλέψω μαζί σας;» ρώτησε ο
Γκρενούιγ ενώ βρισκόταν ήδη στο κατώφλι κι ήταν πάλι σκυ φτός και τα μάτια του παραμόνευαν. «Δεν ξέρω, θα το σκεφτώ», είπε ο Μπαλντίνι: «Πήγαινε!» Ο Γκρενούιγ χάθηκε ξαφνικά, λες και τον κατάπιε το σκο τάδι. Ο Μπαλντίνι στάθηκε στην πόρτα και κοίταζε αφηρημένος τη νύχτα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το κηροπήγιο και στο αρι στερό το μαντιλάκι, σαν να του είχε ανοίξει η μύτη κι έτρεχε αί μα. Το μόνο που ένιωθε ήταν φόβος. Γρήγορα έκλεισε κι α μπάρωσε την πόρτα. Ύστερα τράβηξε το μαντίλι απ' το πρόσω πο του, το έχωσε στην τσέπη του και ξαναγύρισε στο εργαστή ριο. Το άρωμα ήταν τόσο υπέροχο που ο Μπαλντίνι δάκρυσε. Δεν χρειαζόταν να δοκιμάσει. Στάθηκε μόνο μπροστά στο τρα πέζι κι ανάσαινε. Η μυρωδιά ήταν εξαίσια. Πλάι στο "Έρως και Ψυχή", έμοιαζε με πραγματική συμφωνία δίπλα στο μοναχικό γρατζούνισμα ενός βιολιού. Και παραπάνω ακόμα. Ο Μπαλντί νι έκλεισε τα μάτια και μέσα του ξύπνησαν οι πιο θαυμάσιες α ναμνήσεις. Είδε τον εαυτό του όταν ήταν ακόμα νέος να περι διαβαίνει τις νύχτες στους κήπους της Νάπολης· τον είδε γερ μένο στην αγκαλιά μιας γυναίκας με κατάμαυρες μπούκλες, απ’ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε η νυχτερινή δροσιά φορτωμένη τριαντάφυλλα· άκουσε τα πουλιά να κελαηδούν κι από μακριά ήρθε στ' αυτιά του η μουσική απ' τις ταβέρνες του λιμανιού· ά κουσε ψιθυριστά λόγια αγάπης κι ένιωσε ν' ανατριχιάζει από ευτυχία, τώρα! αυτή τη στιγμή! Άνοιξε τα μάτια κι αναστέναξε από ευχαρίστηση. Αυτό το άρωμα δεν ήταν άρωμα, όπως αυτά που ήξερε ως τώρα. Δεν ήταν μυρωδιά, δεν ήταν καλλυντικό. Ήταν κάτι τελείως καινούριο, κάτι που περιείχε έναν ολόκληρο κόσμο, ένα μαγικό, πλούσιο κόσμο· κάτι που σ’ έκανε να ξεχνάς μονομιάς τις δυσκολίες και τα τιποτένια πράγματα της ζωής και να νιώθεις πλούσιος, ελεύθερος, καλός και χαρούμε νος... Σιγά-σιγά ο Μπαλντίνι συνήλθε και μια ηρεμία και γαλήνη απλώθηκε στην ψυχή του. Πήρε το δέρμα απ' την άκρη του τραπεζιού κι άρχισε να το κόβει. Ύστερα έβαλε τα κομμάτια μέσα στη γυάλινη λεκάνη και τα περιέχυσε με το καινούριο ά
ρωμα. Σκέπασε τη λεκάνη μ’ ένα γυαλί κι έβαλε το υπόλοιπο άρωμα σε δυο μπουκαλάκια. Στις ετικέτες που τους κόλλησε έ γραψε "Ναπολιτάνικη Νύχτα". Ύστερα έσβησε το φως κι έφυ γε. Την ώρα του φαγητού δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του. Και κυρίως δεν είπε τίποτα για την απόφαση που είχε πάρει το α πόγευμα. Ούτε κι εκείνη του είπε τίποτα γιατί τον είδε χαρούμε νο κι αυτό της έφτανε. Ούτε στη Νοτρ Νταμ πήγε να ευχαριστή σει το Θεό για τη δύναμη που του έδωσε. Για πρώτη φορά στη ζωή του ξέχασε ακόμα και να προσευχηθεί πριν πέσει για ύπνο.
16 Την άλλη μέρα σηκώθηκε και πήγε ίσια στου Γκριμάλ. Πρώτα-πρώτα πλήρωσε το δέρμα και μάλιστα στην τιμή που του ζητήθηκε, χωρίς παζάρια και γκρίνιες. Κι ύστερα κάλεσε τον Γκριμάλ για ένα κρασί στον Ασημένιο Πύργο· εκεί του πρότεινε ν’ αγοράσει τον μαθητευόμενο Γκρενούιγ. Φυσικά δεν του α ποκάλυψε για ποιους λόγους τον ήθελε και τον χρειαζόταν. Εί πε κάτι για μια μεγάλη παραγγελία σε αρωματισμένα δέρματα και πρόσθεσε ότι του χρειαζόταν ένας βοηθός. Ένας νεαρός για τις εύκολες δουλειές, το κόψιμο των δερμάτων και τέτοια. Παράγγειλε μια δεύτερη μπουκάλα άσπρο κρασί και πρόσφερε είκοσι λίρες σαν αποζημίωση για τον Γκρενούιγ. Οι είκοσι λί ρες ήταν τεράστιο ποσό. Ο Γκριμάλ συμφώνησε αμέσως. Πή γαν μαζί στο ταμπάκικο, όπου παραδόξως ο Γκρενούιγ περίμε νε έχοντας κιόλας έτοιμα τα πράγματα του, ο Μπαλντίνι πλήρω σε τις είκοσι λίρες και τον πήρε μαζί του την ίδια κιόλας στιγμή, ξέροντας ότι είχε κάνει την πιο πετυχημένη αγορά της ζωής του. Ο Γκριμάλ, που με τη σειρά του ήταν κι αυτός σίγουρος ότι είχε κάνει την καλύτερη συμφωνία της ζωής του, ξαναγύρισε στον Ασημένιο Πύργο, ήπιε άλλα δύο μπουκάλια κρασί και κα τά το μεσημεράκι τράβηξε για το Χρυσό Λιοντάρι, στην άλλη ό χθη. Εκεί μέθυσε σε τέτοιο σημείο, που όταν αργά το βράδυ ή θελε να ξαναγυρίσει στον Ασημένιο Πύργο, μπέρδεψε την οδό
Ζοφρουά Λανιέ με την οδό Νονεντιέρ κι αντί να φτάσει στην Πον Μαρί βρέθηκε στην Κε-ντεζ-Ορμ, απ’ όπου έπεσε με τα μούτρα στο νερό. Πνίγηκε αμέσως. Το ρεύμα τον παρέσυρε αργά, δίπλα στις μαούνες, και τις πρώτες πρωινές ώρες ο βυρ σοδέψης Γκριμάλ, ή μάλλον το πτώμα του, έπλεε δυτικά. Τη στιγμή που περνούσε κάτω από την Πον Ο-Σανζ αθόρυ βα ανάμεσα απ’ τα υποστηρίγματα της γέφυρας, είκοσι μέτρα πάνω απ' το κεφάλι του, ο Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ έπεφτε στο κρεβάτι. Είχε στήσει ένα ξύλινο πάγκο στο πίσω μέρος του ερ γαστηρίου του Μπαλντίνι κι έπεφτε για ύπνο, ενώ το πρώην α φεντικό του κατέβαινε το Σηκουάνα άψυχο και παγωμένο. Ο Γκρενούιγ κουκουλώθηκε και κουβαριάστηκε σαν το τσιμπού ρι. Και καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, άρχισε να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στον εαυτό του· έμπαινε θριαμβευτής στο φρούριο, που έκρυβε μέσα του, ονειρευόταν την επινίκια γιορτή του, ένα γιγάντιο όργιο με λιβανωτά και μυρωδικά, προς τιμή του εαυτού του.
17 Με τον ερχομό του Γκρενούιγ, το κατάστημα του Τζιουζέπε Μπαλντίνι απόκτησε φήμη σ’ όλη την Ευρώπη. Το περσικό καμπανάκι δεν σταματούσε ούτε λεπτό, η πόρτα δεν προλάβαι νε να κλείσει κι άνοιγε ξανά στην Πον Ο-Σανζ. Το πρώτο κιόλας βράδυ ο Γκρενούιγ έφτιαξε μια μεγάλη ποσότητα "Ναπολιτάνικη Νύχτα", απ' την οποία την άλλη μέρα πουλήθηκαν πάνω από ογδόντα μπουκαλάκια. Η φήμη του α ρώματος απλώθηκε μ' εκπληκτική ταχύτητα. Τα μάτια του Σενιέ απόχτησαν μια γυαλάδα απ' το μέτρημα των χρημάτων κι η μέ ση του τον πονούσε απ' τις πολλές υποκλίσεις γιατί η πελατεία τους είχε γεμίσει από υψηλά πρόσωπα ή έστω από υπηρέτες υ ψηλών προσώπων. Κάποια φορά μάλιστα άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο λακές του κόμη ντ' Αρζενσόν φωνάζοντας, όπως μόνο οι λακέδες ξέρουν να φωνάζουν, ότι θέλει για τον αφέντη του πέντε μπουκαλάκια απ' το καινούριο άρωμα· ένα τέταρτο της ώρας αργότερα ο Σενιέ έτρεμε ακόμα απ' τη συγκίνηση και το
φόβο, γιατί ο κόμης ντ’ Αρζενσόν ήταν Σύμβουλος και Υπουρ γός Πολέμου της Αυτού Μεγαλειότητας και ο ισχυρότερος ά ντρας στο Παρίσι. Ενώ ο Σενιέ αντιμετώπιζε μόνος του στο μαγαζί την πλημ μύρα των πελατών, ο Μπαλντίνι είχε αποτραβηχτεί στο εργα στήριό του με τον καινούριο μαθητευόμενο. Στον Σενιέ είχε δι καιολογηθεί υποστηρίζοντας μια περίεργη θεωρία, που την ο νόμαζε «καταμερισμό εργασίας». Χρόνια ολόκληρα, έτσι είπε, ανέχθηκε με υπομονή τον Πελισιέ κι όλους αυτούς, που του έ κλεβαν την πελατεία και του έσκαβαν το χώμα κάτω απ’ τα πό δια του. Η υπομονή όμως έχει κι αυτή τα όρια της. Τώρα απο φάσισε να δεχτεί και ν’ απαντήσει στις προκλήσεις τους, και μάλιστα θα τους πολεμούσε με τα ίδια τους τα όπλα: κάθε σε ζόν, κάθε μήνα, ακόμα και κάθε βδομάδα αν χρειαζόταν, θα έβγαζε ένα καινούριο άρωμα, και τι άρωμα! Θα άφηνε τη δη μιουργικότητα του ελεύθερη. Και γι’ αυτό θα ’πρεπε ν’ αφοσιω θεί αποκλειστικά στην παραγωγή — έχοντας για βοηθό ένα μόνο ανειδίκευτο μαθητευόμενο· επομένως ο Σενιέ έπρεπε ν’ ασχοληθεί μόνος του με το εμπόριο. Μ’ αυτή την καινούρια μέθοδο θ’ άνοιγαν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της αρωμα τοποιίας, θα σάρωναν τους ανταγωνιστές τους και θ’ αποκτού σαν πλούτη αμύθητα — και χρησιμοποιούσε συνειδητά τον πληθυντικό αριθμό, γιατί είχε όλη την καλή πρόθεση να συνε ταιρισθεί με τον Σενιέ, τον παλιό και πιστό του υπάλληλο. Λίγες μέρες νωρίτερα ο Σενιέ θα ερμήνευε τα λόγια αυτά σαν σημάδια για μια επικείμενη γεροντική μαλάκυνση. «Πάει, το ’χάσε για τα καλά», θα σκεφτόταν, «δεν θ’ αργήσει να εγκα ταλείψει τη δουλειά» — τώρα όμως δεν σκεφτόταν τίποτα. Α πλούστατα, δεν προλάβαινε να σκεφτεί, γιατί είχε πάρα πολλή δουλειά. Τα βράδια, απ’ την κούραση, μόλις που άντεχε ν’ α δειάσει το ταμείο και να ξεχωρίσει το μερτικό του. Ούτε που του περνούσε απ’ το μυαλό η σκέψη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ό ταν ο Μπαλντίνι έβγαινε κάθε μέρα σχεδόν απ’ το εργαστήριο του με ένα καινούριο άρωμα. Και τι αρώματα ήταν αυτά! Όχι μόνο αρώματα πρώτης τά ξης, αλλά και κρέμες και πούδρες και σαπούνια και λοσιόν για
τα μαλλιά και κολόνιες και αλοιφές... Όλα τα μυρωδικά που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, μύριζαν τώρα αλλιώς και κα λύτερα από πριν. Και όλα, όσα δημιουργούσε ο Μπαλντίνι κά θε μέρα, είχαν επιτυχία. Το κοινό τ’ αγόραζε σαν μαγεμένο, α διαφορώντας για την τιμή. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Σενιέ την αποδέχτηκε σαν φυσικό φαινόμενο και δεν έψαχνε να βρει τα αίτια της. Κι αν του έλεγαν ότι αυτός ο νάνος, αυτός ο αδέξιος μαθητευόμενος, που ζούσε μέσα στο εργαστήριο σαν το σκυλί, και που όταν έλειπε το αφεντικό τον έβλεπε κανείς να πλένει τις γυάλες και να καθαρίζει — αν του έλεγαν λοιπόν ότι αυτός ο τιποτένιος είχε κάποια σχέση με την τρομακτική άνθιση του καταστήματος, ο Σενιέ δεν θα το πίστευε ποτέ. Ωστόσο αυτή ήταν η αλήθεια. Όλη αυτή η τρομαχτική επι τυχία οφειλόταν στον μαθητευόμενο. Αυτά που ο Μπαλντίνι έ φερνε στο μαγαζί κι άφηνε τον Σενιέ να τα πουλάει, δεν ήταν παρά ψίχουλα απ’ όλα όσα κατασκεύαζε ο Γκρενούιγ πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες. Ο Μπαλντίνι δεν τον προλάβαινε. Δεν πρόφταινε ούτε καν να τα δοκιμάζει όλα. Συχνά υπέφερε πραγ ματικά μαρτύρια, όταν αναγκαζόταν να διαλέξει μέσα απ’ τη θε σπέσια ποικιλία που του παρουσίαζε ο Γκρενούιγ. Αυτός ο μα γικός βοηθός θα μπορούσε να εφοδιάσει με συνταγές όλους τους αρωματοποιούς της Γαλλίας, χωρίς να κάνει δυο φορές το ίδιο πράγμα, χωρίς να δημιουργήσει ούτε μια φορά κάτι κατώ τερο ή έστω μέτριο. Δηλαδή, δεν θα μπορούσε να τους εφο διάσει ακριβώς με συνταγές, με τύπους, γιατί τον πρώτο καιρό τουλάχιστο ο Γκρενούιγ έφτιαχνε τα αρώματα του με εκείνο τον χαώδη και τελείως ερασιτεχνικό τρόπο, που ο Μπαλντίνι ήξερε κιόλας καλά: ανακάτευε τα συστατικά, υπολογίζοντας με το μάτι ή μάλλον με τη μύτη. Για να μπορέσει, αν όχι να ελέγξει, του λάχιστο να κατανοήσει αυτή τη θεότρελη διαδικασία, ο Μπαλ ντίνι ζήτησε μια μέρα απ’ τον Γκρενούιγ να χρησιμοποιήσει τη ζυγαριά, τη μεζούρα και το σταγονόμετρο όσο κι αν τα θεω ρούσε περιττά· του ζήτησε ακόμα να μη χρησιμοποιεί το οινό πνευμα στην αρχή, αλλά στο τέλος, σαν διαλυτικό· και του ζήτη σε ακόμα να δουλεύει — για τ’ όνομα του Θεού! — πιο σιγά και πιο συστηματικά, όπως αρμόζει σ’ έναν τεχνίτη.
Ο Γκρενούιγ έκανε ό,τι του ζητήθηκε. Για πρώτη φορά ο Μπαλντίνι κατάφερε να παρακολουθήσει και να σημειώσει όλα τα στάδια της δουλειάς αυτού του μεγαλοφυή βοηθού. Κάθησε δίπλα στον Γκρενούιγ με χαρτί και μολύβι, και θυμίζοντάς του διαρκώς να κάνει πιο σιγά, σημείωσε με ακρίβεια πόσα γραμ μάρια από τούτο, πόσα από κείνο, πόσες σταγόνες απ’ το τρίτο συστατικό έμπαιναν μέσα στο μείγμα. Μ’ αυτό τον παράδοξο τρόπο, αναλύοντας δηλαδή υστερότερα μια διαδικασία — που για να πραγματοποιηθεί προϋπέθετε μια τέτοια ανάλυση — κα τάφερε επιτέλους ο Μπαλντίνι ν’ αποκτήσει την πολυπόθητη συνταγή. Πώς μπορούσε ο Γκρενούιγ να φτιάχνει το άρωμα χωρίς αυτήν; Για τον Μπαλντίνι αυτό παρέμεινε μυστήριο, ή μάλλον θαύμα. Πάντως τώρα είχε κατορθώσει τουλάχιστο να αναγάγει το θαύμα σ’ έναν τύπο κι είχε προσφέρει κάποια ικα νοποίηση στο πνεύμα του, που ήξερε να σκέφτεται μόνο με γνωστούς και οικείους κανόνες. Έτσι έσωσε τον επαγγελματικό του κόσμο από ολοσχερή καταστροφή. Σιγά-σιγά κατάφερνε να παίρνει απ’ τον Γκρενούιγ τις συ νταγές για τα αρώματα που έφτιαχνε. Έφτασε μάλιστα στο ση μείο να του απαγορεύσει τη δημιουργία νέων αρωμάτων, αν δεν ήταν μπροστά και ο ίδιος για να παρακολουθεί τη διαδικα σία με χίλια μάτια και να κρατάει σημειώσεις. Τα χαρτιά του γρήγορα πλήθυναν. Τότε εκείνος τα αντέγραφε καλλιγραφικά σε δύο διαφορεπκά τετράδια· το ένα το φύλαγε μέσα στο απα ραβίαστο χρηματοκιβώτιο του· το άλλο το κουβαλούσε διαρκώς επάνω του και τα βράδια κοιμόταν μαζί του. Ένιωθε έτσι κά ποια ασφάλεια. Γιατί χάρη σ’ αυτές τις σημειώσεις θα μπορούσε να πραγματοποιήσει και ο ίδιος τα θαύματα που έκανε ο Γκρε νούιγ και τα οποία τον είχαν συνταράξει βαθιά, την πρώτη φο ρά που τα είδε. Πίστευε ότι μ’ αυτή τη συλλογή του θα ήταν σε θέση να ελέγχει το εκπληκτικό δημιουργικό χάος που ανάβλυ ζε απ’ τον εσωτερικό κόσμο του βοηθού του. Εξάλλου, το γεγο νός ότι δεν παρακολουθούσε πια άπρακτος αλλά κρατώντας σημειώσεις και καταγράφοντας τη δημιουργική διαδικασία, α σκούσε στον Μπαλντίνι μια καθησυχαστική επίδραση και δυ νάμωνε την αυτοπεποίθηση του. Γρήγορα μάλιστα έφτασε να
πιστεύει ότι συνέβαλλε κι ο ίδιος αρκετά στην κατασκευή αυτών των θεσπέσιων αρωμάτων. Και καταγράφοντας τον τύπο τους στα βιβλιαράκια του, στο θησαυροφυλάκιο και στον κόρφο του, δεν αμφέβαλλε πια καθόλου ότι ήταν κτήμα κι ιδιοκτησία του. Πάντως, από τον πειθαρχημένο τρόπο δουλειάς που του ε πέβαλε ο Μπαλντίνι, ωφελήθηκε και ο Γκρενούιγ. Ο ίδιος βέ βαια δεν είχε ανάγκη καμιά μέθοδο και κανένα σύστημα. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει τον τύπο για να ξαναφτιάξει ένα άρωμα, έστω κι αν είχαν περάσει βδομάδες ή μήνες από τότε που το εί χε πρωτομυρίσει. Εκείνος δεν ξεχνούσε τις μυρωδιές. Αλλά με την υποχρεωπκή χρήση της μεζούρας και της ζυγαριάς, έμαθε τη γλώσσα της αρωματοποιίας· από ένστικτο καταλάβαινε ότι η γνώση αυτής της γλώσσας θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμη. Μετά από λίγες βδομάδες ο Γκρενούιγ είχε μάθει τα ονόματα όλων των υλικών που είχε στο εργαστήριο του ο Μπαλντίνι και ήταν σε θέση να γράφει μόνος του τον τύπο των αρωμάτων που κατασκεύαζε. Παράλληλα μπορούσε να διαβάζει ξένους τύ πους και να τους μετατρέπει σε αρώματα. Κι ακόμα! Απ’ τη στιγ μή που έμαθε να εκφράζει τις αρωμαπκές του ιδέες σε γραμ μάρια και σταγόνες, δεν χρειαζόταν καν το ενδιάμεσο πειραμα τικό στάδιο. Όταν ο Μπαλντίνι του ανέθετε να φπάξει ένα και νούριο άρωμα, ό,τι κι αν ήταν αυτό, ο Γκρενούιγ δεν δούλευε πια με μπουκαλάκια και σκόνες. Καθόταν απλούστατα στο τρα πέζι κι έγραφε απευθείας τον τύπο. Είχε μάθει το δρόμο απ’ τον κόσμο της φαντασίας του ως το έτοιμο άρωμα, μέσω του τύπου. Ο ίδιος το θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Στα μάτια του κόσμου ό μως, δηλαδή στα μάπα του Μπαλντίνι, αυτό σήμαινε πρόοδο. Τα θαύματα του Γκρενούιγ παρέμεναν θαύματα. Οι συνταγές όμως, με τις οποίες τα συνόδευε τώρα, έδιωχναν το φόβο, κι αυτό ήταν θετικό. Όσο καλύτερα μάθαινε ο Γκρενούιγ τη χρή ση των εργαλείων και τη μέθοδο της δουλειάς, όσο πιο κανονι κά εκφραζόταν στη συνηθισμένη γλώσσα της αρωματοποιίας, τόσο λιγότερο τον φοβόταν και τον υποψιαζόταν το αφενπκό του. Σε λίγο καιρό ο Μπαλντίνι εξακολουθούσε Βέβαια να τον θεωρεί ιδιαίτερα ταλαντούχο στον τομέα της όσφρησης, αλλά δεν πίστευε πια ότι είχε να κάνει μ’ ένα δεύτερο Φραντζιπάνι ή
μ’ ένα μάγο. Αυτό Βόλευε πολύ τον Γκρενούιγ. Οι τρόποι και οι συνήθειες της συντεχνίας, του χρησίμευαν θαυμάσια σαν κά λυψη. Με την υποδειγμαπκή συμπεριφορά του στο ζύγισμα των συστατικών, στο ανακάτεμα του μείγματος, στο ράντισμα του μαντιλιού στις δοκιμές, νανούριζε τον Μπαλντίνι και τον απο κοίμιζε. Μπορούσε να μιμηθεί τις κινήσεις του αφέντη του με την ίδια σχεδόν κομψότητα. Περιστασιακά μάλιστα, σε τακτά χρονικά διαστήματα έκανε επίτηδες λάθη και μάλιστα τέτοια, που ήταν αδύνατο να μην τα προσέξει ο Μπαλντίνι: ξεχνούσε λόγου χάρη να φιλτράρει, ρύθμιζε λάθος τη ζυγαριά, έβαζε υ περβολική δόση ήλεκτρου σ’ ένα άρωμα... και περίμενε να πα ρατηρήσει το λάθος του ο Μπαλντίνι, για να το διορθώσει αμέ σως ύστερα. Είχε καταφέρει έτσι να κρατά τον Μπαλντίνι μέσα στην αυταπάτη, ότι όλα ήταν απολύτως κανονικά και φυσικά. Δεν ήθελε να τρομάξει το γέρο. Αντίθετα ήθελε να διδαχθεί απ’ αυτόν. Όχι βέβαια τη μίξη των αρωμάτων, τη σύνθεση μιας μυ ρωδιάς, φυσικά όχι! Σ’ αυτόν τον τομέα δεν υπήρχε κανείς στον κόσμο ικανός να τον διδάξει το παραμικρό, και τα υλικά που υ πήρχαν στο εργαστήρι του Μπαλντίνι δεν έφταναν για να πραγ ματοποιήσει ο Γκρενούιγ τις ιδέες του σχετικά με τα πραγματικά σπουδαία αρώματα. Αυτά που έφτιαχνε στου Μπαλντίνι ήταν παιχνιδάκια, σε σύγκριση με τα αρώματα που κουβαλούσε μέ σα του και που σκεφτόταν να υλοποιήσει κάποια μέρα. Για να φτάσει όμως στο στόχο του, υπήρχαν δυο αναγκαίες προϋπο θέσεις: η πρώτη ήταν η κάλυψη μιας συνηθισμένης ζωής, ενός καλοστεκούμενου τεχνίτη. Έστω και σαν εργένης θα μπορού σε να ζει αθόρυβα και να επιδίδεται στα πάθη του και να πλη σιάζει το σκοπό του ανενόχλητος. Η δεύτερη ήταν η γνώση ό λων των επαγγελματικών μεθόδων που απαιτούνταν για την κα τασκευή αρωματικών ουσιών, για τη συμπύκνωση και τη διατή ρηση τους. Ο Γκρενούιγ είχε φυσικά την καλύτερη μύτη του κόσμου, μπορούσε ν’ αναλύει και να οραματίζεται μυρωδιές καλύτερα απ’ τον καθένα. Δεν είχε όμως ακόμα την ικανότητα να κατασκευάζει αυτές τις βασικές μυρωδιές.
18 Πρόθυμα λοιπόν αφοσιώθηκε κι έμαθε την τέχνη να φτιά χνει σαπούνι απ’ το λίπος του γουρουνιού, να ράβει γάντια δερ μάτινα, ν’ ανακατεύει πούδρες από αλεύρι και πίτουρο αμύγδα λου και τριμμένες ρίζες από μενεξέδες. Έμαθε να φτιάχνει α ρωματικά κεριά από ξυλοκάρβουνο, νίτρο και ξύλο σάνταλου. Να κατασκευάζει ανατολίτικες παστίλιες από μύρο, βενζόη και τριμμένο κεχριμπάρι. Ζύμωνε λιβάνι, γομμαλάκα, βετιβέρια και κανέλα κι έφτιαχνε αρωματικά μείγματα. Κοσκίνιζε τα αλεσμένα φύλλα τριαντάφυλλου, τα άνθη της λεβάντας και τη φλούδα της κασκαρίλιας για να φτιάξει αυτοκρατορική πούδρα. Ανακάτευε μπογιές, άσπρο και γαλάζιο, έφτιαχνε κραγιόνια για τα χείλια, και λεπτότατα χρώματα για τα νύχια και κιμωλίες για το πρόσω πο με γεύση μέντας. Έμαθε πώς γίνονται τα υγρά για το κα τσάρωμα των μαλλιών και τα φάρμακα για τους κάλους. Ανα κάτευε κρέμες που έκρυβαν τις φακίδες και σταγόνες μπελα ντόνας για τα μάτια, αλοιφή απολυμανηκή για τους κυρίους και ξίδι για την υγιεινή των κυριών... Όλα όσα ήξερε ο Μπαλντίνι, τον τρόπο κατασκευής κάθε κολόνιας και πούδρας, καλλυντι κών, αλλά και τσαγιού και μπαχαρικών και λικέρ και μαρικά δας, ο Γκρενούιγ τα ’μάθε, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά και χωρίς διαμαρτυρίες και μάλιστα μ’ επιτυχία. Έδειχνε όμως όλο του το ζήλο όταν ο Μπαλντίνι του μάθαι νε να φτιάχνει αρωματικές ουσίες απ’ τις πρώτες ύλες. Ακούρα στος έλιωνε τα πικραμύγδαλα στην πρέσα, χτυπούσε στο γουδί το μόσχο, έκοβε το ήλεκτρο σε μικρά κομματάκια, έτριβε τις ρί ζες των μενεξέδων κι έβαζε τις ίνες μέσα στο κατακάθαρο οινό πνευμα. Έμαθε να χρησιμοποιεί το τρυπητό χωνί, που χώριζε το λάδι απ’ τις φλούδες του λεμονιού, απ’ το θολό υγρό που δεν χρειαζόταν. Έμαθε να ξεραίνει χόρτα και άνθη, βάζοντάς τα στη ζέστη ή στον ίσκιο σε σχάρες. Τοποθετούσε τα φύλλα που ζάρωναν, μέσα σε βάζα και δοχεία, που τα σφράγιζε με κε ρί για να τα συντηρήσει. Έμαθε να φτιάχνει αλοιφές και κρέμες και βάλσαμα, να φιλτράρει, να συμπυκνώνει, να αποστάζει. Βέβαια το εργαστήριο του Μπαλντίνι δεν ήταν απόλυτα κα
τάλληλο για την κατασκευή αιθέριων ελαίων και αρωματικών ουσιών. Στο Παρίσι εξάλλου δεν υπήρχαν οι απαραίτητες πο σότητες πρώτων υλών και φυτών. Περιστασιακά όμως, όταν έ βρισκαν στην αγορά φτηνά φρέσκο δεντρολίβανο, φασκόμη λο, μέντα, γλυκάνισο, ίριδες, ρίζες βαλεριάνας, κίμινο, μοσχο κάρυδο και ξερά γαρίφαλα, τότε ξυπνούσε μέσα στον Μπαλντίνι ο αλχημιστής: έπαιρνε το μεγάλο αποστακτήρα του, ένα μπρούντζινο κάδο που είχε στο πάνω μέρος ένα δοχείο για τη συμπύκνωση — ήταν απ’ αυτούς τους αποστακτήρες που ονο μάζονταν «μαυριτανικοί» όπως έλεγε ο ίδιος με περηφάνια — και άρχιζε τη δουλειά. Πριν σαράντα χρόνια, στους λόφους της νότιας Λιγουρίας κοντά στο Λουμπερόν, είχε αποστάξει με το μαυριτανικό αποστακτήρα του λεβάντα στο ύπαιθρο. Την ώρα που ο Γκρενούιγ έκοβε μικρά κομματάκια το υλικό που είχαν για απόσταξη, ο Μπαλντίνι ζέσταινε με τρομερή βιασύνη το χτι στό τζάκι, γιατί η ταχύτητα ήταν το Α και το Ω αυτής της υπόθε σης. Ύστερα έβαζε το μπρούντζινο καζάνι στη φωτιά γεμάτο μέχρι τη μέση με νερό. Έριχνε μέσα τα κομματάκια των φυτών, τοποθετούσε το δοχείο συμπύκνωσης από πάνω και το συνέδεε με δυο μικρούς σωλήνες, ένα για το νερό που έμπαινε κι ένα γι’ αυτό που έβγαινε. Αυτή η ειδική κατασκευή για την ψύξη του νερού, εξηγούσε, ήταν δική του επινόηση· πριν σαράντα χρό νια δεν υπήρχαν τέτοια συστήματα. Άλλοι καιροί. Ύστερα φούντωνε τη φωτιά. Σιγά-σιγά το νερό στο καζάνι άρχιζε να βράζει. Και μετά από λίγο, στην αρχή δειλά-δειλά, σταγόνα-σταγόνα, ύστερα σαν λεπτή κλωστούλα, έτρεχε το απόσταγμα απ’ το τρίτο σωλη νάκι, μέσα σ’ ένα φλωρεντινό μπουκάλι, που είχε τοποθετήσει εκεί ο Μπαλντίνι. Το υγρό ήταν στην αρχή θολό και ταραγμέ νο. Όταν όμως το μπουκάλι γέμιζε και το έβαζαν στην άκρη, τότε κατακάθιζε και ξεχώριζε στα δύο: κάτω-κάτω μαζευόταν ο χυμός των χόρτων ή των λουλουδιών από πάνω κολυμπούσε ένα παχύ στρώμα λαδιού. Έπρεπε να χύσουν προσεκτικά απ’ το κάτω στόμιο του μπουκαλιού τον χυμό που είχε ελαφρό μό νο άρωμα έτσι τους έμενε το απόσταγμα, το αιθέριο έλαιο, η α ρωματική ουσία του φυτού.
Ο Γκρενούιγ είχε ενθουσιαστεί μ’ αυτή τη δουλειά. Αν ποτέ κάτι ξύπνησε μέσα του τον ενθουσιασμό — έναν κρυφό ενθου σιασμό, που σιγόκαιγε στα σωθικά του σαν ψυχρή φλόγα — αυτό ήταν η διαδικασία της απόσταξης, που με τη βοήθεια του νερού, της φωτιάς, του ατμού και μιας πολύπλοκης συσκευής, αποτραβούσε από τα πράγματα την αρωματική τους πεμπτου σία. Αυτή η μυρωδάτη ψυχή, το αιθέριο έλαιο, ήταν ό,τι καλύτε ρο είχαν τα πράγματα, ήταν το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο τους. Τα υπόλοιπα ήταν βλακείες: άνθη, φύλλα, φλούδια, φρούτα, χρώμα, ομορφιά, ζωντάνια κι ό,τι άλλο περιττό είχαν, δεν τον ενδιέφερε. Δεν ήταν παρά το εξωτερικό περιτύλιγμα, η σαβού ρα. Έπρεπε ν’ απομακρυνθεί. Πότε-πότε, όταν το απόσταγμα γινόταν διάφανο σαν νερό, έπαιρναν το καζάνι απ’ τη φωτιά και ξάφριζαν το περιεχόμενό του. Τα κομμάτια των φυτών ήταν ξασπρισμένα, είχαν χάσει το χρώμα τους και τη ζωντάνια τους, έμοιαζαν με κοκαλάκια μι κρών πουλιών, με λαχανικά παραβρασμένα, άνοστα, λασπια σμένα, αγνώριστα, αηδιαστικά σαν μικρά πτώματα. Τα πετού σαν έξω απ’ το παράθυρο στο ποτάμι. Γέμιζαν το καζάνι με φρέσκα υλικά και το ξανάβαζαν στη φωτιά. Το νερό άρχιζε πάλι να βράζει κι ο χυμός αργοκυλούσε ξανά στο φλωρεντινό μπου κάλι. Συχνά περνούσαν έτσι ολόκληρη τη νύχτα. Ο Μπαλντίνι φρόντιζε τη φωτιά, ο Γκρενούιγ πρόσεχε το μπουκάλι· ανάμεσα στις αλλαγές δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν. Κάθονταν σε χαμηλά σκαμνιά κοντά στο τζάκι, κολλητά στο καζάνι, απορροφημένοι απ’ τη δουλειά τους, ο καθένας για δι κούς του λόγους. Ο Μπαλντίνι απολάμβανε τη λάμψη της φω τιάς και τις φλόγες που λαμπύριζαν πάνω στο μπρούντζο. Του άρεσε το τριζοβόλημα των ξύλων στη φωτιά και το γουργουρητό του νερού. Όλα αυτά του θύμιζαν τα νιάτα του και τον συγκι νούσαν! Η ζέστη του ’φερνε δίψα κι άνοιγε ένα μπουκάλι κρα σί. Κι αυτό του θύμιζε τα παλιά. Τότε άρχιζε να διηγείται ιστο ρίες και τελειωμό δεν είχε. Έλεγε και ξανάλεγε για τον Ισπανι κό Πόλεμο, όπου πήρε μέρος και ο ίδιος πολεμώντας στο πλευ ρό των Αυστριακών για τους Καμισάρδους, που έγιναν το φό βητρο της περιοχής των Σεβενών για την κόρη κάποιου Ουγε
νότου, που μαγεμένη απ’ το άρωμα της λεβάντας εγκαταλεί φθηκε στη θέληση του· για τη φωτιά που κόντεψε να βάλει σ’ ένα δάσος κι ολόκληρη η επαρχία σώθηκε από σίγουρη κατα στροφή, γιατί είχε τέτοιο μαϊστράλι εκείνη τη μέρα, που θα καί γονταν τα πάντα· κι όλο ξαναγύριζε στην ιστορία της απόσταξης εκείνο το βράδυ στην εξοχή, κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο, πίνο ντας κρασί κι ακούγοντας τα τριζόνια· η λεβάντα που είχε φτιά ξει ήταν τόσο λεπτή και δυνατή, που του την πλήρωσαν το Βά ρος της με ασήμι. Έλεγε ακόμα για τον καιρό που ήταν μαθη τευόμενος στη Γένοβα, για τα ταξίδια του και για τη μικρή πόλη Γκρας, όπου οι αρωματοποιοί ήταν τόσοι πολλοί, όσοι αλλού οι τσαγκάρηδες· κι ήταν τόσο πλούσιοι που ζούσαν σαν αριστο κράτες σε σπίτια όλο πολυτέλεια, με σκιερούς κήπους και δρο σερές βεράντες, στα σαλόνια τους οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με ξύλο και στο τραπέζι τους τα πιάτα ήταν από ακριβή πορσελάνη και τα μαχαιροπίρουνα χρυσά και... Όλο τέτοια έλεγε ο γερο-Μπαλντίνι σιγοπίνοντας το κρασί του· κι απ’ τη φωτιά κι απ’ το κρασί κι απ’ τον ενθουσιασμό του, τα μάγουλα του αναψοκοκκίνιζαν. Ο Γκρενούιγ όμως, που κα θόταν λίγο πιο πίσω, στο μισοσκόταδο, δεν τον άκουγε καν. Αυτές οι παλιές ιστορίες δεν τον ενδιέφεραν. Εκείνος νοιαζό ταν αποκλειστικά για όσα γίνονταν μπροστά στα μάτια του. Το βλέμμα του δεν άφηνε λεπτό τους σωλήνες πάνω απ’ τον απο στακτήρα και τη λεπτή κλωστή του υγρού που κυλούσε μέσα στο μπουκάλι. Κι έτσι όπως το κοίταζε φανταζόταν ότι και ο ί διος ήταν ένας αποστακτήρας κι έβραζε μέσα του κι έβγαζε ένα απόσταγμα, όπως αυτό εδώ, μόνο που ήταν απίστευτα καλύτε ρο, καινούριο, ασυνήθιστο· ένα απόσταγμα απ’ τα φυτά που καλλιεργούσε μέσα του, που άνθιζαν εκεί, και που μόνο αυτός ήξερε τη μυρωδιά τους· με τη βοήθεια τους θα μπορούσε να με ταμορφώσει τη γη σ’ έναν αρωματικό παράδεισο, όπου η ζωή από την άποψη της όσφρησης θα ήταν επιτέλους υποφερτή. Σ’ αυτό το όνειρο παραδινόταν ο Γκρενούιγ κι αυτός ήταν ο κρυ φός του πόθος: να γίνει ο ζωντανός αποστακτήρας που θα πλημμύριζε τον κόσμο με τα προϊόντα του. Ενώ όμως ο Μπαλντίνι, ξαναμμένος απ’ το κρασί κι απ’ τη
συγκίνηση, χανόταν ολοένα και πιο μακριά στα παρακλάδια των αναμνήσεων του, ο Γκρενούιγ δεν αργούσε να εγκαταλεί ψει τον κόσμο των ονείρων του και να ξαναγυρίσει στην πραγ ματικότητα. Έδιωχνε απ’ το μυαλό του την εικόνα του μεγάλου ζωντανού αποστακτήρα και συγκέντρωνε τη σκέψη του σε πιο πρακτικά θέματα: προσπαθούσε να βρει τρόπους ν’ αξιοποιήσει τις καινούριες του γνώσεις σε πράγματα πιο άμεσα, σε στόχους πιο κοντινούς.
19 Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ήταν πια ειδικός στην απόστα ξη. Ανακάλυψε — γιατί η μύτη του τον βοηθούσε περισσότερο απ’ ό,τι τον Μπαλντίνι η πείρα του — ότι η ένταση της φλόγας είχε αποφασιστική επίδραση στην ποιότητα του τελικού προϊό ντος. Κάθε φυτό, κάθε άνθος, κάθε ξύλο, κάθε καρπός είχε τα δικά του ιδιαίτερα γνωρίσματα κι απαιτούσε ειδική διεργασία. Πότε χρειαζόταν δυνατή φωτιά, και πότε μέτρια — μερικά λου λούδια μάλιστα έδιναν το καλύτερο τους άρωμα μόνο όταν τ’ άφηναν να ιδρώνουν σιγά-σιγά σε μικρή φλόγα. Το ίδιο σπουδαία ήταν και η προετοιμασία. Τη μέντα και τη λεβάντα τις έβαζαν ολόκληρες φούντες στον αποστακτήρα. Άλλα φυτά πάλι έπρεπε να τα κοπανίσουν, να τα λιώσουν, να τα ξεράνουν, να τα τρίψουν ή να τα ψιλοκόψουν, πριν τα ρί ξουν στο νερό. Μερικά ωστόσο ήταν αδύνατο να αποσταχθούν, κι αυτό εξόργιζε τον Γκρενούιγ σ’ αφάνταστο σημείο. Όταν ο Μπαλντίνι βεβαιώθηκε ότι ο Γκρενούιγ είχε μάθει τη δουλειά στην εντέλεια, τον άφησε ελεύθερο να χειρίζεται τον αποστακτήρα. Ο μικρός αξιοποίησε αυτή την ελευθερία στο έ πακρο. Ενώ την ημέρα ανακάτευε αρώματα κι ό,τι άλλο χρεια ζόταν για το κατάστημα, τις νύχτες τις αφιέρωνε ολοκληρωπκά στην απόκρυφη τέχνη της απόσταξης. Το σχέδιο του ήταν να δημιουργήσει αρωματικές ουσίες εντελώς καινούριες, για να μπορέσει να υλοποιήσει μερικά έστω απ’ τα αρώματα που είχε συνθέσει με τη φαντασία του. Στην αρχή είχε μικρές επιτυχίες. Κατάφερε ν’ αποστάξει άνθη της τσουκνίδας και σπόρους κάρ
δαμου, φρεσκοκομμένη φλούδα κουφοξυλιάς και τρυφερά κλαδιά ήμερου έλατου. Η μυρωδιά των αποσταγμάτων ελάχι στα θύμιζε τα αρχικά υλικά, ωστόσο ήταν αρκετά καλή ώστε να δώσει το κίνητρο και γι’ άλλες προσπάθειες. Υπήρχαν φυσικά και υλικά όπου η απόσταξη αποτύγχανε τελείως. Ο Γκρενούιγ προσπάθησε να αποστάξει τη μυρωδιά του γυαλιού, την ψυχρή και κολλώδη μυρωδιά του γυαλιού, που οι συνηθισμένοι άν θρωποι δεν τη νιώθουν καν. Προμηθεύτηκε τζάμια κι άχρηστα μπουκάλια, τα ’σπασε σε μικρά κομμάπα, τα έκανε θρύψαλα, σκόνη — δεν κατάφερε τίποτα. Προσπάθησε να αποστάξει τον μπρούντζο, την πορσελάνη, το δέρμα, το στάρι και τα χαλίκια. Δοκίμασε ακόμα και με το χώμα της γης. Με το αίμα, το ξύλο και τα φρέσκα ψάρια. Με τα ίδια του τα μαλλιά. Στο τέλος από σταξε και το νερό, το νερό του Σηκουάνα: ήθελε να κρατήσει τη χαρακτηριστική του μυρωδιά. Πίστευε ότι με τη Βοήθεια του α ποστακτήρα θα μπορούσε ν’ αποτραβήξει απ’ αυτά τα πράγμα τα τη μυρωδιά τους, όπως το έκανε με το θυμάρι, τη λεβάντα και το κίμινο. Δεν ήξερε ότι η απόσταξη ήταν απλά η διαδικασία που διαχώριζε κάθε υλικό στα πρωταρχικά συστατικά του· η α πόσταξη είχε ενδιαφέρον για την αρωματοποιία μόνο στο βαθ μό που τα αιθέρια έλαια, όσα έδινε ένα φυτό, είχαν και αρωμα τικές ιδιότητες. Υπήρχαν όμως και ουσίες, που η ιδιαίτερη μυ ρωδιά τους φώλιαζε στα στερεά συστατικά τους, κι εκείνα δεν μπορούσαν ν’ αποσταχθούν. Σ’ εμάς τους σημερινούς ανθρώ πους, που λίγο-πολύ έχουμε γνώσεις φυσικής, αυτό φαίνεται απόλυτα λογικό και φυσικό. Για τον Γκρενούιγ όμως αυτή η γνώση αποκτήθηκε δύσκολα μετά από αναρίθμητες αποτυχη μένες απόπειρες. Για μήνες ολόκληρους καθόταν κάθε βράδυ πλάι στον αποστακτήρα και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να φτιάξει καινούριες μυρωδιές, μυρωδιές που δεν είχε ξαναμυρί σει ο κόσμος. Αν αφήσουμε κατά μέρος μερικά αστεία αιθέρια έλαια, δεν κατάφερε απολύτως τίποτα. Απ’ τις απύθμενες πλούσιες πηγές της φαντασίας του δεν κατάφερε ν’ αντλήσει ούτε μια σταγόνα πραγματικού αρώματος. Απ’ τις ατέλειωτες μυρωδικές συνθέσεις που έκρυβε μέσα του δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει ούτε μία.
Όταν συνειδητοποίησε την αποτυχία του κι απελπίστηκε ορι στικά, σταμάτησε τα πειράματα κι έπεσε άρρωστος του θανατά.
20 Έκανε πολύ ψηλό πυρετό. Τις πρώτες μέρες γινόταν μου σκίδι στον ιδρώτα. Αργότερα, σαν να μην αρκούσαν οι πόροι του δέρματος για να ξεθυμάνει η αρρώστια προς τα έξω, το σώ μα του γέμισε φλύκταινες με πύον και κατακόκκινες φουσκά λες. Πολλές άνοιγαν κι έχυναν το ασπρουλιάρικο περιεχόμενό τους κι ύστερα φούσκωναν και γέμιζαν πάλι απ’ την αρχή. Με ρικές μεγάλωναν υπερβολικά και πρήζονταν από κίτρινο έμπυο ανακατεμένο με άρρωστο αίμα. Ύστερα από λίγο καιρό ο Γκρενούιγ έμοιαζε με μάρτυρα, που τον λιθοβολούσαν από μέσα. Είχε γεμίσει πληγές. Ο Μπαλντίνι φυσικά ανησύχησε. Αν έχανε τον πολυτιμότε ρο βοηθό του τη στιγμή ακριβώς που ετοιμαζόταν να επεκτείνει τις δουλειές του κι έξω απ’ τα στενά όρια της πρωτεύουσας, σ’ όλη τη χώρα, θα του ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο. Οι παραγγε λίες απ’ την επαρχία, ακόμα κι απ’ το εξωτερικό κατέφθαναν όλο και πιο συχνά· τα μοντέρνα αρώματα είχαν ξετρελάνει το Παρίσι και τον κόσμο ολόκληρο· ο Μπαλντίνι σκεφτόταν σοβα ρά να ιδρύσει ένα παράρτημα στο Φομπούρ Σεντ Αντουάν, μια πραγματική μικρή βιοτεχνία με τα όλα της· τα αρώματα που πουλιούνταν περισσότερο θα κατασκευάζονταν εκεί σε μεγάλες ποσότητες, νεαρά, όμορφα κορίτσια θα τα έβαζαν σε μικρά κομψά μπουκαλάκια, κι από κει θα ταξίδευαν για την Ολλαν δία, την Αγγλία και το Γερμανικό Βασίλειο. Όλη αυτή η επι χείρηση δεν ήταν απόλυτα νόμιμη, τελευταία όμως ο Μπαλντίνι είχε εξασφαλίσει την προστασία υψηλών προσώπων χάρη στα εξαιρετικά του αρώματα απολάμβανε την εύνοια όχι μόνο του Βασιλικού Συμβούλου, αλλά και του Εξοχότατου Αρχιτελωνο φύλακα του Παρισιού, ενός μέλους της Βασιλικής Επιτροπής των Οικονομικών καθώς και πολλών ισχυρών προσώπων, που ήταν σε θέση να προωθήσουν μια επιχείρηση, όπως ο κύριος
Φεντό ντε Μπρου. Αυτός ο κύριος του είχε μάλιστα υποσχεθεί βασιλικά προνόμια, κι αυτό ξεπερνούσε και τα πιο τρελά όνειρα του Μπαλντίνι, γιατί έτσι θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε — τέρμα οι έγνοιες και οι αγώνες, όλα θα ’ταν εξασφαλισμένα. Ταυτόχρονα ο Μπαλντίνι έπαιζε και με μια δεύτερη ιδέα, που βρισκόταν στους αντίποδες της προηγούμενης και τον γοήτευε αφάνταστα: ήθελε να δημιουργήσει προσωπικά αρώ ματα για έναν περιορισμένο αριθμό επίλεκτων πελατών, δηλα δή ήθελε να βάλει τον Γκρενούιγ να τα δημιουργήσει· αρώματα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του προσώπου για το οποίο φτιάχτηκαν, θα έφεραν το όνομα του και θα τα φορούσε ο ιδιο κτήτης τους και μόνο· ονειρευόταν το «Άρωμα της Μαρκησίας ντε Σερνέ», το «Άρωμα της κυρίας Στρατηγού», το «Άρωμα του Δούκα ντ’ Εγκιγιόν», και άλλα, και άλλα. Φανταζόταν συγκινη μένος το «Άρωμα της Μαρκησίας ντε Πομπαντούρ», ναι, ακό μα και το «Άρωμα της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως», σ’ ένα μικρό έξοχα σκαλισμένο μπουκαλάκι από αχάτη μ’ επίχρυ σα στολίδια. Κι όποιος αναποδογύριζε το μπουκαλάκι θα ’βλε πε καλλιγραφικά χαραγμένο το όνομα "Τζιουζέπε Μπαλντίνι, Αρωματοποιός". Το όνομα του βασιλιά και το δικό του γραμ μένα πάνω στο ίδιο αντικείμενο. Τέτοια υπέροχα πράγματα ο νειρευόταν ο Μπαλντίνι! Και μια τέτοια στιγμή διάλεξε ο Γκρε νούιγ για ν’ αρρωστήσει... Ενώ ο Γκριμάλ — αιωνία του η μνή μη — του είχε ορκιστεί πως ο μικρός είναι γερός και δεν έχει τί ποτα, αντέχει τα πάντα, ούτε καν η μαύρη πανούκλα δεν τον εί χε βάλει κάτω. Και τώρα, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, έπεσε να πεθάνει. Κι αν πέθαινε στ' αλήθεια; Φρίκη! Μαζί του θα πέθαι ναν και τα υπέροχα σχέδια του Μπαλντίνι για τη βιοτεχνία και τα νεαρά και όμορφα κορίτσια, για τα προνόμια και το βασιλικό άρωμα. Αποφάσισε λοιπόν ο Μπαλντίνι να μην αφήσει τίποτα που να μην το δοκιμάσει, για να σώσει τη ζωή του πολύτιμου βοη θού του. Ο άρρωστος μεταφέρθηκε απ' τον ξύλινο πάγκο του στο εργαστήριο, σ’ ένα καθαρό κρεβάτι στους πάνω ορόφους του σπιτιού. Τα στρώματα σκεπάστηκαν με δαμασκηνά υφά σματα. Με τα ίδια του τα χέρια κουβάλησε τον άρρωστο απ' τη
στενή σκάλα, παρόλο που οι φλύκταινες και το πύο τον αηδία ζαν φοβερά. Πρόσταξε τη γυναίκα του να μαγειρέψει κοτόζουμο με κρασί. Παράγγειλε να έρθει ο πιο διάσημος γιατρός της περιοχής, κάποιος Προκόπιος, που είχε την απαίτηση να πλη ρωθεί μπροστά, είκοσι φράγκα, απλά και μόνο για να κάνει τον κόπο να έρθει. Ο δόκτορας ήρθε, με την άκρη των δαχτύλων του ανασή κωσε τα σεντόνια, έριξε ένα και μοναδικό βλέμμα στο σώμα του Γκρενούιγ που έμοιαζε στ' αλήθεια τρυπημένο από χίλιες σφαίρες, και βγήκε απ’ το δωμάτιο χωρίς καν ν’ ανοίξει την τσάντα που κουβαλούσε ο βοηθός του. Η περίπτωση, εξήγησε στον Μπαλντίνι, ήταν ξεκάθαρη. Επρόκειτο για μια συφιλιδική μορφή μαύρης ευλογιάς και πυώδους ιλαράς μαζί, στο τελευ ταίο στάδιο. Θεραπεία δεν χωρούσε, αφού στο σώμα του αρ ρώστου που θύμιζε περισσότερο πτώμα παρά ζωντανό οργανι σμό, δεν υπήρχε μέρος για να γίνει ούτε καν μια σωστή αφαί μαξη. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι ο άρρωστος θα πέθαινε μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες — ο δόκτωρ Προκόπιος ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό — αν και η μυρωδιά της πα νούκλας, χαρακτηριστική σ’ αυτό το στάδιο της αρρώστιας, δεν ήταν ακόμα αισθητή, πράγμα που από αυστηρά επιστημονική άποψη ήταν εξαιρετικά περίεργο! Για την επίσκεψη, τη διάγνω ση και την πρόγνωση του θανάτου ο γιατρός πληρώθηκε άλλα είκοσι φράγκα — πέντε απ' τα οποία θα τα επέστρεφε αν του παρέδιδαν μετά το θάνατο το πτώμα για τις έρευνες του, υπέβα λε τα σέβη του κι έφυγε. Ο Μπαλντίνι ήταν έξω φρενών. Απ’ την απελπισία του έ κλαιγε και θρηνούσε ασυγκράτητος. Δάγκωνε τα χέρια του λυσσασμένος απ' το άδικο χτύπημα της μοίρας. Γι’ άλλη μια φορά όλα χάνονταν, όλα του τα σχέδια κατέρρεαν ένα βήμα μόλις πριν από τη μεγάλη επιτυχία. Πρώτα ο Πελισιέ και οι ό μοιοι του με την εφευρεηκότητά τους κι ύστερα αυτός ο μικρός με το αστείρευτο απόθεμα σε νέα αρώματα, αυτός ο βρομιάρης που άξιζε το βάρος του σε χρυσάφι, βρήκε την ώρα και τη στιγ μή ν' αρρωστήσει, τώρα που ο Μπαλντίνι ήθελε ν' ανοίξει τις δουλειές του, τώρα βρήκε να πάθει συφιλιδική ευλογιά και
πυώδη ιλαρά στο τελευταίο στάδιο! Ειδικά τώρα! Γιατί όχι σε δυο χρόνια; Γιατί όχι σ’ ένα χρόνο; Ως τότε ο Μπαλντίνι θα κα τάφερνε να βγάλει απ’ αυτόν αρκετά, να τον αδειάσει σαν να ’ταν χρυσωρυχείο. Μετά από ένα χρόνο μπορούσε να πεθάνει. Αλλά όχι! Πέθαινε τώρα, που να πάρει και να σηκώσει, μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες! Για μια στιγμή πέρασε απ' το μυαλό του Μπαλντίνι η σκέψη να πάει στη Νοτρ Νταμ, ν’ ανάψει ένα κερί και να πέσει στα γό νατα μπροστά στην Αγία Μητέρα, να ικετέψει για τη σωτηρία του Γκρενούιγ. Εγκατέλειψε όμως αυτή την ιδέα, γιατί ο χρόνος που του έμενε ήταν απελπιστικά λίγος. Φώναξε να του φέρουν μελάνι και χαρτί κι έβγαλε τη γυναίκα του έξω απ’ το δωμάτιο του αρρώστου. Θα τον πρόσεχε ο ίδιος, είπε. Ύστερα κάθησε σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, με το χαρτί στα γόνατα και την πένα έτοιμη στο χέρι, και προσπάθησε να πείσει τον Γκρε νούιγ να κάνει μια τελευταία αρωματική εξομολόγηση. Για όνο μα του Θεού, του είπε, δεν έπρεπε να πάρει μαζί του στο θάνα το όλους αυτούς τους θησαυρούς που έκρυβε μέσα του και να στερήσει την ανθρωπότητα από τέτοιες αρωματικές πανδαισίες! Έπρεπε τώρα, που είχε πια φτάσει στο κατώφλι του θανάτου, να εμπιστευτεί τη διαθήκη του στον κατάλληλο άνθρωπο! Εκεί νος, ο Μπαλντίνι, θα διαχειριζόταν πιστά και σύμφωνα με τη θέληση του Γκρενούιγ αυτές τις εξαίσιες μυρωδιές που όμοιές τους ο κόσμος δεν γνώριζε! Το όνομα του Γκρενούιγ θα γινό ταν διάσημο· το καλύτερο απ’ όλα τα αρώματα ο Μπαλντίνι θα το πρόσφερε στον ίδιο το Βασιλιά μέσα σ' ένα μπουκαλάκι από αχάτη με χρυσά στολίδια και σκαλιστή αφιέρωση: «Από τον Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, Αρωματοποιό στο Παρίσι». Ο Μπαλντίνι ορκιζόταν σ' όλους τους αγίους πως έτσι θα ’κανε. Αυτά έλεγε ή μάλλον αυτά ψιθύριζε ο Μπαλντίνι στο αυτί του Γκρενούιγ παρα καλώντας, ικετεύοντας, εξορκίζοντας τον ασταμάτητα. Όλα μάταια. Απ’ τον Γκρενούιγ δεν έβγαινε τίποτα παρά μόνο αίμα και πύον. Βουβός κειτόταν στα ακριβά σεντόνια και τα λέρωνε μ' αυτά τα σιχαμένα εκκρίματα των πληγών του, χω ρίς να ανοίγει το στόμα του για να πει έναν έστω τύπο, μία μόνο συνταγή. Ο Μπαλντίνι θα μπορούσε να τον στραγγαλίσει, να
του αποσπάσει τα μυστικά του με το ξύλο και με το βούρδουλα αν είχε την παραμικρή ελπίδα επιτυχίας... κι αν αυτές οι μέθο δοι δεν απαγορεύονταν ρητά απ’ τη χριστιανική διδασκαλία της αγάπης προς τον πλησίον. Έτσι συνέχισε να μουρμουρίζει και να ψιθυρίζει γλυκά στο αυτί του αρρώστου, να τον αγκαλιάζει και να τον χαϊδεύει, να τον ανακουφίζει με κρύες κομπρέσες — όσο κι αν τον σιχαινόταν — να του σκουπίζει το μέτωπο και τις φλογισμένες πληγές του, να του δίνει κουταλιά-κουταλιά το κρασί στο στόμα, μπας και λυθεί η γλώσσα του, όλη νύχτα — του κάκου. Τα χαράματα τα παράτησε. Εξαντλημένος σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα στην άλλη άκρη του δωματίου κι απόμεινε να κοιτάζει, χωρίς θυμό, με ήσυχη πίκρα και απογοήτευση, το μικρό κορμί του Γκρενούιγ που πέθαινε, χωρίς εκείνος να μπορεί να το σώσει ή να το ληστέψει απ’ τους θησαυρούς του. Δεν μπορούσε να του α ποσπάσει τα μυστικά του· το μόνο που του έμενε ήταν να παρακο λουθεί ανήμπορος και άπρακτος την καταστροφή, όπως ο καπε τάνιος παρακολουθεί το πλοίο μ’ όλα του τα πλούτη να βυθίζεται. Τότε μισάνοιξαν τα χείλη του αρρώστου και ο Γκρενούιγ με καθαρή και σταθερή φωνή ρώτησε: «Πέστε μου, εκτός απ’ το πρεσάρισμα και την απόσταξη, υ πάρχουν κι άλλοι τρόποι για να βγάλεις και να κρατήσεις το ά ρωμα μιας ουσίας;» Ο Μπαλντίνι, που νόμισε ότι η φωνή ξεπήδησε απ’ τη φα ντασία του ή απ’ το υπερπέραν, απάντησε μηχανικά: «Ναι, υπάρχουν». «Ποιοι;» ξαναρώτησε ο άρρωστος κι ο Μπαλντίνι άνοιξε έκ πληκτος τα κουρασμένα μάτια του. Ο Γκρενούιγ κειτόταν ασά λευτος στα μαξιλάρια. Αυτό το πτώμα είχε μιλήσει; «Ποιοι;» ακούστηκε πάλι η ερώτηση κι αυτή τη φορά ο Μπαλντίνι διέκρινε τα χείλη του Γκρενούιγ να κουνιούνται. «Αυτό είναι το τέλος», σκέφτηκε, «τώρα πεθαίνει, αυτό είναι το παραλήρημα του πυρετού, η επιθανάτια αγωνία». Σηκώθηκε και πλησίασε τον άρρωστο. Ο Γκρενούιγ είχε ανοίξει τα μάπα του και παραμόνευε τον Μπαλντίνι με το ίδιο εκείνο βλέμμα που τον είχε κοιτάξει στην πρώτη τους συνάντηση.
«Ποιοι;» ρώτησε ξανά. Ο Μπαλντίνι ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά — δεν ήθελε ν’ αρνηθεί σ’ έναν ετοιμοθάνατο τη στερνή του επιθυμία ― κι απάντησε: «Υπάρχουν τρεις τρόποι, παιδί μου: το enfleurage a chaud, το enfleurage a froid και το enfleurage a huile*. Και οι τρεις αυ τές μέθοδοι είναι πολύ ανώτερες από την απόσταξη και χρησι μοποιούνται για την παραγωγή των πιο εκλεκτών αρωμάτων: του γιασεμιού, του τριαντάφυλλου και της πορτοκαλιάς... «Πού;» ρώτησε ο Γκρενούιγ. «Στο Νότο», απάντησε ο Μπαλντίνι. «Κυρίως στην πόλη Γκρας». «Εντάξει», είπε ο Γκρενούιγ. Κι έκλεισε τα μάτια. Ο Μπαλντίνι σηκώθηκε αργά. Ήταν πολύ απογοητευμένος. Συμμάζεψε τις σημειώσεις του, που δεν έλεγαν τίποτα κι έσβησε το κερί. Έξω είχε κιόλας ξημερώσει. Ήταν φοβερά κουρασμένος. Ίσως θα ’πρεπε να καλέσουν τον παπά, σκέφτηκε. Έκανε στα γρήγορα το σταυρό του και βγήκε. Ο Γκρενούιγ όμως κάθε άλλο παρά πεθαμένος ήταν. Κοι μόταν μόνο πολύ βαθιά, ονειρευόταν και γιάτρευε το σώμα του. Οι φλύκταινες στο δέρμα του άρχισαν να υποχωρούν κι οι πλη γές να κλείνουν. Μέσα σε μια βδομάδα είχε γίνει καλά.
21 Θα ήθελε να φύγει αμέσως για το Νότο, εκεί που θα μπο ρούσε να μάθει τις καινούριες τεχνικές που του είχε πει ο γέρος. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Δεν ήταν παρά ένας μαθητευόμενος, δηλαδή ένα τίποτα. Στην ουσία, του εξήγησε ο Μπαλντίνι — ό ταν του πέρασε η πρώτη χαρά για τη νεκρανάσταση του Γκρε νούιγ — ήταν ακόμη λιγότερο από τίποτα, γιατί οι κανονικοί μα θητευόμενοι ήταν γνήσια και όχι νόθα παιδιά και είχαν κι ένα * Μέθοδοι εξαγωγής αρώματος από λουλούδια με τη χρησιμοποίηση φυτικού και ζωικού λίπους.
συμβόλαιο μαθητείας, πράγματα δηλαδή που αυτός, ο Γκρενούιγ, δεν διέθετε. Ο Μπαλντίνι ωστόσο θα τον βοηθούσε να γίνει αναγνωρισμένος τεχνίτης-αρωματοποιός, επειδή είχε αυ τό το ασυνήθιστο χάρισμα της όσφρησης κι επειδή εκείνος, ο Μπαλντίνι, είχε μια απίστευτα καλή καρδιά, που του είχε φέρει αρκετές πίκρες, χωρίς όμως τα παθήματα να του έχουν γίνει μαθήματα. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο Γκρενούιγ θα έ δειχνε στο μέλλον άψογη συμπεριφορά και στάση. Όλα αυτά κράτησαν ούτε λίγο ούτε πολύ, τρία χρόνια. Μέ σα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα ο Μπαλντίνι, με τη βοήθεια του Γκρενούιγ, πραγματοποίησε τα πιο τρελά του όνειρα. Άνοιξε τη Βιοτεχνία στο Φομπούρ Σεντ Αντουάν, τα προϊόντα του έγιναν ανάρπαστα ακόμα και στο παλάτι, απέκτησε βασιλικά προνό μια. Τα αρώματά του έφτασαν μέχρι την Πετρούπολη, το Πα λέρμο και την Κοπεγχάγη. Ένα βαρύ άρωμα μάλιστα, με τη μυ ρωδιά του μόσχου, πουλήθηκε ακόμα και στην Κωνσταντινού πολη που όλοι ξέρουν ότι είχε δικά της εξαίρετα αρώματα. Στο Σίτυ του Λονδίνου, σ’ όλα τα καλά καταστήματα και γραφεία κυριαρχούσαν τα αρώματα του Μπαλντίνι, το ίδιο όπως και στην Αυλή της Πάρμας, τον πύργο της Βαρσοβίας και στο ανά κτορο του κόμη της Λιπ - Ντετμόλντ. Ο Μπαλντίνι, αφού είχε α ποφασίσει να περάσει τα γεράματα του φτωχός και ξεχασμένος στη Μεσσήνη, έγινε στα εβδομήντα του ο μεγαλύτερος αρωμα τοποιός της Ευρώπης κι ένας απ’ τους πιο πλούσιους ανθρώ πους του Παρισιού. Στις αρχές του 1756 — κι ενώ στο μεταξύ είχε αγοράσει κι εγκατασταθεί στο διπλανό σπίτι, γιατί το παλιό ήταν κυριολεκτι κά μέχρι τη στέγη γεμάτο με αρώματα και μυριστικά — δήλωσε στον Γκρενούιγ ότι ήταν διατεθειμένος να τον αφήσει να φύγει, κάτω από τρεις προϋποθέσεις. Πρώτο: δεν θα έφτιαχνε ποτέ πια στο μέλλον κανένα απ’ τα αρώματα που είχε συνθέσει όσον καιρό ζούσε στο σπίτι του Μπαλντίνι, ούτε θα έδινε τη συνταγή τους σε άλλον. Δεύτερο: θα έφευγε απ’ το Παρίσι και δεν θα ξαναγύριζε εκεί, όσο ζούσε ο Μπαλντίνι. Και τρίτο: δεν θα ’λέ γε ποτέ λέξη σε κανέναν γι’ αυτή τη συμφωνία του με τον Μπαλντίνι. Γι’ αυτά τα τρία πράγματα έπρεπε να πάρει όρκο σ’
όλους τους αγίους, και στην ψυχή της καημένης της μητέρας του και στην τιμή του την ίδια. Ο Γκρενούιγ, που μήτε τιμή είχε, ούτε πίστευε σε αγίους ή στην ψυχή της μητέρας του, ορκίστηκε. Ορκίστηκε ό,τι του ζη τούσε. Θα δεχόταν κάθε όρο του Μπαλντίνι, γιατί ήθελε να πά ρει αυτό το χαρτί του τεχνίτη-αρωματοποιού, που θα του επέ τρεπε να περνάει απαρατήρητος, να ζει στην αφάνεια και να βρίσκει εύκολα δουλειά. Όλα τ’ άλλα τον άφηναν αδιάφορο. Και τι όρους του είχε Βάλει — να μην ξανάρθει στο Παρίσι; Και τι το ήθελε το Παρίσι! Το ήξερε καλά, ακόμα και την πιο μικρή βρόμικη γωνίτσα του, το κουβαλούσε μέσα του, όπου κι αν πή γαινε, το Παρίσι ήταν δικό του, εδώ και πολλά χρόνια. Να μην ξαναφτιάξει κανένα από τα αρώματα που έκαναν διάσημο τον Μπαλντίνι και να μη δώσει σε κανένα τις συνταγές τους; Λες και δεν μπορούσε να δημιουργήσει χιλιάδες καινούρια, το ίδιο κα λά κι ακόμα καλύτερα, αν ήθελε! Αλλά δεν ήθελε. Δεν σκό πευε ν’ ανταγωνιστεί τον Μπαλντίνι ή τους άλλους αρωματοποι ούς. Δεν τον ενδιέφερε να βγάλει λεφτά απ’ την τέχνη του, ούτε καν τα απαραίτητα για να ζήσει, αν μπορούσε να τα βγάλει δια φορετικά. Ήθελε απλά να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο και τίποτ’ άλλο, να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο που τον θεωρούσε πιο θαυμάσιο απ’ όλα όσα είχε να προσφέρει ο έξω κόσμος, η πραγματικότητα. Γι’ αυτό οι όροι που του έθεσε ο Μπαλντίνι δεν ήταν τίποτα για τον Γκρενούιγ. Έφυγε την άνοιξη, το πρωί μιας μαγιάτικης μέρας. Ο Μπαλντίνι του έδωσε ένα μικρό σακίδιο, ένα δεύτερο πουκάμι σο, δυο ζευγάρια κάλτσες, ένα μεγάλο κομμάτι λουκάνικο για το δρόμο, μια μάλλινη κουβέρτα και είκοσι πέντε φράγκα. Αυτά ήταν πολύ περισσότερα απ’ όσα ήταν υποχρεωμένος να του δώσει, εξήγησε ο Μπαλντίνι στον Γκρενούιγ, και μάλιστα αφού δεν είχε πληρώσει ούτε ένα φράγκο για την τέλεια εκπαίδευση που πήρε κοντά του. Κανονικά θα ’πρεπε να του δώσει δυο φράγκα μόνο. Αλλά η καλή του η καρδιά και η συμπάθεια που ένιωθε μέσα του για τον καλό Ζαν-Μπατίστ, όλα αυτά τα χρό νια, δεν τον άφηναν να κάνει κάτι τέτοιο. Του ευχήθηκε καλή τύχη και καλό δρόμο και τον προειδοποίησε γι’ άλλη μια φορά
επίμονα, να μην πατήσει τους όρκους του. Τον συνόδεψε ως την πόρτα της υπηρεσίας απ' όπου κάποτε τον είχε βάλει σπίτι του, και τον αποχαιρέτισε. Δεν του έδωσε το χέρι, η συμπάθεια του δεν έφτανε μέχρι εκεί. Ποτέ του δεν του είχε δώσει το χέρι, όλα αυτά τα χρόνια. Απόφευγε το άγγιγμά του, σαν να κινδύνευε να κολλήσει κάτι σιχαμένο κι αηδιαστικό. Του είπε στα γρήγορα αντίο. Ο Γκρενούιγ τον χαιρέτισε με το κεφάλι, γύρισε κι έφυγε. Ο δρόμος ήταν άδειος, δεν υπήρχε ψυχή.
22 Ο Μπαλντίνι τον κοίταζε καθώς περνούσε τη γέφυρα με κα τεύθυνση προς το νησάκι. Κοντός, σκυφτός, κουβαλώντας το σακίδιο του σαν να ’ταν καμπούρα, έμοιαζε από πίσω με γέρο. Μπροστά στο ανάκτορο του Κοινοβουλίου, που ο δρόμος έ στριβε, τον έχασε απ' τα μάπα του κι ένιωσε μεγάλη ανακούφι ση. Ποτέ του δεν του άρεσε αυτός ο άνθρωπος, τώρα επιτέλους μπορούσε να τ’ ομολογήσει. Όλον αυτό τον καιρό που τον είχε στο σπίτι του και τον εκμεταλλευόταν ασυγκράτητα, κάτι τον στενοχωρούσε. Ένιωθε σαν εκείνους τους έντιμους και ηθι κούς ανθρώπους που κάνουν για πρώτη φορά κάτι κακό, που παίζουν ένα απαγορευμένο παιχνίδι. Φυσικά, η πιθανότητα να τον πιάσουν στα πράσα ήταν ελάχιστη, ενώ η προοπτική της επι τυχίας τεράστια· το ίδιο τεράστια όμως ήταν και η νευρικότητά του και οι τύψεις της συνείδησης του. Πράγματι, όλα αυτά τα χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα που να μη νιώσει βαθιά μέσα του τον φόβο όη κάποτε επρόκειτο να τιμωρηθεί που ήρθε σ' ε παφή μ' αυτόν τον άνθρωπο. Μακάρι να πήγαιναν όλα καλά, παρακαλούσε συνέχεια τρομαγμένος, μακάρι να τα καταφέρω να χαρώ την επιτυχία αυτής της περιπέτειας, χωρίς να υποχρεω θώ να πληρώσω γι’ αυτό ακριβά! Μακάρι! Βέβαια αυτό που κάνω δεν είναι δίκαιο, αλλά ο Θεός μπορεί να κάνει μια φορά τα στραβά μάτια, σίγουρα μπορεί! Πολλές φορές στη ζωή μου
με τιμώρησε χωρίς λόγο, οπότε καλό θα ήταν να σταθεί λίγο με το μέρος μου σ’ αυτή την περίπτωση. Και ποιο είναι σε τελευ ταία ανάλυση το έγκλημα μου; Το πολύ-πολύ που μπορούν να με κατηγορήσουν είναι ότι εκμεταλλεύομαι το θαυμαστό χάρι σμα κάποιου ανειδίκευτου και παρουσιάζω τα έργα του για δικά μου. Ξέφυγα λιγάκι απ’ το παραδοσιακό μονοπάτι της αρετής της συντεχνίας μας. Και κάνω εγώ ο ίδιος σήμερα αυτά που κατέκρινα χτες. Έγκλημα είναι αυτό; Άλλοι το κάνουν μια ζωή ο λόκληρη κι εξαπατούν τους ανθρώπους. Εγώ δεν το ’κανα πα ρά λίγα χρονάκια μόνο. Εξάλλου, η τύχη μου έδωσε αυτή τη μοναδική ευκαιρία. Ίσως δεν ήταν η τύχη, αλλά ο Θεός ο ίδιος που έστειλε στην πόρτα μου αυτόν τον θαυματοποιό, για να ε πανορθώσει όλες εκείνες τις ταπεινώσεις που είχα δεχτεί απ’ τον Πελισιέ και τους άλλους. Ίσως η Θεία τιμωρία να μην προορίζεται για μένα, αλλά για τον Πελισιέ! Αυτό είναι πιθανό! Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε ο Θεός να τιμωρήσει τον Πελι σιέ, παρά δοξάζοντας εμένα; Οπότε η ευτυχία μου δεν είναι τί ποτε άλλο παρά ένα μέσο για την απόδοση Θείας Δικαιοσύνης, και σαν τέτοια όχι μόνο μπορούσα, αλλά και όφειλα να την α ποδεχθώ, χωρίς ντροπή και χωρίς τύψεις... Έτσι σκεφτόταν συχνά ο Μπαλντίνι όλα αυτά τα χρόνια, ό ταν κατέβαινε τις σκάλες για το μαγαζί του, όταν τις ανέβαινε τα βράδια κουβαλώντας την είσπραξη της ημέρας, όταν μετρούσε τα βαριά χρυσά κι ασημένια νομίσματα και τα ’βαζε στο χρημα τοκιβώτιό του, όταν πλάγιαζε τα βράδια πλάι στη γυναίκα του που ροχάλιζε κι έμενε ξάγρυπνος από το φόβο μήπως και χαθεί η ευτυχία του. Τώρα όμως τέρμα οι μαύρες σκέψεις. Αυτός ο συνεργάτης που του προξενούσε δυσφορία, είχε φύγει και δεν θα ξαναγύ ριζε ποτέ. Τα πλούτη του όμως έμειναν, σίγουρα κι ασφαλι σμένα. Ο Μπαλντίνι έφερε το χέρι στο στήθος και κάτω απ’ το ύφασμα της ζακέτας του ένιωσε το σημειωματάριό του, στη θέ ση ακριβώς της καρδιάς. Εκεί μέσα υπήρχαν εξακόσιες συντα γές κι έφταναν για γενεές ολόκληρες αρωματοποιών. Έστω κι αν έχανε τα πάντα, ως το τέλος του χρόνου θα ήταν και πάλι πλούσιος χάρη σ’ αυτό το σημειωματάριο. Ο Μπαλντίνι δεν ή θελε τίποτε άλλο!
Ο πρωινός ήλιος ξεπρόβαλε πάνω απ' τις στέγες των αντι κρινών σπιτιών κι έπεσε ζεστός στο πρόσωπό του. Ο Μπαλντίνι κοιτούσε ακόμα τη στροφή του δρόμου, κατά το Νότο — αισθα νόταν πολύ όμορφα που δεν έβλεπε πια τον Γκρενούιγ! Η ευ γνωμοσύνη ξεχείλισε μέσα του κι αποφάσισε να πάει στη Νοτρ Νταμ, να ρίξει ένα χρυσό νόμισμα στον έρανο, ν' ανάψει τρία κεριά και να ευχαριστήσει γονατιστός τον Κύριο για την ευτυχία που του χάρισε και το έλεος που του έδειξε. Ωστόσο κάτι του έτυχε και τον εμπόδισε· το απόγευμα, κα θώς ετοιμαζόταν να φύγει για την εκκλησία, άρχισαν να κυκλο φορούν τρομερές φήμες, πως οι Εγγλέζοι κήρυξαν τον πόλεμο στη Γαλλία. Αυτό καθαυτό το γεγονός δεν είχε τίποτα ανησυχη τικό. Ο Μπαλντίνι όμως ετοίμαζε αυτές τις μέρες μια παραγγε λία για το Λονδίνο. Έτσι ανέβαλε την επίσκεψη στην εκκλησία και προτίμησε να πάει στην πόλη για να πάρει πληροφορίες. Ύστερα πήγε στη βιοτεχνία του στο Φομπούρ Σεντ Αντουάν κι έδωσε οδηγίες να σταματήσει προσωρινά η αποστολή. Τη νύ χτα στο κρεβάτι του λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, είχε μια μεγα λοφυή ιδέα: με την προοπτική των μελλοντικών πολεμικών συγκρούσεων για τις αποικίες του Νέου Κόσμου, αποφάσισε να λανσάρει το καινούριο του άρωμα με το όνομα «Γόητρο του Κεμπέκ», ένα άρωμα αψύ και ηρωικό, που με την επιτυχία του ― γι' αυτό ήταν βέβαιος — θα τον αποζημίωνε για το χάσιμο της εγγλέζικης πελατείας του. Μ' αυτή τη γλυκιά σκέψη στο γέ ρικο ανόητο κεφάλι του, που ακουμπούσε ήσυχα στο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκε ο αρωματοποιός Μπαλντίνι και δεν ξύπνησε πο τέ πια. Τη νύχτα έγινε μια μικρή καταστροφή, που έδωσε αφορμή μετά από αρκετούς δισταγμούς να γκρεμιστούν με βασιλική διαταγή όλα τα σπίτια απ' όλες τις γέφυρες της πρωτεύουσας: χωρίς προφανή λόγο η Πον Ο-Σανζ βούλιαξε απ' τη δυτική πλευρά ανάμεσα στην τρίτη και στην τέταρτη κολόνα. Δύο σπί τια βυθίστηκαν στο νερό τόσο γρήγορα, που κανείς απ' τους ε νοίκους τους δεν σώθηκε. Ευτυχώς τα θύματα ήταν μόνο δύο, ο Τζιουζέπε Μπαλντίνι και η γυναίκα του Τερέζα. Οι υπηρέτες έλειπαν όλοι, με άδεια ή χωρίς. Ο Σενιέ γύρισε το πρωί λιγάκι
πιωμένος — δηλαδή ήθελε να γυρίσει στο σπίτι, αλλά δε γύρι σε, γιατί το σπίτι δεν υπήρχε πια — κι έπαθε νευρικό κλονισμό. Τριάντα χρόνια τώρα ζούσε με την ελπίδα ότι ο Μπαλντίνι, που δεν είχε παιδιά και συγγενείς, θα τον άφηνε κληρονόμο του. Και τώρα μ’ ένα χτύπημα, η κληρονομιά ολόκληρη είχε χαθεί, το σπίτι, το μαγαζί, τα υλικά, το εργαστήρι, κι ο ίδιος ο Μπαλ ντίνι, όλα ακόμα και η διαθήκη που ίσως του έδινε δικαιώματα στη βιοτεχνία στο Φομπούρ Σεντ Αντουάν! Δε βρέθηκε τίποτα — ούτε τα πτώματα, ούτε το χρηματοκι βώτιο, ούτε το σημειωματάριο με τις εξακόσιες συνταγές. Το μόνο που απόμεινε από τον Τζιουζέπε Μπαλντίνι, τον μεγαλύ τερο αρωματοποιό της Ευρώπης, ήταν μια μπερδεμένη μυρω διά από μόσχο, κανέλα, ξίδι, λεβάντα κι άλλες πολλές ουσίες, που έμεινε μετέωρη βδομάδες ολόκληρες πάνω από τον Ση κουάνα, ως κάτω στη Χάβρη.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
1
Τ
ην ώρα που το σπίτι του Τζιουζέπε Μπαλντίνι Βυθιζόταν στα νερά, ο Γκρενούιγ προχωρούσε στο δρόμο της Ορ λεάνης. Είχε κιόλας αφήσει πίσω του τον περίγυρο της μεγαλούπολης και με κάθε βήμα που έφευγε μακριά της ο αέ ρας γύρω του γινόταν πιο καθαρός, πιο διαυγής, πιο ελαφρύς. Σιγά-σιγά ξεκαθάριζε ομοιόμορφα. Οι μυρωδιές δε συνωστί ζονταν πια κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες μέσα σε λίγα μέ τρα. Οι λιγοστές που υπήρχαν — η μυρωδιά της σκόνης του δρόμου, των λιβαδιών, της γης, των φυτών, του νερού — αιω ρούνταν ανάλαφρα στον αέρα, αφήνοντας χώρο η μία στην άλ λη, προχωρούσαν αργά χωρίς να διακόπτονται απότομα. Ο Γκρενούιγ ένιωσε αυτή την απλότητα σαν λύτρωση. Οι απαλές μυρωδιές χάιδευαν τη μύτη του. Για πρώτη φορά στη ζωή του δεν ήταν υποχρεωμένος να περιμένει με κάθε ανάσα κάτι καινούριο, άγνωστο, απρόσμενο ίσως και εχθρικό να εισβάλει μέσα του ή να χάσει κάτι ευχάριστο. Για πρώτη φορά μπορούσε ν' ανασαίνει σχεδόν ελεύθερα, χωρίς η όσφρηση του να παρα μονεύει αδιάκοπα. Λέμε σχεδόν, γιατί τίποτα δεν περνούσε στ’ αλήθεια ελεύθερα μέσα απ' τη μύτη του Γκρενούιγ. Ακόμα κι όταν δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να το κάνει, κρατούσε ενστικτωδώς μια συγκρατημένη στάση απέναντι σ’ όλα όσα έρ χονταν απέξω και εισχωρούσαν μέσα του. Σ’ όλη του τη ζωή, α κόμα και τις λιγοστές στιγμές που ένιωσε την υποψία κάποιων συναισθημάτων όπως η χαρά, η ικανοποίηση, η ευτυχία, προτι μούσε να εκπνέει και όχι να εισπνέει — αφού και η ζωή του δεν άρχισε με τη συνηθισμένη ελπιδοφόρα εισπνοή των μωρών, αλλά με μια δολοφονική κραυγή. Αν αφήσουμε όμως κατά μέ
ρος αυτόν τον περιορισμό, που γι’ αυτόν ήταν δεύτερη φύση, ο Γκρενούιγ, όσο απομακρυνόταν απ’ το Παρίσι, ένιωθε όλο και καλύτερα, ανάσαινε όλο και πιο ελεύθερα, το βήμα του γινόταν πιο ανάλαφρο, ακόμα και ο τρόπος που κρατούσε το κορμί του είχε αλλάξει, λες και ψήλωνε και δυνάμωνε. Όποιος τον έβλε πε από μακριά θα τον περνούσε για ένα συνηθισμένο νεαρό τε χνίτη, δηλαδή για έναν απόλυτα κανονικό άνθρωπο. Αυτό που πιο πολύ τον ανακούφιζε ήταν η απομάκρυνση απ’ τους ανθρώπους. Στο Παρίσι ζούσαν μαζεμένοι περισσότε ροι άνθρωποι απ’ οπουδήποτε αλλού. Εξακόσιες, εφτακόσιες χιλιάδες ψυχές. Οι πλατείες και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι, τα σπί τια ξεχείλιζαν απ’ το κελάρι ως τη σοφίτα. Δεν υπήρχε ούτε μια γωνίτσα στο Παρίσι, που οι άνθρωποι να μη σπρώχνονταν ο έ νας πάνω στον άλλο, δεν υπήρχε ούτε πέτρα που να μην ήταν ποτισμένη απ’ τη μυρωδιά τους. Ο Γκρενούιγ τώρα μόλις άρχιζε να συνειδητοποιεί ότι αυτό που δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια τον πλάκωνε βαριά στο στή θος και δεν τον άφηνε ν’ ανασάνει ελεύθερα, ήταν ακριβώς το ανθρώπινο κουβάρι. Τώρα που του ξέφευγε καταλάβαινε πόσο τον έσφιγγε. Ίσαμε τότε πίστευε όπ του ’φταιγε ο κόσμος ολό κληρος. Αλλά δεν ήταν ο κόσμος, ήταν οι άνθρωποι. Μέσα σ’ έναν κόσμο χωρίς ανθρώπους, η ζωή έμοιαζε υποφερτή. Την τρίτη μέρα του ταξιδιού του οσμίστηκε στον αέρα τη μυ ρωδιά της πολιτείας της Ορλεάνης. Πολύ πριν φανεί στον ορί ζοντα το παραμικρό σημάδι κατοικημένης περιοχής, ο Γκρε νούιγ ένιωσε τον αέρα να βαραίνει απ’ τη μυρωδιά των ανθρώ πων κι αποφάσισε, ενάντια στην αρχική του πρόθεση, να μην περάσει μέσα απ’ την Ορλεάνη. Δεν ήθελε να στερηθεί την και νούρια του ελευθερία στην ανάσα και να ξαναχωθεί μέσα στον ανθρώπινο συρφετό. Έκανε ένα μεγάλο κύκλο, κοντά στο Σατονέφ, έφτασε σης όχθες του Λουάρ και πέρασε το ποτάμι στο ύψος του Σουλί. Εκεί τέλειωσαν οι προμήθειες του. Αγόρασε ένα καινούριο λουκάνικο κι αφήνοντας τον Λουάρ προχώρησε στο εσωτερικό της χώρας. Δεν απέφευγε πια μόνο τις πολιτείες, αλλά και τα χωριά. Ο ελαφρύς, καθαρός αέρας, μακριά απ’ τους ανθρώπους, τον με
θούσε. Πλησίαζε αραιά και πού καμιά καλύβα ή αγρόκτημα μόνο και μόνο για ν’ ανανεώσει τις προμήθειες του. Ύστερα χωνόταν πάλι στα δάση. Μετά από λίγες βδομάδες δεν άντεχε πια ούτε τις συναντήσεις με τους μοναχικούς ταξιδιώτες· ακόμα κι η μυρωδιά των χωρικών που δούλευαν στα χωράφια τους του ήταν ανυπόφορη. Φοβισμένος απέφευγε τα κοπάδια με τα πρόβατα, όχι εξαιτίας των ζώων, αλλά εξαιτίας της μυρωδιάς του βοσκού. Όταν οσφραινόταν μια ομάδα καβαλάρηδες να τον πλησιάζει από μακριά, δεν δίσταζε να χωθεί στα χωράφια και να κάνει πολύ παραπανίσιο δρόμο, μόνο και μόνο για ν’ α ποφύγει τη μυρωδιά τους. Δεν φοβόταν σαν τους άλλους γυρο λόγους και ταξιδιώτες, μην και του ζητήσουν τα χαρτιά του και τον αναγκάσουν να υπηρετήσει στο στρατό, ούτε ήξερε ότι η Γαλλία βρισκόταν σε πόλεμο. Αυτό που τον τρόμαζε ήταν η μυ ρωδιά των ανθρώπων. Έτσι εξασθένισε και ξεχάστηκε από μό νο του το αρχικό του σχέδιο να φτάσει στη Γκρας απ’ τον γρη γορότερο δρόμο. Η απόφασή του διαλύθηκε και χάθηκε μέσα στην πρωτόγνωρη ελευθερία όπως γίνεται μ’ όλα τα σχέδια και τους στόχους. Ο Γκρενούιγ δεν ήθελε πια να φτάσει κάπου — ήθελε μόνο να φύγει μακριά απ’ τους ανθρώπους. Τέλος έφτασε να προχωράει μόνο τις νύχτες. Μόλις χάραζε σερνόταν κάτω απ’ τα κλαδιά και τους θάμνους, κουβαριαζόταν εκεί σαν τα ζώα, τυλιγόταν με τη σκούρα κουβέρτα του και κοι μόταν, χώνοντας τη μύτη του στον αγκώνα, με το πρόσωπο στο χώμα, έτσι ώστε καμιά ξένη μυρωδιά να μην ταράξει τα όνειρά του. Με τη δύση του ήλιου ξυπνούσε, οσμιζόταν τον αέρα προς όλες τις μεριές, κι όταν σιγουρευόταν ότι κι ο τελευταίος γεωρ γός είχε φύγει απ’ το χωράφι του για το σπίτι, ότι κι ο πιο τολμη ρός ταξιδιώτης είχε βρει ένα κατάλυμα για τη νύχτα, όταν βε βαιωνόταν ότι το σκοτάδι είχε απομακρύνει τους ανθρώπους απ’ τον δρόμο του, τότε μόνο ξεμύτιζε απ’ την κρυψώνα του και συνέχιζε το ταξίδι του. Δεν είχε ανάγκη από φως για να βλέπει. Ακόμα και παλιότερα όταν ταξίδευε τη μέρα, κρατούσε συχνά τα μάτια του κλειστά για ώρες ολόκληρες κι άφηνε την όσφρη ση του να τον καθοδηγεί. Οι καθαρές γραμμές του τοπίου, τα έντονα χρώματα, οι γρήγορες εναλλαγές τον ξάφνιαζαν και τον
πονούσαν στα μάτια. Το μόνο που του άρεσε ήταν το φεγγα ρόφωτο. Στο φως της σελήνης τα χρώματα δεν ξεχώριζαν κι οι γραμμές διαγράφονταν θολές. Όλη η γη ντυνόταν μ’ ένα σκο τωμένο γκρίζο χρώμα κι έμενε χωρίς ζωή, όσο κρατούσε η νύ χτα. Αυτός ο μολυβένιος κόσμος, όπου τίποτα δε σάλευε παρά μόνο ο άνεμος, που περνούσε πότε-πότε σαν ίσκιος πάνω απ’ τα γκρίζα δάση, κι όπου τίποτα δε ζούσε εκτός απ’ τις μυρωδιές της γυμνής γης, ήταν ο μόνος κόσμος που του άρεσε και που παραδεχόταν, γιατί έμοιαζε με τον κόσμο που κουβαλούσε μέ σα στην ψυχή του. Τραβούσε προς τα νότια. Περίπου νότια δηλαδή γιατί δεν είχε πυξίδα, κι ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες της μύτης του, α ποφεύγοντας κάθε πόλη, κάθε χωριό, κάθε σπίτι. Βδομάδες ο λόκληρες δε συναντούσε ψυχή. Και μέσα του έπαιζε με την ευ χάριστη σκέψη ότι ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στη γη, που α πλωνόταν μαύρη και κρύα κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο. Η αλά θητη όσφρησή του όμως του έλεγε πως ο κόσμος δεν ήταν έτσι. Ακόμα και τη νύχτα υπήρχαν άνθρωποι. Ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη υπήρχαν άνθρωποι. Μόνο που χώνο νταν στα σπίτια τους και κοιμούνταν, όπως τα ποντίκια στις τρύ πες τους. Βρόμιζαν τη γη με την παρουσία τους, γιατί ακόμα και στον ύπνο τους δε σταματούσαν ν’ αναδίνουν τις μυρωδιές τους, που ξέφευγαν απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα και τις χαραμάδες των σπιτιών τους και μόλυναν το ύπαιθρο και τη νύχτα. Όσο πιο πολύ συνήθιζε ο Γκρενούιγ τον καθαρό αέρα, τόσο πιο ευαί σθητος γινόταν στη βρόμα και στην ανθρώπινη μυρωδιά. Κα θώς προχωρούσε τις νύχτες, η μυρωδιά κάποιας στάνης ή μιας συμμορίας ληστών που κρυβόταν στην κοντινή σπηλιά, τον χτυ πούσε καμιά φορά απότομα στο πρόσωπο. Κι έφευγε σαν κυ νηγημένος, αντιδρώντας κάθε φορά και πιο ευαίσθητα στη μυ ρωδιά αυτή, που τη συναντούσε όλο και πιο σπάνια. Η μύτη του τον καθοδηγούσε σε περιοχές έρημες και μακρινές, η απόστα ση ανάμεσα σ’ αυτόν και τους ανθρώπους μεγάλωνε, ο Γκρε νούιγ κατευθυνόταν σταθερά, σαν μαγνητισμένος, προς τη με γαλύτερη δυνατή απομόνωση.
2 Ο μαγνητικός πόλος που τον τραβούσε, το σημείο το πιο α πομακρυσμένο απ’ τους ανθρώπους και το πιο έρημο σ’ ολό κληρο το Βασίλειο, βρισκόταν κάπου στην κεντρική οροσειρά της Οβέρνης, κάπου πέντε μέρες δρόμο νότια του Κλερμόν, στην κορφή ενός ψηλού Βουνού. Το ηφαίστειο, επειδή για η φαίστειο επρόκειτο, είχε υψόμετρο δύο χιλιάδες μέτρα και λε γόταν Πλον ντι Καντάλ. Το Βουνό αποτελούνταν ολόκληρο από έναν τεράστιο συ μπαγή όγκο γκρίζας πέτρας. Τριγύρω απλωνόταν μια ατέλειωτη γυμνή έκταση, όπου δε φύτρωνε τίποτα παρά αγριάγκαθα στο χρώμα της στάχτης. Πού και πού ξεπεταγόταν κανένας μυτερός βράχος, σαν χαλασμένο δόντι και κανένα καρβουνισμένο δε ντράκι. Ακόμα και στο φως της μέρας η περιοχή ήταν τόσο αφι λόξενη, που κανένας βοσκός, όσο φτωχός κι αν ήταν, δε θα ερχόταν εδώ για να βοσκήσει το κοπάδι του. Και τη νύχτα, κάτω απ’ το χλομό φως του φεγγαριού, η έρημος αυτή, λησμονημέ νη απ’ το Θεό, έμοιαζε να μην ανήκει πια σ’ αυτό τον κόσμο. Ακόμα κι ο διάσημος καταζητούμενος Οβερνιάτης ληστής Λεμπρέν προτίμησε να χτυπηθεί με τους διώκτες του στο Σεβέν και να πέσει στα χέρια τους βρίσκοντας οικτρό θάνατο, παρά να κρυφτεί στο Πλον ντι Καντάλ, όπου κανείς δε θα τον έβρισκε. Η έρημη και αφιλόξενη περιοχή του φάνηκε χειρότερη κι απ’ το θάνατο. Σε ακτίνα πολλών μιλίων γύρω απ’ το Βουνό δε ζούσε κανείς άνθρωπος και κανένα συνηθισμένο θερμόαιμο ζώο, πα ρά μόνο νυχτερίδες, σαύρες κι ερπετά. Εδώ και δεκαετίες ολό κληρες ψυχή δεν είχε πατήσει την κορυφή του Βουνού. Ο Γκρενούιγ έφτασε εκεί μια αυγουστιάτικη νύχτα του 1756. Την ώρα που χάραζε πάτησε την κορφή. Δεν ήξερε ακό μα ότι το ταξίδι του τέλειωνε εκεί. Νόμιζε ότι ήταν απλά ένας σταθμός στην πορεία του για ολοένα πιο καθαρούς αιθέρες. Έ κανε μια Βόλτα κι άφησε την όσφρηση του ελεύθερη να προσα νατολιστεί· ανατολικά απλωνόταν τα υψίπεδα του Σεν Φλουρ και τα Βαλτοτόπια του ποταμού Ριού· βόρεια ήταν η περιοχή που είχε διασχίσει για να φτάσει μέχρις εδώ: μέρες ολόκληρες
περπατούσε πάνω στο γυμνό σκληρό, άγονο χώμα· απ' τα δυτι κά φυσούσε ελαφρά η πρωινή αύρα, που δεν κουβαλούσε μαζί της παρά μόνο τη μυρωδιά της πέτρας και του ξερού χόρτου· τέλος, προς τα νότια, κατέβαιναν μαλακά οι παρυφές του Πλον ντι Καντάλ και χάνονταν μίλια μακριά μέσα στα σκοτεινά φα ράγγια της Τρουγιέρ. Παντού, σε κάθε σημείο του ορίζοντα, Βασίλευε η ίδια ερημιά. Κάθε βήμα μακριά απ' αυτή την κορ φή, θα τον έφερνε πιο κοντά στους ανθρώπους. Η πυξίδα του έκανε κύκλους. Δεν του έδειχνε πια τον δρόμο· ο Γκρενούιγ είχε φτάσει στο σκοπό του. Και να ’θελε, δε θα μπορούσε να φύγει. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι εκείνος στεκόταν ακόμα στο ί διο σημείο κι οσμιζόταν τον αέρα. Με την ένταση και την αγω νία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του προσπαθούσε να εντοπί σει την κατεύθυνση απ' όπου ερχόταν η μυρωδιά των ανθρώ πων, για να πάρει την αντίθετη. Δεν έβρισκε όμως τίποτα, ούτε ίχνος ανθρώπινης μυρωδιάς. Επικρατούσε μια ελαφριά, ομοιο γενής, αδιόρατη μυρωδιά νεκρής πέτρας και γκρίζου χώματος. Τίποτε άλλο. Ο Γκρενούιγ χρειάστηκε πολύ καιρό για να συνειδητοποιή σει ότι δε μύριζε τίποτα. Δεν ήταν προετοιμασμένος για να δε χτεί τέτοια ευτυχία. Η καχυποψία του δεν τον άφηνε να πιστέ ψει τέτοια τύχη. Έφτασε μάλιστα να καλέσει σε βοήθεια και τα μάτια του για να πεισθεί· έψαξε όλον τον ορίζοντα, να βρει ση μάδια ανθρώπινης παρουσίας, να δει τη στέγη μιας καλύβας, τον καπνό μιας καμινάδας, ένα φράχτη, μια γέφυρα, ένα κο πάδι ζώα. Έφερε το χέρι στ' αυτί κι αφουγκράστηκε, προσπα θώντας ν' ακούσει το μακρινό γάβγισμα κάποιου σκύλου ή το κλάμα ενός παιδιού. Πέρασε όλη τη μέρα, με τον ήλιο να καίει πάνω στο κεφάλι του, στην κορυφή του Πλον ντι Καντάλ, προ σπαθώντας να διακρίνει το παραμικρό σημάδι, την ελάχιστη έν δειξη. Την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, η καχυποψία και η δυ σπιστία του υποχώρησαν σιγά-σιγά, αφήνοντας στη θέση τους ένα συναίσθημα ευφορίας, που όλο και δυνάμωνε: είχε επιτέ λους ξεφύγει απ' όλα αυτά που σιχαινόταν! Ήταν στ' αλήθεια εντελώς μόνος! Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο!
Μια κραυγή θριάμβου ξέσπασε μέσα του. Με την ίδια έκ σταση που ο ναυαγός αντικρίζει μετά από ατέλειωτες βδομάδες κατοικημένη γη, έτσι κι ο Γκρενούιγ, χαιρέτησε την άφιξη του στο Βουνό της Μοναξιάς. Ούρλιαζε από ευτυχία. Πέταξε από πάνω του το σακίδιο, την κουβέρτα και το ραβδί του κι άρχισε να χοροπηδάει απ' τη χαρά του, σήκωνε τα χέρια ψηλά και χό ρευε τρελά, φωνάζοντας μ' όλη του τη δύναμη τ' όνομά του προς όλες τις μεριές του ορίζοντα, έσφιγγε τις γροθιές του θριαμβευτικά κατά τον ήλιο που βασίλευε, λες και τον είχε διώ ξει ο ίδιος απ' τον ουρανό. Έκανε σαν τρελός, μέχρι αργά τη νύχτα.
3 Πέρασε τις επόμενες μέρες προσπαθώντας να κάνει τη δια μονή του βολική πάνω στην κορυφή του βουνού — γιατί ήταν πια σίγουρος ότι δεν θα ’φεύγε και τόσο γρήγορα απ’ αυτό τον ευλογημένο τόπο. Πρώτα-πρώτα έψαξε για νερό και βρήκε ένα λεπτό ρυάκι, που ξεπηδούσε από τη σχισμάδα ενός βράχου λί γο πιο κάτω. Δεν ήταν πολύ, αν κόλλαγε όμως εκεί πάνω το στόμα του υπομονετικά για μια ώρα, καταλάγιαζε τη δίψα του για μια ολόκληρη μέρα. Δεν άργησε να βρει και τροφή, μικρές σαλαμάνδρες και νεροφίδες, που τις έτρωγε ολόκληρες με τα κόκαλα και την πέτσα, αφού πρώτα τους έκοβε το κεφάλι. Έ τρωγε ακόμα ξερά χόρτα, βρύα και λειχήνες. Για όλα αυτά που οι άνθρωποι σιχαίνονταν, εκείνος δεν ένιωθε την παραμικρή α πέχθεια. Ήδη τον τελευταίο καιρό δεν τρεφόταν πια με ψωμί, τυρί ή λουκάνικα, με τροφή δηλαδή που είχαν φτιάξει ανθρώ πινα χέρια. Όταν πεινούσε, έτρωγε οτιδήποτε φαγώσιμο έπε φτε στα χέρια του καθώς προχωρούσε. Ήθελε απλά να χορτά σει κι όχι ν’ απολαύσει. Ο Γκρενούιγ δε νοιαζόταν για κανενός είδους απόλαυση, παρά μόνο για την απόλαυση της όσφρη σης. Σ’ όλα του ήταν βολικός και θα ’μενε ικανοποιημένος, α κόμα κι αν έπεφτε να κοιμηθεί πάνω στους γυμνούς βράχους. Βρήκε ωστόσο κάτι καλύτερο.
Κοντά στο μέρος όπου έβγαινε νερό απ’ το βράχο, ανακά λυψε ένα φυσικό λαγούμι, στενό και στριφογυριστό, που χω νόταν ίσαμε τριάντα μέτρα στο εσωτερικό του βουνού. Στο τέ λος στένευε τόσο πολύ, ώστε οι ώμοι του Γκρενούιγ άγγιζαν τα πλαϊνά τοιχώματα, ενώ έπρεπε να σκύβει για να μη χτυπήσει το κεφάλι του στα βράχια από πάνω του. Χωρούσε όμως άνετα να καθίσει κι αν μάζευε κάπως τα πόδια του και κουλουριαζόταν μπορούσε ακόμα και να ξαπλώσει. Παραπάνω δεν ήθελε. Το καταφύγιό του είχε άλλα, ανεκτίμητα προσόντα: μέσα στο λα γούμι βασίλευε βαθύ σκοτάδι ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας, τίποτα δεν τάραζε τη νεκρική σιγή κι ο αέρας ήταν υ γρός, δροσερός κι αλμυρός. Ο Γκρενούιγ το ένιωσε από τη μυ ρωδιά, πως κανένας ζωντανός οργανισμός δεν είχε πατήσει πο τέ εκεί μέσα. Μπαίνοντας σ’ αυτό το άδυτο, αισθάνθηκε σχεδόν ιερό δέος. Άπλωσε προσεχτικά την κουβέρτα του χάμω, σαν να σκέπαζε κάποιο βωμό, και ξάπλωσε. Ένιωθε υπέροχα. Βρι σκόταν στο πιο ερημικό σημείο της Γαλλίας, πενήντα μέτρα κάτω απ’ το χώμα σαν να ήταν κιόλας μέσα στον τάφο του. Πο τέ άλλοτε στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τόσο σίγουρος — ού τε καν στην κοιλιά της μάνας του. Ας χανόταν έξω ο κόσμος ο λόκληρος, εδώ μέσα δεν θα τον ενοχλούσε τίποτα. Σιγανά-σιγανά άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε ποιον να ευχαριστήσει για την τόσο μεγάλη ευτυχία. Τις μέρες, τις βδομάδες που ακολούθησαν, δεν έβγαινε απ’ την τρύπα του παρά μόνο για να πιει νερό, να κάνει την ανάγκη του και να πιάσει σαύρες και φίδια. Τη νύχτα τα ’πιάνε εύκολα, γιατί κρύβονταν κάτω απ’ τις πέτρες και τα ξετρύπωνε με τη βοήθεια της μύτης του. Τις πρώτες βδομάδες ανέβηκε μερικές φορές ακόμα πάνω στην κορυφή, για ν’ αγναντέψει τον ορίζοντα. Σύντομα όμως οι αναβάσεις αυτές έγιναν μια μάλλον βαρετή συνήθεια, γιατί ού τε μία φορά δεν ανακάλυψε με την όσφρηση του κάτι απειλητι κό. Έτσι σιγά-σιγά σταμάτησε ν’ ανεβαίνει και γύρναγε στην τρύπα του όσο μπορούσε πιο γρήγορα, αφού ικανοποιούσε τις πιο στοιχειώδεις σωματικές του ανάγκες. Εδώ, μέσα σ’ αυτό το λαγούμι, ένιωθε ότι ζούσε πραγματικά. Έμενε δηλαδή είκοσι
ώρες τη μέρα σε απόλυτο σκοτάδι και νεκρική σιγή, χωμένος μέσα στο βράχο, στο τέρμα της πέτρινης τρύπας του, κλεισμέ νος εντελώς στον εαυτό του. Υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν τη μοναξιά: ασκητές κι ερημίτες, άγιοι και προφήτες. Τους αρέσει ν' αποτραβιούνται στην έρημο και να ζουν εκεί με ακρίδες και άγριο μέλι. Άλλοι πάλι ζουν σε σπηλιές ή σε κελιά, πάνω σ' ακατοίκητα νησιά. Και εκείνοι που θέλουν να είναι πιο θεαματικοί στριμώχνονται μέσα σε κλουβιά και κουρνιάζουν πάνω σε πανύψηλους στύ λους. Όλα αυτά τα κάνουν για να πλησιάσουν περισσότερο το Θεό. Η μοναξιά είναι γι' αυτούς άσκηση, αγώνας και τιμωρία. Ζουν με την πίστη ότι ο τρόπος της ζωής τους αρέσει στο Θεό. Μήνες και χρόνια περιμένουν μέσα στη μοναξιά το μήνυμα του Θεού, για να τρέξουν ύστερα όλο βιάση να το μεταφέρουν στους ανθρώπους. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν αλήθευε στην περίπτωση του Γκρενούιγ. Ο Θεός ούτε καν περνούσε απ' το μυαλό του. Δεν ασκήτευε ούτε περίμενε τη θεία αποκάλυψη. Χώθηκε μέσα στη μοναξιά μόνο και μόνο γιατί το ήθελε ο ίδιος, για να πλησιάσει περισσότερο τον εαυτό του. Βυθιζόταν μέσα στην ίδια του την ύπαρξη, χωρίς τίποτα να αποσπά την προσοχή του, και το ’βρι σκε εξαίσιο. Ξάπλωνε σαν νεκρός μέσα στους βράχους, ίσα που ανάσαινε· η καρδιά του μόλις που χτυπούσε — κι όμως ζούσε με τέτοια ένταση κι ακολασία, που σπάνια γνωρίζουν οι άνθρωποι στον έξω κόσμο.
4 Θέατρο αυτών των ακολασιών ήταν — τι άλλο; — το προσω πικό του βασίλειο μέσα του, όπου είχε κρύψει όλες τις μυρω διές που συνάντησε στη ζωή του. Για να ευθυμήσει, αναθυμόταν πρώτα τις πιο παλιές, τις πιο μακρινές: την εχθρική, βαριά μυρωδιά του δωματίου των παιδιών στο σπίτι της κυρίας Γκα γιάρ· τη στεγνή, ξερή μυρωδιά των χεριών της· τη ξινή αναπνοή του πάτερ Τεριέ· τον νευρικό, ζεστό, μητρικό ιδρώτα της πάρα
μάνας Μπισί· τη βρόμα των πτωμάτων από το Κοιμητήριο των Αθώων τη δολοφονική μυρωδιά της μάνας του. Ένιωθε να βυ θίζεται σε μια θάλασσα αηδίας και μίσους κι ανατρίχιαζε από η δονική φρίκη. Όταν αυτό το μικρό ορεκτικό σε αποτρόπαιες φρικαλεότητες δεν του ήταν αρκετό, επέτρεπε στον εαυτό του και μια βολτίτσα στου Γκριμάλ, όπου γευόταν τη δυσωδία από τη σάπια σάρ κα των ζώων και τη βρόμα του βυρσοδεψείου· ή πάλι φανταζό ταν τη βαριά αποφορά εξακοσίων χιλιάδων Παριζιάνων στις καυτές μέρες του καλοκαιριού. Και τότε ξεσπούσε απότομα — αυτός ήταν εξάλλου και ο στόχος του — με τρομερή βιαιότητα, το συσσωρευμένο μίσος. Σαν μανιασμένη θύελλα ριχνόταν πάνω σ’ αυτές τις μυρωδιές, που είχαν τολμήσει να προσβάλουν την εξοχότατη μύτη του! Έπεφτε πάνω τους σαν το άγριο χαλάζι στα σπαρτά, τις διέλυε σαν τυφώνας, ώσπου δεν έμενε το παραμικρό ίχνος τους μετά απ’ την κοσμογονική πλημμύρα απεσταγμένου νερού, που προκαλούσε. Τόσο δίκαιη ήταν η οργή του. Τόσο μεγάλη η εκ δίκηση του! Ω, τι υπέροχη στιγμή! Το μικρό κακοφτιαγμένο σώμα του Γκρενούιγ έτρεμε από ευχαρίστηση, ορθωνόταν σαν τόξο απ’ την ηδονή, ώσπου τα μαλλιά του ακουμπούσαν στο βράχο πάνω του, κι αργά-αργά, ξαναπλάγιαζε στη θέση του, λυτρωμένος και βαθιά ικανοποιημένος. Του ήταν τρομερά ευ χάριστη αυτή η έκρηξη καταστροφικής μανίας που έσβηνε όλες τις άσχημες μυρωδιές — στ’ αλήθεια, ηδονικό συναίσθημα... Η σκηνή αυτή ήταν η αγαπημένη του, μέσα απ’ όλο το έργο του μυστικού θεάτρου που έκρυβε μέσα του· του έδινε την εξαίσια αίσθηση της ικανοποιημένης, δίκαιης εξάντλησης, που ακο λουθεί μόνο τις πραγματικά σπουδαίες και ηρωικές πράξεις. Μετά απ’ αυτό μπορούσε να ξεκουραστεί για λίγο με ήσυχη τη συνείδηση του. Ξάπλωνε λοιπόν σωματικά, όσο του επέτρε παν τα βράχια γύρω του· μέσα του όμως, μέσα στις ολοκάθαρες εκτάσεις της ψυχής του, εκεί τεντωνόταν κι απλωνόταν όσο ή θελε — βάδιζε αμέριμνος κι άφηνε πότε-πότε λεπτές μυρωδιές να παίζουν με την όσφρηση του: ένα δροσερό αεράκι που κου βαλούσε πνοή, που περνούσε μέσα απ’ τα πρώτα πράσινα φύλ
λα της οξιάς· λίγο πιο κάτω μια ανεπαίσθητη αύρα της θάλασ σας, τραχιά σαν τα αλατισμένα μύγδαλα. Ήταν αργά το από γευμα όταν σηκωνόταν — «αργά το απόγευμα» είναι φυσικά σχήμα λόγου — γιατί δεν υπήρχαν απογεύματα και πρωινά, βράδια ή μεσημέρια, δεν υπήρχε φως και σκοτάδι, δεν υπήρ χαν ανοιξιάτικα λιβάδια ούτε πράσινα φύλλα της οξιάς... δεν υ πήρχε τίποτα στον εσωτερικό κόσμο του Γκρενούιγ, ούτε ένα πράγμα, υπήρχαν μόνο οι μυρωδιές των πραγμάτων. (Γι’ αυτό και δεν είναι παρά ένα σχήμα λόγου, το ότι περιγράφουμε τον κόσμο αυτόν σαν να ’ταν τοπίο· είναι, ωστόσο, ο μόνος δυνα τός τρόπος, γιατί η γλώσσα μας δεν αρκεί για να εκφράσει έναν κόσμο φτιαγμένο από μυρωδιές). Όταν λέμε λοιπόν ότι ήταν αργά το απόγευμα, εννοούμε ότι ο Γκρενούιγ βρισκόταν σε μια ψυχική διάθεση, παρόμοια μ' αυτή που βασιλεύει στις χώρες του Νότου μετά τις ώρες του μεσημεριανού ύπνου, όταν όλα βγαίνουν σιγά-σιγά απ’ τη νάρκη τους κι η ζωή ετοιμάζεται να συνεχιστεί. Ο καύσωνας — εχθρός κάθε λεπτής μυρωδιάς — υ ποχωρεί, ο συρφετός των δαιμόνων έχει νικηθεί. Οι απέραντες διαυγείς εκτάσεις του εσωτερικού του κόσμου απλώνονταν πρόθυμες κι ολάνοιχτες ανάμεσα στον ύπνο και στο ξύπνιο, πε ριμένοντας την επίσκεψη του κυρίου τους. Κι όπως είπαμε, ο Γκρενούιγ σηκωνόταν και τίναζε τον ύ πνο απ' το κορμί του. Ο μεγαλόπρεπος, φανταστικός Γκρενούιγ ορθωνόταν σαν γίγαντας, μ' όλο του το μεγαλείο και τη λάμψη, ήταν στ' αλήθεια χάρμα οφθαλμών — τι κρίμα, που κανείς δεν τον έβλεπε! — κι έριχνε ένα βλέμμα τριγύρω, όλο περηφάνια. Ναι! Αυτό ήταν το βασίλειο του! Το βασίλειο του Γκρενούιγ, πραγματικά μοναδικό! Το είχε δημιουργήσει ο ίδιος και βασί λευε σ’ αυτό μόνος και αδιαφιλονίκητος, μπορούσε να το κατα στρέψει όποτε ήθελε και να το ξαναφτιάξει σε μια στιγμή μέσα — μπορούσε να το επεκτείνει στο άπειρο και να το υπερασπίσει με πύρινο ξίφος ενάντια σε κάθε εισβολέα. Εδώ δεν υπήρχε άλλος νόμος, παρά μόνον η θέληση του, η θέληση του μεγά λου, του υπέροχου, του μοναδικού Γκρενούιγ. Κι αφού έδιω χνε μακριά τις βρομερές μυρωδιές του παρελθόντος, ήθελε τώ ρα να γεμίσει το βασίλειο του ευωδιές. Προχωρούσε με μεγά
λα βήματα ανάμεσα στα λιβάδια κι έσπερνε λογιών-λογιών μυ ρωδιές, αλλού άφθονα κι αλλού με οικονομία, φτιάχνοντας α πέραντες φυτείες και μικρούς κήπους, ρίχνοντας τους σπόρους με τη χούφτα ή χώνοντας τους, έναν-ένα μέσα στο χώμα. Κι ά νοιγε το βήμα του για να φτάσει και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές του βασιλείου του ο ένδοξος Γκρενούιγ, ο Μεγάλος Κηπουρός, και σε λίγο δεν υπήρχε ούτε μια γωνίτσα άσπαρτη, απ’ το σπόρο το μυρωδικό του. Και όταν είδε ότι το έργο του ήταν καλό κι ότι όλη η γη ήταν ποτισμένη απ’ το θεϊκό του σπόρο, τότε ο Μεγάλος Γκρενούιγ πρόσταξε να πέσει μια βροχή από οινόπνευμα, απαλή και μο νότονη· παντού οι σπόροι άρχισαν να φουσκώνουν και να φυ τρώνουν και τα νεαρά φυτά ξεπρόβαλαν δειλά, θέαμα χαρμό συνο. Οι φυτείες ξεχείλιζαν κιόλας και στους κρυφούς κήπους η γη έδινε άφθονους τους καρπούς της. Τα μπουμπούκια άνοι γαν σιγά-σιγά και πρόβαλλαν στον κόσμο. Τότε ο Μεγάλος Γκρενούιγ διέταξε τη βροχή να σταματή σει. Και έτσι έγινε. Και έστειλε τον τρυφερό ήλιο του χαμόγελου του στη γη· κι απ’ τη μια άκρη του βασιλείου ως την άλλη, άνθι σαν εκατομμύρια λουλούδια σ’ όλο τους το μεγαλείο κι έφτια ξαν ένα τεράστιο, πολύχρωμο χαλί καμωμένο από μυριάδες πολύτιμα αρωματικά δοχεία. Και είδε ο Μεγάλος Γκρενούιγ ότι το έργο του ήταν καλό, πολύ καλό. Κι έστειλε την ευλογία της ανάσας του πάνω στη χώρα. Και κάτω απ’ το χάδι της θεϊκής του ανάσας τα λουλούδια ελευθέρωσαν τις ευωδιές τους και δημιούργησαν ένα άρωμα απ’ τα μυριάδες αρώματα τους, που άλλαζε αδιάκοπα κι αποτελούσε ένα σταθερό, παγκόσμιο Ύ μνο σ’ Αυτόν, τον Μεγάλο, τον Μοναδικό, τον Υπέροχο Γκρε νούιγ, που θρονιασμένος σ’ ένα χρυσό μυρωδάτο σύννεφο α νάσαινε με απόλαυση κι ευφραινόταν η καρδιά του. Κι έσκυψε κι ευλόγησε πολλές φορές τη Δημιουργία του, που τον ευχαρί στησε γι’ αυτό με ζητωκραυγές, δοξαστικούς ύμνους και και νούριες, εξαίσιες αρωματικές συνθέσεις. Στο μεταξύ βράδιασε και τα αρώματα ανακατεύτηκαν και συνέχισαν να ταξιδεύουν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, αποκτώντας τόνους ολοένα και πιο θαυμαστούς. Ήταν μια υπέροχη γιορτή αρωμάτων μ’ ένα
φανταστικό ευωδιαστό πυροτέχνημα την καλύτερη στιγμή. Ο Μεγάλος Γκρενούιγ όμως ήταν κουρασμένος· χασμου ρήθηκε και είπε: «Ιδού, έφτιαξα έργο μεγάλο, και μου αρέσει πολύ. Αλλά σαν κάθε τέλειο πράγμα, αρχίζει να μου προκαλεί πλήξη. Θ’ αποσυρθώ στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της καρδιάς μου και στο τέλος αυτής της κοπιαστικής μέρας θα προσφέρω στον εαυτό μου μια ακόμα μικρή απόλαυση». Αυτά είπε ο Μεγάλος Γκρενούιγ κι απομακρύνθηκε, ενώ οι ευωδιαστοί υπήκοοι του χόρευαν και γιόρταζαν εκείνος άπλω σε τα φτερά του και πέταξε μακριά απ' το χρυσό σύννεφο στη σκοτεινή γη της ψυχής του, γυρνώντας πίσω στην καρδιά του.
5 Αχ, ωραίος που ήταν ο γυρισμός! Ο διπλός ρόλος του Εκδι κητή και του Δημιουργού ήταν κουραστικός· μήτε οι γιορτές μήτε οι ύμνοι των δημιουργημάτων του μπορούσαν να του εξα σφαλίσουν ξεκούραση. Εξαντλημένος από τα θεϊκά του καθή κοντα ο Μεγάλος Γκρενούιγ λαχταρούσε σπιτικές χαρές. Η καρδιά του έμοιαζε με πορφυρένιο πύργο. Βρισκόταν μέσα σε μια πέτρινη έρημο, κρυμμένη πίσω από σωρούς άμ μου, περιτριγυρισμένη από μια όαση όλο βαλτόνερα και εφτά σειρές τείχη. Πόρτα δεν είχε και η είσοδος ήταν δυνατή μόνο απ' τον αέρα, πετώντας. Είχε χίλιες αίθουσες και χίλια κελάρια και χίλια σαλόνια· είχε κι ένα σαλόνι μ' ένα πορφυρόχρωμο καναπέ, όπου ο Γκρενούιγ συνήθιζε ν' αναπαύεται μετά τη δύ σκολη μέρα· αυτές τις ώρες δεν ήταν πια ο Μεγάλος Γκρενούιγ αλλά απλά ο Γκρενούιγ ή ο Ζαν-Μπατίστ. Στις αίθουσες του πύργου οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με ράφια απ' το πάτωμα μέχρι το ταβάνι· και τα ράφια ήταν γεμάτα μπουκαλάκια, που περιείχαν όλες τις μυρωδιές που είχε μαζέ ψει στη ζωή του ο Γκρενούιγ, εκατομμύρια μυρωδιές. Στα κε λάρια του πύργου, μέσα σε βαρέλια, βρίσκονταν οι πιο αγαπη μένες του μυρωδιές. Όταν θα ήταν έτοιμες, θα συσκευάζονταν σε μπουκαλάκια που θα έπαιρναν τη θέση τους στους ατέλειω
τους δροσερούς διαδρόμους, παραταγμένα. ανάλογα με τη χρονιά και την προέλευση. Ήταν τόσο πολλά, που μια ολόκλη ρη ζωή δεν έφτανε για να τα γευτεί όλα. Όταν επιτέλους ο Ζαν-Μπατίστ γυρνούσε σπίτι και ξάπλωνε στον αγαπημένο του καναπέ στο πορφυρένιο σαλόνι — όταν έ βγαζε επιτέλους τις μπότες του για να ξεκουραστεί — χτυπούσε τα χέρια και καλούσε τους υπηρέτες του, που δε φαίνονταν, δεν ακούγονταν και προ πάντων δεν μύριζαν ήταν εντελώς φαντα στικοί υπηρέτες· τους διέταζε να τρέξουν στις μεγάλες αίθουσες κι απ’ την απέραντη βιβλιοθήκη των αρωμάτων να του φέρουν αυτόν ή εκείνο τον τόμο· να κατέβουν στα κελάρια και να του φέρουν να γευτεί κάποιον απ’ τους θησαυρούς. Οι φανταστικοί υπηρέτες έφευγαν βιαστικοί κι ο Γκρενούιγ ένιωθε το στομάχι του να συσπάται απ’ την ανυπομονησία. Ένιωθε σαν τον αλ κοολικό, που ξαφνικά τον πιάνει ο φόβος ότι θα του αρνηθούν το ποτηράκι που παράγγειλε. Αν τα κελάρια και οι αίθουσες εί χαν αδειάσει; Αν το περιεχόμενο των βαρελιών είχε χαλάσει; Γιατί τον άφηναν να περιμένει; Γιατί δεν έρχονταν; Ήθελε τη δόση του τώρα αμέσως, τη χρειαζόταν επειγόντως, θα πέθαινε αν δεν του έφερναν αυτό που λαχταρούσε. Ήσυχα, Ζαν-Μπατίστ! Ήρεμα, αγαπητέ! Έρχονται, το φέρ νουν αυτό που ποθείς. Τρέχουν κιόλας οι υπηρέτες. Πάνω σε αόρατο δίσκο φέρνουν το βιβλίο των αρωμάτων, με γαντοφο ρεμένα αόρατα χέρια φέρνουν τις πολύτιμες φιάλες και τις α φήνουν μπροστά του προσεχτικά, υποκλίνονται και φεύγουν. Μένοντας μόνος, επιτέλους — ξανά! — μόνος, ο Ζαν-Μπα τίστ απλώνει το χέρι στα πολυπόθητα αρώματα, ανοίγει το πρώτο μπουκαλάκι, γεμίζει ένα ποτήρι ξέχειλο, το φέρνει στα χείλη του και πίνει. Αδειάζει μονορούφι το ποτήρι του δροσε ρού αρώματος και το βρίσκει υπέροχο! Είναι τόσο λυτρωτικά καλό, που τα μάτια του Ζαν-Μπατίστ υγραίνονται από ευχαρί στηση· αμέσως ξαναγεμίζει το ποτήρι του μ’ αυτό το άρωμα: ένα άρωμα του 1752, μαζεμένο την άνοιξη, λίγο πριν την ανατολή του ήλιου πάνω στην Πον Ρουαγιάλ· από τα δυτικά ερχόταν ένα ελαφρό αεράκι, κουβαλώντας ανακατεμένες τις μυρωδιές της θάλασσας, του δάσους και της πίσσας απ’ τις μαούνες και τις
βάρκες, μπροστά του. Ήταν η μυρωδιά της πρώτης νύχτας που πέρασε τριγυρνώντας άσκοπα στο Παρίσι, χωρίς την άδεια του Γκριμάλ. Ήταν η δροσερή μυρωδιά της μέρας που πλησίαζε, της πρώτης αυγής που θα περνούσε ελεύθερος· η μυρωδιά αυ τή ταυτίστηκε μέσα του με την έννοια της ελευθερίας. Ήταν η υπόσχεση για μια αλλιώτικη ζωή. Η μυρωδιά αυτού του πρωι νού ήταν για τον Γκρενούιγ η μυρωδιά της ελπίδας. Την φύλα γε προσεχτικά κι έπινε απ’ αυτήν κάθε μέρα. Όταν άδειασε και το δεύτερο ποτήρι, η νευρικότητα του ε ξαφανίστηκε, η αμφιβολία κι η αβεβαιότητα του χάθηκαν και μια έξοχη γαλήνη τον πλημμύρισε. Ακούμπησε την πλάτη του στα μαλακά μαξιλάρια του καναπέ, άνοιξε ένα βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει τα Απομνημονεύματα του. Διάβαζε για τα αρώματα της παιδικής του ηλικίας, για τις μυρωδιές του σχολείου, των δρόμων και των στενών της πολιτείας, για τις μυρωδιές των αν θρώπων. Ρίγη ευχαρίστησης διέτρεχαν το σώμα του, γιατί είχε μισήσει και εξολοθρεύσει αυτές τις μυρωδιές και πια δεν υπήρ χαν. Με αρρωστημένη περιέργεια διάβαζε γι’ αυτές τις αηδια στικές μυρωδιές, κι όταν η αηδία του ξεπερνούσε την περιέρ γεια του, τότε απλούστατα έκλεινε τον τόμο κι έπιανε έναν άλ λο. Όλη την ώρα έπινε ακατάπαυστα απ’ τις ευγενικές μυρω διές. Δίπλα στο μπουκάλι με το άρωμα της ελπίδας άνοιξε ένα άλλο από το 1744, που ήταν γεμάτο με τη ζεστή μυρωδιά του ξύλου, μπροστά στο σπίτι της κυρίας Γκαγιάρ. Ύστερα συνέχισε με το λεπτό άρωμα μιας καλοκαιριάτικης νύχτας γεμάτης λου λούδια, που το είχε μαζέψει κοντά σ’ ένα ανθισμένο πάρκο στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε, το 1753. Είχε μεθύσει από τα αρώματα. Το σώμα του ακουμπούσε ο λοένα και πιο βαρύ στα μαξιλάρια. Το μυαλό του είχε βυθιστεί σε μια υπέροχη ομίχλη. Ωστόσο δεν είχε φτάσει ακόμα στο α ποκορύφωμα. Τα μάπα του αρνιόντουσαν πια να διαβάσουν, το βιβλίο είχε ξεφύγει εδώ και ώρα απ’ τα χέρια του, δεν ήθελε όμως να τελειώσει το βράδυ του χωρίς να ’χει αδειάσει το τε λευταίο, το πιο υπέροχο μπουκάλι: ήταν το άρωμα του κορι τσιού από την οδό Μαρέ...
Ανασηκώθηκε στον καναπέ και το ήπιε με κατάνυξη, μόλο που ήταν κιόλας μεθυσμένος. Το πορφυρένιο σαλόνι περιδινι ζόταν σε κάθε του κίνηση. Με τα γόνατα κολλημένα, τα πόδια ν’ ακουμπούν το ένα το άλλο, το αριστερό χέρι ακουμπισμένο στο αριστερό πόδι, έτσι καθισμένος σαν μαθητής μπροστά στο δάσκαλο, ήπιε ο Γκρενούιγ το πιο έξοχο άρωμα απ’ τα κελάρια της καρδιάς του, το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Η θλίψη του ο λοένα μεγάλωνε. Ήξερε ότι είχε πιει πολύ· το είχε παρακάνει. Ήξερε ότι δεν άντεχε τόση ευτυχία. Κι όμως άδειασε το μπου κάλι: προχώρησε ξανά στο σκοτεινό διάδρομο, απ’ το δρόμο στην εσωτερική αυλή. Πλησίασε στο φως. Το κορίτσι καθόταν και καθάριζε τα δαμάσκηνα. Από μακριά ακούγονταν τα βαρε λότα και τα πυροτεχνήματα... Ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι κι έμεινε λίγο ακόμα κα θισμένος, λες κι η ευαισθησία και το μεθύσι δεν τον άφηναν να κουνηθεί. Έμεινε έτσι λίγα λεπτά μόνο, ώσπου και τα τελευταία ίχνη της γεύσης χάθηκαν απ’ τη γλώσσα του. Κοιτούσε ίσια μπροστά με απλανές βλέμμα. Το κεφάλι του είχε αδειάσει α πότομα, σαν τα μπουκάλια. Ύστερα έγειρε στο πλάι, στον πορφυρόχρωμο καναπέ και αμέσως βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο. Την ίδια στιγμή αποκοιμήθηκε κι ο πραγματικός Γκρενούιγ πάνω στην κουβέρτα του. Κι ο ύπνος του ήταν το ίδιο βαθύς και λυτρωτικός, γιατί οι ηρωικές πράξεις και τα κατορθώματα του άλλου τον είχαν κουράσει κι αυτόν — στο κάτω-κάτω, οι δυο τους δεν ήταν παρά ένα και το αυτό πρόσωπο. Όταν όμως ξυπνούσε, δεν ξυπνούσε μέσα στο πορφυρένιο σαλόνι του πορφυρού πύργου του πίσω απ’ τα εφτά τείχη, ούτε στα ανοιξιάτικα μυρωδάτα λιβάδια της ψυχής του, παρά μόνος και έρημος μέσα στο πέτρινο λαγούμι του, πάνω στα σκληρά βράχια, στο βαθύ σκοτάδι. Αιγοθυμούσε απ’ την πείνα και τη δίψα, έτρεμε κι είχε τα μαύρα του χάλια, σαν τον μέθυσο μετά από μια ολόκληρη νύχτα οινοποσίας. Σερνόταν κι έβγαινε με τα τέσσερα απ’ την τρύπα του. Έξω, ό,τι ώρα κι αν ήταν, συνήθως στην αρχή ή στο τέλος της νύχτας, το φως των αστεριών του φαινόταν έντονο κι οδυ νηρό στα μάτια: Ο αέρας έμοιαζε σκονισμένος, βρόμικος, του
έκαιγε τα πνευμόνια- οι γραμμές γύρω του σκληρές, σκουντουφλούσε στα βράχια. Ακόμα κι οι πιο απαλές και τρυφερές μυ ρωδιές του φαίνονταν έντονες και διαπεραστικές, τώρα που η όσφρηση του είχε ξεσυνηθίσει τον κόσμο. Ο Γκρενούιγ, το τσιμπούρι, είχε γίνει τόσο ευαίσθητος, σαν το καβουράκι, που εγκατέλειψε το κοχύλι του και κολυμπάει γυμνό στη θάλασσα. Πήγαινε και κόλλαγε τα χείλια του στη σχισμάδα του βρά χου κι έγλειφε το νερό, μία δύο ώρες, ήταν μαρτύριο, ο χρόνος δεν περνούσε, ο χρόνος που ήταν αναγκασμένος να βρίσκεται στον πραγματικό κόσμο, που του τσουρούφλιζε το δέρμα. Έ βγαζε με τα νύχια του λίγα μούσκλια απ’ τις πέτρες και τα ’χωνε στο στόμα του, γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα έπρεπε να φάει και να τελειώνει, λες και τον κυνηγούσαν, λες και ήταν ένα μικρό ζωάκι με τρυφερή και μαλακιά σάρκα και τα γεράκια έγραφαν κιόλας κύκλους πάνω απ’ το κεφάλι του. Γρήγορα, γρήγορα γυρ νούσε στην τρύπα του, στο βάθος του λαγουμιού και ξάπλωνε στην κουβέρτα του. Εκεί ήταν επιτέλους και πάλι ασφαλής. Ακουμπούσε την πλάτη του στο βράχο, τέντωνε τα πόδια και περίμενε. Έπρεπε να κρατήσει το σώμα του ακίνητο, εντελώς ακίνητο, σαν ένα δοχείο που στην παραμικρή κίνηση θα ξεχεί λιζε. Σιγά-σιγά κατάφερνε να κυριαρχήσει την αναπνοή του. Η ταραγμένη του καρδιά χτυπούσε πιο ήσυχα, η τρικυμία μέσα του υποχωρούσε. Κι απότομα ερχόταν η μοναξιά και τον σκέ παζε, σαν την κατάμαυρη επιφάνεια ενός καθρέφτη. Έκλεινε τα μάτια. Η σκοτεινή πόρτα που οδηγούσε στον εσωτερικό του κόσμο άνοιγε, κι εκείνος έμπαινε μέσα. Αρχιζε κιόλας η επό μενη παράσταση στο θέατρο της ψυχής του Γκρενούιγ.
6 Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες. Έτσι πέ ρασαν εφτά ολόκληρα χρόνια. Όλον αυτό τον καιρό στον έξω κόσμο γινόταν πόλεμος, με γάλος πόλεμος. Παντού γίνονταν μάχες, στη Σιλεσία, στη Σα ξονία, στο Ανόβερο, στο Βέλγιο, στη Βοημία και την Πομερα
νια. Τα στρατεύματα του Βασιλιά σκοτώνονταν στην Έσση και τη Βεστφαλία, στις Βαλεαρίδες, στην Ινδία, στο Μισισιπή και στον Καναδά, αν κατόρθωναν να φτάσουν μέχρις εκεί και δεν τ’ αποδεκάτιζε στο δρόμο ο τύφος. Ο πόλεμος σήμανε το θάνα το ενός εκατομμυρίου ανθρώπων, ο Βασιλιάς της Γαλλίας έχα σε τις αποικίες του κι όλες οι χώρες που πήραν μέρος στη σύγ κρουση έχασαν τόσο πολύ χρυσάφι, ώστε με βαριά καρδιά α ποφάσισαν να κλείσουν ειρήνη. Ο Γκρενούιγ, κάποτε, λίγο έλειψε να παγώσει, χωρίς να το καταλάβει. Πέντε μέρες έμεινε στο πορφυρένιο σαλόνι, κι όταν ξύπνησε μέσα στο λαγούμι του, δεν μπορούσε να σαλέψει απ’ το κρύο. Γρήγορα έκλεισε και πάλι τα μάτια του, για να πεθάνει στον ύπνο του. Τότε όμως άλλαξε ευτυχώς ο καιρός και ζέστα νε, κι ο Γκρενούιγ σώθηκε. Μιαν άλλη φορά το χιόνι ήταν τόσο πολύ που δεν άντεχε να φτάσει μέχρι το παγωμένο χορτάρι. Όλον εκείνο τον καιρό τρεφόταν με νυχτερίδες που τις είχε σκοτώσει η παγωνιά. Κάποτε Βρήκε μπροστά στην τρύπα της σπηλιάς του ένα ψόφιο κοράκι. Το έφαγε. Αυτά ήταν όλα κι όλα τα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου που έπεσαν στην αντίληψη του. Ζούσε τέλεια απομονωμένος μέσα στο βουνό του, μέσα στο βασίλειο της ψυχής του. Και θα ’μενε εκεί ως τον θάνατο του (γιατί δεν του έλειπε τίποτα), αν δε μεσολαβούσε μια καταστροφή που τον έδιωξε απ’ το βουνό και τον ανάγκασε να ξαναγυρίσει στον κόσμο.
7 Η καταστροφή αυτή δεν ήταν ούτε σεισμός, ούτε πυρκαγιά, ούτε κατολίσθηση. Δεν ήταν μια φυσική καταστροφή, που έγινε στον εξωτερικό κόσμο, αλλά στον εσωτερικό κόσμο του Γκρε νούιγ, και γι’ αυτό ακριβώς αποδείχτηκε ιδιαίτερα οδυνηρή: του έκλεισε τη μοναδική του διέξοδο. Έγινε την ώρα που κοι μόταν. Στο όνειρό του. Ή μάλλον στο όνειρο του ύπνου της καρδιάς της φαντασίας του. Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ, στο πορφυρένιο σαλόνι
του και κοιμόταν. Γύρω του βρίσκονταν αραδιασμένα τα άδεια μπουκάλια. Είχε πιει απίστευτες ποσότητες, στο τέλος μάλιστα ήπιε δύο ολόκληρα μπουκάλια από το άρωμα του κοριτσιού με τα κόκκινα μαλλιά. Φαίνεται ότι τον πείραξε, γιατί ο ύπνος του, παρόλο που ήταν βαθύς σαν λήθαργος, δεν ήταν ατάραχος αυ τή τη φορά: εφιαλτικά όνειρα τον διαπερνούσαν και τον ανησυ χούσαν. Οι εφιάλτες αυτοί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η υποψία μιας άγνωστης μυρωδιάς. Στην αρχή πέρασε σε λεπτά κύματα από τη μύτη του Γκρενούιγ, ύστερα έγινε όλο και πιο έντονη, πιο πυκνή, σαν σύννεφο. Λες και βρισκόταν στη μέση ενός βάλτου κι απ’ τα νερά γύρω του σηκωνόταν ομίχλη. Σε λίγο η ομίχλη τον σκέπασε ολόκληρο, τον έπνιξε τόσο που δεν μπο ρούσε ν’ ανασάνει. Αν δεν ήθελε να πεθάνει από ασφυξία, έ πρεπε ν’ αναπνεύσει αυτή την ομίχλη που τον κύκλωνε. Κι αυτή η ομίχλη, όπως είπαμε, είχε μια μυρωδιά. Ο Γκρενούιγ ήξερε τι ήταν αυτή η μυρωδιά. Ήταν η δική του. Η ομίχλη ήταν η μυ ρωδιά του, η μυρωδιά του Γκρενούιγ. Το τρομαχτικό όμως ήταν ότι ο Γκρενούιγ μόλο που ήξερε ότι αυτή η μυρωδιά ήταν η δική του, δεν μπορούσε να τη μυρί σει. Δεν μπορούσε να μυρίσει τον εαυτό του, παρόλο που πνι γόταν μέσα στην ίδια του τη μυρωδιά! ’Οταν συνειδητοποίησε τι του συνέβαινε, ξέσπασε σε τέτοιες τρομερές κραυγές λες και τον έκαιγαν ζωντανό. Οι φωνές του γκρέμισαν τους τοίχους του πορφυρού σαλονιού και τα τείχη του πύργου, ξέφυγαν απ’ την καρδιά του κι έτρεξαν μανιασμέ νες στις έρημους, στα βαλτοτόπια και στα χαντάκια της ψυχής του, σαν πύρινες φλόγες ξέσκισαν τη νύχτα του βασιλείου του· άγριες ξεχύθηκαν οι φωνές του απ’ το στόμα του, απ’ το πέτρινο λαγούμι του μέσα στον έξω κόσμο, στο οροπέδιο του Σεν Φλουρ — ήταν σαν να ούρλιαζε το ίδιο το βουνό. Ο Γκρενούιγ ξύπνησε απ’ τις ίδιες του τις φωνές. Με τα χέρια του προσπα θούσε ακόμα ν’ απομακρύνει την ομίχλη του ονείρου του, που απειλούσε να τον πνίξει. Είχε φοβηθεί μέχρι θανάτου, έτρεμε ολόκληρος απ’ τον τρόμο. Αν τα ουρλιαχτά του δεν είχαν δια λύσει την ομίχλη, θα είχε πνιγεί μέσα στον ίδιο του τον εαυτό ― φριχτός κι αποτρόπαιος θάνατος. Ο πανικός τον πλημμύριζε
και μόνο που το σκεφτόταν. Κι ενώ ακόμα καθόταν τρέμοντας και προσπαθούσε να συγκρατήσει τον πανικό του και τις μπερ δεμένες σκέψεις του, μια απόφαση σχηματιζόταν κιόλας μέσα του: θα άλλαζε τη ζωή του, έστω και μόνο για να μην ονειρευτεί για δεύτερη φορά αυτόν τον απαίσιο εφιάλτη. Δεν άντεχε να περάσει ξανά τα ίδια. Έριξε την κουβέρτα του στους ώμους και σύρθηκε έξω. Ή ταν πρωί, το πρωί μιας μέρας προς το τέλος του Φλεβάρη. Ο ή λιος έλαμπε. Η γη μύριζε βρεμένη πέτρα, μούσκλια και νερό. Ο αέρας έφερνε μια αδιόρατη μυρωδιά ανεμώνας. Μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς κάθισε κατάχαμα. Οι ακτίνες του ήλιου έπε φταν πάνω του και τον ζέσταιναν. Ανάσαινε το δροσερό αέρα. Ο φόβος του έσφιγγε την καρδιά ακόμα και στη σκέψη του θανά σιμου κινδύνου που πέρασε, κι ανατρίχιαζε από χαρά καθώς ένι ωθε τη ζεστασιά του ήλιου. Τι καλά που ο εξωτερικός αυτός πραγματικός κόσμος υπήρχε ακόμα, τώρα που τον είχε χρεια στεί σαν καταφύγιο. Τι φρίκη, τι τρόμος, αν στην έξοδο της σπηλιάς δεν έβρισκε τίποτα! Ούτε το φως, ούτε μυρωδιά, ούτε τίποτα — μόνο αυτή την αποτρόπαιη ομίχλη, μέσα, έξω, πα ντού... Σιγά-σιγά η ταραχή του πέρασε· η αρπάγη του φόβου χα λάρωσε κι ο Γκρενούιγ άρχισε να νιώθει πιο ασφαλής. Κατά το μεσημέρι είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία του. Έφερε τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού στη μύτη κι ανάσανε βαθιά. Το μόνο που ένιωσε ήταν ο υγρός ανοιξιάτικος αέρας, φορτωμένος με το άρωμα της ανεμώνας. Τα δάχτυλά του δεν μύριζαν τίποτα. Γύρισε το χέρι του ανάποδα και μύρισε τη χούφτα του. Ένιωσε τη ζεστασιά της, αλλά δεν μύρισε τίποτα. Ανασήκωσε το σκι σμένο μανίκι του πουκαμίσου του κι έχωσε τη μύτη του στο μέ σα μέρος του αγκώνα. Ήξερε ότι σ’ αυτό το σημείο όλοι οι άν θρωποι μυρίζουν με τη δική τους μυρωδιά. Εκείνος όμως δεν μύριζε τίποτα. Δε μύριζε ούτε καν στις μασχάλες, στα πόδια ή στα γεννητικά του όργανα. Ήταν γελοίο: αυτός, ο Γκρενούιγ, που μπορούσε να διακρίνει από μίλια μακριά τη μυρωδιά των άλλων ανθρώπων, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη μυρωδιά του εαυτού του! Ωστόσο, δεν τον έπιασε πανικός. Προσπαθώντας
να σκεφτεί με ψυχραιμία, είπε στον εαυτό του: «Δεν είναι αλή θεια ότι δεν μυρίζω αφού όλα έχουν μια μυρωδιά. Μάλλον μυ ρίζω και δεν το καταλαβαίνω γιατί έχω συνηθίσει τόσο πολύ σ’ αυτή τη μυρωδιά απ’ τη γέννησή μου μέχρι σήμερα, που η μύτη μου δεν αντιδρά πια. Αν μπορούσα ν’ απομακρύνω τη μυρωδιά μου από μένα και να την ξαναμυρίσω μετά από λίγο καιρό, τότε σίγουρα θα την καταλάβαινα». Άφησε την κουβέρτα πλάι του κι έβγαλε τα ρούχα του, ή μάλλον ό,τι κουρέλια είχαν απομείνει απ’ τα ρούχα που φο ρούσε. Εφτά ολόκληρα χρόνια δεν τα είχε βγάλει ούτε στιγμή. Θα ’πρεπε λοιπόν να είναι ποπσμένα με τη μυρωδιά του κορ μιού του. Τα άφησε σωρό μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς κι απομακρύνθηκε. Ύστερα ανέβηκε, για πρώτη φορά μετά από εφτά χρόνια, στην κορυφή του βουνού. Εκεί κάθησε στο ίδιο μέρος, όπου είχε καθήσει και την πρώτη μέρα, όταν έφτασε ε κεί έστρεψε τη μύτη του προς τα δυτικά κι άφησε τον άνεμο να χτυπάει στο γυμνό κορμί του. Σκόπευε να γεμίσει τα πνευμόνια και το σώμα του με τον δυτικό άνεμο — με τη μυρωδιά δηλαδή της θάλασσας και των λιβαδιών - έτσι ώστε στη συνέχεια να μπορεί να διακρίνει τη μυρωδιά των ρούχων του. Για να μη φτάνει ως τη μύτη του η μυρωδιά του κορμιού του, έσκυβε μπροστά στο στήθος και τέντωνε το λαιμό του όσο μπορούσε ενάντια στον αέρα, ενώ άπλωνε τα χέρια προς τα πίσω. Έμοιαζε με κολυμβητή, τη στιγμή που ετοιμάζεται να πηδήξει στο νερό. Σ’ αυτή την περίεργη στάση έμεινε αρκετές ώρες· το δέρμα του ασυνήθιστο πια στο φως, κοκκίνισε κάτω απ’ τις αναιμικές ακτίνες του ήλιου. Το σούρουπο κατέβηκε ξανά στη σπηλιά του. Από μακριά κιόλας διέκρινε το σωρό με τα κουρέλια του μπροστά στο άνοιγμα του βράχου. Περπάτησε τα τελευταία μέ τρα, που τον χώριζαν απ’ τα ρούχα του, κρατώντας τη μύτη του κλειστή και δεν την άνοιξε παρά μόνο όταν έσκυψε κι έχωσε σχεδόν το πρόσωπο του μέσα τους. Έκανε τη δοκιμή, όπως του είχε δείξει ο Μπαλντίνι, ανάσανε κι ύστερα άφησε τον αέρα να βγει σε δόσεις. Για να πιάσει τη μυρωδιά, έφτιαξε με τα δυο του χέρια ένα χωνί πάνω απ’ τα ρούχα του και κόλλησε τη μύτη του στο στενό τους άνοιγμα. Έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του
για να μυρίσει τη μυρωδιά των ρούχων του. Αλλά μυρωδιά δεν υπήρχε. Υπήρχαν χιλιάδες άλλες μυρωδιές, αλλά όχι η δική του, η μυρωδιά του κορμιού του. Η μυρωδιά της πέτρας, της άμ μου, της λειχήνας, του ρετσινιού, η μυρωδιά από το αίμα του κόρακα — ακόμα και η μυρωδιά απ’ το σαλάμι, που είχε αγο ράσει πριν πολλά χρόνια κοντά στο Σουλί — διακρίνονταν κα θαρά. Τα ρούχα του είχαν κρατήσει σημειώσεις για τις μυρω διές που είχε γνωρίσει τα τελευταία εφτά, οχτώ χρόνια. Μόνο τη δική του μυρωδιά δεν είχαν κρατήσει, τη μυρωδιά εκείνου που τα φορούσε συνέχεια όλον αυτό τον καιρό. Μέσα του ξύπνησε ο φόβος. Ο ήλιος είχε βασιλέψει. Στε κόταν γυμνός μπροστά στο λαγούμι που τον φιλοξένησε για ε φτά ολόκληρα χρόνια. Ο άνεμος φυσούσε δυνατά και το κορμί του έτρεμε απ’ το κρύο, εκείνος όμως δεν το ένιωθε, γιατί μέσα του το κρύο κι η παγωνιά του φόβου ήταν μεγαλύτερα. Δεν ή ταν ο ίδιος φόβος, που είχε νιώσει στο όνειρο του, αυτός ο φρι χτός πανικός ότι θα πνιγεί μέσα στις ίδιες του τις αναθυμιάσεις· απ’ αυτό το φόβο έπρεπε να ξεφύγει με κάθε θυσία και το είχε κάνει. Αυτό που ένιωθε τώρα ήταν φόβος, επειδή δεν γνώριζε με βεβαιότητα τον εαυτό του. Βρισκόταν στους αντίποδες ακρι βώς του άλλου φόβου. Κι απ’ αυτόν τον δεύτερο φόβο δεν μπορούσε να ξεφύγει· αντίθετα, έπρεπε να τον πλησιάσει και να τον αντιμετωπίσει. Έπρεπε να μάθει — όσο κι αν αυτό τον τρόμαζε — αν είχε μυρωδιά ή όχι. Και μάλιστα τώρα αμέσως. Χώθηκε ξανά στη σπηλιά. Μετά από λίγα μέτρα βρέθηκε σε απόλυτο σκοτάδι, αυτό όμως καθόλου δεν τον ενόχλησε. Χι λιάδες φορές είχε κάνει αυτό το δρόμο, τον ήξερε πια απέξω, κάθε βήμα και κάθε στροφή, γνώριζε απ’ τη μυρωδιά κάθε προεξοχή της πέτρας και την απόφευγε. Δεν ήταν δύσκολο να βρει το δρόμο του. Δύσκολο ήταν να ξεπεράσει την ανάμνηση της κλειστοφοβίας που είχε νιώσει στο όνειρό του, που τον τύ λιγε και τον έπνιγε, όσο προχωρούσε. Είχε όμως θάρρος. Δη λαδή ο φόβος της αμφιβολίας τον βοηθούσε να καταπολεμή σει το φόβο της ανάμνησης· και τα κατάφερε γιατί ήξερε ότι δεν έχει άλλη εκλογή. Όταν έφτασε στο βάθος της τρύπας εκεί που τα τοιχώματα ενώνονταν, οι φόβοι του εξαφανίστηκαν. Αισθα
νόταν ήσυχος, το μυαλό του ήταν καθαρό και η μύτη του σε πλήρη ετοιμότητα· κάθησε στις φτέρνες του, έβαλε τα χέρια πά νω στα μάτια του και μύρισε. Εδώ σ’ αυτό το μέρος, σ’ αυτόν τον πέτρινο τάφο, μακριά απ’ τον κόσμο, είχε ζήσει εφτά ολό κληρα χρόνια. Αν είχε αφήσει κάπου σ’ αυτή τη γη τη μυρωδιά του ήταν εδώ, και μόνον εδώ. Ανάσαινε αργά και προσεχτικά, χωρίς να βιάζεται. Έμεινε έτσι ένα τέταρτο της ώρας. Η μνήμη του δεν γελιόταν: ήξερε με κάθε ακρίβεια πώς μύριζε αυτό το μέρος πριν εφτά χρόνια: πέτρα, υγρασία και αρμυρή δροσιά· η καθαρότητα του ήταν τέτοια, που σίγουρα κανένας ζωντανός οργανισμός, άνθρωπος ή ζώο δεν είχε πατήσει ποτέ εκεί μέ σα... Έτσι ακριβώς μύριζε και τώρα. Έμεινε σ’ αυτή τη θέση λίγο ακόμα, κουνώντας σιγανά το κεφάλι του. Ύστερα γύρισε κι έφυγε, στην αρχή σκυφτός, ώ σπου να βγει πιο έξω, εκεί που η σπηλιά ψήλωνε, κι έπειτα με ίσιο σώμα, όρθιος, στο ύπαιθρο. Φόρεσε τα κουρέλια του (τα παπούτσια του είχαν σαπίσει εδώ και χρόνια), τύλιξε την κουβέρτα στους ώμους του κι έφυγε την ίδια νύχτα απ’ το Πλον ντι Καντάλ τραβώντας νότια.
8 Η όψη του ήταν τρομερή. Τα μαλλιά του έφταναν μέχρι τα γόνατα κι οι λιγοστές τρίχες της γενειάδας του ως τον αφαλό. Τα νύχια του φάνταζαν γαμψά σαν των αρπαχτικών πουλιών και στα χέρια και τα πόδια, εκεί που τα κουρέλια δεν έφταναν να σκεπάσουν το σώμα του, το δέρμα του κρεμόταν κι έπεφτε φλούδες. Οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησε, σ’ ένα χωράφι κοντά στην πόλη Πιερφόρ, το ’βαλαν στα πόδια φωνάζοντας τρομαγ μένοι, όταν τον είδαν. Η άφιξή του στην πόλη ήταν γεγονός πραγματικό: οι άνθρωποι έτρεχαν «πατείς με-πατώ σε» για να τον δουν. ’Αλλοι έλεγαν πως ήταν σκλάβος που είχε δραπε τεύσει απ’ τις γαλέρες. ’Αλλοι πάλι έλεγαν ότι δεν ήταν άνθρω πος, αλλά ένα περίεργο ανακάτεμα ανθρώπου και αρκούδας,
ένα είδος πιθηκάνθρωπου που ζει στα δάση. Κάποιος άλλος, παλιός θαλασσινός, που είχε γυρίσει τον κόσμο στα ταξίδια του έλεγε πως μοιάζει με τους Ινδιάνους μιας άγριας φυλής στο Καγιέν, απ’ την άλλη μεριά του μεγάλου Ωκεανού. Τον οδήγησαν μπροστά στο δήμαρχο. Εκεί, προς γενική έκπληξη του συγκε ντρωμένου πλήθους, έδειξε το χαρτί του βοηθού αρωματοποιού, άνοιξε το στόμα του, κι ενώ τα λόγια έβγαιναν δύσκολα απ’ το στόμα του — γιατί ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε μετά από ε φτά χρόνια — διηγήθηκε στα γρήγορα την ιστορία του: είπε ότι στο δρόμο του του είχαν ριχτεί ληστές, τον είχαν πιάσει αιχμά λωτο και τον είχαν αλυσοδέσει εφτά ολόκληρα χρόνια μέσα σε μια σπηλιά. Πως όλον αυτό τον καιρό δεν είχε δει το φως του ήλιου, ούτε άνθρωπο άλλο· ότι του άφηναν το φαΐ του μέσα σ’ ένα καλάθι στα σκοτεινά· κι ότι τέλος απελευθερώθηκε με τη βοήθεια μιας σκάλας, χωρίς να ξέρει ούτε γιατί τον έπιασαν ούτε γιατί τον άφησαν. Είχε σκεφτεί αυτή την ιστορία, γιατί του φαινόταν πιο πιστευτή απ’ την αλήθεια· και ήταν πράγματι, γιατί εκείνη την εποχή τα βουνά κοντά στην Οβέρνη, το Λανγκεντόκ και τις Σεβένες μαστίζονταν απ’ τις ληστρικές επιθέσεις. Ο δή μαρχος τον πίστεψε και πέρασε την αναφορά του στο πρωτό κολλο· δεν παρέλειψε μάλιστα να αναφέρει την περίπτωση στον μαρκήσιο ντε λα Ταγιάντ-Εσπινάς, αφέντη της πολιτείας και μέλος του Κοινοβουλίου στην Τουλούζη. Ο μαρκήσιος, στα σαράντα του, είχε εγκαταλείψει τη ζωή της Αυλής στις Βερσαλίες, αποτραβήχτηκε στα κτήματα του και αφοσιώθηκε σης Επιστήμες. Είχε ήδη συγγράψει ένα σημαντι κό έργο για τη Δυναμική Εθνική Οικονομία, όπου πρότεινε την κατάργηση κάθε φόρου ακίνητης περιουσίας και εκτεταμένης καλλιέργειας καθώς και τη σταδιακά αυξανόμενη φορολογία του μικρού εισοδήματος· με το σύστημα αυτό θα επιβαρύνον ταν ιδιαίτερα οι φτωχότεροι αγρότες, που θα υποχρεώνονταν έτσι ν’ αναπτύξουν δραστηριότητα και ν’ αυξήσουν την παρα γωγικότητα τους. Παίρνοντας θάρρος απ’ την επιτυχία του βι βλίου του, δεν άργησε να γράψει κι ένα δοκίμιο για την αγωγή αγοριών και κοριτσιών ηλικίας πέντε ως δέκα χρόνων στη συ νέχεια στράφηκε προς την εμπειρική γεωπονία και δοκίμασε να
διασταυρώσει σπέρμα ταύρου με σπόρους διαφόρων ειδών χόρτου προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα νέο ζωικό-φυτικό είδος, για την παραγωγή του γάλακτος, ένα είδος μαστοφόρου φυτού. Μετά από μερικές επιτυχίες στα αρχικά στάδια των πει ραμάτων του, που του επέτρεψαν μάλιστα την κατασκευή ενός τυριού απ’ τα χόρτα το οποίο χαρακτηρίστηκε απ’ την Ακαδημία Επιστημών της Λυόν σαν «κατάλληλο προς βρώση, τυρί από κατσικίσιο γάλα, αν και λίγο πικρό στη γεύση», υποχρεώθηκε να σταματήσει τις προσπάθειες του εξαιτίας του τρομερού κό στους: για τον ψεκασμό των λιβαδιών απαιτούνταν εκατοντάδες λίτρα σπέρματος ταύρου και η επιχείρηση ήταν κάθε άλλο παρά συμφέρουσα. Ωστόσο η απασχόλησή του με γεωπονικά και βιολογικά προβλήματα του κίνησε το ενδιαφέρον και για όσα συνέβαιναν κάτω και πάνω απ’ το φλοιό της γης, και τη σχέση τους με τη βιόσφαιρα γενικά. Μόλις λοιπόν σταμάτησε τα πειράματά του σχετικά με τα μα στοφόρα φυτά για την παραγωγή γάλακτος, ρίχτηκε με τα μού τρα στη συγγραφή ενός δοκιμίου για τη ζωική δύναμη και την εξάρτησή της από τη γη. Η θέση του ήταν ότι η ζωή μπορεί ν’ αναπτυχθεί μόνο σε μια ορισμένη απόσταση απ’ τη γη, επειδή ο φλοιός της γης παράγει διαρκώς ένα καταστροφικό και διαλυ τικό αέριο, το λεγόμενο "fluidum letale", που παραλύει τη ζωή και την οδηγεί αργά ή γρήγορα στο θάνατο. Γι’ αυτό όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, μεγαλώνοντας, αγωνίζονταν ν’ απομα κρυνθούν απ’ τη γη· ψήλωναν δηλαδή κι έφευγαν όσο μπο ρούσαν μακριά της αντί να χώνονται μέσα της· τα πιο πολύπμα μέρη τους βρίσκονταν στο πιο ψηλό σημείο τους, το καλαμπόκι είχε τους καρπούς του πάνω-πάνω, τα λουλούδια κοιτούσαν προς τον ουρανό και το κεφάλι του ανθρώπου ήταν πάνω απ’ όλα· όταν λοιπόν τα γεράματα υποχρέωναν τους οργανισμούς να σκύψουν και πάλι στη γη και να δεχτούν την καταστροφική επίδραση του fluidum letale, τότε ο θάνατος ερχόταν γοργά. Έτσι, όταν ο μαρκήσιος ντε λα Ταγιάντ-Εσπινάς άκουσε ότι στο Πιερφόρ βρέθηκε κάποιο υποκείμενο, που είχε ζήσει εφτά χρόνια συνέχεια μέσα σε μια σπηλιά — χωμένο δηλαδή μέσα στη γη κι εκτεθειμένο στη φθοροποιό επίδραση της, ενθουσιά
στηκε και διέταξε να φέρουν αμέσως τον Γκρενούιγ στο εργα στήριο του, όπου τον εξέτασε συστημαπκά και με λεπτομέρεια. Η εξέταση αυτή του απέδειξε για μια ακόμα φορά περίτρανα την ορθότητα της θεωρίας του: το fluidum letale είχε ήδη κάνει τόσο κακό στον Γκρενούιγ ώστε το εικοσιπεντάχρονο σώμα του έδειχνε σημάδια φθοράς και θύμιζε μάλλον γέρο, παρά νέο άντρα. Ο Ταγιάντ-Εσπινάς εξήγησε ότι ο Γκρενούιγ ζούσε ακό μα αποκλειστικά και μόνο χάρη στο γεγονός ότι κατά τη διάρ κεια της φυλάκισης του εκεί, τρεφόταν με προϊόντα που είχαν έρθει απέξω, ψωμί και φρούτα. Η υγεία του θα μπορούσε ν’ α ποκατασταθεί με τη βοήθεια μιας συσκευής ζωτικότητας, που είχε εφεύρει ο ίδιος ο Ταγιάντ-Εσπινάς, και η οποία θα τον κα θάριζε εντελώς από το fluidum letale που είχε δεχτεί όλα αυτά τα χρόνια. Μια τέτοια συσκευή είχε κιόλας στηθεί στην αποθή κη του ανακτόρου του, στο Μονπελιέ, κι αν ο Γκρενούιγ συμ φωνούσε να υποβληθεί στη θεραπεία αυτή, τότε θα τον γιά τρευε απ’ την απελπιστική του κατάσταση και μάλιστα με το αζη μίωτο. .. Σε δύο ώρες βρίσκονταν κιόλας μέσα στην άμαξα. Αν και οι δρόμοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση, κατάφεραν να δια σχίσουν τα εξήντα τέσσερα μίλια ως το Μονπελιέ μέσα σε δυο μέρες· ο μαρκήσιος, παρά την προχωρημένη ηλικία του, κρα τούσε ο ίδιος το μαστίγιο και χτυπούσε άλογα και αμαξά μαζί· κι όσες φορές τους έσπασε ο άξονας ή έφυγε ο τροχός, κατέβη κε και επέβλεψε ο ίδιος τις επισκευές. Τόσο γοητευμένος ήταν με το εύρημα του, τόσο βιαστικός να πραγματοποιήσει τη θερα πεία και να παρουσιάσει τα αποτελέσματά της στη δημοσιότητα. Τον Γκρενούιγ δεν τον άφησε να βγει ούτε μια φορά απ’ την άμαξα. Τον υποχρέωσε να μείνει εκεί, τυλιγμένος στα κουρέλια του και σε μια κουβέρτα γεμάτη λάσπη και υγρά χώματα. Σ’ όλο το ταξίδι δεν του έδινε να φάει παρά μόνο ωμές ρίζες και βολ βούς. Ο μαρκήσιος έλπιζε ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα διατηρούσε τον άρρωστό του κάτω απ’ την επίδραση των δηλητηριωδών γήινων αναθυμιάσεων. Φτάνοντας στο Μονπελιέ οδήγησε αμέσως τον Γκρενούιγ στο υπόγειο του ανακτόρου του κι έστειλε προσκλήσεις σ’ όλα
τα μελή της Ιατρικής Ακαδημίας, στην Ένωση Βοτανολόγων, στη Γεωπονική Σχολή, στη Φυσικομαθηματική Σχολή, στη Στοά των Φραμασόνων και όλες τις άλλες Επιστημονικές Ενώσεις που υπήρχαν στην πόλη. Και μερικές μέρες αργότερα — μια ε βδομάδα ακριβώς από τότε που εγκατέλειψε τη μοναξιά του πάνω στο βουνό — ο Γκρενούιγ βρέθηκε στο μεγάλο αμφιθέα τρο του Πανεπιστημίου του Μονπελιέ ανεβασμένος πάνω σε μια έδρα κι εκτεθειμένος στα ερευνητικά βλέμματα της αφρό κρεμας του επιστημονικού κόσμου: ήταν το γεγονός της χρο νιάς! Ο Ταγιάντ-Εσπινάς στη διάλεξή του τον περιέγραψε σαν τη ζωντανή απόδειξη για την ορθότητα της θεωρίας του σχετικά με το fluidum letale. Ξεγυμνώνοντας τη σάρκα του απ' τα κουρέ λια που τη σκέπαζαν, έδειχνε στους παραβρισκόμενους τη φθορά που είχε προκαλέσει στο κορμί του Γκρενούιγ το κατα στροφικό γήινο αέριο: να τα σημάδια απ’ τις φλύκταινες και οι ουλές που προξενήθηκαν απ’ τις καυστικές αναθυμιάσεις· ορί στε στο στήθος του ένα τεράστιο κατακόκκινο καρκίνωμα που προκάλεσε το αέριο· το δέρμα του έπεφτε· και μια προφανής συρρίκνωση του σκελετού, ιδιαίτερα στο πόδι που κούτσαινε και στην καμπούρα της ράχης· σοβαρές βλάβες είχαν υποστεί και τα εσωτερικά όργανα, η σπλήνα, το συκώτι, τα πνευμόνια, η χολή και τα έντερα, όπως έδειχνε καθαρά μια εξέταση κοπρά νων του αρρώστου· το δείγμα είχε τοποθετηθεί σε μια λεκάνη πάνω στην έδρα, ώστε να το εξετάσει όποιος ήθελε. Ανακεφα λαιώνοντας ο Ταγιάντ-Εσπινάς είπε ότι η μόλυνση του αρρώ στου εξαιτίας της εφτάχρονης έκθεσης σε fluidum letale είχε προχωρήσει τόσο, ώστε ο Γκρενούιγ βρισκόταν πιο κοντά στο θάνατο παρά στη ζωή, όπως εξάλλου όλοι μπορούσαν να δουν. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ταγιάντ-Εσπινάς, αναλάμβανε την υποχρέω ση να θεραπεύσει αυτόν τον μισοπεθαμένο άνθρωπο με τη βοήθεια της συσκευής του· η θεραπεία του, σε συνδυασμό με την κατάλληλη δίαιτα, θα τον στήλωνε στα πόδια του μέσα σε ο χτώ μόνο μέρες και θα τον επανέφερε στην προηγούμενη κα τάσταση του. Προσκάλεσε μάλιστα τους παραβρισκόμενους να πεισθούν και μόνοι τους για την επιτυχία του αυτή, που θα απο
δείκνυε περίτρανα τη θεωρία του για το fluidum letale, και να ξαναέρθουν σε μια βδομάδα για να δουν με τα μάπα τους τα α ποτελέσματα της θεραπείας του. Η διάλεξη είχε τρομερή επιτυχία. Το επιφανές ακροατήριο ξέσπασε στο τέλος σε δυνατά χειροκροτήματα και ύστερα πέρα σαν με τη σειρά ο ένας πίσω απ’ τον άλλο μπροστά από το έ δρανο, πάνω στο οποίο στεκόταν ο Γκρενούιγ. Με την τεχνητά διατηρημένη εγκατάλειψη του και τις παλιές του ουλές και ανα πηρίες ήταν στ’ αλήθεια τόσο φριχτός στην όψη, ώστε όλοι τον περνούσαν για μισοπεθαμένο και τελειωτικά χαμένο, χωρίς ελ πίδα σωτηρίας, αν και ο ίδιος ένιωθε γερός και δυνατός. Μερι κοί από τους κυρίους τον άγγιζαν εξεταστικά, τον παρατηρού σαν, εξέταζαν το στόμα και τα μάτια του. Άλλοι του απεύθυναν τον λόγο και τον ρωτούσαν για τη ζωή του στη σπηλιά και την τωρινή του κατάσταση. Εκείνος όμως, υπακούοντας στις αυστη ρές οδηγίες που του είχε δώσει από πριν ο μαρκήσιος, απα ντούσε σ’ αυτές τις ερωτήσεις μ’ έναν υπόκωφο ρόγχο, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε με τα χέρια του το λαρύγγι του, θέλοντας έτσι να πει ότι κι αυτό το μέρος του κορμιού του ήταν φαγωμένο απ’ το fluidum letale. Στο τέλος της εκδήλωσης ο Ταγιάντ τον πήρε αμέσως και τον πήγε στην αποθήκη του ανακτόρου του. Εκεί, μπροστά σε μερικά επίλεκτα μέλη της Ιατρικής Ακαδημίας τον έκλεισε στη συσκευή ζωηκότητας, ένα κουβούκλιο φτιαγμένο με σανίδια από ξύλο πεύκου· ο χώρος αεριζόταν, με τη Βοήθεια μιας καμι νάδας-αναρροφητή, με αέρα απ’ τα ψηλότερα στρώματα της α τμόσφαιρας, που δεν ήταν καθόλου μολυσμένος από fluidum letale. Στο πάτωμα υπήρχε μια Βαλβίδα που επέτρεπε την έξοδο του χρησιμοποιημένου αέρα. Μια ολόκληρη ομάδα υπηρέτες φρόντιζαν νύχτα-μέρα, ώστε το σύστημα να μένει σε λειτουρ γία. Σ’ αυτό το κουβούκλιο λοιπόν κλείστηκε ο Γκρενούιγ και υποχρεώθηκε να μείνει εκεί, ενώ ο αέρας γύρω του άλλαζε διαρκώς· σε τακτά χρονικά διαστήματα άνοιγε ένα μικρό πλαϊ νό χώρισμα που επέτρεπε να περάσουν από κει τα διαιτητικά του γεύματα: σούπα από περιστέρια, κρέας κορυδαλλού, ραγού από αγριόπαπιες, φρούτα από ψηλά δέντρα, ψωμί από ειδικό
στάρι, εξαιρετικά ψηλό, κρασί απ’ τα Πυρηναία, γάλα απ’ τα α γριοκάτσικα των Άλπεων και μαρέγκα απ’ τα αβγά των που λιών, που τρέφονταν επίτηδες γι’ αυτό το σκοπό στη στέγη του ανακτόρου. Πέντε μέρες κράτησε αυτή η συνδυασμένη θεραπεία κά θαρσης και αναζωογόνησης. Ύστερα ο μαρκήσιος διέταξε να σταματήσουν οι ανεμιστήρες και μετέφερε τον Γκρενούιγ στα λουτρά, όπου τον άφησε να μουλιάσει ώρες ολόκληρες σε χλιαρό νερό της βροχής. Τέλος τον έπλυναν από τα νύχια ως την κορφή με σαπούνι από καρυδέλαιο του Ποτόζι, μιας πολι τείας ψηλά πάνω στις Άνδεις. Του έκοψαν τα νύχια των ποδιών και των χεριών, του καθάρισαν τα δόνπα με καλοτριμμένη ασβεστόπετρα, τον ξύρισαν, τον κούρεψαν, τον χτένισαν και τον άλειψαν με κρέμα στα μαλλιά. Ήρθε ο ράφτης και ο παπου τσής· ο Γκρενούιγ απόχτησε μεταξωτό πουκάμισο στα μέτρα του με άσπρη τραχηλιά και άσπρες δαντέλες στις μανσέτες, μεταξω τές κάλτσες, παντελόνι και ζακέτα από μπλε βελούδο, κι ωραία παπούτσια από μαύρο δέρμα με αγκράφες, που έκρυβαν μ’ ε πιδεξιότητα την αναπηρία του δεξιού ποδιού του. Με τα ίδια του τα χέρια έστρωσε ο μαρκήσιος την πούδρα πάνω στο βλογιο κομμένο πρόσωπο του Γκρενούιγ, του πέρασε κοκκινάδι στα χείλια και στα μάγουλα και μαύρο μολύβι στα ματόκλαδα και στα φρύδια, για να φαίνεται ωραιότερος. Τέλος τον ράντισε με το προσωπικό του άρωμα, μια σχετικά απλή μυρωδιά από μενε ξέδες, κι έκανε μερικά βήματα πίσω για να θαυμάσει το έργο του και να εκφράσει τον ενθουσιασμό του με λόγια. «Κύριε», άρχισε τελικά, «είμαι καταγοητευμένος με τον εαυ τό μου. Είμαι συγκινημένος από τη μεγαλοφυία μου. Φυσικά, ουδέποτε αμφέβαλλα για την ορθότητα της θεωρίας μου· ω στόσο η επαλήθευσή της στην πράξη με έχει συγκλονίσει. Ή σασταν ένα ζώο και σας έκανα άνθρωπο. Μια πράξη θεϊκή. Ε πιτρέψτε μου να αισθάνομαι συγκινημένος! Πλησιάστε τον κα θρέφτη και κοιτάξτε τον εαυτό σας! Θα διαπιστώσετε για πρώτη φορά στη ζωή σας ότι είστε άνθρωπος - ίσως όχι εξαιρετικός ή υπέροχος, πάντως άνθρωπος απόλυτα κανονικός. Πηγαίνετε, κύριε! Κοιταχτείτε και θαυμάστε το θαύμα που έκανα!»
Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αποκαλούσε τον Γκρενούιγ «κύριο». Πήγε στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ξαναδεί ποτέ του καθρέφτη. Είδε μπροστά του έναν άντρα με καλοραμμένο μπλε κουστούμι, άσπρο πουκάμισο και μεταξωτές κάλτσες. Ενστικτωδώς υποκλίθηκε, όπως το έκανε πάντα μπροστά στους καλοντυμένους κυρίους. Ο κύριος απέ ναντι του όμως υποκλίθηκε κι αυτός, κι όταν ο Γκρενούιγ ση κώθηκε, έκανε κι εκείνος το ίδιο- έπειτα έμειναν κι οι δυο ακί νητοι και κοιτάζονταν. Αυτό που έκανε τον Γκρενούιγ κυρίως να τα χάσει ήταν το γεγονός ότι η εμφάνισή του έμοιαζε απίστευτα συνηθισμένη και κανονική. Ο μαρκήσιος είχε δίκιο: δεν έδειχνε τίποτα το ιδιαί τερο, δεν ήταν ούτε ωραίος, ούτε άσχημος. Ήταν λίγο κοντός, η στάση του έδειχνε κάποια αδεξιότητα, το πρόσωπό του φά νταζε ανέκφραστο, με λίγα λόγια ήταν ολόιδιος με χιλιάδες άλ λους ανθρώπους. Αν αυτή τη στιγμή κατέβαινε στο δρόμο, κα νείς δεν θα γυρνούσε να τον κοιτάξει. Ένας τέτοιος άντρας δεν θα τραβούσε την προσοχή κανενός, ούτε καν τη δική του, του Γκρενούιγ, αν τύχαινε να τον συναντήσει στο δρόμο· παρεκτός και καταλάβαινε ότι ο άντρας αυτός δεν μύριζε τίποτα, εκτός από μενεξέ. Κι όμως, πριν δέκα μόλις μέρες οι γεωργοί το ’χαν βάλει στα πόδια φωνάζοντας μόλις τον είδαν. Και τότε δεν ένιωθε διαφορετικά από τώρα — και τώρα, αν έκλεινε τα μάτια, αισθα νόταν το ίδιο ακριβώς όπως τότε. Ανάπνευσε βαθιά κι ένιωσε το άρωμα κακής ποιότητας και το βελούδο και το φρεσκοβαμμένο δέρμα των παπουτσιών του· μύρισε το μετάξι, την πούδρα και το κοκκινάδι, ακόμα και την ανεπαίσθητη μυρωδιά του σαπουνιού απ’ το Ποτόζι. Και τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν η σούπα από πε ριστέρια κι οι εξαεριστήρες που τον έκαναν άνθρωπο, αλλά τα ρούχα, το κούρεμα και τα καλλυντικά. Ανοιξε τα μάτια του και κοίταξε θαμπωμένος τον κύριο στον καθρέφτη να τον κοιτάζει θαμπωμένος και κάτι σαν υπο ψία χαμόγελου πέρασε απ’ τα κατακόκκινα χείλια του, σαν να ’θελε απλά να του δείξει ότι δεν τον έβρισκε τελείως αντιπαθητι
κό. Αλλά κι ο Γκρενούιγ έβρισκε ότι ο κύριος στον καθρέφτη, αυτή η άοσμη μορφή, ντυμένη και μασκαρεμένη σαν άνθρω πος, δεν του ήταν ολότελα αντιπαθής. Του φαινόταν ότι εκείνη θα μπορούσε — αν βελτίωνε λιγάκι την εμφάνιση της — να κά νει μια εντύπωση στον κόσμο που αυτός, ο Γκρενούιγ, δεν θα κατάφερνε ποτέ. Υποκλίθηκε στη μορφή μέσα στον καθρέφτη, κι ενώ εκείνη του απαντούσε κάνοντας ακριβώς το ίδιο, είδε τα ρουθούνια της να τρέμουν...
9 Την επόμενη μέρα, την ώρα ακριβώς που ο μαρκήσιος του μάθαινε τις απαραίτητες στάσεις, κινήσεις και τα βήματα του χο ρού για την επίσημη εμφάνιση του, ο Γκρενούιγ υποκρίθηκε μια κρίση λιποθυμίας και σωριάστηκε αδύναμος κι εξαντλημέ νος στο διπλανό ντιβάνι δείχνοντας συμπτώματα κάποιου που πνίγεται και δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει. Ο μαρκήσιος έγινε έξαλλος. Φώναξε να τρέξουν οι υπηρέ τες, φώναξε να φέρουν ανεμιστήρες φορητούς και βεντάλιες, κι ενώ όλοι στριφογύριζαν σαν τρελοί, εκείνος γονάτισε δίπλα στον Γκρενούιγ και κάνοντας του αέρα με το αρωματισμένο μαντιλάκι του, τον εξόρκιζε, τον ικέτευε να σηκωθεί, να συνέλ θει, να μην παραδώσει ακόμα το πνεύμα του αλλά να περιμένει αν ήταν δυνατό μέχρι μεθαύριο· γιατί, διαφορετικά, η τεκμη ρίωση της θεωρίας του fluidum letale κινδύνευε σοβαρά. Ο Γκρενούιγ στριφογύριζε κι αγκομαχούσε, χειρονομούσε ασθμαίνοντας και προσπαθούσε ν’ απομακρύνει το μαντιλάκι απ’ το πρόσωπό του, έβηχε και πνιγόταν και τέλος αφέθηκε να πέσει δραματικά απ’ το ντιβάνι και σύρθηκε στην πιο μακρινή γωνιά του δωματίου. «Όχι αυτό το άρωμα!» φώναξε με τις τε λευταίες του δήθεν δυνάμεις, «πάρτε το μακριά μου! Με σκο τώνει!» Ο Ταγιάντ-Εσπινάς πέταξε αμέσως το μαντιλάκι του απ’ το παράθυρο και τη ζακέτα του που ήταν κι αυτή ποτισμένη με το άρωμα του μενεξέ στο διπλανό δωμάτιο. Τότε και μόνο τότε άρχισε τάχα να συνέρχεται ο Γκρενούιγ, κι εξήγησε με πιο ήρε
μη φωνή ότι αυτός, σαν αρωματοποιός, είχε μια πολύ ευαίσθη τη μύτη κι ότι ανέκαθεν, αλλά ιδιαίτερα τώρα στην ανάρρωση, αντιδρούσε πολύ σε ορισμένα αρώματα. Το ότι η μυρωδιά του μενεξέ, ενός αξιαγάπητου λουλουδιού, ασκούσε πάνω του τό σο άσκημη επίδραση, δεν μπορούσε να έχει παρά μία μόνο ε ξήγηση: φαίνεται ότι το άρωμα που χρησιμοποιούσε ο μαρκή σιος περιείχε μεγάλη ποσότητα αποστάγματος απ’ τις ρίζες του μενεξέ, που λόγω της υπόγειας προέλευσης του χειροτέρευε την κατάσταση ενός αρρώστου όπως ο Γκρενούιγ. Χτες για πρώτη φορά που έβαλε απ’ αυτό το άρωμα, ένιωσε δυνατή ζά λη και σήμερα όταν η μυρωδιά από τις ρίζες έφτασε στα ρου θούνια του, του φάνηκε ότι τον ξανάσπρωχναν στην υγρή τρύ πα μέσα στη γη, όπου έμεινε φυλακισμένος εφτά χρόνια. Το ί διο του το σώμα είχε από ένστικτο αντιδράσει, γιατί προτιμούσε το θάνατο παρά να ξαναπέσει στη φρίκη του fluidum letale, απ’ όπου τον είχε σώσει μια φορά η τέχνη και η σοφία του εξοχό τατου μαρκήσιου και τον είχε ξανακάνει άνθρωπο. Και τώρα α κόμα όλα ανακατεύονταν μέσα του, στη σκέψη και μόνο αυτού του μισητού αρώματος. Πίστευε όμως ότι σίγουρα θα συνερχό ταν αμέσως, αν ο μαρκήσιος του επέτρεπε να δημιουργήσει ένα άρωμα αποκλειστικά δικής του επινόησης. Είχε στο μυαλό του κάτι εξαιρετικά ελαφρό κι αεράτο, που θα αποτελούνταν από συστατικά τελείως απομακρυσμένα απ’ την επιφάνεια της γης: αμυγδαλόλαδο κι αιθέριο έλαιο απ’ τα άνθη της πορτοκαλιάς, ευκάλυπτο, άρωμα πεύκου και κυπαρισσιού. Ένα ράντισμα μ’ αυτό το άρωμα στα ρούχα του, λίγες σταγόνες στο λαιμό και στα μάγουλα — και θα ’ταν άτρωτος από ’κει και πέρα, δεν θα ξαναπάθαινε τέτοια κρίση... Αυτό που εμείς μεταφέραμε εδώ περιληπτικά, σε κανονικό έμμεσο λόγο, ήταν στην πραγματικότητα ένα λογίδριο που κράτησε μισή ώρα τουλάχιστον ο βήχας, το λαχάνιασμα κι οι ζαλάδες ανάγκαζαν τον Γκρενούιγ να διακόπτει συνεχώς τα λόγια του· το σώμα του έτρεμε και τα μάτια του γύριζαν ανάπο δα απ’ την αδυναμία. Ο μαρκήσιος είχε εντυπωσιαστεί τρομε ρά. Η λεπτή επιχειρηματολογία του προστατευομένου του, εμ πνευσμένη τέλεια από το πνεύμα της θεωρίας του fluidum leta
le, τον έπεισε περισσότερο απ' τα συμπτώματα. Φυσικά, το άρω μα του μενεξέ! Ένα προϊόν τόσο κοντινό στη γη, υπόγειο! Πι θανότατα είχε μολυνθεί κι ο ίδιος απ' αυτό, αφού το χρησιμο ποιούσε χρόνια. Ούτε καν υποψιάστηκε ποτέ ότι το άρωμα αυτό τον έφερνε μέρα με τη μέρα πιο κοντά στο θάνατο. Τα αρθριτικά του, η ακαμψία στο σβέρκο του, η ανικανότητα, οι αιμορ ροΐδες, η πίεση στ' αυτιά, το χαλασμένο δόντι — όλα οφείλο νταν, το δίχως άλλο, σ' αυτές τις ρίζες του μενεξέ, που ήταν μο λυσμένες με fluidum letale. Κι αυτός ο μικροκαμωμένος ανόη τος άνθρωπος, αυτός ο μίζερος και τρισάθλιος στη γωνιά του δωματίου, του είχε ανοίξει τα μάτια. Ένιωθε συγκινημένος. Θα ’θελε να πάει κοντά του, να τον σηκώσει και να τον σφίξει στην αγκαλιά του. Συγκρατήθηκε όμως στην ιδέα ότι έφερε ακόμα πάνω του το επικίνδυνο άρωμα. Φώναξε αμέσως τους υπηρέτες και πρόσταξε να πετάξουν μακριά απ' το σπίτι όλο το άρωμα που υπήρχε, να αερίσουν όλο το ανάκτορο, να βάλουν τα ρού χα του στον εξαεριστήρα και να μεταφέρουν τον Γκρενούιγ με το κλειστό φορείο στον καλύτερο αρωματοποιό της πόλης. Αυ τό ήθελε κι ο Γκρενούιγ. Η αρωματοποιία είχε παράδοση στο Μονπελιέ και παρόλο που τον τελευταίο καιρό η Γκρας το είχε επισκιάσει, υπήρχαν α κόμα στην πόλη αρκετοί καλοί αρωματοποιοί. Ο πιο γνωστός ανάμεσά τους, κάποιος Ρινέλ, συμφώνησε εξαιτίας των επαγ γελμαπκών του σχέσεων με τον μαρκήσιο Ταγιάντ-Εσπινάς, του οποίου ήταν ο προμηθευτής σε σαπούνια, αιθέρια έλαια και αρώματα, συμφώνησε λοιπόν να παραχωρήσει το εργαστήριο του για μια ώρα στο Βοηθό αρωματοποιό απ' το Παρίσι, που ήρθε με το φορείο. Αυτός πάλι δεν ήθελε να δεχτεί οδηγίες, δεν ήθελε ούτε καν να του εξηγήσουν που θα έβρισκε το καθε τί, θα τα κατάφερνε μόνος του, είπε, θα έβρισκε ό,τι χρειαζό ταν και μ' αυτά τα λόγια κλείστηκε στο εργαστήριο κι έμεινε ε κεί μια ώρα σωστή, ενώ ο Ρινέλ με τον επιστάτη του μαρκήσιου πήγαν για ένα ποτηράκι στη διπλανή ταβέρνα· εκεί ο Ρινέλ πληροφορήθηκε τους λόγους που είχαν αχρηστέψει το άρωμα του μενεξέ. Το εργαστήριο και το κατάστημα του Ρινέλ δεν ήταν τόσο
πλούσια εξοπλισμένα όσο το αρωματοποιείο του Μπαλντίνι στο Παρίσι. Με τα λιγοστά αιθέρια έλαια, αποστάγματα και αρωμα τικές ουσίες που είχε εκεί, ένας μέτριος αρωματοποιός δεν θα κατάφερνε και σπουδαία πράγματα. Ο Γκρενούιγ όμως κατά λαβε αμέσως, με την πρώτη αναγνωριστική ανάσα, ότι τα υλικά που υπήρχαν εκεί έφταναν και με το παραπάνω για το σκοπό του. Δεν ήθελε να φπάξει κάτι σπουδαίο· δεν σκόπευε να δη μιουργήσει ένα εξαιρετικό άρωμα όπως εκείνα που έφτιαχνε για τον Μπαλντίνι, ένα άρωμα πολύ πάνω απ’ το μέτριο, που θα ξετρέλαινε τους ανθρώπους. Ο πραγματικός σκοπός του δεν ή ταν καν το απλό άρωμα από άνθη πορτοκαλιάς, όπως είχε υπο σχεθεί στον μαρκήσιο. Τα συνηθισμένα αποστάγματα από νε ρολί, ευκάλυπτο και κυπαρίσσι σκοπό είχαν να κρύψουν τη μυ ρωδιά που ήθελε να φτιάξει: κι αυτή ήταν η μυρωδιά του αν θρώπινου κορμιού. Ήθελε ν’ αποκτήσει την ανθρώπινη μυρω διά, έστω κι αν δεν θα ήταν παρά ένα υποκατάστατο της πραγ ματικής, που δεν είχε. Φυσικά η μυρωδιά του ανθρώπινου σώ ματος δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και το ανθρώπινο πρό σωπο. Κάθε άνθρωπος μυρίζει αλλιώτικα απ’ τους άλλους, κα νείς δεν το ’ξερε αυτό καλύτερα απ’ τον Γκρενούιγ που μπο ρούσε να διακρίνει χιλιάδες ανθρώπους απ’ τη μυρωδιά τους και μόνο, από τη μέρα κιόλας που γεννήθηκε. Υπήρχαν όμως ορισμένα βασικά στοιχεία στην ανθρώπινη μυρωδιά, που επα ναλαμβάνονταν σταθερά από άτομο σε άτομο: μια ξινή μυρω διά ιδρώτα και λίπους, που θύμιζε τυρί, μια μυρωδιά αυτή κα θαυτή αηδιαστική, που ακολουθούσε παντού και πάντα τους ανθρώπους, και πάνω απ’ την οποία αιωρούνταν τα συννεφά κια της προσωπικής μυρωδιάς του καθενός. Αυτός ο προσωπικός τόνος ωστόσο, αυτή η μοναδική σφραγίδα της ταυτότητας του καθενός, δε γινόταν αντιληπτός απ’ την πλειονότητα των ανθρώπων. Οι περισσότεροι δεν ήξε ραν καν ότι είχαν τέτοιο πράγμα — έκαναν εξάλλου τα πάντα για να την καλύψουν κάτω απ’ τα ρούχα και τα μοντέρνα αρώ ματα. Μόνο η βασική μυρωδιά, αυτή η πρωτόγονη ανθρώπινη οσμή τους ήταν γνωστή και οικεία, ζούσαν μέσα της κι ένιωθαν ασφάλεια· κι όποιος μύριζε το ίδιο άσχημα μ’ αυτούς, τον δέ
χονταν σαν δικό τους. Το άρωμα που δημιούργησε ο Γκρενούιγ εκείνη τη μέρα ήταν πολύ παράξενο. Σίγουρα το πιο παράξενο που είχε φτια χτεί ποτέ πάνω στη γη. Δεν μύριζε σαν άρωμα, αλλά σαν άν θρωπος. Όποιος οσφραινόταν αυτό το άρωμα μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, θα πίστευε ότι μέσα στο χώρο βρισκόταν κι ένας δεύτερος άνθρωπος εκτός απ’ τον ίδιο· κι αν το φορούσε ένας άνθρωπος, που θα είχε τη δική του μυρωδιά, θα μας φαι νόταν σαν δύο άνθρωποι ή, ακόμα χειρότερα, σαν ένα διπλό τέρας, σαν μια ακαθόριστη ύπαρξη που παρουσιάζεται μπροστά μας θαμπή και θολή, σαν μια εικόνα στο βυθό μιας λίμνης, που τον έχουν ταράξει τα κύματα. Για να μιμηθεί την ανθρώπινη μυρωδιά — ανεπαρκώς, ό πως ο ίδιος ήξερε καλά, αλλά αρκετά επιδέξια ώστε να ξεγελά σει τους άλλους — ο Γκρενούιγ χρησιμοποίησε ό,τι πιο παράξε νο βρήκε στο εργαστήριο του Ρινέλ. Πίσω απ’ το κατώφλι της πόρτας ανακάλυψε ένα μικρό σω ρό βρομιές της γάτας, σχετικά φρέσκες. Πήρε μισό κουταλάκι και το ’ρίξε μαζί με λίγες σταγόνες ξίδι και κοπανισμένο αλάτι στη λεκάνη. Κάτω απ’ το τραπέζι βρήκε ένα μικρό κομματάκι τυ ρί, παραπεταμένο εκεί από κάποιο γεύμα του Ρινέλ. Είχε αρχί σει κιόλας να σαπίζει κι η μυρωδιά του ήταν πολύ έντονη. Απ’ το καπάκι του κουτιού με τις σαρδέλες έξυσε λίγη γλίτσα που μύριζε ψάρι και λάδι ταγγισμένο, το ανακάτεψε μ’ ένα κλούβιο αβγό και καστορέλαιο, αμμωνία, μόσχο και τριμμένο κόκαλο, δέρμα γουρουνιού ψιλοκομμένο και καλοχτυπημένο. Έριξε μπόλικο ζαμπέτι και τέλος πρόσθεσε οινόπνευμα σ’ αυτά τα αη διαστικά υλικά· τα ανακάτεψε ώρα πολλή και τα φιλτράρησε σ’ ένα δεύτερο δοχείο. Το μείγμα βρομούσε φριχτά, σαπίλα, απο σύνθεση και βόθρο. Αν σκόρπιζαν τις αναθυμιάσεις του στο χώρο με μια βεντάλια, τότε η μυρωδιά θα ήταν ίδια με τη δυσω δία που βασίλευε τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες στην οδό Ο Φερ στο Παρίσι, στη γωνία με τη Λεζέν, όπου ανακατεύονταν οι μυρωδιές της αγοράς, μ’ αυτές του Κοιμητηρίου των Αθώων και των γεμάτων σπιτιών. Πάνω σ’ αυτή την αποτροπιαστική βάση, που μύριζε μάλ
λον σαν πτώμα παρά σαν άνθρωπος, ο Γκρενούιγ πρόσθεσε λίγες απαλές και δροσερές μυρωδιές: μέντα, λεβάντα, νέφτι, λεμόνι, ευκάλυπτο· και σκέπασε το σύνολο με μερικά αιθέρια έλαια: από γεράνια, από τριαντάφυλλα, από άνθη πορτοκαλιάς και γιασεμί. Πρόσθεσε κι άλλο οινόπνευμα και λίγο ακόμα ξί δι. Το μίγμα δεν μύριζε πια καθόλου αηδιαστικά. Η απαίσια βρόμα είχε χαθεί σχεδόν τελείως πίσω απ' τα ευωδιαστά συ στατικά, η αηδία είχε κρυφτεί πίσω απ’ το άρωμα των λουλου διών, είχε γίνει ενδιαφέρουσα — τίποτα δεν μύριζε αποσύνθε ση, τίποτα, κανένα ίχνος. Αντίθετα το άρωμα ανάδινε έντονη τη μυρωδιά της ζωής. Ο Γκρενούιγ γέμισε δύο μπουκαλάκια, τα βούλωσε καλά και τα ’χωσε στις τσέπες του. Ύστερα έπλυνε τη λεκάνη, τα δο χεία, τα φίλτρα και τα χωνιά που είχε λερώσει. Τα έπλυνε προ σεχτικά με νερό και τα ’τρίψε με αμυγδαλόλαδο για να εξαφα νίσει τα ίχνη της δουλειάς του. Έπειτα πήρε μια δεύτερη λεκά νη κι έφτιαξε στα γρήγορα ένα άλλο άρωμα, που ήταν μια απλή απομίμηση του πρώτου: μόνο που η βάση του δεν ήταν αυτό το φριχτό μίγμα, αλλά τα συνηθισμένα: μόσχος, ήλεκτρο, ελάχι στο ζαμπέτι και λάδι από ξύλο κέδρου. Φυσικά μύριζε τελείως διαφορετικά απ' το πρώτο, πιο επίπεδα, πιο καθαρά, καθόλου βρόμικα — γιατί του έλειπαν τα συστατικά που αποτελούσαν την ανθρώπινη μυρωδιά. Αν όμως το χρησιμοποιούσε ένας συνηθι σμένος άνθρωπος κι αυτό ανακατευόταν με τη μυρωδιά του κορμιού του, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με το μείγμα που είχε φτιάξει ο Γκρενούιγ για τον εαυτό του. Γέμισε και μ' αυτό το άρωμα μερικά μπουκαλάκια κι ύστερα γδύθηκε κι αρωματίστηκε παντού με το πρώτο: κάτω απ' τις μα σχάλες, ανάμεσα στα δάχτυλα, ψηλά στα πόδια, στο στήθος, στο λαιμό, στ’ αυτιά, στα μαλλιά. Ράντισε τα ρούχα του, ντύθηκε πάλι κι έφυγε απ’ το εργαστήριο.
10 Όταν βγήκε στο δρόμο, ένιωσε ξαφνικά φόβο, γιατί ήξερε
ότι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ανάδινε ανθρώπινη μυ ρωδιά. Ο ίδιος έβρισκε ότι βρομούσε, και μάλιστα αηδιαστικά. Και δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν θεωρούσαν αυτή τη μυρωδιά βρόμα. Δεν τολμούσε να πάει κα τευθείαν στην ταβέρνα, που τον περίμεναν ο Ρινέλ κι ο επιστά της του μαρκήσιου. Του φαινόταν πολύ παρακινδυνευμένο και προτίμησε να δοκιμάσει την καινούρια του μυρωδιά πρώτα σε άγνωστο περιβάλλον. Χώθηκε στα στενά και σκοτεινά σοκάκια και κατέβηκε στο ποτάμι εκεί που ήταν τα ταμπάκικα και τα υφαντουργεία· βρο μούσε ο τόπος. Κάθε φορά που συναντούσε κάποιον, ή περ νούσε μπροστά απ' την πόρτα ενός σπιπού, εκεί που έπαιζαν τα παιδιά κι οι γυναίκες κάθονταν, ανάγκαζε τον εαυτό του να βα δίζει πιο αργά, κουβαλώντας τη μυρωδιά του πίσω του σαν ένα πηχτό και βαρύ σύννεφο. Από μικρός ήταν συνηθισμένος να μην τραβάει καθόλου την προσοχή των ανθρώπων οι άνθρωποι περνούσαν πλάι του και δεν γύριζαν καν να τον κοιτάξουν, όχι από περιφρόνηση — όπως νόμιζε κάποτε — αλλά γιατί δεν αντιλαμβάνονταν καθό λου την παρουσία του. Δεν προκαλούσε κανένα κύμα, κανένα ρεύμα στον αέρα, όπως οι άλλοι άνθρωποι, δεν είχε ίσκιο, σαν να λέμε, έτσι ώστε να τον αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Μόνο όταν έπεφτε καταπάνω σε κάποιον, σε συνωστισμό ή σε καμιά γω νιά, μόνο τότε υπήρχε μια μικρή στιγμή όπου η παρουσία του γινόταν αισθητή. Το συμβάν προκαλούσε τις περισσότερες φο ρές δυσάρεστη έκπληξη και φρίκη· όποιος κι αν ήταν αυτός που είχε πέσει πάνω του, πισωπατούσε, κοίταζε τον Γκρενούιγ για μερικά δευτερόλεπτα άναυδος, σαν να ’βλεπε κάποιο πλάσμα που, μολονότι βρισκόταν αναμφισβήτητα εκεί, μπροστά του, κατά κάποιο τρόπο δεν ήταν παρόν, δεν υπήρχε — κι ύστερα έ φευγε κι απομακρυνόταν και το ξεχνούσε στη στιγμή... Τώρα όμως, στα στενοσόκακα του Μονπελιέ, ο Γκρενούιγ το ένιωθε, το έβλεπε καθαρά — και κάθε φορά που το έβλεπε, τον διαπερνούσε ένα ρίγος ευχαρίστησης — ότι η παρουσία του γινόταν αντιληπτή. Καθώς περνούσε δίπλα από μια γυναίκα σκυμμένη στη βρύση, την είδε να σηκώνει το κεφάλι για μια
στιγμή να δει ποιος ήταν κι ύστερα, καθησυχασμένη φαίνεται, έσκυψε ξανά στη στάμνα της. Ένας άντρας, που του είχε γυρι σμένες τις πλάτες, στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε για λίγο με περιέργεια. Τα παιδιά παραμέριζαν — όχι φοβισμέ να, αλλά για να του κάνουν τόπο να περάσει· κι όταν ακόμα έ βγαιναν τρέχοντας απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους κι έπεφταν πάνω του, δεν τρόμαζαν, αλλά περνούσαν δίπλα του σαν κάτι να τα είχε προειδοποιήσει για την παρουσία του. Μετά από αρκετές τέτοιες συναντήσεις μπόρεσε να εκτιμή σει στο σωστό της μέγεθος τη δύναμη και την επίδραση της και νούριας του μυρωδιάς. Απέκτησε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και θράσος. Προχωρούσε πιο γρήγορα προς τους ανθρώπους, περνούσε κολλητά δίπλα τους, τους άγγιζε τυχαία δήθεν. Κά ποια στιγμή έσπρωξε, από απροσεξία τάχα, έναν άντρα που βάδιζε δίπλα του. Στάθηκε, ζήτησε συγγνώμη κι ο άντρας που μέχρι χτες θ’ αντιδρούσε στην παρουσία του Γκρενούιγ με δυ σάρεστη έκπληξη, δέχτηκε τη συγγνώμη του τώρα σαν να μην έγινε τίποτα, μάλιστα χαμογέλασε και χτύπησε τον Γκρενούιγ φιλικά στην πλάτη. Σε λίγο βγήκε απ’ τα δρομάκια και προχώρησε στην πλα τεία του καθεδρικού του Αγίου Πέτρου. Οι καμπάνες χτυπού σαν. Μπροστά στην πόρτα οι άνθρωποι συνωστίζονταν. Μόλις είχε τελειώσει ένας γάμος. Ήθελαν όλοι να δουν τη νύφη. Ο Γκρενούιγ προχώρησε και χώθηκε μέσα στο πλήθος. Έσπρω χνε και τρύπωνε και προχωρούσε’ ήθελε να φτάσει στην καρδιά του συνωστισμού, εκεί που οι άνθρωποι ήταν κολλημένοι ο έ νας πάνω στον άλλον, και να τους βάλει τη μυρωδιά του κάτω απ’ τη μύτη τους. Όταν έφτασε πια στη μέση του πλήθους, ά νοιξε τα χέρια και τα πόδια και χαλάρωσε το γιακά του πουκα μίσου του, για ν’ απλωθεί ανεμπόδιστα η μυρωδιά απ’ το σώμα του ολόγυρα... η χαρά του δεν είχε όρια, όταν συνειδητοποίη σε ότι οι άλλοι δεν είχαν προσέξει τίποτα, απολύτως τίποτα, ότι όλοι αυτοί οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που στριμώχνο νταν πλάι του, ήταν τόσο εύκολο να εξαπατηθούν ανάσαιναν τη δυσωδία που είχε ανακατέψει μονάχος του με τις βρομιές της γάτας, το τυρί και το ξίδι και πίστευαν ότι ήταν η δική τους
μυρωδιά, δέχονταν τον Γκρενούιγ σαν δικό τους, σαν άνθρωπο ανάμεσα στους ανθρώπους. Στα πόδια του στεκόταν ένα παιδί, ένα κοριτσάκι, στριμωγ μένο απ’ τους μεγάλους. Με υποκριτικό ενδιαφέρον το σήκωσε στα χέρια του, για να βλέπει καλύτερα. Η μάνα του παιδιού όχι μόνο το δέχτηκε, αλλά τον ευχαρίστησε κιόλας. Η μικρούλα φώναζε από χαρά. Ο Γκρενούιγ έμεινε εκεί για ένα τέταρτο της ώρας, χωμένος μέσα στο πλήθος, κρατώντας ένα ξένο παιδί στην αγκαλιά του. Κι ενώ περνούσαν από μπροστά του η νύφη κι ο γαμπρός κι οι καμπάνες χτυπούσαν χαρούμενα κι οι άνθρωποι ζητωκραύγα ζαν δυνατά και μια βροχή από νομίσματα έπεφτε πάνω στους νιόπαντρους, ο Γκρενούιγ ξέσπασε μέσα του σε άλλες κραυγές θριάμβου, ενός μαύρου θριάμβου όλο κακία· το σώμα του έ τρεμε κι ένιωθε μεθυσμένος από ένα συναίσθημα ηδονής, που ξεχείλιζε μέσα του και που δυσκολευόταν να το συγκρατήσει και να μην το φτύσει σαν δηλητήριο και χολή πάνω σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους και να τους φωνάξει κατάμουτρα πως δεν τους φοβάται· ούτε καν τους μισεί· αλλά τους περιφρονεί μ’ όλη του τη δύναμη, γιατί ήταν φοβερά ανόητοι και χαζοί· γιατί πιάνονταν κορόιδα· γιατί δεν άξιζαν τίποτα ενώ αυτός άξιζε πολλά, τα πάντα! Έσφιξε το παιδί στην αγκαλιά του, πήρε βα θιά ανάσα και ένωσε τη φωνή του με των άλλων: «Ζήτω η νύ φη! Ζήτω η νύφη! Ζήτω οι νιόπαντροι!» Όταν η συνοδεία απομακρύνθηκε κι οι άνθρωποι άρχισαν να διαλύονται, έδωσε το κοριτσάκι στη μητέρα του και μπήκε στην εκκλησία για να συνέλθει απ’ την ταραχή του και να ηρε μήσει. Στο εσωτερικό του ναού ο αέρας ήταν βαρύς απ’ τη μυ ρωδιά του λιβανιού, που καιγόταν σε δυο λιβανιστήρια μπρο στά στις πόρτες του ιερού· ο καπνός τους ανέβαινε και σκέπαζε τις αδύναμες μυρωδιές των ανθρώπων, που μόλις είχαν φύγει. Ο Γκρενούιγ κάθησε σ’ ένα στασίδι πίσω απ’ το ψαλτήρι. Ξαφνικά τον πλημμύρισε μια άφατη ικανοποίηση. Δεν ήταν μια κατάσταση μέθης, όπως τότε στα μοναχικά του όργια μέσα στο βουνό. Ήταν μια ψυχρή ικανοποίηση, όλο διαύγεια, που ξεπηδούσε απ’ τη συνείδηση της ίδιας του της δύναμης. Τώρα
πια ήξερε τι ήταν ικανός να καταφέρει. Έχοντας στη διάθεσή του ελάχιστα μέσα, χάρη στη μεγαλοφυία του και μόνο. είχε φτιάξει μια απομίμηση της ανθρώπινης μυρωδιάς και τα είχε καταφέρει τόσο καλά, ώστε μπόρεσε να ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδί. Ήξερε ότι οι δυνάμεις του δεν σταματούσαν εκεί. Ήξερε ότι μπορούσε να βελτιώσει αυτή τη μυρωδιά. Θα δημιουργούσε μια ευωδιά, που δεν θα ήταν ανθρώπινη, αλλά ανώτερη ακόμα, θα ήταν αγγελική, τόσο απερίγραπτα καλή και θελκτική, που όποιος την ανάσαινε, θα μαγευόταν και θ’ αγαπούσε μ’ όλη του την καρδιά εκείνον που θα τη σκορπούσε γύρω του, δηλαδή τον Γκρενούιγ. Θα αναγκάζονταν να τον αγαπήσουν, όταν θα ένιωθαν τη μυρωδιά του· δεν θα τον δέχονταν απλά σαν όμοιό τους, θα τον αγαπούσαν μέχρι τρέλας, μέχρι αυτοθυσίας, θα έτρεμαν από αγάπη, θα φώναζαν, θα έκλαιγαν από ευτυχία, χωρίς να ξέρουν γιατί. Θα έπεφταν στα γόνατα, όπως στην εκκλησία που ήταν γεμάτη απ’ τη μυρωδιά του λιβανιού, θα έπεφταν στα γό νατα μόλις θα τους πλησίαζε αυτός, ο Γκρενούιγ και θ’ ανάσαι ναν την ευωδιά του. Θα ήταν ο παντοδύναμος θεός των αρω μάτων, όπως το ’χε ζήσει με τη φαντασία του, μόνο που τώρα θα γινόταν στην πραγματικότητα, με πραγματικούς ανθρώπους. Ήξερε ότι μπορούσε να τα καταφέρει. Γιατί οι άνθρωποι μπο ρούσαν να κλείσουν τα μάτια τους μπροστά στο μεγαλόπρεπο και το τρομερό ή το όμορφο, μπορούσαν να κλείσουν τ’ αυτιά τους στις μελωδίες και τα μαυλιστικά λόγια. Αλλά δεν μπορού σαν να ξεφύγουν απ’ τις μυρωδιές. Η μυρωδιά ήταν αδερφή της αναπνοής. Έμπαινε μέσα στους ανθρώπους μαζί με τον αέρα που ανάσαιναν κι εκείνοι δεν είχαν τρόπο να την αποφύγουν, όσο ζούσαν. Η μυρωδιά έμπαινε μέσα τους, ίσια στην καρδιά τους κι αποφάσιζε κατηγορηματικά για τη συμπάθεια ή την περιφρόνηση, για την αηδία ή τον πόθο, για την αγάπη και το μίσος. Όποιος εξουσίαζε τις μυρωδιές, εξουσίαζε και τις καρδιές των ανθρώπων. Χαλαρωμένος και γαλήνιος καθόταν ο Γκρενούιγ στο στα σίδι του καθεδρικού ναού του Αγίου Πέτρου και χαμογελούσε. Την ώρα που κατέστρωνε τα σχέδια του να εξουσιάζει τους αν
θρώπους δεν βρισκόταν σε κατάσταση ευφορίας, τα μάπα του δεν γυάλιζαν, ούτε κάποια τρελή γκριμάτσα παραμόρφωνε το πρόσωπο του. Δεν είχε παρανοήσει. Η σκέψη του ήταν τόσο ξεκάθαρη, το πνεύμα του τόσο διαυγές, ώστε έφτασε ακόμα ν’ αναρωτηθεί, γιατί το ήθελε, γιατί επιθυμούσε να εξουσιάσει τους ανθρώπους. Και απάντησε ο ίδιος ότι ένιωθε αυτή την επι θυμία επειδή ήταν πέρα για πέρα κακός. Στη σκέψη αυτή χαμο γέλασε κι ένιωσε βαθιά ικανοποίηση. Τη στιγμή εκείνη έμοιαζε ολότελα αθώος, σαν ένας οποιοσδήποτε ευτυχισμένος άνθρω πος. Έμεινε έτσι για λίγο καθισμένος, ήσυχος και ήρεμος, ανα σαίνοντας βαθιά τη μυρωδιά του λιβανιού. Και πάλι ένα πειρα χτικό ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του: Τι άθλια που μύριζε αυτός ο Θεός! Τι γελοία, δεύτερη μυρωδιά ή ταν αυτή που ανάδινε. Δεν ήταν ούτε καν καλής ποιότητας λι βάνι. Ένα φτηνό υποκατάστατο, νοθευμένο με νίτρο, κανέλα και ξύλο φλαμουριάς. Ο Θεός βρομούσε. Ο Θεός ήταν κι αυτός ένας άθλιος μικρός Βρομιάρης. Τον είχαν εξαπατήσει αυτόν το Θεό ή ήταν ο ίδιος απατεώνας, σαν τον Γκρενούιγ — μόνο πο λύ κατώτερος!
11 Ο μαρκήσιος ντε λα Ταγιάντ-Εσπινάς έμεινε καταγοητευ μένος απ’ το καινούριο άρωμα. Είπε ότι ακόμα και για τον ίδιο, τον εφευρέτη του fluidum letale, ήταν εκπληκτικό αυτό που έ βλεπε: αυτή η τρομερή διαφορά ανάμεσα σε δύο αρώματα, α νάλογα με τον αν ήταν φτιαγμένα από υλικά γήινα ή αιθέρια. Και να σκεφτεί κανείς ότι το άρωμα δεν ήταν παρά κάτι δευτε ρεύον κι ασήμαντο. Φαίνεται όμως ότι επιδρούσε σοβαρά πάνω στη γενική κατάσταση του ατόμου. Ο Γκρενούιγ που λίγες μό νον ώρες πριν είχε λιποθυμήσει, κατάχλομος κι αδύναμος, φαι νόταν τώρα τόσο φρέσκος και δροσερός, όπως κάθε υγιής άν θρωπος της ηλικίας του. Θα μπορούσε κανείς να πει μάλιστα ότι είχε κερδίσει κάτι σαν προσωπικότητα — μ’ όλους φυσικά τους περιορισμούς που επέβαλλε η κοινωνική του θέση και η
στοιχειώδης μόρφωση του. Ωστόσο ο Ταγιάντ-Εσπινάς απο φάσισε ν’ αναφέρει οπωσδήποτε την περίπτωση στο επόμενο δημοσίευμά του σχετικά με τη Διαιτητική. Προς το παρόν πά ντως, ήθελε ν’ αρωματιστεί και ο ίδιος με το καινούριο άρωμα. Ο Γκρενούιγ του έδωσε τα δύο μπουκαλάκια με το κανονι κό άρωμα, κι ο μαρκήσιος έβαλε παντού, πάνω του και στα ρούχα του. Φάνηκε πολύ ικανοποιημένος από την επίδραση που είχε σ’ εκείνον το άρωμα. Ομολόγησε ότι ένιωσε επιτέλους απελευθερωμένος απ’ τη μυρωδιά του μενεξέ, που τον βάραινε όλα αυτά τα χρόνια σαν μολύβι· του φαινόταν ότι ήταν πιο ανά λαφρος, λες κι είχε αποκτήσει ανθισμένες φτερούγες· κι αν δεν γελιόταν, ο πόνος στο γόνατο του είχε υποχωρήσει, το ίδιο και το βούισμα στ’ αυτιά· γενικά ένιωθε πιο ζωντανός, πιο δυνατός, πιο νέος. Πλησίασε τον Γκρενούιγ, τον αγκάλιασε και τον απο κάλεσε «αδελφό εν επιστήμη». Δεν παρέλειψε όμως να προ σθέσει ότι η προσφώνηση αυτή με κανένα τρόπο δεν είχε κοι νωνικό χαρακτήρα, αλλά ήταν καθαρά πνευματική in conspe ctu universalitatis fluidi letalis, όσον αφορά δηλαδή την οικου μενικότητα του fluidum letale, μπροστά στο οποίο — και μόνο μπροστά σ’ αυτό! — όλοι οι άνθρωποι ήταν ίδιοι ο ίδιος μάλι στα σχεδίαζε — κι αυτά τα έλεγε, αφήνοντας πια τον Γκρενούιγ απ’ την αγκαλιά του, αλλά με φανερή φιλική διάθεση, χωρίς να ’χει νιώσει καμιά απέχθεια γι’ αυτόν, όσο τον κρατούσε — να ι δρύσει μια διεθνή Ένωση για την καταπολέμηση του fluidum letale και την ολοκληρωτική αντικατάστασή του από το fluidum vitale. Τα σχέδια του αυτά επρόκειτο να πραγματοποιηθούν σύντομα, υποσχέθηκε, και φυσικά ο Γκρενούιγ θα ήταν απ’ τα πρώτα μέλη. Ύστερα ο μαρκήσιος του ζήτησε τη συνταγή του καινούριου αρώματος, την έβαλε στην τσέπη του και χάρισε στον Γκρενούιγ πενήντα χρυσά λουδοβίκια. Σε μια βδομάδα ακριβώς μετά την πρώτη του διάλεξη, ο μαρκήσιος ντε λα Ταγιάντ-Εσπινάς παρουσίασε για μια ακόμα φορά τον προστατευόμενό του στο αμφιθέατρο του Πανεπιστη μίου. Ο συνωσπσμός ήταν τρομερός. Είχε έρθει όλο το Μονπε λιέ, όχι μόνο οι επιστήμονες, αλλά και όλος ο καλός κόσμος, και μάλιστα πολλές κυρίες που ήθελαν να δουν τον μυθικό άν
θρωπο των σπηλαίων. Και παρόλο που οι αντίπαλοι του Τα γιάντ, στην πλειοψηφία τους αντιπρόσωποι της «Ένωσης των Φίλων του Βοτανικού Πανεπιστημιακού Κήπου» και μέλη της «Οργάνωσης για την προστασία της Αγροκαλλιέργειας», είχαν κινητοποιήσει όλους τους οπαδούς τους, η εκδήλωση γνώρισε φοβερή επιτυχία. Ο Ταγιάντ-Εσπινάς, θέλοντας να θυμίσει στο κοινό του την κατάσταση του Γκρενούιγ πριν από μία εβδομά δα, μοίρασε σκίτσα στο ακροατήριο, που έδειχναν τον άνθρω πο των σπηλαίων σ’ όλο το μεγαλείο της ασχήμιας και της φθο ράς του. Ύστερα έδωσε διαταγή να φέρουν τον καινούριο Γκρενούιγ με το ωραίο του βελουδένιο σακάκι και το μεταξωτό πουκάμισο, βαμμένο, πουδραρισμένο και καλοχτενισμένο. Κιόλας, ο τρόπος που βάδιζε, δηλαδή με ίσια πλάτη, μικρά βή ματα και χαριτωμένες κινήσεις, ήδη το γεγονός ότι έφτασε κι α νέβηκε στην έδρα χωρίς καμιά βοήθεια κι αφού υποκλίθηκε βαθιά μοίραζε δεξιά κι αριστερά χαμόγελα, άφησε όλους τους αμφισβητίες και κριτικούς μ’ ανοιχτό στόμα. Ακόμα κι οι φίλοι του Βοτανικού Πανεπιστημιακού Κήπου εντυπωσιάστηκαν τόσο που έμειναν άφωνοι. Η αλλαγή ήταν προφανής, το θαύμα χει ροπιαστό: εκεί που πριν από μια βδομάδα λούφαζε ένα πληγω μένο, άγριο ζώο, τώρα έστεκε ένας αληθινά πολιτισμένος, κα λοσχηματισμένος άνθρωπος. Ο σεβασμός έγινε αισθητός στην αίθουσα. Κι όταν σηκώθηκε ο Ταγιάντ-Εσπινάς κι ετοιμάστηκε να πάρει το λόγο, βασίλευε απόλυτη σιωπή. Ο μαρκήσιος ανέ πτυξε για μια ακόμα φορά την πασίγνωστη θεωρία του σχετικά με το fluidum letale, στη συνέχεια εξήγησε με ποια μηχανικά και διαιτητικά μέσα κατάφερε να διώξει απ’ το σώμα του προ στατευομένου του τις δηλητηριώδεις ποσότητες γήινου αερίου που το είχαν φθείρει και να τις αντικαταστήσει με fluidum vitale, και τέλος κάλεσε όλους τους παρόντες, φίλους και εχθρούς, να εγκαταλείψουν τις αμφιβολίες και αντιρρήσεις τους μπροστά σε αποδείξεις τόσο ισχυρές και να αγωνιστούν στο πλάι του, στο πλευρό του Ταγιάντ-Εσπινάς, ενάντια στον κοινό εχθρό, το fluidum letale. Στο σημείο αυτό της ομιλίας του άνοιξε τα χέρια του και ύψωσε τα μάτια του προς τον ουρανό· πολλοί απ’ τους μορφωμένους άντρες τον μιμήθηκαν οι γυναίκες έκλαιγαν.
Ο Γκρενούιγ στεκόταν πάνω στην έδρα και δεν άκουγε λέ ξη. Παρατηρούσε με βαθιά ικανοποίηση την επίδραση που α σκούσε ένα άλλο αέριο, πολύ πιο πραγμαπκό: το άρωμα του. Το αμφιθέατρο ήταν πολύ μεγάλο, γι’ αυτό κι ο Γκρενούιγ είχε χρησιμοποιήσει ποσότητα μεγαλύτερη απ’ τη συνηθισμένη. Μόλις ανέβηκε στην έδρα, η μυρωδιά του πλημμύρισε την αί θουσα. Την έβλεπε - ναι! στην κυριολεξία την έβλεπε... — να φτάνει στις πρώτες σειρές των καθισμάτων και να τυλίγει τους α κροατές, και να συνεχίζει ως τις τελευταίες σειρές και τις γαλα ρίες. Κι όποιος την ανάσαινε — η καρδιά του Γκρενούιγ χτυ πούσε να σπάσει απ’ τη χαρά του — άλλαζε εμφανέστατα. Υπο ταγμένοι στη μυρωδιά του χωρίς να το ξέρουν, οι άνθρωποι άλ λαζαν την έκφραση του προσώπου τους, τη στάση τους, τη διά θεσή τους. Όσοι τον κοιτούσαν με αδιάφορη περιέργεια, τον έβλεπαν τώρα με συμπάθεια· όσοι κάθονταν επιφυλακτικοί, ζα ρώνοντας κριτικά το μέτωπό τους και σφίγγοντας τα χείλια, έ σκυβαν τώρα μπροστά όλο ενδιαφέρον και το πρόσωπό τους χαλάρωνε- ακόμα και στα πρόσωπα των πιο φοβισμένων και τρομαγμένων, των πιο ευαίσθητων, που την περασμένη εβδο μάδα είχαν τραβήξει με φρίκη τα μάτια τους από πάνω του, τώ ρα γράφονταν τα πρώτα σημάδια της συμπάθειας, της φιλικής διάθεσης. Κι όλα αυτά χάρη στο άρωμά του. Στο τέλος της διάλεξης σύσσωμο το ακροατήριο σηκώθηκε όρθιο και ξέσπασε σε χειροκροτήματα κι επευφημίες. «Ζήτω το fluidum vitale! Ζήτω ο Ταγιάντ-Εσπινάς και η θεωρία του! Κάτω η ορθόδοξη ιατρική!» — αυτά φώναζαν οι επιστήμονες του Μονπελιέ, της πόλης με το πιο σημαντικό Πανεπιστήμιο της Νότιας Γαλλίας. Κι ο μαρκήσιος ντε λα Ταγιάντ-Εσπινάς ζούσε τη μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του. Ο Γκρενούιγ όμως, ενώ κατέβαινε απ’ την έδρα του κι ανα κατευόταν με το πλήθος, ήξερε ότι εκείνος, μόνος του είχε κερ δίσει τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα, ο Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, έστω κι αν κανένας μέσα στην αίθουσα δεν το υπο ψιαζόταν.
Στο Μονπελιέ έμεινε για κάμποσες ακόμα βδομάδες. Είχε γίνει σχετικά γνωστός και τον καλούσαν στα σαλόνια, όπου τον ρωτούσαν για τη ζωή του στη σπηλιά και για τη θεραπεία του από τον μαρκήσιο. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία με τους λη στές, που τον είχαν πιάσει, το καλάθι που του κατέβαζαν την τροφή του, και τη σκάλα. Και κάθε φορά τη στόλιζε όλο και πε ρισσότερο κι επινοούσε καινούριες λεπτομέρειες. Έτσι εξα σκήθηκε ξανά στην ομιλία — οι δυνατότητες του βέβαια εξακο λουθούσαν να είναι περιορισμένες, η γλώσσα ποτέ δεν ήταν το φόρτε του — και, πράγμα πολύ σπουδαιότερο, εξοικειώθηκε αρκετά με το ψέμα. Διαπίστωσε ότι στην ουσία μπορούσε να λέει στους ανθρώ πους ό,τι ήθελε. Από τη στιγμή που κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους — και την κέρδιζε αμέσως, με την πρώτη ανάσα τους απ' τη μυρωδιά του — πίστευαν τα πάντα. Πέρα απ' αυτά απόχτησε και μια κάποια σιγουριά στις κοινωνικές σχέσεις, τέτοια που δεν είχε ποτέ του. Η σιγουριά και η άνεση αυτή γινόταν έκδηλη α κόμα και στο σώμα του. Έμοιαζε ψηλότερος και η καμπούρα του δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου. Κρατούσε το κορμί του ίσιο και ορθό. Κι όταν του απεύθυναν τον λόγο δεν τρόμαζε και δεν μαζευόταν, παρά έμενε στη θέση του, υπομένοντας με ευκολία τα βλέμματα που στρέφονταν προς το μέρος του. Σίγουρα δεν έγινε «άνθρωπος του κόσμου», ούτε έξοχος συζητητής ή βασι λιάς των σαλονιών. Απαλλάχτηκε όμως από την αδεξιότητα και το σφίξιμο που τον διέκριναν, κι απόχτησε μια στάση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν φυσική δειλία· μερικοί κύριοι και κυρίες έβρισκαν τη στάση του αυτή συγκινητική — τον καιρό εκείνο οι κοσμικοί κύκλοι είχαν μια αδυναμία στο φυσικό και στην αφτιασίδωτη χάρη και γοητεία. Σης αρχές του Μάρτη μάζεψε τα πράγματα του κι έφυγε ένα πρωί στα κρυφά· οι πόρτες μόλις είχαν ανοίξει. Φορούσε ένα παλιό καφετί σακάκι, που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέ ρα στα μεταχειρισμένα κι ένα φθαρμένο καπέλο, που του μισόκρυβε το πρόσωπο. Κανείς δεν τον αναγνώρισε, κανείς δεν τον
είδε, ούτε τον πήρε είδηση, αφού εκείνη τη μέρα είχε αποφύγει να χρησιμοποιήσει το άρωμα του. Έτσι, κατά το μεσημεράκι, όταν ο μαρκήσιος διέταξε ν’ αρχίσουν οι έρευνες, οι φρουροί ορκίζονταν ότι ο άνθρωπος των σπηλαίων δεν είχε βγει από την πόλη. Ένα σωρό κόσμος είχε περάσει από μπροστά τους. αλλά εκείνος σίγουρα όχι· θα τον είχαν προσέξει. Ο μαρκήσιος αποφάσισε τότε να διαδώσει ότι ο Γκρενούιγ είχε φύγει απ’ το Μονπελιέ με την άδεια του, για να ταχτοποιήσει κάποιες οικο γενειακές του υποθέσεις στο Παρίσι. Από μέσα του βέβαια ήταν έξαλλος απ’ το θυμό, γιατί σχεδίαζε να ταξιδέψει μαζί με τον Γκρενούιγ σ’ όλη τη χώρα και να κάνει τη θεωρία του πλατύτε ρα γνωστή. Μετά από αρκετό καιρό ηρέμησε και πάλι, γιατί η δόξα του μεγάλωνε έστω και χωρίς αυτό το ταξίδι, σχεδόν χωρίς καμιά προσπάθεια από μέρους του. Η «Εφημερίδα των Σοφών» κι ο «Ευρωπαϊκός Ταχυδρόμος» δημοσίευσαν μεγάλα άρθρα για το fluidum letale Ταγιάντ, κι από παντού κατέφθαναν οι άρρωστοι για να τους κάνει καλά. Το καλοκαίρι του 1764 ίδρυσε την πρώτη «Ένωση του fluidum vitale», που απόχτησε 120 μέλη στο Μονπελιέ και παραρτήματα στη Μασαλία και στη Λυόν. Ύ στερα αποφάσισε να τολμήσει την κατάκτηση του Παρισιού, που θα του επέτρεπε την κατάκτηση ολόκληρου του πολιτισμέ νου κόσμου. Ήθελε όμως, πριν απ’ αυτή την αποφασιστική καμπή της πορείας του, να πραγματοποιήσει ξανά κάποιο θερα πευτικό, επιστημονικό θαύμα, που θα βοηθούσε αποτελεσματι κά την προπαγάνδα υπέρ της θεωρίας του. Ήθελε να μεγα λουργήσει με τρόπο που θα επισκίαζε τη θεραπεία του ανθρώ που των σπηλαίων κι όλα του τα προηγούμενα πειράματα. Στις αρχές του Δεκέμβρη αποφάσισε λοιπόν ν’ ανέβει στην κορυφή του Κανιγκού, που βρισκόταν στον ίδιο μεσημβρινό με το Πα ρίσι και θεωρούνταν η ψηλότερη κορυφή των Πυρηναίων. Τον συνόδευε μια ομάδα ατρόμητων εθελοντών. Ο μαρκήσιος ήταν ήδη γέρος· ήθελε λοιπόν να φτάσει στην κορυφή πάνω στους ώμους των βαστάζων. Εκεί, με υψόμετρο 2800 μέτρων θα έμενε τρεις βδομάδες εκτεθειμένος στον πιο αγνό και καθαρό ανα ζωογονητικό αέρα. Είχε ήδη αναγγείλει την επιστροφή του το
βράδυ των Χριστουγέννων. Ήταν βέβαιος ότι θα κατέβαινε το βουνό σαν εικοσάχρονο παλικαράκι. Οι εθελοντές τα παράτησαν λίγο μετά το Βερνέ, τον τελευ ταίο οικισμό στους πρόποδες του τρομερού βουνού. Αλλά τίπο τα δεν μπορούσε να σταματήσει τον μαρκήσιο. Πετώντας τα ρούχα του παρ’ όλη την παγωνιά και βγάζοντας δυνατές κραυ γές, συνέχισε την ανάβαση μόνος του. Το τελευταίο πράγμα που είδαν απ’ αυτόν ήταν η φιγούρα του καθώς απομακρυνό ταν με τα χέρια υψωμένα εκστατικά στον ουρανό. Τραγουδώ ντας χάθηκε μέσα στη χιονοθύελλα. Το βράδυ των Χριστουγέννων οι νεαροί μαθητές του μά ταια τον περίμεναν. Ο μαρκήσιος ντε λα Ταγιάντ-Εσπινάς δεν γύρισε, ούτε σαν παλικαράκι ούτε σαν γέρος. Κι όταν το καλο καίρι της επόμενης χρονιάς οι πιο θαρραλέοι τόλμησαν ν' ανέ βουν τη χιονισμένη κορυφή του Κανιγκού, δεν βρήκαν ούτε ί χνος απ' τον μαρκήσιο, ούτε ένα κουρελάκι ρούχο, ούτε ένα κοκαλάκι. Πάντως το δυσάρεστο αυτό περιστατικό δεν επέδρασε ανα σταλτικά στην εξάπλωση της θεωρίας του. Γρήγορα διαδόθη καν φήμες πως ο μαρκήσιος, στην κορυφή του βουνού, ενώθη κε για πάντα με το αιώνιο fluidum vitale, διαλύθηκε μέσα του κι αιωρείται πλέον αόρατος και για πάντα νέος πάνω απ' την κο ρυφή των Πυρηναίων. Και πως όποιος κατάφερνε να φτάσει ως εκεί, θα κέρδιζε υγεία και νιάτα και το πέρασμα του χρόνου θα τον άφηνε ανέγγιχτο για δώδεκα μήνες. Η θεωρία του Ταγιάντ συνέχισε να διδάσκεται στις ιατρικές σχολές πολύ μετά την αρ χή του 19ου αιώνα, και πολλοί μεταφυσικοί κύκλοι την εφάρ μοζαν και πρακτικά για θεραπευτικούς σκοπούς. Σήμερα ακόμα υπάρχουν κι απ' τις δύο πλευρές των Πυρηναίων, στο Περπι νιάν και στο Φιγουέρας, μυστικές οργανώσεις οπαδών του Τα γιάντ, τα μέλη των οποίων συναντιούνται μια φορά το χρόνο και ανεβαίνουν στο Κανιγκού. Εκεί ανάβουν μια τεράστια φωπά, δήθεν με την ευκαιρία του θερινού ηλιοστασίου και προς τιμή του Αγίου Ιωάννη — στην πραγμαπκότητα όμως για να δοξάσουν τον Κύριο τους, τον Ταγιάντ-Εσπινάς και το Μεγάλο Fluidum· και φυσικά για ν' αποκτήσουν ζωή αιώνια.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1
Ε
νώ ο Γκρενούιγ είχε χρειαστεί εφτά ολόκληρα χρόνια για το πρώτο μέρος του ταξιδιού του μέσα απ’ τη Γαλλία, τέλειωσε το δεύτερο μέρος σε λιγότερο από εφτά μέρες. Δεν απέφευγε πια τους πολυσύχναστους δρόμους και τις πολι τείες, δεν έκανε παρακάμψεις. Είχε μυρωδιά, είχε λεφτά, είχε αυτοπεποίθηση και βιαζόταν. Το βράδυ της ίδιας μέρας που έφυγε απ’ το Μονπελιέ, έ φτασε στο Λεγκρό ντι Ρουά, ένα μικρό λιμάνι νοτιοδυτικά του Εγκ-Μορτ, κι επιβιβάστηκε σ’ ένα φορτηγό πηγαίνοντας στη Μασαλία. Φτάνοντας εκεί έμεινε στο λιμάνι κι έψαξε αμέσως γι’ άλλο πλοίο, να συνεχίσει το ταξίδι του ανατολικά. Σε δύο μέρες ήταν κιόλας στην Τουλόν και μετά από τρεις ακόμα μέρες είχε φτάσει στις Κάννες. Έκανε τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια. Ακολούθησε ένα μονοπάτι που οδηγούσε βόρεια στο εσωτερι κό της χώρας, ανάμεσα απ’ τους λόφους. Μετά από δυο ώρες ανήφορο έφτασε στην κορφή. Μπρο στά στα πόδια του απλωνόταν ένα απέραντο οροπέδιο, ένα εί δος τεράστιας λεκάνης με διάμετρο αρκετά μίλια. Χαμηλοί λό φοι σημάδευαν την περιφέρεια της πεδινής καλλιεργημένης έ κτασης. Πίσω απ’ τους λόφους διακρίνονταν οι απότομες πλα γιές των οροσειρών που έζωναν ολόγυρα την περιοχή. Το ορο πέδιο ήταν γεμάτο κήπους, ελαιώνες και μποστάνια. Φαίνεται ότι το κλίμα της περιοχής ήταν ιδιαίτερα ήπιο. Αν και η θάλασ σα βρισκόταν πολύ κοντά, τόσο που απ’ την κορφή των λόφων φαινόταν στον ορίζοντα, ο αέρας δεν ήταν καθόλου θαλασσι νός, δεν μύριζε αρμύρα και άμμο. Δεν είχες την αίσθηση του α νοιχτού ορίζοντα που προσφέρει η θάλασσα, αλλά του κλει
στού και προστατευμένου, που δίνουν οι μεσόγειες περιοχές. Το μέρος φαινόταν να βρίσκεται μέρες δρόμο μακριά από την ακτή. Και μόλο που στη βορινή πλευρά έκλειναν τον ορίζοντα ψηλά βουνά, με τις κορφές τους ακόμα χιονοσκέπαστες, τίποτα σκληρό ή τραχύ δεν αγρίευε την ατμόσφαιρα, κανένα ρεύμα κρύου αέρα δεν περνούσε απ’ το οροπέδιο. Η άνοιξη είχε προ χωρήσει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο Μονπελιέ. Μια χλιαρή θολή αύρα σκέπαζε τα λιβάδια, όμοια με γυάλινο σκέπασμα. Οι βερικοκιές κι οι αμυγδαλιές άνθιζαν κι οι νάρκισσοι φόρτωναν με τη μυρωδιά τους τον ζεστό αέρα. Στην άλλη άκρη του οροπεδίου, δύο μίλια περίπου παρα κάτω, διέκρινε μια μικρή πολιτεία σκαρφαλωμένη στις πλαγιές των λόφων. Από τόσο μακριά δεν του έκανε καμιά ιδαίτερη ε ντύπωση. Ανάμεσα απ’ τα σπίτια δεν ξεπρόβαλλε κανένας με γαλόπρεπος καθεδρικός ναός, παρά μονάχα το καμπαναριό μιας μικρής εκκλησίας· δεν υπήρχαν φρούρια ή άλλα σπου δαία κτίρια, για να τραβήξουν την προσοχή του. Τα τείχη δεν έδειχναν και πολύ ανθεκτικά, σε διάφορα μέρη μάλιστα, τα σπίτια ξέφευγαν απ’ τον περιορισμό τους και ξεπρόβαλλαν έξω απ’ αυτά, κυρίως προς τη μεριά του οροπεδίου, δίνοντας στα περίχωρα μια όψη κάπως ακατάστατη και θολή. Η πόλη λες κι είχε πολιορκηθεί, κατακτηθεί κι απελευθερωθεί πολλές φορές στο παρελθόν, κι έδειχνε κουρασμένη κι αποφασισμένη να μην προβάλει σοβαρή αντίσταση στους μελλοντικούς εχθρούς της — όχι από αδυναμία, αλλά από τεμπελιά ή ακόμα κι από ένα διαφορετικό είδος δύναμης. Φαίνεται ότι δεν το είχε ανάγκη να επιδεικνύεται. Κυριαρχούσε σ’ ολόκληρο το μοσχομύριστο ο ροπέδιο, που απλωνόταν στα πόδια της, κι αυτό της αρκούσε. Αυτή η ασήμαντη πόλη, μια πόλη γεμάτη αυτοπεποίθηση, ήταν η Γκρας, που εδώ και αρκετές δεκαετίες αποτελούσε την αδιαμφισβήτητη μητρόπολη της παραγωγής και του εμπορίου αρωματικών ουσιών, λαδιών, σαπουνιών και υλικών αρωματο ποιίας. Ο Τζιουζέπε Μπαλντίνι πρόφερε πάντα το όνομά της με ενθουσιασμό και δέος. Την αποκαλούσε Ρώμη των Αρωμάτων και Γη της Επαγγελίας των Αρωματοποιών κι έλεγε ότι όποιος δεν είχε δουλέψει ποτέ εκεί, δεν έφερε επάξια τον τίτλο του αρωματοποιού.
Ο Γκρενούιγ κοίταζε την πόλη με βλέμμα όλο παρατηρητι κότητα και προσοχή. Αυτός δεν έψαχνε να βρει τη γη της επαγ γελίας των αρωματοποιών κι η καρδιά του δεν σφίχτηκε διόλου απ’ τη συγκίνηση καθώς αγνάντευε τη μικρή πολιτεία στους πρόποδες των βουνών. Είχε έρθει γιατί ήξερε ότι εδώ θα μπο ρούσε να μάθει μερικές τεχνικές για την εξαγωγή και την κατα σκευή αρωματικών ουσιών. Οι τεχνικές αυτές ήταν απαραίτητες για τους σκοπούς του, ήθελε λοιπόν να τις μάθει. Έβγαλε απ' την τσέπη του το μπουκαλάκι με το άρωμα του, έριξε πάνω του μερικές σταγόνες και ξεκίνησε. Μιάμιση ώρα αργότερα, κοντά στο μεσημέρι, έφτασε στη Γκρας. Έφαγε σ' ένα ταβερνάκι στην Επάνω Πόλη, κοντά στην Πλαζ Οζ-Ερ. Ένα ποταμάκι διέσχιζε την πλατεία· οι εργάτες απ' τα ταμπάκικα έπλεναν στα νερά του τα δέρματα τους κι ύστε ρα τ' άπλωναν να στεγνώσουν. Η βρόμα ήταν τέτοια, που πολ λοί απ' τους πελάτες της ταβέρνας δεν μπορούσαν να φάνε κι έφευγαν. Η μυρωδιά όμως αυτή δεν τα κατάφερε να κόψει την όρεξη του Γκρενούιγ· του ήταν οικεία, του έδινε ένα συναίσθη μα σιγουριάς. Σ’ όλες τις πόλεις που επισκεπτόταν σαν ταξιδιώ της, έψαχνε πρώτα-πρώτα τη συνοικία των ταμπάκων. Από κει ξεκινούσε και γνώριζε και τις άλλες γειτονιές. Του φαινόταν ότι έβγαινε απ’ τη σφαίρα της βρόμας για να γνωρίσει και τις άλλες μυρωδιές της πόλης. Και τότε δεν ένιωθε πια ξένος. Όλο το απόγευμα περιπλανήθηκε μέσα στην πόλη. Ήταν αφάνταστα βρόμικη, παρά το πολύ νερό του ποταμίου ή μάλ λον ακριβώς εξαιτίας του. Το νερό ανάβλυζε από πολυάριθμες πηγές και βρύσες, ξεχυνόταν σε πλήθος αυλάκια και κανάλια, πλημμυρίζοντας τους δρόμους με λάσπη. Σε μερικές μεριές τα σπίπα ήταν τόσο στριμωγμένα μεταξύ τους, ώστε μονάχα λίγες σπιθαμές τόπος απόμεναν για τα σοκάκια και ης σκάλες. Οι διαβάτες σπρώχνονταν ο ένας με τον άλλον τσαλαβουτώντας μέσα στη λάσπη. Ακόμα και στις πλατείες και τους φαρδύτερους δρόμους με δυσκολία χωρούσαν δυο άμαξες πλάι-πλάι. Παρ' όλη όμως τη βρόμα, τις ακαθαρσίες και τ' άθλια δρο μάκια, η πόλη έσφυζε από ζωή και δραστηριότητα. Ο Γκρε νούιγ μέτρησε στη βόλτα του εφτά σαπουνοποιεία, μια δωδε
κάδα αρωματοποιεία κι ένα σωρό μικρομάγαζα επεξεργασίας δερμάτων, φαρμακαποθήκες κι εμπορικά. Τέλος είδε τουλάχι στον έξι-εφτά μεγάλα μαγαζιά που εμπορεύονταν αρώματα χοντρικά. Όλοι αυτοί ήταν μεγαλέμποροι, που διαχειρίζονταν επιχει ρήσεις πραγματικά τεράστιες. Ο πλούτος τους κι η δύναμη τους δε φαίνονταν από την εξωτερική εμφάνιση των σπιτιών τους. Οι προσόψεις, στη μεριά του δρόμου, θύμιζαν συνηθισμένα αστι κά σπίτια. Αυτά όμως που έκρυβαν μέσα τους, στις αποθήκες και στα τεράστια κελάρια τους, βαρέλια με αρωματικά έλαια και βουνά ολόκληρα απ’ το καλύτερο σαπούνι λεβάντας, τεράστιες φιάλες με αρώματα και κολόνιες και κρασιά και οινοπνεύματα, μπάλες αρωματισμένα δέρματα, σάκους και μπαούλα και κι βώτια γεμάτα μπαχάρια... — ο Γκρενούιγ τα μύριζε ένα-ένα, α κόμα και μέσα απ’ τους πιο χοντρούς τοίχους — αυτά λοιπόν που έκρυβαν στα σωθικά τους ήταν πλούτη που δεν τα είχαν ούτε βασιλιάδες. Κι αν οσφραινόταν με μεγαλύτερη προσοχή, μέσα απ’ τα μαγαζιά και τις αποθήκες που έβλεπαν στο δρόμο, πίσω απ’ τα αστικά σπίτια με τη λιτή και μετρημένη πρόσοψη, α νακάλυπτε κτίρια και κήπους απίστευτης πολυτέλειας. Μικρούς αλλά χαριτωμένους κήπους με πικροδάφνες και φοινικιές και συντριβανάκια περιτριγυρισμένα από φροντισμένες πρασιές. Στις τρεις πλευρές τους, σε σχήμα πέταλου που άνοιγε κατά το νοτιά, ήταν χτισμένες οι καθαυτό κατοικίες των εμπόρων της Γκρας: ηλιόλουστες πτέρυγες, υπνοδωμάτια με μεταξωτές ταπε τσαρίες στα πάνω πατώματα, μεγαλόπρεπα σαλόνια στο ισό γειο, με τοίχους ντυμένους μ’ εξωτικό ξύλο, τραπεζαρίες που συνεχίζονταν στις βεράντες και στους ανοιχτούς κήπους· ο Μπαλντίνι έλεγε ότι σ’ αυτές τις τραπεζαρίες έτρωγαν στ’ αλή θεια με χρυσά μαχαιροπίρουνα μέσα από πορσελάνινα σερβί τσια. Οι άνθρωποι που κατοικούσαν πίσω απ’ αυτές τις απλές και μετρημένες προσόψεις μύριζαν χρυσάφι και δύναμη, μύρι ζαν πλούτο βαρύ κι ανεκτίμητο, όλο σιγουριά· και μύριζαν δυ νατότερα απ’ οτιδήποτε είχε μυρίσει ίσαμε τώρα ο Γκρενούιγ σ’ όλο το ταξίδι του. Μπροστά σ’ ένα απ’ αυτά τα καμουφλαρισμένα παλάτια, ο
Γκρενούιγ στάθηκε για περισσότερη ώρα. Το σπίτι βρισκόταν στην αρχή της οδού Ντρουάτ, ενός απ’ τους κεντρικούς δρό μους που διέσχιζαν ολόκληρη την πόλη από τα δυτικά προς τ’ ανατολικά. Το κτίριο δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, η πρόσοψη ήταν λίγο πιο παλιά και άνετη απ’ αυτές των γειτονικών σπιτιών, αλλά δεν είχε τίποτα το επιβλητικό. Μπροστά στην είσοδο βρι σκόταν σταματημένο ένα αμάξι με βαρέλια και ξεφόρτωνε. Έ να δεύτερο περίμενε τη σειρά του. Κάποιος άντρας μπήκε στο μαγαζί κρατώντας στο χέρι του μερικά χαρτιά- σε λίγο ξανα βγήκε συνοδευόμενος από έναν άλλον άντρα και χάθηκαν κι οι δυο στο εσωτερικό της πόρτας. Ο Γκρενούιγ στεκόταν στο αντικρινό πεζοδρόμιο και παρακολουθούσε. Αυτά που έβλεπε, δεν τον ενδιέφεραν. Δεν έλεγε όμως να φύγει. Κάτι τον κρα τούσε και δεν τον άφηνε. Έκλεισε τα μάπα και συγκέντρωσε την προσοχή του στις μυρωδιές που έρχονταν από απέναντι. Ήταν οι μυρωδιές απ’ τα βαρέλια, ξίδι και κρασί, ύστερα πλήθος οι βαριές αναθυμιάσεις της αποθήκης, μετά οι μυρωδιές του πλούτου που περνούσαν τους χοντρούς τοίχους σαν λεπτός χρυσός ιδρώτας, και τέλος οι ευωδιές ενός κήπου που πρέπει να βρισκόταν απ’ την άλλη με ριά του σπιτιού. Δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει και ν’ απομονώσει τις τρυφερές μοσκοβολιές του κήπου, που μόλις και μετά βίας περνούσαν πάνω απ’ τ’ αετώματα της σκεπής του σπιτιού για να φτάσουν αδιόρατες πια στο δρόμο. Ο Γκρενούιγ ένιωσε τις μα νόλιες, τους υάκινθους, τις δάφνες, τα ροδόδεντρα... — υπήρχε όμως και κάτι ακόμα, κάτι εξαίσιο που μοσχομύριζε μέσα σ’ αυ τόν τον κήπο, μια ευωδία τόσο υπέροχη, που δεν είχε ξανα νιώσει ποτέ (ή μάλλον όχι, την είχε ξαναμυρίσει μια και μοναδι κή φορά) στη ζωή του... Ήθελε, έπρεπε να πλησιάσει στην πη γή της. Σκέφτηκε να περάσει το δρόμο και να μπει ίσια μέσα απ’ την κύρια είσοδο. Στο μεταξύ όμως είχαν μαζευτεί τόσοι πολλοί άνθρωποι που ξεφόρτωναν και μέτραγαν τα βαρέλια, ώστε σί γουρα κάποιος θα τον έπαιρνε είδηση. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω από εκεί που είχε έρθει, και να ψάξει να βρει κάποιο στε νό ή κάποιο διάδρομο, που θα τον έφερνε στο πίσω μέρος του
σπιτιού. Μετά από λίγα μέτρα έφτασε στην άκρη της πόλης, στην αρχή της οδού Ντρουάτ. Πέρασε την πύλη του τείχους κι άρχισε να προχωράει δίπλα του, ανεβαίνοντας το βουνό. Δεν πήγε μακριά, κι η μυρωδιά του κήπου άρχισε να γίνεται πιο κα θαρή και πιο έντονη. Κατάλαβε ότι είχε φτάσει πια πολύ κοντά. Το μόνο που τον χώριζε απ’ τον κήπο ήταν το τείχος. Ήταν α κριβώς δίπλα του. Αν έκανε λίγα βήματα πίσω θα ’βλεπε πάνω απ’ τα τείχη τα ψηλότερα κλαδιά απ’ τις πορτοκαλιές. Έκλεισε τα μάπα. Οι μυρωδιές του κήπου έφταναν στα ρου θούνια του ξεκάθαρες σαν τις χρωματιστές λουρίδες του ουρά νιου τόξου. Και η μία, η πολύτιμη, αυτή που τον ενδιέφερε πά νω απ’ όλες, ήταν ανάμεσα τους. Ο Γκρενούιγ ένιωθε έξαψη απ’ την ευχαρίστηση και ταυτόχρονα ριγούσε από φόβο. Το αίμα ανέβηκε κι έβαψε το πρόσωπο του σαν του παιδιού που το ’πιασαν να κάνει κάποια αταξία, μετά χλόμιασε, κι έπειτα πάλι κοκκίνισε κι ύστερα ένιωσε ξανά το αίμα να χάνεται· δεν μπο ρούσε να κάνει τίποτα. Αυτή η μυρωδιά είχε φτάσει πολύ από τομα. Για μια στιγμή, όσο κρατάει μια ανάσα, που του φάνηκε αιωνιότητα, νόμισε όπ ο χρόνος είχε γίνει διπλός ή ότι είχε χα θεί, κι εξαφανιστεί τελείως· για μια στιγμή δεν ήξερε πια αν το τώρα ήταν τώρα και το εδώ εδώ, ή μήπως το τώρα ήταν τότε και το εδώ εκεί, στην οδό Μαρέ, στο Παρίσι, τον Σεπτέμβρη του 1753: η μυρωδιά που έβγαινε απ’ τον κήπο ήταν η μυρωδιά του κοριτσιού με τα κόκκινα μαλλιά, που είχε σκοτώσει. Το ότι ξα νάβρισκε αυτή τη μυρωδιά στη γη, του έφερε δάκρυα χαράς στα μάπα — η πιθανότητα να μην ήταν αλήθεια, τον τρόμαζε μέχρι θανάτου. Ζαλιζόταν και παραπατούσε κι αναγκάστηκε να στηριχτεί στον τοίχο για να μην πέσει. Τα πόδια του λύγιζαν και σιγά-σι γά κάθισε κατάχαμα. Εκεί προσπάθησε να συνέλθει και να βά λει χαλινάρι στην αγριεμένη θάλασσα που φούσκωνε μέσα του. Αρχισε να παίρνει κοφτές ανάσες απολαμβάνοντας τη μοιραία μυρωδιά σε δόσεις πιο ακίνδυνες. Και διαπίστωσε ότι η μυρωδιά πίσω απ’ τον τοίχο έμοιαζε τρομερά μ’ εκείνη του κοριτσιού με τα κόκκινα μαλλιά, αλλά δεν ήταν εντελώς ίδια. Σίγουρα προερχόταν κι αυτή από ένα κορίτσι με κόκκινα μαλ
λιά — γι’ αυτό δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ο Γκρενούιγ, με τη βοήθεια της όσφρησης του, έβλεπε σχεδόν αυτό το κορίτσι μπροστά στα μάτια του: δεν καθόταν ήσυχα σε μια μεριά, παρά χοροπηδούσε εδώ κι εκεί, ζεσταινόταν κι ύστερα πάλι δροσιζό ταν, φαίνεται ότι έπαιζε κάποιο παιχνίδι, όπου κανένας έπρεπε να μετακινείται γρήγορα κι ύστερα πάλι να μένει ακίνητος — έ παιζε μαζί με κάποιο πρόσωπο, που η μυρωδιά του ήταν εντε λώς ασήμαντη. Η επιδερμίδα του κοριτσιού φάνταζε εκτυφλωτι κά άσπρη. Είχε πράσινα μάπα. Είχε φακίδες στο πρόσωπο, στο λαιμό και στο στήθος... δηλαδή — ο Γκρενούιγ σταμάτησε για μια στιγμή ν’ ανασαίνει κι ύστερα ξανάρχισε με μεγαλύτερη έ νταση, προσπαθώντας να καταπνίξει την ανάμνηση της μυρω διάς του κοριτσιού από την οδό Μαρέ — ...δηλαδή, αυτό το κο ρίτσι δεν είχε ακόμα στήθος με την πραγματική έννοια της λέ ξης! Το στήθος του δεν είχε καν αρχίσει να φουσκώνει. Ή μάλλον, μόλις που άρχιζε, εδώ και λίγες μέρες, ίσως εδώ και λίγες ώρες, ή ίσως αυτήν ακριβώς τη στιγμή, άρχιζε να φαίνεται το τρυφερό του στήθος, που είχε την υποψία μιας μυρωδιάς. Με λίγα λόγια: το κορίτσι ήταν ακόμα παιδί. Αλλά τι παιδί! Το μέτωπο του Γκρενούιγ είχε γεμίσει στάλες ιδρώτα. Ήξε ρε ότι τα παιδιά δεν μύριζαν ιδιαίτερα, το ίδιο όπως και τα πρά σινα μπουμπούκια, πριν ανθίσουν. Αυτό όμως το μπουμπούκι, που ήταν ακόμα κλειστό, πίσω απ’ τον τοίχο, και που κανείς δεν το ’χε πάρει είδηση, παρά μόνο ο Γκρενούιγ, αυτό το μπουμπούκι που τώρα μόλις άρχιζε να αναδίνει τις πρώτες υπο ψίες μυρωδιάς ευωδίαζε κιόλας τόσο υπέροχα, ώστε όταν θα έφτανε στην πλήρη άνθισή του, θα σκορπούσε τριγύρω του ένα άρωμα, που ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει όμοιό του. Ήδη αυτή τη στιγμή μυρίζει καλύτερα από το κορίτσι της Μαρέ, σκέφτηκε ο Γκρενούιγ — όχι τόσο δυνατά, ούτε τόσο έντονα, αλλά πιο λε πτά, πιο πλούσια και ταυτόχρονα πιο φυσικά. Σε ένα-δυο χρό νια, όμως, η μυρωδιά αυτή θα ωρίμαζε και θ’ αποκτούσε τέτοιο βάρος και τέτοια δύναμη, που κανείς, ούτε άντρας ούτε γυναίκα θα μπορούσε να της αντισταθεί! Και οι άνθρωποι θα παραδί νονταν άοπλοι, αβοήθητοι κι ανυπεράσπιστοι στη γοητεία αυ τού του κοριτσιού, χωρίς μάλιστα να ξέρουν το γιατί. Κι επειδή
οι άνθρωποι είναι ανόητοι και δεν ξέρουν να χρησιμοποιήσουν τη μύτη τους, νομίζοντας ότι μπορούν να ξεχωρίσουν τα πάντα με τα μάτια, θα πίστευαν ότι το κορίτσι τους μαγεύει επειδή δια θέτει ομορφιά και χάρη και κομψότητα. Και μέσα στην αφέλεια τους θα εξυμνούσαν τα κανονικά χαρακτηριστικά του, το λεπτό σώμα, τα άψογα στήθη. Και τα μάτια της, θα ’λεγαν, είναι σαν τα σμαράγδια και τα δόντια της σαν μαργαριτάρια και τα μέλη της έχουν τη λευκάδα του ελεφαντόδοντου — κι ένα σωρό τέ τοιες ηλίθιες παρομοιώσεις. Και θα την έστεφαν βασίλισσα του Γιασεμιού, κι ανόητοι ζωγράφοι θα έφτιαχναν το πορτρέτο της· οι άνθρωποι θα έμεναν μ’ ανοιχτό το στόμα μπροστά στην ει κόνα της και θα ’λεγαν πως είναι η ομορφότερη γυναίκα της Γαλλίας. Οι νεαροί θα τραγουδούσαν νύχτες ολόκληρες με τα μαντολίνα τους κάτω απ’ τα παράθυρα της... πλούσιοι, χοντροί γέροι θα ικέτευαν γονατιστοί τον πατέρα της ζητώντας το χέρι της κόρης του... και γυναίκες κάθε ηλικίας θ’ αναστέναζαν βλέποντας τη και στον ύπνο τους θα ονειρεύονταν να της έμοια ζαν, έστω για μια μονάχα μέρα. Και κανείς δεν θα ήξερε ότι δεν ήταν η όψη της, που μάγευε τον κόσμο, δεν ήταν η δήθεν τέ λεια και άψογη ομορφιά της, αλλά αυτή η ασύγκριτη και θεία ευωδία της! Μόνο εκείνος, ο Γκρενούιγ θα το ’ξερε. Μα το ήξε ρε ήδη. Αχ! Την ήθελε αυτή τη μυρωδιά! Όχι έτσι για λίγο, όπως τότε τη μυρωδιά του κοριτσιού στην οδό Μαρέ. Εκείνη τη μυρω διά την είχε πιει, την είχε ρουφήξει μέσα του καταστρέφοντας την. Όχι, τη μυρωδιά του κοριτσιού πίσω απ’ τον τοίχο ήθελε να την αποχτήσει, να την κάνει δική του για πάντα. Να την τρα βήξει από πάνω της σαν δέρμα και να τη φορέσει κατάσαρκα στο δικό του σώμα. Δεν ήξερε ακόμα πώς θα τα κατάφερνε — όμως είχε δύο χρόνια καιρό για να μάθει τον τρόπο. Βασικά δεν πρέπει να είναι δυσκολότερο από ένα σπάνιο λουλούδι, σκέφτηκε. Κάποτε σηκώθηκε. Σχεδόν με σεβασμό, σαν να έφευγε από τόπο ιερό, ή απ’ το δωμάτιο κάποιου κοιμισμένου, σκυφτός και σιγανά απομακρύνθηκε, να μην τον δει κανείς, κανείς να μη τον ακούσει, κανείς να μην πάρει είδηση τον πολύτιμο θη
σαυρό που έχει ανακαλύψει. Έτσι, τοίχο-τοίχο έφτασε στην άλ λη άκρη της πόλης, όπου επιτέλους το άρωμα του κοριτσιού χάθηκε. Μπήκε μέσα από την Πορτ ντε Φενεάν. Στον ίσκιο των σπιτιών στάθηκε. Η βρόμα των δρόμων του έδινε σιγουριά και τον βοηθούσε να δαμάσει το πάθος που είχε ξυπνήσει μέσα του. Μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας είχε ξαναβρεί τελείως την η ρεμία του. Κατ’ αρχή, αποφάσισε, δεν θα πλησίαζε πια τον κή πο πίσω απ’ το τείχος. Δεν ήταν απαραίτητο. Και τον αναστάτω νε υπερβολικά. Το λουλούδι μεγάλωνε χωρίς τη βοήθειά του και την εξέλιξη του την ήξερε από τώρα. Δεν έπρεπε να μεθύσει με το άρωμα του πριν της ώρας του. Έπρεπε να ριχτεί στη δου λειά. Έπρεπε να πλατύνει τις γνώσεις του και να τελειοποιήσει τις ικανότητες του. Έπρεπε να είναι έτοιμος όταν θα ερχόταν η ώρα του τρύγου. Είχε δυο χρόνια καιρό.
2 Κοντά στην Πορτ ντε Φενεάν, στην οδό Λουβ, ο Γκρενούιγ ανακάλυψε ένα μικρό αρωματοποιείο και ζήτησε δουλειά. Έμαθε ότι το αφεντικό, ο αρωματοποιός Ονορέ Αρνουλφί, είχε πεθάνει τον περασμένο χειμώνα και η χήρα του, μια ζωηρή μαυρομάλλα γυναίκα, τριάντα χρονών πάνω-κάτω, κρατούσε μόνη της την επιχείρηση, με τη βοήθεια ενός εργάτη. Η κυρία Αρνουφλί, αφού γκρίνιαξε πολλή ώρα για τη δύ σκολη εποχή και για την άθλια οικονομική της κατάσταση, εξή γησε ότι δεν μπορούσε να πληρώνει δεύτερο εργάτη, όμως απ’ την άλλη μεριά χρειαζόταν επειγόντως έναν, γιατί είχε πέσει πολλή δουλειά· εκτός αυτού δεν ήταν σε θέση να φιλοξενήσει τον εργάτη σπίτι της, είχε όμως μια μικρή καλύβα στο μικρό ε λαιώνα της — πίσω απ’ το μοναστήρι των Φραγκισκανών — ούτε δέκα λεπτά από δω — όπου ένας ολιγαρκής νέος θα μπο ρούσε άνετα να διανυκτερεύει· στη συνέχεια δήλωσε ότι σαν διευθύντρια της επιχείρησης ένιωθε φυσικά υπεύθυνη για την υγεία των εργαζομένων, ωστόσο δεν μπορούσε να του σερβί ρει δύο ζεστά γεύματα την ημέρα. Κοντολογίς, η κυρία Αρ
νουλφί ήταν μια γυναίκα με αίσθηση της ευγένειας και εμπορι κό πνεύμα — πράγμα που ο Γκρενούιγ είχε μυριστεί απ’ την αρχή. Μια λοιπόν και ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για τα χρήματα, συμφώνησε να πληρώνεται δύο φράγκα την εβδομάδα και δέ χτηκε όλους τους όρους που του έβαλε η κυρία Αρνουλφί. Η κυρία φώναξε τον πρώτο εργάτη, ένα γίγαντα που άκουγε στο όνομα Ντρουό. Ο Γκρενούιγ κατάλαβε αμέσως ότι η κυρία συ νήθιζε να μοιράζεται το κρεβάτι της μαζί του και υπήρχαν απο φάσεις που δεν τις έπαιρνε αν δεν τον συμβουλευόταν. Ο ά ντρας ήρθε μπροστά στον Γκρενούιγ, που δίπλα σ’ αυτό τον γί γαντα έμοιαζε αστείος, στάθηκε μ’ ανοιχτά τα πόδια, αναδίνο ντας μια μυρωδιά από σπέρμα, και τον κοίταξε καλά και προσε χτικά, σαν να ’θελε να διακρίνει κάποιες κρυμμένες σκοτεινές προθέσεις ή ν’ ανακαλύψει έναν πιθανό αντίζηλο. Τελικά χα μογέλασε με συγκατάβαση κι έγνεψε ότι συμφωνεί. Έτσι ταχτοποιήθηκαν όλα, κι έσφιξαν τα χέρια. Ο Γκρε νούιγ πήρε για βράδυ λίγο κρύο φαγητό, μια κουβέρτα και το κλειδί της καλύβας. Το ξύλινο παράπηγμα δεν είχε παράθυρα και μύριζε ευχάριστα παλιά αρνίσια κοπριά και άχυρο. Ο Γκρε νούιγ βολεύτηκε όσο καλύτερα μπορούσε. Την άλλη μέρα άρ χισε δουλειά στης κυρίας Αρνουλφί. Ήταν η εποχή των ναρκίσσων. Η κυρία Αρνουλφί καλλιερ γούσε δικά της λουλούδια σε μικρά κηπάκια που είχε κάτω απ’ την πόλη, στα λιβάδια. Αν της χρειάζονταν μεγαλύτερες ποσό τητες, αγόραζε απ’ τους χωρικούς, παζαρεύοντας σκληρά και την τελευταία δεκάρα. Τα λουλούδια έφταναν στο αρωματοποι είο πολύ νωρίς το πρωί· δεκάδες πανέρια έρχονταν κι άδειαζαν μέσα στο εργαστήρι σε μεγάλους αλλά ελαφρούς και μυρωδά τους σωρούς. Ο Ντρουό στο μεταξύ έλιωνε σ’ ένα μεγάλο κα ζάνι χοιρινό και μοσχαρίσιο λίπος. Ο Γκρενούιγ ανακάτευε α διάκοπα το παχύρρευστο υγρό με μια μακριά κουτάλα, ενώ ο Ντρουό έριχνε μέσα στο καζάνι τα φρέσκα λουλούδια. Σαν μά τια τρομαγμένα μέχρι θανάτου έμεναν για ένα δευτερόλεπτο στην επιφάνεια και χλόμιαζαν μόλις τα άγγιζε η κουτάλα και τα κατάπινε το ζεστό λίπος. Την ίδια στιγμή σχεδόν μαραίνονταν και ζάρωναν και ο θάνατος ερχόταν τόσο γρήγορα, ώστε δεν
είχαν άλλη εκλογή παρά ν’ αφήσουν την τελευταία μυρωδάτη πνοή τους μέσα ακριβώς στο παχύρρευστο υγρό, που τα έπνι γε γιατί, όπως διαπίστωσε προς μεγάλη του ευχαρίστηση ο Γκρενούιγ, όσο περισσότερα λουλούδια ανακάτευε μέσα στο καζάνι τόσο περισσότερο μύριζε το ζεστό λίπος απ’ την ευωδιά τους. Και δεν ήταν τα νεκρά λουλούδια που συνέχιζαν να μυρί ζουν μέσα στο λίπος, όχι, ήταν το ίδιο το λίπος, που είχε κάνει δική του την ευωδιά τους. Σιγά-σιγά το υγρό έπηζε κι έπρεπε να το περάσουν στα γρήγορα μέσα από μεγάλα σουρωτήρια, να το απαλλάξουν απ’ τα νεκρά λουλούδια και να το ετοιμάσουν για τα καινούρια. Και συνέχιζαν να ρίχνουν, ν’ ανακατεύουν και να σουρώνουν όλη μέρα χωρίς διακοπή, γιατί η δουλειά αυτή δεν χωρούσε καθυ στερήσεις, κι έπρεπε μέχρι το βράδυ όλος ο σωρός των λουλου διών να έχει μπει στο καζάνι. Τα νεκρά λουλούδια, που μα ζεύονταν στο σουρωτήρι, τα έριχναν μέσα σε βραστό νερό κι ύ στερα τα περνούσαν απ’ την πρέσα για να πάρουν ένα λάδι με πολύ τρυφερή και διακριτική μυρωδιά· έτσι δεν πήγαινε τίποτε χαμένο. Αλλά ο κύριος όγκος της ευωδιάς, η ψυχή μιας θάλασ σας από λουλούδια, είχε μείνει μέσα στο καζάνι, κλεισμένη και καλά φυλαγμένη στο γκριζωπό λίπος που κρύωνε σιγά-σιγά. Την άλλη μέρα η διαδικασία συνεχιζόταν, το καζάνι ξανά μπαινε στη φωτιά, το λίπος έλιωνε και γέμιζε φρέσκα λουλού δια. Το ίδιο γινόταν για πολλές μέρες απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Η δουλειά ήταν κουραστική. Ο Γκρενούιγ δεν ένιωθε τα μπράτσα του, τα χέρια του έβγαζαν φουσκάλες κι η μέση του πονούσε. Ο Ντρουό, που ήταν τουλάχιστο τρεις φορές δυνατό τερος από κείνον, δεν καταπιανόταν καθόλου με το ανακάτεμα· περιοριζόταν να ρίχνει στο καζάνι φρέσκα λουλούδια, να προ σέχει τη φωτιά και πότε-πότε, εξαιτίας της ζέστης πήγαινε και για κανένα ποτηράκι. Ο Γκρενούιγ ωστόσο δεν διαμαρτυρόταν. Χωρίς κουβέντα ανακάτευε τα λουλούδια στο καζάνι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ· κι όση ώρα ανακάτευε, μήτε που ένιωθε την κούραση, γιατί αυτά που γίνονταν κάτω απ’ τα μάτια του, του προκαλούσαν τέτοια έκπληξη και θαυμασμό ώστε δεν είχε μυαλό για άλλα συναισθήματα: πόσο γρήγορα μαραίνονταν τα
λουλούδια και πώς απορροφούσε το λίπος το άρωμά τους. Μετά από αρκετό καιρό ο Ντρουό έλεγε ότι το λίπος είχε α πορροφήσει πια αρκετό άρωμα και δεν έπαιρνε άλλο. Έσβη ναν τη φωτιά, σούρωναν το υγρό για τελευταία φορά και το ά δειαζαν σε πήλινα πιάτα, για να κρυώσει και να γίνει μια κρέμα, που μύριζε εξαίσια. Αυτή ήταν η ώρα της κυρίας Αρνουλφί, που ερχόταν για να ελέγξει το πολύτιμο προϊόν, να το καταγράψει και να το περάσει στα βιβλία της σημειώνοντας την ποσότητα και την ποιότητα. Τοποθετούσαν την κρέμα σε βαζάκια, που τα έκλεινε και τα σφράγιζε η ίδια. Στη συνέχεια τα μετέφερε στο δροσερό κελάρι της, έβαζε το καλό της μαύρο φόρεμα και το βέλο που έδειχνε τη χηρεία της, κι έκανε το γύρο των εμπόρων και των αρωματοποιών της πόλης. Με συγκινητικά λόγια περιέγραφε στους κυ ρίους την κατάστασή της, σαν γυναίκας που είχε απομείνει μο ναχή, δεχόταν προσφορές, σύγκρινε τις τιμές, αναστέναζε και τέλος πουλούσε — ή δεν πουλούσε. Η αρωματική κρέμα, φυ λαγμένη στη δροσιά του υπόγειου κελαριού της, θα κρατούσε πολύ καιρό. Κι αν οι τιμές τώρα δεν ήταν και τόσο καλές, ποιος ξέρει, ίσως ανέβαιναν το χειμώνα ή την ερχόμενη άνοιξη. Θα μπορούσε ακόμα αντί να πουλήσει το προϊόν της λίγο-λίγο στη λιανική να συνεταιριστεί με άλλους παραγωγούς και να στεί λουν ένα φορτίο στη Γένουα ή στο φθινοπωρινό παζάρι του Μπονέρ — δουλειές με ρίσκο φυσικά, αλλά έτσι και πετύχαι ναν, άφηναν μεγάλα κέρδη. Η κυρία Αρνουλφί ζύγιζε προσε χτικά όλες αυτές τις πιθανότητες, καμιά φορά μάλιστα τις συν δύαζε και πουλούσε ένα μέρος των θησαυρών της, κρατούσε ένα άλλο γι’ αργότερα κι εμπορευόταν η ίδια ένα τρίτο. Αν πάλι οι πληροφορίες της έλεγαν ότι η αγορά είχε μεγάλη προσφορά και μικρή ζήτηση, κι ότι τα πράγματα δεν επρόκειτο ν’ αλλάξουν στο άμεσο μέλλον προς όφελος της, τότε γύριζε βιαστικά στο σπίτι με το βέλο της ν’ ανεμίζει κι έδινε στον Ντρουό οδηγίες να μετατρέψει όλη την ποσότητα της κρέμας σε συμπυκνωμένο α πόσταγμα. Τότε ανέβαζαν πάλι τα βαζάκια απ’ το κελάρι, τα άδειαζαν προσεχτικά σε κλειστά καζάνια, ζέσταιναν την κρέμα σιγά-σιγά,
έριχναν μέσα οινόπνευμα πρώτης ποιότητας κι ο Γκρενούιγ α νακάτευε κι ανακάτευε, ώσπου γινόταν ένα μείγμα. Αυτό το και νούριο μείγμα το ξανακατέβαζαν στο κελάρι, όπου κρύωνε γρή γορα, το οινόπνευμα αποχωριζόταν απ’ το λίπος που κρύωνε και μπορούσε να μεταφερθεί σε μπουκάλια. Ήταν άρωμα, που όμως μύριζε τρομερά έντονα. Η κρέμα, που απέμενε, είχε χά σει το μεγαλύτερο μέρος της μυρωδιάς της. Έτσι το άρωμα των λουλουδιών είχε μεταφερθεί ξανά σ’ ένα διαφορετικό υλικό. Ωστόσο η επιχείρηση δεν είχε τελειώσει ακόμα. Φιλτράριζαν το άρωμα περνώντας το μέσα από γάζες, έτσι που δεν έμενε το πα ραμικρό ίχνος απ’ το λίπος. Ύστερα ο Ντρουό έβαζε το αρωμα πκό οινόπνευμα στον αποστακτήρα και το περνούσε αργά κι απ’ αυτή την επεξεργασία. Αυτό που έμενε μετά την εξάτμιση του οινοπνεύματος ήταν μια ελάχιστη ποσότητα χρωματιστού υ γρού, που ο Γκρενούιγ το γνώριζε καλά, αλλά δεν το είχε ξανα δεί σε τέτοια ποσότητα και καθαρότητα, ούτε στου Μπαλντίνι, ούτε στου Ρινέλ, ούτε πουθενά: καθαρό λάδι ναρκίσσων, η πεμπτουσία της μυρωδιάς τους, συμπυκνωμένη εκατό χιλιάδες φορές σε ελάχιστη ποσότητα αποστάγματος. Αυτό το υγρό δεν έχει ωραία μυρωδιά. Το άρωμά του ήταν τόσο έντονο και οξύ, που καταντούσε οδυνηρό. Κι όμως μία και μόνη σταγόνα απ’ αυτό, διαλυμένη σ’ ένα λίτρο οινόπνευμα θα έδινε και πάλι το γνωστό άρωμα ζωντανό και γοητευτικό σαν ένα ολόκληρο λι βάδι γεμάτο λουλούδια. Το τελικό προϊόν ήταν ελάχιστο. Ίσα-ίσα τρία μπουκάλια. Η μυρωδιά εκατό χιλιάδων λουλουδιών είχε χωρέσει σε τρία μπουκαλάκια. Άξιζαν όμως μια περιουσία, ακόμα κι εδώ, στη Γκρας. Πόσο μάλλον αν τα έστελναν στο Παρίσι ή στη Λυόν, στη Γκρενόμπλ, στη Γένουα ή στη Μασαλία! Το βλέμμα της κυ ρίας Αρνουλφί μαλάκωνε και υγραινόταν στη θέα αυτών των τριών μικρών μπουκαλιών, τα χάιδευε με τα μάτια και τη στιγμή που τα έκλεινε με τα γυάλινα πώματα, κρατούσε ακόμα και την αναπνοή της, για να μην ξεθυμάνει το περιεχόμενο τους. Και μετά απ’ αυτό τα σφράγιζε με λιωμένο κερί, για να μην ξεφύγει ούτε ένα άτομο ούτε μια ιδέα μυρωδιάς, και τύλιγε το λαιμό του μπουκαλιού με μια αδιαπέραστη μεμβράνη, που την έδενε σφι
χτά. Ύστερα τα τοποθετούσε σε μια κασετίνα, ντυμένη από μέ σα με βαμβάκι και πήγαινε και τα κλείδωνε στο κελάρι.
3 Τον Απρίλη είχαν τα άνθη απ’ τα σπάρτα και τα άνθη της πορτοκαλιάς. Τον Μάη μια θάλασσα τριαντάφυλλα, που το ά ρωμά τους βύθιζε την πόλη έναν ολόκληρο μήνα σε μια γλυκιά και βαριά αόρατη ομίχλη. Ο Γκρενούιγ δούλευε σαν άλογο. Α διαμαρτύρητα και πρόθυμα έκανε όλες τις βαριές δουλειές που του ανέθετε ο Ντρουό. Ενώ όμως φαινομενικά δεν έκανε τίποτε άλλο από το ν’ ανακατεύει, να δουλεύει τη σπάτουλα, να πλένει τους κάδους, να καθαρίζει το εργαστήρι και να κουβαλάει ξύλα για τη φωτιά, στην πραγματικότητα τίποτα δεν του ξέφευγε απ’ τις λεπτομέρειες της δουλειάς, απ’ τη μεταμόρφωση των αρω μάτων. Ο Γκρενούιγ παρακολουθούσε και πρόσεχε τη μεταφο ρά του αρώματος από τα πέταλα των λουλουδιών στο λίπος και στο οινόπνευμα και τέλος στα πολύτιμα μικρά μπουκαλάκια, με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ όση μπορούσε να επιδείξει ο Ντρουό, κι αυτό γιατί χρησιμοποιούσε τη μύτη του. Με τη βοήθεια της ό σφρησης του ήξερε πότε η φωτιά ήταν πολύ δυνατή, πολύ πριν το καταλάβει ο Ντρουό- καταλάβαινε ποια στιγμή ακριβώς μα ραίνονταν τα λουλούδια, πότε το μείγμα δεν έπαιρνε άλλο άρω μα — ήξερε τι γινόταν μέσα στα κλειστά καζάνια και πότε έπρε πε να σταματήσει η απόσταξη. Πότε-πότε μάλιστα, έλεγε στον Ντρουό τη γνώμη του χωρίς όμως ν’ αλλάξει την υποταγμένη στάση του. Είχε την εντύπωση, έλεγε, ότι το λίπος σαν να παραζεστάθηκε- ίσως και να ’πρεπε να σουρώσουν κάπως του φαι νόταν ότι το οινόπνευμα στον αποστακτήρα ήταν έτοιμο... Και ο Ντρουό, που βέβαια δεν ήταν τέρας εξυπνάδας, αλλά δεν ήταν κι ολότελα χαζός, κατάλαβε με τον καιρό ότι η δουλειά γινόταν καλύτερα, αν έκανε ή έδινε οδηγίες να γίνει ακριβώς αυτό που ο Γκρενούιγ «είχε την εντύπωση» ή του «φαινόταν» ότι έπρεπε να κάνουν. Κι αφού ο Γκρενούιγ ποτέ δεν έκανε τον έξυπνο, ούτε και περηφανευόταν για τις γνώσεις του, κι αφού ποτέ ―
και ιδίως ποτέ μπροστά στην κυρία Αρνουλφί! — δεν αμφισβη τούσε την αυθεντία του Ντρουό και την ξεχωριστή του θέση σαν αρχιεργάτη, ο Ντρουό δεν έβλεπε το λόγο να μην αξιοποιήσει τις συμβουλές του Γκρενούιγ. Με το πέρασμα του χρόνου μάλι στα, άρχισε να του αφήνει όλο και περισσότερες πρωτοβουλίες. Όλο και πιο συχνά ο Γκρενούιγ αναλάμβανε ν’ ανακατεύ ει, να ρίχνει φρέσκα λουλούδια στο καζάνι, να φροντίζει τη φω τιά και να σουρώνει μόνος του, ενώ ο Ντρουό πεταγόταν στα «Τέσσερα Δελφίνια» για ένα ποτηράκι κρασί, ή στο σπίτι, να δει μήπως η κυρία χρειαζόταν τίποτα. Ήξερε ότι μπορούσε να βα σίζεται στον Γκρενούιγ. Και ο Γκρενούιγ, παρόλο που έκανε δι πλή δουλειά, προτιμούσε να μένει μόνος του, για να τελειοποι είται στην καινούρια τέχνη και να κάνει πότε-πότε μικρά πειρά ματα. Διαπιστώνοντας ότι η κρέμα που έφτιαχνε ο ίδιος ήταν α περίγραπτα καλύτερη, το απόσταγμα το δικό του σκάλες ανώτε ρο απ’ του Ντρουό, ένιωθε μια κρυφή χαρά, σαν τον κλέφτη που πέτυχε λάφυρα ανεκτίμητης αξίας. Τέλος του Ιούλη άρχιζε η εποχή του γιασεμιού, τον Αύγου στο του υάκινθου. Και τα δύο αυτά λουλούδια είχαν τόσο λεπτό και εύθραυστο άρωμα, ώστε τα άνθη τους έπρεπε να τα μαζεύ ουν πριν την ανατολή του ήλιου και να τα επεξεργάζονται με ει δικό και προσεχτικό τρόπο. Η ζέστη ήταν ο μεγαλύτερος εχ θρός για το άρωμα τους· αν τα έριχναν λοιπόν ξαφνικά μέσα στο καυτό λίπος, θα καταστρέφονταν ολωσδιόλου. Αυτά τα λουλούδια, τα πιο ευγενικά ανάμεσα σ’ όλα, δεν άφηναν έτσι απλά να τους αρπάξουν την ψυχή τους· έπρεπε να τους την πά ρεις σιγά-σιγά, με τα χάδια. Τα άλειβαν με κρύο λίπος και τ’ ά φηναν πάνω σε δίσκους σ’ ένα ειδικό δωμάτιο, ή τα τύλιγαν σε πανιά ποτισμένα με λάδι κι εκείνα αποκοιμιόντουσαν σιγά-σιγά τον αξύπνητο ύπνο. Μαραίνονταν μετά από τρεις ή τέσσερις μέρες, έχοντας αφήσει το άρωμά τους στο λίπος ή στο λάδι. Τότε τα έβγαζαν προσεχτικά κι έβαζαν στη θέση τους φρέσκα λουλούδια. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν δέκα, είκοσι φο ρές. Όταν τέλειωναν είχε μπει κιόλας ο Σεπτέμβρης. Το τελικό προϊόν ήταν ακόμα λιγότερο απ’ ό,τι με τη μέθοδο του ζεστού λίπους. Η ποιότητα όμως αυτής της αλοιφής του γιασεμιού ή ε
νός λαδιού ξεπερνούσε σε φινέτσα και άρωμα κάθε άλλο προϊόν της αρωματοποιίας. Στην περίπτωση του γιασεμιού είχε κανείς την εντύπωση ότι η γλυκιά ερωτική μυρωδιά των λου λουδιών είχε καθρεφτιστεί στους δίσκους με το λίπος σαν μέσα σε καθρέφτη κι ακτινοβολούσε τώρα από κει απόλυτα ίδια με τη φυσική ευωδιά — φυσικά cum grano salis*, Γιατί η μύτη του Γκρενούιγ, εντόπιζε βέβαια τη διαφορά ανάμεσα στη μυρωδιά των λουλουδιών και στο συντηρημένο άρωμα τους: η μυρωδιά του λίπους παρεμβαλλόταν σαν λεπτό πέπλο — όσο καθαρό κι αν ήταν — ανάμεσα στο άρωμα του πρωτότυπου και την αλοιφή του γιασεμιού. Μαλάκωνε την έντονη ευωδία του λουλουδιού κι έκανε την ομορφιά της υποφερτή για τους συνηθισμένους ανθρώπους... Όπως και να ’χει το πράγμα, η μέθοδος με το κρύο λίπος ήταν η πιο δραστική και πετυχημένη για την κατα σκευή λεπτών κι ευαίσθητων αρωμάτων. Δεν υπήρχε καλύτερη. Κι αν η μέθοδος αυτή δεν αρκούσε για να ξεγελάσει τη μύτη του Γκρενούιγ, εκείνος ήξερε ότι έφτανε και παραέφτανε για να πείσει την ανθρωπότητα ολόκληρη. Σε λίγο καιρό είχε ξεπεράσει το δάσκαλό του Ντρουό και στις δυο τεχνικές, με ζεστό και κρύο λίπος, και τον είχε αφήσει να το καταλάβει με το γνωστό και διακριτικό του τρόπο. Ο Ντρουό τον άφηνε ευχαρίστως να πηγαίνει στα σφαγεία και να διαλέγει το κατάλληλο λίπος, να το καθαρίζει, να το λιώνει, να το φιλτράρει και να το ανακατεύει στη σωστή αναλογία — μια δουλειά που ο Ντρουό ανέκαθεν αντιπαθούσε κι έτρεμε, γιατί ένα ακάθαρτο λίπος, που θα μύριζε ακόμα χοιρινό, μοσχαρίσιο ή κατσικίσιο κρέας, μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη την παραγωγή. Τον άφηνε να.κανονίζει την απόσταση των δίσκων, την ώρα που έπρεπε ν’ αλλάξουν τα λουλούδια, τη στιγμή που έπρεπε να σταματήσουν σε λίγο εγκατέλειψε σ’ αυτόν όλες ε κείνες τις αποφάσεις που ο ίδιος, ο Ντρουό, όπως και ο Μπαλντίνι, έπαιρνε «στο περίπου», στηριγμένος σε μια σειρά κανό νων που είχε μάθει· ο Γκρενούιγ όμως αποφάσιζε με ακρίβεια,
* Με τον κόκκο του αλατιού.
στηριγμένος στις ικανότητες της μύτης του — πράγμα που ο Ντρουό ούτε καν έβαζε με το μυαλό του. «Έχει καλό χέρι», έλεγε ο Ντρουό, «και καταπιάνεται σωστά με τα πράγματα». Καμιά φορά σκεφτόταν: «Απλούστατα, έχει πολύ περισσότερο ταλέντο από μένα, είναι εκατό φορές καλύ τερος αρωματοποιός». Και ταυτόχρονα τον θεωρούσε χαζό, α θεράπευτα ηλίθιο, γιατί ο Γκρενούιγ δεν αξιοποιούσε καθόλου το ταλέντο του, ενώ ο ίδιος ο Ντρουό με τις περιορισμένες του ικανότητες, θα γινόταν σε λίγο αφεντικό. Ο Γκρενούιγ έκανε ό,τι μπορούσε για να του ενισχύσει αυτή του τη γνώμη, παρου σιαζόταν ανόητος, δεν έδειχνε την παραμικρή φιλοδοξία, υπο κρινόταν ότι δεν έχει ιδέα για τη μεγαλοφυία και το ταλέντο του κι ότι χρωστούσε τα πάντα στις οδηγίες του έμπειρου Ντρουό, χωρίς τον οποίο δεν θα ήταν παρά ένα τίποτα. Μ’ αυτό τον τρόπο τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους. Ήρθε το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Η δουλειά στο εργα στήρι είχε ησυχάσει, τα αρώματα βρίσκονταν σε βαζάκια και μπουκαλάκια στο κελάρι, κι αν η κυρία δεν ήθελε να μετατρέ ψουν κάποια κρέμα σε άρωμα, ή ν’ αποστάξουν κάποιο μπαχάρι, δεν είχαν και πολλά να κάνουν. Είχαν ακόμα ελιές, μερι κά καλάθια τη βδομάδα. Τις έβαζαν στην πρέσα κι έπαιρναν το πρώτο και καλύτερο λάδι. Τα υπόλοιπα τα έδιναν στο ελαιοτρι βείο. Και υπήρχε και κρασί, απ’ το οποίο ο Γκρενούιγ απέσταζε οινόπνευμα πρώτης ποιότητας. Ο Ντρουό ερχόταν όλο και λιγότερο στο εργαστήρι. Έκανε το καθήκον του στο κρεβάτι της κυρίας, κι όταν ερχόταν, μυρί ζοντας ιδρώτα και σπέρμα, εξαφανιζόταν και πάλι πολύ γρήγο ρα στα «Τέσσερα Δελφίνια». Αλλά και η κυρία κατέβαινε όλο και πιο σπάνια. Στο σπίτι είχε περισσότερες ασχολίες: έπρεπε να ενημερώσει τα βιβλία της επιχείρησης και να μεταποιήσει τη γκαρνταρόμπα της για την εποχή μετά τη χηρεία, όταν θα ’ βγά ζε πια τα μαύρα. Πολλές φορές περνούσε μέρες ολόκληρες ό που ο Γκρενούιγ δεν έβλεπε κανένα, παρά μόνο την υπηρέ τρια, που έφερνε το μεσημέρι τη σούπα και το βράδυ ψωμί κι ε λιές. Δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ. Στις ταχτικές συναντήσεις των α ρωματοποιών πήγαινε ίσα-ίσα να μην τραβήξει την προσοχή με
την απουσία του. Δεν είχε φιλίες ή στενές γνωριμίες, αλλά πρόσεχε πολύ να μην τον περάσουν ψωροπερήφανο ή ακοι νώνητο. Προτιμούσε ν’ αφήνει τους άλλους ν’ αποφεύγουν από μόνοι τους τη συντροφιά του. Ήξερε πολύ καλά να σκορ πίζει την πλήξη και να παριστάνει το Βλάκα — φυσικά όχι σε υ περβολικό σημείο, που θα προκαλούσε τις κοροϊδίες και τα γέ λια. Κατάφερε να γίνει τελείως αδιάφορος για τους άλλους. Τον άφηναν λοιπόν στην ησυχία του. Μα κι αυτός δεν ήθελε τίποτε άλλο.
4 Περνούσε τον καιρό του κλεισμένος στο εργαστήρι. Στον Ντρουό είχε πει ότι ήθελε να βρει τη συνταγή για μια κολόνια. Στην πραγματικότητα όμως έκανε πειράματα με τελείως διαφο ρετικές μυρωδιές. Το άρωμα που είχε φτιάξει στο Μονπελιέ, παρόλο που το χρησιμοποιούσε με μεγάλη οικονομία, κόντευε να τελειώσει. Έφτιαξε ένα καινούριο. Αυτή τη φορά όμως δεν αρκέστηκε σε μια γρήγορη και πρόχειρη απομίμηση της αν θρώπινης μυρωδιάς, παρά έβαλε τα δυνατά του να δημιουργή σει μια προσωπική μυρωδιά, ή μάλλον μια ποικιλία από προ σωπικές μυρωδιές. Πρώτα-πρώτα έφτιαξε μια μυρωδιά για να περνάει απαρα τήρητος, ένα γκρίζο άρωμα για κάθε μέρα· μέσα του υπήρχε η ξινή αποφορά του ανθρώπινου σώματος, σκεπασμένη όμως από χοντρά λινά και μάλλινα υφάσματα, απλωμένα πάνω στο στεγνό, γεροντικό δέρμα. Μυρίζοντας έτσι μπορούσε άνετα ν’ ανακατευτεί με τους ανθρώπους. Το άρωμα ήταν αρκετά δυνα τό ώστε να δικαιολογεί την παρουσία ενός ανθρώπου, και ταυ τόχρονα αρκετά διακριτικό ώστε αυτός ο άνθρωπος να μην τρα βάει την προσοχή. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Γκρενούιγ δικαιολο γούσε μετριόφρονα την παρουσία του, ενώ συγχρόνως δεν υ πήρχε — μια ενδιάμεση κατάσταση, τελείως θολή, που τον βό λευε ιδιαίτερα, τόσο μέσα στο σπίτι της κυρίας Αρνουλφί και στη δουλειά, όσο και στις σπάνιες εξόδους του στην πόλη. Μερικές φορές όμως η διακριτική αυτή μυρωδιά αποδει
κνυόταν εμπόδιο. Όταν ο Ντρουό τον έστελνε για ψώνια, ή ό ταν ο ίδιος ήθελε ν’ αγοράσει για λογαριασμό του λίγο ζαμπέτι ή μερικά σπυριά μόσχο κι έμπαινε σε κάποιο μαγαζί, ή δεν τον έβλεπαν καθόλου και δεν τον εξυπηρετούσαν, ή του έδιναν λάθος πράγματα, ή τον άφηναν στη μέση, γιατί τον ξεχνούσαν. Για τέτοιες περιπτώσεις έφτιαξε μια ειδική μυρωδιά πιο τραχιά, που έμοιαζε ελαφρά με ιδρώτα, μια μυρωδιά πιο δυνατή και συμπαγή που έκανε τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι βιαζό ταν κι ότι είχε πολλές δουλειές. Όταν πάλι ήθελε να τραβήξει κάπως την προσοχή, χρησιμοποιούσε μια απομίμηση της aurae seminalis* του Ντρουό, που είχε πετύχει αλείβοντας ένα ύφα σμα, ποτισμένο με λάδι, με λιωμένα αβγά χήνας κι αλεύρι βρόμικο. Ένα άλλο άρωμα πάλι δικής του κατασκευής, του επέτρεπε να προκαλεί τον οίκτο των γυναικών μέσης και μεγάλης ηλι κίας. Μύριζε άπαχο γάλα και καθαρό μαλακό ξύλο. Ο Γκρε νούιγ, ακόμα κι όταν ήταν αξύριστος, με σκοτεινό πρόσωπο, χωμένος στο γιακά του παλτού του, φορώντας αυτό το άρωμα έδινε την εντύπωση ενός κακόμοιρου παιδιού με τριμμένη ζα κέτα που χρειαζόταν βοήθεια. Οι γυναίκες στην αγορά, μόλις τον έπαιρναν μυρωδιά, του έχωναν καρύδια και ξερά αχλάδια στις τσέπες, γιατί έμοιαζε τρομερά πεινασμένος και αβοήθητος. Και η γυναίκα του χασάπη, ένα άτεγκτο κι αυστηρό θηλυκό, τον άφηνε να παίρνει τσάμπα μερικά κομμάτια κρέας που ήταν για πέταμα και κανένα κόκαλο, γιατί η μυρωδιά της αθωότητάς του συγκινούσε τη μητρική καρδιά της. Ο Γκρενούιγ χρησιμοποι ούσε αυτό το χαλασμένο κρέας για να φτιάξει με τη βοήθεια του οινοπνεύματος τα βασικά συστατικά ενός αρώματος, που χρησι μοποιούσε όταν ήθελε οπωσδήποτε να μείνει μόνος. Το άρω μα αυτό δημιουργούσε γύρω του μια ατμόσφαιρα ελαφρής αη δίας, μια πνοή σαπίλας, όπως μυρίζουν το πρωί μετά το ξύπνη μα, γέρικα κι απεριποίητα στόματα. Το άρωμα αυτό ήταν τόσο αποτελεσματικό, ώστε ακόμα κι ο Ντρουό που δεν ήταν καθό
* Της μυρωδιάς του σπέρματος.
λου σιχασιάρης, έφευγε άθελά του, χωρίς καλά-καλά να ξέρει τι ήταν αυτό που τον ανάγκαζε να βγει απ’ το εργαστήρι. Και λί γες σταγόνες απ’ αυτό το κατασκεύασμα στο κατώφλι της κα λύβας του, αρκούσαν για να κρατήσουν μακριά κάθε πιθανό ε πισκέπτη, άνθρωπο ή ζώο. Κάτω από την προστασία όλων αυτών των διαφορετικών α ρωμάτων, που τα άλλαζε σαν φορέματα ανάλογα με τις ανά γκες και τις περιστάσεις και που τον βοηθούσαν να περνάει α παρατήρητος ανάμεσα στους ανθρώπους, ο Γκρενούιγ αφο σιώθηκε στο μοναδικό, πραγματικό του πάθος: στο εκλεπτυ σμένο κυνήγι αρωμάτων, κι επειδή είχε ένα σπουδαίο στόχο και πάνω από ένα χρόνο καιρό, προχωρούσε με ζήλο κι επιμο νή, αλλά και με μεθοδικότητα και υπομονή στην εξάσκηση των ικανοτήτων του, την τελειοποίηση των όπλων και των τεχνικών του. Άρχισε από εκεί που είχε σταματήσει, όταν ήταν ακόμα στου Μπαλντίνι: προσπαθούσε ν’ απομονώσει και να συγκρατήσει τη μυρωδιά άψυχων αντικειμένων όπως η πέτρα, το μέταλλο, το γυαλί, το ξύλο, το αλάτι, το νερό, ο αέρας... Εκεί που είχε αποτύχει με τη χοντροκομμένη τεχνική της α πόσταξης, τα κατάφερνε τώρα με τη βοήθεια της απορροφητι κότητας του λίπους. Ένα μπρούντζινο χερούλι πόρτας, με δρο σερή, μουχλιασμένη, κάπως ακαθόριστη μυρωδιά, που του άρε σε, το πασάλειψε για μερικές μέρες με μοσχαρίσιο λίπος. Και να! — όταν μάζεψε το λίπος και δοκίμασε τη μυρωδιά του, μύ ριζε σαν εκείνο το χερούλι, αμυδρά βέβαια, πάντως η μυρωδιά ήταν η ίδια. Και μετά την επεξεργασία με το οινόπνευμα η μυ ρωδιά ήταν η ίδια, μακρινή κι αδύναμη, κρυμμένη πίσω απ’ το οινόπνευμα κι αισθητή μόνο για τη μύτη του Γκρενούιγ — πά ντως βρισκόταν εκεί. Άρα η δυνατότητα υπήρχε. Αν είχε δέκα χιλιάδες χερούλια και τ’ άφηνε χίλιες μέρες μέσα στο λίπος, θα έφτιαχνε στο τέλος μια σταγόνα συμπυκνωμένο απόσταγμα απ’ τη μυρωδιά τους, τόσο τέλεια, ώστε ο καθένας θα είχε την αυτα πάτη, μυρίζοντας το, ότι έχει μπροστά του μπρούντζινα χερού λια. Το ίδιο κατάφερε και με την πορώδη μυρωδιά κιμωλίας μιας πέτρας που είχε βρει ανάμεσα στις ελιές, μπροστά στην κα
λύβα του. Την επεξεργάστηκε με ζεστό λίπος κι έβγαλε ένα μι κρό σβολαράκι κρέμας με τη μυρωδιά της πέτρας, που τον δια σκέδαζε απερίγραπτα με το ελάχιστο άρωμά του. Τη συνδύασε και με άλλες μυρωδιές, που έβγαλε από διάφορα αντικείμενα απ’ τον περίγυρο της καλύβας του κι έφτιαξε σιγά-σιγά μια μι νιατούρα του ελαιώνα, πίσω απ’ το μοναστήρι των Φραγκισκα νών, που κουβαλούσε παντού και πάντα μαζί του σ’ ένα μικρό μπουκάλι και το άνοιγε και το μύριζε όποτε ήθελε. Τα πειράματά του ήταν πραγματικά θαύματα δεξιοτεχνίας, θαυμάσια μικρά παιχνίδια, έργα τέχνης στην αρωματοποιία, που κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει ε κτός απ’ τον ίδιο. Εκείνος όμως ήταν ενθουσιασμένος μ’ αυτές τις τελειοποιήσεις χωρίς νόημα και στη ζωή του δεν γνώρισε, ούτε πριν ούτε μετά, τέτοιες στιγμές αληθινής και αθώας ευτυ χίας, όπως εκείνη την εποχή, όπου με ζήλο και παιχνιδιάρικη διάθεση δημιουργούσε αρώματα-τοπία, αρώματα-νεκρές φύ σεις και εικόνες αντικειμένων. Γρήγορα πέρασε και στα έμψυχα αντικείμενα. Κυνηγούσε μύγες, χρυσαλίδες, ποντίκια, μικρές γάτες και έπνιγε όλα αυτά τα ζωντανά στο ζεστό λίπος. Τη νύχτα τρύπωνε κρυφά στους στάβλους για να τυλίξει με λαδωμένα υφάσματα γεμάτα λίπος τις αγελάδες, τις κατσίκες και τα γουρούνια. Ή έμπαινε σαν τον κλέφτη στα μαντριά και κούρευε ένα πρόβατοτο μαλλί, που μύριζε ακόμα, το έπλενε στο οινόπνευμα. Στην αρχή τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά γιατί, αντίθετα με τα υπομονετικά άψυχα αντικείμενα, όπως το χερούλι και η πέτρα, τα ζώα δεν έδιναν εύκολα τη μυρωδιά τους. Τα γουρού νια τριβόντουσαν με δύναμη στους στύλους του χοιροστασίου ώσπου ν’ απαλλαγούν απ’ τα υφάσματα, που τους τύλιγε γύρω τους. Τα πρόβατα βέλαζαν, καθώς προσπαθούσε να τα κουρέ ψει τις νύχτες. Οι αγελάδες τινάζονταν κι έριχναν τα λαδωμένα πανιά απ’ τα μαστάρια τους. Μερικά σκαθάρια που έπιασε, έ βγαλαν εκκρίματα που μύριζαν αηδιαστικά, την ώρα ακριβώς που ήθελε να τα επεξεργαστεί. Και τα ποντίκια, προφανώς απ’ το φόβο τους, έκαναν το ίδιο. Τα ζώα που έριχνε μέσα στο ζε στό λίπος, δεν παρέδιναν αδιαμαρτύρητα τη μυρωδιά τους ό
πως τα λουλούδια, ή έστω μ’ ένα αδύναμο στεναγμό, αλλά αντιστέκονταν απελπισμένα ενάντια στο θάνατο, δεν τον άφηναν να τα πνίξει στο καζάνι, τινάζονταν και αγωνίζονταν και πολε μούσαν να ξεφύγουν παράγοντας έτσι δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες ιδρώτα απ’ το φόβο τους και την επιθανάτια αγωνία τους, που με τις όξινες ιδιότητές του κατέστρεφε το ζεστό λίπος. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η δουλειά του δεν γινόταν. Τα ζώα έπρεπε να κάθονται ήσυχα κι έπρεπε να ησυχάσουν τόσο ξαφ νικά και γρήγορα, που να μην προλάβουν να φοβηθούν ή ν’ α ντισταθούν. Αποφάσισε να τα σκοτώνει. Στην αρχή δοκίμασε μ’ ένα μικρό σκύλο. Τον βρήκε έξω απ’ τα σφαγεία και τον παρέσυρε μακριά απ’ τη μάνα του μ’ ένα κομμάτι κρέας. Τον έφερε στο εργαστήρι κι ενώ το ζώο ριχνό ταν χαρούμενο πάνω στο μεζέ που κρατούσε ο Γκρενούιγ στο αριστερό του χέρι, εκείνος με το δεξί, του έδωσε ένα δυνατό και γρήγορο χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο θάνατος ήρθε τόσο απότομα για το μικρό σκύλο, ώστε στο μουσούδι του ήταν ακόμα απλωμένη η έκφραση της ευτυχίας, όταν ο Γκρε νούιγ τον άλειψε με λίπος και τον άφησε πάνω σε μια σκάρα. Η μυρωδιά που ανάδινε ήταν ολοκάθαρη σκυλίσια μυρωδιά χωρίς τον ιδρώτα του φόβου. ΒέΒαια, έπρεπε να προσέχει! Τα πτώματα, όπως και τα κομμένα λουλούδια, χαλούσαν και σάπι ζαν γρήγορα. Γι’ αυτό ο Γκρενούιγ κάθησε άγρυπνος δίπλα στο θύμα του, κάπου δώδεκα ώρες συνέχεια, ώσπου να ο σφρανθεί τις πρώτες υποψίες απ’ τη μυρωδιά του πτώματος, που μπορεί να ήταν ευχάριστη, αλλά αλλοίωνε τη μυρωδιά του σκύλου. Αμέσως απομάκρυνε το πτώμα και έβαλε το λίπος, που μύριζε ελαφρά, μέσα σ’ ένα μικρό κατσαρολάκι. Το ζέστανε, το ανακάτεψε με οινόπνευμα, κι ύστερα απέσταξε το μείγμα, ώ σπου δεν απόμεινε παρά μια δαχτυλήθρα υγρό, ίσα-ίσα που γέμισε ένα μικρό γυάλινο μπουκαλάκι μέχρι τη μέση. Το κατα σκεύασμα του είχε τη λιγάκι υγρή, λιπαρή και έντονη μυρωδιά του σκύλου. Όταν ο Γκρενούιγ έδωσε μια σταγόνα απ’ το πε ριεχόμενό του στη γέρικη σκύλα του σφαγείου, εκείνη ξέσπασε σε χαρούμενα γαβγίσματα και δεν ήθελε να ξεκολλήσει τη μουσούδα της απ’ το μπουκάλι. Ο Γκρενούιγ όμως το τράβηξε,
το έκλεισε καλά και το κουβαλούσε για πολύ καιρό επάνω του, σαν ανάμνηση εκείνης της ημέρας του θριάμβου, όπου κατόρ θωσε για πρώτη φορά να κλέψει το άρωμα, τη μυρωδάτη ψυχή ενός ζωντανού οργανισμού. Ύστερα, σιγά-σιγά και με μεγάλη προσοχή, πλησίασε τους ανθρώπους. Στην αρχή κυνηγούσε από απόσταση ασφαλείας, με αραιοπλεγμένο δίχτυ· δεν τον ενδιέφεραν τα μεγάλα θηρά ματα· αυτό που ήθελε ήταν να δοκιμάσει και να επαληθεύσει τη θεωρία του στην πράξη. Οπλισμένος με το διακριτικό άρωμα, που τον βοηθούσε να περάσει απαρατήρητος, ανακατευόταν τα βράδια με τους θα μώνες της ταβέρνας «Τα Τέσσερα Δελφίνια», και στερέωνε στις γωνιές, κάτω απ’ τους πάγκους και τα τραπέζια μικρά κουρελά κια, ποτισμένα στο λάδι και στο λίπος. Μερικές μέρες αργότερα τα μάζευε πάλι και τα δοκίμαζε. Μαζί μ’ όλες τις μυρωδιές της κουζίνας, του καπνού και του κρασιού, είχαν απορροφήσει και λίγη ανθρώπινη μυρωδιά. Ήταν όμως πολύ θολή και μακρινή, ήταν μάλλον η υποψία μιας γενικής μυρωδιάς κι όχι μια προ σωπική μυρωδιά ενός ανθρώπου. Μια παρόμοια μυρωδιά αν θρώπινης μάζας, πιο καθαρής, σεβάσμιας και ιδρωμένης, απέ δωσε το πείραμα του στον καθεδρικό ναό — ο Γκρενούιγ κρέ μασε τα κουρελάκια του στις 24 Δεκεμβρίου και τα ξαναπήρε στις 26· στο μεταξύ είχαν γίνει εφτά λειτουργίες. Το λίπος είχε απορροφήσει ένα τρομερό συνονθύλευμα από μυρωδιές, ι δρωμένα πισινά και υγρά πόδια, σφιγμένα χέρια και αίμα πε ριόδου, χιλιάδες ανάσες που έψελναν και τραγουδούσαν το Ave Maria, λιβάνι και μύρο. Ένα μείγμα αηδιαστικό, θολό, τυ χαίο, κι όμως απαραγνώριστα ανθρώπινο. Ο Γκρενούιγ απόχτησε την πρώτη του ατομική μυρωδιά στο Νοσοκομείο της Σαριτέ. Με κάποιο τέχνασμα κατάφερε να πά ρει στα χέρια του τα σεντόνια ενός φθισικού, που μόλις είχε πε θάνει, και τα οποία προορίζονταν κανονικά για κάψιμο. Ο άρ ρωστος είχε μείνει δυο μήνες ξαπλωμένος σ’ αυτά τα σεντόνια, που είχαν απορροφήσει το λίπος του δέρματός του, και μαζί μ’ αυτό και τη μυρωδιά του κορμιού του. Ο Γκρενούιγ τα έπλυνε αμέσως με οινόπνευμα. Το αποτέλεσμα ήταν τρομαχτικό: κάτω
απ’ τη μύτη του Γκρενούιγ ο νεκρός αναστήθηκε και παρου σιάστηκε σαν φάντασμα μέσα στο χώρο, παραμορφωμένο βέ βαια απ’ την περίεργη μέθοδο κατασκευής του αρώματος κι απ’ τα πολυάριθμα μιάσματα της αρρώστιας του, αλλά απόλυτα α ναγνωρίσιμο: ένας κοντός άντρας τριάντα χρονών, ξανθός, με πλακουτσή μύτη, μικρά άκρα, χοντρά βρόμικα πόδια και φου σκωμένο πέος, νευρικός κι οξύθυμος με ανεπαίσθητη μυρωδιά απ’ το στόμα — δεν ήταν ωραίος, τουλάχιστο σε ό,τι αφορούσε τη μυρωδιά του, αυτός ο άντρας, δεν άξιζε να τον φυλάξει ο Γκρενούιγ, όπως είχε κάνει με το σκυλάκι. Πάντως τον κράτησε μια ολόκληρη νύχτα σαν φάντασμα να περιφέρεται στην καλύ βα του και όλο τον οσφραινόταν, ευτυχισμένος και ικανοποιη μένος απ’ τη δύναμη που είχε. Την άλλη μέρα το πέταξε. Εκείνες τις μέρες του χειμώνα έκανε ένα ακόμα πείραμα. Πλήρωσε ένα φράγκο μια μουγκή ζητιάνα, που τριγύριζε στην πόλη, για να καθήσει μια μέρα ολόκληρη τυλιγμένη με διάφο ρα πανιά βουτηγμένα στο λίπος και στο λάδι. Διαπίστωσε ότι ο καλύτερος συνδυασμός για την απορρόφηση της μυρωδιάς του ανθρώπινου κορμιού ήταν δυο μέρη λίπος από αρνίσια νεφρά, πέντε μέρη χοιρινό λίπος και τρία μέρη αγελαδινό μαζί με ελά χιστο αιθέριο έλαιο. Ο Γκρενούιγ αρκέστηκε σ’ αυτά. Δεν ήθελε να σκοτώσει έ ναν άνθρωπο και να συνεχίσει τα πειράματα του. Κάτι τέτοιο θα έκρυβε πολλούς κινδύνους και δεν θα του πρόσφερε καινού ριες γνώσεις. Ήξερε ότι τώρα πια κατείχε την τεχνική και μπο ρούσε να κλέψει τη μυρωδιά οποιουδήποτε ανθρώπου. Δεν χρειαζόταν άλλες αποδείξεις. Η μυρωδιά των ανθρώπων γενικά αυτή καθαυτή, τον άφηνε εξάλλου αδιάφορο. Αυτή τη μυρωδιά μπορούσε να τη μιμηθεί αρκετά καλά με τα υποκατάστατα που έφτιαχνε. Αυτό που τον ενδιέφερε, εκείνο που ποθούσε ν’ αποχτήσει, ήταν η μυρωδιά ορισμένων ανθρώπων: αυτών των σπάνιων ανθρώπων, που μπορούσαν να εμπνεύσουν την αγάπη. Αυτοί θα ήταν τα θύμα τά του.
5 Τον Γενάρη η χήρα Αρνουλφί παντρεύτηκε τον αρχιεργάτη Ντομινίκ Ντρουό, που έγινε έτσι επίσημα αρωματοποιός. Πλούσια τραπέζια στρώθηκαν για τους αρχηγούς της συντε χνίας και άλλα πιο πρόχειρα και φτωχικά για τους εργάτες. Η κυρία αγόρασε ένα καινούριο στρώμα για το κρεβάτι της, το ο ποίο μοιραζόταν πια νόμιμα με τον Ντρουό, κι έβγαλε τα χρω ματιστά της ρούχα απ’ το ντουλάπι. Τίποτε άλλο δεν άλλαξε. Κράτησε το παλιό καλό όνομα Αρνουλφί, κράτησε ολόκληρη την περιουσία για τον εαυτό της, την οικονομική διεύθυνση της επιχείρησης και τα κλειδιά του κελαριού — ο Ντρουό εκτελούσε καθημερινά τα συζυγικά του καθήκοντα κι ύστερα δροσιζόταν στα «Τέσσερα Δελφίνια». Και ο Γκρενούιγ, αν και ήταν πια ο πρώτος και μοναδικός εργάτης, συνέχιζε να κάνει τη σκληρότε ρη και βαρύτερη δουλειά για τον ίδιο μισθό, το ελάχιστο φαγη τό και την άθλια καλύβα του. Η χρονιά άρχισε με μια κίτρινη πλημμύρα από κάσσιες, υάκινθους, μενεξέδες και μεθυστικούς νάρκισσους. Μια Κυρια κή του Μάρτη — θα ’χε περάσει περίπου ένας χρόνος απ’ την άφιξη του στη Γκρας — ο Γκρενούιγ πήγε να δει πώς ήταν τα πράγματα στον κήπο πίσω απ’ το τείχος στην άλλη άκρη της πόλης. Αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένος για την ευωδιά που θα συναντούσε, ήξερε τι τον περίμενε... κι όμως όταν άρχι σε να τη νιώθει αμυδρά στον αέρα, μόλις πέρασε την Πορτ Νεβ, στα μισά του δρόμου, η καρδιά του χτύπησε δυνατά και το αίμα κύλησε γρηγορότερα στις φλέβες του από ευτυχία: ήταν ακόμα εκεί, το ασύγκριτα όμορφο λουλούδι, ο χειμώνας είχε περάσει χωρίς να του κάνει ζημιά, ζούσε, μεγάλωνε κι ομόρ φαινε κι άλλο! Το άρωμά του, όπως υπολόγιζε είχε γίνει πιο δυνατό χωρίς να χάσει τη λεπτότητά του. Αυτό που πριν ένα χρόνο φούσκωνε ελαφρά και προετοιμαζόταν δειλά, είχε ξεχυ θεί πια σαν αρμονικό αρωματικό ποτάμι, που έλαμπε με χίλια χρώματα υπέροχα συνδυασμένα μεταξύ τους. Ο Γκρενούιγ δια πίστωσε με χαρά ότι το ποτάμι αυτό αντλούσε τα νερά του από μια πηγή που δυνάμωνε ολοένα. Σ’ ένα χρόνο, ένα χρόνο μό
νο, δώδεκα μήνες, η πηγή θα ξεχείλιζε και εκείνος θα ερχόταν και θα τρυγούσε το άγριο ξέσπασμα της, θα το δάμαζε και θα το έκανε δικό του. Προχώρησε κατά μήκος του τείχους ως τη γνωστή του το ποθεσία, εκεί που ο τοίχος συνόρευε με τον κήπο. Φαίνεται ότι το κορίτσι δεν ήταν έξω, αλλά μέσα στο σπίπ σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά παράθυρα· ωστόσο το άρωμά του απλωνόταν παντού σαν μια σταθερή, απαλή αύρα. Ο Γκρενούιγ στάθηκε τελείως ακίνητος. Δεν ένιωθε μέθη και ζάλη, όπως την πρώτη φορά που το μύρισε. Ήταν πλημμυρισμένος απ’ την ευτυχία του ερα στή, που βλέπει κι ακούει από μακριά τη λατρευτή του, και ξέρει ότι σ’ ένα χρόνο θα την κάνει δική του. Στ’ αλήθεια, ο Γκρε νούιγ αυτό το μοναχικό παράσιτο, αυτό το τέρας, αυτός ο απάν θρωπος διάβολος, που δεν είχε νιώσει ποτέ του αγάπη κι ούτε θα μπορούσε ποτέ να εμπνεύσει αγάπη, εκείνη τη μέρα του Μάρτη στεκόταν δίπλα στα τείχη της Γκρας κι αγαπούσε κι ήταν βαθιά ευτυχισμένος μ’ αυτή του την αγάπη. Βέβαια δεν αγαπούσε έναν άνθρωπο, δεν αγαπούσε το κο ρίτσι στο σπίτι πίσω απ’ το τείχος. Αγαπούσε τη μυρωδιά. Αυτή και μόνο, και τίποτε άλλο. Κι αυτή, μόνο και μόνο επειδή θα γι νόταν δική του. Σ’ ένα χρόνο θα ήταν δική του, ακόμα κι αν χρειαζόταν να πεθάνει γι’ αυτό. Και μετά απ’ αυτό το φρικτό όρ κο, αυτό τον αποτρόπαιο αρραβώνα, μετά απ’ αυτή τη σκοτεινή υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του και στη μελλονηκή του μυρωδιά, γύρισε κι έφυγε χαρούμενος, ξαναμπαίνοντας στην πόλη απ’ την Πορτ να Κουρ. Τη νύχτα, καθώς ήταν ξαπλωμένος στην καλύβα του, δεν μπόρεσε ν’ ανπσταθεί στον πειρασμό και ξανάζησε με τη φα ντασία του το άρωμα που αγαπούσε, βυθίστηκε μέσα του, το γέμισε χάδια και φιλιά και το ’νιωσε γύρω του, τόσο κοντά, τόσο κολλητά, σαν να το είχε κιόλας δικό του, σαν να ήταν η δική · του μυρωδιά και μέσα απ’ αυτό αγαπούσε τον εαυτό του και μέσα απ’ τον εαυτό του το άρωμα για ώρα πολλή. Ήθελε να πάρει μαζί και στον ύπνο του αυτό το συναίσθημα της αγάπης για τον εαυτό του. Αλλά ακριβώς τη στιγμή που έκλεινε τα μάπα και δεν χρειαζόταν παρά μια ανάσα για ν’ αποκοιμηθεί, το ε
ξαίσιο άρωμα έφυγε, τον εγκατέλειψε, τον άφησε μόνο του με την κρύα μυρωδιά της κατσικίσιας κοπριάς στο χώρο. Ο Γκρενούιγ πετάχτηκε τρομαγμένος. «Τι θα γίνει», σκέ φτηκε, «αν αυτό το άρωμα που πρόκειται ν’ αποχτήσω... τι θα γίνει, αν τελειώσει; Δεν είναι το ίδιο με τα αρώματα της μνήμης και της φαντασίας, που υπάρχουν σε ανεξάντλητα αποθέματα. Το πραγματικό άρωμα τελειώνει, ξεθυμαίνει. Διαλύεται. Κι όταν θα μου τελειώσει, τότε θα είναι πια αργά. Γιατί η πηγή απ’ όπου θα το ’χω πάρει δε θα υπάρχει πια. Και θα ’μαι γυμνός, όπως και τώρα, και θα πρέπει να συνεχίσω μ’ αυτά τα υποκατάστατα που φτιάχνω τώρα. Όχι, θα είναι ακόμα χειρότερα! Γιατί στο μεταξύ θα το ’χω γνωρίσει και θα το έχω κάνει δικό μου αυτό το εξαίσιο άρωμα και δε θα μπορώ να το ξεχάσω, αφού δεν ξε χνώ ποτέ μια μυρωδιά. Έτσι λοιπόν θα υποφέρω όλη μου τη ζωή με την ανάμνηση του, όπως τώρα υπέφερα για μια στιγμή, όταν χάθηκε, παρόλο που δεν το ’χω αποχτήσει ακόμα... Τι το χρειάζομαι λοιπόν;» Οι σκέψεις αυτές ήταν τρομερά δυσάρεστες για τον Γκρε νούιγ. Η ιδέα και μόνη ότι θα έχανε οπωσδήποτε τη μυρωδιά, που ακόμα δεν κατείχε, τον τρόμαζε αφόρητα. Πόσον καιρό θα μπορούσε να την κρατήσει άραγε; Μερικές μέρες; Μερικές βδομάδες; Ίσως ένα μήνα, αν έκανε οικονομία; Και μετά; Έ βλεπε κιόλας τον εαυτό του ν’ αδειάζει τις τελευταίες σταγόνες, να πλένει το μπουκάλι με οινόπνευμα για να μην πάει τίποτα χαμένο, και να παρακολουθεί με τα μάτια, με τη μύτη, το αγα πημένο του άρωμα να χάνεται για πάντα, χωρίς εκείνος να μπορεί να κάνει τίποτα. Θα ήταν σαν ένας αργός θάνατος, ένα είδος αντίστροφου πνιγμού, μια βασανιστική διάλυση κι εξάτμι ση του εαυτού του μέσα σ’ αυτόν τον απαίσιο κόσμο. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Ένιωθε επιτακτική την επιθυμία να παρατήσει τα σχέδια του, να βγει μέσα στη νύχτα και να φύγει μακριά. Να περιπλανηθεί στα χιονισμένα βουνά, χωρίς σταμάτημα, εκατό μίλια μακριά ως την Οβέρνη κι εκεί να χωθεί ξανά στην τρύπα του και να κοιμηθεί για να μην ξυπνήσει ποτέ πια. Αλλά δεν το έκανε. Έμεινε στη θέση του κι αντιστάθη κε σ’ αυτή του την επιθυμία, παρόλο που ήταν δυνατή. Δε λύγι
σε γιατί αυτή η ίδια επιθυμία τον είχε βασανίσει και άλλοτε. Ή ξερε πώς ήταν το να τρυπώσει και να μείνει μέσα σε μια σπηλιά. Αλλά δεν ήξερε πώς ήταν το να έχει στην κατοχή του μια αν θρώπινη μυρωδιά τόσο υπέροχη, όσο η μυρωδιά του κοριτσιού πίσω απ’ τον τοίχο. Και παρόλο που ήξερε ότι θα έπρεπε να πληρώσει αυτή την εμπειρία πολύ ακριβά με το χάσιμο ακριβώς αυτού του θησαυρού, προτίμησε να προχωρήσει και στα δύο, εμπειρία και χάσιμο, παρά να υποχωρήσει. Εξάλλου, όλη του τη ζωή υποχωρούσε. Ενώ δεν είχε αποχτήσει ούτε χάσει ποτέ τίποτα. Σιγά-σιγά οι αμφιβολίες του διαλύθηκαν και μαζί τους χά θηκε και το ρίγος. Ένιωθε το αίμα να κυλάει και πάλι ζεστό στις φλέβες του κι η επιθυμία να κάνει αυτό που είχε σχεδιάσει φούντωσε μέσα του ξανά. Και μάλιστα πιο δυνατή από πρώτα, γιατί τώρα δεν ξεπηδούσε απλά απ’ το ένστικτο του, παρά στη ριζόταν σε μια συνειδητή απόφαση. Το παράσιτο Γκρενούιγ, μπροστά στο δίλημμα να μείνει στη θέση του και να πεθάνει ή να αφεθεί να πέσει, αποφάσισε να κάνει το δεύτερο, ξέροντας ότι αυτό το πέσιμο θα ήταν το τελευταίο. Ξάπλωσε στο στρώμα του και βολεύτηκε ανάμεσα στ’ άχυρα και την κουβέρτα, νιώ θοντας πολύ γενναίος, ήρωας σχεδόν. Ο Γκρενούιγ όμως δεν θα ήταν ο Γκρενούιγ, αν έμενε ικα νοποιημένος για πολύ καιρό μ’ ένα μοιρολατρικό-ηρωικό συ ναίσθημα. Είχε ισχυρή θέληση, κυριαρχικό χαρακτήρα, πολυ μήχανη φύση και πανούργο πνεύμα. Εντάξει — είχε αποφασί σει ν’ αποχτήσει τη μυρωδιά του κοριτσιού. Κι αν την έχανε με τά από μερικές εβδομάδες και πέθαινε απ’ τη λύπη του, δεν θα τον πείραζε. Αλλά καλύτερα θα ήταν να μην πεθάνει και να ’χει και τη μυρωδιά στην κατοχή του ή τουλάχιστο να αναβάλει την απώλεια της και το θάνατο του, όσο περισσότερο γινόταν. Έ πρεπε να φτιάξει το άρωμα έτσι που να κρατήσει πιο πολύ. Έ πρεπε να το απαλλάξει απ’ το φευγαλέο χαρακτήρα του χωρίς να πειράξει την ποιότητά του — ένα πρόβλημα αρωματοποιίας. Υπάρχουν μυρωδιές που διατηρούνται δεκαετίες ολόκλη ρες. Μια ντουλάπα αλειμμένη με μόσχο, ένα κομμάτι δέρμα ποτισμένο στο λάδι της κανέλας, ένας σβόλος κεχριμπάρι, μια
κασετίνα από ξύλο κέδρου ζουν σχεδόν αιώνια απ’ την άποψη της μυρωδιάς. Άλλες πάλι — το περγαμόντο, ο νάρκισσος και πολλά αρώματα λουλουδιών — εξατμίζονται σε μερικές ώρες, όταν έρθουν σ’ επαφή με τον αέρα. Ο αρωματοποιός προσπα θεί να λύσει αυτό το πρόβλημα συνδυάζοντας μεταξύ τους α ρώματα, που χάνονται γρήγορα, με άλλα πιο σταθερά· τα δεύ τερα δεσμεύουν κάπως τα πρώτα και τα συγκρατούν η δυσκο λία βρίσκεται στο να κατασκευαστούν αυτά τα δεσμά αρκετά χαλαρά, έτσι που η ελευθερία των αρωμάτων να μένει φαινομε νικά ανέγγιχτη κι αρκετά σφιχτά, ώστε η ευωδιά τους να μη χά νεται. Ο Γκρενούιγ είχε πετύχει μια φορά ένα θαύμα δεξιοτε χνίας συνδυάζοντας ένα αιθέριο έλαιο από απόσταγμα πο· λυανθούς με εξαιρετικά εφήμερο άρωμα, με απειροελάχιστες ποσότητες ζαμπέτι, βανίλια, λάβδανο και κυπαρισσόλαδο. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Γιατί λοιπόν δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι παρόμοιο με το άρωμα του κοριτσιού; Γιατί θα ’πρεπε να σπαταλήσει το πιο πολύτιμο κι ευαίσθητο απ’ όλα τα αρώμα τα; Τι ανοησία! Τι φοβερή χοντράδα! Άφηναν μήπως τα δια μάντια ανεπεξέργαστα; Φορούσαν το χρυσάφι αδούλευτο στο λαιμό τους; Μήπως ο Γκρενούιγ βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτούς τους πρωτόγονους αρωματοποιούς σαν τον Ντρουό, που δεν ήξεραν παρά μερικά στοιχειώδη πράγματα για την τέ χνη τους; Δεν ήταν ο μεγαλύτερος αρωματοποιός στον κόσμο; Χτύπησε το μέτωπό του με αγανάκτηση, που δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα: φυσικά και δεν θα σπαταλούσε έτσι αυτό το μοναδικό άρωμα. Θα το επεξεργαζόταν, σαν το πιο πολύτιμο πετράδι. Θα έφτιαχνε ένα αρωματικό διάδημα και στην καλύτε ρη θέση, δεμένο με τ’ άλλα αρώματα και ταυτόχρονα επισκιά ζοντας τα με τη λάμψη του, θα ακτινοβολούσε το δικό του άρω μα. Θα έφτιαχνε ένα άρωμα σύμφωνα με όλους τους κανόνες της τέχνης του κι η μυρωδιά του κοριτσιού πίσω απ’ το τείχος θα ήταν η βασική νότα του. Σαν πρόσθετα συστατικά, σαν ενδιάμεσα, σαν στερεωτικά γι’ αυτό το άρωμα δεν θα χρησιμοποιούσε μόσχο και ζαμπέτι, ροδόνερο ή νερολί, αυτό ήταν σίγουρο. Για ένα τέτοιο άρωμα, για ένα τέτοιο ανθρώπινο άρωμα, χρειάζονταν άλλα συστατικά.
6 Τον Μάη του ίδιου χρόνου, σ’ ένα Λιβάδι με τριαντάφυλλα, ανάμεσα στη Γκρας και στο κοντινό χωριουδάκι Όπιο, βρέθη κε το γυμνό πτώμα ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού. Είχε χτυ πηθεί μ’ ένα βαρύ αντικείμενο στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο χωρικός, που ανακάλυψε το πτώμα, έπαθε τέτοια ταραχή απ’ το απαίσιο εύρημά του, που τράβηξε επάνω του τις υποψίες, λέ γοντας στον ανακριτή με τρεμάμενη φωνή ότι δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι τόσο ωραίο — ενώ ήθελε να πει ότι δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι τόσο απαίσιο. Πράγματι, το κορίτσι είχε ξεχωριστή ομορφιά. Ήταν απ’ αυτές τις βαριές και νωχελικές γυναίκες που νομίζεις πως είναι φτιαγμένες από σκουρόχρωμο μέλι, γλυκιές και λείες και α φάνταστα θελκτικές· που με μια αργόσυρτη κίνηση, ένα πέρα σμα του χεριού στα μαλλιά, ένα και μοναδικό αργό βλέμμα, που μαστιγώνει το χώρο, κυριαρχούν κι εξουσιάζουν τα πάντα μένοντας ακίνητες στο κέντρο του κυκλώνα, χωρίς να έχουν συνείδηση της ίδιας τους της δύναμης και της γοητείας, που σκλαβώνει τις ψυχές αντρών και γυναικών. Η κοπέλα ήταν πο λύ νέα, τόσο νέα που η γοητεία της δεν είχε γίνει ακόμα πολύ έντονη, τα μέλη της ήταν ακόμα βαριά, λεία και δυνατά, τα στή θη της σαν σκαλισμένα σε αλάβαστρο, το επίπεδο πρόσωπο της στεφανωμένο από μαύρα γερά μαλλιά, είχε ακόμα τρυφερές γραμμές και κρυμμένες χάρες. Τα μαλλιά της έλειπαν. Ο δολο φόνος τα είχε κόψει και τα είχε πάρει μαζί του, όπως και τα ρούχα. Υποψιάστηκαν τους τσιγγάνους. Οι τσιγγάνοι ήταν ικανοί για όλα. Όλοι ήξεραν πως οι τσιγγάνοι ύφαιναν χαλιά από πα λιά ρούχα κι έβαζαν ανθρώπινα μαλλιά μέσα στα μαξιλάρια τους· απ’ το δέρμα και τα δόντια των κρεμασμένων έφτιαχναν μικρές κούκλες. Μόνο οι τσιγγάνοι θα μπορούσαν να κάνουν ένα τόσο διεστραμμένο έγκλημα. Την εποχή εκείνη όμως δεν υπήρχαν τσιγγάνοι στην περιοχή, ούτε σ’ όλη την περιφέρεια. Τελευταία φορά που πέρασαν από κει κοντά με τα κάρα τους ήταν τον Δεκέμβρη.
Αφού δεν υπήρχαν τσιγγάνοι, οι υποψίες έπεσαν στους Ιτα λούς εποχιακούς εργάτες. Έλα όμως που δεν υπήρχαν ούτε Ι ταλοί, ήταν πολύ νωρίς ακόμα· δεν έρχονταν παρά τον Ιούνιο για το μάζεμα του γιασεμιού. Άρα δεν ήταν ούτε αυτοί. Τελικά έφτασαν να υποψιάζονται αυτούς που έφτιαχναν περούκες, κι έψαχναν στα εργαστήρια τους για τα μαλλιά του δολοφονημέ νου κοριτσιού. Μάταια όμως. Αμέσως μετά θεωρήθηκαν ένοχοι οι Εβραίοι, κι ύστερα οι ακόλαστοι δήθεν καλόγεροι του μονα στηριού των Βενεδικτίνων — αν κι είχαν περάσει όλοι τους τα ε βδομήντα — κι ύστερα οι Σιστερσιανοί μοναχοί, μετά οι μασό νοι, έπειτα οι τρελοί απ’ τη Σαριτέ, οι καρβουνιάρηδες, οι ζητιά νοι, μέχρι και οι ανήθικοι αριστοκράτες θεωρήθηκαν ύποπτοι. Ι διαίτερα ο μαρκήσιος του Καμπρί, που μόλις είχε παντρευτεί για τρίτη φορά και ο οποίος διοργάνωνε, καθώς έλεγαν, όργια στα υπόγεια του πύργου του και έπινε το αίμα των παρθένων για να διατηρήσει τη σεξουαλική του ικανότητα. Φυσικά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις. Κανείς δεν είχε δει το φόνο, τα ρούχα και τα μαλλιά της δολοφονημένης δεν βρέθηκαν πουθενά. Μετά από μερικές βδομάδες, η αστυνομία σταμάτησε τις έρευνες. Στα μέσα Ιουνίου ήρθαν οι Ιταλοί, πολλοί απ’ αυτούς με τις οικογένειες τους, για να δουλέψουν στο μάζεμα των λουλου διών. Οι χωρικοί τους πήραν στη δουλειά, αλλά απαγόρεψαν στις γυναίκες τους και τις κόρες τους να έχουν σχέσεις μαζί τους, αναθυμούμενοι το φόνο. Φύλαγε τα ρούχα σου, γιατί πο τέ δεν ξέρεις. Παρόλο που οι εργάτες δεν ήταν υπεύθυνοι για το φόνο, θεωρητικά θα μπορούσαν να είναι, γι’ αυτό καλύτερα να έπαιρναν τα μέτρα τους. Λίγο μετά τα μέσα Ιουνίου έγιναν δύο φόνοι ακόμα. Τα θύματα ήταν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις ωραιότατα κορίτσια, που ανήκαν στον ίδιο τύπο γυναίκας· και τα δύο πτώματα βρέ θηκαν γυμνά και κουρεμένα, ανάμεσα στα λιβάδια με τα λου λούδια, με μια κρυφή πληγή στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο δράστης δεν είχε αφήσει κανένα ίχνος. Η είδηση διαδόθηκε σαν την πυρκαγιά και παραλίγο να ξεσπάσουν βιαιοπραγίες σε βάρος των Ιταλών, μέχρι που διαπιστώθηκε ότι και τα δύο θύ
ματα ήταν Ιταλίδες, κόρες ενός εργάτη απ’ τη Γένουα. Φόβος απλώθηκε σ’ όλη την περιοχή. Οι άνθρωποι δεν ή ξεραν ενάντια σε ποιον να στρέψουν την ανίσχυρη οργή τους. Μερικοί υποψιάζονταν ακόμα τους τρελούς ή τον μαρκήσιο αλ λά κανείς δεν τους πίστευε πια στα σοβαρά, γιατί τη Σαριτέ τη φρουρούσαν μέρα και νύχτα, κι ο μαρκήσιος είχε φύγει πριν από καιρό για το Παρίσι. Ο φόβος τους ένωσε, τους έφερε πιο κοντά. Οι ντόπιοι έδωσαν στους ξένους, που μέχρι τότε κατα σκήνωναν στα χωράφια, τους στάβλους και τους αχυρώνες τους. Οι κάτοικοι της πόλης οργάνωσαν σε κάθε συνοικία νυ χτερινές περιπόλους. Η αστυνομία ενίσχυσε τις φρουρές στις πύλες. Ωστόσο, όλες οι προφυλάξεις αποδείχτηκαν άχρηστες. Λίγες μέρες μετά το διπλό φόνο Βρέθηκε κι άλλο πτώμα κορι τσιού, στην ίδια κατάσταση με τα προηγούμενα. Αυτή τη φορά ήταν μια νεαρή πλύστρα απ’ τη Σαρδηνία, που δούλευε στο μέ γαρο του αρχιεπισκόπου. Η κοπέλα δολοφονήθηκε κοντά στη μεγάλη στέρνα, στη Φοντέν ντε λα Φου, δίπλα δηλαδή στις πύ λες της πόλης. Και παρόλο που οι προεστοί, κάτω απ’ την πίεση των φοβισμένων πολιτών, συνέχισαν να παίρνουν προστατευτι κά μέτρα — οι έλεγχοι στις πύλες έγιναν συχνότεροι, οι νυχτερι νές φρουρές ενισχύθηκαν και μετά τη δύση του ήλιου απαγο ρεύτηκε η κυκλοφορία όλων των γυναικών — δεν περνούσε ούτε μια βδομάδα εκείνο το καλοκαίρι που να μη βρεθεί το πτώμα κάποιου κοριτσιού. Τα θύματα ήταν πάντα νεαρές κοπέ λες, που μόλις άρχιζαν να γίνονται γυναίκες, πάντοτε πανέμορ φες, μαυρομάλλες οι πιο πολλές. Ωστόσο ο δολοφόνος σύντο μα στράφηκε και στις γυναίκες, που επικρατούσαν ανάμεσα στο ντόπιο πληθυσμό, γυναίκες πιο μαλακές, με λευκή επιδερμίδα και παχουλή κορμοστασιά. Ακόμα και οι καστανές, ακόμα και οι καστανόξανθες — αρκεί να μην ήταν αδύνατες — ήταν υπο ψήφια θύματα. Τις ανακάλυπτε παντού, όχι μόνο στα περίχωρα της Γκρας, αλλά και μέσα στην πόλη, μέσα στα ίδια τους τα σπί τια. Η κόρη ενός μαραγκού Βρέθηκε σκοτωμένη μέσα στο δω μάτιο της στο πέμπτο πάτωμα του σπιτιού, και κανείς δεν είχε α κούσει το παραμικρό, οι σκύλοι που γάβγιζαν συνήθως κάθε περαστικό και ξένο δεν έβγαλαν τσιμουδιά. Ο δολοφόνος ήταν
άπιαστος, λες και δεν είχε σώμα, σαν φάντασμα. Οι άνθρωποι αγανακτούσαν κι έβριζαν τις αρχές. Οι πιο α στήριχτες φήμες οδηγούσαν σε μικροεξεγέρσεις. Ένας πλανό διος πραματευτής, που πουλούσε φίλτρα της αγάπης κι άλλα τέτοια ματζούνια, λίγο έλειψε να λιντσαριστεί απ’ το εξαγριω μένο πλήθος, γιατί κάποιος είπε ότι τα φάρμακα του περιείχαν αλεσμένα κοριτσίστικα μαλλιά. Στον Πύργο του Καμπρί και στη Σαριτέ έγιναν απόπειρες εμπρησμού. Ο υφασματέμπορος Αλε ξάντρ Μινάρ πυροβόλησε και σκότωσε τον ίδιο του τον υπηρέ τη, μια νύχτα που γύρισε αργά στο σπίτι, γιατί τον πέρασε για το Δολοφόνο των Κοριτσιών. Όποιος είχε τα μέσα έστελνε τις κόρες του σε συγγενείς ή σε οικοτροφεία, σε μακρινά μέρη ό πως η Νις, το Αιξ και η Μασαλία. Ο διευθυντής της αστυνομίας εξαναγκάστηκε απ’ το δημαρχιακό συμβούλιο σε παραίτηση. Ο διάδοχός του ανέθεσε σε μια ομάδα γιατρών να εξετάσει τα πτώματα των κουρεμένων καλλονών και να διαπιστώσει αν εί χαν επίσης βιασθεί. Ήταν όλες ανέγγιχτες. Παραδόξως, η διαπίστωση αυτή αύξησε και πολλαπλασία σε τη φρίκη και τον πανικό, αντί να κατευνάσει τα πνεύματα, γιατί σιωπηρά όλοι υπέθεταν ότι τα κορίτσια είχαν πέσει θύματα βιασμού, πριν το φόνο. Στο βιασμό έβλεπαν τουλάχιστο ένα κίνητρο. Τώρα δεν καταλάβαιναν τίποτα πια, όλα ήταν ακατα νόητα. Κι όποιος πίστευε στο Θεό, κατέφευγε στις προσευχές, ικετεύοντας να σωθεί τουλάχιστον το δικό του σπίτι απ’ τη δια βολική κατάρα. Το δημαρχιακό συμβούλιο, μια επιτροπή από τους τριάντα πλουσιότερους και ισχυρότερους μεγαλοαστούς κι αριστοκρά τες της Γκρας, που στην πλειοψηφία τους ήταν μορφωμένοι ο παδοί του Διαφωπσμού και εχθροί του κλήρου, και που ευχα ρίστως θα έκλειναν τον αρχιεπίσκοπο στο σπίτι του μετατρέπο ντας τα μοναστήρια και τα αβαεία σε αποθήκες και βιοτεχνίες — αυτοί λοιπόν οι υπερήφανοι και παντοδύναμοι κύριοι του δη μαρχιακού συμβουλίου, στην απελπισία τους υποχρεώθηκαν να παρακαλέσουν ταπεινά την Αυτού Σεβασμιότητα τον Αρχιε πίσκοπο να καταραστεί και να αφορίσει αυτό το τέρας που δο λοφονούσε τα κορίτσια τους, και που η κοσμική εξουσία δεν
κατάφερνε να συλλάβει. Του θύμισαν ότι το ίδιο είχε κάνει και ο μακαριότατος προκάτοχος του το 1708 με τα σμήνη των α κριδών που απείλησαν τότε την περιοχή. Πράγματι, κατά τα τέ λη του Σεπτέμβρη, ο δολοφόνος της Γκρας — που είχε σκοτώ σει είκοσι τέσσερις από τις ομορφότερες παρθένες όλων των κοινωνικών τάξεων, αφορίστηκε προφορικά και γραπτά σ’ όλες τις εκκλησίες της πόλης. Τον αφορισμό τον διάβασε ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος στην εκκλησία Νοτρ Νταμ Ντιπουί. Η επιτυχία ήταν εκπληκτική. Οι φόνοι σταμάτησαν απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη δε βρέθη κε κανένα πτώμα. Στις αρχές του Δεκέμβρη ήρθαν ειδήσεις απ’ τη Γκρενόμπλ, ότι κυκλοφορούσε εκεί τελευταία κάποιος δολο φόνος κοριτσιών, που στραγγάλιζε τα θύματά του, τους ξέσκιζε τα ρούχα και τους ξερίζωνε τα μαλλιά. Αν και αυτά τα χοντροει δέστατα εγκλήματα δεν έμοιαζαν καθόλου με τα επιδέξια, όλο ακρίβεια έργα του δολοφόνου της Γκρας, όλος ο κόσμος πεί σθηκε, ότι ο δράστης ήταν ο ίδιος. Οι κάτοικοι της Γκρας σταυ ροκοπήθηκαν τρεις φορές με ανακούφιση, που το κτήνος δε βρισκόταν πια κοντά τους, αλλά εφτά μέρες δρόμο μακριά, στη Γκρενόμπλ. Οργάνωσαν μια λαμπαδηφορία προς τιμή του αρ χιεπισκόπου και σης 24 του Δεκέμβρη παραβρέθηκαν όλοι στην ευχαριστήρια λειτουργία. Την πρωτοχρονιά του 1766 τα μέτρα ασφαλείας χαλάρωσαν και η απαγόρευση νυχτερινής ε ξόδου για τις γυναίκες καταργήθηκε. Με απίστευτη γρηγοράδα η πόλη ξανάβρισκε τον κανονικό ρυθμό της στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή. Ο φόβος είχε φύγει, κανείς δεν μιλούσε πια για τη φρίκη που κυριαρχούσε στην πόλη πριν λίγους μήνες. Κανείς, ούτε καν οι συγγενείς των θυμάτων. Λες και ο αρχιεπί σκοπος δεν είχε αφορίσει μόνο τον δολοφόνο, αλλά και την α νάμνησή του. Και τους άλλους ανθρώπους τους βόλευε έτσι. Μόνο αυτοί που είχαν κόρη, ακριβώς στην επικίνδυνη ηλι κία, αυτοί δεν είχαν ησυχάσει εντελώς. Δεν άφηναν τις θυγα τέρες τους ασυνόδευτες, κι όταν σκοτείνιαζε, ο φόβος τρύπωνε στην καρδιά τους. Το πρωί, μόλις ξανάβλεπαν το κορίτσι τους γερό και δυνατό, γέμιζαν χαρά — χωρίς να θέλουν να ομολο γήσουν το γιατί, ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό.
1 Υπήρχε όμως ένας άντρας στη Γκρας, που δεν πίστευε στην ειρήνη και στη γαλήνη. Λεγόταν Αντουάν Ρισί, είχε το αξίωμα του αντιδήμαρχου κι έμενε σ’ ένα ωραίο σπίτι στην αρχή της ο δού Ντρουάτ. Ο Ρισί ήταν χήρος και είχε μια κόρη με τ’ όνομα Λορ. Αν και δεν είχε κλείσει ακόμα τα σαράντα κι ήταν ένας άντρας όλο ζωντάνια, δεν σκόπευε να παντρευτεί στο άμεσο μέλλον. Ήθε λε πρώτα να παντρέψει την κόρη του. Και όχι με τον πρώτο τυ χόντα, αλλά με κάποιον από αριστοκρατική οικογένεια. Υπήρχε ο Βαρόνος του Μπουγιόν, που είχε ένα γιο κι απέραντα κτή ματα κοντά στη Βανς. Ο βαρόνος είχε καλή φήμη κι η οικονο μική του κατάσταση ήταν άθλια. Ο Ρισί είχε ήδη συμφωνήσει μαζί του το μελλονπκό γάμο των παιδιών τους. Όταν η Λορ λοιπόν θα βολευόταν, θ’ άπλωνε κι ο ίδιος τα χέρια και τη γοη τεία του προς την κατεύθυνση των ευγενέστατων οικογενειών των Ντρε, των Μομπέρ ή των Φονμισέλ — όχι γιατί ήταν μα ταιόδοξος κι ήθελε σώνει και καλά να μοιράζεται το κρεβάτι του με μια αριστοκράτισσα, όχι γι’ αυτό. Ο λόγος ήταν ότι σκόπευε να ιδρύσει μια δυναστεία και να εξασφαλίσει στους απογόνους του ψηλή κοινωνική θέση και πολιτική επιρροή. Για το σκοπό αυτό χρειαζόταν τουλάχιστον δυο γιους ακόμα: ο ένας θα ανα λάμβανε την επιχείρηση κι ο άλλος θα σπούδαζε τα νομικά και θα έκανε καριέρα στο κοινοβούλιο του Αιξ, παίρνοντας τη θέση του στην αριστοκρατία. Ένας άντρας της δικής του κοινωνικής τάξης δεν θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του, παρά μόνο αν συνέδεε το πρόσωπό του και την οικογένειά του πολύ στενά με την επαρχιακή αριστοκρατία. Αυτό που του έδινε το δικαίωμα να κάνει τέτοια φιλόδοξα σχέδια ήταν τα μυθικά πλούτη του. Ο Αντουάν Ρισί ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος σ’ όλη την περιοχή· κανείς δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του. Είχε απέραντα κτήματα, λατιφούντια, όχι μόνο στην περιοχή της Γκρας, όπου καλλιεργούσε πορτοκα λιές, ελιές, σιτηρά και κάνναβι, αλλά και στη Βανς και στην Α ντίμπ, όπου τα νοίκιαζε σε άλλους. Είχε σπίπα στο Αιξ, είχε
σπίτια στην εξοχή, είχε μετοχές στα πλοία που ταξίδευαν για τις Ινδίες, είχε υποκατάστημα στη Γένουα και τη μεγαλύτερη απο θήκη σ’ όλη τη Γαλλία για αρωματικές ύλες, βάλσαμα, έλαια και δέρματα. Αλλά ο πιο πολύτιμος θησαυρός του Ρισί ήταν η κόρη του. Ήταν το μοναχοπαίδι του, δεκάξι χρόνων, με σκούρα κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Το πρόσωπο της ήταν τόσο όμορφο ώστε επισκέπτες κάθε ηλικίας και φύλου έμεναν για μια στιγμή ακίνητοι κι ύστερα δυσκολεύονταν ν’ αποτραβήξουν τα μάτια τους από πάνω της, λες κι έγλειφαν το πρόσωπο της με τα μάτια σαν να ’ταν παγωτό. Το δικό τους πρόσωπο έπαιρνε την τυπική έκφραση που έχουν οι άνθρωποι όταν επιδίδονται σε μια τέτοια ασχολία, μια έκφραση ανόητης και χαρούμενης αφοσίωσης. Ακόμα και ο Ρισί, όταν κοίταζε την κόρη του, έπιανε τον εαυτό του να ξεχνάει τον κόσμο και τις δουλειές του γι’ αρκετή ώρα, ένα τέταρτο ή και μισή ώρα ίσως — πράγμα που δεν του συνέ βαινε παρά μόνο στον ύπνο του. Ξεχνιόταν αποθαυμάζοντας την ομορφιά της κόρης του, κι αν μετά τον ρωτούσε κάποιος τι έκανε δεν θα ’ξέρε τι να πει. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα είχε με φόβο του αντιληφθεί ότι τα βράδια, όταν την καληνύχτιζε, ή τα πρωινά όταν πήγαινε να την ξυπνήσει και την έβλεπε κοιμι σμένη, λες και την είχαν ακουμπήσει εκεί τα χέρια του Θεού, κι έβλεπε μέσα απ’ το ύφασμα του νυχτικού της να διαγράφονται οι γραμμές των γοφών της και του στήθους της, κι ανάμεσα απ’ το στήθος, τις μασχάλες, τους αγκώνες και τα στρογγυλά της μπράτσα ανέβαινε η ήσυχη και ζεστή ανάσα της... — τότε ένιω θε ένα άγριο σφίξιμο στο στομάχι και το λαρύγγι του στέγνωνε και ξεροκατάπινε, κι ένας Θεός ήξερε ότι καταριόταν τον εαυτό του, που ήταν ο πατέρας αυτής της γυναίκας κι όχι ένας ξένος, ένας άλλος άντρας, που θα την έβλεπε μπροστά του ξαπλωμέ νη, όπως τώρα, και που χωρίς δεύτερη σκέψη θα πλάγιαζε δί πλα της, πάνω της, μέσα της να ξεδιψάσει τον πόθο του. Ο ι δρώτας έσταζε απ’ το μέτωπό του και έτρεμε ολόκληρος απ’ την προσπάθεια που έκανε να καταπνίξει αυτό το άνομο πάθος και να σκύψει να την ξυπνήσει μ’ ένα αγνό πατρικό φιλί. Την περασμένη χρονιά, όταν έγιναν οι δολοφονίες, δεν έ
νιώθε τέτοιους μοιραίους πειρασμούς. Η γοητεία που ασκούσε η κόρη του πάνω του εκείνη την εποχή, ήταν ολότελα παιδική, ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει εκείνος. Γι’ αυτό και δεν είχε σκεφτεί ποτέ του στα σοβαρά πως η Λορ θα μπορούσε να πέσει θύμα αυτού του δολοφόνου, που όπως ήξεραν όλοι δεν χτυπούσε ούτε παιδιά ούτε γυναίκες, αλλά αποκλειστικά νεαρές παρθένες. Φυσικά είχε ενισχύσει τη φρούρηση του σπιτιού του, είχε περάσει καινούρια κάγκελα στα παράθυρα κι είχε δώσει ο δηγίες στην καμαριέρα της κόρης του να κοιμάται μαζί της στο ίδιο δωμάτιο. Αλλά δεν ήθελε να τη στείλει σε κάποιο μακρινό μέρος, όπως έκαναν οι άλλοι γονείς, συχνά ξαποστέλλοντας ο λόκληρη την οικογένεια. Αυτός έβρισκε ότι μια τέτοια ενέργεια ήταν ανάξια ενός προεστού και μέλους του δημαρχιακού συμ βουλίου που θα ’πρεπε να δίνει στους συμπολίτες του το καλό παράδειγμα του θάρρους και της ατρόμητης επιμονής. Ξέχωρα απ’ αυτό ήταν ένας άνθρωπος που δεν άφηνε ποτέ τους άλλους να του υποδεικνύουν τις πράξεις και τις αποφάσεις του· δεν θα υπέκυπτε λοιπόν στις συμβουλές μιας πανικόβλητης μάζας, ού τε και σ’ έναν ανώνυμο αλήτη. Έτσι, όλον εκείνο τον φοβερό καιρό, ήταν ένας απ’ τους λίγους στην πόλη που διατήρησαν την ψυχραιμία τους και δεν υπέκυψαν τον πυρετό της αγωνίας και του τρόμου. Όμως αυτή η στάση του, παράδοξα, άλλαξε τώρα. Ενώ δηλαδή οι άλλοι έξω γιόρταζαν, σαν να ’χαν πιάσει και κρεμάσει το δολοφόνο, και ξεχνούσαν τη φρίκη και το φό βο που είχαν περάσει, στην καρδιά του Αντουάν Ρισί άρχισαν σιγά-σιγά να φωλιάζουν η αγωνία κι η ανησυχία, σαν απαίσιο φαρμάκι. Εδώ και πολύ καιρό δεν ήθελε να παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του πως αυτός ο φόβος τον ανάγκαζε ν’ αναβάλει ταξίδια απαραίτητα για τη δουλειά του, τον υποχρέωνε να α ραιώνει τις εξόδους του απ’ το σπίτι, να φεύγει βιαστικός απ’ τις επισκέψεις και τα συμβούλια, για να γυρίσει πίσω γρήγορα. Δι καιολογούσε τον εαυτό του, λέγοντας πως ήταν η κούραση ή κάποια αδιαθεσία, ομολογούσε όμως ότι ανησυχούσε και αυ τός σαν κάθε πατέρα, που είχε κόρη σε ηλικία γάμου, μια ανη συχία τελείως φυσική... Εξάλλου, η φήμη της ομορφιάς της εί χε πια απλωθεί παντού. Τις Κυριακές όταν πήγαινε μαζί της
στην εκκλησία, όι άνθρωποι έστρεφαν τα κεφάλια και τέντωναν τους λαιμούς τους για να τη δουν. Και στο Δημαρχιακό Συμ βούλιο πολλοί κύριοι του έκαναν προτάσεις, για λογαριασμό τους ή του γιου τους...
8 Μια μέρα του Μάρτη, ο Ρισί καθόταν στο σαλόνι και κοίταζε τη Λορ που έβγαινε στον κήπο. Φορούσε ένα μπλε φόρεμα που ταίριαζε με τα κόκκινα μαλλιά της· ο ήλιος άστραφτε πάνω της. Ποτέ του δεν την είχε δει τόσο όμορφη. Ξαφνικά χάθηκε πίσω από ένα θάμνο. Η καρδιά του δεν πρόλαβε να χτυπήσει παραπάνω από δύο φορές, προτού ξαναφανεί αλλά είχε τρομάξει μέχρι θανάτου, γιατί για μια στιγμή είχε πιστέψει ότι την έχασε για πάντα. Την ίδια νύχτα ξύπνησε από έναν τρομερό εφιάλτη, που δεν μπορούσε να θυμηθεί το περιεχόμενο του· ήξερε όμως ότι είχε σχέση με τη Λορ. Έξαλλος απ’ το φόβο του έτρεξε στο δω μάτιό της, σίγουρος ότι θα την έβρισκε νεκρή, δολοφονημένη, βιασμένη και κουρεμένη στο κρεβάτι της — και τη βρήκε απεί ραχτη. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του, μούσκεμα στον ι δρώτα και τρέμοντας απ’ την ταραχή του — όχι, όχι απ’ την τα ραχή, απ’ το φόβο, που όπως ομολόγησε τελικά στον εαυτό του, τον είχε κυριεύσει. Και με την παραδοχή αυτή ησύχασε και το κεφάλι του ξεκαθάρισε κάπως. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, τότε έπρεπε να ομολογήσει ότι απ’ την αρχή κιόλας δεν είχε πιστέψει στην αποτελεσματικότητα του αρχιεπι σκοπικού αφορισμού. Ούτε είχε πιστέψει ότι ο δολοφόνος είχε φύγει για τη Γκρενόμπλ· ούτε καν ότι είχε φύγει. Όχι, ήταν α κόμα στη Γκρας, ανάμεσα τους, κι αργά ή γρήγορα θα ξανα χτυπούσε. Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη ο Ρισί είχε δει μερι κά από τα θύματα. Η θέα τους τον είχε γεμίσει φρίκη και ταυ τόχρονα τον είχε εντυπωσιάσει, όπως παραδέχτηκε άθελα του, γιατί όλες, η καθεμιά με το δικό της τρόπο, ήταν εξαιρετικής καλλονής. Ποτέ του δεν είχε σκεφτεί ότι στη Γκρας υπήρχαν
τόσες όμορφες γυναίκες. Ο δολοφόνος του είχε ανοίξει τα μά τια. Ο δολοφόνος είχε γούστο. Και σύστημα. Οι φόνοι είχαν γίνει όλοι με τον ίδιο τρόπο. Και η εκλογή των θυμάτων απο κάλυπτε την ύπαρξη ενός στόχου, που ο δολοφόνος πλησίαζε με μεθοδικότητα. Ο Ρισί βέβαια δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που έπαιρνε απ’ τα θύματα του ο δολοφόνος. Το μεγαλύτερο θησαυρό τους, την ομορφιά τους και τη χάρη της νεαρής τους ηλικίας, δεν μπορούσε να τους τα πάρει... ή μήπως μπορούσε; Όπως κι αν είχε το πράγμα, του φαινόταν ότι ο δο λοφόνος δεν εμπνεόταν από κάποια μανία καταστροφής, όσο παράλογο κι αν ακουγόταν αυτό. Ο Ρισί είχε μάλλον την εντύ πωση ότι ο δολοφόνος ενεργούσε σαν προσεκτικός συλλέκτης. Αν κανείς δεν κοιτούσε τα θύματα σαν άτομα, σκεφτόταν ο Ρι σί, αλλά σαν τμήματα μιας ανώτερης αρχής, εκφάνσεις ενός ψηλότερου ιδανικού, και προσπαθούσε με ιδεατό τρόπο να συ ναρμόσει σε μια ενότητα τις ιδιότητες του καθενός και τις ξεχω ριστές αρετές του, τότε η εικόνα που θα αποτελούνταν από τέ τοια πετραδάκια θα ήταν η ίδια η εικόνα της ομορφιάς, κι η γοητεία που θα ασκούσε, δεν θα ήταν πια ανθρώπινη, αλλά θεϊκή. (Όπως Βλέπουμε, ο Ρισί ήταν ένας άνθρωπος που σκε φτόταν με τις αρχές του Διαφωτισμού και τα βλάσφημα συμπε ράσματα δεν τον τρόμαζαν. Και παρόλο που σκεφτόταν με οπτι κές κι όχι με οσφραντικές κατηγορίες και έννοιες, είχε φτάσει πολύ κοντά στην αλήθεια). Αν λοιπόν δεχτούμε την περίπτωση — συνέχιζε ο Ρισί το συλλογισμό του — ότι ο δολοφόνος ήταν ένας συλλέκτης ο μορφιάς και δούλευε με στόχο την τελειότητα, έστω κι αν αυτό υπήρχε μόνο μέσα στο άρρωστο μυαλό του· αν δεχτούμε ότι ή ταν ένας άντρας με καλό γούστο και τέλεια μέθοδο, όπως φαι νόταν, τότε ήταν μάλλον απίθανο ν’ αφήσει να του ξεφύγει το πιο πολύτιμο πετράδι που υπήρχε στη γη: η καλλονή της Λορ. Όλοι του οι φόνοι δεν θ’ άξιζαν τίποτα χωρίς αυτήν. Αυτή θ’ α ποτελούσε το πιο ανεκτίμητο κομμάτι της συλλογής του. Ο Ρισί, την ώρα που η σκέψη του τον οδηγούσε σ’ αυτά τα φριχτά συμπεράσματα, καθόταν με τα νυχτικά στο κρεβάτι του κι απορούσε κι ο ίδιος με την ηρεμία του. Δεν έτρεμε και δεν ρι
γούσε πια. Αυτός ο αόριστος φόβος που τον βασάνιζε εδώ και Βδομάδες, είχε εξαφανιστεί παραχωρώντας τη θέση του στη συ νειδητοποίηση ενός συγκεκριμένου κινδύνου: το ενδιαφέρον του δολοφόνου ήταν αναμφίβολα στραμμένο στη Λορ, απ’ την αρ χή κιόλας. Όλες του οι πράξεις, το δικό της φόνο προετοίμα ζαν. Όλες οι προηγούμενες δολοφονίες, τη δική της στόχευαν. Φυσικά δεν καταλάβαινε ποιος ήταν ο σκοπός, το κίνητρο ό λων αυτών των εγκλημάτων, αν είχαν σκοπό και κίνητρο. Το ουσιώδες όμως, δηλαδή το σύστημα και τη μέθοδο του δολο φόνου, το ιδανικό που κυνηγούσε, ο Ρισί το είχε κατανοήσει. Κι όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο του άρεσε και τόσο μεγάλωνε ο θαυμασμός του για το δολοφόνο — ένας θαυμασμός φυσικά, που ξαναγύριζε στον ίδιον, σαν μέσα από καθρέφτη, γιατί εκείνος, ο Ρισί, με τους λεπτούς αναλυτικούς συλλογισμούς του είχε βρει τα ίχνη του δολοφόνου. Αν ο ίδιος ο Ρισί ήταν ο δολοφόνος και είχε την ίδια έμμο νη και παθιασμένη ιδέα μ’ εκείνον, έτσι ακριβώς θα ενεργούσε και θα έκανε τα πάντα για να ολοκληρώσει το έργο του, να το φτάσει στο αποκορύφωμά του με το φόνο της μοναδικής, της θεσπέσιας Λορ. Αυτή η τελευταία σκέψη του άρεσε ιδιαίτερα. Το ότι ήταν σε θέση να σκεφτεί σαν το μελλοντικό δολοφόνο της κόρης του, ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Γιατί ο δολοφόνος, όσο έξυ πνος κι αν ήταν, δεν μπορούσε πάντως να μπει στη θέση του Ρι σί και να σκεφτεί σαν κι αυτόν — ούτε καν μπορούσε να υπο θέσει ότι ο Ρισί είχε ανακαλύψει τον τρόπο της σκέψης του. Κα τά βάση ήταν το ίδιο ακριβώς με τις εμπορικές συμφωνίες και τις επιχειρήσεις — mutatis mutandis* εννοείται. Ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστές, υπερτερούσε εκείνος που μπορούσε να δια κρίνει τις προθέσεις του αντιπάλου, εκείνος είχε κερδίσει κιό λας τη μισή μάχη· ο δολοφόνος δε θα τον έβαζε κάτω, δε θα νικούσε τον Αντουάν Ρισί, που είχε περάσει άπειρες δυσκολίες και διέθετε αγωνιστική φύση. Στο τέλος·τέλος, τα πλούτη του, η * Τηρουμένων των αναλογιών.
επιχείρηση του που ήταν η μεγαλύτερη της Γαλλίας και το αξίω μα του προεστού δεν του είχαν πέσει απ τον ουρανό· τα είχε κερδίσει με σκληρούς, πεισματικούς αγώνες, αναγνωρίζοντας κι αποφεύγοντας έγκαιρα τους κινδύνους, μαντεύοντας πονηρά τα σχέδια των ανταγωνιστών του και βγάζοντας εκτός μάχης τους αντιπάλους του. Τους μελλοντικούς του στόχους, τη δύνα μη, την πολιτική επιρροή και τον τίτλο ευγενείας, με τον ίδιο τρόπο θα τους έφτανε. Κι έτσι ακριβώς θα κατάφερνε να μα ταιώσει τα σχέδια αυτού του απαίσιου δολοφόνου, που ήθελε να του πάρει τη Λορ · γιατί η Λορ ήταν το πιο πολύτιμο κόσμη μα και στη δική του συλλογή, το επιστέγασμα και των δικών του μεγαλεπήβολων σχεδίων. Την αγαπούσε, σίγουρα· αλλά τη χρειαζόταν κιόλας. Κι ό,τι του ήταν απαραίτητο για την πραγμα τοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων του, δε θ’ άφηνε κανέναν να του το πάρει, θα το κρατούσε γερά με νύχια και με δόντια. Τώρα ένιωθε καλύτερα. Αφού μετέφερε τις νυχτερινές του σκέψεις για τη μάχη με το δαίμονα στο επίπεδο μιας εμπορικής διαμάχης, ενός επιχειρηματικού συναγωνισμού, ένιωσε το κου ράγιο να ξεπηδάει από μέσα του, να τον γεμίζει. Τα τελευταία υπολείμματα του φόβου διαλύθηκαν, το συναίσθημα της απελ πισίας, της θλίψης και της αγωνίας χάθηκε, η ανησυχία που τον βασάνιζε, σαν να ήταν ένας αδύναμος γέρος πέταξε μακριά, το ίδιο κι η ομίχλη από σκοτεινές ιδέες που τον τριγύριζε τον τε λευταίο καιρό. Βρισκόταν σε χώρο που του ήταν γνωστός και οικείος κι ένιωθε ικανός ν’ ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε πρό κληση και να νικήσει.
9 Με ανακούφιση, με χαρά σχεδόν, πήδησε απ’ το κρεβάτι του και χτύπησε το κουδούνι της υπηρεσίας. Στους μισοκοιμι σμένους υπηρέτες που έτρεξαν στο δωμάτιο του, έδωσε οδη γίες να ετοιμάσουν προμήθειες και ν’ αμπαλάρουν τα πράγμα τα· ο κύριος τους είχε αποφασίσει να φύγει μαζί με την κόρη του για την Γκρενόμπλ, μόλις θα ’βγαίνε ο ήλιος. Ύστερα ντύ θηκε και πήγε να ξυπνήσει και το υπόλοιπο προσωπικό.
Το σπίτι του οδού Ντρουάτ αναστατώθηκε στη μέση της νύ χτας. Στην κουζίνα άναψαν τις φωτιές, στους διαδρόμους έτρε χαν βιαστικές οι καμαριέρες, οι υπηρέτες ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες, στα κελάρια ακουγόταν η αρμαθιά των κλειδιών του διαχειριστή, στην αυλή αναμμένες δάδες φώτιζαν το σκοτάδι, ιπποκόμοι κι άλογα έμπαιναν κι έβγαιναν απ’ τους στάβλους, άλλοι ετοίμαζαν τα μουλάρια, περνούσαν χαλινάρια και σέλα, φόρτωναν — θα πίστευε κανείς ότι πλησιάζουν και πάλι οι ορ δές των Αυστριακών καίγοντας και σκοτώνοντας, όπως το 1746, κι ότι ο κύριος του σπιτιού ετοιμαζόταν πανικόβλητος να το βάλει στα πόδια. Τα πράγματα όμως ήταν τελείως διαφορετι κά! Ο αφέντης του σπιτιού καθόταν μεγαλόπρεπος σαν στρατη γός της Γαλλίας στο γραφείο του, έπινε καφέ με γάλα κι έδινε οδηγίες στους υποτακτικούς του που έμπαιναν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Την ίδια ώρα έγραφε γράμματα στο δήμαρχο και στον γεροντότερο του συμβουλίου, στο συμβολαιογράφο του, στο δικηγόρο του, στον τραπεζίτη του στη Μασαλία, στον βα ρόνο ντε Μπουγιόν και σε διάφορους συνεργάτες του. Κατά τις έξι η ώρα το πρωί είχε τελειώσει με την αλληλογρα φία κι είχε ταχτοποιήσει τα πάντα σύμφωνα με τα σχέδια του. Έχωσε στις τσέπες του δυο μικρά πιστόλια για το ταξίδι, έσφιξε στη μέση του τη ζώνη με τα χρήματα και κλείδωσε το γραφείο. Ύστερα πήγε να ξυπνήσει την κόρη του. Στις οχτώ ξεκίνησε το μικρό καραβάνι. Ο Ρισί πήγαινε πρώτος, καβάλα στο άλογό του, πανέμορφος με τα βυσσινιά ρούχα και τα χρυσά σειρίτια του, με τη μαύρη ρεντιγκότα του και το μαύρο καπέλο με το φτερό. Τον ακολουθούσε η κόρη του, ντυμένη πιο μετρημένα, αλλά τόσο αστραφτερά όμορφη, που ο κόσμος στους δρόμους και στα παράθυρα δεν είχε μάτια παρά μόνο γι’ αυτή, επιφωνήματα θαυμασμού ακούγονταν απ’ το πλήθος κι οι άντρες έβγαζαν τα καπέλα τους — τάχα γιατί περνούσε ο δημοτικός σύμβουλος, στην πραγμαπκότητα όμως για να τιμήσουν εκείνη, τη βασιλική γυναίκα. Πίσω τους ακο λουθούσε η καμαριέρα κι ακόμα πιο πίσω ο υπηρέτης του Ρισί με δυο άλογα φορτωμένα προμήθειες και μπαγκάζια — άμαξα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν γιατί ο δρόμος που οδη
γούσε στην Γκρενόμπλ είχε τα χάλια του. Στο τέλος του καρα βανιού προχωρούσαν δώδεκα μουλάρια φορτωμένα με διάφο ρα πράγματα. Δυο υπηρέτες τα πρόσεχαν. Στην πύλη Ντι Κουρ οι φρουροί παρουσίασαν όπλα και δεν άλλαξαν τη στάση τους, ώσπου να περάσει και το τελευταίο μουλάρι. Τα παιδιά εξακο λούθησαν να τρέχουν πίσω τους λίγο ακόμα και να τους χαιρε τούν κουνώντας τα χέρια, ώσπου απομακρύνθηκαν στον από τομο δρόμο κατά τα βουνά, που ήταν γεμάτος λακκούβες. Η αναχώρηση του Αντουάν Ρισί και της κόρης του έκανε μεγάλη εντύπωση στους ανθρώπους. Ήταν λες και είχαν παρα κολουθήσει κάποια αρχαϊκή θυσία. Είχε κυκλοφορήσει η φή μη ότι ο Ρισί πήγαινε στην Γκρενόμπλ, στην πόλη δηλαδή όπου είχε εμφανιστεί τελευταία το τέρας που δολοφονούσε τα κορί τσια. Οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι να βάλουν με το μυαλό τους. Ήταν άραγε ανοησία αυτό που έκανε ο Ρισί, ή μήπως ήταν μια πράξη γενναιότητας και θάρρους; Τι πήγαινε να κάνει; Να προ καλέσει ή να εξευμενίσει τους θεούς; Μια θολή προαίσθηση πλανιόταν ανάμεσα τους, πως έβλεπαν για τελευταία φορά το όμορφο κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά. Ένιωθαν πως η Λορ Ρι σί ήταν χαμένη. Η προαίσθηση αυτή αποδείχτηκε σωστή, αν και η εκπλή ρωση της ήρθε με τρόπο τελείως διαφορετικό. Γιατί ο Ρισί δεν είχε κανένα σκοπό να πάει στην Γκρενόμπλ. Η μεγαλόπρεπη αναχώρηση δεν ήταν παρά μια προσπάθεια να καλύψει τα ίχνη του. Ενάμισι μίλι βορειοδυτικά της Γκρας, κοντά στο χωριό Σεν Βαλιέ, διέταξε να σταθούν. Έδωσε στον υπηρέτη του εξουσιο δοτήσεις και συστατικές επιστολές και τον πρόσταξε να συνο δέψει μόνος του το καραβάνι με τα μουλάρια και τους σταβλί· τες, ως την Γκρενόμπλ. Ο ίδιος, μαζί με τη Λορ και την καμαριέρα, κατευθύνθηκε προς το Καμπρί, όπου έκαναν μια στάση για μεσημεριανό φα γητό και ανάπαυση, κι ύστερα συνέχισαν προς το Νότο, διασχί ζοντας τα βουνά του Τανερόν. Ο δρόμος ήταν τραχύς και δύ σβατος, είχε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα: θα τους επέτρεπε να περάσουν αρκετά μακριά από τη Γκρας και τα περίχωρά της, χωρίς να τους δει κανείς — ως το βράδυ θα είχαν φτάσει στην
ακτή... Την άλλη μέρα — σύμφωνα με το σχέδιο του Ρισί — θα περνούσαν μαζί με τη Λορ στα νησιά του Λερινί· πάνω στο μι κρότερο απ’ αυτά βρισκόταν το οχυρωμένο μοναστήρι του Σεντ Ονορά. Οι καλόγεροι ήταν λίγοι και μεσήλικες, μπορούσαν ό μως ν’ αντισταθούν γερά σε περίπτωση ανάγκης. Ο Ρισί είχε μαζί τους φιλικές σχέσεις· εδώ και πολλά χρόνια αγόραζε όλη την παραγωγή του μοναστηριού σε λικέρ ευκαλύπτου, σε σπό ρους πεύκων και σε κυπαρισσέλαιο. Κι εκεί ακριβώς, στο μονα στήρι Σεντ Ονορά, που μαζί με το σωφρονιστήριο του Σατό ντ’ Ιφ και την κρατική φυλακή στο νησί Σεντ Μαργκερίτ, ήταν τα πιο σίγουρα μέρη στην Προβηγκία, εκεί σκόπευε να κρύψει την κόρη του ο Ρισί. Ο ίδιος θα γυρνούσε αμέσως στην ξηρά και κάνοντας τον κύκλο αυτή τη φορά απ’ τα ανατολικά για ν’ αποφύγει τη Γκρας, περνώντας απ’ την Αντίμπ και τις Κάννες, θα έφτανε το βράδυ της ίδιας μέρας στη Βανς. Εκεί θα τον πε ρίμενε ήδη ο συμβολαιογράφος του για να συμφωνήσουν μαζί με τον βαρόνο ντε Μπουγιόν τους γάμους των παιδιών τους, Λορ και Αλφόνς. Θα έκανε στον Μπουγιόν μια πρόταση, που ο βαρόνος δεν θα μπορούσε ν’ απορρίψει: θα αναλάμβανε χρέη ύψους 40.000 λιρών, θα του έδινε μια προίκα ανάλογης αξίας, καθώς και διάφορες εκτάσεις γης, ένα ελαιοτριβείο στο Μαγκα νόσκ, κι ένα ετήσιο εισόδημα 3.000 λιβρών για το νεαρό ζευγά ρι. Ο μοναδικός όρος που έβαλε ο Ρισί ήταν να γίνει ο γάμος μέσα σε δέκα μέρες, τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά· και μετά οι νεόνυμφοι θα έπρεπε να εγκατασταθούν στη Βανς. Ο Ρισί ήξερε ότι βιάζοντας έτσι τα πράγματα ανέβαζε την τι μή αυτού του γάμου σε παράλογα ύψη. Αν περίμενε, θα του ερχόταν πολύ φτηνότερα. Ο βαρόνος θα τον παρακαλούσε να συμφωνήσει και να δεχτεί αυτό το γάμο, που θα συνέδεε την οικογένεια του αστού μεγαλέμπορα με μια απ’ τις αριστοκρατι κότερες οικογένειες του τόπου. Η ομορφιά της Λορ θα γινόταν όλο και πιο ξακουστή με το πέρασμα του χρόνου. Το ίδιο και ο οικονομικός ξεπεσμός του Μπουγιόν. Αλλά, ας είναι: Σ’ αυτή την εμπορική συναλλαγή αντίπαλος του Ρισί δεν ήταν πια ο βα ρόνος, αλλά ο άγνωστος δολοφόνος. Τη δική του δουλειά προσπαθούσε να χαλάσει. Μια παντρεμένη γυναίκα, που θα
ήταν γυναίκα κι όχι πια παρθένα, ίσως μάλιστα και έγκυος, δεν ταίριαζε στη συλλογή του. Το τελευταίο, το πιο πολύτιμο πετρά δι θα χανόταν, δεν θα είχε πια καμιά λάμψη, καμιά αξία για το δολοφόνο, το έργο του θ’ αποτύχαινε. Και ο Ρισί ήθελε να τον κάνει να νιώσει για τα καλά την ήττα του αυτή! Θα έκανε τους γάμους της κόρης του στη Γκρας, με χλιδή και μεγαλοπρέπεια. Βέβαια δεν γνώριζε τον εχθρό του κι ούτε επρόκειτο ποτέ να τον γνωρίσει, ωστόσο θα ήταν γι’ αυτόν απόλαυση να ξέρει ότι ο δολοφόνος ήταν υποχρεωμένος να βλέπει το γάμο με τα ίδια του τα μάπα, να χάνει το αντικείμενο του πόθου του μέσα απ’ τα χέρια του, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Το σχέδιό του ήταν τέλειο. Η ευθυκρισία και το ένστικτο του Ρισί, με τη βοήθεια των οποίων πλησίασε την αλήθεια, ήταν πράγματι αξιοθαύμαστα. Ο γάμος της Λορ Ρισί με τον γιο του βαρόνου ντε Μπουγιόν θα σήμαινε την ολοσχερή ήττα του δο λοφόνου των κοριτσιών της Γκρας. Το σχέδιο όμως δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμα. Ο Ρισί δεν είχε κρύψει την κόρη του σε σίγουρο μέρος. Δεν είχαν φτάσει ακόμα στο μοναστήρι του Σεντ Ονορά. Οι τρεις καβαλάρηδες συνέχιζαν το δύσκολο δρόμο τους πάνω στα αφιλόξενα βουνά του Τανερόν. Το μονο πάτι ήταν σε πολλά μέρη τόσο δύσβατο, ώστε αναγκάζονταν να ξεπεζέψουν. Προχωρούσαν πολύ αργά. Κατά το βράδυ έλπιζαν να φτάσουν στη θάλασσα, κοντά στη Ναπούλ, ένα μικρό χωριό λίγο πιο δυτικά απ’ τις Κάννες.
10 Την ώρα που η Λορ Ρισί με τον πατέρα της έφευγαν απ’ τη Γκρας, ο Γκρενούιγ βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, στο εργαστήρι των Αρνουλφί. Ήταν μόνος και ευδιάθετος. Ο και ρός που είχε αποφασίσει να περάσει στη Γκρας πλησίαζε στο τέλος του. Η μέρα του θριάμβου ήταν κοντά. Στην καλύβα του, σε μια κασετίνα ντυμένη από μέσα με βαμβάκι, είχε είκοσι τέσ σερα μικρά μπουκαλάκια, που έκλειναν το άρωμα των είκοσι τεσσάρων παρθένων — πολύτιμες ευωδιές, που ο Γκρενούιγ
είχε καταφέρει να τους αποσπάσει αλείφοντας τα σώματα με κρύο λίπος, ρίχνοντας τα μαλλιά και τα ρούχα στο ζεστό λάδι, στο οινόπνευμα και στον αποστακτήρα. Την εικοστή πέμπτη, τη σπουδαιότερη, την καλύτερη απ’ όλες, θα τη σκότωνε εκείνο το βράδυ. Είχε κιόλας ετοιμάσει το βαζάκι με το λίπος που θα χρειαζόταν, είχε προμηθευτεί λεπτό λινό και πεντακάθαρο οι νόπνευμα γι’ αυτό το τελευταίο του χτύπημα. Το σχέδιό του προχωρούσε κατά γράμμα. Τη νύχτα δε θα είχε φεγγάρι. Ήξερε ότι αν προσπαθούσε να χωθεί τη νύχτα, σαν τον κλέφτη, στο καλοφυλαγμένο σπίτι της οδού Ντρουάτ, δε θα κα τάφερνε τίποτα. Σκόπευε λοιπόν να τρυπώσει μέσα, πριν σκο τεινιάσει, όταν οι πόρτες ήταν ακόμα ανοιχτές, και βοηθούμε νος απ’ την έλλειψη μυρωδιάς που τον διέκρινε, να κρυφτεί σε μια γωνιά και να περιμένει. Αργότερα, όταν όλοι θα είχαν βυθι στεί στον ύπνο, θα έβρισκε μέσα στο σκοτάδι το δρόμο χάρη στην πυξίδα που έκρυβε στη μύτη του. Με τη βοήθεια της θ’ α νέβαινε ως την κάμαρα του θησαυρού του. Θα τύλιγε το σώμα με το λινό, αλειμμένο με το λίπος. Φεύγοντας θα ’παίρνε μαζί του μόνο τα μαλλιά και τα ρούχα, γιατί η επεξεργασία με το οι νόπνευμα και τον αποστακτήρα ήταν πιο εύκολη στο εργαστήρι. Για την τελική μετατροπή της αρωματικής αλοιφής σε συμπυ κνωμένο άρωμα θα χρειαζόταν ακόμα μία νύχτα. Αν όλα πή γαιναν καλά — και δεν είχε κανένα λόγο ν’ αμφιβάλλει γι’ αυτό — μεθαύριο θα είχε στην κατοχή του όλα τα συστατικά που ήταν απαραίτητα για το καλύτερο άρωμα του κόσμου. Θα έφευγε απ’ τη Γκρας ευωδιάζοντας, όπως κανείς άλλος πάνω στη γη. Κατά το μεσημεράκι είχε τελειώσει τη δουλειά του. Έσβησε τη φωτιά, σκέπασε το καζάνι και βγήκε απ’ το εργαστήρι να δροσιστεί λιγάκι. Ο αέρας φυσούσε απ’ τα δυτικά. Με την πρώτη ανάσα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι στην ατμόσφαιρα δεν ήταν εντάξει. Απ’ τη μυρωδιά της πόλης, απ’ αυτό το συνονθύλευμα, πλεγμένο με χιλιάδες νήμα τα, έλειπε η χρυσή κλωστή. Τις τελευταίες βδομάδες το άρωμα αυτό είχε γίνει τόσο έντονο, ώστε ο Γκρενούιγ ένιωθε την πα ρουσία του ακόμα κι απ’ την καλύβα του, που βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης. Και τώρα έλειπε, είχε χαθεί... όσο κι αν
προσπαθούσε δεν μπορούσε να το ξεχωρίσει ανάμεσα στις άλ λες μυρωδιές. Ο Γκρενούιγ παρέλυσε απ’ τον τρόμο. Πέθανε, σκέφτηκε. Η δεύτερη σκέψη του ήταν ακόμα πιο φριχτή: με πρόλαβε κάποιος άλλος. Κάποιος άλλος έκοψε το λουλούδι μου και χαίρεται τη μυρωδιά του! Απ’ το στόμα του δε βγήκε φωνή, η ταραχή του έκλεινε το λαιμό, απ’ τα μάτια του όμως κυλούσαν δάκρυα, που δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Πάνω στην ώρα ήρθε κι ο Ντρουό απ’ τα Τέσσερα Δελφίνια στο σπίτι για το μεσημεριανό. Στα γρήγορα του είπε τα νέα: νω ρίς το πρωί ο δημοτικός σύμβουλος με την κόρη του και μια συ νοδεία από δώδεκα φορτωμένα μουλάρια, είχε φύγει για την Γκρενόμπλ. Ο Γκρενούιγ κατάπιε τα δάκρυα του και διέσχισε τρέχοντας την πόλη ως την Πορτ ντι Κουρ. Εκεί σταμάτησε κι ο σφράνθηκε τον αέρα. Πράγματι στο αεράκι, που φυσούσε απ’ τα δυτικά, που οι μυρωδιές της πόλης δεν είχαν αγγίξει ακόμα, ξαναβρήκε το πολύτιμο άρωμά του, τη χρυσή κλωστή του· ήταν λεπτή κι αδύναμη, αλλά ήταν αυτή. Το αγαπημένο άρωμα ω στόσο δεν ερχόταν απ’ τα βορειοδυτικά, απ’ το δρόμο για την Γκρενόμπλ, παρά απ’ τα δυτικά, απ’ την κατεύθυνση του Κα· μπρί — αν όχι απ’ τα νοτιοδυτικά. Ο Γκρενούιγ ρώτησε τους φρουρούς ποιο δρόμο είχε πάρει ο δημοτικός σύμβουλος. Του έδειξαν κατά το βορρά. Σίγουρα όχι το δρόμο για το Καμπρί; Ή τον άλλο, που πήγαινε νότια, προς το Οριμπό και τη Ναπούλ; Σίγουρα όχι, είπε ο φρουρός, αφού τον είδε με τα ίδια του τα μάτια. Ο Γκρενούιγ ξαναγύρισε τρέχοντας στην καλύβα του, έριξε στο σακίδιο του το λινό, το βαζάκι με το λίπος, τη σπάτουλα, το ψαλίδι κι ένα μικρό βαρύ ρόπαλο από ξύλο της ελιάς και ξεκί νησε αμέσως για το ταξίδι. Δεν πήρε το δρόμο για την Γκρε νόμπλ, αλλά το δρόμο που έδειχνε η μύτη του: τράβηξε νότια. Ο δρόμος αυτός, που πήγαινε κατευθείαν στη Ναπούλ, περνούσε απ’ τους πρόποδες του Τανερόν, διασχίζοντας τα πο τάμια της Φραγιέρ και του Σιαν. Ήταν καλός και άνετος δρό μος. Ο Γκρενούιγ προχωρούσε γρήγορα. Όταν στα δεξιά του φάνηκε το Οριμπό ψηλά στην πλαγιά του βουνού, κατάλαβε απ’ τη μυρωδιά ότι είχε σχεδόν φτάσει αυτούς που κυνηγούσε.
Λίγο αργότερα σιγουρεύτηκε ότι βρισκόταν κοντά τους. Ξεχώ ριζε τη μυρωδιά του καθενός, ξεχώριζε ακόμα και τον ιδρώτα των αλόγων τους. Βρίσκονταν το πολύ μισό μίλι δυτικά του, κάπου μέσα στα δάση του Τανερόν. Προχωρούσαν νότια, προς τη θάλασσα. Ακριβώς όπως κι αυτός. Κατά τις πέντε το απόγευμα ο Γκρενούιγ έφτασε στη Να πούλ. Πήγε στο πανδοχείο, έφαγε και ζήτησε ένα φτηνό κρε βάτι να περάσει τη νύχτα του. Είπε ότι δούλευε στα ταμπάκικα στη Νίκαια, και πως ταξίδευε για τη Μασαλία. Τον έβαλαν να κοιμηθεί στο στάβλο. Ο Γκρενούιγ ξάπλωσε σε μια γωνιά πα ραμονεύοντας. Απ’ τη μυρωδιά ένιωθε ότι οι τρεις καβαλάρη δες πλησίαζαν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να περιμένει. Δυο ώρες αργότερα, όταν είχε πια σκοτεινιάσει, έφτασαν. Για να περάσουν απαρατήρητοι, είχαν αλλάξει τα ρούχα τους. Οι δύο γυναίκες φορούσαν σκούρα φορέματα και πέπλα, ο Ρι σί φορούσε μαύρο κοστούμι. Είπε πως ήταν ευγενής κι ερχόταν απ’ το Καστελάν αύριο θα συνέχιζε το δρόμο του για να νησιά του Λερινί. Ο ξενοδόχος έπρεπε να φροντίσει να τους βρει ένα καΐκι, γι’ αύριο το πρωί. Με την ανατολή του ήλιου έπρεπε να φύγουν. Υπήρχαν άλλοι ταξιδιώτες στο πανδοχείο του; ρώτησε ο Ρισί τον ξενοδόχο. Όχι, είπε εκείνος, μόνο κάποιος τα μπάκος απ’ τη Νίκαια, αλλά αυτός θα περνούσε τη νύχτα του στο στάβλο. Ο Ρισί έστειλε τις γυναίκες στα δωμάτιά τους. Ο ίδιος πήγε στο στάβλο, να πάρει κάτι που είχε ξεχάσει στη θήκη της σέλας του, έτσι είπε τουλάχιστο. Στην αρχή δεν είδε κανέναν. Ανα γκάστηκε να ζητήσει απ’ το σταβλίτη ένα φανάρι. Τότε είδε τον ταμπάκο, χωμένο σε μια γωνιά, πάνω στ’ άχυρα, τυλιγμένο με μια παλιά κουβέρτα, να κοιμάται βαθιά, ακουμπώντας το κεφά λι του στο σακίδιο του. Ήταν τόσο βαθιά χωμένος στο σκοτάδι και στα άχυρα, ώστε ο Ρισί για μια στιγμή είχε την εντύπωση ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν πραγμαπκός, παρά μια ψευδαί σθηση η οποία οφειλόταν στους ίσκιους που ζωγράφιζε μέσα στο στάβλο το φανάρι. Πάντως όπως κι αν είχε το πράγμα, ο Ρι σί βεβαιώθηκε ότι ο τεχνίτης ήταν τελείως άκακος κι ακίνδυνος. Απομακρύνθηκε σιγά, για να μην τον ξυπνήσει και γύρισε στο σπίτι.
Έφαγε το βραδινό μαζί με την κόρη του στο δωμάτιο. Δεν της είχε εξηγήσει το σκοπό αυτού του παράξενου ταξιδιού και δεν το έκανε ούτε τώρα, παρόλο που το κορίτσι τον παρακα λούσε. Θα της εξηγούσε την άλλη μέρα, είπε. Μπορούσε όμως να είναι σίγουρη, ότι όλα όσα έκανε ήταν για το καλό της και για την ευτυχία της. Μετά το φαγητό έπαιξαν μερικές παρτίδες πινάκλ που ο Ρισί τις έχασε όλες, γιατί δεν κοίταζε τα χαρτιά του, αλλά το πρόσω πο της κόρης του, απολαμβάνοντας την ομορφιά της. Κατά τις εννιά την πήγε στο δωμάτιό της, απέναντι απ' το δικό του, την καληνύχτισε μ' ένα φιλί και κλείδωσε την πόρτα απέξω. Ύστε ρα ξάπλωσε και ο ίδιος για ύπνο. Ξαφνικά ένιωσε όλη την κούραση της μέρας και της προη γούμενης νύχτας. Ταυτόχρονα ένιωσε και απέραντη ικανοποίη ση με τον εαυτό του και με την πορεία που είχαν πάρει τα πράγ ματα. Χωρίς την παραμικρή σκιά ανησυχίας, χωρίς σκοτεινές σκέψεις, σαν αυτές που τον βασάνιζαν μέχρι χτες κρατώντας τον ξάγρυπνο, αποκοιμήθηκε αμέσως. Αποκοιμήθηκε βαθιά, χωρίς όνειρα, χωρίς αναστεναγμούς και στριφογυρίσματα. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ο Ρισί κοιμήθηκε βαθιά και ήσυχα. Την ίδια ώρα ο Γκρενούιγ σηκωνόταν. Κι εκείνος ήταν ευ χαριστημένος με τον εαυτό του και με την πορεία που είχαν πάρει τα πράγματα. Ένιωθε ξεκούραστος, παρόλο που δεν είχε κοιμηθεί ούτε σπγμή. Όταν ο Ρισί μπήκε στο στάβλο και τον έ ψαχνε, έκανε τον κοιμισμένο για να δώσει την εντύπωση του άκακου και του ακίνδυνου. Η παρουσία του Ρισί δεν ξέφυγε απ' την όσφρησή του, μήτε του διέφυγε η ανακούφιση του δη μοτικού συμβούλου στη θέα του ακίνδυνου τεχνίτη. Έτσι, μ' αυτή τη σύντομη συνάντηση, βεβαιώθηκαν και οι δύο ότι δεν αποτελούσαν κίνδυνο ο ένας για τον άλλον ο ένας δίκαια και ο άλλος άδικα. Ο Γκρενούιγ ήταν πολύ χαρούμενος γι' αυτό, γιατί τον διευκόλυνε αφάνταστα στη δουλειά του — κι αν ο Ρισί μπορούσε να δει τα πράγματα απ' αυτή την άποψη, θα συμφωνούσε ανεπιφύλακτα μαζί του.
11 Ο Γκρενούιγ άρχισε τη δουλειά του με τις σίγουρες και επι δέξιες κινήσεις ενός επαγγελματία. Άνοιξε το σακίδιο, έβγαλε το λινό, το βαζάκι και τη σπάτουλα, κι άρχισε ν’ απλώνει το λί πος πάνω στο ύφασμα. Ήταν μια δουλειά που χρειαζόταν αρ κετό χρόνο: το λίπος έπρεπε να μπει αλλού σε παχύτερες κι αλ λού σε λεπτότερες στρώσεις, ανάλογα με το μέρος του κορμιού που θ’ ακουμπούσε. Το στόμα, οι μασχάλες, το στήθος, τα γεν νητικά όργανα και τα πόδια ανάδιναν πιο έντονη μυρωδιά απ’ ό,τι οι γάμπες, οι αγκώνες και η πλάτη· το εσωτερικό μέρος της παλάμης μύριζε πιο πολύ απ’ τη ράχη του χεριού· τα φρύδια πιο πολύ απ’ τα βλέφαρα — γι’ αυτό κι έπρεπε να στρωθούν με με γαλύτερη ποσότητα λίπους. Ο Γκρενούιγ σχεδίασε λοιπόν πά νω στο ύφασμα ένα αρωματικό διάγραμμα του σώματος, που σκόπευε να τυλίξει· αυτό το μέρος της δουλειάς τον ικανοποι ούσε ιδιαίτερα γιατί απαιτούσε ταυτόχρονα επιδεξιότητα στα χέρια, φαντασία και γνώσεις. Παράλληλα έδινε μια πρώτη γεύση της απόλαυσης που θα ερχόταν στο τέλος. Όταν το λίπος που είχε στο βαζάκι τέλειωσε, κοίταξε ευχα ριστημένος τη δουλειά που είχε κάνει, πρόσθεσε λίγο εδώ, α φαίρεσε λίγο από κει, έκανε τις τελευταίες διορθώσεις, τον τε λευταίο έλεγχο — με τη μύτη και όχι με τα μάτια, αφού όλα γί νονταν μέσα σε βαθύ σκοτάδι, πράγμα που σίγουρα αποτε λούσε έναν ακόμα λόγο για τη χαρά του Γκρενούιγ. Αυτή την αφέγγαρη νυχτιά, τίποτα δεν τον αποσπούσε απ’ το έργο του. Ο κόσμος δεν ήταν παρά μια μυρωδιά κι ένας απόμακρος θόρυ βος απ’ τη θάλασσα. Βρισκόταν στο στοιχείο του. Ο Γκρενούιγ δίπλωσε το ύφασμα τυλίγοντας το σαν χαλί. Αυτό ήταν κάτι που τον ενοχλούσε και τον δυσαρεστούσε, γιατί όσο προσεχτικά κι αν το έκανε ήξερε ότι το έργο του καταστρεφόταν σε πολλές με ριές. Δεν υπήρχε όμως άλλος τρόπος για να μεταφέρει το ύφα σμα. Όταν έφτιαξε ένα πακέτο, αρκετά μικρό ώστε να μπορεί να το μεταφέρει άνετα, έχωσε στις τσέπες του τη σπάτουλα, το ψαλίδι και το μικρό ξύλινο ροπαλάκι του και γλίστρησε σιγά-σι γά έξω.
Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Το σπίτι δεν είχε κανένα φως αναμμένο, ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Η μοναδική ανα λαμπή μέσα στην κατάμαυρη νύχτα ήταν ο φάρος του νησιού Σεντ Μαργκερίτ, ένα μίλι προς τ’ ανατολικά, μια αδύναμη λάμ ψη. Από τον κόλπο ερχόταν ένα ελαφρό αεράκι με μυρωδιά ψαριού. Τα σκυλιά κοιμόντουσαν. Ο Γκρενούιγ προχώρησε ως τον πιο απομακρυσμένο φεγ γίτη της σιταποθήκης, όπου ήταν ακουμπισμένη μια σκάλα. Την πήρε, την ισορρόπησε στους ώμους κρατώντας τη με το δε ξί του χέρι και διέσχισε την αυλή μέχρι κάτω απ’ το παράθυρο της. Το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα με άνεση, ο Γκρενούιγ συγχάρηκε τον εαυτό του για την ευκαι ρία που του δόθηκε να τρυγήσει εδώ, στη Ναπούλ, τη μυρωδιά του κοριτσιού. Στη Γκρας, με τα καγκελόφραχτα παράθυρα και τη στενή φρούρηση του σπιτιού, όλα θα ήταν πολύ πιο δύσκο λα. Εδώ κοιμόταν μονάχη στο δωμάτιο. Δε θα χρειαζόταν καν να βγάλει απ’ τη μέση την καμαριέρα. Έσπρωξε απαλά το παραθυρόφυλλο, γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο κι ακούμπησε κάτω το ύφασμα. Ύστερα στράφηκε στο κρεβάτι. Το άρωμα των μαλλιών της κυριαρχούσε στο χώρο, γιατί ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα κι είχε κρύψει το πρόσωπο της ανάμεσα στα μπράτσα και στο μαξιλάρι. Το πίσω μέρος του κεφαλιού της ήταν πραγματικά σε ιδανική θέση για να δεχτεί το χτύπημα. Ο ήχος που έκανε το ρόπαλο ήταν υπόκωφος κι έτριξε. Ο Γκρενούιγ τον απεχθανόταν. Τον απεχθανόταν γιατί ήταν ο μόνος θόρυβος σε μια διαδικασία εντελώς αθόρυβη. Δεν μπο ρούσε να υποφέρει αυτόν τον αηδιαστικό ήχο, παρά μόνο σφίγγοντας τα δόντια του. Κι όταν η άσχημη στιγμή πέρασε, έ μεινε εκεί σφιγμένος, δαγκώνοντας τα χείλη του και κρατώντας με το χέρι το λαιμό του, σαν να φοβόταν ότι ο θόρυβος θα ξα ναγυρνούσε σαν ηχώ, σαν αντίλαλος. Τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Αντίθετα η σιωπή επέστρεψε στο δωμάπο, μια σιωπή μεγαλύτε ρη από πριν, αφού δεν ακουγόταν πια ούτε η ανάσα του κορι τσιού. Σιγά-σιγά το σφίξιμο (που θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει και σαν έκφραση δέους ή σαν εκδήλωση σεβασμού)
έφυγε απ’ το κορμί του Γκρενούιγ κι η στάση του χαλάρωσε. Άφησε το ρόπαλο και άρχισε να δουλεύει. Πρώτα-πρώτα ξεδίπλωσε το ύφασμα και το άπλωσε πάνω στο τραπέζι και τις καρέκλες, προσέχοντας να μην αγγίξει τις στρώσεις του λίπους. Ύστερα τράβηξε την κουβέρτα. Η γλυκιά ευωδία του κοριτσιού που πλημμύρισε ζεστή και δυνατή τον χώρο, δεν τον συ γκίνησε. Την ήξερε. Δε βιαζόταν, θα την απολάμβανε αργότε ρα, όταν θα την είχε πραγματικά δική του. Αυτό που τον ενδιέ φερε τώρα ήταν να τρυγήσει όσο μπορούσε περισσότερη απ’ αυτή τη μυρωδιά, να μην αφήσει ούτε σταγόνα να πάει χαμένη. Έπρεπε να δουλέψει προσεχτικά και βιαστικά. Με μεγάλες ψαλιδιές της έκοψε το νυχτικό και της το έβγα λε, πήρε το ύφασμα που είχε ετοιμάσει και το τύλιξε γύρω απ’ το κορμί της. Ύστερα την ανασήκωσε και τη σκέπασε από πα ντού, στριφογυρίζοντας τη όπως ο φούρναρης τα κουλούρια, και δίπλωσε τις άκρες. Απ’ το υφασμάτινο περιτύλιγμα που την έκανε να μοιάζει με μούμια εξείχαν μόνο τα μαλλιά της. Της τα έκοψε σύρριζα, τα τύλιξε μέσα στο νυχτικό και τα έδεσε σ’ ένα μικρό, σφιχτό δέμα. Τέλος σκέπασε μ’ ένα κομμάτι πανί και το κουρεμένο κρανίο, πιέζοντας ελαφρά με το χέρι του, για να στερεωθεί το λίπος. Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο. Ούτε μία χαραμάδα, ούτε μία τρυπούλα, ούτε ένα άνοιγμα, απ’ όπου θα μπορούσε να ξεφύγει το άρωμα του κοριτσιού. Η δουλειά που είχε κάνει ήταν τέλεια. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλ λο παρά να περιμένει, έξι ώρες, μέχρι το χάραμα. Τράβηξε κοντά στο κρεβάτι την πολυθρόνα, όπου εκείνη είχε ακουμπήσει τα ρούχα της, και κάθησε. Μέσα στο σκοτάδι πλανιόταν ακόμα η τρυφερή πνοή της μυρωδιάς της, ανακατε μένη με το άρωμα του γλυκάνισου απ’ τα κουλουράκια που είχε στην τσάντα της για το ταξίδι. Ο Γκρενούιγ ακούμπησε τα πόδια του στην άκρη του κρεβαπού, κοντά στα δικά της, τα σκέπασε με τα ρούχα της κι έφαγε τα κουλουράκια. Ήταν κουρασμένος. Δεν ήθελε όμως να κοιμηθεί· δεν ήταν σωστό να κοιμάται κα νείς την ώρα της δουλειάς, ακόμα και όταν η δουλειά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αναμονή. Θυμήθηκε τις νύχτες που είχε πε ράσει στο εργαστήρι του Μπαλντίνι, δίπλα στον αποστακτήρα:
θυμήθηκε το μαυρισμένο καζάνι, τη λάμψη της φωτιάς, το απα λό γουργούρισμα του νερού που έδραζε, τις σταγόνες που αρ γοκυλούσαν. Πότε-πότε έπρεπε να κοιτάζει τη φωτιά, να προ σθέτει νερό, ν’ αλλάζει το μπουκάλι με το απόσταγμα, να φέρ νει φρέσκα υλικά. Εκείνος ωστόσο πάντα πίστευε όη δεν ξα γρυπνούσε για να κάνει αυτές τις λιγοστές δουλειές· ήταν σί γουρος πως η αγρύπνια και η αναμονή είχαν το δικό τους, ξε χωριστό νόημα. Ακόμα κι εδώ, μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, που η δουλειά του γινόταν πια μονάχη της, που ένας άκαιρος, βιαστι κός έλεγχος μπορούσε ακόμα και να χαλάσει τα πάντα, ακόμα κι εδώ ο Γκρενούιγ θεωρούσε την άγρυπνη παρουσία του απα ραίτητη. Αν κοιμόταν, ίσως κάτι να πήγαινε στραβά. Εξάλλου δεν του ήταν δύσκολο να μείνει ξάγρυπνος περι μένοντας, παρ’ όλη του την κούραση. Αυτή η αναμονή του άρε σε. Του άρεσε και όλες τις προηγούμενες φορές, γιατί δεν ήταν μια αναμονή στραμμένη στο μέλλον ή μια αναμονή συναισθη ματικά νοσταλγική· ήταν μια συνοδευτική αναμονή, κατά κά ποιο τρόπο ενεργητική κι όχι παθητική· μια αναμονή με νόημα. Όσο κρατούσε κάτι γινόταν, κάτι σημαντικό. Δεν τον πείραζε που δεν το έκανε ο ίδιος, αρκούσε που εκείνος ήταν ο κινητή ριος μοχλός. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Είχε δείξει τον καλύτε ρο του εαυτό. Δεν είχε κάνει ούτε ένα λάθος. Το έργο του ήταν μοναδικό. Θα είχε επιτυχία... Λίγες ώρες ακόμα. Ποτέ άλλοτε στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο καλά, τόσο ήσυχα, τόσο αρ μονικά, τόσο ήρεμα — ούτε τότε μέσα στο λαγούμι του — όσο αυτές τις ώρες της αναμονής πάνω στη δουλειά, που μέσα στο σκοτάδι της νύχτας καθόταν δίπλα στα θύματά του και περίμε νε. Ήταν οι μοναδικές στιγμές που κάποιες αναλαμπές εύθυ μων σκέψεων φώτιζαν το σκοτάδι του μυαλού του. Οι σκέψεις αυτές πάντως δεν αφορούσαν το μέλλον. Ο Γκρενούιγ δεν σκεφτόταν το άρωμα που θα έφτιαχνε σε λίγες ώρες από τις ευωδιές είκοσι πέντε κοριτσιών, δεν έκανε σχέδια για το μέλλον, δεν ονειρευόταν την επιτυχία και την ευτυχία. Όχι, σκεφτόταν το παρελθόν του. Θυμόταν τους σταθμούς της ζωής του απ’ το σπίπ της κυρίας Γκαγιάρ και την εμπειρία του πάνω στο σωρό με τα ξύλα, μέχρι το σημερινό του ταξίδι στο μι
κρό χωριό της Ναπούλ, που μύριζε ψάρι. Θυμήθηκε τον τα μπάκο Γκριμάλ, τον Τζιουζέπε Μπαλντίνι, τον μαρκήσιο ντε Λα Ταγιάντ-Εσπινάς. Θυμήθηκε το Παρίσι με τις χιλιάδες μπερδε μένες μυρωδιές του, θυμήθηκε το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά στην οδό Μαρέ, θυμήθηκε την ανοιχτή ύπαιθρο, το λεπτό αε ράκι, τα δάση. Θυμήθηκε ακόμα και το βουνό στην Οβέρνη · δεν ήθελε να παρακάμψει με τίποτα αυτή τη βάση της ζωής του — το λαγούμι του και τον αέρα που δεν είχε ίχνος ανθρώπινης μυρωδιάς. Θυμήθηκε και τα όνειρα του. Όλες αυτές οι ανα μνήσεις, του προξενούσαν ευχαρίστηση. Κοιτάζοντας έτσι προς τα πίσω είχε την αίσθηση πως η τύχη τον είχε ευνοήσει ιδιαίτε ρα και πως η μοίρα του τον είχε οδηγήσει σε δρόμους όλο γυ ρίσματα, αλλά σωστούς — γιατί διαφορετικά πώς θα ήταν δυνα τό να έχει φτάσει μέχρις εδώ, σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάπο, στην εκπλήρωση των σκοπών του; Ήταν τυχερός! Ένιωσε συγκίνηση, ταπεινότητα κι ευγνωμοσύνη. «Σ’ ευχα ριστώ», είπε σιγανά, «σ’ ευχαριστώ Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, που είσαι έτσι όπως είσαι!» Τόσο γοητευμένος ήταν από τον εαυτό του. Ύστερα έκλεισε τα μάπα — όχι για να κοιμηθεί, αλλά για να παραδοθεί ολοκληρωπκά στη γαλήνη αυτής της θεϊκής νύχτας. Η γαλήνη γέμισε την καρδιά του. Ταυτόχρονα είχε την αίσθη ση ότι η γαλήνη βασίλευε και ολόγυρα του. Ένιωθε τον ειρηνι κό ύπνο της καμαριέρας στο διπλανό δωμάτιο, το βαθύ ύπνο του Αντουάν Ρισί απ’ την άλλη μεριά του διαδρόμου, το ή συχο ροχαλητό του ξενοδόχου και των υπηρετών, των σκυλιών, των ζωντανών στο στάβλο, τη γαλήνη του χωριού και της θά λασσας. Ο αέρας είχε σταματήσει. Όλα ήταν ήσυχα. Τίποτα δεν τάραζε την ηρεμία. Μια φορά τέντωσε το πόδι του και άγγιξε απαλά το πόδι της Λορ. Μάλλον όχι το πόδι της, αλλά το ύφασμα που το σκέπαζε, με τη λεπτή στρώση λίπους, που απορροφούσε το άρωμά της, το δικό του άρωμα.
12 Όταν ξύπνησαν τα πουλιά — αρκετή ώρα δηλαδή πριν το χάραμα — σηκώθηκε και τέλειωσε τη δουλειά του. Ξετύλιξε το ύφασμα και το τράβηξε πάνω απ’ τη νεκρή. Το λίπος έφευγε εύκολα απ’ το δέρμα. Μόνο στις γωνίες και στις εσοχές έμεινε λίγο, που το μάζεψε με τη σπάτουλα. Τα υπολείμματα τα σκού πισε με τα εσώρουχα της Λορ, τρίβοντας το κορμί της τόσο δυ νατά, ώστε στο τέλος δεν έμεινε τίποτα πάνω της, ούτε ίχνος λί πους, ούτε ίχνος μυρωδιάς. Τώρα μόνο ήταν γι’ αυτόν πραγμα τικά νεκρή, μαραμένη, πεθαμένη. Έριξε τα εσώρουχα και το νυχτικό με τα μαλλιά της μέσα στο πανί, που είχε απορροφήσει όλη της τη μυρωδιά και τα τύ λιξε όλα μαζί σε πακέτο. Δεν έκανε τον κόπο να σκεπάσει το πτώμα στο κρεβάτι. Και παρόλο που το σκοτάδι άρχιζε κιόλας να υποχωρεί και τα περιγράμματα των πραγμάτων μέσα στο δωμάτιο ξεχώριζαν, εκείνος δεν της έριξε ούτε μια ματιά για να τη δει έστω μία και μοναδική φορά. Η μορφή της δεν τον εν διέφερε. Το σώμα της δεν υπήρχε γι’ αυτόν, υπήρχε μόνο η μυ ρωδιά της. Κι αυτή τη μυρωδιά την είχε παραμάσχαλα και θα την έπαιρνε μαζί του. Σιγά-σιγά βγήκε απ’ το παράθυρο και κατέβηκε τη σκάλα. Έξω ο αέρας είχε ξαναρχίσει, ο ουρανός φώτιζε σιγά-σιγά παίρνοντας ένα ψυχρό σκούρο μπλε χρώμα. Μισή ώρα αργότερα η υπηρέτρια άναβε τη φωτιά στην κου ζίνα. Όταν βγήκε έξω απ’ το σπίτι για να φέρει ξύλα είδε τη σκάλα ακουμπισμένη στον τοίχο, ήταν όμως αγουροξυπνημένη και δε σκέφτηκε τίποτα. Λίγο μετά τις έξι ανέτειλε ο ήλιος. Ο τε ράστιος χρυσοκόκκινος κύκλος του σηκώθηκε πάνω απ’ τη θά λασσα, ανάμεσα απ’ τα δύο νησάκια Λερινί. Ο ουρανός δεν εί χε ούτε ένα σύννεφο. Ξημέρωνε μια λαμπρή, ανοιξιάπκη μέρα. Ο Ρισί, που το δωμάτιο του έβλεπε δυτικά, ξύπνησε σης ε φτά. Για πρώτη φορά μετά από διάστημα αρκετών μηνών είχε κοιμηθεί πραγμαπκά υπέροχα και παρά τις συνήθειές του, έμει νε λίγο ακόμα στο κρεβάτι χουζουρεύοντας κι αναστενάζοντας από ευχαρίστηση, ακούγοντας τους θορύβους του σπιτιού, που
ξυπνούσε. Όταν τελικά σηκώθηκε κι άνοιξε διάπλατα το παρά θυρο, είδε έξω τον όμορφο καιρό κι ανάσαινε το δροσερό, μυ ρωδάτο αέρα· όταν μάλιστα άκουσε από μακριά το μουρμούρι σμα της θάλασσας, τότε πια η χαρά του δεν είχε όρια κι άρχισε να σιγοσφυρίζει μια εύθυμη μελωδία. Την ώρα που ντυνόταν συνέχισε να σφυρίζει και σφύριζε α κόμα όταν βγήκε απ’ το δωμάτιο του και πέρασε το διάδρομο με γρήγορα βήματα μέχρι την πόρτα της κόρης του. Χτύπησε και ξαναχτύπησε σιγανά για να μην την τρομάξει. Καμιά απά ντηση. Χαμογέλασε. Κοιμόταν ακόμα — και με το δίκιο της. Προσεχτικά έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε σιγά, πολύ σιγά, για να μην την ξυπνήσει. Ήθελε να την βρει να κοιμάται, για να την καλημερίσει μ’ ένα φιλί, μια φορά ακό μα, μια τελευταία φορά, πριν τη δώσει σ’ άλλον άντρα. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε. Το φως του ήλιου έπεσε δυνατό στο πρόσωπο του. Το δωμάτιο λες και ήταν γεμάτο με λιωμένο ασήμι· όλα άστραφταν. Για μια στιγμή έκλεισε τυφλωμένος τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε είδε την Λορ ξαπλωμένη στο κρεβάτι γυμνή και νεκρή και κουρεμένη σύρριζα κι εκθαμβωτικά λευκή. Ήταν όπως ακριβώς στον εφιάλτη που είχε δει την προηγούμε νη νύχτη στη Γκρας και που τον είχε ξεχάσει. Τώρα του ξανάρ θε στο μυαλό σαν αστραπή. Όλα ήταν τα ίδια ακριβώς, όπως σ’ εκείνο το όνειρο, μόνο πολύ πιο φωτεινά.
13 Η είδηση της δολοφονίας της Λορ Ρισί διαδόθηκε με α στραπιαία ταχύτητα στην περιοχή της Γκρας. Αν πέθαινε ο βασι λιάς, αν ξέσπαγε πόλεμος ή αν οι πειρατές έφταναν στις ακτές τους, οι άνθρωποι δεν θα τρόμαζαν τόσο πολύ. Ο φόβος, που τόσο προσεχτικά είχαν ξεχάσει, ξαναγύρισε στη στιγμή, άγριος όπως το περασμένο φθινόπωρο, μαζί μ’ όλα τα απαραίτητα φαινόμενα, που τον συνόδευαν: τον πανικό, την αγανάκτηση, την οργή, τις υστερικές υποψίες, την αμφιβολία. Οι άνθρωποι
κλείνονταν τις νύχτες στα σπίτια τους, κλειδαμπάρωναν τις κό ρες τους, δεν είχαν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο κι αγρυ πνούσαν όλο αγωνία. Όλοι πίστευαν ότι η κατάσταση θα συνε χιζόταν όπως τότε, κάθε βδομάδα κι ένας φόνος. Λες και ο χρόνος είχε γυρίσει έξι μήνες πίσω. Ο φόβος όμως ήταν πολύ πιο δυνατός και τους παρέλυε χειρότερα από πριν, γιατί η ξαφνική επιστροφή ενός κινδύνου, που τον θεωρούσαν ξεπερασμένο, δημιουργούσε στους αν θρώπους ένα συναίσθημα αδυναμίας. Αφού είχε αποτύχει α κόμα και το ανάθεμα του αρχιεπισκόπου! Αφού ο Αντουάν Ρι σί, ο μεγάλος Ρισί, ο πλουσιότερος συμπολίτης τους, ο δημοτι κός σύμβουλος, ένας δυνατός και σοφός άντρας, που είχε στη διάθεση του όλα τα μέσα, αφού λοιπόν ακόμα κι αυτός δεν μπόρεσε να προστατέψει το παιδί του! Αφού το χέρι του δολο φόνου δεν είχε διστάσει ούτε μπροστά στην άγια ομορφιά της Λορ — γιατί, στ’ αλήθεια, όλοι όσοι την είχαν γνωρίσει την έ βλεπαν πια σαν άγια, προπάντων τώρα που είχε πεθάνει. Ποια ελπίδα είχαν λοιπόν να ξεφύγουν απ’ τον δολοφόνο; Ήταν πιο φοβερός απ’ τη χολέρα — απ’ τη χολέρα μπορούσε κανείς να ξεφύγει, απ’ αυτόν όμως όχι, όπως είχε αποδειχτεί με την προ σπάθεια του Ρισί. Προφανώς είχε υπεράνθρωπες ικανότητες. Σίγουρα είχε συμμαχήσει με τον διάβολο, αν δεν ήταν ο ίδιος ο διάβολος. Έτσι οι περισσότεροι άνθρωποι, και ιδίως οι πιο α πλοϊκοί ανάμεσα τους, δεν ήξεραν πού αλλού να ζητήσουν βοήθεια και συνδρομή παρά στην εκκλησία. Εκεί πήγαιναν και προσεύχονταν, κάθε συντεχνία στον προστάτη άγιο της, οι κλει δαράδες στον Αγιο Αλοΐσιο, οι υφαντήδες στον Αγιο Κρισπί νιο, οι κηπουροί στον Αγιο Αντώνιο, οι αρωματοποιοί στον Α γιο Ιώσηπο. Κι έπαιρναν μαζί τις γυναίκες τους και τις κόρες τους, προσεύχονταν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν στην εκκλη σία, δεν έβγαιναν πια από κει ούτε την ημέρα, σίγουροι ότι μό νο εκεί δεν κινδύνευαν, κάτω απ’ την προστασία του πλήθους και της Αγίας Μητέρας. Αλλοι πάλι, πιο πονηροί, βλέποντας πως η εκκλησία είχε αποτύχει ήδη μια φορά, έφτιαχναν ομάδες και πλήρωναν υπέ ρογκα ποσά στις μάγισσες απ’ το Γκουρντόν, σέρνονταν μέσα
στις σπηλιές που υπήρχαν γύρω απ’ τη Γκρας και τελούσαν λει τουργίες προς τιμή του Σατανά, για να κερδίσουν την εύνοια του Τρισκατάρατου. Μια τρίτη κατηγορία, στην οποία ανήκαν οι πλουσιότεροι αστοί και οι μορφωμένοι ευγενείς, προτιμούσε να ζητήσει τη βοήθεια των πιο μοντέρνων επιστημονικών μεθό δων, μαγνήτιζαν τα σπίτια τους, υπνώτιζαν τις θυγατέρες τους,. σχημάτιζαν κύκλους μέσα στα σαλόνια τους κι ενώνοντας τη δύναμη της σκέψης τους προσπαθούσαν να πιάσουν τηλεπα θητικά το πνεύμα του δολοφόνου. Τα σωματεία οργάνωσαν μια λιτανεία απ’ τη Γκρας στη Ναπούλ και πάλι πίσω. Οι καλό γεροι απ’ τα πέντε μοναστήρια της πόλης έκαναν ασταμάτητα παρακλήσεις και λειτουργίες ψέλνοντας αδιάκοπα, έτσι που νύχτα και μέρα σ’ ολόκληρη την πόλη ακούγονταν θρήνοι και οδυρμοί. Κανείς δε δούλευε πια. Μέσα σ’ αυτή την πυρετώδη απραξία, με ανυπομονησία σχεδόν περίμενε ο λαός της Γκρας το επόμενο χτύπημα του δο λοφόνου. Κανείς δεν αμφέβαλλε ότι θα χτυπήσει. Και στα κρυ φά ο καθένας ευχόταν να κάνει γρήγορα, με την ελπίδα ότι δε θα έπεφτε πάνω του αλλά σε κάποιον άλλον. Ωστόσο, οι αρχές της πόλης, της περιοχής και της επαρχίας δεν επηρεάστηκαν αυτή τη φορά απ’ την υστερία του κόσμου. Για πρώτη φορά από τότε που πρωτοεμφανίστηκε ο δολοφό νος, έγιναν σχέδια και οι κομητείες της Γκρας, του Ντραγκινιάν και της Τουλόν συνεργάστηκαν στενά. Ο στρατός, η αστυνομία, οι ανακριτές και το ναυτικό ένωσαν τις δυνάμεις τους. Αιτία γι’ αυτή τη στάση των αρχών στάθηκαν από τη μια ο φόβος μιας λαϊκής εξέγερσης, κι από την άλλη, το γεγονός ότι μετά το φόνο της Λορ Ρισί, υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να βρεθεί με συστηματικό ψάξιμο ο δολοφόνος. Τον είχαν δει· ή ταν σίγουρα εκείνος ο τεχνίτης που τη νύχτα του φόνου κοι μήθηκε στο στάβλο του ξενοδοχείου της Ναπούλ· το άλλο πρωί είχε γίνει άφαντος. Οι καταθέσεις του ξενοδόχου, του σταβλίτη και του Ρισί συμφωνούσαν μεταξύ τους: ήταν ένας κοντός ά ντρας, χωρίς τίποτα το αξιοπρόσεχτο, με σκούρα ρούχα και πάνι νο σακίδιο. Οι περιγραφές των τριών μαρτύρων δεν έδιναν λε πτομέρειες ούτε για το πρόσωπο, ούτε για το χρώμα των μαλ
λιών, ούτε για τον τρόπο της ομιλίας του. Ο ξενοδόχος πάντως θυμήθηκε ότι στη στάση και στο περπάτημα του ξένου υπήρχε κάτι αδέξιο· ίσως μάλιστα να κούτσαινε λιγάκι. Εφοδιασμένες μ’ αυτά τα στοιχεία δυο έφιππες ομάδες ξε κίνησαν το μεσημέρι κιόλας της επομένης του φόνου καταδιώ κοντας το δολοφόνο με κατεύθυνση προς τη Μασαλία — η μία ομάδα προχώρησε κατά μήκος της ακτής, ενώ η δεύτερη πήρε το δρόμο από το εσωτερικό. Στα περίχωρα της Ναπούλ συγκε ντρώθηκαν εθελοντές και έψαξαν παντού. Δύο αστυνομικοί επι θεωρητές από τη Γκρας ξεκίνησαν για τη Νίκαια, όπου θα έκα ναν έρευνες για κάποιον τεχνίτη βυρσοδέψη μ’ αυτά τα χαρα κτηριστικά. Στα λιμάνια του Φρεζί, στις Κάννες και στην Αντίμπ γινόταν έλεγχος σ’ όλα τα πλοία που έφευγαν, τα σύνορα με τη Σαβοΐα είχαν κλείσει και κάθε ταξιδιώτης ήταν υποχρεωμένος ν’ αποδείξει την ταυτότητα του. Μια γραπτή περιγραφή του δράστη τοιχοκολλήθηκε — για όλους όσους μπορούσαν να διαβάσουν — στις πύλες των τειχών της Γκρας, της Βανς, του Γκουρντόν, καθώς και στις εκκλησίες των χωριών. Τρεις φορές την ημέρα έβγαινε ο τελάλης και τη διάβαζε για να την ακού σουν όσοι δεν ήξεραν ανάγνωση. Τα λόγια του ξενοδόχου για το κουτσό πόδι ενίσχυσαν τις φήμες ότι ο δράστης είναι ο ίδιος ο διάβολος. Ο πανικός του πλήθους μεγάλωσε και η αστυνομία δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει άλλες ενδείξεις. Μόνον όταν ο δικαστής της Γκρας, μετά από συμφωνία με τον Ρισί, υποσχέθηκε να πληρώσει διακόσιες λίρες στον καθέ να που θα πρόσφερε πληροφορίες για το δράστη, έγιναν δεκα πέντε καταγγελίες από τη Γκρας, το Όπιο και το Γκουρντόν, ε ναντίον αντίστοιχου αριθμού εργατών βυρσοδεψείων απ’ τα ί δια τους τ’ αφεντικά. Ο ένας απ’ αυτούς είχε μάλιστα την ατυχία να κουτσαίνει στ’ αλήθεια. Παρά το γεγονός ότι ο ανθρωπάκος είχε ακλόνητο άλλοθι, οι αρχές σκέφτονταν να τον βασανίσουν για να ομολογήσει. Ευτυχώς όμως, τη δεκάτη μέρα μετά το φό νο παρουσιάστηκε στην αστυνομία ένας άντρας της φρουράς κι έκανε στο δικαστή την ακόλουθη κατάθεση: το μεσημέρι εκεί νης της ημέρας, αυτός, ο Γκαμπριέλ Ταλιάσκο, διοικητής της φρουράς της πόλης βρισκόταν σε υπηρεσία στην Πορτ ντι
Κουρ. Τότε κάποιο υποκείμενο στο οποίο ταίριαζε η περιγραφή των προκηρύξεων τον ρώτησε επίμονα για το δρόμο που είχε πάρει ο δημοτικός σύμβουλος και η συνοδεία του. Τότε δεν εί χε δώσει σημασία σ’ αυτό το συμβάν, ούτε και αργότερα εξάλ λου και τον άνθρωπο που του είχε κάνει τις ερωτήσεις τον είχει λησμονήσει και σίγουρα δεν θα τον ξαναθυμόταν από μόνος του — τόσο ασήμαντη ήταν η παρουσία του — αν δεν τύχαινε να τον ξαναδεί συμπτωματικά και μάλιστα εδώ, στη Γκρας, στην οδό Λουβ, μπροστά στο εργαστήρι του μάστορα Ντρουό και της κυρίας Αρνουλφί! Μ’ αυτή την ευκαιρία, βλέποντας εκείνο το υποκείμενο να ξαναμπαίνει στο εργαστήρι, διαπίστωσε ότι κούτσαινε ελαφρά. Μια ώρα αργότερα έπιασαν τον Γκρενούιγ. Ο ξενοδόχος και ο σταβλίτης του απ’ τη Ναπούλ, που βρίσκονταν στη Γκρας για να βλέπουν τους υπόπτους, τον αναγνώρισαν αμέσως: αυ τός ήταν και κανένας άλλος, αυτός πρέπει να ήταν ο καταζη τούμενος δολοφόνος. Έψαξαν το εργαστήρι, έψαξαν την καλύβα στον ελαιώνα, πίσω απ’ το μοναστήρι των Φραγκισκανών. Σε μια γωνιά βρή καν το κουρελιασμένο νυχτικό, τα εσώρουχα και τα κόκκινα μαλλιά της Λορ Ρισί. Δεν ήταν καν κρυμμένα. Σκάβοντας το χώμα κάτω απ’ την καλύβα δεν άργησαν να βρουν τα ρούχα και τα μαλλιά και των άλλων είκοσι τεσσάρων κοριτσιών. Το ξύλινο ρόπαλο, το όπλο του φόνου, βρέθηκε μαζί με το πάνινο σακίδιο. Οι αποδείξεις ήταν συντριπτικές. Άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες. Ο δικαστής έβαλε τελάληδες να φωνάζουν πα ντού πως ο δολοφόνος που γύρευαν εδώ κι ένα χρόνο πιάστη κε επιτέλους.
14 Στην αρχή οι άνθρωποι δεν το πίστευαν. Νόμιζαν πως ήταν φάρσα, ότι η υπόθεση ήταν φτιαχτή, για να καλύψει η αστυνο μία την ανικανότητα της και ν’ αποφύγουν οι αρχές την εξέγερ ση του πλήθους. Δεν ήταν μακριά η εποχή που έλεγαν ότι ο δο
λοφόνος έφυγε για την Γκρενόμπλ. Ο κόσμος δεν το είχε ξε χάσει. Αυτή τη φορά, ο φόβος είχε μπει βαθιά σαν το σαράκι μέσα στην ψυχή των ανθρώπων. Όταν όμως την άλλη μέρα στήθηκαν σε δημόσια θέα στην πλατεία μπροστά στην εκκλησία τα αποδεικτικά στοιχεία — πα ρουσιάζοντας ένα αποτροπιαστικό θέαμα, τα είκοσι πέντε φο ρέματα μαζί με τα μαλλιά της κάθε κοπέλας, κρεμασμένα σε ξύλινα παλούκια σαν σκιάχτρα, στη σειρά απέναντι απ’ τον κα θεδρικό ναό — τότε η κοινή γνώμη άλλαξε. Εκατοντάδες άνθρωποι πέρασαν ο ένας πίσω απ’ τον άλλο μπροστά απ’ τα μακάβρια εκθέματα. Οι συγγενείς των θυμά των, αναγνωρίζοντας τα φορέματα, ξεσπούσαν σε φωνές και κλάματα. Το πλήθος, αναζητώντας τη συγκίνηση και θέλοντας να πεισθεί τελείως, απαιτούσε να δει το δολοφόνο. Γρήγορα οι φωνές τους έγιναν τόσο δυνατές και η αναταραχή στην πλατεία ήταν τόσο μεγάλη, που ο πρόεδρος αποφάσισε να βγάλει τον Γκρενούιγ απ’ το κελί του και να τον δείξει στον κόσμο απ’ το παράθυρο του πρώτου ορόφου. Τη στιγμή που ο Γκρενούιγ βγήκε και στάθηκε στο άνοιγμα του παραθύρου, το πλήθος βουβάθηκε. Απότομα, απλώθηκε α πόλυτη ησυχία, που θύμιζε το μεσημέρι καυτής καλοκαιρινής μέρας, όταν όλοι βρίσκονται έξω στα χωράφια ή χωμένοι στα σπίτια τους αναζητώντας λίγη δροσιά. Δεν ακουγόταν πια τίπο τα, ούτε μια φωνή, ούτε ένα τρίξιμο, ούτε μια ανάσα. Το πλήθος είχε μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα και δεν είχε παρά μόνο μάτια, για να κοιτάζει. Δεν το χωρούσε το μυαλό τους πως αυτός ο μι κρόσωμος, κοντούλης και κακοφτιαγμένος άντρας εκεί πάνω στο παράθυρο, αυτός ο κακομοίρης, αυτός ο τιποτένιος, είχε διαπράξει πάνω από δυο ντουζίνες φόνους. Δεν έμοιαζε με δο λοφόνο. Φυσικά, κανείς δε θα μπορούσε να πει, αν τον ρω τούσαν, πώς φανταζόταν το δολοφόνο, αυτόν το Σατανά, αλλά σ’ ένα πράγμα συμφωνούσαν όλοι: όχι έτσι! Κι όμως — αν και ο δολοφόνος δεν ανταποκρινόταν καθόλου σπς προσδοκίες του πλήθους κι επομένως θα περίμενε κανείς ότι η εμφάνισή του στο παράθυρο δε θα έπειθε τον κόσμο, κατά παράδοξο τρόπο η παρουσία και μόνο αυτού του ανθρώπου και το γεγο
νός ότι τον παρουσίαζαν σαν δολοφόνο, στάθηκαν αρκετά. Ό λοι σκέφτονταν: Δεν μπορεί να ’ναι αλήθεια! — και στην ίδια στιγμή ήξεραν ότι ήταν. Όταν οι φύλακες τράβηξαν το ανθρωπάκι πίσω στο σκοτάδι του δωματίου, όταν δηλαδή δεν τον έβλεπαν πια και η παρου σία του δεν ήταν φανερή μπροστά στα μάτια τους, όταν η μορ φή του έγινε, έστω και για λίγο, ανάμνηση, ιδέα μέσα στη σκέ ψη των ανθρώπων, σύμβολο ενός αποτρόπαιου δολοφόνου — τότε υποχώρησε η αμηχανία του πλήθους κι έδωσε τη θέση της σε κάποια ενεργητική αντίδραση: τα στόματα έκλεισαν, τα χι λιάδες μάτια ξαναζωντάνεψαν. Και μια μοναδική κραυγή οργής και θυμού ακούστηκε σαν βροντή: «Παραδώστε τον!» Το πλή θος ετοιμαζόταν να γκρεμίσει τους τοίχους που το χώριζαν απ’ το αντικείμενο του μίσους και της οργής τους. Ήθελαν να τον πνίξουν με τα ίδια τους τα χέρια, να τον στραγγαλίσουν, να τον ξεσκίσουν, να τον κομματιάσουν. Οι φύλακες αγωνίζονταν με νύχια και με δόντια να συγκρατήσουν τη μάζα και ν’ αμπαρώ σουν την πόρτα. Ο Γκρενούιγ μεταφέρθηκε στα γρήγορα στο κελί του. Ο πρόεδρος βγήκε στο παράθυρο και υποσχέθηκε στον κόσμο μια γρήγορη και παραδειγματικά αυστηρή καταδί κη. Παρ’ όλα αυτά, πέρασαν ώρες, ώσπου να διαλυθεί το πλή θος, μέρες ολόκληρες, ώσπου να ησυχάσει κάπως η πόλη. Και πράγματι η διαδικασία προχωρούσε εξαιρετικά γρήγο ρα· οι αποδείξεις ήταν συντριπτικές· αλλά και ο κατηγορούμε νος ομολόγησε χωρίς να φέρει την παραμικρή αντίσταση ότι αυτός ήταν πράγματι ο δράστης των φόνων. Μόνο όταν τον ρώτησαν για ποιο λόγο σκότωσε, δεν μπό ρεσε να δώσει ικανοποιητική απάντηση. Επαναλάμβανε διαρ κώς ότι χρειαζόταν αυτά τα κορίτσια και γι’ αυτό τα είχε σκοτώ σει. Για ποιο σκοπό τα χρειαζόταν και τι στην ευχή εννοούσε λέγοντας «τα χρειαζόταν» — δεν έλεγε. Του έκαναν βασανι στήρια, τον κρέμασαν ώρες ολόκληρες απ’ τα πόδια με το κε φάλι κάτω, τον έβαλαν να καταπιεί με το ζόρι εφτά πίντες νερό, του έπιασαν τα πόδια με μέγγενη ― κανένα αποτέλεσμα. Φαί νεται ότι ο άνθρωπος ήταν αναίσθητος στο σωματικό πόνο, δεν έβγαζε κιχ, κι όταν τον ρωτούσαν, έλεγε ξανά: «Τα χρειαζό
μουν». Οι δικαστές τον θεώρησαν διανοητικά άρρωστο. Σταμά τησαν τα βασανιστήρια κι αποφάσισαν να τελειώσουν τη δίκη χωρίς άλλες ανακρίσεις. Η μοναδική καθυστέρηση που έγινε, οφειλόταν σε μια δι καστική διαμάχη ανάμεσα στο Ντραγκινιάν, στην περιοχή του οποίου βρισκόταν η Ναπούλ, και στο δικαστήριο του Αιξ: οι ει σαγγελίες και των δυο πόλεων ήθελαν να έρθει ο κατηγορού μενος να δικαστεί στα δικά τους δικαστήρια. Οι δικαστές της Γκρας όμως δεν άφηναν για τίποτα στον κόσμο να τους ξεφύγει η υπόθεση μέσα απ’ τα χέρια τους. Εξάλλου εκείνοι είχαν πιά σει το δράστη, στη δική τους περιοχή είχαν γίνει οι περισσότε ροι φόνοι, κι εκείνους απειλούσε η οργή του ξεσηκωμένου πλήθους, αν παράδιναν το δολοφόνο σε άλλο δικαστήριο. Το αίμα του έπρεπε να χυθεί στη Γκρας. Στις 15 Απρίλη 1766 η δίκη τελείωσε και η καταδικαστική απόφαση διαβάστηκε στον κατηγορούμενο μέσα στο κελί του: «Ο βοηθός αρωματοποιός Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ καταδικάζε ται σε θάνατο. Μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες θα μεταφερθεί στην πλατεία μπροστά στην πύλη της πόλης και θα δεθεί πάνω στον ξύλινο σταυρό. Δώδεκα χτυπήματα με σιδερένια βέργα θα του σπάσουν τα κόκαλα στα πόδια, στα χέρια, στη μέση και στους ώμους. Ύστερα θα μείνει κρεμασμένος στο σταυρό μέ χρι να βγει η ψυχή του». Συνήθως έπνιγαν τους καταδικασμέ νους μ’ ένα σκοινί, αφού τους έσπαγαν τα κόκαλα, κι αυτό ήταν μια πράξη «χάριτος». Αυτή τη φορά όμως το δικαστήριο απαγό ρευσε αυστηρά στο δήμιο να κάνει κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν ο καταδικασμένος έμενε κρεμασμένος μέρες ολόκληρες αργοπε θαίνοντας. Επίσης αποφασίστηκε να θαφτεί το πτώμα του νύ χτα, και το μέρος να μη σημαδευτεί, ώστε ο τάφος του να μη γνωρίζεται. Ο Γκρενούιγ άκουσε την απόφαση χωρίς να ταραχτεί. Ο δι καστής τον ρώτησε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία: «Τίπο τα», απάντησε ο Γκρενούιγ· είχε όλα όσα χρειαζόταν. Ο παπάς, που τον επισκέφθηκε στο κελί του για ν’ ακούσει την εξομολόγησή του και να του δώσει άφεση αμαρτιών, δεν έμεινε παρά ένα τέταρτο μόνο και βγήκε άπρακτος. Ο κατάδι
κος τον κοίταζε με τόση απορία όταν ανέφερε το όνομα του Θεού, σαν ν’ άκουγε αυτή τη Λέξη για πρώτη φορά στη ζωή του. Ύστερα ξάπλωσε στον πάγκο και βυθίστηκε αμέσως σε ύπνο βαθύ. Κάθε λέξη από κει και πέρα ήταν περιττή. Τις επόμενες δύο μέρες ήρθαν χιλιάδες περίεργοι για να δουν τον περίφημο δολοφόνο από κοντά. Οι φρουροί τους ά φηναν να ρίξουν μια ματιά απ’ το παραθυράκι της πόρτας του κελιού και ζητούσαν έξι σόλδια για τον καθένα. Κάποιος χαρά κτης, που ήθελε να φτιάξει ένα σκίτσο του δολοφόνου, πλήρω σε δύο φράγκα. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό. Ο φυλακισμένος, με αλυσίδες στα πόδια και στα χέρια κοιμό ταν όλη την ώρα στον πάγκο του. Το πρόσωπό του ήταν γυρι σμένο προς τον τοίχο και δεν αντιδρούσε στις φωνές και στα χτυπήματα. Η είσοδος στο κελί απαγορευόταν αυστηρά και οι φρουροί δεν τολμούσαν να παραβιάσουν αυτό το άρθρο του κανονισμού, παρά τις ελκυστικές προσφορές που δέχονταν. Φοβόντουσαν ότι ο κατάδικος κινδύνευε να δολοφονηθεί από κάποιον συγγενή των θυμάτων. Για τον ίδιο λόγο απαγορευό ταν και να δεχτεί τροφή απ’ τους επισκέπτες. Ίσως να προσπα θούσαν να τον δηλητηριάσουν. Όσο έμεινε φυλακισμένος ο Γκρενούιγ έτρωγε φαγητό μαγειρεμένο στην κουζίνα του αρ χιεπισκόπου κι ο διευθυντής της φυλακής το δοκίμαζε πριν απ’ αυτόν. Τις δυο τελευταίες μέρες μάλιστα, δεν έφαγε τίποτα. Έ μεινε ξαπλωμένος, βυθισμένος στον ύπνο. Πότε-πότε ακού γονταν οι αλυσίδες του να σέρνονται, κι όταν ο φρουρός κοίτα ζε βιαστικά απ’ το άνοιγμα, τον έβλεπε να πίνει μια γουλιά νερό απ’ τη στάμνα και να ξαναπέφτει στον ύπνο. Αυτός ο άνθρωπος έμοιαζε τόσο κουρασμένος απ’ τη ζωή, ώστε δεν ήθελε να πε ράσει ξύπνιος ούτε καν τις τελευταίες του ώρες. | Στο μεταξύ στην πλατεία μπροστά στην πύλη άρχισαν οι προετοιμασίες. Οι ξυλουργοί έφτιαξαν μια εξέδρα τρία επί τρία και ψηλή δύο μέτρα· γύρω-γύρω είχε κάγκελα και μια γερή σκάλα — στη Γκρας δεν είχαν ξαναδεί τόσο ωραία εξέδρα. Έ φτιαξαν ξεχωριστούς πάγκους για τους επισήμους κι ένα φρά χτη για να συγκρατηθεί το πλήθος. Τα παράθυρα των σπιτιών γύρω απ’ την πλατεία καθώς και στο κτίριο της φρουράς νοι
κιάστηκαν σε αστρονομικές τιμές. Ακόμα και στη Σαριτέ που βρισκόταν κάπως πλάγια και μακριά, ο βοηθός του δήμιου έ βγαλε τους αρρώστους απ’ τα δωμάτια τους και νοίκιασε τις θέ σεις κερδίζοντας πολλά χρήματα. Οι μικροπωλητές ανακάτευαν με τις κανάτες λεμονάδα για να ’χουν απόθεμα, ο χαράκτης τύ πωσε σ’ εκατοντάδες αντίτυπα το σκίτσο του δολοφόνου που είχε φτιάξει στη φυλακή και είχε συμπληρώσει με τη φαντασία του, πλανόδιοι έμποροι έφταναν κατά δεκάδες στην πόλη, οι φούρνοι έψηναν ασταμάτητα. Ο δήμιος, ο κύριος Παπόν, που εδώ και πολλά χρόνια δεν είχε σπάσει τα κόκαλα κανενός, παράγγειλε να του φτιάξουν ένα μεγάλο και βαρύ σιδερένιο ραβδί και πήγε μ’ αυτό στα σφαγεία, για να εξασκηθεί πάνω στα νεκρά ζώα. Έπρεπε να χτυπήσει δώδεκα φορές και να σπάσει δώδεκα κόκαλα, χωρίς να βλάψει τα πολύτιμα μέρη του κορμιού όπως το στήθος ή το κεφάλι — δύσκολη δουλειά, που ήθελε επιδεξιότητα στα χέρια. Ο κόσμος ετοιμαζόταν για κείνη τη μέρα λες και ήταν γιορ τή. Εννοείται ότι κανείς δε σκόπευε να δουλέψει. Οι γυναίκες σιδέρωναν τα καλά τους ρούχα, οι άντρες βούρτσισαν τα σακά κια τους και παράγγειλαν να γυαλιστούν οι μπότες τους. Ό ποιος ήταν στο στρατό ή είχε κάποιο αξίωμα, όποιος είχε μεγά λη θέση στη συντεχνία του, όποιος ήταν συμβολαιογράφος, δι κηγόρος, διευθυντής καμιάς αδελφότητας ή κάτι άλλο αξιόλο γο, αυτός ετοίμαζε τη στολή του και τα διακριτικά του, τα παρά σημα, τα σειρίτια, τα στολίδια του, και την πουδραρισμένη πε ρούκα του. Οι πιστοί μετά τη γιορτή θα μαζεύονταν στην εκκλη σία, οι λάτρεις του Σατανά θα έκαναν μια ευχαριστήρια τελετή προς τιμήν του Λούσιφερ, η αριστοκρατία θα πήγαινε σε πνευ· ματιστικές συγκεντρώσεις στα μέγαρα του Καμπρί, του Βιλ νέβ και του Φονμισέλ. Στις κουζίνες είχαν αρχίσει κιόλας να βράζουν και να ψήνουν, απ’ τα κελάρια ανέβαζαν κρασί, αγό ραζαν λουλούδια απ’ την αγορά και στον καθεδρικό ναό ο ορ γανοπαίκτης και η χορωδία έκαναν πρόβες. Το σπίτι του Ρισί στην οδό Ντρουάτ έμενε σιωπηλό. Ο Ρισί είχε αρνηθεί να πάρει μέρος στις προετοιμασίες για τη «Μέρα της Απελευθέρωσης», όπως ονόμαζε ο λαός την ημέρα της ε
κτέλεσης του δολοφόνου. Του φαίνονταν όλα αηδιαστικά. Ο φόβος των ανθρώπων, που είχε ξανάρθει απότομα, τον είχε αηδιάσει. Η χαρά τους και οι πυρετώδεις ετοιμασίες τους, τον αηδίαζαν επίσης. Ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι, όλοι τους, τον αηδίαζαν. Δεν είχε παραβρεθεί στην παρουσίαση του δο λοφόνου στο μαινόμενο πλήθος, δεν είχε πάει στη δίκη, δεν είχε πάρει μέρος στις επισκέψεις των περίεργων στο κελί του κατάδικου. Για ν’ αναγνωρίσει τα μαλλιά και το φόρεμα της κό ρης του παρακάλεσε το δικαστήριο να του τα στείλει στο σπίτι του, έκανε στα γρήγορα την κατάθεσή του και παρακάλεσε να του αφήσουν τα λείψανα σαν αναμνηστικό, πράγμα που έγινε. Ο Ρισί τα πήγε στο δωμάτιο της Λορ, άπλωσε τα εσώρουχα και το κομμαπασμένο νυχτικό πάνω στο κρεβάτι της, τοποθέτησε τα κόκκινα μαλλιά πάνω στο μαξιλάρι, κάθησε δίπλα και δεν ξα ναβγήκε απ’ το δωμάτιο. Καθόταν εκεί νύχτα και μέρα, σαν να ’θελε μ’ αυτή την άσκοπη φρούρηση να διορθώσει το λάθος που έκανε εκείνη τη νύχτα στη Ναπούλ. Τον έπνιγε η αηδία για τον κόσμο και τον εαυτό του, τόσο που δεν μπορούσε να κλά ψει. Ακόμα και ο δράστης τον αηδίαζε. Δεν ήθελε να τον δει πια σαν άνθρωπο, αλλά σαν θύμα που επρόκειτο να οδηγηθεί στη σφαγή. Θα πήγαινε στην εκτέλεση να τον δει, δεμένο στο σταυ ρό, με τα κόκαλα σπασμένα, ήθελε να τον δει εκείνη τη στιγμή από κοντά, είχε αγοράσει μια θέση στην πρώτη σειρά. Κι όταν ο κόσμος θα είχε πια διαλυθεί μετά από μερικές ώρες, εκείνος θα έμενε, θα καθόταν δίπλα του και θα τον φρουρούσε νύχτα και μέρα για όσο καιρό χρειαζόταν. Και όλον αυτό τον καιρό θα κοίταζε στα μάτια τον δολοφόνο της κόρης του και θα στάλαζε μέσα του όλη την αηδία που ένιωθε ο ίδιος, σαν καυστικό οξύ θα έχυνε την αηδία του στην επιθανάτια αγωνία του δολοφό νου, ώσπου να βγει η ψυχή του... Κι ύστερα; Τι θα έκανε ύστερα; Δεν ήξερε. Ίσως θα συνέχι ζε τη ζωή του όπως παλιά, μπορεί και να παντρευόταν, να έκανε ένα γιο, μπορεί και να μην έκανε τίποτε απολύτως, ίσως και να πέθαινε. Δεν τον ένοιαζε. Οι σκέψεις αυτές του φαίνονταν ά σκοπες κι ανόητες σαν να σκεφτόταν τι θα έκανε μετά το θάνα
τό του: τίποτα φυσικά. Τίποτα, που να μπορούσε να το ξέρει από τώρα.
15 Η εκτέλεση θα γινόταν στις πέντε το απόγευμα. Οι περίερ γοι άρχισαν να μαζεύονται απ’ το πρωί και να πιάνουν θέσεις. Κουβαλούσαν μαζί τους καρέκλες και σκαμνάκια, μαξιλάρια, προμήθειες, κρασί και τα παιδιά τους. Κατά το μεσημέρι άρχι σαν να φτάνουν οι χωριάτες απ’ τη γύρω περιοχή· η πλατεία ή ταν τόσο γεμάτη που οι νεοφερμένοι αναγκάστηκαν να στα θούν σπς πλαγιές και στους κήπους, που ανηφόριζαν απ’ την άλλη μεριά της πλατείας στο δρόμο για την Γκρενόμπλ. Οι μι κροπωλητές δούλευαν κιόλας σκληρά, ο κόσμος έτρωγε κι έπι νε, τραγουδούσε κι έκανε φασαρία, σαν να βρισκόταν στο πα ζάρι. Γρήγορα μαζεύτηκαν δέκα χιλιάδες άνθρωποι, περισσότε ροι απ’ όσους ακολούθησαν τη μεγάλη λιτανεία, περισσότεροι από ποτέ άλλοτε στη Γκρας. Το πλήθος έφτασε μέχρι ψηλά στους λόφους, κρέμονταν απ’ τα δέντρα, σκαρφάλωναν στους τοίχους και στις σκεπές, στριμώχνονταν δέκα, δώδεκα στα πα ράθυρα. Μόνο στο κέντρο της πλατείας, προφυλαγμένος απ’ το φράχτη, έμενε μια σταλιά χώρος ελεύθερος, για την εξέδρα ό που θα γινόταν η εκτέλεση. Η ξύλινη εξέδρα έμοιαζε ξάφνου πολύ μικρή, σαν παιχνιδάκι, σαν τη σκηνή ενός κουκλοθέα τρου. Κι ένα στενό δρομάκι είχε μείνει αδειανό απ’ την πλατεία μέχρι την οδό Ντρουάτ. Λίγο μετά τις τρεις έκαναν την εμφάνισή τους ο κύριος Πα· πόν και οι βοηθοί του. Ο κόσμος ξέσπασε σε κραυγές και χει ροκροτήματα. Κουβάλησαν τον ξύλινο σταυρό στην εξέδρα και τον τοποθέτησαν πάνω σε δυο πάγκους, σε ύψος βολικό για τη δουλειά τους. Ένας μαραγκός τον κάρφωσε, ώστε να μείνει α κίνητος. Κάθε κίνηση των βοηθών του δήμιου και του μαρα γκού προκαλούσε τα χειροκροτήματα και τις ζητωκραυγές του πλήθους. Τη στιγμή μάλιστα που ο Παπόν με τη σιδερένια βέρ γα στα χέρια έκανε το γύρο του σταυρού, υπολογίζοντας και με
τρώντας πότε από δω και πότε από κει, δοκιμάζοντας τάχα τα χτυπήματα, τότε η πλατεία σείστηκε ολόκληρη. Στις τέσσερις άρχισε να γεμίζει η εξέδρα των επισήμων. Υ πήρχαν ένα σωρό σπουδαίοι, για να τους βλέπει ο κόσμος και να θαυμάζει, πλούσιοι άρχοντες με λακέδες και καλούς τρό πους, όμορφες κυράδες, ψηλά καπέλα, αστραφτερά ρούχα: Όλη η αριστοκρατία της πόλης και της γύρω περιοχής βρισκό ταν σήμερα εδώ. Τα μέλη του συμβουλίου ήρθαν όλα μαζί με επικεφαλής τον δήμαρχο και τον αντιδήμαρχο. Ο Ρισί φορού σε μαύρα ρούχα, μαύρες κάλτσες, μαύρο καπέλο. Πίσω απ’ το συμβούλιο ακολουθούσε ο διευθυντής της αστυνομίας και ο δι καστής. Τελευταίος ερχόταν ο επίσκοπος με την επίσημη στολή του, με τα λαμπρά βιολετιά του άμφια και το πράσινο καλυμαύ χι. Όποιος φορούσε καπέλο, βιάστηκε να το βγάλει. Ξαφνικά η ατμόσφαιρα έγινε επίσημη. Ύστερα, για δέκα λεπτά δεν έγινε τίποτα. Οι επίσημοι κάθι σαν στις θέσεις τους, το πλήθος περίμενε ακίνητο, κανείς δεν έτρωγε, όλοι περίμεναν. Ο Παπόν και οι βοηθοί του έστεκαν στην εξέδρα σαν βιδωμένοι στις θέσεις τους. Ο ήλιος κρεμόταν κίτρινος και μεγάλος πάνω από το Εστερέλ. Απ’ τα χωράφια ερ χόταν ένα ζεστό αεράκι κουβαλώντας το άρωμα απ’ τις πορτο καλιές. Έκανε ζέστη και η ησυχία που είχε απλωθεί, ήταν από λυτη. Τελικά την ώρα που όλοι πίστευαν ότι η ένταση θα ξεσπού σε σε φωνές, φασαρίες κι επεισόδια, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε ποδοβολητό αλόγων και το τρίξιμο απ’ τις ρόδες του κάρου. Το αμάξι της αστυνομίας, ένα κλειστό αμάξι που το έσερναν δύο άλογα, κατέβαινε την οδό Ντρουάτ. Πέρασε την πύλη κι έ στριψε στο στενό διάδρομο που οδηγούσε στον τόπο της εκτέ λεσης. Τώρα το έβλεπαν πια όλοι. Ο διευθυντής των φυλακών είχε απαιτήσει να γίνει έτσι η μεταφορά του κατάδικου, γιατί διαφορεπκά δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί για την ασφάλειά του, είπε. Συνήθως δεν γινόταν έτσι. Η φυλακή δεν απείχε ούτε πέντε λεπτά κι αν κάποιος απ’ τους μελλοθάνατους δεν μπο ρούσε να κάνει αυτό το δρόμο με τα πόδια, τότε τον έβαζαν πά
νω σ’ ένα ανοιχτό κάρο, που το ’σερνε ένας γάιδαρος. Κανένας απ’ όσους εκτελέστηκαν ποτέ στη Γκρας δεν έφτασε στην πλα τεία με κλειστή άμαξα, υπηρέτες με λιβρέα και συνοδεία καβα λάρηδων. Πάντως το πλήθος δεν έδειξε καμιά δυσαρέσκεια, το αντί θετο μάλιστα. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι που έβλεπαν τέτοιο μοναδικό θέαμα και συμφωνούσαν πως ήταν πολύ καλή ιδέα, όπως στο θέατρο που οι θεατές χειροκροτούν όταν βλέπουν κάτι γνωστό και συνηθισμένο να παρουσιάζεται με εντελώς και νούριο τρόπο. Πολλοί μάλιστα θεώρησαν ότι τα μέτρα ασφα λείας θα έπρεπε να ήταν ακόμα πιο αυστηρά, και η μεταφορά εξαιρετική. Σ’ έναν τόσο φοβερό εγκληματία άξιζε ιδιαίτερη μεταχείριση. Δεν μπορούσαν να τον φέρουν σαν τον πρώτο τυ χόντα, αλυσοδεμένο και να τον σκοτώσουν. Έτσι δεν θ’ άξιζε. Τώρα όμως θα έβγαινε απ’ την πολυτέλεια της άμαξας και θ’ α νέβαινε στο σταυρό — έτσι μάλιστα. Η ιδέα αυτή ήταν πολύ πιο φριχτή. Η άμαξα σταμάτησε ανάμεσα στις θέσεις των επισήμων και στην εξέδρα της εκτέλεσης. Οι λακέδες πήδηξαν κάτω, άνοιξαν την πόρτα και κατέβασαν τη σκαλίτσα. Πρώτος βγήκε ο διευ θυντής των φυλακών, ύστερα ο αξιωματικός υπηρεσίας και τε λευταίος ο Γκρενούιγ. Φορούσε μπλε κοστούμι κι άσπρο που κάμισο. Οι μεταξωτές του κάλτσες ήταν άσπρες και τα παπού τσια του μαύρα λουστρίνια. Δεν ήταν δεμένος. Κανείς δεν τον κρατούσε. Κατέβηκε απ’ την άμαξα σαν οποιοσδήποτε ελεύθε ρος άνθρωπος. Και τότε έγινε το θαύμα. Ή, τέλος πάντων, κάτι σαν θαύμα, κάτι τόσο ακατανόητο, ανήκουστο κι απίστευτο, ώστε όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες θα το χαρακτήριζαν σαν θαύμα, αν μιλού σαν γι’ αυτό αργότερα, πράγμα που δεν έγινε έτσι κι αλλιώς, γιατί αργότερα όλοι ντρέπονταν να ομολογήσουν ακόμα κι ότι είχαν παραβρεθεί σ’ αυτό το γεγονός. Αυτό που έγινε ήταν στ’ αλήθεια μυστήριο: Οι δέκα χιλιάδες άνθρωποι, που είχαν μαζευτεί στην πλατεία και στους δρόμους ολόγυρα ένιωσαν πως ο κοντός ανθρωπάκος με τα μπλε που μόλις είχε κατεβεί απ’ την άμαξα, ήταν αδύνατο να είναι δολο
φόνος. Δεν αμφέβαλλαν για την ταυτότητα του! Ήταν πράγματι ο ίδιος άντρας που είχαν δει πριν λίγες μέρες στην πλατεία της εκκλησίας, και που αν έπεφτε τότε στα χέρια τους, θα τον είχαν λιντσάρει, το δίχως άλλο. Ο ίδιος που πριν δύο μέρες είχε πε ράσει από κανονική δίκη και με βάση ατράνταχτες αποδείξεις είχε βρεθεί ένοχος και είχε καταδικαστεί. Ο ίδιος, που ανυπό μονα περίμεναν να δουν ν’ ανεβαίνει στο ικρίωμα πριν από ένα μόλις λεπτό. Ήταν αυτός, δεν υπήρχε αμφιβολία! Όμως πάλι — δεν ήταν, δεν μπορούσε να ήταν αυτός, δε γινόταν αυτός ο άνθρωπος να είναι δολοφόνος. Ο άντρας που στεκόταν στη μέση της πλατείας ήταν η αθωότητα προσωπο ποιημένη. Ήταν όλοι σίγουροι γι’ αυτό, απ’ τον επίσκοπο ως το μικρό που πουλούσε λεμονάδες, από τη μαρκησία μέχρι την πλύστρα, από τον πρόεδρο του δικαστηρίου μέχρι τ’ αλητάκια του δρόμου. Την ίδια βεβαιότητα, την ίδια πίστη, ένιωθε και ο Παπόν. Οι γροθιές του, που είχαν σφιχτεί γύρω απ’ τη σιδερένια βέργα, έτρεμαν. Τα δυνατά του μπράτσα λύγισαν, τα γόνατά του δεν τον βαστούσαν, η καρδιά του έτρεμε σαν του μικρού παιδιού. Δεν μπορούσε να σηκώσει αυτή τη μαγκούρα, ποτέ στη ζωή του δε θα ’χε τη δύναμη να τη σηκώσει ενάντια σ’ αυτόν τον αδύνα μο και αθώο άνθρωπο, ο φόβος τον έπνιξε, ο κατάδικος θ’ α νέβαινε από στιγμή σε στιγμή, κι αυτόν δεν τον κρατούσαν τα πόδια του, χρειάστηκε να στηριχτεί στο σιδερένιο ραβδί που κρατούσε, για να μη σωριαστεί κατάχαμα — ο μεγάλος, ο δυνα τός Παπόν! Το ίδιο ένιωθαν κι οι δέκα χιλιάδες άντρες και γυναίκες και παιδιά και γέροι που είχαν μαζευτεί στην πλατεία: η καρδιά τους μαλάκωσε σαν των νεαρών κοριτσιών, που υποκύπτουν στη γοητεία του αγαπημένου τους. Ξαφνικά ένιωσαν συμπά θεια, τρυφερότητα, μια αγάπη παιδιάστικη και τρελή — ναι α γάπη, γι’ αυτόν το μικρόσωμο δολοφόνο. Δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να καταπνίξουν αυτό το συναίσθημα. Ήταν σαν το κλάμα, που δεν μπορεί κανείς να του αντισταθεί, σαν το κλάμα, που το συγκρατεί κανείς εδώ και πολύ καιρό και ξάφνου ξε σπάει, ανεβαίνει από μέσα του ρίχνοντας όλα τα εμπόδια και
πλημμυρίζει τα πάντα. Μέσα σε μια τέτοια πλημμύρα βρίσκο νταν όλοι τους, μέσα τους είχαν χωριστεί σε πνεύμα και ψυχή και αιωρούνταν άβουλα σ’ αυτή τη θάλασσα των συναισθημά των χωρίς μορφή, νιώθοντας μόνο τον ασταμάτητο χτύπο της καρδιάς τους. Ο καθένας τους, ο κάθε ένας απ’ αυτούς ερχόταν νοερά ν’ αποθέσει την καρδιά του στα πόδια του ανθρωπάκου με το μπλε κοστούμι, στη ζωή και στο θάνατο: τον αγαπούσαν. Ο Γκρενούιγ στεκόταν εδώ και αρκετά λεπτά στην ανοιχτή πορτούλα της άμαξας και δεν κουνιόταν. Ο λακές δίπλα του εί χε πέσει στα γόνατα και χαμήλωνε ακόμα, ώσπου η στάση του έγινε σωστό προσκύνημα, όπως κάνουν στην Ανατολή για να τιμήσουν το Σουλτάνο και τον Αλλάχ. Και σ’ αυτή τη θέση συ νέχισε’να τρέμει και να ταλαντεύεται, σαν να ’θελε να χωθεί α κόμα πιο βαθιά, να γίνει ένα με το χώμα, να μπει μέσα στη γη, και να βγει απ’ την άλλη της μεριά. Τέτοια ήταν η λατρεία και η αφοσίωση που ένιωθε. Ο αξιωματικός υπηρεσίας κι ο διευθυ ντής της φυλακής, μεγαλόσωμοι και γεροί άντρες κι οι δυο τους, που έπρεπε ν’ ανεβάσουν τον κατάδικο στο ικρίωμα και να τον παραδώσουν στο δήμιο, δεν μπορούσαν να κάνουν τί ποτα. Είχαν βάλει τα κλάματα, έβγαζαν κι έβαζαν ξανά τα κα πέλα τους, τα πετούσαν στο χώμα, έπεφταν ο ένας στην αγκα λιά του άλλου κι απομακρύνονταν πάλι, έκαναν άσκοπες κινή σεις σηκώνοντας τα χέρια, τινάζονταν και χοροπηδούσαν σαν να τους είχε πιάσει τρεμούλα, που δεν μπορούσαν να την ελέγ ξουν. Οι επίσημοι, που βρίσκονταν λιγάκι πιο μακριά εκδήλωναν τη λατρεία τους χωρίς μεγαλύτερη διακριτικότητα κι αξιοπρέ πεια. Ο καθένας άφηνε ελεύθερη την καρδιά του. Οι κυρίες έ σφιγγαν τα χέρια τους στην κοιλιά τους κι αναστέναζαν από χα ρά, στη θέα του Γκρενούιγ· άλλες πάλι λιποθυμούσαν απ’ τον πόθο που ξυπνούσε μέσα τους ο νέος άντρας — στα μάτια τους έμοιαζε θεός. Οι άντρες χοροπηδούσαν ασταμάτητα λαχανια σμένοι σφίγγοντας τις γροθιές τους γύρω απ’ τη λαβή του σπα θιού, ξεθηκάρωναν κι ύστερα τ’ άφηναν πάλι στη θέση του και το ατσάλι έκανε έναν κοφτό θόρυβο· άλλοι πάλι βουβαίνονταν κι υψώνοντας τα μάτια στον ουρανό ένωναν τα χέρια τους σε
προσευχές· κι ο σεβασμιότατος επίσκοπος είχε διπλωθεί στα δύο σαν να μην ένιωθε καλά και χτυπούσε το μέτωπο στα γόνα τα, ώσπου το πράσινο καλυμαύχι του έπεσε στο χώμα αλλά δεν ένιωθε καθόλου, μα καθόλου άσχημα· αντίθετα είχε καταλη φθεί για πρώτη φορά στη ζωή του από θρησκευτική έκσταση, γιατί μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου είχε γίνει ένα θαύμα, ο ίδιος ο Θεός είχε σταματήσει το χέρι του δήμιου, αποκαλύ πτοντας ότι αυτός που όλοι πίστευαν για δολοφόνο, ήταν στην πραγματικότητα άγγελος Κυρίου — να λοιπόν που στον δέκατο όγδοο αιώνα συνέβαιναν ακόμα θαύματα. Τι μεγάλος που ή ταν ο Θεός! Και τι ανόητος κι επιπόλαιος που ήταν ο ίδιος, να αφορίσει και ν’ αναθεματίσει έναν άγγελο, μόνο και μόνο για να καθησυχάσει το λαό! Και τώρα ο Θεός έκανε το θαύμα του! Ω, τι υπέροχη ταπείνωση, τι θεία χάρη, να δείξει ο Θεός στον επίσκοπο την παντοδυναμία και τη μεγαλοσύνη του. Στο μεταξύ το πλήθος απ’ την άλλη μεριά του φράχτη παρα δινόταν ολοένα και πιο ασυγκράτητα στη μέθη που είχε ξεση κώσει η εμφάνιση του Γκρενούιγ. Αυτοί που στην αρχή δεν έ νιωθαν παρά μόνο συμπάθεια και συγκίνηση, τον ποθούσαν τώρα μ’ όλη τους τη δύναμη· όσοι στην αρχή τον ποθούσαν και τον θαύμαζαν, τώρα τον λάτρευαν εκστασιασμένοι. Όλοι έβλε παν τον άντρα με το μπλε κοστούμι σαν την ωραιότερη, τη γοη τευτικότερη, την τελειότερη ύπαρξη που μπορούσαν να φαντα στούν: οι καλόγριες τον έβλεπαν σαν τον ίδιο τον Σωτήρα, οι ο παδοί του Σατανά σαν τον λαμπρό Κύριο του Σκότους, οι μορ φωμένοι σαν το Ανώτερο Ον, τα νεαρά κορίτσια σαν τον πρί γκιπα του παραμυθιού, οι άντρες σαν εξιδανίκευση του εαυτού τους. Όλοι ένιωθαν ότι τους είχε αγγίξει στο πιο ευαίσθητο και κρυφό σημείο της ψυχής τους, ότι τους είχε σημαδέψει στο κέ ντρο του έρωτα. Ήταν σαν να ’χε εκείνος ο άνθρωπος δέκα χι λιάδες αόρατα χέρια και να ’χε ακουμπήσει με το καθένα απ’ αυτά τους δέκα χιλιάδες ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι γύρω του, και να χάιδευε τον καθένα απ’ αυτούς ακριβώς με τον τρό πο που επιθυμούσε στα πιο κρυφά του όνειρα, είτε άντρας ήταν είτε γυναίκα. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί η εκτέλεση ενός από
τους απεχθέστερους εγκληματίες του καιρού εκείνου στο μεγα λύτερο βακχικό όργιο που είδε ο κόσμος άπό το δεύτερο αιώνα προ Χριστού και μετά: γυναίκες αυστηρής ηθικής έσκιζαν τις μπλούζες τους και ξεγύμνωναν τα στήθη τους με υστερικές κραυγές και ρίχνονταν στο χώμα ανασηκώνοντας τις φούστες τους. Οι άντρες μπέρδευαν τα βήματα τους στη θάλασσα της γυμνής ερεθισμένης σάρκας, γδύνονταν με τρεμάμενα χέρια κι έπεφταν όπου έβρισκαν λαχανιάζοντας. Γέροι ζευγάρωναν με παρθένες κι οι άκληροι με τις κυρίες, οι μαθητευόμενοι με τις καλόγριες, οι Ιησουίτες με τις γυναίκες των Φραμασόνων, όλοι με όλους. Ο αέρας είχε βαρύνει απ’ τη γλυκιά μυρωδιά του ι δρώτα και του έρωτα. Ο τόπος είχε γεμίσει φωνές κι αναστε ναγμούς και βογκητά δέκα χιλιάδων ανθρώπινων ζώων. Ήταν πραγματική κόλαση. Ο Γκρενούιγ στεκόταν και χαμογελούσε. Οι άνθρωποι που τον έβλεπαν, νόμιζαν πως χαμογελούσε με το πιο αθώο, αξια γάπητο, χαριτωμένο και γοητευτικό χαμόγελο του κόσμου. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν καν χαμόγελο αλλά ένας απαίσιος κυνικός μορφασμός, που στράβωνε τα χείλια του και που φανέρωνε το θρίαμβο και την περιφρόνηση που αισθανό ταν. Αυτός, ο Ζαν·Μπατίστ Γκρενούιγ, γεννημένος χωρίς μυ ρωδιά στο πιο βρόμικο μέρος του κόσμου, γεννημένος μέσα στα σκουπίδια, τις κοπριές και τη σαπίλα, μεγαλωμένος χωρίς αγάπη, ζώντας χωρίς ζεστή ανθρώπινη ψυχή, αλλά αποκλειστι κά και μόνο από πείσμα κι απ’ τη δύναμη της αηδίας, κοντός, καμπούρης, κουτσός, άσχημος, ένα τέρας μέσα κι έξω — αυτός είχε καταφέρει να κερδίσει την αγάπη όλου του κόσμου. Κι όχι μόνο την αγάπη! Τη λατρεία! Τον έρωτα! Είχε κατορθώσει τον άθλο του Προμηθέα. Είχε αποχτήσει με δικές του δυνάμεις τη θεϊκή σπίθα, που οι άλλοι άνθρωποι έχουν από γεννησιμιού τους και που μόνο εκείνος είχε στερηθεί. Κι ακόμα παραπάνω! Την είχε δημιουργήσει ολομόναχος. Ήταν ακόμα πιο μεγάλος απ’ τον Προμηθέα. Είχε φτιάξει μια μυρωδιά, τόσο αστραφτερή και τόσο γλυκιά, που κανείς άλλος δεν είχε πριν απ’ αυτόν. Και δεν τη χρωστούσε σε κανένα — ούτε σε πατέρα, ούτε σε μητέ ρα, αλλά ούτε στο Θεό · μόνο στον εαυτό του. Στην πραγματι
κότητα ήταν ο θεός του εαυτού του, ένας Θεός πολύ ανώτερος απ’ τον άλλο που βρομούσε λιβάνι χωμένος στις εκκλησίες. Μπροστά του είχε γονατίσει ένας ολόκληρος αρχιεπίσκοπος και κλαψούριζε από χαρά. Οι πλούσιοι και οι δυνατοί, οι περή φανοι άντρες και γυναίκες λιποθυμούσαν απ’ τον πόθο και τη λατρεία, ενώ γύρω τους ο λαός, πατέρες και μητέρες, αδερφοί και αδερφές θυσίαζαν σ’ αυτόν, κι έκαναν όργια προς τιμήν του. Σ’ ένα νεύμα του θα τον έκαναν Θεό τους και θα τον προ σκυνούσαν. Ναι, αυτός ήταν ο Μεγάλος Γκρενούιγ! Σήμερα έπαιρνε σάρκα και οστά, γινόταν πραγματικότητα, εκείνος που ζούσε πρώτα στη φαντασία του και μόνο. Αυτή τη στιγμή ζούσε το με γαλύτερο θρίαμβο της ζωής του. Αυτή τη στιγμή ακριβώς, ο Γκρενούιγ ένιωθε απαίσια. Ένιωθε απαίσια, γιατί δεν μπορούσε ν’ απολαύσει ούτε ένα δευτερόλεπτο απ’ το θρίαμβό του. Τη στιγμή που βγήκε απ’ την άμαξα κι έκανε την εμφάνισή του στην ηλιόλουστη πλατεία, φο ρώντας το άρωμα που τραβάει την αγάπη των ανθρώπων, το ά ρωμα που δούλεψε δυο χρόνια για να το φτιάξει, το άρωμα που όλη του τη ζωή αγωνιζόταν ν’ αποχτήσει... τη στιγμή, που έβλε πε κι οσφραινόταν την ακαταμάχητη επιρροή του πάνω στους ανθρώπους ολόγυρα — εκείνη τη στιγμή ξύπνησε και πάλι μέ σα του η αηδία που ένιωθε για τους ανθρώπους και του δηλη τηρίασε το θρίαμβό του, τον κατέστρεψε. Δεν αισθανόταν πια χαρά, ούτε καν ικανοποίηση. Αυτό που ποθούσε πάντα, η αγά πη των ανθρώπων, του έγινε αφόρητο, την ίδια στιγμή που το · κέρδισε γιατί ο ίδιος δεν τους αγαπούσε, τους μισούσε. Και ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν θα’ βρίσκε ποτέ ικανοποίηση στην α γάπη, αλλά μόνο στο μίσος, στο μίσος το δικό του για τους άλ λους και των άλλων γι’ αυτόν. Το μίσος όμως που ένιωθε αυτός για τους ανθρώπους έμε νε χωρίς απάντηση. Όσο περισσότερο τους μισούσε εκείνη τη σπγμή, τόσο περισσότερο τον λάτρευαν εκείνοι, γιατί δεν αντι λαμβάνονταν τίποτ’ άλλο απ’ αυτόν παρά το θεϊκό του άρωμα, τη μυρωδάτη μάσκα του, την κλεμμένη μυρωδιά του, κι αυτή ή ταν στ’ αλήθεια άξια να την λατρέψει κανείς.
Θα ήθελε να τους εξαφάνιζε όλους απ’ την επιφάνεια της γης, τους ανόητους ανθρώπους που βρομούσαν, πεινασμένοι για έρωτα, έτσι όπως εξαφάνιζε τις ανεπιθύμητες μυρωδιές στη σκοτεινή χώρα της ψυχής του. Και ήθελε να το νιώσουν κι εκεί νοι ότι τους μισούσε και να τον μισήσουν με τη σειρά τους, για να βρει απάντηση στο μοναδικό αληθινό συναίσθημα που έ νιωσε ποτέ του. Και να τον σκοτώσουν, όπως είχαν πρόγραμ μα. Ήθελε μια φορά στη ζωή του να ξεδώσει, να εκφράσει τα εσωτερικά του συναισθήματα, όπως οι άλλοι άνθρωποι: όπως εκείνοι έδειχναν την αγάπη τους και την ανόητη λατρεία, έτσι κι εκείνος ήθελε να βγάλει το μίσος του προς τα έξω και να τους δώσει να το καταλάβουν. Ήθελε μια φορά, μία και μοναδική φορά να τον δουν οι άλλοι όπως πραγματικά ήταν και να αντα ποκριθούν στο μοναδικό του αληθινό συναίσθημα, το μίσος. Τίποτα όμως δεν έγινε. Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει και μάλιστα σήμερα που φορούσε το καλύτερο άρωμα του κόσμου και πίσω απ’ αυτό το τίποτα, απόλυτη έλλειψη μυρωδιάς. Τότε ένιωσε ξαφνικά απαίσια, γιατί κατάλαβε ότι τα φριχτά σύννεφα της ομίχλης ανέβαιναν ξανά να τον πνίξουν. Όπως τότε μέσα στη σπηλιά, μέσα στο όνειρο, μέσα στον ύπνο του, μέσα στην καρδιά της φαντασίας του, πνίγηκε μέσα στην ομίχλη, στη φριχτή ομίχλη της ίδιας του της μυρωδιάς, που δεν μπορούσε να τη μυρίσει γιατί δεν είχε μυρωδιά. Κι ό πως τότε, ο φόβος τον πάγωσε ξανά και τρόμαξε γιατί πίστεψε ότι θα πεθάνει. Η διαφορά ήταν ότι τώρα δεν έβλεπε όνειρο, δεν τα ένιωθε στον ύπνο του όλ’ αυτά, αλλά ήταν η σκληρή πραγματικότητα. Και δεν ήταν χωμένος σε μια σπηλιά, αλλά στεκόταν στο κέντρο μιας πλατείας περιτριγυρισμένος από δέκα χιλιάδες ανθρώπους. Κι εδώ καμιά κραυγή δεν μπορούσε να τον βοηθήσει, να τον ξυπνήσει και να τον απελευθερώσει απ’ τον εφιάλτη, δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει και να επιστρέψει στον καλό, ζεστό, σωτήριο, πραγματικό κόσμο. Γιατί αυτός εδώ ήταν ο κόσμος, κι αυτό εδώ ήταν το όνειρό του που είχε γίνει πραγματικότητα. Και το είχε θελήσει ο ίδιος. Η αποπνιχτική, αηδιαστική ομίχλη ανέβαινε απ’ το βούρκο της ψυχής του, όσο το πλήθος γύρω του αναστέναζε από οργια
στική ευχαρίστηση. Ένας άντρας ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος του. Είχε πηδήξει απ’ την πρώτη σειρά της εξέδρας των επισήμων και πλησίαζε τόσο Βιαστικά, που το μαύρο του καπέ λο το παρέσυρε ο αέρας· προχωρούσε και το μαύρο του σακάκι ανέμιζε πίσω του κάνοντας τον να μοιάζει με κοράκι ή με άγγε λο εκδικητή. Ήταν ο Ρισί. Θα με σκοτώσει, σκέφτηκε ο Γκρενούιγ. Είναι ο μόνος που δεν ξεγελάστηκε απ’ τη μάσκα μου. Δεν μπόρεσα να τον ξεγε λάσω. Η μυρωδιά της κόρης του είναι κολλημένη πάνω μου, προδοτική σαν αίμα. Με αναγνώρισε και θα με σκοτώσει. Πρέ πει να το κάνει. Κι άνοιξε τα μπράτσα του, για να υποδεχτεί τον εκδικητή άγ γελο. Ένιωθε κιόλας τη μυτερή κόψη του στιλέτου ή του ξίφους να χτυπάει στο στήθος του και να κόβει τη σάρκα του πίσω απ’ την αρωματική μάσκα και την ομίχλη, για να φτάσει στην κρύα καρδιά του — επιτέλους, επιτέλους κάτι θα έφτανε ως την καρ διά του, κάτι άλλο, κάτι ξένο. Ένιωθε ήδη σχεδόν απολυτρω μένος. Υστερα όμως από ένα λεπτό ο Ρισί τον είχε φτάσει και τον είχε αγκαλιάσει, και δεν ήταν άγγελος εκδικητής, παρά ένας Ρι σί συγκινημένος που έκλαιγε με λυγμούς και γατζωνόταν απά νω του, σαν να μην έβρισκε άλλο κράτημα, μέσα σε μια θάλασ σα ευτυχίας. Ούτε λυτρωτικό χτύπημα, ούτε μαχαιριά στην καρ διά, ούτε καν μια βρισιά, μια κατάρα, μια κραυγή μίσους. Αντί γι’ αυτό, το μουσκεμένο απ’ τα δάκρυα μάγουλο του Ρισί που ακουμπούσε στο δικό του κι ένα τρεμάμενο στόμα, που του ψι θύριζε: «Συχώρεσε με, παιδί μου, αγαπημένο μου παιδί, συχώ ρεσε με!» Τότε μαύρισε ο κόσμος μπροστά στα μάτια του κι η ομίχλη που τον τύλιγε έγινε ένας κάτασπρος αφρός, που λυσσομα νούσε γύρω του σαν το γάλα που βράζει. Τον έπνιγε και τον στρίμωχνε από παντού, χωρίς να του αφήνει διέξοδο. Ήθελε να φύγει, για τ’ όνομα του Θεού να φύγει, αλλά προς τα πού... Ήθελε να σκάσει, να εκραγεί, για να μην πνιγεί μέσα στον εαυτό του. Επιτέλους σωριάστηκε κατάχαμα χάνοντας τις αι σθήσεις του.
16 Όταν συνήλθε, ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της Λορ Ρισί. Τα ρούχα της και τα μαλλιά της δεν ήταν πια εκεί, τα είχαν πά ρει. Ένα κερί φώτιζε στερεωμένο στο κομοδίνο. Απ’ το μισά νοιχτο παράθυρο έφτανε ως αυτόν ο απόηχος της γιορτής. Ο Α· ντουάν Ρισί καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι και ξαγρυπνούσε κοντά του. Κρατούσε το χέρι του Γκρενούιγ στα δικά του και το χάι δευε. Πριν ανοίξει τα μάτια, ο Γκρενούιγ έκανε ένα γενικό έλεγχο της ατμόσφαιρας. Μέσα του είχε απλωθεί γαλήνη, τίποτα δεν κουνιόταν, τίποτα δεν τον έπνιγε. Μέσα στην ψυχή του είχε ξα νάρθει η συνηθισμένη κρύα νύχτα, που είχε ανάγκη για να κρατάει τη συνείδηση του ψυχρή και διαυγή, έτσι ώστε ν’ αντι λαμβάνεται τον κόσμο γύρω του: γύρω του, έξω απ’ αυτόν, μύ ρισε το άρωμα του. Είχε αλλάξει. Το περίγραμμά του είχε γίνει πιο αδύναμο και η κυρίαρχη μυρωδιά της Λορ είχε υπερισχύ σει, μια υπέροχη, σκοτεινή, λαμπρή φωτιά. Ένιωσε σιγουριά. Ήξερε ότι θα ήταν απρόσβλητος για πολλές ώρες ακόμα κι ά νοιξε τα μάτια του. Ο Ρισί τον κοιτούσε. Μέσα στο βλέμμα του υπήρχε ανείπω τη συμπάθεια, τρυφεράδα, συγκίνηση, μαζί με το κάπως αδεια νό κι ανόητο βάθος που έχουν τα μάτια των ανθρώπων που α γαπούν. Χαμογέλασε, έσφιξε δυνατότερα το χέρι του Γκρενούιγ και είπε: «Όλα θα τακτοποιηθούν. Ο δήμαρχος ακύρωσε την κατα δίκη σου. Όλοι οι μάρτυρες αναίρεσαν τις καταθέσεις τους. Εί σαι ελεύθερος. Μπορείς να κάνει ό,τι θέλεις. Μείνε όμως κοντά μου, σε παρακαλώ. Έχασα μια κόρη, θα ’θελα να κερδίσω ένα γιο. Της μοιάζεις. Είσαι όμορφος όπως κι εκείνη, τα μαλλιά σου, το στόμα σου, τα χέρια σου... Σου κρατούσα το χέρι όλη την ώρα, είναι σαν το δικό της. Κι όταν σε κοιτάζω στα μάτια, μου φαίνεται ότι με βλέπει εκείνη. Είσαι αδερφός της και θέλω να γίνεις γιος μου, χαρά μου και καμάρι μου, κληρονόμος μου. Ζουν ακόμα οι γονείς σου;». Ο Γκρενούιγ κούνησε αρνητικά το κεφάλι και το πρόσωπο του Ρισί κοκκίνισε από χαρά. «Τότε δέ
χεσαι να γίνεις γιος μου;» είπε και σηκώθηκε απ’ το σκαμνί για να κάτσει στην άκρη του κρεβατιού και να κρατήσει ανάμεσα στα χέρια του και το άλλο χέρι του Γκρενούιγ. «Δέχεσαι; Θέλεις να γίνω ο πατέρας σου; Μη λες τίποτα! Μη μιλάς! Είσαι ακόμα πολύ αδύναμος για να μιλήσεις! Γνέψε μου μόνο!» Ο Γκρενούιγ έγνεψε καταφατικά. Τότε η ευτυχία ανάβλυσε απ’ όλους τους πόρους του Ρισί σαν κόκκινος ιδρώτας. Έσκυ ψε πάνω απ’ τον Γκρενούιγ και τον φίλησε στο στόμα. «Κοιμήσου τώρα, αγαπημένο μου παιδί!» είπε όταν ξαναση κώθηκε. «Θα αγρυπνώ δίπλα σου, μέχρι να σε πάρει ο ύπνος». Κι αφού έμεινε σιωπηλός κάμποση ώρα, πρόσθεσε: «Με κάνεις πολύ, πολύ ευτυχισμένο». Ο Γκρενούιγ τράβηξε τις άκριες των χειλιών του, όπως είχε δει να κάνουν οι άνθρωποι που χαμογελούσαν. Ύστερα έκλει σε τα μάτια. Περίμενε λίγο κι ύστερα άρχισε ν’ αναπνέει σιγά και ήσυχα, όπως οι κοιμισμένοι. Ένιωθε το βλέμμα του Ρισί όλο αγάπη πάνω στο πρόσωπο του. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι εκείνος είχε σκύψει για να τον φιλήσει ξανά, σταμάτησε ό μως από φόβο μήπως τον ξυπνήσει. Τελικά έσβησε το κερί και γλίστρησε έξω απ’ το δωμάτιο στις μύτες των ποδιών του. Ο Γκρενούιγ έμεινε ξαπλωμένος, ώσπου πια δεν ακουγό ταν κανένας θόρυβος απ’ το σπίτι κι απ’ την πόρτα. Όταν ση κώθηκε, χάραζε κιόλας. Ντύθηκε, βγήκε σιγά στο διάδρομο, κατέβηκε τη σκάλα και διέσχισε το σαλόνι. Αθόρυβα βγήκε στη βεράντα. Από δω μπορούσε κανείς να δει πάνω απ’ τα τείχη της πό λης, τα λιβάδια γύρω από τη Γκρας. Όταν ο καιρός ήταν καλός, μακριά στον ορίζοντα φαινόταν η θάλασσα. Τώρα ήταν απλω μένη μια λεπτή ομίχλη, σαν καταχνιά, πάνω απ’ τα χωράφια, κι οι μυρωδιές που έρχονταν από κει έμοιαζαν πλυμένες, χορτάρι, σπάρτα και τριαντάφυλλο, καθαρές, απλές, παρηγορητικά εύ κολες. Ο Γκρενούιγ διέσχισε τον κήπο και σκαρφάλωσε στον τοίχο. Φτάνοντας στην πλατεία χρειάστηκε να περάσει για μια α κόμα φορά μέσα από την ανθρώπινη αποφορά, πριν βγει στην ε ξοχή. Η πλατεία και οι δρόμοι ολόγυρα έμοιαζαν μ’ έγκατα
λειμμένο στρατώνα. Χιλιάδες μεθυσμένοι, εξαντλημένοι απ’ την ολονύχτια γιορτή, μισοντυμένοι, κοιμόντουσαν παντού. Βρομούσε ο τόπος ξινισμένο κρασί, οινόπνευμα, ιδρώτα και κάτουρο και καρβουνιασμένο κρέας. Πού και πού ήταν ακόμα αναμμένες οι φωτιές, όπου όλη νύχτα έμειναν, έπιναν και χό ρευαν. Ανάμεσα στα ροχαλητά ακουγόταν πού και πού κανένα μοναχικό γέλιο. Κάποιος που δεν είχε αποκοιμηθεί ακόμα. Κα νείς όμως δεν είδε τον Γκρενούιγ, που περνούσε πάνω απ’ τα μπερδεμένα κορμιά προσεχτικά και γρήγορα, σαν μέσα από βρομερό βάλτο. Κι όποιος τον είδε, δεν τον αναγνώρισε. Δεν μύριζε πια. Το θαύμα είχε τελειώσει. Φτάνοντας στην άλλη άκρη της πλατείας, δεν πήρε το δρό μο για την Γκρενόμπλ, ούτε το δρόμο για το Καμπρί, παρά τρά βηξε μέσα απ’ τα χωράφια δυτικά, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει ούτε μια φορά πίσω του. Όταν βγήκε ο ήλιος, μεγάλος και κί τρινος και καυτός, είχε χαθεί από πολλή ώρα. Οι κάτοικοι της Γκρας ξύπνησαν με φοβερό πονοκέφαλο. Ακόμα κι εκείνοι που δεν είχαν πιει, ένιωθαν βαρύ το κεφάλι και μια απαίσια γεύση στο στόμα. Κάτω απ’ τον ήλιο της πλα τείας ντροπαλοί χωριάτες έψαχναν τα ρούχα τους, που τα είχαν πετάξει την ώρα της έκστασης, αυστηρές γυναίκες έψαχναν τους άντρες και τα παιδιά τους, απομακρύνοντας με φρίκη τα ξένα χέρια από πάνω τους, συναντούσαν γνωστούς, γείτονες και συγγενείς και δεν ήξεραν με τι να κρύψουν τη γύμνια τους. Για πολλούς το γεγονός αυτό ήταν τόσο αποτρόπαιο, τόσο ανεξήγητο κι ακατανόητο, τόσο αντίθετο με τις ιδέες τους για την ηθική, ώστε το έσβησαν απ’ τη μνήμη τους κυριολεκτικά τη στιγμή που συνέβη κι αργότερα δεν μπορούσαν να θυμηθούν απολύτως τίποτα. ’Αλλοι πάλι που δεν μπορούσαν να ξεχά σουν, προσπαθούσαν να το παραβλέψουν, να το παρακάμ ψουν, να μην το σκέφτονται — πράγμα που δεν ήταν και τόσο εύκολο, γιατί η ντροπή ήταν ολοφάνερη κι όλοι τη γνώριζαν. Όποιος είχε βρει τους δικούς του και τα πράγματά του, έφευγε όσο μπορούσε πιο γρήγορα, προσπαθώντας να περάσει απα ρατήρητος. Το μεσημέρι η πλατεία είχε αδειάσει. Οι άνθρωποι δεν ξαναβγήκαν απ’ τα σπίτια τους, παρά το
βράδυ και μόνο αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Χαιρετούσαν περνώντας ο ένας τον άλλον βιαστικά και δε μιλούσαν παρά μόνο γι’ ασήμαντα πράγματα. Για τα συμβάντα της προηγούμε νης μέρας και νύχτας δεν ειπώθηκε κουβέντα. Όσο ασυγκρά τητα κι ορμητικά είχαν πάρει μέρος χτες στις γιορτές, τόσο ντρέπονταν σήμερα. Κι ένιωθαν όλοι το ίδιο γιατί όλοι ήταν έ νοχοι. Ποτέ η ζωή ανάμεσα στους κατοίκους της Γκρας δεν ή ταν τόσο αρμονική, όσο εκείνη την εποχή. Όλοι συμφωνού σαν μεταξύ τους. Μερικοί βέβαια, εξαιτίας της θέσης τους, ήταν υποχρεωμέ νοι ν’ ασχοληθούν πιο άμεσα με τα όσα έγιναν. Η ζωή συνεχι ζόταν, η τάξη είχε επανέλθει, έπρεπε να παρθούν μέτρα και μάλιστα γρήγορα. Το ίδιο κιόλας απόγευμα συνεδρίασε το δη μοτικό συμβούλιο. Οι κύριοι, κι ανάμεσα τους κι ο ανηδήμαρ· χος, αγκαλιάστηκαν σιωπηλοί, σαν να ’θελαν μ’ αυτή τη συμ βολική κίνηση ν’ απαλλαχτούν απ’ το παρελθόν και να συστή σουν μια επιτροπή νέα. Ύστερα αποφάσισαν ομόφωνα, χωρίς ν’ αναφερθούν ούτε μια φορά στα συμβάντα ή στο όνομα του Γκρενούιγ, «ν’ απομακρύνουν το ικρίωμα και την εξέδρα απ’ την πλατεία και να ταχτοποιήσουν τα πάντα όπως ήταν πριν». Για το σκοπό αυτό εγκρίθηκε το ποσό των εκατόν εξήντα λιβρών. Την ίδια ώρα συνεδρίαζε και το δικαστήριο. Η απόφαση ή ταν κι εδώ ομόφωνη: «Η υπόθεση Γκ.» θεωρήθηκε τελειωμέ νη, ο φάκελος έκλεισε και τοποθετήθηκε στο αρχείο χωρίς ν’ αριθμηθεί, και άρχισαν έρευνες και ανακρίσεις για να βρεθεί ο άγνωστος δολοφόνος των είκοσι πέντε κοριτσιών της Γκρας. Ο διευθυντής της αστυνομίας διέταξε ν’ αρχίσουν αμέσως οι έ ρευνες. Την άλλη κιόλας μέρα ο δολοφόνος βρέθηκε. Σύμφωνα με τις αποδείξεις και τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους συνέ λαβαν τον Ντομινίκ Ντρουό, αρωματοποιό από την οδό Λουβ, στου οποίου την καλύβα είχαν βρεθεί τα ρούχα και τα μαλλιά των θυμάτων. Οι δικαστές δεν παραπλανήθηκαν απ’ την επίμο νη άρνησή του. Μετά από δεκατέσσερις ώρες βασανιστήρια ο μολόγησε τα πάντα, ικετεύοντας μάλιστα να εκτελεστεί όσο γι νόταν πιο γρήγορα. Τον σκότωσαν την άλλη κιόλας μέρα, χω
ρίς παράτες, χωρίς ικριώματα κι εξέδρες, την ώρα που χάραζε. Στην εκτέλεση παραβρισκόταν μόνο ο δήμιος, λίγα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, ένας γιατρός κι ένας παπάς. Το πτώμα θάφτηκε αμέσως μετά το θάνατο. Η υπόθεση έκλεισε. Και ξεχάστηκε τόσο γρήγορα, ώστε ταξιδιώτες που περνού σαν τις επόμενες μέρες απ’ τη Γκρας και ζητούσαν να μάθουν για τον διάσημο δολοφόνο των κοριτσιών, δεν κατάφερναν να πάρουν μια λογική απάντηση, να μάθουν τίποτα. Μόνο μερικοί τρελοί από τη Σαριτέ συνέχισαν να φλυαρούν για μια μεγάλη γιορτή που έγινε στην πλατεία και που εξαιτίας της υποχρεώθη καν να φύγουν απ’ τα δωμάτια τους. Γρήγορα η ζωή πήρε ξανά τον κανονικό ρυθμό της. Οι άν θρωποι γύρισαν στις δουλειές τους, ξαναβρήκαν τον ύπνο τους, κοίταζαν τα συμφέροντά τους, το σωστό και το δίκαιο. Το νερό ξεπηδούσε από αμέτρητες πηγές και βρύσες και πλημμύ ριζε τους δρόμους της Γκρας με λάσπη. Η πόλη εξακολούθησε τη ζωή της πάνω στους λόφους του εύφορου οροπεδίου, βρόμι κη και περήφανη. Ο ήλιος έλαμπε ζεστός. Ήρθε ο Μάης. Άρ χισαν να μαζεύουν τα τριαντάφυλλα.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
1
Ο
Γκρενούιγ προχωρούσε τις νύχτες. Όπως και στην αρ χή του ταξιδιού του απόφευγε τις πολιτείες και τους δρόμους, την αυγή έπεφτε για ύπνο, το βράδυ σηκω νόταν και συνέχιζε το δρόμο του. Έτρωγε ό,τι έβρισκε μπρος του: χορτάρι, μανιτάρια, λουλούδια, νεκρά πουλιά, σκουλήκια. Έτσι πέρασε την Προβηγκία, διέσχισε με μια κλεμμένη βάρκα τον ποταμό Ρον, νότια της Οράνζ κι ακολούθησε το ρεύμα του Αρντές μέχρι τις Σεβένες· ύστερα βάδισε δίπλα στον Αλιέ με κα τεύθυνση προς τα βόρεια. Φτάνοντας στην Οβέρνη βρέθηκε πολύ κοντά στο Πλον ντι Καντάλ. Είχε στα δυτικά την κορφή του βουνού, μεγάλη και γκρίζα στο φως του φεγγαριού κι οσφράνθηκε τον ψυχρό αέρα που ερχόταν από κει. Δεν του έκανε όμως όρεξη να πάει μέχρι εκεί. Δεν ήθελε να ζήσει ξανά μέσα στο λαγούμι του. Αυτή η εμπειρία είχε περάσει· αυτός ο τρόπος ζωής δεν του άρεσε. Ό πως είχε δοκιμάσει και να ζήσει ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά δεν του άρεσε ούτε κι αυτό. Παντού πνιγόταν. Δεν ήθελε να ζήσει άλλο. Ήθελε να γυρίσει στο Παρίσι και να πεθάνει. Αυτό ήθελε. Πότε-πότε έχωνε το χέρι στην τσέπη κι άγγιζε με τα δάχτυλά του το μικρό μπουκαλάκι με το άρωμά του. Ήταν ακόμα σχε δόν γεμάτο. Την ημέρα της εκτέλεσής του στη Γκρας είχε χρη σιμοποιήσει μια σταγόνα μόνο. Το υπόλοιπο έφτανε για να μα γέψει τον κόσμο ολόκληρο. Αν ήθελε μπορούσε να χαρεί τις ζητωκραυγές όχι μόνο δέκα αλλά εκατό χιλιάδων ανθρώπων στο Παρίσι· θα μπορούσε να κάνει τη βόλτα του στις Βερσαλίες και να δει το βασιλιά να πέφτει στα πόδια του· να στείλει στον
Πάπα ένα αρωματισμένο γράμμα και να ανακηρυχθεί Νέος Μεσσίας· να στεφθεί αυτοκράτορας από αρχηγούς και βασιλιά δες μέσα στην Νοτρ Νταμ, να αναγορευθεί Θεός επί της Γης... Όλα αυτά μπορούσε να τα κάνει, αν ήθελε. Είχε τη δύνα μη. Την κρατούσε στο χέρι του. Μια δύναμη ισχυρότερη απ’ αυτήν του χρήματος, της βίας ή του θανάτου: είχε την τρομερή δύναμη να γεννά μέσα στην ψυχή των ανθρώπων την αγάπη. Ένα μόνο δεν μπορούσε να καταφέρει: να ξεγελάσει τον εαυτό του. Όσο κι αν ο κόσμος τον περνούσε για Θεό — αφού ο ί διος ήξερε ότι δεν μπορούσε να μυρίσει τον εαυτό του κι επο μένως δεν μπορούσε να τον γνωρίσει, δεν τον ένοιαζε ούτε για τον κόσμο, ούτε για τον εαυτό του, ούτε για το άρωμά του. Το χέρι, που είχε αγγίξει το μπουκαλάκι, ευωδίαζε απαλά, κι όταν το ’φέρνε στη μύτη του τον κυρίευε συγκίνηση και για μερικά δευτερόλεπτα έμενε ακίνητος. Κανείς δεν ξέρει πόσο υ πέροχο είναι στ’ αλήθεια αυτό το άρωμα, σκέφτηκε. Κανείς δεν ξέρει πόσο καλά είναι φτιαγμένο. Οι άλλοι δέχονται την επί δρασή του, ναι, αλλά δεν ξέρουν ούτε καν ότι αυτό που τους μαγεύει είναι ένα άρωμα. Ο μόνος που αναγνωρίζει την αληθι νή του ομορφιά, είμαι εγώ, γιατί εγώ το δημιούργησα. Και ταυ τόχρονα είμαι ο μόνος άνθρωπος που δεν υποκύπτει στη γοη τεία του. Είμαι ο μόνος για τον οποίο δεν έχει νόημα. Αργότερα, όταν βρισκόταν πια στη Βουργουνδία, μια άλλη σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του: τη στιγμή που στεκόμουν δί πλα στον τοίχο κάτω απ’ τον κήπο, όπου έπαιζε το κοριτσάκι με τα κόκκινα μαλλιά, και το άρωμά της έφτανε ως εμένα... ή μάλ λον η υπόσχεση του αρώματός της, γιατί το άρωμά της δεν είχε ωριμάσει ακόμα τότε — μήπως αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγ μή, μοιάζει μ’ αυτό που ένιωσαν οι άνθρωποι στην πλατεία, ό ταν μύρισαν το δικό μου άρωμα;... Γρήγορα όμως απόδιωξε αυτή την ιδέα. Όχι, ήταν κάτι άλλο. Γιατί εγώ ήξερα ότι ποθού σα τη μυρωδιά και όχι το κορίτσι. Οι άνθρωποι όμως νόμιζαν πως ήθελαν εμένα, κι αυτό που στ’ αλήθεια ήθελαν δεν το ’μα· θαν ποτέ. Ύστερα δε σκέφτηκε πια τίποτα, έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν σκεφτόταν πολύ. Σύντομα έφτασε στην περιοχή της Ορλεάνης.
Διέσχισε τον Λουάρ στο ύψος του Σουλί. Μια μέρα αργότε ρα έφτασε στα ρουθούνια του η οσμή του Παρισιού. Στις 25 Ιουνίου του 1767 μπήκε στην πόλη από την οδό Σεν Ζακ στις έξι η ώρα το πρωί. Ήταν μια ζεστή μέρα, η πιο ζεστή της χρονιάς. Χιλιάδες μυ ρωδιές ξεπηδούσαν από παντού. Δε φυσούσε καθόλου. Τα λα χανικά στην αγορά μαραίνονταν πριν καλά·καλά μεσημεριά σει. Το κρέας και τα ψάρια σάπιζαν. Στους στενούς δρόμους ο αέρας έμοιαζε χολεριασμένος. Ακόμα και το ποτάμι δε φαινό ταν να κυλάει, λες κι έμενε ακίνητο και βρομούσε κι αυτό. Ό λα θύμιζαν τη μέρα που γεννήθηκε ο Γκρενούιγ. Πέρασε απ’ την Πον Νεφ στη δεξιά όχθη και έφτασε στο Κοιμητήριο των Αθώων. Κάτω απ’ τις αψίδες των οστεοφυλα κίων κατά μήκος της οδού Ο-Φερ κάθησε να ξεκουραστεί. Το νεκροταφείο απλωνόταν μπροστά του σαν βομβαρδισμένο πε δίο μάχης, σκαμμένο, τρύπιο, γεμάτο τάφους και κόκαλα, χω ρίς δέντρο χωρίς θάμνο, χωρίς ένα χορταράκι, ένας σωρός α πομεινάρια του θανάτου. Πουθενά γύρω δε φαινόταν ψυχή. Η βρόμα των τάφων ή ταν τόσο δυνατή, ώστε ακόμα και οι νεκροθάφτες είχαν φύγει. Θα ξανάρχονταν μετά τη δύση του ήλιου και θα δούλευαν με το φως των δαυλών μέχρι αργά τη νύχτα, αδειάζοντας τους τά φους για τους νεκρούς της επομένης. Μετά τα μεσάνυχτα — οι νεκροθάφτες είχαν πια φύγει — το μέρος ζωντάνεψε: κλέφτες, αλήτες, δολοφόνοι, μαχαιροβγάλ τες, πόρνες, κακοποιοί και νεαροί εγκληματίες μαζεύτηκαν, ά ναψαν μια μικρή φωτιά κι άρχισαν να μαγειρεύουν. Ο Γκρενούιγ βγήκε κάτω απ’ τις καμάρες και χώθηκε ανά μεσα τους. Στην αρχή δεν τον πήραν είδηση. Έφτασε κοντά στη φωτιά, σαν να ’ταν ένας απ’ αυτούς. Αυτό ενίσχυσε αργότε ρα την εντύπωση ότι ήταν φάντασμα ή άγγελος ή κάτι ανάλογο. Γιατί συνήθως αντιδρούσαν έντονα, μόλις τους πλησίαζε κά ποιος ξένος. Ο κοντός άντρας όμως με το μπλε κοστούμι βρέθηκε ξαφνι κά ανάμεσα τους, λες και είχε ξεφυτρώσει απ’ τη γη. Κανείς δεν τον είδε να έρχεται. Το πρώτο πράγμα που θυμούνταν όλοι απ’
αυτόν ήταν ότι κρατούσε στο χέρι ένα μικρό μπουκαλάκι κι έ βγαζε το βούλωμα. Κι ύστερα αλείφτηκε παντού με το περιεχό μενό του — απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έλαμψε σαν να περι χύθηκε ολόκληρος με ομορφιά, αστραφτερή σαν τη φωτιά. Όλοι πισωπάτησαν, από φόβο και έκπληξη. Την ίδια στιγ μή όμως ένιωσαν ότι αυτό το βήμα πίσω είχε γίνει μόνο και μόνο για να πάρουν φόρα, ότι ο φόβος τους στην πραγματικό τητα ήταν πόθος, η έκπληξη τους θαυμασμός. Ένιωθαν ισχυρή έλξη γι’ αυτόν τον αγγελικό άνθρωπο, κάτι τους τραβούσε δυ νατά προς το μέρος του, ένα κύμα τους παράσερνε προς τα ’κει, ένα κύμα, που κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί, γιατί ή ταν η ίδια η θέληση του καθενός που τον ανάγκαζε να προχω ρήσει. Σχημάτισαν γύρω του ένα κύκλο είκοσι, τριάντα άνθρωποι, κι ο κύκλος στένευε ολοένα και περισσότερο. Σε λίγο ο κύκλος δεν τους χωρούσε κι άρχισαν να σπρώχνονται και να στριμώ χνονται γιατί ο καθένας ήθελε να βρίσκεται πιο κοντά στο κέ ντρο. Και ξαφνικά γκρεμίστηκε μέσα τους και ο τελευταίος δι σταγμός, ο κύκλος έκλεισε. Έπεσαν όλοι μαζί πάνω στην αγγε λική αυτή ύπαρξη και την έριξαν κατάχαμα. Όλοι ήθελαν να τον αγγίξουν, να πάρουν ένα κομματάκι, μία ακρούλα απ’ το φόρεμα του, ένα φτεράκι, μια σπίθα της θαυμαστής φωτιάς που τον περιέβαλλε. Του ξέσκισαν τα ρούχα, του ξερίζωσαν τα μαλ λιά, τον έγδαραν, έχωσαν στη σάρκα του τα νύχια και τα δόντια τους, σαν τις ύαινες έπεσαν επάνω του. Το ανθρώπινο σώμα όμως είναι γερό κι αντέχει και δεν κομμαπάζεται τόσο εύκολα, ακόμα και τα άλογα δυσκολεύο νται, όταν πρέπει να το κάνουν. Έτσι δεν άργησαν να βγουν τα μαχαίρια, τα στιλέτα, τα τσεκούρια, ό,τι είχε ο καθένας. Σε λίγα λεπτά ο άγγελος είχε κομματιαστεί σε τριάντα κομμάτια και κά θε μέλος της σπείρας πήρε το δικό του, αποτραβήχτηκε στη γω νιά του και το κατασπάραξε με ηδονή. Μισή ώρα αργότερα είχε εξαφανιστεί απ’ τη γη κάθε ίχνος του Ζαν·Μπατίστ Γκρενούιγ. Όταν μαζεύτηκαν πάλι γύρω απ’ τη φωτιά, κανείς δε μι λούσε. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος έφτυνε κάποιο κοκαλάκι,
πλατάγιζε τη γλώσσα του, έριχνε ένα κουρελάκι απ’ το μπλε κο στούμι στις φλόγες: ήταν όλοι αμήχανοι και δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο στα μάπα. Όλοι τους, άντρες και γυ ναίκες, είχαν ξανασκοτώσει. Αλλά δεν είχαν ξαναφάει άνθρω πο! Ποτέ τους δε θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Κι απο ρούσαν, γιατί τους είχε φανεί εύκολο την ώρα που το έκαναν, και γιατί τώρα δεν ένιωθαν την παραμικρή τύψη. Αντίθετα! Αν το στομάχι τους ήταν βαρύ, η καρδιά τους ήταν ελαφριά. Το σκοτάδι της ψυχής τους το είχε φωτίσει η χαρά κι η ευχαρίστη ση. Ίσως μάλιστα γι’ αυτό να ντρέπονταν και να μην μπορού σαν να κοιταχτούν στα μάπα. Όταν τελικά τόλμησαν και είδαν ο ένας τον άλλον, στην αρχή δειλά κι ύστερα στα ίσια, χαμογέλασαν. Ένιωθαν αφά νταστη περηφάνια. Για πρώτη φορά στη ζωή τους είχαν κάνει κάτι από αγάπη.
ΤΕΛΟΣ
* Το ΑΡΩΜΑ είναι ένα αριστούργημα, από τα ελάχιστα που έχει να δείξει η παγκόσμια λογοτεχνία του καιρού μας. Κώστας Τσαούσης · ΕΘΝΟΣ * Δεν μοιάζει με τίποτε άλλο απ’ όσα έχουμε διαβάσει μέχρι τώρα. Είναι ένα φαινόμενο Όλοι φαίνεται να θέλουν μια ανάσα απ’ αυτό το παράξενο άρωμα που θα παραμείνει μοναδικό στη σύγχρονη λογοτεχνία. Figaro · Παρίσι * Στο ΑΡΩΜΑ, ο καθένας θα βρει αυτό ακριβώς που ψάχνει, από τη γραφική αναφορά στο παρελθόν ως την αναζήτηση του θεϊκού, από την εκλεπτυσμένη ανάλυση των σκοτεινών και κρυφών μας παρορμήσεων ως τα πιο εφήμερα όνειρα αγάπης. France·Soir · Παρίσι * Το βιβλίο αυτό του Ζίσκιντ μπορεί να περιγραφεί μόνο σαν μια λογοτεχνική, αισθησιακή έκρηξη. Stern · Αμβούργο * Παντού οι κριτικοί έμειναν κατάπληκτοι. Αυτός ο νέος συγγραφέας γοητεύει με τις γνώσεις του, την φαντασία του, την χάρη του. Είναι η απάντηση της Ευρώπης στον Λατινοαμερικάνικο μαγικό ρεαλισμό. Dia · Μαδρίτη * Ένας καινούργιος Αμαντέους της όσφρησης. Les Nouvelles Litteraires · Γαλλία * Ο Ζίσκιντ είναι ο τελευταίος από τους ρομαντικούς μάγους, που όμως γνωρίζει στην εντέλεια τον χειρισμό του μύθου καθώς και την εμβρίθεια της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και της γερμανικής ψυχανάλυσης. Le Nouvel Observateur * Μεθάει τον αναγνώστη. Ο Ζίσκιντ γράφει με μια δύναμη σχεδόν ξεχασμένη πια, ένας γοητευτικός αναχρονισμός ανάμεσα στις μοντέρνες φλυαρίες του καιρού μας. Der Spiegel · Αμβούργο * Δεν είναι μόνο μια εξαίρετη διατριβή πάνω στη βιομηχανία των αρωμάτων, αλλά και μια πανέξυπνη καταγγελία της ανθρώπινης διαφθοράς, μια άσκηση πάνω στο σουρεαλισμό, που φέρνει ρίγη. David Hughes MAIL ON SUNDAY Λονδίνο * Η αδιόρατη ειρωνεία, ένας τόνος ανάλαφρης ευθυμίας που διαπερνά το βιβλίο τοποθετούν στη θέση τους ένα·ένα τα κομμάτια του παζλ, και ο θαυμαστά απλός μύθος οδηγεί παραπλανητικά τον αναγνώστη στην συγκλονιστική αποκορύφωση. New York Times · Νέα Υόρκη
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΡΩΜΑ; Ένα τρομακτικό παραμύθι; Ένα φιλοσοφικό θρίλερ; Μια ερωτική φαντασία; Για τον Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, τον σκοτεινό ήρωα, μαθαίνουμε μόνο πως γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1738 στο Παρίσι, ανάμεσα στα σκουπίδια της αγοράς με δυο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αυτός που τρομάζει τους πάντες με την παντελή έλλειψη κάθε μυρωδιάς έχει την πιο ευαίσθητη μύτη του κόσμου. Καταγράφει στην ατελείωτη τράπεζα της μνήμης του όλες τις μυρωδιές που συναντά στο δρόμο του, και όχι μόνο αυτό, αλλά μπορεί να ανακαλέσει κάθε στιγμή εκείνη που θα διαλέξει. Η μακριά πορεία του στο βασίλειο των οσμών θα τον οδηγήσει από το εργαστήριο του αρωματοποιού στη θέση του ημίθεου που παρασύρει τα πλήθη με μοναδικό όπλο το ύψιστο και συγκλονιστικότερο άρωμα που υπάρχει. Αυτό της ανθρώπινης ύπαρξης.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 1 · ΑΘΗΝΑ · ΤΗΛ. 3β.02.535 · 3β.18.β54