ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
br/zav
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
br/zav
Σειρά: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ Συγγραφέας και τίτλος πρωτοτύπου: AIDAN CHAMBERS «The present takers» Copyright© Aldan Chambers, 1983 Πρώτη έκδοση στη Μ. Βρετανία το 1983 από την Bodley Head Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Λελούδη Παραγωγή: ΜΙΝΩΑΣ Α.Ε.Ε. 1η έκδοση στην Ελλάδα: Ιανουάριος 2005 Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 Ν. Ηράκλειο, ΑΘΗΝΑ τηλ.: 210 27 11 222 - fax: 210 27 11 056 www.mlnoas.gr · e-mail:
[email protected] ISBN 960-699-075-3
br/zav
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ Μετάφραση: Βεατρίκη Κάντζολα-Σαμπατάκου
-
br/zav
1 ΛΟΥΣΥ, ΠΡΟΣΕΧΕ. Η ΜΕΛΑΝΙ ΠΡΟΣΣΕΡ Σ' ΕΧΕΙ ΒΑΛΕΙ ΣΤΟ ΜΑΤΙ Άγκους X X X
Πώς το ξέρεις εσύ; Και σταμάτα να μου στέλ νεις ραβασάκια. ΤΟ ΑΚΟΥΣΑ Άγκους χ χ χ
— Περιμένετε εδώ, είπε η Μέλανι Πρόσσερ στις φίλες της στην πόρτα του προαυλίου. Έτσι, δε θα μας ξεφύγει όταν έρθει. — Με το κυριλέ αυτοκίνητο του μπαμπάκα της, πρόσδεσε η Σάλλυ-Aν Σίμσον. Τι φιγουρατζίδικο γουρούνι! — Θα της κάνω εγώ μια λαβή που θα της μείνει αξέχαστη, είπε και η Βίκυ Φάρραντ. Κάνω φοβε ρές λαβές.
br/zav
8
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Δε θα της κάνουμε τίποτα μέχρι να την πάμε πίσω από το υπόστεγο, είπε η Μέλανι. Μέχρι τότε θα είμαστε όλο μαλαγανιές και χαμόγελα.
Από τη γ ω ν ί α του διαδρόμου του σχολείου, ο Άγκους Μπερνς παρακολουθούσε τα τρία κορί τσια που περίμεναν στην πόρτα του προαυλίου. Το ήξερε ότι θα της την είχαν στημένη σήμερα, επειδή ήταν τα γενέθλια της. Έπρεπε να το περι μένει κανείς αυτό από την Πρόσσερ. Ο Άγκους ήξερε επίσης τι θα ήθελε να της κάνει της Πρόσ σερ: να της δώσει μια κλοτσιά τόσο δυνατή, που να μαζεύει τα δόντια της. Παραμέρισε τα τσουλούφια που του έπεφταν στο πρόσωπο και χτένισε με το βλέμμα το δρόμο, το σχολικό γήπεδο και μετά το κομμάτι του δρό μου που οδηγούσε στο σχολείο, μέχρι την παιδική χαρά, όσο έφτανε το μάτι του, αναζητώντας την Κλερ Τονκς. Σήμερα θα την άφηναν ήσυχη για μια μέρα και θα έβαζαν στο στόχαστρο τη Λούσυ. Καη μένη Κλερ! Η μόνη της ελπίδα ήταν μήπως βαριόντουσαν να ασχολούνται μαζί της κάπου κάπου και βασάνιζαν και κανένα άλλο παιδί για αλλαγή. Ο Άγκους επιτέλους διέκρινε την Κλερ. Ήταν τόσο τεράστια, που όταν βρισκόταν στο οπτικό σου πεδίο ήταν αδύνατο να μην τη δεις. Η Τονκς το
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
9
τανκς, όπως τη φώναζαν κοροϊδευτικά. Από το σημείο που στεκόταν τώρα μέσα στο υπόστεγο όπου πάρκαραν τα ποδήλατα τους οι μαθητές, ίσα ίσα για να μη φαίνεται από την πόρτα του προαυ λίου, κοιτούσε τον Άγκους.
— Εμένα μου αρκεί μια καινούρια κασετίνα για αρχή, είπε η Σάλλυ-Ανν. Η παλιά μου είναι για πέταμα. — Θα μπορούσα να της κάνω ένα ωραίο κεφαλοκλείδωμα, είπε η Βίκυ. Και να της στρίψω και τον καρπό για να τρομάξει περισσότερο. — Φύλαξε τίποτα και για καμιά άλλη μέρα, είπε η Μέλανι με την υπομονή σοφής γιαγιάς. —Ή θα μπορούσα να τη ρίξω κάτω με μια κί νηση ελληνορωμαϊκής πάλης, να την ακινητο ποιήσω με το πόδι και να την κάνω να ουρλιάξει τη χαζοβιόλα. Η Μέλανι χασμουρήθηκε. Η Σάλλυ-Ανν χαχάνισε. —Αμάν πια αυτή η μανία σου με την πάλη. Νο μίζω ότι είσαι λίγο μουρλή.
Η Λούου Χολ κατέβηκε τις σκάλες φορώντας τα καινούρια μπλε παπούτσια που ήταν το δώρο γε-
br/zav
10
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
νεθλίων της. Άκουσε τον πατέρα της που έβγαζε το αυτοκίνητο από το γκαράζ. — Μήπως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να τα φορέσεις στο σχολείο; ρώτησε η Σάρα Χολ τη Λούου την ώρα που τη χαιρετούσε στην πόρτα. — Μην το κάνεις θέμα, μαμά, απάντησε η Λού ου και έβαλε τα πράγματα της στη σάκα της. — Μη μου παραπονιέσαι μετά αν σου γδαρθούν. —Δε θα μου γδαρθούν. Ο Τζακ Χολ κορνάρισε. — Γεια σου, μαμά, τα λέμε το απόγευμα. Μητέρα και κόρη φιλήθηκαν και η Λούσυ έτρε ξε στο αυτοκίνητο που περίμενε. «Πέντε εβδομάδες έμειναν» σκέφτηκε η Σάρα. Μετά διακοπές κι ύστερα θα πήγαινε στο γυμνά σιο. Της φαινόταν σαν χτες τότε που πήγαινε στο νηπιαγωγείο. Πώς πέρασε τόσο γρήγορα ο καιρός; Σήκωσε το χέρι και τη χαιρέτησε καθώς το αυ τοκίνητο έφευγε.
— Καλημέρα, κυρία Χάρρις, είπε η Μέλανι στη δασκάλα, που περνούσε βιαστικά την πόρτα του προαυλίου. — Καλημέρα, κορίτσια, φώναξε εκείνη και στα μάτησε να καλοκοιτάξει. Τι κάνετε εδώ πέρα; Για τί δεν παίζετε μέσα στην αυλή;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
11
— Είναι τα γενέθλια της Λούσυ, κυρία, είπε με λιστάλαχτα η Μέλανι. —Της έχουμε μια έκπληξη, πρόσθεσε η Σάλ λυ-Ανν μ' ένα ναζιάρικο χαμόγελο. Ήταν καλή στα ναζιάρικα χαμόγελα, επειδή Θεωρούσε ότι ήταν από κάθε άποψη η καταλλη λότερη για το ρόλο της Άννι στη σχολική μουσική παράσταση και είχε εξασκηθεί σε ένα σπέσιαλ ναζιάρικο χαμόγελο για να είναι έτοιμη όταν την καλούσαν. —Το είχα ξεχάσει, είπε η κυρία Χάρρις. Θεέ μου! Σήμερα όμως δεν είναι η σειρά της να φροντίσει τα χάμστερ; Καλύτερα τότε να τα αναλάβω εγώ. Αλή θεια, είναι ωραία η έκπληξη που της ετοιμάζετε; —Απίθανη, είπε ανέκφραστα η Βίκυ με τα μά τια καρφωμένα στο δρόμο. —Τι ευγενικό εκ μέρους σας! Η κυρία Χάρρις απομακρύνθηκε με βήμα ταχύ προς το σχολείο. — Γριά καρακάξα, μουρμούρισε η Σάλλυ-Ανν. — Βούλωσέ το, την αποπήρε η Μέλανι.
— Κυρία Χάρρις, είπε ο Άγκους φράζοντας το δρό μο της δασκάλας. — Γεια σου, Άγκους. Βλέπω αποφάσισες να έρ θεις και μια μέρα νωρίς, έτσι για αλλαγή.
br/zav
12
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Είναι τα γενέθλια της Λούσυ σήμερα. — Έτσι μαθαίνω. Η κυρία Χάρρις έριξε μια ματιά στην παρέα των κοριτσιών που περίμεναν στην πόρτα του προαυ λίου. —Ξαφνικά, έγινε πολύ δημοφιλής. —Έλεγα μήπως... Η κυρία Χάρρις περίμενε. —Άντε, χρυσό μου, μίλα. Λεν έχω ώρα. — Έλεγα μήπως θέλατε να την περιμένετε για να την προϋπαντήσετε. — Να την προϋπαντήσω; — Να, επειδή είναι τα γενέθλιά της και έτσι. —Α, στην πόρτα του προαυλίου εννοείς; Η κυρία Χάρρις γέλασε. — Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Άγκους, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να περιμένω και τον καθένα από σας τους υπόλοιπους όταν έχετε τα γενέθλιά σας. Δε θα τελείωνα ποτέ. Έτσι κι αλ λιώς, την περιμένουν η Μέλανι και η Σάλλυ-Ανν και η... πώς τη λένε;... η Βίκυ Φάρραντ και της έχουν μάλιστα και μια έκπληξη. Θα της τραγου δήσουμε όλοι μαζί το τραγουδάκι των γενεθλίων, όπως συνήθως, αφού πάρουμε απουσίες. Έτσι, η ατμόσφαιρα θα είναι γιορτινή, όπως αρμόζει στην περίσταση, έτσι δεν είναι; Στο κάτω κάτω, δεν εί ναι και μέλος της βασιλικής οικογένειας.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
13
— Όχι, αλλά απλώς... -Ναι; Ο Άγκους έγινε κατακόκκινος. Ή τουλάχιστον έγινε κατακόκκινο το μικρό κομμάτι του προσώ που του που μπορούσε να δει η κυρία Χάρρις κά τω από τα μαλλιά που το έκρυβαν. Πλούσια μαλ λιά. Και μακριά, δίχως άλλο. Η κυρία Χάρρις ξαναγέλασε, αυτή τη φορά πιο δυνατά. — Μήπως είναι αυτό που φαντάζομαι; Ε, λοι πόν, δεν το περίμενα ποτέ αυτό από σένα, Άγκους Μπερνς! Είσαι πολύ σιγανό ποτάμι! Έχεις καλό γούστο πάντως, αυτό το παραδέχομαι. Τ ο ν παρέκαμψε έτοιμη να μπει στο κτίριο, αφήνοντας τον ακίνητο σαν άγαλμα από αμηχα νία, αλλά κοντοστάθηκε σαν να θυμήθηκε κάτι. —Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις αν θέλεις να βοηθήσεις τη Λούσυ κι εμένα, φυσικά. Ο Άγκους παραμέρισε τα μαλλιά από τα μάτια του και κατάφερε να κοιτάξει τη δασκάλα. —Τι, κυρία; —Τάισε τα χάμστερ. Ήταν η σειρά της Λούσυ να το κάνει σήμερα. — Μα, κυρία, εγώ... —Τη Λούσυ θα τη δεις αργότερα. Και σκέψου πόσο θα ευχαριστηθεί με τη βοήθειά σου. Η κυρία Χάρρις πήρε τον Άγκους από τον ώμο
br/zav
14
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
και τον τράβηξε μαζί της μέσα στο σχολείο. Καθώς έμπαιναν, εκείνος πρόλαβε να ρίξει μια Θυμωμέ νη ματιά στα κορίτσια που περίμεναν ακόμα στην πόρτα του προαυλίου.
Ο Τζακ Χολ σταμάτησε το αυτοκίνητο σε απόστα ση ασφαλείας από το σχολείο. — Φίλες σου είναι; ρώτησε δείχνοντας με το κε φάλι προς την κατεύθυνση των τριών κοριτσιών, που είχαν κατέβει τώρα μέχρι το πεζοδρόμιο. — Συμμαθήτριες, είπε η Λούσυ, κάνοντας ότι ήταν απασχολημένη με τη σάκα της. — Κοίτα πώς σε χαιρετούν! Δείχνουν χαρούμε νες που σε βλέπουν. — Μπα, απλώς κάνουν χαζομάρες. Άντε, γεια σου, μπαμπά. —Χρόνια πολλά και πάλι, αγαπούλα μου. Έσκυψαν ο ένας προς τον άλλο και φιλήθηκαν. Η Λούσυ αποτραβήχτηκε βιαστικά και βγήκε από το αυτοκίνητο. —Τα λέμε αργότερα, είπε ο Τζακ. -Γεια. Η Λούσυ έκλεισε με βρόντο την πόρτα του αυ τοκινήτου και έμεινε να κοιτάζει τον πατέρα της μέχρι που χάθηκε. Προτιμούσε να μην είναι πα ρών όταν θα βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
15
τη Μέλανι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε προσπα θήσει να πείσει τον εαυτό της ότι δε θα συνέβαινε αυτό. Όχι σ' εκείνη.
Όμως η Μέλανι και οι άλλες ήρθαν τρέχοντας κα ταπάνω της. — Γεια σου, Λούσυ! φώναξε η Μέλανι με ένα ξέσπασμα διαχυτικότητας και άρπαξε το ελεύθερο χέρι της Λούσυ μ' έναν τρόπο που όποιος δεν την ήξερε καλά θα μπορούσε να θεωρήσει φιλικό. Την αγκάλιασε αδέξια. Η Σάλλυ-Ανν και η Βίκυ με μια δρασκελιά βρέ θηκαν σαν κέρβεροι δεξιά κι αριστερά της. — Μα βέβαια, είπαν. Χρόνια πολλά! — Γίνεσαι δέκα, λοιπόν, σήμερα! είπε η Μέλα νι σαν να ανακοίνωνε κάποιο κοσμοϊστορικό γε γονός. —Μάλλον έντεκα, τη διόρθωσε η Λούσυ, προ σπαθώντας να ελευθερωθεί από το χέρι της. — Έντεκα! Η Μέλανι σήκωσε τα φρύδια και έσφιξε ακόμα πιο πολύ το χέρι της Λούσυ. —Το ακούσατε όλες αυτό; Λεν είναι υπέροχο; Η Λούσυ γίνεται έντεκα σήμερα! Η Σάλλυ-Ανν χαχάνισε. Τα παιδιά που έμπαιναν στο σχολείο εκείνη την
br/zav
16
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
ώ ρ α φρόντισαν να περάσουν από κάποια από σταση από δίπλα τους. — Είσαι πια τόσο μεγάλη, είπε η Βίκυ. —Δώσε μας τη σάκα σου τότε, αφού γιορτάζεις. Η Σάλλυ-Ανν της την άρπαξε. — Θα σου την κουβαλήσω εγώ σήμερα. Τι τιμή! Η Λούσυ έκανε ν' απλώσει το χέρι να πάρει πί σω τη σάκα της, αλλά ανακάλυψε ότι η Βίκυ τής είχε αρπάξει το μπράτσο και της το είχε στρίψει πί σω από την πλάτη της. —Αφήστε με! φώναξε προσπαθώντας να ελευ θερωθεί. Είχε ακούσει κι άλλα παιδιά στο παρελθόν να φωνάζουν έτσι όταν τους συνέβαινε το ίδιο πράγ μα, αλλά δεν είχε τολμήσει ποτέ να παρέμβει, όπως δεν το τολμούσε κανείς και τώρα. —Τρέξτε! πρόσταξε η Μέλανι και μαζί με τη Βί κυ έσυραν τη Λούσυ στο πεζοδρόμιο, μπήκαν στο προαύλιο, πέρασαν σκουντουφλώντας από την παιδική χαρά του σχολείου, χωρίς να τις εμποδίσει κανείς, και κατέληξαν πίσω από το υπόστεγο, όπου δε φαίνονταν από το σχολικό κτίριο. Σε όλη αυτή τη διαδρομή η Μέλανι, η Βίκυ και η Σάλλυ-Ανν, που ακολουθούσε με τη σάκα της Λούσυ στην αγκαλιά σαν κάτι πολύτιμο, γελού σαν και ξεφώνιζαν από ενθουσιασμό.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
17
*
*
*
Από την τάξη όπου τάιζε τα χάμστερ, ο Άγκους άκουσε το θορυβώδες πέρασμα τους. Πέταξε την υπόλοιπη τροφή μέσα στο κλουβί και γλίστρησε κρυφά ως τα παράθυρα που έβλεπαν στην παιδι κή χαρά. Μόλις που πρόφτασε να διακρίνει την τελευταία της κουστωδίας, τη Σάλλυ, να χάνεται πίσω από το σκεπαστό πάρκινγκ των ποδηλάτων. Μερικά παιδιά χάζευαν, αλλά κανένα δεν ακο λουθούσε. Ο Άγκους έψαξε με το βλέμμα για την Κλερ Τονκς. Στην αρχή δεν την έβλεπε πουθενά, μετά όμως διέκρινε τη σκιά της στο πίσω μέρος του υπόστεγου. Στεκόταν με την πλάτη στον τοί χο. Μόνο τα τούβλα του τοίχου τη χώριζαν από όσα συνέβαιναν από την άλλη πλευρά, σκέφτηκε ο Άγκους. Ίσως μπορούσε ν' ακούσει κάθε κου βέντα της Πρόσσερ και των μπράβων της. Θα τη ρωτούσε αργότερα. Ο Άγκους τραβήχτηκε από το παράθυρο. Η κυ ρία Χάρρις, απασχολημένη με τα χαρτιά στο γρα φείο της, δεν του έδωσε καμία σημασία. — Μπορώ να φύγω τώρα, κυρία; —Τα τελείωσες όλα; — Έτσι νομίζω. —Τα ψάρια τα τάισες; — Μάλιστα, κυρία, είπε ψέματα.
br/zav
18
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Θα τα φρόντιζε στο διάλειμμα. Δε θα ψόφαγαν μέχρι τότε. Η Λούσυ είχε περισσότερη σημασία. — Εντάξει τότε. Ο Άγκους έγινε καπνός.
— Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να σου μιλή σουμε, είπε η Μέλανι. Η Σάλλυ-Ανν είχε πετάξει τη σάκα της Λούσυ στα πόδια της και, μαζί με τη Βίκυ, κρατούσε πισώπλατα τα χέρια της Λούσυ, ακινητοποιώντας τα στον τοίχο του υπόστεγου. Η Λούσυ προσπαθού σε να αποφύγει τα μάτια της Μέλανι και ατένιζε αδιάφορα τάχα τα σπίτια που υψώνονταν στην άλ λη πλευρά του δρόμου, πέρα από το χωράφι. — Θέλουμε να μας πεις για όλα τα καταπληκτι κά δωράκια που πήρες σήμερα το πρωί, είπε η Σάλλυ-Ανν. —Σίγουρα θα ήταν πανάκριβα και φανταχτερά, είπε η Βίκυ, μιας και ο μπαμπάκας σου έχει δικό του μαγαζί και το φυσάει το παραδάκι. Η Μέλανι έσπρωξε ελαφρά τη σάκα της Λούσυ με το πόδι της. —Τι έφερες, λοιπόν, στο σχολείο για να κάνεις επίδειξη; —Τίποτα! απάντησε η Λούσυ με τόνο κάπως πιο θριαμβευτικό απ' ό,τι θα έπρεπε.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
19
Το προσποιητό χαμόγελο πάγωσε στο πρόσω πο της Μέλανι. —Δεν μπορεί, κάτι θα έχεις φέρει. Έσκυψε και άνοιξε αργά το φερμουάρ της σάκας, με τα μάτια διαρκώς καρφωμένα στο πρόσωπο της Λούσυ. Η Λούσυ πίεσε τον εαυτό της να μη βγάλει άχνα. — Καλύτερα να ψάξουμε μόνες μας για να εί μαστε σίγουρες, πρότεινε η Σάλλυ-Ανν. Μη σε νοιάζει εσένα, Λους. Η Μέλανι άρχισε να ψαχουλεύει μέσα στη σάκα. Μην μπορώντας να συγκρατήσει άλλο το θυμό της, η Λούσυ φώναξε: — Κάτω τα χέρια από τα πράγματα μου! — Βούλωσε το, παλιογκρινιάρα, σφύριξε μέσα απ' τα σφιγμένα της δόντια η Βίκυ Φάρραντ και τσίμπησε το μπράτσο της Λούσυ τόσο δυνατά, που της έκοψε την ανάσα. Ακούστηκε το ποδοβολητό κάποιου που έτρεχε και από τη γ ω ν ί α του υπόστεγου ξεπρόβαλε ο Άγκους. Σταμάτησε απότομα και κοίταξε αγριωπά τη μικρή ομήγυρη, που πέτρωσε με τον απροσ δόκητο ερχομό του. Τα μαλλιά του όμως του ξα νάπεσαν σαν κουρτίνα μπροστά στο πρόσωπο και όλη του η αγριάδα χάθηκε. Η Μέλανι σηκώθηκε όρθια και τον αγριοκοίταξε κι αυτή. —Λοιπόν; Πήρες μάτι; τον ρώτησε προκλητικά με τα χέρια στους γοφούς.
br/zav
20
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Να την αφήσετε ήσυχη, είπε ο Άγκους με φωνή που δεν έπειθε κανένα, — Κι εσένα τι σε νοιάζει, μαλλιαρό μακαρόνι; του αντιγύρισε η Σάλλυ-Ανν. Όποτε ήθελε, σου τρυπούσε τα αυτιά με τη φω νή της. —Αυτό που σας λέω. Να την αφήσετε ήσυχη. —Τελικά, φαίνεται ότι τη γουστάρει, είπε η πά ντα πεζή Βίκυ. — Ουουου! Έτσι λες; έκανε γιουχάροντας η Σάλλυ-Ανν. — Όχι, δεν είναι αλήθεια! είπε ο Αγκους χωρίς να το σκεφτεί. — Και βέβαια είναι αλήθεια, είπε η Μέλανι με ύφος σοβαρό. Ε, λοιπόν, δε χρειάζεται ν' ανησυ χείς. Εμείς απλώς κουβεντιάζουμε. Δ ε ν απαγο ρεύεται να κουβεντιάζουμε, έτσι δεν είναι; Γι' αυ τό μπορείς να ξεκουμπιστείς, Άγκους Μπερνς, επειδή η συζήτηση που έχουμε με την αγαπημέ νη σου..., έκανε μια παύση για να τον προκαλέ σει, είναι ιδιωτική. Ακολούθησε σιωπή. Ο Άγκους άνοιξε το στόμα και το ξανάκλεισε. Κοίταξε στο πλάι, σαν να υπήρ χε κάποιος πίσω από τη γωνία και να του έλεγε κάτι. — Μήπως έφερες μαζί σου τίποτα βρομιάρηδες φίλους σου; φώναξε η Σάλλυ-Ανν. Δε μας φοβί-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
21
ζουν. Ξέρεις τι θα γίνει αν πούμε στον κύριο Χαντ ότι εσείς τα αγόρια πειράζετε εμάς τα κορίτσια. Ο Άγκους άλλαξε το πόδι που στηριζόταν, κοιτά ζοντας προς τα πίσω και πέρα μακριά. Τελικά, πα ραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπο του και είπε: — Πάντως, πρόσεξε καλά, Πρόσσερ, αυτό σου λέω μόνο. —Δεν έχω καμία όρεξη να βλέπω την ασχημόφατσά σου, γι' αυτό κάνε μας τη χάρη και δίνε του, είπε η Μέλανι. Μπλιαχ! Κρύψ' την ξανά πίσω από τη μαλλούρα σου! — Σε προειδοποιώ, είπε ο Άγκους, πασχίζοντας να συγκρατήσει την οργή του. — Μην ξεχνάς το γερο-Χαντ, ξανάπε η Μέλανι. Ο Άγκους δίστασε λίγο κι έπειτα, βράζοντας από θυμό, απομακρύνθηκε αργά και χάθηκε πί σω από τη γωνία του υπόστεγου. Αμέσως μόλις χάθηκε, η Μέλανι στράφηκε προς τη Λούσυ. — Οι παρέες σου είναι για κλάματα. Πολύ κό τες. — Οι δικές σου είναι χειρότερες, απάντησε η Λούσυ, μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο. Και ο Άγκους Μπερνς δεν είναι παρέα μου. —Δεν είναι αρκετά καλός για την υψηλότητά σου, ε; είπε η Βίκυ. —Δε μας νοιάζουν όλα αυτά, την έκοψε η Σάλ-
br/zav
22
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
λυ-Aνν. Τι θα γίνει μ' εκείνα τα δωράκια που λέ γαμε; —Δεν έχει τίποτα που ν' αξίζει τον κόπο στη σά κα της, μόνο τα συνηθισμένα, είπε η Μέλανι χω ρίς να πάρει στιγμή τα μάτια της από τη Λούσυ. Τα μάτια της σ' έκαναν ν' ανατριχιάζεις, μάτια γατίσια, γκρίζα κι ακίνητα. —Σας το 'πα! είπε η Λούσυ. — Για δες όμως τι ενδιαφέροντα πράγματα ανα καλύπτεις όταν κοιτάζεις κάτω, συνέχισε η Μέλανι. Η Σάλλυ-Ανν κοίταξε κ ά τ ω και άφησε μια κραυγή. — Ουάου! Ναι! — Ε; έκανε η Βίκυ, που δεν το έπιασε. Η Μέλανι, με το ατάραχο βλέμμα καρφωμένο ακόμα πάνω στη Λούσυ, έδειξε με το δάχτυλο τα παπούτσια της Λούσυ. — Θα πρέπει να μάθουμε τρόπους στη Λουσούλα Ξερασούλα, δήλωσε. Δ ε ν έχει ακριβά δωρά κια, αλλά ήρθε να μας κάνει επίδειξη με τα και νούρια της παπούτσια. —Ώστε έτσι λοιπόν! έκανε η Βίκυ και η Λούσυ ένιωσε να δυναμώνει το σφίξιμο στο μπράτσο της. —Χρόνια πολλά, Λουσούλα, είπε η Μέλανι και, πλησιάζοντας πολύ τα σουφρωμένα και επίτηδες υπερβολικά υγρά της χείλη στο πρόσωπο της Λούσυ, έκανε τάχα να τη φιλήσει.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
23
Η Λούσυ έστρεψε το κεφάλι για να αποφύγει το αηδιαστικό αυτό φιλί, κι έτσι τα χείλη της Μέλανι κατέληξαν στο αυτί της, γεμίζοντας το σάλια. Η Μέλανι έκανε ένα βήμα πίσω. — Εντάξει, λοιπόν, δεσποινίς Ψηλομύτα, θα αναγκαστούμε να σου δείξουμε τι παθαίνουν όσοι δε μας φέρονται φιλικά. —Δε θα είναι πολύ άσχημο αυτή τη φορά, πρό σθεσε η Σάλλυ-Ανν σαν νοσοκόμα που παρηγο ρεί έναν ασθενή πριν από την εγχείρηση. — Έτοιμες, έδωσε το πρόσταγμα η Μέλανι. Η Βίκυ και η Σάλλυ-Ανν σήκωσαν από ένα πό δι η καθεμία πάνω από το κάθε πόδι της Λούσυ. — Κοπανήστε την! πρόσταξε η Μέλανι. Τα ανασηκωμένα πόδια έπεσαν βαριά πάνω στα δάχτυλα των ποδιών της Λούσυ. Πριν τα απο μακρύνουν, οι φίλες της Μέλανι τα πίεσαν και τα στριφογύρισαν μ' όλη τους τη δύναμη πάνω στα παπούτσια της Λούσυ. Η Λούσυ ξεφώνισε και ενστικτωδώς προσπάθη σε να σκύψει να πιάσει τα πόδια της για να τα ανα κουφίσει, αλλά η Βίκυ και η Σάλλυ-Ανν την κόλ λησαν γερά στον τοίχο, κι έτσι το μόνο που μπο ρούσε να κάνει ήταν να σπαρταράει, να μαζεύει και να κουνάει τα δάχτυλα της μέσα στα παπού τσια της για να διώξει τον πόνο. Δάκρυα πλημμύ ρισαν τα μάτια της. Μέσα από τα δάκρυα της, κα-
br/zav
24
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
θώς έσκυψε το κεφάλι για να κρύψει το πρόσωπό της, είδε τη στραπατσαρισμένη και βαθουλωμένη επιφάνεια των ολοκαίνουριων παπουτσιών της. Τα λαχταρούσε εβδομάδες ολόκληρες τα πα πούτσια αυτά. Ο πατέρας της είχε πάει στο Γκλόστερ ειδικά για να της τα αγοράσει και σήμερα το πρωί η Λούσυ, ανυπομονώντας να τα χαρεί, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να τα φορέ σει. Τ ώ ρ α ο πόνος που ένιωθε στα δάχτυλα της δεν ήταν τίποτα μπροστά στη θλίψη της για το δώ ρο της, που είχε καταστραφεί. Και τη μίσησε τη Μέλανι γι' αυτό. Μόλις ξαναβρήκε την ανάσα της και τα μάτια της καθάρισαν από τα δάκρυα, κοίταξε με μίσος τη Μέλανι, που γέλασε, σαν να τη γέμιζε ικανο ποίηση αυτή η παθιασμένη απέχθεια που διάβα ζε στο βλέμμα της. — Έλα, λοιπόν, Ξερασούλα, είπε η Μέλανι. Πες μας τι άλλα δώρα πήρες. Η Λούσυ κούνησε το κεφάλι αρνητικά. — Σίγουρα θα πήρες αμέτρητα δώρα, είπε η Σάλλυ-Ανν. Οι ψηλομύτες αριστοκράτισσες σαν του λόγου σου πάντα παίρνουν ένα σωρό δώρα. Η Λούσυ ξανακούνησε αρνητικά το κεφάλι, παλεύοντας να κρατήσει το στόμα της κλειστό. — Νομίζεις ότι είσαι κάποια, είπε η Βίκυ, επει δή έρχεσαι στο σχολείο μ' αυτό το κυριλέ αμάξι.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
25
— Κι άλλα παιδιά τα φέρνουν οι γονείς τους με αυτοκίνητο. Δ ε ν μπόρεσε να μην απαντήσει. Γιατί να μην τους απαντήσει, αφού έλεγαν τέτοιες ηλιθιότητες για εκείνη; — Εμένα δε με φέρνουν, είπε η Βίκυ στρίβο ντας της κι άλλο το χέρι. — Σίγουρα, πάντως, όχι σε τέτοια μεγάλα φα νταχτερά αμάξια σαν του μπαμπάκα σου, είπε η Σάλλυ-Ανν. — Έχει μεγάλο αυτοκίνητο γιατί το χρειάζεται για τη δουλειά του. Μεταφέρει πολλά πράγματα. — Για τη δουλειά του! κάγχασε η Βίκυ. Δουλειά το λες εσύ αυτό; Να έχει ολόκληρο μαγαζί δικό του; —Δεν είναι δικό του. Απλώς το διευθύνει. —Το ίδιο κάνει. Εκμεταλλεύεται τους εργάτες. —Τι μας λες, Φάρραντ! —Άκου να σου πω, είπε η Βίκυ, μη μου βγάζεις γλώσσα εμένα, και κουτούλησε δυνατά τη Λούσυ στο μέτωπο. Τα μάτια της Λούσυ βούρκωσαν ξανά. Η Βίκυ παρατήρησε τα αποτελέσματα της κου τουλιάς της με ζωηρό ενδιαφέρον. —Χτύπημα με το κεφάλι, μονολόγησε. Θα μπορούσα να εξασκηθώ και να γίνει η ειδικότητα μου. — Η Βίκυ θα ασχοληθεί επαγγελματικά με την
br/zav
26
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
πάλη, έτσι δεν είναι, Βικ; ρώτησε η Σάλλυ-Ανν. — Σαν να μην το ξέραμε! είπε η Λούσυ. — Βλέπει τους αγώνες πάλης κάθε Σάββατο στην τηλεόραση. Πηγαίνει μάλιστα και τους πα ρακολουθεί ζωντανά όταν διοργανώνονται στο Αθλητικό Κέντρο, έτσι δεν είναι, Βίκυ; Θα γίνει η πρώτη γυναίκα παγκόσμια πρωταθλήτρια. Θα νι κάει όχι μόνο τις γυναίκες αλλά και τους άντρες. Έτσι δεν είναι, Βικ; —Αφού δεν έχεις δωράκια μαζί σου, είπε η Με λάνι, μπορείς να μας καλέσεις στο πάρτι που θα κάνεις απόψε. —Δεν πρόκειται να κάνω, είπε η Λούσυ, πα λεύοντας ακόμα να συγκρατήσει τα δάκρυα της. — Πολύ κακό αυτό, είπε η Μέλανι. —Το πάρτι των γενεθλίων μου το κάνω πάντα στις διακοπές, αν θέλεις να ξέρεις. Η Λούσυ ήταν έξαλλη με τον εαυτό της που τις άφηνε να την προκαλούν και να την κάνουν να τους λέει τα πάντα. — Εγώ δεν μπορώ να περιμένω μέχρι τις διακο πές, είπε η Μέλανι. Καλύτερα να μου φέρεις ένα δώρο αύριο για να επανορθώσεις. — Και σε μένα, είπε η Σάλλυ-Ανν. — Και για τη Βίκυ, πρόσθεσε η Μέλανι. — Κάτι όμορφο, είπε η Σάλλυ-Ανν. Κάτι υπέρο χο και καινούριο.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
27
Ακούμπησε το δάχτυλό της στην άκρη της μύ της της Λούσυ, που έτρεχε, και άρχισε να την πιέ ζει αργά. — Σαν ζουλιγμένη ντομάτα είναι, είπε. —Δε δα ξεχάσεις τα δώρα μας, έτσι, αγαπητή μου Λουσούλα; είπε η Μέλανι. Τη στιγμή εκείνη η κυρία Χάρρις ξεπρόβαλε φουριόζα από τη γωνία. —Τι κάνετε εκεί, κορίτσια; φώναξε από μακριά. —Τίποτα, κυρία Χάρρις, είπε ζωηρά η Μέλανι. Παίζαμε ένα παιχνίδι. Η Λούσυ παριστάνει ένα ρομπότ που χάλασε κι εμείς το ξαναφτιάχνουμε. — Συγγνώμη που διακόπτω τη διασκέδαση σας, αλλά δα έπρεπε να είστε στην τάξη σας. Θα αργήσετε. Γρήγορα μέσα! Η Μέλανι βούτηξε τη σάκα της Λούσυ και άρχι σε να τρέχει. Η Σάλλυ-Ανν και η Βίκυ άρπαξαν τη Λούσυ από τα χέρια και πάλι και την ανάγκασαν να τις ακολουθήσει τρέχοντας. Όλες οι φίλες μαζί. Την άφησαν μόνο όταν μπήκαν στο κτίριο και κατευθύνθηκαν προς τις τουαλέτες. — Μην ξεχάσεις αυτό που είπαμε, είπε εύθυμα η Μέλανι. Θα σε δούμε αύριο πριν το σχολείο.
br/zav
2 ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ της κυρίας Χάρρις, όλη η τάξη τραγούδησε «Να ζήσεις, Λούσυ, και χρόνια πολλά». Η Λούσυ προσποιήθηκε ότι ευχαριστήθηκε, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τόσο αναστατωμένη, που δεν την ένοιαζε καθόλου το τραγουδάκι τους. Μια δυο φίλες της της έδωσαν ευχετήριες κάρτες, αν και κάπως δειλά, μια και ήξεραν τι είχε συμβεί μόλις πριν από λίγο έξω. Η Σαμάνθα Λιγκ τής έδωσε μια μικρή καρφίτσα φτιαγμένη από κάτι που έμοιαζε με κόκκινη φρουτότσιχλα με κίτρινα κινέζικα γράμματα επάνω. — Είναι το όνομά σου, είπε η Σαμ. Ελπίζω να σου αρέσει. — Όμορφο είναι. Ευχαριστώ, Σαμ. Η Λούσυ κοίταξε γύρω της να δει αν η Μέλανι παρακολουθούσε, αλλά ευτυχώς η Μέλανι, η Βί κυ και η Σάλλυ-Ανν ήταν σκυμμένες πάνω από το στρογγυλό τραπέζι όπου κάθονταν μαζί.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
29
«Σίγουρα θα καταστρώνουν καταχθόνια σχέδια» σκέφτηκε η Λούσυ. —Τι σου έκαναν αυτές οι τρεις; ρώτησε σιγανά η Σαμάνθα. —Τίποτα, απάντησε η Λούσυ, κάνοντας πως περιεργάζεται από κοντά το δώρο της Σαμ για να αποφύγει τη ματιά της, —Δεν τα έβαλαν μαζί σου, ε; Η Λούσυ κούνησε το κεφάλι αρνητικά, αν και απορούσε με τον εαυτό της που είπε ψέματα. —Δε Θέλω να μιλήσω γι' αυτό. —Αν σε πείραξαν, πρέπει να πας γραμμή στον κύριο Χαντ. Η Λούσυ δεν απάντησε. —Δε σκοπεύεις να πιάσεις φιλίες μαζί τους, έτσι; — Και βέβαια όχι. —Τι έγινε τότε; —Τίποτα. Η Σαμ περίμενε. — Κοίτα, είπε η Λούσυ, σου είπα, δε θέλω να το συζητήσω, αυτό είναι όλο. Και γύρισε το πρόσωπο της από την άλλη. — Εντάξει λοιπόν, είπε η Σαμάνθα με ύφος προσβεβλημένο, μη μου λες αν δε θες! Μόλις απομακρύνθηκε, άρχισε να μιλάει δυνα τά και επιδεικτικά με τη Μαίρη Γκάρντινερ, που,
br/zav
30
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
όπως συνήθως, ήταν απασχολημένη να λιβανίζει την κυρία Χάρρις προτείνοντας της ιδέες.
Στα μισά του πρωινού ο Άγκους πλησίασε ατσούμπαλα τη Λούσυ. —Δάνεισέ μας μια βελόνα, Λου, είπε πίσω από τον καταρράκτη των μαλλιών του, στηρίζο ντας τους κοκαλιάρικους αγκώνες του στο τρα πέζι της. — Με λένε Λούσυ, αν δε σε πειράζει, είπε εκεί νη χωρίς να σταματήσει την εργασία της. — Έ χ ω να ράψω κάτι χαρτιά γι' αυτό το βιβλίο που φτιάχνουμε. Περίμενε να του απαντήσει. —Το μισώ το ράψιμο. — Θα 'πρεπε να είχες φέρει δική σου βελόνα, είπε τελικά η Λούσυ. Ο Άγκους είχε ένα χαρτάκι ανάμεσα στα δά χτυλα του. Το κράτησε παίζοντας το ανάμεσα στα μάτια της Λούσυ και στην εργασία της. — Είχα βελόνα, είπε, αλλά την έχασα. —Τι άλλο θα περίμενε κανείς από σένα, είπε η Λούσυ σπρώχνοντας του το χέρι πιο κει με το στιλό της. Τέτοιος χαζός που είσαι. —Τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ιδιοφυΐες, είπε ο Άγκους πασπατεύοντας
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
31
νευρικά το χαρτάκι που είχε αφήσει στο τραπέζι της στο μεταξύ. Τάισα τα χάμστερ αντί για σένα, πάντως, αν θέλεις να ξέρεις. —Τα χάμστερ! αναφώνησε η Λούσυ, σκεπάζο ντας το στόμα της με το χέρι. Τα ξέχασα εντελώς. — Πες ότι ήταν ένα δώρο γενεθλίων από μένα, είπε ικανοποιημένος ο Άγκους. Ή κάτι σαν δώρο, τέλος πάντων. — Ευχαριστώ, είπε η Λούσυ, αν και η φωνή της δεν έδειχνε ευγνωμοσύνη. Θα σου το ανταποδώ σω όταν έρθει η δική σου σειρά. —Δάνεισε μου μια βελόνα τότε. Και της έριξε το χαρτάκι πάνω στη σελίδα που έγραφε. Εκείνη τη στιγμή θα έκανε οτιδήποτε για να τον ξεφορτωθεί. — Ορίστε, του είπε δίνοντας του μια βελόνα που ψάρεψε από τη σάκα της. Και τώρα φύγε. Ο Άγκους πήρε τη βελόνα και γύρισε στη θέση του χωρίς καμία βιασύνη.
—Νομίζω ότι της άφησε ένα ραβασάκι, ψιθύρισε η Σάλλυ-Ανν στη Μέλανι, που δεν μπήκε καν στον κόπο να κοιτάξει. — Μια στο λαρύγγι να του χ ώ σ ω και θα μείνει ξερός, είπε η Βίκυ. Φύλλο και φτερό είναι.
br/zav
32
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Η Σάλλυ-Ανν σηκώθηκε από την καρέκλα της τάχα για να ισιώσει τη φούστα της. —Το έχει αφήσει παρατημένο εκεί, μπροστά της. —Δεν είναι και τόσο άσχημος, νομίζω, είπε η Μέλανι. Κάτω απ' όλη αυτή τη μαλλούρα. Η Σάλλυ-Ανν έσκυψε προς το μέρος της. —Δεν πιστεύω να τον γουστάρεις, Μελ! Η Μέλανι σήκωσε το βλέμμα από την άσκηση των μαθηματικών και της έκλεισε το μάτι.
Πέντε λεπτά αργότερα η Λούσυ δεν κρατήθηκε άλλο και κάρφωσε το τσαλακωμένο χαρτάκι με την άκρη του στυλό της. Σίγουρα θα ήταν άλλο ένα από τα ραβασάκια του Άγκους. Από τη μια είχε μπουχτίσει με δαύτα κι από την άλλη διασκέδαζε. Της έδινε από ένα την ημέρα εδώ και δύο εβδομάδες τώρα. Το πρώτο το είχε ανα καλύψει να προεξέχει από το παπούτσι της όταν γύ ρισε από την ώρα της γυμναστικής. Το δεύτερο της το είχε κολλήσει με ένα κομμάτι τσίχλα στο κάτω μέρος της κασετίνας της. Το τρίτο τής το είχε αφήσει στο σπίτι της. Πάνω στο φάκελο, με μεγάλα κόκκι να γράμματα, ήταν γραμμένες οι λέξεις: ΜΥΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΠΙΚΟ ΚΑΙ ΕΜΠΙΣΤΕΦΤΙΚΟ. Δεν είχε γραμ ματόσημο, άρα θα το έφερε μόνος του, είτε πολύ νωρίς είτε πολύ αργά το προηγούμενο βράδυ.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
33
Το σημερινό ραβασάκι όμως -το δέκατο- ήταν το μοναδικό που της το είχε βάλει σχεδόν στο χέ ρι. «Φαίνεται ότι αρχίζει να ξεθαρρεύει» σκέφτηκε η Λούσυ. «Ή να απελπίζεται». Και η αλήθεια ήταν ότι ανυπομονούσε να μάθει τι της έγραφε. Όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, άνοιξε το στρα πατσαρισμένο χαρτάκι. ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ 5 ΣΤΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ. ΕΧΩ ΣΧΈΔΙΟ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΣΕΡ.
Άγκους χ χ χ
Η Λούσυ χαμογέλασε για πρώτη φορά από την ώρα που έφτασε στο σχολείο. Όλα τα ραβασάκια του Άγκους αποσκοπούσαν στο να την καταφέ ρουν να συναντηθεί μαζί του, αλλά ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκα. Το μήνυμα ήταν του στιλ «ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΑΥΛΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ». Έ ν α
μάλιστα, το όγδοο, άρχιζε «ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ» και ήταν το πρώτο που τελείωνε με ένα μικρό χ, που σήμαινε «φιλάκια». Η Λούσυ είχε βρει τα σημειώ ματα του τόσο αστεία, που τα είχε κρατήσει, καλά κρυμμένα σε ένα μικρό εσωτερικό τσεπάκι της σάκας της, για να τα διαβάζει και να της φτιάχνουν το κέφι όποτε έπληττε.
br/zav
34
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Δυο φορές τον είχε πάρει στα σοβαρά και είχε πάει να τον συναντήσει. Την πρώτη φορά το έκα νε για να ικανοποιήσει την περιέργεια της και τη δεύτερη, όταν της έγραψε ότι ήταν και η πρώτη, επειδή τον λυπήθηκε. Και τις δυο φορές γύρισε σπίτι με τη σκέψη ότι τσάμπα είχε μπει στον κόπο να ασχοληθεί μαζί του. Το μόνο που είχε κάνει ο Άγκους ήταν να φλυαρεί ασταμάτητα, δίνοντας της ελάχιστη σημασία και τραβολογώντας τη μέσα από λασπωμένα χωράφια ανάμεσα στο σχολείο και στο Γουάιτσχιλ. Εκεί την παράτησε έξω από το σπίτι του, σχεδόν χωρίς να πει λέξη. Αλλιώς περί μενε η Λούσυ να είναι ένα κανονικό ραντεβού. Όχι ότι είχε βγει και ποτέ της κανονικό ραντε βού, βέβαια. Ενώ η Μέλανι Πρόσσερ φυσικά είχε βγει. Και αρκετές φορές μάλιστα, αν ήταν αλήθεια όσα έλεγε η Σάλλυ-Ανν. Πάντα με πολύ μεγαλύ τερα αγόρια, από το γυμνάσιο, πράγμα που όλα τα άλλα κορίτσια φαίνεται ότι θεωρούσαν πολύ τολμηρό. Και, κρίνοντας απ' ό,τι συνέβαινε στα ραντεβού αυτά κατά τα λεγόμενα της Σάλλυ-Ανν, οι συναντήσεις της Λούσυ με τον Αγκους δε με τρούσαν καθόλου για ραντεβού. Ήταν απλά χαζολογήματα. Παιδικές σαχλαμάρες. Η Λούσυ έριξε μια γρήγορη ματιά απέναντι, στο τραπέζι της Μέλανι, και έπιασε τη Σάλλυ-Ανν να την κοιτάει έντονα πάνω από το σκυμμένο κεφά-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
35
λι της Μέλανι. Κατασκοπεύει, όπως συνήθως. Η Σάλλυ-Ανν τής έκανε μια αστραπιαία ξεδιάντρο πη χειρονομία με τα δάχτυλα της. Η Λούσυ απόστρεψε το βλέμμα και παράχωσε το ραβασάκι του Άγκους στη σάκα της μαζί με τα άλλα. Τι ήταν όλες αυτές οι ανοησίες για τις πέντε η ώρα και για κάποιο σχέδιο που θα σταματούσε την Πρόσσερ; Μήπως ήταν απλώς δικαιολογία για να την τουμπάρει να τον ξανασυναντήσει; Κα λύτερα να ξεχνούσε την Πρόσσερ κι αυτό που εί χε συμβεί εκείνο το πρωί. Καλύτερα να το ξεχνού σαν όλοι. Γιατί όλοι θα το συζητούσαν και η Λού συ δεν άντεχε να το σκέφτεται. Όλη αυτή η ιστο ρία την έκανε να νιώθει βρόμικη. Μικρή. Κουτορ νίθι. Δ ε ν έβρισκε τη σωστή λέξη. Όπως και να 'χε, η Πρόσσερ μπορούσε να τον κάνει τον Άγκους μια χαψιά για πρωινό και μετά να πεινάει ακόμα. Τον Άγκους του Αμπερντίν. Ήξερε ότι έτσι λεγόταν ένα είδος βοοειδών που εκτρέφονταν για το κρέας τους. Υπήρχε και αλυ σίδα εστιατορίων με μπριζόλες Άγκους. Τα είχε δει στο Λονδίνο. Ο πατέρας της δεν ήθελε να φάνε εκεί επειδή προτιμούσε ψάρι και ήθελε να γευμα τίσουν κάπου πιο ήσυχα. Ο Άγκους του Αμπερντίν. Ένας μάλλον ηλίθιος ταύρος. Και ούτε καν ταύρος ακόμα, περισσότερο
br/zav
36
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
ένα ισχνό μοσχαράκι. Έ ν α ψηλόλιγνο ηλίθιο παι δί χωρίς καθόλου κρέας πάνω του. Έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει ξανά. Τουλάχιστον την έκανε να γελάει, κι αυτό ήταν κάτι. Μια ματιά μονάχα πρώτα στον Άγκους και αμέ σως μετά στη Μέλανι (που ήταν ακόμα σκυμμένη πάνω από την εργασία της μασώντας τις άκρες των μαλλιών της, όπως έκανε συχνά όταν προσπαθού σε να συγκεντρωθεί) έφτανε για να καταλάβει κα νείς ότι η Μέλανι ήξερε απείρως περισσότερα για τις ζόρικες πλευρές της ζωής. Όπως το πώς να ανα γκάζεις τους άλλους να κάνουν αυτό που θέλεις και πώς να γίνεσαι κακός χωρίς να προσπαθείς και πο λύ. Ήταν συνομήλικοι και πήγαιναν στην ίδια τά ξη, αλλά ο Άγκους έδειχνε παιδί και φερόταν σαν παιδί, ε ν ώ η Μέλανι - ε, εντάξει, μπορεί να μην ήταν ακριβώς γυναίκα, αλλά έδειχνε να ξέρει πολύ καλά τι σήμαινε το να είσαι γυναίκα. Όχι ότι κι η ίδια η Λούσυ ήταν καλύτερη από τον Άγκους, βέβαια. Δίπλα στη Μέλανι έμοιαζε με στέ κα. Είχε την ελπίδα ότι μετά το ορόσημο των ενδέ κατων γενεθλίων της θα έβλεπε κάποια διαφορά πάνω της, αλλά φυσικά δεν είχε δει τίποτα. Και με αυτό που της έκανε η Μέλανι εκείνο το πρωί ένιω θε πιο παιδί από ποτέ άλλοτε. Ωραίο δώρο για τα γε νέθλια της! Να την κάνουν να νιώσει νιάνιαρο ακρι βώς τη στιγμή που ήθελε τόσο να αισθανθεί μεγάλη.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
37
—Τι είναι αυτά, Λούσυ; ρώτησε η κυρία Χάρρις, πλησιάζοντας από πίσω. Δε βλέπω να έχεις προ χωρήσει και πολύ. —Σκέφτομαι την εργασία μου, κυρία, απάντη σε η Λούσυ, προσπαθώντας να μαζέψει τις σκόρ πιες σκέψεις της. —Δείχνεις πολύ άκεφη για κορίτσι που έχει τα γενέθλια του. Είσαι καλά; Με το στομάχι σφιγμένο, η Λούσυ πίεσε όσο μπορούσε τον εαυτό της να χαρίσει στη δασκάλα της ένα χαμόγελο γενεθλίων. Η κυρία Χάρρις την κοίταξε συλλογισμένη, αλ λά την άφησε να συνεχίσει την εργασία της.
Πριν σχολάσουν, η κυρία Χάρρις χτύπησε τα χέ ρια της για να κάνουν ησυχία στην τάξη. — Η Μαίρη μού είπε ότι θέλετε να κάνετε συνέ λευση, είπε, και υποθέτω ότι εμένα δε με θέλετε. Δεν ξέρω τι έχετε να συζητήσετε, αλλά θα γίνει ως εξής: Θα είστε όλοι φρόνιμοι και δε θα με κάνετε να μετανιώσω για την εμπιστοσύνη που σας δεί χνω. Ως υπεύθυνη ορίζω τη Μαίρη. Εγώ θα πάω στο γραφείο των καθηγητών για..., συμβουλεύτη κε το ρολόι της, για δέκα λεπτά περίπου. Μετά θα ξανάρθω και θα σχολάσετε. Εφυγε κλείνοντας πίσω της καλά την πόρτα.
br/zav
38
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Η Μαίρη Γκάρντινερ ήταν κιόλας όρθια μπροστά στην έδρα. — Μερικοί από μας συζητούσαμε κάτι αυτές τις μέρες, είπε. Αυτές είναι οι τελευταίες μας εβδομά δες σ' αυτό το σχολείο και σκεφτήκαμε να κάνου με ένα δώρο στην κυρία Χάρρις, που ήταν τόσο κα λή μαζί μας. Θα θέλαμε να ξέρουμε αν ενδιαφέρε στε να συμμετάσχετε και οι υπόλοιποι. Θα δώσου με όλοι από ένα ποσό και με τα χρήματα που θα μαζέψουμε θα της αγοράσουμε κάτι. Τι λέτε; Ακολούθησε μια σύντομη παύση, για να σκε φτεί η τάξη την πρόταση. Έπειτα, όπως συνήθως, μερικά από τα αγόρια άρχισαν τα γέλια και τα γιουχαρίσματα. Μετά άρχισαν να μιλούν όλα τα παιδιά μαζί, μέχρι που μπήκε στη μέση η Μαίρη και είπε ότι όποιος ήθελε να παίρνει το λόγο θα έπρεπε να σηκώνει το χέρι. Από κει και πέρα στη συζήτηση συμμετείχαν τα συνηθισμένα ελάχιστα παιδιά. Η Λούσυ δεν είπε τίποτα. Καθόταν στο θρανίο της με το πιγούνι στις παλάμες της και δεν πολυπρόσεχε τι έλεγαν. Αρκετά είχε ακούσει για δώρα σήμερα. Η Σαμάνθα την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. — Δ ε ν ξέρω πώς τα καταφέρνει, είπε η Σαμ. Εμένα δε θα μ' άφηνε κανείς να οργανώσω συνέ λευση.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
39
— Ούτε εμένα, είπε η Λούσυ. Όχι ότι θα ήθελα, βέβαια. — Ούτε εγώ, είπε η Σαμ. Κανένας άλλος δε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, συνέχισε γεμάτη θαυμασμό για τις ηγετικές ικανότητες της Μαίρης. Θα γινόταν χαμός απ' τη φασαρία αν δοκίμαζε οποιοσδήποτε άλλος. — Η Μέλανι θα μπορούσε, είπε η Λούσυ. — Σίγουρα, συμφώνησε η Σαμ. Μόνο που θα μιλούσε μονάχα εκείνη και οι υπόλοιποι θα ήμα σταν υποχρεωμένοι να καθόμαστε και να την ακούμε. Λοξοκοίταξε τη Λούσυ. — Είσαι σίγουρη ότι δε γίνατε φίλες; Η Λούσυ δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντή σει και η Σαμ, χολωμένη για άλλη μια φορά, ξα ναγύρισε στη θέση της. Κατά κάποιον τρόπο, σκέφτηκε η Λούσυ, η Μαίρη και η Μέλανι ήταν από την ίδια πάστα. Μόνο που η Μέλανι χρησιμοποιούσε τις όποιες ικανότητες διέθεταν και οι δύο για να τρομοκρατεί και να στριμώχνει τους άλλους, με αποτέλεσμα να κάνουν μεν αυτό που ήθελε αλλά να τη μισούν γι' αυτό, ενώ τη Μαίρη τη συμπαθούσαν όλοι (εκτός από τη Μέλανι και τις κολλητές της, φυσικά) και την εξέλεγαν πρόεδρο της τάξης κάθε φορά. Ήταν αηδιαστικό, σκέφτηκε μουτρωμένη η
br/zav
40
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Λούσυ, ε ν ώ γύρω της η συζήτηση είχε ανάψει, το πώς η Μαίρη φαινόταν να ξέρει τι ακριβώς να κά νει και πώς ακριβώς να το κάνει και ήταν και όμορφη από πάνω. Αν υπήρχε κάποιος στην τάξη που θα μπορούσε να σταματήσει τη Μέλανι, αυτή ήταν η Μαίρη. Αλλά φυσικά αυτές οι δύο φρόντι ζαν να μην μπλέκεται ποτέ η μια στα πόδια της άλλης. Σαν να είχαν κάνει, θαρρείς, κάποια μυ στική συμφωνία. — Εντάξει λοιπόν, έλεγε τώρα η Μαίρη. Νομίζω ότι καταλήξαμε στην απόφαση να δώσει ο καθέ νας όσα χρήματα θέλει. Όποιος δε θέλει να δώσει δεν είναι υποχρεωμένος. Το δώρο θα είναι εκ μέ ρους όλης της τάξης, αλλά στην κάρτα που θα το συνοδεύει θα υπογράψουν μόνο όσοι φέρουν λε φτά. Όσοι είναι υπέρ της απόφασης να σηκώσουν το χέρι. Η Λούσυ σήκωσε το χέρι της επειδή ήταν φα νερό ότι αυτό έπρεπε να κάνουν όλοι. — Και τώρα να σηκώσουν χέρι όσοι είναι κατά, είπε η Μαίρη. Ο Ρόλαντ Όλιβερ σήκωσε το χέρι του, όπως ήταν αναμενόμενο, μόνο και μόνο για πλάκα, αφού είχε αυτοαναγορευτεί στον κωμικό της τά ξης. Η Σάλλυ-Ανν σήκωσε κι αυτή το χέρι και γύ ρισε μ' ένα πλατύ χαμόγελο προς τη Μέλανι, σί γουρη ότι θα έβλεπε και το δικό της χέρι ψηλά,
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
41
αλλά, συνειδητοποιώντας με έκπληξη ότι δεν το είχε σηκώσει, κατέβασε κι εκείνη πειθήνια το δι κό της. — Μόνο ο Ρόλαντ είναι κατά, ανακοίνωσε η Μαίρη. Θαυμάσια. Μένει μόνο μία λεπτομέρεια ακόμα. Δ ε ν έχω αντίρρηση να μαζέψω ε γ ώ τα χρήματα, αλλά νομίζω ότι το δώρο πρέπει να το αγοράσει κάποιος άλλος. Υπάρχουν προτάσεις; Σιωπή. Και τότε ακούστηκε η φωνή της Μέλανι: — Η Λούσυ Χολ. Σαστισμένη, η Λούσυ ξύπνησε από τις μελαγ χολικές της σκέψεις. — Όχι! φώναξε. Δε θέλω. Γιατί εγώ; — Ο μπαμπάς σου έχει μαγαζί, είπε η Μέλανι. Σίγουρα θα ξέρεις να διαλέγεις δώρα. — Μπράβο! Σ ω σ τ ό ! φ ώ ν α ξ ε κοροϊδευτικά ο Γκόρντον Τζέιμς. — Καλή ιδέα, είπε η Μαίρη. — Μα... άρχισε να ψελλίζει η Λούσυ. Προτού όμως αρθρώσει δεύτερη κουβέντα, η Μαίρη ρώτησε: — Ποιοι συμφωνούν; Ένα δάσος από υψωμένα χέρια απάντησε στην ερώτηση της. Από την πλευρά των αγοριών ακού στηκαν οι συνηθισμένες επευφημίες. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η κυρία Χάρρις.
br/zav
42
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Aπ' ό,τι φαίνεται, το διασκεδάζετε. — Ευχαριστούμε, κυρία Χάρρις, είπε η Μαίρη. Μόλις τελειώσαμε. Αυτό ήταν όλο. Τα παιδιά σκόρπισαν στη στιγ μή, αφήνοντας τη Λούσυ να προσπαθεί να συνέλ θει για άλλη μια φορά. — Θα τα πούμε αύριο, δεσποινίς Ειδική στο Διά λεγμα Δ ώ ρ ω ν , ψιθύρισε η Μέλανι στο αυτί της Λούσυ περνώντας δίπλα της καθώς έφευγε. Της Λούσυ της ήρθε να ουρλιάξει.
br/zav
3 Η ΣΑΡΑ ΧΟΛ ΚΑΘΟΤΑΝ σταυροπόδι στο πάτωμα του καθιστικού, με ένα απίστευτο χαρτομάνι τριγύρω της από λογαριασμούς, τιμολόγια, επιταγές και λογιστικά βιβλία. Τα δάχτυλα της χτυπούσαν σβέλτα τα πλήκτρα του υπολογιστή τσέπης που εί χε δίπλα της. Τα αποφάγια του μεσημεριανού της -υπολείμματα τυριού, κόρα ψωμιού κι ένα κοτσάνι μήλου που ήδη μαύριζε- ήταν σ' ένα πιάτο πί σω της. Η Λούσυ στάθηκε στην πόρτα και σκέφτηκε: «Σίγουρα έχει ξεχάσει ότι το πιάτο είναι πίσω της και ή θα καθίσει πάνω του ή θα το αναποδογυρί σει. Γιατί να είναι τόσο ακατάστατη; Και γιατί δου λεύει συνεχώς με τα πράγματα της σκορπισμένα στο πάτωμα;». Η Σάρα σήκωσε τα μάτια και της έριξε μια γρή γορη ματιά.
br/zav
44
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Γεια σου, χρυσό μου. Μήπως το μετάνιωσες τελικά που δεν έκανες πάρτι για τα γενέθλια σου; Τα δάχτυλα της συνέχισαν να πετούν πάνω στα πλήκτρα. Η Λούσυ πάντα θαύμαζε την ταχύτητα της μητέρας της όταν χτυπούσε τα πλήκτρα. Όπο τε δοκίμασε να το κάνει κι αυτή, το κομπιουτεράκι τρελαινόταν και έβγαζε ποσά με λάθη δισεκατομ μυρίων. — Μπορούμε ακόμα να οργανώσουμε κάτι για να το γιορτάσουμε, αν θέλεις. Η Λούσυ κούνησε το κεφάλι αρνητικά. — Όχι. Καλύτερα στις διακοπές. —Δεν μπορώ να πω ότι με στενοχωρεί αυτό, εί πε η Σάρα. Αυτός ο τύπος από το Τμήμα του ΦΠΑ απειλεί με πρόστιμα. Πρέπει να τα τελειώσω αυτά πριν από το βραδινό. Μπορείς να φτιάξεις μόνη σου σήμερα το τσάι σου; Η Λούσυ έγνεψε καταφατικά. — Όλα εντάξει στο σχολείο; — Βαρετά, όπως συνήθως, είπε η Λούσυ και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. —Δεν πειράζει, της φώναξε από το καθιστικό η μητέρα της, σε λίγο αρχίζουν οι διακοπές. Και με τά πας γυμνάσιο. Θα σου αρέσει εκεί. Ίσως. Μα όλα αυτά ήταν εβδομάδες μακριά. Τι την ένοιαζε, λοιπόν, τη Λούσυ; Τη Μέλανι Πρόσ σερ θα έπρεπε να την αντιμετωπίσει αύριο όμως.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
45
Είχε έρθει τρεχάτη από το σχολείο σκοπεύο ντας να μιλήσει στη μητέρα της για όσα είχαν συμβεί. Συνήθως της έλεγε τα πάντα. Γιατί η Σάρα ήταν από εκείνες τις μαμάδες που τους μιλάς για τα πάντα, σε αντίθεση με κάποιες άλλες. Μερικές φίλες της Λούσυ πολλές φορές έρχονταν και μι λούσαν στη μαμά της επειδή δεν μπορούσαν να μιλήσουν στις δικές τους μαμάδες. Σήμερα όμως, όταν είδε τη Σάρα καθισμένη στο πάτωμα, στη μέση του δωματίου, να μελετάει τα λογιστικά του μαγαζιού, η Λούσυ σκέφτηκε για πρώτη φορά ότι δεν ήθελε να της μιλήσει για κάτι σημαντικό. Και μάλιστα όχι απλώς δεν ήθελε αλλά δεν μπορούσε κιόλας. Ήταν σαν αυτό που ήθελε να της πει να ήταν τόσο προσωπικό, που δεν μπο ρούσε να το εκμυστηρευτεί ούτε στη μητέρα της. Σημαντικό; Προσωπικό; Εκεί στον οικείο χώρο της κουζίνας του σπιτιού της, μέσα στη γνώριμη ακαταστασία, η όλη υπόθεση της φάνηκε ανόη τη. Τρία κορίτσια πείραζαν ένα τέταρτο κορίτσι για πλάκα. Έτσι δε θα ακουγόταν η ιστορία; Ποιος θα την έπαιρνε, λοιπόν, στα σοβαρά; Για λίγο η Λούσυ αναρωτήθηκε αν η σκηνή πί σω από το υπόστεγο του πάρκινγκ των ποδηλάτων είχε πράγματι συμβεί ή τουλάχιστον αν ήταν τόσο άσχημη όσο τη θυμόταν. Λεν μπορεί να ήταν τό σο φοβερή τελικά, σωστά;
br/zav
46
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Με μια ματιά στα στραπατσαρισμένα της πα πούτσια όμως, η Λούσυ ήξερε ότι ήταν. Αν το έλεγε στη μητέρα της, ωστόσο, εκείνη θα ήθελε να μάθει όλες τις ηλίθιες λεπτομέρειες, όλη τη γελοία συζήτηση. (Η Σάρα είχε ταλέντο να μα ντεύει τι έλεγε ο καθένας και συνήθως η Λούσυ το διασκέδαζε όταν της τα διηγιόταν.) Και, χωρίς κα μία αμφιβολία, θα γινόταν έξαλλη. Θα ήθελε να πάρει κάποιο δραστικό μέτρο για την Πρόσσερ. Θα έπρεπε να το μάθει και ο μπαμπάς, φυσικά, και η Λούσυ δεν άντεχε τη σκέψη αυτή. Ήξερε ότι θα ένιωθε πιο πληγωμένος από την ίδια - πάντα συνέβαινε αυτό όταν τύχαινε οτιδήποτε δυσάρε στο στην κόρη του. Και αυτό, όπως θα έλεγε ο μπαμπάς, δεν ήταν απλώς δυσάρεστο, ήταν απο κρουστικό. «Αποκρουστικό» ήταν μια από τις πιο βαριές κουβέντες που χρησιμοποιούσε για να εκ φράσει την απέχθεια του. Και, αν η μαμά τον άκουγε να την ξεστομίζει, θα ταραζόταν κι εκείνη ακόμα πιο πολύ. Όχι, δε θα τους το έλεγε. Να της έλειπαν καλύ τερα οι γονείς που παρεμβαίνουν. Στο κάτω κάτω, αύριο το βράδυ τα πράγματα ίσως να ήταν διαφο ρετικά. Ίσως η Πρόσσερ να ήθελε απλώς να την τρομάξει σήμερα επειδή ήταν τα γενέθλιά της. Η Λούσυ συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι είχε πέντε λεπτά που ατένιζε ασάλευτη το γεμάτο
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
47
άπλυτα πιατικά νεροχύτη. Έβαλε να πιει ένα πο τήρι παγωμένο γάλα και πήρε και πέντε γεμιστά μπισκότα -ήταν τα αγαπημένα της, αλλά η μαμά τα απαγόρευε με το τσάι- για ανταμοιβή και πα ρηγοριά που είχε περάσει τη δοκιμασία της απαί σιας χαζο-Πρόσσερ και που είχε κρατήσει το στό μα της κλειστό, αντί να τρέξει και να τα ξεφουρνίσει όλα μεμιάς στη μαμάκα της. Στο τρίτο μπισκότο θυμήθηκε ότι, αν η μαμά της έβλεπε σε τι κατάσταση ήταν τα παπούτσια της, θα ήταν αδύνατο να κρατήσει το στόμα της κλειστό έστω και για ένα λεπτό ακόμα. Η Σάρα, μεταξύ άλλων, ήταν και άριστη ανακρίτρια. Έβγα λε, λοιπόν, βιαστικά τα παπούτσια της, τα έχωσε στη σάκα της και, όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, ανέβηκε τη σκάλα για να πάει στο δωμάτιο της, με την παραφουσκωμένη της σάκα στον ώμο και το μισογεμάτο ποτήρι γάλα και τα υπόλοιπα δύο μπισκότα στα χέρια. Όταν βρέθηκε στην ασφάλεια του δωματίου της, έβγαλε τα παπούτσια από τη σάκα της και, αφού εξέτασε με πόνο ψυχής τα σημάδια τους, τα έκρυψε σε ένα κουτί με παλιά παιχνίδια που φύ λαγε στο πίσω μέρος της ντουλάπας της. Η θλιβερή εμφάνιση των παπουτσιών της της έφερε στο νου ολοζώντανα κάθε στιγμή των βα σανιστηρίων που είχε υποστεί πίσω από το υπό-
br/zav
48
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
στεγο. Αντί να νιώσει ανακούφιση, ένιωσε ναυτία. Της έφερε ναυτία η αρρώστια που άκουγε στο όνομα «Πρόσσερ» ή «Κακός Μπελάς», όπως την έλεγαν στο σχολείο. Μέχρι τώρα δεν τη θεωρού σαν δα και θανάσιμα επικίνδυνη. Πάντα υπάρχει όμως η πρώτη φορά για το καθετί. Τα ρούχα της ξαφνικά της φάνηκαν μολυσμέ να. Έβγαλε τη φούστα, την μπλούζα και τις κάλ τσες της και τα πέταξε όλα στο καλάθι με τα άπλυ τα. Φόρεσε το αγαπημένο της φούτερ, το τριμμέ νο της τζιν και τα αθλητικά της παπούτσια. Αυτό την έκανε να αισθανθεί λίγο καλύτερα. Μην ξέροντας τι να κάνει στη συνέχεια -σαν να βρισκόταν σε μια αίθουσα αναμονής και να μην μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να περιμέ νει-, κάθισε στο κρεβάτι της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Κοντά σγουρά μαλλιά που πλαισίωναν ένα λεπτό τριγωνικό μουτράκι. Μια μύτη που πά ντα θεωρούσε μάλλον κοντή και χοντρή. Μακρύς λεπτός λαιμός. Τετράγωνοι ώμοι που διαγράφο νταν κοκαλιάρικοι μέσα από το φούτερ της. Στή θος πλάκα. Επίπεδο, τελείως επίπεδο. Πώς ήταν δυνατό να αρέσει σε κάποιον; Ακόμα και στον Αγκους, αυτό το αλλόκοτο παιδί που δεν είχε στα λιά ψαχνό πάνω του; Η Λούσυ κοίταξε με θάρρος τα πράσινα μάτια της στον καθρέφτη.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
49
—Δε θα κλάψω, είπε στον εαυτό της.
Η Σάρα Χολ τελείωσε τους λογαριασμούς και, γέρνοντας πιο αναπαυτικά προς τα πίσω, κάθισε μέσα στο πιάτο με τα υπολείμματα του φαγητού της— Να πάρει! βλαστήμησε και καθάρισε το πά τωμα. Πήγε στην κουζίνα, αλλά η Λούσυ δεν ήταν εκεί. Τη φώναξε από τη βάση της σκάλας. Από πάνω ακούστηκε αδύναμα η καθυστερημένη απάντηση της κόρης της. — Θέλεις να σε βοηθήσω να ετοιμάσεις το βρα δινό σου; Καμία απάντηση, αλλά ήχοι κινήσεων. «Η Λούσυ δεν είναι ο εαυτός της απόψε» σκέ φτηκε η Σάρα. Δ ε ν ήταν τύπος που μελαγχολού σε και κλεινόταν στο δωμάτιό της. Κάτι έτρεχε από την ώρα που μπήκε στο σπίτι, αλλά τι; Η Σάρα ξαναγύρισε στην κουζίνα και άρχισε να ετοιμάζει το βραδινό. Σε λίγο ήρθε και η Λούσυ, χλωμή και ίσως και λίγο κλαμένη. — Να καθαρίσουμε και λίγο μαρούλι; πρότεινε η Σάρα. Η Λούσυ στεκόταν μπροστά στο νεροχύτη όπου
br/zav
50
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
η Σάρα είχε αφήσει ένα δροσερό και ζουμερό μα ρούλι, φρεσκοκομμένο από τον κήπο χους. Το καθάρισε, το ψιλόκοψε και το ανακάτεψε με τα υπόλοιπα υλικά της σαλάτας. — Κανένα κουτσομπολιό; ρώτησε την κόρη της κάμποση ώρα αφότου είχαν αρχίσει να ετοιμά ζουν το φαγητό. Η Λούσυ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. —Τα συνηθισμένα. Μερικά παιδιά μού έδωσαν κάρτες και η Σαμ μού χάρισε μια καρφίτσα με το όνομά μου γραμμένο στα κινέζικα. — Πολύ ευγενικό εκ μέρους της. Μπορώ να τα δω; — Είναι επάνω. Έκπληκτη, η Λούσυ συνειδητοποίησε ότι δεν εί χε μπει καν στον κόπο να κοιτάξει την καρφίτσα ή τις κάρτες της από το πρωί. Η αρρώστια που την έλε γαν «Πρόσσερ» εμφάνιζε πράγματι συμπτώματα. — Μπορείς να μου τα δείξεις όταν έρθει ο μπα μπάς. -Καλά. — Και τι θα κάνεις με τις δέκα λίρες που σου έστειλε ο θείος Μπομπ; —Δεν ξέρω ακόμα. Συνέχισαν τις ετοιμασίες του φαγητού σιωπηλές για λίγο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το τικ τακ του ρολογιού της κουζίνας. Δεκαέξι και σαράντα. Πέντε παρά είκοσι!
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
51
— Ο Άγκους Μπερνς μου έδωσε άλλο ένα από τα χαζά ραβασάκια του. Η Σάρα γέλασε, χαρούμενη που επιτέλους υπήρχε κάτι που μπορούσε να ελαφρύνει τη συ ζήτηση. — Μπορεί να ήταν το δώρο του για τα γενέθλιά σου. — Θέλει να συναντηθούμε στη διασταύρωση στις πέντε. —Τι ρομαντικό! -Μαμά! —Μα πώς να το κάνουμε, αφού είναι ρομαντι κό. Στο σταυροδρόμι της ζωής. Με τα τρένα να περνούν δίπλα σας για μέρη εξωτικά, όπως το Σουίντον. Δύο όμορφοι νέοι σ' ένα μυστικό ραντεβού. —Μπλιαχ! έκανε η Λούσυ, που έδειχνε να ξα ναβρίσκει το κέφι της. Εγώ, εντάξει, είμαι όμορφη από φυσικού μου. Αλλά ο Άγκους Μπερνς!... — Για σένα δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Για τον Άγκους... Χμ, νομίζω ότι είναι απίθανος. — Μόνο μια φορά τον έχεις δει. Όταν πέρασες να με πάρεις από το σχολείο τις προάλλες. Η Σάρα έδωσε στην κόρη της ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο, περνώντας δίπλα της για να πάρει κάτι από ένα ντουλάπι. — Κάνεις λάθος, δεσποινίς Πολύξερη. Τον έχω δει κι άλλες φορές.
br/zav
52
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Πότε; —Στο μαγαζί. Έρχεται κάπου κάπου κι αγορά ζει βίδες, είδη κηπουρικής, εργαλεία. Πολυτεχνίτης. Αν και δεν πρέπει να τα αγοράζει για τον εαυ τό του. Μάλλον για τον πατέρα του θα είναι. —Δε μου το είχες πει. —Δεν ήξερα ότι σ' ενδιέφερε. Γκρινιάζεις όλη την ώρα ότι είναι βαρετός. — Μα είναι. Και χαζός και κοκαλιάρης και όλο μαλλούρα, που σίγουρα θα είναι και άλουστη, και αδέξιος. — Περίμενε ένα δυο χρονάκια και θα δεις σε τι κούκλο θα μεταμορφωθεί ο Άγκους. — Μη λες σαχλαμάρες, μαμά. Ο Άγκους δε γί νεται καλύτερος, αλλά χειρότερος. Φέτος είναι πο λύ ατημέλητος. — Όπως νομίζεις. —Δεν καταλαβαίνω από πού συμπεραίνεις ότι θα αλλάξει. Αυτό το παιδί αποτελείται κυρίως από βρόμα και μαλλί. —Ας πούμε ότι αυτό είναι κάτι που το ξέρω εγώ που είμαι μαμά και που δεν το ξέρεις ακόμα εσύ που είσαι παιδί. Η Σάρα μάζεψε το υπόλοιπο μαρούλι και έβαλε μπροστά στη Λούσυ ένα μπολ με πατάτες και το εργαλείο ξεφλουδίσματος. — Γύμνασε τα δάχτυλα σου μ' αυτές τις πατάτες.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
53
— Είναι ανάγκη να το κάνω εγώ; — Είναι ανάγκη να το κάνω ε γ ώ μήπως; — Καλά, καλά, μην αρχίζεις! Και ο μπαμπάς τι μένει να κάνει; — Θα πλύνει τα πιάτα και τα πιρούνια από το πρωινό, δα βγάλει τα σκουπίδια, θα... — Εντάξει! — ...θα μαζέψει την μπουγάδα, συν το ότι θέλει να κουρέψει το γκαζόν, γιατί έχει να το κουρέψει πέντε εβδομάδες τώρα και έχει ψηλώσει τόσο, που θα χανόταν εκεί μέσα ακόμα κι ελέφαντας. —Δε χρειάζεται να συνεχίσεις, μαμά. Συγγνώ μη που ρώτησα. —Μήπως θέλεις να τον βοηθήσεις; —Όχι, ευχαριστώ. Η Λούσυ άρχισε να ξεφλουδίζει μια πατάτα. —Είναι τόσο βαρετά την περισσότερη ώρα όταν είσαι μεγάλος; — Βαρετός είναι η λέξη που σου έχει κολλήσει σήμερα; - Α σ ε , ξέχνα το. Δεκαέξι και πενήντα. Πέντε παρά δέκα. Να εί χε άραγε πράγματι κάποιο σχέδιο ο Αγκους; — Μπορεί τελικά να πάω να βρω τον Άγκους, αν δε σε πειράζει. Ίσως προλάβω να τον δω να... πώς το είπες; —Να μεταμορφώνεται;
br/zav
54
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Ναι. Ίσως έχει πλάκα. — Είναι, λοιπόν, λιγότερο βαρετός από το να καθαρίζεις πατάτες; — Έλα πια, καλέ μαμά. —Αφού σήμερα είναι τα γενέθλιά σου που δε θέλεις να γιορτάσεις σαν γενέθλια, δα σου κάνω τη χάρη και δα τελειώσω ε γ ώ τις πατάτες. Μην αργήσεις όμως. — Ευχαριστώ. Λεν πρόκειται ν' αργήσω. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει ποτέ πολλά να πει.
— Ναι; Εσύ είσαι; φώναξε η κυρία Πρόσσερ από τον επάνω όροφο. Η Μέλανι άνοιξε την τηλεόραση και έπεσε βα ριά στον καναπέ. — Όχι, είπε. Λεν είμαι εγώ, ο γαλατάς είναι. —Το τσάι σου είναι στην κουζίνα, ξανακούστη κε η φωνή της μητέρας της κι έπειτα ακολούθησαν ο θόρυβος από τα τακούνια της στις σκάλες και η μυρωδιά από το άρωμά της, που προπορευ όταν πάντα σαν σύννεφο ομίχλης. Δε σε πειράζει που δα φύγω, ε; Η Μέλανι σήκωσε το βλέμμα. Η μητέρα της εί χε αδειάσει το περιεχόμενο της καθημερινής της τσάντας πάνω στο ντουλάπι με τα ποτά και διάλε γε τα λίγα πράγματα που ήθελε να βάλει στο τσα-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
55
ντάκι που έπαιρνε κάθε φορά που έβγαινε βόλτα. — Στο ψυγείο έχει λίγο από το αγαπημένο σου παγωτό και πάνω στο τραπέζι μια βιντεοκασέτα που πήρα ειδικά για σένα. Σταμάτησε το ξεδιάλεγμα και κοίταξε την κόρη της στην άλλη άκρη του δωματίου. — Σου το 'πα; Δε σου το 'πα! Θα συναντηθώ με τον μπαμπά σου μετά τη δουλειά του και θα πάμε σ' ένα καινούριο κλαμπ στο Μπρίστολ. Πρέπει να σου το είχα πει. Κάτι θυμάμαι ότι σου είχα αναφέ ρει. Τέλος πάντων, έχω αργήσει, πρέπει να βια στώ. Ξέρεις πώς θυμώνει όταν αργώ. Η Μέλανι στράφηκε ξανά στην τηλεόραση. — Εντάξει, λοιπόν, δίνε του. Η Σύνθια Πρόσσερ άρπαξε το τσαντάκι της, έριξε μια αγριεμένη ματιά στην κόρη της, μουρμουρίζο ντας «Αχάριστο παλιοκόριτσο», κι έφυγε βροντώ ντας πίσω της την εξώπορτα. Μπήκε στο αυτοκί νητο και μάρσαρε δυνατότερα απ' ό,τι χρειαζόταν.
Φτάνοντας στη σιδηροδρομική διασταύρωση από το δρομάκι, η Λούσυ είδε τον Άγκους να κάθεται στην επάνω μπάρα των δίφρακτων. Έμοιαζε με ξωτικό, έτσι αδύνατος σαν μακαρόνι που ήταν. — Νόμιζα ότι δε θα ερχόσουν, της είπε. Για άλ λη μια φορά.
br/zav
56
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Βγήκα απλώς να περπατήσω λίγο πριν το βραδινό, γι' αυτό μη βιάζεσαι να χαρείς, είπε η Λούσυ σταματώντας μπροστά του. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με ένα παραφορτωμέ νο καρότσι διέσχισε με κόπο τις γραμμές και στά θηκε πίσω από τον Άγκους μορφάζοντας. Η Λούσυ τού έκανε νόημα δείχνοντας του τη γριά, ο Άγκους τελικά την πήρε είδηση και σχεδόν γκρεμοτσακί στηκε για να κατέβει από την μπάρα. Η γριά πέρα σε σύρριζα πλάι τους, κοιτώντας τους καχύποπτα. — Θα μ' έχεις πολύ ακόμα εδώ να περιμένω; εί πε η Λούσυ. Δ ε ν ξέρω αν είναι ασφαλές να με δει κανείς μαζί σου. — Μπορούμε να ακολουθήσουμε τη γραμμή του τρένου. Έχει ενδιαφέροντα πράγματα, που λιά, φυτά και τέτοια. —Εσένα μπορεί να μη σε νοιάζει, αλλά εγώ θα προτιμούσα να μείνω ζωντανή. Ο Άγκους σήκωσε το τζιν του ανεβάζοντας το από τη μέση και άφησε το βλέμμα του να πλανη θεί πέρα από τις γραμμές. Η Λούσυ δεν καταλάβαινε τι της έλεγε η μητέ ρα της. Εκείνη δε διέκρινε κανένα σημάδι μετα μόρφωσης. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος της, δη λαδή ψηλός για την ηλικία του, και τόσο λεπτός, που το μπλε αθλητικό μπλουζάκι του έπλεε επά νω του, αν και ίσως έφταιγε το ότι είχε χάσει τη
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
57
φόρμα του επειδή χρειαζόταν ένα καλό πλύσιμο. Όσο για το τζιν του, τα μπατζάκια του θαρρείς ότι ήταν άδεια, αν εξαιρέσει κανείς τα φθαρμένα μυ τερά σημεία εκεί που πρέπει να ήταν τα γόνατα του. Στο αριστερό μπατζάκι μάλιστα υπήρχε και μια τρύπα ακριβώς πάνω από το γόνατο. Ο Αγκους κοίταξε κλεφτά τη Λούσυ. Ήξερε ότι τον περιεργαζόταν. Με το δεξί του χέρι παραμέρι σε τα μαλλιά από το πρόσωπό του, μια συνήθεια τόσο εκνευριστική όσο και η κουρτίνα από μαλλιά που συνήθως το σκέπαζε. Μόνο τώρα όμως που τράβηξε τα μαλλιά του πίσω μπόρεσε να δει η Λούσυ τα μεγάλα καστανά του μάτια, που τη σόκαραν, γιατί δεν περίμενε ο Άγκους να έχει τέτοια μάτια. Τα χέρια του, ωστόσο, είχαν μακριά δάχτυ λα και ήταν βρόμικα και η Λούσυ, για να κρύψει την έκπληξή της, του είπε: — Καρβουνιάρης είναι ο μπαμπάς σου; — Όχι, γιατί; — Γιατί μοιάζεις σαν να έσκαβες να βρεις κάρ βουνο. Ο Άγκους επιθεώρησε τα χέρια του σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά. — Φύτευα μαρούλια, δικαιολογήθηκε τρίβοντας τα στο τζιν του, όπου ήταν φανερό ότι τα είχε ξανασκουπίσει πολλές φορές στο παρελθόν. — Για το κουνέλι μου. Δουλεύει στου Ντάνιελς.
br/zav
58
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Το κουνέλι σου δουλεύει στου Ντάνιελς; Ο Αγκους χαμογέλασε. — Όχι, ο μπαμπάς μου. Είναι μονταδόρος. Δου λεύει νυχτερινή βάρδια. Εξέτασε πάλι τα χέρια του, που τώρα έδειχναν χειρότερα από πριν, και τα έκρυψε στις τσέπες του. —Δεν τον βλέπω πολύ. Κυρίως τα Σαββατοκύ ριακα. Μερικές φορές είναι λίγο μουρτζούφλης όταν γυρίζω από το σχολείο. Εκείνη την ώρα μό λις έχει σηκωθεί, βλέπεις, και ετοιμάζεται για τη δουλειά. Έτσι ήταν και σήμερα το απόγευμα, γι' αυτό είπα να τον ρωτήσω κάποια άλλη φορά. — Για τα μαρούλια; — Όχι, για την Πρόσσερ. Στο άκουσμα αυτού του ονόματος η Λούσυ αναπήδησε. — Θα ρωτούσες τον μπαμπά σου για την Πρόσσερ; — Εκείνος σίγουρα θα ξέρει τι πρέπει να κά νουμε. —Άγκους Μπερνς! τσίνησε η Λούσυ. Αυτό ήταν το περίφημο σχέδιο σου; Γι' αυτό με κουβάλησες εδώ πέρα; — Νόμιζα ότι είχες βγει απλώς να περπατήσεις λίγο. — Κι αν ε γ ώ δε θέλω να ρωτάς τον απαίσιο τον μπαμπά σου για την Πρόσσερ ή για οτιδήποτε έχει να κάνει με μένα;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
59
— Ο μπαμπάς μου δεν είναι απαίσιος και... —Ίσως σκοπεύω να ρωτήσω το δικό μου μπα μπά. Ίσως ξέρει περισσότερα απ' το δικό σου για οτιδήποτε σου κατέβει να τον ρωτήσεις. Έ ξ ω φρενών, η Λούσυ ετοιμαζόταν να αποχω ρήσει αγέρωχα, όταν ο Άγκους, σαν να αποφάσι σε μετά από πολλή σκέψη, είπε: — Ναι, έχεις δίκιο, ίσως ξέρει περισσότερα. Η Λούσυ στράφηκε ξανά προς το μέρος του με τα χέρια στους γοφούς. — Ποιος; — Ο μπαμπάς σου. — Πρόσεχε καλά τι θα πεις για τον μπαμπά μου, Άγκους Μπερνς! του είπε κουνώντας του απειλητικά το δάχτυλο. Δ ε ν ξέρεις τίποτα για τον μπαμπά μου. Δ ε ν τον έχεις καν γνωρίσει. — Και βέβαια τον έχω γνωρίσει. Τον ρωτάω συ χνά για διάφορα πράγματα που αγοράζω για τον μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου λέει ότι ο μπαμπάς σου έχει το καλύτερο μαγαζί στην πόλη για εργα λεία και σύνεργα κηπουρικής και τέτοια πράγμα τα και ότι ξέρει απ' αυτά... — Ω, κλείσ' το επιτέλους! Η Λούσυ κάθισε βαριά στο γρασίδι και ακού μπησε την πλάτη της στο φράχτη. Αυτοί οι γονείς δε σου λένε τίποτα, τελικά! —Δε θέλω να μιλήσω σε κανένα για την Πρόσ-
br/zav
60
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
σερ, αν θέλεις να ξέρεις, του είπε. Γι' αυτό νομίζω ότι το σχέδιο σου είναι πατάτα. Το προειδοποιητικό καμπανάκι πάνω από τα δίφρακτα άρχισε να χτυπάει και ο εκκωφαντικός του ήχος έκανε αδύνατη κάθε άλλη συζήτηση. Το τρέ νο των πέντε και δεκαεννέα για το Γκλόστερ πέ ρασε σαν βολίδα από δίπλα τους με φοβερό σαματά. Όταν το καμπανάκι σταμάτησε, η σιωπή που επικράτησε για μερικά δευτερόλεπτα ήταν τόσο βαριά, που σχεδόν άκουγες τον ήχο της.
Η Μέλανι σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό. — Γεια, είπε. Μάντεψε! Είμαι μόνη μου. Θέλεις να έρθεις από δω; Περίμενε την απάντηση στην άλλη άκρη της γραμμής. — Εφυγε και μου άφησε μια καινούρια βιντεο ταινία. Έκανε λες και μου άφηνε κανένα θησαυ ρό. Για τα σκουπίδια είναι. Φέρε καμία από τις δι κές σου. Σταμάτησε ξανά για λίγο και χαχάνισε. — Είσαι πολύ αγενής! Άκουσε πάλι την απάντηση. — Θ' αργήσουν πολύ. Πιο πολύ απ' την ώρα που πέφτεις για ύπνο, πάντως.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
61
Ξαναγέλασε. — Θα τα πούμε λοιπόν, είπε και έκλεισε το τη λέφωνο.
—Δε θα μιλούσα στον μπαμπά μου για σένα, είπε ο Άγκους και κάθισε σε κάποια απόσταση από τη Λούσυ. Θα σου εξηγήσω αν μ' ακούσεις. - Σ ' ακούω. Τελείωνε. —Δε θα του έλεγα ότι επρόκειτο για σένα. Δ ε ν είμαι τόσο ηλίθιος. Και δεν είπα ότι αυτό ήταν το σχέδιο μου. —Λοιπόν; Ο Άγκους έσυρε αμήχανα τα πόδια του στο χώμα. — Να, διάβαζα ένα βιβλίο που... Η Λούσυ κάγχασε. — Εσύ; Διάβαζες βιβλίο εσύ; — Ναι, περίεργο σου φαίνεται; —Τι είδους βιβλίο; — Μυθιστόρημα, γιατί; — Εσύ ποτέ δε διαβάζεις βιβλία. —Τι λες! Διαβάζω συνεχώς. — Εγώ ποτέ δε σ' έχω δει να διαβάζεις. —Δεν είσαι συνεχώς μαζί μου. — Πότε διαβάζεις τότε; — Κυρίως τα βράδια. Όταν φεύγει για τη δου λειά ο μπαμπάς μου.
br/zav
62
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Μυθιστορήματα; — Νόμιζα ότι σ' ενδιέφερε να μάθεις το σχέδιο μου, είπε ο Άγκους, ανταποδίδοντας την ειρωνεία. Για φαντάσου να διαβάζει βιβλία! Ποιος; Ο Άγκους Μπερνς! Η Λούσυ τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Άλλη μια έκπληξη. Και ποια βιβλία να διάβαζε άραγε; Πέθαινε από πε ριέργεια να μάθει. Τελικά όμως το μόνο που του είπε ήταν: — Εντάξει, λοιπόν, για ν' ακούσουμε το σχέδιο σου. —Στην ιστορία που διάβασα, άρχισε ο Άγκους, σαν να είχε σκοπό να της διηγηθεί την πλοκή του βιβλίου λέξη προς λέξη, τρία αγόρια ενοχλούν ένα άλλο αγόρι... — Εγώ δεν είμαι αγόρι. —Το ξέρω, αλλά τι σημασία έχει; — Για μένα έχει. Και νόμιζα ότι είχε και για σέ να, Άγκους Μπερνς. — Ε γ ώ απλώς εννοούσα... Το πρόσωπο του Άγκους -όσο μπορούσε να δει, τέλος πάντων, η Λούσυ- κοκκίνισε. Το έστρε ψε από την άλλη, σκύβοντας το κεφάλι σαν να επιθεωρούσε το έδαφος ανάμεσα από τα γόνατα του, με τα μαλλιά να του καλύπτουν το πρόσωπο σαν κουρτίνα. «Γιατί δεν κρατάω αυτό το μεγάλο στόμα μου
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
63
κλειστό;» σκέφτηκε η Λούσυ, αλλά τελικά του εί πε ζωηρά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα: —Αντε, λοιπόν, συνέχισε. Ο Άγκους κόμπιασε λίγο, παραμέρισε την κουρτίνα από το πρόσωπο του και άρχισε να ξη λώνει τις κλωστίτσες από το σκίσιμο στο τζιν του. —Το παιδί που το ενοχλούσαν έτρεχε συνεχώς να τους ξεφύγει, κρυβόταν και τα σχετικά. Έκανε μια μικρή παύση παρακολουθώντας με το μάτι ένα μικρό αδέσποτο σκυλί που σκάλιζε και μύριζε τα σκουπίδια στην αντικρινή πλευρά του δρόμου. — Και μετά; είπε η Λούσυ όσο πιο υπομονετικά μπορούσε, γιατί με τον Άγκους, όπως άρχιζε να αντιλαμβάνεται, χρειαζόταν πολλή υπομονή. — Συνέχισαν να τον καταδιώκουν. Εκείνος έσπαγε το μυαλό του να βρει πώς μπορούσε να απαλλαγεί απ' αυτούς, τη στιγμή που ούτε ο φίλος του βοηθούσε ούτε η μητέρα του του έδινε σημα σία και ο πατέρας του έλειπε. Έτσι, δεν είχε κανέ να να στηριχτεί και τελικά... — Επιτέλους! —.. .αποφάσισε ότι το καλύτερο που είχε να κά νει ήταν να ορθώσει το ανάστημα του απέναντι τους, με όποιο τίμημα. Έτσι, το παιδί αυτό και ο πιο μεγαλόσωμος από τους τρεις νταήδες μονομάχη σαν με γροθιές και ο νταής τού έσπασε τη μύτη,
br/zav
64
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
αλλά έφαγε κι αυτός αρκετές από τον ήρωα και η ιστορία λέει ότι ο νταής από τότε δε φαινόταν πια τόσο τεράστιος και σταμάτησε να ενοχλεί τον ήρωα. Ο Άγκους κοίταξε τη Λούσυ, περιμένοντας την αντίδραση της. —Αηδίες! είπε η Λούσυ. Το σκυλί που έψαχνε στα σκουπίδια έφτασε μέ χρι τις γραμμές του τρένου και μετά έκανε μεταβο λή και πέρασε τρέχοντας μπροστά από τη Λούσυ και τον Άγκους, που κάθονταν στηριγμένοι στο φράχτη, χωρίς να τους δώσει καμία σημασία. —Λεν την αφηγήθηκα και πολύ ωραία την ιστορία, είπε ο Άγκους, αλλά το βιβλίο είναι καλό και αστείο επίσης. Θα σου το δανείσω, αν θέλεις. — Όχι, ευχαριστώ. Αυτό που προσπαθείς να μου πεις είναι ότι το σχέδιο που έχεις είναι να παί ξω ξύλο με την Πρόσσερ; — Ε γ ώ απλώς μια ιδέα έριξα. — Να μου λείπει. Γιατί αυτό που μου προτείνεις, Άγκους Μπερνς, είναι να πάω γυρεύοντας και τε λικά να με σπάσουν στο ξύλο. Η Πρόσσερ, η Φάρραντ και αυτή η σιχαμένη η Σίμσον θα μ' έκαναν με τα κρεμμυδάκια. Για θυμήσου τι έκαναν στην Κλερ Τονκς. —Δε θα το έκαναν αν τους είχε αντισταθεί. — Μα πώς; Τι θα μπορούσε να κάνει;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
65
—Το παιδί στην ιστορία που διάβασα το έκανε. — Ουφ, πια, εσύ και η ανόητη ιστορία σου! Στην πραγματικότητα δε γίνεται έτσι. Δ ε ν το έχεις πάρει είδηση; Π ρ ώ τ α πρώτα, ο μεγαλόσωμος νταής του βιβλίου κατά πάσα πιθανότητα δε θα αναμετριόταν με τον ήρωα σου μόνος του. Θα του ρίχνονταν και οι τρεις της παρέας του μαζί. Και τό τε ποια θα ήταν η κατάληξη; Ο Άγκους δεν είπε τίποτα, αλλά κλότσησε το χορτάρι με το πόδι του, στο οποίο, όπως παρατή ρησε η Λούσυ, φορούσε ένα αθλητικό παπούτσι καταλασπωμένο και τρύπιο στο μπροστινό μέρος. — Όλα θα είχαν πάει μια χαρά αν τον είχαν βοηθήσει οι φίλοι του. — Κανείς όμως δε βοηθάει την Κλερ ή οποιοδή ποτε άλλο θύμα της Πρόσσερ. Εμένα δε με βοή θησε κανείς από τους φίλους μου. — Ε γ ώ προσπάθησα να βοηθήσω, ψέλλισε ο Άγκους. — Βοήθεια το λες εσύ αυτό; Και ποιος σου είπε ότι εσύ είσαι φίλος μου; — Και η Κλερ Τονκς προσπαθούσε να βοηθήσει. - Η Κλερ Τονκς; — Ναι, στεκόταν πλάι στον τοίχο και μου έλεγε διαρκώς: «Μη, μη, απλώς θα κάνεις τα πράγματα χειρότερα για τη Λούσυ». Κι ε γ ώ την άκουσα. Αλλά έκανε λάθος.
br/zav
66
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Δεν έκανε λάθος, είπε ξεφυσώντας περιφρονητικά η Λούσυ. — Όχι, έκανε λάθος, επέμενε ο Άγκους ξαφνιά ζοντας τη Λούσυ με τον απότομο θυμό του. Το σκέφτηκα και το ξανασκέφτηκα. Κλότσησε τόσο δυνατά το χώμα, που μια τούφα χορτάρι ξεριζώθηκε και κύλησε στο δρόμο. — Έπρεπε να τους είχα ρίξει κλοτσιές, να τις εί χα κλοτσήσει μέχρι θανάτου. Η Λούσυ δεν μπόρεσε να μη νιώσει ικανοποίη ση με τη σφοδρότητα της οργής που τον πλημμύ ριζε για λογαριασμό της. —Το μόνο που θα είχες καταφέρει θα ήταν να σου δημιουργήσουν προβλήματα με τον κύριο Χαντ. Ο Άγκους σηκώθηκε όρθιος. —Τη μισώ την Πρόσσερ, είπε. Το άτομο είναι άρρωστο. Πάνω από τα κεφάλια τους, το καμπανάκι άρ χισε να χτυπάει ξανά. Ερχόταν το τρένο των πέντε και σαράντα τέσσερα από το Γκλόστερ για το Σουίντον. Σηκώθηκε και η Λούσυ και τίναξε τα ρούχα της, ε ν ώ δίπλα τους περνούσε με τη συνηθισμένη φασαρία το τρένο. Ο Άγκους έγειρε στα δίφρακτα, με το πιγούνι στις παλάμες, κοιτώντας το να περ νάει. Σπάζοντας τη σύντομη σιωπή που ακολούθη σε, η Λούσυ είπε:
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
67
— Πιθανότατα δεν πρόκειται να με ξαναενοχλη θούν. — Και βέβαια θα σε ξαναενοχλήσουν, είπε ο Αγκους χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. Και την επό μενη φορά 8α μπω στη μέση κι εγώ. — Όχι, μην το κάνεις αυτό, είπε η Λούσυ πανικό βλητη. Δεν πρόκειται να σταματήσεις την Πρόσσερ και όλοι θα γελάνε μαζί σου. Και με μένα επίσης. Ο Άγκους δε μίλησε. —Ακούς τι σου λέω, Άγκους Μπερνς; Επιτέλους, γύρισε προς το μέρος της και στηρί χτηκε νωχελικά στην μπάρα, με τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες. — Ναι, ακούω, μουρμούρισε κοιτώντας κάτω, ίσως τα πόδια του, απ' όσο μπορούσε να δει η Λούσυ. — Πρέπει να φύγω, του δήλωσε. Η μαλλούρα έγνεψε καταφατικά. —Άγκους Μπερνς, είπε εκνευρισμένη η Λού συ. Κάνε μου μια χάρη. — Φυσικά, τι θέλεις; απάντησε αμέσως ο Άγκους, διώχνοντας ανυπόμονα την κουρτίνα από τα μά τια του. —Αν είναι να είμαστε φίλοι, τουλάχιστον λού σου και κουρέψου. Το μαλλί σου είναι χάλια. Ο Άγκους έφερε ασυναίσθητα το χέρι στο κε φάλι του.
br/zav
68
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Ναι, αυτό ακριβώς εννοώ, είπε η Λούσυ. Αυτό το πράγμα που φυτρώνει πάνω στην κεφάλα σου. Και πήρε το δρόμο για το σπίτι της αφήνοντας τον μόνο.
Η Μέλανι άνοιξε την πόρτα. Είχε αλλάξει ρούχα. Φορούσε ένα στενό κόκκινο τζιν και ένα κολλητό άσπρο μπλουζάκι που έγραφε ZAP με μαύρα χο ντρά γράμματα στο μπροστινό μέρος. — Γεια σου, είπε στον επισκέπτη της. Έλα γρή γορα μέσα. Η γριά που μένει δίπλα είναι πολύ κουτσομπόλα.
—Σαν πολύ δε μιλάς για κάποιον που θεωρείς βα ρετό; είπε ο πατέρας της Λούσυ στο βραδινό φα γητό. — Φταίει που είναι τόσο αλλόκοτος, είπε η Λούσυ. — Εμένα δε μου φαίνεται καθόλου αλλόκοτος, είπε ο Τζακ. — Ούτε σε μένα, είπε η Σάρα. Η Λούσυ συνέχισε χωρίς να τους δίνει σημασία. — Και είναι και τόσο ατημέλητος. Γιατί δεν κά νει κάτι γι' αυτό η μητέρα του; Η Σάρα γέλασε. — Γιατί δεν κάνει κάτι ο πατέρας του;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
69
— Ο μπαμπάς του δουλεύει συνεχώς νυχτερινή βάρδια. Ο Αγκους τον βλέπει ελάχιστα. Μόνο τα Σαββατοκύριακα. Εσύ, πάντως, θα έκανες σίγου ρα κάτι για μένα αν ήμουν στην κατάσταση που είναι ο Άγκους. — Μπα, είπε η Σάρα. Μάλλον εσύ θα έκανες κάτι για τον εαυτό σου. Ο Τζακ έβαλε στο πιάτο του λίγη σαλάτα ακόμα. — Πρέπει να σου αρέσει, αλλιώς δε θα συνέχι ζες να μιλάς γι' αυτόν. — Όχι, καλέ μπαμπά, δεν είναι αυτό, είπε η Λούσυ προσπαθώντας να το γυρίσει στο αστείο. Απλή περιέργεια έχω. Σαν επιστήμονας που μόλις ανακάλυψε ένα νέο είδος κάποιου ανατριχιαστι κού εντόμου. Η Σάρα και ο Τζακ κοιτάχτηκαν και χαμογέλα σαν με νόημα.
Μόλις ο πατέρας του έφυγε με το ποδήλατο για τη δουλειά, ο Αγκους πήρε το ψαλίδι από το κουτί ραπτικής της μητέρας του και ανέβηκε στο λουτρό του επάνω ορόφου. Κοιτάχτηκε εξεταστικά στον καθρέφτη από κάθε πιθανή γωνία και μετά άρχι σε να κόβει.
br/zav
70
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Απ' όσα λες, μου φαίνεται σκέτη σπασίκλα. Η Μέλανι κουλουριάστηκε ναζιάρικα στον κα ναπέ και είπε: —Αυτό ακριβώς είναι. — Πάει γυρεύοντας. — Μ' αυτό το σαχλό τον πατέρα της, που είναι όλο αγάπες και φιλάκια, κι αυτή την πολύξερη, τη φαντασμένη τη μάνα της. — Σου 'ρχεται να ξεράσεις. — Γι' αυτό κι εγώ σήμερα το πρωί τής έβγαλα το παρατσούκλι Λουσούλα Ξερασούλα. Θα 'πρεπε να την έβλεπες. Πολύ θα ήθελε να με σκοτώσει! —Ας τολμούσε! — Με τη Φάρραντ δίπλα μου, πώς να τολμούσε; Η Φάρραντ είναι σκέτο βόδι, αλλά μερικές φορές είναι χρήσιμη. Η Μέλανι φόρεσε ένα βλακώδες ύφος και έκα νε επίδειξη κάμψης των δικέφαλων της σαν μπόντι μπίλντερ. — Ε, ωραίο αυτό! Για ξανακάν' το. — Παλιοκόλακα! είπε η Μέλανι, προσποιούμε νη ότι θα κλοτσήσει το συνομιλητή της. Γέλασαν και οι δύο. —Λοιπόν, τα περνάμε πολύ φίνα οι δυο μας. — Πες μας κι άλλα λοιπόν, είπε η Μέλανι.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
71
Χωρίς να είναι ολότελα σίγουρος για τη δουλειά που είχε ξεκινήσει το απόγευμα, ο Άγκους βεβαι ώθηκε ότι οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και η σό μπα σβηστή, βρήκε το βιβλίο του, έκλεισε την τη λεόραση και έπεσε στο κρεβάτι, ξεχνώντας, όπως συνήθως, να πλυθεί.
Η Λούσυ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της στο σκοτάδι του δωματίου της. Άκουγε τους γονείς της, δύο ορόφους πιο κάτω, και μουσική σε τόση έντα ση, που μόλις ξεχώριζε το σκοπό του τραγουδιού. Δ ε ν μπορούσε να κοιμηθεί. Η Μέλανι Πρόσσερ τρύπωνε διαρκώς στις σκέψεις της και την ανα στάτωνε. Κάθε φορά που την έφερνε στο νου της την έλουζε κρύος ιδρώτας. Από την ώρα που έπεσε για ύπνο προσπαθού σε να αποφασίσει τι να κάνει. Να ελπίζει ότι η Μέ λανι δε θα την ξαναπείραζε; Να τους πάει μερικά μικροδωράκια με την ελπίδα ότι η υπόθεση θα τε λείωνε εκεί; Ή μήπως είχε δίκιο ο Άγκους και η Πρόσσερ ούτε θα την ξεχνούσε ούτε θα την άφη νε ήσυχη; Τι θα έκανε όμως η Πρόσσερ αν η Λού συ δεν της έφερνε τίποτα την επομένη; Θα την έκανε να πονέσει λίγο; Θα της έλεγε χυδαιότητες; Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Τα περισσότερα παιδιά υποχωρούσαν
br/zav
72
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
με την πρώτη, ακριβώς επειδή τα φόβιζε η σκέψη του τι θα μπορούσε να τους κάνει η Πρόσσερ. Και για όλα αυτά έφταιγαν οι φήμες που κυκλοφο ρούσαν γι' αυτήν. Αν όμως δεν έπαιρνε τίποτα την πρώτη φορά, το πιθανότερο θα ήταν να έβρισκε κάποιον άλλο να ενοχλήσει, σωστά; Άξιζε τον κόπο να δοκιμάσει αυτή την τακτική. Η Λούσυ στριφογύρισε λίγο νευρικά, αναστένα ξε και προσπάθησε και πάλι να ηρεμήσει και να κοιμηθεί.
Η εξώπορτα βρόντησε και στην είσοδο ακούστη καν φωνές που μαρτυρούσαν τσακωμό. Η Μέλανι σηκώθηκε πανικόβλητη. — Φτου να πάρει, γύρισαν νωρίς! Άρχισε να τρέχει ολόγυρα στο δωμάτιο, συγυρί ζοντας και ταυτόχρονα τακτοποιώντας τα ρούχα ιης. Η πόρτα του καθιστικού άνοιξε διάπλατα και μπήκε ο Μπιλ Πρόσσερ. —Χάλια ήταν! φώναζε πάνω από τον ώμο του κοιτώντας προς τα πίσω. Μπαίνοντας όμως στα μάτησε απότομα. —Τι είναι όλα αυτά; είπε και ο τόνος της φωνής του άλλαξε επικίνδυνα. Ποιος στο διάβολο είσαι εσύ;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
73
—Ένας φίλος της Μελ. —Της Μελ; Της Μέλανι εννοείς, ε; Και ποιος σου είπε ότι έχεις δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ τέ τοια ώρα; Ο Μπιλ Πρόσσερ έριξε μια ματιά στο ρολόι τοί χου πάνω από το τζάκι. — Έντεκα και τέταρτο! —Μα, καλέ μπαμπά... διαμαρτυρήθηκε η Μέ λανι. — Μη μ' αρχίζεις στα «καλέ μπαμπά», κυρία μου! Κι εσύ... είπε ο Μπιλ με το δάχτυλο τεντω μένο, έξω! —Δεν κάναμε τίποτα! φώναξε η Μέλανι. — Όσο για σένα... ο Μπιλ απευθύνθηκε στη θιγμένη του κόρη, στο κρεβάτι αμέσως! Η Μέλανι βγήκε με βαριά βήματα από το δω μάτιο, ενώ ο φίλος της ήδη είχε γίνει καπνός. Στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε η Σύνθια Πρόσσερ. —Τι γκρινιάζεις πάλι, φωνακλά; — Ελπίζω να έχεις φροντίσει να μιλήσεις για με ρικά πράγματα στην κόρη σου, είπε ο άντρας της, βηματίζοντας στο δωμάτιο σαν λιοντάρι στο κλουβί. — Σταμάτα να φωνάζεις, είπε η Σύνθια και, ανοίγοντας το ντουλάπι με τα ποτά, γέμισε ένα ποτήρι ως επάνω.
br/zav
74
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Η πόρτα του δωματίου της Μέλανι έκλεισε με τέτοιο βρόντο, που έτριξε όλο το σπίτι. — Πρέπει να της μιλήσεις, είπε ο Μπιλ Πρόσσερ πέφτοντας βαριά στην καρέκλα του. — Μίλα της εσύ. Η Σύνθια Πρόσσερ ετοίμασε ένα ποτό και για το σύζυγο της. — Μπορεί και να σ' ακούσει. Εμένα, πάντως, σίγουρα δε μ' ακούει. Του έδωσε το ποτήρι. — Πάρε, κατέβασε αυτό και βούλωσέ το επιτέ λους. — Και την επόμενη φορά, είπε ο Μπιλ Πρόσ σερ, κοίτα να βρεις κανένα μέρος πιο ενδιαφέρον απ' αυτό το ψόφιο κλαμπ που με κουβάλησες απόψε.
br/zav
4 Το ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ η Λούσυ έβαλε τα δυνατά της να αργήσει στο σχολείο. Η Σάρα μούτρωσε που η κόρη της δεν είχε ετοιμάσει έγκαιρα τα πράγματα της και ο Τζακ γκρίνιαζε ότι τον καθυστερούσε και θα αργούσε στο μαγαζί. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όμως, η Λούσυ κατάφερε να αργοπορήσει αρκετά για να είναι σίγουρη ότι είχε ήδη χτυπήσει το κουδούνι όταν ο πατέρας της την άφησε στην πόρτα του σχολείου. Φτάνοντας, είδε με ανακού φιση ότι το προαύλιο ήταν άδειο. —Τι έπαθες σήμερα; Δεν το συνηθίζεις εσύ να αργείς, της είπε η κυρία Χάρρις. —Δεν έβρισκα τη φόρμα της γυμναστικής και καθυστέρησα, είπε η Λούσυ. Συγγνώμη. Απέφυγε επιμελώς να κοιτάξει προς τη μεριά της Μέλανι, αλλά πρόλαβε να δει ότι ο Άγκους δεν ήταν στη θέση του. Καθώς βολευόταν στο θρανίο
br/zav
76
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
της, είδε τη Σαμάνθα από απέναντι να της χαμο γελά, γεφυρώνοντας το χάσμα που είχε ανοίξει α ν ά μ ε σ α τους χτες. Της χαμογέλασε κι αυτή αχνά. Όχι επειδή ήθελε να την κρατήσει σε από σταση αλλά γιατί, προς έκπληξή της, η σκέψη της ήταν στον Αγκους. Λίγα λεπτά αργότερα μπροστά της έφτασε ένα ραβασάκι. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα είχε έρ θει ο Άγκους και του έριξε μια γρήγορη ματιά. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι το σημείωμα δεν μπο ρούσε να είναι απ' αυτόν: Ήταν καθαρό και καλοδιπλωμένο. Και τότε τα μάτια της συνάντησαν τα μάτια της Μέλανι, που την κοιτούσαν παγωμένα από το ακριανό θρανίο. Προσπαθώντας να μη δείξει την αναστάτωση της ή ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η Λούσυ ξεδίπλωσε το σημείωμα: 10.30 ΜΟΛΥΒΟΘΗΚΗ
Χρειάστηκε να το διαβάσει ξανά και ξανά για να αντιληφθεί τι σήμαινε. Και τότε ένιωσε τον κόσμο να σκοτεινιάζει, σαν να ήταν παγιδευμένη σ' ένα κουτί. Η Μέλανι ζητούσε δώρο. Λεν είχε σκοπό να την αφήσει ήσυχη.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
77
Ο Άγκους έφτασε στις δέκα και δέκα. Φορούσε το χειμωνιάτικο μπουφάν του και είχε την κουκούλα με τη γούνινη επένδυση στο κεφάλι του, με τα κορδόνια δεμένα σφιχτά γύρω από το πρόσωπο του. —Αποφάσισες, λοιπόν, να μας τιμήσεις με την παρουσία σου; είπε η κυρία Χάρρις. Το συνηθίζεις να αργείς, μα σήμερα το παράκανες. Ο Άγκους στεκόταν πλάι στην έδρα της δασκά λας. Απ' όλη την τάξη ακούστηκαν πνιχτά γελά κια. Η Μέλανι Πρόσσερ έβηξε με σημασία. —Δε βλέπω να βρέχει, έτσι δεν είναι; συνέχισε η κυρία Χάρρις. — Όχι, κυρία, απάντησε ο Άγκους. Με φωνή που μαρτυρούσε κούραση, επειδή ήξε ρε τον Άγκους από παλιά, η κυρία Χάρρις ρώτησε: —Τότε γιατί φοράς μπουφάν; Και μάλιστα και την κουκούλα; Θα 'λεγε κανείς ότι βρισκόμαστε στον Ιανουάριο και όχι στον Ιούνιο. Ο Άγκους δεν αποκρίθηκε, αλλά την κοίταξε ανέκφραστα. Η τάξη περίμενε με ενδιαφέρον τη συνέχεια. —Άντε λοιπόν, είπε η κυρία Χάρρις, βγάλε το μπουφάν σου και στρώσου στη δουλειά. —Δε θέλω, κυρία. Αγγίζοντας τα όρια της υπομονής της, η κυρία Χάρρις ξαναρώτησε:
br/zav
78
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Δε θέλεις να το βγάλεις ή δε θέλεις να στρω θείς στη δουλειά; —Δε θέλω να το βγάλω, κυρία. — Και γιατί, παρακαλώ; —Έχω δικαιολογητικό σημείωμα. Και ο Αγκους της παρέδωσε έναν τσαλακωμέ νο φάκελο. Η κυρία Χάρρις τον πήρε προσεκτικά, τον εξέ τασε, τον ίσιωσε, βεβαιώθηκε ότι δεν επρόκειτο να εκραγεί στα χέρια της, τον άνοιξε με το κόκκινο στυλό της και έβγαλε από μέσα μια σελίδα. Καθώς διάβαζε το γράμμα, η Λούσυ θα έπαιρνε όρκο ότι είδε μια υποψία χαμόγελου να τρεμοπαίζει στις άκρες του στόματός της. Όταν όμως η δασκάλα στράφηκε ξανά στον Άγκους, το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και αγέλαστο, όπως συνήθως. — Έχει ενημερωθεί γι' αυτό ο κύριος Χαντ; Ο Άγκους κούνησε αρνητικά το κεφάλι. —Δεν πειράζει για την ώρα. Η κυρία Χάρρις δίπλωσε και πάλι το γράμμα και το έβαλε στο φάκελο. — Θα πρέπει να ενημερωθεί όμως. Θα σε πάω στο γραφείο του στο διάλειμμα. Κοίταξε μετά τα παιδιά που περίμεναν με τε ντωμένα αυτιά ν' ακούσουν αυτό που ετοιμαζόταν να πει. — Ο Άγκους είχε ένα μικρό ατύχημα, ανακοί-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
79
νωσε με φωνή που έδειχνε ότι δε σήκωνε αστεία. Καλύτερα να το μάθετε τώρα, για να τελειώνουμε μ' αυτό. Δε συμφωνείς κι εσύ, Άγκους; Ο Άγκους είχε ένα ύφος σαν η κυρία Χάρρις να του πρότεινε να του βγάλει ένα ένα όλα του τα δό ντια με πένσα και χωρίς αναισθητικό. —Μην ξεχνάτε, είπε η κυρία Χάρρις απευθυνό μενη σε όλους, ότι ατυχήματα μπορούν να συμ βούν σε οποιονδήποτε - στον καθένα από μας. Ο Ρόλαντ Όλιβερ χασκογέλασε, αλλά η δασκά λα τον αγριοκοίταξε και σταμάτησε αμέσως. — Και τώρα, Άγκους, είπε όταν βεβαιώθηκε ότι η τάξη είχε ησυχάσει και ήταν έτοιμη για την απο κάλυψη, εμπρός, βγάλε αυτό το μπουφάν. Απρόθυμα, ο Άγκους έλυσε τα κορδόνια της κου κούλας, έσκυψε μπροστά και άρχισε να τραβάει το στενό μπουφάν για να το βγάλει περνώντας το από το κεφάλι του. Όταν το πέρασε όμως από το κεφάλι του, τα χέρια του μπλέχτηκαν στα μανίκια. Η Λού συ ήθελε να ορμήσει να τον βοηθήσει, αλλά έσπευ σε η κυρία Χάρρις. Έπιασε το μπουφάν από τους ώμους και με ένα δυνατό τράβηγμα του το έβγαλε. Ακολούθησε μια μετέωρη στιγμή ησυχίας κι έπειτα όλοι, ακόμα και η κυρία Χάρρις, ξέσπασαν σε ασυγκράτητα γέλια. Απροστάτευτος και απελ πισμένος, ο Άγκους αναγκάστηκε να υπομείνει τον καταιγισμό των χλευασμών.
br/zav
80
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Το ατύχημα στο οποίο είχε αναφερθεί η κυρία Χάρρις είχε συμβεί, φυσικά, στο κεφάλι του. Αντί για την κουρτίνα των ίσιων αχτένιστων μαλλιών του, στο κεφάλι του τώρα φύτρωναν εδώ κι εκει κοντές μυτερές τουφίτσες, σαν παλιά χιλιομαδημένη βούρτσα. Αλλά δεν τέλειωνε εκεί. Τα μαλλιά του Άγκους δεν είχαν πια το γνώριμο, μουντό από την απλυσιά καστανό χρώμα τους, αλλά ήταν γεμάτα ζωη ρόχρωμα μπαλώματα σε ποικίλες αποχρώσεις του κίτρινου, που μπλέκονταν σε παράδοξα σχέ δια. Μόλις η τάξη συνειδητοποίησε το μέγεθος του «ατυχήματος», τα περισσότερα αγόρια ζητωκραύ γασαν σαν ο Άγκους να είχε βάλει γκολ, ενώ τα κορίτσια συνέχισαν να χτυπιούνται από τα γέλια. — Μοιάζει με τρομαγμένο σκαντζόχοιρο! έσκου ξε η Πρισίλλα Μόλτον. — Θα του ήρθε καπέλο κανένας κουβάς με μπογιά! φώναξε και η Σου Ντόντσον. Ο Άγκους, με τη δυστυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, τις κοίταξε ανοιγοκλείνοντας νευρι κά τα μάτια. Η Λούσυ όμως, εντελώς ξαφνικά, δεν είχε κα μία διάθεση για γέλια. Τ ώ ρ α πια το ήξερε ότι ο Άγκους σε καμιά περίπτωση δεν ήταν εκείνος που νόμιζε. Ήταν εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
81
Η μητέρα της είχε δίκιο. Μόνο που η μεταμόρφω ση του δε διήρκεσε ένα δυο χρόνια, αλλά φαινόταν να είχε συμβεί μέσα σε ένα μόνο βράδυ. Τώρα που τα μαλλιά του δεν έπεφταν πια μπροστά στο πρό σωπο του, μισοκρύβοντας τα χαρακτηριστικά του, έβλεπε τη μύτη, το στόμα και το πιγούνι του. Ήταν καλοσχηματισμένα, με καθαρές, στρωτές γραμ μές. Αυτό που τράβηξε περισσότερο όμως την προ σοχή της ήταν τα μάτια του. Μεγάλα, όμορφα κα στανά μάτια, που είχε πρωτοδεί για μια φευγαλέα στιγμή χτες βράδυ στη σιδηροδρομική διασταύρω ση. Τα μάτια αυτά τώρα κοιτούσαν μια εδώ και μια εκεί, με πόνο και αμηχανία. Και η αμηχανία του έγινε και δική της, επειδή ήξερε γιατί ήταν σ' αυτή την κατάσταση το μαλλί του. Ήθελε να φωνάξει σε όλους τους να σκάσουν και να τον αφήσουν ήσυχο. Δ ε ν έφταιγε αυτός. Εκείνη έφταιγε. —Απ' ό,τι φαίνεται, είπε τελικά η κυρία Χάρρις, προσπαθώντας να επιβάλει ησυχία στην τάξη, χτες βράδυ ο Άγκους αποφάσισε να κόψει τα μαλ λιά του μόνος του. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, λούστηκε με ένα σαμπουάν, που αποδείχτηκε όμως ότι δεν ήταν σαμπουάν αλλά φακελάκι βα φής. Είναι αδιανόητο πώς θα μπορούσε κανείς να καταφέρει τέτοιον άθλο ανοησίας. Αν υπήρχε όμως ένας άνθρωπος σ' όλο τον κόσμο που θα
br/zav
82
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
έκανε τέτοια γκάφα, αυτός είσαι σίγουρα εσύ, Άγκους. Ακολούθησαν κι άλλα γέλια, αν και πιο αδύνα μα αυτή τη φορά. Μερικοί γελούσαν απλώς για να γελάσουν. Η κυρία Χάρρις άφησε να κοπάσουν και τα τε λευταία γέλια και μετά είπε αποφασιστικά: — Ελπίζω τώρα να ξεχάσουμε το μικρό ατύχη μα του Άγκους και να γυρίσουμε στο μάθημα μας. Πήγαινε να καθίσεις, Άγκους. Μετά το σχολείο φαντάζομαι ότι κάτι θα κάνεις για να διορθώσεις τη χθεσινοβραδινή καταστροφή, έτσι; Ο Άγκους έσυρε τα βήματα του μέχρι τη θέση του και καμώθηκε πως ασχολείται με τα πράγμα τα του, αποφεύγοντας επιμελώς το βλέμμα της φί λης του. «Δείχνει απ' έξω του όπως νιώθω γι' αυ τόν μέσα μου» σκέφτηκε η Λούσυ.
Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι για διάλειμ μα. Έ ν α σμάρι από παιδιά περικύκλωσε αμέσως τον Άγκους, φωνάζοντας, γελώντας και βομβαρ δίζοντας τον με ερωτήσεις. Μέσα στη φασαρία και στο συνωστισμό η Μέ λανι, η Βίκυ και η Σάλλυ-Ανν κατέβασαν σπρώ χνοντας τη Λούσυ στην αυλή και την οδήγησαν με το ζόρι πίσω από το υπόστεγο. Μόνο η Κλερ
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
83
Τονκς τις πήρε είδηση και τις ακολούθησε από μακριά. Στο μεταξύ, η κυρία Χάρρις απομάκρυνε με φωνές το πλήθος των παιδιών, βούτηξε τον Άγκους από τον ώμο και τον οδήγησε στο γραφείο του κυ ρίου Χαντ. Μια μικρή ομάδα αγοριών αποφασι σμένων να σπάσουν πλάκα ακολούθησαν σε απόσταση ασφαλείας, ώσπου ήρθε απειλητικά η κυρία Φλέτσερ, που ήταν υπεύθυνη για την επι τήρηση του διαδρόμου εκείνη τη μέρα, και, αγνο ώντας τις χλιαρές διαμαρτυρίες τους, τα έβγαλε στο προαύλιο.
- Τίποτα! Τα μάτια της Μέλανι στένεψαν. —Δε θυμάμαι να μη σου ζητήσαμε να φέρεις κάτι, Ξερασούλα. — Εμείς σου ζητήσαμε δώρα, είπε η Σάλλυ-Ανν τσιμπώντας την στο μπούτι τόσο δυνατά, που η Λούσυ άφησε μια κραυγή πόνου. —Τι έχει στη σάκα της; ρώτησε η Βίκυ, αλλάζο ντας τη λαβή που της είχε κάνει στο μπράτσο σε κεφαλοκλείδωμα, για να έχει το ένα χέρι ελεύθε ρο να αρπάξει μια τούφα από τα μαλλιά της Λούσυ. Η Σάλλυ-Ανν αναποδογύρισε τη σάκα της στο έδαφος, αδειάζοντας το περιεχόμενό της μπροστά
br/zav
84
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
στα πόδια της Λούσυ, που στριφογύριζε απεγνω σμένα πασχίζοντας να ελευθερωθεί. —Στη θέση σου δε θα χοροπηδούσα έτσι, είπε η Μέλανι. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να ποδοπατήσεις αυτό το σκουπιδαριό που κουβαλάς στη σάκα σου. Κάθισε στις φτέρνες πλάι στη Σάλλυ-Ανν και οι δυο τους άρχισαν να ψαχουλεύουν τα πράγματα της Λούσυ. — Πάρτε τα βρομόχερά σας από τα πράγματα μου! φώναξε η Λούσυ, παλεύοντας να ελευθερω θεί από την αρπάγη της Βίκυ, όσο κι αν πονούσε. — Βούλωσε το, βρομιάρα, γρύλισε η Βίκυ, τρα βώντας της απότομα την τούφα μαλλιών που είχε στο χέρι της. Η Λούσυ ούρλιαξε. Τα μάτια της γέμισαν δά κρυα, που ήταν αδύνατο να συγκρατήσει. Κρέμο νταν, θαρρείς, στην άκρη των ματιών της, έτοιμα να αρχίσουν να κυλούν στα μάγουλά της. Στον πόνο που τα είχε προκαλέσει ήρθε τώρα να προ στεθεί και η οργή της που δεν μπορούσε να τα συ γκρατήσει. Εκείνη τη στιγμή από τη γωνία φάνηκε η Κλερ Τονκς. Η Λούσυ προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπο της. —Δίνε του, Τονκς, κραύγασε άγρια η Βίκυ.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
85
Η Κλερ δε σάλεψε, αλλά συνέχισε να τις παρα κολουθεί από ασφαλή απόσταση. Η Μέλανι σήκωσε το βλέμμα και της έριξε μια βιαστική ματιά. —Αφήστε την, είπε. Δ ε ν μπορεί να κάνει τίπο τα. Θα πληρώσει αργότερα. —Αυτή η ξύστρα δεν είναι άσχημη, είπε η Σάλ λυ-Ανν, πρακτική όπως πάντα, σαν να ψώνιζε από μαγαζί. Έχει έναν πολύ ωραίο κρίκο με το Σνούπυ. Να κι ένας ωραίος πράσινος μαρκαδό ρος. Μπορείς να τον πάρεις εσύ, Βίκυ. Το πράσι νο είναι το αγαπημένο σου χρώμα. Και, ω ω ω , κοίτα τι βρήκα εδώ, Μελ! Η Σάλλυ-Ανν τής έδειξε ένα μάτσο τσαλακωμέ να χαρτάκια. Βλέποντας τα, η Λούσυ άρχισε να παλεύει ακόμα πιο απελπισμένα να ελευθερωθεί. Σπαρταρούσε, τιναζόταν, στριφογύριζε και χτυπιό ταν. Προσπάθησε να κλοτσήσει, ακόμα και να δαγκώσει, όμως η Βίκυ δεν την άφηνε με τίποτα. Έδειχνε μάλιστα να απολαμβάνει τη συμπλοκή. Στο τέλος, λαχανιασμένη και τρέμοντας από ορ γή, η Λούσυ εγκατέλειψε την προσπάθεια. —Δεν έχεις εξασκηθεί αρκετά, της είπε η Βί κυ. — Κτήνος! έκανε ξέπνοη η Λούσυ. Γουρούνι! Η Βίκυ γέλασε και της έστριψε το μπράτσο από τομα. Η δυνατή σουβλιά πόνου που διαπέρασε τον
br/zav
86
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
ώμο της έκανε τη Λούσυ να ξεφωνίσει και πάλι. — Είναι ερωτικά γραμματάκια από το αγόρι της, χλεύασε ικανοποιημένη με την ανακάλυψη η Μέλανι. —Τον Άγκους Μπερνς, είπε η Σάλλυ-Ανν, χο ροπηδώντας στις μύτες των ποδιών της. Την κίτρι νη σφουγγαρίστρα. Διάβασε τα μας, Μελ. Η Μέλανι άρχισε την παράσταση, σαν ηθοποι ός που διάβαζε το σενάριο: « Έ ξ ω από την πόρτα του προαυλίου μετά το σχολείο». «Είσαι και η πρώτη». — Ω ω ω ! Της στέλνει και φιλάκια! έκανε η Σάλ λυ-Ανν κοιτώντας τα σημειώματα πάνω από τον ώμο της Μέλανι και, κάνοντας πως λιποθυμάει, έπεσε πάνω στον τοίχο. Πες μας, πες τα μας όλα, Λούσυ. Βάζω στοίχημα πως περάσατε απίθανα έξω από το προαύλιο μετά το σχολείο. Γι' αυτό τα μαλλιά του μάζεψαν σαν να μπήκαν στο πλύσιμο και άλλαξαν χρώμα; Πρέπει να είσαι σωστός δυναμίτης! Όλη του τη δύναμη την ξόδεψε ερωτοτροπώντας μαζί σου. Ώστε δεν ήταν ατύχημα, τε λικά! —Χαζογελάδα! της φώναξε η Λούσυ. — Φαντασμένη! ούρλιαξε με τη σειρά της και η Σάλλυ-Ανν. — Φρικιό! — Βρομιάρα, φοβιτσιάρα, σιχαμένη!
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
87
Η Λούσυ είχε αφρίσει από θυμό, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν της ερχόταν στο μυαλό τίποτε άλλο προσβλητικό να ξεστομίσει. — Ούτε σ' αυτό έχεις εξασκηθεί αρκετά, της ψι θύρισε στο αυτί η Βίκυ. —Δεν ξέρω αν ο φίλος της είναι καλός στα φι λιά, είπε η Μέλανι, αλλά σίγουρα δεν είναι καλός στην ορθογραφία. Ξεδίπλωνε τώρα το τελευταίο ραβασάκι. Έ ν α πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. — Για ακούστε αυτό. «Λούσυ, πρόσεχε. Η Μέ λανι Πρόσσερ σ' έχει βάλει στο μάτι. Άγκους, ματς, ματς, μουτς». —Το ρουφιάνο! χλεύασε η Σάλλυ-Ανν. Η Μέλανι συνέχισε να διαβάζει. «Σήμερα στις πέντε. Στη σιδηροδρομική δια σταύρωση . Έ χ ω σχέδιο για να σταματήσουμε την Πρόσσερ. Άγκους. ματς, ματς, μουτς». —Α το σκουλήκι! αναφώνησε η Σάλλυ-Ανν. Αυτό πρέπει να είναι το ραβασάκι που της πάσαρε χτες. — Ποιο ήταν το σχέδιο, λοιπόν, Ξερασούλα; Η Μέλανι πλησίασε απειλητικά τη Λούσυ. — Μήπως σκόπευε να αρχίσει τα κουτσομπολιά για μας; — Όχι, είπε η Λούσυ. Αλλά και να σκόπευε να το κάνει, δε θα σας το έλεγα έτσι κι αλλιώς. Η Μέλανι προσπάθησε να την τρομάξει με το
br/zav
88
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
άγριο βλέμμα της, αλλά, βλέποντας ότι δεν είχε αποτέλεσμα, έστρεψε το πρόσωπο άλλου. —Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς αυτός ο κοιμι σμένος ο Χαντ δεν κάνει ποτέ τίποτα. Η Σάλλυ-Ανν στροβιλίστηκε χορεύοντας. —Του λέμε ότι εμείς δεν κάναμε τίποτα, ότι όλα είναι ψέματα, κι εκείνος το χάβει. — Εσύ όμως πρέπει να μας φέρεις επιπλέον δω ράκια για αποζημίωση που μας κουτσομπόλευες πίσω από την πλάτη μας, πρόσθεσε η Μέλανι. — Ναι, είπε και η Σάλλυ-Ανν. Αύριο θέλουμε να μας φέρεις πολύ ωραία δωράκια. Ιδιαίτερα μιας και δεν έφερες τίποτα σήμερα. —Δε σας κουτσομπόλευα, είπε η Λούσυ, και δεν πρόκειται να σας φέρω τίποτα. — Θα μας φέρεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, εί πε η Μέλανι, κουνώντας τα ραβασάκια του Άγκους κάτω από τη μύτη της Λούσυ. Αν θέλεις να τα πά ρεις πίσω αυτά. Η Σάλλυ-Ανν χαχάνισε. —Αλλιώτικα ίσως αναγκαστούμε να τα τοιχο κολλήσουμε στην τάξη για να γελάσουν κι άλλοι με δαύτα. — Μην τολμήσετε! φώναξε η Λούσυ με ένα νέο ξέσπασμα οργής. — Και βέβαια θα τολμήσουμε, απάντησε ξερά η Μέλανι και γύρισε να φύγει. Αφήστε την, πρόστα-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
89
ξε χωρίς καν να γυρίσει να κοιτάξει, όταν βρισκό ταν αρκετά μακριά. Η Βίκυ χαλάρωσε τη λαβή της και έτρεξε μαζί με τη Σάλλυ-Ανν πίσω από τη Μέλανι. Έστριψαν στη γωνία και χάθηκαν και οι τρεις.
Η κυρία Χάρρις ακολούθησε τον Αγκους βγαίνο ντας από το γραφείο του κυρίου Χαντ και έκλεισε πίσω της την πόρτα. —Μην ξεχάσεις τι σου είπε ο κύριος Χαντ, του είπε. Να μη σε ξαναδούμε μ' αυτό το απαίσιο μαλ λί αύριο, αλλιώς μην έρθεις στο σχολείο. Πες το στον πατέρα σου. Δ ε ν μπορούμε να επιτρέψουμε να γίνει μόδα στα αγόρια αυτό το χτένισμα που θυ μίζει κίτρινο θάμνο. Αν κάνεις τέτοια πράγματα σ' αυτή την ηλικία, ένας Θεός ξέρει τι θα κάνεις μετά από μερικά χρόνια. Αλλά τότε πια δε θα είναι δικό μου το πρόβλημα, δόξα τω Θεώ. — Μάλιστα, κυρία, ψέλλισε ο Άγκους, που η σκέψη του έτρεχε στη Λούσυ και στο τι μπορεί να τραβούσε αυτή τη στιγμή. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο και είδε ότι το διά λειμμα κόντευε να τελειώσει. Δ ε ν είχε προλάβει να τη βοηθήσει. — Και την ώρα του φαγητού θα μείνεις στην τά ξη και μετά το μάθημα θα πας στο σπίτι σου...
br/zav
90
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Μα, κυρία... — Δ ε ν έχω όρεξη για άλλες σκηνές σαν την πρωινή. Να μου λείπουν οι ψεύτικοι ήρωες. Και τώρα, εμπρός, πήγαινε να γράψεις αυτά που έχα σες. Θα πάω να πάρω τον καφέ μου και θα έρθω να σε επιτηρώ.
Η Λούσυ μάζεψε τα σκορπισμένα της πράγματα και τα ξανάβαλε με προσοχή στη σάκα της. Έτσι όπως ήταν σκυμμένη, είδε τα πλατιά επί πεδα παπούτσια της Κλερ Τονκς, που είχε ζυγώ σει δειλά. — Δ ε ν έπρεπε να τις αφήσεις να σε δουν να κλαις, είπε η Κλερ. Η Λούσυ ρούφηξε τη μύτη της χωρίς να σηκώ σει τα μάτια. —Τι θέλεις να πεις, Κλερ; —Τους αρέσει, ξέρεις. Αν κλαις, σου φέρονται χειρότερα. Η Λούσυ σηκώθηκε, μην μπορώντας ακόμα να την κοιτάξει στο πρόσωπο. — Δ ε ν μπόρεσα να κρατηθώ, είπε. Αυτές οι τρεις είναι τόσο... τόσο... Δ ε ν έβρισκε λέξη αρκετά άσχημη για να τις πε ριγράψει. —Την επόμενη φορά, είπε η Κλερ, κοίταζέ με.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
91
Θα σε βοηθήσει αυτό, αλήθεια σου λέω. Η Λούσυ δεν είχε πιάσει ποτέ μέχρι τότε κουβέ ντα με την Κλερ Τονκς. Την είχε δει όμως να υπο φέρει τα ίδια που είχε μόλις τραβήξει κι αυτή. Τ ώ ρα ένιωσε ενοχή γι' αυτό. — Γιατί θα βοηθήσει το να σε κοιτάζω; τη ρώτη σε. — Γιατί θα υπάρχει κοντά σου κάποια που ξέρει τι περνάς. — Και πώς ξέρεις ότι θα υπάρξει επόμενη φορά; ξαναρώτησε ευέξαπτα η Λούσυ. — Θα υπάρξει, είπε η Κλερ. Λεν τους έδωσες τί ποτα ακόμα. Και αυτά τα γράμματα... — Σκάσε, Κλερ. Μην τολμήσεις να μιλήσεις γι' αυτά σε κανένα. Και, όπως και να 'χει, ε γ ώ δεν πρόκειται να δ ώ σ ω τίποτα σ' αυτές τις παλιοκλέφτρες. —Δε θα σταματήσουν μέχρι να τους δώσεις. Η Λούσυ την κοίταξε αβέβαιη. Η Τονκς το τανκς. Κι όμως, δεν ήταν αρκετά μεγαλόσωμη για να σταματήσει τη Μέλανι. Γιατί να κάθεται, λοιπόν, να την ακούει; Το κουδούνι σήμανε το τέλος του διαλείμματος. Η Λούσυ έκανε μεταβολή και μπήκε μόνη της βιαστικά στο σχολείο.
br/zav
5 — ΜΑ ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ατύχημα. Δ ε ν το ήθελα! Ο Άγκους είχε εμφανιστεί πίσω από ένα δέντρο καθώς η Λούσυ γύριζε στο σπίτι της. Ήταν και πά λι κουκουλωμένος με το μπουφάν του. Έμοιαζε με κατσιασμένο ζουζούνι. Μπορεί να έκρυβε κα λά τα μαλλιά του, αλλά έτσι ήταν ακόμα πιο δακτυλοδεικτούμενος μες στην απογευματινή λια κάδα. Και αν υπήρχε κάτι που απεχθανόταν η Λούσυ ήταν να αποτελεί το αντικείμενο της προ σοχής αγνώστων. Έτσι, αρνιόταν να σταματήσει να συζητήσει με τον Άγκους. — Κανείς δεν παθαίνει τέτοια ατυχήματα, του είπε χωρίς να γυρίσει καν να τον κοιτάξει και ελ πίζοντας οι περαστικοί να μην καταλάβαιναν ότι ήταν παρέα. Ήθελες απλώς να κάνεις τον καμπό σο μπροστά στα άλλα αγόρια, αυτό είναι όλο. — Όχι, δεν ήθελα να γίνει αυτό. Πήρα απλώς
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
93
ένα από εκείνα τα συσκευασμένα πράγματα... —Τα φακελάκια, θες να πεις. —Τα φακελάκια. Νόμιζα ότι ήταν όλα σαμπου άν, αλλά δεν ήταν. Μερικά ήταν βαφές. Χρωμοσαμπουάν. Ξέρω και ' γ ω . Βαφές μαλλιών και τέ τοια. — Μά8ε να διαβάζεις. —Διαβάζω. Έ χ ω βαρεθεί να το επαναλαμβάνω - ήταν ατύχημα. Ο Άγκους συνέχισε να σέρνει κουρασμένα τα βήματα του δίπλα της χωρίς να μιλάει για λίγο. Η Λούσυ παρακαλούσε να βαρεθεί και να φύγει. Αλλά όχι. — Εσύ φταις, της είπε κακοδιάθετος. Η Λούσυ σταμάτησε επιτόπου και γύρισε προς το μέρος του. —Τι είπες; Ο Άγκους σταμάτησε απότομα και έκανε ένα βήμα πίσω. — Εσύ μου είπες να κόψω τα μαλλιά μου και να λουστώ. Για σένα το έκανα. — Μη ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα, Άγκους Μπερνς, γι' αυτό το μαύρο χάλι, είπε η Λούσυ κά πως πιο έντονα απ' ό,τι έπρεπε, ακριβώς επειδή ήξερε ότι ο Αγκους είχε δίκιο. Δε σου ζήτησα να κουρευτείς με τη μηχανή του γκαζόν και να λου στείς με κίτρινη σάλτσα.
br/zav
94
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Αν δε μου το είχες πει, δε θα το είχα κάνει. —Τότε σε παρακαλώ να μην κάνεις ό,τι σου λέω, αν έχεις την καλοσύνη. Η Λούσυ έκανε και πάλι μεταβολή και συνέχι σε το δρόμο της. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξα ναβρεθεί στην ασφάλεια του σπιτιού της, μακριά από κτήνη σαν την Πρόσσερ και πιθήκους (έστω και πιθήκους που μεταμορφώνονταν) σαν τον Άγκους. Είχε μπουχτίσει με όλους τους σήμερα. Όμως ο Άγκους την ακολουθούσε επίμονα, σαν να τον έσερνε με κάποιο αόρατο σκοινί. Η Λούσυ προσπάθησε να υποκριθεί ότι ο Άγκους δεν ήταν εκεί. Όταν έφτασαν στη γωνία του σπιτιού της τελι κά, δεν άντεξε άλλο. Επιπλέον, δεν ήθελε να την ακολουθήσει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της, επειδή η μητέρα της μπορεί να τον έβλεπε και να τον προσκαλούσε να έρθει μέσα. Έτσι, σταμάτη σε, πήρε μια βαθιά ανάσα, επιστρατεύοντας όλη την υπομονή της, και του είπε: — Γιατί δεν πας σπίτι σου; — Φοβάμαι να πάω. — Προσπαθείς να μου τη σπάσεις; — Όχι, είπε ο Άγκους με απροσποίητη έκπλη ξη . Νόμιζα ότι μετά από χτες... —Τι έγινε χτες; — ...Ξέρεις. Στη διασταύρωση.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
95
—Τι έγινε στη διασταύρωση; είπε η Λούσυ με προειδοποιητικό τόνο στη φωνή. -Να... Ο Άγκους ξεροκατάπιε. — Νόμιζα ότι εμείς... Στηρίχτηκε στο άλλο του πόδι, κοίταξε τα αυτο κίνητα που περνούσαν και σήκωσε τους ώμους. —Ασε, τίποτα. — Πήγαινε σπίτι σου τότε, είπε η Λούσυ. —Σου είπα. Φοβάμαι να πάω. —Αρχίζω να χάνω την υπομονή μου μαζί σου. —Λόγω του μπαμπά μου, εξήγησε ο Άγκους σαν η Λούσυ να ήταν υποχρεωμένη να καταλά βει. Όταν είδε τα μαλλιά μου σήμερα το πρωί, έγι νε έξω φ ρ ε ν ώ ν . Φοβήθηκα πραγματικά, σου τ' ορκίζομαι. Είπε ότι, αν δεν τα σουλουπώσω μέ χρι σήμερα το απόγευμα, θα με γδάρει, θα με κουρέψει γουλί μόνος του. Και ο γερο-Χαντ είπε ότι δεν ήταν δουλειά του σχολείου να μου διορθώ σει τα μαλλιά κι ότι έπρεπε να πω στον μπαμπά μου να το αναλάβει. Αν με ξαναδεί έτσι όμως, θα γίνει πάλι έξαλλος κι ο μπαμπάς μου πάντα κάνει αυτά που λέει, έτσι λοιπόν θα με ξυρίσει γουλί. Θα είμαι σαν γλόμπος, αλήθεια σού λέω. —Μη γίνεσαι ανόητος, τον αποπήρε η Λούσυ. Δε θα τον αφήσει η μητέρα σου. — Πώς μπορεί να τον εμποδίσει;
br/zav
96
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Σίγουρα δεν πρόκειται να καθίσει με σταυρω μένα χέρια και ν' αφήσει τον μπαμπά σου να σου ξυρίσει το κεφάλι γουλί, έτσι δεν είναι; Η δικιά μου, πάντως, δε θα το έκανε. Ο Άγκους την κοίταξε καχύποπτα για μια στιγ μή και μετά είπε: —Αφού η μαμά μου δε μένει πια μαζί μας. — Ω! έκανε η Λούσυ και χρειάστηκε να ακου μπήσει στο γωνιακό τοίχο για να στηριχτεί. — Έφυγε πριν από τα Χριστούγεννα, συνέχισε ο Άγκους, μ' ένα φίλο του μπαμπά μου. Πήγαιναν για ψάρεμα μαζί, ξέρεις. Ο μπαμπάς μου κι αυτός. Νόμιζα ότι το ήξεραν όλοι. Η Λούσυ κούνησε αρνητικά το κεφάλι, μη βρί σκοντας τι να πει. — Είναι παράξενο, αλλά δεν πήρε σχεδόν τίπο τα μαζί της, μόνο μια βαλίτσα με μερικά πράγμα τα της. Απλώς σηκώθηκε κι έφυγε. Όταν ξύπνη σα εκείνο το πρωί, είχε φύγει. Μου είχε φανεί εντάξει όταν έπεσα για ύπνο το προηγούμενο βράδυ. Λεν είπε ότι σκόπευε να φύγει ή κάτι τέ τοιο. Άφησε μόνο ένα γράμμα με το όνομα του μπαμπά επάνω στο γείσο του τζακιού. Από τότε δεν την έχω ξαναδεί. Δ ε ν ξέρω καν πού βρίσκεται. Και ο μπαμπάς μου δε θέλει να πολυμιλάει για το θέμα αυτό. Λέει ότι δεν πρόκειται να καταλάβω. Ο Άγκους μιλούσε τόσο σιγανά, που η φωνή
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
97
του ίσα που ακουγόταν μέσα στους θορύβους του δρόμου. Ξαφνικά, της φάνηκε ότι ήταν τελείως λάθος να στέκονται εκεί πέρα. Και πρόσεξε για άλλη μια φορά πόσο είχε μεταμορφωθεί ο Άγκους και πόσο καλύτερος φαινόταν. —Αν θέλεις, του είπε, έλα στο σπίτι μου. Φα ντάζομαι ότι η μαμά μου θα ξέρει τι να κάνει με τα μαλλιά σου.
—Δε θα βγουν απόψε, είπε σιγανά στο τηλέφωνο η Μέλανι, κι έχουν κανονίσει να έρθουν κάτι φίλοι τους. Θα πίνουν και θα βλέπουν βίντεο όλο το βράδυ. Έπαιζε νευρικά με το καλώδιο του τηλεφώνου όσο άκουγε την απάντηση. — Θα μπορούσαμε να πάμε στο πάρκο. Θόρυβοι πιατικών από την κουζίνα τη διαβεβαί ωσαν ότι ήταν ακόμα ασφαλής. — Μα γιατί όχι;... Λεν έφταιγα εγώ χτες το βρά δυ. Σταμάτησε ξανά για λίγο να ακούσει το συνομι λητή της και το πρόσωπο της συνοφρυώθηκε μ' αυτά που άκουσε. — Μόνο και μόνο γι' αυτό; είπε σχεδόν φωνά ζοντας. Ξέρεις τι είσαι; Ένας σπυριάρης ασχημομούρης, αυτό είσαι!
br/zav
98
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Κοπάνησε οργισμένη το τηλέφωνο, ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και κλειδώθηκε στο δωμάτιό της. Ακούγοντας τη φασαρία, η Σύνθια Πρόσσερ άνοιξε μεμιάς την πόρτα της κουζίνας και στάθη κε στη βάση της σκάλας, με μια κατσαρόλα που άχνιζε στα χέρια. — Μέλανι! φώναξε. Στο τηλέφωνο ήσουν; Ξε χνάς τι σου είπε ο μπαμπάς σου; Είσαι τιμωρία, μακριά από το τηλέφωνο! Καμία απάντηση. — Είτε μιλάω είτε δε μιλάω, το ίδιο σού κάνει! φώναξε προς τον επάνω όροφο και κατευθύνθη κε βιαστικά πίσω στην κουζίνα, σπρώχνοντας με τα οπίσθια της την πόρτα να κλείσει και ξεσπώ ντας τα νεύρα της ξανά στα κατσαρολικά της.
Ο Ντάγκλας Μπερνς περίμενε με το ποδήλατο του στην πόρτα του κήπου. Είχε δέκα λεπτά που πε ρίμενε, κοιτάζοντας ανήσυχα πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά του δρόμου. Εκείνη την ώρα φάνηκε ο Ντέιβιντ Γουόλλερ, που κατέβαινε ολοταχώς στο πεζοδρόμιο με τα πατίνια του. \ — Ει, Ντέιβυ, του φώναξε ο κύριος Μπερνς. Ο Ντέιβιντ τσούλησε προς τα πίσω.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
99
— Μήπως είδες καθόλου τον Αγκους; — Έχω να τον δω από την ώρα που σχολάσα με, είπε ο Ντέιβιντ, που δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. —Σου φάνηκε εντάξει; Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε μορφάζοντας. — Είχε μπελάδες με τα μαλλιά του. —Λεν είδες όμως που πήγε μετά το σχολείο; — Έφυγε τρέχοντας κατά το Γκέινκρος. Όλοι τον πείραζαν, αλλά η κυρία Χάρρις τον υποχρέω σε να φύγει. Δεν ήθελε να του μιλάμε για τα μαλ λιά του. —Και δεν τον ξανάδες από τότε; Ο Ντέιβιντ κούνησε το κεφάλι αρνητικά. — Καλά, ευχαριστώ. Ο Ντέιβιντ έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο Ντάγκλας κοίταξε πάλι το δρόμο πάνω κάτω, μένοντας συλλογισμένος για μια στιγμή. Μετά έστριψε το ποδήλατό του, το πέρασε σπρώχνοντας από την πίσω πόρτα, το στερέωσε στον τοίχο και μπήκε στο σπίτι.
— Θα πρέπει να τα ξεβγάλουμε άλλη μια φορά αργότερα, είπε η Σάρα Χολ. —Τα ξεβγάλαμε τόσες φορές, που στο τέλος μαζί με το χρώμα θα μου φύγει και το κεφάλι, πα-
br/zav
100
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
ραπονέθηκε ο Άγκους με υπόκωφη φωνή, χωμέ νος καθώς ήταν στο νιπτήρα. Και είμαι ψόφιος στην κούραση. —Τα 'θελες και τα 'παθες, είπε η Λούσυ, που καθόταν στην άκρη της μπανιέρας και παρακο λουθούσε. —Τύλιξε το κεφάλι σου μ' αυτή την πετσέτα κι έλα κάτω, είπε η Σάρα Χολ. Ήπιαν κόκα κόλα στην κουζίνα μέχρι να στε γνώσουν τα μαλλιά του Άγκους. Η Σάρα τού τα ίσιωσε μετά με το ψαλίδι μέχρι να έχουν ομοιό μορφο μήκος. —Αυτό το κούρεμα παλιά το έλεγαν στρατιωτι κό, σχολίασε. Ο Άγκους έμοιαζε να λάμπει και να αστράφτει κυριολεκτικά από καθαριότητα και τα μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα και απαλά και δεν είχαν πια εκείνο το χτυπητό κροκί χρώμα, αλλά ένα καστα νό που έδειχνε σαν ξανοιγμένο από τον ήλιο. «Εξακολουθεί να μεταμορφώνεται» σκέφτηκε η Λούσυ, μην μπορώντας να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Χαμογέλασε μόνη της, αλλά αμέσως μετά θυμήθηκε τα ραβασάκια που της έστειλε και αυτά, με τη σειρά τους, της θύμισαν τη Μέλανι και την αυριανή μέρα στο σχολείο και το χ α μ ό γ ε λ ο της εξατμίστηκε. Θα πέθαινε από ντροπή αν η Μέλανι τα κρεμούσε στους τοίχους
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
101
του σχολείου και τα διάβαζαν όλα τα παιδιά. —Νομίζω ότι πρέπει να κρατήσει αυτό το χρώ μα στα μαλλιά του, είπε η Σάρα. Του πάει. —Δεν είναι κι άσχημο, συμφώνησε η Λούσυ, ρουφώντας την κόκα κόλα της. Η Σάρα και η κόρη της κοίταξαν για λίγο αμί λητες τον Άγκους. Κι έπειτα η Σάρα γύρισε στη Λούσυ, χαμογέλασε πλατιά και της είπε: — Εγώ σου τα 'λεγα. Η Λούσυ, αντί για απάντηση, της χαμογέλασε και σήκωσε τους ώμους, μην τολμώντας να πει το παραμικρό. Ο Άγκους, που δεν είχε ιδέα τι σήμαιναν όλα αυτά, είπε: — Ο μπαμπάς μου μάλλον δε θα μ' αφήσει να κρατήσω αυτό το χρώμα. Της Σάρας τής έπεσε ξαφνικά το ψαλίδι από τον πανικό. — Ω, Θεέ μου! Ο πατέρας σου ξέρει που είσαι; Ο Άγκους έδειχνε σαστισμένος. —Δεν ξέρω. — Ο καημένος θα έχει πεθάνει από την αγωνία. Η Σάρα έριξε μια ματιά στο ρολόι της κουζίνας. Ήταν έξι παρά είκοσι. — Θα έχει φύγει για τη δουλειά τώρα, είπε ο Άγκους. Δουλεύει νυχτερινή βάρδια στου Ντάνιελς. Το πρόσωπο του χλόμιασε και το ρόδινο χρώ-
br/zav
102
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
μα από το τρίψιμο και το πλύσιμο εξανεμίστηκε από τα μάγουλά του. — Θα του τηλεφωνήσω εκεί τότε, μήπως έχει ήδη φτάσει, είπε η Σάρα και βγήκε από το δωμά τιο σαν αστραπή. Τ ώ ρ α που ήταν μόνοι τους, η Λούσυ διαπίστω σε ότι δεν μπορούσε να κοιτάξει τον Άγκους. Κάρ φωσε το βλέμμα της στα άπλυτα πιατικά που γέ μιζαν το τραπέζι και στα απομεινάρια του πρωι νού. Άκουσε τον Άγκους να ρουφά δυνατά τη μύ τη του. Του έριξε μια λοξή ματιά. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και ο Άγκους σήκωσε τα φρύδια σαν να έλεγε: «Τι τραβάω, Θεέ μου!». Από το χολ ακουγόταν ο επιμελώς ήρεμος τό νος της φωνής της Σάρας. Έκλεισε όμως το τηλέ φωνο πολύ γρήγορα. — Όπως φαίνεται, τους ανακοίνωσε όταν ήρθε και πάλι στην κουζίνα, δεν έχει φτάσει ακόμα. Κοιτάχτηκαν ανέκφραστοι και οι τρεις. — Θα είναι σπίτι και θα με περιμένει, είπε με λαγχολικά ο Άγκους. —Το αυτοκίνητο το έχει ο μπαμπάς της Αούσυ, είπε η Σάρα. Δε θα έρθει πριν τις εξίμισι. Θα σε πάω στο σπίτι σου με τα πόδια. Καλύτερα έτσι πα ρά να τηλεφωνήσουμε. Ο Άγκους, που δεν είχε κουράγιο για αντιρρή σεις, έγνεψε καταφατικά.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
103
Η Σάρα άρχισε να πηγαινοέρχεται φουριόζα στην κουζίνα, ρυθμίζοντας το ρολόι του φούρνου και μεταφέροντας αφηρημένη πράγματα από το ένα μέρος στο άλλο. Ο Άγκους ντύθηκε και ετοι μάστηκε να φύγουν. Όταν έβγαλε την πετσέτα, το αθλητικό του μπλουζάκι έμοιαζε πιο λερό από κά δε άλλη φορά, τώρα που το πρόσωπο και τα χέρια του ήταν τόσο καθαρά και τα μαλλιά του τόσο πε ριποιημένα. — Θα έρθω κι εγώ, είπε η Λούσυ. Η Σάρα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. — Γιατί να μην έρθω; ρώτησε η Λούσυ, αν και μάντευε την απάντηση. —Δε δα βοηθούσε σε τίποτα, είπε η Σάρα ακου μπώντας το χέρι της στον ώμο του Άγκους για να τον οδηγήσει προς την πόρτα. Ο μπαμπάς θα θέλει να μάθει τι συνέβη. Όσο τον περιμένεις, συμμάζε ψε και την κουζίνα, σαν καλό κορίτσι. Στην εξώπορτα κοντοστάθηκε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί. —Δε θ' αργήσω. Μην ανησυχείς, έτσι είναι κα λύτερα για τον Άγκους. Καθώς έφευγαν βιαστικά, ο Άγκους γύρισε και της έριξε ένα θλιμμένο βλέμμα και η Λούσυ, βλέ ποντας τους να απομακρύνονται, ένιωσε μια αί σθηση εγκατάλειψης. Και ζήλιας, και για τους δυο τους.
br/zav
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
104
* * * —Άνοιξέ μου να μπω, ακούς τι σου λέω, νεαρή; φώναξε ο Μπιλ Πρόσσερ, χάνοντας την υπομονή του, κάτι που ποτέ δεν αργούσε και πολύ να συμ βεί, και γρονθοκοπώντας την πόρτα του δωματίου της Μέλανι. — Όχι! ούρλιαξε από μέσα η Μέλανι. Πέρα από την κλειδαριά, είχε στερεώσει και την πλάτη μιας καρέκλας στο πόμολο της πόρτας για να μην ανοίγει. — Σε προειδοποιώ, Μέλανι, είπε ο πατέρας της, άνοιξε την αναθεματισμένη την πόρτα, αλλιώς θα μείνεις εκεί τιμωρία όλη την υπόλοιπη μέρα. — Σκασίλα μου. Η γυναίκα του από κάτω τον φώναξε. —Άφησε το το χαζοκόριτσο. Έλα να φας το φαί σου. Ο Μπιλ Πρόσσερ έβγαζε ατμούς από το θυμό. —Αυτή θα χάσει, φώναξε η γυναίκα του. Δ ε ν πρόκειται να καταφέρει τίποτα με τούτα τα καμώ ματα. Ο άντρας της προσπάθησε άλλη μια φορά μα νιασμένα να γυρίσει το πόμολο της πόρτας, που τραντάχτηκε ολόκληρη. — Ηλίθια γαϊδούρα! ούρλιαξε, όρμησε έξαλλος στο δωμάτιό του και βρόντησε πίσω του την πόρτα.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
105
Η Σύνθια Πρόσσερ πήγε στο σαλόνι και έβαλε να πιει άλλο ένα ποτό. — Ο ένας τους είναι χειρότερος από τον άλλο, μουρμούρισε. Άσ' τους να παν να πνίγουν, Σύνθια.
— Σας ευχαριστώ που τον φέρατε, είπε ο Ντά γκλας Μπερνς. — Παρακαλώ, είπε η Σάρα. Χαρά μας που ήρθε στο σπίτι μας. Ελπίζουμε να τον ξαναδούμε. Γεια σου, Άγκους. Ο Άγκους σήκωσε το χέρι και τη χαιρέτησε με αποκαρδιωμένο ύφος. Όταν έφυγε η Σάρα, ο Ντάγκλας έκλεισε την εξώπορτα. Στο μεταξύ, ο Άγκους βρισκόταν στο καθιστικό, προσπαθώντας, χωρίς ιδιαίτερη επιτυ χία, να δείχνει σαν να μην έγινε τίποτα. Ήρθε μέσα και ο Ντάγκλας και ακούμπησε σκεφτικός στην άκρη του μπουφέ. Νικημένος από το αυστηρό ύφος του πατέρα του, ο Άγκους σταμάτησε να προσποιείται ότι όλα ήταν εντάξει, κάθισε άκρη άκρη στον καναπέ και κοίταξε δι στακτικά τον πατέρα του, που στεκόταν αντίκρυ του. Όμως η καταιγίδα που φοβόταν δεν ξέσπασε. Αντί γι' αυτό, ο Ντάγκλας τού είπε ήρεμα:
br/zav
106
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Θα μπορούσες να έρθεις στο σπίτι πρώτα. — Είχες πει να μην πατήσω στο σπίτι μέχρι να σουλουπώσω τα μαλλιά μου, είπε ο Άγκους δειλά. — Καλά, καλά. Δ ε ν μπορούσες να πας στο κου ρείο όμως; — Εκεί πήγα πρώτα. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα σήμερα το πρωί. Έκανα με τα πόδια όλη τη διαδρομή μέχρι την πόλη. Αλλά ο κουρέ ας ήθελε πέντε λίρες και είκοσι πένες μόνο και μόνο για να μου αλλάξει το χρώμα κι ε γ ώ είχα μονάχα εβδομήντα πένες. Έτσι, αναγκάστηκα να ξαναγυρίσω με τα πόδια και άργησα στο σχο λείο. — Πόσο άργησες; — Έφτασα στις δέκα και δέκα. — Η μια γ κ ά φ α μετά την άλλη, είπε ο Ντά γκλας. — Προσπάθησα όμως, μπαμπά. — Έπρεπε να μου είχες ζητήσει λεφτά για το κουρείο. Θα σου είχα δώσει. — Μα δεν μπορούσα. —Τι εννοείς δεν μπορούσες; Ο Ντάγκλας άρχιζε να νευριάζει ξανά. Ίσως ξε σπούσε τώρα η καταιγίδα που φοβόταν ο Άγκους. — Μήπως δε μιλιόμαστε και δεν το ξέρω; — Να, μετά από χτες το βράδυ... είπε δειλά ο Άγκους.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
107
Η απόσταση ανάμεσα στο θυμό και στα δά κρυα ήταν πολύ μικρή τελικά. Ο Ντάγκλας ήρθε στη μέση του δωματίου και στάθηκε πάνω από το γιο του. —Χτες το βράδυ, είπε, ήμουν λίγο αναστατω μένος, αυτό είναι όλο. — Ήταν χειρότερα από τις άλλες φορές. — Θεέ μου, Αγκους, πρέπει να μάθεις να δεί χνεις θάρρος, ξέρεις. Η ζωή δεν είναι εύκολη. Με γαλώνεις πια. Ο κόσμος δε θα είναι πάντα καλός μαζί σου. Θα πρέπει να το συνηθίσεις αυτό. —Δεν ήταν ο κόσμος χτες βράδυ. Εσύ ήσουν. Ο Άγκους δάγκωσε το χείλι του. Η ανάσα του ακουγόταν κοφτή. —Δε με είχες ξαναχτυπήσει άλλη φορά. Νόμι σα ότι... Η φωνή του πνίγηκε. Ο Ντάγκλας πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Άγκους ρούφηξε τη μύτη του και τη σκούπισε στο χέρι του. — Έλα τώρα, ησύχασε, είπε ο πατέρας του ήρε μα ξανά. Πήρε τον Άγκους από τα χέρια, τον τράβηξε να σηκωθεί όρθιος και τον έκλεισε στην αγκαλιά του. — Είμαστε και οι δυο μας λίγο νευρικοί αυτές τις μέρες. Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί για λίγο. —Δεν ήταν εύκολα από τα Χριστούγεννα και
br/zav
108
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
μετά, είπε τελικά ο Ντάγκλας σπάζοντας τη σιωπή. Κάθισαν πλάι πλάι στον καναπέ. —Τα μαλλιά σου είναι πολύ καλύτερα έτσι, εί πε ο Ντάγκλας χαϊδεύοντας τα. Να κι ένα καλό που βγήκε απ' αυτή την ιστορία. —Δε θα ξαναγυρίσει ποτέ η μαμά; ρώτησε ο Άγκους. Ένιωσε την ένταση που διαπέρασε τον πατέρα του σαν ηλεκτρικό ρεύμα. —Έτσι λέει. —Δεν καταλαβαίνω. — Όχι, βέβαια. Είναι δύσκολο να καταλάβεις. — Εσύ δεν μπορείς να μου το εξηγήσεις; Ο Ντάγκλας κούνησε αρνητικά το κεφάλι. — Κάποια μέρα ίσως. Πάντως, όχι σήμερα. Ανάμεσά τους ξανάπεσε σιωπή. —Σήμερα το πρωί, είπε ο Ντάγκλας, όταν σε εί δα μ' εκείνο το μαλλί... Μου τη θύμισες. Ο Άγκους περίμενε, με τα νεύρα τεντωμένα κι αυτός τώρα. —Αλλά δεν έπρεπε να ξεσπάσω πάνω σου, κα τέληξε ο Ντάγκλας.
Όταν η Λούσυ έπεσε για ύπνο, η Σάρα και ο Τζακ συμμάζεψαν την κουζίνα και ετοιμάστηκαν να δουν τηλεόραση.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
109
— Φέρεται περίεργα εδώ και δυο τρεις μέρες, έλεγε η Σάρα. —Ίσως φταίει η ηλικία της, είπε ο Τζακ. -Ίσως. — Ή ο Άγκους πώς-τον-λένε. — Μπερνς. Καλό παιδάκι. — Να η αιτία λοιπόν. —Λέει ότι δεν της αρέσει. — Ούτε εγώ άρεσα σε σένα στην αρχή. Η Σάρα γέλασε. —Δεν είμαι σίγουρη αν μου αρέσεις ούτε τώρα. — Ευχαριστώ πολύ! — Πρέπει να φταίει κάτι άλλο όμως. Είναι κα κόκεφη. Δ ε ν το συνηθίζει αυτό. — Είναι επώδυνο να μεγαλώνεις. Κοιτάχτηκαν συλλογισμένοι. —Τελικά, πρέπει να την ενθαρρύνουμε αυτή τη φιλία με τον Άγκους ή όχι; Η Σάρα σκέφτηκε πριν απαντήσει. —Ίσως είναι απλώς κάποια φάση. Θα συνέβαι νε κάποια στιγμή έτσι κι αλλιώς. — Και αυτό το παιδί είναι υποφερτό τουλάχιστον. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο. Τελείωσαν το συγύρισμα, άνοιξαν την τηλεόρα ση και κάθισαν μαζί να χαζέψουν.
* * *
br/zav
110
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, η Λούσυ προσευχή θηκε να βρέξει. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βροχή ήταν η μόνη της ελπίδα. Κατά προτί μηση μάλιστα με δυνατές βροντές και αστραπές. «Και κάνε, σε παρακαλώ, Θεούλη μου» παρακά λ ε σ ε από μ έ σ α της « ν α βρέχει ακριβώς πριν μπούμε στο σχολείο και την ώρα του διαλείμμα τος, την ώρα του φαγητού και όταν σχολάσουμε». Έτσι, όλοι θα έμεναν μέσα και η Πρόσσερ δε θα είχε την ευκαιρία να τα βάλει μαζί της. Η Λούσυ υποσχέθηκε στο Θεό ότι, αν τα έκανε όλα αυτά, δε θα παραπονιόταν καθόλου, ακόμα κι αν γινόταν μούσκεμα και τις τέσσερις φορές, αρκεί οι νεροποντές να ξεσπούσαν όταν ακριβώς τις χρειαζόταν. Υποσχέθηκε ότι στο εξής δε θα γκρίνιαζε, ακόμα και όταν ήταν υποχρεωμένη να βοηθάει στις δουλειές της κουζίνας ή να καθαρίζει το δωμάτιό της κάθε Παρασκευή απόγευμα. Αν για κάποιο λόγο που ήξερε μόνο Εκείνος αυτό δεν ήταν δυνατό, ας έκανε τότε να πέσει η Πρόσσερ από μια μάντρα την ώ ρ α που έκανε επίδειξη, πηγαίνοντας στο σχολείο την επομένη, και να στραμπουλήξει τον αστράγαλό της, κι έτσι να πρέπει να τη μεταφέρουν κατευθείαν στο σπί τι της και να μείνει στο κρεβάτι για μια εβδομάδα. « Ε δ ώ που τα λέμε» πρόσθεσε «δεν είναι ανά γκη να πέσει από μάντρα, αρκεί να πέσει από
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
111
κάπου αρκετά ψηλά για να χτυπήσει το πόδι της». Θύμισε, πάντως, στον εαυτό της ότι στο παρελ θόν είχε αποδειχτεί ότι δεν μπορούσε να βασιστεί και πολύ στο Θεό, άρα δεν έπρεπε να τρέφει ελ πίδες ότι ο Παντοδύναμος θα γινόταν σύμμαχος της. Και, τώρα που το καλοσκεφτόταν, υπήρχαν και άλλοι τρόποι να νικήσει κάποια σαν τη Μέλα νι. Με πονηριά, για παράδειγμα. Θα μπορούσε, ας πούμε, να τρέξει πρώτη εκεί νη στην Πρόσσερ και να της προσφέρει λεμονάδα που θα έχει στο θερμός της με την εικόνα του Σνούπυ. Η αυριανή μέρα θα ήταν σίγουρα ζεστή, αφού ο Θεός επίτηδες δε θα έστελνε τις καταιγί δες που του ζήτησε, κι έτσι η Πρόσσερ θα διψού σε. Όμως αντί για λεμονάδα -χα χα- το θερμός θα περιείχε καθαρτικό διαλυμένο σε χυμό λεμο νιού. Η Πρόσσερ, που ήταν λαίμαργη, θα το κα τέβαζε μεμιάς χωρίς να καταλάβει τι ήταν. Η διάρ ροια που θα της έφερνε θα κρατούσε τουλάχιστον μια μέρα και η Μέλανι θα ήταν τόσο απασχολη μένη να τρέχει συνεχώς στην τουαλέτα, που δε θα είχε καιρό να ενοχλήσει κανέναν. Υπήρχε όμως και το πρόβλημα με τα ραβασά κια του Άγκους. Έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να τα πάρει από την Πρόσσερ. Αν της πρότεινε μια ανταλλαγή; Μια ωραία λεμονάδα σε αντάλλαγμα για τα ραβασάκια;
br/zav
112
ΕΙΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Η Λούσυ αποκοιμήθηκε σκηνοθετώντας με τη φαντασία της μια απολαυστική σκηνή με τη Μέ λανι να τσιμπάει το δόλωμα, να μένει κρεβατωμένη μέρες ολόκληρες από την εξάντληση και να μην ξαναενοχλεί ποτέ πια κανέναν.
br/zav
6 Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΙΣΑΚΟΥΣΕ τις προσευχές της Λούσυ την επομένη και δεν της έφερε τα πράγματα βολι κά. Ούτε η ίδια ξεκίνησε για το σχολείο οπλισμέ νη με τη φαρμακερή λεμονάδα. Εντάξει, από το Θεό έπρεπε να το περιμένει αυτό, αλλά η δική της δειλία τη γέμισε θλίψη. Και ο χειρότερος φόβος της ήταν μήπως η Μέλανι έδειχνε σε όλους τα γράμματα του Άγκους. Η μέρα που ξεκινούσε προμηνυόταν μαύρη κι άραχλη. Καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο του πατέρα της, η Λούσυ είχε την εντύπωση ότι υπήρ χε μια ολόκληρη στρατιά από Μέλανι που τη χώ ριζε από την πολυπόθητη στιγμή που θα ξαναβρι σκόταν στην ασφάλεια του σπιτιού της. Και τι δε θα 'δινε για να μπορούσε να ξαναπηδήσει μέσα στο αμάξι του πατέρα της και να περάσει όλη τη μέρα μαζί του. Όμως ο Τζακ έβαλε μπρος και
br/zav
114
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
έφυγε ανεμίζοντάς της χαρούμενα το χέρι και αφήνοντας τη μόνη και αβοήθητη μπροστά στην πόρτα του προαυλίου - με μια αίσθηση μοναξιάς που δεν είχε βιώσει ποτέ μέχρι τότε: Σαν να ήταν μόνη κι έρημη στον κόσμο. Η Μέλανι, με τη Βίκυ και τη Σάλλυ-Aνν δεξιά κι αριστερά της, την περίμεναν έξω από την είσοδο σαν ένα φράγμα από σώματα που της έκλεινε το δρόμο. Αν ήξερε η Λούσυ πώς θα εξελισσόταν η μέρα, θα είχε κάνει μεταβολή επιτόπου και θα το είχε βάλει στα πόδια, αδιαφορώντας για τα πάντα.
—Δέστε την, πρόσταξε η Μέλανι. Πρέπει να το είχαν σχεδιάσει από πριν, γιατί ήταν καλά προετοιμασμένες. Ή ίσως κυκλοφο ρούσαν πάντα καλά προετοιμασμένες. Η ΣάλλυAνν έβγαλε κάτω από τη φούστα της ένα κομμάτι ροζ κορδέλα και έδεσε τα χέρια της Λούσυ στην πλάτη, ε ν ώ η Βίκυ την είχε ακινητοποιήσει με ένα κεφαλοκλείδωμα. Η Λούσυ δεν πάλεψε να ξεφύγει, ούτε έβαλε τις φωνές. Δεν ωφελούσε να κάνει φασαρία και να τραβήξει την προσοχή. Τ η ν απόφαση αυτή την πήρε από τη στιγμή που είδε τη Μέλανι να της ανεμίζει τα ραβασάκια του Άγκους ενώ περνούσε την πόρτα του προαυλίου. Εξάλλου, η Κλερ είχε
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
115
δίκιο: Το απολάμβαναν περισσότερο όταν κά ποιος αντιστεκόταν. Σκέφτηκε, λοιπόν, να τις αφή σει να κάνουν ό,τι ήθελαν, αφού έτσι κι αλλιώς θα αναγκάζονταν να σταματήσουν μόλις χτυπούσε το κουδούνι. Αυτή τη φορά δεν την πήγαν πίσω από το υπό στεγο, αλλά έμειναν καταμεσής στο προαύλιο, σαν να ήθελαν να τις δουν όλοι. Και, όπως αποδείχτηκε, αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός τους. Η Κλερ Τονκς τριγύριζε λίγα βήματα παρέκει, φροντίζοντας να βλέπει το πρόσωπο της Λούσυ. Αυτή τη φορά την κοίταξε και η Λούσυ και, με κάποιον αναπάντεχο τρόπο, αυτό τελικά τη βοήθησε, σαν να κρατούσε η μια το χέρι της άλλης στο σκοτάδι, μόνο που τώρα επικοινωνούσαν μόνο με τα μάτια και το νου. Γύρω τους μαζεύτηκε ένα μικρό πλήθος, σαν κύκλος θεατών σε τσίρκο. Ήξεραν ότι κάποιο θέ αμα θα έβλεπαν. — Είναι δειλοί όλοι τους, είπε αργότερα ο Αγκους. Επειδή εσύ δεν κλοτσούσες και δε χτυπιόσουν, νό μισαν ότι ήταν ασφαλείς και μπορούσαν να σπά σουν πλάκα βλέποντας τι σου έκανε η Πρόσσερ. Αυτό που έκανε η Μέλανι όμως δεν το περίμε νε κανείς.
Ο Άγκους δεν ήταν στο προαύλιο. Είχε πάει στο
br/zav
116
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
γραφείο του κυρίου Χαντ, που του επιθεωρούσε τα μαλλιά. (Αργότερα είπε στη Λούσυ ότι του τα έψελνε κυριολεκτικά για τρίχες, θεωρώντας το λο γοπαίγνιο του πολύ πετυχημένο.) —Υποθέτω ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί σε σύγκριση με χτες, έλεγε ο κύριος Χαντ. Ο Άγκους δεν απάντησε, αλλά λοξοκοίταξε μό νο το διευθυντή του σχολείου κατσουφιασμένος. Ο κύριος Χαντ ψαχούλευε τα μαλλιά του Άγκους σαν να άγγιζε κάτι μιαρό. — Μήπως έχεις σκοπό να επιφέρεις και άλλες θεαματικές αλλαγές στα μαλλιά σου μέσα σε μια νύχτα ή να ελπίζουμε ότι με τον καιρό θα συνέλ θουμε από το σοκ αυτής της χρωματικής επανά στασης; τον ρώτησε καυστικά. Καμία απάντηση. —Λοιπόν; —Δεν ξέρω, κύριε. Ο κύριος Χαντ σκούπισε επιδεικτικά τα δάχτυλα του στο μαντίλι του και κάθισε στο γραφείο του, κοι τώντας τον Άγκους με ένα κουρασμένο χαμόγελο. Από κάπου έξω, στο προαύλιο, ακούστηκαν φωνές και ζητωκραυγές.
— Κυρίες και κύριοι, επανέλαβε η Μέλανι μόλις κόπασαν οι επευφημίες που υποδέχτηκαν την
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
117
πρώτη της ανακοίνωση για το θέαμα που θα ακο λουθούσε. Παρέλασε καμαρωτή σαν παρουσιάστρια τσίρκου. —Έχουμε εδώ ένα θηλυκό δείγμα ενός παρά ξενου και τρομερού ζώου, του Λούσιουμ Μπεμπέκουμ. Έκανε παύση και με μια θεατρινίστικη κίνηση σήκωσε το χέρι και έδειξε τη Λούσυ. Με το σύν θημα της το πλήθος ξανάρχισε τις επευφημίες, σαν να ήταν αυτός ο ρόλος του. Δ ε ν ήταν όλα αυ τά μέρος του παιχνιδιού, άλλωστε; —Το όνομα αυτού του Λούσιουμ Μπεμπέκουμ, συνέχισε η Μέλανι, είναι Λουσούλα Ξερασούλα! Τα περισσότερα παιδιά ζητωκραύγασαν, ε ν ώ μερικά από τα αγόρια απάντησαν με διαπεραστι κά σφυρίγματα και παλαμάκια. —Αυτό το θηλυκό δείγμα το πιάσαμε και το φέ ραμε εδώ με μεγάλο κόπο και έξοδα, μόνο και μόνο για τη δική σας ψυχαγωγία. Νέες επευφημίες και χειροκροτήματα. Η Λού συ πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να ετοιμαζόταν να κάνει βουτιά και να μείνει κάτω από το νερό για πολλή ώρα, και κατέβασε το κεφάλι. Τα μάτια της Κλερ δεν είχαν πια τη δύναμη να τη σώσουν. Δείχνοντας τα δόντια της μ' ένα πλατύ χαμόγε λο, η Μέλανι σήκωσε το χέρι ψηλά για να κάνει ησυχία το ακροατήριο.
br/zav
118
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Προτού όμως δούμε το νούμερο της Ξερασούλας, σας παρουσιάζουμε μια μουσική σύνδε ση ειδικά για την περίσταση αυτή, που δα εκτελέ σει η υπέροχη, η καταπληκτική, η ταλαντούχα Τσαχπίνα Τραγουδίστρια - η Σάλλυ-Ανν Σίμσον. Κι άλλες, δυνατότερες ζητωκραυγές και πιο δια περαστικά σφυρίγματα και περισσότερα χειρο κροτήματα. Το πλήθος, που είχε πια ζεσταθεί για τα καλά και είχε μπει στο πνεύμα της παράστα σης, ήταν εντελώς απορροφημένο. Η Σάλλυ-Ανν έκανε τη θριαμβευτική της είσοδο στη «σκηνή». Είχε γλιστρήσει κρυφά πίσω από το υπόστεγο, ενώ η Μέλανι συγκέντρωνε το ακροα τήριο και είχε αλλάξει στα γρήγορα. Τώρα φορού σε μια ροζ μπλούζα με βολάν, χτυπητό κόκκινο γυαλιστερό τζιν και άσπρα παπούτσια με χοντρά τακούνια για κλακέτες. Στη θέα της, οι επευφημίες έγιναν εκκωφαντι κές, με αποτέλεσμα να τραβήξουν την προσοχή του κυρίου Τζένκινς, του δασκάλου υπηρεσίας, και να τον φέρουν στην αυλή. Ο δάσκαλος έριξε μια ματιά πάνω από τα κεφάλια των θεατών. —Τι γίνεται εκεί; ρώτησε ένα κορίτσι που στε κόταν δίπλα του. — Κάποιο παιχνίδι, κύριε. Προσποιούνται ότι δί νουν παράσταση. Ο κύριος Τζένκινς βεβαιώθηκε ότι δε συνέβαινε
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
119
τίποτα ανεπίτρεπτο, κοίταξε το ρολόι του και ξανα μπήκε μέσα, μουρμουρίζοντας: — Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι. Η Σάλλυ-Ανν, που ήξερε πώς να εκμεταλλευτεί το κάθε δευτερόλεπτο της μεγάλης της ευκαιρίας να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, έπαι ζε το ρόλο της συνηθισμένης στα χειροκροτήματα σταρ με μια σιγουριά που μαρτυρούσε μακροχρό νια εξάσκηση. Αφού κουράστηκε να χειροκροτά, το πλήθος τελικά σώπασε. Η Σάλλυ-Ανν περίμενε, φορώντας το πιο γλυκό της χαμόγελο. Και ακριβώς τη στιγμή που κά ποιος ανυπόμονος θεατής μπορεί να έμπαινε στον πειρασμό να τη γιουχάρει ξαφνικά πήρε φόρα και άρχισε την παράσταση. Μια παράσταση που δεν την περίμενε ούτε η ίδια η Μέλανι, που ήξερε τι θα γινόταν. Μερικά κορίτσια αναπήδησαν και έφεραν το χέρι στο στό μα από έκπληξη. Τα αγόρια, που συνήθως κορόι δευαν, σώπασαν σαστισμένα. Δ ε ν είχαν ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Κανένας δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από εκείνο το χείμαρρο ενέρ γειας που ήταν η Σάλλυ-Ανν Σίμσον, η Τσαχπίνα Τραγουδίστρια. Μόνο η Βίκυ, που στεκόταν σαν άγρυπνος φρουρός πλάι στη Λούσυ, δεν έδειχνε
br/zav
120
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
εντυπωσιασμένη, αφού το προηγούμενο βράδυ είχε δει τη Σάλλυ-Ανν να κάνει πρόβα στο γκαράζ του σπιτιού της. Η Σάλλυ-Ανν δεν τραγουδούσε μόνο, αλλά ταυτόχρονα χτυπούσε παλαμάκια, χόρευε και στροβιλιζόταν σαν σταρ από το Τοπ οφ δε Ποπς: το πιο λαμπρό αστέρι του θεάματος. — Γιιι-άου! άρχισε με εκκωφαντική φωνή. — Γιιι-άου! επανέλαβε κάνοντας μια επικίνδυνη πιρουέτα. — Ω - γέα! τραγούδησε. — Ω - γέα! Εμπρός, πάμε! — Εμπρός, πάμε! απάντησαν σαν αντίλαλος μερικά αγόρια. Κι έτσι ξεκίνησε το μουσικοχορευτικό σόου, με τη Σάλλυ-Ανν να ερμηνεύει τους παρακάτω στίχους: — Μια ιστορία da σας πω για ένα κορίτσι χαζωπό. Σαν ζάχαρη είναι γλυκούλι και τυραννάει τον πατερούλη. Ω - γέα (δύο τρία)! Ω - γέα! (Στροφή, τίναγμα του ποδιού στον αέρα, στροβίλι σμα, γρήγορος ρυθμικός χορός με κλακέτες, πα λαμάκια.)
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
121
— Τη λεν Λουσούλα Ξερασούλα, δες πώς χαμογελά η φτωχούλα. Όποιος τη βλέπει στο λεπτό θέλει να κάνει εμετό. Ω - γέα (όλοι μαζί)! Ω - γέα! (Η Σάλλυ-Ανν στροβιλίζεται. Δ υ ν α τ ά χ ά χ α ν α ακούγονται από το μαζεμένο πλήθος. Κι άλλα τι νάγματα του ποδιού στον αέρα, περιστροφές, κλακέτες και παλαμάκια συνοδεύουν το τραγούδι της Σάλλυ-Ανν.) — Και να πώς περπατάει. Κοιτάξτε την πώς πάει: Με τη μύτη της ψηλά και με τουρλωτή ουρά. Ω - γέα! (Η Σάλλυ κουνάει τα οπίσθια.) Ω - γέα! Να σας δείξω πώς; Μερικά αγόρια φωνάζουν: —Δώστου, Σάλλυ, έλα! Και τώρα, με τη Μέλανι να τους ενθαρρύνει, κρατούν όλοι το ρυθμό χτυπώντας παλαμάκια. — ΝΑ ΣΑΣ ΔΕΙΞΩ; ουρλιάζει η Σάλλυ. — Ναι! ΔΕΙΞΕ ΜΑΣ! KAN' ΤΟ! παροτρύνει το πλή θος.
br/zav
122
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Υπακούοντας στη λαϊκή απαίτηση, όπως κάθε αρτίστα που σέβεται τον εαυτό της, η Σάλλυ-Ανν ζυγώνει τη Λούσυ με βήμα χήνας. Σταματάει. Κοι τάζει το πλήθος. Γυρίζει στο πλάι. Παίρνει μια γε λοία στάση, με τη μύτη στον αέρα, το στήθος έξω και τα οπίσθια τουρλωμένα. Μετά, με τα παλαμά κια των θεατών να δίνουν το ρυθμό, αρχίζει να περπατάει γύρω γύρω με άκαμπτα γόνατα, σαν πάπια, κάνοντας τους πάντες να ξεσπάσουν σε ασυγκράτητα γέλια. — Ω - γέα! τραγουδάει όσο πιο δυνατά μπορεί. Ω - γέα! Επιστρέφει στο κέντρο του κύκλου. Σταματάει. Γνέφει στο πλήθος με το δάχτυλο να πλησιάσει. Οι θεατές υπακούουν σαν εκπαιδευμένα σκυλά κια και έρχονται πιο κοντά. Τότε η Σάλλυ-Ανν τραγουδάει πολύ χαμηλόφωνα: — Θα σας πω γιατί η Λουσούλα φέρνει τόση αναγούλα. Έχει παρδαλή μαμάκα κι ένα φλούφλη για μπαμπάκα. Τα παιδιά χτυπιούνται από τα γέλια. Και μέσα στην οχλαγωγία η Σάλλυ-Ανν ξαναρχίζει τις φι γούρες με τινάγματα των ποδιών ψηλά, περιστρο φές, κλακέτες και παλαμάκια, τραγουδώντας:
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
— Ω - γέα! Ναι, σας λέω, ναι. Ω - γέα! Χε χε χε! Ω - γέα! Ω - γέα! - γέα! Ω-ω-ω-ω - γέα!... Ναι, φίλε μου,
123
ναι!
Το τέλος του τραγουδιού πνίγεται σε δυνατά μπιζαρίσματα, σφυρίγματα, χειροκροτήματα, ρυθμι κά χτυπήματα των ποδιών. Η Σάλλυ-Ανν κάνει βαθιά υπόκλιση και τινάζει μερικές φορές ακόμα το πόδι ψηλά για να ικανοποιήσει το κοινό. Έτοι μη ήταν να ξαναρχίσει, αλλά την προλαβαίνει η Μέλανι, που στέκεται πλάι της, και υποκλίνονται και οι δύο, πρώτα προς τη μια πλευρά και μετά προς την άλλη. Και τέλος, κάνουν την πιο βαθιά τους υπόκλιση προς τη Λούσυ. Ακούγονται φωνές που ζητούν: — Κι άλλο! Κι άλλο! Τραγουδά το ξανά! Όμως η Μέλανι κατευθύνεται τώρα προς τη δε μένη και ανήμπορη Λούσυ. Το κοινό καταλαβαίνει ενστικτωδώς ότι αυτό σηματοδοτεί μια νέα τροπή των γεγονότων, μια αλλιώτικη ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Τα χειροκροτή ματα σβήνουν. Η Μέλανι σταματά με τα χέρια στους γοφούς ακριβώς απέναντι στη Λούσυ. Μόνο τότε τα πε ρισσότερα παιδιά που παρακολουθούν προσέ χουν τα δάκρυα που αυλακώνουν τα μάγουλα της
br/zav
124
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Λούσυ και κυλούν από το πιγούνι της. Το πλήθος ζυγώνει περίεργο, σφίγγοντας τον κλοιό του, για να βλέπει και να ακούει καλύτερα. Η Μέλανι περιμένει, όπως είχε κάνει και η Σάλ λυ-Ανν, με ένα χαμόγελο απλωμένο στο πρόσω πο της. Αφού το πλήθος σωπαίνει εντελώς, λέει ήσυχα: —Τι βλέπω, Λουσούλα; Δε χειροκροτάς; Τι, δε σου άρεσε η παράσταση; Περιμένει απάντηση. Η Λούσυ μπορεί να είναι δακρυσμένη, αλλά πιέζει τον εαυτό της να μην πει λέξη και να μην κάνει την παραμικρή κίνηση που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί απάντηση. — Όλοι οι άλλοι ξετρελάθηκαν, συνεχίζει η Μέ λανι. Και μετά, σαν ξαφνικά να κατάλαβε το λόγο, προσθέτει: —Α, μα βέβαια, πώς να χειροκροτήσεις με τα χέρια δεμένα; Λύσε της τα χέρια, Βίκυ. Η Βίκυ λύνει τους σφιχτούς μικρούς κόμπους που είχε κάνει η Σάλλυ-Ανν. Το κουδούνι χτυπά, μα δε σαλεύει κανείς. Η Βίκυ κάνει ένα βήμα πίσω. Τα χέρια της Λού συ πέφτουν αδύναμα στα πλευρά της. — Έλα, λοιπόν, Λουσούλα. Τ ώ ρ α μπορείς να χειροκροτήσεις κι εσύ. Δε θα 'θελες να είσαι η μό νη που δεν το κάνει, η μοναδική παραφωνία
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
125
ανάμεσα σ' όλους εμάς, έτσι δεν είναι; Υπάρχει κάτι στον τρόπο που προφέρει τα λόγια αυτά η Μέλανι που τα κάνει να ηχούν στα αυτιά της Λούσυ σαν ένα τρομερό μήνυμα. Και, βλέπο ντας τη να βγάζει από την τσέπη του τζιν της τα τσαλακωμένα ραβασάκια του Άγκους και να τα σηκώνει θριαμβευτικά ψηλά, η αποφασιστικότη τα της Λούσυ καταρρέει. Γυρίζει βιαστικά το βλέμ μα αλλού, να μη βλέπει αυτά τα κομμάτια χαρ τιού που της έφεραν τόσους μπελάδες. Η 6έα τους μοιάζει να την τυφλώνει σαν δυνατό φως. Τα δά κρυα της τώρα κυλούν ασταμάτητα και της θολώ νουν τα μάτια. Ολόγυρά της διακρίνει μόνο θαμπά πρόσωπα. Θολώνει και η σκέψη της από τα κύ ματα απελπισίας που την κατακλύζουν. —Άντε, λοιπόν, Ξερασούλα, την προστάζει η Μέλανι χωρίς τον προσποιητό φιλικό τόνο πια στη φωνή της. Χειροκρότα! Καταρρακωμένη από ντροπή, η Λούσυ χειρο κροτά.
—Το διασκεδάζουν εκεί έξω, είπε ο κύριος Χαντ στον κύριο Τζένκινς όταν έ δ ω σ ε στον Άγκους άδεια να φύγει από το γραφείο του. Καλύτερα όμως να τα φωνάξετε να μπουν για μάθημα. Ο κύριος Τζένκινς ξαναβγήκε στην αυλή και
br/zav
126
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
φώναξε με στεντόρεια φωνή στο συγκεντρωμένο πλήθος: — Ελάτε, εμπρός, όλοι μέσα. Γρήγορα στις τά ξεις σας, χτύπησε το κουδούνι. Ο Αγκους προσπάθησε να ξεγλιστρήσει απαρατή ρητος στην αυλή, αλλά ο κύριος Τζένκινς τον άρπα ξε από το μπράτσο και τον έσπρωξε προς τα πίσω. —Δεν πρόλαβες, Μπερνς. Το γλέντι τελείωσε. Μέσα ξανά. Το πλήθος διαλύθηκε και τα παιδιά ένα ένα ή ανά δυάδες ξαναμπήκαν σιωπηλά στο κτίριο. — Μπα! Για δες που ησύχασαν ξαφνικά, από ρησε ο κύριος Τζένκινς καθώς μερικοί μαθητές του περνούσαν δίπλα του. Πώς το πάθατε; Κανείς δεν απάντησε όμως. Μόνο μερικοί από τους πιο ζωηρούς χαμογέλασαν δειλά και βιάστη καν να αποστρέψουν το βλέμμα. —Χμ, έκανε ο κύριος Τζένκινς. Η πολλή δια σκέδαση πριν από το μάθημα δεν κάνει καλό. Στα μισά του πρωινού κι ε ν ώ η Λούσυ κοιτούσε αφηρημένα τις εργασίες της, αισθάνθηκε ένα σκούντημα και είδε μπροστά της, πάνω στο θρα νίο, ένα διπλωμένο σημείωμα. ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΑΡΧΗ. ΦΕΡΕ ΜΟΛΥΒΟΘΗΚΗ ΑΥΡΙΟ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΔΕΙΣ ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΠΑΘΕΙΣ.
br/zav
7 ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΗΣ το ίδιο βράδυ, η Λούσυ ξανάφερε στο νου της τα συμβάντα της ημέρας. Από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι της είχε κλειδώσει έξω από το μυαλό της το σχολείο και την Πρόσσερ, ακόμα και τον Άγκους, που εί χε προβάλει πίσω από το δέντρο του την ώρα που εκείνη περνούσε, προσπαθώντας να της μιλήσει. Τ ώ ρ α όμως, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη και έβλεπε από το παράθυρο της τις τελευταίες αναλα μπές της καλοκαιριάτικης μέρας να χρυσίζουν στον ουρανό, ξαναθυμήθηκε όλα αυτά που συνέβησαν και η σκέψη τους και μόνο τής έφερε ναυτία. Το στομάχι της σφίχτηκε και, παρόλο που ήταν σκεπασμένη μόνο με σεντόνι, ξαφνικά ένιωσε έξα ψη και το πέταξε. Μετά όμως ένιωσε εκτεθειμένη και απροστάτευτη και το ξανατράβηξε πάνω της. Η έξαψη μετατράπηκε σε κρύο ιδρώτα. Κου-
br/zav
128
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
λουριάστηκε στο πλάι και προσπάθησε να μείνει εντελώς ακίνητη, με την ελπίδα να καταφέρει να κοιμηθεί. Όμως εικόνες και σκηνές της μέρας επέπλεαν στη σκέψη της σαν σκουπιδάκια πα ρασυρμένα από ρεύμα, κομμάτια όλα του ίδιου κατακερματισμένου αντικειμένου, που μπερδεύ ονται και στροβιλίζονται στο νερό πριν χαθούν.
Ο Άγκους βαδίζει δίπλα της αγέρωχα μετά το σχό λασμα. — Αύριο θa είμαι εκεί. Δε θa με κρατήσουν κλεισμένο στο γραφείο αύριο. Θα έρθω από νω ρίς, πολύ νωρίς, και θa κρυφτώ κάπου. Κι ας τολ μήσει η Πρόσσερ να σε πειράξει! —Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, απαντά απελ πισμένα η Λούσυ. «Φέρε μολυβοθήκη αύριο, αλλιώς θa δεις τι έχεις να πάθεις». Χειροκροτήματα. Η κυρία Χάρρις εξετάζει τις ασκήσεις μαθηματι κών της Λούσυ. Οι περισσότερες είναι λάθος. — Εσύ συνήθως δεν κάνεις τέτοια κουτά λάθη, Λούσυ. Έχω την εντύπωση ότι είναι λάθη απρο-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
129
σεξίας. Πού είχες το νου σου όταν τις έλυνες; Λίγα λεπτά αργότερα η Μέλανι μοιράζει θριαμ βευτικά χαμόγελα γύρω της λάμποντας από αυτα ρέσκεια, καθώς η κυρία Χάρρις, επιθεωρώντας τις ασκήσεις της, λέει: — Πολύ καλά. Άριστα. Αν τα καταφέρνεις σε κάτι, Μέλανι, είναι στα μαθηματικά. Η Λούσυ στέκεται αθέατη σε μια γωνία της κουζί νας του σχολείου την ώρα που τα άλλα παιδιά τρώνε. Πώς γίνεται να κρυώνει τόσο μια ζεστή κα λοκαιρινή μέρα; Κανείς δεν έπαιζε μαζί της. Μα ούτε κι εκείνη ήθελε κανέναν. Πλησιάζει η Κλερ Τονκς με το αργό, βαρύ της βήμα. —Λεν έπρεπε να κλάψεις, Λούσυ. Προσπάθη σα να στέκομαι σε σημείο που μπορούσες να με βλέπεις, αλλά εσύ έπαψες να με κοιτάζεις. Χειροκροτήματα. Π Λούσυ χειροκροτά. Όλα τα παιδιά γύρω της παρακολουθούν σιω πηλά. Και η Λούσυ είναι η μόνη που χειροκροτά.
br/zav
130
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Η Λούσυ άλλαξε πλευρό. Δε θα άντεχε ξανά κάτι τέτοιο, το ήξερε καλά αυτό. Μπορούσε να αντέξει τις ηλίθιες τσιμπιές, το στρίψιμο των χεριών και τις γελοίες λαβές πάλης της Φάρραντ. Και τα πειράγματα αυτής της σκύ λας της Σίμσον. Μπορούσε να αντέξει ακόμα και τις απειλές και τα μοχθηρά, ζηλόφθονα, χαιρέκα κα κόλπα της Πρόσσερ. Δ ε ν άντεχε όμως να τη γελοιοποιούν μπροστά σε όλα τα παιδιά και να τα ακούει να γελούν με τις βλακείες που λέγονταν για τη μητέρα της και τον πατέρα της. Και -το χειρότερο απ' όλα- δεν άντε χε τη σκέψη τ ω ν σημειωμάτων του Άγκους σε κοινή θέα. Δ ε ν την πείραξε που τα είχε γράψει ο Άγκους, ούτε που ήταν ραβασάκια από αγόρι - ένιωθε μάλιστα κρυφή ικανοποίηση γι' αυτό. Την πείραζε όμως να τα δουν οι άλλοι, επειδή τα σημειώματα αυτά ήταν προσωπικά. Δ ε ν αφορού σαν κανέναν άλλο. Ήταν δικά της και μόνο δικά της. Δ ε ν είχαν καμία δουλειά να τα διαβάσουν και να τα σχολιάσουν άλλοι. Και ακριβώς επειδή ήταν προσωπικά, όλα τα παιδιά θα γελούσαν και θα την κορόιδευαν αν τα έβλεπαν. Τη μισούσε τη Μέλανι γι' αυτό.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
131
Απογευματινό μάθημα. Η Σάλλυ-Ανν σιμώνει κουνιστή και λυγιστή τη Λούσυ την ώρα της γυ μναστικής και της λέει: —Αν δε μας φέρεις δωράκια αύριο, δεσποινίς Ξερασούλα, θa δείξουμε σε όλα τα παιδιά τα χαζοραβασάκια σου και θa διαδώσουμε ότι βγαίνεις με τον Άγκους Μπερνς κάθε μέρα μετά το σχο λείο και κάνετε βρόμικα πράγματα στο δάσος του Ράντγουικ. —Αν τολμήσεις να κάνεις κάτι τέτοιο, θa σε σκοτώσω, Σίμσον, λέει η Λούσυ. Η Σάλλυ-Ανν όμως συνεχίζει κεφάτα: — Και θa πούμε σε όλους ότι ο λόγος που ο Άγκους Μπερνς κούρεψε τόσο κοντά τα μαλλιά του είναι ότι έχει ψείρες και ότι τα μαλλιά του πή ραν αυτό το χρώμα στην πραγματικότητα από το φάρμακο που σκοτώνει τις ψείρες. — Είσαι πρόστυχη, Σίμσον. — Κι αυτό, ξέρεις, σημαίνει ότι έχεις κι εσύ ψεί ρες, επειδή, μ' αυτά που κάνετε εσείς οι δύο στο δάσος, δε γίνεται να μην κολλήσει ψείρες ο ένας από τον άλλο. —Δεν πρόκειται να κάτσω άλλο ν' ακούω τις ανοησίες σου, Σίμσον. — Και κάτι ακόμα: Η Μέλανι σου ετοιμάζει κάτι πραγματικά α-πί-θa-vo αύριο, δεσποινίς Ξερα σούλα. Περίμενε και θa δεις. Πολύ πρώτο. Θα
br/zav
132
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
μείνουν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Κω η Σάλλυ-Ανν φεύγει τρέχοντας και πηγαίνει ξανά στην ομάδα της. — Πρέπει να κρατήσουμε πιο σκληρή στάση, έλε γε ο Άγκους. Κάποιος πρέπει να τη σταματήσει επιτέλους. — Τι εννοείς «κρατήσουμε», Άγκους Μπερνς; Μόνο με μένα τα έχει βάλει. Κω κανείς δεν την έχει σταματήσει μέχρι τώρα. Ούτε καν οι δάσκαλοι. — Ε, τότε λοιπόν, κάποιος πρέπει να ορθώσει το ανάστημα του απέναντι της. —Δεν μπορεί ένας μόνος του να σταματήσει μια συμμορία σαν της Πρόσσερ. — Τότε πρέπει να οργανωθούμε κι εμείς για να της αντισταθούμε. — Βέβαια! Εσύ και ο στρατός σου μήπως; — Μερικοί από μας ίσως. Ο Όλλυ και ο Γκόρντον και η Σαμάνθα. — Όπως έκαναν σήμερα; Εναντίον τίνος οργα νώθηκαν σήμερα; — Όχι εναντίον σου. — Εγώ, πάντως, αυτή την αίσθηση είχα. — Τους φάνηκε απλώς αστεία η Σίμσον. Μ' εκείνη γελούσαν. Αυτό που έκανε η Πρόσσερ στο τέλος δεν τους άρεσε καθόλου. — Πώς το ξέρεις;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
133
— Το συζητήσαμε μετά. — Με κουβεντιάζατε, λοιπόν, πίσω από την πλάτη μου; — Όχι! — Είσαι με το μέρος τους τώρα, απ' ό,τι φαίνε ται. — Όχι, δεν είμαι! Απλώς σου εξηγώ. —Δε χρειάζομαι εξηγήσεις, Άγκους Μπερνς. Αν θυμάσαι, ήμουν εκεί και ξέρω τι έγινε. Εσύ δε βρι σκόσουν καν εκεί. Πώς ξέρεις, λοιπόν, με ποιον γελούσαν; — Εγώ ήθελα μόνο να πω ότι... — Να μην πεις τίποτα! Όλο λόγια είσαι. — Μα έχω ένα σχέδιο... — Και προπάντων μη μου πεις για τα σχέδια σου. Τα ξέρω καλά τα σχέδια σου, Άγκους Μπερνς. Είναι ανόητα. Ηλίθια. Σαχλά. Εντάξει; Και τώρα άφησε με μόνη μου. Θέλω να πάω σπίτι μου.
Η Λούσυ γύρισε ανάσκελα και κούνησε δυνατά το κεφάλι για να διώξει τη δυσάρεστη θύμηση. Τώρα είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Στον τοίχο, στο γ ν ω σ τ ό σημείο, έπεφτε το πορτοκαλί φως από τη λάμπα του δρόμου. Τι να σχεδίαζε άραγε η Μέλανι για αύριο; Η Λούσυ ευχήθηκε να μην ερχόταν ποτέ η αυ-
br/zav
134
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
ριανή μέρα. Η αγωνία όμως γι' αυτό που σκάρω νε η Μέλανι την κρατούσε ξάγρυπνη. Η Πρόσσερ δε θα την άφηνε ήσυχη, το ήξερε τώρα πια. Πώς ήταν δυνατό άλλωστε, μετά τα σημερινά; Η επόμενη μέρα ήταν Παρασκευή. Αν την έβγαζε καθαρή, θα ήταν ήσυχη για δύο μέρες από την Πρόσσερ και την παρέα της. Θα ήταν ασφα λής στο σπίτι της. Θα έκανε ό,τι ήθελε. Πώς λα χταρούσε να έρθει το απόγευμα της Παρασκευής! Σε είκοσι τέσσερις ώρες από τώρα θα ήταν και πάλι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ακριβώς όπως τώρα, μόνο που δε θα ένιωθε τόσο απαίσια. Θα θυμόταν πώς ένιωθε το βράδυ της Πέμπτης και θα ήξερε ότι η δύσκολη μέρα που φοβόταν είχε πια περάσει. Το αύριο θα είχε γίνει πια σήμερα και όλα θα είχαν τελειώσει. Και ίσως μέχρι τη Δευτέ ρα η Μέλανι να είχε χάσει το ενδιαφέρον της γι' αυτήν και να αποφάσιζε να αναζητήσει νέο θύμα. Για την ώρα όμως, η Λούσυ είχε να αντιμετω πίσει την αυριανή μέρα. Την έλουσε πάλι κρύος ιδρώτας. Και μέσα της ο φόβος και η αγωνία τής πάγωναν το αίμα και την τρυπούσαν σαν αμέτρητα αγκάθια. Κανείς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Αυτή ήταν η αλήθεια. Της έμενε, λοιπόν, μόνο ένα πράγμα να κάνει και θα το έκανε.
br/zav
8 — Τ Ι ΜΑΣ ΕΦΕΡΕΣ ΛΟΙΠΟΝ; ρώτησε η Μέλανι το επόμενο πρωί. —Το καλό που σου θέλω να είναι κάτι εντυπω σιακό, είπε η Σάλλυ-Ανν. — Όπως υδατάνθρακες, πετάχτηκε η Βίκυ. —Τι πράγμα; έκανε η Σάλλυ-Ανν. —Υδατάνθρακες, επανέλαβε η Βίκυ. Πρέπει να τρώω περισσότερους. — Ναι, αλλά τι σόι πράγμα είναι αυτό; —Ψωμί και πατάτες και τέτοια. — Γιατί; — Για την προπόνηση. Τους χρειάζεται ο οργα νισμός. Η Σάλλυ-Ανν στράφηκε στη Λούσυ. —Αυτό έφερες - αυτούς τους κρεμμυδάνθρακες, πώς τους λένε; — Όχι, απάντησε η Λούσυ.
br/zav
136
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Ευτυχώς, είπε η Σάλλυ-Ανν. —Άντε, λοιπόν, τελείωνε, είπε η Μέλανι. Η προοπτική ενός πραγματικού δώρου τελικά φαίνεται ότι την έκανε ευέξαπτη. Η Λούσυ έβγαλε από την τσέπη της έναν παλιό φάκελο και της τον έτεινε με μισή καρδιά. Η Μέλανι τον κοίταξε σαν να ήταν λερωμένο μαντίλι. - Τ ι είναι τούτο; — Μας δουλεύει, είπε η Βίκυ και φούσκωσε τους μυς της. — Φέρ' το εδώ, είπε η Σάλλυ-Ανν και, αρπάζο ντας το φάκελο που κρατούσε περιφρονητικά η Μέλανι, τον έσκισε και τον άνοιξε. Η Μέλανι της τον ξαναπήρε προτού προλάβει να δει το περιεχόμενό του. — Εγώ θα δω τι είναι. Ψαχούλεψε προσεκτικά μέσα στο φάκελο, σαν να περιείχε κάτι μολυσμένο, και έβγαλε ένα χαρ τονόμισμα των δέκα λιρών. Ακολούθησε σιγή. —Λεφτά, είπε η Σάλλυ-Ανν το ίδιο ανέκφραστα σαν να είχε πει «Λάχανο» ή «Οδοντόπαστα» ή οτι δήποτε άλλο τής ήταν αδιάφορο. —Δέκα λίρες, είπε η Μέλανι. Δ ε ν ήταν καλή η επιλογή σου, Ξερασούλα. —Δεν ξέρω, αλλά μήπως... πήγε να πει η Βίκυ.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
137
—Σκάσε! την έκοψε αμέσως η Μέλανι. Ακολούθησε νέα σιωπή. Η Μέλανι στριφογύρι σε το χαρτονόμισμα ανάμεσα στα δάχτυλα της τσαλακώνοντας το. —Δεν έχω τίποτε άλλο, είπε τελικά η Λούσυ. —Τα λεφτά δε μετράνε, είπε η Σάλλυ-Ανν. — Για σκέψου! Τα λεφτά δε μετράνε! γέλασε η Βίκυ. -Αστείο σού φαίνεται; — Ναι. Το ότι δε μετράνε. Ε ν ώ ο κόσμος όλη την ώρα μετράει ποσά. Ξέρεις. Η Σάλλυ-Ανν την αγνόησε. Η Βίκυ έφτυσε στα πόδια της Λούσυ. —Τα λεφτά δεν είναι δώρο. Δε δίνεις λεφτά σε φίλους, είπε η Μέλανι κάνοντας την πληγωμένη. — Μου τα έστειλε ο Θείος μου για τα γενέθλιά μου, είπε η Λούσυ. — Πολλή φαντασία έχει για να σου στείλει τόσο πρωτότυπο δώρο, χλεύασε η Σάλλυ-Ανν. — Έτσι κι αλλιώς, είπε τολμηρά η Λούσυ, εσείς δεν είστε φίλες μου, έτσι δεν έχετε να πάρετε τί ποτε άλλο. Το πρόσωπο της Σάλλυ-Ανν σκλήρυνε. — Θα μας φέρεις μερικά ωραία δωράκια, γουρουνόφατσα, είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια της, αλλιώς την επόμενη εβδομάδα δε θα είμαστε πια ευγενικές μαζί σου.
br/zav
138
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Της έκοψε μια γερή τσιμπιά στο μπράτσο. Η Λού συ ξεφώνισε και προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά η Βίκυ την έπιασε από πίσω και την ακινητοποίη σε. — Βλακόμουτρο, συνέχισε η Σάλλυ-Ανν τσι μπώντας την εδώ κι εκεί. Τιποτένια. Κοκαλιάρα. Σιχαμένη. Με κάδε της λέξη τής έκοβε κι από άλλη μία τσιμπιά, μια στο σ ώ μ α , μια στο πόδι, μια στο μπράτσο, όλο και πιο γρήγορα. -Χαζοβιόλα. Ηλίθια. — Σταμάτα! φώναξε η Λούσυ. Κόφ' το! Παράτα με ήσυχη! Τα μάτια της ξαναγέμισαν δάκρυα, αν και ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει να συμβεί αυτό. Την πλημμύρισε και πάλι ντροπή και -το χειρότε ρο, που της θύμιζε την αδυναμία της- απόγνωση. Χωρίς να το καταλάβει, σε λίγο έκλαιγε με δυνα τούς λυγμούς που της έκοβαν την ανάσα, παλεύ οντας να ξεφύγει. —Αφήστε την, πρόσταξε τελικά η Μέλανι πάνω που φαινόταν να πιάνει τη Λούσυ πραγματική υστερία. Η Βίκυ την άφησε ελεύθερη και η Λούσυ έτρε ξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το σχολείο. — Κλαψιάρα! Φοβιτσιάρα! της φώναξε με στριγγιά φωνή η Σάλλυ-Ανν.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
139
Οι άλλες δύο γέλασαν ανόρεχτα. Όταν η Λούσυ χάθηκε, η Μέλανι έχωσε το χαρ τονόμισμα στην τσέπη του τζιν της. —Αυτό θα το κρατήσω εγώ, δήλωσε. Δ ε ν είναι κανονικό δώρο, έτσι σε σας τις δύο δε χρησιμεύει σε τίποτα, σωστά; ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ. Όχι. ΓΙΑΤΙ;
Σταμάτα να μου στέλνεις ηλίθια σημειώματα.
Η Λ ο ύ σ υ είχε κ α τ ο ρ θ ώ σ ε ι να α π ο φ ύ γ ε ι τον Άγκους όλη μέρα στο σχολείο και δεν είχε καμία διάθεση να τον δει να πετάγεται μπροστά της από το δέντρο του για να της πιάσει κουβέντα. Ήξερε ότι, αν άρχιζε να του λέει για την Πρόσσερ και τα ραβασάκια του, δε θα κατάφερνε να συγκρατηθεί. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί στην ηρεμία του σπιτιού της και να μείνει μόνη της. Άρχιζε να νιώθει μίσος για όλους και όχι μόνο για την Πρόσ σερ και την παρέα της. Όλους εκτός από τον πα τέρα της και τη μητέρα της φυσικά.
br/zav
140
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Αμέσως μόλις σχόλασε, ξεγλίστρησε βιαστικά από την πλαϊνή έξοδο και ξεκίνησε για το σπίτι της ακολουθώντας την πιο μακρινή διαδρομή.
Ο Άγκους περίμενε πίσω από το συνηθισμένο του δέντρο. Δ ε ν είχε ρολόι, έτσι δεν ήξερε πόση ώρα είχε που περίμενε, σίγουρα όμως περισσότερο απ' ό,τι τις άλλες μέρες. Συνέχισε να ρίχνει κλε φτές ματιές πίσω από τον κορμό του δέντρου, αλ λά η Λούσυ δε φαινόταν πουθενά. Τότε παρουσιάστηκε ξάφνου μπροστά του, προφανώς από την αντίθετη κατεύθυνση, η Μέ λανι Πρόσσερ. — Γεια σου, Άγκους. Σ' έστησαν; Ο Άγκους γύρισε από την άλλη πλευρά μουτρωμένος. —Δίνε του, Πρόσσερ. Η Μέλανι χαμογέλασε σαν ο Άγκους να της φε ρόταν με το φιλικότερο τρόπο που θα μπορούσε να ελπίσει. —Άδικα την περιμένεις, δεν πρόκειται να έρθει σήμερα. — Ποια; —Δεν άκουσες τι έγινε σήμερα το πρωί; —Ανέτειλε ο ήλιος. — Πολύ έξυπνο.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
141
Η Μέλανι φάνηκε να διασκεδάζει με το αστειάκι του. — «Καινούρια αυγή έχει ροδίσει», τραγούδησε κοροϊδευτικά τον αγαπημένο σχολικό ύμνο του κυρίου Χαντ. Και, μην μπορώντας να κρύψει το θριαμβευτι κό της χαμόγελο, πρόσθεσε χαιρέκακα: — Κι η φιλενάδα σου την έχει πατήσει. Ο Άγκους με κόπο κρατήθηκε να μην απαντή σει. —Δε μας έφερε τα δωράκια που μας είχε υπο σχεθεί. Θα τα έμαθες. Μας έδωσε όμως αυτό. Έβγαλε επιδεικτικά από την τσέπη της την άκρη του χαρτονομίσματος των δέκα λιρών. —Ψεύτρα! είπε ο Αγκους. Η Μέλανι τίναξε φιλάρεσκα τα μαλλιά της. — Ρώτα την ίδια, αν δε με πιστεύεις. Ο Άγκους κοιτούσε αποσβολωμένος τη Μέλανι, που έκανε πως έστρωνε τα μαλλιά της, ατενίζο ντας νωχελικά το δρόμο όλο προσποίηση και νάζι. — Κοίτα, δε με νοιάζει αν με πιστεύεις ή όχι. Σύ ντομα θα μάθεις αν είναι αλήθεια. Του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. — Είναι κι αυτή σαν όλους τους άλλους. Δ ε ν αξί ζει μία. Ο Άγκους έγειρε και στηρίχτηκε στο δέντρο. — Κανείς δε θέλει να γίνεται ρεζίλι, συνέχισε η
br/zav
142
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Μέλανι, απολαμβάνοντας φανερά τη θύμηση του επεισοδίου. Ιδιαίτερα οι ψηλομύτες σαν την αφε ντιά της. — Μιλάς για τα χτεσινά; —Τα χτεσινά ήταν μόνο η αρχή. —Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Η Μέλανι του έριξε ένα πονηρό βλέμμα. —Δεν πιστεύω να περιμένεις να σου πω! — Γιατί όχι; — Γιατί θα έτρεχες να της το μαρτυρήσεις. — Και να ήθελα, δεν μπορώ. Δε βλέπεις ότι δε μου μιλάει; —Ναι, αλλά είστε ακόμα φίλοι. Ο Άγκους σήκωσε τους ώμους. — Μπορεί να είμαστε, μπορεί και όχι. —Αφού της στέλνεις ραβασάκια. Την περιμέ νεις εδώ. — Μας κατασκοπεύεις λοιπόν; —Απλώς, παρακολουθώ εσένα. Η Μέλανι τίναξε ξανά τα μαλλιά της προς τα πί σω. Ο Άγκους την περιεργαζόταν σιωπηλά. — Όπως και να 'χει, είπε η Μέλανι, εγώ λέω τα μυστικά μου μόνο στους φίλους μου. Ο Άγκους γέλασε. — Και δεν έχεις και τόσο πολλούς. —Αυτό δείχνει πόσο λίγα ξέρεις, Άγκους Μπερνς.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
143
Οι φίλοι μου δεν είναι νιάνιαρα από το χαζοσχολείο μας. Είναι μεγαλύτεροι. Πάνε στο γυμνάσιο, αν θέλεις να μάθεις. Ο Αγκους ξεφύσησε περιφρονητικά. Η Μέλανι έβγαλε το χαρτονόμισμα των δέκα λι ρών από την τσέπη της και το έπαιξε στα δάχτυλα της. — Θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα σωρό πράγ ματα μ' αυτό. —Σαν τι δηλαδή; — Να πάμε σινεμά, ας πούμε. —Σινεμά εδώ; —Στο Γκλόστερ. Φτάνει και για τα ναύλα. — Όλο φαεινές ιδέες είσαι. —Στο Οντεόν παίζει τη Δολοφονία του Δράκουλα. — Ε και; - Λ έ ω να πάω. Του έριξε μια λοξή ματιά. — Θέλεις να έρθεις; είπε και πρόσθεσε χαμογε λώντας: Στο κάτω κάτω, η φιλεναδίτσα σου κάνει τα έξοδα. Ο Άγκους έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή. — Και όλοι αυτοί οι φίλοι σου από το γυμνάσιο; —Τι σχέση έχουν αυτοί; —Δε θα ζηλέψουν; Κολακευμένη, η Μέλανι γέλασε μ' ένα τσιριχτό γέλιο.
br/zav
144
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Εντάξει λοιπόν, είπε ο Άγκους. Ας τους αφή σουμε να βράσουν στο ζουμί τους, έτσι; Νέα κρίση γέλιου της Μέλανι. — Ωραία αυτά που λέω, ε; είπε ο Άγκους, που έδειχνε να το διασκεδάζει. Μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να βγω στην τηλεόραση.
Η Λούσυ έμεινε σχεδόν όλο το απόγευμα στο δω μάτιο της ακούγοντας το ραδιοφωνάκι της και τα κτοποιώντας τα βιβλία στη βιβλιοθήκη της. Τα είχε κατά σειρά προτίμησης, αλλά κάθε τόσο η σειρά αυτή άλλαζε, όπως και τα γούστα της. Κανονικά αύριο θα είχε δύο ακόμα. Είχε σχε διάσει να αγοράσει δύο καινούρια βιβλία με κά ποια από τα χρήματα που είχε δώσει στη Μέλανι. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα όμως, δε θα αγόραζε τίποτα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της κοιτάζο ντας με βλέμμα απλανές τα βιβλία της μέχρι να ξε φτίσει η εικόνα από το νου της. Χτες το βράδυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, σκεφτόταν ότι τέτοια ώρα απόψε θα είχε απαλλα γεί από την Πρόσσερ και θα ήταν χαρούμενη. Τ ώ ρ α όμως δεν ένιωθε ούτε ελεύθερη ούτε χα ρούμενη. Η σκέψη αυτή τής έφερε ακόμα μεγα λύτερη κατάθλιψη.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
145
Έκλεισε το ραδιοφωνάκι της. Τη μουσική δια δέχτηκε ο θόρυβος της ηλεκτρικής σκούπας από κάτω. Η μητέρα της έκανε φασίνα, όπως κάθε Παρασκευή απόγευμα. Σκέφτηκε ότι την Παρα σκευή ο κόσμος θα έπρεπε να διασκεδάζει. Να βγαίνει έξω. Να χαίρεται που δεν έχει σχολείο και υποχρεώσεις για τις επόμενες δυο μέρες. Όχι να ξεσκονίζει και να γυαλίζει και να συγυρίζει. Οι γο νείς της όμως έλεγαν ότι, απ' όλη την εβδομάδα, μόνο το απόγευμα της Παρασκευής ευκαιρούσαν να κάνουν τη φασίνα του σπιτιού. Απόψε πάντως, η Λούσυ έβρισκε κατά περίερ γο τρόπο παρηγορητική αυτή τη συνηθισμένη τους δραστηριότητα. Πήγε στο κεφαλόσκαλο και φώναξε προς τα κάτω: — Μπαμπά! — Ναι; —Αν μου ανεβάσεις την ηλεκτρική σκούπα, θα σκουπίσω το δωμάτιο μου. —Χριστός κι Απόστολος! Άκουσαν καλά τα αυ τιά μου; Ο Τζακ ανέβηκε αμέσως τα σκαλιά με τη σκού πα στο χέρι. — Μήπως είσαι άρρωστη απόψε; Η Λούσυ γέλασε. Το γέλιο αυτό ήταν από μόνο του μια ανακούφιση.
br/zav
146
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
*
*
*
Στο διάλειμμα, η Μέλανι αγόρασε δύο παγωτά με ό,τι είχε απομείνει από τα χρήματα της Λούσυ. — Θα μπορούσες να την περνάς πολύ φίνα, συ νέχισε μόλις ξανακάθισε στη θέση της, αφού ο μπαμπάς σου λείπει στη δουλειά κάθε βράδυ. — Έτσι λες; Ο Άγκους κατέβασε θορυβωδώς μια γενναία δόση παγωτού. —Αυτό κάνω ε γ ώ όταν λείπουν οι δικοί μου. Δηλαδή τα περισσότερα βράδια. Ο μπαμπάς μου είναι εργολάβος οικοδομών, ξέρεις. Είναι υποχρε ωμένος να βγάζει συχνά έξω τους πελάτες του. — Πρέπει να το φυσάει το παραδάκι. — Ούτε κι αυτός ξέρει πόσα βγάζει. —Δεν το δείχνει όμως. — Και βέβαια το δείχνει! Μου παίρνει ό,τι τραβά η όρεξη μου. —Τότε γιατί αρπάζεις πράγματα από άλλα παι διά; Η Μέλανι του έριξε μια από τις κατεργάρικες μα τιές της και χαμογέλασε δείχνοντας τα δόντια της. — Για πλάκα, χαζούλιακα. — Εμένα δε μου φαίνεται καθόλου αστείο. —Δοκίμασε το και θα δεις. —Σε ποιον, στη Λούσυ;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
147
Η Μέλανι γέλασε. —Τη Λούσυ έχω αρχίσει να τη βαριέμαι. Βέ βαια, αυτό το κορίτσι είναι γενικά βαρετό, δε συμ φωνείς; — Γιατί ασχολείσαι μαζί της τότε; — Μάλλον δε 8α συνεχίσω ν' ασχολούμαι για πολύ ακόμα. Καμιά δυο φορίτσες μόνο, μέχρι να συνηθίσει στην ιδέα ποιος έχει το πάνω χέρι. Με τά μπορείς να δοκιμάσεις κι εσύ, αν 8έλεις. — Είσαι φοβερά γενναιόδωρη, βλέπω. Η Μέλανι κάγχασε. —Έτσι είμαι εγώ. Μεγαλόκαρδη. Τα φώτα χαμήλωσαν. Η Μέλανι πέταξε το άδειο σακουλάκι από τα ποπ κορν της στον αέρα, πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών της θεατών, και κρύφτηκε χαμηλώνοντας στη θέση της για να μη φανεί ποιος το έκανε.
Η Σάρα σήκωσε το τηλέφωνο. — Εμπρός; — Γεια σας, κυρία Χολ, είμαι ο Ντάγκλας Μπερνς. —Α, τι κάνετε, κύριε Μπερνς; — Συγγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά... μήπως είδατε τον Άγκους; Μήπως είναι εκεί; —Λυπάμαι, δεν είναι εδώ. —Ξέρετε... να, δεν έχει έρθει σπίτι ακόμα.
br/zav
148
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
- Τ ι , από το σχολείο; -Ακριβώς. — Θεέ μου! Έ ν α λεπτό, 8α ρωτήσω τη Λούσυ. Η Σάρα φώναξε την κόρη της και η Λούσυ εμ φανίστηκε στο κιγκλίδωμα της σκάλας. —Λούσυ, μήπως είδες τον Αγκους μετά το σχο λείο; - Ό χ ι , γιατί; — Είχε έρθει στο σχολείο όμως; — Ναι. Μα τι τρέχει; Η Σάρα ξαναγύρισε στο τηλέφωνο, ενώ η Λού συ κατέβηκε βιαστικά κάτω και καθισμένη στο τε λευταίο σκαλί άκουσε το τέλος της τηλεφωνικής συνομιλίας της μητέρας της. — Όχι, είπε η Σάρα, λυπάμαι. Η Λούσυ δεν τον είδε μετά το σχολείο. —Δεν το συνηθίζει να αργεί τόσο, είπε ο Ντά γκλας Μπερνς. Όχι χωρίς να μου το πει τουλάχι στον. Έχει πάει οκτώμισι. — Μπορούμε να κάνουμε κάτι για να βοηθή σουμε; — Όχι, όχι. Ευχαριστώ, κυρία Χολ. Θα περιμέ νω λίγο ακόμα και μετά θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία. — Ποπό! Μήπως είναι λίγο πρόωρο κάτι τέτοιο; Πάρτε μας ξανά, πάντως, αν μπορούμε να βοηθή σουμε.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
149
Η Λούσυ δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. —Τι συμβαίνει; Τι έκανε ο Άγκους; — Ηρέμησε, της είπε η Σάρα κλείνοντας το τη λέφωνο. Εσύ δεν έλεγες ότι δεν τον συμπαθού σες; — Ω, έλα τώρα, μαμά, μην αρχίζεις. Πες μου τι συμβαίνει επιτέλους. — Έχει αργήσει και ο μπαμπάς του ανησυχεί, αυτό είναι όλο. —Λεν μπορούμε να βγούμε να τον ψάξουμε; Μπορεί να μαζεύει πράγματα για το κουνέλι του ή να παίζει σε καμία αλάνα. Είναι ξεχασιάρης. Ξεχνάει την ώρα που περνάει και ένα σωρό άλλα πράγματα. - Π ώ ς το ξέρεις; —Το ξέρω. Λοιπόν, μαμά, να βγούμε να τον ψάξουμε; — Όχι, όχι. Θα είναι μια χαρά. Θα εμφανιστεί σύντομα, θα το δεις. — Είσαι σκληρή, μαμά. Ειλικρινά. — Σκληρή! Η Λούσυ ανέβηκε με ποδοβολητό στο δωμάτιό της. Η Σάρα έμεινε εμβρόντητη να την παρακολου θεί και αναρωτιόταν τι στο καλό είχε προκαλέσει αυτή την έκρηξη της κόρης της. Τα νέα για τον Άγκους; Ή μήπως δεν ήταν μόνο αυτό; Κάτι την
br/zav
150
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
απασχολούσε τις τελευταίες μέρες τη Λούσυ, η Σάρα το ένιωθε. Ό,τι κι αν ήταν όμως, ήταν κάτι σοβαρότερο από τα χτυποκάρδια για το πρώτο της αγόρι. Ο Τζακ, ακούγοντας τη φασαρία, ήρθε στο χολ. Η Σάρα τον οδήγησε πίσω στο καθιστικό για να τον ενημερώσει.
Ο Ντάγκλας Μπερνς αποφάσισε να δώσει στον Άγκους διορία μέχρι τις δέκα η ώρα. Δ έ κ α λεπτά πριν λήξει η διορία ο Άγκους μπήκε στο σπίτι με κομμένη την αναπνοή από το τρέξιμο. — Νόμιζα ότι θα ήσουν στη δουλειά, είπε λαχα νιασμένος. —Άσε πού έπρεπε να είμαι ε γ ώ και πες μου πού στο διάβολο ήσουν εσύ. Ο Ντάγκλας, που είχε κάνει υπομονή μέχρι εκείνη τη στιγμή, έβραζε από θυμό, όση ανακού φιση κι αν ένιωθε. — Στο σινεμά, είπε ο Άγκους σαν βρεγμένη γά τα. — Στο σινεμά! Και δεν μπορούσες να περάσεις από το σπίτι πρώτα; Ή έστω να τηλεφωνήσεις; —Δεν μπορούσα. —Τι είναι αυτά που λες; Δ ε ν μπορούσες να τη λεφωνήσεις στον πατέρα σου; Με ποιον ήσουν;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
151
— Με κάποιον. — Μην παίζεις με τα νεύρα μου, Άγκους. Με ποιον; —Δεν την ξέρεις. —Α, ώστε κορίτσι ήταν; Γι' αυτό δεν μπορούσες να τηλεφωνήσεις; Ο Άγκους κούνησε καταφατικά το κεφάλι. — Ή μήπως ντρεπόσουν να τηλεφωνήσεις· — Όχι, όχι! Να, απλώς... δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Ο Ντάγκλας γέλασε μ' ένα ξερό γέλιο. — Φυσικά. Πώς να μου εξηγήσεις; Ποια ήταν λοιπόν; Γιατί δεν ήταν η κόρη των Χολ, αυτό του λάχιστον το ξέρω. — Πώς το ξέρεις; —Τηλεφώνησα στο σπίτι της και ρώτησα, να πώς. —Αχ, τι έκανες, καλέ μπαμπά! —Λέγε λοιπόν, ποια ήταν; — Η Μέλανι Πρόσσερ, ψέλλισε ο Άγκους. — Πρόσσερ; Η κόρη του Πρόσσερ, του εργολά βου οικοδομών; —Νομίζω. — Νομίζεις! Πρέπει να είχατε πολλά να κουβε ντιάσετε, αφού δεν έμαθες ούτε αυτό. Και για πες μου κάτι ακόμα, για να έχουμε καλό ρώτημα: Πού βρήκες τα λεφτά για το σινεμά; Αυτά που εί χες το πρωί δε σου έφταναν.
br/zav
152
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Ο Άγκους κοίταξε τον πατέρα του αμίλητος. Ο Ντάγκλας δεν μπορούσε να το πιστέψει. — Μη μου πεις ότι την άφησες να σου πληρώ σει αυτή το εισιτήριο! Βούλιαξε απογοητευμένος στην καρέκλα του. — Δ ε ν ξέρω τι σ' έχει πιάσει τώρα τελευταία, Άγκους. Είναι το δεύτερο βράδυ αυτή τη βδομάδα που δεν πηγαίνω στη δουλειά. Την επόμενη φο ρά θα με απολύσουν. Ο Άγκους κάθισε μαζεμένος άκρη άκρη στην καρέκλα του, από την άλλη πλευρά του τζακιού. —Συγγνώμη, μπαμπά. Ο Ντάγκλας στέναξε. — Θα πρέπει ν' αλλάξω βάρδια και να δουλεύω τη μέρα. Δ ε ν ωφελεί να εργάζομαι βράδυ και να σ' αφήνω μόνο σου. Ο Άγκους δεν είπε λέξη. Παρακαλούσε από καιρό μέσα του να αλλάξει σε πρωινή βάρδια ο πατέρας του, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν τώρα η κα τάλληλη στιγμή να του το πει. —Αν δεχτούν φυσικά, συνέχισε ο πατέρας του, με τέτοιες αναδουλειές που έχουν αυτό τον καιρό. Δε θα τους αρέσει και πολύ. Ο Ντάγκλας και ο Άγκους κοιτάχτηκαν. Είχαν τόσα πολλά να πουν. Πώς όμως; — Ήμουν έτοιμος να τηλεφωνήσω στην αστυ νομία, χαμογέλασε ο Ντάγκλας.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
153
— Σοβαρά; —Αν αργούσες άλλα πέντε λεπτά, θα τους έπαιρ να. —Χριστούλη μου! Ο Άγκους ένιωσε να του κόβονται τα πόδια στη σκέψη της αστυνομίας. — Πρόσεχε, λοιπόν, να μην ξανασυμβεί ποτέ αυτό. Ο Άγκους συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. —Άντε να κοιμηθείς τώρα, είναι αργά, είπε ο Ντάγκλας και σηκώθηκε. Ο Άγκους σηκώθηκε κι αυτός απ' την καρέκλα του ανήσυχος, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι. — Πρέπει να τ η λ ε φ ω ν ή σ ω οπωσδήποτε στη Λούσυ... — Στη Λούσυ; Τέτοια ώρα; Με τίποτα! - Μ α είναι σημαντικό. — Σαχλαμάρες! Έ ν α κορίτσι σε βγάζει έξω και σε πηγαίνει στο σινεμά κι εσύ μόλις γυρίζεις σπίτι θέλεις να τηλεφωνήσεις σε άλλη. — Όχι, μπαμπά, δεν είναι έτσι... —Δε με νοιάζει αν είναι ή δεν είναι έτσι. Ώρα για ύπνο. — Μα πρέπει να της πω κάτι για αύριο. —Άσε να ηρεμήσουμε πρώτα από την αποψινή λαχτάρα και μετά ξεκίνα τις λαχτάρες που σκαρώ νεις για αύριο.
br/zav
154
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Μα, μπαμπά, η Πρόσσερ θα κάνει κάτι τρο μερό στη Λούσυ αύριο. Πρέπει να την ειδοποιή σω. — Η Λούσυ μπορεί να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της. Εσύ το μόνο που πρέπει να κάνεις εί ναι να πας για ύπνο. ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ. Θα σου φέρω στο δωμάτιο σου κάτι να φας. — Μα είναι ανάγκη να της το π ω ! φώναξε ο Άγκους. Αποκαμωμένος, ο Ντάγκλας έπιασε από τους ώμους το γιο του, που διαμαρτυρόταν, και τον έσπρωξε προς το δωμάτιο του, λέγοντας: —Αρκετά! Η υπομονή μου έφτασε στα όριά της για σήμερα. Είσαι κουρασμένος και θα πας για ύπνο αυτή τη στιγμή. Πάει και τελείωσε. Για τον Αγκους κάθε απόπειρα να ειδοποιήσει τη Λούσυ τελείωσε πράγματι εκείνη την ώρα. Για τί ο Ντάγκλας δεν πήγε στη δουλειά και έμεινε όλη τη νύχτα στο σπίτι για γα είναι σίγουρος ότι ο γιος του δε θα έκανε άλλες τρέλες.
br/zav
9 ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΩΙ η Λούσυ έβγαζε επιπλέον χαρτζιλίκι βοηθώντας στο μαγαζί. Όσο η Σάρα και ο Τζακ εξυπηρετούσαν τους πελάτες και επέβλεπαν το προσωπικό στο μαγαζί, η Λούσυ δούλευε στην αποθήκη στο πίσω μέρος, τακτοποιώντας πράγματα, ανοίγοντας πακέτα νέων παραλαβών και κάνοντας κάθε λογής μικροδουλειές που της ανέθεταν. Εκεί ήταν και εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό όταν ήρθε να τη βρει η μητέρα της. — Σε ζητάει ένα κορίτσι, της είπε η Σάρα. — Εμένα; — Μου είπε να σου πω ότι είναι η Μέλανι. -Η Μέλανι! Και τι θέλει; — Πού να ξέρω εγώ, αγαπούλα μου; Έχουμε πολλή δουλειά στο μαγαζί, γι' αυτό, ό,τι κι αν σε θέλει, κοίτα να μην αργήσετε πολύ.
br/zav
156
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Η Σάρα επέστρεψε βιαστικά στη δουλειά της. Η Λούσυ έβγαζε καπνούς από τα αυτιά. Πώς εί χε το θράσος να έρθει εδώ η Μέλανι; Για μια στιγ μή τής πέρασε η σκέψη να την αγνοήσει, να την αφήσει να περιμένει μέχρι να βαρεθεί και να φύ γει. Ήξερε όμως καλά ότι δεν ήταν καλή ιδέα. Η Μέλανι σίγουρα θα έκανε κάτι ενοχλητικό για να τραβήξει την προσοχή. Θα έβγαινε, λοιπόν, να τη δει και να βρει κάποιον τρόπο να την ξεφορτωθεί.
Όταν ξύπνησε ο Άγκους ήταν εννιάμισι. Έξαλλος με τον εαυτό του που είχε παρακοιμηθεί, κατέβηκε δύο δύο τα σκαλιά και έτρεξε στο τηλέφωνο να πάρει τη Λούσυ. Καμία απάντηση, φυσικά. — Που να πάρει! βλαστήμησε και έτρεξε ξανά στο δωμάτιό του να ντυθεί.
— Γεια σου, Λούσυ, φώναξε με το πιο φιλικό της ύφος η Μέλανι μόλις την είδε να διασχίζει το γε μάτο κατάστημα και να έρχεται προς το μέρος της. —Τι θέλεις; ρώτησε χαμηλόφωνα η Λούσυ όσο πιο ψυχρά μπορούσε. Η Μέλανι όμως δεν έχασε διόλου τους εύθυ μους τρόπους της.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
157
— Σκέφτηκα να περάσω να σε δω, αυτό είναι όλο. — Έλα έξω, είπε η Λούσυ και βγήκε πρώτη από το μαγαζί.
Ο Άγκους είχε πλυθεί και είχε σχεδόν ντυθεί όταν σκέφτηκε ότι η Λούσυ μπορεί να ήταν στο μαγαζί του πατέρα της. Τσακίστηκε να ξανακατέβει κάτω να τηλεφωνήσει. Πρώτα όμως έπρεπε να βρει τον αριθμό. Του φάνηκε ότι πέρασαν αιώνες μέχρι να το βρει. Όταν σχημάτισε τον αριθμό, του απάντη σε μια άγνωστη γυναίκα που ακουγόταν πνιγμέ νη στη δουλειά: — Είδη κιγκαλερίας «Το Χρήσιμο». — Παρακαλώ, είναι εκεί η Λούσυ; — Η Λούσυ; Ποιος τη ζητά; — Είμαι ο Άγκους Μπερνς, πείτε της. — Θα φωνάξω τον κύριο Χολ. — Όχι... όχι! Όμως η γυναίκα είχε αφήσει το ακουστικό κά τω με κρότο. Ο Άγκους δάγκωνε το χείλι του από νευρικότη τα. Περίμενε και πάλι κάτι αιώνες. —Γεια σου, Άγκους. Είμαι ο μπαμπάς της Λούσυ. — Μήπως είναι εκεί, κύριε Χολ; Πρόκειται για κάτι σημαντικό.
br/zav
158
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Εδώ ήταν πριν λίγο. Περίμενε ένα λεπτό. Ακούστηκε ξανά ο θόρυβος από το ακουστικό που άφησε κάτω ο κύριος Χολ. —Λυπάμαι, του είπε όταν επέστρεψε λίγο μετά. Φαίνεται ότι μόλις πέρασαν και την πήραν. — Ποιος πέρασε και την πήρε, κύριε Χολ; —Λεν είδα, παιδί μου, λυπάμαι. — Κορίτσι ή αγόρι; — Κορίτσι, νομίζω. Κοίτα να δεις, Άγκους, έχου με πολλή δουλειά αυτή την ώρα... Ο Άγκους πνιγόταν από απελπισία και με κόπο κρατήθηκε να μην του αποκαλύψει όσα ήξερε. Τε λικά, πήρε μια βαθιά ανάσα, ψέλλισε «Ευχαριστώ» και αποφάσισε αμέσως να κατέβει στην πόλη με το ποδήλατο του να τις βρει. Ίσως προλάβαινε το κακό.
—Τι θέλεις; ρώτησε η Λούσυ τη Μέλανι μόλις βρέ θηκαν έξω από το μαγαζί. -Τίποτα. — Μπα! Πώς έγινε αυτό το θαύμα; — Είπα απλώς να σου φερθώ σαν φίλη. — Μετά από όσα μού έκανες αυτή τη βδομάδα; — Ω, έλα τώρα. Λίγη πλάκα κάναμε. —Δεν ήταν πλάκα για μένα. —Δεν πρέπει να παίρνεις τα πράγματα τόσο σο βαρά.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
159
— Κι εσύ δεν πρέπει να παίρνεις τα πράγματα των άλλων. — Πολύ έξυπνο, είπε η Μέλανι κοφτά. Δ ε ν πρέ πει να σου παίρνω το αγόρι σου, ας πούμε; Η Λούσυ σταμάτησε και κοίταξε τη Μέλανι καταπρόσωπο. —Τι θέλεις να πεις πάλι, Πρόσσερ; —Δε σου το είπε ο Άγκους; —Τι να μου πει; — Πήγαμε μαζί σινεμά χτες το βράδυ. Περάσα με φανταστικά. —Δε σε πιστεύω. —Α, παραλίγο να το ξεχάσω. Τα εισιτήρια μας τα πλήρωσες εσύ, ξέρεις. Η Μέλανι φλυαρούσε δυνατά, με τόσο έκδηλη ευγνωμοσύνη τάχα, που οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι να κοιτάξουν. — Και τα ναύλα. Χίλια ευχαριστώ, Λους. Έσκυψε προς τα εμπρός και έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο της Λούσυ. — Εξακολουθώ να μη σε πιστεύω, είπε η Λού συ σπρώχνοντας τη μακριά της, ε ν ώ μέσα της ήξερε κιόλας ότι το φριχτό αυτό νέο ήταν αληθινό. Ένιωθε ότι δεν την κρατούσαν τα πόδια της με τά από τέτοια προδοσία. — Ρώτησέ τον και μόνη σου, είπε η Μέλανι και άρχισε να τραγουδάει δυνατά εκεί, στο πεζοδρό-
br/zav
160
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
μιο, χορεύοντας σαν να έπαιζε σε βιντεοκλίπ. Η Λούσυ έκανε μεταβολή για να επιστρέψει στο μαγαζί του πατέρα της. — Ει, άκουσε πίσω της τη φ ω ν ή της Μέλανι. Περίμενε. Λεν έχει δωράκι σήμερα το πρωί; Η Λούσυ κοκάλωσε. Η Μέλανι βρέθηκε μπροστά της, φράζοντάς της το δρόμο. Έβγαλε από τις τσέπες του τζιν της τα ραβασάκια του Άγκους και τα κράτησε μπροστά στο πρόσωπο της Λούσυ. — Σήμερα, είπε με ενθαρρυντικό τόνο, ξέρω τι θέλω. Η Λούσυ κράτησε την αναπνοή της. —Δε θέλω λεφτά, συνέχισε η Μέλανι. Τα λεφτά είναι τόσο βαρετά. Χαμογέλασε πλατιά. —Συνήθως δηλαδή. Όχι χτες το βράδυ πάντως. Περίμενε να πει κάτι η Λούσυ, αλλά βλέποντας τη να μένει σιωπηλή τής έτεινε τα ραβασάκια. — Με την ευκαιρία αυτή, ορίστε τα ερωτικά σου γράμματα. Μπορείς να τα πάρεις πίσω. Η Λούσυ είχε πετρώσει στη θέση της. Η Μέλα νι τότε σήκωσε τους ώμους αδιάφορα και έριξε τα ραβασάκια στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Η Λούσυ τα είδε να πέφτουν όλα ανάμεσα στα σκουπίδια - περιτυλίγματα παγωτών, πορτοκαλόφλουδες, αηδιαστικά αποτσίγαρα και ακυρωμένα
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
161
εισιτήρια λεωφορείων. Αυτό ήταν, λοιπόν, τελικά αυτά τα χαρτιά; Σκουπίδια για πέταμα; Κι αυτό σή μαινε η ίδια για τον Άγκους; Η πίκρα της προδοσίας έπνιξε μέσα της κάθε μαχητική διάθεση. Κι όμως, μόνο εκείνη τη στιγ μή, που είχε μείνει άφωνη να κοιτά τα σημειώμα τα του πεταμένα στα σκουπίδια στην άκρη του δρόμου, συνειδητοποίησε πόσο πολύ της άρεσε αυτό το αγόρι. — Έλα, Λούσυ, πάμε. Η Μέλανι την τράβηξε από το μανίκι. —Στο κάτω κάτω, δεν είναι παρά ένα αγόρι σαν όλα τα άλλα. Τι μας νοιάζει για δαύτον; Εσύ κι εγώ μπορούμε να γίνουμε αληθινές φίλες. Τι νόημα είχε να της πάει κόντρα η Λούσυ; Ας τελείωνε επιτέλους μ' αυτή την υπόθεση. Όπως ακριβώς η Κλερ Τονκς, που μέρα με τη μέρα υπο χωρούσε. Η Κλερ Τονκς, που η Λούσυ τη θεωρού σε πάντα αξιολύπητη, ακόμα και γελοία, που επέ τρεπε να την πειράζουν. Να όμως που τώρα βρι σκόταν κι αυτή στην ίδια θέση: Στεκόταν σε έναν πολυσύχναστο δρόμο έξω από το ίδιο το μαγαζί των γονιών της, ανεχόταν τα καψόνια της Μέλανι και φερόταν ακριβώς όπως η καημένη η Κλερ Τονκς. Η καημένη η Κλερ Τονκς; Τότε κι αυτή ήταν η καημένη η Λούσυ Χολ. Γελοία η Κλερ Τονκς; Τό τε γελοία και η Λούσυ Χολ.
br/zav
162
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Βουλιάζοντας στην απέχθεια για τον ίδιο της τον εαυτό, η Λούσυ είπε: — Εντάξει, δείξε μου τι θέλεις. Η έκφραση που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της Μέλανι ήταν φανερά θριαμβευτική. .
Καθώς ο Άγκους ανέβαινε με ορθοπεταλιά το λό φο του Ρόουκροφτ, διέκρινε τη Μέλανι και από πίσω της τη Λούσυ να διασχίζουν το δρόμο και να μπαίνουν στου Γούλγουορθ. Κάλυψε την απόσταση μέχρι εκεί όσο πιο γρή γορα άντεχε, πήδησε από το ποδήλατο, το πέταξε βιαστικά πλάι στα υπόλοιπα ποδήλατα που ήταν στερεωμένα στον τοίχο απ' έξω, αλλά μετά ανα γκάστηκε να κόψει ταχύτητα και να ακολουθήσει υπομονετικά ένα χοντρό άντρα με τη γυναίκα του που ήταν φορτωμένοι ψώνια και του έφραζαν το δρόμο. Μέσα είχε τόσο κόσμο, που η Μέλανι και η Λούσυ δε φαίνονταν πουθενά.
Τα δυο κορίτσια στέκονταν μπροστά στον πάγκο της μουσικής γωνίας. Στον τοίχο, π ά ν ω τους, υπήρχε μια τεράστια αφίσα των Πιτς, που ο δίσκος τους βρισκόταν στο νούμερο ένα εκείνη την εβδο μάδα. Τα μέλη του γκρουπ, με σκισμένα κολλη-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
163
τά ρούχα γκαραζιέρηδων που άφηναν να φαίνε ται το γυμνό, πασαλειμμένο με λάδια δέρμα τους και έξαλλα χτενισμένα μπλε, ροζ και πράσινα μαλλιά, ήταν σκαρφαλωμένα σε μια σακαράκα και απειλούσαν το θεατή κραδαίνοντας σφυριά και γαλλικά κλειδιά, με μια άγρια χλευαστική έκ φραση στα απολιθωμένα από το φωτογραφικό φακό πρόσωπά τους. —Δεν είναι άπαιχτοι; έκανε εκστασιασμένη η Μέλανι. Φοβεροί, ε; — Όχι, είπε ξερά η Λούσυ. — Μα τι λες, είναι και οι πρώτοι. Μου 'ρχεται να τους φάω, Λους, αλήθεια σου λέω. «Θα μπορούσε πράγματι» σκέφτηκε η Λούσυ. «Κοίτα πώς της τρέχουν τα σάλια!» Έβλεπε μια Μέλανι που δεν είχε ξαναδεί. Όχι την ψυχρή υπολογίστρια που έκανε τους άλλους ό,τι ήθελε, αλλά ανθρώπινη και εκδηλωτική, όπως όλοι. — Πεθαίνω για το τελευταίο τους άλμπουμ, συ νέχισε η Μέλανι, ψάχνοντας τις κασέτες που ήταν τοποθετημένες με τη σειρά στον πάγκο. Να το. Εί ναι το Γκάζωσε, μωρό μου, γκάζωσε. Στράφηκε στη Λούσυ και τώρα ο ενθουσιασμός της είχε εξατμιστεί, δίνοντας τη θέση του σε μια σκληρή, παγωμένη έκφραση. - Α υ τ ό θέλω. Η Λούσυ σήκωσε τους ώμους.
br/zav
164
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Δεν έχω καθόλου λεφτά. Η Μέλανι γέλασε. — Είσαι βλάκας. Δε θέλω να μου το αγοράσεις, Ξερασούλα. Δ ε ν έχει πλάκα αυτό. Η Λούσυ ένιωσε το ψυχρό βλέμμα της Μέλανι να της παγώνει το αίμα. — Είναι εύκολο, επέμενε η Μέλανι. Η Λούσυ κούνησε αρνητικά το κεφάλι, ενώ το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος από τον πανικό. — Κάποια στιγμή πρέπει να μάθεις να το κάνεις. Η Μέλανι μιλούσε τόσο απλά και φυσικά σαν να της εξηγούσε κάποιο πρόβλημα μαθηματικών. — Έτσι κονομάμε όλα μας τα δωράκια. — Όχι, κατάφερε να πει η Λούσυ. Η Μέλανι κάγχασε. — Κι εγώ σου λ έ ω ότι θα το κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, της είπε χωρίς να γελάει πια. —Αν το θέλεις, ψέλλισε η Λούσυ, να το πάρεις μόνη σου. — Μη γίνεσαι χαζή, Ξερασούλα. Τότε δε θα ήταν δωράκι, έτσι δεν είναι; Καλύτερα λοιπόν να βιαστείς, γιατί όλο και κάποιος θα προσέξει που στεκόμαστε τόση ώρα εδώ και θα μας πάρει χα μπάρι. Η Λούσυ δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Της ήταν αδύνατο. Τότε η Μέλανι έχασε την υπομονή της.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
165
—Μα το Θεό, είσαι τόσο δειλή! Δ ε ν είναι τίποτα, παιχνιδάκι είναι. Αυτή τη φορά θα σε βοηθήσω, αλλά την επόμενη θα το κάνεις μόνη σου. Ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα και πάλι, η Με λάνι ξαναφόρεσε το χαμόγελο της και άρχισε να μιλάει δυνατά, παριστάνοντας το αθώο κορίτσι που είχε βγει για ψώνια το Σάββατο το πρωί. — Ω! Κοίταξε, Λους, έκανε με τραγουδιστή, εύ θυμη πειστική φ ω ν ή . Έβγαλαν καινούριο άλ μπουμ οι Σουίτ-εν-Σάουρ. Δ ε ν είναι καταπληκτι κοί; Την ίδια στιγμή έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί της Λούσυ: —Μείνε κοντά μου. Ταυτόχρονα έπαιρνε συνεχώς τη μια κασέτα μετά την άλλη και τις ξανάφηνε γρήγορα κάτω. — Και ο Τσάρλι Τσέιζ. Ξετρελάθηκα με την τε λευταία του δουλειά. Εσύ; Ω ω ω ! Να και ο Χέκτορ Προτέκτορ. Δ ε ν ξέρω τι να πρωτοαγοράσω. Έχει τόσα πολλά καινούρια πράγματα αυτή τη βδομά δα. Τι λες εσύ, Λους; Η Μέλανι σταμάτησε, κοίταξε πίσω της, και προς τις δυο πλευρές του πάγκου με τις κασέτες, μετά ολόγυρα στο κατάστημα και, σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει, αναστέναξε και είπε: — Πάμε καμιά βόλτα να το σκεφτούμε και ξα ναρχόμαστε σε λίγο.
br/zav
166
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Έπιασε σφιχτά τη Λούσυ αγκαζέ και την οδή γησε με αργό βήμα προς την έξοδο. Καθώς περ νούσαν ανάμεσα στον κόσμο, η Λούσυ ένιωσε ότι κάτι τής έχωνε στη ζώνη του τζιν της. —Τι κάνεις; διαμαρτυρήθηκε. — Σκάσε και προχώρα, είπε η Μέλανι σφίγγο ντας ακόμα περισσότερο το μπράτσο της. Η Λούσυ όμως χρησιμοποίησε το ελεύθερο χέ ρι της για να βγάλει το αντικείμενο που της είχε χώσει στο τζιν. Ήταν η κασέτα με το άλμπουμ των Πιτς. Στο μεταξύ, είχαν φτάσει σχεδόν στην πόρτα της εξόδου. Η Λούσυ προσπάθησε να ελευθερώ σει το χέρι της. — Σταμάτα, χαζοκόριτσο! της είπε η Μέλανι. Ξαφνικά, μπροστά τους εμφανίστηκε ο Αγκους, ορμώντας μέσα από το πλήθος και κουνώντας τα χέρια του σαν μανιακός. — Μη βγεις, Λούσυ, έλεγε. Μη βγεις από το μα γαζί, θα σε πιάσουν, μείνε μέσα. Η Μέλανι, τρέμοντας από οργή, γύρισε αστρα πιαία προς το μέρος του. — Μην τολμήσεις, Μπερνς, παλιογουρούνι! Έτσι όπως στράφηκε απότομα, έσπρωξε ένα φορτωμένο πελάτη. —Δεν πάτε καλύτερα έξω να παίξετε; τους είπε αυτός ενοχλημένος.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
167
Η Λούσυ ήταν μπερδεμένη. Τι στο καλό γινό ταν; Τι γύρευε ο Άγκους εκεί; Γιατί ανέμιζε τα χέ ρια του και της φώναζε τρελά πράγματα; Όταν όμως άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, άκουσε έκπληκτη τον εαυτό της να του κάνει ψυ χρά και μηχανικά μια τελείως διαφορετική ερώ τηση: — Πήγες σινεμά μαζί της χτες βράδυ; Οπότε άρχισαν να φωνάζουν και οι τρεις μαζί ο ένας στον άλλο. ΑΓΚΟΥΣ
— Θα σου πω σ' ένα λεπτό. Δ ε ν πρέπει να βγεις από το κατάστημα όμως. Μήπως πήρες τίποτα; Μου είπε ότι θα σε υποχρέωνε να πάρεις κάτι. Το έκανε; Σ' έβαλε να σουφρώσεις τίποτα; ΛΟΥΣΥ
—Αν πήγες σινεμά μαζί της, δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω, Άγκους Μπερνς. Είπες ότι ήθελες να με βοηθήσεις, αλλά το μόνο που έκα νες ήταν να χειροτερέψεις τα πράγματα και τώ ρα αυτή προσπαθεί να με αναγκάσει να κλέψω. ΜΕΛΑΝΙ
— Θα μου το πληρώσεις αυτό, Άγκους Μπερνς! Περίμενε και θα δεις! Περνιέσαι για έξυπνος, ε;
br/zav
168
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Δ ε ν είσαι αρκετά έξυπνος όμως. Περίμενε και θα τα πούμε - αναθεματισμένε, βρομιάρη, κουφιοκέφαλε!
Η φράση «να κλέψω» ήταν που έβαλε τέρμα στον καβγά. Ακούστηκε δυνατά σαν ήχος έκρηξης πάνω από τα κεφάλια τους, τόσο δυνατά, που πρέπει να την άκουσαν όλοι, αν και στην πραγματικότητα κα νείς δε σταμάτησε, ούτε καν γύρισε να τους κοιτάξει. Η Μέλανι όμως δεν ήταν διατεθειμένη να περι μένει να ανακαλύψει αν κάποιος το είχε ακούσει. — Θα μου το πληρώσετε εσείς οι δύο, είπε αφή νοντας το μπράτσο της Λούσυ. Περιμένετε ως τη Δευτέρα και θα δείτε τι έχει να γίνει! Και με τα λόγια αυτά έγινε καπνός. — Μήπως πήρες τίποτα; ξαναρώτησε επιτακτι κά ο Άγκους, χωρίς να δώσει την παραμικρή ση μασία στη Μέλανι. —Τι; έκανε η Λούσυ προσπαθώντας να κατα λάβει τι συνέβαινε. —Σε ρωτάω, μήπως πήρες τίποτα; — Όχι... αλλά... —Αλλά τι; —Αυτό... Η Λούσυ τού έδειξε την κασέτα που έσφιγγε νευρικά στην ιδρωμένη της παλάμη.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
169
—Μου το έχωσε μέσα στο παντελόνι μου. — Φέρ' το εδώ. Ο Άγκους της άρπαξε την κασέτα από το χέρι. —Τι κάνεις; — Πάω να τη βάλω στη δέση της. Απομακρύνθηκε γλιστρώντας βιαστικά μες στο πλήθος. Σε μια στιγμή η Λούσυ τον έχασε. Τον ξα ναπήρε το μάτι της για λίγο καθώς πλησίαζε τη μουσική γωνία, αλλά μετά τον ξανάχασε μέσα στην πολυκοσμία.
Τη στιγμή που ο Άγκους άπλωνε το χέρι να βάλει την κασέτα στη θέση της, ένα αντρικό χέρι του άρπαξε τον καρπό και του τον έσφιξε τόσο, που τον πόνεσε. — Εντάξει, φιλαράκο. Καλύτερα να έρθεις μαζί μου. Ο Άγκους ένιωσε κάποιον να τον αναγκάζει να γυρίσει και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν πανύψηλο άντρα με πουκάμισο χωρίς σα κάκι, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας συνηθισμένος πελάτης. —Την έβαζα απλώς πίσω στη θέση της, είπε ο Άγκους στριφογυρίζοντας για να ξεφύγει από το δυνατό του σφίξιμο. —Αυτά τα έχω ξανακούσει, νεαρέ, του είπε με ένα στυφό χαμόγελο.
br/zav
170
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
*
*
*
Όταν η Λούσυ διέκρινε και πάλι τον πάγκο με τις κασέτες ανάμεσα στον κόσμο που πηγαινοερχό ταν, ο Άγκους δεν ήταν εκεί. Τότε, μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά, επειδή ήξερε τι σήμαινε αυτό, είδε έναν ψηλό γεμάτο άντρα με πουκάμισο να οδηγεί τον Άγκους σ' ένα δωμάτιο με την επιγραφή ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ.
Αργότερα, όταν ξανάφερνε στο νου της όλα όσα είχαν συμβεί, συνειδητοποίησε ότι τότε ήταν που πήρε την απόφασή της. Αρκετά είχε ανεχτεί τη Μέλανι Πρόσσερ. Αρκετά την είχε αφήσει να της καταστρέφει τη ζωή, αρκετά είχε υποχωρήσει και είχε μείνει με τα χέρια σταυρωμένα, ελπίζοντας να σταματήσει από μόνος του αυτός ο εφιάλτης. Και ήξερε πια ότι συμπαθούσε τον Άγκους τόσο, που αναστατωνόταν αν εκείνος πληγωνόταν, εν διαφερόταν για κάποιο άλλο κορίτσι ή είχε μπλε ξίματα. Αποφάσισε να κάνει κάτι γι' αυτό. Να κάνει κά τι για όλα: για τη ζωή της και για τον Άγκους. Και θα ξεκινούσε τώρα αμέσως. Εκείνη τη στιγμή δε σκεφτόταν τίποτε άλλο. Το μόνο που ένιωθε ήταν να την πλημμυρίζει ένα ξαφνικό κύμα ενεργητικότητας. Το μάτι της πήρε την επόπτρια πωλήσεων να
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
171
στέκεται δίπλα σε ένα ταμείο και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. — Με συγχωρείτε, είπε με την πιο ευγενική της φωνή. — Ναι; — Ένας κύριος πήγε το φίλο μου σ' αυτό το δω μάτιο. Θα μπορούσα να του μιλήσω, σας παρακα λώ; —Ώστε έτσι, ε; Η επόπτρια την περιεργάστηκε καχύποπτα τώ ρα.
— Εντάξει, είπε ο διευθυντής βλοσυρά πίσω από το γραφείο του, ενώ ο ιδιωτικός αστυνομικός του καταστήματος φρουρούσε την πόρτα. — Ισχυρίζεσαι ότι απλώς ξανάβαζες την κασέτα στη θέση της. Μπορείς να το αποδείξεις; Ο Άγκους έμεινε σιωπηλός. Ο διευθυντής έσκυ ψε προς τα εμπρός. —Το ξέρεις ότι η κλοπή αντικειμένων από κα ταστήματα είναι η μεγαλύτερη πληγή αυτής της χώρας; Το ξέρεις ότι μαγαζιά σαν αυτό χάνουν εκατομμύρια κάθε χρόνο εξαιτίας της; Το ξέρεις ότι είναι μια εγκληματική πράξη με διαστάσεις επιδη μίας μεταξύ παιδιών της ηλικίας σου; Ο Άγκους κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Το
br/zav
172
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
άγριο βλέμμα του διευθυντή τον έκανε να νιώθει σαν να είχε κλέψει αυτός ο ίδιος αγαθά αξίας εκα τομμυρίων και να έπασχε από κάτι τόσο μεταδο τικό, που κανονικά θα έπρεπε να τον βάλουν στην απομόνωση. —Αν, συνέχισε ο διευθυντής, αν απλώς έβαζες την κασέτα πίσω στη θέση της, πώς εξηγείς το γε γονός ότι την είχες πάρει από εκεί; —Δεν την είχα πάρει εγώ, είπε ο Άγκους χωρίς να καλοσκεφτεί τι σήμαινε η απάντησή του. Ο διευθυντής όμως ήξερε και πετάχτηκε όρθιος. —Ώστε υπήρχε και άλλο άτομο! — Όχι! είπε ο Άγκους, φοβισμένα τώρα, αλλά καταλαβαίνοντας την τροπή που θα έπαιρνε η συ ζήτηση αποφάσισε ότι το καλύτερο θα ήταν να πει την αλήθεια. Έτσι, πρόσθεσε: — Ε, λοιπόν, ναι... υπήρχε. -Αχά! Ο διευθυντής έγνεψε με νόημα στον ιδιωτικό αστυνομικό. —Δεν ήθελε να το πάρει όμως. Θέλω να πω, δεν ήταν πρόθεση της να το κλέψει. — «Της;» Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να περι πλέκονται. Ο διευθυντής άρχιζε να καμαρώνει για την επι τυχία της έρευνάς του. — Κοίτα να δεις, μικρέ, δεν έχω καιρό για χάσι-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
173
μο. Πες την αλήθεια να τελειώνουμε. Αλλιώς Θα φωνάξω την αστυνομία και τους γονείς σου και μπορεί να καταλήξεις στο δικαστήριο. Ο Άγκους έχασε το χρώμα του. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο του διευθυντή. Το σήκωσε συνοφρυωμένος. —Έχω δουλειά, Πέγκυ, τι συμβαίνει; Όσο άκουγε όμως τη συνομιλήτρια του, στο πρόσωπο του άρχισε να διαγράφεται ένα χαμόγε λο. — Έτσι, ε; Για φαντάσου! Φέρ' τη μέσα, σε πα ρακαλώ. Κατέβασε το ακουστικό. — Νομίζω ότι είναι η συνεργάτιδά σου, νεαρέ. Προφανώς, παραδόθηκε μόνη της. Η πόρτα άνοιξε και η επόπτρια έφερε μέσα τη Λούσυ. Η Λούσυ και ο Άγκους κοιτάχτηκαν συνωμοτι κά όσο οι τρεις ενήλικες ψιθύριζαν κάτι σκυφτοί. Όταν ο διευθυντής ξανακάθισε στο γραφείο του, ρώτησε: — Μήπως πρέπει να περιμένουμε και άλλους να εμφανιστούν; Καμία απάντηση. — Ωραία. Ποιος θα αρχίσει λοιπόν; — Εγώ έφταιγα, είπαν ταυτόχρονα τα δύο παι διά.
br/zav
174
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Μόλις το συνειδητοποίησαν, ξέσπασαν και τα δυο σε γέλια. Ακόμα και ο ιδιωτικός αστυνομικός χαμογέλασε. Ο διευθυντής όμως, που δε χαμογελούσε, περιερ γαζόταν με προσοχή τη Λούσυ. — Εσύ δεν είσαι... άρχισε να λέει προσπαθώντας να θυμηθεί το όνομα, ναι, η κόρη του Τζακ Χολ. Πώς σε λένε;... —Λούσυ. Τα γελάκια τώρα έπαψαν. — Η Λούσυ Χολ. Μα ναι. Για δες εκεί! Ακολούθησε βουβαμάρα. Το στόμα της Λούσυ είχε στεγνώσει. — Ευχαριστώ, κυρία Γουίλσον, είπε ο διευθυ ντής στην επόπτρια. Μπορείτε να επιστρέψετε στα καθήκοντα σας. Κι εσύ, Μπιλ. Θα το χειριστώ μό νος μου αυτό. Σας ευχαριστώ και τους δύο για τον κόπο σας. Οι υπάλληλοι του βγήκαν από το δωμάτιο. — Και τώρα, είπε ο διευθυντής, θέλω να ακού σω τι ακριβώς έγινε, σας παρακαλώ. Χωρίς σάλ τσες. Κι έπειτα, καλύτερα να τηλεφωνήσουμε στον πατέρα σου να έρθει εδώ, Λούσυ.
br/zav
10 ΚΑΘΟΝΤΑΝ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ των Χολ: η Λούσυ, ο
Άγκους, ο Ντάγκλας, η Σάρα και ο Τζακ. Είχαν αποκαλυφθεί τα πάντα και τα είχαν συζη τήσει ξανά και ξανά, ώσπου η Λούσυ μπούχτισε. Η Μέλανι, ο τρόπος που τρομοκρατούσε τα άλλα παιδιά, ο Άγκους και το μαλλί του, η Λούσυ και το χρηματικό δώρο των γενεθλίων της, ο Άγκους και το σινεμά, ακόμα και τα ραβασάκια του Άγκους, και τέλος το πρωινό επεισόδιο στου Γούλγουορθ. Βαρύτερα απ' όλους το είχε πάρει η Σάρα. Ή τουλάχιστον εκείνη μιλούσε περισσότερο. Ο Τζακ έμενε παγερά σιωπηλός. Η Λούσυ ήξερε ότι αυτό έδειχνε πόσο βαθιά αναστατωμένος ήταν. Ο Ντάγκλας έβγαζε ατμούς από τα αυτιά, αλλά κρατιόταν να μην πει παραπάνω απ' όσα έπρεπε λόγω της παρουσίας των υπόλοιπων. —Το ήξερα εγώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, έλε-
br/zav
176
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
γε για πολλοστή φορά εκείνο το απόγευμα η Σά ρα. Τις τελευταίες μέρες δεν ήσουν ο εαυτός σου. Μακάρι να μου είχες πει τι συνέβαινε, Λούσυ. Αποκαμωμένη, η Λούσυ κοίταζε τα χέρια της, που ήταν σταυρωμένα πάνω στα γόνατα της, και δεν είπε λέξη. —Αυτά τα πράγματα δε λέγονται, είπε ο Άγκους απαντώντας αντί γι' αυτήν. — Η Λούσυ συνήθως μου λέει τα πάντα. Η Σάρα έδειχνε πληγωμένη. — Αυτό όμως δεν μπορούσε να σας το πει. Απλώς θα έκανε τα πράγματα χειρότερα, ψέλλισε ο Άγκους. Ο Ντάγκλας γέλασε πικρά. —Α, ναι; έκανε. Χειρότερα απ' ό,τι είναι τώρα; Ο Τζακ μίλησε τότε για πρώτη φορά μετά από μισή ώρα και βάλε. —Ξέρω τι εννοεί ο Άγκους. Έτσι ήταν όταν ήμα σταν κι εμείς παιδιά. Κάτι πρέπει να γίνει όμως. — Εμένα μου λες! είπε ο Ντάγκλας. Αυτό που κάνουν αυτά τα διαβολοκόριτσα δεν είναι απλώς μαγκιές και νταηλίκια. Όλοι τα έχουμε περάσει αυτά. Εδώ πρόκειται για οργανωμένο σχέδιο. Εί ναι σαν να πουλάνε παράνομη προστασία. Αν ήταν στο χέρι μου, Θα τους έδινα ένα δωράκι που δε Θα το ξεχνούσαν ποτέ. Βαριά σιωπή έπεσε στο δωμάτιο.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
177
Και ξαφνικά η οργή του Τζακ ξεχείλισε. —Δεν είναι μόνο τα «δώρα» που κλέβει από τα άλλα παιδιά αυτό το αναθεματισμένο κορίτσι. Δ ε ν κλέβει απλώς αντικείμενα. Τους κλέβει το τώρα, ένα κομμάτι από τη σημερινή ζωή τους, την ξε νοιασιά της ηλικίας τους. Που είναι το παν, να πά ρει και να σηκώσει! Αυτή η κλοπή είναι το πραγ ματικό έγκλημα που διαπράττεται εδώ. Σηκώθηκε όρθιος, μην μπορώντας να μείνει άλλο καθισμένος. Βημάτισε νευρικά ως το παρά θυρο, κοίταξε αφηρημένα έξω, στράφηκε ξανά προς τους άλλους τέσσερις και, βλέποντας τα προ βληματισμένα τους βλέμματα, δεν άντεξε άλλο. — Πάω να φτιάξω λίγο τσάι, είπε και βγήκε από το δωμάτιο.
Μισή ώρα αργότερα ήταν καθισμένοι όλοι μαζί και πάλι, όπως νωρίτερα, αλλά πιο ήρεμοι τώρα, ανα ζωογονημένοι από το τσάι του Τζακ. Στο τέλος ο Τζακ, με μια απότομη κίνηση, άφη σε το φλιτζάνι του στο πάτωμα και, με ύφος που θύμιζε ότι τύχαινε να είναι διευθυντής καταστήμα τος, δήλωσε: —Δεν μπορούμε να καθόμαστε άπραγοι ε δ ώ όλη μέρα. Καλύτερα να αποφασίσουμε τι πρέπει να γίνει.
br/zav
178
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Αυτό δεν εξαρτάται λιγάκι και από το διευθυ ντή του Γούλγουορθ; είπε ο Ντάγκλας. — Ο διευθυντής συμφώνησε να περιμένει για να δει τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, είπε ο Τζακ. — Ουσιαστικά, δεν κλάπηκε τίποτα τελικά και τα παιδιά ομολόγησαν τι συνέβαινε. — Όσο να 'ναι, αυτό βοηθάει κάπως. —Καλύτερα να πάω να δω τον κύριο Χαντ, νο μίζω, είπε ο Τζακ. Η Λούσυ προσγειώθηκε απότομα στην πραγ ματικότητα. — Όχι, μπαμπά, όχι, διαμαρτυρήθηκε ζωηρά. Έτσι το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να χει ροτερέψεις τα πράγματα. — Δ ε ν ω φ ε λ ε ί , σ υ μ φ ώ ν η σ ε και ο Άγκους. Έχουν προσπαθήσει κι άλλοι γονείς, αλήθεια σας λέω, αλλά δεν έγινε τίποτα. — Μη λες βλακείες, Άγκους, είπε εκνευρισμέ νος ο Ντάγκλας. Είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι. Και πρώτα απ' όλα θα πρέπει να τα ψάλει ένα χεράκι σ' αυτό το κορίτσι, την Πρόσσερ. —Τη βλέπει, είπε ο Άγκους, αλλά είναι πονηρή και καταφέρνει πάντα να τη γλιτώνει. Ποτέ δεν υπάρχουν αποδείξεις. — Ε, λοιπόν, αυτή τη φορά υπάρχουν αποδεί ξεις! ξέσπασε η Σάρα. Είστε μάρτυρες εσείς οι δύο. Ξέρετε και οι δύο τι συνέβη. Υπάρχει η μαρτυρία
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
179
δύο ατόμων που θα αντικρούσουν τη δική της εκ δοχή. — Θα βρει τρόπο να γλιτώσει και πάλι, είπε η Λούσυ. —Το θέμα είναι ότι δεν την είδα να παίρνει κά τι, είπε απελπισμένος ο Άγκους. Ε γ ώ απλώς τις σταμάτησα πριν βγουν από το μαγαζί. Στο μεταξύ όμως, η Μέλανι είχε προλάβει να βάλει την κασέ τα στο παντελόνι της Λούσυ. Έτσι, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το έκανε αυτή. —Τα βλέπετε; παραπονέθηκε η Λούσυ. Θα πας να μιλήσεις στον κύριο Χαντ, εκείνος θα δη μιουργήσει δέμα, αλλά στο τέλος δε δα γίνει τίπο τα. Με τη μόνη διαφορά ότι μετά η Πρόσσερ θα με τυραννάει χειρότερα από πριν. — Όχι, δε θα το κάνει αυτό, είπε η Σάρα. Μπο ρεί να τρομάξει και να σταματήσει. —Λεν πρόκειται να σταματήσει! Δε θα σταμα τήσει με τίποτα! φώναξε η Λούσυ απελπισμένη τώρα, ενώ τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Δ ε ν κα ταλαβαίνετε. Δ ε ν είναι όπως νομίζετε. Πεισμώνει και γίνεται χειρότερη αν τη μαρτυρήσει κάποιος. Σαν να έχει κάποιο είδος ανταγωνισμού με τους μεγάλους. Τα δάκρυα της έτρεχαν ποτάμι. — Γιατί δε λέτε να καταλάβετε; Το μόνο που θέλω είναι να μ' αφήσετε ήσυχη!
br/zav
180
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Πετάχτηκε όρθια, έψαξε με μάτια θολά απ' τα δάκρυα να βρει το μαντίλι της και, μη βρίσκοντάς το, όρμησε με λυγμούς έξω από το δωμάτιο. Η Σάρα σηκώθηκε να πάει να την παρηγορή σει, αλλά ο Τζακ τη σταμάτησε. —Άφησέ την. Καλύτερα να μείνει λίγο μόνη της· Η Σάρα αναστέναξε, αποφάσισε ότι ο Τζακ είχε δίκιο και ξανακάθισε κάτω. Ανάμεσά τους έπεσε μια αμήχανη σιωπή. Εί χαν τα μάτια καρφωμένα σε οτιδήποτε τους βοη θούσε να αποφεύγουν ο ένας το βλέμμα του άλ λου. Κάποια στιγμή όμως ήταν η σειρά της Σάρας να ξεσπάσει. —Δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμέ να τα χέρια και να επιτρέπουμε σ' αυτό το παλιοκόριτσο να βασανίζει την κόρη μας. Δ ε ν πρόκειται ν' αφήσω κανέναν να κάνει την κόρη μου δυστυ χισμένη και να την αναγκάσει να γίνει κλέφτρα. Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μπει τέρμα σ' αυτή την κατάσταση. Πρέπει να ενεργή σουμε, λοιπόν. Το εννοώ, Τζακ. Δε με νοιάζει τι λέει η Λούσυ. Ο Τζακ έσκυψε προς το μέρος της και της μίλη σε ήρεμα. — Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί όμως. Ίσως
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
181
έχουν δίκιο τα παιδιά. Μπορεί να κάνουμε τα πράγματα πολύ χειρότερα αντί για καλύτερα. Σε μία δύο μέρες αυτό το κορίτσι, η Πρόσσερ, θα βα ρεθεί να ασχολείται με τη Λούσυ και θα τελειώ σουν όλα. Η Σάρα είχε γίνει έξω φρενών όμως. — Θ' αφήσει ήσυχη τη Λούσυ και θ' αρχίσει να βασανίζει κάποιο άλλο φουκαριάρικο παιδί στη θέση της. Αυτό εννοείς; Δ ε ν παιδεύει μόνο τη Λούσυ, έτσι δεν είναι; Είναι ολοφάνερο ότι βασα νίζει το ένα κορίτσι μετά το άλλο. Ε, λοιπόν, εγώ δεν το δέχομαι αυτό, Τζακ. Ο Τζακ κάθισε βαθιά στο κάθισμά του, μην έχο ντας τι να της πει. Έριξε μια ματιά στον Άγκους, που είχε βουλιάξει αδέξια στον καναπέ πλάι στη Σάρα, και σκέφτηκε ότι δεν ήταν σωστό να παρα κολουθεί τους καβγάδες των ενηλίκων. —Άγκους, του είπε προσπαθώντας να χαμογε λάσει, γιατί δεν ανεβαίνεις επάνω να δεις πώς εί ναι η Λούσυ; Ο Άγκους, που ήταν φως φανάρι ότι το ήθελε πολύ αλλά δίσταζε, κοίταξε τον πατέρα του. Εκεί νος τού έγνεψε να πάει. —Δεν ξέρω πού είναι όμως. — Στο δωμάτιό της, φαντάζομαι, είπε ο Τζακ. Στο επάνω πάτωμα, η πρώτη πόρτα μετά τα σκα λιά.
br/zav
182
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
* * * Όταν έφυγε ο Άγκους, οι μεγάλοι χαλάρωσαν. — Ε γ ώ ρίχνω το φταίξιμο στους γονείς, είπε ο Ντάγκλας. Δ ε ν ξέρουν τα κατορθώματα της κόρης τους; — Ο Ντάγκλας έχει δίκιο, Τζακ, είπε η Σάρα. Αν δεν τα ξέρουν, πρέπει να τα μάθουν. Κι αν τα ξέ ρουν, πρέπει να τα σταματήσουν. —Ίσως, είπε ο Τζακ. Αλλά... — Δ ε ν έχει αλλά, επέμενε η Σάρα. Τουλάχι στον, αν δεν μπορώ να κάνω τίποτα με τους υπεύ θυνους του σχολείου, μπορώ να κ ά ν ω κάτι με τους γονείς. Μπορώ να πάω να τους μιλήσω. Να τους πω τι συμβαίνει. Να τους ρωτήσω τι σκοπεύ ουν να κάνουν γι' αυτό. Ο Τζακ δε φαινόταν να έχει πειστεί. —Ίσως να το ξέρουν. Ίσως υπάρχουν μερικοί γονείς που δε δίνουν δεκάρα για το τι σκαρώνουν τα παιδιά τους. Και τότε τι γίνεται; Η Σάρα όμως ήταν ακλόνητη στην απόφασή της. —Τότε κάποιος πρέπει να τους πείσει να αλλά ξουν στάση. Τουλάχιστον να τους αναγκάσει να δουν ότι υπάρχει πρόβλημα. Η συζήτηση συνεχίστηκε σε έντονους τόνους για άλλο ένα τέταρτο. Η Σάρα όμως ήταν πεισμα-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
183
τάρα. Ό,τι κι αν έλεγε ο Τζακ, εκείνη συνέχιζε να πιστεύει ακράδαντα ότι είχε δίκιο. Και, αφού ο Ντάγκλας και η Σάρα συμφωνούσαν, υποχρεώ θηκε τελικά και ο Τζακ να υποχωρήσει. — Θα τηλεφωνήσω και θα κανονίσω να τους δω αύριο, είπε η Σάρα, νιώθοντας πολύ καλύτερα τώρα που συμφώνησαν να κάνουν κάτι αντί να κάθονται μόνο και να μιλούν με τις ώρες. Μην το πεις στα παιδιά, απλώς θα ανησυχούσαν. Τζακ, γιατί δεν τα παίρνεις αύριο να πάτε μια βόλτα στο Σλίμπριτζ την ώρα που εγώ θα πάω στους Πρόσ σερ; Έτσι δε θα είναι μες στα πόδια μας και θα τους αρέσει που θα δουν τα πουλιά. Θα ξεχαστούν και δε θα σκέφτονται συνέχεια το ίδιο. Παρότι κάτι μέσα του του έλεγε ότι αυτό ήταν λάθος, ο Τζακ συμφώνησε.
Ο Άγκους κοντοστάθηκε έξω από το δωμάτιο της Λούσυ και τη φώναξε δειλά. —Λούσυ; Καμία απάντηση. — Ο μπαμπάς σου μου είπε να ανέβω. Την άκουσε να μετακινείται πάνω στο κρεβάτι της και μετά να του λέει: — Εντάξει, έλα μέσα αν θέλεις. Το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο από το φως
br/zav
184
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
του σούρουπου. Η Λούσυ καθόταν κουρνιασμένη αμήχανα στην άκρη του κρεβατιού, ενώ τα σκε πάσματα ήταν ζαρωμένα εκεί που ήταν ξαπλωμέ νη πριν λίγο. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από το κλάμα. Μην ξέροντας πού να καθίσει, ο Άγκους στάθη κε αδέξια στα πόδια του κρεβατιού, σαν να έκανε επίσκεψη σε νοσοκομείο. Το βλέμμα του όμως αγκάλιασε όλο το δωμάτιο. Ήταν περίεργος να δει τα προσωπικά αντικείμενα της Λούσυ: τη συλλογή της από μεγάλα λούτρινα ζωάκια -το αρκουδάκι Πάντιγκτον, το Σνούπυ, τον Γκόντζο από τα Μάπετ- καθισμένα όλα σε μια μικρή πολυθρόνα· τη βιβλιοθήκη της, που πρέπει να είχε διπλάσια βιβλία από τα δικά του· το κομοδίνο της, με το ψηφιακό ρολόι-πορτατίφ· τις αφίσες στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι της, μερικές με ζώα (σε μια υπήρχε το τε ράστιο κεφάλι μιας τίγρης που έδειχνε τα δόντια της στο θεατή) και μερικές με ηθοποιούς της τηλε όρασης που ο Άγκους αντιπάθησε με την πρώτη· τη γαλάζια εντοιχισμένη ντουλάπα της· ένα μα κρόστενο καθρέφτη, όπου είδε τον άχαρο εαυτό του να κοιτάζει γύρω του και τέλος τη Λούσυ, να τον παρατηρεί καθισμένη στο κρεβάτι της. Το δω μάτιο ήταν καθαρό, τακτοποιημένο και φωτεινό. —Στο δικό μου δωμάτιο καλύτερα να μην μπεις ποτέ, της είπε, περισσότερο για να πει απλώς κάτι.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
185
— Γιατί; ρώτησε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον η Λούσυ, που την απασχολούσαν πράγματα πολύ σπουδαιότερα από το δωμάτιο του Άγκους εκείνη τη στιγμή. — Είναι κάπως ακατάστατο. Έφτιαξε το τζιν του τραβώντας το προς τα επά νω. — Εμένα με βάζουν με το ζόρι να το καθαρίζω, είπε η Λούσυ. — Ο πιο μεγάλος μπελάς είναι το κουνέλι μου, συνέχισε ο Αγκους. —Το κουνέλι σου; - Ν α ι , ο Κλάιβ. - Ο Κλάιβ; — Κοιμάται κάτω από το κρεβάτι μου. —Έχεις το κουνέλι σου στο δωμάτιό σου; — Είναι το καλύτερο μέρος. Έχει ασφάλεια και ζεστασιά. — Εμένα δε νομίζω ότι Θα μου άρεσε κάτι τέ τοιο. Ο Άγκους σήκωσε τους ώμους. —Τον Κλάιβ δε φαίνεται να τον πειράζει. Η Λούσυ σκέφτηκε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να αλλάξει Θέμα. Υπήρχε, άλλωστε, και κάτι άλλο που τη βασάνιζε και έπρεπε να απα ντηθεί πριν συνεχίσουν την κουβέντα. Έπρεπε να βεβαιωθεί.
br/zav
186
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Βγήκες αλήθεια με την Πρόσσερ μόνο και μόνο για να μάθεις τι σκόπευε να μου κάνει; —Αφού σου το είπα. — Ναι, αλλά το είπες μπροστά σε όλους τους άλ λους. Το διευθυντή και τους γονείς μας. Δ ε ν ήξερα αν έπρεπε να σε πιστέψω. Ο Άγκους κάθισε προσεχτικά στην άκρη του κρεβατιού. — Κοίτα να δεις, της είπε. Σε περίμενα πίσω από το δέντρο. Ξαφνικά, εμφανίστηκε η Πρόσ σερ. Άρχισε να φλυαρεί, να μου κάνει επίδειξη, να κοκορεύεται. Μου έδειξε το δεκάλιρό σου και μου είπε για το σινεμά. Σκέφτηκα τότε να πάω μαζί της για να μάθω γιατί φέρεται έτσι. Την ώρα που ήμασταν στο σινεμά άρχισε να κάνει υπαινιγ μούς για σήμερα. Σκέφτηκα να ανακαλύψω τι σκάρωνε για να σε προειδοποιήσω. Όταν έφτασα σπίτι, ήθελα να σου τηλεφωνήσω, αλλά ο μπα μπάς μου τα είχε πάρει στο κρανίο και δε με άφη νε. Και σήμερα το πρωί άργησα να ξυπνήσω και όταν σου τηλεφώνησα έλειπες, ήσουν στο μαγα ζί. Έτσι, αναγκάστηκα να έρθω όσο πιο γρήγορα μπορούσα να σε βρω. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε: —Αυτό είναι όλο. Η Λούσυ τον κοίταξε εξεταστικά για να σιγου ρευτεί πριν τον ρωτήσει:
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
187
— Και δεν είσαι φίλος μ' αυτήν; Ο Άγκους την κοίταξε σοκαρισμένος. — Φίλος μ' αυτήν; Μπλιαχ! Με τίποτα! Αφού σου το είπα, δεν είναι στα καλά της. Η Λούσυ χαμογέλασε μέσα της. — Και εξακολουθείς να θέλεις να είσαι φίλος με μένα; — Φυσικά. Τον ξανάπιασαν οι ντροπές και γύρισε το βλέμ μα αλλού. — Γιατί νομίζεις ότι σου έγραψα εκείνα τα ση μειώματα; — Γιατί έτσι κάνουν τα αγόρια. — Ε γ ώ δε συνηθίζω να γ ρ ά φ ω σημειώματα. Τουλάχιστον όχι τέτοια. — Και σου αρέσω ακόμα, παρόλο που η Πρόσ σερ με ρεζίλεψε μπροστά σε όλα τα παιδιά; Η θύμηση της σκηνής στην αυλή του σχολείου εξακολουθούσε να φέρνει δάκρυα στα μάτια της Λούσυ. —Αυτό δεν έχει καμία σχέση. — Να, σκέφτηκα ότι μπορεί... να μη σου άρεσα πια μετά απ' αυτό. —Λάθος σκέφτηκες, είπε ο Άγκους σκύβοντας προς τα εμπρός, με τους αγκώνες στηριγμένους στα αδύνατα γόνατα του και κοιτώντας τα παπού τσια του. Τώρα που τα ξανθά του μαλλιά ήταν κο-
br/zav
188
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
ντά, το κοκκίνισμά του φαινόταν εντονότερα. —Αν το θέλεις, λοιπόν, είπε σιγανά η Λούσυ, μπορείς να είσαι ο φίλος μου. Ο Άγκους έγνεψε καταφατικά. Η Λούσυ περίμενε κάποια άλλη απάντηση. Επειδή όμως η απάντηση αυτή δεν ήρθε, έσκυψε εκείνη προς το μέρος του, απόθεσε ένα πεταχτό, ανάλαφρο φιλί στο μάγουλό του και μετά ξανακά θισε βιαστικά στη θέση της σταυροπόδι, με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο. Το κοκκίνισμα στα μάγουλα του Άγκους έγινε ακόμα πιο βαθύ, έπαιξε για λίγο νευρικά τα πόδια του στο πάτωμα, ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαι μό του και έγνεψε και πάλι καταφατικά. Για να σπάσει τον πάγο της σύγχυσής τους, η Λούσυ είπε: —Χαίρομαι που εμφανίστηκες στου Γούλγουορθ τη στιγμή που εμφανίστηκες. Ο Άγκους σήκωσε τους ώμους. — Θα μας την έχει στημένη τη Δευτέρα, είπε. Και θα είναι έξω φρενών. Η Λούσυ αναστέναξε. —Δε με νοιάζει πια, είπε, εκφράζοντας για πρώ τη φορά με λόγια τη νέα της αποφασιστικότητα και τρέμοντας λιγάκι για το θάρρος που μαρτυρού σε η ίδια της η φωνή. — Πρέπει κάποιος να τη σταματήσει, αυτό είναι
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
189
όλο. Το θάρρος της εξανεμίστηκε λίγο τώρα που τα είπε και πρόσθεσε: — Όχι ότι ξέρω πώς, βέβαια. Ο Άγκους τέντωσε το ψηλόλιγνο σώμα του στο κρεβάτι και στηρίχτηκε στον ένα του αγκώνα. —Έχω κάποια ιδέα. Η Λούσυ γέλασε όχι μόνο με το σοβαρό του ύφος αλλά και μ' αυτά που έλεγε. — Μη μου ξεφουρνίσεις κανένα από τα περίφη μα σχέδια σου, Άγκους! Εκείνος χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. —Δεν είναι δικό μου. Το πήρα από την Κλερ Τονκς. —Την Κλερ Τονκς; Και γιατί μιλούσες μ' αυτήν; Η νευρικότητα που ένιωθε η Λούσυ για τον Άγκους και τον εαυτό της έκανε τη φωνή της να ηχήσει κάπως απότομη. Ο Άγκους το κατάλαβε και χαμογέλασε. —Δεν είναι και τόσο κακή όταν τη γνωρίσεις καλύτερα, είπε. Η Λούσυ ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και του κούνησε απειλητικά το δάχτυλο. — Άγκους Μπερνς, πρόσεξε καλά! — Εννοούσα ότι δεν είναι και τόσο κακή όταν της μιλάς, αυτό είναι όλο. Γέλασαν και οι δύο μαζί.
br/zav
190
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Όπως και να 'χει, εκείνη με πλησίασε και μου μίλησε. Αλήθεια. Είπε ότι είσαι το καλύτερο παιδί στην τάξη μας και ότι ήθελε να βοηθήσει, αλλά εσύ δεν την άφηνες. Είπε ότι, αν όλα τα παι διά που αντιπαθούσαν την Πρόσσερ για όσα τούς είχε κάνει ενώνονταν σε μια ομάδα και τη γελοιο ποιούσαν όπως τα γελοιοποιεί κι αυτή, θα σταμα τούσε να ενοχλεί τους άλλους. —Το είπε πράγματι αυτό; —Ναι. — Για μένα εννοώ. — Ναι. Αφού είσαι η καλύτερη στην τάξη, δεν είσαι; Θέλω να πω, δεν είσαι φορτική ή τίποτα τέ τοιο, σαν τη Μαίρη, και είσαι κι εντάξει από εμφά νιση. —Α, ευχαριστώ, με υποχρέωσες! — Και, όπως είπε η Κλερ, κατεβάζεις πάντα έξυπνες ιδέες. —Το είπε κι αυτό; — Ναι. —Αλήθεια; — Στη ζωή μου. Η Λούσυ ένιωσε να την πλημμυρίζει μια ανεί πωτη κρυφή ικανοποίηση, αλλά είπε απλώς: — Ε, λοιπόν, η Κλερ κάνει λάθος που νομίζει ότι ξέρω τι να κάνω, γιατί δεν ξέρω. — Έχει δίκιο όμως που λέει ότι κατεβάζεις έξυ
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
191
πνες ιδέες. Στις θεατρικές παραστάσεις και στις εκ θέσεις και στις ιστορίες που γράφουμε είσαι πάντα τρομερή. Η κρυφή ικανοποίηση μεγάλωσε κι άλλο και της ζέστανε την καρδιά. Ο Άγκους ανακάθισε, με το μυαλό του σε πιθα νά σχέδια. — Είχες δίκιο. Τις προάλλες εννοώ. Για την επί θεση κατά της Πρόσσερ. - Τ ι θέλεις να πεις; Για να παρακολουθεί τους συλλογισμούς του, έπρεπε να πετάγεται από τη μια σκέψη στην άλλη. — Θα έκανε αυτό ακριβώς που είπες. Αυτή και η συμμορία της. —Τι θα έκανε δηλαδή; — Θα σ' έκανε σκόνη αν δοκίμαζες να τα βάλεις μαζί της. — Ε και; — Να, σκεφτόμουν ότι, ακόμα κι αν κατάφερ νες να την ξυλοκοπήσεις τελικά, θα ήταν το ίδιο κακό όπως αν σε ξυλοκοπούσε εκείνη, δε συμ φωνείς; Μόνο που τη βία θα την είχες χρησιμο ποιήσει εσύ αντί γι' αυτήν. Σωστά; — Σωστά. Μα είχε πει πράγματι κάτι τέτοιο; Δ ε ν το θυμό ταν πια, αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν φανερό ότι ο Άγκους κάπου ήθελε να καταλήξει.
br/zav
192
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Άντε, λοιπόν, συνέχισε. — Να, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σκεφτείς κά ποιον τρόπο να την ξεσκεπάσεις, πράγμα που απεχθάνεται, αλλά να μην είναι κάτι κακό, όπως ο ξυλοδαρμός. — Εγώ πρέπει να σκεφτώ αυτό τον τρόπο; — Ναι. Όπως λέει η Κλερ Τονκς, τα καταφέρ νεις σ' αυτά τα πράγματα. — Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις; — Εγώ θα σε βοηθήσω. — Ευχαριστώ πολύ! — Όλοι θα βοηθήσουμε. -Όλοι; — Η Κλερ και ο Όλλυ και η Σαμ και μερικοί ακόμα. Μπορείς να το κάνεις, Λούσυ, ειλικρινά. Η Λούσυ τον κοίταξε ολόισια στα γελαστά, γε μάτα ενθουσιασμό μάτια του. — Και μετά μου λες για την Πρόσσερ! αστειεύ τηκε. Εσύ είσαι ακόμα χειρότερος. Α π ό κ ά τ ω ακούστηκε η δυνατή φ ω ν ή του Τζακ. —Άγκους, ο μπαμπάς σου φεύγει. — Φτου να πάρει! έκανε ο Άγκους. —Δεν μπορείς να φύγεις από τώρα, γκρίνιαξε η Λούσυ. —Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. — Μα μόλις αρχίσαμε.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
193
—Το ξέρω. Κοιτάχτηκαν απρόθυμοι να χωριστούν. Όμως ένα δεύτερο κάλεσμα, αυτή τη φορά από τον Ντά γκλας, τους έδειξε ότι δε θα τους άφηναν άλλο ήσυχους. Ο Άγκους άνοιξε την πόρτα και φώναξε προς τα κάτω: — Έρχομαι. Μετά γύρισε προς τη Λούσυ και της ψιθύρισε: — Είμαι σίγουρος ότι θα σκεφτείς κάτι. Τηλεφώ νησε μου αν το σκεφτείς πριν τη Δευτέρα. — Εντάξει, είπε η Λούσυ από το κρεβάτι της, μουτρωμένη που ο Άγκους έπρεπε να φύγει. Όταν όμως εκείνος έκλεισε πίσω του την πόρτα και κατέβηκε με ποδοβολητό τα σκαλιά, ανακά λυψε ότι ασυναίσθητα χαμογελούσε και απολάμ βανε μια πρωτόγνωρη χαρά.
br/zav
11 Η ΣΥΝΘΙΑ ΠΡΟΣΣΕΡ οδήγησε τη Σάρα Χολ σε ένα σαλόνι επιπλωμένο με μαύρες δερμάτινες βαθιές πολυθρόνες και ένα σύνθετο τοίχου που αποτε λούνταν από γυαλιστερούς μεταλλικούς κύβους και φιμέ τζάμι. Ό λ α έδειχναν πολύ κομψά και αστραφτερά, σαν από διαφήμιση ακριβού περιο δικού με την τελευταία λέξη της μόδας στη δια κόσμηση του σπιτιού. «Μόνο που η μόδα αυτή» σκέφτηκε η Σάρα «είναι της περασμένης δεκαε τίας». Η οικοδέσποινα δεν της πρότεινε να καθίσει. — Ορίστε λοιπόν, είπε η Σύνθια Πρόσσερ με τό νο που έδειχνε ότι δεν είχε διάθεση για περιττές κουβέντες. Τι ακριβώς συμβαίνει με την κόρη μας τη Μέλανι; Η Σάρα έβαλε τα δυνατά της να είναι όσο το δυ νατόν πιο ευγενική.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
195
—Συγγνώμη για την ερώτηση, κυρία Πρόσσερ, αλλά δεν ανησυχείτε καθόλου για τη Μέλανι; Η Σύνθια κοκκίνισε. — Να ανησυχώ; Γιατί Θα έπρεπε να ανησυχώ; —Δεν είχε κάποια μπλεξίματα τώρα τελευταία; — Μπλεξίματα; Η φωνή της Σύνθια είχε έναν τόνο προειδοποι ητικό τώρα. —Τι είδους μπλεξίματα εννοείτε; —Στο σχολείο κάποια παιδιά τρομοκρατούν τα υπόλοιπα. Η Σύνθια έμεινε ασάλευτη, επικίνδυνα ασά λευτη, σαν αγρίμι πριν επιτεθεί, σκέφτηκε η Σά ρα. — Η κόρη μου η Λούσυ έχει πέσει θύμα αυτής της συμπεριφοράς. — Μπα; — Και αρκετά άλλα κορίτσια νομίζω. Η Σάρα πάλευε να συγκρατήσει την οργή της. —Δεν έχετε ακούσει τίποτα γι' αυτό; —Δε νομίζω. Η Σύνθια προσπαθούσε να το παίξει αδιάφορη. —Αν τρομοκρατούσε κανείς τη δική μας την κόρη, είμαι σίγουρη ότι θα μου το είχε πει. Η Σάρα το ήξερε τώρα πια ότι δεν υπήρχε ελπί δα να καθίσουν και να συζητήσουν λογικά. —Λυπάμαι, είπε, αλλά, απ' ό,τι φαίνεται, η Μέ-
br/zav
196
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
λανι είναι αυτή που τρομοκρατεί τα άλλα παιδιά. Είδε το πιγούνι της Σύνθια Πρόσσερ να τρέμει, τα χείλη της να σφίγγονται και το ένα της μάτι να τρεμοπαίζει. — Προσέξτε καλά τα λόγια σας, πέταξε απειλη τικά στη Σάρα μέσα από τα δόντια της. «Τι σκληρή, πληγωμένη γυναίκα» σκέφτηκε η Σάρα και αναρωτήθηκε τι είδους ζωή ζούσαν οι άν θρωποι που έμεναν σ' αυτό το σπίτι. Ήταν άραγε φανταχτερή και λουσάτη, με αστραφτερή επιφά νεια, αλλά κούφια από μέσα, σαν τα έπιπλα τους; — Η Μέλανι και δύο φίλες της υποχρεώνουν τα άλλα κορίτσια να τους φέρνουν δώρα, είπε η Σά ρα. Στην περίπτωση της κόρης μου, η Μέλανι πή ρε και χρήματα. Και χτες πήγαν στου Γούλγουορθ, όπου η Μέλανι προσπάθησε να αναγκάσει τη Λούσυ να κλέψει μια κασέτα μουσικής. —Ανοησίες. — Πώς είπατε; —Ανοησίες. —Υπονοείτε ότι λ έ ω ψέματα; — Σίγουρα κάποιος λέει ψέματα εδώ. Ποιος σας τα είπε όλα αυτά; — Η κόρη μου. — Ορίστε λοιπόν. Τι σας έλεγα; — Κυρία Πρόσσερ, θέλετε να πείτε ότι η κόρη μου λέει ψέματα;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
197
— Κι εσείς θέλετε να πείτε ότι λέει η δικιά μου; -Ε... —Ώστε έτσι λοιπόν. Έπρεπε να το περιμένω. Τι θράσος! Να έρχεστε ε δ ώ και να κατηγορείτε το παιδί μας. —Σας είπα, η κόρη μου... — Η κόρη σου! Την τσακώνουν να κλέβει από του Γούλγουορθ και βγάζει απ' το μυαλό της αυτή την απίθανη ιστορία για τη Μέλανι για να γλιτώσει η ίδια. —Δεν είναι αλήθεια αυτό! — Μπα; Αφού δεν είναι αλήθεια, γιατί κουβαλή θηκες εσύ εδώ και δεν έστειλες την αστυνομία; Και γιατί οι υπεύθυνοι του Γούλγουορθ δεν ήρθαν να ζητήσουν το λόγο από μένα; Μήπως φώναξαν εσάς, αντίθετα; — Μα έτσι αποκαλύφθηκαν όλα. — Ορίστε τότε. Η κορούλα σου πιάστηκε στα πράσα κι εσείς χάψατε ένα κάρο ψευτιές που σας ξεφούρνισε γιατί είσαστε ξιπασμένοι και τρέμετε μη λερωθεί το άσπιλο ονοματάκι σας. Φαντασμέ νη σιγανοπαπαδιά, που θαρρείς πως μόνο εσύ έχεις δίκιο! —Α, για σταθείτε ένα λεπτό, κυρία Πρόσσερ... — Έ ξ ω απ' το σπίτι μου! Τ' ακούς; Η Σύνθια Πρόσσερ τώρα φώναξε. — Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ πέρα και να κα-
br/zav
198
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
κολογείς το κοριτσάκι μου! Βάλε σε τάξη το δικό σου το παιδί πρώτα και μετά κάνε κήρυγμα στους άλλους για τα δικά τους παιδιά. Υποκρίτρια! Εμπρός, δίνε του! Η Σάρα, ανήμπορη να απαντήσει σ' αυτές τις προσβολές, έκανε μεταβολή και αποχώρησε με όση αξιοπρέπεια της επέτρεπαν η αναστάτωση και η ψυχική της φόρτιση. Η πόρτα τ ω ν Πρόσσερ έκλεισε πίσω της με βρόντο.
Από το επάνω πάτωμα η Μέλανι, καθισμένη στο πλατύσκαλο, άκουσε τα πάντα και χαμογέλασε με ικανοποίηση. Στη βάση της σκάλας εμφανίστηκε ξαφνικά το θυμωμένο πρόσωπο της μητέρας της. — Μην τολμήσεις άλλη φορά να με φέρεις σε τέτοια δύσκολη θέση! Τ' ακούς, ηλίθια γαϊδούρα; Και να το ξέρεις, αυτή τη φορά θα το πω στον πα τέρα σου.
Όταν η Λούσυ και ο Τζακ επέστρεψαν από την απογευματινή τους βόλτα στο Σλίμπριτζ, αφού πρώτα άφησαν τον Άγκους στο σπίτι του, η Σάρα ήταν ακόμα τόσο ταραγμένη, που δεν μπόρεσε
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
199
να μην τους πει για την επίσκεψη της στη Σύνθια Πρόσσερ. Η Λούσυ ένιωσε φρίκη. Η Μέλανι, σαν αρρώ στια, είχε κυριολεκτικά μολύνει το ίδιο της το σπί τι, το μόνο μέρος που η Λούσυ θεωρούσε μέχρι τώρα ασφαλές, το καταφύγιό της. Τώρα πια που θενά δεν ήταν ασφαλής. Όλο το υπέροχο απόγευμα, η διασκέδαση που είχε μοιραστεί με τον Άγκους και τον πατέρα της εξατμίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Το απαίσιο συναίσθημα που τη συνόδευε την προη γούμενη εβδομάδα την πλημμύρισε για άλλη μια φορά. Και στην ψυχική πίεση που ένιωθε ήρθε να προστεθεί η ολοφάνερη θλίψη της μητέρας της. Καθόταν στην κουζίνα ακούγοντας και παρα κολουθώντας τον πατέρα της να προσπαθεί να παρηγορήσει και να καθησυχάσει τη μητέρα της. Και ακόμα κι αυτό τής φαινόταν σαν άλλη μια κλοπή, άλλο ένα δώρο, ένα τίμημα που η Λούσυ αναγκαζόταν να πληρώσει επειδή έτσι ήθελε η Μέλανι. Ζήλευε. Ζήλευε που ο πατέρας της έδινε όλη του την προσοχή στη μητέρα της, ε ν ώ αυτή, η Λούσυ, ήταν υποχρεωμένη να υποστεί τις συνέ πειες της επιπολαιότητας της μητέρας της. Γιατί δεν το καταλάβαινε αυτό ο πατέρας της; Γιατί δεν το έλεγε;
br/zav
200
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Στο τέλος δεν άντεξε άλλο. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, σηκώθηκε και ανέβηκε ήσυχα στο δωμάτιό της, με την κρυφή ελπίδα να το προσέξει και να τη φωνάξει ο πατέρας της, να την ξαναφέ ρει κάτω και να την παρηγορήσει όπως παρηγο ρούσε τη Σάρα. Ο πατέρας της όμως δεν τη φώναξε. Και η Λού συ έκλεισε την πόρτα του δωματίου της, ενώ από κάτω, από την κουζίνα, ακούγονταν ακόμα σαν ψίθυροι οι φωνές των γονιών της.
Μία ώ ρ α αργότερα η Σάρα μπήκε στο δωμάτιο της Λούσυ φέρνοντάς της ένα δίσκο με ένα τοστ, ένα ποτήρι κόκα κόλα και τρία γεμιστά μπισκότα. Η Λούσυ ήταν κουλουριασμένη στο κρεβάτι της σαν να ήταν χειμώνας και να κρύωνε. Η Σάρα την περίμενε να ανακαθίσει και να πάρει το δίσκο ως ένδειξη καλής θέλησης, εκείνη όμως παρέμενε πεισματικά ακίνητη. Η Σάρα ακούμπησε το δίσκο στο κομοδίνο και περίμενε για ένα λεπτό ελπίζοντας να πει η κόρη της τις πρώτες λέξεις που θα έσπαγαν τη σιωπή ανάμεσα τους. Η Λούσυ όμως δε μιλούσε. Έπρε πε, λοιπόν, να μιλήσει πρώτη η Σάρα. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, της είπε: —Τα έκανα θάλασσα, έτσι;
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
201
Η Λούσυ έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι. —Συγνώμη, καρδούλα μου. Αν η Λούσυ είχε δώσει οποιαδήποτε απάντη ση, η κατάληξη θα ήταν ένας πραγματικός κατα κλυσμός δακρύων. Για να το αποφύγει, λοιπόν, έμεινε ακίνητη, σαν πετρωμένη. Η Σάρα έμεινε όρθια δίπλα στο κρεβάτι της κό ρης της άλλο ένα λεπτό, βλέποντας πόσο δυστυχι σμένη ήταν. Μετά εγκατέλειψε τις προσπάθειες να την παρηγορήσει, της πρότεινε να προσπαθή σει να φάει κάτι και, αφού έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο, κατέβηκε ξανά κάτω.
Δύο ώρες αργότερα, στο δωμάτιο της Λούσυ μπή κε ο Τζακ. Στο μεταξύ, η Λούσυ, που πεινούσε, εί χε φάει τα μπισκότα και είχε πιει την κόκα κόλα με την ικανοποίηση ότι είχε το δικαίωμα να κάνει κάτι που συνήθως απαγορευόταν. Τώρα ήταν καθιστή στο κρεβάτι και διάβαζε το βιβλίο Ο πόλεμος της Κάρρι. Έβρισκε κάποια πα ρηγοριά στο βιβλίο αυτό, γιατί ταυτιζόταν και συνέπασχε με την ηρωίδα, την Κάρρι, που βρισκόταν κι αυτή μερικές φορές σε δύσκολη θέση. Ο πατέρας της κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και πήρε το χέρι της χαμογελώντας. — Είσαι εντάξει; τη ρώτησε.
br/zav
202
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Η Λούσυ έγνεψε καταφατικά. — Καλό το βιβλίο; —Δεν είναι κι άσχημο. — Μήπως θέλεις να σου το διαβάσω εγώ; Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. — Θέλεις να φύγω; Κούνησε και πάλι το κεφάλι αρνητικά. Του χα μογέλασε αχνά με δυσκολία. — Είναι καλύτερα έτσι, είπε ο Τζακ και σκύβο ντας τη φίλησε στο μέτωπο. Κάθισαν πλάι πλάι αμίλητοι. Έ ξ ω έπεφτε το σκοτάδι. Από το παράθυρο, σαν σε κάδρο, φαίνο νταν οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου να στεφανώ νουν το ψηλότερο σημείο της κοιλάδας. Το δωμά τιο ήταν λουσμένο στο γλυκό φως του σούρουπου. Λίγο αργότερα ο Τζακ αποφάσισε να μιλήσει. — Θα περάσει, ξέρεις, της είπε. Είναι άσχημα τώρα, αλλά θα περάσει. —Δε θα έχει περάσει μέχρι αύριο όμως, είπε η Λούσυ. — Όχι, συμφώνησε αναστενάζοντας ο Τζακ. Δ ε ν μπορώ να σου υποσχεθώ κάτι τέτοιο. Και μετά από μια μικρή παύση πρόσθεσε: — Θέλεις να μείνεις σπίτι μία δύο μέρες; Μέχρι να περάσει η μπόρα; — Όχι, απάντησε η Λούσυ. Πρέπει να πάω στο σχολείο.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
203
Ο Τζακ έγνεψε ότι καταλάβαινε. — Γιατί είναι τόσο απαίσιοι οι άνθρωποι; ρώτησε η Λούσυ. — Είναι απαίσιοι τελικά; Όλοι, συνεχώς; — Η Μέλανι είναι πάντως. —Ίσως βλέπεις μόνο τη χειρότερη πλευρά της. — Γιατί παίρνεις πάντα το μέρος των άλλων; —Αυτό κάνω; — Όλο «ίσως» και «ίσως» λες. «Ίσως δεν το κά νουν επίτηδες». «Ίσως δεν είχαν άλλη επιλογή». «Ίσως δεν αισθάνονταν καλά». — Παίρνω και το δικό σου μέρος όμως. — Ναι, αλλά πάντα μ' ένα ίσως. Ο Τζακ γέλασε μ' ένα αυτοσαρκαστικό γελάκι. —Ίσως επειδή πιστεύω ότι κανείς δεν είναι κα κός συνεχώς. — Ούτε η Μέλανι; — Ούτε η Μέλανι, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψεις αυτό. Η Λούσυ ήταν χολωμένη. — Εμένα, πάντως, αυτό μου έδειξε. —Το ξέρω. Είναι δύσκολο να το πιστέψεις, ιδι αίτερα όταν υφίστασαι εσύ τις συνέπειες. Και δε δι καιολογώ αυτά που έκανε η Μέλανι, να το ξέρεις αυτό. —Τι κάνεις τότε; — Προσπαθώ να τα εξηγήσω. Να τα καταλάβω.
br/zav
204
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Είναι παλιοχαρακτήρας. Ο Αγκους λέει ότι εί ναι άρρωστη. -Ίσως. — Να το πάλι! Γέλασαν και οι δυο. —Ίσως όμως, συνέχισε ο Τζακ, να ξεσπάει πά νω σε σένα κάτι που έχουν κάνει κάποιοι άλλοι σ' αυτήν. — Η μητέρα της, για παράδειγμα; —Έτσι φαίνεται, απ' όσα μας είπε η μαμά σου. —Τότε γιατί δεν κάνει κάτι ο μπαμπάς της; Εσύ θα είχες επέμβει αν η μαμά μού φερόταν απαίσια, έτσι δεν είναι; — Και βέβαια. —Τότε πώς εξηγείται; —Ίσως -συγγνώμη!-, ίσως κι ο μπαμπάς της να είναι το ίδιο απαίσιος. —Ή ακόμα χειρότερος. — Για σκέψου το αυτό. —Χριστούλη μου! Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι. —Απλώς δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στο σπίτι τους. Κατάλαβες τώρα τι εννοώ; Κανείς δεν μπο ρεί να ξέρει στην πραγματικότητα γιατί κάποιος εί ναι κακός. — Ούτε αυτός ο ίδιος; — Καμιά φορά αυτός είναι ο τελευταίος που το ξέρει.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
205
Η Λούσυ έμεινε σκεφτική για μια στιγμή. —Αυτό, πάντως, δεν κάνει την κατάσταση κα λύτερη . — Όχι. Τουλάχιστον όχι για σένα αυτή τη στιγ μή. Αργότερα όμως ίσως. -Ίσως! —Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ξέρουμε δύο πράγματα, είπε ο Τζακ. — Ποια; — Πρώτον, ότι το κλέψιμο δε βοηθάει. Η Λούσυ κούνησε σκυθρωπή το κεφάλι. —Αυτό το ξέρω. Εγώ δεν έκλεψα. — Φυσικά και δεν έκλεψες. Απλώς το επισημαί ν ω , έτσι για την ιστορία. Εντάξει; — Ποιο είναι το δεύτερο πράγμα; Ο Τζακ χαμογέλασε. — Κάτι που η μαμά χρειάστηκε να πάθει για να το μάθει. — Ότι εσύ κι εκείνη δεν μπορείτε να κάνετε και πολλά πράγματα για να βοηθήσετε; —Ακριβώς. Δηλαδή δεν μπορούμε να βοηθή σουμε αυτή τη στιγμή. Αν υπάρχει κάποια λύση... — Πρέπει να τη βρω μόνη μου. — Φοβάμαι πως ναι. —Αυτό το πήρα απόφαση χτες το βράδυ. —Σ' το είπα ότι κατά βάθος ήξερες τι να κάνεις. — Πέρα από το να συνεχίσω να προσπαθώ μέ-
br/zav
206
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
χρι να βαρεθεί η Μέλανι και να τα παρατήσει; — Ναι. Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο που πρέπει να μάθω ως γονιός. -Τι; — Ότι έρχεται κάποτε η στιγμή που οι γονείς δεν μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους να βάλουν σε τάξη τη ζωή τους. —Τουλάχιστον όμως προσπαθείτε, είπε η Λού συ με προσποιητή γενναιοδωρία. Ο Τζακ υποκλίθηκε χαμογελώντας. —Ευχαριστώ, ω, βασίλισσά μου. Γέλασαν ξανά. —Αν και πρέπει να ξέρεις, συμπλήρωσε ο Τζακ, ότι το να μιλάς για τα προβλήματα σου στη μαμά και σε μένα μπορεί να βοηθήσει. Έστω και λιγάκι. Και θέλουμε να ξέρουμε τι σκέφτεσαι και τι σου συμβαίνει. Όχι επειδή θέλουμε να σε παρακολου θούμε αλλά επειδή σ' αγαπάμε. Η Λούσυ έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο και το άφησε να πλανηθεί στον ουρανό που σκο τείνιαζε. —Ίσως, του απάντησε. Και τώρα λέω να σηκω θώ να δω λίγη τηλεόραση, αν δε σας πειράζει. — Καλή ιδέα, είπε ο Τζακ με το πρακτικό ύφος του. Θα σε βοηθήσει να νυστάξεις για να κοιμηθείς τη νύχτα μετά από ένα ολόκληρο απόγευμα που πέρασες τεμπελιάζοντας στο κρεβάτι.
br/zav
12 ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ο Τζακ πήγε τη Λούσυ με το αυτοκίνητο μέχρι την πόρτα του προαυλίου σχε δόν την ώρα που δα χτυπούσε το κουδούνι. Ο Άγκους περίμενε με την πλάτη στηριγμένη στα κάγκελα. Θα 'λεγε κανείς ότι περίμενε εκεί όλη νύχτα. — Σίγουρα δε θέλεις να έρθω μαζί σου μέχρι μέ σα; ρώτησε ο Τζακ. — Όχι, ευχαριστώ, είπε η Λούσυ και τον χαιρέ τησε με ένα φιλί. Βγήκε από το αυτοκίνητο, πήγε στον Άγκους και κούνησαν και οι δύο το χέρι χαιρετώντας τον Τζακ καθώς έφευγε. Η Λούσυ όμως έψαχνε κιόλας με το μάτι για τη Μέλανι. —Δεν έχει φανεί ακόμα, την πληροφόρησε ο Άγκους. Τουλάχιστον ε γ ώ δεν την είδα, κι έχω
br/zav
208
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
πολλή ώρα εδώ που περιμένω. — Μάλλον θα είναι κανένα από τα ηλίθια κόλ πα της, συμπέρανε η Λούσυ. Είχε προετοιμαστεί ψυχολογικά να την αντιμε τωπίσει και τώρα που δεν την έβλεπε καθόταν σ' αναμμένα κάρβουνα. Για άλλη μια φορά ήταν αναγκασμένη να περιμένει και να αγωνιά, ενώ η Μέλανι είχε όλη την άνεση να διαλέξει την κα τάλληλη στιγμή να κάνει την εμφάνισή της. Το κουδούνι χτύπησε. — Π ά ν ω που ήμουν έτοιμος να τα βάλω μαζί της, είπε δυσαρεστημένος ο Αγκους. — Κι ε γ ώ το ίδιο. Χαμογέλασαν πλατιά ο ένας στον άλλον.
Η Μέλανι δεν είχε έρθει όταν πήραν απουσίες στην τάξη. Η Σάλλυ-Ανν και η Βίκυ ήταν εκεί, αλ λά, χωρίς την καθοδήγηση της Μέλανι, ήταν μα ζεμένες στο καβούκι τους. Κανείς δεν ήξερε γιατί απουσίαζε - ή μάλλον κανείς δεν παραδέχτηκε ότι ήξερε το λόγο. Από τον τρόπο όμως που η Σάλ λυ-Ανν είχε κατεβασμένο το κεφάλι όταν ρωτού σε η κυρία Χάρρις, η Λούσυ και ο Άγκους κατά λαβαν ότι ήξερε και παραήξερε, αλλά φοβόταν να το πει. Όταν τέλειωσαν με τις απουσίες, η κυρία Χάρ-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
209
ρις άρχισε το μάθημα. Επειδή το τέλος αυτής της σχολικής χρονιάς σηματοδοτούσε ταυτόχρονα και το τέλος της φοίτησης τους στο δημοτικό σχολείο, τους πρότεινε να φτιάξουν μια εφημερίδα τοίχου. Θα είχε θέματα από τα μαθητικά τους βιώματα - πράγματα που θυμόντουσαν, κάποια αστεία πε ριστατικά, ίσως και κάποια δυσάρεστα, αν και η κυρία Χάρρις ήθελε να ελπίζει ότι οι δυσάρεστες στιγμές τους δεν ήταν πάρα πολλές. Μπορούσαν να γράψουν ποιήματα και αληθινές ιστορίες από τη ζωή τους και να ζωγραφίσουν σκίτσα. Αν ήθελαν, μπορούσαν ακόμα να φέρουν και φωτογραφίες. — Στην ουσία θα είναι σαν την αυτοβιογραφία των τελευταίων σας πέντε χρόνων. —Αυτο... τι πράγμα, κυρία; απόρησε ο Μπράιαν Γουέμπστερ. —Αυτοβιογραφία, Μπράιαν. Δηλαδή θα γρά ψετε μόνοι σας τη βιογραφία σας. Και τι έχουμε πει ότι σημαίνει βιογραφία; — Περιγραφή της ζωής ενός ανθρώπου, απά ντησε εν χορώ όλη η τάξη εκτός από τον Μπράιαν, που ήταν αποφασισμένος να φανεί όσο το δυνα τόν πιο χαζός εκείνο το δευτεριάτικο πρωινό, ξέ ροντας ότι έτσι έθετε σε δοκιμασία την υπομονή της κυρίας Χάρρις. — Μπορούμε να γράψουμε αστεία; φώναξε ο Ρόλαντ Όλιβερ.
br/zav
210
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Ναι, Ρόλαντ, απάντησε η κυρία Χάρρις. Δε βλέπω γιατί όχι. Αν και τα δικά σου αστεία συνή θως Θα προτιμούσα να μου έλειπαν. Η τάξη συμφώνησε μαζί της και αυτό έδωσε στο Ρόλαντ τη χαρά να είναι στο επίκεντρο της προσοχής και στους φίλους του την ευκαιρία να ζητωκραυγάσουν. — Μπορούμε να φέρουμε αινίγματα και παιχνί δια λέξεων και τέτοια; ζήτησε να μάθει ο Γκόρντον Σιμς. —Τα αινίγματα και τα παιχνίδια λέξεων επιτρέ πονται, είπε η κυρία Χάρρις. Δ ε ν είμαι τόσο σί γουρη για τα τέτοια. —Χρειαζόμαστε έναν αρχισυντάκτη, κυρία, εί πε η Μαίρη (περιμένοντας ότι τη θέση αυτή θα την έπαιρνε η ίδια, σκέφτηκε η Λούσυ). — Θα έχουμε αρχισυντάκτη, είπε η δασκάλα. Αλλά με το υψηλό αυτό αξίωμα θα ασχοληθώ αφού πρώτα κάνετε όλοι τη συγγραφική και καλ λιτεχνική σας δουλειά. Η Μαίρη ξανακάθισε στη θέση της προσπαθώ ντας να δείξει όσο το δυνατό μεγαλύτερο ενθου σιασμό. — Εντάξει λοιπόν. Στρωθείτε στη δουλειά, τους παρότρυνε η κυρία Χάρρις. Στην αρχή, όσο σχημάτιζαν ομάδες και συζη τούσαν τις πρώτες ιδέες, επικράτησε γενική ανα-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
211
ταραχή και σούσουρο, ε ν ώ μερικοί γκρίνιαζαν ανόρεχτα για τη σαχλή αυτή ιδέα. Σιγά σιγά όμως, έπεσαν όλοι με τα μούτρα στη δουλειά και άρχισε μάλιστα να τους αρέσει που έγραφαν και κατά στρωναν σχέδια.
Στο διάλειμμα, έξω στην αυλή, ο Άγκους έφερε την Κλερ Τονκς στη Λούσυ. — Πες της αυτό που μου είπες μόλις τώρα, πα ρότρυνε ο Άγκους την Κλερ. Μιλώντας στη Λούσυ, αλλά με τα μάτια στον Άγκους, η Κλερ είπε: —Αναρωτιόμουν τι σκοπεύεις να ετοιμάσεις για την εφημερίδα. Περιμένοντας την Κλερ να συνεχίσει, η Λούσυ σκέφτηκε: «Γιατί έχω πάντα την εντύπωση ότι αυ τό το κορίτσι θα πέσει πάνω μου και θα με λιώσει σαν οδοστρωτήρας;». — Επειδή... άρχισε να λέει ο Αγκους. — Επειδή θα μπορούσες να γράψεις για την Πρόσσερ. — Για την Πρόσσερ! αναφώνησε η Λούσυ. Δε νομίζω! Δε θέλω ούτε καν να συζητώ για τα μού τρα της, να μου λείπει. Γιατί να γράψω γι' αυτήν; — Για να μάθουν και τα άλλα παιδιά, είπε η Κλερ χαμηλώνοντας το κεφάλι.
br/zav
212
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
—Τι να μάθουν; — Πώς είναι όταν τα βάζει μαζί σου. — Γράψε εσύ τότε γι' αυτήν, είπε η Λούσυ. Ξέ ρεις καλύτερα από μένα πώς είναι όταν τα βάζει μαζί σου. Η Κλερ έμεινε ακίνητη σαν κούτσουρο, με τα μάτια καρφωμένα στα πόδια της. Μην μπορώντας να μείνει άλλο αμέτοχος, ο Άγκους μπήκε στη μέση. — Θα γράψει, αν γράψεις κι εσύ, αυτό εννοού σε. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Η Λούσυ τούς κοίταξε και τους δύο και έκανε ότι έσκασε στα γέλια με την ανόητη αυτή ιδέα. Ρώ τησε όμως τον Αγκους: —Τι στο καλό θα μπορούσες να γράψεις εσύ; — Θα μπορούσα να γράψω μια βιογραφία, όπως μας είπε η κυρία Χάρρις, τη βιογραφία μιας ψευτοπαλικαρούς, που τρομοκρατεί τα άλλα παιδιά. —Αυτοβιογραφία είπε. —Ξέχνα το αυτό και κράτα τη βιογραφία, είπε θεατρινίστικα ο Άγκους. — Μα, αν έγραφες γι' αυτήν, θα τα έβαζε μαζί σου τότε, έτσι δεν είναι; Εμείς θέλουμε να τη στα ματήσουμε, όχι να τη σπρώξουμε να γίνει ακόμα χειρότερη. — Δ ε ν καταλαβαίνεις τι εννοεί η Κλερ, είπε εκνευρισμένος ο Άγκους. Πες της, Κλερ.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
213
Η Κλερ ποτέ δε μιλούσε πολύ, ούτε στην τάξη ούτε έξω, και ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε διάθε ση να αλλάξει τώρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και εξήγησε: —Αυτό προσπαθούσα να σου πω πιο πριν, Λού συ. Ότι το χειρότερο είναι που γελοιοποιεί τους άλ λους. Οι τσιμπιές και τα φτυσίματα και οι λαβές αυτής της Βίκυ δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα. Δε λέω, πονάνε. Δ ε ν έχουν όμως μεγάλη σημα σία. Αυτό που πονάει περισσότερο είναι που σε ρεζιλεύουν, σε βρίζουν, λένε διάφορα για τη μητέ ρα σου και όλοι γελούν μαζί σου. Αυτό είναι το χει ρότερο... Δεν έβρισκε άλλα λόγια. Λοξοκοίταξε τον Άγκους σαν να ζητούσε τη βοήθειά του. — Μπορούμε να γράψουμε κάτι που θα την κά νει κι αυτή ρεζίλι, χαμογέλασε ο Άγκους γνέφο ντας της ενθαρρυντικά. Η Κλερ τού ανταπέδωσε το χαμόγελο. — Σκέφτηκα ότι, αν τη γελοιοποιήσουμε κι εμείς, αν γελούν μαζί της τα άλλα παιδιά, θα κα ταλάβει πώς είναι να γίνεσαι ρεζίλι, κι έτσι ίσως σταματήσει. Η Λούσυ δεν είπε τίποτα. Η Κλερ δεν μπορού σε να συνεχίσει. — Η Κλερ νομίζει ότι θα μπορούσες να γράψεις κάτι που θα έκανε τα παιδιά να γελούν με την
br/zav
214
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Πρόσσερ. Λέει ότι εσύ έχεις την ικανότητα να το κάνεις αυτό, ε ν ώ εκείνη όχι. Κοιτάχτηκαν. Τώρα που το είχε πει τόσο λιγόλο γα, η ιδέα δεν ακουγόταν πια πειστική. Ο Άγκους ανασήκωσε τους ώμους. — Συγγνώμη, Κλερ. Ξέχνα το. Γύρισε να φύγει. Πάνω που ήταν έτοιμος όμως να τρέξει να βρει τους φίλους του που έπαιζαν πο δόσφαιρο, άκουσε τη Λούσυ να του φωνάζει: - Ό χ ι , Άγκους, στάσου. Δ ε ν της είχε έρθει, βέβαια, ξαφνικά η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος βοηθώντας τη να κατα λάβει τι έπρεπε να κάνει ή πώς, αλλά απλώς, όσο μιλούσαν η Κλερ και ο Άγκους, όλες της οι αγω νίες και όσα είχε τραβήξει τις τελευταίες ημέρες, όλες της οι σκέψεις σχετικά με το πώς να αντιμε τωπίσει τη Μέλανι ξεκαθάριζαν ξαφνικά, σαν ένα τεράστιο παζλ που το χαζεύεις ώρες ολόκληρες και ξάφνου βλέπεις την εικόνα που κρύβει και το ποθετείς τα κομμάτια στη σωστή τους θέση. Για τη Λούσυ, το σημαντικό κομμάτι, εκείνο που βοήθησε να μπουν στη θέση τους όλα τα υπόλοιπα, ήταν τα ραβασάκια του Άγκους. Από όλα όσα τής είχε κάνει η Μέλανι, το χειρότερο ήταν η απειλή της να τα δείξει στους άλλους. Η Λού συ τής είχε δώσει λεφτά, όσο κι αν ντρεπόταν γι' αυτό που έκανε, μόνο και μόνο για να αποφύγει
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
215
να συμβεί κάτι τέτοιο. Και θα συνέχιζε να της δίνει δώρα για να μη συμβεί, αν η Μέλανι δεν είχε πε τάξει τα σημειώματα αυτά το Σάββατο. Τα ραβασάκια του Άγκους θα ήταν σε κοινή θέα, θα τα έβλεπαν όλοι και θα γελούσαν μ' αυτά κάθε μέρα. Όλοι θα γνώριζαν. Αυτό ήταν το θέμα. Αυτά που γράφονται και τα βλέπουν όλοι είναι διαφορετικά απ' αυτά που λέγονται μόνο. — Η Κλερ έχει δίκιο, είπε η Λούσυ. Η Κλερ ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια. —Δεν αρκεί όμως να κάνουμε τα άλλα παιδιά να σπάσουν πλάκα μαζί της. Και δεν αρκεί να γράψω μόνο εγώ. Ούτε μόνο οι τρεις μας. Δε θα σταματή σει έτσι η Πρόσσερ. Πρέπει να το κάνουμε όλοι. — Όλοι! αναφώνησε ο Άγκους, ξέροντας πόσο δύσκολο θα ήταν να καταφέρουν κάτι τέτοιο. — Ε, καλά, όχι όλοι, αλλά αρκετοί από εμάς που έχουμε πέσει θύματα της Πρόσσερ. Πρέπει να γράψουμε αυτά που έχει κάνει. Τι χαρακτήρας είναι. Και να τα βάλουμε όλα στην εφημερίδα. Τό τε θα ξέρουν όλοι. —Ξέρουν ήδη, αντέτεινε ο Άγκους. — Ναι, αλλά όχι έτσι. Η Πρόσσερ ξεμοναχιάζει και βασανίζει ένα ένα τα παιδιά, έτσι δεν είναι; Και κανείς δεν το μαρτυράει ποτέ, κανείς δεν το λέει σε όλα τα παιδιά μαζί. Και ποτέ δεν κάνουμε κάτι δραστικό όλοι μαζί για να τη σταματήσουμε.
br/zav
216
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Γιατί θα έχει αποτέλεσμα το να γράψουμε γι' αυτήν; Τι διαφορά έχει; ρώτησε ο Άγκους. — Επειδή έτσι κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να αναμετρηθεί μαζί της παλεύοντας. Αυτό δεν εί ναι τρομοκρατία, όπως είπες κι εσύ ο ίδιος το Σάβ βατο. Δ ε ν είναι νταηλίκι και ψευτοπαλικαριά να γράφεις τι σου συνέβη, έτσι δεν είναι; Εννοώ, όταν το γράφεις και το διαβάζουν όλοι. Της Πρόσσερ όμως δε θα της άρεσε καθόλου αυτό, είμαι σίγου ρη. Εμένα θα με πείραζε πολύ στη θέση της. — Κι εμένα το ίδιο, συμφώνησε η Κλερ. Είχε αρχίσει να ενθουσιάζεται τόσο, που ασυ ναίσθητα κουνιόταν μπρος πίσω. — Και, αν ο Όλλυ έγραφε μερικά από τα καλα μπούρια του και ο Γκόρντον κανένα αίνιγμα και φέρναμε και παιδιά από άλλες τάξεις να έρθουν να δουν την εφημερίδα μας, τότε η Πρόσσερ δε θα την έβγαζε καθαρή, έτσι δεν είναι; —Αυτό είναι, αυτό ακριβώς εννοούσα! είπε η Κλερ και, μην αντέχοντας άλλο τόσον ενθουσια σμό, έτρεξε στην τουαλέτα. Το κουδούνι σήμανε το τέλος του διαλείμματος. — Το πρόβλημα είναι, είπε η Λούσυ καθώς έμπαινε μέσα μαζί με τον Άγκους, ότι εμένα δεν πρόκειται να καθίσει να μ' ακούσει κανένα παιδί. — Ναι, αλλά τη Μαίρη θα την ακούσουν, είπε ο Άγκους.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
217
Η Λούσυ συμφώνησε αναστενάζοντας. Αυτό ήταν ήδη ένα πρόβλημα. — Θα πρέπει τότε να την πάρουμε με το μέρος μας, είπε ο Άγκους. — Μπα, δε νομίζω να το κάνει μόνο για μένα, είπε η Λούσυ και πρόσθεσε με κάποια πικρία: Ίσως δεχτεί όμως αν πάμε μαζί και της το ζητήσεις εσύ. Ο Άγκους τής χαμογέλασε, ε ν ώ στα μάτια του τρεμόπαιξε μια λάμψη θριάμβου. — Εντάξει, είπε. Θα πάμε να την πιάσουμε να της το πούμε σ' ένα λεπτό.
Πλεύρισαν τη Μαίρη μόλις οι υπόλοιποι στρώθη καν ξανά στη δουλειά. —Αν πρόκειται για το δώρο της κυρίας Χάρρις, είπε η Μαίρη, έχω μαζέψει τα λεφτά σχεδόν απ' όλους. Φαντάζομαι ότι την επόμενη εβδομάδα μπορείς να της το αγοράσεις. — Είναι και κάτι άλλο, είπε ο Άγκους, κάπως πιο ανυπόμονα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν απλό μεσολαβητή. Έχουμε μια ιδέα. — Σχετικά με τη Μέλανι, βιάστηκε να πει η Λούσυ πριν το ξεφουρνίσει ο Αγκους απότομα. — Σου φέρθηκε απαίσια τις προάλλες, είπε η Μαίρη.
br/zav
218
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Νομίζουμε ότι κάποιος πρέπει να τη σταμα τήσει, είπε ο Άγκους. — Θέλει να πει ότι αυτό που κάνει η Πρόσσερ δεν είναι σωστό, έσπευσε να εξηγήσει η Λούσυ. Δ ε ν είναι σωστό που κάνει ρεζίλι τα άλλα παιδιά και τους αρπάζει πράγματα και... και. Δ ε ν έβρισκε τη σωστή λέξη. — Και κλέβει πράγματα από μαγαζιά, είπε στα ίσια ο Άγκους. Η Μαίρη γύρισε ανήσυχη να δει αν είχε ακού σει η κυρία Χάρρις, αλλά ευτυχώς την είδε στην άλλη άκρη της αίθουσας να βοηθάει τον Κόλιν Λάγκπορτ, που πάντα χρειαζόταν βοήθεια. — Ποια είναι η ιδέα που είχατε; ρώτησε επιφυ λακτικά. Η Λούσυ και ο Άγκους τής εξήγησαν. — Πρέπει να ξεσκεπάσουμε την Πρόσσερ, πρό σθεσε στο τέλος ο Άγκους. Η Μαίρη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. —Δε μου αρέσει αυτό. Που θα αναφέρουμε το όνομα της εννοώ. Είναι σαν να μαρτυράμε κά ποιον. — Και γιατί να μην τη μαρτυρήσουμε; ξέσπασε οργισμένος ο Άγκους. Γιατί να μην τιμωρηθεί γι' αυ τά που κάνει; Κοίτα τι έχει κάνει σ' ένα σωρό παιδιά φέτος. Κι έπειτα, δε θα τη μαρτυρήσουμε, απλώς θα περιγράψουμε αυτά που κάνει. Έχει διαφορά.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
219
—Αν θέλετε να το κάνετε, κάντε το, είπε η Μαί ρη. Εγώ όμως δεν παίρνω μέρος. Κοίταξε τη Λούσυ. — Πολύ καλή ιδέα, Λούσυ, αλλά ε γ ώ δεν μπο ρώ, συγγνώμη. —Δε θα πετύχει χωρίς εσένα, διαμαρτυρήθηκε ο Άγκους. —Αν αναφέρετε ονόματα, ε γ ώ δεν πρόκειται να πάρω μέρος. — Μα πώς μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να αναφέρουμε ποια είναι; — Και βέβαια μπορούμε, άκουσαν τότε τη Λού συ να λέει. Όση ώρα οι άλλοι δύο μιλούσαν, εκείνη παί δευε το μυαλό της. — Μπορούμε να το κάνουμε σαν παιχνίδι. Να γράψουμε όλοι για τη Μέλανι χωρίς να πούμε ποια εννοούμε, αλλά με τέτοιον τρόπο, που όλοι να καταλάβουν για ποια πρόκειται αν σκεφτούν λίγο. —Με αινίγματα; ρώτησε ο Άγκους. Με γρίφους και σπαζοκεφαλιές; Η Λούσυ έγνεψε καταφατικά. —Αν γίνει έτσι, θα γράψεις κι εσύ; ρώτησε ο Άγκους τη Μαίρη. Εκείνη σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά απά ντησε χαμογελώντας:
br/zav
220
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Και βέβαια θα γράψω. Θα έχει μεγάλη πλά κα.
Πριν τελειώσει το πρωινό μάθημα, ο Άγκους είχε στρατολογήσει στην ομάδα τους -χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία- το Ρόλαντ και τον Γκόρντον. Η Λούσυ είχε αρχίσει να γράφει μια βιογραφία με τίτλο «Μάντεψε Ποιος» και είχε καταφέρει να πείσει τη Σαμάνθα Λιγκ και την Υακίνθη Τζόνσον να γρά ψουν κι αυτές από κάτι, επειδή ήταν φίλες της. Η Μαίρη είχε πλησιάσει μερικά ακόμα παιδιά που είχαν υποφέρει εξαιτίας της Μέλανι και τα εί χε πείσει να ετοιμάσουν από κάτι. Είχε μάλιστα συζητήσει με την κυρία Χάρρις πείθοντας την ότι ένα μέρος της εφημερίδας έπρεπε να έχει ένα «Ει δικό αφιέρωμα» με θέμα τους τραμπουκισμούς και τα νταηλίκια στο σχολείο. — Εμένα μου φαίνεται καταθλιπτικό για θέμα, είπε η κυρία Χάρρις. Και δεν έχουμε συχνά τέτοια φαινόμενα στο σχολείο μας, έτσι δεν είναι; — Όχι πολύ συχνά, απάντησε η Μαίρη, αλλά έχουμε. Και αρκετοί από μας θεωρούμε ότι πρέ πει να κάνουμε κάτι γι' αυτό, επειδή είναι μέρος της σχολικής μας ζωής, δε συμφωνείτε; Όπως σ' εκείνο το βιβλίο που μας είχατε διαβάσει το πε ρασμένο τρίμηνο.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
221
—Το θυμάμαι, είπε η κυρία Χάρρις. Εκείνο όμως ήταν αστείο, ε; — Ναι, αλλά κι εμείς θα έχουμε αστεία και σπα ζοκεφαλιές, είπε η Μαίρη. Δε θα είναι προσβλητι κό ή τίποτα τέτοιο. —Τότε νομίζω πως μπορείτε να προχωρήσετε, είπε η κυρία Χάρρις. Μη γράψετε τίποτα δυσάρε στο όμως. Και μπορείς να γίνεις εσύ αρχισυντά κτρια, αφού είναι δικιά σου η ιδέα.
Το απόγευμα, μετά το τσάι, ο Άγκους πήγε στο σπί τι της Λούσυ και δούλεψαν μαζί πάνω στις εργασίες που θα περιλάμβαναν στην εφημερίδα τοίχου. Είπαν στη Σάρα και στον Τζακ ότι η εργασία αυ τή ήταν μυστική και ότι θα τους έδειχναν τα αποτε λέσματα αργότερα στη διάρκεια της εβδομάδας. Ευχαριστημένη που έβλεπε τη Λούσυ να φέρε ται όπως πριν και πάλι, η Σάρα τούς άφησε να δουλέψουν χωρίς να τους διακόψει. Το σίγουρο είναι ότι ακούγονταν πολλά γέλια από την τραπεζαρία όπου δούλευαν, κάτι που, αν και κανείς τους δεν το ήξερε ακόμα, ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα γινόταν την επομένη στο σχολείο.
br/zav
13 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ εφημερίδα τοίχου της τάξης ΣΤ2: ??? ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΙΟΣ/Α ???
Έχει τη συνήθεια να τρώει τα νύχια της, να κλο τσάει, να τσιμπάει, να εκβιάζει και να τραβάει μαλλιά. Μαίρη Γκάρντινερ
? ΕΧΕΙ ΣΥΜΜΟΡΙΑ. Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑ 2 ΜΕΛΗ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ (ΣΥΝΟΛΟ = 3). ΟΙ ΑΛΛΕΣ 2 ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΣΤΕΙΕΣ (ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΣ!) ΚΑΙ ΣΑΧΛΕΣ (ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΕΝΝΟΩ).
Άγκους Μπερνς
?
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
223
Τρομοκρατεί τους άλλους αναγκάζοντάς τους να της γράφουν τις σχολικές της εργασίες και τους υποχρεώνει να της φέρνουν δώρα κάθε μέρα. Και της αρέσει να κάνει τα άλλα παιδιά να κλαίνε. Τα χόμπι της είναι να τραβάει μαλλιά, να κλέβει πράγματα των άλλων, να απαιτεί δώρα, να λέει χυδαίες ψευτιές. Έχει μακριά σκούρα μαλλιά και μερικές φορές μασουλάει τις άκρες τους όταν γρά φει. Είναι έξυπνη και καλή στα μαθηματικά. Κο ντεύει τα δώδεκα και έχει ύψος 1.52. Λούσυ Χολ
? Με μένα τα χόμπι της είναι να μου τραβάει τα σκουλαρίκια και να μου σπάει τα γυαλιά. Πρισίλλα Μόλτον
? •
Έρχεται στο σχολείο πολύ νωρίς, μπαίνει κρυ φά στην τάξη και αφήνει αηδιαστικά πράγματα στα θρανία των άλλων παιδιών, όπως αράχνες και σαλιγκάρια και πολλά άλλα φρικιαστικά πράγμα τα. Παίρνει επίσης τα πράγματα των άλλων παι διών. Σαμάνθα Λιγκ
br/zav
224
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
? Με αποκάλεσε βερνίκι για αρβύλες και έβαλε τη συμμορία της να προσπαθήσει να μου χώσει το κεφάλι στην τουαλέτα «για να με ξεπλύνει» και ανάγκασε μερικά άλλα παιδιά να γράψουν στους τοίχους διάφορα για μένα, όπως ΓΥΡΝΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΟΥ. Όμως εμένα αυτή είναι η πατρίδα μου γιατί εδώ ζω. Υακίνθη Τζόνσον
? Είναι ψηλή και την είδα να σουλατσάρει στην αυλή του σχολείου με τζιν-σωλήνα, μπλούζα με βολάν και στρας και σουέτ μπότες στο χρώμα του κρασιού. Τα μακριά καστανά μαλλιά της ήταν κατσαρωμένα (τώρα πια δεν είναι) και φο ρούσε σκιά ματιών (κάτι που ο κύριος Χαντ απα γορεύει - κλαψ κλαψ). Την είδα να έρχεται απει λητικά προς το μέρος μου και ένιωσα να με τρα βούν προς τα πίσω. Η φίλη της με είχε αρπάξει από τα μαλλιά. (Μακάρι να μη μου έβαζε κορδελάκια η μαμά μου και να μην τους τραβούσα την προσοχή.) «Θα μου γράψεις τα μαθήματα και δε σηκώνω αντιρρήσεις». «Εντάξει» είπα και τότε η φίλη της μου έστριψε το χέρι και μετά απομα-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
225
κρύνθηκαν καμαρωτές και οι τρεις μαζί σαν χορ τάτα λιοντάρια. Μαξίν Μπλαιρ
? ΤΡΕΧΕΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΗΣ ΞΕΦΥΓΕΙΣ ΕΥΚΟΛΑ. ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΠΕΛΑΣ. ΕΧΕΙ ΠΡΑΣΙΝΑ ΜΑΤΙΑ, ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΜΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΦΥΣΙΚΑ ΨΗΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ. ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΦΟΡΑΕΙ ΜΙΝΙ ΚΑΙ ΚΟΛΛΗΤΟ ΜΠΛΟΥΖΑΚΙ ΚΑΙ ΤΖΑΚΕΤ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΑΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΦΥΡΙΖΟΥΝ (ΟΧΙ ΕΓΩ ΠΑΝΤΩΣ!).
Γκόρντον Σιμς
? Ανέκδοτο (από το Ρόλαντ Όλιβερ, το μεγαλύτε ρο κωμικό του κόσμου) Ερώτηση: Τι κάνει ένας νταής όταν είναι μόνος του; Απάντηση: Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και φοβερίζει τον εαυτό του. ?
br/zav
226
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
ΜΟΙΡΑ Ένα ποίημα-σπαζοκεφαλιά Της Κλερ Τονκς Συχνά ερχόμουν στο σχολείο ορεξάτη μα θηλυκός νταής μ' έχει στο μάτι. Να τη, στην πόρτα της αυλής γερμένη με τις δυο φίλες της με περιμένει. Κανένας δεν μπορεί να τους γλιτώσει - το ξέρω, στο πετσί μου το 'χω νιώσει. Και τότε, όπως κάθε άλλη φορά, ο φόβος σβήνει κάθε μου χαρά. Πίσω απ' το υπόστεγο μας σέρνουν βιαστικές και για τη μοίρα μας μας δίνουν προσταγές: «Αν δώρα ωραία αύριο δε μας φέρεις, κάτι κακό σε περιμένει, να το ξέρεις. Και μην ελπίζεις άλλος να σε σώσει, γερά στα νύχια μας σ' έχουμε γραπώσει».
br/zav
14 - Σ Α Σ ΕΙΧΑ ΠΕΙ ΟΧΙ ΟΝΟΜΑΤΑ! είπε η Μαίρη εκνευρισμένη. — Μα δεν αναφέρονται ονόματα, είπε μ' ένα πλατύ χαμόγελο ο Άγκους. Είναι ποίημα-σπαζοκεφαλιά. —Σαχλαμάρες, είπε η Μαίρη. Όλοι καταλαβαί νουν για ποια πρόκειται. Ακόμα και η κυρία Χάρρις θα το καταλάβει. —Αυτό να το πεις στην Κλερ, είπε η Λούσυ. Δι κό της είναι το ποίημα. Πρέπει να το κρέμασε όταν έφυγαν όλοι. — Όπως και να 'χει, παραδέχτηκε ο Άγκους, νομίζω ότι είναι αχτύπητο ποίημα. Μακάρι να μπορούσαμε κι εμείς να γράψουμε τόσο καλά. —Δεν το ήξερα ότι είχε τέτοιο ταλέντο, είπε η Λούσυ. — Καλύτερα να προσέχει, πάντως, όταν το δει η
br/zav
228
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
Πρόσσερ, είπε υπεροπτικά η Μαίρη. —Αν το δει, είπε ο Άγκους. Δ ε ν έχει έρθει ακό μα. —Δεν έχει νόημα αν δεν το δει, είπε η Λούσυ. Θα πάει χαμένη όλη μας η προσπάθεια. Η Μαίρη, που ήξερε τα πάντα, δεν κρατήθηκε. — Έ π ε σ ε από το ποδήλατο της, της ξέφυγε. Μου το είπε η Σάλλυ-Ανν. Την κράτησαν στο σπί τι για να βεβαιωθούν ότι είναι εντάξει. — Καλά να πάθει, είπε ο Άγκους και τις άφησε για να πάει να βρει τους φίλους του, που χαχάνιζαν δείχνοντας το «Ειδικό Αφιέρωμα» στην εφημερίδα τοίχου. Την επικεφαλίδα την είχε φτιάξει ο Άγκους με μεγάλα γράμματα και δέσποζε πάνω πάνω: ΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΗΣ ΦΑΚΗΣ
— Έπεσε από το ποδήλατο της; Η Λούσυ χρειάστηκε να καθίσει κ ά τ ω . Μια απρόσμενη ενοχή τής έκοψε τα γόνατα. «Σε παρακαλώ, Θεούλη μου» προσευχήθηκε από μέσα της «δεν το έκανες εσύ αυτό, έτσι; Ποτέ, ποτέ ξανά δε θα ζητήσω στην προσευχή μου να πέσει κάποιος από το ποδήλατό του και να χτυπή σει. Ας είναι μόνο καλά η Μέλανι». Ένιωσε ζάλη στη σκέψη ότι ο Θεός μπορεί να άκουγε πραγματικά τις παρακλήσεις της όλον αυ-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
229
τό τον καιρό. Αναρωτήθηκε τι άλλο μπορεί να εί χε ακούσει ο Πανάγαθος που καλύτερα να μην το είχε ακούσει.
Μισή ώρα αργότερα ήρθε η Μέλανι. —Χριστός κι Απόστολος! Τι έπαθες, Μέλανι; αναφώνησε η κυρία Χάρρις. Η Μέλανι είχε ένα άσχημα μελανιασμένο μάτι και ένα μεγάλο επίδεσμο στο μέτωπο. Έδωσε ένα φάκελο στην κυρία Χάρρις. Η εφημερίδα τοίχου είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα, φυσικά. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα στη Μέλανι, ενώ ακούγονταν ήδη ψιθυριστά σχό λια για την εμφάνιση της. Στο μεταξύ, η κυρία Χάρρις διάβασε το γράμμα κουνώντας λυπημένα το κεφάλι και μετά ανακοί νωσε με ύφος που έδειχνε ότι ήθελε να τελειώνει μ' αυτό το θέμα: —Η Μέλανι είχε ένα ατύχημα, αλλά, όπως φαί νεται, τα τραύματα της είναι επιπόλαια. Πλησίασε και κοίταξε τη Μέλανι από πιο κοντά. —Αν και πρέπει να πω ότι δείχνεις πραγματικά χάλια, παιδί μου. — Καλά είμαι! είπε η Μέλανι αρκετά απότομα για να κόψει κάθε διάθεση της δασκάλας για πε ραιτέρω εκδηλώσεις οίκτου.
br/zav
230
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
— Είσαι σίγουρη; Η Μέλανι έγνεψε καταφατικά και γύρισε το πρόσωπο από την άλλη. Το μάτι της έπιασε αμέ σως την εφημερίδα τοίχου και την τεράστια επικε φαλίδα του Άγκους. Έστρεψε όμως το βλέμμα αλ λού, κάνοντας ότι δεν την είχε δει. — Πολύ καλά, είπε η κυρία Χάρρις. Ίσως δεν πρέπει να σε κουράσουμε πολύ σήμερα. Μόλις η Μέλανι κάθισε στη θέση της, η ΣάλλυΑνν αναθάρρησε και της ψιθύρισε: — Είδες τι έχουν κάνει; — Έχουν βάλει το όνομά σου και τα πάντα, είπε η Βίκυ. Σίγουρα χρειάζονται ένα καλό μαθηματάκι. Μερικά περιποιημένα χτυπήματα καράτε. — Περίμενε να το διαβάσεις και θα πάθεις την πλάκα σου, είπε η Σάλλυ-Ανν με κρυφή ικανο ποίηση. Θα πέσεις ξερή. Η Μέλανι τις αγνόησε και τις δύο παριστάνο ντας τόσο τέλεια την άνετη, την αδιάφορη και την ανήξερη, που ήταν φως φανάρι ότι υποκρινόταν.
— Να! φώναξε η Λούσυ στον Άγκους καθώς κα τευθύνονταν βιαστικά προς την αυλή μετά το με σημεριανό φαγητό. Πάνε γραμμή στην Κλερ. Σου το είχα πει! Έτρεξαν και τις πρόλαβαν τη στιγμή ακριβώς
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
231
που η Μέλανι, απευθυνόμενη στην Κλερ, έλεγε: — Εσύ χους έβαλες την ιδέα να το κάνουν αυτό, έτσι, χοντρέλα; — Όχι! απάντησε η Κλερ δείχνοντας για πρώτη φορά ότι την αψηφούσε. —Ψεύτρα. Το ποίημα είναι δικό σου κι έχει το όνομα μου. —Αφησε την ήσυχη, είπε η Λούσυ και την έσπρωξε μπαίνοντας ανάμεσα τους. Την ίδια στιγμή ο Άγκους φώναζε: — Όλλυ, Γκόρντον, Σαμ, Υακίνθη! και κουνού σε τα χέρια του στον αέρα από μακριά για να τον δουν. Η Σάλλυ-Ανν και η Βίκυ άφησαν την Κλερ για να ασχοληθούν με τη Λούσυ, εκείνη όμως πάλε ψε, τους ξεγλίστρησε και βρέθηκε καθιστή στο έδαφος. Οι άλλες δύο, με άδεια τα χέρια και μην ξέροντας τι να κάνουν, στράφηκαν ξανά στην Κλερ. Τότε η Λούσυ συνειδητοποίησε σε πόσο πλεονεκτική θέση βρισκόταν όταν ήταν καθισμέ νη στο έδαφος. — Κάτσε κ ά τ ω ! φώναξε στην Κλερ, που την κοιτούσε με βλέμμα απλανές χωρίς να καταλα βαίνει. Κάτσε! ούρλιαξε σχεδόν γαβγίζοντας. Πειθήνια και χωρίς να σκεφτεί άλλο, η Κλερ κάθισε βαριά κάτω, σαν να έγιναν τα πόδια της ξαφνικά νερό. Η Σάλλυ-Ανν και η Βίκυ προσπά-
br/zav
232
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
θησαν αδέξια να την αναγκάσουν να σηκωθεί, αλλά του κάκου, αφού η Κλερ ήταν ασήκωτη, ακόμα και για τη Βίκυ. —Σήκω πάνω! μούγκρισε η Μέλανι. Στο μεταξύ όμως ο Άγκους και οι υπόλοιποι σχημάτιζαν κύκλο γύρω της τραβώντας την προ σοχή της. Τους έκοψε σβέλτα με το μάτι και ζόρι σε τον εαυτό της να χαμογελάσει. — Ενωθήκατε όλοι για να μου επιτεθείτε, ε; είπε. Ο Άγκους, βλέποντας τι είχε στο νου της η Λού συ, είπε: — Εμείς δεν κάνουμε επίθεση σε κ α ν έ ν α , Πρόσσερ, και κάθισε μονοκόμματος καταγής οκλαδόν. Εγώ βλέπω απλώς την παράσταση. Και κοίταξε με νόημα το Ρόλαντ, τη Σαμ και τους άλλους. — Ναι, είπαν κι αυτοί πιάνοντας το σύνθημα, ναι, εμείς απλώς καθόμαστε και χαζεύουμε τα καμώματά σου. Και κάθισαν μαζί με τη Λούσυ και τον Άγκους κυκλικά γύρω από τη Μέλανι. Η Λούσυ έγειρε προς τα πίσω και στηρίχτηκε αναπαυτικά στα χέρια της, διασκεδάζοντας αφά νταστα με την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα. —Τι έλεγες, λοιπόν, Μέλανι, χρυσή μου; —Απίθανο ποίημα, ε; είπε ο Άγκους. Το ποίη μα της Κλερ εννοώ.
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
233
—Άντε να κρυφτείς ξανά στην ποντικότρυπά σου, Μπερνς, έσκουξε η Σάλλυ-Ανν. —Σκάσε! την έκοψε η Μέλανι. Δ ε ν καταλαβαί νετε τι προσπαθούν να κάνουν; Η Σάλλυ-Ανν προφανώς δεν καταλάβαινε και ζάρωσε απορημένη το μέτωπο. — Εμείς δεν κάνουμε τίποτα, είπε η Λούσυ. Εσύ είσαι αυτή που κάνει διάφορα πράγματα. Το θέαμα ήταν πραγματικά περίεργο: Η Μέλα νι, η Σάλλυ-Ανν και η Βίκυ στέκονταν σχεδόν πλάτη με πλάτη, περικυκλωμένες από ένα κοινό πέντε έξι παιδιών καθισμένων κατάχαμα. Μαζεύ τηκαν κι άλλα παιδιά, σπρωγμένα από την πε ριέργεια. —Τι τρέχει; ρώτησαν. Δίνει κι άλλη παράσταση η Μελ; Έτσι, γύρω από τον πρώτο κύκλο των καθιστών Θεατών σύντομα σχηματίστηκε και ένας δεύτερος από όρθιους. Όλοι όμως ήταν ασυνήθιστα σιωπη λοί. Εκ πρώτης όψεως δε συνέβαινε τίποτα, κι ωστόσο ήταν φανερό ότι κάτι συνέβαινε. Ή επρό κειτο να συμβεί. Πρώτα πρώτα, όλοι έβλεπαν ότι η Μέλανι έβρα ζε. Δ ε ν ήταν απλώς θυμωμένη, ήταν έξαλλη. Και όλη αυτή η έξαλλη οργή αναδευόταν μέσα της σαν ατμός παγιδευμένος μέσα σε λέβητα. Η με λανιά γύρω από το μάτι της είχε πάρει ένα ζωηρό
br/zav
234
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
σκουροκόκκινο χρώμα, ενώ το στόμα της είχε γί νει μια στενή γραμμή. Η Λούσυ, που καθόταν αρκετά κοντά για να την κλοτσήσει η Μέλανι, φοβήθηκε μήπως έχανε την αυτοκυριαρχία της και ξεσπούσε πάνω της. — Θα μου το πληρώσεις, Τονκς! είπε η Μέλανι. Η Ξερασούλα και ο Μπερνς δε θα είναι συνέχεια κοντά σου. — Μπορεί να μην είμαστε, Πρόσσερ, είπε η Λούσυ, αλλά κάθε φορά που κάνεις κάτι σε κά ποιον από μας θα το γράφουμε στην εφημερίδα τοίχου. Θα κρατάμε σημειώσεις για την κάθε φο ρά που μας πουλάς τσαμπουκά και θα διαβάζουν όλοι τα κατορθώματά σου. — Ναι, πρόσθεσε ο Άγκους, έστω κι αν είναι μό νο τα ονόματα των παιδιών που ενοχλείς. Και η Κλερ, προς έκπληξη όλων, συμπλήρωσε: — Και θα φτιάξουμε μια λίστα με τα δώρα που παίρνεις με το ζόρι. —Ακριβώς, είπε η Λούσυ. Μια λίστα με ονόμα τα, μια λίστα με αυτά που κάνεις και μια λίστα με αυτά που κλέβεις. — Και θα τις κρεμάσουμε σε σημείο που να μπορούν να τις διαβάσουν όλοι, ξανάπε ο Άγκους. Μια βαριά σιωπή έπεσε στην ατμόσφαιρα. Η Μέλανι κοίταζε μια τον ένα τους και μια τον άλλο. Κι έπειτα όλη αυτή η οργή που κόχλαζε μέσα
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
235
της ξέσπασε και ούρλιαξε τόσο άγρια, που πάγω σε το αίμα όλων: — Για τολμήστε! Για τολμήστε, αν σας βαστάει! Το σώμα της ήταν άκαμπτο και χτυπούσε απει λητικά τις σφιγμένες της γροθιές στους μηρούς της. Μόνο ο Άγκους κατάφερε να της απαντήσει. — Γιατί; της φώναξε κι αυτός με τη σειρά του. Τι θα κάνεις; Θα τα βάλεις με όλους μας; Θα μας αναγκάσεις να κλέβουμε κι εμείς από μαγαζιά; Δ ε ν μπορείς να μας αναγκάσεις όλους μαζί. Και να ξέρεις ότι από δω και πέρα θα σε παρακολου θούμε. Κι ό,τι κι αν κάνεις, εμείς τις λίστες θα τις γράφουμε. Η Μέλανι τον κεραυνοβόλησε μ' ένα βλέμμα που φανέρωνε βαθύ μίσος. — Θα σας δείξω ε γ ώ πόσο με νοιάζουν οι ηλι θιότητες που γράφετε! σφύριξε μέσα από τα δόντια της σαν παγιδευμένο αγρίμι. Θα σας δείξω τι γνώ μη έχω για το ποίημα αυτηνής και για τη σιχαμέ νη την παλιοεφημερίδα σας. Έστρεψε το βλέμμα ολόγυρα και απευθύνθηκε σε όλους. — Θα σας δείξω τι γνώμη έχω για όλους σας, ΒΛΑΜΜΕΝΑ!
Και ξεχύθηκε σαν δρομέας από την αφετηρία, σκορπώντας δεξιά κι αριστερά όσους βρέθηκαν
br/zav
236
ΕΪΝΤΑΝ ΤΣΕΪΜΠΕΡΣ
μπροστά της, διέσχισε σαν σφαίρα το πλήθος και την αυλή και όρμησε προς την πόρτα του σχολι κού κτιρίου. Η Λούσυ και ο Άγκους πετάχτηκαν όρθιοι. Σηκώθηκε με προσπάθεια και η Κλερ. — Πάει προς την τάξη μας, είπε η Λούσυ. Την ίδια σκέψη είχαν κάνει κι άλλα παιδιά, που έτρεξαν αρχικά πίσω από τη Μέλανι και μετά, συ νειδητοποιώντας ότι μέσα μπορεί να τα σταματού σε κανένας δάσκαλος, κατευθύνθηκαν προς τα παράθυρα της τάξης τους, που έχασκαν ορθάνοιχτα στον ήλιο σαν αδειανά μάτια. Η Λούσυ και ο Άγκους έτρεξαν μαζί με τα άλλα παιδιά, ε ν ώ η Κλερ έμεινε πίσω τρέχοντας κι αυ τή βαριά. Η Σάλλυ-Ανν και η Βίκυ στην αρχή δεν ήξεραν τι να κάνουν: να ακολουθήσουν τη Μέλανι, να μείνουν εκεί που ήταν ή να ακολουθήσουν το πλήθος; Όταν έμειναν μόνες όμως, δε δίστασαν άλλο και έτρεξαν κι αυτές πίσω από τους άλλους. Η Λούσυ, ο Άγκους και η Κλερ έφτασαν στα πα ράθυρα τη στιγμή ακριβώς που η Μέλανι έμπαινε λαχανιασμένη στην αίθουσα. Την παρακολουθούσαν απ' έξω καθώς πέρασε σκοντάφτοντας σε θρανία και καρέκλες, σκορπώντας τα πράγματα, τις μισοτελειωμένες εργασίες και τα βιβλία των συμμαθητών της. Πήγε ολόισια στην εφημερίδα τοί-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
237
χου και με το χέρι τεντωμένο πριν ακόμα φτάσει κοντά άρπαξε την επικεφαλίδα του Άγκους και την έκανε κομματάκια. Έσκισε τα κομμάτια της ξανά και ξανά ώσπου τα «ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΗΣ ΦΑΚΉΣ» έπεσαν στο πάτωμα σαν χαρτοπόλεμος από κομματιασμέ να γράμματα γύρω στα πόδια της. Μετά, τόσο παθιασμένα και βίαια, που η Λούσυ ένιωσε να της κόβεται η ανάσα, συνέχισε να ξε κολλάει, να σκίζει και να πετάει τις υπόλοιπες στή λες της εφημερίδας: τις περιγραφές με τίτλο «ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΙΟΣ/Α», τα ανέκδοτα και τα αινίγμα τα και τέλος το ποίημα της Κλερ. Το ποίημα της Κλερ πραγματικά τη φούντωσε. Το έσκισε σε όσο πιο μικρά κομματάκια μπορού σε, αγκομαχώντας, κλαίγοντας, γρυλίζοντας. Έπειτα ήρθε στο παράθυρο και τα πέταξε στη Λούσυ, στον Άγκους και στην Κλερ. Τα χαρτάκια έπεσαν πάνω στα κεφάλια τους σαν ακανόνιστες χιονονιφάδες. — Να πόσο σκοτίστηκα! προσπάθησε να φωνά ξει, αλλά η φωνή της δεν έβγαινε. Να πόσο σκοτί στηκα! Η Λούσυ, ο Άγκους, η Κλερ και τα υπόλοιπα παιδιά που είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους έμει ναν να την παρακολουθούν σιωπηλά με θλιμμέ να πρόσωπα.
br/zav
15 ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΞΑΝΑΕΙΔΕ τη Μέλανι μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Η κυρία Χάρρις είπε ότι οι δικοί της έφυγαν νωρίς για διακοπές και την πή ραν μαζί τους, αλλά της Σάλλυ-Ανν τής ξέφυγε ότι τη Μέλανι την είχαν στείλει σε ανάδοχη οικογέ νεια, επειδή είχε προβλήματα με τον μπαμπά της. —Της έριξε ξανά γροθιά στο μάτι, είπε η Βίκυ. — Καλά να πάθει, είπε ο Άγκους, αλλά αμέσως ντράπηκε για τα λόγια του. Το Σάββατο πριν τελειώσει το σχολείο η Λούσυ και ο Άγκους συναντήθηκαν στο κέντρο της πόλης με τη Μαίρη και διάλεξαν το δώρο της κυρίας Χάρρις. Η Λούσυ ήξερε ήδη τι ήθελε να της αγοράσουν, αλλά σκέφτηκε να ρωτήσει και τη Μαίρη. —Λέω να της πάρουμε ένα σετ μαρκαδόρων για να διορθώνει, πρότεινε η Λούσυ. — Στα δικά μου τα γραπτά, πάντως, χρήσιμο-
br/zav
ΚΛΕΦΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
239
ποιεί με το κιλό το κόκκινο μελάνι, είπε ο Άγκους. Στο χαρτοπωλείο τής διάλεξαν τρεις: έναν κόκ κινο, έναν πράσινο και ένα μαύρο, τον καθένα με διαφορετικό σχέδιο. Ήταν τόσο οικονομικοί, που τους περίσσεψαν χρήματα και για κάτι ακόμα. — Μήπως έχετε και θήκη για τους μαρκαδό ρους, σας παρακαλώ; ρώτησε η Λούσυ. —Τι θα λέγατε γι' αυτό το σετ γραφείου; πρότει νε ο πωλητής. Έχει ειδικό χώρο για συνδετήρες και για γόμα, καθώς και μολυβοθήκη. Η Λούσυ και ο Άγκους κοιτάχτηκαν έκπληκτοι. Η τελευταία λέξη κάτι τούς θύμιζε. — Είναι πολύ ωραίο, θα το πάρουμε, είπε η Μαί ρη παίρνοντας ξανά τον έλεγχο της κατάστασης. Τ η ν τελευταία μέρα έκαναν πάρτι. Η κυρία Χάρρις κατενθουσιάστηκε με το δώρο της. — Ήταν πραγματική χαρά μου που σας είχα μα θητές, είπε ρουφώντας τη μύτη της συγκινημένη. Κανείς δεν ανέφερε καν το όνομα της Μέλανι, αλλά η Λούσυ δεν μπορούσε να τη σβήσει από το μυαλό της. Για να φτιάξει το κέφι της, κοίταξε για άλλη μια φορά το σημείωμα που κρατούσε σφιχτά στο χέρι της. Το είχε βρει πριν από λίγα λεπτά κολ λημένο στο παγωτό που της είχε φέρει ο Άγκους. ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΤΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΣΤΙΣ 4.30 Α. χ χ χ
br/zav
Έινταν Τσέιμπερς Δε γράφω βιβλία για να κερδίσω χρήματα. Γράφω βιβλία για να κάνω τούς ανθρώπους να σκέφτονται. Ο Έινταν Τσέιμπερς γεννήθηκε το 1934 στο Τσέστερ-Λε-Στριτ. Άρχισε να γράφει σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, γιατί «δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς». Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε στα τριάντα του. Μέχρι τότε, όπως λέει, είχε βρει «το κατάλληλο κοινό στο οποίο ήθελε να απευθυνθεί - τον εαυτό του, στα δεκαέξι και μισό». Με τά τη στράτευση του σπούδασε δάσκαλος και δίδαξε για έντεκα χρόνια. Τ ώ ρ α ζει στο Γκλόστερ και μοιράζει το χρόνο του ανάμε σα στο γράψιμο, στη διδασκαλία και στις διαλέξεις. Τα μυθιστο ρήματα του μεταφέρουν τους νέους σε καινούρια πεδία πλοκής και ύφους, στην ίδια τη ζωή, τους φέρνουν αντιμέτωπους με τον εαυτό τους. Η γραφή του είναι περιγραφική, γεμάτη δύναμη. Τα μυθιστορήματα του γιορτάζουν την ίδια τη ζωή, αποτελώντας ανα γνωστική εμπειρία. Ο Τσέιμπερς θεωρείται αυθεντία στη νεανική λογοτεχνία, κερδίζοντας το 2002 το βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερ σεν. Από τις Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του «Καρτ-ποστάλ από την ουδέτερη ζώνη» και «Τώρα ξέρω».
Επικοινωνήστε μαζί του στο διαδίκτυο: www.aidanchambers.co.uk aidanchambers@onetel. net. uk
br/zav