ΤΖΟΥΝΙΤΣΙΡΟ ΤΑΝΙΖΑΚΙ
ΣΒΆΣΤΙΚΑ ΜυΟιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΙΣΊΙΝΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤ ΑΝΙΩΤΗ ΑΘΗΝΑ
1993
τΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤ...
40 downloads
393 Views
11MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΤΖΟΥΝΙΤΣΙΡΟ ΤΑΝΙΖΑΚΙ
ΣΒΆΣΤΙΚΑ ΜυΟιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΙΣΊΙΝΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤ ΑΝΙΩΤΗ ΑΘΗΝΑ
1993
τΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ:
Junichiro Tanizaki, Manji
© Copyήght για την ελληνική γλώσσα Θανάσης Καστανιώτης Αt)ήνα
1993
Εκδόσεις Θ. Καστανιώτη Ζωοδόχου Πηγής ~
3, 106 78 360.32.34- 360.13.31
ISBN 960-03-1072-6
Αt)ήνα
ι
Κ
ΥΡΙΕ, ΣΚΟΠΕΥΑ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΣΑΣ ΔΙΗΓΗΘΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
όμως μήπως σας aποσπώ από τη δουλειά σας; Ακόμα κι αν δεν έμπαινα σε πολλές λεπτομέρειες, ttα μας έ
παιρνε αρκετό χρόνο ... Αν μπορούσα να γράψω με κάπως μεγαλύτερη άνεση, δα είχα κρατήσει σημειώσεις απ' την αρχή
για όλα όσα μας απασχολούν τώρα και ίσως, υποβάλλοντάς τα στην κρίση σας, ttα τα είχα παρουσιάσει με μυttιστορημα
τική μορφή. Για να λέμε την αλήttεια, τις τελευταίες μέρες βάλt}ηκα να γράφω, σχεδόν στην τύχη, αλλά πρόκειται για μια ιστορία τόσο μπερδεμένη, που δεν ξέρω από πού ν' αρχί
σω. Είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου πως το καλύτερο t}α ήταν να μιλήσω μαζί σας κι έτσι ήρt}α να σας ενοχλήσω. Εξαιτίας μου τώρα χάνετε τον πολύτιμο χρόνο σας
-
στ' αλήδεια δεν
είναι πρόβλημα; Είστε πάντα τόσο ευγενικός απέναντί μου, κύριε, που καταλήγω σε κάttε ευκαιρία να εκμεταλλεύομαι την καλοσύνη σας και να σας βάζω σε κόπο· δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω. Θα έπρεπε ίσως ν' αρχίσω τη διήγησή μου απ' τον άνδρα
εξαιτίας του οποίου σας έχω τόσο ενοχλήσει αλλά -όπως ήδη σας είπα- μετά απ' τις σχετικές συμβουλές που μου
δώσατε, σκέφτηκα πολύ κι αποφάσισα να διακόψω τη σχέση μου μαζί του.
Εκείνη την εποχή -χρειάζεται άραγε να μιλήσω για τη λύ πη που αισttανόμουν;- όλα γίνονταν αφορμή για να τον ttυ
μηttώ κι ακόμα κι όταν έμενα σπίτι, γινόμουν -για να το πω έτσι- υστερική, αλλά μετά, σιγά σιγά, συνειδητοποίησα πως ήταν ένα πρόσωπο ανάξιο λόγου ... Μέχρι τότε, είχα κέφι και δεν έχανα ευκαιρία να βγω, να πάω σε μια συναυλία ή κάπου αλλού, όμως από τη στιγμή που με δεχτήκατε, κύριε, άλλαξα
7
τελείως και περνούσα τις μέρες μου μένοντας μέσα, ζωγρα
φίζοντας ή κάνοντας εξάσκηση στο πιάνο, κάτι που ο σύζυ γός μου σχολίαζε λέγοντας: «Εδώ και λίγο καιρό έχεις γίνει πιο δηλυκή». Και χαιρόταν για τη συμπάδεια που μου δεί χνατε. Βέβαια, δεν του είχα πει τίποτα για τον άλλο παρά τις προτροπές σας, κύριε: «Δεν πρέπει κανείς να κρύβει τα λάδη του παρελδόντος απ' το σύντροφό του. Θα δείτε, δα σας εί ναι εύκολο να ομολογήσετε, κυρίως αν η σχέση σας ήταν κα 'δαρά πλατωνική. Πάρτε, λοιπόν, την απόφαση και εκμυστη ρευτείτε του τα πάντα». Και μετά ... 'Ισως να κατάλαβε τα πάντα από ένστικτο. Πά ντως, καδώς δεν τολμούσα να μιλήσω ανοιχτά, φύλαξα το
μυστικό μου και σκέφτηκα πως 'δα ήταν αρκετό να μην ξα νακυλήσω στην προηγούμενη κατάσταση. Ο σύζυγός μου, μέ σα στην άγνοιά του για ό,τι συζητούσα μαζί σας, είχε πεισδεί
πως η συντροφιά σας μου έκανε καλό και ήταν πολύ ικανο ποιημένος για τις καινούριες μου δια'δέσεις. Έτσι είχαν τα πράγματα και κλείστηκα σπίτι μου για και ρό· μ' αυτά τα δεδομένα, ο άνδρας μου έκρινε πως δα μπορούσε να μου έχει εμπιστοσύνη· μου ανακοίνωσε πως κι αυ τός δε δα τε·μπέλιαζε πια κι αφού νοίκιασε ένα γραφείο σ' ένα μοντέρνο κτήριο στο Ιμάμπασι, στην Οσάκα, ξανάρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Πρέπει να ήταν πέρσι το Φεβρουάριο ...
ναι, έτσι είναι. Είχε σπουδάσει γερμανικό Δίκαιο και μπορού σε να δικηγορεί άνετα. Στην αρχή μού φαίνεται πως ήδελε να
διδάξει· τουλάχιστον τη στιγμή που αρχίζει η ιστορία μου παρακολου'δούσε ανελλιπώς ένα πανεπιστημιακό σεμινάριο.
Δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο να γίνει δικηγόρος. 'Ισως πί στευε πως δεν μπορούσε πια να εξαρτάται απ' την οικογέ
νειά μου διατηρώντας ταυτόχρονα την αξιοπρέπειά του και χωρίς να προκαλεί την περιφρόνησή μου. Κατά τη διάρκεια
των σπουδών του, δεωρείτο γενικά πολύ προικισμένος νέος κι είχε όντως διακριδεί στις εξετάσεις οι δικοί μου έλεγαν πως μ'
έναν τέτοιο άνδρα ... Έτσι, παντρευτήκαμε κι αρχίσαμε να ζού με μαζί, αλλά ήταν περισσότερο σαν να τον είχε υιοδετήσει η οικογένειά μου. Οι γονείς μου τον εμπιστεύονταν απόλυτα
8
και μας παραχώρησαν μέρος της περιουσίας τους. Του έ/..ε
γαν: «Δεν υπάρχει λλγος να βιάζεσαι. Αφοσιώσου απερίσπα στα στις σπουδές σου και προετοιμάσου για να γίνεις κα-θη γητής. Ή, αν το προτιμάς, πήγαινε στην Ευρώπη για δυο τρία χρόνια με τη γυναίκα σου».
Ο άνδρας μου, ενδουσιασμένος, φαινόταν να συμφωνεί μ' αυτά τα, λόγια· όμως, μπροστά στις ιδιοτροπίες μου και υπο 'δέτοντας πως η τυραννική συμπεριφορά μου υποδαυλιζόταν
απ' την προστασία των γονιών μου, άρχισε τελικά να δυσα νασχετεί. Δοσμένος ολοκληρωτικά στην έρευνα, φερόταν α
πότομα και δεν εγκατέλειπε ποτέ τη σκληρή πειδαρχία που του επέβαλλαν οι σπουδές του· δεν κατάφερνε ποτέ να γίνε ται αγαπητός και δεν ήταν κα-δόλου κοινωνικός επιπλέον, δεν είχε καμιά επαγγελματική επιτυχία. Κάδε μέρα πήγαινε στο γραφείο του την ίδια πάντα ώρα κι εγώ έμενα σπίτι, ά πρακτη, απ' το πρωί ως το βράδυ· έτσι, ήταν φυσικό να ξα ναγυρίσουν στη μνήμη μου τα γεγονότα που είχα ξεχάσει.
Παλιά χρησιμοποιούσα τον ελεύ'δερο χρόνο μου για να γρά φω ποιήματα, αλλά, καδώς κι αυτά ακόμα ήταν διαποτισμένα απ' τη λύπη μου, τα παράτησα. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως, αφού δεν έκανα πια τίποτα χρήσιμο, έπρεπε κάπως ν' αντιδράσω.
Αναρωτή{)ηκα με ποιον τρόπο δα μπΌρούσα να διασκεδάσω. Υπάρχει -ίσως το ξέρετε, κύριε- μια σχολή καλών τε χνών για νέες κοπέλες στο Τενότζι· είναι ένα ιδιωτικό εκπαι δευτικό ίδρυμα χωρίς μεγάλες αξιώσεις, αλλά δίνει τη δυνατό
τητα να παρακολου{}ήσει κανείς πολλά διαφορετικά τμήμα
τα: ζωγραφικής, μουσικής, ραπτικής, κεντήματος κτλ. Δεν υπάρχει καμιά τυπική διαδικασία εγγραφής και ο οποιοσδή ποτε, ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορεί να εισαχ'δεί ελεύ'δερα. Αν και δεν έχω ιδιαίτερο ταλέντο, είχα ήδη παρακολου{}ήσει μα -δήματα νιχόνγκα* παλιά κι αφού μου άρεσε ως απασχόληση για τον ελεύ'δερο χρόνο μου, αποφάσισα να φεύγω κάδε πρωί την ίδια ώρα με τον άνδρα μου για να πηγαίνω εκεί. Προσέξτε,
*
Ζωγραφική γιαπωνέζικης τεχνοτροπίας, εν αντι{}έσει με τη ζωγραφική δυτι
κής τεχνοτροπίας (Σ.τ.Μ.).
9
λέω κάδε μέρα, όμως, δεδομένου του τύπου της σχολής, μπο
ρούσα όποτε το επιftυμούσα να aπουσιάζω. Ο άνδρας μου δεν ήταν άνftρωπος που ftα ενδιαφερόταν ποτέ για τη ζωγραφική ή τη λογοτεχνία, όμως δεν είχε αντίρ
ρηση να παρακολουftώ αυτά τα μα{)ήματα.
-
Είναι καλή ιδέα, μου είπε. Και μάλιστα με ενftάρρυνε:
Πάρ' το στα σοβαρά.
Έφευγα απ' το σπίτι στις εννιά ή δέκα το πρωί, ανάλογα με τις περιστάσεις ανεξάρτητα απ' την ώρα, ο άνδρας μου, κα {)ώς δεν είχε σπουδαία πράγματα να κάνει στο γραφείο του,
με περίμενε· πηγαίναμε με το τρένο μέχρι την Ουμέντα, μετά παίρναμε μαζί ένα ταξί ως τη γωνία του Ιμάμπασι, στη λεω
φόρο απ' όπου περνούσε το τραμ για το Σακάι, όπου εκείνος κατέβαινε, ενώ εγώ συνέχιζα για το Τενότζι. Φαινόταν ενftου σιασμένος μ' αυτή την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.
-
Νομίζω πως είμαι πάλι φοιτητής, έλεγε.
Κι εγώ απαντούσα:
-
Είναι περίεργο -δεν είναι;- να μετακινούνται οι φοι
τητές δυο δυο και με ταξί! Αυτό τον έκανε να γελά με την καρδιά του. Στην επιστρο
φή μού ζητούσε να του τηλεφωνήσω, για να περάσω να τον πάρω απ' το γραφείο ή για να δώσουμε ραντεβού στη Ν ά μπα ή στο Χανσίν για να πάμε μαζί στο σινεμά. Έτσι, δεν υ πήρχε κανένα πρόβλημα μεταξύ μας, αλλά στα μέσα περίπου του Απρίλη τσακώ{)ηκα με το διευftυντή της σχολής για μια
ανοησία. Δηλαδή ... Είναι στ' αλήfiεια μια παράξενη ιστορία ... Σ' αυτή τη σχολή χρησιμοποιούνται μοντέλα που παίρνουν διάφορες πόζες, ντυμένα με τα ανάλογα ρούχα -στο νιχόν γκα δε ζωγραφίζουν ποτέ γυμνό- όμως υπάρχει μια τάξη
νατουραλιστικού σχεδίου. Έτσι, το μοντέλο που πόζαρε ε κείνη τη στιγμή ήταν η δεσποινίς Υ., μια δεκαεννιάχρονη κο
πέλα της οποίας η ομορφιά ήταν ξακουστή στην Οσάκα· πό ζαρε σαν τη ftεά Κάνον της ιτιάς και, καfiώς από πολύ κοντά διαγραφόταν καfiαρά το κορμί της, μας επέτρεπε να δουλέ ψουμε πάνω στο γυμνό. Ενώ, λοιπόν, σχεδίαζα μαζί με άλ λους σπουδαστές, ο κύριος διευftυντής μπήκε στην τάξη. 10
-Κυρία Κακιούτσι, μου είπε, ο πίνακάς σας δε μοιάζει ι
διαίτερα με το μοντέλο. Μήπως χρησιμο:τtοιήσατε κάποιο άλ λο;
Κι άρχισε να γελάει -πώς να το πω;- σαν να υπήρχε στα λόγια του κάποιο υπονοούμενο. Στο γέλιο του προστέ{)ηκαν τα χαχανητά των σπουδαστριών. Σαστισμένη, κοκκίνισα α συναίσθητα, χωρίς στην πραγματικότητα να καταλαβαίνω το λόγο της αμηχανίας μου. Μόνο τώρα λέω στον εαυτό μου πως όφειλα να κοκκινίσω, αλλά και πάλι χωρίς μεγάλη βε
βαιότητα. Όταν ισχυρίστηκε πως υπήρχε κάποιο άλλο μο ντέλο, συνειδητοποίησα ξαφνικά κάτι: αν και δε {)α μπορού σα να το καftορίσω με ακρίβεια, είχα πράγματι στο μυαλό μου τη συγκεχυμένη εικόνα ενός άλλου μοντέλου, όχι της
δεσποινίδας Υ. Κι ενώ είχα εκείνη μπροστά στα μάτια μου, ήταν σαν να έβλεπα ένα άλλο άτομο να παίρνει τη ftέση της. Το πινέλο μου ζωγράφιζε από μόνο του, ανεξάρτητα από τη
δική μου {)έληση. Ίσως έχετε ήδη καταλάβει, κύριε, ποιο ή ταν το πρόσωπο που είχα χρησιμοποιήσει ασυναίσ{)ητα για μοντέλο -εντούτοις, {)α πω τ' όνομά του, γιατί δημοσιεύτηκε
σ' όλες τις εq)ημερίδες: λεγόταν Μιτσούκο Τοκουμίτσου. Σημείωση του συγγραφέα: Παρά την ασυνήiJιστη εμπεψία της, η χήρα Κακιού τσι δεν έδειχνε καiJόλου καταπονημένη και το ντύσιμό της, όπως και η συμπερι
φορά της, δεν είχαν χάσει τίποτε από τη συνηiJισμένη λάμψη κι επιδεικτικότητά τους iJα έλεγε κανείς πως ήταν μια καλοβαλμένη νέα γυναίκα, και όχι μια χήρα. Είχα μπροστά μου μια νιόπαντρη, γνήσια εκπρόσωπο του στυλ Κανσάι. Παρόλο
που δεν ήταν καλλονή, το πρόσωπό της φωτίστηκε από μια μυστηριώδη λάμψη όταν ανέφερε το όνομα της Μιτσούκο Τοκουμίτσου.
Εκείνη την εποχή δεν είχα γίνει ακόμα φίλη με τη Μιτσού κο. Εκείνη παρακολουftούσε τα μα{)ήματα δυτικής ζωγραφι
κής σε άλλη τάξη κι έτσι δε μας είχε δσδεί η ευκαιρία να μιλήσουμε. Νομίζω πως τότε δε με γνώριζε ούτε εξ όψεως κι ακόμα κι αν είχαμε συναντη{)εί τυχαία, δεν πρέπει να με είχε προσέξει. Φαίνεται πως ούτε κι εγώ της είχα δώσει ιδιαίτερη
σημασία, παρόλο που πρέπει να ήταν αρκετά συμπα{)ητική. 11
Καδώς ούτε καν απευfiύναμε η μια το λόγο στην άλλη, αγνο
ούσα τα πάντα για το χαρακτήρα και τα γούστα της
-
ας
πούμε πως είχα μάλλον μια γενική εντύπωση γι' αυτήν. Εν
τούτοις, η απόδειξη πως στην πραγματικότητα την είχα προ σέξει αρκετά νωρίς είναι ότι γνώριζα το όνομα και τη διεύ δυνσή της χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσω κανέναν: ήταν η κόρη ενός χονδρέμπορου σεντονιών, που είχε κατάστημα στη Σέμπα κι έμενε κοντά στην Ασιγιαγκάουα, στο Χάνκιου.
Συλλογίστηκα πολύ την παρατήρηση του διευδυντή· στην πραγματικότητα το σχέδιο έμοιαζε στη Μιτσούκο, χωρίς να έχω ηδελημένα επιδιώξει αυτή την ομοιότητα. Μα, ακόμα κι αν το είχα επιδιώξει, η χρησιμοποίηση της δεσποινίδας Υ. ως μοντέλου σίγουρα δεν είχε σκοπό την πιστή αντιγραφή και του προσώπου της απ' τους σπουδαστές, έτσι δεν είναι; Δε
χρησίμευε ως μοντέλο για την Κάνον, για να μελετήσουμε τις πτυχώσεις του φορέματός της και μετά να αποδώσουμε ελεύ
δερα τη μορφή της δεάς; Βέβαια, η δεσποινίς Υ. ήταν ένα απ' τα ωραιότερα μοντέλα, όμως, καδώς η Μιτσούκο ήταν ακόμα ωραιότερη, δεν έβλεπα πού ήταν το πρόβλημα, εφόσον το πρόσωπό της ταίριαζε στην ατμόσφαιρα που έπρεπε ν' α
ποπνέει ο πίνακας. Αυτά έλεγα στον εαυτό μου.
12
2
Ε
ΝΤΟΥΤΟΙΣ, ΔΥΟ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
μπήκε πάλι στην τάξη τη στιγμή που πόζαρε το μοντέ λο, σταμάτησε μπροστά στον πίνακά μου και χαμογέ
λασε κορο"ίδευτικά:
-
Κυρία Κακιούτσι, μου είπε, κυρία Κακιούτσι, ο πίνακάς
σας είναι κάπως παράξενος. Μοιάζει όλο και λιγότερο με το μοντέλο. Ποιον εικονίζει λοιπόν; Με κάρφωσε μ' ένα περιπαικτικό βλέμμα.
-
Γιατί το λέτε, βρίσκετε πως δεν είναι πιστός στο μοντέ
λο; απάντησα με ηfiελημένη αγανάκτηση. Στο κάτω κάτω αυτός δεν ήταν ο καθηγητής του σχεδίου, δεν είναι έτσι; Ο καfiηγητής του νιχόνγκα λεγόταν Σούνκο Τσουτσουί και περνούσε αραιά και πού για να μας πει:
-
Εδώ, κάτι δεν πάει καλά.
Ή ακόμα: -Αυτό είναι καλύτερα να γίνει έτσι. Κι οι σπουδάστριες, κοιτώντας το μοντέλο, ζωγράφιζαν ε λεύfiερα. Ο διευfiυντής, νομίζω, δίδασκε αγγλικά σε προαιρε τικά τμήματα· δεν είχε ούτε δίπλωμα ούτε σοβαρή εκπαί δευση· δεν ξέραμε καν ποια σχολή είχε τελειώσει. Θα το μά fiαινα αργότερα: ήταν διοικητικό στέλεχος της σχολής κι όχι εκπαιδευτικός. Μ' αυτά τα δεδομένα, δεν ήξερε τίποτε από
ζωγραφική και δεν είχε κανένα λόγο να χώνει τη μύτη του σ' αυτήν. Κάfiε καfiηγητής ήταν υπεύfiυνος για την ειδικότητά του κι ο διευfiυντής έμπαινε σπάνια στις τάξεις μόνο εξαιτίας του πίνακά μου μας επισκεπτόταν τόσο συχνά. -Ώστε βρίσκετε στ' αλή'δεια πως ο πίνακάς σας μοιάζει με το μοντέλο; με ξαναρώτησε ειρωνικά. Του απάντησα, λοιπόν, με ύφος προσποιητά αfiώο:
13
-
Δεν έχω πολύ ταλέντο, προσπάδησα, όμως, να είμαι όσο
το δυνατόν πιο ακριβής.
-Όχι, διαμαρτυρή{)ηκε, δε σας λείπει το ταλέντο· αντί-δε τα, έχετε ικανότητες. Όμως νομίζω πως χρησιμοποιήσατε άλ λο μοντέλο για το πρόσωπο.
-
Για το πρόσωπο; επανέλαβα. Μα για το πρόσωπο ε
μπνεύστηκα από κάποιο δικό μου πρότυπο.
-
Θα μπορούσα να μά-δω ποιο είναι αυτό το πρότυπο; ε
πέμεινε.
-
Κα-δώς πρόκειται για κάτι φανταστικό, δε σχεδίασα κά
ποιο υπαρκτό πρόσωπο. Απλώς προσπά{)ησα να του δώσω μια έκφραση που να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με της -δεάς Κάνον. Υπάρχει κανένα πρόβλημα; Πρέπει, λοι
πόν, η ομοιότητα με το μοντέλο να φτάνει μέχρι το πρόσω πο;
-Έχετε πολύ γερά επιχειρήματα. Αν είστε ικανή να ζω γραφίσετε κάτι ιδεατό, δε βλέπω γιατί χρειάζεται να παρα κολου-δείτε μα-δήματα ζωγραφικής σ' αυτή τη σχολή. Παρα
κολου-δείτε αυτά τα μα-δήματα νατουραλιστικού σχεδίου ε πειδή ακριβώς δεν μπορείτε να εμπνευστείτε από ένα πρό τυπο, έτσι δεν είναι; Αν επι-δυμείτε να ζωγραφίζετε ακολου -δώντας τη φαντασία σας, δε χρειάζεται να χρησιμοποιείτε έ
να μοντέλο. Κι ακόμα περισσότερο, αν η -δεά Κάνον που φτιάξατε μοιάζει μ' ένα άλλο μοντέλο, το πρότυπό σας δε μου φαίνεται πολύ σοβαρό.
-
Δεν έχετε κα-δόλου δίκιο! διαμαρτυρή-δηκα. Ακόμα κι αν
το πρόσωπο μοιάζει με κάποιου συγκεκριμένου ατόμου, δε βλέπω ποιο αισ-δητικό λά-δος -δα μπορούσε να μου καταλογί σει κανείς, εφόσον ταιριάζει με της -δεάς Κάνον.
-
Αυτό ακριβώς είναι το λά-δος, επέμεινε. Δεν έχετε ωριμά
σει ακόμα ως καλλιτέχνης ακόμα κι αν νομίζετε πως αυτό το πρόσωπο είναι αντιπροσωπευτικό, πρέπει να βεβαιω-δείτε πως αυτή είναι η γενική αντίληψη· αυτό είναι όλο το πρό βλημα. Σ' αυτό το σημείο βρίσκεται όλη η παρεξήγηση.
-
Η παρεξήγηση; Ποια παρεξήγηση; Μιλάτε συνέχεια για
ομοιότητα! Μιλήστε λοιπόν καδαρά! Σε ποιον μοιάζει αυτό το πορτρέτο; aπαίτησα να μου εξηγήσει. Και τότε ο διευ&υντής, έχοντάς τα χαμένα, μου απάντησε:
-
Στ' αλή'δεια είστε πολύ ισχυρογνώμων!
Και σταμάτησε να μιλάει. Τον είχα aποστομώσει· αισδα νόμουν πφς είχα πετύχει μια σημαντική νίκη και πραγματι κά πανηγύριζα. Κα'δώς όλη η τάξη είχε παρακολου'δήσει τη φιλονικία μας, το σκάνδαλο δε 'δα αργούσε να ξεσπάσει. Έ λεγαν πως είχα κάνει ερωτικές προτάσεις στη Μιτσούκο και
πως διατηρούσαμε μια ύποπτη σχέση. Εντούτοις, όπως ήδη είπα, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτε ανάμεσά μας, ούτε καν μιλούσαμε· όλα αυτά ήταν ένα τερατώδες ψέμα. Αν κι ήξερα καλά πως με κακολογούσαν, ποτέ δε φανταζόμουν
ότι τα πράγματα 'δα έφταναν σε τέτοιο σημείο. Κα'δώς δε μ' ενδιέφερε ιδιαίτερα, δεν έδινα μεγάλη σημασία και σκεφτό μουν ότι οι άν'δρωποι συνη'δίζουν να διαδίδουν διάφορες φήμες. Πώς τολμούσαν να αφήνουν τέτοια υπονοούμενα για τη σχέση μας, τη στιγμή που ούτε καν γνωριζόμασταν, πώς
εξύφαιναν τόσα ψέματα και διέδιδαν τέτοιες aνοησίες; Όλα αυτά ήταν τόσο παράλογα, που δεν μπορούσα ούτε να &υ μώσω. Στο κάτω κάτω όλα αυτά δε μ' ενδιέφεραν, όμως σκεφτόμουν τη Μιτσούκο κι αναρωτιόμουν ποια 'δα ήταν η αντίδρασή της χωρίς αμφιβολία 'δα είχε ενοχλη'δεί. Όταν 'δα διασταυρωνόμασταν τυχαία, δε 'δα μπορούσα ν' aντέξω το
βλέμμα της όπως παλιά. Κι ούτε τολμούσα να πάρω την πρωτοβουλία και να της ζητήσω συγγνώμη. Αυτό 'δα φαινό ταν ακόμα πιο παράξενο. Θα την έφερνα σε δύσκολη 'δέση
κι έτσι δεν το έκανα. Όταν περνούσα από δίπλα της, προ σπα'δούσα να γίνω όσο πιο μικρή μπορούσα, χαμήλωνα το κεφάλι σαν να την aπέφευγα· όλα αυτά τα έκανα με την πρό'δεση να δείξω τη συντριβή μου. Όμως ταυτόχρονα είχα μεγάλη περιέργεια να μά'δω αν ήταν &υμωμένη και να δω την έκφραση του προσώπου της· έτσι, προσπα'δούσα, χωρίς να με πάρει είδηση, να συναντήσω το βλέμμα της. Δε φαινό
ταν διαφορετική και δεν έδειχνε κακοπροαίρετη απέναντί μου. Ν α, έχω φέρει μια φωτογραφία της ρίξτε της μια μςχτιά.
Φωτογραφη{)ήκαμε τότε που πήραμε τα ίδια κιμονό. Είναι
αυτή που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες. Όπως βλέπετε, ε γώ είμαι ασήμαντη, ενώ η δεσποινίς Μιτσούκο ήταν ξεχωρι
στά όμορφη, ακόμα κι αν τη συγκρίναμε με τα κορίτσια της Σέμπα.
Σημείωση του συγγραφέα: Στη φωτογραφία βλέπει κανείς ότι τα δύο όμοια κιμονό είχαν πολύ χτυπητά χρώματα, ακριβώς όπως συνηδιζόταν στην Οσάκα. Η χήρα Κακιούτσι είχε μαζέψει τα μαλλιά της ψηλά, η Μιτσούκο είχε φτιάξει έναν κότσο. Έμοιαζε με τυπική αστή της Οσάκα και τα μάτια της είχαν μια
λάμψη γεμάτη πάδος. Με μια λέξη, είχε φλογερό και σαγηνευτικό βλέμμα, άξιο μιας πραγματικής γόησσας. Ήταν αναμφισβήτητα μια σπάνια καλλονή· κι η χή ρα Κακιούτσι, που δεωρούσε τον εαυτό της ασήμαντο, δεν υπερέβαλλε από με τριοφροσύνη. Όμως, παρ' όλα αυτά, η χρησιμοποίηση ~υτού του προσώπου ως πρότυπου για τη δεά Κάνον προκαλούσε κάποιες αμφιβολίες.
Τι σκέφτεστε εσείς γι' αυτό το πρόσωπο, κύριε; Δε βρίσκε τε πως το παραδοσιακό γιαπωνέζικο χτένισμα της ταιριάζει καταπληκτικά; Η μητέρα της το λάτρευε και τη χτένιζε έτσι ακόμα και για να πάει στο σχολείο
-
δεδομένου του τύπου
του σχολείου, Όι μαfiητές δε φορούσαν στολή και μπορούσαν να πηγαίνουν με το παραδοσιακό γιαπωνέζικο χτένισμα και ντυμένοι μ' ένα απλό κιμονό, χωρίς χακάμα*· κι εγώ η ίδια δεν
είχα βάλει ποτέ το χακάμα. Η Μιτσούκο φορούσε μερικές φορές δυτικά ρούχα, όμως όταν διάλεγε ένα γιαπωνέζικο ρού χο, φορούσε και το χακάμα. Στη φωτογραφία, το χτένισμα την κάνει να φαίνεται τρία περίπου χρόνια μικρότερη από μένα -στην πραγματικότητα, ήταν είκοσι τριών χρόνων, ένα
χρόνο μικρότερή μου- αν ζούσε ακόμα, ftα ήταν είκοσι τεσ σάρων ετών. Ήταν μερικά εκατοστά ψηλότερη από μένα, κι άλλωστε, οι όμορφες γυναίκες, ακόμα κι αν δεν έχουν την πρόftεση να καυχώνται για την εμφάνισή τους, συμπεριφέ ρονται με τρόπο που αποκαλύπτει τη σιγουριά που αισftά
νονται για τον εαυτό τους
*
Φαρδύ παντελόνι (Σ.τ.Μ.).
-
εκτός κι αν είναι μια απλή εντύ-
πωση κάποιου που πτοείται εύκολα, όπως εγώ. Ακόμα κι ό
ταν γίναμε φίλες, πάντα είχα την εντύπωση πως ήμουν η μι κρή της αδελφή, αν και, λόγω ηλικίας, ftα έπρεπε να ftεωρώ
τον εαυτό μου σαν τη μεγάλη της αδελφή. Εκείνη την εποχή -πρέπει ν' ανατρέξω στην περίοδο που δεν είχαμε ακόμη αρχίσει να κάνουμε παρέα- δεν ήταν δυ νατό αυτή η ιά{}λια συκοφαντία που ανέφερα να της είχε δια
φύγει. Κι όμως, η συμπεριφορά της δεν είχε αλλάξει καftόλου. Τη ftαύμαζα από πολύ καιρό· κάftε φορά που συναντιόμα σταν, πριν ακόμα διαδοftούν εκείνες οι φήμες, ένιωftα ενστι
κτωδώς την ανάγκη να την πλησιάσω· όμως εκείνη φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται καν την παρουσία μου. Περπατούσε βιαστικά και στο πέρασμά της ακόμα κι ο αέρας φαινόταν να
γίνεται πιο καftαρός. Αν είχε και την παραμικρή ιδέα για τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν, δε {}α με αγνοούσε, έτσι δεν είναι; Αν μ' έβρισκε αντιπα{}ητική ή αν η παρουσία μου τη δυσαρεστούσε, ftα φαινόταν απ' τη συμπεριφορά της στην
πραγματικότητα, τίποτα τέτοιο δε διαφαινόταν. Ξαφνικά έγι να πιο τολμηρή και, ελπίζοντας να καταλάβω περισσότερα πράγματα από την έκφρασή της, την πλησίασα.
Τελικά, μια μέρα πέσαμε τυχαία η μια πάνω στην άλλη, την ώρα της μεσημεριανής ανάπαυλας, κι αντί να με προσπερά σει αδιάφορα, δεν ξέρω γιατί, μου χαμογέλασε με το βλέμμα της. Ενστικτωδώς, υποκλί{}ηκα. Χωρίς να διστάσει καftόλου, ήρftε προς το μέρος μου και μου είπε:
-
Λυπάμαι πραγματικά για ό,τι συνέβη. Σας παρακαλώ,
μη με παρεξηγείτε.
-
Μα τί λέτε; Εγώ πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμη, δια
μαρτυρή{}ηκα. Εκείνη συνέχισε:
-
Δεν υπάρχει λόγος να απολογείστε. Δεν ξέρετε τίποτα.
Προσέξτε· κάποιος μας έχει στήσει παγίδα. -Ώστε έτσι; έκανα. Και ποιος είναι αυτός;
-
Ο διευ'δυντής! Δεν μπορώ να σας πω τώρα περισσότερες
λεπτομέρειες. Αν πηγαίναμε να δειπνήσουμε κάπου μαζί; Έτσι f}α μπορούσατε ν' ακούσετε ήσυχα αυτά που έχω να σας πω.
2- Σβάστικα
-
Είμαι πρό6υμη να σας ακολουftήσω οπουδήποτε, της
απάντησα. Έτσι, λοιπόν, πήγαμε σ' ένα εστιατόριο κοντά στο πάρκο του Τενότζι. Παραγγείλαμε δυτικά φαγητά κι η Μιτσούκο μού αποκάλυψε πως ο διευθυντής είχε διασπείρει αυτές τις κακόβουλες φήμες σε βάρος μας. Πραγματικά, ήταν αρκετά παράξενο το ότι είχε μπει στην τάξη χωρίς λόγο, μόνο και μό νο για να με ταπεινώσει αλύπητα μπροστά στις συμφοιτήτριές
μου. Κατά τη γνώμη μου, μόνο από κακία μπορεί να το είχε κάνει. Γιατί είχε διασπείρει αυτές τις συκοφαντίες; Ο στόχος του ήταν η Μιτσούκο και, προφανώς, προσπα'δούσε να τη διασύρει με κάθε τρόπο. Και να ποιος ήταν ο λόγος: εκείνη την εποχή η Μιτσούκο είχε δεχτεί μια πρόταση γάμου με τον Μ., γόνο πλούσιας οικογένειας, απ' τις πιο γνωστές της Οσά κα. Αν και στην ίδια δεν άρεσε κα-δόλου αυτή η προοπτική, η οικογένειά της είχε ευχαριστηfiεί πολύ κι ο ίδιος ο νεαρός
άνδρας ήfiελε να την παντρευτεί. Όμως την καρδιά του διεκ δικούσε και η κόρη κάποιου δημοτικού συμβούλου· έτσι, λοιπόν, η Μιτσούκο απέκτησε και aντίζηλο. Ο πιfiανός αντα
γωνισμός προκάλεσε την ανησυχία του συμβούλου, παρά το
ότι η Μιτσούκο δεν είχε την παραμιΚρή πρό'δεση να αντι δράσει σiα σχέδια της κόρης του -
αναμφίβολα ήταν ένας
υπολογίσιμος aντίπαλος, καfiώς ο νεαρός Μ., γοητευμένος απ' την ομορφιά της, της είχε στείλει ακόμα και ραβασάκια. Έτσι, ο σύμβουλος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα, επιδιώκοντας να fiίξει όσο μπορούσε την υπόληψή της:
την κατηγόρησε ότι είχε σχέσεις με κάποιον άνδρα και διέ δωσε συκοφαντίες της ίδιας βαρύτητας. Όμως δεν αρκέστη κε σ' αυτό· έφτασε στο σημείο να δωροδοκήσει απροκάλυπτα το διευ'δυντή. Α, ξέχασα· προηγουμένως -όλα αυτά μοιάζουν
τελικά με μπερδεμένο κουβάρι- ο διευ'δυντής είχε ζητήσει απ' τον πατέρα της Μιτσούκο ένα δάνειο χιλίων γιεν, για να αναπαλαιώσει το κτήριο όπου στεγαζόταν η σχολή. Η οικο γένεια της Μιτσούκο είχε μεγάλη περιουσία και τα χίλια γιεν ήταν ποσό ασήμαντο γι' αυτούς, όμως ο πατέρας της Μιτσού κο παραξενεύτηκε που ο διευ'δυντής κατέφυγε στον ιδιωτικό
18
δανεισμό, αντί να ζητήσει μια κρατική επιχορήγηση. Και κα {}ώς και το ποσό δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αρκετό για την αναπαλαίωση ενός τόσο μεγάλου κτηρίου, συμπέρανε πως η όλη υπόttεση ήταν πολύ ύποπτη κι αρνή{}ηκε κατηγο ρηματικά. Σύμφωνcί με τη Μιτσούκο, ο διευttυντής συνήttιζε να χτυπάει τις πόρτες των οικογενειών των μα{}ητών που
φαίνονταν Περισσότερο πλούσιοι, προβάλλοντας πάντα τα ί δια επιχειρήματα και μην επιστρέφοντας ποτέ τα δανεικά.
Αν τουλάχιστον χρησιμοποιούσε αυτά τα δάνεια για να επι σκευάσει τους τοίχους του σχολείου! Όμως το οίκημα ερει πωνόταν κάttε μέρα και περισσότερο και ήταν τόσο άttλιο, που Μμιζε χοιροστάσιο. Συγγνώμη, τι είπατε; Όχι, ξόδευε ε κείνα τα χρήματα για τις δικές του ανάγκες! Μόνο κατ' όνομα
ήταν διευttυντής, στην πραγματικότητα ήταν ένας aπατεώνας πρώτης τάξεως! Κι επιπλέον, η γυναίκα του έδινε μα{}ήματα κεντήματος. Οι δυο τους προσκολλούνταν στους πιο πλού σιους μα{}ητές τους κι οργάνωναν εκδρομές την Κυριακή, ξέ ρετε, τέτοια πράγματα ... Φαντάζεστε πόσο άνετα ζούσαν! Ό ταν τους δάνειζαν χρήματα, έδειχναν πολύ φιλικοί, όμως όταν αντιμετώπιζαν κάποια άρνηση, απαντούσαν συκοφαντώντας αναίσχυντα το μα{}ητή. Ν α, λοιπόν, που ήρttε να προστεttεί στη μνησικακία που ήδη έτρεφαν απέναντι στη Μιτσούκο η
αίτηση του συμβούλου· ήταν πια έτοιμοι για κάttε ατιμία.
-
Κι έτσι σας χρησιμοποίησαν για να με παγιδέψουν, μου
εκμύστηρεύτηκε η Μιτσούκο.
-
Αλήttεια; αναφώνησα. Είναι, λοιπόν, τόσο σοβαρή η κα
τάσταση; Ποτέ δε {}α το φανταζόμουν! Όλα αυτά δε σας φαί νονται τελείως παράλογα; Ο εμΠνευστής αυτού του σεναρίου είναι αυτός που είναι, όμως τελικά μου φαίνεται μάλλον πα ράδοξο που οι άλλοι πιστεύουν τα πάντα αδιαμαρτύρητα.
-
Είστε στ' αλήttεια πολύ αφελής! Όλοι είναι πεπεισμένοι
πως δε μιλάμε στην τάξη μόνο και μόνο επειδή λέγονται όλες αυτές οι aνοησίες. Είναι μάλιστα και κάποιος που ισχυρίζεται ότι μας είδε την προηγούμενη Κυριακή να παίρνουμε μαζί το τρένο για τη Ν άρα.
Είχα μείνει άφωνη.
19
-
Ποιος μπορεί να είπε κάτι τέτοιο; ρώτησα.
Απ' ό,τι φαίνεται, η γυναίκα του διευθυντή. Προσέξτε
πολύ, γιατί αυτοί οι άνδρωποι είναι δέκα φορές, είκοσι φορές πιο ύπουλοι απ' όσο 'δα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε.
20
3
κ
ΑΙ Η ΜΙτΣΟΥΚΟ ΣΥΝΕΧΙΣΕ:
-
Πραγματικά λυπάμαι για σας, συγχωρέστε με, σας
παρακαλώ, συγχωρέστε με ...
Αισ{}άνt)ηκα μεγάλη αμηχανία βλέποντας πως δε σταμα
τούσε να απολογείται.
-
Δεν υπάρχει λόγος, εσείς δε φταίτε σε τίποτα. Ο διευ
{)υντής είναι που συμπεριφέρδηκε τόσο άτιμα. Τι ταπεινή στάση από έναν εκπαιδευτικό! Αν είχε να κάνει μόνο με μέ να, δε tJα έδινα καμία σημασία στις διαδόσεις. Όμως εσείς
δεν έχετε ακόμα παντρευτεί. Προσέξτε να μην πέσετε στα νύχια αυτών των αρπακτικών! Έκανα ό,τι μπορούσα για να την παρηγορήσω.
-
Αισ{}άνομαι πραγματικά ανακουφισμένη που σας εκμυ
στηρεύτηκα τα πάντα. Μου 'φυγε ένα βάρος τώρα, συνέχισε χαμογελώντας. Όμως ίσως tJα ήταν καλύτερα να μην ξαναμι
λήσουμε γι' αυτή την ιστορία, για να μην προκαλέσουμε κι άλλα σχόλια. Ας βάλουμε τελεία και παύλα σ' αυτό το tJέμα μια για πάντα.
-
Τι κρίμα! Πάνω που αρχίσαμε να γινόμαστε φίλες, ανα
φώνησα. Αυτό αισtJανόμουν πραγματικά και μάλλον άφησα τη στε νοχώρια μου να διαφανεί. -Αν το tJέλετε κι εσείς, tJα χαιρόμουν πολύ να γίνουμε φίλες, μου πρότεινε. Τι tJα λέγατε να έρtJετε μια μέρα στο
σπίτι μου; Τα πιtJανά κουτσομπολιά δε με φοβίζουν. -Ούτε κι εμένα, δε μ' ενδιαφέρουν. Αν τελικά γίνουν
a-
νυπόφορα, tJα εγκαταλείψω τη σχολή, είπα αποφασιστικά.
-
Ακούστε, κυρία Κακιούτσι, αφού φτάσαμε σ' αυτό το
σημείο, καλύτερα είναι να μην κρυβόμαστε· έτσι tJα δούμε 21
και την αντίδραση των άλλων. Πώς σας φαίνεται αυτή η ιδέα;
-
Τη βρίσκω fi'αυμάσια! Θα έδινα τα πάντα για να δω τα
μούτρα που {}α κάνει ο διευfi'υντής! συμφώνησα αμέσως.
-
Ωραία, έχω κι άλλη μια ενδιαφέρουσα ιδέα, συνέχισε
χτυπώντας τα χέρια της με τον ενfi'ουσιασμό μικρού παιδιού. Τι {}α λέγατε αν πηγαίναμε την ερχόμενη Κυριακή μαζί στη Ν άρα; -Αχ, ναι! Να πάμε, να πάμε! Αν μαfi'ευτεί, {}α γίνει ολό
κληρο σκάνδαλο! Μέσα σε μισή, μία ώρα, ο πάγος ανάμεσά μας είχε σπάσει. -Θα ήταν ανόητο να επιστρέψουμε τώρα στο μά{}ημα. Δεν πάμε στο σινεμά; προτείναμε σχεδόν ταυτόχρονα. Έτσι, περάσαμε μαζί ένα ευχάριστο απόγευμα. Τελικά, η Μιτσούκο με αποχαιρέτησε λέγοντας:
-Πρέπει να κάνω μερικά ψώνια. Κι απομακρύν{}ηκε στη Λεωφόρο Σινσάιμπασι, ενώ εγώ έ παιρνα ένα ταξί στο Ν ιχόνμπασι, για να πάω στο γραφείο του άνδρα μου, στο Ιμάμπασι. Όπως συνήfi'ιζα, πήγα να τον βρω στο γραφείο του και γυρίσαμε μαζί με το τρένο της γραμ μής του Χανσίν.
-
Μου φαίνεσαι κάπως αναστατωμένη, παρατήρησε. Πες
μου, τι έγινε; Σου συνέβη κάτι το ασυνήfi'ιστο; Αυτό μ' έκανε να σκεφτώ:
«Ώστε φαίνομαι διαφορετική σήμερα. Είναι δυνατό η φι λία μου με τη Μιτσούκο να με έκανε τόσο ευτυχισμένη;»
-
Ν α ι, σήμερα γνώρισα μια πολύ συμπα{}ητική κοπέλα και
γίναμε φίλες, ομολόγησα.
-
Ποια είναι;
-Ποια; Είναι πολύ όμορφη -Άκου, ξέρεις ένα χονδρέμπορο υφασμάτων στη Σέμπα, τον Τοκουμίτσου; Ε, λοιπόν, είναι η κόρη του!
-
Και πού γνωριστήκατε; Στη σχολή. Για να λέμε την αλήfi'εια, ο λόγος ήταν ότι
εδώ και λίγο καιρό κυκλοφορούν για μας διάφορες παράξε νες φήμες.
Σαν να μην είχα τίποτα να καταλογίσω στον εαυτό μου, 22
του διηγή&ηκα, για να διασκεδάσουμε λίγο, τα πάντα, απ' την
αρχή μέχρι το τέλος, εκτός απ' τις φιλονικίες με το διευ&υντή.
-
Ωραία σχολή, σχολίασε εύ&uμα. Όμως αν η φίλη σου
είναι τόσο όμορφη όσο λες, 'δα ή'δελα πολύ να τη γνωρίσω.
-
Θα έρ'δει σύντομα στο σπίτι μας. Κανονίσαμε να πάμε
μαζί στη Ν άρα την ερχόμενη Κυριακή. Ελπίζω να μη σε πειράζει.
-
,
Σε παρακαλώ, μου απάντησε και πρόσ-δεσε γελώντας: Ο
διευ&υντής f}α κάνει κάτι μούτρα ... Την επομένη, όταν έφτασα στη σχολή, όλοι ήξεραν ότι είχα
γευματίσει με τη Μιτσούκο κι ότι είχαμε περάσει το απόγευ μα στο σινεμά. -Κυρία Κακιούτσι, πήγατε βόλτα στο Ντοτόνμπορι χf}ες,
έτσι δεν είναι;
-
Θα πρέπει να περάσατε πολύ όμορφα. Και ποια ήταν εκείνη η νεαρή γυναίκα που σας συνό-
δευε; Οι γυναίκες είναι πραγματικά aνυπόφορες. Εκείνη τη
στιγμή η Μιτσούκο, Που διασκέδαζε μ' αυτές τις παρατηρή σεις, με πλησίασε επίτηδες για να τις προκαλέσει. Πέρασαν δυο τρεις μέρες κι έτσι γίναμε πολύ φίλες. Ο διευ &υντής είχε σαστίσει τόσο πολύ, που δεν τολμούσε να πει τί ποτα. Η μόνη του αντίδραση ήταν οι οργισμένες ματιές που μας έριχνε.
-
Κυρία Κακιούτσι, ίσως f}α έπρεπε να τονίσετε την ομοιό
τητα αυτής της Κάνον με μένα. Θα ή'δελα πολύ να δω τι f}α πει τότε, μου πρότεινε η Μιτσούκο. Κι έτσι διόρf}ωσα τον πίνακά μου κάνοντας ακόμα πιο ε
ντυπωσιακή την ομοιότητα· όμως ο διευ&υντής δεν ξαναήρ{}ε στην τάξη μου.
-
Τι διασκεδαστικό που είναι!
Ήμασταν κι οι δύο κατεν'δουσιασμένες! Τώρα δεν υπήρχε λόγος να πάμε οπωσδήποτε στη Ν άρα, όμως, καf}ώς ήταν μια
πολύ όμορφη Κυριακή προς τα τέλη Απριλίου, κανονίσαμε απ' το τηλέφωνο να βρεf}ούμε στην αφετηρία του Ουέροκου και να περάσουμε το απόγευμα στο λόφο της Ουακάκουσα.
Η Μιτσούκο φαινόταν άλλοτε πολύ ώριμη κι άλλοτε α'δώα
σαν μικρό παιδί· όταν φτάσαμε στην κορυφή του λόφου, αγό ρασε πέντ' έξι μανταρίνια και μου είπε:
-
Κοίτα λίγο!
Και τα άφησε να κυλήσουν στην πλαγιά. Αυτά έφτασαν γρήγορα στο τέρμα· ξεπέρασαν ακόμα και το δρόμο και μπή καν σ' ένα σπίτι. Διασκέδασε τόσο με το 'δέαμα, που δεν
μπορούσε να σταματήσει πια αυτό το παιχνιδάκι.
-
Μιτσούκο, δε νομίζεις πως 'δα ήταν πιο ενδιαφέρον να
πάμε να μαζέψουμε φτέρες; Φαίνεται πως υπάρχει ένα μέ ρος σ' αυτό το λόφο, όπου φυτρώνουν άφ'δονες, όπως και τα πολυτρίχια. Έτσι, μέχρι το σούρουπο είχαμε μαζέψει ένα σωρό από
φτέρες, οσμούνδες και πολυτρίχια. Θέλετε να μά'δετε πού α κριβώς; Ξέρετε, ο λόφος της Ουακάκουσα σχηματίζει τρία βουναλάκια· ήμασταν στο κοίλωμα που χωρίζει τα δύο πρώ τα. Τα φυτά εκεί φυτρώνουν σε αφ'δονία· είναι ιδιαίτερα γευστικά, γιατί κάδε άνοιξη καίνε όλο το λόφο. Όταν σκοτεί νιασε πολύ, ξαναγυρίσαμε στο πρώτο βουναλάκι· ήμασταν
τόσο κουρασμένες, που κα'δίσαμε κατάχαμα. Σε λίγο η Μι τσούκο μου είπε με μια παράξενη σοβαρότητα:
-
Πρέπει οπωσδήποτε να σε ευχαριστήσω για κάτι. Για ποιο πράγμα; aπόρησα. Χάρη σε σένα, μπορώ τώρα πια να ξεφύγω απ' αυτό
τον ανυπόφορο άνδρα που ή'δελε να με παντρευτεί.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά χαμογέλασε πονηρά. -Ναι; Πώς αυτό;
-
Οι διαδόσεις είναι σαν το άχυρο που καίγεται. Έμα-δε
ήδη για τη σχέση μας.
4
χ
-
ΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΣΤΟ ΣΠΙτΙ ΜΟΥ, ΜΙΛΉΣΑΜΕ ΓΙ' ΑΥΤΟ, ΣΥ-
νέχισε η Μιτσούκο. Η μητέρα μου με φώναξε και με ρώτησε: «Όλα αυτά που λέγονται στη σχολή για σέ
να είναι αλή{}εια;» Κι εγώ της απάντησα: «Αυτοί μπορούν να
λένε ό,τι {}έλουν· εσένα όμως, μαμά, ποιος σ' το είπε;» Εκείνη τότε αποκρί{}ηκε: «Δεν έχει σημασία ποιος μου το είπε. Πες
μου, είναι αλή{}εια;» «Ν α ι, αλή{}εια είναι· τι το κακό υπάρχει σ' αυτό; Είμαστε απλώς καλές φίλες». Μετά από μια στιγμή
αμηχανίας η μητέρα μου είπε: «Αν είστε μόνο φίλ'ες, δεν έχει σημασία. Όμως φαίνεται πως πρόκειται για κάτι ανάρμοστο». «Κάτι ανάρμοστο; Μα τι εννοείς;» «Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Πά ντως, αν δεν υπήρχε λόγος, δε {}α σε συκοφαντούσαν έτσι>>.
«Α, τώρα καταλαβαίνω. Η φίλη μου μου είπε πως της άρεσε το πρόσωπό μου κι έκανε το πορτρέτο μου. Από τότε οι άλ λες σπουδάστριες μας αποφεύγουν. Είναι όλες τους τόσο ε νοχλητικές! Φτάνει να έχει κανείς ένα ωραίο πρόσωπο για να τον μισήσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο». «Αυτό είναι πι {}ανό». Μετά απ' αυτή την εξήγηση, η μητέρα μου κατάλαβε
και μου είπε: «Αν είναι έτσι, δεν έχει σημασία. Όμως δεν είναι προτιμότερο να σταματήσεις να κάνεις παρέα μόνο μ' αυτή την κοπέλα; Είναι μια σημαντική περίοδος για τη ζωή σου κι είναι καλύτερα να μη δίνεις στόχο σε μικρόψυχες συκοφα ντίες». Έτσι, όλα τακτοποιή{}ηκαν. Χωρίς αμφιβολία, ο δημο τικός σύμβουλος έμα{}ε τις διαδόσεις απ' το περιβάλλον του,
μίλησε στον Μ. κι έτσι όλα αυτά έφτασαν στα αυτιά της μητέ ρας μου. Τα σχέδια για το γάμο μου φαίνονταν να ναυαγούν.
-
Εσένα αυτό σε βολεύει, όμως η μητέρα σου {}α με μισή
σει. Θα δεις, σε λίγο καιρό {}α σου πει να μη με ξαναδείς. Δε {}α ή{}ελα να γίνω η αιτία μιας παρεξήγησης, της είπα ανήσυχη.
25
-
Α, μη σε απασχολεί αυτό, μου απάντησε. Αν μου επιβά
λει κάτι τέτοιο, {}α της πω τα πάντα: ότι ο διευf1υντής είναι
ένας άρπαγας, ότι συνηftίζει να συκοφαντεί όποιον αρνείται
να του δανείσει χρήματα, ότι δωροδοκή{)ηκε απ' το δημοτικό σύμβουλο. Αν δεν της τα είπα ακόμα, είναι γιατί φοβόμουν μήπως με αναγκάσει να εγκαταλείψω αυτή τη σχολή, με τη δικαιολογία ότι της φαίνεται ύποπτη. Και τότε δε ftα μπορού σα πια να σε βλέπω.
-
Μα είσαι πολύ εφευρετική! Α, ναι, έχω πολλούς άσους στο μανίκι μου, είπε συγκρα-
τώντας ένα μικρό γελάκι. Σ' έναν κατεργάρη ταιριάζει ένας κατεργάρης και μισός ...
-
Φαντάζομαι πως η κόρη του δημοτικού συμβοίιλου {}α
είναι ενf1ουσιασμένη που ο γάμος σου έγινε στάχτη. -Κι έτσι είμαστε δύο που σου χρωστάμε ευγνωμοσίινη. Μιλήσαμε για διάφορα ftέματα για περισσότερο από μία ώρα πάνω στο λόφο. Είχα ήδη ανέβει αρκετές φορl:ς ο· εκείνο το μέρος, όμως ποτέ δεν είχα μείνει μέχρι το σοίιρουπσ ήταν η πρώτη φορά που aπολάμβανα απ' αυτή την οπτική γωνία
το πανόραμα, καλυμμένο απ' τη βραδινή πάχνη. Λίγο νωρίτε ρα, μερικοί άνf1ρωποι είχαν σταματήσει εδώ κι εκεί, <'>μως τώρα
δεν έβλεπε κανείς ψυχή απ' την κορυφή ως τη μικρi1 κοιλάδα. Εκείνη την ημέρα υπήρχαν πολλοί επισκέπτες, και οτις aπα
λές πλαγιές, τις σκεπασμένες με μαλακά χόρτα, ήταν bιασκορ πισμένα υπόλοιπα από φαγητά, φλούδια απ<'> μ
μπουκάλια από σακέ· το φως της μέρας είχι-: οχι:b<'>ν χαftεί, όμως, από κάτω μας, τα φώτα της Ν άρα σπινΟηροJiολοίισαν και μακριά απέναντι, στο βουνό Ικόμα, τα φ(ι'>τα τσιι ι:ναι':ριου
σιδηρόδρομου φαίνονταν να απλώνονται κ<η<'ι hιαοτήματα σαν τις χάντρες ενός κομπολογιού που διακοπτι'ηι ιν ι:b<ι'> κι εκεί από τη μενεξεδένια πάχνη. Θαυμάζοντας ιιυτ<'t τη οπιν
{)ηροβολήματα, ένιωσα να με πλημμυρίζει η ουγκίνηοη.
-
Κοίτα, νύχτωσε ήδη. Τι 'θλιβερό! αναστι':ναξι· η Μ ιτοοίικο.
-Αν ήμουν μόνη μου, 'θα φοβόμουν, οχολίιωιι -Ένα τόσο μελαγχολικό μέρος είναι <'>,τι
nul'nn γω να
μείνει κανείς μόνος του με το πρόσωπο πω ι ι ιγιιπι'ιπ..
«Μαζί σου, {}α μπορούσα να μείνω εδώ όλη μου τη ζωή»,
σκέφτηκα. Όμως έκανα προσπάδεια να μην το πω δυνατά και συνέχισα να ftαυμάζω το προφίλ της Μιτσούκο μέσα στο ημίφως είχε σκύψει μπροστά, με τα πόδια απλωμένα· ήταν τόσο σκοτεινά, που δε διέκρινα την έκφρασή της. Μόνο τους
χρυσαφένιους φοίνικες στη στέγη του ναού του μεγάλου Βούδα μπορούσε κανείς να διακρίνει ακόμα μέσα στο αδύ ναμο φως που είχε απομείνει, πίσω απ' τα τάμπι* της Μι τσούκο. -Νυχτώνει, ας γυρίσουμε, αποφασίσαμε. Κατεβήκαμε πάλι με τα πόδια ως το στα{}μό· ήταν ήδη ε φτά η ώρα.
-
Πεινάω, εσύ;
Σήμερα πρέπει να γυρίσω νωρίς έφυγα χωρίς να διευ-
κρινίσω πως {}α πήγαινα στη Ν άρα, μου απάντησε η Μιτσού κο, ανήσυχη για την ώρα που περνούσε. -Μα εγώ πεινάω σαν λύκος! Εδώ που φτάσαμε, μία ώρα ακόμα δεν αλλάζει και πολλά πράγματα. Την οδήγησα σ' ένα δυτικό εστιατόριο.
-
Ο άνδρας σου δε διαμαρτύρεται όταν καftυστερείς; ρώ
τησε καftώς τρώγαμε. -Ο άνδρας μου δεν ανακατεύεται ποτέ μ' αυτά τα πράγ ματα. Κι έπειτα, του μίλησα ήδη για τη φιλία μας.
-
Πώς αντέδρασε; Καftώς δε σταματούσα να μιλάω για σένα, σχολίασε: «Αν
είναι τόσο όμορφη όσο λες, {}α ή{}ελα να τη γνωρίσω. Δε γίνε ται να έρftει κάποια φορά στο σπίτι μας;»
-
Είναι ευγενικός ο άνδρας σου; Ν α ι, μου κάνει όλα τα χατήρια. Είναι τόσο ευγενικός,
που μερικές φορές καταντάει απογοητευτικό.
Μέχρι τότε δεν της είχα πει τίποτα για την προσωπική μου ζωή και να που τώρα της εκμυστηρευόμουν τα πάντα: γιατί είχα παντρευτεί, ακόμα και τα αισ{}ηματικά μου προβλήματα για τα οποία κι εσείς ο ίδιος, κύριε, είχατε την καλοσύνη να
*
Άσπρες κάλτσες (Σ.τ.Μ.).
ενδιαφερfiείτε. Όταν της είπα πως σας γνώριζα, κύριε, έδειξε
έκπληξη:
-
Αλήfiεια, τον γνωρίζεις;
Όπως κι εγώ, η Μιτσούκο αγαπούσε τα μυfiιστορήματά σας και μου ζήτησε να σας τη συστήσω κάποια μέρα. Ανέ βαλλα αυτή τη στιγμή από μέρα σε μέρα και να που τώρα εί ναι πολύ αργά πια.
-
Αχά! Δεν τον βλέπεις πια, έκανε.
Ήταν γεμάτη περιέργεια να μάfiει περισσότερα. Της απά ντησα πως είχαμε κάπως χαfiεί.
-
Μα γιατί; Α ν ήταν μια αγνή αγάπη, όπως λες, εγώ στη
δέση σου ftα είχα συνεχίσει να τον βλέπω, διαχωρίζοντας τε λείως την αγάπη απ' το γάμο.
Και συνέχισε:
-
Κι ο άνδρας σου δεν ήξερε τίποτα; Ω! Ίσως είχε κάποιες υποψίες. Όμως δε μου έκανε πο-
τέ καμία παρατήρηση. Οπωσδήποτε, αυτή η ιστορία δεν του δημιούργησε κανένα πρόβλημα.
-
Τι εμπιστοσύνη που σου έχει! Είναι γιατί με βλέπει ακόμα σαν μικρό κοριτσάκι κι αυ-
τό, αυτό δε μ' αρέσει καftόλου, είπα. Εκείνο το βράδυ, όταν γύρισα σπίτι, ήταν σχεδί>ν δi~κα η ώρα.
-Άργησες πολύ! διαμαρτυρήftηκε ο άνδρας μου. Φερόταν παράξενα κι είχε μια τόσο μοναχική i~κφραση,
που ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Δεν είχα κάνη τί ποτα το aξιόμεμπτο κι όμως -είναι παράξενο- άρχισα να αισftάνομαι τύψεις βλέποντας πως μόλις είχε φάει και πως
είχε κουραστεί περιμένοντάς με τόση ώρα. Στην πραγματικότητα, είχα κι άλλες φορές γυρίσει σπίτι μετά τις δέκα, όταν είχα εκείνο τον εραστή, 6μως τον τελευ ταίο καιρό δεν είχα ποτέ καftυστερήσει τόσο πολίJ. Ίσως αυ τός ήταν ο λόγος που ο άντρας μου είχε κάποιες α<'>ριστες
υποψίες όμως κι εγώ, χωρίς να ξέρω καλά καλά το λ<'>γο, είχα την εντύπωση πως είχα ξαναγυρίσει σ' εκείνη την εποχή.
28
5
Μ
ΟΛΙΣ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΚΑΝΟΝ, ΤΟ ΕΔΕΙ
ξα στον άνδρα μου.
-
Για δες λοιπόν! Ώστε έτσι είναι η Μιτσούκο; Δεν
είναι και τόσο άσχημος αυτός ο πίνακας για μια aρχάρια. Έκανε αυτά τα σχόλια κα{)ώς γευματίζαμε. Είχε αφήσει
τον πίνακα πάνω στο τατάμι· έτρwγε μια μπουκιά και τον κοιτούσε, άλλη μια και τον {)αύμαζε ξανά.
-
Είναι στ' αλή{)εια όμορφη. Έτσι είναι πραγματικά; ρω
τούσε, χωρίς να έχει πεισ{)εί ακόμα.
-
Μετά απ' όλες αυτές τις ιστορίες, έτσι πρέπει να είναι.
Όμως η πραγματική Μιτσούκο, εκτός απ' αυτή την αέρινη εμφάνιση, έχει και μια αισδαντικότητα που δεν μπορεί να αποδο{)εί με την τεχνική του νιχόνγκα. Είχα βάλει πραγματικά όλη μου την ψυχή σ' αυτή τη δου λειά, που έβρισκα κι εγώ αρκετά επιτυχημένη. Ο άνδρας μου ή'δελε πάση 'δυσία να είναι ένα αριστούργημα. Πάντως, από τότε που είχα αρχίσει να ζωγραφίζω, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τέτοιον εν'δουσιασμό.
-
Κι αν το βάζαμε σε κορνίζα για να το κρεμάσουμε στον
τοίχο; Τι {)α έλεγες; Όταν {)α είναι έτοιμο, μπορείς να καλέ σεις τη Μιτσούκο να έρ'δει να το {)αυμάσει.
Η ιδέα μού άρεσε. Αποφάσισα να το πάω στο Κιότο, σ' έναν κορνιζοποιό, προκειμένου να γίνει προσεγμένη δουλειά· όμως τελικά το ξέχασα. Και μετά, μια μέρα, κατά τη διάρκεια μιας συ ζήτησης που είχα με τη Μιτσούκο, της μίλησα για το σχέδιό μου.
-
Γιατί να μην προσπα{}ήσουμε να τον διορ'δώσουμε πριν
τον πάμε στον κορνιζοποιό; πρότεινε. Ήδη είναι πολύ καλός
έτσι· το πρόσωπο μοιάζει πολύ· όμως το σώμα είναι κάπως
διαφορετικό από το δικό μου.
29
- Διαφορετικό; Σε τι; - Ακόμα κι αν προσπαt}ούσα
να σου εξηγήσω, δε {}α κα-
ταλάβαινες. Απλώς εξέφραζε την εντύπωση που είχε, δεν υπήρχε στα λόγια της καμιά ένδειξη ματαιοδοξίας, του είδους «το δικό μου σώμα είναι πολύ πιο καλοφτιαγμένο». Όμως φαινόταν
κάπως aνικανοποίητη κι έτσι της πρότεινα:
-
Θα ήt1ελα πολύ να σε δω γυμνή κάποια φορά.
-Εντάξει, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Δε t}υμάμαι πού ακριβώς ήμασταν όταν κάναμε αυτή τη συζήτηση. Πρέπει να ήταν καt1ώς γυρίζαμε απ' τη σχολή. -Λοιπόν, {}α έρt}ω στο σπίτι σου και {}α σ' αφήσω να δεις
το σώμα μου. Κι έτσι, το απόγευμα της επομένης φύγαμε τις τελευταίες ώρες απ' το μάθημα και πήγαμε στο σπίτι μου.
-
Θα μείνει άφωνος ο άνδρας σου όταν με δει ολόγυμνη.
Η Μιτσούκο δε φαινόταν κα-δόλου ενοχλημένη απ' την κα τάσταση και μου έριχνε ματιές συνενοχής σαν να επρόκειτο για μια καλή φάρσα.
-
Στο σπίτι μου υπάρχει ένα δωμάτιο που είναι ό,τι πρέ
πει, απάντησα. Είναι ένα δωμάτιο δυτικού τύπου και κανείς δε {}α μας δει.
Την οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα του πρώτου ορόφου.
-
Τι όμορφο δωμάτιο! αναφώνησε. Κι αυτό το μεγάλο
κρεβάτι είναι τόσο κομψό!... Κάt}ισε στο κρεβάτι, κάνοντας να τρίξουν τα ελατήρια του στρώματος, κι απέμεινε να κοιτάει τη 'δάλασσα. Το σπίτι μου βλέπει στην παραλία κι απ' τον πρώτο όροφο η 'δέα είναι μαγευτική. Οι δύο τζαμαρίες -που βλέπουν η μία προς την ανατολή κι η άλλη προς το νοτιά- αφήνουν
άπλετο φως να μπει στο δωμάτιο, εμποδίζοντας έτσι τον πρωινό ύπνο. Όταν ο καιρός είναι καλός, μπορεί να διακρίνει κανείς μακριά στον ορίζοντα, πέρα απ' τα έλατα και τη t1ά
λασσα, τα βουνά του Κισού, ακόμα και το βουνό Κόνγκο. Συγγνώμη; Α, ναι, μπορεί κανείς να κάνει και μπάνιο στη t}ά-
λασσα. Όμως σ' αυτό το μέρος το κολύμπι είναι επικίνδυνο· η ftάλασσα βα'δαίνει απότομα. Στο Κορόεν, αντίftετα, η πα ραλία είναι ιδιαίτερα πολυσύχναστη το καλοκαίρι. Βρισκόμα
σταν στα μέσα Μαίου.
-
Θα ή'δελα να ήταν ήδη καλοκαίρι. Θα μπορούσα να έρ
χομαι να κολυμπάω εδώ κά-δε μέρα! αναφώνησε η Μιτσούκο. Και μετά κοίταξε εξεταστικά το δωμάτιο. Ένα τέτοιο δωμά τιο 'δα ή'δελα να έχω όταν παντρευτώ.
-
Θα έχεις ένα ακόμα πιο όμορφο, γιατί ftα κάνεις ένα
γάμο ακόμα καλύτερο απ' το δικό μου, δε νομίζεις;
-
Ν α ι, αλλά όταν παντρεύεται κανείς, όπως κι αν είναι το
δωμάτιο, είναι σαν να βρίσκεται κλεισμένος σ' ένα χρυσό κλουβί.
-
Αυτό είναι αλήftεια, αισftάνομαι έτσι μερικές φορές ... Είναι η κρεβατοκάμαρά σας ο άνδρας σου δε §α τα βά-
λει μαζί σου που με έφερες εδώ;
-
·
Τι σημασία έχει που είναι η κρεβατοκάμαρά μας; Για
σένα είναι διαφορετικά.
-
Δεν υπάρχει αμφιβολία, το δωμάτιο ενός ζευγαριού εί
ναι ιερό και
-
-
Και η γύμνια μιας παρftένας είναι ιερή και δεν ξέρω πιο
κατάλληλο μέρος για να την ανακα~ύψω. Το φως είναι ακόμα
κατάλληλο· γδύσου γρήγορα.
-
Δεν υπάρχει περίπτωση να μας δει κανείς απ' τη 'δά
λασσα;
-Μη λες aνοησίες! Πώς ftα μπορούσαν να μας δουν από ένα πλοίο στ' ανοιχτά;
-
Ν α ι, όμως οι τζαμαρίες ... Θα προτιμούσα να τραβήξου
με τις κουρτίνες. Ήταν ακόμα Μάιος, όμως ο ήλιος ήταν λαμπερός και τα
παρά'δυρα ήταν ορftάνοιχτα. Μόλις τα κλείσαμε, η ζέστη μέ σα στο δωμάτιο έγινε αποπνικτική κι ο ιδρώτας άρχισε να
κυλάει ποτάμι από πάνω μας. Η Μιτσούκο μού είπε πως χρειαζόταν ένα άσπρο ύφασμα που ftα παρίστανε το άσπιλο φόρεμα της Κάνον. Έβγαλα το σεντόνι απ' το κρεβάτι. Κρυμ μένη πίσω απ' την ντουλάπα, έβγαλε τη ζώνη της, έλυσε τα
μαλλιά της, τα ξαναχτένισε και τυλίχτηκε απ' την κορυφή ως
τα νύχια με το σεντόνι, όπως η Κάνον. -Κοίταξέ με. Τώρα δεν είμαι πολύ διαφορετική απ' τον πίνακά σου; Στά&ηκε μπροστά στον καftρέφτη της ντουλάπας, εκστα
τική μπροστά στην ίδια της την ομορφιά.
-
Τι υπέροχο σώμα που έχεις! αναφώνησα, σαν να την
κατηγορούσα που μου έκρυβε τόσο καιρό έναν τέτοιο &η σαυρό. Στον πίνακά μου, το πρόσωπο έμοιαζε με το δικό της, ό
μως το σώμα, αναμφίβολα, ήταν διαφορετικό, αφού είχα ε μπνευστεί απ' το σώμα της δεσποινίδας Υ., του μοντέλου. 'Άλλωστε, σε γενικές γραμμές, τα μοντέλα του νιχόνγκα έχουν
πιο όμορφο πρόσωπο παρά σώμα· το σώμα της δεσποινίδας Υ. δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό, η επιδερμίδα ήταν κουρα σμένη και πρασινωπή. Ένα έμπειρο μάτι ftα είχε αμέσως κα ταλάβει πως η διαφορά ανάμεσα σ' αυτή την επιδερμίδα και την επιδερμίδα της Μιτσούκο ήταν τόσο μεγάλη, όσο η δια φορά ανάμεσα στη μελάνη και στο χιόνι. -Μα γιατί έκρυβες ως τώρα ένα τόσο ftαυμάσιο σώμα;
Σχεδόν παραπονιόμουν λέγοντας αυτά τα λόγια.
-
Δεν μπορώ να το aντέξω, δεν μπορώ να το aντέξω! ε
πανέλαβα και -δεν ξέρω γιατί- τα μάτια μου γέμισαν δά κρυα.
Αγκάλιασα τη Μιτσούκο από πίσω κι ακούμπησα το γεμά
το δάκρυα μάγουλό μου στον καλυμμένο με το άσπρο σεντό νι ώμο της. Απέμεινα να ftαυμάζω την ανάκλασή μας μέσα στον καftρέφτη.
-
Είσαι τρελή; ρώτησε, έκπληκτη απ' τα δάκρυα που ανα
κάλυπτε μέσα στον καftρέφτη.
-
Αυτό που είδα είναι τόσο όμορφο, που κλαίω από συ
γκίνηση, της εξήγησα.
Έμεινα σφιγμένη πάνω της, χωρίς ούτε καν να σκουπίσω τα δάκρυα που συνέχιζαν να κυλούν στα μάγουλά μου.
32
6
Λ
-
-
ΟΙΠΟΝ, ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΕ ΕΙΔΕΣ ΚΑΛΑ, ΘΑ ΞΑΝΑΝΤΥΘΩ. -Όχι, όχι! την ικέτευσα κουνώντας πεισματικά το κεφάλι μου. Μείνε για λίγο ακόμα έτσι!
Δεν ξέρεις τι λες! Δεν μπορώ να μείνω ολόγυμνη. Φυσικά και μπορείς. Άλλωστε, δεν είσαι στην πραγμα-
τικότητα γυμνή. Βγάλε αυτό το άσπρο ύφασμα, είπα επιτα κτικά, τραβώντας το σεντόνι που της κάλυπτε τον ώμο.
- 'Αφησέ
με ήσυχη! 'Αφησέ με ήσυχη!
,
Κα{}ώς προσπα{}ούσε με όλες της τις δυνάμεις να το συ
γκρατήσει, το σεντόνι σκίστηκε απότομα. Τρελή από λύσσα και κλαίγοντας από αγανάκτηση, φώναξα:
-
Δε με νοιάζει! Δε φανταζόμουν πως είσαι τόσο αναίσ{}η
τη. Όμως φτάνει πια. Από δω και πέρα, η φιλία μας τελείω σε!
Κι έσκισα με τα δόντια μου το κομμάτι απ' το σεντόνι που κρατούσα.
-
Είσαι τελείως τρελή;
Δεν ξέρω κανέναν τόσο άκαρδο σαν εσένα! Δεν είχαμε
ορκιστεί να μην κρύβουμε τίποτα η μία απ' την άλλη; Ψ εύ τρα!
Χωρίς αμφιβολία πρέπει να είχα χάσει τελείως τον έλεγχο του εαυτού μου· δε 'θυμάμαι πια πολύ καλά τι έγινε, όμως αισ{}άν{}ηκα να χλομιάζω και να τρέμω, κα{}ώς την κοιτούσα κατάματα με λύσσα. Πρέπει να έμοιαζα πραγματικά με τρε λή. Κι εκείνη με κοιτούσε κατάματα τρέμοντας, χωρίς να λέει τίποτα. Είχε εγκαταλείψει την ευγενική στάση της Κάνον, ό μως είχε καλύψει το στή{}ος της διπλώνοντας τα χέρια της
στους ώμους κι είχε σταυρώσει τις γάμπες της λυγίζοντας το ένα της γόνατο. Ήταν συγκινητική μέσα στην ομορφιά της.
33 3-
Σβάστικα
Παρά τη λύπη που μου προκάλεσε, όταν είδα το άσπρο
δέρμα της και την τροφαντή της σάρκα μέσα απ' το σκίσιμο του σεντονιού, με πλημμύρισε η επι&υμία να το σκίσω ακόμα πιο βίαια κι όρμησα προς το μέρος της. Η μανία μου ήταν
τέτοια, που η Μιτσούκο, έντρομη, δεν προέβαλε την παραμι κρή αντίσταση. Ανταλλάσσαμε μόνο ματιές γεμάτες ένταση -γεμάτες μίσος, -δα έλεγε κανείς- και δεν αφήναμε ούτε
λεπτό η μια την άλλη απ' τα μάτια της. Τελικά, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη μου· ένα -δριαμβευτικό χαμόγελο,
γιατί είχα κερδίσει, αλλά ταυτόχρονα παγωμένο και κακόβου λο. 'Αρχισα να τραβάω αργά αργά το σεντόνι. Όταν τελικά
αποκαλύφ{}ηκε το αγαλματένιο παρ-δένο σώμα της, το αίσ{}η μα -δριάμβου που ένιω-δα έδωσε τη -δέση του στο f)αυμασμό.
Έβγαλα μια κραυγή:
-
Α, σε μισώ! Έχεις τόσο όμορφο σώμα ... Θα ήftελα να σε
σκοτώσω! Κα-δώς μιλούσα, με το ένα χέρι έσφιγγα το δικό της που έτρεμε και με το άλλο πλησίαζα το πρόσωπό της στα χείλη μου. Και τη φίλησα ... Τώρα ήταν η σειρά της ν' αρχίσει να
ουρλιάζει, με μια φωνή γεμάτη υπερδιέγερση:
-:- Σκότωσέ
με, σκότωσέ με! Θέλω να είσαι εσί> που -δα με
σκοτώσεις!
Και η ζεστή της ανάσα χάιδευε απαλά το πρόσωπό μου.
Ρυάκια από δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Στεκόμα σταν αγκαλιασμένες, τα χέρια της μιας γύρω απ' τη μέση της
άλλης, και πίναμε τα δάκρυά μας. Εκείνη την ημέρα, χωρίς να έχω καμιά ιδιαίτερη πρό-δεση, δεν είχα ειδοποιήσει τον άνδρα μου ότι -δα έφερνα τη Μιτσού κο στο σπίτι· έτσι, νομίζοντας πως -δα περνούσα απ' το γρα φείο του, με περίμενε ως το βράδυ κι όταν είδε πως δε -δα πήγαινα, τηλεφώνησε στο σπίτι:
-
Αφού είναι έτσι, -δα μπορούσες τουλάχιστον να με ειδο
ποιήσεις! Μ' άφησες τόση ώρα να περιμένω! -Συγγνώμη, το ξέχασα. Το αποφασίσαμε την τελευταία στιγμή.
-
Τότε, λοιπόν, η Μιτσούκο είναι ακόμα εκεί;
34
-Ναι, όμως σε λίγο πρέπει να φύγει.
Α! Προσπάθησε να την κρατήσεις δε
-
{}'
aργήσω να γυ-
ρίσω.
-Τότε δεν έχεις παρά να βιαστείς. Παρά τα λόγια μου, στην πραγματικότητα δε χαιρόμουν που fiα επέστρεφε. Μετά απ' ό,τι συνέβη στην κρεβατοκά μαρα, αισfiανόμουν πραγματικά ευτυχισμένη. Η μέρα μού
φαινόταν τόσο όμορφη, που είχα την εντύπωση πως αιωρού μουν· ήταν σαν τα πόδια μου να μην πατούσαν πια στη γη κι η καρδιά μου σκιρτούσε με το παραμικρό. Η επιστροφή του
άνδρα μου έφτανε για να διαλύσει την ευτυχία μου. Ονειρευό μουν μια συζήτηση με τη Μιτσούκο ως την αιωνιότητα. Όχι, δεν ήταν ανάγκη να μιλάμε, αρκεί να μπορούσα να ftαυμάζω
μέσα στη σιωπή το πρόσωπό της. Η παρουσία της και μόνο
με γέμιζε με μια ανείπωτη ευτυχία. -Άκου, Μιτσούκο, μόλις τηλεφώνησε ο άνδραξ μου· όπου να 'ναι έρχεται. Τι fiα κάνεις;
-
Θεέ μου! Τι να κάνω;
Έβαλε βιαστικά τα ρούχα της. Ήταν πέντε περίπου η ώρα κι εδώ και δυο τρεις ώρες φορούσε μόνο ένα σεντόνι.
-
Πειράζει αν φύγω χωρίς να τον γνωρίσω; Είπε πως fiέλει να σε δει. Θα γυρίσει αμέσως, μπορείς
να τον περιμένεις ή όχι; Έτσι προσπαfiούσα να την κρατήσω, όμως στην πραγμα τικότητα ήfiελα να φύγει πριν γυρίσει ο άνδρας μου. Θα επι
tJυμούσα αυτή η μέρα να τέλειωνε πολύ ευτυχισμένα κι αυτή η πολύτιμη ανάμνηση να μη βεβηλωfiεί από έναν τρίτο. Ό ντας σε τέτοια ψυχική κατάσταση, αναγκαστικά, όταν εκεί νος μπήκε, ήμουν σκυfiρωπή και φανερά εκνευρισμένη. Η Μιτσούκο, βλέποντας την έκφρασή μου, δε μίλησε καfiόλου, ίσως και γιατί ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε τον άν
δρα μου κι ένιωfiε κάποιες τύψεις. Όμως δεν ξέραμε ποια στάση ακριβώς να κρατήσουμε κι ο καfiένας απ' τους τρεις
μας ακολουfiούσε τον ειρμό των σκέψεών του. Θύμωνα όλο και περισσότερο που μας είχαν ενοχλήσει κι άρχισα να νιώfiω πραγματικό μίσος για τον άνδρα μου.
35
-
Πώς περάσατε την ώρα σας;
Από εκτίμηση απέναντι στη Μιτσούκο, ο άντρας μου προ-
σπαfiούσε δειλά ν' αρχίσει τη συζήτηση. -Σήμερα μετατρέψαμε το δωμάτιό μας σε ατελιέ. Είχα επίτηδες απαντήσει κοφτά. -Ήfiελα να διορfiώσω λίγο το πορτρέτο της Κάνον και ζήτησα απ' τη Μιτσούκο να μου ποζάρει.
-
Μα δεν ξέρεις ούτε να ζωγραφίζεις! Θα πρέπει να είναι
πραγματικό μαρτύριο για το μοντέλο.
-
Ν α ι, αλλά με παρακάλεσαν να το διορfiώσω για να είναι
αντάξιο του μοντέλου.
-Ό,τι και να κάνεις για να τη ζωγραφίσεις, είσαι σε πολύ δύσκολη t)έση. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιο όμορφη,
δε νομίζεις; Καfiώς μιλούσαμε, η Μιτσούκο γελούσε συγκρατημένα.
Μετά από λίγο αποσύρt)ηκε, χωρίς να καταφέρουμε να ζω ντανέψουμε τη συζήτηση.
7
Ε
ΦΕΡΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΤΑ ΓΡΆΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΤΑΛΛΑΞΑΜΕ ΕΚΕΙ
νη την εποχή. Διαβάστε τα. Έχω κι άλλα πολλά ακόμα, όμως δεν μπόρεσα να τα φέρω όλα και διάλεξα ένα μι
κρό δείγμα, αυτά που μου φαίνονταν τα πιο ενδιαφέροντα. Τα ταξινόμησα σχεδόν όλα με χρονολογική σειρά. Δεν έχετε παρά ν' αρχίσετε απ' αυτά εδώ, είναι τα πιο παλιά. Φύλαξα με προσοχή όλα τα γράμματα που μου έστειλε η Μιτσούκο·
μέσα στο σωρό υπάρχουν και μερικά που έστειλα εγώ στη Μιτσούκο και που ξαναγύρισαν στην κατοχή μου~- ftα σας
εξηγήσω κάτω από ποιες συνθήκες.
Σημείωση του συγγραφέα: Τα γράμματα που η χήρα Κακιούτσι είχε χαρακτη
ρίσει ως «ένα μικρό δείγμα» ήταν τυλιγμένα μέσα σ' ένα φουλάρι από γιαπωνέ ζικο κρεπ, μήκους είκοσι πέντε εκατοστών
-
τόσο ξέχειλο, που μόλις είχαν κα
ταφέρει να το δέσουν. Καδώς προσπαδούσε να λύσει τον κόμπο, τα ακροδάχτυ λά της φάνηκαν να κοκκινίζουν. Τα γράμματα που έβγαλε ttύμιζαν χρωματιστά
κομμάτια από χαρτί περιτυλίγματος που ξέφευγαν απ' όλες τις πλευρές. Στην πραγματικότητα, ήταν μέσα σε φάκελα στολισμένα με γκραβούρες από ξύλο, με
ζωηρόχρωμα σχέδια. Ήταν τόσο μικρού σχήματος, που μόλις χωρούσαν ένα φύλλο χαρτί γυναικείου γράμματος, διπλωμένο στα τέσσερα. Επάνω τους είχαν ζωγραφισμένα γυναικεία τετράχρωμα πορτρέτα, σαν τα έργα του Γιουμέτζι Τα κέχισα, πριμαβέρες, τουλίπες, μυγκέ κι άλλα μοτίβα
-
κάτι που μου φάνηκε
αρκετά παράξενο. Γενικά, στις γυναίκες του Τόκιο δεν άρεσαν καttόλου τα χτυ πητά χρώματα· ttα είχαν χρησιμοποιήσει ένα πιο διακριτικό χαρτί για ένα ερωτι
κό γράμμα. Αν τους έδειχνε κανείς αυτά τα φάκελα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ttα αναφωνούσαν γεμάτες περιφρόνηση: «Τι κακογουστιά!». Κι ένας άνδρας απ' το Τόκιο, αν λάβαινε από τη φίλη του ένα γράμμα μέσα σ' ένα τέτοιο φάκελο, ttα την είχε εγκαταλείψει στη στιγμή. Πάντως, η προτίμηση για ό,τι είναι χτυπη τό και κραυγαλέο είναι χαρακτηριστικό των γυναικών της Οσάκα. Αυτό το χα ρακτηριστικό ήταν ακόμα περισσότερο τονισμένο αν σκεφτεί κανείς ότι επρό-
37
κειτο για την αλληλογραφία ανάμεσα σε δύο ερωτευμένες γυναίκες. Θα παρα~έ σω μερικά αποσπάσματα ενδεικτικά για το υπόβα~ρο αυτής της ιστορίας και με
την ευκαιρία ~α περιγράψω τις ζωγραφιές κά~ε φάκελου. Στην πραγματικότητα, έχω την εντύπωση ότι μερικές φορές αυτές παρουσιάζουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, κα~ώς μας αποκαλύπτουν πολλά για το παρασκήνιο αυτού του έρωτα.
(6 Μα'ίΌυ. Από τη Σονόκο Κακιούτσι στη
Μιτσούκο. Το φάκελο, μήκους δώδε
κα εκατοστών και πλάτους έντεκα, έχει ζωγραφισμένα κεράσια και μικρές καρ διές σε ροζ φόντο. Τα κεράσια είναι πέντε, κατακόκκινα, με μαύρους μίσχους.
Οι καρδούλες είναι δέκα, συνδεδεμένες ανά δύο· αυτές που βρίσκονται στο πά νω μέρος του φακέλου είναι μοβ, αυτές που βρίσκονται στο κάτω μέρος χρυσα φιές. Το φάκελο είναι δαντελωτό και χρυσαφί στις άκρες. Φύλλα κισσού σε α παλό πράσινο είναι τυπωμένα στο χαρτί, με aσημένιες διακεκομμένες γραμμές. Το γράμμα έχει γραφτεί με κοντυλοφόρο, όμως η ακρίβεια των χαρακτήρων έ
δειχνε πως η κυρία είχε παρακολου~σει πολλά μα~ματα καλλιγραφίας και πως ίσως είχε διαπρέψει σ' αυτό το μά~μα στο σχολείο. Θα έλεγε κανείς πως ακολου~ούσε το στυλ του Όνο Γκάντο, όμως σε μια λιγότερο δυναμική εκδοχή, ρέον για τους ~αυμαστές του, άμορφο για τους επικριτές του· κι αυτό ταίριαζε απόλυτα με τις ζωγραφιές του φακέλου.) Αγαπητή Μίτσου, Απόψε ρίχνει μια πολύ απαλή ανοιξιάτικη βροχούλα. Ακούω τον
ήχο των σταγόνων που πέφτουν στα λουλούδια της παβλόνιας που στέκει ακίνητη στο γραφείο μου, φωτισμένη απ' τη λάμπα του κόκ
κινου αμπαζούρ που έφτιαξες με το βελονάκι. Είναι μια μελαγχολική βραδιά, δεν ξέρω καλά καλά το γιατί, όμως καfJώς ακούω μέσα στη σιωπή τις σταγόνες της βροχής, που κυλούν απ' την υδρορρόη της στέγης, νομίζω πως ακούω ένα επίμονο μουρμούρισμα. Τόσο απα
λά... Τι μουρμουρίζουν; Τόσο απαλά... Α, ναι! Μιτσούκο, Μιτσούκο, Μιτσούκο... Τόκου, Τόκου, Τόκου... Μίτσου, Μίτσου, Μίτσου... Πήρα ασυναίσ{}ητα την πένα μου και, μέσα στο σκοτάδι, έγραψα συνεχό μενα τα γράμματα που σχηματίζουν τις λέξεις Τοκουμίτσου και Μι τσούκο, απ' την αρχή ως το τέλος; Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με για τις aνοησίες που γράφω. Απορείς που σου γράφω ενώ βλεπόμαστε κάfJε μέρα; Όμως στην τάξη δεν τολμάω να σε πλησιάσω· μια παράξενη δειλία με συγκρατεί. Και να σκεφτείς πως όταν ακόμα τίποτα δεν είχε συμβεί, εμφανιζό μασταν χωρίς δισταγμό παντού μαζί, ενώ τώρα που οι ψεύτικες δια δόσεις επαληfJεύτηκαν, φοβόμαστε τα βλέμματα των άλλων μήπως έγινα δεισιδαίμων; Αχ! Θα ήfJελα τόσο πολύ να είμαι δυνατή, πιο
δυνατή, ακόμα περισσότερο... τόσο δυνατή, που να μη φοβάμαι ού
τε τους fJεούς ούτε το Βούδα ούτε τους γονείς μου ούτε τον άνδρα μου... Αύριο το απόγευμα έχεις μά{}ημα για την τελετή του τσαγιού;
Θα ήfJελες να έρfJεις στις τρεις στο σπίτι μου; Αύριο να μου κά νεις νόημα, όπως την άλλη φορά, αν
fJa
έρfJεις ή όχι. Έλα πραγμα
τικά, πραγματικά, πραγματικά! Τώρα ακόμα και η άσπρη παιωνία,
που χάνει τα πέταλά της μέσα στο βάζο από λάπις λάζουλι πά νω στο τραπέζι, περιμένει τον ερχομό σου μ' έναν ελαφρύ αναστε ναγμό, ακριβώς όπως κι εγώ. Α ν το aπογοητεύσεις, αυτό το πανέ μορφο λουλούδι
fJa
κλάψει. Ακόμα κι ο καfJρέφτης της ντουλάπας
φωνάζει πως fJέλει ν' aντικατοπτρίσει το είδωλό σου. Λοιπόν, κανο νίστηκε; Αύριο το μεσημέρι, την ώρα του διαλείμματος,
fJa
σε περι
μένω όπως πάντα κάτω απ' το πλατάνι στο γήπεδο. Μην ξεχάσεις το σήμα μας. Σόνο
(11
Μαρτίου. Από τη Μιτσούκο στη Σονόκο. Φάκελο πλάτους δεκατριών εκα
τοστών και μήκους εφτά. Φόντο ροζ, ξεitωριασμένο· στη μέση ένd τετράγωνο
αβάκιο για ντάμα, με πλευρές μήκους τεσσάρων εκατοστών, με διάσπαρτα τε τράφυλλα τριφύλλια, και στο κάτω μέρος δύο χαρτιά το ένα πάνω στο άλλο
-
ο
άσος καρδιά και το έξι μπαστούνι. Το αβάκιο της ντάμας και τα τριφύλλια είναι ασημένια, η καρδιά κόκκινη και το μπαστούνι μαύρο. Στο σκούρο καφέ επιστο
λόχαρτο άσπρα γράμματα· φράσεις γραμμένες με πένα, διαγώνια
-
από τη δε
ξιά πάνω γωνία προς τα κάτω· η γραφή είναι πιο αδέξια απ' αυτή της Σονόκο, με χαρακτήρες πιο ακανόνιστους και βιαστικούς αλλά μεγαλύτερους και λιγότε ρο επιτηδευμένους, που δίνουν την εντύπωση μεγαλύτερης ζωντάνιας.)
Αγαπητή μεγάλη αδελφή, Σήμερα, η Μίτσου είχε όλη την ημέρα πολύ κακή διά{ίεση. Ξερί ζωσε τα άν{}η της τοκονόμα και κακομεταχειρίστηκε την αfJώα Ουμέ (είναι το όνομα της υπηρέτριάς μου). ΚάfJε Κυριακή η Μίτσου είναι
κακόκεφη γιατί δεν μπορεί να συναντήσει τη μεγάλη της αδελφή! Γιατί να μην μπορεί; Εξαιτίας του κυρίου Συζύγου; Σκέφτηκα πως
fJa
μπορούσα τουλάχιστον να σου τηλεφωνήσω· προσπά{}ησα πριν
από λίγο, όμως κανείς δε μου απάντησε. Είχες πάει στο Ναρούο, για το μάζεμα της φράουλας, με τον κύριο Σύζυγο. Εσείς, εσείς περνάτε όμορφα,
είναι σκληρό, είναι σκληρό! Δεν το αντέχω, δεν το αντέχω!
39
Η Μίτσου κλαίει μόνη της στη γωνιά της.
Αχ! Αχ! Αχ! Είμαι γεμάτη fJυμό, δε
fJa
σου ξαναμιλήσω πια! Η αδελφή σου Κλαιρ
*
Στην αγαπημένη μου αδελφή, δεσποινίδα Ζαρντέν.
(Σ' αυτή την αναφορά, «η αδελφή σου» στα γαλλικά σημαίνει
«your sister».
«Κλαιρ» πρέπει να είναι η Μιτσούκο, εξαιτίας της ιδέας του φωτός που περι
κλείεται στη λέξη Μίτσου. «Αγαπητή μου αδελφή» σημαίνει «my σποινίδα Ζαρντέν», σημαίνει
«Miss Garden»,
dear sister», «δε
δηλαδή δεσποινίς Σονόκο. Ο λόγος
για τον οποίο γράφει «δεσποινίς Ζαρντέν» κι όχι <<Κυρία Ζαρντέν» εξηγείται στο ακόλουδο υστερόγραφο.) Δε σε λέω κυρία- Κυρία... Τι φρίκη! Είναι αηδιαστικό! Όμως fJα ήταν απαίσιο αν το μάfJαινε ο κύριος Σύζυγος.
Be careful!**
Γιατί υπογράφεις στα γράμματά σου Σονόκο και δεν aρκείσαι στο «η μεγάλη σου αδελφή»;
(18 Μαίου. Από τη Σονόκο στη
Μιτσούκο. Φάκελο μήκους δώδεκα εκατοστών
και πλάτους εφτά. Το σχέδιο είναι οριζόντιο. Φόντο πορφυρό, με ασημένια σχέ δια, σαν ανάγλυφες ζωγραφιές. Στο κάτω μέρος υπάρχ<;>υν τρία μεγάλα πέταλα από άνδη κερασιάς, πάνω στα οποία σχηματίζεται το μπούστο μιας χορεύτριας
με στραμμένη τηv πλάτη. Το φάκελο είναι χωρισμένο σε πέντε διαστήματα με πολύ έντονα χρώματα, πορφυρό, βιολετί, μαύρο, ασημένιο, μπλε. Η διεύδυνση
δα ήταν δύσκολο να διαβαστεί πάνω σ' αυτά .τα σχέδια κι έτσι έχει γραφτεί στο πίσω μέρος του φακέλου. Το επιστολόχαρτο, με μήκος είκοσι ένα εκατοστά και πλάτος δεκατρία, στολίζεται μ' ένα κρίνο με λυγισμένο μίσχο μήκους είκοσι τεσ
σάρων εκατοστών που γέρνει προς τα αριστερά, μέσα σ' ένα φωτεινό κύκλο χρωματισμένο με ροζ. Έτσι, μόνο το ένα τρίτο του χαρτιού έχει τετραγωνάκια. Τα γράμματα που το καλύπτουν είναι κομψά και κολλητά, ακόμα πιο μικρά από τα μικρότερα του τυπογραφείου.) «Τελικά, συνέβη αυτό που περίμενα. Η καταιγίδα ξέσπασε. Το χfJεσινό βράδυ ήταν φοβερό. Αναρωτιέμαι πώς fJα είχες αντι
δράσει αν ήσουν εδώ. Εμείς, οι δύο σύζυγοι -αχ, συγχώρεσέ μου αυτή την έκφραση- ο κύριος Σύζυγος κι εγώ, καβγαδίσαμε όπως
* Γαλλικά στο κείμενο (Σ.τ.Μ.). ** Να προσέχεις! (Σ.τ.Μ.)
δεν είχαμε καβγαδίσει εδώ και πολύ καιρό
-
ή μάλλον όχι, στην
πραγματικότητα ήταν η πρώτη φορά από τότε που παντρευτήκαμε.
Ακόμα και παλιά, όταν είχαμε κάποια διαφορά, δεν τσακωνόμασταν τόσο βίαια όσο χfJες το βράδυ. Ποιος άνδρας τόσο ευγενικός, τόσο γλυκός,
fJa φανταζόταν ποτέ πως ένας fJa μπορούσε να οργιστεί τόσο
πολύ; Όμως ίσως να ήταν αναπόφευκτο, γιατί, αν το σκεφτεί κανείς καλά, είπα πράγματα φοβερά. Αναρωτιέμαι γιατί γίνομαι τόσο πει σματάρα μαζί του. ΧfJες, ήμουν πραγματικά σκληρή, δεν ξέρω γιατί...
Εντούτοις, αυτή τη φορά δεν είχα καμιά διάfJεση να ζητήσω συγ γνώμη. Κι εκείνος είπε πολύ σκληρά πράγματα: με αποκάλεσε γυ ναίκα του δρόμου, βρικόλακα, aποβλακωμένη απ' το πολύ διάβασμα
-
μου πέταξε κάfJε είδους βρισιές και, σαν να μην έφτανε αυτό,
αποκάλεσε την αγαπημένη μου Μίτσου «η παρείσακτη στο συζυγικό δωμάτιο», «η καταστροφέας των οικογενειών». Όσο έβριζε μόνο εμέ να, μπορούσα να τον ανεχfJώ, όμως μόλις άρχισε να κατηγορεί κι
εσένα, δεν άντεξα: «Α ν είμαι παλιοκόριτσο, γιατί με παντρεύτηκες; Ώστε με παντρεύτηκες χωρίς να σου αρέσω, μόνο και μόνο γιατί οι γονείς μου πλήρωναν τις σπουδές σου; Απ' την αρχή ήξερες πως εί
μαι ιδιότροπη. Είσαι ένας δειλός, ένας άνανδρος!» -
έτaι ξέσπασα.
Όταν τον είδα να σηκώνει απειλητικά το τασάκι, σκέφτηκα πως τα επόμενα λεπτά
fJa
ήταν πολύ δύσκολα για μένα· όμως το τασάκι έγι
νε κομμάτια πέφτοντας πάνω στον τοίχο κι εκείνος, χωρίς να σηκώ
σει το χέρι του πάνω μου, κατάχλομος, κλείστηκε σε μια επίμονη σιωπή. «Έμπρός, λοιπόν, δεν έχεις παρά να με χτυπήσεις. Δε{}' αντι
δράσω», του είπα. Όμως συνέχιζε να μη μιλάει. Από εκείνη τη στιγμή δεν του ξαναείπα λέξη, μέχρι σήμερα.
Θα ή'δελα, κύριε, να σας πω κι άλλες λεπτομέρειες για τον καβγά που αναφέρεται σ' αυτό το γράμμα. Δε 'δυμάμαι πια αν σας το είπα ήδη, όμως εγώ κι ο άνδρας μου έχουμε τε
λείως διαφορετικούς χαρακτήρες πρέπει μάλιστα να είμαστε και σωματικά πολύ διαφορετικοί, γιατί από τότε που πα ντρευτήκαμε, δεν είχαμε ποτέ μια πραγματικά ικανοποιητική ερωτική ζωή. Αν πιστέψει κανείς τον άνδρα μου, το φταίξιμο είναι δικό μου, γιατί είμαι εγωίστρια. -Δεν είναι αλή{}εια, επαναλάμβανε, πως δεν μπορούμε να
έχουμε μια αρμονική σχέση. Εσύ δεν το 'δέλεις. Εγώ προσπα 'δώ να προσαρμοστώ, όμως εσύ, δυστυχώς, είσαι κακόπιστη. Δεν υπάρχουν ιδανικά ζευγάρια. Ακόμα κι εκείνα που στους τρίτους φαίνονται ευτυχισμένα δεν είναι τέλεια. Στις προσω-
πικές τους στιγμές όλα τα ζευγάρια αντιμετωπίζουν προβλή
ματα. Κι εμάς, μπορεί οι άλλοι να μας ζηλεύουν και σε σχέση με το μέσο όρο να φαινόμαστε ευτυχισμένοι. Δεν είσαι παρά ένα παιδί που δεν ξέρει τίποτε απ' τη ζωή κι επιτρέπει στον
εαυτό του την πολυτέλεια να λέει πως δε βρήκε την ευτυχία. Οι γυναίκες του είδους σου δεν είναι ποτέ ικανοποιημένες, ακόμα και με τον καλύτερο σύζυγο.
Έτσι μου μιλούσε πάντα κι εγώ aντέτεινα πως δε μ' άρεσε καδόλου ο τρόπος του, όταν υποστήριζε πως τα είχε καταλά βει όλα και πως αδιαφορούσε. -Όταν σ' ακούω να μιλάς έτσι, έλεγα, έχω την εντύπωση
πως δεν έχεις νιώσει ούτε για μια στιγμή αγωνία και πως δεν έχεις τίποτα από ένα ανδρώπινο πλάσμα!
Ο άνδρας μου προσπα'δούσε, ίσως, να προσαρμοστεί με το χαρακτήρα μου, όμως ο ψυχικός μας κόσμος ήταν πολύ δια φορετικός: μου συμπεριφερόταν σαν να ήμουν ένα μικρό κοριτσάκι που κα{}ησυχάζει κανείς με αστειάκια
-
κάτι που,
αντί'δετα, με έκανε έξω φρενών. Έφτανα ακόμα και μέχρι το σημείο να του πω:
-
Φαίνεται ότι επειδή στο Πανεπιστήμιο περνιόσουν για
ιδιοφυία, νομίζεις τώρα πως αυτό σου δίνει το δικαίωμα να με 'δεωρείς πνευματικά καfi'υστερημένη. Εμένα μου φαίνεται
πως οι ιδέες σου είναι καfi'υστερη μένες! Αναρωτιέμαι αν ένιωσε ποτέ κάποιο πά'δος. Αναρωτιέμαι ακόμα κι αν είναι ικανός να κλάψει, να fi'υμώσει, να νιώσει έκπληξη. Όχι μόνο διέκρινα κάτω απ' την επιφανειακή ηρε μία του μια απεγνωσμένη λύπη, αλλά τελικά άρχισα να αισ{}ά νομαι κι ένα είδος aρρωστημένης περιέργειας απέναντί του·
αυτή ήταν και η αιτία εκείνου του άλλου προβλήματος που ξέρετε και όλων όσων έμελλε ν' ακολου{}ήσουν.
42
8
π
ΡΙΝ, ΟΤΑΝ ΕΓΙΝΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ, ΗΜΟΥΝ ΛΙΓΟ ΚΑΙ
ρό παντρεμένη και διατηρούσα ακόμα μια παιδική α'δωότητα· ήμουν περισσότερο αφελής και δειλή απ'
ό,τι είμαι σήμερα κι είχα νιώσει έντονες τύψεις απέναντί του· όμως αυτή τη φορά, όπως το επισήμανα ήδη στο γράμμα μου, τα αισ{}ήματά μου ήταν τελείως διαφορετικά. Για να λέ
με την αλή'δεια, είχα υποφέρει εν αγνοία του άνδρα μου κι είχα χάσει ένα μεγάλο μέρος απ' την αφέλειά μου· είχα αρχί
σει να φέρομαι πονηρά. ο άνδρας μου δεν το είχε κaταλάβει και συνέχιζε να με βλέπει σαν παιδί. Στην αρχή αυτό με ενο χλούσε αφάνταστα, όμως αν του το έδειχνα, δε 'δα μου έδινε καμία σημασία. Τελικά, είπα στον εαυτό μου: «Αφού με βλέ πει σαν παιδί, ας μείνει στην πλάνη του για να μη με υπο πτεύεται για τίποτα». Έπαιζα το κοριτσάκι: όταν βρισκόμουν σε μειονεκτική fiέση, φερόμουν σαν κακομα{}ημένο παιδί, ενώ μέσα μου σκεφτόμουν: «Λοιπόν, σ' αρέσει να πιστεύεις πως είμαι ένα μικρό κορίτσι; Μήπως εσύ, μάλλον, είσαι ένας μικρός εύπιστος κύριος; Είναι παιχνιδάκι να κορο·ίδεύω κά
ποιον σαν εσένα». Τον κορόιδευα και αναπόφευκτα αυτό άρχισε να μου φαίνεται διασκεδαστικό. Έφτανε μία του λέξη για ν' αρχίσω να μυξοκλαίω ή για να οργιστώ. Είχα γίνει τόσο
καλή η'δοποιός, που aπορούσα κι εγώ η ίδια
-
ξέρετε βέ
βαια, κύριε, πως η αν'δρώπινη ψυχολογία υπόκειται στις εξω τερικές επιδράσεις. Στην αρχή ξαναέβρισκα τον έλεγχο του εαυτού μου και σκεφτόμουν μ' ένα αίσδημα ενοχής: «Αχ! Δεν έπρεπε να φερ'δώ έτσι>>. Στη συνέχεια, όμως, επαναστατού
σα: «Λοιπόν, τι συμβαίνει; Πού πήγε η αυτοπεποί{}ησή σου; Τόσο εύκολα τον φοβάσαι;» Κορόιδευα κι εγώ η ίδια τον ε αυτό μου για τη δειλία μου. Κι έπειτα, το ν' αγαπάω έναν
43
άνδρα κρυφά απ' το σύζυγό μου ~α ήταν κακό, όμως τι ση
μασία έχει αν μια γυναίκα ερωτευ~εί μιαν άλλη γυναίκα; Έ νας σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα να σχολιάζει την οικειότη τα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Με τέτοια επιχειρήματα έτρεφα τις αυταπάτες μου. Στην
πραγματικότητα, η αγάπη μου για τη Μιτσούκο ήταν δέκα, είκοσι, εκατό, διακόσιες φορές πιο δυνατή απ' την αγάπη που είχα νιώσει για κείνο τον άλλο άνδρα. Ένας ακόμα λόγος
για την τολμηρή συμπεριφορά μου ήταν ότι ο σύζυγός μου, από τότε που ήταν ακόμα φοιτητής, ήταν πάντα -δε χρειά ζεται να γίνω πιο σαφής- πολύ στα~ερός, ακλόνητος στις αρχές του, τόσο, που γοήτευσε ακόμα και τον πατέρα μου. Ήταν πραγματικά ένας ά~ρωπος πολύ πιστός στην κοινή
λογική, ανίκανος να καταλάβει οτιδήποτε ξέφευγε έστω και λίγο από τον κανόνα, οτιδήποτε ήταν διαφορετικό· έτσι, δεν ανησυχούσα κα~όλου γι' αυτόν, γιατί υπέ~ετα πως ούτε καν
~α αντιλαμβανόταν τη σχέση μου με τη Μιτσούκο και πως ~α την εκλάμβανε σαν μια απλή φιλία. Στην αρχή δεν υπο πτεύτηκε τίποτα, όμως σιγά σιγά άρχισε να βρίσκει την κα
τάσταση παράξενη. Τι πιο φυσικό, αφού πριν περνούσα πά ντοτε απ' το γραφείο του επιστρέφοντας απ' τη σχολή, ενώ εδώ και λίγο καιρό γύριζα στο σπίτι μόνη μου πριν από κεί νον; Και κά~ε τρεις μέρες η Μιτσούκο ερχόταν ανελλιπώς στο σπίτι μας και μέναμε για πολύ ώρα κλεισμένες μαζί στο δωμάτιο. Του είχα πει πως τη χρησιμοποιούσα ως μοντέλο
κι ήταν λογικό, κα~ώς είχε περάσει τόσος καιρός χωρίς να τελειώσει ακόμα ο πίνακας, ν' αρχίσει να έχει κάποιες υπο ψίες. -Μικρή μου Μίτσου, πρέπει να είμαστε προσεκτικές, γιατί αρχίζει να υποψιάζεται πάνω κάτω τι συμβαίνει. Σήμε ρα ~α έρ~ω εγώ στο σπίτι σου. Αυτά της δήλωσα μια μέρα κι άρχισα να την επισκέπτομαι εγώ στο σπίτι της. Ν α ι, στο σπίτι της ήξεραν πως οι φήμες που κυκλοφορούσαν για μας δεν οφείλονταν παρά στις συ
κοφαντίες του δημοτικού συμβούλου κι η μητέρα της δε με υποπτευόταν κα~όλου. Δεν ή~ελα να χάσω την εμπιστοσύνη
44
της και, κάttε φορά που πήγαινα στο σπίτι της, προσπαttού σα να κερδίσω τη συμπάttειά της. Όταν μιλούσε για μένα, με αποκαλούσε πάντα «κυρία Κακιούτσι>> κι επαναλάμβανε στη Μιτσούκο:
-
Τι τυχερή που είσαι να βρεις μια τόσο υπέροχη φίλη!
Έτσι, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα και πήγαινα στο σπίτι της κάttε μέρα ή της τηλεφωνούσα με κάttε ευκαιρία. Όμως εκτός απ' τη μητέρα της, όπως γράφει και στο γράμμα της, υπήρχε μια υπηρέτρια, η Ουμέ, κι αρκετά αδιάκριτα μάτια, που μ' εμπόδιζαν να κινηttώ τόσο ελεύttερα όσο στο σπίτι μου.
-
Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε έτσι στο
σπίτι μου, έλεγε η Μιτσούκο. Τώρα που κέρδισες την εμπι στοσύνη της μητέρας μου, μεγάλη αδελφή, ttα μπούμε μόνες
μας σε δύσκολη ttέση αν φερttούμε άπρεπα. Κι αν πηγαίναμε στα καινούρια λουτρά του Τακαραζούκα; πρότεινε.
Και πήγαμε. Καttώς μπαίναμε σε μια μικρή οικογενειακή μπανιέρα, μου είπε:
-
Τι πονηρή που είσαι, μεγάλη αδελφή! Επέμενες τόσο να
με δεις γυμνή, όμως εσύ τώρα μου κρύβεις το σώμα σου.
-
Δεν είμαι πονηρή, απλώς ντρέπομαι γιατί η επιδερμίδα
σου είναι πολύ πιο λευκή. Σε παρακαλώ, μην αηδιάσεις που
η δική μου είναι τόσο σκούρα. Και την πρώτη φορά που την άφησα να δει το γυμνό σώ
μα μου, με δυσαρεστούσε πραγματικά που βρισκόμουν δί
πλα της. Η Μιτσούκο όχι μόνο είχε μια επιδερμίδα εξαιρετι κά ανοιχτή, αλλά και το σώμα της είχε τέλειες αναλογίες κι ήταν ttαυμαστά λυγερό· δίπλα του, το δικό μου μου φαινόταν ξαφνικά πολύ κακοσχηματισμένο.
-
Μα κι εσύ, μεγάλη αδελφή, είσαι όμορφη, δε διαφέρου
με καttόλου. Ακούγοντας αυτές τις διαμαρτυρίες, αφέ{tηκα να πεισttώ
και δεν ένιωttα πια την παραμικρή αμηχανία. Όμως την πρώτη φορά η ντροπή με ταπείνωνε. Την προηγούμενη Κυριακή, όπως έγραφε η Μιτσούκο στο
45
γράμμα της, είχα πάει να μαζέψω φράουλες μαζί με τον άν
δρα μου. Εκείνη την ημέρα ttα είχα προτιμήσει να πάω στο Τακαραζούκα, όμως εκείνος μού είχε προτείνει: -Σήμερα έχει πολύ καλό καιρό. Τι fiα έλεγες για μια βόλ τα στο Ν αρούο; Και καfiώς ήfiελα να κερδίσω την εύνοιά του, δέχτηκα α πρόttυμα να βγω μαζί του· όμως η καρδιά μου ήταν κοντά
στη Μιτσούκο και δε διασκέδαζα καfiόλου. Όσο περισσότε ρο μου έλειπε, τόσο περισσότερο η συζήτηση με τον άνδρα μου μ' έκανε να πλήττω και μ' εκνεύριζε· δεν έμπαινα καν στον κόπο να του απαντήσω κι όλη την ημέρα ήμουν πολύ κακόκεφη. Από τότε ακόμα ο άνδρας μου πρέπει να είχε αποφασίσει να μου δώσει ένα καλό μά{)ημα. Όμως έκανε
μούτρα όπως πάντα, δεν άφηνε να φανεί το ψυχικό του
μαρτύριο και δε φανταζόμουν ούτε κατά διάνοια ότι του εί χα προκαλέσει τέτοιο ttυμό. Το βράδυ, όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, έμαttα ότι μου είχαν τηλεφωνήσει, κάτι που με ε κνεύρισε αφάνταστα· και ξέσπασα στον άνδρα μου και την υπηρέτρια. Το επόμενο πρωί πήρα αυτό το γεμάτο πικρία
γράμμα της Μιτσούκο. Της τηλεφώνησα αμέσως για να της
δώσω ραντεβού· βρεttήκαμε στην Ουμέντα και, χωρίς να πε ράσουμε απ' τη σχολή, πήγαμε κατευfiείαν στο Τακαραζού κα. Από τότε πηγαίναμε κάfiε μέρα ανελλιπώς. Άλλωστε, σ' εκείνη την περίοδο χρονολογείται αυτή η αναμνηστική φω τογραφία που τραβήχτηκε την ημέρα που φορούσαμε τα
καινούρια όμοια κιμονό μας. Είχαν περάσει, νομίζω, πέντε ή
έξι μέρες από το μάζεμα της φράουλας και φλυαρούσαμε όπως συνήttως στον επάνω όροφο όταν, γύρω στις τρεις, ανέ βηκε βιαστικά η υπηρέτρια και ανήγγειλε:
-
Ο κύριος επέστρεψε!
-Τι; Τόσο νωρίς; αναφώνησα έκπληκτη. Μιτσούκο, κάνε
γρήγορα!
Και κατεβήκαμε μαζί στο ισόγειο, με το πρόσωπο αλλοιω μένο. Ο άνδρας μου είχε αλλάξει ρούχα: είχε αντικαταστήσει το κοστούμι που φορούσε στην πόλη μ' ένα μονοκόμματο κι μονό από σερζ. Τη στιγμή που τα βλέμματά μας διασταυρώ-
{)ηκαν, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μορφασμό, όμως
ξαναβρήκε αμέσως την ψυχραιμία του.
-Σήμερα, εξήγησε, δεν είχα πολλή δουλειά στο γραφείο και γύρισα νωρίς. Όμως βλέπω πως κι εσείς δεν πήγατε στο μά{)ημα, έτσι δεν είναι; Αλήfiεια, πρόσfiεσε, αφού έχουμε κα λεσμένη, γιατί δε μας φέρνεις τσάι και μερικά κουλουράκια; Εκείνη τη φορά μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων και τί ποτα το ιδιαίτερο δεν έγινε, μέχρι τη στιγμή που η Μιτσούκο με αποκάλεσε από απροσεξία «μεγάλη αδελφή» κάνοντάς με ν' ανασκιρτήσω. Κι όμως, την είχα προειδοποιήσει:
-
Καλύτερα να με φωνάζεις Σόνο και όχι «μεγάλη αδελ
φή», αλλιώς {}α το συνηfiίσεις και {}α σου ξεφύγει και μπρο
στά στους άλλους. Όμως εκείνη πληγώ{)ηκε κι αντέτεινε: -Όχι, αυτό αποκλείεται, αυτό αποκλείεται! Γιατί είσαι τό
σο απόμακρη; Γιατί, μεγάλη αδελφή, δε σ' αρέσει να σ~ φωνά
ζω έτσι; Σε παρακαλώ, άσε με να σε φωνάζω «μεγάλη αδελ φή». Σου υπόσχομαι να προσέχω, να προσέχω πολύ μπροστά στους άλλους.
Και τελικά της ξέφυγε. Μόλις έφυγε, μια αμήχανη σιωπή έπεσε ανάμεσα στον άνδρα μου και σε μένα. Το επόμενο βράδυ, μετά το δείπνο, μου είπε, σαν να του είχε περάσει εκείνη τη στιγμή απ' το μυαλό η ιδέα:
-
Δεν ξέρω αν κάνω λάfiος, αλλά έχω την εντύπωση πως
κάτι σου συνέβη. Εδώ και λίγο καιρό η συμπεριφορά σου μου φαίνεται κάπως παράξενη.
-
Τι εννοείς μ' αυτό; Τίποτα δε μου συνέβη, απάντησα. Βλέπω πως έχεις {}αυμάσιες σχέσεις μ' αυτή τη Μιτσού-
κο. Τι έχεις βάλει στο μυαλό σου; -Αγαπώ πολύ τη Μιτσούκο κι αυτός είναι ο μόνος λόγος που είμαστε καλές φίλες.
-
Το βλέπω πως την αγαπάς, όμως με ποιον τρόπο;
-Το να αγαπάει κανείς είναι απλώς ένα συναίσ{)ημα, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος, απάντησα, επίτηδες, για να τον προκαλέσω και για να μη φανώ αδύναμη.
-
Δε {}α ήταν προτιμότερο, επέμεινε, να μου μιλήσεις ή-
47
ρεμα, για να μπορέσω να καταλάβω, αντί να εκνευρίζεσαι ό πως κάνεις πάντα; Μπορεί ν' αγαπάει κανείς κάποιον για διαφορετικούς λόγους
-
όπως υπήρχε εκείνη η φήμη στη
σχολή. Αυτό σ' το λέω γιατί νομίζω πως δε {)α ήταν σωστό να προκαλέσουμε καινούριες παρεξηγήσεις. Αν ποτέ το πράγμα μαftευτεί, εσένα {)α 'θεωρήσουν υπεύfiυνη κι όχι εκείνη. Είσαι η πιο μεγάλη κι είσαι και παντρεμένη. Δε {)α έχεις καμία δι καιολογία στα μάτια των γονιών της. Και δε 'θα είσαι η μόνη· {)α με κατηγορήσουν ότι δε μίλησα κι ότι δεν κούνησα το μι κρό μου δαχτυλάκι· δε 'θα μου πέφτει πια λόγος σ' αυτή την
ιστορία. Αυτές οι παρατηρήσεις με έκαναν έξαλλη κι απάντησα γε μάτη λύσσα:
-
Κατάλαβα πολύ καλά, φτάνει πια! Δεν ανέχομαι ν' ανα
κατεύεσαι στις φιλίες μου! Δεν έχεις παρά να διαλέγεις τους φίλους σου και να μ' aφήσεις ελεύfiερη να κάνω ό,τι μου
αρέσει. Ξέρω πολύ καλά ποιες είναι οι ευWνες μου!
-
Πρόσεξε, αν ήταν μια συνηftισμένη φιλία, δε
{)'
ανακα
τευόμουν καftόλου. Όμως μια σχέση για την οποία fiυσιάζεις κάftε μέρα τα μα{)ήματά σου, ενεργείς κρυφά απ' τον άνδρα σου και κλείνεσαι χωρίς μάρτυρες σ' ένα δωμάτιο δεν μπορεί κανείς να πει πως είναι μια υγιής σχέση. -Μα, επιτέλους, τι είναι αυτές οι aνοησίες; Αντίftετα, εσύ είσαι που έχεις γελοίες φαντασιώσεις και γίνεσαι aνυπόφορα χυδαίος! -Αν γίνομαι χυδαίος, σου ζητώ συγγνώμη. Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να μην πρόκειται παρά για δημιούργημα της φαντασίας μου. Όμως πριν με κατηγορήσεις για χυδαιότητα, δε {)α ήταν καλύτερα να ρωτήσεις τη συνείδησή σου; Είσαι απόλυτα σίγουρη πως δεν έχεις τίποτα να καταλογίσεις στον εαυτό σου;
-
Γιατί βάλ{)ηκες σήμερα να μου πεις όλα αυτά; Ξέρεις
πολύ καλά πως έγινα φίλη με τη Μιτσούκο γιατί μου αρέσει το πρόσωπό της. Εσύ ο ίδιος δε μου είπες πως, αφού είναι τόσο ωραία, {)α ή-θελες να τη γνωρίσεις; Όλοι αγαπούν τους ωραίους ανftρώπους, πράγμα πολύ φυσικό. Μεταξύ γυναι-
κών, είναι ακριβώς σαν το {)αυμασμό για ένα έργο τέχνης αν
ισχυρίζεσαι πως αυτό δεν είναι υγιές, αφήνει να εννοηftεί πως κι εσύ ο ίδιος είσαι πολύ, μα πολύ περισσότερο aρρω στημένος.
-
Αν πρόκειται μόνο για το {)αυμασμό απέναντι σ' ένα έργο
τέχνης, {)α μπορούσες άνετα να το κάνεις μπροστά μου. Τι
λόγο έχετε να κλείνεστε μόνες οι δυο σας; Γιατί, λοιπόν, όταν γυρίζω στο σπίτι, έχετε τόσο περίεργο κι αμήχανο ύφος; Και κατ' αρχάς, γιατί φωνάζετε η μία την άλλη «μεγάλη αδελφή» και «μικρή αδελφή», ενώ δεν είστε αδελφές; Δεν το ανέχομαι!
-
Τι ανοησία! Δεν ξέρεις τίποτα για το πώς φέρονται οι
φοιτήτριες μεταξύ τους. Οι στενές φίλες αποκαλούνται «μεγά λη αδελφή» ή «μικρή αδελφή»· αυτό δεν είναι κα{)όλου σπά νιο. Μόνο εσύ aνησυχείς για τέτοια πράγματα!
Όμως εκείνο το βράδυ ο άνδρας μου δεν είχε καμία πρό {)εση να παραδεχτεί την ήττα του. Συνή{)ως έφτανε νά φανώ λίγο πεισματωμένη για να μου απαντήσει: «Είσαι αδιόρftωτη!» Και τελικά υποτασσόταν. Όμως εκείνη τη φορά συνέχισε με μανία να με κατακεραυνώνει:
-Δεν έχει νόημα να μου λες ψέματα. Ρώτησα την Κίγιο. Και, προσ{)έτοντας πως ήξερε ότι είχα σταματήσει να ζω
γραφίζω, με πρόσταξε απειλητικά να του εξηγήσω με σαφή νεια τι έκανα.
-
Μα πώς {)έλεις να σου εξηγήσω; Δε χρησιμοποιώ ένα
μοντέλο όπως ένας επαγγελματίας ζωγράφος. Είναι για μένα,
για να το πω έτσι, ένας τρόπος να περνάω την ώρα μου· δεν μπορώ πάντα ν' ασχολούμαι με απόλυτη σοβαρότητα και με αυστηρή ακρίβεια.
-
Αφού είναι έτσι, γιατί δε μένεις στο ισόγειο και κλείνε
σαι πάντα εκεί πάνω;
-
Τι το κακό βλέπεις σ' αυτό; Δεν έχεις παρά να πας στο
ατελιέ ενός ζωγράφου. Ούτε και οι επαγγελματίες ζωγράφοι εργάζονται συστηματικά. Εμπνέονται τις ώρες που ξεκουρά
ζονται, αλλιώς δε {)α είχαν καλά αποτελέσματα.
-
Καλά τα λες, όμως πότε {)α τελειώσει αυτός ο πίνακας; Αυτό το {)έμα δε με απασχολεί. Η Μιτσούκο δεν έχει
49 4-
Σβάστικα
μόνο ένα όμορφο πρόσωπο αλλά κι ένα καταπληκτικό σώμα
που σε προκαλεί να το αγκαλιάσεις. Όταν την κοιτάζω, κα 'δώς ποζάρει σαν τη ftεά Κάνον, μπορώ να τη 'δαυμάζω για ώρες χωρίς να κουράζομαι, ακόμα κι αν δεν τη ζωγραφίζω.
-
Και δέχεται να την κοιτάς ολόγυμνη τόση ώρα; Φυσικά. Μια γυναίκα δεν ντρέπεται να εμφανιστεί γυ-
μνή μπροστά σε μια άλλη γυναίκα. Ο κα-δένας 'δα κολακευό
ταν αν 'δαύμαζαν την επιδερμίδα του, δε νομίζεις;
-
Μα, επιτέλους, είναι παράλογο μια γυναίκα να στέκεται
ολόγυμνη μέρα μεσημέρι, ακόμα και μπροστά σε μιαν άλλη γυναίκα!
-
Δεν είμαστε σκλάβες των συμβατικοτήτων όπως εσύ.
Ποτέ δε σου φάνηκε όμορφο το γυμνό σώμα μιας ηftοποιού
στο σινεμά; Δεν αισftάν{)ηκες ποτέ γι' αυτήν έναν έντονο 'δαυμασμό; Εγώ σε τέτοιες στιγμές συγκινούμαι, όπως μπρο στά σ' ένα μεγαλόπρεπο τοπίο, και, δεν ξέρω γιατί, νιώ'δω πραγματικά ευτυχισμένη και με πλημμυρίζει η χαρά της ζωής.
Τελικά, δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Όμως εί ναι τόσο μάταιο να προσπα'δώ να το εξηγήσω σε κάποιον
που δεν έχει ιδέα τι 'δα πει ομορφιά. -Δε βλέπω τι σχέση έχει η ομορφιά. Πρόκειται, μάλλον, για σεξουαλική διαστροφή!
-
Τι συντηρητικός που είσαι!
-Μη λες aνοησίες! Περνάς την ώρα σου διαβάζοντας μυ'διστορήματα της δεκάρας η λογοτεχνία σ' έχει aποβλακώσει!
-
Είσαι πραγματικά aνυπόφορος!
Σ' εκείνο το σημείο γύρισα το κεφάλι μου απ' την άλλη με ριά και τον άφησα να μονολογεί:
-Αυτή η Μιτσούκο δε μου λέει τίποτα το ιδιαίτερο. Αν είχε ίχνος λογικής, δε {)α έμπαινε ανάμεσά μας για να κατα στρέψει τη σχέση μας. Χωρίς αμφιβολία, ο χαρακτήρας της είναι διεστραμμένος. Αν συνεχίσεις να κάνεις παρέα μαζί της,
κάποτε 'δα το μετανιώσεις. Όταν κατηγορούσε μόνο εμένα, μπορούσα να τον ανεχτώ, όμως μόλις τον άκουσα να βρίζει τη Μ ιτσούκο, η οργή που
με κατέλαβε ήταν τόση, που άρχισα να φωνάζω:
so
Τι είναι αυτά που λες; Με ποιο δικαίωμα κριτικάρεις
-
ένα πρόσωπο που λατρεύω; Σ' ολόκληρο τον κόσμο δεν υ πάρχει άλλο πλάσμα που ο χαρακτήρας του να ταιριάζει τό σο με την εμφάνισή του. Ένα άτομο με τόσο αγνή ψυχή δεν είναι ανδρώπινο π~σμα, είναι η ίδια η {}εά Κάνον! Τη μολύ νεις με τις βρισιές σου! Θα τιμωρηftείς γι' αυτό! -Μα επιτέλους! Δεν καταλαβαίνεις; Δεν είναι φυσιολογι
κό να λες τέτοια πράγματα. Μιλάς σαν τρελή! Κι εσύ είσαι ένα ανδρώπινο απολίftωμα!
-
Χωρίς να το πάρω είδηση, έγινες πραγματικά διεφftαρ-
μένη!
-
Σύμφωνοι, είμαι διεφftαρμένη! Κι αφού το ήξερες απ'
την αρχή, γιατί με παντρεύτηκες; Με πήρες για γυναίκα σου
γιατί ήftελες ο πατέρας μου να πληρώσει το ταξίδι σου. Είναι φανερό. Αυτό έγινε!
Παρά την υπομονή του, αυτή τη φορά ο άνδρας iιου έχα σε την ψυχραιμία του· οι φλέβες στο μέτωπό του πετάχτη καν έξω και, πράγμα ασυνήftιστο, άρχισε να ουρλιάζει:
-
Τι; Επανάλαβε αυτό που είπες!
Θα σ' το ξαναπώ όσες φορές {}έλεις! Δεν aξίζεις να λέγε-
σαι άνδρας! Με παντρεύτηκες για τα χρήματα! Δειλέ!
Πριν καν τον δω να κινείται, ένα άσπρο αντικείμενο διέ σχισε τον αέρα μ' ένα σφύριγμα κι έσπασε πέφτοντας με
πάταγο στον τοίχο πίσω μου. Είχα σκύψει ενστικτωδώς το κεφάλι μου κι έτσι δεν έπαftα τίποτα· είχε πετάξει προς το
μέρος μου το τασάκι. Μέχρι τότε δεν είχε σηκώσει ποτέ το χέρι του επάνω μου· Wμωσα τόσο πολύ, που ένιωσα το αίμα
να μου ανεβαίνει στο κεφάλι.
.
-Τόσο πολύ με μισείς λοιπόν; Σε προειδοποιώ: και μόνο να με γρατσουνίσεις, {}α το πω στον πατέρα μου. Και τώρα, που ξέρεις τι {}α συμβεί, χτύπα όσο {}έλεις, σκότωσέ με! Ε
μπρός, σκότωσέ με! Σου είπα να με σκοτώσεις! -Ανόητη! έκανε μόνο. Κι έμεινε aποσβολωμένος μπρο
στά μου, ενώ εγώ έκλαιγα με λυγμούς, σχεδόν παραληρώ ντας.
Δεν ξαναμιλήσαμε. Την επομένη ανταλλάσσαμε ματιές γε-
μάτες μίσος και το βράδυ, όταν πήγαμε να κοιμηfiούμε, εξα
κολουfiούσαμε να μη μιλάμε. Γύρω στα μεσάνυχτα, γύρισε προς το μέρος μου, έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και προσπά{}ησε να με γυρίσει προς το μέρος του. Τον άφησα να το κάνει παριστάνοντας την κοιμισμένη.
-
Χfiες το βράδυ, παραδέχτηκε, παραφέρ{}ηκα λίγο, όπως
κι εσύ. Όμως πρέπει να ξέρεις πως είναι γιατί σ' αγαπώ τό
σο πολύ. Φαίνομαι ψυχρός γιατί δεν είμαι πολύ διαχυτικός, όμως πιστεύω πως η καρδιά μου δεν είναι αδιάφορη. Αν νο μίζεις πως παρεκτρέπομαι, fiα προσπα{}ήσω να βελτιωfiώ. Δε fiα μπορούσες να σέβεσαι περισσότερο τη fiέλησή μου; Δε fiέλω να ανακατεύομαι σε fiέματα που δε με αφορούν, όμως πάψε να κάνεις παρέα μ' αυτή τη Μιτσούκο. Υποσχέσου μου
τουλάχιστον αυτό. -Όχι, απάντησα με τα μάτια κλειστά, κουνώντας απότο μα το κεφάλι.
-Αν αυτό σου είναι αδύνατο, fiα δεχτώ να συνεχίσεις να τη βλέπεις, όμως τουλάχιστον μην τη φέρνεις πια σ' αυτό το δωμάτιο και μη βγαίνεις έξω μαζί της. Θέλω να φεύγεις από
δω και να ξαναγυρίζεις εδώ πάντα συνοδευόμενη από μένα.
-
Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, απάντησα κουνώντας
πάλι το κεφάλι. Δεν υπάρχει περίπτωση να μ' εμποδίσουν να κάνω ό,τι fiέλω, fiέλω να είμαι απόλυτα ελεύ-δερη! Και μ' αυτά τα λόγια του γύρισα την πλάτη.
52
9
τ
ΩΡΑ ΠΟΥ Η ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΕΚΡΗΚΊΙΚΗ, ΔΕ ΦΟΒΟ
μουν πια τίποτα. «Ό,τι κι αν συμβεί, δε μ' ενδιαφέρει>>, σκεφτόμουν. Κι από αντίδραση, η Μιτσούκο μού έλειπε
ακόμα περισσότερο απ' ό,τι συνήδως. Την επομένη πήγα βιαστικά στη σχολή, όμως, περιέργως, εκείνη δεν ήταν εκεί. Τηλεφώνησα στο σπίτι της κι έμαδα
πως είχε πάει σ' ένα συγγενή της στο Κιότο. Η επιδυμία μου να την ξαναδώ έγινε ακόμα μεγαλύτερη και, αναστατωμένη ' ακόμη απ' τον καβγά της προηγουμένης, της έστειλα ένα απελπισμένο γράμμα. Όμως αμέσως μετά άρχισα ν' αναρωτιέ μαι τι δα σκεφτόταν για όσα της έγραφα. Φοβόμουν μήπως μου έλεγε: «Παραιτούμαι, γιατί μ' ενοχλεί να ξέρω ότι ο άν
δρας σου βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, μεγάλη αδελφή». Οι ανησυχίες μου ξαναζωντάνεψαν. Όμως την επομένη,
καδώς την περίμενα κάτω απ' τη σκιά του πλάτανου, στο γήπεδο, την είδα να τρέχει προς το μέρος μου φωνάζοντας τ'
όνομά μου, αδιαφορώντας για τους άλλους που την άκουγαν: -Μεγάλη αδελφή! Πήρα το μήνυμά σου σήμερα το πρωί κι aνησύχησα πάρα πολύ, δεν έβλεπα την ώρα να σε ξαναδώ! Με άρπαξε απ' τους ώμους και με κοιτούσε εξεταστικά
για πολύ ώρα, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
-
Αχ, Μίτσου! Ο άνδρας μου μ' αυτά που είπε ταπείνωσε
κι εσένα! Κι έβαλα κι εγώ τα κλάματα, ενώ συνέχιζα: Δεν εί
σαι δυμωμένη; Αν είσαι, συγχώρεσέ με. Δεν έπρεπε ποτέ να σου έχω γράψει αυτό το γράμμα. -Μα όχι, δεν εννοώ κα-δόλου αυτό. Λίγο μ' ενδιαφέρει τι λένε για μένα. Για σένα ανησυχώ περισσότερο· δε με σιχάδη κες ακούγοντας τον κύριο Σύζυγο; Δε με σιχάδηκες; Αλήδεια, μεγάλη αδελφή;
53
-Μη γίνεσαι γελοία. Αν ήταν έτσι, δε f)α σου έγραφα πο-.
τέ ένα τέτοιο γράμμα και δε f)α σου τηλεφωνούσα. Τώρα ό,τι κι αν γίνει, δε f)α σ' εγκαταλείψω. Αν συνεχίσει να γκρινιάζει, εγώ f)α είμαι εκείνη που f)α τον διώξω.
-
Αυτό το λες τώρα, μεγάλη αδελφή, όμως αναρωτιέμαι
μήπως με βαρεf)είς και ξαναγυρίσεις στον κύριο Σύζυγο. Έ τσι είναι όλα τα ζευγάρια.
-Εγώ δε f)εωρώ τον εαυτό μου παντρεμένο μ' αυτό τον τύπο, είμαι ακόμα «δεσποινίς». Αν είσαι σύμφωνη, Μίτσου, αν είναι ανάγκη, f)α φύγουμε μακριά, f)α πάμε οπουδήποτε.
-
Αλήf)εια το λες, μεγάλη αδελφή; Αλήf)εια, δεν είναι ψέ
ματα;
-
Φυσικά και δεν είναι ψέματα! Πήρα την απόφασή μου.
Κι εγώ το ίδιο, πήρα την απόφασή μου. Μεγάλη αδελ-
φή, αν σου ζητούσα να πε'δάνεις μαζί μου, f)α δεχόσουν;
-
Θα πέ'δαινα, 'δα πέ'δαινα! Κι εσύ, Μίτσου; Θα ήf)ελες να
πε'δάνεις μαζί μου; Έτσι, χάρη σ' εκείνο τον καβγά με τον άνδρα μου, η σχέση μου με τη Μιτσούκο έγινε ακόμα πιο στενή. Και καf)ώς ο άνδρας μου είχε καταf)έσει τα όπλα, εκμεταλλευόμασταν την
αδυναμία του.
-
Ο άνδρας μου παραιτήf)ηκε, δε χρειάζεται πια να πολε
μήσουμε. Η Μιτσούκο ξε'δάρρευε ολοένα και περισσότερο. Όταν ο άνδρας μου επέστρεφε ενώ βρισκόμασταν στον πρώτο όρο
φο, έλεγε:
-
Μεγάλη αδελφή, δε f)έλω να κατέβεις στο ισόγειο.
Όχι μόνο δεν έκανε καμία κίνηση, αλλά και μ' εμπόδιζε να
πάω να τον συναντήσω. Πολλές φορές διασκεδάζαμε μέχρι τις δέκα ή έντεκα το βράδυ.
-
Μεγάλη αδελφή, μπορείς να τηλεφωνήσεις στο σπίτι
μου; με ρωτούσε. Κι έπαιρνα τη μητέρα της στο τηλέφωνο, για να την ειδο ποιήσω:
-
Απόψε η Μιτσούκο f)α δειπνήσει στο σπίτι μας και f)α
γυρίσει την τάδε ώρα.
54
Την καttορισμένη ώρα, η Ουμέ, η υπηρέτριά της, ερχόταν
με ταξί να την πάρει. Μερικές φορές, δειπνούσαμε μαζί στον
πρώτο όροφο και αν ο άντρας μου δεν ήξερε τι να κάνει ο λομόναχος, του έλεγα:
-
Δε ttέλεις να μείνεις μαζί μας;
Γιατί όχι; απαντούσε.
Έτσι λοιπόν, δεν ήταν λίγες οι φορές που τρώγαμε κι οι τρεις μαζί. Και τότε η Μιτσούκο με αποκαλούσε χωρίς καμία
αμηχανία «μεγάλη αδελφή». Όποτε είχε την επι'δυμία να μου μιλήσει μέσα στη νύχτα, δε δίσταζε να μου τηλεφωνήσει:
-
Τι συμβαίνει; Τι ώρα είναι; Είσαι ακόμα ξύπνια; Μεγάλη αδελφή, είχες ξαπλώσει;
-Ε, βέβαια, είναι περασμένες δύο! Νυστάζω εγώ! Κοιμόμουν βα'διά ...
-
Συγχώρεσέ με. Σ' ενοχλώ στις προσωπικές σου qτιγμές ... Για να μου πεις αυτό μου τηλεφώνησες;
Βέβαια, όταν έχει κανείς έναν κύριο Σύζυγο, η ζωή είναι
ωραία, όμως εγώ, που είμαι ολομόναχη, είμαι λυπημένη μέχρι fiανάτου. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι.
-
Είσαι στ' αλή{)εια αδιόρfiωτη! Έλα, άσε τα νάζια και πή
γαινε γρήγορα να κοιμηttείς. Αύριο {)α περάσουμε όμορφα μαζί.
-
Αύριο το πρωί, μόλις σηκω'δώ, 'δα έρttω αμέσως στο σπί
τι σου. Κι αν ο κύριος Σύζυγος δυσκολεύεται να ξυπνήσει, να τον βγάλεις απ' το κρεβάτι με το ζόρι.
-
Εντάξει, εντάξει. Μου το υπόσχεσαι; Ν α ι, ναι. Σύμφωνοι.
Η τηλεφωνική μας συνομιλία συνεχιζόταν στον ίδιο τόνο για είκοσι ή τριάντα λεπτά. Δε φοβόμασταν πια να μιλήσου με ελεύttερα και να στέλνουμε η μία στην άλλη γράμματα που ως τότε κρατούσαμε μυστικά· άφηνα μάλιστα πάνω στο τραπέζι τα φάκελα της Μιτσούκο, που μόλις είχα ανοίξει. Εί ναι αλήttεια πως ο άνδρας μου δεν ήταν ο τύπος που 'δα διάβαζε στα κρυφά την αλληλογραφία των άλλων κι έτσι δεν ανησυχούσα κα-δόλου. Εντούτοις, στην αρχή, μόλις διάβαζα
55
ένα γράμμα, το έκρυβα βιαστικά σ' ένα συρτάρι του γρα
φείου μου και το κλείδωνα. Υποπτευόμουν πως κάποια μέρα μια καταιγίδα ακόμα πιο
βίαιη 'δα ξεσπούσε ανάμεσα σε μένα και τον άνδρα μου, ό μως για την ώρα οι σχέσεις μας ήταν καλύτερες από πριν. Εκείνη με επισκίαζε ολοένα και περισσότερο κι είχα γίνει σκλάβα του πάδους μου. Έτσι, έγινε κάτι που με βρήκε τε λείως απροετοίμαστη, κάτι που δε φανταζόμουν ποτέ πως {)α μπορούσε να συμβεί. Το γεγονός συνέβη, για να είμαι
ακριβής, στις
3
Ιουνίου. Γύρω στο μεσημέρι, η Μιτσούκο ήρ
{)ε να με βρει κι αφού διασκεδάσαμε, χωρίσαμε γύρω στις πέντε το απόγευμα. Ο άνδρας μου κι εγώ τελειώσαμε το δεί πνο μας περίπου στις οχτώ και μια ώρα αργότερα, γύρω στις εννιά, η υπηρέτρια ήρ{)ε να μου αναγγείλει:
-
Κυρία, σας ζητάνε στο τηλέφωνο από την Οσάκα. Από την Οσάκα; Ποιος μπορεί να είναι;
Δε μου είπε το όνομά του, όμως επιμένει να σας μιλήσει
επειγόντως.
-Εμπρός; Ποιος είναι; ρώτησα σηκώνοντας το ακουστικό.
-
Μεγάλη αδελφή, εγώ είμαι, εγώ είμαι.
Μόνο η Μιτσούκο {)α μπορούσε να μου μιλάει έτσι, όμως δεν άκουγα καλά και μόλις που διέκρινα μια αδύναμη φωνή· νόμισα πως μου έκαναν κάποια κακόγουστη φάρσα.
-
Ποιος είναι; Πείτε μου καfiαρά το όνομά σας. Ποιο νού
μερο πήρατε; επέμεινα. -Εγώ είμαι, μεγάλη αδελφή, πήρα το
1234
στη Νισινομί
για.
Η φωνή έλεγε κα{)αρά το νούμερο του τηλεφώνου μου· ήταν χωρίς αμφιβολία η Μιτσούκο. -Άκου, είμαι στο νότιο τομέα της Οσάκα αυτή τη στιγμή. Μου συνέβη κάτι το φοβερό. Μου έκλεψαν τα ρούχα ...
-
Τι; Τα ρούχα σου; Μα τι έκανες εκείνη τη στιγμή;
-Ήμουν στο μπάνιο ... Βρίσκομαι σ' ένα πανδοχείο του νότιου τομέα κι υπάρχει ένα μπάνιο ...
-
Τι γυρεύεις εκεί;
-Έχω τους λόγους μου. Ήfiελα να σου μιλήσω, όμως ... Θα
σου διηγηftώ τα πάντα με κάftε λεπτομέρεια ... Είμαι σε πολύ δύσκολη ftέση ... Σε ικετεύω, πρέπει να με βοη&ήσεις. Ξέρεις,
τα όμοια κιμονό που έχουμε ... πρέπει να μου φέρεις το δικό σου αμέσως! -Ώστε έτσι. Όταν με άφησες, πήγες βόλτα στην Οσάκα; -Ακριβώς.
-
Ποιος είναι μαζί σου; Δεν τον ξέρεις. Μου χρειάζεται οπωσδήποτε αυτό το
κιμονό, αλλιώς δε ftα μπορέσω ποτέ να γυρίσω στο σπίτι μου. Σ' εξορκίζω, στο όνομα του ουρανού, σε παρακαλώ να μου το φέρεις.
Απ' τον τρόπο που μιλούσε, καταλάβαινα πως έκλαιγε με λυγμούς. Ήμουν τόσο σαστισμένη, που αισftανόμουν την
καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα και τα γόνατά μου να τρέ μουν. Τη ρώτησα πού έπρεπε να πάω το κιμονό και,μου είπε πως το εστιατόριο λεγόταν «Η Πηγαδόπετρα» και βρισκόταν στο Κασάγιαματσι, στο νότιο τμήμα της γέφυρας του Τανζαε μόν, όμως δεν το ήξερα. Εκτός απ' το κιμονό είχα, ευτυχώς, και όλα τα ταιριαστά αξεσουάρ που μου είχε ζητήσει -όπως ήταν φυσικό- να της πάω· όμως το πιο παράξενο ήταν πως ήftελε και τη ζώνη, τα κορδόνια και τις κοντές κάλτσες. -Μήπως f}έλεις και τον ψεύτικο γιακά; ρώτησα. -Όχι, μου άφησαν τα εσώρουχα.
Επέμεινε να το αναλάβει κάποιο πρόσωπο της εμπιστοσύ νης μου και να της τα πάει σε λιγότερο από μία ώρα
-
το
αργότερο στις δέκα. Όμως δε ftα ήμουν ήσυχη αν απευf}υνό
μουν σε κάποιον τρίτο· η μόνη λύση ήταν να πάω εγώ η ίδια, με ταξί.
-Σ' ενοχλεί αν έρftω εγώ η ίδια; τη ρώτησα. Εδώ και λίγη ώρα είχα την εντύπωση πως κάποιος ήταν δίπλα της, στην άλλη άκρη της γραμμής, και της έδινε οδη γίες. -Στο σημείο που φτάσαμε, είναι προτιμότερο τελικά να έρftεις εσύ. Αλλιώς η Ουμέ πρέπει αυτή τη στιγμή να με πε ριμένει στο σταftμό της Ουμέντα· ftα μπορούσες να της δώ σεις τα ρούχα. Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρει πού είμαι·
57
πρέπει, λοιπόν, να της εξηγήσεις λεπτομερώς πώς να έρ'δει. Πες της να ζητήσει τη Σουζούκι. Ακούστηκε να λέει κάτι ψι'δυριστά και μετά από λίγο πρό σδεσε φανερά αμήχανη:
-
Πες μου, μεγάλη αδελφή -μ' ενοχλεί πραγματικά που
σου ζητάω τέτοιο πράγμα, όμως είναι και κάποιος άλλος που
έχασε τα ρούχα του- αν είναι δυνατόν, 'δα μπορούσες να προσ-δέσεις κι ένα κιμονό ή ένα κοστούμι του κύριου Συζύ γου; Και συνέχισε: Κι ακόμη άκου ... Συγχώρεσέ με που σ' ε νοχλώ τόσο ... Αν μπορούσες να μου δανείσεις είκοσι ή τριά
ντα γιεν, 'δα με βοηftούσε πολύ. -Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για τα χρήματα. Περίμε νέ με. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, κάλεσα ένα ταξί κι είπα απλώς στον άνδρα μου:
-
Πρέπει να πάω στην Οσάκα. Η Μιτσούκο έχει ένα μι
κρό πρόβλημα και μου ζήτησε να τη βοη{}ήσω. Ανέβηκα πάλι στον πρώτο όροφο, πήρα βιαστικά το κιμο νό απ' την ντουλάπα, βρήκα κι ένα κιμονό από λινό που ο
άνδρας μου φορούσε έξω, κα'δώς και τα απαραίτητα αξε σουάρ, τα τύλιξα όλα σ' ένα φουλάρι και το έδωσα στην υ πηρέτρια για να το βγάλει έξω στα κρυφά. Τη στιγμή που έμπαινα στο ταξί, ξεπρόβαλε ο άνδρας μου μέσα απ' το σκοτάδι:
-
Τι κάνεις τέτοια ώρα μ' αυτό το πακέτο; ftέλησε να μά
'δει. Πρέπει να φαινόμουν τρομαγμένη και το πρόσωπό μου να ήταν αλλοιωμένο· είχα βγει χωρίς καν να χτενιστώ ή ν' αλλά ξω ρούχα. Πώς, λοιπόν, να μην προκαλέσω τις υποψίες του;
-
Δεν
καταλαβαίνω
τίποτε,
απάντησα.
Όμως
απόψε,
ξαφνικά, βλέπεις ... αυτό το κιμονό ... Τράβηξα μιαν άκρη απ' το κιμονό μέσα απ' το φουλάρι και του την έδειξα.
-
Μου είπε πως κάτι της συνέβη, πως είναι ανάγκη να το
φορέσει, και με ικέτευσε να της το πάω στην Οσάκα. Ίσως
sB
να παίζει σε κανέναν ερασιτεχνικό 'δίασο. Θα πω στο ταξί να
περιμένει και 'δα επιστρέψω αμέσως. Ή ταν ήδη αργά, εννιά και είκοσι πέντε. Στην αρχή σκέ φτηκα να πάω κατευδείαν στην «Πηγαδόπετρα», μετά όμως σκέφτηκα πως δα ήταν καλύτερα να περάσω απ' την Ουμέ ντα για να πάρω την Ουμέ, που 'δα μπορούσε ίσως να μου εξηγήσει την κατάσταση. Όταν έφτασα στο σταδμό, την είδα να στέκεται στη μέση του περίβολου και να κοιτάει γύρω της ανυπόμονα· χωρίς να κατέβω απ' το ταξί, τη φώναξα κάνο ντάς της νόημα να έρδει προς το μέρος μου.
-Α, κυρία! ψέλλισε σαν χαμένη, πλησιάζοντας δειλά.
-
Περιμένεις τη δεσποινίδα Μιτσούκο, έτσι δεν είναι; Μου
τηλεφώνησε πως της συνέβη κάτι το φοβερό και μου είπε να τη συναντήσω αμέσως. Θα έρ'δεις;
-
Πραγματικά... είπε διστακτικά.
Της άπλωσα το χέρι και την τράβηξα με δύναμη μέσα στο ταξί· καδώς κατευ'δυνόμαστε προς την Οσάκα, της μετέφερα
εν συντομία την τηλεφωνική μου συνδιάλεξη με τη Μιτσούκο:
-
Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος που τη συνοδεύει; Δεν
τον ξέρεις, Ουμέ;
Στην αρχή φάνηκε αμήχανη, σαν να έψαχνε να βρει τι να πει.
-
Δεν μπορεί να μην ξέρεις τι συμβαίνει. Οπωσδήποτε,
αυτή η ιστορία δεν είναι τωρινή! Δεν έχεις τίποτα να φοβη 'δείς, δε δα έχεις κανένα πρόβλημα εξαιτίας μου. Αν μου πεις όσα ξέρεις, 'δα σε aνταμείψω.
Έβγαλα ένα χαρτονόμισμα των δέκα γιεν και το τύλιξα σ' ένα χαρτί. Διαμαρτυρή'δηκε: -Όχι, όχι, με κακομαδαίνετε ... Όμως γλίστρησα το χαρτονόμισμα στη ζώνη της με το έτσι
δέλω. -'Ασε τα νάζια, χάνουμε χρόνο. -Δε δα έχω προβλήματα αν συνοδεύσω την κυρία σ' ένα τέτοιο μέρος; Η δεσποινίς δε δα τα βάλει μαζί μου;
-
Γιατί; Εκείνη, αντίδετα, μου είπε πως, αν δεν ήδελα να
έρδω, δα μπορούσες να πας εσύ στη δέση μου.
59
-Μα σας τα είπε όλα αυτά απ' το τηλέφωνο; Είμαι πραγ ματικά ανήσυχη ... Το ύφος της έδειχνε πως πίστευε ότι της έστηνα παγίδα. -Μην aνησυχείς. Κι άλλωστε, πώς 'δα μπορούσα να ξέρω όλη αυτή την ιστορία αν δε μου είχε τηλεφωνήσει;
-
Αυτό είναι αλή'δεια. Δεν ξέρω γιατί, όμως φοβόμουν πά
ντα όταν σκεφτόμουν πως δεν είχατε καταλάβει τίποτα, κυ ρία ...
-
Α, ναι; Και πότε άρχισε αυτή η ιστορία; Πότε; Πάει πολύς καιρός. Από τον περασμένο Απρίλιο,
νομίζω, όμως δε 'δα ορκιζόμουν ...
-
Κι αυτός; Ποιος είναι; Ούτε κι αυτό το ξέρω. Η δεσποινίς μού έδινε πάντα με-
ρικά χρήματα και μου έλεγε να πάω στο σινεμά και να την περιμένω στην Ουμέντα μια συγκεκριμένη ώρα. Δεν ήξερα καν πού πήγαινε, νόμιζα πως είχε κανονίσει να συναντη'δεί μαζί σας. Όταν γυρίζαμε πολύ αργά, μου έλεγε να πω πως είχαμε πάει στο σπίτι της κυρίας Κακιούτσι. ..
6ο
10
Κ
-
ΑΙ ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΓΙΝΕ ΑΥΤΟ ΩΣ ΤΩΡΑ;
-
Πόσες φορές; Είναι δύσκολο να υπολογίσω.
Τη μία έλεγε πως είχε μά{)ημα για την τελετή του
τσαγιού, την άλλη πως πήγαινε στο σπίτι της κυρίας Κακιού τσι· τη συνόδευα καλόπιστα και κάποια στιγμή μου έλεγε: «Άκου, πρέπει να κάνω κάτι ψώνια ...» Φαινόταν πολύ ανα στατωμένη κι έφευγε ολομόναχη, ποιος ξέρει για πού.
-
Αλήftεια;
,
Γιατί να σας πω ψέματα; Κυρία, πραγματικά δεν είχατε
καταλάβει τίποτα; Δε σας φάνηκε ποτέ τίποτα περίεργο;
-
Α, όχι! Είμαι τόσο ανόητη, με χρησιμοποίησαν, με εκμε
ταλλεύτηκαν, με κορόιδεψαν, όμως μέχρι τώρα δεν είχα την παραμικρή υποψία! Πάντως, αυτή η ιστορία ...
-
Στ' αλήftεια, η κυρία μου είναι φοβερή. Κάδε φορά που
σας έβλεπα, κυρία, σας λυπόμουν τόσο πολύ ...
Έδειχνε να αισftάνεται πραγματική συμπόνια για μένα. Αν και προσπαftούσα να πείσω τον εαυτό μου πως ήταν μάταιο να ανοιχτώ σε μια τέτοια κοπέλα, ήμουν τόσο ftυμωμένη κι ένιωftα τόσο χαμένη, που {)έλησα να της πω τα πάντα, όλα
όσα είχα μέσα στην καρδιά:
- 'Ακου,
Ουμέ, προσπά{)ησε να με καταλάβεις. Ποτέ δε {)α
μπορούσα να διανοη{)ώ μια τέτοια κατάσταση. Σκέψου πως έφτασα στο σημείο να τσακωftώ με τον άνδρα μου για το χατίρι της. Αν δε με είχε μαγέψει τόσο πολύ, ftα είχα καταλά βει τι συνέβαινε
-
δεν είμαι δα και τόσο χοντροκέφαλη. Τέ
λος πάντων! Όμως τι μπορεί να ετοιμάζει και μου έκανε αυ τό το τηλεφώνημα; Υπάρχουν και όρια στην κορο'ίδία!
-
Πραγματικά. Ποιος είναι ο σκοπός της άραγε; Πρέπει
στ' αλήftεια να βρίσκεται σε αδιέξοδο, δε νομίζετε;
-
Ακόμα κι αν έχει μπλεξίματα, πώς τολμάει να μου ομο
λογεί πως βρίσκεται σ' ένα πανδοχείο μ' ένα φίλο της και πως κάνει μπάνιο μαζί του; Δε χρειάζεται να γίνω πιο σαφής! -Έχετε δίκιο, όμως αν της έκλεψαν το κιμονό, δε ftα μπο ρούσε να φύγει ολόγυμνη! -Αν ήμουν εγώ στη ftέση της, ftα γύριζα στο σπίτι μου
ολόγυμνη. Από το να κάνω αυτό το αναίσχυντο τηλεφώνημα, {}α γύριζα ολόγυμνη!
-
Ν α πέσει πάνω σ' έναν κλέφτη με τέτοιες συν{}ήκες! Εί
ναι αλήftεια λοιπόν, πάντα τιμωρείται κανείς όταν κάνει κάτι κακό.
-
Ν α ι, αυτή είναι η τιμωρία τους. Όχι μόνο τους έκλεψαν
τα χρήματά τους, αλλά τους πήραν και όλα τους τα ρούχα,
από τα κορδόνια και τις ζώνες τους μέχρι τις κάλτσες τους. -Αυτό είναι, αυτό είναι, τιμωρή{}ηκαν!
-
Δε φτιάξαμε αυτά τα όμοια κιμονό μ' αυτό το σκοπό·
μέχρι ποιο σημείο ftα έφτανε για να με κορο.ίδέψει;
-
Πάλι καλά που διάλεξε να βάλει σήμερα αυτό το κιμονό!
Κι εσείς, κυρία, ftα μπορούσατε να της έχετε πει πως δε {}α
πάτε να τη βρείτε κι ότι δεν έχει παρά να τα βγάλει πέρα μό νη της. Θα μπορούσατε να την έχετε εγκαταλείψει. Και τότε τι ftα σας είχε συμβεί;
-
Δε λέω πως δε ζήλεψα. 'Άλλωστε, στην αρχή δεν καταλά
βαινα καftόλου τι συνέβαινε. Όμως άρχισε να κλαψουρίζει στο τηλέφωνο· είχα μείνει κυριολεκτικά άφωνη. Κι έπειτα,
όσο απαίσια κι αν είναι, δεν μπορώ να τη μισήσω. Μέσα σε μια αναλαμπή, την είδα μπροστά μου γυμνή, να τρέμει. Μου φαινόταν aξιολύπητη, τόσο aξιολύπητη, που δεν μπορούσα πια να συγκρατηftώ. Βέβαια, Ουμέ, αυτό μπορεί να φαίνεται ανόητο σ' έναν τρίτο, όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
-
Ν α ι, έτσι πρέπει να είναι...
Κι έπειτα, ζήτησε ρούχα όχι μόνο για κείνη αλλά και για
τον νεαρό! Και τους άκουγα καftαρά να μιλούν μεταξύ τους
στην άλλη άκρη της γραμμής, σαν να ήftελε να με έχει μάρτυ ρα. Τι ξετσιπωσιά να μου λέει τέτοια πράγματα! Μπροστά στους άλλους με φώναζε πάντα «μεγάλη αδελφή» κι έκανε
62
ό,τι της ζητούσα· μου επαναλάμβανε: «Δεν έχω αφήσει κανέ
ναν να με δει γυμνή, μόνο εσένα!» Θα ήμουν πολύ περίεργη τώρα να τους δω γυμνούς και τους δύο! Είχα χάσει τον έλεγχο του εαυτού μου και, aπορροφημένη από το μονόλογό μου, δεν πρόσεχα το δρόμο που ακολου ftούσαμε. Θυμάμαι πάντως ότι μετά από τη λεωφόρο Σακάι, κατευftυνf}ήκαμε προς τα δυτικά, προς το προάστιο του Κι
γιομίζου, και πως διακρίναμε, πέρα μακριά, τα φώτα από το μεγάλο κατάστημα Ντα'ίμάρου, στη λεωφόρο του Σινσάιμπα σι. Όμως δεν πήγαμε ως το Ντα'ίμάρου και γυρίσαμε προς την κατεύttυνση νότια της λεωφόρου της γέφυρας του Τανζα εμόν. Ο οδηγός μάς είπε:
-
Φτάσαμε στο Κασάγιαματσι. Πού να σας αφήσω;
-Μήπως έχετε ακουστά ένα εστιατόριο που λέγεται «Πηγαδόπετρα»; τον ρώτησα.
Όμως δεν το ήξερε. Έτσι, ρωτήσαμε έναν περαστιΚό: - Δεν είναι εστιατόριο, είναι ξενοδοχείο! μας απάντησε. - Και πού βρίσκεται; ζήτησα να μάttω. - Στο βά'δος ενός σοκακιού εδώ κοντά. Ήταν ένα μικρό δρομάκι πίσω απ' το τετράγωνο του Σόε μον και κοντά στη λεωφόρο του Σινσάιμπασι· ένα μέρος σκο τεινό και σχεδόν έρημο. Τα κτήρια -σπίτια γκε'ίσών, εστιατό ρια και πανδοχεία- ήταν μάλλον φτωχικά, με προσόψεις που τα αδικούσαν- 'δα έλεγε κανείς πως ήταν καταστήματα που είχαν κλείσει λόγω χρεωκοπίας εδώ και πολύ καιρό. Πήγαμε ως την αρχή του σοκακιού που μας είχαν δείξει κι όπου εί
χαμε διακρίνει μια μικρή φωτεινή επιγραφή που έλεγε «Παν δοχείο Η Πηγαδόπετρα».
-
Ουμέ, μπορείς να με περιμένεις εδώ; την παρακάλεσα.
Προχώρησα ολομόναχη στο δρόμο. Το υποτι'δέμενο παν δοχείο ήταν στην πραγματικότητα ένα παράξενο σπίτι κα-δό
λου ελκυστικό. Άνοιξα την πόρτα και έμεινα για λίγο διστα κτική. Στην κουζίνα κάποιος μιλούσε στο τηλέφωνο και κα
νείς δε μου απάντησε.
-
Καλησπέρα, καλησπέρα! επανέλαβα με δυνατή φωνή.
Τελικά, εμφανίστηκε μια υπηρέτρια· φάνηκε να καταλα-
βαίνει αμέσως τους λόγους του ερχομού μου, πριν καν προ
λάβω να της εξηγήσω.
-
Ελάτε, σας παρακαλώ, είπε οδηγώντας με από μια στε-
νή σκάλα στον πρώτο όροφο. Τράβηξε τη συρόμενη πόρτα ενός δωματίου αναγγέλλοντας:
-
Η κυρία που περιμένατε ήρftε.
Μπήκα σ' ένα μικροσκοπικό χώρο υποδοχής όπου βρισκό ταν ένας άντρας είκοσι εφτά ή είκοσι οχτώ ετών, με aνοιχτό
χρωμη επιδερμίδα. -Συγχωρέστε με, άρχισε με επίσημο τόνο, όμως είστε η φίλη της Μιτσούκο, έτσι δεν είναι;
-
Ν α ι, συγκατένευσα. Εγώ είμαι.
'Ισιωσε το κορμί του κι υποκλί{}ηκε βαftιά.
-
Δεν ξέρω τι λόγια να βρω για να σας ζητήσω να με συγ
χωρέσετε. Η Μιτσούκο 'δα σας εξηγήσει σε λίγο τα πάντα. Για την ώρα, δεν τολμάει να εμφανιστεί μπροστά σας, έτσι όπως είναι ντυμένη. Σας παρακαλεί να την συγχωρέσετε, όμως 'δα έρftει μόνο όταν 'δα έχει φορέσει το κιμονό σας. Ήταν γοητευτικός τα χαρακτηριστικά του προσώπου του
ήταν πολύ λεπτά, σαν γυναικεία. Ήταν ο τύπος που 'δα μπο ρούσε να αρέσει στη Μιτσούκο. Όμως, παρά την αναμφισβή τητη γοητεία του, τα λεπτά φρύδια του κι η λεπτή γραμμή των ματιών του του έδιναν ένα ύφος κάπως πονηρό. Εντού τοις, μόλις τον είδα, σκέφτηκα: «Τι ωραίο αγόρι!» Τα ρούχα που φορούσε δεν ήταν δικά του· όπως έμα-δα αργότερα, είχε
δανειστεί ένα κομψό κιμονό από έναν υπάλληλο του πανδο χείου.
-
Ν α τα ρούχα για να αλλάξετε, εξήγησα aπλώνοντας το
πακέτο προς το μέρος του.
-
Σας ευχαριστώ απεριόριστα, μουρμούρισε παίρνοντάς
το με σεβασμό.
Τράβηξε τη συρόμενη πόρτα του κυρίως δωματίου κι α φού το άφησε μέσα, την ξανάκλεισε. Μόλις που πρόλαβα να
δω το παραβάν που έκρυβε το στρώμα. Θα ήταν ανιαρό να σας διηγηftώ με λεπτομέρειες όλα όσα συνέβησαν εκείνη τη νύχτα. Τους είχα πάει ό,τι μου είχαν
ζητήσει κι αφού δεν ήταν μόνη της, ftεώρησα άσκοπο να συ
ναντήσω τη Μιτσούκο. Τύλιξα μόνο τριάντα γιεν σ' ένα φύλ λο χαρτί κι είπα στον άγνωστο:
-
Φεύγω. Δώστε, αν ftέλετε, αυτά τα χρήματα στη Μιτσού
κο.
-Ω, σας παρακαλώ, αντέδρασε συγκρατώντας με. Μη
φεύγετε. Σ' ένα λεπτό ftα είναι εδώ. Κάftισε σύμφωνα με το εftιμοτυπικό απέναντί μου, σαν να ετοιμαζόταν να μου πει κάτι σημαντικό.
-
Η Μιτσούκο οφείλει να σας διηγηftεί τα πάντα. Όμως
νομίζω πως οφείλω κι εγώ ο ίδιος να σας εξηγήσω την πα ρουσία μου, αν έχετε την καλοσύνη να με ακούσετε. Μ' αυτό τον τρόπο άρχισε. Στην πραγματικότητα, επρό
κειτο για μια προσεγμένη σκηνοftεσία, για να μιλήσει στη ftέ ση της Μιτσούκο όσο εκείνη άλλαζε ρούχα. Και μετά .... α, ξέ χασα, πρόσftεσε:
-
Μου έκλεψαν το πορτοφόλι, δεν μπορώ, λοιπόν, να σας
δώσω το επισκεπτήριό μου. Το όνομά μου είναι Ε"ίτζιρό Ουα τανούκι και μένω δίπλα στο κατάστημα του κυρίου Τοκουμί τσου, στη Σέμπα.
Αυτός ο Ουατανούκι μού διηγή{)ηκε, λοιπόν, πως ο έρωτάς τους άρχισε την εποχή που η Μιτσούκο έμενε ακόμα στη Σέμπα, δηλαδή τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Είχαν μάλιστα δώσει αμοιβαία υπόσχεση γάμου. Όμως την άνοιξη δημιουρ γή{)ηκε το πρόβλημα του γάμου της Μιτσούκο με τον Μ. κι
από τότε έγινε δύσκολο να πραγματοποιήσουν την υπόσχε
σή τους. Ευτυχώς, οι διαδόσεις σχετικά με την ομοφυλοφιλία της ματαίωσαν εκείνο το σχέδιο. Αυτό ήταν, σε γενικές γραμμές, το περιεχόμενο της εξομο λόγησής του. Όμως -διευκρίνισε- δε με είχαν χρησιμοποιή σει. Φυσικά, στην αρχή, είχαν εκμεταλλευτεί την κατάσταση· όμως, σιγά σιγά, η Μιτσούκο, συγκινημένη από το πάftος μου, κατέληξε να συνδεftεί μαζί μου με περισσότερη ftέρμη. Δε ftα
μπορούσα να φανταστώ μέχρι ποιο σημείο με είχε ζηλέψει. Κι αν κάποιος, λοιπόν, ftα έπρεπε να ftεωρεί τον εαυτό του ftύμα εκμετάλλευσης, ήταν εκείνος. Ήταν η πρώτη φορά που
5-
Σβάστικα
με έβλεπε, όμως η Μιτσούκο μιλούσε συνέχεια για μένα. Έ
λεγε πως, αν και χρησιμοποιεί κανείς την ίδια λέξη για την αγάπη, η αγάπη ανάμεσα σ' έναν άνδρα και μία γυναίκα κι η αγάπη ανάμεσα σε δύο γυναίκες δεν έχουν καμία σχέση και πως, αν δεν μπορούσε εκείνος να ανεχτεί την αγάπη της για μένα, δεν υπήρχε πια περίπτωση για κείνη να συνεχιστεί ο δεσμός τους. Έτσι, ο Ουατανούκι τελικά πείσθηκε. Η Μιτσού
κο δε σταματούσε να δηλώνει: «Η μεγάλη μου αδελφή είναι παντρεμένη· 'δα σε παντρευτώ, αλλά άλλο πράγμα είναι η αγά πη ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα κι άλλο η αγάπη ανά μεσα στις γυναίκες. Πρέπει να ξέρεις πως δε 'δα απαρνη'θ'ώ ποτέ τη μεγάλη μου αδελφή. Κι αν αυτό δε σου αρέσει, δε 'δα σε παντρευτώ».
Κι ο Ουατανούκι πρόσ'θ'εσε: -Τα αισ{}ήματα της Μιτσούκο απέναντί σας είναι απόλυ τα ειλικρινή.
Για μια στιγμή σκέφτηκα πως με κορόιδευε, όμως οι εξηγή σεις του ήταν εξαιρετικά επιδέξιες και δε μου άφηναν την παραμικρή αμφιβολία. Θεωρούσε πάντα άδικο -συνέχισε- το ότι με κρατούσαν στο περι'θ'ώριο της σχέσης τους κι είχε ζητήσει απ' τη Μιτσού κο να μου αποκαλύψει τα πάντα, διαβεβαιώνοντάς με πως είχε τη συγκατάδεσή του. Η Μιτσούκο συμφωνούσε πως αυ
τό 'δα ήταν πραγματικά προτιμότερο, όμως κά'θ'ε φορά που με συναντούσε, απέφευγε να μου μιλήσει κι όλο το ανέβαλλε.
Και να πώς είχαμε φτάσει σ' αυτή την κατάσταση: στο τη λέφωνο μου είχε πει πως είχαν πέσει Μματα κλοπής, όμως στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για μια συνη'θ'ισμένη
κλοπή. Δεν ήταν κλέφτες εκείνοι που τους είχαν πάρει τα ρούχα αλλά χαρτοπαίκτες! Όσο προχωρούσε στη διήγησή του, τόσο καταλάβαινα πως δεν κάνει κανείς κάτι κακό χωρίς να τιμωρη'θ'εί. Εκείνο το βράδυ κάποιοι έπαιζαν για χρήματα σ' ένα γειτονικό δωμάτιο κι είχε επέμβει η αστυνομία. Την ώρα της εφόδου η Μιτσούκο κι ο Ουατανούκι προσπά{}ησαν να το σκάσουν απ' τις στέγες
-
εκείνη φορώντας μόνο τα
εσώρουχα, εκείνος φορώντας την πιζάμα του. Τελικά, κατέ-
66
φυγαν σ' ένα πλυσταριό όπου άπλωναν τα ρούχα. Οι χαρτο
παίκτες είχαν σκορπιστεί προς κάδε κατεύ'δυνση κι οι πε
ρισσότεροι απ' αυτούς είχαν καταφέρει να ξεφύγουν, όμως ένα ζευγάρι είχε κα6υστερήσει πολύ και, μέσα στον πανικό τους, βρήκαν την πόρτα του δωματίου της Μιτσούκο και του
Ε'ίτζιρό ανοιχτή και μπήκαν μέσα· «κατέλαβαν» το δωμάτιο κι αποφάσισαν να παραστήσουν τους παράνομους εραστές,
γιατί ήξεραν ότι οι αστυνομικοί που έχουν αρμοδιότητα να συλλαμβάνουν τους χαρτοπαίκτες δεν είναι οι ίδιοι μ' αυτούς που κυνηγούν τα παράνομα ζευγάρια. Όμως οι αστυνομικοί ήταν πιο πονηροί απ' ό,τι υπολόγιζαν και, καταλαβαίνοντας πως κάτι δεν πήγαινε καλά, τους οδήγησαν στο τμήμα. Πριν τους ακολουθήσουν, οι χαρτοπαίκτες είχαν βάλει βιαστικά τα ρούχα που βρήκαν στην ντουλάπα. Πραγματικά, τη στιγμή που έκαναν έφοδο οι αστυνομικοί, φορούσαν ρόμπες του
ξενοδοχείου κι είχαν αφήσει τα δικά τους ρούχα dτο δωμά τιό τους για να μην τους καταλάβουν οι αστυνομικοί, αναγκά
στηκαν να βάλουν τα κιμονό που υπήρχαν στο δωμάτιο. Έ τσι, όταν γύρισαν η Μιτσούκο κι ο φίλος της, που μόλις_ τη γλίτωσαν, δε βρήκαν τα ρούχα τους. Αν τουλάχιστον το ζευ γάρι των χαρτοπαικτών είχε τη λεπτότητα να τους αφήσει τα
πορτοφόλια τους! Καθώς ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου είχε οδηγη{}εί κι αυτός στο τμήμα, δεν είχαν πια σε ποιον να α
πευ'δυνt1ούν. Τους ήταν αδύνατο ακόμα και να γυρίσουν στα σπίτια τους. Τους ανησυχούσε και κάτι άλλο: στην τσάντα
της Μιτσούκο υπήρχε η κάρτα του τρένου ενώ ο Ουατανούκι
είχε αφήσει στο πορτοφόλι του τα επισκεπτήριά του. Αν πο τέ η αστυνομία τηλεφωνούσε στα σπίτια τους, αυτό {}α σήμαι
νε την καταστροφή τους. Τα είχαν, λοιπόν, τελείως χαμένα όταν εκείνη μου τηλεφώνησε. Αφού είχα την ευγένεια να πάω ως εκεί κι αφού αγαπούσα κι εγώ τη Μιτσούκο, παρά την αναστάτωση που αυτό {}α προκαλούσε, έπρεπε να τη συνο δεύσω μέχρι την Ασίγια και να πω πως είχαμε πάει μαζί στο σινεμά ή να σκαρφιστώ οτιδήποτε άλλο, στην περίπτωση που η αστυνομία {}α είχε στο μεταξύ τηλεφωνήσει.
11
-
Α
-
ΚΟΥΣΤΕ, ΚΥΡΙΑ, ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΠΩΣ ΕΙΣΤΕ ΠΟΛ Υ ΘΥΜΩμένη με ό,τι συνέβη, όμως σας παρακαλώ ...
Γονάτισε κολλώντας το μέτωπό του στο πάτωμα.
Δε με νοιάζει για μένα. Όμως, σας παρακαλώ, συνοδέψ
τε τη Μιτσούκο στο σπίτι της. Θα σας είμαι απεριόριστα ευ γνώμων για όλη μου τη ζωή.
Είχε ενώσει τα χέρια του σαν να προσευχόταν. Συγκινού μαι πολύ εύκολα και μάταια σκεφτόμουν πως όλα αυτά άρ χιζαν να ξεπερνούν τα όρια· δεν είχα τη δύναμη να αρνη'δώ. Παρά τη μνησικακία μου, τον κοίταξα εξεταστικά για ένα λεπτό, χωρίς να λέω τίποτα. Η συμπεριφορά του ήταν υπερ βολικά ευγενική και τελικά υποχώρησα λέγοντας απλώς: -Εντάξει. Αναστέναξε με μια συγκίνηση κα{)αρά υποκριτική. -Ααα ...
Υ ποκλί'δηκε βα'διά για μιαν ακόμα φορά μουρμουρίζοντας: -Ώστε δέχεστε ... Σας ευχαριστώ απ' το βά{)ος της καρ-
διάς μου. Με aπαλλάσσετε από ένα τόσο μεγάλο βάρος! Πάω να φωνάξω τη Μιτσούκο. Όμως {)α ήftελα -πρόσ-δεσε
κοιτώντας με εξεταστικά- να σας ζητήσω ακόμα μια χάρη. Είναι πολύ αναστατωμένη μ' αυτό που συνέβη. Θα ή{)ελα να μην αναφερ'δείτε κα{)όλου σ' αυτό το 'δέμα. Μου το υπόσχεστε; Μου ήταν αδύνατο να ξεφύγω. Έτσι, συμφώνησα και σ'
αυτό· και δεν είχα προλάβει καλά καλά να δεχτώ και φώναξε:
-
Μιτσούκο!
Και συμπλήρωσε κα'δησυχάζοντάς τη, μέσα από τη συρό μενη πόρτα:
-
Η κυρία μάς καταλαβαίνει. Μπορείς να βγεις.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, απ' την άλλη πλευρά της πόρτας,
68
ακουγόταν ένα t)ρόισμα από ύφασμα, καttώς η Μιτσούκο ντυνόταν. Όμως ξαφνικά είχε πέσει μια παράξενη σιωπή.
Απ' ό,τι φαίνεται, είχε στήσει αυτί για ν' ακούσει τι λέγαμε. Μετά από δυο τρία λεπτά η πόρτα άνοιξε διακριτικά μ' έναν απαλό t)όρυβο και τότε εμφανίστηκε, με τα μάτια κόκκινα α κόμα απ' το κλζtμα.
Ήμουν περίεργη να δω την έκφρασή της, όμως, μόλις τα βλέμματά μας διασταυρώt)ηκαν, βιάστηκε να σκύψει το κεφά
λι και να καttίσει πίσω απ' το αγόρι, έτσι, που δεν έβλεπα παρά μόνο τα πρησμένα της βλέφαρα και το κάτω χείλος της, που το δάγκωνε νευρικά. Είχε χώσει τα χέρια της μέσα στα μανίκια του κιμονό της, σταυρώνοντάς τα, και στεκόταν ελαφρά λυγισμένη· καttόταν εγκαταλειμμένη στο πλευρό, με τα ρούχα της αναστατωμένα. Κοιτώντας τη σκεφτόμουν πως
φορούσε ένα απ' τα δύο κιμονό που τα είχαμε ttε/.,ήσει πα νομοιότυπα, t)υμόμουν τη στιγμή που είχαμε βάλει να μας τα φτιάξουν και τη φορά που τα είχαμε βάλει για κείνη τη φω τογραφία. Ο t)υμός μου μεγάλωνε και συλλογιζόμουν: «Θα έπρεπε να έχω απαλλαγεί απ' αυτήν. Τώρα δεν έχω παρά μία επιt)υμία: να την κάνω κομματάκια». Κι αν δεν ήταν εκείνος ο
τύπος, ttα είχα φτάσει στα άκρα. Θα πρέπει να κατάλαβε κά τι, γιατί, χωρίς να μας δώσει τον καιρό ν' ανοίξουμε το στόμα μας, μας έβγαλε έξω για να ντυttεί. Παρά τις διαμαρτυρίες των υπαλλήλων, επέμεινε να πληρώσει με τα χρήματα που του είχα δώσει και, προλαβαίνοντάς με, μου είπε:
-
Κυρία, συγχωρέστε με που σας ζητάω κάτι τέτοιο, όμως
t)α προτιμούσα να τηλεφωνήσετε στο σπίτι σας και στο σπίτι της Μιτσούκο για να ειδοποιήσετε. Φοβούμενη μήπως ανησυχήσουν στο σπίτι μου, τηλεφώ νησα αμέσως.
-
Θα συνοδεύσω τη Μιτσούκο στο σπίτι της και t)α γυρί
σω αμέσως. Μήπως τηλεφώνησαν οι γόνείς της; ρώτησα την υπηρέτρια. -Ναι, πριν από λίγο. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Τους
είπα απλώς πως είχατε πάει και οι δύο στην Οσάκα, χωρίς να προσδιορίσω την ώρα που ttα επιστρέφατε.
6g
-
Ο κύριος ξάπλωσε;
-Όχι, είναι ακόμα όρ-θιος.
-
Πες του πως έρχομαι αμέσως.
Μετά τηλεφώνησα στο σπίτι της Μιτσούκο:
-
Απόψε πήγαμε στο σινεμά και μετά, καftώς πεινούσαμε,
πήγαμε σ' ένα εστιατόριο για να φάμε. Δεν καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα· σε λίγο {]α φέρω τη Μιτσούκο στο σπίτι. Από την άλλη άκρη της γραμμής, η μητέρα της μου απά ντησε:
-
Α, έτσι; Εντάξει. Βλέποντας ότι aργούσατε να γυρίσετε,
τηλεφώνησα στο σπίτι σας. Από τον τρόπο που μιλούσε, ή μουν σίγουρη πως η αστυ νομία δεν την είχε ειδοποιήσει. Όλα, λοιπόν, πήγαιναν καλά κι αποφασίσαμε να φύγουμε όσο το δυνατό γρηγορότερα με ταξί, όμως ο νεαρός άρχισε να μοιράζει ό,τι είχε απομείνει
από τα τριάντα γιεν στους υπαλλήλους του πανδοχείου, πα ραγγέλλοντάς τους να προσέχουν να μην ενοχλη{]ούν κα'δό
λου αυτός και η Μιτσούκο και δίνοντάς τους οδηγίες για την περίπτωση που η αστυνομία 'δα έκανε έρευνα
-
όλα αυτά με
μια εκπληκτική σχολαστικότητα. Τελικά -πρέπει να είχα φτάσει λίγο μετά τις δέκα και είχα κα'δυστερήσει τουλάχι στον μια ώρα, άρα φύγαμε μετά τις έντεκα- 'δυμή{]ηκα και την ύπαρξη της Ουμέ. Τη φώναξα και της είπα να μπει στο ταξί· πηγαινοερχόταν στο σοκάκι. Ν α, όμως, που ο νεαρός μπήκε κι αυτός στο ταξί και μας ανακοίνωσε:
-
Θα σας συνοδεύσω μέχρι λίγο πιο κάτω.
Εγώ κι η Μιτσούκο καftίσαμε πίσω, ενώ η Ουμέ και ο Ουα
τανούκι κάftισαν στα σκαμνάκια. Αμίλητοι, ανταλλάσσαμε ά γριες ματιές ενώ το ταξί έτρεχε ολοταχώς. Έτσι, φτάσαμε στη γέφυρα του Μούκο· ο Ουατανούκι είχε ξαφνικά μια ιδέα:
-
Τι {]α λέγατε να γυρίσουμε καλύτερα με το τρένο; Και
πρόσ{]εσε: Μιτσούκο, πού {]έλεις να κατεβούμε; Για να φτάσουμε στο σπίτι της Μιτσούκο, έπρεπε να ακο
λου{}ήσουμε κατά μήκος το ποτάμι προς τα δυτικά, ξεκινώ ντας από την αφετηρία της Ασίγια, από την πλευρά του λό φου με τις περίφημες κερασιές, τις Σιομιζάκουρα, δηλαδή
πεντακόσια ή εξακόσια μέτρα από τις γραμμές του τρένου. Όμως έπρεπε να διασχίσουμε ένα ttλιβερό, κακόφημο πευ
κώνα όπου είχε γίνει μια σειρά από επι-δέσεις και βιασμούς όταν ήταν περασμένη η ώρα, η Μιτσούκο -παρόλο που πά ντα τη συνόδευε η Ουμέ- έπαιρνε ένα ταξί από το στα{)μό.
-
Καλύτερα είναι να πάρουμε άλλο ταξί στο στα-δμό, βια
στήκαμε να προτείνουμε. -Όχι, γιατί οι οδηγοί μάς γνωρίζουν εξ όψεως. Είναι προ τιμότερο να κατεβούμε πιο πριν.
Η Ουμέ κι εγώ ανακατευόμασταν σιγά σιγά στη συζήτηση. Η Μιτσούκο ήταν η μόνη που δεν είχε βγάλει κουβέντα και, μερικές στιγμές, κοίταζε εξεταστικά τον Ουατανούκι, που κα -δόταν απέναντί της, σαν να ή{)ελε να του δώσει κάτι να κα
ταλάβει με το βλέμμα της και με τους αναστεναγμούς της. Ο
νεαρός τής ανταπέδωσε το βλέμμα και τελικά αποφάσισε:
- Καλύτερα -δα ήταν να κατέβουμε στον ε-δνικό δρόμο, στη γέφυρα του Ν αρίχιρα. Κατάλαβα αμέσως τι συνέβαινε: ο δρόμος που οδηγούσε στο τρένο ήταν πολύ μοναχικός και περνούσε πάνω από μια
επιχωμάτωση όπου φύτρωναν πολλά τεράστια πεύκα. Σ' ένα τέτοιο μέρος τρεις γυναίκες δεν μπορούσαν να περπατούν
ολομόναχες. Κα-δώς ο Ουατανούκι ή{}ελε να μείνει όσο το δυ νατό περισσότερο με τη Μιτσούκο, είχε σκεφτεί, όπως ήταν
φυσικό, να μας ζητήσει να κατέβουμε εκεί, για να μας συνο δεύσει ως το σταftμό. Είχε, πραγματικά, πει ότι έμενε κοντά
στο σπίτι των Τοκουμίτσου, στη Σέμπα, κι αν ήξερε το όνομα αυτής της γέφυρας κι αυτού του δρόμου, είναι γιατί, προφα νώς, είχαν πάει πολλές φορές βόλτα με τη Μιτσούκο σε κείνο
το μέρος. Είχα την επι-δυμία να διαμαρτυρηftώ λέγοντας: «Το χειρότερο -δα ήταν αν μας έβλεπαν, εμάς τις τρεις, μ' έναν
άνδρα. Αν ήμασταν μόνες μας, -δα μπορούσαμε να βρούμε κάποια δικαιολογία. Όμως εσείς καλύτερα είναι να γυρίσετε κατευ-δείαν στο σπίτι σας. Ισχυρίζεστε πως με εμπιστεύεστε· λοιπόν, πηγαίνετε, αλλιώς {)α φύγω εγώ». Όμως η Ουμέ πήρε το μέρος του, λέγοντας.
-
Καλή ιδέα. Ας το κάνουμε έτσι.
71
Και, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο τα σχέδιά του,
τον παρακάλεσε:
-
Αν δε σας κάνει μεγάλο κόπο, δα μπορούσατε να μας
συνοδέψετε ως το σταδμό; Αν το σκεφτεί κανείς καλά, η Ουμέ πρέπει να ήταν συνέ νοχος της Μιτσούκο και του Ουατανούκι. Όταν κατεβήκαμε απ' το ταξί, αρχίσαμε να περπατάμε προς το ανάχωμα μέσα
στο σκοτάδι. Χωρίς λόγο, η Ουμέ απευWνfiηκε σε μένα. -Έτσι δεν είναι, κυρία; Χωρίς την παρουσία ενός άνδρα δα φοβόμασταν μέσα σε τόσο σκοτάδι! μου είπε πιάνοντάς με απ' το χέρι. Με ζάλισε με την πολυλογία της, εξιστορώντας μου πώς η τάδε είχε πέσει Wμα επίδεσης σ' αυτό το μέρος. Είχα την
εντύπωση πως με απομάκρυνε επίτηδες από τους άλλους δύο. Είχαν μείνει δέκα περίπου μέτρα πίσω κι άκουγα αμυ δρά τη φωνή της Μιτσούκο.
-
Ν α ι... Α, καλά... μουρμούριζε.
Ο Ουατανούκι μάς άφησε μπροστά στο σταδμό και, αμίλη τες, πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στο σπίτι της Μιτσούκο.
-
Επιτέλους, ήρδατε! Τι ώρα είναι αυτή που γυρίζετε! α
ναφφνησε η μητέρα της, που ήρδ'ε να μας προϋπαντήσει. Α ναλύfiηκε σε ευχαριστίες, γεμάτη ανησυχία για την ενό χληση που μου είχαν προκαλέσει. Η Μιτσούκο κι εγώ είχαμε πολύ περίεργο ύφος aποφεύγαμε να μιλήσουμε για να μην προδοδούμε. Έτσι, όταν η μητέρα της μου πρότεινε να καλέ
σει ένα ταξί, απάντησα:
-
Με περιμένει ταξί απ' έξω. Κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας.
Γί1ρισα με το τρένο στη Σουκουγκάουα κι από κει ένα άλ
λο ταξί με πήγε στο Κορόεν. Όταν έφτασα στο σπίτι μου, ή ταν ακριβώς μεσάνυχτα.
-
Καλησπέρα, κυρία, μου είπε η υπηρέτρια στην είσοδο. Τι κάνει ο κύριος; Κοιμάται; Σας περίμενε ως τώρα, όμως πριν από λίγο έπεσε να
κοιμηδεί. «Τέλεια», σκέφτηκα. «Ας ελπίσουμε πως κοιμάται τελείως aνύποπτος».
Άνοιξα την πόρτα όσο πιο διακριτικά μπορούσα και χώ &ηκα στο δωμάτιο περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μπουκάλι άσπρο κρασί. Ο άν δρας μου κοιμόταν μακάρια, με την κουβέρτα μαζεμένη πά νω απ' το κεφάλι του. Δεν άντεχε κα-δόλου το ποτό κι έπινε
σπάνια πριν κοιμη-δεί· σκέφτηκα πως εκείνο το βράδυ είχε πιει γιατί η ανησυχία δεν τον άφηνε να κοιμη-δεί. Ξάπλωσα δίπλα του χωρίς να κάνω -δόρυβο, προσπα-δώντας να μην α ναστατώσω το γαλήνιο ύπνο του· όμως δεν κατάφερνα ν' α ποκοιμη-δώ. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο αισ-δανό μουν να μεγαλώνει μέσα μου η οργή και η πίκρα. Είχα την
εντύπωση πως η καρδιά μου είχε ξεσκιστεί. «Πώς να πάρω εκδίκηση; Θα μου το πληρώσει!» σκεφτόμουν.
Ο -δυμός με πλημμύρισε κι ενστικτωδώς άπλωσα το χέρι μου και πήρα το μισογεμάτο ποτήρι απ' το τραπέ~ι· το ά
δειασα με τη μία.
Τα απρόβλεπτα γεγονότα εκείνης της νύχτας με είχαν α ναστατώσει πολύ και δεν ήμουν συνη-δισμένη στο ποτό. Έτσι, εν ριπή οφ-δαλμού μέ-δυσα και, αντί να αισ-δαν-δώ μια γλυκιά ευφορία, αισ-δανόμουν πως μου έσφιγγαν το κεφάλι με μια
μέγκενη, πως η καρδιά μου είχε φτάσει στο στόμα κι ήταν σαν όλο το αίμα να μου είχε ανέβει στο κεφάλι· δεν μπορού σα ν' αναπνεύσω και μου είχε κολλήσει μια ιδέα που δεν τολ μούσα να πω φωναχτά: «Α, ώστε δε με υπολογίζετε; Καλά λοι πόν, -δα μά-δετε γρήγορα νέα μου!» Η καρδιά μου χτυπούσε βίαια κι άκουγα έναν ήχο σαν αυ
τόν που κάνει το σακέ που χύνεται από ένα βαρέλι· κατάλα βα πως η καρδιά του άνδρα μου χτυπούσε ξέφρενα, σαν να κόντευε να σπάσει κι αυτή, και πως η ανάσα του ήταν καυτή και ακανόνιστη. Αναπνέαμε όλο και πιο γρήγορα και τη στιγ μή που νόμιζα πως οι καρδιές μας -δα έσπαζαν, ο άνδρας μου με πήρε στην αγκαλιά του. Αμέσως μετά ένιωσα πιο κοντά μου την ανάσα του και τα καυτά χείλη του να μου χαϊδεύουν το λοβό του αυτιού.
-
Επιτέλους γύρισες!
Τότε, δεν ξέρω γιατί, δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια μου.
73
-
Τι ταπείνωση! φώναξα.
Άρχισα να κλαίω με λυγμούς τρέμοντας ανεξέλεγκτα. Αυ
τή τη φορά ήμουν εγώ που aρπάχτηκα από πάνω του κι άρ χισα να τον τραντάζω μ' όλη μου τη δύναμη επαναλαμβάνο ντας:
-
Τι ταπείνωση! Τι ταπείνωση! Τι ταπείνωση! Τι σου συμβαίνει; Τι σ' έφερε σε τέτοια κατάσταση; με
ρώτησε ευγενικά. Τι σ' έφερε σε τέτοια κατάσταση; Δε 'δα καταλάβω τίποτε αν συνεχίσεις να κλαις. Τι συμβαίνει; Τι σου συνέβη λοιπόν; Μου σκούπισε τα δάκρυα και, χα'ίδεύοντάς με, προσπά'δη σε να με παρηγορήσει· η λύπη μου όμως έγινε ακόμα μεγαλύ τερη. Σκέφτηκα: «Κι όμως, ένας σύζυγος κάτι αξίζει! Τιμωρή
'δηκα όπως έπρεπε για τα λά'δη μου. Θα ξεχάσω αυτή την κοπέλα. Και {)' αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου στην αγάπη αυτού του άνδρα».
Επιτέλους, ένιω{)α πραγματικά τύψεις.
-
Θα σου διηγη'δώ όλα όσα έγιναν απόψε κι εσύ {)α με
συγχωρέσεις, εντάξει; Έτσι, του ομολόγησα όλα όσα είχαν γίνει μέχρι τότε.
74
12
Τ
Ο ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ΞΥΠΝΗΣΑ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠ' ΤΟΝ ΑΝ
δρα μου, πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω το πρόγευμα, τακτοποίησα τα ρούχα του
-
δουλειές που συνή-θ-ως
έκανε η υπηρέτριά μου και τις οποίες ανέλαβα με εν'θ'ουσια σμό. Η διά-θ-εσή μου είχε αλλάξει τελείως.
-
Δε 'θ-α πας σήμερα στη σχολή; aπόρησε ο άνδρας μου
δένοντας τη γραβάτα του μπροστά στον κα-θ-ρέφτη, κα-θ-ώς ετοιμαζόταν να βyει.
-
Νομίζω πως 'θ-α τα εγκαταλείψω, απάντησα.
Τον βοή-θ-ησα να βάλει το σακάκι του και κά-θ-ισα για να
διπλώσω το κιμονό που είχε βγάλει.
-
Μα γιατί; Δεν είναι ανάγκη να εγκαταλείψεις τη σχολή,
δε νομίζεις;
-Δε με ωφελούν κα-θ-όλου αυτά τα μα-θ-ήματα. Κι έπειτα, δεν έχω καμιά όρεξη να πέσω πάνω της ... -Α, έτσι; Τότε κάνε όπως νομίζεις, είπε κοιτώντας με γε μάτος ευγνωμοσύνη.
Φάνηκε όμως να το ξανασκέφτεται και πρόσ'θ'εσε με κα τανόηση:
-Βέβαια, υπάρχουν κι άλλες σχολές. Αν 'θ-έλεις να παρα κολου-θ-ήσεις μα-θ-ήματα ζωγραφικής, γιατί δεν πας σ' ένα ιν
στιτούτο καλών τεχνών; Θα προτιμούσα να φεύγουμε μαζί τα πρωινά.
-Δε 'θ-έλω πια να παρακολου-θ-ήσω μα-θ-ήματα. Όπου κι αν πάω, δε 'θ-α με ωφελήσει. Από εκείνη την ημέρα έμεινα μέσα και, σαν να είχα μετα μορφω-θ-εί απ' τη μια μέρα στην άλλη σε καλή νοικοκυρά, α
σχολιόμουν ευσυνείδητα με τις δουλειές του σπιτιού. Όσο για τα αισ-θ-ήματα του άνδρα μου, η χαρά του ήταν απερίγραπτη,
75
όταν είδε πως δεν ήμουν πια καfiόλού ιδιότροπη και πως είχα -για να το πω έτσι- ξαναγεννηδεί με μια άλλη προσωπικό τητα. Εντούτοις, ευχόταν να ξαναβρούμε την παλιά μας ζωή
τότε που πηγαίναμε κάδε μέρα στην Οσάκα, χωρίς κανένα
-
σύννεφο ανάμεσά μας. Κι εγώ ftα ήfiελα να μένω όσο το δυ νατό περισσότερο μαζί του, γιατί σκεφτόμουν ότι μακριά του μπορεί να έμπαινα πάλι σε πειρασμό από άσχημες σκέψεις και ότι δα έφτανε να είχα μπροστά μου το πρόσωπό του για να την ξεχνάω, εκείνη. Θα ήδελα ακόμα να βγαίνουμε μαζί· όμως όχι, δεν έπρεπε. Αν τύχαινε να πέσω πάνω της ... Φυσι κά, δε δα της μιλούσα, όμως πώς μπορούσα να προβλέψω την αντίδρασή μου αν ποτέ διασταυρώνονταν τα βλέμματά μας; Θα χλόμιαζα και, τρέμοντας σαν το φύλλο, δα μπορούσα να παραπατήσω και να λιποfiυμήσω ίσως σε μια γωνία του δρό
μου. Έτσι, φοβόμουν να βγω· όχι μόνο δεν τολμούσα να πάω στην Οσάκα, αλλά και μια μέρα που aποτόλμησα να πάω ως τη γραμμή του τραμ κι είδα μια σιλουέτα που τη Wμιζε αόρι στα, γύρισα τρέχοντας πίσω, σαν να με κυνηγούσαν, και με το χέρι στο στήδος μου, που ανεβοκατέβαινε ανεξέλεγκτα, είπα στον εαυτό μου: «Δεν πρέπει, δεν πρέπει, δεν πρέπει να βγω από δω, ούτε για μια στιγμή. Θα κλειστώ μέσα σαν να ήμουν φυλακισμένη και δα διοχετεύσω όλη μου την ενεργητικότητα στην μπουγάδα, στο σκούπισμα, στο πλύσιμο των πιάτων».
Κι ήδελα να κάψω τα γράμματα που είχα φυλάξει στο συρτάρι του γραφείου μου και κυρίως το πορτρέτο της Κά νον. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κά-δε φορά που πλησίαζα στο γραφείο μου, υποσχόμουν στον εαυτό μου: «Σήμερα δα τα κάψω, σήμερα δα τα κάψω». Όμως, μόλις βρισκόμουν
μπροστά στο γραφείο, σκεφτόμουν πάντα: «Όταν δα τα πά ρω στο χέρι μου, ftα ftελήσω σίγουρα να τα διαβάσω». Και τε λικά, φοβόμουν τόσο, που δεν μπορούσα ν' ανοίξω το συρτά
ρι. Έτσι περνούσα τις μέρες μου, και όταν ερχόταν το βράδυ και γύριζε ο άνδρας μου, ένιωδα ανακούφιση, σαν να έφευγε ένα βάρος από πάνω μου.
-
Ξέρεις κάτι, του έλεγα, τον τελευταίο καιρό σε σκέφτο
μαι απ' το πρωί ως το βράδυ. Εσύ με σκέφτεσαι;
Και τον αγκάλιαζα με πάfiος.
-Μην aφήνεις κενή fiέση στην καρδιά μου. Αγάπα με, αγάπα με συνέχεια, πάντα, πάντα! Αυτά έλεγα συνέχεια. Η αγάπη του άνδρα μου ήταν το μοναδικό μου στήριγμα. Δεν του έλεγα τίποτ' άλλο, μόνο: -Αγάπα με κι άλλο, αγάπα με κι άλλο. Ένα βράδυ άρχισα να φωνάζω γεμάτη ταραχή σαν να ή μουν τρελή:
-
Η αγάπη σου δε μου φτάνει ακόμα. Περνάς πραγματικά απ' το ένα άκρο στο άλλο, μου είπε
για να με ηρεμήσει. Τα είχε χάσει με την παραφροσύνη μου. Αν εκείνη ερχόταν τότε να με δει, fiα βρισκόμουν, αναγκα
στικά, στη δύσκολη fiέση να της μιλήσω· αυτή ήταν η μεγαλύ τερη ανησυχία μου, αλλά, παρά το fiράσος της, δεν τόλμησε να έρfiει στο σπίτι μου και δεν έτυχε ν' ακούσω να μιλούν πια γι' αυτήν. Προσευχήfiηκα στους fiεούς και στον Βούδα, ευχαριστώντας τους που είχαν κατευWνει έτσι τη μοίρα μου.
Πραγματικά, αν δεν είχα ζήσει εκείνη τη νύχτα, δε fiα είχα καταφέρει ποτέ να χωρίσω από κείνη τόσο ολοκληρωτικά, τόσο οριστικά· κι αυτό ήταν σημάδι μιας fiε'ίκής fiέλησης. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, προς τα τέλη Ιουνίου, ξανα
βρήκα την ηρεμία μου λέγοντας στον εαυτό μου: «Θα υποτα χfiώ σκεπτόμενη πως ό,τι με έκανε να fiυμώσω και να λυπη fiώ έχει πια τελειώσει και πως δεν ήταν παρά ένα όνειρο». Το περασμένο καλοκαίρι, αν κι ήταν η εποχή των βροχών, δεν έβρεξε στην πραγματικότητα καfiόλου· ο ήλιος έλαμπε
κάfiε μέρα κι η παραλία μπροστά στο σπίτι ήταν γεμάτη κο
λυμβητές. Ο άνδρας μου -που συνήfiως δεν είχε τίποτα να κάνει- είχε αναλάβει ακριβώς εκείνη την εποχή μια υπό fiεση και μου επαναλάμβανε όλη την ώρα πως σε λίγο fiα ή ταν ελεύftερος και ftα πηγαίναμε μαζί διακοπές. Έφτιαχνα
ένα ζελέ με κεράσια στην κουζίνα, όταν με φώναξε η υπηρέ τρια:
-
Κυρία, σας ζητούν στο τηλέφωνο, από την κλινική Σ. Κ.
της Οσάκα.
77
Είχα ένα κακό προαίσδημα κι ήμουν σε επιφυλακή, όμως της απάντησα:
-
Ποιος ftα μπορούσε να νοσηλεύεται εκεί; Δεν μπορείς
να ξαναρωτήσεις;
-Όχι, κυρία. Είναι κάποιος απ' την κλινική που ftέλει να
μιλήσει κατευftείαν σε σας. Η φωνή είναι ανδρική.
-
Περίεργο πάντως.
Πριν ακόμα πάω στο τηλέφωνο, ένιωσα κάποια ανησυχία, χωρίς να ξέρω τον ακριβή λόγο, και το χέρι μου έτρεμε όταν σήκωσα το ακουστικό.
-
Η κυρία Κακιούτσι;
Ο συνομιλητής μου, αφού βεβαιώ{}ηκε δύο ή τρεις φορές για την ταυτότητά μου, χαμήλωσε ξαφνικά τη φωνή και μου
έκανε μια παράξενη ερώτηση:
-
Λυπάμαι που σας ενοχλώ έτσι ξαφνικά, όμως ftα ήftελα
να μάftω αν ftυμάστε να έχετε δανείσει ένα βιβλίο για την αντισύλληψη στην κυρία Ν ακαγκάουα.
-
Πραγματικά, δάνεισα κάπου αυτό το βιβλίο, όμως δε
γνωρίζω καμιά κυρία Ν ακαγκάουα. Υ ποftέτω πως ftα το πή ρε απ' το πρόσωπο στο οποίο το δάνεισα. Ο άνδρας συμφώνησε αμέσως: -Ναι, ναι. Νομίζω πως μιλάτε για την κυρία Τοκουμί
τσου, έτσι δεν είναι; Το περίμενα· όμως και μόνο το όνομα με τάραζε. Είχα δα νείσει αυτό το βιβλίο στη Μιτσούκο πριν από ένα μήνα, γιατί
μια από τις φίλες της, η κυρία Ν ακαγκάουα συγκεκριμένα, δεν ήftελε ν' αποκτήσει παιδιά.
-
Η μέftοδος που ακολουftείς είναι πραγματικά ftαυμάσια,
μεγάλη αδελφή, μου είχε πει.
-
Για να λέμε την αλήftεια, είχα απαντήσει, έχω ένα πολύ
καλό βιβλίο. Κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες και βρί σκει κανείς μέσα όλα όσα ftέλει να μάftει. Της το είχα δανείσει και μετά το είχα τελείως ξεχάσει. Εντούτοις, να που ο γιατρός με πληροφορούσε πως aνησυ χούσαν γιατί, εξαιτίας αυτού του βιβλίου, είχε προκληftεί ένα σοβαρό ατύχημα. Δεν μπορούσε να μου πει λεπτομέρειες απ'
το τηλέφωνο, όμως η δεσποινίς Τοκουμίτσου, έλεγε, ήταν μπλεγμένη κι ανησυχούσε πολύ· είχε προσπα{}ήσει να με συ ναντήσει και να μου μιλήσει, όμως δεν είχα απαντήσει στα
πολλά γράμματα που μου είχε στείλει, κάτι που την είχε φέρει σε πολύ δύσκολη 'δέση. Έπρεπε οπωσδήποτε να δεχτώ να συναντήσω τη δεσποινίδα Τοκουμίτσου, επέμενε. Διάφορα
απρόβλεπτα περιστατικά στην κλινική τούς εμπόδιζαν να με επισκεφ'δούν οι ίδιοι. Το καλύτερο για μένα ήταν να πάω να δω τη δεσποινίδα Τοκουμίτσου και να παραστήσω πως η κλι νική δεν είχε καμία ανάμειξη. Κι αν δε δεχόμουν, η κλινική δε 'δα είχε καμία ευ-δύνη για τα προβλήματα που 'δα αντιμετώ πιζα.
Υποπτευόμουν πως όλα αυτά ήταν μια συνωμοσία του Ουα τανούκι και της Μιτσούκο κι αναρωτιόμουν αν 'δα έφταναν στο σημείο να 'θ-ελήσουν να με ξεγελάσουν ακόμα μια. φορά· όμως εκείνη την εποχή οι εκτρώσεις τιμωρούνταν ακόμα αυ στηρά και διάβαζε κανείς συχνά ότι ο τάδε γιατρός κατηγορή
'δηκε ή ότι ασκή'δηκε ποινική δίωξη εναντίον της τάδε κλινι κής. Όπως είπα ήδη, το βιβλίο πρότεινε διάφορες φαρμακευ τικές ή μηχανικές με'δόδους έκτρωσης, όλες παράνομες, κι
έτσι φανταζόμουν ότι η κυρία Ν ακαγκάουα είχε κάνει κάποια ανοησία που είχε πολύ σοβαρές συνέπειες, για τις οποίες κα
νένας χωρίς πείρα δεν μπορούσε να κάνει πια τίποτα το σπουδαίο κι έτσι είχε αναγκαστεί να μπει στο νοσοκομείο. Κα'δώς είχα απαγορεύσει στην υπηρέτριά μου να μου δείχνει
τα γράμματα που τυχόν 'δα μου έστελνε η Μιτσούκο και την είχα διατάξει να τα καίει, δεν μπορούσα να φανταστώ πως 'δα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο γιατρός της κλινικής ήταν πολύ βιαστικός κι επέμενε να τη δω την ίδια ημέρα. Φώναξα, λοι πόν, τον άνδρα μου για να του ζητήσω να με συμβουλέψει. -Στο σημείο που έφτασες, δεν μπορείς να αρνη'δείς να τη συναντήσεις.
Δέχτηκα, λοιπόν, την πρόταση που μου είχε γίνει. Μου α πάντησαν πως 'δα ζητούσαν απ' τη δεσποινίδα Τοκουμίτσου να έρ'δει στο σπίτι μου.
79
13
Η
ΤΑΝ ΠΕΡΙΠΟΥ ΔΥΟ ΟΤΑΝ ΔΕΧΤΗΚΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗ
μα. Μισή ώρα αργότερα έφτασε η Μιτσούκο. Αν κι οι
γιατροί της κλινικής ήταν βιαστικοί, δεν την περίμενα
πριν απ' το βράδυ και καftώς συνήftιζε να κάνει μία ή και δύο ώρες για να ετοιμαστεί, δε φανταζόμουν ότι ftα ερχόταν τόσο γρήγορα· όμως το κουδούνι χτυπούσε δυνατά κι επίμονα κι άκουσα τα τακούνια της να χτυπάνε στα τσιμεντένια σκαλο πάτια της εισόδου. Όλες οι πόρτες -μέχρι τα πιο απομα κρυσμένα δωμάτια του σπιτιού- ήταν ανοιχτές και το ρεύμα του αέρα έφερνε μαζί του ένα άρωμα που ξυπνούσε μέσα μου πολλές αναμνήσεις. Δυστυχώς, ο άνδρας μου δεν είχε ακόμα επιστρέψει.
Πηγαινοερχόμουν σπασμωδικά προς όλες τις κατευftύνσεις, ψάχνοντας να βρω από πού να το σκάσω, όταν είδα την υπη ρέτριά μου να μπαίνει βιαστικά με πρόσωπο αναστατωμένο
και να φωνάζει: -Κυρία, κυρία!
-
Ξέρω, ξέρω. Είναι η Μιτσούκο, έτσι δεν είναι;
Προχώρησα προς το μέρος της λέγοντας σαν χαμένη:
-
Περίμενε ένα λεπτό. Πες της να περιμένει. .. οδήγησέ τη
στο σαλόνι. Αφού της έδωσα αυτές τις διαταγές, κατέφυγα στον πρώ
το όροφο και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου περιμένοντας να η ρεμήσει η καρδιά μου. Τελικά, σηκώ{)ηκα, έβαλα ένα παχύ στρώμα με"ίκάπ στο πρόσωπό μου, για να καλύψω τη χλομά δα μου, ήπια ένα ποτήρι άσπρο κρασί και, συγκεντρώνοντας όλο μου το κουράγιο, κατέβηκα κάτω. Μόλις διέκρινα μέσα από το στόρι από μπαμπού τα χτυ πητά σχέδια του κιμονό της και τη σιλουέτα της, καftώς σκού8ο
πιζε το κατα"ίδρωμένο πρόσωπό της μ' ένα μαντίλι, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Εκείνη με είδε μέσα από το διαχωριστικό και, σαν να περίμενε ανυπόμονα τον ερχομό μου, με υποδέχτηκε χαμογελώντας. -Καλημέρα, μου είπε. Λυπάμαι που δεν ειδω&ήκαμε τό σο καιρό, μεγάλη αδελφή, όμως συνέβησαν τόσα ... Κι έπειτα είπα στον εαυτό μου: «Τι ttα σκέφτεται άραγε μετά από κεί νο το βράδυ; Σίγουρα ttα είναι έξαλλη». Και δεν τολμούσα πια να κάνω καμιά κίνηση. Εκφραζόταν πολύ προσεκτικά και, παρατηρώντας τις α ντιδράσεις μου, ξαναβρήκε την παλιά της οικειότητα:
-
Πες μου, μεγάλη αδελφή, είσαι ακόμα ttυμωμένη μαζί
μου;
Προσπά{tησα να την προσφωνήσω αδιάφορα «δεσποινίδα Τοκ ου μίτσου»:
-
Ο λόγος που δέχτηκα να σας δω δεν ήταν για ν' ακούσω
τέτοια πράγματα.
-
Καταλαβαίνω, μεγάλη αδελφή, όμως αν δε με διαβεβαι
ώσεις ότι με συγχώρεσες, δε ttα μπορέσω να σου μιλήσω.
-Όχι, όχι. Η κλινική Σ. Κ. μου ζήτησε να σας βοη&ήσω σχετικά με την περίπτωση της κυρίας Ν ακαγκάουα κι ο άν δρας μου μου έδωσε την άδεια να σας δεχτώ για να μιλήσου με μόνο γι' αυτό το 'δέμα. Σας παρακαλώ, λοιπόν, ν' αλλάξου με 'δέμα συζήτησης. Δεν κατηγορώ παρά μόνο την ανοησία
μου για ό,τι συνέβη, δεν κρατώ κακία και δεν τα βάζω με κανέναν, όμως επιttυμώ από δω και πέρα να μη με αποκα λείτε πια «μεγάλη αδελφή». Αλλιώς δε 'δα δεχτώ να σας ακού σω.
Αυτή η δήλωση φάνηκε να την αποttαρρύνει και, τυλίγο
ντας το μαντίλι της γύρω απ' το δάχτυλό της σαν να ήταν κορδόνι, χαμήλωσε τα μάτια της, που φάνηκαν να γεμίζουν δάκρυα. Έμεινε σιωπηλή. -Δεν ήρ'δατε να μου μιλήσετε γι' αυτή την ιστορία; Ε μπρός, εκttέστε μου τα γεγονότα.
-Όταν σ' ακούω να μιλάς έτσι, μεγάλη αδελφή ... συνέχισε η Μιτσούκο, επιμένοντας να με αποκαλεί έτσι. Ακόμα κι αν
81 6-
Σβάστικα
είχα να σου πω κάτι, τώρα είμαι ανίκανη να σκεφτώ. Στην
πραγματικότητα, αυτό που σου είπαν στο τηλέφωνο δε ... δε συνέβη στην κυρία Ν ακαγκάουα.
-
Α, ναι; Και για ποιον πρόκειται λοιπόν;
Τότε η Μιτσούκο χαμογέλασε παράξενα και μικρές ρυτίδες φάνηκαν να σχηματίζονται στη βάση της μύτης της.
-
Πρόκειται για μένα, δήλωσε.
-Ώστε εσείς μπήκατε στο νοσοκομείο ... Τι γυναίκα, Θεέ μου! Μέχρι ποιο σημείο έφτανε η αδια ντροπιά της; Ο Ουατανούκι την είχε αφήσει έγκυο και, κα{)ώς δεν ήξερε με ποιον τρόπο να απαλλαγεί, είχε έρiJει να με χρη σιμοποιήσει. Δεν της έφτανε που με είχε αναγκάσει να κα ταπιώ όλες εκείνες τις προσβολές. Έτρεμα ανεξέλεγκτα, ό μως προσπαiJούσα να συγκρατη{)ώ και να πάρω ένα ύφος απόλυτης αfiωότητας.
-
Ν α ι, είναι αλή{)εια, παραδέχτηκε κουνώντας το κεφάλι
της. Ζήτησα να μπω στο νοσοκομείο, όμως μου απάντησαν πως δε γίνεται. Αυτή η ιστορία δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος. 'Ακουγα αυτά που μου διηγόταν με λεπτομέρειες: είχε δοκιμάσει τις διάφορες- με{)όδους που πρότεινε το βιβλίο που της είχα δα νείσει, όμως καμία δεν είχε αποτέλεσμα και αν αργούσε κι άλλο, η κατάστασή της {)α γινόταν φανερή· ήταν τόσο ανα
στατωμένη, που ο Ουατανούκι, που γνώριζε έναν υπάλληλο σ' ένα φαρμακείο στο Ντοσόματσι, είχε προμηiJευτεί απ' αυτόν το φάρμακο που συνιστούσε το βιβλίο. Κι εκείνη το είχε πά ρει. Αλλά ο υπάλληλος δεν ήξερε την κατάσταση· είχε μόνο προμη{)εύσει το προ'ίόν παρασκευάζοντάς το όσο καλύτερα
μπορούσε. Πρέπει, όμως, να είχε κάνει κάποιο λά{)ος στις αναλογίες, γιατί, την προηγουμένη, η Μιτσούκο είχε αρχίσει να νιώ{)ει πόνους στην κοιλιά και, μόλις κάλεσε το γιατρό, εί χε και μια πολύ έντονη αιμορραγία. Έτσι, αναγκάστηκε να
εξηγήσει τα πάντα στο γιατρό και τους είχε ικετεύσει, εκεί νον και την Ουμέ, να επέμβουν χωρίς να πούνε τίποτα στην οικογένειά της. Ο γιατρός -που ήταν και ο οικογενειακός τους- περιορίστηκε ν' αναστενάξει:
82
-
Είναι μια λεπτή κατάσταση. Πραγματικά, δεν μπορώ να
το κάνω. Πρέπει οπωσδήποτε να υποβλη'δείτε σε επέμβαση. Σας συμβουλεύω ν' απευ'δυνδείτε σε μια εξειδικευμένη κλι νική που να γνωρίζετε και να προσπα{)ήσετε να εξηγήσετε την περίπτωσή σας. Εγώ μπορώ να σας παράσχω μόνο τις πρώτες βοή'δειες. Έτσι, είχε αποφύγει ένα στραβοπάτημα. Η Μιτσούκο είχε πάει, λοιπόν, στην κλινική Σ. Κ., της οποίας γνώριζε το διευ 'δυντή, ελπίζοντας πως εκείνος 'δα μπορούσε να τη βοη{)ήσει.
Είχε πάει να ζητήσει συμβουλές εκείνο το ίδιο πρωί, όμως της είχαν δώσει την ίδια απάντηση κι είχαν αποκρούσει το αίτημά της. Εντούτοις, κα'δώς ο διευ{)υντής είχε δεχτεί μια οικονομική βοή{)εια από τον πατέρα της Μιτσούκο για· το χτίσιμο της κλινικής, τον είχε ικετεύσει μαζί με την Ουμέ να επέμβει.
-
Τι μπέρδεμα, τι μπέρδεμα! είχε επαναλάβει εκείνος.
Πριν από λίγο καιρό οποιοσδήποτε γιατρός ftα δεχόταν να σας αναλάβει, όμως, όπως ξέρετε, αποδοκιμάζονται πολύ αυ στηρά αυτές οι πρακτικές και ftα έφτανε μόνο ένα στραβοπά τημα για να εκτεftώ, όχι μόνο εγώ αλλά και η οικογένειά σας, στην aτίμωση και τότε δεν ξέρω ποια δικαιολογία ftα μπορού σα να επικαλεστώ μπροστά στον πατέρα σας. Μα γιατί περι μένατε τόσο πολύ; Αν η κατάστασή σας δεν ήταν τόσο προ
χωρημένη, αν είχατε έρftει πριν από ένα μήνα, ftα μπορούσα να επέμβω.
Ενώ συζητούσαν, η Μιτσούκο αισ'δανόταν δυνατούς πό νους στην κοιλιά κι έχανε αίμα.· Ο διευ'δυντής σκέφτηκε πως αν συνέβαινε κάτι σοβαρό, η κλινική ftα διωκόταν και, καftώς
δεν μπορούσε να μένει άπραγος μπροστά στον πόνο της, τη ρώτησε:
-
Πείτε μου, μια κι έξω, ποιο φάρμακο πήρατε και ποιος
σας το συνέστησε. Θα προσπα{)ήσω να το κρατήσω μυστικό και αν υπάρξουν επιπλοκές, ftα μπορέσω να σας εγχειρήσω,
με την προϋπόftεση ότι αυτό το πρόσωπο ftα δεχτεί να πα ρευρεftεί στην εγχείρηση και να μιλήσει γι· αυτό.
Έτσι, του είχε ομολογήσει ότι εγώ της είχα δανείσει το βι-
βλίο, διευκρινίζοντας ότι, ακολουftώντας τις προτεινόμενες μεftόδους, είχα κατορftώσει σε κάδε περίπτωση να έχω το επιftυμητό αποτέλεσμα κι ότι γι' αυτό κι εκείνη έλπιζε να τα καταφέρει. Ο διευftυντής είχε μείνει για λίγο σκεφτικός και μετά της είχε εξηγήσει ότι στην πραγματικότητα, μ' αυτές τις
συνftήκες, δεν ήταν αναγκαία η επέμβαση γιατρού· κάποιος
χωρίς ιατρική εκπαίδευση αλλά με κάποια σχετική πείρα ftα μπορούσε να τα βγάλει πέρα άνετα. Ή ταν πολύ συνηftισμένο οι γυναίκες της Δύσης να τα βγάζουν πέρα μόνες τους, χωρίς
να ζητούν τη βοήftεια κανενός, χρησιμοποιώντας αυτή ή εκεί νη τη μέftοδο, κι αν εγώ ήμουν ικανή για κάτι τέτοιο, δεν είχε παρά ν' απευftυνftεί σε μένα. Οπωσδήποτε, αν υπήρχαν επι πλοκές, ftα τη χειρουργούσε με την προϋπόftεση ότι εγώ ftα αναλάμβανα όλες μου τις ευftύνες αν έφερνα δυσκολίες, ftα έ πρεπε να ftυμηftώ ότι εγώ ήμουν η αιτία όλων αυτών των προβλημάτων, αφού της είχα δανείσει εκείνο το βιβλίο, και πως γι' αυτό έπρεπε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο να ε πανορftώσω. Αντίftετα μ' ένα γιατρό, είχα λίγες πιftανότητες να με ανακαλύψουν κι αν αυτό συνέβαινε, οι συνέπειες δε ftα ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, κατέληξε η Μιτσούκο. -'Ακουσέ με, μεγάλη αδελφή, εγώ προσωπικά δε ftα ήftε λα να σου ζητήσω ένα τέτοιο πράγμα, όμως κατά διαστήμα
τα αισftάνομαι δυνατούς πόνους και μου είπαν ότι αν δεν επέμβει κάποιος, ftα aρρωστήσω πολύ σοβαρά. Αν εγγυό
σουν εσύ, ftα μπορούσα να χειρουργηftώ.
-
Και πώς ftα μπορούσα να εγγυηftώ; ρώτησα.
Μου είπε ότι έπρεπε να πάω στην κλινική και να δεσμευ τώ προφορικά μπροστά στο διευftυντή κι έναν τρίτο ή να γράψω μερικές γραμμές για τις τυχόν συνέπειες. Δεν ήταν
κάτι που μπορούσε ν' αντιμετωπιστεί επιπόλαια· κι εξάλλου, σε ποιο βαftμό 'δα μπορούσα να της έχω εμπιστοσύνη; Πά ντως, ήταν παράξενο το ότι κάποιος που υπέφερε, που την προηγούμενη κιόλας μέρα είχε αιμορραγία, περπατούσε τώρα έτσι, χωρίς να δείχνει το παραμικρό σημάδι εξάντλησης. Κι έπειτα, ισχυριζόταν πως μου είχε τηλεφωνήσει κάποιος απ' τη διεύftυνση της κλινικής, όμως δεν υπήρχε χ:ανένας λόγος
εκείνη να χρησιμοποιήσει παραπλανητικά το όνομα της κυ
ρίας Ν ακαγκάουα. Είχα την εντύπωση πως κάτι ύποπτο κρυ βόταν πίσω από όλα αυτά, όμως, ό,τι κι αν ήταν αυτό, δεν τολμούσα να φέρω αντιρρήσεις κι αμέσως μετά η Μιτσούκο άρχισε να τρίβει την κοιλιά της κλαψουρίζοντας:
-
Θεέ μου, πόσο πονάω ... οι πόνοι ξανάρχισαν!
ss
14
τ
-
Ι Σ' ΕΠΙΑΣΕ;
Δεν είχα προλάβει να τελειώσω τη φράση μου και, χλομιάζοντας απ' τη μια στιγμή στην άλλη, μου ζήτη
σε:
-
Μεγάλη αδελφή, μεγάλη αδελφή, γρήγορα, πήγαινέ με
στο μπάνιο!
Γεμάτη ανησυχία, πλησίασα τη Μιτσούκο που κυλιόταν στο πάτωμα και τη βοή{)ησα να σηκω'δεί. Τελικά, στηρίχτηκε πάνω μου και, βογγώντας, άρχισε μετά βίας να προχωράει. Την πήγα στο μπάνιο κι έμεινα έξω απ' την πόρτα να την περιμένω.
-
Πώς αισ'δάνεσαι; Πώς αισ'δάνεσαι; τη ρωτούσα συνέ
χεια.
-
Αισ{}άνομαι άσχημα, μεγάλη αδελφή! παραπονιόταν, με
φωνή που έδειχνε όλο και μεγαλύτερο πόνο. Δεν μπόρεσα να συγκρατη'δώ και όρμησα στο μπάνιο φωνάζοντας:
-
Κουράγιο, κουράγιο!
Και, χα'ίδεύοντάς της τους ώμους, 'δέλησα να μά'δω:
-
Βγήκε τίποτα;
Κούνησε το κεφάλι χωρίς να μιλάει· μετά είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν, σαν να την εγκατέλειπε η ζωή:
-
Πε'δαίνω, πε'δαίνω ... βοή{)ησέ με ...
Τελικά, έβγαλε μια κραυγή:
-
Μεγάλη αδελφή!
Κι aρπάχτηκε απ' τις γρο'διές μου. Προσπά{)ησα να της δώσω κουράγιο:
-
Μα τόσο εύκολα νομίζεις πως πε'δαίνει κανείς; Μίτσου,
Μίτσου!
86
Σήκωσε προς το μέρος μου ένα άδειο βλέμμα, σαν να μη
με έβλεπε πια, και ψι'θύρισε:
-
Με συγχώρεσες, έτσι δεν είναι, μεγάλη αδελφή; Έτσι δα
ήδελα να πε{}άνω, κοντά σου!
Αυτό έμοιαζε κάπως υποκριτικό, όμως την ίδια στιγμή μού φάνηκε πως τα χέρια της πάγωναν μέσα στα δικά μου.
-
Θέλεις να φωνάξω ένα γιατρό;
-Όχι, αυτό δα μπορούσε να σου δημιουργήσει προβλή-
ματα. Αν πρέπει να πεδάνω, άσε με να πεδάνω έτσι. Οπωσδήποτε, δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω εκεί και, με τη βοήδεια της υπηρέτριάς μου, την ανέβασα στο δω μάτιο του πρώτου ορόφου. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα,
που δεν είχα προλάβει να ξεδιπλώσω ούτε ένα στρώμα γι' αυτήν κι αναρωτιόμουν αν έκανα σωστά που την έβαλα να ξαπλώσει στο δωμάτιό μου· όμως στο ισόγειο, καδώς ήταν καλοκαίρι, όλες οι συρόμενες πόρτες ήταν ανοιχτές κι έτσι δεν είχα άλλη εκλογή. Μόλις ξάπλωσε, πήγα να φύγω για να
τηλεφωνήσω στον άνδρα μου, όμως με ικέτεψε:
-
Μεγάλη αδελφή, μη με aφήνεις!
Είχε αρπαχτεί με όλη της τη δύναμη απ' το μανίκι του κι
μονό μου και δεν έλεγε πια να το αφήσει. Στο μεταξύ, ηρέμησε κάπως και δε φαινόταν πια να υπο φέρει τόσο πολύ. Αν συνέχιζε έτσι, δε δα χρειαζόταν να φω νάξω το γιατρό. Μόνο τότε αισδάν{}ηκα ανακουφισμένη κι είχα την εντύπωση ότι σώ{}ηκα. Μ ην καταφέρνοντας να ε λευδερωδώ, διέταξα την υπηρέτριά μου να κατέβει στο ισό γειο.
-Πήγαινε αμέσως να καδαρίσεις το μπάνιο· είναι βρώμι κο.
Σκέφτηκα να δώσω στη Μιτσούκο ένα φάρμακο, όμως αρνή{}ηκε επίμονα:
-
Δεν το χρειάζομαι, δεν το χρειάζομαι.
Και μετά με παρακάλεσε:
-
Μεγάλη αδελφή, λύσε μου τη ζώνη.
Της έβγαλα τις κηλιδωμένες με αίμα κάλτσες της και της
κα'δάρισα με οινόπνευμα και βαμβάκι τα χέρια και τα πόδια.
Στο μεταξύ, την ξανάπιασαν οι πόνοι:
-
Πώς πονάω, πώς πονάω! Νερό, νερό!
Βογγούσε και ξέσχιζε ό,τι της έπεφτε στα χέρια, σεντόνια και μαξιλάρια, στριφογύριζε απ' τον πόνο σαν να ήταν καβού
ρι. Γέμισα ένα ποτήρι με νερό και, κα'δώς ήταν πολύ ανήσυχη και δεν τα κατάφερνε μόνη της, την ακινητοποίησα με το
ζόρι και την ανάγκασα να πιει το νερό γουλιά γουλιά. Έπινε aχόρταγα κι ο λαιμός της γουργούριζε. Ξανάρχισε τα παρά πονα:
-
Τι πόνος! Τι πόνος! Και μετά: Μεγάλη αδελφή, σε ικε
τεύω, ανέβα στην πλάτη μου και πάτα με όλη σου τη δύνα μη.
Μου ζήτησε να της κάνω μασάζ και να την τρίψω εδώ κι εκεί, κάτι που έκανα. Για λίγο φαινόταν να ηρεμεί, όμως αμέ σως μετά αναστέναζε:
-
Πώς υποφέρω!
Κι η κατάστασή της δε φαινόταν να καλυτερεύει. Στα δια λείμματα ψιΜριζε κλαίγοντας, σαν να μιλούσε στον εαυτό της:
-
Αχ, αυτός ο πόνος, είναι η τιμωρία που μου αξίζει για
όσα σου έκανα ... Θα με συγχωρέσεις, μεγάλη αδελφή, αν πε {}άνω, έτσι δεν είναι;
Μετά, κα'δώς ο πόνος γινόταν οξύτερος, στριφογύρισε πιο δύσκολα και είπε πως είχε την εντύπωση ότι είχε αποβάλει ένα {}ρόμβο αίματος. Κά{}ε φορά έλεγε:
-
Αυτό είναι, αυτό είναι.
Κοιτούσα, όμως δεν υπήρχε απολύτως τίποτα.
-
Δεν είναι παρά η ιδέα σου, είσαι τόσο αναστατωμένη,
όμως τίποτα δε βγήκε. -Αν δε βγει, 'δα πε'δάνω. Δε {}έλεις να πε'δάνω, έτσι δεν
είναι, μεγάλη αδελφή; -Γιατί το λες αυτό;
-
Γιατί δε με ανακουφίζεις αμέσως, αντί να με aφήνεις να
υπομένω αυτό το φοβερό μαρτύριο; Είμαι σίγουρη πως ξέ ρεις περισσότερα από ένα γιατρό.
88
Πραγματικά, μια μέρα της είχα πει: «Είναι εύκολο, ένα πο
λύ κοινό αντικείμενο αρκεί». Όμως απ' τη στιγμή που είχε φωνάξει: «Αυτό είναι, αυτό είναι», κατάλαβα πως όλα αυτά
δεν ήταν παρά μια χυδαία κωμωδία. Για να είμαι ειλικρινής, το είχα ήδη καταλάβει, όμως την κορόιδευα· κι εκείνη, που ήξερε πως δεν ήμουν ανόητη, είχε συνεχίσει το δέατρο χωρίς να διστάσει. Έτσι, κορο"ίδεύαμε η μία την άλλη.
Καταλάβατε σίγουρα απ' την αρχή τι συνέβαινε, κύριε· εί χα ριχτεί σκόπιμα στο στόμα του λύκου. Α, ναι! Δεν τη ρώτη
σα ποιο ήταν το κόκκινο υγρό που χρησιμοποίησε. Ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι ... Ίσως είχε κρύψει κάπου αυτή τη ζε λατίνα που μοιάζει με σβολιασμένο αίμα και που χρησιμο ποιούν στο δέατρο.
-
Μεγάλη αδελφή, δεν είσαι πια ftυμωμένη μαζί μου λοι-
πόν; Αλήδεια, με συγχώρεσες;
-
..
Αν με κορο'ίδέψεις ξανά, δα σε σκοτώσω!
Κι αν μου ξαναφερδείς με τόση αδιαφορία, δε δα μου
τη γλιτώσεις!
Σε λιγότερο από μία ώρα είχαμε ξαναβρεί την παλιά μας οικειότητα. Ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι μήπως γύριζε απρο ειδοποίητα ο άνδρας μου. Μετά απ' αυτή τη συμφιλίωση η αγάπη μου είχε γίνει ακόμα μεγαλύτερη και δεν ήδελα πια να την αφήσω να φύγει· όμως, περιμένοντας, έπρεπε να συνεν νοηδούμε για το πώς δα ξανασυναντιόμασταν. -Θεέ μου, τι να κάνουμε; Θα μπορούσες να έρδεις αύριο,
μικρή μου Μίτσου;
-
Θα με aφήσεις να έρδω στο σπίτι σου; Δεν ξέρω πια αν είναι σωστό ή όχι. Γιατί τότε να μη συναντηδούμε στην Οσάκα; Θα σου
τηλεφωνήσω αύριο, όποια ώρα προτιμάς.
-
Κι εγώ δα σου τηλεφωνήσω.
Ενώ μιλούσαμε, η νύχτα είχε πέσει.
-
Φεύγω, γιατί ο κύριος Σύζυγος δα γυρίσει όπου να 'ναι.
Καδώς άρχισε να ετοιμάζεται, την ικέτεψα επανειλημμένα:
-
Μείνε λίγο ακόμα, σε παρακαλώ.
Bg
-Έλα τώρα, μη γίνεσαι παιδί! Μην επιμένεις. Λογικέψου
και περίμενε μέχρι αύριο. Θα σου κάνω νόημα, μην aνησυ χείς καttόλου.
Τώρα οι ρόλοι μας είχαν αντιστραφεί κι ήμουν εγώ εκείνη που έπρεπε να ηρεμήσει. Έφυγε γύρω στις πέντε. Εκείνη την εποχή ο άνδρας μου επέστρεφε συνήttως γύρω
στις έξι, όμως σκεφτόμουν ότι εκείνη τη μέρα
{}'
ανησυχούσε
και ttα επέστρεφε νωρίτερα. Εντούτοις, πρέπει να είχε καttυ στερήσει στο γραφείο, γιατί πέρασε μια ώρα και δεν είχε ακό μα φανεί. Στο μεταξύ, είχα τακτοποιήσει το δωμάτιο, είχα στρώσει το κρεβάτι κι είχα μαζέψει απ' το πάτωμα τις κάλ
τσες που η Μιτσούκο είχε πετάξει -της είχα δώσει ένα ζευ γάρι απ' τις δικές μου- και, καfi'αρίζοντας τις κηλίδες, ένιω ttα σαν να ήμουν ακόμα βυttισμένη σε όνειρο. Ποια δικαιολο γία {}α έβρισκα για τον άνδρα μου; Θα του ομολογούσα ότι την είχα φέρει στο δωμάτιό μας; Δε {}α του έλεγα τίποτα; Με ποιον τρόπο έπρεπε να του μιλήσω για να μπορέσω να ξανα
δώ τη Μιτσούκο; Προσπαttούσα να βρω μια απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα, όταν άκουσα ξαφνικά απ' το ισό γειο:
-
Ο κύριος γύρισε.
Έκρυψα, λοιπόν, τις κάλτσες σ' ένα συρτάρι του κομό και κατέβηκα κάτω.
-
Πώς τελείωσε αυτή η ιστορία με το τηλεφώνημα; με ρώ
τησε αμέσως.
-
Είχα προβλήματα. Γιατί άργησες να γυρίσεις; Θα ήttελα πολύ να έρ{}ω νωρίτερα, όμως έπρεπε να τε-
λειώσω μια δουλειά. Τι έγινε;
-
Μου ζήτησαν να πάω αμέσως στην κλινική, όμως δεν
ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να το κάνω. Εν πάση περιπτώσει,
τους είπα να κάνουν υπομονή μέχρι αύριο:
-
Κι η Μιτσούκο, έφυγε; Ναι, όμως επέμεινε να πάω αύριο μαζί της. Δε νομίζεις πως το λάfi'ος είναι δικό σου, αφού εσύ της
δάνεισες αυτό το βιβλίο;
go
-
Της το δάνεισα γιατί μου υποσχέδηκε να μην το δείξει
σε κανέναν. Όμως, στ' αλή'δεια, είμαι σε πολύ δύσκολη 'δέση. Πάντως, αύριο πρέπει να πάω μαζί της, ακόμα περισσότερο μια που αυτή η κυρία Ν ακαγκάουα δε μου είναι άγνωστη. Και να πώς τα κατάφερα να βρω ένα πρόσχημα.
91
15
π -
ΕΡΑΣΑ ΟΛΗ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΓΗ
και στις οχτώ, μόλις έφυγε ο άνδρας μου, όρμησα στο τηλέφωνο:
Μεγάλη αδελφή, τι πρωινή που είσαι! Ξύπνησες ήδη;
Άκουγα πολύ καλά μέσα απ' το ακουστικό την ίδια φωνή που είχα ακούσει και την προηγούμενη μέρα, όμως είχα μια
τελείως διαφορετική αίσ{)ηση, πιο γλυκιά απ' ό,τι όταν είχα τη Μιτσούκο δίπλα μου, κι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
-
Μικρή μου Μίτσου, κοιμόσουν ακόμα; Με ξύπνησε το χτύπημα του τηλεφώνου. Εγώ είμαι έτοιμη. Μπορείς να βγεις τώρα;
-Θα ετοιμαστώ όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ας δώσουμε ραντεβού στις εννιάμισι στο στα{}μό της Ουμέντα.
-
Στις εννιάμισι. Σίγουρα, έτσι;
-Σίγουρα, μην aνησυχείς. -Είσαι ελεύ{}ερη όλη την ημέρα, Μίτσου; Πειράζει αν aρ-
γήσουμε να γυρίσουμε;
-Όχι, δεν έχει καμιά σημασία.
-
Κι εγώ το ίδιο, αποφάσισα να χαρίσω στον εαυτό μου
μία μέρα διακοπών. Έφτασα στην ώρα μου στο ραντεβού, όμως εκείνη δεν ή ταν εκεί· σκέφτηκα πως {}α είχε κα{}υστερήσει, γιατί 'δα είχε
κάνει πολλή ώρα να βαφτεί, ή απλώς πως με είχε κορο'ίδέψει. Μπήκα στον πειρασμό να της τηλεφωνήσω από ένα τηλε φωνικό {}άλαμο, όμως δεν το aποτόλμησα, φοβούμενη μή πως ερχόταν στο μεταξύ κι έφευγε, αν δε μ' έβλεπε. Έμεινα εκεί και, γεμάτη ανυπομονησία, περίμενα να φανεί. Τελικά,
περασμένες δέκα, την είδα να περνάει απ' το πορτάκι και να
έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου.
-
Με περιμένεις πολλή ώρα, μεγάλη αδελφή; με ρώτησε,
και συνέχισε χωρίς να περιμένει την απάντησή μου: Πού 'δα πάμε;
-
Ξέρεις κανένα συμπαt)ητικό μέρος, μικρή μου Μίτσου;
Θα ή'δελα να περάσουμε όλη την ημέρα σε μια ήσυχη γωνιά, χωρίς κανέναν γύρω μας.
-Τι 'δα έλεγες για τη Ν άρα; Φυσικά, η Ν άρα, η πόλη όπου είχαμε πάει μαζί για πρώτη φορά, ο λόφος της Ουακάκουσα την ώρα που βασίλευε ο ή λιος ... Πώς μπορούσα να ξεχάσω αυτό το αλησμόνητο μέρος;
-
Θαυμάσια ιδέα, 'δα ανέβουμε στην κορυφή του λόφου
της Ουακάκουσα.
Εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο χαρούμενη. Όπως πάντα ό ταν ένιω'δα μια πολύ έντονη συγκίνηση, τα μάτια μου 'δά μπωσαν απ' τα δάκρυα.
-Έλα, πάμε γρήγορα, την πίεσα κι αρχίσαμε να τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς την πιάτσα των ταξί.
-
Από χ'δες το βράδυ_ αναρωτιέμαι συνέχεια πού 'δα μπο
ρούσαμε να πάμε. Σκέφτηκα πως η Ν άρα 'δα ήταν το πιο κατάλληλο μέρος.
-
Κι εγώ το ίδιο. Στην πραγματικότητα, δεν έκλεισα μάτι
όλη τη νύχτα. Όμως δεν ξέρω τι σκεφτόμουν.
-
Ο κύριος Σύζυγος γύρισε αμέσως μετά;
--Μετά από μία περίπου ώρα.
-
Τι σου είπε;
-Μη με ρωτάς άλλο γι' αυτό το 'δέμα. Σήμερα δε 'δέλω να σκεφτώ κα'δόλου το σπίτι μου. Μόλις φτάσαμε στη Ν άρα, πήραμε το λεωφορείο μέχρι τα βόρεια του λόφου της Ουακάκουσα. Αντί'δετα με την προη γούμενη φορά, έκανε ζέστη κι ο ουρανός ήταν συννεφιασμέ νος. Όταν φτάσαμε στην κορυφή, ήμασταν κά'διδρες κα{}ή
σαμε, λοιπόν, να ξεκουραστούμε στην ταράτσα ενός κυλι κείου. Θυμη{}ήκαμε την πρώτη φορά που είχαμε αφήσει μα νταρίνια να κυλήσουν στην πλαγιά και, αυτή τη
93
φορά,
αγοράσαμε γκρέιπ-φρουτ και τα ρίξαμε με τον ίδιο τρόπο. Τα ελαφάκια που βρίσκονταν στο κάτω μέρος της πλαγιάς
το ·βαλαν τρομαγμένα στα πόδια.
-
Δεν πεινάς, μικρή μου Μίτσου; Ναι, όμως δα ήδελα να μείνω εδώ λίγο ακόμα. Κι εγώ το ίδιο. Θα ήδελα να μείνω σ· αυτό το λόφο όλη
την υπόλοιπη ζωή μου. Πάντως, περιμένοντας, δα μπορού σαμε να μασουλίσουμε κανένα μπισκότο. Για το μεσημεριανό aρκεστήκαμε σε ωμά αυγά· τρώγαμε
δαυμάζοντας τη στέγη του ναού του μεγάλου Βούδα και το βουνό Ικόμα.
-
Την τελευταία φορά είχαμε κόψει φτέρες και πολυτρί
χια· δυμάσαι, μεγάλη αδελφή; Τώρα, μάλλον, δε δα υπάρχουν πια άλλα εκεί πίσω. -Όχι, αυτή την εποχή του χρόνου αποκλείεται να βρού με.
-
Θα μου άρεσε, όμως, να πάμε πάλι εκεί.
Έτσι, κατεβήκαμε στην κοιλάδα που οδηγούσε στα πλευ ρά του λόφου πίσω μας. Ακόμα και την άνοιξη δεν πήγαιναν πολλοί σ· αυτό το μέρος το καλοκαίρι το τοπίο ήταν ακόμα πιο ερημικό και τα χορτάρια φύτρωναν άφδονα. Θα φοβό μασταν να πάμε βόλτα πολύ μακριά μόνες μας, όμως, χαρού μενες που δε μας έβλεπε κανείς, βρήκαμε ένα καταφύγιο στη σκιά ενός πυκνόφυτου μικρού δάσους, όπου μόνο τα σύννεφα μας έβλεπαν.
-
Μικρή μου Μίτσου ... Μεγάλη αδελφή ...
-Ας μείνουμε όλη μας τη ζωή μαζί.
-
Θα ήδελα να πεδάνω εδώ μαζί σου, μεγάλη αδελφή.
Αφού ψι'δυρίσαμε η μια στην άλλη αυτά τα λόγια, μείναμε σιωπηλές σ· εκείνο το μέρος δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε
αυτό· είχα ξεχάσει τα πάντα, την ώρα, τον κόσμο. Ο κόσμος μου ήταν μόνο η Μιτσούκο, αιώνια πολύτιμη. Στο μεταξύ, ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και μερικές πα γωμένες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν στα πρόσωπά μας. -Βρέχει.
94
Τι απαίσια βροχή!
-
Καλύτερα είναι να μη βραχούμε. Ας κατέβουμε πριν
αρχίσει να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Κατεβήκαμε βιαστικά, όμως η καταιγίδα ήταν σύντομη κι
η βροχή ξαφνικά σταμάτησε. -Μ' αυτές τις συνδήκες μπορούσαμε να μείνουμε εκεί πάνω περισσότερη ώρα.
-
Α! Τι κακιά βροχή!
Ξαφνικά, αρχίσαμε να πεινάμε κι οι δύο σαν λύκοι.
Είναι ήδη η ώρα για το τσάι. Τι δα έλεγες να φάμε ένα
-
σάντουιτς σε κάποιο ξενοδοχείο, πρότεινα. Ξέρω ένα συμπαt)ητικό μέρος, μου απάντησε η Μιτσού
κο.
Και με πήγε σ' ένα καινούριο ξενοδοχείο με ιαματικά λου τρά, δίπλα στο σταδμό. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα
εκεί. Στη γωνία υπήρχαν πολλά οικογενειακά λουτρά, όπως στην Τακαραζούκα, κι ήταν φανερό πως η Μιτσούκο πήγαι νε συχνά εκεί, γιατί φώναζε τις καμαριέρες με τα μικρά τους ονόματα και ήξερε τη διάταξη των δωματίων.
Διασκεδάσαμε όλη την ημέρα και γυρίσαμε στην Οσάκα γύ ρω στις οχτώ. Δε δέλαμε πια να χωριστούμε· δα μπορούσα να την ακολουt)ήσω οπουδήποτε. Συνοδεύοντάς την ως την Α σιγιαγκάουα με το τρένο, της είπα:
-
Αχ, δα ήδελα τόσο να ξαναπάω στη Ν άρα! Είσαι ελεύ
δερη αύριο, Μιτσούκο;
-
Γιατί δεν πάμε κάπου πιο κοντά αύριο; Τι δα έλεγες,
μετά από τόσο καιρό, να ξαναπάμε στην Τακαραζούκα; -Εντάξει. Και μ' αυτά τα λόγια χωρίσαμε. Έφτασα στο σπίτι μου στις
δέκα. -Άργησες πραγματικά πολύ· μόλις τηλεφώνησα στην κλι νική. Μ' αυτό τον τρόπο με υποδέχτηκε ο άνδρας μου. Αναρί
γησα. Βρήκα, όμως, αμέσως μια πολύ έξυπνη δικαιολογία.
-
Δε σου είπαν τίποτα στο τηλέφωνο, έτσι δεν είναι;
-Όχι, ισχυρίστηκαν πως δε νοσηλεύεται καμία κυρία Να-
95
καγκάουα εκεί. Σκέφτηκα πως {}α είχαν τους λόγους τους για να το κρύβουν, όμως ...
-Ε, λοιπόν, ανακάλυψα πως δεν επρόκειτο για την κυρία Ν ακαγκάουα αλλά για την ίδια τη Μιτσούκο! Στην πραγματι~ κότητα, χ-δες, όταν ήρ{}ε εδώ, μου φάνηκε κάπως παράξενη. Μου είπε πως είχε δανειστεί το όνομα της Ν ακαγκάουα, για τί φοβόταν πως {}α αρνιόμουν να τη συναντήσω αν ήξερα
πως επρόκειτο για κείνη. -Αυτή, λοιπόν, είναι στο νοσοκομείο; -Όχι, όχι, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Πήγα να τη δω τελείως ανύποπτη, με την πρό'δεση να επισκεφ{}ώ αυ τή την κυρία, και μου είπε: «Μα μπες μέσα για λίγο, σε πα ρακαλώ». Δέχτηκα, βλέποντας, όμως, πως δεν αποφάσιζε να βγει, της είπα: «Βιάζομαι, ας φύγουμε». Τότε μου ομολόγησε: «Θα ή'δελα να σου ζητήσω κάτι>>. Και πρόσ-δεσε: «Σκόπευα να σου μιλήσω χ-δες, όμως ... αυτό τον καιρό δεν αισ'δάνομαι κα λά· μάλλον είμαι έγκυος, αλλά δε {}έλω να κρατήσω το μωρό. Θα μπορούσες να με βοη{}ήσεις εσύ που ξέρεις απ' αυτά; Προσπά{}ησα να διαβάσω αυτό το βιβλίο, όμως είναι γραμμέ νο στα αγγλικά και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Φοβάμαι μήπως κάνω λά{}ος στον τρόπο χρήσης». Ν α τι μου είπε.
-Παράξενη κοπέλα στ' αλή'δεια! Να εφεύρει όλα αυτά τα ψέματα μόνο και μόνο γι' αυτό το λόγο! Έχει πολύ {}ράσος!
-
Είχα την εντύπωση πως με κορόιδευε, μετά από όλη
αυτή την ανησυχία που μου προκάλεσε, όμως με ικέτευσε: «Σε παρακαλώ, επινόησα αυτή την ιστορία γιατί δεν μπο ρούσα να κάνω αλλιώς, όμως δεν πρέπει να τα βάζεις μαζί μου». Και μετά ήταν η σειρά της Ουμέ να μου ζητήσει να τη συγχωρέσω.
-
Σύμφωνοι, αλλά υπάρχουν ψέματα και ψέματα. Αυτό ή
ταν μάλλον χονδροειδές.
-
Αυτό είναι αλή-δεια ίσως, όμως ας μην ξεχνάμε τον άν
δρα που μου τηλεφώνησε χ-δες χωρίς αμφιβολία, ήταν αυτός ο Ουατανούκι. Αυτός πρέπει να είναι που κινεί τα νήματα. Όσο πονηρή κι αν είναι η Μιτσούκο, δε 'δα ήταν ικανή να κα τασκευάσει όλη αυτή την πλεκτάνη. Ήμουν σε τέτοια κατά-
g6
σταση που της είπα: «Δεν πρόκειται να χάσω την ώρα μου ακούγοντας τέτοια αιτήματα. Φεύγω». Κι ετοιμαζόμουν να βγω, όταν μ' έπιασε κι απ' τα δυο χέρια και μου είπε: «Μη μιλάς έτσι. Πρέπει να με βοη&ήσεις». Και πρόσfiεσε βάζοντας τα κλάματα: «Αν ανακαλύψουν οι γονείς μου το μυστικό μου, δε fiα μπορώ πια να παντρευτώ τον Ουατανούκι. Δε fiα έχω
πια λόγους να ζω». Η Ουμέ με ικέτευε με τα χέρια ενωμένα: «Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, ασχοληfiείτε με τη δεσποι νίδα, μόνο εσείς μπορείτε να της σώσετε τη ζωή». Δεν ήξερα τι να κάνω και τελικά υποχώρησα.
-
Και λοιπόν;
-Και λοιπόν, σκέφτηκα πολύ και τελικά είπα: «Αγνοώ αυτές τις μεfiόδους. Λυπάμαι ήδη που σου δάνεισα αυτό το βιβλίο. Λοιπόν, το σκέφτεσαι να μπλεχτώ σε μια τόσο επικίν δυνη ιστορία! Απευfiύνσου σε κάποιο γνωστό σου γιατρό». Όμως, στο μεταξύ, η Μιτσούκο είχε αρχίσει να αισfiάνεται άσχημα κι ακολούt)ησε μεγάλη αναστάτωση.
Εφεύρισκα καfiώς μιλούσα κάfiε είδους ψέματα, ανακα τεύοντας επιδέξια και μερικά πραγματικά περιστατικά που είχαν γίνει την προηγουμένη. Του είπα πως το περασμένο
βράδυ η Μιτσούκο είχε πάρει κρυφά ένα φάρμακο που συ νιστούσε το βιβλίο και του οποίου η επίδραση άρχισε να φαίνεται ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ενώ ο πόνος γινόταν όλο
και πιο οξύς. Πρόσfiεσα ακόμα μερικές λεπτομέρειες.
-
Πρέπει κι εγώ να αναλάβω τις ευfiύνες μου, είπα. Ακό
μα κι αν το ή'δελα, δεν μπορώ να ξεφύγω. Αναγκάστηκα, λοι πόν, να μείνω μαζί της μέχρι τώρα. Ν α πώς ξεγλίστρησα απ' αυτή τη δύσκολη κατάσταση.
97 7-
Σβάστικα
16
-
Σ
ΗΜΕΡΑ ΘΑ ΤΗΣ ΚΑΝΩ ΠΑΛΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ. ΑΝ
την παραμελήσω, δα έχω τύψεις. τ ώρα πια έχω μπλεχτεί σ' αυτή την υπόδεση.
Για πέντ' έξι μέρες συναντιόμασταν κα{}ημερινά. Εντούτοις, έλεγα στον εαυτό μου: «Θα ήταν τόσο ωραία αν μπορούσαμε να μένουμε μαζί, δυο τρεις ώρες κάδε μέρα, σ' ένα μέρος
όπου κανένας δε δα μπορούσε να μας ανακαλύψει». Και το επανέλαβα και στη Μιτσούκο. Εκείνη μου απάντησε: -Σ' αυτή την περίπτωση, το κέντρο της Οσάκα 'δα ήταν το πιο κατάλληλο μέρος. Περνάει κανένας πιο εύκολα aπα ρατήρητος σε μια μεγάλη πόλη παρά σ' ένα ερημικό μέρος. Θυμάσαι το πανδοχείο όπου μου έφερες το κιμονό; Είναι άν'δρωποι της εμπιστοσύνης μου, μπορούμε να πηγαίνουμε
χωρίς καμιά ανησυχία. Τι λες; Αυτό το πανδοχείο του Κασάγιαματσι μού είχε αφήσει μια ανάμνηση αξέχαστη και πικρή. Είχα την έντονη εντύπωση ότι η Μιτσούκο ή'δελε να βάλει σε σκληρή δοκιμασία τα αι σ'δήματά μου, όμως της είπα:
-
Καλή ιδέα. Δεν αισθάνομαι και πολύ άνετα, πάμε όμως
αν το ftέλεις. Την ακολού{}ησα με το ftάνατο στην καρδιά, χωρίς να έχω
τη δύναμη να 'δυμώσω, αφήνοντάς την όμως να καταλάβει το μέγεftος της αδυναμίας μου. Εντούτοις, η αμηχανία μου δεν κράτησε παρά μία μέρα· μετά το συνήδισα κι οι καμαριέρες
ανέλαβαν να τηλεφωνούν στο σπίτι μου για να εξηγούν τις κα'δυστερήσεις μου. Στο τέλος, καταλήξαμε να πηγαίνουμε ε κεί χωριστά. Από κει τηλεφωνιόμασταν, ενώ κι η Ουμέ μπο ρούσε να μας τηλεφωνήσει αν προέκυπτε κάτι επείγον. Και δεν ήταν μόνο αυτό, στο σπίτι της Μιτσούκο, όχι μόνο η Ουg8
μέ, αλλά και η μητέρα της και οι άλλοι υπηρέτες γνώριζαν αυτό τον αριf}μό και καμιά φορά μου τηλεφωνούσαν ή τηλε φωνούσαν στη Μιτσούκο. Πρέπει να είχε πει ψέματα στους γονείς της και πραγματικά, μια μέρα που έφτασα στο παν δοχείο πριν από κείνη, ενώ την περίμενα, άκουσα μια υπηρέ τρια να απαντάει στο τηλέφωνο:
-Ναι, αυτό είναι. .. Όχι, δηλαδή την περιμένουμε εδώ και λίγη ώρα ... δεν ήρf}ε ακόμα ... ναι, ναι, f}α της το πω ... Όχι, μην
το σκέφτεστε!... Εμείς πρέπει να σας ευχαριστήσουμε για την υποδοχή που επιφυλάσσετε στην κυρία κάf}ε φορά που έρ χεται στο σπίτι σας ...
Όλα αυτά μου φάνηκαν πολύ παράξενα. Τη ρώτησα λοιπόν:
-
Σας τηλεφώνησαν απ' το σπίτι των Τοκουμίτσου; Ακριβώς, μου απάντησε αφήνοντας ένα γελάκι.
·
Είπες: «Στην κυρία κάf}ε φορά που έρχεται στο σπίτι
σας». Μπορώ να μάf}ω τι εννοούσες;
Και να τι μου πέταξε ξεσπώντας σε γέλια:
-
Μα πώς, κυρία, δεν το ξέρατε; Παριστάνω την υπηρέ
τριά σας!
Αφού τη ρώτησα με μεγάλη επιμονή, έμαθ·α ότι είχαν πει πως ήμασταν σ' ένα απ' τα γραφεία μας στην Οσάκα.
-
Η υπηρέτρια μου είπε αυτό κι αυτό. Είναι αλήftεια; ρώ
τησα τη Μιτσούκο.
-
Απόλυτα, μου απάντησε χωρίς να διστάσει. Είπα ότι έ
χετε δύο γραφεία, το ένα στο Ιμάμπασι και το άλλο σ' ένα νότιο προάστιο, κι έδωσα αυτό τον αριftμό. Πρέπει να πεις το ίδιο στο σπίτι σου, έτσι; Δεν έχεις παρά να εξηγήσεις ότι
είναι ένα υποκατάστημα της Σέμπα. Ή, αν δε ftέλεις να πεις πως είναι ένα απ' τα καταστήματά μας, πες οτιδήποτε. Έτσι, σιγά σιγά, βυftιζόμουν σε μια άβυσσο από την οποία δε ftα μπορούσα πια να βγω. «Δεν είναι καλό αυτό, όμως τώ ρα πια δε γίνεται τίποτα», σκεφτόμουν.
Άρχιζα να καταλαβαίνω πως η Μιτσούκο με χρησιμοποιού σε, πως αν και με φώναζε συνέχεια «μεγάλη αδελφή, μεγάλη αδελφή», στην πραγματικότητα με κορόιδευε
99
-
Περιμένετε,
'θυμάμαι ότι μια μέρα μού δήλωσε: «Η στιγμή που αισδάνομαι τη μεγαλύτερη περηφάνια είναι όταν νιώttω ότι με λατρεύουν
κι όχι τόσο ένας άνδρας, όσο μια γυναίκα. Τι πιο φυσικό
-
από έναν άνδρα που συγκινείται απ' την ομορφιά μιας γυ ναίκας όμως το να καταφέρνω να γοητεύω μια άλλη γυναίκα με κάνει να αναρωτιέμαι: "Τόσο όμορφη είμαι λοιπόν;" Και τρελαίνομαι από ευτυχία!» Φυσικά, διασκέδαζε, από ματαιοδοξία και μόνο, να μονο πωλεί την αγάπη που προόριζα για τον άνδρα μου. Κι όμως, ήξερα καλά μέχρι ποιο σημείο η ψυχή της ήταν κυριευμένη απ' τον Ουατανούκι. Όμως, ό,τι κι αν συνέβαινε, ένιωttα πως
δεν μπορούσα πια να την aποχωριστώ κι ενώ το ήξερα, πα ρίστανα ότι δεν το είχα αντιληφttεί· όσο ζηλιάρα κι αν ήμουν κατά βάftος, δε ttα πρόφερα ποτέ την πρώτη συλλαβή απ' το όνομα του Ουατανούκι και παρίστανα την αδιάφορη. Εκείνη είχε καταλάβει πως ήμουν σε μειονεκτική ttέση και παρόλο που
με φώναζε μεγάλη αδελφή, εγώ ήμουν τελικά που φερόμουν σαν μικρή αδελφή, κολακεύοντάς την. Μια μέρα, σ' αυτό το πανδοχείο όπου συναντιόμασταν κα{}ημερινά, μου πρότεινε:
-
Μεγάλη αδελφή, δε ttα ήttελες να ξαναδείς τον Ουατανού
κι; Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι, όμως είναι πραγματικά πολύ λυ πημένος για ό,τι έγινε και μου ζήτησε να κανονίσω μια συνά ντηση μεταξύ μας. Ξέρεις, δεν είναι κακό αγόρι, είμαι σίγου ρη πως τελικά ttα συμπα{}ήσετε ο ένας τον άλλο.
-
Καταλαβαίνω την επι-θυμία του να ξανασυναντηttούμε.
Αν επιμένει, δε βλέπω κανένα πρόβλημα. Αφού εσύ τον α γαπάς, Μιτσούκο, ttα τον αγαπήσω κι εγώ.
-
Φυσικά, το δίχως άλλο. Λοιπόν, ttα ήttελες να τον συνα-
ντήσεις σήμερα κιόλας; -'Οποτε ttέλεις. Πού είναι τώρα;
-
Εδώ είναι, στο πανδοχείο. Ήρttε πριν από λίγο.
Υποπτευόμουν πως όλα αυτά ήταν λίγο ή πολύ προσχεδιασμένα.
-
Πες του να έρttει να μας συναντήσει, συγκατένευσα.
Μετά από λίγο μπήκε στο δωμάτιο. -Α, μεγάλη αδελφή, εδώ είστε λοιπόν. 100
Ώστε δε με αποκαλούσε πια κυρία αλλά μεγάλη αδελφή ... Μόλις με είδε, φάνηκε να δειλιάζει και, παίρνοντας μια έκ φραση γεμάτη σεβασμό, μου είπε:
-
Σας ζητώ χίλιες φορές συγγνώμη για κείνο το βράδυ.
Βλέπετε, την πρώτη· φορά που είχαμε συναντη{}εί, όπως διευκρίνισα ήδη, ήταν νύχτα και φορούσε ένα δανεικό κιμο
νό. Αντίt1ετα, αυτή τη φορά ήταν μέρα και φορούσε ένα μπλε σακάκι κι ένα άσπρο παντελόνι από βαμβακερό κρεπ· είχα την εντύπωση πως μπροστά μου βρισκόταν ένα τελείως δια φορετικό πρόσωπο. Πρέπει να ήταν είκοσι εφτά ή είκοσι ο χτώ ετών· η επιδερμίδα του ήταν ακόμα πιο aνοιχτόχρωμη
απ' ό,τι μου είχε φανεί την προηγούμενη φορά. «Είναι στ' αλή{}εια ωραίο αγόρι», σκέφτηκα. Όμως, στην πραγματικό
τητα, είχε ένα ανέκφραστο πρόσωπο όμορφο σαν ζωγραφιά, με μια ομορφιά κάπως ξεπερασμένη.
-
Δε βρίσκεις πως μοιάζει στον Τοκίχικο Οκάντα;* με ρώ
τησε η Μιτσούκο. Όμως το πρόσωπό του ήταν πολύ πιο {}ηλυπρεπές απ'
αυτό του Τοκίχικο κι είχε πολύ μικρά μάτια, με βλέφαρα μάλ λον φουσκωτά. Κατά καιρούς, έσμιγε νευρικά τα φρύδια του. Δεν ξέρω γιατί, όμως μου φαινόταν λίγο κατεργάρης.
-
Ε'ίτζιρό, μην είσαι τόσο σφιγμένος. Η μεγάλη αδελφή
δεν παρεξηγή{}ηκε καfiόλου. Η Μιτσούκο έκανε ό,τι μπορούσε για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, όμως εγώ εξακολου{}ούσα να τον βρίσκω αντι πα{}ητικό και, παρά τις προσπά{}ειές μου, δεν κατάφερνα να νιώσω άνετα. Ο Ουατανούκι πρέπει να το αντιλήφ{}ηκε, γιατί
καfiόταν αλύγιστος, με πρόσωπο άνέκφραστο και σκοτεινια σμένο. Μόνο η Μιτσούκο χαμογελούσε και διασκέδαζε με την κατάσταση:
*
Διάσημος η'δοποιός του κινηματογράφου
(1903-1934).
Το πραγματικό του
όνομα ήταν Ε"ίίτσι Τακαχάσι. Άρχισε την καριέρα του στο Τόκιο το
1925,
στο
'δίασο Ν ικάτσου. Η ομορφιά του, σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, κι η αρι στοκρατική του εμφάνιση τον έκαναν γρήγορα σταρ. Έπαιξε στις ταινίες «Η γυ ναίκα που άγγιξε τα πόδια μου», «Η χορωδία του Τόκιο» κ.ά. Ήταν φίλος του
συγγραφέα (Σ.τ.Μ.).
101
-
Τι έχεις, Ε'ίτζιρό; Είσαι στ' αλήttεια παράξενος.
Του έριξε ένα βλέμμα πολύ αυστηρό, γεμάτο σημασία.
-
Γιατί έχεις τέτοια μούτρα; Δεν είναι πολύ ευγενικό για
τη μεγάλη αδελφή. Του τσίμπησε το μάγουλο. -Θέλεις να μάδεις την αλήttεια, μεγάλη αδελφή; Ζηλεύει!
-
Ψέματα, είναι ψέματα! Δε λέει αλήttεια! Πρόκειται για
παρεξήγηση! διαμαρτυρή{}ηκε.
-
Δεν είναι ψέματα. Θέλεις να επαναλάβω τι μου είπες
πριν από λίγο καιρό; -Τι είπα;
-
«Λυπάμαι που γεννή{}ηκα άνδρας. Θα ήfiελα να έχω
γεννη{}εί γυναίκα, σαν τη μεγάλη αδελφή». Αυτό δεν είπες;
-
Ν α ι, το είπα. Όμως αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη
ζήλια. 'Άρχισαν να τσακώνονται, όμως ίσως να είχαν συνεννοηttεί από πριν για να με κολακέψουν. Έβρισκα πως {}α ήταν γε λοίο να μπω στο παιχνίδι τους και προτίμησα να σιωπήσω.
-
Είναι ανάγκη να με γελοιοποιείς έτσι μπροστά στη μεγά
λη αδελφή; -Και λοιπόν, γιατί δεν προσπαfiείς εσύ να γίνεις πιο εύ ttυμος; Και μιλώντας μ' έναν τόνο επιτηδευμένο και γλοιώδη, έβα
λαν τέλος στο καβγαδάκι δύο ζηλιάρηδων ερωτευμένων. Τε λικά, βγήκαμε κι οι τρεις μαζί για να γευματίσουμε σ' ένα εστιατόριο και να πάμε στον κινηματογράφο, όμως δεν ήμα σταν στο ίδιο μήκος κύματος.
102
17
Α
,
ΞΕΧΑΣΑ ΜΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ: ΕΙΧΑ ΔΩΣΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΊΙ ΜΟΥ
το νούμερο του τηλεφώνου του πανδοχείου του Κασά
γιαματσι, ισχυριζόμενη πως ήταν το τηλέφωνο του σπι
τιού μιας ερωμένης του πατέρα της Μιτσούκο.
-
Μα, επιτέλους, γιατί δε λες καλύτερα ότι είναι ένα
υποκατάστημα της Σέμπα; με συμβούλεψε η Μιτσούκο. Θα φαινόταν παράξενη η εκλογή ενός καταστήματος ως τόπου συνάντησης. Είχα σχεδόν αποφασίσει να πω πως η
Μιτσούκο είχε μπει στο νοσοκομείο, όμως οπωσδήποτε δε ftα μπορούσε να μένει συνέχεια στην κλινική. Κι έπειτα, ftα ερχόμασταν σε πολύ δύσκολη ftέση, αν ο άνδρας μου είχε την ιδέα να έρftει να με πάρει, φεύγοντας απ' το γραφείο του. Μια μέρα λοιπόν, ενώ έσπαζα το κεφάλι μου για να βρω ένα κατάλληλο μέρος, η Ουμέ είχε αυτή την ιδέα. Βέβαια, δα
έπρεπε να τον αφήσουμε να πιστεύει ότι η Μιτσούκο ήταν ακόμα έγκυος, ότι το φάρμακο δεν είχε αποτέλεσμα, ότι ο για τρός είχε αρνηδεί να τη χειρουργήσει, ότι, κα'δώς η κοιλιά της μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο, είχε αποφασίσει να τα ο μολογήσει όλα στη μητέρα της κι ότι τελικά την είχαν εμπι στευ'δεί στη φροντίδα της ερωμένης του πατέρα της, μέχρι να
γεννηftεί το παιδί. Ήταν αρκετό να πούμε ότι εκείνη η ερωμέ νη έμενε στο πανδοχείο «Η Πηγαδόπετρα», στο Κασάγιαματσι. Έτσι, στην περίπτωση που ο άνδρας μου 'δα προσπαftούσε να το επαληftεύσει απ' τον τηλεφωνικό κατάλογο, δα διαπίστωνε ότι το νούμερο αντιστοιχούσε πραγματικά στο όνομα και, αν
ερχόταν να με πάρει, τίποτα δε ftα του φαινόταν αφύσικο. -Λοιπόν, αφού είναι έτσι, όταν δα έρftω στο σπίτι σου, ftα βάλω ένα μαξιλάρι κάτω απ' το φόρεμά μου για να φαίνομαι έγκυος, έτσι δεν είναι, μεγάλη αδελφή; 103
Γελούσαμε με την καρδιά μας. Είχαμε πάρει αυτή την από φαση γιατί ήταν η λιγότερο παρακινδυνευμένη.
-
Α, ναι; Η Μιτσούκο βρίσκεται «σε ενδιαφέρουσα»; ρώ
τησε ο άνδρας μου, πεπεισμένος ότι του έλεγα την αλήfiεια και δείχνοντας ειλικρινά λυπημένος για κείνη.
-
Μου συνέστησες να μην τη βοη{}ήσω σ' αυτή τη βρώμι
κη ιστορία. Παρά τις ικεσίες της, δεν της έδωσα καμία συμ βουλή. Της είπαν να μη βγαίνει πια απ' το σπίτι μέχρι να
γεννηfiεί το παιδί και να μείνει κρυμμένη. Στην πραγματικό τητα, είναι σαν φυλακισμένη και πλήττει μέχρι fiανάτου. Με παρακάλεσε να πηγαίνω κά{}ε μέρα να της κάνω παρέα. Τι μπορώ να κάνω; Δε {}έλω πια να είναι {}υμωμένη μαζί μου· αν την εγκαταλείψω, {}α έχω τύψεις.
-Ίσως ... Όμως, αν ανακατευτείς πολύ σ' αυτή την ιστορία, τελικά εσύ {}α την πληρώσεις.
-
Ν α ι, αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Όμως αυτή τη φορά έχει
πραγματικά αλλάξει, γιατί υπέφερε φοβερά. Λέει ότι, αφού ήρ{}αν έτσι τα πράγματα, το μόνο που της απομένει είναι να παντρευτεί τον Ουατανούκι. Είναι πολύ πιο στα{}ερή από πριν
κι έχω την εντύπωση ότι κι η οικογένειά της επιδοκιμάζει αυτή της τηy απόφαση. Όμως προς το παρόν κανένας δεν πάει να τη δει. «Είσαι το μοναδικό μου στήριγμα», μου λέει. Έπαfiε ό,τι της αξίζει, όμως τη λυπάμαι. Και την τελευταία φορά μού επανέλαβε:
«'Ακουσέ
με, μεγάλη αδελφή. Όταν
γεννηfiεί το μωρό, δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' ανακατευ
τείς στο παραμικρό. Σκοπεύω να πάω μαζί με τον Ουατανούκι στον άνδρα σου και να του ζητήσω συγγνώμη· και από δω και πέρα {}α είμαστε σαν πραγματικές αδελφές, έτσι;» Αυτά μου έλεγε πάλι την τελευταία φορά. Όμως ο άνδρας μου δε φαινόταν να έχει πεισ{}εί απόλυτα.
-
Πάντως, να είσαι επιφυλακτική.
Κι ανεχόταν τις συναντήσεις μας. Από κείνη τη στιγμή τη λεφωνούσαν απροκάλυπτα απ' το Κασάγιαματσι στο σπίτι μου και ρωτούσαν:
-
Μήπως η κυρία είναι εκεί;
Κι εγώ, απ' την πλευρά μου, μπορούσα άφοβα να της τη104
λεφωνώ. Τύχαινε μάλιστ-α να μου τ-ηλεφωνεί ο άνδρας μου,
ό-rαν έμενα σ-rο πανδοχείο ως -rην ώρα του δείπνου.
-
Θα μείνεις ακόμα πολύ εκεί; ρωτούσε ανυπόμονα.
Ήμουν ευγνώμων στην Ουμέ για τη μεγαλοφυή -rης ιδέα. Όσο για τον Ουατανούκι, δεν τον είχα ξαναδεί απ' -rην ημέρα που είχαμε ανταλλάξει εκείνες ης άγριες ματιές, γιατί, παρά τις προσπάftειες που έκανε η Μιτσούκο για να μας συμφι
λιώσει, δεν είχαμε εμπιστοσύνη ο ένας σ-rον άλλο και κανείς απ' τους δυο μας δεν έκανε το πρώτο βήμα. Κι εκείνη φαινό ταν να έχει αποδεχτ-εί πως ήταν αδύνατο να βελτιωftούν οι σχέσεις μας. Εντούτοις, μια μέρα -είχαν περάσει πέντε μέ ρες από -rότε που είχαμε πάει και οι τρεις μαζί στο σινεμά αφού περάσαμε μαζί όλο το απόγευμα, γύρω στις πέντε και
μισή με ρώτησε: -Μεγάλη αδελφή, ftα σε πείραζε να γυρίσεις πριιν από
μένα; Πρέπει να κάνω κάτι ψώνια ακόμα. Είχα την εντύπωση ότι ήftελε να με ξεφορτωftεί, όμως το είχα συνηftίσει κι έτσι δε Wμωσα.
-
Καλά, εντ-άξει, φεύγω, είπα.
Όταν βγήκα απ' το σοκάκι, άκουσα κάποιον να ψιftυρίζει το όνομά μου:
-
Μεγάλη αδελφή ...
Στράφηκα κι είδα τον Ουατανούκι.
-
Μεγάλη αδελφή, πηγαίνετε στο σπίη σας; Ν α ι. Βιαστ-είτε, η Μίτσου σας περιμένει, απάντησα μ' έ-
ναν τόνο ηftελημένα ειρωνικό. Και συνέχισα το δρόμο μου μέχρι το Σοουέμον, σκοπεύο ντας να πάρω ένα ταξί.
-
Σας παρακαλώ ... σας παρακαλώ... μου είπε φτάνοντάς
με. Πρέπει να σας πω κάτι. Αν μου το επιτ-ρέπετε, ftα μπο
ρούσαμε να περπατήσουμε μαζί για λίγο.
-
Εντάξει,
{}'
ακούσω αυτά που έχετε να μου πείτε, όμως
σας υπενftυμίζω ότι η Μιτσούκο σάς περιμένει.
-
Τότε ftα την ειδοποιήσω, μου απάντησε.
Μπήκαμε στο τε"ίοποτείο «Ο κήπος με ης δαμασκηνιές» και παραγγείλαμε μια πίτα με φασολάκια. Ενώ έτρωγα, ο Ουα105
τανούκι πήγε να τηλεφωνήσει και μετά κατευfiυνδήκαμε
προς τα βόρεια, ακολου'δώντας τη λεωφόρο του βουνού Τα ζαεμόν, και συζητώντας.
-
Της είπα ότι 'δα καfiυστερήσω μία περίπου ώρα, εξαι
τίας ενός ξαφνικού προβλήματος. Σας πειράζει να κρατήσετε μυστική τη συνάντησή μας; Αν δε μου το ορκιστείτε, δε 'δα σας εμπιστευτώ ποτέ.
-Όταν μου ζητούν να ορκιστώ ότι δε 'δα μιλήσω, κρατάω την υπόσχεσή μου ό,τι κι αν συμβεί. Όμως μερικές φορές, από την πολύ προσπάftεια, γίνεται κανείς aσυνεπής ...
-
Μεγάλη αδελφή, νομίζετε, λοιπόν, ότι εγώ κατευ'δύνω ό
λες τις κινήσεις της Μιτσούκο; Ξέρω ότι πρέπει να έχετε τους λόγους σας για να σκέφτεστε κάτι τέτοιο.
Αναστέναξε σκύβοντας το κεφάλι.
-
Γι' αυτό ακριβώς το 'δέμα ftα ήftελα να σας μιλήσω, πρό
σ-δεσε. Ποιον νομίζετε ότι αγαπάει περισσότερο η Μιτσούκο, εσάς ή εμένα; Φαντάζεστε ίσως ότι εμείς σας διαφftείραμε και σας εκμεταλλευτήκαμε, όμως κι εγώ την ίδια εντύπωση
έχω για τον εαυτό μου. Είναι αλήftεια ότι ζηλεύω. Βέβαια, η Μιτσούκο ισχυρίζεται ότι της είστε πολύ χρήσιμη για να κο ρο'ίδεύει τους γονείς της κι ότι σας χρησιμοποιεί σαν ένα α
ντικείμενο· όμως τι ανάγκη υπάρχει να συνεχίζει να σας χρη σιμοποιεί; Η παρουσία σας δε ftα ήταν περισσότερο μια ενό χληση για μας τους δύο; Αν η Μιτσούκο μ' αγαπούσε πραγ ματικά, δε 'δα με είχε παντρευτεί εδώ και πολύ καιρό;
Τον άκουγα με τη μεγαλύτερη προσοχή· φαινόταν πολύ σοβαρός κι ό,τι έλεγε είχε βάση. -Ίσως, όμως, η Μιτσούκο να μην μπορεί να σας παντρευ τεί, απλώς και μόνο γιατί η οικογένειά της δεν το εγκρίνει, δε νομίζετε; Μου επαναλαμβάνει συνέχεια ότι ftα ήftελε να πα ντρευτεί όσο πιο γρήγορα γίνεται.
-
Αυτά είναι λόγια του αέρα. Είναι αλήftεια ότι η οικογέ
νειά της έχει αντιρρήσεις για το γάμο μας. Όμως σίγουρα 'δα υπάρχει κάποιος τρόπος για να πεισftούν οι γονείς της, αν
προσπαftούσε ειλικρινά. Ειδικά τώρα, στην κατάσταση που βρίσκεται, ποιον άλλο 'δα μπορούσε να παντρευτεί; 106
Μα τότε, η Μιτσούκο ήταν στ' αλή'δεια έγκυος! «Τι παρά
ξενο!» σκέφτηκα, ενώ συνέχιζα να τον ακούω προσεκτικά.
-
Σύμφωνα με τη Μιτσούκο, ο πατέρας της είναι έξαλλος
και λέει ότι δεν μπορεί να δώσει την κόρη του παρά μόνο σ' έναν καπιταλιστή που να κερδίζει πάνω από ένα εκατομμύ ριο γιεν το χρόνο κι ότι αποκλείεται να την αφήσει να πάρει έναν aπένταρο. Όταν 'δα γεννη'δεί το μωρό, λέει, 'δα το δώ σουν σε μια οικογένεια για υιο'δεσία. Αυτό δε σας φαίνεται παράλογο; Κυρίως το μωρό λυπάμαι. Πρόκειται για την προ στασία των αν'δρωπίνων δικαιωμάτων, στο κάτω κάτω! Τι σκέ φτεστε για όλα αυτά, μεγάλη αδελφή;
-
Είμαι πάνω απ' όλα κατάπληκτη που μα'δαίνω ότι η Μι
τσούκο είναι έγκυος. Υπήρχαν συμπτώματα;
-
Πώς; Δεν το γνωρίζατε;
Με κοίταξε εξεταστικά, με βλέμμα σαστισμένο, σαν να ή'δε λε να εισχωρήσει στις βαθύτερες σκέψεις μου. -Δεν ήξερα απολύτως τίποτα. Η Μιτσούκο δε μου είπε ούτε λέξη.
-
Αλή'δεια; Μα καλά, δεν ήρ'δε στο σπίτι σας για να τη βοη
{}ήσετε να κάνει έκτρωση; -Ναι, όμως νόμιζα ότι ήταν ένα πρόσχημα για να επανα
συνδε'δούμε. Σκέφτηκα πως εκείνη η εγκυμοσύνη ήταν τε λείως φανταστικη. Είναι πάντως αλή'δεια πως είπα στο σπίτι μου ότι η Μιτσούκο είναι έγκυος κι ότι γι' αυτό το λόγο πρέ πει να την επισκέπτομαι συχνά.
-
Α, ναι; ήταν η μόνη αντίδραση του Ουατανούκι.
Όμως τα μάτια του ήταν κατακόκκινα απ' την ταραχή και
τα χείλη του είχαν γίνει κάτασπρα.
107
18
Μ
-
Α ΓΙΑΊΙ ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ Η ΜΠΣΟΥΚΟ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΝΑ
κρύβει την εγκυμοσύνη της; Ειδικά σε σας, δεν έχει λόγο να λέει ψέματα. Αλήfi'εια δεν ξέρατε τίποτα,
μεγάλη αδελφή; Φαινόταν να αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά μου κι επανα λάμβανε συνέχεια την ίδια ερώτηση. Όμως στ' αλήfi'εια δεν το ήξερα. Βεβαίωνε ότι η Μιτσούκο ήταν ήδη στον τρίτο μή να κι ότι είχε πάει και σ' ένα γιατρό. Και, κατά συνέπεια, όταν είχε σκηνοfi'ετήσει εκείνη την αιμορραγία, ήταν ήδη έ γκυος. Εν πάση περιπτώσει, κάποιος χωρίς πείρα δεν μπορεί
να αντιληφftεί μια εγκυμοσύνη που βρίσκεται μόλις στον τρί το μήνα. Κι έπειτα, η Μιτσούκο μού είχε δηλώσει με μεγάλη σιγουριά: «Αποκλείεται να μείνω έγκυος».
Πίστευα πως ό,τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα δεν ήταν παρά μια κωμωδία, όμως αν ο Ουατανούκι έλεγε την αλήfi'εια, η Μιτσούκο μού είχε πει ψέματα για να με χρησιμοποιήσει.
-
Γιατί είπε πως δεν μπορεί να μείνει έγκυος; επέμεινε ο
Ουατανούκι. Μήπως εφάρμοσε τις μεfi'όδους του βιβλίου; Ή πρόκειται για κάποια σωματική ατέλεια;
Εγώ, μπροστά στη Μιτσούκο, προσπαfi'ούσα πάντα με κά fi'ε τρόπο ν' αποφεύγω να μιλάω γι' αυτόν, δεν την είχα ρωτή σει τίποτα το ιδιαίτερο ... δεν είχε μπορέσει να συγκρατηfi'εί και να μη γελάσει λέγοντας: «Λοιπόν, όταν δα έρδω στο σπίτι σου, δα βάλω ένα μαξιλάρι κάτω απ' το φόρεμά μου για να
φαίνομαι έγκυος, έτσι δεν είναι, μεγάλη αδελφή;» Δε φανταζόμουν ποτέ ότι ήταν πραγματικά έγκυος. Και του το είπα. Μου απάντησε πως η Μιτσούκο δε σκεφτόταν σοβαρά
την
προοπτική
του
γάμου
και
πως,
καδώς
η
αποκάλυψη της εγκυμοσύνης της fi'α την ανάγκαζε να πα108
ντρευτεί, προσπαδούσε να την κρατήσει μυστική όσο περισ
σότερο μπορούσε.
-
Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η γνώμη μου, κατέληξε.
Σύμφωνα με τον Ουατανούκι, η Μιτσούκο προτιμούσέ από
τον έρωτα ενός άνδρα τον έρωτα μιας γυναίκας, μ' αγαπούσε περισσότερο από κείνον κι έτσι δεν είχε καμιά επι-θυμία να παντρευτεί. Νόμιζε ότι αν παντρευόταν κι αποκτούσε παι διά, ίσως να με έχανε κι ανέβαλλε την απόφασή της απ' τη μια μέρα στην άλλη, αναρωτώμενη αν έπρεπε ν' απαλλαγεί απ' αυτό το μωρό ή να βυttίσει τον άνδρα σε πλήρη απόγνω ση. Η παράνοιά μου μ' εμπόδιζε ίσως να δεχτώ ότι με αγα πούσε τόσο πολύ, όμως εκείνος επέμενε: -Όχι, έτσι είναι, σας διαβεβαιώνω, έτσι είναι. Είστε τυχε ρή, μεγάλη αδελφή. Εγώ, δυστυχώς, γεννήf}ηκα κάτω από κακό αστέρι!
·
Α γόρευε σαν να βρισκόταν πάνω στη σκηνή και φαινόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Από την πρώτη μας συνάντηση, μου είχε φανεί f}ηλυπρεπής. Όταν μιλούσε, ήταν άτονος και του έλειπε η αρρενωπότητα, επέμενε με τρόπο ενοχλητικό κι είχε τη συνήf}εια να κοιτάει το συνομιλητή του λοξά, με βλέμ μα καχύποπτο. Υποπτευόμουν ότι η Μιτσούκο δεν τον αγα
πούσε και τόσο πολύ. Το βράδυ που τους έκλεψαν τα ρούχα, στο Κασάγιαματσι, δε f}α μου είχε τηλεφωνήσει αν δε σκεφτό ταν παρά μόνο τον εαυτό του. Της είχε εξηγήσει ότι δεν είχε παρά να αναλάβει τις ευWνες της, να γυρίσει στο σπίτι της μ' ένα κιμονό που f}α δανειζόταν από μια καμαριέρα του πανδοχείου και να ομολογήσει τα πάντα στους γονείς της: «Γι' αυτό ή γι' αυτό το λόγο, υπάρχει ένας άνδρας με τον
οποίο έχω δεσμευttεί επίσημα». Οι γονείς της f}α είχαν υπο κλιf}εί μπροστά στο τετελεσμένο γεγονός και f}α τους είχαν
επιτρέψει να παντρευτούν σύντομα. Ή, ακόμα, f}α μπορού σαν να το σκάσουν χωρίς να νοιαστούν για τίποτα, αν ήταν στ' αλήfiεια αποφασισμένοι. Αλλά να ζητήσουν βοήf}εια απ'
τη μεγάλη αδελφή, που αγνοούσε τα πάντα, μια τέτοια στιγ μή ... Πώς η Μιτσούκο είχε τέτοιο f}ράσος; Κι έπειτα, χωρίς αμφιβολία, ακόμα κι αν μου τηλεφωνούσαν, δε f}α δεχόμουν
lDg
ποτέ να πάω. Όμως η Μιτσούκο έλεγε συνέχεια: «Αν δεν έχω το κιμονό μου απόψε, δε δα μπορέσω ποτέ να γυρίσω στο σπίτι μου». Και δεν ήδελε ν' ακούσει τίποτα. «Γιατί να μην το σκάσουμε;» της είχε προτείνει. Αλλά εκεί νη απάντησε: «Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, η κατάσταση δα γίνει ακόμα χειρότερη. Θα σκεφτώ ένα πρόσχημα και δα σου δεί
ξω πως είμαι ικανή να κάνω τη μεγάλη αδελφή να έρδει. Αν της το ζητήσω εγώ, δε δα αρνηδεί. Ακόμα κι αν δυμώσει, ξέ ρω πώς να την ξεγελάσω». Και πήγε να μου τηλεφωνήσει. -Όμως κάποιος ήταν δίπλα στο ακουστικό και της ψιW ριζε τι έπρεπε να πει, του Wμισα τότε.
-
Φυσικά, ήμουν δίπλα της, απλώς και μόνο γιατί ανησυ
χούσα. Καδώς μιλούσαμε, είχαμε διασχίσει χωρίς να το καταλά βουμε τη γέφυρα του Σανκιού κι είχαμε φτάσει στο Χονμά τσι. Σκεφτήκαμε ότι μπορούσαμε να συνεχίσουμε για λίγο τη συζήτησή μας και προσπεράσαμε τις σιδηρογραμμές με κα
τεύδυνση προς την Κιταχάμα. Μέχρι εκεί, είχα περιοριστεί στο να βλέπω την κατάσταση απ' την πλευρά της Μιτσούκο και σκεφτόμουν πως, ό,τι κι αν είχε συμβεί, μόνο ο Ουατανού κι ήταν υπεύδυνος. Όμως, αν έκρινα απ' ό,τι είχα δει σ' αυτή
την περίπτωση, δεν ήταν ψεύτης όπως νόμιζα· η έλλειψη αν δρισμού, η μόνιμη καχυποψία του ίσως να μην ήταν μόνο στοιχεία του χαρακτήρα του αλλά και αποτέλεσμα της συ μπεριφοράς της Μιτσούκο. Κι εγώ η ίδια, άλλωστε, ένιωδα κά ποιο αίσδημα κατωτερότητας που με είχε ξεγελάσει τόσο α
διάντροπα. Αν το σκεφτόμουν καλύτερα, ο Ουατανούκι έδει χνε πολύ λογικός και φαινόταν να ζητάει με ειλικρίνεια την κατανόησή μου, παρά την κάποια δυσπιστία του. Φυσικά ό μως, μου ήταν αδύνατο να παραδεχτώ ότι η Μιτσούκο με αγαπούσε περισσότερο από κείνον.
-
Κάνετε λάδος, κύριε Ουατανούκι. 'Αδικα στενοχωριέστε,
του είπα για να τον παρηγορήσω.
-Όχι, διαμαρτυρήδηκε. Θα ήδελα πολύ να το πιστέψω, όμως δεν είναι καδόλου έτσι. Εσείς, μεγάλη αδελφή, δεν ξέ ρετε την αληδινή φύση της Μιτσούκο. 110
Η Μιτσούκο {}α είχε διασκεδάσει πολύ αφήνοντας εμένα να πιστέψω ότι αγαπούσε τον Ουατανούκι και τον Ουατανού
κι να πιστέψει ότι αγαπούσε εμένα. Όμως κατά βάδος, έλεγε εκείνος, εμένα προτιμούσε, γιατί αλλιώς δε {}α είχε επινοήσει εκείνη την ιστορία με την κλινική για να μπορέσει να με συ ναντήσει ξανά, ενώ ουσιαστικά η σχέση μας είχε διακοπεί. -Μα, τέλος πάντων, τι σας είπε τότε η Μιτσούκο; Πώς τα
κατάφερε να ξανασυνδεδείτε; Μου μίλησε αργότερα σχετικά, όμως δεν ξέρω τίποτα το συγκεκριμένο.
Του διηγή{)ηκα με λεπτομέρειες το επεισόδιο με την αι μορραγία.
-
Τι; Τι; αναφωνούσε aποσβολωμένος. Ποτέ δε {}α φαντα
ζόμουν ότι δα μπορούσε να κάνει μια τέτοια σκηνοδεσία. Πραγματικά περίμενε παιδί. Όμως εγώ ήμουν της γνώμης ότι
έπρεπε να το κρατήσει και τη συμβούλεψα να μην Πάρει φάρμακα και να μη χρησιμοποιήσει τεχνητά μέσα· κι έγινα έξαλλος όταν, αργότερα, έμαδα ότι είχε έρ{}ει στο σπίτι σας
για να σας ζητήσει να τη συμβουλέψετε. Μπορεί κάλλιστα να είχε πάρει ένα φάρμακο στα κρυφά, όμως αυτοί οι πόνοι κι αυτή η αιμορραγία ήταν αναμφίβολα προσποιητοί. Μα, επιτέ λους, τι μπορεί να ήταν αυτό το αίμα; Υποστήριζε πως η Μιτσούκο δε ftα είχε ποτέ ενεργήσει έτσι
και δε δα είχε ποτέ διακινδυνεύσει τόσο πολύ, μόνο και μόνο για να τα ξαναφτιάξει μαζί μου, αν δε μ' αγαπούσε. Αυτό ήταν
πιδανό, όμως τότε εκείνον γιατί συνέχιζε να τον βλέπει; Αν ήταν πραγματικά ερωτευμένη μαζί μου, δε {}α ήταν φυσικό να
τον εγκαταλείψει; Του μίλησα για τις αμφιβολίες μου και μου εξήγησε πως η Μιτσούκο ακόμα κι αν σκεφτόταν για κάποιον:
«Αχ, πώς τον αγαπάω!», δε δα έδειχνε ποτέ την αδυναμία της, αλλά ftα φερόταν μόνο με τέτοιο τρόπο, που ο άλλος να την ερωτευ{}εί. Θεωρούσε τον εαυτό της την καλλονή του αιώνα, ήταν πολύ υπερήφανη και στενοχωριόταν όταν δεν υπήρχε κάποιος πρόftυμος να τη λατρέψει. Πίστευε πως ήταν γι' αυ
τήν ταπεινωτικό το να κάνει το πρώτο βήμα. Έτσι, για να με κάνει να ζηλέψω και να κρατήσει τον πρώτο ρόλο και την ανωτερότητά της, είχε χρησιμοποιήσει τον Ουατανούκι. 111
-
Κι έπειτα, τη συγκρατεί και κάτι άλλο: φοβάται μήπως,
αν μ' εγκαταλείψει, κάνω το ανεπανόρ'δωτο. Τώρα η σχέση μας έχει διαμορφω'δεί έτσι, που δε 'δα τολμήσει πια να τη βάλει σε δοκιμασία· αλλά αν επιχειρούσε οτιδήποτε, 'δα έ παιρνα εκδίκηση, πρό'δυμος να 'δυσιάσω την τιμή και τη ζωή μου!
Κι ενώ μου μιλούσε, με κοιτούσε κατάματα γεμάτος έντα ση· το βλέμμα του μου Wμιζε ερπετό ...
112
19
Μ
-
ΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ, ΜΕΓΑΛΗ
αδελφή;
-
Ν α ι, ναι. Απ' τη μεριά μου δεν υπάρχει κανένα
πρόβλημα.
-
Θα μπορούσαμε ίσως να γυρίσουμε πίσω τώρα;
Ξεκινώντας από την Κιταχάμα, πήραμε πάλι τον ίδιο δρό μο, αλλά προς τα νότια αυτή τη φορά.
-
Κατά βά-δος, μας έφερε τον έναν αντιμέτωπο με τον άλ
λο και, σ' αυτή την ιστορία, εγώ -δα είμαι ο χαμένος.
-
Δε νομίζω, απάντησα. Ακόμα κι αν αγαπιόμαστε παρά
φορα, εγώ κι η Μιτσούκο δεν είμαστε στο δρόμο της φύσης. Αν κάποιος πρέπει να εγκαταλειφ-δεί, αυτή -δα είμαι εγώ. Ακό μα κι η οικογένεια της Μιτσούκο -δα σας λυπη-δεί, ενώ εγώ δε -δα έχω τη συμπΟΟεια κανενός.
-
Μα νομίζω ότι ακριβώς γι' αυτό η σχέση σας παρουσιά-
ζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, επειδή είναι ενάντια στη φύ ση. Γιατί συντρόφους του δικού μου φύλου η Μιτσούκο μπο ρεί να βρει ένα σωρό, ενώ εσάς δε -δα μπορέσει να σας αντι
καταστήσει με κανέναν, μεγάλη αδελφή. Γι' αυτό μπορεί να με εγκαταλείψει από τη μια μέρα στην άλλη, ενώ εσείς δεν έ χετε τίποτα να φοβη-δείτε. Αχ, είναι αλή-δεια, κι αυτά δεν είναι όλα όσα είπε· πρόσ-δε σε επίσης πως όποιος κι αν ήταν ο άντρας που -δα παντρευό ταν η Μιτσούκο, -δα μπορούσε να συνεχίσει την ομοφυλοφι λική της σχέση μαζί μου. Μπορούσε να παντρεύεται τον ένα μετά τον άλλο χωρίς να -διγεί η σχέση μας η αγάπη που μας
ένωνε, εμένα και τη Μιτσούκο, ήταν αιώνια, ακόμα περισσό τερο κι από ένα συζυγικό δεσμό.
8-
Σβάστικα
-
Αχ, τι δυστυχισμένος που είμαι! αναστέναξε
-
κι επανέ
λαβε ακόμα μια φορά το παράπονό του.
Αφού σκέφτηκε γlλ!. λίγο, συνέχισε:
-
Ακούστε, μεγάλη αδελφή, {}α ή{}ελα να μου πείτε όλη
την αλή{}εια: ποιον {}α προτιμούσατε να παντρευτεί η Μι
τσούκο, εμένα ή κάποιον άλλο; Φυσικά, αν έπρεπε να παντρευτεί, καλύτερα {}α ήταν να παντρευόταν τον Ουατανούκι, που γνώριζε και τη σχέση μας.
Αυτή την απάντηση του έδωσα. -Τότε, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλο σαν εχ{}ρό. Πρόσ{}εσε πως από κείνη τη στιγμή έπρεπε να συμμαχή σουμε, να πάψουμε να ζηλεύουμε και να βοη{}ήσουμε ο ένας τον άλλο για να αποφύγουμε τις aνοησίες. Πραγματικά, η
Μιτσούκο μάς έκανε ό,τι ή{}ελε γιατί ήμασταν χωρισμένοι. Δε νόμιζα πως {}α ήταν καλύτερα να βρούμε έναν τρόπο να συ
ναντιόμαστε πιο συχνά; Φυσικά, έπρεπε πρώτα να τα βρούμε μεταξύ μας και να αναγνωρίσουμε ο ένας τη {}έση του άλλου.
Για να επαναλάβουμε τα λόγια της Μ_ιτσούκο, δεν υπήρχε κανένας λόγος ζήλιας, γιατί η ομοφυλοφιλική αγάπη είναι τε
λείως διαψορετικής φύσης από την ετεροφυλοφιλική αγάπη. Ήταν λά{}ος να πιστεύει κανείς ότι {}α μπορούσε να κρατήσει για τον εαυτό του ένα τόσο όμορφο πλάσμα. Θα ήταν μάλι στα φυσικό να υπήρχαν πέντε ή δέκα που να την τιμούν- το
ότι τη μοιραζόμασταν μόνο εμείς οι δύο ήταν ήδη πολυτέ λεια. Ήταν ο μόνος άνδρας κι ήμουν η μόνη γυναίκα· ποιος άλλος σ' ολόκληρο τον κόσμο {}α μπορούσε να {}εωρη{}εί πιο
τυχερός από μας; Έπρεπε να διατηρήσουμε ζωντανή στο
μυαλό μας την ιδέα πως αυτή την ευτυχία οφείλαμε να την κρατήσουμε για πάντα, ώστε κανένας ξένος να μην μπορέσει
να μας την κλέψει:
-Τι λέτε, μεγάλη αδελφή; -Αν αυτή είναι η γνώμη σας, {}α κρατήσω την υπόσχεσή μου.
-Αν δε δεχόσασταν να γίνουμε σύμμαχοι, είχα σκεφτεί να δημοσιεύσω αυτή την ιστορία. Και τότε {}α είχα καταστρέψει
114
τη ζωή μου αλλά και τη δική σας, μεγάλη αδελφή. Είναι πραγ
ματική ανακούφιση να σας ακούω να μου λέτε ότι συμφω νείτε μαζί μου. Είστε σαν μια μεγάλη αδελφή για τη Μιτσού
κο και, κατά βάδος, -to ίδιο είστε και για μένα. Αφού δεν έχω αδελφή, ftα σας προσέχω σαν να ήσασταν μέλος της οικογέ νειάς μου. Σας παρακαλώ να με βλέπετε σαν το μικρό σας αδελφό κι αν έχετε το παραμικρό πρόβλημα να μου το εμπι στεύεστε. Ξέρω πως είμαι φοβερός aντίπαλος, πως είμαι ικα νός για τα πάντα, όμως ως σύμμαχος δε ftα υπολογίζω τον
εαυτό μου, μεγάλη αδελφή, είμαι έτοιμος να δώσω και τη ζωή μου ακόμα για σας. Αν χάρη σε σας καταφέρω να παντρευτώ τη Μιτσούκο, ftα υπηρετώ τα συμφέροντά σας, πρό-θυμος να προδώσω τη συζυγική σχέση.
-
Ειλικρινά, ftα φτάνατε σ' αυτό το σημείο; Αναμφίβολα. Είμαι άνδρας εγώ! Θα σας είμαι ευγνώμων
για την υπόλοιπη ζωή μου. Είχαμε φτάσει στον «Κήπο με τις δαμασκηνιές». Χωρίσαμε αφού σφίξαμε γερά τα χέρια και δώσαμε αμοιβαία υπόσχεση να ξανασυναντηftούμε στο ίδιο μέρος όποτε χρειαζόταν. Στο γυρισμό, ξαναπαίρνοντας τον ίδιο δρόμο, ένιωftα την καρδιά μου να πάλλεται από ευτυχία. Τόσο πολύ μ' αγαπού
σε λοιπόν η Μιτσούκο! Με προτιμούσε από τον Ουατανούκι! Θεέ μου, κι αν δεν ήταν παρά ένα όνειρο; Την προηγουμένη ακόμα, ήμουν πεπεισμένη πως με χρησιμοποιούσαν κι οι δυο
σαν να ήμουν παιχνίδι, όμως η κατάσταση τώρα είχε αλλάξει κι αισftανόμουν τελείως aποπροσανατολισμένη. Συλλογιζό
μενη τις aποκαλύψεις που μου είχε κάνει ο Ουατανούκι, είπα στον εαυτό μου ότι αν η Μιτσούκο δε με αγαπούσε, δε ftα είχε προκαλέσει τέτοιο σκάνδαλο και δε 'δα είχε ftελήσει να με γνωρίσει, αφού είχε ήδη έναν aρραβωνιαστικό. Σιγά σιγά, γύριζα πίσω στο χρόνο, μέχρι τον πρώτο καιρό της σχέσης μας. Όταν είχαν κυκλοφορήσει εκείνες οι 'δλιβερές φήμες σχετικά με το πραγματικό μοντέλο για την Κάνον, η
Μιτσούκο πιftανώς να είχε προσέξει ήδη τη στάση μου και, όταν συναντιόμασταν στο δρόμο, πρέπει να σκεφτόταν: «Αυ τή η κοπέλα μού έχει αδυναμία». Και περίμενε να παρουσια-
ns
στεί η ευκαιρία για να με κατακτήσει. Τώρα που το ξανασκέ φτομαι καλά, εγώ πρώτη τής είχα απευθύνει το λόγο, όμως εκείνη, που συνή{tως κρατούσε τις αποστάσεις, με είχε κοιτά ξει κατάματα μ' ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο κι εγώ, σαγηνευ μένη, είχα ψελλίσει μερικές λέξεις. Όταν την είδα γυμνή, εγώ ήμουν που της είχα ζητήσει να γδυfiεί, όμως εκείνη μου το είχε προτείνει και με είχε ωfiήσει να της το ζητήσω
-
αν και
τη λάτρευα, δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είχα φτάσει σ' εκείνο το σημείο. Σε μια στιγμή που ο άνδρας μου δε με ικα
νοποιούσε πια, οι φήμες στη σχολή είχαν το αντίfiετο αποτέ λεσμα κι εκείνη, που είχε διαισfiανftεί πως fiα ήμουν εύκολη
λεία, είχε επηρεάσει τη fiέλησή μου χωρίς να το καταλάβω. Ίσως η πρόταση γάμου να ήταν μόνο ένα πρόσχημα. Είχα την
εντύπωση πως, ενώ με παρέσυρε στην παγίδα της, ήfiελε να με αφήνει να νομίζω πως εγώ την είχα προκαλέσει. Φυσικά, δεν έπρεπε να ξεχνάω το ρόλο του Ουατανούκι σε όλο αυτό
το σκηνικό
-
αυτός ήταν, άλλωστε, που είχε συμβουλέψει τη
Μιτσούκο τι να κάνει, το βράδυ που τους έκλεψαν τα κιμονό. Κι αυτό το τηλεφώνημα από την κλινική Σ. Κ., αυτή η ανδρι
κή φωνή, σε ποιον άλλο fiα μπορούσε να ανήκει αν όχι στον
Ουατανούκι, τον μόνο που μπορούσε να της ζητήσει να κάνει κάτι τέτοιο; Αν άρχιζα να έχω αμφιβολίες, πολλές λεπτομέ ρειες μπορούσαν να φανούν παράξενες και πρώτα πρώτα, γιατί η Μιτσούκο μού είχε κρύψει πως ήταν έγκυος; Το ότι
είχε φερfiεί με τόση σκληρότητα, αφού με είχε αφήσει στην αγωνία για τόσο καιρό, σήμαινε πως στην πραγματικότητα
δεν ενδιαφερόταν καfiόλου για μένα. Ήταν πολύ πιftανό ο Ουατανούκι να μου είχε εμπιστευτεί αυτό το μυστικό για να ψυχράνει τις σχέσεις μου με τη Μιτσούκο. Εκτός κι αν είχε
την πρόfiεση να με μετατρέψει προσωρινά σε σύμμαχο, έτσι
ώστε να μην του είμαι εμπόδιο και μόλις παντρευόταν, να με απομακρύνει... Όσο περισσότερο το συλλογιζόμουν, τόσο περισσότερο οι αμφιβολίες μου εδραιώνονταν. Όμως, μετά από τέσσερις ή πέντε μέρες, τον βρήκα πάλι να με περιμένει στο σοκάκι.
-
Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, μεγάλη αδελφή, ftα ήfiε-
n6
λα να σας μιλήσω για λίγο, σήμερα ... Θα σας πείραζε να με συνοδεύσετε στον «Κήπο με τις δαμασκηνιές»; Τον ακολού-θησα κι ανεβήκαμε σ' ένα δωμάτιο του πρώτου
ορόφου του τε'ίοποτείου, όπου μου είπε:
-
Μέχρι τώρα περιοριστήκαμε σε μια προφορική συμφω
νία, όμως δεν έχετε κάποια υλική απόδειξη αρκετή για να μου έχετε εμπιστοσύνη κι εγώ ο ίδιος είμαι aνήσυχος. Θα έ πρεπε να ανταλλάξουμε ένα γραπτό όρκο για να κάνουμε τις
αμφιβολίε"ς μας να σιγήσουν. Για να πω την αλήfi'εια, έχω ήδη ετοιμάσει αυτό εδώ
-
κι έβγαλε από την τσέπη του δυο αντί
τυπα από ένα είδος συμβολαίου. Να, ορίστε, κοιτάξτε αυτό
εδώ, είναι ο γραπτός όρκος που σας έλεγα. Σημείωση του συγγραφέα: Αισθ-άνομαι σ' αυτό το σημείο την ανάγκη να πα
ρουσιάσω το περιεχόμενο του γραπτού όρκου, όχι μόνο γιατί το απαιτε(η αφή γηση, αλλά και γιατί το ντοκουμέντο αυτό είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα αυ τού που το συνέταξε, δηλαδή του Ουατανούκι. Το αφήνω, λοιπόν, στην ολότητά του, στην κρίση του αναγνώστη.
ΓΡΑΠΤΟΣ ΟΡΚΟΣ
Σονόκο Κακιούτσι. ΓεvvήΟηκε στις τοικεί στο
8 Μαίου του 1904. Κα ... Κορόεν, Νισινομίγιασι, Χιόγκο-Κεν. Σύζυγος του
Κόταρο Κακιούτσι, δικηγόρου, διπλωματούχου της Νομικής. Εϊτζιρό Ουατανούκι. ΓεvvήΟηκε στις
1901.
Κατοικεί στο
...
21
Οκτωβρίου του
Αουάτζι-Τσο, Χιγκάσι-Κου, Οσάκα.
Δευτερότοκος γιος του Τσοσάμπουρο Ουατανούκι, υπαλλή λου γραφείου. Οι κάτω{}ι υπογραφόμενοι, Σονόκο Κακιούτσι και Εϊτζιρό Ουατανούκι, δο{}έντων των αμοιβαίων συμφερόντων που
τους συνδέουν στενά, και τον έναν και τον άλλο, με τη Μι τσούκο Τοκουμίτσου, δεσμεύονται από σήμερα, του
192...
18
Ιουλίου
να διατηρούν μια σχέση αδελφοσύνης, καfJ' όλα
όμοια μ' αυτήν της συγγένειας, με τους ακόλου{}ους όρους:
1) Η Σονόκο Κακιούτσι
fJα fJεωρείται η μεγάλη αδελφή κι ο
Εϊτζιρό Ουατανούκι ο μικρός αδελφός στο μέτρο που, αν και
117
μεγαλύτερος σε ηλικία, ο τελευταίος προορίζεται να γίνει ο
σύζυγος της μικρής αδελφής της προαναφερομένης.
2) Η μεγάλη
αδελφή {}α αναγνωρίσει στο μικρό αδελφό τον
τίτλο του μνηστήρα της Μιτσούκο Τοκουμίτσου. Ο μικρός αδελφός {}α αναγνωρίσει στη μεγάλη αδελφή την αδελφική της αγάπη για τη Μιτσούκο Τοκουμίτσου.
3) Η μεγάλη
αδελφή κι ο μικρός αδελφός {}α είναι διαρκώς
σύμμαχοι, για να προστατεύονται αμοιβαία, ώστε η αγάπη της Μιτσούκο Τοκουμίτσου να μη μεταβιβαστεί
(Jf;
κάποιον
τρίτο. Η μεγάλη αδελφή {}α προσπα{}ήσει με κά{}ε τρόπο να
διευκολύνει την επίσημη ένωση του μικρού αδελφού και της Μιτσούκο. Ο μικρός αδελφός, ακόμα και μετά το γάμο του, δε {}α αμφισβητήσει σε καμιά περίπτωση τη σχέση που υ πάρχει ανάμεσα στη μεγάλη αδελφή και τη Μιτσούκο Το κουμίτσου.
4)
Α ν ένας από τους δύο συμβαλλόμενους εγκαταλειφ{}εί
από τη Μιτσούκο, ο άλλος {}α μοιραστεί την τύχη του. Δηλα δή, αν εγκαταλειφ{}εί ο μικρός αδελφός, η μεγάλη αδελφή {}α διακόψει τη σχέση της με τη Μιτσούκο· αν δε εγκαταλειφ{}εί η μεγάλη αδελφή, ο μικρός αδελφός fJα διαλύσει τους aρρα
βώνες του με τη Μιτσούκο. Α ν έχουν ήδη παντρευτε~ {}α χωρίσει.
5) Κι
ο ένας κι ο άλλος δεσμεύονται να μη φύγουν μακριά
με τη Μιτσούκο χωρίς προειδοποίηση, χωρίς αμοιβαία συ ναίνεση, να μην εξαφανιστούν μαζί της και να μην aυτοκτονή
σουν μαζί της.
6)
Κι ο ένας κι ο άλλος, έχοντας συνείδηση ότι αυτός ο
όρκος μπορεί να προκαλέσει την εχ{}ρότητα της Μιτσούκο,
{}α κρατήσουν πλήρη μυστικότητα γι' αυτό το {}έμα, μέχρι να παρουσιαστεί η ανάγκη να το φανερώσουν. Αν ένας απ' τους δύο συμβαλλόμενους επι{}υμεί να δείξει αυτό το έγγραφο στη Μιτσούκο ή σε κάποιον τρίτο, {}α πρέπει πρώτα να συμ βουλευfJεί το άλλο μέρος.
7)
Α ν ο ένας απ' τους συμβαλλόμενους παραβιάσει αυτό
τον όρκο, {}α πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί κά{}ε είδους
δίωξη εκ μέρους του άλλου.
n8
8) Ο παρών όρκος {}α ισχύει μέχρι ένας απ' τους συμβαλλό μενους να απαρνηΟεί με τη Οέλησή του τη σχέση του με τη
Μιτσούκο Τοκουμίτσου. ΣυντάχΟηκε στις
18 Ιουλίου
του
192...
Μεγάλη αδελφή Σονόκο Κακιούτσι (Σφραγίδα) Μικρός αδελφός Εϊτζιρό Ουατανούκι (Σφραγίδα) (Αυτό το κείμενο είχε γραφτεί σε δύο φύλλα γιαπωνέζικου χαρτιού πολυτε λείας -συνδεδεμένα με τυλιγμένες λωρίδες χαρτιού- με μικρά, πολύ καλλιγρα φικά, γράμματα, με πινέλο
-
μια περίτεχνη διάταξη από ιδεογράμματα, από τα
οποία ούτε μία τελεία, ούτε μία γραμμή δεν είχαν διορttωttεί. Περισσότερο απ' το ένα τέταρτο του χαρτιού είχε μείνει λευκό· απ' ό,τι φαίνεται, ο Ουατανούκι εί χε τη συνήttεια να γράφει με πολύ μεγάλη επιμέλεια κι έτσι δεν είχε χρειαστεί να προσπαttήσει ιδιαίτερα. Ο τρόπος γραφής, για ένα νεαρό μοντέρνο άνδρα που
δεν ήταν συνηttισμένος να χρησιμοποιεί πινέλο, δεν είχε τίποτα το aξιόμεμπτο, όμως ttύμιζε κάπως τον απλο'ίκό τρόπο γραφής ενός λογιστή. Μόνο οι 'υπογρα φές τους, στο κάτω μέρος της σελίδας, είχαν προστεttεί με στυλό, στον πρώτο όροφο του «Κήπου με τις δαμασκηνιές», και η υπογραφή της κυρίας Κακιούτσι
ήταν ακανόνιστη. Όμως το πιο φοβερό ήταν κάτι καφετί κηλίδες κάτω απ' τις υπογραφές, σαν μικρά πέταλα τυπωμένα στο χαρτί· έβλεπε κανείς δύο, τη μία πάνω στην άλλη στις δύο πτυχές του χαρτιού, εκεί όπου έπρεπε να είχαν μπει οι σφραγίδες. Η ίδια η χήρα ttα εξηγούσε αργότερα περί τίνος επρόκειτο.)
-
Τι λέτε, μεγάλη αδελφή; Σας ταιριάζουν αυτοί οι όροι;
Αν συμφωνείτε, ftα σας πείραζε να βάλετε εδώ την υπογρα φή και τη σφραγίδα σας; Αν, αντίftετα, νομίζετε πως λείπει
κάτι, μη διστάσετε να μου το πείτε.
-
Είναι σωστό που όλα έχουν κανονιστεί με μεγάλη ακρί
βεια, απάντησα, όμως αν γεννιόταν ένα παιδί, η Μιτσούκο κι εσείς δε ftα σκεφτόσασταν μόνο την οικογένειά σας; Θα ήftε λα να υπολογίσετε κι αυτό το ενδεχόμενο. -Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε, σύμφωνα με το τρίτο
άρftρο που λέει:
«0
μικρός αδελφός, ακόμα και μετά το γάμο
του, δε ftα αμφισβητήσει σε καμιά περίπτωση τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη μεγάλη αδελφή και τη Μιτσούκο Το
κουμίτσου», δε ftα γίνετε ποτέ ftυσία στο βωμό των οικογε νειακών συμφερόντων. Αν σας ανησυχεί τόσο η γέννηση ενός
ng
παιδιού, είμαι έτοιμος να κάνω όλες τις προσδήκες που ttεω ρείτε αναγκαίες. Τι πρέπει να γράψω; Τόσο το χειρότερο για το μωρό που έχει στην κοιλιά της
-
η Μιτσούκο, αφού είναι αναγκαίο για το γάμο, όμως ttα ήttε λα να μην κάνετε άλλα παιδιά μετά το γάμο σας.
Αφού σκέφτηκε λίγο, δήλωσε: Σύμφωνοι, έτσι {}α κάνουμε. Τι πρέπει να γράψω; Μπο
-
ρεί να παρουσιαστούν διάφορες πιftανότητες. Είχε σκεφτεί χίλια πράγματα που ούτε καν μου είχαν περά σει απ' το μυαλό. Κοιτάξτε, λοιπόν, τι έχει γραφτεί με στυλό στην πίσω πλευρά της δεύτερης σελίδας αυτό προστέ{)ηκε
εκείνη τη στιγμή. Σημείωση του συγγραφέα: Στη δεύτερη σελίδα του φύλλου όπου είχε συντα χ{}εί ο όρκος, κάτω από τον τίτλο «Πρόσ{}ετες ρήτρες», διάβαζε κανείς τους ακό λουl'1ους όρους:
«0
μικρός αδελφός, μετά από το γάμο του με τη Μιτσούκο Το
κουμίτσου, {}α πάρει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις για να αποφευχ{}εί μια
ενδεχόμενη εγκυμοσύνη· αν παρουσιαστεί το παραμικρό σύμπτωμα, {}α συμ μορφω{}εί με τις οδηγίες της μεγάλης αδελφής, σχετικά με τα μέτρα που {}α πρέπει να παρ{}ούν». Και τότε, όπως φαίνεται, τους ήρl'1αν κι άλλες ιδέες, γιατί είχαν προσ{}έσει δύο ακόμα ρήτρες: «Σε περίπτωση που μια εγκυμοσύνη {}α άρ χιζε πριν από το γάμο, αν ακόμα και μετά το γάμο υπήρχε δυνατότητα επέμβα σης, {}α έπρεπε να γίνει χρήση κά{}ε μέσου κατάλληλου για την επίτευξη του
προαναφερl'1έντος σκοπού». «Αν ο μικρός αδελφός δεν μπορεί να εγγυη{}εί ότι {}α εκτελέσει πιστά, με τη συνεργασία της συζύγου του, ό,τι προβλέπεται στις
πρόσ{}ετες ρήτρες, δε {}α μπορεί να παντρευτεί τη Μιτσούκο». Και σ' αυτό το σημείο, επίσης, έβλεπε κανείς καφετί κηλίδες που είχαν διαποτίσει το χαρτί εδώ κι εκεί.
Αφού πρόσttεσε αυτές τις φράσεις, δήλωσε:
-
Τώρα που όλα είναι σαφή, είμαστε ήσυχοι. Όμως, βλέ
ποντάς το συνολικά, συνειδητοποιώ ότι το συμβόλαιο είναι πολύ πιο συμφέρον για σας, μεγάλη αδελφή, παρά για μένα. Ελπίζω πως τώρα αναγνωρίζετε την καλή μου πίστη. Και κατέληξε:
-
Εμπρός, υπογράψτε. 120
-Αν το δέλετε, μπορώ να υπογράψω, όμως δεν έχω μαζί
μου τη σφραγίδα μου. -Για να υπογραφεί ένα συμβόλαιο αδελφοσύνης, η κα
νονική σφραγίδα είναι άχρηστη. Λυπάμαι, αλλά δα πρέπει να κάνετε λίγη υπομονή· δε δα πονέσετε πολύ. Και, μ' ένα χλευαστικό χαμόγελο, έβγαλε κάτι απ' το μανίκι του.
121
20
Σ
-
ΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΣΗΚΩΣΕΤΕ ΤΟ ΜΑΝΙΚΙ
σας; Θα πονέσετε, αλλά μόνο για μια στιγμή. Ενώ μιλούσε, πήρε το χέρι μου και το κράτησε
σταδερά μέσα στο δικό του. Νόμιζα ότι ή'δελε απλώς να τσι μπήσει την άκρη απ' το δάχτυλό μου, όμως σήκωσε το μανίκι μου μέχρι τον ώμο και τύλιξε μ' ένα μαντίλι το πάνω και το
κάτω μέρος του μπράτσου μου.
-
Βρίσκετε πως είναι αναγκαίο για μια σφραγίδα να κα
ταφύγουμε σε τέτοια μέσα; aντέδρασα.
-
Δεν πρόκειται απλώς για μια σφραγίδα αλλά για μια υ
πόσχεση αδελφοσύvης. Και, σηκώνοντας και το δικό του μανίκι, κόλλησε το μπρά
τσο του στο δικό μου.
-
Είστε έτοιμη, μεγάλη αδελφή; ρώτησε. Δεν πρέπει να
φωνάξετε. Δεν έχετε παρά να κλείσετε τα μάτια και σ' ένα λεπτό όλα {)α έχουν τελειώσει.
Αν είχα αρνηfiεί, αναρωτιέμαι τι 'δα είχα αντιμετωπίσει. Ή {)ελα να ξεφύγω, όμως με κρατούσε γερά απ' το χέρι. Είδα
κάτι να λάμπει κι άρχισα να αισ'δάνομαι άσχημα. «Μήπως μου κόψει το λαιμό, μόλις κλείσω τα μάτια;» αναρωτή{}ηκα γεμάτη αγωνία.
Είχα την εντύπωση πως ήμουν ήδη νεκρή. Προσπά{}ησα να συμβιβαστώ με την ιδέα κι είπα στον εαυτό μου: «Αν πρέ πει να με σκοτώσει, δεν έχει παρά να το κάνει>>. Ένιωσα ένα αιχμηρό αντικείμενο να αγγίζει ελαφρά τον καρπό μου· αναρίγησα έτοιμη να πά{)ω καρδιακή προσβολή.
-
Κουράγιο, κουράγιο! με εvt1άρρυνε τείνοντάς μου το
μπράτσο του. Εμπρός, πιείτε πρώτα. Βάλτε το σημάδι σας εδώ, εδώ κι εκεί. 122
Και παίρνοντας το δάχτυλό μου, το πίεσε με τη βία πάνω στο χαρτί.
Αυτός ο Ουατανούκι μου προκαλούσε πραγματικά φόβο· έ βαλα με προσοχή τον όρκο σ' ένα συρτάρι του γραφείου και το κλείδωσα. Σκόπευα να τηρήσω τις υποσχέσεις μου και προσπα'δούσα να μη δείξω τίποτα με τη συμπεριφορά μου, αν και λυπόμουν για τη Μιτσούκο. Αλλά ίσως, όταν κρατάει
κάποιος ένα μυστικό, να μην καταφέρνει απόλυτα να ξορκί σει το φόβο του και να τον εμποδίσει να εκδηλω'δεί, γιατί, την επομένη, η Μιτσούκο με ρώτησε γεμάτη έκπληξη, κοιτώ ντας με εξεταστικά:
-
Πώς χτύπησες, μεγάλη αδελφή; Ούτε που ξέρω. Ίσως να με τσίμπησε χ-δες το βράδυ
κανένα κουνούπι. Πρέπει να ξύστηκα πολύ επίμονα.
-
Περίεργο! Ο Ε'ίτζιρό έχει ακριβώς την ίδια πληγή στο
ίδιο ση με ίο.
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως οι κακές πράξεις τιμωρού νται κι ένιωσα πως χλόμιασα.
-
Μεγάλη αδελφή, μήπως μου κρύβεις κάτι; Πες μου την
αλή-δεια, πού χτύπησες; Κι ακόμα:
-
Καταλαβαίνω τι έγινε, παρόλο που 'δέλεις να μου το κρύ
ψεις: aντάλλαξες μια υπόσχεση με τον Ε'ίτζιρό εν αγνοία μου, έτσι δεν είναι; Η Μιτσούκο είχε το χάρισμα να εκμαιεύει απ' τον άλλον την αλή'δεια, με είχε μπερδέψει και δεν μπορούσα πια να την
ξεγελάσω. Έμεινα σιωπηλή, άσπρη σαν το κερί. -Έχω δίκιο, έτσι δεν είναι, γιατί δεν το παραδέχεσαι; επέ μενε.
Τελικά, έμα-δα πως την προηγουμένη ο Ουατανούκι είχε πάει να βρει τη Μιτσούκο, πως εκείνη είχε δει την πληγή και πως από κείνη τη στιγμή δεν είχε πάψει να σκέφτεται πως αναμφίβολα οι υποψίες της ήταν σωστές. Ήταν αδύνατο να
έχουμε χτυπήσει την ίδια μέρα στο ίδιο σημείο, μου είπε. -Μεγάλη αδελφή, ποιος είναι πιο σημαντικός για σένα, εγώ ή ο Ε'ίτζιρό; 123
Κι έπειτα:
-
Α ν μου το κρύβεις, είναι γιατί υπάρχει κάτι που δε {}έ
λεις να μά{}ω.
Και τελικά, σαν να υπήρχε πράγματι κάτι το επιλήψιμο α νάμεσα σε μένα και τον Ουατανούκι:
-
Δε {}α σ' αφήσω να φύγεις αν δε μου δώσεις μια ξεκά
{}αρη απάντηση.
Εκείνη τη στιγμή τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, όμως προσπα{}ούσε να συγκρατη{}εί και περιοριζόταν να με κοιτά
ζει κατάματα με πικρία. Είχε ένα βλέμμα εξαιρετικά γοητευ τικό, μ' έναν aπερίγραπτο αισδησιασμό· αν συνέχιζε να με κοιτάει μ' αυτό τον τρόπο κι αν μου έλεγε με παραπονεμένο ύφος: «Ελάτε τώρα, μεγάλη αδελφή», δε {}α είχα αντιστα{}εί στη γοητεία της. Τώρα το είχε καταλάβει κι ήταν βέβαιο πως {}α έκανε μια απ' τις συνη{}ισμένες της σκηνές όσο περισσό
τερο προσπα{}ούσα να κρατήσω το μυστικό μου, τόσο περισ σότερο με υποψιαζόταν, όμως αποκλειόταν να ομολογήσω οτιδήποτε πριν συμβουλευτώ τον Ουατανούκι.
-
Σε παρακαλώ, περίμενε μέχρι αύριο, της ζήτησα.
Όμως απάντησε πως δεν καταλάβαινε γιατί δεν μπορούσα να της πω εκείνη την ημέρα αυτό που {}α της έλεγα την επο μένη, πως αν χρειαζόμουν τις συμβουλές κάποιου άλλου, προτιμούσε να μην ξέρει τίποτα, πως αν της aποκάλυπτα τι
είχε συμβεί χωρίς να το πω σε κανένα, {}α φρόντιζε να μη μου δημιουργήσει προβλήματα και πως δεν ή{}ελε ν' ακούσει κα{}όλου τις διαμαρτυρίες μου. Της είπα λοιπόν:
-Το λες αυτό, όμως κι εσύ έχεις μυστικά, Μιτσούκο!
-
Εγώ; Τι σου κρύβω; Δεν έχεις παρά να με ρωτήσεις, {}α
σου απαντήσω ειλικρινά.
-
Αλή{}εια, δε μου κρύβεις τίποτα; Αλή{}εια. Ίσως ξέχασα να σου πω κάτι, όμως δεν είχα
την πρό{}εση να σου κρύψω τίποτα.
-
Δε {}α μου έκρυβες τίποτα για τη φυσική σου κατάσταση;
-Για ποιο πράγμα μιλάς, μεγάλη αδελφή;
-
Θυμάσαι τότε που aρρώστησες στο σπίτι μου; Περίμε-
νες πραγματικά παιδί; 124
-
Α, εκείνη τη φορά;
Όπως το περίμενα, κοκκίνισε χωρίς να το {)έλει. -Ήταν μια σκηνο'δεσία για να σε ξαναδώ.
-
Δε σε ρωτάω αυτό. Θέλω να μά'δω αν ήσουν ή όχι έ-
γκυος.
-Όχι, δεν ήμουν.
-
Και τώρα είσαι;
-Και βέβαια όχι. Γιατί τόσες αμφιβολίες;
-
Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, όμως έχω τους λόγους μου.
Αχ, μεγάλη αδελφή! αναστέναξε βα'διά, με ύφος που έ-
λεγε: «Τώρα κατάλαβα». Μεγάλη αδελφή, είμαι σίγουρη πως ο Είτζίρο σού είπε ότι είμαι έγκυος, έτσι δεν είναι; Καυχιέται, όμως στην πραγματικότητα είναι ανίκανος να κάνει παιδιά! Μόλις είπε αυτά τα λόγια, σταμάτησε απότομα κι έσφιξε
τα χείλη της, ενώ τα μάγουλά της ήταν μουσκεμένα αΠ' τα δάκρυα.
-
Τι είπες, Μιτσούκο; φώναξα aποσβολωμένη, μην μπο
ρώντας να πιστέψω στ' αυτιά μου.
Μου ομολόγησε κλαίγοντας με λυγμούς πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μου είχε κρύψει τίποτα, εκτός απ' αυτό, που
ήταν ένα μυστικό που είχε υποσχε'δεί να μην αποκαλύψει σε
κανένα, γιατί άν το πράγμα μα'δευόταν, η ντροπή 'δα έπεφτε πάνω της και γιατί 'δα στενοχωριόταν για τον Ουατανούκι. Αλλά αφού τη διέβαλλε στη μεγάλη της αδελφή, δε {)α τον λυπόταν πια· στην πραγματικότητα, εκείνος έφταιγε για την κατάστασή της, η δυστυχία της ήταν έργο αυτού του ατόμου.
Έκλαψε κι άλλο και μου διηγή-θηκε τα πάντα, ξεκινώντας από τη συνάντησή της με τον Ουατανούκι. Τον είχε συναντή
σει ένα καλοκαίρι, δυο χρόνια πριν, ενώ βρισκόταν σε διακο πές στο εξοχικό της στη Χαμαντέρα· άρχισαν να μιλάνε, την
προσκάλεσε να πάνε έναν περίπατο και την παρέσυρε πίσω
από μια ψαράδικη καλύβα, στην παραλία. Ακόμα κι όταν τέ λειωσε το καλοκαίρι, κα'δώς ήταν γείτονες στην Οσάκα, είχαν συνεχίσει να συναντιούνται και να κάνουν παρέα. Μια μέρα η Μιτσούκο έμα'δε από μια παλιά της συμμαθήτρια μια παράξε νη ιστορία για τον Ουατανούκι. Εκείνη η φίλη τούς είχε δει 125
ενώ έκαναν μαζί έναν περίπατο στην Τακαραζούκα κι ένα βράδυ, βλέποντας τη Μιτσούκο να βγαίνει μόνη της στον κή
πο της κινηματογραφικής λέσχης του Ασάχικάικαν, στον τε λευταίο όροφο του κτηρίου, της φώναξε χτυπώντας την ελα φρά στον ώμο:
-
Δεσποινίς Τοκουμίτσου! Σας είδα τις προάλλες που πη
γαίνατε βόλτα με τον κύριο Ουατανούκι.
-
Γνωρίζετε τον κύριο Ουατανούκι; Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, όμως ξέρω πως γοητεύει
όλες τις γυναίκες. Λένε πως είναι πολύ ελκυστικός άνδρας. Είναι ο ιδανικός σύντροφος για μια τόσο γοητευτική κοπέλα όπως εσείς! Χαμογελούσε πονηρά κι η Μιτσούκο τής εξήγησε πως δεν
επρόκειτο στην κυριολεξία για ένα δεσμό, πως απλώς είχαν πάει μαζί έναν περίπατο· η άλλη τής είπε:
-
Δεν υπάρχει λόγος να απολογείστε! Κανείς δε 'δα τον
υποπτευόταν. Ξέρετε ποιο είναι το παρατσούκλι του; -Όχι, είχε απαντήσει η Μιτσούκο.
-
«Ακίνδυνος εραστής!»
Η Μιτσούκο δεν είχε καταλάβει τον υπαινιγμό κι είχε επι μείνει τόσο πολύ, που η άλλη τής εξήγησε τελικά πως ο Ουα τανούκι ήταν ανίκανος, πως κυκλοφορούσε η φήμη πως ή ταν άφυλος και πως υπήρχαν και αξιόπιστοι μάρτυρες που το βεβαίωναν.
126
21
ο
ΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ 'ΧΕΙ, ΕΚΕΙΝΗ ΤΟ ΕΜΑΘΕ, ΓΙΑΊΙ ΜΙΑ ΓΝΩΣΤΗ
της φίλης της είχε ερωτευδεί τον Ουατανούκι, την είχε αγαπήσει κι εκείνος, κι είχε παρακαλέσει ένα μεσολα
βητή να ζητήσει την έγκριση απ' τους γονείς του αγοριού·
όμως εκείνοι είχαν απαντήσει με υπεκφυγές. Μετά από επί μονες προσπάδειες, την υπενθύμιση πως οι ενδιαφερόμενοι επιfiυμούσαν να παντρευτούν και τη νέα επίκληση προς τους
γονείς να δώσουν τη συγκατάftεσή τους, εκείνοι τελικά δή λωσαν πως, για κάποιο ιδιαίτερο λόγο, σκόπευαν να μην πα
ντρέψουν ποτέ το γιο τους. Κι η κοπέλα, μετά από επίπονες έρευνες, έμαftε πως ο Ουατανούκι είχε περάσει στην παιδι
κή του ηλικία παρωτίτιδα, που του είχε προκαλέσει ορχίτι δα. -Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνε.ι αυτό, μου ομολόγησε η Μιτσούκο, όμως ένας γιατρός μού εξήγησε πως πραγματικά οι μαγουλάδες μπορεί να έχουν τέτοιες επιπλοκές. Ίσως να μην ήταν παρά οι συνέπειες μιας ακόλαστης ζωής. Εν πάση περιπτώσει, από τότε η κοπέλα άρχισε να τον μισεί. Αν το σκεφτεί κανείς καλά, ήταν δλιβερό, όμως δα
μπορούσε να αποφεύγει να συνδέεται με κοπέλες και να τους στέλνει παράφορα γράμματα, ενώ δεν έκανε άλλο από να τις φλερτάρει με παραπλανητικά λόγια του είδους <<δα
ήσασταν η ιδανική γυναίκα» και να τις πηγαίνει σε σκοτεινές aπόμερες γωνιές. Τώρα καταλαβαίνω πως, στην κατάσταση που βρισκόταν, αυτές ήταν οι μόνες aπολαύσεις που μπορού σε να επιτρέψει στον εαυτό του. Τελικά, έπαιζε με τις κοπέ
λες, κάτω από τη μάσκα του ftερμού εραστή. Ο Ουατανούκι εκείνες τις στιγμές συνήftιζε να λέει: «Εγώ πιστεύω πως είναι αμαρτία να έχει κανείς σαρκικές σχέσεις πριν απ' το γάμο». 127
Κι αυτό ερέ·θιζε ακόμα περισσότερο τα κορίτσια που τον {}αύμαζαν και τον {}εωρούσαν υπεύ{}υνο άνδρα. Να γιατί ε
κείνη η κοπέλα, αν και την παρακάλεσαν: «Μην πείτε τίποτα, σας ικετεύω», είχε πει σε όλους την αλή{}εια, από μνησικακία, κι έτσι είχε διαπιστώσει πως και πολλές άλλες είχαν μοιρα
στεί την ίδια απογοήτευση. Πραγματικά, ο Ουατανούκι ήξερε πως ήταν ωραίο αγόρι κι είχε συναίσ{}ηση του ότι άρεσε στις γυναίκες σύχναζε αδιά ντροπα στα μέρη όπου συνή{}ως συγκεντρώνονταν τα κορί τσια κι η οποιαδήποτε είχε μια πι{}ανότητα να πέσει στην
παγίδα του. Γενικά, τον έβρισκαν πολύ ενάρετο ή, μάλλον, τον λάτρευαν γιατί δήλωνε πως η αγάπη του ήταν πλατωνική κι ότι όσο πα{}ιασμένα κι αν τον αγαπούσαν, {}α έμενε αγνός. Έτσι, οι κοπέλες αφήνονταν να πεισ{}ούν και τη μοιραία στιγ-
μή τις εγκατέλειπε. «Α, ναι; Σου συνέβη κι εσένα; Ε, ναι, κι εγώ το ίδιο έπα{}α». Ήταν πολλές τώρα κι όταν τις ρωτούσαν,
απαντούσαν με τον ίδιο τρόπο· σε μια δεδομένη στιγμή το έσκαζε και, κατά βά{}ος, αυτό ήταν αρκετά παράξενο, γιατί
τα φιλιά του διέψευδαν τον υποτι{}έμενο πλατωνισμό του, ό μως σ' αυτή την περίπτωση, δεν ήταν πια {}έμα αγνότητας. Δεν καταλάβαιναν ποτέ ότι τις κορόιδευε, όμως αργά ή γρή γορα ερχόταν η στιγμή της αλή{}ειας αναγνώριζαν όλες πως
χρησιμοποιούσε ένα πανομοιότυπο σύστημα για να τις εγκα ταλείψει. «Αφού μου έκανε πρόταση γάμου, εξαφανίστηκε», έλεγαν όλες ανεξαιρέτως. Μερικές τον λυπόντουσαν, όμως εκείνος δεν μπορούσε να φανταστεί πως ήξεραν τόσο πολλοί
το μυστικό του και συνέχιζε να διασκεδάζει με παρ{}ένες, περνώντας απ' τη μια στην άλλη. Αυτές που δεν τον ήξεραν
ακόμα έπεφταν εύκολα στα δίχτυα του, όμως εκείνες που ή ξεραν τα πάντα τον κορόιδευαν πίσω απ' την πλάτη του σχο λιάζοντας:
-
«0
εραστής μας βρήκε κι άλλη α{}ώα περιστερά ...
Ε, καλά, του εύχομαι καλή διασκέδαση». Η φίλη της Μιτσούκο τής είχε πει:
-
Εγώ νόμιζα πως δεν ξέρατε τίποτα και {}έλη σα -να σας
προειδοποιήσω. Όμως, αν νομίζετε πως σας είπα ψέματα, δεν έχετε παρά να τον ρωτήσετε. Μια τέτοια ... 128
-Α, ώστε έτσι; Είναι, λοιπόν, τόσο πολύ ιδιόρρυδμος; Δε μ' έχει ακόμα φιλήσει, όμως έχω την εντύπωση πως αυτό δε δ' αργήσει να γίνει. Η Μιτσούκο παρέστησε την αδώα κι έτσι άλλαξαν δέμα συζήτησης. Όμως όταν γύρισε στο σπίτι της, ρώτησε την Ουμέ: -Σήμερα μια συμμαδήτριά μου μου διηγήδηκε αυτό κι
αυτό. Νομίζεις πως είναι αλήδεια;
-
Κι εσείς, δεσποινίς, δεν έχετε καμία ιδέα αν είναι αλή
δεια ή ψέματα; έκανε η Ουμέ.
Όπως ήταν φυσικό, η Ουμέ σκέφτηκε πως η Μιτσούκο δεν μπορούσε να αγνοεί τέτοιο πράγμα. Στην πραγματικότη τα, καδώς ήταν η πρώτη της εμπειρία με άνδρα και καδώς ο
Ουατανούκι τής είχε τονίσει πως έπρεπε να προσέχουν για να μην αποκτήσουν παιδιά, δεν είχε καμιά ιδιαίτερη υποψία και, παρ' όλη τη διήγηση της φίλης της, είχε ισχυριστεί πως δεν ήξερε αν ήταν αλήδεια ή ψέματα. Η Ουμέ στην αρχή aπόρη
σε κι είχε σχολιάσει:
-
Μα μήπως είναι συκοφαντία για να ψυχράνουν τις σχέ
σεις σας; Φαίνεστε τόσο ταιριαστό ζευγάρι, έτσι όμορφοι που είστε και οι δύο ... Δε δα μπορούσαμε ν' αναδέσουμε σε κά ποιον να κάνει μια έρευνα; Έτσι, απευδύνδηκαν σ' έναν ιδιωτικό αστυνομικό, που επι βεβαίωσε πως ο Ουατανούκι είχε κάποια σεξουαλική αναπη ρία. Δεν είχαν μπορέσει να επιβεβαιώσουν αν επρόκειτο για κατάλοιπα από την παρωτίτιδα, όμως το πρόβλημα φαινόταν να ξεκινάει από την παιδική του ηλικία. Ο αστυνομικός είχε καταφέρει να συγκεντρώσει αυτές τις πληροφορίες γιατί α νακάλυψε πως ο Ουατανούκι, πριν συνδεδεί με τη Μιτσούκο, διασκέδαζε μυστικά στις νότιες συνοικίες της πόλης. Κάνο ντας έρευνες σε κείνα τα μέρη, είχε φτάσει μέχρι τις «επαγ γελματίες» που αφήνονταν να γοητευτούν απ' τον Ουατανού κι και, γενικά, τον ερωτεύονταν τρελά. Αν κι ήταν όμορφο αγόρι, αυτό ήταν παράξενο και για κάποιο χρονικό διάστημα είχε προκαλέσει κάποια κατάπληξη: ο κόσμος πίστευε πως κάτι περίεργο συνέβαινε. Οι γυναίκες που κάποτε είχαν δε129
g-
Σβάστικα
σμό μαζί του αρνούνταν κατηγορηματικά να το ομολογή σουν, έτσι, η φήμη του ολοένα και μεγάλωνε. Ο αστυνομικός, χρησιμοποιώντας διάφορες καινούριες μεδόδους έρευνας, είχε καταφέρει ν' ανακαλύψει πως στην αρχή ο Ουατανούκι είχε προσπαδήσει να κρύψει το ελάττωμά του· όμως κάποια γυναίκα είχε μυριστεί το μυστικό του και, καftώς η ίδια είχε ομοφυλοφυλικές τάσεις, είχε μάftει στον Ουατανούκι πώς έ
νας άνδρας που δεν είναι πραγματικά άνδρας μπορεί να κάνει μια γυναίκα να τον αγαπήσει. Μετά απ' αυτό είχαν αρχίσει να τον αποκαλούν «Ο άνδρας-γυναίκα» ή «η γυναίκα-άνδρας»
κι από τότε είχε ξαφνικά σταματήσει να συχνάζει σε κείνα τα μέρη και δεν τον είχαν ξαναδεί σε καμιά «λέσχη τσαγιού»
-
στη συνέχεια, μου έδειξαν αυτή την αναφορά: η έρευνα είχε
καταγραφεί με κάδε λεπτομέρεια. Ενώ διασκέδαζε στα κρυφά, ftα πρέπει να είχε σκεφτεί: «Δεν υπάρχει λόγος να aπελπίζομαι». Και, ξαναβρίσκοντας την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, είχε ψάξει να βρει μια φυ
σιολογική κοπέλα· τότε ήταν που η Μιτσούκο έπεσε στα δί χτυα του
-
αυτή ήταν η υπόftεση της Μιτσούκο, όμως μου
φαίνεται βάσιμη. ΔιαισΟανόταν πως δεν ήταν παρά ένα παι
χνίδι στα χέρια του και δεν ήftελε να συνεχίσει να ζει· σε τέτοιες στιγμές είχε σκεφτεί στ' αλή'δεια να πε'δάνει, όμως πριν τον εκδικη'δεί aυτοκτονώντας, ήταν αποφασισμένη να
ξεσπάσει επάνω του όλη την πίκρα της. Του είχε, λοιπόν, προτείνει:
-
Γιατί να μην παντρευτούμε αφού το ftέλεις κι εσύ; Κατά
φερα ήδη να πάρω τη συγκατάθεση των γονιών μου. Τον έβαζε σε δοκιμασία.
-
Κι εγώ το ftέλω πολύ, όμως προς το παρόν δεν είναι δυ-
νατό, είχε αποκριftεί εκείνος. Και ξεγλιστρούσε με απαντήσεις του είδους:
-
Θα παντρευτούμε σ' ένα ή δύο χρόνια. Στην πραγματικότητα, δε ftα μπορέσεις ποτέ να πα-
ντρευτείς, είχε απαντήσει η Μιτσούκο. Το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση:
-
Γιατί; είχε ρωτήσει. 130
Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι λέγεται για σένα.
-
Είχε προσδέσει πως τώρα δεν μπορούσε πια να την αφή σει, πως έπρεπε να πε'δάνει μαζί της. Όμως εκείνος είχε επι μείνει, ισχυριζόμενος πως όλα αυτά ήταν μια πλεκτάνη. Ό ταν όμως η Μιτσούκο τού είχε δείξει την αναφορά του αστυ νομικού, είχε δηλώσει μ' έναν τόνο aπερίγραπτο: Δε φέρ{}ηκα σωστά, συγχώρεσέ με.
-
Κι έπειτα:
-Θέλω να πε'δάνουμε μαζί.
Αλλά δεν είχαν σκοτω'δεί, γιατί η Μιτσούκο, αφού άφησε την πίκρα της να ξεσπάσει, είχε αρχίσει πάλι να τον λυπάται, και τελικά δέχτηκε απρό'δυμα να συνεχίσει να τον βλέπει. Οπωσδήποτε, στο βάftος της καρδιάς της, τον σκεφτόταν α
κόμα κι ή'δελε να μείνει όσο το δυνατό περισσότερο μαζί του. Ο Ουατανούκι το είχε καταλάβει· μέχρι τότε πίστευε πως ακό μα κι η πιο ερωτευμένη μαζί του κοπέλα 'δα έφευγε αν μά
ftαινε το μυστικό του, όμως αφού εκείνη εξακολουftούσε να τον αγαπάει, παρόλο που γνώριζε την αναπηρία του, για ποιο λόγο να συνεχίσει να κρύβεται; Της είχε πει πως ένιωftε
δυστυχισμένος που είχε τέτοιο σώμα αλλά, παρ' όλα αυτά,
δεν το ftεωρούσε και τόσο σοβαρό ελάττωμα και πως αν κά ποιος σκεφτόταν ότι δεν είχε τις ικανότητες που χαρακτηρί ζουν έναν άνδρα, ftα έπρεπε να του εξηγήσει πού βρίσκεται η πραγματική αξία ενός άνδρα. Άραγε το να είναι κανείς άν δρας σήμαινε απλώς να έχει την ανάλογη εξωτερική εμφάνι
ση; Αν ήταν έτσι, λίγο τον ένοιαζε που δεν ήταν άνδρας. Ο ε
ρημίτης της Φουκάκουσα δεν είχε κάψει στη μόξα το σύμβο λο του ανδρισμού του, λέγοντας πως ήταν εμπόδιο στον εξα γιασμό του;* Οι άνδρες που είχαν επιτύχει τα πιο σπουδαία πνευματικά κατορ'δώματα, ο Βούδας κι ο Χριστός, δεν είχαν ζήσει σαν να ήταν άφυλοι; Αυτός ήταν ο λόγος που ftεωρούσε
κι αυτός τον εαυτό του τέλειο άνδρα· κι ακόμα, τι εξέφραζαν
*
Βουδιστής του κλάδου Νίτσιρεν, που γεννήt}ηκε το
1668.
1623
και πέttανε το
Ονομαζόταν Μοτομάσα και είχε αποσυρttεί στη Φουκάκουσα, στα περί
χωρα του Κιότο (Σ.τ.Μ.).
μερικά ελληνικά γλυπτά αν όχι την ερμαφρόδιτη ομορφιά, ού
τε ανδρική ούτε γυναικεία; Το ίδιο συνέβαινε με την αναπα ράσταση της δεάς Κάνον και του συντρόφου της, του μπο
ντισάτβα Σέισι. Τελικά, καταλάβαινε κανείς πως η έλλειψη διαφοράς ήταν η πιο ευγενική έκφραση της ανδρωπότητας. Ο μόνος λόγος για τον οποίο είχε κρύψει την πραγματική του φύση ήταν γιατί φοβόταν πως δα τον εγκατέλειπε η γυναίκα
που αγαπούσε· στην πραγματικότητα, η τεκνοποίηση ήταν χαρακτηριστικό της ζωώδους αγάπης, δεν είχε καμία σημα σία γι' αυτούς που απολαμβάνουν την πνευματική αγάπη.
132
22
Ν
ΑΙ, ΟΤΑΝ Ο ΟΥΑΤΑΝΟΥΚΙ ΑΡΧΙΖΕ ΝΑ ΣΥΖΗΤΑΕΙ, ΗΤΑΝ ΠΡΑΓ
ματικά φλύαρος, καδώς χρησιμοποιούσε μια ατέλειωτη
σειρά από περίτεχνα επιχειρήματα. Είχε συνεχίσει βε
βαιώνοντας πως αν η Μιτσούκο ήδελε να σκοτωδεί, δε δα δίσταζε να τη μιμηδεί, όμως δεν έβρισκε λόγο να πεδάνει, δεν ήδελε να λένε γι' αυτόν: «Αυτός ο άνδρας αυτοκτόνησε γιατί ήταν aπελπισμένος απ' την αναπηρία του». Δεν ήταν δειλός
για να πεδάνει για τέτοιο λόγο, έλεγε πως δα ζούσε όσο δα του άρεσε, πως δα έκανε μεγάλα πράγματα, πως δα αποδεί κνυε πως ήταν ένας υπεράνδρωπος, πολύ πιο άξιος εκτίμη σης από τους κοινούς δνητούς. Κι η Μιτσούκο, αφού είχε το κουράγιο να πεδάνει, γιατί δεν είχε το κουράγιο να τον πα ντρευτεί; Όπως της είχε πει, δεν είχε δίκιο να ντρέπεται για έναν τέτοιο γάμο, δα έπρεπε να τον βλέπει σαν μια πνευμα
τική ένωση, πολύ πιο ευγενική από τις άλλες. Οι άνδρωποι δα τον εμπόδιζαν, όμως εκείνος δα aντιστεκόταν- καλύτερα ήταν να μη βγάλει στη φόρα τη σωματική του ατέλεια, όμως δεν είχε και τόση σημασία αν ένας ή δύο τον συκοφαντού σαν κακόβουλα, από τη στιγμή που δε δα μπορούσαν να πα ρουσιάσουν καμία απόδειξη. Αν ποτέ τη ρωτούσαν γι' αυτό το δέμα, δε δα είχε παρά να απαντήσει πως ήταν απόλυτα φυσιολογικός. Σε μια συνολική δεώρηση, όλα αυτά ήταν τελείως αντιφα τικά· αν ήταν τόσο πεπεισμένος πως δεν είχε κανένα λόγο να aπελπίζεται και πως ήταν ένας υπεράνδρωπος, γιατί τόση
μυστικοπάδεια; Θα μπορούσε να περπατάει με το κεφάλι ψηλά. Έλεγε πως πριν απ' όλα έπρεπε να σκεφτούν να πα ντρευτούν με μεγάλη ησυχία, πριν τους εμποδίσουν- γιατί αυτός ήταν ο κυριότερος στόχος τους, για να ξεγελάσουν τον 1 33
κόσμο. Κι αυτό δεν ήταν καfi'όλου δύσκολο, με την προϋπό fi'εση πως fi'α ήταν πεπεισμένοι πως δεν ήταν κατώτεροι από τους άλλους. Η Μιτσούκο είχε απαντήσει πως τους άλλους fi'α ήταν πιfi'ανό να τους ξεγελάσουν, όμως με τους γονείς της δε {}α ήταν και τόσο εύκολο. Εκείνος είχε παρατηρήσει πως οι δικοί του fi'α ήταν γοητευμένοι να δεχτούν μια νύφη που {}α είχε αποδεχτεί συνειδητά αυτό το γάμο, αλλά πως, αντί
fi'ετα, οι συγγενείς της fi'α έφερναν αντιρρήσεις προφανώς, αν μάfi'αιναν τι συνέβαινε, δε fi'α έδιναν τη συγκατάfi'εσή τους. Έπρεπε, λοιπόν, να το κρατήσουν μυστικό, κι αν η Μιτσούκο ήταν σύμφωνη, αυτό δε {}α ήταν καfi'όλου δύσκολο. -Κι όταν τελικά το καταλάβουν, τι σκοπεύεις να κάνεις;
είχε ρωτήσει η Μιτσούκο. -Όταν {}α το καταλάβουν, fi'α δούμε τι {}α κάνουμε. Θα
μπορούσαμε να τους εξηγήσουμε με κάfi'ε ειλικρίνεια πως η στάση μας είναι νόμιμη, fi'α μπορούσες να τους πεις πως δε fi'α παντρευτείς κανέναν άλλο και αν, παρ' όλα αυτά, αρνη {}ούν να σου δώσουν τη συγκατάδεσή τους, μπορούμε να ε ξαφανιστούμε και ν' αυτοκτονήσουμε μαζί. Ή ταν φανερό πως ο Ουατανούκι δεν μπορούσε ούτε για
μία στιγμή να φανταστεί πως το μυστικό του είχε γίνει τόσο γνωστό, που του είχαν δώσει και παρατσούκλι και πίστευε πως, εκτός απ' τις «επαγγελματίες», καμιά κοπέλα δεν το είχε αντιληφδεί· έλπιζε, λοιπόν, πως {}α μπορούσε να συνεχίζει να
το κρύβει. Στην πραγματικότητα, {}α ήταν μάλλον δύσκολο να συνεχίσει να κορο"ίδεύει τους γονείς του και να φτάσει μέχρι το γάμο. Οι μόνοι συγγενείς του ήταν η μητέρα του κι ένας fi'είος που τους φρόντιζε· αν η Μιτσούκο πήγαινε να τους δει για να τους πει: «Γι' αυτό το λόγο, μια απ' αυτές τις μέρες, οι γονείς μου {}α έρfi'ουν να σας προτείνουν επίσημα
γάμο. Σας παρακαλώ να δεχτείτε χωρίς σχόλια», η μητέρα του Ουατανούκι fi'α καταλάβαινε κι ο {}είος του {}α απέφευγε να αποκαλύψει την αναπηρία του ανιψιού του, για να μη γίνει έτσι αιτία για τη διάλυση των aρραβώνων τους. Η Μιτσούκο σκεφτόταν πως οι γονείς της, πριν αποφασί σουν για το γάμο, {}α έκαναν αναμφίβολα κάποια έρευνα και,
134
όποιες κι αν ήταν οι προσπά{)ειές τους, δεν υπήρχε περίπτω ση να το κρατήσουν μυστικό. Παρά, λοιπόν, να δημιουργή σουν aνώφελα προβλήματα, δε {)α ήταν καλύτερα να συνεχί σουν να συναντιούνται μυστικά για λίγο καιρό; Ο Ουατανούκι
δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο να παντρευτεί και ήξερε πως, στη φυσική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, είχε υπερβο λικές απαιτήσεις, όμως ανησυχούσε γιατί ήξερε πως η Μι τσούκο δε {)α έμενε μόνη της όλη της τη ζωή και πως, αργά ή γρήγορα, 'δα του ξέφευγε. Κι έπειτα, αυτά που έλεγε δε συμ
φωνούσαν με τα πραγματικά του αισ{)ήματα. Όχι μόνο ήfiελε να ζήσει με μια γυναίκα σαν φυσιολογικός άνδρας, αλλά και δεν του έφτανε που κορόιδευε τον κόσμο, κορόιδευε και τον εαυτό του, {)εωρώντας τον όμοιο με τους άλλους άνδρες. Είχε
μάλιστα τη ματαιοδοξία να ελπίζει πως {)α κατέπλησσε τους άλλους με μια γυναίκα σαν τη Μιτσούκο, της οποίας η· ομορ
φιά ήταν εξαιρετική. Αυτό μεγάλωνε την ανυπομονησία του και τον έκανε να της λέει σαρκαστικά: «Προσπα'δείς να βρεις
προσχήματα, γιατί όταν σου κάνουν μια ενδιαφέρουσα πρό ταση γάμου, μπαίνεις στον πειρασμό να δεχτείς». Η Μιτσούκο του απαντούσε πως, ό,τι κι αν έλεγαν οι γονείς της, δε {)α παντρευόταν κανέναν άλλο, πως προς το παρόν δεν είχε δεχτεί καμιά σοβαρή πρόταση, πως μόλις {)α γινόταν κι αυτή είκοσι πέντε ετών και {)α μπορούσε να κάνει ό,τι fiέλει, {)α είχαν τα χέρια ελεύfiερα, αλλά πως έπρεπε να κά νουν λίγη υπομονή ακόμη, αλλιώς δε 'δα είχαν άλλη διέξοδο
από το fiάνατο. Και τελικά τον έπεισε. Η Μιτσούκο έλεγε πως ούτε κι αυτή ήξερε ποια ήταν τα πραγματικά της αισδήματα εκείνη την εποχή· όμως είναι σί γουρο πως στην αρχή τον κορόιδευε, έχοντας τη μυστική ε πιfiυμία να διαλύσει αυτή τη σχέση. Μετά από κά-δε συνά
ντηση μετάνιωνε που είχε πάει να τον δει και πρέπει να έλε γε στον εαυτό της: «Τι δυστυχισμένη που είμαι, Θεέ μου! Μια τόσο ωραία κοπέλα σαν εμένα, που τόσες γυναίκες ζηλεύουν, να μπλεχτεί μ' έναν τέτοιον άνδρα! Πρέπει να δώσω τέλος σ' αυτή τη σχέση μια για πάντα». AJJ.iJ,, όσο παράξενο κι αν φαί
νεται αυτό, μετά από δυο τρεις μέρες εκείνη ήταν που πήγαι-
135
νε να τον βρει. Όχι πως ήταν πραγματικά ερωτευμένη μαζί του· δεν του αναγνώριζε κανένα η-θικό χάρισμα και της ερχό ταν ναυτία μόνο που τον έβλεπε· στο βάftος της καρδιάς της τον έβλεπε σαν ένα άτομο τελείως ανάξιο λόγου, τον περι φρονούσε βαftιά. Αν και βλέπονταν κάftε μέρα, δεν ταίριαζαν καftόλου, τσακώνονταν όλη την ώρα και κατέληγαν πάντα στο ίδιο σημείο: «Εσύ πρόδωσες το μυστικό μου!» Ή ακόμα: «Μέχρι πότε ftα μ' aφήνεις να περιμένω;» Θύμωνε για ασήμαντα πράγματα κι έπαιρνε με κάδε ευ καιρία έναν τόνο καχύποπτο και γεμάτο πικρία. Η Μιτσούκο πάντως δε ftα ομολογούσε σε κανέναν, αν δεν ήταν πραγμα τικά ανάγκη, ένα τόσο φοβερό πράγμα που δε ftα εξέ'δετε
απλώς τον Ουατανούκι στην ταπείνωση· ftα μπορούσε, λοιπόν, να την έχει απαλλάξει από τέτοιες κατηγορίες. 'Άλλωστε, ο μόνος άν'δρωπος στον οποίο είχε εκμυστηρευτεί την αλή'δεια ήταν η Ουμέ, στην οποία σίγουρα αποκλειόταν να μη μιλήσει.
-
Μα γιατί το είπες σε μια υπηρέτρια; είχε εκμανεί εκεί
νος.
Κι είχε ξεσπάσει ένας πολύ βίαιος καβγάς. Η Μιτσούκο δεν είχε αφήσει τον εαυτό της να φοβηftεί και του είχε πετά ξει κατάμουτρα ό,τι τη βασάνιζε:
-
Δεν είσαι παρά ένας υποκριτής, ένας ψεύτης που δεν
κάνει ποτέ ό;τι λέει. Δεν υπάρχει το παραμικρό ίχνος αληftι νής αγάπης στη σχέση μας. Στο τέλος, μην έχοντας πια άλλα επιχειρήματα, με το πρό
σωπο κατακόκκινο απ' το ftυμό, της είπε μέσα απ' τα δόντια του:
-
Θα σε σκοτώσω.
Δεν έχεις παρά να το κάνεις έχει περάσει πολύς καιρός
από τότε που έχω δεχτεί το αναπόφευκτο. Κι έμεινε ακίνητη, με τα μάτια κλειστά. -Έκανα λάftος, συγχώρεσέ με, υποχώρησε ο Ουατανούκι. -Δεν είμαι τόσο αδιάντροπη όσο εσύ. Αν είχε μαftευτεί αυτό το μυστικό, ftα είχα ενοχληftεί πολύ περισσότερο από
σένα. Κι έπειτα, βαρέ{)ηκα πια τις συνεχείς κατηγορίες σου. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Ο Ουατανούκι δεν μπο-
ρούσε πια να τα βάλει μαζί της, κάτι που τον έκανε ακόμα πιο στριμμένο και καχύποπτο.
Εκείνη ακριβώς την εποχή έφτασε η πρόταση γάμου απ' την οικογένεια Μ. Αν η Μιτσούκο άρχισε να πηγαίνει σ' εκεί νη τη σχολή καλών τεχνών, ήταν για να έχει την ευκαιρία να
συναντάει τον Ουατανούκι και μου ομολόγησε πως εκείνη -και κανένας άλλος- ήταν που διέδωσε τη φήμη για την ο μοφυλοφυλική σχέση ανάμεσά μας, στέλνοντας ανώνυμες καρτ-ποστάλ. Κι όλα αυτά γιατί ο Ουατανούκι, που ζήλευε φοβερά εξαιτίας εκείνης της πρότασης γάμου, την απειλούσε να αποκαλύψει τη σχέση τους στον Τύπο ή γιατί η οικογένεια
του δημοτικού συμβούλου, που ήταν σε ανταγωνισμό με την οικογένεια της Μιτσούκο εξαιτίας των Μ., προσπαttούσε με κάttε τρόπο να βρει στη Μιτσούκο κάποιο ελάττωμα που ttα έκανε το σχέδιο του γάμου να ναυαγήσει. Η ΜιτσούΚο δεν ενδιαφερόταν καttόλου για την οικογένεια των Μ. κι έτσι λίγο την ένοιαζε αν έχανε σ' αυτή την αναμέτρηση. Αυτό που την
τρόμαζε ήταν η πιttανότητα ν' αποκαλυφttεί η μυστική σχέση της με τον Ουατανούκι και να διαδοttεί το νέο. Και για να
κρύψει την αλήttεια, «κατασκεύασε» μια φήμη λεσβίας. Με άλλα λόγια, με είχε χρησιμοποιήσει για να ξεγελάσει τους άλ λους. Από τη δική της οπτική γωνία, ήταν προτιμότερο να τη ttεωρούν λεσβία παρά ερωτευμένη μ' έναν άνδρα που του εί χαν δώσει το παρατσούκλι «ακίνδυνος εραστής» ή «άνδρας γυναίκα»· έτσι, δε {}α την έδειχναν με το δάχτυλο και δε ttα την κορόιδευαν. Στην αρχή τής είχε έρttει η ιδέα γιατί είχε
μάttει πως ζωγράφιζα ένα πρόσωπο που έμοιαζε με το δικό της και γιατί, όταν συναντιόμασταν τυχαία στο δρόμο, το ύ
φος μου ήταν παράξενο. Όμως, μπροστά στην ειλικρίνεια του πάttους μου, αυτή η επιttυμία να με χρησιμοποιήσει είχε
σταδιακά μετατραπεί σε αγάπη. Δεν ισχυρίζομαι πως ήμουν τελείως αttώα, όμως ο πνευματικός χαρακτήρας των αισ{tημά των μου δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να συγκριttεί με
κείνον του Ουατανούκι, και η Μιτσούκο, ασυνείδητα, είχε προσελκυστεί απ' αυτό. Επιπλέον, υπήρχε μια υπολογίσιμη διαφορά ανάμεσα στο να είναι το ερωτικό αντικείμενο του 137
πά'δους ενός ατόμου σαν κι αυτόν, κάτι που καμιά γυναίκα δε 'δα ή'δελε, και στο να τιμάται και να παρουσιάζεται κάτω από
τα χαρακτηριστικά της 'δεάς Κάνον από μια άλλη γυναίκα. Από τότε που με γνώρισε, είχε ξαναβρεί τη φυσική της αίσθη ση aνωτερότητας και την περηφάνια της, και τελικά -μου ε
ξομολογή{)ηκε- ο κόσμος άρχισε πάλι να της φαίνεται λα μπερός. 'Αφηνε τον Ουατανούκι να πιστεύει πως περιοριζό
ταν να με χρησιμοποιεί, εκμεταλλευόμενη τα κουτσομπολιά· ήταν πολύ βολικό για να μπορούν να βγαίνουν μαζί. Δεν ή
ταν ο τύπος του άνδρα που 'δα άφηνε εύκολα τον εαυτό του να γελοιοποιη-δεί. «Α, ωραία, είναι καλύτερα έτσι>>, είχε πει. Όμως, στο βά'δος της καρδιάς του, ακόνιζε υπομονετικά τη λάμα της ζήλιας του, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να μας χωρίσει. Α ν το ξανασκεφτόταν κανείς καλά, η κλοπή των κιμονό στο Κασάγιαματσι ήταν πολύ περίεργη. Το ότι υπήρχαν χαρ τοπαίκτες σ' ένα άλλο δωμάτιο και το γεγονός ότι είχε επέμ βει η αστυνομία ... Το ψέμα ήταν κάπως χοντρό. Τα είχε κα νονίσει με το προσωπικό του πανδοχείου κι είχε τρομάξει τη Μιτσούκο καταλαμβάνοντάς την εξ aπροόπτου· όσο έλειπαν απ' το δωμάτιο, κάποιος έκλεψε τα ρούχα τους· αυτό ήταν μέρος ενός προσεκτικά μελετημένου σχεδίου. Εκείνη την ημέ ρα, πριν απ' τη συνάντησή μας, η Μιτσούκο είχε πάει το πρωί
να ψωνίσει κι είχε πέσει πάνω στον Ουατανούκι. Φεύγοντας, συμφώνησαν να την περιμένει στο Κασάγιαματσι, όπου 'δα έ πρεπε να τον συναντήσει αφού 'δα έβλεπε <
αδελφή, την κυρία Κακιούτσι>>. Ο Ουατανούκι είχε δει πως φορούσε ένα κιμονό όμοιο με το δικό μου κι έτσι άρπαξε την
ευκαιρία: αν εξαφάνιζε επιδέξια το κιμονό, η Μιτσούκο -δα έπρεπε να μου τηλεφωνήσει κι αυτό -δα οδηγούσε στο χωρι σμό μας. Ενώ περίμενε στο πανδοχείο, είχε δωροδοκήσει το προσωπικό
-
τα κατάφερνε σ' αυτές τις με'δόδους κι είχε
όλο τον απαραίτητο χρόνο. Εντούτοις, ήταν περίεργο το ότι
η αστυνομία συνέλαβε τους παίκτες με τα κλεμμένα κιμονό κι έπειτα ούτε η Μιτσούκο ούτε εκείνος δεν πήραν κλήση για να παρουσιαστούν στο αστυνομικό τμήμα. Όμως εκείνη τη
στιγμή η Μιτσούκο δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως είχε πέσει 'θύμα μιας συνωμοσίας και, κα'δώς ήταν πολύ τα ραγμένη για να πάρει και την παραμικρή απόφαση, ο Ουατα νούκι την είχε συμβουλέψει:
-
Δεν υπάρχει άλλη λύση· πρέπει να τηλεφωνήσεις στην
κυρία Κακιούτσι για να σου δανείσει το κιμονό της, που είναι ίδιο με το δικό σου.
Σ' αυτό το σημείο, η εκδοχή του Ουατανούκι ήταν πολύ διαφορετική· η Μιτσούκο ήταν τόσο ταραγμένη, που είχε ξε χάσει ακόμα και την ύπαρξη των δύο όμοιων κιμονό. Είχε απαντήσει:
-
Δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να ζητήσει τέ
τοιο πράγμα απ' τη μεγάλη μου αδελφή.
-
Τότε, αφού αρνείσαι αυτή τη λύση, προτιμάς να το σκά-
σεις μαζί μου;
·
Η κατάσταση είχε φτάσει σε αδιέξοδο: το ν' ακολου{}ήσει αυτό τον άνδρα ήταν χειρότερο κι από το να πε'δάνει· μην μπορώντας να σκεφτεί κα'δαρά, είχε πάει βιαστικά να τηλε φωνήσει. Θα μπορούσε βέβαια να έχει βρει μια καλύτερη λύ ση και να με περιμένει σε μια καφετέρια, αποφεύγοντας έτσι
να με αναγκάσέι να συναντήσω αυτό τον άνδρα, και να τον έδιωχνε πριν φτάσω· όμως είχε χάσει την ψυχραιμία της κι αυτή η ιδέα ούτε καν της είχε περάσει απ' το μυαλό. Αυτό ακριβώς ήλπιζε κι ο Ουατανούκι, που την πίεζε:
-
Βιάσου, βιάσου.
Στο μεταξύ, εγώ είχα φτάσει.
-
Δεν τολμώ να εμφανιστώ έτσι, είχε διαμαρτυρη'δεί η Μι
τσούκο.
-
Κρύψου, ξέρω τι να της πω, την είχε κα{}ησυχάσει εκεί
νος.
Είχε συμπεριφερ'δεί σαν να ήταν ο εραστής της κι είχε προσπα{}ήσει με κάδε τρόπο να με ξεγελάσει.
-
Είναι φυσικό, εξήγησε η Μιτσούκο. Για να λέμε την αλή
'δεια, δεν σε ήξερε κα'δόλου εκείνη την εποχή.
139
23
Α
-
,
ΝΑΙ; ΩΣΤΕ ΘΕΛΗΣΕ ΝΑ ΜΕ ΚΟΡΟΪΔΕΨΕΙ; ΠΟΤΕ ΔΕ ΦΑ-
νταζόμουν πως ftα είχε το κουράγιο να με γελοιοποιήσει και πως ftα περιφρονούσε τους άλλους τόσο
πολύ, ώστε να φτάσει μέχρι το σημείο να πει μια πρόταση όπως: «Τα συναισf}ήματα της Μιτσούκο απέναντί σας είναι απόλυτα ειλικρινή».
-
Ε, ναι, σ' το είπε αυτό μόνο και μόνο για να σε πειράξει.
Σας άκουγα πίσω από τη συρόμενη πόρτα. «Τι ψεύτης!» σκε
φτόμουν. Δε χρειαζόταν να ζητήσει συγγνώμη, δε ftα κατά φερνε ποτέ να σε πείσει. Πρόσf}εσε πως είχε ενοχληf}εί αφάνταστα ακολουftώντας
τις οδηγίες του Ουατανούκι· καftώς δεν υπήρχε κανείς πια να τον εμποδίσει, γινόταν όλο και περισσότερο φορτικός. Όταν
η Μιτσούκο τολμούσε να του κάνει κάποια παρατήρηση, απαντούσε: «Εσύ είσαι ψεύτρα· εσύ δε με τύλιξες με όλες αυτές τις ιστορίες;» Αυτό έδειχνε πως έτρεφε ακόμα κάποια εκδικητικότητα
απέναντί μου.
-Οπωσδήποτε, δε χωρίσατε για ένα τόσο ασήμαντο ε πεισόδιο. Ίσως εξακολουftείτε να συναντιέστε κάπου. Ο Ουατανούκι τα είχε καταφέρει έτσι ώστε εγώ κι η Μι τσούκο να μην μπορούμε πια να βλεπόμαστε, όμως ένα απ' τα
δύο συνέβαινε: ή από τη φύση του του ήταν αδύνατο να πάψει ν' αμφιβάλλει ή παρίστανε πως δεν είχε καταλάβει τί ποτα για να συνεχίσει να εκτοξεύει δυσάρεστες κατηγορίες.
-
Είσαι άνανδρος! είχε απαντήσει η Μιτσούκο. Ανα μασάς
συνέχεια αυτή την ιστορία που έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό.
-Όχι, όχι, δεν έχει τελειώσει! Είμαι σίγουρος πως της
a-
ποκάλυψες το μυστικό μου!
Πραγματικά, αυτό φοβόταν περισσότερο· έλεγε πως αν το μά'δαινα, για να εκδικη'δεί, 'δα αντιδρούσε με κά-δε τρόπο στη σχέση μας. -Μ' εκνευρίζεις μ' αυτές τις αβάσιμες υποψίες σου! Πώς 'δα μπορούσα να της πω κάτι τέτοιο αφού της έκρυβα ακόμα και την ύπαρξή σου; Δεν το κατάλαβες, λοιπόν, από τη στάση της όταν τη συνάντησες;
-
Ακριβώς, η στάση της μου φάνηκε ύποπτη!
Συνη'δισμένος να εξαπατά τους άλλους, ήταν μονίμως δύ σπιστος. Δεν ήταν μόνο εριστικός, είχε και σοβαρούς λόγους να βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή· στο μέτρο που είχε αντι
ληφ'δεί τη σχέση μου με τη Μιτσούκο, δεν ήταν δυνατόν εγώ να αγνοώ τις σχέσεις τους και αν, παρόλο που το ήξερα, δεν είχα μέχρι τότε δείξει ζήλια, ήταν απλώς γιατί μου είχαν πει: «Αυτός ο άνδρας είναι σωματικά ατελής». Αλλιώς ποιο λόγο 'δα είχα να σιωπώ; Μ' αυτές τις ενδόμυ
χες σκέψεις με είχε φέρει ως το πανδοχείο του Κασάγιαμα
τσι. Έτσι σκόπευε να μου δείξει πως πήγαινε συχνά εκεί με τη Μιτσούκο και πως δεν είχε καμία σεξουαλική αναπηρία. Αν είχε ικετεύσει τη Μιτσούκο, με κάδε ειλικρίνεια, λέγοντάς της:
«Σε παρακαλώ, μην ξαναδείς τη μεγάλη αδελφή», εκείνη δε 'δα μπορούσε να του το αρνη'δεί. Όμως όχι μόνο αισftανόταν πως είχε εμπλακεί στις ραδιουργίες ενός απατεώνα, αλλά α ναγκαζόταν να αντιμετωπίζει και τις δυσάρεστες υποψίες του. Από περηφάνια, 'δέλησε να αποκαλύψει τα σχέδιά του και, νιώ'δοντας ακόμα μεγαλύτερη νοσταλγία για τη σχέση μας, που, παρά τη 'δέλησή της, είχε καταστραφεί, προσπά{)η σε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να επανασυνδε'δούμε· 'δα ή'δελε να με ξαναδεί, έστω και για ένα λεπτό, όμως σκεφτό
ταν πως δε 'δα τη δεχόμουν και, εξάλλου, τι δικαιολογία 'δα μπορούσε να βρει; Αν και είχε προσπα{)ήσει, δεν μπορούσε να αλλάξει την ψυχική μου κατάσταση. Αφού σκέφτηκε πο
λύ, 'δυμή{)ηκε εκείνο το βιβλίο. Στην πραγματικότητα, δεν το χρειαζόταν και το είχε πράγματι δανείσει στην κυρία Ν ακα-
γκάουα. Αυτό το βιβλίο τής έδωσε μια ιδέα και τις επόμενες
ημέρες κατέστρωσε το σχέδιό της: «Θα βάλω να της τηλεφω νήσουν εκ μέρους της κλινικής Σ. Κ. και μετά 'δα κάνω αυτό κι αυτό».
Φυσικά, είχε σκεφτεί να τα βγάλει πέρα μόνη της, χωρίς να ζητήσει βοή'δεια από κανέναν. Απλώς, 'δα ήταν καλύτερα να μην ήταν γυναίκα αυτή που 'δα τηλεφωνούσε. Έτσι, είχε εξη
γήσει το πρόβλημα στην Ουμέ κι εκείνη είχε ανα'δέσει σ' ένα βαφέα να μιλήσει στη 'δέση της. -Έσπασα το κεφάλι μου για να μη σε χάσω, μεγάλη α
δελφή. Θαυμάζω πραγματικά τον εαυτό μου που κατάφερα να παίξω τόσο καλά το ρόλο μου, ώστε ακόμα και τα μάτια μου ν' αναποδογυρίσουν. Φυσικά, εκείνη τη φορά με είχε αναμφισβήτητα παρασύ ρει σε μια μεγαλοφυή παγίδα, με είχε εξαπατήσει, όμως ό φειλα να καταλάβω με ποιο σκοπό το είχε κάνει· κι έπειτα,
σκεφτόταν πως 'δα την έκρινα με κατανόηση και σε καμία περίπτωση με μίσος. Εντούτοις, λίγο αργότερα, ο Ουατανούκι κατάλαβε πως εί
χαμε συμφιλιω'δεί. Η Μιτσούκο σκόπευε να χαλάσει το σχέ
διό του, κάτι που άλλωστε δεν έκρυβε, περιμένοντας τη στιγμή που εκείνος 'δα το καταλάβαινε, για να δει τα μούτρα που 'δα έκανε.
-Ξανάρχισες να τη βλέπεις, έτσι δεν είναι; Μην παριστά νεις την α'δώα. Τα ξέρω όλα!
-
Ω, δεν έχω τίποτα να κρύψω, είχε απαντήσει aτάραχα.
Και πρόσ-δεσε: Προτίμησα να κάνω το πρώτο βήμα, γιατί ο πωσδήποτε, ακόμα κι αν δεν το είχα κάνει, 'δα με είχες υπο πτευτεί.
-
Μα γιατί δε μου το είπες; Δεν το έκανα στα κρυφά. Λίγο μ' ενδιαφέρουν οι υπο-
ψίες σου· δεν ισχυρίζομαι πως έκανα κάτι χωρίς να το έχω κάνει και ομολογώ τι έκανα.
-
Μα αφού ως τώρα δεν είπες τίποτα! Γιατί σκεφτόμουν πως δεν άξιζε τον κόπο να σου το
πω. Δε σκοπεύω να σου δίνω αναφορά για κά-δε μου κίνηση.
-
Νομίζεις πως ήταν σωστό να μη με ενημερώσεις για κά
τι τόσο σοβαρό;
-
Γι' αυτό ακριβώς σου επιβεβαιώνω πως το κάναμε, έτσι
δεν είναι;
-
«Κάναμε» τι; Αυτό είναι διφορούμενο. Πες μου καftαρά
και με ακρίβεια ποιος πήρε την πρωτοβουλία γι' αυτή τη συμ φιλίωση.
-
Εγώ πήγα να τη βρω, της είπα πως λυπόμουν πολύ, κι
εκείνη με συγχώρεσε.
-
Τι; Μα τι λόγο είχες να πας να της ζητήσεις συγγνώμη; Ποιο λόγο; Τη φέραμε σ' ένα τέτοιο μέρος, τέτοια ώρα,
μας δάνεισε κιμονό και χρήματα, πώς μπορούσα να τα ξεχά σω όλα αυτά; Εσύ μπορεί να μην έχεις κανένα πρόβλημα και να είσαι αχάριστος, εγώ όμως δεν είμαι τέτοιος άνftρωπος.
-
Την επομένη κιόλας της επέστρεψα με το ταχυδρομείο
αυτά που μας δάνεισε· γιατί να ζητήσω και συγγνώμη από μια
γυναίκα τόσο ποταπή;
-
Α, ωραία! Θυμάσαι όμως τι είπες εκείνη τη στιγμή μπρο
στά στη μεγάλη αδελφή; «Δε με νοιάζει για μένα. Όμως, σας
παρακαλώ, συνοδέψτε τη Μιτσούκο στο σπίτι της. Θα σας είμαι απεριόριστα ευγνώμων για όλη μου τη ζωή». Και υπο κλίt)ηκες μπροστά σ' αυτή την «Ποταπή» γυναίκα και την ικέ τεψες ενώνοντας τα χέρια σου. Πώς τολμάς τώρα να λες τέ τοια πράγματα; Και πρώτα απ' όλα, δεν έπρεπε να της στεί λεις με το ταχυδρομείο αυτά που μας δάνεισε. Αν τυχόν το
πακέτο έπεφτε στα χέρια του άνδρα της, φαντάζεσαι σε τι δύσκολη δέση 'δα την έφερνες; Πώς ftα εξηγούσε το ότι τα ρούχα ήταν βρώμικα; Όταν σου κάνουν μια χάρη, σου κά νουν μια χάρη· πρέπει να φέρεσαι κι εσύ ανάλογα. Τι αχάρι στος που είσαι! Ακούγοντάς σε να μιλάς έτσι, αρχίζω να υ ποψιάζομαι πως ό,τι έγινε εκείνη τη νύχτα δεν ήταν παρά
ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο κι αρχίζω να υποψιάζομαι το μυστικό του.
-
Τι εννοείς λέγοντας «ταχυδακτυλουργικό κόλπο»; ρώτη
σε ο Ουατανούκι με ύφος χαμένο.
-
Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά είναι λίγο παράξενο το ότι κατέ1 43
ληξες στο συμπέρασμα πως χωρίσαμε, ενώ εγώ δε σου είπα ποτέ τίποτα γι' αυτό. Αν νομίζεις πως όλα έγιναν σύμφωνα με τα σχέδιά σου, aπατάσαι οικτρά.
-
Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
-Ωραία λοιπόν, εξήγησέ μου εσύ. Γιατί η αστυνομία δε μας επέστρεψε τα κιμονό; -Άκου, έχω κι άλλες δουλειές να κάνω.
Ήταν φανερό πως η Μιτσούκο, μ' αυτά τα λόγια, είχε αγγί ξει μια ευαίσδητη χορδή του. -Τέλος πάντων, τι σου συμβαίνει; Μου φαίνεσαι πολύ ταραγμένος. Ηρέμησε και πες μου τα όλα απ' την αρχή.
Χαμογέλασε βεβιασμένα για να κρύψει την αμηχανία του. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν απ' αυτούς που ξεχνούν εύκο
λα· μετά από δυο τρεις μέρες ξαναπέρασε στην επίfi'εση, αδέ ξια όμως. Αυτή τη φορά προσπά{}ησε να με καλοπιάσει με κο λακείες του είδους «αυτή η γυναίκα λέει πως είναι πολύ fi'υ μωμένη μαζί σου. Τι έκανες για να την κατευνάσεις; Μά-δε μου το κόλπο σου, είναι πολύ πι-δανό να το χρειαστώ αργότερα».
Κι ακόμα: «Θα σου έδιναν άφεση αμαρτιών χωρίς να εξο μολογηfi'είς πώς fi'α μπορούσε να φανταστεί κανείς πως είσαι ικανή να εξαπατάς τους άλλους; Είσαι πιο πονηρή κι από μια
πραγματική επαγγελματία!» Περνούσε από την κολακεία στην ειρωνεία. Η Μιτσούκο προσπαfi'ούσε όσο ήταν δυνατό να τον ευχα ριστήσει και του αποκάλυψε το σχέδιο που είχε ακολουi}ήσει για να συμφιλιωfi'εί μαζί μου.
-
Πού έμαfi'ες να χρησιμοποιείς τέτοια κόλπα για να ξεγε
λάς τον κόσμο; -Μα εσύ μου τα έμαfi'ες!
-Μη λες aνοησίες! Χρησιμοποιείς συχνά την ίδια τακτική και με μένα, έτσι δεν είναι; -Να, λοιπόν, που ξανάρχισες τις αβάσιμες υποψίες σου!
Είναι η πρώτη φορά που φέρi}ηκα άσχημα.
-
Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό που σε
σπρώχνει να fi'έλεις να παίζεις τις «αδελφές» αυτής της κυ ρίας και να κάνεις τέτοια πράγματα. 144
-Μα εσύ ο ίδιος δεν είπες στη μεγάλη αδελφή: «Εμένα, το ίδιο μου κάνει. Από δω και πέρα δα είμαστε σύμμαχοι και οι τρεις»;
-
Μα της το είπα απλώς και μόνο γιατί εκείνη τη στιγμή
δε συνέφερε να την κάνω να δυμώσει.
-
Είσαι ψεύτης! Εσύ ο ίδιος προσπά{)ησες να την ξεγελά
σεις. Κατάλαβα πολύ καλά τις ραδιουργίες σου εκείνο το βρά δυ.
-
Δεν καταλαβαίνω τι δέλεις να πεις.
Μ ην ξεχνάς ποτέ: «Δεν υπάρχει τόσο μικρή γάτα που να
μη γρατσουνίζει». Κανένας δε δα σε άφηνε, αν ήδελες να συ νωμοτείς μέσα στο σκοτάδι.
-
Και τι ήταν αυτό που σχεδίασα; Τι αποδείξεις έχεις; Εσύ
είσαι που υποψιάζεσαι όλο τον κόσμο χωρίς λόγο!
-Αν νομίζεις πως οι υποψίες μου είναι αβάσιμες, είσαί ε λεύδερος να το πιστεύεις. Δε δα ήταν καλύτερα, όμως, για σένα να γίνεις φίλος με τη μεγάλη αδελφή, όπως το υποσχέ {)ηκες; Μπορεί να μην το πιστέψεις, όμως δεν πρόδωσα το μυστικό σου. Η Μιτσούκο είχε ξαφνικά μια φαεινή ιδέα· είπε πως είχε έρδει στο σπίτι μου να μου μιλήσει, ακριβώς για να προστα τεύσει το μυστικό του Ουατανούκι, για να με πείσει πως ήταν εντελώς φυσιολογικός και, δεδομένου πως δεν είχε προσπα {)ήσει να προστατεύσει την τιμή της, εκείνος δα μπορούσε να
φανεί μεγαλόψυχος και να φροντίσει να έχουμε καλές σχέ σεις. Με κολακείες και με απειλές, τον άγγιζε στο ευαίσ{)ητο σημείο του και του έλεγε: «Όταν ξανάρδουμε εδώ, πρέπει να καλέσουμε και τη μεγάλη αδελφή». Και του απαγόρευε να χώνει τη μύτη του στη σχέση μας. Κι αν έβλεπε την παραμι
κρή αντίδραση εκ μέρους του, ήταν αποφασισμένη να τον εγκαταλείψει για χάρη μου. Εκείνος δεχόταν τις παρατηρή σεις της αδιαμαρτύρητα.
145 ιο
-
Σβάστικα
24
-
Α
ΚΟΥ, ΜΕΓΑΛΗ ΑΔΕΛΦΗ, ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ ΠΟΥ Υπάρχει ανάμεσά μας, δε μου ήταν εύκολο να σου πω τέτοια πράγματα και προσπάδησα να συγκρατη'δώ,
φοβούμενη μήπως σε κουράσω, όμως σήμερα σου διηγή'δηκα τα πάντα. Αχ! Υπάρχει άραγε ποιο δυστυχισμένος άνδρωπος από μένα στον κόσμο; Στο μεταξύ, είχε ξαπλώσει ακουμπώντας το κεφάλι της στα γόνατά μου κι έκλαιγε με λυγμούς, μουσκεύοντάς με στα δάκρυα. Ήταν τόσο απελπισμένη, που δεν έβρισκα λόγια να
την παρηγορήσω. Η Μιτσούκο που μέχρι τότε νόμιζα πως ήξερα ήταν ένα εξαίσιο κορίτσι, διαχυτικό, με μάτια λαμπερά και πάντα γεμάτα περηφάνια· ποτέ δε {)α μπορούσα να φα νταστώ πως 'δα ζούσε τόσο οδυνηρές εμπειρίες και με λυπού σε η σκέψη πως μια τέτοια γυναίκα, υπερήφανη σαν βασί
λισσα, ξέσπασε σε λυγμούς ξεχνώντας τελείως τον εγωισμό της. Αν πίστευε κανείς αυτό που έβλεπε, ήταν πράγματι πει σματωμένη κι είχε προσπα'δήσει με όλη της τη δύναμη να μην αφήσει τους άλλους να καταλάβουν τη δυστυχία της, ό μως αν δεν υπήρχα εγώ, {)α ήταν ακόμα μεγαλύτερη η στε νοχώρια της χάρη σε μένα είχε το κουράγιο να πολεμήσει και να νικήσει την ίδια της τη μοίρα· όταν με κοιτούσε κατά
ματα, έβρισκε κάποια γαλήνη και κατάφερνε να ξεχάσει τα πάντα, όμως εκείνη την ημέρα, ποιος ξέρει γιατί, είχε κυριευ τεί από 'δλιβερές σκέψεις, που το πείσμα της δεν της είχε πια
επιτρέψει να υπομείνει, και ξαφνικά είχε κόψει το δίχτυ των δακρύων που τόσο καιρό κατέπνιγε.
-
Αχ, μεγάλη αδελφή, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ ... Είσαι
η μόνη στην οποία μπορώ να έχω εμπιστοσύνη, μη μου 'δυ μώσεις που σε ανάγκασα να ακούσεις όλα αυτά.
-
Γιατί δα έπρεπε να &υμώσω μαζί σου; Κατάφερες να
μου ομολογήσεις πράγματα που δύσκολα δα έλεγε κανείς. Όσο για μένα, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που εξακολουδείς να με εμπιστεύεσαι. Χαλάρωσε λίγο, όμως ξανάρχισε να κλαίει με ακόμα μεγα λύτερη απόγνωση, λέγοντας πως ο Ουατανούκι τής κατέστρε
ψε τη ζωή και πως το μέλλον πια δεν της επιφίJλασσε καμία ελπίδα και κανένα φως, πως δεν της έμενε πια παρά να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της σαν ένας κορμός δέντρου ριζωμένος στο χό)μα, πως δα προτιμούσε να πεδάνει παρά να παντρευ τεί αυτό το άτομο· με ικέτευε να τη βοηθήσω να ελευδερωδεί απ' αυτόν, να της βρω μια διέξοδο.
-
ΑφοίJ είναι έτσι, δα σου πω κι εγώ όλη την αλήδεια. Για
να σου ομολογήσω τα πάντα, υπέγραψα με τον Ουατανούκι
έναν όρκο αδελφοσύνης aνταλλάξαμε ένα χαρτί με διάφορες δεσμεύσεις. Της διηγήθηκα όσα είχαν γίνει την προηγουμένη.
--
Κάτι υποψιαζόμουν, μου εξομολογήδηκε. Ο Ουατανούκι
είχε την έμμονη ιδέα πως δα τον προδώσω και γι' αυτό δέλη
σε να σε δοκιμάσει. Ήθελε να σε συμπαρασύρει στη δυστυ χία του στην περίπτωση που δα τον εγκατέλειπα. Αν το καλοσκεφτόμουν, έπρεπε να παραδεχτώ πως η α
ντίδρασή του μου είχε φανεί παράξενη, όταν του είχα δηλώ σει πως δεν ήξερα ότι η Μιτσούκο ήταν έγκυος.
«Τι;» είχε αναφωνήσει, με τα μάτια κατακόκκινα απ' τη σύγχυση. «Δεν το ξέρατε;» είχε προσδέσει χλομιάζοντας. «Και πώς δικαιολόγησε η Μιτσούκο το ότι δεν μπορεί να αποκτή σει παιδί; Έχει καμία σωματική ατέλεια;»
Και &υμάμαι πως είχε επαναλάβει δύο ή τρεις φορές: «Κρί μα, τι άσχημο αστέρι που έχω!»
Ήταν σαν να έψαλλε ένα δρήνο. Τότε είχα σκεφτεί πως έλπιζε να κερδίσει τη συμπάδειά μου μ' αυτή τη σκηνοδεσία, εκτός κι αν, παρά την αδιαντροπιά του, πραγματικά υπέφερε στο βάδος της καρδιάς του για τη δυστυχία του, και η δλίψη και η μοναξιά που δεν ήδελε να δείξει στους άλλους είχαν αυδόρμητα εκδηλωδεί. Όμως με είχε επιδέξια δοκιμάσει με
147
φράσεις όπως: «Μα γιατί η Μιτσούκο επιμένει να κρύβει την
εγκυμοσύνη της; Ειδικά σε σας, δε δα έπρεπε να πει την αλή δεια;»
Ή: «Όταν δα γεννηδεί το παιδί, δα το δώσουμε σε κάποιον να το φροντίζει». Ή ακόμα: «Ο πατέρας της είναι έξαλλος». Όμως το αποκορύφωμα ήταν όταν είπε: «Διαβάζοντάς το
πάλι απ' την αρχή, βλέπω πως το συμβόλαιο είναι πολύ πιο ευνο'ίκό για σας, μεγάλη αδελφή, παρά για μένα. Ελπίζω πως αναγνωρίζετε την καλή μου πίστη». Δεν είχε κανένα πρόβλημα και μπορούσε να προσδέσει ο ποιαδήποτε ρήτρα. Πού αποσκοπούσε εξαπατώντας με μ' αυτά τα ψέματα; Πώς σκόπευε να χρησιμοποιήσει αυτό τον
όρκο; Πιδανώς, οι όροι που του άρεσαν περισσότερο ήταν: «Η μεγάλη αδελφή δα προσπαδήσει να διευκολύνει την επί σημη ένωση του μικρού αδελφού και της Μιτσούκο». Και: «Αν ο μικρός αδελφός εγκαταλειφδεί, η μεγάλη αδελφή δα διαλύσει τη σχέση της με τη Μιτσούκο». Κι ακόμα: «Δε σμεύονται και οι δύο να μην το σκάσουν με τη Μιτσούκο χωρίς προειδοποίηση, χωρίς αμοιβαία συναίνεση, να μην ε ξαφανιστούν μαζί της και να μην aυτοκτονήσουν μαζί της». Αυτή η τελευταία ρήτρα ειδικά φαινόταν ζωτικής σημασίας
για κείνοv οι υπόλοιπες είχαν μπει απλώς και μόνο για συ μπλήρωμα. Αυτή τουλάχιστον ήταν η γνώμη της Μιτσούκο. Εγώ απ' την πλευρά μου έβρισκα παράξενο το ότι είχε μπει σε τόσο κόπο για να συντάξει αυτό το συμβόλαιο, αλλά είχε την κακογουστιά να παραδέτει φράσεις που δύμιζαν νομι κούς όρους και, τέλος πάντων, η συμπεριφορά της Μιτσούκο
εκείνη την εποχή απέναντί του έδειχνε την κούραση και την απόλυτη υποταγή της, κάτι που τον έκανε να προαισδανδεί
πως σύντομα δα γινόταν κάτι το ανεπανόρδωτο. Υπήρχαν υ ποψίες πως κάτι ετοίμαζε πίσω απ' την πλάτη μας. Έτσι, ε κείνη τη φορά που πήγαμε κι οι τρεις μαζί στο σινεμά, η Μι τσούκο τον είχε πείσει λέγοντας: «Αντί να ζηλεύεις τη μεγάλη
αδελφή, γιατί δε δέχεσαι καλύτερα να τη συναντήσεις; Έτσι δα καταλάβεις τι γυναίκα είναι και δα δεις αν ξέρει ή όχι το
μυστικό σου. Θα σχηματίσεις μια ιδέα απ' τον τρόπο που δα σου μιλήσει>>.
Μ' αυτό τον τρόπο ήλπιζε πως δε δα είχε πια να φοβάται τις παραξενιές του· εκείνος είχε φανεί ασυνήδιστα σαστισμέ νος κι είχε μείνει σιωπηλός.
-
Ακόμα και τότε, παρόλο που δεν έδειχνε τίποτα, σκε
φτόταν να με κάνει τον κρυφό του σύμμαχο;
-
Αυτό δεν το ξέρω, όμως αναμφίβολα ήταν πολύ aνήσυ
χος στην ιδέα πως δα τον εγκαταλείψω για να το σκάσω μαζί σου, μεγάλη αδελφή.
-
Οπωσδήποτε, σκοπεύει να με χρησιμοποιήσει για να σε
παντρευτεί και μόλις τα καταφέρει, να με πετάξει σαν παλιά
κάλτσα.
-
Μόνο για γάμο μιλάει, αλλά για να ξεγελάει τον εαυτό
του· στην πραγματικότητα, δεν πιστεύει πως μπορεί να· πα
ντρευτεί. Αν γίνει πολύ aπαιτητικός, δε δα δέλω πια να ζήσω και το ξέρει πολύ καλά. Ακόμα και για εκείνον, καλύτερα είναι να υπάρχει κάποιος σαν εσένα, μεγάλη αδελφή, έτσι δε δα φο βάται μήπως με κλέψει απ' αυτόν κάποιος άλλος άνδρας δα ή
δελε να τραβήξει όσο γίνεται περισσότερο αυτή η κατάσταση. Η Μιτσούκο περίμενε εκείνη την ημέρα και τον Ουατανού κι, όμως δεν είχε καμιά διάδεση να τον δει και μου ζήτησε να βρω έναν τρόπο να τον διώξω. Μια απότομη άρνηση δα του έβαζε ίσως ψύλλους στ' αυτιά· τη συμβούλεψα, λοιπόν, για να αποφύγει το χειρότερο, να τον δεχτεί και να μην του πει τίποτα για όσα είχαμε συζητήσει εκείνη την ημέρα· δα κατά φερνα οπωσδήποτε να την aπαλλάξω απ' αυτόν και δα έδινα και τη ζωή μου ακόμα για να τη σώσω.
-Αν χρειαστεί, δα τον σκοτώσω, τη διαβεβαίωσα ενώνο ντας τα δάκρυά μου με τα δικά της.
Μετά χωριστήκαμε. Ήταν ... ε, καλά, αρκεί να κοιτάξει κα νείς την ημερομηνία του όρκου ... να το, αυτό είναι, Ήταν, λοιπόν, την επομένη, στις
19,
18 Ιουλίου.
που η Μιτσούκο κι εγώ
κάναμε αυτές τις εκμυστηρεύσεις η μία στην άλλη. Εκείνη την εποχή ακριβώς, ο άνδρας μου τελείωνε την υπόδεση που
είχε αναλάβει και μου πρότεινε:
-
Γιατί δεν πάμε κάπου διακοπές; Τι -θα έλεγες αν φέτος
πηγαίναμε στην Καρουιζάουα; Δεν είχα καμιά επι-θυμία να πάω διακοπές του είπα πως η Μιτσούκο ήταν ολομόναχη, γιατί στην κατάστασή της δεν μπορούσε να βγει και μου έλεγε όλη την ώρα: «Αχ, αλή-θεια, σε ζηλεύω!»
Αν έπρεπε οπωσδήποτε να πάμε διακοπές, -θα προτιμού σα να με πήγαινε στο Χανόκε, α}J ά αργότερα, όταν fJα δρό
σιζε. Μη δίνοντας καμιά σημασία στο λυπημένο του πρόσω πο, για δύο περίπου βδομάδες, περίμενα κά-θε μέρα ανυπό μονα να φύγει για να σπεύσω στο Κασάγιαματσι. Εν πάση
περιπτώσει, η Μιτσούκο είχε κυριολεκτικά μεταμορφω-θεί, τό σο η υποταγή της την είχε αλλάξει· μόλις πριν από λίγο καιρό
την έβλεπα σαν ένα γοητευτικό δαίμονα, όμως τώρα ήταν ένα περιστέρι που το είχε βάλει στο μάτι ένας αετός κι αυτό
την έκανε ακόμα πιο γοητευτική· κι έπειτα, είχε ένα τόσο α νήσυχο ύφος και το πρόσωπό της δεν έλαμπε πια από κείνο το γοητευτικό χαμόγελο, όπως παλιά. Η κατάσταση μου φαι νόταν ανυπόφορη, όμως ανησυχούσα για το τι -θα συνέβαινε αν έκανε καμιά τρέλα, και δεν μπορο{Jσα να ησυχάσω. -Μικρή μου Μιτσούκο, της έλεγα, προσπά-θησε να είσαι
πιο εύ-θυμη μπροστά στον Ουατανούκι, αλλιώς κάτι -θα υπο ψιαστεί και ποιος ξέρει τι
{}'
αρχίσει πάλι να σου λέει. Σου
υπόσχομαι πως -θα τον καταστρέψω, πρόσ-θεσα, -θα τον κάνω να χάσει τελείως την υπόληψή του, γι' αυτό, όσο φοβερά κι αν υποφέρεις, κάνε ακόμα λίγη υπομονή.
Όμως κατά βά-θος αναρωτιόμουν αν -θα κατάφερνα να νι κήσω τον Ουατανούκι. Ή ταν πιο επιδέξιος από μένα στο να πιάνει τους αν-θρώπους στα δίχτυα του και δεν είχα κα-θόλου φαντασία. Ενώ μιλούσαμε, αναρωτιόμουν τι δικαιολογία -θα
έβρισκα αν ο Ουατανούκι με περίμενε στο σοκάκι· δεν κατη γορούσα κα-θόλου τον εαυτό μου που δεν είχα σεβαστεί τις ρήτρες του όρκου, όμως, παρ' όλα αυτά, είχα τύψεις που δεν
είχα τηρήσει την υπόσχεσή μου. Κά-θε φορά που βρισκόμουν στο αδιέξοδο, έτρεμα από φόβο μήπως ακούσω να με φωνά ζει «μεγάλη αδελφή» με κείνη την εκνευριστική φωνή. Αλλά,
ευτυχώς, τίποτα τέτοιο δε συνέβη- εκείνο το άτομο, απ' τη στιγμή που συνέταξε το συμβόλαιο, δεν ανησυχούσε καi1ό
λου για το σύμφωνο αδελφοσύνης και, κατά βάttος, αυτό με συνέφερε. Εντούτοις, η Μιτσούκο κάi1ε μέρα με εκλιπαρού σε:
-Μεγάλη αδελφή, γιατί δεν κάνεις κάτι; Δεν αντέχω ούτε μέρα παραπάνω. Έλεγε πως, σε τελευταία ανάλυση, ttα πρότεινε στον Ουα τανούκι να το σκάσουν μαζί και, πριν φύγουν, {}α με ειδο ποιούσε για τον προορισμό τους. Όταν {}α ξεσπούσε το σκάνδαλο και i1α έγραφαν οι εφημερίδες γι' αυτό, {}α πήγαι να να τη συναντήσω κι ο Ουατανούκι δε {}α ξαναεπιχειρούσε
να την πλησιάσει. Ήταν αποφασισμένη να βάλει οπωσδήπο τε αυτό το σχέδιο σε εφαρμογή, αδιαφορώντας για την υπό ληψή της. -Έχω την εντύπωση πως μυρίζεται κάποια συνωμοσία, είπε. Πρέπει να κινηi1ούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται.
-Όταν i1α το καταλάβει, i1α έρfJει σπίτι μου να επικαλε στεί τον όρκο. Κράτα, λοιπόν, την ιδέα σου σαν ύστατο μέσο σε περίπτωση ανάγκης. Για να λέμε την αλήi1εια, εκείνη τη στιγμή τα είχα πραγμα
τικά χαμένα, σκέφτηκα μάλιστα να έρi1ω στο σπίτι σας, κύριε, να ζητήσω τη συμβουλή σας, όμως αυτό i1α έδειχνε υπερβο λικό {}ράσος κι έτσι δεν τόλμησα. Απευi1υνt}ήκαμε ακόμα και στην Ουμέ, όμως ούτε κι αυτή είχε καμιά καλή ιδέα. Στο α ποκορύφωμα της aπόγνωσης, σκέφτηκα να ζητήσω βοήfJεια απ' τον άνδρα μου, αποκαλύπτοντάς του ένα μέρος απ' τα ψέματά μου, για να μά{}ω αν υπήρχε κάποιο νομικό μέσο για
να γλιτώσουμε από την καταδίωξη του Ουατανούκι. Αν του μιλούσα επιδέξια, ίσως να λυπόταν τη Μιτσούκο- έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ακόμα κι αυτή την πιi1ανότητα. Όμως ξαφνικά, μια ωραία ημέρα, του ήρfJε η ιδέα να έρfJει να με βρει απροειδοποίητα, χωρίς να μου κάνει προηγουμένως έ στω ένα τηλεφώνημα, στο πανδοχείο του Κασάγιαματσι. Πέ
ρασε από κει γυρίζοντας απ' το γραφείο του, γύρω στις τέσ σερις και μισή· ήμουν στον πρώτο όροφο και συζητούσα με
τη Μιτσούκο, όταν η καμαριέρα ανέβηκε τέσσερα τέσσερα
τα σκαλιά φωνάζοντας: -Κυρία, κυρία! Ο άνδρας σας είναι κάτω. Μου είπε πως δέλει να σας δει και τις δύο. Τι να κάνω;
-
Γιατί ήρδε άραγε; ψέλλισα έντρομη κοιτώντας τη Μι
τσούκο. Πάντως, δα κατέβω μόνη μου να τον δω. Εσύ, μικρή μου Μιτσούκο, μείνε κρυμμένη εδώ.
Και κατέβηκα στην είσοδο.
152
25
-
Α
Χ, ΊΙ Δ ΥΣΚΟΛΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕ-
ρ~ς! αναστέναξε ο άνδρας μου, όρftιος δίπλα στην πορτ α.
Είχε συνοδεύσει ως το σταftμό του Μινάτοματσι κάποιον που επέστρεφε στο Γιοκάιτσι, στην περιοχή του Ίσε, και στο γυρισμό, περνώντας απ' το Σινσάιμπασι, ftυμήftηκε πως η Μιτσούκο έμενε σ' αυτή την περιοχή και, σκεπτόμενος πως
ήμουν κι εγώ εκεί, αποφάσισε να έρftει να μας βρει χωρίς να ειδοποιήσει.
-
Δεν έχω κανέναν ιδιαίτερο λόγο που ήρftα· όμως ενοχλείς
τους ανftρώπους με το να έρχεσαι εδώ κά-δε μέρα και δε μου φάνηκε σωστό να περάσω απ' αυτή την περιοχή χωρίς να
έρftω να υποβάλω τα σέβη μου. Θα ήftελα να δω τη Μιτσού κο, για να ρωτήσω για την υγεία της, να την ευχαριστήσω και, αν γίνεται, να σας καλέσω για φαγητό σε κάποιο εστιατόριο.
Δε ftα μπορούσε να βγει έστω για λίγο; με ρώτησε σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Όμως είχα την εντύπωση πως είχε κάποιαν άλλη ιδέα στο κεφάλι του.
-
Αυτή την εποχή έχει πάρει πολύ βάρος και δε βγαίνει
κα-δόλου, για να μη συναντήσει κανένα γνωστό της, του εξή γησα.
-
Μα τότε ανάγγειλέ με, επέμεινε.
Δεν μπορούσα να του πω πως αυτό ήταν αδιανόητο.
-
Πάω να τη ρωτήσω αν ftέλει, είπα μόνο.
Και μετέφερα στη Μιτσούκο το αίτημα του άνδρα μου.
-
Τι να κάνουμε αλήftεια; Μεγάλη αδελφή, τι του aπάντη
σες;
-Πως δε {}έλεις να συναντήσεις κανέναν, γιατί τώρα πια
153
η κατάστασή σου είναι φανερή. Όμως επιμένει να σε δει, έστω για ένα λεπτό.
-
Σίγουρα κάποιο λόγο έχει. Κι εμένα έτσι μου φαίνεται.
Τότε καλύτερα είναι να τον δω. Η Χάρου με συμβού-
λευσε να βάλω γύρω απ' τη μέση μου πολλές ζώνες και να ρίξω από πάνω μου ένα κιμονό. Αυτό {)α κάνω. Είναι πραγ ματικά η στιγμή να παραγεμιστώ με βαμβάκι, έτσι δεν είναι; Και μ' αυτά τα λόγια δανείστηκε ζώνες από τη Χάρου, την καμαριέρα, την οποία διέταξε:
-
Οδηγήστε τον κύριο σ' ένα δωμάτιο του ισογείου.
Στο μεταξίJ, εγώ τη βοή{)ησα να ετοιμαστεί. Η Χάρου γύ ρισε και μας ανακοίνωσε:
-
Του το είπα, αλλά μου απάντησε πως, αφού πρόκειται
να σας δει μόνο για λίγο, προτιμά να μείνει στην είσοδο. Δε ftέλει να μπει μέσα. Αποφασίσαμε να βιαστούμε και βοη{)ήσαμε τη Μιτσούκο να ντυftεί στα γρήγορα. Α ν ήταν χειμώνας, ftα ήταν ίσως πιο
εύκολο να τον ξεγελάσουμε, όμως τώρα η Μιτσούκο δε φο ρούσε παρά ένα κιμονό χωρίς φόδρα, από το Ακάσι, και δεν καταφέρναμε να την κάνουμε να μοιάσει με έγκυο γυναίκα.
-
Μεγάλη αδελφή, πόσων μηνών υποτίftεται πως είμαι;
-Δε {)υμάμαι ακριβώς, αλλά είπα πως η εγκυμοσύνη σου
φαίνεται και πως πρέπει να είσαι στον έκτο ή έβδομο μήνα.
-
Φαίνομαι να είμαι έξι μηνών; Η κοιλιά σου έπρεπε να είναι πιο στρογγυλή και πιο
πεταχτή. Ξεσπάσαμε και οι τρεις σε γέλια.
-
Ας τον αφήσουμε λίγο ακόμα να περιμένει, πρότεινε η
Χάρου. Έφυγε βιαστικά και ξαναγύρισε φέρνοντας πετσέτες. -Πήγαινε και πες του πως η δεσποινίς δεν μπορεί να τον συναντήσει στον προftάλαμο, γιατί φοβάται μην τη δουν οι άλλοι. Παρακάλεσέ τον να μπει μέσα και βάλ' τον στο πιο
σκοτεινό δωμάτιο. Αφσύ τον αφήσαμε τελικά να περιμένει μισή ώρα, τα κα154
ταφέραμε τελικά να κάνουμε τη Μιτσούκο να φαίνεται σαν
έξι μηνών έγκυο και πήγαμε να τον βρούμε.
-
Της είπα πως δεν είχε καμιά σημασία, όμως ή-δελε να
φορέσει ένα κιμονό, γιατί δεν της φαινόταν σωστό να εμφα νιστεί μπροστά σου με τη ρόμπα της.
Λέγοντας αυτά, παρατηραι.'Jσα τον άνδρα μου· είχε αφήσει το χαρτοφύλακά του δίπλα του και καftόταν με τα γόνατα
ενωμένα, γεμάτος συστολή. -Λυπάμαι πολύ που σας ενοχλώ, όμως πάει τόσος και
ρός που δε σας βλέπω πια. Περνούσα από δω κι επωφελή &ηκα από την ευκαιρία για να σας επισκεφftώ. Ίσως να ήταν μόνο η ιδέα μου, αλλά μου φάνηκε πως έρι
χνε καχί,ποπτες ματιές στην κοιλιά της Μ ιτσούκο. Εκείνη του απάντησε:
-
Μάλλον εγώ {}α έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη που εΚμε
ταλλείJομαι την ευγένεια της μεγάλης μου αδελφής. Συνέχισε λέγοντας πως λυπόταν πολύ που, εξαιτίας της,
αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τα σχέδιά μας να φύγου με για διακοπές, πως χάρη σε μένα κατάφερνε να ελαφρύνει το αίσΟημα μοναξιάς της και πως μου ήταν βα{}ιά ευγνώμων. Έλεγε την κατάλληλη στιγμή μερικά λόγια που μου φαίνονταν γεμάτα αξιοπρέπεια και, κατά διαστήματα, σκέπαζε τη μέση της με τη βεντάλια της. Η Χάρου είχε φροντίσει να βάλει τον
άνδρα μου να καftίσει σε μια γωνιά του δωματίου που ήταν βυttισμένη στο σκοτάδι- ακόμα και την ημέρα ftα έπρεπε ν' ανάψει κανείς το φως για να δει. Η έλλειψη αέρα και τα πολ λά ρούχα που φοροίJσε έκαναν τη J\ιlιτσούκο να ιδρώνει α σταμάτητα κά{}ε τόσο αναστέναζε. Θα έλεγε κανείς πως ήταν
πραγματικά μια γυναίκα που περίμενε παιδί. «Τι καλή ηftο ποιός που είναι!» σκέφτηκα.
Ο άνδρας μου σηκώ{}ηκε σχεδόν αμέσως: --Συγχωρέστε με για την ενόχληση. Μόλις ftα είστε πάλι σε 'δέση να βγαίνετε, ελάτε να μας δείτε. Και απευttυνόμενος σε μένα:
-
Είναι αργά πια, ας γυρίσουμε μαζί στο σπίτι.
Ψ ιftύρισα στη Μιτσούκο:
155
Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος ... Καλύτερα είναι να
-
φύγω τώρα. Όμως, σε παρακαλώ, αύριο να με περιμένεις. Και τον ακολού{}ησα απρό&υμα. Όταν φτάσαμε στη στά ση του Γιοτσούμπασι, μου είπε:
-
Ας πάρουμε το λεωφορείο.
Μετά συνεχίσαμε τη διαδρομή με το τρένο. Ο άνδρας μου ήταν κακόκεφος δε μιλούσε καδόλου και περιοριζόταν ν' α παντάει αόριστα στις ερωτήσεις μου. Μόλις φτάσαμε στο
σπίτι, χωρίς καν ν' αλλάξει ρούχα, με διέταξε: -Έλα μια στιγμή μαζί μου στον πρώτο όροφο. Κι άρχισε ν' ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά· τον ακολούt)ησα υποταγμένη. Χτύπησε πίσω του την πόρτα του δωματίου και
μου έδειξε μια πολυδρόνα απέναντι απ' τη δική του:
-
Κά·θισε.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός, παίρνοντας βαδιές αναπνοές,
βυδισμένος στις σκέψεις του. Για να ξορκίσω αυτή την έντα
ση, μίλησα πρώτη: -Γιατί, λοιπόν, ήρ-δες απροειδοποίητα εκεί πέρα; τον ρώ τησα.
-
Ε, καλά, μούγκρισε. Και αφού σκέφτηκε για λίγο: Υ πάρ
χει κάτι που δα ή{}ελα να σου δείξω. Έβγαλε απ' την τσέπη του έναν επίσημο φάκελο και ξεδί πλωσε το περιεχόμενό του πάνω στο γραφείο του. Βλέπο ντάς το έγινα κατάχλομη. Πώς είχε καταφέρει να το βρει; Τείνοντας προς το μέρος μου το συμβόλαιο του Ουατανούκι,
με ρώτησε:
-
Αυτή η υπογραφή είναι δική σου, έτσι δεν είναι; Και συ
νέχισε: Σε προειδοποιώ πως δεν έχω καμία πρόδεση να δη μιουργήσω ιστορίες, με την προϋπόδεση πως δα φερδείς σω στά. Α ν δέλεις να μάδεις πώς αυτό το έγγραφο έφτασε στα χέρια μου, -δα σου το πω. Όμως, πριν απ' όλα, δα ήδελα να μά δω αν είσαι στ' αλήδεια εσύ που υπέγραψες ή είναι πλαστό. Θα επι&υμούσα να ξεκαδαρίσουμε απόλυτα αυτό το σημείο. Αχ! Ώστε ο Ουατανούκι μού την είχε φέρει. Το αντίτυπο
που είχα εγώ ήταν κλειδωμένο στο γραφείο μου, οπότε αυτό που είχε ο άνδρας μου δεν μπορούσε να είναι παρά εκείνο
του Ουατανούκι· αυτός ήταν τελικά ο λόγος που είχε συντάξει αυτό τον όρκο και κανένας άλλος. Για να πω όλη την αλήδεια, είχα ήδη σκεφτεί να ανακατέψω τον άνδρα μου σ' αυτή την
ιστορία και πίστευα πως ήταν καλύτερα να του ομολογήσω τα πάντα, ακόμα και για τη Μιτσούκο· όμως μας είχε καταλά βει εξ aπροόπτου στο Κασάγιαματσι. Τώρα δεν μπορούσα πια να του αποκαλύψω πως η εγκυμοσύνη της Μιτσούκο ήταν ψεύτικη, κάτι που έκανε ακόμα χειρότερη την κατά σταση, αφού προστίf}ενταν κι άλλα ψέματα· αν είχα προβλέ
ψει μια τέτοια κατάληξη, δα είχα προτιμήσει να του ομολογή σω τα πάντα απ' την αρχή. -Λοιπόν, πώς f}έλεις να σε καταλάβω αφού δε μιλάς; Δε f}α ήταν προτιμότερο να απαντήσεις; Και μετά, προσπαf}ώντας να φανεί υπομονετικός, μ' έναν
τόνο ήρεμο κι ευγενικό:
-
·
Βλέπω πως δε διαμαρτύρεσαι· απ' αυτό βγάζω το συ
μπέρασμα πως η υπογραφή είναι πραγματικά δική σου. Σιγά σιγά, μου διηγήf}ηκε πως πριν από πέντε ή έξι μέρες
παρουσιάστηκε απροειδοποίητα στο γραφείο του στο Ιμά μπασι κάποιος Ουατανούκι και ζήτησε να του μιλήσει. Τον δέ χτηκε στην αίf}ουσα αναμονής, απορώντας για το λόγο αυτής
της επίσκεψης. -Ήρf}α να σας δω γιατί f}έλω να σας ζητήσω μια χάρη.
Νομίζω πως ξέρετε ότι εγώ και η δεσποινίς Τοκουμίτσου εί μαστε αρραβωνιασμένοι, αλλά και πως περιμένει παιδί από μένα. Η γυναίκα σας μπήκε ανάμεσά μας προκαλώντας συνέ
χεια προβλήματα και γι' αυτό η Μιτσούκο, εδώ και λίγο και ρό, μου φέρεται όλο και πιο ψυχρά. Η κατάσταση έχει φτάσει
σε τέτοιο σημείο, που δεν ξέρω πότε f}α δεχτεί να με πα ντρευτεί. Θα ήf}ελα να προσπαf}ήσετε να λογικέψετε τη γυ ναίκα σας σχετικά μ' αυτό το δέμα. Ο άνδρας μου του είχε απαντήσει: -Γιατί να σας δημιουργήσει προβλήματα η γυναίκα μου; Δεν ξέρω όλες τις λεπτομέρειες, όμως μου είπε πως έβλεπε ευνο·ίκά την αγάπη σας και έλπιζε πως f}α παντρευτείτε το
συντομότερο δυνατό. 1 57
-Αγνοείτε την αλή{}εια για τη σχέση που συνδέει τη γυ ναίκα σας και τη Μιτσούκο, ήταν η απάντηση του ctλλου. Και τον είχε αφήσει να καταλάβει με υπονοοίίμενα πως τίποτα δεν είχε αλλάξει ανάμεσα: σ' εκείνη και σε μένα. Ο άνδρας μου δεν είχε καμία διά{}εση να διδσει πίστη στα λόγια ενός άγνωστου κι έπειτα, καt)ώς δε φαινόταν πο.λί1 αλη{rο φανές μια έγκυος γυναίκα να συνεχίζει μια τέτοια σχέση μ' ένα άτομο του ίδιου φύλου, σκέφτηκε πως βρισκόταν μπρο στά σ' έναν πραγματικά τρελό.
-
Είναι φυσικό να έχετε αμφιβολίες, είπε ο ΟυατανοίJκι.
Έχω, όμως, εδώ μια αδιάσειστη απόδειξη. Και του έτεινε το συμβόλαιο. Συνειδητοποιώντας τη ση μασία αυτού του χαρτιού, ο άνδρας ι.tου ένιωσε μια δυσάρε στη έκπληξη απ' αυτή την καινούρια κορο'ίδία εκ μέρους μου, αλλά αυτό που τον πείραξε περισσότερο ήταν ότι εν αγνοία του είχα υπογράψει ένα σύμφωνο αδελφοσύνη ς μ' έναν άγνωστο. Κι έπειτα, τι έπρεπε να σκεφτεί για έναν άν
δρα που άρχιζε να μιλάει χωρίς να ζητήσει συγγνώμη που είχε υπογράψει ένα τέτοιο συμβόλαιο με τη γυναίκα ενός άλλου και που την εξfflί:~τε με τόση έπαρση μπροστά στον άνδρα της, χαμογελώντας ειρωνικά με το δριαμβευτικό ύφος ενός επι{}εωρητή που βρήκε ένα πειστήριο; -Αναγνωρίζετε την υπογραφή της γυναίκας σας, έτσι δεν είναι;
-
Πράγματι, {)α έλεγε κανείς πως είναι τα γράμματά της.
Όμως έχω κι εγώ με τη σειρά μου να σας κάνω μια ερώτηση· ποιος είναι ο άνδρας που υπέγραψε;
-
Εγώ, ο Ουατανούκι, του είχε απαντήσει εκείνος aτάρα
χος, σαν να μην αντιλαμβανόταν την ειρωνεία που έκρυβε η ερώτηση.
-
Και τι είναι αυτές οι κηλίδες κάτω απ' την υπογραφή;
Και τότε ο Ουατανούκι ί-ιρχισε να του διηγείται λεπτομε ρώς όλα όσα είχαν συμβεί. 'Ομως ο άνδρας μου δεν τον ά φησε να τελειώσει· τον διέκοψε γεμάτος λύσσα.
-Ήσασταν σαψης, καt)ορίσατε τη σχέση που συνδέει τη δεσποινίδα Μιτσούκο, τη γυναίκα μου Σονόκο κι εσάς, όμως
χωρίς να υπολογίσετε καfiόλου εμένα που είμαι ο σύζυγος.
Κανείς δε νοιάστηκε για μένα. Αφού υπογράψατε κι εσείς, αναγκαστικά φέρετε την ευfiύνη και {}α ήfiελα να ξεκαftαρί
σετε τη 'δέση σας, ακόμα περισσότερο αφού, σύμφωνα με τα
λεγόμενά σας, σχημάτισα την εντύπωση πως η Σονόκο δεν υπέγραψε με τη fiέλησή της αυτό το συμβόλαιο, αλλά, τουλά χιστον εν μέρει, εξαναγκάστηκε να το κάνει. Χωρίς να πτοη'δεί, ο Ουατανούκι συνέχισε να χαμογελάει ειρωνικά: -Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε διαβάζοντας αυτό το έγγραφο, η κυρία Σονόκο κι εγώ συνδεόμαστε μέσω της Μι
τσούκο κι αυτή η σχέση είναι εξ αρχής αντί'δετη με τα συζυ γικά σας συμφέροντα. Αν η κυρία Σονόκο νοιαζόταν για σας,
δε {}α άρχιζε ποτέ μια τέτοια σχέση με τη Μιτσούκο και δε δα είχαμε φτάσει ποτέ στο σημείο ν' ανταλλάξουμε αυτό τοv όρκο, κάτι που οπωσδήποτε κι εγώ {}α προτιμούσα· αλλά με ποιον τρόπο fiα μπορούσε ένας άγνωστος όπως εγώ να ε
μποδίσει τη γυναίκα ενός άλλου ν' ακολουfiήσει την κλίση της; Κατά τη γνώμη μου η αναγνώριση σ' αυτό το έγγραφο αυτής της σχέσης είναι μια πολύ γενναιόδωρη παραχώρηση απέναντι στην κυρία Σονόκο.
Είχε αντιστρέψει την κατάσταση και μιλούσε σαν να κατη γορούσε το σύζυγό μου για την ελλιπή προσοχή που είχε δεί
ξει. Αυτή η υπόσχεση αδελφοσύνης δεν τον καftιστούσε ένο χο μοιχείας κι έτσι δε 'δεωρούσε πως είχε διαπράξει κάποια ανή'δικη πράξη.
1 59
26
ο
ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΥ ΑΗΔΙΑΖΕ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΟΊΙ ΘΑ ΆΓ
γιζε αυτά τα χαρτιά, όμως, καθ'ώς ο Ουατανούκι του φαινόταν τελείως παράλογος κι ήταν αδύνατο να προ
βλέψει την επόμενη κίνησή του, ήταν aποφασισμένος να του τα πάρει με κάδε τρόπο.
-
Καταλαβαίνω· αν τα πράγματα είναι όπως λέτε, ο ρόλος
μου ως συζύγου είναι να επέμβω χωρίς να περιμένω να με παρακαλέσουν. Εντούτοις, αυτή είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε και 'θ'έλω να είμαι αμερόληπτος
ft'
ακούσω,
λοιπόν, και τι έχει να μου πει η γυναίκα μου. Κατά συνέπεια, ftα ήftελα να μου δανείσετε αυτό το έγγραφο. Αν της το δεί ξω, αναμφίβολα ftα ομολογήσει. Δεν έχω άλλο τρόπο να την aποστομώσω, γιατί είναι πολύ ισχυρογνώμων. Ο Ουατανούκι, χωρίς να του δώσει καμία απάντηση, πε ριορίστηκε ν' αφήσει το συμβόλαιο πάνω στα γόνατά του ρωτώντας:
-
Τι σκοπεύετε να κάνετε αν ομολογήσει η γυναίκα σας; Δεν μπορώ να σας απαντήσω αυτή τη στιγμή· ftα εξαρ-
τηftεί από τις συν{)ήκες. Δε σκοπεύω, απλώς και μόνο επειδή μου το ζητάτε εσείς, να ανακρίνω τη γυναίκα μου. Καταλά βετε καλά πως δεν ενεργώ προς το δικό σας συμφέρον, αλλά για να σώσω την τιμή και την ευτυχία της οικογένειάς μου.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Ουατανούκι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μορφασμό: -Δε σας ζητώ να ενεργήσετε προς όφελός μου. Ήρftα α
πλώς να σας δω γιατί, κατά τύχη, το συμφέρον σας τώρα συ μπίπτει με το δικό μου. Ελπίζω να το καταλαβαίνετε. -Δεν έχω ούτε το χρόνο αλλά ούτε και τη διά'θ'εση να σκεφτώ έτσι, αντέτεινε ο άντρας μου. Συγχωρέστε την ειλι160
κρίνειά μου, όμως δε ftέλω ν' ανακατευτώ σ' αυτό το επεισό διο ως συνεργός σας. Όσο για τη γυναίκα μου, ftα την κρίνω
όπως εγώ νομίζω. -Α, ναι; Τόσο το χειρότερο, υποχώρησε ο Ουατανούκι.
Για να πω την αλήftεια, δε ftα είχα ανακατευτεί στις υποftέ σεις σας και τίποτα δε ftα με ανάγκαζε να σας κάνω αυτή την ερώτηση, αν δεν ήξερα πως αν η κυρία Σονόκο και η Μι τσούκο εξαφανιστούν μαζί, δε ftα είμαι ο μόνος που ftα στε νοχωρη-δεί και δε ftα ήταν ευγενικό να σας το κρύψω. Και αφού κοίταξε για πολλή ώρα εξεταστικά τον άνδρα μου, συνέχισε:
-
Και τότε, είτε το ftέλετε είτε όχι, ftα βρισκόσασταν κι
εσείς μπλεγμένος σ' αυτή την ιστορία.
-Αναγνωρίζω την ευγένειά σας και σας ευχαριστώ για το
ενδιαφέρον σας.
-
·
Αυτές οι ευχαριστίες δεν είναι αρκετές. Ελπίζω πως δε
δα κάνετε τη βλακεία ν' αφήσετε την κυρία Σονόκο να φύγει, αλλά αν κατά τύχη αυτό γινόταν, τι ftα κάνετε; Θα το δεχτεί τε, ftεωρώντας πως δεν έχει νόημα να μένει κανείς προσκολ
λημένος σε κάποιον που έφυγε, ή ftα την ακολουftούσατε παντού προκειμένου να τη φέρετε πίσω στο σπίτι; Σας ζητώ μια ξεκάftαρη απάντηση.
-
Απεχftάνομαι να προσπαδούν να επηρεάσουν την από
φασή μου για προβλήματα που δεν ξέρω ακόμα ποια εξέλιξη 6α έχουν, κυρίως για προβλήματα μεταξύ συζύγων, που πρέ
πει να λύνονται μόνο από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. -Όμως οπωσδήποτε, ό,τι κι αν συμβεί, δε ftα χωρίσετε ποτέ την κυρία Σονόκο, έτσι δεν είναι; Βλέποντας το ftράσος και την επιμονή του ν' ανακατεύεται σε ξένες υποftέσεις ο άνδρας μου του απάντησε πως, είτε χώριζε είτε όχι, αυτό δεν τον αφορούσε και δεν είχε λόγο ν' ασχολείται μ' αυτό το ftέμα. Όμως ο Ουατανούκι συνέχισε κάνοντας σχόλια του είδους:
-
Μα όχι, δεν μπορείτε, γιατί πρέπει να έχετε υποχρεώ
σεις απέναντι στην οικογένεια της κυρίας Σονόκο. Ή ακόμα:
11 - Σβάστικα
-Για ένα μικρό παράπτωμα δεν μπορείτε πάντως να τα βάλετε με την κυρία Σονόκο. (Προφανώς είχε μά{}ει για την προσωπική μας ζωή απ' τη Μιτσούκο.) Και:
-
Είστε υπερβολικά ευγενικός για να φερ{}είτε άτιμα.
Στα όρια της αντοχής του, ο άνδρας μου είχε αρχίσει να φωνάζει:
-
Μα για ποιο λόγο ήρ{}ατε εδώ; Όλα αυτά δε σας αφο
ρούν. Γιατί συνεχίζετε να αγορεύετε; Δεν έχω ανάγκη να μου πούνε πώς πρέπει να φέρεται ένας κύριος. Κι έπειτα, μά{}ετε
πως εγώ δεν είμαι σε {}έση να σας βεβαιώσω πως τα συμφέ ροντά μας συμπίπτουν.
-
Α, ναι; Τότε λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας δανείσω
αυτό το συμβόλαιο. Κι ο Ουατανούκι πήρε πίσω το χαρτί, το έβαλε στο φάκελο
και το ξανάχωσε στην εσωτερική του τσέπη. Ο άνδρας μου είχε προσπα{}ήσει με κά{}ε τρόπο να του το πάρει, όμως τώ ρα πια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα· αυτό που είχε σημα σία ήταν να μη βρεftεί σε μειονεκτική δέση.
-
Κάντε ό,τι νομίζετε, δε {}α σας αναγκάσω να μου το δώ
σετε. Αλλά σας προειδοποιώ: αφού μ' εμποδίζετε να το δείξω στη γυναίκα μου, δεν είμαι υποχρεωμένος να πιστέψω πως είναι αυftεντικό, αν εκείνη το αρνηftεί. Είναι φυσικό να είμαι περισσότερο πρόθυμος να πιστέψω εκείνη παρά έναν άγνω στο όπως εσείς.
Ο Ουατανούκι είχε μουρμουρίσει σαν να μιλούσε στον εαυτό του: -Πάντως, οι σύζυγοι που έχουν μεγάλη αδυναμία στη γυναίκα τους γίνονται η αιτία πολλών προβλημάτων. Τέλος πάντων, η κυρία Σονόκο έχει ένα αντίγραφο του συμβολαίου. Ψάξτε και ftα το βρείτε. Αλλά ούτε κι αυτό χρειάζεται να
κάνετε. Ζητήστε της να σας δείξει το μπράτσο της και ftα έχετε την απόδειξη που ζητάτε. Και μετά απ' αυτές τις δολιότητες αποσύρ{}ηκε aτάραχος λέγοντας: -Λυπάμαι πολύ που σας ενόχλησα. Ο άνδρας μου τον είχε συνοδεύσει μέχρι το διάδρομο κι 162
είχε επιστρέψει στο γραφείο του λέγοντας στον εαυτό του
πως δεν ήταν παρά ένας γελοίος. Προσπαftούσε να ξαναβρεί τον έλεγχο του εαυτού του, όταν, πέντε λεπτά αργότερα, ά κουσε πάλι να χτυπάνε την πόρτα· ο Ουατανούκι είχε ξανα
γυρίσει μ' ένα εκftαμβωτικό χαμόγελο, λες και το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει να ήταν αρκετό για να μετα μορφωftεί.
-
Συγχωρέστε με για ό,τι έγινε προηγουμένως. Ακούστε,
μπορώ να σας ενοχλήσω ακόμα μια φορά; Ο άνδρας μου τον είχε κοιτάξει εξεταστικά, με απέχftεια και φόβο ταυτόχρονα, χωρίς να πει τίποτα. Ο Ουατανούκι πλησίασε στο γραφείο του, έσκυψε και χωρίς να περιμένει πρόσκληση, κάftισε. -Πριν από λίγο σας φέρ{)ηκα άσχημα. Βρίσκομαι σε κρί
σιμη κατάσταση και κινδυνεύω να χάσω το πρόσωπο Που αγαπώ περισσότερο κι από τη ζωή μου ακόμα· τυφλωμένος
από τα προσωπικά μου προβλήματα, δεν είχα την απαραίτη τη ψυχραιμία για να σεβαστώ τα αισ{)ήματά σας. Δεν είχα κακή πρόftεση όταν σας μίλησα έτσι, σας παρακαλώ να το ξεχάσετε.
-
Αυτό ήρftατε να μου πείτε; aπόρησε άνδρας μου. Ναι. Μόλις βγήκα έξω, το σκέφτηκα καλύτερα και κατά-
λαβα πως είχα άδικο. Ένιωσα τύψεις και αποφάσισα να έρ {)ω να σας ζητήσω συγγνώμη.
-Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, απάντησε ο άνδρας μου.
-
Χμ, περιορίστηκε να κάνει ο Ουατανούκι.
'Αρχισε να κουνιέται νευρικά και πρόσδεσε μ' ένα βεβια σμένο χαμόγελο:
-
Στην πραγματικότητα, ήρftα κυρίως για να σας ζητήσω
μια χάρη και τώρα σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε, γιατί βρίσκομαι σε φοβερή κατάσταση και δεν ξέρω πια τι να κά νω. Σας παρακαλώ, λάβετε υπόψη σας την ψυχική μου κατά σταση, είναι ανυπόφορο κι aπελπιστικό, δεν έχω τη δύναμη ούτε καν να κλάψω. Αν έχετε την καλοσύνη να καταλάβετε όλα αυτά, δα σας δανείσω αυτό το χαρτί.
-
Και πώς {)α μπορούσα να σας καταλάβω;
-
Για να είμαι ειλικρινής, αυτό που με φοβίζει περισσότε
ρο είναι μήπως πάρετε διαζύγιο. Γιατί, μέσα στην απελπισία της, η κυρία Σονόκο δα μας δημιουργούσε ακόμα περισσό
τερα προβλήματα και δα έχανα κάttε ελπίδα να παντρευτώ τη Μιτσούκο. Δε νομίζω πως δα κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, ε
κτός αν βρεδεί σε αδιέξοδο, όμως μια έμμονη ιδέα με κατα τρέχει: πώς ftα αντιδρούσατε αν η κυρία Σονόκο εξαφανιζό ταν μαζί με τη Μιτσούκο; Σας φαίνομαι ίσως ενοχλητικός με
το να επαναλαμβάνω συνέχεια το ίδιο πράγμα, όμως αν δεν την παρακολουδήσετε στενά, τελικά, αργά ή γρήγορα, δα φύ γει με τη Μιτσούκο. Κι αν γίνει κάτι τέτοιο, ίσως στο βάδος
της καρδιάς σας αποφασίσετε να τη συγχωρέσετε, όμως οι άλλοι δε δα μπορέσουν ποτέ να το κάνουν. Μου φαίνεται πως ο κίνδυνος με συντρίβει, έχω χάσει τον ύπνο μου. Κι ενώ μιλούσε, έσκυψε το κεφάλι κι άγγιξε με το μέτωπό του το τραπέζι ικετεύοντας:
- Βοηδήστε με, σας Παρακαλώ. Και μετά συνέχισε: -Ίσως να πιστεύετε πως έχω πολύ δράσος, πως σκέφτο μαι μόνο το συμφέρον μου, όμως, σας παρακαλώ, λάβετε υ πόψη σας την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι κι υποσχεδείτε μου πως δα παρακολουftείτε τη γυναίκα σας,
έτσι ώστε, ό,τι κι αν συμβεί, να μην μπορέσει να το σκάσει.
Φυσικά, δεν μπορείτε να τη δέσετε, κι ακόμα κι αν το κάνατε, αυτό δε δα την εμπόδιζε. Όμως υποσχεδείτε μου πως σ' αυ τή την περίπτωση δα ψάξετε να τη βρείτε και δα τη φέρετε πίσω. Πείτε μου απλώς «εντάξει» και δα σας εμπιστευftώ αυ τό το χαρτί. Και συμπλήρωσε:
-
Δε χρειάζεται να επιμείνω, καταλαβαίνω πολύ καλά πως
αγαπάτε πολύ τη γυναίκα σας και πως δε δα τη χωρίσετε ποτέ, όμως δα ήftελα να το ακούσω τουλάχιστον μια φορά απ' το στόμα σας. Αν με λυπάστε λίγο, πείτε μου αυτό που έχετε ήδη κατά βάftος αποφασίσει. Ακούγοντάς τον να μιλάει έτσι ο άνδρας μου σκέφτηκε: «Τι υποκριτής!» Αντί να λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι και να
μπλέκεται στην οικογενειακή ζωή των άλλων, δεν μπορούσε να πει απλώς απ' την αρχή τι ήftελε, χωρίς να {)ίξει τα αισ{)ή
ματα κανενός; Άλλαζε τακτική ανάλογα με τις αντιδράσεις του άνδρα μου· αν φερόταν πάντα έτσι, σίγουρα δε {)α άρεσε καftόλου στις γυναίκες. Ίσως η Μιτσούκο να μην μπορούσε
πια να τον ανεχftεί. Ποια δυστυχισμένη φύση κρυβόταν σ' αυτό τον άνftρωπο; Τ~λικά, ο άνδρας μου άρχισε να τον λυπά ται.
-Λοιπόν, ορκιστείτε μου κι εσείς πως στο μέλλον δε {)α
δημοσιεύσετε αυτό το συμβόλαιο και πως ftα μου επιτρέψε τε να το κρατήσω όσο μου φανεί αναγκαίο. Αν συμφωνείτε, {)α δεχτώ κι εγώ τους όρους σας.
-Αυτός ο όρκος, όπως είναι γραμμένος εδώ, δεν μπορεί
να παρουσιαστεί σε τρίτους χωρίς την άδεια και των δύο με ρών, εντούτοις, αφού η συμπεριφορά της κυρίας Σονόκο δεί χνει πως τον πρόδωσε, αν ήftελα να σας βλάψω, ftα μπορού σα να τον έχω χρησιμοποιήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Όμως, για να καταλάβετε πως δεν είμαι ικανός για μια τόσο ταπεινή πράξη, αρκεί να ξέρετε πως φρόντισα να σας φέρω αυτό το χαρτί, δε νομίζετε; Μα φυσικά, αν δεν υπήρχε αμοι βαία εμπιστοσύνη, τι νόημα ftα είχε να γράφουμε όρκους; Δε {)α ήταν παρά κομμάτια από χαρτί. Σας παρακαλώ, αν μπορεί να σας φανεί χρήσιμο, κρατήστε το. Εμένα μου φτάνει να
μου υποσχεftείτε ότι {)α σεβαστείτε τις δύο ρήτρες στις ο ποίες αρχικά αναφέρ{)ηκα. «Γιατί, λοιπόν, δε μου το έλεγε απ' την αρχή;» σκεφτόταν ο άνδρας μου ενώ δήλωνε: -Το κρατάω μ' αυτές τις προϋποftέσεις. Κι άπλωσε το χέρι· όμως ο Ουατανούκι αντέδρασε:
-
Μια στιγμή. Λυπάμαι πραγματικά, όμως, για να προλά
βω τυχόν επιπλοκές, {)α μπορούσατε να μου υπογράψετε μια απόδειξη; Ο άνδρας μου συμφώνησε κι έγραψε: «Παραδέχομαι πως πήρα το ακόλουftο έγγραφο ... » -Και τώρα μια μικρή προσ{)ήκη, σας παρακαλώ.
-
Τι πρέπει να γράψω;
-
«Ο κάτω-δι υπογραφόμενος
...
δεσμεύομαι, κα-δ' όλη την
περίοδο που 'δα έχω στην κατοχή μου αυτό το έγγραφο, να σεβαστώ τους ακόλου{}ους όρους:
1. Θα
φροντίζω η γυναίκα
μου να φέρεται όπως απαιτούν τα κα{}ήκοντα μιας συζύγου.
2. 3.
Δε 'δα πάρω διαζύγιο απ' τη γυναίκα μου για κανένα λόγο. Υποχρεούμαι να δείχνω και να δίνω το έγγραφο του ο
ποίου μου έχει ανατε'δεί η φύλαξη οποτεδήποτε, αν ο δι
καιούχος το απαιτήσει.
4.
Αν χάσω το έγγραφο, δε {}α απαλ
λαγώ από την υποχρέωση να σέβομαι τις ρήτρες
1 και 2,
μέ
χρι να παράσχω τις εγγυήσεις που {}α μου ζητήσει ο δικαιού χος».
Δεν είχε υπαγορεύσει άνετα αυτούς τους όρους. Μόλις ο άνδρας μου έγραψε τον πρώτο, ο Ουατανούκι σκέφτηκε και
μετά πρόσ{}εσε:
-
Αχ! Υπάρχει κι άλλος ένας, σας παρακαλώ.
Κι έτσι τον έβαλε να τους προσ-δέσει τον ένα μετά τον άλ λο. «Τι ανοησία!» σκέφτηκε ο άντρας μου. «Μιλάει σαν επαρ
χιώτης συμβολαιογράφος!» Αλλά, διασκεδάζοντας σχεδόν με την κατάσταση, είχε συμμορφω{}εί. Μόλις τελείωσε το γρά ψιμο, του είπε:
-Ας προσ{}έσουμε τώρα κι ένα υστερόγραφο: «Αν το έγ
γραφο αποδειχτεί πως βασίζεται σε φανταστικά δεδομένα, όλος ο όρκος {}α πρέπει να fiεωρη{}εί άκυρος και σαν να μην έγινε ποτέ». Υ πο'δέτω πως δε σας ενοχλεί αυτή η προσ{}ήκη, έτσι δεν είναι; Ο Ουατανούκι, έκπληκτος, τα είχε χαμένα, αλλά ο άνδρας
μου, μη δίνοντάς του πια σημασία, πρόσ{}εσε βιαστικά αυτό το υστερόγραφο και του έτεινε το χαρτί· εκείνος, αφού έμεινε για λίγο διστακτικός, σαν να τον πείραζε ξαφνικά που {}α το
aποχωριζόταν, του άφησε το έγγραφο απρό'δυμα κι έφυγε. Αφού μου διηγή'δηκε χωρίς να πάρει αναπνοή τι είχε συμ βεί, ο άνδρας μου με ρώτησε: -Πες μου, είναι αλή{}εια ότι υπέγραψες αυτό το συμβό
λαιο; Αν έχεις αντίγραφο, δείξ' το μου.
166
Και περίμενε υπομονετικά την απάντησή μου. Σηκώ{)ηκα
αμίλητη, άνοιξα το κλειδωμένο συρτάρι, πήρα το αντίγραφο που είχα κρύψει εκεί και το άφησα πάνω στο τραπέζι χωρίς να πω ούτε λέξη.
27
κ
-
ΑΛΛ, ΑΦΟΥ ΥΠΆΡΧΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΝΤΠΥΠΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟ-
λαιο δεν μπορεί να είναι πλαστό, έτσι δεν είναι; Συγκατένευσα αμίλητη. Ο άνδρας μου, που δεν κα
ταλάβαινε τι αισδανόμουν, μισόκλεισε τα μάτια μ' ένα διστα κτικό ύφος και ρώτησε: -Τότε, λοιπόν, το περιεχόμενο αυτού του συμβολαίου εί ναι απόλυτα αληfiινό;
-
Μερικά πράγματα είναι αληfiινά, υπάρχουν όμως και
ψέματα.
Ακούγοντάς τον, είχα ήδη αποφασίσει πως δεν είχε νόημα πια να του κρύψω τίποτα, πως για ν' ανατρέψω τα σχέδια του Ουατανούκι, δεν είχα παρά να ομολογήσω ακόμα και τις πιο ενοχοποιητικές λεπτομέρειες και ν' αφήσω τα πράγματα
να πάρουν το δρόμο τους. Ο φόβος, λένε, ξεπερνάει την πραγματικότητα κι ίσως η κατάσταση να εξελισσόταν προς
όφελός μου. Αρχικά αποκάλυψα το μυστικό του Ουατανούκι· μετά ομολόγησα πως η εγκυμοσύνη της Μιτσούκο ήταν ψεύ τικη, πως είχε κάνει την κοιλιά της να φαίνεται φουσκωμένη
με κομμάτια από ύφασμα, όταν είχαν συναντηfiεί πριν από
λίγο, πως δεν έμενε πια καfiόλου σ' εκείνο το σπίτι στο Κα σάγιαματσι, πως ο Ουατανούκι με είχε αναγκάσει με απειλές να υπογράψω εκείνο το συμβόλαιο και πως όχι μόνο με είχαν κοροϊδέψει, αλλά πως κι εγώ κορόιδευα εκείνον, τον άνδρα μου. Μέσα σε δύο ώρες του διηγήfiηκα τα πάντα απ' την αρ
χή ως το τέλος. Με άκουγε απαντώντας με μουρμουρητά κι αναστενάζοντας κάδε τόσο. -Λοιπόν, κατέληξε, μου ορκίζεσαι πως όλα όσα μου εί πες είναι αλήfiεια; Είναι σίγουρο πως αυτός ο Ουατανούκι έ χει τέτοιο μυστικό; ι68
Και πρόσδεσε:
-
Για να πω την αλή'δεια, έκανα ήδη κάποια έρευνα.
Είχε συναντήσει τον Ουατανούκι πριν από τέσσερις πέντε
μέρες. Αν παρίστανε πως αγνοούσε τα πάντα μέχρι εκείνη τη στιγμή, είναι γιατί έβρισκε παράδοξα τα φερσίματα του Ουα
τανούκι και πίστευε πως υπήρχε κάποιος βαWτερος λόγος γι' αυτό. Έτσι, είχε ανα'δέσει σ' έναν ιδιωτικό αστυνομικό να
κάνει μια έρευνα, πριν μου μιλήσει σχετικά μ' αυτό το 'δέμα. Όμως, κα'δώς δεν ήταν πολλοί αυτοί που έκαναν αυτή τη δουλειά στην Οσάκα, είχε πέσει πάνω στον ίδιο άν'δρωπο στον οποίο είχε απευ'δυν'δεί κι η Μιτσούκο.
-
Ξέρω σχεδόν τα πάντα γι' αυτόν, του είχε ανακοινώσει
εκείνος. Έχω κάνει ήδη έρευνες για το άτομό του.
Και του είχε δώσει αμέσως τις πληροφορίες που ζητούσε. Έτσι, το ίδιο βράδυ της ημέρας που ο Ουατανούκι τον εί χε επισκεφ'δεί, ο άνδρας μου είχε όλα τα χαρτιά στο χέρι. Εί χε κι ο ίδιος εκπλαγεί τόσο πολύ, που αναρωτιόταν μήπως επρόκειτο για συνωνυμία· όμως οι εξηγήσεις του αστυνομι κού, που ήξερε ακόμα και για τους καβγάδες του Ουατα
νούκι με τη Μιτσούκο, δεν άφηναν καμιά αμφιβολία. Μεμιάς, η εγκυμοσύνη της Μιτσούκο, εκείνο το σπίτι στο Κασάγια ματσι, η σχέση μου με τη Μιτσούκο, όλα έγιναν ύποπτα κι έ τσι έβαλε να κάνουν έρευνα και για τη Μιτσούκο. Εκείνο το
πρωινό η αναφορά είχε φτάσει στ:α χέρια του· όμως, κα'δώς δυσκολευόταν ακόμα να πιστέψει αυτά τα δεδομένα, είχε αποφασίσει να τα επαλη'δεύσει μόνος του, πηγαίνοντας α προειδοποίητα στο Κασάγιαματσι. -Ήξερες, λοιπόν, πως είχε βάλει κομμάτια από ύφασμα
στην κοιλιά της; ρώτησα αδιάφορα. Δεν απάντησε αμέσως. Μετά από λίγο, όμως, είπε:
-
Καταλαβαίνεις ασφαλώς πως η μέχρι τώρα συμπεριφο
ρά σου ξεφεύγει απ' το σωστό δρόμο. Δεν έχω την πρό'δεση ν' ανακατευτώ σε τόσο δυσάρεστα γεγονότα, όμως 'δα ή'δελα να ξέρω αν είσαι αποφασισμένη να μετανιώσεις ειλικρινά για
τα λά'δη σου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάρουμε στα σοβαρά τις υποσχέσεις που δώσαμε στον Ουατανούκι, όμως ι6g
ορκίστηκα μπροστά σ' αυτό τον άνδρα πως δε ttα σε χωρίσω.
Στο βάttος, ούτε κι εγώ φέρt}ηκα συνετά. Όταν ο Ουατανούκι ισχυρίστηκε πως δεν ή μουν αρκετά προσεκτικός ως σύζυγος, στην ουσία δεν έκανε λάttος· είναι φανερό πως αν η οικογέ νεια της Μιτσούκο διαμαρτυρηttεί, εγώ ttα πρέπει, ακόμα πιο πολύ από σένα, να ζητήσω επίμονα συγγνώμη. Κατά τη γνώ μη μου σ' αυτή την ιστορία ευWνονται και οι δύο σύζυγοι.
Αν ποτέ ο Τύπος ασχοληttεί μ' αυτό το ttέμα, πώς ttα εξηγή σω την κατάσταση στους γονείς σου; Κι εξάλλου, αν επρόκει
το μόνο για μια συνηttισμένη σχέση ή για ένα συνηttισμένο τρίγωνο, ttα υπήρχε περίπτωση να μας δείξουν ανοχή ή να μας συμπαρασταttούν, όμως βλέποντας αυτό το συμβόλαιο, ο καttένας ttα σκεφτεί πως έχει να κάνει με τρελούς. Τέλος πά
ντων, μπορεί να μην είμαι αντικειμενικός, ακούγοντας όμως τις εξηγήσεις σου, έχω την εντύπωση πως για όλα φταίει ο
Ουατανούκι και πως είναι ο μόνος ελαττωματικός. Ούτε εσύ ούτε η Μιτσούκο ttα είχατε φτάσει σ' αυτό το σημείο αν δεν τον είχατε συναντήσει. Τι ttα σκέφτονταν οι γονείς της Μι τσούκο αν το μάttαιναν; Μέχρι τώρα πίστευα πως για όλα έφταιγε η Μιτσούκο, πως ήταν μια ακόλαστη που σε επη ρέαζε άσχημα, όμως για τους γονείς της δε ttα είναι αρκετό να καταστρέψουν αυτό τον Ουατανούκι. Ν α έχουν μια κόρη τόσο γοητευτική, για την οποία μπορούν να υπερηφανεύο νται και να επιτρέψουν να τους γελοιοποιήσει ένα τέτοιο ά τομο ... Είναι ακόμα πιο άτυχοι από μένα. Ήξερε πως δεν έπρεπε να ttίξει την υπερευαισt}ησία μου,
που ttα με έκανε να φερttώ βίαια, και προσπαttούσε να με συγκινήσει με συναισt}ήματα περισσότερο παρά επικαλού μενος τη λογική. Η τακτική του ήταν κάπως άγαρμπη, όμως είχα στενοχωρηttεί μ' αυτά που είπε για τους γονείς της Μι τσούκο και κυρίως απ' τη μεγάλη ανησυχία που έδειχνε για
τη Μιτσούκο, γιατί αυτό ακριβώς ένιωttα κι εγώ. Τον άκουγα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.
-
Πες μου, δε νομίζεις; με ρώτησε κοιτώντας τα δάκρυα
που έτρεχαν στα μάγουλά μου. Δε ttα καταλάβω τίποτε αν συνεχίσεις να κλαις. Σκέψου καλά και πες μου μια για πάντα ηο
τι σκέφτεσαι, ειλικρινά. Αν σκοπεύεις να φύγεις οπωσδήποτε από το σπίτι μας, νομίζω πως δε δα μπορέσω να σ' εμποδί σω. Αλλά, αν δέλεις να σου πω τι αισδάνομαι, απεχδάνομαι μόνο αυτό το άτομο και συμπονώ εσένα και τη Μιτσούκο. Αν υποδέσουμε πως πρέπει να χωρίσουμε, δα υποφέρω τις υπόλοιπες μέρες που μου μένουν, νιώδοντας την ίδια «συμπό νοια». Κι εσύ δε δα μπορείς βέβαια να παντρευτείς τη Μι τσούκο! Δε δα είσαι πια κάτω απ' την κηδεμονία μου, όμως οι άλλοι δε δα σε συγχωρέσουν ποτέ. Κι ακόμα, δα δυσαρε στήσεις πολύ κόσμο και δα είσαι επονείδιστη. Αυτό δα είναι το τέλος. Εκτός αν συνέλδεις εγκαίρως και διορδωδείς ένα απ' τα δύο. Αυτό εξαρτάται από σένα.
-
Μα εγώ ... όσα μου συνέβησαν ήταν η μοίρα ... ftα ικετεύω
να με συγχωρέσεις πεftαίνοντας! Από την έκπληξη σχεδόν χοροπήδησε· ξέσπασα σε λυγμούς
αφήνοντας το κεφάλι μου να πέσει πάλι πάνω στο τραπέζι. -Εν πάση περιπτώσει, σ' αυτό το σημείο που έχω φτά σει, είναι φυσικό να με εγκαταλείψουν όλοι. Αν έμενα στη ζωή, δε δα τολμούσα πια να κοιτάω κατάματα τους ανftρώ
πους. 'Αφησέ με να πεδάνω σε παρακαλώ. Δε ftα λυπηftείς για μια γυναίκα τόσο διεφδαρμένη σαν εμένα. -Ποιος σου είπε πως ftα σε εγκαταλείψω; Αν είχα αυτή την πρόftεση, δε ftα προσπαftούσα να σε συμβουλεύσω. -Σ' ευχαριστώ γι' αυτό που λες, αλλά αν αftωώσω τον εαυτό μου μόνο, αφήνοντας τη Μιτσούκο, πόσο ftα υποφέ
ρει... Κι εσύ είπες πως για τη Μιτσούκο λυπάσαι κυρίως, έτσι δεν είναι;
-Ναι, αυτό είπα. Γι' αυτό προσπαftώ να σας σώσω. Ά κου, κάνεις μεγάλο λά'δος. Δε ftα την εμποδίσεις να υποφέρει προσφέροντάς της αγάπη όπως εσύ το εννοείς. Δεν ανησυχώ μόνο για σένα. Σκέφτομαι να πάω στο σπίτι των Τοκουμί
τσου για να τους εξηγήσω την κατάσταση. Πιστεύω πως έχω χρέος να τους ζητήσω να εντείνουν την προσοχή τους, για να παραμερίσουν μια για πάντα αυτό τον άνδρα και να μην α νεχftούν άλλο τη σχέση της κόρης τους μαζί σου. Δεν είναι προτιμότερο αυτό για τη Μιτσούκο; 1]1
-Αν το κάνεις αυτό, fiα σκοτωtJεί πριν από μένα.
-
Πώς; Γιατί να πεfiάνει; Οπωσδήποτε, fiα σκοτωfiεί... Ήfiελε ήδη να πεfiάνει και
δεν έπαυε να μου το επαναλαμβάνει, μόλις που κατάφερα να την συγκρατήσω. Λοιπόν, fiα πεtJάνω μαζί της και, πεfiαί νοντας, fiα ζητήσω απ' την κοινωνία να με συγχωρέσει.
-
Μ η λες aνοησίες! Έτσι, το μόνο που fiα καταφέρεις fiα
είναι να δημιουργήσεις προβλήματα στους γονείς σου και σε
μένα. Πώς τολμάς να νομίζεις πως έτσι fiα εξιλεωfiείς;
172
28
Δ
ΕΝ ΑΚΟΥΓΑ ΠΙΑ τΙ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ Ο ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΥ ΚΙ ΕΠΑΝΑ
λάμβανα μόνο συνέχεια: -Όχι, 'δα, σκοτω'δώ! Άφησέ με να πε'δάνω!
Κρατώντας το κεφάλι μου με τα χέρια μου, πάνω στο
τραπέζι, έκλαιγα σαν παραπονεμένο παιδί. Σκεφτόμουν πως η καλύτερη λύση ήταν να λέω συνέχεια: «Θα σκοτω'δώ». Δεν υπήρχε καμιά άλλη διέξοδος. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν
με ποιο τρόπο 'δα μπορούσα να συνεχίσω να βλέπω τη Μι τσούκο όπως πριν. Αυτή ήταν η μόνη μου επι'δυμία και, για
να πω την αλή'δεια, φοβόμουν κυρίως μήπως ο άνδρας μου ζητούσε διαζύγιο. Αφού τώρα πια ήξερε τα πάντα, το μόνο που μου έμενε ήταν να τον πείσω ν' αναγνωρίσει τη σχέση μου με τη Μιτσούκο· σε αντάλλαγμα, 'δα τον σεβόμουν κι έτσι η συζυγική μας σχέση δε 'δα 'διγόταν. Ακόμα κι αν ο Ουατανούκι μάς ενοχλούσε, είχαμε το αντίτυπο του συμβο λαίου και κανείς δε 'δα πίστευε τους ισχυρισμούς του. Αν η
Μιτσούκο παντρευόταν κάποιον άλλο που 'δα αντιδρούσε στη φιλική σχέση δύο παντρεμένων γυναικών; Όχι μόνο η κατάσταση δε 'δα άλλαζε, αλλά και όλα 'δα πήγαιναν ακόμα καλύτερα· οι λογομαχίες ήταν άσκοπες και είχαμε βρει την καλύτερη λύση. Όμως ο άνδρας μου φοβόταν μην κάνω κα μιά aποκοτιά· αυτό ήταν που τον ανησυχούσε περισσότερο
κι όχι το διαζύγιο. Ήξερα πως ήταν μάλλον νω'δρός. Σκεφτό μουν, λοιπόν, να του δώσω να καταλάβει: «Αν με αναγκάσεις
να κάνω κάτι τέτοιο, δε 'δα διστάσω να φύγω». Κι άρχισα να του παρα'δέτω έναν έναν τους όρους μου. Αποφάσισα να τον αφήσω να το σκεφτεί, πρό'δυμη να περι
μένω δυο τρεις μέρες. Δεν έπρεπε να τον προκαλέσω, ούτε να 'δίξω τα αισδήματά του· έκλαιγα ήσυχα, σιωπηλή, ό,τι κι αν
173
μου έλεγε· έδινα την εντύπωση πως είχα πάρει στα κρυφά μια πολύ σοβαρή απόφαση. Η συμπεριφορά μου τον τρόμα ξε τόσο, που έμεινε ξάγρυπνος να με προσέχει ως την αυγή· ερχόταν μαζί μου ακόμα κι όταν πήγαινα στο μπάνιο. Την
επομένη δεν πήγε στο γραφείο του και μου έφερε το πρωινό στο κρεβάτι· με κοιτούσε εξεταστικά, προσέχοντας και την παραμικρή μου κίνηση και μου έλεγε κάδε λίγο και λιγάκι: -Αν συνεχίσεις έτσι, γρήγορα 'δα εξαντλη'δείς. Κοιμήσου
λίγο για να ξεκουραστείς κι αργότερα μπορείς να σκεφτείς τι {]α κάνεις. Ή ακόμα:
-
Υ ποσχέσου μου τουλάχιστον να μην ξαναπείς ότι 'δα
σκοτω'δείς ή ότι fiα φύγεις. Όμως εγώ δεν του μιλούσα πια καfiόλου· μόνο του έγνεφα
αρνητικά. Από μέσα μου σκεφτόμουν πως η κατάσταση είχε εξελιχfiεί ευνοϊκά για μένα. Την επομένη ο άνδρας μου ανα
γκάστηκε να πάει για μια δυο ώρες στο γραφείο του. Μου ζήτησε να του ορκιστώ πως δε 'δα έβγαινα απ' το σπίτι και
πως δε ftα τηλεφωνούσα όσο {]α έλειπε, αλλιώς {]α με έπαιρ νε μαζί του στην Οσάκα.
-
Κι εγώ fiα ανησυχώ ξέροντας πως βγήκες μόνος σου
έξω. Θα έρ'δω μαζί σου, του απάντησα.
-
Για ποιο λόγο aνησυχείς;
-Αν πεις αυτές τις ιστορίες στους Τοκομίτσου, δε 'δα
μπορώ να ζήσω πια.
-
Δε {]α σου φερόμουν ποτέ τόσο άτιμα χωρίς να σε προ
ειδοποιήσω. Σου τ' ορκίζομαι. Ορκίσου μου κι εσύ πως {]α κάνεις το ίδιο.
-
Αν μου υποσχεfiείς πως δε 'δα με προδώσεις, fiα σε πε
ριμένω ήσυχα στο σπίτι. Μπορείς να πας ήσυχος στη δουλειά
σου. Εγώ στο μεταξύ 'δα ξεκουραστώ. Ήταν εννιά περίπου όταν έφυγε. Έμεινα για λίγο ξαπλω μένη· ήμουν τόσο ταραγμένη, που δεν μπορούσα να κοιμηfiώ. Μου τηλεφώνησε μόλις έφτασε στην Οσάκα, και μετά έπαιρ νε κά'δε μισή ώρα. Ήταν αδύνατο να ηρεμήσω· πηγαινοερ χόμουν στο δωμάτιο, με χίλιες σκέψεις να στριφογυρίζουν
174
στο μυαλό μου. Τότε μου καρφώ-θηκε η ιδέα πως αν συνέχι ζα αυτή την αναμέτρηση με τον άνδρα μου, ο Ουατανούκι fiα
μας την έφερνε. Και η Μιτσούκο; Τι να σκεφτόταν άραγε από τότε που την άφησα, την προηγουμένη; 'Αραγε με περί μενε όλη την ημέρα; Δε fiα κατάφερνα να τον φοβίσω επα ναλαμβάνοντας συνέχεια: «Θα σκοτωfiώ, f)α σκοτωf)ώ». Κι αν,
αναζητώντας μια πιο δραστική λύση, φροντίζοντας, όμως, ταυτόχρονα να μην προκαλέσουμε πολύ μεγάλο σκάνδαλο, το σκάζαμε και πηγαίναμε σ' ένα κοντινό μέρος όπως η Ν ά ρα ή το Κιότο; Θα μπορούσαμε να ζητήσουμε απ' την Ουμέ
να πάει βιαστικά στο σπίτι του άνδρα μου και να του πει φανερά σαστισμένη: «Η γυναίκα σας κι η κυρία μου το έσκα σαν. Πηγαίνετε γρήγορα να τις φέρετε πίσω γιατί αν το μά δουν οι δικοί της, fiα είναι σκέτη καταστροφή». Και τελικά να
τον οδηγήσει κοντά μας ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, γiα να μας εμποδίσει να πεfiάνουμε. Όμως μόνο την ίδια ημέρα μπορούσαμε να aρπάξουμε την ευκαιρία για να εφαρμόσου
με αυτό το σχέδιο. Εντούτοις, δεν μπορούσα να βγω απ' το σπίτι· τηλεφώνησα, λοιπόν, στη Μιτσούκο:
-
Θα σου διηγηfiώ τα πάντα από κοντά. Έλα αμέσως στο
σπίτι μου. Περιμένοντάς την, παρακάλεσα την καμαριέρα μου να κρατήσει το μυστικό:
-
Θα δεις τι f)α πάθ'εις αν πεις ποτέ στον κύριο τι έγινε!
Η Μιτσούκο έφτασε μετά από είκοσι λεπτά. Όσο ο άνδρας μου μου τηλεφωνούσε, μπορούσα να είμαι βέβαιη πως ήταν ακόμα στην Οσάκα και δεν ανησυχούσα. Αν γύριζε ξαφνικά, η Μιτσούκο fiα μπορούσε να φύγει κρυ φά απ' την πόρτα υπηρεσίας γι' αυτό είχα πει ν' αφήσουν
την ομπρέλα και τα παπούτσια της στον κήπο κι είχα φρο ντίσει να τη δεχτώ σ' ένα δωμάτιο στο ισόγειο. Μόλις την είδα, πρόσεξα πως ήταν ανήσυχη και χλομή· μια μέρα μόνο δεν είχαμε ειδωfiεί κι όμως φαινόταν εξαντλημένη. 'Ακουσε όσα είχα να της πω κλαίγοντας: -Ώστε συνέβησαν και σε σένα φοβερά πράγματα, μεγάλη
αδελφή! είπε τελικά.
Μου διηγή{]ηκε πως από το προηγούμενο βράδυ, κι όλη την επόμενη ημέρα, την καταδίωκε ο Ουατανούκι:
-
Αφού εσύ και η μεγάλη αδελφή συνωμοτείτε για να με
τυλίξετε, σας την έφερα και πήγα στο γραφείο του Κακιού
τσι, στο Ιμάμπασι, για να του αποκαλύψω όλη την αλήitεια για τη γυναίκα του. Γι' αυτό ήρitε στο Κασάγιαματσι· για να
έχει τη συνείδησή του καitαρή. Είδες κι εσύ πώς την πήρε μαζί του· μπορείς να την περιμένεις κι έναν αιώνα, δε itα ξα
ναγυρίσει!
η6
29
ο
ΟΥΑΤΑΝΟΥΚΙ ΕΙΧΕ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ:
-
Υ πο'δέτω πως λίγο ή πολυ.' ξέρεις για τον όρκο που
aνταλλάξαμε η μεγάλη αδελφή κι εγώ· τώρα αυτό το
.συμβόλαιο δεν είναι παρά ένα απλό κομμάτι χαρτί, γι' αυτό δε φοβή{}ηκα να το αφήσω στον άνδρα της. Έχω εδώ την απόδειξη.
Την έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και της την έδειξε.
-
Ορίστε, βλέπεις τι γράφει: «Θα φροντίσω η γυναίκα μου
να φερ'δεί σύμφωνα κτλ.».
Της είχε διαβάσει τη μία μετά την άλλη τις ρήτρες, κρύβο
ντας, όμως, με το χέρι του εκείνη την υπο'δετική, που δεν τον συνέφερε.
-
Τ ώρα που κατάφερα να πάρω αυτή την απόδειξη από
τον Κακιούτσι, δεν έχουμε πια λόγο να ανησυχούμε για τη
μεγάλη αδελφή. Θα έπρεπε κι εσύ να δεσμευτείς γραπτώς. Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του κάτι σαν προσχέδιο,
σύμφωνα με το οποίο αυτός κι η Μιτσούκο όφειλαν ν' απο τελούν πάντα ένα σώμα κι ένα πνεύμα κι εκείνη έπρεπε να τον ακολου'δεί ακόμα και στο 'δάνατο. Υπήρχε επίσης κι ένας κατάλογος με τις ποινές που 'δα της επιβάλλονταν, αν τυχόν παρέβαινε τις υποχρεώσεις της τέτοιες υπερβολικές απαιτή σεις, που μόνο ο εγωισμός του υπαγόρευε. -Αν δεν έχεις αντίρρηση, δεν έχεις παρά να υπογράψεις και να βάλεις τη σφραγίδα σου. Εκείνη είχε αρνη'δεί:
-
Δε fiέλω. Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιο 'δράσος! Δε
σταματάς να επαναλαμβάνεις: «Απαιτώ μια γραπτή υπόσχε-
12 - Σβάστικα
ση, απαιτώ μια γραπτή υπόσχεση». Κι όλα αυτά για να μας εκβιάσεις!
-
Μα δεν έχεις τίποτα να φοβη~είς από τη στιγμή που δε
{1' αλλάξεις γνώμη. Και προσπά~σε να την αναγκάσει να πάρει ένα στυλό. -Δεν πρόκειται για δάνειο. Μήπως ελπίζεις να υποδου λώσεις μια ψυχή με μια γραπτή υπόσχεση; 'Αλλος είναι ο σκοπός σου, έτσι δεν είναι;
-
Γιατί δε ~έλεις να υπογράψεις; Σκέφτεσαι πως τα αισ~
ματά σου
-
{}'
αλλάξουν. Έχω δίκιο, αυτό δεν είναι;
Ακόμα κι αν υπογράψω, το μέλλον είναι απρόβλεπτο.
-Αν συνεχίσεις να μου φέρνεις αντιρρήσεις, σύντομα ~α έχεις προβλήματα. Ακόμα και χωρίς το γραπτό σου όρκο, έ
χω εδώ αρκετές αποδείξεις για να σε εκβιάσω. Κι έβγαλε απ' το πορτοφόλι του μια μικρή φωτογραφία
και της την έδειξε. Παραδόξως, ήταν το αντίγραφο του όρ κου που είχε στα χέρια του ο άνδρας μου. Της εξήγησε πως
πριν πάει στο γραφείο στο Ιμάμπασι, είχε βάλει να του τρα βήξουν αυτή τη φωτογραφία. Μπορεί .ο Κακιούτσι να μη
σκόπευε ν~ του επιστρέψει το πρωτότυπο, αυτός όμως δεν ήταν άν{}ρωπος που ~α άφηνε να του τη φέρουν. Αν έδειχνε τη φωτογραφία και την απόδειξη σ' ένα δημοσιογράφο, ~α προσπα{}ούσε με κά{}ε τρόπο να με πείσει να του τα δώσω κι αν ο Ουατανούκι ερχόταν σε αδιέξοδο, {}α ήταν έτοιμος να καταφύγει στις πιο ακραίες λύσεις. Και τελικά κατέληξε:
-
Κάνε ό,τι σου λέω, αλλιώς σου υπόσχομαι πως ένα ζο
φερό μέλλον σε περιμένει.
-
Κοίτα τι άνανδρος που είσαι! Όμως έχω πάρει την από
φασή μου· αν έχεις στην κατοχή σου όλα αυτά τα στοιχεία
που λες, γιατί δε σταματάς να μας ενοχλείς και δεν πας κα τευ{}είαν σε μια εφημερίδα να πουλήσεις το εμπόρευμά σου; Και μ' αυτά τα λόγια χώρισαν. Φοβούμενη μήπως φανεί πολύ αδύναμη η Μιτσούκο δεν πήγε εκείνη την ημέρα στο Κασάγιαματσι, αλλά μόλις πήρε το τηλεφώνημά μου, ήρ{}ε α μέσως στο σπίτι μου. Ήταν απί{}ανο ο Ουατανούκι -που δεν
1]8
ήταν ακόμα σίγουρος πως η σχέση τους είχε τερματιστεί να έκανε κάτι που 'δα έβλαπτε και τον ίδιο, όμως τώρα, πε
Qισσότερο παρά ποτ?, η καλύτερη λύση ήταν να πάρουμε τον άνδρα μου με το μέρος μας. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να
εφαρμόσουμε το σχέδιο που είχα καταστρώσει. -Αν πρέπει να κρυφτούμε κάπου κοντά, πρότεινε η Μι τσούκο, 'δα μπορούσαμε να καταφύγουμε στο σπίτι μας στη Χαμαντέρα. Εκείνη τη χρονιά οι μόνοι που έμεναν εκεί ήταν ένα ζευγά
QL φύλακες. Αν η Μιτσούκο έλεγε πως ήftελε να κάνει μερικά μπάνια και ζητούσε να πάει και η Ουμέ μαζί της, ftα μπορού σε να μείνει εκεί τέσσερις πέντε μέρες χωρίς ν' ανησυχήσουν οι δικοί της. Εγώ ftα έβγαινα κρυφά απ' το σπίτι και ftα πή γαινα να τις βρω, αυτή και την υπηρέτρια, στο σταftμό της Ν άμπα. Ώσπου να φτάσουμε κι οι τρεις στη Χαμαντέρα, ο άνδρας μου ftα αντιλαμβανόταν την απουσία μου και η πρώ τη του κίνηση ftα ήταν να τηλεφωνήσει στο σπίτι της Μιτσού κο. Μόλις μάftαινε πού βρισκόταν, ftα τηλεφωνούσε στη Χα μαντέρα. Η Ουμέ ftα του απαντούσε: «Η γυναίκα σας και η κυρία μου πήραν δηλητήριο κι έχουν πέσει σε κώμα. Πρόκει ται για προμελετημένη αυτοκτονία, γιατί άφησαν και αποχαι ρετιστήρια γράμματα. Τώρα μόλις πήγαινα να τηλεφωνήσω στο σπίτι μας και σε σας. Ελάτε αμέσως». Αναμφίβολα 'δα ερ χόταν τρέχοντας. Η Ουμέ, λοιπόν, 'δα έπαιζε σημαντικό ρόλο σ' αυτή την ιστορία· όμως το πιο βασικό ήταν να μά'δουμε πώς να παρα στήσουμε ότι πέσαμε σε κώμα. Όσο καλές ηftοποιοί κι αν
ήμασταν, 'δα έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουμε κάποιο φάρ μακο. Δεν ξέραμε ποια ήταν η κατάλληλη δόση, ώστε ο για τρός να διαγνώσει πως η ζωή μας δεν κινδύνευε κι ότι αρκού σε να ξεκουραστούμε για δυο τρεις μέρες. Όμως το βαρβι τουρικό «Μπάγερ», που συνήftιζε να παίρνει η Μιτσούκο, δε
φαινόταν ιδιαίτερα δραστικό.
-
Θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα ολόκληρο κουτί από
τα πιο μικρά χαπάκια, χωρίς να διατρέξουμε κανέναν κίνδυνο.
Ας αρκεστούμε σε μικρότερη δόση κι όλα ftα πάνε καλά. Κι
179
αν, από λά{}ος, πε'δάνουμε, δε με νοιάζει, μεγάλη αδελφή, α φού 'δα είμαι μαζί σου. -Έχεις δίκιο, κι εμένα δε με νοιάζει. Κι όταν 'δα έφτανε ο άνδρας μου, η Ουμέ 'δα του έλεγε: «Όπως βλέπετε, το μυαλό τους είναι ακόμα {}ολό, όμως ο γιατρός διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει πια κανένας κίνδυνος
έχουν ήδη συνέλ'δει, ανοίγουν τα μάτια πότε πότε. Για να λέ με την αλή'δεια, {}α έπρεπε να ειδοποιήσω την οικογένεια, ό μως 'δα μάλωναν τη δεσποινίδα και η κυρία {}α γινόταν έξαλ λη μαζί μου, γι' αυτό δεν τηλεφώνησα. Σας παρακαλώ να μην πείτε τίποτα. Είναι αδύνατο να γυρίσουν απόψε στο σπίτι· αφήστε, λοιπόν, τη γυναίκα σας να ξεκουραστεί εδώ, σαν να είχε έρ{}ει να παρα'δερίσει μαζί μας, μέχρι να αισ{}αν{}εί καλύ τερα».
Θα μέναμε στο κρεβάτι δυο τρεις μέρες, παριστάνοντας πως κοιμόμαστε, πως παραμιλάμε, πως ξυπνάμε κλαίγοντας με λυγμούς στο μεταξύ, η Ουμέ {}α έπαιζε το ρόλο της και, την κατάλληλη στιγμή, {}α τον παρακαλούσε: «Αν {}έλετε να τις σώσετε, ακούστε τα αιτήματά τους». Ο άνδρας μου {}α αναγκαζόταν να δεχτεί.
-Λοιπόν, πότε 'δα το βάλουμε σε εφαρμογή;
-
Πώς {}έλεις να πάρω μιαν απόφαση όταν με παρακο-
λου'δεί τόσο στενά; Σήμερα είναι η μόνη μας πι'δανότητα.
-
Κι εγώ το ίδιο νομίζω, πρέπει να βιαστούμε πριν ο Ουα
τανούκι αρχίσει πάλι να μ' ενοχλεί.
Ενώ συζητούσαμε, ο άνδρας μου με έπαιρνε συχνά στο τηλέφωνο. Δεν μπορούσα ούτε να φύγω, γιατί 'δα το καταλά βαινε πριν φτάσουμε στη Χαμαντέρα. Έπρεπε από τη στιγ μή που {}α φεύγαμε μέχρι τη στιγμή που 'δα μας έβρισκε να μεσολαβήσουν τουλάχιστον δυο τρεις ώρες, αλλιώς δε 'δα εί χαμε αρκετό χρόνο και καλύτερα {}α ήταν να παρατήσουμε το σχέδιό μας. Στην αρχή είχα σκεφτεί να του πω: «Πάω να ξεκουραστώ ως το βράδυ. Δε 'δέλω να μ' ενοχλήσει κανείς». Θα απαγόρευα
στον άνδρα μου να μου τηλεφωνήσει κα~ {}α κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, 'δα πηδούσα από το παρά'δυρο και 'δα το 'σκαι8ο
ζα· όμως το σπίτι ήταν δυτικού τύπου, ο λείος τοίχος δεν προσέφερε κανένα στήριγμα για τα πόδια κι έπειτα, η παρα
λία από κάτω ήταν πλημμυρισμένη από κολυμβητές και α ποκλειόταν να εμφανιστώ έτσι μπροστά τους. 'Αλλαξα γνώμη
κι αφού το σκεφτήκαμε μαζί με τη Μιτσούκο, αποφασίσαμε να κα{}ίσω φρόνιμα για δυο τρεις μέρες και μετά, εκμεταλ
λευόμενη τη χαλάρωση της προσοχής του άνδρα μου και της υπηρέτριας, να κατευ{}υνδώ προς την παραλία με το πρόσχη μα πως πήγαινα να κολυμπήσω κι έτσι να το σκάσω. Μετά
από δυο τρεις μέρες, όταν ο άνδρας μου 'δα άρχιζε να με ε μπιστεύεται, τη στιγμή που 'δα ετοιμαζόταν να βγει, {}α τον προειδοποιούσα: «Αν συνεχίσω να μένω στο σπίτι απ' το πρωί ως το βράδυ, {}α καταλήξω να μοιάζω με άρρωστη. 'Α φησέ με τουλάχιστον να πάω στη {}άλασσα. Θα βάλω το μαγιό
μου και 'δα κα{}ίσω εκεί, στην παραλία απέναντι· δεν πρόκει ται ν' απομακρυνδώ». Και μετά 'δα κατευ{}υνόμουν πραγματι κά προς τη {}άλασσα, φορώντας μόνο το μαγιό μου. Η Ουμέ και η Μιτσούκο {}α με περίμεναν στην παραλία με ρούχα και
δα άλλαζα αμέσως. Το ιδανικό 'δα ήταν ένα δυτικό φόρεμα που {}α μπορούσα να βάλω πάνω απ' το μαγιό μου κι ένα
καπέλο που {}α κατέβαζα τις άκρες του για να μη φαίνεται το πρόσωπό μου. Η παραλία ήταν κατάμεστη από κόσμο· κανέ
νας δε {}α το καταλάβαινε. Και κα'δώς εκείνη την εποχή δε φορούσα σχεδόν ποτέ δυτικά ρούχα, ακόμα κι αν μ' έβλεπε κάποιος δε {}α με αναγνώριζε. Θα κανονίζαμε να συναντη{}ού
με στο διάστημα δέκα με δώδεκα το πρωί, όταν ο άνδρας μου 'δα βρισκόταν σίγουρα στην Οσάκα. Όσο για την ημέρα, αν δεν έβρεχε, 'δα προτιμούσα να γίνει μετά από τρεις μέρες κι αν δεν τα καταφέρναμε, 'δα το αναβάλαμε για την τέταρτη ή πέμπτη μέρα κι έτσι {}α συνεχίζαμε μέχρι να βρούμε την κατάλληλη ευκαιρία· η Μιτσούκο κι η Ουμέ {}α έρχονταν κά {}ε μέρα, μέχρι να μπορέσω να το σκάσω. Ενώ σκεφτόμασταν, είχαμε κι άλλη μια καταπληκτική ιδέα: την παραμονή της φυγής μου η Μιτσούκο 'δα πήγαινε το βρά
δυ, πριν από μας, στη Χαμαντέρα. Έτσι, αν τυχόν ο άνδρας μου τηλεφωνούσε στο σπίτι της για να μά'δει νέα μου, {}α του 181
απαντούσαν: «Η Μιτσούκο από χδες έχει πάει στην εξοχή». Κι
όταν 'δα κατάφερνε να βρει την ίδια, δα του έλεγε: «Η μεγάλη αδελφή δεν ξέρει πού είμαι. Αποκλείεται να έρδει εδώ». Τότε δα σκεφτόταν πως δεν είχα πάει πολύ μακριά, πως ίσως να είχα πνιγεί, και δα έψαχνε να με βρει στη δάλασσα πριν κάνει οτιδήποτε άλλο. Την κατάλληλη στιγμή η Ουμέ δα του τηλεφωνούσε: «Πρέπει να σας ειδοποιήσω πως η γυναί
κα σας μόλις έφτασε. Έλειψα για λίγο και στο μεταξύ συνέ βη κάτι το φοβερό».
Προσπα{}ήσαμε να υπολογίσουμε πόσο χρόνο χρειαζόμα
σταν για να πραγματοποιήσουμε αυτό το σχέδιο: μιάμιση ώρα, μπορεί και δύο, μέχρι να αντιληφ'δεί η υπηρέτριά μου την απουσία μου, άλλη μία μέχρι να ειδοποιήσει τον άνδρα μου στην Οσάκα, ν' αρχίσει αυτός τις έρευνες απ' το τηλέ φωνο και να γυρίσει στο σπίτι, μία ή δύο ώρες μέχρι να «χτε νίσει» την παραλία και τη γειτονιά, μιάμιση περίπου ώρα μέ χρι να φτάσει στη Χαμαντέρα μετά από το τηλεφώνημα της Ουμέ. Συνολικά, 'δα είχαμε στη διάfiεσή μας πέντε ή έξι ώρες, αρκετό χρόνο δηλαδή για να προλάβουμε να προετοιμαστού με. Αυτό που με απασχολούσε ήταν πως η Ουμέ έπρεπε να συνοδεύσει την προηγουμένη τη Μιτσούκο στη Χαμαντέρα και την κα'δορισμένη ημέρα να ξαναγυρίσει στις δέκα στο Κορόεν για να με περιμένει στην παραλία, μένοντας αν χρειαζόταν μία ή δύο ώρες μέσα στον καύσωνα. Κι ίσως ακό μα να έπρεπε να με περιμένει μάταια και να κάνει το ίδιο για
δύο ή τρεις μέρες συνέχεια. Όμως η Μιτσούκο με κα{}ησύ χασε:
-Δεν υπάρχει πρόβλημα. Της αρέσουν πολύ αυτές οι ί ντριγκες.
Κανονίσαμε τα πάντα με λεπτομέρειες, για να μη μας ξεφύ γει τίποτα, και πριν χωριστούμε, ευχη{}ήκαμε η μια στην άλλη <<Καλή τύχη». Ήταν μία μετά το μεσημέρι όταν έφυγε η Μι τσούκο και λίγο έλειψε να πέσει πάνω στον άνδρα μου, που επέστρεψε σχεδόν αμέσως μετά. Σκέφτηκα πως είχαμε με
γάλη τύχη που δεν είχαμε διαλέξει εκείνη την ημέρα για τη φυγή μας. 182
30
Ε
, ΝΑΙ. .. ΤΕΛΙΚΑ, ΕΦΥΓΑ ΤΗΝ ΤΡΙΊΗ ΜΕΡΑ. Ο ΚΑΙΡΟΣ ΚΑΙ Η
ώρα ταίριαζαν απόλυτα με το σχέδιό μου· ακριβώς μετά τις δέκα, έβαλα το μαγιό μου και κατέβηκα στην παρα
λία. Είδα την Ουμέ και της έκλεισα το μάτι· χωρίς να πούμε ούτε λέξη, αρχίσαμε να τρέχουμε κατά μήκος της δάλασσας. Μετά από ένα περίπου χιλιόμετρο σταματήσαμε. Φόρεσα έ
να ελαφρύ φόρεμα, πήρα ένα τσαντάκι που είχε μέσα δέκα γιεν και, κρύβοντας το πρόσωπό μου με την ομπρέλα, άρχισα να περπατάω βιαστικά, σε μικρή απόσταση από την Ουμέ, προς την εδνική οδό. Ευτυχώς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσε ένα ταξί, μπήκα μέσα και σε πέντε λεπτά ήμουν στη Ν άμπα. Έφτασα στο εξοχικό πριν από τις έντεκα και μισή. Η Ουμέ ήρδε μισή ώρα αργότερα.
-
Τι γρήγορα που ήρδατε, αναφώνησε. Όλα έγιναν τέλεια.
Εμπρός! Αν καδυστερήσετε, δ' αρχίσουν τα τηλεφωνήματα. Μας πήγε σχεδόν σπρώχνοντας σ' ένα σπιτάκι με στέγη από καλάμια που λεγόταν «Το Ερημητήριο» και που υψωνό ταν στη μέση του κήπου, σε κάποια απόσταση από το κε
ντρικό κτήριο. Μόλις μπήκαμε, είδα στο κεφαλάρι του κρε
βατιού τα χάπια και ποτήρια με νερό. Έβγαλα το φόρεμά μου κι έβαλα ένα πενιουάρ· κάθισα απέναντι από τη Μιτσού
κο, κάνοντας τη σκέψη πως ίσως αυτή να ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τον κόσμο και πως κινδύνευα πραγματικά να πεδάνω.
-
Α ν, από λάttος, πέδαινα, δα με ακολου'δούσες στο fi'άνα
το, μικρή μου Μιτσούκο;
-Κι εσύ το ίδιο, μεγάλη αδελφή, {]α ερχόσουν μαζί μου, έτσι δεν είναι; Τα δάκρυα ανακατεύονταν με τα φιλιά μας. Μου έδειξε τα
αποχαιρετιστήρια γράμματα, το πρώτο που απευθυνόταν στους γονείς της, το δεύτερο που απευ&υνόταν στον άνδρα μου.
-
Διάβασέ τα, με παρότρυνε.
Της έτεινα με τη σειρά μου αυτό που είχα γράψει εγώ. Τα συγκρίναμε· τα είχαμε συντάξει έτσι, που φαίνονταν πραγ ματικά να είναι τα τελευταία μας μηνύματα. Ειδικά σ' αυτό
που είχε γράψει η Μιτσούκο για τον άνδρα μου, μπορούσε κανείς να διαβάσει: «Δεν ξέρω πώς να σας ζητήσω συγγνώμη που παρέσυρα τη γυναίκα σας. Δεχτείτε πως ήταν tJέλημα της μοίρας κι υποταχτείτε».
Αυτά τα λόγια tJα τον συγκινούσαν αναμφίβολα και tJα τον έκαναν να ξεχάσει την πικρία του. Κι εμείς οι ίδιες, καtJώς το διαβάζαμε, είχαμε την εντύπωση πως ήταν αληtJινό και πως, αναπόφευκτα, tJα πεtJαίναμε. Κα&υστερήσαμε μία ώρα, μέχρι που ακούσαμε το χτύπημα απ' τα σανδάλια της Ουμέ.
-
Δεσποινίς, δεσποινίς! Σας τηλεφωνούν επιτέλους από
το Ιμάμπασι. Αν προλαβαίνετε, ελάτε να του πείτε μια λέξη. Η Μιτσούκο την ακολού{)ησε βιαστικά και μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ξαναγύρισε και μου είπε:
-Όλα πήγαν καλά. Εμπρός, δεν υπάρχει λόγος να διστά ζουμε πια. Σφίξαμε ακόμ~ μια φορά τα χέρια, τρέμοντας, γεμάτες α
πελπισία που έπρεπε να aποχαιρετιστούμε, και κατάπιαμε τα χάπια.
Έμεινα αναίσ{)ητη σχεδόν μισή μέρα. Αργότερα μου είπαν πως γύρω στις οχτώ άρχισα να ανοίγω λίγο τα μάτια μου και να ρίχνω γύρω μου φοβισμένες ματιές. Από τις δυο τρεις ημέ ρες που ακολού{)ησαν δε &υμάμαι τίποτα συγκεκριμένο. Ή ταν σαν να έσφιγγε το κεφάλι μου μια μέγκενη, πνιγόμουν, αισtJανόμουν μια ακατανίκητη ναυτία κι είχα μπροστά στα
μάτια μου την εικόνα του άνδρα μου, που καtJόταν στο προ σκεφάλι μου. Τελικά, είχα την αίσ{)ηση πως γλιστρούσα από το ένα όνειρο στο άλλο, όπου ο άνδρας μου, η Μιτσούκο, η Ουμέ κι εγώ πηγαίναμε μαζί ταξίδι, κοιμόμασταν κάτω από
μια κουνουπιέρα, στο μικρό δωμάτιο ενός πανδοχείου, η Μι-
τσούκο κι εγώ κοιμόμασταν στη μέση, ανάμεσα στον άνδρα μου και την Ουμέ ... Αυτή η σκηνή έμενε αόριστα χαραγμένη στο μυαλό μου, σαν να ήταν τμήμα ενός ονείρου· σύμφωνα
με κάποιες λεπτομέρειες του ντεκόρ, το όνειρο είχε μπερ δευτεί με την πραγματικότητα. Στη συνέχεια, {)α μάfiαινα πως μέσα στη νύχτα είχαν μεταφέρει το κρεβάτι μου στο διπλανό
δωμάτιο κι η Μιτσούκο είχε ανοίξει τα μάτια φωνάζοντάς με:
-
Μεγάλη αδελφή! Μεγάλη αδελφή!
Φαινόταν να παραληρεί κι αναστέναζε κλαίγοντας:
-
Η μεγάλη μου αδελφή χά{)ηκε! Φέρτε την πίσω! Φέρτε
την πίσω! Αυτό τους είχε αναγκάσει να με πάρουν από κει. Και μέσα στο όνειρό μου, αυτό το μέρος είχε μεταμορφωfiεί σε δωμά
τιο πανδοχείου. Είχα δει κι άλλα παράξενα όνειρα· κοιμό μουν -πάντα σ' ένα πανδοχείο- και, κατά διαστήματα, ά κουγα τον Ουατανούκι και τη Μιτσούκο να ψι{)υρίζουν κρυ φά ο ένας στον άλλο:
-
Κοιμάται πραγματικά η μεγάλη αδελφή; Θα ήταν πολύ ενοχλητικό αν ξυπνούσε.
Τους άκουγα ενώ μισοκοιμόμουν κι αναρωτιόμουν: «Πού είμαι; Πρέπει να βρίσκομαι στο Κασάγιαματσι>>. Δυστυχώς, αν και βρίσκονταν πίσω μου, καταλάβαινα πως
ήταν αυτοί. Με είχαν ξεγελάσει για τα καλά· μόνο εγώ είχα πάρει τα χάπια κι αμέσως μετά η Μιτσούκο είχε φωνάξει τον Ουατανούκι.
«Α! Είμαι έξαλλη, είμαι έξαλλη», σκεφτόμουν. «Αν μπορού σα μόνο να σηκωfiώ, να τους βγάλω τη μάσκα ... »
Προσπαfiούσα να σηκωfiώ, όμως δεν κατάφερνα να κάνω την παραμικρή κίνηση. Ήfiελα να φωνάξω, αλλά όσο περισ σότερο προσπαfiούσα, τόσο αισ{)ανόμουν τη γλώσσα μου να ξεραίνεται. Δεν κατάφερνα ούτε καν ν' ανοίξω τα μάτια μου. Κι ήμουν έξαλλη στη σκέψη αυτών που {)α μπορούσα να κά νω. Αισfiανόμουν να βυfiίζομαι πάλι σε λήfiαργο. Συνέχισα να ακούω τις φωνές τους για πολλή ώρα. Όμως, παράξενο
πράγμα, η ανδρική φωνή δεν ήταν πια η φωνή του Ουατανού-
185
κι· ήταν η φωνή του άνδρα μου. Τι γύρευε εκεί; Γιατί έδειχνε τέτοια οικειότητα με τη Μιτσούκο; -Μήπως thJμώσει η μεγάλη αδελφή;
-
Μα όχι, αυτό ακριβώς είναι που 'δέλει η Σονόκο περισ-
σότερο από κα'δετί στον κόσμο. -Τότε 'δα είμαστε επιτέλους καλοί φίλοι και οι τρεις.
Όλα αυτά μου έρχονταν στο μυαλό αποσπασματικά. Ό ταν το σκέφτομαι τώρα, δεν είμαι σίγουρη πια αν μιλούσαν πραγματικά ή αν είχα προσ-δέσει στην πραγματικότητα την ονειρική φαντασία. Κι έπειτα, ε ... προσπά'δησα να σβήσω απ' το μυαλό μου αυτές τις αναμνήσεις, ftέλοντας να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ήταν παρά μια παραίσ'δηση της ταραγμέ νης μου ψυχής, χωρίς καμία βάση· κι υπάρχουν κι άλλες σκη νές που δεν κατάφερα να ξεχάσω. Στην αρχή νόμιζα πως δεν ήταν παρά ένα ανόητο όνειρο, όμως μόλις πέρασε η επίδρα ση του υπνωτικού και ξαναβρήκα απόλυτα τις αισ'δήσεις μου,
ενώ όλα τα άλλα όνειρα είχαν χαftεί, αυτή η εικόνα είχε μείνει μέσα μου· δεν μπορούσα πια ν' αμφιβάλλω. Αν και είχα πάρει την ίδια ποσότητα χαπιών, είχα μείνει πιο πολύ σε κώμα, γιατί η Μιτσούκο, γύρω στις έντεκα, είχε φάει καλά, ενώ εγώ είχα φύγει απ' το σπίτι μου χωρίς να πάρω το πρωινό μου κι
είχα κινη'δεί πολύ. Ενώ εγώ αιωρούμουν ακόμα στον κόσμο των ονείρων, η Μιτσούκο είχε βγάλει όλα τα βαρβιτουρικά κι έτσι είχε ξαναβρεί τις αισ{)ήσεις της πολύ πριν από μένα. Ό μως αργότερα ftα μου έλεγε:
-
Δεν το κατάλαβα, νόμιζα πως ήσουν δίπλα μου εσύ.
Αν αυτό ήταν αλή'δεια, το λάftος ήταν, λοιπόν, του άνδρα μου. Σύμφωνα με τις εκμυστηρεύσεις του, το απόγευμα της
επόμενης μέρας, ενώ η Ουμέ βρισκόταν στο κεντρικό οίκημα, κοιτούσε το πρόσωπό μου και προσπα'δούσε να διώξει τις μύγες με μια βεντάλια, όταν η Μιτσούκο, σαν μέσα σε ντελί
ριο, ψι'δύρισε:
-
Μεγάλη αδελφή.
Και με πλησίασε. Ο άνδρας μου, φοβούμενος μην ξυπνή σω, γλίστρησε ανάμεσά μας και προσπά'δησε να μας χωρίσει παίρνοντας τη Μιτσούκο στην αγκαλιά του· ξανάβαλε στη 'δέι86
ση του το μαξιλαράκι που εκείνη είχε παραμερίσει και μας σκέπασε. Η προσοχή του είχε χαλαρώσει και νόμισε καλόπι στα πως εκείνη κοιμόταν- όταν τελικά κατάλαβε τι συνέβαι νε, δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Στην πραγματικότητα, ο άνδρας μου δεν είχε καμιά εμπειρία σ' αυτό τον τομέα, ήταν ένα πραγματικό παιδί και πιστεύω πως εκείνος έλεγε την αλή
itεια.
31
ο
,τΙ ΚΙ ΑΝ ΕΓΙΝΕ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΦΕΛΟ ΝΑ ΑΝΑΡΩτΙΌΜΑΣΤΕ ποιος από τους δύο πήρε την πρωτοβουλία. Τώρα πια είχαν κάνει λΟΟος και, παρά τις τύψεις τους, είχαν παγι
δευτεί. Χωρίς να φτάνω στο σημείο να απαλλάσσω από κάδε ευδύνη τον άνδρα μου, τον λυπόμουν γιατί, όπως είχα πολλές φορές ως τώρα την ευκαιρία να πω, υπήρχε ανάμεσά μας μια κάποια ασυμβατότητα και όπως εγώ έψαχνα κάπου αλλού να βρω κάποιον ν' αγαπήσω, έτσι κι αυτός, ασυναίσδητα, έκανε το ίδιο. Κι ακόμα, αντίδετα με τους άλλους άνδρες, δεν ήξερε να ξορκίζει την απελπισία του με εύκολες γυναίκες ή με το αλκοόλ, ήταν, λοιπόν, πολύ πιο ευάλωτος στη γοητεία· αυτό που συνέβη ήταν αναπόφευκτο. Ένα τυφλό πάδος, σαν φράγ μα που υποχωρεί, είχε παρασύρει στο πέρασμά του τις δυνά μεις της δέλησης και της λογικής η παραφορά του άνδρα μου ήταν δέκα, είκοσι φορές πιο δυνατή από εκείνη της Μιτσούκο. Μπορούσα, λοιπόν, να καταλάβω τη δική του αλλαγή, όμως ποιες μπορεί να ήταν οι προδέσεις της Μιτσούκο; Ήταν
πραγματικά κοιμισμένη, ήταν μια στιγμή παραφοράς; Ή μή πως είχε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό; Για να το πω αλλιώς, μήπως δέλησε να αντικαταστήσει τον Ουατανούκι με τον άν δρα μου, αντί να τον εγκαταλείψει καδαρά και απλά, και δη μιούργησε με τον άνδρα μου μια σχέση που δα προκαλούσε τη ζήλια μας και δα της επέτρεπε να μας κατευδύνει; Από τη φύση της, ήδελε πάντα να περιστοιχίζεται από όσο το δυνα τόν περισσότερους δαυμαστές ίσως να είχε ξαναποκτήσει αυ
τή την κακιά συνήδεια. Η ίδια έλεγε: «Τώρα καταλαβαίνω πως η συμπεριφορά μου ήταν ασυγχώρητη, όμως, όπως διαμορ φώδηκε τώρα η κατάσταση, είναι πιο εύκολο να τον έχουμε σύμμαχο». Κι ήδελε να τον ανακατέψει στις ραδιουργίες της.
188
Εν πάση περιπτώσει, ftα ήταν δύσκολο να καταλάβει κα νείς τι ακριβώς συνέβαινε στα κατάβαftα της ψυχής της. Πι
'δανώς, στους λόγους που ανέφερα ήδη να προστέ'δηκε και η παρόρμηση της στιγμής. Καftώς μου το ομολόγησαν μόνο
πολύ αργότερα, στην αρχή, δεν εμβά'δυνα πολύ στο ftέμα· έ μενα ξαπλωμένη, με την αόριστη υποψία πως με είχαν εξα πατήσει. Ακόμα κι όταν η Ουμέ πλησίασε στο κρεβάτι μου και μου είπε: «Κυρία, μπορείτε να είστε ήσυχη τώρα· ο άν δρας σας τα κατάλαβε όλα», αισftάν'δηκα ταυτόχρονα χαρά
και πικρία και δε φάνηκα ενftουσιασμένη. 'Άρχισαν να υπο πτεύονται πως τους υποψιαζόμουν. Το βράδυ της τρίτης μέ ρας ο γιατρός μού ανακοίνωσε:
-
Μπορείτε να σηκωftείτε.
Και το επόμενο πρωί φύγαμε από τη Χαμαντέρα. Τότε ή ταν που η Μιτσούκο μού δήλωσε:
-
Μεγάλη αδελφή, δε χρειάζεται πια να aνησυχείς. Θα
έρ'δω να σε δω και 'δα μιλήσουμε για όλες τις λεπτομέρειες. Μου φαινόταν κυριευμένη από τύψεις κι η συμπεριφορά
της ήταν παράξενα τυπική. Ο άνδρας μου πρέπει να είχε συ νεννοηftεί μαζί της γιατί, μόλις με πήγε πάλι στο Κορόεν, έ φυγε λέγοντάς μου:
-
Πρέπει να τακτοποιήσω μια δουλειά που κα'δυστέρησε.
Πάω στο γραφείο. Γύρισε μετά τις έξι το απόγευμα και μου είπε απλώς:
-
Δείπνησα ήδη.
Έκανε σαν να φοβόταν να μου μιλήσει. Ήξερα πως δεν ήταν ο τύπος που ftα κορόιδευε τους άλλους με ήσυχη συ νείδηση. Σκεφτόμουν πως τελικά 'δα ομολογούσε κάτι κι η
πρόftεσή μου ήταν να κάνω μεγαλύτερη την αμηχανία του, παριστάνοντας την αδιάφορη. Όταν ήρftε η ώρα, έπεσα να
κοιμη'δώ πριν απ' αυτόν- είχα την εντύπωση πως η σύγχυσή του ολοένα και μεγάλωνε. Τα μεσάνυχτα δεν είχε ακόμα κοι μηftεί· στριφογύριζε συνέχεια και, κατά διαστήματα, μισάνοι γε τα μάτια του και με κρυφοκοίταζε, παρακολουftώντας την
αναπνοή μου
- 'Ακουσέ
-
τα ένιωftα όλα αυτά, παρά το σκοτάδι.
με, είπε μετά από λίγο πιάνοντάς μου το χέρι.
189
Πώς αισf1άνεσαι; Σου πέρασε ο πονοκέφαλος; Αν είσαι ακό μα ξύπνια, ftα ήδελα να σου μιλήσω. Κι έπειτα: -Τα ... τα ξέρεις όλα, έτσι δεν είναι; Σε παρακαλώ, συγχώ ρεσέ με. Πρέπει να το υπομείνεις σαν κάτι το αναπόφευκτο.
-
Α, ώστε δεν ήταν όνειρο ... Συγχώρεσέ με, πες μου τουλάχιστον μια φορά πως με
συγχωρείς. Εγώ, όμως, ξέσπασα σε λυγμούς. Με χτύπησε ελαφρά στους ώμους για να με παρηγορήσει.
-
Κι εγώ ftα ή-δελα να πιστέψω πως δεν ήταν παρά ένα
όνειρο ... Θα ήftελα να το ξεχάσω, να πιστέψω πως ήταν μόνο ένας εφιάλτης ... Όμως τώρα δεν μπορώ πια να ξεχάσω. Για πρώτη φορά κατάλαβα τι σημαίνει αγάπη. Τώρα καταλαβαί νω γιατί ήσουν τρελή μαζί της. Έλεγες πως ήμουν ανίκανος
να αισftανftώ πάftος, αλλά τελικά δεν ήταν αλήftεια. Αν σε συγ χωρέσω, ftα με συγχωρέσεις κι εσύ;
-
Μου τα λες όλα αυτά γιατί ftέλεις να με εκδικη-δείς, έτσι
δεν είναι; Συνωμοτείς τώρα μαζί της για να με αφήσετε ολο μόναχη ... -Μη λες aνοησίες! Δεν είμαι τόσο ποταπός! Τώρα που
κατάλαβα επιτέλους τι αισδάνεσαι, γιατί ftα σε έκανα να υ ποφέρεις;
Μου διηγήftηκε πως βγαίνοντας απ' το γραφείο, συνάντη
σε πάλι τη Μιτσούκο για να συζητήσουν για την κατάσταση. Αν δεχόμουν, ftα επωμιζόταν όλα τα προβλήματα και ftα τα κανόνιζε με τον Ουατανούκι, ώστε να μη μας δημιουργήσει άλλους μπελάδες. Η Μιτσούκο ftα ερχόταν να με δει την ε πομένη, όμως φοβόταν να με συναντήσει και τον είχε παρα καλέσει: «Ζήτησε συγγνώμη από τη μεγάλη αδελφή». Δεν ήταν άνftρωπος που ftα έπρεπε να μην εμπιστεύεται
κανείς μπορούσα εύκολα να τον συγχωρέσω για ό,τι είχα συγχωρέσει και τον Ουατανούκι. Ή ταν αλήftεια· ο άνδρας μου δεν ήταν ικανός να κορο"ίδέψει τον άλλο, όμως αυτή που με ανησυχούσε ήταν η Μιτσούκο. Ο ίδιος δήλωνε: «Είμαι δια φορετικός από τον Ουατανούκι, δε χρειάζεται ν' aνησυχείς».
Όμως ακριβώς αυτό το «διαφορετικός» ήταν που με ανη συχούσε, γιατί η Μιτσούκο, που συναντούσε για πρώτη φορά έναν πραγματικό άνδρα, μπορούσε να τον ερωτευθ-εί πραγ ματικά, όπως ποτέ δεν της είχε συμβεί μέχρι τότε. Κι έτσι δα μπορούσε να με εγκαταλείψει με την ιδανική δικαιολογία πως ένας φυσιολογικός έρωτας είναι πιο ευγενής από έναν έρωτα ενάντια στη φύση. Και μόλις που δα ένιωδε τύψεις ... Κι αν πρόβαλλε αυτό το επιχείρημα, δε δα μπορούσα να πω στον άνδρα μου πως έκανε λάδος, αλλά μάλλον αυτός δα ά φηνε τον εαυτό του να πεισδεί και δα μου έλεγε: «Επίτρεψέ μου να παντρευτώ τη Μιτσούκο». Και δα ερχόταν η μέρα που δα τον άκουγα να λέει: «Ήταν λά'θ'ος που παντρευτήκαμε. Οι χαρακτήρες μας είναι τελείως
διαφορετικοί. Αν μείνουμε μαζί, δα συνεχίσουμε να είμαστε και οι δύο δυστυχισμένοι. Καλύτερα είναι να χωρίσουμε».
·
Κι εγώ, που πάντα υπερασπιζόμουν την ελευδερία στον έ ρωτα, δε 'θ'α μπορούσα να αρνη'θ'ώ. Οι άλλοι 'θ'α έβρισκαν φυ σικό να δέλει να χωρίσει από μια γυναίκα σαν εμένα· ίσως ήταν υπερβολικό εκ μέρους μου ν' ανησυχώ για πράγματα που ανάγονταν στο μέλλον, όμως είχα την εντύπωση πως βά
ραινε επάνω μου μια αναπόφευκτη μοίρα. 'Άλλωστε, αν δε δεχόμουν τους όρους του άνδρα μου, δε δα μπορούσα να ξαναδώ τη Μιτσούκο την επομένη.
-
Δεν είναι πως δε σου έχω εμπιστοσύνη, όμως, δεν ξέρω
γιατί, έχω ένα άσχημο προαίσ{}ημα, είπα συνεχίζοντας να κλαίω με λυγμούς.
-
Ανοησίες! Η φαντασία σου φταίει. Αν ένας από μας πρέ
πει να είναι δυστυχισμένος, δα πε'θ'άνουμε και οι τρεις μαζί, έτσι δεν είναι; Κι άρχισε κι αυτός να κλαίει. Κλάψαμε μαζί ως την αυγή.
191
32
Α
ΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, Ο ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΥ ΒΆΛΘΗΚΕ ΜΕ
όλες του τις δυνάμεις να κερδίσει την κατανόηση της οι κογένειας της Νlιτσούκο και να λύσει όλα τα προβλή
ματα με τον Ουατανούκι. Πριν απ' όλα, πήγε στο σπίτι των Τοκουμίτσου, ζήτησε να δει τη μητέρα της Μιτσούκο κι άρ χισε λέγοντας:
-
Είμαι ο σύζυγος της Σονόκο, της φίλης της κόρης σας
μου ανέ{}εσε μια αποστολή. Οφείλω να σας πληροφορήσω πως η κόρη σας έχει μπλεξίματα μ' ένα άτομο κα{}όλου aξιο σέβαστο. Πρόσ{}εσε πως στην πραγματικότητα αυτός ο άνδρας είχε
μια σωματική ιδιαιτερότητα που τον εμπόδιζε να {}ίξει την τιμή της Μιτσούκο, όμως ήταν ένα ανάξιο πλάσμα και διέδι δε την τελείως αβάσιμη φήμη πως η Μιτσούκο {}α του χάριζε
ένα παιδί και πως διατηρούσε μια ομοφυλοφιλική σχέση μαζί μου· την είχε μάλιστα αναγκάσει να υπογράψει ένα χαρτί με το οποίο {}α προσπα'δούσε ίσως να τους εκβιάσει· δε {}α έ πρεπε, όμως, να του δώσουν καμία σημασία.
-
Ξέρω καλύτερα από τον κα{}ένα, συνέχισε, πως η κόρη
σας είναι α{}ώα και, ως σύζυγος, μπορώ να σας διαβεβαιώσω
πως οι σχέσεις της με τη γυναίκα μου δεν έχουν τίποτα το επιλήψιμο, όπως ισχυρίζεται αυτός ο κύριος. Ως φίλος, αισ{}ά νομαι πως έχω υποχρέωση να σας προσφέρω τη βοή'δειά μου, ακόμα κι αν δε μου το ζητήσετε. Σας παρακαλώ να μου ανα{}έσετε εξ ολοκλήρου την υπό{}εση. Αναλαμβάνω υπό την
προστασία μου την ασφάλεια της κόρης σας. Αν αυτός ο άν δρας έρ{}ει να σας ενοχλήσει, σας συμβουλεύω να αρνη{}είτε να τον δεχτείτε και να του πείτε: «Απευ{}υν{}είτε καλύτερα στο γραφείο του Ιμάμπασι>>.
Έτσι, κάποιος που δεν είχε πει ποτέ πριν ψέματα κατά φερε να μιλήσει μ' αυτό τον τρόπο από αγάπη. Αφού έπεισε με δαυμαστό τρόπο τη μητέρα της Μιτσούκο, πήγε στο σπίτι
των Ουατανούκι και κανόνισε αμέσως τα πάντα με τη βοήδεια των χρημάτων· ο Ουατανούκι τού έδωσε τη φωτογραφία του χαρτιού και το αρνητικό που σκόπευε να πουλήσει στις ε φημερίδες, την απόδειξη που του είχε δώσει κι οτιδήποτε άλ
λο δα μπορούσε να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο. Κατά φερε να λύσει όλα τα προβλήματα σε δυο τρεις μέρες, όμως
η Μιτσούκο κι εγώ δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πως -παρ' όλες τις προσπάδειές του- είχε πείσει πραγματικά τον Ουατανούκι να αποσυρftεί. Δεν αρκούσε το ότι είχε πάρει πίσω το αρνητικό· ίσως ο Ουατανούκι να είχε τραβήξει κι άλ λες φωτογραφίες, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι ετοίμαζε.
-
Πόσα του έδωσες; τον ρώτησα.
-Απαιτούσε χίλια γιεν, όμως τον παζάρεψα στα πεντακόσια. Τώρα που ξέρω όλα τα κόλπα του, πρέπει να σκέφτηκε πως δε δα μπορούσε πια να εκβιάσει κανέναν κι έτσι αποφά σισε να αρκεστεί σ' αυτό το ποσό.
Ο άνδρας μου ήταν απόλυτα καδησυχασμένος φαινομενι κά, όλα είχαν εξελιχδεί σύμφωνα με τα σχέδιά μας. Η Ουμέ ήταν η μόνη που την πλήρωσε, γιατί την έδιωξαν λέγοντας: «Πώς δεν είχες τη λογική να ειδοποιήσεις τα αφεντικά σου;»
Έτσι, έτρεφε απέναντί μας μια ύπουλη μνησικακία. Για να λέμε την αλήftεια, δείξαμε ασυγχώρητη αδιαφορία αφήνοντάς
τη να τιμωρηftεί μετά από όσα είχε κάνει για μας, και γι' αυ τό, όταν την έδιωξαν, της έκανα πολλά δώρα, προσπαδώντας να την εξευμενίσω· ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πως
αργότερα -δα προσπαftούσε να μας εκδικηδεί.
-
Δε χρειάζεται ν' ανησυχείτε για τίποτα πια, είπε ο άν
δρας μου στους γονείς της Μιτσούκο.
Έτσι, ο πατέρας πήγε αυτοπροσώπως στο γραφείο του για να τον ευχαριστήσει κι η μητέρα ήρδε να με δει.
-Όπως ξέρετε, μου είπε, η Μιτσούκο είναι ένα χα'ίδεμένο παιδί. Σας παρακαλώ να τη φροντίζετε σαν να ήταν η μικρή
σας αδελφή. Όταν ξέρουμε πως είναι στο σπίτι σας, είμαστε 193
13 -
Σβάστικα
ήσυχοι. Αν πει πως {}έλει να πάει κάπου, δε 'δα της το επιτρέ ψω, παρά μόνο αν τη συνοδεύετε εσείς.
Μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Τη {}έση της Ουμέ πήρε μια άλλη υπηρέτρια που την έλεγαν Σάκι· αυτή συνόδευε κά {}ε μέρα τη Μιτσούκο, όταν ερχόταν στο σπίτι μας, κάτι που
ήταν γνωστό σε όλους. Ακόμα κι όταν η Μιτσούκο έμενε το βράδυ μαζί μας, η μητέρα της δεν είχε καμία αντίρρηση. Αν
και οι σχέσεις μας προς τα έξω διαμορφώ{}ηκαν πολύ ευνο·ί κά, οι σχέσεις μεταξύ μας χαρακτηρίζονταν από μια καχυ
ποψία ακόμα πιο έντονη από τότε που υπήρχε στη μέση ο Ουατανούκι· μέρα με τη μέρα βυ'διζόμασταν σε μια εφιαλτική άβυσσο. Υπήρχαν πολλοί λόγοι γι' αυτό· παλιά, είχαμε ένα βολικό μέρος -το πανδοχείο του Κασάγιαματσι- για να συ
ναντιόμαστε, όμως τώρα δεν είχαμε πια τίποτα τέτοιο στη διά{}εσή μας και, ακόμα κι αν είχαμε, δε {}α μπορούσαμε να απομονω{}ούμε για να βγούμε· δεν είχαμε άλλη λύση απ' το
να μένουμε στο σπίτι. Όμως ακόμα κι εκεί, κατά βά{}ος, ένας από τους δύο, ή εγώ ή ο άνδρας μου, περίσσευε κι έπρεπε να έχει τη διακριτικότητα να αποσύρεται αυ{}όρμητα. Η Μι
τσούκο, που το είχε αντιληφ{}εί, πριν βγει, τηλεφωνούσε πά
ντα στο γραφείο στο Ιμάμπασι κι έλεγε στον άνδρα μου: «Πηγαίνω στο Κορόεν». Έτσι, εκείνος μπορούσε αμέσως να γυρίσει στο σπίτι. Κα {}ώς είχαμε υποσχε{}εί να μην κρύβουμε τίποτα ο ένας απ' τον άλλο, δεν μπορούσα να της απαγορεύσω να τον ειδοποιεί,
όμως {}α μπορούσε τουλάχιστον να με συναντάει νωρίτερα το πρωί, ενώ συνή{}ως δεν έφτανε πριν από τις δύο ή τρεις το απόγευμα, κι έτσι είχαμε πολύ λίγο χρόνο για να μείνουμε μόνες. 'Άλλωστε, ο άνδρας μου, μόλις δεχόταν το τηλεφώνη μά της, ερχόταν αμέσως στο σπίτι, αφήνοντας στη μέση όλες
τις δουλειές του.
-
Δεν είναι ανάγκη να έρχεσαι τόσο νωρίς, παρατηρούσα.
Έτσι, δε μου aφήνεις ούτε ένα λεπτό για να της μιλήσω. -Θα γυρνούσα αργότερα, απαντούσε, όμως δεν έχω τί ποτα να κάνω στο γραφείο. Ή ακόμα: 194
-Όταν είμαι μακριά, το μυαλό μου δουλεύει. Μου φτάνει να είμαι στο σπίτι για να αισδανδώ ήσυχος. Θα μπορούσα να κατεβαίνω στο ισόγειο κι έτσι δε ftα σας ενοχλώ. Ή ακόμα:
-
Θα ήftελα πολύ να καταλάβεις πως ενώ εσείς έχετε όλο
τον καιρό να μείνετε μαζί, έχω δεν έχω καftόλου αυτή τη δυ νατότητα.
Μετά από μερικές ερωτήσεις που του έκανα, τελικά ομολό γησε:
-Στην πραγματικότητα, η Μιτσούκο ftύμωσε και με ρώ τησε: «Γιατί δε γύρισες αφού σου τηλεφώνησα; Τα αισftήμα τα της μεγάλης αδελφής είναι πολύ πιο ειλικρινή από τα δικά σου».
Δεν μπορούσα να καταλάβω αν η ζήλια της ήταν ειλικρινής ή μέρος της τακτικής της. Υπήρχε σ' αυτή κάποια δόσή τρέ
λας. Παραδείγματος χάριν, όταν φώναζα τον άνδρα μου «αγά πη μου», γούρλωνε αμέσως τα μάτια και διαμαρτυρόταν: -Τώρα πια δεν είστε σύζυγοι, δεν πρέπει να τον φωνά ζεις «αγάπη μου». Μπροστά στους ξένους εντάξει, όμως με
ταξύ μας υπάρχουν άλλοι τρόποι για να μιλάμε· απαιτώ να τον φωνάζεις «κύριε Κόταρο» ή «μικρέ μου Κόταρο».
Κι ήftελε κι ο άνδρας μου να μη με φωνάζει πια «αγάπη μου», ούτε καν Σονόκο, αλλά «δεσποινίς Σονόκο» ή «μεγάλη αδελφή». Όλα αυτά δεν ήταν τίποτα, μέχρι που ένα βράδυ έφερε ένα υπνωτικό και κρασί και μας είπε:
-
Πιείτε το και κοιμηftείτε. Θα φύγω μόνο όταν βεβαιωftώ
πως κοιμάστε και δε συζητάτε πια! Στην αρχή νόμισα πως aστειευόταν, αλλά δεν ήταν καftό λου έτσι. Πραγματικά, μας εξήγησε: -Έβαλα να μου φτιάξουν ένα υπνωτικό ιδιαίτερα αποτε λεσματικό.
Κι άφησε μπροστά μας δύο φακελάκια με σκόνη προσftέ τοντας:
-Αν ftέλετε να μου ορκιστείτε πίστη, aποδείξτε τό μου καταπίνοντάς τα.
Μια υποψία μού πέρασε από το μυαλό: «Κι αν είναι δηλη-
195
τήριο; Μήπως μηχανεύτηκε να με αποκοιμίσει, μόνο εμένα, για την αιωνιότητα;» Κι όσο περισσότερο μας παρακινούσε να τα πάρουμε, τό σο περισσότερο το πράγμα μού φαινόταν ύποπτο. Την κοί ταξα εξεταστικά. Ο άνδρας μου φαινόταν να έχει κυριευτεί απ' τον ίδιο φόβο· είχε ρίξει λίγη σκόνη πάνω στο δάχτυλό του και συνέκρινε το χρώμα της με το χρώμα της δικής μου, κοιτώντας προσεκτικά την έκφραση στο πρόσωπο της Μι τσούκο και το δικό μου. Ξαφνικά, εκείνη έχασε την υπομονή της:
-
Γιατί δεν το πίνετε; Γιατί δεν το πίνετε;
Και, τρέμοντας, πρόσδεσε:
-
Α, καταλαβαίνω, μου τη φέρατε!
Και ξέσπασε σε λυγμούς. Από κείνη τη στιγμή δεν μπορού σα πια να ξεφύγω· αποφάσισα να καταπιώ τη σκόνη, ακόμα κι αν έτσι {}α έχανα τη ζωή μου. Έφερα το φακελάκι στα χείλη μου. Όμως ο άνδρας μου, βλέποντας τι πήγαινα να κά νω, έβαλε τις φωνές: -Σονόκο!
Και μ' έπιασε απ' το χέρι.
-Περίμενε! Στο σημείο που φτάσαμε, δεν μπορούμε πα ρά να δοκιμάσουμε την τύχη μας και να δούμε σε ποιον {}α πέσει ο κλήρος. Ας αλλάξουμε φακελάκια. -Εντάξει, ας κάνουμε έτσι, δεν έχουμε παρά να τα κατα πιούμε την ίδια στιγμή. Ένα, δύο, τρία ...
Και κατάπιαμε τη σκόνη.
196
33
Ε
ΞΑΙΊΙΑΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΜΠΣΟΥΚΟ, ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΥΠΟ
πτευ{}ήκαμε ο ένας τον άλλο, εγώ κι ο άνδρας μου, πό σες φορές ζηλέψαμε! Κά-δε βράδυ, τη στιγμή που παίρ
ναμε το υπνωτικό, σκεφτόμουν: «Μήπως κοιμη'δώ μόνο εγώ; Μήπως ο άνδρας μου πάρει ένα υποκατάστατο και παραστή σει τον κοιμισμένο;» Θα ή'δελα να κάνω πως το καταπίνω και να το φτύqω, ό
μως η Μιτσούκο είχε καρφώσει το βλέμμα της στα χέρια μας,
για να βεβαιω'δεί πως δε 'δα την ξεγελούσαμε. Κα'δώς δεν ήταν τελείως σίγουρη, τελικά μας πρότεινε:
-
Θα σας το δώσω εγώ η ίδια.
Στά{tηκε ανάμεσα στα δύο κρεβάτια, κρατώντας από ένα
φακελάκι σε κάδε χέρι, για να αποφύγει την περίπτωση να ζηλέψει κάποιος απ' τους δυο μας. Μας έβαλε να ξαπλώ
σουμε ανάσκελα, μας ζήτησε να ανοίξουμε το στόμα, έριξε τη σκόνη μέσα και μετά -ξέρετε αυτές τις «πάπιες» με το μακρύ στόμιο με τις οποίες δίνουν να πιουν στους άρρω στους- κρατώντας τον έναν από μας απ' το χέρι, έχυνε το νερό μ' αυτό τον τρόπο στο στόμα του άλλου, χωρίς ιδιαίτερη
προτίμηση.
-
Πρέπει να πιείτε κι άλλο, για να κοιμη'δείτε αμέσως.
Και λέγοντας αυτά, γέμιζε δυο τρεις φορές τα δοχεία και τα άδειαζε στο στόμα μας. Προσπα'δούσα με όλες μου τις
δυνάμεις να μείνω ξύπνια όσο το δυνατόν περισσότερο, πα ριστάνοντας την κοιμισμένη, όμως η Μιτσούκο μάς διέταζε
να μην αλλάξουμε 'δέση και να μείνουμε ξαπλωμένοι ανάσκε λα για να μπορεί να μας κοιτάει στα μάτια, κα'δισμένη ανά μεσα στα δύο κρεβάτια· έμενε εκεί να μας επιβλέπει, χωρίς να μας αφήνει ούτε στιγμή από τα μάτια της, παρακολου'δώ-
197
ντας την αναπνοή μας. Προσπαδούσε να μας κάνει ν' ανοι
γοκλείσουμε τα βλέφαρά μας, ακουμπούσε το χέρι της στην
καρδιά μας και βεβαιωνόταν με χίλιους άλλους τρόπους πως είχαμε αποκοιμη{}εί, πριν μας αφήσει. Μα τι ανάγκη είχε να τα κάνει όλα αυτά; Οπωσδήποτε, δε συμπεριφερόμασταν πια
σαν ένα παντρεμένο ζευγάρι. Ακόμα κι αν μας άφηνε ήσυ χους, δε {}α είχε αγγίξει ο ένας ούτε το μικρό δαχτυλάκι του
άλλου, δεν υπήρχε ζευγάρι πιο ήσυχο από μας. Όμως εκείνη έλεγε: -Αν {}έλετε να κοιμάστε στο ίδιο δωμάτιο, πρέπει να παίρνετε το υπνωτικό. Σιγά σιγά, το φάρμακο άρχισε να χάνει την αποτελεσματι
κότητά του κι η Μιτσούκο αναγκάστηκε να αυξήσει τις δό σεις και να αλλάξει τη σύνftεση. Ή ταν πια τόσο δυνατό, που η επίδρασή του συνεχιζόταν και αφού ξυπνούσαμε· τι να πω για την αίσ{}ηση που είχα το πρωί όταν ξυπνούσα; Ο αυχένας μου ήταν σαν παραλυμένος, τα μέλη μου σαν να είχαν πάftει αγκύλωση, είχα ναυτία και δεν είχα τη δύναμη να σηκω{}ώ από το κρεβάτι μου. Μια μέρα ο άνδρας μου, που το πρό
σωπό του είχε γίνει -όπως και το δικό μου- χλομό και aρ ρωστιάρικο, μου είπε αναστενάζοντας, με το στόμα στεγνό,
σαν να είχε ακόμα τη γεύση από το φάρμακο: -Αν συνεχίσουμε έτσι, τελικά {}α πεftάνουμε από δηλη
τηρίαση. Κοιτάζοντάς τον προσεκτικά, ένιωσα σχεδόν ανακούφιση στη σκέψη πως κι αυτός είχε πάρει το υπνωτικό. Κι αν αμφέ βαλλα γι' αυτόν, όλα {}α είχαν γίνει μια σκέτη κωμωδία. Τον ρώτησα:
-Πες μου, γιατί μας αναγκάζει να παίρνουμε αυτό το υ πνωτικό κά{}ε βράδυ;
-
Ε, ναι, γιατί; έκανε κοιτώντας με γεμάτος καχυποψία.
Κι όμως, {}α έπρεπε να ξέρει πως δε χρειάζεται να μας κοιμί ζει για να καftόμαστε ήσυχα. Ίσως άλλος να είναι ο σκοπός της.
-
Εσύ ξέρεις ποιος είναι αυτός ο σκοπός;
-Όχι, εσύ;
Ούτε κι εγώ. Εσύ όμως ξέρεις, έτσι δεν είναι;
-
Δεν έχει νόημα να υποψιαζόμαστε ο ένας τον άλλον επ'
άπειρον. Όμως έχω την εντύπωση πως μόνο εγώ κοιμάμαι. Κι εγώ την ίδια εντύπωση έχω.
μου
Ν α ι, όμως το ίδιο δεν κάνατε και στη Χαμαντέρα; Γι' αυτό ακριβώς σκέφτομαι πως τώρα ήρftε η σειρά
...
-
Δεν έτυχε ποτέ να μείνεις ξύπνιος μέχρι να φύγει η Μι
τσούκο; Σε παρακαλώ να είσαι ειλικρινής. -Όχι, ποτέ. Κι εσύ; -Μ' ένα τόσο δυνατό υπνωτικό, ακόμα κι αν το ήftελα, δε δα μπορούσα να μείνω ξύπνια.
-
Α, ωραία, τότε κι εσύ παίρνεις αυτό το φάρμακο, έτσι
δεν είναι;
-
Φυσικά, κοίτα πόσο χλομή είμαι. Κι εσύ, κοίτα προσεκτικά το πρόσωπό μου ...
Καftώς μιλούσαμε, εκείνη μας τηλεφώνησε, όπως συνήftως, στις οχτώ:
-
Εμπρός, είναι ώρα να σηκωftείτε, μας υπενftύμισε.
Ο άνδρας μου υπάκουσε τρίβοντας τα μισόκλειστα μάτια του. Ήταν υποχρεωμένος να πάει στο γραφείο του ή, όταν δεν κατάφερνε πραγματικά να κατανικήσει την υπνηλία του, καftόταν να ξεκουραστεί σε μια πολυftρόνα από λυγαριά στη βεράντα, στο ισόγειο, γιατί η Μιτσούκο τού είχε πει:
-
Μετά τις οχτώ δεν πρέπει να μένεις στο δωμάτιο.
Ενώ εγώ μπορούσα να κοιμηftώ όσο ήftελα, εκείνος ήταν κυριευμένος από μια κούραση που γινόταν ολοένα και πιο
εξαντλητική. Ακόμα κι όταν πήγαινε στο γραφείο του, δεν μπορούσε να συγκεντρωftεί σε τίποτα· -δα ή-δελε να μείνει
στο σπίτι για να ξεκουραστεί, όμως αν κα-δυστερούσε πολύ, εκείνη του έλεγε: «Θέλεις να μείνεις κοντά στη μεγάλη αδελ φή».
Έτσι, ακόμα κι αν δεν είχε καμία υπό-δεση, έβγαινε ανα κοινώνοντάς μου: «Θα πάρω έναν υπνάκο».
Είχα αρχίσει να παραπονιέμαι: -Η Μιτσούκο δε μου δίνει καμία οδηγία, ενώ εσένα σου 199
λέει πάντα: «Πρέπει να κάνεις αυτό, πρέπει να κάνεις εκεί νο». Αυτό αποδεικνύει πως σε προτιμά από μένα.
Όμως εκείνος αντέτεινε:
-
Πώς μπορεί να κακομεταχειρίζεται έτσι κάποιον που α
γαπάει; Θέλει να με εξουttενώσει, να με παραλύσει, έτσι που να μου αφαιρέσει κάttε πάttος. Ενώ με σένα ttέλει μόνο να
διασκεδάσει, χωρίς να την εμποδίζει κανείς. Κι έπειτα, τι παράξενο, στο δείπνο, παρά το ότι δεν πεινού σαμε καttόλου και τον πόνο που νιώttαμε στο στομάχι, προ σπαttούσαμε να φάμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε, γιατί ξέρα με πως νηστικοί ttα ήμασταν περισσότερο ευάλωτοι. Μετρού σαμε ο ένας τα μπολ με ρύζι που έτρωγε ο άλλος, ενώ τρώ γαμε μέχρι σκασμού.
-
Μα έτσι, διαμαρτυρόταν η Μιτσούκο, το υπνωτικό δε
ttα έχει πια κανένα αποτέλεσμα. Δεν πρέπει να τρώτε περισ σότερα από δύο μπολ ο καttένας! Ήταν πολύ προσεκτική σχετικά με τις μερίδες στις οποίες μας είχε περιορίσει. Όταν αναλογίζομαι σε τι φυσική κατά σταση βρισκόμασταν τότε, απορώ πώς αντέξαμε. Τα στομά χια μας είχαν εξασttενήσει και οι δόσεις του υπνωτικού γίνο νταν όλο και μεγαλύτερες ίσως να μην μπορούσα να το α
φομοιώσώ, γιατί την ημέρα το μυαλό μου ήταν συνέχεια ttο λό, δεν ήξερα καν αν ήμουν ζωντανή ή νεκρή. Γινόμασταν όλο και πιο χλομοί, αδυνατίζαμε συνέχεια και, το χειρότερο, ήμασταν υπερβολικά αδύναμοι. Όσο για τη Μιτσούκο, ενώ μας βασάνιζε και πρόσεχε τι τρώγαμε, η ίδια έτρωγε ό,τι ήttε λε κι έσφυζε από υγεία. Ή ταν για μας ένας λαμπερός ήλιος και, παρά την πνευματική μας εξασttένηση, μας αρκούσε να
βλέπουμε το πρόσωπό της για να αισδανttούμε πως ξαναζού σαμε· ήταν η μόνη χαρά που μας κρατούσε στη ζωή. Η ίδια
μας έλεγε:
-
Μπορεί τα νεύρα σας να έχουν εξασttενήσει, όμως όταν
με βλέπετε, ξαναβρίσκετε τη ζωντάνια σας, έτσι δεν είναι; Αν δεν ήταν έτσι, αυτό ttα σήμαινε πως η αγάπη σας για μένα δεν είναι αρκετά δυνατή. Και πρόσttετε πως μπορούσε να καταλάβει την ένταση 200
του πάftους ανάλογα με το βαftμό της διέγερσης και πως, γι'
αυτό το λόγο, δε ftα σταματούσε να μας αναγκάζει να παίρ νουμε το υπνωτικό. Με άλλα λόγια, ένα συνηftισμένο πάftος δεν ήταν αυτό που την ενδιέφερε, ήταν ικανοποιημένη μόνο όταν ένιωftε πως η αγάπη μας ήταν τόσο δυνατή, που μπο ρούσε να φουντώσει παρά το ευνουχιστικό αποτέλεσμα των φαρμάκων. Τελικά, είχαμε γίνει φυτά· ήftελε να μην έχουμε άλλη επι ftυμία, άλλο ενδιαφέρον στον κόσμο από το να ζούμε μόνο κάτω από το φως ενός ήλιου που τον έλεγαν Μιτσούκο. Μας απαγόρευε να αναζητήσουμε αλλού την ευτυχία μας όταν αρνούμασταν να πάρουμε το υπνωτικό, έκλαιγε γεμάτη λύσ σα. Στην πραγματικότητα, και πάνω απ' όλα, η ψυχή της χα
ρακτηριζόταν από την τάση της να βάζει σε δοκιμασία τους
άλλους, για να διαπιστώνει μέχρι ποιο σημείο τη λάτρέυαν, και να το απολαμβάνει· όμως οι εξαιρετικά παράλογες προτά σεις της είχαν αναμφίβολα μια διαφορετική προέλευση, που οφειλόταν προφανώς στην επιρροή του Ουατανούκι.
Πραγματικά, καftώς η πρώτη της εμπειρία την είχε πείσει πως κανένας σύντροφος με φυσιολογική σωματική διάπλαση δε ftα μπορούσε να την ικανοποιήσει, μήπως προσπαftούσε να μετατρέψει κάftε ftήραμα σ' έναν καινούριο Ουατανούκι;
Διαφορετικά, τι ανάγκη είχε να πaραλύει με τόση σκληρότη τα τις αισftήσεις μας;
Στις παλιές ιστορίες μιλάνε συχνά για την κατάκτηση της ψυχής από πνεύματα -νεκρών ή ζωντανών- κι αν έκρινα από την όψη της Μιτσούκο, που μέρα με τη μέρα γινόταν και πιο άγρια, διαισftανόμουν πως κάτι το φοβερό συνέβαινε, να
σας σηκώνονται όρftια τα μαλλιά. Θα έλεγε κανείς πως την
καταδίωκε το εκδικητικό πνεύμα του Ουατανούκι! Και δεν ή ταν μόνο η Μιτσούκο. Ο άνδρας μου, ένας άνftρωπος που υ πήρξε πάντα απόλυτα υγιής ψυχικά και που δεν του είχε
λείψει ποτέ η λογική, πριν προλάβω να το καταλάβω, είχε αλ λάξει χαρακτήρα· είχε γίνει σαρκαστικός κι αδικαιολόγητα
καχύποπτος, σαν γυναίκα, κι ενώ ερωτοτροπούσε με τη Μι τσούκο, ένα παράξενο χαμόγελο φώτιζε το κάτισχνο πρόσω201
πό του. Άρχισα να παρατηρώ προσεκτικά τον τρόπο που εκφραζόταν, τα συναισδήματα που πρόδιδε το πρόσωπό του, τη στριφνή και ύπουλη συμπεριφορά του· όλα, από τον τόνο της φωνής του μέχρι το βλέμμα του, ήταν πιστό αντίγραφο του Ουατανούκι! Σκεφτόμουν πως πραγματικά το πρόσωπο ενός ανδρώπου ακολου{}εί την εξέλιξη της ψυχής του. Αλή'δεια, κύριε, ποια είναι η γνώμη σας για την κατάληψη από ένα εκδικητικό πνεύμα; Βρίσκετε πως είναι μια ανόητη πρόληψη; Ο Ουατανούκι ήταν τόσο κακός ίσως να μας είχε
καταραστεί, να είχε κρυφά επιδο{}εί σε κάποιο είδος μαγείας
και να είχε κυριεύσει τον άνδρα μου; Του είπα λοιπόν:
-
Νομίζω πως μοιάζεις όλο και περισσότερο με τον Ουα
τανούκι. -Έτσι νομίζω κι εγώ, μου απάντησε. Η Μιτσούκο {}έλει να
με μεταμορφώσει σε ένα δεύτερο Ουατανούκι. Είχε υποταγεί τελείως σε οποιαδήποτε μοίρα και, αντί ν' αρνη'δεί να γίνει ένας δεύτερος Ουατανούκι, φαινόταν να βρί σκει ευχαρίστηση σ' αυτό, και τελικά ή'δελε να παίρνει το φάρμακο. Από την άλλη, η Μιτσούκο πρέπει να σκεφτόταν πως στο σημείο που βρισκόμασταν, δεν υπήρχε κανένας λό γος να ελπίζουμε πως η κατάληξη για μας τους τρεις {}α ήταν ευχάριστη· ήταν έτοιμη για όλα και τίποτα δεν τη συγκρατού
σε· ίσως να ή'δελε να μας σκοτώσει, τον άνδρα μου κι εμένα, δηλητηριάζοντάς μας. Αναρωτιέμαι αν αυτός ήταν κατά βά {}ος ο σκοπός της.
Δεν ήμουν η μόνη που έκανε αυτή τη σκέψη. Ο άνδρας μου τελικά παραδέχτηκε: -Έχω υποταχ'δεί.
Ίσως η Μιτσούκο να περίμενε, στην πραγματικότητα, τη στιγμή που δε
{}' αργούσε
πολύ να έρ'δει, όπου, αδύνατοι σαν
σκιάχτρα, {}α πε'δαίναμε τελικά, μόνο και μόνο για να μας βγάλει επιδέξια από τη μέση, να γίνει ένα άτομο απόλυτα έντιμο και να βρει έναν καλό σύζυγο.
-Σίγουρα αυτό συμβαίνει, είπε ο άνδρας μου. Αν μάλιστα συγκρίνουμε τη {}αυμάσια υγεία της με τη χλομάδα μας. 202
'Η μασταν κι οι δύο πεπεισμένοι πως η αδυναμία μας μας ι-~ίχε κάνει αναίσδητους σε κάftε χαρά και σε κάftε ευχαρί οτηση, πως είχε έρftει για μας η ώρα να εγκαταλείψουμε αυ η'> τον κόσμο και ζούσαμε μέσα στη βεβαιότητα πως ftα πε f)αίναμε την ίδια ημέρα ή την επομένη.
Αχ, τι ευτυχισμένη που ftα ήμουν αν όλα είχαν γίνει όπως τα είχαμε προβλέψει κι αν είχα πεftάνει μαζί τους! Τελικά, Ι:~να τελείως απρόσμενο τέλος μας περίμενε κι η πρώτη αιτία ήταν εκείνο το άρftρο στην εφημερίδα. Νομίζω πως ήταν γύ
ρω στις
20
Σεπτεμβρίου ... Εκείνο το πρωί ο άνδρας μου μου
είπε: -Ξύπνα.
Αναρωτήδηκα τι συνέβαινε.
-
Κοίτα, κάποιος μας έστειλε αυτό.
Και μου έδειξε τη σελίδα με τα μικροσυμβάντα σε μία ε φημερίδα που έβλεπα για πρώτη φορά. Υπήρχε η μεγέftυνση της φωτογραφίας του συμβολαίου του Ουατανούκι κι ένας πολύ μακρύς τίτλος, υπογραμμισμένος με κόκκινο μελάνι. Λυτό το άρftρο ήταν το πρώτο μιας ολόκληρης σειράς διευ κρινιζόταν πως ο δημοσιογράφος είχε συγκεντρώσει άφftονο υλικό και πως οι αισχρές ακολασίες της τάξης των aργόσχο λων ftα αποκαλύπτονταν σε πολλά άρftρα, κάftε μέρα.
-
Βλέπεις, σ' το είχα πει πως ο Ουατανούκι ftα μας εξαπα
τούσε, του Wμισα. Εκείνη τη στιγμή είχα ήδη παράξενα υποταχftεί και δεν αι σΟανόμουν ούτε μίσος ούτε φόβο. Σκεφτόμουν ήρεμα: «Ώ στε ήρftε, λοιπόν, η τελευταία στιγμή». Ένα παγωμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε ακόμα και στα α ναιμικά χείλη του άνδρα μου: -Τι aνόητος! Σε τι τον εξυπηρετεί να τα δημοσιεύσει όλα αυτά τώρα;
-
Δεν έχει σημασία, δεν έχει σημασία, ας τον αφήσουμε
να το κάνει!
Κατά βάftος ήλπιζα πως οι αναγνώστες δε ftα έδιναν καμία πίστη σε μια τέτοια φυλλάδα και η πρώτη μου κίνηση ήταν να τηλεφωνήσω στη Μιτσούκο για να την προειδοποιήσω. 203
-
Πήραμε μια εφημερίδα, της ανήγγειλα. Σου την έστει
λαν κι εσένα, Μιτσούκο; Πήγε βιαστικά στην είσοδο και ξαναγύρισε αμέσως:
-
Εδώ είναι, εδώ είναι! Ευτυχώς, κανένας δεν τη διάβασε
ακόμα! Λίγο αργότερα, έφτασε στο σπίτι μας με την εφημερίδα κρυμμένη στις πτυχές του κιμονό της. -Τι 'δα κάνουμε; ρώτησε. Στην αρχή σκεφτήκαμε πως αν ήταν ο Ουατανούκι αυτός
που είχε πουλήσει τις πληροφορίες, δε 'δα είχε δημοσιευ'δεί τίποτα το ενοχοποιητικό για τον ίδιο. Οι διαδόσεις για τη σχέση μου με τη Μιτσούκο δεν αποτελούσαν είδηση και το πι'δανότερο ήταν να μην προκαλέσουν κανένα σκάνδαλο. 'Α
ρα δεν υπήρχε κανένας λόγος να πανικοβλη'δούμε. Δυο τρεις μέρες αργότερα, οι γονείς της Μιτσούκο πήραν είδηση τι είχε συμβεί, όμως ο άνδρας μου κατάφερε να τους πείσει:
-
Είναι πάλι τα ίδια κουτσομπολιά, αλλά να δημοσιεύσουν
τη φωτογραφία ενός εγγράφου με μια ψεύτικη υπογραφή ...
είναι πολύ άτιμο. Θα μπορούσαμε ακόμα και να τους κυνηγή σουμε δικαστικά. Για λίγο καιρό δεν aνησυχούσαμε. Όμως οι μέρες περνού σαν και η σειρά των άρ'δρων συνεχιζόταν, αγγίζοντας όλο και
περισσότερο την αλή'δεια. Εξάλλου, aποκάλυπταν ασύστολα όχι μόνο γεγονότα που έ'διγαν τον Ουατανούκι, αλλά περιέ γραφαν και το πανδοχείο του Κασάγιαματσι, τους περίπα τους στη Ν άρα, τον τρόπο που η Μιτσούκο είχε παραγεμίσει το κιμονό της για να έμφανιστεί μπροστά στον άνδρα μου ... Κι ακόμα, λεπτομέρειες που ο Ουατανούκι δεν μπορούσε να ξέρει· μ' αυτό το ρυ'δμό, τελικά 'θα μα-θεύονταν τα πάντα, α πό την κωμωδία με την αυτοκτονία στη Χαμαντέρα, μέχρι το ρόλο που είχε παίξει ο άνδρας μου σ' αυτή την ιστορία. Το πιο εκπληκτικό ήταν πως αν και είχαμε φυλάξει με προσοχή τα γράμματα που εγώ και η Μιτσούκο είχαμε ανταλλάξει και δεν τα είχαμε δείξει σε κανέναν, ένα από τα δικά μου -αυτό που ήταν διαν'δισμένο με φράσεις εξαιρετικά σκληρές κι ενο χλητικές- είχε κλαπεί απ' ό,τι φαίνεται, γιατί είχε δημοσιευ204
δεί η φωτογραφία του σε μεγέθυνση. Κανένας άλλος εκτός
από την Ουμέ δε δα μπορούσε να το έχει πάρει. Τότε μόνο καταλάβαμε πως ήταν συνένοχος του Ουατανούκι. Πραγματικά, από τότε που την έδιωξε η οικογένεια της Μιτσούκο, είχε έρδει στο σπίτι μου δυο τρεις φορές, είχε μεί νει πολύ ώρα χωρίς λόγο και το ύφος της μου είχε φανεί πα ράξενο. Είχα αναρωτηδεί αν της είχα δώσει αρκετά χρήματα,
αν ήδελε κι άλλα, όμως είχα σκεφτεί πως δεν είχε σημασία
και δεν είχα ανησυχήσει. Είχε έρδει δυο τρεις μέρες πριν από τη δημοσίευση αυτών των άρδρων κι είχε κάνει διάφορες παράξενες, όλο σαρκασμό, παρατηρήσεις σχετικά με τη Μι τσούκο. Μετά είχε φύγει και δεν την είχα ξαναδεί από τότε.
-
Την αχάριστη! αναστέναξε η Μιτσούκο. Και να σκεφτείς
πως όταν δούλευε ακόμα στο σπίτι μας, δεν της φερόμουν σαν να ήταν υπηρέτρια αλλά σαν σε πραγματική αδελφή.:.
-
Την παραχάιδεψες!
Αυτό είναι που λένε πως σε δαγκώνει ο ίδιος σου ο σκύ-
λος. Αλλά τι παράπονο μπορεί να έχει μετά από όλα όσα της πρόσφερες εσύ η ίδια, μεγάλη αδελφή; -Άφησε, λοιπόν, τον Ουατανούκι να την εξαγοράσει; Φαντάζομαι πως στην εφημερίδα έκαναν κάποια έρευνα ξεκινώντας από τις πληροφορίες που τους έδωσε ο Ουατα νούκι και μετά, καταλαβαίνοντας πως η υπόδεση έκρυβε κι άλλα μυστικά, την άρπαξαν, αφού ξετρύπωσαν και την Ουμέ. ιj:κτός κι αν ο Ουατανούκι ήταν από την αρχή συνεννοημένος
μαζί της και, σπρωγμένος από την απελπισία, έφτασε στο σημείο να πουλήσει τα ίδια του τα μυστικά. Ό,τι κι αν είχε αυμβεί, δεν έπρεπε να χάσουμε ούτε λεπτό· αν καδυστερού σαμε κι άλλο, η Μιτσούκο δε δα μπορούσε πια να κάνει ούτε βήμα έξω απ' το σπίτι της. Αποφασίσαμε να βάλουμε σε ε
φαρμογή τα σχέδιά μας και κάδε μέρα συσκεπτόμασταν για να αποφασίσουμε ποια τακτική να ακολουδήσουμε. Στο με ταξύ, είχε αρχίσει να δημοσιεύεται μια σειρά από άρδρα σχε τικά με ό,τι είχε συμβεί στη Χαμαντέρα. Για τα γεγονότα που ακολούδησαν έγραψαν όλες οι άλλες εφημερίδες με τόσο πολλές λεπτομέρειες, που ακόμα κι εσείς, κύριε, πρέπει να
205
είστε ενημερωμένος δε δα αναφερt}ώ πάλι σ' αυτά τα γεγονό
τα. Ίσως έχω μιλήσει πολύ γι' αυτά, με υπερβολική ένταση, κι ίσως να έπεσα σε πολλές αντιφάσεις. Υπάρχει, εντούτοις, μια λεπτομέρεια που διέφυγε από τους δημοσιογράφους: η Μι τσούκο ήταν η πρώτη που είπε: «Θα πεδάνουμε». Κι εκείνη αποφάσισε ποια μέτρα έπρεπε να πάρουμε. Νομίζω πως την ημέρα που καταλάβαμε πως η Ουμέ είχε κλέψει το γράμμα, η Μιτσούκο έφερε στο σπίτι μου όλα τα γράμματα που δα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά στοιχεία και μου είπε:
-
Θα ήταν επικίνδυνο να μείνουν στο σπίτι μου.
-Μήπως πρέπει να τα κάψω; τη ρώτησα. -'Οχι, όχι. Οπωσδήποτε, αργά ή γρήγορα, πρέπει να σκο-
τωδούμε. Θα αφήσουμε αυτά τα χαρτιά ως διαt}ήκη. Φύλαξέ τα προσεκτικά μαζί με τα δικά σου. Και μου ζήτησε να τακτοποιήσω όλες τις υποδέσεις μας. Δυο τρεις μέρες αργότερα, στις
28
Οκτωβρίου, στη μία μετά
το μεσημέρι, ήρt}ε να μου ανακοινώσει:
-
Αυτό είναι το τέλος. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι μου είναι
αφόρητη κι αν ξαναγυρίσω εκεί, δε δα με αφήσουν να ξανα βγώ. Μου είπε πως αν προσπαδούσαμε να το σκάσουμε, δα μας έπιαναν και άρα έπρεπε να πεt}άνουμε στο συνηδισμένο μας δωμάτιο. Κρεμάσαμε το πορτρέτο της Κάνον στον τοίχο
πάνω από το κρεβάτι και μαζί και οι τρεις κάψαμε λιβάνι. -Αν αυτή η Κάνον με οδηγεί απ' το χέρι, δα είμαι ευτυ χισμένη ακόμα και πεδαμένη, είπα.
-
Αν μετά από το t}άνατό μας όλος ο κόσμος φωνάζει τη
δεά Κάνον Μιτσούκο, πρόσδεσε ο άνδρας μου, οι ψυχές μας t}α μπορούν να αναπαύονται εν ειρήνη.
Υ ποσχεt}ήκαμε να μην τσακωνόμαστε πια από ζήλια εκεί ψηλά, αλλά να μείνουμε αρμονικά στο πλευρό της δεότητάς μας, σαν τους δυο μποντισάτβα δίπλα στο Βούδα, κι αφού
ξαπλώσαμε, με τα κεφάλια μας να ακουμπούν το ένα στο άλ λο, με τη Μιτσούκο στη μέση, πήραμε το φάρμακο. Συγγνώμη; Α, ναι, είναι αλήδεια, δεν ξέρω γιατί, είχα τότε
zo6
το προαίσ{}ημα πως 'δα βρισκόμουν ολομόναχη. Την επομένη, 6ταν συνήλftα, σκέφτηκα να τους ακολουttήσω αμέσως, όμως μου πέρασε ξαφνικά από το μυαλό η ιδέα πως δεν ήταν τυ χαίο το ότι είχα επιζήσει και πως με είχαν ξεγελάσει ακόμα και στο ftάνατο· αυτή η υποψία συνδεόταν και με το γεγονός πως η Μιτσούκο μού είχε εμπιστευftεί εκείνο το πακέτο με τα γράμματα. Μήπως είχαν ftελήσει να με εμποδίσουν να τους ενοχλήσω στον άλλο κόσμο; Αχ, κύριε (και η χήρα Κα
κιούτσι ξέσπασε σε λυγμούς), αν αυτή η αμφιβολία δε μου εί χε περάσει από το μυαλό ... δε 'δα είχα συνεχίσει να ζω σκαν δαλωδώς μέχρι σήμερα. Εξάλλου, είναι μάταιο να τα βάζουμε με τους νεκρούς τώρα, όταν σκέφτομαι τη Μιτσούκο, δεν αισftάνομαι ούτε πικρία ούτε μίσος, αλλά μια τέτοια τρυφερό τητα, μια τέτοια νοσταλγία ... Αχ, σας παρακαλώ, σας παρα καλώ, συγχωρέστε με που κλαίω έτσι...
207
Ιαπωνία, όεκαετ(α του
1920.
Ένας -ϊtαpάξενο~ έρωτας
ι ι ~~ ' Η~ ι Κ 1 γεν ιιιεται α.ναμεσα σε συ ο γυναικεc;. ...ιονοκο ακιοuσι κι
YJ
ι
l\1 ιτσοuκο
τ
I
οκοuμι τσου
I
γινοντα.ι
οι
ι
πρωταγωνιστριες
μια.ς ιστορίας που κανείς ~εν μπορεί να προβλέψει την εξέYt λ ι..;-η
κ
τ'Υ)ς.
Ι)λ λ
πα ~ η
f
1
ατα.στασεις που συνεχεια. I
f
f
~
ες ιντριγκες οπου κα.νεις σεν
Ι
ανατρεπονται,
J::'' ~.,ερει
α
I
ποιο εινα.t το
λ
ε-
Ο'
·υ-
μα και ποιος ο θύτ1Jς, ερω-ηκες αντιζ·ηλίες με απροσοόκ1)~
'
i
f
f
f
f
τες συνεπειες, ουο α.ντρες που μπ"εκονται. κι α.υτοι σι rα f
Ι
ι
σιγα στον ιστο τ'Υ)ς αραyyr,ς
!.i
'θ
I
αιχμCΛΛωτοι του πα ους η ττ,ς
οίφας ytoc εκοίκ-ησr;. Αυτή είναι ·η L'βάσηκχ · ένα πα.ιχνί~ι οcνά.μεσοc στr;ν α
λήθεια κα.ι το ψέμα., τον έρωτα: και τ·ην εξουσίοc, τη ζωή και το θάνατο. Ένα έργο θ<χυμαστής τεχνικής αρτιότητας,
με εκπληκτική αφ'Υ)γ'Υ)ματικ'ή ακρίβεια και χά.p1J, με χα.ρα1 ι ;. 1 r ι κτηρες α.ναyΛυφους και πρωτοτυπους, ενα εργο μsτη σφρα-
γίοα τοu αξεπέραστου στυλ του Τανιζάκι.
Στο εξώφυλλο:
Style of Nforomasa: Parπdίng ()}urtesan Hanging scroll (Kal:.eωoπo)
wίth Attendaπts.
Μ ιχχέτα: Μαpία Κωvσταvτιχχάκη