FRANKENSTEIN, OR, THE MODERN PROMETHEUS. IK THREE VOLVMfia Did f nqmeti tW, lUcr, tlnmmjdU^ TowMMm^mmf DM 1 mIIcII tlwe...
297 downloads
819 Views
17MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
FRANKENSTEIN, OR, THE MODERN PROMETHEUS. IK THREE VOLVMfia Did f nqmeti tW, lUcr, tlnmmjdU^ TowMMm^mmf DM 1 mIIcII tlwe FromtekM·to proaotc nel—^ ;
VOL.
LOT.
I.
lomioti^ FMttmD FOB A l CKN l GTON. HUGHES. UARDN ! O, MA VOX. & JOKES, FKVSBUftT SQUARE. 1818. Εξώφυλλο
της πρώτης έκδοσης τον
Φράνκενσταϊν
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ / ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕ Υ·: ΦΡΛΝΚΕΝΣΤΑ Ι Ν
Copyright για την ελληνική μετάφραση: Εκδόσεις Α' έκδοση 1995
Στοχαστής
Τυπώθηκε τον χειμώνα του 1995 γΐίΐ λογαριασμό των εκδόσεων Στοχαστής, οδός Μαυρομιχάλη 39, τηλ. 3601956, 3610445, Αθήνα ιο6 8ο. Και κατόπιν άδειας του εκδότη επανακτυπώθηκε από την Ελευθεροτυπία
ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕ Τ·
ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ
Εισαγωγή - Μετάφραση Θάνος Σαχκέτάς
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή του Μεταφραστή 9 Χρονολόγιο των πιο σημαντικών γεγονότων από την ζωή της Μαίρης Σέλλεϋ. 17 ΜΑΙΡΥ ΣΕΛΛΕ Τ·: ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑ'Ι'Ν Ή Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
21
Πρόλογος του Π. Μπ. Σέλλεϋ στην έκδοση του 1818 Εισαγωγή της Μαίρης Σέλλεϋ στην έκδοση του 1831 των «Στάνταρντ Νόβελς»
25
Επιστολή Επιστολή Επιστολή Επιστολή Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλο^ο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο
I II III IV I II III IV V VI VII VIII IX X....C... XI XII XIII XIV XV XVI XVII XVIII XIX XX
27 35 39 44 46 55 61 69 78 87 94 102 113 123 130 138 147 154 161 167 177 187 193 202 211
Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο Κεφάλαιο
XXI XXII XXIII XXIV
222 ^^^ ^^^ ^^^
ΕΙΣΑΓΩΓΗ TOT ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ Φράνκενσταϊν ή ο Σύγχρονος Προμηθέ(χς της Μοίίρης Σελλεϋ πρωτοεχ86θηχε το 1818 στο AovSivo κοα είχε τέτοια Ο επίτυχία στο αναγνωστίχό κοινό που έγινε το πρώτο σε πωλή-
σεις βιβλίο εκείνης της εποχής —(χυτη την επιτυχία σε πωλήσεις ενός βιβλίου τη λένε σήμερα σε γνήσια Ελληνικά! Μπεστ Σέλλερ. Ύστερα απ' αυτή την απρόσμενη επιτυχία γίνεται και Β' έκ8οση το 1823. Επει8η όμως η ζήτηση του βιβλίου εξακολουθούσε να είναι αμείωτη, οι εκ8όσεις «Στάνταρντ Νόβελς» το 1831 αποφάσισαν να επανεκ8όσουν το βιβλίο. Μόνο που οι εκ8ότες, όπως γράφει η ί8ια η Μαίρη Σέλλεϋ στην «Εισαγωγή» της σ' αυτή την έκ8οση, ((8ιατυπωσαν την παράκληση ότι θα έπρεπε να τους 8ώσω μερικές πληροφορίες σχετικά με την αφετηρία της ιστορίας (του Φράνκενσταϊν)». Για τη Μαίρη Σέλλεϋ αυτή η ((παράκληση» έγινε αφορμή για να μιλήσει —πολυ συνοπτικά είναι αλήθεια— για τον εαυτό της, ενώ ταυτόχρονα μοίς προσφέρει πλούσιες πληροφορίες σχετικά με τη γένεση του συγκεκριμένου έργου. Ο (χνεξάρτητος και πολυτάραχος βίος της μοιάζει με μυθκττόρημα και είναι α8ύνατο να κλειστεί μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια μκχς Εισαγωγής. Θα άξιζε όμως πράγματι να παρακολουθήσει κανείς από κοντά την περιπετειώ8η ζωή της, που (Βε λογάριασε ταμπού. Ας αρκζστεί, λοιπόν, ο αναγνώστης σ' όσα με συνοπτικό τρόπο λέει η ί8ια στην ((Εισαγωγή» της και σ* όσα με συντομία αναφέρουν οι εκδόσεις ((Στοχαστής» και το Χρονολόγιο. Όσον αφορά τη σύλληφη της ι8έ(χς για τον Φράνκενσταϊν μη νομίσετε πως η έμττνευσή του ήταν κάτι το εύκολο για τη Μαίρη Σέλλεϋ. ((Εγώ», Εξομολογείται η ί8ια, ((πίεσα τον εαυτό μου να σκεφθεί μια ιστορία... Σκζφτόμουν στοχαζόμουν μάταια όμως. Ένιωθα εκείνο το κενό που 8ημιουργεί η ανυπαρξία της έμττνευσης.
που είναι, η μεγαλύτερ-η 8υστυχία της συγγραφικής δουλειάςαισθανόμουν εκείνο το κενό που νιώθεις, οταν το φοβερό Τίποτα απαντάει στις αγωνιώδεις επικλήσεις μας». Σε αυτό «το κενό που δημιουργεί η ανυπαρξία της έμτζνευσης», τη λύση έδωσε η επίσκεφη που έκαναν με τον άνδρα της στη Γενεύη το 1816, όπου γειτόνευαν με τον ήδη ευρισκόμενο εκεί Λόρδο Μπάυρον. Σχηματίστηκε τότε μια παρέα που αποτελείτο από τους Σέλλεϋ, το Λόρδο, την ετεροθαλή αδελφή της Μαίρη Κλαίαρ και ήδη σχετιζόταν με το Λόρδο και το γιατρό/ γραμματέα του Μπάυρον, Τζων Γουίλλιαμ ΠολιντόριΚ Η Μαίρη Σέλλεϋ περιγράφει χαρακτηριστικά τις υγρές και μελαγχολικές εκείνες μέρες, που ατέλειωτες ώρες διά^ζαν ιστορίες φαντασμάτων, μέχρι που ο Μπάυρον πρότεινε να γράφει ο καθένας τους από μια τέτοια ιστορία. Αν και μοναχά η Μαίρη Σέλλεϋ ανταποκρίθηκε «ολοκληρωτικά», αποτελεί ιστορική παράλειφη η «συνήθης» έ?ίλειφη αναφοράς, τόσο στο Απόσπασμα του Λόρδου Μπάυρον που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1819 στο τέλος της συλλογής του Mazeppa, όσο και Ο Βρυκόλακας του Πολιντόρι που θα δημοσιευτεί αρχικά ως έργο του Μπάυρον με τίτλο The Vampyre. A tale by Lord Byron, τον
Απρίλιο του 1819 στο περιοδικό «New Monthly Magazine» και θα σημειώσει θριαμβευτική επιτυχία με απανωτές επανεκδόσεις, προς δυστυχία του ταλαίπωρου (Μ. Σέλλεϋ, «Πρόλογος» 1831) Πολιντόρι που θα ξεκινήσει ένα σκληρό και εν μέσω πολλαπλής λοιδωρίϊχς αγώνα για να διεκδικήσει την πατρότητά του. Είναι αληθές ότι τόσο το κείμενο του Λόρδου, όσο και το αφήγημα του Πολιντόρι αποτελούν έργα μη συγκρινόμενα με αυτό της Σέλλεϋ. Ωστόσο πιστεύουμε ότι η ιδέα του Έλληνα εκδότη να δώσει μιαν όσο το δυνατόν πιο σφαιρική και τεκμηριωμένη έκδοση του ^ Για τον πασίγνωστο AopSo Μπάυρον τα βιογραφικά στοιχεία καθίστανται περιττά. Για τον Τζων Γουίλλιαμ Πολιντόρι όμως ίσως είναι χρήσιμες μερικές επισημάνσεις, Ο Πολιντόρι ι^ταν ιταλοαγγλικι^ καταγωγής' σποι^σε ιατρική και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Ο εξαιρετικά σύντομος βίος του (1795-1821) σφραγίζεται από μιαν έντονη κινητικότητα (αστάθεια και επιπολαιότητα για ορισμένους) ανάμεσα στην ιατρικής τη λογοτεχνία^ την πολιτική, αλλά και τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Οι αγώνες διεκδίκησης της πατρότητας του Βρυκ6λακα και οι συζητήσεις για τα όρια ανάμεσα στψ άντληση έμττνευσης και τψ κλοτΐή, που γέννησαν οι διαμάχες περί αυτου, του εξασφάλισαν τελικά την υστεροφημία που παθιασμένα, φαίνεται, να επεδίωκε.
10
Φράνκενσταϊν, που VOL μη σταματά μόνο στη μετάφραση του έργου της Σελλεϋ, αλλά που να πλαισιώνεται τόσο και από τις άλλες εκδοχές και απόπειρες του Πολιντόρι και του Μπάυρον, όσο και από πλήθος άλλων στοιχείων και υλικού στήριξης του κυρίως κειμένου, ενισχύουν την ουσιαστικότερη κατανόηση του μεγάλου αυτού έργου και του ττνευματικού κλίματος μέσα στο οποίο αυτό γεννήθηκε. Αλλά (χς επανέλθουμε στη Μαίρη Σέλλεϋ και τον Φράνκενσταϊν, Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε, όπως ή8η αναφέρθηκε, το 1818 κι αμέσως οι κριτικές διχάστηκαν. Ως ιστορία που προειδοποιεί για τους κινδύνους που μπορεί να καιροφυλακτούν μια κοινωνία από κάποια αλαζονική πειραματική επιστήμη, ο ((φράνκενσταϊν» θεωρήθηκε από πολλούς πως δεν είχε τον όμοιό του, Ο Νόρθροπ Φράυ υποστηρίζει πως ο ((Ωχρός σπουδαστής των ανίερων τεχνών που ήταν γονατισμένος δίπλα (ττο πράγμα που είχε συναρμολογήσει» (((Εισαγωγή» της Μαίρης Σέλλεϋ) έχει γίνει η πιο διαχρονική ιστορία τρόμου, αν όχι ο πρόδρομος της υπαρξκχκής αγωνίας». Ο σερ Γουόλτερ Σκοτ έγραφε πως ((„, ο συγγραφέας φαίνεται να αποκαλύπτει ασυνήθιστες δυνάμεις ποιητικης (ραντασίας,,. Στο σύνολό του το έργο μας εντυπωσιάζει με την πρωτότυττη ιδέα της μεγαλοφυας του συγγραφέα και με τη δύναμη της έκφρασης του», Η συντηρητική όμως ((Κουόρτλυ Ρηβιού» γράφει πως ((το μυθιστόρημα δεν εναποτυπώνει κανένα δίδαγμα αγωγής, τρόπων ή ηθικής,,, κουράζει τα συναισθήματα που δε δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για την κατανόηση,,, ο αναγνώστης, ύστερα από ένα μετεωρισμό ανάμεσα στο γέλιο και την αηδία, αναρωτιέται αν το μυαλό ή η καρδιά του συγγραφέα είναι το πιο άρρωστο». Όλα αυτά τα δηλητ^ι^ιώδη σχόλια 5εν προέρχονταν από μια αντικειμενική κρίση' η αιτία τους βρισκόταν αλλού' η πρώτη έκδθ(τη του έργου που έγινε ανώνυμα ήταν ((ευσεβάστως αφιερωμένη» στον Γουίλλιαμ Γκόντγουιν, πατέρα της Μαίρης Σέλλεϋ και περίφημο ριζοσπάστη-φιλόσοφο και αναρχικό' η συντηρητική όμως συνείδηση της ((Κουόρτλυ Ρηβιού» ήταν αδύνατο να ανεχτεί μια τέτοια προβολή του ((άταχτου» πολιτικά και κοινωνικά Γκόντγουιν νόμισε πως μ' αυτό τον τρόπο θα τον μείωνε στα μάτια της κοινής γνώμης, 11
Όλοί OL xptTLxot θεώρησαν ως συγγραφέα του έργου αυτής της ανώνυμης έχ8οσης τον Πέρσυ Σελλεϋ, που ηταν γνωστός σ\ ολο τον κόσμο ως ο mo αφοσιωμένος μαθητής xat οπα8ός των ι8εών του Γχόντγουιν. Όταν όμως το 1823 με τη Β' έκ8οση αποκαλύφθηκε πως συγγραφέ(χς του Φράνκενσταϊν ηταν γυναίκα^ όλοι έμειναν άναυ8οι. Το περιο8ικό «Μπλάκγουντ» γράφει: «Για έναν άν8ρα ήταν εξαίρετο, αλλά για μια γυναίκα ήταν θαυμάσιο!» Ακόμα κι ο Λόρ8ος Μπάυρον, που 8εν είχε και μεγάλη εκτίμηση στις νεαρές φιλολογούσες γυναίκες (για τη Μαίρη Σέλλεϋ έκανε εξαίρεση) είπε στον εκ8ότη του Τζων Μάρραιη: «Νομίζω πως για μια κοπέλα 8εκοίεννιά χρονών είναι μια θαυμάσια 8ουλειά' και να φανταστείς πως εκείνο τον καιρό 8εν ήταν ούτε 8εκαεννιάΙ)>. Ο 8ε Πέρσυ Σέλλεϋ γράφει για τον Φράνκενσταϊν: «Είναι μια από τις πιο πρωτότυπες και ολοκληρωμένες εργασίες αυτού του καιρού. Καθώς τη 8ιαβάζουμε αναρωτιόμαστε ποιες μπορούσε να ήταν οι αλληλουχίες των σκέφεων ποιες μπορούσε να ήταν οι ξεχωριστές εμπειρίες που τις ενεργοποίησαν που συντέλεσαν, στο μυαλό της συγγραφέως, σ' αυτούς τους εκπληκτικούς συν8υασμούς από κίνητρα και περιστατικά και στην καταπληκτίκη καταστροφή που συνθέτουν αυτή την ιστορία», /Τολλά πράγματα στη ζωή της Μαίρης Σέλλεϋ είναι καθοριστικά στη 8ιαμόρφωσή της. Ήταν κόρη του Γουίλλιαμ Γκόντγουιν, του περίφημου ριζοσπάστη-φιλόσοφου και αναρχικού, που τάραξε τα νερά της εφησυχασμένης αγγλικής κοινωνί(χς, και της Μαίρης Γουλστόνεκραφτ, που ήταν γνωστή για τους φεμινιστικούς της αγώνες και για τη συγγραφική της 8εινότητα. Λεν ήταν, λοιπόν, γι' αυτή κάτι το αφύσικο που από πολύ μικρή είχε την ι8έα να γράφει. Ο πατέρας της, που τον λάτρευε παρ' όλο που συναισθηματικά 8εν ήταν τόσο κοντά της, φρόντισε και της έ8ωσε τεράστια μόρφωση. Διάβαζε άνετα πέντε γλώσσες, που ανάμεσα σ' αυτές ήταν και τα Ελληνικά, και είχε πρόσβαση στα γραφτά και στις συζητήσεις που γίνονταν σπίτι της από τα πιο προο8ευτικά μυαλά της εποχής της. Έπειτα έγινε ερωμένη και ύστερα σύζυγος του ποιητή Σέλλεϋ, που 8ιέβλεπε σ' αυτή πως είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα της εξασφάλιζαν μια 8ιακριτική θέση μέσα στη λογοτεχνία, γι' αυτό και την παρότρυνε να γράφει. 12
Η (χγάτττ) της στο 8ιάβασμα xoct η ευχέρεια που είχε να διαβάζει σε πέντε ξένες γλώσσες της έδωσαν τψ ευκαιρία να ενημερωθεί στην παγκόσμια λογοτεχνία και στην επιστημονική έρευνα και αναζήτηση, γιατί κι αυτά την ενδιέφεραν. Είχε 8ε ένα προσόν μάθαινε γρήγορα. Έτσι, όταν εκείνο το βροχερό καλοκαίρι του 1816 κοντά στη λίμνη Λεμάν της Ελβετίοις, της δόθηκε η αφορμή για να γράφει τον Φράνκενσταϊν, υπήρχε πίσω της όλη εκείνη η στέρεη τννευματική υποδομή που αποτελούσε εχέγγυο της ποιότητοις του έργου. Γιατί ο Φράνκενσταϊν αποτελεί έμμεση κριτική στις απόφεις του Σέλλεϋ για τον άνθρωπο και στις κοινωνικές ιδέες του Γκόντγουιν. Ο ρομαντικός ιδεαλισμός του Σέλλεϋ και οι υπερβατικοί του ήρωες βασίζονται στην πίστη στον άνθρωπο ή πιο σωστά στις «θείες» ή δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων. Όμως ο σκεπτικισμός της Μαίρης Σέλλεϋ μέσα από τον Φράνκενσταϊν αναρωτιέται που θα οδηγήσουν τον άνθρωπο αν αυτές οι αφηρημένες δημιουργικές δυνάμεις τύχει και ενεργοποιηθούν από κάποιους ματαιόδοξους ή παρανοϊκούς επιστήμονες! Όσο για τις ιδέες του πατέρα της στο μεγαλύτερο μέρος τους συμφωνούσε μαζί του, παρ' όλο που είχε πιο συγκρατημένη επαναστατικότητα. Ο Γκόντγουιν πίστευε πως «οι δογματικοί θεσμοί)), όπως η κυβέρνηση, ο νόμος και ο γάμος είχαν την τάση να επιβάλλουν δεσποτικές πρακτικές στις ζωές των α^^ρώπων και ότι μόνο ένα νέο σύστημα, που να βασίζεται στην «παγκόσμια φιλανθρωπία)), θα μπορούσε να δημιουργήσει μια δίκαιη και ενάρετη κοινωνία. Αυτή όμως η νέα «αρετή)) από πού θα εκττήγαζε; Υποστήριζε με επιμονή πως θα προερχόταν από την άσκηση της λογικής και από την ελεύθερη βούληση, όπως θα εξελισσόταν μέσα σ' αυτή την καινούργια «φωτισμένη)) κοινωνία. Μια τέτοια, λύιττόν, φωτισμένη κοινωνία θα απέρριπτε τις δεισιδαιμονίες της θρησκείας, τους δεσποτισμούς της κυβέρνησης και τα ιδιοκτησιακά είδωλα που ήταν προσδεδεμένα στο γάμο, γιατί όλα αυτά συντείνουν στην εγκαθίδρυση της φιλαυτίοις, του διαχωρισμού και της κακοβουλίοις. Επίσης πίστευε —κι εδώ είναι το πιο σημαντικό που αφορά την ιστορία μοϋς— πως η αρετή κι η ευτυχία των ατόμων μπορούσε να προέλθει μόνο από στόχους που έχουν θεωρηθεί και συσταθεί «κοινωνικά)). «Το αληθινά μοναχικό άτομο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια ηθική 13
ύπαρξη... Η συμπεριφορά του είναι αχρεία, επεί8η έχει την τάση να βλέπει τον εαυτό του αξιολυττητα». Αυτές συνοπτικά είναι οι βασικές ι8έες του Γκόντγουιν και -ήταν συνολικά σχεΒόν απο8εκτές από τη Μαίρη Σέλλεϋ, γι' αυτό και βλέπουμε πως το δημιούργημα του Φράνκενσταϊν, το πλάσμα του, στην αρχή είναι καλοπροαίρετο και ζητάει από το κοινωνικό σύνολο τη στοργή, την αγάττη και την κατανόηση. Και μονάχα όταν εγκατοιλείπεται από τον πλάστη του και απομονώνεται από το κοινωνικό σύνολο γίνεται αμέσως αχρείο και αντικοινωνικό' κι αυτό γιατί βλέπει τον εαυτό του αξιολύττητο και δυστυχισμένο που 8εν μπορεί να απολαύσει κι αυτό τις αξίες της ζωής. Σ' ένα άλλο όμως πολύ κρίσιμο σημείο η Μαίρη Σέλλεϋ μένει με μια βάσιμη απορία. Ο Γκόντγουιν γράφει στο βιβλίο του Enquiry concerning political justice «... η γνώση και το
πλάταιμα της διάνοιας παραμένουν ατελή, αν δε συνο^ύονται από τα αισθήματα της φιλανθρωπίας και της συμπάθειας...» Η Μαίρη Σέλλεϋ όμως σ* αυτό ακριβώς το σημείο αναρωτιέται: Πώς ο άνθρωπος μπορεί να απαλλαγεί από «τους μυστηριώδεις φόβους της ανθρώπινης φύσης» μπροστά στο άγνωστο, στο αταίριαστο, στο απεχθές, στο παράταιρο, που στέκονται ανασταλτικοί παράγοντες στην ολοκλήρωση της γνώσης και του πλαταίματος της διάνοιας με τα αισθήματα της φιλανθρωπίας και της συμπάθειας του κάθε τι; Αναμφισβήτητα με τον Φράνκενσταϊν έχουμε να κάνουμε μ' ένα έργο διαχρονικό που εκφράζει τις ηθικο-πολιτικές θέσεις της Μαίρης Σέλλεϋ και είναι λυττηρό που ο κινηματογράφος —εκτός από τη σύγχυση που δημιούργησε στο κοινό συνταυτίζοντοις σ' ένα πρόσωπο δημιουργό και πλάσμα— παραγνώρισε όλες τις ζωτικές πλευρές του έργου για χάρη των απλοϊκών και τρομακτικών γρυλισμών ενός απειλητικού «τέρατος». Καθοριστικό σημείο στο έργο είναι ο υπότιτλός του Ο Σύγχρονος Προμηθέίχς. Ο όρος «Σύγχρονος Προμηθέοις» ήταν καθιερωμένος πολύ πριν από τη Σέ^εϋ. Το 1709 τον χρησιμοποίησε ο λόρδος Σάφτσμπερυ και στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα ο φιλόσοφος Καντ ανακήρυξε τον πρωτοπόρο επιστήμονα πάνω στα θέματα του ηλεκτρισμού Μπέντζαμιν Φράνκλιν «Νέο Προμηθέα». Όπως είναι γνωστό ο ελληνικός μύθος ήθελε 14
τον Προμηθέα ως επαναστάτη ενάντια στους θεούς^ στο πεπρωμένο καί με την επιθυμία να γίνει ευεργέτης και σωτήρας της ανθρωπότητας. Υττήρχε όμως κι ο ρωμαϊκός μύθος που τον παρουσίαζε ως πλάστη ανθρώπων παρά ως σωτήρα τους. Η Μαίρη Σέλλεϋ με μεγάλη 8εξιοτεχνία ενώνει τους 8υο μύθους και παρουσιάζει τον Προμηθέα-Φράνκενσταϊν ως πλάστη ανθρώπων, που πρόθεση του είναι, λύνοντας τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, να αποίλλάξει τον άνθρωπο από τους φόβους που τον βαραίνουν και να του χαρίσει μια πιο γαλήνια και πιο ευτυχισμένη ζωή. Θέλει να τον ευεργετήσει, να τον σώσει από το πεπρωμένο του. Η Μαίρη Σέλλεϋ θέλει τον Προμηθέα-Φράνκενσταϊν αγωνιστή και παραβάτη των αιώνιων αρχών που θεσπίζουν οι άγνωστες Αρχές του προαιώνιου Χάους παρ' όλο που ξέρει πως ο ήρωάς της θα συντριβεί αμετάκλητα από την αλαζονική του απόπειρα να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού του. Αυτή η στάση θυμίζει έντονα την Τραγική Ύβρι που συντρίβει τα άτομα για την έπαρση που είχαν να έρθουν αντιμέτωπα με το Θείο. Από τον 8έκατο όγ8οο αιώνα και πέρα όσων λογοτεχνικών έργων το περιεχόμενο είχε κάποιο υπερβατικό χαρακτήρα επικράτησε να λέγονται Γκότθικ και σχιημάτισαν ιΒιαίτερο λογοτεχνικό εί8ος. Ο όρος ((Γκότθικ» είναι 8ύσκολο να αναλυθεί' μια απλή απάντηση είναι πως έχει να κάνει με το φόβο μα στα κείμενα αυτού του εί8ους η φαντασία πρέπει να επικρατεί πάνω στην πραγματικότητα, το παράξενο πάνω στο κοινότοπο, το υπερφυσικό πάνω στο φυσικό κι όλα αυτά μ * ένα προσ8ιορισμένο τελικό σκοπό: να φοβίσουν. Ο φόβος αυτός 8εν απευθύνεται στην φυχ;ή για να προσφέρει κάποια κάθαρση' στόχος του είναι αυτό καθεαυτό το σώμα, με τους μύες του, τους α8ένες του, την επι8ερμίοά του και το κυκλοφοριακό του σύστημα ώστε όλα αυτά ταρακουνημένα μ' έναν έντονο και γρήγορο τρόπο να 8ημιουργήσουν όλες εκείνες τις φυσιολογικές (χντι8ράσεις του φόβου'. Πολλές γυναίκες ασχολήθηκαν μ' αυτό το λογοτεχνικό εί8ος κι έγιναν τόσο 8ημοφιλείς που το κοινό χαριτολογώνταχ; τις ' Ένα ατΓΟ τα πιο κλασικά 8είγμ^τα αυτού του εί8ους είναι ο Δράκουλίχς του Μπροψ. Στόουκερ. Για περ. βλέπε την πολυ επιμελημένη Δ ' έκδοση του «Στοχαστή^^ σε μετάφραση Ανέττας Καπόν.
15
ονόμασε ((Τρομοκράτισσες». Δημιουργήσαν έτσι την ποίρά8θ(τη του γυναικείου Γκότθίχ κι οι πιο επιφανείς ήταν η Χάριετ Μπίτσερ Στόου, η Γεωργία Σάν8η και η Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ. Εκείνη όμως που έ8ωσε την ορκττίκη μορφή (ττο γυναικείο Γκότθικ ήταν η Aw Ράντκλιφ: πάντα η κεντρική -ηρωίδα του μυθιστορήματος ήταν μια νέα γυναίκα που ταυτόχρονα ήταν το κυνηγημένο θύμα και η θαρραλέα ηρωίΒα. Με την εμφάνιση όμως του Φράνκενσταϊν της Μαίρης Σέλλευ το λογοτεχνικό αυτό εί8ος που ονομάζουμε Γκότθικ^ άρχισε να μεταμορφώνεται σ' αυτό που αποκαλούμε σήμερα επιστημονική φαντασία. Το πλάσμα του Φράνκενσταϊν πριν να χαθεί μέσα στα μαύρα σκοτά8ια της Αρκτικής, λέει στον Γουόλτσον, τον άνθρωπο που πέθανε στα χέρια του ο Φράνκενσταϊν: ((Είναι νεκρός αυτός που μ' έφερε στη ζωή' κι όταν ούτε κι εγώ 8ε θα υπάρχω πια, τότε η μνήμη και των 8υο μας γρήγορα θα ξεχαστεί». Ίσως είναι το μόνο σημείο που έπεσε έξω η βαθιά ερωτική Μαίρη Σέλλεϋ. Θάνος Σίχκκέτ(χς
16
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΕΑΛΕ Υ· 1797. Ο Γουίλλίαμ Γκόντγουιν xat rj Μαίρη Γουλστόνεκραφτ τταντρεύοντοίΐ στις 29 Μαρτίου, Στίζ 30 Αυγούστου γεννιεταί η Μαίρη Γ. Γκόντγουιν' Sixoc ημέρες mo ύστερα, στις 10 Σεπτεμβρίου, πεθαίνει η μητέρα της από επιλόχειο πυρετό, 1801. Στις 21 Δεκεμβρίου ο Γουίλλιαμ Γκόντγουιν κάνει 8εύτερο γάμο, Παντρεύεται την κ, Μαίρη Τζέην Κλαιρμόντ. Η κ, Κλαιρμόντ από άλλο γάμο, έχει ένα γιο, τον Τσαρλς (7 χρονών) και μια κόρη, την Τζέην (4 χρονών), που αργότερα μετονομάστηκε σε Κλαίαρ, Τα παι8ιά της κ, Κλαιρμόντ κάνουν τώρα παρέα με τη Μαίρη και τη Φάννυ Ίμλεϋ κόρη της Μαίρης Γουλστόνεκραφτ από τον Τζίλμπερτ Ίμλεϋ. 1807. Η οικογένεια Γκόντγουιν έρχεται και εγκαθίσταται στο Χόλμπορν, στη Σκίνερ Στρητ, 1812. Στο χρόνο αυτό και συγκεκριμένα στις 3 Ιανουαρίου, ο Πέρσυ Μπ, Σέλλεϋ, που μόλις είχε παντρευτεί τη Χάριετ Γουέστμπρουκ, αρχίζει μια αλληλογραφία με τον Γκόντγουιν, που εκτιμά σε μεγάλο βαθμό τις ι8έες του. Το φθινόπωρο αυτού του χρόνου ο Σέλλεϋ γίνεται τακτικός επισκέπτης των Γκόντγουιν, Η Μαίρη λείπει· μένει ετΑ πολύ καιρό με την οικογένεια Μπάξτερ, στο Ντάντν στις 11 Νοεμβρίου, που είχε έρθει για λίγο να 8ει τους 8ικούς της, συναντάει για πρώτη φορά τον Πέρσυ και τη Χάριετ Σέλλεϋ, 1814. Η Μαίρη, ύστερα από μακρόχρονη 8ιαμονη στο Ντάντι, επιστρέφει το Μάιο στο σπίτι της και αρχίζει σχέσεις με τον Πέρσυ Σέλλεϋ, Στις 28 Ιουλίου κλέφτηκαν και ττήγαν στην Ευρώττη, παίρνοντας μαζί τους και την Κλαίαρ Κλαιρμόντ, Στην Αγγλία επιστρέφουν το Σεπτέμβριο, Στις 30 Νοεμβρίου γεννιέται ο Τσαρλς, το 8εύτερο παι8ί της Χάριετ Σέλλεϋ, 1815. Στις 22 Φεβρουαρίου, η Μαίρη, ύστερα από έναν πρόωρο το-
17
κετο, γεννάεί μια κόρη' στις 6 Μαρτίου η Μαίρη ξυτζνάει και βρίσκει το μωρό της νεκρό' 8εν είχαν προφθάσει να του 8ώσουν όνομα. Τον Αύγουστο η Μαίρη με τον Πέρσυ εγκαθίστανται στο Γουίν8σωρ, στο Μπίσοπ Γκέητ. 1816. Τον Ιανουάριο η Μαίρη γεννάει ένα γιο^ τον Γουίλλιαμ. Στις 3 ΜαΓου κάνουν ένα Βεύτερο ταξί8ι στην Ευρώττη. Τους συνο8εύει πάντα η Κλαίαρ. Πηγαίνουν στη Γενεύη. Εκεί συναντούν τον Μπάυρον (η Κλαίαρ μαζί του έχει ένα 8εσμό κιόλας) και τον Πολιντόρι. Διαβάζουν όλοι μαζί ιστορίες φαντασμάτων και ο Μπάυρον 8ίνει το έναυσμα: «Ο καθένας να γράφει μια ιστορία φαντασμάτων». Τον Ιούνιο η Μαίρη αρχίζει να γράφει τον Φράνκενσταϊν. Στις 29 Αυγούστου γυρίζουν στην Αγγλία. Στις 9 Οκτωβρίου αυτοκτονεί η Φάννυ Ίμλεϋ. Στις 10 Δεκεμβρίου η Χάριετ Σέλλεϋ βρίσκεται ττνιγμένη στη Σέρπανταϊν, τη λίμνη του Χάυντ Παρκ. Στις 29 Δεκεμβρίου η Μαίρη κι ο Πέρσυ παντρεύονται στο Αον8ίνο. 1817. Στις 14 Μαίου ολοκληρώνεται ο Φράνκενσταϊν. Στις 2 Σε-πτεμβρίου η Μαίρη γεννάει την Κλάρα Εβερίνα. Το Νοέμβριο εκ8ί8εται Η ιστορία μιας περιοδεί(χς έξι εβδομάδων, είναι οι εντυπώσεις της από το ταξί8ι που έκανε το 1814 στη Γαλλία, την Ελβετία και την Ολλαν8ία. 1818. Τον Ιανουάριο εκ8ί8εται ο Φράνκενσταϊν. Στις 11 Μαρτίου η οικογένεια Σέλλεϋ, με τη συντροφιά πάντα της Κλαίαρ, ττηγαίνουν στην Ιταλία. Εκεί μένουν αρκετούς μήνες' επισκέτυτονται 8ιάφορες πόλεις. Στις 4 Σετυτεμβρίου η Κλάρα Εβερίνα πεθαίνει στη Βενετία. Το Δεκέμβριο πάνε στη Νάπολη για να περάσουν το χειμώνα. 1819. Τον Απρίλιο, 8ημοσιεύεται Ο Βρυκόλακας όχι ως έργο του Πολιντόρι, αλλά του Αόρ8ου Μπάυρον. Μεγάλη επιτυχία του έργου' έντονη αντί8ραση του Πολιντόρι. Στις 7 Ιουνίου πεθαίνει ο γιος τους Γουίλλιαμ. Αυτη την περίο8ο η Μαίρη γράφει την 'Ματιλντα, που παρέμεινε ανέκ8οτη ως το 1959. Τον Ιούνιο ο Μπάυρον 8ημοσιεύει τη 8ικη του «απάντηση» στην έκκληση του του 1816 με το Απόσπασμα στο τέλος της συλλογής Mazeppa. Στις 12 Νοεμβρίου η Μαίρη γεννάει τον Πέρσυ Φλόρενς, που είναι και το μόνο παι8ί των Σέλλεϋ που επέζησε. 1821. Η Μαίρη από την Ιταλία που βρίσκεται στέλνει στο Αον8ίνο για έκ8οση το μυθιστόρημά της Καστρούτσιο, που αργότερα ττήρε τον τίτλο Βαλπέργκα. 1822. Στις 16 Ιουνίου η Μαίρη παραλίγο να πεθάνει από μια αποβο-
18
λη. Στις 8 Ιουλίου ττνίγεται ο Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ. 1823. Τον Φεβρουάριο εχ8ί8ετοίΐ -η Βαλπέργκα. Ο Φράνκενσταϊν σε 8εύτερη έκ8οση. Τον Αύγουστο η Μαίρη γυρίζει στο Λονί/νο. 1824. Η Μαίρη αρχίζει να γράφει τον Τελευταίο Άνθρωπο. Στις 14 Μάιου μαθαίνει τα νέα για το θάνατο του Μπάυρον στην Ελλά8α που έγινε στις 19 Απριλίου. Η έκδοση της Μαίρης των Μεταθανάτιων Ποιημάτων του Πέρσυ Σέλλεϋ εμποδίζεται από τον Τίμοθυ Σέλλεϋ, τον πατέρα του, 1826. Στις 23 Ιανουαρίου εκδίδεται ο Τελευταίος Άνθρωπος. Τον Σεπτέμβριο πεθαίνει ο Τσαρλς, ο γιος του Πέρσυ και της Χάριετ Σέλλεϋ, κι έτσι ο Πέρσυ Φλόρενς γίνεται ο κληρονόμος του τίτλου και της περιουσίας. 1830. Εκδίδεται το Perkin Warbeck, το τέταρτο μυθιστόρημα της Μαίρης. 1831. Η επανέκδοση του Φράνκενσταϊν από τη σειρά των εκδόσεων ((Στάνταρντ Νόβελς». 1832. Ο Πέρσυ Φλόρενς μπαίνει στο Χάροου. 1835. Εκδίδονται από τις εκδόσεις «Αάρντνερ» Οι βίοι των πιο ξεχωριστών λογοτεχνών κι επιστημόνων της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογοίλίοις. Σ' αυτή την έκδοση η Μαίρη γράφει για τον Πετράρχη, το Βοκκάκιο και το Μακιαβέλλι. Εκδίδεται το Lodore. Τον Οκτώβριο εκδίδεται ο Β' τόμος των Βίων. Σ' αυτόν η Μαίρη γράφει μελέτες για τον Αλφιέρι, τον Φόσκολο, τον Γκολντόνι, τον Μόντι και τον Μεταστάσιο. 1836. Στις 7 Απριλίου πεθαίνει ο Γουίλλιαμ Γκόντγουιν. 1837. Εκδίδεται το Falkner, το τελευταίο της μυθιστόρημα. Εκδίδεται ο Γ'τόμος των Βίων. Σ' αυτόν η Μαίρη γράφει μελέτες για τον Καλντερόν, τον Θερβάντες και τον Αόπε ντε Βέγα. 1838-39. Η Μαίρη εξακολουθεί τη συνεργασία της με τις εκδόσεις «Λάρντνερ» και γράφει μελέτες για τον Μοντέν, τον Ραμπελαί, τον Κορνέιγ, τον Μολιέρο, τον Πασκάλ, τον Ρακίνα, τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ όπως και για τη Μαντάμ Ρολάντ και Μαντάμ ντε Στάελ. 1839. Η Μαίρη εκδίδει σε τέσσερις τόμους το έργο του Πέρσυ Μπ. Σέλλεϋ με τίτλο Ποιητικές Εργασίες. 1844. Εκδίδεται το βιβλίο Περιπλανήσεις στη Γερμανία και την Ιταλία. Σ' αυτό η Μαίρη γράφει τις εντυπώσεις της από την περιοδεία που έκανε στην Ευρώπη με τον γιο της Πέρσυ Φλόρενς και τους φίλους του ανάμεσα στο 1840 και 1843. Στις 23 Απριλίου πεθαίνει ο Τίμοθυ Σέλλεϋ, ο πατέρας του ποιητή.
19
1851. Τψ Irj Φεβρουαρίου, στο Λονδίνο, πεθαίνει η Μαίρη Σέλλεϋ, σε ηλικία 53 ετών. Θάβεται στην αυλη της εκκλησί(χς του Αγίου Πέτρου, στο Μπόρνμαουθ, ανάμεσα στα λείφανα του πατέρα της και της μητέρας της.
20
ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕ Τ· ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΙΝ Ή Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πορτραίτο
της Μαίρη
Σέλλεν.
Στον Γουίλλιαμ Γκόντγουίν Συγγραφέα της Πολιτικής Δικαιοσύνης, του Κάλεμπ Γουίλλιαμς, κλπ. Αυτός ο τόμος Ευσεβάστως αφιερώνεται από τον Συγγραφέα
Πορτραίτο
τον Πέρσν Μπ.
Σέλλεϋ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOY Π.ΜΠ. ΣΕΛΛΕ Τ· ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ TOT 1818 ' Ο περιστοίτικό οπού βασίζεται αυτό το μυθιστόρημα, θεωΤ ρείται από τον Sp Ντάργουιν και από μερικούς φυσιολόγους συγγραφείς της Γερμανίας ότι 8εν είναι απίθανο να συμβεί. Δε
θα πρέπει να θεωρηθώ όμως απ' αυτό ότι πιστεύω αχρά8αντα σε μια τέτοια φαντασία' μολοντούτο, θεωρώντας ως 8ε8ομένο ότι αυτό αποτελεί τη βάση μκχς υπόθεσης φιχντασίοις, 8ε θεώρησα τον εαυτό μου σαν απλό υφαντή μιοις σειράς από υπερφυσικούς τρόμους. Το περιστατικό που προσ8ιορίζει το εν8ιαφέρον της ιστορίας είναι απαλλαγμένο από τα μειονεκτήματα μιας απλής ιστορίας με φαντάσματα ή με μαγείες. ^Ηταν συγκροτημένο από το νεωτερισμό των καταστάσεων που (χνατπτύσσει και όσο κι αν είναι α8ύνατο σαν φυσικό γεγονός, μολοντούτο προσφέρει κάποια πρόσβαση στη φίχντασία για την περιγραφή πιο περιεκτικά των ανθρωπίνων παθών και για να ελέγξει το ο,τι8ήποτε που μπορούν να προσφέρουν οι συνηθισμένες σχέσεις των περιστατικών που υπάρχουν. Προσπάθησα έτσι να 8ιατηρήσω την αλήθεια των στοιχειω8ών αρχών της ανθρώπινης φύσης ενώ 8εν 8ίστασα να καινοτομήσω πάνω στους συν8υασμούς τους. Η Ιλιάδα, η τραγική ποίηση της Ελλά8<χς, ο Σαίξττηρ στην Τρικυμία και το Όνειρο Θερινής Νύχτοος και πιο ει8ίκά ο Μίλτον στον Χαμένο Παράδεισο συμμορφώνονται μ' αυτό τον κανόνα' και ο πιο απλός μυθιστοριογράφος, που επι8ιώκει να χαρίσει ή να 8εχτεί φυχαγωγία από τις εργασίες του, μπορεί, χωρίς αναί8εια, να εφαρμόσει στα μυθιστορήματα φαντασίας μια αρχιη ή μάλλον έναν κανόνα, που από την απο8οχή του έχουν προκύφει τόσοι πολλοί εξαίρετοι συν8υασμοί του ανθρώπινου αισθήματος στα υφηλότερα εί8η της ποίησης. Το περιστατικό στο οποίο στηρίζεται η ιστορία μου ήταν 25
εμτυνευσμένο από τυχαία συζήτηση. Άρχισε λίγο σαν 8ιασκε8αση xat λίγο σαν πρόσφορο μέσο για εξάσκηση μκχς οποιασδήποτε αδοκίμαστης ττηγής του μυαλού. Καθώς προχωρούσε η εργασία κι άλλα κίνητρα ανακατεύτηκαν μ' αυτά. Με κανένα τρόπο 8εν είμαι αδιάφορος για τον τρόπο που θα πρέπει να επηρεάσουν τον αναγνώστη οι οποιεσδήποτε ηθικές ροπές που υπάρχουν στα αισθήματα η στους χαρακτήρες που περιέχει' επιπλέον το κύριο μέλημά μου σε σχέση μ' αυτό περιορίστηκε στο να αποφύγω τα αποχαυνωτικά αποτελέσματα των σημερινών μυθιστορημάτων και στο να εκθέσω την αξιαγάττητη οικογενειακή στοργή και την εξαίρετη παγκόσμια αρετή. Οι γνώμες που ττηγάζουν φυσικά από το χαρακτήρα και την κατάσταση του ήρωα με κανένα τρόπο δε θα πρέπει να νοηθούν ότι είναι πάντα και δικές μου πεποιθήσεις' ούτε θα είναι ορθό οποιοδήποτε συμπέρασμα που μπορεί να βγει από τις σελίδες που ακολουθούν, ότι δηλαδή είναι προκατειλημμένες ενάντια σε φιλοσοφικά δόγματα οποιουδήποτε είδους. Το καλοκαίρι του 1816 το πέρασα στα περίχωρα της Γενεύης. Ο καιρός ήταν κρύος και βροχερός και τα βράδια μαζευόμασταν γύρω από κάποιο λαμπερό τζάκι και πότε-πότε διασκεδάζαμε διαβάζοντα/; μερικές γερμανικές ιστορίες με φαντάσματα που έτυχε να πέσουν στα χέρια μας. Αυτές οι ιστορίες ξάναφαν μέσα μοις κάποια παιχνιδιάρα επιθυμία να τις μιμηθούμε. Δυο άλλοι φίλοι (μια /ιστορία από την πένα του ενός απ' αυτούς θα γινότοίν από το κοινό ανυπολόγιστα πιο αποδεκτή από οποιοδήποτε πράγμα που θα μπορούσα ποτέ να ελπίζω πως θα έγραφα) και εγώ συμφωνήσαμε να γράφουμε ο καθένοις από μια ιστορία, που να βασίζεται σε κάποιο υπερφυσικό συμβάν. Στο μεταξύ ο καιρός ξαφνικά γαλήνεφε' τότε οι δυο μου φίλοι με παράτησαν για να κάνουν μια εκδρομή στις 'Αλπεις και μπροστά στα μεγαλοπρεττή τοπία που τους παρουσιάστηκαν ξέχασαν ολότελα τα οράματά τους για φαντάσματα. Η παρακάτω ιστορία είναι η μόνη που συμπληρώθηκε. Μάρλοου, ΣετΓτέμβριος 1817
26
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΕΛΛΕ Υ· ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ 1831 ΤΩΝ «ΣΤΑΝΤΑΡΝΤ ΝΟΒΕΑΣ» C εκδότες του ((Στάνταρντ Νόβελς», επιλέγοντας τον 0 Φράνκενσταιν yioc vol τον εντάξουν ως ένα έργο στις εκ86σεις της σειράς τους, Βιατύπωσαν την παράκληση ότι θα έπρεπε
να τους 8ώσω μερικές πληροφορίες σχετικά με την αφετηρία της ιστορίας. Με μεγάλη ευχαρίστηση σπεύ8ω να συμμορφωθώ μ' αυτή την επιθυμία, γιατί έτσι θα μπορέσω να 8ώσω μια γενική απάντηση στο ερώτημα, που τόσο συχνά μου γίνεται, ((Πώς εγώ, μια νεαρή κοπέλα τότε, κατάφερα να σκεφθώ και να αναπτύξω μια τόσο αποκρουστική και αη8ιαστική ι8έα;)) Είναι αλήθεια πως είμαι ολότελα ενάντια σε κάθε προβολή και 8ημοσιότητα που αφορά τον εαυτό μου' μα καθώς ό,τι αναφέρω θα παρουσιαστεί μονάχα ως συμπλήρωμα ενός προηγουμένου έργου και καθώς θα περιοριστεί σε τέτοια θέματα που θα έχουν σχέση μονάχα με τη συγγραφική μου ι8ιότητα, 8εν μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου πως κάνει μια οποια8ήποτε προσωπική προβολή. Λεν είναι κάτι το μονα8ικό το ότι, ως κόρη 8ύο ανθρώπων^ που κατείχαν ξεχωριστή θέση μέσα στις λογοτεχνικές 8ιασημότητες, από πολύ μικρή ηλικία θα μου ερχόταν η ι8έα να γράφω. Ως παι8ί ήμουν πολύ κακογράφος, τα γράμματά μου ήταν τέλεια ορνιθοσκοίλίσματα' μα η αγαπημένη μου 8ιασκέ8ασή στις ώρες του παιχνώιού ήταν ((να γράφω κττορίες». Εκτός όμως απ' αυτό είχα κι άλλη ακόμα πιο μεγάλη ευχαρίστηση: μάρεσε να περπατάω στα σύννεφα, να ονειροπολώ, να φτιάχνω κάστρα (ττον αέρα, να ζω ξυπνητή τα όνειρά μου, να ακολουθώ σειρές από σκέφεις, που είχαν για (χντικείμενό τους την προσπάθεια να σχηματίσουν μια (χλληλο8ια8οχή από φανταστικά περιστατικά. ^ Της Μαίρης Γουστόνεκραφτ και του Γουίλλιαμ Γκόντγουιν. (Σ.τ.Μ.).
27
Toe όνειρα μου ήταν πιο φανταστικά και πιο ευχάριστα από τα γρατττά μου. Σ' αυτά μάλιστα τα τελευταία -ήμουν ένας απλός μιμητής —κάνοντοίς μάλλον όσα είχ<χν κάνει οι άλλοι χωρίς να καταγράφω όλα όσα μου πρότεινε η φαντασία μου. Ό,τι έγραφα προοριζόταν να διαβαστεί τουλάχιστον από κάποιο άλλο μάτι —το σύντροφο και φίλο της παιδικής μου ηλικίας' μα τα όνειρά μου ήταν όλα κατάΒικά μου* 8εν τα έλεγα σε κανέναν' ήτ<χν το καταφύγιό μου, όταν ήμουν στενοχωρημένη και η πιο μεγάλη μου ευχαρίστηση, όταν ένιωθα ελεύθερη. Ως κορίτσι έζησα προπάντων στην εξοχή και πέρασα αρκετό καιρό στη Σκωτία. Επισκέφθηκα δε περιστασκχκά τα πιο γραφικά της μέρη' μα συνήθως διέμενα στις γυμνές και πληκτικές βόρειες όχθες του Τάυ, κοντά στο Ντάντυ. Γυμνές και πληκτικές τις αποκαλώ τώρα που κάνω αυτή την ανασκόττηση, μα τότε δε μου φαίνονταν έτσι. Αντιπροσώπευαν για μένα την αιθέρια φωλιά της ελευθερίας και την ευχάριστη περιοχή όπου ανέμελα μπορούσα να επικοινωνήσω με τα πλάσματα της φαντασίας μου. Έγραφα και τότε, μα με ένα πολύ κοινότοπο ύφος. Ήταν κάτω από τα δέντρα που ανήκαν στην περιοχή του σπιτιού μοις ή στις θλιβερές πλαγιές των άδεντρων κοντινών βουνών που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν οι πραγματικές μου συνθέσεις, τα αιθέρια πετάγματα της φαντασίοις μου. Ποτέ δεν έβαλα τον εαυτό μου σαν ηρωίδα των ιστοριών μου. Η ζωή μου μού φαινόταν πολύ κοινότοπη υπόθεση. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως εκείνες οι ρομαντικές δυστυχίες ή εκείνα τα θαυμάσια γεγονότα θα ήταν ποτέ δυνατό να τύχουν σε μένα' δεν περιοριζόμουν, λοιπόν, στον εαυτό μου και μπορούσα έτσι να γεμίζω τις ώρες μου με δημιουργίες που σ'εκείνη την ηλικία είχαν πιότερο ενδιαφέρον για μένα. Αργότερα η ζωή μου έγινε πολυάσχολη και η πραγματικότητα πήρε τη θέση της φαντασίας. Οπωσδήποτε όμως ο σύζυγός μου είχε από την αρχή την άποφη και τη φλογερή επιθυμία ότι θα έπρεπε να αποδείξω πως ήμουν αντάξια της καταγωγής μου και πως θα έπρεπε κι εγώ να εγγραφώ στις δέλτους της φήμης- Πάντα με προέτρεπε να αποκτήσω λογοτεχνικό όνομα και να πάρω μια θέση στη λογοτεχνία πράγμα που κι εμένα τότε με ενδιέφερε, αν και έκτοτε έγινα ολότελα αδιάφορη γι' αυτό. Εκείνο τον καιρό ο άντρ(χς μου με παρότρυνε να γράψω, 28
όχι τόσο πολύ με την ιδέα ότι θα μπορούσα να γράψω κάτι το αξιόλογο, μα για να μπορέσει να κρίνει ο ίδιος αν τα γραπτά μου περιείχαν στοιχεία που έδιναν υποσχέσεις για καλύτερα πράγματα στο μέλλον. Παρ' όλ' αυτά εγώ 8εν έκανα τίποτα. Τα ταξί8ία και oc φροντίδες της οικογένειοίς απορροφούσαν όλο το χρόνο μον έτσι όλη μου η λογοτεχνυαη απασχόληση περιοριζόταν είτε στην ανάγνωση είτε στη βελτίωση των ι8εών μου, χάρη στην επικοινωνία που είχα με το πιο καΧλιεργημένο μυαλό του άν8ρα μου. Το καλοκαίρι του 1816, επισκεφθήκαμε την Ελβετία και γειτονέψαμε με τον Αόρ8ο Μπάυρον. Τον πρώτο καιρό περνούσαμε ευχάριστες ώρες στη λίμνη ή κάνοντοίς περιπάτους στις όχθες της' ο Αόρ8ος Μπάυρον, που έγραφε το τρίτο άσμα του Τσάιλντ Χάρολντ, ηταν ο μόνος ανάμεσά μοίς που έβαζε τις σκέφεις του στο χαρτί. Και όταν 8ια8οχικά μ(χς τις 8ιάβαζε, ντυμένες όλες με το φως της αρμονίας και της ποίησης, μας φαινόταν σαν να σφράγιζε θεϊκά τις ομορφιές του ουρανού και της γης και τις επιρροές τους τις μοιραζόμασταν μαζί του. Όμως εκείνο το καλοκαίρι αποδείχτηκε υγρό, μελαγχολικό και συχνά η α8ιάκο7Γη βροχή μοις έκλεινε επί μέρες στο σπίτι. Σε κάτι τέτοιες ώρες ήταν που έπεσαν στα χέρια μας μερικοί τόμοι με ιστορίες για φαντάσματα, μεταφρασμένοι από τα Γερμανικά στα Γαλλικά. Ανάμεσα σ' αυτά τα βιβλία ήταν Η Ιστορία του Άστατου Εραστή, που νόμιζε πως αγκάλιαζε τη νύφη που είχε, υποσχεθεί να παντρευτεί ενώ στην αγκαλιά του είχε το ωχρό φάντασμα μκχς άλλης γυναίκοις που είχε εγκαταλείψει. Τττήρχε επίσης η ιστορία του αμαρτωλού γενάρχη μιας φυλής που η τρισάθλια κατα8ίκη του ήταν να χαρίζει το φιλί του θανάτου σ' όλα τα νεαρά αγόρια της μοιραίους γενιάς του, όταν έφταναν στον καιρό της ενηλικίωσης τους. Η γιγαντιαία, σκοτεινή μορφή του, ντυμένη σαν το φάντασμα στον Αμλετ, με πλήρη αρματωσιά, μα με το γείσο της περικεφαλαία/; ανασηκωμένο, παρουσιαζόταν τα μεσάνυχτα, λουσμένο από τις άστατες ακτίνες του φεγγαριού, και προχωρούσε αργά στο μάκρος του μελαγχολικού 8ρ6μου. Το κινούμενο αυτό σχήμα χανόταν κάτω από τη σκιά των τειχών του κάστρου' σε λίγο μια πύλη άνοιγε, κάποια βήματα ακούγονταν, η πόρτα του 8ωματίου άνοιγε και 7] μορφή προχωρούσε προς τις κλίνες όπου ήταν βυθισμένοι στον 29
ευεργετικό ύτυνο ot ανθηροί νέοι. Αιώνια θλίφη ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του καθώς έσκυβε και φιλούσε τα μέτωπα των αγοριών^ που από εκείνη την ώρα μαραίνονταν σαν λουλού8ια κομμένα από το μίσχο τους. Από τότε 8εν ξανάτυχε να 8ω αυτές τις ιστορίες' μα τα περιστατικά τους είναι τόσο νωπά στο μυαλό μου σαν να τα είχα 8ιαβάσει χθες. «Θα γράφουμε ο καθένα/; από μια ιστορία με φαντάσματα», είπε ο Αόρ8ος Μπάυρον και αμέσως η πρόταση του έγινε απο8εκτη. Ήμασταν τέσσερις. Ο έν8οξος συγγραφέ(χς άρχισε να γράφει μια ιστορία, που ένα απόσπασμά της το έβαλε στο τέλος του ποιηματός του για τον Μαζέππα. Ο Σέλλεϋ, πιο ικανός να 8ίνει σάρκα στις ι8έες και συναισθήματα στα λαμπρά και ακτινοβόλα εί8ωλά του μέσα από τη μουσική του πιο μελω8ικού στίχου που κοσμεί τη γλώσσα μας, παρά να βρίσκει το μηχανισμό κάποιας ιστορία/;, άρχισε μια που βασιζόταν στις εμπειρίες της νεανικής του ζωής. Ο ταλαίπωρος ο Πολιντόρι είχε κάποια φοβερή ι8έα για μια κυρία με γ8αρμένο το κρανίο της που τιμωρήθηκε έτσι επει8ή έβλεπε μέσα από μια κλει8αρότρυπα —τώρα τι ήθελε να 8ει έχω ξεχάσει, θα ήταν ασφαλώς κάτι το συγκλονιστικό και πολύ σκαν8αλιστικό' όταν όμως την έφερε σε μια κατάσταση που ήταν χειρότερη κι απ' του ονομαστού Τομ του Κόβεντρυ, τότε 8εν ήζερε πια τι να την κάνει και αναγκάστηκε να την ξαποστείλει στον τάφο των Καπουλέτων, που ήταν άλλωστε και το μόνο μέρος που της ταίριαζε. Όμως κι οι περίφημοι ποιητές, βαριεστημένοι από την κοινοτυπία του πεζού λόγου, γρήγορα παράτησαν το ανιαρό γι' αυτούς έργο. Εγώ πίεσα τον εαυτό μου να σκεφτεί μια ιστορία —μια ιστορία που να ανταγωνιζόταν εκείνες που μας είχαν παρωθήσει σ' αυτό το έργο. Μια ιστορία που να μιλούσε για τους μυστηριώ8εις φόβους της φύσης μας και που να ξυττνούσε συνταρακτικούς τρόμους— μια ιστορία που να έκανε τον αναγνώστη να κοιτάει με φόβο γύρω του, να παγώνει το αίμα στις φλέβες του και να επιταχύνει τους χτύπους της καρ8ιάς του. Αν 8εν κατάφερνα να πραγματοποιήσω αυτά τα πράγματα, η ιστορία μου φρίκης 8ε θα ήταν αντάξια του ονόματός της. Σκετττόμουν στοχαζόμουν μάταια όμως. Ένιωθα εκείνο το κενό που 8ημιουργεί η ανυπαρξία της έμττνευσης και 7]:ου είναι η μεγαλύτερη 8υστυχία της συγγραφικής 8ουλειάς' αισθανόμουν εκείνο το 30
κενό που νιώθεις^ όταν το φοβερό Τίποτα απαντάει στις αγωνιώδεις επικλήσεις μοίς, ((Σκέφθηκες καμιά κττορία;» με ρωτούσαν κάθε πρωί και κάθε πρωί -ήμουν αναγκασμένη να απαντάω με μια άρνηση που μου έφερνε ντροττή. Κάθε πράγμα πρέπει να έχει μια αρχή, κατά πως λέει κι ο Σάντσο Πάντσα^ και ότι αυτή η αρχή πρέπει να συνδέεται με κάτι που προϋττήρχε. Οι ινδουκττές παρουσιάζουν έναν ελέφαντα να υποβαστάζει τον κόσμο, μα βάζουν τον ελέφαντα να στέκεται πάνω σε μια χελώνα. Η έμττνευση, αυτό πρέπει απλά να το αποδεχθούμε, 8ε συνίσταται στο να δημιουργεί μέσα από το κενό μα μέσα από το χάος' τα υλικά πρέπει από την αρχή να είναι δοσμένα' μπορεί να δώσει μορφή στη σκοτεινή, άμορφη ύλη, μα δεν μπορεί να της δώσει ζωή. Σ' όλες τις περιτντώσεις των αναχαλύφεων και των εφευρέσεων, ακόμα και για κείνες που ανήκουν στη φαντασία, πρέπει συνέχεια να θυμόμαστε την ιστορία του Κολόμβου και του αυγού του^, Η έμτυνευση σύγκειται στην ικανότητα να συλλαμβά)/ει τις δυνατότητες ενός αντικειμένου και στη δύναμη να διαπλάθει και να επεξεργάζεται ιδέες που υπονοούνται απ' αυτό. Πολλές και πολύωρες ήταν οι συζητήσεις που γίνονταν ανάμεσα στον Λόρδο Μπάυρον και τον Σέλλεϋ, σ' αυτές όμως εγώ ήμουν ένας θερμός μεν μα σιωττηλός ακροατής. Σε μια απ' αυτές συζητήθηκαν διάφορα φιλοσοφικά δόγματα και ανάμεσα στα άλλα εξετάστηκε και η φύση των αρχών της ζωής και αν υττήρχε μια οποιαδήποτε πιθανότητα να ανακαλυφθεί ποτέ και να γίνει γνωστή. Μίλησαν για τα πειράματα του δρ Ντάργούιν^ (Δε λέω για εκείνα που πραγματικά έκανε ο δόκτορ ή ελεγε πως έκανε, μα για εκείνα, επειδή αυτά ήταν πιο κοντά στο ^ Από 8ιάφορα στοιχεία ξέρουμε πως στη διάρκεια του 1816 η Μαίρη κι ο Πέρσυ Σελλεϋ 8ιάβαζ<χν τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες. (Σ.τ.Μ.). ^ Νομίζω πως αυτή η ιστορία είναι πολύ γνωστή και 8ε χρειάζεται να την εξιστορήσω ε$ώ. Το μόνο που έχω να πω είναι πως αυτή την ιστορία την περιγράφει Θαυμάσια ο Ουάσιγκτον Ίρβινγκ στο 8ιήγημά του Χριστόφορος Κολόμβος. Επίσης ας μάθει ο αναγνώστης πως αυτός ο κλασικός Αμερικανός συγγραφέοις έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά από τις εκ8όσεις «Στοχαστής». (Σ.τ.Μ.). ^ Ντάργουιν (αυτό το όνομα καθιερώθηκε στα Ελληνικά ως Δαρβίνος). Ε8ώ πρόκειται για τον Έρασμο Ντάργουιν (1731-1802) φυσικό, ποιητή και ριζοσπάστη. Από την πρώτη του γυναίκα ήταν παππούς του Καρόλου Ντάργουιν, που υποστήριξε τη «φυσική επιλογή» και από τη 8εύτερη σύζυγο του έγινε πατνπούς του Φράνσις Γκάλτον, του περίφημου εξερευνητή, επιστήμονα και ψυχολόγου. Ο Σέλλεϋ ήταν μεγάλος θαυμαστής του Έρασμου Ντάργουιν. (Σ.τ.Μ.).
31
σκοπό μου, που λέγονταν απά τον κόσμο πως είχαν γίνει απ' αυτόν), που 8ιατήρησε ένα κομμάτι σκουληκιού μέσα σε μια γυάλινη θήκη ώσπου από τη μεσολάβηση κάποιου αλλόκοτου μέσου άρχισε να κουνιέται από 8ίκη του θέληση. Ούτε έτσι, ύστερα από όλα αυτά, θα μπορούσε να 8ημιουργηθεί ζωή. Ίσως όμως ένα τττώμα θα μπορούσε να ξαναζωντανέψει' ο γαλβανισμός^ είχε 8ώσει 8είγματα για τέτοια πράγματα' ίσως τα συστατικά μέρη ενός πλάσματος να μπορούσαν να κατασκευαστούν, να συναρμολογηθούν και να προικιστούν με ζωτική θερμότητα. Μ' αυτή τη συζήτηση η νύχτα κόντεφε να φύγει χωρίς να το κατοίλάβουμε ακόμα κι η ώρα των γητειών πέρασε πριν πάμε να κοιμηθούμε. Όταν ξάπλωσα, 8εν κοιμήθηκα ούτε όμως μπορούσα να πω ότι σκετττόμουν. Η φαντασία μου, χωρίς να μπορώ να τη χαλιναγωγήσω, με κυρίεψε και με καθοδηγούσε, χοφίζοντάς μου 8ια8οχικές εικόνες που γεννιούνταν μέσα στο μυαλό μου με μια ζωηρότητα που ήταν πολύ πέρα από τα συνηθισμένα όρια του ρεμβασμού. Εί8α —με μάτια κλειστά μα με διαπεραστική οξύνοια— εί8α τον ωχρό σπου8αστή των ανίερων τεχνών να γονατίζει 8ίπλα στο πράγμα που είχε συναρμολογήσει. Εί8α το αποκρουστικό φάντασμα ενός ξαπλωμένου άν8ρα και ύστερα με την ενέργεια κάποκχς 8υνατής μηχανής αυτός ο άν8ροίς έ8ειξε κάποια σημά8ια ζωής και άρχισε να κάνει κάπως ανήσυχα μερικές ουσιώδεις κινήσεις. Πρέπει να ήταν φοβερό' γιατί θα ήταν εξαιρετικά φοβερή η πραγματοποίηση μΐίχς οποιασδήποτε ανθρώπινης προσπάθειας να μιμηθεί τον καταπληκτικό μηχανισμό του Δημιουργού του κόσμου. Η επιτυχία του θα τρομοκρατούσε το σπου8αστή των ανίερων τεχνών καταφοβισμένος θα έφευγε τρέχοντας μακριά από το απεχθές έργο των χεριών του. Θα ήλπιζε πως εγκατοιλείποντάς τη θα έσβηνε αυτή η ασθενική σπίθα της ζωής που είχε μετα8ώσεν ότι αυτό το πράγμα που είχε λάβει τόσο ατελή ζωή, θα μεταμορφωνόταν σε νεκρή ύλη' και ότι θα μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος με την πεποίθηση πως η σιωττή του τάφου θα έσβηνε ^Ο Αουίτζι Γκαλβάνι (1737-98) ο Ιταλός φυσιολογος και ερευνητής είχε κάνει μερικά πειράματα με βατράχους που τον ο8ήγησαν στην iSia πως στα νεύρα και στους μύες των ζώων υπάρχει ένας «ζωώ8ης ηλεκτρισμός» που αν καταφέρει κανείς να τον ενεργοποιήσει θα μπορούσε να ξαναζωντοτ/έφει τα νεκρά ζώα. Ίσως αυτές οι ι8έες να είχαν εμτυνεύσει τη Μαίρη Σέλλεϋ για να αναφέρει το γαλβανισμό. (Σ.τ.Μ.).
32
yioL πάντα τψ εφ-ήμερη ύπαρξη του (χποκρουστικού πτώματος που για κάποια στιγμή το θεώρησε σαν το λίκνο της ζωης. Κοιμάται' μα ξυπνάει' ανοίγει τα μάτια του' κοιτάει' το φοβερό πράγμα στέκεται στο πλάι του κρεβατιού του, ανοίγει τις κουνουπιέρες και τον κοιτάζει με τα κίτρινα, υγρά, εξεταστικά του μάτια. Άνοιξα τα 8ικά μου με τρόμο, Η ι8έα είχε κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό το μυαλό μου που μ' έκανε να τρέμω ολόκληρη από φόβο και η μόνη μου επιθυμία εκείνη την ώρα ήταν να ανταλλάξω τις φρικαλέες εικόνες της φαντασίας μου με τις απτές πραγματικότητες που βρίσκονταν γύρω μου. Τα βλέπω ακόμα και τώρα: το 8ωμάτιο, το σκοτεινό παρκέ, τα κλειστά παραθυρόφυλλα με το φεγγαρόφωτο να αγωνίζεται να περάσει από μέσα τους' και την αίσθηση που είχα πως η παγωμένη λίμνη και οι λευκές, φηλές 'Αλπεις βρίσκονταν πέρα. Δεν μπορούσα όμως τόσο εύκολα να απαλλαγώ από το φρικαλέο φάντασμά μου' είχε στοιχειώσει μέσα μου. Έπρεπε να προσπαθήσω να σκεφθώ κάτι άλλο. Ξαναγύρισα στη φρικιαστική μου ιστορία —την ανιαρή, άτυχη φρικιαστική ιστορία! Ω! Αν μπορούσα να σκαρώσω μια που να τρόμαζε τον αναγνώστη μου όπως εγώ είχα τρομάξει εκείνη τη νύχτα! Γρήγορη σαν αστραττή και πολύ ευφραντική ήταν η ι8έα που με φώτισε. «Το βρήκα! Ό,τι τρόμαξε εμένα θα τρομάξει και τους άλλους' το μόνο που χρειάζομαι είναι να περιγράφω το φάντασμα που είχε στοιχειώσει το μεσονύχτιο κρεβάτι μου». Το πρωί ανάγγειλα πως είχα σκεφθεί μια ιστορία. Εκείνη την ί8ια μέρα άρχισα με τις λέξεις α 'Ηταν μια σκοτεινή νύχτα του Νοέμβρη», κάνοντας μόνο μια μεταγραφή των απαίσιων τρόμων του ξυττνητού μου ονείρου. Στην αρχή σκέφτηκα να γράφω λίγες σελί8ες —να το κάνω ένα μικρό 8ιήγημα' ο Σέλλεϋ όμΐύς με προέτρεφε να ανατττύξω όσο γινόταν περισσότερο την ι8έα. Φυσικά στον άν8ρα μου 8ε χρωστάω καμιά υπό8ειξη για οποιο8ήποτε περιστατικό ούτε και για κάποια ακολουθία συναισθήματος αυτού του βιβλίου, μολοντούτο χωρίς τη 8ική του παρότρυνση 8ε θα έπαιρνε ποτέ τη μορφή που μ' αυτήν παρουσιάστηκε στον κόσμο. Απ' αυτή τη 8ήλωση πρέπει να εξαιρέσω τον πρόλογο. Από όσο θυμάμαι, ήταν γραμμένος ολόκληρος μονάχα από εκείνον. 33
Τώρα, yioi (χκόμα μια φορά, προσχαλούμαί να βοηθήσω τον φρυαχλέο απόγονο μου να ττάεί μπροστά xac να ευημερήσει. Έχω στοργή γι' αυτόν, γιατί ήταν το βλαστάρι ευτυχισμένων ημερών, τότε που ο θάνατος και η θλίφη 8εν ήταν παρά λέξεις που 8εν έβρισκαν πραγματική αττήχηση στην καρ8ιά μου. Οι αρκετές σελί8ες του (χντιπροσωπευουν για μένα πολλούς περίπάτους, πολλές βόλτες και πολλές συζητήσεις, τότε που 8εν ήμουν μόνη' και ο συντροφός μου ήταν κάποιος που σ' αυτό τον κόσμο 8ε θα 8ω ποτέ πια. Αυτά όμως αφορούν εμένα' οι αναγνώστες 8εν έχουν να κάνουν τίποτα μ' αυτές τις σχέσεις. Θέλω να προσθέσω λίγα λόγια σχετικά με τις αλλαγές που έχω κάνει. Βασικά είναι αλλ(χγές που έγιναν στο ύφος. Δεν άλλαξα κανένα τμήμα της ιστορίας ούτε πρόσθεσα καινούργιες ι8έες για οποια8ήποτε νέα περιστατικά. Διόρθωσα τη γλώσσα σ* όποια σημεία ήταν άτονη ώστε να πάρει μεγαλύτερο εν8ιαφέρον η αφήγηση' αυτές οι αλλαγές έγιναν σχε8όν αποκλειστικά στην αρχή του πρώτου τόμου. Σ' όλο το υπόλοιπο μέρος περιορίζονται εντελώς σ' εκείνα τα σημεία που είναι συνακόλουθα της ιστορίας, αφήνοντας έτσι τον ττυρήνα και την ουσία του έργου άθικτα. AovSivo, 15 Οκτωβρίου 1831 Μ.Γ.Σ.
34
ΕΠΙΣΤΟΛΗ I Προς την κ, Σάβιλ, Αγγλία Αγ. Πετρούπολη, 11 Δεκ. 17 Θ Α Ε Τ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Η Θ Ε Ι Σ πάρα πολύ μαθαίνοντας πως το ξεκίνημα για την επίτευξη του τολμηρού σκοπού μου, που γι' αυτό είχες τόσο κ<χκά προαισθήματα, δε συνοδεύτηκε από καμιά καταστροφή. Έφτασα εδώ 5^ες· και πρώτη μου δουλειά είναι να δκχβεβαιώσω την αγαττημένη μου αδελφή για την καλή κατάσταση της υγείοις μου και για την αυξημένη μου εμπιστοσύνη σχετικά με την επιτυχία του τολμήματός μου. Είμαι ήδη σε σημείο πολύ πιο βορινό απ' ό,τι το βόρειο Λονδίνο* και καθώς περπατώ στους δρόμους της Λγ. Πετρούπολης, νιώθω ένα κρύο βορκχδάκι να χαϊδεύει τα μάγουλά μου κι αυτό μου αναζωογονεί τα νεύρα και με γεμίζει με ευχαρίστηση. Μπορείς να καταλάβεις αυτό το αίσθημα; Λυτή η αύρα, που έχει ξεκινήσει από τις περιοχές που προς αυτές κατευθύνομαι, μου δίνει μια πρόγευση από εκείνα τα παγωμένα κλίματα. Εμψυχωμένος απ' αυτόν τον υποσχετικό άνεμο, οι ονειροπολήσεις μου γίνονται πιο έντονες και πιο ζωντανές. Μάταια προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως ο πόλος είναι η έδρα της παγωνιάς και της ερήμωσης* πάντοτε παρουσιάζεται στη φαντασία μου σαν μια περιοχή ομορφιάς και γοητείοις. Εκεί, Μάργκοφετ, ο ήλιος είναι πάντα ορατός* ο πλατύς δίσκος του περιτρέχει απλώς τον ορίζοντα και διαχύνει μια αέναη λαμπρότητα. Εκεί —με την άδειά σου αδελφή μου, θα εμπιστευθώ εκείνα που έχουν αναφέρει οι προηγούμενοι θ(χλασσοπόροι— εκεί το χιόνι και ο πάγος εκτοπίζονται* και πλέοντοις πάνω από μια ήρεμη θάλασσα, μπορούμε να μεταφερθούμε σε έναν τόπο που να ξεπερνάει σε μαγεία και ομορφιά κάθε περιοχή που έχει ανακαλυφθεί ίσαμε τώρα πάνω στην κατοικημένη γήινη σφαίρα. Οι γενέσεις των ουρ(χνίων σωμάτων έχουν αναμφίβολα τις αιτίες τους μέσα σ' εκείνες τις ανεξερεύ-
35
νητες ερημιές. Πόσα και πόσα δεν μπορεί να είναι ενδεχόμενα σε μια χώρα με αιώνιο φως! Μπορεί εκεί να (χνακαλύψω την εκπληκτική δύναμη που προσελκύει τη βελόνα* και μπορεί να τακτοποιήσω χίλιες ουράνιες παρατηρήσεις, που απαιτούν μόνο αυτό το ταξίδι για να εξηγήσουν για πάντα τις συνεπείς φαινομενικές τους εκκεντρικότητες. Θα χορτάσω τη ζωηρ-ή μου περιέργεια με τη θέα ενός τμήματος του κόσμου που ποτέ κανείς πιο πριν δεν το έχει επισκεφθεί, και μπορεί να βηματίσω σ' έναν τόπο που ποτέ πιο πριν το πόδι του ανθρώπου δεν αποτύπωσε το ίχνος του. Αυτά είναι που μ' έχουν ξεμυαλίσει και είναι αρκετά για να κατασιγάσουν κάθε φόβο από κάποιο ενδεχόμενο κίνδυνο ή πιθίχνό θάνατο και να με παροτρύνουν να οφχίσω αυτό το κοπιαστικό ταξίδι με τέτοια χοιρά που μοιάζει σαν κι αυτή που νιώθει ένα παιδί όταν μαζί με τους συντρόφους του μπαίνει σε μια μικρή βάρκα για να εξερευνήσει τον ποταμό του τόπου του. Όμως, ακόμα κι ocv υποθέσουμε πως όλες αυτές οι εικασίες είναι λαθεμένες, δεν μπορείς να (χμφισβητήσεις την ανεκτίμητη ωφέλεια που θα προσφέρω σ' όλη την ανθρωπότητα ως την τελευταία γενεά με την ανακάλυψη ενός περάσματος κοντά στον πόλο προς εκείνες τις χώρες που για να τις φτάσεις σήμερα απαιτούνται τόσοι πολλοί μήνες* ή με την εξακρίβωση του μυστικού του μαγνήτη, που, αν καθ' όλα δυνατό, μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα με μια επιχείρηση σαν τη δική μου. ^ Αυτές οι σκέψεις έβαλαν στην άκρη τη συγκίνηση που είχα, OTOcv άρχισα το γράμμα μου, και τώρα νιώθω την καρδιά μου να φλογίζεται από έν(χν ενθουσιασμό που με ανεβάζει στους ουρανούς* γιατί τίποτα δε συντελεί τόσο πολύ στην ηρεμία του μυαλού όσο ένοις σταθερός σκοπός —ένα σημείο που πάνω του η ψυχή μπορεί να στυλώσει το διαφωτισμένο της μάτι. Αυτή η αποστολή ήτοον το (χγαττημένο όνειρο των νεανικών μου χρόνων. Έχω διαβάσει με πάθος τις αφηγήσεις των διαφόρων ταξιδιών που έγινιχν με την ελπίδα να φτάσουν στο Βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό μέσα από τις θάλασσες που περιβάλλουν τον πόλο. Ίσως να θυμάσαι πως ολόκληρη σχεδόν η βιβλιοθήκη του κοΛού μας θείου Τόμοος αποφτιζότοον από βιβλία με την ιστορία όλων των ταξιδιών που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την ανακάλυψη νέων τόπων. Η εκπαίδευση μου π(χραμελήθηκε μολοντούτο εγώ αφοσιώθηκα με πάθος στο διάβασμα. Αυτούς τους τόμους τους μελετούσα μέρα και 36
νύχτα και η εξοικείωση μου μαζί τους μεγάλωσε εκείνη τη λύττη που ένιωσα ως παιδί, όταν έμαθα πως ο πατέροος μου λίγο πριν πεθάνει έδωσε εντολή που απαγόρευε στο θείο μου να μου επιτρέψει να ακολουθήσω τη ζωή του ναυτικού. Αυτά τα οράματα έσβησαν, όταν για πρώτη φορά διάβασα προσεκτικά εκείνους τους ποιητές, που τα ξεσπάσματα τους σαγήνευσαν την ψυχή μου και την ανέβασαν στον ουρανό. Κι εγώ επίσης έγινα ποιητής και επί ένα χρόνο έζησα στον Παράδεισο της δικής μου δημιουργίας* φαντάστηκα πως κι εγώ επίσ)Τ]ς θα μπορούσα να αποκτήσω μια γωνιά στο ναό που είναι καθιερωμένα τα ονόματα του Ομήρου και του Σαίξτυηρ. Γνωρίζεις πολύ καλά την αποτυχία μου και με πόσο βαριά καρδιά σήκωσα την απογοήτευση μου. Όμως εκείνο ακριβώς τον καιρό κληρονόμησα την περιουσία του ξαδέλφου μου και οι σκέψεις μου έτσι στράφηκαν και πάλι στο κανάλι των πρώτων τους κλίσεων. Έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε που αποφάσισα το τωρινό μου έργο. Ακόμα και τώρα μπορώ να θυμηθώ τη στιγμή που ττήρα την απόφαση να (χφιερώσω τον εαυτό μου σ' αυτή τη μεγάλη και τολμηρή επιχείρηση. Άρχισα με την εξοικείωση του σώματός μου στο μόχθο. Συνόδευσα τους φαλαινοθήρες σε πολλές εξορμήσεις στη Βόρεια Θάλασσα* με τη θέληση μου υπέφερα το κρύο, την πείνα, τη δίψα και την ανάγκη του ύπνου* συχνά την ημέρα δούλευα πιο σκληρά από τους κοινούς ναύτες και τις νύχτες μου τις αφιέρωνα στη μελέτη των μαθηματικών, στη θεωρία της ιατρικής και σ' εκείνους τους κλάδους των φυσικών επιστημών απ' όπου ένας τολμηρός ναυτικός θα μπορούσε να (χντλήσει το μεγαλύτερο πρακτικό πλεονέκτημα. Δυο φορές εκμίσθωσα τον εαυτό μου ως υποπλοίαρχο σ' ένα γροινλανδικό φοΛαινοθηρικό και ανταμείφθηκα με θαυμασμό. Πρέπει να ομολογήσω πως ένιωσα λίγο περήφανος, ότ(χν ο πλοίαρχός μου μού προσέφερε τη δεύτερη θέση στο πλοίο και με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα με ποφακάλεσε να ποοραμείνω* τόσο πολύτιμες θεώρησε τις υπηρεσίες μου. Και τώρα, αγαττητή Μάργκαρετ, δε μου αξίζει να προογματοποιήσω κάποιο μεγάλο σκοπό; Η ζωή μου θα μπορούσε να περάσει εύκολα και με πολυτέλεια* προτίμησα όμως τη δόξα (κντί για τα θέλγητρα που ο πλούτος έβαζε στα βήματά μου. Ω, εκείνη η κάποια ενθοφρυντική φωνή θα αποοντούσε καταφατικά! Το θάρρος μου και η απόφαση μου είναι σταθερά· οι ελπίδες μου όμως 37
ταλαντεύονται και η ψυχική μου διάθεση συχνά καταπιέζεται. Είμαι στα πρόθυρα ενός μακρινού και δύσκολου ταξιδιού, που οι έκτακτες ανάγκες του θα απαιτήσουν όλο το ψυχικό μου σθένος* χρειάζομαι όχι μόνο να τονώσω την ψυχική διάθεση των άλλων, μα και μερικές φορές να στηρίξω τη δική μου, όταν των άλλων έχει καταπέσει. Αυτή είναι η πιο ευνοϊκή περίοδος για ταξίδι στη Ρωσία. Με τα έλκηθρά τους γλιστρούν γρήγορα πάνω στο χιόνι* το κύλισμα είναι ευχάριστο και, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ πιο ευπρόσδεκτο από το τρέξιμο της οογ^λικης το^δρομικής άμαξας. Το κρύο δεν είναι υπερβολικό, αν είσαι τυλιγμένος με γούνες —ένα ρούχο που το υιοθέτησα κιόλ<χς· γιατί άλλο είναι να περπατάς σ' ένα κατάστρωμα κι άΧΚο vol παραμένεις καθισμένος ακίνητος επί ώρες και να μην μπορείς με οποιαδήποτε άσκηση να αποτρέψεις να παγώσει το αίμα στις φλέβες σου* η διαφορά είναι τεράστια. Δε φιλοδοξώ να χάσω τη ζωή μου στο δρόμο ανάμεσα στην Αγ. Πετρούπολη και τον Αρχάγγελο. Για τον Αρχάγγελο θα αναχωρήσω σε δυο ή το πολύ τρεις εβδομάδας· η πρόθεση μου είναι να ναυλώσω ένα πλοίο εκεί, που μπορεί εύκολα να γίνει πληρώνοντας κανείς την ασφάλεια στον ιδιοκτήτη, και να εκμισθώσω τόσους ναύτες (χνάμεσα σ' εκείνους που είναι συνηθισμένοι στη φαλαινοθηρία, όσους νομίζω ocvaγκαίους. Δε σκοπεύω να ξεκινήσω πριν από τον Ιούνιο* και πότε θα -γυρίσω; Αχ, αγαττητή αδελφή, πώς μπορώ να αποοντήσω σ' αυτή την ερώτηση; Αν πετύχω, πολλοί, πάρα πολλοί μήνες, ίσως χρόνια, να περάσουν πριν εσύ κι εγώ μπορέσουμε να συναντηθούμε. Αν αποτύχω, θα με δεις και πάλι γρήγορα ή και ποτέ. Χαίρε, ακριβή μου, εξαίρετη Μάργκοφετ. Έχε την ευλογία των ουρανών και όσο για μένα μπορώ πάλι και πάλι να επιμαρτυρήσω την ευγνωμοσύνη μου για όλη σου την αγάττη και την καλοσύνη. Ο φιλόστοργος (χδελφός σου, Ρ. ΓΟΤΟΛΤΟΝ
38
ΕΠΙΣΤΟΛΗ II Προς την κ. Σάβίλ, Αγγλία Αρχάγγελος, 28 Μαρτίου 17 Π ΟΣΟ ΑΕΓΑ περνάει ο καιρός εδώ, έτσι όπως είμαι περικυκλωμένος από τον πάγο και το χιόνι! Παρ' όλα αυτά, έγινε κι ένα δεύτερο βήμα για την επίτευξη του σκοπού μου. Ναύλωσα ένα πλοίο και τώρα είμαι απασχολημένος με την επιλογή των ναυτών μου* εκείνους που έχω προσλάβει ως τώρα φαίνονται να είναι άντρες που μπορώ να τους εμπιστεύομαι και, βεβαίως, διαθέτουν ατρόμητο θάρρος. Όμως έχω μια ανάγκη που ποτέ ως τώρα δεν μπόρεσα να ικανοποιήσω* και αυτή τη στιγμή νιώθω σοον πολύ σοβαρό ελάττωμα την απουσία του αντικειμένου της. Μου λείπει ο φίλος, Μάργκαρετ* ότ(χν φλέγομαι από τον ενθουσιασμό της επιτυχίοις, δεν υπάρχει κανένας εδώ για να συμμεριστεί τη χαρά μου* αν χτυττηθώ από την απογοήτευση, κανείς δε θα προσπαθήσει να με στηρίξει στην αθυμία μου και την ακεφιά μου. Είναι αλήθεια πως θα εμπιστευθώ τις σκέψεις μου στο χαρτί, μα αυτό είναι πολύ φτωχό μέσο για την επικοινωνία του αισθήματος. Επιθυμώ τη συντροφιά ενός άντρα που να μπορεί να συμπάσχει μαζί μου* που τα μάτια του θα ανταπαντο^ύσοον στα δικά μου. Μπορεί να με νομίζεις ρομαντικό, ακριβή μου οιδελφή, μα εγώ νιώθω έντονα την ανάγκη ενός φίλου. Δεν έχω κανένοον κοντά μου, ευγενικό και συνάμα θαρραλέο, που να κατέχει ένα καλλιεργημένο όσο και ανοιχτό μυοΑό, που τα γούστα του να μοιάζουν με τα δικά μου, που να εγκρίνει ή να διορθώνει τα σχέδιά μου. Ένοις τέτοιος φίλος πόσο θα διόρθωνε τα λάθη του κακόμοιρου του οιδελφού σου! Είμαι πολύ ενεργητικός στην εκτέλεση και πολύ ανυπόμονος μπροστά στις δυσκολίες. Μα ένα ακόμα μεγαλύτερο ελάττωμα που έχω είναι που είμαι αυτοδίδακτος* γιατί τα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα ασύδοτος γυρίζοντας από
39
δω χι από κει και δε διάβασα τίποτα άλλο εκτός από τα βιβλία του θείου μχχς Τόμίχς με τα ταξιδιωτικά περιεχόμενα. Σ' εκείνη την ηλικία γνώρισα τους διάσημους ποιητές της χώροος μ(χς· και μόνο όταν διαπίστωσα ότι δεν είχα τη δυνατότητα να αντλήσω τα πιο σπουδαία ωφελήματα από μια τέτοια ττνευματική επαφή ήταν που αντιλήφθηκα την ανάγκη να γνωρίσω κι άλλες γλώσσες εκτός από τη δική μου. Τώρα είμαι είκοσι οχτώ χρονών και στην πραγματικότητα είμαι πιο αγράμματος από πολλούς δεκαπεντάχρονους μαθητές. Είναι οΛήθεια ότι τώρα σκέ(ρτομαι περισσότερο και ότι οι ονεφοπολήσεις μου είναι πιο πλατιές, και πιο λαμπρές, μα χρειάζονται (όπως λένε οι ζωγράφοι) συντήρηση' και χρειάζομαι πολύ ένα φίλο που θα είχε αρκετή κρίση ώστε να μη με καταφρονεί ως ρομαντικό και που θα είχε αρκετή στοργή για μένα ώστε να προσπαθήσει να βάλει τη σκέψη μου σε μια τάξη. Όμως όλα αυτά είναι άχρηστα παράπονα* δεν θα βρω, ασφαλώς, κανένα φίλο στον πλατύ ωκεανό ούτε εδώ στον Αρχάγγελο, ανάμεσα στους εμπόρους και τους ναυτικούς. Μολοντούτο κάποια αισθήματα, ασυμβίβαστα με τη σκουριά της ανθρώπινης φύσης, πάλλουν ακόμα μέσα σ' αυτά τα τραχιά στήθη. Ο υποπλοίαρχός μου για ποιράδειγμα, είναι ένοις άντρ<χς που διαθέτει θαυμάσιο θάρρος και εξαιρετική τόλμη· επιθυμεί παράφορα τη δόξα* ή μάλλον, για να κάνω τη φράση μου πιο χαρακτηριστική, επιδιώκει την προαγωγή στο επάγγελμά του. Είναι Άγγλος και μέσα στις εθνικές και επαγγελματικές προκατοΛήψεις, που δεν έχουν λειανθεί από μόρφωση, διατηρεί μερικά από τα πιο ευγενικά χαρίσματα της ανθρωπότητοίς. Τον πρωτογνώρισα πάνω σ' ένα φαλαινοθηρικό' διαπιστώνοντοις πως ήτοον άνεργος σ' αυτή την πόλη, εύκολα τον προσέλ(χβα για να με βοηθήσει στην επίτευξη του σκοπού μου. Ο καπετάνιος είναι πρόσωπο με εξαιρετικό χαρακτήρα και στο καράβι ξεχωρίζει για την ευγένειά του και για την πραότητά της πειθαρχίας του. Αυτά τα χαροοκτηριστικά του καθώς και η πολύ γνωστή (χκεραιότητά του και το ατρόμητο θάρρος του με έκαναν να θέλω πάρα πολύ να τον προσλάβω. Η νιότη που πέρασε μέσα σε μοναξιά, τα καλύτερά μου χρόνια που διάβηκ(χν κάτω από τη σκέτϋη της ευγενικής και τρυφερής γυναικείας σου θαλπωρής, έχουν τόσο εκλετττύνει τα θεμέλια του χαρακτήρα μου που δεν 40
μπορώ να ξεπεράσω μια έντονη δυσαρέσκεια για τη συνηθισμένη βαρβαρότητα που κυριαρχεί στα καράβια* ποτέ δεν πίστεψα πως ήταν αναγκαία* και όταν άκουσα για ένα ναυτικό που ξεχώριζε για την καλή του καρδιά και για το σεβασμό και την υπακοή που του 'δείχνε το πλήρωμά του, ένιωσα τον εαυτό μου ειδικά τυχερό όντιχς σε θέση να εξασφοΛίσω τις υττηρεσίες του. Πρωτάκουσα γι' αυτόν μ' ένα μάλλον ρομαντικό τρόπο* από μια κυρία που του οφείλει την ευτυχία της ζωής της. Αυτή, εν συντομία, είναι η ιστορία του. Πριν από μερικά χρόνια αγάττησε μια νεαρή Ρωσίδα με μέτρια περιουσία* και καθώς αυτός είχε συγκεντρώσει ένα αξιόλογο ποσό χρημάτων, ο πατέροις της κοπέλοις συναίνεσε στο ταίριασμα. Τη μελλοντική γυναίκα του την είδε μονάχα μια φορά πριν από την τελετή που επρόκειτο να γίνει* ήταν όμως λουσμένη στα δάκρυα και, πέφτοντας στα πόδια του, τον ικέτευσε να τη λυπηθεί, ομολογώντας την ίδια ώρα πως αγαπούσε κάποιον άλλο, μα πως ήταν φτωχός και πως ο πατέροις της δε θα έδινε ποτέ τη συγκατάθεση του γι' αυτή την ένωση. Ο γενναιόψυχος φίλος μου καθησύχασε την ικέτιδα και αφού πληροφορήθηκε τα ίδια κι από τον αγαπημένο της, παραιτήθηκε αμέσως από την επιδίωξή του. Με τα χρήματά του είχε ήδη αγοράσει ένα αγρόκτημα, όπου λογάριαζε να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του* όμως το παραχώρησε ολόκληρο στον αντίπαλό του μαζί με όσα χρήματα έμεναν για ν' αγοράσει προμήθειες* ύστερα εκλιπάρησε τον πατέρα της νεοφής κοπέλας να συναινέσει στο γάμο της με τον οογαττημένο της. Ο γερο-πατέροις της απέρριψε αποφασιστικά όλες αυτές τις διευθετήσεις, θεωρώντοις τον εαυτό του δεμένο με λόγο τιμής με το φίλο μου, που όταν βρήκε τον πατέρα αμετάπειστο, ε-ρίατέλειψε τη χώρα και δεν ξαναγύρισε παρά μονάχα όταν άκουσε πως η παρά λίγο γυναίκα του παντρεύτηκε σύμφωνα με τις διαθέσεις της. «Τι ευγενικός άνθρωπος!» θα πεις. Και πραγματικά έτσι είναι* κι όμως είναι εντελώς αμόρφωτος* είναι σιωττηλός και τον δκχκρίνει ένοος αυθορμητισμός που κάνει τη συμπεριφορά του όσο γίνεται πιο εκπληκτική, παρ' όλο που αυτό μειώνει κάπως την καλή ιδέα που έχουν οι άλλοι γι' αυτόν. Δεν πιστεύω, επειδή ποιραπονιέμαι λιγάκι ή επειδή επιζητώ κάποια παρηγοριά για τους μόχθους μου που ποτέ δεν μπορώ να υπολογίσω, ότι τοιλαντεύομαι στις αποφάσεις μου. Είναι τόσο 41
καθορισμένες όσο και η μοίρα* το ταξίδι μου τώρα καθυστερεί μόνο και μόνο από την κακοκαιρία* θα πρέπει να περιμένω ώσπου ο καιρός να μου επιτρέψει την αναχώρηση. Ο χειμώνας ήτοον φοβερά βαρύς* η άνοιξη όμως προμηνύεται καλή και θεωρείται πως θ' αρχίσει οφκετά νωρίς* έτσι ίσως μπορέσω να φύγω νωρίτερα απ' ό,τι περίμενα. Δε θα κάνω τίποτα βιαστικά* με ξέρεις καλά ώστε να έχεις εμπιστοσύνη στη σωφροσύνη μου και τη σύνεση μου όποτε μου (χναθέτουν να φροντίζω για την ασφάλεια των άλλων. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τα αισθήματά μου την ώρα που βρίσκομαι κοντά στην οφχη του επίδοξου έργου μου. Είναι αδύνατο να σε κάνω να πάρεις μια ιδέα από το τρεμουλιαστό αίσθημα, μισο-ευχάριστο και μισο-φοβισμένο, που με διακατέχει στο ξεκίνημά μου. Πηγαίνω σε περιοχές ανεξερεύνητες, στη «χώρα της ομίχλης και του χιονιού»* όμως δε θα σκοτώσω άλμπατρος, γι' αυτό μην (χνησυχείς για την ασφάλειά μου ή αν θα γυρίσω πίσω κοντά σου τόσο εξαθλιωμένος και αξιολύττητος όσο και ο Αρχοίίος Ναυτίκός. Θα γελάσεις με τους υπαινιγμούς μου* μα θα σου αποκαλύψω ένα μυοττικό. Συχνά έχω καταλογίσει την προσήλωσή μου και τον παράφορο ενθουσιασμό μου για τα επικίνδυνα μυστήρια του ωκεανού σ' αυτό το έργο του πιο ευ(ράνταστου από τους σύγχρονους ποιητές ^ Μέσα στψ ψυχή μου όμως γίνεται κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω. Πρακτικά είμαι εργατικός-φιλόπονος* ένοις εργάτης που εκτελεί με κοφτερία και μόχθο* παράλληλα όμως μ' αυτό υπάρχει αγάττη για το θαυμαστό, πίστη στο θαυμαστό, συνυφασμένη σ' όλα τα σχέδιά μου, που με σπρώχνει βιαστικά έξω από τα συνηθισμένα μονοπάτια των ανθρώπων και με πάει ακόμα και στην άγρια θάλασσα και σε απάτητες περιοχές, που είμαι έτοιμος να εξερευνήσω. Να ξαναγυρίσω όμως σε προσφιλέστερους στοχασμούς. Άραγε θα σε ξ(χνασυν(χντήσω, άμα θα 'χω διασχίσει απέραντες θάλασσες και θα 'χω περάσει από το πιο νότιο ακρωτήρι της Αφρικής ή της Αμερικής; Δεν τολμώ να περιμένω τέτοια επιτυχία, κι όμως δεν αντέχω να σκεφτώ κάτι το οοντίθετο. Για την ώρα συνέχισε να μου γράφεις σε κάθε ευκοαρία* μπορεί να πάρω ^ Αναφέρεται στο ποίημα Αρχαίος Νοευτιχός (Ancient Mariner) του Άγγλου ποιητή S.T. Coleridge.
42
τα γράμματά σου σε κάποιες στιγμές που τα χρειάζομαι όσο γίνεται περισσότερο για να στηρίξουν την ψυχική μου διάθεση. Σε αγαπώ πολύ τρυφερά. Να με θυμάσαι με στοργή, αν τύχει και δεν ξανακούσεις τίποτα πια για μένα. Ο φιλόστοργος αδελφός σου ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΟΐΟΛΤΟΝ
43
ΕΠΙΣΤΟΛΗ III Προς την κ. Σάβίλ, Αγγλία 1 Ιουλίου 17Α Γ Α Π Η Μ Ε Ν Η M O T Α Δ Ε Λ Φ Η , σου γράφω βιαστικά λίγες γραμμές για να σου πω πως είμαι καλά και ότι έχω προχωρήσει αρκετά το ταξίδι μου. Αυτό το γράμμα θα φτάσει στην Αγγλία μ' έναν έμπορο, που τώρα επιστρέφει στην πατρίδα από τον Αρχάγγελο* πιο τυχερός αυτός από μένα, που ίσως να μην μπορέσω να δω την πατρική γη επί πολλά χρόνια. Οπωσδήποτε, είμαι σε καλή ψυχική κατάσταση* οι άντρες μου είναι τολμηροί και όπως φαίνεται σταθεροί στο σκοπό* ούτε και τα πλεούμενα στρώματα του πάγου που συνεχώς μοος προσπερνούν, δείχνοντας τους κινδύνους της περιοχής που ττηγαίνουμε, φαίνεται να τους τρομάζουν. Φτάσαμε κιόλ(χς σε πολύ ψηλό γεωγραφικό πλάτος* είναι όμως κατακαλόκαιρο και παρ' όλο που δεν είναι τόσο ζεστό όσο στην Αγγλία, μολοντούτο οι νότιοι δυνατοί άνεμοι, που μ(χς σπρώχνουν γρήγορα προς εκείνες τις ακτές που έχω τόσο διακαή επιθυμία να πατήσω, εισβάλλοντ(χς στο χώρο, ανανεώνουν ως κάποιο βαθμό τη θερμότητα, πράγμα που δεν περίμενα. Ίσαμε τώρα δεν έχουμε κανένα επεισόδιο που να 'ναι άξιο για να αναφερθεί. Ένας ή δυο απότομοι δυνατοί άνεμοι και η εισροή λίγων νερών στα ύφαλα είναι περιστατικά που σπάνια θυμούνται να αναφέρουν οι έμπειροι θοολασσοπόροι* και θα είμαι πολύ ικανοποιημένος, αν στο ταξίδι μας δεν έχουμε τίποτα χειρότερο. Αντίο, αγαττημένη μου, Μάργκοφετ. Να είσαι βέβαιη πως για το κοΛό και των δυο μ(χς δε θα αντιμετωπίσω με απερισκεψία τον κίνδυνο. Θα είμαι ψύχραιμος, υπομονετικός και γνωστικός. Η επιτυχία όμως θα πρέπει να στεφανώσει τις προσπάθειές μου. 'Αλλωστε γιατί όχι; Έχω πάει τόσο μακριά, χ(χράσσοντας ασφαλή δρόμο πάνω στις παρθένες θάλασσες, όντας τ' άστρα μάρτυρες και βεβαιωτές του θριάμβου μου. Γιατί να μην προχω-
44
ρήσω κι άλλο ακόμα πάνω στο ανήμερο κι όμως υπάκουο στοιχείο; Τι μπορεί να σταματήσει την αποφασιστική καρδιά και την αποφασισμένη θέληση του ανθρώπου; Η λαχτάρα κι ο ενθουσιασμός που φουσκώνουν την καρδιά μου αθέλητα ξεσπούν μ' αυτό τον τρόπο. Πρέπει όμως να τελειώσω. Έχε την ευλογία των ουρανών, πολυαγαττημένη μου αδελφή! Ρ.Γ.
45
ΕΠΙΣΤΟΛΗ IV Προς την κ. Σάβϊλ, Αγγλίοα 5 Αυγούστου 17 Π Ρ Ι Ν Α Π Ο Μ Ε Ρ Ι Κ Ε Σ ημέρες μας έτυχε ένα τόσο παράξενο περιστατικό, που μου είναι αδύνατο να αποφύγω τη μνημόνευση του, αν και όπως δείχνουν τα πράγματα, θα με δεις πριν αυτά τα χοφτιά μπορέσουν να φτάσουν στα χέρια σου. Την περασμένη Δευτέρα (31 Ιουλίου) ήμαστίχν σχεδόν περικυκλωμένοι από τον πάγο, που έκλεινε το πλοίο απ'όλες τις μεριές, αφήνοντοις μονάχα λίγο θοΛάσσιο χώρο για να προχωρεί. Η κατάσταση μας ήταν κάπως επικίνδυνη, ειδικά μάλιστα καθώς ήμασταν περιτριγυρισμένοι από πολύ ττυκνή ομίχλη. Μέναμε λοιπόν εκεί, με την ελπίδα πως θα γινόταν κάποια αλλαγή στην ατμόσφαιρα και τον καιρό. Γύρω στις δύο η ώρα το πούσι δκχλύθηκε ψίχ είδαμε να απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση πλατιές κι ανώμαλες πεδιάδες από πάγο, που φαίνοντοίν να μην έχουν τέλος. Κάποιοι από τους συντρόφους μου άρχισαν να γκρινιάζουν και μένα άρχισαν να με ζώνουν οι ανησυχίες, όταν ξαφνικά τράβηξε την προσοχή μοις κάποιο παράξενο θέοιμα που απέσπασε την έγνοια μας για την κατάστασή μ(χς. Σε απόσταση μισό μίλι μακριά οεντιληφθήκαμε μια χαμηλή άμαξα πάνω σ' ένα έλκηθρο, που το τροιβούσαν σκύλοι, να ττηγαίνει προς το βορρά* ένα ον, που είχε το σχήμα άνδρα, μα καθώς q>αίvεται με γιγαντιαίο ανάστημα, καθότοον στο έλκηθρο και οδηγούσε τα σκυλιά. Με τα τηλεσκόπιά μοις παρακολουθούσαμε το γρήγορο προχώρημα του ταξιδιώτη ώσπου χάθηκε ανάμεσα στη μακρινή ανώμαλη έκταση του πάγου. Αυτή η ποφουσία ερέθισε την άμετρη απορία μας. Ήμασταν, όπως πιστεύαμε, πολλές εκατοντάδες μίλια μακριά από κάθε γη* μα αυτή η εμφάνιση φάνηκε να μοιρτυρεί πως στην πραγματικότητα δεν ήμασταν τόσο μακριά όσο είχαμε υποθέσει. Οπωσδή-
46
ποτε, αποκλεισμένοι από τον πάγο, ήταν (χδύνατο να ποιρακολουθήσουμε τα ίχνη του, που είχαμε παρατηρήσει με τη μεγαλύτερη προσοχή. Δυο ώρες περίπου ύστερα απ' αυτό το συμβάν, ακούσοιμε τον πάγο να τρίζει* κοα πριν νυχτώσει, ο πάγος έσπασε και ελευθέρωσε το πλοίο μοις. Εμείς όμως μείναμε εκεί ως το πρωί, γιατί (ροβόμασταν μήπως μέσα στο σκοτάδι πέσουμε πάνω σ' εκείνες τις τεράστιες αποσπασμένες μάζες, που επιπλέουν τριγύρω ύστερα από το σπάσιμο του πάγου. Επωφελήθηκα απ' αυτό το διάστημα για να ξεκουραστώ λίγες ώρες. Οπωσδήποτε, το πρωί, μόλις <ρώτισε, ανέβηκα στο κατάστρωμα και βρήκα όλους τους ναύτες να είναι μαζεμένοι στη μια πλευρά του πλοίου* όπως φαίνεται μιλούσοον με κάποιον στη θάλασσα. Πραγματικά, πάνω σ' ένα τεράστιο πλεούμενο κομμάτι από πάγο, που μέσα στη νύχτα είχε παρασυρθεί προς εμάς, ήταν ένα έλκηθρο σαν κι εκείνο που είχοιμε δει προηγουμένως. Μονάχα ένοις σκύλος έμενε ζωντανός* μέσα στο έλκηθρο όμο>ς βρισκότοον μια ανθρώπινη ύποφξη, την οποία οι ναύτες προσπαθούσαν να πείσουν να (χνέβει στο πλοίο. Δεν ήτ(χν, όπως φάνηκε να είναι ο άλλος ταξιδιώτης, κανένοις άγριος κάτοικος κάποιου ανεξερεύνητου νησιού, παρά ήταν Ευρωπαίος. 'Οταν ποφουσιάστηκα στο κατάστρωμα, ο καπετάνιος είπε: «Εδώ είναι ο αρχηγός μας και δε θα σ' αφήσει να χαθείς στην ανοιχτή θάλασσα!» Ο άγνωστος, μόλις με είδε, μου μίλησε στα Αγγλικά, με ξενική προφορά. «Πριν ανέβω στο πλοίο σοις», είπε, «θα έχετε την καλοσύνη να μου πείτε προς τα πού τηογαίνετε;» Μπορείς να (χντιληφθείς την κατάπληξή μου, όταν άκουσα μια τέτοια ερώτηση να απευθύνεται σε μένα από έναν άνθρωπο που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής και που είχα υποθέσει πως το πλοίο μου θα ήταν γι' αυτόν ένα καταφύγιο που δεν θα το άλλαζε ούτε με τον πιο βαρύτιμο πλούτο που μπορεί να προσφέρει η γη! Οπωσδήποτε, απάντησα πως κάνοιμε ένα εξερευνητικό ταξίδι προς το Βόρειο Πόλο. Μόλις το άκουσε, φάνηκε ικανοποιημένος και συγκατατέθηκε να (χνέβει στο πλοίο. Θεέ και Κύριε, Μάργκαρετ, αν έβλεπες τον άνθρωπο που μονάχα έτσι συμβιβάστηκε για την ασφάλειά του, η κατάπληξή σου δε θα είχε όρια. Τα μέλη του ήταν σχεδόν παγωμένα και το σώμα του φοβερά εξαντλημένο από την κού47
ραση και την κακουχία. Δεν είδα ποτέ μου άνθρωπο σε τόσο θλιβερή κατάσταση. Αποπειραθήκαμε να τον μεταφέρουμε στην καμπίνα· μα μόλις έφυγε από το φρέσκο οιέρα, λιποθύμησε. Τον φέραμε πίσω στο κατάστρωμα και τον συνεφέροιμε τρίβοντάς τον με μπράντυ και εξαναγκάζοντάς τον να καταπιεί λίγες σταγόνες. Μόλις έδειξε σημεία ζωής, τον τυλίξαμε με κουβέρτες και τον βάλιχμε κοντά στο φουγάρο του φούρνου της κουζίνας. Σιγά-σιγά ξίχναβρήκε τον ε<χυτό του και έφαγε λίγη σούπα, που τον τόνωσε αρκετά. Δυο μέρες πέρασαν έτσι πριν μπορέσει να μιλήσει* και πολλές φορές φοβήθηκα πως οι κακουχίες που πέρασε του είχοον στερήσει την αντίληψη και την κατανόηση των πραγμάτων. Ότοον ξίχναβρήκε κάπως τον εαυτό του, τον μετέφερα στην καμπίνα μου και τον περιποιήθηκα με τον καλύτερο τρόπο τις ώρες που δε με απασχολούσ(χν άλλες δουλειές. Ποτέ δεν είδα ένα πιο ενδιαφέρον πλάσμα* τα μάτια του, γενικά, έχουν μια έκφραση αγριότητας κι ακόμα τρέλας* όμως υπάρχουν στιγμές που όταν κανείς του κάνει κάποιο καλό ή του προσφέρει οποιαδήποτε ασήμαντη υ7π)ρεσία, τότε ολόκληρη η όψη του φωτίζεται από μια ακτίνα καλοσύνης και γλυκύτητοις, που ποτέ δεν έχω δει ποφόμοια. Γενικά όμως, είναι μελαγχολικός και απελπισμένος* και φορές-φορές τρίζει τα δόντια του, λες και δεν (χντέχει να βαστάξει το βάρος της θλίψης που τον βοιραίνει. 'Οτοεν ο φιλοξενούμενός μου έγινε λίγο καλύτερα, μττήκα σε μεγάλους μπελάδες, προσπαθώντας να τον προφυλάξω από τους ναύτες, που ήθελαν να του κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις* όμως δε θα τον άφηνα, βέβαια, να βασανιστεί από την ανόητη περιέργειά τους, την ώρα μάλιστα που η αποκατάστοιση του σώματός του και του ττνεύματός του εξοιρτιότοον προφοονώς από την ολοκληρωτική ανάπαυση. Ωστόσο, ότοον ο υποπλοίαρχος σε κάποια στιγμή ρώτησε, γιατί είχε έρθει τόσο μακριά μέσα στους πάγους πάνω σ' ένα τόσο ποιράξενο όχημα! Αμέσως η όψη του ξένου σκοτείνιασε και απάντησε: «Για να βρω κάποιον που μου ξέφυγε!» «Και ο άνθρωπος που κατοοδιώκετε ταξιδεύει με τον ίδιο τρόπο;» «Ναι!» «Τότε φίχντάζομαι πως τον έχουμε δει* γιατί μια μέρα πριν να 48
σ(χς ανεβάσουμε στο πλοίο, είδαμε μερικά σκυλιά να σέρνουν μέσα στους πάγους ένα έλκηθρο μ' ένίχν άνδρα καθισμένο σ' αυτό!» Όλα αυτά ξεσήκωσαν το ενδιαφέρον του αγνώστου και άρχισε να κάνει απανωτές ερωτήσεις, που αφορούσοςν το δρόμο που ο δαίμον(χς, έτσι τον είπε, είχε ακολουθήσει. Αμέσως μόλις έμεινε μόνος μαζί μου, είπε: «Αναμφιβόλως έχω ερεθίσει την περιέργειά σ(κς καθώς κι εκείνων των καλών ανθρώπων είσαστε όμως πολύ διακριτικός ώστε να ζητήσετε πληροφορίες!» ((Φυσικά* θα είναι, πραγματικά, πολύ αυθάδες και απάνθρωπο από μέρους μου να σ(χς ταράξω με οποιαδήποτε αδιακρισία μου!» ((Κι όμως με σώσατε από μια αλλόκοτη και επικίνδυνη κατάσταση* και χάρη στα φιλάνθρωπα αισθήματά σοις ξαναήρθα στη ζωή!» Αμέσως ύστερα απ' αυτό ρώτησε, αν νόμιζα πως το σπάσιμο του πάγου είχε καταστρέψει το άλλο έλκηθρο. Του είπα πως δεν μπορούσα να δώσω απάντηση με κάποια βεβαιότητα* γιατί ο πάγος ώσπου κόντευε μεσάνυχτα δεν είχε ακόμα σπάσει και ο ταξιδιώτης θα μπορούσε να είχε φτάσει σε ασφαλές μέρος πριν από κείνη την ώρα* αυτό όμ(ος δεν μπορούσα να το υπολογίσω. Απ' αυτή τη στιγμή, ένα νέο κύμα ζωής εμψύχωσε το μαραμένο παρουσιαστικό του αγνώστου. Με τη μεγοΛύτερη σοβαρότητα δήλωσε ποας ήθελε να βρίσκεται στο κατάστρωμα* να φυλάει για το έλκηθρο που είχε εμφοονιστεί πιο πριν τον έπεισα όμως να ποφαμείνει στην κίχμπίνα γιατί ήτοον πολύ (κδύνατος για να αντέξει τη δριμύτητα της ατμόσφαιρας. Του υποσχέθηκα πως θα έβαζα κάποιον να φυλάει γι' αυτόν και ότι θα τον ειδοποιούσα αμέσως, αν κάποιο νέο αντικείμενο παρουσιαζόταν στον ορίζοντα. Αυτά γράφει το ημερολόγιό μου ως τη σημερινή ημέρα, σχετικά μ' αυτό το παράξενο συμβάν. Η υγεία του ξένου σιγά-σιγά καλυτερεύει, μα είναι πολύ σιωττηλός και φαίνεται ανήσυχος όταν κάποιος άλλος εκτός από μένα μπαίνει στην καμπίνα του. Μολοντούτο, οι τρόποι του είναι τόσο διαλλακτικοί και ευγενικοί που όλοι οι ναύτες δείχνουν ενδκχφέρον γι' αυτόν, αν και δεν έχουν πολύ μεγάλη επικοινωνία μαζί του. Όσο για μένα, αρχίζω να τον αγαπώ σαν αδελφό* και η διαρκής και βαθιά θλίψη του με γεμίζει με συμπάθεια και συμπόνια. Πρέπει να ήτοςν ευγενικό πλάσμα στις καλές του μέρες, αφού ακόμα και τώρα σ' αυτά τα χάλια είναι τόσο γοητευτικός και φιλικός. 49
Σ' ένα από τα γράμματά μου, αγαττημένη μου, Μάργκαρετ, είπα πως δε θα έβρισκα φίλο στον απέρ<κντο ωκε(χνό* παρ' όλο τούτο έχω βρει έναν άνδρα που, πριν το φρόνημά του διαλυθεί από τα βάσίχνα, θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος ocv τον είχα σοον φίλο γκαρδιακό. Θα συνεχίσω το ημερολόγιό μου σχετικά με τον ξένο, αν έχω τίποτα νεώτερα περιστατικά να καταγράψω. 13 Αυγούστου 17Η ΣΤΟΡΓΗ μου για το φιλοξενούμενό μου κάθε μέρα μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Μονομιάς προκάλεσε το θοα^μασμό μου και τη συμπόνια μου σε εκπληκτικό βαθμό. Πώς μπορώ να βλέπω ένα τόσο ευγενικό πλάσμα συντριμμένο από τα βάσανα, χωρίς να νιώθω την πιο δυνατή θλίψη; Είναι τόσο ευγενικός και τόσο σοφός· το ττνεύμα του είναι τόσο καλλιεργημένο· και όταν μιλάει, αν και οι λέξεις του είναι επιλεγμένες με την πιο εκλεκτική τέχνη, παρ' όλο τούτο κυλούν με γρηγοράδα και απαράμιλλη ευγλωττία. Τώρα είναι οφκετά δυναμωμένος και βρίσκεται συνεχώς στο κατάστρωμα, ψκχχνοντοις με τα μάτια του, όπως φαίνεται για το έλκηθρο, που πέρασε πριν απ' αυτόν. Μολοντούτο ocv και δυστυχισμένος, πάντα βρίσκει ώρα μέσα στα βάσανά του να δείξει το μεγάλο ενδκκφέρον του για τα σχέδια των άλλων. Αρκετές φορές συζήτησε μαζί μου τα δικά μου, που του τα φανέρωσα χωρίς καμιά προσποίηση. Ποφακολούθησε προσεκτικά όλες τις συζητήσεις μου, προσπαθώντας να βοηθήσει την πιθανή επιτυχία μου, και προχώρησε ως και στην πιο μικρή λεπτομέρεια για τα μέτρα που είχα πάρει ώστε να τη διασφαλίσω. Μου γινόταν εύκολο, από τη συμπάθεια που μου έδειχνε, να χρησιμοποιώ τη γλώσσα της κοίρδιάς μου· να δίνω έκφραση στο φλεγόμενο πάθος της ψυχής μου· και να λέω με όλο το πάθος που με θέρμαινε, πόσο ευχάριστα θα θυσίαζα την περιουσία μου, την ύπαρξή μου, την κάθε μου ελπίδα για την προώθηση του εγχειρήματός μου. Η ζωή ή ο θάνατος ενός (χνθρώπου ήταν μικρό τίμημα για να πληρωθεί η απόκτηση της γνώσης που γύρευα· για την εξουσία που θα αποκτούσα και θα άπλωνα πάνω στα φυσικά στοιχεία, που αποτελούν τους αντιπάλους της φυλής μας. Καθώς μιλούσα, μια (χνεξήγητη
50
μελαγχολία διαχύθηκε πάνω στην όψη του α^φοατή μου. Αντιλήφθηκα πως στην αρχή προσπάθησε να συγκρατήσει το συναίσθημά του· έβαλε τα χέρια του μπροστά στα μάτια του' η φωνή του τρεμούλιασε και με άφησε, καθώς είδα δάκρυα να κυλούν γοργά μέσα από τα δάχτυλά του κι άκουσα ένα σπαραχτικό στεναγμό να ξεχύνεται από το φουσκωμένο στήθος του. Σταμάτησα* στο τέλος μίλησε, με σπασμένη φωνή: ((Δυστυχισμένε άνθρωπε! Μοιράζεσαι την τρέλα μου; Ήπιες κι εσύ από το μεθυστικό ποτό; 'Ακουσέ με* άσε με να σου φανερώσω την ιστορία μου και τότε είμαι βέβαιος πως το ποτήρι που κρατάς στα χείλη σου θα το πετάξεις αμέσως χάμω!» Τέτοια λόγια, όπως μπορείς να φ(χντα(ττείς, ερέθισαν τρομερά την περιέργειά μου* ο παροξυσμός όμως της λύ7Π)ς, που είχε κυριέψει τον ξένο, θρυμμάτισε τις (χδυνατισμένες δυνάμεις του και χρειάστηκαν πολλές ώρες με ήσυχη και ήρεμη συζήτηση για να μπορέσει να ξαν<χβρεί την αυτοκυριαρχία του. Άμα ηρέμησε, φάνηκε σαν να περιφρονούσε τον εαυτό του που ήταν (τκλάβος του πάθους* και καταττνίγοντοις την τυραννία της μαύρης απελπισί(χς, με παρέ(τυρε και πάλι σε συζήτηση που αφορούσε προσωπικά εμένα. Ζήτησε να μάθει την ιστορία της ζωής μου. Η ιστορία ειπώθηκε γρήγορα, μα ξύττνησε μέσα μου ένα σωρό σκέψεις κι επιθυμίες. Μίλησα για την επιθυμία μου να •βρω ένα φίλο* για τη δίψα μου για μια πιο στενή επαφή μ' ένα συντροφικό ττνεύμα, που ποτέ ως τώρα δεν είχα την τύχη να βρω* και εξέφρασα την πεποίθησή μου πως όποιος άνδρας δεν είχε απολαύσει αυτή την ευλογία, δεν μπορούσε να κομπάζει για μεγάλη ευτυχία. ((Συμφωνώ μαζί σου», απάντησε ο ξένος, ((είμαστε αδιαμόρφωτα πλάσματα, μισοσυμπληρωμένα, αν ένοις πιο σοφός, κ(χλύτερος και πιο σπουδαίος από τους εαυτούς μας —τέτοιος που οφείλει να είναι έν(χς πραγματικός φίλος— δε δανείσει τη βοήθειά του για να τελειοποιήσουμε τις αδύναμες και ατελείς φύσεις μας. Κάποτε είχα ένα φίλο, το ευγενικότερο από τ' ανθρώπινα πλάσματα, και γι' (χυτό δικαιούμαι να έχω κρίση σχετικά με τη φιλία. Εσύ όμως έχεις την ελπίδα και τον κόσμο μπροστά σου και δεν έχεις κανένα λόγο ν' απελπίζεσαι. Εγώ όμως... έχω χάσει το καθετί και δεν μπορώ ν' αρχίσω τη ζωή από την αρχή!» Καθώς είπε αυτά τα λόγια, η όψη του ττήρε μια ήρεμη, κατα51
πραϋμένη λύτπ), που άγγιξε το βάθος της καρδιάς μου. 'Υστερα έμεινε σιωττηλός και (χμέσως αποτροιβήχτηκε στην καμπίνα του. Ακόμα κι έτσι δκχλυμένος ψυχικά όπως είναι, κοονένοος δεν μπορεί να νιώσει πιο βαθιά απ' αυτόν τις ομορφιές της φύσης. Ο έναστρος ουροονός, η θάλασσα και το κάθε αξιοθέατο που προσφέρεται απ' (χυτές τις θαυμάσιες περιοχές, φαίνεται να έχουν τη δύναμη να (χνυψώνουν την ψυχή του από τη γη. Ένοις τέτοιος άνθρωπος είναι δισυπόστατος: μπορεί να υποφέρει τα βάσανα και να συντρίβεται από τις απογοητεύσεις και παρ' όλ' αυτά όταν κλείνεται στον εαυτό του, να μοιάζει με ουράνιο ττνεύμα που έχει ένα φωτοστέφανο "^^αίρω του, όπου στον κύκλο του δεν τολμά να εισχωρήσει ούτε η λύτυη ούτε ο παροΛογισμός. Θα γελάς με τον ενθουσιασμό που δείχνω γι' αυτόν τον έξοχο περιπλανώμενο! Δε θα το έκανες όμως, αν τον έβλεπες. Έχεις διαπαιδοογωγηθεί και εξευγενιστεί από τα βιβλία και η απόσυρση σου από τον κόσμο σε έχει κάνει κάπως δυσκολοϊκανοποίητη* όμως αυτό και μόνο σε κάνει την πιο κατάλληλη για να εκτιμήσεις τα εξαιρετικά χαρίσματα αυτού του θαυμάσιου ανθρώπου. Μερικές φορές προσπάθησα να ανακαλύψω ποιο είναι σ' αυτόν εκείνο το ποιοτικό στοιχείο που τον ανυψώνει τόσο πολύ πάνω από κάθε άλλο πρόσωπο που γνώρισα ποτέ. Πιστεύω πως είναι κάποια διείσδυση στις αιτίες των πραγμάτων, απαράμιλλη για την καθοφότητα και την ακρίβειά της· σ' αυτά όλα πρόσθεσε μια ευκολία στψ έκφραση και μια φωνή, που οι ποικίλοι τόνοι της μοιάζουν με απαλή μουσική. 19 Αυγούστου 17Χ θ ε Σ ο ΞΕΝΟΣ μου είπε: «Μπορείς εύκολα να αντιληφθείς, πλοίαρχε Γουόλτον, ότι έχω υποφέρει από μεγάλες και απερίγρατττες συμφορές. Κάποτε είχα αποφασίσει πως η θύμηση όλων αυτών των κακών έπρεπε να πεθάνει μαζί μου* μα πέτυχες να αλλάξω την απόφασή μου. Ανοίζητάς τη γνώση και τη σοφία, όπως έκανα κι εγώ κάποια φορά* και ελπίζω η ικανοποίηση των επιθυμιών σου να μη γίνει φίδι που να γυρίσει να σε δαγκώσει, όπως έγινε με μένα. Δεν ξέρω αν η συσχέτιση της καταστροφής μου, θα είναι χρήσιμη για σένα· παρ' όλ' αυτά, όταν συλλογίζομαι
52
πως (χκολουθείς τον ίδιο δρόμο, εκθέτοντίχς τον εαυτό σου στους ίδιους κινδύνους που μ' έφεραν σ* αυτή την κατάσταση που είμαι, φαντάζομαι ότι μπορείς να βγάλεις ένα σωστό δίδοογμα από την ιστορία μου* ένα δίδαγμα, που μπορεί να σε καθοδηγεί αν επιτύχεις στο εγχείρημά σου, και να σε παρηγορεί σε περίτττωση που αποτύχεις. Ετοιμάσου να ακούσεις για συμβάντα, που συνήθως θεωρούνται θαύματα. Αν βρισκόμασταν σε πιο ήμερους τόπους, θα μπορούσα να φοβάμαι μήπως και συναντήσω τη δυσπιστία σου, ίσως και την ειρωνεία σου* πολλά όμως πράγματα θα φανούν ότι μπορεί να γίνουν σ' αυτές τις άγριες και μυστηριώδεις περιοχές, πράγματα που θα προκαλούσαν το γέλιο σ' εκείνους που δεν έχουν γνώση από τις πάντα ποικίλες δυνάμεις της φύσης* ούτε μπορώ να αμφιβάλλω πως η ιστορία μου μέσα στις αλληλουχίες της δεν μεταφέρει την εσωτερική μαρτυρία της (χλήθειας των γεγονότων, που απ' αυτά απαρτίζεται». Μπορείς εύκολα να φοονταστείς πόσο πολύ ικανοποιημένος ήμουν απ' αυτή την προσφορά της επαφής* μολοντούτο δεν άντεχα την ιδέα πως η λύττη του θα μπορούσε να ανανεωθεί από μια αφήγηση των συμφορών του. Λίγο όμως από περιέργεια και λίγο από δυνατή επιθυμία να καλυτερέψω τη μοίρα του, ocv περνούσε από το χέρι μου, ένιωθα έντονα την επιθυμία να ακούσω την αφήγηση που υποσχέθηκε. Όλα αυτά τα αισθήματα τα εκδήλωσα στην απάντησή μου. «Σ' ευχαριστώ», απάντησε, ((για τη συμπόνια σου, μα είναι άχρηοΓτη· η μοίρα μου είναι σχεδόν ολοκληρωμένη. Δεν περιμένω παρά ένα γεγονός και ύστερα θα αναπαυθώ ειρηνικά. Καταλαβαίνω τα αισθήματά σου», συνέχισε, καθώς αντιλήφθηκε πως ήθελα να τον διακόψω, ((όμως κάνεις λάθος, φίλε μου, αν μου επέτρεπες να σε πω έτσι* τίποτα δεν μπορεί ν' (χλλάξει το πεπρωμένο μου* άκουσε την ιστορία μου και θα καταλάβεις πόσο αμετάκλητα είναι καθορισμένη». Ύστερα μου είπε πως την επομένη, την ώρα που δε θα είχα δουλειά, θα άρχιζε να μου λέει την ιστορία του. Αυτή η υπόσχεση έβγαλε από μέσα μου τα πιο θερμά ευχαρκΓτώ. Τις νύχτες, όταν δεν είμαι υποχρεωτικά απασχολημένος από τα καθήκοντά μου, έχω αποφασίσει να καταγράφω, όσο μπορώ πιο πιστά ό,τι έχει διηγηθεί τη μέρα. Αν τύχει να έχω δουλειά, θα πρέπει τουλάχιστον να κρατάω σημειώσεις. Σε σένα αυτό το χειρόγροοφο αναμ53
φίβολα θα προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση* για μένα όμως που τον ξέρω και που απ' τα ίδια του τα χείλη ακούω την ιστορία του, είναι κάτι το διαφορετικό* σκέψου με τι ενδιαφέρον και με πόοη συμπάθεια θα το διαβάσω σε κάποια μελλοντική μέρα! Ακόμα και τώρα, που πιάνω να γράψω, η πλούσια, έντονη φωνή του πλημμυρίζει τ' αυτιά μου* τα λαμπερά του μάτια σεργιανούν μέσα μου με όλη εκείνη τη μελαγχολική τους γλυκύτητα* βλέπω το λεπτό του χέρι να σηκώνεται για να ζωντανέψει το λόγο του ενώ την ίδια στιγμή τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ακτινοβολούν απ' τα μέσα της ψυχής του. Παράξενη και σπαρακτική πρέπει να 'ναι η ιστορία του* τρομερή πρέπει να 'ναι η θύελλα που (χγκάλιασε το γενναίο πλοίο στη δκχδρομή του και το συνέτριψε έτσι!
54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I από τη Γενεύη· η οικογένειά μου είναι μια από Κ τις πιο επιφανείς σ' αυτή τη δημοκρατία. Οι πρόγονοί μου ήταν επί πολλά χρόνια σύμβουλοι και σύνδικοι* και ο πατέρ<χς μου ΑΤΑΓΟΜΑΙ
κατείχε πολλές δημόσιες θέσεις με τιμή και υπόληψη. Όλοι όσοι τον γνώρισαν τον σέβονταν για την (χκεραιότητά του και για την ακούραστη προσήλωσή του στις δημόσιες υποθέσεις. Τα νεανικά του χρόνια ήταν συνεχώς απασχολημένα από τις κρατικές υποθέσεις της χώρ(χς του* ένα σωρό περιστατικά τον εμπόδισιχν να παντρευτεί νωρίς κι έτσι, σε κάπως ώριμη ηλικία έγινε σύζυγος και πατέρ(χς μιοις οικογένειας. Επειδή τα περιστατικά του γάμου του απεικονίζουν το χαρακτήρα του, μου είναι αδύνατο να μην τα διηγηθώ. Έν(χς από τους πιο επιστήθιους φίλους του ήταν έμπορος, που από την καλή οικονομική κατάσταση που βρισκότ(χν, ύστερα από πολλαπλές κακοτυχίες, έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. Αυτός ο άνθρωπος, που λεγότιχν Μπωφόρ, είχε έναν περήφανο κι αλύγιστο χ(χρακτήρα και δεν αvεχότocv να ζει στη φτώχεια και το περιθώριο μέσα στψ ίδια του τη χώρα, εκεί όπου άλλοτε ξεχώριζε για τη γενιά του και τη μεγαλοσύνη του. Γι' αυτό, άμα πλήρωσε τα χρέη του με τον πιο τιμητικό τρόπο, αποτροιβήχτηκε με τη θυγατέρα του στην πόλη της Λουκέρνης, όπου ζούσε άγνωστος και σε μεγάλη κακομοιριά. Ο πατέροις μου αγαπούσε τον Μπωφόρ με την πιο ειλικρινή φιλία και ήταν βαθύτατα πικραμένος από τον αποχωρισμό του, που έγινε κάτω απ' αυτές τις άτυχες περιστάσεις. Κατέκρινε έντονα την άκαιρη περηφάνια, που οδήγησε το φίλο του σε μια συμπεριφορά που δεν άξιζε την αγάττη που τους ένωνε. Χωρίς να χάσει καιρό άρχισε να τον (χναζητάει, με την ελπίδα, βρίσκοντάς τον, να τον πείσει να κάνει μια καινούργια αρχή, με τη δική του εγγύηση και βοήθεια. Ο Μπωφόρ είχε πάρει αποτελεσματικά μέτρα ώστε να κατα55
χωνιαστεί κάπου* δέκα μήνες έκανε ο πατέρας μου για να καταφέρει ν' ανακαλύψει πού έμενε ο φίλος του. Καταχαρούμενος ο πατέρ(χς μου απ' αυτή την ανακάλυψη, έτρεξε στο σπίτι, που βρισκόταν σ' έναν άθλιο δρόμο, κοντά στο Reuss. Όταν όμως μττήκε, μονάχα η αθλιότητα και η απελπισία τον υποδέχτηκαν. Ο Μπωφόρ από την καταστροφή της περιουσί(χς του ειχε περισώσει ένα πάρα πολύ μικρό ποσό από χρήματα* το ποσό αυτό ήτίχν αρκετό για να τον συντηρήσει επί μερικούς μήνες και στο μεταξύ ήλπιζε να βρει κοομιά αξιοπρεττή δουλειά σε κάποιο εμπορικό οίκο. Οπωσδήποτε, το μεσοδιάστημα πέρασε άπρακτο και η θλίψη του γινόταν όλο και πιο βαθιά και πιο φαρμακερή όταν θυμόταν τα πρωτινά του πλούτη* όσο δε περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο οουτή η (χνάμνηση βασάνιζε το μυαλό του και ύστερα από τρεις μήνες έπεσε βαριά άρρωστος στο κρεβάτι, ανίκανος πια να κάνει οποιαδήποτε προσπάθεια. Η κόρη του τον περιποιότοον με μεγάλη τρυφερότητα* διαπίστωσε όμίι>ς με απελπισία πως το μικρό τους κεφάλαιο ελαττωνόταν ραγδαία και ότι δεν είχίχν από πουθενά αλλού να περιμένουν τίποτα. Η Καρολάιν Μπακρόρ όμως είχε ένα μυαλό που έκοβε* και το θάρρος της τη βοήθησε να αντιμετωπίσει την κακοτυχία της. Βρήκε μια απλή δουλειά* έπλεκε ψάθινα είδη* και με διάφορους τρόπους κατάφερνε να έχει ένα μικρό έσοδο που τους ήτιχν (χρκετό για να αντιμετωπίζουν τη ζωή. Πέρασαν οφκετοί μήνες μ* αυτό τον τρόπο. Ο πατέρας της όλο και χειροτέρευε* όλη την ώρα ήτοον εντελώς απασχολημένη με την περιποίησή του* μ' αυτό τον τρόπο όμα>ς τα μέσα συντήρησής τους μειώθηκαν* και ύστερα από δέκα μήνες ο πατέρας της πέθανε μέσα στην αγκαλιά της, αφήνοντάς την ορφοονή και πάμτττωχη, σχεδόν ζητιάνα. Αυτό το τελευταίο χτύττημα τη συνέτριψε εντελώς* και ότ(χν ο πατέροις μου μττήκε στο δωμάτιο, τη βρήκε να είναι γονατισμένη μπροστά στο φέρετρο του Μπωφόρ και να κλαίει πικρά. Η άφιξη του πατέρα μου εκείνη την ώρα στάθηκε σαν ένοις προστατευτικός μανδύοις για τη φτωχιά κοπέλα, που εμπιστεύτηκε τον εαυτό της στη φροντίδα του* και ύστερα από την ταφή του φίλου του, την πήρε και την ττήγε στη Γενεύη όπου και την άφησε στις φροντίδες κάποιου συγγενή. Δυο χρόνια ύστερα απ' αυτό το περιστατικό, η Καρολάιν έγινε γυναίκα του. Η διαφορά ανάμεσα στην ηλικία των γονιών μου ήτ(χν αρκετά 56
σημαντική, μα αυτή η περιτττωση φάνηκε να τους φέρνει πιο κοντά και να τους ενώνει με δεσμούς μιας τρυφερής στοργής. Υττήρχε μια αίσθηση δικαιοσύνης στο έντιμο ττνεύμα του πατέρα μου που τον παρωθούσε να δίνει όλη του την αγάπη στα πρόσωπα που θα εκτιμούσε. Ίσως σε προηγούμενα χρόνια να είχε υποφέρει από την (χναξιοπιστια κάποιοις πολυαγαττημένης, που την ανακάλυψε πολύ αργότερα, γι' αυτό και ήταν προδιατεθειμένος να έχει σε μεγαλύτερη εκτίμηση τις πραγματικές αξίες. Η προσήλωση του στη μητέρα μου χαρακτηριζότ<χν από ευγνωμοσύνη και λατρεία, που διέφεραν εντελώς από τον ξετρελαμένο γεροντοέρωτα, γιατί εμττνέονταν από ευλάβεια για τις οφετές της και από μια επιθυμία να γίνουν, ως ένα σημείο, τα μέσα που θα την αποζημίωνοον για τις λύπες που είχε περάσει* αυτά δε τα αισθήματα τού έδινοςν ανείπωτη χάρη στη συμπεριφορά του απέναντί της. Το καθετί γινόταν για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της και την άνεσή της. Όπως ένοος κηπουρός προστατεύει ένα σπάνιο, εξωτικό λουλούδι από κάθε απότομο και τραχύ άνεμο έτσι κι αυτός προσπαθούσε να την προστατεύει και να την περιβάλλει με καθετί που θα μπορούσε να προκαλέσει μια ευχάριστη συγκίνηση στο ευγενικό και καλοπροαίρετο ττνεύμα της. Η υγεία της, κι ακόμα η ηρεμία του αποφασιστικού ίσαμε τώρα μυαλού της, είχαν κλονιστεί από όσα είχε περάσει. Στα δυο χρόνια που είχαν μεσολαβήσει πριν από το γάμο τους, ο πατέρας μου είχε σιγά-σιγά παραιτηθεί απ' όλα τα δημόσια λειτουργήματά του* και αμέσως ύστερα από την ένωσή τους, σαν τονωτικό για τον αδύναμο οργανισμό της, αοναζήτησαν το ευχάριστο κλίμα της Iταcλίαcς και την αλλαγή του περιβάλλοντος και των εντυπώσεων που συνοδεύουν μια περιοδεία μέσα από κείνη τη θαυμάσια χώρα. Τστερα από την Ιταλία επισκέφθηκαν τη Γερμανία και τη Γαλλία. Εγώ, το πρώτο τους παιδί, γεννήθηκα στη Νάπολη και παρ' όλη τη βρεφική μου ηλικία με είχαν πάντα μαζί τους στις περιπλαονησεις τους. Επί πολλά χρόνια ήμουν το μοναδικό τους παιδί. Όσο κι acv λάτρευαν ο έvαcς τον ά>Λο, μολαταύτα παρουσιάζονταΰν να αοντλούν από μια πραγματική ττηγή αογάπης ανεξάντλητα αποθέματα στοργής για να τα εναποθέσουν σε μένα. Τα τρυφερά χάδια της μητέραος μου και το αγαθό, πράο χαιμόγελο του πατέρα μου την ώρα που με κοιτούσε είναι τα πρώτα που θυμάμαι. Ήμουν το παιχνίδι τους και η λατρεία τους και κάτι καλύ57
τερο —^ήμουν το παιδί τους, το αθώο και ανυπεράσπιστο πλάσμα που τους χάρισοον οι Ουροονοί για να το μεγαλώσουν πρόσφορα και που η μελλοντική του τύχη ήτοον οπτα χέρια τους για να την κατευθύνουν είτε στην ευτυχία είτε στη δυστυχία, (χνάλογα με το πώς θα εκτελούσαν τα χρέη τους απέν(χντί μου. Στη βαθιά συναίσθηση για το τι όφειλαν στψ ύπαρξη στην οποία έδωσαν ζωή, πρέπει να προστεθεί το δριχστήριο τυνεύμα της τρυφερότητας που εμψύχωνε και τους δύο, και τότε μπορεί κανείς να φ(χνταστεί πως σε κάθε στιγμή της παιδικής μου ηλικίας έπαιρνα ένα μάθημα υπομονής, φιλοονθρωπίοις και αυτοελέγχου* ήταν σ(χν να καθοδηγόμουν από μια αόρατη μεταξωτή κλωστή και όλα μου φαίνοντοον σ(χν μια σειρά από διασκέδαση. Επί πολύ καιρό ήμουν η μονοιδική τους φροντίδα. Η μητέρα μου είχε μεγάλη επιθυμία να αποκτήσει μια κόρη, μα εγώ συνέχισα να είμαι το μοναδικό τους παιδί. Όταν ήμουν πέντε χρονών, καθώς έκοονοον μια εκδρομή πέρα από τα σύνορα της Ιτοιλίοις, πέρασαν μια βδομάδα στις ακτές της λίμνης Κόμο. Η καλοπροαίρετη διάθεσή τους τους παρακινούσε συχνά να επισκέτιτονται τις κοΛύβες των φτωχών. Αυτό για τη μητέρα μου ήταν κάτι παραπάνω από χρέος* ήταν μια ανάγκη, ένα πάθος γι* αυτή να κάνει με τη σειρά της το φύλακα άγγελο στους συφοριασμένους, καθώς θυμόταν τι είχε υποφέρει και με ποιο τρόπο είχε ανακουφιστεί. Σ' έναν από τους περιπάτους τους μέσα στο κοίλωμια κάποκκς πεδιάδοις τράβηξε την προσοχή τους ένα (ρτωχοκάλυβο που βρισκόταν σε απερίγραπτη αθλιότητα ενώ την ίδια ώρα τα μισόγυμνα παιδιά που ήταν μαζεμένα γύρω του αποτελούσοον ατττό δείγμα μιας πενίοις από τις χειρότερες μορφές. Μια μέρα που ο πατέροις μου είχε πάει στο Μιλάνο, η μητέρα μου με ττήρε και τυήγαμε να επισκεφθούμε αυτή την τρώγλη. Βρήκε ένα χωρικό με τη γυναίκα του, ανθρώπους εξουθενωμένους από τη σ>Ληρή δουλειά και καμπουριασμένους από τα βάσανα, να μοιράζουν το λιγοστό φαγητό τους σε πέντε πεινασμένα μωρά. Ανάμεσά τους βρισκόταν ένα που άρεσε στη μητέρα μου περισσότερο από όλα τ' άλλα. Φαινόταν σαν από άλλο σόι. Τα τέσσερα άλλα ήταν μελαχρινά με μοούρα μάτια, μικρά ζωηρά αλητάκια* (χυτό το κοριτσάκι όμως ήτ(χν λετττό και πολύ όμορφο. Τα μαλλιά της ήτ(χν χρυσαφιά και παρ' όλη τη φτώχεια των ρούχων της λες και κάποιο στέμμα στα μχχΧΚιά της την έκοονε να ξεχωρίζει. Το μέ58
τωπό της ήτοον καθαρό και πλατύ, τα γοΛοονά της μάτια ανέφελα και τα χείλη της κι όλο το πρόσωπό της χαρακτηρίζονταν από τόσο εκφραστική ευαισθησία και γλυκύτητα, που κανένοις δε θα μπορούσε να την αντικρίσει χωρίς να δει σ' αυτήν κάτι το ξεχωριστό* μια ύπαρξη σταλμένη από τον ουροονό που όλα της τα χοφακτηριστικά είχαν την ουράνια σφραγίδα. Η χωριάτισσα, βλέποντοος πως η μητέρα μου είχε στυλώσει τα μάτια της πάνω σ' αυτή την ωραία κοπελίτσα όλο απορία και θαυμασμό, πρόθυμα αφηγήθηκε την ιστορία της. Δεν ήταν δικό της παιδί, μα κόρη ενός Μιλανέζου αριστοκράτη. Η μάνα της ήταν Γερμανίδα και είχε πεθάνει στη γέννα της. Το μωρό δόθηκε σ' αυτούς τους κοιλούς ανθρώπους για να το φροντίσουν η κατάστασή τους ήτίχν καλύτερη τότε. Δεν ήτοςν πολύ καιρό παντρεμένοι, όταν γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί. Ο πατέροις της μικρής ήταν ένοις από εκείνους τους Ιταλούς που μεγάλωσαν με την (χνάμνηση της (χρχαί(χς δόξ(χς της Ιταλί(χς —έν(χς ανάμεσα στους schiavi ognor frementi, που προσπάθησε να πετύχει την ελευθερία της χώρ(χς του. Έπεσε θύμα της αδυναμί(χς του. Αν είχε πεθάνει ή (χν ακόμα σάπιζε στα μπουντρούμια της Αυστρί(χς, κανείς δεν ήξερε. Η περιουσία του δημεύθηκε και το κορίτσι του ορφάνεψε και κατάντησε χειρότερα κι από ζητιάνα. Συνέχισε όμως να ζει με τους θετούς γονείς της και ν' ανθίζει μέσα στην τραχιά παράγκα και να γίνεται ένα όμορφο τριαντάφυλλο ανάμεσα σε σκοτεινόχρωμα φύλλα βάτων. Όταν ο πατέρ(χς μου γύρισε από το Μιλάνο, με βρήκε στο χολ της έπαυλής μοος να παίζω μ' ένα παιδί που ήταν πιο όμορφο κι από ζωγραφιστό χερουβείμ —ένα πλάσμα που φάνηκε να σκορπίζει λάμψη από τα μάτια του και που το σχήμα κι οι κινήσεις του ήταν πιο ελαφρά κι από του αγριοκάτσικου στους λόφους. Γρήγορα του δόθηκαν εξηγήσεις γι' αυτή την οπτασία. Με την άδειά του η μητέρα μου έπεισε τους αγαθούς προστάτες του κοριτσιού να το δώσουν σ' αυτή. Οι πονόψυχοι χωριάτες είχοον αγαττήσει πολύ το κακόμοιρο ορφανό, Η παρουσία του έμοιαζε γι' αυτούς με ευλογία* μα πάλι από την άλλη μεριά θα ήταν άδικο για το κοριτσάκι να το κρατήσουν στη φτώχεια και στην ένδεια, τη στιγμή που η Πρόνοια του προσέφερε τέτοια ισχυρή προστασία. Οι κοΛοί και τίμιοι χωρικοί τυήγαν να πάρουν συμβουλές από τον παπά του χωριού τους και το αποτέλεσμα ήταν πως η Ελί59
ζαμπεθ Λαβέντζα έγινε η συγκάτοικος του σπιτιού των γονιών μου* έγινε κάτι παραπάνω από (χδελφή μου* έγινε η όμορφη και λατρεμένη συντρόφισσα όλων μου των παιχνιδιών και των τέρψεων. Όλοι αγαπούσαν την Ελίζαμπεθ. Εγώ γέμιζα με υπερηφάνεια και ευχοφίστηση, όταν έβλεπα τη θερμή και σχεδόν ευλ(χβική .στοργή που όλοι της έδειχναν. Το προηγούμενο βράδυ πριν από τον ερχομό της στο σπίτι, η μητέρα μου είπε χαριτολογώντοος: «Έχω ένα όμορφο δώρο για τον Βίκτορ μου* αύριο θα το έχει». Και όταν την άλλη μέρα μου ποφουσίασε την Ελίζαμπεθ σαν το δώρο που μου είχε υποσχεθεί, εγώ, με παιδική αφέλεια, ττήρα τα λόγια της κατά γράμμα και θεώρησα την Ελίζαμπεθ ως δική μου —^κάτι δικό μου που έπρεπε να το προστατεύω, να το αγαπάω και να το φροντίζω. Όλα τα εγκώμια που λέγονταν γι' αυτή τα θεωρούσα πως λέγονταν για κάτι ολότελα δικό μου. Μεταξύ μοος φώναζε ο ένοος τον άλλο ξάδελφο. Καμιά λέξη κι ούτε καμιά έκφραση μπορούσε ν' αποδώσει το είδος της σχέσης και το τι σήμαινε αυτή για μένα* αυτή που ήταν κάτι περισσότερο από (χδελφή μου, που ίσίχμε το θάνατο θα ποφέμενε μονάχα δική μου.
60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΕΓΑΛΩΝΑΜΕ μαζί* είχαμε δεν είχαμε ένα χρόνο διαφορά.
ΜΔε χρειάζεται να πω πως ανάμεσά μ(χς δε χωρούσε οποια-
δήποτε διάσταση ή τσακωμός. Η αρμονία ήτ(χν η ψυχή της συντροφικότητάς μας και η ποικιλία και η αντίθεση που υττήρχε στους χαρακτήρες μ(χς μάς έφερνίχν ακόμα πιο κοντά τον ένα στον άλλο. Η Ελίζαμπεθ είχε έναν πιο ήρεμο και πιο συγκροτημένο χοφακτήρα· εγώ όμως, μ' όλη τη φλόγα του νεανικού ενθουσιασμού μου, είχα μια πιο έντονη κλίση στην πρακτική εφαρμογή και ήμουν πιο διψασμένος για γνώση. Εκείνη περνούσε τον καιρό της με τις αιθέριες δημιουργίες των ποιητών και στα μεγαλοπρεττή και θαυμαστά τοπία που περιτριγύριζαν το σπίτι μκχς στην Ελβετία —^στα μεγαλειώδη σχήματα των βουνών στις αλλαγές των εποχών στην καταιγίδα και την ηρεμία* στη σιωτυή του χειμώνα και στη ζωή και την αναταραχή των (χλπικών μοος καλοκαιριών— έβρισκε ένα πλατύ πανόραμα που τη γέμιζε με θαυμασμό και ευχαρίστηση. Την ώρα όμως που η ρεμβώδης συντρόφισσά μου έμενε ικανοποιημένη από τις μεγαλειώδεις εξωτερικές εμφανίσεις των πραγμάτων, εμένα μου άρεσε να μελετώ τις αιτίες τους. Ο κόσμος για μένα ήταν ένα μυστικό που φλεγόμουν ν' αποκαλύψω. Η περιέργεια, η ολόψυχη έρευνα για να μάθω τους κρυμμένους νόμους της φύσης, η χαρά που έφτανε σχεδόν την έκσταση τη στιγμή που οι φυσικοί νόμοι αποκαλύπτονταν μπροστά μου, είναι από τις πρώτες εντυπώσεις της εποχής εκείνης που μπορώ να θυμηθώ. Με τη γέννηση του δεύτερου γιου, κατά εφτά χρόνια μικρότερού μου, οι γονείς μου σταμάτησαν εντελώς τις περιηγήσεις και εγκαταστάθηκαν στη γενέτειρά τους. Είχαμε ένα σπίτι στη Γενεύη και ένα campagne στο Μπελρίβ, που βρισκόταν στην ανατολική ακτή της λίμνης και σε μια απόσταση από την πόλη που ήταν κάτι παραπάνω από μια λεύγα. Τον πιο πολύ καιρό τον 61
περνούσαμε στο εξοχικό μχκς και η κοινωνική ζωή των γονιών μου ήταν οφκετά περιορισμένη. Μα και η δική μου ιδιοσυγκρασία μ' έκανε να αποφεύγω το πλήθος και να δένομαι στενά μονο^α με λίγους. Γι' αυτό γενικά (χδιαφορούσα για τους συμμαθητές μου* με έν<χν όμως απ' αυτούς ενώθηκα με τους δεσμούς της πιο στενής φιλίας. Ο Χένρυ Κλερβάλ ήταν γιος ενός εμπόρου της Γενεύης. Ήταν ένα αγόρι με μον(χδικό ταλέντο και μεγάλη φαντασία. Ήταν θαρραλέος, του άρεσαν οι δυσκολίες και αγαπούσε ακόμα και τον κίνδυνο. Είχε δκχβάσει αρκετά ρομάντζα και πολλά ιτπΓοτικά μυθιστορήματα. Έφτιαχνε ηρωικά τραγούδια και άρχισε να γράφει διηγήματα για μαγείες και ιττποτικές περιπέτειες. Προσπάθησε να μας βάλει να παίξουμε θεατρικά έργα και να μοις κάνει μασκαράτες όπου τα κύρια πρόσωπα ήτ(χν παρμένα από τους ήρωες του Ρόνσβαλ, της Στρογγυλής Τραπέζης του Βασιλιά Αρθούρου και από τη σειρά των ιπποτών που έχυσίχν το αίμα τους για να απελευθερώσουν τον άγιο τάφο από τα χέρια των απίστων. Κανένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δεν πέρασε μια πιο χοφούμενη και πιο ευτυχισμένη παιδική ηλικία από μένα. Οι γονείς μου κατέχοντοον από ένα ττνεύμα καλοσύνης και επιείκειας. Νιώθαμε πως δεν ήτ(χν οι τύραννοι που ήθελαν να χοφάξουν την τύχη μας σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες τους, μα πίος ήταν οι μεσίτες και οι δημιουργοί όλων αυτών των χοφούμενων στιγμών που απολαμβάν(χμε. Όταν ερχόμουν σ' επαφή με άλλες οικογένειες, τότε κατοΛάβαινα με τον πιο καθοφό τρόπο πόσο ιδιαίτερα τυχερός ήμουν κι αυτό μεγάλωνε την ευγνωμοσύνη προς τους γονείς μου για την αγάττη που 'δειχναν στο γιο τους. Μερικές φορές η ψυχική μου διάθεση ήτιχν βίαιη και τα πάθη μου ορμητικά* μα από κάποια ιδιότητα της ιδιοσυγκρασί(χς μου στρέφονταν όχι προς κάποιες παιδικές επιδιώξεις μα σε μια παθιασμένη επιθυμία να μάθω*- η τάση μου αυτή δεν ήταν να μάθω όλα τα πράγματα χωρίς να κάνω διάκριση. Ομολογώ πο>ς ούτε η δομή των γλωσσών, ούτε ο κώδικας των κυβερνήσεων, ούτε οι πολιτικές των διαφόρων κρατών είχαν κοομιά έλξη για μένα. Τα μυστικά του ουρανού και της γης ήταν που επιθυμούσα να μάθω* και είτε ήταν η εξωτερική ουσία των προογμάτων, είτε το εσώτερο τυνεύμα της φύσης και η μυστηριώδης ψυχή του ανθρώπου που με απασχολούσαν, οι έρευνές μου 62
αμετακίνητα κατευθύνονταν προς τη μεταφυσική ή, με την πιο υψηλή της έννοια, προς τα φυσικά μυστικά τούτου του κόσμου. Στο μεταξύ ο Κλερβάλ ήταν καταπιασμένος με την ηθική σχέση των πραγμάτων. Τα θέματα που τον αποίσχολούσαν ήτοον το δραστήριο στάδιο της ζωής, οι αρετές των ηρώων και οι ενέργειες των ανθρώπων και οι ελπίδες του και τα όνειρά του ήταν να γίνει ένας από κείνους που τα ονόματά τους αναφέρονται στα διηγήματα ως γενναίων και περιπετειωδών ευεργετών της (χνθρωπότητοις. Η αγνή ψυχή της Ελίζαμπεθ λαμποκοπούσε ϋτο ειρηνικό μας σπίτι σαν καντήλι μπροστά σε ιερό βωμό. Η συμπόνια της μ(χς παραστεκόταν* το χαμόγελό της, η απαλή φωνή της, το γλυκό βλέμμα των ουράνιων ματιών της μοις παρακολουθούσε πάντα για να μ(χς ευλογεί και να μοις εμψυχώνει. Ήταν το ζωντανό ττνεύμα της αγάττης που ο προορισμός του ήτιχν να απαλύνει και να θέλγει* μπορεί στο γραφείο μου να ήμουν βαρύθυμος, απότομος από την παθιασμένη μου φύση, μα σε τέτοιες σΐιγμές πάντα ήταν εκεί κοντά μου για να με συνεφέρνει και να με κάνει να παίρνω κάτι από τη δική της (χβρότητα. Και ο Κλερβάλ; Μπορούσε ποτέ κάτι το σαθρό να παροφιάσει το ευγενικό ττνεύμα του Κλερβάλ; Κι όμως θα μπορούσε να μην ήταν τόσο τέλεια φιλάνθρωπος, τόσο προσεκτικός στη γενναιότητά του, τόσο γεμάτος με κοιλοσύνη και τρυφερότητα μέσα στο πάθος του για περιπετειώδη ανδραγαθήματα, αν εκείνη δεν του αποκάλυπτε την πραγματική ομορφιά της ευεργεσίας κι αν δεν τον έκ^κνε να καταλάβει πως η αγαθοεργία είναι ο στόχος και ο τελικός σκοπός της μεγαλόττνευστης φιλοδοξίας του. Νιώθω εξαιρετική ευχαρίστηση όσο θυμάμαι την παιδική ηλικία, πριν η ατυχία εττηρεάσει το μυαλό μου και μετοιβάλει τα λαμπρά οράματά του για πλατιά κοινωνική ωφέλεια σε μελαγχολικούς και στενόκαρδους λογισμούς για τον εαυτό του. Παράλληλα, περιγράφοντας την εικόνα των νεανικών μου χρόνων, καταγράφω επίσης κι εκείνα τα γεγονότα που με ανεπαίσθητα βήματα με οδήγησαν στην κατοπινή μου άθλια κατάστοιση* γιατί αν θα έπρεπε να ανιστορήσω στον εαυτό μου τη γέννηση εκείνου του πάθους, που ύστερα διακυβέρνησε το πεπρωμένο μου, θα το έβρισκα να ττηγάζει, σιχν βουνήσιο ποτάμι, από κάποιες ασήμ(χντες 63
και σχεδόν ξεχασμένες ττηγές- μα φουσκώνοντας καθώς προχωρούσε, έγινε χείμαρρος που στη δκχδρομή του σάρωσε όλες μου τις ελπίδες και τις χαρές. Η φυσική είναι ο κακός δαίμονας που ρύθμισε τη μοίρα μου* γι' αυτό σ' αυτή τη διήγηση θέλω να δηλώσω εκείνα τα γεγονότα που με οδήγησαν να προτιμήσω αυτή την επιστήμη. 'Οταν ήμουν δεκατριών χρονών, ττήγαμε να ξεσκάσουμε λίγο στα λουτρά που βρίσκονται κοντά στο Θονόν η κ<χκοκαιρία μας (χνάγκασε να μείνουμε κλεισμένοι στο πανδοχείο μια ολόκληρη μέρα. Σ* αυτό τον ξενώνα έτυχε να βρω έναν τόμο με τις μελέτες του Κορνήλιου Αγρίττπα^ Τον άνοιξα με (χδιαφορία· η θεωρία που επιχειρούσε να προβάλει και τα θαυμάσια γεγονότα που διηγόταν, γρήγορα το αίσθημα της αδιαφορίας το μετάλλαξαν σε ε^ουσιασμό. Ένα καινούργιο φως φάνηκε να καταυγάζει το μυαλό μου* και ολοχαρος τιήγα στον πατέρα μου και του είπα για την (χνακάλυψή μου. Ο πατέρας μου έριξε μια γρήγορη ματιά στο εξώφυλλο του βιβλίου και είπε: ((Α! Ο Κορνήλιος Αγρίττποος! Αγατυημένε μου, Βίκτορ, μη χάνεις τον καιρό σου μ' αυτά* είναι άχρηστα σκουπίδια!» Αν, αντί γι' αυτό το σχόλιο, ο πατέρ<χς μου είχε κάνει τον κόπο να μου εξηγήσει πως οι οφχές του Αγρίττπα είχαν εντελώς ανατραπεί και ότι άλλα πιο σύγχρονα επιστημονικά συστήματα είχοον εμφανιστεί, που οι οφχές τους είχοον μεγαλύτερη επιστημονικότητα από του Αγρίττπα, που διέπονταν από χιμαιρικότητα ενώ οι πιο σύγχρονες είχοον αρχές πραγματικές και πρακτικές* αν, λοιπόν, ο πατέροις μου μου τα εξηγούσε όλα αυτά, τότε ασφαλώς θα 'βαζα στην άκρη τον Αγρίππα και θα ικανοποιούσα τη φαντασία μου, ζεσταμένη όπως ήτοεν, με τη φλογερή επιστροφή μου στις προηγούμενες μελέτες μου. Είναι ακόμα πιθανό πως η σειρά των ιδεών μου μπορεί να μην είχε πάρει ποτέ αυτή τη μοιραία ώθηση που με οδήγησε στην καταστροφή μου. Μα η βιαστική ματιά που έριξε ο πατέροος μου πάνω στο βιβλίο δε με έπεισε με κοενένα τρόπο πως ήξερε το περιεχόμενό του* γι' αυτό κι εγώ συνέχισα να το δκχβάζω με ακόμα πιο μεγάλη απληστία. Ότοςν γύρισα σπίτι, η πρώτη μου δουλειά ήταν να προμηθευτώ ολόκληρο το έργο αυτού του συγγραφέα και ύστερα ττήρα του ,-.-,
,,
' Γερμανίς ιατροφιλ^οφος (1486-1533). (Σ.τ.Μ.).
64
^
.-
-·„Γ - - Ι Τ -
--
.---τ-
Παράκελσου^ και του Αλβέρτου ΜάγκνουςΙ Με μεγάλη απόλαυση διάβασα και μελέτησα τις αυθαίρετες υποθέσεις αυτών των συγγραφέων* μου φαίνονταν σαν θησαυροί που εκτός από μένα ήτοον γνωστοί μονάχα σε πολύ λίγους. Έχω περιγράψει τον εαυτό μου ως διαποτισμένο πάντα από τη φλογερή επιθυμία να διεισδύει στα μυστικά της φύσης. Παρ' όλη την εντατική εργασία και τις θαυμάσιες ανακαλύψεις που είχαν κάνει οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, εγώ ποτέ δεν έμεινα ικανοποιημένος από τις ^^ελέτες μου. Λένε πως ο Ισ(χάκ Νεύτων εξομολογήθηκε κάποτε πως ένιωθε σαν παιδί που μαζεύει κοχύλια πλάι στον τεράστιο και (χνεξερεύνητο ωκεανό της αλήθεκχς. Ακόμα κι οι διάδοχοί του σε κάθε κλάδο της φυσικής που γνώριζα κοιλά το έργο τους, φαίνοντοον, ακόμα και στην παιδική μου αντίληψη, σοον αρχάριοι ταγμένοι στην επιδίωξη του ίδιου σκοπού. Ο αγράμματος χωρικός έβλεπε τα φυσικά στοιχεία γύρω του και ήξερε τις πρακτικές τους χρήσεις. Ο φιλόσοφος που ήταν πιο κοίλλιεργημένος τυνευματικά γνώριζε κάτι παραπάνω. Είχε αποκαλύψει μερικώς το πρόσωπο της Φύσης, μα τα αθάνατα χοιρακτηριστικά της αποτελούσαν γι' οωτόν μια απορία κι ένα μυστήριο. Μπορεί να εξέταζε με προσοχή, να ανέλυε και να έδινε ονόματα σε πράγματα· μα δεν μπορούσε να μιλήσει για μια τελική αιτία, για αιτίες που στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες τάξεις τους του ήταν ολότελα άγνωστες. Είχα αρχίσει να ρίχνω την ερευνητική μου ματιά στα τείχη και στα εμπόδια που φαίνοντοον να κρατούν τους (χνθρώπους έξω από το κάστρο της φύσης και από απερισκεψία και άγνοια είχα οογίχνοοκτήσει. Μα να, που υττήρχαν βιβλία, και να, που υττήρχαν άνθρωποι που είχιχν εισχωρήσει πιο βαθιά και ήξερίχν περισσότερα από μένα. Αποδέχτηκα όλα όσα διαβεβαίωναν και έγινα μαθητής τους. Μπορεί να φοΰνεί πιχράξενο που κάτι τέτοιο παρουσιάστηκε στο δέκατο όγδοο αιώνα' μα όσο παρακολουθούσα τα κανονικά μαθήματα στα σχολεία της Γενεύης, παράλληλα κι ως ένα μεγάλο βαθμό, έκανα προσωπικές μελέτες κι ήμουν έτσι ένας αυτοδίδακτος όσον αφορά τις σπουδές που με ενδιέφεροον. Ο πατέρας μου δεν ήταν επιστήμονας και έτσι μου έμενε να αγωνιστώ με μια ^ Ελβετός ιατροφιλόσοφος και αλχημιστής (1493-1541). (Σ.τ.Μ.). ^ Ιταλός φιλόσοφος, μο^ματικός καθώς και γιατρός (1193-1280). (Σ.τ.Μ,).
65
παιδική οοντίληψη, υποστηριζόμενη από τη δίψα για γνώση ενός σπουδαστή. Κάτω από την καθοδήγηση των νέων μου δασκάλων, άρχισα με μεγάλη προσήλωση να αναζητώ τη φιλοσοφική λίθο και, το ελιξήριο της ζωής* αυτό δε το τελευταίο γρήγορα πέτυχε να με απορροφήσει εντελώς. Ο πλούτος ήταν κατώτερη επιδίωξη για μένα* μα τι δόξα θα ακολουθούσε την ανίχκάλυψη, αν μπορούσα να εξαλείψω την αρρώστια από το ανθρώπινο σώμα και να κάνω τον άνθρωπο άτρωτο από ο,τιδήποτε εκτός από το βίαιο θάνατο! Αυτά δεν ήταν όμως τα μοναδικά μου οράματα. Η επικουρική συνδρομή των φοοντασμάτων ή των δαιμόνων ήταν μια υπόσχεση που αφειδώς μου προσέφεραν οι (χγαττημένοι μου συγγραφείς και που την εκπλήρωσή της αναζητούσα με πάθος* κι όπως τα μαγικά μου ήταν πάντα αποτυχημένα, εγώ αυτή την αποτυχία την έριχνα περισσότερο σε δικό μου λάθος και στην απειρία μου παρά στψ έλλειψη ικανότητας ή στις ανακριβείς θέσεις των εκπαιδευτών μου. Και έτσι επί ένα διάστημα ήμουν απασχολημένος με συστήματα που είχαν απορριφθεί, ανακατεύοντας, με την απειρία μου, χίλιες οοντιφατικές θεωρίες και παρ<χδέρνοντ(χς απελπισμένα σ' ένα τέλμα από ποικιλόμορφη γνώση, καθώς καθοδηγόμουν από μια φλογερή φαντασία κι από την παιδική μου λογική* ώσπου ένα τυχαίο περιστατικό άλλαξε και πάλι τη ροή των ιδεών μου. Όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών περίπου, μέναμε στο σπίτι που ήταν κοντά στο Μπελρίβ. Κάποια μέρα έπιασε μια φοβερή και τρομερή καταιγίδα. Όρμησε πάνω. από τα βουνά του Ζυρά και αμέσως οι βροντές και οι κεραυνοί ξέσπασαν με φοβερό πάταγο από όλα τα σημεία του ουρανού. Όσο κράτησε η θύελλα, έμεινα και παρακολούθησα με περιέργεια και απόλαυση την εξέλιξή της. Καθώς στεκόμουν στην πόρτα, είδα ξαφνικά από μια γέρικη και όμορφη δρυ, που βρισκότοον καμιά εικοσαριά γιάρδες μοοκριά από το σπίτι μ(χς, να ξεχύνεται ένοις ποταμός από φωτιά* και μόλις η εκτυφλωτική λάμψη στοιμάτησε, η δρυς είχε εξαφανιστεί και στη θέση της δεν έμενε τίποτα άΧΚο παρά ένα καμένο κούτσουρο. Και όταν το άλλο πρωί ττήγαμε κοντά του, βρήκαμε το δέντρο να είναι θρυμματισμένο μ' ένα μονοιδικό τρόπο. Δεν ήταν τσακισμένο από το χτύπημα παρά είχε διαλυθεί σε λεπτές ξύλινες λουρίδες. Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι τόσο ολότελα κατεστραμμένο. 66
Πριν απ' αυτό δεν ήξερα πολλά πράγματα σχετικά με τους σαφείς νόμους του ηλεκτρισμού. Εκείνο τον καιρό έμενε μαζί μοος ένας μεγάλος ερευνητής της φυσικής, που παίρνοντας αφορμή από αυτή την καταστροφή, άρχισε με μεγάλο ενθουσιασμό να εξηγεί μια θεωρία που είχε αναπτύξει πάνω στο θέμα του ηλεκτρισμού και του γοΛβανισμού. Για μένα από την πρώτη στιγμή όλες αυτές οι απόψεις του ήταν κάτι το καινούργιο και το συναρπαστικό. Όλα όσα είπε παραμέριζαν εντελώς τον Κορνήλιο Αγρίττπα, τον Αλβέρτο Μάγκνους και τον Παράκελσο, τους κύριους που κατηύθυναν τη φαντασία μου* όμως από κάτι το μοιραίο ο παραμερισμός αυτών των ανθρώπων μου 'κοψε τη διάθεση να συνεχίσω τις συνηθισμένες μου μελέτες. Μου φάνηκε πως δε θα μπορούσα να μάθω τίποτα ποτέ. Όλα αυτά που τόσο καιρό με είχαν απορροφήσει ξαφνικά μου φάνηκαν ευτελή. Από μια από εκείνες τις ιδιοτροπίες του μυαλού, που εττηρεαζόμαστε πιο πολύ όταν είμαστε νέοι, εγώ μεμιάς παράτησα όλες τις προηγού^ μενες απασχολήσεις μου* κατέταξα τη φυσική ιστορία και όλα τα παράγωγά της σαν μια παραμορφωμένη και εξαμβλωτική δημιουργία* και ένιωσα μεγάλη περιφρόνηση για μια τάχα επιστήμη, που δε θα μπορούσε ποτέ να διαβεί το σκοΛοπάτι της πραγματικής γνώσης. Μέσα σ' αυτή την πιεστική ψυχολογική κατάσταση που βρέθηκα, βρήκα διέξοδο στα μαθηματικά και στους κλάδους που σχετίζονται μ' αυτή την επιστήμη καθώς είναι βασισμένη πάνω σε σταθερά θεμέλια κι επομένως άξιζε να αφοσιωθώ σ' αυτή. Έτσι παράξενα είναι φτιαγμένες οι ψυχές μας και από κάτι τέτοιους λεπτούς κρίκους εξο^ρτάται η ευτυχία ή η καταστροφή μ(χς. Όταν κοιτάζω πίσω τα γεγονότα της ζωής μου, μου φαίνεται πως αυτή η σχεδόν ως από θαύμα (χλλαγή της κλίσης μου και της θέλησής μου να ήταν η άμεση υπόδειξη του φύλακα άγγελου της ζωής μου —η τελευταία προσπάθεια που έγινε από το ττνεύμα της συντήρησης να αποκρούσει τη θύελλα που επικρεμόταν τότε από τα αστέρια και ήταν έτοιμη να με περιτυλίξει. Η νίκη του αναγγέλθηκε από μια ασυνήθιστη ηρεμία και χαρά της ψυχής που ένιωσα ύστερα από την εγκατάλειψη των παλιών και τώρα τελευταία πολύ βασανιστικών μελετών μου. Έτσι ήταν που διδάχτηκα να συσχετίζω το κίχκό με τη συνέχιση των μελετών μου και την ευτυχία με την περιφρόνηση των σπουδών μου. 67
Ήταν μια γερή προσπάθεια του ττνεύματος του καλού* μα δεν είχε yjyNhoi αποτέλεσμα. Το πεπρωμένο ήτοον πολύ δυνατό και οι (χμετάβλητοι νόμοι του είχαν ήδη θεσπίσει την ολοκληρωτική και φοβερή καταστροφή μου.
68
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III δεκοοεφτά χρονών, οι γονείς μου αποφάσισαν να Ο με στείλουν να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο του Ίνγκολσταντ. Ίσαμε τότε είχα παρακολουθήσει τα κανονικά μαθήματα ΤΑΝ ΕΓΙΝΑ
των σχολείων της Γενεύης* ο πατέροίς όμως για τη συμπλήρωση της εκπαίδευσής μου θεώρησε απαραίτητο ότι έπρεπε να γνωρίσω τα ήθη κι άλλων τόπων εκτός από του δικού μου. Γι' αυτό η αναχώρησή μου είχε κανονιστεί από καιρό* πριν όμως φτάσει η ορισμένη μέρα του ξενιτεμού μου, συνέβη η πρώτη ατυχία της ζωής μου -δηλαδή ένα προμήνυμα της μελλοντικής μου δυστυχίας. Η Ελίζαμπεθ έπαθε οστρακιά* η αρρώστια της ήταν σοβαρή και βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Σ' όλο τον καιρό της αρρώστκχς της, είχαμε κάνει επίμαχες συζητήσεις κοοι σθεναρές προσπάθειες για να πείσουμε τη μητέρα μου να στοίματήσει να βρίσκεται διαρκώς πάνω από το προσκέφοΛό της και να τη φροντίζει η ίδια. Στην αρχή είχε υποχωρήσει μπροστά στις ικεσίες μοςς* ότοον όμως άκουσε πως η ζωή της αγατυημένης της ήτίχν σε κίνδυνο, τότε πια έγινε ασυγκράτητη από την αγωνία της. Στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι της άρρωστης* οι άγρυττνες περιποιήσεις της χτύττησαν το κακό της αρρώστιας* η Ελίζαμπεθ σώθηκε, μα για την προστάτισσά της στάθηκαν μοιραίες οι συνέπειες της απερισκεψίίχς της. Την τρίτη μέρα η μητέρα μου αρρώστησε* ο ττυρετός της συνοδεύτηκε από τα πιο ανησυχητικά συμτττώματα και οι όψεις των γιατρών που την παρακολουθούσαν προμήνυαν τα χειρότερα. Στο επιθανάτιο κρεβάτι της αυτή τη θαυμάσια γυναίκα δεν την εγκατέλειψ(κν ούτε το ψυχικό της σθένος ούτε η καλοσύνη της. Πήρε τα χέρια της Ελίζοιμπεθ και τα ένωσε με τα δικά μου: «Παιδιά μου», είπε, «οι πιο ενδόμυχες ελπίδες μου για τη μελλοντική σ(χς ευτυχία στηρίζονταν στην προσδοκία της ένωσής σ(χς. Αυτή η αποοντοχή θα είναι τώρα η παρηγοριά του πατέρα σοος. Αγαττη69
μένη μου Ελίζαμπεθ, εσύ τώρα πρέπει να φροντίζεις τα μικρότερα παιδιά μου σαν να ήμουν εγώ. Αλίμονο! Λυπάμαι που φεύγω από κοντά σου* ευτυχισμένη και πολυαγαττημένη όπως ήμουν, δεν είναι σκληρό να σοις εγκαταλείψω όλους; Μα δε μου ταιριάζουν τέτοιες σκέψεις· θα προσπαθήσω να δεχτώ ήρεμα το θάνατο, τρέφοντ(χς την ελπίδα πως θα σ(χς συν(χντήσω σε κάποιο άλλο κόσμο». Πέθανε γαλήνια* και στην όψη της, ακόμα και πεθαμένη, ζωγραφιζότ(χν η αγάττη κι η στοργή. Δε χρειάζεται να περιγράψω τα αισθήματα εκείνων που οι πιο ακριβοί δεσμοί τους διαλύονται απ' αυτό το ανεπανόρθωτο κακό* το κενό που πλημμυρίζει την ψυχή τους· και την απελπισία που ζωγραφίζεται στα πρόσωπά τους. Παίρνει πολύ καιρό στο μυοΛό για να μπορέσει να πειστεί πως εκείνη, που τη βλέπαμε κάθε μέρα και που η ύπαρξή της φαινόταν να έχει γίνει μέρος από τη δική μ(χς, μπορεί να έχει φύγει για πάντα από κοντά μοις· πως η λαμπράδα κάποιων πολυαγαττημένων ματιών μπορεί να 'χει σβηστεί και πως ο ήχος μιας φωνής τόσο δικής και τόσο αγαττητής στ' αυτί μπορεί να 'χει σωπάσει και ποτέ πια να μην ξανακουστεί. Αυτά είναι τα αισθήματα των πρώτων ημερών όταν όμως το πέρασμα του καιρού επιβεβαιώνει το κακό που έγινε, τότε και μόνο τότε αρχίζει η πίκρα του πραγματικού πόνου. Άλλωστε κι από ποιον αυτό το βίαιο χέρι δεν έχει δκχλύσει κάποιο πολύτιμο δεσμό; Και γιατί θα έπρεπε να περιγράψω μια θλίψη που όλοι έχουν αισθανθεί και πρέπει να αισθάνονται; Κι έρχεται στο τέλος καιρός που η λύτητ) είναι μάλλον κάποια συνήθεια παρά ανάγκη* και το χαμόγελο που γράφεται πάνω στα χείλη, αν και μπορεί να θεωρηθεί ιεροσυλία, μολοντούτο δεν εξαφοίνίζεται. Η μητέρα μου ήταν νεκρή, μα εμείς είχαμε ακόμα υποχρεώσεις που έπρεπε να εκτελέσουμε* έπρεπε να συνεχίσουμε την πορεία μοις με τους υπόλοιπους και να μάθουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μοις τυχερούς όσο μ<χς έμενε (χκόμα κάποιος που ο άρπαγοις δεν είχε πιάσει. Η αναχώρησή μου για το Ίνγκολσταντ, που είχε αναβληθεί απ' αυτά τα γεγονότα, τώρα προσδιορίστηκε και πάλι. Από τον πατέρα μου κατάφερα και ττήρα αναβολή για μερικές εβδομάδες. Μου φάνηκε ιεροσυλία να φύγω τόσο γρήγορα από την ησυχία, όμοια με θάνατο, του πένθιμου σπιτιού και να τρέξω στο βουητό της ζωής. Αν και πρωτογνώριζα τη θλίψη, μολοντούτο δε με 70
αναστάτωσε. Μου ήταν όμως <χβάσταχτο να μη βλέπω τα πρόσωπα που μου εναπόμεναν μα πάνω απ' όλα εκείνο που μ' ενδιέφερε πιο πολύ ήταν να βεβαιωθώ πως η γλυκιά μου Ελίζαμπεθ ειχε κάπως παρηγορηθεί. Στην πραγματικότητα συγκάλυπτε τη θλίψη της κι έκανε τα πάντα για να μοις παρηγορήσει. Έβλεπε μετρημένα τη ζωή και τις υποχρεώσεις της τις δεχόταν με θάρρος και προθυμία. Χάρισε ολόψυχα τον εαυτό της σ' εκείνους που είχε μάθει να ονομάζει θείο της και ξαδέλφια της. Ποτέ δεν ήταν τόσο γοητευτική όσο εκείνο τον καιρό που έκανε προσπάθειες για να ξανανθίσει στα χείλη.της το λιόφωτο χαμόγελό της που 'θελε απλόχερα να το σκορπίσει πάνω μοις. Ακόμα και τη λύττη της παραμέρισε καθώς έκανε τα πάντα για να αλαφρώσει τη δική μας και να μας κάνει να ξεχάσουμε. Τελικά η μέρα της (χνοοχώρησής μου έφτασε. Ο Κλερβάλ το τελευταίο βράδυ το πέρασε μαζί μας. Είχε προσπαθήσει να πείσει τον πατέρα του να τον αφήσει να 'ρθει μαζί μου και να γραφτεί κι αυτός φοιτητής σε κάποια σχολή* μάταια όμως. Ο πατέροις του ήταν ένοις στενόμυαλος έμπορος, που υποψιάστηκε πως στις φιλοδοξίες του γιου του κρυβόταν η τεμπελιά και η καταστροφή. Ο Χένρυ το πήρε κατάκαρδα που στερήθηκε από μια πλατιά μόρφωση. Δεν είπε τίποτα* μα ότιχν μιλούσε, διάβαζα στο κοολοσυνάτο βλέμμα του και στην ξαναμμένη ματιά του μια συγκρατημένη μα και σταθερή απόφαση να μην (χλυσοδεθεί με τις μίζερες λετΓΓομέρειες του εμπορίου. Καθίσαμε ως αργά. Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε ο ένοις από τον άλλο ή να πείσουμε τον εαυτό μοις να πει τη λέξη «Γεια». Κι όμως ειπώθηκε* αποτραβηχτήκαμε με το πρόσχημα πως θέλαμε να (χναπαυθούμε κι ο καθένας μοος έβαζε με το νου του πως ο άλλος δεν του 'λεγε την αλήθεια. Έτσι την αυγή της άλλης μέρας, όταν κατέβηκα για να πάρω την άμαξα που θα μ' έπαιρνε μακριά, ήταν όλοι εκεί —ο πατέρας μου για να μου δώσει και πάλι την ευχή του, ο Κλερβάλ για να μου σφίξει ακόμα μια φορά το χέρι και η Ελίζαμπεθ για να ανανεώσει τις προτροπές της ότι θα 'πρεπε να γράφω συχνά και να χαρίσει τις τελευταίες γυναικείες περιποιήσεις της στο σύντροφο των παιχνιδιών της και κοΛό της φίλο. Ρίχτηκα βαριά στο κάθισμα που θα μ' έπαιρνε μακριά και 71
χάθηκα μέσα στις πιο μελαγχολικέις σκέψεις. Εγώ, που πάντα ήμουν περιτριγυρισμένος από δικά μου φιλικά πρόσωπα, που διαρκώς προσπαθούσαν να χαρίσουν το ένα στο άλλο ευχοφίστηση, τώρα ήμουν μόνος. Στο πανεπιστήμιο που τυήγαινα, θα έπρεπε να σχηματίσω τους δικούς μου φίλους και να γίνω ο προστάτης του εαυτού μου. Ίσαμε τότε η ζωή μου ήταν πολύ περιορισμένη και σπιτική· κι αυτό με είχε κάνει να αντιπαθώ αφόρητα τις νέες γνωριμίες. Αγαπούσα τ' αδέλφια μου, την Ελίζαμπεθ και τον Κλερβάλ* αυτοί ήταν «οι δικοί μου αγαττημένοι άνθρωποι»· πίστευα πως ήμουν εντελώς ακατάλληλος να κάνω παρέα με ξένους. Τέτοια σκεφτόμουν ότοον άρχισα το ταξίδι μου* όπως όμως προχωρούσα, η ψυχική μου διάθεση όλο και καλυτέρευε και οι ελπίδες μου ανατττερώνονταν. Η πιο μεγάλη μου επιθυμία ήταν να αποκτήσω γνώση. Και πολλές φορές, όταν ήμουν στο σπίτι, είχα σκεφτεί π(ύς θα ήτ(χν πάρα πολύ σκληρό να περάσω τα νε(χνικά μου χρόνια κλεισμένος σ' ένοον τόπο και ποθούσα να γνωρίσω τον κόσμο και να πάρω τη θέση μου ανάμεσα στις άλλες οονθρώπινες υπάρξεις. Τώρα οι επιθυμίες μου εκπληρώνονταν και θα ήταν πραγματικά (χνοησία να μετανιώσω. Σ' όλο το ταξίδι μου προς το Ίνγκολστίχντ, που και μακρύ ήταν και κουραστικό, είχα όλο το χρόνο δικό μου για τέτοιες και για πολλές άλλες σκέψεις. Τέλος αντίκρισα το ψηλό, άσπρο καμπίχναριό της πόλης. Βγήκα από τ' αμάξι και οδηγήθηκα στο μοναχικό μου διαμίρισμα για να περάσω το βράδυ όπως μου άρεσε καλύτερα. Το άλλο πρωί ποφέδωσα τα συστατικά μου γράμματα και επισκέφθηκα μερικούς από τους πιο σημαντικούς καθηγητές. Η ^yyi ~ή μά>λον η επιρροή του κακού, ο Άγγελος της Καταστροφής, που μ' όλη του τη δύνοιμη με είχε κυριεύσει από την ώρα που τόσο απρόθυμα έφυγα από το πατρικό μου σπίτι —με ττήγε πρώτα στον κ. Κρέμπε, καθ)ογητή της φυσικής. Ήταν ένας στυγνός άνθρωπος, μα πολύ μπασμένος στα μυστικά της επιστήμης του. Μου έκ(χνε πολλές ερωτήσεις όσον αφορά την ενημέρωση μου στους διάφορους κλάδους της επιστήμης που σχετίζονται με τη φυσική. Εγώ απάντησα αστόχαστα· και με σχεδόν περιφρονητικό ύφος (χνέφερα ως κύριους συγγραφείς που είχα μελετήσει τα ονόματα των αλχημιστών μου. Ο καθηγητής στύλωσε εξεταστικά τα μάτια του πάνω μου και είπε: «Μου λέτε δηλαδή 72
ότι σπατοΛήσατε τον καφό σοος μελετώντοος τέτοιες ανοησίες;» Απάντησα καταφατικά. «Κάθε λετυτό», συνέχισε με θέρμη ο κ. Κρέμπε, «κάθε στιγμή που αφιερώσατε σ' εκείνα τα βιβλία είναι πλήρως και ολοκληρωτικά χαμένος χρόνος. Φορτώσατε τη μνήμη σ(χς με άχρηστα ονόματα και με συστήματα που έχουν απορριφθεί. Για όνομα του Θεού! Σε ποιον ερημότοπο ζούσατε, όπου δε βρέθηκε κανένοις κοολόβουλος άνθρωπος να σοος πληροφορήσει πως αυτές οι φαντασιοπληξίες, που τόσο λαίμαργα ρουφήξατε, είναι χίλια χρόνια πίσω και τόσο σκουριασμένες όσο απαρχαιωμένες είναι; Σ' αυτό το φωτισμένο και επιστημονικό αιώνα το μόνο που δεν περίμενα ήταν να βρω ένα μαθητή του Αλβέρτου Μάγκνους και του Παράκελσου. Αγατυητέ μου, κύριε, τις μελέτες σας πρέπει να τις αρχίσετε εντελώς από την αρχή!» Και λέγοντ(χς αυτά, κάθισε κι έγραψε έναν κατάλογο με βιβλία που ασχολούντ(χν με τη φυσική και που ήθελε με κάθε τρόπο να τα προμηθευτώ' ύστερα μ' άφησε να φύγω, αφού προηγούμενα μου υπενθύμισε πως στις αρχές της επόμενης εβδομάδας σκόπευε να αρχίσει μια σειρά από διαλέξεις πάνω στις γενικές αρχές της φυσικής και ότι ο κ. Γουόλντμαν, συνάδελφος καθηγητής, θα έκοονε δκχλέξεις για τη χημεία εκείνες ακριβώς τις ημέρες που αυτός δε θα είχε μάθημα. Όταν γύρισα σπίτι, δεν ένιωθα απογοητευμένος γιατί έχω πει πως από καιρό τώρα εκείνους τους συγγρα(ρείς, που ο καθηγητής είχε κατακρίνει, εγώ τους θεωρούσα πια (χνώφελους* γύρισα λοιπόν, και δεν αισθανόμουν καμιά απολύτως τάση να ξοοναγυρίσω με οποιοδήποτε τρόπο σ' εκείνες τις μελέτες. Ο κ. Κρέμπε, ήταν ένιχς κοντόχοντρος άνθρωπος με τραχιά φωνή και απωθητική όψη* γι' αυτό, εξαιτί(χς της εξωτερικής εμφάνισής του, ο δάσκοΛος δε με είχε προδιαθέσει ευνο'ώώί για τις θεωρίες του. Ίσως, στα πρώτα μου νεοονικά χρόνια, μ* έναν μάλλον υπερτονισμένο φιλοσοφικό τρόπο, να έχω δώσει κάποιο απολογισμό για τα συμπεράσματα που είχα φθάσει όσον αφορά αυτές τις θεωρίες. Ως παιδί δεν ήμουν ευχοφιστημένος με τ' αποτελέσματα που υπόσχονταν οι σύγχρονοι καθηγητές της φυσικής. Με μπερδεμένες ιδέες, που δικαιολογούντ(χν από τη νεαρή μου ηλικία κι από την έλλειψη ενός δάσκαλου πάνω σ' αυτά τα πράγματα, είχα γυρίσει τα βήματα της γνώσης στα περασμένα μονοπάτια του χρόνου και είχα αντοΛλάξει τις ανακαλύψεις των τελευταίων αναζητήσεων με τα όνειρα 73
των ξεχασμένων αλχημιστών. Παράλληλα, είχα και κάποια περιφρόνηση σχετικά με τις χρήσεις της φυσικής. Ήταν κάτι το πολύ διαφορετικό, ότ(χν οι μεγάλοι δάσκαλοι της επιστήμης έψαχναν για την αθανασία και τη δύναμη* τέτοιες απόψεις, αν και μάταιες, ήταν μεγαλειώδεις· τώρα όμως η σκηνή άλλαξε. Η φιλοδοξία του ερευνητή φαίνεται να αυτοπεριορίζεται από την εκμηδένιση εκείνων των οραμάτων, όπου κυρίως πάνω τους είχε εδραιωθεί το ενδιαφέρον μου για την επιστήμη. Μου ζητιόταν να (χντίχλλάξω χίμαιρες που είχαν απεριόριστο μεγαλείο με πραγματικότητες που είχοον πολύ μικρή αξία. Τέτοια σκεπτόμουν στις πρώτες δυο ή τρεις ημέρες της διαμονής μου στο Ίνγκολσταντ, που πέρασαν κυρίως προσπαθώντοίς να γνωρίσω τις συνήθειες του τόπου και τους πιο επιφανείς κατοίκους στη νέα μου κατοικία. Καθώς όμως άρχισε η άλλη εβδομάδα, θυμήθηκα όσα μου είχε πει ο κ. Κρέμπε σχετικά με τις διαλέξεις. Αν και δεν είχα όρεξη να πάω και ν* ακούσω εκείνο το φαντασμένο <χνθρωπάκι να σκορπάει από το βήμα λόγια του (χέρα, μολοντούτο μου ξανάρθαν στο νου όλα όσα είπε για τον κ. Γουόλντμαν, που ποτέ δεν τον είχα δει, αφού ίσαμε τώρα έλειπε από την πόλη. Θες από περιέργεια, θες επειδή δεν είχα τι να κάνω, ττήγα στψ αίθουσα των διαλέξεων, όπου ύστερα από λίγο μπήκε και ο κ. Γουόλντμαν. Αυτός ο καθηγητής ήταν πολύ διαφορετικός από το συνάδελφό του. Ήταν πενήντα χρονών πάνω κάτω, μα το παρουσιαστικό του γενικά φανέρωνε μεγάλη καλοσύνη* λίγα γκρίζα μίχλλιά σκέπαζαν τους κροτάφους του, τα πίσω όμως ήτ(χν σχεδόν μαύρα. Το (χνάστημά του ήταν κοντό, μα αρκετά στητό* και η φωνή του ήταν η πιο γλυκιά που είχα (χκούσει ποτέ. Άρχισε τη διάλεξή του με μια ανακεφαλαίωση της ιστορίας της χημείας και των ποικίλων βελτιώσεων που έγιναν από διάφορους επιστήμονες, προφέροντ(χς με θέρμη τα ονόματα των πιο ξεχωριστών ερευνητών. Ύστερα έκανε μια γρήγορη επισκόττηση της τωρινής κατάστασης της επιστήμης και εξήγησε πολλούς από τους στοιχειώδεις όρους της. Έπειτα, αφού έκοονε μερικά προπαρασκευαστικά πειράματα, τερμάτισε τη διάλεξή του μ' ένα πανηγυρικό για τη σύγχρονη χημεία, που ποτέ δε θα ξεχάσω: «Οι παλιοί δάσκαλοι αυτής της επιστήμης», είπε, «υποσχέθηκαν τα (χδύνατα και δεν έκοονίχν τίποτα. Οι σύγχρονοι δάσκαλοι 74
υπόσχονται πάρα πολύ λίγα* ξέρουν πως τα μέτιχλλα δεν μπορούν να μετατραπούν και ότι το ελιξήριο της ζωής είναι μια χίμαιρα. Αυτοί όμως οι φιλόσοφοι, που τα χέρια τους φαίνονται να είναι πασαλειμμένα με βρωμιά και τα μάτια τους να είναι στυλωμένα πάνω από το μικροσκόπιο ή το δοκιμαστικό σωλήνα, όλοι αυτοί πραγματικά έχουν κάνει θαύματα. Εισχωρούν στα μυστικά της φύσης και αποκαλύπτουν πώς λειτουργεί στις αθέατες πλευρές της. Θριαμβεύουν έχουν ανακαλύψει πώς κυκλοφορεί το αίμα και τη φύση του (χέρα που αναττνέουμε. Έχουν αποκτήσει νέες και σχεδόν απεριόριστες δυνάμεις* μπορούν να ελέγχουν τους κεραυνούς του ουροονού να κάνουν πλαστούς σεισμούς και να περιπαίζουν ακόμα και τον αόρατο κόσμο με τις σκιές του». Τέτοια έλεγε ο καθηγητής —μάλλον πρέπει να πω τέτοια ήταν τα λόγια της μοίρας, που ειπώθηκαν για να με καταστρέψουν. Καθώς συνέχιζε, ένιωσα σάμπως η ψυχή μου να γραπώθηκε από κάποιο χειροπιαστό εχθρό* το ένα ύστερα από το άλλο αγγίζονταν τα πλήκτρα που σχημάτιζαν το μηχανισμό της ύπαρξής μου* ηχούσαν οι χορδές η μια ύστερα από την άΧΚ-η και γρήγορα ο νους μου γέμισε από μια σκέψη, από μια ιδέα, από ένα σκοπό. Τόσα πολλά έχουν γίνει, μα εγώ θα πετύχω πολύ, πολύ περισσότερα, ξεφώνιζε μέσα μου η ψυχή του Φράνκενσταϊν ακολουθώντας τα βήματα που έχουν γίνει κιόλας, θα διανοίξω νέους δρόμους, θα εξερευνήσω άγνωστες δυνάμεις και θα ξεδιπλώσω μπροστά στα μάτια του κόσμου τα πιο βαθιά μυστήρια της δημιουργίοις. Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Ο εσωτερικός μου κόσμος ήταν αναστατωμένος και παραζοΛισμένος* ένιωθα πως κάτι θα έβγαινε απ' αυτό, μα δεν είχα δύναμη να το προσδιορίσω. Σιγάσιγά, κατά την αυγή, με πήρε ο ύττνος. Ξύττνησα και οι χτεσινοβραδινές μου σκέψεις ήτ(χν σαν όνειρο μέσα στο μυοΛό μου. Έτσι δε μου έμενε τίποτα παρά να πάρω την απόφαση να γυρίσω στις παλιές μου μελέτες και να αφοσιωθώ στην επιστήμη που γι' αυτή πίστευα πως είχα ένα φυσικό ταλέντο. Την ίδια μέρα επισκέφθηκα τον κ. Γουόλντμαν. Οι τρόποι του στην ιδιωτική του ζωή ήταν πιο μαλακοί και πιο γοητευτικοί απ' ό,τι ήταν στις δημόσιες εκδηλώσεις του, γιατί σ' αυτές και στις διαλέξεις του υττήρχε κάποια αξιοπρέπεια στο ύφος του που στο σπίτι του όμως αντικαθιστόταν από την πιο μεγάλη προσήνεια και καλοσύνη. Σχε75
τικά με τις προηγούμενες μελέτες μου είπα σχεδόν τα ίδια με όσα είχα πει στο συνάδελφό του καθηγητή. 'Ακουσε με προσοχή τα λίγα που αφορούσαν τις σπουδές μου και χαμογέλασε άμα άκουσε τα ονόματα του Κορνήλιου Αγρίππα και του Παράκελσου, χωρίς όμως να εκφραστεί περιφρονητικά όπως ο κ Κρέμπε. Είπε «πως ήταν οι άνθρωποι που χάρη στον ακούραστο ζήλο τους οι σύγχρονοι φιλόσοφοι όφειλαν τα πιο πολλά από τα θεμέλια της γνώσης τους. Μ(χς άφησαν, σαν πιο εύκολο έργο, να δώσουμε νέα ονόματα και να κάνουμε συναφείς ταξινομήσεις στα στοιχεία που αυτοί υττήρξαν, ως ένα μεγάλο βαθμό, τα εργοΛεία που τα έφερ(χν στο φως. Οι προσπάθειες και οι κόποι των μεγαλοφυών ανθρώπων, όσο κι αν ττήραν λαθεμένη κατεύθυνση, σπάνια απέτυχίχν και δεν είχ(χν στο τέλος θετικά πλεονεκτήματα για την ανθρωπότητα». Ρουφούσα τα λόγια του, που τα πρόφερε χωρίς καμιά απολύτως (χλαζονεία ή προσποίηση, και στο τέλος του είπα πως η διάλεξή του είχε εξαλείψει όλες μου τις προκαταλήψεις που είχα ενάντια στους σύγχρονους χημικούς. Εκφράστηκα με μετρημένο τρόπο, με τη σεμνότητα και το σεβασμό που οφείλει να έχει ένας νέος στο δάσκοΛό του, χωρίς ν' αφήσω να φ(χνεί (η απειρία στη ζωή θα μ' έκανε να ντρέπομαι) ένιχς οποιοσδήποτε ενθουσιασμός που υποκινούσε τις προσεχείς μελέτες μου. Ζήτησα τη γνώμη του σχετικά με τα βιβλία που έπρεπε να πάρω. «Είμαι ευτυχής», είπε ο Γουόλντμαν, «που κέρδισα ένα μαθητή, και αν η επιμέλειά σας είναι ίση με την ικανότητά σας, τότε δεν έχω κοιμιά αμφιβολία για την επιτυχία σας. Η χημεία είναι εκείνος ο >Λάδος της φυσικής όπου έχουν γίνει τα μεγαλύτερα επιτεύγματα κι όπου μπορούν να γίνουν κι άλλα ακόμα περισσότερα* και είναι αυτός ο λόγος που διάλεξα τη χημεία για ιδιαίτερη σπουδή μου· όμως δεν παραμέλησα τους ά)Λους κλάδους της επιστήμης. Θα ήτοον για λύπηση ο χημικός, ocv παροίκολουθούσε μονάχα αυτό το τμήμα της ανθρώπινης γνώσης. Αν η επιθυμία σοις είναι να γίνετε πραγματικά ένας επιστήμονοις και όχι απλά ένας ασήμαντος πειραματιστής, τότε θα σας συμβούλευα να απλωθείτε σ' όλους τους κλάδους της φυσικής, συμπεριλαμβ(χνομένων και των μαθηματικών». Ύστερα με ττήγε στο εργαστήριό του και μου εξήγησε τις χρήσεις των διαφόρων οργάνων παράλληλα μου εισηγήθηκε τι πράγματα έπρεπε να προμηθευτώ και ταυτόχρονα μου υποσχέ76
θηκε ότι θα μου επέτρεπε να χρησιμοποιώ το εργαστήριο του, όταν θα είχα προχωρήσει αρκετά στην επιστήμη ώστε να μην ξεχαρβαλώσω τις συσκευές του. Επίσης μου έδωσε και τον κατολογο με τα βιβλία που είχα ζητήσει* κι έπειτα έφυγα. Έτσι τέλειωσε μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα, που καθόρισε το πεπρωμένο μου.
77
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV την ημέρα η επιστήμη της φυσικής, και ιδιαίΑ τερα ο τομέας της χημείοος, με την πλατύτερη έννοια του όρου, έγιναν οι μονοιδικές μου σχεδόν απασχολήσεις. Διάβασα με ΠΟ ΕΚΕΙΝΗ
πάθος όλα εκείνα τα τόσο ιδιοφυή και τόσο ξεχωριστά βιβλία που είχοον γράψει οι σύγχρονοι ερευνητές γι' αυτά τα θέματα. Παρακολούθησα τις διαλέξεις και καλλιέργησα τις σχέσεις μου με τους επιστήμονες του πανεπιστημίου* και διαπίστωσα πως ακόμα και στον Κρέμπε υττήρχε ένα μεγάλο ποσοστό επιστημονικότητοις και ουσιαστικής πληροφόρησης, που συνδυάζονταν, είναι αλήθεια, με μια απωθητική φυσιογνωμία και τρόπους, χωρίς όμως αυτά τα τελευταία να μειώνουν την αξία των λεγομένων του. Στο πρόσωπο του Γουόλντμαν βρήκα έναν πραγματικό φίλο. Η ευγενική του σκέψη ποτέ δε χρωματίστηκε από δογματισμό* και οι οδηγίες του δίνονταν μ' ένα ανεπιτήδευτο και καλοπροαίρετο τρόπο που άφηνε απέξω κάθε ιδέα λογιοτατισμού. Με χίλιους τρόπους μου λείαινε το δρόμο της γνώσης και τα πιο δυσκολονόητα θέματα μου τα ξεκαθάριζε με τέτοιο τρόπο που μπορούσα εύκολα να τα καταλάβω. Στην αρχή η προσπάθειά μου ήτίχν αμφίβολη και με πολλές τοΛαντεύσεις* όσο όμως προχωρούσα στις μελέτες μου τόσο η προσήλωση μου σ' αυτές κέρδιζε σε θετικότητα και γρήγορα βρέθηκα να είμαι τόσο παθιασμένος μ' αυτές που πολύ συχνά τα άστρα χάνονταν στο πρώτο φως της μέρας κι εγώ ακόμα ήμουν ξεχασμένος στο εργαστήριό μου. Καθώς ήμουν δοσμένος έτσι ολόψυχα στις σπουδές μου, μπορεί κοονείς να αντιληφθεί εύκολα πως η πρόοδός μου ήταν ραγδαία. Οι σπουδαστές του πίχνεπιστημίου είχαν μείνει πραγματικά κατάπληκτοι από το πάθος μου και οι δάσκοΛοι από την επίδοση μου. Ο καθηγητής Κρέμπε με ρωτούσε συχνά, μ' ένα πονηρό χοιμόγελο, πώς πάει ο Κορνήλιος Αγρίττπας ενώ ο Γουόλντμαν εκδήλωνε ειλικρινά την πιο μεγάλη του χαρά για την πρόοδό μου. 78
Δυο χρόνια πέρασαν μ* αυτό τον τρόπο κι εγώ όλο αυτό τον καιρό δεν είχα πάει καθόλου στη Γενεύη, έτσι καθώς ήμουν ψυχή τε και σώματι απασχολημένος με την επιδίωξη να κάνω κι εγώ, όπως ήλπιζα, κάποιες αν(χκαλύψεις. Κανείς άλλος εκτός από εκείνους που τα *χουν περάσει αυτά δεν μπορεί να αντιληφθεί το δέλεοφ της επιστήμης της φυσικής. Σε άλλες επιστήμες ττηγαίνεις ως εκεί που άλλοι έχουν φθάσει πριν από σένα και από κει και ύστερα δεν υπάρχει τίποτα άλλο να μάθεις* σε μια όμως έρευνα στο χώρο της επιστήμης της φυσικής υπάρχουν πάντα τα περιθώρια και της ανακάλυψης και του θαύματος. Ένα μυοΛό με μέτρια ικ(χνότητα, που είναι αποκλειστικά προσηλωμένο στην έρευνα ενός θέματος, δεν είναι δυνατό να μη φτάσει σ' ένα επίτευγμα στον περιορισμένο χώρο της έρευνάς του* όσο για μένα, που διαρκώς ήμουν απορροφημένος από την αναζήτηση για την πραγματοποίηση ενός σκοπού της έρευνοις, προχώρησα τόσο γοργά που στο τέλος των δυο χρόνων έκανα κάποιες ανακαλύψεις όσον αφορά στη βελτίωση μερικών χημικών οργάνων με αποτέλεσμα οι πανεπιστημκχκοί κύκλοι να εκφράσουν το θαυμασμό τους και την εκτίμησή τους στο πρόσωπό μου. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, που είχα μάθει πια τη θεωρία και την πρακτική της φυσικής επιστήμης, όπως τουλάχιστο προέκυττταν από τα μαθήματα των καθηγητών του Ίνγκολσταντ, και η παραπέρα παραμονή μου εκεί δεν ήτοον πια υποβοηθητική στην πρόοδό μου, σκέ(ρτηκα να γυρίσω πίσω στους δικούς μου και στη γενέτειρά μου* συνέβη όμοος ένα περιστατικό που παρέτεινε την παραμονή μου. Ένα από τα φαινόμενα που ιδιαίτερα είχαν τραβήξει την προσοχή μου ήταν η δομή του ανθρώπινου σώματος καθώς και κάθε δημιουργήματος που κατεχόταν από ζωή. Γι' αυτό συχνά αναρωτιόμουν, «από πού προέρχεται το στοιχείο της ζωής;» Ήτοα/ ένα τολμηρό ερώτημα και μάλιστα ένα ερώτημα που από πάντα είχε θεωρηθεί ως μυστήριο* κι ακόμα πόσα πολλά άλλα πράγματα θα μπορούσαμε να είχαμε μάθει, αν η διστακτικότητα ή η αδιαφορία δεν εμπόδιζαν τις έρευνές μ(χς. Στριφογύρισα μέσα στο μυαλό μου αυτές τις λεπτομέρειες, ώσπου καταστάλαξα κι αποφάσισα να ασχοληθώ ιδιαίτερα μ' εκείνους τους κλάδους της φυσικής που έχουν σχέση με τη φυσιολογία. Αν δεν είχα εμψυχωθεί από έναν σχεδόν υπερφυσικό ενθουσιασμό, ασφαλώς η απασχόλησή μου με τη μελέτη αυτού του θέματος θα ήταν πληκτική και 79
ανυπόφορη. Για να εξετάσει κανείς τις αιτίες της ζωής, πρέπει πρώτα να μελετήσει το θάνατο. Σπούδασα (χνατομία* μα (χυτό δεν ήταν οφκετό, γιατί έπρεπε ετάσης να ποιρακολουθώ τη φυσική φθορά και αλλοίωση του ανθρώπινου σώματος. Ο πατέρας μου για την αγωγή μου είχε πάρει τα μέτρα του* φρόντισε έτσι τα πράγματα ώστε στο μεγάλωμά μου το ττνεύμα μου να μην επηρεαστεί από υπερφυσικούς φόβους. Δε θυμάμαι ποτέ να έχω ανατριχιάσει από μια ιστορία δεισιδαιμονίας ή να έχω φοβηθεί από την τυχόν εμφάνιση κάποιου φοςντάσματος. Το σκοτάδι ποτέ δεν είχε ετυηρεάσει τη φαντασία μου και το νεκροταφείο δίπλα στην εκκλησία ήταν για μένα απλώς έν(χς τρόπος εναπόθεσης των σωμάτων που είχαν στερηθεί τη ζωή και που από έδρα της ομορφιάς και της δύναμης είχοον γίνει τροφή για τα σκουλήκια. Τώρα ήμουν υποχρεωμένος να εξετάσω την αιτία και την πρόοδο αυτής της φθοράς και περνούσα οοναγκαστικά μέρες και νύχτες μέσα σε θολωτές κρύτπτες τάφων και σε νεκροφυλάκια. Η προσοχή μου προσηλώθηκε πάνω σε κάθε (χντικείμενο που η ευαισθησία των ανθρωπίνων αισθημάτων ήταν αδύνατο να τ' αντέξει. Είδα πώς σάπιζε και χανόταν το ωραίο σώμα του ανθρώπου· παρακολούθησα τη φθορά που πετυχαίνει ο θάνατος, όταν παίρνει τη θέση της ζωής πάνω στα άλλοτε ρόδινα μάγουλα* είδα από κοντά πώς τα σκουλήκια κληρονομούσαν όσα θοεύμαζαν τα μάτια και όσα ονειροπολούσε το μυοΛό. Στάθηκα για να εξετάσω και να ocvaλύσω όλες τις. λετττομέρειες των αιτιών όπως εξηγούνται με την (χλλαγη από τη ζωή στο θάνατο και από το θάνατο στη ζωή, ώσπου μέσα απ' αυτή τη σκοτεινιά άστραψε ξα(ρνικά μπροστά μου ένα φως —ένα φως τόσο λαμπρό κι απίστευτο και ταυτόχρονα τόσο απλό που ζοιλίστηκα από την απερ(χντοσύνη της προοτττικής που πρόβαλλε* είχα μείναι άναυδος που μέσα σε τόσο πολλούς ιδιοφυείς οονθρώπους, που οι έρευνές τους ήταν προσανατολισμένες προς την ίδια κατεύθυνση με μένα, μόνο εγώ προοριζόμουν να (χνακαλύψω ένα τόσο εκπληκτικό μυστικό. Λάβε υπόψη σου ότι αυτά που λέω δεν είναι οι φαντασιώσεις κάποιου τρελού. Σε δκχβεβαιώ πως είναι τόσο αληθινά όσο κι ότι ο ήλιος λάμπει στον ουρανό. Ήταν σαν να 'γινε από θαύμα, αν και τα στάδια της ανακάλυψης ήτα σαφή και μπορούσαν νά είναι αποτελεσματικά. Τστερα από ημέρες και νύχτες αφάνταστης προσπάθεκχς και κόπου, κατάφερα να ανακοΛύψω το αίτιο της 80
γέννησης και της ζωής* και κάτι ακόμη περισσότερο* μπόρεσα μια άψυχη ύλη να την κάνω να πάρει ζωή. Η έκπληξη που ένιωσα στην αρχή απ' αυτή την ανακάλυψη γρήγορα υποκαταστάθηκε από μεγο^η ευχαρίστηση και έκσταση. Ύστερα από τόση πολύχρονη επίπονη εργασία, το να φθάσω μονομιάς στην κορυφή των επιδιώξεών μου ήταν η πιο ικανοποιητική ολοκλήρωση των προσπαθειών μου. Αυτή όμως η ανακάλυψη ήταν τόσο μεγάλη και κατακλυσμιαία που όλα τα προηγούμενα βήματα που οδήγησαν προοδευτικά σ' αυτήν ξεχάστηκocv κι εγώ έβλεπα μόνο το αποτέλεσμα. Εκείνο που ήταν η επιδίωξη και ο στόχος όλων των σοφών από την εποχή της δημιουργίοις του κόσμου τώρα ήταν στα χέρια μου. Δεν μπορώ να πω πως όλο αυτό παρουσιάστηκε μπροστά μου από τη μια στιγμή στην άλλη σαν μαγική εικόνα* οι γνώσεις που είχα τώρα πια ήταν τέτοκχς φύσης που θα οδηγούσαν μάλλον πιο αποτελεσματικά τις προσπάθειές μου καθώς θα τις κατηύθυνα προς το αντικείμενο της έρευνάς μου, παρά θα επεδίωκοον να το παρουσιάσουν ως ολοκληρωμένο κιόλ(χς. Έμοιαζα σοον τον Άροιβα που είχε θαφτεί μαζί με το νεκρό και είχε βρει ένα πέρασμα προς τη ζωή, μονάχα ότ(χν βοηθήθηκε από ένα οίδύναμο, και φαινομενικά άκαρπο, φως^ Από τη δίψα, την έκπληξη και την ελπίδα που εκφράζουν τα μάτια σου βλέπω, φίλε μου, ότι περιμένεις με αγωνία να μάθεις το μυστικό που γνωρίζω* αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει* άκουσε υπομονετικά ως το τέλος την ιστορία μου και εύκολα θα αντιληφθείς γιατί είμαι τόσο επιφυλακτικός γι' αυτό το ζήτημα. Δε θα σε παρασύρω, απροφύλακτο και παθιασμένο όπως ήμουν εγώ τότε, στην καταστροφή σου και τη βέβαιη δυστυχία. Μάθε από μένα, αν όχι από τα διδάγματά μου, τουλάχιστον από το παράδειγμά μου, πόσο επικίνδυνη είναι η απόκτηση της γνώσης και πόσο πιο ευτυχισμένος είναι εκείνος ο άνθρωπος που πιστεύει πως η πόλη που γεννήθηκε είναι όλος ο κόσμος από εκείνον που φιλοδοξεί να ξεπεράσει τη φύση του. Όταν διαπίστωσα πως στα χέρια μου κρατούσα μια τόσο εκπληκτική δύνοιμη, πέρασα πολύν καιρό διστάζοντοις σχετικά με τον τρόπο που θα τη χρησιμοποιούσα. Αν και μπορούσα να δώσω ζωή, μολοντούτο να παρασκευάσω ένα σώμα με όλες τις περιπλοκές του από ίνες, μύες και φλέβες, ήταν μια δουλειά που ^ Από τα ποφ<χμύθια Χίλιες και Μία ΝύχτΈζ. (Σ.τ.Μ.).
81
ακόμα είχε ασύλλητττη δυσκολία και αφάνταστο κόπο. Στην αρχή είχα αμφιβολίες αν θα έπρεπε να αποπειραθώ να δημιουργήσω μια ύπαρξη σαν και μένα ή μια με κάποιο απλούστερο οργανισμό* η φαντασία μου όμως ήταν τόσο πολύ κεντρισμένη από την πρώτη μου επιτυχία που δε με άφηνε να αμφιβά3^ω για την ικανότητά μου να δώσω ζωή σ' ένα ζώο τόσο περίπλοκο και θαυμαστό όσο ο άνθρωπος. Όσα υλικά εκείνη την ώρα είχα στη διάθεσή μου δεν ήτ(χν αρκετά για ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα* εγώ όμως δεν είχα καμιά αμφιβολία πως στο τέλος θα τα κατάφερνα. Προετοιμάστηκα, λοιπόν, για να (χντιμετωπίσω ένα πλήθος από αναποδιές* οι εγχειρήσεις μου ήταν ενδεχόμενο να αποτύχαιναν συνεχώς και στο τέλος η δουλειά μου να μην ήταν τέλεια* μολαταύτα, όταν έφερνα στο νου μου τις προόδους και τις βελτιώσεις που γίνονταν κάθε μέρα στην επιστήμη και τη μηχανική, έπαιρνα θάρρος και είχα την ελπίδα πως, αν όχι τίποτα άλλο, τουλάχιστο οι τωρινές μου απόπειρες θα αποτελούσαν τα θεμέλια της μελλοντικής επιτυχί(χς. Ούτε μπορούσα να φανταστώ πως το σχέδιό μου ήταν ακατόρθωτο εξαιτίίχς του μεγέθους "του και της περιπλοκότητάς του. Με τέτοια, λοιπόν, συναισθήματα ήταν που άρχισα τη δημιουργία μκχς ανθρώπινης ύπαρξης. Καθώς η ανεύρεση μικρών μελών θα μον δημιουργούσε μεγάλη καθυστέρηση, αποφάσισα, παρά την αρχική μου πρόθεση, να κάνω το πλάσμα να έχει γιγαντιαίο ανάστημα* δηλ(χδή το ύψος του να είναι οχτώ περίπου πόδια με ανάλογο όγκο. Άμα τυήρα αυτή την απόφαση κι <χφού πέρασα αρκετούς μήνες μαζεύοντ<χς και διευθετώντ(χς τα υλικά μου, άρχισα το έργο μου. Κανείς δεν μπορεί να βάλει με το νου του πόσα διαφορετικά συναισθήματα με διαπερνούσαν σαν σίφουνοχς με τον πρώτο ενθουσιασμό της επιτυχίας. Η ζωή κι ο θάνατος μου φάνηκαν ιδεατά όρια\ που θα έπρεπε πρώτα να διαχωρίσω κι έπειτα εισχωρώ^ Η Σέλλεϋ σ' αυτό το σημείο γράφει: Life and death appeared to me ideal bounds... Εδώ η λέξη ideal δημιουργεί κάποιο ερμηνευτικό πρόβλημα. Ideal στην ελληνική γλώσσα σημαίνει «ιδεώδης», «ιδανικός» έτσι όμως όπο^ς είναι τοποθετημένη στο αγγλικό κείμενο αποκτά αυτόματα μεταφυσική έννοια. Ο μεταφραστής, λοιπόν, είναι υποχρεωμένος ή να χρησιμοποιήσει το φιλοσοφικό όριο του Σπινόζα «ιδεατός», που σημαίνει το αντικείμενο που αντιστοιχεί στι^ν ιδέα, ή την πλατωνική άποψη για την ιδέα, που αποτελεί τον αιώνιο και αναλλοίωτο τύπο των πραγμάτων που αντιλοιμβανόμαστε μόνο με τη νόηση. Εγώ χρησιμοποιώ τη λέξη «ιδεατός» μόνο και μόνο για να μην εμπλέξω τον αναγνώστη σε φιλοσοφικούς λαβυρίνθους. Πάντως το λεξικό της Οξφόρδης δέχεται πως η λέξη «Ideal» έχει την πλατωνική έννοια. (Σ.τ.Μ.).
82
ντ(χς μεσα απ αυτα να χυσω ενα χειμοφρο απο φως στο σκοτεινό μ(χς κόσμο. Ένα νέο ανθρώπινο είδος θα με υμνούσε σαν δημιουργό και σαν ττηγή της ύπαρξης του* πολλές ευτυχισμένες και εξαιρετικές φύσεις θα όφειλαν την ύπαρξη τους σε μένα. Κανέν(χς πατέροος δε θα μπορούσε να αξιώσει την ευγνωμοσύνη του παιδιού του τόσο απόλυτα όσο θα μου άξιζε η δική τους. Κο^οντας τέτοιες σκέψεις, συλλογίστηκα πως εφόσον μπορώ να δώσω ζωή σε άψυχο υλικό, με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσα (αν και αυτό τώρα το βρίσκω αδύνατο) να δώσω καινούργια ζωή στο σώμα που ο θάνατος το 'χε παραδώσει στη φθορά. Αυτές οι σκέψεις τόνωσαν το ττνεύμα μου την ώρα που με (χδιάκοπη θέρμη επιχειρούσα το τόλμημά μου. Τα μάγουλά μου είχοον χλωμιάσει από την κλεισούρα και είχα μείνει πετσί και κόκοΛο από τη μελέτη. Μερικές φορές τη στιγμή που βρισκόμουν στην άκρη της επιβεβαίωσης κάποιου στοιχείου, αποτύχαινα* παρ' όλ* αυτά αρπαζόμουν σφιχτά από την ελπίδα πως η άλλη μέρα ή ακόμα κι η επόμενη ώρα θα μπορούσε να το αποκαλύψει. Ένα μυστικό που μονάχα εγώ ήξερα ήταν η ελπίδα που σ' αυτή είχα αφιερωθεί* και το φεγγάρι από ψηλά έβλεπε τους μεσονύχτιους κόπους μου την ώρα που εγώ ακούραστα και παθιασμένα ξεψάχνιζα τη φύση στα πιο κρυφά σημεία της. Ποιος μπορεί να φανταστεί τους τρόμους του μυστικού μου μόχθου έτσι καθώς τσοιλοιβουτούσα ανάμεσα στις ανίερες λάσπες των τάφων ή την ώρα που βασάνιζα τα ζώα για να δώσω ζωή στον άψυχο ττηλό; Τώρα που τα θυμάμαι τρέμω σύγκορμος και τα μάτια μου θολώνουν μα τότε μια ακατάσχετη και σχεδόν μοονιακή ώθηση μ' έσπρωχνε προς τα μπρος* φαινόμουν σαν να 'χα χάσει κάθε συναισθηματισμό ή συναίσθηση για όλα τα πράγματα που δεν αφορούσαν αυτή τη μόνη επιδίωξη. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια εφήμερη έκσταση που όταν σταμάτησε να λειτουργεί η αφύσικη παρόρμησή της μ' έκανε να νιώθω μονάχα μια ανανεωμένη ευστροφία καθώς ξαναγύρισα στις ποΛιές μου συνήθειες. Μάζεψα κόκαλα από οστεοφυλάκια και με βέβηλα δάχτυλα ψηλάφησα τα τρομερά μυστικά του ανθρώπινου σώματος. Σ' ένα μοναχικό δωμάτιο, ή μάλλον κελί, στο επάνω μέρος του σπιτιού, που χωριζόταν από όλα τα άλλα διαμερίσματα από ένα διάδρομο κι από μια σκάλα, 83
εγκατέστησα το εργαστήριο της ανήθικης δημιουργίας μου* τα μάτια μου πετιόνταν γουρλωμένα από τις κόγχες τους καθώς παρακολουθούσα τις λεπτομέρειες του έργου μου* το ανατομείο και το νεκροτομείο μου προμήθευαν πολλά από τα υλικά μου* και ήτ(χν στιγμές που η (χνθρώπινη φύση μου αποστρεφόταν τη δουλειά που έκανε, ενώ την ίδια ώρα, ποφακινημένος από δίψα για γνώση που συνεχώς μεγάλωνε, έφερνα το έργο μου κοντά σε κάποιο αποτέλεσμα. Οι μήνες του κοΛοκαιριού πέρασαν ενώ εγώ ήμουν δοσμένος ψυχή και σώμα στη μια και μόνη επιδίωξή μου. Ήταν μια πολύ όμορφη εποχή* ποτέ τα χωράφια δε χάρισαν μια πιο κοΛύτερη συγκομιδή και τ' αμπέλια ένα πιο γλυκό τρύγο* τα μάτια μου όμως ήταν αδιάφορα μπροστά στη γοητεία της φύσης. Και τα ίδια συναισθήματα που μ' έκαναν να αδιαφορώ για τα όμορφα τοπία γύρω μου, τα ίδια μ' έκocvαv επίσης να ξεχνώ εκείνους τους αγαττημένους που βρίσκοντ(χν τόσα μίλια μακριά και που τόσο καιρό δεν τους είχα δει καθόλου. Ήξερα π(ύς η σιωπή μου θα τους (χνησυχούσε και θυμόμουν πολύ καλά τα λόγια του πατέρα μου που μου είπε τη στιγμή που έφευγα: «Ξέρω πως άμα είσαι ευχοφιατημένος με τον εαυτό σου, θα μας θυμάσαι με στοργή και θα μαθαίνουμε τακτικά νέα σου. Πρέπει να με συγχωρήσεις, αν μια οποιαδήποτε διακοττή της αλληλογραφίας σου τη θεωρήσω σ(χν απόδειξη ότι έχεις παραμελήσει το ίδιο και τις άλλες σου υποχρεώσεις». Ήξερα, λοιπόν, πολύ καλά ποια θα ήταν τα συναισθήματα του πατέρα μου* κι όμως δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τις σκέψεις μου από τη δουλειά μου, που παρ' όλο που ήταν σιχοιμερή μολοντούτο κρατούσε δέσμια τη φαντασία μου. Ήθελα να μην αφήσω να εκδηλωθούν από μέσα μου όλα όσα σχετίζονταν με τα αισθήματα της στοργής μου πριν να ολοκληρωθεί ο μέγας στόχος, που κατάπινε κάθε ικμάδα της φύσης μου. Εκείνο τον καιρό σκεπτόμουν πως ο πατέροις μου θα ήταν άδικος, αν καταλόγιζε την αμέλειά μου ως ηθικό π^χραστράτημα ή ως μομφή για τη δκχγωγή μου* τώρα όμως έχω πειστεί πως ήταν δικαιολογημένος που είχε την αντίληψη ότι δεν ήμουν εντελώς απαλλοογμένος από φταίξιμο. Μια τέλεια (χνθρώπινη ύπαρξη πρέπει πάντα να διατηρεί ένα ήρεμο και ειρηνικό τυνεύμα και ποτέ να μην επιτρέπει σ' ένα πάθος ή σε μια παροδική επιθυμία να 84
αναστατώνει την ηρεμία του. Δε νομίζω πως η διψα για γνώση μπορεί ν' αποτελέσει εξαίρεση σ' αυτό τον κανόνα. Αν η μελέτη που αφοσιώνεσαι έχει την τάση να αδυνατίζει τη στοργή σου και να καταστρέφει τη γεύση σου για κείνες τις απλές απολαύσεις όπου δε χωράει καμιά νοθεία, τότε αυτή η μελέτη είναι βέβαια παράνομη, δηλαδή δεν ταιριάζει στο ανθρώπινο ττνεύμα. Αν όλοι τηρούσαν πάντα αυτό τον κανόνα* αν κ(χνέν(χς άνθρωπος δεν επέτρεπε σε μια οποιαδήποτε επιδίωξή του να επεμβαίνει και να αναστατώνει την ηρεμία των εσωτερικών του αισθημάτων, τότε η Ελλάδα δε θα είχε σκλοφωθεί* ο Καίσαρ θα είχε λυττηθεί την πατρίδα του* η Αμερική θα είχε ανακαλυφθεί πιο σταδιακά και οι αυτοκρατορίες του Μεξικού και του Περού δε θα είχαν καταστραφεί. Όμως ξεχάστηκα και άρχισα να ηθικολογώ την ώρα που η ιστορία μου βρίσκεται στο πιο ενδιαφέρον της σημείο* άλλωστε η όψη^) σου μου δείχνει καθαρά πόσο δυσανασχετείς που δε συνεΟ πατέρ(χς μου, λοιπόν, ποτέ δε με μάλωσε στα γράμματά του* μόνο για να δείξει πως του 'χε κάνει εντύπωση η σιωττή μου άρχισε να με ρωτάει για τις απασχολήσεις μου με τέτοιο ιδιαίτερο τρόπο που δεν είχε κάνει ποτέ άλλοτε. Ο χειμώνας, η άνοιξη και το καλοκαίρι πέρασοον χωρίς να το καταλάβω έτσι απορροφημένος που ήμουν από τη δουλειά μου* δεν πρόσεξα ούτε το άνθισμα των δέντρων ούτε το μεγάλωμα των φύλλων —στιγμές που μου χάριζίχν πάντα μεγάλη ευχαρίστηση— τόσο βαθιά συνεπαρμένος ήμουν. Η χρονιά εκείνη κόντευε να τελειώσει πριν η δουλειά μου να έχει φτάσει σε κάποιο τέλος* από κει και ύστερα όμως η κάθε μέρα μου 'δείχνε όλο και πιο διάφανα ως ποιο σημείο είχα πετύχει. Ο ενθουσιασμός μου όμως συγκρατιόταν από την αγωνία μου κι έμοιαζα μάλλον μ' ένα καταδικασμένο σκλάβο που ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει σκληρά στα ορυχεία ή σε οποιαδήποτε άλλη ανθυγιεινή δουλειά παρά μ' έναν κο^ιτέχνη που ήταν απασχολημένος με την ευχάριστη απασχόληση του. Δεν περνούσε νύχτα που να μη με τυραννούσε ττυρετός κι είχα γίνει νευρικός σε πολύ ενοχλητικό βαθμό* ακόμα και το πέσιμο ενός φύλλου με τρόμαζε και απέφευγα τους γύρω μου λες κι είχα διαπράξει κανένα έγκλημα. Μερικές φορές με έπιανε πανικός άμα καταλάβαινα πόσο ερείπιο είχα καταντήσει* εκείνο μο85
ναχά που με στήριζε ήτ(χν η ενεργητικότητα για το σκοπό μου* οι αγωνίες μου σύντομα θα τέλειωναν και πίστευα πως τότε η άσκηση και η διασκέδαση θα έδιωχναν μιχκριά τις αρχές της αρρώστκχς μου* γι' αυτό και υποσχέθηκα και τα δυο στον εαυτό μου ότοον ολοκληρωνόταν η δημιουργία μου.
86
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΤΑΝ ΜΙΑ φρικτή νύχτα του Νοέμβρη που είδα όλους τους Η κόπους μου να ολοκληρώνονται μέσα στην πραγμάτωση τους. Με υπερένταση, που άγγιζε σχεδόν τα όρια της αγωνί(χς,
μάζεψα γύρω μου τα όργανα που μ' αυτά θα μπορούσα να ανάψω μια σπίθα από ζωή στο άψυχο αυτό πράγμα που βρισκόταν ξαπλωμένο στα πόδια μου. Ήτοον μία η ώρα το πρωί κιόλιχς· η βροχή χτυπούσε μονότονα κι αδιάκοπα πάνω στα τζάμια του παραθύρου και το κερί μου κόντευε να σβήσει, όταν μέσα στο μισόφωτο είδα να ανοίγουν τα νωθρά κίτρινα μάτια του πλάσματος* ανάσαινε βαριά και τα μέλη του ταράζοντίχν από μια σύσπαση. Πώς μπορώ να περιγράψω τι ένιωσα μπροστά σ' αυτή την καταστροφή ή πώς να σκιαγραφήσω τη θλιβερή ύπαρξη που με τόσους ατέλειωτους κόπους και φροντίδες είχα προσπαθήσει να φτιάξω; Τα μέλη του ήσαν σε κ(χνονικές ανοιλογίες και του είχα δκχλέξει όμορφα χαρ(χκτηριστικά. Όμορφα! ΜεγοΛοδύναμε Θεέ! Το κίτρινο δέρμα του μόλις και σκέπαζε τους μύες και από κάτω τους τις αρτηρίες* τα μοίλλιά του ήσαν κυματιστά και γυοΛιστερά μαύρα* τα δόντια του είχαν τη μαργαριταρένια ασπράδα* όλα αυτά όμως τα πλούσια στολίδια δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να έρχονται σε φρικτή αντίθεση με τα ξεθωριασμένα μάτια του που φαίνονταν να έχουν σχεδόν το ίδιο χρώμα με τις σταχτιές κόγχες που ήταν βαλμένα, με τη ρυτιδωμένη επιδερμίδα του και τα κατάμαυρα χείλη του. Τα διάφορα περιστατικά της ζωής δεν έχουν τόσες αλλαγές όσο τα συναισθήματα της ανθρώπινης φύσης. Δυο χρόνια σχεδόν είχα δουλέψει σκληρά με μοναδικό σκοπό να δώσω ζωή σ' ένα άψυχο σώμα. Γι' αυτό το λόγο δε λογάριασα ούτε την ανάπαυση ούτε την υγεία μου. Ό,τι έκανα, το έκανα γιατί το επιθυμούσα με μια θέρμη που ξεπερνούσε κάθε αυτοσυγκράτηση* μα τώρα όμως που τέλειωσα, η ομορφιά του ονείρου χάθηκε και την καρδιά 87
μου γέμισε ο τρόμος και η αηδία. Ανίκίχνος ν' (χντέξω την όψη της ύπαρξης που είχα δημιουργήσει, όρμησα έξω από το δωμάτιο και επί πο^λή ώρα συνέχισα να ττηγαινοέρχομαι στην κρεβατοκάμαρά μου, χωρίς να μπορώ να καταλίχγιάσω το μυοΛό μου για να κοιμηθώ. Στο τέλος η κούραση και η εξάντληση δκκδέχθηκαν την αναστάτωση που είχα περάσει πριν κι έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα, προσπαθώντας να βρω λίγες στιγμές λησμονιάς. Μάταια όμως· γιατί έκανα έναν ύττνο ταραγμένο, γεμάτο από τα χειρότερα όνειρα. Νόμισα πως είδα την Ελίζαμπεθ, λάμποντας από υγεία, να περπατάει στους δρόμους του Ίνγκολστοοντ. Κατευχαpιστημivoς και κατάπληκτος, την αγκάλιασα* μα καθώς τη φϋ^ησα στα χείλη, αυτά ιχμέσως ττήραν τη μολυβένια απόχρωση του θοονάτου* τα χ(χρακτηριστικά της φάνηκαν να οολλάζουν και νόμισα πως στην αγκαλιά μου κρατούσα το τττώμα της νεκρής μου μητέροος· ένα σάβοονο τύλιξε το σώμα της και είδα τα σκουλήκια του τάφου να σέρνονται στις τττυχές του ρούχου. Πετάχτηκα από τον ύττνο μου τρομαγμένος* κρύος ιδρώτας σκέπαζε το μέτωπό μου, τα δόντια μου χτυπούσαν δυνατά και κάθε μιέλος του σώματός μου τρίχνταζότοον από σπασμούς. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στο λιγοστό, κιτρινωπό φως του φεγγοιριού, καθώς περνούσε μέσα από τα παραθυρόφυλλα, οοντίκρισα το αξιοθρήνητο πλάσμα —το τρισάθλιο τέρας που είχα δημιουργήσει. Σήκωσε την κουνουπιέρα του κρεβατιού* τα μάτια του αν μπορούν να ειπωθούν μάτια, καρφώθηκοον απάνω μου. Άνοιξε τα σαγόνια του κι έβγαλε κάτι άναρθρους ήχους ενώ ένοις μορφασμός ρυτίδωσε τα μάγουλά του. Ίσο>ς να είπε και κάτι μα εγώ δεν τ' άκουσα* άπλωσε το ένα χέρι του για να με πιάσει όπως φαίνεται, μα εγώ το 'σκασα και όρμησα στις σκάλες. Βρήκα καταφύγιο στην αυλή του σπιτιού που κατοικούσα* εκεί έμεινα σχεδόν την υπόλοιττη νύχτα, περπατώντας πάνω-κάτω με μεγάλη νευρικότητα* είχα στυλώσει τ' αυτί μου για να πιάσει κάθε θόρυβο, κι ο φόβος μου ήταν τόσος που τον κάθε ήχο τον έπαιρνα σαν προανάκρουσμα του πλησιάσματος του δαιμονικού τττώματος που τόσο αξιοκαταφρόνητα του είχα δώσει ζωή. Ω! Κανένίχς θνητός δε θα μπορούσε να υποφέρει τη φρίκη που σκορπούσε το παρουσιαστικό του. Μια μούμια ξαναζωντοονεμένη δε θα μπορούσε να είναι τόσο αποκρουστική όσο αυτό το αξιολύττητο πλάσμα. Τον είχα δει πριν να τον τελειώσω ακόμα* ήτοον 88
άσχημος· μα ότοον εκείνοι οι μύες κι εκείνες οι αρθρώσεις κατάφεραν να κινηθούν έγινε ένα πράγμα που (χκόμα κι ο Δάντης δε θα μπορούσε να το φανταστεί. Πέρασα τη νύχτα σε κακά χάλια. Μερικές φορές ο σφυγμός μου χτυπούσε τόσο γρήγορα και δυνατά που ένιωθα τον ποΛμό της κάθε αρτηρίας μου* άλλοτε πάλι έπεφτα χάμω αποχαυνωμένος και εντελώς (χδύν(χμος. Μέσα σ' αυτό τον τρόμο ένιωθα να ανακατεύεται κι η πίκρα της απογοήτευσης* τα όνειρα που τόσο καιρό είχαν σταθεί η τροφή μου και η απολαυστική ξεκούρασή μου, τώρα είχαν γίνει κόλαση για μένα* και η αλλαγή ήταν τόσο γρήγορη, η ανατροτυή τόσο ολοκληρωτική! Στο τέλος έφεξε μια μέρα μελαγχολική και υγρή* στα άυττνα και πονεμένα μου μάτια παρουσιάστηκε η ε>θίλησία του Ίνγκολσταντ με το άσπρο της καμπαναριό και το ρολόι, που έδειχνε έξι η ώρα το πρωί. Ο νεωκόρος άνοιξε την πύλη της αυλής, όπου εκείνη τη νύχτα είχε γίνει το άσυλό μου, και βγήκα στους δρόμους· περπατούσα με γρήγορα βήματα, λες κι ήθελα να αποφύγω το αξιοθρήνητο πλάσμα που φοβόμουν πως σε κάθε στροφή του δρόμου θα το 'βρισκα μπροστά μου. Δεν τολμούσα να γυρίσω στο δκχμέρισμα που έμενα και ένιωθα σαν κάτι να μ' έσπρωχνε να πηγαίνω όλο και πιο γοργά, παρ' όλο που ήμουν μούσκεμα από τη βροχή, που έπεq>τε από ένα κατάμαυρο ουρανό που σου πλάκωνε την ψυχή. Συνέχισα να βαδίζω μ' αυτό τον τρόπο οφκετή ώρα, προσπαθώντας με τη σωματική άσκηση να αλίχφρώσω το φορτίο που βάραινε το μυαλό μου. Περνούσα τους δρόμους χωρίς να ξέρω ούτε πού ήμουν ούτε τι έκανα. Η κοιρδιά μου τυήγαινε να ξεκολλήσει από το φόβο και συνέχιζα να προχωρώ βιαστικά μ' ακανόνιστα βήματα, μην τολμώντας να κοιτάξω γύρω μου: Σαν εκείνον που σε 8ρ6μο ερημικό με το φόβο και τον τρόμο στην φοχή β(χ8ίζει κι ως και στρίφει, χτυνεχίζει 8ίγως το κεφάλι πια να γυρίζει γιατί ξέρει πως κάποιος 8αίμον<χς φρικτός το κατόπι του έχει πάρειΚ ^ Από το ποίημα του Κόλεριτζ Ο Αρχαίος Νοωτιχός. (Σ.τ.Μ.).
89
Συνεχίζοντ(χς έτσι το δρόμο μου, έφτασα τέλος απέναντι από το πανδοχείο όπου συνήθως σταματούν οι διάφορες ταχυδρομικές και εμπορικές άμαξες. Εκεί σταμάτησα χωρίς κι εγώ να ξέρω γιατί* έμεινα λίγα λετττά με τα μάτια μου καρφωμένα σε μια άμαξα που ερχόταν προς εμένα από την άλλη μεριά του δρόμου. Όταν ήρθε πιο κοντά, είδα πως ήταν η ταχυδρομική άμαξα από την Ελβετία* πριν κοιλά-καλά το καταλάβω, η άμαξα σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου και στην πόρτα που άνοιξε διέκρινα τον Χένρυ Κλερβάλ, που, βλέποντάς με, πετάχτηκε έξω στη στιγμή. «Αγαττητέ μου Φράνκενσταϊν», ξεφώνισε «πόσο χαίρω που σε βλέπω! Τι τύχη να βρεθείς εδώ τη στιγμή ακριβώς του ερχομού μου!» Τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη χαρά μου καθώς είδα τον Κλερβάλ* η παρουσία του μου ξαναθύμησε τον πατέρα μου, την Ελίζαμπεθ και όλες εκείνες τις σκηνές του σπιτιού που μ' άρεσε τόσο να τις θυμάμαι. Άρπαξα το χέρι του και μέσα σε μια στιγμή ξέχασα* τον τρόμο μου και την κακοτυχία μου* ένιωσα ξαφνικά, και γ^α πρώτη φορά ύστερα από πολλούς μήνες, ηρεμία και γ<χλήνια χαρά. Για τούτο κοΛωσόρισα το φίλο μου με τον πιο εγκάρδιο τρόπο και πορευθήκαμε προς το κολλέγιό μου. Ο Κλερβάλ συνέχισε να μου μιλάει στο δρόμο για τους κοινούς μας φίλους και για την κοΛή του τύχη που του έδωσε την ευκαιρία να έρθει στο Ίνγκολσταντ. «Μπορείς εύκολα να νιώσεις», είπε, «πόσο δύσκολο ήτοον να πείσω τον πατέρα μου πως η γνώση γενικά δεν περικλεινόταν μονάχα στην ευγενική τέχνη της λογιστικής* και πραγματικά πιστεύω πως ως το τέλος δεν κατάφερα να τον πείσω, γιατί η συνεχής απάντησή του στις ακούραστες ικεσίες μου ήταν ίδια σαν κι εκείνη του Ολλανδού δάσκοΛου στον Εφημέριο του Γουέκφηλντ: « Έχω δέκα χιλιάδες φιορίνια το χρόνο χωρίς να ξέρω Ελληνικά και τρώω ό,τι πεθυμήσει η καρδιά μου χωρίς να ξέρω Ελληνικά». Στο τέλος όμως η αγάττη του για μένα ξεπέρασε την αντιπάθεια που είχε για τη μάθηση και μ' άφησε να αποτολμήσω ένα κατατοπιστικό ταξίδι στον τόπο της γνώσης».^ «Είμαι όσο δε γίνεται πιο πολύ ευχαριστημένος που σε βλέπω* πες μου όμως, τι κάνει ο πατέροις μου, τ' (χδέρφια μου και η Ελίζαμπεθ;» «Είναι πολύ καλά και πολύ ευτυχισμένοι, μόνο που (χνησυχούν 90
λιγάκι που αργείς τόσο να τους γράψεις. Μια κι ήρθε το ζήτημα, θέλω να σου πω μερικά πράγματα για λογαριασμό τους. Μα αγαττητέ μου, Φράνκενσταϊν», συνέχισε, σταματώντοος λιγάκι καθώς εξέταζε προσεκτικά το πρόσωπό μου, «πρωτύτερα δεν πρόσεξα πόσο άρρωστος φαίνεσαι* τόσο αδύνατος και ωχρός* φαίνεσαι σαν να 'σαι ξενυχτισμένος νύχτες και νύχτες». ((Μάντεψες σωστά* τώρα τελευταία ήμουν τόσο απασχολημένος με μια δουλειά που δεν είχα και πολύν καιρό για ξεκούραση, όπως βλέπεις* ελπίζω όμως, ειλικρινά ελπίζω, πως όλες αυτές οι απασχολήσεις βρίσκονται στο τέλος τους και ότι επιτέλους θα είμαι ελεύθερος». Έτρεμα σύ-ρ^ορμος* ούτε και να σκεφθώ δεν άντεχα όλα όσα έγιναν την προηγούμενη νύχτα, κι ακόμα λιγότερο να κάνω οποιοδήποτε υπαινιγμό γι' αυτά. Βημάτισα πιο γρήγορα και σύντομα φθάσαμε στο κολλέγιό μου. Τότε θυμήθηκα, κι η σκέψη μου 'φερε κρύο ιδρώτα, πως το πλάσμα που το είχα αφήσει στο διαμέρισμά μου θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμα εκεί, ζωντανό, και να κάνει βόλτες. Φοβόμουν να δω αυτό το τέροος* μα φοβόμουν ακόμα περισσότερο μήπως και το δει ο Χένρυ. Γι' αυτό το λόγο, παρακίχλώντιχς τον να μείνει λίγα λεπτά στο κάτω μέρος της σκάλ(χς, όρμησα στο δωμάτιό μου. Το χέρι μου ήταν πάνω στο πόμολο της πόρτοις κιόλοις, όταν κατάλαβα πού βρκτκόμουν. Τότε σταμάτησα* κρύος ιδρώτας μ' έλουσε. Άνοιξα βίαια την πόρτα, όπως κάνουν τα παιδιά όταν υποψιάζονται πως από την άλλη μεριά τα περιμένει κάποιο φάντασμα* μα τίποτα δε φάνηκε. Μττήκα τρομοκρατημένος* το διαμέρισμα ήταν άδειο* και η κρεβατοκάμαρά μου επίσης ήταν ελεύθερη από τον απαίσιο επισκέτττη της. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχα τόσο μεγάλη τύχη* όταν όμως βεβαιώθηκα πως ο εχθρός μου είχε πραγματικά κάνει φτερά, ττήδηξα από τη χαρά μου κι έτρεξα κάτω στον Κλερβάλ. Ανεβήκαμε στο δωμάτιό μου και η υττηρεσία μοις έφερε αμέσως το πρωινό μας* μα μου ήταν αδύνατο να συγκρατηθώ. Δεν ήταν μόνο η χαρά που με είχε συνεπάρει* ένιωθα σουβλιές σ' όλο μου το κορμί και το σφυγμό μου να χτυπάει γρήγορα. Ούτε για μια στιγμή δεν μπορούσα να μείνω στην ίδια θέση* ττήδαγα τις καρέκλες, έσφιγγα τα χέρια μου και γελούσα δυνατά. Ο Κλερβάλ στην αρχή την ασυνήθιστη συμπεριφορά μου την απέδωσε στη χ(χρά για τον ερχομό του* όταν όμως με εξέτασε πιο προσεκτικά, 91
είδε μια αγριάδα στα μάτια μου που δεν μπορούσε να εξηγήσει* και το δυνατό, ακράτητο και σκληρό γέλιο μου τον τρόμαξε και τον έβαλε σε σκέψεις. «Καλέ μου, Βικτορ», φώναξε, «για όνομα του Θεού τι συμβαίνει; Πάψε να γελάς έτσι. Είσαι πολύ άρρωστος. Από τι όλα αυτά;» «Μη με ρωτάς», φώναξα, κοα σκέπασα τα μάτια μου με τις παλάμες μου, γιατί νόμισα πως είδα το τρομερό φάντασμα να γλιστράει μέσα στο δωμάτιο, «αυτός μπορεί να σου πει! Ω! Σώσε με! Σώσε με!» Εκείνη την ώρα φαντάστηκα πως με άρπαξε το τέροις* άρχισα να παλεύω με το φανταστικό εχθρό μου κι ύστερα έπεσα κάτω μ* έναν σπασμό. Ο κακόμοιρος ο Κλερβάλ! Τι να αισθάνθηκε άραγε; Μια συνάντηση που την περίμενε με τόση χοορά, μεταβλφηκε σε πίκρα με τόσο παράξενο τρόπο. Εγώ όμως δεν μπόρεσα να δω τη λύττη του, γιατί ήμουν αναίσθητος και ώσπου να ξίχναβρώ τις αισθήσεις μου πέρασε πολύς, πάρα πολύς καιρός. Αυτό ήτ(χν η αρχή ενός νευρικού ττυρετού που με κράτησε στο κρεβάτι αρκετούς μήνες. Όλο αυτό τον καιρό ο Χένρυ ήταν ο μόνος που με φρόντιζε. Και όχι μόνο αυτό* έχοντας υπόψη του την προχωρημένη ηλικία του πατέρα μου και την ανημποριά του για ένα τόσο μακρινό ταξίδι, και ξέροντοις πόσο κοοκό θα έκανε η οφρώστια μου στην Ελίζαμπεθ, τους προφύλαξε απ' αυτή την τοίλαιπωρία, αποκρύτττοντας την έκταση της αρρώστιας μου. Γνώριζε πως δεν μπορούσα να 'χω ένα πιο καλό και προσεκτικό νοσοκόμο από εκείνον και ελπίζοντοις ακράδαντα στην ανάρρωση μου, δεν είχε καμιά αμφιβολία πως, αντί να τους λυττήσει και να τους (χναστατώσει, έκανε το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει γι' αυτούς. Όλα αυτά τα έμαθα πιο ύστερα. Πραγματικά, ήμουν πολύ άρρωστος* και ασφαλώς χωρίς τις απεριόριστες και συνεχείς φροντίδες του φίλου μου, δε θα μπορούσα να είχα επανέλθει στη ζωή. Η μορφή του τέρατος που του είχα δώσει ζωή ήταν πάντα μπροστά στα μάτια μου και τα παραμιλητά μου αφορούσαν αδιάκοπα αυτό. Αναμφίβολα οι κουβέντες μου είχαν παραξενέψει τον Χένρυ* στην οφχή τα ττήρε σ(χν γεννήματα της ταραγμένης φαντασίας μου* μα η επίμονη συνεχής αναφορά μου στο ίδιο θέμα, τον έπεισε πως η αιτία της οφρώστκχς μου 92
οφειλότίχν πραγματικά σε κάποιο ασυνήθιστο και τρομερό γεγονός. Ανάρρωσα με πολύ αργούς ρυθμούς και ύστερα από συνεχείς υποτροπές που είχαν αναστατώσει και είχαν λυττήσει το φίλο μου. Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που μπόρεσα να κοιτάξω έξω τα (χντικείμενα με κάποια ευχαρίστηση, αντιλήφθηκα πως τα πεσμένα φύλλα είχαν εξαφανιστεί και ότι στα δέντρα που σκίαζαν το παράθυρό μου ξεφύτρωναν τα νέα μπουμπούκια. Ήταν μια υπέροχη άνοιξη και η εποχή βοήθησε πάρα πολύ στην ανάρρωσή μου. Τώρα μέσα στο στήθος μου ένιωθα να ξαναζούν τα αισθήματα της χαράς και της στοργής* η μελαγχαλία μου χάθηκε και μέσα σε λίγο καιρό έγινα τόσο χαρούμενος όσο ήμουν και πριν χτυτυηθώ από το μοιραίο πάθος. ((Αγαττημένε Κλερβάλ», είπα, «πόσο ευγενικός είσαι* πόσο καλός στάθηκες σε μένα! Όλο αυτό το χειμώνα, αντί να τον περάσεις διαβάζοντας, όπως το 'χες πρόγραμμα, τον έφαγες μέσα στο δωμάτιο της αρρώστκχς μου. Πώς θα σου το ξεπληρώσω; Νιώθω μεγάλες τύψεις που έγινα αιτία να απογοητευθείς τόσο* πιστεύω όμως πως θα με συγχωρέσεις». «Θα μου το ξεπληρώσεις εντελώς, αν φροντίσεις να γίνεις καλά όσο γίνεται πιο γρήγορα* κι αφού σε βλέπω να είσαι σε τέτοια καλή διάθεση, νομίζω πως μπορώ να σου μιλήσω για κάποιο ζήτημα* μπορώ, δεν μπορώ;» Άρχισα να τρέμω. Κάποιο ζήτημα! Τι μπορούσε να είναι; Έκανε άραγε υπαινιγμό για κάποιο ζήτημα που δεν τολμούσα ούτε και να το σκεφθώ ακόμα; «Ησύχασε», είπε ο Κερβάλ, που είδε ότι άλλαξα χρώμα, «δε θα πω λέξη, ocv σ' ενοχλεί* μα ο πατέροις σου και η ξαδέλφη σου θα ήταν πολύ ευτυχισμένοι, αν έπαιρναν ένα γράμμα γραμμένο από το χέρι σου. Βέβαια δεν ξέρουν και πολλά πράγματα για το πόσο άρρωστος ήσουν, γι' αυτό και ανησυχούν από την πολύχρονη σιωτυή σου». «Αυτό είναι όλο κι όλο, αγαττητέ μου Χένρυ; Μα πώς μπόρεσες να νομίσεις πως οι πρώτες μου σκέψεις δε θα πέταγαν σ' εκείνους τους πολυαγαττημένους, που λατρεύω και που αξίζουν την αγάτυη μου;» «Αν νιώθεις έτσι, φίλε μου, ίσως χαρείς βλέποντας ένα γράμμα που εδώ και αρκετές ημέρες έχει έρθει για σένα* νομίζω πως είναι από την ξαδέλφη σου». 93
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI μου 'δωσε τα παρακάτω γράμαγαττημένη μου Ελίζαμπεθ. Υμα. Ήταν από τηνο Κλερβάλ ΣΤΕΡΑ ΑΠ' ΑΤΤΑ
((Πολυαγα7ητ]μένε μου εξάδελφε, Ήσουν άρρωστος, πολύ άρρωστος, και τα γράμματα του ακριβού και ευγενικού Χένρυ παρ' όλο που ήταν συνεχή δεν ήταν αρκετά για να με καθησυχάσουν σχετικά με εσένα. Σου απαγορεύουν να γράφεις, ακόμα και να κρατάς την πέννα* κι όμως μια λέξη από σένα, αγαττημένε μου Β&ίτορ, είναι απαραίτητη για να καθησυχάσουν οι υποψίες μας. Για πολύ καιρό κάθε φορά που ερχόταν το ταχυδρομείο νόμιζα πως θα μας έφερνε αυτή τη λέξη και η δική μου η πειστικότητα είναι που συγκράτησε το θείο μου να μην αποτολμήσει ένα ταξίδι στο Ίνγκολσταντ, Τον γλίτωσα από τις δυσκολίες και ίσως από τους κινδύνους ενός τόσο μακρινού ταξιδιού* πάντο>ς πολύ συχνά λυπόμουνα που δεν ήμουν σε θέση να το κάνω εγώ αυτό το ταξίδι! Φανταζόμουν πως το έργο της περιποίησής σου είχε ανατεθεί σε κάποια γριά πληρωμένη νοσοκόμα, που ποτέ δε θα μπορούσε να μαντέψει τις επιθυμίες σου ούτε να τις φροντίσει με τη μέριμνα και τη στοργή της ξαδέλφης σου. Τώρα όμως όλ' αυτά πέρασαν ο Κλερβάλ γράφει ότι πραγματικά πηγαίνεις πολύ καλύτερα. Ελπίζω πως σύντομα θα επιβεβαιώσεις αυτό το νέο μ' ένα γράμμα γραμμένο από σένα. Γίνε καλά κι έλα κοντά μας. Θα βρεις ένα ευτυχισμένο, χαρούμενο σπίτι και φίλους που σε αγαπούν από τα βάθη της καρδιάς τους. Η υγεία του πατέρα σου είναι γερή και δε ζητάει τίποτα άλλο παρά να σε δει, να βεβαιωθεί πως είσαι κίχλά* και τότε ούτε ένα συννεφάκι δε θα σκιάσει ποτέ την καλοπροαίρετη όψη του. Πόσο ευχαριστημένος θα ήσουν, βλέποντας την πρόοδο του Έρνεστ μ(χς! Μττήκε τώρα στα δεκίχέξι και είναι όλο ενεργητικότητα και διάθεση. Επιθυμεί να γίνει πραγματικός Ελβετός και να μπει σε μια υ7π)ρεσία του εξωτερικού* εμείς όμως δεν μπορούμε να τον αποχωριστούμε, τουλάχιστον ώσπου ο μεγαλύτερος αδελφός του να έρθει κοντά μχς. Ο θείος μου δεν είναι ευχοφιστημένος με την ιδέα μιας στρατιωτικής σταδιοδρομίας σε κάποια μακρινή χώρα* ο Έρνεστ όμως
94
ποτέ δεν είχε τις δικές σου προσαρμοστικές δυνατότητες. Βλέπει τη μελέτη σαν μισητά δεσμά* τον καιρό του τον περνάει στο ύπαιθρο, πότε σκαρφαλώνοντας στους λόφους και πότε τραβώντοις κουπί στη λίμνη. Φοβάμαι πως θα γίνει αργόσχολος, εκτός αν υποκύψουμε και του επιτρέψουμε να μπει στο επάγγελμα που διάλεξε. Αν εξαιρέσει κανείς τα παιδιά που μεγάλωσαν, δεν έχει γίνει μεγάλη αλλαγή από τότε που μας άφησες. Η γαλάζια λίμνη και τα χιονοσκέπαστα βουνά δεν αλλάζουν ποτέ* και νομίζω πως το γαλήνιο σπιτικό μας και οι ευχοφιστημένες κοφδιές μας είναι ρυθμισμένα από τους ίδιους (χμετάβλητους νόμους. Οι ελαφρές ασχολίες μου με απορρο<ρούν και με διασκεδάζ&υν και η ανταμοιβή μου για τις οποιεσδήποτε προσττάθειες που κάνω είναι που βλέπω γύρω μου χοφούμενα κι ευτυχισμένα πρόσωπα. Από τότε που έφυγες από κοντά μας, μονάχα μια αλλαγή έγινε στο σπιτικό μας. θυμάσαι για ποιο λόγο μττήκε στην οικογένειά μας η Ζυστίν Μόριτς; Καθώς φαίνεται όχι, γ' αυτό με λίγα λόγια θα σου διηγηθώ την ιστορία της. Η κυρία Μόριτς, η μητέρα της, ήταν χτρΛ με τέσ^κρα παι&ά, το τρίτο δε απ' αυτά ήτοεν η Ζυστίν. Αυτό το κορίτσι ήτοεν πάντα η αδυναμία του πατέρα της* μα αττό μια παράξενη στρυφνότητα, η μητέρα της δεν μπορούσε να την υποφέρει και ύστερα από το θάνατο του κυρίου Μόριτς, την κακομεταχειριζόταν. Η θεία μου το παραη^σε* και όταν η Ζυστίν έγινε δώδεκα χρονών, η μητέρα της ττείσθηκε από τη θεία μου να της επιτρέψει να 'ρθει να μείνει μαζί μας στο σττίτι μας. Οι δημοκρατικοί θεσμοί της χώρας μας προβλέπουν απλούστερες και δικαιότερες σχέσεις ανθρώπων από εκείνες που κυριαρχούν στις μεγάλες μοναρχίες που μας περιτριγυρίζουν. Έτσι εδώ υτοάρχει λιγότερη διάκριση ανάμεσα στις διάφορες τάξεις των κατοίκων της* γι' (χυτό το λόγο η συμπεριφορά των κατωτέρων τάξεων, καθώς δεν είναι ούτε τόσο φτωχή, ούτε τόσο περιφιρονημένη, είναι 7U0 εξευγενισμένη και πιο ηθική. Ένοις υττγρέτης στη Γενεύη δεν είναι το ίδιο πράγμα σαν έναν υττηρέτη στη Γαλλία και στην Αγγλία. Η Ζυστίν, καθώς μττήκε στην οικογένειά μας, έμαθε τα κ(χθήκοντα μκχς υττηρέτριας- κατάσταση που στην τυχερή μας χώρα δε συμπεριλαμβάνει την ιδέα της αμάθειας και τη θυσία της αξιοπρέπεκχς της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Ζυστίν, ίσως να θυμάσαι, ήταν η μεγάλη σου συμπάθεια* και θυμάμαι που κάποτε παρατήρησες πως όταν ήσουν κακοδιάθετος, μια και μόνη ματιά από τη Ζυστίν θα μπορούσε να σου αλλάξει τη διάθεση, για τον ίδιο λόγο που δίνει ο Αριόστο όσον αφορά την ομορφιά της Αγγέλικιχς —φαινόταν τόσο καλόκαρδη κι ευτυχισμένη. Η θεία μου την περιέβαλε με μεγάλη στοργή κι αυτό ήταν που την παρακίνησε να της δώσει μια μόρφωση πολύ πιο ανώτερη από εκείνη που αρχικά σχεδίαζε. Αυτό το
95
ευεργέτημα ξεπληρώθηκε με το παραπάνω* η Ζυστίν ήτοιν το πιο ευγνώμονο πλάσμα στον κόσμο* όχι ότι το έδειχνε με λόγια* ποτέ δεν άκουσα λέξη να βγει από τα χείλη της* μα μπορούσες να δεις στα μάτια της πόσο λάτρευε την προστάτιδά της. Αν και ο χοφακτήροος της ήτοςν εύθυμος και από πολλές απόψεις απερίσκετττος, μολοντούτο παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή κάθε χειρονομία της θείας μου. Τη θεωρούσε το πρότυπο κάθε τελειότητας και προσπαθούσε πάντα σε τέτοιο βαθμό να τη μιμηθεί στη φρασεολογία και στους τρόπους της, που ακόμα και τώρα είναι φορές που μου τη θυμίζει πολύ έντονα. Όταν πέθανε η πολυαγαττημένη μου θεία, κλεισμένοι όλοι στον πόνο μας, δεν προσέξαμε την κακομοίρα τη Ζυστίν, που σ' όλο το διάστημα της αρρώστιας της θείας μου στάθηκε κοντά της με την πιο τρυφερή στοργή. Η κακομοίρα η Ζυστίν ήταν πολύ άρρωστη* μα κι άλλες συμφορές την περίμεναν. Το ένα ύστερα από τ' άλλο πέθανο^ όλα της τ' αδέλφια* και η μητέρα της, με εξαίρεση την παραμελημένη κόρη της, έμεινε άτεκνη. Τότε μέσα στη γυναίκα ξύττνησαν οι τύψεις* άρχισε να νομίζει πως οι θάνατοι των αγαττημένων της παιδιών ήταν μια Θεία Κρίση για να τιμωρήσει τη μεροληψία της. Ήταν ρωμαιοκαθολική* και πιστεύω πως ο εξομολογητής της τής είχε ενδυναμώσει την ιδέα που είχε γεννηθεί μέσα της. Λίγους μήνες, λοιπόν, ύστερα από την αναχώρησή σου για το Ίνγκολστοίντ, η μεταμελημένη μητέρα ζήτησε να γυρίσει κοντά της η Ζυστίν. Κακόμοιορο κορίτσι! Έκλαιγε όταν έφευγε από το σπίτι μας* είχε αλλάξει πολύ ύστερα από το θάνατο της θείας μου* η θλίψη είχε προσδώσει στους τρόπους της μια γλυκύτητα και μια πραότητα που πριν διακρίνονταν για τη ζωντάνια τους. Ούτε όμως η διαμονή της στο σπίτι της μητέροος της ήταν τέτοια που να μπορούσε να αποκαταστήσει την ευθυμία της. Η δύστυχη γυναίκα είχε πολλές απότομες μεταβολές στη μετιχμέλειά της. Μερικές φορές παρακαλούσε τη Ζυστίν να συγχωρέσει την αστοργία της, μα πιο συχνά την κατηγορούσε πως αυτή ήταν η αιτία για το θάνατο των αδελφών της. Στο τέλος ο συνεχής εκνευρισμός έφθειρε το νευρικό σύστημα της κυρίας Μόριτς και όσο ττήγαινε γινόταν όλο και πιο ευερέθιστη, μα τώρα (χναπαύεται για πάντα εν ειρήνη. Πέθανε με τα πρώτα κρύα, στην οφχή αυτού του τελευταίου χειμώνα. Η Ζυστίν ξαναγύρισε κοντά μας* και σε διαβεβαιώ πως την αγαπώ πολύ τρυφερά. Είναι πολύ έξυπνη και ευγενική και πάρα πολύ όμορφη* όπως σου είπα και πριν, οι τρόποι της και οι εκφράσεις της μου θυμίζουν συνεχώς την αγαττημένη μου θεία. Πρέπει επίσης να σου πω μερικά πράγματα, αγαττητέ μου εξάδελφε, για το μικρό, πολυαγαττημένο Γουίλλιαμ. Πολύ θέλω να μπορούσες να τον δεις* είναι πολύ ψηλός για την ηλικία του κι έχει γλυκά, γελαστά,
96
γαλάζια μάτια, μαύρες βλεφαρίδες και σγουρά μαλλιά. Όταν χαμογελάει, δυο λακκουβίτσες σχίΤ)ματίζονται στο κάθε μάγουλο, που έχουν τριανταφυλλένιο χρώμα κι είναι όλο υγεία. Έχει μια ή δυο συζύγους κιόλιχς, μα η Λουίζα Μπιρόν είναι η ευνοουμένη του, ένα όμορφο κοριτσάκι πέντε χρονών. Τώρα αγαττητέ Βίκτορ, υποψιάζομαι πως θα θέλεις να μάθεις μερικά κουτσομπολιά, σχετικά με την καλή κοινωνία της Γενεύης. Η όμορφη δις Μάνσφηλντ άρχισε να δέχεται κιόλοίς τις συγχαρητήριες επισκέψεις για τον προσεχή της γάμο μ' ένα νεαρό Άγγλο, τον Τζων Μέλμπουρν Εσκουάιρ. Η άσχημη αδελφή της, η Μανόν, το περασμένο φθινόπωρο παντρεύτηκε τον κ. Ντουβιλλάρντ, τον πλούσιο τραπεζίτη. Ο αγαττητός σου συμμαθητής, ο Λουί Μανουάρ, είχε πολλές ατυχίες ύστερα από την αναχώρηση του Κλερβάλ από τη Γενεύη. Μα ξανοφρήκε το ηθικό του και λέγεται πως είναι έτοιμος να παντρευτεί μια πολύ όμορφη Γαλλίδα, τη μ(χντάμ Ταβερνιέ. Είναι χήρα και πολύ μεγαλύτερη από τον Μανουάρ* μα η γυναίκα αυτή θαυμάζεται από όλους. Η διάθεσή μου με το γράψιμο έγινε κάπως καλύτερη, αγαττητέ εξάδελφε* μα τώρα που τελειώνω η αγωνία μου ξανάρχεται. Γράψε, φίλτατε Βίκτορ, μια γραμμή, μια λέξη* θα είναι για μας ευλογία. Χίλια ευχαριστώ στον Χένρυ για την καλοσύνη του, τη στοργή του και για τα πολλά γράμματά του* του είμαστε ειλικρινά ευγνώμονες. Adieu, εξάδελφέ μου* φρόντιζε τον εαυτό σου* και σε ικετεύω, γράψε! Γενεύη, 18 Μαρτίου 17 '
Ελίζαμπεθ Λαβέντζα
«Αγαττημένη, αγαττημένη Ελίζαμπεθ!» ξεφώνισα, όταν διάβασα το γράμμα της. «Θα γράψω αμέσως και θα τους ανακουφίσω από την αγωνία που πρέπει να αισθάνονται!» Έγραψα, αυτή όμως η προσπάθεια με κούρασε πάρα πολύ* η ανάρρωση μου όμως είχε αρχίσει και προχωρούσε κανονικά. Σ' άλλες δυο βδομάδες μπόρεσα και βγήκα από το δωμάτιο μου. Ότ(χν έγινα κίχλά, ένα από τα πρώτα μου χρέη ήταν να συστήσω τον Κλερβάλ στους διάφορους καθηγητές του πανεπιστημίου. Κάνοντας αυτό, ένιωθα να ταράζομαι και ν' ανοίγουν πάλι οι πληγές του τοΛαιπωρημένου μου μυαλού. Από κείνη τη μοιραία νύχτα, όπου τέλειωσαν οι προσπάθειές μου και άρχισε η δυστυχία μου, ένιωθα μια φοβερή αντιπάθεια ακόμα και για το όνομα της φυσικής. Ακόμα κι otocv αποκαταστάθηκε εντελώς η υγεία μου, η απλή θέα ενός χημικού οργάνου μου δημιουργούσε 97
αγωνία που εκδηλωνόταν με έντονα νευρικά συμπτώματα. Ο Χένρυ το παρατήρησε, γι' αυτό και τυήρε όλα μου τα σύνεργα και τα τυήγε αλλού για να μην τα βλέπω. Έκανε επίσης (χλλαγές και στο διαμέρισμά μου* γιατί είχε αντιληφθεί πως είχα κυριευθεί από μια σιχαμάρα για το δωμάτιο όπου προηγούμενα ήταν το εργαστήριό μου. Αυτές οι προστατευτικές φροντίδες του Κλερβάλ, όταν επισκεφθήκαμε τους καθηγητές, αποδείχθηκαν χωρίς καμιά αποτελεσματικότητα. Ο κ. Γουόλντμαν μ' έκανε να περάσω το πιο μεγάλο βασανιστήριο, όταν εξεθείασε, με κοΛοσύνη και ζε^ στασιά, την εκπληκτική πρόοδο που είχα κάνει στις επιστήμες. Γρήγορα αντιλήφθ^τ)κε πως με στενοχωρούσε το θέμα της κουβέντ(χς μας* μην μπορώντ(χς όμως να φανταστεί την πραγματική αιτία, απέδωσε τα αισθήματά μου σε μετριοφροσύνη και από την πρόοδό μου γύρισε τη συζήτησ)^ σ' αυτή την ίδια την επιστήμη, με την επιθυμία, όπως ολοφάνερα είδα, να με κάνει να μιλήσω γι' αυτήν. Τι μπορούσα να κάνω; Ήθελε να μ' ευχαριστήσει και με βασάνιζε. Αισθάνθηκα σαν να είχε τοποθετήσει πολύ προσεκτικά, το ένα ύστερα από το άλλο, μπροστά στα μάτια μου όλα εκείνα τα όργανα που ύστερα θα χρησιμοποιούνταν για να με βάλουν σ* ένα αργό και σκληρό θάνατο. Σπάραζα από τα λόγια του κι όμως βαστήχτηκα για να μην εκδηλώσω τον πόνο που ένιωθα. Ο Κλερβάλ, που τα μάτια του και το αισθητήριό του ξεχώριζαν πάντα γρήγορα τα αισθήματα των άλλων, ά^αξε τη συζήτηση, προβάλλοντοος σαν δικαιολογία την τέλεια άγνοιά του* και η συζήτηση τϋήρε ένα πιο γενικό τόνο. Ευχαρίστησα το φίλο μου απ' το βάθος της καρδιάς μου μ' ένα σιωττηλό τρόπο που έλεγε πολλά. Όλο αυτό τον τελευταίο καιρό είχα δει καθαρά πως παραξενευόταν, μα ποτέ δεν αποπειράθηκε να μου αποσπάσει το μυστικό μου* και παρ' όλο που τον αγαπούσα με ανάκατα αισθήματα στοργής και σεβασμού που δεν είχαν όρια, μολοντούτο ποτέ δεν μπόρεσα να πείσω τον εαυτό μου, γιατί φοβόμουν πως η λεπτομερής αφήγησή του σε κάποιον άλλον το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε θα ήταν να αποτυπωνόταν (χκόμα πιο έντονα μέσα μου. Ο κ. Κρέμπε δεν ήταν το ίδιο βολικός* και στην κατάσταση που ήμουν εκείνη την ώρα, της σχεδόν (χβάσταχτης ευαισθησί(χς, τα εκνευριστικά του εγκώμια μ' έκαναν να στενοχωρηθώ πιο πολύ απ' όσο οι καλοπροαίρετες επιδοκιμασίες του κ. Γουόλντμαν. «Που να τον πάρει και να τον σηκώσει!» φώναξε. «Γιατί, κ.
Κλερβάλ, σας διαβεβαιώ πως μοος είχε ξεπεράσει όλους. Όσο κι αν σ(χς φαίνεται παράδοξο, είναι η πραγματική αλήθεια. Ένας νεαρός, που πριν από λίγα χρόνια ακόμα είχε τον Κορνήλιο Αγρίττπα σαν ευαγγέλιο, τώρα, σήμερα, βρίσκεται στην κορυφή του πανεπκΓτημίου· κι αν δεν τον κατεβάσουμε, γρήγορα από κει, θα σβήσουμε όλοι από το πρόσωπο της γης! Αχ, αχ», συνέχισε, παρ' όλο που έβλεπε τη στενοχώρια χαραγμένη στο πρόσωπό μου, αο κ. Φράνκενσταϊν είναι μετριόφρων εξαιρετικό προσόν για ένα νέο άνθρωπο. Οι νέοι π{^πει να είναι διστακτικοί, όπως καταλοιβαίνετε, κ. Κλερβάλ* έτσι ήμουν κι εγώ στα νιάτα μου* γρήγορα όμως τη διστακτικότητα την ξεφορτώνεται κοτνείς». Ο κ. Κρέμπε τώρα είχε οφχίσει να αυτοεξυμνείται, >α έτσι η συζήτ7}ση, προς μεγάλη μου οενακούφιοτη, απομακρύνθηκε από ένα ^μα που τόσο με ενοχλούσε.
Ο Κλερβάλ ποτέ δδ^ είχε συμπίχθήσο. την αγάτττ; μοϋ για τη φυσική ετηση^η* οι ττνευματικές του επι&ώξεις διέφεροεν εντελώς από εκείνες που με είχαν απασχολήσει. Ήρθε στο ποΕ\«πιστήμιο με τ ψ τφοοπτική να εξειδικευθεί σης ανατ<Λικές γλώσσες, γιατί έτσι θα άνοιγε ένα δρόμο για τη ζωή παο είχε σχεδιάσει να κάνει. Αποφασισμένος να κάνει μια ένδοξη σταδιοδρομία^ έστρεψε το εν&αφέρον του προς την Ανατολή, καιθώς του άνοιγε πεδία δράσγ)ς για τις ττνευματικές τ<χ) (χνησυχίες. Η περσική, η αραβική και η σοενσκριτική είνοα. οι γλώσσες ττου τράβηξαν την προσοχή του και εύκολα με παρέσυρε ώστε κι εγώ να αρχίσω τις ίδιες μελέτες. Η τεμπελιά ττάντα μου 'φερνε πλήξη και τώρα που μισούσα και ήθελα να ξεχάσω τις προηγούμενες σπουδές μου, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση, που έγινα συμφίκτητής με το c^o μου, και βρήκα όχι μόνο μο^ση μα και ποφηγοριά με τη μελετη των ανατολιστών. Εγώ δεν επεδίωξα, όπως ο φίλος μου, μια κριτική εμβάθυνση στις διαλέκτους τους, γιατί δε σκόπευα να κάνω καμιά άλλη χρήση τους εκτός από την πρόσκαιρη ευχαρίστηση μου. Απλώς τις μελέτησα για να μπορώ να κατοίλαβαίνω το νόημά τους κι αυτές μου ξεπλήρωσαν με το παραπάνω τους κόπους μου. Η μελαγχολία τους είναι ηρεμιστική και η χοιρά τους είναι τονωτική σε τέτοιο βαθμό που ποτέ άλλοτε δε δοκίμασα σε συγγραφείς μιας οποιασδήποτε άλλης χώροις. Όταν διαβάζεις τα γραφτά τους, η ζωή φαίνεται σαν να μοιάζει με ζεστό ήλιο που φωτίζει έναν κήπο με τρκχντάφυλλα ή με χαμόγελα ή τα κατσου99
φιάσματα ενός ωραίου εχθρού ή με τη φωτιά που κατατρώει την καρδιά σου. Πόσο διαφορετικά είναι όλα οωτά από την αντρίκεια και ηρωική ποίηση της Ελλάδας και της Ρώμης! Το καλοκαίρι πέρασε μ' αυτές τις απασχολήσεις και η επιστροφή μου στη Γενεύη καθορίστηκε για το τέλος του φθινοπώρου* διάφορα όμως περιστατικά καθυστέρησαν την αναχώρησή μου και στο μεταξύ ο χειμώνοις και. τα χιόνια ήρθαν, οι δρόμοι έγιναν αδιάβατοι και το ταξίδι μου μετατέθηκε για την ερχόμενη άνοιξη. Αυτή η καθυστέρηση με πίκρανε πολύ* γιατί επιθυμούσα πάρα πολύ να δω την πόλη της καταγωγής μου και τους αγαττημένους μου. Η επιστροφή μου καθυστέρησε τόσο πολύ μονάχα από μια απροθυμία να εγκατοΛείψω τον Κλερβάλ σ' ένα ξένο μέρος πριν γνωριστεί με κάποιους από τους κατοίκους του. Οπωσδήποτε, ο χειμώνας πέρασε χοφούμενα* και παρ' όλο που η άνοιξη ήταν ασυνήθιστα αργοπορημένη, όταν ήρθε η ομορφιά της μοις αποζημίωσε για την αργοπορία της. Ο Μάης είχε αρχίσει κιόλοις κι εγώ καθημερινά περίμενα το γράμμα που θα καθόριζε την ημερομηνία της αναχώρησής μου, όταν ο Χένρυ μου πρότεινε να κάνουμε ένα γύρο με τα πόδια στα περίχωρα του Ίνγκοΐ^σταντ, για να μπορέσω έτσι να αποχαιρετήσω τη χώρα που είχα μείνει τόσο πολύ καιρό. Αποδέχτηκα με ευχαρίστηση αυτή την πρόταση* μου άρεσε να ασκούμαι και ο Κλερβάλ ήταν πάντα ο διαλεχτός σύντροφός μου σε τέτοιου είδους περιπάτους που έκοονα στις εξοχές της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Περάσαμε καμιά δεκαπενταριά ημέρες με τέτοιες περιπλανήσεις* η υγεία μου και η διάθεση μου είχ(χν από καιρό τώρα αποκατασταθεί και διαρκώς δυνάμωναν από τον υγιεινό αέρα που ανέττνεα, από τα φυσικά περιστατικά που μας τύχαιν(χν και από τη συζήτηση του φίλου μου. Προηγουμένως, η μελέτη με είχε απομονώσει από τη συνάφεια με τον ανθρώπινο περίγυρό μου και με είχε κάνει αντικοινωνικό* ο Κλερβάλ όμως μου ξύττνησε τα πιο εγκάρδια συναισθήματα* μου ξανάμαθε να αγαπώ τη φύση και τα χαρούμενα πρόσωπα των παιδιών. Εξαιρετικέ μου, φίλε! Πόσο ειλικρινά μ' αγάττησες και πόσο προσπάθησες να ανυψώσεις το ηθικό μου ώσπου να φθάσει στο δικό σου επίπεδο! Μια εγωιστική επιδίωξη με είχε μουδιάσει και με είχε ακινητοποιήσει, ώσπου η ευγένειά σου και η στοργή σου μου θέρμαν(χν τις αισθήσεις* 100
έγινα και πάλι το ίδιο εκείνο ευτυχισμένο πλάσμα, που πριν από λίγα χρόνια αγάττησε και αγατυήθηκε από όλους, που δεν είχε λύπες ή φροντίδες. Τότε που η φαιδρή, άψυχη φύση είχε τη δύναμη να μου προσφέρει τα πιο απολαυστικά αισθήματα. Τότε που ένιχς γαλήνιος ουρανός και κάποιοι θαλεροί κάμποι με γέμιζαν με έκσταση. Η τωρινή εποχή ήταν πραγματικά θεία* τα ανοιξιάτικα λουλούδια άνθιζαν στους φράχτες ενώ τα κοολοκαιρινά ήταν κιόλοος μπουμπουκιασμένα. Δε με ταλάνιζαν πια οι σκέψεις που τον προηγούμενο χρόνο είχαν πέσει πάνω μου τόσο βαριά και που μου ήταν αδύνατο να απα>Λαγώ απ* αυτές παρ' όλες τις προσπάθειες που έκανα για να τις ξεφορτωθώ. Ο Χένρυ χαιρόταν με την ευθυμία μου και ειλικρινά συμμεριζόταν τα αισθήματά μου* προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με διασκεδάσει ενώ ταυτόχρονα μου φανέρωνε τα αισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή του. Οι επινοήσεις του μυοΛού του ήταν πραγματικά καταπληκτικές* η κουβέντα του ήταν γεμάτη με φαντασία* επινοούσε ιστορίες γεμάτες με εξαιρετική ομορφιά και έντονο πάθος. Άλλες πάλι φορές μου αττήγγελλε τα ποιήματα που μου άρεσαν ή με παρέσυρε σε συζητήσεις που τις διεκπεραίωνε με μεγάλη εξυττνάδα. Γυρίσαμε στο κολλέγιό μοις μια Κυριακή απόγευμα* οι χωρικοί είχαν πιάσει το χορό και όλοι όσους συναντήσαμε φαίνονταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Η ψυχική μου διάθεση ποτέ δεν ήταν πιο κοίλά και ήμουν πλημμυρισμένος από αχαλίνωτη χαρά και ιλαρότητα.
101
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII μου, βρήκα το παρακάτω γράμμα, που μου μου: Σείχε στείλει ο πατέρ(χς ΤΟΝ Γ Τ Ρ Ι Σ Μ Ο
«Αγαττητέ μου, Βίκτορ, Περιμένεις προφανώς με ανυπομονησία το γράμμα που θα σου καθορίζει την ημερομηνία της επιστροφής σου κοντά μοος* στην αρχή μττήκα στον πειρασμό να σου γράψω μονάχα λίγες γραμμές, αναφέροντάς σου απλώς την ημέρα που θα σε περιμέναμε. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν σκληρό και δεν τολμώ να το κάνω. Ποια θα ήταν η έκπληξή σου, γιε μου, όταν αντί για τη χοφούμενη υποδοχή που θα περίμενες, έβλεπες δάκρυα και δυστυχία; Και με ποιο τρόπο, Βίκτορ, μπορώ να. εξιστορήσω την ατυχία μας; Η απουσία σου από δω δεν μπορεί να σ' έχει κάνει αναίσθητο στις χαρές και στις λύπες μας* μα και πώς μπορώ να κάνω να πονέσει ο γιος μου που λείπει τόσον καιρό; Θέλω πολύ να σε προετοιμάσω για τα θλιβερά νέα, μα ξέρω πως αυτό είναι κάτι το αδύνατο* το μάτι σου τρέχει κιόλας πάνω στη σελίδα για να βρει τις λέξεις που θα σου μεταδώσουν τα φοβερά νέα. Ο Γουίλλιαμ πέθανε! Εκείνο το γλυκό παιδί, που τα χαμόγελά του γλύκαιναν και ζέσταιναν την καρδιά μου* που ήταν τόσο ευγενικό κι ακόμα τόσο χαρούμενο! Βίκτορ, δολοφονήθηκε! Δε θα δοκιμάσω να σε παρηγορήσω* απλώς θα σου διηγηθώ τα περιστατικά της πράξης. Την περασμένη Πέμπτη (7 Μαίου) εγώ, η ανηψιά μου τα δυο σου αδέλφια τη^γαμε να κάνουμε περίπατο στο Πλαινπαλαί. Το σούρουπο ήταν ζεστό και γαλήνιο και μείναμε λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο. Σκοτείνιαζε πια, όταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε* οπότε τότε ανακαλύψαμε πως ο Γουίλλιαμ κι ο Έρνεστ, που είχαν προχωρήσει μπροστά, δε βρίσκονταν πουθενά. Καθίσαμε, λοιπόν, σ' έναν πάγκο και τους περιμέναμε ώσπου να γυρίσουν. Σε λίγο ήρθε ο Έρνεστ και ρώτησε αν είχαμε δει τον αδελφό του* μας είπε πως έπαιζε μαζί του, πως ο Γουίλλιαμ ττήγε τρέχοντ(χς κάπως μακριά για να κρυφτεί και ότι εκείνος μάταια έψαχνε
102
για να τον βρει, και ότι ύστερα κάθισε και τον περίμενε αρκετή ώρα μα εκείνος δε φάνηκε πουθενά. Όσα μας είπε ο Έρνεστ μοος αναστάτωσαν και συνεχίσαμε να ψάχνουμε ώσπου έπεσε η νύχτα, οπότε εκείνη την ώρα πέρασε από το νου της Ελίζαμπεθ πως το παιδί μπορούσε να έχει γυρίσει στο σπίτι. Δεν ήταν όμως εκεί. Ξαναγυρίσαμε με αναμμένους δαυλούς* γιατί δεν μπορούσα να ησυχάσω με τη σκέψη πως το γλυκό μου αγόρι είχε χαθεί και ότι ήταν έκθετο στην παγωνιά και στην υγρασία της νύχτας* άλλωστε και την Ελίζαμπεθ την είχε πιάσει τρομερή αγωνία. Γύρω στις πέντε το πρωί, το πολυαγατΓ/ιμένο μου αγόρι, που την προηγούμενη νύχτα έσφυζε από ζωή, το ανακάλυψα μελανιασμένο και ακίνητο, έτσι καθώς ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα πάνω στο χορτάρι* τα δάχτυλα του δολοφόνου είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω στο λαιμό του. Το μεταφέραμε στο σπίτι και η λύπη που ήταν φανερή στο πρόσωπό μου, έκανε την Ελίζαμπεθ να καταλάβει αμέσως το ανείπωτο κακό που μας είχε βρει. Ήθελε με κάθε τρόπο να δει το πτώμα. Εγώ στην αρχή προσπάθησα να την εμποδίσω* εκείνη όμως επέμενε και μπαίνοντας στο δωμάτιο που είχαμε αφήσει το νεκρό παιδί, εξέτασε βιαστικά το λαιμό του και ξεφώνισε, τραβώντας τα μαλλιά της: «Ω! Θεέ μου! Εγώ σκότωσα το αγαττημένο μου παιδί!» Λιποθύμησε και τη συνεφέραμε ύστερα από πολλές προσπάθειες. Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις της, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κλαίει και να αναστενάζει. Μου είπε πως εκείνο ακριβώς το βράδυ ο Γουίλλιαμ της είχε φορτωθεί για να τον αφήσει να φορέσει μια πολύτιμη μινιατούρα που είχε από τη μητέρα σας. Αυτό το κόσμημα χάθηκε, και αναμφίβολα αυτό στάθηκε ο πειρασμός που παρακίνησε το δολοφόνο στο απαίσιο έργο του. Προς το παρόν δεν έχουμε κανένα ίχνος από το δράστη, παρ' όλο που οι προσπάθειές μ(χς για να τον ανακαλύψουμε είναι ακατάπαυστες* αν και δεν μπορούν πια να μας ξαναφέρουν κοντά μ(χς τον πολυαγαπημένο μας Γουίλλιαμ! Έλα, αγαττητέ Βίκτορ* εσύ μονάχα μπορείς να παρηγορήσεις την Ελίζαμπεθ. Κλαίει συνέχεια και κατηγορεί άδικα, τον εαυτό της πως αυτή στάθηκε η αιτία για το θάνατό του* τα λόγια της μου σπαράζουν την καρδιά. Όλοι εδώ είμαστε δυστυχισμένοι* αυτό δεν είναι για σένα, γιε μου, ένα επιπρόσθετο κίνητρο για να γυρίσεις και να μ(χς δώσεις ανακούφιση στον πόνο μ(χς; Τώρα Βίκτορ, μέσα στην απόγνωση μου λέω πως δόξα να 'χει ο Θεός που δεν άφησε να ζήσει η χιλιάκριβη μητέρα σας για να δει αυτόν το σκληρό και άκαρδο θάνατο του αγαττημένου μικρού της! Έλα, Βίκτορ* μέσα σου ας μην κλωσσούν σκέψεις για το πώς θα εκδικηθείς το δολοφόνο, μόνο γέμισε την ψυχή σου με αισ^ματα ειρήνης
103
και ευγένειας που θα επουλώσουν, αντί να κακοφορμίσουν, τα τραύματα του ττνεύματός μας. Μπες στο σπίτι του πένθους, πολυφίλητε γιε μου, με κιχλοσύνη και στοργή για κείνους που σ' αγαπούν και όχι με μίσος για τους εχθρούς σου. Γενεύη 12 Μαίου 17 Ο στοργικός και θλιμμένος σου πατέροος, Αλφόνς Φράνκενσταϊν
Ο Κλερβάλ, που παρακολουθούσε το πρόσωπο μου όσο διάβαζα αυτό το γράμμα, έμεινε κατάπληκτος, βλέποντ(χς την απελπισία να διαδέχεται τη" χαρά που πρωτοεκδήλωσα την ώρα που ττήρα νέα από τους αγαττημένους μου. Πέταξα το γράμμα στο τραπέζι, κι έκρυψα το πρόσωπο μου μέσα στις χούφτες μου. ((Αγατυητέ μου, Φράνκενσταϊν», φώναξε ο Χένρυ, όταν με είδε να κλαίω πικρά, «πάντα θα είσαι δυστυχισμένος; Τι συνέβη, καλέ μου φίλε;» Του *κανα νόημα να πάρει το γράμμα ενώ εγώ περπατούσα πάνω-κάτω στο δωμάτιο μέσα σε μεγάλη ταραχή. Είδα τα μάτια του Κλερβάλ να γεμίζουν με δάκρυα την ώρα που διάβαζε την ιστορία της δυστυχί(χς μου. «Καμιά ποφηγοριά δεν μπορώ να σου δώσω, φίλε μου», είπε* «η καταστροφή είναι ανεπανόρθωτη. Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Να πάω αμέσως στη Γενεύη* έλα μαζί μου, Χένρυ, να βρούμε άλογα». Καθώς ττηγαίναμε, ο Κλερβάλ προσπάθησε να πει κάποια παρηγορητικά λόγια* το μόνο όμως που μπόρεσε να εκφράσει ήταν η εγκάρδια συμπάθειά του. «Ο κακόμοιρος ο Γουίλλιαμ!» είπε* «τι αξιαγάττητο παιδί, τώρα κοιμάται με την αγγελική του μητέρα! Όποιος το είχε δει να λάμπει μέσα στην παιδική ομορφιά του, δεν μπορεί παρά να κλαίει για τον πρόωρο χ(χμό του! Να πεθάνει τόσο άθλια* να νιώσει το φοβερό σφίξιμο των χεριών του δολοφόνου! Αυτός ήταν κάτι παραπάνω από φρικτός δολοφόνος, που μπόρεσε να καταστρέψει μια τέτοια ακτινοβόλα αθωότητα! Κακόμοιρο παιδί! Μονάχα μια παρηγοριά μ(χς μένει* οι φίλοι του μπορεί να πενθούν και να κλαίνε, μα εκείνος αναπαύεται ειρηνικά. Ο πόνος πέρασε οριστικά γι' αυτόν, τα βάσανά του τέλειωσαν για πάντα. Το γρασίδι θα σκεπάζει το λετττό του σώμα, που δε θα γνωρίζει πια τι πάει να πει θλίψη κι οδυρμός. Ας μην τον λυπό104
μαστέ λοιπόν* (χς κρατήσουμε τη λύτυη μοος για τους ζωντανούς που έμειναν πίσω». Τέτοια παρηγορητικά λόγια μου 'λεγε ο Κλερβάλ την ώρα που περνούσαμε βιαστικά τους δρόμους* όσα μου 'λεγε εντυπώθηκαν βαθιά στο νου μου και τα θυμόμουν ύστερα, όταν έμεινα μόνος. Μα κείνη την ώρα, μόλις ήρθαν τα άλογα, μτυήκα βιαστικά στην άμαξα κι αποχαιρέτησα το φίλο μου. Το ταξίδι μου ήταν πολύ μελαγχολικό. Στην οφχή βιαζόμουν, γιατί ήθελα πάρα πολύ να βρεθώ κοντά στους αγαττημένους μου, να τους παρηγορήσω και να μοιραστώ μαζί τους τον πόνο τους* όταν όμως πλησίαζα στην πόλη της γενέτειράς μου, άρχισα να ττηγαίνω πιο αργά. Μόλις και μπορούσα ν' αντέξω το πλήθος των συναισθημάτων που συνωστίζονταν μέσα στο μυαλό μου. Περνούσα μέσα από τοπία που τα ήξερα από μικρός, μα που είχα να τα δω εδώ και έξι σχεδόν χρόνια. Πόσο άλλαξε το καθετί σ' αυτό το διάστημα! Αυτό που παρουσιαζόταν μπροστά μου ήταν για μένα μια ξαφνική και συντριπτική αλλαγή που είχε γίνει* κι έτσι μου 'ρθε στο νου πως ένα σωρό άλλα μικρά περιστατικά θα μπορούσαν βαθμιαία να έχουν επεξεργαστεί άλλες αλλαγές, που αν και έγιναν πιο ήρεμα, μολοντούτο θα ήταν το ίδιο αποφασιστικές. Μ' έπιασε φόβος* δεν τολμούσα να προχωρήσω, γιατί φοβόμουν χίλα φρικτά κοοκά που μ' έκαναν να τρέμω, αν και δεν μπορούσα να τα προσδιορίσω. Δυο μέρες πέρασα στη Λωζάνη εξαιτίοις αυτής της ττνευματικής μου ταραχής. Ατένιζα τη λίμνη* τα νερά ήταν γαλήνια* όλα γύρω ήταν ήρεμα* και τα χιονισμένα βουνά, «τα παλάτια της φύσης» ήταν εκεί ανάλλαχτα. Σιγά-σιγά η ηρεμία και το ωραίο τοπίο μ' έκαναν να συνέλθω κι έτσι μπόρεσα να συνεχίσω το ταξίδι μου προς τη Γενεύη. Ο δρόμος ττήγαινε στο πλάι της λίμνης, που στένευε καθώς πλησίαζα στο μέρος της γενέτειράς μου. Έβλεπα πια πολύ καλά τις μαύρες πλαγιές του Ζυρά και τη λαμπρή κορυφή του Λευκού Όρους. Έκλαψα σαν μικρό παιδί. «Αγαττημένα βουνά! Όμορφή μου λίμνη! Τι σημαίνει το κοΛωσόρισμα του παραστρατημένου σ<χς; Οι κορυφές σας είναι ανέφελες* ο ουρανός είναι γαλάζιος κι η λίμνη γαλανή κι ατάραχη. Αυτά άραγε είναι προμηνύματα ειρήνης ή εμπαιγμός στη δυστυχία μου;» Φοβάμαι, φ&^ε μου, πως γίνομαι πληκτικός, επιμένοντας σ' 105
αυτα τα προεισαγωγικά περιστατικα* μα ήτ(χν μερες με σχετική ευτυχία και τις θυμάμαι με ευχαρίστηση. Πατρίδα, αγαττημένη μου πατρίδα! Μονάχα ένοις ντόπιος, ένοις συμπατριώτης μπορεί να καταλάβει και να πει την ευχαρίστηση που ττήρα, ξαναβλέποντ(χς τα ποτάμια της, τα βουνά της και πάνω απ' όλα τη γοητευτική της λίμνη! Ποφ' όλ* (χυτά, καθώς πλησίαζα στο σπίτι, μ' έτηασε και πάλι η θλίψη κι ο φόβος. Η νύχτα αγκάλιαζε τα γύρω και ότοον πια έγινε έτσι που μόλις και μττορ^σα να δω τα σκοτεινά βουνά, ένιωσα ακι^χα mo μελοίγχολικά. Η εικόνα τιήρε την όψη κάποιοις ττλατιάς και ο^υδρής σκηριτής του κακού και μέσα oc^i προέβλεττ^, κάπως μττερδεμένα, πως ττρο^κζόμουν να γίνω ο mo δυστυχισμένος άνθρωπος σε τούτο τον κό(ΐμο. Αλίμονο! Η προιβλεψή μ ^ βγήκε σωστή κι έπεσα έξω σε μια και μόνη ττερίτττωση: πως για τη δυστυχία imj ττροέβλεττχ και φοβόμουν, δεν είχα φοενταστεί ούτε το ένα εκατοστό από το σπαραγμό που ετερόκειτο να ττεράσω. Ήταν εντελώς (Βα>τεινά όταν έφθα<ϊα στα ττερίχωρα τιης Γενεύτ^· οι ττύλες της π^ης είχαν ήδη κλείσει* και τύχουν υποχρεο^τ μένος να τίερώσω τη νύχτα στο Σεσερόν, ένα χω^ό σε μισή λεύγα απόστοϋση (χπό τ ψ πώ^η. Ο ουρανός ήταν γαλήνιος και όπως ήταν αδύνατο να βρω οινάπαυση και ησυχία, αποφάσισα να ττάω στο στ^λείο όττου ο φτωχός μου Γουίλλιαμ είχε δολοφονηθεί Καβώς δεν μπο^ι^ίσα να ττεράσω μέσα αττό την πόλη, αναγκάστηκα, για να ττάω στο Πλοαντυαλαί, να διασχίσω τη λίμνη με μια βάρο^α. Σ' (χυτό το σύντ^χο ταξίδι είδα τους κεραυνούς ν' οιστράφτουν στην κορυφή του Λευκού Όρους, χαρακώνοντας τον ουρανό με όμορφα παράξενα σχήματα. Η καταιγίδα φάνηκε να πλησιάζει γρήγορα* και μόλις πάτησα το πόδι μου στη στεριά, ανέβηκα σ' ένα χοιμηλό λόφο, απ' όπου μπορούσα να ποιρακολουθώ την πορεία της. Προχωρούσε γρήγορα* ο ουρανός συννέφιασε και σε λίγο ένιωσα τις χοντρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν (χργά, μα γρήγορα μετοιβλήθηκε σε άγρια νεροποντή. Έφυγα από κει που είχα στοώεί και συνέχισα το δρόμο μου, ποφ' όλο που η σκοτεινιά και η θύελλα από λεπτό σε λεπτό όλο και μεγάλων<χν και οι κεραυνοί ξέσπαγαν μ' έναν τρομερό πάταγο πάνω από το κεφάλι μου. Όλΐζ ο τόπος, από το Σαλέβ, το Ζυρά και τις 'Αλπεις της Σοιβοιοις, αντηχούσε από τις βροντές τους* 106
01 δυνατές λάμψεις των κεραυνών τύφλωναν τα μάτια μου, ενώ την ίδια ώρα καταύγαζαν τη λίμνη, κάνοντάς τη να φαίνεται σαν ένα απέραντο πύρινο πεδίο* ύστερα και για μια στιγμή το καθετί έπεφτε στην πιο μαύρη σκοτεινιά, ώσπου το μάτι να μπορέσει να συνέλθει από την προηγούμενη λάμψη. Η θύελλα, όπως συμβαίνει συχνά στην Ελβετία, παρουσιάστηκε μονομιάς σε διάφορα σημεία τ' ουρανού. Η πιο βίαιη καταιγίδα εκδηλώθηκε βόρεια από την πόλη, πάνω από κείνο το μέρος της λίμνης που κάποτε βρίσκεται ανάμεσα στο ακρωτήριο του Μπελρίβ και στο χωριό Κοπέ. Άλλη καταιγίδα φώτιζε με αδύναμες λάμψεις το Ζυρά κι άλλη πότε εξαφάνιζε μέσα στη σκοτεινιά και πότε αποκάλυπτε σ' όλο του το μεγαλείο το Μολ, ένα πανύψηλο βουνό στ' ανατολικά της λίμνης. Ενώ παρακολουθούσα τη θύελλα, τόσο όμορφη και συνάμα τόσο φοβερή, συνέχισα να περπατάω με βιαστικά βήματα. Αυτός ο επιβλητικός πόλεμος στον ουρανό, ξάνοφε το ττνεύμα μου* σήκωσα τα χέρια μου και φώναξα δυνατά: «Γουίλλιαμ, αγαττημένε μου άγγελε! Αυτή είναι η κηδεία σου, αυτό είναι το μοιρολόι σου!» Καθώς πρόφερα αυτά τα λόγια, αντιλήφθηκα μέσα στο σκοτάδι μια μορφή που κινιόταν πίσω από μια συστάδα δέντρων που βρισκόταν κοντά μου* έμεινα άναυδος στη θέση μου κι όλη η ύπαρξή μου είχε συγκεντρωθεί στα μάτια μου, που ερευνούσαν το μέρος διαπεραστικά* δεν μπορεί να λάθευα. Μια αστραπή φώτισε εκείνη την ώρα τον τόπο και μ' έκανε να δω ξεκάθαρα το περίγραμμα του πλάσματος που κρυβόταν πίσω από τα φυλλώματα των δέντρων* η γιγαντιαία κορμοστασιά του και η ασχήμια της όψης του, τόσο αποκρουστική που ήταν αδύνατο να ανήκει στο ανθρώπινο γένος, μ' έκαναν αμέσως να καταλάβω πως ήταν ο ελεεινός, ο αισχρός δαίμον(χς, που του είχα χαρίσει ζωή. Τι γύρευε εκεί πέρα; Θα μπορούσε ποτέ (μ' έπιασε σύγκρυο με την ιδέα) να είναι ο δολοφόνος του αδελφού μου; Πριν κοΛά-κοολά προλάβει να καταστοΛάξει μέσα στο μυαλό μου αυτή η ιδέα, πείστηκα για την (χλήθεια της* τα δόντια μου άρχισαν να χτυπούν και αναγκάστηκα ν' ακουμπήσω <ττον κορμό ενός δέντρου για να μην πέσω. Η μορφή [ΐε προσπέρασε γρήγορα και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Κανένα πλάσμα με ανθρώπινο σχήμα δε θα ττήγαινε η καρδιά του να σκοτώσει εκείνο το ωραίο παιδί. Ήταν ο δολοφόνος! Δεν είχα καμιά αμφιβολία γι' αυτό. Απλώς και μόνο που 107
το σκέφθηκα, αυτό ήταν μια αδιαφιλονίκητη απόδειξη για το γεγονός. Σκέφθηκα να κυνηγήσω το δαίμονα, μα αποδείχτηκε μάταιο γιατί μια άλλη αστραττή μου τον έδειξε να είναι σκαρφαλωμένος ανάμεσα στα βράχια της κοντινής απόκρημνης πλαγιάς του όρους Σαλέβ, ενός βουνού που συνορεύει στο νότο με το Πλαινπαλαί. Γρήγορα έφθασε στην κορυφή κι εξαφανίστηκε. Έμεινα ακίνητος. Η καταιγίδα είχε σταματήσει, μα η βροχή συνέχιζε ακόμα και το τοπίο ήταν τυλιγμένο σε μια (χδιαπέραστϊ) σκοτεινιά. Ξανάφερα στο μυοΛό μου όλα εκείνα τα γεγονότα που ως τώρα γύρευα να ξεχάσω: ολόκληρη τη σειρά της προοδευτικής μου δΐ(χδικασί(χς προς τη δημιουργία* το αποτέλεσμα της δουλειάς των χεριών μου να στέκεται ζωντανό πλάι στο κρεβάτι μου* την εξαφάνισή του. Δυο χρόνια σχεδόν έχουν τώρα μεσολαβήσει από κείνη τη νύχτα που πρωτοτυήρε ζωή* ήταν άραγε αυτό το πρώτο του έγκλημα; Αλίμονο! Άφησα λυτό στον κόσμο έναν εξαχρειωμένο ασυνείδητο, που βρίσκει ευχαρίστηση στη σφαγή και στη δυστυχία* αυτός εξάλλου δε δολοφόνησε τον (χδελφό μου; Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί την αγωνία που είχα όλη την υπόλοιττη νύχτα, που την πέρασα παγωμένος και βρεγμένος στο ύπαιθρο. Τον απαίσιο καιρό δεν τον ένιωσα καθόλου γιατί το μυαλό μου ήταν κυριαρχημένο από εικόνες όλο φρίκη και απελπισία. Κάποια στιγμή μου πέρασε από τη σκέψη μήπως το πλάσμα που είχα βάλει ανάμεσα στους ανθρώπους και to είχα προικίσει με τη θέληση και τη δύναμη να εκτελεί σκοπούς φρίκης και τρόμου, τέτοιους σαν το έργο που μόλις τώρα είχε κάνει, αντιπροσώπευε το δικό μου ττνεύμα του βρυκόλακα που είχα αφήσει να βγει από τον τάφο του για να καταστρέψει όλα όσα μου ήτοον αγαττημένα! Όταν έφεξε η μέρα, ξεκίνησα να πάω στην πόλη. Οι ττύλες ήταν (χνοιχτές κι εγώ βιάστηκα να πάω στο πατρικό μου σπίτι. Η πρώτη μου σκέψη ήτίχν να αποκαλύψω όλα όσα ήξερα για το δολοφόνο και να διοργανώσω την άμεση καταδίωξή του. Συγκρατήθηκα όμως όταν θυμήθηκα την ιστορία που έπρεπε να τους πω: ότι ένα πλάσμα, που το είχα δημιουργήσει εγώ και το είχα προικίσει με ζωή, με συνάντησε τα μεσάνυχτα ανάμεσα στους γκρεμούς ενός απρόσιτου βουνού. 'Υστερα θυμήθηκα επίσης το νευρικό κλονισμό που είχα περάσει την ημέρα που ολοκλήρωσα τη δημιουργία μου* ocv όλα αυτά έρχονταν στο φως, θα έδιναν ένα 108
ύφος παραληρήματος σε μια ιστορία που όπως και να το κάνεις φαίνεται τόσο εντελώς απίθανη. Έπειτα ήξερα καλά από τον εαυτό μου πως αν κάποιος μου διηγόταν κάτι τέτοιο, θα το αντιμετώπιζα σαν παροΛήρημα τρέλοος. Εξάλλου, ακόμα κι αν είχα την επιρροή ώστε να πείσω τους δικούς μου να αρχίσουν την καταδίωξη, ακόμα και τότε η παράξενη φύση του πλάσματος θα του έδινε τα μέσα για να την αποφύγει. Τότε γιατί να γίνει η καταδίωξη; Ποιος θα μπορούσε να πιάσει ένα πλάσμα που είχε την ικανότητα να σκαρφαλώνει στις απόκρημνες πλαγιές του όρους Σίχλέβ; Όλες αυτές οι σκέψεις με σταμάτησαν και αποφάσισα να μην πω τίποτα. Ήταν πέντε η ώρα περίπου το πρωί όταν μττήκα στο σπίτι του πατέρα μου. Είπα στους υττηρέτες να μην ανησυχήσουν την οικογένεια και ττήγα στη βιβλιοθήκη για να περιμένω ως την ώρα που συνήθως σηκώνονταν. Έξι χρόνια είχαν μεσολαβήσει κι είχαν περάσει σαν όνειρο αφήνοντοος μονάχα ένα ανεξίτηλο ίχνος* κι εγώ στεκόμουν στην ίδια θέση όπου για τελευταία φορά είχα αγκοΛιάσει τον πατέρα μου πριν φύγω για το Ίνγκολσταντ. Αγαπητός και σεβαστός γονιός! Ευτυχώς τον έχω (χκόμα. Έριξα τη ματιά μου στον πίνακα με τη ζωγραφισμένη" μητέρα μου, που ήταν κρεμασμένος πάνω από την κορνίζα του τζακιού. Το θέμα του πίνακα παρουσίαζε ένα οικογενειακό γεγονός, ζωγραφισμένο ύστερα από επιθυμία του πατέρα μου* έδειχνε την Καρολάιν Μπωφόρ με απέραντη απελπισία να είναι γονατισμένη πλάι στο φέρετρο του νεκρού πατέρα της. Το ρούχο της ήταν από χοντρό ύφασμα και τα μάγουλά της ωχρά* σ' όλη όμως την εικόνα υττήρχε ένα ύφος αξιοπρέπεκχς και ομορφιάς, που δύσκολα χωρούσε το αίσθημα της λύττησης. Κάτω απ' αυτόν τον πίνακα ήταν μια μινιατούρα του Γουίλλιαμ που όταν την είδα τα δάκρυά μου έτρεξαν ποτάμι. Εκείνη τη στιγμή μτυήκε ο Έρνεστ* με είχε (χκούσει όταν έφθασα, κι έτρεξε να με καλωσορίσει. Την ώρα που με είδε, η χαρά κι η θλίψη ήταν ανοοκατωμένα μέσα του: «ΚοΛωσόρισες, αγαττημένε μου, Βίκτορ!» είπε. «Αχ, ήθελα να 'χες έρθει τρεις μήνες πιο μπροστά, γιατί τότε θα μας έβρισκες όλους χαρούμενους κι ευτυχισμένους! Τώρα έρχεσαι για να μοιραστείς μια δυστυχία που τίποτα δεν μπορεί να τη μοιλακώσει* ελπίζω όμως ότι η παρουσία σου θα ξανοιδώσει ζωή στον πατέρα μοος, που φαίνεται να λιώνει 109
κάτω από τις τόσες ατυχίες του* και ότι τα πειστικά σου λόγια θα καταφέρουν την κοο^ομοίρα την Ελιζαμπεθ να σταματήσει tiQ μάταιες και βασανιστικές αυτοκατηγορίες της! Ο κακόμοιρος ο Γουίλλιαμ! Ήταν η αγάττη μας κι η περηφάνια μοις!» Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια του αδελφού μου* μια αίσθηση θανάσιμης αγωνίας σερνόταν πάνω στο κορμί μου. Πριν έρθω, είχα αναλογισ^ί μονάχα τη δυστυχία του ρημαγμένου μου σπιτιού* τώρα εδώ, η πραγματικότητα ποφουσιάστηκε μπροστά μου σαν μια χειρότερη καταετΓροφή. Προσπο^θησα να ηρεμήσω τον Έρνεστ* του ζήτησα να μ(Χ) ττει με κο^ λετττζ^ρεια όλα όσα αφορούσοτν τον πατέρα μου και εκείνη που ονόμο^α ξαδέλφη μου. «Αυτή πάνω απ' όλα», είπε ο 'Ερνεστ, «έχει ανάγκη από τταρηγοριά* κατηγορεί τον είχυτό της ότι αυτή προκάλεσε το θάνατο του αδελφέ μου κι (χυτό την έχει εξουθενώσει. Μα από τότε που βρέθηκε ο δολοφόνος...» «Ο δίΛοφόνος ^fSrpcs^l Έλα θεέ μου! Πώς μπορεί να 'γινε αυτό; Ποιος μττόρεσε να τον καταδιώξει; Είναι <χ&ϊνατο· είναι σαν κάποιος να θέλει να πάει πιο γρήγορα από τους ανέμους ή να σταματήσει ένα ποτάμι μ' ένα άχυρο. Τον είδα' ήταν λεύτερος χτες τη νύχτα!» «Δεν ξέρω τι θέλεις να πεις», αττάντησε ο αδελφός μου με έντονη απορία, «μα σε μ^ς η ανακάλυψη που κάναμε ολοκληρώνει τη δυστυχία μας. Στην αρχή κοενείς δεν μπόρεσε να το ταστέψει* ακόμα και τώρα η Ελίί^ττεθ δεν έχει ττειστεί παρ' όλες τις απο&ίξεις. Πραγματικά, ττοιος θα μπορούσε να πιστέψει πο>ς η Ζυστίν Μόριτς, ττου όλη η οικογένεια της είχε τόσο μεγάλη αγάπη, θα μπορούσε ξαφνικά να κάνει ένα τόσο φρικτό και τρομακτικό έγκλημα;» «Η Ζυστίν Μόριτς! Κακόμοιρο, καημένο κορίτσι! Αυτή είναι που κατηγορείτοιι; Μα αυτό είναι εντελώς άδικο και το ξέρει ο καθένας· ασφαλώς κανένας δεν το πιστεύει, έτσι δεν είναι Έρνεστ;» «Στην αρχή κανείς δεν το πίστεψε* μα πολλά περιστατικά ήρθαν στο ψίύς που μας ανάγκασαν να πειστούμε. Άλλωστε και η συμπεριφορά της είχε τόσες αντιφάσεις ώστε στην απόδειξη των γεγονότων να προσθέτει ένα τέτοιο βάρος που φοβάμαι πως δεν αφήνει καμιά ελπίδα για ιχμφιβολίες. Πάντως θα δικαστεί σήμερα και θα τ V ιχκούσεις τότε όλα». 110
Άρχισε να μου λέει πα>ς το πρωί που ανακοΛύφθηκε ο φόνος του καημένου του Γουίλλιαμ, η Ζυστίν αρρώστησε και έμεινε αρκετές μέρες στο κρεβάτι. Σ' αυτό το διάστημα, ένοις από τους υττηρέτες έτυχε να τοοκτοποιεί τα ρούχα της Ζυστίν που φορούσε τη νύχτα του φόνου και βρήκε στην τσέττη της την εικόνα της μητέρ(χς μου που θεωρήθηκε πως ήταν ο πειρασμός για τη δολοφονία. Ο υτΓψέτης έδειξε το εύρημα σ' έναν από τους άλλους υτυηρέτες και αυτοί, χωρίς να πουν λέξη στην οικογένεια, τυήγαν σ' ένα δικαστή· και με βάση την κατάθεσή τους, η Ζυστίν συνελήφθη. 'Orocv της απαγγέλ^κε η κατηγορία του φόνου, η κακομοίρα η κοπέλα επιβ£βαί6>σε σχεδόν σε μεγάλο βοε^ό τις υποψίες που υπτ^οΕν σε βάρος της με την περίεργη και αντιφατική συμπεριφορά της. Η ιστορία πραγματικά ήταν ποφάξενη, μα δεν κλόνισε την πίστη μου γι' (χυτό και αττάντησα με ττεποίθηση: «Κάνετε όλοι λάθος' ξέρω το δολοφόνο. Η Ζυστίν, η καν^ιένη, η καλή Ζυστίν, είναι αθώα^. Εκείνη τη στιγμή μττήκε ο πατέρας μου. Είδα τη &>στυχία βαθιά χαραγμένη στο τιρόσωττό του, μα ποφ' όλ' αυτά προσπάθησε να με κίχλο>σορίσει εύθυμα* και αφού ανταλλάξαμε ασπασμούς και είττοιμε πολλά για τη λύττη μας, η συζήτ7)ση θα πήγαινε σε άλλα θέματα έξω από την καταστροφή μας, αν δεν έμτηχινε στη μέση ο 'Ερνεστ φωνάζοντοις: «Μτταμπά, μπιχμπά! Ο Βίκτορ λέει πως ξέρει ποιος-είναι ο δολοφόνος καημένου τ ^ Γουίλλκχμ!» «Δυστυχώς το ξέρουμε και μεις», απάντη<^ ο πατέροις μου, «και πρ<χγματικά θα προτιμούσα να μην ήξερα τίποτα παρά να έχω ανακαλύψει μια τόσο μεγάλη εξαχρείωση και αχ(Χ(κστία σ' ένα πρόσωπο που το είχα τόσο ψηλά!» «Κ(χλέ μου, ττατέρα, κάνεις λά^ος' η Ζυστίν είναι αθώα». «Αν είναι, ο Θεός (χς μψ την αφήσει να βασανιστεί σ(χν ένοχη. Σήμερα θα δικαστεί και ελπίζω, ειλικρινά ελπίζω, να αθωωθεί». Αυτά τα λόγια του με ηρέμησαν. Είχα πειστεί απόλυτα πως η Ζυστίν, όπως και οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, ήταν αθώα και δεν είχε καμιά ανάμειξη σ' αυτό το έγκλημα. Γι' αυτό δε φοβόμουν πως μπορούσε να παρουσιαστεί μια οποιαδήποτε περιστασιακή βάσιμη μαρτυρία ώστε με τα στοιχεία της να κατοιδικαστεί. Η ιστορία μου δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να 111
αν<χκοινωθεί δημόσια* την εκπληκτική της φρίκη θα την έπαιρνοον ως τρέλα οι κοινοί άνθρωποι. Υπάρχει πραγματικά ένοις οποιοσδήποτε άλλος εκτός από μένα, το δημιουργό, που θα πίστευε, εκτός κι ocv τον έπειθαν οι αισθήσεις του, στην ύπαρξη αυτού του ζωντανού μνημείου της ιχλαζονείοος και της απερίσκετυτης άγνοιας, που έχω αφήσει να κυκλοφορεί μέσα στον κόσμο; Σε λίγο ήρθε και μας βρήκε η Ελίζαμπεθ. Ο χρόνος την είχε αλλάξει από τότε που την είδα τελευταία φορά* της είχε χαρίσει μια γλυκύτητα που ξεπερνούσε την ομορφιά των παιδικών της χρόνων. Είχε την ίδια ειλικρίνεια, την ίδια ζωντάνια, μα τώρα όλα αυτά συνδέονταν με μια έκφραση που χαροίκτηριζόταν από πιο γεμάτη ευαισθησία και ττνευματικότητα. Με καλωσόρισε με πολλή τρυφερότητα. «Ο ερχομός σου, αγαπημένε μου εξάδελφε», είπε, «με κάνει να ελπίζω. Εσύ ίσως μπορεί να βρεις κάποιο τρόπο για να δικαιωθεί η φτωχιά μου αθώα Ζυστίν. Αλίμονο! Κανένοος δε θα νιώθει ασφοΛής, αν καταδικαστεί για έγκλημα αυτή η αγνή κοπέλα. Έχω τόση βεβαιότητα για την αθωότητά της όσο και για τη δική μου. Η ατυχία μοος είναι διπλή* δε χάσαμε μονάχα εκείνο το αξιολάτρευτο αγόρι, μα κι αυτή τη δύστυχη κοπέλα, που αγαπάω ειλικρινά, θα μας την πάρει μια ακόμα πιο χειρότερη μοίρα. Αν κατοιδικαστεί, ποτέ πια δε θα νιώσω χαρά. Μα δε θα καταδικαστεί, είμαι βέβαιη πως δε θα καταδικαστεί* και τότε θα χαρώ και πάλι, παρ' όλο το θλιβερό θάνατο του μικρού μου Γουίλλιαμ». «Είναι αθώα, κοΛή μου Ελίζαμπεθ», είπα, «και αυτό θα αποδειχτεί* μη φοβάσαι τίποτα μόνο άσε την ψυχή σου να χαρεί από τη βεβαιότητα της αποολλαγής της». «Πόσο καλός και γενναιόψυχος είσαι! Όλοι οι άλλοι πιστεύουν στην ενοχή της κι αυτό με κάνει ερείπιο γιατί ξέρω πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο* και'το να βλέπω τον καθένα προκατειλημμένο με τόσο απόλυτο τρόπο με φέρνει στην πιο μεγάλη απελπισία». Άρχισε να κλαίει. «Αγαττημένη (χνηψιά», είπε ο πατέρ(χς μου, «ocv είναι αθώα όπως πιστεύεις, έχε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη των νόμων μοις και στη δική μου απόφαση να εμποδίσω κάθε μεροληψία».
112
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII η ώρα που θα άρχιζε η δίκη, περάΩ σαμε στενόχωρες ώρες. Ο πατέρας μου και η υπόλοιττη οικογένεια έπρεπε να παρευρεθούν ως μάρτυρες κι έτσι συνοδεύοΣΠΟΤ ΝΑ Τ Θ Ε Ι
hrzzYJX
ντάς τους ττήγα κι εγώ στο δικαστήριο. Σ' όλη τη διάρκεια αυτής της άθλκχς δικαστικής παρωδίας, πέρασα πραγματικά μαρτύρια. Θα αποφασιζόταν, αν το αποτέλεσμα της περιέργειάς μου και οι αθέμιτες επινοήσεις μου θα γίνονταν αιτία για το θάνατο δυο συνανθρώπων μου: ενός χαμογελαστού παιδιού, όλο αθωότητα και χαρά, και μκχς κοπέλ(χς δολοφονημένης με τον πιο απαίσιο τρόπο από βαριά ατιμωτική ποινή, που θα μπορούσε να κάνει αυτό το διασυρμό της να τον θυμούνται σαν το πιο φρικτό έγκλημα. Η Ζυστίν ήταν κοπέλα που άξιζε και τα προσόντα της τής υπόσχονταν να κάνουν τη ζωή της ευτυχισμένη* τώρα το καθετί θα εξαφανιζόταν μέσα σ' ένα βρωμερό τάφο και αιτία θα είμαι εγώ! Τα πράγματα θα ήταν χίλιες φορές καλύτερα, αν ομολογούσα πως εγώ έκανα το έγκλημα που κατ<χλόγιζ(χν στη Ζυστίν, μα δεν ήμουν εδώ όταν εκτελέστηκε το έγκλημα και μια τέτοια δήλωση θα τη θεωρούσαν σ(χν τα παραληρήματα ενός παράφρονα και δε θα κατάφερνε να την αποολλάξει από όλα όσα υπέφερε εξαιτί(χς μου. Το παρουσιαστικό της Ζυστίν ήταν ήρεμο. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και το πρόσωπό της, πάντα γοητευτικό, γινόταν εξαιρετικά όμορφο από τη σοβαρότητα των αισθημάτων της. Φάνηκε να έχει εμπιστοσύνη στην αθωότητά της και δε λιποψυχούσε, παρ' όλο που την κοίταζαν με οοηδία τόσες εκατοντάδες μάτια* κι αυτή η απέχθειά τους ήταν δικαιολογημένη· γιατί οποιαδήποτε συμπάθεια που η ομορφιά της άλλοτε θα μπορούσε να προκαλέσει, σήμερα σβηνόταν μέσα στο μυαλό των θεατών από την ανάμνηση της αγριότητοις του εγκλήματος που λεγόταν πως είχε διαπράξει. Ήταν ήρεμη, φαινόταν όμως καθαρά η προσπάθειά 113
της να φαίνεται ετσι, γιατί η συγχυση της πριν ειχε παρουσιαστεί ως απόδειξη της ενοχής της και τώρα προσπαθούσε να φανεί ήρεμη και θαρροΛέα. Όταν μτυήκε στο δικαστήριο, έριξε μια ματιά γύρω της και γρήγορα βρήκε πού καθόμασταν. Όταν μοις είδε, δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της* γρήγορα όμως συνήλθε και στο πρόσωπό της q)άvηκε μια έκφραση όλο πόνο και εγκαρτέρηση που επιβεβαίωνε απόλυτα την αθωότητά της. Η δίκη άρχισε* και αφού ο δημόσιος κατήγορος αττήγγειλε την κατηγορία εναντίον της, κλήθηκαν αρκετοί μάρτυρες. Πολλά παράξ^α γεγονότα συνδυάζονταν σε βάρος της, που θα μπορούσαν να κλονίσουν τον οποιονδήποτε που δεν είχε τέτοια στοιχεία σαν κι αυτά που είχα εγώ για την αθωότητά της. Πρώτα-πρώτα βρισκόταν έξω όλη τη νύχτα που είχε διαπραχθεί το έγκλημα και προς τις πρωινές ώρες κάποια μανάβισσα την είδε να είναι κοντά στο σημείο όπου ύστερα από λίγο βρέθηκε το σώμα του σκοτωμένου παιδιού. Όταν δε η γυναίκα τη ρώτησε τι γύρευε εκεί πέρα, ο τρόπος της ήταν κάπως παράξενος και η απάντηση που έδωσε ήταν συγχισμένη και ακατανόητη. Έπειτα γύρισε στο σπίτι γύρω στις οχτώ η ώρα* και όταν κάποιος τη ρώτησε πού ήταν όλη τη νύχτα, απάντησε πως έψαχνε για το παιδί και ζήτησε με πολύ σοβαρό τρόπο να της πουν αν είχαν (χκούσει τίποτα γι' αυτό. Όταν της έδειξαν το σώμα, την έπιασε φοβερή υστερία που την έριξε στο κρεβάτι αρκετές ημέρες. Ύστερα παρουσιάστηκε η εικόνα που ο υττηρέτης βρήκε στην τσέτυη της* και όταν η Ελίζαμπεθ, με τρεμουλιαστή φωνή, επιβεβαίωσε πως η εικόνα ήταν η ίδια εκείνη, που, μια ώρα πριν εξαφανιστεί το παιδί, του είχε βάλει γύρω από το λαιμό του, ένα σούσουρο αγανάκτησης και αποδοκιμασί(χς γέμισε το δικαστήριο. Η Ζυστίν κλήθηκε να απολογηθεί. Καθώς η δίκη είχε προχωρήσει, η όψη της είχε (χλλάξει. Η έκπληξη, ο φόβος και η δυστυχία ήταν έντονα αποτυπωμένα στο πρόσωπό της. Μερικές φορές προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκροά της* όταν όμως αποφάσισε να απολογηθεί, μάζεψε όλες της τις δυνάμεις και μίλησε με μια φωνή ευδιάκριτη, παρ* όλο που δεν ήταν πολύ σταθερή. «Ο Θεός ξέρει», είπε, «πόσο αθώα είμαι. Δεν έχω την αξίωση να αποίλλαγώ από την κατηγορία επειδή διαμαρτύρομαι* εμπιστεύομαι την αθωότητά μου σε μια σαφή και απλή εξήγηση των στοιχείων που έχουν προσκομιστεί εναντίον μου* και ελπίζω πως 114
ο χαρ(χκτήρ(χς που έχω δείξει ως τώρα θα προτρέψει τους δικαστές μου να δώσουν ευνοϊκή ερμηνεία υπέρ μου σε όσα περιστατικά φαίνονται αμφίβολα ή ύποπτα». Ύστερα άρχισε να διηγείται πως με την άδεια της Ελίζ(χμπεθ είχε περάσει το βράδυ εκείνης της νύχτας όπου διαπράχθι^κε ο φόνος στο σπίτι μκχς θείοις της στο Σεν, ένα χωριό που βρισκόταν μια λεύγα περίπου από τη Γενεύη. Στο γυρισμό της, γύρω στις εννιά η ώρα το βράδυ, συνάντησε έναν άνδρα, που τη ρώτησε αν είχε δει πουθενά το παιδί που χάθηκε. Αυτό τψ ανησύχησε ττάρα π(Λύ και πέρίχσε πολλές ώρες ψάχν^οντοις για το μικρό, οπότε οι ττύλες της Γενεύης έκλεισοεν κι έτσι α^γκάστηκε να περάσει τη νύχτα της σε μια αποθήκη ενός αγροτόσπιτου, που τους ιδιοκτήτες του, αν και τη γνώριζαν πολύ καλά, δεν -φεΚε να ανησυχήσει εκείνη την ώρα. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι, μονάχα προς το πρωί thjv ττήρε για λίγο ο ύπνος* μέσα στον ύττνο της άκουοΈ· κάποια βήματα και ξύττνησε. Ήταν αυγή όταν άφησε το καταφύγιο τ7)ς για να προσπαθήσει και πάλι να βρει τον αδελφό μου. Αν είχε πάει κοντά στο σι^ίο όττου βρισκότοεν το σώμα του ποαδιού, (χυτό έγινε χο>ρις να το ξέρει. Το ότι φάνιφ^ε αμήχανη όταν ρωτήθηκε από τη μανάβισσα, ^ ήτοεν κάτι για να απορήσει κοενείς, αφού όλη τη νύχτα ήταν ξάγρυττνη και η τύχη του κακόμοιρου rmj Γο^^λλιαμ ήταν ακ^ια οφέβαιη. Όσον (χφορά την εικόνα δεν μπορούσε να δώσει καμιά εξήγηση. ((Ξέρω», συνέχισε το &5στυχο θύμα, «πόσο βαριά και μοφοώχ οευτή η ττερίτητωση βαραί^ι εν£3ΡΤΓΐον μου, μα &ν έχω κοτνένα τρόπο να την εξηγήσω* κι όταν δηλώνω τ ψ απόλυτη άγνοιά μ<χ) γι' αυτό, όε μου μένει τίποτα άλλο ποφά να κάνω εικιχσίες σχετικά με τον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να τοποθετήσει την εικόνα στην τσέττη μου. Σ' αυτό όμως το σημείο μένω διστακτική. Πιστεύω πως πάνω στη γη δεν έχω εχθρούς και ασφαλώς κανένοος δε θα ήταν τόσο μοχθηρός που να επιθυμούσε να με καταστρέψει. Την τοποθέτησε εκεί ο δολοφόνος; Δεν μπορώ να βρω καμιά ευκαιρία που να του δόθηκε για να το κάνει* οιλλά (χκόμα κι αν δεχτώ πως υπάρχει, γιατί θα έκλεβε το κόσμημα αφού δε θα το κράταγε καθόλου; «Εμπιστεύομαι την υπόθεσή μου στη δικαιοσύνη των δικαστών μου, αν και δε βλέπω να έχω ελπίδες. Ζητώ μόνο την άδεια να καλέσω μερικούς μάρτυρες για να εξεταστούν όσον αφορά το 115
χαρακτήρα μου* και αν η μαρτυρία τους δε βαρύνει παραπάνω από την υποτιθέμενη ενοχή μου, (χς καταδικαστώ, αν και θα 'βαζα ως εγγύηση για τη σωτηρία μου την αθωότητά μου». Κλήθηκαν πολλοί μάρτυρες, που την ήξεραν πολλά χρόνια, και είπαν κοιλά λόγια γι' αυτή· ο φόβος όμως και η απέχθεια για το έγκλημα που τη θεωρούσαν ένοχη, τους έκανε διστοοκτικούς και απρόθυμους να την εμφανίσουν όπως ακριβώς ήταν. Η Ελίζαμπεθ, όταν είδε πως αυτό το τελευταίο βοήθημα, δηλαδή ο εξαίρετος χαρ(χκτήροις και η άμεμπτη συμπεριφορά της κατηγορουμένης, ήταν έτοιμο να καταρρεύσει, παρ' όλη τη δυνατή ταραχή της, ζήτησε άδεια για να απευθυνθεί στο δικαστήριο. «Είμαι», είπε, «η ξαδέλφη του δύστυχου παιδιού που δολοφονήθηκε ή μάλλον η αδελφή του γιατί μεγάλωσα κοντά του και έζησα με τους γονείς του πολύ καιρό πριν γεννηθεί. Γι' αυτό μπορεί να κριθεί ανάρμοστο από μέρους μου που παρουσιάζομαι να έχω αυτή τη στάση σε τούτη την περίπτωση* όταν όμως βλέπω έναν συνάνθρωπό μου έτοιμο να καταστραφεί εξαιτίας της δειλί(χς των δήθεν φίλων του, επιθυμώ να μου επιτρέψετε να μιλήσω για να πω ό,τι μπορώ να ξέρω για το χαρακτήρα της. Γνωρίζω πάρα πολύ κοολά την κατηγορούμενη. Έζησα μαζί της στο ίδιο σπίτι πέντε χρόνια τη μια φορά και σχεδόν δυο χρόνια μια άλλη. Σ' όλο αυτό το διάστημα ήταν για μένα το πιο αξιαγάττητο και το πιο κοιλοπροαίρετο ανθρώπινο πλάσμα. Περιποιήθηκε τη μαντάμ Φράνκενσταϊν, τη θεία μου, στην τελευταία της αρρώστια με την πιο μεγάλη επιμέλεια και στάθηκε κοντά της πολύ στοργικά* ύστερα βρέθηκε στο πλάι της μητέροις της σ' όλη τη διάρκεια μκχς επίπονης αρρώστκχς της και ο τρόπος που τη βοήθησε προκάλεσε το θαυμασμό όλων που την ήξερ(χν· ύστερα ξαναγύρισε στο σπίτι του θείου μου, όπου έγινε η αγαττημένη όλης της οικογένεκχς. Συνδέθηκε στενά με το παιδί που τώρα είναι νεκρό και του συμπεριφερόταν σαν την πιο στοργική μητέρα. Όσο για μένα, δε διστάζω να πω ότι παρ' όλες τις μαρτυρίες εναντίον της εγώ πιστεύω (χκλόνητα στην απόλυτη αθωότητά της. Δεν είχε κανένα λόγο για μια τέτοια ενέργεια* όσον αφορά το μπιχλιμπίδι που πάνω του στηρίζεται η κύρια απόδειξη, αν πραγματικά το ήθελε, θα της το έδινα ευχαρίστως* τόσο πολύ την εκτιμώ». Μουρμουρητά επιδοκιμασίοις ακολούθησ(χν την απλή και εντυ116
πωσιακή έκκληση της Ελίζαμπεθ' ήταν από την έξαψη που δημιούργησε η γενναία της μεσολάβηση μα δεν κατάφερε να ευνοήσει τη δύστυχη Ζυστιν, που δέχτηκε με ανανεωμένη βιαιότητα τη δημόσια αγανάκτηση που την κατηγορούσε τώρα για την πιο μαύρη αχαριστία. Όσο μιλούσε η Ελίζαμπεθ, η Ζυστίν έκλαιγε συνέχεια μα δεν έβγαλε άχνα. Η ταραχή μου και η αγωνία μου ήταν ανείπωτες σ' όλη τη διάρκεια της δίκης. Πίστευα στην αθωότητά της· το ήξερα πως ήταν αθώα. Θα μπορούσε άραγε ο δαίμονας, που είχε δολοφονήσει τον αδελφό μου (ούτε για μια στιγμή δεν αμφέβοιλλα γι' αυτό), μέσα στο καταχθόνιο επινόημά του να παραδώσει στο θάνατο και την ατίμωση την αθώα κοπέλα; Δεν μπορούσα να υποφέρω πια την κατάστασή μου* και όταν αντιλήφθηκα πως η κοινή γνώμη και τα πρόσωπα των δικαστών είχαν καταδικάσει κιόλας το δυστυχισμένο μου θύμα, δεν μπόρεσα άλλο και όρμησα όλος αγωνία έξω από το δικαστήριο. Τα μαρτύρια της κατηγορουμένης δεν ήτ(χν όμοια με τα δικά μου* εκείνη τη στήριζε η αθωότητά της, εμένα όμως οι τύψεις μου καταξέσκιζαν το στήθος με τα δόντια τους και μου ήταν οιδύνατο να τους ξεφύγω. Πέρασα μια νύχτα απερίγρατττη από την αγωνία που με βασάνιζε. Το πρωί ττήγα στο δικαστήριο* τα χείλη μου και ο λαιμός μου ήταν κατάξερα. Δεν τόλμησα να κάνω τη μοιραία ερώτηση* επειδή όμως ήμουν γνωστός, ο αξιωματικός μάντεψε την αιτία της επίσκεψής μου. Οι ψήφοι είχαν ριχτεί* ήταν όλοι μαύροι και η Ζυστίν είχε καταδικαστεί. Δε βρίσκω λόγια για να περιγράψω τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Είχα δοκιμάσει κι άλλες φορές την αίσθηση του τρόμου και έχω προσπαθήσει να αποδώσω σ' αυτόν ανάλογους χαρακτηρισμούς, μα τούτη την ώρα οι λέξεις ήταν (χδύνατο να εκφράσουν και να αποδώσουν μια ιδέα από τον τρόμο και τη μαύρη απελπισία που με είχε κυριεύσει. Το πρόσωπο που μου είπε τα νέα πρόσθεσε πως η Ζυστίν είχε ομολογήσει κιόλοις την ενοχή της. «Αυτή η ομολογία», παρατήρησε, «ούτε και που χρειαζόταν σε μια τόσο φανερή υπόθεση, πάντως είμαι ευχαριστημένος που ομολόγησε* γιατί πραγματικά, σε κανέναν από τους δικαστές μ(χς δεν αρέσει να καταδικάσει έναν εγκληματία μονάχα από περιστασιακές μαρτυρίες όσο κατηγορηματικές κι αν είναι». Αυτό που άκουσα ήταν παράξενο και απρόσμενο νέο* τι μπο117
ρούσε να σημαίνει; Με είχαν ξεγελάσει τα μάτια μου; Και ήμουν πραγματικά τόσο τρελός όσο ολόκληρος ο κόσμος θα με θεωρούσε πως είμαι, αν αποκάλυπτα το αντικείμενο των υποψιών μου; Βιάστηκα να γυρίσω στο σπίτι και η Ελίζαμπεθ ήρθε τρεχάτη κοντά μου για να μάθει το αποτέλεσμα. ((Εξαδέλφη μου», απάντησα, ((αποφασίστηκε αυτό που μπορεί να φοβόσουν και να περίμενες* όλοι οι δικαστές θα προτιμούσαν να υποφέρουν μάλλον δέκα αθώοι παρά να διαφύγει ένοις ένοχος. Ομολόγησε όμως!» Αυτό ήταν τρομερό χτύτυημα για τη δύστυχη Ελίζαμπεθ, που πίστευε ακλόνητα στην αθωότητα της Ζυστίν. ((Αλίμονο», είπε, ((πώς να ξαναπιστέψω ποτέ στην ανθρώπινη κοΛοσύνη; Η Ζυστίν, που την αγαπούσα και τη θεωρούσα σαν αδελφή μου, πώς μπορούσε και ανεχόταν εκείνα τα χαμόγελα της αθωότητοςς που τα έκανε μόνο και μόνο για να μου; ξεγελάει; Τα ήμερα μάτια της φαίνονταν ανίκανα για οποιαδήποτε σκληρότητα ή πονηριά κι όμως έκανε έγκλημα!» Ύστερα από λίγο (χκούσαμε πως το κοοκόμοιρο το θύμα ζήτησε να δει την ξαδέλφη μου. Ο πατέροις μου είχε τη γνώμη να μην πάει η Ελίζαμπεθ* είπε όμως πως αυτό το άφηνε στην κρίση της και στα αισθήματά της. ((Ναι», είπε η Ελίζαμπεθ, ((θα πάω, αν και είναι ένοχη* και συ, Βίκτορ, θα με συνοδεύσεις* δεν μπορώ να πάω μόνη». Και μόνο η ιδέα της επίσκεψης ήταν για μένα τρομερό μαρτύριο, μολοντούτο δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μττήκαμε στο μελαγχολικό κελί της φυλοοκής και είδαμε τη Ζυ<ττίν να κάθεται σε μια ψάθα στην άλλη άκρη του κελιού* τα χέρια της ήταν δεμένα και το κεφάλι της το είχε (χκουμτυήσει στα γόνατά της. Μόλις μοις είδε να μπαίνουμε, σηκώθηκε* και όταν μείναμε μόνοι μαζί της, έπεσε στα πόδια της Ελίζαμπεθ, κλαίγοντοις πικρά. Την ξαδέλφη μου την πήραν κι εκείνη τα κλάματα. ' ((Αχ, Ζυστίν!» είπε. ((Γιατί μου αφαίρεσες την τελευταία μου παρηγοριά; Πίστευά στην αθωότητά σου* και παρ' όλο που τότε ήμουν σε πολύ άθλια κατάσταση, μολαταύτα δεν ήμουν σε τόσο ελεεινή θέση όσο είμαι τώρα». ((Πιστεύεις και συ πως είμαι τόσο αισχρή; Πηγαίνεις και συ με τους εχθρούς μου που θέλουν να με συντρίψουν, που θέλουν να με καταδικάσουν σαν εγκληματία;» Η φωνή της πνίγηκε από τα αναφιλητά της. 118
((Σήκω επάνω, φτωχό μου κορίτσι», είπε η Ελίζαμπεθ, ((γιατί γονατίζεις, αν είσαι αθώα; Δεν είμαι με το μέρος των εχθρών σου* παρ' όλες τις κάθε είδους μαρτυρίες, εγώ πάντα πίστευα στην αθωότητά σου ώσπου άκουσα πως εσύ η ίδια ομολόγησες την ενοχή σου. Αυτό λες πως είναι ψέμα* να είσαι βέβαιη, αγαττημένη Ζυστίν, πως τίποτα, ούτε για μια στιγμή, δεν μπορεί να κλονίσει την εμπιστοσύνη μου σε σένα, εκτός από την ομολογία σου». ((Ναι, ομολόγησα* μα ομολόγησα ένα ψέμα. Ομολόγησα για να μπορέσω να πάρω άφεση αμαρτιών τώρα όμως αυτή η ψευτιά βαραίνει την καρδιά μου περισσότερο από όλες τις άλλες αμαρτίες μου. Ο Θεός ας με συγχωρέσει! Από τότε που καταδικάστηκα, ο εξομολογητής μου με πίεζε συνεχώς* με απειλούσε και με φοβέριζε ώσπου άρχισα σχεδόν να νομίζω πως ήμουν το τέρας που έλεγε πως ήμουν. Με απειλούσε με αφορισμό και με τις φωτιές της κόλασης στις τελευταίες μου στιγμές, αν εξοοκολουθούσα να είμαι αμετανόητη. Καλή μου κυρία, δεν είχα κανένα για να με βοηθήσει* όλοι με έβλεπαν σαν ένα ασυνείδητο πρόσωπο που έπρεπε να εξοντωθεί με τον πιο ατιμωτικό τρόπο. Τι μπορούσα να κάνω; Σε μια κακιά ώρα αποδέχτηκα ένα ψέμα* και τώρα νιώθω απέραντα δυστυχισμένη». Σταμάτησε ττνιγμένη από το κλάμα* ότ(χν μπόρεσε να το σταματήσει, συνέχισε: ((Το σκέπτομαι και με πιάνει φρίκη, γλυκιά μου κυρία, που θα πιστεύατε πως η Ζυστίν σας, που η ευλογημένη θεία σας την είχε σε τό(τη εκτίμηση και που εσείς την αγαπούσατε τόσο, ήταν ένα πλάσμα ικανό να κάνει ένα έγκλημα που ο διάβολος μονάχα θα μπορούσε να εκτελέσει. Αγαττημένε Γουίλλιαμ! Ακριβό μου, ευλογημένο μου παιδί! Γρήγορα θα σε ξαναδώ στους ουρανούς όπου όλοι θα είμαστε ευτυχισμένοι* κι αυτό με παρηγορεί τώρα που αντιμετωπίζω την ατίμωση και το θάνατο». ((Αχ, Ζυστίν! Συγχώρεσέ με που έστω και για μια στιγμή αμφέβαλα για σένα. Γιατί ομολόγησες την ενοχή σου; Μην κλαις όμως, καημένο μου κορίτσι. Μη φοβάσαι. Εγώ θα βγω έξω και θα το βροντοφωνάξω παντού, θα αποδείξω την αθωότητά σου. Με τα δάκρυά μου και τα παρακάλια μου θα κάνω να λιώσουν οι πέτρινες καρδιές των εχθρών σου. Δε θα πεθάνεις! Εσύ, που παίζαμε μαζί όταν ήμασταν παιδιά, η φίλη μου, η αδελφή μου να πεθάνεις στο ικρίωμα! Όχι, όχι! Ποτέ δε θα άντεχα μια τόσο φοβερή δυστυχία». 119
Η Ζυστίν κούνησε το κε(ράλι της λυττημένα. «Δε φοβάμαι να πεθάνω», είπε, «αυτή η αγωνία έχει περάσει πια. Ο Θεός με βοηθάει και μου δίνει θάρρος για ν' αντέξω τα χειρότερα. Αφήνω ένα ελεεινό και άγριο κόσμο* και αν με θυμόσαστε κι ocv μ' έχετε στο νου σοος σαν μια άδικα καταδικασμένη, τότε αυτό μου αρκεί και παραδίνομαι ανακουφισμένη στη μοίρα που με περιμένει. Μάθε από μένα, αγαττημένη μου κυρία, να δέχεσαι με υπομονή τη θέληση του Θεού!» Σ' όλη αυτή τη συνομιλία είχα αποτροιβηχτεί σε μια γωνιά του κελιού όπου μπορούσα να κρύψω τη φοβερή ταραχή που με είχε πιάσει. Απελπισία! Ποιος τολμούσε να μιλήσει για κάτι τέτοιο! Το καημένο το θύμα, που την άλλη μέρα θα πέρναγε εκείνο το τρομερό σύνορο που δκχχωρίζει τη ζωή από το θάνατο, ήταν πιο ήρεμο από μένα, δεν ένιωθε εκείνη τη βαθιά και πικρή αγωνία που με τάραζε. Έσφιξα τα δόντια μου κι ένα βογγητό βγήκε από τα βάθη της ψυχής μου. Η Ζυστίν ξαφνιάστηκε. Όταν είδε ποιος ήτ(χν, με πλησίασε και είπε: «Αγαττητέ κύριε, είσαστε πολύ κίχλός για να 'ρθετε να με δείτε* εσείς, ελπίζω, να μην πιστεύετε πως είμαι ένοχη». Η ταραχή μου ήταν τέτοια που δεν μπορούσα να απαντήσω. ((Όχι Ζυστίν», είπε η Ελίζαμπεθ* «πιστεύει στην αθωότητά σου περισσότερο από μένα* γιατί ότ(χν άκουσε πως παραδέχτηκες την ενοχή σου, δεν το δέχτηκε με κανένα τρόπο». «Τον ευχαριστώ μ' όλη μου την καρδιά. Σ' αυτές τις τελευταίες στιγμές μου νιώθω την πιο μεγάλη ευγνωμοσύνη για κείνους που με σκέπτονται με καλοσύνη. Η στοργή και η τρυφερότητα των άλλων που δείχνονται σ' ένα εξαθλιωμένο πλάσμα σαν κι εμένα, είναι μεγάλο βάλσαμο! Μου ξαλαφρώνει περισσότερο από τη μισή συμφορά μου* και νιώθω πως θα μπορούσα να πεθάνω ειρηνικά τώρα που η αθωότητά μου αναγνωρίζεται από σιχς, αγαττημένη κυρία, και από τον ξάδελφό σας». Μ' αυτό τον τρόπο προσπάθησε η φτωχή να παρηγορήσει τους άλλους και τον εαυτό της. Πραγματικά, είχε κερδίσει την καρτερία που τόσο πολύ ήθελε. Εγώ όμως, ο πραγματικός δολοφόνος, ένιωθα ζωντανό μέσα στο οπτήθος μου το απέθαντο σκουλήκι της τύψης, που δεν άφηνε περιθώρια ούτε για ελπίδα ούτε για παρηγοριά. Η Ελίζαμπεθ έκλαιγε συνεχώς και ήταν δυστυχισμένη* μα η δική της δυστυχία ήταν το βάσανο της αθωότητας, που σοςν ένα 120
σύννεφο που περνάει πάνω από το ωραίο φεγγάρι, το κρύβει για μια στιγμή μα δεν μπορεί να θαμπώσει τη λαμπρότητά του. Η αγωνία και η απελπισία είχαν τρυπώσει ως το βάθος της καρδιάς μου* κουβαλούσα μια κόλαση μέσα μου που τίποτα δεν μπορούσε να την κατευνάσει. Μείναμε αρκετές ώρες με τη Ζυστίν κι ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πάρει κανείς από κει πέρα την Ελίζαμπεθ. ((Μ(χκάρΐ)), φώναξε, «να πέθαινα μαζί σου* δεν μπορώ να ζω πια σ* αυτό το δυστυχισμένο κόσμο». Η Ζυστίν ττήρε ένα ύφος ευθυμίοος, παρ' όλο που με δυσκολία κατέττνιγε τα πικρά της δάκρυα. Αγκάλιασε την Ελίζαμπεθ και είπε με μια φωνή που τη χαρακτήριζε κάποια συγκρατημένη συγκίνηση: αΧαίρε, γλυκιά κυρία, αγατυημένη Ελίζαμπεθ, οοκριβή μου και μοναδική μου φίλη* είθε ο Θεός με την καλοσύνη του να σ' ευλογεί και να σε προστατεύει* μοίκάρι αυτό να είναι η τελευταία συμφορά που σε βρίσκει για να μην υποφέρεις ποτέ άλλοτε! Ζήσε και να είσαι πάντα χαρούμενη κι ευτυχισμένη και να κάνεις και τους άλλους το ίδιο». Την άλλη μέρα η Ζυστίν πέθανε. Η σπαραχτική ευγλωττία της Ελίζαμπεθ δεν κατάφερε να μετακινήσει τους δικαστές από την καταστοΛαγμένη και σταθερή πεποίθησή τους όσον αφορά την ενοχή αυτής της άγκχς κοπέλοος. Οι βίαιες και αγανακτισμένες εκ>Λήσεις μου δεν είχαν καμιά αττήχηση σ' αυτούς. Και όταν ττήρα τις ψυχρές τους απαντήσεις και άκουσα τη σκληρή, αναίσθητη λογική αυτών των ανθρώπων, η ομολογία που είχα να κάνω πέτρωσε στα χείλη μου. Γιατί το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να με περάσουν'για τρελό χωρίς να μπορέσω να τους κάνω να ανακαλέσουν την καταδικαστική απόφαση που είχοον επιβάλει στο δύστυχο θύμα μου. Την απαγχόνισαν ως φόνισσα! Ταυτόχρονα με τα μαρτύρια της καρδιάς μου έβλεπα τη βαθιά και σιωττηλή λύπη της Ελίζαμπεθ. Κι αυτό δικό μου έργο ήταν! Και του πατέρα μου η θλίψη και η ερήμωση αυτού του σπιτιού που τον τελευταίο καιρό ήταν τόσο χαμογελαστό —όλα ήταν δουλειά των τρισκατάρατων χεριών μου! Κλάψτε δύστυχοι* μα τούτα δε θα είναι τα τελευταία σοος δάκρυα! Κι άλλη φορά θα ξεσπάσετε σε πένθιμο οδυρμό κι ο ήχος της θρηνωδίοος σοος πάλι και πάλι θα ακουστεί. Ο Φράνκενσταϊν, ο γιος σ(χς, ο συγγενής σ(χς, ο πολυαγαττημένος GOU; από ποολιά* αυτός που θα έχυνε και την τελευταία σταγόνα του αίματός του για χάρη σου;' αυτός που 121
δεν έχει άλλη σκέψη και ούτε αισθάνεται άλλη χαρά εκτός απ' αυτήν που καθρεφτίζεται στα αγατυημένα σας πρόσωπα* αυτός που θα 'κανε το παν για να 'στε ευλογημένοι κίχι που θα αφιέρωνε τη ζωή του στην υπηρεσία σ(χς· αυτός σας κοΛεί να κλάψετε, να χύσετε αμέτρητα δάκρυα' και παρ' όλο που δεν έχει ελπίδες, θα είναι ευτυχισμένος αν μ' αυτό τον τρόπο ικανοποιηθεί η αδυσώτυητη μοίρα και σταματήσει η καταστροφή πριν η ειρήνη του τάφου δκχδεχθεί τα κακορίζικα βάσανά σ(χς! Έτσι ένιωσε η προφητική μου ψυχή την ώρα που κουρελιασ[ΐέ\/ος από τύψεις, φρίκη και αττελπισία, έβλεπα εκείνους που αγαπούσα να θλίβονται μάταια πάνω στους τάφους του Γουίλλιαμ και της Ζυστίν, που ήταν τα πρώτα άτυχα θύματα των ιχνάπων πειραμάτων μου.
122
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX που είναι διεγερμένα από μια αλλεπάλληλη διαδοχή των γεγονότων, καταλαγιάσουν, τίποτα Ο δεν είναι πιο οδυνηρό στο ανθρώπινο τυνεύμα από την απόλυτη ΤΑΝ ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
ηρεμία της αδράνεκχς και της βεβαιότητ(χς που ιχκολουθεί και που αποστερεί έτσι την ψυχη από την ελπίδα και το φόβο. Η Ζυστίν πέθανε* αναπαύθηκε* κι εγώ ήμουν ζωντανός. Το αίμα έτρεχε ελεύθερα στις φλέβες μου, μα η απελπισία και οι τύψεις βάραιναν την καρδιά μου και με τίποτα δεν έφευγε από πάνω της αυτό το βάρος. Δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ' περιφερόμουν σαν κανένα ττνεύμα του κακού, γιατί είχα διαπράξει βλαβερά έργα που ξεπερνούσαν και την πιο φρικτή περιγραφή και ήταν κι άλλα πολλά, πολύ περισσότερα (είχα πειστεί γι' αυτό) που έμεναν (χκόμα μπροστά. Κι όμως η καρδιά μου ήταν πλημμυρισμένη από καλοσύνη και επεδίωκε την αρετή. Είχα αρχίσει τη ζωή με καλοπροαίρετες προθέσεις και διψούσα για τη στιγμή που θα τις έβαζα σε εφαρμογή και θα 'κανα τον εαυτό μου χρήσιμο στους συνανθρώπους μου. Τώρα όλα τινάχτηκαν στον αέρα* (χντί για κείνη τη γαλήνη της συνείδησης, που θα μου επέτρεπε να κοιτάω πίσω στο, παρελθόν με ικανοποίηση κι από κει να παίρνω κουράγιο για νέα επιτεύγματα, τώρα είμαι βουτηγμένος στις τύψεις και στην έντονη αίσθηση της ενοχής, που με ρίχνουν ανήλεα σε μια κόλαση από αβάσταχτα μαρτύρια που καμιά γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Αυτή η κατάσταση του μυαλού μου κατέτρωγε την υγεία μου, που ποτέ ίσως δεν είχε αποκατασταθεί εντελώς από τον πρώτο κλονισμό που είχε περάσει. Απέφευγα τους ανθρώπους* κάθε ίχνος χαράς ή ικανοποίησης ήταν μαρτύριο για μένα* η μοναξιά ήταν η μόνη μου παρηγοριά —η βαθιά, σκοτεινή, θανατερή μοναξιά. Ο πατέροις μου παρακολουθούσε με ανησυχία την αισθητή οΛ123
λαγή που γινόταν στο χαρακτήρα μου και στις συνήθειές μου και προσπάθησε με λόγια που έβγαιναν από τα αισθήματα της γαλήνιας συνείδησης και της αθώίχς ζωής του, να μου τονώσει την ψυχική μου δύναμη και να ξυπνήσει μέσα μου το θάρρος για να διαλύσω το μαύρο σύννεφο που κλωθογύριζε από πάνω μου. «Νομίζεις, Βίκτορ», είπε, «πως εγώ δεν υποφέρω; Κανένας δε θα μπορούσε να αγαττήσει περισσότερο το παιδί του από όσο εγώ αγάττησα τον αδελφό σου» (δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του καθώς μιλούσε)* «όμως δεν είναι χρέος των ζωντανών να μην αφήνουν να μεγαλώνει η δυστυχία τους από την εκδήλωση μκχς υπερβολικής λύττης; Επίσης έχεις και χρέος στον εαυτό σου* γιατί η υπερβολική θλίψη φέρνει εμπόδια στην πρόοδο ή στη χαρά ή και στην εκπλήρωση ακόμα των καθημερινών υποχρεώσεων που χωρίς αυτές κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί στην κοινωνία». Αυτή η συμβουλή, ocv και πραγματικά κοΛή, ήταν εντελώς ανεφάρμοστη στην περίπτωσή μου* γιατί εγώ θα ήμουν ο πρώτος που θα έκρυβα τη λύττη μου και θα ποφηγορούσα τους αγαττημένους μου, αν η πικρία των τύψεων και ο πανικός του τρόμου δεν είχαν ανακατωθεί με τα άλλα συναισθήματά μου. Τώρα μονάχα μ' ένα βλέμμα απελπισίας μπορούσα να απαντήσω στον πατέρα μου και το μόνο που έμενε να κάνω ήταν να προσπαθήσω να κρυφτώ όσο γινόταν απ' αυτόν για να μη με βλέπει σ' αυτή την κατάσταση. Σ' αυτή την περίοδο περίπου μετακομίσαμε στο σπίτι μοις στο Μπελρίβ. Για μένα αυτή η (χλλαγή ήταν ό,τι μου έπρεπε. Το τακτικό κλείσιμο των ττυλών στις δέκα η ώρα ακριβώς και το αδύνατο να παραμείνει κανείς στη λίμνη ύστερα απ' αυτή την ώρα, είχαν κάνει πολύ πληκτική την παραμονή μου μέσα στα τείχη της Γενεύης. Τώρα ένιωθα ελεύθερος. Πολλές φορές, όταν η υπόλοιττη οικογένεια ττήγαινε να κοιμηθεί, έπαιρνα τη βάρκα και περνούσα πολλές ώρες πάνω στα νερά της λίμνης* άλλες πάλι σήκωνα τα πανιά και με τη βοήθεια του ανέμου αρμένιζα πάνω στη σκοτεινή επιφάνειά της* και κάποτε-κάποτε, τραβώντοις κουπί ως τη μέση της λίμνης, άφηνα τη βάρκα να παρασυρθεί από τα ρεύματα κι άφηνα να ξεχυθούν όλες οι βασανιστικές μου σκέψεις. Συχνά έμπαινα στον πειρασμό, όταν όλα γύρω μου ήταν ήσυχα και ειρηνικά κι εγώ το μόνο (χνήσυχο πλάσμα που περι124
πλανιόταν αδιάκοπα σ' ένα τοπίο τόσο όμορφο και θεϊκό •—αν εξαιρέσω κάποια νυχτερίδα ή τους βατράχους, που ο διαπεραστικός και συχνός κοασμός τους ακουγόταν μονάχα όταν πλησίαζα στην (χκτή— συχνά, λέω, έμπαινα στον πειρασμό να πέσω στη σιω7Γ)Τ)λή λίμνη και να χαθώ για πάντα μαζί με τις δυστυχίες μου μέσα στα σκοτεινά νερά της. Όμως συγκρατιόμουν, όταν σκετττόμουν την ηρωική και βασανισμένη Ελίζαμπεθ, που αγαπούσα τρυφερά και που η ύπαρξη της ήταν δεμένη με τη δική μου. Έπειτα σκεπτόμουν τον πατέρα μου και τον άλλο αδελφό μου* είχα το δικαίωμα με την ποταττή μου λιποταξία να τους εγκαταλείψω εκτεθειμένους και απροστάτευτους στη μοχθηρία του δαίμονα που είχα αφήσει ελεύθερο ανάμεσά τους; Σ' εκείνες τις στιγμές έκλαιγα πικρά και ευχόμουν να ξαναρχόταν στο μυοΛό μου η ειρήνη μόνο και μόνο για να μπορέσω να προσφέρω στους δικούς μου λίγη παρηγοριά και ανακούφιση. Μα αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Οι τύψεις αφάνιζαν κάθε ελπίδα. Είχα δημιουργήσει αμετάβλητα κακά, και κάθε μέρα ζούσα με το φόβο μήπως το τέροις που είχα δημιουργήσει διέπραττε κάποια νέα ανομία. Είχα ένα κίχκό προαίσ^μα πως τίποτα δεν είχε τελειώσει και ότι θα έκανε κάποιο (χκόμα πιο σημαδιακό έγκλημα, που με τη φρικαλεότητά του θα επισκίαζε σχεδόν την ανάμνηση του προηγούμενου. Μέσα μου πάντα υτυήρχε χώρος για φόβο όσο ζούσαν εκείνοι που αγαπούσα. Το μίσος μου γι' αυτόν το δαίμονα δεν μπορεί κανείς να το φανταστεί. Όταν τον έφερνα στο νου μου, έσφιγγα τα δόντια μου, τα μάτια μου πέταγαν φλόγες και μ' όλη μου την ψυχή ευχόμουν να μπορούσα να εξόντίονα αυτή τη ζωή που τόσο απερίσκεπτα είχα παραχωρήσει. Όταν αναθυμόμουν τα εγκλήματα και τις μοχθηρίες του, το μίσος μου και η επιθυμία για εκδίκηση έσπαγαν τα δεσμά κάθε συγκράτησης. Θα ανέβαινα ακόμα και στην ψηλότερη κορφή των Άνδεων, αν ήξερα ότι από κει θα μπορούσα να τον γκρεμίσω κάτω. Ευχόμουν να τον ξαναδώ για να μπορέσω να ξεθυμάνω όλο το μίσος μου πάνω στο κεφάλι του και να εκδικηθώ το θάνατο του Γουίλλιαμ και της Ζυστίν. Το σπίτι μοος είχε πέσει σε βαρύ πένθος. Η υγεία του πατέρα μου είχε κλονι^εί βαριά από τη φρίκη των τελευταίων γεγονότων. Η Ελίζαμπεθ ήταν θλιμμένη και απογοητευμένη· δεν έβρισκε πια καμιά ευχαρίστηση στις συνηθισμένες της απασχολήσεις* κάθε χαρά της φαινόταν ιεροσυλία προς τους νεκρούς* νόμιζε πως 125
η αιώνια θλίψη και τα δάκρυα ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος για να τιμήσει την αθωότητα, που τόσο σκληρά συντρίφθηκε και καταστράφηκε. Δεν ήταν πια εκείνο το ευτυχισμένο πλάσμα, που στην πρώτη μας νιότη τριγύριζε μαζί μου στις όχθρες της λίμνης και μιλούσε με έκσταση για τα όνειρά μοος για το μέλλον. Η πρώτη από εκείνες τις λύπες που στέλνονται για να μ(χς αποδεσμεύσουν από τη γη, την είχε επισκεφθεί και η αμυδρή επιρροή της είχε σβήσει από τα χείλη της το ακρφό της χοιμόγελο. «Ότοα/ αγίχττητέ μου εξάδελφε», είπε, «ο νους μου ττηγαίνει ότο θλιβερό θάνατο της Ζυστίν Μόριτς, δε |^έπω ταα τον κόσμο και τα έργα τοο με το ίδιο μάτι. Άλλοτε (χντιμετώτπζα τις αφηγήσεις του εκφυλισμού κοα της (χδικίας, ποο διάβ(χζα σε βιβλία ή άκουγα από άλλους, σοον παροιμύθια περασμένων εποχών ή σοον φανταστικά αμαρτ^ατα* όπ€ι>ς κι αν έχει το πράγμα, όλα αυτά ήταν απόμακρα και ήταν πιο οικεία στη λογική παφά στη φαντασία* μα τώρα η αθλιότητα ·)^>θε και σε μας εδώ και οι άνθρωποι μχχ) φαίνονται σαν τέρατα που διψούν το ένα για το αίμα του άλλου. Παρ' όλ' αυτά είμαι βέβοεια ά&κη. Όλοι πίστευαν πως η δύστυχη κοπέλα ήταν ένοχη* κι αν μπόρεσε να κάνει το έγκλτρα που γι' οευτό τιμωρήθ)τρ€ε, ασφαλώς θα ήταν το mo διεφθοφμένο α^Λpώπιvo πλάσμα. Για χάρη ενός μικρού κοσμτ^χατος να δολοφονήσει το γιο του ευεργέτη και φίλου της, ένα παιδί που το 'χε αναστήσει από την ώρα που γεννήθηκε και φάνηκε να το (χγαττάει σαν δικό της! Δεν μττορώ να συναινέσω στο θάνατο μιοις ανθρώπινης ύποιρξης όποια κι αν είναι αυτή· ίχνοιμφισβήτητα όμ6ας ένα τέτοιο πλάσμα δε θα το θεωρούσα κατάλληλο για να παροιμείνει στην κοινωνία των (χνθρώπων. Μα ήτιχν αθώα. Το ξέρω, το νιώθω πως ήταν αθώα* κι έσύ έχεις την ίδια γνώμη κι αυτό με επιβεβαιώνει. Αλίμονο, Βίκτορ! Όταν η ψευτιά μπορεί να φαίνεται τόσο όμοια με την αλήθεια, ποιος μπορεί να είναι σίγουρος για μια οποιαδήποτε ευτυχία; Νιώθω σαν να περπατάω στην άκρη ενός γκρεμού ενώ χιλιά!δες είναι μαζεμένοι εκεί και προσπαθούν να με ρίξουν στην άβυσσο. Ο Γουίλλκχμ και η Ζυστίν δολοφονήθηκοον και ο δολοφόνος διαφεύγει* γυρίζει ένα γύρω τον κόσμο ελεύ^ρος και ίσως να τον θεωρούν και αξιοσέβαστο πρόσωπο. Μα ακόμα κι αν κατοιδικαζόμουν να πεθάνω στην αγχόνη για τα ίδια εγκλήματα, δε θ' άλλαζα τη θέση μου μ' ένα τέτοιο άθλιο πλάσμα». 126
'Αχουγα αυτά τα λόγια με την πιο μεγάλη αγωνία, γιατί εγώ στην ουσία, αν κι όχι στην πράξη, ήμουν ο αληθινός δολοφόνος. Η Ελίζαμπεθ αντιλήφθηκε την ταραχή που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό μου γι' αυτό παίρνοντας ευγενικά το χέρι μου, είπε: ((Αγαττημένε μου φίλε, πρέπει να ηρεμήσεις. Αυτά τα γεγονότα μονάχα ο Θεός ξέρει πόσο βαθιά με έχουν εττηρεάσει* μα δεν έχω φτάσει σ' αυτό το σημείο που είσαι εσύ. Έχεις μια έκφραση απελπισί(χς και μερικές φορές ένα άγριο αίσθημα εκδίκησης κυριεύει το πρόσωπό σου, που με φοβίζει και με κάνει να τρέμω. Καλέ μου, Βίκτορ, βγάλε από μέσα σου αυτά τα σκοτεινά πάθη. Σκέψου τους αγαττημένους γύρω σου, που στηρίζουν όλες τις ελπίδες τους σε σένα. Δεν έχουμε πια τη δύναμη να σε κάνουμε ευτυχισμένο; Αχ, όσο αγαπάμε ο ένας τον ά^ο, όσο είμοιστε ειλικρινείς μεταξύ μοις, εδώ σ' αυτό τον τόπο της ειρήνης και της ομορφιάς, στον τόπο της καταγωγής σου, μττορούμε να δρέψουμε την ευλογία της ηρεμίοις* όσο τα *χουμε αυτά, τι μπορεί να διαταράξει τη γοΛήνη μοις;» Δεν είναι φυσικό τέτοια λόγια οεπ' αυτή, που τρυφερά αγαπούσα και εκτιμούσα περισσότερο από κάθε άλλο δώρο που η τύχη μου είχε προσφέρει, να είναι αρκετά για να διώξουν μακριά το δαίμονα που 'χε στήσει καρτέρι στην καρδιά μου; Κι όμως όσο μιλούσε η Ελίζοιμπεθ, ττήγαινα κοντά της λες κι ήθελα να την προστατεύσω από τον καταστροφέα που φοβόμουν πως από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να φανεί εκεί κοντά και να μου την κλέψει. Έτσι ούτε η τρυφερότητα της φιλίοις ούτε η ομορφιά της γης ούτε τ* ουρανού μπορούσαν να λυτρώσουν την ψυχή μου από τη θλίψη· (χκόμα κι η φωνή της αγάπης έμενε άκαρπη. Ήμουν τυλιγμένος από ένα σύννεφο που καμιά ωφέλιμη επιρροή δεν μπορούσε να το διαπεράσει. Σαν το πληγωμένο ελάφι που σέρνει το μισολιπόθυμο σώμα του σε κάποια απάτητη λόχμη για να κοιτάξει εκεί το βέλος που το τρύττησε και να πεθάνει, έτσι έμοιαζα κι εγώ. Μερικές φορές κατάφερνα κι αντιμετώπιζα τη μαύρη απελπισία που με κυρίευε* άλλες όμως ο σίφουνιχς των παθών της ψυχής μου με έσπρωχνε να αναζητάω στη σωματική άσκηση και στη μετακίνηση από τόπο σε τόπο κάποια ανακούφιση από τα ανυπόφορα συναισθήματά μόυ. Σ' έναν παροξυσμό τέτοιου είδους 127
ήταν που έφυγα ξ(χφνικά από το σπίτι μου και κατευθύνοντας τα βήματά μου προς τις κοντινές αλπικές κοιλάδες, ζήτησα μέσα στη μεγαλοπρέπεια και την αιωνιότητα αυτών των τοπίων να ξεχάσω τον εαυτό μου και τις εφήμερες, όπως είναι οι ανθρώπινες, λύπες μου. Οι περιπλανήσεις μου μ' έφεραν στην κοιλάδα του Σαμονί. Το μέρος το επισκεπτόμουν συχνά σαν ήμουν παιδί. Έξι χρόνια είχαν περάσει από τότε που ήμουν για τελευταία φορά εκεί* εγώ τώρα ήμουν ένα ράκος ενώ τίποτα δεν είχε (χλλάξει σ' εκείνα τα άγρια και αιώνια τοπία. Το πρώτο μέρος του ταξιδιού μου το έκανα κοιβάλα στ' άλογο^ Έπειτα νοίκιασα ένα μουλάρι, καθώς έχει πιο σταθερό πόδι και διατρέχει λιγότερο κίνδυνο να τραυματιστεί σ' αυτούς τους ανώμοΛους δρόμους. Ο καιρός ήτα υπέροχος* ήταν στα μέσα περίπου του Αυγούστου, σχεδόν δυο μήνες ύστερα από το θάνατο της Ζυστίν από κείνη την άθλια εποχή απ' όπου ξεκινούσε όλη μου η δυστυχία. Το βάρος του μυοιλού μου ελάφρωσε αισθητά άμα κατέβηκα ακόμα πιο βαθιά μέσα στο φαράγγι του Αρβ. Τα τεράστια βουνά και οι γκρεμοί που επικρέμονταν κι από τις δυο πλευρές μου, το βουητό του ποταμού που αφρομ(χνούσε πάνω στους βράχους και ο πάταγος των νερών που έπεφταν ορμητικά από τους κατοφράχτες ένα γύρω μιλούσαν για μια κολοσσιαία δύνοιμη, για μια Παντοδυναμία και ξαφνικά σταμάτησα να φοβάμαι ή να σκύβω μπροστά σε μια οποιαδήποτε ύπαρξη που ήταν λιγότερο παντοδύναμη από κείνη που 'χε δημιουργήσει και κυβερνούσε τα στοιχεία, που παρουσιάζονταν εδώ με την πιο τρομερή μορφή τους. Όταν ανέβηκα ψηλότερα, η κοιλάδα ττήρε πιο μεγοΛόπρετϋη και πιο θαυμαστή μορφή. Κατεστραμμένα κάστρα κρέμονταν πάνω από τους γκρεμούς των μυτερών βουνών ο ορμητικός Αρβ και τ' αγροτόσπιτα από δω κι από κει που ξεπρόβαλλαν μέσα από τα δέντρα δημιουργούσαν ένα τοπίο με μοναδική ομορφιά. Ή ομορφιά αυτή μεγάλωνε ακόμα περισσότερο και γινόταν θεία από τις κολοσσιαίας Άλπεις, που οι λευκές και εκτυφλωτικές τυυραμίδες και θόλοι τους, έτσι όπως ττύργωναν πάνω απ' όλα, έμοιαζαν σαν να ανήκαν σε κάποιον άλλο κόσμο, σαν να ήταν η κατοικία κάποκχς φυλής άλλων όντων. Πέρασα τη γέφυρα του Πελισσιέ* μπροστά μου ανοιγόταν η ρεματιά, που σχηματίζει ο ποταμός, και άρχισα να (χνεβαίνω το βουνό που κρεμόταν από πάνω της. Ύστερα από λίγο μττήκα 128
στην κοιλάδα του Σαμονι. Αυτή η κοιλάδα είναι θαυμάσια μα όχι τόσο όμορφη και γραφική όσο είναι εκείνη του Σερβό, που μόλις την είχα περάσει. Τα ψηλά και χιονισμένα βουνά είναι τα μοναδικά της σύνορα* μα δεν ξαναείδα εδώ γκρεμισμένα κάστρα και εύφορους (χγρούς. Απέραντοι παγετώνες γειτόνευαν με το δρόμο κι από κάπου μοοκριά άκουσα το μούγκρισμα μκχς χιονοστιβάδοις που κατρακυλούσε στα βάραθρα κι είδα τα σύννεφα του χιονιού που άφηνε στο πέρασμά της. Το Αευκό Όρος, το υπέροχο και μεγαλειώδες Αευκό Όρος, ύψωνε τον όγκο του αγέρωχα και ο τρομερός του dome δέσποζε στην κοιλάδα. Συχνά σ' αυτό το ταξίδι ένιωθα ένα κέντρισμα από χαρά, μια αίσθηση από καιρό χαμένη. Κάποιο γύρισμα του δρόμου, κάποιο πράγμα που το 'βλεπα ξαq)vικά και το αναγνώριζα, μου θύμιζαν μέρες περασμένες, που συνδέοντοον με την ελαφρόκαρδη χαρά της παιδικής ηλικί(χς. Οι άνεμοι ψιθύριζίχν στ' αυτιά μου το αποΛό τους τραγούδι και η μητέρα Φύση με κοΛούσε να πάψω τους θρήνους. Μα ξαφνικά η ευεργετική επίδραση σταμάτησε να ενεργεί* και να πάλι που βρέθηκα δέσμιος στη θλίψης και αφημένος στον πόνο της πικρής θύμησης. Τότε σπηρούνισα το ζώο μου, προσπαθώντοίς έτσι να ξεχάσω τον κόσμο, τους φόβους μου και, περισσότερο απ' όλα, τον εαυτό μου* κι όταν η θλίψη μου έγινε βραχνάς που μ' έττνιγε, αφίττπευσα κι έπεσα στο χορτάρι έτσι καθώς με βάραινε η φρίκη και η απελπισία. Τέλος έφθασα στο χωριό Σαμονί. Την υπερβολική κούραση του σώματος και του μυαλού που είχα περάσει, τη δκχδέχ^κε η εξάντληση. Έμεινα λίγες στιγμές στο παράθυρο, κοιτώντοις τους χλωμούς κεραυνούς που άστραφτοον πάνω από το Αευκό Όρος και ακούγοντίχς τον άγριο Αρβ, που έτρεχε από κάτω το θορυβώδη δρόμο του. Οι νανουριστικοί αυτοί ήχοι έγιναν νανούρισμα για τις κουρασμένες μου αισθήσεις* μόλις ακούμτυησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, ο ύττνος μου 'κλείσε αμέσως τα μάτια* τον ένιωσα την ώρα που ήρθε και τον μακάρισα που δίνει τη λησμονιά.
129
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ ΗΝ ΑΛΛΗ μέρα την πέρασα με περιπλανήσεις στην κοιλάδα.
ΤΣτάθηκα πλάι στις ττηγές του Αρβεϊρόν, που έχουν την αρχή
τους σ' έναν παγετώνα, που κατεβαίνει αργά από τις κορυφές των βουνών φράζοντ(χς την κοιλάδα. Οι απότομες πλαγιές των πελώριων βουνών στέκοντ(χν μπροστά μου* ο παγωμένος τοίχος του παγετώνα κρεμόταν από πάνω μου* κάτι λίγα τσακισμένα έλατα ήταν σκορπισμένα τριγύρω* και η επιβλητική σιγή αυτής της υπέροχης αίθουσοος υποδοχής της αυτοκράτειροος Φύσης διακοπτόταν μονάχα από το κελάρυσμα των νερών ή από το πέσιμο κάποιου πελώριου κομματιού από πάγο ή από το βουητό της χιονοστιβάδ(χς ή από την αντήχηση στο μάκρος των βουνών του τριξίματος του συσσωρευμένου πάγου που, μέσα από τη σιωττηλή εργασία αμετάβλητων νόμων, έσπαζε, λες και ήταν παιχνιδάκι στα χέρια τους. Αυτά τα θεία και υπέροχα τοπία μου προσέφεραν την πιο μεγάλη παρηγοριά που μπορούσα να πάρω. Με ανύψωναν από την ευτέλεια του συναισθήματος και παρ' όλο που δεν εξαφάνιζαν τη θλίψη μου, μολοντούτο την απάλυναν και την κατεύναζαν. Ως ένα βαθμό μάλιστα αποσπούσαν το μυοΛό μου από τις σκέψεις που με βασάνιζαν τον τελευταίο μήνα. Άμα ήρθε ή νύχτα, ττήγα να κοιμηθώ* τον ύττνο μου τον επισκέφθηκαν όλα τα τεράστια σχήματα που είχα δει την ημέρα. Μαζεύτηκαν γύρω μου η άσπιλη χιονισμένη βουνοκορφή, η αστραφτερή άκρη της, το ελατόδασος, η ανώμοιλη γυμνή ρεματιά κι ο αετός, που πετάει στα σύννεφα —όλα μαζεύτηκαν γύρω μου και με προσκαλούσαν σ' έναν ήρεμο ύττνο. Πού ττήγαν όλα αυτά, όταν ξύττνησα το άλλο πρωί; Όλα αυτά που τόνωναν την ψυχή μου, χάθηκαν με το ξύττνημα και μαύρα μελαγχολικά σύννεφα τύλιξαν την κάθε σκέψη μου. Η βροχή έπεφτε ορμητική σαν καταρράχτης κοα η ττυκνή ομίχλη έκρυβε τις κορυφές των βουνών με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσα να δω 130
τα πρόσωπα εκείνων των κολοσσιαίων φίλων μου. Πήρα την απόφαση να διαπεράσω το ομιχλώδες πέπλο τους και να τους (χναζητήσω στα συννεφιασμένα άντρα τους. 'Αλλωστε τι ήταν για μένα η βροχή κι η θύελλα; Μου 'φεραν στην πόρτα το μουλάρι μου και αποφάσισα να ανέβω στην κορυφή του Μοντανβέρτ. Είχα θυμηθεί την εντύπα>ση που μου είχε κάνει· η θέα του τρομερού και αεικίνητου παγετώνα, όταν τον είδα για πρώτη φορά. Τότε με είχε γεμίσει με μια υπέρτατη έκσταση που έδωσε φτερά στην ψυχή μου και την έκανε να πετάξει από τούτο το σκοτεινό κόσμο και να βρεθεί στο φως και τη χαρά. Το αντίκρισμα του φοβερού και του μεγαλειώδους στη (ρίση είχε πάντα ως αποτέλεσμα να προσδίδει μια σοβαρότητα στο ττνεύμα μ^ και να με κάνει να ξεχνάω τις πρόσκαιρες φροντίδες της ζωής. Αποφάσισα να πάω χωρίς οδηγό, γιατί από τη μια μεριά ήξερα πολύ καλά το μονοπάτι κι από την άλλη γιατί η παρουσία ενός προσώπου θα κατέστρεφε το μοναχικό μεγαλείο του τοπίου. Το ανέβασμα είναι απότομο, μα οι μικρές και συνεχείς κορδέλες του μονοπατιού σε βοηθούν να ξεπεράσεις την κάθετη πλευρά του βουνού. Είναι ένα τοπίο τρομερά έρημο. Παντού μπορεί κανείς να δει τα σημάδια της χιονοστιβάδοις* δέντρα βρίσκονται σπασμένα και δκχλυμένα στο έδαφος* άλλα είναι εντελώς κατεστροιμμένα* άλλα γέρνουν πάνω από τους μυτερούς βράχους του βουνού ή είναι πεσμένα εγκάρσια πάνω σε άλλα δέντρα. Το μονοπάτι, καθώς ανεβαίνει ψηλότερα, κόβεται από χιόνια που έχουν σχηματίσει ρεματιές όπου συνεχώς κατρακυλούν κοτρώνες από ψηλά* μια δε απ' αυτές τις ρεματιές είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, γιατί κι ο ποφαμικρότερος ήχος, ακόμα και η ομιλία με κάπως δυνατή φωνή, δημιουργεί κραδασμούς στον οιέρα που είναι αρκετοί για να σωριάσουν όγκους από χιόνια πάνω στο κεφάλι του ομιλητή. Τα έλατα δεν είναι ψηλά ούτε εύρωστα, το σκούρο όμως χρώμα τους προσθέτει στο τοπίο ένα ύφος αυστηρότητιχς. Κοίταξα κάτω στην κοιλάδα* πελώριο πούσι σηκωνόταν από τους ποταμούς που. τη διέσχιζαν και κουλουριαζόταν σαν χοντροκομμένο στεφάνι γύρω από τα απέναντι βουνά που οι κορυφές τους ήταν χαμένες μέσα στα τυυκνά σύννεφα* η βροχή συνέχιζε να πέφτει αδιάκοπα από το σκοτεινό ουρανό, δυναμώνοντοις τη μελαγχολική εντύπωση που είχα από τα πράγματα γύρω μου. Αλίμονο! Γιατί ο άνθρωπος να παινεύεται για ευαισθησίες ανώτερες από εκείνες που εκδηλώνουν 131
τα ζώα; Απλώς αυτό τους κάνει πιο υποδουλωμένες υπάρξεις. Αν τα ορμέμφυτά μοος περιορίζονταν στην πείνα τη δίψα και την επιθυμία θα μπορούσαμε να ήμασταν σχεδόν ελεύθεροι* τώρα όμως παρασυρόμαστε από τον κάθε άνεμο ή από την κάθε τυχαία λέξη ή φαντασίωση που αυτή η λέξη δημιουργεί μέσα μοις. Κοιμόμαστε' xt ο εφιάλτης κάποιου ονείρου τον ύττνο μοίζ σκοτώνει. Ξυττνάμε' και της πίκροις μας η σκεφη τη μέρα μας χαλάει. Κι είτε αισθανόμαστε η σκετττόμαστε κι είτε το γέλιο η το κλάμα μοις ματώνει^ κι είτε με τη θλίφη αγκαλιά κι είτε οι έγνοιες μας παράμερα έχουν πάει, το ί8ιο κάνει' κι αν η χαρά -ή θλίφη σε ταράζει ο 8ρόμος πάντα είναι ανοιχτός για τη φυγή τους. Το χτες τ' ανθρώπου ποτέ με τ' αύριο 8ε μοιάζει' τίποτα πιο σταθερό απ' τη ρευστότητα στο χρόνοΚ Ήταν σχεδόν μεσημέρι ότοκν έφθασα στην κορυφή του (χνήφορου. Κάθισα για λίγο στο βράχο που είχε θέα προς τη θάλασσα του πάγου. Το πούσι σκέπαζε την παγωμένη έκταση και τα γύρω βουνά. Κάποια στιγμή ένα αεράκι διασκόρπισε το σύννεφο και κατέβηκα στον παγετώνα. Η επιφάνειά του είναι πολύ ανώμαλη και σ' άλλα μέρη σηκώνετοα ψηλά σαν τα κύματα μκχς ταραγμένης θάλασσοις και σ' άλλα πέψτει χαμηλά και είναι διάσπαρτη από βαθιές ρωγμές. Η έκταση του πάγου έχει σχεδόν μια λεύγα πλάτος, όμως χρειάστηκα δυο περίπου ώρες για να την περάσω. Το αντικρινό βουνό είναι ένας γυμνός κάθετος βράχος. Το Μοντανβέρτ από την πλευρά που στεκόμουν τώρα ήταν ακριβώς απέναντι, σε μια λεύγα απόσταση* από πάνω του υψωνόταν το Αευκό Όρος μέσα στην τρομερή του μεγαλοπρέπεια. Στάθηκα σε μια κώχη του βράχου, κοιτώντ(χς αυτό το θαυμάσιο και καταπληκτικό τοπίο. Η θάλασσα, ή μάλλον ο πλατύς ποταμός του πάγου, περνούσε οςνάμεσα από τα βουνά, που οι αιθέριες κορφές τους κρέμονταν πάνω από τις καμττύλες της διαδρομής του. Οι παγωμένες κι αστραφτερές κορφές τους έλαμπαν στο ηλιόφως πάνω από τα σύννεφα. Η καρδιά μου, που πριν από λίγο ήταν θλιμμένη, φού' Από το ποίημα του Σέλλεϋ Mutability (Ρευστότητα), (Σ.τ.Μ.).
132
σκωσε από κάτι που 'μοιάζε με αγοολλίαση* φώναξα: «Περιπλανώμενα ττνεύματα, αν πραγματικά τριγυρνάτε από δω κι από κει και δε μένετε στα στενά σοος κρεβάτια, αφήστε μου αυτή τη μικρή ευτυχία, ειδαλλιώς πάρτε με, σαν σύντροφό σ(χς, μακριά από τις χαρές της ζωής». Καθώς τα 'λεγε αυτά, είδα ξαφνικά σε κάποια απόσταση την κορμοστασιά ενός ανθρώπου, που ερχόταν προς εμένα με υπερφυσική ταχύτητα. Πηδούσε πάνω από τις ρωγμές του πάγου, που ανάμεσά τους εγώ είχα περάσει με μεγάλη προσοχή* καθώς πλησίαζε, το ανάστημά του φάνηκε να ξεπερνάει το κανονικό του ανθρώπου. Ταράχτηκα* τα μάτια μου θόλωσαν κι ένιωσα λιποθυμία* συνήλθα όμως γρήγορα από τον κρύο δυνατό αέρα των βουνών! Όταν η σιλουέτα ήρθε πιο κοντά, κατάλαβα (θέα τρομακτική και σιχαμερή) πως ήταν το ασυνείδητο πλάσμα που είχα πλάσει. Έτρεμα σύγκορμος από οργή και τρόμο* αποφάσισα να μείνω εκεί ώσπου να πλησιάσει και τότε να πέσω απάνω του και να πιαστώ σε μια θανάσιμη μάχη. Πλησίασε* η όψη του μαρτυρούσε πικρό σπαραγμό συνδυασμένο με περιφρόνηση και μοχθηρία, ενώ η απόκοσμη ασχήμια του το έκανε φοβερό για τ' ανθρώπινα μάτια. Εγώ όμως ούτε και που τα 'βλεπα αυτά* στην αρχή είχα μείνει άλαλος από την οργή και το μίσος και συνήλθα μόνο για να τον στολίσω με λόγια που έδειχναν τη μεγάλη απέχθεια και περιφρόνησή μου. «Διάβολε», φώναξα, «τολμάς να 'ρχεσαι κοντά μου; Και δε φοβάσαι την άγρια εκδίκηση των "χεριών μου, που μπορεί να ξεθυμάνει στην τρισάθλια κεφαλή σου; Φύγε ποταπό σκουλήκι! Ή μάλλον μείνε, για να μπορέσω να σε πατήσω, να σε κάνω σκόνη! Αχ, και να μπορούσα με τον α(ρανισμό της πανάθλκχς ύπαρξής σου, να ξαναδώσω ζωή σ' εκείνα τα θύματα που με. τέτοιο δΐιχβολικό τρόπο έχεις δολοφονήσει!» «Την περίμενα τέτοια υποδοχή!» είπε ο δαίμονοίς. «Όλοι οι άνθρωποι απεχθάνονται τα σιχαμερά πλάσματα* πόσο, λοιπόν, περισσότερο εμένα πρέπει να με απεχθάνονται, που είμαι ο πιο σιχαμερός από όλα τα άλλα ζωντανά πράγματα! Ακόμα και συ, ο πλάστης μου, με αποστρέφεσαι και με περιφρονείς, εμένα τα πλάσμα σου, που μ' αυτό η τέχνη σου είναι δεμένη με δεσμά που λύνονται μονάχα με την εκμηδένιση κάποιου από μοος τους δυο. Σκοπεύεις να με σκοτώσεις. Πώς τολμάς να παίζεις έτσι 133
με τη ζωή; Κάνε το χρέος σου σε μένα κι εγώ θα κάνω το δικό μου σε σένα και σ' όλη την υπόλοιτυη ανθρωπότητα. Αν συμμορφωθείς με τους όρους μου, θ' αφήσω και σένα και τους άλλους σε ησυχία* μ' αν αρνηθείς, θα γεμίσω το στομάχι του θανάτου ώσπου να χορτάσει από το αίμα των αγαττημένων που σου μένουν». «Σιχαμερό τέροος! Τι δαίμονοος που είσαι! Τα βασανιστήρια της κόλασης είναι πολύ μικρή τιμωρία για τα εγκλήματά σου! Ασυνείδητε δαίμονα, με κατηγορείς για τη δημιουργία σου εμπρός, λοιπόν, τότε για να δεις ότι μπορώ να σβήσω τη σπίθα που τόσο επιπόλαια σου χάρισα». Η λύσσα μου δεν είχε όρια* έπεσα πάνω του, σπρωγμένος από όλα εκείνα τα συναισθήματα που κάνουν μιαν ανθρώπινη ύπαρξη να θέλει να εξοντώσει μιαν άλλη. Με απέφυγε εύκολα και είπε: . ((Ηρέμησε! Σε ικετεύω να μ' ακούσεις, πριν αφήσεις ελεύθερο το μίσος σου να ξεσπάσει πάνω σε μένα, τον αφοσιωμένο σου. Δεν έχω υποφέρει αρκετά που ζητάς να μεγαλώσεις τη δυστυχία μου; Η ζωή, παρ' όλο που μπορεί να είναι μονάχα μια σειρά από αγωνίες και σπαραγμούς, είναι ωραία και μ' αρέσει, γι' αυτό και θα την υπερασπιστώ. Θυμήσου πως μ' έκανες πιο δυνατό από εσένα* το ανάστημά μου είναι πιο ψηλό από το δικό σου* οι αρμοί μου είναι πιο εύκαμπτοι. Δε θα μπω όμως στον πειρασμό να τα βάλω μαζί σου. Είμαι το πλάσμα σου και θα είμαι πράος και υποτακτικός στο φυσικό μου κύριο και αφέντη, εφόσον βέβαια εκτελέσεις και συ το χρέος σου, που άλλωστε μου το οφείλεις. Αχ, Φράνκενσταϊν, μην είσαι δίκαιος μ' όλους τους άλλους και ποδοπατάς μονάχα εμένα, εμένα που η δικαιοσύνη σου κι ακόμα η καλοσύνη σου και η στοργή σου είναι ό,τι μου χρειάζεται περισσότερο. Μην ξεχνάς πως είμαι το δημιούργημά σου* θα μπορούσα να είμαι ο Αδάμ σου* μα είμαι μάλλον ο έκπτωτος άγγελος, που εσύ τον διώχνεις από τη χαρά χωρίς να έχει κάνει κακό. Παντού βλέπω ευδαιμονία, απ' όπου μονάχα εγώ είμαι αμετάκλητα αποκλεισμένος. Ήμουν καλοπροαίρετος και καλός' η δυστυχία μ' έκανε τέρας. Κάνε με ευτυχισμένο και θα ξαναγίνω ενάρετος». ((Χάσου! Δε θέλω να σ' ακούω. Δεν μπορεί να έχουμε τίποτα το κοινό μεταξύ μοις* είμαστε εχθροί. Φύγε, ή μάλλον ας δοκιμά134
σουμε τη δύναμη μας σε μια μάχη, όπου ένας από μ(χς θα πρέπει να πέσει νεκρός». ((Πώς να σε συγκινήσω; Οι παρακλήσεις μου δε θα σε παρακινήσουν να δεις με ευμένεια το πλάσμα σου, που ικετεύει την καλοσύνη και την ευσπλαχνία σου; Πίστεψέ με, Φράνκενσταϊν ήμουν καλοπροαίρετος* η ψυχή μου ακτινοβολούσε από αγάττη και ανθρωπιά* όμως δεν είμαι μόνος, απαίσια μόνος; Εσύ, ο πλάστης μου, με αποστρέφεσαι* τι μπορώ, λοιπόν, να ελπίζω από τους άλλους, που στο κάτω-κάτω δε μου χρωστάνε τίποτα; Με αποδιώχνουν και με μισούν. Τα έρημα βουνά κι οι ζοφεροί παγετώνες είναι το καταφύγιό μου. Έχω περιπλανηθεί μέρες και μέρες εδώ* οι σττηλιές του πάγου, που μονάχα εγώ δε φοβάμαι, είναι η κατοικία μου και είναι το μόνο που οι άνθρωποι δε μου παραχωρούν με μισή καρδιά. Αυτούς τους μαύρους ουρανούς τους χαιρετίζω γιατί μου φέρνονται καλύτερα απ' ό,τι οι συνάνθρωποι σου. Αν το πλήθος της ανθρωπότητας ήξερε για την ύπαρξή μου, ασφαλώς θα· έκανε όπως κάνεις εσύ και θα οπλιζόταν για να με καταστρέψει. Δε θα πρέπει, λοιπόν, να τους μισώ που με αποστρέφονται; Θα κόψω κάθε σχέση με τους εχθρούς μου. Είμαι δυστυχισμένος κι αυτοί θα πρέπει να μοιραστούν μαζί μου αυτή τη δυστυχία μου. Μολοντούτο είναι στη δική σου θέληση να με ανταμείψεις και να τους απαλλάξεις έτσι από ένα κ(χκό που αν πάρει μεγοΛύτερη έκταση, κι αυτό απομένει σε σένα, όχι μόνο εσένα και την οικογένειά σου μα και χιλιάδες άλλους θα ρουφήξει στη δίνη της λύσσας του. Ας (τυγκινηθεί η συμπόνια σου και μη με περιφρονείς. Άκουσε αυτά που σου λέω* κι άμα τ* ακούσεις όλα, τότε εγκατάλειψέ με ή συμπόνεσέ με, ανάλογα με το πώς θα 'χεις κρίνει πως μου αξίζει. Μα άκουσέ με. Ακόμα και στους ενόχους, όσο αιματοβαμμένοι κι αν είναι, οι ανθρώπινοι νόμοι επιτρέπουν να μιλήσουν για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους πριν καταδικαστούν. Άκουσέ με, Φράνκεν(τταϊν. Με κατηγορείς για φόνο* κι όμως εσύ, με πολύ ήσυχη και ικανοποιημένη συνείδηση, θα κατέστρεφες το δημιούργημά σου. Ω! Τμνήστε την αιώνια ανθρώπινη δικαιοσύνη! Μολαταύτα δε σου ζητώ να με λυττηθείς, μόνο να μ' ακούσεις* κι αν ύστερα μπορείς και θέλεις, κατάστρεψε τη δουλειά των χεριών σου». ((Γιατί μου θυμίζεις», του αποκρίθηκα, ((περιστατικά, που με πιάνει φρίκη να τα θυμάμαι και που εγώ ήμουν ο τρισάθλιος 135
δημιουργός τους; Καταραμένη να 'ναι η μέρα, σιχαμερέ διάβολε, που πρωτόδες το φως! Καταραμένα (παρ' όλο που καταριέμαι τον εαυτό,μου) να 'ναι τα χέρια που σ' έqπ·ιαξαv! Με κατάντησες ένα (χνομολόγητο ράκος. Μου ττήρες όλη την ικμάδα του μυαλού μου και δεν μπορώ πια να σκεφθώ αν είμαι δίκαιος ή όχι σε σένα. Φύγε! Πάρε από μπροστά μου τη θέα της σιχαμερής μορφής σου!» ((Έτσι θα χαθώ από μπροστά σου, πλάστη μου», είπε κι έβοιλε τα μισητά του χέρια μπροστά στα μάτια μου τα οποία μη μπορώντας όμως να τα νιώθω κοντά μου, τα 'κανα αμέσως πέρα σπρώχνοντάς τα με δύναμη* «έτσι σου κρύβω μια θέα που αποστρέφεσαι. Εξακολουθείς να μη θέλεις να μ' ακούσεις και να μου χοφίσεις τη συμπόνια σου. Στο όνομα των αρετών που είχα κάποτε, είναι το μόνο που απαιτώ από σένα. 'Ακου την ιστορία μου* είναι μεγάλη και παράξενη και το κρύο που κάνει εδώ δεν ταιριάζει στη λετττή ιδιοσυγκρασία σου* έλα στην καλύβα μου πάνω στο βουνό. Ο ήλιος είναι (χκόμα ψηλά στον ουρανό* πριν κατέβει και κρυφτεί πίσω από τους χιονισμένους γκρεμούς και να φωτίσει κάποιους άλλους κόσμους, θα 'χεις (χκούσει την ιστορία μου και τότε θα μπορείς να αποφασίσεις. Σε σένα απομένει αν θα εγκαταλείψω για πάντα τη γειτονιά των ανθρώπων και θα ζήσω μια άκακη ζωή ή θα γίνω η μάστιγα των συνίχνθρώπων σου και ο δημιουργός της δικής σου γρήγορης καταστροφής». Χωρίς να πει τίποτα άλλο προχώρησε μέσα στους πάγους* εγώ τον ακολούθησα. Η καρδιά μου ήταν βαριά και μπερδεμένη από διάφορα συναισθήματα και δεν του απάντησα* καθώς όμως προχωρούσα, ζύγισα μέσα στο μυαλό μου τα διάφορα επιχειρήματα που είχε χρησιμοποιήσει και στο τέλος αποφάσισα ν' ακούσω τουλάχιστον την ιστορία του. Σ' (χυτή την απόφαση παρακινήθηκα κάπως από περιέργεια που υποβοηθιότοον από συμπόνια. Ως τώρα θεωρούσα πως ήτ(χν ο δολοφόνος του (χδελφού μου και (χναζητούσα παθιασμένα μια επιβεβαίωση ή μια διάψευση αυτής της γνώμης. Για πρώτη φορά ένιωσα ποιο ήτοςν το χρέος ενός δημιουργού προς το δημιούργημά του και ότι όφειλα να τον κάνω ευτυχισμένο πριν να τον κατηγορήσω για την αχρειότητά του. Αυτοί ήταν οι λόγοι που με έκαναν να συμμορφωθώ με την απαίτησή του. Περάσαμε τους πάγους και ανεβήκαμε στον απέναντι βράχο. Ο (χέρ(χς ήταν κρύος και η βροχή άρχισε και πάλι να 136
πέφτει* μττήκαμε στην καλύβα, το μεν τέρ(χς με ύφος όλο αγαλλίαση, εγώ δε με βαριά καρδιά και πολύ κακοδιάθετος. Είχα συμφωνήσει όμως να τον ακούσω* κάθισα, λοιπόν, κοντά στη φωτιά που είχε ανάψει ο αποκρουστικός μου σύντροφος, και τότε άρχισε την ιστορία του.
137
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI ((Λ ΕΝ ΜΠΟΡΩ να
θαμηθώ καλά τα πρώτα μου χρόνια* όλα τα ZJA περιστατικά εκείνης της εποχής είναι μέσα μου συγχισμένα και απροσδιόριστα. Με κι^ποιρχούσε ένα ποφάξενο ανακάτωμα των οασθησεων που μ' έκοενε να βλέπω, να aioQovi^juxi, να ακούω και να οσφραίνομοα την ίδια στιγμή' κοιι πραγματικά, χρεωκτττρίε ΤΓολύς κοιιρός ώσπου να μάθω να κάνω το ^^ωρισμό ανάμεσα στις διάφορες λειτουργίες των αισ&ήσεών μου. θυμο^ι πως στα8ω(χά ένα φως που όλο δυνάμωνε ετυηρέασε το νευρικό μου συστγρχ σε τέτοιο (τψείο που αναγκά<ττηκα να κλείσω τα μάτια μου. Τότε (^έθηκα στο σκοτάδι και μ' έτηασε τρφ,ος· &:ν είχα προλάβει όμως να νιώσω καλά-καλά τι μου συνέβαινε, όταν, ξανίχνοίγοντας τα μάτια μου, όπως τώρα υποθέτω, βρέθηκα να με λούζει και πάλι το φως. Περπατούσα και μάλλον νομίζω πως κατέβαινα· τώρα όμως έβρισκα μεγάλη αλλαγή στις αισθήσεις μου. Πριν με περιτριγύριζαν σκοτεινά και θοιμπά σώματα που δεν μπορούσα ούτε να τα δω ούτε να τ' αγγίξω* τώρα όμως εξακρίβωνα πως μπορ(^α να περιπλανιέμαι ελεύθερα, χωρίς να υπάρχουν εμπόδια που να μην'μπορούσα είτε να τα υπερτυηδήσω είτε να τα παροιμερίσω. Το φως με τάραζε όλο και περισσότερο και η ζέστη με εξαντλούσε καθώς περπατούσα, γι' αυτό αναζήτησα ένα μέρος όπου μπορούσα να βρω σκιά. Βρήκα το δάσος κοντά στο Ίνγκολσταντ* εκεί ξάπλωσα πλάι σ' ένα ράκι για να ξεκουραστώ, ώσπου ένιωσα να με βασανίζει η πείνα και η δίψα. Σηκώθηκα, τινάζοντοις από πάνω μου εκείνη την υτυνοΛέα κατάσταση που με είχε πιάσει, και έφαγα μερικά μούρα που έκοψα πάνω από τα δέντρα κι όσα μπόρεσα να μαζέψω απ' αυτά που είχαν πέσει κάτω. Έσβησα τη δίψα μου στο ρυάκι και ύστερα ξάπλωσα και ποιραδόθηκα στον ύττνο. )>Είχε πια σκοτεινιάσει ότιχν ξύτυνησα* κρύωνα και από ένστικτο μισοφοβόμουν καθώς ένιωσα να είμαι τόσο μονάχος. Πριν 138
φύγω από το διαμέρισμά σου, νιώθοντοος να κρυώνω, φόρεσα μερικά ρούχα, μα δεν ήταν αρκετά για να με προφυλάξουν από τη δροσιά της νύχτας. Ήμουν ένα κακόμοιρο, αβοήθητο, δυστυχισμένο πλάσμα* δεν ήξερα και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτα* μια απεριόριστη λύττη μ' έπιασε κι έκατσα κάτω κι έκλαψα. )) Ύστερα από λίγο ένα μοΛακό φως απλώθηκε σιγά-σιγά στον ουρανό και με γέμισε με μια ευχάριστη αίσθηση. Πετάχτηκα πάνω και είδα ένα φωτεινό σχήμα να σηκώνεται ανάμεσα από τα δέντρα. Κοίταζα και θαύμαζα! Κινιόταν αργά μα φώτιζε αρκετά το δρόμο μου γι' αυτό κι εγώ άρχισα και πάλι να ψάχνω για μούρα. Εξακολουθούσα να κρυώνω, όταν κάτω από ένα δέντρο βρήκα ένα φαρδύ ποΛτό, που το φόρεσα αμέσως, και κάθισα χάμω στο χώμα. Καμιά ξεχωριστή ιδέα δεν απασχολούσε το μυαλό μου, όλα ήταν ανακατεμένα. Ένιωθα το φως, την πείνα, τη δίψα και το σκοτάδι* αναρίθμητοι ήχοι χτύπαγαν στ' αυτιά μου και απ' όλες τις μεριές μου 'ρχονταν αρώματα* το μόνο πράγμα που μπορούσα να ξεχωρίσω ήταν το λαμπρό φεγγάρι, γι' αυτό και στύλωσα τα μάτια μου σ' αυτό με ευχαρίστηση. ))Πολλές μέρες και νύχτες πέρασαν kai ο κύκλος της νύχτας είχε πολύ μικρύνει, όταν άρχισα να ξεχωρίζω τις αισθήσεις μου τη μια από την άλλη. Σιγά-σιγά είδα εντελώς το καθαρό ρυάκι που με προμήθευε με νερό και τα δέντρα που με σκίαζαν με ,το φύλλωμά τους. Ένιωσα μεγάλη χαρά, όταν πρωτοανοοκάλυψα πως ο ευχάριστος ήχος, που συχνά χάιδευε τ' αυτιά μου, προερχόταν από τους λαιμούς των μικρών φτερωτών ζώων, που κάθε τόσο περνώντ(χς μπροστά από τα μάτια μου μου 'κρυβαν για μια στιγμή το φως. Άρχισα επίσης να παρατηρώ με μεγαλύτερη ακρίβεια τα σχήματα που ήταν γύρω μου και να καταλαβαίνω κοΛύτερα τα όρια του φωτεινού θόλου που με σκέπαζε. Μερικές φορές δοκίμασα να μιμηθώ τα ευχάριστα τραγούδια των πουλιών, μα δεν τα κατάφερνα. Άλλοτε πάλι ήθελα να εκφράσω τα συναισθήματά μου μ' ένα δικό μου τρόπο, μα οι αδέξιοι και άναρθροι ήχοι που έβγαζα με τρόμαζαν και μ' έριχναν και πάλι στη σιωττή. ))Το φεγγάρι είχε χαθεί από τη νύχτα και ξαναφάνηκε με μικρότερο σχήμα, ενώ εγώ (χκόμα έμενα στο δάσος. Σ' αυτό τον καιρό οι αισθήσεις μου είχαν ξεχωρίσει και το μυαλό μου κάθε μέρα πλουτιζόταν με νέες ιδέες. Τα μάτια μου συνήθισαν στο φως κοα μπορούσαν να αντιλαμβάνονται τα αντικείμενα στο σωστό 139
τους σχήμα* ξεχώριζα τώρα πια το έντομο από το χορτάρι και, βαθμιαία, το ένα χορτάρι από τ' άλλο. Αντιλήφθηκα πως τ^ σπουργίτι έβγαζε μόνο σκληρές νότες ενώ του κότσυφα και της τσιχλ(χς ήταν γλυκές και ξελογιάστρες. ))Μια μέρα, που τουρτούριζα από το κρύο, βρήκα μια φωτιά που είχαν αφήσει αναμμένη κάποιοι γυρολόγοι ζητιάνοι και καταχάρηκα με τη ζεστασιά που μ' έκανε να δοκιμάσω. Μέσα στη χαρά μου έβοΛα το χέρι μου στη θράκα, μα γρήγορα το τράβηξα πίσω γιατί ο πόνος ήτ(χν (χβάσταχτος και μ' έκ(χνε να φωνάξω δυνατά. Τι παράξενο, σκέφθηκα, που η ίδια αιτία προκοΛεί τόσο (χντίθετα αποτελέσματα! Εξέτασα τα υλικά της φωτιάς και για μεγάλη μου χαρά βρήκα πως απαρτίζονταν από ξύλο. Μάζεψα γρήγορα μερικά κλοιδιά, μα ήταν βρεγμένα και δεν καίγονταν. Αυτό με στενοχωρούσε πολύ και κάθισα ακίνητος παρατηρώντοος πώς λειτουργούσε η φωτιά. Το βρεγμένο ξύλο που είχα βάλει κοντά στη φωτιά στέγνωσε και ύστερα από λίγο άναψε από μόνο του. Αυτό το πράγμα μου έκανε εντύπωση κι άρχισα να το σκέπτομαι* σε λιγάκι μου 'ρθε η ιδέα και πιάνοντας τα διάφορα κλαδιά που είχα μαζέψει, βρήκα την αιτία γιατί δεν άν(χβ(χν· όλα ήταν βρεγμένα. Άρχισα, λοιπόν, να μαζεύω πολλά ξύλα για να μπορέσω να τα ξεράνω και να 'χω έτσι αρκετό υλικό για φωτιά. Όταν ήρθε η νύχτα κι έφερε μαζί της και τον ύπνο, μ' έπιασε μεγάλος φόβος μήπως έσβηνε η φωτιά μου. Γι' αυτό τη σκέπασα καλά με ξερά ξύλα και φύλλα και πάνω απ' αυτά έβαλα τα βρεγμένα κλοιδιά* ύστερα άπλωσα την κάπα μου στο χώμα, ξάπλωσα πάνω της και παραδόθηκα στον ύττνο. )) 'Chrocv ξύττνησα, ήτοον πρωί και η πρώτη μου δουλειά ήτ(χν να δω τη φωτιά. Την ξεσκέπασα κι ένα ελαφρό (χεράκι που φύσηξε εκείνη τη στιγμή, την έκανε να πετάξει αμέσως μια φλόγα. Το ποιρατήρησα αυτό και στα γρήγορα σκάρωσα ένα ριπίδι από κλαδιά, που ζωντάνευε τη θράκα όταν κόντευε να σβήσει. Όταν ξανάρθε η νύχτα, είδα με μεγάλη ευχοφίστηση πως η φωτιά μαζί με τη ζέστη έδινε και φως. Εκτός όμως απ' αυτά, βρήκα πως η (χνακάλυψητ) της φωτιάς ήταν χρήσιμη και για το φαγητό μου' γιατί, όπως εξακρίβωσα, μερικά από τα αποφάγια που είχοον αφήσει κάποιοι ταξιδιώτες ήτίχν ψημένα και η γεύση τους ήτίχν πολύ πιο νόστιμη από τα μούρα που είχα μαζέψει από τα δέντρα. Γι' αυτό δοκίμασα να φτιάξω το φαγητό μου με τον ίδιο τρόπο, 140
βάζοντάς το πάνω στη θράκα. Βρήκα πως απ' αυτή την ενέργεια τα μούρα μου y^oLcsoLv ενώ τα καρύδια και οι ρίζες έγιναν πολύ πιο νόστιμα. ))Όμως, όπως κι αν είχε το πράγμα, η τροφή σπάνιζε* και συχνά περνούσα ολόκληρη τη μέρα ψάχνοντοις μάταια για λίγα β(χλ(χνίδια που θα μπορούσαν να κόψουν κάπως την πείνα μου. Όταν είδα πως έτσι είχε το πράγμα, αποφάσισα να φύγω από το μέρος όπου έμενα ίσαμε κείνη τη στιγμή και να βρω κάποιο άλλο όπου θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν πιο εύκολα οι λίγες μου ανάγκες. Σ' αυτή τη μετοαίνηση εκείνο που με λύττησε πιο πολύ ήταν που θα 'χ<χνα τη φωτιά, που είχα βρει εντελώς τυχαία και που δεν ήξερα πώς να τη δημιουργήσω. Μου ττήρε πολλές ώρες η σοβαρή μελέτη τούτου του προβλήματος* στο τέλος όμως αναγκάστηκα να παραιτηθώ από κάθε απόπειρα για να μάθω πώς ανάβει· έτσι τυλίχτηκα στην κάπα μου και όρμησα προς το δάσος, με κατεύθυνση προς τη μεριά που γέρνει ο ήλιος. Τρεις μέρες πέρασα μέσα σε άσκοπους γύρους ώσπου στο τέλος βγήκα σε μια πλατωσιά, κάτι σαν κοιλάδα. Την προηγούμενη νύχτα είχε πέσει πολύ χιόνι και οι αγροί ήταν ντυμένοι όλοι στ' άσπρα* ό,τι έβλεπε κανείς ήταν αποκαρδιωτικό και ένιωσα τα πόδια μου να παγώνουν απ' αυτή την κρύα και υγρή ουσία, που σκέπαζε το έδαφος. » Ήταν εφτά η ώρα περίπου το πρωί και το μόνο που ποθούσα ήταν να βρω τροφή και κάπου να φωλιάσω. Τελικά, σ' ένα ύψωμα, αντιλήφθηκα μια μικρή καλύβα, που χωρίς αμφιβολία είχε χτιστεί για τις ανάγι^ες κάποιου βοσκού. Αυτό ήταν κάτι νέο για μένα γι' αυτό κι εξέτασα το (ρτιάξιμο με μεγάλη περιέργεια. Βρίσκοντας την πόρτα ανοιχτή, μττήκα. Ένοις γέρος καθόταν κοντά στη φωτιά και ετοίμαζε το πρωινό του. Ακούγοντοις θόρυβο γύρισε* μόλις με είδε, άρχισε να στριγγλίζει δυνατά και, βγαίνοντοις από την καλύβα, έτρεξε πέρα στα χωράφια με τέτοια ταχύτητα που δύσκολα δικαιολογούσε το εξασθενημένο κορμί του. Το παρουσιαστικό του, διαφορετικό από οποιοδήποτε οΰΛο που είχα δει ίσαμε τώρα, και η φυγή του, με ξάφνιασαν κάπο>ς. Καταγοητεύτηκα όμως από την εμφάνιση της καλύβας* εδώ το χιόνι κι η βροχή δεν μπορούσαν να περάσουν* το χώμα ήταν στεγνό* και μου φάνηκε τότε τόσο θαυμάσιο και θείο καταφύγιο όσο φάνηκε στους δαίμονες της κόλασης το Πανδαιμόνιο ύστερα από τα βασοονιστήριά τους στη λίμνη της φωτιάς. Κατοφρόχθισα με μεγάλη λαιμαργία, 141
ό,τι είχε αφήσει από το πρωινό του ο βοσκός, που απαρτιζόταν από ψωμί, τυρί, γάλα και κρασί* αυτό το τελευταίο όμως δε μου άρεσε. Ύστερα, ξεθεωμένος από την κούραση, ξάπλωσα χάμω πάνω σε κάτι άχυρα και αποκοιμήθηκα. ))Όταν ξύττνησα, ήταν πια μεσημέρι* μαγεμένος δε από τη ζεστασιά του ήλιου, που έλοιμπε αστρα(ρτερά πάνω στο άσπρο έδαφος, αποφάσισα να ξαναρχίσω το ταξίδι μου. Βάζοντας, λοιπόν, σ' ένα δισάκι που βρήκα τα υπόλοιπα από το πρωινό του βοσκού, προχώρησα επί αρκετές ώρες μέσα από τα χωράφια, ώσπου η δύση με βρήκε κοντά σ' ένα χωριό. Τι θαύμα που μου φάνηκε! Οι καλύβες, τα (χγροτόστατα και τα επιβλητικά αρχοντικά μ' έκαναν και δεν ήξερα τι να πρωτοθοα^μάσω! Τα λοη^ανικά στους κήπους και το γάλα και το τυρί που είδα να είναι ακα>μπισμένα στα π(χ(^χθυρα κάποιων αγροτόσπιτων μου άνοιξαν την όρεξη.^ Σ' ένα απ* (χυτά, το καλύτερο, μττήκα* δεν είχα όμως προλάβει να περάσω το κατώφλι της πόρτας και τα παιδιά του σπιτιού άρχισοςν να ουρλιάζουν και μια από τις γυνοιίκες λιποθύμισε. Ξεσηκώθηκε ολόκληρο το χωριό* μερικοί το 'σκασαν από την τρομάρα τους, μερικοί όμως μου επιτέθηκαν ώσπου, βαριά χτυττημένος από πέτρες κι απ' ό,τι άλλο μου πέταγαν, κατά«ρερα να τους ξε<ρύγω, ξεγλιστρώντοος προς την κοιλάδα, όπου τρομοκρατημένος βρήκα καταφύγιο σε μια χαμηλή καλύβα, ολότελα γυμνή, που μου φάνηκε τρισάθλια ύστερα από τα παλάτια -μου είχα δει στο χωριό. Αυτή η καλύβα ενωνόταν μ' ένα αγροτόσπιτο, που 'χε κοώ^ή και ευχάριστη εμφά^Hση* ύστερα όμίος από την τελευταία ακριβά αγορασμένη εμπειρία μου, δεν τόλμησα να μπω. Το καταφύγιό μου ήτοεν φτιαγμένο από ξύλο, μα ήταν τόσο χαμηλό που μόλις και μπορούσα να κάθομαι. Δεν είχε ξύλα πάνω στο χώμα για να σχηματίζουν πάτωμα, μα οπωσδήποτε το μέρος ήταν στεγνό* και ποφ' όλο που ο αέρας έμπαινε από αναρίθμητες χαροιμάδες, μολοντούτο το βρήκα ένα πολύ ευχάριστο άσυλο από το χιόνι και τη βροχή. ))Εδώ, λοιπόν, αποσύρθηκα και ξάπλωσα ευτυχισμένος, γιατί είχα βρει ένα μέρος, όσο τρισάθλιο κι αν ήταν, που μπορούσε να με προφυλάξει από τη δριμύτητα του καιρού και πιο πολύ από τη βοιρβαρότητα των ανθρώπων. ))'Αμα ξημέρωσε, βγήκα έρποντας από το κλουβί μου για να επιθεωρήσω το διπλανό αγροτόσπιτο και να εξακριβώσω αν θα 142
μπορούσα να παραμείνω στην κατοικία που είχα ανακαλύψει. Η τρώγλη μου ακουμπούσε στο πίσω μέρος του αγροτόσπιτου και οι ελεύθερες πλευρές της περιτριγυρίζονταν από ένα χοιροστάσι μαζί μ' ένα λάκκο με καθαρό νερό. Ένα σημείο του ήταν ανοιχτό κι από κει είχα συρθεί μέσα* όμως κάθε τρύπα και ρωγμή απ' όπου θα μπορούσαν να με δουν τη σκέπασα με πέτρες και με ξύλα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που να μπορούσα να τα μετοικινώ όποτε ήθελα να βγω έξω* όσο φο^ς έμπαινε μέσα ήταν από το χοιροστάσιο και μου ήταν οφκετό. ))Α(ρού τακτοποίησα έτσι την κατοικία μου και την έστρωσα με καθαρό άχυρο, βιάστηκα να μπω μέσα και να κρυφτώ, γιατί είδα από μακριά τη σΛουέτα ενός ανθρώπου κι <χυτό μ' έκανε να θυμηθώ πολύ καλά τη μεταχείριση που είχα την προηγούμενη νύχτα από τους συγχωριαν<^ του, γεγονός που δε μ' άφηνε να τον εμπιστευθώ. Οπ6>σδήποτε, για κείνη την τ^μέρα και για τη συντήρησή μου είχα προμτ^θευτεί ένα καρβέλι ξερό ψωμί, που είχα κλέψει, και μια κούπα απ' όπου μπορούσα να πίνω πιο βολικά ποφά από τις χούφτες μου το καθαρό νερό που κυλούσε κοντά στο καταφύγιό μου. Το πάτωμα ήταν λίγο σηκωμένο κι έτσι κρατιόταν εντελώς στεγνό και με το γειτόνεμά του με την καμινάδα του αγροτόσπιτου γινόταν υποφερτά ζεστό. ))Μ' αυτά, λοιπόν, τα εφόδια, αποφάσισα να μείνω σ' αυτό το καλύβι ώσπου κάτι να τύχαινε που να 'λαζε την απόφασή μου. Πραγματικά, ήταν ένας παράδεισος σε σύγκριση με το θλιβερό δάσος, την προηγούμενη κατοικία μου, με τις στάλες να πέφτουν από τα κλαδιά και με τη νοτισμένη γη. Έφαγα το πρωινό μου με μεγάλη ευχαρίστηση και ήμουν έτοιμος να μετακινήσω μια σανίδα για να πάω να πάρω λίγο νερό, όταν άκουσα βήματα* κοιτάζοντοις μέσα από μια μικρή χαραμάδα, είδα να περνάει μπρος από το καλύβι μου μια νέα κοπέλα μ' ένα κάδο στο κεφάλι της. Η κοπέλα ήταν νέα και μ' ευγενικό παρουσιαστικό, κάτι τελείως διαφορετικό απ' αυτό που χαροικτήριζε τους χωριάτες και τους υττηρέτες των αγροτόσπιτων. Ήταν όμως φτωχικά ντυμένη, μια φτηνή γαλάζια φούστα και μια λινή ζακέτα ήτοον όλα κι όλα τα ρούχα της* τα ξανθά μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε πλεξούδες μα δεν είχαν κορδέλες για στόλισμα* φαινόταν υπομονετική, μα θλιμμένη. Την έχασα από τα μάτια μου* και σ' ένα τέταρτο περίπου της ώρ<χς ξαναγύρισε, φορτωμένη με τον κάδο, που τώρα ήταν 143
μισογεμάτος με γάλα. Καθώς περπατούσε, φανερά καταβεβλημένη από το βάρος, την πλησίασε ένας νέος, που το παρουσιαστικό του έδειχνε κάποιο βαθύτερο δείλιασμα. Αφού της είπε μερικά λόγια μ' ένα μελαγχολικό ύφος, τυήρε από το κεφάλι της τον κάδο και τον τυήγε στο αγροτόσπιτο. Εκείνη τον ακολούθησε και μττήκαν κι οι δυο στο σπίτι. Σε λίγο ξανάδα τον νέο, με κάτι εργαλεία στα χέρια, να διασχίζει το χωράφι που ήταν πίσω από το αγροτόσπιτο* μα και η κοπέλα ήτ(χν απασχολημένη* πότε μέσα στο σπίτι και πότε στην αυλή. ))Επιθεωρώντ(χς την κατοικία μου, εξακρίβωσα πως ένα από τα παράθυρα του αγροτόσπιτου αποτελούσε άλλοτε μέρος της, τώρα όμως το άνοιγμά του το είχοον φράξει με ξύλα. Σ' ένα απ' αυτά τα ξύλα υττήρχε μια μικρή και σχεδόν αδιόρατη χαραμάδα, απ' όπου μόλις και μπορούσε το μάτι να δει. Μέσα απ' αυτή τη χαροιμάδα, φαινότ(χν ένα μικρό δωμάτιο, ασπρισμένο και καθαρό, μα πολύ γυμνό από έπιπλα. Σε μια γωνιά, κοντά σε μικρή φωτιά, καθόταν ένοος γέρος, με το κεφάλι^ του γερμένο στα δυο του χέρια, μια στάση που τον έδειχνε απαρηγόρητο. Η νέα κοπέλα ήταν απασχολημένη με την τακτοποίηση του αγροτόσπιτου* σε λίγο όμως ττήρε κάτι από ένα συρτάρι, που απασχολούσε μόνο τα χέρια της, και κάθισε κάτω πλάι στο γέροντα, που, παίρνοντοις ένα όργανο, άρχισε να παίζει και να βγάζει ήχους πιο γλυκούς από τη φωνή της τσίχλ(χς ή του αηδονιού. Ήταν ένα γοητευτικό θέαμα για μένα, το δύστυχο πλάσμαΙ που ποτέ πιο πριν δεν είχα δει κάτι το όμορφο. Τα ασημένια μαλλιά και η καλοπροαίρετη όψη του ηλικιωμένου χωρικού κέρδισαν αμέσως το σεβασμό μου, ενώ οι ευγενικοί τρόποι της κοπέλοος με μάγεψοον. Ο γέροντας έπαιζε ένα γλυκό, λυττητερό σκοπό, που, όπως κατάλοιβα, έκανε την αξιαγάτίητη συντροφιά του να δακρύσει, πράγμα που ο γέροντοος δεν το κατάλοιβε ποφά μονάχα ότοον την έπιασ(χν τα αναφιλητά* εκείνος τότε έβγαλε κάτι ήχους και το όμορφο πλάσμα, αφήνοντοις τη δουλειά του, ττήγε και γονάτισε κοντά στα πόδια του. Ο -γέροντοος τη σήκωσε και της χοίμογέλασε με τέτοια κοΛοσύνη και στοργή που ένιωσα να με πλημμυρίζουν συναισθήματα κάποκχς παράξενης και πρωτόγνωρης φύσης* ήταν ένα μείγμα από πόνο και ευχαρίστηση, τέτοιο που ποτέ πιο πριν δεν είχα δοκιμάσει είτε από πείνα ή κρύο, είτε από ζέστη ή τροφή* κι έφυγα από το παράθυρο, μη μπορώντ(χς να βαστάξω τέτοιες συγκινήσεις. 144
))Σε λίγο γύρισε ο νέος, κουβοΛώντοος στους ώμους του ένα φόρτωμα από ξύλα. Η κοπέλα βγήκε στην πόρτα, τον βοήθησε να ξαλαφρώσει από το βάρος του και παίρνοντοις μερικά ξύλα μέσα στο σπίτι, τα *ριξε στη φωτιά* ύστερα εκείνη και ο νέος ττήγοον παράμερα, σε μια γωνιά του αγροτόσπιτου, κι ο νέος της έδειξε ένα μεγάλο καρβέλι κι ένα κομμάτι τυρί. Η κοπέλα φάνηκε ευχαριστημένη και πήγε στον κήπο για να βγάλει ρίζες και χόρτα, που τα 'βοιλε σε νερό κι ύστερα στη φωτιά. Έπειτα συνέχισε τη δουλειά της ενώ ο νέος ττήγε στον κήπο και φάνηκε να είναι πολύ απασχολημένος με το σκάψιμο και το ξερίζωμα. Αφού καταγίνηκε καμιά ώρα μ' αυτή τη δουλειά, ήρθε η νέα γυναίκα και τον τυήρε μέσα στο αγροτόσπιτο. ))Στο μεταξύ ο γέροντοις καθόταν σκεφτικός* μα μόλις φάνηκαν οι σύντροφοί του, ττήρε ένα ύφος πιο χαρούμενο και κάθισαν να φάνε. Το γεύμα τέλειωσε γρήγορα. Η νέα γυναίκα απασχολήθηκε πάλι με την τακτοποίηατη του αγροτόσπιτου ενώ ο γέροντοος βγήκε έξω στον ήλιο και επί λίγα λεπτά έκανε περίπατο μπροστά από το σπίτι, ακουμπώντ(χς στο μπράτσο του νέου. Τίποτα δεν μπορούσε να ξεπεράσει σε ομορφιά την αντίθεση ανάμεσα σ' αυτά τα δυο εξαίρετα πλάσματα. Από τη μια μεριά^ήταν ο γέρος, με ασημένια μαλλιά και με όψη που ακτινοβολούσε από καλοσύνη και αγάπη* από την ά^η ο νέος, λεπτός, με χαριτωμένο ποιράστημα και με τα χαρακτηριστικά του πλασμένα με την πιο μεγάλη συμμετρία* μολοντούτο τα μάτια του και η στάση του γενικά εκδήλωναν την πιο μεγάλη λύττη και αποθάρρυνση. Ο γέροντοις γύρισε στο σπίτι και ο νέος, με εργαλεία διαφορετικά από εκείνα που είχε χρησιμοποιήσει το πρωί, ττήρε το δρόμο για τα χωράφια. ))Η νύχτα γρήγορα σκέπασε τα πάντα* μα, για μεγάλη μου έκπληξη, είδα πως οι χωρικοί είχαν έναν τρόπο να παρατείνουν το φως, χρησιμοποιώντας λετττά κεριά, και ήμουν πολύ ευχαριστημένος που η δύση του ήλιου δεν έβαζε τέλος στην ευχοφίστηση που είχα, παρ<χκολουθώντας τους γείτονές μου. Το βράδυ η νέα κοπέλα κι ο σύντροφός της ασχολήθηκαν με διάφορα πράγματα που δεν κατάλαβα ενώ ο γέρος ξανάπιασε το όργ(χνο που έβγαζε τους θείους ήχους που με είχαν μαγέψει το πρωί. Μόλις ο γέρος τέλειωσε το κομμάτι του, ο νέος άρχισε να βγάζει ήχους που ήταν ,μονότονοι και που δεν έμοιαζαν ούτε με την αρμονία του οργάνου 145
του γέροντα ούτε με τα τραγούδια των πουλιών πιο ύστερα κατάλαβα πως διάβαζε δυνατά, εκείνο όμως τον καιρό δεν ήξερα τίποτα για την επιστήμη των λέξεων ή των γραμμάτων. ))Η οικογένεια, αφού ασχολήθηκε λίγη ώρα μ' αυτό, έσβησε τα φώτα και πήγε, όπως συμπέρανα, να κοιμηθεί».
146
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII στ' άχυρα, μα δεν μπορούσα να xotΧχμηθώ. Σκεπτόμουν όλα όσα είχαν γίνει την ημέρα. Εκείνο κυρίως που μου έκανε εντύπωση ήταν οι ευγενικοί τρόποι αυτών των ανθρώπων πολύ μου άρεσε να τους γνο>ρίσω κι από κοντά, μα δίσταζα. Θυμ.όμ(^ν καλά το τι είχα υποφέρει την προηγούμενη νύχτα από τους βάρβαρους χωρικούς γι' αυτό και αποφάσισα, (χνεξάρτητα από οποιαδήποτε κι αν ήταν η στάση που στη συνέχεια θα θεωρούσα πο>ς μπορούσε να 'ναι η σοκττή για να κρατήσω, ότι για την ώρα θα έπρεπε να παροίμείνω ήσυχα στην καλύβα μου και να προσπαθήσω να ανακοΛύψω τα κίνητρα που καθόριζ(χν τις ενέργειές τους. ))0ι χωρικοί σηκώθηκαν το άλλο πρωί πριν βγει ακόμα ο ήλιος. Η νέα γυναίκα τακτοποίησε το σπίτι κι έφτιαξε το πρωινό τους* ύστερα δε από το πρόγευμα ο νέος έφυγε. ))Αυτή η μέρα πέρασε με την ίδια ρουτίνα που είχε και η προηγούμενη. Ο νέος εργαζόταν συνεχώς σε κάποιο μέρος έξω από το σπίτι και η κοπέλα έκανε διάφορες κουραστικές δουλειές μέσα. Ο γέροντοις, που γρήγορα κατάλαβα πως ήταν τυφλός, περνούσε τις ατέλειωτες ώρες της σχόλης του είτε παίζοντοις το όργανο ή συλλογάμενος. Τίποτα δεν μπορούσε να ξεπεράσει την αγάττη και το σεβασμό που έδειχναν οι νεότεροι προς το σεβάσμιο σύντροφό τους. Του προσέφεραν ό,τι χρειαζόταν με πολλή στοργή και με την ευγένεια που το χρέος απαιτεί* κι εκείνος τους αντάμοι(^ με τα καλοσυνάτα χαμόγελά του. ))Δεν ήταν ευτυχισμένοι. Ο νέος κι η συντρόφισσά του ττήγαιναν συχνά παράμερα κι έκλαιγαν. Δεν έβλεπα να υπάρχει αιτία για να 'ναι δυστυχισμένοι* όπως όμως κι αν είχε το πράγμα, εγώ είχα βαθιά ετυηρεαστεί από την κατάστασή τους. Αν τέτοια αξιαγάτυητα πλάσματα ήταν δυστυχισμένα, δεν ήταν καθόλου παράξενο ::υου εγώ, μια ελαττωματική και μοναχική ύπαρξη, ήμουν τόσο ( ( Τ Τ ΜΟΤΝ ξ α π λ ω μ έ ν ο ς
147
εξαθλιωμένος. Γιατί όμως αυτές οι ευγενικές υπάρξεις ήταν δυστυχισμένες; Είχαν ένα πανέμορφο σπίτι (γιατί τέτοιο φαινόταν στα μάτια μου) και κάθε άνεση* είχαν μια φωτιά για να τους ζεστάνει όταν κρύωναν και απολαυστικά φαγητά όταν πεινούσαν* ήταν ντυμένοι με ωραία ρούχα* και το πιο πολύ, χαίρονταν τη συντροφιά ο ένοίς του άλλου, αντίχλλάσσοντοις κάθε μέρα ματιές όλο στοργή και κοΛοσύνη. Τι σήμαιναν τα δάκρυά τους; Πραγματικά εκδήλωναν πόνο; Στην αρχή μου ήταν αδύνατο να δώσω μιαν απάντηση σ' αυτά τα προβλήματα* η αδιάκοττη όμως προσοχή κι ο χρόνος μου εξήγησαν πολλές εκδηλώσεις που στην αρχή μου ήταν αινιγματικές. ))Μεσολάβησε πολύς καιρός ώσπου να (χνακαλύψω μια από τις αιτίες που προκαλούσε στενοχώρια σ' αυτή την αξιαγάττητη οικογένεια* ήταν η φτώχεια* και περνούσοον αυτό το κ(χκό σιωττηλά παρ' όλη τη μεγάλη καθημερινή του πίεση. Η διατροφή τους απαρτιζόταν αποκλειστικά από τα λαχανικά του κήπου τους κι από το γάλα μκχς αγελάδοις, που το χειμώνα τους έδινε πολύ λίγο γάλα, αφού τα (χφεντικά της δεν μπορούσαν να της προσφέρουν οφκετή τροφή. Συχνά υπέφεραν αμίλητα τις αγωνίες της πείνοις, ιδιαίτερα το νεαρό ζευγάρι* γιατί πολλές φορές όσο φαί είχε το έβαζε μπροστά στο γέροντα και για τον εαυτό του δεν κρατούσε τίποτα. ))Αυτή η έκδηλη καλοσύνη με είχε συγκινήσει πάρα πολύ. Είχα , συνηθίσει, τη νύχτα, να ττηγαίνω και να κλέβω, για τη δική μου συντήρηση, ένα μέρος από τα λιγοστά τρόφιμα που τους είχαν απομείνει* άμα όμως κατάλαβα πως μ' αυτό που έκανα έφερνα σε δύσκολη θέση και σε απελπισία τους γείτονές μου, σταμάτησα αμέσως και οφκέστηκα στα μούρα, τα καρύδια και τις ρίζες, που μάζευα από το γειτονικό δάσος. «Ανακάλυψα επίσης έναν άλλο τρόπο, που μ' αυτόν μπορούσα να τους βοηθήσω για να ελαφρώσουν οι μόχθοι τους. Είχα παρατηρήσει πως ο νέος περνούσε ένα μεγάλο μέρος της ημέροίς προσπαθώντοις να μαζέψει ξύλα για τη φωτιά* συχνά, λοιπόν, τις νύχτες έπαιρνα τα εργοιλεία του, που γρήγορα έμαθα τη χρήση τους, και έφερνα πίσω στο σπίτι ξύλα, αρκετά για να κρατήσουν πολλές ημέρες. «Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που το έκανα, η νέα γυναίκα, όταν άνοιξε το πρωί την πόρτα, έμεινε ,με το στόμα ανοιχτό 148
βλέποντοος ένα τεράστιο δεμάτι ξύλα στα σκαλοπάτια της. Πρόφερε κάτι λέξεις με δυνατή φωνή* ο νέος αμέσως ήρθε και τη βρήκε κι έμεινε κι αυτός άναυδος και δεν ήξερε τι να πει. Παρατήρησα, με μεγάλη ευχαρίστηοτη, πως εκείνη την ημέρα δεν ττήγε στο δάσος, μόνο πέρασε τις ώρες επιδιορθώνοντοις το αγροτόσπιτο και κοιλλιεργώντοος τον κήπο. ))Σιγά-σιγά έκανα μια ανακάλυψη ακόμα πιο σημαντική. Διαπίστωσα πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια μέθοδο με έναρθρους ήχους για να μεταδίδουν ο ένοις στον άλλο την εμπειρία τους και τα αισθήματά τους. Αντιλήφθηκα πως οι λέξεις που πρόφεραν μερικές φορές προξενούσαν ευχαρίστηση ή λύττη, χαμόγελα ή θλίψη σ* εκείνους που τις άκουγαν. Τα πρόσωπά τους ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες για το τι ένιωθαν εκείνη τη στιγμή. Αυτό πραγματικά ήταν μια θεϊκή γνώση και μ' όλη μου την καρδιά ήθελα να τη μάθω. Πάντα όμως αποτύχαινα σε κάθε απόπειρα που έκανα γι' αυτό το σκοπό. Η προφορά τους ήταν γρήγορη* και οι λέξεις που πρόφεραν, μκχς και δεν είχαν μια οποιαδήποτε φανερή σύνδεση με ορατά αντικείμενα, δε μου έδιναν τη δυνατότητα να ανοίκαλύψω κάτι που θα μπορούσε να λύσει το μυστήριο σε τι πράγματα αναφέρονταν. Οπωσδήποτε, ύστερα από μεγάλη προσοχή κι αφού με βρήκαν να μένω στην καλύβα μου πολλά γυρίσματα του φεγγαριού, επιτέλους προσδιόρισα τα ονόματα που δίνονταν σε μερικά από τα πιο συνηθισμένα αντικείμενα της συνομιλί(χς· έμαθα και χρησιμοποιούσα τις λέξεις φωτιά, γάλα, φωμί και ξυλα. Έμαθα επίσης και τα ονόματα των γειτόνων μου. Ο νέος κι η συντρόφισσά του είχε ο καθένοις τους πολλά ονόματα, μα ο γέροντοος είχε μονάχα ένα, που ήταν ποίτέρας, Η κοπέλα λεγότίχν οίΒελφη ή Αγκάθα, και ο νέος Φελίξ, (χ8ελφός, ή γιος. Δεν μπορώ να περιγράψω την απόλαυση που ένιωσα όταν έμαθα τις έννοιες που αναλογούσαν σε καθέναν απ' αυτούς τους ήχους και ήμουν σε θέση να τους προφέρω. Ξεχώρισα πολλές άλλες λέξεις, χωρίς όμως να μπορώ ακόμα να τις καταλάβω ή να τις χρησιμοποιήσω* τέτοιες λέξεις ήτοον κουλός, αγαπημένος, 8υστυχισμένος, ))Μ' αυτό τον τρόπο πέρασα το χειμώνα. Οι ευγενικοί τρόποι κι η ομορφιά των γειτόνων μου τους έκαναν πολύ αγαττητούς* όταν ήταν δυστυχισμένοι, ένιωθα κατάθλιψη' ότοον ήταν χαρούμενοι, συμμεριζόμουν τη χαρά τους. Εκτός από τους γειτόνους μου λίγοι ήταν οι άνθρωποι που έβλεπα* και αν κάποιοι απ' αυτούς 149
τύχαινε να μπουν στο αγροτόσττιτο, οι άξεστοι τρόποι τους και το απότομο βάδισμά τους μου ενδυνάμωναν την ιδέα που είχα για την ανωτερότητα των φίλων μου. Συχνά ο γέροντοος, όπως κατοΛάβαινα, προσπαθούσε να δώσει θάρρος στα παιδιά του, γιατί πολλές φορές τον είδα να τα καλεί κοντά του και με τα λόγια του γύρευε να τα κάνει να διώξουν τη μελαγχολία τους. Μιλούσε μ' έναν εύθυμο τόνο, με μια έκφραση όλο καλοσύνη που ακόμα κι εμένα εκεί παράμερα μου χάριζε αγοολλίαση. Η Αγκάθα άκουγε με σεβασμό και μερικές φορές τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα, που προσπαθούσε να τα σκουπίσει χωρίς να τη δουν γενικά όμως είδα πως η όψη της και ο τόνος της φωνής της γίνονταν πιο χαρούμενοι ύστερα από τις προτροπές του πατέρα της. Δε γινόταν όμως το ίδιο με τον Φελίξ. Ήταν πάντα ο πιο λυτυημένος τους* ακόμα και για μένα τον άμαθο φαινόταν πως υπέφερε πιο πολύ από όλους τους. Όμως παρ' όλο που το πρόσωπό του ήταν όλο θλίψη, μολοντούτο η φωνή του ήταν πιο χαρούμενη κι από της αδελφής του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν μιλούσε στο γέροντα. ))Θα μπορούσα να αναφέρω αναρίθμητες στιγμές, που, αν και ασήμαντες, έδειχναν το χαροίκτήρα και τις διαθέσεις αυτών των αξιαγάτυητων γειτόνων μου. Παρ' όλη τη φτώχεια τους και την ανάγκη τους, ο Φελίξ θα 'φερνε πάντα στην αδελφή του με μεγάλη χαρά το πρώτο άσπρο λουλουδάκι που θα ξεμύτιζε κάτω από το χιονισμένο χώμα. Νωρίς το πρωί, πριν αυτή ακόμα να σηκωθεί, καθάριζε το χιόνι που έκλεινε το δρόμο της για το σταύλο, έβγαζε νερό από το ττηγάδι και έφερνε τα ξύλα από τρ υπόστεγο, όπου, προς μεγάλη του και συνεχή έκπληξη, έβρισκε το απόθεμά τους να είναι διαρκώς ανανεωμένο από κάποιο αόρατο χέρι. Κάποτε-κάποτε την ημέρα εργαζόταν σ' ένα γειτονικό αγρότη, γιατί έβλεπα πως ττήγαινε και δε γύριζε παρά αργά το βράδυ και δεν έφερνε μαζί του ξύλα. Άλλες φορές δούλευε στον κήπο* μα καθώς δεν είχε πολλά πράγματα να κάνει την εποχή που όλα τα είχε σκεπάσει ο πάγος, καθόταν και διάβαζε στο γέροντα και στην Αγκάθα. ))Στην αρχή αυτό το διάβασμα με είχε μπερδέψει τρομερά* όμως, σιγά-σιγά, ανακάλυψα πως όταν διάβαζε πρόφερε πολλούς από τους ίδιους ήχους που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε. Γι' αυτό συμπέρανα πως στο χοφτί έβρισκε διάφορα σημάδια που τον βοηθούσαν να εκφέρει τις λέξεις που ήξερε από πριν και ένιωσα 150
μεγάλη επιθυμία να τα μάθω κι εγώ επίσης* μα πώς ήταν δυνατό αυτό να γίνει, όταν δεν ήξερα ακόμα τους ήχους που αντιπροσώπευαν αυτά τα σημάδια; Οπωσδήποτε, προόδευσα αισθητά σ' αυτή τη γνώση, μα όχι τόσο ώστε να μπορώ να παροοκολουθώ μια οποιαδήποτε συζήτηση, αν και, προσπαθώντ(χς, πίεσα πολύ το μυαλό μου* γιατί καταλάβαινα καλά πως αν και επιθυμούσα πάρα πολύ να φανερωθώ στους γείτονές μου, μολοντούτο δε θα έπρεπε να κάνω την απόπειρα πριν μάθω πρώτα καλά τη γλώσσα τους* γιατί η γνώση της θα με βοηθούσε να τους κάνω να παραβλέψουν τη δυσμορφία του προσώπου μου* αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε μένα και σε κείνους, που παρουσιαζόταν διαρκώς μπροστά μου, με είχε κάνει να συνειδητοποιήσω τη διαφορά μοις. ))Θαύμαζα την τέλεια διάπλαση των γειτόνων μου —^τη χάρη τους, την ομορφιά τους και τη λεπτή τους επιδερμίδα* πόσο όμως τρομοκρατήθηκα, όταν είδα τον εαυτό μου στο διάφανο νερό του λάκκου! Στην αρχή έκανα πίσω, μη μπορώντοος να πιστέψω πως πραγματικά ήμουν εγώ εκείνος που φαινόταν στον καθρέφτη* και όταν πείστηκα εντελώς πως ήμουν πραγματικά το έκτρωμα που είμαι, τότε η ψυχή μου πλημμύρισε από τα πιο πικρά συναισθήματα* η αποθάρρυνση κι ο μαρασμός ήταν οι συνέπειές τους. Αλίμονο όμως! Δεν ήταν μόνο αυτό. Γιατί ακόμα δεν ήξερα εντελώς τις μοιραίες επιδράσεις που θα είχε αυτή η φοβερή δυσμορφία. ))Καθώς ο ήλιος έγινε ζεστότερος και μεγάλωσε η μέρα, το χιόνι εξαφανίστηκε και είδα τα γυμνά δέντρα και τη μαύρη γη. Ο Φελίξ, από κείνη την ώρα κι ύστερα, ήταν απασχολημένος με όλο και πιο πολλές δουλειές* κι έτσι τα αποκαρδιωτικά σημάδια της πείνοος που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους, εξαφανίστηκαν. Η τροφή τους όπως είδα αργότερα, δεν ήταν σπουδαία σε φτιάξιμο, μα ήταν θρεπτική* και δεν τους έλειπε. Πολλά νέα φυτά βλάστησαν στον κήπο, που τα μαγείρευαν* και αυτά τα σημάδια της άνεσης αυξάνονταν καθημερινά όσο προχωρούσε η εποχή. ))0 γέροντας, οοκουμπώντας στο γιο του, κάθε μέρα το μεσημέρι έκανε περίπατο, όταν δεν είχε βροχή, όπως έμαθα ότι έτσι ονόμαζαν τα νερά που έπεφταν από τον ουρανό. Αυτό γινόταν συχνά* ένοος όμως δυνατός άνεμος γρήγορα στέγνωσε το χώμα και ο καιρός έγινε πιο ευχάριστος. 151
))0 τρόπος της ζωής μου στην κοΛύβα ήταν (χνάλλαχτος. Το πρωί παρακολουθούσα τις κινήσεις των γειτόνων μου* και όταν χωρίζονταν και ττήγαινε ο καθένοίς στις δουλειές του, εγώ κοιμόμουν το υπόλοιπο της ημέρας το περνούσα ποιρατηρώντοος τους φίλους μου. Όταν η νύχτα προχωρούσε και ττήγαιναν να κοιμηθούν, αν είχε φεγγαρόφωτο ή αστροφεγγιά, ττήγαινα στο δάσος και μάζευα την τροφή μου και δεμάτια ξύλα για το αγροτόσπιτο. Ότοον γύριζα, αν χρειαζόταν, καθάριζα το δρόμο τους από το χιόνι κι έκανα όλες εκείνες τις δουλειές που είχα δει να κάνει ο Φελίξ. Αργότερα διαπίστωσα πως αυτές οι δουλειές, που εκτελούνταν από κάποιο αόρατο χέρι, τους είχ(χν κάνει μεγάλη έκπληξη· και μια ή δυο φορές τους άκουσα, σε τέτοιες περιπτώσεις, να προφέρουν τις λέξεις καλο τννεύμα, θαυμάσιο' τότε όμως δεν καταλάβαινα τη σημασία αυτών των όρων. ))Το μυαλό μου τώρα έγινε πιο ενεργητικό, και ήθελα πάρα πολύ να εξακριβώσω τα κίνητρα και τα αισθήματα αυτών των αξιαγάττητων πλασμάτων ήμουν περίεργος να μάθω γιατί ο Φελίξ φαινόταν δυστυχισμένος και η Αγκάθα τόσο θλιμμένη. Μου πέρασε από το μυαλό (ο οονόητος!) πως ίσ6>ς να μπορούσα να ξ(χναφέρω την ευτυχία σ' αυτούς τους (χνθρώπους, που πραγματικά την άξιζαν. Όταν κοιμόμουν ή τυήγαινα σε δουλειά, οι μορφές του σεβάσμιου τυφλού πατέρα, της ευγενικής Αγκάθα και του εξαίρετου Φελίξ ττηγαινοέρχοντοον μπροστά μου. Τους θεωρούσα ως (χνώτερες υπάρξεις, που θα έποιιζαν καθοριστικό ρόλο στη μοίρα του μέλλοντός μου. Με τη φαντασία μου είχα φτιάξει χίλιες εικόνες για το πώς θα τους παρουσιαζόμουν και για το πώς θα με υποδέχονταν. Φανταζόμουν πως θα αηδίαζαν ώσπου με την ευγενική συμπεριφορά μου και τα φιλικά μου λόγια, θα κέρδιζα στψ αρχή την εύνοιά τους και αργότερα την αγάτυη τους. »Αυτές οι σκέψεις μου 'δωσαν φτερά και με έσπρωξαν νά δοθώ με καινούργιο πάθος στην εκμάθηση της τέχνης της ομιλίοος. Τα φωνητικά μου όργανα ήταν πραγματικά τραχιά με εύπλαστα* και παρ ' όλο που η φωνή μου δεν είχε την αποΛή μουσικότητα των τόνων τους, μολοντούτο όσες λέξεις καταλάβαινα τις πρόφερα με σχετική ευκολία. Ήτοον σαν το γάιδαρο και το σκυλάκι* μόνο που ασφαλώς ο ευγενικός γάιδαρος, που οι προθέσεις του ήταν φιλόστοργες OCV και οι τρόποι του αγροίκοι, άξιζε μια καλύτερη μεταχείριση κι όχι το ξύλο και το ανάθεμα. 152
))0ι ευχάριστες βροχούλες και η ήπια ζέστη της άνοιξης άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την όψη της γης. Οι άνθρωποι, που πριν απ' αυτή την (χλλαγή ήταν σαν να 'ταν κρυμμένοι σε σττηλιές, τώρα ξεχύθηκίχν έξω και απασχολούνταν σε διάφορες κίχλλιεργητικές δουλειές. Τα πουλιά τpocγoυδoύσαv με πιο χαρούμενες νότες και τα φύλλα άρχισαν να ξεμυτίζουν στα δέντρα. Ευτυχισμένη, ευτυχισμένη γη! Κατάλληλη κατοικία για θεούς, παρ' όλο που πριν από λίγο (χκόμα ήταν θλιβερή, ψυχρή και ανθυγιεινή. Το ηθικό μου τονώθηκε από τη μαγευτική εμφάνιση της φύσης* το παρελθόν ξεχάστηκε, το παρόν ήταν ήρεμο και το μέλλον χρυσωνόταν από λαμπρές ελπιδοφόρες ακτίνες κι από προσδοκίες χαράς».
153
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII ΩΡΑ ΕΡΧΟΜΑΙ στο πιο συγκινητικό μέρος της ιστορίιχς μου.
ΤΘα σου διηγηθώ γεγονότα που χάραξαν βαθιά μέσα μου
τέτοια αισθί^χατα, που μ' άλλαξσεν απ' ό,τι ήμουν και μ' έκαναν να γίνω αυτό που είμαι τώρα. ))Η άνοιξη προχωρούσε γοργά* ο καιρός έγινε ωραίος κοα ο ουροενός ήταν ιχ\^φελος. Εκείνο που μου *κανε τη μεγοιλύτερη έκπληξη ήταν πως εκεί που πριν από λίγο ήτοεν ερημιά και θλίψη τώρα ήταν πλ>^JLμυptσμέvo με τα πιο όμορφα λουλούδια και την καλύτερη χλόη. Οι αισθήσεις μου τέρποντοον και αναζωογονούνταν από χιλιάδες απολοακΓτικά αρώματα κι από χιλιάδες ομορφίές. )) Ήταν μια απ' αυτές τις μέρες, που οι γείτονές μου περιοδικά ξεκουράζονταν από τις δουλειές τους —ο γέρος έπαιζε την κιθάρα του και τα παιδιά τον άκουγαν— που παρατήρησα πως η όψη του Φελίξ ήταν τόσο μελαγχολική που δε λεγόταν αναστέναζε τόσο συχνά που κάποια φορά ο πατέροις του σταμάτησε τη μουσική του και, όπως συμπέρανα από τον τρόπο του, ζήτησε να μάθει την αιτία της λύττης του γιου του. Ο Φελίξ απάντησε μ' ένα χαρούμενο τόνο και ο γέροντοις ξανάρχισε τη μουσική του, οπότε εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύττησε την πόρτα. ))Ήταν μια κυρία καβάλα σ' ένα άλογο, που συνοδευόταν από ένα χωρικό. Η κυρία φορούσε μαύρο φουστάνι και το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο μ' ένα ττυκνό, μαύρο πέπλο. Η Αγκάθα της έκανε κάποια ερώτηση* η ξένη για μόνη απάντηση πρόφερε μ' ένα γλυκό τόνο στη φωνή της το όνομα του Φελίξ. Η μουσικότητα της φωνής της δεν έμοιαζε καθόλου με τους τόνους που είχε η φωνή των φίλων μου. Ο Φελίξ, ακούγοντοις το όνομά του, πετάχτηκε βιαστικά έξω* η κυρία όταν τον είδε, σήκωσε το πέπλο της και τότε είδα ένα πρόσωπο με αγγελική ομορφιά και έκφραση. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και γυαλιστερά και περίεργα 154
πλεγμένα σε πλεξούδες* τα μαύρα μάτια της αν και ζωηρά, ήταν ευγενικά* τα χαρακτηριστικά της είχαν μια αρμονική ανοΛογια και το χρώμα της επιδερμίδας της ήταν εκπληκτικά ανοιχτόχρωμο* τα μάγουλά της είχαν ένα απαλό ρόδινο χρώμα. ))0 Φελίξ όταν την είδε, φάνηκε να συναρπάζεται από άμετρη ευχαρίστηση· κάθε ίχνος λύττης εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του και στη στιγμή η έκφρασή του πήρε μια τέτοια εκστατική χαρά, που μου ήταν αδύνατο να πιστέψω πως μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο· τα μάτια του σπίθιζαν και τα μάγουλά του ήταν ξαναμμένα από ευχαρίστηση* εκείνη τη στιγμή τον είδα τόσο ωραίο όσο και την ξένη. Εκείνη φάνηκε να είναι εττηρεασμένη από διαφορετικά συναισθήματα* σκουπίζοντοος λίγα δάκρυα από τα ωραία της μάτια, έδωσε το χέρι της στον Φελίξ, που το φίλησε με πάθος, .και την είπε, απ' όσο μπόρεσα να καταλάβω, γλυκιά του Αραβία. Εκείνη δε φάνηκε να κατάλαβε τι της είπε, μα χαμογέλασε. Ο Φελίξ τη βοήθησε να κατέβει από το άλογο και διώχνοντας το συνοδό της, την τυήγε μέσα στο αγροτόσπιτο. Κάποια συζήτηση έγινε ανάμεσα σ' αυτόν και τον πατέρα του* ύστερα η νεαρή ξένη γονάτισε κοντά στα πόδια του γέροντα και ττήγε να του φιλήσει το χέρι, μα εκείνος τη σήκωσε και την αγκάλιασε στοργικά. ))Σύντομα αντιλήφθηκα πως παρ' όλο που η ξένη πρόφερε έναρθρους ήχους, μολοντούτο οι γείτονές μου δεν μπορούσαν να την κατοίλάβουν τι έλεγε κι ούτε κι αυτή να κατοΛάβει τι της έλεγαν, γιατί όπως φαίνεται μιλούσε μια ξένη γλώσσα. Έκαναν πολλά νοήματα με τα χέρια που δεν καταλάβαινα* είδα όμως πως η παρουσία της σκόρπισε χαρά σ' όλο το αγροτόσπιτο, δκχλύοντας τη λύττη τους σαν τον ήλιο που διαλύει την πρωινή πάχνη. Ιδιαίτερα ευτυχισμένος φαινόταν ο Φελίξ, που με χαμόγελα προσπαθούσε να δείξει στη νεαρή γυναίκα από την Αροφία τη μεγάλη του χαρά. Η Αγκάθα, η πάντα ευγενική Αγκάθα, φίλησε τα χέρια της γοητευτικής ξένης* και δείχνοντοος τον αδελφό της, έκανε διάφορα νοήματα με τα χέρια, που, όπως μου φάνηκαν, ήθελαν να πουν πως ο αδελφός της ήταν βουτηγμένος στη λύττη ως τη στιγμή του ερχομού της. Πέρασαν έτσι αρκετές ώρες με τα πρόσωπά τους να εκφράζουν χαρά, που δεν καταλάβαινα την αιτία της. Ύστερα από λίγο ανακάλυψα, από τη συχνή επανάληψη κάποιων ήχων που η ξένη επαναλάμβανε ύστερα απ' αυτούς, πως 155
προσπαθούσε να μάθει τη γλώσσα τους* κι αμέσως μου 'ρθε η ιδέα να παρακολουθήσω κι εγώ τα ίδια μαθήματα για τον ίδιο σκοπό. Η ξένη στο πρώτο μάθημια έμαθε είκοσι περίπου λέξεις, που τις περισσότερες απ' αυτές εγώ τις ήξερα από πριν, ωφελήθηκα όμως από τις άλλες. ))Καθώς έπεσε η νύχτα, η Αγκάθα και η ξένη ττήγαν να κοιμηθούν νωρίς. Την ώρα που χώριζαν, ο Φελίξ φίλησε το χέρι της ξένης και είπε: "Καληνύχτα, γλυκιά Σάφι!" Δεν πήγε να κοιμηθεί αμέσως παρά έμεινε πολλή ώρα, κουβεντιάζοντοις με τον πατέρα του* κοα από τη συχνή επανάληψη του ονόματός της, συμπέρανα πως η γοητευτική φιλοξενούμενή τους ήταν το αντικείμενο της συζήτησης τους. Ήθελα πάρα πολύ να καταλάβω τι έλεγαν κι έβοΛα όλα μου τα δυνατά γι' αυτό το σκοπό, μα δεν κατάφερα τίποτα. ))Το άλλο πρωί ο Φελίξ τυήγε στη δουλειά του* και άμα τέλειωσαν οι συνηθισμένες ασχολίες της Αγκάθα, η νέα γυναίκα από την Αραβία κάθισε κοντά στα πόδια του γέροντα και, παίρνοντας την κιθάρα του, έπαιξε μερικούς σκοπούς τόσο μαγευτικά όμορφους που δάκρυα χαράς και λύττης ανάκατα έτρεξαν αμέσως από τα μάτια μου. Τραγούδησε και η φωνή της κύλησε μέσα σε πλούσιους κυματισμούς, πότε φουσκώνοντ(χς και πότε σβήνοντοις απαλά, λες και ήταν κάποιο αηδόνι του δάσους. ))Όταν τέλειωσε, έδωσε την κιθάρα στην Αγκάθα, που στην αρχή αρνήθηκε να παίξει* ύστερα όμως από τα παρακάλια τους, τους έπαιξε ένα απλό σκοπό που τον συνόδευσε με τους γλυκούς τόνους της φωνής της, μα που δεν έφταναν όμως την υπέροχη έκφραση της φωνής της ξένης. Ο γέροντίχς ήταν καταμαγεμένος και είπε μερικά λόγια, που η Αγκάθα προσπάθησε να εξηγήσει στη Σάφι, και από όσα κατάλαβα ο γέροντοος ήθελε να πει πως η ξένη του χάρισε την πιο μεγάλη απόλαυση με τη μουσική της. ))0ι μέρες τώρα περνούσαν ειρηνικές όπως και πριν με μόνη διαφορά πως η χαρά είχε πάρει τη θέση της λύττης στα πρόσωπα των φίλων μου. Η Σάφι ήταν πάντα χαρούμενη και ευτυχισμένη· αυτή κι εγώ κάναμε ραγδαίες προόδους στην εκμάθηση της γλώσσ(χς κι έτσι μέσα σε δυο μήνες άρχισα να κατοολοιβαίνω τις πιο πολλές λέξεις απ' αυτές που πρόφεραν οι προστάτες μου. ))Στο μεταξύ το μαύρο χώμα σκεπάστηκε με γρασίδι και οι καταπράσινες ό^^ες σπάρθηκαν από αμέτρητα λουλούδια, ηδονικά 156
σε άρωμα κι απόλαυση στα μάτια, κι ένα σωρό χλωμά άστρα τρεμόπαιζαν μέσα από τα κλαδιά του φεγγαρόλουστου δάσους* ο ήλιος έγινε πιο ζεστός κι οι νύχτες καθάρισαν και γλύκαναν. Οι νυχτερινές μου περιπλανήσεις τώρα μου χάριζαν άμετρη ευχαρίστηση, παρ' όλο που έγιναν πιο σύντομες εξαιτίοις του ήλιου που έδυε πιο αργά και ανέτελλε πιο νωρίς* γιατί ποτέ δεν τόλμησα να βγω με το φως της μέρ<χς, από φόβο μήπως είχα την ίδια μεταχείριση που είχα και προηγούμενα στο πρώτο χωριό που μτυήκα. ))0ι μέρες που περνούσαν, γέμιζαν από τη στενή παρακολούθηση των μαθημάτων, ώστε να μπορέσω όσο πιο γρήγορα γινόταν να μάθω τη γλώσσα* και μπορώ να παινευτώ πως η πρόοδός μου ήταν πολύ πιο γρήγορη από της κοπέλοος από την Αραβία, που ήταν πολύ λίγα όσα καταλάβαινε και μιλούσε με σπασμένη προφορά, ενώ εγώ καταλάβαινα και μπορούσα να μιμηθώ κάθε σχεδόν λέξη που προφερόταν. «Παράλληλα με την πρόοδο που έκανα στο λόγο, μάθαινα επίσης την επιστήμη των γραμμάτων, όπως διδασκόταν στην ξένη* και αυτό άνοιξε μπροστά μου ένα ευρύ πεδίο που με γέμιζε θαυμασμό και ευχαρίστηση. ))Τα Ερείπιχ των Αυτοκρατοριών του Βολνέ ήταν το βιβλίο απ' όπου ο Φελίξ δίδασκε τη Σάφι. Δε θα είχα καταλάβει το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, αν ο Φελίξ, δκχ^ζοντάς το, δεν έδινε λεπτομερείς εξηγήσεις. Είχε διαλέξει αυτό το βιβλίο, είπε, γιατί το πομπώδες ύφος του πλαισιωνόταν από μια απομίμηση του τρόπου γραψίματος των ανατολικών συγγραφέων. Μέσα απ* αυτό το βιβλίο ττήρα μια συνοπτική γνώση της ιστορίας και μια άποψη για τις διάφορες αυτοκρατορίες που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο* μ' έκανε να γνωρίσω τα έθιμα, τις κυβερνήσεις και τις θρησκείες των διαφόρων εθνών της γης. 'Ακουσα για τους οκνούς Ασιάτες* για την καταπληκτική ιδιοφυία και την ττνευματική καθαρότητα του λόγου των Ελλήνων* για τους πολέμους και τη θαυμαστή αρετή των πρώτων Ρωμαίων —γκχ την παρακμή αυτής της παντοδύναμης αυτοκρατορί(χς* για τον ιττποτισμό, το χριστιανισμό και τους βασιλιάδες. Άκουσα για την ανακάλυψη του αμερικανικού ημισφαίριου και έκλαψα μαζί με τη Σάφι για τη σκληρή μοίρα των αρχικών κατοίκων του. ))Αυτές οι θαυμάσιες αφηγήσεις με γέμιζαν με παράξενα συ157
ναισθήματα. Μπορούσε, πραγματικά, ο άνθρωπος να είναι τόσο δυνατός, τόσο ενάρετος και υπέροχος και ταυτόχρονα να είναι τόσο διεφθαρμένος και πρόστυχος; Από τη μια εμφανίζεται ως ένοις απλός απόγονος της δύναμης του κακού κι από την άλλη θεωρείται ως το πιο ευγενικό και θε'ώίό πλάσμα. Το να είναι ανώτερος και ενάρετος ο άνθρωπος λογιζόταν ως η πιο μεγάλη τιμή που μπορούσε να συμβεί σε μια ευαίσθητη ύπαρξη* το να είναι πρόστυχος και διεφθοιρμένος, όπως πολλοί έχουν καταγραφεί έτσι από την Ιστορία, λογιζόταν η πιο χειρότερη κατάπτωση, μια κατάστοιση πιο απαίσια από τοο τυ({λοπόντικα ή του ακίνδυνου ακοιολιφαού. Για πολύ καφό δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους μζΗ> πώς ένοις άνθρωπος ήτοεν δυνατό να πάει να σκοτώσει το συνάνθρωπό rm ή ακόμα γιατί υτπ^αν νόμοι και κυβερνήσεις* όταν όμίλκ; άκ^σα λε7ΓΓ<^ρειες για τη διαφθορά και τις αιματοχυσίες, οι απορίες μου σταμάτησαν και έφυγα αηδιασμένος και αγοίνακτισμένος. ))Τώρα κάθε συζήτηση των γειτόνων μου μού άνοιγε νέους ορίζοντες. Ποιρακολουθώντας τα μαθήματα ποο έκανε ο Φελίξ στην κοπέλα από την Αροιβία, μου εξηγιόταν σιγά-σιγά το παράξενο σύστημα της ανθρώπινης κοινωνίοις. 'Ακουσα για την κατανομή της ι&οκτησίοις, για απέρίχντα πλούτη και άθλια φτώχεια* για κοινωνικές τάξεις, ξεπεσμένους και γαλαζοαίματους. ))Όσα μάθαινα με παρότρυναν να εξετάσω τον εαυτό μου. Έμο^ πως εκείνο που εκτιμούσαν πιο πολύ οι συνάνθρωποι σου ήταν η υψηλή και αμόλυντη καταγωγή, συνδεδεμένη άρρηκτα με τα πλούτη. Ένοις άνθρωπος μπορούσε να είναι σεβαστός ακόμα και με ένα μονάχα απ* αυτά τα πλεονεκτήματα* μα χωρίς κανένα απ' αυτά, τον θεωρούσαν, εκτός από πολύ σπάνιες περιπτώσεις, σαν έναν απατεώνα και έναν σκλάβο, καταδικασμένο να δουλεύει για το όφελος των λίγων διαλεχτών! Κι εγώ τι ήμουν; Για τη γέννησή μου και για το δημιουργό μου δεν ήξερα τίποτα απολύτως* το μόνο που ήξερα ήταν πως δεν είχα χρήματα, δεν είχα φίλους ούτε και κανενός είδους περιουσία. Ποφάλληλα ήμουν προικισμένος μ' ένα πρόσωπο δύσμορφο και σιχαμερό* δεν ήμουν ούτε καν από την ίδια ανθρώπινη φύση. Ήμουν πιο ευκίνητος και μπορούσα να συντηρηθώ χωρίς κοιμιά εξαίρεση με κάθε είδους τροφή* άντεχα την πιο μεγάλη ζέστη και το χειρότερο κρύο χωρίς να πα^ίνω τίποτα το σπουδαίο* το ανάστ)τ]μά μου ήταν πολύ πιο 158
μεγάλο. Όταν έριχνα τη ματιά μου τριγύρω, δεν έβλεπα τίποτα που να μου μοιάζει. Ήμουν, λοιπόν, ένα τέροίς, ένα στίγμα πάνω στη γη, που όλοι οι άνθρωποι το απέφευγαν και όλοι το αποκήρυσσαν; ))Δεν μπορώ να σου περιγράψω την αγωνία που μου έφεραν αυτές οι σκέψεις* προσπάθησα να τις βγάλω από το μυαλό μου* μάταια όμως* η λύτυη γινόταν μεγαλύτερη όσο μάθαινα περισσότερα. Αχ, μακάρι να 'χα παραμείνει για πάντα σ' εκείνο το δάσος που στάθηκε το πρώτο μου καταφύγιο, χωρίς να ξέρω τίποτα ή να νιώθω τίποτα εκτός από το αίσθημα της πείνας, της δίψοος και της ζέστης! ))Πόσο παράξενη είναι η φύση της γνώσης! Κολλάει στο μυαλό, από τη στιγμή που την αρπάξει, σαν μια λειχήνα πάνω στο βράχο. Πολλές φορές πεθύμησα να λυτρωθώ από κάθε σκέψη κι από κάθε συναίσθημα* μα είχα μάθει πως υττήρχε μονάχα ένας τρόπος για να ξεπεράσεις το αίσθημα του πόνου, κι αυτός ήταν ο θάνατος —μια κατάσταση που φοβόμουν παρ' όλο που δεν την κατοΛάβαινα. Θαύμαζα την αρετή και τα καλά αισθήματα και αγαπούσα τους ευγενικούς τρόπους και τις φιλικές ιδιότητες των· γειτόνων μου* μα ήμουν αποκλεισμένος από κάθε ττνευματική επαφή μαζί τους, εκτός βέβαια αν εξαιρέσει κανείς εκείνο το μέσο που είχα πετύχει στα κλεφτά, έτσι αφανής και άγνωστος που ήμουν αυτό όμως μεγάλωνε μάλλον παρά ικανοποιούσε την επιθυμία που είχα να γίνω κι εγώ ένοος απ' αυτούς. Τα ευγενικά λόγια της Αγκάθα και τα ζωηρά χαμόγελα της γοητευτικής κοπέλοις από την Αραβία, δεν ήταν για μένα. Οι πράες συμβουλές του γέροντα και η ζωηρή συζήτηση του αγατυητού Φελίξ, δεν ήταν για μένα. Εγώ ήμουν ένα τρισάθλιο, δυστυχισμένο πλάσμα! ))'Αλλα μαθήματα μου εντυπώθηκαν ακόμα πιο βαθιά. Άκουσα για τη διαφορά των φύλων για τη γέννηση και το μεγάλωμα των παιδιών πώς ο πατέροος ξετρελένεται με τα χαμόγελα του βρέφους και με τα ζωηρά ξεσπάσματα του μεγαλύτερου παιδιού* πώς όλη η ζωή και οι φροντίδες της μητέρ(χς περικλείνονται στο πολύτιμο χρέος* πώς το μυαλό του νέου διευρύνεται και αποκτά γνώση* άκουσα για αδελφό, αδελφή και για όλες τις διάφορες συγγενικές σχέσεις που δένουν μια ανθρώπινη ύπαρξη με μιαν άλλη με αμοιβαία δεσμά. ))Μα πού ήταν οι δικοί μου φίλοι και οι δικοί μου συγγενείς; 159
Οι μέρες της βρεφικής μου- ηλικί(χς δεν είχαν δει πατέρα, ούτε μητέρα με είχε ευλογήσει με το γέλιο της και το χάδι της* ή αν υττήρχοον, όλη η περασμένη μου ζωή τώρα πια είχε σβήσει, είχε γίνει ένα μαύρο κενό όπου τίποτα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω. Απ' ό,τι θυμάμαι, από τότε που άρχισα να καταλοοβαίνω, δεν έχω αλλάξει καθόλου σε ύψος και αναλογία* όσο είμαι τώρα, ήμουν και τότε. Ποτέ ίσ(χμε τώρα δεν είχα δει ένα πλάσμα που να μου μοιάζει ή που να ισχυρίζεται πως έχει μια οποκχδήποτε τυνευματική επικοινωνία μαζί μου. Τι ήμουν; Το ερώτημα ξοοναποφουσιάστηκε, για ν' απαντηθεί μονάχα με αναστεναγμούς. ))Θα εξηγήσω σε λίγο προς τα πού με τραβούσαν αυτά τα συναισθήματα* τώρα όμως άφησέ με να γυρίσω στους γείτονες του αγροτόσπιτου, που η ιστορία τους ξεσήκωσε μέσα μου ένα σωρό αντιφατικά συναισθήματα, όπως αγανάκτηση, ευχοφίστηση και απορία* όλα όμως τέλειωσαν ευτυχώς με επιπρόσθετη αγάπη και σεβασμό για τους προστάτες μου (γιατί έτσι μ' άρεσε, μέσα στην αθώα, σχεδόν οδυνηρή (χυταπάτη μου, να τους λέω)».
160
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV Ε Ρ Α Σ Ε Α Ρ Κ Ε Τ Ό ς Κ Α Ι Ρ Ο Σ πριν μάθω την ιστορία των φίΧ Αλων μου. Ήταν από κείνες που δεν μπορούσε να μη χαραχτεί βαθιά στο μυοΛό μου, έτσι όπως ξετυλίχτηκε μπροστά μου με μια σειρά από περιστατικά, που το καθένα τους προκαλούσε το ενδιαφέρον και το θαυμασμό σ' έναν τόσο ολότελα άπειρο σαν και μένα. ))Το όνομα του γέροντα ήταν Ντε Λασύ. Καταγόταν από μια καλή οικογένεια της Γαλλίοις, όπου είχε ζήσει επί πολλά χρόνια μέσα σε πλούτη, και είχε επιτύχει να τον σέβονται οι ανώτεροί του και να τον αγαπούν οι ίσοι του. Ο γιος του διαπαιδαγωγήθηκε με το ιδεώδες να μπει στην υττηρεσία της πατρίδοις και η Αγκάθα έκανε συντροφιά με >ωρίες της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Λίγους μήνες πριν από το δικό μου ερχομό, ζούσαν σε μια μεγάλη και μεγοΛόπρεττη πόλη με τ* όνομα Ποφίσι* ήτ(χν περιτριγυρισμένοι από φίλους και είχοον την κάθε ευχαρίστηση που μπορούσε να προσφέρει η αρετή, το εκλετττυσμένο ττνεύμα ή το καλό γούστο, που συνοδεύεται από μια αξιόλογη περιουσία. ))0 πατέροις της Σάφι στάθηκε η αιτία της καταστροφής τους. Ήταν ένοις Τούρκος έμπορος και ζούσε στο Παρίσι πολλά χρόνια, όταν, για κάποιο λόγο που δεν μπόρεσα να μάθω, έγινε αντιπαθής στην κυβέρνηση. Πιάστηκε και ρίχτηκε στη φυλακή την ίδια μέρα που η Σάφι έφθανε από την Κωνστοςντινούπολη για να τον συναντήσει. Δικάστηκε και κατοοδικάστηκε σε θάνατο. Η αδικία της κατοιδίκης του ήταν κατάφωρη* όλο το Παρίσι ήτοον αγίχνακτισμένο* και η κοινή γνώμη έλεγε πως η θρησκεία και η περιουσία του μάλλον παρά το έγκλημα που του καταλόγιζαν είχε γίνει η αιτία της καταδίκης του. ))0 Φελίξ είχε βρεθεί συμτττωματικά στη δίκη* όταν άκουσε την απόφαση του δικαστηρίου, η οργή και η αγανάκτηση του ήταν ασυγκράτητες. Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε να τον απελευθερώ-
((ΤΤ
161
σει κι αμέδως άρχισε να ψάχνει για τους τρόπους. Ύστερα από πολλές άκαρπες απόπειρες να του παραχωρηθεί άδεια για την είσοδό του στη φυλακή, ανακάλυψε σ* ένα αφύλαχτο μέρος του κτιρίου ένα παράθυρο με χοντρά κάγκελα, που φώτιζε το μπουντρούμι του άτυχου μωαμεθανού, που, φορτωμένος με οΛυσίδες, περίμενε με απελπισία την εκτέλεση της βάρβαρης κατοιδίκης. Ο Φελίξ επισκέφθηκε τη νύχτα το καγκελόφραχτο παράθυρο κι από κει έ>^νε γνωστά στο φυλακισμένο τα σχέδια και τους σκοπούς που είχε γι' αυτόν. Ο Τούρκος, κατάπληκτος μα κι ευχαριστημένος, προσπάθησε να ξανάψει το ζήλο του απελευθερωτή του με υποσχέσεις χρηματικής ανταμοιβής. Ο Φελίξ απέρριψε τις προσφορές του με περιφρόνηση* όταν όμως είδε την όμορφη Σάφι, που είχε πάρει άδεια να επισκέπτεται τον πατέρα της και που με τους τρόπους της έδειχνε τη βαθιά της ευγνωμοσύνη, ο νέος κατάλ(χβε πως ο κρατούμενος είχε ένα θησαυρό που θα μπορούσε τέλεια να ανταμείψει τους μόχθους και τους κινδύνους του. ))0 Τούρκος αντιλήφθηκε γρήγορα την αναστάτωση που είχε φέρει στην καρδιά του Φελίξ η κόρη του, γι' αυτό, για να τον κάνει να ενδιαφερθεί οέκόμα περισσότερο για τα όσα είχε υποσχεθεί, προσπάθησε να τον δελεάσει με την υπόσχεση πως θα τον πάντρευε με την κόρη του, μόλις θα μεταφερόταν σ' έναν τόπο ασφοΛή. Ο Φελίξ ήταν πολύ δκχκριτικός στο φέρσιμό του και του ήταν δύσκολο να δεχθεί μια τέτοια προσφορά για συναλλαγή* μολοντούτο απέβλεπε στην πιθανότητα πως η επίτευξη ενός τέτοιου γεγονότος θα μπορούσε να αποτελέσει την ολοκλήρωση της ευτυχί(χς του. ))Στις επόμενες ημέρες, την ώρα που οι προπαρασκευές για την απόδραση του εμπόρου προχωρούσαν κανονικά, ο ζήλος του Φελίξ ζωήρευε ακόμα πιο πολύ από τα πάμπολλα γράμματα που έπαιρνε απ' αυτή την αξιαγάττητη κοπέλα, που είχε βρει τον τρόπο να εκφράζει τα αισθήματά της και τις σκέψεις της στη γλώσσα του αγαττημένου της, χρησιμοποιώντοις τη βοήθεια ενός γέρου υττηρέτη του πατέρα της που ήξερε Γοιλλικά. Τον ευχαριστούσε με τα πιο θερμά λόγια για τις υττηρεσίες που σχεδίαζε να προσφέρει στον πατέρα της ενώ ταυτόχρονα με πολύ διακριτικό τρόπο θρηνούσε για τη μοίρα της. ))Έχω αντίγραφα απ' αυτά τα γράμματα* γιατί όσο καιρό 162
έμεινα στην κοΛύβα είχα βρει τρόπο να προμηθεύομαι τα διάφορα σύνεργα της γραφής* και τα γράμματα ήταν συχνά στα χέρια του Φελίξ ή της Αγκάθα. Πριν φύγω, θα σου τα δώσω, γιατί αποτελούν αποδείξεις για την αλήθεια της ιστορί(χς μου* για την ώρα όμως, επειδή ο ήλιος έχει γείρει πάρα πολύ κιόλοος και δεν έχω πολύ καιρό, θα σου πω την ουσία τους μονάχα. ))Η Σάφι του έλεγε πως η μητέρα της ήταν χριστιανή από κάποιο μέρος της Αραβίοος, που την άρπαξαν και την έκαναν σκλάβα οι Τούρκοι* η ξεχωριστή ομορφιά της κέρδισε την καρδιά του πατέρα της Σάφι που την παντρεύτηκε. Η νεαρή κοπέλα έλεγε τα πιο θερμά και τα πιο ενθουσιαστικά λόγια για τη μητέρα της, που γεννημένη ελεύθερη περιφρονούσε τα δεσμά της αιχμαλωσίοις που της είχαν επιβάλει. Καθοδήγησε την κόρη της στα δόγματα της θρησκείας της και τη δίδαξε να επιζητεί πάντα τα ανώτερα στρώματα της νόησης και της ενέττνευσε μια ανεξαρτησία στο πνεύμα, πράγμα που ήταν απαγορευμένο στις μωαμεθανές. Αυτή η κυρία πέθανε· μα τα μαθήματά της χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο μυοίλό της Σάφι* η πιθανότητα ότι μπορούσε να ξαναγυρίσει στην Ασία και να φυλακιστεί μέσα στους τοίχους ενός χαρεμιού την αρρώσταινε* η ιδέα ότι εκεί μέσα θα την άφηναν να περνάει τις ώρες της με παιδάριώδεις διασκεδάσεις, ήταν κάτι που την έκανε να αγανακτεί γιατί δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία της, που τώρα ήταν συνηθισμένη στις μεγάλες ιδέες και σε μια ευγενική άμιλλα για αρετή. Η προοπτική να παντρευτεί ένα χριστιανό και να παραμείνει σε μια χώρα όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να παίρνουν μια θέση στην κοινωνία, ήταν πολύ σαγηνευτική γι' αυτήν. ))Η ημέρα για την εκτέλεση του Τούρκου ορίστηκε* την προηγούμενη όμως νύχτα το 'σκάσε από τη φυλοοκή του και πριν καλάκαλά ξημερώσει ακόμα βρισκόταν πολλές λεύγες μακριά από το Παρίσι. Ο Φελίξ του είχε βγάλει διαβατήρια στο όνομα του πατέρα του, της αδελφής του και του δικού του. Προηγούμενα όμως είχε ενημερώσει τον πατέρα του για το σχέδιό του, που για να βοηθήσει την απάτη έφυγε από το σπίτι του, με το πρόσχημα κάποιου ταξιδιού, και ττήγε και κρύφτηκε, μαζί με την κόρη του, σε κάποια απόμερη συνοικία του Παρισιού. ))0 Φελίξ οδήγησε τους φυγάδες στη Αυών κι από κει μέσα από το όρος Σενί τους ττήγε στο Αιβόρνο, όπου ο έμπορος απο163
φάσισε να περιμένει ώσπου να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να περάσει σε μέρος τουρκικής κυριοφχίοις. ))Η Σάφι αποφάσισε να μείνει με τον πατέρα της ως τη στιγμή της αναχώρησης του* πριν όμως φθάσει αυτή η ώρα, ο Τούρκος αν(χνέωσε την υπόσχεση του ότι θα ένωνε την κόρη του με τον απελευθερωτή του. Ο Φελίξ παρέμενε μοιζί τους με την προσμονή αυτού του γεγονότος* και στο μεταξύ χαιρόταν τη συναναστροφή του με την κοπέλα, που του έδειχνε την πιο απλή και πιο τρυφερή στοργή. Συνεννοούνταν ο ένοις με τον άλλο μ' ένα διερμηνέα και μερικές φορές μ' όσα έλεγαν οι ματιές τους* η δε Σάφι του τραγουδούσε τους θεσπέσιους σκοπούς της πατρίδας της. ))0 Τούρκος άφησε να αναπτυχθεί αυτή η οικειότητα και τόνωσε τις ελπίδες των νεαρών ερωτευμένων ενώ την ίδια ώρα μέσα του είχε εντελώς άλλα σχέδια. Αποστρεφόταν την ιδέα πως η κόρη του θα παντρευόταν ένα χριστκχνό* μα φοβότ(χν το θυμό του Φελίξ, αν του παρουσιαζόταν χλιαρός σ' αυτό το δεσμό* γιατί ήξερε πως εξαρτιόταν ακόμα από τη διάθεση του απελευθερωτή του, αν ήθελε να τον προδώσει στο ιταλικό χράτος όπου διέμεναν. Χίλια σχέδια στριφογύρισε μέσα στο μυοΛό του για να βρει εκείνο που θα τον βοηθούσε να παρατείνει την απάτη του ώσπου να μην έχει πια ανάγκη, οπότε θα έφευγε κρυφά, παίρνοντας μαζί του και την κόρη του. Τα σχέδιά του διευκολύνθηκαν με τα νέα που ήρθαν από το Παρίσι. ))Η κυβέρνηση της Γαλλίας είχε γίνει έξαλλη με την απόδραση του θύματός της και δε λογάριασε ούτε έξοδα ούτε κόπους για να βρει και να τιμωρήσει όσους συνεργάστηκαν στην απόδρασή του. Το σχέδιο του Φελίξ (χνακαλύφθηκε γρήγορα και ο Ντε Λασύ και η Αγκάθα ρίχτηκαν στη φυλακή. Τα νέα έφθασαν στον Φελίξ και του έκοψαν στη μέση το απολαυστικό όνειρο που ζούσε. Ο τυφλός και ηλικιωμένος πατέροις του και η ευγενική (χδελφή του κείτονταν σε κάποιο βρώμικο μπουντρούμι ενώ αυτός απολάμβανε τον ελεύθερο αέρα και τη συντροφιά εκείνης που τον αγαπούσε. Αυτή η ιδέα ήταν μαρτύριο γι' (χυτόν. Συνεννοήθηκε (χμέσως με τον Τούρκο και κίχνόνισαν πως ocv αυτός ο τελευταίος έβρισκε καμιά ευκαιρία για να το σκάσει στην Τουρκία πριν ο Φελίξ μπορέσει να γυρίσει πίσω στην Ιταλία, τότε η Σάφι θα έπρεπε να παροιμείνει ως φιλοξενούμενη σε κάποιο μοναστήρι στο Αιβόρνο· ύστερα, αφήνοντας την όμορφη κοπέλα από την Αρ<χβία, έτρε164
ξε στο Παρίσι, όπου και παραδόθηκε στη δικαιοδοσία του νόμου, ελπίζοντοίς πως μ' αυτό τον τρόπο θα ελευθέρωνε τον Ντε Λασύ και την Αγκάθα. )) Όμως δεν πέτυχε τίποτα. Πέντε μήνες έμειναν φυλακισμένοι ώσπου να γίνει η δίκη* το αποτέλεσμα ήταν πως τους δήμευσαν την περιουσία τους και τους καταδίκασαν σε παντοτινή εξορία από την πατρίδα τους. ))Βρήκαν κάποιο τρισάθλιο άσυλο στο αγροτόσπιτο στη Γερμανία όπου και τους συνάντησα. Ο Φελίξ σε λίγο έμαθε πως ο δόλιος Τούρκος, που γι* αυτόν αυτός και η οικογένειά του περνούσαν τέτοια ανήκουστη ταλαιπωρία διαπιστώνοντοος πως ο απελευθερωτής του φτώχυνε και καταστράφηκε, καταπάτησε την υπόσχεσή του και πρόδωσε το αίσθημα της τιμής* και ότι είχε φύγει από την ΙτοΛία μαζί με την κόρη του, αφήνοντιχς στον. Φελίξ κάποιο εντελώς προσβλητικό μικροποσό, για να τον βοηθήσει, όπως είπε, τον πρώτο καιρό, ώσπου να καταστρώσει κάποιο σχέδιο για τη μελλοντική συντήρησή του. ))Αυτά ήταν τα γεγονότα που κατάτρωγαν την καρδιά του Φελίξ και τον έκαναν, όταν τον πρωτοείδα, τον πιο δυστυχισμένο από την οικογένεια. Τη φτώχεια μπορούσε να την αντέξει* ήταν μάλιστα και περήφανος που η πίκρα για τη δυστυχία του ήταν η (χμοιβή της αρετής του* μα η αχαριστία του Τούρκου και το χάσιμο της πολυαγατυημένης του Σάφι ήταν γι* αυτόν δυστυχίες πολύ χειρότερες και ανεπανόρθωτες από τη φτώχεια του. Ο ερχομός όμως τώρα της κοπέλοίς από την Αραβία στάλαξε στην ψυχή του νέα ζωή. ))Όταν τα νέα μαθεύτηκαν στο Λιβόρνο ότι ο Φελίξ έχασε τα πλούτη του και ξέπεσε από την τάξη του, ο έμπορος διέταξε την κόρη του να πάψει πια να σκέτττεται τον αγαττημένο της και να ετοιμαστεί να γυρίσει στην πατρίδα της. Η γενναιόψυχη φύση της Σάφι προσβλήθηκε τρομερά απ' αυτή τη διαταγή, γι' αυτό και επιχείρησε να διαμαρτυρηθεί* το αποτέλεσμα ήταν πως η κοπέλα έμεινε με την αγανάκτησή της μκχς και ο πατέροος της ακλόνητος επανέλοιβε την τυραννική διαταγή του. ))Αίγες μέρες πιο ύστερα, ο Τούρκος μττήκε στο διαμέρισμα της κόρης του και της είπε βιαστικά πως είχε λόγους να πιστεύει πως η παραμονή του στο Αιβόρνο είχε μαθευτεί και ότι σύντομα θα τον έπΐ(χν(χν και θα τον παρέδιναν στη γοΛλική κυβέρνηση* γι' 165
αυτό το λόγο, λοιπόν, είχε ναυλώσει ένα πλοίο, που σε λίγες ώρες θα 'νοιγε πανιά, για να τον μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη. Επειδή όμως το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίίχς του δεν είχε φθάσει ocκόμα στο Λιβόρνο, σκόπευε ν' αφήσει εκεί την κόρη του που θα τη φρόντιζε ένας έμπιστος υττηρέτης του. ))Όταν έμεινε μόνη, η Σάφι έκανε ένα σχέδιο που θα της επέτρεπε να αντιμετωπίσει αυτή την έκτακτη περίσταση. Η ιδέα μΐ(χς παραμονής στην Τουρκία της ήταν αποκρουστική* η θρησκεία της και τα αισθήματά της ήταν το ίδιο αντίθετα σ' αυτή την ιδέα. Από κάτι χαρτιά του πατέρα της, που έπεσαν στα χέρια της, έμαθε για την εξορία του αγαττημένου της και πληροφορήθηκε το όνομα του μέρους όπου κατοικούσε. Στην αρχή δίσταζε, μα στο τέλος το αποφάσισε. Παίρνοντ(χς μαζί της μερικά κοσμήματα που της ανήκαν και λίγα χρήματα, έφυγε από την Ιταλία, έχοντοίς για συνοδό μια Λιβορνέζα που ήξερε Τουρκικά, και ττήρε το δρόμο για τη Γερμανία. ))Είχαν καταφέρει να φθάσουν σε μια πόλη που βρισκόταν είκοσι περίπου λεύγες μακριά από το αγροτόσπιτο του Ντε Λασύ, όταν η συνοδός της έπεσε βαριά άρρωστη. Η Σάφι την περιποιήθηκε όσο μπορούσε πιο στοργικά* μα η κακομοίρα η κοπέλα πέθανε και η Σάφι έμεινε μόνη σε μια χώρα που δεν ήξερε τη γλώσσα της κι ούτε είχε ιδέα για τα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Ευτυχώς όμως είχε πέσει σε καλά χέρια. Η Ιταλίδα πριν πεθάνει είχε αναφέρει το όνομα του μέρους όπου ήθελαν να πάνε* και όταν η κοπέλα πέθανε, η γυναίκα του σπιτιού όπου έμεναν φρόντισε ώστε η Σάφι να φθάσει ασφαλής στο αγροτόσπιτο του αγαττημένου της».
166
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV ΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ των πολυαγαττημένων μου συνοίκων.
ΆΜε είχε εντυπωσιάσει βαθύτατα. Έμαθα, μέσα από τις αρ-
χές της κοινωνικής ζωής που αυτή είχε θεσπίσει, να θαυμάζω τις αρετές των φίλων μου και ν' αποδοκιμάζω τη φαυλότητα του κόσμου. )) Ίσαμε τώρα θεωρούσα το έγκλημα σαν κάτι μακρινό από μένα, που δεν μπορούσε να μ' αγγίξει* η κοΛοσύνη και η γενναίοψυχία ήταν πάντα μπροστά μου, ξυττνώντας μέσα μου την επιθυμία να πάρω κι εγώ μέρος στην πολυάσχολη σκηνή όπου τόσες πολλές θαυμαστές ιδιότητες είχαν την ευκαιρία να παρουσιαστούν. Τώρα όμως, που δίνω μια περιγραφή για την πρόοδο που είχε το μυοολό μου, δεν πρέπει να παροΛείψω ένα περιστατικό που έγινε στις αρχές Αυγούστου του ίδιου χρόνου. ))Κάποια νύχτα, στη συνηθισμένη μου επίσκεψη στο γειτονικό δάσος όπου μάζευα την τροφή μου και έφερνα πίσω στο σπίτι ξύλα για τη φωτιά των προστατών μου, βρήκα χάμω μια πέτσινη β(χλίτσα, που περιείχε μερικά ρούχα και κάτι βιβλία. Άρπαξα άπληστα το εύρημά μου και μ' αυτό γύρισα στο καλύβι μου. Ευτυχώς τα βιβλία ήταν γραμμένα με τα στοιχεία της γλώσσοις που είχα μάθει στο αγροτόσπιτο' αποτελούνταν από το Χαμένο Ποίρά8εισο^ από έναν τόμο από τους Βίους [Παράλληλους] του Πλούταρχου και από Τα Παθήματα του Βέρθερου. Η απόκτηση αυτών των θησαυρών μου έδωσε πάρα πολύ μεγάλη ευχαρίστηση* τώρα μελετούσα συνεχώς και εξασκούσα το ττνεύμα μου μ' αυτές τις ιστορίες, την ώρα που οι φίλοι μου επιδίδοντοον στις συνηθισμένες τους ασχολίες. ))Δύσκολα μπορώ να σου περιγράψω την επίδραση που είχαν πάνω μου αυτά τα βιβλία. Δημιουργούσαν μέσα μου άπειρες νέες εικόνες και αισθήματα που μερικές φορές με έφερναν στην έκσταση, μα πιο συχνά με έριχνίχν στην πιο μεγάλη (χκεφιά. Στα 167
Παθήματα του Βέρθερου παράλληλα με το ενδιαφέρον της απλής και συγκινητικής του ιστορίίχς, ερευνώνται τόσες πολλές γνώμες και ρίχνεται τόσο άπλετο φως πάνω σε πράγματα που ίσαμε τώρα μου ήταν σκοτεινά, που μέσα σ* αυτό βρήκα μια αστείρευτη ττηγή για διαλογισμό και για ττνευματικό ξάφνιασμα. Οι ευγενικοί και πράοι τρόποι που περιγράφονταν, σε συνδυασμό με υψηλά συναισθήματα και αισθήματα, που είχαν για (χντικείμενό τους κάτι το ανιδιοτελές, συμφωνούσαν πάρα πολύ κοολά με όσα είχα μάθει ανάμεσα στους προστάτες μου και με τις ψυχικές μου ανάγκες που ήταν πάντα ζωντοςνές μέσα στο στήθος μου. Θεώρησα τον Βέρθερο σαν μια ύπαρξη πιο θεία από οποιαδήποτε άλλη που είχα αντικρίσει ποτέ ή είχα φανταστεί* ο χαρακτήροις μου δεν είχε καμιά επιδεικτικότατα, μάλλον διακρινότίχν από κάποια εσωστρέφεια. Οι διατριβές πάνω στο θάνατο και την αυτοκτονία ήταν ό,τι έπρεπε για να με γεμίσουν με θαυμασμό και απορία. Δεν είχα την πρόθεση να εισχωρήσω στις αξίες της υπόθεσης, παρ' όλο που έκλινα προς τις απόψεις του ήρωα, του οποίου έκλαψα το χαμό, χωρίς να το καταλαβαίνω ακριβώς. ))Οπωσδήποτε, όσο διάβαζα προσπαθούσα μέσα από το κείμενο να βρω αναλογίες με τα προσωπικά μου αισθήματα και την κατάστασή μου. Βρήκα τον εαυτό μου παρεμφερή, μολονότι την ίδια στιγμή τον ένιωθα παράξενα διαφορετικό από τις αναφερόμενες υπάρξεις που διάβαζα και που στη συζήτησή τους ήμουν ακροατής. Τους συμπαθούσα και ως ένα μέρος τους κατοιλάβαινα, μα το τυνεύμα μου δεν ήταν ακόμα έτοιμο να σχηματίσει γνώμη* εξοφτιόμουν απ' το τίποτα και δεν είχα σχέση με κανένα. "Το μονοπάτι της αναχώρησης μου ήταν ελεύθερο"^ και δεν υττήρχε κανένίχς για να θρηνήσει την εκμηδένισή μου. Το πρόσωπό μου ήταν αποκρουστικό και η κορμοστασιά μου γιγαντιαία. Τι σήμαινε αυτό; Ποιος ήμουν; Τι ήμουν; Από πού ήρθα; Ποιος ήταν ο προορισμός μου; Αυτά τα ερωτήματα επανέρχονταν συνέχεια, μα δεν ήμουν σε θέση να τους δώσω απάντηση. ))0 τόμος των Βίων του Πλουτάρχου που είχα, περιείχε τις ιστορίες των πρώτων ιδρυτών των αρχαίων δημοκρατιών. Αυτό το βιβλίο είχε μια εντελώς διαφορετική επίδραση πάνω μου από Τα Παθήματα του Βέρθερου. Από τις φαντασίες του Βέρθερου έμαθα την απογοήτευση και τη μελαγχολία· ο Πλούταρχος όμως ^ Από ποίημα του Σέλλεϋ. (Σ.τ.Μ.).
168
με μύησε σε υψηλές σκέψεις* με ανέβασε πάνω από την άθλια σφαίρα των δικών μου σκέψεων για να θαυμάσω και ν' αγαττήσω τους ήρωες των περασμένων αιώνων. Πολλά πράγματα που διάβασα ξεπερνούσαν την αντίληψη μου και την πείρα μου. Είχα μια πολύ συγχισμένη γνώση για τα βασίλεια, τις πλατιές εκτάσεις των χωρών, τους τεράστιους ποταμούς και τις απέραντες θάλασσες. Δεν είχα όμως καμιά απολύτως εξοικείωση με τις πόλεις και με τα ευρέα σύνολα των ανθρώπων. Το αγροτόσπιτο των προστατών μου στάθηκε για μένα μοναδικό σχολείο, όπου σπούδασα την ανθρώπινη φύση* μα αυτό το βιβλίο (χνέπτυξε νέες και πιο ισχυρές σκηνές δράσης. Διάβασα για άνδρες ανακατεμένους στις δημόσιες υποθέσεις, που είτε κυβέρνησαν ή αιματοκύλησαν το ανθρώπινο είδος. Ένιωσα να ξεσηκώνεται μέσα μου το πιο μεγάλο πάθος για την αρετή και η πιο μεγάλη απέχθεια για το κακό, μόλις κατάλίχβα τη σημασία αυτών των όρων, καθώς ήταν σχετικοί, όπως τους θεωρούσα, με την ευχαρίστηση και τον πόνο μονάχα. Παρακινημένος απ' αυτά τα αισθήματα, καθοδηγήθηκα βέβαια να θαυμάζω τους φιλειρηνικούς νομοθέτες, το Νουμά, τον Σόλωνα και τον Λυκούργο, προτιμώντοις τους από το Ρωμύλο και τον Θησέα. Η πατριαρχική ζωή των προστατών μου έγινε αιτία ώστε αυτές οι αντιλήψεις να πάρουν μια σταθερή θέση στο μυαλό μου* ίσως, αν η πρώτη μου επαφή με την ανθρωπότητα είχε γίνει μ' ένα νέο στρατιώτη, διψασμένο για δόξα και σφαγή, να είχα εμποτιστεί με διαφορετικά αισθήματα. »Ο Χαμένος ΠαράΒεισος όμως μου προκάλεσε διαφορετικές και πολύ βαθύτερες συγκινήσεις. Τον διάβασα, όπως είχα δι<χβάσει και τους άλλους τόμους που είχοχν πέσει στα χέρια μου, σαν μια αληθινή ιστορία. Ξεσήκωσε μέσα μου κάθε αίσθημα θαυμασμού και δέους εκείνη η εικόνα ενός παντοδύναμου Θεού σε πόλεμο με τα πλάσματά του. Συχνά συσχέτιζα τις πολλές καταστάσεις, καθώς η ομοιότητά τους με τη δική μου μ' άφηνε κατάπληκτο. Όπως ο Αδάμ, έτσι κι εγώ φαινομενικά δεν είχα κανένα δεσμό με οποκχδήποτε άλλη ύπαρξη στη ζωή* από κάθε άλλη όμως άποψη η κατάστασή του ήταν εντελώς διαφορετική από τη δική μου. Γεννήθηκε από τα χέρια του Θεού ως ένα τέλειο πλάσμα, ευτυχισμένο και ευδαίμον, που το προστάτευε η ιδιαίτερη φροντίδα του Δημιουργού του* του επιτράτυηκε να συνομιλεί και ν' αποκτά γνώση από υπάρξεις ανώτερης φύσης* εγώ όμως ήμουν 169
δυστυχής, αβοήθητος και μονάχος. Πολλές φορές θεώρησα το Σατανά σαν το πιο κατάλληλο έμβλημα για την κατάσταση μου* γιατί συχνά, σαν κι αυτόν, όταν έβλεπα την ευδαιμονία των προστατών μου, η πικρή χολή της ζήλειας πότιζε τα σωθικά μου. )) Ένα άλλο επίσης περιστατικό δυνάμωσε και σταθεροποίησε αυτά τα αισθήματα. Ότ(χν πρωτόρθα σε τούτο το κοΛύβι, στην τσέττη του ρούχου που είχα πάρει από το εργαστήριό σου, ανακάλυψα κάτι χαρτιά. Στην αρχή δεν τους έδωσα σημασία* μα τώρα που μπορούσα να ξεδκχλύνω τους χαρακτήρες που μ' αυτούς ήταν γραμμένα, άρχισα να τα μελετάω με μεγάλη προσοχή. Ήταν το ημερολόγιο που είχες κρατήσει τους τέσσερις τελευταίους μήνες πριν από τη δημιουργία μου. Σ* αυτά τα χαρτιά περιέγραφες με μεγάλη λεπτομέρεια κάθε βήμα που αφορούσε την πρόοδο της εργασίοος σου* σ' αυτή την εξιστόρηση ανακατεύοντ(χν και αφηγήσεις από οικογενειακά συμβάντα. Εσύ, ασφοΛώς, θυμάσαι αυτά τα χαρτιά. Νάτα! Το καθετί που έχει σχέση με την καταραμένη μου γένεση αναφέρεται σ' αυτά, όλες οι λετττομέρειες από τα αλληλοδιάδοχα (χηδιαστικά περιστατικά που με δημιούργησαν' βγαίνουν σε κοινή θέα* η πιο λεπτομερής περιγραφή του αποκρουστικού και σιχαμερού μου προσώπου δίνεται με μια γλώσσα που ζωγραφίζει τους δικούς σου τρόμους και κατοΛογίζει τους δικούς μου ανεξίτηλα. Μου 'ρθε να κάνω εμετό απ' όσα διάβασα: «Μισώ τη μέρα που γεννήθηκα!» ξεφώνισα με αγωνία. «Καταραμένε δημιουργέ! Γιατί έφτιαξες ένα τέρας τόσο αποκρουστικό που ακόμα και συ απέστρεψες απσ αηδία το πρόσωπο σου από μένα; Ο Θεός, μέσα στην ευσπλαχνία του, έκανε τον άνθρωπο όμορφο και γοητευτικό, κατ' εικόνα και ομοίωσή του* το δικό μου όμως πρόσωπο είναι ένα τιποτένιο κακέκτυπο του δικού σου, που γίνεται ακόμα πιο απαίσιο από τη δήθεν ομοιότητα. Ακόμα κι ο Σατανάς είχε τους συνοδούς του, τους δκχβόλους, για να τον θαυμάζουν και για να του δίνουν κουράγιο* εγώ όμως είμαι ολομόναχος και μισητός». »Τέτοιες σκέψεις έκανα τις ώρες της λιποψυχίοος και της μοναξιάς μου* όταν όμως σκετττόμουν τις αρετές των γειτόνων μου, τις φιλικές και καλοπροαίρετες διαθέσεις τους, έπειθα τον εαυτό μου πως όταν θα μάθαιναν το θαυμασμό μου για τις οφετές τους, θα με συμπονούσαν και θα παρέβλεπαν την ασχήμια του προσώπου μου. Θα μπορούσαν να διώξουν από την πόρτα τους κάποιον 170
όσο εκτρωματικός κι αν είναι, που ζητάει την ευσπλαχνία και τη φιλία τους; Τουλάχιστον ττήρα την απόφαση να μην απελπίζομαι, μα με κάθε τρόπο να προσπαθήσω να κάνω τον εαυτό μου κατάλληλο για μια συνάντηση μαζί τους που θ' αποδειχνόταν αποφασιστική για τη μοίρα μου. Αυτή την απόπειρα την άφησα για μερικούς μήνες αργότερα* γιατί η σπουδαιότητα που είχε για μένα η επιτυχία της με γέμιζε με τρόμο μήπως και αποτύχαινε. Παράλληλα διαπίστωσα πως η αντίληψη μου διευρυνόταν τόσο πολύ με την πείρα της κάθε ημέρας που ήμουν απρόθυμος ν' αρχίσω αυτό το εγχείρημα πριν περάσουν μερικοί μήνες που θα μου προσέθεταν κι άλλη ττνευματική ευστροφία. ))Στο μεταξύ πολλές αλλαγές είχαν γίνει στο αγροτόσπιτο. Η παρουσία της Σάφι σκόρπισε ευτυχία στους κατοίκους του* και επίσης διαπίστωσα πως είχε καλυτερέψει ως ένα μεγάλο βαθμό το βιοτικό τους επίπεδο. Ο Φελίξ και η Αγκάθα διέθεταν τώρα περισσότερο καιρό για διασκέδαση και συζήτηση και στις δουλειές τους βοηθιούνταν από υπηρέτες. Δε φαίνονταν πλούσιοι, μα ήταν ικανοποιημένοι και ευτυχισμένοι' τα αισθήματά τους ήταν γαλήνια και ειρηνικά, ενώ τα δικά μου κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο ταραγμένα. Η αύξηση της γνώσης μου αποκάλυψε (χκόμα πιο καθαρά τι τιποτένιο απόβλητο ήμουν. Είναι αλήθεια ότι έτρεφα ελπίδές, μα χάνονταν όταν κοίταζα το πρόσωπό μου στο νερό ή τη σκιά μου στο φεγγαρόφωτο, παρ' όλο που εκείνη η εικόνα ήταν αμυδρή και η σκιά άστατη. «Προσπάθησα να καταπνίξω αυτούς τους φόβους και να δυναμώσω τον εαυτό μου για τη δοκιμασία που αποφάσισα να περάσω σε μερικούς μήνες. Μερικές φορές, αγνοώντοις τη λογική, άφηνα τις σκέψεις μου να περιπλανιούνται στους κήπους του Παραδείσου και φανταζόμουν πως φιλικά και αξιαγάτυητα πλάσματα αντιλαμβάνονταν τα αισθήματά μου και ότι μαλάκωναν τη μελαγχολία μου* ότι τα αγγελικά τους πρόσωπα μου έστελναν χαμόγελα παρηγοριάς. Όλα όμως ήταν ένα όνειρο! Καμιά Εύα δεν καταπράυνε τη θλίψη μου, ούτε μοιραζόταν τις σκέψεις μου* ήμουν μόνος! Θυμήθηκα την παράκληση που έκανε ο Αδάμ στο Δημιουργό του. Μα ο δικός μου πού ήταν; Με είχε εγκαταλείψει* και μέσα στην πίκρα της καρδιάς μου τον καταράστηκα. )) Έτσι πέρασε το φθινόπωρο. Είδα, με έκπληξη και λύττη, τα (ρύλλα να μαραίνονται και να πέφτουν και τη φύση να παίρνει την 171
άγονη και γυμνή εμφάνιση που ειχε όταν πρωτοείδα το δάσος και τ' όμορφο φεγγάρι. Εγώ όμως δεν έδινα σημασία στην ψύχρα του καιρού* η κατασκευή μου ήτιχν τέτοια που άντεχε κοΛύτερα το κρύο παρά τη ζέστη. Η πιο μεγάλη μου ευχαρίστηση ήτίχν να βλέπω τα λουλούδια, τα πουλιά και όλα τα στολίδια του καλοκαιριού* όταν όλα αυτά μ' άφησαν, η προσοχή μου συγκεντρώθηκε στους γειτόνους μου στο αγροτόσπιτο. Η ευτυχία τους δεν λιγόστεψε από την απουσία του καλοκαιριού. Αγαπούσαν και συμπονούσαν ο ένας τον άλλο* και οι χαρές τους που εξαρτιόνταν από τις μετοιξύ τους χαρές, δε σταματούσαν απ' όσα γίνονταν τριγύρω τους. Όσο περισσότερο τους έβλεπα τόσο περισσότερο επιθυμούσα να ζητήσω την προστασία και την καλοσύνη τους* η καρδιά μου λαχταρούσε να γνωριστεί και ν' αγαττηθεί απ* αυτά τα αξιαγάττητα πλάσματα* το να δω τα γλυκά τους βλέμματα να πέφτουν πάνω μου με στοργή, ήταν ό,τι περισσότερο μπορούσα να επιθυμήσω. Δεν τολμούσα να σκεφθώ πως θα μπορούσαν να αποστρέψουν το πρόσωπό τους από μένα με περιφρόνηση και τρόμο. Ποτέ δεν έδιωξαν το φτωχό που σταμάτησε στην πόρτα τους. Ζητούσα, είναι αλήθεια, κάτι πιο πολύτιμο από λίγη τροφή ή ξεκούραση* ζητούσα καλοσύνη και συμπόνια* δεν πίστευα πως ήμουν ολότελα ανάξιος γι' αυτά. ))0 χειμώνίχς προχώρησε και ολοκληρώθηκε το γύρισμα των εποχών από τότε που ήρθα στη ζωή. Τούτο τον καιρό η προσοχή μου ήταν ολότελα δοσμένη στο σχέδιό μου για το πώς θα μπορούσα να μπω στο (χγροτόσπιτο των προστατών μου. Στριφογύριζα μέσα στο μυαλό μου πολλά σχέδια* μα σε κείνο που τελικά στάθηκα ήτ(χν να μπω στο σπίτι ότίχν ο τυφλός γέροντοις θα ήταν μονάχος. Είχα οφκετή εξυττνάδα ώστε να συνειδητοποιήσω πως η αφύσικη αποκρουστικότατα του προσώπου μου ήταν η κύρια αιτία που προκάλεσε τον τρόμο σ' εκείνους που με είχαν δει άλλοτε. Η φωνή μου, αν και τραχιά, δεν είχε τίποτα το τρομερό* σκέφθηκα, λοιπόν, πως, ocv όσο έλειπαν τα παιδιά του, κατάφερνα να κερδίσω την εύνοια και την παρέμβαση του γερο-Ντε Λασύ, θα μπορούσα, με τη μεσολάβησή του, να γίνω ανεκτός από τους νεώτερους προστάτες μου. ))Κάποια μέρα, την ώρα που ο ήλιος έλαμπε πάνω στα ξεραμένα φύλλα και σκόρπιζε εύθυμη διάθεση, παρ' όλο που δεν ήταν και πολύ ζεστά, η Σάφι, η Αγκάθα και ο Φελίξ βγηκο^ για να 172
κάνουν έναν μακρινό περίπατο στην εξοχή, ενώ ο γέροντοος, ύοττερα από δική του επιθυμία, έμεινε μόνος στο αγροτόσπιτο. Όταν έφυγαν τα παιδιά του, ττήρε την κιθάρα του και έπαιξε μερικούς θλιβερούς μα γλυκούς σκοπούς* πιο γλυκούς και θλιβερούς απ' αυτούς ποτέ δεν τον είχα ξανακούσει να παίζει. Στην αρχή η όψη του έλαμπε από ευχαρίστηση, μα σαν συνέχισε τη θέση της τυήραν η περίσκεψη και η μελαγχολία* στο τέλος, παρατώντ(χς το όργανο, έπεσε σε συλλογισμό. ))Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα, τυήγαινε να σπάσει* αυτή ήταν η ώρα και η στιγμή της δοκιμασίοις μου, που θα αποφασιζόταν αν θα πραγματοποιούνταν οι ελπίδες μου ή θα διαπιστώνονταν οι φόβοι μου. Οι υττηρέτες είχαν πάει σ' ένα γειτονικό πανηγύρι. Ησυχία είχε απλωθεί παντού και μέσα και γύρω από το αγροτόσπιτο* ήταν εξαιρετική ευκαιρία* μολοντούτο, μόλις προχώρησα για να βάλω σ' ενέργεια το σχέδιό μου, τα μέλη μου με πρόδωσαν κι έμεινα (χκίνητος, καρφωμένος στο χώμα. Γρήγορα ξανοιβρήκα τον εαυτό μου και χρησιμοποιώντας τη δύναμή μου ξεκόλλησα τις σανίδες που είχα βάλα μπροστά από το κοΛύβι μου για να κρύβουν το καταφύγιό μου. Ο κρύος ίχέρίχς με ζωντάνεψε και με καινούργια αποφασιστικότητα πλησίασα την πόρτα του αγροτόσπιτου. Χτύπησα. «Ποιος είναι;» είπε ο γέροντ(χς. «Περάστε!» Μττήκα. «Συγνώμη γι' αυτή την εισβολή», είπα. «Είμαι ταξιδιώτης κι έχω (χνάγκη από λίγη ξεκούραση* θα με υποχρεώνατε τρομερά αν μ' αφήνατε να μείνω λίγα λεπτά μπροστά στο τζάκι». «Περάστε», είπε ο Ντε Λασύ, «και θα δοκιμάσω να δω με ποιο τρόπο θα μπορέσω να σ(κς περιποιηθώ. Δυστυχώς, τα παιδιά μου δεν είναι εδώ και καθώς είμαι τυφλός, φοβάμαι πως θα μου είναι δύσκολο να σοος φτιάξω φαγητό». «Μην ανησυχείτε, καλέ μου άνθρωπε, έχω φαγητό* από ζεστασιά και ξεκούραση έχω (χνάγκη μονάχα». Κάθισα κι έπεσε σιωττή. Ήξερα πως το κάθε λετττό ήτοον πολύτιμο για μένα, μολοντούτο έμενα αναποφάσιστος γιατί εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να βρω ποιος ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος για ν' αρχίσω την κουβέντα* οπότε ξαφνικά μου λέει ο γέροντας: 173
«Από την προφορά σοος, ξένε, υποθέτω πως είστε συμπατριώτης μου! Είσαστε Γάλλος;» «Όχι* μα μορφώθηκα κοντά σε γαλλική οικογένεια* καταλαβαίνω τη γλώσσα μα δεν μπορώ να τη μιλήσω. Τώρα τυηγαίνω να ζητήσω την προστασία κάποιων φίλων, που ειλικρινά αγαπώ και που στην εύνοιά τους έχω στηρίξει τις ελπίδες μου». ((Είναι Γερμανοί;» ((Όχι, είναι Γάλλοι. Ας αλλάξουμε όμως κουβέντα. Είμαι ένα άτυχο και έρημο πλάσμα* πάνω στη γη δεν έχω ούτε συγγενή ούτε φίλο. Σ* αυτά τα φιλικά πρόσωπα που ττηγαίνω δε μ' έχουν δει ποτέ τους και δεν ξέρουν πολλά πράγματα για μένα. Φοβάμαι πάρα πολύ* γιατί αν αποτύχω εκεί πέρα, θα είμαι για πάντα ένα απόβλητο στον κόσμο». ((Μην απελπίζεστε. Το να μην έχει κοονείς φίλους είναι πραγματικά κάτι το άτυχο* μα οι καρδιές των ανθρώπων, όταν είναι απροκατάλητττες από οποιοδήποτε ατομικό συμφέρον, είναι γεμάτες με αδελφική αγάττϊτ) και συμπόνια. Γι' αυτό εμπιστευθείτε στις ελπίδες σοις* και αν αυτοί οι φίλοι είναι καλοί και ευγενικοί, μην απελπίζεστε». «Είναι ευγενικοί* είναι τα κοιλύτερα πλάσματα στον κόσμο* μα δυστυχώς είναι προκατειλημμένοι εναντίον μου. Έχω καλές προθέσεις* η ζωή μου ίσαμε τώρα ήταν άκακη και ως ένα βαθμό ωφέλιμη* μα μια μοιραία προκατάληψη θαμπώνει τα μάτια τους κι εκεί που έπρεπε να βλέπουν έναν αισθηματία και κοιλόβουλο φίλο, (χντικρίζουν ένα απεχθές τέροις!» «Πραγματικά, αυτό είναι ατυχία* μα αν πραγματικά είστε ανεπίλητττος, δεν μπορείτε να τους κάνετε ν' α>Λάξουν γνώμη;» «Αυτό είμαι έτοιμος να κάνω* και αυτός είναι ο λόγος που νιώθω να με πλημμυρίζουν τόσοι πολλοί φόβοι. Αυτούς τους φίλους τους αγαπώ μ' όλη μου την καρδιά* επί πολλούς μήνες, χωρίς να το ξέρουν, τους εξυττηρετούσα καθημερινά* πιστεύουν όμως πως μπορεί να θέλω να τους βλάψω και αυτή ακριβώς την προκατάληψη είναι που Θέλω να ξεπεράσω». «Πού μένουν αυτοί οι φίλοι;» «Εδώ κοντά». Ο γέροντας σταμάτησε για λίγο κι ύστερα συνέχισε: «Αν ανεπιφύλακτα θέλετε να μου εκμυστηρευτείτε τις λετττομέρειες της ιστορίας σ(χς, ίσως μπορέσω να βρω κάποιο τρόπο 174
για να τους κάνετε ν* αλλάξουν γνώμη. Είμαι τυφλός και δεν μπορώ να κρίνω από την όψη σ(χς, μα υπάρχει κάτι στη φωνή σοις που με κάνει να πιστεύω πως είστε ειλικρινής. Είμαι φτωχός και εξόριστος· θα μου έδινε όμως πραγματική χαρά, αν μπορούσα με οποιοδήποτε τρόπο να εξυτυηρετήσω ένα ανθρώπινο πλάσμα». «Εξαίρετε άνθρωπε! Σοις ευχαριστώ και δέχομαι τη γενναιόδωρη προσφορά σας. Με βγάζετε απ' τη λάσττη μ' αυτή την κοΛοσύνη σοις* και πιστεύω πως με τη βοήθειά σοος δε θα αποδιωχτώ από την κοινωνία κι ούτε θα αποστερηθώ από τη συμπόνια των συνανθρώπων σ<χς)). «Τι λόγια είναι αυτά! Λες και είστε κανένοις εγκληματίας, γιατί μόνο αυτό θα μπορούσε να σας οδηγήσει στην απελπισία και να σας ξεμακρύνει από την αρετή. Κι εγώ είμαι άτυχος* κι εγώ κι η οικογένειά μου έχουμε καταδικαστεί, αν και αθώοι* κρίνετε, λοιπόν, αν μπορώ να νιώσω τις συμφορές σοος». «Πώς μπορώ να σοις ευχαριστήσω, μοναδικέ μου ευεργέτη; Από τα χείλη σ(χς πρωτάκουσα τη φωνή της καλοσύνης ν' απευθύνεται σε μένα* θα σ(χς είμαι αίωνια ευγνώμων και η τωρινή σοος ανθρωπιά με διαβεβαιώνει για τη επιτυχία που θα έχω με κείνους τους φίλους που είμαι έτοιμος να συναντήσω». «Μπορώ να μάθω τα ονόματα και πού μένουν αυτοί οι φίλοι;» Σταμάτησα. Τώρα, σκέφθηκα, ήταν η στιγμή της απόφασης, που ή θα μου έκλεβε ή θα μου χάριζε για πάντα την ευτυχία. Μάταια προσπάθησα να βρω τη δύναμη να του απαντήσω, όλη η προηγούμενη προσπάθειά μου με είχε κάνει ράκος* έπεσα στην καρέκλα και άρχισα να κλαίω δυνατά με αναφιλητά. Εκείνη τη στιγμή άκουσα τα βήματα των νειρορών προστατών μου. Δεν έπρεπε να χάσω ούτε στιγμή* αρπάζοντοις, λοιπόν, το χέρι του γέροντα, φώναξα: «Τώρα είναι η ώρα! Σώστε με και προστατέψτε με! Εσείς και η οικογένειά σοϋς είναι οι φίλοι που ψάχνω. Μη με παρατήσετε την ώρα της δοκιμασίας μου!» «Θεέ και Κύριε!» φώναξε ο γέροντοις. «Ποιος είστε;» Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του αγροτόσπιτου και μτυήκαν ο Φελίξ, η Σάφι και η Αγκάθα. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τρόμο τους και την κατάπληξή τους μόλις με είδαν; Η Αγκάθα λιποθύμησε* και η Σάφι, μην μπορώντοις να προσφέρει καμιά βοήθεια στη φίλη της, βγήκε από το σπίτι τρέχοντοος. Ο Φελίξ χίμηξε καταπάνω μου και με υπερφυσική δύναμη 175
με τράβηξε από τον πατέρα του, που στα γόνατά του είχα προσπέσεί' με μοςνία, με πέταξε χάμω και με χτύττησε δυνατά μ' ένα ροίβδι. Θα μπορούσα να τον είχα ξεσκίσει, όπως το λιοντάρι κομματιάζει την αντιλότυη. Μα η καρδιά μου βουτηγμένη στην πίκρα και στο παράπονο έδωσε τόπο στην οργή. Τον είδα να ξοονασηκώνει το χέρι του για να με χτυττήσει, οπότε, εξουθενωμένος από τον πόνο και την αγωνία, χίμηξα έξω από το αγροτόσπιτο και μέσα στη γενική σύγχυση τρύπωσα στο καλύβι μου χωρίς να με πάρουν είδηση.
176
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI ((Τ^ ΑΤΑΡΑΜΕΝΕ καταραμένε πλάστη! Γιατί να ζήσω; Γιατί Χν.εκείνη τη στιγμή δεν έσβηνα τη σπίθα της ζωής που εσύ τόσο ξεμυοολισμένα μου χάρισες; Το γιατί δεν το ξέρω* ίσως η απελπισία δε με είχε κυριέψει ακόμα* η λύσσα και η εκδίκησ)Τ) κυριαρχούσ(χν μέσα μου. Μπορούσα να καταστρέψω με ευχαρίστηση το αγροτόσπιτο και τους ενοίκους του και να χορτάσω τον εαυτό μου με τα ουρλιάσματά τους και τη δυστυχία τους. ))Όταν έπεσε η νύχτα, άφησα το καταφύγιό μου και περιπλανήθηκα στο δάσος· τώρα, απαίΛαγμένος από το φόβο να με βρουν, έδωσα διέξοδο στον πόνο μου με φοβερά ουρλιαχτά. Έμοιαζα με άγριο θηρίο που έσπασε τα δεσμά του* κατέστρεφα τα πράγματα που με εμπόδιζαν κι έτρεχα μέσα στο δάσος με τη γρηγοράδα ελαφιού». Αχ, τι απαίσια νύχτα που πέρασα! Το ψυχρό φως το3ν αστεριών ήταν σ(χν να με κορόιδευε και τα γυμνά δέντρα κουνούσαν τα κλ(χδιά τους πάνωθέ μου, λες και ήθελοον να μ' απειλήσουν πότε-πότε η γλυκιά φωνή κάποιου πουλιού ξεχυνότοον ανάμεσα στη γενική ηρεμία. Όλα, εκτός από μένα, αναπαύοντ(χν ή χαίρονταν τη ζωή τους· μονάχα εγώ, σαν τον αρχιδαίμονα, είχα μια κόλαση μέσα μου* και βρίσκοντοις πως εμένα δε με συμπονούσε κανένας, ήθελα να ρημάξω τα δέντρα, να σκορπίσω την ερήμωση και την καταστροφή γύρω μου, κι ύστερα να κάτσω κάτω και ν' απολαύσω τα ερείπια. ))Όλα αυτά ήταν μια αντίδραση του ψυχικού μου κόσμου που δεν μπορούσε να κρατήσει· κουράστηκα από τον υπερβολικό σωματικό αγώνα κι έπεσα πάνω στο υγρό χορτάρι μέσα στην πιο ανείπωτη απελπισία. Ανάμεσα στις μυριάδες των ανθρώπων που υπήρχαν δε βρισκόταν ούτε ένοις που να είχε οίκτο για μένα ή να με βοηθούσε* κι εγώ θα έδειχνα κοΛοσύνη απέναντι στους εχθρούς μου; 'Οχι· από κείνη τη στιγμή κήρυσσα διαρκή πόλεμο εναντίον των ανθρώπων και πιο πολύ απ' όλα ενάντια σ' 177
εκείνον που μ' έφτιαξε και με έστειλε σ' αυτή την αβάσταχτη δυστυχία. ))Βγήκε ο ήλιος· άκουσα τις φωνές των ανθρώπων και ήξερα πως ήταν αδύνατο πια να γυρίσω στο καταφύγιο μου εκείνη την ημέρα. Έτσι λοιπόν, κρύφτηκα σε κάποιο ττυκνό θάμνο με την από(ραση να περάσω τις επόμενες ώρες εξετάζοντοις την κατάσταοτη μου. ))Η ευχάριστη λιακάδα και ο καθαρός αέρας της ημέρας αποκατέστησαν ως ένα βαθμό την ηρεμία μου* και όταν ξανασκέφτηκα ό,τι είχε γίνει στο αγροτόσπιτο, άρχισα να πιστεύω ότι είχα βιαστεί στα συμπεράσματά μου. Είχα ασφαλώς ενεργήσει χωρίς φρονιμάδα. Είναι φανερό πως η συζήτησή μου έκανε τον πατέρα να ενδιαφερθεί για μένα και ήμουν ανόητος που άφησα τα παιδιά του να δουν το πρόσωπό μου και να τρομάξουν. Έπρεπε να είχα εξοικειώσει το γερο-Ντε Λασύ μαζί μου και σιγά-σιγά να αποκάλυτττα τον εαυτό μου στους υπόλοιπους της οικογένεκχς, όταν αυτοί θα είχαν προετοιμαστεί για την εμφάνισή μου. Δεν πίστεψα όμως πως τα λάθη μου ήταν ανεπανόρθωτα γι' αυτό, ύστερα από αρκετή σκέψη, αποφάσισα να γυρίσω στο αγροτόσπιτο, να βρω το γέροντα και με όσα θα του έλεγα να τον έκανα να ερχόταν με το μέρος μου. ))Αυτές οι σκέψεις με ηρέμησαν και το απόγευμα έπεσα σε βαθύ ύττνο' μα η ψυχική μου αναστάτωση δε μ' άφησε να δω ειρηνικά όνειρα. Η φοβερή σκηνή της προηγούμενης μέροις ήταν για πάντα χαραγμένη μπροστά στα μάτια μου* οι γυναίκες να τρέχουν και ο μανιασμένος Φελίξ να με τραβάει από τα πόδια του πατέρα του. Ξύτυνησα εξουθενωμένος* και βλέποντας πως η νύχτα είχε πέσει κιόλοις, σύρθηκα έξω από τον κρυψώνα μου και τυήγα να βρω κάτι για να φάω. )) Όταν κατασίγασα την πείνα μου, ττήρα το γνωστό μονοπάτι που τϋήγαινε στο αγροτόσπιτο. Εκεί όλα ήταν ήσυχα. Μττήκα σέρνοντοις στο καλύβι μου κι έμεινα εκεί χωρίς να κάνω θόρυβο, περιμένοντοις να σηκωθεί η οικογένεια τη συνηθισμένη ώρα. Η ώρα όμως που συνήθιζε να σηκώνεται η οικογένεια πέρασε, ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, μα οι ένοικοι του αγροτόσπιτου δε φάvη)fcαv πουθενά. Μ' έπιασε τρεμούλα στην υποψία μήπως έπαθαν κανένα σοβαρό αΐΰχημα. Στο εσωτερικό του αγροτόσπιτου δεν υττήρχε κανένα φως και δεν άκουγα καμιά κίνηση* μου 178
είναι δύσκολο να περιγράψω την αγωνία αυτής της (χβέβαιης κατάστασης. ))Δεν πέρασε πολλή ώρα και εμφανίστηκαν δυο χωρικοί* σταματώντας δε κοντά στο αγροτόσπιτο, άρχισαν να κουβεντιάζουν, κάνοντιχς ζωηρές χειρονομίες* δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τι έλεγαν, γιατί μιλούσαν τη γλώσσα του τόπου, που διέφερε απ* αυτή που μιλούσαν οι προστάτες μου. Οπωσδήποτε, σε λιγάκι φάνηκε να 'ρχεται ο Φελίξ μαζί μ' έναν άλλο άνθρωπο* εγώ έμεινα κατάπληκτος καθώς ήξερα πως ο Φελίξ δεν είχε φύγει από το αγροτόσπιτο εκείνο το πρωί* γι' αυτό και περίμενα με αγωνία να δω από τα λόγια του τι νόημα είχαν αυτές οι ασυνήθιστες εμφανίσεις. ((Έχεις υπόψη· σου)), είπε στον Φελίξ ο σύντροφός του, «ότι θα υποχρεωθείς να πληρώσεις ενοίκια τριών μηνών και ότι θα χάσεις και την παραγωγή του κήπου σου; Επειδή όμως δε θέλω να φανώ άδικος απέναντί σου και να σε εκμετοιλλευθώ, γι' αυτό σκέψου το λίγες μέρες κι ύστερα αποφασίζεις)). «Είναι εντελώς άχρηστο)), απάντησε ο Φελίξ. «Δεν μπορούμε ποτέ πιά να ξαναμείνουμε στο αγροτόσπιτό σου. Η ζωή του πατέρα μου βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, εξαιτίας του φοβερού περιστατικού που σου διηγήθηκα. Η γυναίκα μου και η αδελφή μου δε θα συνέλθουν ποτέ από τον τρόμο που ττήραν. Σε παρακαλώ (χς μην το συζητήσουμε περισσότερο το ζήτημα. Πάρε το σπίτι σου κι άσε με να φύγω απ' αυτό το μέρος)). ))Τον Φελίξ τον είχε πιάσει τρεμούλα καθώς τα έλεγε αυτά. Αυτός κι ο σύντροφός του μττήκαν στο αγροτόσπιτο, έμειναν εκεί λίγα λετττά κι ύστερα έφυγαν. Από τότε δεν είδα κανέναν πια από την οικογένεια του Ντε Λασύ. ))Την υπόλοιττη μέρα την πέρασα στο καλύβι μου μέσα σε μια κατάσταση απόλυτης και ανόητης απελπισίοος. Οι προστάτες μου είχαν φύγει και είχαν σπάσει το μοναδικό κρίκο που με ένωνε με τον κόσμο. Για πρώτη φορά τα αισθήματα της εκδίκησης και του μίσους γέμισαν το στήθος μου και δεν προσπάθησα να τα ελέγξω* μόνο άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί και το μυαλό μου άρχισε να σκέφτεται το κακό και το θάνατο. Όταν όμως σκεφτόμουν τους φίλους μου, τη μαλακή φωνή του Ντε Λασύ, τα ευγενικά μάτια της Αγκάθα και την ανείπωτη ομορφιά της κοπέλοος από την Αραβία, τότε όλες οι μοχθηρές θκέψεις χάνονταν κι ένα 179
ξέστ^(χσμα δακρύων με ηρεμούσε κάπως. Μα πάλι, όταν θυμόμουν ότι με περιφρόνησαν και ότι με έδιωξαν, ο θυμός ξαναγύριζε, ένοος λυσσασμένος θυμός* και επειδή δεν μπορούσα να βλάψω ο,τιδήποτε το ανί9ρώπινο, ξεσπούσα τη μανία μου πάνω στα άψυχα πράγματα. Άμα προχώρησε η νύχτα, γύρω από το αγροτόσπιτο έβ(χλα διάφορα εύφλεκτα υλικά* και αφού κατέστρεψα το καθετί που ήταν στον κήπο, περίμενα με ασυγκράτητη ανυπομονησία ώσπου να δύσει το φεγγάρι για να βάλω μπροστά το έργο μου. ))Καθώς η νύχτα προχώρησε, δυνατός άνεμος σηκώθηκε από τη μεριά του δάσους και γρήγορα διασκόρπισε τα σύννεφα που είχοον απομείνει στον ουρανό* οι ριπές του αέρα έτσι όπως σάρωναν τον τόπο έμοιαζοον με τεράστιες χιονοστιβάδες και μέσα στο μυαλό μου δημιουργούσαν κάτι σαν τρέλα που καταργούσε κάθε λογική σκέψτ). Άναψα το ξερό κλαδί και χόρεψα με μανία γύρω από το αγαττημένο αγροτόσπιτο, ενώ τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο δυτικό ορίζοντα που την άκρη του την άγγιζε σχεδόν το φεγγάρι. Ένα κομμάτι από τον κύκλο του ήταν κρυμμένο κιόλας κι εγώ στριφογύρισα το δαυλό μου* μόλις χάθηκε πίσω από τον ορίζοντα, μ* ένα δυνατό ούρλιασμα άναψα τα άχυρα, τα ρείκια και τους θάμνους που είχα μαζέψει. Ο άνεμος άπλωσε τη φωτιά και το αγροτόσπιτο τυλίχτηκε γρήγορα στις φλόγες, που το αγκάλιασοον και το έγλειψοον με τις μυτερές και καταστροφικές τους γλώσσες. ))Μόλις πείστηκα πως καμιά βοήθεια δεν μπορούσε να σώσει το σπίτι, έφυγα από κει και ττηγα να βρω καταφύγιο στο δάσος. ))Και τώρα με ολόκληρο τον κόσμο απλωμένο μπροστά μου προς τα πού θα έπρεπε να πάω; Αποφάσισα να πάω όσο πιο μακριά μπορούσα από τον τόπο που ένιωσα τόσο δυστυχισμένος* για μένα όμως, μισητός και περιφρονημένος όπως ήμουν, κάθε χώρα ήτοον το ίδιο απαίσια. Στο τέλος σκέφτηκα εσένα. Από τα χαρτιά σου πληροφορήθηκα πως ήσορν ο πατέρας μου, ο πλάστης μου* και σε ποιον θα μπορούσα να αποβλέψω κοΛύτερα παρά σε κείνον που μου είχε δώσει ζωή; Ανάμεσα στα μαθήματα που ο Φελίξ είχε κάνει στη Σάφι δεν είχε ποοραλείψει τη γεωγροοφία. Απ' αυτά τα μαθήματα είχα μάθει τις σχετικές καταστάσεις των διαφορετικών χωρών της γης. Στα ντοκουμέντα που είχα στα χέρια μου (χνέφερες πως η καταγωγή σου ήταν από τη Γενεύη* αποφάσισα, λοιπόν, να πάω σ' αυτή την πόλη. 180
))Μα πώς θα έβρισκα το δρόμο μου; Ήξερα πως έπρεπε να πάρω μια νοτιοδυτική κατεύθυνση για να φτάσω στον προορισμό μου* μα μόνος μου οδηγός ήταν ο ήλιος. Δεν ήξερα τι ονόματα εν/ooj οι πόλεις απ' όπου θα έπρεπε να περάσω, κι ούτε μπορούσα να ζητήσω πληροφορίες από κάποιον άνθρωπο* μα δεν απελπίστηκα. Μόνον (χπό σένα μπορούσα να ελπίζω για κάποια βοήθεια, αν και για σένα ένιωθα μονάχα μίσος. Αναίσθητε, άκαρδε δημιουργέ! Πρώτα με προίκισες με αισθήματα και πάθη κι ύστερα με πέταξες σαν ένα τιποτένιο αντικείμενο, εκτεθειμένο στην απέχθεια του κόσμου. Από σένα όμως θα έπρεπε να είχα τον οποιοδήποτε οίκτο και την όποια αποκατάσταση, γι' αυτό και αποφάσισα να ζητήσω από σένα εκείνη τη δικαιοσύνη που μάταια αποπειράθηκα να κερδίσω από κάποια άλλη ύπαρξη που ανήκε στο ανθρώπινο είδος. ))0ι πορείες μου'ήταν μάταιες κι ήταν απερίγρατττα τα βάσανα που πέρασα στο δρόμο. Ήταν το τέλος του φθινόπωρου, όταν έφυγα από την περιοχή όπου είχα μείνει τόσο καιρό. Ταξίδευα μόνο τη νύχτα από φόβο μήπως και συναντήσω άνθρωπο. Η Φύση μαραινόταν γύρω μου και ο ήλιος δε ζέσταινε πια* η βροχή και το χιόνι έπεφταν αδιάκοπα* τεράστιοι ποταμοί πάγωναν η επιφάνεια της γης ήταν σκληρή, κρύα και γυμνή και δεν έβρισκα πουθενά καταφύγιο. Αχ, Γη! Πόσες φορές δε βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή της γέννησής μου! Η πραότητα της φύσης μου είχε χαθεί και όλα μέσα μου είχαν γίνει χολή και πίκρα. Όσο πιο κοντά πλησίαζα στο μέρος που έμενες τόσο πιο βαθιά ένιωθα το ττνεύμα της εκδίκησης να μου κεντρίζει την καρδιά. Το χιόνι έπεφτε και τα ποτάμια φούσκωναν, μα εγώ δε σταμάτησα πουθενά. Αίγα περιστατικά από δω κι από κει μου 'δειχναν το δρόμο και κατάφερα επίσης και βρήκα ένα χάρτη της χώροις* συχνά όμως έχ(χνα το δρόμο μου και βρισκόμουν μακριά από κει που έπρεπε. Η αγωνία των αισθημάτων μου δε μου άφηνε κανένα περιθώριο για αναβολή' όσα περιστατικά κι αν μεσολοιβούσαν δεν μπορούσαν να μειώσουν τη λύσσα μου* κάποιο όμως περιστατικό που έγινε QTQOJ έφθασα στα σύνορα της Ελβετίίχς, τον καιρό που ο ήλιος είχε ξαναβρεί τη ζεστασιά του και η γη είχε αρχίσει και πάλι να φαίνεται πράσινη, επιβεβαίωσε με ιδιαίτερο τρόπο την πίκρα και τον τρόμο των αισθημάτων μου. ))Την ημέρα κατά κανόνα αναπαυόμουν και ταξίδευα μονάχα τη 181
νύχτα, όταν ήμουν σίγουρος πως δε θα μ' έβλεπε άνθρωπος. Ένα πρωινό, διαπιστώνοντίχς πως ο δρόμος μου περνούσε μέσα από κάποιο ττυκνό δάσος, αποτόλμησα να συνεχίσω το ταξίδι μου κι ύστερα απ' την ανατολή του ήλιου* η μέρα, που ήταν μια απ* τις πρώτες της άνοιξης, από την ομορφιά της λιακάδοος της κι από το βάλσαμο του αέρα της, έκανε ακόμα κι εμένα να χαρώ. Αισθάνθηκα συγκινήσεις, που από καιρό είχαν πεθάνει, να ξαναζούν μέσα μου. Πλημμύρισα από γαλήνη και ευχαρίστηση. Μισοαπορημένος από την παρουσία αυτών των συναισθημάτων, άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί απ' αυτά* και ξεχνώντοις τη μοναξιά μου και την ασχήμια μου τόλμησα να νιώσω ευτυχισμένος. Δάκρυα μούσκεψαν και πάλι τα μάγουλά μου και με ευγνωμοσύνη σήκωσα τα υγρά μου μάτια στον ευλογημένο ήλιο που μου χάρισε τέτοια χαρά. ))Συνέχισα το δρόμο μου ακολουθώντας τα μονοπάτια του δάσους ώσπου έφθασα στην άκρη του, που περιτρεχόταν από ένα βαθύ και γρήγορο ποτάμι όπου σ' αυτό πολλά από τα δέντρα είχαν γείρει τα μπουμπουκιασμένα κλαδιά τους. Εδώ σ' αυτό το σημείο σταμάτησα γιατί δεν ήξερα ποιο μονοπάτι έπρεπε να πάρω, οπότε άκουσα φωνές που μ' έκαναν να πάω να κρυφτώ πίσω από ένα κυπαρίσσι. Δεν είχα προλάβει κοολά-κοολά να κρυφτώ και είδα ένα νέο κορίτσι, με γέλια, να 'ρχεται τρέχοντοος προς το μέρος που ήμουν κρυμμένος* ήταν φανερό πως το παιχνίδι του κυνηγητού ήταν στην ακμή του. Το κορίτσι συνέχισε το τρέξιμό του στο μάκρος της απότομης όχθης του ποτοιμού, όταν ξαφνικά, σε κάποια στιγμή, το πόδι του παραπάτησε και η κοπέλα έπεσε στο γρήγορο ρεύμα. Βγήκα τρέχοντ(χς από την κρυψώνα μου* έπεσα στο ποτάμι και ύστερα από μεγάλο κόπο, επειδή το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό, την έπιασα και την έβγαλα στην όχθη. Ήταν αναίσθητη* με κάθε τρόπο που μπορούσα προσπάθησα να τη συνεφέρω, μα σταμάτησα γιατί ξαφνικά παρουσιάστηκε ένοις χωρικός, που, όπως φάνηκε, ήταν το συντροφικό πρόσωπο στο παιχνίδι της κοπέλ(χς. Μόλις με είδε ο χωρικός, όρμησε καταπάνω μου, άρπαξε το κορίτσι από τα χέρια μου κι έτρεξε να χωθεί στο ττυκνό μέρος του δάσους. Τους ττήρα το κατόπι, χωρίς να ξέρω κοΛά το γιατί* όταν όμως ο χωρικός με είδε να πλησιάζω, σήκωσε ένα ντουφέκι που είχε μαζί του, με σημάδεψε και τυυροβόλησε. Έπεσα χάμω ενώ ο δράστης το 'β(χλε στα πόδια και τρύπωσε στο δάσος. 182
))Αυτή ήταν η ανταμοιβή της κοΛοσύνης μου! Είχα σώσει μια ανθρώπινη ύπαρξη από την καταστροφή και σαν πληρωμή σφάδαζα τώρα από το φοβερό πόνο ενός τραύματος, που έλιωσε τη σάρκα και τσάκισε το κόκοιλο. Τα συναισθήματα της καλοσύνης και της ηρεμίοος, που μόλις πριν από λίγες στιγμές απολάμβανα, τώρα έδωσαν τη θέση τους στη μανιακή λύσσα και στο τρίξιμο των δοντιών. Ξαναμμένος από τον πόνο, ορκίστηκα αιώνιο μίσος και εκδίκηση για όλους τους ανθρώπους. Οι αβάσταχτοι όμως πόνοι από την πληγή μου με εξουθένωσαν οι σφυγμοί μου σταμάτησαν και λιποθύμησα. ))Επί αρκετές βδομάδες πέρασα μια ελεεινή και τρισάθλια ζωή μέσα στο δάσος, προσπαθώντας να γιατρέψω την πληγή μου. Η σφαίρα είχε χτυττήσει τον ώμο μου και δεν ήξερα αν είχε μείνει μέσα ή είχε βγει από την άλλη μεριά* όπως όμως κι αν είχε το πράγμα, δεν είχα τρόπο να τη βγάλω, αν είχε παραμείνει μέσα. Οι πόνοι μου μεγάλωναν ακόμα περισσότερο από την πιεστική αίσθηση της αδικίοος και από την αχαριστία του πλήγματός τους. Κάθε μέρα έπαιρνα όρκο να εκδικηθώ —ήθελα μια εκδίκηση βαθιά και απόλυτη, τέτοια που να είναι ανάλογη με τις προσβολές και τις αγωνίες που είχα περάσει. )) Ύστερα από μερικές βδομάδες η πληγή μου γιατρεύτηκε και συνέχισα το ταξίδι μου. Τα βάσανα που περνούσα δε θα ανοοκουφίζονταν πια από το λαμπερό ήλιο ή από τις απαλές αύρες της άνοιξης* κάθε χαρά δεν ήταν παρά ένοις εμπαιγμός που πρόσβαλε την περίλυττη κατάστασή μου και μ' έκανε να νιώθω (χκόμα πιο επώδυνα το ότι δεν ήμουν φτιαγμένος για την απόλαυση της χαράς. ))0ι μόχθοι μου όμως τώρα μττήκαν σε καλό δρόμο* μέσα σε δυο μήνες από εκείνη την ώρα έφθασα στα περίχωρα της Γενεύης. ))Όταν έφθασα, ήταν βράδυ και αποτραβήχτηκα σε μια κρυψώνα, που βρήκα στους γύρω αγρούς, για να σκεφθώ με ποιο τρόπο θα ερχόμουν σ* επαφή μαζί σου. Ήμουν ξεθεωμένος από την κούραση κι από την πείνα και πολύ δυστυχισμένος για ν' απολαύσω τις απαλές αύρες του βραδινού ή τη θέα του ήλιου που έδυε πίσω από τα πελώρια βουνά του Ζυρά. ))Εκείνη την ώρα ένας ελαφρύς ύττνος μ' ανακούφισε από τις θλιβερές μου σκέψεις* γρήγορα όμως ταράχτηκε ο ευεργετικός αυτός ύττνος από το πλησίασμα ενός όμορφου αγοριού, που ερ183
χόταν τρέχοντ(χς μ' όλα τα τερτίπια του παιχνιδιού αυτής της παιδικής ηλικίας, προς την απόμερη γωνιά που είχα διαλέξει. Ξαφνικά, εκεί που το κοίταζα, μια ιδέα μτυήκε στο μυοιλό μου: ότι αυτό το μικρό πλάσμα ήταν απροκατάληπτο και ότι επειδή ήταν μικρό δεν είχε προλάβει ακόμα να εμποτιστεί με την απέχθεια για τη δυσμορφία. Γι' αυτό, αν κατάφερνα να το γραπώσω και να το μεγαλώσω σαν σύντροφο και φίλο μου, δε θα ήμουν τόσο μονάχος σ' αυτή την πολυάνθρωττη γη. ))Παρακινημένος από αυτή τη διάθεση, άρπαξα το αγόρι καθώς περνούσε και το τράβηξα κοντά μου. Εκείνο μόλις είδε τη διάπλασή μου, σκέπασε τα μάτια του με τα χέρια του κι έβγοΛε μια διαπεραστική στριγγλιά* του κατέβασα τα χέρια από το πρόσωπο και του είπα: ((Παιδί, γιατί κάνεις έτσι; Δε σκοπεύω να σου κάνω κακό* άκουσέ με!» » Έβαλε όλη του τη δύναμη για να ξεφύγει από τα χέρια μου. ((Άσε με να φύγω», φώναξε. ((Τέρας! Σιχαμερέ (χλήτη! Θέλεις να με κάνεις κομμάτια και να με φας! Είσαι δράκος! Άσε με να φύγω γιατί αλλιώς θα το πω στον μπαμπά μου!» ((Αγόρι, ποτέ πια δε θα ξανοιδείς τον πατέρα σου* πρέπει να 'ρθεις μαζί μου». ((Απαίσιο τέρας, άσε με να φύγω! Ο μπαμπάς μου είναι Σύνδικος... είναι ο κ Φράνκενσταϊν... θα σε τιμωρήσει. .Δε θα τολμήσεις να με κρατήσεις!» ((Φράνκενσταϊν! Τότε ανήκεις cnrov εχθρό μου... σ' εκείνον που έχω ορκιστεί να τον εκδικηθώ* θα γίνεις το πρώτο μου θύμα». »Το παιδί εξακολουθούσε να παλεύει και με στόλιζε με επίθετα, που γέμιζαν την καρδιά μου με απόγνωστη· το άρπαξα από το λαιμό για να το κάνω να σωπάσει και στο άψε-σβήσε το παιδί έπεσε νεκρό στα πόδια μου. »Κοίταξα το θύμα μου και η καρδιά μου φούσκωσε από έξαλλη χαρά κι από δαιμονικό θρίαμβο* χειροκρότησα και φώναξα: ((Κι εγώ επίσης μπορώ να σκορπίσω απελπισία! Ο εχθρός μου δεν είναι άτρωτος* αυτός ο θάνατος θα τον ρίξει στην πιο μαύρη απελπισία και χίλιες άλλες συμφορές θα πέσουν στο κεφάλι του για να τον βασ(χνίζουν και να τον καταστρέψουν». ))Καθώς κάρφωνα τα μάτια μου πάνω στο παιδί, είδα κάτι να γυαλίζει στο στήθος του. Το ττήρα* ήτοον το πορτραίτο μκχς πολύ 184
όμορφης γυναίκοος. Παρά τη μοχθηρία μου, με μαλάκωσε και με γοήτευσε. Για λίγο κοίταξα με απόλαυση τα μαύρα της τα μάτια, που πλαισιώνονταν από μακριές βλεφαρίδες, και τα όμορφά της χείλη· μα αμέσως ξαναγύρισε ο θυμός μου· θυμήθηκα πως είχα στερηθεί για πάντα τις απολαύσεις που αυτά τα ωραία πλάσματα μπορούσαν να προσφέρουν πως αυτή, που κοίταζα την,εικόνα της, βλέποντάς με, εκείνο το θείο και γλυκύ παρουσιαστικό της θα το άλλαζε αμέσως με μια έκφραση γεμάτη με αηδία και τρόμο. ))Είναι δυνατό ν' απορείς ποτέ που τέτοιες σκέψεις με γέμιζαν με λύσσα; Εγώ απορώ μονάχα πως εκείνη τη στιγμή αντί να ξεδώσω με φωνές και χειροκροτήματα όπως έκανα, δεν όρμησα καταπάνω στους ανθρώπους χωρίς να λογαριάσω ότι μπορούσε να χαθώ στην απόπειρά μου να τους ξεκληρίσω. ))Την ώρα που ήμουν πλημμυρισμένος απ' αυτά τα συναισθήματα, έφυγα από το σημείο που είχα διαπράξει το φόνο, και ψάχνοντοος να βρω μια πιο απομονωμένη κρυψώνα, μτυήκα σε μια κοΛύβα και μου φάνηκε πως ήταν άδεια. Μια γυναίκα κοιμόταν πάνω στ' άχυρα* ήταν νέα* όχι βέβαια τόσο όμορφη όσο.αυτή στο πορτραίτο που κρατούσα* μα με κάποιο συγκατ(χβατικό βλέμμα σου άρεσε η ομορφιά που προσφέρουν τα νιάτα και η υγεία. Να, σκέφθηκα, είναι μια από κείνες τις γυναίκες που τα χοφωπά χαμόγελά τους τα χαρίζουν σε όλους εκτός από μένα. Και τότε έσκυψα από πάνω της και της ψιθύρισα: «Ξύττνα, ομορφούλα, ο αγα7Π)μένος σου είναι κοντά σου... αυτός που θα 'δινε και τη ζωή του ακόμα για ένα στοργικό σου βλέμμα* πολυαγαττημένη μου ξύττνα!» ))Η κοιμισμένη κουνήθηκε* ένα ρίγος τρόμου πέρασε το κορμί μου. Αν πραγματικά ξυττνούσε και μ' έβλεπε και με αναθεμάτιζε και με κατήγγελλε για δολοφόνο; Έτσι ασφαλώς θα ενεργούσε, αν άνοιγε τα σκοτεινιασμένα μάτια της και μ' έβλεπε. Και μόνο που το σκέφθηκα, μ' έπιασε τρέλα* μέσα μου ξύττνησε ο δαίμονοος* όχι εγώ, μα αυτή θα πρέπει να υποφέρει* αυτή θα πρέπει να τιμωρηθεί για το φόνο που έκανα επειδή στερήθηκα για πάντα όλα εκείνα που αυτή θα μπορούσε να μου δώσει. Το κίνητρο απορέει απ' αυτή* δική της, λοιπόν, κι η τιμωρία! Χάρη στα μαθήματα του Φελίξ και στους αιμοβόρους νόμους των ανθρώπων έμαθα τώρα πια να ενεργώ πονηρά. Έγειρα από πάνω της και σιγούρεψα το κόσμημα σε μια από 185
τις πτυχές της φούστ(χς της. Η γυναίκα κουνήθηκε πάλι κι εγώ έφυγα. ))Επί αρκετές ημέρες σύχναζα στο μέρος όπου έγιν<χν αυτές οι σκηνές· μερικές φορές ήθελα να σε δω, άλλες πάλι αποφάσιζα να εγκαταλείψω για πάντα αυτό τον κόσμο και τα βάσανά του. Τελικά ήρθα σ' αυτά τα βουνά και τριγυρνώ μέσα στα απέραντα κοιλώματά τους, βασανισμένος από ένα φλογερό πάθος που μονάχα εσύ μπορείς να ικανοποιήσεις. Δε θα χωρίσουμε ώσπου να υποσχεθείς ότι θα συμμορφωθείς με την απαίτησή μου. Είμαι μόνος και δυστυχισμένος* κανένας άνθρωπος δε θέλει να έχει σχέση μαζί μου* μα μια γυναίκα το ίδιο δύσμορφη και φοβερή σαν και μένα δε θ' αρνιόταν να μου κάνει συντροφιά. Η συντρόφισσά μου πρέπει να είναι σαν κι εμένα και να 'χει τα ίδια ελαττώματα. Μια τέτοια ύπαρξη πρέπει να δημιουργήσεις».
186
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII o σταμάτησε να μιλάει και κάρφωσε τα μάτια του T πάνω μου, περιμένοντ(χς μιαν απάντηση. Εγώ όμως ήμουν ζορισμένος, συγχισμένος και ανήμπορος να βάλω σε μια ικανοΠΛΑΣΜΑ
ποιητική σειρά τη σκέψη μου ώστε να μπορέσω να καταλάβω όλη την έκταση της πρότασής του. Συνέχισε: ((Πρέπει να πλάσεις μια γυναίκα για μένα που μαζί της να μπορώ να ζω και ν' ανταλλάσσω εκείνα τα συναισθήματα που είναι απαραίτητα στην ύπαρξή μου. Αυτό μονάχα εσύ μπορείς να το κάνεις· και το απαιτώ αυτό από σένα σαν ένα δικαίωμα που δεν μπορείς κι ούτε πρέπει να μου αρνηθείς την παραχώρηση του». Το τελευταίο μέρος της διήγησής του ξαναφούντωσε μέσα μου το θυμό, που είχε καταλαγιάσει όσο διηγόταν την ειρηνική του ζωή ανάμεσα στους χωρικούς* την ώρα, λοιπόν, που τον άκουγα να συνεχίζει να μιλάει, δεν μπορούσα να συγκρατήσω πια τη λύσσα που είχε ξεσπάσει μέσα μου. ((Κάτι τέτοιο το αρνιέμαι», απάντησα* ((και κανένα βασανιστήριο δε θα μπορέσει ποτέ να αποσπάσει μια συγκατάθεση από μένα. Μπορείς να με κάνεις τον πιο δυστυχισμένο άνθρωπο, μα ποτέ δε θα με καταφέρεις να νιώσω ποταπός. Να δημιουργήσω κι άλλον σαν και σένα που η ενωμένη μοχθηρία σοις θα μπορούσε να ερημώσει τον κόσμο; Φύγε! Σου απάντησα* μπορεί να με βασανίσεις, μα ποτέ δε θα με κάνεις να συγκατατεθώ». ((Έχεις λάθος», απάντησε ο δαίμονοος* ((αντί να σε απειλώ, προτιμώ να συζητήσω λογικά μαζί σου. Είμαι μοχθηρός γιατί είμαι δυστυχισμένος. Δε με αποφεύγουν και δε με μισούν όλοι οι άνθρωποι; Εσύ, ο δημιουργός μου, θα μ' έκανες κομμάτια κι ύστερα θα θριαμβολογούσες* θυμήσου αυτό και πες μου γιατί θα έπρεπε εγώ να λυπάμαι τον άνθρωπο περισσότερο απ' ό,τι λυπάσαι εσύ εμένα; Δε θα το αποκαλούσες φόνο, αν μπορούσες να 187
με γκρεμίσεις μέσα σε καμιά από κείνες τις παγωμένες χαράδρες και να με εξαφανίσεις, εμένα το έργο των χεριών σου. Γιατί θα πρέπει να σεβαστώ τον άνθρωπο, όταν εκείνος με περιφρονεί; Αν γινόταν να ζήσει μαζί μου και η επικοινωνία μοις ρυθμιζόταν από ένα ττνεύμα αντίστοιχης καλοσύνης, τότε αντί να τον βλάψω, θα του χάριζα το καλύτερο που γινόταν, με δάκρυα μάλιστα ευγνωμοσύνης στα μάτια που το δεχόταν. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει* οι ανθρώπινες αισθήσεις στέκονται ανυπέρβλητα φράγματα στην ένωσή μ(χς. Τα δικά μου όμως αισθήματα επαναστατούν στην ιδέα της αποδοχής αυτής της απαίσιας σκλίχβιάς. Θα εκδικηθώ για όσα έχω τραβήξει* αν δεν μπορώ να εμττνεύσω αγάττη, θα προκαλέσω τρόμο* κυρίως σε σένα που είσαι ο μεγοολύτερός μου εχθρός και επειδή είσαι ο δημιουργός μου σου ορκίζομαι να σε μισώ ακατάπαυστα. Πρόσεξε* θα κάνω το καθετί να σ' εξοντώσω και δε θα σταματήσω παρά μονάχα άμα σου ξεριζώσω την καρδιά* θα σου κάνω τη ζωή τέτοια που θα καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκες». Μια δαιμονική λύσσα τον έκανε παράφορο καθώς τα έλεγε αυτά* το πρόσωπό του έκανε τέτοιες φοβερές συσπάσεις που ήτοον αδύνατο να τις δει ανθρώπινο μάτι και να μη φρίξει* γρήγορα όμως ηρέμησε και συνέχισε: «Είχα σκοπό να συζητήσω λογικά. Αυτός ο θυμός είναι επιζήμιος για μένα, γιατί δε θυμάσαι πως εσν είσαι η αιτία της υπερβολής του. Αν μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ύπαρξη ένιωθε καλοσύνη για μένα, θα της την ανταπέδιδα χίλιες φορές περισσότερο* για χάρη αυτού και μόνο του πλάσματος, θα έκανα ειρήνη μ' ολόκληρο το ανθρώπινο είδος! Τώρα όμως παρασύρομαι σε όνειρα όλο ευδαιμονία που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Εκείνο που σου ζητάω είναι λογικό και μετριοπαθές* ζητάω ένα πλάσμα από το άλλο φύλο, μα τόσο άσχημο όσο κι εγώ* αυτή η ανταμοιβή είναι μικρή, μα είναι ό,τι μπορώ να πάρω αυτή τη στιγμή και που θα με ικίχνοποιήσει. Είναι αλήθεια πως θα είμαστε δυο τέρατα, ξεκομμένα από όλο τον άλλο κόσμο* μα εξαιτίοος αυτού του πράγματος θα είμαστε πιο ενωμένοι ο ένας με τον άλλο. Οι ζωές μοίς δε θα είναι ευτυχισμένες, μα θα είναι άκίχκες και- απαλλαγμένες από τη δυστυχία που τώρα νιώθω. Αχ, πλάστη μου, κάνε με ευτυχισμένο! Δος μου την ευκαιρία να σου χρωστάω ευγνωμοσύνη για ένα σου ευεργέτημα! Άσε με να δω πως κα188
τάφερα να κερδίσω τη συμπόνια κάποιου ζωντανού πράγματος* μη μου αρνηθείς αυτό που σου ζητάω!» Συγκινήθηκα. Μ' έπιασε όμως τρεμούλα, όταν σκέφθηκα τις συνέπειες που θα μπορούσε να είχε η συγκατάθεση μου* βρήκα όμως πως είχε κάποιο δίκιο σ' αυτό που ζητούσε. Η ιστορία του και τα αισθήματα που εξέφραζε τώρα, τον παρουσίαζαν ως ένα πλάσμα με ωραία συναισθήματα* δεν όφειλα, λοιπόν, ως δημιουργός του να του χαρίσω όση ευτυχία μπορούσα; Είδε την αλλαγή των αισθημάτων μου και συνέχισε: ((Αν συναινέσεις, ούτε συ ούτε καμιά άλλη ανθρώπινη ύπαρξη θα μας ξαναδεί ποτέ* θα πάω στα απέραντα άγρια δάση της Νότκχς Αμερικής. Η τροφή μου δεν είναι ίδια με των ανθρώπων* δεν τρώω αρνί ή κατσίκι για να κορέσω την πείνα μου* τα βαλανίδια και τα μούρα μου προσφέρουν αρκετή τροφή. Η συντρόφισσά μου θα έχει όμοια φύση με μένα και θα ικοςνοποιείται έτσι με το ίδιο είδος φαγητού. Θα κοιμόμαστε σε ξερά φύλλα* ο ήλιος θα μας λούζει όπως και τους ανθρώπους και θα ωριμάζει την τροφή μοις. Η εικόνα που σου παρουσιάζω είναι ειρηνική και ανθρώπινη και πρέπει να αισθάνεσαι πως θα μπορούσες να την αρνηθείς μονάχα στο όνομα της λαγνεί(χς για δύναμη και για σκληρότητα. Ήσουν ανήλεος μαζί μου, μα τώρα βλέπω οίκτο στα μάτια σου* άσε με ν' αρπάξω αυτή την ευνοϊκή στιγμή για να σε πείσω να μου υποσχεθείς ό,τι τόσο έντονα επιθυμώ». ((Προτείνεις», απάντησα, ((να φύγεις από τις διαμονές των ανθρώπων και να πας να κατοικήσεις σ' εκείνα τα άγρια μέρη όπου τα θηρία του δάσους θα είναι οι μοναδικοί σου σύντροφοι. Πώς θα μπορούσες, εσύ που τρελαίνεσαι για την αγάττη και τη συμπόνια των ανθρώπων, να συνεχίσεις να παραμένεις σ' αυτή την εξορία; Θα γυρίσεις και θ' (χναζητήσεις πάλι την καλοσύνη τους και αντί γι' αυτή θα βρεις τη σιχασιά τους* τότε τα δόλια πάθη σου θα ανανεωθούν και τότε θα έχεις ένα σύντροφο να σε βοηθήσει στο έργο της καταστροφής. Αυτό δεν μπορεί να γίνει* σταμάτα, λοιπόν, να συζητάς, γιατί με κανένα τρόπο δεν μπορώ να στέρξω σε κάτι τέτοιο». ((Πόσο άστατα είναι τα αισθήματά σου! Πριν από λίγο είχες συγκινηθεί από όσα σου είπα, γιατί τώρα γίνεσαι και πάλι σκληρός απέναντί μου; Σου ορκίζομαι στη γη που πατάω και σε σένα που μ' έπλασες, ότι με τη συντρόφισσα που θα μου χοφίσεις θα 189
φύγω από κάθε κατοικημένη περιοχή και θα πάω να μείνω όπου με βγάλει η τύχη, στα πιο άγρια μέρη. Τα δόλια πάθη μου θα κατασιγάσουν γιατί θα έχω συμπόνια! Η ζωή μου θα κυλήσει ήρεμα και τη στιγμή που θα πεθαίνω, δε θα καταραστώ τον πλάστη μου». Τα λόγια του είχαν κάποια παράξενη επίδραση επάνω μου. Τον συμπονούσα και κάποιες στιγμές ένιωθα την επιθυμία να τον παρηγορήσω* όταν όμως τον κοίταζα, ότ(χν έβλεπα την αποκρουστική μάζα που κουνιόταν και μιλούσε, τότε η καρδιά μου αρρώσταινε και με κυρίευε φόβος και μίσος. Προσπάθησα να καταττνίξω αυτά τα συναισθήματα* σκέφθηκα πως αφού δεν μπορούσα να τον συμμεριστώ, δεν είχα το δικαίωμα να του αποστερήσω τη λίγη ευτυχία που είχα την ευχέρεια να του χοφίσω. «Ορκίζεσαι», είπα, «να είσαι άκακος* μα δεν έχεις δείξει κιόλοις ως ένα βαθμό τη μοχθηρία σου που πολύ λογικά με κάνει voc^ μη σε εμπιστεύομαι; Αυτό που υπόσχεσαι δεν μπορεί να είναι μια προσποίηση που θα αυξήσει το θρίαμβό σου με τη δημιουργία ενός πλατύτερου πεδίου για την εκδίκησή σου;» ((Τι θες να πεις; Μην αζττειεύεσαι μαζί μου* εγώ σου ζητάω μιαν απάντηση. Αν δεν έχω δεσμούς, κατανόηση και στοργή, τότε το μίσος και η κακία θα είναι το πεπρωμένο μου* η αγάτπ] από κάποιο άλλο πρόσωπο θα εξαλείψει την αιτία ταν εγκλημάτων μου και θα γίνω ένα πράγμα που την ύπαρξή του θα την αγνοούν όλοι. Οι κακίες μου είναι τα παιδιά μιοος (χναγκαστικής μοναξιάς που μισώ αφόρητα* αν ζω σε επικοινωνία με έναν άλλο όμοιό μου, τότε οι αρετές μου αναγκαίττικά θα βγουν στην επιφάνεια. Θα αισθάνομαι τη στοργή κάποιου ευαίσθητου πλάσματος κι έτσι θα (τυνδεθώ με την αλυσίδα της ύπαρξης και των γεγονότων, απ' όπου έχω αποκλειστεί ως τώρα». Έμεινα σκεφτικός* ήθελα να λογαριάσω όλα όσα είχε διηγηθεί και να ζυγίσω τα διάφορα επιχειρήματα που είχε χρησιμοποιήσει. Σκέφθηκα τις υποσχετικές οφετές που είχε επιδείξει στην αρχή της ύποφξής του και την κατοπινή εξαφάνιση κάθε είδους αισθήματος καλοσύνης εξαιτίας της απέχθειας και της περιφρόνησης που του έδειξαν οι προστάτες του. Επίσης δεν άφησα έξω από τους λογαριασμούς μου τη δύναμη και τις απειλές του* ένα πλάσμα που μπορούσε να ζει μέσα στα παγωμένα στυήλαια των ποογετώνων και όταν κατοιδιώκεται να κρύβεται σε ράχες απρό190
σίτων γκρεμών ήταν μια ύπαρξη με ιδιαίτερες ικανότητες, και θα ήταν μάταιο να συγκρουστεί κανείς μαζί του. Ύστερα από αρκετή ώρα συλλογισμού, έφτασα στο συμπέρασμα πως η δικαιοσύνη προς αυτόν και προς τους συνανθρώπους μου απαιτούσε από μένα να συμμορφωθώ μ' αυτό που ζητούσε. Γι' αυτό, γυρίζοντοις προς αυτόν, του είπα: ((Στέργω σ' αυτό που μου ζητάς και βασίζομαι στον ιερό όρκο σου ότι θα φύγεις για πάντα από την Ευρώττη κι από κάθε άλλο κατοικημένο μέρος μόλις σου παραδώσω μια γυναίκα που θα σε συντροφέψει στην εξορία σου». «Ορκίζομαι», φώναξε, αστον ήλιο, στο γαλάζιο ουρανό και στη φωτιά της αγάτυης που καίει την καρδιά μου, πως όσο υπάρχουν αυτά δε θα με ξαναδείς ποτέ μπροστά σου, αν εισακούσεις την ικεσία μου. Πήγαινε σπίτι σου κι άρχισε τη δουλειά σου* θα παρακολουθώ την πρόοδό της μιε αδιάκοπη αγωνία* και μη φοβάσαι, θα εμφανιστώ μονάχα όταν θα 'σαι έτοιμος». Λέγοντας αυτά, μ' άφησε ξαφνικά κι έφυγε, λες και φοβόταν μήπως κι αλλάξουν τα αισ^ματά μου. Τον είδα να κατεβαίνει το βουνό με τέτοια ταχύτητα που ξεπερνούσε κι αυτό ακόμα το πέταγμα του (χετού και γρήγορα χάθηκε ανάμεσα στους κυματισμούς της θάλασσοος του πάγου. Η ιστορία του κράτησε ολόκληρη τη μέρα και όταν αναχώρησε, ο ήλιος (χκουμπούσε στην άκρη του ορίζοντα. Ήξερα πως η κάθοδός μου στην κοιλάδα έπρεπε να γίνει βιαστικά γιατί σε λίγο θα με τύλιγε η σκοτεινιά* μα η καρδιά μου ήταν βαριά και τα βήματά μου αργά. Τα κοπιαστικά στριφογυρίσματα ανάμεσα στα στενά μονοπάτια των βουνών και η προσπάθεια να πατάω σταθερά και γερά καθώς προχωρούσα με ζάλισαν, έτσι συγκινημένος που ήμουν από όσα είχαν γίνει εκείνη την ημέρα. Όταν έφθασα στα μισά του δρόμου, η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά* το μέρος εκείνο με την ττηγή του ήταν κατάλληλο για ξεκούραση* ττήγα και κάθισα κοντά στο νερό που έτρεχε. Τα σύννεφα έτρεχαν σαν κυνηγημένα στον ουρανό και στο πέρασμά τους έκρυβαν το λαμπίρισμα των άστρων τα μαύρα έλατα υψώνονταν μπροστά μου και κάπου-κάπου σπασμένα δέντρα ήταν πεσμένα στο χώμα* το τοπίο είχε μια εξαίσια ιεροπρέπεια που προκαλούσε μέσα μου παράξενες σκέψεις. Έκλαψα πικρά* σήκωσα τα χέρια μου ψηλά και φώναξα ικετευτικά: «Ω, άστρα και σύννεφα και άνεμοι, όλα είσα191
στε πρόθυμα να με κοροϊδέψετε* αν προΰγματικά με λυπόσαστε, συντρίψτε τις αισθήσεις μου και τη μνήμη μου* κάντε με ένα τίποτα· κι αν όχι, τότε φύγετε, φύγετε κι αφήστε με στη σκοτεινιά». Ήταν άγριες και θλιβερές σκέψεις* μα δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο βάραινε πάνω μου το αιώνιο σπινθηροβόλημα των αστεριών και πώς άκουγα το κάθε φύσημα του ανέμου, λες κι ήταν ένας αποττνικτικός άσχημος σιρόκος που στο διάβα του ήθελε να με καταπιεί. Η μέρα φώτισε πριν φθάσω στο Σαμονί* δε στάθηκα καθόλου, μόνο γύρισα αμέσως στη Γενεύη. Ακόμα και μέσα μου δεν μπορούσα να δώσω μια ερμηνεία στα συναισθήματά μου —βάραιναν πάνω μου σοον ένα βουνό και η αγωνία μου συνθλιβότίχν (χνάμεσα στην υπερβολή τους. Με τέτοια ανακατεμένα συναισθήματα γύρισα στο σπίτι κι αμέσως βιάστηκα να δω την οικογένειά μου. Το σκελετωμένο και άγριο παρουσιαστικό μου τους αναστάτωσε* δεν απάντησα σε καμιά ερώτηση, σχεδόν δε μίλησα. Ένιωθα σαν να ήμουν υπό απ(χγόρευση —σοον να μην είχα το δικαίωμα να ζητήσω τη συμπόνια τους— σαν ποτέ πια να μην μπορούσα να ευχοφιστηθώ τη συντροφιά τους. Μολαταύτα, ακόμα κι έτσι, τους αγαπούσα με λατρεία* και για να τους σώσω, αποφάσισα να αφιερώσω τον εαυτό μου στο πιο σιχαμερό καθήκον μου. Η προοτττική μιας τέτοιας απασχόλησης έκανε κάθε άλλο περιστατικό της ύποφξης να μου φαίνεται σαν όνειρο* γιατί μονάχα αυτή η σκέψη περιέκλεινε για μένα εκείνη την ώρα την πραγματικότητα της ζωής.
192
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χλ^ΙΙ που γύρισα στη Γενεύη, οι μέρες κι οι βδομάδες, Α η μια πίσω από την άλλη, περνούσ(χν γοργά κι εγώ δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο για ν' αρχίσω το έργο μου. Παρ' ΠΟ ΤΟΤΕ
όλο που φοβόμουν την εκδίκηση του απογοητευμένου δαίμονα, μολοντούτο δεν μπορούσα να ξεπεράσω την απέχθειά μου για το έργο που μου προστάχτηκε. Διαπίστωσα πως δεν μπορούσα να φτιάξω μια γυναίκα και να μη μου πάρει πάλι επί αρκετούς μήνες βαθιά μελέτη και κοπιαστική έρευνα. Είχα ακούσει πως κάποιος Άγγλος φιλόσοφος είχε κάνει μερικές ανακαλύψεις που η γνώση τους θα βοηθούσε στην επιτυχία του έργου μου* γι' (χυτό αρκετές φορές σκέφθηκα να πάρω από τον πατέρα μου την άδεια να πάω στην Αγγλία γι'αυτό το σκοπό* μα έβρισκα κάθε είδους πρόφαση να καθυστερώ και να αν(χβάλλω να κάνω το πρώτο βήμα για ένα εγχείρημα που η άμεση (χναγκαιότητά του άρχισε να μου φαίνεται όχι και τόσο απαραίτητη. Προογματικά, μια αλλαγή είχε γίνει μέσα μου* η υγεία μου, που ίσαμε σήμερα είχε πάρει τον κατήφορο, τώρα είχε αρκετά αποκατασταθεί και το ττνεύμα μου, OTCCJ δεν κυριαρχόταν από την ανάμνηση της άτυχης υπόσχεσης μου, ήταν (χνάλογα εξυψωμένο. Ο πατέρίχς μου είδε αυτή την αλλαγή με μεγάλη χ(χρά και ευχαρίστηση και με κάθε τρόπο έψαχνε να βρει την πιο κοΛή μέθοδο, την πιο κατάλληλη, για να ξεριζώσει και τα τελευταία υπολείμμοπτα της μελαγχολίοος μου, που κάθε τόσο έκαν(χν έντονη την παρουσία τους με μκκν άπληστη μαυρίλα που ζητούσε να επισκιάσει τη λιακάδα της ζωής μου. Σε τέτοιες στιγμές έβρισκα καταφύγιο στην πιο απόλυτη μοναξιά. Περνούσα μέρες ολόκληρες στη λίμνη μέσα σε μια βάρκα ολομόνο^ζος, βλέποντοος τα σύννεφα και ακούγοντοις τον παφλασμό των κυμάτων σιωττηλός και αδιάφορος. Ο καθαρός όμως (χέρας κι ο λαμπερός ήλιος με βοηθούσατε ως ένα βαθμό να ξαν<χβρώ την αυτοκυριαρχία μου· και ότ(χν επέστρεφα, στους χαιρετισμούς των αγαττημένων 193
μου χάριζα ένα εγκάρδιο χοιμόγελο που έβγαινε από μια χαρούμενη καρδιά. Ήταν ύστερα από μια απ' αυτές τις περιπλανήσεις μου που ο πατέρ(χς μου με κάλεσε κοντά του και μου είπε: ((Είμαι πολύ χαρούμενος, αγαπημένε μου γιε, που διαπιστώνω ότι έχεις επανακτήσει το προηγούμενο κέφι σου και φαίνεσαι να ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου. Μολαταύτα είσαι (χκόμα δυστυχισμένος και αποφεύγεις ακόμα τη συντροφιά μας. Για αρκετό καιρό είχα χαθεί μέσα σε εικασίες όσον αφορά την αιτία αυτού του πράγματος· χτες όμως μου 'ρθε μια ιδέα που αν είναι σωίπτή στη βάση.της, σε εξορκίζω να την παρ<χδεχτείς. Οποκχδήποτε επιφύλαξη σ' αυτό το σημείο όχι μόνο θα ήταν άχρηστη, μα θα έφερνε και τριπλή δυστυχία σ' όλους μας». Μ' έπιασε τρεμούλα απ' αυτό το προοίμιο* ο πατέρ<χς μου συνέχισε: ((Ομολογώ, γιε μου, πως πάντα βλέπω το γάμο σου με την αγαττημένη μοις Ελίζαμπεθ GOLV το δεσμό που θα φέρει την ocvaκούφιση στην οικογένειά μ(χς και που για μένα θα είναι το στήριγμα στα γεροντικά μου χρόνια. Ήσασταν πολύ δεμένοι ο ένοος με τον άλλο από τα παιδικά σοις χρόνια* σπουδάσατε μαζί και φανήκατε, σε κλίσεις και γούστα, να ταιριάζετε εντελώς ο έ\κχς με τον άλλο. Μα τόσο λίγο ξέρει ο άνθρωπος τη ζωή που τώρα βλέπω πως όλα εκείνα που φανταζόμουν πως ήταν οι κοΛύτεροι βοηθοί στο σχέδιό μου μπορεί αυτά ακριβώς να το έχουν καταστρέψει ολότελα. Εσύ, ίσως, τη βλέπεις σαν αδελφή σου χωρίς να έχεις την απώτερη σκέψη ότι θα μπορούσε να γίνει γυναίκα σου. Μπορεί να έχεις βρει καμιά άλλη γυναίκα που ν' αγαπάς* θεωρώντας όμως τον εαυτό σου λογοδοσμένο με την Ελίζαμπεθ και μη θέλοντας να αθετήσεις το λόγο της τιμής σου έρχεσαι σε σύγκρουση με τον εαυτό σου που μπορεί να γίνεται η αφορμή για τη δυστυχία που q)αίvεσαι να νιώθεις». ((Ησύχασε, αγαπημένε μου πατέρα. Την ξαδέλφη μου την αγαπώ με τρυφερότητα και ειλικρίνεια. Δ^γ είδα ποτέ καμιά γυναίκα που σαν την Ελίζαμπεθ να μου προκάλεσε τον πιο θερμό θαυμασμό και τη μεγαλύτερη στοργή γι' αυτή. Οι μελλοντικές μου ελπίδες και οι προοτττικές είναι εντελώς συνυφασμένες με την προσμονή της ένωσής μοις». ((Η έκφραση των αισθημάτων σου γι' αυτό το θέμα, αγαττητέ 194
μου Βίκτορ, μου δίνει μεγάλη χαρά που είχα καιρό να δοκιμάσω. Αν νιώθεις έτσι, ασφαλώς θα ζήσουμε ευτυχισμένοι, ανεξάρτητα από το αν τωρινά γεγονότα μπορεί να ρίχνουν πάνω μοος κάποια μελαγχολία. Μα ακριβώς αυτή τη μελαγχολία, που φαίνεται να έχει κυριέψει την ψυχή σου, είναι που θέλω να δκχλύσω. Γι' αυτό πες μου, αν έχεις αντίρρηση για μια άμεση τέλεση του γάμου. Σταθήκαμε άτυχοι και τα τελευταία γεγονότα μοος απομάκρυναν από εκείνη την καθημερινή ηρεμία που αρμόζει στα χρόνια μου και στην κλονισμένη υγεία μου. Είσαι νέος* έχεις αρκετή περιουσία και δε νομίζω πως έν(χς πρόωρος γάμος θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα μελλοντικά σου σχέδια που μπορεί να έχεις. Οπωσδήποτε, μη νομίσεις πως θέλω να σου υποδείξω πώς να ζήσεις ευτυχισμένος ή ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση του γάμου από μέρους σου θα μου προκοΛούσε καμιά σοβαρή ανησυχία. 'Ακου τα λόγια μου αμερόληπτα και σε ικετεύω να μου απαντήσεις με αυτοπεποίθησίτ) και ειλικρίνεια». 'Ακουγα τον πατέρα μου σιωττηλός και έμεινα αρκετή ώρα χωρίς να μπορώ να δώσω μιαν απάντηση. Μέσα στο μυαλό μου στριφογύρισα γρήγορα ένα σωρό σκέψεις και προσπάθησα να φθάσω σε κάποιο συμπέρασμα. Αλίμονο! Η άμεση ένωση με την Ελίζαμπεθ ήτοον για μένα μια ιδέα γεμάτη τρόμο και συντριβή. Είχα δεθεί με μια ιερή υπόσχεση, που δεν είχα ακόμα εκπληρώσει, και δεν τολμούσα να τη σπάσω* γιατί αν το έκανα, κι εγώ δεν ξέρω πόσες συμφορές θα μπορούσαν να ξεσπάσουν πάνω μου και πάνω στην πολυαγαττημένη μου οικογένεια! Μπορούσα να μπω σε μια χαρούμενη γιορτή σαν το γάμο μ' αυτό το αδυσώττητο βάρος κρεμασμένο γύρω από το λαιμό μου που μ' έγερνε ως κάτω; Πρέπει να εκτελέσω την υποχρέωσή μου και ν' αφήσω το τέροις να φύγει με το ταίρι του, πριν επιτρέψω στον εαυτό μου να χαρεί την απόλαυση μκχς ένωσης που απ* αυτήν περίμενα τη γαλήνη. Θυμήθηκα επίσης το δίλημμα που μου είχε επιβληθεί από την αναγκαιότητα των πραγμάτων, είτε δηλαδή να πάω στην Αγγλία ή να αρχίσω μια μ(χκρόχρονη αλληλογραφία με τους φιλοσόφους εκείνης της χώρ(χς, που οι γνώσεις τους και οι (χνακοΛύψεις τους μου ήταν απαραίτητες για το τωρινό μου εγχείρημα. Αυτό το τελευταίο όμως δε με ικανοποιούσε γιατί ήταν μια βραδυκίνητη μέθοδος για την απόκτηση των πληροφοριών που ήθελα* παράλ195
ληλα μ' έπιανε αηδία με την ιδέα ότι θα αποισχοληθώ με το σιχαμερό μου έργο μέσα στο σπίτι του πατέρα μου την ώρα που θα έχω στενό συγχρωτισμό μ' εκείνους που αγαπούσα. Ήξερα πως χίλια φρικτά περιστατικά θα μπορούσαν να συμβούν, που το πιο ασήμοοντο απ' αυτά θα έφερνε στο φως κάποια ιστορία που θα έκανε να ανατριχιάσουν από φόβο όλοι όσοι ήταν συνδεδεμένοι μαζί μου. Ήξερα επίσης πως συχνά θα έχανα τον αυτοέλεγχό μου, κάθε δυνατότητα να κρύψω τα σπαρακτικά συναισθήματα που θα με κατείχαν στην πρόοδο της απόκοσμης απασχόλησης μου. Ήταν ανάγκη, λοιπόν, όσο καιρό θα με απασχολούσε αυτό το έργο, να μείνω μακριά από όλους όσους αγαπούσα. Το διάστημα δε θα ήταν μεγάλο, γιατί από τη στιγμή που θα άρχιζα θα το διεκπεραίωνα γρήγορα και θα μπορούσα να επιστρέψω στην οικογένειά μου ήρεμος και ευτυχισμένος. Γιατί άμα εκπλήρωνα την υπόσχεση μου, το τέρ<κς θα έφευγε για πάντα. Ή (έτσι με βόλευε να φοοντάζομαι) στο μεταξύ θα μπορούσε να συμβεί κάποιο ατύχημα που να το εξοντώσει και να βάλει ένα τέλος στη σκλοιβιά μου. Αυτά τα συναισθήματα υπαγόρευσοον την απάντηση στον πατέρα μου. Εκδήλωσα την επιθυμία να πάω στην Αγγλία* απέκρυψα όμως τους πραγματικούς λόγους αυτής της ποφάκλησης, παρουσιάζοντοις τις επιθυμίες μου κάτω από ένα ντύμα που δεν προκαλούσε κοιμιά υποψία ενώ ταυτόχρονα υποστήριξα την επιθυμία μου με τέτοια θερμότητα που εύκολα έκανε τον πατέρα μου να ενδώσει. Ύστερα από τη μακρόχρονη περίοδο μιας τόσο απομονωτικής μελαγχολίας, που στην έντασή της και στις συνέπειές της έμοιαζε με τρέλα, ήταν κατευχαριστημένος που διαπίστωνε πως έβρισκα ευχοφίστηση στην ιδέα ενός τέτοιου ταξιδιού και ήλπιζε πως η αλλαγή σκηνικού και οι διάφορες διασκεδάσεις θα μ' έκαναν, πριν ακόμα γυρίσω, να ξ(χναβρώ εντελώς τον εαυτό μου. Το πόσο θα απουσίαζα μ* άφησε να το αποφασίσω εγώ* λίγοι μήνες ή το πολύ ένας χρόνος ήταν η περίοδος που φοονταζόμουν πο>ς θα μου αρκούσε. Από πατρική μέριμνα φρόντισε να μου εξασφαλίσει συντροφιά. Χωρίς να μου πει τίποτα, αυτός μαζί με την Ελίζαμπεθ, κοονόνισαν να έρθει να με βρει στο Στρασβούργο ο Κλερβάλ. Αυτό υπεισερχόταν στη μόνωση που επεδίωκα για τη συνέχιση του έργου μου* στην οφχή όμως του ταξιδιού μου η παρουσία του φίλου μου με κο^έναν τρόπο δεν μπορούσε να είναι 196
εμπόδιο και πραγματικά χάρηκα που θα σωζόμουν έτσι από πολλές ώρες μοναξιάς κι από σκέψεις που θα μπορούσαν να με τρελάνουν. Όχι, ο Χένρυ θα μπορούσε να σταθεί φραγμός ανάμεσα σε μένα και τον εχθρό μου. Αν ήμουν μόνος, δε θα μπορούσε μερικές φορές γιατί έτσι το ήθελε να κάνει αισθητή τη σιχαμερή του παρουσία για να μου θυμίζει το έργο μου ή να επιθεωρεί την πρόοδό του; Προοριζόμουν, λοιπόν, για την Αγγλία και από όλους είχε γίνει κατανοητό πως ο γάμος μου με την Ελίζαμπεθ θα γινόταν αμέσως μόλις γύριζα. Η ηλικία του πατέρα μου τον έκανε εξαιρετικά ενάντιο σε κάθε καθυστέρηση. Όσο για μένα, για ν' αντέξω τη σιχαμερή μου εργασία υποσχέθηκα στον εαυτό μου μιαν ανταμοιβή —μιαν ανταμοιβή που θα 'ταν παρηγοριά για τα απαρόμοιαστα βάσανά μου* ήταν η προσδοκία εκείνης της ημέρ(χς που, απελευθερωμένος από τη θλιβερή σκλ(χβιά μου, θα μπορούσα να ζητήσω σε γάμο την Ελίζαμπεθ και κοντά της να ξεχάσω το παρελθόν. Τώρα τακτοποιούσα τα τελευταία ζητήματα που αφορούσαν το ταξίδι μου* κάτι όμως μέσα μου που δεν έλεγε να φύγει, με γέμιζε με τρόμο και τοφαχή. Όσο θα έλειπα, θα άφηνα τους δικούς μου χωρίς να ξέρουν για την ύπαρξη του εχθρού τους, απροστάτευτους από τις επιθέσεις του, εξαγριωμένος καθώς θα μπορούσε να είναι από την αναχώρησή μου. Όμως είχε υποσχεθεί να με (χκολουθήσει όπου κι ocv τυήγαινα· δε θα με συνόδευε, λοιπόν, στην Αγγλία; Αυτή η ιδέα από μόνη της ήτ(χν τρομερή μα ταυτόχρονα και ανακουφιστική, αν λάβει κανείς υπόψη του την ασφάλεια των δικών μου. Βασανιζόμουν όμως από την ιδέα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι το (χντίθετο. Σ' όλη την περίοδο όμως που ήμουν σκλάβος του πλάσματός μου, άφηνα πάντα τον εαυτό μου να κυβερνιέται από τις ποφορμήσεις της στιγμής* και οι τωρινές μου προαισθήσεις με έκαναν να πιστεύω (χκλόνητα πως ο δαίμονίχς θα με ακολουθούσε και θα απάλλασσε την οικογένειά μου από τις επικίνδυνες δολοπλοκίες του. Ήταν στο τέλος του Σεπτέμβρη που έφυγα και πάλι από τη γενέτειρά μου. Το ταξίδι το είχα προτείνει εγώ γι' αυτό και η Ελίζ(χμπεθ δεν έφερε καμιά (χντίρρηση* ανησυχούσε όμως τρομερά όσο σκετττόταν ότι μπορούσε στο δρόμο να με πιάσει καμιά ψυχική κατάθλιψιη κι αυτή να μην είναι κοντά μου. Εκείνη φρόντισε να μου στείλει ένα σύντροφο στο πρόσωπο του Κλερβάλ — αν 197
και ένοος άντριχς είναι τυφλός σε χιλιάδες μικροπεριστατικά, που η φιλόπονη προσοχή της γυναίκας μπορεί και διακρίνει. Ήθελε πάρα πολύ να μου πει να γυρίσω όσο πιο γρήγορα γινόταν, ο συγκινημένος όμως ψυχικός της κόσμος την άφησε βουβή καθώς με αποχαιρετούσε δακρυσμένη. Σωριάστηκα στο κάθισμα της άμαξ(χς που θα μ' έπαιρνε μακριά κι ούτε καταλάβαινα πού ττήγαινε αδιαφορώντας για ό,τι περνούσε γύρω μου. Θυμήθηκα μόνο, και ήταν με μεγάλη πίκρα που το θυμήθηκα, ότι είχα διατάξει να μου ποίκετάρουν τα όργανα της χημεί(χς για να τα πάρω μαζί μου. Απασχολημένος από τις τρομερές εικόνες της φαντασί(χς μου, περνούσα μέσα από πολλά όμορφα και μαγευτικά τοπία, μα τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο κενό και δεν έβλεπαν τίποτα. Το μόνο που μπορούσα να σκεφθώ ήταν ο τελικός σκοπός του ταξιδιού μου και η εργασία που θα με απασχολούσε όσο διαρκούσε (χυτό. Ύστερα από μερικές μέρες δοσμένες στην αδιαφορία, τη νωθρότητα και την τεμπελιά, που όσο κράτησαν διέσχισα πολλές λεύγες, έφθασα στο Στρασβούργο, όπου περίμενα δυο ημέρες ώσπου να 'ρθει ο Κλερβάλ. Ήρθε. Αλίμονο! Πόσο μεγάλη ήταν η αντίθεση μεταξύ μοις! Εκείνος χαιρόταν μπροστά στο κάθε νέο τοπίο* ενθουσιαζόταν όταν έβλεπε τις ομορφιές της δύσης και γέμιζε με ευτυχία όταν αντίκριζε την ανατολή και την αρχή της καινούργκχς μέροις. Μου 'δείχνε με το δάχτυλό του τα μετοφλητά χρώματα του τοπίου και τις μεταμορφώσεις του ουρανού. «Γι* αυτά αξίζει να ζει κανείς», φώναζε, «τώρα απολαμβάνω τη ζωή! Μα εσύ, αγαττητέ μου Φράνκενσταϊν, γιατί είσαι απελπισμένος και θλιμμένος;» Πραγματικά, ήμουν κυριαρχημένος από μελαγχολικές σκέψεις κι ούτε έβλεπα το φέγγισμα των βραδινών αστεριών ούτε τη χρυσαφένια ανατολή που αντανακλούσε στα νερά του Ρήνου. Εσύ, φίλε μου, πιότερο θα ευχαριστιόσουν με το ημερολόγιο του Κλερβάλ, που έβλεπε το τοπίο με μάτι γεμάτο αίσθημα και απόλαυση, ποφά ακούγοντοίς τις αναμνήσεις μου. Εγώ, είμαι ένα τρισάθλιο ναυάγιο, στοιχειωμένο από κάποια κατάρα που του κλείνει κάθε δρόμο προς τη χαρά. Είχαμε συμφωνήσει να κατεβούμε το Ρήνο μ' ένα ποταμόπλοιο για να πάμε από το Στρασβούργο στο Ρόττερντοιμ, όπου θα μπορούσοιμε να πάρουμε το πλοίο για το Λονδίνο. Σ' όλο αυτό το ταξίδι περάσαμε από πολλά νησιά με ιτιές και είδαμε πάρα 198
πολλές όμορφες πόλεις. Μείναμε μια μέρα στο Μανχάιμ και ύστερα από πέντε μέρες από το ξεκίνημά μας από το Στρασβούργο, (ρθάσαμε στη Μαγιάνς. Πιο κάτω από τη Μαγιάνς η διαδρομή του Ρήνου γίνεται ακόμα πιο γραφική. Ο ποταμός κατεβαίνει ορμητικά και ελικοδρομεί ανάμεσα από λόφους που ενώ δεν είναι ψηλοί είναι απότομοι, μα έχουν όμορ<ρα σχήματα. Είδαμε πολλά ερειπωμένα κάστρα να στέκονται στις άκρες των γκρεμών, ψηλά και απρόσιτα, περικυκλωμένα από μαύρα ^ση. Προογματικά, αυτό το τμήμα του Ρήνου παρουσιάζει μια μον(χδικότητα στη διαφοροποίηση του τοπίου. Σε μια τοποθεσία βλέπεις απότομους λόφους, ερειπωμένα κάστρα, που δεσπόζΰυν πάνω από τρομερούς γκρεμούς, με το μαύρο Ρήνο να τρέχει από κάτω* και ξαφνικά άμα περάσεις κάποιον κάβο, παρουσιάζονται ανθηρά (χμπέλια, καταπράσινες κατηφορικές όχθες κι ο ποταμός, που γίνεται ελικοειδής, να περνάει μέσα από πολυάνθρωπες πόλεις που απλώνονται στο τοπίο. Ταξιδεύαμε τον καιρό του τρύγου και ακούγαμε τα τραγούδια των τρυγητών καθώς γλιστρούσαμε στο ποτάμι. Ακόμα κι εγώ, μελαγχολικός και με τη σκέψη μου ταραγμένη διαρκώς από θλιβερά αισθήματα, ακόμα κι εγώ ευχαριστιόμουν. Καθόμουν στο βάθος του ποταμόπλοιου και όπως κοίταζα τον ανέφελο γαλάζιο ουρανό, φαινόμουν σαν να έπαιρνα μέρος σε κάποια ηρεμία που από πολύ καιρό τώρα είχα αποξεν(οθεί. Αν αυτά ήταν τα δικά μου συναισθήματα, μπορεί να περιγράψει κανείς εκείνα που διακατείχαν τον Χένρυ; Ένιωθε σαν να 'χε μεταφερθεί σε κάποια ποφαμυθένια χώρα και απολάμβανε μια ευτυχία που σπάνια γεύεται άνθρωπος. « Έχω δει», έλεγε, «τα πιο όμορφα τοπία της πατρίδας μου· έχω πάει στις λίμνες της Αουκέρνης και του Ουρί, όπου τα χιονισμένα βουνά κατεβαίνουν σχεδόν κάθετα ως το νερό, ρίχνοντίχς μαύρες και (χδιαπέραστες σκιές, που θα μπορούσαν να προσδώσουν μια μελαγχολική και θλιβερή όψη στο τοπίο, αν δεν υ7Γήρχ(χν τα καταπράσινα νησιά που ανακουφίζουν το μάτι με τη γοητευτική τους όψη* έχω δει αυτή τη λίμνη τρικυμισμένη από θύελλα, την ώρα που ο άνεμος στροβίλιζε το νερό και σου 'δινε μια ιδέα για το τι πρέπει να 'ναι ο σίφουνας στο μεγάλο ωκεανό* και τα κύματα να ορμούν με μανία στα ριζά του βουνού όπου ο παπάς κι η ερωμένη του καταπλακώθηκαν από χιονοστιβάδα και όπου λέγεται ότι οι φωνές τους για βοήθεια λίγο πριν πεθάνουν (χκούγονται ακόμα ανάμεσα στις παύσεις του νυχτερινού (χνέμου* 199
έχω δει τα βουνά του Λα Βαλαί και του Παι ντε Βω* μα αυτή η χώρα, Βίκτορ, με γοητεύει περισσότερο από κάθε άλλη που έχω γυρίσει. Τα βουνά της Ελβετίοις είναι πιο υπέροχα και πιο παράξενα, μα στις όχθες αυτού του θείου ποταμού υπάρχει μια γοητεία που ποτέ πιο πριν δεν είδα όμοιά της. Κοίτα αυτό το κάστρο που είναι σχεδόν κρεμασμένο πάνω από τον γκρεμό* κι εκείνο επίσης στο νησί^ που είναι σχεδόν κρυμμένο μέσα στα φυλλώματα εκείνων των όμορφων δέντρων και τώρα να, εκείνη η ομάδα με τους χωριάτες που βγαίνει από τ' αμπέλια* κι εκείνο το χωριό που είναι μισοκρυμμένο στο κοίλωμα του βουνού. Ω, ασφοΛώς, το ττνεύμα που κατοικεί σ' αυτό το μέρος και το προστατεύει βρίσκεται σε μεγοΛύτερη αρμονία με τον άνθρωπο από κείνο που στοιβάζεται στους παγετώνες ή αποτραβιέται στις απροσπέλαστες κορυφές των βουνών της πατρίδοις μοις». Κλερβάλ! Πολυαγατϋημένε φίλε! Ακόμα και τώρα με ευχαριστεί να ανα(ρέρω τα λόγια σου και να σου πλέκω εγκώμια που πραγματικά σου αξίζουν. Ήταν μια ύπαρξη φτιαγμένη από «την πιο αγνή ποιτ^τική φύση». Η άγρια και ενθουσιαστική του φαντασία δαμαζόταν από την ευαισθησία της καρδιάς του. Η ψυχή του πλημμύριζε από τρυφερή στοργή και η φιλία του χαροικτηριζόταν από κείνη την αφοσιωμένη και εκπληκτική φύση που οι σοφοί μας διδάσκουν πως μόνο στη φαντασία υπάρχει. Όμως ακόμα κι όλες οι (χνθρώπινες συμπόνιες δεν ήτοον αρκετές για να ικανοποιήσουν το φλογερό του τυνεύμα. Την ομορφιά του τοπίου, που οι άλλοι τη βλέπουν μόνο με θαυμασμό, (χυτός την αγαπούσε με πάθος: Ο βουερός κατοφράχτης ο φηλόςο βράχος, το βουνό, το ζοφερό το Βάσος στοίχειωσαν μέσα του σαν κάποιο πάθος' τα χρώματά τους xoct τα σχήματα γι' αυτόν ήταν μια πρόκληση, ένα αίσθημα κι ένας έρωτας που ανάγκη πια 8εν είχε απ' τη σκέψη να ττηγάζει η ομορφιά ή απ' το μάτι να περνά Κ ^ Από το ποίημα του Γουόρντσγουορθ Αββαείο Τίντερν. (Σ.τ.Μ.)·
200
Και πού να βρίσκεται τάχατες τώρα; Αυτή η ευγενική κι αγατυημένη ύπαρξη χάθηκε για πάντα; Αυτό το ττνεύμα, το τόσο γεμάτο με ιδέες, με φαντασίες ιδιότυπες και μεγαλοπρέπεια, που έφτιαχνε έναν κόσμο που η ύπαρξή του εξαρτιόταν από τη ζωή του δημιουργού του, αυτό το πνεύμα έχει χαθεί; Τώρα υπάρχει μόνο στη θύμησή του; Όχι, δεν είναι έτσι* το σώμα σου το τόσο θεϊκά πλασμιένο που έλαμπε από ομορφιά έχει σαπίσει, μα το ττνεύμα σου έρχεται ακόμα και παρηγορεί το δυστυχισμένο σου φίλο. Συγχώρα αυτό το ξέσπασμα της λύτυης· αυτές οι μάταιες λέξεις δεν είναι παρά μια μιχρή απότιση φόρου τιμής στην ανεκτίμητη αξία του Χένρυ, μου μαλοοκώνουν όμως την καρδιά, που πλημμυρίζει με πίκρα όταν τον θυμάμαι. Θα προχωρήσω όμως στην ιστορία μου. Άμα περάσαμε την Κολωνία, κατεβήκαμε στις πεδιάδες της Ολλανδίας· εκεί αποφασίσαμε τον υπόλοιπο δρόμο μας να τον κάνουμε με άμαξα* γιατί ο άνεμος ήτοον ενάντιος και το ρεύμα του ποταμού είχε χάσει την ορμητικότητά του και δεν μπορούσε πια να μ(χς βοηθήσει. ^ο ταξίδι μας εδώ ήταν λίγο πληκτικό γιατί του 'λείπε το ενδιαφέρον που προκαλεί το όμορφο τοπίο' σε λίγες όμως μέρες φθάσαμε στο Ρόττερντ(χμ κι από κει με το πλοίο ττήγαμε στην Αγγλία. Ήταν ένα κίχθαρό πρωινό, στις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη, που πρωταντίκρισα τους άσπρους βράχους της Βρετανίοις. Οι όχθες του Τάμεση μ(χς παρουσίασαν μια νέα άποψη* ήτ(χν επίπεδες, μα εύφορες και κάθε σχεδόν πόλη σημαδευόταν από την ανάμνηση κάποκχς ιστορί(χς. Είδοομε το Τίλμπουρυ Φορτ και θυμηθήκαμε την ισπανική αρμάδα* το Γκρέβεσεντ, το Γούλγουιτς και το Γκρήνουιτς, μέρη που και στην πατρίδα μου ήταν ξακουστά. Τέλος είδαμε τα πολυάριθμα καμπαναριά του Αονδίνου, τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου που ξεχώριζε πάνω απ' όλα και τον Πύργο του Αονδίνου, που η φήμη του είναι μεγάλη στψ (Χγγλική ιστορία.
201
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX στο Λονδίνο* είχαμε αποφασίσει να Τ μείνουμε αρκετούς μήνες σ' αυτή την όμορφη και διάσημη πόλη. Ο Κλερβάλ επιθυμούσε πάρα πολύ να σχετιστεί με τους ΩΡΑ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΑΜΕ
ττνευματικούς και ταλαντούχους ανθρώπους, που αφθονούσαν αυτό τον καιρό' αυτό όμως για μένα ήταν κάτι το δευτερεύον εγώ γύρευα να βρω τα μέσα, αυτό κυρίως με απασχολούσε, που θα μου έδιναν την ευκαιρία να αποκτήσω όλες εκείνες τις αναγκαίες πληροφορίες που θα χρησίμευαν για την εκπλήρωση της υπόσχεσής μου· γρήγορα, λοιπόν, εκμεταλλεύθηκα τα συστατικά γράμματα που είχα φέρει μαζί μου και που απευθύνονταν προς τους πιο δκχκεκριμένους φιλοσόφους των φυσικών επιστημών. Αν αυτό το ταξίδι είχε γίνει τον καιρό που σπούδαζα και τις ευτυχισμένες φοιτητικές μου μέρες, θα μου είχε προσφέρει ανείπωτη ευχαρίστηση. Τώρα όμως την ύπαρξή μου την έτρωγε ένα σαράκι και όλους αυτούς τους (χνθρώπους τους επισκεπτόμουν μόνο και μόνο για χάρη της πληροφορίοος που θα μου έδιναν για το θέμα που μ' ενδιέφερε τόσο βαθιά. Η οποΐίχδήποτε συντροφιά μου ήταν πληκτική* όταν έμενα μόνος, ένιωθα καλύτερα, γιατί το μυαλό μου απερίσπαστο μπορούσε να σκεφθεί, ό,τι ήθελε* η φωνή του Χένρυ με καταπράυνε κάπως και μπορούσα έτσι να ξεγελάω τον εαυτό μου με μια πρόσκαιρη γαλήνη. Τα πολυάσχολα, αδιάφορα, χαρούμενα πρόσωπα που με περιτριγύριζαν γέμιζαν με μαύρη απελπισία την καρδιά μου. Ανάμεσα σε μένα και στους συνανθρώπους μου έβλεπα ένα απροσπέλαστο φράγμα· αυτό το φράγμα ήταν σφραγισμένο με το αίμα του Γουίλλιαμ και της Ζυστίν* και η ψυχή μου γέμιζε με αγωνία, όταν θυμόμουν τα γεγονότα που συνδέονταν μ' αυτά τα ονόματα. Στον Κλερβάλ όμως έβλεπα την εικόνα του αλλοτινού εαυτού μου* ήταν περίεργος και έκοονε αγωνιώδεις προσπάθειες για 202
να αποκτήσει πείρα και παιδεία. Η διαφορά των συμπεριφορών που παρατηρούσε ήταν γι' αυτόν μια ανεξάντλητη πηγή μάθησης και διασκέδασης. Επίσης είχε βάλει σε ενέργεια ένα ζήτημα που από πολύ καιρό το είχε υπόψη του. Σχεδίαζε να επισκεφθεί την Ινδία, με την πεποίθηση πως ξέροντοις τις διάφορες ιδιωματικές της γλώσσες και γνωρίζοντας τη δομή της κοινωνίοις της, θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού αποικισμού και του εμπορίου. Την εκτέλεση ενός τέτοιου σχέδιου μόνο στη Βρετανία θα μπορούσε να πετύχει. Πάντα ήταν απασχολημένος· και το μόνο πρόσκομμα στις ψυχαγωγίες του ήταν το περίλυπο και απελπισμένο ττνεύμα μου. Αυτή την ψυχική και ττνευματική μου κατάσταση προσπαθούσα να την κρύβω όσο γινόταν περισσότερο, γιατί δε μου επιτρεπόταν να τον αποστερώ από τις χαρές που ήταν φυσικές για κάποιον που έμπαινε σε μια νέα φάση της ζωής και μάλιστα ανενόχλητος από οποιαδήποτε φροντίδα ή από όποια πικρή ανάμνηση. Συχνά, για να μείνω μόνος, αρνιόμουν να τον συνοδεύσω, με την πρόφαση πως είχα κάποια άλλη υποχρέωση. Ποφάλληλα άρχισα να μαζεύω τα υλικά που ήταν απαραίτητα για τη νέα μου δημιουργία κι αυτό για μένα ήταν σαν το κινέζικο μαρτύριο, δηλοιδή σοίν τη σταγόνα του νερού που πέφτει συνεχώς σε ίσα διαστήματα πάνω στο κεφάλι του κατοοδικασμένου. Κάθε σκέψη μου που αφιερωνόταν σ' αυτό το έργο ήταν κι ένας μεγάλος σπαραγμός και κάθε λέξη μου που έκρυβε και τον πιο μικρό υπαινιγμό γι' αυτό έκανε τα χείλη μου να τρεμουλιάζουν και την καρδιά μου να σπαρταράει. Αφού πέρασαν μερικοί μήνες στο Λονδίνο, πήραμε ένα γράμμα από κάποιον που έμενε στη Σκωτία* αυτόν τον Σκωτσέζο τον είχαμε .γνωρίσει άλλοτε στη Γενεύη. Στο γράμμα του μας περιέγραφε τις ομορφιές της πατρίδας του και στο τέλος μοος έλεγε να αναρωτηθούμε αν αυτές και μόνο δεν ήταν αρκετό δέλεαρ για να μοος κάνει να προεκτείνουμε το ταξίδι μοος προς το βορρά, ως το Περθ όπου έμενε. Ο Κλερβάλ επιθυμούσε έντονα να αποδεχτούμε αυτή την πρόσκληση* εγώ, παρ' όλο που σιχαινόμουν τις κοινωνικές συναναστροφές, ήθελα πάρα πολύ να ξαναδώ βουνά και ποτάμια και όλα εκείνα τα εκπληκτικά έργα που μ' αυτά η Φύση διακοσμεί τις επίλεκτες τοποθεσίες της. 203
Στην Αγγλία είχοίμε φθάσει στις οφχές του Οκτώβρη^ και τώρα ήταν Φεβρουάριος. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να αρχίσουμε το ταξίδι μας προς το βορρά με το τέλος του άλλου μήνα. Σ' αυτή την εξόρμησή μοίς δε σκοπεύαμε να ακολουθήσουμε τον κεντρικό δρόμο προς το Εδιμβούργο* η πρόθεσή μας ήταν να επισκεφθούμε το Γουίνδσορ, την Οξφόρδη, το Μάτλοκ και τις λίμνες Κάμπερλαντ και γύρω στα τέλη Ιουλίου να φθάσουμε στην ολοκλήρωση αυτής της περιοδείας. Πακετάρησΐχ τα όργανα της χημείας και τα υλικά που είχα μαζέψει, με την απόφαση να τελειώσω τη. δουλειά μου σε κάποια σκοτεινή γωνιά των βορινών υψίπεδων της Σκωτί(χς. Φύγαμε από το Αονδίνο στις 27 του Μάρτη και μείναμε λίγες μέρες στο Γουίνδσορ, κάνοντας περιπάτους μέσα στο όμορφο δάσος του. Για μας τους βουνήσιους αυτό το τοπίο ήτοον κάτι το καινούργιο* οι υπέροχες βαλανιδιές, το πλήθος των θηραμάτων και τα κοπάδια με τα μεγαλόπρεπα ελάφια ήταν όλα καινούργια για μ(χς. Από κει προχωρήσοιμε στην Οξφόρδη. Καθώς μπαίναμε σ' αυτή την πόλη, η σκέψη μας πήγε πίσω και αναθυμηθήκοιμε τα γεγονότα που είχαν δκχδροιματιστεί εδώ πριν από ενάμιση ίσως και περισσότερο αιώνα. Εδώ ήταν που ο Κάρολος ο Α' είχε συγκεντρώσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Αυτή η πόλη του είχε παροομείνει πιστή παρ' όλο που ολόκληρο το έθνος τον είχε εγκαταλείψει για να ενωθεί με την ποοντιέρα του κοινοβουλίου και της ελευθερίίχς. Η (χνάμνηση οαττού του άτυχου βασιλιά και της συντροφιάς του, του αξιαγάπητου Φόλκλαντ, του αυθάδη Γκόρινγκ, της βασίλισσάς του και του γιου του, έδιν<χν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε κάθε μέρος της πόλης όπου μπορούσε να υποτεθεί πως είχοον κατοικήσει. Το ττνεύμα της παράδοσης των περασμένων χρόνων κατοικούσε εδώ κι εμείς βρίσκαμε μεγάλη ευχοφίστηση στην ιχνηλάτηση των βημάτων του. Αν αυτά τα συναισθήματα δεν έβρισκαν επαρκή ικ(χνοποίηση, η εμφάνιση της πόλης από μόνη της είχε αρκετή ομορφιά ώστε να αποσπάσει το θαυμασμό μας. Τα χο^λέγια είναι παλιά και γραφικά* και ο υπέροχος Άισις ^ Στο τέλος του προηγούμενου ίάφαλοαου η Σέλλεϋ γράφει: « Ήτ(*ν ένα καθαρό πρωινό, στις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη, που πρωτοοντικρισα τους άσπρους βράχους της Βρετανίας». Αυτή η αντίφαση θά οφείλεται ασφαλώς σε κάποια απροσεξία της μνήμης, που θα διορθώθηκε στην επόμενη έκδοση. (Σ.τ.Μ.).
204
που κυλάει δίπλα στην πόλη περνώντιχς μέσα από λιβάδια με εξαίρετη χλόη, προχωρώντας απλώνεται και γίνεται μια γαλήνια υδάτινη έκταση, που αντανακλά τους μεγαλοπρεπείς ττύργους, τα καμπαναριά και τους θόλους που αγκοίλιάζονται από αιωνόβια δέντρα. Αυτό το μέρος το χάρηκα* μολοντούτο η χοφά μου νοθευόταν από την ανάμνηση του παρελθόντος και από την προσδοκία του μέλλοντος. Εγώ ήμουν φτιαγμένος για ειρηνική ευτυχία. Στις μέρες της νιότης μου ποτέ δε μ* έπιασε απογοήτευση* κι αν καμιά φορά ένιωθα ennui^ τότε έβρισκα καταφύγιο στο να κοιτάω τις ομορφιές της φύσης ή στη μελέτη των εξαίρετων και, υπέρτατων επιτευγμάτων του ανθρώπου, κι έτσι η καρδιά μου μπορούσε πάντα κι έβρισκε τα ενδιαφέροντά της και το τυνεύμα μου την ευκαμψία του. Τώρα όμως νιώθω σαν κεραυνοβολημένο δέντρο* ο κεραυνός τρύπωσε ως τα κατάβαθα της ψυχής μου* και αισθάνομαι πως θα επιζήσω για να δείχνω, ό,τι σε λίγο θα έποακχ να είμαι —ένα θλιβερό θέοομα ανθρώπινου ναυάγιου, αξιοθρήνητο για τους άλλους, ανυπόφορο για μένα. Περάσαμε αρκετό καιρό στην Οξφόρδη, περιδκχβάζοντας τα περίχωρά της και προσπαθώντας να επισημάνουμε κάθε σημείο που θα μπορούσε να σχετιστεί με την πιο ψυχωμένη εποχή της (χγγλικής ιστορίας. Οι μικρές μας εξερευνητικές εξορμήσεις παρατείνονταν συχνά από τα αλλεπάλληλα ενδιαφέροντα θέματα που παρουσιάζοντοον. Επισκεφθήκαμε τον τάφο του ένδοξου Χάμτυντεν και το πεδίο όπου έπεσε αυτός ο πατριώτης. Για μια στιγμή εκεί η ψυχή μου ξέφυγε από τους εξευτελιστικούς και θλιβερούς φόβους της για να αναπολήσει τς θείες ιδέες της ελευθερίοις και της αυτοθυσί(χς, που αυτά τα μνημεία αποτελούσαν την υπόμνησή τους. Για μια στιγμή τόλμησα να αποτινάξω τις αλυσίδες μου και να κοιτάξω γύρω μ* ένα υψηλόφρονο και ελεύθερο πΛ/εύμα* μα το σίδερο είχε φάει τις σάρκες μου και ξανοφυθίστηκα, τρέμοντοος απελπισμένος, στο τρισάθλιο κίκβούκι μου. Αφήσαμε την Οξφόρδη με μεγάλη λύττη και ττήγοιμε στο Μάτλοκ που ήταν το μέρος της επόμενης στάσης μας. Τα περίχωρα αυτού του χωριού έμοιαζίχν, ως ένα μεγάλο βαθμό, με τοπίο της Ελβετίας* το καθετί όμως ήταν σε μικρότερη κλίμακα και από τους πράσινους λόφους έλειπε το φόντο των απόμακρων λευκών 'Αλπεων που πάντα υψώνονται επιβλητικά πίσω από τα ελατο205
φόρα βουνά της πατρίδοίς μου. Επισκεφθήκαμε το καταπληκτικό σπήλαιο και τους μικρούς θαλάμους της φυσικής ιστορίας, όπου τα εκθέματα εκτίθενται με τον ίδιο τρόπο όπως και στις συλλογές του Σερβό και του Σαμονί. Αυτό το τελευταίο όνομα μ' έκανε να τρέμω σύγκορμος, ότοον προφέρθηκε από τον Χένρυ* γι' αυτό και βιάστηκα να φύγω από το Μάτλοκ, που το 'χα συνδέσει έτσι μ' εκείνη τη φοβερή σκηνή στο Σαμονί. Από το Ντέρμττυ συνεχίζοντοίς να ττηγαίνουμε προς το βορρά, περάσαμε δυο μήνες στο Κάμπερλαντ και στο Γουέστμορλαντ. Τώρα νόμιζα πως βρισκόμουν σε ελβετικά βουνά. Τα μικρά μπαλώματα του χιονιού που εξακολουθούσαν ακόμα να υπάρχουν στις βορινές πλαγιές των βουνών, οι λίμνες και το ορμητικό τρέξιμο των ρυακιών ανάμεσα στα βράχια, όλα μου ήταν γνώριμα και αγαττημένα θεάματα. Εδώ κάναμε κάποιες γνωριμίες που συνήργησαν στο να μου δημιουργηθεί μια ψεύτικη εντύπωση ευτυχίοις. Η ευχαρίστηση του Κλερβάλ ανοΛογικά ήταν πολύ μεγοΛύτερη από τη δική μου* το μυαλό του πλουτιζόταν από τη συντροφιά των ταλαντούχων ανθρώπων και μέσα στη δική του φύση έβρισκε μεγαλύτερες ικανότητες και τέτοιες ψυχικές δυνάμεις που δεν μπορούσε να τις είχε φανταστεί πως τις κατείχε όσο καιρό συναναστρεφόταν κατώτερούς του. «Εδώ θα μπορούσα να περάσω όλη μου τη ζωή», μου είπε* «ανάμεσα σ' αυτά τα βουνά σπάνια θα θυμόμουν την Ελβετία και το Ρήνο!» Διαπίστωσε όμως πως η ζωή του ταξιδευτή εκτός από χαρές έχει και αρκετό κόπο. Τα συναισθήματά του τον κρατούν διαρκώς σε ένταση· και όταν αρχίζει να χαλαρώνει, βρίσκει πως είναι υποχρεωμένος εκείνο που του 'δινε χαρά να το εγκαταλείψει για χάρη κάποιου καινούργιου, που απασχολεί τώρα την προσοχή του, που κι αυτό θα το εγκαταλείψει επίσης για κάποιο άλλο καινούργιο. Παρ' όλο που δεν είχαμε καταφέρει να δούμε όλες τις λίμνες του Κάμπερλαντ και του Γουέστμορλαντ και μ' όλο που είχιχμε γνωρίσει αρκετούς συμπαθητικούς ανθρώπους, μολαταύτα έπρεπε να τ' (χφήσουμε όλα κι όλους και να συνεχίσουμε το ταξίδι μοις γιατί πλησίαζε η εποχή της συνάντησής μας με το Σκωτσέζο φίλο μχς. Εγώ από τη μεριά μου δε στενοχωρήθηκα πολύ. Αυτόν τον τελευταίο καιρό είχα παρ<χμελήσει την υπόσχεση μου και φοβόμουν τα αποτελέσματα της δυσαρέσκεΐιχς του δαίμονα. Μπορούσε 206
να είναι στην Ελβετία και να ξεθυμάνει την εκδίκησή του πάνω στους συγγενείς μου. Αυτή η ιδέα με κατ(χδίωκε και με βασάνιζε κάθε στιγμή, ενώ κάτω από άλλους όρους θα περνούσα ήσυχα και γαλήνια. Πώς και πώς περίμενα να πάρω γράμματα* κι αν καθυστερούσαν, έπεφτα στην πιο μαύρη απελπισία και με έζωναν χίλιοι φόβοι* μα κι όταν έρχονταν και αναγνώριζα στην επιγραφή του φάκελου το γραφικό χαρακτήρα της Ελίζαμπεθ ή του πατέρα μου δεν τολμούσα να τα διαβάσω μήπως και επιβεβαίωνα τη μοίρα μου. Μερικές φορές είχα την εντύπωση πως ο δαίμον(χς μ' ακολουθούσε και ότι θα προσπαθούσε να σταματήσει την αμέλειά μου με τη δολοφονία του συντρόφου μου. Όταν με κυρίευαν τέτοιες σκέψεις, ούτε στιγμή δεν άφηνα μόνο του τον Χένρυ, γινόμουν η σκιά του, για να τον προστατέψω από τη μ(χνία του εξολοθρευτή του. Ένιωθα σαν να είχα διαπράξει κάποιο μεγάλο έγκλημα, που η επίγνωσή του με κυνηγούσε. Ήμουν αθώος, κι όμως είχα ρίξει επάνω μου μια φοβερή κατάρα τόσο θανάσιμη όσο και το έγκλημα. Το Εδιμβούργο το είδα με άψυχα μάτια και άτονο τυνεύμα, παρ' όλο που αυτή η πόλη θα μπορούσε να κινήσει το ενδιαφέρον και του πιο δυστυχισμένου πλάσματος. Στον Κλερβάλ δεν άρεσε τόσο όσο η Οξφόρδη, που ήταν ποΛιά πόλη με ιστορία, κάτι που τον γοήτευε περισσότερο. Η ομορφιά όμως και η τ(χκτικότητα μΐ(χς νέιχς πόλης σαν το Εδιμβούργο, με το ρομαντικό κάστρο της και τα περίχωρά της —την Έδρα του Αρθούρου, το Πηγάδι του Αγ. Βερνάρδου και το Πέντλαντ Χιλλς— τα πιο ευχάριστα στον κόσμο, τον αποζημίωσοον ως οιλλαγή και τον γέμισαν με χαρά και θαυμασμό. Εγώ όμως ανυπομονούσα να φθάσω στο τέρμα του ταξιδιού μου. Ύστερα από μια βδομάδα φύγαμε από το Εδιμβούργο και περνώντ(χς από το Κουπάρ, το Σαιν Άντριους και προχωρώντοος κατά μήκος της όχθης του Τάυ, φθάσαμε στο Περθ, όπου μας περίμενε ο φίλος μ(χς. Εγώ όμως δεν είχα καμιά διάθεση να γελάσω ή να μιλήσω με ξένους ή να συμμορφωθώ με τα αισθήματά τους ή τα σχέδιά τους μ' εκείνη την κοΛή πρόθεση που περιμένει κανείς από ένα φιλοξενούμενο* γι' αυτό είπα στον Κλερβάλ πως ήθελα να περιοδεύσω τη Σκωτία μόνος μου. «Εσύ», του είπα, «μείνε και διασκέδασε κι ας πούμε ότι θα ξανασυνοίντηθούμε εδώ. Μπορεί να λείψω κανά δυο μήνες* σε παρα207
καλώ όμως να μη νοιαστείς για τις κινήσεις μου* λίγο καιρό άσε με μόνο να ηρεμήσω* και όταν γυρίσω, ελπίζω πως η καρδιά μου θα είναι πιο ξαλαφρωμένη, πιο προσαρμοσμένη στη δική σου διάθεση». Ο Χένρυ προσπάθησε να με μεταπείσει' βλέποντας όμως πως το είχα πάρει απόφαση, σταμάτησε να διαμαρτύρεται. Με εξόρκισε να γράφω συχνά. «Θα προτιμούσα να είμαι μαζί σου», είπε, «σ' αυτές τις μοναχικές σου περιπλανήσεις ποφά να βρίσκομαι εδώ μ'αυτούς τους Σκωτσέζους που δεν ξέρω καθόλου* βιάσου, λοιπόν, αγαττητέ μου φίλε, να γυρίσεις, ώστε να μπορώ και πάλι να νιώθω άνετα, κάτι που δεν μπορεί να γίνει όσο λείπεις». Αφού χώρισα από το φίλο μου, αποφάσισα να πάω σε κάποιο απόμερο σημείο της Σκωτίοις κι εκεί μέσα στην ερημιά να τελειώσω το έργο μου. Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι το τέρας με είχε ακολουθήσει και ότι θα παρουσιαζόταν μπροστά μου ότ(χν θα είχα τελειώσει, ότ(χν θα μπορούσε να ποιραλάβει τη συντρόφισσά του. Έχοντοις πάντα υπόψη την οφχική μου απόφαση, διέσχισα τα βόρεια υψίπεδα και για βάση της δουλειάς μου διάλεξα ένα από τα πιο απομονωμένα νησιά Όρκνυς^ Ήτ(χν ένα μέρος κατάλληλο για μια τέτοια εργασία σαν τη δική μου* δύσκολα θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει κάτι περισσότερο από ένα βράχο, που οι ψηλές πλευρές του δέρνονταν αδιάκοπα από τα κύματα. Το^ έδαφος ήταν άγονο, σπάνια προσέφερε βοσκή σε κάτι λίγες κακορίζικες αγελάδες και βρώμη στους πέντε όλους κι όλους κατοίκους του, που τα κοκαλιάρικα και λιπόσαρκα μέλη τους αποτελούσαν απτά δείγματα της τρισάθλιας ζωής τους. Τα λαχανικά και το ψωμί, όταν παραδίδονταν σε τέτοιου είδους πολυτέλειες, ακόμα και το πόσιμο νερό ήτοεν υποχρεωμένοι να τα προμηθεύονται οστό τη στεριά, που ήταν σε πέντε μίλια απόσταση. Σ' όλο το νησί υπήρχ(χν μονάχα τρεις ποονάθλιες καλύβες και όταν έφθασα η μια απ' αυτές έτυχε να είναι άδεια. Τη νοίκιασα. Είχε δυο μόνο δωμάτια, που έδειχναν καθαρά όλη την κακομοιριά της πιο μεγάλης ανέχειας. Η ο^ζυρένια σκετυή είχε πέσει μέσα, οι τοίχοι ήταν ασοβάντιστοι και η πόρτα είχε φύγει από τους μεντεσέδες. Συνεννοήθηκα να τα διορθώσουν, αγόρασα μερικά έπιπλα και μτυήκα μέσα* όλο αυτό το περιστατικό κανονικά, θα έ^ Τα νησιά Ορκάδες στο βόρειο άκρο της Σκωτίας. (Σ.τ.Μ.).
208
πρεπε να είχε γεννήσει απορίες, αν όλες (χνεξαφέτως οι αισθήσεις των χωρικών δεν είχαν ναρκωθεί από την ανέχεια και την κακομοιριά της φτώχειας. Πραγματικά, έζησα απαρατήρητος και ανενόχλητος, χάρη στα λίγα τρόφιμα και τα ρούχα που έδωσα* τόσο πολύ η ανέχεια καταφέρνει και αμβλύνει τις άξεστες αισθήσεις του ανθρώπου. Όλα τα πρωινά εργαζόμουνα σ' αυτό το λημέρι* τα βράδια όμως, όταν ο καιρός ήταν καλός, έκανα περιπάτους στη βραχώδη ακτή και άκουγα τα κύματα καθώς μούγκριζαν και ορμούσαν σττα πόδια μοΟ. Ήταν μια μονότονη σκηνή παρ' όλο που άλλαζε διαρκώς. Μ' έκανε να σκέπτομαι την Ελβετία* πόσο διαφορετική ήταν απ' αυτό το ερημικό και τρομος^τικό τοπίο! Οι λόφοι της είναι γεμάτοι με αμπέλια και τ' αγροτόσπιτα είναι σκορπισμένα στις κοιλάδες, όχι πολύ μακριά το ένα από το άλλο. Οι όμορφες λίμνες της αντανακλούν το γαλάζιο ουροςνό* και όταν αναταράζονται από τους ανέμους, η ταραχή τους δεν είναι παρά ένα παιχνιδάκι κάποιου ζωηρού παιδιού σε σχέση με τα μουγκρίσματα του γιγαντιαίου ωκεανού. Μ' αυτό τον τρόπο είχα διοφρυθμίσει τις απασχολήσεις μου, όταν πρωτοτυήγα* όσο όμως προχωρούσα, η εργασία μου κάθε μέρα για μένα γινόταν όλο και πιο φρικτή και ανιαρή. Μερικές φορές επί αρκετές ημέρες ήτ(χν αδύνατο να πείσω τον εαυτό μου να μπει στο εργαστήριο* κι ήταν άλλες φορές που δούλευα σκληρά μέρα και νύχτα για να ολοκληρώσω τη δουλειά μου. Πραγματικά, ήταν αισχρή η εργασία που είχα μπλεχτεί. Στο πρώτο μου πείραμα ένα είδος από ενθουσιαστική φρενίτιδα με είχε τυφλώσει και δεν έβλεπα τη φρίκη της απασχόλησης μου* το μυαλό μου ήταν συνεχώς καρφωμένο στην εκτέλεση της εργασίοις μου και τα μάτια μου ήταν κλειστά μπροστά στη φρίκη των ενεργειών μου. Τώρα όμως (χντιμετώπιζα την εργασία μου ψύχραιμα και η καρδιά μου συχνά αρρώσταινε απ' αυτά που έκοοναν τα χέρια μου. Σ' αυτή την κατάσταση, απασχολημένος με την πιο σιχαμερή δουλειά, βυθισμένος σε μια μοναξιά όπου τίποτα δε θα μπορούσε ούτε και για μια στιγμή να αποσπάσει την προσοχή μου από το συγκεκριμένο έργο όπου είχα μπλεχτεί, άρχισα να έχω ψυχικές μεταπτώσεις* έγινα (χνήσυχος και νευρικός. Κάθε στιγμή φοβόμουν μήπως πέσω πάνω στο διώκτη μου. Μερικές φορές καθό209
μουν με τα μάτια μου καρφωμένα στο χώμα και φοβόμουν να τα σηκώσω μήπως και αντίκριζαν το αντικείμενο που τόσο πολύ φοβόμουν να δω. Φοβόμουν να απομακρυνθώ από τους συνανθρώπους μου, μήπως και με βρει μονάχο και μου ζητήσει τη συντρόφισσά του. Στο μεταξύ εξακολουθούσα να εργάζομαι και η δουλειά μου είχε προχωρήσει αρκετά. Απέβλεπα στην ολοκλήρωσή της με (χνυπόμονη και τρεμουλιαστή ελπίδα και την κατάληξή της δεν τολμούσα να την αμφισβητήσω παρ' όλο που ήταν ανακατεμένη με μαύρα, κακά προμηνύματα, που έκαναν την καρδιά μου να πονάει πολύ.
210
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX καθόμουν στο εργαστήριο μου* ο ήλιος είχε δύσει Ε και το φεγγάρι μόλις έβγαινε μέσα από τη θο^ασσα* το φως δεν ήταν αρκετό για τη δουλειά μου γι' αυτό και σταμάτησα για ΝΑ Β Ρ Α Δ Τ
να σκεφθώ τι έπρεπε να κάνω* να την άφηνα δηλαδή αφού έπεσε η σκοτεινιά ή να τη συνέχιζα ασταμάτητα όλη τη νύχτα; Όπως καθόμουν και προσπαθούσα να πάρω μιαν απόφαση, μια σειρά από αλλεπάλληλες σκέψεις άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου, που σιγά-σιγά μ' έφεραν στο σημείο να σκεφθώ τις συνέπειες αυτού του έργου που έκανα τώρα. Πριν από τρία χρόνια είχα ασχοληθεί με το ίδιο ζήτημα και είχα δημιουργήσει ένα δαίμονα που η άφθαστη βαρβαρότητά του μου είχε τσακίσει την καρδιά και την είχε γεμίσει για πάντα με τις πιο πικρές τύψεις. Τώρα ήμουν έτοιμος να φτιάξω ένα άλλο πλάσμα, που παρόμοια δεν ήξερα τις διαθέσεις του* αυτή θα μπορούσε να ήταν δέκα χιλιάδες φορές πιο μοχθηρή από το σύντροφο της και να απολάμβανε, από φυσικού της, το φόνο και την ερήμωση. Εκείνος είχε ορκιστεί ότι θα έφευγε από κάθε κατοικημένο τόπο και ότι θα τυήγαινε να κρυφτεί και να ζήσει σε κάποια ερημιά* εκείνη όμως δεν είχε υποσχεθεί κάτι τέτοιο* εκείνη επίσης, που κατά πάσα πιθανότητα θα γινόταν ένα πλάσμα λογικό με σκέψη, μπορεί να αρνιόταν να συμμορφωθεί με μια συμφωνία που είχε γίνει πριν από τη δημιουργία της. Μπορεί ακόμα και να μισούσαν ο ένοος τον άλλο* το πλάσμα που ήδη ζούσε απεχθανόταν τη δυσμορφία του, δε θα μπορούσε, λοιπόν, να τη σιχαθεί και να τη μισήσει, αν τα μάτια του στο πρόσωπό της αντίκριζαν κάποια παρόμοια με τη δική του δυσμορφία; Μπορεί εκείνη, εττηρεασμένη ίσως από την ομορφιά κάποιου φυσιολογικού ανθρώπου, να γύριζε αηδιασμένη (χλλού το πρόσωπό της απ* αυτόν θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει και να έμενε πάλι μόνος, νιώθοντ(χς τότε ολότελα εξαγριωμένος από την καινούργια πρόκληση 211
της εγκατάλειψης του από κάποιο άτομο ίδιο μ' αυτόν. Ακόμα κι αν έφευγαν από την Ευρώττη και ττήγαιναν να κατοικήσουν στις ερημιές του νέου κόσμου, ακόμα και τότε ένα από τα πρώτα αποτελέσματα από εκείνες τις επιθυμίες που κατάκαιγαν την ύπαρξη του δαίμονα θα ήταν τα παιδιά* και μια ράτσα από δαίμονες θα αναπαραγόταν πάνω στη γη που θα μπορούσε την ύπαρξη του ανθρώπινου γένους να τη φέρει σε μια (χβέβαιη κατάσταση πλημμυρισμένη από τρόμο. Είχα εγώ το δικαίωμα για δικό μου όφελος, να αφήσω να πέσει αυτή η κατάρα πάνω στις επερχόμενες γενεές; Η οϊλήθεια είναι πως πριν είχα συγκινηθεί από τις σοφιστείες του πλάσματος που είχα δημιουργήσει* είχα χάσει το νου μου από τις δαιμονικές απειλές του* τώρα όμως, για πρώτη φορά, είδα καθαρά την αχρειότητα της υπόσχεσης μου* μ' έπιασε φρίκη στη σκέψη πως οι μελλοντικοί αιώνες θα μπορούσαν να με καταριούνται θεωρώντοις με σαν μάστιγά τους, που ο εγωισμός της δε δίστασε να εξαγοράσει τη δική της γαλήνη με αντάλλαγμα την ύπαρξη, ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής. Έτρεμα ολόκληρος κι η κοιρδιά μου σταματούσε μέσα μου* κάποια στιγμή κοιτώντίχς έξω, είδα, στο φως του φεγγαριού, το δαίμονα στο παραθυρόφυλλο. Ένα φρικαλέο σαρκαστικό χαμόγελο είχε χ(χραχτεί στα χείλη του καθώς με κοίταζε εκεί που καθόμουν, ενόσω προσπαθούσα να εκτελέσω το έργο που μου είχε ανίχθέσει. Ναι, με είχε πάρει από πίσω σ' όλο το ταξίδι μου* είχε μείνει σε δάση, είχε κρυφτεί σε σπηλιές, είχε βρει καταφύγιο σε ξερότοπους· yjxi τώρα ήρθε να επισημάνει την πρόοδό μου και να απαιτήσει την εκπλήρωση της υπόσχεσης μου. Καθώς τον κοιτούσα, η όψη του είχε πάρει όλα τα χαρακτηριστικά της μοχθηρίοος και της χειρότερης δολιότητ(χς. Πήγα να τρελαθώ ότα σκέφτηκα ότι είχα υποσχεθεί να δημιουργήσω ένα άλλο πλάσμα σοον κι αυτόν και τρέμοντοος από θυμό έκανα κομμάτια το πράγμα που έφτιαχνα. Ο δαίμονοις όταν με είδε να καταστρέφω το πλάσμα που από την ύπαρξή του εξαρτούσε την ευτυχία του, έβγοΛε ένα σκούξιμο, που έκρυβε μέσα του την απελπισία μα και την απειλή για εκδίκηση, κι έφυγε. Βγήκα από το εργαστήριο και κλειδώνοντίχς την πόρτα, ττήρα όρκο να μη συνεχίσω ποτέ πια αυτό το έργο* ύστερα, με τρεμάμενα πόδια, τυήγα και κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Ήμουν μόνος* κανείς δε βρισκόταν κοντά μου για να μου διώξει τη μελαγχολία 212
και να με ανακουφίσει από την ασφυκτική πίεση των πιο φοβερών λογισμών. Ώρες πολλές πέρασαν κι εγώ καθόμουν κοντά στο παράθυρο κι ατένιζα τη θάλασσα* ήταν σχεδόν ακίνητη γιατί οι άνεμοι είχαν καλμάρει και όλη η φύση ησύχαζε κάτω από το βλέμμα του ήρεμου φεγγαριού. Μόνο κάτι λίγα ψαροκάικα φαίνονταν σαν λεκέδες πάνω στη λεία επιφάνεια της θάλασσας και πότε-πότε η αποΛή αύρα παράσερνε ως εμένα τις φωνές των ψαράδων που μίλαγαν μεταξύ τους. Ένιωθα τη σιωτυή, αν και δεν μπορούσα να κατοολάβω απόλυτα την έκτακτη βαρύτητά της* σε κάποια στιγμή εντελώς ξαφνικά το αυτί μου έπιασε κουπιά να παφλάζουν κοντά στην ακτή κι ύστερα από λίγο άκουσα να αποβιβάζεται κάποιος κοντά στο σπίτι μου. Έπειτα από λίγα λεπτά, άκουσα την πόρτα μου να τρίζει, σαν κάποιος να προσπαθούσε να την ανοίξει μαλ(χκά. Έτρεμα σύγκορμος* είχα κάποιο προαίσθημα για το ποιος ήταν και ήθελα να ξυττνήσω έν(χν από τους χωρικούς που έμενε κοντά σε μένα* μάταια όμως προσπάθησα να κινηθώ* με είχε πιάσει ένα αίσθημα ατονί(χς και αδυναμίοος, σαν κι εκείνες που νιώθει κανείς σε εφιάλτες, όταν προσπαθεί μάταια να αποφύγει ένα επικρεμάμενο κίνδυνο τη στιγμή που είναι ακατάλυτα ριζωμένος στο ίδιο σημείο. Αμέσως ύστερα άκουσα βήματα στο διάδρομο* η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο δαίμον(χς που φοβόμουν. Αφού έκλεισε την πόρτα, ήρθε κοντά μου και με ττνιχτή φωνή είπε: «Κατέστρεψες το έργο που άρχισες* τι σκοπεύεις να κάνεις; Να αθετήσεις την υπόσχεσή σου; Εγώ άντεξα βάσανα και δυστυχίες* έφυγα την ίδια ώρα με σένα από την Ελβετία* σύρθηκα στις όχθες του Ρήνου, πέρασα ανάμεσα από τα νησιά με τις ιτιές και πάνω από τα βουνά του. Έμεινα μήνες και μήνες στους ξερότοπους της Αγγλί(χς και στις ερημιές της Σκωτίίχς. Πέρασα κούραση κρύο και πείνα που δε λέγεται* κι εσύ τολμάς να καταστρέψεις τις ελπίδες μου;» «Φύγε! Ναι, καταπατώ την υπόσχεσή μου* ποτέ δε θα φτιάξω ένα άλλο πλάσμα σαν κι εσένα, όμοιο σε ασκήμια και μοχ^ρία». «Σκλάβε! Πριν προσπαθούσα να συνεννοηθώ λογικά μαζί σου, μα εσύ αποδείχτηκες ανάξιος για τη συγκατάβαση που σου 'δειξα. Θυμήσου τη δύναμη που έχω* πιστεύεις πως είσαι δυστυχισμένος, όμως εγώ μπορώ να σε φέρω σε τέτοια κατάσταση που 213
να σε κάνω να μισήσεις ακόμα και το φως της μέρ(χς. Είσαι ο δημιουργός μου, μα εγώ είμαι ο αφέντης σου* υπάκουσε!» «Οι ώρες της αναποφασιστικότητάς μου πέρασαν και ήρθε η περίοδος της δύναμής μου. Οι απειλές σου δεν μπορούν πια να με φοβίσουν ώστε να κάνω μια πράξη ανήθικη* τουν(χντίον, με δυναμώνουν στψ απόφαση μου να μη σου δημιουργήσω μια συντρόφισσα στην κακία. Μπορώ, έτσι ψυχρά, να ξαπολύσω πάνω' στη γη ένα δαίμονα που του αρέσει ο θάνατος και η ερήμωση; Φύγε! Δεν κάνω πίσω και τα λόγια σου μονάχα το θυμό μου φουντώνουν». Το τέρας είδε στο πρόσωπό μου ζωγραφισμένη την αποφασιστικότητα και έτριξε τα δόντια του μέσα στη μανία του θυμού του. «Κάθε άντρας», φώναξε, «βρίσκει μια γυναίκα για να τη σφίξει στην αγκαλιά του, κάθε ζώο έχει το ταίρι του κι εμένα με καταδικάζεις να είμαι μόνος; Είχα αισ^ματα στοργής που ανταμείφθηκαν με απ^εια και καταφρόνια. Άνθρωπε! Μπορεί να μισείς, μα πρόσεχε! Οι ώρες σου θα περνούν μέσα στον τρόμο και τη δυστυχία και σύντομα θα πέσει ο κεραυνός που θα σου οφπάξει για πάντα την ευτυχία σου. Εσύ θα είσαι ευτυχισμένος ενώ εγώ θα κυλιέμαι στη χειρότερη ταπείνωση; Μπορείς να μου συντρίψεις τα άλλα μου πάθη, μα όχι την εκδίκηση* αυτή παραμένει* εκδίκηση, λοιπόν, από δω και πέρα, που για μένα θα είναι πιο πολύτιμη κι από το φως κι απ' την τροφή! Μπορεί να πεθάνω, μα πρώτα εσύ, τύραννε και βασανιστή μου, θα καταραστείς τον ήλιο που θα βλέπει τη δυστυχία σου. Πρόσεχε γιατί είμαι άφοβος και γι' αυτό παντοδύναμος. Θα σε παρακολουθώ με την πονηριά του φιδιού για να μπορέσω όταν έρθει η στιγμή να σε κεντρίσω με το δηλητήριό του. Άνθρωπε, θα πληρώσεις για τις πληγές που ανοίγεις!» «Σταμάτα, δαίμονα, και μη δηλητηριάζεις τον (χέρα μ' αυτές τις κοίκίες σου. Σου δήλωσα απερίφραστα την απόφασή μου και δεν είμαι κανένοις δειλός για να υποκύψω μπροστά σε λόγια. Άσε με ήσυχο* είμιαι ανυποχώρητος». «Καλά, λοιπόν, ττηγαίνω* μα θυμήσου* θα είμαι μαζί σου τη νύχτα του γάμου σου». Έτρεξα καταπάνω του και του φώναξα: «Αχρείε, πριν υπογράψεις το πιστοποιητικό του θανάτου μου, βεβαιώσου για τη δική σου ασφάλεια!» 214
Θα τον γράπωνα, μα μου γλίστρησε μέσα από τα χέρια κι έφυγε από το σπίτι με μεγάλη φούρια. Σε λίγα λετττά τον είδα να μπαίνει στη βάρκα του, που έσκισε τα νερά σοον βέλος, και πολύ γρήγορα χάθηκε ανάμεσα στα κύματα. Τώρα πάλι όλα ήτοον σιωτυηλά, μα τα λόγια του αντηχούσαν στ' αυτιά μου. Λυσσομανούσα από θυμό κι ήθελα να κυνηγήσω το δολοφόνο της γαλήνης μου για να τον βουλιάξω μέσα στα νερά του ωκεανού. Πηγαινοερχόμουν μέσα στο δωμάτιο σαν άγριο θηρίο μέσα σε κλουβί ενώ η φαντασία μου δημιουργούσε χίλιες εικόνες για να με βασανίσει και να με ερεθίσει. Γιατί δεν τον κυνήγησα και να 'κλεινά τους λογαριασμούς μου με μια πάλη ως το θάνατο; Μόνο τον άφησα να φύγει και τώρα καθόμουν και τον έβλεπα να κατευθύνεται στην απέναντι στεριά; Με βασάνιζε διοφκώς η ιδέα για το ποιος θα μπορούσε να είναι το επόμενο θύμα που θα γινόταν τροφή για την αχόρταγη εκδίκησή του. Και τότε μου ξανάρθαν στο νου τα λόγια του « Θα είμαι μαζί σου τη νύχτα του γάμου σου». Εκείνη, λοιπόν, η μέρα είχε οριστεί για να εκπληρωθεί ό,τι έγραφε το πεπρωμένο μου. Την ώρα που θα πέθαινα θα 'νιώθε ικανοποίηση και θα 'σβήνε η μο^^ρία του. Αυτή η προοπτική δε μ' έκανε να φοβηθώ* μολοντούτο, όταν σκέφθηκα την αγαττημένη μου Ελίζαμπεθ —^τα δάκρυά της και την ανείπωτη θλίψη της, όταν θα διαπίστωνε πως της είχαν αρπάξει τόσο βάρβαρα από κοντά της τον αγαττημένο της— τότε δάκρυα, τα πρώτα που έχυσα ύστερα από πολλούς μήνες, κύλησαν από τα μάτια μου και αποφάσισα να μην το βάλω κάτω μπροστά στον εχθρό μου παρά να τον πολεμήσω όσο μπορούσα σκληρότερα. Η νύχτα πέρασε και βγήκε ο ήλιος μέσα από τον ωκεανό* η ψυχική μου κατάσταση ηρέμησε κάπως, αν βέβαια μπορεί να ονομαστεί ηρεμία, όταν η μανία του θυμού βυθίζεται στα βάθη της απελπισί(χς. Έφυγα από το σπίτι, από το μέρος που είχε γίνει ο τρομερός καυγάς της περασμένης νύχτας, και περπάτησα στην παραλία, δίπλα στη θάλασσα, που μου φάνηκε σοον ένα αδιαπέραστο φράγμα ανάμεσα σε μένα και τους συνανθρώπους μου* κι η επιθυμία μου για κάτι τέτοιο ήταν τόσο μεγάλη που σε μια στιγμή νόμισα πως ήταν κάτι το οΛηθινό. Ήθελα πάρα πολύ να μπορούσα να πέρν(χγα τη ζωή μου πάνω σ' (χυτό το γυμνό βράχο, πληκτικά είναι αλήθεια, μα χωρίς να 'χω το φόβο από οποιοδή215
ποτε ξαφνικό χτύττημα της δυστυχιοος. Αν γυρνούσα πίσω ή εγώ θα θυσιαζόμουν ή θα έβλεπα εκείνους που αγαπούσα περισσότερο να πεθαίνουν κάτω από τα αρπάγια του δαίμονα που εγώ ?ίχα δημιουργήσει. Τριγυρνούσα στο νησί σαν ακούραστο φάντασμα, χωρισμένος από όλα όσα αγαπούσα και δυστυχισμένος απ' αυτό το χωρισμό. Όταν ήρθε το μεσημέρι και ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, ξάπλωσα στο χορτάρι και παραδόθηκα σε βαθύ ύττνο. Ολόκληρη την προηγούμενη νύχτα είχα μείνει ξυττνητός, τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα και τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα από το ξενύχτι και την αγωνία. Ο βαθύς ύττνος που μ' έπιασε μ*^ έκίχνε να συνέλθω και όταν ξύπνησα ένιωσα και πάλι σαν άνθρωπος* άρχισα, λοιπόν, να σκέπτομαι με μεγαλύτερη ψυχραιμία όσα είχαν γίνει* διαρκώς όμως τα λόγια του δαίμονα ηχούσοον στ' αυτιά μου σαν πένθιμες καμπάνες κι όλα παρουσιάζονταν μπροστά μου σαν όνειρο, ένα όνειρο όμως που δεν είχε χάσει τίποτα από την ένταση και την πιεστικότητα της πραγματικότητοος. Ο ήλιος είχε κατέβει αρκετά κι εγώ καθόμουν ακόμα στην ακτή και προσπαθούσα με λίγο κριθαρένιο ψωμί να κορέσω την πείνα που με βασάνιζε, ότ(χν είδα ένα ψκχροκάικο ν' οφάζει κοντά μου και έναν από τους ανθρώπους του να μου φέρνει ένα πακέτο* περιείχε γράμματα από τη Γενεύη και ένα από τον Κλερβάλ, που με παρακαλούσε να πάω να τον βρω. Έλεγε πως εκεί που ήτοον έχανε τον καιρό του άσκοπα* πως τα γράμματα από τους φίλους που είχε κάνει στο Λονδίνο τον προέτρεπαν να επιστρέψει όσο γινόταν πιο γρήγορα για να ολοκληρώσουν τις συνομιλίες που είχαν αρχίσει σχετικά με την επιχείρηση της Ινδίας. Δεν μπορούσε να καθυστερήσει περισσότερο την αναχώρηση του* καθώς όμως το ταξίδι του στο Λονδίνο ήταν πιθανό να είχε ως αποτέλεσμα, ακόμα πιο γρήγορα απ' ό,τι είχε υπολογίσει, την αρχή του μακρύτερου ταξιδιού του, με παρακοΛούσε να του χάριζα την παρέα μου όσο καιρό μπορούσα περισσότερο. Γι' αυτό με ικέτευε να παρατήσω το απομονωμένο νησί μου και να τον συναντήσω στο Περθ, που από κει και πέρα θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε μαζί προς το νότο. Λυτό το γράμμα με ξανάφερε ως ένα βαθμό στην πραγματικότητα και αποφάσισα να φύγω από το νησί σε 8υο μέρες· Πριν φύγω όμοος έπρεπε να κάνω κάποια δουλειά που μ' έπια216
νε φρίκη αμα τη σκετττομουν επρεπε να συσκευάσω τα όργανα της χημεί(χς· γι' αυτό όμως το σκοπό έπρεπε να μπω στο δωμάτιο που αποτελούσε τη σκηνή της αποκρουστικής δουλειάς μου και έπρεπε να πιάσω εκείνα τα εργοΛεία που η όψη τους και μόνο με αρρώσταινε. Την άλλη μέρα, με το χάραμα, μάζεψα όσο κουράγιο είχα και ξεκλείδωσα την πόρτα του εργαστηρίου μου. Τα απομεινάρια του μισοτελειωμένου πλάσματος, που είχα καταστρέψει, ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα και σχεδόν ένιωσα σαν να είχα ξεσκίσει τη ζεστή σάρκα κάποιας ανθρώπινης ύπαρξης. Στάθηκα για να μπορέσω να συνέλθω και ύστερα μτυήκα στο δωμάτιο. Με τρεμάμενα χέρια έβγαλα τα όργανα έξω* σκέφτηκα όμως πως δεν έπρεπε να αφήσω τα κατάλοιπα της εργασίοος μου γιατί θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους χωρικούς τρόμο και υποψία* έτσι τα έβαλα σ' ένα καλάθι μαζί με αρκετές πέτρες και για να τα εξαφανίσω αποφάσισα να τα πετάξω στη θάλασσα εκείνη τη νύχτα* στο μεταξύ κάθισα κοντά στην παραλία, προσπαθώντοος να καθαρίσω και να τακτοποιήσω τα χημικά μου σύνεργα. Καμιά αλλαγή δε θα μπορούσε να ήταν πιο ολοσχερής από εκείνη που έγινε στα αισθήματά μου, όταν εκείνη τη νύχτα παρουσιάστηκε μπροστά μου ο δαίμονοις. Πριν αντιμετώπιζα την υπόσχεσή μου με θλιβερή απελπισία, σαν ένα πράγμα που με οποιεσδήποτε συνέπειες έπρεπε να πραγματοποιηθεί* τώρα όμως ένιωθα σαν να έφυγε μπροστά από τα μάτια μου κάποια μεμβράνη που τα σκέπαζε, και για πρώτη φορά έβλεπα καθαρά. Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυοΛό μου η ιδέα να ξαναπιάσω τη δουλειά μου* η απειλή που είχα ακούσει απασχολούσε πολύ τις σκέψεις μου, μα σκεπτόμουν πως οποιαδήποτε εθελοντική πράξη που να 'δείχνε τις καλές προθέσεις από μέρους μου δε θα μπορούσε να την απομοικρύνει. Μέσα στο μυαλό μου είχα κατασταλάξει στο συμπέρασμα πως το να δημιουργήσω ένα άλλο πλάσμα σαν το δαίμονα που πρωτόφτιαξα θα ήταν πράξη που θα τη χαρακτήριζε η χαμέρπεια και ο πιο θηριώδης εγωισμός* γι' αυτό κι έδιωξα από το μυοΛό μου κάθε σκέψη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια διαφορετική κατάληξη. Ανάμεσα στις δυο με τρεις το πρωί βγήκε το φεγγάρι* τότε εγώ, φορτώνοντοις το κοολάθι μου σε μια βαρκούλα, ανοίχτηκα με τα πανιά τέσσερα περίπου μίλια μακριά από την αχτή. Το μέρος 217
ήτ(χν τελείως μοναχικό* κάτι λίγες βάρκες γύριζαν στο αραξοβόλι τους, μα εγώ φρόντισα να μείνω μακριά τους. Ένιωθα σαν να ήμουν έτοιμος να διαπράξω κάποιο τρομερό έγκλημα και προσπαθούσα με τρομερή αγωνία να αποφύγω κάθε συνάντηση με τους συνανθρώπους μου. Σε κάποια στιγμή το φεγγάρι, που πριν ήτ(χν λαμπρό, σκεπάστηκε ξαφνικά από ένα παχύ σύννεφο* τότε εγώ, βρίσκοντίχς ευκαιρία από τη στιγμή της σκοτεινιάς, εκμετιχλλεύθηκα το πλεονέκτημα κι έριξα το καλάθι μου στη θάλασσα* αμέσως άκουσα τις μπουρμπουλήθρες που έκανε την ώρα που βούλιαζε κι όταν βεβαιώθηκα πως ττήγε στον πάτο, έφυγα από εκείνο το σημείο. Ο ουρανός συννέφιασε ακόμα περισσότερο* η ατμόσφαιρα όμως ήταν καθαρή, ocv και κρύα από το βορειοοονατολικό (κεράκι που είχε σηκωθεί εκείνη την ώρα. Εμένα όμως αυτό με αναζωογόνησε και με γέμισε με τέτοια ευχάριστα συναισθήματα που αποφάσισα να παρατείνω την παραμονή μου στη θάλασσα* και σταθεροποιώντας το δοιάκι προς μια ορισμένη κατεύθυνση, ξάπλωσα στο βάθος της βάρκας. Τα σύννεφα έκρυψαν το φεγγάρι, το καθετί σκοτείνιασε κι εγώ άκουγα μονάχα το θόρυβο της βάρκ(χς, καθώς η καρίνα της έσκιζε τα κύματα* ο παφλασμός των κυμάτων με νανούρισε και σε λίγο κοιμήθηκα βαθιά. Δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα σ' αυτή την κατάσταση, μα όταν ξύττνησα είδα πως ο ήλιος είχε ανέβει οφκετά ψηλά κιόλ(χς. Ο άνεμος ήτ(χν δυνατός και τα κύματα απειλούσαν συνέχεια τη βαρκούλα μου. Ο άνεμος ήταν βορειοανατολικός και πρέπει να με είχε παρασύρει πολύ μακριά από την ακτή που ξεκίνησα. Θέλησα να αλλάξω την πορεία μου, μα γρήγορα αντιλήφθηκα πως αν έκανα οποιαδήποτε απόπειρα, η βαρκούλα στη στιγμή θα γέμιζε με νερά. Σ' (χυτή την κατάσταση που ήμουν, το μόνο που είχα να κάνω ήταν να αφεθώ να με πάει ο άνεμος. Ομολογώ πως ήμουν τρομ(χγμένος. Δεν είχα ττυξίδα μαζί μου και δε γνώριζα YJXKOL τη γεωγραφία αυτού του μέρους γι' αυτό κι ο ήλιος δε με βοηθούσε σε τίποτα. Θα μπορούσε να παρασυρθώ στον απέραντο Ατλαντικό και να περάσω το μαρτύριο της πείν(χς ή να ρουφηχτώ από τα αμέτρητα κύματα, που μούγκριζαν και χτυπιούντιχν γύρω μου. Ήδη περιπλανιόμουν πολλές ώρες και ένιωσα να μου κατ(χκαίει τα σωθι>ώι η δίψα, ένα μαρτύριο που αποτελούσε απλώς πρελούδιο στα άλλα μου βάσανα. Κοίταξα τον ουρανό* ήταν σκεπασμένος με σύννεφα που τα κυνηγούσε ο άνεμος* κοίταξα τη θάλασσα* 218
φαίνεται πως θα γινόταν ο τάφος μου. «Δαίμονα», φώναξα, «ο σκοπός σου εκπληρώθηκε κιόλας!» Σκέφθηκα την Ελίζαμπεθ, τον πατέρα μου και τον Κλερβάλ* όλους όσους άφηνα πίσω, που σ' αυτούς το τέροις θα μπορούσε να ικανοποιήσει τα αιμοχαρή και ανελέητα πάθη του. Αυτή η ιδέα με βύθισε σε μια ονειροπόληση τόσο απελπιστική και τρομαχτική που ακόμα και τώρα, που είμαι κοντά στο τέλος της ζωής μου με πιάνει φρίκη όταν τη σκέτττομαι. Πέρασα έτσι μερικές ώρες* σιγά-σιγά, καθώς ο ήλιος έγερνε στον ορίζοντα, ο άνεμος μετριάστηκε ώσπου έγινε ένα απαλό αεράκι κι η θάλασσα απαλλάχτηκε από τα μεγάλα κύματα. Όμως τη θέση τους ττήρε μια δυνατή φουσκοθοΛασσιά* ζιχλίστηκα, μου 'ρθε εμετός και δύσκολα μπορούσα να κρατήσω τη λαγουδέρα, όταν ξαφνικά είδα στο νότο μια λουρίδα γης. Ξεθεωμένος από την κούραση και από την τρομαχτική αβεβαιότητα που πέρασα όλες αυτές τις ώρες, αυτή η ξαφνική σιγουριά που ένιωσα για τη ζωή μου, πλημμύρισε με ζεστασιά την καρδιά μου και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Πόσο ασταθή είναι τα αισθήματά μ(χς και πόσο παράξενη είναι εκείνη η επίμονη αγάττη που έχουμε για τη ζωή ακόμα κι αν είναι ποτισμένη με την πιο μεγάλη δυστυχία! Έφτιαξα κι άλλο ένα πανί με κάποιο από τα ρούχα μου κι έβαλα πλώρη για τη στεριά. Είχε άγρια και βραχώδη όψη* όταν τυήγα όμως πιο κοντά, ξεχώρισα εύκολα τα ίχνη του πολιτισμού. Είδα πλοία κοντά στψ αχτη και βρέθηκα ξαφνικά να γειτονεύω πάλι με πολιτισμένους ανθρώπους. Εξέτασα με προσοχή τους φιδίσιους ελιγμούς της στεριάς και χαιρέτισα με ενθουσιασμό κάποιο καμπανοφιό που είδα να ξεπετάγεται στο βάθος πίσω από ένα μικρό κάβο. Εξαντλημένος εντελώς καθώς ήμουν, σκέφτηκα πως το καλύτερο θα ήταν να πάω στην πόλη, γιατί εκεί ήταν ένα μέρος όπου θα μπορούσα πιο εύκολα να βρω τρόφιμα. Ευτυχώς, είχα χρήματα μαζί μου. Άμα παρέκαμψα τον κάβο, αντίκρισα μια μικρή καθαρή πολιτεία κι ένα ωραίο λιμάνι, όπου και μττήκα- αμέσως τότε η απρόσμενη αυτή σωτηρία γέμισε την καρδιά μου με ανακούφιση και χαρά. Πολύς όμως κόσμος μαζεύτηκε γύρω από το μέρος που προσπαθούσα να δέσω τη βάρκα μου. Φαίνονταν κατάπληκτοι από την παρουσία μου εκεί* αντί δε να μου προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια, ψιθύριζαν αναμεταξύ τους και χειρονομούσαν με τέτοιο τρόπο που σε οποκχδήποτε άλλη στιγμή θα μου προκίχλούσαν 219
κάποιο ελαφρό αίσθημα ανησυχίας. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που πρόσεξα ήταν πως μιλούσαν Αγγλικά* γι' αυτό κι εγώ τους μίλησα σ' εκείνη τη γλώσσα: «ΚοΛοί μου φίλοι», είπα, «θα έχετε την κοΛοσύνη να μου πείτε πώς λέγεται αυτή η πόλη και να με πληροφορήσετε πού βρίσκομαι;» ((Θα το μάθεις γρήγορα», απάντησε κάποιος με βραχνή φωνή. ((Ίσως να ήρθες σ' ένα μέρος που να μη σ' αρέσει και πολύ* πάντως σου υπό<3χομαι πως δε θα σε ρωτήσουν αν σου αρέσει ή όχι το μέρος που θα μείνεις». Είχα μείνει κατάπληκτος παίρνοντ(χς μια τόσο αγενή απάντηση από κάποιον άγνωσπτο' επίσης συγχίίττηκα, όταν είδα τα σκυθρωπά και θυμωμένα πρόσωπα των συντρόφων του. ((Γιατί μου απαντάτε με τόσο άσχημο τρόπο;» είπα* αασφαλώς οι Εγγλέζοι δε συνηθίζουν να υποδέχονται τους ξένους τόσο (χφιλόξενα!» ((Δεν ξέρω», είπε ο άντροις, ((τι συνηθίζουν οι Εγγλέζοι, όμως οι Ιρλανδοί συνηθίζουν να μισούν τους αχρείους». Ενόσω συνεχιζόταν αυτός ο παράξενος διάλογος, αντιλή(ρθηκα πως ο μαζεμένος κόσμος μεγάλωνε πολύ γρήγορα. Η έκφραση των προσώπων τους ήταν ένα μείγμα από περιέργεια και θυμό, πράγμα που με ενόχλησε και ως ένα βαθμό με ανησύχησε. Ζήτησα να μου δείξουν το δρόμο για το πανδοχείο, μα κοονείς δε μου απάντησε. Τότε κίνησα να φύγω, μα ένα μουρμούρισμα (τηκώθηκε από το πλήθος που με (χκολουθούσε και με περικύκλωνε* οπότε εκείνη τη στιγμή με πλησίασε ένοις αγριωπός άντροίς, με χτύττησε ελαφρά στον ώμο και μου είπε: ((Ελάτε, κύριε, ακολουθήστε με* πρέπει να πάμε στο σπίτι του κ. Κίργουιν για να δώσετε κάποια εξήγηση». ((Ποιος είναι ο κ. Κίργουιν; Γιατί πρέπει να δώσω εξήγηση; Εδώ δεν είναι ελεύθερη χώρα;» ((Και βέβαια, κύριε, ελεύθερη είναι, μα μόνο για τους τίμιους. Ο κ. Κίργουιν είναι δικαστής και θα πρέπει να του δώσετε κάποια εξήγηση για το θάνατο του ανθρώπου που χτες τη νύχτα βρέθηκε δολοφονημένος». Αυτή η απάντηση με ξάφνιασε, αμέσως όμως ξανοιβρήκα την ψυχραιμία μου. Ήμουν αθώος* αυτό μπορούσε εύκολα να αποδειχτεί* έτσι, λοιπόν, ακολούθησα σιωτυηλός τον οδηγό μου που με έφερε σ* ένα από τα καλύτερα σπίτια της πόλης. Από την κούραση και την πείνα ήμουν έτοιμος να πέσω χάμω* καθώς όμως 220
περιστοιχιζόμουν από το πλήθος, συγκρατήθηκα με δόντια και με νύχια γιατί σκέφθηκα πως μια οποιαδήποτε φυσική αδυναμία θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως φόβος ή ως επίγνωση της ενοχής. Τότε δεν περίμενα διόλου τη δυστυχία που σε λίγα λεπτά θα με κατασυνέτριβε και θα 'σβήνε μέσα στη φρίκη και την απελπισία κάθε τρόμο μου για ατίμωση ή θάνατο. Εδώ πρέπει να σταματήσω για λίγο* γιατί χρειάζομαι όλη την ψυχική μου δύναμη για να μπορέσω να ξαναφέρω στη μνήμη μου όλα εκείνα τα τρομερά γεγονότα που μέλλει να διηγηθώ με κάθε λεπτομέρεια.
221
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI με έφεραν μπρο(ττά στο δικαστή, έναν ηλικιωμένο, Α κοΛοπροαίρετο άνθρωπο, με ήρεμους και μαλακούς τρόπους. Οπωσδήποτε όμως, με κοίταξε με κάποια αυστηρότητα* ύστερα, ΜΕΣΩΣ
γυρίζοντας προς αυτούς που με συνόδευαν, τους ρώτησε ποιοι θα παρουσιάζονταν ως μάρτυρες γι' αυτή την περίπτωση. Εμφανίστηκαν μισή περίπου ντουζίνα* και έν(χς, που διαλέχτηκε από το δικαστή, κατέθεσε πως την προηγούμενη νύχτα είχε πάει για ψάρεμα με το γιο του και το γαμπρό του, τον Ντάνιελ Νάγκεντ· γύρω στις δέκα η ώρα παρατήρησαν πως σηκώθηκε ένιχς δυνατός βόρειος άνεμος γι' αυτό και ζήτησαν να βρουν κάπου ν' απαγκιάσουν. Ήταν μια νύχτα πολύ σκοτεινή, καθώς το φεγγάρι δεν είχε βγει (χκόμη* δεν ττήγαν στο λιμάνι, μα κατευθύνθηκαν, όπως το συνήθιζαν και αποβιβάστηκαν σ' ένα μικρό κόλπο που βρισκόταν δυο μίλια παρακάτω. Αυτός ττήγαινε μπροστά, κουβαλώντας μερικά από τα σύνεργα της ψαρικής, και λίγο παραπίσω έρχονταν οι σύντροφοί του. Καθώς προχωρούσε κατά μήκος της αμμουδιάς, σκόνταψε πάνω σε κάτι κι έπεσε χάμω φαρδύς-πλατύς. Οι σύντροφοί του έτρεξαν αμέσως να τον βοηθήσουν και στο φως του φαναριού τους διαπίστωσαν πως ο σύντροφός τους είχε σκοντάψει στο σώμα ενός άντρα που κατά τα φαινόμενα ήταν νεκρός. Το πρώτο που έβοΛαν με το νου τους ήταν ότι το πτώμα ανήκε σε κάποιο πρόσωπο που είχε ττνιγεί και ότι τα κύματα τον έβγα>^ στην ακτή* άμα όμως τον εξέτασαν καλύτερα, είδαν πως τα ρούχα του δεν ήταν βρεγμένα και ότι το σώμα δεν είχε κρυώσει ακόμη. Το μετέφεραν αμέσως στο αγροτόσπιτο μκχς ηλικιωμένης γυναίκ(χς που βρισκότίχν εκεί κοντά και προσπάθησοον, μάταια όμως, να το ξαναφέρουν στη ζωή. Ήταν ένας όμορφος νέος άντρας, είκοσι πέντε περίπου χρονών. Όπως φαίνεται, είχε στραγγαλιστεί* γιατί δεν υττήρχε κανένα σημάδι από οποιαδήποτε άλλη βία εκτός από τις μελοονιές στο λαιμό του που 'χαν γίνει από δάχτυλα. 222
To πρώτο μέρος αυτής της κατάθεσης δε μ' ενδιέφερε καθόλου* μα όταν αναφέρθηκαν οι μελανιές από δάχτυλα, θυμήθηκα το φόνο του αδελφού μου κι αναστατώθηκα σε μεγάλο βαθμό* έτρεμα ολόκληρος, τα μάτια μου θάμπωσαν και αναγκάστηκα να οοίουμττήσω σε μια καρέκλα για να στηριχτώ. Ο δικαστής με είδε με την κοφτερή του ματιά και φυσικά σχημάτισε δυσοίωνη γνώμη από τη συμπεριφορά μου. Ο γιος επιβεβαίωσε όσα είχε ιστορήσει ο πατέρ<χς του* όταν όμως ο Ντάνιελ Νάγκεντ κλήθηκε ως μάρτυροις, ορκίστηκε ότι ήταν σίγουρος πως λίγο πριν από το σκόνταμα του συντρόφου του, είδε σε κοντινή απόσταση από την (χκτή μια βάρκα μ' έναν μόνο άνδρα μέσα* και απ* όσο μπορούσε να κρίνει κάτω από το λιγοστό φως των αστεριών, η βάρκα απ' όπου μόλις είχα βγει ήταν η ίδια μ' εκείνη που είχε δει προηγούμενα. Μια γυναίκα κατέθεσε πως έμενε κοντά στην ακτή και ότι στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού της, περιμένοντοις να γυρίσουν οι ψαράδες· θα ήταν μια ώρα περίπου πριν ακούσει για την ανακάλυψη του σώματος, όταν είδε μια βάρκα, μ' έναν μόνο άνδρα μέσα, να ξανοίγεται από εκείνο το μέρος της ακτής απ' όπου ύστερα βρέθηκε το τυτώμα. Μια άλλη γυναίκα επιβεβαίωσε την ιστορία των ψαράδων που είχαν φέρει το σώμα στο σπίτι της* δεν είχε ακόμα παγώσει. Το έβαλαν στο κρεβάτι και το έτριψαν ο Ντάνιελ πήγε στην πόλη για να φέρει κάποιο φαρμοοκο^υοιό, μα η ζωή είχε φύγει ολότελα από το σώμα. Αρκετοί άλλοι άνδρες εξετάστηκαν σχετικά με την αποβίβασή μου* και όλοι συμφώνησαν πως με το δυνατό βόρειο άνεμο που είχε σηκωθεί τη νύχτα, ήταν πολύ πιθανό να είχα περιπλανηθεί αρκετές ώρες, παρασυρμένος από τα κύματα, και να είχα εξαναγκαστεί να γυρίσω στο ίδιο σχεδόν σημείο απ' όπου είχα αναχωρήσει. Παράλληλα παρατήρησαν πως όπως φαίνεται το σώμα το είχα φέρει εκεί από κάποια άλλη τοποθεσία και ήταν πιθανό, επειδή δεν ήξερα το μέρος, να μττήκα στο λιμάνι, αγνοώντοις σε ποια απόσταση βρισκόταν η πόλη του από το μέρος όπου είχα αφήσει το τττώμα. Ο κ. Κίργουιν, ακούγοντας αυτές τις καταθέσεις, αποφάσισε ότι θα έπρεπε να μεταφερθώ στο δωμάτιο όπου βρισκόταν το σώμα για ενταφιασμό κι έτσι θα μπορούσε να δει τι αντίδραση 223
θα μου προξενούσε η θέα του. Αυτή η ιδέα όπως φαίνεται του είχε έρθει από τη μεγάλη ταραχή που έδειξα, όταν περιγραφόταν ο τρόπος του φόνου. Με συνοδεία, λοιπόν, το δικαστή και πολλά άλλα πρόσωπα οδηγήθηκα στο ποονδοχείο. Είχα μείνει άναυδος από τις παράξενες συμπτώσεις που είχαν συμβεί σ' αυτή την περιπετειώδη νύχτα* ξέροντας όμοας πως περίπου την ώρα που βρέθηκε το σώμα εγώ συνομιλούσα με πολλά πρόσωπα στο νησί που έμενα, ήμουν εντελώς ήσυχος όσον αφορά τα αποτελέσματα της υπόθεσης. Μττήκα στο δωμάτιο που βρισκόταν το πτώμα και με ττήγαν στο φέρετρο. Πώς μπορώ να περιγράψω εκείνο που ένιωσα την ώρα που είδα το λείψανο; Ακόμα και τώρα νιώθω να με ψήνει ο τρόμος, κι ούτε μπορώ να θυμηθώ εκείνη τη φρικτή στιγμή χωρίς να με πιάνει τρεμούλα και αγωνία. Η ανάκριση, η παρουσία του δικαστή και των μαρτύρων, όλα θόλωσαν και μου φάνηκαν σαν κάποιο αόριστο μακρινό όνειρο, όταν μπροστά μου αντίκρισα την άψυχη μορφή του Χένρυ Κλερβάλ. Μου κόπηκε η ανάσα* και πέφτοντας πάνω στο νεκρό κορμί του, φώναξα: «Αυτή η δολοφονική μηχανή που έφτιαξα σου στέρησε κι εσένα τη ζωή, αγαττημένε μου Χένρυ; Δυο (χνθρώπους έχω καταστρέψει κιόλας' κι άλλα θύματα περιμένουν τη μοίρα τους· μα εσύ, Κλερβάλ, φίλε μου, ευεργέτη μου...» Το σώμα μου δεν μπορούσε πια ν' αντέξει άλλο την αγωνία που περνούσα και μ' έβγαλαν από το δωμάτιο την ώρα που με συντάραζαν δυνατοί σπασμοί. Ύστερα απ' αυτό μ' έπιασε ττυρετός. Επί δυο μήνες στο κρεβάτι ψυχομαχούσα* τα παραμιλητά μου, όπως έμαθα αργότερα, ήταν τρομερά* χοιρακτήριζα τον εαυτό μου ως δολοφόνο του Γουίλλιαμ, της Ζυστίν και του Κλερβάλ. Μερικές φορές ικέτευα αυτούς που με νοσήλευαν να με βοηθήσουν να καταστρέψω το δαίμονα που με βασάνιζε* κι άλλες πάλι ένιωθα τα δάχτυλα του τέρατος να γραπώνουν και να σφίγγουν το λαιμό μου και τότε έσκουζα δυνατά από αγωνία και τρόμο. Ευτυχώς μιλούσα στη μητρική μου γλώσσα κι έτσι μόνο ο κ. Κίργουιν με καταλάβαινε* οι χειρονομίες μου όμως και οι άγριες κραυγές μου ήταν αρκετές για να κατατρομάξουν τους άλλους μάρτυρες. Γιατί έζησα και δεν πέθανα; Πιο δυστυχισμένος κι απ' τον πιο δυστυχισμένο, άνθρωπο ίσαμε τώρα, γιατί δε βούλιαξα στη λη224
σμονιά και την ανάπαυση; Ο θάνατος αρπάζει πολλά παιδιά πάνω στην πιο τρυφερή τους ηλικία, που είναι οι μόνες ελπίδες των πολυαγατυημένων τους γονιών πόσες νύφες και νεαροί εραστές δεν είναι τη μια μέρα όλο υγεία και ελπίδες και την άλλη γίνονται τροφή για τα σκουλήκια και σαπισμένο χώμα κάποιου τάφου! Από τι υλικά ήμουν φτιαγμένος που μπορούσα να αντέχω έτσι σε τόσα πολλά χτυττήματα, που, σαν το γύρισμα του τροχού, ανανέωναν συνεχώς το μαρτύριο; Όμως ήμουν καταδικασμένος να ζήσω* και ύστερα από δυο μήνες που μπόρεσα ν' ανοίξω τα μάτια μου, ένιωσα σαν να ξύττνησα από κάποιο όνειρο έτσι καθώς βρέθηκα σε μια φυλακή, ξαπλωμένος σ' ένα σαροιβαλιασμένο κρεβάτι και περιτριγυρισμένος από δεσμοφύλακες, κλειδοκράτορες, μάνταλα και από όλα εκείνα τα απαίσια σύνεργα ενός μουντρουμιού. Ήτ(χν πρωί, θυμάμαι, όταν ξαναβρήκα τον εαυτό μου και μπόρεσα να καταλάβω πού βρισκόμουν δε θυμόμουν τις λεπτομέρειες από όσα είχαν συμβεί κι ένιωθα μόνο σοον να με είχε βρει ξαφνικά κάποια μεγάλη συμφορά* όταν όμως κοίταξα γύρω μου και είδα τα σιδερόφραχτα παράθυρα και τη βρωμιά του δωμάτιου που βρισκόμουν, όλα τότε μεμιάς μου ξανα 'ρθαν στο νου κι (χναστέναξα πικρά. Αυτός ο ήχος ξύττνησε μια ηλικιωμένη γυναίκα που κοιμότίχν σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι μου. Ήταν μια έμμισθη νοσοκόμα, η γυναίκα ενός από τους δεσμοφύλ(χκες, και το πρόσωπό της παρουσίαζε όλες εκείνες τις κακές ιδιότητες που συχνά χαρακτηρίζουν αυτή την τάξη. Οι ρυτίδες του προσώπου της ήταν βαθιές και σκληρές, σαν εκείνα τα πρόσωπα που είναι συνηθισμένα να βλέπουν χωρίς κοιμιά συμπόνια τη δυστυχία. Ο τόνος της φωνής της έδειχνε την πλήρη της αδιαφορία* μου μίλησε στα Αγγλικά και η φωνή της μου φάνηκε σαν μια από εκείνες που είχα ακούσει όσο ήμουν άρρωστος: «Είσαστε καλύτερα τώρα, κύριε;» είπε. Με αδύναμη φωνή απάντησα στην ίδια γλώσσα: «Νομίζω ναι* μα αν όλα αυτά είναι αληθινά, ocv πραγματικά δεν ονειρεύομαι, λυπάμαι πάρα πολύ που είμαι ακόμα ζωντίχνός και βλέπω αυτή τη δυστυχία και νιώθω αυτή τη φρίκη». « Όσο γι' αυτό», απάντησε η ηλικιωμένη γυναίκα, «ocv λέτε για τον κύριο που δολοφονήσατε, πιστεύω πο>ς θα 'τοςν καλύτερο για σοις αν είχατε πεθάνει, γιατί φοοντάζομαι πως για σ(χς θα χειρο225
τερέψουν πολύ τα πράγματα! Οπωσδήποτε αυτά δεν είναι δική μου δουλειά* εμένα με έστειλαν να σ(χς φροντίζω και να σας κάνω κοΛά* κάνω το χρέος μου με τη συνειδησή μου καθαρή* μακάρι κι ο καθένοις να 'κανε το ίδιο». Γύρισα αλλού το κεφάλι μου με (χντιπάθεια για να μη βλέπω τη γυναίκα που μπορούσε να μιλάει τόσο αναίσθητα σ' ένα πρόσωπο που μόλις είχε σωθεί, που βρισκόταν στο χείλος του θανάτου* ένιωθα όμως μεγάλη ατονία και δεν μπορούσα να θυμηθώ όλα όσα είχαν γίνει. Όλη η σειρά της ζωής μου μου φαινόταν σαν όνειρο* μερικές φορές αμφέβαλλα αν πραγματικά όλα ήταν αληθινά, γιατί ποτέ δεν παρουσιά^νταν στο μυαλό μου σαν αληθινά. Καθώς οι εικόνες που ξεπρόβαλλαν μπροστά μου γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρες, μου ανέβαινε ο ττυρετός* μια σκοτεινιά έπεσε γύρω μου* κίχνείς δε βρισκόταν κοντά μου να με καταπραΰνει με την ευγενική φωνή της αγάττης* κανένα αγατυημένο χέρι δε με στήριζε. Ο γιατρός ερχόταν κι έγραφε φάρμακα και η ηλικιωμένη γυναίκα τα εκτελούσε* μα η απόλυτη αδιαφορία ήτ(χν φανερή στον πρώτο και η έκφραση της βαρβαρότητας ήταν έντονα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της δεύτερης. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για τη μοίρα ενός δολοφόνου εκτός από το δήμιο που θα κέρδιζε την αμοιβή του; Αυτές ήταν οι πρώτες μου σκέψεις* μα σύντομα έμαθα πως ο κ. Κίργουιν μου είχε δείξει εξαιρετική καλοσύνη. Ήταν αυτός που είχε δώσει εντολή να ετοιμαστεί για μένα το καλύτερο δωμάτιο της φυλακής (πραγματικά το εξαθλιωμένο ήταν το καλύτερο)* και ήταν αυτός που είχε νοιαστεί για το γιατρό και τη νοσοκόμα. Η οΛήθεια πάντως είναι πως σπάνια ερχόταν να με δει* γιατί αν και ήθελε πάρα πολύ να ανακουφίζει τα βάσανα του κάθε ανθρώπινου πλάσματος, μολοντούτο δεν του άρεσε να είναι μπροστά στις αγωνίες και τα τρισάθλια παραμιλητά ενός δολοφόνου. Ήρθε ωστόσο μερικές φορές για να δει ότι δε με είχ(χν παραμελήσει* οι επισκέψεις του όμ6>ς ήταν σύντομες και κατά (χραιά διαστήματα. Μια μέρα, τον καιρό που σιγά-σιγά συνερχόμουν, καθόμουν σε μια καρέκλα με τα μάτια μου μισόκλειστα και με τα μάγουλά μου να 'χουν ακόμα τη χροιά του Ενάτου. Με είχε πιάσει μελαγχολία και κατάθλιψη και συχνά μου ερχόταν στο νου η ιδέα πως καλύτερα ήταν να πέθαινα παρά να θέλω να ζω σ' έναν κόσμο που για μένα ήτ(χν γεμάτος με αθλιότητα. Κάποια στιγμή μο^ιστα σκέ226
φθηκα μήπως θα έπρεπε να πω πως είμαι ένοχος και να υποστώ την τιμωρία του νόμου, εφόσον ήμουν λιγότερο αθώος από την κακομοίρα τη Ζυστίν. Τέτοιες σκέψεις έκανα εκείνη την ώρα, όταν η πόρτα της φυλακής μου άνοιξε και μττήκε ο κ. Κίργουιν. Η όψη του εκδήλωνε συμπόνια και ευσπλαχνία* έσυρε μια καρέκλα κοντά στη δική μου και μου μίλησε στα Γαλλικά. ((Φοβάμαι πως αυτό το μέρος είναι φρικιό για σ(χς· μπορώ να κάνω τίποτα ώστε η διαμονή σοις εδώ vpc γίνει πιο ανεκτή;» ((Σας ευχαριστώ* όλα όμως όσα αναφέρετε έχουν πάψει πια να έχουν σημασία για μένα* πουθενά στη γη δεν υπάρχει μέρος που να μπορώ να βρω ανακούφιση». ((Ξέρω πως η συμπόνια ενός ξένου πολύ λίγη ανακούφιση μπορεί να δώσει σ' ένα πρόσωπο σαν και σ<χς κακοπαθημένο από τόση περίεργη κακοτυχία. Ελπίζω όμως πως σύντομα θα φύγετε απ' αυτή τη μελαγχολική κατοικία, γιατί αναμφίβολα, από κει που δεν το περιμένει κανείς, μπορεί να παρουσιαστούν μαρτυρίες, που να σ(χς αποολλάξουν από την κατηγορία του φόνου». ((Αυτό είναι το λιγότερο που με νοιάζει* μια σειρά από παράξενα γεγονότα μ' έχουν κάνει τον πιο δυστυχισμένο από τους θνητούς. Κατατρεγμένος και βασανισμένος όπως είμαι, μπορεί ο θάνατος να είναι για μένα μεγοΛύτερο κακό;» ((Πραγματικά, τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο άτυχο και πιο φρικτό από τις παράξενες συμπτώσεις που συνέβησαν τον τελευταίο καιρό. Ριχτήκατε, από κάποιο εκπληκτικό ατύχημα, σ' αυτή την ακτή που είναι γνωστή για τη φιλοξενία της* συλληφθήκατε αμέσως και κατηγορηθήκατε για φόνο. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν τα μάτια σ(χς ήταν το νεκρό σώμα του φίλου σ(χς, που δολοφονήθηκε με τόσο ανεξήγητο τρόπο και που σαν επίτηδες από κάποιο δαίμονα να τοποθετήθηκε πάνω στο δρόμο σοις». Την ώρα που ο κ. Κίργουιν τα έλεγε αυτά, παρ' όλη τη σύγχυση που περνούσα απ' αυτή την αναπόλησιτ) στα όσα είχα τραβήξει, ένιωσα κάποια έκπληξη για όσα φάνηκε να ξέρει σχετικά με μένα. Υποθέτω πως κάποια κατάπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου, γιατί ο κ. Κίργουιν βιάστηκε να πει: ((Όταν αρρωστήσατε, διέταξα να μου φέρουν όλα τα χαρτιά που είχατε πάνω σοος για να τα εξετάσω και να μπορέσω έτσι να (χνοοωιλύψω κάποιο ίχνος που θα ήταν δυνατό να με οδηγούσε σε κάποιο συγγενή σοος ώστε να τον ενημερώσω για την κοοκο227
τυχια σοος και την οφρώστια σ(χς. Βρήκα πολλά γράμματα και ανάμεσα στα άλλα ένα που όπως διαπίστωσα από την προσαγόρευση του προερχόταν από τον πατέρα σοος. Αμέσως έγραψα στη Γενεύη· σχεδόν δυο μήνες έχουν περάσει από τότε που έστειλα το γράμμα... Μα εσείς είσαστε άρρωστος* (χκόμα και τώρα τρέμετε* πρέπει να αποφεύγετε τις συγκινήσεις* δεν μπορείτε ακόμα». «Μη με κρατάτε άλλο σε αγωνία* αυτό είναι χίλιες φορές χειρότερο ακόμα κι απ' το φρικτό γεγονός* πείτε μου ποιος νέος θάνατος έχει συμβεί και ποιανού το φόνο πρέπει τώρα να θρηνήσω;» ((Όλοι στην οικογένειά σ(χς είναι εντελώς καλά», είπε καθησυχαστικά ο κ. Κίργουιν* «έξω μάλιστα είναι κάποιος, ένας φίλος, που θέλει να σ(χς επισκεφθεί». Δεν ξέρω από ποια αλληλουχία σκέψεων καταστάλαξα σ' αυτό, μα στο μυοΛό μου αμέσως καρφώθηκε η ιδέα πως ερχόταν ο δολοφόνος για να χλευάσει τη δυστυχία μου και να με σαρκάσει για το θάνατο του Κλερβάλ, έχοντοος την ιδέα πως αυτά θα αποτελούσαν για μένα μια νέα παρακίνηση για να συμμορφωθώ με τις κολασμένες του επιθυμίες. Σκέπασα, λοιπόν, τα μάτια μου με τα χέρια μου και φώναξα με αγωνία: (('Οχι! 'Οχι! Πάρτε τον μακριά! Δεν μπορώ να τον δω! Για όνομα του Θεού, μην τον αφήσετε να μπει!» Ο κ. Κίργουιν με κοίταξε* το πρόσωπό του έδειχνε μεγάλη ταραχή. Φυσικό ήταν να θεωρήσει αυτές τις επικλήσεις μου σαν κάποια επιβεβαίωση της ενοχής μου, γι' αυτό και είπε με μάλλον σοβαρό ύφος: ((Νόμιζα, νεαρέ μου, πως η παρουσία του πατέρα σοις θα ήταν κοιλόδεχτη αντί να σοος δημιουργεί τέτοια βίαιη απέχθεια!» ((Ο πατέρας μου!» ξεφώνισα ενώ ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά και οι μύες του προσώπου μου ηρέμησαν κι από την αγωνία πέρασα (ττη χαρά. ((Είναι εδώ, πραγματικά, ο πατέρας μου; Πόσο καλός, πόσο καλός είναι! Μα πού είναι; Γιατί δεν έρχεται;» Η αλλαγή της συμπεριφοράς μου ήταν για το δικαστή έκπληξη μα και ευχαρίστηση μαζί* ίσως να νόμισε πως η προηγούμενη στάση μου ήταν κάποια στιγμιαία επκττροφή του παραληρήματος γι' αυτό και η διάθεση του ξανάγινε όπως και πριν. Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, παίρνοντας μαζί του τη νοσοκόμα* ύστερα από μια στιγμή μττήκε ο πατέρας μου. Εκείνη την ώρα τίποτα δε. θα μπορούσε να μου έχει δώσει 228
μεγοΛύτερη χαρά από τον ερχομό του πατέρα μου. Άπλωσα τα χέρια μου προς αυτόν και φώναξα: «Ώστε είσαι καλά... κι η Ελίζαμπεθ... κι ο Έρνεστ;» Ο πατέρας μου με καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς με ότι όλοι ήταν κοολά, και προσπάθησε, μένοντοις σε θέματα που ήταν αρεστά στην καρδιά μου, να μου ανυψώσει το καταπτοημένο μου ηθικό* γρήγορα όμως ένιωσε πως μια φυλοοκή δεν μπορεί ποτέ να γίνει η κατοικία της χαράς. «Τι απαίσιο μέρος είναι αυτό που μένεις, γιε μου!» είπε, κοιτώντοος με θλίψη τα σιδερόφραχτα παράθυρα και την άθλια κατάσταση του δωματίου. «Ταξίδεψες για να βρεις την ευτυχία, μα φαίνεται πως κάποια κακιά μοίρα σ' (χκολουθεί. Κι ο κακόμοιρος ο Κλερβάλ...» Το όνομα του άτυχου δολοφονημένου φίλου ήτ(χν μια συγκίνηση πολύ μεγάλη για να μπορέσει να την αντέξει η αδύναμη κατάστασή μου· τα δάκρυα κύλησαν ποτάμι. «Αλίμονο! Ναι, πατέρα μου!» απάντησα. «Κάποιο πεπρωμένο από τα χειρότερα κρέμεται από πάνω μου και πρέπει φαίνεται να ζήσω για να το εκπληρώσω, ειδαλλιώς θα έπρεπε να είχα πεθάνει πάνω στο φέρετρο του Χένρυ». Δε μας άφησαν να κουβεντιάσουμε πολλή ώρα γιατί η επικίνδυνη κατάσταση της υγείοις μου χρειαζόταν κάθε προφύλαξη που θα μπορούσε να μου εξασφαλίσει την ηρεμία. Ο κ. Κίργουιν μττήκε μέσα και επέμεινε πως οι δυνάμεις μου δεν ήταν σωστό να εξαντληθούν από την πολλή προσπάθεια. Η παρουσία όμως του πατέρα μου στάθηκε για μένα σαν φύλακιχς άγγελος και σιγά-σιγά ξίχναβρήκα την υγεία μου. Είχα πέσει σε μαύρη μελαγχολία που τίποτα δεν μπορούσε να τη δκχλύσει, παρ' όλο το ευχάριστο γεγονός ότι η αρρώστια μου υποχωρούσε σιγά-σιγά. Η εικόνα του φρικτά δολοφονημένου Κλερβάλ ήταν διαρκώς μπροστά μου. Πολλές φορές η ανάμνηση αυτών των φοβερών εικόνων μου 'φερνε τέτοια συγκίνηση που έκανε τους φίλους μου να φοβούνται για μια νέα υποτροττή. Αλίμονο! Γιατί ήθελαν να διατηρούν μια τόσο δυστυχισμένη και απεχθή ζωή σαν τη δική μου; Ήταν ασφοΛώς γιατί έτσι θα μπορούσα να εκπληρώσω το πεπρωμένο μου, που τώρα πλησίαζε σε κάποιο τέλος. Σύντομα, ω, πολύ σύντομα, ο θάνατος θα 'σβήνε αυτούς τους πόνους της ψυχής μου και θα με ανακούφιζε από το (χβάσταχτο βάρος της (χγωνίίχς που με εκμηδένιζε* και με την 229
εκτέλεση της απόφασης της δικαιοσύνης θα 'βρισκα επιτέλους την ανάπαυση. Τότε η παρουσία του θανάτου ήταν απόμακρη, ocv και η επιθυμία του ήταν πάντα παρούσα στις σκέψεις μου* γι' αυτό συχνά καθόμουν με τις ώρες ακίνητος και αμίλητος κι ευχόμουν να γινόταν καμιά τεράστια καταστροφή που θα έθοοβε στα ερείπιά της και μένα και τον καταστροφέα μου. Η εποχή της δίκης πλησίασε. Τρεις μήνες ήμουν στη φυλακή κιόλ(χς· και παρ' όλο που ήμουν ακόμα αδύναμος και υτυήρχε ο συνεχής φόβος κάποκχς υποτροττής, ήμουν υποχρεωμένος να ταξιδέψω εκατό σχεδόν μίλια ως την πρωτεύουσα της επαρχίοος όπου έδρευε το δικαστήριο. Ο κ. Κίργουιν, από κοΛή του διάθεση, ανέλαβε να βρει μάρτυρες και να διοργανώσει την υπεράσπισή μου. Γλίτωσα την ντροτυή να εμφανιστώ δημόσια ως εγκληματίας, γιατί η υπόθεσή μου δεν ήρθε μπροστά στο δικαστήριο που αποφασίζει για ζωή και θάνατοι Η ολομέλεια του ορκωτού δικαστηρίου απέρριψε την κατηγορία, αφού αποδείχτηκε πως την ώρα που βρέθηκε το σώμα του φίλου μου, εγώ βρισκόμουν στα νησιά Όρκνυ κι έτσι ύστερα από δεκαπέντε μέρες από την προσαγωγή μου στο δικαστήριο, βγήκα από τη φυλακή. Ο πατέρ(χς μου ήτοον κατενθουσιασμένος όταν είδε ότι απαλλάχτηκα από την εξοργιστική κατηγορία του εγκληματία, ότι μπορούσα και πάλι να ανατυνέω την καθαρή ατμόσφαιρα και ότι μου επιτρεπόταν να γυρίσω στη γενέτειρά μου. Εγώ όμως δε συμμερίστηκα αυτά τα αισθήματα* για μένα οι τοίχοι μκχς φυλακής ή ενός ποΛατιού ήταν το ίδιο μισητοί. Το ποτήρι της ζωής είχε δηλητηριαστεί για πάντα* και παρ' όλο που ο ήλιος έλ(χμπε πάνω μου όπως κι επάνω σ' όλους τους ευτυχισμένους και χαρούμενους ανθρώπους, μολοντούτο εγώ γύρω μου δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά μια ττυκνή και τρομαχτική σκοτεινιά, που κανένα φως δεν εισχωρούσε εκτός από το λαμττύρισμα δυο ματιών που ήταν καρφωμένα επάνω μου. 'Αλλες φορές ήταν τα εκφραστικά μάτια του Χένρυ μαραμένα από το θάνατο, με τους θολούς βολβούς σκεπασμένους σχεδόν από τα βλέφαρα και από τις μακριές μαύρες βλεφαρίδες που τα πλαισίωναν κι άλλες ήταν τα υγρά, συννεφιασμένα μάτια του τέρατος, έτσι όπως τα πρωτοείδα στην κάμαρά μου στο Ίνγκολσταντ. Ο πατέροος μου προσπαθούσε να ξυττνήσει μέσα μου τα αισθή^ Εννοεί το κακουργιοδικειο. (Σ.τ.Μ.).
230
ματα της αγάττης και της στοργής. Έθιγε πράγματα που αγαπούσα. Μου μιλούσε για τη Γενεύη, που θα την επισκεπτόμασταν σύντομα —μου έλεγε για την Ελίζαμπεθ και τον Έρνεστ* μα αυτές οι κουβέντες μόνο βαθείς αναστεναγμούς μ' έκαναν να βγάζω. Πότε-πότε, πραγματικά, ένιωθα την επιθυμία για χαρά και σκεπτόμουν με μελαγχολική ευχαρίστηση την αγατυημένη μου εξαδέλφη· ή μ' έπιανε αχόρταγη maladie du pays\ να ξαναδώ τη γοΛάζια λίμνη και το γρήγορο Ρήνο, που μου ήταν τόσο αγαττητά στα παιδικά μου χρόνια* η γενική όμως συναισθηματική μου κατάσταση είχε πέσει σε τέτοια νάρκη που μια φυλακή ήταν το ίδιο καλόδεχτη κατοικία όσο και το πιο όμορφο τοπίο της φύσης· και αυτές οι εκδηλώσεις για χαρά και ζωή σπάνια δεν διακότττονταν από παροξυσμούς αγωνίοις και απελπισίοος. Σ' αυτές τις στιγμές συχνά έκανα απόπειρες για να βάλω ένα τέλος στην ύπαρξή μου που απεχθανόμουν γι' αυτό και χρειαζότοον αδιάκοτυη παρακολούθηση και επαγρύττνηση για να με συγκρατήσουν από το να κάνω καμιά πράξη απόγνωσης. Ένα χρέος μου έμενε (χκόμα να εκτελέσω και η διαρκής σκέψη του κυριάρχησε τελικά κι έδιωξε την εγωιστική μου απελπισία. Ήταν απαραίτητο να επιστρέψω χωρίς καμιά καθυστέρηση στη Γενεύη για να επιτηρώ άγρυττνα τις ζωές εκείνων που τόσο τρυφερά αγαπούσα· και να περιμένω έτοιμος το δολοφόνο, ώστε, αν κάποια τύχη με οδηγούσε στο μέρος του κρησφύγετού του ή αν τολμούσε να παρουσιαστεί και πάλι μπροστά μου, να μπορούσα, χωρίς να αποτύχω τούτη τη φορά, να βάλω ένα τέλος στην ύπαρξη της τερατώδους Μορφής που την είχα προικίσει με την απομίμηση μκχς ψυχής που ήτοον ακόμα πιο τερατώδης. Ο πατέρας μου ήθελε να καθυστερήσουμε την αναχώρησή μ(χς, γιατί φοβόταν πως δε θα μπορούσα να αντέξω την κούραση του ταξιδιού, γιατί ήμουν ερείπιο —η σκιά του εαυτού μου. Μου είχε φύγει όλη η δύναμη. Ήμουν ένοος σκέτος σκελετός· και ο ττυρετός νύχτα και ημέρα μου κατέτρωγε το εξαντλημένο μου σώμα. Καθώς όμως επέμενα με μεγάλη έξαψη και ανυπομονησία να φύγουμε από την Ιρλανδία, ο πατέρας μου το θεώρησε καλό να υποχωρήσει. Επιβιβαστήκαμε σ' ένα πλοίο που ττήγαινε στη Χάβρη και αποπλεύσαμε με ευνοϊκό άνεμο από τις ιρλανδικές ακτές. Ήταν μεσάνυχτα. Ήμουν ξαπλωμένος στο κατάστρωμα· κοίτα^ Νόστος για την πατρίδα. (Σ.τ.Μ.).
231
ζα τα άστρα και άκουγα τον παφλασμό των κυμάτων. Χαιρέτισα με ανακούφιση τη σκοτεινιά που έκρυβε από τα μάτια μου την Ιρλανδία και οι σφυγμοί μου ανέβηκαν από ττυρετώδη χαρά, όταν σκέφτηκα πως σύντομα θα έβλεπα και πάλι τη Γενεύη. Το παρελθόν μου φάνηκε σαν κάποιο φρικτό όνειρο* κι όμως το πλοίο όπου βρισκόμουν, ο άνεμος που ερχόταν από την αντιπαθητική ακτή της Ιρλανδίοος και η θάλασσα που με περιτριγύριζε, όλα, μου τόνιζαν έντονα πως δεν είχα ξεγελαστεί από κάποιο όραμα και ότι ο Κλερβάλ, ο φίλος μου και αγαττημένος μου σύντροφος, είχε γίνει θύμα δικό μου και του τέρατος που εγώ είχα δημιουργήσει. Ξανάφερα στο νου μου ολόκληρη τη ζωή μου* την ανείπωτη ευτυχία μου όσο ζούσα με την οικογένειά μου στη Γενεύη, το θάνατο της μητέρ(χς μου και την αναχώρησή μου για το Ίνγκολσταντ. (^μήθηκα, τρέμοντοις, τον τρελό ενθουσιασμό που με έσπρωξε στη δημιουργία του απαίσιου εχθρού μου και ξανάφερα στο νου μου τη νύχτα που πρωτοέζησε. Μου ήταν (χδύνατο να παρακολουθήσω το συρμό των σκέψεων* χίλια συναισθήματα συνωστίζονταν μέσα μου κι έκλαψα πικρά. Από τότε που έπαψε να με ταλανίζει ο ττυρετός, είχα τη συνήθεια να παίρνω κάθε νύχτα μια μικρή ποσότητα από λάβδανο* μονάχα μέσω αυτού του ναρκωτικού μπορούσα να κοιμηθώ και να *χω εκείνη την ανάπαυση που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της ζωής. Καταπιεσμένος από τη θύμηση των διάφορων βασάνων μου, τώρα ττήρα τη διπλή δόση από τη συνηθισμένη μου ποσότητα για να μπορέσω κάπως να κοιμηθώ βαθιά. Ο ύττνος όμως δεν κατάφερε να με ανακουφίσει από τη σκέψη και τα βάσανα* τα όνειρά μου πλουτίζονταν από χίλια δυο πράγματα που με τρομοκρατούσοον. Προς το πρωί είδα κάποιον εφιάλτη* είδα το τέριχς να μ' αρπάζει από το λαιμό κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, μόνο μού-ροριζα και φώναζα δυνατά. Ο πατέρ<χς μου, που είχε το νου του σε μένα, αντιλήφθηκε την αναστάτωση μου και με ξύτινησε* γύρω ήταν τα ορμητικά κύματα, ψ>ηλά ο συννεφιασμένος ουρανός* ο δαίμονοις άφαντος* ένιωσα ένα αίσθημα ασφάλειας, ένα αίσθημα πως κάποια ανακωχή είχε γίνει ανάμεσα στο παρόν και το ακαταμάχητο, καταστροφικό μέλλον, που μου χάριζε έτσι κάτι σαν ήρεμη λησμοσύνη, στην οποία το ανθρώπινο μυαλό εκ κατασκευής είναι παράξενα επιδεκτικό. 232
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII o με το πλοίο τελείωσε. Αποβιβαστήκαμε και προT χωρήσαμε προς το Παρίσι. Σύντομα διαπίστωσα πως είχα εξαντληθεί και ότι έπρεπε να αναπαυθώ για να μπορέσω να συΤΑΞΙΔΙ
νεχίσω το ταξίδι μου. Οι φροντίδες και οι περιποιήσεις του πατέρα μου ήταν ανεξάντλητες και (χκούραστες* μα δεν ήξερε την αιτία όλων εκείνων που με βασάνιζαν κι έτσι ζητούσε να θεραπεύσει με λαθεμένες μεθόδους την αγιάτρευτη αρρώστια μου. Ήθελε πάρα πολύ να με δει να παίρνω μέρος σε κοινωνικές διασκεδάσεις. Εγώ όμως αποστρεφόμουν τους ανθρώπους. Όχι, δεν τους αποστρεφόμουν! Ήταν (χδέλφια μου, συνάνθρωποι μου κι ένιωθα να είμαι γοητευμένος ακόμα κι από τον πιο απωθητικό απ' αυτούς, γιατί τους θεωρούσα σαν πλάσματα κάποκχς αγγελικής φύσης και ουράνκχς ουσίίχς. Αισθανόμουν όμως πως δεν είχα το δικαίωμα να μοιράζομαι τη συντροφιά τους. Γιατί είχα αφήσει λυτό ανάμεσά τους έναν εχθρό, που η χαρά του ήταν να χύνει το αίμα τους και να διασκεδάζει με τα βογγητά τους. Πόσο θα με απεχθάνονταν, ο καθένοίς χωριστά και όλοι μαζί, αν ήξεραν τις ανόσιες πράξεις μου και τα εγκλήματα που ττηγή τους ήμουν εγώ! Ο πατέρ(χς μου τελικά υποχώρησε μπροστά στην επιθυμία μου να αποφύγω τις κοινωνικές συναναστροφές και αγωνίστηκε με διάφορες συζητήσεις να διώξει την απελπισία μου. Μερικές φορές νόμιζε πως ένιωθα βαθιά τον εξευτελισμό που είχα κατηγορηθεί για φόνο και τότε προσπαθούσε να μου αποδείξει τη ματαιότητα της περηφάνκχς. ((Αλίμονο, πατέρα μου», είπα, ((πόσο λίγο με ξέρεις! Οι ανθρώπινες υπάρξεις, τα αισθήματά τους και τα πάθη τους θα εξευτελίζονταν πραγματικά, αν ένα τρισάθλιο πλάσμα σαν κι εμένα ένιωθε υπερηφάνεια. Η Ζυστίν, η κακομοίρα, η δύστυχη Ζυστίν, ήταν τόσο αθώα όσο κι εγώ* κι όμως πέθανε* και αιτία του θ(χνάτου της είμαι εγώ... εγώ τη δολοφόνησα. Ο Γουίλ233
λιαμ, η Ζυστίν και ο Χένρυ... όλοι πέθαναν από τα χέρια μου». Ο πατέροος μου, όταν ήμουν στη φυλ(χκή, με είχε ακούσει συχνά να ισχυρίζομαι τα ίδια πράγματα. Μερικές φορές, όταν κατηγορούσα έτσι τον εαυτό μου, φαινόταν σαν να 'θελε κάποια εξήγηση, άλλες πάλι αυτό το πράγμα του φαινόταν σαν αποτέλεσμα του παραληρήματός μου και ότι όσο ήμουν άρρωστος κάποια ιδέα τέτοιου είδους είχε τρυπώσει στη φαντασία μου που τη θύμισή της τη διατηρούσα και στην ανάρρωσή μου. Εγώ απέφευγα με τρόπο τις οποιεσδήποτε εξηγήσεις και κρατούσα μια αδιάκοττη σιωττή σχετικά με το τρισάθλιο πλάσμα που είχα δημιουργήσει. Είχα την πεποίθηση πως αν μιλούσα θα με έπαιρν<χν για τρελό, γι' αυτό και κράτησα το στόμα μου κλειστό. Έπειτα δεν μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου να αποκοΛύψει ένα μυστικό που θα έφερνε καταπληξία σ' όποιον το άκουγε και θα προκαλούσε φόβο και αφύσικο τρόμο στους δικούς του. Γι' αυτό το λόγο, λοιπόν, συγκράτησα την ανυπόμονη δίψα μου για συμπόνια και παρέμεινα σιωττηλός τη στιγμή που θα έδινα τα πάντα για να μπορούσα να εκμυστηρευθώ το μοιραίο μυστικό. Μολοντούτο, λόγια σαν κι εκείνα που έχω αναφέρει κιόλοος θα ξεττηδούσαν ανεξέλεγκτα από μέσα μου. Δεν μπορούσα να δώσω καμιά εξήγηση γι' αυτά, μα η αλήθειά τους ανακούφιζε ως ένα βαθμό το βάρος της απερίγρα7^]ς συμφοράς μου. Σε κάποια απ' αυτές τις αθέλητες εξομολογήσεις μου, ο πατέροος μου, με ζωγραφισμένη στην έκφρασή του μια απέραντη απορία, μου είπε: «Αγατυητέ μου Βίκτορ, τι μανία είναι αυτή που σου έχει κολλήσει; Γιε μου, πέφτω στα πόδια σου και σε παρακοΛώ να μην ξαναπείς ποτέ τέτοια λόγια». «Δεν είμαι τρελός», φώναξα ζωηρά* «ο ήλιος κι ο ουρανός, που έχουν δει τα έργα μου, μπορούν να μαρτυρήσουν για την οΛήθεια των λόγων μου. Εγώ είμαι ο δολοφόνος εκείνων των πιο αθώων θυμάτων πέθ(χναν από τις δικές μου ενέργειες. Χιλιάδες φορές θα έχυνα το αίμα μου σταγόνα-σταγόνα, για να μπορούσα να σώσω τις ζωές τους* μα δεν μπορούσα, πατέρα μου, δεν μπορούσα πραγματικά να θυσιάσω ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή». Όσα είπα έπεισαν τον πατέρα μου πως το ττνεύμα μου ήταν διαταραγμένο, γι' αυτό (χμέσως άλλοίξε το θέμα της κουβέντας μοις και προσπάθησε να μετατρέψει την πορεία της σκέψης μου. Ήθελε να σβήσει, όσο γινότοον περισσότερο, την (χνάμνηση των 234
σκηνών από τα γεγονότα που είχαν συμβεί στην Ιρλανδία γι' αυτό και ποτέ δεν τα υπαινίχθηκε κι ούτε μ' άφηνε να μιλάω για τις συμφορές μου. Όσο περνούσε ο καιρός, γινόμουν όλο και πιο ήρεμος· η δυστυχία τώρα πλέον είχε φωλιάσει στην καρδιά μου* είχα πάψει πια να μιλάω με τον ίδιο ασυνάρτητο τρόπο για τα εγκλήματά μου* για μένα ήταν αρκετό που τα είχα συνειδητοποιήσει. Ύστερα από ακραία καταπίεση του εαυτού μου, κατόρθωνα κι έβαζα χαλινάρι στη δεσποτική φωνή της δυστυχί(χς, που μερικές φορές -^ελε να τονίσει εμφαντικά τον εαυτό της σ' ολόκληρο τον κόσμο* έτσι οι τρόποι μου ήταν ηρεμότεροι και πιο γοΛήνιοι, έμοιαζαν πολύ μ' εκείνους που είχα πριν ξεκινήσω για το ταξίδι μου στη θάλασσα των πάγων. Λίγες μέρες πριν φύγουμε από το Παρίσι για να πάμε στην Ελβετία, πήρα από την Ελίζαμπεθ το παρακάτω γράμμα: Αγαττημένε μου φίλε, Δεν μπορείς να φανταστείς τη χοφά μου, όταν ττήρα ένα γράμμα από το θείο μου σταλμένο από το Παρίσι* δεν είσαι πια τόσο μακριά και μπορώ να ελπίζω ότι θα σε δω σε λιγότερο από δυο εβδομάδες. Καημένε μου εξάδελφε, πόσο πρέπει να έχεις υποφέρει! Ασφαλώς θα φαίνεσαι πιο άρρωστος απ* ό,τι έφυγες από τη Γενεύη. Αυτός ο χειμώνας για μένα πέρασε πολύ άσχημα, γιατί με βασά\;ιζε η αγωνία της (χβεβαιότητ(χς· ελπίζω όμως τώρα να δω στην όψη σου διάχυτη τη γαλήνη και να διαπιστώσω πως η καρδιά σου διαθέτει ακόμα αποθέματα από κουράγιο και
ηρεμία.
Μολοντούτο φοβάμαι πως ακόμα εξουσιάζεσαι από τα ίδια αισθήματα που πριν από ένα χρόνο σε έκαναν τόσο δυστυχισμένο, ίσως μάλιστα να έχουν αυξηθεί από το χρόνο. Τούτο τον καιρό, που τόσες ατυχίες σε βαραίνουν, δε θα σε ενοχλούσα ποτέ, μα κάποια συζήτηση που είχα με το θείο μου λίγο πριν από την αναχώρηση του καθιστά αναγκαία μια εξήγηση από μέρους μου πριν συναντηθούμε. Εξήγηση! Μπορεί να πεις: «Τι έχει να εξηγήσει η Ελίζαμπεθ;» Αν πραγματικά πεις κάτι τέτοιο, όλα μου τα ερωτήματα θα έχουν αποοντηθεί και όλες οι αμφιβολίες μου θα έχουν φύγει. Επειδή όμως είσαι μακριά μου υπάρχει η περίπτωση ότι μπορεί να τρομάξεις ίσως όμως μπορεί και να ευχαριστηθείς, απ' αυτή την εξήγηση* και επειδή υπάρχει η πιθανότητα να έχουν έτσι τα πράγματα, δεν τολμώ να αναβάλω περισσότερο και να μη σου γράψω όσα τόσο συχνά τον καιρό που
235
έλειπες ήθελα να σου γνωρίσω, μα δεν είχα ποτέ το κουράγιο ν* (χρχίσω. Ξέρεις πολύ καλά, Βίκτορ, πως η ένωσή μας αποτελούσε το όνειρο των γονιών σου από τότε ακόμα που ήμαστο^ παιδιά. Αυτό μας το καλλιεργούσαν κι από νέοι μάθαμε να το βλέπουμε ως ένα γεγονός που θα γινόταν οπωσδήποτε. Στην παιδική μας ηλικία παίζαμε μονοιασμένα και αγαττημένα και πιστεύω πως όταν μεγαλώσαμε κρατήσαμε μια ακριβή και πολύτιμη φιλία. Μα όπως (χδελφός και αδελφή συμβαίνει να έχουν συχνά ζωηρή στοργή ο ένίχς για τον άλλο χωρίς να επιθυμούν μια πιο στενή σχέση, μήπως κι η δική μας περίπτωση είναι κάτι τέτοιο; Πεςμας, πολυαγαττημένε Βίκτορ. Σε ικετεύω, απάντησέ μου, για χάρη της αμοιβαίας μας ευτυχίας, με κάθε ειλικρίνεια: Μήπως αγαπάς καμιά άλλη; Ταξίδεψες· πέρασες πολλά χρόνια της ζωής σου στο Ίνγκολστοεντ* και σου εξομολογούμαι, κίχλέ μου, πως όταν το περασμένο φθινόπωρο σε είδα τόσο δυστυχισμένο, να αποζητάς τη μοναξιά, μακριά από την κοινωνία κι από κάθε πλάσμα, άρχισα να υποθέτω ότι μπορεί να λυπόσουν για το σύνδεσμό μας και ότι πίστευες πως για λόγους τιμής ήσουν υποχρεωμένος να εκπληρώσεις τις επιθυμίες των γονέων σου, αν και ήταν αντίθετες στις διαθέσεις σου. Αυτό όμως είναι λαθεμένος συλλογισμός. Σου εξομολογούμαι, καλέ μου, ότι σ' αγαπώ και ότι στα αιθέρια όνειρά μου για το μέλλον είσαι πάντα ο ακλόνητος φίλος και σύντροφός μου. Μα είναι που θέλω την ευτυχία σου όπως και τη δική μου, όταν σου δηλώνω πως ο γάμος μας θα με έκανε αιώνια δυστυχισμένη, αν δεν υπαγορευόταν από τη δική σου ελεύθερη εκλογή. Ακόμα και τώρα με πιάνουν τα κλάματα άμα σκέπτομαι πως, χτυττημένος όπως είσαι από τις χειρότερες δυστυχίες, μπορεί να στραγγαλίζεις, με τη λέξη τιμ-ή^ την κάθε ελπίδα εκείνης της αγάτυης και της ευτυχίας που μόνο αυτή θα μπορούσε να σε κάνει να ξαναβρείς τον πραγματικό σου εαυτό. Εγώ, που έχω τόση ανυστερόβουλη αγάττη για σένα, μπορεί να δεκαπλασιάσω τις δυστυχίες σου^ αν σταθώ εμπόδιο στις επιθυμίες σου. Αχ, Βίκτορ, να είσαι βέβαιος πως η εξαδέλφη σου και συντρόφισσα των παιχνιδιών σου σε αγαπάει τόσο ειλικρινά που με κανένα τρόπο δε θα ήθελε να σε κάνει δυστυχισμένο από κάτι τέτοιο. Να είσαι ευτυχισμένος, καλέ μου* αυτό και μόνο είναι που σου ζητάω* κι αν μ* ακούσεις, να είσαι βέβαιος πως τίποτα στη γη δε θα βρεθεί που να μπορέσει να ταράξει τη γαλήνη μου. Ας μη σε (χναστατώσει αυτό το γράμμα* μην απαντήσεις αύριο ή μεθαύριο ή ακόμα κι ώσπου να έρθεις, αν αυτό σε βάζει σε κόπο. Ο θείος μου θα με πληροφορήσει για την υγεία σου* κι όταν συνοεντηθούμε, αν δω στα χείλη σου κάποιο χοιμόγελο, που να έχει γεννηθεί απ' αυτή ή από
236
οποιαδήποτε άλλη ενέργειά μου, βεβαιώσου πως δε θα χρειάζομαι πια καμιά άλλη ευτυχία. Γενεύη, 1 8 Μαίου 17 Ελιζαμπεθ Λαβέντζα
Αυτό το γράμμα ξανάφερε στη μνήμη μου εκείνο που πριν είχα ξεχάσει, την απειλή του τέρατος: Θα είμαι μαζί σου τη νύχτα του γάμου σου. Αυτή λοιπόν, ήταν η καταδίκη μου και εκείνη τη νύχτα ο δαίμον(χς θα χρησιμοποιούσε κάθε κόλπο για να με καταστρέψει και να με τραβήξει μακριά από την ανοολαμττη της ευτυχίας που μπορούσε ως ένα βαθμό να αποολύνει τα βάσανά μου. Σ' εκείνη τη νύχτα είχε αποφασίσει με το θάνατό μου να αποπερατώσει τα ε^ήματά του. Αοιπόν, ας είναι κι έτσι* ένας θανάσιμος αγώνας θα γινόταν ο^σφοίΚώς τότε, όπου αν εκείνος έβγαινε νικητής, εγώ θα αναπαυόμουν ειρηνικά και η δύναμή του πάνω μου θα έπαιρνε τέλος. Αν όμως τον νικούσα, θα έμενα ελεύθερος. Αλίμονο όμως! Σαν ποια ελευθερία; Η μόνη απάντηση είναι σαν αυτή που απολαμβάνει ο χωρικός όταν βλέπει την οικογένειά του να σφάζεται μπρος στα μάτια του, το σπίτι του να καίγεται, τα χωράφια του να ερημώνονται κι αυτός να γυρίζει έρμαιος, άστεγος, απένταρος και μόνος, όμως ελεύθερος. Τέτοια θα ήταν και η δική μου ελευθερία, μόνο που εγώ στο πρόσωπο της Ελίζαμπεθ θα κατείχα ένα θησαυρό, που, οΛίμονο, θα ισοσταθμιζόταν από εκείνες τις φοβερές τύψεις και ενοχές που θα με κυνηγούσαν ως το θάνατο. Γλυκιά και αγαττημένη Ελίζαμπεθ! Διάβασα και ξανοίδιάβασα το γράμμα της και κάποια τρυφερά αισθήματα τρύπωσαν στην καρδιά μου και τόλμησαν να της ψιθυρίσουν ποχραδεισένια όνειρα αγάττης και χαράς* μα γρήγορα ο απαγορευμένος καρπός φαγώθηκε και το γυμνό χέρι του αρχάγγελου ήταν έτοιμο να με αποπέμψει μακριά από κάθε ελπίδα. Μολοντούτο ακόμα και τη ζωή μου θα 'δινα για να την έκανα ευτυχισμένη. Αν το τέριχς εκτελούσε την απειλή του, ο θάνατος θα ήταν αναπόφευκτος* όμως πάλι σκεπτόμουν αν και κατά πόσο ένας πρόωρος γάμος μου θα επιτάχυνε τη μοίρα μου. Θα μπορούσε πραγματικά ο εξολοθρεμός μου να γίνει λίγους μήνες νωρίτερα* μα αν ο βασανιστής μου υποπτευόταν πως τον ανέβίχλλα, επηρεασμένος ενδεχόμενα από τις απειλές του, τότε ασφοΛώς θα έβρισκε άλλα, και ίσως πιο 237
τρομερά, μέσα εκδίκησης. Είχε τάξει να eimt μαζί μου τη νύχτα του γάμου μου^ μολοντούτο δε θεωρούσε πως αυτή η αττειλή τον δέσμευε στο μεταξύ' γιατί, θέλοντιχς τάχατες να μου δείξει ότι δεν ήταν (χκόμα αρκετά χορτάτος από αίμα, δολοφόνησε τον Κλερβάλ αμέσως ύστερα από την εξαγγελία των απειλών του. Γι' αυτό, λοιπόν, καταστάλαξα στο συμπέρασμα πως τα σχέδια του εχθρού μου ενάντια στη ζωή μου δε θα έπρεπε να καθυστερήσουν ούτε μια ώρα το γάμο που θα συντελούσε στη χαρά και την ευτυχία εκείνης και του πατέρα μου. Μέσα σ' αυτή την ψυχική κατάσταση κάθισα κι έγραψα στην Ελίζαμπεθ. Το γράμμα μου ήταν ήρεμο και στοργικό. «Φοβάμαι, αγα7ητ)μένο μου κορίτσι», της έγραψα, «πως λίγη ευτυχία απομένει για μ(χς στη γη* μολοντούτο, το καθετί που μπορεί κάποια μέρα να απολαύσω έχει για κέντρο του εσένα. Διώξε τους ανόητους φόβους σου* μόνο σε σένα είναι αφιερωμένη η ζωή μου και η κάθε προσπάθεια για χαρά. Έχω ένα μυστικό, Ελίζαμπεθ, ένα φοβερό μυστικό* όταν σου το αποκοολύψω, θα παγώσει το κορμί σου από φρίκη και τότε, μη έχοντοις πια καμιά απορία για τη δυστυχία μου, θα απορείς μονάχα πώς κατάφερα να επιζήσω ύστερα απ' ό,τι έχω περάσει. Αυτή την ιστορία της συμφοράς και του τρόμου θα σου την εκμυστηρευθώ την ά)Λη μέρα ύστερα από το γάμο μ(χς· γιατί, γλυκιά μου εξαδέλφη, ανάμεσά μ(χς πρέπει να υπάρχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Μα ίσαμε τότε, σε ικετεύω, μην το αναφέρεις πουθενά ούτε να κάνεις οποιοδήποτε υπαινιγμό γι' αυτό. Σε παρακαλώ ειλικρινά γι' αυτό και ξέρω πως θα συμμορφωθείς με τις οδηγίες μου». Ύστερα από μια βδομάδα περίπου από τότε που ττήρα το γράμμα της Ελίζαμπεθ, φθάσαμε στη Γενεύη. Η γλυκιά κοπέλα με κοίλωσόρισε με θερμές εκδηλώσεις, την ττήραν όμως τα δάκρυα μόλις είδε το κοκαλιάρικο κορμί μου και τα μάγουλά μου που έκαιγαν από τον ττυρετό. Μα κι εγώ είδα κάποια (χλλαγή πάνω της. Ήταν πιο αδύνατη και είχε χάσει πολύ από εκείνη την εξαίσια ζωντάνια που με είχε γοητεύσει άλλοτε* μα η ευγένειά της και η απεριόριστη συμπόνια της την έκαναν την πιο κατάλληλη συντρόφισσα για ένα συντριμμένο και δύστυχο σαν εμένα. Η ψυχική ηρεμία που είχα τώρα δεν κράτησε πολύ. Η εμμονή της μνήμης σε συγκεκριμένα γεγονότα φέρνει την τρέλα* κι εγώ όταν σκεπτόμουν ό,τι είχα περάσει, μ' έπιανε πραγματική παρα238
φροσύνη· μερικές φορές γινόμουν έξοΛλος και άφριζα από λύσσα κι άλλες πάλι ένιωθα κατάπτωση κι αδιαφορία. Ούτε μιλούσα ούτε ήθελα να δω κανένα, μόνο καθόμουν ακίνητος, ζαλισμένος από την πληθώρα των συμφορών που με πλημμύριζαν. Μόνο η Ελίζαμπεθ μπορούσε να μου καταλαγιάσει αυτούς τους παροξυσμούς· η ευγενική, απαλή φωνή της θα με ηρεμούσε, όταν ήμουν έξαλλος και δεν ήξερα τι έκανα από το πάθος μου, και θα με γέμιζε με ανθρώπινα αισθήματα, όταν βυθιζόμουν στη νέκρα της αδιαφορίοις. Την έπιαναν τα κλάματα όταν με έβλεπε σ' αυτή την κατάσταση. Όταν ξανάβρισκα τα λογικά μου, θα με συμβούλευε και θα προσπαθούσε να μου εμττνεύσει καρτερική υπομονή. Αχ, είναι καλό για τον άτυχο να έχει καρτερία και υπομονή, μα για τον ένοχο δεν υπάρχει ειρήνη. Οι αγωνίες των τύψεων δηλητηριάζουν την πολυτέλεια που μερικές φορές βρίσκεται στο κατρακύλισμα μέσα στην υπερβολική θλίψη. Λίγες μέρες ύστερα από τον ερχομό μου, ο πατέροις μου ήρθε και με βρήκε κι άρχισε να μιλάει για τον άμεσο γάμο μου με την Ελίζαμπεθ. Εγώ έμεινα σιωττηλός. «Μήπως έχεις κάποιο άλλο δεσμό;» μου είπε τότε. «Κανένοον απολύτως. Αγαπώ την Ελίζαμπεθ και προσβλέπω στην ένωσή μοις με μεγάλη χαρά. Γι' αυτό (χς ορίσουμε την ημέρα* και απ' αυτή κι ύστερα, υπόσχομαι, είτε ζωντανός, είτε νεκρός, να αφιερώσω τον εαυτό μου στην επιδίωξη της ευτυχίας της εξαδέλφης μου». ((Αγαττημένε μου Βίκτορ, μη λες τέτοια λόγια. Μ(χς έχουν βρει μεγάλες συμφορές* ας μείνουμε όσο μπορούμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο και την αγάττη που είχαμε σ' εκείνους που χάσαμε, (χς τη διοχετεύσουμε σ' αυτούς που-ζουν. Ο κύκλος μοις θα είναι μικρός μα θα μας ενώνουν αδιάρρηκτα οι δεσμοί της στοργής και της δυστυχίοις μας. Και όταν ο καιρός θα απαλύνει την απελπισία σου, τότε νέα ενδιαφέροντα θα γεννηθούν μέσα σου, που θα αντικαταστήσουν όλα εκείνα που τόσο καιρό στέκονταν εμπόδια και τόσο σκληρά μοις τα στερούσαν». Τέτοιες παρηγοριές μου έδινε ο πατέροος μου. Εμένα όμως με τάραζε διαρκώς η θύμιση της απειλής* γι' αυτό, λοιπόν, μην απορείς που εγώ, καθώς ο δαίμονοος αποδείχθηκε παντοδύναμος και χωρίς φραγμούς στο αιματηρό του έργο, τον θεώρησα σχεδόν ανίκητο, και που όταν πρόφερε τα λόγια «θα είμαι μαζί σου τη 239
νύχτα του γάμου σου», θεωρούσα την απειλούμενη μοίρα μου ως αναπόφευκτη. Για μένα όμως ο θάνατος δεν ήταν κάτι το τρομερό, αν γινόταν το (χντάλλαγμα για τη σωτηρία της Ελίζαμπεθ* γι' αυτό με ευχαριστημένη και χαρούμενη διάθεση συμφώνησα με τον πατέρα μου πως αν η εξ(χδέλφη μου συναινούσε, ο γάμος να γινόταν σε δέκα ημέρες και έτσι, όπως φανταζόμουν, θα σφράγιζα τη μοίρα μου. Μεγοιλοδύνοιμε Θεέ! Αν και για μόνο μια στιγμή είχα φοονταστεί ποιος θα μπορούσε να είναι ο καταχθόνιος σκοπός του δαιμονικού εχθρού μου, θα προτιμούσα μάλλον να είχα φύγει από τη γενέτειρά μου και να περιπλανιέμαι πάνω στη γη απόβλητος και χωρίς φίλους παρά να είχα συγκατατεθεί σ' αυτό το δύστυχο γάμο. Όμως το τέροις, λες και είχε μαγικές δυνάμεις, με είχε τυφλώσει και δεν μπορούσα να δω τις πραγματικές του προθέσεις· και όταν νόμισα πως είχα προετοιμάσει μόνο το δικό μου θάνατο, αποδείχθηκε πως απλά επιτάχυνα το θάνατο ενός θύματος που μου ήτ(κν το πιο αγαττημένο. Καθώς πλησίαζε η μέρα που είχε οριστεί για το γάμο μοις, είτε από δειλία είτε από κάποιο προαίσθημα ένιωσα την καρδιά μου να πλημμυρίζει από μαύρη απελπισία. Απέκρυψα όμως τα αισθήματά μου κάτω από μια απατηλή ιλαρότητα, γεγονός που γέμισε με χαμόγελα και χαρά το πρόσωπο του πατέρα'μου, μα που δεν μπόρεσε να ξεγελάσει το πάντα παρατηρητικό μάτι της Ελίζαμπεθ. Έβλεπε την ένωσή μας με ήρεμη ικανοποίηση, χωρίς όμως να της λείπει κάποιος φόβος που τον είχοον προκαλέσει οι περασμένες δυστυχίες· για το ότι δηλαδή εκείνο που φαινόταν τώρα βέβαιη και πραγματική ευτυχία θα μπορούσε σύντομα να διαλυθεί και να γίνει αιθέριο όνειρο, αφήνοντας πίσω του βαθιά και αδιάκοτητ) λύττη. Άρχισαν να γίνονται οι ετοιμασίες για το γάμο* οι συ·^^αρητήριες επισκέψεις ήταν οιδιάκοπες κοα. όλοι είχαν χαρούμενη όψη. Έκλεισα, όσο μπορούσα καλύτερα, μέσα στην καρδιά μου την αγωνία που τψ κατέτρωγε και με φαινομενική σοβαρότητα άρχισα να ασχολούμαι με τα σχέδια του πατέρα μου, παρ' όλο που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σαν στόλισμα της τραγωδίικς μου. Χάρη στους αγώνες του πατέρα μου, η αυστριακή κυβέρνηση απέδωσε στην Ελίζοιμπεθ ένα μέρος από την κληρονομιά της. Επίσης ανήκε σ' αυτή μια μικρή κατοικία στις ακτές του Κόμο. 240
Συμφωνήσαμε, (χμέσως ύστερα από το γάμο μ(χς, να πάμε στη Βίλα Λαβέντζα και να περάσουμε εκεί τις πρώτες ημέρες της ευτυχίας μας, δίπλα στα νερά της όμορφης λίμνης. Στο μεταξύ έπαιρνα όλες τις προφυλάξεις ώστε να προστάτευα τον εαυτό μου σε περίτττωση που ο δαίμον(χς θα μου έκανε ανοιχτή επίθεση. Είχα πάντα μαζί μου πιστόλια και ένα στιλέτο και συνεχώς είχα το νου μου ώστε να προλάβαινα κανένα τέχνασμά του* και με αυτό τον τρόπο ένιωσα μεγάλη ασφάλεια που μου χάρισε αρκετή ηρεμία. Πραγματικά, όσο η μέρα του γάμου πλησίαζε τόσο η απειλή φαινόταν όλο και πιο πολύ σαν κάποια παραίσθηση που δεν άξιζε να διαταράξει τη γαλήνη μου, ενώ αντίθετα όσο η καθορισμένη μέρα της τέλεσης του έφθανε τόσο η ευτυχία που ήλπιζα να βρω στο γάμο μου αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη βεβαιότητα* μα και παντού γύρω μου άκουγα να λέγεται διαρκώς πως το θεωρούσίχν ως γεγονός που τίποτα δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Η Ελίζαμπεθ φαινόταν ευτυχισμένη* η γοΛήνια συμπεριφορά μου συντέλεσε πάρα πολύ ώστε κι εκείνη να ηρεμήσει. Την ημέρα όμως που θα εκπληρώνονταν οι επιθυμίες μου και θα επισφραγιζόταν το πεπρωμένο μου εκείνη ήταν μελ(χγχολική από κάποιο κακό προαίσθημα που ένιωθε* ίσως να σκετυτόταν το τρομερό μυστικό που είχα υποσχεθεί να της αποκαλύψω την άλλη μέρα από το γάμο μοος. Στο μεταξύ ο πατέροις μου πέταγε από τη χαρά του και μέσα στη φασαρία των ετοιμασιών τη μελαγχολία της οενιψιάς του την απέδιδε στη φυσική συστολή που νιώθει κάθε νύφη τέτοιες στιγμές. Ύοττερα από την ολοκλήρωση της ιεροτελεστίας, δόθηκε μεγάλη δεξίωση στο σπίτι του πατέρα μου* από πριν όμως είχε συμφωνηθεί πως η Ελίζαμπεθ κι εγώ δε θα μέναμε παρά θ' αρχίζαμε αμέσως το ταξίδι μοος με το πλοίο ώστε εκείνη τη νύχτα να κοιμηθούμε στο Εβιάν και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας την άλλη μέρα. Η μέρα ήταν όμορφη, ο άνεμος ευνοϊκός και όλοι μ(χς χαμογελούσοον την ώρα που επιβιβαζόμασταν. Αυτές ήτ(χν οι μόνες στιγμές στη ζωή μου που μ' έκαναν να νιώσω και ν' απολαύσω το αίσθημα της ευτυχί(χς. Πηγαίναμε γρήγορα* ο ήλιος ήτοον ζεστός μα εμείς προφυλοογόμασταν από τις ακτίνες του κάτω από ένα είδος τέντοις και είχοιμε έτσι την ευκαιρία να απολαμβάνουμε την ομορφιά του τοπίου. Από τη μια 241
πλευρά της λίμνης βλέπ(χμε το όρος Σαλέβ, τις ευχάριστες όχθες του Μονταλέγκρε και σε κάποια απόσταση, ξεπερνώντας το καθετί, το πανέμορφο Λευκό Όρος με τα γύρω χιονισμένα βουνά που μάταια προσπαθούσαν να το συναγωνιστούν στο ύψος. 'Αλλοτε πάλι, παραπλέοντας τις ακτές της απέναντι μεριάς, βλέπαμε τον κολοσσιαίο Γιούρα να αντιτάσσει τη σκοτεινή του πλευρά στο φιλόδοξο που θα ήθελε να εγκαταλείψει την πατρίδα του ενώ ταυτόχρονα αποτελούσε ένα σχεδόν ανυπέρβλητο φράγμα στον εισβολέα που θα ήθελε να τη σκλοιβώσει. Έπκχσα το χέρι της Ελίζαμπεθ: «Είσαι θλιμμένη, αγάτυη μου! Αχ, αν ήξερες τι έχω υποφέρει και τι μπορεί να τροφήξω οοκόμη, θα προσπαθούσες με όλο σου το είναι να με κάνεις να γευθώ όσο μπορώ περισσότερο την ηρεμία και την απελευθέρωση από την απελπισία που αυτή τουλάχιστον η σημαντική μέρα μου επιτρέπει να απολοαίσω». «Να 'σαι χαρούμενος, αγαπημένε μου Βίκτορ!» απάντησε η Ελίζαμπεθ. «Ελπίζω πως δεν υπάρχει τίποτα που να σε καταθλίβει' και να είσαι βέβαιος πως παρ' όλο που στο πρόσωπό μου δεν είναι ολοφάνερη η ζωηρή χαρά, μολοντούτο η καρδιά μου είναι κατενθουσιασμένη. Μόνο μέσα μου σαν κάποια φωνή να μου ψιθυρίζει πως δεν πρέπει να βασιζόμαστε και τόσο πολύ στο μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας, μα έννοια σου, δε θ' αφήσω να με εττηρεάσει μια τέτοια απαίσια φωνή. Αλήθεια σου λέω, δεν είναι τίποτα. Κοίταξε πόσο γρήγορα ταξιδεύουμε και πόσο ομορφαίνουν (χκόμα περισσότερο το τοπίο αυτά τα σύννεφα που πότε μαύρα κι απειλητικά σκεπάζουν και πότε πανηγυρικά στεφανώνουν την κορφή του Λευκού Όρους. Δες τα αμέτρητα ψάρια που κολυμπούν στα πεντακάθαρα νερά, όπου μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το κάθε βότσαλο που βρίσκεται στο βυθό. Τι θεσπέσια μέρα! Πόσο ευτυχισμένη και γαλήνια φαίνεται η φύση!» Μ' αυτό τον τρόπο προσπάθησε η Ελίζαμπεθ να απομακρύνει τις σκέψεις της μα και τις δικές μου από κάθε μελαγχολικό ζήτημα. Μα η ψυχική της διάθεση είχε σκαμπανεβάσματα* μερικές φορές τα μάτια της έλίχμπαν από χοφά μα σύντομα γίνονταν αφηρημένα κι έπεφταν σε ονειροπόληση. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση* περάσαμε τον ποτοιμό Ντρανς και τον παρακολουθήσαμε να κυλάει μέσα από τα χάσματα και τις χαράδρες των βουνών. Σ' αυτό το σημείο οι 'Αλπεις 242
έρχονται πολύ κοντά στη λίμνη και πλησιάσαμε αρκετά το αμφιθέατρο των βουνών που αποτελούν το ανατολικό τους όριο. Το καμπαναριό του Εβιάν έλαμπε έτσι καθώς ξεπεταγόταν μέσα από τα δέντρα που το περιτριγύριζαν ενώ οι κλιμακωτές ράχες των βουνών (ραίνονταν σαν να κρέμονταν από πάνω του. Ο άνεμος, που ίσαμε τώρα μ(χς ταξίδευε με εκπληκτική ταχύτητα, με τη δύση του ήλιου έπεσε και τη θέση του τυήρε μια ελαφριά αύρα* το απαλό αεράκι πέρναγε σαν χάδι πάνω από τα νερά, που τα 'κανε να ανατριχιάζουν στο άγγιγμά του, και μ' ένα ανάλαφρο πέταγμα πήγαινε να νανουρίσει τα δέντρα της (χκτής απ' όπου, καθώς την πλησιάζαμε, διασκορπιζόταν στον αέρα ένα απολαυστικό άρωμα από λουλούδια κι από χόρτα. Την ώρα που αποβιβαστήκαμε, ο ήλιος χάθηκε πίσω από τον ορίζοντα* και μόλις πάτησα στην ακτή, ένιωσα αμέσως να ξαναζωντανεύουν μπροστά μου όλες εκείνες οι έγνοιες και οι φόβοι, που γρήγορα θα με αγκάλιαζαν για να μη μ' αφήσουν ποτέ πια.
243
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIII ΤΑΝ ΑΠΟΒΙΒΑΣΤΗΚΑΜΕ ήταν οχτώ η ώρα' περπατήσαμε κάμποσο στην ακτή για ν' απολαύσουμε το λυκόφως κι ύστερα κατασταλάξαμε στο πανδοχείο απ' όπου είχαμε ολόκληρη τη θέα του όμορφου τοπίου: τα νερά, τα δάση και τα βουνά, που αν και σκοτεινιασμένα μπορούσες ακόμα να ξεχωρίσεις τα μαύρα τους περιγράμματα.
Ο
Ο νότιος άνεμος είχε πέσει και τώρα είχε ξεσηκωθεί έν(χς βίαιος δυτικός αέροις. Το φεγγάρι είχε φθάσει στο ζενίθ της τροχιάς του και έγερνε προς τη δύση* τα σύννεφα, που έτρεχαν στον ουρανό πιο γρήγορα κι από τα όρνια, περνούσαν από μπροστά του και του σκοτείνιαζ(χν τις ακτίνες* η λίμνη (χντανακλούσε την (χντάρα του ουροονού και τα ακούραστα κύματα, που είχοον αρχίσει να μεγαλώνουν, τον έδειχναν ακόμα πιο ανταριασμένο. Ξαφνικά ξέσπασε καταιγίδα. Ήμουν ήρεμος όλη την ημέρα* μα μόλις το σκοτάδι της νύχτοις απλώθηκε γύρω μου και σκέπασε τα πάντα, χίλιοι φόβοι κυριάρχησ(χν στο μυαλό μου. Ήμουν πολύ (χνήσυχος και πρόσεχα πολύ ενώ το δεξί μου χέρι έσφιγγε ένα πιστόλι που το είχα κρυμμένο στο στήθος μου* ο κάθε θόρυβος με τρόμαζε, μα είχα αποφασίσει να πουλήσω τη ζωή μου ακριβά* θα 'μενα στη μάχη που το τίμημά της θα 'ταν είτε η δική μου η ζωή είτε η δική του. Η Ελίζαμπεθ, φοβισμένη, παρακολουθούσε επί αρκετή ώρα την ανησυχία μου σιωττηλή* μα στο βλέμμα μου υττήρχε κάτι που της μετέδωσε τον τρόμο γι' αυτό και τρέμοντοις με ρώτησε: «Τι είναι αυτό που σε ανησυχεί, αγαττημένε μου Βίκτορ; Τι φοβάσαι;» «Ηρέμησε, ηρέμησε, αγάττη μου», απάντησα* «αυτή η νύχτα μόνο* κι άμα περάσει όλοι θα είμαστε ασφαλείς* μα αυτή η νύχτα είναι τρομερή, πολύ τρομερή». Πέρασα μια ώρα σ' αυτή την ψυχική κατάσταση, ότοον ξαφνικά θυμήθηκα τι φρικτό θέαμα θα ήταν για τη γυναίκα μου η μάχη 244
που από στιγμή σε στιγμή περίμενα' γι' αυτό με πολλή θέρμη την παρακάλεσα να αποσυρθεί, αποφασισμένος να μην πάω κοντά της πριν μπορέσω να μάθω κάτι για τις διαθέσεις του εχθρού μου. Με άφησε κι εγώ συνέχισα να περιδιαβαίνω τους διαδρόμους του σπιτιού και να ερευνώ κάθε γωνιά που θα μπορούσε να προσφέρει καταφύγιο στον οοντίπαλό μου. Δεν ανακάλυψα όμως κανένα ίχνος του και άρχισα να πιστεύω πως κάποια καλότυχη σύμπτωση είχε μεσολοφήσει που τον εμπόδισε να εκτελέσει τις απειλές του* εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσα μια διαπεραστική, γεμάτη τρόμο, στριγγλιά. Ερχόταν από το δωμάτιο που βρισκότοον η Ελίζαμπεθ. Μόλις την άκουσα, μεμιάς τα κατάλοιβα όλα* τα χέρια μου παράλυσαν όλο μου το κορμί μούδιασε και δεν μπορούσα να κουνηθώ* ένιωθα το αίμα να τρέχει στις φλέβες μου και να κουδουνίζει στους κροτάφους μου. Για μια στιγμή μονάχα έμεινα έτσι σ' αυτή την κατάσταση* η στριγγλιά ξανακούστηκε αμέσως κι εγώ όρμησα στο δωμάτιο. Μεγαλοδύναμε Θεέ! Γιατί δεν πέθαινα τότε; Γιατί να βρίσκομαι εδώ και κάθομαι και διηγούμαι το χαμό του πιο αγνού πλάσματος της γης; Νεκρή και άψυχη ήτοεν ριγμένη στο κρεβάτι* το κεφάλι της κρεμόταν κάτω και τα ωχρά και παραμορφωμένα χαρίχκτηριστικά της ήταν μισοσκεπασμένα από τα μοολλιά της. Όπου κι αν γυρίσω τη ματιά μου, βλέπω την ίδια εικόνα —τα αναιμικά της μπράτσα και το χαλαρό της σώμα πεταμένα από το δολοφόνο στο νυφικό της νεκροκρέβατο. Πώς μπόρεσα και είδα ένα τέτοιο πράγμα και έζησα; Αλίμονο! Η ζωή είναι επίμονη και κολλάει γερά εκεί ακριβώς που είναι πιο μισητή! Δεν άντεξα άλλο στο θέαμα κι έπεσα κάτω αναίσθητος. Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, ήμουν περιτριγυρισμένος από τον κόσμο του πανδοχείου* οι όψεις τους έδειχναν ένα απερίγραπτο τρόμο, μα η φρίκη των άλλων μπροστά στα αισθήματα που με έττνιγαν έμοιαζε με αστείο. Τους άφησα και ττήγα στο δωμάτιο όπου βρισκόταν το κορμί της Ελίζαμπεθ, της αγάττης μου, της γυναίκίχς μου, που πριν από λίγο ακόμα ζούσε, της τόσο αγαττημένης, της τόσο ακριβής μου. Όσο ήμουν αναίσθητος, τη φρόντισαν και η στάση του κορμιού της δεν ήταν πια ίδια σαν κι εκείνη που την πρωτοείδα* τώρα, έτσι ξαπλωμένη καθώς ήταν, με το κεφάλι της να (χκουμπάει στο μπράτσο της και μια μ(χντήλα να σκεπάζει το πρόσωπο και το λαιμό της, μου φάνηκε GCCJ VOL 245
κοιμόταν. Όρμησα και την αγκάλιασα με πάθος, μα η νεκρική αδράνεια κι η ακαμψία των μελών μου έλεγαν πως ό,τι κρατούσα τώρα μέσα στην αγκοολιά μου είχε πάψει πια να είναι η Ελίζαμπεθ, που είχα αγαττήσει και είχα λατρέψει. Πάνω στο λαιμό της φαινόταν καθαρά το φονικό σημάδι από το σφίξιμο του δαίμονα, που σταμάτησε την ανάσα της να βγαίνει από τα χείλη της. Την ώρα που ήμουν κρεμασμένος πάνω της, βουτηγμένος στην απελπισία έτυχε να κοιτάξω προς τα πάνω. Τα ποοντζούρια του δωματίου ήταν κλειστά από πριν και μ' έπιασε πανικός όταν είδα το ωχροκίτρινο φως του φεγγαριού να φωτίζει το δωμάτιο. Τα παντζούρια είχαν ανοίξει και με μια απερίγραπτη αίσθηση φρίκης είδα στο ανοιχτό παράθυρο την πιο φρικαλέα και σιχαμερή μορφή. Ένα σαρκαστικό χαμόγελο χαραζόταν στο πρόσωπο του τέρατος* φαινότοςν να χλευάζει καθώς με το δαιμονικό του δάχτυλο έδειχνε το πτώμα της γυναίκοις μου. Όρμησα στο παράθυρο και τραβώντοος το πιστόλι από το στήθος μου, ττυροβόλησα* όμως η σφαίρα δεν τον πέτυχε, γιατί ττήδηξε έγκαιρα από κει που βρισκόταν και τρέχοντοις σαν βολίδα, βούτηξε στα νερά της λίμνης. Ο κρότος της πιστολιάς μάζεψε πολύ κόσμο στο δωμάτιο. Έδειξα το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί ο δαίμονοις και τον κυνηγήσαμε με βάρκες* (χκόμα και δίχτυα ρίξαμε, μα τίποτα. Ύστερα από αρκετές ώρες γυρίσαμε απελπισμένοι και οι περισσότεροι από τους συντρόφους μου πίστευαν πως ήταν κάποια μορφή που την είχα δημιουργήσει με τη φαντασία μου. Άμα αποβιβασθήκαμε, αποφάσισαν να συνεχίσουν το ψάξιμο στη στεριά' χωρίστηκαν σε ομάδες και ττήραν διαφορετικές κατευθύνσεις μέσα από τα δάση και τ' αμϊυέλια. Θέλησα να πάω μαζί τους* προχώρησα λίγο διάστημα, μα το κεφάλι μου γύριζε, τα πόδια μου δε με κρατούσαν και πήγαινα σαν μεθυσμένος· ένιωσα τέλεια εξάντληση* τα μάτια μου θόλωσαν και ψηνόμουν από τον ττυρετό. Σ' αυτή την κατάσταση μ' έφεραν πίσω και με ξάπλωσαν στο κρεβάτι, χωρίς να κατ(χλ(χβαίνω τι είχε συμβεί* τα μάτια μου κοίταζαν ένα γύρω το δωμάτιο σαν να γύρευαν κάτι που το είχα χάσει. Αφού πέρασε λίγη ώρα, σηκώθηκα και, σαν από ένστικτο, σύρθηκα ως το δωμάτιο όπου βρισκόταν το πτώμα της πολυαγαττημένης μου. Εκεί γύρω από τη νεκρή ήταν γυναίκες που μοιρολογούσαν* έπεσα πάνω στο άψυχο κορμί της αγαπημένης 246
μου κι ένωσα μ' αυτές τα καυτά δάκρυά μου, μα όλη αυτή την ώρα το μυαλό μου ήταν σκοτισμένο* οι σκέψεις μου πήγαιναν συγκεχυμένα από το ένα θέμα στο άλλο και προσπαθούσα μέσα σ' αυτό το μπέρδεμα του μυαλού μου να επισημάνω τις δυστυχίες μου και τις αιτίες τους. Τα 'χα χαμένα μέσα σ' αυτό το ττυκνό σύννεφο της απελπισί(χς και της φρίκης. Ο θάνατος του Γουίλλιαμ, η εκτέλεση της Ζυστίν, ο φόνος του Κλερβάλ και τελευταία της γυναίκοίς μου* ακόμα κι αυτή τη στιγμή δεν ήξερα αν οι μόνοι δικοί μου άνθρωποι ποΜ μου απέμεναν ήταν ασφαλείς από τη μοχθηρία του δαίμονα* ίσως ο πατέροος μου να σφάδαζε κάτω από τη φοβερή λαβή του και ο Έρνεστ μπορεί να ήταν νεκρός, πεσμένος μπρος στα πόδια του δαίμονα. Αυτή η ιδέα μ' έκανε να ανατριχιάσω και μ' έφερε αμέσο>ς στα συγκίχλά μου. Τινάχτηκα επάνω κι αποφάσισα να γυρίσω στη Γενεύη όσο γινόταν πιο γρήγορα. Εκείνη την ώρα δεν υττήρχαν πρόχειρα άλογα και έπρεπε να γυρίσω από τη λίμνη* ο άνεμος όμως δεν ήταν ευνοϊκός κι η βροχή έπεφτε σαν καταρράχτης. Οπωσδήποτε, ήταν (χκόμα πολύ 'πρωί και λογικά ήλπιζα να φτάσω το βράδυ. Προσέλοφα μερικούς ντόπιους να τροοβούν κουπί κι έπιασα κι εγώ ένα* γιατί πάντα, όταν είχα μεγάλες σκοτούρες, έβρισκα αν<χκούφιση στη σωματική άσκηση. Η δυστυχία όμως τώρα που ένιωθα να με γεμίζει και η υπερβολική ταραχή που πέρασα μ' έκαναν ανήμπορο για οποιαδήποτε προσπάθεια. Παράτησα το κουπί και χώνοντοος το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου αφέ^κα σε κάθε μελαγχολική σκέψη που μου ερχόταν. Όποτε σήκωνα τα μάτια μου ψηλά, έβλεπα τα τοπία που μου ήταν γνώριμα από πιο ευτυχισμένους καιρούς, που τα είχα δει μόλις την προηγουμένη με τη συντροφιά εκείνης που τώρα πια δεν ήταν παρά σκιά κι ανάμνηση. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Κάποια στιγμή η βροχή σταμάτησε και είδα τα ψάρια να παίζουν στα νερά όπως έκαναν και λίγες ώρες πιο μπροστά* τότε όμως τα είχε δει η Ελίζαμπεθ. Τίποτα δεν είναι πιο οδυνηρό στο ανθρώπινο τυνεύμα όσο μια μεγάλη και ξαφνική οΛλαγή. Ο ήλιος μπορεί να έλαμπε ή τα σύννεφα να χαμήλωναν, μα τίποτα δε μου φαινόταν όμοιο με κάτι που είχε γίνει την προηγούμενη μέρα. Ένας δαίμονοος μου είχε αρπάξει κάθε ελπίδα για μελλοντική ευτυχία* κανένα πλάσμα δεν ήταν ποτέ τόσο δυστυχισμένο όσο εγώ* τέτοιο φρικτό γεγονός είναι μοναδικό στην ιστορία του (χνθρώπου. 247
Όμως για ποιο λόγο να επιμείνω με λεπτομέρειες σε περιστατικά που iγιvαv ύστερα απ' αυτό το συντ(χρ(χκτικό γεγονός; Η ιστορία μου είναι γεμάτη με φρίκη* η διήγηση της έχει φθάσει στην acme της και ό,τι μένει να σου ιστορήσω τώρα μπορεί να σου είναι ανιοφό. Μάθε ότι k^-hcfijc,^ όλοι οι δικοί μου, χάθηκαν βίαια από τη ζωή* έμεινα μόνος κι έρημος. Δεν έχω πια δύναμη και πρέπει να σου πω με λίγα λόγια, ό,τι απομένει από την απαίσια ιστορία μου. Έφθασα στι^ Γενεύη. Ο πατέρας μου κι ο Έρνεστ ζούσοον ακόμα· μα τα νέα που έφερα σμπαράλιασαν τον πατέρα μου. Ακόμα και τώρα έρχεται μπροστά στα μάτια μου ο εξαίρετος και σεβαστός γέροντας! Τα μάτια του πλιχνιόνταν στο κενό γιατί είχαν .χάσει εκείνο που τα γοήτευε και τους έδινε χαρά — την Ελίζ(χμπέθ του, που την είχε πιότερο κι από κόρη του, που της χάριζε τη στοργή, την αγάπη και τη λατρεία του* γιατί ο άνθρωπος, στο τέρμα της ζωής του, σφιχταγκαλιάζει όσους του έχουν απομείνει. Καταραμένος, καταραμένος να είναι ο δαίμονας που 'φερε τέτοια δυστυχία στα ψαρά του τα μαλλιά και τον κατοιδίκασε να χαθεί έτσι άθλια! Δεν μπορούσε να ζήσει με τα φρικτά γεγονότα που είχαν σωρευθεί γύρω του* στέρεψε ξαφνικά η δύναμή του* δεν μπορούσε πια να σηκωθεί απ' το κρεβάτι και σε λίγες μέρες πέθανε στην αγκαλιά μου. Τι έγινε ύστερα με μένα; Δεν ξέρω* έχασα κάθε αίσθηση και τα μόνα πράγματα που έβλεπα και αισθανόμουν ήταν η σκοτεινιά και οι αλυσίδες. Μερικές φορές, είναι αλήθεια, ονειρευόμουν πως έκανα περιπάτους σε αvθισ[J^α λιβάδια και χλοερές κοιλάδες με φίλους από τα νεανικά μου χρόνια* μα ξυττνούσα και βρισκόμουν στο μπουντρούμι μου. Πέρασα ύστερα μια εποχή μελαγχολίας, μα σιγά-σιγά κατόρθωσα να έχω και πάλι μια καθαρή αντίληψη σχετικά με τις δυστυχίες μου και την κατάστασή μου* κ(χι ήταν τότε που με άφησαν από τη φυλ(χκή μου. Γιατί με θεωρούσαν τρελό· και επί πολλούς μήνες, όπως κατάλοιβα ύστερα, ένα απομονωμένο κελί είχε γίνει η κατοικία μου. Όπως κι αν είχε το πράγμα, η ελευθερία θα ήτίχν για μένα άχρηστο πράγμα, αν, τη στιγμή που ξαν(χβρήκα τα λογικά μου, την ίδια στιγμή δεν ξυττνούσε μέσα μου η μανία να εκδικηθώ. Καθώς θυμόμουν όλες τις δυστυχίες που είχα περάσει, άρχισα να σκέπτομαι και να αναζητώ τις αιτίες τους — το τέροις που είχα 248
δημιουργήσει, τον πανάθλιο δαίμονα που τον άφησα λυτό στον κόσμο για να με καταστρέψει. Όταν τον θυμόμουν, μάνιαζε η λύσσα μέσα μου και ήθελα μ* όλη μου την ψυχή να μπορούσα να τον αρπάξω και να ξεθυμάνω την εκδϋ<ησή μου πάνω στο καταραμένο κεφάλι του. Το μίσος μου δεν το περιόρισα σε άχρηστες επιθυμίες* άρχισα να σκέπτομαι με ποιο τρόπο θα τον έβαζα στο χέρι* και γι' αυτό το λόγο, ένα μήνα περίπου ύστερα από την απελευθέρωση μου από τη φυλακή, ττήγα σε κάποιο ποινικό δικαστή της πόλης και του είπα πως είχα να κάνω μια καταγγελία' πως ήξερα αυτόν που είχε εξοντώσει την οικογένειά μου και του ζήτησα να ασκήσει όλη του την εξουσία για τη σύλληψτη του δολοφόνου. Ο δικαστής με άκουσε με προσοχή και προσήνεια: «Να είσθε βέβαιος, κύριε», είπε, «πως δε θα φεισθώ ούτε κόπων ούτε προσπαθειών για την ανεύρεση του ενόχου». «Σ(χς ευχαριστώ», απάντησα, «ακούστε, λοιπόν, την κατάθεση που έχω να κάνω. Είναι πραγματικά μια ιστορία τόσο παράξενη που φοβάμαι πως δε θα την πιστεύατε αν δεν υτυήρχε κάποιο αληθινό στοιχείο, που, όσο απίστευτο κι αν είναι, σε εξ(χναγκάζει να την παραδεχτείς. Η ιστορία είναι τόσο συνεκτική που δεν αφήνει περιθώρια να την πάρει κανείς για όνειρο* άλλωστε δεν έχω και κανένα κίνητρο για να πω ψέματα». Ο τρόπος μου, όπως του μίλησα, ήταν εντυπωσιακός μα ήρεμος* είχα αποφασίσει μέσα μου να κυνηγήσω και να εξοντώσω τον καταστροφέα μου* και αυτός ο λόγος μ' έκανε να ηρεμήσω κάπως και για ένα διάστημα με συμβίβασε με τη ζωή. Διηγήθηκα σύντομα την ιστορία μου, χωρίς να παροφλέψω τις ουσιαστικές λεπτομέρειες και έδωσα με ακρίβεια τις ημερομηνίες, αποφεύγοντοος τις βρισιές ή τους χαρακτηρισμούς. Ο δικαστής στην αρχή φάνηκε αδιάφοροος και οφκετά δύσπιστος, όταν συνέχισα όμως την ιστορία μου, άρχισε σιγά-σιγά να δίνει περισσότερη προσοχή και να δείχνει πολύ ενδιαφέρον μερικές φορές μάλιστα τον είδα να ανατριχιάζει από φρίκη κι άλλες πάλι ζωηρή έκπληξη, ανεττηρέαστη από κάθε δυσπιστία, ζωγραφιζόταν στην όψη του. Όταν ολοκλήρωσα τη διήγησή μου^ είπα: «Αυτό είναι το πλάσμα που κατηγορώ και επικοΛούμαι να ασκήσετε όλη σο6ς τη δύναμη για τη σύλληψη και την τιμωρία του. Είναι καθήκον σας 249
ως δικαστή και ως' ανθρώπου* πιστεύω και ελπίζω πως τα αισθήματά σ(χς δε θα σ(χς εμποδίσουν από την εκτέλεση εκείνων των ενεργειών που απαιτεί αυτή η περίπτωση». Αυτή η προσαγόρευσή μου προκάλεσε σημαντική (χλλαγή στη φυσιογνωμία του μοναδικού ακροατή μου. Κατάλοφα πως άκουσε την ιστορία μου μ' εκείνο το είδος της αμφίβολης πίστης που δείχνει κανείς άμα ακούει ιστορίες για ττνεύματα και για υπερφυσικά γεγονότα* όταν όμως του ζητήθηκε να ενεργήσει επίσημα και υπηρεσκκκά, είχε ως εποίκόλουθο να ξαναγυρίσει όλη η προηγούμενη δυσπιστία του. Οπωσδήποτε μου απάντησε ήπια: «Θα ήθελα να σ(χς προσφέρω κάθε βοήθεια στο έργο σοις για την καταδίωξη του δολοφόνου, μα το πλάσμα που μου λέτε φαίνεται να έχει τέτοιες δυνάμεις που θα καταντούσαν αναποτελεσματικές όλες τις δικές μου προσπάθειες. Ποιος είναι σε θέση να κυνηγήσει ένα ζώο που μπορεί να διασχίζει την παγωμένη θάλασσα και κατοικεί μέσα σε σττηλαια και τρύπες όπου κανένοις άνθρωπος δεν τολμά να μπει; Εξάλλου έχουν μεσολοιβήσει αρκετοί μήνες από τότε που διέπραξε τα εγκλήματά του και κανείς δεν μπορεί να συμπεράνει σε ποιο μέρος περιφέρεται ή σε ποια περιοχή μπορεί να κατοικεί τώρα». «Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως τριγυρίζει κοντά στο σημείο που μένω* και ocv βρήκε καταφύγιο στις 'Αλπεις, θα μπορούσε να τον κυνηγήσουμε σαν το αγριοκάτσικο και να τον εξοντώσουμε όπως κι ένα μεγάλο θήραμα. Κάτι μου λέει όμως πως δεν πιστεύετε όλα αυτά που σοις είπα και πως δεν έχετε σκοπό να καταδιώξετε τον εχθρό μου και να τον τιμωρήσετε όπως του αξίζει». Καθώς μιλούσα, τα μάτια μου πέταγαν φωτιές από το θυμό που έβραζε μέσα μου* ο δικαστής τα χρειάστηκε: «Κάνετε λάθος», είπε* «θα προσπαθήσω με όλα τα μέσα που διαθέτω* κι αν καταφέρω να συλλάβω το τέροις να είσαστε βέβαιος πως η τιμωρία του θα είναι ανάλογη με τα εγκλήματά του. Φοβάμαι όμως, από ό,τι εσείς ο ίδιος μου περιγράψατε όσον αφορά τις ιδιότητες που έχει, πως η σύλληψή του θα αποδειχθεί απραγματοποίητη* κι έτσι ενώ θα παρθεί κάθε πρόσφορο μέτρο, εσείς θα πρέπει να είσαστε προετοιμασμένος για μια οποιαδήποτε απογοήτευση». «Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει* ό,τι και να πω όμως δε θα πιάσει τόπο. Η εκδίκησή μου αυτή τη στιγμή δεν έχει καμιά 250
σημασία για αους για μένα, όμως, ενώ το παραδέχομαι πως είναι κακό, ομολογώ πως η εκδίκηση είναι το άσβεστο και μοναδικό πάθος της ψυχής μου. Μανιάζω αφάνταστα όταν σκέτττομαι πως ο δολοφόνος, που τον άφησα λυτό μέσα στην κοινωνία, υπάρχει ακόμη. Εσείς τώρα απορρίπτετε τη δίκαιη αξίωση μου* έτσι δε μου μένει άλλη διέξοδος παρά να αφιερώσω τη ζωή μου στην επιδίωξη της καταστροφής του* γι' αυτό θα έδινα ακόμα και τη ζωή μου». Καθώς τα έλεγα αυτά, έτρεμα ολόκληρος από υπερβολική ταραχή* στον τρόπο μου υττήρχε κάτι το μανκχκό και χωρίς αμφιβολία κάτι από εκείνη την υπεροπτική βιαιότητα που κατείχε τους μάρτυρες ποΛαιότερων εποχών. Για ένα όμως δικαστή της Γενεύης, που η σκέψη του ήταν απασχολημένη από εντελώς άλλες ιδέες που δεν είχαν καμιά ομοιότητα με την προσήλωση και τον ηρωισμό, αυτός ο τρόπος της σκέψης είχε όλα τα χαροοκτηριστικά της τρέλας. Προσπάθησε, λοιπόν, να με ηρεμήσει σαν καμιά παραμάνα που θέλει να καθησυχάσει το παιδί της και έφτασε στο σημείο να πει πως η ιστορία μου ήταν το αποτέλεσμα παραληρήματος. ((Άνθρωπε», φώναξα, «πόσο αδαής είσαστε μέσα στην επηρμένη σοφία σοος! Πάψτε* δεν ξέρετε τι λέτε!» Βγήκα από το σπίτι του δικαστή συγχισμένος και θυμωμένος και αποτροιβήχτηκα κάπου μοναχικά για να σκεφθώ κάποιο άλλο τρόπο δράσης.
251
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV
Η
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ μου ήταν τέτοια που μου ήτ(χν (χδύνατο να
σκεφθώ. Με κατέτρυχε η οργή* μονάχα η εκδϋα)ση με γέμιζε με δύναμη και αυτοκυριαρχία* διέπλαθε τα αισθήματά μου και μου επέτρεπε να σκέτττομαι, να υπολογίζω και να ηρεμώ σε περιόδους όπου διαφορετικά το παροΛήρημα ή ο θάνατος θα έπρεπε να είναι η μοίρα μου. Η πρώτη μου απόφαση ήταν να φύγω για πάντα από τη Γενεύη* ο τόπος μου, που όταν ήμουν ευτυχισμένος και με τους αγαττημένους μου μού ήταν τόσο αγαπητός, τώρα, μέσα στη δυστυχία μου, μού είχε γίνει μισητός. Πήρα μερικά χρήματα μαζί με κάτι κοσμήματα που ανήκαν στη μητέρα μου κι έφυγα. Από δω και ύστερα άρχισαν οι περιπλ(χνήσεις μου που δε θα σταματήσουν παρά μονάχα όταν πεθάνω. Έχω διασχίσει ένα μεγάλο μέρος της γης και πέρασα όλες εκείνες τις κακουχίες που οι ταξιδιώτες είναι συνηθισμένοι να συναντούν μέσα σε ερήμους και βάρβαρες χώρες. Πώς κατάφερα ύστερα απ' αυτά να επιζήσω είναι κάτι που κι εγώ δεν ξέρω* πάρα πολλές φορές ξάπλωσα χάμω πάνω στις αμμώδεις εκτάσεις τα ανήμπορα μέλη του σώματός μου και παρακάλεσα να πεθάνω. Η εκδίκηση όμως με κράτησε ζωντανό* δε μου ττήγαινε να πεθάνω και ν* (χφήσω τον εχθρό μου ζωντανό. Όταν έφυγα από τη Γενεύη, η πρώτη μου δουλειά ήταν να βρω μερικές ενδείξεις που θα με έβαζαν στα ίχνη του δαιμονικού μου εχθρού. Το σχέδιό μου όμως δεν είχε (χκόμα ευωδοθεί κι έτσι περιπλανήθηκα πολλές ώρες γύρω από τα όρια της πόλης, χωρίς να ξέρω προς τα πού να πάω. Ότοίν νύχτωσε, βρέθηκα στψ είσοδο του κοιμητηρίου όπου αναπαύονταν ο Γουίλλιαμ, η Ελίζαμπεθ και ο πατέροις μου. Μττήκα και ττήγα στον τάφο τους. Τα πάντα ήταν σιωπηλά, εκτός από τα φύλλα των δέντρων που θρόιζαν απαλά από τον άνεμο* η νύχτα ήταν σκοτεινή και το τοπίο 252
ακόμα και για τον πιο αδιάφορο θα ήταν μυστηριακό και υποβλητικό. Είχες την αίσθηση πως τα ττνεύματα των πεθαμένων φτερούγιζαν ανάλαφρα ένα γύρω και σχημάτιζαν κάποια σκιά, που την ένιωθες μάλλον παρά την έβλεπες, γύρω από τον πικραμένο προσκυνητή. Ο βαθύς πόνος, που μου είχε προκοΛέσει στην αρχή αυτό το μέρος, γρήγορα έγινε αγανάκτηση και απόγνωση. Εκείνοι ήταν νεκροί κι εγώ ζούσα* κι επιπλέον ζούσε κι ο δολοφόνος τους που για να τον εξοντώσω θα έπρεπε να δώσω παράταση στην αποκαμωμένη μου ύπαρξη. Γονάτισα στο χορτάρι και φίλησα το χώμα και με τρεμάμενα χείλη φώναξα: «Ορκίζομαι στο άγιο χώμα που είμαι γονατισμένος, στις σκιές που με περιτριγυρίζουν, στο βαθύ και αδιάκοπο πόνο που νιώθω* και σε σένα, ω Νύχτα, και στα ττνεύματα που σε εξουσιάζουν ότι θα κυνηγήσω το δαίμονα που προκάλεσε αυτή τη δυστυχία ώσπου εκείνος ή εγώ θα είναι μοιραίο να χαθεί σε θανάσιμη μάχη. Γι' αυτό και μόνο το σκοπό θα συνεχίσω να ζω* για να εκτελέσω αυτή την ποθητή εκδίκηση θα ξαναδώ τον ήλιο και θα περπατήσω στο πράσινο χορτάρι της γης, που διαφορετικά θα έπρεπε να είχε χαθεί για πάντα από τα μάτια μου. Κι εσάς κοΛώ, ττνεύματα των νεκρών και σε σοις προστρέχω περιπλανώμενοι εκτελεστές της εκδίκησης, για να με βοηθήσετε και να με καθοδηγήσετε στο έργο μου. Κάντε το καταραμένο και διαβολικό τέρας να πέσει σε βαθιά αγωνία* κάντε το να νιώσει την απόγνωση που με βασανίζει τώρα». Η ατμόσφαιρα της επισημότητοις και της ιεροπρέπειας που δημιούργησε ο όρκος που έδινα, με είχε σχεδόν δκχβεβαιώσει πως οι σκιές των δολοφονημένων αγαττημένων προσώπων μου άκουγαν και επιδοκίμαζαν τα λεγόμενά μου* στο τέλος όμως με έττνιξε ο θυμός κι από τη μοονία μου έχασα τα λόγια μου. Εκείνη (χκριβώς τη στιγμή, μέσα στην ακινησία της νύχτιχς, σαν απάντηση στον όρκο μου, ακούστηκε ένα δυνατό δαιμονικό γέλιο. Τα αυτιά μου για πολλή ώρα ήταν πλημμυρισμένα από τον ήχο του* τα βουνά το αντήχησαν κι ένιωσα σαν να με περιτριγύριζε η κόλαση, να με κορόιδευε και να με περιγελούσε. Ασφαλώς εκείνη τη στιγμή θα τρελαινόμουν και θα 'δινα ένα τέλος στην άθλια ύπαρξή μου, ocv δεν είχα δώσει την υπόσχεση να διατηρηθώ στη ζωή για να εκδικηθώ. Το γέλιο έσβησε μοίκριά* εκείνη ακρι253
βώς τη στιγμή, μια πολύ γνωστή και αποκρουστική φωνή, κολλητά σχεδόν στο αυτί μου, ακούστηκε να μου λέει μ' ένα ξεκάθαρο ψίθυρο: ((Είμαι ευχαριστημένος, άθλιο σκουλήκι! Αποφάσισες να ζήσεις και γι' αυτό είμαι ευχοφιστημένος!» Όρμησα στο σημείο απ' όπου προερχόταν ο ψίθυρος, μα ο δαίμον(χς κατάφερε να μου ξεφύγει. Ξαφνικά βγήκε το ολόγιομο φεγγάρι και φώτισε άπλετα το φρικαλέο και παραμορφωμένο σώμα του που εκείνη την ώρα έτρεχε με ταχύτητα που κανείς θνητός δε θα μπορούσε να φτάσει. Τον ττήρα στο κατόπι* και για πολλούς μήνες ο μόνος μου σκοπός ήταν το κυνηγητό του. Οδηγημένος από ελάχιστα στοιχεία, (χκολούθησα τον ελικοειδή δρόμο του Ρήνου, μάταια όμως. Η γαλάζια Μεσόγειος φάνηκε μπροστά μου* και από μια παράξενη σύμπτωση, είδα το δαίμονα νύχτα να μπαίνει και να κρύβεται σ' ένα πλοίο που ττήγαινε στη Μαύρη Θάλασσα. Μττήκα κι εγώ στο ίδιο πλοίο, μα το '(τκασε κι εγώ δεν ξέρω πώς. Μέσα στις ερημιές της γης των Τατάρων και της Ρωσίοις, ocv και ακόμα μου ξέφευγε, πάντα ήμουν στα ίχνη του, γιατί αρκετές φορές οι χωρικοί, φοβισμένοι από το φοβερό του παρουσιαστικό, με πληροφορούσαν για το δρόμο του* κι άλλες πάλι ο ίδιος, που φοβόταν πως αν έχανα τα ίχνη του θα μπορούσα να απελπιστώ και να πεθάνω, φρόντιζε να μου αφήνει κάπου-κάπου μερικά για να με καθοδηγεί. Το χιόνι με κουκούλωνε κι έβλεπα τις τεράστιες πατημασιές του πάνω στη λευκή πεδιάδα. Εσύ που πρωτομπαίνεις στη ζωή, που η φροντίδα είναι κάτι το καινούργιο και η αγωνία κάτι το άγνωστο, πώς μπορείς να καταλάβεις τι αίσθάνθηκα και τι αισθάνομαι ακόμα; Το κρύο, η έλλειψητ) και η κούραση ήταν τα λιγότερα βάσανα που μου μελλόταν να περάσω* κάποιος σατανάς με είχε καταραστεί και κουβαλούσα μέσα μου μια αιώνια κόλαση* παρ' όλ' αυτά όμως κάποιο κοΛό ττνεύμα με ακολουθούσε και μου κατηύθυνε τα βήματα* και όταν εγώ στέναζα και βογκούσα από απελπισία, εκείνο ξαφνικά θα με έβγαζε από φαινομενικά αξεπέραστες δυσκολίες. Όταν το σώμα μου, κατοοβεβλημένο από την πείνα, ήταν έτοιμο να σωριαστεί χάμω, κάποια τροφή βρισκόταν μέσα στην έρημο που με τόνωνε και μου στύλωνε το ηθικό. Το φαγητό ήταν, πραγματικά, άνοστο, απεριποίητο και κακοφτιαγμένο, έτσι όπως το έτρωγαν οι χωρικοί του τόπου, μα εμένα δε μου βγαίνει από το νου ότι το έστελναν εκεί τα ττνεύ254
ματα που είχα παρακαλέσει να με βοηθήσουν. Συχνά, όταν όλα ήταν ξεραμένα και στον ουρανό δε βρισκόταν ούτε ένα σύννεφο κι εγώ ψηνόμουν από τη διψα, ένα μικρό σύννεφο θα σκοτείνιαζε τον ουρανό, θα 'ρίχνε τόσες σταγόνες όσες ήταν αρκετές για να με αναζωογονήσουν κι ύστερα θα χανόταν. Ακολουθούσα, όποτε μπορούσα, τις διαδρομές των ποταμών, μα ο δαίμονοις γενικά τις απέφευγε, γιατί κοντά σ' αυτές συγκεντρωνόταν κυρίως ο πληθυσμός της κάθε χώροις. Σε άλλα μέρη όπου σπάνια συναντούσες ανθρώπους, τρεφόμουν γενικά με τα άγρια ζώα που έπεφταν στο δρόμο μου. Είχα χρήματα μαζί μου και διαμοιράζοντάς τα αποκτούσα εύκολα τη φιλία των χωρικών ή κουβαλούσα το ζώο που είχα σκοτώσει κι αφού πρώτα κρατούσα ένα μικρό κομμάτι του* το άλλο το χάριζα πάντα σ' εκείνους που μου είχαν προσφέρει φωτιά και σκεύη για μαγείρεμα. Η ζωή μου, έτσι όπως είχε καταντήσει, μου είχε γίνει μισητή και μονάχα στον ύττνο μπορούσα να βρω τη χαρά. Ω, ευλογημένε ύττνε! Συχνά, όταν ήμουν πολύ δυστυχισμένος, το 'ριχνα στον ύττνο και τα όνειρά μου, που με νανούριζαν μ' έφερναν ως την έκσταση. Αυτές τις στιγμές ή μάλλον τις ώρες της ευτυχίοις μου τις πρόσφεραν τα ττνεύματα που με προστάτευαν, για να πάρω δύναμη και να μπορέσω έτσι να συνεχίσω το μακρινό μου ταξίδι. Αν είχα στερηθεί αυτή την ανάπαυλα, ασφαλώς θα είχα εξουθενωθεί από τις ταλαιπωρίες. Όλη την ημέρα άντεχα τις κακουχίες γιατί με κράταγε η ελπίδα της νύχτας* γιατί στον ύττνο μου έβλεπα τους φίλους μου, τη γυναίκα μου και την πολυαγαττημένη μου πατρίδα· επίσης έβλεπα την κίχλοπροαίρετη όψη του πατέρα μου, άκουγα τους αργυρούς τόνους της φωνής της Ελίζοομπεθ και αντίκριζα τον Κλερβάλ όλο υγεία και νιάτα. Συχνά, όταν ήμουν εξαντλημένος από κάποια κοπιαστική πορεία, έπειθα τον εαυτό μου πως ονειρευόμουν ώσπου να 'ρθει η νύχτα, γιατί μόνο τότε θα ζούσα μια πραγματικότητα μέσα στην αγκαλιά των πιο αγαττημένων μου. Πόση αγωνιώδη αγάττη ένιωθα γι* αυτούς! Πόσο σφιχταγκάλιαζα τις 'αγαττημένες μου μορφές καθώς μερικές φορές στοίχειωναν στις άγρυττνές μου ώρες και μ' έκαναν να πιστεύω πως (χκόμα ζούσαν! Σε τέτοιες στιγμές η εκδίκηση, που έκαιγε μέσα μου, έσβηνε από την καρδιά μου και ττήγαινα να καταστρέψω το δαίμονα πιότερο σαν μια εντολή δοσμένη από τον ουρανό, σαν μηχανική ώθηση από κάποια δύναμη που δεν είχα 255
συνειδητοποιήσει, ποφά σοον φλογερή επιθυμία της ψυχής μου. Τι αισθανόταν εκείνος που τον κατεδιωκα δεν μπορούσα να ξέρω. Η (χντίδρ<χσή του ήταν περίεργη. Κάποτε-κάποτε άφηνε σημάδια γρ<χμμένα πάνω στους φλοιούς των δέντρων ή χαραγμένα στα βράχια που με καθοδηγούσαν μα και που με εξαγρίωναν ταυτόχρονα. «Η βασιλεία μου δεν τέλειωσε (κκόμα» ((χυτές οι λέξεις ήταν ευανάγνωστες σε μια απ' αυτές τις χαράξεις)· «εσύ ζεις και η δική μου δύναμη είναι αμείωτη. Ακολούθησέ με* επιδιώκω να πάω στους αιώνιους πάγους του βορρά, όπου εκεί θα νιώσεις την (χβάσταχτη αψάδα του κρύου και της παγωνιάς που σ' αυτά εγώ είμαι αναίσθητος. Κοντά σ' αυτό το μέρος, θα βρεις, αν δεν καθυστερήσεις πολύ, ένα σκοτωμένο λοογόνφάε και ξεκουράσου. Εμπρός ε^ζθρέ μου* έχουμε (χκόμα την τελική σύγκρουση· μα ώσπου να 'ρθει εκείνη η στιγμή, θα περάσεις πολλές δυσκολίες και δυστυχισμένες ώρες». Ειρωνευόταν ο δαίμονοος! Πάλι ορκίστηκα εκδίκηση· πάλι υποσχέθηκα αυτό τον τρισάθλιο δαίμονα να τον βασανίσω και να τον σκοτώσω. Ποτέ δε θα παρατούσα το κυνήγι μου παρά μονάχα ώσπου έν(χς από τους δυο μοκς να χανόταν και τότε με τι απόλαυση θα ττήγαινα να βρω την Ελίζοιμπεθ μου και τους νεκρούς αγαπημένους μου, που τώρα μου προετοιμάζουν την (χντοιμοιβή του επίπονου μόχθου μου και του φοβερού μακρινού ταξιδιού! Όπως προχωρούσα προς το βορρά, τα χιόνια ττύκνωναν και το κρύο μεγάλωνε σε βαθμό σχεδόν ανυπόφορο. Οι χωρικοί ήταν κλεισμένοι στις καλύβες τους και μόνο λίγοι τολμηροί αποτολμούσαν να βγουν για να πιάσουν τα ζώα που η πείνα τα είχε εξανοςγκάσει να βγουν από τις κρυψώνες τους για να βρουν τροφή. Τα ποτάμια ήταν παγωμένα κι ήταν αδύνατο να βρεις ψάρια· έτσι αποκόττηκα από το κύριο προϊόν της συντήρησής μου. Όσο αυξάνονταν οι δυσκολίες των μόχθων μου τόσο μεγάλωνε ο θρίαμβος του εχθρού μου. Μια χάραξη που άφησε, έλεγε: «Ετοιμάσου! Τα βάσανά σου τώρα μόλις αρχίζουν τυλίξου με γούνες και πάρε τρόφιμα· γιατί σύντομα θα κάνουμε ένα ταξίδι όπου οι ταλαιπωρίες σου θα δίνουν μεγάλη χαρά στο αιώνιο μίσος μου». Το θάρρος μου και η καρτερία μου δυνάμωσαν απ' αυτά τα κοροϊδευτικά λόγια· αποφάσισα να μην το βάλω κάτω· και προσφεύγοντ(χς στην ουράνια υποστήριξή μου, συνέχισα με (χμείωτη θέρμη να διασχίζω απέραντες έρημες εκτάσεις ώσπου σε κάποια 256
απόσταση φάνηκε ο ωκεανός που σχημάτιζε το τελευταίο όριο του ορίζοντα. Ω, πόσο διαφορετικός ήταν από τις γαλάζιες θάλασσες του νότου! Σκεπασμένος με πάγο ξεχώριζε από τη στεριά μόνο επειδή η επιφάνειά του ήταν πιο τραχιά και πιο άγρια. Οι Έλληνες έκλαψαν από χαρά, ότ(χν αντίκρισαν τη Μεσόγειο από τα βουνά της Ασίας και χαιρέτισαν με ενθουσιασμό και έκσταση το τέλος των τοιλαιπωριών τους. Εγώ δεν έκλαψα* μόνο γονάτισα και μ' όλη μου την καρδιά ευχοφίστησα το οδηγητικό μου ττνεύμα που με έφερε με ασφάλεια στο μέρος όπου ήλπιζα, παρ' όλη την ειρωνεία του (χντιποΐλου μου, να τον συν(χντήσω και να οοναμετρηθώ μαζί του. Λίγες βδομάδες πρωτύτερα είχα προμηθευτεί ένα έλκηθρο και σκύλους κι έτσι διέσχιζα τα χιόνια με αφάνταστη ταχύτητα. Δεν ήξερα αν ο δαίμονοις διέθετε τα ίδια μέσα με μένα, εκείνο όμως που είχα διασπιστώσει ήταν πως ενώ πριν καθημερινά έχοενα έδαφος στην κατίχδίωξη, τώρα αντίθετα κέρδιζα* έτσι όταν πρωτοείδα τον ωκεοονό, ο αντίπαλός μου ήταν μονάχα μι<χς μέρας δρόμο μπροστά από μένα και ήλπιζα να τον προλάβω πριν φθάσει στην ακτή. Γι' αυτό, λοιπόν, προχώρησα με ανανεωμένο κουράγιο και σε δυο μέρες έφθασα σ' ένα κακομοιριασμένο παραλιακό χωριουδάκι. Ρώτησα τους κατοίκους σχετικά με το δαίμονα και μου 'δωσαν ακριβείς πληροφορίες. Ένα γιγαντιαίο τέρας, μου είπαν, είχε φθάσει το προηγούμενο βράδυ, οπλισμένο μ' ένα ντουφέκι και με πολλά πιστόλια, κάνοντας τους ενοίκους ενός απομονωμένου αγροτόσπιτου να πάρουν τα μάτια τους και να μην ξέρουν πού να πάνε να κρυφτούν από το φόβο τους μόλις (χντίκρισαν τη φοβερή του εμφάνιση. Τότε το τέρας ττήρε από το έρημο σπίτι όλα τα αποθέματα από τρόφιμα, που 'χαν μαζέψει για το χειμώνα οι άνθρωποί του, τα φόρτωσε σ' ένα έλκηθρο, όπου είχε ζεμένα αρκετά κλεμμένα σκυλιά, εκπαιδευμένα ειδικά στο να σέρνουν έλκηθρα, και την ίδια νύχτα, προς μεγάλη χαρά και (χνακούφιση των τρομοκρατημένων χωρικών, συνέχισε το ταξίδι του μέσα από τη θάλασσα, παίρνοντοις μια κατεύθυνση που δεν έβγαζε σε καμιά στεριά* οι δε χωρικοί είχαν τη γνώμη πως πολύ γρήγορα δε θα έμενε τίποτα απ' αυτόν γιατί το έλκηθρό του είτε θα έπεφτε μέσα στους πάγους που έσπαγοεν και θα ρουφιόταν από τη θάλασσα, συμπαρασύροντας μαζί του κι αυτόν, είτε ο ίδιος θα πάγωνε μέσα σ' εκείνες τις αιώνιες παγωνιές. 257
Ακούγοντας αυτή την πληροφορία, μ' έπιασε, πρόσκαιρα ευτυχώς, απελπισία. Μου είχε και πάλι ξεφύγει* και τώρα θα έπρεπε να συνεχίσω ένα ολέθριο και σχεδόν ατέλειωτο ταξίδι ανάμεσα στους τεράστιους όγκους των πάγων του ωκεανού* ανάμεσα από ένα κρύο που λίγοι από τους ντόπιους θα μπορούσαν να αντέξουν επί πολύ και που εγώ, ο κάτοικος ενός ευχάριστου και ηλιόλουστου κλίματος, δεν μπορούσα να ελπίζω ότι θα επιζούσα. Μολαταύτα, με την ιδέα πως ο δαίμονας θα ζούσε και θα θριάμβευε, η λύσσα για εκδίκηση ξύττνησε και πάλι μέσα μου και σαν ακατ(χμοη(ητο ποιλιρροϊκό κύμα έττνιξε όλα τα άλλα αισθήματα. Στην ώρα της λίγης ξεκούρασης που είχα, ένιωσα πως τα τυνεύματα των (χγατυημένων μου νεκρών αιωρούνταν γύρω μου και σαν να με παρίχκινούσαν για εκδίκηση* ύστερα προετοιμάστηκα για το ταξίδι μου. Το έλκηθρό μου, που ήταν φτιαγμένο για να ταξιδεύει στην ξηρά, το (χντάλλαξα με κάποιο άλλο που ήταν κατάλληλο για τις ανωμαλίες του Παγωμένου Ωκεανού* και αγοράζοντας μια μεγάλη ποσότητα από τρόφιμα, ξεκίνησα, (χφήνοντοις πίσω μου τη στεριά. Δεν μπορώ να λογοφιάσω πόσες μέρες πέρασοον αττό τότε* εκείνο όμως που ξέρω είναι ότι πέρασα τέτοιες ταλαιπωρίες που μονάχα το άσβηστο αίσθημα για μια δίκαιη τιμωρία, που έκαιγε μέσα στην καρδιά μου, μπορούσε να με κάνει να τις υποφέρω. Κάθε λίγο και λιγάκι απέραντα και απότομα βουνά από πάγο εμπόδιζαν το δρόμο μου* συχνά ττυκνά άκουγα τα τριξίματα και τους βρόντους του διαλυόμενου πάγου κάτω από τα πόδια μου, που απειλούσε να με αφανίσει* μα πάντα το αφόρητο κρύο που ακολουθούσε με έσωζε και μου διασφάλιζε το δρόμο μου πάνω στην παγωμένη θάλασσα. Από τα τρόφιμα που είχα καταναλώσει, υπολόγισα πως ταξίδευα τρεις εβδομάδες* και η αδιάκοπη παράταση της ελπίδας, που κλωθογύριζε μέσα στην καρδιά μου, μ' έκανε πολλές φορές να λιποψυχίσω κι από τη λύττη μου πικρά δάκρυα μούσκευαν τα μάγουλά μου. Για μένα η απελπισία είχε γίνει μόνιμη κατάσταση πια και αισθανόμουν πως γρήγορα θα πνιγόμουν μέσα σ* (χυτό το πέλαγος της απόγνωσης. Κάποια μέρα, τα κακόμοιρα τα σκυλιά που με μετέφεραν, κατάφεραν, ύστερα από απίστευτο αγώνα που είχε ο)ς αποτέλεσμα ένα απ' αυτά να πεθάνει από την κούραση, 258
να φθάσουν στην κορυφή ενός απότομου παγόβουνου* από εκεί κοίταξα με αγωνία την απέραντη έκταση που απλωνόταν μπροστά μου, όταν ξαφνικά τα μάτια μου έπιασαν μια μαύρη κηλίδα πάνω στη μελαγχολική πεδιάδα. Εντείνοντας την προσοχή μου, προσπαθούσα να (χνοίκαλύψω τι μπορούσε να είναι, και σε μια στιγμή, όταν ξεχώρισα ένα έλκηθρο και πάνω σ* αυτό τις παραμορφωμένες ανοΛογίες μκχς πολύ γνωστής μορφής, έβγαλα μια άγρια κραυγή από χαρά. Ω, με πόση ακράτητη ορμή η ελπίδα ξαναγέμισε την καρδιά μου! Καυτά δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου, που τα σκούπισα όμως βιαστικά για να μη μου κρύψουν τη θέα του δαίμονα* μα το βλέμμα μου εξακολουθούσε να 'ναι θολό από τα ασυγκράτητα φλογερά δάκρυα, που εξακολουθούσαν να τρέχουν, ώσπου, αφήνοντοος ελεύθερη τη συγκίνηση που με είχε κυριέψει, ξέσπασα σε γοερά κλάματα. Δεν ήταν όμως καιρός για καθυστέρηση* απάλλαξα τα σκυλιά από τον πεθαμένο σύντροφό τους, τους έδωσα από μια γενναία μερίδα φαί και ύστερα από ξεκούραση μκχς ώρας, τυου ήτοον απόλυτα αναγκαία, παρ' όλο που για μένα αυτή η αργοπορία ήταν πολύ εκνευριστική, συνέχισα το δρόμο μου. Το έλκηθρο του δαίμονα φαινόταν ακόμα* κι από κείνη την ώρα κι ύστερα δεν το ξανάχασα από τα μάτια μου, εκτός από εκείνες τις λίγες στιγμές που χανόταν πίσω από τους γιγαντιαίους απόκρημνους παγόβραχους που μεσολοοβούσαν ανάμεσά μοος. Ολοφάνερα κέρδιζα έδαφος* και όταν ύστερα από ταξίδι δύο ημερών, είδα τον εχθρό μου σε μια απόσταση όχι παραπάνω από ένα μίλι, τότε η καρδιά μου ττήγε να σπάσει από τη χαρά της. Εκείνη όμως τη στιγμή που φάνηκε πως είχα σχεδόν στο χέρι τον εχθρό μου, όλες μου οι ελπίδες έσβησαν ξαφνικά* έχασα ολότελα κάθε ίχνος του με τρόπο που δεν είχε ξαναγίνει πιο πριν. Πρώτα (χκούστηκε κάποιος υπόκωφος βρόντος* ήτιχν η φουρτουνιασμένη θάλασσα που κατέτρωγε ύπουλα τους πάγους* καθώς η θάλασσα μάνιαζε και φούσκωνε από κάτω, ο βρόντος μεγάλωνε κι έκανε την κάθε στιγμή όλο και πιο δυσοίωνη και φοβερή. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μάταια όμως. Ο άνεμος μάνιαζε* η θάλασσα μούγκριζε και σαν από το τράνταγμα κάποιου δυνατού σεισμού, ο πάγος ράγισε και χωρίστηκε με τρομερό πάταγο. Η δουλειά συντελέστηκε γρήγορα* μέσα σε λίγα λετττά μια ταραγμένη θάλασσα κυλούσε ανάμεσα σε μένα και τον εχθρό μου 259
ενώ εγώ βρέθηκα να π(χρασύρομαι μακριά καθώς ήμουν πάνω σ' ένα κομμάτι πάγο, που συνέχεια μίκραινε, προετοιμάζοντοις έτσι για μένα κάποιο φρικτό θάνατο. Πολλές φρικτές ώρες πέρασαν μ' αυτό τον τρόπο* αρκετοί σκύλοι μου πέθαναν κι εγώ ήμουν σχεδόν έτοιμος να καταπέσω κάτω από την τόση απόγνωση, ότιχν είδα το πλοίο σας αγκυροβολημένο* η παρουσία του μου γέννησε νέες ελπίδες για βοήθειρι και ζωή. Ταυτόχρονα όμούς ξαφνιάστηκα γιατί ποτέ δε φοοντάίπηκα πως τα πλοία έρχονταν τόσο βόρεια. Αμέσως διέλυσα ένα μέρος από το έλκηθρό μου για να φτιάξω κουπιά* και με αυτό το μέσο μπόρεσα, ύστερα από (χδιάκοτυη κούραση, να έρθω με την παγοσχεδία μου προς το μέρος του πλοίου σοις. Είχα αποφασίσει πως αν ττηγαίνατε νότια θα προτιμούσα να έμενα στο έλεος της θάλασσοις παρά να παρατούσα το σκοπό μου. Σε μια τέτοια περίτττωση ήλπιζα ότι θα σας κατάφερνα να μου παραχωρήσετε μια βάρκα για να μπορούσα να κυνηγήσω τον εχθρό μου. Ευτυχώς η κατεύθυνσή σας ήταν προς το βορρά. Με ανεβάσατε στο πλοίο τη στιγμή που όλες μου οι δυνάμεις είχαν εξαντληθεί και σύντομα κάτω από τα πολλαπλά βάσocvά μου θα έβρισκα ένα θάνατο που τρέμω μη μου συμβεί, γιατί δεν έχω εκπληρώσει ακόμα το <ϊκοπό μου. Αχ, πότε το καθοδηγητικό μου πνεύμα, οδηγώντας με στο δαίμονα, θα μου χοφίσει την ανάπαυση που τόσο επιθυμώ; Ή μήπως πρέπει να πεθάνω κι αυτός να ζήσει; Αν γίνει κάτι τέτοιο, ορκίσου μου, Γουόλτον, που δε θα ξεφύγει* πως θα τον κυνηγήσεις και με το θάνατό του θα ικανοποιήσεις την εκδίκησή μου. Πώς τολμάω όμως να σου ζητάω να αναλάβεις εσύ το δικό μου τάξιμο, να περάσεις τα βάσ(χνα που έχω περάσει εγώ! 'Οχι, δεν είμαι τόσο εγωιστής. Μόνο άμα πεθάνω, ocv παρουσιαστεί, αν οι ιέρειες της εκδίκησης τον οδηγήσουν σε σένα, ορκίσου π6>ς δε θα τον αφήσεις να ζήσει* ορκίσου πως δε θα τον αφήσεις να θριαμβολογεί για τις αποονωτές συμφορές μου και να επιζήσει για να προσθέσει κι άλλα απαίσια εγκλήματα στον κατάλογό του. Έχει ευφράδεια και είναι πειστικός* κάποτε μάλιστα τα λόγια του συγκίνησοον την καρδιά μου* μην τον εμπιστεύεσαι όμως. Η ψυχή του είναι τόσο σατανική όσο και η μορφή του, γεμάτη με δόλο και δαιμονική κακία. Μην τον ακούσεις* μόνο κάλεσε βοηθούς τα ονόματα του Γουίλλκχμ, της Ζυστίν, του Κλερβάλ, της Ελίζα260
μπεθ, του πατέρα μου και του κακόμοιρου του Βικτορ και μττήξε το σπαθί σου στην καρδιά του. Θα τριγυρίζω εκεί κοντά για να κατευθύνω σωστά την ατσάλινη λάμα.
Ο ΓΟΥΟΛΤΟΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ 26 Αυγούστου 17Ε Χ Ε Ι Σ Δ Ι Α Β Α Σ Ε Ι ως εδώ αυτή την παράξενη και φοβερή ιστορία, Μάργκαρετ* δε σ' έκανε να νιώσεις, όπως εμένα ακόμα και τώρα, το αίμα σου να παγώνει από φρίκη; Μερικές φορές τον κυρίευε ξαφνική αγωνία και δεν μπορούσε να συνεχίσει την ιστορία του* ά>Λοτε πάλι, με σπασμένη φωνή, μα διαπεραστική, πρόφερε με μεγάλη δυσκολία τα λόγια του, που ήτ(χν γεμάτα με ανείπωτο σπαροογμό. Τα όμορφα και γοητευτικά του μάτια πότε άστραφταν από αγανάκτηση και πότε σκοτείνιαζαν από τη θλίψη ή έμεναν απλανή, μετρώντας ίσως το βάθος της δυστυχίας του. Μερικές φορές μπορούσε να ήλεγχε την όψη του και τους τόνους της φωνής του και τότε διηγόταν τα πιο φρικτά περιστατικά με ήρεμη φωνή, χωρίς να δείχνει κανένα ίχνος τοφαχής* ύστερα από λίγο όμως, σαν ηφαίστειο που ξεσπάει, το πρόσωπό του ξαφνικά έπαιρνε την έκφραση της πιο χειρότερης λύσσοις, καθώς ξεστόμιζε κατάρες για το δαίμονα. Η ιστορία του είχε συνοχή και την έλεγε με μια έκφραση σαν να εξιστορούσε την πιο απλή αλήθεια* παρ' όλ' αυτά πρέπει να σου ομολογήσω πως εκείνα που με έπεισαν περισσότερο για την (χλήθεια της διήγησής του δεν ήταν τόσο οι σοβαρές του δκχβεβαιώσεις όσο τα γράμματα του Φελίξ και της Σάφι, που μου τα έδειξε, και το τέροις που είδαμε από το πλοίο μ(χς. Ένα τέτοιο τέροις είναι κάτι το πραγματικό* δεν έχω καμιά (χμφιβολία γι' αυτό, παρ' όλο που τα 'χω χαμένα από έκπληξη και θαυμασμό! Μερικές φορές προσπάθησα να αποσπάσω από τον Φράνκενσταϊν τις συγκεκριμένες λετΓτομέρειες που αφορούσαν την κατασκευή του πλάσματός του, μα σ' αυτό το σημείο ο Φράνκενσταϊν ήταν ανένδοτος. «Είσαι τρελός, φίλε μου;» έλεγε. «Λογάριασες προς τα πού θα
261
σε πάει αυτή η παράλογη περιέργειά σου; Θέλεις και συ να δημιουργήσεις για τον εαυτό σου και για τον κόσμο έναν δαιμονικό εχθρό; Λογικέψου! Μάθε από τις δυστυχίες μου και μη ζητάς να μεγαλώσεις τις δικές σου». Ο Φράνκενσταϊν ανακάλυψε ότι κρατούσα σημειώσεις σχετικά με την ιστορία του* ζήτησε να τις δει και σε πολλές μεριές είτε τις διόρθωσε είτε τις διεύρυνε* κυρίως όμως προσπάθησε να δώσει την ενάργεια και το ττνεύμα των συζητήσεων που είχε με τον ε^^ρό του. «Αφού είχες την ιδέα να διασώσεις την ιστορία μου καταγράφοντάς την, (χς μην πάει στους μεταγενέστερους κολοβωμένη». Έτσι πέρασε μια εβδομάδα, ακούγοντας την πιο παράξενη ιστορία που έφτιαξε ποτέ η φαντασία. Οι σκέψεις μου κι όλο μου το είναι είχαν απορροφηθεί από το ενδιαφέρον για το φιλοξενούμενό μου, που είχικν δημιουργήσει αυτή η ιστορία και οι εξελιγμένοι και ευγενικοί του τρόποι. Ήθελα με κάθε τρόπο να τον καταπραύνω* μπορώ όμως, κάποιον τόσο απεριόριστα δυστυχισμένο, τόσο στερημένο από κάθε ελπίδα για παρηγοριά, να τον συμβουλέψω να πολεμήσει για να ζήσει; Αχ, όχι! Η μόνη χαρά που μπορεί τώρα να γνωρίσει θα είναι όταν εναποθέσει το κατακερματισμένο ττνεύμα του στη γαλήνη του θοονάτου. Προς το παρόν του μένει μια παρηγοριά, που είναι καρπός της μοναξιάς και του παραληρήματος* όταν στα όνειρα πιάνει συζήτηση με τους αγατυημένους νεκρούς του και απ' αυτή την επικοινωνία αντλεί παρηγοριά για τα βάσανά του ή προτροπές για την εκδίκηση του, πιστεύει πως αυτές οι παρουσίες δεν είναι δημιουργήματα της φαντασίας του παρά πως είναι πραγματικές υπάρξεις που τον επισκέτΓΓονται από τις περιοχές κάποιου απόμακρου κόσμου. Αυτή η πίστη δίνει κάποια ιδιαίτερη μυστικοπαθή υφή στις ονειροπολήσεις του που τις κάνει να μου φαίνονται τόσο επιβλητικές και εντυπωσιακές σαν να ήταν πραγματικές. Οι συζητήσεις μας δεν περιορίζονται πάντα στην ιστορία του και στις ατυχίες του. Σε οποιοδήποτε γενικά λογοτεχνικό θέμα δείχνει να έχει απεριόριστη γνώση και γρήγορη και διεισδυτική αντίληψη. Η ευφράδειά του σε πείθει και ταυτόχρονα σε συγκινεί* όταν περιγράφει κάποιο συγκινητικό περιστατικό ή προσπαθεί να ξυττνήσει τα αισθήματα του οίκτου ή της αγά7Π]ς, δεν μπορώ να τον ακούω χωρίς τα μάτια μου να μη γεμίσουν με δάκρυα. Τι 262
υπέροχο πλάσμα πρέπει να ήταν στις μέρες της (χκμής του, όταν σ' αυτή την κατάσταση που είναι τώρα είναι τόσο ευγενικός και θείος! Φαίνεται να νιώθει την αξία του μα και το μεγοολείο της ΤΓτώσης του. « Όταν ήμουν πιο νέος», έλεγε, «πίστευα πως ήμουν προετοιμασμένος για μεγάλα έργα. Τα αισθήματά μου είχαν μεγάλο βάθος, μα διακατεχόμουν από ψύχραιμη και αντικειμενική κρίση που μ* έκανε κατ(^ληλο για ονομαστά επιτεύγματα. Αυτή η αίσθηση της αξί(χς της φύσης μου με υποστήριζε τη στιγμή που άλλοι θα είχοον καταθλιβέί* γιατί το θεωρούσα εγκληματικό να ξοδεύω ασυ>Λόγιστα σε άχρηστες λύπες εκείνα τα ταλέντα που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στους συνανθρώπους μου. Όταν συλλογιζόμουν το έργο που είχα ολοκληρώσει, δηλαδή που ούτε λίγο ούτε πολύ πέτυχα να δημιουργήσω ένα ευαίσθητο και λογικό πλάσμα, δεν μπορούσα πια να κατατάξω τον εαυτό μου μέσα στον εσμό των κοινών ττνευματικών προαγωγών. Αυτή η σκέψη, που με υποστήριζε στην αρχή της σταδιοδρομί(χς μου, τώρα χρησιμεύει μόνο για να με βουλιάζει ακόμα πιο βαθιά στη λάσττη. Όλες μου οι μελέτες και οι ελπίδες ττήγαν στράφι* και σαν τον αρχάγγελο που φιλοδοξούσε να γίνει παντοδύνοιμος, είμαι αλυσοδεμένος σε μια αιώνια κόλαση. Είχα μεγάλη φαντασία ενώ ταυτόχρονα διακρινόμουν για τις ικανότητες που είχα στη θεωρητική ανάλυση και στην πρακτική εφαρμογή* με τη συνένωση αυτών των ιδιοτήτων κατάφερα να συλλάβω και να εκτελέσω την ιδέα της δημιουργίίχς ενός ανθρώπινου πλάσματος. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ χωρίς να συγκινηθώ τις ονειροπολήσεις που έκανα ενώ το έργο ήταν ακόμα ανολοκλήρωτο. Οι σκέψεις μου μ' έκαναν να πετάω στον ουρανό και πολλές φορές θριαμβολογούσα για τις ικανότητές μου κι άλλοτε μ' έτρωγε η περιέργεια για τις επιδράσεις που θα είχ(χν. Από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια έτρεφα μεγάλες ελπίδες και υψηλές φιλοδοξίες* μα πόσο χαμηλά έχω πέσει! Αχ, φίλε μου, αν με είχες γνωρίσει έτσι όπως ήμουν κάποτε, δε θα με αναγνώριζες σήμερα σ' αυτή την κατάσταση που βρίσκομαι. Η καρδιά μου ποτέ δε λιποψύχισε* ένα υψηλόφρονο πεπρωμένο φαινότ(χν να με κουβοΛάει στα φτερά του ώσπου έπεσα και ποτέ, ποτέ πια δε θα ξανασηκωθώ». Επιτρέπεται, λοιπόν, να χάσω ένα τέτοιο αξιοθαύμαστο πλάσμα; Επιθυμούσα πάρα πολύ να έχω ένα φίλο* αναζητούσα να βρω 263
κάποιον που να μπορούσε να μας ενώσει μια αμοιβαία συμπάθεια και αγάτυη. Και για φαντάσου, τον βρήκα σ' αυτές τις έρημες θάλασσες· όμως φοβάμαι πως τον απέκτησα μόνο και μόνο για να μάθω την αξία του, γιατί σε λίγο τον χάνω. Θα μπορούσα να τον συμφιλιώσω με τη ζωή, μα εκείνος αρνιέται κάθε τέτοια ιδέα. ((Σ' ευχοφιστώ, Γουόλτον», είπε, «για τις καλές προθέσεις που δείχνεις σ' ένα αξιοθρήνητο πλάσμα* μα ότοον μιλάς για νέους δεσμούς και για καινούργιες συναισθηματικές προσεγγίσεις, θα πρέπει πρώτα να σκεφθείς αν ο,τιδήποτε καινούργιο μπορεί να αντικαταστήσει εκείνα που χάθηκαν. Μπορεί ένας οποιοσδήποτε άντροις να γίνει ό,τι ήτ(χν ο Κλερβάλ για μένα; Ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα να γίνει δίπλα μου μια άλλη Ελίζαμπεθ; Οι σύντροφοι της παιδικής μας ηλικίας ασκούν πάντα μια κάποια δύναμη πάνω στο συναισθηματικό μ(χς κόσμο που δύσκολα αργότερα μπορεί να ασκήσει οποιοσδήποτε άλλος φίλος. Ξέρουν τις παιδικές μας κλίσεις, που μπορεί μεν αργότερα να τροποποιηθούν, ποτέ όμως δεν ξεριζώνονται* και έτσι μπορούν να κρίνουν τις ενέργειές μας και να βγάλουν πιο θετικά συμπεράσματα όσον αφορά την ακεραιότητα των κινήτρων μοις. Μια (χδελ(ρή κι ένοος (χδελφός δεν μπορούν ποτέ —εκτός κι αν αυτά τα συμτττώματα εκδηλωθούν νωρίς— να υποτττευθούν ο ένας τον άλλο για απάτη ή για απατηλή συναλλαγή, ενώ ένας φίλος, όσο στενούς δεσμούς κι αν έχει, μπορεί να θεωρηθεί ύποτττος. Εγώ όμως τους (χνθρώπους μου τους αγαπούσα όχι από συνήθεια ή από στενό σύνδεσμο μα για τα χαρίσματά τους* κοιι όπου κι ocv βρίσκομαι η αποΛή φωνή της Ελίζαμπεθ και οι κουβέντες του Κλερβάλ θα ακούγονται πάντα ψιθυριστά στ' αυτιά μου. Είναι νεκροί και μονάχα ένα αίσθημα μέσα σ' αυτή τη μοναξιά μου μπορεί να με πείσει να μείνω στη ζωή. Αν οοναλάμ^α δηλαδή να διεκπεραιώσω κανένα μεγάλο έργο, που να εμπεριέχει μεγάλη ωφελιμότητα για τους συνανθρώπους μου, τότε μόνο θα μπορούσα να ζήσω για να το εκπληρώσω. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι το πεπρωμένο μου* πρέπει να κυνηγήσω και να εξοντώσω το πλάσμα που του έδωσα ζωή* ύστερα ο προορισμός μου πάνω στη γη θα 'χει εκπληρωθεί και θα μπορώ τότε να πεθάνω».
264
2 Σετττεμβριου
Αγατυημένη μου (χδελφή,
ΑΤΤΗ τ η ΣΤΙΓΜΗ που σου γράφω είμαι περικυκλωμένος από κινδύνους και δεν ξέρω αν είμαι καταδικασμένος να μην ξαναδώ ποτέ πια την ωραία μας Αγγλία και τους αγαττητούς μας φίλους που μένουν εκεί. Τα βουνά από πάγο, που με περιτριγυρίζουν, έχουν κλείσει όλους τους δρόμους απ* όπου θα μπορούσα να διαφύγω και κάθε στιγμή απειλούν να συντρίψουν το πλοίο μου. Οι γενναίοι άντρες, που τους έπεισα να με συνοδεύσουν σ' αυτό το ταξίδι, με κοιτάζουν, ζητώντας μου βοήθεια* μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Η κατάστασή μοις είναι φρικτή, μολοντούτο ούτε το θάρρος ούτε τις ελπίδες μου έχασα. Είναι τρομερό να σκέπτομαι πως οι ζωές όλων αυτών των (χνδρών έχουν μπει σε κίνδυνο από μένα. Αν χαθούμε, αιτία θα είναι το τρελό μου σχέδιο. Και τότε ποια θα είναι, Μάργκαρετ, η δική σου ψυχική κατάσταση; Δε θ' ακούσεις τίποτα για το χαμό μου και θα περιμένεις με αγωνία το γυρισμό μου. Χρόνια θα περάσουν και πότε θα βυθίζεσαι στη μαύρη απελπισία και πότε θα βασανίζεσαι από την ελπίδα. Αχ, πολυαγαττημένη μου αδελφή, οι προσδοκίες της κοφδιάς σου, που θα μαραίνονται σιγά-σιγά, είναι για μένα κάτι πιο ς>ρικτό κι από το θάνατό μου. Εκείνο όμως που με παρηγορεί είναι πως έχεις σύζυγο και χοφιτωμένα παιδιά* μπορείς έτσι να είσαι ευτυχισμένη* ο ουροονός να σ' ευλογεί και να σου δίνει πάντα ευτυχία! Ο άτυχος φιλοξενούμενός μου μού συμποιραστέκεται με την πιο τρυφερή συμπόνια. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξαναζωντανέψει μέσα μου την ελπίδα και μιλάει για τη ζωή σαν να είναι κάποιο απόκτημα που έχει αξία. Μου θυμίζει διαρκώς πόσο συχνά έχουν συμβεί τα ίδια ατυχήματα και σε άλλους θαλασσοπόρους που αποπειράθηκοον να διασχίσουν αυτή τη θάλασσα και παρ* όλη την κακή ψυχική μου διάθεση καταφέρνει και με γεμίζει με χαρούμενο προαίσ^μα. Ακόμα κι οι ναύτες ετυηρεάζονται από τη δύν(χμη της ευφράδειάς του* ότοον μιλάει δε φαίνονται πια απελπισμένοι* ξεσηκώνει μέσα τους την ενεργητικότητά τους και όσο ακούν τη φωνή του πιστεύουν πως αυτά τα τεράστια βουνά από πάγο δεν είναι τίποτα άλλο ποφά μικροί μώλοι που θα εξαφανιστούν μπροστά στην αποφασιστικότητα του ανθρώπου. Αυτά τα
265
αισθήματα όμως είναι πρόσκαιρα* κάθε μέρα που περνάει και καθυστερεί να ευοδωθεί η προσδοκία τους, τους πιάνει πανικός κι απ' αυτή την κρίσιμη κατάσταση φοβάμαι μήπως ξεσπάσει καμιά ανταρσία. 5 ΣετΓτεμβρίου
ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ πασιφανές πως αυτά τα χαρτιά δε θα φθάσουν ποτέ στα χέρια σου, μολοντούτο δεν μπορώ να αποφύγω να μη σου αναφέρω ένα περιστατικό με ασυνήθιστο ενδιαφέρον, που μόλις έγινε.
Εξακολουθούμε να είμαστε περικυκλωμένοι από παγόβουνα και να κινδυνεύουμε άμεσα να συνθλιβούμε από επικείμενη σύγκρουσή τους με αυτά. Το κρύο είναι αφόρητο και πολλοί από τους άτυχους συντρόφους μου βρήκαν το θάνατο μέσα σ' αυτό το τοπίο της ερημιάς. Η υγεία του Φράνκενσταϊν καθημερινά πάει όλο και στο χειρότερο* στα μάτια του θαμποφέγγει ακόμα κάποια αμυδρή φωτιά, μα είναι εξαντλημένος και άμα θελήσει να κάνει καμιά ξαφνική προσπάθεια, οι δυνάμεις του γρήγορα τον εγκαταλείπουν και φεύγει από πάνω του κάθε σφρίγος. Στο τελευταίο μου γράμμα σου ανέφερα τους φόβους που είχα για καμιά ανταρσία. Σήμερα, λοιπόν, το πρωί καθώς κοιμόμουν και κοίταζα τη χλωμή όψη του φίλου μου —^τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και τα χέρια του κρέμονταν αδύναμα— έν(χς ξοοφνικός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα της καμπίνας μου και μισή ντουζίνα ναύτες ζήτησοον την άδεια να μπουν. Τους είπα να περάσουν και ο αρχηγός τους ττήρε το λόγο. Μου είπε πως αυτός και οι σύντροφοί του είχαν εκλεγεί από τους άλλους ναύτες να έρθουν σε μένα ως αντιπρόσωποί τους για να μου υποβάλουν ένα αίτημά τους, που δε θα είχα καμιά δικαιολογία να αρνηθώ. Ήμασταν περιτειχισμένοι από πάγους και ίσως να μην μπορούσαμε να διαφύγουμε ποτέ* όμως αυτοί φοβόντουσοον πως, αν έλιωναν οι πάγοι, όπως ήτ(χν πιθανό και ανοιγότ(χν κάποιο πέρασμα, εγώ, όντας αρκετά άμυοΛος, θα έτρεχα να συνεχίσω το ταξίδι μου και ότι θα τους παρέσερνα σε νέους κινδύνους τη στιγμή που μόλις θα είχαν υπερπηδήσει αυτόν εδώ με επιτυχία. Γι' αυτό το λόγο, λοιπόν, επέμεν(χν πως θα έπρεπε να δεσμευτώ με μια επίσημη υπόσχεση 266
πως αν το πλοίο ελευθερωνόταν εγώ αμέσως θα άλλαζα τη ρότα και θα κατευθυνόμουν προς το νότο. Αυτή η θέση του πληρώματος μ' έκανε να ανησυχήσω πολύ* €γώ δεν είχα απελπιστεί κι ούτε μου είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα να γυρίσω πίσω, αν το πλοίο απελευθερωνόταν. Μολοντούτο μπορούσα, είχα κάποια δικαιολογία, ώστε να μη δεχτώ αυτό το αίτημα; Δίστασα πολύ πριν απαντήσω* όταν ξαφνικά ο Φράνκενσταϊν, που ίσαμε τότε ήταν σιωττηλός και φαινόταν πραγματικά πως από την αδυναμία του μόλις και μπορούσε να παρακολουθεί ό,τι γινόταν γύρω του, τινάχτηκε απάνω* τα μάτια του πέταγαν σπίθες και τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα από την ένταση της προσπάθειας που έκανε εκείνη τη στιγμή. Γυρίζοντ(χς προς τους συγκεντρωμένους τους είπε: «Τι θέλετε να πείτε; Τι είναι αυτό που ζητάτε από τον καπετάνιο σ(χς; Ώστε, λοιπόν, τόσο εύκολα παρατάτε το σχέδιό σ(χς; Εσείς οι ίδιοι δεν είσαστε που αυτό το σχέδιο το αποκαλούσατε υπέροχη αποστολή; Και για ποιο λόγο ήταν υπέροχη; Όχι βέβαια επειδή ο δρόμος ήταν ομαλός και γαλήνιος, μα γιατί ήτιχν γεμάτος με κινδύνους και τρόμους* γιατί το κάθε νέο περιστατικό θα ήταν μια πρόκληση στο ψυχικό μας σθένος και θα φανέρωνε το θΐάρρος σοος* γιατί θα την περιτριγύριζαν ο κίνδυνος και ο θάνατος και αυτά θα έπρεπε να τα αψηφήσετε και να τα υπερνικήσετε. Γι' αυτά όλα ήταν η αποστολή υπέροχη, γι' αυτά όλα ήταν σεβαστό το τόλμημα. Στη συνέχεια θα σοις αναγνώριζαν ως ευεργέτες του (χνθρώπινου γένους* τα ονόματά σ(χς θα λατρεύονταν γιατί θα ανήκαν σε γενναίους άνδρες που αντιμετώπισαν το θάνατο για την πρόοδο και το όφελος της ανθρωπότητας. Και τώρα με το πρώτο αίσθημα του κινδύνου ή ocv θέλετε με την πρώτη δυναμική δοκιμασία του θάρρους σοις εσείς αποτρ(χβιόσαστε και είσαστε ευχαριστημένοι να καταγραφείτε σαν άνδρες που δεν είχ(χν αρκετή δύναμη να αντέξουν το κρύο και τον κίνδυνο* κι έτσι, θα πουν, οι κακόμοιροι κρύωναν γι' αυτό και γύρισαν στη ζεστασιά των εστιών τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν απαιτεί καμιά ιδιαίτερη προετοιμασία* δε χρειαζόταν να έρθετε τόσο μακριά για να αποδείξετε πως είσαστε δειλοί. Φανείτε άνδρες ή κάτι περισσότερο από άνδρες. Μείνετε σταθεροί στους σκοπούς σοος και ατράνταχτοι σ(χν βράχοι. Αυτός ο πάγος δεν είναι καμωμένος από κείνο το υλικό που είναι φτιαγμένες οι καρδιές σοις* είναι ασταθής 267
και δεν μπορεί να σοίς (χντισταθει αν εσείς δείξετε αποφασιστικότητα. Μη γυρίσετε στις οικογένειές σ(χς με το στίγμα της ντροττής χοιραγμένο στο μέτωπο σας. Γυρίστε ως ήρωες που πολέμησαν και κατέκτησαν και που δεν ξέρουν τι θα πει να γυρίζουν τις πλάτες τους στον εχθρό». Τα έλεγε όλα αυτά με φωνή τόσο προσαρμοσμένη στα διάφορα συναισθήματα που εξέφραζαν τα λόγια του, με μάτια τόσο γεμάτα με υψηλές προθέσεις και ηρωισμούς που το θεωρούσες πολύ φυσικό που συγκινήθηκοον αυτοί οι άνδρες. Κοίταζαν ο έν(χς τον άλλο και δεν έβρισκαν λόγια να απ(χντήσουν. Τότε τους μίλησα* τους είπα να αποσυρθούν και να σκεφθούν ό,τι τους είχε πει* ότι δε θα τους ττήγαινα πιο βόρεια, αν η επιθυμία τους ήταν σταθερά αντίθετη· ήλπιζα όμως πως με κοΛύτερη σκέψη θα ξανάβρισκαν το θάρρος τους. Αποσύρθηκαν κι εγώ γύρισα προς το φίλο μου* εκείνος όμως είχε πέσει σε λήθαργο και φαινόταν σαν να μην είχε καθόλου ττνοή. Πώς θα τελειώσουν όλα (χυτά δεν ξέρω, μα θα προτιμούσα να πεθάνω ποιρά να γυρίσω ντροπιασμένος, χωρίς να πετύχω το σκοπό μου. Φοβάμαι όμα>ς πως τέτοια θα είναι η μοίρα μου* οι άνδρες του πληρώματος, που δεν παρακινούνται από τις ιδέες της δόξας και της τιμής, δε θα θελήσουν ποτέ να συνεχίσουν να περνούν τις τωρινές τους ταλαιπωρίες. 7 Σετττεμβρίου Ο ΚΥΒΟΣ ερρίφθη· συμφώνησα να γυρίσουμε, αν σωθούμε από δω. Έτσι οι ελπίδες μου διαλύονται από δειλία και (χναποφασιστικότητα* γυρίζω πίσω φοβερά απογοητευμένος και χωρίς να έχω μάθει όσα ήθελα. Χρειάζεται, φαίνεται, περισσότερη φ^οσοφία από όση διαθέτω για να μπορέσω να σηκώσω με υπομονή αυτή την (χδικία.
12 Σετττεμβρίου Ο Λ Ε ς ΜΟΥ
οι επιδιώξεις είναι παρελθόν γυρίζω στην Αγγλία. 268
Έχασα τις ελπίδες που είχα να ο>φελήσω την ανθρωπότητα και να δοξαστώ· έχασα το φίλο μου. Αυτά όμως τα πικρά περιστατικά, αγαττημένη μου αδελφή, θα προσπαθήσω να σου τα διηγηθώ με κάθε λετιτομέρεια* και δε θ' αφήσω τον εαυτό μου να καταπέσει όσο καιρό θα χρειαστεί να έρθω στην Αγγλία και να βρεθώ κοντά σου. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο πάγος άρχισε να κουνιέται και σε κάποια απόσταση από μας (χκούγονταν υπόκωφοι βρόντοι καθώς οι πάγοι έσπαγαν και κομματιάζονταν προς κάθε κατεύθυνση. Ήμασταν κάτω από τον πιο άμεσο κίνδυνο* μα καθώς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, όλη μου η προσοχή ήταν δοσμένη στον άτυχο φιλοξενούμενό μου, που η αρρώστια του χειροτέρεψε σε τέτοιο βαθμό που τον είχε καρφωμένο στο κρεβάτι. Ο πάγος κομματιάστηκε πίσω μίκς και παρασύρθηκε με δύναμη προς το βορρά* ένοις άνεμος σηκώθηκε από τη δύση και στις 11 του μήνα ελευθερώθηκε ολότελα το πέρασμα προς το νότο. Όταν οι ναύτες το είδαν και (χντιλήφθηκαν πως ο γυρισμός τους στη γενέτειρά τους ήταν, όπίος φαινόταν, βέβαιος, μια κραυγή ξέφρενης χαράς ξέφυγε από τα στήθη τους, μια κραυγή δυνατή και μακρόσυρτη. Ο Φράνκενσταϊν, που λαγοκοιμόταν, ξύττνησε και ζήτησε να μάθει την αιτία του θορύβου. «Κραυγάζουν», είπα, «γιατί σύντομα θα γυρίσουν στην Αγγλία». «Ώστε λοιπόν, επιστρέφετε;» «Δυστυχώς, ναι! Δεν μπορώ να αντισταθώ στις απαιτήσεις τους. Δεν μπορώ χωρίς τη θέληση τους να τους οδηγήσω σε κίνδυνο γι* αυτό και είμαι οοναγκασμένος να γυρίσω». «Αν το θέλεις, κάνε το* εγώ όμως δε θα γυρίσω πίσω. Εσύ μπορεί να παρατάς το σκοπό σου, ο δικός μου όμως έχει πάρει εντολή από τον Ουρανό και δεν τολμώ να κάνω πίσω. Είμαι εξαντλημένος* μα σίγουρα τα ττνεύματα που βοηθούν την εκδίκηση μου θα με προικίσουν με αρκετή δύναμη». Αέγοντοος αυτά, προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι, μα η προσπάθεια ήταν πάρα πολύ μεγάλη γι' αυτόν* έπεσε πίσω λιπόθυμος. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου να ξανοιβρεί τις αισθήσεις του* και ήταν στιγμές που νόμιζα πως είχε ποφαδώσει το τυνεύμα. Τελικά άνοιξε τα μάτια του* ανέτυνεε με δυσκολία και δυσκολευόταν να μιλήσει. Ο χειρούργος του έδωσε ένα ηρεμιστικό φάρμακο και μας διέταξε να τον αφήσουμε ήσυχο. Στο μεταξύ μου είπε πως ο 269
φίλος μου ήταν στα τελευταία του και ότι δεν του έμεναν πολλές ώρες ακόμ/χ. Η κατ(χδίκη του είχε απαγγελθεί κι εγώ το μόνο που μπορούσα ήταν να λυπάμαι και να κάνω υπομονή. Κάθισα στψ άκρη του κρεβατιού του και τον κοίταζα* τα μάτια του ήταν κλειστά και νόμισα πως κοιμόταν σε κάποια στιγμή όμως με φώναξε με φωνή που μόλις ακουγόταν, και λέγοντάς μου να πάω πιο κοντά, μου είπε: «Αλίμονο! Μ' άφησε η δύνοςμη που με κράταγε* νιώθω πως σύντομα θα πεθάνω και εκείνος, ο ε^ρός μου και ο διώκτης μου, θα ζει ακόμα. Μη νομίζεις, Γουόλτον, πως σ' εκείνες τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου νιώθω εκείνο το φλογερό μίσος και τη ζωηρή επιθυμία για εκδίκηση που κάποτε με χοιρακτήριζαν αισθάνομαι όμως τον εαυτό μου να 'χει δίκιο που επιθυμεί το θάνατο του οοντιπάλου μου. Σ' αυτές τις τελευταίες ημέρες καταπιάστηκα με την εξέταση της συμπεριφοράς μου στο ποφελθόν δεν της βρήκα ψεγάδι. Σε έναν παροξυσμό κάποιας ενθουσιαστικής τρέλας δημιούργησα ένα λογικό πλάσμα και ήμουν υποχρεωμένος απέναντί του να του διασφαλίσω, όσο περνούσε από το χέρι μου, την ευτυχία του και την κίχλοζωία του. Αυτό ήταν το χρέος μου* μα είχα και κάποιο ά)Λο χρέος πιο σημαντικό. Το χρέος μου προς το ανθρώπινο γένος που αξίωνε μεγοΛύτερη προσοχή. Παρακινημένος απ' αυτή την άποψη, αρνήθηκα, και έκανα καλά που οφνήθηκα, να δημιουργήσω μια συντρόφισσα για το πρώτο πλάσμα. Τότε εκείνο έδειξε ασύγκριτη μοχ^ρία και εγωπάθεια* εξόντωσε όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα* εξολόθρευσε υπάρξεις που διέθετοον εξαιρετικά συναισθήματα, ανθρώπους ευτυχισμένους και σοφούς* κι ούτε ξέρω πού και πότε μπορεί να τελειώσει αυτή η δίψα για εκδίκηση. Αφηνιασμένος όπως είναι ο δαίμον(χς και για να μην κάνει κι άλλους δυστυχισμένους πρέπει να πεθάνει. Το χρέος του αφοονισμού του ήταν δικό μου, μα απέτυχα να το εκπληρώσω. 'Οταν κατεχόμουν από εγωιστικά και αχρεία κίνητρα, σου ζήτησα να αναλάβεις εσύ το ατέλειωτο έργο μου* τώρα, που είμαι εττηρεασμένος μονάχα από τη λογική και την αρετή, σου ξανακάνω την ίδια παράκληση. ))Παρ' όλ' αυτά δεν μπορώ να σου ζητήσω να απαρνηθείς την πατρίδα σου και τους φίλους σου για να εκπληρώσεις αυτό το έργο* πάντίος και τώρα που γυρίζεις στην Αγγλία θα έχεις κάποια μικρή πιθανότητα να συναντήσεις το δαίμονα. Την εκτίμηση αυ270
τών των σημείων και τη σωστή στάθμιση εκείνου που μπορεί να θεωρείς χρέος σου, τα αφήνω σε σένα* η κρίση μου και οι ιδέες μου είναι θολωμένες κιόλας από το θάνατο που είναι κοντά. Δεν τολμώ να σου ζητήσω να κάνεις εκείνο που νομίζω σωστό, γιατί ακόμα και τώρα μπορεί να παρασύρομαι από το πάθος. ))Το ότι είναι ενδεχόμενο να ζήσει ο δαίμονας και να είναι ο φορέ(χς κι άλλων συμφορών, είναι εκείνο που με (χνησυχεί* όσον αφορά τα άλλα, αυτή η ώρα, που από στιγμή σε στιγμή περιμένω να απαλλίχγώ από τα δεινά μου, είναι η μόνη ευτυχισμένη στιγμή που ένιωσα ύστερα από πολλά χρόνια. Οι μορφές των ιχγαττημένων μου νεκρών αιωρούνται μπροστά μου και βιάζομαι να ριχτώ στην αγκαλιά τους. Χαίρε, Γουόλτον! Ζήτησε την ευτυχία μέσα στην ηρεμία και διώξε κάθε φιλοδοξία, ακόμα κι αν αυτή είναι η μόνη φαινομενικά αθώα που σε κάνει να ξεχωρίζεις είτε στην επιστήμη είτε στις ανακαλύψεις. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί εγώ συντρίφτηκα απ' αυτές τις φιλοδοξίες, ενώ κάποιος άλλος πιο μετριόφρον<χς μπορεί να πετύχει». Όσο μιλούσε, η φωνή του γινότοον όλο και πιο αδύναμη, ώσπου στο τέλος, εξουθενωμένος από την προσπάθεια, στοιμάτησε* βυθίστηκε στη σιωττή. Ύστερα από μισή ώρα περίπου προσπάθησε να ξαναμιλήσει, μα δεν μπόρεσε* μου 'σφίξε (χδύναμα το χέρι και τα μάτια του έκλεισαν για πάντα ενώ η λάμψη κάποιου ευγενικού χοιμόγελου πέρασε φευγαλέα από τα χείλη του. Τι μπορώ να πω, Μάργκαρετ, για το πρόωρο σβήσιμο αυτού του εξαίσιου ττνεύματος; Τι μπορώ να πω για να σου δώσω να καταλάβεις το βάθος της θλίψης μου; Ό,τι κι αν πω θα είναι λιγοστό, θα είναι λειψό και άψυχο. Τα δάκρυά μου κυλούν ασταμάτητα* το μυοΛό μου είναι βαρύ και σκοτισμένο από την απέραντη απογοήτευση που μ' έχει πλημμυρίσει. Έρχομαι όμως στην Αγγλία κι εκεί μπορεί να βρω παρηγοριά. Μια στιγμή· στάσου* κάτι γίνεται. Τι είναι άραγε αυτοί οι ήχοι; Είναι μεσάνυχτα* απαλά φυσάει ο άνεμος κι ο σκοπός στο κατάστρωμα μόλις και σαλεύει. Να, πάλι! Ακούγεται ένοος ήχος από ανθρώπινη φωνή, μα πιο βpocχyή* βγαίνει από την καμπίνα που βρίσκεται το λείψανο του Φράνκενσταϊν. Πρέπει να πάω να δω. Καληνύχτα, αδελφή μου. Κύριε Ελέησον! Τι σκηνή ήταν αυτή που αντίκρισα! Και που την ξοοναθυμάμαι, με πιάνει ζαλάδα. Αμφιβάλλω αν θα μπορέσω 271
να σου την περιγράψω με λεπτομέρειες* μολοντούτο^ η ιστορία που έχω καταγράψει θα έμενε ασυμπλήρωτη χωρίς την τελική και εκπληκτική καταστροφή. Μττήκα στην καμπίνα όπου βρισκόταν το λείψανο του κακότυχου φίλου μου. Από πάνω του ήταν σκυμμένο κάτι που δε βρίσκω λόγια να το περιγράψω· ήταν γιγαντιαίο σε ανάστημα, κ(χκοφτιαγμένο και χωρίς καμιά οοναλογία. Έτσι όπως ήτ(χν σκυμμένος πάνω από το φέρετρο, το πρόσωπό του κρυβόταν από μακριές, αχτένιστες μπούκλες μαλλιών είχε τεντώσει το πολύ μακρύ του χέρι και η υφή του χρώματος της επιδερμίδοος του ήταν σαν της μούμιας. Όταν άκουσε το θόρυβο που έκανα καθώς έμπαινα, σταμάτησε τις κραυγές, που μ' αυτές εκδήλωνε τη λύτυη του και τη φρίκη του, και τινάχτηκε προς το παράθυρο. Ποτέ δεν είχα δει ένα θέαμα τόσο φρικτό όσο η όψη του, τόσο σιχαμερή, τόσο τρομαχτικά άσχημη. Χωρίς να το θέλω έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να σκεφθώ τι έπρεπε να κάνω μ' αυτόν τον ολέθριο. Του φώναξα να σταθεί. Στοιμάτησε* γύρισε και με κοίταξε με απορία* ύστερα, γυρίζοντ(χς και πάλι στο άψυχο σώμα του δημιουργού του, φάνηκε να ξεχνάει την ποφουσία μου* κάθε χοιρακτηριστικό του και κάθε χειρονομία του φαινόταν σαν να υποδοουλιζόταν από την πιο άγρια λύσσα, από κάποιο ανεξέλεγκτο πάθος. «Κι αυτός θύμα μου είναι!» φώναξε* «με το φόνο του τα εγκλήματά μου ολοκληρώνονται* η άθλια πορεία της ύπαρξής μου πλησιάζει στο τέλος της! Αχ, Φράνκενσταϊν! Γενναιόψυχη και αφοσιωμένη ύπαρξη! Τι οφελεί που τώρα σου ζητάω να με συγχωρέσεις; Εγώ, που ανέκκλητα σε κατέστρεψα, με το να εξοντώσω όλους όσους αγαπούσες πιο πολύ! Αλίμονο! Είναι παγωμένος, δεν μπορεί να μου απίκντήσει». Η φωνή του φάνηκε να ττνίγεται* και η πρώτη μου παρόρμηση, που είχε υπαγορευθεί από το χρέος να υπιχκούσω στην τελευταία θέληση του πεθαμένου φίλου μου και να σκοτώσω τον εχθρό του, τώρα παραχωρούσε τη θέση της στην περιέργεια και στον οίκτο. Πλησίασα αυτό το τρομερό πλάσμα* δεν τόλμησα να ξαναδώ το πρόσωπό του γιατί μέσα στην ασχήμια του υττήρχε κάτι το τρομαχτικό και το απόκοσμο. Προσπάθησα να μιλήσω μα δεν μπορούσα να βγάλω λέξη, τα λόγια κόλλαγαν στα χείλη μου. Το τέροις συνέχισε να λέει διάφορες τυχαίες και ασυνάρτητες αυτο272
κατηγορίες. Τελικά σ' ένα διάλειμμα της θύελλοος του πάθους του, βρήκα το κουράγιο και του είπα: «Η μετάνοιά σου τώρα είναι περιττή. Αν είχες ακούσει τη φωνή της συνείδησης και αν, πριν αφήσεις τη διαβολική σου εκδίκηση να φθάσει σ' αυτή την ακρότητα, είχες δώσει προσοχή στα κεντριά της τύψης, τώρα ο Φράνκενσταϊν θα ζούσε». «Μα ονειρεύεσαι;» είπε ο δαίμονοις. «Νομίζεις πως εμένα δε με βασάνιζε η αγωνία και δε με τυραννούσαν οι τύψεις; Αυτός», συνέχισε, δείχνοντοος το πτώμα, «δεν υπέφερε γιατί δε συμμετείχε κι ούτε έβλεπε την εκτέλεση της πράξης* δεν είχε ούτε το ένα χιλιοστό από την αγωνία που περνούσα εγώ όσο διαρκούσ(χν οι λεπτομέρειες της εκτέλεσης της εγκληματικής πράξης. Μ' έσπρωχνε ένας απαίσιος εγωισμός, όσο κι ocv την καρδιά μου τη δηλητηρίαζαν οι τύψεις. Νομίζεις πως τα βογκητά του Κλερβάλ ήταν μουσική για τ' αυτιά μου; Η καρδιά μου φτιάχτηκε για να αισθάνεται αγάττη και συμπόνια* και όταν από την πολλή δυστυχία έστριψε απότομα στην κακία και στο μίσος, δεν άντεξε τη βιαιότητα αυτής της αλλαγής και βασανιζόταν σε τέτοιο σημείο που δεν μπορείς να (ρανταστείς. »Ύστερα από το φόνο του Κλερβάλ γύρισα στην Ελβετία συντριμμένος από τη θλίψη και με την καρδιά μου κομμάτια. Αυπόμουν πραγματικά τον Φράνκενσταιν για ό,τι του είχα κάνει* όταν τα σκεπτόμουν, η λύττη μου έφθοενε στη φρίκη* σιχαινόμουν τον ε(χυτό μου. 'Οταν όμως (χνακάλυψα πως αυτός, ο πλάστης της ύπαρξής μου και των ανείπωτων βασανιστ/)ρίων της, αποτόλμησε να ελπίζει στην ευτυχία του* π(ος την ώρα που εμένα με φόρτωνε με δυστυχία και απελπισία εκείνος επιζητούσε τη δική του χαρά μέσα σε αισθήματα και πάθη, που από την απόλοουσή τους εγώ ήμουν αποκλεισμένος για πάντα, ε, τότε με πλημμύρισε φαρμακερή ζήλεια και ασυγκράτητη αγανάκτηση, που μου έφεροιν ο^^όρταγη δίψα για εκδίκηση. Θυμήθηκα αμέσως τις απειλές μου και αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα για την πραγματοποίησή τους. Ήξερα ότι προετοίμαζα για τον εαυτό μου ένα (χδυσώττητο μαρτύριο* ήμουν όμως ο σκλάβος κι όχι ο αφέντης μιας παρόρμησης που δε μου άρεσε καθόλου κι όμως δεν μπορούσα να την παρακούσω. Μολοντούτο, όταν πέθανε η Ελίζαμπεθ, δεν ένιωσα δυστυχισμένος. Τότε είχα αποδιώξει από μέσα μου κάθε αίσθημα, είχα υποδουλώσει κάθε αγωνία μόνο και μόνο για να πραυνω όσο 273
γινόταν περισσότερο την αίτελπισία μου. Από κει και ύστερα το κακό έμεινε σε μένα σαν το μόνο μου αγαθό. Παρασυρμένος τόσο μακριά δεν είχα άλλη επιλογή παρά να προσαρμόσω τη φύση μου σ' ένα στοιχείο που θεληματικά είχα διαλέξει. Η ολοκλήρωση του δαιμονικού μου σχέδιου μού έγινε ένα αχόρταγο πάθος. Τώρα όμως το καθετί τέλειωσε* να, το τελευταίο μου θύμα!» Στην αρχή συγκινήθηκα από τις περιγραφές της δυστυχίοις του που είχε κάνει* όταν όμως θυμήθηκα ό,τι μου είχε πει ο Φράνκενσταϊν για τη δύναμη της ευφράδειάς του και της πειθούς του και όταν στύλωσα τα μάτια μου στο άψυχο σώμα του φίλου μου, τότε η αγανάκτηση ξανάναψε μέσα μου. «Πανάθλιε!» είπα. « Έχεις την αναίδεια να έρχεσαι εδώ και να ψευτοκλαίς για τις αθλιότητες που έχεις κάνει! Βάζεις πρώτα φωτιά σε μια σειρά από σπίτια κι ύστερα άμα γίνουν στάχτη έρχεσαι και κάθεσαι ανάμεσα στα ερείπια και θρηνείς για την καταστροφή. Δαίμονα υποκριτή! Αν αυτός, που εσύ θρηνείς τώρα, ζούσε ακόμα, να είσαι βέβαιος πως θα ήταν ο στόχος, πως θα γινόταν και πάλι το θήραμα της καταραμένης σου εκδίκησης. Δε νιώθεις λύ7Π)σίΤ) ή οίκτο* θρηνείς μόνο και μόνο επειδή το θύμα της μοχθηρί(χς σου ξέφυγε από την επιβολή σου». «Όχι, δεν είναι έτσι, δεν είναι έτσι», με διέκοψε το πλάσμα, «παρ* όλο που τέτοια πρέπει να είναι η εντύπωση που σου δημιουργήθηκε από το περιεχόμενο των πράξεών μου. Δε ζητάω από κανέναν να σταθεί παρήγορα στη δυστυχία μου. Ξέρω ότι ποτέ κι από πουθενά δεν θα βρω κατανόηση. Όταν για πρώτη φορά την επεδίωξα, δεν ήθελα τίποτα άλλο παρά να μοιραστώ με τους άλλους την αγάπη προς την αρετή και τα αισθήματα της ευτυχίοίζ και της στοργής, που πλημμύριζαν ολόκληρη την ύπαρξή μου. Τώρα όμως που η αρετή για μένα έγινε κάτι το άπιαστο και η ευτυχία και η στοργή μεταβλήθηκαν σε μαύρη κι άρο^ζνη απελπισία, σε ποιον να καταφύγω για να βρω κατανόηση; Το μόνο που έχω να κάνω είναι να υποφέρω μόνος όσο τα βάσανά μου θα διαρκούν και όταν πεθάνω, είμαι βέβαιος πως το μίσος και η απέχθεια θα βαραίνουν τη μνήμη μου. Κάποτε η φαντασία μου απαλυνόταν από όνειρα που *χ(χν να κάνουν με την οφετή, τη φήμη και τη χαρά. Κάποτε είχα την απατηλή ελπίδα ότι μπορούσα να συναντήσω πλάσματα, που συγχωρώντοις την εξωτερική μου εμφάνιση, θα μπορούσαν να με αγαττήσουν για τις εξαι274
ρετικές ιδιότητες που ήμουν σε θέση να αναττιτύξω. Ήμουν θρεμμένος με τις υψηλές ιδέες της τιμής και της αφοσίωσί^ς. Τώρα όμως το έγκλημα με έχει καταντήσει χειρότερο κι απ' το πιο τιποτένιο ζώο. Καμιά αμαρτία, καμιά αδικία, καμιά μοχθηρία, καμιά δυστυχία δεν μπορεί να βρεθεί που να συγκρίνεται με τη δική μου. Όταν εξετάζω και πάλι τον τρομερό κατάλογο των αμαρτιών μου, δεν μπορώ να πιστέψω πως είμαι εκείνο το ίδιο πλάσμα που οι σκέψεις του κάποτε ήταν πλημμυρισμένες από τα θεία και υπέροχα οράματα της ομορφιάς και της μεγαλειώδους καλοσύνης. Έτσι όμως είναι* ο εκπεσμένος άγγελος γίνεται πάντα φαρμακερός διάβολος. Όμως ακόμα κι αυτός ο εχθρός του Θεού και του οονθρώπου έχει φίλους και συντρόφους μέσα στην ερημιά του* εγώ είμαι μόνος. ))Εσύ που λες τον Φράνκενσταϊν φίλο σου, φαίνεσαι να ξέρεις αρκετά για τα εγκλήματα και τις συμφορές μου. Όμως στις λεπτομέρειες που σου έδωσε σχετικά μ' αυτά, δεν έβοΛε τις ώρες και τους μήνες του μαρτυρίου που πέρασα, έτσι όπως ήμουν χαμένος μέσα σε ανικανοποίητα πάθη. Γιατί ενώ γκρέμιζα τις ελπίδες του, δεν μπορούσα να ικανοποιήσω τις δικές μου επιθυμίες, που ήταν πάντα φλογερές και (χκόρεστες' κι ενώ διαρκώς επιθυμούσα την αγάττη και τη φιλία, διαρκώς με περιφρονούσαν. Ήταν δίκαιο αυτό; Θα θεωρηθώ, λοιπόν, ως ο μοναδικός εγκληματί(χς, τη στιγμή που ολόκληρη η ανθρωπότητα με έχει (χδικήσει; Γιατί δε μισείς τον Φελίξ που τόσο προσβλητικά έδιωξε από το σπίτι κάποιον που ήθελε να είναι φίλος του; Γιατί δε σιχαίνεσαι το χωρικό που ζήτησε να εξοντώσει το σωτήρα του παιδιού του; Δηλαδή αυτοί είναι πλάσματα ενάρετα και άσπιλα ενώ εγώ, ο δυστυχισμένος και εγκαταλελειμμένος, είμαι ένα έκτρωμα, που πρέπει να περιφρονείται, να λίχκτίζεται και να ποδοπατιέται; Ακόμα και τώρα το αίμα μου βράζει στη θύμιση αυτής της αδικί(χς. ))Όμως είναι αλήθεια πως είμαι ένας τιποτένιος. Δολοφόνησα το χαριτωμένο και αδύναμο πλάσμα* στραγγάλισα τους αθώους την ώρα που κοιμόντουσ(χν και έττνιξα εκείνον που ποτέ δε με είχε πειράξει κι ούτε ποτέ είχε βλάψει κανένα άλλο ζωντανό πράγμα. Τον πλάστη μου, αυτόν τον εκλεκτό ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος που αξίζει την αγάτυη και το θαυμασμό, τον έφερα στην πιο μαύρη απελπισία* τον κυνήγησα και τον έριξα σ' αυτό τον όλεθρο που δεν έχει γιατρειά. Νάτος εκεί ξαπλωμένος, κουφάρι άσπρο 275
και παγωμένο! Με μισείς* μα το μίσος σου δεν μπορεί να συγκριθεί με το μίσος που έχω εγώ για τον εαυτό μου. Κοιτάζω τα χέρια που εκτέλεσοον αυτά τα έργα* φέρνω στο νου μου την κοιρδιά που τα φαντάστηκε και περιμένω με λαχτάρα τη στιγμή που αυτά τα χέρια θα κλείσουν για πάντα τα μάτια μου και η ανάμνηση δε θα στοιχειώνει πια τις σκέψεις μου. ))Μη φοβάσαι πως θα γίνω το μέσο και για άλλες μελλοντικές συμφορές. Το έργο μου έχει σχεδόν τελειώσει. Ούτε ο δικός σου ούτε κανενός ά5Λου ανθρώπου ο θάνατος χρειάζεται για να ολοκληρωθεί η ακολουθία της ύπαρξής μου και να ολοκληρωθεί εκείνο που πρέπει να γίνει* εκείνο που απαιτείται είναι μόνο ο δικός μου θάνατος. Μη νομίζεις πως θ' αργήσω να εκτελέσω αυτή τη θυσία. Θα αναχωρήσω από το πλοίο σου με την παγοσχεδία που μ' έφερε ως εδώ, και θα ψάξω να βρω το πιο βορινό άκρο της υδρόγεκχς σφαίροις* εκεί θα στήσω νεκρική ττυρά και θα κάνω στάχτη αυτό το άθλιο σώμα ώστε τα απομεινάρια του να μην μπορούν να προσφέρουν κανένα στοιχείο στον οποιονδήποτε περίεργο βδελυρό άνθρωπο που θα ήθελε να δημιουργήσει κάποιον άλλο accj κι εμένα. Θα πεθάνω. Δε θα νιώθω πια τις αγωνίες που με κατατρώνε τώρα, ούτε θα είμαι βορά των ανικοονοποίητων αισθημάτων μου, που δεν έχουν σβήσει ακόμα. Είναι νεκρός αυτός που μ' έφερε στη ζωή* κι όταν ούτε κι εγώ δε θα υπάρχω πια, τότε η μνήμη και των δυο μας γρήγορα θα ξεχαστεί. Δε θα βλέπω πια τον ήλιο ή τα άστρα κι ούτε θα νιώθω τον άνεμο να χαϊδεύει τα μάγουλά μου. Το φως, τα αισθήματα και οι αισθήσεις, όλα, θα σβηστούν κι ίσως μέσα σ' αυτή την κατάσταση να βρω την ευτυχία. Πριν από λίγα χρόνια, όταν αυτός ο κόσμος μου χάρισε για πρώτη φορά τις εικόνες του, όταν ένιωσα την ευχάριστη ζεστασιά του )^οκαιριού, όταν άκουσα το θόισμα των φύλλων και το τιτίβισμα των πουλιών κι όλα αυτά προσφέροντοον σε μένα, θα μπορούσαν να με κάνουν να πεθάνω κλαίγοντας από συγκίνηση* τώρα ο θάνατος είναι η μόνη μου παρηγοριά. Μολυσμένος από ε^^ήματα και καταρρακωμένος από τις πιο πικρές τύψεις, πού (χλλού μπορώ να βρω γαλήνη εκτός από το θάνατο; »Χαίρε! Σ' αφήνω* είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που βλέπω. Χαίρε Φράνκενσταϊν! Αν ζούσες κι αν επιθυμούσες ακόμα να μ' εκδικηθείς, η εκδίκησή σου θα χόρταινε καλύτερα αν ήμουν ζωντιχνός παρά πεθαμένος. Μα δεν ήρθ(χν έτσι τα πράγματα* προ276
σπάθησες να με εξαφανίοτεις ώστε να μην προκαλέσω μεγαλύτερες συμφορές· κι αν ακόμα κατάφερνες, με κάποιο τρόπο που δεν ξέρω, να μην είχες πάψει να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι, δε θα επιθυμούσες να πάρεις μεγαλύτερη εκδϋ^ηση απ' αυτά που περνάω τώρα. Όσα χτυτυήματα κι αν είχες στη ζωή σου, η αγωνία μου ήταν πάντα μεγοΛύτερη από τη δική σου· γιατί το φαρμχκερό κεντρί της τύψης δε θα πάψει να μου κακοφορμίζει τις πληγές που μονάχα ο θάνατος θα μου τις κλείσει για πάντα. «Σύντομα όμως», είπε, με ύφος λυττημένο μα επιβλητικό, «θα πεθάνω και ό,τι αισθάνομαι τώρα δε θα υπάρχει πια. Σε λίγο αυτές οι αδυσώτυητες δυστυχίες θα εξαφανιστούν. Θα ανέβω θριαμβευτικά στη νεκρική μου πυρά και θα χαίρω μέσα στην αγωνία που θα σκορπίζουν οι βασοονιστικές φλόγες. Η λάμψητ] αυτής της ττυρπόλησης θα σβήσει ύστερα από λίγο· οι άνεμοι θα σκορπίσουν στη θάλασσα τις στάχτες μου. Το ττνεύμα μου θα αναπαυθεί ειρηνικά· μα κι αν μπορεί να σκέφτεται, σίγουρα θα σκέφτεται διαφορετικά. Χαίρε!» Αφού τα είπε αυτά, τινάχτηκε ξαφνικά και περνώντας μέσα από το φινιστρίνι βρέθηκε στην παγοσχεδία που ήταν κοντά στο πλοίο. Γρήγορα ποφασύρθηκε από τα κύματα και χάθηκε μέσα στη σκοτεινιά και την απόσταση.
277
Πορτραίτο
της Κλαίαρ Κλαιρμόντ,
ετεροθαλούς
αδελφής της Μαίρης
Σέλλεϋ
Αφίσσα από την ταινία Η μνηστή του Φράνκενσταϊν με τον Μπόρις και την Έλσα Λάντσεστερ
Καρλώφ
Διαφήμιση
της πρώτης ταινίας Φράνκενσταϊν (Universal, 1931)
ο Μπόρις Καρλώφ στο ρόλο τον τέρατος στην ταινία Φράνκενσταιν
ο Γκλεν Στρέιντζ με τους ΜπαντΆμποτ καιΑον Κοστέλο στην ταινία Ο ι Άμπστ και Κοστέλο συναντούν τον Φράνκενσταϊν
ο Μπάζιλ Ράθμπον με τον Μπόρις Καρλώφ στην ταινία Ο γιος του Φράνκενσταϊν
ο Ντονάιτ Φράν ως Ιγκόρ με τον Μπόρις Καρλώφ στην ταινία Η μνηστή του Φράνκενσταϊν
Εκτύπωση-Βιβλιοδεσία: Χ. Κ. ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Ε.