WalterJ. Ong
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ Ή έκτεχνολόγηση τοϋ λόγου
Μετάφραση Κώστας Χατζηκυριάκου ’Επιμέλεια Θεό...
237 downloads
1730 Views
8MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
WalterJ. Ong
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ Ή έκτεχνολόγηση τοϋ λόγου
Μετάφραση Κώστας Χατζηκυριάκου ’Επιμέλεια Θεόδωρος Παραδέλλης
Π Α Ν ΕΠ ΙΣΤΗ Μ ΙΑ ΚΕΣ Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Κ ΡΗ ΤΗ Σ Ιδρυτική δωρεά Παγκρητικής Ένώσεως ’Αμερικής ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1997
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή στήν έλληνική έκδοση Ε υχα ριστίες Εισαγωγή στήν άγγλική έκδοση 1. Ή προφορικότητα τής γλώσσας
ix χχχν xxxvii 1
2. Ή σύγχρονη ανακάλυψη τών πρωταρχικά προφορικών πολιτισμών
17
3. Ή ψυχοδυναμική τής προφορικότητας
39
4. Ή γραφή άναδιαρθρώνει τή συνείδηση
109
5. Τυπογραφία,χώρος καί κειμενικό κλείσιμο
167
6. Ή προφορική μνήμη,ή άφηγηματική γραμμή καί ή κατασκευή τών χαρακτήρων
199
7. Μερικά θεωρήματα
225
Βιβλιογρα φ ία Ε ύρετήριο
261 281
Εισαγωγή στήν έλληνική έκδοση
Προφορικότητα καί Έγγραμματοσύνη: Άπό τήν αύτόνομη δράση στήν κοινωνική πρακτική «verba volant, scripta manent» «verba manenty> Τά αντιφατικά αύτά παραθέματα, ή γνωστή άπό τά σχολικά μας χρόνια λατινική ρήση καί ό τίτλος πού δίνει ό L.-J. Calvet (1984) σέ ένα κεφάλαιό του, δέν άποτελούν σπάνια ή έξεζητημένη διατύπωση, άλλά άντίθετα συμπυκνώνουν τά σ υμπε ράσματα διαφορετικών (συνήθως) μελετητών τού φαινομένου τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης. «Ή ομιλία είναι έφ ήμερη,ή γραφή μόνιμη» δηλώνουν οί μ έ ν «ό ,τι λ έγ ε ται δέν ξελέγετα ι, ένώ ή γραφή σβήνεται καί άναθεω ρεΐται» άπαντούν οί δέ. Γιά τόν Levi-Strauss καί πολλούς άλλους ή γραφή είναι έξουσία καί δύναμη, γιά τούς Dogon, τούς Bambara και πάμπολλους άλλους ή δύναμη βρίσκεται στόν προ φορικό λόγο. Στήν οθόνη τοϋ υπολογιστή, όπου γρά φ ετα ι αύτό τό κείμενο, τό παγιωμένο καί μόνιμο γραπτό κείμενο δίνει τή θέση του σέ ένα κείμενο δυναμικό πού άνά πάσα στιγμή διορθώνεται, άναθεωρεΐται, σβήνεται, αύξομειώνεται μέ μεγάλη ταχύτητα καί εύκολία, δίχως νά άφήνει ίχνος άπό όπ ο ια δή π ο τε άλλαγή (Stu bbs 1990: 573). Ά π ό τήν άλλη
X
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
πλευρά τά μέλη τού προφορικού πολιτισμού «δια βά ζουν» τη φύση, τό πεπρω μένο, τά ϊχνη τών θηραμάτων καί « ε γ γ ρ ά φουν» στό σώμα, στά άντικείμενα, στίς τελετουργίες τίς ιστο ρικές καί πολιτισμικές τους έμπ ειρίες. Τά πράγματα λοιπόν φαίνονται πολύ πιό περίπλοκα άπό όσο μάς άφήνει νά άντιληφθούμε ή δική μας έγγράμματη έμπ ειρία . Αύτό τό περίπλο κο πρόβλημα, άκριβώ ς, ξεκινά νά διερευνήσει τό έργο τοϋ Walter Ong,TO όποιο καί συνοψίζεται σέ αύτόν έδώ τόν τόμο. Ή εισαγωγή αύτή ξεκινά μέ μιά σύντομη επισκόπηση τοϋ έργου τοϋ Ong καί στή συνέχεια προσπαθεί νά σκιαγραφήσει τό θεωρητικό πλαίσιο μέσα στό όποιο εντάσσεται ή Π ροφο ρικότητα και Έ γγραμματοσύνη. Ά ναφέρεται συνοπτικά τ ό σο στίς προσεγγίσεις πού προηγήθηκαν τοϋ δικού του έργου, όσο καί σέ αύτές πού άκολούθησαν, ώστε νά διαφανοϋν κάποιες άπό τίς ιστορικές καί θεωρητικές του συντεταγμένες. Θά π ρέπ ει δμως νά προηγηθεί ένα...
Σύντομο σχόλιο γιά τήν ορολογία Θά ήταν σκόπιμο νά άναφερθοϋμε καταρχάς στή χρήση τής λέξης έγγραμματοσύνη. 0 νεολογισμός αύτός παράγεται μέ τήν προσθήκη τού επιθήματος -οσύνη στό επίθετο εγγρά μ μα τος. Ά πό αύτή τήν άποψη δέν διαφ έρει άπό τήν παραγωγή τοϋ, κοινού πλέον, όρου προφορικότητα, ό όποιος σχηματίζε τα ι μέ τήν προσθήκη τοϋ άντίστοιχου έπιθήματος -ητα στό επίθετο προφορικός. ’Έ τσι καί οί δύο δροι άποτελοϋν άφηρημένες έννοιες πού δηλώνουν μιά δεδομένη κατάσταση ή ποιότητα. 'Ωστόσο ό λόγος γιά τή χρησιμοποίηση αύτού τοϋ νεολογισμού δέν είναι ή τήρηση, άπλώς, μιας συμμετρίας ή άναλογίας, άλλά ή ούσιαστικότερη άνάγκη νά αποδοθεί τό ιδιαίτερο περιεχόμενο μιας έννοιας, ώστε νά δια κριθεί άπό άλλες παγιωμένες καί άξιολογικά φορτισμένες τρέχουσες ση μασίες.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
XI
Ή έγγράμματη κατάσταση νοείται συνήθως ώς μια α τομι κή δεξιότητα, ή έκμάθηση ή απόκτηση έκ μέρους ενός άτόμου μιας ούδέτερης «τέχ ν η ς », μιας απλής «τεχ ν ο λ ο γ ία ς», ενός αδρανούς «έρ γ α λ είο υ » έπικοινωνίας: τής γραφής (καί μά λι στα τής αλφαβητικής) καί τής ανάγνωσης. Όστόσο, όπως θά φανεί σαφέστερα παρακάτω, ή έγγραμματοσύνη (literacy1) ά π οτελεΐ έναν κατεξοχήν κοινωνικό θεσμό, ένα περίπλοκο φαινόμενο πού συνδέει καί συνδυάζει πολλαπλές π ο λιτισ μι κές, κοινωνικές, ιστορικές καί γνωστικές πλευρές. Ά πό αύτή την άποψη χρειαζόμαστε έναν όρο που νά παραπέμπει πέρα άπό τό γεγονός αύτής καθαυτής τής γραφής, σέ αύτή τη σύν θετη καί ποικιλόμορφη πολιτισμική κατάσταση καί πρακτική. Κατά τον ϊδ ιο τρόπο, ό όρος προφορικότητα (orality2) παρα π έ μ π ε ι σέ μιάν αντίστοιχη κατάσταση καί πρακτική πού ύπερβαίνει κατά πολύ τό γεγονός τής απλής προφορικής ε π ι κοινωνίας.
Ό
Walter J. Ong
και τό έργο του
Ό Walter J. Ong γεννήθηκε τό 1912 στο Κάνσας Σίτυ τής Πολι τείας Μισούρι των Η .Π .Α ., όπου καί ολοκλήρωσε τις προπτυ χιακές του σπουδές. Τό 1935, μετά άπό δύο χρόνια άπασχό1
2
Ό όρος γραπτότητα που εισάγει ό Λ. Τσιτσιπής (19θ5:60) παρα πέμπει συνειρμικά περισσότερο στη γραφή ώς τεχνική, καί έξαλ λου παρουσιάζει τή δυσκολία ότι δεν μπορεϊ νά σχηματίσει τά απαραίτητα έπίθετα. Βλ. επίσης τό σημείωμα του Δ. Κυρτάτα στη μετάφραση του βιβλίου τής R. Thomas 1996. Ε νίο τε χρησιμοποιείται καί ό όρος oracy -κατ’ αναλογία πρός τό literacy-τόν όποιο είσηγαγε ό A. Wilkinson (“ Skopen English” , στό Παράρτημα τοϋ Educational Review, ΙΙαν. τοΰ Birmingham, 1965) προκειμένου νά άναφερθεΐ στον επαρκή έλεγχο τής γλώσσας κατά την ομιλία καί νά ύπογραμμίσει τό γεγονός ότι οί προφορικές αύτές δεξιότητες παραμελοϋνται κατά τή σχολική εκπαίδευση. Τόν όρο χρησιμοποιεί καί ή Ε. Tonkin (1974,1992).
X ll
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
λησης στόν τομέα τής τυπογραφίας, έντάχθηκε στό Τάγμα τών Ιησουιτών. Σπούδασε Φιλοσοφία καί Θεολογία στό Παν επ ισ τήμιο τού Σα ίντ Λούις καθώς καί ’Αγγλική Φ ιλολογία στό ’ίδιο πανεπιστήμιο μέ έπιβλέποντα καθηγητή τόν Marshall McLuhan, ό όποιος άσκησε σημαντική έπιρροή πάνω του καί μεταξύ τών άλλων τόν μύησε στό έργο τοϋ Peter Ram us. To έργο τοϋ γάλλου αυτού φιλοσόφου καί έκπ α ιδευτικοϋ μ ε ταρρυθμιστή τής ’Αναγέννησης άποτέλεσε αργότερα τό αντι κείμενο τής διδακτορικής του δια τριβής στό Πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ. Οί άπόψεις τού McLuhan ότι τά ϊδ ια τά μέσα έπικοινωνίας (ή μορφή δηλαδή τών «μ έσ ω ν») έπηρεάζουν καί τροποποιούν τήν άνθρώπινη συνείδηση καί κοινωνία άνεξάρτητα άπό τά μηνύματα πού μ ετα βιβά ζουν ότι οί άνθρωποι στό παρελθόν άντιλαμβάνονταν τόν κόσμο μέσα άπό δλες τους τίς αισθήσεις, πράγμα πού άνατράπηκε σταδιακά μέ τήν έφεύρεση τής άλφαβητικής γραφής άρχικά, τής τυπογραφίας άργότερα, καί τοϋ τηλέγραφου πρόσφατα* ή άποψη, τέλος, ότι τά σύγχρονα ήλεκτρονικά μέσα ύπόσχονται μία έκ νέου κινητοποίηση δλων τών αισθήσεων, δλα αύτά έπέδρασαν κα ταλυτικά στή σκέψη τού Ong, άν καί ό ’ίδιος χειρίστηκε τά θ έ ματα αύτά μέ τρόπο δια φ ορετικό3 (βλ. καί Ong 1981). Ή έννοια τού «μ έ σ ο υ », ώστόσο, παραμένει κεντρική σέ δλο τό έργο του, καθώς δέν παραπέμπει άπλώς σέ έναν τρόπο μ ε ταβίβασης κάποιων πληροφοριών διαμέσου τοϋ χώρου καί άνάμεσα σέ δύο άτομα, άλλά. σέ ένα μέσο πού δημιουργεί νέους τρόπους σκέψης καί διαμεσολαβεί μεταξύ άτομικής καί συλλογικής ύπαρξης (βλ. καί Gronbeck 1991). Τό 1959 ό Ong εκλέχθηκε καθηγητής ’Αγγλικής Φιλολογίας
3
"Οπως παραδέχεται καί ό ϊδ ιο ς ό McLuhan στό The Gutenberg Galaxy, Toronto U .P ., Τορόντο. Βλ. έπίσης τό άπόσπασμα άπό τό Understanding Media: «Τ ό Μέσο είναι τό Μ ήνυμα», στήν ανθολο γία Τό Μ ήνυμα τού Μ έσου: Ή ’Έ κρηξη τής Μ αζικής Ε π ικ ο ι νωνίας, Έ κδ. ’Αλεξάνδρεια, ’Αθήνα, 1989.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Χ111
στό Πανεπιστήμιο τοΰ Σαίντ Αούις καί τό 1970 καθηγητής στό ’ίδιο πανεπιστήμιο στήν έδρα ’Ανθρωπιστικών Επιστημώ ν τής Ψυχιατρικής. Έ χ ε ι συγγράψει πάνω άπό δεκαπέντε β ι βλία καί πάμπολλα άρθρα καί έχει δώσει σειρά μαθημάτων καί διαλέξεων σέ ιδρύματα τής Εύρώπης, Μ. ’Ανατολής, Κ εν τρικής καί Δυτικής ’Αφρικής, Λατινικής ’Αμερικής καί ’Ανατο λικής Ά σίας. ’Ήδη στή μεταπτυχιακή διπλωματική του έργασία σχετικά μέ τόν βικτωριανό ίησουίτη Gelald Μ. Hopkins, ο Ong στρέφει τήν προσοχή του στήν προφορική/άκουστική πλευρά τής ε π ι κοινωνίας. Στή διατριβή του, πού έκδόθηκε τό 1958 σέ δύο τόμους4 (άφιερω μένους στόν McLuhan), ο Ong εισ ά γει ένα άπό τά βασικά θέματα πού θά τόν άπασχολήσουν στό εξής, τήν άντιπαράθεση τής τέχνης του λόγου, πού συνδέεται μέ τήν προφορική έπικοινωνία, πρός τήν τέχνη τοΰ διαλογισμού, πού σ υνδέετα ι μέ τήν τυπογρα φ ική επ ικοινω νία (Palmeri, 1991). ’Από τά μέσα τής δεκαετίας του ’60 καί ύπό τήν επίδραση τοΰ έργου τών συνεχιστών του Milman Pary, A. Lord καί E. Havelock (βλ. 1981), o Ong άρχίζει νά διερευνά περαιτέρω τήν ψυχοδυνα μική καί π ο λ ιτισ μ ικ ή π λευρά τής επ ικ οινω νία ς (πρβλ. Thomas 1996). Μέχρι τό 1997 έκδίδει τρία βιβλία 5 τά όποια άποκρυσταλλώνουν τή βασική του θέση σχετικά μέ τήν έσωτερίκευση τής έγγραμματοσύνης καί τήν άλλαγή πού έπέφ ερε ή βα θμ ια ία αύτή δια δικα σία στήν έξα τομίκευση τής άνθρώπινης συνείδησης: Οί πολιτισμοί, κατά τόν Ong, έχουν περάσει (τουλάχιστον στή Δύση) άπό τήν περίοδο τής πρωταρχικής προφορικότητας στή χειρογραφιχ%τζζ£ίοδο καί από εκ εί στήν τυπογραφική γιά νά καταλήξουν σήμερα στή δ ευ 4 5
Ramus, Method, and the Decay of Dialogue καί Ram us and Talon Inventory, Harvard U .P., Κέιμπριτζ Μασαχουσέτης, 1958. Presence of the Word, Yale U .P., Νιού Χ άβεν 1967, Rhetorie, Romance and Technology, Cornell U.P., N.Y. 1971, Interfaces of the Word, Cornell U.P., N.Y. 1977.
XIV
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
τερογενή προφορικότητα πού αναπτύσσεται πλέον μέσα σέ ένα μικτό περιβάλλον ηλεκτρονικών ηχητικών μέσων, άλλά καί έγγρ α μ μα το σ ύνης. Ή π ο ρεία αύτή ά π ο μ α κ ρύ νει τόν άνθρωπό ολοένα καί περισσότερο άπό τήν ακουστική του σχέση μέ τή γλώσσα, μετατοπίζοντας έτσι τό κέντρο βάρους άπό τήν άκοή στήν όραση μέ ό,τι αύτό σ υνεπ ά γετα ι άπό πλευράς άλλαγών στή γνωστικότητα καί στή συνείδησή του. Έδώ θά π ρέπ ει νά ύπογραμμίσουμε καί τήν έπίδραση πού είχε πάνω του ή σκέψη ένός άλλου σημαντικού Ιησουίτη θεω ρητικού τοϋ έξελικτισμού, τοϋ Teillard de Chardin, τόν όποιο γνώρισε κατά τή διάρκεια μιας έκπαιδευτικής του έπίσκεψης στό Παρίσι τή δεκαετία τού ’50. Πράγματι, κατά τόν γάλλο παλαιοντολόγο ό κόσμος είνα ι μιά συνεχής έξέλιξη άπό τή γαιόσφαιρα (τήν ύλη), στή βιόσφαιρα καί τέλος στή νοόσφαιρ α , πού ά π οτελει τόν ύπεροργανικό κόσμο τής νόησης καί τοϋ πολιτισμού καί περιλαμβάνει τίς προηγούμενες σφαίρες.6 Ό Ong άπό τή μεριά του άναφέρεται καί διερευνά τούς μ ε τασχηματισμούς αύτοϋ πού ονομάζει «νο η τικ ό π ε δ ίο » , τό σημείο τομής άνάμεσα στή νόηση καί στον κοινωνικο-πολιτισμικό π ερίγυρο. Τό 1982 έκδίδετα ι τό Προφορικότητα κ α ί Έ γγρα μμα το σύνη, τό πλέον διαδεδομένο7 καί δημοφιλές βιβλίο τοϋ Ong. Πρόκειται γιά περιεκτικό έργο πού συνοψίζει μέ τρόπο συ στηματικό τίς βασικές του θέσεις γιά τό πρόβλημα τών δ ια φορών καί τών ιδιομορφιών τού προφορικού καί τοϋ έγγράμματου π ο λιτισ μ ο ύ , καθώς καί τών άλλαγών πού έπήλθαν στόν τρόπο πού άντιλαμβάνονται καί βιώνουν τόν κόσμο τά μέλη αύτών τών πολιτισμών.
6 7
Τ eillard de Chardin 1 955, Le Phenomene H um ain, Seuil, Παρίσι. Έ χ ε ι έπανεκδοθεΐ στόν έκδοτικό οικο Methuen έπτά φορές μετα ξύ 1982 καί 1988, καί στόν Routlege τό 1989, τό 1990 (δύο φορές) καί τό 1991. Τό έργο έχει μεταφραστεί ιταλικά, γερμανικά, σουη δικά, ιαπωνικά, πολωνικά καί τμήμα του στά ρουμανικά.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
χν
,y
ν Γ
^
,
,,
,
,
Ό Ong αντλώντας στοιχεία από τήν κοινωνική ιστορία, τή ρητορική, τήν αρχαία, μεσαιωνική καί νεότερη γρα μμα τεία καί τήν κοινωνική ανθρωπολογία κατασκευάζει ούσιαστικά δύο ιδεατούς τυπους: τόν ίδεότυπο τού προφορικού καί τόν ίδεότυπο του εγγράμματου πολιτισμού. Στή συνέχεια παρα κολουθεί τον τροπο μέ τόν όποιο έμφανίζεται, ιστορικά π λ έ ον, ή διχοτομία προφορικότητα/έγγραμματοσύνη στά δυτικά, κυρίω ς, πο λιτισ μικά μορφώματα διατηρώντας ταυτόχρονα μιά συγκριτική, διαπολιτισμική προσέγγιση. Αύτή ή συνεχής κίνηση πρός τό ιστορικά καί/ή πολιτισμικά απομακρυσμένο καί άπό έκ εί καί πάλι στό οικείο, άποτελεΐ ένα άπό τά βα σι κά διδάγματα πού άφομοίωσε ό Ong άπό τόν McLuhan καί τήν κοινωνική άνθρωπολογία (Ong 1981: 131 κ .έ.). Κατά τόν Ong, ό προφορικός πολιτισμός δέν άντιλαμβάνεται τόν κόσμο ώς «κοσμοείδω λο», ώς «κοσμοθεώ ρηση», ώς « κόσμο-α ντικ είμ ενο », έννοιες πού τονίζουν άκριβώς τήν αίσ θηση τής όρασης καί μέχρις ένός σημείου τής αφής, άλλά ώς έναν κόσμο δυναμικό, άπρόβλεπτο, ώς έναν «κόσμο-άκρόασ η » 7 έναν «κ όσ μο-σ υμβά ν». Ό κόσμος αύτός έχει ορισμένα έμφανή ή περίοπτα (salient) γνω ρίσματα, δπως ειρωνικά π α ρατηρεί ό ίδ ιο ς (1969: 637), θέλοντας προφανώς (!) νά τονί σει τό γεγονός δτι μάς είναι άδύνατο νά μιλήσουμε γιά τήν προφορικότητα έξω άπό τήν έγγρά μμα τη παράδοση στήν όποια αιώνες τώρα ανήκουμε. Τό πρώτο άπό τά βασικά αύτά γνωρίσματα ή θεωρήματα κατά τόν Ong, είναι ό δυναμισμός τής προφορικής γλωσσικής έκφοράς, ή κινητικότητά της, ή συνεχής μεταβολή της, ή συμμετοχικότητά της, ή συνάρτησή της μέ τίς έκάστοτε περιστά σεις, ή βιωματική της διάσταση (βλ. έπίσης καί Hockett 1960). Αύτή άκριβώς τή δυναμικότητα άναιρεϊ ή εγγράμματη.προ σέγγισή μας, καθώς τό καταγραμμένο παγιώ νεται καί άπό τήν πλευρά τή ς π ρ α φ ι^ Στήν περίπτωση τής προφορικής λογοτεχνίας λ.χ. ή καταγραφή είναι διαφορετική άπό τήν προφορική της μορφή καί πάντα ήδη
XVI
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΤΝΗ
ξεπερασμένη. Τό δεύτερο σημαντικό γνώ ρισμα, συνάρτηση του πρώ του άλλω στε, είν α ι ή δ ια δ ρ α σ ια κή διάσταση τής προφορικότητας, ό προσωπικός καί άγωνιστικός της χαρα κτήρας - ό «π ο λεμ ικ ισ μ ό ς» της (polemicism), όπως τόν άποκαλεΐ άλλου (Ong 1969: 641-42). Πρόκειται γιά τήν οργανική σχέση πού συνδέει τόν ομιλητή μέ τό άκροατήριό του καί τή ρητορική καί άγωνιστική διάσταση τών μεταξύ τους άνταλλαγών. Πρόκειται άκόμα γιά τόν συγκεκριμένο τρόπο μέ τόν όποιο συνδέεται ή προφορικότητα μέ τό βιόκοσμο. Τό τρίτο γνώρισμα είναι ό <<συρραπτικός» («ρα ψ ω δια κός» κατά τούς Edwards καί Sienkewicz 1990: 12) χαρακτήρας τής προφορικό τητας, ό πλεονασμός, ή έπαναληπτικότητα, ή λογοτυπική δο μή, ή παρατακτικότητα κ.λ. Τά γνωρίσματα αύτά στρέφουν τήν προσοχή μας στή διερεύνηση τής έπ ιτελεστιχής διάστασης τών λεκτικών έπικοινωνιακών συμβάντων ή έπεισοδίω ν: τό άκροατήριο, ό (έκ)τελεστής, o i ,συμβάσεις πού πλαισιώνουν τό λεκτικό γεγονός, ή άναστοχαστικότητα, οι γλωσσικοί τρό π οι έκφ ρασης κ .ο .κ . "Όπως εύφυώ ς παραφράζουν οι V. Edwards καί Th. Sienkevicz (1990: 12) «ο προφορικός κόσμος εινα ί ενα θέα τρο...» .8 Τό θέμα τής «ά γω νιστικότητα ς», ώστόσο, προσεγγίζεται καί σέ ένα προηγούμενο έργο,9 στό όποιο έπ ιχειρεϊ νά θ εμ ε λιώ σει τή συμπεριφορά αύτή στήν έξελικτική καί βιολογική ιστορία τού άνθρώπου. Χρησιμοποιώντας στοιχεία άπό τή θ ε ωρία τής έξέλιξης,τήν ψυχανάλυση καί τίς κοινωνικές επιστή μες, ό Ong άναζητά τά κοινά στοιχεία πού συνδέουν μεταξύ τους όλες τίς άγωνιστικές μορφές, άπό τά παίγνια καί τά άθλήματα μέχρι τή ρητορική καί τήν πολιτική. Τό συμπέρασμα αύτής τής νοοβιολογίας (όπως τήν άποκαλεΐ ό ϊδιος) είναι ότι ή άντιπαλότητα άποτελεΐ προϋπόθεση τής άνθρώπινης άνά-
8
9
W. Shakespear, "Οπως σάς 'Α ρ έσ ει, Πράξη II, Σκηνή V II . Fighting fo r Life: Contest, Sexuality, and Consciousness, Cornell U.P., Ithaca, 1981.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
XVII
πτύξης καί ότι τό ϊδ ιο τό ψυχικό όργανο τού άνθρώπου είναι δομημένο κατά τρόπο άγωνιστικό (Farrell 1991: 39). Ά πό τήν άλλη πλευρά ή έγγραμματοσύνη έχει τά δικά της γνω ρίσματα. Ή γραφή ά π οτελεΐ καί «τεχ ν ο λ ο γ ία », καθώς προϋποθέτει κάποια ύλικά μέσα γιά τήν παραγωγή της, κατά κάποιο σύστημα γραφικών σημείων, άλλά καί μιά μ ετα βιβα ζόμενη άπό γενιά σέ γενιά τεχνογνωσία. fΩστόσο ή έγγρα μ ματοσύνη γιά τόν Ong, πέρα άπό τίς κοινωνικές της διαστά σεις, περιλα μβάνει, όπως καί ή προφορικότητα άλλωστε, καί μιά ψυχοδυναμική διάστα ση: ή έγγραμματοσύνη έπιδρά μέ έναν συγκεκριμένο τρόπο πάνω στήν άνθρώπινη συνείδηση καί γνωστικότητα. Ή γραφή έξω τερικεύει τή σκέψη καί τή γνώση, άπομακρύνει καί άλλοτριώ νει τόν έαυτό άπό τούς άλλους. Ταυτόχρονα όμως προω θεί τήν έξατομίκευση τής συνείδησης, τή γραμμική διάταξη τής σκέψης, άρα καί τήν άναλυτική σκέψη καί κατά συνέπεια τήν έπιστήμη. Μ ετατρέ π ει έπίσης τήν «π ο λεμ ικ ό τητα » τής προφορικότητας σέ μιάν άποστασιοποιημένη «ειρ η ν ικ ή » διαδικασία λογικού ελέγχου. Οί άλλαγές όμως δέν έπήλθαν ραγδαία. Ό χειρογραφικός κό σμος διατηρεί άκόμη στενούς δεσμούς μέ τήν προφορικότη τα, καθώς ή ιδιόχειρη γραφή μεταφέρει κάτι άπό τήν προσω πικότητα καί ιδιοσυγκρασία τού ομιλητή-γραφέα. Στήν τυ πογραφική πλέον έποχή ό λόγος μετατρέπεται σέ κάτι άφηρημένο καί άπομακρυσμένο άπό τήν προσωπική έκφορά, σέ όμοιό-μορφα κείμενα ένός έξαντικειμενικευμένου καί έξαντικειμενικεύοντος λόγου άποσπασμένου άπό τά συμφραζόμενά του. Στίς μεγάλες αύτές άλλαγές ό εαυτός κατά τόν Ong εμφανίζεται ώς μιά δυναμική πού άπορρέει άπό τήν ϊδ ια του τή συνείδηση, τίς έκά στοτε δια μεσ ολα βούσ ες μετα ξύ τοϋ εαυτού καί τών άλλων μορφές καί τήν πολιτισμική καί κοινω νική περιρρέουσα πραγματικότητα. Ή έπικοινωνία δέν νο είτα ι ώς «έπ α φ ή », άλλά μέρος τής ούσίας τής ζωής, όπου ή συνείδηση διαμορφώνεται μέσα άπό τίς σχέσεις μεταξύ εσω τερικού καί εξω τερικού κόσμου. Οί ψυχοδυναμικοί μηχανι
XV111
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΤΝΗ
σμοί επηρεάζονται καθοριστικά καί άπό τήν επικρατούσα έπικοινω νιακή μορφή, προφορικότητα, γραφή, ήλεκτρονικά μέσα, «καθώς κάθε τέτοια μορφή άποδεσμεύει σέ δια φ ορετι κό βαθμό τόν κάθε έξατομικευμένο εαυτό άπό τούς ύπόλοιπους καί τό περιβάλλον το υ ς » (Gronbeck 1991: 18-20). Ό άναστοχασμός λ.χ. έμφανίζεται σέ μιά προχωρημένη έποχή τής τυπογραφίας, όταν ή συνείδηση τού εαυτού αποστασιο π ο ιείτα ι από τήν άπλή ύπαρξη καί έξω τερικεύεται άρκετά, ώστε νά μπορεϊ νά στοχαστεί πάνω σέ αύτή καί νά έκφράσει τόν συγκεκριμένο στοχασμό μέσω τής γλώσσας. Μέ τήν έλευση καί διάδοση τών ηλεκτρονικών μέσων ό δυ τικός π ο λιτισμός μπ α ίνει στήν περίοδο τής δευτερογενούς προφορικότητας. Ή πρωταρχική προφορικότητα άναφέρεται στή χρήση τής φυσικής φωνούμενης γλώσσας ώς άποκλειστικού μέσου επικοινω νίας, άλλά καί στήν ιδια ίτερη γνωστική καί συνειδησιακή κατάσταση πού ά π ορρ έει άπό αύτή. Ή δευτερογενής προφορικότητα βασίζεται άφενός στις μορφές σκέψης, έκφρασης καί έμ π ειρία ς πού έπ έβα λε ή χρήση τής γραφής καί τυπογραφίας καί άφετέρου σέ μιά προφορικότη τα πού μέ τή σειρά της στηρίζεται στις νέες ήλεκτρονικές πλέον τεχνολογίες. Ή νέα αύτή μορφή προφορικότητας ε ξ ι σορροπεί κατά κάποιο τρόπο τήν «ό π τικοκεντρική» εξάρτη ση τής συνείδησης, αναπτύσσεται πάνω στά άχνάρια τής γρα φόμενης γλώσσας, άπευθύνεται σέ ομάδες μάλλον παρά σέ άτομα δημιουργώντας νέα εϊδη άκροατηρίων, καί έπαναφέρει τό «ά γ ω ν ισ τικ ό » στοιχείο, αν καί σέ ηπιότερη μορφή (βλ. έπίσης Silverstone 1991 καί Farrell 1991 )|.
Θεωρίες τής Προφορικότητας κ α ί Έγγραμματοσύνης "Ας δούμε όμως σέ τι πνευματικό κλίμα αναπτύσσεται τό έργο καί ή σκέψη τού Ong σέ ό,τι άφορά τό θέμα μας. Τό
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
X IX
^ πρόβλημα τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης τίθεται έξαρχής μέ δρους μιας δυαδικής λογικής. Οί δύο έννοι ες, δηλα δή, νοούνται ώς α ντιθ ετικ ές μετα ξύ τους, ένώ οί αντίστοιχοι πολιτισμοί -προφορικός καί έγγρά μμα τος-χα ρα κτηρίζονται άπό ριζικές διαφορές στό έπίπεδο τής άνθρώπι νης γνωστικότητας, έμπ ειρία ς καί συνείδησης (βλ. καί Luria 1976). Οί θεω ρίες, ώστόσο, πού περιγράφουν καί έξηγούν τούς πολιτισμούς αύτούς δέν μπορούν παρά νά μοιράζονται καί τά γνωρίσματα κάθε δυαδικού άντιθετικού ταξινομικού σχήματος. Έ να ς άπό τούς δρους τής διχοτομίας θεω ρείται πάντα άξιολογικά άνώτερος άπό τόν άλλο. Ή πριμοδότηση τοϋ ένός άπό τούς πόλους τής δυαδικής άντίθεσης μεταξύ προφορικότητας καί έγγραμματοσύνης μπορεΐ νά πάρει δ ια φορετικές μορφές. Στήν περίπτωση τού φωνοκεντρισμού λ.χ. πριμοδοτεΐται ή προφορική έκφραση σέ βάρος τής γραπτής: ή ρομαντική αύτή άποψη θεω ρεί τή φωνούμενη γλώσσα ώς πρωταρχική, φυσική, πλησιέστερη στήν «π ρα γμ α τικ ό τητα », καί τίς προεγγράμματες κοινωνίες λιγότερο άλλοτριωμένες. Ή γραφή, άπό τήν άλλη πλευρά, έμφανίζεται ώς τέχνημα, ώς μιά άπλή καταγραφή τής ο μ ιλία ς, ώς τεχνητό προϊόν πού άπομακρύνει τό συγγραφέα άπό τό κείμενό του καί τόν άποπροσωποποιεΐ. Ή παλιά αύτή άντίληψη10 διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα (Saussure 1979: 55-57) καί διαφαίνεται καί στή θ ε ωρία τοϋ Ong. Παρά τό γεγονός δτι δηλώνει μέ σαφήνεια δτι τό νά χαρακτηρίζουμε τή γραφή «τεχνητή» δέν σημαίνει δτι τήν καταδικάζουμε, άλλά άντίθετα δτι τήν έπ α ινούμε καί, παρά τή γενική του προσπάθεια νά μήν « κ λ είσ ει» τήν ιστορία καί νά άποφύγει τά μανιχα'ιστικά σχήματα, ή προτίμησή του γιά τήν προφορικότητα άναδύεται έπανειλημμένα στό έργο του. Ό φωνούμενος λόγος είναι «ό λόγος στήν καθαρότερη μορφή του, στήν πιό άνθρώπινη καί θεία μορφή του... ό λόγος 10 Βλ. λ.χ. Πλάτωνος Φαιδρός (2 7 4 -7 ), J.-J. Rousseau, 1990 (1817)
Essais sur I’Origine des Langues, Gallimard, Παρίσι.
XX
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
πού μεταβιβάζεται προφορικά ανάμεσα στούς άνθρώπους... είναι ή βάση τής ανθρώπινης κοινότητας» (Ong 1967: 310). Ό προφορικός λόγος είναι πρωταρχικός, αλλά «κ α τα δικα σ μ έ νος νά ανάγεται ολοένα καί περισσότερο στό χώρο... καί δλες οί αναγωγές τού φωνούμενου λόγου σέ μη ακουστικά μέσα... τόν υπ ο βιβ ά ζο υ ν, δπως τόσο έντονα π ίσ τευ ε ό Π λά τω ν» (1967: 320-22). Ώ ς πρός τήν άποψη τού φωνοκεντρισμού ότι ή γραφή άποτελεΐ απλώς καταγραφή τής ομιλίας, θά πρέπει νά λάβουμε ύπόψη δτι ή γραφή μπορεΐ νά αποδώσει ορισμέ να μόνο γνωρίσματα τής όμιλούμενης γλώσσας: τά φωνήμα τα, τά λεξήματα καί τή σύνταξη. ’Αδυνατεί νά άποδώσει τό πώς ειπώθηκε κάτι καί μέ ποιά πρόθεση. ’Εξάλλου ή γραφή έχει γίνει τό πρότυπο τής όμιλούμενης γλώσσας, «έσ ω τερικεύουμε τή γλώσσα μέ δρους πού έχουν ορίσει συστήματα γραφής μ α ς» (Olson 1994: 3-8). ’Από τήν άλλη πλευρά, ή πριμοδότηση τής γραφής έναντι τής προφορικότητας μάς οδηγεί στό γραφοκεντρισμό πού θ ε ωρεί τή γραφή (ιδια ίτερα μάλιστα τήν άλφαβητική) όργανο ά κρίβεια ς, συστηματικότητας καί δύναμης. Ή έκδοχή αύτή συνοδεύεται συνήθως άπό τή συμπληρωματική άποψη δτι ή έγγραμματοσύνη είναι άπό τή φύση της δργανο κοινωνικής προόδου (πρβλ. Levi-Strauss 1979: 265-66). 'Όπως συμβαίνει καί στή γλώσσα μας, ή λέξη εγγράμματος παραπέμπει κυρίως στόν μορφωμένο, τόν γραμματισμένο σέ άντιδιαστολή μέ τόν «ά γ ρ ά μ μ α το », άμόρφωτο κ .ο .κ ., παράδοξη άποψη αν σκεφθεί κανείς δτι άπό τίς χιλιάδες γλώσσες πού έχουν μιληθεί, μόλις τό ένα έβδομο έχουν έπινοήσει ένα σύστημα γραφής. ’Αλλά οί δυαδικές σχέσεις δέν είναι ποτέ άπομονωμένες, άντίθετα συναρτώνται άναλογικά μέ άντίστοιχες δυαδικές σχέσεις δημιουργώντας ένα ολόκληρο ιδεολογικό οικοδόμη μα. Έ τ σ ι καί σέ αύτή τήν περίπτωση ή άντίθεση προφ ορι κή/εγγράμματη κοινωνία έρχεται νά ένισχύσει καί νά ύποκαταστήσει μιά σειρά άλλων διχοτομήσεων δπως λ.χ. πρωτογονη/πολιτισμένη, προλογική/λογική, παραδοσιακή/σύγχρονη.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
XXI
μή-ορθολογική/ορθολογική, μυθοποιητική/λογικο-εμπειρική κοινωνία. Τό επόμενο βήμα στό όποιο οδηγούν οί τέτοιου είδους κατηγοριοποιήσεις είναι ή περιοδολόγηση τής ιστορίας τών κοινωνιών καί τών πολιτισμών βάσει άκριβώς τής εφεύρεσης της γραφής, μέ άποτέλεσμα μιά τεχνολογική έπινόηση νά κα θίσταται καθοριστικός παράγοντας τής ιστορίας. Ή γενική αύτή θεωρητική τοποθέτηση ύπονοεΐ ότι ύπάρχει μιά « μ ε γ ά λη διαχωριστική γ ρ α μ μ ή » (Great Divide), ένα «μ εγά λο χά σ μα » άνάμεσα στόν τρόπο σκέψης, άνάμεσα στίς γνωστικές δεξιότητες τών δύο αύτών τύπων πολιτισμού. Οί θεωρίες τού «Μ εγά λο υ Χ ά σ μ α το ς », δπως ονομάστηκαν, έχουν μακρά ιστορία στό χώρο τής κοινωνικής άνθρωπολογίας. ’Ήδη άπό τήν έποχή του Tylor (1881: 179-81) είχαν τ εθ εί οί όροι τής συζήτησης, ένώ μετά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο οί σχετικές θ ε ωρίες έπανέρχονται άπαλλαγμένες άπό άναφορές στίς βιολο γικές καί φυλετικές καταβολές τών άνθρώπων ή στό α ιτιο κρατικό έξελικτικό σχήμα τών σταδίων (άγριότητα, βαρβαρό τητα, πολιτισμός καί τά συναφή). Στό έξής οί διαφορές μ ετα ξύ τών δύο τύπων πολιτισμού άνάγονται σέ διαφορές στό επίπεδο τών τρόπων καί μέσων επικοινωνίας καί ιδια ίτερα τής έγγραμματοσύνης. Οί διάφορες παραλλαγές τών θεωριών τοϋ «Μ εγάλου Χάσματος» παράγουν μέ τή σειρά τους κάποιες πρόσθετες δυαδικές καί έξίσου ιεραρχημένες μεταξύ τους άντιθέσεις: ακουστικός/οπτικός, υποκειμενικός!αντικει μενικός, χρονικός/χωρικός, συλλογικός/άτομικός, συμμετοχικός/άποστασιοποιημένος, προσωρινός/διαρκής κ.ά. Οί βα σι κές αύτές τοποθετήσεις οδήγησαν στήν έπεξεργασία διαφό ρων θεωριών πού λόγω τοϋ κοινού προσανατολισμού τους ονομάστηκαν καί θεωρίες τού «αύτόνομου μοντέλο υ».|
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΤΝΗ
XX II
Τό αυτόνομο μοντέλο Σύμφωνα μέ τίς θεωρίες αυτές ή έγγραμματοσύνη εμφανίζε ται ώς αυτόνομος, καθολικός ιστορικός καί έξελικτικός πα ράγοντας, ή ύπαρξη ή απουσία τού όποιου έχει συγκεκριμέ νες επιπτώ σεις στήν κοινωνική καί πολιτική δομή, στό π ο λιτι σμικό σύστημα καί τίς γνωστικές διαδικασίες τών μελών μιάς κοινωνίας. Μιά πρώτη συστηματική έκδοχή τού θεωρητικού αύτού μοντέλου διατύπωσαν οί Goody καί Watt τό 1963 σέ άρθρο τους σχετικά μέ τίς συνέπειες τής έγγραμματοσύνης, ένα άρθρο πού επηρέασε άλλωστε σημαντικά καί τόν ϊδ ιο τόν Ong. Οί δύο συγγραφείς έμφανίζουν τήν έγγραμματοσύνη ώς ^ενα μέσο δη μιο υρ γία ς γνώσης, μιά τεχνολογία της νόησης πού μετασχημάτισε τίς κοινωνίες καί γέννησε την επ ιστήμη:11 Ένώ ό μύθος στον προφορικό πολιτισμό προσαρμόζει καί ύποτάσσει τό παρελθόν στις ανάγκες τού παρόντος συμπυ κνώνοντας γεγονότα άπό διαφορετικές ιστορικές περιόδους, ή καταγραφή καί κριτική σύγκριση τών διαφ ορετικώ ν ε κ δοχών τού παρελθόντος δημιούργησε τήν έπιστήμη τής ιστο ρίας. Ένώ οί ισχυρισμοί καί οί άπόψεις στις προφορικές κ ο ι νωνίες είνα ι συνάρτηση τής αύθεντίας, τής παράδοσης καί τών κοινωνικών σχέσεων καί κρίνονται βάσει τού ποιος τίς έκ φ έρ ει,ή έγγραμματοσύνη επ ιτρέπ ει τό σκεπτικισμό καί τόν λογικό, κριτικό καί άπρόσωπο έλεγχο, άρα τήν άμφισβήτηση, τό διάλογο καί τέλος τίς δημοκρατικές διαδικασίες καί Θε σπίσεις. 'Ωστόσο τό πραγματικό ύλικό πού προσκομίζουν άκόμη καί οί ίδ ιο ι οί ύποστηρικτές τού αύτόνομου μοντέλου, πόσο μάλλον οί επ ικριτές του, δείχνει δτι ή εμφάνιση τής έγγραμματοσύνης δέν επ ιφ έρει οπωσδήποτε τίς κοινωνικές καί γνω 11
Ό Goody διατύπωσε αργότερα ηπιότερες θέσεις θεωρώντας τήν έγγραμματοσύνη ένα μέσο διεύρυνσης, διάδοσης καί αποθήκευσης γνώσεων* βλ. 1986.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΧΧ111
στικές αλλαγές πού προβλέπονται. Ή ιστοριογραφία απου σιάζει άπό τήν έγγράμματη Ινδία* οί έπιστήμες άναπτύσσονται στή μή άλφαβητική έγγράμματη Κίνα (Gough 1968)· στή Μαδαγασκάρη ή έγγραμματοσύνη άπό μόνη της δέν α πελευ θερώνει τή γνώση άπό τίς «π αραδοσια κές» πολιτικές δομές (Bloch 1968 καί 1989). Γιά νά προσαρμόσει λοιπόν τή θεωρία του στά νέα δεδο μένα ό Goody (1968, 1977) εισ ά γ ει τήν έννοια τής «π εριορισμένης έγγραμματοσύνης». Σύμφωνα μέ αύτήν, ή πλήρης άξιοποίηση τών δυνατοτήτων πού παρέχει ή έγγραμματοσύνη περιορίζετα ι άπό ορισμένους κοινωνικούς καί πολιτικούς παράγοντες. Ή έγγραμματοσύνη είνα ι λ ε ι τουργικά περιορισμένη, όταν είναι μέν διαθέσιμη, άλλά γιά πολύ περιορισμένες χρήσεις, είναι κοινωνικά περιορισμένη, όταν άποτελεϊ προνόμιο μιας άρχουσας κοινωνικής τάξης ή κάστας καί τέλος είναι διανοητικώς περιορισμένη, όταν δέν ά π ο δ ίδ ει τούς καρπούς πού ά να μένετα ι νά άποδώ σει σέ συνθήκες πλήρους έγγραμματοσύνης.12 Οί οπαδοί τού αυτόνομου μοντέλου εμφανίζονται νά χρη σιμοποιούν δύο διαφ ορετικές θεωρίες γιά τή γνώση: ’Ακο λουθώντας μιά δομο-λειτουργική σκοπιά θεωρούν ότι ή γνώ ση στους προφορικούς πολιτισμούς διαμορφώνεται άπό τίς κοινωνικές συνθήκες, άποτελεϊ κατά κάποιο τρόπο άντανάκλαση τής πολιτικο-οικονομικής τάξης. Στούς έγγράμματους πολιτισμούς, άντίθετα, ή γνώση παράγεται άπό τήν άλφαβη τική έγγραμματοσύνη, «έναν μαγικό παράγοντα... κάτι σάν τόν λογικό θ ετ ικ ισ μ ό » (Bloch 1989: 17, βλ. καί Halverson 1992). Ά λλά τό βασικό πρόβλημα τών θεωριών πού εμμένουν σέ μιά έντονη ή άχνότερη διαχωριστική γραμμή άνάμεσα σέ προφορικές καί έγγράμματες κοινωνίες ή πολιτισμούς, ή πού
12
Έδώ διαφαίνεται μιά ιδιαίτερη ομοιότητα μέ τά έπιχειρήματα πού π ροβά λλοντα ι π ρ ο κ ειμένο ο νά έξη γη θ εΐ γ ια τ ί δέν λ ειτ ο υ ρ γ εί «ο μ α λά » ή «δυ σ λειτο υργεΐ» η «στρεβλώ νεται» ή οικονομική αγο ρά.
XXIV
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
εμμένουν στήν αύτόνομη δράση τής έγγραμματοσύνης, είναι δτι τελικά στηρίζονται σέ μιά κυκλική, διάλληλη έπιχειρηματολογία: Οί θεωρίες αύτές ύποστηρίζουν δτι, άν κάποιες κ ο ι νωνίες διαφέρουν (ώς πιό «έπ ισ τημ ο νικ ές» ή «λ ο γ ικ ές») άπό τίς ύπόλοιπες (τίς «π ρ ο φ ο ρ ικ ές »), αύτό όφ είλετα ι δχι στή φύση τών νοητικών ικανοτήτων τών μελών πού τίς α παρτί ζουν, άλλά στήν έγγραμματοσύνη, ή όποια θ έτει σέ κίνηση, άναπτύσσει καί προάγει αύτές τίς ικανότητες (βλ. λ.χ. Goody 1977: 7-9). Αρχίζουν, δηλαδή, άπό τήν παραδοχή ότι πηγή τής διαφοροποίησης, τής διαφοράς είναι ή έγγραμματοσύνη καί δτι οί νοητικές διαφ ορές άποτελούν έπακόλουθό της. Κατά συνέπεια τό έπιχείρημά τους «ξεκινά άπό αύτήν ά κ ριβώ ς τήν παραδοχή πού θ έ τ ε ι ώς στόχο νά ά π ο δ ε ίξ ε ι» (Street 1984: 49-50). Οί θέσεις τού «α ύ τό ν ο μ ο υ » μοντέλου δοκιμάσθηκαν μέ έρευνες πεδίου σέ διαφορετικούς πολιτισμούς καί δέχθηκαν τήν κριτική καί τόν έλεγχο άπό διάφορες πλευρές. Σταδιακά συγκροτήθηκε μιά νέα, διαφορετική θεωρητική σκοπιά καί οί θεωρίες πού προέκυψαν ονομάστηκαν, άπό τίς αρχές τής δ ε καετίας τού ’80 (Street, 1984: 7), θεωρίες τού «ιδεολογικού μ ο ν τέλο υ ».
Τό ιδεολογικό μοντέλο Σύμφωνα μέ τίς θεωρίες αύτές ή έγγραμματοσύνη νοείται σέ συνάρτηση πρός τά κοινω νικά, π ο λιτισ μ ικ ά , π ο λιτικ ά καί ιδεολογικά συμφραζόμενα στά όποια βρίσκεται ένταγμένη. Ή έγγραμματοσύνη (άλλά καί ή προφορικότητα) άποκτά τή συγκεκριμένη σημασία καί άξια της13 άπό τή σχέση της πρός τήν π εριρρέου σ α ιδ εο λ ο γ ία , τίς έπ ικ ρα τούσ ες κοινω νικές π ρ α κ τικ ές καί τίς έξο υ σ ια σ τικ ές δομές μέσα στίς όπ οιες 13
Μέ τήν τρέχουσα, άλλά καί μέ τή σωσσυρική σημασία τής σχέσης τών διαφορών μέσα σέ ένα σύστημα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
XXV
πραγματώνεται. Οί αλλαγές πού επ ιφ έρει ή έγγραμματοσύνη αφορούν τίς κοινωνικές καί θεσμικές πρακτικές καί οχι τίς κοινωνικές καί γνωστικές δομές, ένώ οί οποίες γενικεύσεις θά π ρ έπ ει νά άναζητηθούν στο έπ ίπ εδο τών σχέσεων τής έ γ γραμματοσύνης μέ τό πλαίσιο τών κοινωνικο-πολιτικών συμφραζομένων (βλ. Street 1984, Besnier 1991, Street καί Besnier 1992; Akinnaso 1992). Δέν γνωρίζουμε ποτέ τήν έγγραμματο σύνη στήν «κ α θ α ρ ή », «α ύ τό ν ο μ η » μορφή της, άλλά πάντα στή συγκεκριμένη μορφή πού έχει λάβει κάτω άπύ τίς δεδο μένες ιδεολογικές καί πολιτικές συνθήκες (Street 1984: 8). Όπότε ή έγγραμματοσύνη, κατά τό «ιδεολογικό μοντέλο», άποτελεΐ έναν έπιτρεπτικό παράγοντα πού προάγει καί δ ιευ κολύνει «τήν επεξεργασία τών ήδη ύπαρχουσών δομών καί τή διοχέτευση τών ήδη ύπαρχουσών γνωστικών ικανοτήτων πρός ειδ ικ ές κατευθύνσεις ιδεολογικά καί κοινωνικά κυρωμένες άπό τήν ομάδα τών χρηστών» (Akinnasso 1992: 71-72). Ή προσέγγιση αύτή, έπομένως, άπομακρύνεται άπό τήν άναζήτηση καί διερεύνηση τών γενικών καί καθολικών γνω ρι σμάτων τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης, κα θώς καί τών έπιπτώ σεώ ν τους στις κοινω νικοπ ολιτισμικές δομές καί τήν άνθρώπινη γνωστικότητα. ’Απορρίπτει επ ο μ έ νως κάθε ύποστασιοποίηση τής έγγραμματοσύνης, κάθε άπο ψη πού εμφανίζει τήν έγγραμματοσύνη ώς ένα αύτόνομο, μο νοσήμαντο τεχνολογικό φαινόμενο, οί εγγενείς ιδιότητες τού όποιου έπιφέρουν άπό μόνες τους ριζικές άλλαγές. ’Απορρί π τει κατά συνέπεια καί τίς δυαδικές ιεραρχημένες θεωρίες τής προφορικότητας/έγγραμματοσύνης πού άποτελούν τ ε λ ι κά μέρος τής folk -δημώδους ή λαϊκής- θεωρίας καί ταξινο μίας τών δυτικώ ν κοινωνιών. Στή δυτική λαϊκή θεω ρία, ή γραφή άποτελεϊ ένα μέσο γιά τήν παγίωση τού προφορικού, γιά τήν «άνάγνω ση» τού φωνούμενου λόγου* ή γραφή, έπ ο μένως, είναι ένα ουδέτερο μέσο μέ τό όποιο άπλώς μ ετα β ι βάζουν κάποιες πληροφορίες πού βρίσκονται άλλου. Στήν άντίστοιχη ιαπωνική άντίληψη ή προφορική έκφραση άποτε-
XXVI
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
λεΐ ένα ανεπαρκές μέσο μεταβίβασης κάποιων πληροφοριών πού βρίσκονται στούς χαρακτήρες τών ιδεογραμμάτων (Bloch 1989: 29-34). Ά λλά ένώ θεωρούμε έθνοκεντρική τήν δποια άναγωγή τής ιαπωνικής λαϊκής αντίληψης σέ γενική θεωρία τής προφορικότητας/έγγραμματοσύνης, δέν φαίνεται νά τη ρούμε τήν ϊδ ια στάση άπέναντι στήν αντίστοιχη εύρωπα'ική άντίληψη. Τό «ιδεο λο γικό μοντέλο» απομακρύνεται λοιπόν άπό τίς (προηγούμενες τουλάχιστον) διχοτομίες καί δυαδικές άντιθέσεις -οί όποιες τελικά δέν άνταποκρίνονται σέ συγκεκριμένες πραγματικές συνθήκες- υιοθετώντας μιά λογική τοϋ σ υνε χούς. Δέν ύπάρχει χάσμα ή άσυνέχεια άνάμεσα στήν προφο ρικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη, ουτε άποτελούν δύο άποκ λειόμενους, δομικά ά ντιτιθέμενους μεταξύ τους τρόπους έπικοινωνίας. Α ντίθετα τοποθετούνται σέ ένα συνεχές πού κυμαίνεται άπό τήν πλέον άτυπη προφορική συνομιλία μέχρι τό πιό άφηρημένο καί άποσπασμένο άπό τά έξω κειμενικά συμφραζόμενα μαθηματικό σύγγραμμα. Ή φωνούμενη γλώσ σα άλλωστε δέν διχάζει, άλλά άντίθετα συνδέει τά δύο άκρα. Ή προφορικότητα καί ή έγγραμματοσύνη παίρνουν ποικίλες μορφές καί χρησιμοποιούνται μέ διάφορους τρόπους σέ δ ια φορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα. Ε π ιπ λέο ν βρίσκονται σέ συνεχή άμοιβαία διάδραση μεταξύ τους παράγοντας π ο ι κίλες μορφές γλωσσικής συμπεριφοράς πού δύσκολα πράγ ματι μπορούν νά καταταγούν σέ ένα μονοδιάστατο συνεχές (Finnegan 1988: 125, 175). Αύτός είναι καί ό λόγος γιά τόν όποιο οί ύποστηρικτές αύτού τού μοντέλου προτιμούν νά μ ι λούν γιά πολλαπλές μορφές προφορικότητας καί έγγρα μμα τοσύνης14 (Street 1984: 8). Ά πό αύτή τήν άποψη οί διαφορές
14
’Ή άκόμη γιά π α ρ α -εγγρ ά μμα τες (paraliteratic) κοινότητες οί όποιες περιβάλλονται άπό εγγράμματες κοινότητες, συμμετέχουν στόν έγγράμματο π ολιτισ μό, ώστόσο ή πλειοψηφ ία τών μελών τους δέν γνωρίζουν γραφή καί άνάγνωση (Rappaport 1987).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
XXV11
ανάμεσα σέ κάποιους έγγράμματους ή ανάμεσα σέ κάποιους προφορικούς πολιτισμούς μπορούν νά είναι έξίσου σημαντι κές μέ τίς διαφορές ανάμεσα στους δύο τύπους πολιτισμού. Μέ αύτή τήν έννοια πρέπ ει νά διακρίνουμε τίς κοινωνίες πού έχουν έπινοήσει τή γραφή μέσα άπό μιά μακρά ιστορική καί κοινωνική διαδικασία άπό τίς κοινωνίες στις όποιες ή γραφή έχει επ ιβλη θ εί άπότομα έξυπηρετώντας έξω γενεΐς άνάγκες (Calvet 1984: 104-16). Ή προσέγγιση αύτή προέκυψε μέσα άπό μιά κριτική τού έθνοκεντρικού μοντέλου πού ά νά γει τή δυτικοευρω πα ϊκή έγγράμματη πρακτική τών μεσαίων τάξεων σέ πρότυπη καί καθολική έννοια τής έγγραμματοσύνης καί έξομοιώ νει τίς γνω σ τικές σ υ μ π εριφ ορές μέ τίς π ο λ ιτισ μ ικ ές νόρμες πού είχαν μέσα στό διάβα τής ιστορίας παγιω θεί καί «φυσικοποιη θ εί» (Street καί Besnier 1992: 537-42). Ή κριτική αύτή στάση συγκροτήθηκε μέσα άπό μιά σειρά έθνογραφικών καί ιστο ρικών συγκριτικών έρευνών πού μέ τή σειρά της ένίσχυσε τήν περαιτέρω διεξαγωγή παρόμοιων διαπολιτισμικών έρευνών. Τό «α υ τό ν ο μ ο » μοντέλο λ ειτο υ ρ γ εί μέ α να λυτικές15 (etic) έννοιες, θεωρεί δηλαδή δτι οί γνωστικές δεξιότητες έχουν τήν Υδια σημασία καί λειτουργία σέ όλα τά πολιτισμικά συστήμα τα. Ή μετατόπιση πρός τό «ιδ εο λ ο γ ικ ό » μοντέλο καί ή ανά δειξη τής εθνογραφικής προσέγγισης ώς κεντρικής έρευνητικής στρατηγικής, είχε ώς φυσικό επακόλουθο τήν πριμοδό τηση καί τών ιθαγενών (emic) έννοιών, καθώς ή έγγραμματο15
Ή διάκριση etic (-ητική) καί emic (-ημική) πήραν τήν ονομασία τους άπό τίς καταλήξεις της φωνητικής καί φωνημικής προσέγγι σης στή γλωσσολογία. Στίς κοινωνικές έπιστημες ή προσέγγιση etic προσπαθεί νά κατανοήσει τά πολιτισμικά μορφώματα μέ δρους καί έννοιες εξωτερικές καί ανεξάρτητες πρός τά ιθαγενή συστήμα τα αναφοράς. Κατά σ υνέπ εια εφ α ρμόζετα ι γιά τήν ανάλυση πολλών καί διαφορετικών μεταξύ τους πολιτισμών. Ή προσέγγιση emic προσπαθεί νά κατανοήσει τά πολιτισμικά μορφώματα άπό τήν ιθαγενή σκοπιά καί μέ δρους τού ιθαγενούς συστήματος.
XXVIII
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
σύνη αποκτά ποίκιλες σημασίες καί λειτουργίες σέ διαφ ορε τικές κοινωνίες. (Β λ. π.χ. Bloch 1968, Basso 1974, Rappaport 1987, Kulick καί Stroud 1990, Wagner 1993). ’Ά ν τό «α ύτόνομο» μοντέλο έχει προκόψει άπό τή δομολειτουργική θεωρία στήν κλασική ή τή «συγκρουσιακή» της έκδοχή, τό «ιδεολογικό μοντέλο» συνδέεται μέ τήν άνάπτυξη τής θεωρίας τής «κα τασκευής», του κονστρουκτιβισμού.16 Ή θεωρητική αύτή κατεύθυνση έπαναφέρει στό προσκήνιο τήν ένεργό δράση τών υποκειμένων. Τά δρώντα ύποκείμενα πα ράγουν, αναπαράγουν καί μετασχηματίζουν τόν πολιτισμό καί τήν κοινωνία τους μέσα άπό τούς τρόπους μέ τούς οποίους τά ερμηνεύουν, τά κατανοούν καί δρούν πάνω τους. Ή γλώσσα έπομένως άποτελεΐ καθοριστικό παράγοντα στήν κατασκευή τής πραγματικότητας, ένώ ή σημασία δέν άποτελεΐ ούτε άναπαράσταση ένός άντικειμένου ούτε έκφραση ένός ύποκειμένου, άλλά τή δημιουργία μέσα άπό τήν κοινωνική πρακτική μιάς «έρμηνευτικής κοινότητας». Ή άποψη αύτή διαπερνά τό «ιδ εο λο γικ ό » μοντέλο πού προσεγγίζει τήν έγγραμματοσύνη καί προφορικότητα σέ συνάρτηση μέ τή γενικότερη κοινωνική καί συμβολική δυναμική, τήν έξουσία, τήν κοινωνική τάξη, τό κοινωνικό φύλο, τήν ταυτότητα, τήν ύποκειμενικότητα, τήν έθνότητα,τόν έθνικισμό,τή θρησκεία... κ.ο.κ. Ή τεκμηρίωση τής άποψης ότι ή έγγραμματοσύνη ά ποτε λεΐ μιά περίπλοκη καί έτερογενή κατασκευή έντεθειμένη στήν κοινωνική πραγματικότητα καί πρακτική, άρχισε ήδη άπό τή δεκαετία τού ’70. Ή σημαντική έρευνα τών Scribner καί Cole (1 9 7 3 ,1 9 8 1 ) είναι ή πρώτη συστηματική προσπάθεια άμφισβήτησης τής άποψης ότι ή έγγραμματοσύνη έπ ιφ έρει ριζικές γνωστικές άλλαγές, ότι οδηγεί σέ «ά νώ τερες» μορφές νόη σης, δίχως νά έξομοιώνουν, άπό τήν άλλη πλευρά, τήν προ 16
Σ χετικά μέ τή θεωρία τής κατασκευής βλ. Ε . Παπαταξιάρχης, «Π ερί τής πολιτισμικής κατασκευής τής ταυτότητας». Τοπικά β \ 1996.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
XXIX
φορική καί τήν έγγράμματη σκέψη. Οί έρευνητές εισάγουν μιά σημαντική διάκριση ανάμεσα στις γνωστικές ικανότητες -γενίκευση, ανάκληση, αφαίρεση, λογικός διαλογισμός, σχη μα τισ μό ς έννοιώ ν κ .ο .κ .- οί ο π ο ίες είν α ι κα θο λικ ές, ο ι κουμενικές- καί στίς γνωστικές δεξιότητες -τούς διαφ ορετι κούς τρόπους (κοινωνικές πρακτικές) μέ τούς όποιους οί βα σικές αυτές ικανότητες συνδυάζονται καί χρησιμοποιούνται γιά τήν επίτευξη ενός σκοπού- οί όποιες ποικίλλουν κατά πολιτισμικό μόρφωμα (19783: 553). Στούς Vai τής Λ ιβερίας, γιά παράδειγμα, έπισημαίνονται τρ εις μορφές έγγραμματοσύνης ή κα θεμία άπό τίς όποιες συνδέεται μέ διαφορετικούς κοινωνικούς θεσμούς καί πρα κτικές, άλλά καί διαφορετική γλώσσα: ΊΙ συλλαβική γραφή τών Vai χρησιμοποιείται στήν έπιστολογραφία καί τίς οικονο μικές συναλλαγές. 'Όσοι γνωρίζουν αύτή τή μορφή έγγρα μ ματοσύνης είχαν ιδιαίτερα καλή απόδοση στά τέστ πού βα σι ζόντουσαν στά όνοματοπαίγνια (rebus), καθώς ή συλλαβο γραφία χαρακτηρίζεται άπό τή λογική αύτών τών γρίφων. Ή άραβική γραφή συνδέεται μέ τήν Κορανική έγγραμματοσύνη, χρησιμοποιείται σέ θρησκευτικά συμφραζόμενα καί μαθαίνεται σέ ειδικά θρησκευτικά σχολεία μέ τήν άνάγνωση καί άπομνημόνευση τού Κορανίου. Οί γνώστες τής Κορανικής ε γ γράμματης παράδοσης έδειξαν ιδιαίτερη απόδοση στά τέστ μνημονικής ανάκλησης. Ή άγγλική, τέλος, μαθαίνεται σέ δυ τικού τύπου σχολεία καί χρησιμοποιείται στίς συναλλαγές μέ τόν έξω κόσμο. 'Όσοι μετέχουν τής άγγλικής έγγραμματοσύ νης είχαν καλή απόδοση σέ τέστ πού βασίζονται στή σχολική π α ιδ α γ ω γ ικ ή π ρ α κ τικ ή , όπως στούς σ υ λ λ ο γ ισ μ ο ύ ς .17 Οί
17
’Ήδη τή δεκαετία του ’30, ό Luria παρατηρούσε δτι οί Κιργίσιοι χωρικοί δέν ήταν ανίκανοι νά κατανοήσουν τό μηχανισμό τον συλ λογισμού, άλλά άρνιόντουσαν νά θέσουν ώς προκείμενες προτά σεις που δέν συνδεόντουσαν μέ τήν προσωπική τους έμπειρία, μέ τόν βιόκοσμό τους (1976, κεφ. 4).
XXX
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
Schribner καί Cole, πού διεξήγαγαν τήν έρευνα, συμπέραναν δ τι ή έγγρα μμα τοσύνη π ρ ο ά γει τίς γνω στικές δ εξιό τη τες , «άλλά δέν μπορούμε νά ισχυριστούμε... δτι ή έγγραμματοσύ νη άποτελεΐ άναγκαία καί έπαρκή συνθήκη γιά όποιαδήποτε άπό τίς δεξιότητες πού άποτιμήσαμε... Συγκεκριμένες πρα κτικές προάγουν συγκεκριμένες δ εξιό τη τες » (1 9 8 1 :251 καί 258). Ε ξίσ ου σημαντικό είναι καί τό συμπέρασμα δτι οί συ νέπειες όφείλονται στή σχολική έκπαίδευση. Τό σχολείο, γιά παράδειγμα, έκπ α ιδεύει έντατικά τά μέλη του νά άντιμετωπίζουν τά άτομικά προβλήματα ώς έκφάνσεις κάποιων γ εν ι κότερων προβλημάτων, πράγμα πού ένισχύει τήν τάση γιά γενίκευση (β λ . καί Halverson 1992, Akinnaso 1992, Wagner 1993). ’Έ τσ ι ή σχολική έκπαίδευση παύει νά θεω ρείται συνέπεια τής έγγρα μ μα τοσ ύνης. Ή έγγρα μμα τοσ ύνη σ υ ν δ έετα ι μέ διάφορες κοινωνικές πρακτικές καί μετα βιβά ζετα ι καί έκτος σχολικών θεσμών. Ά π ό τήν άλλη πλευρά, ή μεταβίβαση τών γνώσεων σέ μιά δεδομένη κοινωνία δέν έξαντλεΐται καί δέν τ α υ τίζ ετα ι μέ τή σχολική έκ π α ίδ ευ σ η . Οί ά τοπ οι τρό π ο ι άπόκτησης γνώσεων άποτελούν δια δεδομένη πρακτική σέ δλες τίς κοινωνίες. Πρόκειται γιά μιά μεταβίβαση πού συντελ εΐτα ι μέσα σέ μικρές ομάδες άπό δασκάλους πού συνδέ ονται άμεσα μέ τή μεταβιβαζόμενη γνώση, μέσα σέ πραγμα τικές κοινωνικές συνθήκες καί συμφραζόμενα, βάσει τής π α ρατήρησης καί τής μίμησης καί οδηγεί σέ μιά γενική π ρα κτι κή γνώση. (Β λ. λ.χ. Mead 1969). Ά λλά ούτε ή το π ικ ή , θεσμόποιημένη έκπαίδευση ταυτίζεται μέ τήν έγγράμματη σχολική πα ιδεία . Ή τυπική έκπαίδευση άποσκοπεΐ στή μεταβίβαση έξειδικευμένω ν δεξιοτήτων, γνώσεων ή άξιών καί σ υντελείται σέ συνθήκες άποσπασμένες άπό όποιοδήποτε ιδιαίτερο πλαίσιο συμφραζομένων, δπου π ρ ιμ οδοτεΐτα ι ή γλώσσα έ ναντι τής πρακτικής, άπό μιά έξειδικευμένη καί θεσμοποιημένη ομάδα πού καθορίζει τό περιεχόμενο καί τόν τρόπο δ ι δασκαλίας. Τά στοιχεία δμως αύτά έχουν καί άλλες μορφές
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
XXXI
σχολικής (π ροφ ορικής) έκ π α ίδευ σ ης πού δέν συνδέοντα ι οπω σδήποτε μέ τήν έγγρα μμα τοσύνη (β λ . Akinnaso 1992, Barth 1990). Ή σχέση τής έγγραμματοσύνης μέ τίς έξουσιαστικές δομές έχει έπανειλημμένα έπισημανθεί. 'Ωστόσο ή εικόνα πού δίνε ται είναι αντιφατική, καθώς ή έγγραμματοσύνη έμφανίζεται ώς όργανο διαφ ω τισμού, προόδου καί ανάπτυξης (Cipolla 1969, Goody 1963, 1968) καί άλλοτε ώς αρνητικός ή συντηρη τικός παράγοντας (Levi-Strauss 1971, Digges καί Rappaport 1992, Marvin 1988). Ή έγγραμματοσύνη μπορεϊ νά άποτελεϊ μιά μορφή έξουσίας, άλλά αύτό δέν σημαίνει ότι ή προφορι κότητα ά ντιστοιχεΐ στήν άπουσία της. Ή έγγραμματοσύνη δέν ά ποτελεϊ αύτόνομο αϊτιο πού έπιδρά πάνω σέ π α θητι κούς δέκτες. ’Αντίθετα τά μέλη μιας κοινωνίας τή χρησιμο ποιούν μέ ποικίλους τρόπους, πράγμα πού καθιστά, άκριβώς, αναγκαία τή διερεύνηση τών πολιτισμικώ ν καί κοινωνικών συμφραζομένων (Calvet 1984, κεφ. 4, Halverson 1992). Έ τ σ ι ή έγγραμματοσύνη χρησιμοποιείται στήν κατασκευή τής έθνικής τα υ τό τη τα ς, ομ ογενοπ οιώ ντα ς τά ά γρ ο -εγ γ ρ ά μ μ α τα στρώματα (Gellner 1992, Φραγκουδάκη και Δραγώνα, έπ ιμ . 1997), χρησιμοποιείται στήν έξάλειψη «ά λλω ν» μορφών έ γ γραμματοσύνης (έπαγγελματικής, θρησκευτικής), άπαξιώνει τήν πρακτική γνώση, μειώ νει τά ποσοστά τής γυναικείας έ γ γραμματοσύνης, ή «ε π ιν ο ε ίτ α ι» προκειμένου νά υπηρετήσει τήν κοινωνικο-πολιτική θέση μιας ύπεξούσιας ομάδας έναντι τής κυρίαρχης έγγραμματοσύνης (Street καί Besnier 1992) καί ά ν α π α ρ ά γ ει τήν τ α ξ ικ ή σ τρω μ ά τω σ η μ ιά ς κ ο ιν ω ν ία ς (Bourdieu 1992, Τσουκαλάς, 1979). Ή έρευνα σήμερα έξετά ζει τήν προφορικότητα, τήν έ γ γραμματοσύνη, άλλά καί τήν άνάγνωση (Boyarin, έπ ιμ . 1992), όχι άπλώς ώς πρός τίς άφηρημένες, τυπικές ιδιότητες ή δυνατό τη τές το υς, άλλά στίς π ρ α κ τικ ές τους εκ φ ά ν σ εις , στήν πραγμάτωσή τους μέσα σέ δεδομένες ιστορικές καί ιδεολογι κές συνθήκες. Τίς εξετάζει επίσης στίς μεταξύ τους σχέσεις,
ΧΧΧ11
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΓΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
δσο καί σέ συνάρτηση μέ τίς κοινωνικές διαδικασίες τού φ ύ λου, τής τάξης, τής γνώσης, τής έξουσίας καί τοϋ κύρους, κα θώς ό έλεγχος καί ή πρόσβαση στό περιεχόμενο τών γνώσεων διαμορφώ νει τήν ταυτότητα άτόμων καί ομάδων. Ά π ό τό μοντέλο τής «μ εγ ά λ η ς διαχω ριστικής γ ρ α μ μ ή ς» ό δρόμος ήταν μακρύς καί «ά γω νιστικός». Τό έργο τοϋ Ong τοποθετη μένο στή μέση αύτής τής πορείας έχει γνωρίσματα πού ανή κουν τόσο στίς παλιότερες δσο καί στίς νεότερες προσεγγί σεις. Στή συγκρότηση αύτών τών προσεγγίσεων έχει, άλλω στε, σαφώς συμβάλει καί ό ίδιος, ιδιαίτερα μάλιστα σέ δ,τι άφορά τήν προφορικότητα καί τή ρητορική, καθώς καί τή σύνδεση τής έθνογραφικής, ιστορικής καί γνωστικής σκοπιάς, δπως ήδη θά διαπιστώσει ό άναγνώστης τής Προφορικότητας κ α ί Έ γγραμματοσύνης.
Θ. Παραδέ?ίλης
Β
ιβ λ ιο γ ρ α φ ί α
Akinnaso, F.N . 199 2·> “ Schooling, Language, and Knowledge in Literate and Nonliterate Societies” , Comparative Studies in Society and History , 34: 68109. Barth, F. 1990, “ The Guru and the ConjurenTransactions in Knowledge and the Shaping of Culture in Southeast Asia and Melanesia” , M an , 25: 640-53. Basso, K. 1977, “ The Ethnography of Writing” , στό R. Bauman κα ί J. Sherzer (έπιμ.), Explorations in the Ethnography of Speaking, C.U .P., Κέιμπριτζ. Besnier, N. 19 91, “ Literacy and the Notion o f Person on Nukulaelae Atoll” , American Antrhopologist, 93: 570-87. Bloch, M. 1968, “ Astrology and Writing in Madagascar” στό J . Goody (έπιμ.)
C.U.P., Κέιμπριτζ. Bloch, M. 1989, “ Literacy and Enlightenment” , στό K. Schousboe κ α ί M .T. Larsen (έπιμ.), Literacy and Society, Akademisk Forlag, Κοπεγχάγη. Bourdieu, R, 1992, Οί κληρονόμοι, Έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα. Boyarin, J (έπ ιμ .) 1993. The Ethnography of Reading, U. o f California P.,
Μπάρκλει.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΧΧΧ111
Calvet, L.-J., 1984, La Tradition Orale, P.U.F., Π αρίσι. Cipolla, C. 1969, Literacy and Development in the West, Pelican, Λ ονδίνο. Cough, K. 1968, “ Implications of Literacy in Traditional China and India” , στό J. Goody (έπ ιμ.), C.U.P., Κ έ ιμ π ρ ιτζ. Digges, D. κ α ί J . Rappaport, 1993. “ Literacy, orality, and Ritual Practice in Highland Colombia” , στό]. Boyarin (έπιμ.). Edwards, V. καί J. Sienkewicz 1990, Oral Cultures P ast and Present , Blackwell,
’Οξφόρδη. Farrell, T h . 1991, “ An Overview of Walter Ong’s W ork” , στό Gronbeck B., Farrell Th. καί Soukup, P. (έπιμ.). Finnegan, R., 1988, Literacy and Orality, Ό ξφ ό ρδη . Gellner, E. 1992 ( 1983 ), 'Έθνη κ α ί Ε θ νικ ισ μ ό ς , Λλεξάνδρεια, ’Αθήνα. Goody, J. κα ί Watt, I. 1963, “ The Consequences of Literacy” , Contemporary Studies in Society and History, 5: 304-45. Goody, J., 1968 , “ Inroduction” , στό]. Goody (έπιμ.), C.U.P., Κέιμπριτζ. —(έπιμ.) 1968 , Literacy in Traditional Societies, C.U.P., Κέιμπριτζ. —19 7 7 , The Domestication of the Savage Mind, C.U.P., Κέιμπριτζ. —1986, The Logic of Writing and the Organization of Society, C.U .P., Κέι-
μπριτζ. Gronbeck B. 1991, “ The Rhetorical Studies Tradition and Walter Ong” στό B. Gronbeck, Th. Farrell καί P. Soukup, (έπιμ.). Gronbeck B., Farrell Th. καί Soukup, P. (έπιμ.) 19 9 1, Media, Consciousness} and Culture, Sage, Νιουμπουρι Καλιφόρνια. Halverson, J. 1992, “ Goody and the Implosion of the Literacy Thesis” , Man , 27: 3 0 1- 17 . Havelock, E. 1981, Aux Origines de la Civilization Ecrite en Occident, Maspero, Π αρίσι. Hockett, Ch. i960, “ The Origin of Speech” , Scientific American, 203(3): 88-96. Kulick D. καί D. Stroud 1990, “ Christianity, Cargo and Ideas of Self: Patterns of Literacy in a Papua New Guinean Village” , Man, 25(2): 286-304. Levi-Strauss, C. 1971 (1955), Θ λιβεροί [Θ λιμμένοι] Τ ρ ο π ικ ο ί , Έ κ δ . Χ α τ ζ ή νικολή, ’Αθήνα. Luria, A. 1976^ Cognitive Development: Its Cultural and Social Foundations, Harvard U.P., Κέιμπριτζ Μασαχουσέτης. Marvin, C. 1988, “ Attributes of Authority: Literacy tests and the Logic of Strategic Contact” , Communication, 11: 63-82. Mead, M. 1990 (1928), Coming of Age in Samoa, Pelican, Λ ονδίνο. Olson, D. 1994 , The World on Paper, C.U .P., Κέιμπριτζ. Ong, W. 1967, The Presence of the Word, Yale U.P., Ν ιού Χ άβεν. —1969 “ World as View and World as Event” , AmerAntrhopologist, 71: 634-47. —1997, Interfaces of the World, Cornell U.P., NY.
X X X IV
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
—1981, “ McLuhan as Teacher: The Future is a Thing of the Past” , Journal of
Communication, 3 1: 129-35. Palmeri, A. 1991, “ Ramism, Ong, and Modern Rhetoric” , στό B. Gronbeck, Th. Farrell καί P. Soukup, (έπιμ.). Rappaport, J. “ Mythic Images, Historical Thought, and Printed Texts: The Paez and the Written Word Journal of Anthropological Research, 43: 43-61. Saussure, F. 1979, Μ αθήματα Γ εν ικ ή ς Γλω σ σολογία ς , Έ κ δ . Π α π α ζή σ η , ’Αθήνα. Scribner. S. καί Μ. Cole 197.3? “ Cognitive Consequences of Formal and Informal Education” , Science 148: 533-59. Scribner, S. καί M. Cole 1981, The Psychology of Literacy, Harvard U.P., Κ έ ιμ π ρ ιτζ Μ ασαχουσέτης. Silverstone, R. 1991, “ Television, Rhetoric and the Return of the Unconscious 111 Secondary Orality” , στό B. Gronbeck, Th. Farrell καί P. Soukup (έπ ιμ.). Street, B. 1984, Literacy in Theory and Practice, C.U .P., Κ έ ιμ π ρ ιτζ. Street, B. κ α ί Besnier 1992, “ Aspects of Literacy” , στό T . Ingold (έ π ιμ .), Encyclopaedia of Language, Routledge, Λ ονδίνο. Stubbs, M. 1990, “ Language in Education” , N. Collinge (έπ ιμ.) Encyclopaedia of Language, Routledge, Λ ονδ ίνο . Thom as, R. 1996 (1992), Γρ α π τό ς κ α ί Π ροφορικός Λόγος στήν \Αρχαία Ε λ λ ά δ α , Π α νεπ ισ τημ ια κές Ε κ δ ό σ ε ις Κ ρήτης, Η ρ ά κ λ ειο . Tolkin, Ε. 1974? “ Implications ofO racy” , Oral History, 3(ι):4 ΐ-4 9 · — 1992, Narrating our Past, C.U .P., Κ έ ιμ π ρ ιτζ. Τ σ ιτσ ιπ ή ς, A . 1995 . Εισαγω γή στήν ’Ανθρωπολογία τής Γλώσσας, Guten berg, ’Αθήνα. Τ σ ο υ κ α λ ά ς, Κ . 1979 , Εξάρτηση κ α ί Αναπαραγωγή: Ό Κοινωνικός Ρ ό λος τών Ε κ π α ιδ ευ τικ ώ ν Μ ηχανισμών στήν Ε λλά δ α ( 18 3 0 - 1922 ) , Θ εμέλιο, ’Αθήνα. T ylor, Ε. 1881, An thropology: An Introduction to the Study of Man and Civiliza
tion, MacMillan &c Co., Λ ονδίνο. Φ ρ α γκ ο υ δ ά κ η , Α . καί Δ ρ α γώ να , Θ. (έ π ιμ .) 1997 , Τ ί ε ϊν ’ ή Π ατρίδα μας . Εθνοκεντρισμός στήν Έ κ π α ίδ ευ σ η . ’Α λ ε ξά ν δ ρ ε ια , ’Α θήνα . Wagner, D. 1993? Literacy, Culture, and Development, C.U.P. Κ έ ιμ π ρ ιτ ζ.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Οί Anthony C. Daly καί Claude Pavur είχαν τή γενναιοδωρία νά δ ια βά σουν καί νά σχολιάσουν τά χειρόγραφα αύτού τοΰ βιβλίο υ καί ό συγγραφέας θά ήθελε νά τούς εύχαριστήσει. Ό συγγραφέας καί ό έκδοτης έπιθυμοΰν νά εύχαριστήσουν τή Βρετανική Βιβλιοθήκη, που έπ έτρεψ ε τή δημοσίευση τής Εικόνας 1, τής σελίδας τού τίτλου άπό τό βιβλίο τοΰ Sir Thomas Elyot The Boke Mamed the Gouernoitr ( 1534 ).
Εισαγωγή στήν αγγλική έκδοση
Σ τά πρόσφατα χρόνια ανακαλύφθηκαν ορισμένες βασικές διαφορές ανάμεσα στούς τρόπους διαχείρισης τής γνώσης καί τής έκφοράς τού λόγου στούς πρωταρχικά προφορικούς π ο λιτισμούς (πολιτισμούς πού δέν γνωρίζουν καθόλου τή γρα φή) καί στούς τρόπους διαχείρισης τής γνώσης καί τής έ κ φοράς τοΰ λόγου σέ πολιτισμούς πού έπηρεάστηκαν βαθιά άπό τή χρήση τής γραφής. Οί συνέπειες τών νέων άνακαλύψεων είναι έκπληκτικές. Πολλά άπό τά γνωρίσματα πού θεω ρούσαμε δεδομένα στή λογοτεχνική, φιλοσοφική καί επ ιστη μονική σκέψη καί έκφραση, άκόμη καί στον προφορικό λόγο τών έγγραμμάτων, δέν είναι έγγενή στόν άνθρωπο, άλλά έ χουν έμ φ α ν ισ τεϊ χάρη στά έφ ό δια πού ή τεχνολογία τής γραφής παρέχει στήν άνθρώπινη συνείδηση. Έ π ρ επ ε νά άναθεωρήσουμε τόν τρόπο μέ τόν όποιο κατανοούμε τήν άνθρώ πινη ταυτότητα. ^ Τό θέμα αύτοΰ τοΰ βιβλίο υ άναφέρεται στίς διαφορές άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη. ’Ή, μάλλον, μιά πού οί άναγνώστες αύτοΰ ή όποιουδήποτε άλλου βιβλίου έξ ορισμού γνωρίζουν τόν έγγράμματο πολιτισμό ά-
X X X V lll
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
πό τά μέσα, τό θέμα του άναφέρεται, πρώτον, στή σκέψη καί τήν εκφορά της στούς προφορικούς πολιτισμούς, πού μάς είναι ξένοι καί μερικές φορές φαντάζουν παράξενοι, καί, δεύ τερον, στήν έγγράμματη σκέψη καί έκφραση μέσα άπό τή σκο πιά τής άνάδυσης καί τής σχέσης της μέ τήν προφορικότητα. Τό θέμα αύτού τοΰ βιβλίου δέν είναι κάποια «ερ μ η ν ευ τι κή σχολή». Δέν ύπάρχει καμιά «σ χολή» τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης,τίποτε ισοδύναμο μέ τόν φορμαλι σμό, τή Νέα Κ ριτική, τόν δομισμό ή τήν άποδόμηση, άν καί ή έπίγνωση τής σχέσης πού ύπάρχει άνάμεσα στήν προφορικό τητα καί τήν έγγραμματοσύνη μπορεΐ νά έπηρεάσει ό,τι γ ίν ε ται σέ αύτές ή σέ διάφορες άλλες «σ χολές» ή «κ ινή μ α τα », σέ όλες τίς άνθρωπιστικές καί κοινωνικές επιστήμες. Ή γνώση τών άντιθέσεων καί τών σχέσεων τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης δέν προξενεί, συνήθως, τήν ένθερμη ύπαγωγή σέ κάποια θεωρία, άλλά μάλλον ένθαρρύνει τή μελέτη τών πολυάριθμων όψεων τής άνθρώπινης κατάστασης, τόσο πολυάριθμων πού θά άδυνατούσαμε νά τίς άπαριθμήσουμε πλήρως. Στό βιβλίο αύτό θά προσπαθήσουμε νά μελετήσουμε έναν λογικό άριθμό αύτών τών όψεων. Ή έξαντλητική μελέτη θά άπαιτοΰσε πολλούς τόμους. Είναι χρήσιμο νά προσεγγίσουμε τήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη συγχρονικά, συγκρίνοντας προφορικούς καί χειρογρα φ ικο ύς (δηλαδή γρα πτούς) π ο λιτισ μ ούς πού συνυπάρχουν σέ μία δεδομένη χρονική περίοδο. Ά λλά είναι άπολύτως άναγκαΐο νά τίς προσεγγίσουμε έπίσης καί δ ια χρονικά ή ιστορικά, συγκρίνοντας διαδοχικές περιόδους μ ε ταξύ τους. Ή άνθρώπινη κοινωνία συγκροτήθηκε άρχικά μέ τή χρήση τής ομιλίας κι έγινε έγγράμματη πολύ άργά στήν ιστορία της, καί άρχικά μόνο σέ ορισμένες ομάδες. Ό Homo sapiens ύπάρχει μόλις έδώ καί 30.000 μέ 50.000 χρόνια*. Ύπο*
Σ .τ .Έ .: Προφανώς ό Ong άναφέρεται στόν νεάνθρωπο (Homo sapiens sapiens), αφού οί διάφοροι τύποι παλαιανθρώπου (Homo
L <
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
X X X IX
λογίζεται πώς ή ήλικία τοϋ παλαβότερου γραπτού είναι 6.000 χρόνια. Ή διαχρονική μελέτη τής έγγραμματοσύνης καί τής προφορικότητας καί τών διαφόρων σταδίων τής μετάβασης άπό τή μία στήν άλλη δημιουργεί ένα πλαίσιο άναφοράς στό όποιο είναι δυνατόν νά κατανοήσουμε καλύτερα όχι μόνο τόν άρχα'ικό προφορικό πολιτισμό καί τόν μετα γενέστερο ε γ γράμματο, άλλά καί τόν τυπογραφικό πολιτισμό, πού φέρνει τή γραφή σέ μιά νέα άκμή, καί τόν ήλεκτρονικό πολιτισμό, πού στηρίζεται τόσο στή γραφή όσο καί στήν τυπογραφία. Σ έ αύτό τό διαχρονικό πλαίσιο, παρελθόν καί παρόν, "Ομηρος καί τηλεόραση, μπορούν νά άλληλοφωτιστούν. Ά ^λά ό φωτισμός αύτός δέν έρχεται εύκολα. Ή κατα νόηση τών σχέσεων τής προφορικότητας καί τής έγγραμματο σύνης καί οί συνέπειες τών σχέσεών τους δέν είναι θέμα μιάς στιγμιαίας ψυχοιστορίας ή φαινομενολογίας. Α π α ιτεί π λα τιά , τεράστια μάλλον, ένημέρωση, έπιμελή σκέψη καί προσε κτική διατύπω ση. Τά ζητήματα δέν είνα ι μόνο βαθιά καί σύνθετα, άλλά έμπλέκουν καί τίς προκαταλήψεις μας. Έ μεΐς — οί άναγνώστες βιβλίω ν σάν κι αύτό— είμα σ τε τόσο ε γ γρά μμα τοι, πού πολύ δύσκολα μπορούμε νά άντιληφθούμε ένα προφορικό έπικοινωνιακό ή νοητικό σύμπαν ώς κάτι δ ια φ ο ρετικό α π ό μιά παραλλαγή τού έγγράμματου κόσμου. Τό βιβλίο αύτό θά προσπαθήσει νά ξεπεράσει, μέχρις ένός βα θ μού, τίς προκαταλήψεις μας καί νά άνοίξει νέους δρόμους στήν κατανόηση. *Τ ό βιβλίο έπικεντρώ νεται στίς σχέσεις τοϋ προφορικού καί τού γραπτού. Ή έγγραμματοσύνη ξεκίνησε μέ τή γραφή, άλλά σέ ένα ύστερότερο στάδιο συνδέεται φυσικά καί μέ τήν τυπογραφία. Τό βιβλίο αύτό λοιπόν στρέφει τήν προσοχή του τόσο στή γραφή όσο καί στήν τυπογραφία. Ά ναφέρεται έπίsapiens) δπως ό Η.s. neanderthalis χρονολογούνται άπό τό 150.000 π.Χ . Βλ. Σ . Δημητρίου,Ή έξβλιξη τοϋ άνϋρώπου: I. Άνϋρωπογένεση, Καστανιώτης, Αθήνα 1990.
xl
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
σης έν παρύδω στήν ήλεκτρονική διαχείριση τών λέξεων καί τής σκέψης, άπό τό ραδιόφωνο, τήν τηλεόραση καί τή δορυ φορική έπικοινωνία. ’Αρχίσαμε νά κατανοούμε τίς διαφορές ανάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη μόλις στήν ηλεκτρονική έποχή, όχι νωρίτερα. Οί αντιθέσεις ανάμεσα στά ήλεκτρονικά μέσα καί τήν τυπογραφία μάς έκαναν πιό εύαίσθητους στήν προγενέστερη αντίθεση ανάμεσα στήν έ γ γραμματοσύνη καί τήν προφορικότητα. Ή ήλεκτρονική έποχή είναι έπίσης ή έποχή τής «δευτερογενούς προφορικότητας», τής προφορικότητας τών τηλεφώνων, τών ραδιόφωνων καί τής τηλεόρασης, πού ή ύπαρξή της έξαρτάται άπό τή γραφή καί τήν τυπογραφία. Ή μετάβαση άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματο σύνη καί, στή συνέχεια, στήν ήλεκτρονική διαχείριση έμπ λέκει κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές καί άλλες δομές. ΙΥ αύτές, όμως, μόνο έμμεσα ένδια φ έρετα ι "τό βιβλίο αύτό, πού μελετά κυρίως τίς διαφορές άνάμεσα στή «νοοτροπ ία » ενός έγγράμματου κι αύτήν ενός προφορικού πολιτισμού. ^ "Ολες σχεδόν οί μελέτες μέχρι σήμερα πού άντιπαραθέτουν τούς προφορικούς στούς χειρογραφικούς πολιτισμούς, άντιπαραθέτουν τήν προφορικοτητα στήν άλφαβητική γραφή μάλλον παρά στά άλλα συστήματα γραφής (σφηνοειδής, κ ι νεζικοί χαρακτήρες, ιαπωνική συλλαβική, γραφή τών Μάγια κ.ο.κ.) καί τίς άπασχολεΐ ή χρήση τού άλφαβήτοϋ στή Δύση (άλλά τό άλφάβητο είναι γνωστό καί στήν ’Ανατολή, όπως στήν Ινδία , τή Νοτιοανατολική Ά σία ή τήν Κορέα). ’Εδώ θά άκολουθήσουμε τίς βασικές γραμμές τών μελετών πού ύπάρχουν, άν καί σέ ορισμένα σημεία θά άσχοληθούμε κάπως καί μέ συστήματα γραφής διαφορετικά άπύ τό άλφάβητο καί μέ πολιτισμούς άλλους πλήν τού δυτικού.
W.J. ο. Πανεπιστήμιο τού Saint Louis
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή προφορικότητα τής γλώσσας
Όέγγράμματος νους καί τό προφορικό παρελθόν Έδώ καί λίγες δεκαετίες, ό κόσμος τών ερευνητών στράφηκε καί πάλι στή μελέτη του προφορικού χαρακτήρα τής γλώσσας καί τών βαθύτερων συνεπειών πού προκύπτουν άπό τίς δ ια φορές μεταξύ τοϋ προφορικού καί τοϋ γραπτού λόγου. Άνθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι καί ψυχολόγοι καταγράφουν τίς παρατηρήσεις τους άπό τήν έπιτόπια έρευνα σέ προφορικές κοινωνίες. Ιστορικοί τού πολιτισμού άναδιφοϋν όλο καί βαθύV τερα στήν προϊστορία, δηλαδή στήν κατάσταση τοϋ άνθρώπου προτού ή γραφή έπ ιτρέψει τή δημιουργία γραπτών τεκμηρίων. Ό Ferdinand de Saussure (1857-1913), ό πατέρας τής σύγχρονης γλωσσολογίας, έστρεψε τήν προσοχή μας στήν πρωταρχικό τατα τού προφορικού λόγου, πού διέπ ει όλη τή λεκτική έπικοινωνία, όπως καί στήν έμμονή, άκόμη καί μεταξύ τών ειδικών, νά σκεφτόμαστε τή γραφή ώς τή βασική μορφή τής γλώσσας. Ή γραφή, έγρα ψ ε, είναι ταυτοχρόνως χρήσιμη, έλλιπής καί έπικίνδυνη (1959, σελ. 23-4). Παρ7 όλα αύτά, θεωρούσε τή γραφή ένα είδος συμπληρώματος τού προφορικού λόγου καί όχι μετασχηματιστή τής έκφοράς του (1959, σελ. 23-4).*
Σ .τ .Έ .: Στήν έλληνική μετάφραση, Μαϋήματα γενικής γλωσσολο γίας, Παπαζήσης, Αθήνα 1979, σελ. 55-6.
2
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
Ά π ό τήν έποχή του Saussure, ή γλωσσολογία ανέπτυξε πολύ έπεξεργασμένες έρευνες στή φωνητική, τόν κλάδο πού μελετά τόν τρόπο μέ τόν όποιο ή γλώσσα έμφω λεύει στον ή χο. Ό ’Ά γγλος Henry Sweet (1845-1912), σύγχρονος τού Saus sure, άπό πολύ νωρίς έπέμενε ότι οί λέξεις άπαρτίζονται άπό λ ειτο υ ρ γ ικ ές ηχη τικές μ ο νά δ ες, ή φ ω νήμα τα, κι όχι άπό γράμματα. Ά λλά , πα ρ’ όλη τήν προσοχή τους στούς ήχους τής ομιλίας, οί σύγχρονες γλωσσολογικές σχολές, μέχρι πολύ πρόσφατα, παρεμπιπτόντως μόνο άσχολήθηκαν μέ τούς τρό πους πού ή πρωταρχική προφορικότητα — ή προφορικότητα τών πολιτισμών τούς όποιους δέν έχει ά γγίξει ή γνώση τής άνάγνωσης καί τής γραφής— άντιτίθεται στήν έγγρα μμα το σύνη (Sampson 1980). Οί δομιστές άνέλυσαν λεπτομερώς τήν προφορική παράδοση, στίς περισσότερες όμως περιπτώ σεις χωρίς νά τήν άντιπαραθέσουν στίς λόγιες συνθέσεις (Maranda καί Maranda 1971). Υ π ά ρ χ ει μεγάλη βιβλιο γρα φ ία γ ιά τίς διαφορές άνάμεσα στήν όμιλούμενη καί στή γραπτή γλώσσα, όπου συγκρίνετα ι όμως ό τρόπος ομιλίας καί γραφής τών άνθρώπων πού γνωρίζουν άνάγνωση καί γραφή (Gumperz, Kaltman καί O’Connor 1982 ή 1983, Βιβλιογραφ ία). Δέν είναι αύτές οί διαφορές πού μάς άπασχολούν πρωτίστως σέ αύτή τήν εργασία μας. Ή προφορικύτητα πού κυρίως μελετά μ ε έδώ είνα ι ή πρωταρχική προφορικότητα, ή προφορικότητα τών άνθρώπων πού άγνοούν πλήρως τή γραφή. Πρύσφατα, πάντως, ειδικοί τής έφαρμοσμένης γλωσσολογίας καί τής κοινωνιογλωσσολογίας συγκρίνουν όλο καί περισσύτερο τή δυναμική τής πρωταρχικής, προφορικής έκφοράς μέ έκείνη τής γραπτής. Τό πρόσφατο βιβλίο τοΰ Jack Goody, The Dome stication of the Savage Mind (1977), καί ή παλαιότερη συλλογή δικών του καί άλλων άρθρων Literacy in Traditional Societies (1968), παρέχουν άνεκτίμητης άξίας περιγραφές καί άναλύσεις τών άλλαγών στίς νοητικές καί τίς κοινωνικές δομές πού σχετίζο νται μέ τή χρήση τής γραφής. Ό Chaytor (1945) πολύ νωρίς, οί Ong (1958b, 1967b), McLuhan (1962), Haugen (1966), Chafe
V
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
3
(1982), Tannen (1980a) καί άλλοι μάς παρέχουν κι άλλες γλωσσολογικές καί πολιτισμικές πληροφορίες καί άναλύσεις. Ή άριστα έστιασμένη έπισκόπηση τοϋ Foley (1980b) περιλα μβάνει μιά έκτεταμένη βιβλιογραφία. Ή έντονότερη εύαισθητοποίηση τής διαφοράς άνάμεσα στους προφορικούς τρόπους σκέψης καί έκφρασης καί τούς άντίστοιχους γραπτούς δέν έπήλθε στήν περιγραφική ή πολι τισμική γλωσσολογία άλλά στίς φιλολογικές έπιστήμες, αρχί ζοντας σαφώς από τό έργο τού Milman Parry (1902-1935) γιά τό κείμενο τής Ίλιάδας και τής Όδνσσβιας, που τό ολοκλήρωσε ό Albert Β. Lord μετά τόν πρόωρο θάνατο τοϋ Parry καί τό συμπλήρωσε τό μεταγενέστερο έργο τοϋ Eric A. Havelock καί άλλων. Οί έργασίες στήν έφαρμοσμένη γλωσσολογία καί κοινώνιολογία πού ασχολούνται μέ τίς διαφορές έγγραμματοσύ νης - προφορικότητας, στό επίπεδο τής θεωρίας ή τής έπιτόπιας έρευνας, παραπέμπουν συνεχώς σέ αυτές καί σέ σχετι κές έργασίες (Parry 1971, Lord 1960, Havelock 1963, McLuhan 1962,Okpewho 1979 κ.λπ .). Προτού άσχοληθούμε άναλυτικά μέ τίς άνακαλύψεις τού Par ry, θά ήταν σκόπιμο νά άναρωτηθοϋμε γ ια τί οί ερευνητές χρειάστηκε νά έπανέλθουν καί πάλι στόν προφορικό χαρα κτήρα τής γλώσσας. Ή προφορικότητα τής γλώσσας μοιάζει νά είναι άναπόφευκτα προφανής. Οί άνθρωποι έπικοινωνούν μέ άμέτρητους τρόπους, χρησιμοποιώντας όλες τους τίς αισ θήσεις, τήν άφή, τή γεύση, τήν οσμή καί ιδίως τήν όραση καί τήν άκοή (Ong 1967b, σελ. 1-9). Μ ερικοί μή προφορικοί τρό ποι έπικοινωνίας είναι έξαιρετικά πλούσιοι, γιά παράδειγμα τά νεύματα. Ούσιαστικά όμως ή προεξάρχουσα μορφή είναι ή γλώσσα, ό άρθρούμενος φθόγγος. ’Όχι μόνο ή έπικοινωνία, άλλά καί ή ϊδ ια ή σκέψη σχετίζονται μέ τόν ήχο /φθόγγο μέ έ ναν ιδ ια ίτερ ο τρόπ ο . "Ολοι έχουμε ά κούσει τήν έκφραση «Μ ιά εικόνα άξίζει όσο χίλιες λ έξ εις ». ’Ά ν όμως αύτό αλη θεύει, τότε για τί νά είναι ρητό; Διότι μιά εικόνα άξίζει χίλιες
4
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
λέξεις μόνο σέ ειδικές περιστάσεις — πού συνήθως περιέχουν ένα λεκτικό πλαίσιο συμφραζομένων στό όποιο τοποθετείται ή εικόνα. Οί άνθρωποι παντού διαθέτουν γλώσσα, καί σέ κάθε π ε ρίπτωση πρόκειται γιά γλώσσα πού πρωτίστως μιλιέτα ι καί άκούγεται, πού ύπάρχει στύν κόσμο τών φθόγγων (Siertsema 1955). Παρά τόν πλούτο τών νευμάτων, οί έπεξεργασμένες ν ευ μ α τικ ές γλώσσες είν α ι ύποκατάστατα τής ομιλία ς καί έξαρτώνται άπό προφορικά συστήματα, άκόμη κι όταν χρη σιμοποιούνται άπό έκ γενετής κωφούς (Kroeber 1972, Mallery 1972, Stokoe 1972). Πράγματι, ή γλώσσα είναι τόσο συντρι πτικά προφορική, ώστε άπό όλες τίς χιλιάδες γλώσσες — π ι θανόν δεκάδες χιλιάδες— πού μιλήθηκαν στή διάρκεια τής άνθρώπινης ιστορίας, μόνο γύρω στίς 106 συνδέθηκαν μέ τή γραφή τόσο ώστε νά δημιουργήσουν γραμματεία, ένώ οί π ε ρισ σ ό τερες δέν άπέκτησαν π οτέ γραπτή μορφή. Ά π ό τίς 3.000 περίπου γλώσσες πού μιλιούνται σήμερα, μόνο 78 π ε ρίπου διαθέτουν γραπτή λογοτεχνία* (Edmonson 1971, σελ. 323, 332). Δέν ύπάρχει άκόμη τρόπος νά ύπολογίσουμε πόσες γλώσσες έξαφανίστηκαν ή μετασχηματίστηκαν σέ άλλες προ τού συναντήσουν τή γραφή. Ά κόμη καί τώρα, εκατοντάδες όμιλούμενες γλώσσες δέν έχουν γρα φ τεί π ο τέ: κανείς δέν έφηύρε έναν άποτελεσματικό τρόπο γραφής τους. Ή βασική προφορικότητα τής γλώσσας είναι διαρκής. Δέν μάς άπασχολούν έδώ οί λεγόμενες «γλώ σσες προ γρα μμα τισ μού», πού μοιάζουν μέ τίς φυσικές (άγγλικά, σαν σ κριτικά , μαλαισιανά, κινεζική διάλεκτος τών μανδαρίνων, τουί ή σοσόνι) σέ ορισμένα χαρακτηριστικά, άλλά θά παρα μείνουν γιά πάντα τελείω ς διαφ ορετικές άπό αύτές, καθώς δέν άναπτύσσονται άπό τό ασυνείδητο, άλλά κατευθείαν άπό τό συνειδητό. Οί κανόνες τών γλωσσών προγραμματισμού (« γ ρ α μ μ α τ ικ ή ») πρώτα δηλώνονται καί μετά χρησ ιμοπ οι ούνται. Οί γρα μμα τικοί «κ α ν ό ν ες» τών φυσικών γλωσσών πρώτα χρησιμοποιούνται καί μετά προκύπτουν άφαιρετικά
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
5
άπό τή χρήση, καί διατυπώνονται πάντα μέ δυσκολία καί πο τέ ολοκληρωτικά. Ή γραφή, ή άναγωγή τοΰ λόγου στό χώρο, αύξάνει τίς δυνατότητες τής γλώσσας πέρα σχεδόν άπό κάθε μέτρο, άναδιαρθρώνει τη σκέψη, κι έτσι μετα τρέπει ορισμένες άπό τίς διαλέκτους σέ «γρα φ ολέκτους» (grapholects) (Haugen 1966, Hirsch 1977, σελ. 43-8). Ή γραφόλεκτος είναι μιά ύπερδιαλεκτική γλώσσα πού διαμορφώ νεται άπό τή βαθιά έξάρτησή της άπό τή γραφή. Ή γραφή προσδίδει στή γραφόλεκτο μιά δύναμη πού ξεπερνά όποιαδήποτε δύναμη έχει μιά καθαρά προφορική διάλεκτος. Ή γραφόλεκτος πού είναι γνωστή ώς κοινά άγγλικά διαθέτει πρός χρήση ένα καταγραμμένο λ εξ ι λόγιο τουλάχιστον ενάμισι εκατομμυρίου λέξεω ν,τώ ν όποιων είναι γνωστές όχι μόνο ή σημερινή σημασία άλλά καί έκατοντάδες χιλιάδες παλαιότερες σημασίες. Μιά άπλή προφορική διάλεκτος έχει συνήθως στή διάθεσή της μερικές χιλιάδες λ έ ξεις, καί αύτοί πού τή μιλούν δέν έχουν καμία σχεδόν γνώση τής σημασιολογικής ιστορίας αύτών τών λέξεων. Ά λλά στούς θαυμαστούς κόσμους πού άνοιγει ή γραφή, ό προφορικός λόγος άκόμη ζεΐ καί βασιλεύει. Γιά νά κατανοηθοΰν τά γρα πτά, π ρ έπ ει νά συσχετισθοΰν κάπως, άμεσα ή έμμεσα, μέ τόν κόσμο τών φθόγγων, τή φυσική κατοικία τής γλώσσας. «Δ ια βά ζω » ένα κείμενο σημαίνει ότι τό μετατρέπω σέ φθόγγους, δυνατά ή νοερά· συλλαβή πρός συλλαβή, όταν διαβάζουμε άργά, συνοπτικότερα όταν διαβάζουμε γρήγορα, όπως συνηθίζουμε στούς άναπτυγμένους τεχνολογικά π ο λιτι σμούς. Χρησιμοποιώντας έναν όρο πού ό Jury Lotman (1977, σελ. 48-61· βλ. καί Champagne 1977, σελ. 8) χρησιμοποίησε γιά λίγο διαφορετικούς σκοπούς, μπορούμε νά ονομάσουμε τή γραφή « δ ε υ τ ε ρ ο γ ε ν έ ς σύστημα μ ο ρ φ ο π ο ίη σ η ς», πού έξαρτάται άπό ένα προηγούμενο, πρωταρχικό σύστημα, τήν προφορική γλώσσα. Ό προφορικος λόγος μπορεϊ νά ύπάρξει, καί ύπήρξε ώς έπί τό πλεΐστον, χωρίς τή γραφή* ή γραφή πο τέ χωρίς τόν προφορικό λόγο.
6
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
Κι δμως, παρά τίς προφορικές ρίζες κάθε είδους φώνη σης, γιά αιώνες, καί μέχρι πολύ πρόσφατα, ή έπιστημονική καί φιλολογική μελέτη τής γλώσσας καί τής λογοτεχνίας άπέφευγαν τήν προφορικότητα. Τά κείμενα μονοπωλούσαν τήν προσοχή τόσο απόλυτα, ώστε τά προφορικά δημιουργήματα έτειναν γενικά νά θεωρούνται παραλλαγές τής γραπτής πα ραγωγής, ή άκόμη καί άνάξια όποιασδήποτε άκαδημαϊκής προσοχής. Μόνο πρόσφατα άρχίσαμε νά ά ντιδρούμε στήν άμβλύνοιά μας (Finnegan, σελ. 1-7). > Ή μελέτη τής γλώσσας, μέ έξαίρεση τίς πρόσφατες δεκα ετίες. έπικεντρώθηκε στά γραπτά κείμενα καί όχι στήν προφορικοτητα γιά έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: Έ ξαιτίας τής σχέσης τής ’ίδιας τής μελέτης μέ τή γραφή. Κάθε είδους σκέ ψη, άκόμη καί έκείνη πού συναντάμε στούς πρωταρχικά προ φορικούς π ο λιτισ μ ούς, είνα ι σέ κάποιο βαθμό άναλυτική: διασπά τό ύλικό της σέ διάφορες συνιστώσες. Ά λλά ή άφαιρετικά γραμμική, ταξινομική, έξηγητική διερεύνηση τών φ α ι νομένων ή τών διατυπωμένων άληθειών είναι άνέφικτη χωρίς τή γραφή καί τήν άνάγνωση. Στούς πρωταρχικά προφορικούς πολιτισμούς, πού άγνοούν παντελώς τή γραφή, οί άνθρωποι μαθαίνουν πολλά, διαθέτουν καί έπιδεικνύουν μεγάλη σοφία, άλλά δέν « μ ε λ ε τ ο ύ ν » . Μαθαίνουν συμμετέχοντας — κυνη γώντας μέ έμπειρους κυνηγούς, γιά παράδειγμα— , μαθητεύ οντας, άκούγοντας καί έπανάλαμβάνοντας ό,τι ά κουσ α ν μαθαίνοντας ρητά καί τρόπους νά τά συνδυάζουν καί νά τά έπανασυνδυάζουν άφομοιώνοντας άλλο λογοτυπικό ύλικό, συμμετέχοντας σέ ένα είδος συλλογικής άναδρομής στό πα ρελθόν — όχι πάντως «μ ελετώ ντα ς», μέ τήν αύστηρή έννοια του όρου... ^ Ή μελέτη, μέ τήν αύστηρή έννοια τής έκτεταμένης γραμμΧΚΐί^ά^άλυσης, γίνεται έφικτη με την εσωτερίκευση τής γρα φής, κι ένα άπό τά πρώτα αντικείμενα μελέτης τών έγγραμμάτων είνα ι, συχνά, ή ϊδ ια η γλωσσά καί οί χρήσεις της. Ή ομιλία είναι αναπόσπαστη άπό τή συνείδησή μας καί, άπό τά
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
7
πρώτα στάδια τής συνείδησης, πολύ πριν ή γραφή κάνει τήν εμφάνισή της, γοήτευσε τούς ανθρώπους καί τούς προκάλεσε νά σκεφτούν σοβαρά πάνω σέ αύτήν. Οί παροιμίες απ’ δλο τόν κόσμο είναι πλούσιες σέ παρατηρήσεις γύρω" άπό αύτό τό συνταρακτικά άνθρώπινο φαινόμενο τού λόγου σέ ό,τι άφορά στήν προφορική μορφή του, τή δύναμή του, τήν ομορ φιά του καί τούς κινδύνους τού. Ή γοητεία πού άσκεί ό προ φορικός λόγος συνεχίζεται άμείωτη, αιώνες μετά τή χρήση τής γραφής. Στή Δύση, στούς άρχαίους Έ λληνες, ή γοητεία αύτή φ αί νεται στήν άνάπτυξη τής τεράστιας, λεπτομερώς έπεξεργασμένης ρητορικής τέχνης, πού είναι τό πιο περιεκτικό άκαδημαϊκό αντικείμενο σέ όλο τόν δυτικό πολιτισμό γιά δύο χ ι λιάδες χρόνια. Στά άρχαία ελληνικά, ή ρητορική τέχνη (συνή θως άπλά ρητορική) άναφερόταν κυρίως στον προφορικό λό γο, αν καί ώς άντικείμενο στοχασμού, ώς οργανωμένη « τ έ χνη» ή έπιστήμη — οπως. γιά παράδειγμα, στή Ρητορική τού ’Αριστοτέλη— ήταν. και δέν μπορούσε παρά νά είναι, προϊόν τής γραφής. Ή ρητορική άναφερόταν κυρίως στή δημόσια άγόρευση, πού γιά αιώνες, άκόμη καί σέ έγγράμματους καί τυπογραφικούς πολιτισμούς, παρέμεινε άκριτα τό πρότυπο κάθε λόγου, συμπεριλαμβανομένου καί τού γραπτού (Ong 1967b, σελ. 58-63, καί Ong 1971, σελ. 27-8). Έ τ σ ι, άπό τήν άρχή, ή γραφή δέν μείωσε τήν προφορικότητα άλλά τήν ένίσχυσε, επιτρέποντας τήν οργάνωση τών «άρχώ ν» ή τών συνι στωσών τής ρητορικής σέ μιά έπ ιστημονική « τ έ χ ν η » , ένα γρα μμικά διατετα γμένο εξηγητικό σχήμα πού έδειχνε πώς καί για τί ή ρητορεία πετύχαινε καί μπορούσε νά πετύχει τά διάφορα ειδικά της άποτελέσματα. 'Ωστόσο, οί άγορεύσεις — ή καί οί άλλες προφορικές τ ε λέσεις— πού μελετούνταν ώς τμήμα τής ρητορικής δέν μπο ρούσαν νά είναι άγορεύσεις πού είχαν πραγματικά έκφωνηθεί. Μετά τήν ολοκλήρωση τής άγόρευσης, τίποτε δέν άπέμενε πρός μελέτη. Αύτό πού χρησιμοποιούσαν γιά « μ ε λ έ τ η » ή
8
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
ταν αγορεύσεις πού είχαν καταγραφεΐ — συνήθως μετά τήν εκφώνησή τους καί συνηθέστερα πολύ άργότερα (στήν άρχαιότητα, κανείς έκτός άπό τούς επονείδιστους άτάλαντους ρή τορες δέν συνήθιζε νά μιλά άπό ένα κείμενο προετοιμασμένο λέξη πρός λέξη — Ong 1967b, σελ. 56-8). Έ τ σ ι, άκόμα καί οί άγορεύσεις πού είχαν συντεθεί προφορικά, μελετούνταν όχι ώς ομιλίες, άλλά ώς γραπτά κείμενα. Ε π ιπ λ έο ν , έκτός άπό τήν καταγραφή προφορικών τ ελ έ σεων όπως οί άγορεύσεις, ή γραφή παρήγαγε τελικά αύστηρά γραπτές συνθέσεις, σχεδιασμένες νά άφομοιωθούν κα τευθεί αν άπό τή γραμμένη έπιφ άνεια. Τ έτοιες γραπτές συνθέσεις έστρεψαν άκόμη περισσότερο τήν προσοχή στά κείμενα, κα θώς πραγματικά γραπτές συνθέσεις έμφανίζονταν μόνο ώς κείμενα, μολονότι πολλές άπό αύτές άκούγονταν μάλλον π α ρά διαβάζονταν σιωπηλά, άπό τίς ιστορίες τού Λίβιου ώς τή Θζία Κωμωδία τού Δάντη καί άκόμη πιό πέρα (Nelson 1967-8, Bauml 1980, Goldin 1973, Cormier 1974, Ahern 1982).
«Προφορική γραμματεία» είπατε; Ή έπικέντρω ση τής έρευνας στά κείμενα είχε ιδεολογικές συνέπειες. Μέ τήν προσοχή τους στραμμένη στά κείμενα, οί μελετητές συχνά ύπέθεταν, ενίοτε άβασάνιστα, ότι ό προφο ρικός λόγος ήταν ούσιαστικά ϊδ ιο ς μέ τόν γρα π τό, μέ τόν όποιο κυρίως άσχολούνταν, καί ότι οί προφορικές μορφές τ έ χνης ήταν κατ’ ούσίαν άπλά κείμενα, μέ μόνη έξαίρεση τό γ ε γονός πώς δέν ήταν γραπτά. Δημιουργήθηκε ^έντύπω ση ότι, έκτός άπό τή ρητορεία (πού ακολουθούσε τους ρητορικούς κανόνες), οί προφορικές μορφές τέχνης ήταν βασικά άτεχνες καί άνάξιες σοβαρής μελέτης. Β έβα ια , οί υποθέσεις αύτές δέν γίνονταν δεκτές άπ’ ό λους. Ά πό τά μέσα τού δέκατου έκτου αιώνα καί μετά άρχι σαν νά γίνονται έντονότερα άντιληπτές οί σύνθετες σχέσεις
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
9
άνάμεσα στή γραφή και τήν ομιλία (Cohen 1977). Άλλά ή άνηλεής κυριαρχία τής κειμενικότητας στό μυαλό τών έρευνητών φαίνεται άπό τό γεγονός ότι μέχρι σήμερα άκόμη δέν έχουν διαμορφωθεί έννοιες πού θά μπορούσαν νά συλλάβουν άποτελεσματικά, γιά νά μήν πούμε μέ κομψότητα, τήν προ φορική τέχνη ώς τέτοια χωρίς συνειδητή ή μή συνειδητή άναφορά στή γρα φ ή. Κι αύτό παρά τό γεγονός ότι οί μορφές τής προφορικής τέχνης πού άναπτύχθηκαν δεκάδες χιλιάδες χρό νια πριν άπό τή γραφή, δέν έχουν προφανώς καμία σχέση μα ζί της. Διαθέτουμε τόν q q o literature —«γ ρ α μ μ α τεία »— (λα τινικά literatura, άπό τό litera, γράμματα τού άλφαβήτου) γιά νά δηλώσουμε ένα συγκεκριμένο σώμα γραπτών — άγγλική γραμματεία, ελληνική γραμματεία— , άλλά δέν έχουμε κανέναν άνάλογο ικανοποιητικό όρο ή έννοια γιά νά άναφερθούμε στήν καθαρά προφορική κληρονομιά, όπως είναι τά παραδο σιακά παραμύθια, οί π α ροιμίες, οί προσευχές, τά γνωμικά (Chadwick 1932-40, passim) ή άλλες προφορικές παραγωγές τών Λακότα, Sioux τής Βόρειας Α μερικής, τών Mande τής Δυ τικής Αφρικής ή τών Ελλήνων τής ομηρικής εποχής. "Οπως παρατηρήσαμε παραπάνω, ονομάζω «πρωταρχική προφορικότητα» τήν προφορικότητα ενός πολιτισμού πού άγνοεΐ πλήρως τή γραφή ή τήν τυπογραφία. Είναι «πρωταρχι κή» σέ άντίθεση μέ τή «δευτερογενή προφορικότητα» τού ση μερινού τεχνολογικά άναπτυγμένου πολιτισμού, στον όποιο μιά νέα προφορικότητα συντηρείται άπό τό τηλέφωνο, τό ρα διόφωνο, τήν τηλεόραση καί άλλα ήλεκτρονικά μέσα, ή ύπαρξη καί ή λειτουργία τών όποιων έξαρτάται άπό τή γραφή καί τήν τυπογραφία. Σήμερα δέν ύπάρχουν σχεδόν καθόλου πρωταρ χικά προφορικοί πολιτισμοί, μέ τήν αύστηρή σημασία τού ό ρου, αφού κάθε Πολιτισμός γνωρίζει τή γραφή καί έχει κάποια έμπειρία τών συνεπειών της. Παρ’ όλα αύτά, σέ διαφορετικούς βαθμούς, πολλοί πολιτισμοί καί «ύποκουλτούρες», άκόμα καί σ’ ένα περιβάλλον υψηλής τεχνολογίας, διατηρούν μεγάλο μ έ ρος άπό τή νοοτροπία τής πρωταρχικής προφορικότητας.
10
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
Δέν είναι εύκολο νά συλλάβουμε μέ έναν σημαίνοντα καί ακριβή τρόπο τήν καθαρά προφορική παράδοση ή τήν πρωτ αρχική προφορικότητα. Ή γραφή κάνει τίς « λ έ ξ ε ις » νά μοιά ζουν μέ πράγματα, έπειδή τίς σκεφτόμαστε ώς ορατά αποτυ πώματα πού σηματοδοτούν λέξεις σέ αύτούς πού τά άποκωδικοποιούν: μπορούμε νά δούμε καί νά α γγίξουμε τέτο ιες άποτυπωμένες « λ έ ξ ε ις » σέ κείμενα καί βιβλία . Οί γραμμένες λέξεις είναι υπόλειμμα. Ή προφορική παράδοση δέν έχει τ έ τοιο ύπόλειμμα ή έναπόθεμα. "Όταν παύει ν’ άκούγεται π λ έ ον μιά χιλιοειπωμένη ιστορία, ό,τι άπομένει άπό αύτήν είναι ή δυνατότητα πού έχει κάποιος νά τήν έπ α να λάβει. Έ μ εΐς (πού δ ια β ά ζ ο υ μ ε κ είμ εν α σάν α ύτό) ε ίμ α σ τ ε , ώς έπ ί τό πλεΐστον, σέ τέτοιο καταλυτικό σημείο έγγρά μμα τοι, ώστε σπάνια αισθανόμαστε άνετα σέ μιά κατάσταση όπου ή εκφο ρά μοιά ζει τόσο λίγο μέ « π ρ ά γ μ α » , όπως συμβα ίνει στήν προφορική παράδοση. Τό άποτέλεσμα — άν καί όχι μέ τήν ϊδ ια συχνότητα σήμερα— ήταν νά δημιουργήσει ή έρευνα στό παρελθόν κάποιες τερα τώ δεις έννοιες όπως είνα ι ή έννοια τής «προφορικής γραμματείας/λογοτεχνίας» (oral literature). Αύτός ό πράγματι άπαράδεκτος όρος χρησιμοποιείται άκόμη καί σήμερα, κι άπό μελετητές πού άντιλαμβάνονται όλο καί περισσότερο τήν άδυναμία του: ό όρος τελικά άποκαλύπτει ότι δέν είμαστε ικανοί νά νοήσουμε τό προφορικά οργανωμέ νο ύλικό παρά μόνο ώς μιά παραλλαγή τής γραφής, άκόμη κι όταν αύτό δέν έχει καμιά σχέση μέ τή γραφή? Ό τίτλος τής μεγάλης Συλλογής Προφορικής Γραμματείας τοϋ Milman Par ry, στό Χάρβαρντ, άποτελεΐ μνημείο τής άντίληψης μιας προ ηγούμενης γενιάς μελετητών μάλλον παρά τών σημερινών της έφορων. Θά μπορούσε κανείς νά ισχυριστεί (όπως κάνει ή Finnegan 1977, σελ. 16) ότι ό όρος literature — «γ ρ α μ μ α τεία »— , πού έπινοήθηκε κυρίως γιά τά γραπτά έργα, έπεκτάθηκε άπλώς γιά νά σ υμπ εριλά βει φαινόμενα δπως ή παραδοσιακή προ φορική άφήγηση σέ πολιτισμούς πού δέν τούς έχει άγγίξει ή
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
11
γραφή. Πολλοί ειδικο ί άρχικά δροι γενικεύτηκαν κατ’ αύτό τόν τρόπο. Οί έννοιες όμως έχουν τόν τρόπο νά μεταφέρουν μέσα τους τήν έτυμολογία τους γιά πάντα. Τά στοιχεία άπό τά όποια φτιάχνεται άρχικά ένας όρος συνήθως, καί πιθανόν πάντα, διασώζονται στίς επόμενες σημασίες, άόριστα Υσως, άλλά συχνά κατά τρόπο δυνα μικό καί μά λιστα α μ είω το. Ε π ιπ λ έο ν , όπως θά δούμε άναλυτικά ά ργότερα . ή γραφή είναι μιά ιδιαίτερα επεκτατική δραστηριότητα πού μάς προ κ α τα λα μ βά νει καί τ ε ίν ε ι νά ά φ ομοιώ νει άλλα π ρά γμα τα , άκόμη καί χωρίς τή βοήθεια τής έτυμολογίας. "Αν καί οί λέξεις θεμελιώνονται στον προφορικό λόγο, ή γραφή τυραννικά τίς φυλακίζει γιά πάντα στό πεδίο τής όρα σης. "Οταν ζητήσουμε άπό έναν έγγράμματο νά σκεφτεΐ τή λέξη «μ ο λα τα ύτα », αύτύς συνήθως (ύποψιάζομαι, πάντα) θά έχει κάποια εικόνα, έστω άόριστη, τής συλλαβισμένης λέξης καί δέν θά είναι δυνατόν νά τή σκεφτεΐ γιά περισσότερο άπό, ας π ο ύ μ ε, εξήντα δ ευ τερό λεπ τα , δίχως νά άναφερθεϊ στά γράμματα, άλλά μόνο στον ήχο. Μέ άλλα λόγια, ό έγγράμματος δέν μπορεΐ νά άνακτήσει τήν αίσθηση πού έχουν οί προ φορικοί άνθρωποι γιά τίς λέξεις. Μέ δεδομένο τόν άλφαβητικό επεκτατισμό, μοιάζει τελείως αδύνατον νά χρησιμοποιή σουμε τόν όρο «γ ρ α μ μ α τ εία » γιά νά συμπ εριλά βουμε τήν προφορική παράδοση καί τέλεση, χωρίς νά τίς άναγάγουμε, ανεπαίσθητα μέν άλλά άνεπανόρθωτα, σέ παραλλαγές τής γραφής. Τό νά θεωρούμε μιά προφορική παράδοση ή μιά κληρο νομιά προφορικών τελέσεων, ειδών καί τρόπων ώς «π ροφ ο ρική γρα μμ α τεία » μοιάζει κάπως μέ τό νά σκεφτόμαστε τά άλογα ώς αύτοκίνητα δίχως τροχούς. Μ πορεϊτε, βέβα ια , νά έπ ιχ ειρ ή σ ετε κά τι τ έτ ο ιο . Φ α ντα σ τείτε πώς γρ ά φ ετε μιά πρα γμα τεία γιά τά άλογα (άπευθυνόμενος σέ άνθρώπους πού δέν έχουν δει ποτέ άλογα), ή όποια άρχίζει όχι μέ τήν έννοια τού άλογου άλλά μέ τήν έννοια τού αύτοκινήτου, πού στηρίζεται στήν άμεση εμπ ειρία τών αυτοκινήτων πού έχουν
12
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
οί αναγνώστες της. Συνεχίζοντας τήν άνάπτυξη τού θέματός σας, άναφέρεστε πάντα στά άλογα σάν νά ήταν «αύτοκινητα δίχως τροχούς» καί έξηγώντας τίς διαφορές τους σέ άνα γνώστες μέ μεγάλη έμπ ειρία στά αύτοκινητα καί πλήρη ά γ νοια άπό άλογα, π ροσπ α θείτε νά ά π οκόψ ετε κάθε έννοια «α ύτοκινήτου» άπό τήν έννοια τοϋ «αύτοκινήτου δίχως τρ ο χούς», ώστε νά δώσετε στόν ς>ρο μιά καθαρά «ά λ ο γ ίσ ια » ση μασία. ’Αντί γιά τροχούς, τά δίχως τροχούς αύτοκινητα έχουν ύπεραναπτυγμένα νύχια πού λέγονται οπλές* άντί γιά φώτα πορείας ή ϊ'σως καθρέφτες, μάτια· άντί γιά ένα στρώμα άπό βερνίκι, κάτι πού λέγετα ι τρίχωμα· άντί βενζίνη γιά καύση, σανό κ.ο.κ. Στό τέλος, τά άλογα είναι άκριβώς ό,τι δέν είναι. "Οσο άκριβής καί λεπτομερής κι άν είναι μιά τέτοια άποφατική περιγραφή, οί οδηγοί τών αύτοκινήτων πού δέν έχουν δει ποτέ άλογο καί άκούνε μόνο γιά «αύτοκινητα δίχως τρο χούς » σίγουρα θά άποκομίσουν μιά περίεργη εικόνα γιά τά άλογα. Τό ϊδ ιο συμβαίνει μέ αυτούς πού συζητούν μέ όρους «π ροφ ο ρικ ής γ ρ α μ μ α τ εία ς ». Δέν μ π ορεΐς νά π ερ ιγ ρ ά φ εις χωρίς νά δια σ τρεβλώ σεις σοβαρά καί παραπλανητικά ένα πρωταρχικό φαινόμενο, άρχίζοντας άπό ένα δευτερογενές, έπ α κό λο υ θο φ α ινό μενο καί έξα λ είφ ο ν τα ς τίς δ ια φ ο ρ ές. Π ρά γμ α τι, άρχίζοντας έτσ ι άνάποδα — βάζοντας τό κάρο πρίν άπό τό άλογο— δέν μπορεΐς ποτέ νά άντιληφθεΐς τίς πραγματικές διαφορές. ’Ά ν καί ό προσδιορισμός «π ροεγγρά μμα τος» είναι χρήσι μος καί μ ερ ικ ές φορές ά να γκα ΐος, όταν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιείτα ι άκριτα παρουσιάζει προβλήματα παρόμοια μέ έκεΐνα τοϋ όρου «προφορική γ ρα μμ α τεία », άν καί όχι τόσο χτυπητά. Ό προσδιορισμός «π ροεγγρά μμα τος» παρουσιάζει τήν προφο ρικότητα — τό «πρωταρχικό σύστημα μορφοποίησης»— ώς άναχρονιστική παρέκκλιση άπό τό «δ ευ τερ ο γεν ές σύστημα μορφοποίησης» πού άκολούθησε. Παράλληλα μέ τούς δρους «π ροεγγρά μμα τος» καί «π ρ ο φορική γρα μμ α τεία », άκοϋμε νά άναφέρεται καί τό text (κ εί
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
13
μενο) μιας προφορικής έκφοράς. Ή λέξη text, άπό μιά ρίζα πού σημαίνει «ύ φ α ίνω », είναι, μέ απόλυτους όρους, έτυμολογικά πιο συμβατή μέ τήν προφορική εκφορά α π’ ό,τι ό όρος literature (γρα μ μα τεία ), πού έτυμολογικά άναφέρεται στά γράμματα (literae) τού αλφαβήτου. Ό προφορικός λόγος, άκόμη καί σέ ένα προφορικό περιβάλλον, νοείται συχνά ώς ύφανση ή συρραφή — ραψωδβϊν στά άρχαΐα ελληνικά σημαί νει βασικά «συρράπτειν ώ δές». Ά λλά στήν πραγματικότητα, όταν οί έγγράμματοι χρησιμοποιούν σήμερα τόν όρο text, κβίμβνο, γιά νά άναφερθούν στήν προφορική τέλεση, τύν εννοούν κατ'’ αναλογίαν πρός τή γραφή. Στό λεξικό τών έγγραμμάτων, τό « κ ε ίμ ε ν ο » τής άφήγησης ένός άνθρώπου άπό έναν πρω ταρχικά προφορικό π ολιτισ μό ά π ο τελ εϊ πρω θύστερο: ξανά τό άλογο ώς «αύτοκίνητο δίχως τροχούς». Ά φού ύπάρχει τέτοια τεράστια διαφορά ανάμεσα στον προφορικό καί τόν γραπτό λόγο, τί μπορούμε νά κάνουμε γιά νά επινοήσουμε μιά εναλλακτική λύση στύν άναχρονιστικό καί α ύτοα να ιρούμενο όρο «π ρ ο φ ο ρ ικ ή γ ρ α μ μ α τ ε ία » ; Προσαρμόζοντας μιά πρόταση τοΰ Northrop Frye γιά τήν ε π ι κή ποίηση στό Anatomy of Criticism (1957, σελ. 248-50, 293303), θά μπορούσαμε νά άποκαλοΰμε κάθε καθαρά προφορι κή τέχνη « έ π ο ς » , λέξη πού έχει τό ϊδ ιο πρώτο-ινδοευρωπαϊκό θέμα, wekw-, μέ τή λατινική λέξη vox καί τήν άντίστοιχη άγγλική voice, καί επομένως θεμελιώ νεται στέρεα στή φώνη ση, στό προφορικό. ’Έ τσ ι, οί προφορικές τελέσεις θά γίνονται άντιληπτές ώς «φ ω νήσεις» (voicings), ό,τι τελικά είναι. Άλλά ή πιό συνηθισμένη σημασία τοΰ όρου « έ π ο ς » , πού είν α ι (προφορικό) έπικό ποίημα, θά παρεμβαλλόταν κάπως στήν άποδιδόμενη γενική σημασία πού θά άναφερόταν σέ όλα τά προφορικά δημιουργήματα. Τό «φ ω νήσεις» μοιάζει νά προκαλεΐ πάρα πολλούς άνταγωνιστικούς συνειρμούς, αν όμως κάποιος πισ τεύει πώς άξίζει νά τό προωθήσει, θά τόν βοη θούσα νά τό διατηρήσει σέ κυκλοφορία. Ά λλά καί πάλι θά μάς έλειπ ε ένας πιό γενικός όρος ό όποιος θά περιλάμβανε
14
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
καί τήν καθαρά προφορική τέχνη καί τή λογοτεχνία. Έδώ θά συνεχίσω μιά πάγια πρακτική άνάμεσα στούς ύποψιασμένους, καταφεύγοντας, δταν είνα ι άναγκαΐο, σέ αύτονόητες περιφράσεις — «καθαρά προφορικές μορφές τέχνης», « μ ο ρ φές έντεχνου λ ό γ ο υ » (πού θά π εριλα μ βά νει τόσο τά έργα πού δημιουργούνται προφορικά όσο καί έκεΐνα πού δημιουργοϋνται γραπτά) κ.ο.κ. Στήν έποχή μας ό όρος «π ροφ ορική γρα μμα τεία /λογο τεχ ν ία » ευτυχώς ύποχω ρεΐ, άλλά είνα ι πιθανό νά μήν κ ερ δίσουμε ποτέ τή μάχη τής ολοκληρωτικής του κατάργησης. Τό νά σκεφτούν τίς λέξεις άνεξάρτητα άπό τή γραφή παραεΐνα ι έπίπονη προσπάθεια γιά νά τήν άναλάβει ή πλειοψηφία τών έγγραμμάτω ν, άκόμη κι δταν τό ά π α ιτεϊ ή ε ιδ ικ ε υ μένη άνθρωπολογική ή γλωσσολογική έργασία τους. Οί λ έ ξεις σού έρχοντα ι στό νού γ ρ α μ μ έν ες , δ ,τι κι άν κά νεις. Ε π ιπ λ έο ν , ό διαχωρισμός τών λέξεων άπό τή γραφή άπειλ εΐ ψυχολογικά τούς έγγρά μμα τους, άφού ή άντίληψή τους ότι ελέγχουν τή γλώσσα είνα ι στενά δεμένη μέ τον οπτικό μετασχηματισμό τής γλωσσάς: πώς μπορούν νά ζησουν οί άνθρωποι τών γραμμάτων χωρίς λεξικά , γραπτούς κανόνες γρα μμα τικής, στίξη, καί όλο τόν υπόλοιπο έξοπλισμό πού κάνει τίς λέξεις πράγματα πού μπορεΐς νά τά « κ ο ιτ ά ξ εις » κά π ου; Οί έγγρά μ μ α το ι χρήστες μιας γρα φ ολέκτου δπως τά κοινά άγγλικά έχουν πρόσβαση σέ λεξιλόγια έκατοντάδες φορές μ εγ α λύ τερ α άπό όσα μ π ο ρ εΐ νά σ τη ρ ίξει μιά προφορική γλώσσα. Σ έ έναν τέτοιο γλωσσικό κόσμο τά λ ε ξικά είνα ι ά πα ρα ίτητα. Ε ίνα ι άποθαρρυντικό νά θυμάται κανείς δτι δέν υπάρχει στό μυαλό κανένα λεξικ ό , ότι ό λεξικογραφικός έξοπ λισμός εΐν α ι μιά πολύ πρόσφατη π ρ ο σθήκη στή γλώσσα αύτή καθ’ έαυτήν, δτι δλες οί γλώσσες έχουν π ερίπ λο κ ες γ ρ α μ μ α τικ ές , ότι άνέπτυξαν τήν π ερ ιπλοκότητά τους έν άπουσία τής γραφής καί δ τι, πέρα άπό τούς πολιτισμούς μέ σχετικά ύψηλή τεχνολογία, οί π ερ ισ σ ό τερο ι άπό τούς χρήστες τών γλωσσών τά κατάφερναν
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
15
πάντα αρκετά καλά χωρίς κανέναν οπτικό μετασχηματισμό τών φωνητικών φθόγγων. Οί προφορικοί πολιτισμοί πράγματι παράγουν δυνατές καί πανέμορφες προφορικές τελέσεις μέ μεγάλη καλλιτεχνική καί ανθρωπιστική αξία, πού δέν μπορούν πλέον νά παραχθούν μόλις ή γραφή καταλάβει τήν ψυχή. Παρ’ όλα αύτά, χωρίς τή γραφή, ή ανθρώπινη συνείδηση δέν μπορεϊ νά πραγ ματοποιήσει στό έπακρο τίς δυνατότητές της, δέν μπορεϊ νά παράγει άλλες όμορφες καί δυνατές δημιουργίες. Μέ αύτή τήν έννοια, ή προφορικότητα έχει ανάγκη καί είναι προοορισμένη νά παράγει τή γραφή. "Οπως θά δούμε, ή έγγραμματο σύνη είναι άπολύτως άπαραίτητη γιά τήν ανάπτυξη όχι μόνο τής έπιστήμης άλλά καί τής ιστορίας, τής φιλοσοφίας, τής κα τανόησης τής λογοτεχνίας καί κάθε τέχνης, καί μάλιστα γιά τήν έξήγηση τής ίδ ια ς τής γλώσσας (συμπεριλαμβανομένης τής Υδιας τής ομιλίας). Κανένας σχεδόν προφορικός ή πρωτίστως προφορικός πολιτισμός δέν έχει άπομείνει σήμερα στον κόσμο πού νά μήν έχει κάπως συνειδητοποιήσει τό τεράστιο πλέγμα δυνατοτήτων, πού είνα ι άπροσπέλαστο γιά πάντα χωρίς τή γραφή. Ή έπιγνωση αυτη βιώνεται μέ άγωνία άπό τους άνθρώπους πού είναι ριζωμένοι στήν πρωταρχική προ φορικότητα, πού έπιζητούν μέ πάθος τήν έγγραμματοσύνη, άλλά πού γνωρίζουν επίσης ότι μπαίνοντας στόν συναρπα στικό κόσμο τής έγγραμματοσύνης πρέπει νά έγκαταλείψουν πολλά άπύ τά συναρπαστικά καί πολύ άγαπημένα τού προ φορικού κόσμου. Πρέπει νά πεθάνουμε γιά νά συνεχίσουμε ^wvw/ώ ς, ή έγγρα μμα τοσ ύνη, μολονότι κα τα βροχθίζει τούς προφορικούς της προγόνους, έκτος κι αν έλέγχεται προ σεκτικά καί καταστρέφει ενίοτε τή μνήμη τους, έχει άπειρες δυνατότητες προσαρμογής. Μ πορεϊ άκόμη καί νά άποκαταστήσει τή μνήμη τους. Μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε τήν έγγραμματοσύνη γιά νά άνασυγκροτήσουμε γιά λογαριασμό μας τήν άρχαϊκή άνθρώπινη συνείδηση πού δέν ήταν καθόλου
16
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
εγγράμματη — νά τήν ανασυγκροτήσουμε άρκετά καλά, άν καί όχι τελείως (δέν μπορούμε νά λησμονήσουμε άρκετά τό οικείο παρόν γιά νά άναπλάσουμε στό νού μας τό όποιοδήποτε παρελθόν στήν άκεραιότητά του). Μιά τέτοια άνασυγκρότηση μπορεΐ νά μάς βοηθήσει νά κατανοήσουμε καλύτερα πόσο σημαντική ήταν ή γραφή καί ή άνάγνωση στή διαμόρ φωση τής άνθρώπινης συνείδησης κατά τήν πορεία της πρός, καί μέσα, στούς πολιτισμούς ύψηλής τεχνολογίας. Μιά τέτοια κατανόηση τής έγγραμματοσύνης καί τής προφορικότητας έπ ιχειρεΐ μέχρις ένός βαθμού νά έπιτύχει τό βιβλίο αύτό, πού είνα ι, άναγκαστικά, ένα έργο γραπτό, καί όχι μιά προφορική τέλεση
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή σύγχρονη ανακάλυψη τών πρωταρχικά προφορικών πολιτισμών Ή πρώιμη ενασχόληση μέ τήν προφορική παράδοση Ή πρόσφατη ένασχόληση μέ τόν προφορικό χαρακτήρα τής γλώσσας δέν είναι χωρίς προηγούμενο. Μ ερικές δεκα ετίες πρό Χ ρισ το ύ , ό ψευδώ νυμος συγγραφέας τού βιβλίο υ τής Παλαιάς Διαθήκης, γνωστός μέ τό έβρα'ικό φιλολογικό ψ ευ δώνυμο Qoheleth («ό ομιλητής τής σύναξης») ή τό ελληνικό αντίστοιχο, Εκκλησιαστής, άναφέρεται καθαρά στήν προφο ρική παράδοση άπό τήν όποια ά ντλεϊ: «Κ α ί περισσόν ότι έγένετο έκκλησιαστής σοφός, ότι έδίδαξεν γνώσιν σύν τόν άνθρωπον, καί ους έξιχνιάσεται κόσμιον παραβολών, πολλά έζήτησεν έκκλησιαστής τού εύρεΐν λόγους θελήματος, καί γεγραμμένον εύθύτητος, λόγους άληθείας»* (Εκκλησιαστής, 12: 9-10). Οί άνθρωποι τών γρα μμά τω ν, άπό τούς μεσαιω νικούς συλλέκτες τών florigelia (άνθολογιών) ώς τόν Έ ρασμο (14661536) ή τόν Vicesimus Knox (1752-1821) καί εξής, δέν έπαψαν *
Σ .τ .Έ .: «Κ α ί δσο περισσότερο ό έκκλησιαστής στάθηκε σοφός, τόσο περισσότερο δίδαξε τή γνώση στό λαό, πρόσεξε, διερεύνησε καί έβαλε σέ τάξη πολλές παροιμίες. Ό έκκλησιαστής ζήτησε νά βρει εύάρεστους λόγους καί νά γράψει μέ ακρίβεια αληθινούς λό γους».
18
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗ
νά καταγράφουν ρητά άπό τήν προφορική παράδοση. Είναι άξιοσημείωτο όμως ότι, τουλάχιστον στον δυτικό πολιτισμό, καί άπό τούς μεσαιωνικούς χρόνους καί τόν ’Έ ρασμο, οί π ε ρισσότεροι συλλέκτες έπέλεγαν τά « ρ η τ ά » τους άπό άλλα γραπτά κι όχι κατευθείαν άπό τόν προφορικό λόγο. Τό ένδιαφέρον γιά τό μακρινό παρελθόν καί τόν λαϊκό πολιτισμό χαρακτήριζε τόν ρομαντισμό. Ά πό τότε, εκατοντάδες συλλέ κτες, μέ πρώτους τόν Σκώτο Jam es McPherson (1736-1796), τόν ’Ά γγλο Thomas Percy (1729-1811), τούς Γερμανούς άδελφούς Jacob (1785-1863) καί Wilhelm Grimm (1786-1859), ή καί τον Α μερικα νό Francis Jam es Child (1825-1896), έπ εξεργά στηκαν, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, τμήματα τής προφο ρ ικ ή ς, ή μ ιπ ρ ο φ ο ρ ικ ή ς ή σχεδόν προφ ορικής π α ρά δοσης, προσδίδοντάς της νέα εύυποληψία. Καθώς έμπαινε ό φθίνων πιά αιώνας μας, ό Σκώτος μελετητής Andrew Lang (18441912) καί άλλοι είχαν ήδη καταρρίψει τήν άποψη ότι ή προ φορική λαϊκή έκφραση ήταν άπλώς τό λείψανο μιας «ύψηλότερ η ς», λόγιας μυθολογίας — άποψη πού γεννήθηκε άρκετά φυσιολογικά άπό τή χειρογραφική καί τυπογραφική προκα τάληψη πού συζητήσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο. Οί πρώτοι γλωσσολόγοι άντιδρούσαν στήν ιδέα τής δ ιά κρισης τής γραπτής άπύ τήν προφορική γλώσσα. Παρά τίς ν έ ες, διεισδυτικές του παρατηρήσεις γιά τόν προφορικό λόγο, ή ίσως καί έξαιτίας τους, ό Saussure (1959, σελ. 23-4) π ιστεύει, όπως καί οί Edward Sapir, C. Hockett καί Leonard Bloomfield, πώς ή γραφή άναπαριστά άπλώς τήν όμιλούμενη γλώσσα σέ ορατή μορφή. Οί γλωσσολόγοι τής σχολής τής Πράγας, ιδίως οί J. Vachek καί Ernst Pulgram έπεσήμαναν κάποια διαφορά άνάμεσα στή γραπτή καί τήν όμιλούμενη γλώσσα, μολονότι, στρέφοντας τήν προσοχή τους στά γλωσσικά καθολικά καί όχι στούς άναπτυξιακούς παράγοντες, έκαμαν φειδωλή χρή ση τής διάκρισης (Goody 1977, σελ. 77).
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
19
Τό ομηρικό ζήτημα Μέ δεδομένη λοιπόν τή μακροχρόνια ένασχόληση τών φιλο λόγων μέ τήν προφορική παράδοση καί τήν τεκμηρίωση τοϋ L an g καί άλλων ότι οι καθαρά προφορικοί πολιτισμοί μποροϋν νά παράγουν σύνθετες λογοτεχνικές μορφές, ποιο είναι τό καινούργιο στοιχείο στόν νέο τρόπο μέ τόν όποιο άντιλαμβανόμαστε τήν προφορικότητα; ’Ά ν καί ό τρόπος αύτός άναπτύχθηκε άπό πολλούς δρό μους, μπορούμε ϊσως νά τόν παρακολουθήσουμε καλύτερα μέσα άπό τήν ιστορία τού «ομηρικού ζητήματος». Γιά π ερισ σότερο άπό δύο χιλιάδες χρόνια, οί φιλόλογοι άφοσιώθηκαν στή μελέτη τοϋ Ό μήρου, άναμειγνύοντας σέ διαφορετικούς βαθμούς διεισδυτικότητα, παραπληροφόρηση καί προκατά ληψη, εϊτε συνειδητά ε’ίτε άσυνείδητα. Πουθενά άλλου δέν διακρίνονται τόσο εύκολα οί άντιθέσεις άνάμεσα στήν προ φορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη, ή τά τυφλά σημεία τού άκριτου χειρογραφικού ή τυπογραφικού νού. Τό «ομηρικό ζήτημα», πού προέκυψε άπό τήν «ύ ψ η λ ή » κριτική τού Όμήρου στόν δέκατο ένατο αιώνα, ή όποια ώρίμασε μαζί μέ τήν άντίστοιχη τής Βίβλου, έχει τίς ρίζες του στήν κλασική άρχαιότητα (βλ. A dam Parry, 1971, στόν όποιο στηρι ζόμαστε σημαντικά στίς επόμενες σελίδες). Κατά καιρούς, στή δυτική κλασική άρχαιότητα οί άνθρωποι τών γραμμάτων έδ ει χναν νά άντιλαμβάνονται κάπως ότι ή Ίλιάδα καί ή 'Οδύσσζια διέφεραν άπό τήν υπόλοιπη έλληνική ποίηση καί ότι ή κατα γωγή τους ήταν σκοτεινή. Ό Κικέρων πίστευε ότι τά σωζόμενα κείμενα τών δύο ομηρικών έπών προέκυψαν άπό τήν άναθεώρηση τού ομηρικού έργου (πού, φυσικά, γ ι’ αύτόν ήταν γρα πτό) άπό τόν Πεισίστρατο* ό Ίώσηπος ισχυριζόταν ότι ό "Ομη ρος δέν γνώριζε νά γράφει, περισσότερο δμως γιά νά ύποστηρίξει ότι ό έβρα'ικός πολιτισμός ήταν άνώτερος τού πρώιμου ελληνικού, έφόσον γνώριζε τή γραφή, παρά γιά νά δικαιολο γήσει τό ύφος ή άλλα χαρακτηριστικά τών ομηρικών έπών.
20
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Άπό τήν αρχή βαθιές αναστολές μάς έμπόδιζαν νά δούμε τι πραγματικά είναι τά ομηρικά έπη. Άπό τήν άρχαιότητα ώς σήμερα, ή Τλιάδα καί ή 'Οδύσσεια θεωρούνταν τά πιό παρα δειγματικά, αληθινά καί έμπνευσμένα κοσμικά ποιήματα τής δοτικής κληρονομιάς. Γιά νά δικαιολογήσει τή δεδομένη τους τελειότητα, κάθε έποχή έτεινε νά τά ερμηνεύει λέγοντας ότι τά έπη κατόρθωναν καλύτερα ό,τι θεωρούσε πώς οί ποιητές της έκαμαν ή πάσχιζαν νά κάνουν. Άκόμη καί όταν ό ρομα ντισμός αναγνώρισε τό «πρωτόγονο» ώς ένα θετικό πλέον κι όχι ατυχές πολιτισμικό στάδιο, οί μελετητές καί οί αναγνώ στες είχαν, γενικά, τήν τάση νά αποδίδουν στήν πρωτόγονη ποίηση ιδιότητες πού ή έποχή τους άναγνώριζε ώς θεμελιακά έγγενεϊς. Περισσότερο άπό όποιονδήποτε προγενέστερο, ό Αμερικανός κλασικός φιλόλογος Milman Parry (1902-1935) πέτυχε νά υποσκάψει αύτό τόν πολιτισμικό σοβινισμό καί νά διαβάσει τήν «πρωτόγονη» ομηρική ποίηση μέ τούς δικούς της όρους, άκόμη καί όταν αύτοί ήταν άντίθετοι μέ τήν άποδεκτή άποψη γιά τό τι έπρεπε νά είναι ποίηση καί ποιητής. Τό έργο τού Parry προμήνυαν άόριστα προγενέστερες ερ γασίες, καθώς ή γενική έπιδοκιμασία τών ομηρικών έπών συνοδευόταν συχνά άπό κάποιες άντιρρήσεις. Τά ποιήματα αύτά θεωρήθηκαν συχνά κάπως παράταιρα. Στον δέκατο έβδομο αιώνα, ό Francois Hedelin, άββάς τού Aubignac καί τού Meimac (1604-1676), μέσα σ’ ένα πνεύμα ρητορικής πολε μικής μάλλον παρά πραγματικής γνώσης, κατέκρινε τήν Ίλιάδα καί τήν 'Οδύσσεια γιά τήν κακή τους πλοκή, τούς φτωχούς χαρακτήρες, τήν ήθική καί θεολογική τους ποταπότητα, καί Ισχυρίσθηκε ότι ό "Ομηρος δέν υπήρξε ποτέ καί ότι τά έπη πού τού άπέδιδαν δέν ήταν παρά συλλογές ραψωδιών άλλων ποιητών. Ό κλασικός φιλόλογος Richard Benden (1662-1742), πού έγινε διάσημος άποδεικνύοντας ότι οί λεγόμενες Ε π ι στολές του Φάλαρϊ] ήταν πλαστές καί πού έμμεσα προκάλεσε τήν άντιτυπογραφική σάτιρα τού Swift, Ή μάχη τών βιβλίων, πίστευε πώς ύπήρξε πράγματι κάποιος πού λεγόταν "Ομη
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
21
ρος, άλλά δτι τά τραγούδια πού «έγρ α ψ ε» δέν οργανώθηκαν σέ έπη παρά μόνο πεντακόσια χρόνια άργότερα, στήν έποχή τοϋ Πεισίστρατου. Ό Ιταλός φιλόσοφος τής ιστορίας, Giam battista Vico (1688-1744), πίστευε πώς ό "Ομηρος δέν ύπήρξε καί πώς τά ομηρικά έπη ήταν κατά κάποιον τρόπο δημιουρ γίες ένός ολόκληρου λαού. Ό Robert Wood (c. 1717-1771), ό "Αγγλος διπλωμάτης καί άρχαιολόγος πού προσδιόρισε προσεκτικά κάποιους άπό τούς τόπους πού άναφέρονται στήν Ίλιάδα καί τήν 7Οδύσσεια, ήταν άπ’ δσο φαίνεται, ό πρώτος τοϋ οποίου οί εικασίες προσ έγγισαν τά πορίσματα τού Parry. Ό Wood πίστευε πώς ό 'Όμηρος ήταν άναλφάβητος καί δτι ή δύναμη τής μνήμης του τοϋ έπέτρεπε νά παράγει αύτή τήν ποίηση. Ό Wood, κατά τρόπο πράγματι έντυπωσιακό, ύποστηρίζει δτι ή μνήμη παί ζει έναν τελείως διαφορετικό ρόλο σέ έναν προφορικό άπ’ δ,τι σέ έναν έγγράμματο πολιτισμό. Ό Wood, άν καί δέν μπορούσε νά έξηγήσει πώς λειτουργούσε ή ομηρική μνημοτε χνική, ύπέδειξε δτι τό ήθος τής ομηρικής ποίησης ήταν δη μώδες καί δχι λόγιο. Ό Jean Jacques Rousseau (1821, σελ. 16364), έπικαλούμενος τόν πατέρα Hardouin (ούτε ό ένας ούτε ό άλλος άναφέρονται άπό τόν Adam Parry), πίστευε δτι, τό π ι θανότερο, ό "Όμηρος καί οί σύγχρονοί του Έλληνες δέν γνώ ριζαν τή γραφή. ’Αλλά τόν Rousseau τόν προβληματίζει τό εγ χαραγμένο πάνω σέ πίνακα μήνυμα πού στήν έκτη ραψωδία τής Ίλιάδας μεταφέρει ό Βελλερεφόντης στόν βασιλιά τής Λυκίας. 'Ωστόσο δέν ύπάρχουν ένδείξεις δτι τά «σήματα» πάνω στήν πλάκα πού ζητούσαν τήν έκτέλεση τοϋ Βελλερεφόντη άνήκαν σέ κάποιο σύστημα γραφής (βλ. στή συνέχεια, κεφ. 4). ’Αντίθετα, στήν ομηρική άφήγηση μοιάζουν περισσότερο μέ ένα είδος αδρών ίδεογραφημάτων.* Στόν δέκατο ένατο αιώνα, άναπτύσσονται οί θεωρίες τών *
Σ .τ .Έ .: «Σήματα λυγρά γράψας έν πινάκι πυκτώ ϋνμοφϋόρα πολ
λά».
22
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑ Μ Μ Α ΤΟ ΣΓΝ Η
λεγομένων αναλυτικών, τίς όποιες πρωτοεισηγείται ό Fried rich August Wolf (1759-1824) στό έργο του Προλεγόμενα (1795). Οί αναλυτικοί θεωρούν τήν Τλιάδα καί τήν ’Οδύσσεια συμπιλήματα προγενέστερων ποιημάτων ή άποσπασμάτων, καί μέ τήν άνάλυση προσπαθούν νά προσδιορίσουν ποιά ήταν τά έπιμέρους τμήματα καί πώς συρράφτηκαν. Άλλά, όπως παρατηρεί ό Adam Parry (1971, σελ. xiv-xvii), οί αναλυτικοί ύπέθεταν πώς τά έπιμέρους τμήματα ήταν κείμενα, χωρίς τήν παραμικρή έστω αμφιβολία. Αναπόφευκτα, στίς άρχές τού εικοστού αιώνα, τούς αναλυτικούς διαδέχθηκαν οί ένωτικοί. Αύτοί συχνά έτρεφαν υπερβολική εύσέβεια στά κείμενα καί ήταν ανασφαλείς, απεγνωσμένοι λάτρεις τους, πού ισχυρίζον ταν πώς ή Ίλιάδα καί ή ’Οδύσσεια είναι τόσο καλά δομημένες, τόσο συνεπείς στήν περιγραφή τών χαρακτήρων καί γενικά τόσο υψηλής τέχνης, πού δέν είναι δυνατύν νά είναι έργο μιας άνοργάνωτης διαδοχής συντακτών, άλλά πρέπει νά είναι έργο ενός άνθρώπου. Αύτή ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ή κρατούσα άποψη, όταν ό Milman Parry, φοιτητής τότε, άρχισε νά δια μορφώνει τίς άπόψεις του.
Ή ανακάλυψη του Milman Parry "Οπως κάθε πρωτοποριακό πνευματικό έργο, τό έργο τού Milman Parry ήταν τό άποτέλεσμα μιάς διόρασης τόσο βαθιάς καί βέβαιης όσο καί δύσκολης νά διατυπωθεί. Ό γιος τού Parry, ό έπίσης έκλιπών Adam Parry, περιέγραψε θαυμάσια τήν έντυπωσιακή πορεία τής σκέψης τοΰ πατέρα του, άπό τή μεταπτυχιακή διπλωματική του έργασία στό πανεπιστήμιο τής Καλιφόρνια, στό Μπάρκλε'ι, στίς άρχές τής δεκαετίας τού 1920, έως τόν πρόο^ρο θάνατό του τό 1935. Βέβαια, όλα τά στοιχεία τής θεωρίας τοΰ Parry δέν ήταν τελείω ς καινούργια. Τό θεμελιώ δες άξίωμα πού, άπό τίς
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
23
αρχές τής δεκαετίας του 1920 διέπει τή σκέψη του, «ή έξάρτηση τής έπιλογής τών λέξεων καί τών μορφών τους άπό τό σχήμα τού [προφορικά συντεθειμένου] έξάμετρου στίχου» στά ομηρικά έπη (Adam Parry 1971, σελ. xix), προϋπάρχει στό έργο τώ ν^Ε. Ellendt καί Η. Duntzer. ’Αλλά καί άλλα στοιχεία τής σπερματικής διόρασης τοϋ Parry είχαν διατυπωθεί νωρί τερα. Ό Arnold van Gennep είχε ήδη έπισημάνει τή λογοτυπική σύνθεση τής ποίησης στούς προφορικούς πολιτισμούς τής έποχής μας, καί ό Μ. Murko είχε έντοπίσει τήν έλλειψη άκριβούς κατά λέξη άπομνημόνευσης στήν προφορική ποίηση τών πολιτισμών αύτών. ’Ακόμη σημαντικότερο, ό MarcelJousse, ό Ιησουίτης ιερωμένος καί λόγιος πού είχε άνατραφεϊ σέ ένα ύπολειμματικά προφορικό άγροτικό περιβάλλον τής Γαλλίας καί έζησε τό μεγαλύτερο μέρος τής ένήλικης ζωής του στή Μέση ’Ανατολή έμποτισμένος μέ τόν προφορικό της πολιτι σμό, είχε σαφέστατα διακρίνει τήν προφορική σύνθεση τών πολιτισμών αύτών άπό κάθε είδους γραπτή. Ό Jousse (1925) άποκάλεσε τούς προφορικούς πολιτισμούς καί τίς δομές προσωπικότητας πού διαμόρφωναν, λογοκϊνητονς (verbomoteur — δυστυχώς, τό έργο τοϋ Jousse δέν έχει μεταφραστεί στά άγγλικά* βλ. Ong 1967b, σελ. 30, 147-8, 335-6). Ή θεωρία τού Parry περιέλαβε καί συνένωσε αύτές τίς άπόψεις μαζί μέ άλλες γιά νά μάς δώσει μιά τεκμηριώσιμη περιγραφή τού τί ήταν ή ομηρική ποίηση καί πώς διαμορφώθηκε άπό τούς όρους παραγωγής της. Ή θεωρία τού Parry, ώστόσο, άκόμη καί στά σημεία πού προσεγγίζει τίς άπόψεις τών προγενέστερων λογίων, ήταν τ ε λείως δική του, άφοϋ, όταν άρχικά τή συνέλαβε, στίς άρχές τής δεκαετίας τού 1920, δέν φαίνεται νά γνώριζε τήν ύπαρξη τών προαναφερθέντων μελετητών (Adam Parry 1971, σελ. xxii). ’Αναμφίβολα, βέβαια, έπηρεάστηκε κι αύτός άπό τίς άδιόρατες έπιρροές πού ύπήρχαν στήν άτμόσφαιρα τής έ ποχής καί έπηρέασαν τούς προγενέστερους μελετητές. Ή άνακάλυψη τοϋ Parry, όπως ώριμη πιά καταγράφεται
24
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
στή διδακτορική του δια τριβή στό Παρίσι (Milman Parry 1928), μπορεϊ νά περιγράφει ώς εξής: Σχεδόν κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα τής ομηρικής ποίησης όφείλεται στήν οικονομία πού τής επιβάλλει ό προφορικός τρόπος σύν θεσης. Τά γνωρίσματα αύτά μπορούν νά ανασυγκροτηθούν μέ τήν προσεκτική μελέτη τών στίχων της, άρκεϊ ό μελετητής νά άφήσει στήν άκρη τίς παραδοχές γιά τήν έκφραση καί τίς νοητικές διαδικασίες πού έμφύτευσαν στήν ψυχή αιώνες έγγράμματου πολιτισμού. Ή ανακάλυψη αύτή έφερε επανά σταση στούς φιλολογικούς κύκλους καί είχε τρομερό άντίκτυπο στήν ιστορία τού πολιτισμού καί τής ψυχής. Ποιές είναι μερικές άπό τίς βαθύτερες συνέπειες αύτής τής άνακάλυψης, καί ειδικότερα τής χρήσης άπό τόν Parry τού άξιώματος πού προαναφέραμε, «τής έξάρτησης τής έπιλογής τών λέξεων καί τών μορφών τους άπό τό σχήμα τού έξάμετρου στίχου»; Ό Diintzer παρατήρησε πώς τά ομηρικά έπίθετα πού χρησιμοποιούνται γιά τό κρασί διαφέρουν όλα μετρι κά μεταξύ τους καί πώς ή χρήση ένύς έπιθέτου καθορίζεται όχι τόσο άπό τό άκριβές του νόημα, όσο άπό τίς μετρικές άνάγκες τού άποσπάσματος στό όποιο έμφανίζεται (Adam Parry 1971, σελ. χ χ ) . Ή προσφορότητα τού ομηρικού έπ ιθέ του είχε επαινεθεί υπερβολικά καί εύλαβικά. Ό έπικός ποιη τής διέθετε ένα πληθωρικό ρεπερτόριο έπιθέτων, άρκούντως διαφοροποιημένο ώστε νά τού παρέχει ένα επίθετο γιά κάθε μετρική του άνάγκη καθώς συνέρραπτε τήν ιστορία του — διαφορετικό μάλιστα σέ κάθε του άπαγγελία, καθώς, όπως θά δούμε, οί έπικοί ποιητές δέν άπομνημονεύουν κατά λέξη τήν ποίησή τους. Είναι προφανές ότι οί μετρικές άνάγκες, μέ τόν έναν ή τόν άλλο τρόπο, καθορίζουν τήν έπιλογή τών λέξεων άπό κά θε ποιητή πού συνθέτει έμμετρα. Άλλά ή γενική άντίληψη ήταν ότι οί κατάλληλοι μετρικοί όροι προέκυπταν άπό μόνοι τους στήν ποιητική φαντασία κατά έναν ρευστό καί βασικά άπρόβλεπτο τρόπο, πού συνδεόταν μέ τήν «ιδιοφ υία » (δηλα
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
25
δή μέ μιά ούσιαστικά ανεξήγητη ικανότητα). Οί έξιδανικευμένοι άπό τούς χειρογραφικούς καί τυπογραφικούς πολιτι σμούς ποιητές δέν ήταν δυνατόν νά χρησιμοποιούν προκατασκευασμένα υλικά. ’Άν ό ποιητής έπαναλαμβάνει μέρη προ γενέστερων ποιημάτων, έπρεπε νά τά προσαρμόσει στον « δ ι κό του τρόπο». Είναι άλήθεια ότι ορισμένες πρακτικές ήταν άντίθετες μέ τήν άντίληψη αύτή, μέ πιό άξιοσημείωτη τή χρή ση φρασιολογίων πού παρείχαν τυποποιημένους τρόπους έκ φρασης σέ όσους έγραφαν μετακλασική λατινική ποίηση. Τά λατινικά φρασιολόγια άνθησαν ιδιαίτερα άφότου ή άνακάλυψη τής τυπογραςοίας έπέτρεπε τήν εύκολη άναπαραγωγή τών συμπιλημάτων, καί συνέχιζαν νά άνθούν καί ώς τά τέλη τού δέκατου ένατου αιώνα, όταν τό Gradus ad Parnassum χρησι μοποιούνταν εύρέα>ς άπό τούς μαθητές (Ong 1967b, σελ. 856* 1971, σελ. 77, 261-3· 1977, σελ. 166, 178). To Gradus πα ρείχε έπιθετικούς καί άλλους προσδιορισμούς άπό τήν κλασι κή λατινική ποίηση, μέ κατάλληλα σημειωμένες τίς μαχρές καί βραχείες συλλαβές γιά νά ταιριάζουν μετρικά, ώστε ό φέρελπις ποιητής νά μπορεϊ νά «συναρμολογήσει» ένα ποίημα άπό τό Gradus μέ τόν ϊδιο τρόπο πού τά παιδιά συναρμολο γούν κατασκευές άπό ένα κουτί Mechano ή Lego. Ή τελική κατασκευή μπορεϊ νά ήταν δική του, άλλά όλα τά κομμάτια προϋπήρχαν. Ή διαδικασία αύτή βέβαια ήταν άνεκτή μόνο γιά τούς αρχαρίους. Ό ικανός ποιητής έπρεπε νά παράγει τίς δικές του μετρικά ταιριαστές φράσεις. Οί κοινότυπες σκέψεις ήταν άνεκτές, όχι όμως καί ή κοινότυπη γλώσσα. Στό An Essay on Criticism (1711) ό Alexander Pope άνέμενε άπό τόν «ποιητικό νοΰ» νά χειρίζεται ό,τι «σκεπτόμαστε συχνά» μέ τρόπο πού οί άναγνώστες νά μήν τό έχουν ξανασυναντήσει «ποτέ τόσο τέλεια διατυπωμένο». Ό τρόπος έκφρασης τής άποδεκτής άλήθείας έπρεπε νά είναι πρωτότυπος. Λίγο μετά τόν Pope, ή ρομαντική έποχή άπαίτησε άκόμη μεγαλύτερη πρωτοτυπία. Γιά τόν άκραϊο ρομαντικό, ό τέλειος ποιητής θά έπρεπε ίδε-
26
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ωδώς νά μοιάζει στόν ϊδιο τόν Θεό, δημιουργώντας ex nihilo*: δσο καλύτερος είναι ό ποιητής, τόσο λιγότερο αναμενόμενο πρέπει νά είναι τό καθετί στό ποίημα. Μόνο οί αρχάριοι καί οί αθεράπευτα κακοί ποιητές χρησιμοποιούν προκατασκευασμένα υλικά. Κατά γενική ομολογία δλων τών αιώνων, ό "Ομηρος ούτε αρχάριος ήταν ούτε κακός ποιητής. Ίσως καί νά ήταν μιά έκ γενετής «ιδιο φ υία » πού δέν χρειάστηκε νά μάθει νά πετάει, άλλά πέταξε μόλις έκκολάφθηκε — σάν τόν Mwindo, τόν έπ ι κό ήρωα τών Nyanga μέ τήν πρόωρη άνάπτυξη, τόν « Μικρόπού-Περπάτησε-Μόλις-Γεννήθηκε». ’Έτσι κι άλλιώς,ό "Ομη ρος τής Ίλιάδας καί τής ’Οδύσσειας θεωρούνταν συνήθως ολο κληρωμένος ποιητής καί τέλειος τεχνίτης. Τώρα δμως άρχιζε νά φαίνεται δτι διέθετε κάποιο είδος φρασεολογίου στό κε φάλι του. Μιά προσεκτική άνάλυση σάν κι αύτήν τού Parry έδειχνε δτι έπαναλάμβανε λογότυπους τόν ένα μετά τόν άλλο. Ό έλληνικός δρος ραψωδεϊν, άπό τό ράπτβιν καί τό ώδή, πού σημαίνει «συρράπτω άσματα» άπέκτησε άπειλητική ση μασία. Ό "Ομηρος συνέραπτε προκατασκευασμένα μέρη. Στή Θέση ένός δημιουργού, εϊχαμε έναν έργαζόμενο σέ άλυσίδα παραγωγής. Αύτή ή ιδέα ήταν ιδιαίτερα άπειλητική γιά τούς προχω ρημένους εγγράμματους. Για τί οί έγγράμματοι μαθαίνουν κατ’ άρχήν νά μή χρησιμοποιούν ποτέ στερεότυπα (cliches). Πώς νά συμφιλιωθούν μέ τό γεγονός δτι δλο καί περισσότερο τά ομηρικά έπη έμοιαζαν νά είναι φτιαγμένα μέ στερεότυπα, ή μέ στοιχεία πού μοιάζαν πολύ μέ στερεότυπα; Γενικά, κα θώς ή έργασία τοϋ Parry προχωρούσε καί συμπληρωνόταν άπό μεταγενέστερους μελετητές, γινόταν φανερό πώς μόνο ένα μικρό τμήμα τών λέξεων στήν 7 λιάδα καί τήν ’Οδύσσεια δέν άνήκε σέ λογότυπους ή σέ λογότυπους σέ πολύ μεγάλο βαθμό προβλέψιμους. *
Σ .τ .Μ .: Έ κ τ ο ϋ μ η δ εν ό ς.
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
27
Επιπλέον, οί τυποποιημένοι λογότυποι όμαδοποιούνταν γύρω άπό έξίσου τυποποιημένα θέματα, όπως ή συνέλευση, ή συγκέντρωση τού στρατού, ή μονομαχία, ή λεηλασία τών ήττημένων, ή άσπίδα τού ήρωα κ.ο.κ. (Lord 1960, σελ. 6898). Έ να ρεπερτόριο παρόμοιων θεμάτων βρίσκουμε στήν προφορική άφήγηση καί τά άλλα προφορικά εϊδη σέ όλο τόν κόσμο. (Οί γραπτές άφηγήσεις καί τά άλλα γραπτά δημιουρ γήματα χρησιμοποιούν έπίσης θέματα, έξ άνάγκης, άλλά τά θέματα αύτά ποικίλλουν άπείρως περισσότερο καί είναι άπείρως λιγότερο παρείσακτα.) Όλόκληρη ή γλώσσα τών ομηρικών ποιημάτων, μέ τό π ε ρίεργο μείγμα άπό πρώιμες καί ύστερες αιολικές καί ιωνικές ιδιαιτερότητες, μπορούσε νά έξηγηθεΐ καλύτερα όχι ώς μιά έπισώρευση διαφόρων κειμένων, άλλά ώς γλώσσα πού έπί χρόνια διαμορφώθηκε άπό τούς επικούς ποιητές μέ τή χρήση παλιών καθιερωμένων εκφράσεων, τίς όποιες διατηρούσαν καί/ή επεξεργάζονταν ξανά, κυρίως γιά μετρικούς λόγους. ’Αφού διαμορφώθηκαν καί έπαναδιαμορφώθηκαν τούς προη γούμενους αιώνες, τά δύο έπη καταγράφηκαν γύρω στά 700650 π.Χ. στό νέο ελληνικό άλφάβητο, άποτελώντας τίς πρώ τες μεγάλες συνθέσεις πού γράφτηκαν σέ αύτό τό άλφάβητο (Havelock 1963, σελ. 115). Ή γλώσσα τους δέν είναι ελληνικά πού άνθρωποι είχαν ποτέ μιλήσει στήν καθημερινή τους ζωή, άλλά τά ελληνικά πού είχαν ειδικά διαμορφωθεί άπό τή χρή ση τών ραψωδών καί πού γιά γενιές τά μάθαιναν ό ένας άπό τόν άλλο. (Ίχνη μιας συγκρίσιμης ειδικής γλώσσας συν αντάμε άκόμη καί σήμερα, γιά παράδειγμα, στούς ίδιάζοντες τύπους τής άγγλικής πού χρησιμοποιείται στά παραμύθια.) Πώς μπορούσε μιά ποίηση τόσο άπροκάλυπτα λογοτυπική, συγκροτημένη σέ τέτοιο βαθμό άπό προκατασκευασμένα μέρη, νά παραμένει καλή; Ό Parry άντιμετώπισε άμεσα τό ερώτημα αύτό. Δέν υπήρχε τρόπος νά άρνηθεΐ τό γνωστό πιά γεγονός ότι τά ομηρικά έπη άπέδιδαν άξία καί κεφαλαιοποίησαν κατά κάποιον τρόπο αύτό πού οί μεταγενέστεροι άνα-
28
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
γνώστες είχαν μάθει κατ’ αρχήν νά υποτιμούν, δηλαδή τήν καθιερωμένη φράση, τόν λογότυπο, τόν αναμενόμενο προσ διορισμό — γιά νά τό πούμε ώμά, τό στερεότυπο. Ά πέμεινε στόν Havelock νά έπεξεργαστεΐ, αργότερα, πιό λεπτομερειακά ορισμένες άπό αύτές τίς εύρύτερες συνέπειες (Havelock 1963). Οί Έλληνες τής ομηρικής έποχής άπέδιδαν άξια στά στερεότυπα, έπειδή δχι μόνο οί ποιητές άλλά καί δλος ό προφορικός νοητικός κόσμος ή ό κόσμος τής σκέψης στηρίζονταν πάνω στή λογοτυπική συγκρότηση τής σκέψης. Σέ έναν προφορικό πολιτισμό, μόλις άποκτιόταν ή γνώση, έπρεπε νά έπαναλαμβάνεται διαρκώς γιά νά μή χαθεί: τά σταθερά, λογοτυπικά πρότυπα σκέψης ήταν άπαραίτητα γιά τή συνετή καί άποτελεσματική διαχείριση. Ά λλά, ήδη στά χρόνια τού Πλάτωνα (427 ;-347 π.Χ .) ή κατάσταση είχε άλλάξει: οί "Ελληνες είχαν τελικά έσωτερικεύσει τή γραφή αποτε λεσματικά —- κάτι πού έγινε αιώνες μετά τήν άνάπτυξη τού έλληνικού άλφαβήτου γύρω στά 720-700 π.Χ. (Havelock 1963, σελ. 49, παραθέτοντας τόν Rhys Carpenter). Ό νέος τρόπος άποθήκευσης τής γνώσης δέν ήταν οί μνημονικοί λογότυποι, άλλά τό γραπτό κείμενο. Αύτό απελευθέρωσε τό μυαλό γιά πιό πρωτότυπη, πιό άφαιρετική σκέψη. Ό Havelock δείχνει δτι ό Πλάτων έξόρισε τούς ποιητές άπό τήν ιδανική πολιτεία του ούσιαστικά (άν δχι έντελώς συνειδητά) έπειδή βρέθηκε σέ έναν νέο χειρογραφικά διαμορφωμένο νοητικό κόσμο, όπου ό λογότυπος, ή τό «στερεότυπο», ή μεγάλη αγάπη τών παραδοσιακών ποιητών, ήταν ξεπερασμένος καί άντιπαραγωγικός. Όλα αύτά είναι δυσάρεστα συμπεράσματα γιά έναν δυ τικό πολιτισμό πού ταυτίστηκε στενά μέ τόν "Ομηρο στό πλαίσιο μιας έξιδανικευμένης έλληνικής άρχαιότητας. Δ εί χνουν πώς ή ομηρική "Ελλάδα καλλιέργησε μιά ποιητική καί διανοητική άρετή πού έμεΐς έχουμε θεωρήσει έλάττωμα καί δείχνουν δτι ή σχέση άνάμεσα στήν ομηρική Ελλάδα καί σέ δ,τι άντιπροσώπευε ή μεταπλατωνική φιλοσοφία, δσο κι άν
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
29
επιφανειακά ήταν φιλική καί συνεχής, ήταν στήν πραγματι κότητα βαθιά ανταγωνιστική, άν καί συχνά όχι σ’ ένα συνει δητό έπίπεδο. Ή διαμάχη δίχασε καί τό ασυνείδητο του ίδιου τοΰ Πλάτωνα. Ό Πλάτων έκφράζει σοβαρές έπιφυλάξεις γιά τή γραφή στόν Φαϊδρο καί τήν 'Εβδομη ’Επιστολή του, θεωρών τας πώς είναι μηχανικός, απάνθρωπος τρόπος διαχείρισης τής γνώσης, πού δέν αποκρίνεται στά έρωτήματα καί φθείρει τή μνήμη, άν καί, όπως γνωρίζουμε τώρα, ή φιλοσοφική σκέ ψη τού Πλάτωνα έξαρτιόταν ολοκληρωτικά άπό τή γραφή. Δέν είναι παράξενο, λοιπόν, πού οί συνέπειες άργησαν τόσο πολύ νά βγοΰν στήν επιφ άνεια. Έ σημασία τοΰ άρχαίου έλληνικού πολιτισμού γιά ολόκληρο τόν κόσμο άρχισε νά φω τίζεται άπό ένα εντελώς καινούργιο φώς: σηματοδοτούσε τό σημείο τής άνθρώπινης ιστορίας στό όποιο ή βαθιά έσωτερίκευση τής άλφαβητικής έγγραμματοσύνης συγκρούστηκε γιά πρώτη φορά μετωπικά μέ τήν προφορικότητα. Καί παρά τήν άμηχανία τοΰ Πλάτωνα, ούτε ό ϊδιος ούτε κανείς άλλος τήν έποχή έκείνη ειχε ή μπορούσε νά έχει σαφή επίγνωση ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ό Parry έπεξεργάστηκε τήν έννοια τοΰ λογότυπου μελε τώντας τόν έλληνικό εξάμετρο στίχο. "Οταν κι άλλοι άσχολήθηκαν μέ τήν έννοια αύτή καί τήν άνέπτυξαν, προέκυψαν άναπόφευκτα διάφορες διαμάχες σχετικά μέ τό εύρος, τήν άποδοχή ή τήν προσαρμογή τοΰ ορισμού (βλ. Adam Parry 1971, σελ. xxviii, σημ.1). Ένας άπό τούς λόγους ήταν ότι ή έννοια τοΰ Parry έφερε ένα βαθύτερο σημασιολογικό στρώμα πού δέν ήταν άμεσα φανερό στόν ορισμό πού έδινε στόν λο γότυπο: «Μ ιά ομάδα λέξεων πού χρησιμοποιείται τακτικά κάτω άπό τίς ίδιες μετρικές συνθήκες γιά νά έκφράσει μιά δεδομένη βασική ιδέα» (Adam Parry 1971, σελ. 272). Αύτό τό στρώμα έρευνήθηκε πιό έντατικά άπό τόν David Ε. Bynum στό The Daemon in the Wood (1978, σελ. 11-8 κ.έ.). Ό Bynum πα ρατηρεί ότι «ο ί “ βασικές ιδέες” τοΰ Parry σπάνια είναι τόσο άπλές, όσο υπονοεί ή συντομία τοΰ ορισμού του, ή συνηθι
30
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
σμένη συντομία τών ίδιων τών λογοτύπων, ή συμβατικότητα τού έπικού ύφους ή ή κοινοτοπία τής λεκτικής άναφοράς τών περισσότερων λογοτύπων» (1978, σελ. 13). Ό Bynum διακρί νει τά «λογοτυπικά» στοιχεία άπό τίς «αύστηρά λογοτυπικές (πανομοιότυπα έπαναλαμβανόμενες) φράσεις» (βλ. Adam Parry 1971, σελ. xxxiii, σημ. 1). ’Άν καί οί τελευταίες χαρα κτηρίζουν τήν προφορική ποίηση (Lord 1960, σελ. 33-65), στήν ποίηση αύτή εμφανίζονται καί επανεμφανίζονται σέ συμπλέγματα (λ.χ. σέ ένα άπό τά παραδείγματα τού Bynum τά ψηλά δέντρα άκοϋν τόν σάλο άπό τό πλησίασμα ένός φοβζροϋ πολεμιστή — 1978, σελ. 18). Τά συμπλέγματα άποτελούν τίς οργανωτικές άρχές τών λογοτύπων, βάσει τών οποίων ή « β α σική ιδέα » δέν ύπόκειται σέ σαφή, άμεση διατύπωση, άλλά συνιστά μάλλον ένα είδος μυθοπλαστικού συμπλέγματος πού διατηρεί τή συνοχή του κυρίως στό άσυνείδητο. Στό έντυπωσιακό βιβλίο του, ό Bynum έπικεντρώνει τήν προσοχή του κυρίως στό στοιχειώδες μυθοπλαστικό στοιχείο πού τό άποκαλεΐ σχήμα «Δύο-Δέντρα» καί πού τό βρίσκει στήν προφορική άφήγηση καί τή σχετική εικονογραφία σέ όλο τόν κόσμο, άπό τήν άρχαιότητα τής Μεσοποταμίας καί τής Μ εσογείου μέχρι τήν προφορική άφήγηση τής σύγχρονης Γιουγκοσλαβίας, τής κεντρικής Αφρικής καί άλλού. Παντού «ο ί έννοιες τού χωρισμού, τής άνιδιοτέλειας καί τού άπρόβλεπτου κινδύνου» συγκεντρώνονται γύρω άπό ένα δέντρο (τό πράσινο) καί «ο ί ιδέες τής ένοποίησης, τής άνταπόδοσης καί τής άμοιβαιότητας» συσσωρεύονται γύρω άπό τό άλλο (τό ξερό δέντρο, τό πελεκημένο ξύλο — B y n u m 19 7 8 , σελ. 145). Ή προσοχή τού Bynum σέ αύτό καί άλλα «στοιχειώδη μυθοπλαστικά στοιχεία» μάς βοηθά νά κάνουμε τή διάκριση σαφέστερα άπ’ όσο ήταν δυνατόν νωρίτερα άνάμεσα στήν όργάνο^ση τής προφορικής άφήγησης καί έκείνη τής χειρογραφικής-τυπογραφικής άφήγησης. Θά προσέξουμε αύτή τή διάκριση στό βιβλίο μας γιά λό γους διαφορετικούς, άν καί συγγενικούς, μέ εκείνους τού
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
31
Bynum. Ό Foley (1980a) έδειξε πώς τό τί άκριβώς είναι ένας προφορικός λογότυπος καί πώς λειτουργεί έξαρτάται άπό τήν παράδοση στήν όποια χρησιμοποιείται, άλλά καί ότι ύπάρχει άφθονο κοινό έδαφος σέ όλες τίς παραδόσεις γιά νά έχει ισχύ ό όρος. Έφόσον δέν δηλώνω σαφώς κάτι διαφορε τικό, οί όροι «λο γό τυπ ος», «λογοτυπ ικός» καί «λογοτυπικώ ς» θά άναφέρονται γενικά στίς λίγο-πολύ έπακριβώς έπαναλαμβανόμενες φράσεις ή καθιερω μένες έκφράσεις (όπως οί παροιμίες) σέ πεζό ή ποιητικό λόγο, οί όποιες, όπως θά δούμε, στούς προφορικούς πολιτισμούς έχουν κρισιμότερη καί εύρύτερη λειτουργία άπ’ ό,τι σ’ έναν έγγράμματο, τυπο γραφικό ή ήλεκτρονικό πολιτισμό (βλ. Adam Parry 1971, σελ. xxxiii, σημ. 1). Ή προφορική λογοτυπική σκέψη καί έκφραση είναι βαθιά ριζωμένες στό συνειδητό καί τό άσυνείδητο καί δέν έξαφανίζονται μόλις κάποιος πού τίς έχει συνηθίσει πιάσει τή γραφί δα στό χέρι του. Ή Finnegan (1977, σελ.70) άναφέρει, προ φανώς μέ κάποια έκπληξη, τήν παρατήρηση τού Opland ότι όταν οί ποιητές τών Xhosa* μαθαίνουν νά γράφουν, ή γραπτή τους ποίηση χαρακτηρίζεται έπίσης άπό τό λογοτυπικό ύφος. Θά ήταν, πράγματι, έκπληκτικό έάν κατόρθωναν νά χειρισθούν όποιοδήποτε άλλο ύφος, ιδίως άν λάβουμε ύπόψη μας ότι τό λογοτυπικό ύφος δέν χαρακτηρίζει μόνο τήν ποίηση άλλά λίγο-πολύ κάθε σκέψη καί έκφραση ενός πρωταρχικά προφορικού πολιτισμού. Παντού, στήν άρχή, ή πρώιμη γρα πτή ποίηση μοιάζει νά είναι άναγκαστικά γραπτή απομίμηση τής απαγγελίας. Ό νους στήν αρχή δέν έχει έπαρκή χειρογραφικά εφόδια. Χαράζεις πάνω σέ μιά έπιφάνεια τίς λέξεις πού φαντάζεσαι νά προφέρεις δυνατά, σέ κάποιο έφικτό προφορικό περιβάλλον. Μόνο σταδιακά τό γράψιμο γίνεται γραπτή σύνθεση, ένα είδος λόγου — ποιητικού ή άλλου— πού *
Σ .τ .Έ .: Φυλή τής Νότιας Α φ ρικής πού ανήκει στήν έθνοτική ομάδα τών Nguni.
32
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
συγκροτείται χωρίς ό γραφών νά έχει τήν αίσθηση δτι άπαγγέλλει δυνατά (δπως πιθανότατα νά έκαναν οί πρώτοι συγ γραφείς δταν συνέθεταν). "Οπως θά δούμε άργότερα, ό Clan cy άναφέρει δτι άκόμη καί στόν ένδέκατο αιώνα ό Eadmer τού Καντέρμπουρι φαίνεται νά θεωρεί τή συγγραφή «υπαγό ρευση εις έαυτόν» (1979, σελ. 218). Οί προφορικές συνήθειες σκέψης καί έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης τής μαζικής χρήσης τών λογοτυπικών στοιχείων, οί όποιες διατηρήθηκαν σέ χρήση κυρίως μέσω τής διδασκαλίας τής παλιάς κλασικής ρητορικής, χαρακτήριζαν άκόμη τό πεζογραφικό ύφος στήν ’Αγγλία τών Τυδώρ, δύο χιλιάδες περίπου χρόνια μετά τήν έκστρατεία τού Πλάτωνα κατά τών έπικών ποιητών (Ong 1971, σελ. 23-47). Στά άγγλικά έξαλείφθηκαν ώς έπί τό πλεΐστον μέ τό ρομαντικό κυρίως κίνημα, δύο αιώνες άργότερα. Πολλοί σύγχρονοι πολιτισμοί, δπως ό άραβικός καί ορισμένοι μεσογειακοί (γιά παράδειγμα, ό έλληνικός — Tannen 1980a), πού, ένώ γνωρίζουν έπί αιώνες τή γραφή, ποτέ δέν τήν έσωτερίκευσαν άρκετά, στηρίζονται άκόμη σημαντικά στή λογοτυπική σκέψη καί έκφραση. Ό ποιητής Khalil Gibran σταδιο δρόμησε παρέχοντας μέ τά βιβλία του προφορικά λογοτυπικά προϊόντα σέ έγγράμματους ’Αμερικανούς, οί όποιοι βρί σκουν νεοτερικές τίς παροιμιώδεις έκφράσεις πού, σύμφωνα μέ έναν Λιβανέζο φίλο μου, οί κάτοικοι τής Βηρυτού θεωρούν κοινότοπες.
Μεταγενέστερες καί συναφείς έργασίες Πολλά άπό τά συμπεράσματα τού Milman Parry καί τά σημεία στά όποια έδωσε έμφαση τροποποιήθηκαν κάπως άπό τή μ ε ταγενέστερη έρευνα (β λ .,γ ιά παράδειγμα, Stoltz καί Shannon 1976), άλλά τό κεντρικό μήνυμά του γιά τήν προφορικότητα καί τά δσα αύτή συνεπάγεται γιά τίς ποιητικές δομές καί τήν αισθητική έφερε γιά τά καλά έπανάσταση στίς ομηρικές καί
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
33
σέ άλλες σπουδές, άπό τήν άνθρωπολογία ώς τήν ιστορία τής λογοτεχνίας. Ό Adam Parry (1971, σελ. xliv-lxxx) περιέγραψε μερικά άπό τά άμεσα άποτελέσματα τής έπανάστασης πού έπέφερε ό πατέρας του. Οί Holoka (1973) καί Haynes (1973) κατέγραψαν πολλά άλλα στό άνεκτίμητο βιβλιογραφικό τους έργο. ’Άν καί τό έργο τοϋ Parry δέχθηκε έπιθέσεις καί άναθεωρήθηκε σέ μερικά άπό τά σημεία του, οί λίγες τελείως άρνητικές άντιδράσεις σ’ αύτό έχουν ήδη στό μεγαλύτερο μέρος τους παρακαμφθεΐ ώς προϊόντα μιάς άκριτης χειρογραφικήςτυπογραφικής νοοτροπίας, πού στήν άρχή έμπόδισε κάθε πραγματική κατανόηση τοϋ τί εννοούσε ό Parry καί πού τό ϊδιο του τό έργο τήν οδήγησε σέ άχρηστία. Οί μελετητές άκόμη έπεξεργάζονται καί έξειδικεύουν τό σύνολο τών όσων συνεπάγονται οί άνακαλύψεις καί ή διορα τικότητα τού Parry. Άπό νωρίς ό Whitman (1958) τίς συμπλή ρωσε μέ τή φιλόδοξη περιγραφή τής Τλιάδας, σύμφωνα μέ τήν όποια ή τελευταία δομείται άπό τή λογοτυπική τάση νά έπαναλαμβάνονται στό τέλος ενός επεισοδίου στοιχεία άπό τήν άρχή του. Σύμφωνα μέ τήν άνάλυση τού Whitman, τό έπος είναι φτιαγμένο σάν ένα κινέζικο πάζλ, κουτιά μέσα σέ κου τιά. Οί σημαντικότερες έξελίξεις στή γραμμή τοϋ Parry όσον άφορά τήν κατανόηση τής προφορικότητας σέ άντιπαράθεση πρός τή γραφή, έγιναν άπό τούς Albert Β. Lord καί Eric Α. Havelock. Στό The Singer of Tales (1960), ό Lord συνέχισε καί έπεξέτεινε τό έργο τού Parry μέ πειστική κομψότητα, κατα γράφοντας σέ μακροχρόνιες έπιτόπιες έρευνες καί μακρο σκελείς ήχογραφήσεις προφορικές τελέσεις άπό Σερβοκροάτες έπικούς ποιητές καί συνεντεύξεις μέ τούς άοιδούς αύτούς. Νωρίτερα, ό Francis Magoun, ό Lord καί οί μαθητές τους στό Χάρβαρντ, ιδίως οί Robert Creed καί Jess Berssinger, έφάρμοζαν ήδη τίς ιδέες τού Parry στή μελέτη τής άγγλοσαξονικής ποίησης (Foley 1980b, σελ. 490). Στό Preface to Plato (1963), ό Havelock έπεξέτεινε τά πορί σματα τού Parry καί τού Lord γιά τήν προφορικότητα στήν
34
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
προφορική επική άφήγηση σέ ολόκληρο τόν προφορικό αρ χαίο έλληνικό πολιτισμό κι έδειξε πειστικά πώς οί άπαρχές τής έλληνικής φιλοσοφίας συνδέονταν μέ τήν άναδόμηση πού έπέφερε στή σκέψη ή γραφή. Πράγματι, ό Πλάτων έξόρισε τούς ποιητές άπό τήν Πολιτάα του έπειδή άπέρριπτε τόν άρχαϊκά άθροιστικό, παρατακτικό προφορικό τρόπο σκέψης, πού διαιωνιζόταν μέ τόν "Ομηρο, πρός χάριν τής οξυδερκούς άνάλυσης ή κατάτμησης τού κόσμου καί τής ϊδιας τής σκέψης, πού έγινε έφικτή χάρη στήν έσωτερίκευση τού άλφαβήτου άπό τήν έλληνική ψυχή. Σέ ένα πιό πρόσφατο βιβλίο του, τό Origins of Western Literacy (1976), ό Havelock άποδίδει τήν άνοδο τής έλληνικής άναλυτικής σκέψης στήν εισαγωγή τών φωνηέντων στό άλφάβητο άπό τούς "Ελληνες. Τό άρχικό άλφάβητο, πού έπινόησαν οί Σημίτες, άποτελούνταν μόνο άπό σύμφωνα καί μερικά ήμίφωνα. Οί Έλληνες, είσάγοντας τά φωνήεντα, προώθησαν τήν οπτική κωδικοποίηση τού φευ γαλέου κόσμου τού ήχου σ’ ένα καινούργιο άναλυτικό καί άφαιρετικό επίπεδο. Αυτό τό κατόρθωμα προμήνυε καί έπέτρεπε τά μεταγενέστερα θεωρητικά πνευματικά τους έπιτεύγματα. Ή έρευνητική πορεία πού ξεκίνησε ό Parry δέν έχει άκόμη συνδεθεί μέ τό έργο πού διενεργεΐται σέ πολλούς συναφείς κλάδους. 'Ωστόσο μερικές σημαντικές συνδέσεις έχουν ήδη γίνει. Γιά παράδειγμα, στό έπιβλητικό καί ένημερωμένο του έργο The Epic in Africa (1979), ό Isidore Okpewho μεταφέρει τίς ύποθέσεις καί τίς αναλύσεις τού Parry (όπως τίς έπεξεργάστηκε ό Lord) στίς προφορικές μορφές τέχνης πού παρά γουν πολιτισμοί τελείως διαφορετικοί άπό τόν εύρωπαϊκό, έτσι ώστε τό άφρικανικό καί τό άρχαϊο έλληνικό έπος νά άλληλοφωτίζονται. Ό Joseph C. Miller (1980) μελετά τήν άφρικανική προφορική παράδοση καί ιστορία. Ό Eugene Eoyang (1977) έδειξε πώς ή άγνοια τής ψυχοδυναμικής τής προ φορικότητας οδήγησε σέ παρανοήσεις σχετικά μέ τήν πρώιμη κινεζική άφήγηση, ένώ άλλοι συγγραφείς, πού συγκέντρωσε ό
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
35
Plaks (1977), έξέτασαν λογοτυπικά συστήματα πού προηγήθηκαν τής γραπτής κινεζικής άφήγησης. Ό Zwettler μελέτησε τήν κλασική άραβική ποίηση (1977). Ό Bruce Rosenberg (1970) μελέτησε τήν έπιβίωση τής παλιάς προφορικότητας στούς ’Αμερικανούς λαϊκούς ιεροκήρυκες. Σέ μιά έκδοση πρός τιμήν τού Lord, ό John Miles Foley (1981) συγκέντρωσε νέα μελετήματα γιά τήν προφορικότητα άπό τά Βαλκάνια ώς τή Νιγηρία καί τό Νέο Μεξικό καί άπό τήν άρχαιότητα ώς σήμερα. Κι άλλες ειδικευμένες έργασίες έμφανίζονται τώρα. Οί άνθρωπολόγοι μελέτησαν πιό άμεσα τήν προφορικό τητα. Στηριζόμενος όχι μόνο στούς Parry, Lord καί Havelock, άλλά καί στίς έργασίες άλλων, συμπεριλαμβανομένης καί μιάς δικής μου έργασίας σχετικά μέ τίς έπιπτώσεις τής τυπο γραφίας πάνω στούς τρόπους σκέψης τού δέκατου έκτου αιώνα (Ong 1958b — ό Goody τήν παραθέτει στήν άνατύπωση τού 1974), ό Jack Goody (1977) έδειξε πειστικά πώς μετα βάσεις πού ώς τώρα άποκαλούσαμε μεταβάσεις άπό τή μα γεία στήν έπιστήμη ή άπό τή λεγόμενη «προλογική» σέ όλο καί περισσότερο «έλλογες» καταστάσεις τής συνείδησης, ή άπό τήν «ά γρια » σκέψη τού Levi-Strauss στήν έξημερωμένη σκέψη, μπορούν νά έρμηνευθούν πιό οικονομικά καί δόκιμα ώς μεταβάσεις άπό τήν προφορικότητα σέ διάφορα έγγράμματα στάδια. Είχα νωρίτερα ύποστηρίξει (1967b, σελ. 189) πώς πολλές άπό τίς άντιθέσεις πού έπισημαίνουμε συνήθως άνάμεσα στή «δυτική» καί τίς άλλες σκοπιές μπορούν ϊσως νά άναχθοΰν σέ άντιθέσεις άνάμεσα στή βαθιά έσωτερικευμένη έγγραμματοσύνη καί στίς λίγο έως πολύ ύπολειμματικά προφορικές καταστάσεις τής συνείδησης. Τό πασίγνωστο έργο τοϋ άείμνηστου Marshall McLuhan (1962, 1964) άνέδειξε τίς άντιθέσεις ματιοϋ/αύτιού, προφορικού/γραπτού, έφιστώντας τήν προσοχή στήν πρώιμα βαθιά έπίγνωση πού είχε ό James Joyce σχετικά μέ τή διπολικότητα τού ματιοϋ/αύτιού καί συσχετίζοντας μέ τέτοιου είδους πολικότητες ένα μεγάλο πλήθος άνόμοιων κατά τά άλλα έργων πού τά συνέδεε μετα
36
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
ξύ τους ή έκλεκτική γνώση καί ή έκπληκτική διόραση του McLuhan. Ό McLuhan προσέλκυσε τήν προσοχή όχι μόνο τών μελετητών (Eisenstein 1979, σελ. x-xi, xvii), άλλά καί τών άνθρώπων πού έργάζονται στά μέσα μαζικής ένημέρωσης, τής ήγεσίας τού έπιχειρηματικού κόσμου καί τού εύρύτερου μορ φωμένου κοινού, έξαιτίας κυρίως τής γοητείας πού ένέπνεαν οί έν εϊδει γνωμικών καί προρρήσεων διακηρύξεις του, τίς όποιες μερικοί άναγνώστες έβρισκαν πολύ εύγλωττες, άλλά πού συχνά ήταν ιδιαίτερα διεισδυτικές. Τίς άποκαλούσε « δ ι εισδύσεις» (probes). Γενικά, μετακινούνταν πολύ γρήγορα άπό τή μιά «διείσδυση» στήν άλλη, ένώ σπανίως παρείχε, άν παρείχε ποτέ, μιά πλήρη έξήγηση «γραμμικού» (δηλαδή άναλυτικού) τύπου. Τό κύριο ρητό του, «Τό μέσο είναι τό μήνυ μα », καταγράφει τή βαθύτατη έπίγνωση πού ειχε σχετικά μέ τή σημασία τής μετάβασης άπό τήν προφορικότητα στά ήλε κτρονικά μέσα, διαμέσου τής γραφής καί τής τυπογραφίας. Λίγοι άνθρωποι έπέδρασαν τόσο καταλυτικά στή σκέψη τό σων διαφορετικών άνθρώπων, συμπεριλαμβανομένων κι έκείνων πού διαφωνούσαν ή πίστευαν πώς διαφωνούσαν μαζί του, όσο ό McLuhan. Μολονότι όμως ή προσοχή πού δίδεται στίς λεπτές άντιθέσεις άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύ νη αύξάνεται σέ ορισμένους κύκλους, είναι σχετικά περιορι σμένη σέ κάποιους κλάδους πού θά μπορούσαν νά έπωφεληθούν. Γιά παράδειγμα, τά πρώιμα καί μεταγενέστερα στάδια συνείδησης πού ό Julian Jaynes (1977) περιγράφει καί αποδί δει σέ νευροφυσιολογικές άλλαγές στό « δ ιμ ε ρ έ ς » μυαλό (bicameral mind) μπορούν έπίσης κατά τό μεγαλύτερο μέρος τους νά περιγραφούν μέ πιό άπλούς καί έπαληθεύσιμους όρους στό πλαίσιο τής μετάβασης άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη. Ό Jaynes διακρίνει ένα πρωτόγονο στάδιο τής συνείδησης στό όποιο ό έγκέφαλος ήταν έντόνως «δ ιμ ερ ής», μέ τό δεξί ήμισφαίριο νά παράγει άνεξέλεγκτες «φ ω νές» πού αποδίδονταν στούς θεούς, καί τίς όποιες τό
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
37
αριστερό έπεξεργαζόταν σέ ομιλία. Οί «φωνές» άρχισαν νά χάνουν τήν άποτελεσματικότητά τους άνάμεσα στά 2000 καί 1000 π.Χ. Παρατηρούμε δτι αύτή ή περίοδος διαιρείται στά δύο άπό τήν έπινόηση τού άλφαβήτου στά 1500 π.Χ ., καί ό Jaynes πράγματι πιστεύει δτι ή γραφή συντέλεσε στήν κατάρ ρευση τής άρχικής διμέρειας. Οί χαρακτήρες τής Ίλιάδας, πού δέν διαθέτουν συνείδηση τοϋ έαυτού τους, τού δίνουν παρα δείγματα έγκεφαλικής διμέρειας. Ό Jaynes χρονολογεί τήν Όδϋσσβια έκατό χρόνια μετά τήν Ίλιάδα καί πιστεύει πώς ό Όδυσσέας σημαδεύει τή μετάβαση στόν σύγχρονο αύτοσυνείδητο νού, πού δέν βρίσκεται κάτω άπό τήν κυριαρχία τών «φωνών». Ανεξάρτητα άπό τό πώς βλέπει κανείς τίς θεωρίες τού Jaynes, δέν μπορεΐ νά μήν προσέξει τήν ομοιότητα άνάμε σα στά χαρακτηριστικά τής πρώιμης ή διμερούς ψυχής πού περιγράφει —τήν έλλειψη τής ένδοσκοπικής ικανότητας, τής άναλυτικής ικανότητας, τοϋ ενδιαφέροντος γιά τή βούληση αύτή καθ’ έαυτήν καί τής αίσθησης τής διαφοράς άνάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον— καί τά χαρακτηριστικά τής ψυχής στούς προφορικούς πολιτισμούς, όχι μόνο τού παρελ θόντος άλλά καί τοϋ παρόντος. Τά άποτελέσματα τών προ φορικών καταστάσεων τής συνείδησης είναι παράξενα γιά τό μυαλό τών έγγραμμάτων καί μπορούν νά δημιουργήσουν π ε ρίπλοκες έρμηνεΐες πού ένδέχεται νά άποδειχθούν άχρηστες. Διμέρεια μπορεΐ άπλώς νά σημαίνει προφορικότητα. Ή σχέση άνάμεσα στή διμέρεια καί τήν προφορικότητα ϊσως άπαιτεΐ παραπέρα μελέτη.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή ψυχοδυναμική τής προφορικότητας
Ή φωνούμενη λέξη ώς δύναμη καί ώς δράση Στηριζόμενοι στίς έργασίες πού μόλις παρουσιάσαμε καί σέ άλλες τίς όποιες θά άναφέρουμε, είναι δυνατόν νά προβούμε σέ κάποιες γενικεύσεις σχετικά μέ τήν ψυχοδυναμική τών πρωταρχικά προφορικών πολιτισμών, δηλαδή τών π ο λιτι σμών πού δέν τούς έχει άγγίξει ή γραφή. Γιά συντομία, όταν ^ είναι σαφές άπό τά συμφραζόμενα, θά άποκαλώ τούς πρω τα ρ χ ικ ά προφορικούς πολιτισμούς άπλώς προφορικούς. .«Ψ Οί πλήρως έγγράμματοι μέ μεγάλη δυσκολία μπορούν νά φανταστούν πώς είναι ένας πρωταρχικά προφορικός πολιτι σμός, δηλαδή ένας πολιτισμός πού άγνοεΐ τελείως όχι μόνο τή γραφή, άλλά καί τή δυνατότητα τής γραφής. Προσπαθήστε νά φανταστείτε έναν πολιτισμό όπου ποτέ κανείς δέν «κοίταξε κάποια λέξη» κάπου. Σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολι τισμό, ή έκφραση «κοιτάω μιά λέξη» είναι μιά κενή φράση: δέν θά μπορούσε νά έχει τό παραμικρό νόημα. Χωρίς τή γρα φή, οί λέξεις δέν έχουν άπό μόνες τους καμία ορατή παρου σία, άκόμη καί όταν τά πράγματα πού άναπαριστούν είναι ορατά. Είναι ήχοι. Μπορεϊς νά τίς «άνακαλέσεις». Άλλά δέν μπορεϊς νά τίς «κ ο ιτά ξεις» κάπου. Δέν έχουν έστία,ϊχνος
40
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
(μιά οπτική μεταφορά, πού δείχνει εξάρτηση άπό τή γραφή), ούτε καί τροχιά. Είναι συμβάντα, γεγονότα. ^ Γιά νά μάθουμε τί είναι ένας πρωταρχικά προφορικός πολιτισμός καί ποιος είναι ό χαρακτήρας τού προβλήματος μας σέ σχέση μέ έναν τέτοιο πολιτισμό, θά μάς βοηθούσε νά έξετάζαμε πρώτα τή φύση τού ίδιου τού ήχου (Ong 1967b, σελ. 111-38). "Όλες οί αισθήσεις λαμβάνουν χώρα στόν χρό νο, άλλά ό ήχος έχει μιά ιδιαίτερη σχέση μέ τόν χρόνο, διαφο ρετική άπό έκείνη τών άλλων πεδίων πού καταγράφονται άπό τίς άνθρώπινες αισθήσεις. Ό ήχος ύπάρχει μόνο καθώς έξαφανίζεται. Δέν είναι άπλώς φθαρτός, άλλά ούσιαστικά έφήμερος, καί έτσι γίνεται άντιληπτός. "Οταν προφέρω τή λέ ξη «μονιμότητα», τό «μόνιμό-» χάνεται, καί πρέπει νά χαθεί, προτού φθάσω στό «-τη τα ». Δέν ύπάρχει τρόπος νά σταματήσεις τόν ήχο καί νά έχεις ήχο. Μπορώ νά σταματήσω μιά μηχανή προβολής καί νά «παγώσω» μιά εικόνα στήν οθόνη. ’Άν σταματήσω τήν κίνη ση τού ήχου, δέν έχω τίποτα — μόνο σιωπή, κανέναν ήχο. Κάθε αίσθηση λαμβάνει χώρα στόν χρόνο, άλλά κανένα άλλο αισθητικό πεδίο δέν άντιστέκεται ολοκληρωτικά στή διακοπή καί τή σταθεροποίηση μέ παρόμοιο τρόπο. Ή όραση κατα γράφει τήν κίνηση άλλά καί τήν άκινησία. Μάλιστα εύνοεί τήν άκινησία, άφού γιά νά έξετάσουμε κάτι προσεκτικά μέ τήν όραση, προτιμούμε νά είναι άκίνητο. Συχνά, γιά νά δούμε καλύτερα τί είναι ή κίνηση, ανάγουμε τήν κίνηση σέ μιά σειρά άκίνητων εικόνων. Δέν ύπάρχει τό αντίστοιχο τής άκίνητης φωτογραφίας γιά τόν ήχο. Τό παλμογράφημα είναι σιωπηλό. Δέν άνήκει στόν κόσμο τού ήχου. "Οποιος άντιλαμβάνεται τί άποτελούν οί λέξεις σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό ή έναν πολιτισμό πού δέν είναι πολύ απομακρυσμένος άπό τήν πρωταρχική προφορι κότητα, δέν έκπλήσσεται άπό τό γεγονός ότι ό έβρα'ικός όρος νταμπάρ σημαίνει λέξη καί συμβάν. Ό Malinowski (1923, σελ. 451, 470-81), άν καί παρατήρησε ότι στούς «πρωτόγονους»
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
41
(προφορικούς) λαούς ή γλώσσα είναι γενικά ένας τρόπος δράσης καί δχι άπλώς μιά έπικύρωση τής σκέψης, δέν καταφερε νά έξηγήσει τήν άποψή του (Sampson 1980, σελ. 223-6), καθώς στά 1923 ή ψυχοδυναμική τής προφορικότητας ήταν πρακτικά · Ούτε πάλι προκαλεΐ έκπληξη τό γεγο νός δτι οί προφορικοί λαοί συνήθως, καί τό πιθανότερο πάν τα, θεωρούν πώς οί λέξεις έχουν μεγάλη δύναμη. Ό ήχος δέν μπορεΐ νά ήχήσει χωρίς τή χρήση δύναμης. Ό κυνηγός μπορεΐ νά δει, νά μυρίσει, νά γευτεί, νά άγγίξει έναν άγριοβούβαλο πού είναι τελείως άδρανής ή καί νεκρός, άλλά δταν άκούσει έναν άγριοβούβαλο, καλά θά κάνει νά προσέξει, γιατί τότε κάτι τρέχει. Μέ αύτή τήν έννοια, κάθε ήχος» καί ειδικότερα κάθε προφορική έκφραση πού προέρχεται άπό ζωντανούς οργανισμούς, είναι «δυναμικός». ν. ν ή\ Τό γεγονός δτι οί προφορικοί λαοί συνήθως, καί κατά πάσα πιθανότητα οικουμενικά, θεωρούν πώς οί λέξεις έχουν μαγικές δυνάμεις είναι σαφώς συνδεδεμένο, τουλάχιστον στό άσυνείδητο, μέ τό δτι άντιλαμβανονται τή λέξη c ^ a jx a ta ώς ήχο, ομιλία, καί συνεπώς ώς φορέα δύναμης. Οί άνθρωποι πού έσωτερίκευσαν τήν τυπογραφία ξεχνούν νά θυμηθούν τίς λέξεις ώς πρωταρχικά προφορικές, ώς γεγονότα, καί συν επώς ως οντότητες πού άναγκαΐα διαθέτουν δύναμη: γ ι’ αυτούς οί λέξεις τείνουν μάλλον νά έξισώνονται μέ πράγματα πού βρίσκονται «έκ εΐ έξω », πάνω σέ μιά έπίπεδη έπιφάνεια. Τέτοιου είδους «πράγματα» δέν σχετίζονται τόσο εύκολα μέ τή μαγεία, γιατί δέν είναι πράξεις, άλλά είναι κατ’ ούσίαν νε κρά, άν καί μπορούν νά άναστηθούν δυναμικά (Ong 1977, σελ. 230-71). Οί προφορικοί λαοί πιστεύουν πώς τά ονόματα (ένα είδος λέξεων) παρέχουν εξουσία πάνω στά πράγματα. Οί έρμηνεΐες τοϋ επεισοδίου τής Γένεσης 2:20, δπου ό Άδάμ δίνει στά ζώα ονόματα, συνήθως άντιμετωπίζουν συγκαταβατικά αύτή τήν προφανώς παρωχημένη, άρχαϊκή άντίληψη. "Ομως, μιά τέτοια πεποίθηση είνα ι λιγότερο παρωχημένη άπ’ δ,τι φαίνεται
42
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝ Η
στούς άνθρώπους τής άνυποψίαστης χειρογραφικής ή τής τυ πογραφικής παράδοσης. Πρώτα άπ’ δλα, πράγματι, τά ονό ματα δίνουν στούς άνθρώπους εξουσία πάνω σέ ό,τι ονομά ζουν: γιά παράδειγμα, δέν μπορεΐ κανείς νά καταλάβει τή χημεία ή νά γίνει χημικός μηχανικός, χωρίς νά μάθει ένα μ ε γάλο πλήθος ονομάτων. Τά ϊδια ισχύουν καί γιά τίς ύπόλοιπες θεωρητικές γνώσεις. Δεύτερον, οί άνθρωποι τής χειρογραφικής ή τής τυπογραφικής παράδοσης έχουν τήν τάση νά νοούν τά ονόματα ώς έτικέτες, ώς γραμμένες ή τυπωμένες έπιγραφές, προσαρτημένες νοερά πάνω στά άντικείμενα πού ονοματίζονται. Οί προφορικοί άνθρωποι δέν άντιλαμβάνονται καθόλου τό όνομα ώς έπιγραφή, γιατί δέν θεωρούν τό όνομα ώς κάτι ορατό. Οί γραπτές ή τυπωμένες άναπαραστάσεις τών λέξεων μπορούν νά είναι έτικέτες* οί πραγματικές, προφερόμενες λέξεις όχι.
Γνωρίζεις ό,τι μπορεϊς νά ανακαλέσεις: μνημοτεχνική καί λογότυποι* Σ ’ έναν προφορικό πολιτισμό, ό περιορισμός τών λέξεων στόν ήχο δέν καθορίζει μόνο τούς τρόπους τής έκφρασης άλλά καί τις νοητικές διαδικασίες. Γνωρίζεις ό,τι μπορεϊς νά άνακαλέσεις στή μνήμη. "Οταν λέμε ότι γνωρίζουμε Εύκλείδεια γεωμετρία, δέν έννοούμε ότι έχουμε στόν νού μας κάθε στιγμή όλες τίς προτάσεις καί τίς άποδείξεις, άλλά ότι μπορούμε νά τίς φέρουμε στόν νού μέ εύχέρεια. Μπορούμε νά τίς άνακαλέσουμε, νά τίς θυμηθούμε. Τό θεώρημα <<Γνωρίζεις μπορεϊς νά θυμηθείς» ισχύει έπίσης καί στούς προφορικούς πολιτισμούς. Άλλά πώς θυΣ .τ .Έ .: Formula : Σταθερή καί αδιαίρετη φράση πού χρησιμο π οιείται ώς μονάδα.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
43
μούνται οί άνθρωποι σέ έναν προφορικό πολιτισμό; Ή οργα νωμένη γνώση πού οί έγγράμματοι μελετούν σήμερα ώστε νά τή «γνωρίζουν», δηλαδή νά τήν άνακαλούν, έχει, μέ έλάχιστες, άν όχι καθόλου, έξαιρέσεις, συγκεντρωθεί καί είναι δια θέσιμη σέ γραπτή μορφή. Αύτό ισχύει όχι μόνο γιά τήν Εύκλείδεια γεωμετρία, άλλά καί γιά τήν ιστορία τής ’Αμερικα νικής ’Επανάστασης, τά σκορ τού μπέιζμπολ ή τόν κώδικα οδικής κυκλοφορίας. - * Ένας προφορικός πολιτισμός δέν έχει κείμενα. Πώς ορ γανώνει τό ύλικό πού πρέπει νά άνακαλεΐ στή μνήμη; Μέ άλλα λόγια: «Τ ί γνωρίζει ή μπορεΐ νά γνωρίζει κατά τρόπο οργανωμένο;» Υποθέστε ότι, σέ έναν προφορικό πολιτισμό, ένα άτομο άρχίζει νά σκέφτεται ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο πρόβλημα καί πώς τελικά κατορθώνει νά βρει μιά λύση πού είναι έπίσης σχετικά περίπλοκη καί άποτελεΐται, άς πούμε, άπό μερικές έκατοντάδες λέξεις. Πώς θά συγκρατήσει τόν λόγο πού μέ τόσο, κόπο άνέπτυξε γ&ά νά τόν έπαναλάβ,ει ,άργότερα; 'Όταν ή γραφή άπουσιάζει ολοκληρωτικά, δέν ύπάρχει τίποτα έξω άπό τό σκεπτόμενο άτομο, δέν ύπάρχει τό κείμενο πού θά τού έπιτρέψει νά άναπαραγάγει τήν ϊδια έπιχειρηματολογία ή νά έπαληθεύσει άν τό έκανε ή όχι. Τά aides-memoire, όπως ένα ραβδί μέ εντομές ή μιά σειρά άπό προσεκτικά διατεταγ μένα άντικείμενα δέν βοηθούν άπό μόνα τους στήν άνάκληση μιάς πολύπλοκης σειράς έπιχειρημάτων. Πράγματι, πώς θά μπορούσε νά συγκροτηθεί, κατά πρώτο λόγο, μιά έκτενής, άναλυτική λύση; Ένας συνομιλητής είναι ούσιαστικά άπαραίτητος: είναι δύσκολο νά σκέφτεσαι μόνος σου γιά ώρες στή σειρά. Ή σκέψη πού διατηρείται σέ έναν προφορικό πο λιτισμό εινοα επικοινωνία. ’Αλλά άκόμη καί μέ τήν παρουσία,ένός.άκροατη πού διε γείρει καί στηρίζει τή σκέψη σου, οί συνιστώσες τής σκέψης σου δέν μπορούν νά διατηρηθούν σέ πρόχειρες σημειώσεις. Πώς νά άνακαλέσεις ο,τι τόσα καπιαστικίχ επεξεργάστηκες; Ή
44
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
μόνη απάντηση είναι αύτή: Κάνοντας σκέψεις πού άπομνημονεύονται. Σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό, γιά νά λύσεις αποτελεσματικά τό πρόβλημα τής διατήρησης καί τής ανάκτησης μιάς σκέψης πού αναπτύχθηκε προσεκτικά, πρέπει νά σκέφτεσαι πάνω σέ μνημοτεχνικά πρότυπα, διαμορφωμένα γιά ευχερή προφορική έπανάληψη. Ή σκέψη σου πρέπει νά γεννιέται σέ έντονα ρυθμικά κα Ο σ ι^ο π ημ ενα πρότυπα, νά έκτυλίσσετα*:.Μέ έπαναλ^ίψεις ή αντιθέσεις, με παρηχήσεις καί μέ συνηχήσεις, μέ κατηγορηματικές καί άλλες λογοτυπικές έκφράσεις, μέ καθορισμένη θεματική διάταξη (τό συμβούλιο, τό γεύμα, ή μονομαχία, ό «βοηθός» τοϋ ήρωα κ.ο.κ.). με πα ροιμίας πού διαρκώς ακούει ό καθένας ώστε νά έρχονται εύκολα στόν νού καί οί όποιες είναι διατυπωμένες μέ τρόπο πού νά συγκρατούνται και νά ανακαλούνται μέ εύχέρεια,ή μέ άλλες μνημοτεχνικές μορφές. Ή σοβαρή σκέψη είναι συνυφασμένη μέ τά μνημονικά συστήματα. Οί. μνημονικές ανάγκες καθορίζουν άκόμη καί τή σύνταξη (Havelock 1963, σελ. 87-96, 131-27294^657 ~.... Ή στηριγμένη στήν προφορικότητα παρατεταμένη σκέψη, κι όταν άκόμη δέν έκφέρεται μέ τή μορφή ενός τυπικού στί χου, τείνει νά είναι έντόνως ρυθμική, γιατί ό ρυθμός βοηθά τήν άνάκληση, άκόμη καί γιά λόγους πού σχετίζονται μέ τή φυσιολογία. Ό Jousse (1978) έδειξε τή στενή σχέση άνάμεσα στά ρυθμικά προφορικά πρότυπα, τήν άναπνευστική λ ε ι τουργία, τίς χειρονομίες, καί τή διμερή συμμετρία τού ανθρώ πινου σώματος στά άρχαϊα έλληνικά καί άραμαϊκά Ταργκούμ*, όπως έπίσης καί στά άρχαΐα εβραϊκά. Στήν άρχαία Ελλάδα, ό Ησίοδος, πού βρισκόταν άνάμεσα στήν προφορι κή ομηρική Ελλάδα καί τόν πλήρως άναπτυγμένο ελληνικό
*
Σ .τ .Έ .: Ταργκούμ: Άραμαϊκή λέξη πού σημαίνει «μετά φ ρα ση» ή «ερμ η νεία » καί άναφέρεται κυρίως στήν ερμηνευτική άπόδοση ή παράφραση τής εβραϊκής Βίβλου στά άραμαϊκά καί κατ’ έπέκτασιν στά έλληνικά.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
45
έγγράμματο πολιτισμό, μάς παρέδωσε ένα οίονεί φιλοσοφικό υλικό σέ λογοτυπικές ποιητικές μορφές πού τό συγκρότησαν στόν προφορικό πολιτισμό άπό τόν όποιο προερχόταν ό ϊδιος (Havelock 1963, σελ. 97-8,294-301). Οί λογότυποι βοηθούν στήν ροΒμικου λό γου καί λειτουργούν έπίσης άπό μόνοι τους ώς μνημονικά μέσα, ώς σύνολο εκφράσεων πού κυκλοφίΟ^ου^άπό.στόμα σέ στόμα μεταξύ όλων: «Δίπλα φεγγάρι; ορθός καραβοκύρης. Όρθό φ εγγά ρι; δίπλα καραβοκύρης». «Δ ια ιρ εί καί βασί λ ευ ε». «Νά σφάλλεις είναι άνθρώπινο, νά συγχωρεΐς είναι θείο». «Άγαθόν θυμός ύπέρ γέλωτα, ότι έν κακία προσώπου άγαθυνθήσεται καρδία» (Εκκλησιαστής 7:3). «Πέτρα ριζιμιά ». «Ή άγέρωχη βελανιδιά». Παγιωμένες, συχνά ρυθμικές, έκφράσεις τέτοιου είδους ή παρόμοιες υπάρχουν κάπου κά που καί στόν γραπτό πολιτισμό — μπορούμε μάλιστα νά τίς «βρού με» σέ βιβλία γνωμικών — , άλ\ά στούς προφορικούς πολιτισμούς δέν είναι σποραδικές. Βρίσκονται παντού. Ά πο τελούν τήν ούσία τής ϊδ ια ς τής σκέψης. Καμιά έκτεταμένη μορφή σκέψης δέν είναι δυνατή χωρίς αύτές, διότι άκριβώς συγκροτείται άπό αύτές. "Οσο πιό έπεξεργασμένη είναι ή σκέψη πού δομείται προ φορικά, τόσο πιθανότερο είναι νά χαρακτηρίζεται άπό έντε χνα χρησιμοποιημένες τυπικές έκφράσεις. Αύτό ισχύει γενικά γιά τούς προφορικούς πολιτισμούς, άπό έκεϊνον τής ομηρικής Ελλάδας ώς εκείνους τής σημερινής έποχής. To Preface to Plato (1963) τού Havelock καί πεζογραφήματα όπως τό No Longer at Ease (1961) τού Chinua Achebe, πού άντλεΐ άπό τήν προφορική παράδοση τών Ibo τής Δυτικής Αφρικής, μάς παρέχουν άφθο να παραδείγματα τού τρόπου μέ τόν όποιο σκέπτονται οί άνθρωποι μέ προφορική παιδεία, πού κινούνται μέ μεγάλη έξυπνάδα καί έπιτήδευση σέ αύτά τά προφορικά μνημοτεχνικά μονοπάτια καθώς σκέπτονται τίς καταστάσεις στίς όποιες έμπλέκονται. Ό ϊδιος ό νόμος στούς προφορικούς π ο λιτι σμούς έμπεριέχεται σέ λογοτυπικές ρήσεις, παροιμίες, πού
46
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
δέν είναι άπλώς νομολογικές διακοσμήσεις, άλλά άπό μόνες τους συνιστούν τόν νόμο. Σέ έναν προφορικό πολιτισμό, ό δι καστής συχνά καλείται νά άρθρώσει ένα σύνολο σχετικών πα ροιμιών μέ βάση τίς όποιες θά μπορέσει νά καταλήξει σέ δί καιες άποφάσεις σχετικά μέ τίς διαφορές πού έπίσημα έχει κληθεί νά έπιλύσει (Ong 1978, σελ. 5). Σέ έναν ^προφορικό πολιτισμό, θά ήταν χάσιμο χρόνου νά μή σχεφτεί κανείς με λογοτυπικούς, στερεότυπους, μνημοτεχνικούς όρους, άκομη κι άν αύτό ήταν δυνατόν, γιατί τά άπο τελέσματα μιάς τέτοιας σκέψης δέν θά μπορούσαν ποτέ νά άνακτηθούν άποτελεσματικά, όπως θά συνέβάΐνε μέ τή βοή θεια τής γραφής. Ή γνώση δέν θά ήταν δεσμευτική, άλλά άπλώς μιά διερχόμενη σκέψη, όσο σύνθετη κι άν ήταν. Στούς προφορικούς πολιτισμούς, οί έντονα τυποποιημένες καί κοι νοτικά παγιωμένες έκφράσεις εξυπηρετούν κάποιους άπό τούς σκοπούς τής γραφής τών χειρογραφικών πολιτισμών, άλλά κατ’ αύτό τόν τρόπο καθορίζουν, βέβαια, τό είδος τών σκέψεων πού μπορούν νά γίνουν καί τόν τρόπο μέ τόν όποιο ή έμπειρία οργανώνεται νοητ^ιος. Σέ έναν προφορικό πολιτι σμό, ή έμπειρία διανοητικοποιεΐται μνημοτεχνικά. Αύτός ε ί ναι ένας άπό τούς λόγους γιά τους οποίους ό "Αγιος Αύγουστίνος, ό επίσκοπος Ίππώνος (354-430 μ.Χ .) καί άλλοι σοφοί οί όποιοι ζούσαν σέ έναν πολιτισμό πού γνώριζε έν μέρει τή γραφή, άλλά κουβαλούσε άκόμη ένα ύπερβολικά μεγάλο προφορικό φορτίο, άσχολούνται τόσο πολύ μέ τή μνήμη όταν μελετούν τίς δυνάμεις τού νού. Βέβαια, κάθε έκφραση καί σκέψη είναι σέ κάποιο βαθμό λογότυπος, μέ τήν έννοια ότι κάθε λέξη καί κάθε ιδέα πού άποδίδεται μέ λέξεις είναι ένα είδος φόρμουλας, ένας παγιωμένος τρόπος έπεξεργασίας τών δεδομένων τής έμπειρίας, πού καθορίζει τόν τρόπο μέ τόν όποιο ή έμπειρία καί ή σκέ ψη οργανώνονται διανοητικά καί ενεργούν ώς κάποιου ε ί δους μνημονικό τέχνημα. Ή έκφραση τής έμπειρίας μέ λέξεις (πράγμα πού συνεπάγεται καί τόν κάποιο μετασχηματισμό
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
47
της, όχι τή διαστρέβλωσή της) μπορεΐ νά έπιτρέψει τήν ανά κλησή της. Παρ’ δλα αύτά, οί λογότυποι πού χαρακτηρίζουν τήν προφορικότητα είναι πιό περίπλοκοι άπό τίς άτομικές λέξεις, άν καί μερικοί μπορεΐ νά είναι σχετικά άπλοι: γιά τόν ποιητή τού Beowulf, ό «δρόμος τής φάλαινας» είναι ένας (μ ε ταφορικός) λογότυπος γιά τή θάλασσα, μέ έναν τρόπο πού ό δρος «θάλασσα» δέν είναι.
’Άλλα χαρακτηριστικά τής σκέψης καί τής έκφρασης πού βασίζονται στήν προφορικότητα Ή συνειδητοποίηση τής μνημοτεχνικής βάσης τής σκέψης καί τής έκφρασης στούς πρωταρχικά προφορικούς πολιτισμούς άνοίγει τόν δρόμο γιά τήν κατανόηση κι άλλων, πέρα άπό τό λογοτυπικό τους ύφος, χαρακτηριστικών τής σκέψης καί τής έκφρασης πού βασίζονται στήν προφορικότητα. Τά χαρακτη ριστικά πού μελετάμε έδώ είναι μερικά άπό έκεΐνα πού δια κρίνουν τή σκέψη καί τήν έκφραση πού βασίζονται στήν προ φορικότητα άπό τή σκέψη καί έκφραση πού βασίζονται στή χειρογραφία καί τήν τυπογραφία* τά χαρακτηριστικά δηλαδή 2 έκεΐνα πού είναι πιό πιθανό νά κάνουν έντύπωση σέ αύτούς 1 πού μεγάλωσαν σέ πολιτισμούς τής γραφής ή τής τυπογρα„ φίας. Αύτή ή καταγραφή χαρακτηριστικών δέν είναι άποκλειrr στική ή τελική, άλλά ύπαινικτική, καθώς χρειάζεται πολύ πε* ρισσότερη μελέτη καί στοχασμός προκειμένου νά κατανοή σ ο υ μ ε βαθύτερα τή σκέψη πού βασίζεται στήν προφορικότητα (κι έτσι νά κατανοήσουμε καί τόν στοχασμό πού βασίζεται ·. στή χειρογραφία, τήν τυπογραφία καί τήν ήλεκτρονική). 3 -r Σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό ή σκέψη καί ή έκφραση τείνουν νά είνα ι:
48
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
(ί) Παρατακτικές μάλλον παρά ύποτακτικές Έ να οικείο παράδειγμα παρατακτικού προφορικού ύφους μάς παρέχει τό έπεισόδιο τής Δημιουργίας στή Γένεση 1:15, πού είναι βέβαια κείμενο, άλλά διατηρεί άναγνωρίσιμη τήν προφορική δομή. Ή έκδοχή τού Douay (1610), πού δημιουργήθηκε σέ έναν πολιτισμό μέ μεγάλα άκόμη προφορικά απο θέματα, μένει πιστή μέ πολλούς τρόπους στό παρατακτικό έβραϊκό πρότυπο (όπως άποδίδεται στή λατινική έκδοχή άπό τήν όποια έγινε ή μετάφραση): In the beginning God created heaven and earth. And the earth was void and empty, and darkness was upon the face of the deep; and the spirit of God moved over the waters. And God said: Be light made. And light was made. And God saw the light that it was good; and he divided the light from the darkness. And he called the light Day, and the darkness Night; and there was evening and morning one day.
Εννέα εισαγωγικά «a n d » (καί). Προσαρμοσμένη στήν αισθητικότητα πού διαμόρφωσε περισσότερο ή γραφή καί ή τυπογραφία, ή New American Bible (1970) τό άποδίδει ώς έξης: In the beginning, when God created the heavens and the earth, the earth was a formless wasteland, and darkness covered the abyss, while a mighty wind swept over the waters. Then God said, «Let there be light», and there was light. God saw how good the light was. God then separated the light from the darkness. God called the light «day» and the darkness he called «night». Thus evening came, and morning followed — the first day*. *
Σ .τ .Έ .: Ή ελληνική μετάφραση τών Έβδομήκοντα διατηρεί τήν παρατακτική μορφή: «Έ ν άρχή έποίησεν ό Θεός, τόν ούρανόν καί τήν γήν. ή δε γή ήν αόρατος καί ακατασκεύαστος, καί σκότος επάνω τής αβύσσου, καί πνεύμα Θεού έπ εφ έρετο έπάνω τού
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
49
Δύο εισαγωγικά «an d », τό καθένα ένσωματωμένο σέ μιά σύνθετη πρόταση. Ή έκδοχή τού Douay αποδίδει τό έβρα'ικό we ή wa (και) απλώς ώς «an d». Ή Νέα 'Αμερικανική Βίβλος τό άποδίδει «an d » (καί), «when» (όταν), «thus» (έτσι) ή «while» (ένώ) γιά νά δώσει τήν άφηγηματική ροή μέ τήν άναλυτική, αιτιολογημένη ύπόταξη πού χαρακτηρίζει τή γραφή (Chafe 1982) καί μοιάζει φυσικότερη στά κείμενα τού εικοστού αιώνα. Οί προφορικές δομές συχνά φροντίζουν τήν πραγμα τολογία (τήν εύκολία τού ομιλητή — ό Sherzer (1974) άναφέρεται σέ μακροσκελείς προφορικές έπιτελέσεις στούς Cuna* πού είναι άκατάληπτες στούς ακροατές τους). "Οπως υπέ δειξε ό Givon (1979), οί χειρογραφικές δομές φροντίζουν π ε ρισσότερο τή σύνταξη (τήν οργάνωση τού λόγου). Ό γραπτός λόγος αναπτύσσει πιό έπεξεργασμένη καί σταθερή γραμμα τική άπό τόν προφορικό, έπειδή σέ αύτόν τό νόημα έξαρτάται πολύ περισσότερο, άπό τή γλωσσική δομή, καθώς δέν διαθέτει τό συνηθισμένο, πλήρες ύπαρξιακό πλαίσιο πού π ε ριβάλλει τήν ομιλία καί βοηθά στόν καθορισμό τού νοήματος της άνεξάρτητα κάπως άπό τή γραμματική. 0ά ήταν λάθος νά νομίσουμε ότι ή έκδοχή τού Douay, σή
*
ύδατος. Καί είπεν ό Θεός· γενηθήτω φώς· καί έγένετο φώς· καί ειδεν ό Θεός τό φως, δτι καλόν* καί διεχώρισεν ό Θεός άνά μέσον τού φωτός καί άνά μέσον τού σκότους, καί έκάλεσεν ό Θεός τό φως, ήμέραν καί τό σκότος έκάλεσε νύκτα, καί έγένετο εσπέρα καί έγένετο πρω ΐ,ήμέρα μ ία ». Ή Νέα ’Αμερικανική Βίβλος άντίθετα άκολουθεΐ διαφορετική σύνταξη: «Σ τήν άρχή, όταν ό Θεός δημιούργησε τόν ούρανό καί τή γη, ή γη ήταν μία άμορφη έρημιά καί σκοτάδι σκέπαζε τήν άβυσσο, ένώ ένας ισχυρός άνεμος φυσούσε πάνω άπό τά νερά. Τότε ό Θεός ειπ ε: "’Ά ς γίνει φώς καί έγινε φώς. Ό Θεός είδε πό σο καλό ήταν τό φώς. Ό Θεός χώρισε τό φώς άπό τό σκοτάδι. Ό Θεός άποκάλεσε τό φώς ημέρα καί τό σκοτάδι άποκάλεσε ' νύ χτα . ’Έ τσι ήρθε τό σούρουπο κι άκολούθησε τό πρωί — ή πρώτη μέρα ». Σ .τ .Έ .: Ινδιάνοι τού Παναμά.
50
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
μερα, είναι πιό «κοντά» στό πρωτότυπο απ’ ό,τι ή Νέα ’Α με ρικανική. Μέ τό νά αποδίδει πάντα τό we ή wa μέ τήν ϊδια λ έ ξη είναι πιστότερη, άλλά γιά τή σύγχρονη αισθητικότητα ε ί ναι άπόμακρη, άρχαϊκή, άκόμη καί ιδιόρρυθμη. Οί άνθρωποι στούς προφορικούς πολιτισμούς ή στούς πολιτισμούς μέ ση μαντικά προφορικά κατάλοιπα, συμπεριλαμβανομένου τού πολιτισμού πού παρήγαγε τή Βίβλο, δέν εισπράττουν τό ε ί δος αύτό τής έκφρασης ώς άρχαϊκό ή ιδιόρρυθμο. Τούς φαί νεται φυσικό καί κανονικό μέ τόν ϊδιο τρόπο πού έμεΐς βρί σκουμε φυσική ή κανονική τήν έκδοχή τής Νέας ’Αμερικανικής Βίβλον. Καί άλλα παραδείγματα παρατακτικής σύνταξης μπο ρούμε νά βρούμε σέ όλο τόν κόσμο, στίς πολλές μαγνητοφω νημένες πρωταρχικά προφορικές άφηγήσεις πού διαθέτουμε (βλ. Foley 1980b,γιά έναν κατάλογο τέτοιων ήχογραφήσεων). (ϋ ) Σνσσωρεντικές μάλλον παρά άναλντικές Τό χαρακτηριστικό αύτό είναι στενά συνδεδεμένο μέ τήν έξάρτηση τής άπομνημόνευσης άπό τίς λογοτυπικές έκφράσεις. Τά στοιχεία τής σκέψης καί τής έκφρασης πού βασίζο νται στήν προφορικότητα τείνουν νά είναι περισσότερο σύνο λα μονάδων μάλλον παρά άπλές μονάδες, όπως παράλληλοι όροι ή φράσεις ή προτάσεις, άντιθετικοί όροι, ή φράσεις ή προτάσεις, έπίθετα. Στόν τυπικό τους λόγο, οί άνθρωποι τού προφορικού πολιτισμού προτιμούν όχι τόν στρατιώτη άλλά τόν γενναίο στρατιώτη, τήν όμορφη πριγκίπισσα άπό τήν πριγκίπισσα, τόν άγέρωχο πλάτανο άπό τόν πλάτανο. Ή προ φορική έκφραση κουβαλά ένα φορτίο έπιθέτων καί άλλων λογοτυπικών άποσκευών πού ή ύψηλή έγγραμματοσύνη τό άπορρίπτει ώς δυσκίνητο καί κουραστικά περιττό έξαιτίας τού σωρευτικού του βάρους (Ong 1977, σελ. 188-212). Σέ πολλές άναπτυσσόμενες χαμηλής τεχνολογίας χώρες, τά στερεότυπα στίς πολιτικές καταγγελίες —έχ&ρος τον λαον.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
51
καπιταλιστές πολεμοκάπηλοι — πού οί πολύ εγγράμματο!, τά βρίσκουν άνόητα, είναι λογοτυπικά κατάλοιπα άπό προφορι κούς τρόπους σκέψης. Μιά άπό τίς πολλές ένδείξεις γιά τήν ύπαρξη ένός ύψηλού, άν καί σέ υποχώρηση, προφορικού κα ταλοίπου στόν πολιτισμό τής Σοβιετικής Ένωσης είναι (ή ήταν πρίν άπό μερικά χρόνια, όταν τό συνάντησα) ή έπιμονή στήν έκφραση «Έ νδοξη Επανάσταση τής 26ης ’Οκτωβρίου». Ό έπιθετικός λογότυπος έδώ είναι μιά ύποχρεωτική παγίωση, όπως ήταν οί ομηρικοί έπιθετικοί λογότυποι «σοφός Νέστωρ» ή «πολύτροπος Όδυσσέας», ή όπως ήταν τό «ή Έ ν δοξη 4η ’Ιουλίου» στούς θύλακες τής προφορικότητας πού ύπήρχαν στίς Η.Π.Α. άκόμη καί στίς άρχές τού εικοστού α ι ώνα. Ή Σοβιετική Ένωση άνακοίνωνε κάθε χρόνο μέχρι πρό τινος [1982] τά έπίσημα έπίθετα διαφόρων loci classici τής σο βιετικής ιστορίας. Ένας προφορικός πολιτισμός μπορεΐ βέβαια νά ρωτά σ’ ένα αίνιγμα γιατί τά πλατάνια είναι άγέρωχα, άλλά τό κάνει γιά νά σάς βεβαιώσει ότι είναι, νά κρατήσει τήν άκεραιότητα τού συνόλου κι όχι νά άμφισβητήσει ή νά έλέγξει τόν προσδιο ρισμό. (Γιά παραδείγματα κατευθείαν άπό τόν προφορικό πολιτισμό τών Luba στό Ζαΐρ, βλ. τόν Faik-Nzuji 1970.) Στούς προφορικούς πολιτισμούς, οί παραδοσιακές έκφράσεις δέν πρέπει νά άποσυντίθενται: πολλές γενιές δούλεψαν σκληρά γιά νά τίς συνθέσουν, καί δέν μπορούν νά άποθηκευτούν παρά μόνο στό μυαλό. Έ τσ ι οί στρατιώτες είναι γενναίοι, οί πριγκίπισσες όμορφες καί τά πλατάνια άγέρωχα γιά πάντα. Αύτό δέν σημαίνει πώς δέν μπορεΐ νά ύπάρχουν άλλα έπίθετα γιά τούς στρατιώτες, τίς πριγκίπισσες ή τά πλατάνια, καί μάλιστα άντιθετικά έπίθετα, άλλά είναι καί αύτά καθορισμένα: ό καυ χησιάρης στρατιώτης, ή δυστυχισμένη πριγκίπισσα, άνήκουν έπίσης στόν ϊδιο έξοπλισμό. "Ο,τι ισχύει γιά τά έπίθετα ισχύει καί γ ι’ άλλες λογοτυπικές έκφράσεις. Έφόσον ένας λογότυπος έχει άποκρυσταλλωθεΐ, είναι καλύτερο νά διατηρηθεί άκέραιος. Χωρίς ένα σύστημα γραφής, ή διάσπαση τής σκέψης —ή
52
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
ανάλυση, δηλαδή— είναι μιά ιδιαίτερα έπικίνδυνη διαδικασία. 'Όπως πολύ ώραΐα τό έθεσε ό Levi-Strauss σέ μιά φράση του, «ή άγρια [προφορική] σκέψη είναι ολιστική» (1966, σελ. 245). (in) Πλβονάζονσες η «πληϋωρικβς » Ή σκέψη απαιτεί κάποιο είδος συνέχειας* ή γραφή καθιερώ νει στό κείμενο μιά «γρα μμή» συνέχειας έξω άπό τόν νού. ’Ά ν κάποιος περισπασμός μπ ερδέψ ει ή έξα λείψει άπό τό μυαλό τό πλαίσιο τών συμφραζομένων μέσα άπό τό όποιο άναδύεται τό ύλικό πού τώρα διαβάζω, μπορώ νά τό άνακτήσω ξαναδιαβάζοντας τό κείμενο έπιλεκτικά. Ή έπανασύνδεση μπορεΐ νά είναι τελείως περιστασιακή καί ad hoc. To μυαλό συγκεντρώνει τήν ένέργειά του γιά νά προχωρήσει, έπειδή έκεΐνο μέ τό όποιο έπανασυνδέεται ύπάρχει σταθερά έξω άπό αύτό καί είναι πάντα διαθέσιμο τμηματικά στή γραμμένη σελίδα. Στόν προφορικό λόγο, ή κατάσταση είναι διαφορετική. Δέν υπάρχει τίποτα μέ τό όποιο νά έπανασυνδεθώ έξω άπό τόν νού, γιατί ό,τι λέω έξαφανίζεται μόλις τό προφέρω. Τό μυαλό είναι άναγκασμένο νά προχωρεί πιό άργά, διατηρώντας τά περισσότερα άπό έκεΐνα μέ τά όποια άσχολήθηκε στό κέντρο τής προσοχής του. Ό πλεονασμός, ή έπανάληψη αύτού πού μόλις ειπώθηκε, κρατούν σίγουρα τό σο τόν ομιλητή όσο καί τόν άκροατή στόν σωστό δρόμο. Άφοΰ ό πλεονασμός χαρακτηρίζει τήν προφορική σκέψη καί τήν ομιλία, είναι κατά βάθος πιό φυσικός στή σκέψη καί τήν ομιλία άπ’ ό,τι ή διεσπαρμένη γραμμικότητα. Ή γραμμι κή ή άναλυτική σκέψη καί ή ομιλία είναι τεχνητές δημιουρ γίες, πού μορφοποιούνται άπό τήν τεχνολογία τής γραφής. Γιά νά καταργηθεΐ σημαντικά ό πλεονασμός άπαιτεΐται μιά τεχνολογία, ή γραφή, πού καταργεί τόν χρόνο καί έπιφέρει ένα είδος κόπωσης στήν ψυχή έμποδίζοντας τήν έκφραση νά κινηθεί στούς πιό φυσικούς της τρόπους. Ή ψυχή κατορθώνει νά ξεπεράσει τήν κόπωση έν μέρει έπειδή ή χειρογραφία
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
53
είναι άπό φυσική άποψη μιά άργή διαδικασία — ή τυπική της ταχύτητα είναι τό ένα δέκατο έκείνης τής ομιλίας (Chafe 1982). Μέ τή γραφή, τό μυαλό έξαναγκάζεται σέ έναν πιό άργό ρυθμό, πού τού δίνει τή δυνατότητα νά έπεμβαίνει καί νά έπανοργανώνει τίς πιό φυσικές, πλεονάζουσες διαδικασίες του. Ό πλεονασμός εύνοεΐται έπίσης άπό τίς φυσικές συνθή κες τής προφορικής έκφρασης μπροστά α ένα μεγάλο άκρο ατήριο , δπου είναι άκόμη πιό έντονος άπ’ ό ,τι στήν πρόσωπο μέ πρόσωπο συνομιλία. Καί μόνο έξαιτίας τών άκουστικών προβλημάτων, κανένας άπό τά μέρη ένός μεγάλου άκροατηρίου δέν κατανοεί όλες τίς λέξεις πού προφέρει ό ομιλητής. Είναι πρός όφελος τού ομιλητή νά έπαναλαμβάνει τό ϊδιο πράγμα, ή περίπου τό ϊδιο πράγμα, δύο καί τρεις φορές. Τό «όχι μόνο» πού έχασες, μπορεϊς νά τό συναγάγεις άπό τό «άλλά κα ί...». Μέχρις ότου, πρόσφατα, ή ήλεκτρική ένίσχυση μειώσει τά άκουστικά προβλήματα στό έλάχιστο, στήν έποχή τού William Jennings Bryan (1860-1925), γιά παράδειγμα, οί ρήτορες συνέχιζαν τόν παλιό πλεονασμό στίς δημόσιες ομι λίες τους καί ή δύναμη τής συνήθειας τούς έκαμνε νά τόν μ ε ταφέρουν καί στά γραπτά τους. Σέ ορισμένα άκουστικά ύποκατάστατα τής προφορικής έπικοινωνίας, στήν άφρικανική έπικοινωνία μέ τύμπανα γιά παράδειγμα, ό πλεονασμός άποκτά άπίθανες διαστάσεις. Άπαιτούνται κατά μέσο όρο οκτώ φορές περισσότερες λέξεις γιά νά πεις κάτι μέ τά τύμ πανα άπό ό,τι στήν όμιλούμενη γλώσσα (Ong 1977, σελ. 101). Ή άνάγκη τού ρήτορα νά συνεχίζει νά μιλά ένώ τό μυαλό του έτοιμάζει ό,τι θά πει στή συνέχεια, έπίσης ένθαρρύνει τόν πλεονασμό. Στόν προφορικό λόγο, άν καί ή παύση μπορεΐ νά είναι άποτελεσματική, ό δισταγμός είναι πάντα μειονέκτημα. Έ τσ ι είναι καλύτερα νά έπαναλάβεις κάτι, έντεχνα άν είναι δυνατόν, άπό τό νά σταματήσεις άπλώς, ένώ προσπαθείς νά συλλάβεις τήν έπόμενη ιδέα. Οί προφορικοί πολιτισμοί ένθαρρύνουν τήν εύφράδεια, τήν ύπερβολή καί τήν ομιλητικό-
54
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τητα. Οί ρήτορες συνήθιζαν νά τό άποκαλούν αύτό copia*. Συνέχισαν νά τό ένθαρρύνουν, μ’ ένα είδος άβλεψίας, κι όταν είχαν μετατρέψει τή ρητορική άπό τέχνη δημόσιας ομιλίας σέ τέχνη γραφής. Τά πρώιμα γραπτά κείμενα τών μεσαιωνικών χρόνων καί τής ’Αναγέννησης βρίθουν συχνά άπό «πλατεια σμούς», πράγμα πού μέ τά σύγχρονα κριτήρια άποτελεΐ ενο χλητικό πλεονασμό. Ή φροντίδα γιά τήν copia παραμένει έντονη στόν δυτικό πολιτισμό όσο αύτός διατηρεί σημαντικά προφορικά κατάλοιπα — πράγμα πού συμβαίνει έως περί που τήν έποχή τού ρομαντισμού ή καί πιό πρόσφατα. Ό Tho mas Babington Macaulay (1800-1859) είναι ένας άπό τούς πο μπώδεις πρώιμους Βικτωριανούς πού τά γεμάτα μέ πλεονα σμούς γραπτά έργα τους άκόμη ήχούν όπως θά άκουγόταν ό παραφορτωμένος προφορικός λόγος· πολύ συχνά, έτσι ήχούν καί τά γραπτά τού Winston Churchill (1874-1965). (w) Συντηρητικές ή παραδοσιακές ’Αφού σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό ή διαμορ φωμένη γνώση πού δέν έπαναλαμβάνεται δυνατά σύντομα έξαφανίζεται, οί προφορικές κοινωνίες πρέπει νά έπενδύουν πολλή ένέργεια στή συνεχή έπανάληψη όσων έγιναν μέ πολύ κόπο γνωστά στήν πάροδο τού χρόνου. Αύτή ή άνάγκη κα θιερώνει μιά έντονα παραδοσιακή ή συντηρητική νοοτροπία πού, όχι άναίτια, έμποδίζει τόν διανοητικό πειραματισμό. Ή γνώση άποκτιέται δύσκολα, είναι πολύτιμη, καί ή κοινωνία έκτιμά πολύ τούς σοφούς άνδρες καί τίς σοφές γυναίκες πού γνωρίζουν καί μπορούν νά διηγηθούν ιστορίες τών περασμέ νων χρόνων. ’Αποθηκεύοντας τή γνώση έξω άπό τό μυαλό, ή γραφή, κι άκόμη περισσότερο ή τυπογραφία, ύποβαθμίζει τήν εικόνα τού σοφού γέροντα καί τής σοφής γερόντισσας Σ .τ .Έ .: Εύπορία, πλούτος έκφράσεων.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
55
πού έπαναλαμβάνουν τό παρελθόν, κι ευνοεί τούς νέους πού άνακαλύπτουν καινούργια πράγματα. Βέβαια, καί ή γραφή είναι συντηρητική μέ τόν τρόπο της. Λίγο μετά τήν έμφάνισή της στήν άρχαία Σουμερία χρησιμέυ σε στήν παγίωση τών νομικών κωδίκων (Oppenheim 1964, σελ. 232). Άλλά τό κείμενο, αναλαμβάνοντας συντηρητικές λ ει τουργίες, έλευθερώνει τό μυαλό άπό τά συντηρητικά του κα θήκοντα, άπό τό άπομνημονευτικό του έργο δηλαδή, κι έτσι τοϋ έπ ιτρέπ ει νά στραφεί σέ νέους στοχασμούς (Havelock 1963, σελ. 254-305). Πράγματι, ή ύπολειμματική προφορικό τητα ένός δεδομένου χειρογραφικού πολιτισμού μπορεΐ νά ύπολογισθεΐ ώς έναν βαθμό άπό τό άπομνημονευτικό βάρος πού άφήνει στό μυαλό, δηλαδή άπό τό ποσοστό άπομνημόνευσης πού άπαιτούν οί έκπαιδευτικές διαδικασίες τού πολι τισμού (Goody 1968a, σελ. 13-4). Βέβα ια οί προφορικοί πολιτισμοί δέν στερούνται τής δικής τους πρωτοτυπίας. Ή πρωτοτυπία τής άφήγησης συνίσταται όχι στήν έπινόηση νέων ιστοριών, άλλά στήν έπίτευξη μιας ιδιαίτερης άλληλόδρασης μέ τό δεδομένο κοινό στή δε δομένη στιγμή — σέ κάθε άφήγηση ή ιστορία πρέπει νά είσαχθεΐ κατά τρόπο μοναδικό σέ μιά κατάσταση μοναδική, γιατί στούς προφορικούς πολιτισμούς τό κοινό πρέπει νά όδηγηθεΐ στό νά άντιδράσει, συχνά μέ τρόπο έντονο. Άλλά οί άφηγητές εισάγουν έπίσης καί νέα στοιχεία σέ παλιές ιστορίες (Go ody 1977, σελ. 29-30). Στήν προφορική παράδοση ύπάρχουν τόσες έλάσσονες παραλλαγές ένός μύθου όσες είναι καί οί έπαναλήψεις του, καί ό άριθμός τών έπαναλήψεων μπορεΐ νά αύξάνεται έπ’ άπειρον. Τά ποιήματα πού ύμνούν άρχηγούς άπαιτούν έπιχειρηματικό πνεύμα, καθώς οί παλιοί λογότυποι καί τά παλιά θέματα πρέπει νά έρθουν σέ άλληλόδραση μέ νέες καί συχνά περίπλοκες πολιτικές καταστάσεις. Άλλά οί λογότυποι καί τά θέματα μάλλον άνακατατάσσονται παρά άντικαθιστώνται μέ νέα ύλικά. Οί θρησκευτικές πρακτικές, όπως καί οί κοσμολογίες καί
56
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
οί βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις, άλλάζουν έπίσης στίς προ φορικές κοινωνίες. Απογοητευμένοι άπό τά πρακτικά απο τελέσματα μιάς λατρείας σέ κάποιο ιερό όπου οί θεραπείες είναι σπάνιες, οί δραστήριοι άρχηγοί — οί «διανοούμενοι» τής προφορικής κοινωνίας κατά τόν Goody (1977, σελ. 30)— έφευρίσκουν νέα ιερά καί μαζί τους νέα έννοιολογικά σύμπαντα. Κι όμως αυτοί οί νέοι κόσμοι καί οί άλλες άλλαγές πού δείχνουν κάποια πρωτοτυπία έμφανίζονται σέ μιά ού σιαστικά λογοτυπική καί θεματική νοητική οικονομία. Σπά νια, άν όχι ποτέ, διακηρύσσουν τήν πρωτοτυπία τους* άντίθετα παρουσιάζονται νά ταιριάζουν στίς παραδόσεις τών προ γόνων. (ν) Κοντά στόν κόσμο τής άνϋρώπινης ζωής Καθώς άπουσιάζουν οί έπεξεργασμένες άναλυτικές κατηγο ρίες πού έξαρτώνται άπό τή γραφή καί οργανώνουν τή γνώση πού είναι άποστασιοποιημένη άπό τή βιωμένη έμπειρία, οί προφορικοί πολιτισμοί πρέπει νά διαμορφώνουν καί νά έκφράζουν όλη τή γνώση μέ λιγότερο ή περισσότερο στενή άν α φορά στόν κόσμο τής άνθρώπινης ζωής, έξομοιώνοντας τόν ξένο, άντικειμενικό κόσμο μέ τήν πιό άμεση, οικεία άλληλόδραση τών άνθρώπων. Ένας χειρογραφικός, κι άκόμη περισ σότερο ένας τυπογραφικός πολιτισμός μπορεΐ νά άπομακρύνει καί κατά κάποιον τρόπο νά καταστήσει άφύσικο άκόμη καί τό άνθρώπινο, λημματογραφώντας πράγματα όπως τά ονόματα τών άρχηγών καί τών πολιτικών κομμάτων σέ έναν άφηρημένο, ούδέτερο κατάλογο άπό τόν όποΐο άπουσιάζει τελείως κάθε πλαίσιο άνθρώπινης δράσης. Ένας προφορικός πολιτισμός δέν διαθέτει ένα τόσο ούδέτερο μέσο όσο ό κατά λογος. Στό δεύτερο μισό τής Β ραψωδίας, ή Ίλιάδα —σέ πά νω άπό τετρακόσιους στίχους— παρουσιάζει τόν περίφημο κατάλογο τών πλοίων πού περιλαμβάνει τά ονόματα τών Ελλήνων ήγετών καί τίς περιοχές πού κυβερνούσαν, άλλα σέ
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
57
ένα ολικό πλαίσιο άνθρώπινης δράσης: τά ονόματα τών άνθρώπων καί τών τόπων έμφανίζονται νά μετέχουν σέ πρά ξεις (Havelock 1963, σελ. 176-80). Ό κανονικός καί τό πιθα νότερο ό μόνος τόπος στήν ομηρική Ελλάδα όπου θά μπο ρούσε νά βρει κανείς αύτό τό είδος τής πολιτικής πληροφο ρίας είναι μιά άφήγηση ή μιά γενεαλογία, πού δέν είναι ου δέτερος κατάλογος άλλά περιγραφή προσωπικών σχέσεων (βλ. Goody καί Watt 19 68 , σελ. 32). Οί προφορικοί πολιτισμοί γνωρίζουν έλάχιστες στατιστικές ή γεγονότα πού δέν συνδέο νται μέ τήν άνθρώπινη ή τήν οίονεί άνθρώπινη δραστηριότη τα. Κατά τόν ϊδιο τρόπο ένας προφορικός πολιτισμός δέν έχει τίποτα πού νά άντιστοιχεΐ στά τεχνικά έγχειρίδια (τέτοια έγχειρίδια είναι μάλιστα σπανιότατα, υποτυπώδη πάντα στούς χειρογραφικούς πολιτισμούς, κι έμφανίζονται ουσια στικά μόνον όταν ή τυπογραφία έχει σημαντικά έσωτερικευθεϊ — Ong 1967b, σελ. 28-9, 234, 258). Οί τέχνες μαθαίνονται μέ τή μαθητεία (όπως άκόμη συμβαίνει ώς έπί τό πλείστον καί στούς πολιτισμούς ύψηλής τεχνολογίας), πού σημαίνει μέ τήν παρατήρηση καί τήν πρακτική, καί μέ έλάχιστη μόνο λε κτική έξήγηση. Τή μέγιστη λεκτική άρθρωση θεμάτων, όπως οί πρακτικές τής ναυσιπλοΐας, πού ήταν καίριες γιά τόν ομη ρικό πολιτισμό, τή συναντά κανείς όχι σέ κάποια άφηρημένη περιγραφή ύπό μορφήν εγχειριδίου, άλλά σέ μέρη όπως τό άκόλουθο άπόσπασμα άπό τήν Ίλιάδα, Α: 141-44, όπου ή άφηρημένη περιγραφή έμπεριέχεται σέ μιάν άφήγηση πού παρουσιάζει συγκεκριμένες εντολές γιά δράση, ή σέ περιγρα φές συγκεκριμένων πράξεων: ... τώρα μαύρο στήν άγια, έλάτε, θάλασσα νά ρίξουμε καράβι, καί κουπολάτες νά μαζώξουμε ξεδιαλεχτούς, κι άκόμα μέσα τρανή θυσία νά βάλουμε* κι άς άνέβει κι άτή της ή Χρυσοπούλα ή ροδομάγουλη, κι άπό τούς ρηγάδες ένας [μετ. Καζαντζάκη - Κακριδή]
58
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
(Τό παράθεμα άπό τόν Havelock 1963, σελ. 81· βλ. έπίσης σελ. 174-5.) Ό πρωταρχικά προφορικός πολιτισμός έλάχιστα ένδιαφέρεται νά συντηρήσει τή γνώση τών έπιδεξιοτήτων ώς ένα άφηρημένο, αύτοσυντηρούμενο σώμα. (νι) ?Αγωνιστικού τόνον Πολλές, άν όχι όλες οί προφορικές κοινωνίες ή οί κοινωνίες μέ προφορικά κατάλοιπα φαίνονται στούς έγγράμματους έξωφρενικά άγωνιστικές στίς λεκτικές έπιτελέσεις τους, άλλά καί στόν τρόπο τής ζωής τους. Ή γραφή καλλιεργεί τήν άφαίρεση πού άπαγκιστρώνει τή γνώση άπό τήν άρένα όπου οί άνθρωποι συγκρούονται μεταξύ τους. Διαχωρίζει τόν γνοοστη άπό τή γνώση του. Διατηρώντας τή γνώση ένσωματωμένη στόν κόσμο τής άνθρώπινης ζωής, ή προφορικότητα τοποθε τεί τή γνώση σ’ ένα άγωνιστικό πλαίσιο. Οί παροιμίες καί τά αινίγματα δέν χρησιμοποιούνται μόνο γιά τήν άποθήκευση τής γνώσης άλλά καί γιά νά εμπλέκουν καί άλλους σέ λεκτι κές καί πνευματικές διαμάχες: όταν κάποιος έκφέρει μιά πα ροιμία ή ένα αίνιγμα, προκαλεΐ τούς άκροατές νά τό συμπλη ρώσουν μέ κάποιο πιό πρόσφορο ή νά άντιλογήσουν (Abra hams 1968, 1972). Τό νά καυχιέται κανείς γιά τά άνδραγαθήματά του ή καί γιά τή λεκτική καταρράκωση τού άντιπάλου του, είναι κάτι πού συμβαίνει συχνά στίς συναντήσεις μεταξύ τών χαρακτήρων μιάς άφήγησης: στήν Ίλιάδα, τό Beowulf, στά μεσαιωνικά, εύρωπαϊκά ρομάντζα, στό ’Έπος του Mwindo καί σέ άναρίθμητες άλλες άφρικανικές ιστορίες (Okpewho 1979· Obieshina 1975), στή Βίβλο, άνάμεσα στόν Δαβίδ καί τόν Γο λιάθ, γιά παράδειγμα (Σαμουήλ 17:43-7). Τυπική στίς προ φορικές κοινωνίες όλου τού κόσμου, ή άμοιβαία έξύβριση έχει άποκτήσει στή γλωσσολογία ένα ιδιαίτερο όνομα: flyting ή fliting. Όρισμένοι νεαροί μαύροι στίς Η.Π.Α., τήν Καραϊβική καί άλλού, πού μεγαλώνουν σέ κοινωνίες όπου κυριαρχεί
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
59
άκόμη ή προφορικότητα, έμπλέκονται σέ λογομαχίες γνωστές ώς «dozens», «joning», «sounding», άλλά καί μέ άλλα ονόμα τα, στίς όποιες ό ένας άντίπαλος προσπαθεί νά ξεπεράσει τόν άλλο στήν κατασπίλωση τής μητέρας του. Οί λογομαχίες αύτές δέν είναι πραγματικοί καβγάδες, άλλά μιά μορφή τ έ χνης, όπως μορφές τέχνης είναι καί άλλα τυποποιημένα λε κτικά λακτίσματα σέ άλλους πολιτισμούς. Ό άγωνιστικός προσανατολισμός τών προφορικών κοι νωνιών φαίνεται όχι μόνο στόν τρόπο μέ τόν όποιο χρησιμο ποιούν τή γνώση άλλά καί στόν έκθειασμό τής σωματικής συμπεριφοράς. Ή ένθουσιώδης περιγραφή τής σωματικής βίας σημαδεύει συχνά τήν προφορική άφήγηση. Γιά παρά δειγμα, οι ραψωδίες Θ καί I τής Ίλιάδας θά συναγωνίζονταν στήν άπροκάλυπτη βία τουλάχιστον τίς πιό έντυπωσιακές τη λεοπτικές καί κινηματογραφικές ταινίες σήμερα καί θά τίς ξεπερνούσαν κατά πολύ σέ έντονα αιματηρές λεπτομέρειες, πού μπορούν νά εΐναι λιγότερο άποκρουστικές όταν περιγράφονται μέ λέξεις άπ’ ό,τι όταν παρουσιάζονται μέ εικό νες. Ή άπεικόνιση τής ύπερβολικής φυσικής βίας, πού είναι κεντρικό χαρακτηριστικό σέ πολλά έπη καί άλλα προφορικά εϊδη λόγου καί έπιβιώνει σέ πολλά πρώιμα λογοτεχνικά κεί μενα, βα θμια ία έξαφανίζεται ή γίνετα ι περιφ ερεια κή σέ ύστερότερες λογοτεχνικές άφηγήσεις. Διασώζεται στίς μεσαι ωνικές μπαλάντες, άλλά γελοιοποιείται ήδη άπό τόν Thomas Nashe στό The Unfortunate Traveler (1594). Όδεύοντας πρός τό σοβαρό μυθιστόρημα, ή λογοτεχνική άφήγηση παρασύρει τ ε λικά τήν εστία τής δράσης όλο καί περισσότερο σέ έσωτερικές κρίσεις, καί μακριά άπό τίς καθαρά έξωτερικές κρίσεις. Οί συνηθισμένες καί συνεχείς φυσικές δυσκολίες τής ζωής σέ πολλές πρώιμες κοινωνίες δικαιολογούν έν μέρει τίς πολ λές στιγμές βίας στίς πρώιμες προφορικές μορφές τέχνης. Ή άγνοια τών φυσικών αίτιων τών νόσων καί τών καταστροφών μπορεΐ έπίσης νά ύποθάλψει προσωπικές έντάσεις. Έφόσον κάτι προξενεί τήν άσθένεια ή τήν καταστροφή, ή προσωπική
60
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
έχθρότητα ένός άλλου άνθρώπου — ένός μάγου, μιας μάγισ σας— μπορεΐ νά ύποκαταστήσει τά φυσικά αϊτια καί έτσι νά αύξηθούν οί προσωπικές έχθρότητες. Άλλά ή βία στίς προ φορικές μορφές τέχνης συνδέεται έπίσης μέ τή δομή τής ίδιας τής προφορικότητας. "Οταν δλη ή λεκτική έπικοινωνία πρέπει νά γίνεται προφορικά, έμβαπτισμένη στό δυναμικό δούναι καί λαβεΐν τοϋ ήχου, οί διαπροσωπικές σχέσεις παραμένουν ισχυρές — τόσο οί συμπάθειες, όσο, άκόμη περισσότερο, καί οί άνταγωνισμοί. Ή άλλη πλευρά τής άγωνιστικής έξύβρισης ή προπηλάκισης στούς προφορικούς ή ύπολειμματικά προφορικούς πολι τισμούς είναι ή υπερβολική έκφραση έπαίνων, πού παντού συνδυάζεται μέ τήν προφορικότητα. Είναι πολύ διαδεδομένη στά πολυμελετημένα σημερινά άφρικανικά προφορικά έπαινετικά ποιήματα (Finnegan 1970· Opland 1975), όπως καί σέ όλη τήν ύπολειμματικά προφορική δυτική ρητορική παράδο ση, πού έκτείνεται άπό τήν κλασική άρχαιότητα μέχρι τόν δ έ κατο όγδοο αιώνα. «Ήρθα νά θάψω τόν Καίσαρα, όχι νά τόν παινέσω», φωνάζει ό Μάρκος Αντώνιος στόν έπικήδειό του στόν σαιξπηρικό Ιούλιο Καίσαρα (ν. ii. 79) κι έπειτα προχωρεί στόν έγκωμιασμό τοϋ Καίσαρα μέ ρητορικά σχήματα έγκωμιασμοϋ πού έμφυτεύθηκαν στό κεφάλι όλων τών μαθητών τής Αναγέννησης καί τά όποια ό Έρασμος χρησιμοποίησε τόσο εύφυώς στό Μωρίας Έγκώμιον. Οί άνθρωποι ένός πολι τισμού μέ υψηλό βαθμό έγγραμματοσύνης θεωρούν τόν ύ περβολικό έπαινο τής παλιάς ύπολειμματικά προφορικής ρη τορικής παράδοσης άνειλικρινή, πομπώδη καί γελοιωδώς έξεζητημένο. Άλλά ό έπαινος συνοδεύει τόν έντονα πολωμένο, άγωνιστικό, προφορικό κόσμο τού καλού καί τοϋ κακού, τής άρετής καί τής κακίας, τών κακών καί τών ήρώων. Ή άγωνιστική δυναμική τής προφορικής διαδικασίας τής σκέψης καί τής έκφρασης κατείχε κεντρική θέση στήν άνάπτυ ξη τού δυτικού πολιτισμού, στόν όποιο θεσμοθετήθηκαν άπό τή ρητορική «τέχνη» καί τή συναφή μέ αύτήν διαλεκτική τού
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
61
Σωκράτη καί του Πλάτωνα. Ή τελευταία μάλιστα προσέφερε στήν άγωνιστική προφορική έκφραση τήν έπιστημονική της βάση, ή οποία συγκροτήθηκε μέ τή βοήθεια τής γραφής. Πε ρισσότερα γι αύτά άργότερα. (νϋ) Μβϋβκτικές καί συμμετοχικές μάλλον παρά άποστασιοποιημένες Γιά έναν προφορικό πολιτισμό ή μάθηση ή ή γνώση σημαίνει τήν έπίτευξη στενής, μεθεκτικής, έπίκοινης ταύτισης μέ τό γνωστό (Havelock 1963, σελ. 145-6), σημαίνει «ταίριασμα». Ή γραφή διαχωρίζει τόν γνώστη άπό αύτό πού γνωρίζει, κι έτσι δημιουργεί τίς συνθήκες γιά τήν «άντικειμενικότητα», μέ τήν έννοια τής προσωπικής άποδέσμευσης καί άποστασιοποίησης. Ή «άντικειμενικότητα» πού χαρακτηρίζει τόν 'Όμη ρο καί άλλους ραψωδούς είναι αύτή πού έπιβάλλει ή λογοτυπική έκφραση: ή άντίδραση τού άτόμου δέν έκφράζεται άπλώς ώς άτομική ή «υποκειμενική», άλλά μάλλον ώς ριζω μένη στήν άντίδραση τής κοινότητας, στήν κοινοτική «ψυχή». Ύπό τήν έπίδραση τής γραφής, άν καί καταφερόταν έναντίον της, ό Πλάτων έξόρισε τούς ποιητές άπό τήν Πολιτεία του, έπειδή μελετώντας τους κανείς μάθαινε νά άντιδρά μέ τήν «ψ υχή», νά ταυτίζεται μέ τόν Άχιλλέα ή τόν Όδυσσέα (Ha velock 1963, σελ. 197-233). Μελετώντας ένα άλλο προφορικό πλαίσιο, 2.000 χρόνια άργότερα, οί έκδοτες τού ~Επους τοϋ Mwindo (1971, σελ. 37) έπισημαίνουν μιά παρόμοια ισχυρή ταύτιση τού Candi Rureke, τού άφηγητή τού έπους, καί μέσω αύτού τών άκροατών του, μέ τόν ήρωα Mwindo, μιά ταύτιση πού πραγματικά έπηρεάζει τή γραμματική σύνταξη τής άφή γησης, καθώς ενίοτε ό άφηγητής περιγράφοντας τίς πράξεις τού ήρωα γλιστρά στό πρώτο πρόσωπο. Ό άφηγητής, τό άκροατήριο καί ό χαρακτήρας είναι τόσο δεμένοι μεταξύ τους, ώστε ό Rureke βάζει τόν έπικό ήρωα Mwindo νά άπευθύνεται ό ’ίδιος στούς καταγραφεϊς τής προφορικής έπιτέλε-
62
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
σης: «Γραφέα, προχώρα» ή « Ώ γραφέα, βλέπεις πώς φεύγω κιόλας». Στήν αντίληψη τού αφηγητή καί τού ακροατηρίου του ό ήρωας τής άπαγγελίας αφομοιώνει στό προφορικό σύμπαν άκόμη καί τούς γραφείς πού τήν «άπο-προφορικοποιούν» σέ κείμενο. (viii) 'Ομοιοστατικές Σέ άντίθεση μέ τίς έγγράμματες κοινωνίες, οί προφορικές κοινωνίες μπορούν νά χαρακτηριστούν ώς όμοιοστατικές (Goody καί Watt 1968, σελ. 31-4). Δηλαδή οί προφορικές κοι νωνίες ζούνε ώς έπί τό πλεΐστον σ’ ένα παρόν πού συντηρεί ται σέ ισορροπία ή όμοιοστασία, άπορρίπτοντας σάν τό φιδόδερμα τίς μνήμες πού δέν σχετίζονται πιά μέ αύτό. Οί δυνάμεις πού διέπουν τήν όμοιοστασία μπορούν νά γ ί νουν άντιληπτές μελετώντας τήν κατάσταση τών λέξεων σέ ένα πρωταρχικά προφορικό πλαίσιο. Οί τυπογραφικοί πολι τισμοί έπινόησαν λεξικά στά όποια οί διαφορετικές σημασίες μιας λέξης, όπως άπαντάται σέ χρονολογήσιμα κείμενα, μπο ρούν νά καταγραφούν σέ τυπικούς ορισμούς. Γίνεται έτσι γνωστό ότι οί λέξεις έχουν στρώματα σημασιών, πολλές άπό τίς όποιες είναι τελείως άσχετες πρός τίς σημερινές σημασίες. Τά λεξικά διαφημίζουν τίς σημασιολογικές διαφορές καί άνακολουθίες. Οί προφορικοί πολιτισμοί δέν έχουν λεξικά καί έχουν λί γες σημασιολογικές διαφορές. Ή σημασία τής κάθε λέξης έλέγχεται άπό αύτό πού οί Goody καί Watt (1968, σελ. 29) άποκαλούν «άμεση σημασιολογική έπικύρωση», δηλαδή άπό τίς πραγματικές περιστάσεις τής ζωής στίς όποιες ή λέξη χρη σιμοποιείται έδώ καί τώρα. Ό προφορικός νους δέν ένδιαφέρεται γιά ορισμούς (Luria 1976, σελ. 48-99). Οί λέξεις απο κτούν τή σημασία τους μόνον άπό τό πάντα επιτακτικό άμε σο περιβάλλον τους, πού δέν συνίσταται, όπως σ’ ένα λεξικό, άπό άλλες λέξεις, άλλά περιλαμβάνει έπίσης νεύματα, άλλοι-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
63
ώσεις του τόνου τής φωνής, έκφράσεις τού προσώπου καί ολόκληρο τό άνθρώπινο υπαρξιακό πλαίσιο στό όποιο συντελεϊται ή έκφορά τής πραγματικής προφορικής λέξης. Οί ση μασίες τών λέξεα>ν προέρχονται συνεχώς άπό τό παρόν, άν καί βέβαια παρελθούσες σημασίες διαμόρφωσαν τήν τωρινή μέ πολλούς καί διάφορους τρόπους πού δέν άναγνωρίζονται πλέον. Είναι άλήθεια ότι προφορικές μορφές τέχνης, όπως τό έ πος, διατηρούν κάποιες λέξεις σέ άρχαϊκή μορφή καί νόημα. Άλλά διατηρούν τέτοιου είδους λέξεις μέ τήν τρέχουσα χρήση — όχι τήν τρέχουσα χρήση τής καθημερινής ομιλίας τού χω ριού, άλλά τήν τρέχουσα χρήση τών συνηθισμένων έπικών ποιητών πού διατηρούν τίς άρχαϊκές μορφές στό ειδικό τους λεξιλόγιο. Οί άπαγγελίες αύτές είναι μέρος τής συνηθισμένης κοινωνικής ζωής κι έτσι οί άρχαϊκές μορφές είναι τρέχουσες, άν καί περιορίζονται στήν ποιητική δραστηριότητα. Ή άνάμνηση έπομένως τής παλιάς σημασίας τών παλαιών όρων έχει κάποια διάρκεια, πού δέν είναι όμως άπεριόριστη. "Οταν παρέρχονται οί γενιές καί τό άντικείμενο, ή ό θε σμός στόν όποιο άναφέρεται ή άρχαϊκή λέξη δέν είναι πλέον μέρος τής παρούσας βιωμένης έμπειρίας, ή σημασία της συν ήθως άλλάζει ή άπλώς χάνεται, έστω κι άν ή λέξη διατηρεί ται. Τά άφρικανικά όμιλούντα τύμπανα, πού χρησιμοποι ούνται άπό τούς Lokele στό άνατολικό Ζαΐρ, μιλούν μέ περί πλοκους λογότυπους πού διατηρούν ορισμένες άρχαϊκές λέ ξεις τίς όποιες οί τυμπανιστές μπορούν νά προφέρουν ήχητικά χωρίς νά γνωρίζουν πιά τή σημασία τους (Carrington 1974, σελ. 41-2* Ong 1977, σελ. 94-5). Αύτό στό όποιο άναφέρονταν οί λέξεις αυτές άπομακρύνθηκε άπό τήν καθημερινή έμπειρία τών Lokele καί ό όρος άπέμεινε κενός. 'Ομοιοκατά ληκτα στιχουργήματα καί παιχνίδια πού μεταφέρονται προ φορικά άπό τή μιά γενιά μικρών παιδιών στήν άλλη, άκόμη καί σέ έναν πολιτισμό μέ ύψηλή τεχνολογία, διαθέτουν παρό μοιες λέξεις πού έχασαν τήν άρχική άναφορική τους σημασία
64
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
καί είναι στήν πραγματικότητα συλλαβές δίχως νόημα. Πολ λές περιπτώσεις ανάλογης έπιβίωσης κενών όρων μπορούμε νά βρούμε στούς Opie καί Opie (1952), οί όποιοι ώς έγγράμματοι κατορθώνουν βέβαια νά άνακτήσουν καί νά άναφέρουν τίς αρχικές σημασίες τους, πού έχουν χαθεί γιά τούς τωρινούς προφορικούς χρήστες. Οί Goody καί Watt (1968, σελ. 31-3) αντλούν άπό τούς La ura Bohannan, Emrys Peters, καί Godfrey καί Monika Wilson έντυπωσιακά παραδείγματα όμοιοστασίας τών προφορικών πολιτισμών κατά τή μεταβίβαση τών γενεαλογιών. Στούς Tiv τής Νιγηρίας, οί γενεαλογίες πού χρησιμοποιήθηκαν προφο ρικά γιά νά λύσουν τίς δικαστικές διαφορές πρόσφατα βρέ θηκαν νά αποκλίνουν σημαντικά άπό τίς γενεαλογίες πού προσεκτικά κατέγραψαν οί Βρετανοί σαράντα χρόνια νωρίτε ρα (έξαιτίας τής σημασίας τους καί τότε άκόμη στίς δικαστι κές διαμάχες). Οί μεταγενέστεροι Tiv έπέμεναν ότι χρησιμο ποιούσαν τ ίςϊδ ιες γενεαλογίες όπως σαράντα χρόνια πρίν καί πώς οί προηγούμενες γραπτές μαρτυρίες ήταν λανθασμένες. Αύτό πού συνέβη ήταν ότι οί μετέπειτα γενεαλογίες προσαρ μόστηκαν στίς αλλαγές πού έπήλθαν στίς κοινωνικές σχέσεις άνάμεσα στούς Tiv: ήταν όμοιες ώς πρός τό ότι λειτουργού σαν μέ τόν ϊδ ιο τρόπο προκειμένου νά βάλουν τάξη στόν πραγματικό κόσμο. Ή άκεραιότητα τού παρελθόντος υπο τασσόταν στήν άκεραιότητα τοϋ παρόντος. Οί Goody καί Watt (1968, σελ. 33) άναφέρουν μιάν άκόμη πιό έντυπωσιακά λεπτομερή περίπτωση «δομικής άμνησίας» άνάμεσα στούς Gonja τής Γκάνα. Οί γραπτές μαρτυρίες τών Βρετανών στήν άρχή τού εικοστού αιώνα δείχνουν ότι ή προ φορική παράδοση τών Gonja έμφάνιζε τόν Ndewura Japka, τόν ιδρυτή τοϋ κράτους τών Gonja, μέ έπτά γιούς, ό καθένας άπό τούς όποιους ήταν άρχηγός μιας άπό τίς έπτά έπαρχίες τού κράτους. Εξήντα χρόνια άργότερα, όταν οί μύθοι τού κρά τους ξανακαταγράφηκαν, δύο άπό τίς έπτά έπαρχίες είχαν έξαφανιστεΐ, ή μιά έπειδή ένσωματώθηκε σέ μιάν άλλη έπαρ-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
65
χία καί ή άλλη έξαιτίας μιάς μετατόπισης τών συνόρων. Σέ αυτούς τούς ύστερότερους μύθους, ό Ndewurajapka ειχε πέν τε γιούς καί οί δύο έξαφανισμένες έπαρχίες δέν άναφέρονταν καθόλου. Οί Gonja βρίσκονταν άκόμη σέ έπαφή μέ τό παρελ θόν τους, έπιμένοντας στήν έπαφή αύτή στούς μύθους τους, άλλά τό τμήμα τού παρελθόντος πού δέν ειχε άμεσα διακριτή σχέση μέ τό παρόν ειχε έγκαταλειφθεΐ. Τό παρόν έπέβαλε τή δική του οικονομία στίς άναμνήσεις άπό τό παρελθόν. Ό Packard (1980, σελ. 157) παρατηρεί ότι οί C. Levi-Stauss, Τ.Ο. Beidemelman, Edmund Leach καί άλλοι υποστηρίζουν δτι οι προφορικές παραδόσεις άντανακλούν τίς παρούσες πολιτι σμικές άξίες μιάς κοινωνίας παρά ένα άργόσχολο ένδιαφέρον γιά τό παρελθόν. Βρίσκει πώς αύτό είναι άλήθεια γιά τούς Bashu, καί ό Harms (1980, σελ. 178) βρίσκει πώς αύτό άληθεύει έπίσης καί γιά τούς Bobanji. ’Αξίζει νά σημειώσουμε τό τί συνεπάγονται αύτά γιά τίς προφορικές γενεαλογίες. Ένας Δυτικοαφρικανός griot* ή κά ποιος άλλος προφορικός γενεαλόγος απαγγέλλει έκείνες τίς γενεαλογίες πού οί άκροατές είναι διατεθειμένοι νά άκούσουν. Οί γενεαλογίες πού γνωρίζει καί δέν ζητούνται πλέον, φεύγουν άπό τό ρεπερτόριό του καί τελικά έξαφανίζονται. Ε3έβαια, οί γενεαλογίες τών νικητών πολιτικών έχουν περισ σότερες πιθανότητες νά έπιζήσουν άπό έκείνες τών νικημέ νων. Ό Henige (1980, σελ. 255), άναφερόμενος στούς κατα λόγους τών βασιλέων τών Ganda καί Myoro, παρατηρεί ότι «ό προφορικός τρόπος [...] έπιτρέπει στά άταίριαστα τμήματα τού παρελθόντος νά έξαφανιστούν» έξαιτίας «τών αναγκών τού συνεχιζόμενου παρόντος». Ε π ιπ λ έο ν οί δεξιοτέχνες *
Σ .τ .Έ .: Griot: Έ ξειδικευμένο σώμα προφορικών τραγουδοποιών, χρονικογράφων καί αφηγητών στήν ύπηρεσία τών διαφόρων άξιωματούχων τής Δυτικής Α φρικής. Α ποτελούν περιθωριακή ομάδα ή οποία προκαλεΐ τόσο φόβο όσο καί περιφρόνηση, καθώς έχουν τό ελεύθερο νά έκφράσουν εύθαρσώς τή γνώμη τους, κάτι σάν τούς γελωτοποιούς.
66
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
προφορικοί αφηγητές σκόπιμα ποικίλλουν τίς παραδοσιακές αφηγήσεις, γιατί μέρος τής δεξιοτεχνίας τους είναι ή ικανότη τά τους νά προσαρμόζονται σέ νέο κοινό καί σέ νέες κατα στάσεις ή άπλώς νά είναι φιλάρεσκοι. Ό Δυτικοαφρικανός griot πού έργάζεται γιά μιά πριγκιπική οικογένεια (Okpewho 1979, σελ. 25-6, 247, σημ. 33* σελ. 248, σημ. 36) θά προσαρ μόσει τήν άπαγγελία του γιά νά κολακεύσει τούς έργοδότες του. Οί προφορικοί πολιτισμοί ενθαρρύνουν τόν πανηγυρι σμό, πού τούς μοντέρνους καιρούς τείνει κανονικά νά έξαφανιστεΐ, καθώς οι άλλοτε προφορικές κοινωνίες γίνονται όλο καί περισσότερο έγγράμματες. (ίχ) Πβριστασιολογικβς μάλλον παρά άφηρημένες Κάθε έννοιολογική σκέψη είναι σέ κάποιο βαθμό άφηρημένη. Ένας «συγκεκριμένος» όρος όπως τό «δέντρο» δέν άναφέρεται άπλώς σέ ένα μοναδικό «συγκεκριμένο» δέντρο, άλλά είναι μιά άφαίρεση πού άνασύρεται καί άπομακρύνεται άπό τήν άτομική αισθητή πραγματικότητα. Άναφέρεται σέ μιά έννοια πού δέν είναι αύτό ή τό άλλο δέντρο, άλλά μπορεΐ νά χρησιμοποιηθεί γιά κάθε δέντρο. Τό κάθε μεμονωμένο άντικείμενο πού άποκαλούμε δέντρο είναι πραγματικά «συγκε κριμένο», είναι άπλώς αύτό πού είναι, καθόλου «άφηρημένο», άλλά ό όρος πού χρησιμοποιούμε γ ι’ αύτό εΐναι άφηρημένος. Παρ’ όλα αύτά, άν καί κάθε έννοιολογική σκέψη είναι σέ κάποιο βαθμό άφηρημένη, κάποιες έννοιολογικές χρήσεις είναι πιό άφηρημένες άπό κάποιες άλλες. Οί προφορικοί πολιτισμοί τείνουν νά χρησιμοποιούν έν νοιες σέ περιστασιολογικά λειτουργικά πλαίσια άναφοράς πού είναι έλάχιστα άφηρημένα, μέ τήν έννοια ότι παραμένουν κοντά στόν κόσμο τής καθημερινής άνθρώπινης ζωής. Υπάρ χει αρκετά σημαντική σχετική βιβλιογραφ ία . Ό Havelock (1978a) έδειξε ότι οί προσωκρατικοί Έλληνες σκέφτονταν τό δίκαιο μέ λειτουργικούς μάλλον παρά μέ τυπικούς έννοιολο-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
67
γικούς όρους, καί ή αείμνηστη Anne Amory Parry (1973) υπο στήριξε περίπου τά ϊδια σχετικά μέ τό επίθετο άμύμων, πού ό 'Όμηρος άποδίδει στόν Α’ίγισθο: τό επίθετο δέν σημαίνει « ά μεμπτος», μιά καθαρή άφαίρεση μέ τήν όποια οί έγγράμματοι άπέδωσαν τόν όρο, άλλά «όμορφος-μέ-τόν-τρόπο-πούένας-πολεμιστής-έτοιμος-γιά-τή-μάχη-είναι-όμορφος». Καμιά έργασία γιά τή λειτουργική σκέψη δέν είναι πλου σιότερη γιά τόν σκοπό μας άπό έκείνη τού A.R. Luria, Cogni tive Development: Its Cultural and Social Foundations (1976). Στή διάρκεια τών χρόνων 1931-32 καί μέ τήν προτροπή τού Σο βιετικού ψυχολόγου Lev Vygotsky, ό Luria έκανε μιά έκτεταμένη έπιτόπια έρευνα άνάμεσα σέ άγράμματους (προφορι κούς) καί κάπως έγγράμματους άνθρώπους στίς πιό άπομακρυσμένες περιοχές τού Ούζμπεκιστάν (τής πατρίδας τού Άβικέννα*) καί τής Κιργισίας, στή Σοβιετική Ένωση. Τό β ι βλίο τού Luria έκδόθηκε στά ρωσικά 42 χρόνια μετά τήν ολο κλήρωση τής έρευνάς του, καί μεταφράστηκε στά άγγλικά δύο χρόνια άργότερα. Ή έργασία τού Luria μάς παρέχει μιά έπαρκέστερη θεώ ρηση γιά τή λειτουργία τής σκέψης πού βασίζεται στήν προ φορικότητα άπ’ ό,τι οί θεωρίες τού Lucien Levy-Bruhl (1923), ό οποίος συμπέρανε ότι ή «πρωτόγονη» (στήν πραγματικό τητα ή θεμελιωμένη στήν προφορικότητα) σκέψη ήταν «προλογική» καί μαγική, έννοώντας ότι βασιζόταν σέ συστήματα πεποιθήσεων καί όχι στήν πραγματικότητα, ή άπ’ ό,τι οί προ τάσεις τού άντιπάλου τού Levy-Bruhl, Franz Boas (καί όχι όπως λανθασμένα άναφέρεται στό Luria 1976, George Boas), ό οποίος ύποστήριζε ότι οί πρωτογονικοί λαοί σκέφτονται σάν κι έμάς άλλά χρησιμοποιούν διαφορετικό σύνολο κατηγο ριών. *
Σ .τ .Έ .: Άβικέννας (980-1037). Σημαντικότατος Ά ρα βα ς γιατρός καί φιλόσοφος αριστοτελικής κατευθύνσεως. Τό πραγματικό του όνομα είναι ’Ίμπν Σίνα.
68
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Μέσα σέ ένα περίπλοκο μαρξιστικό θεωρητικό πλαίσιο, ό Luria στρέφει τήν προσοχή του σέ θέματα διαφορετικά, ώς έναν βαθμό, άπό τίς άμεσες συνέπειες πού έχει ή γνώση τής άνάγνωσης καί τής γραφής, όπως λόγου χάρη ή «μή έλεγχόμενη άτομική οικονομία πού έπικεντρώνεται στή γεω ργία» καί οί «άρχές τής κολεκτιβοποίησης» (1976, σελ. 14). Κατά συνέπεια δέν κωδικοποιεί συστηματικά καί ρητά τά εύρήματά του βάσει τής διαφοράς μεταξύ προφορικότητας καί έγ γραμματοσύνης. Παρά τόν περίπλοκο μαρξιστικό σκελετό, ή έργασία τού Luria στρέφεται σαφώς γύρω άπό τό θέμα τών διαφορών άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμμα τοσύνη. Κατατάσσει τά άτομα άπό τά όποια παίρνει συνέν τευξη σέ μία κλίμακα πού κυμαίνεται άπό τόν πλήρη άναλφαβητισμό έως διάφορες βαθμίδες μέτριας έγγραμματοσύ νης. Τά δεδομένα του κατατάσσονται σαφώς στίς δύο άντιτιθέμενες κατηγορίες νοητικών διεργασιών, τής προφορικότη τας άφενός καί τής χειρογραφίας άφετέρου. Οί άντιθέσεις πού διαφαίνονται άνάμεσα σέ άναλφάβητους (όπως ήταν οί περισσότεροι άπό αυτούς πού μελέτησε) καί έγγράμματους σημειώνονται καί είναι σίγουρα σημαντικές (συχνά ό Luria παρατηρεί τό γεγονός αύτό ρητά), δείχνοντας ό,τι καί οί έ ρευνες πού άναφέρονται καί παρουσιάζονται άπό τόν Carothers (1959): άρκεί ένας μέτριος βαθμός έγγραμματοσύνης γιά νά έμφανιστεί μιά τεράστια διαφορά στίς διεργασίες τής σκέψης. Ό Luria καί οί συνεργάτες του συγκέντρωσαν τό υλικό τους στή διάρκεια έκτενών συνομιλιών στή χαλαρή άτμόσφαιρα τών τεϊοποτείων, θέτοντας τίς έρωτήσεις τού έρωτηματολογίου άτυπα, σάν αινίγματα μέ τά όποια οί έρωτώμενοι ήταν έξοικειωμένοι. Έ τσ ι έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια νά προ σαρμοστούν οί έρωτήσεις στό περιβάλλον τών έρωτωμένων. Οί έρωτηθέντες δέν ήταν προύχοντες στίς κοινότητές τους, άλλά έχουμε κάθε λόγο νά πιστεύουμε ότι ή εύφυΐα τους ήταν σέ κανονικά έπίπεδα καί ότι ήταν άντιπροσωπευτικοί τού πο
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
69
λιτισμού τους. Άπό τά πορίσματα του Luria σημειώνουμε τά άκόλουθα, πού μάς ενδιαφέρουν ιδιαίτερα: (1) Τά άναλφάβητα (προφορικά) ύποκείμενα τής έρευνας άναγνώριζαν τά γεωμετρικά σχήματα καί έδιναν σ’ αύτά τά ονόματα άντικειμένων πού δέν ήταν ποτέ άφηρημένα, όπως κύκλος, τετράγωνο κ.ο.κ. ’Ονόμαζαν τόν κύκλο πιάτο, κόσκι νο, κουβά, ρολόι ή φεγγάρι* τό τετράγωνο καθρέφτη, πόρτα, σπίτι, τελάρο άποξήρανσης γιά βερίκοκα. Τά ύποκείμενα τής έρευνας τού Luria άναγνώριζαν τά σχήματα ώς άναπαραστάσεις πραγμάτων πού γνώριζαν. Δέν άσχολούνταν ποτέ μέ άφηρημένους κύκλους ή τετράγωνα άλλά μέ συγκεκριμένα μάλλον άντικείμενα. fΩστόσο οί μαθητές τών παιδαγωγικών σχολείων, μετρίως έγγράμματοι, άναγνώριζαν τά γεωμετρικά σχήματα μέ κατηγορικές γεωμετρικές ονομασίες: κύκλους, τετράγωνα κ.ο .κ. (1976, σελ. 32-9). Είχαν έκπαιδευθεί νά δ ί νουν άπαντήσεις σχολικής αίθουσας καί όχι νά άντιδρούν όπως στήν καθημερινή τους ζωή. (2) Ό Luria καί οί συνεργάτες του παρουσίασαν στά ύπο κείμενα τής έρευνας σχέδια τεσσάρων άντικειμένων, άπό τά όποια τά τρία άνήκαν σέ μιά κατηγορία καί τό ένα σέ άλλη καί ζήτησαν άπό τούς έρωτώμενους νά βάλουν σέ ομάδες τά όμοια ή όμοειδή ή ομώνυμα. Μιά τέτοια σειρά άπεικόνιζε τά άντικείμενα: σφυρί πριόνι, τσεκούρι καί κορμός. Τά άγράμματα ύποκείμενα σκέπτονταν πάντα τήν ομάδα όχι μέ κατηγορικούς όρους (τρία έργαλεΐα κι ένας κορμός) άλλά μέ όρους πρακτικών καταστάσεων — «περιστασιολογικής σκέψης»— , χωρίς καθόλου νά άναφέρονται στήν κατηγορία «έργα λείο», πού ταιριάζει σέ όλα έκτος άπό τόν κορμό. ’Άν είσαι έργάτης μέ έργαλεΐα καί δεις έναν κορμό, σκέφτεσαι νά χρησιμοποιή σεις τά έργαλεΐα πάνω του κι όχι νά κρατήσεις τά έργαλεΐα μακριά άπ’ αύτό γιά τό όποιο κατασκευάστηκαν — ύπακούοντας σέ κάποιο παράξενο διανοητικό παιχνίδι. Ένας είκοσιπεντάχρονος άγράμματος άγρότης ειπε: «"Ολα μοιάζουν. Τό πριόνι θά πριονίσει τόν κορμό καί τό τσεκούρι θά τόν κόψει
70
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
σέ κομματάκια. ’Άν κάποιο πρέπει νά φύγει, αύτό είναι τό τσεκούρι. Δέν κάνει τόσο καλή δουλειά όσο τό πριόνι» (1976, σελ. 56). "Οταν τού είπαν ότι τό σφυρί,τό τσεκούρι, τό πριόνι είναι όλα έργαλεΐα άπέρριψε τήν κατηγορική σκέψη καί έπέμεινε στήν περιστασιολογική: «Ν αι, άλλά άκόμη κι άν έχεις έργαλεία χρειάζεσαι τόν κορμό — άλλιώς δέν μπορεΐς νά χτί σεις τίποτα» (1979, σελ. 56). "Οταν τόν ρώτησαν γιατί κά ποιος άλλος διαχώρισε ένα άντικείμενο μιάς άλλης σειράς πού ό ίδιος θεώρησε όμοειδές, άπάντησε: «Μάλλον τόν τρόπο αύτό σκέψης τόν έχει στό αίμα του». Αντίθετα ένας δεκαοκτάχρονος πού πήγε μόνο δύο χρό νια στό σχολείο τοϋ χωριού, όχι μόνο κατέταξε μιά παρόμοια σειρά μέ κατηγορικούς όρους άλλά έπέμεινε καί στήν ορθό τητα τής ταξινόμησης όταν τήν άμφισβήτησαν (1976, σελ. 74). Ένας έλάχιστα έγγράμματος έργάτης 56 χρονών συνέχεε τήν περιστασιολογική μέ τήν κατηγορική σκέψη, άν καί ή δεύτερη ύπερτεροϋσε. "Οταν τού είπαν νά συμπληρώσει τή σειρά πέλεκυς, τσεκούρι, δρεπάνι, διάλεξε τό πριόνι άπό τή σειρά πριό νι, στάχυ, κούτσουρο — «Ε ίν α ι όλα γεωργικά έρ γα λεΐα »— , άλλά μετά τό ξανασκέφτηκε καί πρόσθεσε γιά τό στάχυ: « θ ά μπορούσες νά τό θερίσεις μέ τό δρεπάνι» (1976, σελ. 72). Ή άφηρημένη ταξινόμηση δέν τόν ικανοποιούσε άπόλυτα. Κατά καιρούς στίς συνομιλίες του ό Luria προσπάθησε νά διδάξει στούς άναλφάβητους κάποιες άρχές άφηρημένης τα ξινόμησης· άλλά ουδέποτε τίς έμπέδωναν, καί όταν ξαναπρο σπαθούσαν νά λύσουν ένα πρόβλημα γιά λογαριασμό τους, κατέφευγαν στήν περιστασιολογική μάλλον παρά στήν κατη γορική σκέψη (1976, σελ. 67). ’Ηταν πεπεισμένοι ότι κάθε μή περιστασιολογική ή κατηγορική σκέψη δέν ήταν σημαντική, άλλά άντιθέτως άδιάφορη καί τετριμμένη (1976, σελ. 54-5). Σκέπτεται κανείς τήν περιγραφή τού Malinowski γιά τό πώς οί «πρωτόγονοι» (προφορικοί λαοί) έχουν ονόματα γιά τήν πανίδα καί τή χλωρίδα πού τούς χρησιμεύουν στήν καθημερι νή τους ζωή, άλλά μεταχειρίζονται ό,τι άλλο ύπάρχει στό δά
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
71
σος ώς άσήμαντο γενικευμένο φόντο: «Αύτό είναι απλώς ένας “ θάμνος” ». «Έ να ζώο πού π ετά ει». (3) Γνωρίζουμε ότι ή τυπική λογική είναι έφεύρεση τού έλληνικού πολιτισμού πού έσωτερίκευσε τήν τεχνολογία τής άλφαβητικής γραφής κι έτσι κατέστησε μόνιμο τμήμα τών νοητικών του έφοδίων τό είδος τής σκέψης πού δημιούργησε ή άλφαβητική γραφή. 'Υπό τό φώς αύτής τής γνώσης, τά π ει ράματα τού Luria μέ τίς άντιδράσεις τών άγραμμάτων στόν τυπικό συλλογισμό καί διαλογισμό είναι ιδιαίτερα άποκαλυπτικά. Έν συντομία, φαινόταν πώς τά άναλφάβητα ύποκεί μενα τής έρευνας δέν χρησιμοποιούσαν καθόλου τυπικούς παραγωγικούς διαλογισμούς — πού δέν σημαίνει ότι δέν μπορούσαν νά σκεφτούν ή ότι ή σκέψη τους δέν διεπόταν άπό λογική, άλλά ότι δέν μπορούσαν νά ταιριάζουν τή σκέψη τους σέ καθαρά λογικές μορφές, πού φαινόταν ότι τίς έβρ ι σκαν άδιάφορες. Γιατί θά έπρεπε νά τούς ένδιαφέρουν; Οί συλλογισμοί σχετίζονται μέ τή σκέψη, άλλά σέ πρακτικά θέ ματα κανείς δέν χρησιμοποιεί τυπικά διατυπωμένους συλλο γισμούς. Τά πολύτιμα μέταλλα δέν σκουριάζουν. Ό χρυσός είναι πολύ τιμο μέταλλο. Σκουριάζει ή όχι; Τυπικές άπαντήσεις σέ αύτή τήν έρώτηση περιελάμβαναν: «Σκουριάζουν τά πολύτιμα μ έ ταλλα ή όχι; Σκουριάζει ό χρυσός ή όχι;» (δεκαοκτάχρονος άγρότης)· «Τά πολύτιμα μέταλλα σκουριάζουν. Ό πολύτιμος χρυσός σκουριάζει» (άναλφάβητος άγρότης 34 έτών) (1976, σελ. 104). Στόν μακρινό Βορρά, όπου χιονίζει, οι άρκοϋδες είναι άσπρες. Ή Νοβάγια Ζέμπλα βρίσκεται στόν μακρινό Βορρά καί εκεϊ έχει πάντα χιόνι. Τί χρώμα έχουν οί άρκοϋδες; Νά μιά τυπική άπάντηση: «Δέν ξέρω. Έχω δει μαύρες αρκούδες. Δέν έχω δει άλλες ποτέ... Κάθε περιοχή έχει τά δικά της ζώα» (1976, σελ. 108-9). Βρίσκεις τό χρώμα τών άρκούδων κοιτώντας τες. Πού άκούστηκε νά βρίσκεις μέ συλλογισμούς τό χρώμα τής άρκούδας στήν καθημερινή ζωή; Επιπλέον, πώς μπορώ νά είμαι σι-
72
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
γουρος δτι γνωρίζεις μέ βεβαιότητα δτι δλες οί αρκούδες ε ί ναι άσπρες σέ μιά χιονισμένη χώρα; "Οταν έπανέλαβαν γιά δεύτερη φορά τόν συλλογισμό σ’ έναν σχεδόν αναλφάβητο σαρανταπεντάχρονο διευθυντή μιάς κολεκτίβας, έκεΐνος είπε: «Σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σου θά πρέπει δλες νά είναι ά σπρες» (1976, σελ. 114). Τό «Σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σου» μοιάζει νά δείχνει δτι έχει έπίγνωση τών τυπικών διανοητικών δομών. Λίγη γνώση άνάγνωσης καί γραφής οδηγεί μακριά. 'Ωστόσο, ή περιορισμένη γνώση άνάγνωσης καί γραφής πού έχει τόν κάνει νά νιώθει πιό άνετα στήν πρόσωπο μέ πρόσωπο καθημερινή ζωή άπό δ,τι στόν κόσμο τής καθαρής άφαίρεσης. «Σύμφωνα μέ τά λέγομενά σου...» Ή εύθύνη είναι δική σου, δχι δική μου, άν ή άπάντηση προκύπτει μέ αύτό τόν τρόπο. Άναφερόμενος στήν έργασία τών Michael Cole καί Sylvia Scribner στή Λιβερία (1973), ό James Fernandez (1980) παρα τήρησε δτι ό συλλογισμός είναι αύτοτελής: τά συμπεράσματά του προκύπτουν άποκλειστικά καί μόνο άπό τίς προκείμενές του. Παρατηρεί δτι τά άτομα πού δέν έχουν άκαδημαϊκή έκπαίδευση δέν γνωρίζουν αύτό τόν θεμελιώδη κανόνα, άλλά έρμηνεύοντας τίς δεδομένες προτάσεις σέ έναν συλλογισμό ή άλλού, έχουν τήν τάση νά πηγαίνουν πέρα άπό τίς ϊδιες τίς προτάσεις ή δηλώσεις, δπως κάνει κανείς στήν πραγματική ζωή ή στά αινίγματα (πού είναι κοινά σέ δλους τούς προφο ρικούς πολιτισμούς). Στήν παρατήρηση αύτή θά προσέθετα πώς ό συλλογισμός, δπως καί τό κείμενο, είναι παγιωμένος, στεγανοποιημένος, απομονωμένος. Τό γεγονός αυτό δραματοποιεϊ τή χειρογραφική βάση τής λογικής. Τό αίνιγμα άνήκει στόν προφορικό κόσμο. Γιά νά λύσεις ένα αίνιγμα, χρειάζε ται πονηριά: άντλεΐς άπό μιά γνώση, συχνά βαθιά ύποσυνείδητα, πέρα άπό τίς ϊδιες τίς λέξεις τοϋ αινίγματος. (4) Στήν έπιτόπια έρευνα τού Luria, τό αίτημα νά όρισθούν καί τά πιό συγκεκριμένα άντικείμενα συναντούσε άντίσταση. «Προσπάθησε νά μού έξηγήσεις τί είναι ένα δ έ ντρο». «Γ ια τ ί; Ό καθένας ξέρει τί είναι ένα δέντρο, δέν χρει
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
73
άζεται νά τους τό πώ εγώ », άπάντησε ένας άναλφάβητος άγρότης 22 χρονών (1976, σελ. 86). Γιατί νά δώσεις έναν ορι σμό όταν ή ζωντανή κατάσταση τής πραγματικότητας είναι πιό ικανοποιητική άπό τόν ορισμό; Βασικά ό άγρότης είχε δίκιο. Δέν ύπάρχει τρόπος νά διαψεύσεις τόν κόσμο τής πρω ταρχικής προφορικότητας. Τό μόνο πού μπορεϊς νά κάνεις είναι νά τόν έγκαταλείψεις καί νά πας στόν έγγράμματο. «Πώς θά όριζες ένα δέντρο μέ δύο λέξεις;» «Μ έ δύο λέ ξεις; Μηλιά, φτελιά, λεύκα». «Πές ότι πηγαίνεις κάπου όπου δέν υπάρχουν αύτοκίνητα. Πώς θά έξηγούσες στους ανθρώ πους τί είναι τό αυτοκίνητο;» « ’Άν πάω, θά τούς πώ ότι τά λεωφορεία έχουν τέσσερα πόδια, καρέκλες μπροστά γιά νά κάθονται οί άνθρωποι, οροφή γιά σκιά καί μιά μηχανή. Άλλά άν έπιμένεις, θά σου πώ: ’Άν μπεις σ’ ένα αύτοκίνητο καί πάς μιά βόλτα, θά καταλάβεις τί είναι τό αύτοκίνητο». Αύτός πού άποκρίνεται άπαριθμεΐ κάποια χαρακτηριστικά, άλλά τελικά έπανέρχεται στήν προσωπική έμπειρία (1976, σελ. 87). Αντίθετα, ένας έγγράμματος άγρότης κολεκτίβας 30 χρο νών είπ ε: «Κατασκευάζεται σ’ ένα έργοστάσιο. Σ ’ ένα ταξίδι μπορεΐ νά καλύψει τήν απόσταση πού ένα άλογο θέλει δέκα μέρες γιά νά καλύψει — τόσο γρήγορα τρέχει. Πρέπει πρώτα νά άνάψουμε φωτιά ώστε τό νερό νά ζεσταθεί καί ν’ άτμίσει — ό άτμός δίνει στή μηχανή τή δύναμή της... Δέν ξέρω άν υπάρχει νερό στό αύτοκίνητο, πρέπει νά ύπάρχει. Άλλά τό νερό δέν άρκεΐ, χρειάζεται καί ή φωτιά» (1976, σελ. 90). ’Άν καί δέν ήταν καλά πληροφορημένος, προσπάθησε νά ορίσει τί είναι τό αύτοκίνητο. Ό ορισμός του όμως δέν είναι μιά έστιασμένη περιγραφή τής όψης του — μιά τέτοια περιγραφή είναι πέρα άπό τήν ικανότητα τού προφορικού νού— άλλά ένας ορισμός μέ βάση τή λειτουργία του. (5) Οί άναλφάβητοι τού Luria είχαν δυσκολίες μέ τήν αύτοανάλυση. Ή αύτοανάλυση προϋποθέτει κάποια κατάρ γηση τής περιστασιολογικής σκέψης. Α παιτεί τήν άπομόνωση τού έαυτού γύρω άπό τόν όποιο περιστρέφεται ολόκληρος ό
74
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
βιωμένος κόσμος τού κάθε άτόμου, τή μετατόπιση τού κέν τρου κάθε κατάστασης άπό αύτή τήν κατάσταση, ώστε νά καταστεί έφικτή ή έξέταση καί ή περιγραφή τού κέντρου, τού εαυτού. Ό Luria έθετε τίς έρωτήσεις του μόνο μετά άπό πα ρατεταμένη συζήτηση γύρω άπό τά χαρακτηριστικά καί τίς άτομικές διαφορές τών άνθρώπων (1976, σελ. 148). Ρώτησε έναν τριανταοκτάχρονο άνδρα, άναλφάβητο, άπό ένα ορεινό βοσκοτόπι (1976, σελ. 150): «Τί είδους άνθρωπος είσαι, τί χαρακτήρα έχεις, ποιά είναι τά προτερήματά σου καί ποιά τά έλ α ττώ μ α τά σ ο υ ; Πώς θά π ερ ιέγ ρ α φ ες τόν έα υτό σου ;» «Ή ρθα έδώ άπό τό Οΰχ-Κουργκάν, ήμουν πολύ φτωχός, τώ ρα είμαι παντρεμένος μέ π α ιδιά ». «Είσαι εύχαριστημένος μέ τόν έαυτό σου ή θά ήθελες νά είσαι διαφορετικός;» «Θά ήταν καλύτερα άν είχα λίγη περισσότερη γή καί μ πορούσ α νά σπείρω λίγο σιτάρι». Οί έξωτερικοί παράγοντες προσελκύουν τήν προσοχή. «Καί ποιά είναι τά έλαττώματά σου;» «Αύτή τή χρονιά έσπειρα δεκαέξι κιλά σιτάρι, κι έτσι λίγο λίγο διορ θώνουμε τά έλαττώ ματα». Κι άλλοι έξωτερικοί παράγοντες: «Αοιπόν, οί άνθρωποι είναι διαφορετικοί — ήπιοι, νευρικοί, μέ άσθενική μνήμη, μερικές φορές. Τί νομίζεις γιά τόν έαυτό σ ο υ ;» «Φερόμαστε καλά — άν ήμασταν κακοί άνθρωποι, κ α νείς δέν θά μάς σεβόταν» (1976, σελ. 15). Ή αύτοεκτίμηση μετατράπηκε σέ έκτίμηση άπό τήν ομάδα («έμεΐς») κι έπειτα έκφράστηκε άπό τή σκοπιά τών άναμενόμενων άντιδράσεων άπό τούς άλλους. "Οταν ρώτησε έναν άλλον άνδρα, άγρότη τριάντα έξι χρονών, τί είδους άτομο ήταν, έκεΐνος άπάντησε μέ συγκινητική καί άνθρώπινη άμεσότητα: «Τί μπορώ νά πώ γιά τή δική μου καρδιά; Πώς μπορώ νά μιλήσω γιά τόν χα ρα κτήρα μ ο υ ; Ρώτα τούς άλλους. Μπορούν νά σου πούν γιά μέ να. Έ γώ ό ϊδιος δέν μπορώ νά πώ τίποτε». Τό άτομο κρίνεται άπό τά έξω, όχι άπό τά μέσα. Αύτά είναι λίγα άπό τά πολλά παραδείγματα τού Luria, άλλά είναι χαρακτηριστικά. Κ άποιος θά μπορούσε νά ισχυρι στεί ότι οί άπαντήσεις δέν ήταν οί καλύτερες δυνατές, γιατί
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
75
οί έρωτώμενοι δέν ήταν συνηθισμένοι σέ τέτοιου είδους έρωτήσεις, ανεξάρτητα άπό τό πόσο έξυπνα ό Luria τίς μετέτρε πε σέ έρωτήματα πού μοιάζαν μέ αινίγματα. Ά λλά ή έλλειψη οικειότητας είναι άκριβώς τό βασικό σημείο: άπλούστατα, ένας προφορικός πολιτισμός δέν άσχολεΐται μέ πρ ά γμ α τα όπως είναι τά γεωμετρικά σχήματα, οί κατηγορικές ταξινο μήσεις, οί τυπικά λογικές διαδικασίες διαλογισμού, οί ορι σμοί, ή άκόμη οί περιεκτικές περιγραφές καί οί συγκροτημέ νες αύτοαναλύσεις* όλα αύτά προέρχονται όχι άπό τήν ϊδια τή σκέψη, άλλά άπό τή σκέψη πού διαμορφώνουν τά κείμενα. Οί έρωτήσεις τού Luria είναι σχολικές, συνδέονται μέ τή χρή ση τών κειμένων καί πράγματι μοιάζουν πολύ ή είναι ϊδιες μέ τίς τυπικές έρωτήσεις στά τέστ εύφυΐας πού δίνονται στούς έγγράμματους. Είναι νόμιμες, άλλά έρχονται άπό έναν κόσμο πού οί άνθρωποι τού προφορικού πολιτισμού δέν τόν συμμε ρίζονται. Οί άντιδράσεις τών έρωτώμενων ύποδηλώνουν ότι δέν είναι ϊσως δυνατόν νά έπινοηθεΐ ένα γραπτό ή άκόμη κι ένα προφορικό τέστ διαμορφωμένο σέ συνθήκες έγγραμματοσύ νης, πού θά άποτιμούσε μέ άκρίβεια τίς ιθαγενείς διανοητι κές δυνατότητες άνθρώπων πού προέρχονται άπό έναν π ρ ο ωθημένο προφορικό πολιτισμό. Ό Gladwin (1970, σελ. 219) πα ρ ατηρ εί ότι οί κάτοικοι τών νήσων Pulawat στόν Νότιο Ειρηνικό έκτιμούν τούς καπετάνιους τους, πού π ρ έπ ει νά είναι πολύ έξυπνοι γιά νά άνταποκριθούν στήν πολύπλοκη καί άπαιτητική τους τέχνη, όχι έπειδή τούς θεωρούν « εξυπνους», άλλά άπλώς έπειδή είναι καλοί καπετάνιοι. "Οταν ό Carrington (1974, σελ. 61) ρώτησε κάποιον κάτοικο τής Κεν τρικής ’Αφρικής γιά τόν νέο διευθυντή τού σχολείου, εκείνος άπάντησε: «’Ά ς περιμένουμε πρώτα λίγο νά δούμε πώς χο ρεύει». Οί προφορικοί λαοί άποτιμούν τήν εύφυΐα όπως αύτή τοποθετείται στά συμφραζόμενα τής καθημερινής πράξης καί όχι όπω ς προβάλλει μέσα άπό τά έπινοημένα προβλήματα τών έγχειριδίων.
76
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Οί έξασκημένοι φοιτητές, ή ό οποιοσδήποτε θέτει αναλυ τικές έρωτήσεις αύτού τοϋ είδους, έμφανίζονται σέ ένα πολύ ύστερο στάδιο κειμενικότητας. Πράγματι, τέτοιες έρωτήσεις λείπουν δχι μόνον άπό τούς προφορικούς πολιτισμούς, άλλά κι άπό έγγράμματους. Οί γραπτές έρωτήσεις έξετάσεων χρησιμοποιήθηκαν εύρέως (στή Δύση) μόνον άφού τά ά ποτελέ σματα τής τυπογραφ ίας καταγράφηκαν στή συνείδηση, χιλιά δες χρόνια μετά τήν έφεύρεση τής γραφής. Στά κλασικά λα τινικά δέν υπάρχουν έκφράσεις δπω ς «δίνο3 έξετάσεις» καί προσπαθώ νά «περάσω » τήν τάξη. Μέχρι πρίν άπό λίγες μό λις γενιές στή Δύση, καί ϊσως καί σήμερα άκόμη στό μεγαλύ τερο μέρος τοϋ κόσμου, ή άκαδημαϊκή πρακτική ζητούσε άπό τούς σπουδαστές νά «άπαγγείλουν», δηλαδή νά έπανατροφοδοτήσουν τόν δάσκαλο προφορικά μέ άποφάνσεις (λογό τυπους — τήν προφορική κληρονομιά) πού είχαν άπομνημονεύσει άπό τή σχολική διδασκαλία ή άπό τά έγχειρίδια (Ong 1967b,σελ. 53-76). Οί ύπέρμαχοι τών τεστ εύφυΐας πρέπει νά άντιληφθούν δτι οί συνηθισμένες μας έρωτήσεις στά τέστ αύτά ταιριάζουν σέ έναν ειδικό τύπο συνείδησης, τή «μοντέρνα συνείδηση» (Berger 1978), πού έχει σέ μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί άπό τήν τυπογραφ ία καί τόν άλφαβητισμό. Κανονικά θά άναμέναμε άπό ένα έξαιρετικά έξυπνο άτομο προερχόμενο άπό έναν προφορικό ή ύπολειμματικά προφορικό πολιτισμό νά άντιδράσει στό είδος τών έρωτήσεων τοϋ Luria (δπως έκαναν πολλοί ά πό α ύτούς πού ρωτήθηκαν) δχι ά πα ντώ ντα ς στή φαινομενικά άνόητη έρώτηση, άλλά προσπαθώ ντας νά άποτιμήσει τό συνολικό περιπλεγμένο πλαίσιο συμφραζομένων (ό προφορικός νοϋς καθολικεύει): Γιατί μέ ρωτά αύτή τήν ήλίθια έρώτηση; Τί προσπαθεί νά κάνει; (βλ. έπίσης Ong 1978, σελ. 4). «Τί είναι ένα δέντρο;» Περιμένει πράγματι νά τού άπαντήσω δταν αύτός, δπω ς καί ό οποιοσδήποτε άλλος, έχει δει χιλιάδες δέντρα; Μέ τά αινίγματα μπορώ νά δουλέψω. Άλλά αύτό δέν είναι αίνιγμα. Είναι κάποιο παιχνίδι; Καί βέ
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
77
βαια είναι παιχνίδι, άλλά ό προφορικός άνθρωπος δέν γνωρί ζει τούς κανόνες του. Οί άνθρωποι πού θέτουν τέτοιες έρωτήσεις ζούν άπό τή νηπιακή τους ήλικία σέ έναν καταιγισμό τέτοιω ν έρωτήσεων καί δέν έχουν έπίγνωση ότι χρησιμο ποιούν ειδικούς κανόνες. Σέ μιά κοινωνία μέ περιορισμένη έγγραμματοσύνη, όπως αύτή τών ύποκειμένων τής έρευνας τού Luria, οί άγράμματοι μπορ ούν νά έχουν, ό π ω ς καί έχουν σ υχνά, έμ π ειρ ία τής έγγράμματης, άλλά οργανωμένης άπό άλλους, σκέψης. Γιά π α ρ ά δ ειγ μ α , έχουν άκούσει κάποιον νά δια β ά ζει κά ποιο γρ α π τό ή αχούσαν συζητήσεις σάν κι α ύτές πού μόνο οί έγγράμματοι κάνουν. Έ ν α άπό τά συμπεράσματα τής έργασίας τού Luria είναι ότι μιά τέτοια έπιπόλαια γνωριμία μέ τήν έγγράμματη οργάνωση τής γνώσης δέν έχει, τουλάχιστον ά π ’ όσο δείχνουν οί περιπτώ σεις του, κάποιο ξεχωριστό αποτέ λεσμα στούς άγράμματους. Ή γραφή πρέπει νά έσωτερικευθεί προσωπικά γιά νά έπιδράσει στίς νοητικές διαδικασίες. Τά άτομα πού έχουν έσωτερικεύσει τή γραφή όχι μόνο γράφουν άλλά καί μιλούν έγγράμματα, δηλαδή οργανώνουν, σέ διαφορετικούς βαθμούς, άκόμη καί τήν προφορική τους έκφραση σύμφωνα μέ νοητικά καί λεκτικά πρότυπα πού θά άγνοούσαν άν δέν ήξεραν νά γράφουν. Οί έγγράμματοι θεω ρούσαν τήν προφορική οργάνωση τής σκέψης άπλοϊκή, έπειδή δέν άκολουθεΐ αύτά τά πρότυπα. Ή προφορική σκέψη ώστόσο μπορεΐ νά είναι πολύ έκλεπτυσμένη καί μέ τόν τρόπο της άνασ τοχασ τική. Οί άφηγητές Navaho τών λαϊκών ιστοριών πού άναφέρονται σέ ζώα μπορούν νά δώσουν περίπλοκες έρμηνεΐες τών διαφόρων συνεπειών πού μπορεΐ νά έχουν οί ιστορίες αύτές στήν κατανόηση τών σύνθετων θεμάτων τής άνθρώπινης ζωής, άπό τή φυσιολογία ώς τήν ψυχολογία καί τήν ήθική. Καί έχουν πλήρη έπίγνωση πραγμάτω ν όπω ς οί φυσικές άσυνέπειες (γιά παράδειγμα, κογιότ μέ μάτια κεχρι μπαρένια) καί ή άνάγκη νά έρμηνεύονται συμβολικά κάποια στοιχεία τών μύθων (Toelken 1976, σελ. 156). Τό νά ύποθέ-
78
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τουμ ε δτι οί προφορικοί λαοί δέν δια θέτουν ούσ ιασ τικ ά εύφυΐα, δτι οί νοητικές τους διαδικασίες είναι « ακατέργα στες », είναι τό ϊδιο είδος σκέψης πού έκανε γιά αιώνες τούς μελετητές νά πιστεύουν έσφαλμένα δτι, επειδή τά ομηρικά έπη είναι τόσο αριστοτεχνικά φ τια γμ ένα , π ρ έπ ει νά είναι γραπτές συνθέσεις. Δέν θά πρέπει έπίσης νά φανταστούμε δτι ή στηριγμένη στήν προφορικότητα σκέψη είναι «προλογική» ή «άλογη» μέ όποιαδήποτε απλοϊκή σημασία — πιστεύοντας, γιά π α ρ ά δειγμ α, δτι οί προφορικοί λαοί δέν κατανοούν τίς αίτιατές σχέσεις. Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά δτι ώθώντας δυνατά ένα κινητό άντικείμενο προκαλεΐς τήν κίνησή του. Αύτό πού άληθεύει είναι δτι δέν μπορούν νά οργανώσουν περίπλοκες δ ια συνδέσεις μέ τήν άναλυτική μορφή τών γραμμικών ακολου θιών πού μπορούν νά διατυπωθούν μέ τή χρήση τών κειμέ νων. Οί μακροσκελείς άκολουθίες πού πα ρ άγουν, δπω ς οί γενεαλογίες , δέν είναι άναλυτικές άλλά άθροιστικές. 'Ω στό σο, οί προφορικοί πολιτισμοί μπορούν νά παράγουν έκπληκτικά σύνθετες, έξυπνες καί όμορφες μορφές σκέψης καί έμπειρίας. Γιά νά καταλάβουμε τό πώ ς, είναι αναγκαίο νά συζητήσουμε κά ποιες άπό τίς λειτουργίες τής προφορικής μνήμης.
Προφορική απομνημόνευση Είναι εύκολονόητο δτι ή τέχνη τής προφορικής άπομνημόνευσης είναι ένα πολύτιμο έφόδιο στούς προφορικούς π ο λ ιτι σμούς. ’Αλλά ό τρόπος μέ τόν όποιο λειτουργεί ή προφορική μνήμη στίς προφορικές μορφές τέχνης είναι πολύ διαφορετι κός άπό εκείνον πού οι εγγράμματοι συνήθως φαντάζονταν στό παρελθόν. Σέ έναν έγγράμματο πολιτισμό ή κατά λέξη άπομνημόνευση γίνεται συνήθως άπό ένα κείμενο, στό όποιο αύτός πού τό άπομνημονεύει έπανέρχεται όσο συχνά χρειά
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
79
ζεται γιά νά τελειοποιήσει τήν κατά λέξη άπομνημόνευση. Στό παρελθόν οί έγγρ άμ μ α τοι ύπέθεταν ότι ή προφορική άπομνημόνευση σέ έναν προφορικό πολιτισμό πετύχαινε κ α νονικά τόν ϊδιο στόχο τής άπόλυτης κατά λέξη έπανάληψης. Τό πώς όμως μπορούσε μιά τέτοια έπανάληψη νά έπαληθευθεΐ πρίν άπό τήν άνακάλυψη τής μαγνητοφώνησης ήταν άσαφές, άφού μέ τήν άπουσία τής γραφής ό μόνος τρόπος γιά νά έπαληθευθεϊ ή κατά λέξη έπανάληψη τών έκτενών άποσπασμάτων ήταν ή ταυτόχρονη ά πα γγελία τών άποσπασμάτω ν άπό δύο ή περισσότερα άτομα. Διαδοχικές άπαγγελίες δέν θά μπορούσαν νά συγκριθούν μεταξύ τους. Π αραδείγματα όμως ταυτόχρονων άπαγγελιών σέ προφορικούς πολιτισμούς σπάνια άναζητούνταν. Οί έγγράμματοι ήταν ικανοποιημένοι υποθέτοντας πώ ς ή τεράστια προφορική μνήμη λειτουργούσε περίπου σύμφωνα μέ τό δικό τους, κατά λέξη, κειμενικό π ρ ό τυπο. Τό έργο τών Milman Parry καί Albert Lord άποδείχθηκε έπαναστατικό καί πάλι γιά τήν πιό ρεαλιστική άποτίμηση τής φύσης τής προφορικής μνήμης σέ πρωταρχικά προφ ορι κούς πολιτισμούς. Τό έργο τού Parry γιά τά ομηρικά έπη έντόπισε τό πρόβλημα. Ό Parry άπέδειξε πώ ς ή Ίλιάδα καί ή ’Οδύσσεια ήταν βασικά προφορικές δημιουργίες, άνεξάρτητα άπό τίς περιστάσεις πού οδήγησαν στήν καταγραφή τους. Έ κ πρώτης όψεως, αύτή ή άνακάλυψη έμοιαζε νά έπαληθεύει τήν ύπόθεση τής κατά λέξη άπομνημόνευσης. Ή Ίλιάδα καί ή ’Οδύσσεια ήταν αύστηρά έμμετρες συνθέσεις. Πώς θά μπορούσε ό ρα ψ ω δός νά π α ρ ά γ ει κα τά π α ρ α γ γ ελ ία μιά άφήγηση άποτελούμενη άπό χιλιάδες στίχους σέ δακτυλικό έξάμετρο, άν δέν τούς είχε άπομνημονεύσει κατά λέξη; Οί έγγράμματοι πού μπορούν νά άπαγγείλουν κατά π α ρ α γ γε λία μεγάλα έμμετρα έργα τά έχουν άπομνημονεύσει κατά λέξη άπό κείμενα. Ό Parry (1928, στό Parry 1971) όμως έβαλε τά θεμέλια μιάς νέας προσέγγισης πού μπορούσε κάπως νά αιτιολογήσει μιά τέτοια παραγωγή χωρίς νά στηρίζεται στήν
80
Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
κατά λέξη απομνημόνευση. "Οπως είδαμε στό δεύτερο κ ε φάλαιο, έδειξε ότι οί εξάμετροι στίχοι δέν κατασκευάζονταν άπλώ ς άπό λέξεις-μονάδες άλλά άπό λογότυπους, ομάδες λέξεων προσαρμοσμένες στό ύλικό τής παράδοσης, φ τια γμ έ νες νά ταιριάζουν στόν εξάμετρο στίχο. "Οσο χειριζόταν τό ύλικό τής πα ράδοσ η ς, μπορούσε μέ τό λεξιλόγιο αύτό νά κατασκευάζει σωστούς μετρικούς στίχους ές άεί. Έ τ σ ι στά ομηρικά έπη ό ραψωδός ειχε γιά τόν Ό δυσσέα, τόν Έ κ το ρ α , τήν Άθηνά, τόν Απόλλωνα καί τά άλλα πρόσω πα έπίθετα καί ρήματα πού ταίριαζαν όμορφα μέ τό μέτρο, όταν, γιά παράδειγμα, έπρεπε νά άναγγελθεΐ ότι κάποιος άπ αυτούς θά μιλήσει. Τό μετέφη ό πολύμητις Όδνσσεύς ή τό προσέφη ό πολύμητις Όδυσσεύς υπά ρχει στό ποίημα 72 φορές (Milman Parry 1971, σελ. 51). Ό Ό δυσσέας είναι πολύμητις (πανούργος) όχι μόνο γιατί είναι τέτοιος ό χαρακτήρας του, άλλά καί γιατί χωρίς τό επίθετο πολύμητις δέν θά μπορούσε νά ταιριάξει εύκολα στό μέτρο. "Οπως προαναφέραμε, ή π α ράθεση αύτών καί άλλων ομηρικών επιθέτων έχει εύλαβικά ύπερτονισθεΐ. Ό ραψωδός διαθέτει χιλιάδες λογότυπους μέ παρόμοια μετρική λειτουργία πού θά μπορούσαν νά ταιριάξουν στίς διάφορες μετρικές του ανάγκες σχεδόν γιά κάθε κατάσταση, πρόσωπο, πράγμα ή πρά ξη . Πράγματι, οί περισ σότερες λέξεις στήν Ίλιάδα καί τήν ’Οδύσσεια έμφανίζονται ώς τμήματα άναγνωρίσιμων λογοτύπων. Μέ τό έργο του ό Parry έδειξε ότι κατάλληλα διαμορφω μένοι λογότυποι έλεγχαν τή σύνθεση τού άρχαιο ελληνικού έπους καί ότι οί λογότυποι μπορούσαν νά μετατοπίζονται άρκετά εύκολα χωρίς νά παραποιούν τήν άφηγηματική γρ α μ μή ή τόν τόνο τού έπους. Μ ετατόπιζαν, άραγε, πράγματι οί ραψωδοί τούς λογότυπους ώστε ή κάθε μετρικά κανονική άπόδοση τής ϊδια ς ιστορίας νά διαφέρει λεκτικά; ’Ή άπομνημόνευαν τήν ιστορία κατά λέξη, ώστε νά τήν άποδίδουν μέ τόν ϊδιο τρόπο σέ κάθε εκ τέλεσ η ; Καθώς οι προκειμενικοί ομηρικοί ποιητές έχουν όλοι πεθάνει έδώ καί 2.000 χρόνια.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦ Ο ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
81
δέν θά μπορούσαν νά μαγνητοφωνηθούν γιά νά έχουμε άμεση μαρτυρία. Άλλά άμεσες μαρτυρίες έχουμε άπό ζώντες άφηγηματικούς ποιητές τής σύγχρονης Γιουγκοσλαβίας, μιάς χώ ρας πού συνορεύει καί μερικά συμπίπτει μέ τήν άρχαία Ε λ λάδα. Ό Parry άνακάλυψε τέτοιους ποιητές πού συνέθεταν έπη γιά τά όποια δέν ύπήρχαν κείμενα. Τά έπη τους, όπως καί τά ομηρικά, ήταν έμμετρα καί λογοτυπικά, άν καί τό μ έ τρο τους ήταν διαφορετικό άπό τό άρχαιοελληνικό δακτυλικό έξάμετρο. Ό Lord συνέχισε καί έπεξέτεινε τό έργο τού Parry συγκεντρώνοντας τήν τεράστια συλλογή προφορικών μαγνη τοφωνήσεων τών άφηγηματικών ποιητών τής σύγχρονης Γ ι ουγκοσλαβίας πού τώ ρα βρίσκεται στή συλλογή Parry στό πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ. Οί περισσότεροι άπό αύτούς τούς άφηγηματικούς Νοτιοσλάβους ποιητές — καί μάλιστα οί καλύτεροι άπό αύτούς— είναι άγράμματοι. Ό Lord άνακάλυψε πώ ς ό ποιητής χάνει τίς ίκανότητές του όταν μαθαίνει νά γράφει καί νά διαβάζει: ή ιδέα ένός κειμένου πού έλέγχει τήν άφήγηση μπαίνει στό -μυαλό του καί άναστατώνει τίς προφορικές διαδικασίες τής ^σύνθεσης, πού δέν έχουν τίποτε νά κάνουν μέ τά κείμενα -ά λλά είναι «άνάμνηση τρ α γουδιώ ν πού τρ α γουδήθη κα ν» Peabody 1975, σελ. 216). 1· Οί ραψωδοί έχουν τήν ικανότητα νά θυμούνται γρήγορα "τά τραγουδισμένα τραγούδια* δέν ήταν «άσυνήθιστο» νά βρει ^κανείς έναν Γιουγκοσλάβο βάρδο νά τραγουδά «άπό δέκα ώς είκοσι δεκασύλλαβους στίχους τό λεπτό» (Lord 1960, σελ. 17). Ή σύγκριση όμως τών μαγνητοφωνημένων τραγουδιών άποκαλύπτει ότι, άν καί έχουν τό ϊδιο μέτρο, ποτέ δέν τραγουδή θηκαν μέ τόν ϊδιο τρόπο δύο φορές. Βασικά, έμφανίζονταν τά ϊδια θέματα καί λογότυποι, άλλά συρραμμένα διαφορετικά σέ κάθε άπόδοσή τους — άκόμη κι όταν τά έπαναλάμβανε ό ϊδιος ποιητής— άνάλογα μέ τήν άντίδραση τού άκροατηρίου, τή διάθεση τού ποιητή ή τήν άτμόσφαιρα τής περίστασης, καί μέ άλλους κοινωνικούς καί ψυχολογικούς παράγοντες.
82
ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Μ αγνητοφωνημένες συνεντεύξεις μέ τούς βάρδους τού εικοστού αιώνα συνόδευαν τήν καταγραφή τών έκτελέσεών τους. Ά π ό τίς συνεντεύξεις αύτές, κι άπό τήν άμεση παρατή ρηση, γνωρίζουμε πώ ς μαθαίνουν οί βάρδοι: άκούγοντας γιά μήνες καί χρόνια τούς άλλους βάρδους, πού δέν τραγουδούν ποτέ ένα έπος μέ τόν ίδιο τρόπο δύο φορές, άλλά χρησιμο ποιούν ξανά καί ξανά τυποποιημένους λογότυπους σέ συν δυασμό μέ τυποποιημένα θέματα. Βέβαια οί λογότυποι καί τά θέματα ποικίλλουν κάπω ς καί ό τρόπος πού ένας ποιητής ραψω δεΐ, πού «σ υρράπτει» τίς άφηγήσεις, διαφέρει ορατά άπό τού όποιουδήποτε άλλου. Κ άποια γυρίσματα τών φ ρ ά σεων είναι ίδιοσυγκρασιακά. Ά λλά ούσιαστικά τό ύλικό, τά θέματα, οί λογότυποι καί ό τρόπος χρήσης τους άνήκουν σέ μιά παράδοση πού είναι σαφώς άναγνωρίσιμη. Ή πρω τοτυ πία δέν συνίσταται στήν εισαγωγή νέου ύλικού, άλλά στό έπιτυχημένο ταίριασμα τού παραδοσιακού υλικού μέ τήν κ ά θε άτομική, μοναδική περίσταση καί/ή άκροατήριο. Οί μνημονικοί άθλοι τών προφορικών αύτών βάρδων είναι άξιοσημείωτοι, άλλά διαφέρουν άπό αύτά πού σχετίζονται μέ τήν άπομνημόνευση τών κειμένων. Οί έγγράμματοι έκπλήσσονται συνήθως μαθαίνοντας ότι ό βάρδος πού σχεδιάζει νά έπαναλάβει τήν ιστορία πού άκουσε μιά μόλις φορά, θέλει συχνά νά περιμένει μιά μέρα ή δυο άφότου άκουσε τήν ιστο ρία προτού τήν έπαναλάβει ό ϊδιος. Κατά τήν άπομνημόνευ ση ένός γραπτού κειμένου, ή άναβολή τής άπαγγελίας δυσκο λεύει γενικά τήν άνάκλησή του. Ό προφορικός ποιητής δέν έργάζεται μέ κείμενα ή σέ ένα κειμενικό πλαίσιο συμφραζο μένων. Χρειάζεται χρόνο γιά νά βυθιστεί ή ιστορία στή δική του δεξαμενή θεμάτων καί λογοτύπων, χρόνο γιά νά «χωνέ ψει τήν ισ τορία». "Οταν άνακαλεΐ καί έπαναλαμβάνει τήν ιστορία, δέν «άπομνη μονεύει», μέ τήν έγγράμματη έννοια τού όρου, τήν έμμετρη απόδοση τής εκδοχής τού άλλου άοιδού — εκδοχή που έχει κιόλας χαθεί γιά πάντα, όταν ό νέος άοιδός προετοιμάζει τή δική του έκδοχή (Lord 1960, σελ. 20-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
83
9). Τό σταθερό ύλικό στή μνήμη τοϋ βάρδου είναι ένα έπιπολάζον σύνολο θεμάτων καί λογοτύπων άπό τό όποιο κα τα σκευάζονται δλες οί διαφορετικές ιστορίες. Μιά άπό τίς πιό έντυπωσιακές άνακαλύψεις στό έργο τοϋ Lord ήταν πώ ς, άν καί οί άοιδοί γνωρίζουν πώς κανείς άοιδός δέν τραγουδά άκριβώς μέ τόν ϊδιο τρόπο τό ϊδιο τραγούδι, π α ρ ’ όλα αύτά ό κάθε άοιδός ισχυρίζεται πώ ς μπορεΐ νά τρ α γουδήσει τή δική του έκδοχή δίχως ν’ άλλάξει ούτε έναν στίχο ή λέξη, καί μάλιστα «άκριβώς μέ τόν ϊδιο τρόπο σέ είκοσι χρόνια άπό τώ ρα» (Lord 1960, σελ. 27). "Οταν όμως οί ύποτιθέμενες κατά λέξη εκδοχές τους μαγνητοφωνηθούν καί συγκριθούν, άποδεικνύεται πώ ς δέν είναι ποτέ ϊδιες, μολονότι τά τραγούδια είναι άναγνωρίσιμες εκδοχές τής ϊδια ς ιστορίας. «Λέξη πρός λέξη καί στίχο πρός στίχο», δπω ς σχολιάζει ό Lord (1960, σελ. 28), είναι άπλώς ένας έμφατικός τρόπος γιά νά ποϋν «όμοια». «Στίχος» είναι βέβαια μιά έννοια πού στη ρίζεται στό κείμενο — άκόμη καί ή έννοια τής «λέξης» ώς διακριτής οντότητας χωριστής άπό τή ροή τού λόγου, μοιάζει νά είναι κάπως βασισμένη στό κείμενο. Ό Goody (1977, σελ. 115) έδειξε ότι μιά ολόκληρη προφορική γλώσσα πού διαθέ τει κάποιον όρο γιά τήν ομιλία γενικά, γιά μιά ρυθμική μονά δα ένός τραγουδιού, γιά μιά έκφραση ή ένα θέμα, μπορεΐ νά μήν έχει έναν έτοιμο όρο γιά τή «λέξη» ώς ένα άπομονωμένο λήμμα, ένα «κομμάτι» ομιλίας, δπω ς στό «Ή πρόταση αύτή άποτελεΐται άπό είκοσι έφτά λέξεις». ’Ή μήπως όχι; Μήπως έχει είκοσι έξι; ’Ά ν δέν μπορεΐς νά γράψεις, τό είκοσι έφτά είναι δύο λέξεις ή μιά; Ή γραφή πού έδώ, όπως κι άλλου, είναι διαιρετική, ένισχύει τήν α’ίσθηση δτι οί λέξεις είναι ση μαντικά διακριτά λήμματα. (Τά πρώιμα χειρόγραφα συνήθι ζαν νά μήν ξεχωρίζουν καθαρά τίς λέξεις μεταξύ τους, άλλά νά τίς παραθέτουν συνεχόμενες.) Είναι άξιοσημείωτο ότι οί άγράμματοι τραγουδιστές στόν εύρέως έγγράμματο πολιτισμό τής σύγχρονης Γιουγκοσλα βίας αναπτύσσουν καί εκφράζουν ά π ό ψ εις γ ιά τή γραφή
84
ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
(Lord, σελ. 28). Θαυμάζουν τήν έγγραμματοσύνη καί πισ τεύ ουν πώ ς ένας έγγράμματος μπορεΐ νά κάνει καλύτερα δ,τι κάνουν, μπορεΐ, δηλαδή, νά άναπαραγάγει ένα μακροσκελές τραγούδι άφού τό άκούσει μόνο μιά φορά. Αύτό άκριβώς δέν μπορούν νά κάνουν οί έγγράμματοι, ή τό κάνουν μέ μεγάλη δυσκολία. "Οπως οί έγγρ ά μ μ α τοι αποδίδουν έγγρ ά μ μ α τα είδη έπιτευγμάτω ν στούς προφορικούς έκτελεστές, έτσι καί αύτοί αποδίδουν προφορικά εϊδη έπιτευγμάτω ν στούς έγγράμματους. Ό Lord (1960) έδειξε νωρίς ότι ή προφορική λογοτυπική άνάλυση μ πορεΐ νά έφ α ρμοσ τεΐ στά μεσαιω νικά ά γγλικ ά (Beowulf) , καί άλλοι έδειξα ν διά φ ορ ους τρ ό π ο υ ς μέ τούς όποιους οί π ρ ο φ ο ρ ικ ές-λ ο γο τυ π ικ ές μέθοδοι μπορούν νά βοηθήσουν στήν κατανόηση τής προφορικής ή τής ύπολειμματικά προφορικής σύνθεσης στόν εύρωπαϊκό Μ εσαίωνα, στά γερμανικά, τά πορτογαλικά, τά γαλλικά καί άλλες γλώσσες (βλ. Foley 1980b). Ή έπιτόπια έρευνα σέ πολλά μέρη τού κό σμου έπιβεβαίω σε καί προώθησε τό έργο τού Parry καί τό έκτενέστερο έργο τού Lord στή Γιουγκοσλαβία. Γιά π α ρ ά δειγμα, ό Goody (1977, σελ. 118-9) άναφέρει ότι στούς LoDagaa τής Βόρειας Γκάνα, όπου ή ’Επίκληση πρός τόν Bagre, δπω ς καί τό Πάτερ Η μ ώ ν στούς Χ ριστιανούς, είναι «κάτι πού ό καθένας “ ξέρει”», ή άπόδοση τής ’Επίκλησης δέν είναι σέ καμιά περίπτωση σταθερή. Ή ’Επίκληση άποτελεΐται άπό «καμιά δωδεκαριά στίχους» μόνο, καί άν γνωρίζεις τή γλώσ σα, δπω ς ό Goody, καί προφέρεις τήν άρχική της φράση, ό άκροατής σου μπορεΐ νά συνεχίσει μέ τήν έπωδό διορθώνον τας τά όποια λάθη σου διαπιστώσει. "Ομως ή μαγνητοφώνη ση δείχνει ότι οί λέξεις τής ’Επίκλησης μπορεΐ νά διαφέρουν σημαντικά, άκόμη καί όταν έπα να λα μ β άνετα ι ά πό άτομα πού διορθώνουν τήν έκδοχή σου, δταν αύτή δέν άντιστοιχεΐ στήν (τρέχουσα) δική τους. Τά πορίσματα τού Goody καί άλλων (Opland 1975* 1976) φανερώνουν δτι οί προφορικοί άνθρωποι προσπαθούν όντως
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦ Ο ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
85
κατά καιρούς νά έπαναλάβουν κατά λέξη ποιήματα καί άλλα πρ οφ ορ ικ ά λογοτεχνήμ α τα . Πόσο δμω ς τά κα τα φ έρνουν; Κ ατά τό πλεΐστον έλάχιστα, μέ βάση τά πρ ότυπα τών ε γ γραμμάτων. Ά πό τή Νότια Αφρική ό Opland (1977, σελ. 7682) άναφέρει επίμονες προσπάθειες γιά κατά λέξη άπομνημόνευση καί τά άποτελέσματα: «'Οποιοσδήποτε ποιητής τής κοινότητας θά έπαναλάβει τό ποίημα πού έμπεριέχεται στό περιορισμένο τέστ μου κατά τουλάχιστον 60% σέ συνδυασμό μέ άλλες εκδοχές». Έ δώ ή έπιτυχία έλάχιστα συνοδεύει τή φιλοδοξία. Ακρίβεια 60% στήν άπομνημόνευση βαθμολογεί ται χαμηλά στή σχολική άπαγγελία ένός κειμένου ή στήν άπόδοση ένός ρόλου άπό κάποιον ήθοποιό. Πολλά παραδείγματα «άπομνημόνευσης» τής προφορικής ποίησης πού παρατίθενται γιά νά τεκμηριώσουν τήν άποψη ότι ό ποιητής «συνέθεσε τό ποίημα άπό τά πρίν», όπως τά παραδείγματα στή Finnegan (1977, σελ. 76-82), δέν φαίνεται νά διαθέτουν μεγαλύτερη κατά λέξη άκρίβεια. Πράγματι ή Finnegan βρίσκει μεγάλη ομοιότητα μόνο στά σημεία όπου γ ί νεται κατά λέξη έπανάληψη (1977, σελ. 76) καί «περισσότερη λεκτική καί στίχο πρός στίχο έπανάληψη ά π ’ όση θά περίμενε κανείς άπό τή γιουγκοσλαβική περίπτωση» (1977, σελ. 78* γιά τήν άξια τών συγκρίσεων αύτών καί τήν άσαφή σημασία τής «προφορικής ποίησης» στή Finnegan, βλ. Foley 1979). ^ Πρόσφατες δμως έρευνες έφεραν στό φώς κάποιες π ερ ι πτώσεις άκριβέστερης κατά λέξη άπομνημόνευσης σέ προφ ο ρικούς λαούς. Μιά περίπτωση είναι ή τελετουργική έκφορά τοϋ λόγου στούς Cuna τού Παναμά, τήν οποία άναφέρει ό Joel Sherzer (1982). Στά 1970 ό Sherzer μαγνητοφώνησε μιά έκτεταμένη μαγική έπωδή πού δίδασκε κάποιος ειδικός σέ τελετουργίες ένήβωσης κοριτσιών σέ άλλους τέτοιους ειδ ι κούς. Έ πέστρεψε τό 1979 μέ τό άπομαγνητοφωνημένο κείμε νο τής έπω δής καί βρήκε πώ ς τό ϊδιο άτομο μπορούσε νά έπαναλάβει άκριβώς, φώνημα πρός φώνημα, τήν έπωδή. ’Ά ν καί ό Sherzer δέν άναφέρει πόσο διαδεδομένη ήταν ή πόση
86
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
αντοχή είχε ή έπωδή αύτή στό έσωτερικό μιάς ομάδας ε ι δικών στή διάρκεια ένός χρονικού διαστήματος, τό π α ρ ά δειγμά του είναι ένα σαφές παράδειγμα έπιτυχούς κατά λέξη άναπαραγωγής. (Τά παραδείγματα πού άναφέρει ό Sherzer, 1982, σημ. 3, άπό τή Finnegan 1977, όπω ς ήδη άναφέραμε, μοιάζουν όλα, στήν καλύτερη περίπτωση, άσαφή, έπομένως όχι ισάξια μέ τό παράδειγμά του). Δύο άλλα παραδείγματα συγκρίσιμα μέ αύτά τού Sherzer έμφανίζουν τήν κατά λέξη ά ναπαραγω γή τού προφορικού ύλικού νά εύνοεΐται όχι πλέον άπό ένα τελετουργικό πλαίσιο, άλλά άπό κάποιους ειδικούς γλωσσικούς ή μουσικούς περ ιο ρισμούς. Τό ένα προέρχεται άπό τήν κλασική ποίηση τών Σομαλών, πού φαίνεται νά έχει ένα μετρικό πρότυπο πιό σύνθε το καί πάγιο άπό εκείνο του άρχαίου έλληνικού έπους, οπότε ή γλώσσα δέν μπορεΐ νά ποικίλλει τόσο εύκολα. Ό John Wil liams Johnson παρατηρεί ότι οί προφορικοί ποιητές τών Σομαλών «μαθαίνουν τούς κανόνες τής προσω δίας μέ τρόπο πού, άν δέν ταυτίζεται, πάντως μοιάζει πολύ μέ τόν τρόπο πού μαθαίνουν τή γραμματική» (1979b, σελ. 118* βλ. έπίσης Johnson 1979a). Δέν μπορούν νά διατυπώσουν τούς μετρικούς κανόνες, μέ τόν ϊδιο τρόπο πού δέν μπορούν νά διατυπώσουν τούς κανόνες τής σομαλικής γραμματικής. Οί Σομαλοί ποιη τές συνήθως δέν συνθέτουν καί έπιτελούν ταυτόχρονα, άλλά συνθέτουν κατά μόνας, λέξη πρός λέξη, καί άργότερα ά πα γγέλλουν οί ϊδιοι τή σύνθεσή τους στό άκροατήριο ή τή δίνουν σέ κάποιον άλλο νά τήν άπαγγείλει. Αύτή είναι πάλι μιά σ α φής περίπτω σ η προφ ορ ικ ής κα τά λέξη άπομνημόνευσης. ’Απομένει φυσικά νά μελετηθεί πόσο σταθερή εΐναι μιά τ έ τοια άπομνημόνευση στό πέρασμα τού χρόνου (μερικά χρό νια, μιά δεκαετία κ.λπ.). Τό δεύτερο παράδειγμα δείχνει πώς ή μουσική μπορεΐ νά ενεργεί περιοριστικά καί νά παγιώ νει μιά κατά λέξη προφ ο ρική διήγηση. ’Αντλώντας άπό τή δική του έντατική έπιτόπια έρευνα στήν ’Ιαπω νία, ό Eric Routledge (1981) άναφέρει μιά
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦ Ο ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
87
γιαπω νέζικη παράδοση, πού έπιβιώ νει ώς κατάλοιπο π ιά , στήν όποια μιά προφορική άφήγηση, Ό μνϋος τοϋ Heike, τρ α γουδιέται μέ μερικά τμήματα «λευκής φωνής», χωρίς οργανι κή συνοδεία, καί μερικά καθαρά οργανικά ίντερλούδια. Ή ά φήγηση καί ή μουσική συνοδεία άπομνημονεύονται άπό τούς μαθητές, πού άρχίζουν άπό μικρά παιδιά νά έκπαιδεύονται άπό έναν προφορικό δάσκαλο. Οί δάσκαλοι (δέν έχουν άπομείνει πολλοί) άναλαμβάνουν νά έκπαιδεύσουν τούς μαθητές στήν κα τά λέξη ά π α γ γ ελ ία τού τρ α γο υ δ ιο ύ μέ δύσκολες άσκήσεις, πού κρατάνε χρόνια, καί πετυχαίνουν έκπληκτικά άποτελέσματα, άν καί οί ϊδιοι έπιφέρουν άλλαγές στίς ά πα γγελίες τους πού δέν τίς συνειδητοποιούν. Όρισμένα μέρη τής άφήγησης προσφέρονται περισσότερο γιά λάθη. Σέ μερικά σημεία ή μουσική σταθεροποιεί πλήρως τό κείμενο, άλλά σέ άλλα παράγει λάθη ϊδια μέ έκεϊνα πού βρίσκουμε στήν άντιγραφή χειρογράφων, δπω ς αύτά πού όφείλονται στό όμοιοτέλευτο — ό άντιγραφέας (ή ό προφορικός έκτελεστής) πη γα ί νει σέ μιά ύστερότερη έμφάνιση μιάς τελικής φράσης, παραλείποντας τήν πρώτη της έμφάνιση κι άφήνοντας ά π ’ έξω τό ένδιάμεσο ύλικό. Έ δώ έχουμε καί πάλι ένα είδος καλλιεργη μένης κατά λέξη απόδοσης , όχι έντελώς άναλλοίωτης, άλλά πάντως άξιοσημείωτης. ’Ά ν καί σέ αύτά τά παραδείγματα ή παραγωγή τής π ρ ο φορικής ποίησης ή άλλων προφορικών έκφορών μέ συνειδη τά καλλιεργημένη άπομνημόνευση δέν είναι ϊδ ια μέ τήν προφορική-λογοτυπική πρακτική στήν ομηρική Ε λ λ ά δα , τή σ ύγ χρονη Γιουγκοσλαβία ή σέ άναρίθμητες άλλες παραδόσεις, ή κα τά λέξη άπομνημόνευση δέν έλευθερώ νει καθόλου τίς προφ ορικές νοητικές δια δικ α σ ίες άπό τήν έξάρτησή τους άπό τούς λογότυπους, άλλά τουναντίον τήν αυξάνει. Στήν περίπτωση τής σομαλικής προφορικής ποίησης, ό Francesco Antinucci έδειξε ότι αύτή ή ποίηση δέν έχει μόνο φω νολογι κούς καί μετρικούς περιορισμούς, άλλά καί συντακτικούς. Δηλαδή μόνον ορισμένες ειδικές συντακτικές δομές έμφανί-
88
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ζονται στούς στίχους τών ποιημ άτω ν: στά π α ρ α δ είγ μ α τα πού πα ρ αθέτει ό Antinucci, μόνον δύο τύ π ο ι συντακτικών δομών άπό τίς εκατοντάδες δυνατές (1979, σελ. 148). Πρό κειται βέβαια γιά μιά άκραία λογοτυπική σύνθεση, γιατί οί λογότυποι δέν είναι τίποτα άλλο άπό «περιορισμοί», κι έδώ έχουμε νά κάνουμε μέ συντακτικούς λογότυπους (πού έμφανίζονται καί στήν οικονομία τών ποιημάτων μέ τά όποια άσχολήθηκαν οί Parry καί Lord). Ό Roudedge (1981) σημειώ νει τόν λογοτυπικό χαρακτήρα τού υλικού στά τρ α γούδια τού Heike, πού πράγματι είναι τόσο λογοτυπικά ώστε π ερ ιέ χουν πολλές άρχαϊκές λέξεις, τή σημασία τών οποίων ούτε οί δάσκαλοι γνω ρίζουν. Ό Sherzer (1982) έφιστά έπίσης τήν προσοχή ειδικά στό γεγονός ότι οί έκφράσεις πού συναντά νά έπαναλαμβάνονται κατά λέξη συγκροτούνται άπό λογο τυπικά στοιχεία όμοια μέ εκείνα πού εμφανίζονται στίς προ φορικές τελέσεις τού συνηθισμένου, ραψ ω διακού, μή κατά λέξη άποδιδόμενου τύπου. Προτείνει νά θεωρήσουμε τήν ύ παρξη ένός συνεχούς άνάμεσα στήν « π ά για » καί τή « μ ετα βλητή» χρήση τών λογοτυπικών στοιχείων. Μερικές φορές τά λογοτυπικά στοιχεία χρησιμοποιούνται έτσι ώστε νά έπιτευχθεΐ κατά λέξη ομοιότητα, άλλες φορές χρησιμοποιούνται γιά νά έπιτευχθεΐ μιά ορισμένη προσαρμογή ή παραλλαγή (άν καί οί χρήστες τών λογοτυπικών στοιχείων, δπω ς έδειξε ό Lord, μπορούν γενικά νά θεωρούν τή «μεταβλητή» ή π α ραλλαγμένη στήν πρα γμα τικ ότη τα χρήση ώς « π ά γ ια » ). Ή πρόταση τού Sherzer είναι σίγουρα σοφή. Ή προφορική άπομνημόνευση ά πα ιτεϊ περισσότερη καί λεπτομερέστερη μελέτη, ιδίως στήν τελετουργία. Οί περ ιπτώ σεις τής κατά λέξη άπομνημόνευσης τού Sherzer προέρχονται άπό τελετουργίες, καί ό Roudedge ύπονοεΐ στό άρθρο του καί τό δηλώνει καθαρά σέ ένα γράμμα πού μού έστειλε (22 Ία νουαρίου 1982), πώ ς τά τραγούδια τών Heike είναι τελετουρ γικής φύσεως. Ό Chafe (1982), μελετώντας ειδικά τή γλώσσα τών Ινδιάνω ν Seneca, προτείνει πώ ς ή τελετουργική γλώσσα.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
89
συγκρινόμενη μέ τήν καθομιλουμένη, μοιάζει μέ τή γραφή ώς πρός τό ότι «έχει μιά διάρκεια πού ή καθομιλούμενη δέν έ χει. Ή ϊδια προφορική τελετουργία παρουσιάζεται ξανά καί ξανά: όχι κατά λέξη, βέβαια, άλλά μέ περιεχόμενο, ύφος καί λογοτυπική δομή πού δέν άλλάζει άπό τέλεση σέ τέλεση». Δέν ύπάρχει άμφιβολία τελικά ότι στούς προφορικούς πολι τισμούς γενικά, ή πλειοψηφία τών προφορικών άπαγγελιώ ν, συμπεριλαμβανομένων καί τών τελετουργικών, κατατάσσον ται στό «μεταβλητό» άκρο τού συνεχούς. Άκόμη καί σέ π ο λιτισμούς πού γνωρίζουν καί έξαρτώνται άπό τή γραφή άλλά διατηρούν ζωντανή έπαφή μέ τήν προφορικότητα, έχουν δη λαδή υψηλό προφορικό ύπόλειμμα,ή τελετουργική προφορι κή έκφραση συχνά δέν έπαναλαμβάνεται κατά λέξη. «Τούτο ποιείτε εις τήν έμήν άνάμνησιν», είπε ό Ιησούς Χριστός στόν Μυστικό Δείπνο (Λουκάς 22:19). Οί Χριστιανοί έορτάζουν τή Θεία Εύχαριστία ώς τήν κεντρική λατρευτική πράξη έξαιτίας τής έντολής τού Ιησού. Άλλά οί κρίσιμες λέξεις πού οί Χρι στιανοί έπαναλαμβάνουν ώς λέξεις τού ϊδιου τού Ιησού, υλο ποιώντας αύτή τήν εντολή του (δηλαδή, «Τούτο έστί τό σώμα μου[...] Τούτο έστί τό αίμα μου[...]»), δέν έμφανίζονται μέ τόν ϊδιο άκριβώς τρόπο όπου άναφέρονται στήν Καινή Δια θήκη. Ή πρώιμη χριστιανική Εκκλησία θυμόταν μέ προφορι κό, προκειμενικό τρόπο, άκόμη καί στίς κειμενοποιημένες τ ε λετουργίες, άκόμη καί στά ϊδια έκεΐνα σημεία πού τής δόθηκε ή εντολή νά θυμάται μέ ιδιαίτερη έπιμέλεια. Συχνά γίνεται λόγος γιά τήν κατά λέξη προφορική ά π ο μνημόνευση τών βεδικών ύμνων στήν Ινδία , πού ύποτίθεται ότι είναι άνεξάρτητη άπό κάθε κείμενο. Οί άπόψεις αύτές, ά π ’ όσο γνωρίζω, ουδέποτε έκτιμήθηκαν μέ βάση τά εύρήματα τών Parry καί Lord καί άλλα σχετικά εύρήματα γιά τήν προφορική «άπομνημόνευση». Οί Βέδες είναι άρχαΐες, μ α κροσκελείς συλλογές, πού τό πιθανότερο συντέθηκαν άνάμε σα στό 1500 καί 900 ή 500 π.Χ . — τό περιθώριο πού άφήνεται άνάμεσα στίς πιθανές χρονολογίες δείχνει πόσο άόριστες
90
ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
είναι οί σημερινές έπαφ ές μέ τό αρχικό πλαίσιο στό όποιο δημιουργήθηκαν οί ύμνοι, οί προσευχές καί οί άλλες λειτουρ γικές έπω δές πού συνθέτουν αύτές τίς συλλογές. Οί τυπικές άναφορές πού σήμερα άκόμη παρατίθενται γιά νά έπιβεβαιώσουν τήν κατά λέξη άπομνημόνευση τών Βεδών άνάγονται στό 1906 ή 1927 (Kiparsky 1976, σελ. 99-100), πρίν τό έργο τού Parry νά ολοκληρωθεί, ή στό 1954 (Bright 1981), πρίν άπό τό έργο τών Lord (1960) καί Havelock (1963). Στό The Destiny of the Veda in India (1965) ό διακεκριμένος Γάλλος ίνδολόγος καί μεταφραστής τής Ρίγκ-Βέδα Louis Renou ούτε κάν άναφέρει τό είδος τού προβληματισμού πού προέκυψε μέ τήν έμφάνιση τού έργου τού Parry. Α ναμφίβολα, ή προφορική μεταβίβαση ήταν σημαντική στήν ιστορία τών Βεδών (Renou 1965, σελ. 25-6 καί σημ., σελ. 83-4). Οί βραχμάνοι δάσκαλοι, ή γκουρού, καί οί μαθητές τους κατέβαλλαν έντονες προσπάθειες στήν κατά λέξη ά π ο μνημόνευση, άντιμεταθέτοντας μάλιστα τίς λέξεις σέ διά φ ο ρους σχηματισμούς προκειμένου νά έξασφαλίσουν τήν π ρ ο φορική τους ύπεροχή έναντι τών άλλων (Basham 1963, σελ. 164), μολονότι τό άν αύτή ή τακτική χρησιμοποιούνταν ή όχι πρίν άπό τήν έμφάνιση τού γραπτού κειμένου είναι ένα άλυ το πρόβλημα. Ώ ς έπακόλουθο δμως τών πρόσφατων έργασιών γιά τήν προφορική μνήμη, προκύπτουν κάποια έρωτήματα σχετικά μέ τό κατά πόσον ή άπομνημόνευση τών Βεδών λειτουργούσε σέ τελείως προφορικές συνθήκες — άν ύπήρξε ποτέ τέτοια άνεξάρτητη άπό τά κείμενα κατάσταση γιά τίς Βέδες. Πώς μπορούσε ένας ύμνος —γιά νά μήν άναφερθούμε στό σύνολο τών ύμνων τής συλλογής— νά π α γιω θ εΐ λέξη πρός λέξη στή διάρκεια πολλών γενεών δίχως τό κείμενο; "Οπως εϊδαμε, οί καλόπιστοι ισχυρισμοί έκ μέρους τών π ρ ο φορικών άφηγητών ότι οί έρμηνεϊες είναι δμοιες λέξη πρός λέξη μπορούν κάλλιστα νά άντίκεινται στήν πραγματικότητα. Δέν μπορούμε νά δεχτούμε άβίαστα, χωρίς έπαλήθευση, τίς άπλές διαβεβαιώ σεις πού συχνά δίνουν οί έγγράμματοι ότι
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
91
τέτοια μακροσκελή κείμενα διατηρήθηκαν κατά λέξη έπί γ ε νεές σέ μιά ολοκληρωτικά προφορική κοινωνία. Τί διατηρήθηκε; Ή πρώτη άπαγγελία ένός ποιήματος άπό τόν ποιητή τ ο υ ; Πώς μπορούσε νά τό έπαναλάβει αυτολεξεί γιά δεύτερη φορά καί νά είναι βέβαιος ότι τό έκανε; Μιά έκδοχή πού κά ποιος ισχυρός δάσκαλος έπεξεργάστηκε; Αύτό μοιάζει π ιθ α νό. Ά λλά ή επεξεργασία τής δικής του εκδοχής δείχνει ότι ή παράδοση δια φ ο ρ ο π ο ιείτα ι καί ύποδηλώνει ότι στά χείλη ένός άλλου ισχυρού δασκάλου μπορούν νά έμφανισθούν καί άλλες παραλλαγές, έκούσιες ή άκούσιες. Στήν π ρ α γμ α τικ ό τη τα , οί γ ρ α π τές Βέδες — πάνω στίς όποιες στηρίζονται οί γνώσεις μας γιά τίς Βέδες σήμερα— έχουν μιά σύνθετη ιστορία καί πολλές παραλλαγές, πράγμα πού ύποδηλώνει ότι είναι άπίθανο νά προέρχονται άπό μιά τελείω ς κ α τά λέξη δια τη ρούμενη πρ οφ ορική π α ρ ά δ ο σ η . Πράγματι, ή λογοτυπική καί θεματική δομή τών Βεδών, έμφανής άκόμα καί στή μετάφραση, τίς συσχετίζει μέ άλλες γνωστές σέ έμάς προφορικές τελέσεις καί έπιβάλλει περα ιτέ ρω μελέτη σέ σχέση μέ ό,τι έχει άνακαλυφθεΐ πρόσφατα γιά τά λογοτυπικά στοιχεία, τά θεματικά στοιχεία καί τήν π ρ ο φορική μνημονοτεχνική. ’Ήδη τό έργο τού Peabody (1975) ένθαρρύνει άμεσα μιά τέτοια μελέτη, καθώς έξετάζει τίς σχέ σεις άνάμεσα στήν παλαιότερη ίνδοευρωπαϊκή παράδοση καί τήν ελληνική στιχουργία. Γιά παράδειγμα, ή έμφάνιση έκτεταμένου πλεονασμού ή ή έλλειψή του στίς Βέδες μπορεΐ νά δείχνει άπό μόνη της τόν μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό προφορικής προέλευσης (Peabody 1975, σελ. 173). Σέ όλες τίς περιπτώ σεις, κατά λέξη ή όχι, ή προφορική άπομνημόνευση ύπόκειται σέ διαφοροποιήσεις έξαιτίας ά με σων κοινωνικών πιέσεων. Οί άφηγητές διηγούνται ό,τι ζητά ή άνέχεται τό κοινό. "Οταν ή ζήτηση γιά ένα βιβλίο μειώνεται, τά τυπ ο γρ α φ εία σταματούν τήν πα ρ αγω γή, άλλά χιλιάδες άντίτυπά του μπορεΐ νά μείνουν άπούλητα. "Οταν έξαφανίζεται ή ζήτηση γιά μιά γενεαλογία, χάνεται μαζί της τελειωτικά
92
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
καί ή γενεαλογία. "Οπως άναφέραμε παραπάνω , οί γενεαλο γίες τών νικητών έχουν τήν τάση νά έπιβιώνουν (καί νά βελ τιώνονται), ένώ έκεΐνες τών χαμένων νά έξαφανίζονται (ή νά αλλάζουν). Ή άλληλόδραση μέ τό ζωντανό κοινό μπορεΐ νά παρέμβει δραστικά στή λεκτική σταθερότητα: οί προσδοκίες του άκροατηρίου μπορούν νά βοηθήσουν στήν παγίωση θεμά των καί λογοτύπων. Πρίν άπό λίγα χρόνια μιά άνιψιά μου, μικρό παιδί άκόμη καί ικανή νά διατηρεί ένα σαφές προφορι κό νοητικό πλαίσιο (άν καί φιλτραρισμένο άπό τόν περιβάλ λοντα άλφαβητισμό), μού έπέβαλε τέτοιου είδους προσ δο κίες. Τής διηγόμουν τό παραμύθι «Τά τρία μικρά γουρουνάκια»: «Φυσούσε καί ξεφυσούσε καί φυσούσε καί ξεφυσούσε καί φυσούσε καί ξεφυσούσε». Ή Κάθι άποδοκίμασε τόν λο γότυπο πού χρησιμοποίησα. Γνώριζε τήν ιστορία, καί ό λογό τυπός μου δέν ήταν αύτός πού περίμενε. «Φυσούσε καί ξε φυσούσε καί ξεφυσούσε καί φυσούσε καί φυσούσε καί ξεφυσούσε!», φώναξε. "Οπως καί άλλοι άφηγητές είχαν κάνει πρίν άπό μένα, έπαναδιατύπω σ α τήν άφήγηση συμμορφούμενος στήν άπαίτηση τού κοινού. Τέλος, πρέπει νά παρατηρήσουμε ότι ή προφορική μνήμη διαφέρει σημαντικά άπό τήν κειμενική μνήμη, καθώς ή π ρ ο φορική διαθέτει μιά υψηλή σωματική συνιστώσα. Ό Peabody (1975, σελ. 197) παρατήρησε ότι «σ ’ όλο τόν κόσμο καί σ’ όλες τίς εποχές [...] ή παραδοσιακή σύνθεση έχει συνδεθεί μέ τή δραστηριότητα τών χεριών. "Οταν οί ιθαγενείς τής Αύστραλίας καί άλλων περιοχών τραγουδούν, φτιάχνουν συχνά φιγούρες μέ σπάγκους. ’Άλλοι λαοί παίζουν μέ κομπολόγια. Στίς περισσότερες περιγραφ ές οί βάρδοι έχουν τύμ πανα ή έγχορδα όργανα» (βλ. έπίσης Lord I960’ Havelock 1978a, σελ. 220-2* Biebuyck καί Mateene 1971, πρώτη εικόνα). Στά π α ρ α δείγματα αύτά μπορεΐ κανείς νά προσθέσει καί άλλα π α ρ α δείγματα κίνησης τών χεριών, όπως χειρονομίες συχνά περί πλοκες καί στυλιζαρισμένες (Scheub 1977), άλλά καί άλλες σωματικές κινήσεις όπως ό χορός καί τό λίκνισμα. Τό Ταλ-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
93
μούδ, άν καί κείμενο, απαγγέλλεται άκόμη άπό έντονότατα «π ροφ ορικούς» ορθόδοξους Ε β ρ α ίο υ ς στό Ισραήλ μέ μιά μπρός-πίσω κίνηση τού στήθους, όπω ς κι έγώ ό ϊδιος δ ια π ί στωσα. "Οπως παρατηρήσαμε, ή προφορική λέξη, άντίθετα μέ τή γραμμένη, ουδέποτε ύπάρχει σέ ένα άπλό λεκτικό πλαίσιο. Οί π ρ οφ ερόμ ενες λέξεις είναι π ά ντα τρ ο π ο π ο ιή σ εις μιάς ολικής, ύπαρξιακής κατάστασης, ή οποία πάντα έμπλέκει τό σώμα. Ή σωματική δραστηριότητα πέρα άπό αύτή καθ’έαυτήν τήν έκφώνηση τής ομιλίας, δέν είναι έπείσακτη ή έπινοημένη στήν προφορική έπικοινωνία, άλλά είναι φυσική κι άκό μη άναπόφευκτη. Στήν προφορική εκφορά τού λόγου, ιδιαί τερα τή δημόσια, ή άπόλυτη άκινησία είναι άπό μόνη της μιά ισχυρή χειρονομία.
Αογοχίνητος τρόπος ζωής Πολλά άπό αύτά πού έκθέτουμε στή συνέχεια σχετικά μέ τήν προφορικότητα μπορούν νά άποτελέσουν κριτήρια γιά νά άναγνω ρίσουμε τούς λεγόμενους «λογοκίνητους» π ο λ ιτι σμούς, δηλαδή τούς πολιτισμούς στούς οποίους, σέ άντίθεση μέ τούς πολιτισμούς ύψηλής τεχνολογίας, ό τρόπος δράσης καί οί στάσεις απέναντι στά προβλήματα έξαρτώνται κυρίως άπό τήν άποτελεσματική χρήση τών λέξεων , κατά συνέπεια άπό τήν άνθρώπινη άλληλόδραση, καί πολύ λιγότερο άπό μή λεκτικά, οπτικά κατά τό πλεΐστον, έρεθίσματα άπό τόν «άντικειμενικό» κόσμο τών πραγμάτω ν. Ό Jousse (1925) χρησι μοποίησε τόν όρο λογοκινητος γιά νά άναφερθεΐ κυρίως στόν άρχαϊο εβραϊκό καί άραμαϊκό πολιτισμό καί ατούς γειτονι κούς μέ αύτούς πολιτισμούς, πού γνώριζαν κάπως τή γραφή, άλλά παρέμειναν βασικά προφορικοί καί προσανατολισμένοι πρός τίς λέξεις μάλλον παρά πρός τά άντικείμενα. Ε π εκ τεί νουμε τή χρήση τού όρου έδώ γιά νά συμπεριλάβουμε όλους
94
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τους πολιτισμούς πού διατηρούν αρκετό προφορικό απόθεμα ώστε νά συνεχίσουν νά διατηρούν τήν προσοχή τους επικεν τρωμένη στίς λέξεις μέσα σ’ ένα διαπροσωπικό πλαίσιο άλληλόδρασης (όπω ς είναι τό προφορικό πλαίσιο) πα ρά στά άντικείμενα. Θά πρέπει φυσικά νά σημειώσουμε ότι ποτέ δέν μπορούμε νά διαχωρίσουμε τελείως τίς λέξεις άπό τά άντικείμενα: οί λέξεις άναπαριστούν άντικείμενα καί ή πρόσληψη ή άντίληψη τών άντικειμένων καθορίζεται έν μέρει άπό τό άπόθεμα τών λέξεων στίς όποιες φωλιάζουν οί προσλήψεις. Ή φύση δέν δηλώνει κανένα «γεγονός»: αύτά συγκροτούνται μέσα στίς προτάσεις πού έπινοούν οί άνθρωποι γιά νά άναφερθούν στόν συνεκτικό ιστό τής πραγματικότητας πού τούς περιβάλλει. Πιθανόν οί πολιτισμοί πού έδώ άποκαλούμε λογοκίνητους νά φανούν στόν τεχνολογικό άνθρωπο ότι διογκώνουν τή σημασία τής ομιλίας, ότι υπερεκτιμούν καί σίγουρα ύπερχρησιμοποιούν τή ρητορεία. Στούς πρωταρχικά προφορικούς πολιτισμούς, άκόμη καί τό έμπόριο δέν είναι έμπόριο: είναι θεμελιωδώς ρητορική. Ή άγορά ένός είδους σέ ένα παζάρι ή μιά λαϊκή άγορά τής Μέσης ’Ανατολής δέν είναι μιά άπλή οικονομική συναλλαγή, όπω ς είναι στό σούπερ μάρκετ καί όπω ς υποθέτει, τό πιθανότερο, ό τεχνολογικός πολιτισμός θεωρώντας το κάτι άπόλυτα φυσικό. Είναι μάλλον μιά σειρά άπό σω ματικούς καί λεκτικούς έλιγμούς, μιά πολιτισμένη μονομαχία, ένας ά γώ να ς έξυ π ν ά δ α ς, μιά έπιχείρηση στήν προφορική άγωνιστική. Στούς προφορικούς πολιτισμούς, ή ζήτηση κάποιας πλη ροφορίας συνήθως έρμηνεύεται δια προσω πικά (Malinowski 1923, σελ. 451, 470-81), άγωνιστικά καί, άντί νά άπαντηθεΐ πραγματικά, συχνά άντικρούεται. Υ πάρχει μιά διαφωτιστική ιστορία γιά έναν έπισκέπτη στήν έπαρχία Cork τής Ιρλανδίας, μιά ιδιαίτερα προφορική περιοχή μιάς χώρας πού διατηρεί μεγάλα ύπολείμματα προφορικότητας. Ό έπισκέπτης βλέπει έναν κάτοικο τού Cork νά στέκεται μπροστά στό ταχυδρο-
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟ Φ Ο ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
95
μεϊο. Τόν πλησιάζει καί χτυπώ ντας τό χέρι του πάνω στόν τοίχο τού ταχυδρομείου, δίπλα στόν ώμο τού άλλου, ρωτάει: «Έ δώ είναι τό ταχυδρομείο;» Ό κάτοικος δέν αίφνιδιάζεται. Κοιτάζει ήρεμα τόν άνθρωπο πού τόν ρωτάει καί μέ πολύ ένδιαφέρον τού λέει: «Γραμματόσημο ζητάς;» ’Αντιμετώπισε τήν έρώτηση όχι ώς άναζήτηση πληροφορίας άλλά ώς κάτι πού ό έπισκέπτης τού έκανε. Έ τ σ ι κι αύτός μέ τή σειρά του τού έκανε κάτι, νά δει τί θά συμβεί. Σύμφωνα μέ τή μυθολο γία τού πράγματος, όλοι οί ιθαγενείς τού Cork άντιμετωπίζουν μέ αύτό τόν τρόπο τίς έρωτήσεις. Πάντα άπαντούν στήν έρώτηση μέ έρώτηση. Ποτέ δέν έγκαταλείπουν τήν προφορική τους άμυνα. Ή πρωταρχική προφορικότητα υποθάλπει δομές προσω πικότητας πού κατά κάποιον τρόπο εΐναι πιό κοινοβιακές καί έξωστρεφείς καί λιγότερο έσωστρεφείς άπό έκείνες πού άπαντώνται άνάμεσα στούς έγγράμματους. Ή προφορική έπικοινωνία ένώνει τούς άνθρώπους σέ ομάδες. Ή γραφή καί ή άνάγνωση είναι μοναχικές δραστηριότητες πού άναδιπλώνουν τήν ψυχή στόν εαυτό της. Έ ν α ς δάσκαλος πού μιλά σέ μιά τάξη καί τή νιώθει, όπως κι αύτή νιώθει τόν έαυτό της, σάν μιά σφιχτοδεμένη ομάδα, άνακαλύπτει πώ ς, όταν ζητήσει άπό τούς μαθητές ν’ άνοίξουν τά βιβλία τους καί νά δια β ά σουν κάποιο άπόσπασμα, ή ένότητα τής ομάδας χάνεται κ α θώς τό κάθε άτομο μπαίνει στόν δικό του ιδιωτικό κόσμο. Έ ν α παράδειγμα τής αντίθεσης άνάμεσα στήν προφορικότη τα καί τήν έγγραμματοσύνη άπό αύτή τή σκοπιά βρίσκουμε στήν έκθεση τού Carother (1959), όπου τεκμηριώνεται ή ά π ο ψη ότι οί προφορικοί άνθρωποι έξωτερικεύουν τή σχιζοειδή συμπεριφορά ένώ οί έγγράμματοι τήν έσωτερικεύουν. Οί έγγρά μμα τοι έπιδεικνύουν συνήθως τέτοιες τάσεις (άπώ λεια τής έπαφής μέ τό περιβάλλον) μέ ψυχική άπόσυρση στόν δικό τους ονειρικό κόσμο (σχιζοφρενική παραισθητική συστηματοποίηση). Οί προφορικοί συνήθως δείχνουν τίς σχιζοειδείς τους τάσεις μέ άκραία έξωτερική σύγχυση πού συχνά οδηγεί σέ βί-
96
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
οαες πράξεις, συμπεριλαμβανομένου τού ακρωτηριασμού τών Υδιων ή άλλων. Αύτή ή συμπεριφορά είναι τόσο συχνή ώστε ενίοτε επινοούνται ειδικοί όροι γιά τήν περιγραφή της: τό «μπερζέρκ» τών άρχαίων Σκανδιναβών πολεμιστών, τό «άμόκ» τών κατοίκων τής Νοτιοανατολικής ’Ασίας.
Ό νοητικός ρόλος τών «διογκωμένων» ηρωικών χαρακτήρων καί του παράδοξου Ό ήρωικός χαρακτήρας τού πρωταρχικά προφορικού πολιτι σμού καί τού πρώιμου γραπτού, μέ τό τεράστιο προφορικό ύπόλειμμα, σχετίζεται μέ τόν άγωνιστικό τρόπο ζωής, άλλά ερμηνεύεται ριζικότερα καί καλύτερα μέ βάση τίς ανάγκες τών προφορικών νοητικών διαδικασιών. Ή προφορική μνήμη λειτουργεί άποτελεσματικά μέ «διογκωμένους» χαρακτήρες, πρόσωπα πού τά κατορθώματά τους είναι μνημειώδη, άξιομνημόνευτα καί συνήθως δημόσια. ’Έ τσι, ή νοητική οικονομία άπό τήν ϊδια της τή φύση δημιουργεί ύπερμεγέθεις, δηλαδή ήρωικούς χαρακτήρες, όχι γιά ρομαντικούς ή διδακτικούς λό γους, άλλά γιά βασικότερους λόγους: γιά νά οργανώσει τήν έμ π ειρ ία σέ κ ά π ο ια μόνιμα άπομνημονεύσιμη μορφή. Οί άχρω μες προσω πικότητες δέν μπορούν νά έπιζήσουν στήν προφορική μνημοτεχνική. Γιά νά άποκτήσουν διάσταση καί νά μήν ξεχνιούνται, οί ήρωικές μορφές τείνουν νά είναι μορ φές στερεότυπες: ό σοφός Νέστωρ, ό οργισμένος ’Αχιλλέας, ό πολύτρ οπος Ό δ υ σ σ έα ς, ό πα νδέξιος Mwindo («ό μικρόςπού-νιογέννητος-περπάτησε», Kabutwa-kenta, τό συνηθισμένο του επίθετο). Ή ϊδια μνημοτεχνική ή νοητική οικονομία έπικρατεΐ καί στούς εγγράμματους πολιτισμούς, έκεί όπου δ ια τηρούνται προφορικές πρακτικές, όπω ς στήν άφήγηση τών παραμυθιών στά πα ιδιά: ή άφοπλιστικά άθώα Κοκκινοσκουφίτσα, ό άπέραντα κακός Λύκος, ό άπίστευτα ψηλός κορμός φασολιάς πού ό Πέτρος πρέπει νά σκαρφαλώσει — καθώς
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
97
καί τά μή ανθρώπινα στοιχεία αποκτούν καί αύτά ηρωικές διαστάσεις. Έ δώ , οί παράδοξοι χαρακτήρες προσθέτουν μιάν άκόμη μνημοτεχνική βοήθεια: είναι εύκολότερο νά θυμάσαι τούς Κύκλωπες άπό ό,τι ένα τέρας μέ δύο μάτια, ή τόν Κέρ βερο άπό ό,τι ένα συνηθισμένο μονοκέφαλο σκυλί (βλ. Yates 1966, σελ. 9-11, 65-7). Οί λογοτυπικές άριθμητικές ομ α δο ποιήσεις είναι έπίσης μνημοτεχνικά χρήσιμες: οί Έ π τ ά έπί Θήβας, οί τρεις Χάριτες, οί τρεις Μοίρες κ.ο.κ. Μέ αύτά δέν άρνούμαστε ότι καί άλλες δυνάμεις πέρα άπό τή μνημοτεχνι κή λειτουργία παράγουν ήρωικούς χαρακτήρες καί ο μ α δο ποιήσεις. Ή ψυχαναλυτική θεωρία μπορεΐ νά έξηγήσει πολλές άπό αύτές τίς δυνάμεις. Ά λλά σέ μιά προφορική νοητική οι κονομία, ή μνημοτεχνική λειτουργία είναι έκ τών ών ούκ άνευ, καί άνεξάρτητα άπό τίς άλλες δυνάμεις, οί χαρακτήρες δέν θά έπιζήσουν χωρίς τήν κατάλληλη μνημοτεχνική διαμόρ φωση τής έκφοράς τού λόγου. Καθώς ή γραφή καί τελικά ή τυπογραφία αλλάζουν στα διακά τίς παλιές προφορικές νοητικές δομές, ή άφήγηση στη ρίζεται όλο καί λιγότερο σέ «διογκωμένους» χαρακτήρες μέχρις ότου, τρεις περίπου αιώνες μετά τήν τυπογραφ ία, μ π ο ρέσει νά κινηθεί άνετα στή συνηθισμένη άνθρώπινη ζωή πού χαρακτηρίζει τό μυθιστόρημα. Έ δώ , στή θέση τού ήρωα, συ ναντάμε τελικά άκόμη καί τόν άντιήρωα, πού, άντί νά άντιμετωπίζει τόν άντίπαλο, συνέχεια γυρίζει τίς πλάτες καί τό βάζει στά πόδια , όπως ό πρωταγωνιστής τού Rabbit Run τού John Updike. Τό ήρωικό καί θαυμαστό έξυπηρέτησαν μιά ειδική λειτουργία στήν οργάνωση τής γνώσης στόν προφορικό κόσμο. Μέ τόν έλεγχο τής πληροφορίας καί τής μνήμης πού έπέφερε ή γραφή καί έντονότερα ή τυπογραφ ία, δέν χρειάζε σαι τόν παλαιού τύπου ήρωα γιά νά μετατρέψεις τή γνώση σέ μιά μορφή ιστορίας. Ή κατάσταση δέν έχει νά κάνει καθόλου μέ μιά ύποτιθέμενη «άπώ λεια ιδανικών».
98
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Ή έσωτερικότητα του ήχου Μέχρις έδώ , μελετώντας κάποιες ψυχοδυναμικές όψεις τής προφορικότητας ασχοληθήκαμε κυρίως μέ ένα χαρακτηριστικό τού ήχου, τήν παροδικότητά του,τή σχέση του μέ τόν χρόνο. Ό ήχος ύπάρχει μόνον όταν έξαφανίζεται. ’Άλλα χαρακτηριστικά τού ήχου καθορίζουν έπίσης ή έπηρεάζουν τήν ψυχοδυναμική τού προφορικού λόγου. Τό κυριότερο άπό αύτά είναι ή μονα δική σχέση τού ήχου μέ τήν έσωτερικότητα, άν συγκρίνουμε τόν ήχο μέ τίς άλλες αισθήσεις. Ή σχέση είναι σημαντική έξαιτίας τής έσωτερικότητας τής ’ίδιας τής άνθρώπινης συνείδησης καί τής άνθρώπινης έπικοινωνίας. Συνοπτικά μόνο μπορούμε νά τό θίξουμε έδώ. Διερεύνησα τό θέμα άναλυτικότερα καί βαθύτερα στό Presence of the Word, καί ό άναγνώ στης πού ένδιαφέρεται μπορεΐ νά άνατρέξει έκεΐ (1967b). Κ αμιά α’ίσθηση δέν λειτουργεί τόσο άμεσα όσο ό ήχος, όταν δοκιμάζουμε τό έσωτερικό ένός άντικειμένου. Ή αίσθη ση τής άνθρώπινης όρασης ταιριάζει καλύτερα στό φως πού διάχυτα άνακλάται άπό μιά έπιφάνεια. (Ή διάχυτη άνάκλαση, όπως άπό μιά τυπωμένη σελίδα ή ένα τοπίο, έρχεται σέ άντίθεση μέ τήν κατοπτρική άνάκλαση, άπό έναν καθρέφτη.) Μιά πηγή φωτός σάν τή φωτιά μπορεΐ νά είναι γοητευτική, άλλά είναι οπτικά συγκεχυμένη: τό μάτι δέν μπορεΐ νά έστιασθεΐ σέ κάτι μέσα στή φω τιά. Κατά τόν ϊδιο τρόπο, ένα ήμιδιαφανές άντικείμενο όπω ς τό άλάβαστρο είναι γοητευτικό έπειδή, άν καί δέν είναι πηγή φωτός, τό μάτι δέν μπορεΐ καί πάλι νά σταθεροποιηθεί πάνω του. Τό μάτι μπορεΐ νά συλλάβει τό βάθος, άλλά στήν καλύτερη περίπτωση ώς μιά σειρά έπιφανειών: οί κορμοί τών δέντρων σ’ ένα άλσος ή οί καρέ κλες σ’ ένα άμφιθέατρο, γιά παράδειγμα. Τό μάτι δέν άντιλαμβάνεται τό έσωτερικό ώς αύστηρά έσωτερικό: μέσα σ’ ένα δωμάτιο, οί τοίχοι πού άντιλαμβάνεται παραμένουν έπιφάνειες, έξωτερικά. Ή γεύση καί ή όσφρηση δέν βοηθούν πολύ στήν άντίληψη
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
99
τής έσωτερικότητας ή τής έξω τερικότητας. Ή αφή βοηθά. Ά λλά ή αφή, συλλαμβάνοντας τήν έσωτερικότητα, τήν κα τα στρέφει έν μέρει. ’Ά ν θέλω νά άνακαλύψω μέ τήν αφή άν ένα κουτί είναι άδειο ή γεμάτο, πρέπει νά τού άνοίξω μιά τρύπα καί νά βάλω μέσα τό χέρι ή τό δάχτυλό μου: αύτό σημαίνει ότι τό κουτί είναι μέχρις ενός βαθμού άνοικτό, μέχρις ενός βαθμού λιγότερο ένα έσωτερικό. Ή άκοή μπορεΐ νά συλλάβει τήν έσωτερικότητα χωρίς νά τήν παραβιάζει. Μπορώ νά χτυπήσω μέ τό χέρι ένα κουτί γιά νά μάθω άν είναι γεμάτο ή άδειο, κι έναν τοίχο γιά νά βρώ άν είναι κούφιος ή συμπαγής. ’Ή νά ρίξω ένα κέρμα γιά νά δώ άν είναι άσημένιο ή μολύβδινο. "Ολοι οί ήχοι κ α τα γρά φ ουν τίς έσω τερικές δομές τών άντικειμένων πού τούς παράγουν. Έ ν α βιολί γεμάτο μέ τσ ι μέντο δέν θά ήχήσει όπως ένα κανονικό βιολί. Έ ν α σαξόφω νο ήχεΐ διαφορετικά άπό ένα φ λάουτο: ή έσωτερική του δομή είναι διαφορετική. Καί πάνω ά π ’ όλα, ή άνθρώπινη φωνή έρχεται μέσα άπό τόν άνθρώπινο οργανισμό, πού παρέχει τίς δονήσεις τής φωνής. Ή όραση άπομονώνει, ό ήχος ένσωματώνει. ’Ενώ ή όραση το π ο θ ετεί τόν παρατηρητή έξω ά πό αύτό πού β λέπει, σέ άπόσταση, ό ήχος ξεχύνεται μέσα στόν άκροατή. "Οπως π α ρατήρησε ό Merleau-Ponty (1961), ή όραση τέμνει. Ή όραση έρχεται σ’ ένα άτομο άπό μιά κατεύθυνση τή φορά: γιά νά κοιτάξω ένα δωμάτιο ή ένα τοπίο, πρέπει νά μετακινήσω τά μάτια μου άπό τό ένα σημείο στό άλλο. "Οταν, όμως, άκούω, συγκεντρώνω τόν ήχο ταυτόχρονα άπό κάθε κατεύθυνση μο νομιάς: βρίσκομαι στό κέντρο τού άκουστικού μου κόσμου, έγκαθιστώντας τόν εαυτό μου σ’ ένα είδος πυρήνα αίσθησης καί ύπαρξης. Αύτό τό «κεντροδοτικό» άποτέλεσμα τού ήχου είναι έκεΐνο άκριβώς πού έκμεταλλεύεται μέ ιδιαίτερη έκζήτηση ή ύψηλής πισ τότη τα ς ά να πα ρ αγω γή τού ήχου (highfidelity). Μπορεΐς νά βυθιστείς στόν ήχο, στό άκουσμα. Δέν μπορεΐς νά βυθιστείς στήν όραση μέ παρόμοιο τρόπο.
100
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Σε άντίθεση λοιπόν μέ τήν όραση, τήν αίσθηση πού κ α τα τέμνει, ό ήχος είναι μιά αίσθηση ένωτική. Έ ν α τυπικό οπτικό ιδεώδες είναι ή σαφήνεια καί ή εύκρίνεια, ό διαχωρισμός. Ή έκστρατεία τού Καρτεσίου* γιά τή σαφήνεια καί τήν εύκρίνεια (τών εννοιών) μαρτυρεί τήν εντατικοποίηση τής όρασης στό πλαίσιο τών άνθρώπινων αισθήσεων — Ong 1967b, σελ. 63, 221 . Ά ντιθέτω ς,τό άκουστικό ιδεώδες είναι ή άρμονία,ή σύν δεση. Ή έσωτερικότητα καί ή άρμονία είναι χαρακτηριστικά τής άνθρώπινης συνείδησης. Ή συνείδηση κάθε ανθρώπου είναι τελείως έσωτερικευμένη, γνωστή στό ϊδιο τό άτομο άπό τά μέ σα καί άπροσπέλαστη σέ κάθε άλλο άτομο, κατευθείαν άπό τά μέσα. Κάθε άτομο πού λέει « Έ γώ » εννοεί κάτι διαφορετι κό ά π ’ ό,τι εννοεί όποιοδήποτε άλλο άτομο. "Ο,τι είναι « Έ γώ » γιά μένα, είναι μόνο «Έ σ ύ» γιά σένα. Κι αύτό τό «Έ γώ » ένσωματώνει τήν έμπειρία μέσα του, «συνέχοντάς» την. Ή γνώση σέ τελική ανάλυση είναι ένα φαινόμενο ένωτικό καί όχι χωριστικό, ένας αγώνας γιά άρμονία. Χωρίς τήν άρμονία, μιά έσωτερική κατάσταση, ή υγεία της ψυχής πάσχει. Πρέπει νά πούμε ότι οί έννοιες «έσωτερικό» καί «έξωτερικό» δέν είναι μαθηματικές καί ούτε μπορούν νά διαφορο ποιηθούν μαθηματικά. Είναι έννοιες πού θεμελιώνονται στήν ύπαρξη, βασίζονται στήν έμπειρία τού ϊδιου τοϋ σώματός μας, τό όποιο είναι καί μέσα μας (δέν σου ζητώ νά σταματή σεις νά κλοτσάς τό σώμα μου άλλά έμενα τόν ϊδιο) καί έξω άπό έμάς (νιώθω τόν εαυτό μου κατά κάποιον τρόπο μέσα στό σώμα μου). Τό σώμα είναι ένα όριο άνάμεσα σ έμένα καί οτιδήποτε άλλο. Αύτό πού ονομάζουμε «έσωτερικό» καί «έξωτερικό» δέν μπορεΐ νά άποδοθεΐ παρά σέ σχέση μέ τήν έμ π ειρ ία τής σ ω μ α τικότη τα ς. Οί ά π ό π ειρ ες ορισμού τοϋ «έσωτερικού» καί τού «εξωτερικού» οδηγούν άναγκαστικά *
Σ .τ.Έ .: Βλ. Descartes, Λόγος π ερ ί μεϋόδον , Μέρος Α' §2, Μέρος Β' §22, 26, 28, Μέρος Δ' §38.
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
101
σέ ταυτολογίες: τό «έσωτερικό» ορίζεται άπό τό «έσω», πού ορίζεται άπό τό « μ ετα ξύ » , πού ορίζεται ά πό τό «μ έσ α », φαύλος κύκλος δηλαδή. Τά ϊδια ισχύουν καί γιά τό «έξωτερικό». "Οταν μιλάμε γιά έσωτερικό καί έξωτερικό, άκόμα καί στήν περίπτωση φυσικών άντικειμένων, άναφερόμαστε στή δική μας άντίληψη γιά τόν έαυτό μας: είμαι έδώ μέσα καί τό καθετί άλλο είναι βξω. Μέ τό έσωτερικό καί τό έξωτερικό έπιδεικνύουμε τήν έμπειρία μας τής σω ματικότητας (Ong 1967b, σελ. 1 1 7 -2 2 ,1 7 6 -9 , 228, 231) καί άναλύουμε άλλα άντικείμενα άναφορικά μέ αύτή τήν έμπειρία. Σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό, όπου ή λέξη ύπάρχει μόνο στόν ήχο δίχως καμιάν άναφορά σέ κάποιο οπτικά άντιληπτό κείμενο καί καμιάν έπίγνωση άκόμη καί τής δυνατότητας ένός τέτοιου κειμένου, ή φαινομενολογία τού ήχου διεισδύει βαθύτατα στήν αίσθηση τής άνθρώπινης ύπαρξης όπως τήν έπεξεργάζεται ό προφορικός λόγος. Διότι ό τρόπος μέ τόν όποιο βιώνεται ό λόγος έχει καθοριστική ση μασία γιά τήν ψυχική ζωή. Ή κεντροδοτική δράση τού ήχου (τό ήχητικό πεδίο δέν έκτείνεται έμπρός μου άλλά μέ π ερ ι βάλλει) έπηρεάζει τήν αίσθηση τού άνθρώπου γιά τόν κόσμο. Γιά τούς προφορικούς πολιτισμούς ό κόσμος είναι ένα συνε χόμενο γεγονός, μέ τόν άνθρωπο στό κέντρο του. Ό άνθρω πος είναι τό umbilicus mundi, ό όμφαλός τού κόσμου (Eliade 1958, σελ. 231-5, κ.ά.). Μόνο μετά τήν τυπογραφία καί τήν έκτεταμένη έμπειρία μέ τούς χάρτες πού ή τυπογραφία δημι ούργησε, άρχισαν νά φέρνουν στόν νού τους οί άνθρω ποι, όταν σκέφτονταν τόν κόσμο ή τό σόμπαν, κάτι πού κυρίως έκτεινόταν μπροστά στά μάτια τους, όπως στούς σύγχρονους τυπωμένους άτλαντες, μιά τεράστια έπιφάνεια ή συνδυασμό έπιφανειώ ν (ή όραση παρουσιάζει έπιφ ά νειες) έτοιμες νά «έξερευνηθούν». Ό άρχαϊος προφορικός κόσμος γνώριζε λί γους «έξερευνητές», άν καί γνώριζε πολλούς περιηγητές, ο δοιπόρους, ταξιδιώ τες, προσκυνητές καί τυχοδιώκτες. Θά δούμε ότι τά περισσότερα άπό τά χαρακτηριστικά τής
102
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
προφορικά θεμελιωμένης σκέψης καί έκφρασης πού έκθέσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο σχετίζονται στενά μέ τήν ένωτική, συγκεντρωτική, έσωτερικευτική οικονομία τού ήχου ό πω ς γίνεται άντιληπτή άπό τούς άνθρώπους. Μιά ήχοκρατούμενη λεκτική οικονομία συμβαδίζει μέ συνθετικές (έναρμονιστικές) μάλλον τάσεις παρά μέ άναλυτικές κατατμητικές τάσεις (πού συνοδεύουν τή γραμμένη, όπτικοποιημένη λέξη: ή όραση είναι μιά αίσθηση πού τέμνει). Συμβαδίζει έπίσης περισσότερο μέ τόν συντηρητικό ολισμό (τό όμοιοστατικό παρόν πού πρέπει νά παραμείνει άκέραιο, οί λογοτυπικές έκφράσεις πού πρέπει έπίσης νά παραμείνουν άκέραιες), μέ τήν περιστασιολογική σκέψη (πού είναι έπίσης ολιστική καί άνθρωποκεντρική) παρά μέ τήν άφηρημένη σκέψη. Συμβαδί ζει μέ μιάν ορισμένη άνθρωπιστική οργάνωση τής γνώσης γ ύ ρω άπό τίς πρά ξεις τών άνθρώπινων καί άνθρωπόμορφω ν όντων περισσότερο, παρά γύρω άπό άπρόσω πα πράγματα. Οί χαρακτηρισμοί πού χρησιμοποιήσαμε έδώ γιά νά περιγράψουμε τόν πρω ταρχικά προφορικό κόσμο θά χρησιμεύ σουν άργότερα γιά νά περιγράψουμε τί συνέβη στήν άνθρώπινη συνείδηση, όταν ή γραφή καί ή τυπογραφ ία άνήγαγαν τόν προφορικό-άκουστικό κόσμο σ’ έναν κόσμο άπό όπτικοποιημένες σελίδες.
Ή προφορικότητα, ή κοινότητα καί τό ιερό Ε πειδή ό προφορικός λόγος στή φυσική του σύσταση ώς ήχος έκπορεύεται άπό τό άνθρώπινο έσωτερικό καί έμφανίζει τόν άνθρωπο στά μάτια τών άλλων άνθρώπων ώς συνειδητό έσω τερικό, ώς πρόσωπο, γ ι’ αύτό καί συγκροτεί τούς άνθρώπους σέ συμπαγείς ομάδες. 'Ό ταν ό ομιλητής άπευθύνεται σ’ ένα άκροατήριο, τά μέλη τού άκροατηρίου γίνονται μιά ένότητα μεταξύ τους καί μέ τόν ομιλητή. "Αν ό ομιλητής ζητήσει άπό τό άκροατήριο νά διαβάσει ένα φυλλάδιο πού τούς έχει μοι
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
103
ράσει, ή ενότητα τού ακροατηρίου καταλύεται, καθώς ό κάθε άναγνώστης μπαίνει στόν δικό του ιδιωτικό κόσμο τής άνάγνωσης, καί άποκαθίσταται μόνον όταν ξαναρχίσει ή προφ ο ρική ομιλία. Ή γραφή καί ή τυπογραφία άπομονώνουν. Δέν ύπάρχει περιληπτικό όνομα ή έννοια γιά τούς άναγνώστες πού νά άντιστοιχεΐ στό «άκροατήριο». Ή περιληπτική έκ φραση «άναγνωστικό κοινό» — αύτό τό περιοδικό έχει άναγνωστικό κοινό δύο εκατομμυρίων— είναι μιά προωθημένη άφαίρεση. Γιά νά σκεφτούμε τούς άναγνώστες ώς ένα ενιαίο σύνολο, πρέπει νά έπιστρέψουμε στήν ονομασία «κοινό» σάν νά ήταν άκροατές. Ό προφορικός λόγος φτιάχνει ένότητες καί σέ μεγάλη κλίμακα: χώρες μέ δύο ή περισσότερες δια φ ο ρετικές όμιλούμενες γλώσσες είναι πιθανότατο νά έχουν με γά λα προβ λήμ α τα στήν έγκαθίδρυση ή τή διατήρηση τής εθνικής ενότητας, όπως συμβαίνει σήμερα στόν Καναδά, τό Βέλγιο ή πολλές άναπτυσσόμενες χώρες. Ή δύναμη πού έχει ό προφορικός λόγος νά έσωτερικεύει σχετίζεται μ’ έναν ειδικό τρόπο μέ τό ιερό, μέ τίς βαθύτερες έγνοιες τής ύπαρξης. Στίς περισσότερες θρησκείες ό προφορι κός λόγος λειτουργεί άπαρτίως στήν τελετουργική καί τή λα τρευτική ζωή. Τελικά, στίς μεγαλύτερες παγκόσμιες θρησκείες άναπτύσσονται ιερά κείμενα στά όποια ή αίσθηση τού ιερού συνδέεται καί μέ τόν γραπτό λόγο. Εντούτοις μιά θρησκευτι κή παράδοση πού στηρίζεται στό κείμενο μπορεΐ νά συνεχίσει νά άποδίδει μέ πολλούς τρόπους έγκυρότητα στήν πρωταρχι κότατα τού προφορικού. Στόν χριστιανισμό, γιά παράδειγμα, ή Βίβλος διαβάζεται δυνατά στή λειτουργία. Πάντα φανταζό μαστε τόν Θεό νά μάς «μιλά» καί όχι νά μάς γράφει. Ή προ φορικότητα τοϋ νοητικού πλαισίου τοϋ Βιβλικού κειμένου, άκόμη καί στά έπιστολικά του κομμάτια, είναι τεράστια (Ong 1967b, σελ. 176-91). Ή εβραϊκή λέξη νταμπάρ πού σημαίνει λέξη, σημαίνει επίσης συμβάν, κι έτσι άναφέρεται άμεσα στήν προφερόμενη λέξη. Ό προφορικός λόγος είναι πά ντα ένα συμβάν, μιά κίνηση στόν χρόνο, πού στερείται τελείως τό έν
104
Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
εϊδει αντικειμένου ύπόβαθρο τού γραπτού ή τυπογραφικού λόγου. Στήν Τριαδική θεολογία, τό δεύτερο Πρόσωπο τού Θεού είναι ό Λόγος, καί τό άνθρώπινο άνάλογο τού Λόγου έδώ δέν είναι ό γραπτός λόγος τών άνθρώπων, άλλά ό προφο ρικός τους λόγος. Ό Πατέρας Θεός «όμιλεΐ» τόν Υιό του: δέν τόν έγγράφει. Ό Ιησούς, ό Λόγος τού Θεού, δέν άφησε γρ α πτά , άν καί γνώριζε άνάγνωση καί γραφή (Λουκάς 4:16). «Ή πίστις έξ άκοής, ή δέ άκοή διά ρήματος Θεού», διαβάζουμε στήν Πρός Ρω μαίους Ε π ισ τολή (10:17). «Τό γά ρ γρ ά μ μ α άποκτέννει, τό δέ πνεύμα [ή πνοή πού φέρει τόν προφορικό λόγο] ζωοποιεί» (Πρός Κορινθίους Β' 3 :6).
Οί λέξεις δέν είναι σημεία Ό Jacques Derrida έπισήμανε πώς «δέν ύπάρχει γλωσσικό ση μείο πρίν άπό τή γραφή» (1976, σελ. 14). Ούτε όμως ύπάρχει γλωσσικό «σημείο» μετά τή γραφή, άν εννοούμε τήν προφ ο ρική άναφορά τού γραπτού κειμένου. ’Ά ν καί άπελευθερώνει άνήκουστες δυνατότητες τού λόγου, ή κειμενική οπτική άναπαράσταση μιάς λέξης δέν είναι πραγματική λέξη, άλλά ένα «δευτερεύον μορφοποιητικό σύστημα» (πρβλ. Lotman 1977). Ή σκέψη έγκατοικεΐ στήν ομιλία, όχι στά κείμενα, τά όποια αποκτούν όλα νόημα μέσα άπό τήν άναφορά τού ορατού συμβόλου στόν κόσμο τού ήχου. Αύτό πού βλέπει ό αναγνώ στης πάνω σ αύτή τή σελίδα δέν είναι πραγματικές λέξεις, άλλά κωδικοποιημένα σύμβολα μέ τά όποια ένας κατάλληλα ενημερωμένος άνθρωπος μπορεΐ νά φέρει στή συνείδησή του πραγματικές λέξεις, σέ πραγματικό ή νοερό ήχο. Τό γραπτό κείμενο δέν μπορεΐ νά είναι τίποτα περισσότερο άπό σημά δια πάνω σέ μιά έπιφ ά νεια , έκτος άν χρησιμοποιηθεί άπό έναν συνειδητό άνθρωπο άμεσα ή έμμεσα ώς ένδειξη ήχηρών λέξεων, πραγματικών ή νοερών. Οί άνθρωποι τών χειρογραφικών καί τυπογραφικώ ν πολι
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
105
τισμών τό βρίσκουν πειστικό νά σκέφτονται τή λέξη, πού ου σιαστικά είναι ήχος, ώς «σημείο», επειδή τό «σημείο» άναφέρεται πρωταρχικά σέ κάτι πού μπορούμε νά άντιληφθούμε οπτικά. Ή λέξη signum [σίγνον], πού μάς έδωσε τή λέξη sign, σήμαινε τό έμβλημα πού ένα σώμα τοϋ ρωμαϊκού στρατού άνέμιζε γιά νά α να γνω ρ ίζετα ι, ό π τικ ά -έτυ μ ο λ ο γ ικ ά , «τό άντικείμενο πού κάποιος άκολουθεΐ» (πρώτο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα, sekw- , άκολουθώ). ’Ά ν καί οί Ρωμαίοι γνώριζαν τό άλφάβητο, τό signum δέν ήταν γραμμένη λέξη άλλά άπεικόνιση ενός σχεδίου ή μιας μορφής, όπω ς, γιά παράδειγμα, ένας άετός.* ’Επειδή, όπω ς θά δούμε, ή πρωταρχική προφορικότητα παρέμενε ώς ύπόλειμμα αιώνες μετά τήν επινόηση τής γρ α φής ή άκόμη καί τής τυπογραφίας, ή αίσθηση πώ ς τά γραμμέ να ονόματα είναι ταμπελίτσες ή έπιγραφές άργησε νά καθιε ρωθεί. Μέχρι άκόμα καί τήν εύρωπαϊκή Αναγέννηση, πολλοί εγγράμματοι άλχημιστές πού χρησιμοποιούσαν ετικέτες γιά τίς φιάλες καί τά κουτιά τους είχαν τήν τάση νά βάζουν πάνω τους όχι ένα γρ α π τό όνομα, άλλά είκονογραφικά σημεία, όπως τά διάφορα ζωδιακά σύμβολα, ένώ οί καταστηματάρ χες έδιναν τήν ταυτότητα τού μαγαζιού τους όχι μέ έπ ιγρ α φές, άλλά μέ είκονογραφικά σύμβολα, όπως ό κισσός γιά τίς ταβέρνες, ό στύλος γιά τά κουρεία, οί τρεις σφαίρες γιά τά ένεχυροδανειστήρια. (Γιά τόν είκονογραφικό χαρακτηρισμό, βλ. Yates 1966.) Αύτές οί έπιγραφές ή ταμπέλες δέν ονοματί ζουν καθόλου αύτό στό όποιο άναφέρονται: ή λέξη «κισσός» δέν είναι ή λέξη «ταβέρνα», ή λέξη «στύλος» δέν ταυτίζεται μέ τή λέξη «κουρείο». Τά ονόματα ήταν άκόμα λέξεις πού κινούνταν στόν χρόνο: αύτά τά ήσυχα, άφωνα σύμβολα ήταν Σ .τ.Έ .: Τό ϊδιο ισχύει καί γιά τό ελληνικό σ η μ ύ ο ν . τό οποίο με ταξύ τών άλλων σήμαινε καί έμβλημα στρατηγού ή ναυάρχου, τό διακριτικό γνώρισμα κάποιου πράγματος. Βλ. επίσης τή λέξη ή σημαία (σημαία).
106
Π ΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
κάτι άλλο. Ή τα ν «σημεία» μέ έναν τρόπο πού οί λέξεις δέν είναι. Τό ότι μάς ικανοποιεί νά σκεφτόμαστε τίς λέξεις ώς ση μεία όφείλεται στήν τάση (πού είναι ϊσως άφανής στούς π ρ ο φορικούς, άλλά σαφής στούς χειρογραφικούς καί άκόμη σ α φέστερη στούς τυ π ο γρ α φ ικ ο ύ ς καί ήλεκτρονικούς π ο λ ιτι σμούς) νά άνάγεται όλη ή αίσθηση, καί μάλιστα όλη ή άνθρώπινη έμπειρία, σέ οπτικά ανάλογα. Ό ήχος είναι ένα συμβάν στόν χρόνο, καί ό χρόνος «προχω ρά» άμείλικτα, άσταμάτητα, άδιαίρετα. Δαμάζουμε φαινομενικά τόν χρόνο όταν τόν χειρι ζόμαστε χωρικά σ’ ένα ήμερολόγιο ή στήν πλάκα τού ρολο γιού, όπου μπορούμε νά τόν κάνουμε νά φαίνεται χωρισμέ νος σέ διακριτές μονάδες, τή μιά δίπλα στήν άλλη. Άλλά κι αύτό παραποιεί τόν χρόνο. Ό πραγματικός χρόνος δέν έχει καθόλου ύποδιαιρέσεις, είναι άδιάλειπτα συνεχής: τά μεσά νυχτα, τό χθές δέν έγινε μ’ ένα κλικ σήμερα. Κανείς δέν μ π ο ρεΐ νά βρει τό άκριβές σημείο τού μεσονυκτίου, άλλά άν δέν είναι άκριβές, πώ ς μπορεΐ νά είναι μεσάνυχτα; Καί δέν βιώ νουμε τό σήμερα σάν κάτι πού είναι δίπλα στό χθές, όπως παρουσιάζεται στό ήμερολόγιο. "Οταν άνάγεται στόν χώρο, ό χρόνος μοιάζει περισσότερο έλέγξιμος — άλλά μόνο μοιάζει, γ ια τί ό π ρ α γμ α τικ ό ς, ά δια ίρ ετος χρόνος μάς οδηγεί στόν πραγματικό θάνατο. (Μέ αύτό δέν άρνούμαστε πώ ς ή άναγωγή στόν χώρο είναι άπείρως χρήσιμη καί τεχνολογικά ανα γκαία' άπλώ ς λέμε πώ ς τά έπιτεύγμ α τά της είναι διανοητικώς περιορισμένα καί μπορούν νά παραπλανήσουν.) Κατά τόν ϊδιο τρόπο, ανάγουμε τόν ήχο σέ παλμογραφήματα καί σέ κ ύμ α τα ορισμένου « μ ή κ ο υ ς» , μέ τά ό π ο ια μ πορ εΐ νά έργαστεΐ ένας κωφός πού δέν διαθέτει καμία γνώση τού τί σημαίνει έμπειρία τού ήχου. Ή άνάγουμε τόν ήχο στή γραφή καί στήν πιό ριζοσπαστική ά π ’ όλες τίς γραφές, τήν άλφαβη τική. Ό προφορικός άνθρωπος δέν φαίνεται νά σκέφτεται τίς λέξεις ώς «σημεία», σιωπηλά οπτικά φαινόμενα. Ό 'Όμηρος
Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗ Σ ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ Σ
107
τίς άποκαλεΐ «έπεα πτερόεντα» — πού ύποδηλώνει τό φ ευ γαλέο, τό δυνατό, τό έλεύθερο: οί λέξεις κινούνται διαρκώς, καί μάλιστα πετούν, πράγμα πού άποτελεί μιά ισχυρή μορφή κίνησης, πού άπελευθερώνει αύτόν πού πετά από τόν συνηθι σμένο, αδρό, βαρύ «άντικειμενικό» κόσμο. Στή διαμάχη του μέ τόν Jean Jacques Rousseau ό Derrida έχει βέβαια δίκιο νά απορρίπτει τήν άποψη ότι ή γραφή δέν είναι παρά δευτερεύουσα ώς πρός τήν ομιλία (Derrida 1976, σελ. 7). Προσπαθώντας όμως νά συγκροτήσουμε μιά λογική τής γραφής χωρίς νά έξετάσουμε σέ βάθος τήν προφορικότη τα μέσα άπό τήν όποια άναδύθηκε ή γραφή καί στήν όποια διαρκώ ς καί άναπόφευκτα θεμελιώνεται, περιορίζουμε τήν κατανόησή μα ς, π α ρ ’ όλο πού κατά καιρούς προκύπτουν λαμπρά καί ένδιαφέροντα άποτελέσματα, άν καί ψυχεδελικά, δηλαδή βασιζόμενα στήν παραμόρφωση τών αισθήσεων. Τό νά έλευθερωθούμε άπό τούς προϊδεασμούς πού έπιβάλλει ή χειρογραφία καί ή τυπογραφία στήν κατανόηση τής γλώσσας είναι ϊσω ς πιό δύσκολο ά π ’ όσο μπορεΐ ό καθένας μας νά φανταστεί, πολύ πιό δύσκολο, φαίνεται, άπό τήν «άποδόμηση» τής λογοτεχνίας, γιατί αύτή ή «άποδόμηση» παραμένει μιά έγγράμματη δραστηριότητα. Θά πούμε περισσότερα γιά τό πρόβλημα αύτό όταν έξετάσουμε τήν έσωτερίκευση τής τεχνολογίας στό έπόμενο κεφάλαιο.
ΤΕΤΑ ΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή γραφή άναδιαρθρώνει τή συνείδηση
Ό νέος κόσμος τοϋ αύτόνομου λόγου Ή βαθύτερη κατανόηση τής πρωτεϊκής ή πρωταρχικής πρ ο φορικότητας μάς έπιτρέπει νά κατανοήσουμε καλύτερα τόν νέο κόσμο τής γραφής, τί πραγματικά είναι αυτός , καθώς καί τί είναι οί λειτουργικά εγγράμματοι άνθρωποι: όντα πού οί νοητικές τους διεργασίες δέν άπορρέουν απλώς άπό τίς φ υ σικές τους ικανότητες άλλά άπό τίς ικανότητες αύτές όπως έχουν άναδιαρθρωθεΐ, άμεσα ή έμμεσα, άπό τήν τεχνική τής γραφής. Χωρίς τή γραφή, ό έγγράμματος νους δέν θά σκε φτόταν καί δέν θά μπορούσε νά σκεφτεϊ όπως σκέφτεται, όχι μόνο όταν γράφει, άλλά καί όταν άπλώς συγκροτεί τίς σκέ ψ εις του π ρ ο φ ο ρ ικ ά . Ή γραφ ή έχει μ ετασ χη μ α τίσ ει τήν άνθρώπινη συνείδηση περισσότερο άπό όποια δήποτε άλλη έπινόηση. Ή γραφή θεμελιώνει αύτό πού ονομάστηκε γλώσσα «άνεξάρτητη συμφραζομένων» —context-free— (Hirschh 1977, σελ. 21-3, 26), ή «αύτόνομος» λόγος (Olson 1980a), δηλαδή λόγος τόν όποιο δέν μπορούμε νά άμφισβητήσουμε άμεσα ή νά άντικρούσουμε όπω ς τόν προφορικό, έπειδή ό γρα πτός λόγος έχει άποχωρισθεί άπό τόν δημιουργό του. Οί προφορικοί πολιτισμοί γνωρίζουν ένα είδος αύτόνομου
110
ΠΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
λόγου στούς τελετουργικούς λογότυπους (Olson 1980a, σελ. 187-94* Chafe 1982). στίς προφητείες καί τούς χρησμούς, ό που ό έκφωνών ή ή έκφωνούσα δέν θεωρείται ή πηγή άλλά τό μέσον μεταβίβασης τών λεγομένων. Ή Πυθία δέν ήταν υπ εύ θυνη γιά τούς χρησμούς της, οί όποιοι θεωρούνταν λόγος τού θεού. Ή γραφή, κι άκόμη περισσότερο ή τυπογρ αφ ία, έχει κάτι άπό τόν χαρακτήρα τού χρησμού. Σάν τό μαντείο ή τόν προφήτη, τό βιβλίο έπαναλαμβάνει κάτι πού έκφώνησε ή π η γή, αύτός πού πράγματι « είπε» ή έγραψε τό βιβλίο. Θά μ π ο ρούσαμε νά άντικρούσουμε τόν συγγραφέα εάν μπορούσαμε νά τόν πλησιάσουμε, άλλά σέ κανένα βιβλίο δέν μπορούμε νά τόν πλησιάσουμε. Δέν ύπάρχει τρόπος νά άναιρεθεί άμεσα ένα κείμενο. Λέει άκριβώς τά ϊδ ια , μετά κι άπό τήν πιό ολο κληρωτική καί έξαντλητική άναίρεσή του. Αύτός είναι ένας λόγος γιά τόν οποίο, στόν κοινό νού, τό «είναι γραμμένο στό βιβλίο » ίσοδυναμεί μέ τό «είναι άλήθεια». Είναι έπίσης ένας λόγος γιά τόν οποίο έχουν καεί βιβλία. Έ ν α κείμενο πού άναφέρει ό,τι όλος ό κόσμος γνωρίζει πώς είναι ψέμα, θά δη λώνει τό ψέμα του γιά πάντα, έφόσον συνεχίζει νά ύπάρχει. Τά κείμενα είναι έγγενώς άνυπότακτα.
Ό Πλάτων, ή γραφή καί οί ύπολογιστές Οί περισσότεροι άνθρωποι έκπλήσσονται καί μερικοί άπελπίζονται μαθαίνοντας ότι στόν Φαϊδρο (274-7) καί στήν "Εβδομη ’Επιστολή του ό Πλάτων διατυπώ νει γιά τή γραφή τίς ίδιες ούσιαστικά άντιρρήσεις μέ αύτές πού σήμερα συνήθως δ ια τυπώνονται γιά τούς ύπολογιστές. Ή γραφή, λέει ό Σω κρά της στόν πλα τω νικό Φαϊδρο , είναι ά πά νθρω πη καί π ρ ο σ ποιείται πώ ς θεμελιώνει έξω άπό τό μυαλό ό,τι στήν π ρ α γ ματικότητα υπάρχει μόνο στό μυαλό. Είναι ένα πράγμα, ένα κατασκευασμένο προϊόν. Τά ϊδια βέβαια λέγονται καί κατά τών υπολογιστών. Ό πλατωνικός Σωκράτης ύποστηρίζει ότι
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
111
ή γραφή καταστρέφει τή μνήμη. Αυτοί πού χρησιμοποιούν τή γραφή θά χάσουν τή μνήμη τους, ύποκαθιστώντας μέ κάποιο εξωτερικό έφόδιο ό,τι στερούνται σέ έσωτερικά εφόδια. Ή γραφή έξασθενίζει τό μυαλό. Σήμερα, γονείς καί άλλοι φ ο βούνται ότι οί ύπολογισ τές τσέπης άντικαθιστούν μέ ένα έξωτερικό έφόδιο τό έσωτερικό έφόδιο πού θά έπρεπε νά άποτελούν οί άπομνημονευμένοι πίνακες τής προπαίδειας. Οί ύπολογιστές έξασθενίζουν τό μυαλό, στερώντας του τήν ερ γασία πού τό διατηρεί ισχυρό. Τρίτον, ένα κείμενο είναι κάτι πού δέν μπορεΐ βασικά νά άνταποκριθεΐ. "Αν ρωτήσεις κ ά ποιον νά δικαιολογήσει τή γνώμη του, μπορεΐ νά πάρεις μιά έξήγηση* άν ρωτήσεις ένα κείμενο, δέν παίρνεις π α ρ ά τίς Υδιες, συχνά βλακώδεις, λέξεις πού προκάλεσαν τήν άρχική σου έρώτηση. Στή σύγχρονη κριτική τών ύπολογιστών, ή ϊδια άντίρρηση διατυπώ νεται ώς «σκουπίδια μπαίνουν, σκουπίδια βγαίνουν». Τέταρτον, σέ συμφωνία μέ τήν άγωνιστική νοο τροπία τών προφορικών πολιτισμών, ό πλατωνικός Σωκράτης άντιτίθεται στή γραφή καί επειδή ό γραπτός λόγος δέν μ π ο ρεΐ νά ύπερασπιστεΐ τόν εαυτό του όπως μπορεΐ νά κάνει ό προφορικός: ή πραγματική ομιλία καί σκέψη ύπάρχουν π ά ν τα ούσιαστικά σέ ένα πλαίσιο δούναι καί λαβεΐν άνάμεσα σέ πραγματικούς άνθρώπους. Ή γραφή είναι παθητική, έξω άπό τό πλαίσιο αύτό, σέ έναν άφύσικο, μή-πραγματικό κόσμο. Τό ϊδιο καί οί ύπολογιστές. A fortiori, ή τυπογραφ ία προκαλεΐ τίς ϊδιες κατηγορίες. Αύτοί πού ένοχλούνται άπό τήν καχυποψία τοϋ Πλάτωνα γιά τή γραφή θά ενοχληθούν περισσότερο μαθαίνοντας πώς ή τ υ πογραφία άντιμετώπισε τήν ϊδια καχυποψία όταν πρωτοεμφανίστηκε. Ό Hieronimo Squarciafico, ό όποιος συνέβαλε στήν έκδοση τών κλασικών τής λατινικής φιλολογίας, ισχυρίστηκε στά 1477 ότι ή ήδη ύπάρχουσα «άφθονία βιβλίων κάνει τούς άνθρώπους λιγότερο μελετηρούς» (άναφέρεται άπό τόν Lo wry 1979, σελ. 29-31): Καταστρέφει τή μνήμη καί έξασθενίζει τό μυαλό, άπαλλάσσοντάς το άπό τήν πολλή εργασία (ή κ α
112
ΠΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τηγορία κατά τών υπολογιστών τσέπης καί πάλι) καί υπ ο βαθμίζοντας τόν σοφό άνθρωπο πρός χάριν τού άπανθίσματος τσ έπης. Β έβαια άλλοι είδαν τήν τυ π ο γρ α φ ία σάν ένα εύπρόσδεκτο έφαλτήριο: όλοι, άνδρες καί γυναίκες γίνονται σοφοί (Lowry 1979, σελ. 31-2). Έ ν α άδύνατο σημείο στή θέση τού Πλάτωνα ήταν ότι, γιά νά κάνει τίς άντιρρήσεις του άποτελεσματικές, τίς κατέγραψε, όπως ένα άδύνατο σημείο στίς άντιτυπογραφικές θέσεις ήταν ότι αύτοί πού τίς προωθούσαν τίς τύπωναν γιά νά τίς κάνουν πιό άποτελεσματικές. Μιά παρόμοια άδυναμία στίς θέσεις έναντίον τών ύπολογιστών είναι ότι οί ύπέρμαχοί τους, γιά νά τίς κάνουν πιό άποτελεσματικές,τίς έπεξεργάζονται σέ άρθρα ή βιβλία πού τυπώνονται άπό δισκέτες γραμμένες στόν ύπολογιστή. Ή γραφή, ή τυπογρ α φ ία καί ό ύπολογιστής είναι τρόποι έκτεχνολόγησης τού λόγου. Ά πό τή στιγμή πού ό λό γος έκτεχνολογισθεΐ δέν ύπάρχει τρόπος νά άσκηθεΐ κριτική στό τί έχει ύποστεϊ άπό τήν τεχνολογία χωρίς τή βοήθεια τής πλέον προηγμένης τεχνολογίας. Ε πιπλέον, ή νέα τεχνολογία δέν χρησιμοποιείται άπλώς γιά νά διατυπωθεί ή κριτική: στήν πραγματικότητα, δημιουργεί τήν ϊδια τήν κριτική. "Οπως έχει παρατηρηθεί (Havelock 1963), ή πλατωνική άναλυτική φιλοσο φική σκέψη, συμπεριλαμβανομένης τής κριτικής ένάντια στή γραφή, κατέστη έφικτή μόνον έξαιτίας τών έπιπτώσεων πού είχε άρχίσει νά έχει ή γραφή στίς νοητικές διαδικασίες. Πράγματι, όπως θαυμάσια έδειξε ό Havelock (1963), ολό κληρη ή πλατωνική έπιστημολογία ήταν μιά μή ήθελημένα προγραμματισμένη άπόρριψη τού παλιού προφορικού, εύκίνητου, θερμού, διαπροσωπικού κόσμου τού προφορικού πολι τισμού (πού έκπροσωπούσαν οί ποιητές, τούς όποιους άπέκλειε άπό τήν Πολιτεία του). Ό όρος idea, είδος, μορφή, έτυμολογεΐται άπό τό ρήμα όρώ, πού έχει τό ϊδιο θέμα μέ τό λα τινικό ρήμα video, ά π ’ όπου καί τά ά γγλικ ά vision, visible, videotape. Ή πλατωνική μορφή γινόταν κατανοητή κατ’ άναλογίαν πρός τήν ορατή μορφή. Οί πλατωνικές ιδέες είναι άφω
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
113
νες, ακίνητες, στερούνται θέρμης, είναι απομονωμένες καί δέν άνταποκρίνονται, δέν άποτελοϋν μέρος τής άνθρώπινης ζωής, άλλά βρίσκονται τελείως πέρα καί πάνω άπό αύτήν. Ό Πλά των βέβαια δέν ειχε πλήρη έπίγνωση τών άσυνείδητων δυνά μεων πού επενεργούσαν στήν ψυχή του γιά νά προκαλέσουν αύτή τήν ύπερβολική άντίδραση τού εγγράμματου άνθρώπου στή χρονίζουσα καί βραδυπορούσα προφορικότητα. Τέτοιου είδους άναλύσεις μάς άποκαλύπτουν τά π α ρ ά δοξα πού διέπουν τίς σχέσεις άνάμεσα στόν άρχικό προφορι κό λόγο καί όλους τούς τεχνολογικούς μετασχηματισμούς του. Ή αιτία γιά αύτές τίς βασανιστικές περιπλοκές είναι προφανώς τό γεγονός ότι ή νόηση είναι άνελέητα άναστοχαστική, έτσι ώστε άκόμη καί τά εξωτερικά έργαλεΐα πού χρη σιμοποιεί γιά νά πραγματοποιήσει τίς λειτουργίες της «έσωτερικεύονται», γίνονται δηλαδή μέρος τής ϊδια ς τής στοχα στικής διαδικασίας. ΊΕνα άπό τά πιό έντυπωσιακά έγγενή στή γραφή π α ρ ά δοξα είναι ή στενή σχέση μέ τόν θάνατο. Αύτή ή σχέση ύπονοεΐται στήν κατηγορία τού Πλάτωνα ότι ή γραφή είναι άπάνθρω πη, μοιάζει μέ πρά γμ α καί καταστρέφει τή μνήμη. Υ πάρχουν έπίσης πλούσιες ένδείξεις σέ άμέτρητες άποθησαυρισμένες άναφορές στή γραφή (καί/ή στήν τυπογραφ ία), άπό «τό γάρ γράμμα άποκτέννει, τό δέ πνεύμα ζω οποιεί» (Πρός Κορινθίους Β' 3:6), καί τήν άναφορά τού Ό ράτιου στά τρία βιβλία τών 7Ωδών του ώς ένα «μνημείο» πού προοιωνί ζεται τόν θάνατό του (Ωδές iii.30.1), ώς καί πέρα άπό τή δ ια βεβαίωση τού Henry Vaughan στόν Thomas Boclley πώς στή β ι βλιοθήκη τής Όξφόρδης πού φέρει τό όνομά του «κάθε β ι βλίο είναι ένας έπιτάφ ιός σου». Στό Pippa Passes, ό Robert Browning σημειώνει τή διαδεδομένη πρακτική νά συμπιέζον ται μέχρι θανάτου ζωντανά λουλούδια άνάμεσα στίς σελίδες τών βιβλίων, «μαραμένοι κίτρινοι άνθοί/στίς σελίδες άνάμε σα». Τό νεκρό λουλούδι, πού ήταν κάποτε ζωντανό, είναι τό ψυχικό ισοδύναμο τής ομιλίας πού έγινε κείμενο. Τό π α ρ ά
114
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
δοξο βρίσκεται στό γεγονός ότι ή νεκρότητα του κειμένου, ή απομάκρυνσή του ά πό τόν ζωντανό άνθρώ πινο κόσμο, ή άκαμπτη οπτική του πα γιότη τα , έγγυά τα ι τή διάρκειά του καί τή δυνατότητά του νά άναστηθεΐ σέ άπεριόριστα ζωντανά πλαίσια συμφραζομένων άπό έναν έν δυνάμει άπειρο άριθμό ζωντανών άναγνωστών (Ong 1977, σελ. 230-71).
Ή γραφή είναι μιά τεχνολογία Ό Πλάτων θεωρούσε πώ ς ή γραφή είναι μιά έξωτερική, ξένη τεχνο λο γία , όπω ς πολλοί άνθρω ποι θεωρούν σήμερα τόν ύπολογιστή. Ε πειδή σήμερα έχουμε τόσο βαθιά έσωτερικεύσει τή γραφή, τήν καταστήσαμε μέρος τού εαυτού μας, ένώ ή έποχή τού Πλάτωνα δέν τήν είχε άκόμη πλήρως άφομοιώσει (Havelock 1963)· γ ι’ αύτό μάς φαίνεται δύσκολο νά δούμε τή γραφή ώς τεχνολογία, όπω ς συνήθως βλέπουμε τήν τυ π ο γρ α φία καί τόν ύπολογιστή. Κι όμως, ή γραφή (καί μάλιστα ή άλφαβητική) είναι τεχνολογία πού άπαιτεϊ έργαλεΐα καί άλλο έξοπλισμό: γραφ ίδες, πινέλα ή μολύβια, προσεκτικά π ρ ο ε τοιμασμένες έπιφάνειες όπω ς χαρτί, περγαμηνές, κομμάτια ξύλου, όπω ς έπίσης μελάνι ή χρώματα καί πολλά άλλα. Ό Clancy (1979, σελ. 88-105) μελετά έμπεριστατωμένα τό θέμα στό μεσαιωνικό του πλαίσιο, στό κεφάλαιο μέ τόν τίτλο «Ή τεχνολογία τής γραφής». Ή γραφή είναι κατά κάποιον τρόπο ή πιό δραστική άπό τίς τρεις τεχνολογίες. Εγκαινίασε ό,τι ή τυπογραφ ία καί ό ύπολογιστής άπλώς συνεχίζουν, τήν άναγωγή δηλαδή τού δυναμικού ήχου σέ σιωπηλό χώρο, τόν χω ρισμό τού λόγου άπό τό ζωντανό παρόν, όπου μόνο έκφωνημένες λέξεις μπορούν νά ύπάρχουν. Σέ άντίθεση μέ τή φυσική, τήν προφορική ομιλία, ή γραφή είναι τελείως τεχνητή. Δέν ύπάρχει τρόπος νά γράψει κανείς «φυσικά». Ή ομιλία είναι τελείως φυσική στούς άνθρώπους, άφού κάθε άνθρωπος, σέ κάθε πολιτισμό, πού δέν έμποδίζε-
Η ΓΡΑΦΗ Α ΝΑΔίΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
115
τα ι ά πό τή φυσιολογία ή τήν ψυχολογία του, μαθαίνει νά μιλά. Ή ομιλία πραγματώνει τή συνειδητή ζωή, άλλά πηγάζει άπό τά βάθη τοΰ άσυνειδήτου, άν καί βέβαια μέ τή συνειδητή καί άσυνείδητη συνεργασία τής κοινωνίας. Οί γραμματικοί κανόνες ζούν στό άσυνείδητο, άφοϋ μπορεΐ κανείς νά γνωρί ζει πώς νά τους χρησιμοποιεί κι άκόμη πώς νά φτιάχνει και νούργιους, χωρίς νά μπορεΐ νά τούς διατυπώσει. Ή γραφή ή τό γραπτό κείμενο διαφέρει άπό τήν ομιλία ώς πρός τό ότι δέν πηγάζει άναπόφευκτα άπό τό άσυνείδητο. Ή διαδικασ ία μέ τήν όποια ή όμιλούμενη γλώσσα γίνεται γρ α πτή άκολουθεΐ συνειδητά κατασκευασμένους κανόνες πού μπορούν νά διατυπωθούν: γιά παράδειγμα, ένα ορισμέ νο είκονόγραμμα συμβολίζει μιά ορισμένη λέξη, ή τό α π α ρ ι στάνει κάποιο φώνημα, τό β κάποιο άλλο κ.ο.κ. (Λέγοντας αύτό δέν άρνούμαστε ότι τό δίπολο συγγραφέας - άναγνώ στης πού δημιουργεί ή γραφή έπηρεάζει βαθιά τίς άσυνείδητες διεργασίες πού έμπλέκονται στόν τρόπο μέ τόν όποιο κ ά ποιος πού έχει μάθει τούς συνειδητούς, σαφείς κανόνες, συν θέτει γραπτώ ς. Περισσότερα γ ι’ αύτά άργότερα.) "Οταν λέμε ότι ή γραφή είναι τεχνητή, δέν τήν κατηγο ρούμε άλλά τήν έπαινούμε. "Οπως καί άλλα τεχνητά δημι ο υ ρ γή μ α τα , καί μά λισ τα περισ σ ότερο ά πό ό π ο ια δ ή π ο τε άλλα, είναι κι αύτή άνεκτίμητη, καί μάλιστα άναγκαία στήν πραγμάτω ση τών πληρέστερω ν, έσωτερικώ ν, δυνατοτήτω ν τού α νθρ ώ που. Οί τεχνολογίες δέν είναι άπλώ ς έξωτερικά βοηθήματα, άλλά καί έσωτερικοί μετασχηματισμοί τής συνεί δησης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έπηρεάζουν τόν λόγο. Τέτοιοι μετασχηματισμοί μπορεΐ νά είναι θετικοί. Ή γραφή έξυψώνει τή συνείδηση. Ή αποξένωση άπό κάποιο φυσικό περιβάλλον μπορεΐ νά είναι εύεργετική, καί πράγματι είναι μέ πολλούς τρόπους άπαραίτητη γιά μιά πλήρη άνθρώπινη ζωή. Γιά νά ζούμε καί νά άντιλαμβανόμαστε μέ πληρότητα, δέν χρειαζό μαστε μόνο τήν εγγύτητα άλλά καί τήν άπόσταση. Ή γραφή τό προσφέρει αύτό στή συνείδηση όσο τίποτε άλλο.
116
Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Οί τεχνολογίες είναι τεχνητές, άλλά — άκόμη ένα π α ρ ά δοξο— τό τεχνητό είναι φυσικό στούς άνθρώπους. Ή τεχνο λογία, όταν έσωτερικεύεται κατάλληλα, δέν ύποβαθμίζει τήν άνθρώπινη ζωή, άλλά τήν έμπλουτίζει. Γιά π α ρ ά δ ειγμ α , ή συμφωνική ορχήστρα είναι άποτέλεσμα ύψηλής τεχνολογίας. Τό βιολί είναι ένα όργανο, δηλαδή ένα έργα λείο. Τό έκκλησιαστικό όργανο είναι μιά τεράστια μηχανή, μέ πηγές ενέρ γειας — σωλήνες, φυσητήρες, ήλεκτρικές γεννήτριες — πού βρίσκονται τελείως έξω άπό τόν όργανιστή. Ή παρτιτούρα τής Πέμπτης Συμφωνίας τού Μπετόβεν άποτελεΐται άπό π ο λύ λεπτομερείς οδηγίες πρός τεχνικούς μέ ύψηλή έκπαίδευση, οί όποιες τούς ορίζουν πώ ς άκριβώς νά χρησιμοποιήσουν τά όργανά τους. Legato: Μή σηκώσεις τό δάχτυλό σου άπό τό πλήκτρο προτού χτυπήσεις τό επόμενο. Staccato: Χ τύπα τό πλήκτρο καί σήκωσε τό δάχτυλό σου αμέσως. Καί τά λοιπά. "Οπως γνωρίζουν καλά οί μουσικολόγοι, είναι άσκοπο νά έχεις άντιρρήσεις γιά μιά ήλεκτρονική σύνθεση σάν τό The Wild Bull τού Morton Subotnik μέ τό επιχείρημα ότι οι ήχοι της προέρχονται άπό ένα μηχανικό κατασκεύασμα. Ά π ό τί νομί ζεις πώ ς πα ράγονται οί ήχοι τού οργάνου; ’Ή οί ήχοι τού βιολιού ή άκόμη καί μιας σφυρίχτρας; Είναι γεγονός ότι χρη σιμοποιώντας ένα μηχανικό κατασκεύασμα, ό βιολιστής ή ό όργανιστής μπορεΐ νά έκφράσει κάτι βαθιά άνθρώπινο πού δέν μπορεΐ νά έκφρασθεΐ χωρίς αύτό. Γιά νά κατορθώσει βέ βαια νά τό έκφράσει, ό βιολιστής ή ό όργανιστής πρέπει νά έχει έσωτερικεύσει τήν τεχνολογία, νά έχει κάνει τό έργαλεΐο ή τή μηχανή δεύτερη φύση του, τμήμα τής ψυχολογίας του. Ά πα ιτούντα ι χρόνια «έξάσκησης» ώσπου νά μάθει πώ ς νά κάνει τό όργανο νά άποδώσει αύτό πού μπορεΐ. Μιά τέτοια ταύτιση μέ τό όργανο καί έκμάθηση μιας τεχνικής έπιδεξιότητας δέν είναι διόλου άπάνθρωπη. Ή χρήση μιας τεχνολο γίας μπορεΐ νά έμπλουτίσει τήν άνθρώπινη ψυχή, νά διευρύ νει τό άνθρώπινο πνεύμα, νά έντείνει τήν έσωτερική ζωή. Ή γραφή είναι μιά τεχνολογία άκόμη πιό έσωτερικευμένη άπό
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
117
τήν οργανική μουσική έκτέλεση. Ά λλά γιά νά κατανοήσουμε τί είναι γραφή, που σημαίνει νά τήν κατανοήσουμε σέ σχέση μέ τό παρελθόν της, τήν προφορικότητα, πρέπει νά άντιμετωπίσουμε μέ κάθε ειλικρίνεια τό γεγονός ότι άποτελεΐ τ ε χνολογία .
Τί είναι ή «γραφή»; Ή γραφή, μέ τήν αύστηρή σημασία τοϋ όρου, ή τεχνολογία πού έδωσε μορφή καί δύναμη στή νοητική δραστηριότητα τού σύγχρονου άνθρώπου, είναι μιά πολύ πρόσφατη έξέλιξη στήν άνθρώπινη ιστορία. Ό Homo sapiens [sapiens] βρίσκεται στή γή έδώ καί 50.000 ϊσως χρόνια (Leaky καί Lewin 1979, σελ. 141 καί 168). Τό πρώτο πραγματικό σύστημα γραφής πού γνωρίζουμε άναπτύχθηκε άπό τούς Σουμέριους στή Μ εσοπο ταμία μόλις γύρω στό 3.500 π.Χ . (Diringer 1953* Gelb 1963). Οί άνθρωποι ζωγράφιζαν εικόνες άναρίθμητες χιλιετίες πρίν άπό αύτή τήν έποχή. Καί διάφορες τεχνικές καταγραφής ή μνημοτεχνικά βοηθήματα χρησιμοποιήθηκαν άπό διάφορες κοινωνίες: ένα χαρακω μένο ραβδί, στήλες μέ χαλίκια, καί άλλες λογιστικές έπινοήσεις όπω ς τό quipu τών ’Ίνκα (ένα ραβδί όπου κρέμονταν ταινίες άπό τίς όποιες δένονταν άλλες ταινίες), τά ήμερολόγια πού μετρούσαν τούς χειμώνες τών Ινδιά νω ν στίς π εδ ιά δ ες τής Β όρειας Α μ ερικής καί άλλα. Ά λλά ένα σύστημα γραφής είναι κάτι παραπάνω άπό ένα βοήθημα τής μνήμης. Άκόμη κι ένα είκονογραμμικό σύστημα γραφής είναι κάτι παραπάνω άπό εικόνες. ΤΙ εικόνα ενός άνθρώπου, ενός σπιτιού κι ενός δέντρου δέν Aeei τίποτα άπό μόνη της. (Έ άν συνοδεύεται άπό κάποιον κατάλληλο κώδικα ή σύνολο συμβάσεων μπορεΐ νά λέει: άλλά ένας κώδικας δέν είναι άπεικονίσιμος παρά μόνο μέ τή βοήθεια ενός άλλου μή άπεικονίσιμου κώδικα. Οί κώδικες τελικά πρέπει νά έξηγηθούν μέ κάτι παραπάνω άπό εικόνες· δηλαδή μέ λέξεις ή μέ
118
ΠΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ένα ολικό άνθρώπινο πλαίσιο συμφραζομένων, κατανοητό άπό άνθρώπους.) Ή πραγματική γραφή, όπως τήν έννοούμε έδώ, δέν άποτελεΐται άπλώς άπό εικόνες, άπό άναπαραστάσεις πραγμάτω ν, άλλά είναι ή άναπαράστση μιας εκφώνησης. τών λόγων πού κάποιος λέει ή φανταζόμαστε πώς λέει. Μπορούμε βέβαια νά θεωρήσουμε ώς «γραφή» κάθε ση μειωτικό άποτύπω μα, κάθε δηλαδή ορατό ή άντιληπτό σημά δι πού κάνει ένα άτομο άποδίδοντάς του κάποια σημασία. Έ τ σ ι, μιά άπλή χαραγματιά σ’ έναν βράχο ή σέ ένα ραβδί πού μπορεΐ νά έρμηνευθεΐ μόνο άπό αύτόν πού τή χαράζει, θά ήταν γραφή. Έ άν αύτό έννοούμε ώς γραφή, τότε ή άρχαι ότητα τής γραφής συγκρίνεται ϊσω ς μέ έκείνη τής ομιλίας. 'Ω στόσο, οί έρευνες πού θεωρούν «γρ α φ ή » κάθε ορατό ή άντιληπτό σημάδι στό όποιο ά π ο δίδετα ι κά ποια σημασία, συμψηφίζουν τή γραφή μέ τήν καθαρά βιολογική συμπεριφο ρά. Πότε μιά πατημασιά ή μιά έναπόθεση κοπράνων ή ούρων (πού χρησιμοποιούνται άπό πολλά εϊδη ζώων γιά νά έπικοινωνούν — Wilson 1975, σελ. 228-9) γίνεται γ ρ α φ ή ; Χρησιμο ποιώντας τόν όρο «γραφή» μέ τόση εύρύτητα ώστε νά συμπεριλάβουμε κάθε σημειωτικό άποτύπω μα έξουδετερώνουμε τή σημασία της. Τό κρίσιμο καί μοναδικό πέρασμα σέ νέους κόσμους γνώσης δέν έπιτεύχθηκε άπό τήν άνθρώπινη συνεί δηση όταν έπινοήθηκε τό άπλό σημειωτικό ϊχνος, άλλά όταν έφευρέθηκε ένα κωδικοποιημένο σύστημα άπό ορατά σημεία μέ τό όποιο ένας συγγραφέας μπορούσε νά καθορίσει έ π α κριβώς τίς λέξεις πού ό άναγνώστης θά παρήγε άπό τό κείμε νο. Αύτό συνήθως έννοούμε σήμερα μέ τόν όρο γραφή στή στενή του έννοια. Μέ τήν πλήρη αύτή έννοια τής γραφής, τά κωδικοποιημένα ορατά σημεία της δεσμεύουν τίς λέξεις τόσο πλήρως, ώστε οί έξαιρετικά περίπλοκες δομές καί άναφορές πού σχετίζον ται μέ τόν ήχο νά μπορούν νά καταγραφούν έπακριβώ ς σέ όλη τους τήν ιδιαίτερη περιπλοκότητα. ’Ό ντας μάλιστα ο π τι κά καταγραμμένες, μπορούν νά έπιτρέψουν τήν παραγω γή
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
119
άκόμη πιό περίπλοκων δομών καί άναφορών πού ξεπερνούν κατά πολύ τίς δυνατότητες τής προφορικής έκφρασης. Μέ αύτή τήν έννοια, ή γραφή ήταν καί είναι ή πιό μεγαλειώδης τεχνολογική έφεύρεση τού άνθρώπου. Δέν είναι άπλώς ένα προσάρτημα τής ομιλίας. Έ πειδή μεταφέρει τήν ομιλία άπό τόν προφορικό-άκουστικό κόσμο σ’ έναν νέο κόσμο, τόν κό σμο τής όρασης, μετασχηματίζει όχι μόνο τήν ομιλία άλλά καί τή σκέψη. Οί χα ρα γμ α τιές στά ραβδιά καί άλλα aides-memoires οδηγούν στή γραφή, άλλά δέν άναδομούν τόν κόσμο τού άνθρώπου όπως κάνει ή πραγματική γραφή. Τά πραγματικά συστήματα γραφής μπορούν καί συνήθως ά να πτύσ σ οντα ι β α θμ ια ία μέσα ά πό τή χονδροειδή χρήση άπλών μνημοτεχνικών βοηθημάτων. Υ πά ρχουν ένδιάμεσα στάδια. Σέ ορισμένα κωδικοποιημένα συστήματα ό συγγρα φέας μπορεΐ μόνο κατά προσέγγιση νά προβλέψει τί θά δ ια βάσει ό άναγνώστης, όπω ς στό σύστημα πού άναπτύχθηκε άπό τούς Vai στή Λιβερία (Scribner καί Cole 1978), ή άκόμη καί στά άρχαΐα αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Ό πιό στενός έλεγ χος έπιτυγχάνεται μέ τό άλφάβητο, άν καί αύτός δέν είναι τέλειος γιά όλες τίς περιστάσεις. ’Ά ν σημειώσου πάνω σ’ ένα έγγραφο τή λέξη «read», μπορεΐ νά είναι μετοχή άορίστου καί νά σημαίνει πώς τό διάβασα, ή μπορεΐ νά είναι προστα κτική πού μού ύπενθυμίζει ότι πρέπει νά τό διαβάσω. Άκόμη καί τό άλφάβητο άπαιτεΐ κάποιο έξωκειμενικό πλαίσιο συμφραζομένων, άλλά μόνο σέ έξαιρετικές περιπτώσεις — πόσο έξαιρετικές έξα ρτά τα ι άπό τό πόσο καλά σχεδιάστηκε τό άλφάβητο γιά μιά δεδομένη γλώσσα.
Πολλές γραφές άλλά ένα μόνο άλφάβητο Πολλές γραφές άναπτύχθηκαν στόν κόσμο άνεξάρτητες ή μία άπό τήν άλλη (Diringer 1953· Diringer I960* Gelb 1963): ή σφηνοειδής γραφή στή Μ εσοποταμία στά 3500 π.Χ . (οί κατά
120
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
προσέγγιση χρονολογίες είναι άπό τό Diringer 1962), τά α ιγυ π τια κ ά ιερογλυφικά στά 3000 π .Χ . (μέ κ ά π ο ια έπίδραση ϊσως άπό τή σφηνοειδή),ή μινωική ή ή μυκηναϊκή Γραμμική Β στά 1200 π .Χ .,ή ινδική γραφή στά 3000-2400 π .Χ .,ή κινεζική γραφή στά 1500 π .Χ ., ή γραφή τών Μ άγια στά 50 μ.Χ ., ή γραφή τών ’Αζτέκων στά 1400 μ.Χ. Τά γρα φ ικά συστήματα έχουν σύνθετες προγενέστερες μορφές. Τά περισσ ότερα , άν όχι όλα, ά νά γοντα ι άμεσα ή έμμεσα σέ κάποιο είδος είκονογραφικού συστήματος, ή, με ρικές φορές ϊσω ς, σ’ ένα πιό στοιχειώδες έπίπεδο, στή χρήση ύποδειγμάτω ν. Έ χει ύποστηριχθεϊ ότι ή σφηνοειδής γραφή τών Σουμερίων, τό άρχαιότερο ά π ’ όλα τά γνωστά συστήμα τα γραφής (3500 π .Χ .), προήλθε τουλάχιστον εν μέρει άπό ένα σύστημα κ α τα γρ α φ ή ς οικονομικώ ν σ υναλλαγώ ν στό όποιο χρησιμοποιούνταν πήλινα ύποδείγματα πού τά ένθήκευαν μέσα σέ μικρά κούφια άλλά τελείως κλειστά δοχεία σάν κουκούλια, μέ χα ρα γές στό έξω τερικό πού ά να π α ρ ιστούσαν τά άντικείμενα πού περιέκλειαν (Schmandt-Besserat 1978). Έ τ σ ι τά σύμβολα στό έξωτερικό τής θήκης τού κου κουλιού — έπτά χαραγές, άς πούμε— συνοδεύονταν στό έ σωτερικό τής θήκης άπό μιά ένδειξη αυτού πού ά να πα ρ ιστούσαν — άς πούμε, έπτά μικρά πήλινα άντικείμενα μέ χ α ρακτηριστικό σχήμα ώστε νά άναπαριστούν άγελάδες, π ρ ο βατίνες ή άλλα πράγματα πού άκόμη δέν έχουν άποκωδικοποιηθεΐ— , σάν νά προφέρονταν οί λέξεις έχοντας τή συγκε κριμένη σημασία τους προοδεμένη πάνω τους. Τό οικονομικό πλαίσιο αύτής τής προ-χειρογραφικής χρήσης τών ύποδειγμάτων βοηθάει στόν συσχετισμό τους μέ τή γραφή, γιατί ή πρώτη σφηνοειδής γραφή, άπό τήν ϊδια περιοχή μέ τίς βού λες, άνεξάρτητα άπό τό ποιές ήταν οί προγενέστερες μορφές της, χρησίμευε κυρίως στούς καθημερινούς οικονομικούς καί διαχειριστικούς σκοπούς τής άστικής κοινωνίας. Ό έξαστισμός παρείχε τό κίνητρο γιά τήν άνάπτυξη τών άρχείων. Ή χρήση τής γραφής γιά τή δημιουργία φανταστικών συνθέσε
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
121
ων, μέ τόν τρόπο πού οί λέξεις χρησιμοποιούνταν στούς μύ θους ή τήν ποίηση, δηλαδή ή χρήση τής γραφής στή δημιουρ γία λογοτεχνικής γραμματείας μέ τή στενή έννοια τού όρου έμφανίζεται πολύ αργά στήν ιστορία τής γραφής. Οί εικόνες μπορούν νά χρησιμεύσουν απλώς ώς μνημοτεχνικά βοηθήματα ή μπορούν νά άποκτήσουν έναν κώδικα πού νά τούς έπιτρέπει νά άναπαραστήσουν λίγο ή πολύ μέ ακρί βεια ορισμένες λέξεις σέ διάφορες γραμματικές σχέσεις με ταξύ τους. Τό κινέζικο σύστημα γραφής συνίσταται βασικά άκόμη καί σήμερα σέ εικόνες, άλλά εικόνες στυλιζαρισμένες καί κω δικοποιημένες μέ σύνθετους τρόπους πού τό κ α θι στούν σίγουρα τό πιό περίπλοκο σύστημα γραφής πού γνώ ρισε ποτέ ό κόσμος. Ή είκονογραφική έπικοινωνία σάν κι αύτήν πού άπαντάται στούς Ινδιάνους τής ’Αμερικής καί σέ άλλους λαούς (Mackay 1978, σελ. 32) δέν έξελίχθηκε σέ π ρ α γ ματικό σύστημα γραφ ής, έπειδή ό κώδικάς της παρέμεινε πολύ άσταθής. Οί είκονογραφικές άναπαραστάσεις δια φ ό ρων αντικειμένων χρησίμευαν ώς ένα είδος άλληγορικού υπο μνήματος γιά τούς συμβαλλόμενους οί όποιοι άσχολούνταν μέ ορισμένα περιορισμένα θέματα πού τούς βοηθούσαν νά καθορίσουν έκ τών προτέρων πώ ς οί συγκεκριμένες αύτές άπεικονίσεις σχετίζονταν μεταξύ τους. ’Αλλά καί τότε άκόμα, ή έπιδιωκόμενη σημασία δέν γινόταν άπολύτως σαφής. ’Από τά είκονογράμματα (στά όποια ή εικόνα ένός δέν τρου ά να π α ρ ισ τά τή λέξη γ ιά τό δέντρ ο), τά συστήματα γραφής ανέπτυξαν άλλου είδους σύμβολα. Έ ν α είδος είναι τό ιδεόγραμμα, όπου τό νόημα είναι μιά έννοια πού δέν άναπαρίσταται άμεσα άπό τήν εικόνα, άλλά προκύπτει άπό έναν κώδικα. Γιά παράδειγμα, στό κινέζικο είκονόγραμμα, ή στυλιζαρισμένη εικόνα δύο δέντρων δέν άναπαριστά τίς λέξεις «δύο δέντρα» άλλά τή λέξη «δάσος»* οί στυλιζαρισμένες εικόνες μιας γυναίκας κι ένός πα ιδιού,ή μιά δίπλα στήν άλλη, άναπαριστούν τή λέξη «καλό» κ.ο.κ. Ή λέξη γιά τή γυναίκα προφέρεται [ny] , γιά τό παιδί [dze\ καί γιά τό καλό [hau]: ή
122
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
είκονογραμμική έτυμολογία δέν χρειάζεται νά έχει καμία σχέ ση μέ τή φωνητική. Αύτοί πού γράφουν κινέζικα έχουν τελεί ως διαφορετική σχέση μέ τή γλώσσα τους άπό αυτούς πού τή μιλούν άλλά δέν γνωρίζουν νά τή γράφουν. Μέ κάποια έννοια, τά άριθμητικά ψηφία L 2, 3 είναι διαγλωσσικά ιδεογράμματα (άλλά όχι είκ ο νο γρ ά μ μ α τα ): παριστάνουν τήν ϊδ ια έννοια άλλά όχι τόν ϊδιο ήχο σέ γλώσσες πού έχουν τελείως διαφορε τικές λέξεις γ ι’ αύτά. Κι άκόμη, στό λεξιλόγιο μιάς δεδομένης γλώσσας, τά σημεία ί, 2, J καί λοιπά είναι κατά κάποιον τρό πο συνδεδεμένα άμεσα μέ τήν έννοια μάλλον παρά μέ τή λέ ξη: οί λέξεις γιά τό 1 («ένα») καί τό 2 («δύο») σχετίζονται μέ τίς έννοιες « Ιο » καί «2ο», άλλά όχι μέ τίς λέξεις «πρώ το» καί «δεύτερο». 'Έ να άλλο είδος είκ ονογρ α φ ικ ού συσ τήματος είνα ι ή είκονοφωνική (rebus) γραφή (στά ά γγλικά ,ή εικόνα ενός π έλ ματος (sole) μπορεΐ νά άναπαριστά τό ψάρι «γλώσσα» (sole), τή λέξη «μοναδικός -ή -ό» (sole) ή τήν άνθρώπινη ψυχή (soul) — όλες αύτές οί λέξεις προφέρονται τό ϊδιο. Στά ελληνικά οί εικόνες ενός μύλου κι ενός ποταμού, μέ αύτή τή σειρά, μ π ο ρούν νά άναπαριστούν τή λέξη «μυλοπόταμος»). ’Αφού έδώ τό σύμβολο παριστάνει κυρίως έναν ήχο, ή γραφή αύτή είναι ένα είδ ο ς φ ω ν ο γρ ά μ μ α το ς (ή χ ο ς-σ ύ μ β ο λ ο ), άλλά μόνον έμμεσα: ό ήχος δηλώνεται όχι άπό ένα άφηρημένο κωδικοποιημένο σύμβολο, όπω ς ένα γράμμα τοϋ άλφαβήτου, άλλά άπό τήν εικόνα ενός άπό τά πολλά πράγματα πού ό ήχος ση μαίνει. "Ολα τά είκονογραφικά συστήματα, άκόμη καί όταν δ ια θέτουν ιδεογράμματα καί είκονοφωνήματα, άπαιτούν έναν άπελπιστικά μεγάλο άριθμό συμβόλων. Τό κινέζικο είναι τό πιό μεγάλο, τό πιό πλούσιο καί τό πιό σύνθετο: τό κινέζικο λεξικό τού K’anghsi, στά 1716 μ.Χ ., καταγράφει 40.545 χα ρα κτήρες. Κανένας σινολόγος ή Κινέζος δέν τούς γνωρίζει, ή τούς γνώριζε ποτέ, όλους. Λίγοι είναι οί Κινέζοι πού γ ρ ά φουν καί μπορούν νά γράψουν όλες τίς λέξεις πού μπορούν
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
123
νά κατανοήσουν. Χρειάζεται συνήθως περίπου είκοσι χρόνια γιά νά μάθει κανείς έπαρκώς τήν κινέζικη γραφή. Έ ν α τέτοιο σύστημα είναι ούσ ιασ τικά έλιτίστικο καί χρονοβόρο. Δέν ύπάρχει αμφιβολία ότι οί χαρακτήρες θά άντικατασταθούν άπό τούς λατινικούς μόλις όλοι οί κάτοικοι τής Λαϊκής Δημο κρατίας τής Κίνας μάθουν τήν ϊδια κινεζική διάλεκτο, τή δ ιά λεκτο τών Μ ανδαρίνων, πού τώ ρα διδάσ κεται παντού. Ή άπώλεια γιά τή λογοτεχνία θά είναι τεράστια, άλλά όχι τόσο τεράστια όση είναι μιά κινέζικη γραφομηχανή πού διαθέτει 40.000 χαρακτήρες. Έ ν α πλεονέκτημα τού είκονογραφικού βασικά συστήμα τος είναι ότι άτομα πού μιλούν διαφορετικές κινέζικες « δ ια λ έκ το υ ς» (στήν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα δ ια φ ο ρ ετικ ές κινέζικες γλώσσες πού, άν καί έχουν τήν ϊδια δομή, είναι μεταξύ τους άκατανόητες) καί δέν μπορούν νά κατανοήσουν τό ένα τήν ομιλία τού άλλου, μπορούν νά κατανοήσουν τή γραφή του. Διαβάζουν δια φ ορ ετικ ούς ήχους ά πό τόν ϊδιο χαρακτήρα (εικόνα), περίπου όπως ένας "Αγγλος, ένας Βιετναμέζος, έ νας Λούμπα κι ένας Γάλλος θά καταλάβουν τί εννοεί ό άλλος μέ τά άραβικά ψηφία 1 , 2 , 3 κ.ο.κ., άλλά δέν θά άναγνωρίσουν τόν άριθμό πού προφ έρει ό άλλος στή γλώσσα του. (Παρ’ όλα αύτά, οί κινέζικοι χαρακτήρες είναι βασικά εικό νες, άν καί έξαιρετικά στυλιζαρισμένες, ένώ τά ψηφία 1 , 2 , 3 δέν είναι.) Μερικές γλώσσες γράφονται σέ συλλαβογραφικό σύστη μα , στό όποιο κάθε σύμβολο άναπαριστά ένα σύμφωνο καί τόν ήχο τού έπόμενου φωνήεντος. Έ τσ ι ή ιαπωνική συλλαβο γραφ ία Katakana έχει πέντε ξεχωριστά σύμβολα άντίστοιχα γιά τούς ήχους ka, ke, ki, ko, ku , πέντε άλλα γιά τούς ήχους m/z, raz, mo, m u , καί τά λοιπά. Ή ιαπωνική γλώσσα συμβαίνει νά είναι έτσι συγκροτημένη ώστε νά μπορεΐ νά χρησιμοποιή σει μιά συλλαβογραφική γραφή: οί λέξεις της άπαρτίζονται πάντα άπό έναν συμφωνικό φθόγγο πού άκολουθεΐται άπό έναν φωνηεντικό (τό η λειτουργεί ώς οίονεί συλλαβή), χωρίς
124
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
συμπλέγματα συμφώνων (δπω ς στά «τσ α μπί», «στρώ μα»). Τά άγγλικά, μέ τά διαφορετικά ε’ίδη συλλαβών τους καί τά συχνά συμφωνικά συμπλέγματα, δέν θά μπορούσαν νά καταγραφούν συλλαβογραφικά μέ τρόπο αποτελεσματικό. Κάποιες συλλαβογραφίες είναι λιγότερο άναπτυγμένες άπό τήν ιαπωνική. Γιά παράδειγμα, σέ αύτή τών Vai τής Λιβερίας δέν ύπάρχει μιά πλήρης άμφιμονοσήμαντη άντιστοιχία άνάμεσα στά οπτικά σύμβολα καί τίς ήχητικές μονάδες. Ή γραφή π α ρέχει μόνο ένα είδος χάρτη στήν έκφώνηση πού καταγράφει, καί ή άνάγνωση δυσκολεύει άκόμη καί τούς καλύτερους γ ρ α φείς (Scribner καί Cole 1978, σελ. 456). Πολλά συστήματα γραφ ής είναι στήν π ρ α γμ α τικ ότη τα ύβρίδια πού συνδυάζουν δύο ή περισσότερες άρχές. Τό ια πωνικό σύστημα είναι ύβρίδιο (πέρα άπό τή συλλαβογραφία, χρησιμοποιεί καί κινέζικους χαρακτήρες, πού προφέρονται μέ τρόπο διαφορετικό άπό τόν κινέζικο)· τό κορεάτικο είναι ύβρίδιο (πέρα άπό τό hamguh ένα πραγματικό άλφάβητο, καί ϊσως τό πιό άποτελεσματικό ά π ’ όλα τά άλφάβητα, διαθέτει καί κινέζικους χαρακτήρες πού προφέρονται μέ τρόπο δ ια φορετικό άπό τόν κινέζικο)* τό άρχαϊο αιγυπτιακό ιερογλυ φικό σύστημα ήταν ύβρίδιο (μερικά σύμβολα ήταν είκονογρ ά μ μ α τα , μερικά ιδεο γρ ά μ μ α τα , άλλα είκονοφω νογράμματα)· τό ϊδιο τό κινέζικο σύστημα είναι ύβρίδιο (διαθέτει είκονογράμματα, ιδεογράμματα, είκονοφωνήματα καί δ ιά φορους συνδυασμούς έξαιρετικής περιπλοκότητας, πολιτιστι κού πλούτου καί ποιητικής ομορφιάς). Π ράγματι, έξαιτίας τής τάσης τών συστημάτων γραφής νά ξεκινούν μέ είκονο γρ ά μ μ α τα καί νά αποκτούν αργό τερα ιδεο γρ ά μ μ α τα καί είκονοφωνήματα, τά περισσότερα ϊσως συστήματα έκτος άπό τό άλφάβητο σέ κάποιο βαθμό είναι ύβρίδια. Άκόμη καί ή άλφαβητική γραφή γίνεται ύβρίδιο όταν γρά φ ει 1 αντί γιά ένα . Δέν ύπάρχει άμφιβολία ότι τό πιό άξιοσημείωτο γεγονός αναφορικά μέ τό άλφάβητο είναι ότι έφευρέθηκε μόνο μία
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
125
φορά. Δημιουργήθηκε άπό τούς σημιτικούς λαούς γύρω στά 1500 π.Χ ., στήν ϊδια γενικά γεωγραφική περιοχή όπου έμφανίστηκε καί τό πρώτο σύστημα γραφής, ή σφηνοειδής γραφή, 2.000 όμως χρόνια άργότερα. (Ό Diringer 1962, σελ. 121-2, συζητά τίς δύο παραλλαγές τού άρχικού άλφαβήτου, τό «βό ρειο σημιτικό» καί τό «νότιο σημιτικό».) Κάθε άλφάβητο στόν κόσμο —τό έβραϊκό,τό ούγαριτικό, τό έλληνικό,τό λα τινικό, τό κυριλλικό, τό άραβικό, τό ταμιλικό, τό μαλαισιανό, τό κορεάτικο— προέρχεται μέ τόν έναν ή τόν άλλο τρόπο άπό τήν άρχική σημιτική έξέλιξη, άν καί τό σχήμα τών γρ α μ μάτων μπορεΐ νά μή συνδέεται μέ τό σημιτικό, όπως συμβαί νει μέ τό ούγαριτικό καί τό κορεάτικο άλφάβητο. Τά εβραϊκά καί οί άλλες σημιτικές γλώ σσες, όπω ς τά άραβικά, δέν διαθέτουν, μέχρι σήμερα, γράμματα γιά τά φω νήεντα. Οί έβραϊκές έφημερίδες καί τά έβραϊκά βιβλία άκόμη καί σήμερα τυπώνουν μόνο τά σύμφωνα (καί τά άποκαλούμενα ήμίφωνα [j] καί [w], πού είναι κατ’ ούσίαν οί συμφωνι κές μορφές τών [i] καί [u]). Έ άν έπρεπε νά τηρήσουμε τόν έβραϊκό τρόπο γραφής στά έλληνικά θά γρά φ α με «σμφν» άντί γιά «σύμφωνα». Τό γράμμα αλεφ, πού προσάρμοσαν οί 'Έλληνες γιά νά δηλώσουν τό φωνήεν άλφα, άπό τό όποιο προέρχεται καί τό λατινικό «a», δέν είναι φωνήεν άλλά σύμ φωνο τού έβραϊκού καί άλλων σημιτικών άλφαβήτων, πού π α ρ ισ τά ν ει μιά γλω σσική παύση (ό π ω ς ό ήχος άνάμεσα στούς δύο φωνηεντικούς φθόγγους τού άγγλικού «huh-uh», πού σημαίνει «όχι»). ’Αργότερα στήν ιστορία τού έβραϊκού άλφαβήτου, προστέθηκαν σέ πολλά κείμενα φωνηεντικά ση μεία, μικρές τελείες καί παύλες πού τοποθετούνται πάνω ή κάτω ά πό τά γ ρ ά μ μ α τα , γ ιά νά δηλώσουν τό κατάλληλο φωνήεν, συνήθως πρός χάριν αύτώ ν πού δέν γνώ ριζαν τή γλώ σσα πολύ καλά. Σήμερα στό ’Ισραήλ α ύτά τά σημεία προστίθενται στίς λέξεις μέ τίς όποιες τά παιδιά μαθαίνουν νά διαβάζουν — μέχρι τήν τρίτη τάξη τού δημοτικού περί που. Οί γλώσσες οργανώνονται μέ πολλούς διαφορετικούς
126
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τρόπους , καί οι σημιτικές γλώσσες είναι έτσι συγκροτημένες ώστε νά διαβάζονται ευκολότερα όταν γράφονται μόνο τά σύμφωνα. Αυτός ό τρόπος γραφής πού χρησιμοποιεί μόνο σύμφωνα καί ήμίφωνα (jy, όπως στό you, w) οδήγησε μερικούς γλωσσο λόγους (Gelb 1963* Havelock 1963, σελ. 129) νά τόν άποκαλέσουν έτσι όπω ς άλλοι γλωσσολόγοι άποκαλούν τό εβραϊκό άλφάβητο, δηλαδή συλλαβογραφικό, ή ϊσως μή φωνηεντικό ή «περιορισ μένο» συλλαβογραφικό. "Όμως, φαίνεται κάπω ς παράξενο νά θεωρούμε τό έβραϊκό γράμμα μπέϋ (b) συλλαβή, όταν στήν πραγματικότητα άναπαριστά άπλώ ς τό φώνημα [b], στό όποιο ό αναγνώστης πρέπει νά προσθέσει όποιονδήποτε φωνηεντικό φθόγγο άπαιτούν ή λέξη καί τά συμφραζόμενά της. Ε πιπλέον, όταν χρησιμοποιούνται φωνηεντικά ση μεία, αύτά προστίθενται στά γράμματα (πάνω ή κάτω άπό τή γραμμή), όπως τά φωνήεντα προστίθενται στά δικά μας σύμ φωνα. Καί οί σύγχρονοι ’Ά ραβες καί Ίσραηλινοί, πού συμφω νούν σέ τόσα λίγα, γενικά συμφωνούν ότι ή γραφή τους είναι άλφαβητική. Γιά νά κατανοήσουμε τήν άνάπτυξη τής γραφής άπό τήν προφορικότητα, δέν φαίνεται άπαράδεκτο νά θεωρή σουμε τή σημιτική γραφή άπλώς ώς ένα άλφάβητο συμφώνων (καί ήμιφώνων) στά όποια οί άναγνώστες, καθώς διαβάζουν, προσθέτουν, εύκολα κι ά π λ ά ,τά κατάλληλα φωνήεντα. Ά λλά, π α ρ ’ όλα όσα είπαμε γιά τό σημιτικό άλφάβητο, φαίνεται πράγματι ότι οί Έ λληνες έκαμαν κάτι πού είχε τ ε ράστια ψυχολογική σημασία, όταν άνέπτυξαν τό πρώτο φ ω νηεντικό άλφάβητο. Ό Havelock (1976) πιστεύει ότι αύτός ό κρίσιμος, σχεδόν ολοκληρωτικός μετασχηματισμός τής λέξης άπό κάτι πού άκούγεται σέ κάτι πού βλέπεται, έδωσε στόν άρχαΐο ελληνικό πολιτισμό τό πνευματικό προβάδισμα έναντι τών άλλων άρχαίων πολιτισμών. Ό άναγνώστης τής σημιτικής γραφής πρέπει νά χρησιμοποιήσει κειμενικά καί έξωκειμενικά δεδομένα: πρέπει νά γνωρίζει τή γλώσσα πού διαβάζει, ώστε νά γνωρίζει ποιά φωνήεντα νά προσθέσει άνάμεσα στά
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
127
σύμφωνα. Ή σημιτική γραφή ήταν άκόμη βαθιά έμβαπτισμένη στόν μή κειμενικό ζωντανό άνθρώπινο κόσμο. Τό φωνηε ντικό ελληνικό άλφάβητο ήταν πιό άπομακρυσμένο άπό αύτόν (όπως ήταν καί οί πλατωνικές ιδέες). ’Ανέλυε τόν ήχο πιό άφαιρετικά σέ καθαρά χωρικές συνιστώσες. Μ πορούσε νά χρησιμοποιηθεί γιά νά γραφούν ή νά διαβαστούν λέξεις άκό μη κι άπό γλώσσες πού κάποιος δέν γνώριζε (άφήνοντας κ ά ποιο περιθώριο γιά σφάλματα πού όφείλονται στίς φωνητικές διαφορές άνάμεσα στίς γλώσσες). Τά παιδιά μπορούσαν νά μάθουν τό ελληνικό άλφάβητο όταν ήταν πολύ μικρά άκόμη καί τό λεξιλόγιό τους περιορισμένο. (Νά θυμίσω ότι γιά τούς Ίσραηλινούς μαθητές μέχρι καί τήν τρίτη δημοτικού προστί θενται στή συνηθισμένη συμφωνική γραφή φωνηεντικά ση μεία.) Τό ελληνικό άλφάβητο ήταν δημοκρατικό, μέ τήν έν νοια ότι ήταν εύκολο νά τό μάθει ό καθένας. Καί ήταν επίσης διεθνιστικό, καθώς παρείχε έναν τρόπο επεξεργασίας τών ξέ νων γλωσσών. Αυτό τό ελληνικό έπίτευγμα, ή άφηρημένη δη λαδή άνάλυση τού φευγαλέου κόσμου τού ήχου σέ οπτικά ισοδύναμα (πού άν καί όχι τέλεια, είναι κατ’ ουσίαν πλήρης), προμήνυε καί ταυτοχρόνως έπέτρεπε τήν πραγμάτωση τών περαιτέρω άναλυτικών τους επιτευγμάτων. Φαίνεται πώς ή δομή τής ελληνικής γλώσσας, τό γεγονός ότι δέν στηριζόταν σ’ ένα σύστημα π ο ύ, σάν τό σημιτικό, ευνοούσε τήν παράλειψη τών φωνηέντων στή γραφή, ήταν ένα κρίσιμο, άν καί μάλλον τυχαίο, νοητικό πλεονέκτημα. Ό Kerckhove (1981) υποστήριξε ότι, περισσότερο άπό άλλα συστή ματα γραφής, τό πλήρως φωνητικό άλφάβητο εύνοεΐ τή δρ α στηριότητα τού άριστερού έγκεφαλικού ήμισφαιρίου, κι έτσι άπό νευροφυσιολογική άποψη διευκολύνει τήν άφηρημένη, άναλυτική σκέψη. Μ ελετώντας τή φύση τοϋ ήχου, μπορούμε νά διαισθαν θούμε για τί τό άλφάβητο έφευρέθηκε τόσο αργά καί γιατί εφευρέθηκε μόνο μιά φορά. Διότι τό άλφάβητο δρά πιό άμε σα πάνω στόν ϊδιο τόν ήχο ά π ’ ό,τι άλλα συστήματα γραφής.
128
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
ανάγοντας τον κατευθείαν σέ χωρικά ισοδύναμα καί σέ μ ι κρότερες, πιό αναλυτικές, πιό διαχειρίσιμες μονάδες απ’ ό,τι ή συλλαβογραφία: αντί γιά ένα σύμβολο γιά τόν ήχο ba έχεις δύο, b καί a. Ό ήχος, όπως έξηγήσαμε προηγουμένως, ύπάρχει μόνο καθώς έξαφανίζεται. Δέν μπορώ νά έχω όλη τή λέξη παρούσα μεμιάς: κατά τήν προφορά τής λέξης «ύπά ρχει», τό «ύπ ά ρ-» έχει φύγει όταν φθάνω στό «-χ ε ι». Τό άλφάβητο ύποδηλώνει ότι τά πράγματα είναι άλλιώς, ότι ή λέξη δέν είναι γεγονός άλλά άντικείμενο, ότι είναι παρούσα μονομιάς κι ότι μπορεΐ νά χωριστεί σέ μικρά τμήματα, πού μάλιστα μπορούν νά γραφούν καί νά προφερθούν καί άντίστροφα: γιά παράδειγ μα στά άγγλικά, προφέροντας άνάποδα τή λέξη t-r-a-p παίρ νεις τή λέξη part. ’Άν μαγνητοφωνήσεις τή λέξη καί τήν παί ξεις άνάποδα δέν θά άκούσεις τόν ήχο «trap», άλλά έναν τ ε λείως διαφορετικό ήχο πού δέν είναι ούτε ό ήχος «trap» ούτε ό ήχος «part». Ή εικόνα ένός πουλιού, γιά παράδειγμα, δέν άνάγει τόν ήχο στόν χώρο, άφού άναπαριστά ένα άντικείμενο κι όχι μιά λέξη. Είναι ισοδύναμη μέ έναν άριθμό λέξεων, άνάλογα μέ τή γλώσσα στήν όποια ερμ η νεύ ετα ι: πουλί, oiseau, uccello, pajaro, Vogel, sae, tori. Κατά κάποιον τρόπο, όλες οί γραφές παριστάνουν τίς λέ ξεις σάν πράγματα, σιωπηλά άντικείμενα, άκίνητα σημάδια πού παρέχονται στήν όραση. Τά είκονο-φωνογράμματα καί τά φωνογράμματα πού έμφανίζονται ενίοτε σέ ορισμένα είκονογραφικά συστήματα γραφής παριστάνουν τόν ήχο μιάς λέξης μέ τήν εικόνα μιάς άλλης — στό φανταστικό παράδειγ μα άπό τά άγγλικά πού χρησιμοποιήσαμε πιό πάνω, τό πέλ μα (sole) άναπαριστά τήν ψυχή (soul). Άλλά τό είκονο-φωνόγραμμα (φωνόγραμμα), άν καί μπορεΐ νά άναπαριστά άρκετά πράγματα, παραμένει άκόμη μιά εικόνα ένός άπό τά πράγματα πού παριστάνει. Τό άλφάβητο, άν καί πιθανώς προέρχεται άπό είκονογράμματα, έχασε κάθε σχέση μέ τά πράγματα αύτά καθ’ έαυτά. Παριστάνει τόν ϊδιο τόν ήχο, ώς
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
129
πράγμα, μετασχηματίζοντας τόν φευγαλέο κόσμο τοϋ ήχου στόν σιωπηλό, οίονεί διαρκή κόσμο τοϋ χώρου. Τό φωνητικό άλφάβητο, πού έφηύραν οί άρχαΐοι Σημίτες καί τελειοποίησαν οί άρχαΐοι Έλληνες, είναι κατά πολύ τό πιό κατάλληλο σύστημα γραφής γιά τήν άναγωγή τοϋ ήχου σέ οπτική μορφή. Είναι ϊσως καί τό λιγότερο αισθητικό άπ’ όλα τά σημαντικά συστήματα γραφής: μπορεΐ νά καλλιγραφηθεΐ, άλλά ουδέποτε τόσο έξαίσια όσο οί κινέζικοι χαρακτήρες. Είναι μιά έκδημοκρατίζουσα γραφή πού ό καθένας εύκολα μπορεΐ νά μάθει. Οί κινέζικοι χαρακτήρες, όπως πολλά άλλα συστήματα γραφής, είναι ούσιωδώς έλιτίστικοι: γιά νά τούς μάθεις καλά χρειάζεσαι πολύ έλεύθερο χρόνο. Τόν δημοκρα τικό χαρακτήρα τού άλφαβήτου μπορούμε νά τόν δούμε στή Νότια Κορέα. Στά κορεάτικα βιβλία καί έφημερίδες, τό κεί μενο είναι ένα μείγμα άπό άλφαβητικά γραμμένες λέξεις καί έκατοντάδες διαφορετικούς κινέζικους χαρακτήρες. Άλλά όλες οί δημόσιες έπιγραφές είναι πάντα γραμμένες μόνο στήν άλφαβητική γραφή, πού σχεδόν όλοι μπορούν νά τή διαβά σουν άφοϋ τή μαθαίνουν τέλεια στίς μικρές τάξεις τοϋ δημο τικού* ένώ τούς κινέζικους χαρακτήρες, τούς 1.800 han, πού κατ’ έλάχιστον άπαιτοϋνται πέρα άπό τό άλφάβητο γιά τήν άνάγνωση τοϋ μεγαλύτερου μέρους τής κορεάτικης λογοτε χνίας, συνήθως δέν τούς μαθαίνουν πρίν τελειώσουν τή δευτε ροβάθμια έκπαίδευση. Τό πιό άξιοσημείωτο, μοναδικό γεγονός στήν ιστορία τού άλφαβήτου ϊσως νά συνέβη στήν Κορέα, όπου στά 1443 μ.Χ. ό βασιλιάς Sejong τής δυναστείας τών Yi διέταξε τή δημιουρ γία ενός άλφαβήτου γιά τά κορεάτικα. Μέχρι τότε τά κορεά τικα γράφονταν μόνο μέ κινέζικους χαρακτήρες, πού τούς είχαν προσαρμόσει μέ πολύ κόπο ώστε νά ταιριάζουν (καί νά άλληλεπιδρούν) μέ τό λεξιλόγιο τής κορεάτικης γλώσσας, μιάς γλώσσας πού δέν σχετίζεται καθόλου μέ τήν κινέζικη (άν καί δια θέτει πολλά κινέζικα δάνεια, πού τά περισσότερα είναι τόσο άλλαγμένα ώστε είναι άκατανόητα στούς Κ ινέ
130
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ζους). Χιλιάδες έγγράμματοι Κορεάτες είχαν ξοδέψει ή ξό δευαν τό μεγαλύτερο μέρος τής ζωής τους γιά νά μάθουν τήν περίπλοκη κινεζο-κορεάτικη χειρογραφία. Δέν ήταν πολύ πρόθυμοι νά δεχθούν ένα νέο σύστημα γραφής πού θά καθι στούσε άχρηστη τήν ικανότητα πού μέ τόσους κόπους είχαν άποκτήσει. Άλλά ή δυναστεία τών Yi ήταν πανίσχυρη, καί ή έκδοση τού διατάγματος τού Sejong, παρά τήν άναμενόμενη μαζική άντίδραση, δείχνει πώς ό ϊδιος διέθετε πολύ δυνατό χαρακτήρα. Ή προσαρμογή ένός άλφαβήτου σέ μιά δεδομένη γλώσσα παίρνει πολλά χρόνια, ή καί γενιές άκόμη. Οί σοφοί πού συγκέντρωσε ό Sejong έτοίμασαν τό νέο άλφάβητο σέ τρία χρόνια* ήταν ένα άριστουργηματικό έπίτευγμα, πού τα ί ριαζε περίπου τέλεια στήν κορεάτικη φωνημική καί ήταν έτσι σχεδιασμένο, άπό αισθητική σκοπιά, ώστε νά παράγει μιά άλφαβητική γραφή πού νά διαθέτει κάτι άπό τήν έμφάνιση ένός κινέζικου κειμένου. Άλλά ή ύποδοχή τού σημαντικού αύτού έπιτεύγματος ήταν ή άναμενόμενη. Τό άλφάβητο χρησιμοποιήθηκε μόνο γιά πρακτικούς, μή άκαδημαϊκούς, «χύ δην» σκοπούς. Οί «σοβαροί» συγγραφείς συνέχισαν νά γρά φουν μέ τούς κινέζικους χαρακτήρες πού μέ τόσο κόπο είχαν μάθει. Ή σοβαρή λογοτεχνία ήταν έλιτίστικη καί ήθελε νά είναι γνωστή ώς έλιτίστικη. Μόνο στόν εικοστό αιώνα, μέ τόν έκδημοκρατισμό τής Κορέας, τό άλφάβητο πέτυχε τή σημερι νή έπικράτησή του, άν καί όχι άκόμη ολική.
Οί απαρχές τής έγγραμματοσύνης "Οταν ένα ολοκληρωμένο σύστημα γραφής, άλφαβητικού ή άλλου τύπου, πρωτοεισάγεται άπό τά έξω σέ μιά κοινωνία, είσάγεται άναγκαστικά πρώτα σέ περιορισμένους τομείς καί μέ διάφορα έπακόλουθα καί έπιπτώσεις. Στήν άρχή ή γραφή θεωρείται συχνά ώς όργανο μιάς μυστικής καί μαγικής δύνα μης (Goody 1968b, σελ. 236). ’Ίχνη αύτής τής πρώιμης στάσης
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
131
φαίνονται άκόμη καί τώρα στήν έτυμολογία: ή μεσαιωνική άγγλική λέξη «grammarye» ή «grammar», πού άναφέρεται στή μάθηση άπό βιβλία, έφθασε νά σημαίνει άπόκρυφη ή μαγική γνώση, καί μέσα άπό μιά μορφή τής σκωτικής διαλέκτου έμφανίστηκε στό σημερινό άγγλικό λεξιλόγιο ώς «glam or» (γητειά-γοητεία). Τά «γοητευτικά» κορίτσια (glamor girls) ε ί ναι στήν πραγματικότητα «γραμματικά» κορίτσια. Τό ρουνι κό άλφάβητο τής μεσαιωνικής Βόρειας Εύρώπης σχετιζόταν γενικά μέ τή μαγεία. Αποκόμματα γραφής χρησιμοποιούνται γιά φυλακτά (Goody 1968b, σελ. 201-3), άλλά καί αποκτούν άξια άπλώς καί μόνον έξαιτίας τής θαυμαστής διάρκειας πού δίνουν στίς λέξεις. Ό Νιγηριανός συγγραφέας Chinua Achebe περιγράφει πώς σ’ ένα χωριό Ibo ό μόνος άνδρας πού γνώριζε νά διαβάζει μάζευε στό σπίτι του κάθε κομμάτι τυπωμένου ύλικού πού έπεφτε στά χέρια του — έφημερίδες, χάρτινες έπιγραφές, άποδείξεις (Achebe 1961, σελ. 120-1). "Ολα τού φαίνονταν πολύ σημαντικά γιά νά πεταχτούν. Μερικές περιορισμένα έγγράμματες κοινωνίες θεωρούν τή γραφή έπικίνδυνη γιά τόν ανύποπτο αναγνώστη. άπαιτώντας τή μεσολάβηση άνάμεσα σέ εκείνον καί στό κείμενο μιάς μορφής έν εϊδει γκουρού (Goody καί Watt 1968b, σελ. 13). Ή γνώση τής γραφής καί τής άνάγνωσης μπορεΐ νά περιοριστεί σέ ειδικές ομάδες, όπως είναι τό ιερατείο (Tambiah 1968, σελ. 113-4). Τά κείμενα θεωρούνται ενίοτε ότι έχουν εγγενή θρη σκευτική άξία: οί άναλφάβητοι αποκομίζουν τήν εύνοια τού θείου τρίβοντας τό βιβλίο στό μέτωπό τους ή στριφογυρίζον τας τροχούς προσευχής μέ κείμενα πού δέν μπορούν νά δια βάσουν (Goody 1968a, σελ. 15-6). Θιβετιανοί μοναχοί συνήθι ζαν νά κάθονται στίς όχθες ρυακιών «τυπώνοντας μέ ξύλινα στοιχεία σελίδες μέ ξόρκια καί έπωδές πάνω στήν έπιφάνεια τού νερού» (Goody 1968a, σελ. 16, παραθέτοντας τόν R.B. Eckvall). Είναι πολύ γνωστές οί «λατρείες φορτίου» (cargo cults) πού καί σήμερα άνθούν σέ μερικά νησιά τού Νότιου Ειρηνικού: άναλφάβητοι ή ήμιαναλφάβητοι πιστεύουν πώς τά
132
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
εμπορικά έγγραφα — παραγγελίες, τελωνειακά έγγραφα, αποδείξεις καί τά συναφή— πού γνωρίζουν δτι χρησιμοποι ούνται στίς άτμοπλο'ικές μεταφορές θεωρούνται μαγικά έργαλεΐα πού κάνουν τά πλοία καί τά εμπορεύματα νά έρχον ται άπό τή θάλασσα: έτσι έπεξεργάζονται διάφορες τ ελ ε τουργίες μέ τίς όποιες χειρίζονται τά κείμενα, έλπίζοντας πώς τά διάφορα έμπορεύματα θά περιέλθουν στή δική τους κατοχή καί χρήση (Meggit 1968, σελ. 300-9). Στόν άρχαίο ελληνικό πολιτισμό ό Havelock άνακαλύπτει ένα γενικό σχήμα περιορισμένης έγγραμματοσύνης πού έφαρμόζεται καί σέ άλλους πολιτισμούς: λίγο μετά τήν εισαγωγή τής γραφής άναπτύσσεται μιά «συντεχνία έγγραμμάτων» (Havelock 1963* βλ. Havelock καί Herschell 1978). Σέ αύτό τό στάδιο ή γραφή είναι μιά τέχνη πού άσκεϊται άπό τεχνίτες τούς όποιους άλλοι πληρώνουν γιά νά τούς γράψουν ένα γράμμα ή ένα έγγραφο, μέ τόν ϊδιο τρόπο πού θά άνέθεταν σέ έναν χτίστη νά τούς φτιάξει ένα σπίτι, ή σέ έναν ναυπηγό νά τούς φτιάξει ένα πλοίο. Αύτή ήταν ή κατάσταση πού έπικρατούσε στά βα σίλεια τής Δυτικής ’Αφρικής, όπως τό Μαλί, άπό τόν Μεσαίω να ώς τίς άρχές τού εικοστού αιώνα (Wilks 1968* Goody 1968b). Σέ αύτό τό στάδιο τής συντεχνιακής έγγραμματοσύ νης δέν χρειάζεται κάποιος άνθρωπος νά γνωρίζει γραφή καί άνάγνωση, όπως δέν είναι άναγκαΐο νά γνωρίζει κι άλλες τ έ χνες. Στήν άρχαία Ελλάδα, μόνο γύρω στήν εποχή τού Πλά τωνα, περισσότερο άπό τρεις αιώνες μετά τήν έφεύρεση τοϋ ελληνικού άλφαβήτου, τό στάδιο αύτό ξεπεράστηκε καί ή γραφή τελικά διαδόθηκε στόν ελληνικό πληθυσμό καί έσωτερικεύθηκε άρκετά ώστε νά έπηρεάσει γενικά τίς νοητικές διεργασίες (Havelock 1963). Οί φυσικές ιδιότητες τών πρώιμων γραφικών ύλών ένθάρρυναν τή συνέχιση ενός πολιτισμού γραφέων (βλ. Clancy 1979, σελ. 88-115, στό κεφάλαιο «Ή τεχνολογία τής γραφής»). Οί πρώτοι συγγραφείς διέθεταν πιό άδρό τεχνολογικό έξοπλισμό άπό τό λείο μηχανοποίητο χαρτί καί τούς στυλογράφους
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
133
διαρκείας. Οί έπιφάνειες στίς όποιες έγραφαν ήταν ύγρές πλάκες άργίλου ή περγαμηνές (διφθέρες ή μεμβράνες), δέρ ματα ζώων άπό τά οποία είχαν άφαιρέσει τίς τρίχες καί τό λίπος* συχνά τά λείαιναν μέ έλαφρόπετρα καί τά λεύκαιναν μέ κιμωλία καί συχνά τά έπαναχρησιμοποιούσαν ξύνοντας τό προηγούμενο κείμενο (παλίμψηστον) . Έγραφαν έπίσης πάνω σέ φλοιούς δέντρων, σέ παπύρους, (μιά άπό τίς πιό λείες έπ ιφ άνειες, άλλά πάλι τραχιά μέ τά σημερινά κριτήρια), άποξηραμένα φύλλα καί άλλους φυτικούς ιστούς, κερί πού άπλωναν πάνω σέ ξύλινα πινάκια, τά όποια μερικές φορές τά συνέδεαν έτσι ώστε νά σχηματίζουν ένα δίπτυχο πού τό κρε μούσαν στή ζώνη τους (τά πινάκια αύτά τά χρησιμοποιούσαν γιά σημειώσεις, καί τό κερί τους τό λείαιναν γιά νά τό ξαναχρησιμοποιήσουν), ξύλινες ράβδους (Clancy 1979, σελ. 95) καί άλλες ξύλινες καί λίθινες έπιφάνειες. Δέν ύπήρχαν καταστή ματα χαρτικών πού νά πουλάνε δέσμες χαρτιού. Χαρτί δέν ύπήρχε. Τά χαρακτικά έργαλεΐα πού διέθεταν οί γραφείς ήταν διάφορα είδη γραφίδων, φτερά χήνας πού έπρεπε κάθε τόσο νά κόβονται καί νά όξύνονται μέ αύτό πού μέχρι σήμε ρα άποκαλούμε pen knife*, πινέλα (κυρίως στήν ’Ανατολική ’Ασία) ή διάφορα άλλα έργαλεΐα γιά τή χάραξη τών έπιφανειών καί/ή τό άπλωμα τής μελάνης ή τού χρώματος. Τά ύγρά μελάνια άναμειγνύονταν μέ διάφορους τρόπους καί προετοι μάζονταν γιά χρήση μέσα σέ κούφια κέρατα βοδιού ή σέ άλλα δοχεία άνθεκτικά στά οξέα. Στήν ’Ανατολική ’Ασία, τά πινέλα υγραίνονταν καί πιέζονταν πάνω σέ κομμάτια άπό στεγνό μελάνι, όπως στήν ύδατογραφία. "Οσοι έργάζονταν μέ τέτοια γραφική ύλη έπρεπε νά έχουν ιδιαίτερες ικανότητες στή χρήση τών έργαλείων τους, πού δέν τίς είχαν όλοι οί «γραφ είς» άναπτυγμένες στόν βαθμό πού θά άπαιτούσαν οί έκτεταμένες γραπτές συνθέσεις. Τό χαρτί *
Σ .τ .Έ .: Σουγιάς, αύτό πού μέχρι πρόσφατα άποκαλούσαμε καί έμεϊς κονδυλομάχαιρο.
134
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
εύκόλυνε τήν πράξη τής γραφής. Άλλά τό χαρτί, πού μάλλον κατασκευάστηκε στήν Κίνα πρίν άπό τόν δεύτερο αιώνα π.Χ. καί διαδόθηκε άπό τούς ’Άραβες στή Μέση Ανατολή πρίν ά πό τόν όγδοο μ.Χ . αιώνα, κατασκευάστηκε στή Δύση μόλις τόν δωδέκατο αιώνα. Τήν ύπαγόρευση ευνοούσε τόσο ή πολύχρονη διανοητική συνήθεια τών άνθρώπων νά «σκέφτονται δυνατά», όσο καί ή κατάσταση τής τεχνολογίας τής γραφής. Κατά τήν πράξη τής γραφής, λέει ό μεσαιωνικός ’Άγγλος Orderic Vitalis, «όλο τό σώμα κοπιάζει» (Clancy 1979, σελ. 90). Σέ όλο τόν εύρωπαϊκό Μεσαίωνα, οί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν γραφείς. Β έ βαια, ή γραπτή σύνθεση, ιδίως μικρών κειμένων, δηλαδή ή άνάπτυξη τών σκέψεων μέ τό μολύβι στό χέρι, δέν ήταν ά γνωστη μέχρις ενός βαθμού στήν άρχαιότητα, άλλά έπεκτάθηκε στή λογοτεχνική καί τίς άλλες μακροσκελείς συνθέσεις σέ διάφορες έποχές διαφόρων πολιτισμώ ν. Ήταν άκόμη σπάνια στήν Αγγλία τού ενδέκατου αιώνα, καί όταν ήδη τό σο καθυστερημένα εμφανίστηκε, πάλι συντελούνταν κάτω άπό προφορικές ψυχολογικές συνθήκες πού δύσκολα μπο ρούμε νά φανταστούμε. Στόν ενδέκατο αιώνα, ό Eadmer of St Albans λέει πώς, όταν συνθέτει γραπτώς, νιώθει σάν νά ύπα γορεύει στόν έαυτό του (Clancy 1979, σελ. 218). Ό Θωμάς ό Άκινάτης, πού έγραφε μόνος του τά κείμενά του, οργανώνει τή Surnma theologiae μέ οίονεί προφορικό τρόπο: κάθε κεφά λαιο ή «ερώ τημα» άρχίζει μέ τίς άντιρρήσεις ένάντια στήν άποψη πού αύτός θά ύποστηρίξει, συνεχίζεται μέ τή διατύ πωση τής άποψής του καί τελειώνει μέ τίς άπαντήσεις του στίς άντιρρήσεις μέ τή σειρά. Κατά τόν ϊδιο τρόπο, ό πρώι μος ποιητής γράφει τό ποίημά του φανταζόμενος τόν έαυτό του νά τό άπαγγέλλει σέ κάποιο κοινό. ’Άν όχι κανείς, τότε λίγοι συγγραφείς σήμερα γράφοντας ένα μυθιστόρημα φαν τάζονται νά τό εκφωνούν, μολονότι μπορεΐ νά έχουν θαυμά σια αίσθηση τού ήχητικού άποτελέσματος τών λέξεων. Ή άναπτυγμένη έγγραμματοσύνη εύνοεΐ τήν πραγματική γρα
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
135
πτή σύνθεση, κατά τήν οποία ό/ή συγγραφέας συνθέτει ένα κείμενο, τό όποιο είναι άκριβώς ένα κείμενο, συμπλέκει δη λαδή τίς λέξεις του/της μεταξύ τους πάνω στό χαρτί. Αύτό άνοίγει στή σκέψη νέους ορίζοντες, διαφορετικούς άπό τούς ορίζοντες τής προφορικής σκέψης. Γιά τά άποτελέσματα πού έχει ή έγγραμματοσύνη πάνω στίς νοητικές διαδικασίες θά πούμε (δηλαδή θά γράψουμε) παρακάτω.
Άπό τή μνήμη στίς γραπτές μαρτυρίες Ή γραφή μπορεΐ νά παραμείνει άπαξιωμένη έπί χρόνια μετά τήν εισαγωγή της σ’ έναν πολιτισμό. Ό σημερινός έγγράμματος πιστεύει συνήθως ότι οί γραπτές μαρτυρίες άποτελούν ισχυρότατα τεκμήρια άπό τόν προφορικό λόγο σέ ό,τι αφορά ζητήματα τού παρελθόντος, ιδίως δίκες. Προηγούμενοι έγγράμματοι πολιτισμοί, πού δέν είχαν πλήρως έσωτερικεύσει τή γραφή, συχνά ύπέθεταν άκριβώς τό άντίθετο. Τό μέγεθος τής άξιοπιστίας τήν όποια άπέδιδαν στίς γραπτές μαρτυρίες διέφερε άπό πολιτισμό σέ πολιτισμό. Ή προσεκτική ιστορική μελέτη ώστόσο τού Clancy πάνω στή χρήση τής έγγραμματο σύνης γιά πρακτικούς διοικητικούς σκοπούς στήν ’Αγγλία τού ενδέκατου καί δωδέκατου αιώνα (1979) μάς δίνει ένα δείγμα τού πώς έξακολουθεΐ καί έπιβιώνει ή προφορικότητα παρου σία τής γραφής, άκόμα καί στόν χώρο τής διοίκησης. Στήν περίοδο πού μελετά, ό Clancy βρίσκει πώς «ο ί γρα πτές μαρτυρίες δέν δημιουργούσαν άμέσως έμπιστοσύνη» (Clancy 1979, σελ. 230). Οί άνθρωποι έπρεπε νά πειστούν ότι ή γραφή βελτίωνε τίς παλιές προφορικές μεθόδους άρκετά ώστε νά δικαιολογούνται τά έξοδα καί οί κοπιαστικές τεχνι κές πού άπαιτούσε. Πρίν άπό τή χρήση τών έγγράφων, κατέ φευγαν συνήθως στή συλλογική προφορική μαρτυρία γιά νά έξακριβώσουν, γιά παράδειγμα, τήν ήλικία τών κληρονόμων ενός φέουδου. Στά 1127, γιά νά λυθεί μιά διαφορά σχετικά
136
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
μέ τό άν τά λιμενικά τέλη τού Σάντουιτς άνήκαν στό άββαεΐο τού Άγιου Αύγουστίνου στό Καντέρμπουρι ή στήν Εκκλησία τού Χριστού, έπελέγησαν δώδεκα ένορκοι άπό τό Ντόβερ καί δώδεκα άπό τό Σάντουιτς, δώδεκα «ώ ριμοι, σοφοί γέροντες, μέ καλή κρίση». Ό κάθε ένορκος ορκίστηκε τότε ότι τά τέλη άνήκουν στήν Εκκλησία τού Χριστού, «σύμφωνα μέ τά πα τροπαράδοτα καί τά όσα άκουσα καί ειδα στή νεανική μου ήλικία» (Clancy 1979, σελ. 232-3). Ανακαλούσαν δημοσίως στή μνήμη τους ό,τι άλλοι πρίν άπό αύτούς θυμούνταν. Οί μάρτυρες ήταν έκ πρώτης όψεως πιό άξιόπιστοι άπό τά κείμενα, έπειδή μπορούσαν νά τούς άντικρούσουν καί νά τούς οδηγήσουν νά ύπερασπιστούν τά λεγόμενά τους, πράγ μα άνέφικτο στήν περίπτωση τών κειμένων (άς θυμηθούμε ότι αύτή άκριβώς ήταν μιά άπό τίς άντιρρήσεις τού Πλάτωνα γιά τή γραφή). Οί συμβολαιογραφικές μέθοδοι έπικύρωσης τής γνησιότητας τών έγγράφων άνέλαβαν νά εισαγάγουν μη χανισμούς ελέγχου τής γνησιότητας τών κειμένων, άλλά οί μέθοδοι αύτές αναπτύσσονται αργά στούς εγγράμματους πολιτισμούς, καί πολύ άργότερα στήν Αγγλία άπ’ ό,τι στήν Ιταλία (Clancy 1979, σελ. 235-6). Τά ϊδια τά έγγραφα δέν έπικυρώνονταν γραπτώς άλλά μέ συμβολικά άντικείμενα (όπως γιά παράδειγμα μ’ ένα μαχαίρι πού δενόταν στό έγ γραφο μέ έναν δερμάτινο ιμάντα — Clancy 1979, σελ. 24). Μάλιστα, κάποια συμβολικά άντικείμενα μπορούσαν νά ση ματοδοτούν άπό μόνα τους τή μεταφορά περιουσίας. Γύρω στά 1130 ό Thomas de Muschamps δώρισε τό κτήμα του στό Herherslaw στούς μοναχούς τού Durham, προσφέροντας τό σπαθί του σέ έναν βωμό (Clancy 1979, σελ. 25). Άκόμη καί μετά τό Domesday Book* (1085-6) καί τή συνακόλουθη αύξηση τών νομικών έγγράφων, ή ιστορία τού Κόμη Warrenne δείχνει Σ .τ .Έ .: Μέγα Κτηματολόγιο, τό όποιο συντάχθηκε έπί Γουλιέλμου τού Κατακτητή προκειμένου νά καταγραφεΐ «ή χώρα, πώς κατοικεΐται καί άπό τί είδους άνθρώπους».
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕI ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
137
πώς διαιωνιζόταν ή παλιά προφορική νοοτροπία: στή διάρ κεια μιάς δίκης, τήν έποχή τοϋ Έδουάρδου Α' σχετικά μέ τήν έξακρίβωση τού τίτλου ιδιοκτησίας, ό Κόμης Warrenne δέν έδειξε στούς δικαστές κάποιο έκχωρητήριο άλλά «ένα παλιό καί σκουριασμένο σπαθί», διαμαρτυρόμενος ότι οί πρόγονοί του ήρθαν μέ τόν Γουλιέλμο τόν Κατακτητή γιά νά κατακτή σουν τήν ’Αγγλία μέ τό σπαθί καί ότι ό ϊδιος μέ τό σπαθί θά υπερασπιζόταν τή γη του. Ό Clancy (1979, σελ. 21-2) έπισημαίνει ότι ή ιστορία αύτή είναι κάπως άμφίβολη έξαιτίας ορι σμένων άσυνεπειών, παρατηρεί όμως ότι ή διατήρησή της παραπέμπει σέ μιά προηγούμενη νοοτροπία πού συνδεόταν μέ τήν άξια πού είχαν τά συμβολικά δώρα ώς τεκμήρια ή π ει στήρια. Τά πρώιμα έκχωρητήρια μέ τά όποια παρεχόταν γη στήν ’Αγγλία δέν ήταν κάν χρονολογημένα (1979, σελ. 231, 23641), γιά διάφορους πιθανούς λόγους. Ό Clancy υποστηρίζει ότι ό βαθύτερος λόγος ήταν πιθανόν ότι «ή χρονολόγηση άπαιτούσε άπό τόν γραφέα νά εκφέρει τή γνώμη του σχετικά μέ τή θέση του στόν χρόνο» (1979, σελ. 238), κάτι πού τόν άνάγκαζε νά έπιλέξει ένα σημείο άναφοράς. Ποιό σημείο; Νά χρονολογούσε τό έγγραφο μέ άναφορά στή δημιουργία τού κόσμου; Τή Σταύρωση; Τή γέννηση τού Χριστού; Οί Πάπες χρονολογούσαν κατ’ αύτό τόν τρόπο, άπό γεννήσεως Χριστού δηλαδή, άλλά δέν θά ήταν άλαζονεία νά χρονολογήσουν ένα κοσμικό έγγραφο όπως οί Πάπες χρονολογούσαν τά δικά τους; Στούς σημερινούς πολιτισμούς μέ υψηλή τεχνολογία, ό καθένας ζεί καθημερινά στό πλαίσιο ενός άφηρημένα υπολο γισμένου χρόνου που έπιβάλλεται άπό εκατομμύρια τυπωμέ να ήμερολόγια, ρολόγια χεριού κ.λπ. Στήν ’Αγγλία τού δωδέ κατου αιώνα δέν ύπήρχαν ρολόγια χεριού ή άλλου είδους, δέν ύπήρχαν ήμερολόγια τοίχου ή γραφείου. Προτού ή γραφή έσωτερικευθεΐ βαθιά χάρη στήν τυπο γραφία , οί άνθρωποι δέν ένιωθαν τόν έαυτό τους τοποθετη μένο κάθε στιγμή τής ζωής τους σέ έναν όποιονδήποτε άφη-
138
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ρημένα υπολογισμένο χρόνο. Κατά πάσα πιθανότητα οί π ε ρισσότεροι άνθρωποι στή μεσαιωνική ή άκόμη καί τήν άναγεννησιακή Δυτική Εύρώπη δέν είχαν γενικά έπίγνωση τού άριθμού τών ήμερολογιακών έτών πού είχαν περάσει άπό τή γέννηση τού Χριστού ή κάποιο άλλο σημείο άναφοράς. Γιατί θά έπρεπε; Ή άναποφασιστικότητα σχετικά μέ τό ποιο ση μείο άναφοράς έπρεπε νά έπιλέξουν μαρτυρεί καί τό τετριμ μένο τού θέματος. Σ ’ έναν πολιτισμό πού δέν διαθέτει έφημερίδες ή άλλο τρέχον χρονολογημένο ύλικό πού νά έρχεται σέ έπαφή μέ τή συνείδηση, τί νόημα θά είχε γιά τούς περισ σότερους άνθρώπους νά γνωρίζουν τό τρέχον ήμερολογιακό έτος; Ό άφηρημένος ήμερολογιακός άριθμός δέν θά σχετιζό ταν μέ τίποτα στήν καθημερινή ζωή. Οί περισσότεροι άνθρω ποι δέν γνώριζαν καί ούτε προσπαθούσαν ποτέ νά μάθουν τό άκριβές ήμερολογιακό έτος στό όποιο γεννήθηκαν. Επιπλέον, τά κτηματικά έγγραφα καί έκχωρητήρια εξο μοιώνονταν κάπως μέ τά συμβολικά δώρα, όπως τά σπαθιά ή τά ξίφη. ’Αναγνωρίζονταν άπό τήν όψη τους. Πράγματι, πολύ συχνά τά κτηματόγραφα χαλκεύονταν γιά νά μοιάζουν μέ ό,τι τό δικαστήριο πίστευε πώς έπρεπε νά μοιάζει ένα κτηματόγραφο (Clancy 1979, σελ. 249, παραθέτοντας τόν Ρ.Η. Sawyer). «Ο ί πλαστογράφοι δέν ήταν εύκαιριακοί κακοποιοί στό περιθώριο τής νόμιμης πρακτικής», γράφει ό Clancy, άλ λά «ειδήμονες έδραιωμένοι στό κέντρο τού έγγράμματου καί πνευματικού πολιτισμού στόν δωδέκατο αιώνα». ’Από τά 164 έκχωρητήρια τού Έδουάρδου τού ’Εξομολογητή πού διασώζονται σήμερα, τά 44 είναι σαφώς πλαστογραφημένα, μόνο 64 είνα ι σαφώς αύθεντικά, ένώ τά ύπόλοιπα είναι άπροσδιόριστα. Τά έπαληθεύσιμα λάθη πού προκύπτουν άπό τίς ριζικά προφορικές είσέτι οικονομικές καί δικαστικές διαδικασίες πού άναφέρει ό Clancy ήταν έλάχιστα, άφού τό πληρέστερο παρελθόν ήταν κατά τό πλεϊστον άπρόσιτο στή συνείδηση. «Ή άλήθεια πού έμενε στή μνήμη [...] ήταν εύκαμπτη καί
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
139
όριοθετημένη χρονικά» (Clancy 1979, σελ. 233). 'Όπως δ εί χνουν τά παραδείγματα άπό τή σύγχρονη Νιγηρία καί Γκάνα (Goody καί Watt 1968b, σελ. 31-4), σέ μιά προφορική οικονο μία τής σκέψης τά πράγματα τού παρελθόντος πού δέν σχε τίζονταν καθόλου μέ τό παρόν συνήθως έπεφταν στή λήθη. Τό έθιμικό δίκαιο, άπαλλαγμένο άπό τό ύλικό πού έπεφτε σέ άχρηστία, ήταν αύτομάτως πάντα έκσυγχρονισμένο, οπότε καί νέο — ένα γεγονός πού παραδόξως κάνει τό έθιμικό δ ί καιο νά μοιάζει άναπόφευκτο κι έτσι πολύ παλαιό (Clancy 1979, σελ. 233). Τά άτομα πού ή εικόνα τους γιά τόν κόσμο διαμορφώθηκε άπό τήν προωθημένη έγγραμματοσύνη πρέπει νά ύπενθυμίζουν στόν έαυτό τους ότι στούς λειτουργικά προ φορικούς πολιτισμούς τό παρελθόν δέν γίνεται άντιληπτό ώς ένα κατατμημένο πεδίο, διάσπαρτο μέ έπαληθεύσιμα καί συ ζητήσιμα «γεγονότα» ή μονάδες πληροφοριών. Είναι τό π ε δίο τών προγόνων, μιά πάλλουσα πηγή γιά τήν άνανέωση τής συνείδησης τού παρόντος, πού έπίσης δέν είναι ένα κατατμη μένο πεδίο. Ή προφορικότητα δέν γνωρίζει καταλόγους, δια γράμματα καί σχήματα. Ό Goody (1977, σελ. 52-111) έξέτασε λεπτομερειακά τή νοητική σημασία τών πινάκων καί τών καταλόγων, ένα παρά δειγμα άπό τά όποια είναι καί τό ήμερολόγιο. Ή γραφή κα θιστά τέτοια έργαλεΐα έφικτά. Πράγματι, ή γραφή κατά μία έννοια έπινοήθηκε προκειμένου νά κάνει κάτι σάν τούς κατα λόγους: τά περισσότερα άπό τά γνωστά μας πρώιμα κείμενα πού γράφτηκαν στή σφηνοειδή τών Σουμερίων καί ξεκινούν γύρω στό 3500 π.Χ. είναι λογιστικά. Οί πρωταρχικά προφο ρικοί πολιτισμοί συνήθως τοποθετούν τό ισοδύναμο τών κα ταλόγων τους μέσα σέ άφηγήσεις, όπως συμβαίνει στόν κα τάλογο τών πλοίων καί τών άρχηγών στήν Ίλιάδα (Β. 461879), πού δέν είναι μιά άντικειμενική καταγραφή, άλλά μιά έπιχειρησιακή έκθεση σέ μιά πολεμική ιστορία. Στό κείμενο τής Τορά, πού καταγράφει μορφές σκέψης οί όποιες είναι άκόμα βασικά προφορικές, τό ισοδύναμο τής γεωγραφίας
140
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
(τής διακρίβωσης τών σχέσεων άνάμεσα σέ τόπους) εκφρά ζεται μέ μιά τυποποιημένη άφήγηση δράσης (’Αριθμοί 33: 16 κ .έ.): «Κ αί σηκωθέντες άπό τής έρημου Σινά, έστρατοπέδευσαν έν Κιβρώθ-άτταβά. Καί σηκωθέντες άπό Κιβρώθ-άτταβά, έστρατοπέδευσαν έν Άσπρώθ. Καί σηκωθέντες άπό Άσπρώθ, έστρατοπέδευσαν έν Ριθμα...», καί τά λοιπά γιά αρκε τούς άκόμη στίχους. Άκόμη καί οί γενεαλογίες πού προέρ χονται άπό τέτοιες προφορικά διαμορφωμένες παραδόσεις είναι στήν πραγματικότητα άφηγήσεις. Ά ντί γιά μιά άκολουθία ονομάτων, βρίσκουμε μιά άκολουθία άπό «έγέννησ ε», άπό άποφάνσεις γιά τό τί έκανε κάποιος: «Έγεννήθη δέ εις τόν Ένώχ ό Ίράδ· καί Ίράδ έγέννησε τόν Μεχοϋιαήλ* καί Μεχουϊαήλ έγέννησε τόν Μεθουσαήλ* καί Μεθουσαήλ έγέννησε τόν Λάμεχ» (Γένεση 4:18). Αύτό τό είδος τής άθροισης προέρχεται έν μέρει άπό τήν προφορική τάση νά χρησιμοποιούνται λογότυποι, έν μέρει άπό τή μνημονική τά ση τοϋ προφορικού νά έκμεταλλεύεται τήν ισορροπία (ή έπανάληψη τού σχήματος ύποκείμενο-ρήμα-άντικείμενο δη μιουργεί έναν ρυθμό πού βοηθά τήν άνάκληση καί τόν όποιο μιά άπλή άκολουθία ονομάτων δέν θά διέθετε), έν μέρει άπό τήν προφορική τάση πρός πλεονασμό (τό κάθε άτομο άναφέρεται δίς, ώς πρόγονος καί ώς έπίγονος) καί έν μέρει άπό τήν προφορική τάση πρός τήν άφήγηση, καί όχι τήν άπλή γραμμική παράθεση (τά άτομα δέν άκινητοποιοϋνται σάν σέ μιά άστυνομική παράταξη, άλλά κάνουν κάτι — γιά τήν άκρίβεια γεννούν). Αύτές οί βιβλικές περικοπές είναι βέβαια γραπτές πηγές, άλλά προέρχονται άπό μιάν άντίληψη καί μιά παράδοση πού έχει προφορική δομή. Δέν γίνονται άντιληπτές ώς «πράγμα τα », άλλά ώς άναπλάσεις παρελθόντων γεγονότων. Οί άκολουθίες πού άναπτύσσονται προφορικά συντελοϋνται πάντα μέσα στόν χρόνο, δέν είναι δυνατόν νά «έξετασθοϋν», άφού δέν παρουσιάζονται έγγράφως, άλλά άποτελούν έκφωνήσεις πού άκούγονται. Σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό,
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔ1 ΑΡΘΡΩΝ ΚΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
141
ή έναν πολιτισμό μέ πολλά προφορικά κατάλοιπα, άκόμη καί οί γενεαλογίες δέν είναι «κα τά λογοι» μέ δεδομένα, άλλά μάλλον «άναμνήσεις τραγουδιών πού τραγουδήθηκαν». Τά κείμενα είναι όμοια μέ πράγματα, άκινητοποιημένα στόν ορατό χώρο καί ύπόκεινται σέ αύτό πού ό Goody άποκαλεΐ «άνάδρομο έλεγχο» (1977, σελ. 49-50). Ό Goody δείχνει λε πτομερώς πώς, όταν οί άνθρωπολόγοι καταγράφουν σέ μιά γραμμένη ή τυπωμένη έπιφάνεια καταλόγους διαφόρων λημ μάτων πού βρίσκονται στούς προφορικούς μύθους (κλάν, π ε ριοχές τής γης, εϊδη άνέμων κ.ο .κ.) στήν πραγματικότητα δια στρέφουν τόν νοητικό κόσμο στόν όποιο οί μύθοι έχουν ριζω μένη τήν ύπαρξή τους. Ή άπόλαυση πού προσφέρουν οί μύθοι δέν έχει ούσιαστικά «συνοχή» μέ τή μορφή ένός πίνακα. Οί κατάλογοι τού είδους πού μελετά ό Goody είναι β έ βαια χρήσιμοι, έφόσον έχουμε πλήρη έπίγνωση τής παραμόρ φωσης πού εισάγουν. Ή ορατή άναπαράσταση τού προφορι κού ύλικού στόν χώρο έχει τή δική της ιδιαίτερη οικονομία, τούς δικούς της νόμους κίνησης καί δομής. Τά κείμενα δια φόρων γραφών τού κόσμου διαβάζονται άπό δεξιά πρός τά άριστερά, άπό τά άριστερά πρός τά δεξιά, άπό πάνω πρός τά κάτω, ή μέ όλους αυτούς τούς τρόπους μαζί, όπως στή βουστροφηδόν γραφή, άλλά πουθενά, άπ’ όσο γνωρίζουμε, άπό κάτω πρός τά πάνω. Τά κείμενα έξομοιώ νουν τήν έκφραση μέ τό άνθρώπινο σώμα. Εισάγουν μιά «κεφαλική» άντίληψη στή συσσώρευση τής γνώσης: ή λέξη κεφάλαιο [chap ter] προέρχεται άπό τή λέξη κεφαλή [τό λατινικό caput] (όπως στό άνθρώπινο σώμα). Οί σελίδες δέν έχουν μόνον «έπικεφαλίδες » , άλλά καί «πόδια» (footnotes)/υποσημειώσεις. Άναφερόμαστε σέ κάτι πού είναι «παραπάνω » ή «παρακάτω », εννοώντας κάτι πού έπεται ή προηγείται μερικές σελίδες. Ή σημασία πού έχει τό κάθετο καί τό οριζόντιο στά βιβλία άπαιτεΐ σοβαρή μελέτη. Ό Kerckhove (1981, σελ. 10-1) ύποστηρίζει ότι ή άνάπτυξη τής κυριαρχίας τού άριστερού ήμισφαιρίου οδήγησε τή φορά τής έλληνικής γραφής, άπό τά δ ε
142
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ξιά στά αριστερά αρχικά, στή βουστροφηδόν γραφή (τή γραφή πού ακολουθεί τήν κίνηση τοϋ βοδιού στό όργωμα, μέ τή μιά γραμμή νά πηγαίνει πρός τά δεξιά, τήν επόμενη πρός τά αρι στερά καί τά γράμματα νά στρίβουν πρός τήν κατεύθυνση τής γραφής), στή στοιχηδόν γραφή (κάθετες γραμμές), καί τ ε λικά στήν οριστική γραφή, πού κατευθύνεται άπό άριστερά πρός τά δεξιά σέ μιά οριζόντια γραμμή. 'Όλα αύτά άνήκουν σέ έναν κόσμο διαφορετικής τάξης άπό έκεΐνον τής προφο ρικής άντίληψης, πού δέν έχει κανέναν τρόπο νά λειτουργήσει μέ «επικεφ αλίδες» ή λεκτική γραμμικότητα. Σέ όλο τόν κό σμο, τό άλφάβητο, πού άδυσώπητα άνάγει κατά τρόπο δρα στικό τόν ήχο στόν χώρο, ώθεΐται στήν ύπηρεσία τής έγκαθίδρυσης τών νέων, χωρικά προσδιορισμένων άκολουθιών: τά μέρη σημειώνονται μέ τά γράμματα α, /?, y γιά νά δηλώσουν τή σειρά τους, ένώ άκόμη καί τά ποιήματα στά πρώτα χρόνια τής έγγραμματοσύνης συντίθενται μέ τρόπο ώστε οί άκροστιχίδες τών διαδοχικών στίχων νά άκολουθοϋν τή σειρά τού άλφαβήτου.* Τό άλφάβητο, ώς μιά άπλή άκολουθία γραμμά των, άποτελεΐ μιά σημαντική γέφυρα άνάμεσα στήν προφορι κή καί τήν έγγράμματη μνημοτεχνική: γενικά, ή άκολουθία τών γραμμάτων άπομνημονεύεται προφορικά καί στή συνέ χεια χρησιμοποιείται γιά τήν ώς έπί τό πλεΐστον οπτική άνά κληση ύλικού, όπως στά εύρετήρια. Τά σχεδιαγράμματα, πού τοποθετούν τά στοιχεία τής σκέψης όχι μόνο κατά μία στοίχιση άλλά ταυτοχρόνως σέ οριζόντιες καί άλλες σταυροειδείς διατάξεις, παρουσιάζουν ένα πλαίσιο σκέψης άκόμη πιό απομακρυσμένο άπό τίς προ *
Σ .τ .Έ .: Τό φαινόμενο συναντάται καί στή δημοτική μας ποίηση, στά λεγόμενα «α λφ α βη τά ρ ια », Λ.χ. στούς ερωτικούς στίχους: <<Αχβίλι μου μελεχροινό/ έγώ γιά σένα τρέχω... Βουρλίζομαι νά σέ θωρώ/ πάντοτε φως μου στό χορό...Γυρίζω βράδυ καί πρωί/ νά σ’ εϋρω κόρη μοναχή...» κ .ο .κ ., μέχρι τό τελευταίο γράμμα, « ’Ω μέγα, έτελείωσε/ ή αγάπη έστερίω σε...».
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
143
φορικές νοητικές διεργασίες πού τά διαγράμματα αύτά υπο τίθεται πώς άναπαριστούν. Ή εκτεταμένη χρήση τών κατα λόγων καί ειδικότερα τών σχεδιαγραμμάτων, πού είναι τόσο κοινή στόν ύψηλής τεχνολογίας πολιτισμό μας, είναι αποτέ λεσμα όχι μόνο τής γραφής άλλά καί τής βαθιάς έσωτερίκευσης τής τυπογραφίας (Ong 1958b, σελ. 307-18 κ.ά.). Ή τυπο γραφία έπιτρέπει τή χρήση σταθερών παραστατικών σχεδια γραμμάτων καί άλλων πληροφοριακών χρήσεων τού ούδέτερου χώρου μέ έναν τρόπο πού ύπερβαίνει οτιδήποτε είναι έφικτό σέ έναν άπλώς έγγράμματο πολιτισμό.
Στοιχεία τής δυναμικής τής κειμενικότητας Ή κατάσταση τών λέξεων σέ ένα κείμενο είναι τελείως δια φορετική άπό τήν κατάστασή τους στόν προφορικό λόγο. ’Άν καί άναφέρονται σέ φθόγγους καί δέν άποκτούν νόημα παρά μόνον άν συσχετισθούν — έξωτερικά ή στή φαντασία— μέ τούς φθόγγους, ή άκριβέστερα μέ τά φωνήματα πού κωδικο ποιούν, οί γραπτές λέξεις είναι άπομονωμένες άπό τό πλησιέστερο πλαίσιο συμφραζομένων στό όποιο άναδύονται οί προφορικές λέξεις. Ή λέξη στό φυσικό προφορικό της περι βάλλον άποτελεί μέρος ένός πραγματικού, ύπαρξιακού πα ρόντος. Ή προφορική εκφώνηση απευθύνεται άπό ένα πραγ ματικό, ζωντανό πρόσωπο σέ ένα ή περισσότερα άλλα πραγ ματικά, ζωντανά πρόσωπα ή σέ μιά δεδομένη στιγμή καί σέ ένα πραγματικό πλαίσιο πού πάντα περιλαμβάνει πολλά άλλα πράγματα έκτός άπό τίς λέξεις. Οί προφερόμενες λέ ξεις άποτελούν πάντα τροποποιήσεις μιάς ολικής κατάστα σης πού δέν είναι μόνο λεκτική. Δέν ύπάρχουν μόνες τους σέ ένα άπλό λεκτικό πλαίσιο συμφραζομένων. Οί λέξεις είναι όμως μόνες τους στό κείμενο. ’Επιπλέον, όταν συνθέτεις ένα κείμενο, όταν «γρά φ εις» κάτι, εσύ πού παράγεις τή γραπτή έκφραση είσαι έπίσης μόνος. Ή συγγρα φή είναι μιά μοναχική δραστηριότητα. Γράφω ένα βιβλίο πού
144
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
έλπίζω νά διαβαστεί άπό εκατοντάδες χιλιάδες άνθρώπους, γι αύτό πρέπει νά άπομονωθώ άπό τόν καθένα. Ένώ έγρα φα αύτό τό βιβλίο, δήλωνα ότι «λείπ ω » γιά ώρες καί μέρες — έτσι ώστε κανείς, συμπεριλαμβανομένων καί αύτών πού ενδεχομένως θά διαβάσουν τό βιβλίο, νά μήν μπορεΐ νά διακόψει τή μοναξιά μου. Σέ ένα κείμενο άκόμη καί οί λέξεις πού είναι έκεΐ στε ρούνται τίς πλήρεις φωνητικές τους ποιότητες. Στήν ομιλία, μιά λέξη πρέπει νά έχει τόν ένα ή τόν άλλο έπιτονισμό ή τόνο φωνής — ζωηρή, έρεθισμένη, ήρεμη, κολακευτική, καρτερική κ.λπ. Είναι άδύνατον νά προφέρεις μιά λέξη χωρίς κανέναν έπιτονισμό. Σέ ένα κείμενο, ή στίξη μπορεΐ έλάχιστα νά σημάνει τόν τόνο τής φωνής: ένα έρωτηματικό ή ένα κόμμα, γιά παράδειγμα, ζητά άπό τή φωνή νά ύψωθεΐ κάπως. Ή ε γ γράμματη παράδοση, πού υιοθετείται καί διαμορφώνεται ά πό έμπειρους λόγιους άναγνώστες, μπορεΐ έπίσης νά παρά σχει μερικές έξωκειμενικές ένδείξεις γιά τόν τόνο τής φωνής, άλλά καί πάλι όχι πλήρεις. Οί ήθοποιοί ξοδεύουν ώρες γιά νά προσδιορίσουν πώς πραγματικά πρέπει νά προφέρουν τίς λ έ ξεις τού κειμένου πού έχουν μπροστά τους. Μιά δεδομένη περικοπή μπορεΐ νά άποδοθεΐ μεγαλόφωνα άπό έναν ηθο ποιό καί ψιθυριστά άπό έναν άλλο. Τό έξωκειμενικό πλαίσιο συμφραζομένων δέν άπουσιάζει μόνο γιά τόν άναγνώστη άλλά καί γιά τόν συγγραφέα. Ή έλλειψη ένός έπαληθεύσιμου πλαισίου συμφραζομένων καθι στά συνήθως τή γραφή μιά πολύ πιό αγωνιώδη διαδικασία άπό τήν προφορική ομιλία μπροστά σ’ ένα πραγματικό άκρο ατήριο. «Τό κοινό τού συγγραφέα είναι πάντα φανταστικό» (Ong 1977, σελ. 53-81). Ό συγγραφέας πρέπει νά δημιουργή σει έναν ρόλο τόν όποιο θά παίξουν άπόντες καί συχνά ά γνωστοι άναγνώστες. Άκόμη καί όταν γράφω σ έναν στενό φίλο, πρέπει νά πλάσω νοερά μιά διάθεση γ ι’ αύτόν, στήν όποια άναμένεται ότι θά συμμορφωθεί. Ό άναγνώστης έπ ί σης πρέπει νά πλάσει νοερά τόν συγγραφέα. "Οταν ό φίλος
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
145
μου διαβάζει τό γράμμα μου, μπορεΐ νά βρίσκομαι σέ ένα έντελώς διαφορετικό διανοητικό κλίμα άπό έκεΐνο στό όποιο ήμουν όταν τό έγραφα. Θά μπορούσα μάλιστα καί νά είχα πεθάνει. Άλλά γιά νά περάσει τό μήνυμά του στό κείμενο, δέν έχει σημασία άν ό συγγραφέας ζεϊ ή πέθανε. Τά περισσό τερα βιβλία σήμερα είναι γραμμένα άπό άνθρώπους πού έχουν πεθάνει. Ή προφορική έκφραση προέρχεται μόνο άπό ζωντανούς. Άκόμη καί ο ένα προσωπικό ήμερολόγιο στό όποιο άπευθύνομαι στόν έαυτό μου, πρέπει νά πλάσω τόν άποδέκτη. Μάλιστα, τό ήμερολόγιο άπαιτεΐ κατά κάποιον τρόπο τή μέγιστη μυθική διάπλαση ομιλητή καί άποδέκτη. Ή συγγραφή είναι πάντα ένα είδος μίμησης τής ομιλίας, καί έτσι σ’ ένα ήμερολόγιο προσποιούμαι ότι μιλώ στόν έαυτό μου. Ούτε θά τό κατόρθωνα χωρίς τή γραφή, κι άκόμη περισσότερο χωρίς τήν τυπογραφία. Τό προσωπικό ήμερολόγιο εΐναι μιά πολύ μεταγενέστερη λογοτεχνική μορφή, άγνωστη κατά βάση πρίν άπό τόν δέκατο έβδομο αιώνα (Boerner 1969). Τό είδος τών έκπεφρασμένων μοναχικών ρεμβασμών πού συνεπάγεται είναι άποτέλεσμα τής συνείδησης πού διαμορφώνει ό τυπο γραφικός πολιτισμός. Καί γιά ποιόν έαυτό γράφω; Γιά τόν σημερινό; Γ ι αύτόν πού νομίζω ότι θά είμαι σέ δέκα χρόνια; Γ ι’ αύτόν πού έλπίζω πώς θά είμα ι; Γιά μένα όπως μέ φαν τάζομαι ή όπως πιστεύω πώς οί άλλοι μέ φαντάζονται; Ε ρ ω τήματα σάν κι αύτά μπορούν, καί όντως γεμίζουν τούς συγ γραφείς ήμερολογίων μέ άγωνία, καί άρκετά συχνά οδηγούν στή διακοπή τής συγγραφής.Ό/ή συγγραφέας δέν μπορεΐ νά ζήσει πλέον μέ τόν μυθικό έαυτό του/της. Οί τρόποι μέ τούς οποίους οί άναγνώστες πλάθονται μυ θικά είναι ή ύπόγεια πλευρά τής λογοτεχνικής ιστορίας, τής οποί ας ή έπιφανειακή πλευρά είναι ή ιστορία τών λογοτε χνικών ειδών καί ό χειρισμός τών χαρακτήρων καί τής πλο κής. Τά πρώτα γραπτά κείμενα παρέχουν στόν άναγνώστη έμφανή στηρίγματα γιά νά τοποθετήσει τόν έαυτό του φα
146
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
νταστικά. Παρουσιάζουν τό φιλοσοφικό ύλικό ύπό μορφήν διαλόγων, όπως εκείνο ι τού πλατωνικού Σωκράτη, τούς όποιους ό αναγνώστης μπορεΐ νά φανταστεί πώς ακούει. ’Ή πάλι μπορεΐ νά φανταστεί πώς τά έπεισόδια τά διηγείται κά ποιος σέ ένα ζωντανό κοινό σέ διαδοχικές ήμερες. ’Αργότερα, κατά τόν Μεσαίωνα, ή συγγραφή θά παρουσιάσει φιλοσοφι κά ή θεολογικά κείμενα μέ τή μορφή έρωταποκρίσεων, ώστε ό άναγνώστης νά φανταστεί μιά λογομαχία. Ό Βοκάκιος καί ό Chaucer παρέχουν στόν άναγνώστη φανταστικές ομάδες άνδρών καί γυναικών πού διηγούνται ιστορίες μεταξύ τους, παρέχουν δηλαδή ένα πλαίσιο άφήγησης έτσι ώστε ό άναγνώ στης νά μπορεΐ νά προσποιηθεΐ ότι είναι ένας άπό τούς άκροατές τής παρέας. Άλλά ποιος μιλά σέ ποιόν στό Υπερη φάνεια καί Προκατάληψη, τό Κόκκινο καί τό Μαϋρο, ή τό Bede\ Οί μυθιστοριογράφοι τού δέκατου ένατου αιώνα συνει δητά τονίζουν τό «άγαπητέ άναγνώστη» ξανά καί ξανά, γιά νά ύπενθυμίσουν στόν έαυτό τους ότι δέν διηγούνται μιά ιστορία, άλλά γράφουν μιά ιστορία στήν όποια καί ό συγγρα φέας καί ό άναγνώστης δυσκολεύονται νά τοποθετήσουν τόν έαυτό τους. Ή ψυχοδυναμική τής γραφής ώρίμασε πολύ άργά στήν άφήγηση. Καί ώς τί νά παραστήσει τόν έαυτό του ό άναγνώστης τού Finnegan’s Wake; Απλώς καί μόνον ώς αναγνώστη. Άλλά ένός ιδιαίτερου μυθοπλαστικού ε’ίδους. Οί περισσότεροι άνα γνώστες δέν μπορούν ή δέν θέλουν νά άφήσουν τόν έαυτό τους νά γίνει τό είδος τού άναγνώστη πού απαιτεί ό Joyce. Μερικοί παρακολουθούν πανεπιστημιακά μαθήματα γιά νά μάθουν πώς νά μπούν στόν ρόλο τού άναγνώστη πού άπαιτεΐ ό Joyce. ’Άν καί τό κείμενο τού Joyce είναι έντόνως προφορι κό, μέ τήν έννοια ότι διαβάζεται θαυμάσια μεγαλόφωνα, ή φωνή του καί ό ακροατής της δέν ταιριάζουν σέ καμιά δυνα τή περίσταση τής πραγματικής ζωής παρά μόνο στό φαντα στικό πλαίσιο τού Finnegan’s Wake, τό όποιο μπορούμε νά φανταστούμε μόνο χάρη στή γραφή καί τήν τυπογραφία πού
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
147
ειχε προηγηθεΐ. To Finnegan's Wake δήμιουργήθηκε γραπτώς, άλλά γιά τό τυπογραφείο: μέ τήν ίδιοσυγκρατική του ορθο γραφία καί χρήση τής γλώσσας, θά ήταν τελείως άδύνατον νά πολλαπλασιαστέα έπακριβώς σέ χειρόγραφα άντίτυπα. Ή άριστοτελική μίμηση ύπάρχει έδώ μονάχα ώς ειρωνεία. Ή γραφή είναι πράγματι τό φυτώριο τής ειρωνείας, καί όσο π ε ρισσότερο διαρκεϊ ή παράδοση τής γραφής (καί τής τυπογρα φίας), τόσο έντονότερα αύξάνεται ή ειρωνεία (Ong 1971, σελ. 272-302).
Απόσταση, ακρίβεια, γραφόλεκτοι καί μεγαλεξιλόγια Ή άποστασιοποίηση πού έπιφέρει ή γραφή άναπτύσσει ένα νέο είδος άκριβολογίας στήν έκφραση, άπομακρύνοντάς την άπό τό πλούσιο άλλά χαοτικό ύπαρξιακό πλαίσιο τοϋ μεγα λύτερου μέρους τής προφορικής έκφρασης. Οί προφορικές τελέσεις μπορεΐ νά μάς έντυπωσιάζουν μέ τή μεγαλορρημοσύνη καί τήν κοινωφελή σοφία τους, εϊτε εΐναι έκτενεΐς, όπως στήν τυπική διήγηση, εϊτε είναι σύντομες καί άποφθεγματικές, όπως είναι στίς παροιμίες. Άλλά ή σοφία τους σχετίζεται μέ ένα ολικό καί σχετικά άθραυστο κοινωνικό πλαίσιο. Ή προφορική γλώσσα καί σκέψη δέν διακρίνονται γιά τήν άναλυτική τους άκρίβεια. Βέβαια, κάθε γλώσσα καί σκέψη είναι σέ κάποιο βαθμό άναλυτική: διασπά τό πυκνό συνεχές τής έμπειρίας, «τή μ ε γάλη, σφριγηλή, βοερή σύγχυση» τοϋ William James, σέ λίγοπολύ χωριστά μέρη, σημαίνοντα τμήματα. Άλλά οί γραπτές λέξεις οξύνουν τήν άνάλυση, έπειδή οί έπιμέρους λέξεις κα λούνται νά κάνουν περισσότερα. Γιά νά γίνεις κατανοητός χωρίς χειρονομίες καί έκφράσεις τού προσώπου, χωρίς έπιτονισμό, χωρίς έναν πραγματικό άκροατή, πρέπει νά προβλέ ψεις προσεκτικά όλες τίς πιθανές σημασίες πού θά μπορούσε
148
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
νά έχει μιά δήλωσή σου γιά κάθε πιθανό άναγνώστη, σέ κάθε πιθανή κατάσταση, καί πρέπει νά κάνεις τή γλώσσα σου νά είναι σαφής άπό μόνη της, χωρίς κανένα ύπαρξιακό πλαίσιο συμφραζομένων. Ή άνάγκη γ ι’ αύτή τήν ύπερβολική περίσκε ψη καθιστά τή γραφή τό άγωνιώδες έργο πού συνήθως είναι. Αύτό πού ό Goody (1977, σελ. 128) άποκαλεΐ «άνάδρομο έλεγχο» έπιτρέπει τήν άπαλοιφή τών άσυνεπειών στόν γρα πτό λόγο (Goody 1977, σελ. 49-50), τήν έπιλογή άνάμεσα σέ λέξεις μετά άπό στοχασμό, πράγμα πού προσδίδει στή σκέψη καί τίς λέξεις νέες διακριτικές καί άναλυτικές ικανότητες. Σέ έναν προφορικό πολιτισμό, ή ροή τών λέξεων, ή άντίστοιχη ροή τής σκέψης, ή copia (άφθονία λόγου) πού ύποστηριζόταν άπό τούς ρήτορες τής Εύρώπης, άπό τήν κλασική άρχαιότητα ώς τήν ’Αναγέννηση, τείνει νά χειριστεί τίς άσυνέπειες «καλλιεπώντας» τες — ή έτυμολογία έδώ είναι άποκαλυπτική*. Μέ τή γραφή, λέξεις πού έκφέρθηκαν, «έξω φέρθηκαν», καταγράφηκαν σέ μιά έπιφάνεια, μπορούν νά άπαλειφθούν, νά σβηστούν, νά άλλαχτούν. Δέν ύπάρχει τό άντίστοιχο σέ μιά προφορική τέλεση, δέν ύπάρχει τρόπος νά σβήσεις μιά λέξη πού έχει προφερθεΐ: οί διορθώσεις δέν καταργούν μιάν άτυχή έκφραση ή ένα λάθος· άπλώς τής προσθέτουν μιάν άρνηση κι ένα «μπάλω μα». Τό «νοητικό μα σ τόρεμα » (bricolage), ή νοητική αύτή «μπαλωματική» (patchwork) πού ό Levi-Strauss (1966, 1970) βρίσκει νά χαρακτηρίζει τή δομή τής «πρωτόγονης» ή « ά γριας» σκέψης όφείλεται, όπως φαίνεται έδώ, στήν προφορι-
Σ .τ .Έ .: Τό αγγλικό κείμενο γράφει κατά λέξη «τείν ει νά χειριστεί τίς ασυνέπειες by glossing them over» άπό τό ρήμα to gloss, στιλβώ νω, λουστράρω, τό όποιο προέρχεται, όπως συνεχίζει ό Ong. « ά πό τό glossa, γλώ σσα» (tongue), άρα «γλωσσεύοντάς τ ε ς » (by «tonguing» them over). Ό προφορικός δηλαδή λόγος κρύβει τίς άσυνέπειες του καλλωπίζοντάς τες μέ λέξεις, μέ τήν καλλιλογία, τήν καλλιέπεια (καλό+έπος).
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
149
κή νοητική κατάσταση. Οί διορθώσεις στήν προφορική τέλεση τείνουν νά είναι άντιπαραγωγικές, νά μήν καθιστούν τόν ομι λητή πειστικό. Έ τσ ι τίς κρατάς στό έλάχιστο ή τίς αποφεύ γεις τελείως. Γράφοντας, οί διορθώσεις μπορούν νά είναι έξαιρετικά παραγωγικές, γιατί πώς είναι δυνατόν νά γνωρί ζει ό άναγνώστης ότι έγιναν π ο τέ; Βέβαια, όταν ή αίσθηση τής άκριβολογίας καί τής άναλυτικής άκρίβειας, πού έγκαινιάζει ή χειρογραφία, έσωτερικευθεΐ, τότε μπορεΐ νά έπιδράσει στήν ομιλία, καί τό κάνει. "Αν καί ή σκέψη τοϋ Πλάτωνα είναι έκφρασμένη σέ διαλογική μορφή, ή έξαιρετική της άκρίβεια όφείλεται στίς συνέπειες πού έχει ή γραφή πάνω στίς νοητικές διαδικασίες, άφοϋ οί διάλογοι είναι κατ’ ούσίαν γραπτά κείμενα. Τά κείμενα αύτά, πού έχουν διαλογική μορφή άλλά ύπόκεινται σέ χειρογραφική έπεξεργασία, κινούνται διαλεκτικά πρός τήν άναλυτική διασαφήνιση θεμάτων πού ό Πλάτων καί ό Σωκράτης κληρο νόμησαν σέ πιό «καθολικευτική», μή άναλυτική, άφηγηματι κή , προφορική μορφή. Στό The Greek Concept of Justice from its Shadow in Homer to its Substance in Plato (1978a), ό Havelock διερευνά τή γενική τάση τήν όποια τό έργο τοϋ Πλάτωνα προώθησε κατά τρόπο αποφασιστικό: Τίποτα άπό τόν πλατωνικό άναλυτικό στόχο γιά μιά άφηρημένη έννοια τού δικαίου δέν βρίσκεται σέ όποιονδήποτε άπό τούς γνωστούς προφορικούς πολιτισμούς. Κατά τόν ϊδιο τρόπο, ή άμείλικτη στόχευση τού Κικέρωνα σέ θέματα καί άδυναμίες τών άντιπάλων του είναι τό έργο ενός έγγράμματου νού, άν καί γνωρίζουμε ότι ό Κικέρων δέν συν έθετε τούς λόγους του γραπτώς πρίν τούς έκφωνήσει, άλλά κατέγραφε άργότερα τά κείμενα πού διαθέτουμε σήμερα (Ong 1967b, σελ. 56-7). Οί έξαίσια άναλυτικές προφορικές διαμάχες στά μεσαιωνικά πανεπιστήμια καί στήν κατοπινή σχολαστική παράδοση μέχρι σήμερα (Ong 1981, σελ. 137-8) ήταν τό έργο μυαλών άκονισμένων στή συγγραφή, στήν άνά γνωση καί στόν γραπτό ή προφορικό σχολιασμό κειμένων.
150
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Διαχωρίζοντας τό υποκείμενο άπό τό άντικείμενο τής γνώ σης (Havelock 1963), ή γραφή κάνει έφικτή τήν ολοένα καί πε ρισσότερο άρθρώσιμη ένδοσκόπηση, άνοίγοντας τήν ψυχή όπως ποτέ πρωτύτερα, όχι μόνο πρός τόν έξωτερικό άντικειμενικό κόσμο, πού είναι πολύ διαφορετικός άπό αύτήν, άλλά καί στόν έσωτερικό έαυτό, πρός τόν όποιο άντιπαρατίθεται ό άντικειμενικός κόσμος. Ή γραφή καθιστά έφικτές τίς μεγάλες ένδοσκοπικές θρησκευτικές παραδόσεις τού βουδισμού, τού ιουδαϊσμού, τού χριστιανισμού καί τού ισλαμισμού. "Ολες αύτές διαθέτουν ιερά κείμενα. Οί άρχαίοι Έλληνες καί Ρω μαίοι γνώριζαν τή γραφή καί τή χρησιμοποίησαν, ιδίως οί πρώτοι,γιά νά άναπτύξουν τή φιλοσοφική καί τήν έπιστημονική γνώση. Άλλά δέν έπεξεργάστηκαν ιερά κείμενα συγκρίσιμα μέ τίς Βέδες, τή Βίβλο ή τό Κοράνι, καί ή θρησκεία τους άπέτυχε νά έγκατασταθεϊ στίς εσοχές τής ψυχής πού ή γραφή άνοιξε γ ι’ αυτούς. Έ γινε άπλώς μιά άριστοκρατική άρχαϊκή λογοτεχνική πηγή γιά συγγραφείς σάν τόν Ό βίδιο καί ένα πλαίσιο έξωτερικών παρατηρήσεων πού στερούνταν ύψηλού προσωπικού μηνύματος. Ή γραφή άναπτύσσει σέ μιά γλώσσα κώδικες διαφορετι κούς άπό τούς προφορικούς κώδικες τής ϊδιας γλώσσας. Ό Basil Bernstein* (1974, σελ. 134-5, 176, 181, 197-8) διακρίνει άνάμεσα στόν «περιορισμένο γλωσσικό κώδικα», ή τή «δημό σια γλώσσα» τών άγγλικών διαλέκτων πού μιλούν οί κατώτε ρες τάξεις στή Μεγάλη Βρετανία, καί τόν «έπεξεργασμένο γλωσσικό κώδικα» ή «ιδιωτική γλώσσα» τών διαλέκτων τών μεσαίων ή άνώτερων τάξεων. Ό Walt Wolfram (1972) είχε πα ρατηρήσει παρόμοιες διαφορές μέ αύτές τού Bernstein άνάμε σα στά άμερικανικά άγγλικά τών μαύρων καί τά κοινά άμεριΣ .τ .Έ .: Γιά τίς θεωρίες τού Β. Bernstein, βλ. τού ίδιου Παιδαγωγι κοί κώδικες καί κοινωνικός έλεγχος. Α λεξάνδρεια, Αθήνα 1989, κα θώς καί τήν κατατοπιστική εισαγωγή τού Ιωσήφ Σολομώ ν, ό όποιος καί έπιμελήθηκε τόν τόμο.
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
151
κανικά αγγλικά. Ό «π ερ ιο ρισ μένο ς» γλωσσικός κώδικας μπορεΐ νά είναι τουλάχιστον εξίσου έκφραστικός καί ακριβής μέ τόν «έπεξεργασμένο» σέ συμφραζόμενα πού είναι οικεία καί κοινά σέ ομιλητή καί ακροατή. Ό «περιορισμένος» γλωσ σικός κώδικας όμως δέν είναι κατάλληλος γιά τήν άκριβή καί έκφραστική άντιμετώπιση τού μή οικείου: στήν περίπτωση αύτή άπαιτεΐται οπωσδήποτε ό «έπεξεργασμένος» γλωσσικός κώδικας. Ό «περιορισμένος» γλωσσικός κώδικας έχει έμφανώς προφορική κυρίως προέλευση καί, όπως ή προφορική σκέψη καί έκφραση γενικότερα, λειτουργεί συμφραστικά, κοντά στήν άνθρώπινη ζωή: ή ομάδα πού κατά τόν Bernstein χρησιμοποιούσε αύτό τόν κώδικα άποτελούνταν άπό άγόρια δίχως γυμνασιακή παιδεία, πού έργάζονταν κάνοντας θελήμα τα. Ή έκφρασή τους έχει μιά λογοτυπίζουσα ποιότητα καί συνδέει τίς σκέψεις μεταξύ τους όχι μέ μιά προσεκτική υπο τακτική σύνταξη, άλλά σάν «χάντρες σε κομπολόι» (1974, σελ. 134) — μέ τόν γνωστό δηλαδή λογοτυπικό καί άθροιστικό τρόπο τού προφορικού πολιτισμού. Ό «έπεξεργασμένος» κώδικας είναι ένας κώδικας πού διαμορφώνεται μέ τήν άναγκαία βοήθεια τής γραφής, καί γιά τήν πλήρη του άνάπτυξη, τής τυπογραφίας. Ή ομάδα πού κατά τόν Bernstein χρησιμο ποιούσε αύτό τόν κώδικα προερχόταν άπό έξι μεγάλα ιδιωτι κά σχολεία πού παρέχουν τήν έντατικότερη έκπαίδευση σέ άνάγνωση καί γραφή στή Μεγάλη Βρετανία (1974, σελ. 134). Ό «περιορισμένος» καί «έπεξεργασμένος» γλωσσικός κώδι κας τού Bernstein θά μπορούσαν νά μετονομασθούν άντίστοιχα «π ροφ ορικοπ α γής» καί «κ ειμ εν ο π α γή ς» κώδικας. Ό Olson (1977) έδειξε πώς ή προφορικότητα παραπέμπει τή ση μασία κυρίως στό πλαίσιο τών συμφραζομένων, ένώ ή γραφή εστιάζει τή σημασία στήν ϊδια τή γλώσσα. Ή γραφή καί ή τυπογραφία άναπτύσσουν ιδιαίτερα εϊδη διαλέκτων. Οί περισσότερες γλώσσες δέν καταγράφηκαν πο τέ, όπως ήδη άναφέραμε (κεφ. 1). 'Ορισμένες όμως γλώσσες, ή καλύτερα διάλεκτοι, έπένδυσαν μαζικά στή γραφή. Συχνά,
152
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
δπως στήν ’Αγγλία, τή Γερμανία ή τήν ’Ιταλία, όπου υπάρχει μιά ομάδα διαλέκτων, μιά τοπική διάλεκτος άναπτόχθηκε χειρογραφικά περισσότερο άπό άλλες γιά λόγους οικονομι κούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς ή άλλους, κι έγινε τελικά έθνική γλώσσα. Στήν ’Αγγλία αύτό συνέβη στήν άγγλική διά λεκτο τής άνώτερης λονδρέζικης τάξης, στή Γερμανία, στά άνω γερμανικά (τά γερμανικά τού ορεινού Νότου), στήν Ιτ α λία στή διάλεκτο τής Τοσκάνης. ’Ενώ άληθεύει δτι αύτές ήταν όλες κατά βάση τοπικές καί/ή ταξικές διάλεκτοι, ή κατάστα σή τους ώς χειρογραφικά έλεγχόμενων έθνικών γλωσσών τίς μετέτρεψε σέ διαφορετικά ε’ίδη διαλέκτων ή γλωσσών άπό έκεΐνες πού δέν γράφονται ευρέως. "Οπως έδειξε ό Guxman (1970, σελ. 773-6), μιά έθνική γραπτή γλώσσα πρέπει νά έχει άπομονωθεΐ άπό τήν άρχική διαλεκτική της βάση, νά έχει άπορρίψει κάποιες διαλεκτικές μορφές, νά έχει άναπτύξει διάφορα λεξιλογικά επίπεδα άπό πηγές πού δέν άνήκουν κα θόλου στή διάλεκτο, καί νά έχει άναπτύξει ορισμένες συντα κτικές ιδιαιτερότητες. Τό είδος τής γραπτής γλώσσας πού καθιερώνεται κατ’ αύτό τόν τρόπο έχει έπιτυχώς όνομασθεϊ άπό τόν Haugen (1966, σελ. 50-71) «γραφόλεκτος». Μιά σύγχρονη γραφόλεκτος όπως τά «ά γγλικά», γιά νά χρησιμοποιήσουμε τόν άπλό όρο μέ τόν όποιο συνήθως άναφερόμαστε σέ αύτά, έχει δουλευτεί έπί αιώνες, άρχικά καί έντατικότατα, άπ’ ό,τι φαίνεται, άπό τό άνώτατο δικαστήριο τού Ερρίκου Ε' (Richardson 1980), καί στή συνέχεια άπό κανονιστές, γραμματικούς, λεξικογράφους καί άλλους. Καταγράφηκε μαζικά γραπτώς καί τυπογραφικώς, καί σήμερα ήλεκτρονικά, έτσι ώστε αύτοί πού είναι έπαρκεϊς στή γραφόλεκτο σήμερα μπορούν νά έρθουν εύκολα σέ έπαφή όχι μόνο μέ έκατομμύρια άλλους άνθρώπους, άλλά έπίσης καί μέ τή σκέψη περασμένων αιώνων, άφού οι άλλες άγγλικές διάλε κτοι όπως καί χιλιάδες ξένες γλώσσες μεταφράζονται σέ αύτή τή γραφόλεκτο. Μέ αύτή τήν έννοια, ή γραφόλεκτος π ε ριέχει όλες τίς άλλες διαλέκτους: τίς έρμηνεύει έτσι όπο^ς οί
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔ1 ΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
153
ϊδιες δέν μπορούν νά ερμηνεύσουν τόν έαυτό τους. Ή γραφόλεκτος φέρει τά ϊχνη έκατομμυρίων μυαλών πού τή χρησιμο ποίησαν γιά νά μοιραστούν μεταξύ τους τή συνείδησή τους. Σέ αύτή σφυρηλατήθηκε ένα τεράστιο λεξιλόγιο μιας τάξης μεγέθους άνέφικτης πράγματι γιά έναν προφορικό λόγο. Τό Webster’s Third New International Dictionary (1971) γράφει στόν Πρόλογό του ότι θά μπορούσε νά συμπεριλάβει «many ti mes», πολλαπλάσιες, λέξεις άπό τίς 450.000 πού περιέχει. Υ ποθέτοντας ότι «πολλαπλάσιες» σημαίνει τουλάχιστον τρ ι πλάσιες, μπορούμε νά πούμε, στρογγυλεύοντας τήν τιμή, ότι οί έκδοτες του διέθεταν κάπου ένάμισι έκατομμύριο λέξεις πού χρησιμοποιούνται στόν γραπτό άγγλικό λόγο. Οί προφο ρικές γλώσσες καί διάλεκτοι πορεύονται μέ 5.000 λέξεις ή καί λιγότερες. Ό λεκτικός πλούτος τών γραφολέκτων ξεκινά μέ τή γρα φή, άλλά ή πληρότητα, τους όφείλεται στήν τυπογραφία. Διότι ό πλούτος μιας σύγχρονης γραφολέκτου διατίθεται κατά κύ ριο λόγο μέσω τών λεξικών. Υπάρχουν διαφόρων ειδών π ε ριορισμένα λεξιλόγια άπό πολύ νωρίς στήν ιστορία τής γρα φής (Goody 1977, σελ. 74-111), άλλά μέχρι νά καθιερωθεί ή τυπογραφία δέν ύπάρχουν λεξικά πού νά παρέχουν γενικευμένες, περιεκτικές έξηγήσεις τών λέξεων πού χρησιμοποιούν ται σέ μιά γλώσσα. Είναι εύκολο νά καταλάβει κανείς τό γιατί, άν σκεφτεΐ τί σημαίνει νά παράγεις έστω καί λίγες δω δεκάδες σχετικά άκριβή χειρόγραφα άντίτυπα τού Webster’s Third ή καί τού πολύ μικρότερου Webster’s New Collegiate Dictionary. Λεξικά σάν κι αύτά απέχουν χιλιάδες έτη φωτός άπό τόν κόσμο τού προφορικού πολιτισμού. Τίποτε δέν άπεικονίζει καλύτερα πώς ή γραφή καί ή τυπογραφία άλλοιώνουν τίς συνειδησιακές καταστάσεις. "Οπου υπάρχουν γραφόλεκτοι, ή «σω στή» γραμματική καί χρήση έρμηνεύονται κοινά ώς ή γραμματική καί χρήση τής ϊδιας τής γραφολέκτου, έξαιρουμένης τής γραμματικής καί χρήσης τών άλλων διαλέκτων. Οί αισθητηριακές βάσεις τής
154
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ϊδιας τής έννοιας τής τάξης είναι κατά πολύ οπτικές (Ong 1967b, σελ. 108, 136-7), καί τό γεγονός ότι ή γραφόλεκτος γράφεται, ή κατά μείζονα λόγο τυπώνεται, ενθαρρύνει τήν άπόδοση σέ αύτήν μιάς ιδιαίτερης κανονιστικής δύναμης πού κρατά τή γλώσσα σέ τάξη. Άλλά όταν άλλες διάλεκτοι μιάς δεδομένης γλώσσας, πλήν τής γραφολέκτου, διαφέρουν άπό τή γραμματική τής γραφολέκτου, δέν θεωρούνται γραμματικά έσφαλμένες: χρησιμοποιούν άπλώς μιά διαφορετική γραμ ματική, γιατί ή γλώσσα είναι μιά δομή καί είναι άδύνατον νά χρησιμοποιήσεις μιά γλώσσα χωρίς γραμματική. 'Υπό τό φως αύτού τού γεγονότος, όλοι σχεδόν οί γλωσσολόγοι σήμερα παρατηρούν πώς όλες οί διάλεκτοι είναι ισοδύναμες, εννοώ ντας ότι καμιάς ή γραμματική δέν εΐναι έγγενώς πιό «σ ω στή» άπό άλλες. Άλλά ό Hirsch (1977, σελ. 43-50) παρατηρεί καί κάτι άλλο, ότι κατά μία βαθύτερη έννοια καμιά άλλη διά λεκτος τής άγγλικής, τής γερμανικής ή τής ιταλικής, φ έρ’ είπείν, δέν διαθέτει κάτι πού νά προσεγγίζει στό παραμικρό τόν πλούτο μιάς γραφολέκτου. Ά ποτελεΐ κακή παιδαγωγική μέθοδο νά έπιμένεις ότι έπειδή δέν ύπάρχει τίποτε «κακό» μέ τίς άλλες διαλέκτους, είναι άδιάφορο άν οί χρήστες μιάς διαλέκτου μάθουν ή όχι τή γραφόλεκτο, πού διαθέτει έφόδια μιάς τελείως διαφορετικής τάξης μεγέθους.
Αλληλεπιδράσεις: ρητορική καί τόποι Δύο ιδιαίτερα σημαντικές έξελίξεις στή Δύση προέρχονται άπό, καί έπηρεάζουν τήν άλληλεπίδραση τής γραφής καί τής προφορικότητας. Αύτές είναι ή άκαδημαϊκή ρητορική καί ή λόγια λατινική. Στόν τρίτο τόμο τού Oxford History of English Literature, ό C.S. Lewis παρατηρεί ότι ή «ρητορική είναι τό μεγαλύτερο έμπόδιο πού ύπάρχει άνάμεσα σ’ έμάς καί τούς προγόνους μας» (1954, σελ. 60). Ό Lewis σέβεται τό μέγεθος καί τήν
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
155
έκταση τοϋ θέματος άρνούμενος νά τό έξετάσει, μολονότι σχετίζεται άμεσα μέ τόν πολιτισμό όλων τών εποχών, τουλά χιστον μέχρι τήν έποχή τοϋ ρομαντισμού (Ong 1971, σελ. 122, 255-83). Ή μελέτη τής ρητορικής, πού κυριαρχούσε σέ όλους τούς πολιτισμούς τής Δύσης μέχρι τότε, ειχε άποτελέσει αρχικά τόν πυρήνα τής αρχαίας έλληνικής έκπαίδευσης καί τοϋ αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στήν αρχαία Ελλάδα, ή μελέτη τής «φιλοσοφίας», πού αντιπροσωπεύεται άπό τούς Σωκράτη, Πλάτωνα καί ’Αριστοτέλη, παρά τή μεταγενέστερη γονιμότητά της, ήταν ένα σχετικά έλάχιστο στοιχείο στό σύν ολο τού έλληνικού πολιτισμού, πού ούδέποτε άνταγωνίστηκε τή ρητορική εϊτε στόν άριθμό αύτών πού άσχολήθηκαν μαζί της εϊτε στίς άμεσες κοινωνικές της έπιπτώσεις (Marrou 1956, σελ. 194-205), όπως άλλωστε δείχνει ή δύστυχη μοίρα τοϋ Σωκράτη. Ή ρητορική ήταν κατά βάση ή τέχνη τής δημόσιας άγόρευσης, τής δημηγορίας, τής προφορικής άνάπτυξης έπιχειρημάτων μέ σκοπό τήν πειθώ (δικανική καί συμβουλευτική ρη τορική) ή τήν έκθεση κάποιου θέματος (έπιδεικτική ρητορι κή). Ή ελληνική λέξη ρήτωρ καί ή λατινική orator έχουν τήν ϊδια ρίζα καί σημαίνουν τόν δημόσιο ομιλητή. Στήν οπτική πού έπεξεργάστηκε ό Havelock (1963) είναι προφανές ότι, κατά μία βαθύτερη έννοια, ή ρητορική παράδοση άντιπροσώπευε τόν παλιό προφορικό κόσμο, ενώ ή φιλοσοφική παρά δοση τίς νέες χειρογραφικές δομές τής σκέψης. "Όπως καί ό Πλάτων, ό C.S. Lewis στήν πραγματικότητα έστρεφε τήν πλά τη του στόν παλιό προφορικό κόσμο. Έπί αιώνες, μέχρι τήν έποχή τού ρομαντισμού (όταν ή ορμή τής ρητορικής στράφη κε, οριστικά άν καί όχι ολοκληρωτικά, άπό τήν προφορική τέλεση στή γραφή), ή άμεση ή έμμεση άφοσίωση στήν τυπική μελέτη καί πρακτική τής ρητορικής είναι ένας δείκτης τοϋ ποσοστού τής πρωταρχικής προφορικότητας πού υπολείπε ται σέ έναν δεδομένο πολιτισμό (Ong 1971, σελ. 23-103). Οί Έλληνες τής ομηρικής καί τής προομηρικής έποχής,
156
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
δπως καί οί προφορικοί άνθρωποι έν γένει, τελούσαν τή δη μόσια αγόρευση μέ μεγάλη έπιδεξιότητα πολύ πρίν οί έπιδεξιότητές τους άναχθούν σέ μιά «τέχνη», δηλαδή σέ ένα σώμα άπό διαδοχικά οργανωμένες, έπιστημονικές αρχές πού ερμή νευαν καί ύποστήριζαν αύτό στό όποιο συνίσταται ή προφο ρική πειθώ. Μιά τέτοια «τέχνη» παρουσιάζεται στό έργο τού Αριστοτέλη Ρητορική (τέχνη ρητορική). Οί προφορικοί πολι τισμοί, όπως είπ α με, δέν μπορούν νά διαθέτουν «τέχνες» έπιστημονικά οργανωμένου τύπου. Κανείς δέν μπορούσε καί δέν μπορεΐ νά έκφωνήσει αύτοσχέδια μιά διατριβή σάν τή Ρητορική τού Αριστοτέλη, όπως αναγκαζόταν νά κάνει κά ποιος σ’ έναν προφορικό πολιτισμό, εάν έπρόκειτο νά έφαρμοστεΐ μιά τέτοια άντίληψη. Οί μακροσκελείς προφορικές παραγωγές άκολουθούν πιό σωρευτικές, λιγότερο άναλυτικές μορφές. Ή «τέχνη» τής ρητορικής, άν καί άσχολεΐται μέ τήν προφορική ομιλία, ήταν, όπως καί άλλες « τέχνες», προϊόν τής γραφής. "Ατομα προερχόμενα άπό πολιτισμό μέ ύψηλή τεχνολογία τά όποια συνειδητοποιούν τήν τεράστια βιβλιογραφία τού παρελθόντος πού άναφέρεται στή ρητορική, άπό τήν κλασική άρχαιότητα στους μεσαιωνικούς χρόνους, τήν ’Αναγέννηση καί τήν έποχή τού Διαφωτισμού (π.χ. Kennedy 1980* Murphy 1974* Howell 1956, 1971), τό γενικό καί έμμονο ένδιαφέρον γιά τό θέμα καί τόν χρόνο πού άναλώθηκε στή μελέτη του, τή μεγάλη καί περίπλοκη ορολογία γιά τήν ταξινόμηση έκατοντάδων μορφών λόγου τής έλληνικής καί τής λατινικής —άντονομασία ή pronominatio, παραδιαστολή ή distinctio, άντικατηγορία ή accusatio concertativa, κ.λπ.*— (Lanham 1968* Sonnino *
Σ .τ .Έ .: ’Αντονομασία: σχήμα κατά τό όποιο χρησιμοποιείται επ ί θετο, προσηγορικό, πατρωνύμιο ή άλλη νέα ονομασία στή θέση τού κύριου ονόματος. Παραδιαστολή: σχήμα κατά τό όποιο παρα τάσσονται άνόμοια μεταξύ τους πράγματα. ’Αντικατηγορία: κατη γορία πού απευθύνει στόν κατήγορο ό κατηγορούμενος.
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
157
1968) τό πιθανότερο αντιδρούν μέ ένα « τ ί σπατάλη χρό νου!». Άλλά γιά τούς πρώτους πού τήν άνακάλυψαν ή τήν έφηύραν, τούς άρχαίους "Έλληνες σοφιστές τού πέμπτου αιώνα, ή ρητορική ήταν κάτι τό θαυμάσιο. Παρείχε μιά λογι κή βάση σέ αύτό πού αγαπούσαν, τήν αποτελεσματική καί συχνά έπιδεικτική προφορική τέλεση, κάτι πού άποτελούσε γιά αιώνες μιά σαφώς άνθρώπινη πλευρά τής άνθρώπινης ύπαρξης, άλλά πού πρίν άπό τήν έλευση τής γραφής δέν μπο ρούσε νά άποτελέσει άντικείμενο εμπεριστατωμένης άνάλυσης καί σκέψης. Ή ρητορική διατήρησε πολλά άπό τήν παλιά προφορική αίσθηση γιά τή σκέψη καί τήν έκφραση, όντας βασικά άγωνιστική καί λογοτυπική. Αύτό φαίνεται καθαρά στή ρητορική διδασκαλία γιά τούς «τόπους» (Ong 1967b, σελ. 56-87· 1971, σελ. 147-87· Howell 1956, Index). Μέ δεδομένο τό άγωνιστικό της παρελθόν, ή ρητορική διδασκαλία υπέθετε ότι σκοπός λί γο-πολύ όλων τών μορφών λόγου ήταν ή άπόδειξη ή ή άναίρεση μιάς θέσης σέ συνθήκες άντιλόγου. Ή άνάπτυξη ενός θέματος θεωρούνταν μιά διαδικασία «εύρέσ εω ς», δηλαδή ανεύρεσης στόν χώρο αποθήκευσης τών επιχειρημάτων, πού καί άλλοι χρησιμοποιούσαν πάντα, έκείνων τών έπιχειρημάτων πού ταίριαζαν στή συγκεκριμένη περίπτωση. Αύτά τά έπιχειρήματα θεωρούνταν τοποθετημένα ή «καθισμένα» (κα τά τόν όρο τού Κοϊντιλιανού) σέ «τόπους» (loci στά λατινι κά), καί συχνά άποκαλούνταν loci communes, ή κοινοί τόποι, όταν θεωρούνταν πώς παρείχαν έπιχειρήματα κοινά γιά κάθε θέμα. Τουλάχιστον άπό τήν εποχή τού Κοϊντιλιανού, οί loci com munes γίνονταν άντιληπτοί μέ δύο διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, άναφέρονταν στίς «θέσ εις» τών έπιχειρημάτων, πού στή σημερινή διάλεκτο θά θεωρούνταν άφηρημένες «έπ ικεφ α λίδες», όπως ορισμός, α ιτία , άποτέλεσμα, ά ντιθέσεις, ομοιότητες κ.λπ. (ή κατάταξη διέφερε άπό συγγραφέα σέ συγγραφέα). Αύτός πού ήθελε νά άναπτύξει μιάν «άπόδει-
158
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ξη» — θά λέγαμε απλώς μιά σειρά σκέψεων— γιά κάποιο θέ μα, δπως ή άφοσίωση, τό κακό, ή ένοχή ένός κατηγορουμέ νου, ή φιλία, ό πόλεμος ή οτιδήποτε, θά μπορούσε νά βρει κάτι νά πει όρίζοντάς το, άναζητώντας τίς αίτιες του, τά άποτελέσματά του, τά αντίθετα καί όλα τά ύπόλοιπα. Αύτές οί έπικεφαλίδες θά μπορούσαν νά ονομαστούν «αναλυτικοί κοινοί τόποι». Κατά δεύτερο λόγο, οί κοινοί τόποι άναφέρονταν σέ συλλογές ρητών (κατ’ ουσίαν λογοτύπων) πάνω σέ διάφορα θέματα — όπως ή άφοσίωση, ή παρακμή, ή φιλία ή οτιδήποτε— πού κάποιος θά μπορούσε νά έπεξεργαστεΐ στή δική του ομιλία ή γραφή. Μέ αύτή τήν έννοια, οί loci commu nes θά μπορούσαν νά ονομαστούν «άθροιστικοί κοινοί τό π ο ι». Είναι φανερό ότι καί οί άναλυτικοί καί οί άθροιστικοί κοινοί τόποι διατηρούσαν ζωντανή τήν παλιά προφορική αίσθηση γιά τή σκέψη καί τήν έκφραση, πού ούσιαστικά άποτελούνταν άπό λογοτυπικό ή άλλο παγιωμένο ύλικό, κληρο νομημένο άπό τό παρελθόν. Αέγοντας αύτό δέν έξαντλούμε τό σύνολο τής περίπλοκης αύτής διδασκαλίας, πού ήταν ή ϊδια συστατικό στοιχείο τής τεράστιας ρητορικής τέχνης. Ή ρητορική, φυσικά, είναι ούσιαστικά άντιθετική (Durand 1960, σελ. 451, 453-9), γιατί ό ρήτορας μιλά μπροστά σέ του λάχιστον έξυπακουόμενους άντιπάλους. Ή ρητορεία έχει βα θιές άγωνιστικές ρίζες (Ong 1967b, σελ. 192-202* 1981, σελ. 119-48). Ή άνάπτυξη τής τεράστιας ρητορικής παράδοσης διέκρινε τή Δύση καί σχετιζόταν, ώς αίτια ή άποτέλεσμα —ή καί τά δύο— μέ τήν τάση τών Ελλήνων καί τών πολιτισμικών έπιγόνων τους νά μεγιστοποιούν τίς άντιθέσεις, στόν πνευ ματικό καί έξωπνευματικό κόσμο, σέ άντίθεση μέ τούς Ι ν δούς καί τούς Κινέζους, πού τίς έλαχιστοποιούσαν προγραμ ματικά (Lloyd 1966* Oliver 1971). ’Από τήν ελληνική άρχαιότητα καί έξης ή κυριαρχία τής ρητορικής στό άκαδημαϊκό κλίμα προκάλεσε σέ όλο τόν έγγράμματο κόσμο τήν έντύπωση, πραγματική άν καί συχνά άόριστη, πώς ή ρητορεία ήταν τό πρότυπο κάθε λεκτικής
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
159
έκφρασης, καί διατήρησε τόν αγωνιστικό τόνο τοϋ λόγου ύπερβολικά ψηλά γιά τά σημερινά δεδομένα. Ή ϊδια ή ποίη ση έξομοιωνόταν συχνά μέ τήν έπιδεικτική ρητορεία καί θεω ρούσαν ότι αφορούσε ούσιαστικά στήν κατηγορία ή τόν έπαι νο (όπως συμβαίνει άκόμη σήμερα μέ μεγάλο μέρος τής προ φορικής ή καί γραπτής ποίησης). Στόν δέκατο ένατο αιώνα τό λογοτεχνικό ύφος στή Δύση διαμορφωνόταν ώς έπί τό πλεϊστον άπό τήν άκαδημαϊκή ρη τορική, μέ μιάν άξιοσημείωτη έξαίρεση: τό λογοτεχνικό ύφος τών γυναικών συγγραφέων. Σχεδόν καμιά άπό τίς γυναίκες πού δημοσίευσαν γραπτά τους, όπως έκαναν πολλές άπό τά 1600 καί μετά, δέν ειχε τέτοιου είδους παιδεία. Στούς μεσαι ωνικούς χρόνους καί άργότερα, ή εκπαίδευση τών κοριτσιών ήταν συχνά έντατική καί παρήγε άποτελεσματικές διαχειρίστριες νοικοκυριών πού ένίοτε περιελάμβαναν πενήντα ώς ογδόντα άτομα καί άποτελούσαν μιά έκτεταμένη έπιχείρηση (Markham 1675, τίτλος). Τήν έκπαίδευση αύτή όμως δέν τήν άποκτούσαν σέ άκαδημαϊκά ιδρύματα πού δίδασκαν τή ρη τορική καί όλα τά άλλα μαθήματα στά λατινικά. "Όταν κατά τόν δέκατο έβδομο αιώνα άρχισαν νά πηγαίνουν περισσότερα κορίτσια σέ σχολεία, είσάγονταν στά νεότερα λαϊκά σχολεία καί όχι στά κεντρικά λατινικής παιδείας. Αύτά ήταν πρα κτικής κατευθύνσεως, κατάλληλα γιά έμπορικές καί οικιακές άσχολίες, ένώ τά παλαιότερα λατινικής έκπαίδευσης σχολεία ήταν κατάλληλα γιά όσους ήθελαν νά γίνουν κληρικοί, νομι κοί, γιατροί, διπλωμάτες ή κρατικοί ύπάλληλοι. ’Αναμφίβολα, οί γυναίκες συγγραφείς έπηρεάζονταν άπό τά έργα πού διά βαζαν καί προέρχονταν άπό τή λατινογενή, άκαδημαϊκή ρη τορική παράδοση, άλλά οί ϊδιες συνήθως εκφράζονταν μέ μιά διαφορετική, λιγότερο ρητορική φωνή, πού σχετίζεται σημα ντικά μέ τή γένεση τού μυθιστορήματος.
160
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Αλληλεπιδράσεις: λόγιες γλώσσες Ή δεύτερη μεγάλη έξέλιξη στή Δύση πού έπηρέαζε τήν αμοι βαία σχέση τής γραφής καί τής προφορικότητας ήταν ή λόγια λατινική γλώσσα. Ή λόγια λατινική ήταν τό άμεσο αποτέλε σμα τής γραφής. Άνάμεσα περίπου στά 550 καί 700 μ.Χ. τά λατινικά, πού όμιλοϋνταν ώς μητρική γλώσσα σέ διάφορες περιοχές τής Εύρώπης, έξελίχθηκαν σέ διάφορες πρώιμες μορφές τής ιταλικής, ισπανικής, καταλανικής, γαλλικής καί άλλων ρωμανικών γλωσσών. Στά 700 μ .Χ ., δσοι μιλούσαν αύτά τά παρακλάδια τών λατινικών δέν μπορούσαν πλέον νά κατανοήσουν τά παλιά γραπτά λατινικά, κατανοητά Ισως σέ κάποιους προπάππους τους. Ή γλώσσα πού μιλούσαν ειχε απομακρυνθεί πολύ άπό τίς απαρχές της. Άλλά ή εκπαίδευ ση, καί μαζί της τό μεγαλύτερο μέρος τού επίσημου λόγου τής Εκκλησίας ή τού κράτους, συνέχιζε τά λατινικά. Στήν πραγματικότητα δέν ύπήρχε άλλη εναλλακτική λύση. Ή Εύρώπη ήταν ένα τέλμα άπό εκατοντάδες γλώσσες καί δια λέκτους, οί περισσότερες άπό τίς όποιες ουδέποτε γράφτη καν. Φυλές πού μιλούσαν άναρίθμητες γερμανικές καί σλαβι κές διαλέκτους, κι άκόμη πιό έξωτικές, μή ίνδοευρωπαϊκές γλώσσες όπως τά μαγιάρικα, τά φιλανδικά ή τά τουρκικά, εισέβαλαν στή Δυτική Εύρώπη. Δέν υπήρχε τρόπος νά μετα φραστούν τά λογοτεχνικά, έπιστημονικά, φιλοσοφικά, ιατρι κά ή θεολογικά έργα πού διδάσκονταν στά σχολεία καί τά πανεπιστήμια, στόν έσμό τών τόσων προφορικών ιδιωμάτων, πού συχνά είχαν διαφορετικές, άμοιβαΐες άκατανόητες μορ φές σέ πληθυσμούς πού άπεΐχαν μόλις ισως πενήντα μίλια. Μέχρις οτου κάποια διάλεκτος γιά οικονομικούς ή άλλους λόγους κυριαρχήσει άρκετά ώστε νά χρησιμοποιηθεί καί άπό άλλες διαλεκτικές έπαρχίες (όπως έγινε μέ τή διάλεκτο τής East Midland στήν Αγγλία ή τής Hochdeutsch στή Γερμανία), ή μόνη πρακτική πολιτική ήταν νά μάθουν λατινικά τά περιορι σμένου άριθμού άγόρια πού πήγαιναν στό σχολείο. Τά λατι
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
161
νικά, πού κάποτε ήταν μητρική γλώσσα, εγιναν έτσι σχολική μόνο γλώσσα, πού όμιλούνταν όχι μόνο μέσα στήν τάξη, άλλά κατ’ άρχήν, άν καί όχι πάντα, σέ ολόκληρο τό σχολείο. Μέ τούς σχολικούς κανονισμούς λοιπόν, ή λατινική έγινε λόγια λατινική, μιά γλώσσα πού τήν έλεγχε τελείως ή γραφή, ενώ οί νέες ρωμανικές γλώσσες έξελίχθηκαν άπό τά λατινικά μέ τόν τρόπο πού πάντα άναπτύσσονται οί γλώσσες, δηλαδή προ φορικά. Στά λατινικά άνοιξε ένα ρήγμα μεταξύ τού ήχου καί τής δψης τής λέξης. Έξαιτίας τής άκαδημαϊκής της βάσης, πού ήταν ολοκλη ρωτικά άνδροκρατούμενη — μέ έξαιρέσεις τόσο σπάνιες πού μπορούν νά άγνοηθούν τελείως— , ή λόγια λατινική είχε ένα άλλο κοινό στοιχείο μέ τή ρητορική εκτός άπό τήν κλασική της προέλευση. Γιά περισσότερα άπό χίλια χρόνια ήταν συνδεδεμένη μέ τό φύλο, μιά γλώσσα πού έγραφαν καί μιλούσαν μόνο άνδρες, οί οποίοι τή μάθαιναν έξω άπό τό σπίτι, α ένα φυλετικό πλαίσιο πού ήταν ούσιαστικά τό πλαίσιο μιας τ ε λετής ένήβωσης ή όποια συνοδευόταν άπό φυσικές τιμωρίες καί άλλα είδη σκόπιμων ταλαιπωριών (Ong 1971, σελ. 1134 Γ 1981, σελ. 119-48). Δέν είχε καμιά άμεση σύνδεση μέ τό άσυνείδητο, όπως συμβαίνει πάντα μέ τίς μητρικές γλώσσες, πού μαθαίνονται στή νηπιακή ηλικία. Ή λόγια όμως λατινική συνδεόταν μέ τήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη μέ τρόπους παράδοξους. Άπό τή μιά, όπως είπαμε, ήταν γλώσσα πού ελεγχόταν χειρογραφικά. Άπό τά εκατομμύρια πού θά τή μιλούσαν τά έπόμενα 1400 χρόνια, ό καθένας θά ήταν σέ θέση νά τή γράψει. Δέν υπήρχαν άπολύτως προφορικοί χρήστες. Άλλά ό χειρογραφικός έλεγχος τής λόγιας λατινικής δέν άπέκλειε τή συμμαχία της μέ τήν προφορικότητα. Παραδόξως,ή κειμενικότητα πού διατηρούσε τή λατινική ριζωμένη στήν κλασική άρχαιότητα, τή διατηρούσε έπίσης ριζωμένη καί στήν προφορικότητα, έπειδή τό κλασικό ιδεώδες τής έκπαίδευσης ήταν νά παράγει όχι τόν άποτελεσματικό συγγραφέα άλλά τόν ρήτορα, τόν
162
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
orator, τόν δημηγόρο. Ή γραμματική τής λόγιας λατινικής προερχόταν άπό αύτό τόν παλιό προφορικό κόσμο. Αύτό ισχύει καί γιά τό βασικό λεξιλόγιό της, άν καί, σαν όλες τίς έν χρήσει γλώσσες, ένσωμάτωσε χιλιάδες νέες λέξεις στή διάρ κεια τών αιώνων. Δίχως παιδική ομιλία, άπομονωμένη άπό τά πρώιμα χρό νια τής ζωής όπου ή γλώσσα έχει τίς βαθύτερες ψυχικές της ρίζες, δίχως νά συνιστά πρώτη γλώσσα γιά κανέναν άπό τούς χρήστες της, ή λόγια λατινική, πού προφερόταν στήν Εύρώπη μέ τρόπους συχνά άμοιβαΐα άκατάληπτους άλλά γραφόταν πάντα μέ τόν Υδιο τρόπο, ήταν ένα έντυπωσιακό παράδειγμα τής δύναμης τής γραφής νά άπομονώνει τόν λόγο καί τής άσύγκριτης παραγωγικότητας πού επιφέρει μιά τέτοια άπομόνωση. "Οπως είδαμε νωρίτερα, ή γραφή βοηθά στόν διαχω ρισμό καί τήν άπομάκρυνση τού γνώστη άπό τό άντικείμενο τής γνώσης, κι έτσι στήν έγκαθίδρυση τής άντικειμενικότητας. Ύποστηρίχθηκε (Ong 1977, σελ. 24-9) ότι ή λόγια λατινική έπιφέρει άκόμη μεγαλύτερη άντικειμενικότητα παράγοντας γνώση σ’ ένα μέσο άπομονωμένο άπό τά συναισθηματικά φορτισμένα βάθη τής μητρικής γλώσσας, περιορίζοντας έτσι τήν επίδραση τού άνθρώπινοο βιοτικού κόσμου καί καθιστώ ντας εφικτό τόν έξαίσια άφηρημένο κόσμο τού μεσαιωνικού σχολαστικισμού καί τής νέας μαθηματικής επιστήμης πού συνέχισε τήν έμπειρία τού σχολαστικισμού. Φαίνεται πώς χωρίς τή λόγια λατινική ή σύγχρονη έπιστήμη θά προχωρούσε μέ μεγαλύτερη δυσκολία, άν προχωρούσε καθόλου. Ή σύγ χρονη έπιστήμη μεγάλωσε σέ λατινικό έδαφος, άφού οί φιλό σοφοι καί οί επιστήμονες μέχρι τήν έποχή τού Νεύτωνα έγρα φαν καί σκέπτονταν στά λατινικά. Ή άλληλεπίδραση άνάμεσα σέ μιά τέτοια χειρογραφικά ε λ ε γ χ ό μ ε ν η γλώσσα, όπως είναι ή λόγια λατινική, καί τίς άλλες μητρικές γλώσσες δέν έχει άκόμη κατανοηθεΐ άπολύτως. Δέν υπάρχει τρόπος νά «μεταφραστεί» άπλώς μιά γλώσ σα σάν τή λόγια λατινική σέ άλλες γλώσσες, σάν τίς καθομι-
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
163
λούμενες μητρικές. Ή μετάφραση ήταν μετασχηματισμός. Ή άλληλεπίδραση παρήγε κάθε είδους ιδιαίτερα άποτελέσματα. Ό Bauml (1980, σελ. 264), γιά παράδειγμα, παρατήρησε μ ε ρικά άπό τά άποτελέσματα που έμφανίζονται όταν μεταφο ρές άπό τή συνειδητά μεταφορική λατινική μεταφέρονταν σέ λιγότερο μεταφορίζουσες μητρικές γλώσσες. Κατά τήν περίοδο αύτή, καί άλλες χειρογραφικά ελεγχό μενες καί συνδεόμενες μέ τό άνδρικό φύλο γλώσσες άναπτύχθηκαν στήν Άσία καί τήν Εύρώπη, όπου μεγάλοι έγγράμματοι πληθυσμοί έπιθυμούσαν νά μοιραστούν μιά κοινή πνευ ματική κληρονομιά. Ταυτόχρονα σχεδόν μέ τή λόγια λατινική συνυπήρξαν τά ραβινικά έβραϊκά, τά κλασικά άραβικά, τά σανσκριτικά, τά κλασικά κινέζικα καί τά βυζαντινά ελληνικά, μιά σίγουρα λιγότερο λόγια γλώσσα, καθώς ή λαλούμενη ελληνική διατηρούσε στενή έπαφή μαζί της (Ong 1977, σελ. 28-34). Αύτές οί γλώσσες δέν χρησιμοποιούνταν πλέον ώς μητρικές (μέ τήν κυριολεκτική σημασία, γλώσσες πού χρησι μοποιούν οί μητέρες κατά τήν άνατροφή τών παιδιών). Δέν ήταν ποτέ ή πρώτη γλώσσα κανενός, έλέγχονταν πλήρως άπό τή γραφή, όμιλούνταν μόνον άπό άνδρες (μέ έξαιρέσεις πού μπορούμε νά άγνοήσουμε, οί περισσότερες ϊσως στά κλασικά κινέζικα) καί όμιλούνταν μόνον άπό εκείνους πού μπορούσαν καί νά τίς γράψουν καί πού, πράγματι, τίς έμαθαν άρχικά μέ τή χρήση τής γραφής. Τέτοιες γλώσσες δέν υπάρχουν πιά, καί είναι δύσκολο σήμερα νά νιώσουμε τή δύναμη πού είχαν κά ποτε. "Ολες οί γλώσσες πού χρησιμοποιούνται σήμερα γιά λόγιους σκοπούς είναι καί μητρικές (ή, στήν περίπτωση τής άραβικής, όλο καί περισσότερο αφομοιώνουν τίς μητρικές γλώσσες). Ή έξαφάνιση αύτή τών χειρογραφικά ελεγχόμενων γλωσσών δείχνει κατά τόν πιό πειστικό τρόπο πώς ή γραφή χάνει τήν προηγούμενη μονοπωλιακή της ισχύ (άν καί όχι τή σημασία της) στόν σημερινό κόσμο.
164
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
Ή άνθεκτικότητα της προφορικότητας "Οπως υποδηλώνουν οί παράδοξες σχέσεις άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη στή ρητορική καί τή λόγια λατινική, ή μετάβαση άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη ήταν άργή (Ong 1967b, σελ. 53-87* 1971, σελ. 23-48). Οί μεσαιωνικοί χρόνοι χρησιμοποιούσαν πολύ περισσότερα κείμενα άπό τήν άρχαία Ελλάδα καί τή Ρώμη, οί δάσκαλοι στίς πανεπιστημιακές τους διαλέξεις άναφέρονταν σέ κείμενα, κι όμως ποτέ δέν έλεγξαν τή γνώση ή τήν πνευματική ικανότητα γραπτώς, άλλά μέ τήν προφορική δια μάχη — μιά πρακτική πού συνεχίστηκε έξασθενώντας στόν δέκατο ένατο αιώνα, καί σήμερα έπιβιώ νει άκόμη περιθω ριακά στήν ύπεράσπιση τών διδακτορικών διατριβών στά όλο καί λιγότερα μέρη όπου γίνεται αύτό. "Αν καί ό άναγεννησιακός ούμανισμός έπινόησε τή σύγχρονη κειμενική σπουδή καί πρωταγωνίστησε στήν άνάπτυξη τής τυπογραφίας, άφουγκραζόταν επίσης τήν άρχαιότητα κι έδωσε έτσι νέα ζωή στήν προφορικότητα. Τό άγγλικό ύφος στήν περίοδο τών Τυδώρ (Ong 1971, σελ. 23-47), καί πολύ άργότερα άκόμη, κουβα λούσε ένα βαρύ προφορικό ύπόλειμμα όσον άφορά τή χρήση τών επιθέτων, τής ισορροπίας, τής άντίθεσης, τών λογοτυπικών δομών καί τών κοινών τόπων. Τά ϊδια ισχύουν γιά τά δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά ύφη έν γένει. Στή δυτική κλασική άρχαιότητα θεωρούνταν δεδομένο ότι ένα γραπτό κείμενο κάποιας άξίας προοριζόταν καί άξιζε νά διαβαστεί δυνατά, καί ή πρακτική τής άπαγγελίας συνεχίστη κε, μέ πολλές παραλλαγές βέβα ια , όλο τόν δέκατο ένατο αιώνα (Balogh 1926). Αύτή ή πρακτική έπηρέασε σημαντικά τό λογοτεχνικό ύφος άπό τήν άρχαιότητα μέχρι σχετικά πρό σφατα (Balogh 1926· Crosby 1936* Nelson 1976-7* Ahern 1982). Νοσταλγώντας άκόμη τήν παλιά προφορικότητα, ό δ έ κατος ένατος αιώνας καλλιέργησε διαγωνισμούς άπαγγελίας στούς όποιους προσπαθούσαν νά αποδώσουν παλαιότητα
Η ΓΡΑΦΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
165
στά τυπωμένα κείμενα, χρησιμοποιώντας μιά προσεκτική τ έ χνη γιά νά άπομνημονεύσουν τά κείμενα κατά λέξη καί νά τά άπαγγείλουν έτσι ώστε νά άκουστοϋν ώς αύτοσχέδιες προ φορικές παραγωγές (Howell 1971, σελ. 144-256). Ό Dickens διάβαζε άποσπάσματα τών μυθιστορημάτων του άπό τό βή μα τού ρήτορα. Τά διάσημα McGujfey’s Readers, πού έκδόθηκαν στις Η.Π.Α. σέ κάπου 120 έκατομμύρια άντίτυπα άπό τό 1836 ώς τό 1920, ήταν σχεδιασμένα ώς άναγνωστικά βοηθή ματα γιά νά βελτιώσουν όχι τήν ικανότητα τής κατανόησης, πού τόσο έξιδανικεύσαμε σήμερα, άλλά τήν προφορική στομ φώδη άνάγνωση. Τά McGujfey’s ειδικεύονταν σέ λογοτεχνικά άποσπάσματα πού λάμβαναν ύπόψη τους τήν ήχητική διά σταση καί άναφέρονταν σέ μεγάλους ήρωες («διογκω μένοι» προφορικοί χαρακτήρες). Παρείχαν ατελείω τες άσκήσεις προφοράς καί άναπνοής (Lynn 1973, σελ. 16, 20). Ή ’ίδια ή ρητορική, σταδιακά άλλά άναπόφευκτα, μετα τέθηκε άπό τόν προφορικό στόν χειρογραφικό κόσμο. ’Από τήν κλασική άρχαιότητα οί προφορικές δεξιότητες πού μαθαίνονταν στή ρητορική χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στήν άγόρευση άλλά καί στόν γραπτό λόγο. Κατά τόν δέκατο έκτο αιώνα, τά περισσότερα έγχειρίδια ρητορικής παρέλειπαν άπό τά παραδοσιακά πέντε τμήματά της (εύρεση, διάταξη, ύφος, άπομνημόνευση καί έκφώνηση) τό τέταρτο μέρος, τήν άπομνημόνευση, πού δέν ειχε έφαρμογή πλέον στόν γραπτό λό γο. Ελαχιστοποιούσαν επίσης τό τελευταίο τμήμα, τόν τρόπο έκφώνησης (Howell 1956, σελ. 146-172, 270 κ.λπ.). Τίς περισ σότερες φορές έκαναν τίς άλλαγές αύτές προσφέροντας έπιπόλαιες ή άνύπαρκτες έξηγήσεις. Σήμερα, όταν στά προ γράμματα σπουδών περιλαμβάνουμε τή ρητορική, έννοούμε συνήθως τήν έκμάθηση τής δόκιμης γραφής. Κι όμως, κανείς δέν ξεκίνησε συνειδητά ένα πρόγραμμα γιά νά δώσει νέα κα τεύθυνση στή ρητορική: ή «τέχνη» άπλώς ακολούθησε τή μ ε τακίνηση τής συνείδησης άπό τήν προφορική πρός τή γραπτή οικονομία. Ή μετακίνηση ολοκληρώθηκε προτού κανείς άντι-
166
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ληφθει ότι συνέβαινε οτιδήποτε. "Οταν ολοκληρώθηκε, ή ρη τορική δέν ήταν πλέον τό εύρύτατο αντικείμενο πού ήταν κά ποτε: ή παιδεία δέν μπορούσε πιά νά χαρακτηριστεί ρητορι κή, όπως θά μπορούσε σέ περασμένες εποχές. Τά τρία R — reading (ανάγνωση), ’riting (γραφή), ’rithmetic (άριθμητική)— πού αντιπροσώπευαν ούσιαστικά μιά μή ρητορική, αναγνω στική, έμπορική καί οικιακή εκπαίδευση, πήραν σταδιακά τά πρωτεία άπό τήν παραδοσιακή, προφορικά στηριγμένη, ήρωική, άγωνιστική παιδεία πού γενικά προετοίμαζε τούς νέους άνδρες τού παρελθόντος γιά έκπαιδευτική, επαγγελματική, εκκλησιαστική ή πολιτική σταδιοδρομία. Καθώς ή ρητορική καί τά λατινικά έφευγαν άπό τό προσκήνιο, οί γυναίκες εισχωρούσαν ολοένα καί περισσότερο στόν άκαδημαϊκό χώ ρο, πού έπίσης άποκτούσε όλο καί περισσότερο έμπορικό προσανατολισμό (Ong 1967b, σελ. 241-55).
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τυπογραφία, χώρος και κειμενικό κλείσιμο
Ή κυριαρχία τής δράσης αντικαθιστά τήν κυριαρχία τής ακοής ’Άν καί στό βιβλίο αύτό ασχολούμαστε κυρίως μέ τόν προφο ρικό πολιτισμό καί μέ τίς αλλαγές πού έπέφερε ή γραφή στη ,, , , ,, , / /. / / σκέψη και την έκφραση, πρεπει να στρεψουμε κάπως την προσοχή μας καί στήν τυπογραφία, γιατί ή τελευταία ένισχύει καί ταυτόχρονα μετασχηματίζει τίς έπιπτώσεις πού έχει ή γραφή στή σκέψη καί τήν έκφραση. ’Αφού ή μετατόπιση άπό τόν προφορικό στόν γραπτό λόγο είναι στήν ούσία μετατόπι ση άπό τόν ηχητικό στόν οπτικό χώρο, οί επιπτώσεις τής τυ πογραφίας στή χρήση τού οπτικού χώρου μπορεΐ νά είναι τό κεντρικό, άν καί όχι τό μοναδικό, σημείο εστίασης. Αύτή ή εστίαση δέν άποκαλύπτει μόνο τή σχέση άνάμεσα στήν τυπο γραφία καί τή γραφή, άλλά καί τή σχέση τής τυπογραφίας μέ τήν προφορικότητα, πού έπιβιώνει άκόμη στόν εγγράμματο καί τόν πρώιμο τυπογραφικό πολιτισμό. Επιπλέον, ένώ όλες οί επιπτώσεις τής τυπογραφίας δέν άνάγονται στίς επιπτώ σεις πού έχει στή χρήση τού οπτικού χώρου, πολλές άπό τίς άλλες επιπτώσεις πράγματι σχετίζονται κατά πολλούς τρό πους μέ αύτή τή χρήση.
.
168
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Σ ’ ένα έργο μέ τούς δικούς μας στόχους δέν ύπάρχει τρό πος ούτε καν νά απαριθμήσουμε τά άποτελέσματα τής γρα φής. Καί μόνο ξεφυλλίζοντας τούς δύο τόμους τής Elisabeth Eisenstein, The Printing Press as an Agent of Change (1979), γίνε ται φανερό πόσο ποικιλότροπες καί τεράστιες ήταν οί ιδια ί τερες επιπτώσεις τής τυπογραφίας. Ή Eisenstein περιγράφει άναλυτικά πώς ή τυπογραφία μετέτρεψε τήν ιταλική ’Ανα γέννηση σέ διαρκή εύρωπα'ική ’Αναγέννηση, πώς έπέτρεψε τήν πραγματοποίηση τής προτεσταντικής Μεταρρύθμισης καί έπαναπροσανατόλισε τή θρησκευτική πρακτική τών Καθο λικών* πώς επηρέασε τήν άνάπτυξη τοϋ σύγχρονου καπιτα λισμού, έπέτρεψε τή δυτικοευρωπαϊκή εξερεύνηση τής Γης, άλλαξε τήν οικογενειακή ζωή καί τήν πολιτική, διέδωσε τή γνώση όπως ποτέ πριν, κατέστησε τόν παγκόσμιο άλφαβητισμό σοβαρό στόχο, έπέτρεψε τήν έμφάνιση τών σύγχρονων έπιστημών, καί μέ άλλους τρόπους άλλαξε τήν κοινωνική καί πνευματική ζωή. Στά The Gutenberg Galaxy (1962) καί Under standing Media (1964), ό Marshal McLuhan έπέστησε τήν προ σοχή μας σέ πολλούς άπό τούς πιό εκλεπτυσμένους τρόπους μέ τούς όποιους ή τυπογραφία έπηρέασε τή συνείδηση, δπως έκανε καί ό George Steiner στό Language and Silence (1967) κι εγώ άνέλαβα νά τό κάνω άλλου (Ong 1958b, 1967b, 1971, 1977). ’Εδώ μάς ένδιαφέρουν κυρίως αύτές οί πιό έκλεπτυσμένες έπιπτώσεις τής τυπογραφίας στή συνείδηση παρά οί εύκολότερα παρατηρήσιμες κοινωνικές επιπτώσεις της. ’Επί χιλιάδες χρόνια οί άνθρωποι τύπωναν σχέδια χρησι μοποιώντας διάφορες χαραγμένες έπιφάνειες, καί άπό τόν έβδομο ή όγδοο αιώνα οί Κινέζοι, οί Κορεάτες καί οί ’Ιάπω νες τύπωναν κείμενα χρησιμοποιώντας άρχικά ξύλινους άνάγλυφους κύβους (Carter 1955). ’Αλλά ή άποφασιστική έξέλιξη στήν παγκόσμια ιστορία τής τυπογραφίας ήταν ή άνάπτυξη τής άλφαβητικής έκτυπωτικής μηχανής στήν Εύρώπη, στόν δέκατο πέμπτο αιώνα. Ή άλφαβητική γραφή διέσπασε τή λέξη σέ χωρικά ισοδύναμα φωνημικών μονάδων (κατ’ αρχήν,
ΤΥΠ Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ ,ΧΩ ΡΟ Σ ΚΑΙ ΚΕΙΜ ΕΝΙΚΟ ΚΛΕΙΣΙΜ Ο
169
άφοϋ τά γράμματα ούδέποτε λειτούργησαν τελείως ώς πλή ρεις φωνημικοί δείκτες). Άλλά τά γράμματα πού χρησιμο ποιούνται στή γραφή δέν υπάρχουν πριν άπό τό κείμενο στό όποιο έμφανίζονται. Μέ τίς άλφαβητικές έκτυπωτικές μηχα νές ή κατάσταση άλλάζει. Οί λέξεις φτιάχνονται άπό μονάδες (στοιχεία) πού προϋπάρχουν ώς μονάδες, πρίν άπό τίς λέξεις πού θά συγκροτήσουν. Ή τυπογραφία, πολύ περισσότερο άπό τή γραφή, ύπονοεί ότι οί λέξεις είναι πράγματα. 'Όπως τό άλφάβητο, έτσι καί ή άλφαβητική τυπογραφία ύπήρξε μοναδική εφεύρεση (Ong 1967b, καί σχετικές παρα πομπές). Οί Κινέζοι διέθεταν κινητά τυπογραφικά στοιχεία, όχι όμως ά λφ ά βητο , μόνο είκ ο ν ο γ ρ α φ ικ ο ύ ς βα σ ικά χαρακτήρες. Πρίν άπό τά μέσα τού δέκατου πέμπτου αιώνα οί Κορεάτες καί οί Ούιγούροι Τούρκοι διέθεταν καί άλφάβη το καί κινητά τυπογραφικά στοιχεία, όμως τά κινητά στοι χεία δέν άντιστοιχούσαν σέ διαφορετικά γράμματα άλλά σέ ολόκληρες λέξεις. Ή άλφαβητική τυπογραφία στήν όποια κά θε γράμμα άντιστοιχούσε σ’ ένα χωριστό κομμάτι μετάλλου ή στοιχείου σημάδεψε μιά πρώτης τάξεως ψυχολογική καινοτο μία. Ενσωμάτωσε τήν ϊδια τή λέξη βαθιά στήν παραγωγική διαδικασία καί τή μετέτρεψε σ’ ένα είδος προϊόντος. Ή πρώ τη άλυσίδα παραγωγής, μιά παραγωγική τεχνική πού μέσα άπό μιά σειρά προκαθορισμένων διαβημάτων παράγει όμοια περίπλοκα άντικείμενα άποτελούμενα άπό άνταλλάξιμα κομ μάτια, δέν ήταν αύτή πού παρήγε φούρνους, παπούτσια ή όπλα, άλλά αύτή πού παρήγε τυπωμένα βιβλία. Στά τέλη τού δέκατου όγδοου αιώνα, ή βιομηχανική έπανάσταση εφάρμο σε στήν ύπόλοιπη παραγωγή τίς τεχνικές τών άνταλλάξιμων τμημάτων πού οί τυπογράφοι χρησιμοποιούσαν γιά τρεις εκατοντάδες χρόνια. ’Αντίθετα μέ τίς ύποθέσεις πολλών δομιστών σημειολόγων, ή τυπογραφία καί όχι ή γραφή ύποστασιοποίησε άποτελεσματικά τή λέξη καί μαζί της τή νοητική διαδικασία (Ong 1958b, σελ. 306-18). Ή άκοή μάλλον παρά ή όραση κυριαρχούσε στό παλαιό-
170
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
τερο νοητικό σόμπαν, πολύ μετά μάλιστα άπό τήν πλήρη έσωτερίκευση τής γραφής. Ό χειρογραφικός πολιτισμός τής Δύσης παρέμεινε πάντα περιθωριακά προφορικός. Ό ’Αμ βρόσιος τού Μιλάνου συνέλαβε τήν προγενέστερη διάθεση στό πόνημά του Σχόλια στόν Λουκά (iv 5): «Ή όραση συχνά άπατάται, ή άκοή χρησιμεύει ώς έγγύηση». Στή Δύση ώς τήν ’Αναγέννηση ή δημόσια αγόρευση ήταν αύτό πού διδασκόταν περισσότερο άπ’ όλες τίς άλλες λεκτικές παραγωγές καί έμμέσως παρέμεινε τό βασικό πρότυπο κάθε λόγου, γραπτού ή προφορικού. Τό γραπτό υλικό υποβοηθούσε τήν άκοή μέ τρόπους πού σήμερα μάς φαίνονται παράξενοι. Ή γραφή χρησίμευε κυρίως στό νά άνακυκλώνει τή γνώση πρός τόν προφορικό κόσμο, όπως στις μεσαιωνικές πανεπιστημιακές διαμάχες, στήν απαγγελία λογοτεχνικών καί άλλων κειμένων σέ ομάδες (Crosby 1936' Ahern 1981* Nelson 1976-77) καί στή μεγαλόφωνη άνάγνωση έκ μέρους καί τών άπομονωμένων άναγνωστών. Τουλάχιστον μέχρι τόν δωδέκατο αιώνα στήν ’Αγγλία ό έλεγχος άκόμη καί τών γραπτών οικονομικών λο γαριασμών γινόταν μέ τήν άκοή, μέ τή μεγαλόφωνη ανάγνω ση τους. Ό Clancy (1979, σελ. 215-183) περιγράφει τήν πρα κτική καί παρατηρεί ότι τό γεγονός αύτό ακόμη άντηχεΐ στό λεξιλόγιό μας: άκόμη καί σήμερα τό αγγλικό ισοδύναμο τού «ελέγχω λογιστικά β ιβ λ ία » είναι «auditing account books», δηλαδή «ακούω λογιστικά βιβλία », ένώ αύτό πού πράγματι κάνει ό λογιστής είναι νά τά ελέγχει οπτικά. Παλαιότερα, οί προφορικοί άνθρωποι μπορούσαν νά συλλαμβάνουν τούς άριθμούς εύκολότερα άκούγοντάς τους παρά διαβάζοντάς τους. Οί χειρογραφικοί πολιτισμοί παρέμειναν σέ μεγάλο βαθ μό, προφορικο-ακουστικοί άκόμη καί στήν άνάκληση υλικού πού διατηρούνταν σέ κείμενα. Μέ τά κατοπινά τυπογραφικά κριτήρια, τά χειρόγραφα δέν ήταν εύκολο νά διαβαστούν, καί αύτό πού οί άναγνώστες έβρισκαν στό κείμενο είχαν τήν τάση νά τό άπομνημονεύουν κιόλας. Ή έπανεύρεση κάποιας πλη
ΤΥΠ ΟΓΡΑ Φ ΙΑ .ΧΩ ΡΟ Σ ΚΑΙ ΚΕΙΜ ΕΝΙΚΟ ΚΛΕΙΣΙΜ Ο
171
ροφορίας σέ ένα χειρόγραφο δέν ήταν πάντα εύκολη υπόθε ση. Τήν απομνημόνευση ένθάρρυνε καί διευκόλυνε έπίσης τό γεγονός ότι σέ χειρογραφικούς πολιτισμούς μέ υψηλό βαθμό προφορικότητας, οί έκφράσεις πού συναντούσε κανείς καί στά γραπτά κείμενα συχνά συνέχιζαν τήν προφορική μνημονική σύνταξη πού βοηθούσε στήν εύκολη ανάκληση. Ε π ιπ λ έ ον, οί αναγνώστες συνήθως έκφωνούσαν, διάβαζαν αργά, δυ νατά ή 5(7^ twitf, άκόμη κι όταν διάβαζαν μόνοι τους, κι αύτό βοηθούσε στήν αποτύπωση τού υλικού στή μνήμη. Πολύ μετά τήν άνάπτυξη τής τυπογραφίας, ή άκουστική έπεξεργασία συνέχισε γιά άρκετό καιρό νά έπικρατεϊ τού ορατού, τυπωμένου κειμένου, άν καί τελικά ή τυπογραφία τήν έξαφάνισε. Τήν έντυπωσιακή άκουστική κυριαρχία μπο ρούμε νά τήν παρατηρήσουμε σέ άντικείμενα όπως είναι οί σελίδες τού τίτλου τών πρώτων τυπωμένων βιβλίων, πού συ χνά μάς φαίνονται άλλοπρόσαλλες μέ τή μηδαμινή προσοχή πού δείχνουν στίς ορατές λεκτικές μονάδες. Οί σελίδες τού τίτλου τών βιβλίων τού δέκατου έκτου αιώνα πολύ συχνά χω ρίζουν μέ ενωτικό άκόμη καί σημαντικές λέξεις, όπως τό όνο μα τού συγγραφέα, γράφοντας τό πρώτο μέρος τής λέξης μέ μεγάλα στοιχεία καί τό δεύτερο μέ μικρότερα, όπως στό β ι βλίο The Boke Named the Gouernour τού Sir Thomas Elyot, πού δημοσιεύτηκε στό Λονδίνο τό 1534 άπό τόν Thomas Berthelet (Εικόνα 1, βλ. Steinberg 1974, σελ. 154). ’Ασήμαντες λέξεις τυπώνονταν μέ τεράστιους χαρακτήρες: στή σελίδα τού τίτ λου τής Εικόνας 1, τό άρχικό «Τ Η Ε » είναι ή πιό εμφανής λέ ξη άπ’ όλες. Τό άποτέλεσμα, πού είναι συχνά μιά εύχάριστη αισθητικά οπτική σύνθεση, συγκρούεται μέ τή σημερινή άντίληψη πού έχουμε γιά τήν κειμενικότητα. Κι όμως, αύτή ή πρακτική, πού δέν είναι ή δική μας, είναι ή άρχική πρακτική άπό τήν οποία ή δική μας παρέκκλινε. Οί δικές μας στάσεις άλλαξαν καί πρέπ ει νά ερμηνευτούν. Για τί ή άρχική, καί ένδεχομένως πιό «φ υσική», πρακτική μάς φαίνεται λανθα σμένη ; Επειδή άντιλαμβανόμαστε τίς τυπωμένες λέξεις πού
172
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑ Μ Μ Α ΤΟ Σ 1'ΝΗ
Εικόνα 1
έχουμε μπροστά μας ώς οπτικές μονάδες (άν καί, τουλάχι στον στή φαντασία μας, δταν διαβάζουμε, τίς εκφωνούμε). Προφανώς, κατά τήν αναζήτηση τής σημασίας στό κείμενο, ό δέκατος έκτος αιώνας συγκέντρωνε τήν προσοχή του λιγότερο στήν δψη τής λέξης καί περισσότερο άπό ό,τι εμείς στόν
ΤΥΠ ΟΓΡΑ Φ ΙΑ ,ΧΩ ΡΟ Σ ΚΑΙ ΚΕΙΜ ΕΝΙΚΟ ΚΛΕΙΣΙΜ Ο
173
ήχο της. Κάθε κείμενο έμπλέκει τήν δράση καί τήν ακοή. Άλλά ενώ έμεΐς αντιλαμβανόμαστε τήν ανάγνωση ώς οπτική δραστηριότητα πού ύποστηρίζεται άπό τόν ήχο, στά πρώτα χρόνια τής τυπογραφίας τήν άντιλαμβάνονταν άκόμη κατά κύριο λόγο ώς άκουστική διαδικασία τήν όποια άπλώς κινη τοποιούσε ή όραση. Έάν, ώς άναγνώστης, ένιωθες νά άκούς τίς λέξεις, τί σημασία ειχε άν τό ορατό κείμενο ειχε τήν ιδιαί τερη οπτική αισθητική του; ’Άς θυμηθούμε ότι, πρίν άπό τήν τυπογραφία, τά χειρόγραφα δέν άφηναν συνήθως διαστήμα τα άνάμεσα στίς λέξεις, ή αύτά πού άφηναν ήταν πολύ μικρά. Τελικά, όμως, ή τυπογραφία άντικατέστησε τήν παρατεταμένη κυριαρχία τής άκοής στόν κόσμο τής σκέψης καί τής έκφρασης μέ τήν κυριαρχία τής όρασης, πού ειχε τίς άπαρχές της στή γραφή, δέν μπορούσε όμως νά επικρατήσει μόνο μέ αύτήν. Ή τυπογραφία τοποθετεί τίς λέξεις στόν χώρο πιό άμείλικτα άπ’ όσο έκανε ποτέ ή χειρογραφία. Ή χειρογραφία μεταφέρει τίς λέξεις άπό τόν κόσμο τού ήχου στόν κόσμο τού οπτικού χώρου, άλλά ή τυπογραφία τίς καθηλώνει σ’ αύτό τόν χώρο. Τό παν στήν τυπογραφία είναι ό έλεγχος τής θέσης στόν χώρο. Ή στοιχειοθέτηση μέ τό χέρι (ή άρχική μορφή στοιχειοθεσίας) συνίσταται στήν τοποθέτηση μέ τό χέρι προκατασκευασμένων στοιχείων πού μετά τή χρήση τους προσε κτικά τοποθετούνται ξανά στίς θέσεις τους στήν κάσα (τά κε φαλαία στίς πάνω θέσεις, τά μικρά στίς κάτω θέσεις). Ή λ ι νοτυπία συνίσταται στή χρήση μιάς μηχανής πού τοποθετεί τίς διαφορετικές μήτρες γιά κάθε γραμμή μέ τέτοιο τρόπο ώστε νά κατασκευάζεται ολόκληρη γραμμή (στίχος) συμπαγώς άπό τίς κατάλληλα τοποθετημένες μήτρες. Ή ήλεκτρονική στοιχειοθεσία πού γίνεται στήν οθόνη τού ήλεκτρονικού ύπολογιστή τοποθετεί ήλεκτρονικά σήματα (γράμματα) πού προηγουμένως έχουν προγραμματισθεΐ στόν ύπολογιστή. Ή τεχνική τής εκτύπωσης άπό στοιχεία «θερμού μετάλλου» (δηλαδή άπό χυτά στοιχεία — ή παλαιότερη καί άκόμη ευρύ τατα διαδεδομένη τεχνική) άπαιτεϊ νά καθηλωθεί τό στοιχείο
174
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
άπολύτως στόν σελιδοθέτη, νά καθηλωθεί ό σελιδοθέτης στό πιεστήριο, νά συνδεθεί καί νά στερεωθεί ή έτοιμη φόρμα, καί νά πιεστεί ή φόρμα μέ μεγάλη δύναμη στήν έπιφάνεια τού χαρτιού πού βρίσκεται σέ έπαφή μέ τήν πλάκα του. Οί περισσότεροι άναγνώστες δέν έχουν βέβαια πλήρη έπίγνωση όλης αύτής τής μηχανικής κίνησης πού παρήγαγε τό β ι βλίο πού έχουν μπροστά τους. Παρ’ όλα αύτά, άπό τήν έμφάνιση τού τυπωμένου κειμένου αποκτούν μιάν αίσθηση τής λέξης-μέσα-στόν χώρο πολύ διαφορετική άπό αυτήν πού τούς παρέχει ή χειρογραφία. Τά τυπογραφικά κείμενα μοιάζουν μηχανικά κατασκευάσματα — όπως καί είναι. Ό χειρογραφικός έλεγχος τού χώρου τείνει νά είναι διακοσμητικός, περίκομψος, όπως στήν καλλιγραφία. Ό τυπογραφικός έλεγχος τυπικά έντυπωσιάζει περισσότερο μέ τήν τάξη του καί τή στα θερότητά του: οί γραμμές είναι τελείως κανονικές, όλες στοι χισμένες στά δεξιά, όλες ταιριάζουν μεταξύ τους οπτικά καί χωρίς τή χρήση οδηγών ή χαραγμένων περιθωρίων πού συχνά συναντάμε στά χειρόγραφα. Αύτός είναι ένας έμμονος κό σμος, ψυχρών, μή άνθρώπινων, γεγονότων. Τό «Έ τ σ ι είνα ι», τό σήμα κατατεθέν τού Walter Cronkite στήν τηλεόραση, έρχε ται άπό τόν τυπογραφικό κόσμο, πού στηρίζει τήν τηλεοπτική, δευτερεύουσα προφορικότητα (Ong 1971, σελ. 284-303). Χωρίς άμφιβολία τά τυπογραφικά κείμενα διαβάζονται εύκολότερα άπό τά χειρόγραφα. Τά άποτελέσματα τού γ ε γονότος ότι τά τυπογραφικά κείμενα είναι πιό ευανάγνωστα είναι τεράστια. Αύτό τελικά εγκαθιδρύει τή γρήγορη, σιωπηρή άνάγνωση. Αύτή ή ανάγνωση μέ τή σειρά της έγκαινιάζει μιά διαφορετική σχέση άνάμεσα στόν αναγνώστη καί τή συγγρα φική φωνή τού δημιουργού στό κείμενο καί άπαιτεί διαφορε τικό ύφος γραφής. Ή τυπογραφία έμπλέκει πολλά πρόσωπα πέρα άπό τόν συγγραφέα στήν παραγωγή ενός έργου: έκδο τες, λογοτεχνικούς πράκτορες, σύμβουλους άναγνώστες, δ ι ορθωτές καί άλλους. Πρίν, καί άφού αύτά τά πρόσωπα ελέγ ξουν τό πρός έκτύπωση γραπτό, συχνά άπαιτούνται άπό τόν
ΤΥΠ Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ .ΧΩ ΡΟ Σ ΚΑΙ ΚΕΙΜ ΕΝΙΚΟ ΚΛΕΙΣΙΜ Ο
175
συγγραφέα κοπιαστικές αναθεωρήσεις μιας τάξεως μεγέθους κυριολεκτικά άγνωστης στόν χειρογραφικό πολιτισμό. Λίγα μακροσκελή πεζά έργα προερχόμενα άπό χειρογραφικούς πολιτισμούς θά μπορούσαν νά περάσουν τόν σημερινό έκδοτικό έλεγχο: δέν είναι οργανωμένα γιά τή γρήγορη άφομοίωση άπό τήν τυπωμένη σελίδα. Ό χειρογραφικός πολιτισμός είναι προσανατολισμένος πρός τόν παραγωγό, άφού κάθε χωριστό άντίγραφο σημαίνει μεγάλη σπατάλη χρόνου γιά τόν άντιγραφέα. Τά μεσαιωνικά χειρόγραφα βρίθουν άπό συντομογραφίες πού διευκολύνουν τόν άντιγραφέα, άλλά δημιουργούν προβλήματα στόν άναγνώστη. Ή τυπογραφία είναι προσανα τολισμένη πρός τόν καταναλωτή, άφού δέν άπαιτεΐται τόσο μεγάλη έπένδυση χρόνου γιά τά διαφορετικά άντίτυπα: λίγες ώρες παραπάνω άφιερωμένες στήν παραγωγή ενός πιό εύανάγνωστου κειμένου θά βελτιώσουν άμεσα χιλιάδες χιλιά δων άντίτυπα. Οί έπιδράσεις τής τυπογραφίας στή σκέψη καί τό ύφος δέν έχουν άκόμη άποτιμηθεϊ πλήρως. Τό περιοδικό Visible Language (πού παλιότερα τιτλοφορούνταν Journal of Typographic Research) δημοσιεύει πολλές έργασίες πού συνεισ φέρουν πρός αύτή τήν κατεύθυνση.
Χώρος καί σημασία Ή γραφή άνασυνέστησε τήν πρωταρχικά προφορική προφερόμενη λέξη στόν χώρο τής όρασης. Ή τυπογραφία παγίωσε πιό οριστικά τή λέξη στόν χώρο. Αύτό μπορούμε νά τό δούμε σέ εξελίξεις όπως είναι οί κατάλογοι, ειδικότερα οί άλφαβητικοί, στή χρήση λέξεων (άντί γιά εικονογραφήσεις) στίς έπιγραφές, στή χρήση κάθε είδους τυπωμένων σχεδίων γιά τή μεταβίβαση πληροφοριών καί στή χρήση τού άφηρημένου τυ πογραφικού χώρου γιά τή γεωμετρική άλληλεπίδραση μέ τίς τυπωμένες λέξεις, μιά έξέλιξη πού άρχίζει άπό τόν ραμισμό* *
Σ .τ .Έ .: Σχετικά μέ τόν ραμισμό, β λ . κεφ . 7.
176
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
καί φθάνει ώς τή «συγκεκριμένη ποίηση» καί τή λογομαχία τού Derrida μέ τό (τυπογραφικό καί όχι απλώς γραπτό) κεί μενο. (ί) Ευρετήρια Οί κατάλογοι έμφανίζονται μέ τή γραφή. Ό Goody (1977, σελ. 74-111) έξέτασε τή χρήση τών καταλόγων στήν ούγαριτική γραφή γύρω στά 1300 π.Χ. καί σέ άλλα πρώιμα γραφικά συστήματα. Παρατηρεί (1977, σελ. 87-8) ότι ή πληροφορία στους καταλόγους άποσπάται άπό τήν κοινωνική κατάσταση στήν όποια ήταν ένσωματωμένη («παχυμένα έρίφ ια», «π ρό βατα βοσκής» κ .λπ ., χωρίς άλλες εξηγήσεις) καί άπό τά γλωσσικά συμφραζόμενα. Κανονικά στόν προφορικό λόγο τά ούσιαστικά δέν είναι άνεξάρτητα όπως στους καταλόγους, άλλά άποτελούν μέρη προτάσεων: σπάνια άκοϋμε πράγματι μιά προφορική άπαρίθμηση μιας άκολουθίας ούσιαστικών (εκτός καί άν διαβάζονται άπό έναν γραπτό ή έντυπο κατά λογο). Μέ αύτήν τήν έννοια, οί κατάλογοι δέν έχουν τό «π ρο φορικό τους ισοδύναμο» (1977, σελ. 86-7), άν καί γιά νά αποκτήσουν νόημα, ή κάθε γραμμένη λέξη πρέπει νά ήχήσει χωριστά στό εσωτερικό αύτί. Ό Goody παρατηρεί επίσης τόν άρχικά άδέξιο, ad hoc τρόπο μέ τόν όποιο ό χώρος χρησιμο ποιούνταν στήν κατασκευή αυτών τών καταλόγων, μέ τούς διαχωριστές λέξεων νά ξεχωρίζουν τά άντικείμενα άπό τούς άριθμούς, τίς εύθεΐες, τεθλασμένες καί έπιμήκεις γραμμές. Έκτος άπό τούς διαχειριστικούς καταλόγους εξετάζει επίσης καταλόγους γεγονότων καί λέξεων (οί λέξεις διατάσσονται μέ διάφορους τρόπους, συχνά ίεραρχικά μέ βάση τή σημασία τους — πρώτα οί θεοί, μετά οί συγγενείς τών θεών, μετά οί ύπηρέτες τών θεών), καί αιγυπτιακά ονομαστικά, δηλαδή ονομαστικούς καταλόγους, πού συχνά άπομνημονεύονταν γιά προφορική άνάκληση. Ό έντονα άκόμα προφορικός πολι τισμός τών χειρογράφων είχε τήν αίσθηση ότι βελτιώνεται
ΤΥΠ Ο ΓΡΑΦ ΙΑ ,ΧΩ ΡΟ Σ ΚΑΙ ΚΕΙΜ ΕΝΙΚΟ ΚΛΕΙΣΙΜ Ο
177
πνευματικά καταγράφοντας σειρές πραγμάτων που προορί ζονταν γιά προφορική ανάκληση. (Οί έκπαιδευτικοί στή Δύ ση, μέχρι πρόσφατα, πίστευαν τό ϊδιο , καί οί περισσότεροι έκπαιδευτικοί άνά τόν κόσμο πιθανόν τό πιστεύουν άκόμη.) Έδώ, ή γραφή υπηρετεί τήν προφορικότητα γιά μιά άκόμη φορά. Τά παραδείγματα τού Goody δείχνουν τή σχετικά έξελιγμένη έπεξεργασία τού εκφωνούμενου υλικού ατούς χειρογραφικούς πολιτισμούς προκειμένου νά τό καταστήσουν πιό άμεσα άνακλήσιμο μέσω τής οργάνωσής του στόν χώρο. Οί κατάλογοι κατατάσσουν τά ονόματα (τών συναφών) άντικειμένων στόν ϊδιο φυσικό, οπτικό χώρο. Ή τυπογραφία καλ λιεργεί μιά πολύ πιό έξελιγμένη χρήση τού χώρου γιά τήν οπτική οργάνωση καί τήν άποτελεσματική άνάκληση. Έδώ τά εύρετήρια άποτελούν μιά σημαντική εξέλιξη. Τά άλφαβητικά εύρετήρια δείχνουν μέ έντυπωσιακό τρόπο τήν άπόσπαση τών λέξεων άπό τόν λόγο καί τήν ένσωμάτωσή τους στόν τυπογραφικό χώρο. Τά χειρόγραφα μπορούν νά έφοδιασθούν μέ άλφαβητικά εύρετήρια. Σπανίως όμως γίνε ται αύτό (Daly 1967, σελ. 81-90* Clancy 1979, σελ. 28-9, 85). Επειδή δύο διαφορετικά χειρόγραφα κάποιου έργου, άκόμη καί όταν άποτελούν καταγραφή τής ϊδιας ύπαγόρευσης, ποτέ σχεδόν δέν άντιστοιχούν σελίδα πρός σελίδα, τό κάθε χειρό γραφο ενός δεδομένου έργου θά άπαιτούσε ξεχωριστό εύρετήριο. Ή σύνταξη εύρετηρίων δέν άξιζε τόν κόπο. Ή προφο ρική άνάκληση μέσω τής άπομνημόνευσης ήταν πιό οικονομι κή, άν καί δέν μπορούσε νά είναι πλήρης. Γιά τόν οπτικό έντοπισμό κάποιου ύλικού στά χειρόγραφα κείμενα συχνά προτιμούνταν τά είκονογραφικά σημεία άπό τά άλφαβητικά εύρετήρια. Έ να σημείο πού προτιμούσαν ήταν αύτό τής «παραγράφου», πού άποδιδόταν άρχικά μέ τό σημάδι καί δέν άποτελούσε μέρος τού λόγου. Τά πρώτα άλφαβητικά εύ ρετήρια ήταν σπάνια, χονδροειδή, καί συνήθως δέν γίνονταν κατανοητά άκόμη καί στήν ’Αγγλία τού δέκατου τρίτου αί-
178
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
ώνα, δπου μερικές φορές ένα εύρετήριο πού είχε γίνει γιά ένα χειρόγραφο, έπισυναπτόταν χωρίς αλλαγές στήν αρίθμη ση σέ κάποιο άλλο χειρόγραφο μέ διαφορετική άρίθμηση σε λίδων (Clancy 1979, σελ. 144). Φαίνεται πώς άρκετές φορές τά εύρετήρια έκτιμοϋνταν περισσότερο γιά τήν ομορφιά καί τό μυστήριό τους παρά γιά τή χρησιμότητά τους. Στά 1286, ένας Γενοβέζος έρανιστής θαύμαζε τόν άλφαβητικό κατάλογο πού είχε συντάξει, πιστεύοντας ότι δέν όφείλεται στήν έργατικότητά του άλλά «στή χάρη τού Θεού πού έργαζόταν μέσω έμού» (Daly 1967, σελ. 73). Ή εύρετηρίαση στηριζόταν μόνο στό πρώτο γράμμα — ή μάλλον στόν πρώτο φθόγγο: γιά πα ράδειγμα, σέ ένα λατινικό βιβλίο πού δημοσιεύτηκε στή Ρώ μη μόλις τό 1506 ή λέξη Halyzones τοποθετείται στό a, άφού στά ιταλικά καί τά λατινικά πού ομιλούν οί Ιταλοί τό h δέν προφέρεται (εξετάζεται στό Ong 1977, σελ. 169-72). Έδώ άκόμη καί ή οπτική άνάκληση λειτουργεί προφορικά. Τό Specimen Epithetorum (Παρίσι, 1518) τοϋ Joanes Ravisius Textor τοποθετεί τή λέξη Apollo πριν άπό κάθε άλλη πού άρχίζει άπό a, γιατί ό Textor πιστεύει ότι, σ’ ένα βιβλίο πού άναφέρεται στήν ποίηση, ό θεός τής ποίησης πρέπει νά έχει τιμητική θέση. Προφανώς, άκόμη καί σ’ ένα έκτυπωμένο άλφαβητικό εύρε τήριο, ή οπτική άνάκληση ήταν χαμηλής προτεραιότητας. Ό προσωποποιημένος, προφορικός κόσμος μπορούσε άκόμη νά παρακάμψει τήν έπεξεργασία τών λέξεων ώς πραγμάτων. Τό άλφαβητικό εύρετήριο άποτελεΐ στήν πραγματικότητα ένα σταυροδρόμι όπου συναντιούνται οί άκουστικοί καί οπτικοί πολιτισμοί. Ή λέξη «index» (εύρετήριο) είναι ή συντομογραφία τής φράσης index locorum, δηλαδή «εύρετήριο τό πων» ή index locorum communium, «εύρετήριο κοινών τόπων». Ή ρητορική διέθετε τούς διάφορους loci ή «τόπους» — « ε π ι κεφαλίδες» θά τούς ονομάζαμε εμείς— στούς όποιους μπο ρούσαν νά βρεθούν διάφορα «έπιχειρήματα», έπικεφαλίδες, όπως α ϊτιο, αίτιατό, όμοια πράγματα, άνόμοια πράγματα κ.λπ. Διαθέτοντας αύτό τόν λογοτυπικό καί στηριγμένο στήν
ΤΥ Π ΟΓΡΑΦ ΙΑ ,ΧΩ ΡΟ Σ ΚΑΙ ΚΕΙΜ ΕΝΙΚΟ ΚΛΕΙΣΙΜ Ο
179
προφορικότητα έξοπλισμό, αύτός πού συνέθετε τό εύρετήριο τού κειμένου πρίν άπό τετρακόσια χρόνια άπλώς σημείωνε σέ ποιά σελίδα χρησιμοποιούνταν ό ένας ή ό άλλος «τόπος» καί κατέγραφε στό index locorum τούς τόπους καί τίς άντίστοιχες σελίδες. Αρχικά, οί «τό π ο ι» θεωρούνταν άόριστα «χώ ροι» στό μυαλό, όπου άποθηκεύονταν οί ιδέες. Στό τυπωμένο β ι βλίο, αύτοί οί άόριστοι ψυχικοί «χώ ροι» έντοπίστηκαν φυσι κά καί οπτικά. Διαμορφωνόταν ένας νέος νοητικός κόσμος, χωρικά οργανωμένος. Σέ αύτό τόν νέο κόσμο τό βιβλίο έμοιαζε λιγότερο μέ έκφώνημα καί περισσότερο μέ πράγμα. Ό χειρογραφικός πολι τισμός διατήρησε τήν αίσθηση πώς τό βιβλίο ήταν ένα είδος έκφωνήματος, κάτι πού συντελείται στή διάρκεια μιάς συνο μιλίας, παρά ένα πράγμα. Χωρίς νά διαθέτει σελίδα τίτλου καί συχνά τίτλους, ένα βιβλίο άπό τόν προτυπογραφικό, χειρογραφικό πολιτισμό καταλογογραφεΐται συνήθως μέ βάση τό «incipit» (λατινικός ρηματικός τύπος πού σημαίνει « αρχί ζει»), τίς πρώτες δηλαδή λέξεις τού κειμένου (αύτό κάνουμε, όταν άναφερόμενοι στό Σύμβολο τής Πίστεως τό άποκαλούμε «Π ιστεύω», πρακτική πού φανερώνει κάποιο προφο ρικό ύπόλειμμα). "Οπως είδαμε, οί σελίδες τίτλου έρχονται μέ τήν τυπογραφία. Οί σελίδες τίτλου είναι έπιγραφές. Εύνοούν τήν αίσθηση ότι τό βιβλίο είναι ένα είδος άντικειμένου. Συχνά στά μεσαιωνικά χειρόγραφα τής Δύσης τό κείμενο, άντί νά άρχίζει μέ κάποια σελίδα τίτλου, άρχίζει μέ μιά πα ρατήρηση πού άπευθύνεται στόν άναγνώστη, έτσι όπως θά άρχιζε μιά συνομιλία μέ μιά παρατήρηση πού θά άπηύθυνε ό ένας συνομιλητής στόν άλλο: «H ie habes, carissime lector, librum quern scripset quidam d e ...» («Ιδ ο ύ , άγαπητέ άναγνώ στη, ένα βιβλίο πού ό τάδε έγραψε γ ιά ...»). Ή προφορική κληρονομιά βρίσκεται έδώ έν δράσει, άφού, μολονότι οί προ φορικοί πολιτισμοί έχουν βέβαια τρόπους νά άναφέρονται σέ έξιστορήσεις ή άλλες παραδοσιακές απαγγελίες (τά ομηρικά έπη, οί μύθοι τού Mwindo κ.ο.κ.), οί έπιγραφοειδεΐς τίτλοι
180
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
δέν είναι πάντα λειτουργικοί σέ προφορικούς πολιτισμούς: ό 'Όμηρος δύσκολα θά άρχιζε τήν άπαγγελία κάποιων επεισο δίων τής 7 λιάδας άνακοινώνοντας: «Ή Ίλιάς». (ii) Βιβλία, περιεχόμενα καί επιγραφικοί τίτλοι "Οταν ή τυπογραφία έσωτερικεύθηκε έπαρκώς,τό βιβλίο έγινε πλέον αισθητό μάλλον ώς ένα άντικείμενο πού «π ερ ιέχ ει» έπιστημονική, μυθιστορηματική ή άλλη πληροφορία, παρά ώς μιά καταγραμμένη έκφώνηση, δπως γινόταν προγενέστερα (Ong 1958b, σελ. 313). Κάθε αντίτυπο ενός τυπωμένου βιβλί ου ήταν πανομοιότυπο μέ όλα τά άλλα, σέ άντίθεση μέ τά χειρόγραφα βιβλία, άκόμη κι όταν παρουσίαζαν τό ϊδιο κεί μενο. Τώρα, μέ τήν τυπογραφία, δύο άντίτυπα ενός δεδομέ νου έργου δέν έλεγαν άπλώς τό ϊδιο πράγμα* ήταν ώς άντικείμενα άντίγραφα τό ένα τού άλλου. Ή κατάσταση αύτή ένθάρρυνε τή χρήση τών επιγραφικών τίτλων, καί τό τυπωμέ νο βιβλίο, όντας γεγραμμένο άντικείμενο, άπέκτησε, όπως ήταν φυσικό, γεγραμμένη επιγραφή, τή σελίδα τοϋ τίτλου (πού έμφανίζεται μέ τήν τυπογραφία — Steinberg 1974, σελ. 145-8). Τήν ϊδια εποχή, ή είκονογραφική τάση ήταν άκόμη ισχυρή, όπως διαπιστώνουμε στίς σελίδες τίτλου μέ τά έντόνως έμβληματικά χαρακτικά πού διατηρήθηκαν καί στό μ ε γαλύτερο μέρος τοϋ δέκατου έβδομου αιώνα καί πού ήταν γεμάτες μέ άλληγορικές φιγούρες καί άλλα μή λεκτικά σχέ δια. (iii) Σημαίνονσα επιφάνεια Ό Ivins (1953, σελ. 31) παρατήρησε ότι, άν καί ή τέχνη τής εκτύπωσης σχεδίων άπό διάφορες χαραγμένες έπιφάνειες ήταν γνωστή έπί αιώνες, μόνο μετά τήν άνάπτυξη τών κ ι νητών τυπογραφικών στοιχείων, στά μέσα τοϋ δέκατου π έ μπτου αιώνα, χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά τά χαρακτικά
ΤΥ Π Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ ,Χ Ω ΡΟ Σ ΚΑΙ Κ ΕΙΜ ΕΝΙΚ Ο Κ ΛΕΙΣΙΜ Ο
181
γιά νά μεταδώσουν πληροφορίες. Τά χειρόγραφ α τεχνικά σχέδια, όπως έδειξε ό Ivins (1953, σελ. 14-6, 40-5) γρήγορα έκφυλίστηκαν στά χειρόγραφ α, καθώς καί οί πιό επιδέξιοι τεχνίτες δέν κατανοούν τή σημασία ένός σχεδίου πού α ντι γράφουν χωρίς τήν έπίβλεψη ένός ειδικού στόν τομέα στόν όποιο άναφέρεται τό σχέδιο. ’Αλλιώς, τό βλαστάρι τού λευ κού τριφυλλιού πού αντιγράφεται διαδοχικά άπό μιά σειρά άντιγραφέων πού άγνοούν τό λευκό τριφύλλι μπορεΐ νά καταλήξει νά μοιάζει μέ σπαράγγι. Τά χαρακτικά θά μπορού σαν νά είχαν λύσει τό πρόβλημα σ’ έναν χειρογραφικό πολιτι σμό, άφού έπί αιώνες κατασκευάζονταν γιά διακοσμητικούς λόγους. Ή χάραξη μιας έπιφάνειας γιά τήν άκριβή εκτύπω ση τού λευκού τριφυλλιού ήταν έφικτή πολύ πρίν άπό τήν έφεύρεση τής τυ π ο γρ α φ ία ς καί θά παρείχε αύτό άκριβώ ς πού χρειαζόταν, μιά «επακριβώ ς έπαναλαμβανόμενη οπτική δή λωση». ’Αλλά ή παραγωγή τών χειρογράφων δέν ήταν όμοειδής μέ μιά τέτοια κατασκευή. Τά χειρόγραφα παράγονταν διά τής γραφής, όχι άπό προϋπάρχοντα στοιχεία. Ή τυ π ο γραφ ία ήταν όμοειδής. Τό λεκτικό κείμενο άναπαραγόταν άπό προϋπάρχοντα στοιχεία, όπως καί τά χαρακτικά. Τό τ υ πογραφικό πιεστήριο μπορούσε νά τυπώσει μιά «έπακριβώς έπαναλαμβανόμενη οπτική δήλωση» μέ τήν ίδια εύκολία πού μπορούσε νά τυπώσει ένα όποιοδήποτε στοιχείο. Έ ν α έπακόλουθο τής καινούργιας «έπακριβώ ς επ α να λαμβανόμενης οπτικής δήλωσης» ήταν ή σύγχρονη έπιστήμη. Ή άκριβής παρατήρηση δέν άρχίζει μέ τή σύγχρονη έπιστήμη. Έ π ί αιώνες ύπήρξε άπαραίτητη στήν έπιβίωση λόγου χάρη τών κυνηγών καί τών κάθε είδους τεχνιτών. Αύτό πού διακρί νει τή σύγχρονη έπιστήμη είναι ή σύζευξη τής άκριβούς π α ρατήρησης μέ τήν άκριβολογία: έπακριβώς διατυπωμένες εκ πεφρασμένες περιγραφές προσεκτικά παρατηρημένων σύν θετων άντικειμένων καί διαδικασιών. Ή ύπαρξη τών προσε κτικά κατασκευασμένων τεχνικών χαρακτικών (στήν άρχή ξυ λόγλυπτων καί άργότερα άκόμη πιό λεπτομερών καί έπ α -
182
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
κριβών χαρακτικών σέ μέταλλο) έπέτρεψε τίς τέτοιου είδους ακριβείς περιγραφές. Τεχνικά χαρακτικά καί τεχνικές δια τυ πώσεις άλληλοενισχύθηκαν καί άλληλοβοηθήθηκαν. Ό ύπεροπτικοποιημένος νοητικός κόσμος πού προέκυψε ήταν έντελώς νέος. Οί άρχαΐοι καί οί μεσαιωνικοί συγγραφείς είναι άπλώς άνίκανοι νά παράγουν άκριβεΐς λεκτικές περιγραφές σύνθε των άντικειμένων πού νά προσεγγίζουν τίς περιγραφές πού έμφανίζονται μετά τήν τυπογραφία καί ώριμάζουν πρ α γμ α τι κά μέ τήν εποχή τού ρομαντισμού,τήν έποχή δηλαδή τής βιο μηχανικής έπανάστασης. Ή προφορική καί ή ύπολειμματικά προφορική διατύπω ση κατευθύνουν τήν προσοχή τους στή δράση καί δχι στήν οπτική εμφάνιση τών άντικειμένων, τών σκηνών ή τών άτόμων (Fritschi 1981, σελ. 65-6* Havelock 1963, σελ. 61-96). Ή μελέτη τού Βιτρούβιου γιά τήν άρχιτεκτονική φημίζεται γιά τήν άσάφειά της. Τό είδος τής άκρίβειας στό όποιο άπέβλεπε ή μακραίωνη ρητορική παράδοση δέν ήταν όπτικοακουστικής φύσεως. Ή Eisenstein (1979, σελ. 64) π α ρατηρεί πόσο δύσκολο είναι σήμερα νά φανταστούμε π ρ ογε νέστερους πολιτισμούς ατούς οποίους λίγοι σχετικά άνθρω ποι είχαν δει ποτέ μιάν άκριβή φυσική εικόνα ενός άντικειμένου. Ό νέος νοητικός κόσμος πού άνοιξε άπό τήν επακριβώς έπαναλαμβανόμενη οπτική διατύπωση καί άπό τήν άντίστοιχη άκριβολόγο περιγραφή τής φυσικής πραγματικότητας, δέν έπηρέασε μόνο τήν έπιστήμη, άλλά καί τή λογοτεχνία. Κ ανέ νας προρομαντικός πεζογράφος δέν μάς παρέχει τή λεπτομε ρή περιγραφή τοϋ τοπίου πού βρίσκουμε στά σημειωματάρια τού Gerard Manley Hopkins (1937) καί κανένας προρομαντικός ποιητής δέν άναφέρεται στά φυσικά φαινόμενα μέ τήν εμβρι θή , λεπτολόγο, κλινική προσοχή πού βρίσκουμε, γιά π α ρ ά δ ε ιγ μ α , στήν περ ιγρ α φ ή τού μικρού κα τα ρρά κτη στό Ιηvei'snaidTOO Hopkins. Ή ποίηση αύτού τού είδους προέρχεται άπό τόν κόσμο τής τυπογραφ ίας, δσο καί ή εξελικτική βιολο γία τού Δαρβίνου ή ή φυσική τού Michelson.
ΤΥ Π Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ ,Χ Ω ΡΟ Σ ΚΑΙ Κ ΕΙΜ ΕΝΙΚ Ο Κ Λ ΕΙΣΙΜ Ο
183
(iv) Ό τυπογραφικός χώρος Ε πειδή ή οπτική έπιφάνεια φορτίστηκε μέ τό νόημα πού τής έπέβαλε ή τυπογραφία καί έπειδή ή τυπογραφία δέν έλεγχε μόνο ποιές λέξεις γράφονταν γιά τή διαμόρφωση τού κειμέ νου άλλά καί τήν άκριβή θέση τών λέξεων στή σελίδα καί τή σχέση τής μιας μέ τήν άλλη στόν χώρο, ό ϊδιος ό χώρος σέ μιά τυπωμένη σελίδα — «ό λευκός χώρος», όπως λέγεται— άπέκτησε μεγάλη σημασία, πράγμα πού οδηγεί κατευθείαν στόν μοντέρνο καί μεταμοντέρνο κόσμο. Οί κατάλογοι καί τά δ ια γρά μ μ α τα τών χειρογράφω ν, πού έξετάζει ό Goody (1977, σελ. 74-111), μπορούν νά τοποθετήσουν τίς λέξεις σέ ιδιαίτε ρες χωρικές σχέσεις μεταξύ τους, άλλά άν οί χωρικές σχέσεις είναι πολύ περίπλοκες, οί περιπλοκές δέν θά επιβιώσουν τών ιδιοτροπιώ ν τών διαδοχικώ ν άντιγραφέω ν. Ή τυπογρ αφ ία μπορεΐ νά ά να π α ρ ά γ ει μέ πλήρη άκρίβεια καί σέ ό π ο ια δήποτε ποσότητα όσοδήποτε περίπλοκους καταλόγους καί διαγράμματα. Νωρίς ήδη στήν έποχή τής τυπογραφίας εμφ α νίζονται ύπερβολικά περίπλοκα διαγράμματα στή διδασκα λία άκαδημαϊκών άντικειμένων (Ong 1958b, σελ. 80, 81, 202 κ.λπ.). Ό τυπογραφικός χώρος δέν επιδρά μόνο στήν έπιστημονική καί τή φιλοσοφική φαντασία, άλλά καί στή λογοτεχνική, ή όποια άποκαλύπτει μερικούς άπό τούς περίπλοκους τρ ό πους μέ τούς όποιους ό τυπογραφ ικός χώρος είναι παρών στήν ψυχή. Ό George Herbert εκμεταλλεύεται τόν τυπογραφ ι κό χώρο γιά νά δώσει νόημα στό «Easter Wings» καί στό «The Altar», όπου οί άνισομήκεις στίχοι δίνουν στό ποίημα μιά όψη πού θυμίζει φτερά καί βωμό άντίστοιχα. Στά χειρό γραφα, αύτό τό είδος τής οπτικής δομής θά ήταν περιθω ρια κά μόνο βιώσιμο. Στό Tristam Shandy (1760-7), ό Laurence Sterns χρησιμοποιεί τόν τυπογραφικό χώρο μέ ύπολογισμένη επιτήδευση, συμπεριλαμβάνοντας στό βιβλίο του κενές σελί
184
Π ΡΟ ΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
δες γιά νά δείξει τήν απροθυμία του νά μιλήσει γιά κάποιο θέμα καί γιά νά καλέσει τούς αναγνώστες νά τίς γεμίσουν. Ό χώρος έδώ γίνεται τό ισοδύναμο τής σιωπής. Πολύ αργότερα καί μέ περισσότερη έκζήτηση ό Stephane Mallarme σχεδιάζει τό ποίημά του «Un coup de des» έτσι ώστε νά τυπω θεί σέ διαφορετικά μεγέθη καί στοιχεία, μέ τούς στίχους του δ ια σκορπισμένους ύπολογισμένα στίς σελίδες, σέ ένα είδος τ υ πογραφικής ελεύθερης πτώσης πού υπονοεί τήν τύχη πού κυ βερνά μιά ζαριά (τό ποίημα περιέχεται καί συζητείται στό Bruns 1974, σελ. 115-38). Ό Mallarme δήλωσε πώ ς σκοπός του ήταν νά «άποφύγει τήν άφήγηση» καί νά «άραιώ σει» τήν άνάγνωση τού ποιήματος ώστε ή ποιητική μονάδα νά είναι ή σελίδα, μέ τούς τυπογραφικούς χώρους της, καί όχι ό στίχος. Ό Ε.Ε. Cummings στό ά τιτλο ποίημ ά του μέ άριθμό 276 (1968) γιά τήν άκρίδα, άποσυνθέτει τίς λέξεις τού κειμένου του καί τίς σκορπά άνισα σέ όλη τή σελίδα, μέχρι πού στό τ έ λος τά γράμματα συναντιούνται στήν τελική λέξη «άκρίδα» — όλα αύτά γιά νά δηλωθεί ή άκανόνιστη καί οπτικά ίλιγ γιώδης κίνηση τής άκρίδας μέχρι τήν τελική στιγμή πού έμφανίζεται μπροστά μας πάνω στό φύλλο ένός φυτού. Ό λευ κός χώρος είναι τόσο άναπόσπαστο μέρος τού ποιήματος τού Cummings, ώστε είναι τελείως άδύνατον νά διαβάσουμε τό ποίημα δυνατά. Οί ήχοι πού ύπαγορεύουν τά γράμματα π ρ έ πει νά είναι παρόντες στή φαντασία, άλλά ή παρουσία τους δέν είναι άπλώς άκουστική: άλληλεπιδρά μέ τόν οπτικά καί κιναισθητικά άντιληπτό χώρο πού τούς περιβάλλει. Ή «συγκεκριμένη» ποίηση (Solt 1970) κορυφώνει μέ κ ά ποιον τρόπο τήν άλληλεπίδραση τών ήχητικών λέξεων καί τού τυπογραφικού χώρου. Παρουσιάζει έξαιρετικά περίπλοκες ή άπλές οπτικές γραμματικές καί/ή λεκτικές διατάξεις, μερικές άπό τίς όποιες δέν μπορούν νά διαβαστούν δυνατά, καμιά άπό τίς όποιες όμως δέν μπορεΐ νά γίνει κατανοητή χωρίς κάποια άντίληψη τού ήχου τών λέξεων. Άκόμη καί όταν ή συγκεκριμένη ποίηση είναι τελείως άδύνατον νά διαβαστεί,
185
ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ, Χ ΩΡΟΣ ΚΑΙ ΚΕ1ΜΕΝΙΚΟ Κ Α ΕΙΣΙΜ Ο
άκόμη καί τότε δέν είναι μιά άπλή εικόνα. Ή συγκεκριμένη ποίηση είναι ένα έλασσον λογοτεχνικό είδος, συχνά άπλώς παιχνιδιάρικο — πράγμα πού καθιστά άκόμη πιό άναγκαΐο νά εξηγήσουμε τόν λόγο γιά τόν όποιο δημιουργήθηκε. Ό Hartman (1981, σελ. 35) διακρίνει μιά σύνδεση άνάμε σα στή συγκεκριμένη ποίηση καί τή συνεχιζόμενη λογομαχία τού Jacques Derrida μέ τό κείμενο. Ή σύνδεση είναι σίγουρα ύπαρκτή καί άξίζει περαιτέρω μελέτη. Ή συγκεκριμένη ποίη ση παίζει μέ τή διαλεκτική τής λέξης πού είναι κλειδωμένη στόν χώρο, σέ άντίθεση μέ τή λέξη-ήχο, τήν προφερόμενη λέ ξη, πού δέν μπορεΐ ποτέ νά κλειδωθεί στόν χώρο (κάθε text -κ είμ εν ο - είναι pretext - πρόφαση), παίζει δηλαδή μέ τούς α πό λυτο υς περιορισμούς τής κειμενικότητας, πού παραδόξως α π ο κ α λύ π το υ ν επίσης τούς έγγενεΐς περιορισμούς τής προφερόμενης λέξης. Αύτή είναι ή περιοχή τού Derrida, άν καί κινείται σέ αύτή μέ τόν δικό του, ιδιόρρυθμο βηματισμό. "Οπως είδαμε, ή συγκεκριμένη ποίηση δέν είναι προϊόν τής χειρογραφίας άλλά τής τυπογραφίας. Ή άποδόμηση συνδέε ται μέ τήν τυπογραφία μάλλον παρά μέ τή γραφή έν γένει, όπως συνήθως φαίνεται νά υποστηρίζουν οί ύπέρμαχοί της.
Πιό διάχυτες έπιπτώσεις & <:' ·*
^
Μπορεΐ κανείς νά άπαριθμήσει δίχως τέλος πρόσθετες ε π ι πτώσεις, λιγότερο ή περισσότερο άμεσες, πού ή τυπογραφία ειχε στή νοητική οικονομία ή τή «νοοτροπία» τής Δύσης. Ή τυπογρ αφ ία τελικά* μετατόπισε τήν άρχαία ρητορική τέχνη (πού στηριζόταν στήν προφορικότητα) άπό τό κέντρο τής άκαδημαϊκής έκπαίδευσης. Ένθάρρυνε καί κατέστησε εφικτή σέ μεγάλη κλίμακα τήν ποσοτικοποίηση τής γνώσης, τόσο μέ τή χρησιμοποίηση τής μαθηματικής ανάλυσης όσο καί μέ τή χρήση τών διαγραμμάτω ν καί τών σχεδίων. Ή τυπογραφ ία μείωσε τελικά τήν έλξη πού ασκούσε ή εικονογράφηση στή
186
ΠΡΟΦΟ ΡΙΚΟ ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
διαχείριση τής γνώσης, παρά τό γεγονός ότι στά πρώτα της στάδια έθεσε σέ κυκλοφορία εικονογραφήσεις σέ πρω τόγνω ρες μέχρι τότε ποσότητες. Οί είκονογραφικές φιγούρες συγ γενεύουν μέ τούς «διογκωμένους» ή στερεότυπους χαρακτή ρες τού προφορικού λόγου καί σχετίζονται μέ τή ρητορική καί τή μνημοτεχνική πού άπαιτεΐ ή προφορική διαχείριση τής γνώσης (Yates 1966). Ή τυπογραφ ία παρήγαγε έξαντλητικά λεξικά καί ένθάρρυνε τήν έπιθυμία νά θεσμοθετηθεί ή «ορθότητα» στή χρήση τής γλώσσας. Αύτή ή έπιθυμία προέκυψε σέ μεγάλο βαθμό άπό μιά γλωσσική αίσθηση πού στηριζόταν στή μελέτη τής λόγιας λατινικής. Οί λόγιες γλώσσες κειμενοποιούν τήν ιδέα τής γλώσσας κάνοντάς την νά μοιάζει μέ κάτι γρα πτό. Ή τ υ πογραφία ενισχύει μιά κειμενική ούσιαστικά γλωσσική α ίσ θηση. Τό τυπωμένο κείμενο καί όχι τό χειρόγραφο είναι τό κείμενο στήν πληρέστερη, ύποδειγματική του μορφή. Ή τυπογραφία δημιούργησε τό κλίμα στό όποιο άναπτύχθηκαν τά λεξικά. ’Από τίς πρώτες έκδόσεις τους στόν δέκα το όγδοο αιώνα μέχρι πρόσφατα, τό γλωσσικό κριτήριο γιά νά συμπεριληφθεΐ μιά λέξη στά άγγλικά λεξικά ήταν συνήθως τό κατά πόσον ειχε χρησιμοποιηθεί άπό συγγραφείς (καί όχι άπό όλους) πού έγραφαν κείμενα πρός έκτύπωση. Ή χρήση τών λέξεων άπό όλους τούς άλλους θεωρούνταν «εσφαλμέ νη» έφόσον δέν συμβάδιζε μέ αύτή τήν τυπογραφική χρήση. To Webster’s Third New International Dictionary (1961) ήταν τό πρώτο σημαντικό λεξικογραφικό έργο πού διαχώρισε τή θέση του άπό αύτή τήν παλιά τυπογραφική σύμβαση καί άναφέρει ώς γλωσσικές πηγές τίς χρήσεις λέξεων άπό πρόσω πα πού δέν έγραφαν γιά νά τυπώ σουν — καί φυσικά, πολλοί πού μορφώ θηκαν μέ τήν π α λ ιά ιδεολογία άμέσω ς ά πέρ ριψ α ν αύτό τό εντυπω σ ια κό λεξικογρα φ ικό επ ίτευ γ μ α (Dykema 1963) ώς προδοσία τής «άληθινής» ή «καθαρής» γλώσσας. Ή τυπογραφ ία ήταν επίσης ένας σημαντικός παράγοντας στή διαμόρφω ση τής α’ίσθησης τής προσ ω πικής ιδιω τικής
ΤΥ Π Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ ,Χ Ω ΡΟ Σ ΚΑΙ Κ ΕΙΜ ΕΝΙΚ Ο Κ Λ ΕΙΣΙΜ Ο
187
ζωής πού χαρακτηρίζει τή σύγχρονη κοινωνία. Παρήγε μικρό τερα βιβλία πού μεταφέρονταν πιό εύκολα άπό αύτά πού συνηθίζονταν στόν χειρογραφικό πολιτισμό, διαμορφώνοντας τό ψυχολογικό ύπόβαθρο πού αρμόζει στή μοναχική άνάγνωση σέ μιά ήσυχη γω νιά, καί τελικά στήν τελείως σιωπηρή άνάγνωση. Στόν χειρογραφικό πολιτισμό καί συνεπώς στόν πρ ώ ιμο τυπογραφικό, ή άνάγνωση έτεινε νά είναι μιά κοινωνική δραστηριότητα, όπου ένα άτομο διάβαζε στά άλλα άτομα μιας ομάδας. "Οπως παρατήρησε ό Steiner (1967, σελ. 383), ή κατ’ ίδιαν άνάγνωση άπαιτεΐ ένα σπίτι αρκετά ευρύχωρο γιά νά παρέχει άτομική άπομόνωση καί ήσυχία. (Οί δάσκαλοι παιδιών άπό φτωχές γειτονιές γνωρίζουν πολύ καλά ότι συ χνά ό κύριος λόγος γιά τήν κακή άπόδοση ενός παιδιού είναι ότι δέν ύπάρχει χώρος στό σπίτι όπου νά μπορεΐ νά μελετή σει άποτελεσματικά.) Ή τυπογραφ ία δημιούργησε ένα νέο αίσθημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας τών λέξεων. Οί άνθρωποι σέ έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό έχουν ένα αίσθημα ιδιοκτησίας σχετικά μέ κάποιο ποίημα, άλλά ένα τέτοιο αίσθημα είναι σπάνιο καί συνήθως έξασθενημένο άπό τήν κοινοκτημοσύνη τής π α ρ ά δ ο σης, τών λογοτυπικών έκφράσεων καί θεμάτων άπό τά όποια άντλεΐ ό καθένας. Μέ τή γραφή άρχίζει νά εμφανίζεται καί ή άπόρριψη τής λογοκλοπής. Ό άρχαΐος Λατίνος ποιητής Μαρτιάλης (ί. 53.9) άποκαλεΐ τόν λογοκλόπο plagiarius, πού ση μαίνει βασανιστής, καταπιεστής, άρπαγας. Άλλά δέν ύπάρχει ιδιαίτερη λατινική λέξη άποκλειστικά γιά τόν λογοκλόπο ή τή λογοκλοπή. Ή προφορική κοινοτοπική παράδοση ήταν άκόμη ισχυρή. Σ τά πρώ τα χρόνια τής τυ π ο γ ρ α φ ία ς όμως μπορούσε κάποιος νά έξασφαλίσει ένα βασιλικό διάταγμα ή privilegium (προνομία) τό όποιο άπαγόρευε τήν έπανέκδοση ενός βιβλίου άπό όποιονδήποτε άλλο έκτος άπό τόν άρχικό εκδότη. Ό Richard Pynson εξασφάλισε ένα τέτοιο privilegium στά 1518 άπό τόν Ερρίκο Η \ Στά 1557 ιδρύθηκε στό Λονδίνο ή Stationers’ Company γιά νά έπιβλέπει τά δικαιώ ματα τών
188
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
συγγραφέω ν καί τών τυπογράφ ω ν ή τών τυπ ογρ ά φ ω ν-έκ δοτών, καί στόν δέκατο όγδοο πλέον αιώνα ή σύγχρονη νο μοθεσία γιά τά συγγραφικά δικαιώ ματα άρχισε νά διαμορ φώνεται σέ όλη τή Δυτική Εύρώπη. Ή τυπογραφία μετέτρεψε τή λέξη σέ καταναλωτικό προϊόν. Ό παλιός κοινόκτητος π ρ ο φορικός κόσμος διασπάστηκε σέ ιδιωτικούς τίτλους κατοχής. Ή τυπογραφ ία υπηρέτησε καλά καί τή μετατόπιση τής α ν θρώπινης συνείδησης πρός τόν μεγαλύτερο ατομισμό. Βέβαια, οί λέξεις δέν ήταν άκριβώς ιδιωτική ιδιοκτησία. Ή ταν άκόμη σέ κάποιο βαθμό κοινόκτητες. Τά βιβλία πού τυπώ νονταν άπηχούσαν τό ένα τό άλλο, άκούσια ή εκούσια. Στήν άρχή τής ηλεκτρονικής εποχής, ό Joyce άντιμετώπισε εύθέως τίς άνησυχίες γ ιά τίς επ ιρ ρ ο ές, καί στόν Ό δνσσέα, καθώ ς καί στό Finnegan’s Wake, άνέλαβε νά άπηχήσει σκόπιμα τούς πάντες. Μ ετατοπίζοντας τίς λέξεις άπό τόν κόσμο τού ήχου, όπου είχαν τήν άρχή τους στήν ενεργητική συναλλαγή τών άνθρώπων, καί τοποθετώντας τες οριστικά στήν ορατή επιφάνεια, άλλά καί μέ άλλους τρόπους έκμεταλλευόμενη τόν οπτικό χώρο γιά τή διαχείριση τής γνώσης, ή τυπογραφ ία ένθάρρυνε τούς άνθρώπους νά σκεφθούν όλο καί περισσότερο τούς δ ι κούς τους εσωτερικούς συνειδητούς καί μή πόρους ώς άντικείμενα άπρόσω πα καί θρησκευτικώς ούδέτερα. Ή τυ π ο γρ α φία ένθάρρυνε τήν αίσθηση πώ ς ό,τι «κατείχε» ό νούς υπήρχε σέ ένα είδος αδρανούς νοητικού χώρου.
Ή τυπογραφία καί τό κλείσιμο τού κειμένου: διακειμενικότητα Ή τυ π ο γ ρ α φ ία ένθαρρύνει μιά αίσθηση κ λεισίμα τος, μιά αίσθηση πώ ς ό,τι βρίσκεται σ ένα κείμενο είναι τελειωμένο, βρίσκεται σέ μιά οριστική κατάσταση. Αύτή ή αίσθηση έπηρεάζει τίς λογοτεχνικές δημιουργίες, όπω ς καί τό φιλοσοφικό ή έπιστημονικό έργο.
ΤΥ Π Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ ,Χ Ω ΡΟ Σ ΚΑΙ Κ ΕΙΜ ΕΝΙΚ Ο ΚΛΕΙΣΙΜ Ο
189
Πριν άπό τήν τυπογραφία ή ’ί δια ή γραφή ένθάρρυνε κάποια αίσθηση νοητικού κλεισίματος. ’Απομονώνοντας τή σκέ ψη σέ μιά γραμμένη επιφάνεια, άποδεσμεύοντάς την άπό κ ά θε συνομιλητή, καθιστώντας τήν εκφορά άπό αύτή τήν άποψη αύτόνομη καί άδιάφορη στις επιθέσεις, ή γραφή παρουσιάζει τήν εκφορά καί τή σκέψη νά μή συμμετέχουν σέ όλα τ ’ άλλα, νά είναι κατά κάποιον τρόπο αύτάρκεις, πλήρεις. Ή τυ π ο γραφία μέ τόν ϊδιο τρόπο τοποθετεί τήν εκφορά καί τή σκέψη σέ μιά έπιφάνεια άποδεσμευμένη άπό οτιδήποτε άλλο, άλλά προχω ρά πα ρ α π έρ α ύποδηλώνοντας αύτοτέλεια. Ή τ υ π ο γραφία περικλείει τή σκέψη σέ χιλιάδες άντίτυπα ενός έργου τ ή ς ’ίδιας οπτικής καί φυσικής σύστασης. Ή λεκτική άντιστοιχία τών άντιτύπων τής ’ίδιας έκδοσης μπορεΐ νά ελεγχθεί χω ρίς καμιά προσφυγή στήν άκοή, άλλά μόνο μέ τήν όραση: ένα άντιπαραβολικό όργανο Hinman τοποθετεί τίς άντίστοιχες σελίδες δύο άντιτύπων ενός κειμένου τή μιά πάνω στήν άλλη καί ειδοποιεί τόν θεατή γιά τυχόν άναντιστοιχίες άναβοσβήνοντας ένα φώς. Τό τυπωμένο κείμενο ύποτίθεται ότι παρουσιάζει τίς λέ ξεις τοϋ δημιουργού σέ οριστική ή «τελική» μορφή. Ή τυ π ο γραφία νιώθει άνετα μόνο μέ τό οριστικό. ’Αφού ή τυ π ο γρ α φική φόρμα κλείσει, κλειδωθεί, ή ή φωτολιθογραφική πλάκα κατασκευαστεί καί τό φύλλο τυπω θεί, τό κείμενο δέν έπιδέχεται άλλαγές (διαγραφές ή προσθήκες) έξίσου εύκολα μέ τό χειρόγρ α φ ο κείμενο. Σέ άντίθεση, τά χ ειρ ό γ ρ α φ α , μέ τά ερμηνευτικά σχόλια στά περιθώριά τους (πού σέ μετέπειτα ά ντιγρ α φ ές ενσω ματώ νονταν στό κείμενο) βρίσκονταν σέ διάλογο μέ τόν κόσμο πού έκτεινόταν πέρα άπό τά σύνορά τους. Παρέμεναν πιό κοντά στό δούναι καί λαβεΐν τής π ρ ο φορικής έκφρασης. Οί άναγνώστες τών χειρογράφων είναι λιγότερο άπομονωμένοι άπό τόν συγγραφέα, λιγότερο άπόντες άπό τούς άναγνώστες τών συγγραφέων πού γράφουν πρός έκτύπωση. Ή αίσθηση τού κλεισίματος ή τής πληρότητας πού ένισχύει ή τυπογρ α φ ία , είναι μερικές φορές κατάφωρη. Οί
190
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
σελίδες μιας έφημερίδας είναι κανονικά τελείως γεμάτες — κάποια εϊδη τυπογραφικού ύλικού λέγονται «γεμίσματα»— καί δλες οί γραμμές είναι εύθυγραμμισμένες, έχουν δηλαδή τό ϊδιο πλάτος. Ή τυπογραφ ία παραδόξω ς δέν ανέχεται τή φυσική (χωρική) έλλειψη πληρότητας. Μ εταφέρει, μέ λεπτό τρόπο καί χωρίς πρόθεση άλλά πολύ πραγματικά, τήν εντύ πωση ότι τό ύλικό πού τό κείμενο χειρίζεται είναι παρομοίως πλήρες ή αύτοσύστατο. Ή τυπογραφία συμβάλλει σέ πιό κλειστές μορφές λόγου, ιδίως στήν άφήγηση. Μέχρι τήν έλευση τής τυπογραφ ίας, ή μόνη έκτενής γραμμικής πλοκής άφηγηματική μορφή ήταν τό δράμα, πού άπό τήν άρχαιότητα ελεγχόταν άπό τή γραφή. Οί τραγω δίες τού Εύριπίδη ήταν κείμενα πού ό ϊδιος συνέθετε γρ α π τώ ς καί στή συνέχεια οί ήθοποιοί τά άπομνημόνευαν κατά λέξη γιά νά τά παρουσιάζουν προφορικά. Μέ τήν τυ π ο γραφία, ή σφικτή πλοκή έκτείνετο^ι στήν έκτενή άφήγηση, στό μυθιστόρημα άπό τήν Jane Austen καί εξής, καί φθάνει στήν άκμή της στό άστυνομικό μυθιστόρημα. Θά μελετήσουμε α ύ τές τίς μορφές στό επόμενο κεφάλαιο. Στή θεωρία τής λογοτεχνίας, ή τυπογρ α φ ία προκάλεσε ούσιαστικά τήν εμφάνιση τού φορμαλισμού καί τής Νέας Κ ριτικής, πού πιστεύουν ότι κάθε λογοτεχνικό έργο είναι άπομονωμένο στόν δικό του κόσμο, μιά «λεκτική εικόνα». Δέν είναι άνευ σημασίας βέβαια τό γεγονός ότι ή εικόνα είναι κάτι πού βλέπουμε καί όχι πού άκούμε. Ό χειρογραφικός πολιτισμός άντιλαμβανόταν τά λογοτεχνικά έργα σέ μεγαλύ τερη έπαφή μέ τήν προφορική πληρότητα, καί ουδέποτε διέκρινε δραστικά τήν ποίηση άπό τή ρητορική. Περισσότερα γιά τόν φορμαλισμό καί τή Νέα Κριτική στό επόμενο κεφάλαιο. Ή τυπογραφ ία ούσιαστικά παράγει τό μοντέρνο θέμα τής δ ια κ ειμ εν ικ ό τη τα ς, π ο ύ κ α τέχει κεντρική θέση ά νά μ εσ α α το ύς φ α ινομ ενολογικ ούς καί κριτικούς κ ύ κ λο υ ς σήμερα (Hawkes 1977, σελ. 144). Ή διακειμενικότητα άναφέρεται σέ μιά ψυχολογική καί λογοτεχνική κοινοτοπία: τό κείμενο δέν
ΤΥ Π Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ ,Χ Ω ΡΟ Σ ΚΑΙ Κ ΕΙΜ ΕΝΙΚ Ο Κ ΛΕΙΣΙΜ Ο
191
μπορεΐ νά δημιουργηθεΐ απλώς μέσα άπό κάποιο βίωμα. Ό/ή μυθιστοριογράφος γρά φ ει ένα μυθιστόρημα για τί γνωρίζει αύτό τό είδος τής κειμενικής οργάνωσης τού βιώματος. Ό χειρογραφικός πολιτισμός θεωρούσε τή διακειμενικότητα δεδομένη. Καθώς ήταν άκόμη σέ έπαφή μέ τήν κοινοτοπική παράδοση τοϋ παλιού προφορικού κόσμου, δημιουρ γούσε εμπρόθετα κείμενα άπό άλλα κείμενα, μέ τόν δανει σμό, τήν προσαρμογή, τό μοίρασμα τών κοινών, άρχικά π ρ ο φορικών, τύπων καί θεμάτων, άν καί τά χρησιμοποιούσε σέ νέες λογοτεχνικές μορφές, άνέφ ικτες χωρίς τή γραφή. Τό πνεύμα τής τυπογραφίας είναι άπό τή φύση του διαφορετικό. ’Έ χει τήν τάση νά άντιλαμβάνεται ένα έργο ώς «κλειστό», άπομονωμένο άπό άλλα έργα, ώς μιά άνεξάρτητη μονάδα. Ό τυπογραφ ικός πολιτισμός γέννησε τίς ρομαντικές ιδέες τής «πρ ω το τυ π ία ς» καί τής «δημιουργικότητας», πού ξεχωρί ζουν άκόμη περισσότερο τό κάθε έργο άπό τ άλλα, θεωρών τας τίς άπαρχές καί τό νόημά του άνεξάρτητα άπό έξωτερικές έπιδράσεις, τουλάχιστον ίδεωδώς. "Οταν έμφανίστηκαν οί θεωρίες τής διακειμενικότητας, εδώ καί λίγες δεκαετίες, γιά νά άντικρούσουν τόν αισθητικό άπομονωτισμό τοϋ ρομαντι κού τυπογραφικού πολιτισμού, δημιούργησαν κάποιον κλο νισμό. Καί ήταν άκόμη άνησυχητικές, γιατί οί μοντέρνοι συγ γραφείς, έχοντας άγωνιώδη επίγνωση τής ιστορίας τής λογο τεχνίας καί τής de facto διακειμενικότητας τών έργων τους, άνησυχούν μήπως στήν πραγματικότητα δέν δημιουργήσουν τίποτα καινούργιο, μήπως βρίσκονταν τελείως κάτω άπό τήν «επιρροή» κειμένων πού έγραψαν άλλοι. Τό έργο τοϋ Harold Bloom, The Anxiety of Influence, μελετά αύτό άκριβώς τό άγχος τού σύγχρονου συγγραφέα. Οί άνησυχίες γιά τήν όποια επ ιρ ροή στόν χειρογραφικό πολιτισμό ήταν ελάχιστες, καί στόν προφορικό πολιτισμό πρακτικά άνύπαρκτες. Ή τυ π ο γ ρ α φ ία δέν δημιουργεί μόνο στά λογοτεχνικά έργα μιά αίσθηση κλειστότητας, άλλά καί στά έπιστημονικά καί φιλοσοφικά έργα. Μέ τήν τυπογραφία έμφανίστηκε ή κ α
192
ΠΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τήχηση καί τό «έγχειρίδιο», πού ήταν λιγότερο διαλογικά καί πολεμικά άπό όποιονδήποτε προηγούμενο τρόπο παρουσία σης ένός άκαδημα'ικού άντικειμένου. Οί κατηχήσεις καί τά έγχειρίδια παρουσίαζαν «γεγονότα» ή τά ισοδύναμά τους: άπομνημονεύσιμες ξερές άποφάνσεις πού δήλωναν εύθέως καί περιεκτικά τήν κατάσταση τών πραγμάτω ν σέ ένα δεδο μένο γνωστικό πεδίο. Ά ντιθέτω ς, οί άπομνημονεύσιμες α π ο φάνσεις τών προφορικών ή τών ύπολειμματικά προφορικών πολιτισμών έτειναν νά έχουν παροιμιακή μορφή, νά μήν π α ρουσιάζουν «γεγονότα», άλλά μάλλον στοχασμούς, συχνά μέ τή μορφή γνωμικών, προκαλώντας περαιτέρω στοχασμό μέ τά παράδοξα πού δημιουργούσαν. Ό Peter Ramus (1515-1572) πα ρήγαγε τά πρ ό τυπ α τών έγχειριδίων: έγχειρίδια γιά όλα σχεδόν τά εϊδη τέχνης (διαλε κτική, λογική, γραμματική, άριθμητική κ.λπ.) πού ξεκινούσαν μέ ψυχρούς ορισμούς καί διαιρέσεις καί οδηγούσαν σέ π ερ α ι τέρω ορισμούς καί διαιρέσεις μέχρις ότου καί τό τελευταίο τμήμα ένός άντικειμένου νά κατατμηθεΐ καί καταταχθεί. Έ ν α ραμιστικό έγχειρίδιο πάνω σέ ένα δεδομένο άντικείμενο δέν ειχε καμιά άναγνωρισμένη συναλλαγή μέ οτιδήποτε έξω άπό αύτό. Δυσκολίες ή «άντίπαλοι» δέν έμφανίζονταν. Έ ν α μ ά θημα ή «τέχνη» πού παρουσιαζόταν σύμφωνα μέ τή ραμιστική μέθοδο δέν παρουσίαζε καμιά δυσκολία (έτσι τουλάχιστον ύποστήριζαν οί ραμιστές): ορίζοντας καί διαιρώντας μέ τόν κατάλληλο τρόπο, τό καθετί στήν τέχνη ήταν τελείως πρ ο φ α νές, καί ή ϊδ ια ή τέχνη ήταν πλήρης καί αύτοτελής. Ό Ramus παρέπεμπε τίς δυσκολίες καί τίς άντιρρήσεις τών άντιπάλων σέ χωριστές «διαλέξεις» (scholae) πάνω στή διαλεκτική, ρητο ρική, γραμματική, άριθμητική καί λοιπά. Οί διαλέξεις αύτές ήταν έξω άπό τήν κλειστή στόν εαυτό της «τέχνη». Ε πιπλέον τό ύλικό κάθε ραμιστικού εγχειριδίου μπορούσε νά παρουσιασθεί σέ τυπωμένους διχοτομημένους πίνακες ή δια γρά μ ματα τά όποια έδειχναν πώ ς άκριβώς ήταν οργανωμένο χω ρικά τό ύλικό άπό μόνο του καί στόν νού. Ή κάθε τέχνη ήταν
ΤΥ Π Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ .Χ Ω ΡΟ Σ ΚΑΙ Κ ΕΙΜ ΕΝΙΚ Ο Κ Λ ΕΙΣΙΜ Ο
193
εντελώς χωριστή άπό κάθε άλλη, σάν χωριστά οικοδομήματα μέ κενό άνάμεσά τους, άν καί οί «τέχνες» άναμειγνυονταν μεταξύ τους στή χρήση — άφοϋ στή σύνθεση κάποιου άποσπάσματος ό συγγραφέας χρησιμοποιούσε ταυτοχρόνως τή λογική, τή γραμματική, τή ρητορική καί πιθανόν καί άλλες τέχνες (Ong 1958b, σελ. 30-1, 225-69, 280). Σχετική μέ τήν αίσθηση τού κλεισίματος πού ύποθάλπει ή τυπογραφία ήταν ή πά για οπτική γωνία, πού όπως έδειξε ό Marshall McLuhan (1962, σελ. 126-7, 135-6), έμφανίστηκε μέ τήν τυπογραφ ία. Μέ τήν π ά για οπτική γωνία μπορούσε τώρα νά διατηρηθεί ένας σταθερός τόνος καθ’ όλη τή διάρκεια μιάς εκτενο ύς πεζής σύνθεσης. Ή σταθερή οπτική γω νία καί ό σταθερός τόνος σηματοδοτούσαν άφενός μιά μεγαλύτερη άπόσταση άνάμεσα στόν άναγνώστη καί τόν συγγραφέα καί άφετέρου μιά μεγαλύτερη σιο^πηρή κατανόηση. Ό/ή συγγρα φέας μπορούσε μέ αύτοπεποίθηση νά τραβήξει τόν δρόμο του/της (μεγαλύτερη ά πόσ τα σ η, ά δ ια φ ο ρ ία ). Δέν ύπήρχε άνάγκη νά κάνει τό καθετί ένα είδος Μ ενιππείου σάτιρας, ένα μείγμα δηλαδή άπό διαφορετικές οπτικές, διαφορετικές γω νίες καί τόνους γιά τίς διαφορετικές αισθητικότητες. Ό συγγραφέας μπορούσε νά είναι σίγουρος ότι ό άναγνώστης θά προσαρμοστεί (μεγαλύτερη κατανόηση). Σέ αύτό τό ση μείο γεννήθηκε τό «άναγνωστικό κοινό» — μιά εύμεγέθης άναγνωστική πελατεία, άγνωστη προσω πικά στόν σ υγγρα φέα, άλλά ικανή νά διαχειριστεί ορισμένες λίγο-πολύ καθιε ρωμένες οπτικές γωνίες.
Μετα-τυπογραφία: ή ηλεκτρονική Ό ήλεκτρονικός μετασχηματισμός τής λεκτικής έκφρασης β ά θυνε τήν ύπαγωγή τής λέξης στόν χώρο, πού εγκαινιάστηκε μέ τή γραφή καί έντάθηκε μέ τήν τυπογραφ ία, καί οδήγησε ταυτοχρόνως τή συνείδηση στή νέα έποχή τής δευτερεύουσας
194
ΠΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
προφορικότητας. ’Ά ν καί ή σχέση τής ήλεκτρονικά παραγόμενης λέξης μέ τό δίπολο προφορικότητα/έγγραμματοσύνη, μέ τό όποιο άσχολεΐται αύτό τό βιβλίο, είναι τεράστιο θέμα γιά νά μπορέσουμε νά τό μελετήσουμε έδώ στήν ολότητά του, άξίζει νά κάνουμε μερικές παρατηρήσεις. Παρ’ όλα όσα συχνά λέγονται, οί ήλεκτρονικές συσκευές δέν έξαφανίζουν τά βιβλία, άλλά άντίθετα παράγουν περισ σότερα. Οί συνεντεύξεις πού κα τα γρά φ οντα ι ήλεκτρονικά παράγουν κατά χιλιάδες «όμιλούντα» βιβλία καί άρθρα, τά οποία ποτέ δέν θά τυπώνονταν δίχως τήν ύπαρξη τής μαγνητικής έγγραφής. Τό νέο μέσο ένισχύει τό παλιό, άλλά βέβαια τό μετασχηματίζει διευκολύνοντας ένα νέο συνειδητά άτυπο ύφος, άφού ό τυπογραφικός άνθρωπος πιστεύει πώς ή π ρ ο φορική συνομιλία π ρ έπ ει κανονικά νά είναι άτυπη (ένώ ό προφορικός άνθρωπος πιστεύει ότι πρέπει νά είναι τυπική — Ong 1971, σελ. 82-91). ’Επιπλέον, όπως παρατηρήσαμε π α ραπάνω , ή σύνθεση σέ τερματικά ύπολογιστών άντικαθιστά παλιότερες μορφές τυπογραφικής σύνθεσης, έτσι ώστε σύν τομα στήν πράξη κάθε έκδοση θά γίνεται μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο μέ τή βοήθεια ήλεκτρονικού έξοπλισμού. Καί βέ βαια, κάθε ε’ίδους πληροφορίες πού συλλέγονται καί/ή ά π ο τελούν άντικείμενο ήλεκτρονικής επεξεργασίας βρίσκουν τόν δρόμο τους γιά τό τυπογραφείο αύξάνοντας τήν τυπογρ αφ ι κή παραγω γή. Τέλος, ή γραμμική έπεξεργασία καί ή τοποθέ τηση τής λέξης στόν χώ ρο, πού ξεκίνησε μέ τή γραφή καί έντάθηκε μέ τήν τυπογραφ ία, έντείνεται άκόμη περισσότερο μέ τόν ύπολογιστή, πού μεγιστοποιεί τήν ύπαγωγή τής λέξης στόν χώρο καί τήν (ήλεκτρονική) τοπική κίνηση καί βελτιώνει τήν άναλυτική γραμμικότητα καθιστώ ντας την ούσιαστικά στιγμιαία. Ταυτοχρόνως, μέ τό τηλέφωνο, τό ραδιόφωνο, τήν τηλεό ραση καί τά διάφορα ε’ίδη έγγραφής τού ήχου, ή ήλεκτρονική τεχνολογία μάς έφερε στήν έποχή τής «δευτερογενούς π ρ ο φορικότητας». Αύτή ή νέα προφορικότητα έχει έντυπωσιακές
ΤΥ Π Ο ΓΡΑ Φ ΙΑ ,Χ Ω ΡΟ Σ ΚΑΙ Κ ΕΙΜ ΕΝΙΚ Ο Κ ΛΕΙΣΙΜ Ο
195
ομοιότητες μέ τήν παλιά όσον άφορά τόν συμμετοχικό, μεθεκτικό χαρακτήρα της, τήν καλλιέργεια τής κοινοτικής αίσθη σης, τήν έπικέντρωση στήν παρούσα στιγμή, άκόμη καί στή χρήση τών λογοτύπων (Ong 1971, σελ. 284-303· 1977, σελ. 16-49, 305-41). Ούσιαστικά όμως είναι μιά πιό συνειδητή καί έσκεμμένη προφορικότητα, ή όποια στηρίζεται μονίμως στή χρήση τής γραφής καί τής τυπογραφίας πού είναι άπαραίτητες στήν κατασκευή, τή λειτουργία άλλά καί τή χρήση τών μηχανημάτων. Ή δευτερογενής προφορικότητα είναι άξιοσημείωτα ό μοια καί ταυτόχρονα άνόμοια μέ τήν πρωταρχική προφορι κότητα. "Όπως ή πρωταρχική προφορικότητα, ή δευτερογε νής προφορικότητα δημιούργησε κι αύτή μιά ισχυρή ομαδική αίσθηση, γιατί τό άκουσμα τού προφορικού λόγου συγκροτεί τούς άκροατές σέ ομάδα, σ’ ένα πραγματικό άκροατήριο, μέ τόν ϊδιο τρόπο πού ή άνάγνωση χειρογράφων ή τυπωμένων κειμένων στρέφει τά άτομα στόν εαυτό τους. Ά λλά ή δευτε ρογενής προφορικότητα δημιουργεί μιά ομαδική αίσθηση, αμέτρητα μεγαλύτερη άπό αύτήν πού δημιουργεί ό πρω ταρ χικά προφορικός πολιτισμός — τό «παγκόσμιο χωριό» τού McLuhan. Ε π ιπ λ έ ο ν , πρίν άπό τήν έλευση τής γραφ ής, οί π ρ ο φ ο ρ ικ ο ί ά νθ ρ ω π ο ι ήταν ό μ α δ ο κ εν τρ ικ ο ί έπ ειδ ή δέν ύπήρχε καμιά εφικτή έναλλακτική λύση. Στήν εποχή τής δευ τερογενούς προφορικότητας υιοθετούμε αύτή τήν όμαδοκεντρική άντίληψη συνειδητά καί προγραμματισμένα. Τό άτομο αισθάνεται ότι ώς άτομο πρέπει νά είναι κοινωνικά εύαίσθητο. Σέ άντίθεση μέ τά μέλη ενός πρω ταρχικά προφορικού πολιτισ μού πού είναι έξωστρεφή έπειδή έχουν έλάχιστες εύκαιρίες νά είναι έσωστρεφή, έμείς είμαστε έξω στρεφείς επειδή ύπήρξαμε έσωστρεφεΐς. Κατά τόν ϊδιο τρόπο, ένώ ή πρω ταρχική π ρ οφ ορ ικ ότη τα ένθαρρύνει τήν αύθορμησία, έπειδή ό άναλυτικός στοχασμός πού προώθησε ή γραφή δέν είναι διαθέσιμος, ή δευτερογενής προφορικότητα ένθαρρύνει τήν αύθορμησία έπειδή μέσα άπό τόν άναλυτικό στοχασμό
196
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
αποφασίσαμε ότι ή αύθορμησία είναι καλό πράγμα. Σ χεδιά ζουμε τά «χάπενινγκ» [τά αύτοσχέδια συμβάντα μας] π ρ ο σεκτικά γιά νά είμαστε σίγουροι ότι θά είναι αυθόρμητα. Ή αντίθεση άνάμεσα στή ρητορεία τού παρελθόντος καί τή σημερινή εξαιρεί τήν άντίθεση άνάμεσα στήν πρωταρχική καί τή δευτερογενή προφορικότητα. Τό ραδιόφωνο καί ή τη λεόραση έφεραν τίς δημόσιες ομιλίες σημαντικών πολιτικών μορφών σ’ ένα κοινό μεγαλύτερο ά π ’ όσο ήταν ποτέ δυνατόν πρίν άπό τήν άνάπτυξη τής σύγχρονης ήλεκτρονικής. ’Έ τσ ι, άπό μιά άποψη ή προφορικότητα πήρε αύτό πού τής άνήκε περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά. Ά λλά δέν είναι ή παλιά προφορικότητα. Ή ρητορική τού παρελθόντος πού έρχόταν άπό τήν πρωταρχική προφορικότητα χάθηκε γιά πάντα. Στίς διαμάχες τού Lincoln μέ τόν Douglas στά 1858, οί άντίπαλοι —γιατί στήν πραγματικότητα αύτό άκριβώς ήταν— άντιμετώπιζαν ό ένας τόν άλλο συχνά κάτω άπό τόν καυτό ήλιο τού καλοκαιριού τού Ίλινόις, μπροστά σέ άκροατήρια 12.000 ή 15.000 άτόμω ν π ο ύ σ υμ μ ετείχα ν μέ έντονο τρ ό π ο (στήν Ottawa καί τό Freeport τού Ίλινόις — Sparks 1908, σελ. 137-8, 189-90), μιλώντας μιάμιση ώρα ό καθένας. Ό πρώτος ομιλη τής είχε μιά ώρα στή διάθεσή του, ό δεύτερος μιάμιση, ό πρώτος άλλη μισή γιά τή δευτερολογία του — κι όλα αύτά χωρίς ένισχυτές. Ή πρωταρχική προφορικότητα έκανε τόν εαυτό της αισθητό μέ τό άθροιστικό, πλεονάζον, προσεκτικά ισορροπημένο, έντονα άγωνιστικό ύφος καί τήν έντονη άλληλεπίδραση μεταξύ άκροατηρίου καί ομιλητή. Στό τέλος κάθε γύρου οί ομιλητές ήταν βραχνιασμένοι καί έξαντλημένοι. Οί σημερινές τηλεοπτικές προεδρικές μονομαχίες είναι τελείως έξω άπό αύτό τόν παλιό προφορικό κόσμο. Τό άκροατήριο είναι άπόν, άόρατο, δέν άκούγεται. Οί ύποψήφιοι είναι π ε ριορισμένοι σέ μικρούς στενούς θαλάμους, κάνουν σύντομες παρουσιάσεις καί άνταλλάσσουν σύντομες λακωνικές συνο μιλίες στίς όποιες κάθε άγωνιστική αιχμή σκόπιμα άμβλύνετα ι. Τά ήλεκτρονικά μέσα δέν άνέχονται τήν έπίδειξη άνοι-
ΊΎ ΠΟ ΓΡΑ ΦΙΑ , ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Κ ΕΙΜ ΕΝΙΚ Ο ΚΛΕΙΣΙΜ Ο
197
χτών ανταγωνισμών. Παρά τήν αύθόρμητη άτμόσφαιρα πού καλλιεργούν, τά μέσα αύτά κυριαρχούνται τελείως άπό μιά αίσθηση κλειστότητας πού είναι κληρονομιά τής τυ π ο γ ρ α φίας: μιά έπίδειξη έχθρότητας μπορεΐ νά διαρρήξει τό κλείσι μο, τόν άσφυκτικό έλεγχο. Οί υποψήφιοι προσαρμόζονται στήν ψυχολογία τού μέσου. Ή εύγενική, έγγράμματη ήπιότητα κ υ ρ ια ρ χ ε ί. Σ ή μ ερ α μόνο τά π ιό ή λ ικ ιω μ έν α ά το μ α θυμούνται τι ήταν ή ρητορεία όταν διατηρούσε άκόμη ζωντα νή τήν έπα φ ή της μέ τίς π ρ ω τα ρ χ ικ ά π ρ ο φ ο ρ ικ ές ρ ίζες. ’Άλλοι άκούνε περισσότερη ρητορεία, ή τουλάχιστον ομιλίες άπό σημαντικές δημόσιες προσωπικότητες ά π ’ όσες άκουγαν οί άνθρωποι πρίν άπό έναν αιώνα. Ά λλά ό,τι άκούνε, τούς δίνει μιά έλάχιστη μόνο εικόνα τής παλιάς ρητορείας (πού έκτείνεται άπό τήν προηλεκτρονική εποχή ώς δύο χιλιάδες τουλάχιστον χρόνια πρίν), καί τής προφορικής ζωής ή τών προφορικών δομών σκέψης άπό τίς όποιες άναδύθηκε αύτό τό είδος τής ρητορείας.
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή προφορική μνήμη, ή αφηγηματική γραμμή καί ή κατασκευή τών χαρακτήρων
Ή πλεονεκτική θέση τής αφηγηματικής γραμμής Ή μετατόπιση άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη έγγράφ εται σέ πολλά είδη λόγου — γιά πα ρ άδειγμ α , στήν ποίηση, τήν άφήγηση, τόν περιγρα φ ικό λόγο, τή ρητορεία (άπό τήν τελείως προφορική καί τή χειρογραφικά οργανωμέ νη ώς τίς τηλεοπτικού τύπου άγορεύσεις), στό θέατρο, τά φ ι λοσοφικά καί επιστημονικά έργα, τήν ιστοριογραφία, τή βιο γραφία καί άλλα. Ά πό αύτά, τό είδος πού περισσότερο μελετήθηκε στό πλαίσιο τής μετατόπισης άπό τήν προφορικό τητα στήν έγγραμματοσύνη είναι ή άφήγηση. Θά ήταν σκόπι μο νά άνα φ έρουμε έδώ ένα μέρος ά πό τίς έργασ ίες πού έχουν γίνει πάνω στήν άφήγηση, ώστε νά δείξουμε τήν π ρ ο σφορά τών σπουδών γύρω άπό τήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη. Γιά τούς σκοπούς μας, στήν άφήγηση μ π ο ρούμε νά συμπεριλάβουμε καί τό θέατρο, τό όποιο, ένώ π α ρουσιάζει τή δράση χωρίς άφηγηματική φωνή, διαθέτει άφηγηματική γραμμή όπως καί ή άφήγηση. Φυσικά καί άλλες κοινωνικές έξελίξεις πέραν τής μετατό πισης άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη βοη θούν στήν κατανόηση τής ά νά πτυξη ς τής άφήγησης μέσα στους αιώνες — οί άλλαγές στήν πολιτική οργάνωση, οί θρη
200
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓ ΓΡΑ Μ Μ Α Τ Ο Σ VNH
σκευτικές εξελίξεις, οί διαπολιτισμικές ανταλλαγές καί π ο λ λά άλλα, συμπεριλαμβανομένων τών έξελίξεων στά άλλα λο γοτεχνικά είδη. Ή διερεύνησή μας δέν έπιδιώκει νά άναγάγει κάθε αιτιότητα στή μετατόπιση άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη, άλλά νά δείξει άπλώς μερικές άπό τίς έπιπτώσεις της. Ή άφήγηση είναι πα ντο ύ ένα σημαντικό λογοτεχνικό είδος καί τή συναντάμε συνεχώς άπό τούς πρωταρχικά π ρ ο φορικούς πολιτισμούς ώς τήν ύψηλή έγγραμματοσύνη καί τήν ήλεκτρονική έπεξεργασία τής πληροφορίας. Μέ μιά έννοια ή άφήγηση κυριαρχεί σέ όλα τά λογοτεχνικά είδη, καθώς διέπει όλες τίς μορφές τέχνης, άκόμη καί τίς πλέον άφηρημένες. Ή άνθρώπινη γνώση έρχεται μέσα άπό τόν χρόνο. Άκόμη καί πίσω άπό τίς έπιστημονικές άφαιρέσεις βρίσκεται ή άφήγηση τών παρατηρήσεων πάνω στις όποιες στηρίχτηκε ή δια τύπω ση τών άφαιρέσεων. Οί φοιτητές πού έργάζονται στό έργαστήριο, πρέπει νά «καταγράψουν» τά πειράματα, πρέπει δη λαδή νά άφηγηθούν ό,τι έκαναν καί ό,τι συνέβη. Ά π ό τήν άφήγηση αύτή μπορεί νά διατυπωθούν κάποιες γενικεύσεις ή άφηρημένα σ υμπερά σμ ατα . Πίσω ά πό τίς πα ρ οιμ ίες, τούς ά φ ορισ μούς, τούς φιλοσοφικούς στοχασμούς καί τίς θρη σκευτικές τελετουργίες βρίσκεται ή άνάμνηση τής άνθρώπινης εμπειρίας πού ξεδιπλώνεται στόν χρόνο καί ύπόκειται στόν άφηγηματικό χειρισμό. Ή λυρική ποίηση σ υνεπάγεται μιά σειρά γεγονότων στήν όποια ενσωματώνεται ή μέ τήν όποια σχετίζεται ή φωνή τού ποιήματος. Μέ άλλα λόγια, ή γνώση καί ό λόγος προέρχονται άπό τήν άνθρώπινη έμπειρία, καί ό στοιχειώδης τρόπος νά έπεξεργαστούμε λεκτικά τήν έμπειρία αύτή είναι νά τήν περιγράψουμε λίγο-πολύ έτσι όπως προκύ πτει καί ύπάρχει π ρ α γμ α τικ ά , ένσωματωμένη στή ροή τοϋ χρόνου. Έ ν α ς τρόπος νά χειριστούμε αύτή τή ροή είναι μέ τήν άνάπτυξη μιας άφηγηματικής γραμμής.
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
201
Ή άφήγηση καί οί προφορικοί πολιτισμοί ’Ά ν καί τή συναντάμε σέ δλους τούς πολιτισμούς, ή άφήγηση κατά κάποιον τρόπο είναι εύρύτερα λειτουργική ατούς πρ ω ταρχικά προφορικούς πολιτισμούς άπό ό,τι ατούς άλλους. Πρώτον, όπως έδειξε ό Havelock (1978a· cf. 1963), ό πρω ταρ χικά προφορικός πολιτισμός δέν μπορεΐ νά διαχειριστεί τή γνώση μέ περίπλοκες, λίγο-πολύ έπιστημονικές, άφηρημένες κατηγορίες. Οί προφορικοί πολιτισμοί δέν μπορούν νά π α ρ ά γουν τέτοιες κατηγορίες καί γ ι’ αύτό χρησιμοποιούν ιστορίες άνθρώπινης δράσης γιά νά άποθηκεύσουν, νά οργανώσουν καί νά μεταδώσουν τά περισσότερα ά π ’ όσα γνωρίζουν. Οί περισσότεροι, άν όχι όλοι οί προφορικοί πολιτισμοί, π α ρ ά γουν άρκετές καί σημαντικές άφηγήσεις ή σειρές άφηγήσεων, όπω ς είναι οί σχετικές μέ τόν Τρωικό πόλεμο τών άρχαίων Ελλήνων, οί ινδιάνικοι μύθοι τών κογιότ, οί μύθοι τής άράχνης (Anansi) τών Belize καί άλλων άφρικανικής προέλευσης πολιτισμών τής Καραϊβικής, οί μύθοι τών Sunjata στό παλιό Μαλί, οί μύθοι τού Mwindo τών Nyanga, καί άλλοι. Έ ξαιτίας τού μεγέθους τους καί τής περιπλοκότητας τών σκηνών καί πράξεών τους, οί άφηγήσεις τέτοιου είδους είναι συχνά εύρύτερες δεξαμενές γνώσεων ένός προφορικού πολιτισμού. Δεύτερον, ή άφήγηση είναι ιδιαίτερα σημαντική στούς π ρ ω τα ρχικ ά π ρ οφ ορ ικ ούς πολιτισ μ ούς έπειδή μ πορεΐ νά συναρμόσει πολλές γνώσεις σέ σχετικά πά γιες, έκτενεΐς μορ φές πού έχουν λογική διάρκεια — πράγμα πού σέ έναν π ρ ο φορικό πολιτισμό σημαίνει μορφές πού ύπόκεινται σέ έπανάληψη. Τά άποφθέγματα, τά αινίγματα, οί παροιμίες καί τά συναφή μπορεΐ έπίσης νά διαρκούν, άλλά είναι συνήθως σύν τομα. Οί τελετουργικοί λογότυποι, πού μπορεΐ νά είναι έκτε νεΐς, έχουν τίς περισσότερες φορές έξειδικευμένο περιεχόμε νο. Οί γενεαλογίες, πού μπορεΐ νά είναι σχετικά έκτενεΐς, παρουσιάζουν μόνο πολύ έξειδικευμένες πληροφορίες. ’Ά λ λες έκτενεΐς λεκτικές τελέσεις ένός προφορικού πολιτισμού
202
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
έχουν τήν τάση νά είναι έπίκαιρα, μοναδικά συμβάντα. Έ τ σ ι, μιά δημόσια ομιλία μπορεΐ νά είναι τό ϊδιο στέρεα καί έκτενής μέ μιά μεγάλη άφήγηση, ή τμήμα μιας άφήγησης πού μπορεΐ νά άπαγγελθεΐ σέ μιά τέλεση, άλλά δέν διαρκεΐ: κ α νονικά δέν έπαναλαμβάνεται. ’Απευθύνεται σέ μιά ιδιαίτερη κατάσταση, καί μέ δεδομένο ότι ή γραφή άπουσιάζει έξ ολο κλήρου , έξαφανίζεται τελείως άπό τήν άνθρώπινη σκηνή μαζί μέ τήν ϊδια τήν κατάσταση. Ή λυρική ποίηση έχει τήν τάση νά είναι σύντομη ή έπίκαιρη, ή καί τά δύο. Τά ϊδια ισχύουν καί μέ άλλες μορφές. Σέ έναν έγγράμματο ή τυπογραφικό πολιτισμό τό κείμε νο συνδέει κατά τρόπο φυσικό ό,τι έμπεριέχει καί καθιστά εφικτή τήν άνάκληση κάθε είδους οργάνωσης τής σκέψης στό σύνολό της. Στούς πρω ταρχικά προφορικούς πολιτισμούς, όπου δέν ύπάρχει κείμενο, ή άφήγηση χρησιμεύει στό νά συν δέει τή σκέψη μέ τρόπο μαζικότερο καί μονιμότερο ά π ’ ό,τι τά άλλα είδη λόγου.
Ή προφορική μνήμη καί ή αφηγηματική γραμμή Ή ϊδια ή άφήγηση έχει ιστορία. Οί Scholes καί Kellog (1966) έξέτασαν καί σχηματοποίησαν μερικούς άπό τούς τρόπους μέ τούς όποιους άναπτύχθηκε ή άφήγηση στή Δύση άπό τίς άρχαΐες προφορικές της ρίζες ώς τό παρόν, δίνοντας μεγάλη προσοχή στούς περίπλοκους κοινωνικούς, ψυχολογικούς, α ι σθητικούς καί άλλους παράγοντες. ’Αναγνωρίζοντας τήν περιπλοκότητα μιας πλήρους ιστορίας τής άφήγησης, στήν π α ρουσίασή μας αύτή θά έπισημάνουμε κάποιες έμφανεΐς δ ια φορές πού διακρίνουν τήν άφήγηση σέ ένα ολικά προφορικό πολιτισμικό πλαίσιο άπό τήν έγγράμματη άφήγηση, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στή λειτουργία τής μνήμης. Ή διατήρηση καί ή άνάκληση τής γνώσης σέ πρωταρχικά
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
203
προφορικούς πολιτισμούς, πού περιγράψαμε στό τρίτο κ ε φ ά λα ιο, α π α ιτεί νοητικές δομές καί δια δικασ ίες πού μάς είναι αρκετά ξένες καί τίς όποιες συχνά αντιμετωπίζουμε μέ περιφρόνηση. Έ ν α άπό τά σημεία στά όποια οί προφορικές μνημονικές δομές καί διαδικασίες δηλώνουν τήν ύπαρξή τους μέ τόν πιό εντυπω σ ιακό τρ όπο είναι στήν έπίδραση πού έχουν στήν άφηγηματική πλοκή, πού σέ έναν προφορικό π ο λιτισμό δέν είναι άκριβώ ς ό,τι έμεΐς θεωρούμε ώς τυπική πλοκή. Οί άνθρωποι άπό έγγράμματους καί τυπογραφικούς πολιτισμούς τείνουν νά θεωρούν τή συνειδητά κατασκευα σμένη άφήγηση σάν μιά τυπικά κλιμακούμενη γραμμική πλο κή, πού συχνά άναπαρίσταται μέ τή γνωστή «πυραμίδα τού Freytag» (δηλαδή μιά άνωφερή γραμμή πού άκολουθεΐται ά πό μιά κατωφερή): Ή άνοδική δράση δημιουργεί ένταση πού κλιμακώνεται σ’ ένα σημείο, τό όποιο συνήθως είναι κάποια άναγνώριση ή κάποιο άλλο περιστατικό πού προξενεί μιά πψ ιπβταα ή μιά άνατροπή τής δράσης, καί άκολουθεΐται άπό μιά έκβαση ή λύση — άφού ή κλιμακούμενη αύτή γρ α μ μική πλοκή έχει παρομοιαστεΐ μέ τό δέσιμο καί τό λύσιμο ένός κόμπου. Αύτό είναι τό είδος τής πλοκής πού ό ’Αριστο τέλης βρίσκει στό θέατρο (Ποιητική 1451b- 1452b) — έναν ση μαντικό χώρο γ ιά μιά τέτο ιο υ είδους άφήγηση, άφού τό άρχαιοελληνικό θεατρικό έργο, τό όποιο, άν καί πα ίζετα ι, σ υγγρά φ ετα ι, άποτέλεσε στή Δύση τό πρώ το λογοτεχνικό είδος, καί γιά αιώνες τό μοναδικό, πού έλεγχόταν ολοκληρω τικά άπό τή γρ α φ ή . Ή άρχαιοελληνική προφορική άφήγηση, τό έπος, δέν είχε τέτοια πλοκή. Στό έργο του Poetica, ό Ό ράτιος γράφει ότι ό επικός ποητής «πάντοτε σπεύδει πρός τή λύση καί στής άφήγησης τό κέντρο σέρνει τόν άκροατή»* (στίχοι 148-9). Ό Ό ράτιος είχε κυρίως στόν νού του τήν άδιαφορία τού έπικού *
Σ .τ.Έ .: Κόιντου Ό ρατίου Φλάκκου, Ποιητική Τέχνη, εισαγωγή μετάφραση-σχόλια Γ.Ν. Γιατρομανωλάκης, Αθήνα 1980.
204
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ποιητή γιά τή χρονική ακολουθία. Ό ποιητής αναφέρει ένα έπεισόδιο καί μόνο πολύ αργότερα έξηγεί, συχνά λεπτομ ε ρειακά, πώ ς έφθασαν τά πρ ά γμ α τα έκεί. Π ιθανότατα έχει στόν νού του τήν ομηρική πυκνότητα καί δύναμη (Brink 1971, σελ. 221-2): ό 'Ό μηρος θέλει νά βρεθεί άμέσως «εκεί πού είναι ή δράση». 'Ό πω ς καί νά έχει τό πράγμα, οί έγγράμματοι ποιητές τελικά θεώρησαν ότι τό in medias res τοϋ Ό ράτιου καθιστούσε τό ύστερον πρότερον ύποχρεωτικό στήν επική π ο ί ηση. Έ τ σ ι, έξηγεί ό John Milton στό «έπιχείρημα» τού π ρ ώ του βιβλίου τοϋ Paradise Lost, αφού παρουσιάσει «μέ συντο μία τό όλο θέμα» τοϋ ποιήματος καί θίξει «τήν πρωταρχική α ίτια » τής πτώ σης τού Ά δ ά μ , «τό ποίημα σπεύδει έν τώ μέσω τών πραγμάτω ν». Τά όσα λέει ό Milton δείχνουν ότι ό ϊδιος έλεγχε έξ αρχής τό θέμα του καί τίς αιτίες πού διέπουν τή δράση του, κάτι πού κανείς έπ ικ ό ς ποιητής δέν μπορούσ ε νά έλέγξει. Ό Milton είχε στόν νοϋ του μιά πολύ οργανωμένη πλοκή, μέ α ρ χή, μέση καί τέλος (Α ριστοτέλης, Ποιητική 1450b), σέ μιά σειρά πού χρονικά άντιστοιχούσε στή σειρά τών γεγονότων πού παρουσίαζε. Αύτή τήν πλοκή τήν τεμάχισε σκοπίμως, γιά νά έπανασυνδέσει τά μέρη της μ’ έναν συνειδητά σχεδιασμένο αναχρονιστικό τρ ό π ο . Στό παρελθόν, οί εγγράμματοι εξηγητές τού έπους θεω ρούσαν ότι οί έπικοί ποιητές έκαναν τό ϊδ ιο , άποδίδοντάς τους τή συνειδητή πρόθεση νά παρεκκλίνουν άπό μιά οργά νωση πού στήν πραγματικότητα δέν μπορούσαν νά διαθέτουν χωρίς τή γραφή. Μιά τέτοια έξήγηση άπηχεί τόν ϊδιο χειρογρ α φ ικ ό πρ ο ϊδεα σ μ ό πού δια κρίνει τόν όρο «προφ ορική γραμματεία». 'Ό πω ς ή προφορική τέλεση θεωρείται πα ραλ λαγή τής γραφής, έτσι καί ή έπική πλοκή θεωρείται παραλλα γή τής πλοκής πού π α ρ ά γετα ι γρ α π τώ ς γιά τή δραματική ποίηση. Ό ’Αριστοτέλης ήδη σκεπτόταν έτσι στήν Ποιητική του (1447-1448a, 1451a, καί άλλού), όπου γιά προφανείς λό γους δείχνει νά κατανοεί καλύτερα τό δράμα, πού γράφεται
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
205
καί παίζεται στόν δικό του χειρογραφικό πολιτισμό, α π ’ ό,τι τό έπος, πού είναι τό προϊόν ένός πρωταρχικά προφορικού πολιτισμού πού έχει πλέον έξαφανισθεΐ. Στήν πραγματικότητα, ένας προφορικός πολιτισμός δέν διαθέτει τήν έμπειρία τής εκτενούς κλιμακούμενης γραμμικής πλοκής έπικού ή μυθιστορηματικού μεγέθους. Δέν μπορεΐ νά οργανώ σ ει ούτε καν τίς σ υντομότερες άφ ηγήσεις μέ τόν έσκεμμένο, άνελέητα κλιμακούμενο τρόπο πού οί άναγνώστες τής λογοτεχνίας τά τελευταία διακόσια χρόνια έχουν μάθει όλο καί περισσότερο νά προσδοκούν — καί, στίς τε λευταίες δεκαετίες, συνειδητά νά άπαξιώνουν. Δέν είναι κ α θόλου θεμιτό νά περιγράφεται ή προφορική σύνθεση ώς π α ραλλαγή μιας οργάνωσης τήν όποια ή ϊδια δέν γνωρίζει καί δέν μπορεΐ νά συλλάβει. Μέ έξαίρεση κάποια σύντομα άποσπάσματα, τά «πρά γμα τα » στό μέσον τών όποιων υ ποτίθε τα ι πώς άρχίζει ή δράση, ουδέποτε τοποθετήθηκαν σέ κάποια χρονολογική σειρά γιά νά συγκροτήσουν μιά «πλοκή». Τό res τού Ό ράτιου είναι κατασκεύασμα τής έγγραμματοσύνης. Οί κλιμακούμενες, γραμμικές πλοκές δέν άπαντώ νται έτοιμες στή ζωή τών άνθρώπων, άν καί ή πραγματική ζωή μπορεΐ νά παράσχει τό υλικό άπό τό όποιο μπορεΐ νά κατασκευασθεΐ μιά τέτοιου είδους πλοκή μέ τήν αύστηρή άπαλοιφή όλων έκτός άπό ορισμένα προσεκτικά τονισμένα περιστατικά. Ή πλήρης έξιστόρηση όλων τών γεγονότων σέ ολόκληρη τή ζωή τού Όθέλλου θά ήταν τελείως άνιαρή. Οί προφορικοί ποιητές, χαρακτηριστικά, δυσκολεύονταν νά αρχίσουν τή σύνθεσή τους: ό Η σίοδος στή Θεογονία του, πού τοποθετείται στά όρια τής προφορικής τέλεσης καί τής γραπτής σύνθεσης, έπεξεργάζεται τό ϊδιο ύλικό τρεις φορές προτού προχωρήσει (Peabody 1975, σελ. 432-3). Οί προφορι κοί ποιητές έριχναν κανονικά τόν άναγνώστη in medias res, όχι έξαιτίας κάποιου μεγάλου σχεδίου, άλλά κατ’ άνάγκην. Δέν είχαν άλλη έπιλογή , άλλη ενα λλα κτική λύση. Ό "Όμηρος, έχοντας άκούσει δεκάδες άοιδούς νά απαγγέλλουν έκατοντά-
206
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
δες διαφορετικού μεγέθους ραψωδίες γιά τόν Τρωικό πόλεμο, διέθετε ένα τεράστιο ρεπερτόριο άπό έπεισόδια γιά νά τά συρράψει, άλλά, χωρίς τή γραφή, δέν διέθετε άπολύτως κανέναν τρόπο γιά νά τά οργανώσει σέ αύστηρή χρονολογική σει ρά. Δέν ύπήρχε κατάλογος έπεισοδίων, ούτε ύπήρχε δυνατό τητα κάν νά νοηθεί ένας τέτοιος κατάλογος δίχως τήν ύπαρξη τής γραφής. Είναι βέβαιο ότι ό έπικός ποιητής πού θά πρ ο σπαθούσε νά προχωρήσει μέ αύστηρή χρονολογική σειρά, σέ κ ά ποια δεδομένη στιγμή θά ξεχνούσε νά διηγηθεΐ κάποιο επεισόδιο στό χρονολογικά σωστό σημείο καί θά έπρεπε νά τό παρεμβάλει άργότερα. Έ ά ν, στήν επόμενη τέλεση, θυμόταν νά συμπεριλάβει τό έπεισόδιο στή σωστή χρονολογική σειρά, είναι βέβαιο πώς θά άφηνε ά π ’ έξω άλλα έπεισόδια ή θά τά τοποθετούσε σέ λανθασμένη χρονολογική σειρά. Ε π ιπ λέον, τό ύλικό ενός έπους δέν είναι άπό έκεΐνά πού π ροσ φ έρονται εύκολα στή δημιουργία τής κλιμακούμενης γραμμικής πλοκής. "Οταν τά έπεισ όδια τής Ίλιάδας ή τής 'Οδύσσειας διατάσσονται σέ αύστηρή χρονολογική σειρά, τό σύνολο εξελίσσεται, άλλά δέν διαθέτει τήν αύστηρή κλιμα κούμενη δομή ενός τυπικού θεατρικού έργου. Τό διάγραμμα τής οργάνωσης τής Ίλιάδας τού Whitman (1965) άποκαλύπτει διαδοχικούς έγκιβωτισμούς πού δημιουργούν οί θεματικές έπαναλήψεις κι όχι τήν πυραμίδα τού Freytag. "Ο,τι χαρακτήριζε έναν καλό έπικό ποιητή δέν ήταν ό έλεγχος μιας κλιμακούμενης γραμμικής πλοκής τήν οποία άποδομούσε χάρη σέ ένα έπιτηδευμένο τέχνασμα πού λέγε ται τοποθέτηση τοϋ άκροατή in medias res. "Ο,τι χαρακτήριζε έναν καλό έπικό ποιητή ήταν, μεταξύ τών άλλων βέβαια πρώτον, ή σιωπηρή άποδοχή τοϋ γεγονότος ότι ή έπεισοδιακή δομή ήταν ό μόνος καί τελείως φυσικός τρόπος νά φανταστεί καί νά χειρισθεΐ κανείς τήν έκτενή άφήγηση, καί δεύτερον, ή κατοχή μιας έξαιρετικής ικανότητας στή διαχείριση τών πα ρελθοντικών άναδρομών καί άλλων τεχνικών έπεξεργασίας τών έπεισοδίων. Τό νά άρχίζεις «έν τώ μέσω τών π ρ α γμ ά
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
207
τω ν» δέν είναι ένα συνειδητά κατασκευασμένο τέχνασμα, άλλά ό φ υσ ικός, π ρ ω τα ρ χικ ό ς, ά να π ό φ ευκ το ς τρ ό π ο ς νά προχωρήσει ένας έπικός ποιητής πού χειρίζεται μιά έκτενή άφήγηση (οί σύντομες περιγραφές είναι "ίσως κάτι άλλο). Τό έπος δέν έχει πλοκή, έάν πάρουμε ώς πρότυπο πλοκής τήν κλιμακούμενη γραμμική πλοκή. Ή αύστηρή πλοκή γιά τήν έκτενή άφήγηση έρχεται μέ τή γρα φ ή . Γιατί ή έκτενής, κλιμακούμενη πλοκή έμφανίζεται μόνο μέ τή γραφή, πρωτοεμφανίζεται στό δράμα, όπου δέν ύπάρχει άφηγητής, καί δέν βρίσκει τόν δρόμο της πρός τήν έκτενή άφήγηση παρά μόνο 2.000 χρόνια άργότερα μέ τά μυθιστο ρήματα τής Jane Austen; Τά προηγούμενα λεγόμενα «μυθι στορήματα» ήταν λίγο ή πολύ έπεισοδιακά, άν καί τό έργο La Princesse de Cleves (1678) τής Mme de la Fayette καί κάποια άλλα είναι λιγότερο έπεισοδιακά άπό τά ύπόλοιπα. Ή κλι μακούμενη γραμμική πλοκή αποκτά τήν πλήρη της μορφή στό άστυνομικό άφήγημα — άδιάκοπα άνερχόμενη ένταση, έξαίσια άνακάλυψη καί άνατροπή, προσεκτικά σχεδιασμένη λύ ση. Γενικά θεωρείται πώ ς τό άστυνομικό διήγημα άρχίζει στά 1841 μέ τό διήγημα The murders in the Rue Morgue τού Edgar Allen Poe. Γ ιατί πρίν ά πό τίς άρχές τού δέκ α του ένατου αιώνα όλες οί έκτενεΐς άφηγήσεις είναι ά π ’ όσο γνωρίζουμε λίγο-πολύ έπεισοδιακές σέ όλο τόν κόσμο (άκόμη καί στό κατά τά άλλα πρόωρο The Tale of Genji τής Lady Murasaki Shikibu); Γιατί κανείς δέν έγραψε μιάν αύστηρή άστυνομική ιστορία πρίν άπό τό 1841; Κάποιες άπαντήσεις σέ αύτά τά έρω τήμ ατα — άν καί βέβαια όχι όλες— μπορούμε νά τίς βρούμε κατανοώντας βαθύτερα τή δυναμική τής μετατόπισης άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη. Ό Berkley Peabody έριξε νέο φώς στή σχέση άνάμεσα στή μνήμη καί τήν πλοκή, στό πρόσφατο ογκώδες έργο του The Winged Word: A study in the Technique of Ancient Greek Oral Composition as Seen Principally through Hesiod’s Works and Days (1975). Ό Peabody στηρίζεται όχι μόνο στό έργο τών Parry.
208
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Lord καί Havelock καί τίς συναφείς έργασίες, άλλά καί στό έργο προηγούμενω ν Ε ύρω παίω ν όπω ς οί Antoine Meillet, Theodor Bergk, Hermann Usener καί Ulrich von WilamowitzMoellendoeff, όπω ς έπίσης καί στήν κυβερνητική καί στρου κτουραλιστική βιβλιογραφία. Τοποθετεί τήν ψυχοδυναμική τού ελληνικού έπους στήν ίνδοευρω παϊκή πα ράδοση , δ ε ί χνοντας τίς στενές σχέσεις πού έχουν τά ελληνικά ποιητικά μέτρα μέ τά μέτρα τής ’Αβέστα τών ινδικών Βεδών καί μέ άλλα σανσκριτικά μέτρα, καθώς καί τή σχέση άνάμεσα στήν άνάπτυξη τού εξάμετρου στίχου καί τίς νοητικές δ ια δ ικ α σίες. Αύτό τό εύρύτερο περιβάλλον στό όποιο ό Peabody το π ο θ ετεί τά σ υ μ π ερ ά σ μ α τά του ά π ο κ α λ ύ π τει καί άλλους πλατύτερους περαιτέρω ορίζοντες. Κατά πάσα πιθανότητα όσα ύποστηρίζει γιά τή θέση τής πλοκής καί τά συναφή θέ μ α τα στό άρχαιοελληνικό άφηγηματικό έπ ο ς, ισχύουν μέ δ ιά φ ο ρ ο υ ς τρ ό π ο υ ς καί γ ιά τήν προφ ορ ικ ή άφήγηση σέ άλλους π ο λιτισ μ ο ύ ς άνά τόν κόσμο. Καί π ρ ά γ μ α τ ι, στις πολλές του σημειώσεις, ό Peabody άναφέρεται κάπου κάπου στις ινδιάνικες καί σέ άλλες μή ίνδοευρωπαϊκές παραδόσεις καί πρακτικές. Έν μέρει ρητά καί έν μέρει έμμεσα, ό Peabody άποκαλύπ τει κά ποια άσυμβατότητα άνάμεσα στή γραμμική πλοκή (τήν πυραμίδα τοϋ Freytag) καί τήν προφορική μνήμη, μέ τρ ό πο πού οί προηγούμενες έργασίες δέν κατάφερναν νά τό κ ά νουν. Καθιστά σαφές ότι ή άληθινή «σκέψη» ή τό περιεχόμε νο τού άρχαιοελληνικού προφορικού έπους έγκειται στις π α ρ α δοσ ια κ ές δομές τών λογοτύπω ν καί τών στροφώ ν πού άνακαλεΐ ό ραψωδός καί όχι στή συνειδητή πρόθεσή του νά οργανώσει ή νά καταστρώσει τήν πλοκή τής άφήγησης μέ κ ά ποιον άνακλήσιμο τρόπο (1975, σελ. 172-9). « Ό ραψωδός δέν έπιτελεΐ τή μεταφορά τών δικών του προθέσεων, άλλά μιά συμβατική πραγμάτω ση τής παραδοσιακής σκέψης γιά τούς άκροατές καί τόν εαυτό του» (1975, σελ. 176). Ό ρ α ψωδός δέν μεταδίδει «πληροφορία» μέ τή δική μας συνηθι
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
209
σμένη έννοια τής μεταβίβασης δεδομένων «μέσα άπό έναν άγω γό» άπό τόν άοιδό στόν άκροατή. Κ ατ’ ούσίαν, ό ραψω δός θυμάται μ’ έναν παράξενα δημόσιο τρόπο: ό,τι θυμάται δέν είναι άπομνημονευμένο κείμενο, άφού δέν ύπάρχει κάτι τέτοιο, ούτε κατά λέξη άκολουθία λέξεων, άλλά θέματα καί λογότυποι πού αχούσε νά άδουν άλλοι ραψωδοί. Αύτά τά θυμάται μέ διαφορετικό πάντα τρόπο, συρραμμένα δηλαδή μέ τόν δικό του τρόπο, στή συγκεκριμένη περίσταση γιά τό συγκεκριμένο κοινό. «Τό τραγούδι είναι ή άνάμνηση τραγουδισμένων τραγουδιώ ν» (1975, σελ. 216). Τό έπος (καί προεκτείνοντας υποθετικά, καί άλλες άφηγηματικές μορφές στούς προφορικούς πολιτισμούς) δέν σχε τίζεται μέ τή δημιουργική φαντασία, μέ τή σύγχρονη σημασία αυτού τού όρου, όπως έφαρμόζεται στή γραπτή σύνθεση. «Ή δική μας άπόλαυση νά δημιουργούμε σκοπίμως νέες έννοιες, άφαιρέσεις καί φανταστικά σχέδια, δέν πρέπει νά άποδίδεται στόν παραδοσιακό τραγουδιστή» (1975, σελ. 216). "Οταν ό βάρδος προσθέτει νέο ύλικό, τό έπεξεργάζεται μέ τόν π α ρ α δοσιακό τρόπο. Ό βάρδος βρίσκεται πάντα σέ μιά κατάστα ση πού ξεφ εύγει ά πό τόν α πόλυτο έλεγχό το υ : α ύτοί οί άνθρο^ποι, σέ αύτή τήν περίσταση θέλουν νά τούς τραγουδή σει (1975, σελ. 174). (Γνωρίζουμε άπό τή σημερινή μας έμπειρία πώς ένας τραγουδιστής πού δέχεται άπρόσμενα π ιέ σεις άπό ένα κοινό νά τραγουδήσει, συνήθως προβάλλει στήν άρχή άντιρρήσεις, πού προκαλούν νέες αιτήσεις, μέχρις ότου τελικά έγκαταστήσει μιά σχέση συνεργασίας μέ τό ακροατή ριό του: «Κ αλά, άφού έπιμένετε...».) Τό προφορικό άσμα (ή άλλη άφήγηση) είναι τό ά ποτέλεσ μα τής άλληλεπίδρασης άνάμεσα στόν τραγουδιστή, τό παριστάμενο άκροατήριο καί τίς άναμνήσεις τών τραγουδισμένων τραγουδιών πού διαθέ τει ό τραγουδιστής. Στό πλαίσιο αύτής τής άλληλεπίδρασης, ό τραγουδιστής είναι πρω τότυπος καί δημιουργικός, μέ ό ρους διαφορετικούς άπό εκείνους πού ισχύουν γιά τόν σ υ γ γρα φ έα .
210
ΠΡΟΦΟΙΊ ΚΟΊΉΤΑ ΚΑΙ Ε Π Τ Α Μ Μ ΑΤΟ Σ VN Η
Γιά παράδειγμα, άφού κανείς δέν απήγγειλε τό έπος τού Τρω ικού πολέμου μέ αύστηρή χρονολογική σ ειρά , κανείς "Ομηρος δέν θά μπορούσε νά σκεφτεΐ νά τό κάνει. Οί σκοποί τών βάρδων δέν διατυπώνονται μέ όρους μιας αύστηρής ο λικής πλοκής. Στό σημερινό Ζαΐρ (τότε Δημοκρατία τού Κον γκό), όταν ζήτησαν άπό τόν Candi Rureke νά άφηγηθεΐ όλους τούς μύθους τού ήρωα Mwindo τών Nyanga, έκείνος έμεινε έκπληκτος (Biebuyck καί Mateene 1971, σελ. 14): άντέδρασε λέγοντας ότι κανείς δέν ά πήγγειλε όλα τά έπ εισ όδια τού Mwindo στή σειρά. Γνωρίζουμε πώ ς έκμαίευσαν μιά τέτοια τέλεση άπό τόν Candi Rureke. Ά φ ού προηγουμένως συνεννοήθηκε μέ τούς Biebuyck καί Mateene, άπήγγειλε όλους τούς μύθους τού Mwindo, άλλοτε σέ πεζό καί άλλοτε σέ έμμετρο λόγο, μέ περιστασιακή χορωδιακή συνοδεία, μπροστά σ’ ένα (κά πω ς ρευστό) άκροατήριο, σέ δώ δεκα μέρες, ένώ τρεις γραφ είς, δύο Nyanga κι ένας Βέλγος, κατέγραφαν τά λόγια του. Αύτό δέν μοιάζει μέ τή συγγραφή ένός ποιήματος ή μυ θιστορήματος. Ή κάθε τέλεση κούραζε τόν Rureke καί ψυχο λογικά καί σωματικά, καί μετά άπό τίς δώδεκα μέρες ήταν τελείως εξουθενωμένος. Ή έμπεριστατωμένη μελέτη τής μνήμης άπό τόν Peabody ρίχνει νέο άπλετο φώς σέ πολλά άπό τά χαρακτηριστικά τής σκέψης καί τής έκφρασης πού στηρίζονται στήν προφορικό τητα καί στά όποια άναφερθήκαμε στό τρίτο κεφάλαιο, κυ ρίως τόν προσ θετικό, συσσωρευτικό τους χα ρα κτή ρα, τόν συντηρητισμό τους, τόν πλεονασμό τους καί τή συμμετοχική τους οικονομία. Βέβαια, ή άφήγηση σχετίζεται μέ τή χρονική άκολουθία τών γεγονότων, κι έτσι σέ κάθε άφήγηση ύπάρχει κάποιο εί δος άφηγηματικής γραμμής. 'Ως άποτέλεσμα μιας άκολουθίας γεγονότων, ή τελική κατάσταση ακολουθεί τήν άρχική. Παρ’ όλα αύτά, ή μνήμη, καθώς οδηγεί τόν προφορικό ποιη τή, συχνά σχετίζεται ελάχιστα μέ τήν αύστηρή γραμμική π α ρουσίαση τών γεγονότων σέ μιά χρονική άκολουθία. Ό ποιη
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
211
τής θά άφοσιωθεΐ στήν περιγραφή τής ασπίδας τού ήρωα καί θά χάσει τελείως τόν αφηγηματικό ειρμό. Στόν τυπογραφικό καί ήλεκτρονικό μας πολιτισμό, απολαμβάνουμε τήν ακριβή αντιστοιχία άνάμεσα στή γραμμική διάταξη τών στοιχείων στόν λόγο καί τήν άναφορική διάταξη,τή χρονολογική δ ιά τα ξη στόν κόσμο όπου άναφέρεται ό λόγος. Θέλουμε ή α κολου θία τών λεκτικών άναφορών νά είναι άκριβώς παράλληλη μέ αύτό πού βιώνουμε ή μπορούμε νά εντά ξο υμ ε στό βίωμά μας. "Οταν ή άφήγηση σήμερα έγκαταλείπει ή διαστρεβλώνει τόν παραλληλισμό αύτό, όπως στό Marienbad του Robbe-Grillet ή τό Rayuela τού Julio Cortazar, τό άποτέλεσμα είναι σαφώς συνειδητό: ό αναγνώ στης έχει έπίγνωση τής άπουσίας τού παραλληλισμού πού κανονικά άναμένει. Ή προφορική άφήγηση δέν ένδιαφέρεται πολύ γιά τόν άκριβή, συνεχή παραλληλισμό άνάμεσα στήν άφηγηματική άκολουθία καί τήν ακολουθία τών έξωαφηγηματικών ά να φορώ ν. "Ενας τέτοιος παραλληλισμός γίνετα ι σημαντικός στόχος μόνον αφού ό νούς έσωτερικεύσει τήν έγγραμματοσύ νη. Ό Peabody παρατηρεί ότι ή Σαπφώ τόν έκμεταλλεύεται πρόωρα, κι αύτό δίνει στά ποιήματά της, πού άναφέρονται στή χρονικά βιωμένη προσωπική της έμπειρία, τόν παράξενα μοντέρνο χαρακτήρα τους (1975, σελ. 221). Βέβαια, τήν επ ο χή τής Σαπφούς (γύρω στά 600 π.Χ .) ή γραφή ήδη δομούσε τήν ελληνική ψυχή.
Τό κλείσιμο τής πλοκής: ενα ταξίδι στό αστυνομικό διήγημα Οί έπιπτώ σεις τής έγγραμματοσύνης καί άργότερα τής τυ π ο γραφίας στήν άφηγηματική πλοκή είναι πάρα πολλές γιά νά τίς εξετάσουμε έδώ λεπτομερειακά. Ά λλά μερικές άπό τίς πιό χαρακτηριστικές έπιπτώ σεις άποσαφηνίζονται άν λάβου με ύπόψη μας τή μετάβαση άπό τήν προφορικότητα στήν
212
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜΜ ΑΤΟΣΥΝΗ
έγγραμματοσύνη. Καθώς ώριμάζει ή έμπειρία τής έπεξεργασίας τοϋ κειμένου ώς κειμένου, ό κατασκευαστής τοϋ κειμέ νου, πού τώ ρα πλέον είναι σαφώς «δη μιουργός», α ποκ τά μιάν αντίληψη γιά τήν έκφραση καί τήν οργάνωση σημαντικά διαφορετική άπό αύτήν πού έχει κάποιος ό όποιος έκτελεΐ προφορικά μπροστά σ’ ένα ζωντανό κοινό. Ό «δημιουργός» μπορεΐ νά διαβάσει τίς άφηγήσεις άλλων άπομονωμένος, νά έργαστεΐ μέ σημειώσεις* μπορεΐ άκόμη καί νά σχεδιάσει μιά ιστορία προτού τή συγγράψ ει. "Αν καί ή έμπνευση συνεχίζει νά έκπορεύεται άπό άσύνειδες πηγές, ό συγγραφέας μπορεΐ νά έπιβάλει σέ πολύ μεγαλύτερο συνειδητό έλεγχο τήν άσυνείδητη έμπνευση άπ ό,τι ό προφορικός άφηγητής. Ό σ υγγρα φέας άνακαλύπτει ότι μπορεΐ νά επανεξετάσει, νά άναθεωρήσει καί νά χειρισ τεί μέ άλλους τρ ό π ο υ ς τίς λέξεις πού έγραψ ε, προτού τελικά τίς έλευθερώσει γιά νά κάνουν τή δουλειά τους. Κάτω άπό τά μάτια τοϋ συγγραφέα τό κείμενο ξεδιπλώνει τήν άρχή,τή μέση καί τό τέλος του, κι έτσι ό συγ γραφέας ένθαρρύνεται νά θεωρεί τό έργο του αύτόνομη, διακριτή μονάδα, πού ορίζεται άπό τό κλείσιμό του. Έ ξα ιτίας τοϋ αύξημένου συνειδητού έλέγχου, ή άφηγη ματική γραμμή άναπτύσσει όλο καί πιό σφιχτοδεμένες κλι μακούμενες δομές στή θέση τής παλιάς προφορικής έπεισοδιακής δομής. Τό άρχαιοελληνικό δράμα, όπω ς έχουμε ήδη παρατηρήσει, ήταν τό πρώτο λογοτεχνικό είδος πού έλεγχόταν πλήρως άπό τή γραφή. Ή τα ν τό πρώτο — καί έπί αιώνες τό μοναδικό— είδος πού διέθετε μιά τυπικ ά σφιχτή δομή, σύμφωνη μέ τήν πυραμίδα τού Freytag. Παραδόξως, άν καί τό δράμα παρουσιαζόταν προφορικά, πρίν άπό τήν παρουσίασή του ειχε συγγράφει ώς κείμενο. Είναι σημαντικό ότι τό θεα τρικό δρά μ α δέν δια θ έτει κ ά π ο ια άφηγηματική φωνή. Ό άφηγητής έχει τελείως βυθιστεί στό κείμενο, έχει έξαφανισθεΐ πίσω άπό τίς φωνές τών χαρακτήρων του. "Οπως είδαμε, σ’ έναν προφορικό πολιτισμό ό άφηγητής κανονικά καί φυσικά λειτουργούσε μέ βάση τή δόμηση κατά έπεισόδια, καί ή έξα-
11 ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
213
φάνιση τής αφηγηματικής φωνής φαίνεται πώς ήταν α πα ρα ί τητη π ρ ο κ ειμ ένο υ νά α π α λ λ α γ εί α ρ χικ ά ή αφ η γη μα τική γραμμή α π ’ αύτό τό είδος τής δόμησης. Δέν πρέπει νά ξε χνάμε ότι ή δόμηση κατά έπεισόδια ήταν ό φυσικός τρόπος άφήγησης μιας μακροσκελούς ιστορίας, έστω καί μόνο έπειδή ή έμπειρία τής πραγματικής ζωής μοιάζει περισσότερο μέ μιά άκολουθία έπεισοδίων παρά μέ τήν πυραμίδα τού Frey tag. Ή προσεκτική επιλογή παράγει τή σφιχτή πυραμιδοειδή πλοκή, κι αύτή ή διαδικασία έπιλογής πραγματώ νεται όπω ς ποτέ προηγουμένως, άπό τήν άπό στάση πού εισάγει ή γραφή άνά μεσα στήν έκφραση καί τήν πραγματική ζωή. Έ ξ ω άπό τό δράμα, στήν άφήγηση αύτή καθ’ έαυτήν, ή άρχική φωνή τού προφορικού άφηγητή πήρε ποικίλες νέες μορφές, όταν μετατράπηκε στή σιωπηρή φωνή τού συγγρα φέα, καθθ)ς ή άπόσταση πού δημιουργούσε ή γραφή έπέτρεπε ποικίλες μυθοποιήσεις τού έκτος συμφραζομένων συγγρα φέα καί άναγνώστη (Ong 1977, σελ. 53-81). Άλλά μέχρι τήν έμφάνιση τής τυπογραφ ίας καί τών συνολικότερων έπιπτώ σεών της, ή πίστη τής α φ ηγηματική ς φωνής στό επεισόδιο παρέμενε σταθερή. Ή τυπογραφ ία, όπως είδαμε, έκλεισε μηχανικά άλλά καί ψυχολογικά τίς λέξεις στόν χώρο, κι έτσι έπέβαλε μιάν άντίληψη κλειστότητας πιό πά για άπό έκείνη πού μπορούσε νά έπιβάλει ή γραφή. Ό κόσμος τής τυπογραφ ίας γέννησε τό μυθιστόρημα, πού τελικά έφερε τήν οριστική ρήξη μέ τήν έπεισοδιακή δομή, μολονότι τό μυθιστόρημα δέν ήταν πάντα τόσο σφιχτά οργανωμένο σέ κλιμακούμενη μορφή όσο τό θε ατρικό έργο. Ό μυθιστοριογράφος είχε νά άντιμετωπίσει ει δικότερα ένα κείμενο καί όχι τόσο τούς άκροατές, φανταστι κούς ή πραγματικούς (γιατί οί τυπωμένες μυθιστορίες συχνά γράφονταν γιά μεγαλόφωνη άνάγνωση). Άλλά ή θέση τού ή τής μυθιστοριογράφου ήταν άκόμη άκαθόριστη. Τό έπαναλαμβανόμενο «άγαπητέ άναγνώστη» τού/τής μυθιστοριογράφου τού δέκατου ένατου αιώνα άποκαλύπτει ένα πρόβλημα
214
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
προσαρμογής: ό/ή συγγραφέας έχει άκόμη τήν τάση νά άντιλαμβάνεται ένα κοινό, ένα άκροατήριο κά που, καί πρέπει συχνά νά ύπενθυμίζει στόν έαυτό του/της ότι ή άφήγηση δέν προορίζεται γιά άκροατές, άλλά γιά άναγνώστες πού ό καθέ νας είναι μόνος στόν κόσμο του. Ή συνήθεια πού είχε ό Dickens καί άλλοι συγγραφείς τού δέκατου ένατου αιώνα νά διαβάζουν μέ στόμφο άποσπάσματα τών βιβλίων τους άποκαλύπτει έπίσης τήν πλανώμενη άκόμη αίσθηση τού παλιού προφορικού κόσμου τού άφηγητή. Έ ν α ιδιαίτερα επίμονο φ ά ντα σ μ α άπό αύτό τόν κόσμο ήταν ό ήρωας ταξιδιώ της, πού τά ταξίδια του χρησίμευαν στή σύνδεση τών έπεισοδίων καί ό όποιος έπέζησε στά μεσαιωνικά άφηγήματα, άκόμη καί στόν άπίστευτα πρόωρο Θερβαντικό Δον Κιχώτη ώς τόν Defoe (ό Ροβινσών Κρούσος ήταν ένας ναυαγός ταξιδιώτης) καί τόν Tom Jones τού Fielding, τά έπεισοδιακά άφηγήματα τού Sinollet, κι άκόμη σέ μερικά πεζογραφήματα τού Dickens, όπως τό The Pickwick Papers. "Οπως είδαμε, ή άφήγηση μέ τήν πυραμιδοειδή δομή κορυφώνεται στό άστυνομικό άφήγημα, άρχίζοντας μέ τό The murders in the Rue Morgue το ύ Poe, πού δη μοσ ιεύετα ι στά 1841. Στήν ιδεώδη άστυνομική ιστορία, ή άνερχόμενη δράση δημιουργεί ά σ τα μ ά τη τα μιά σχεδόν άβάσταχτη ένταση, ή κλιμακούμενη άναγνώριση καί άντιστροφή έλευθερώνουν τήν ένταση μέ έναν έκρηκτικό τρόπο, καί ή λύση ξεδιαλύνει τά πάντα τελείως — κάθε λεπτομέρεια στήν άφήγηση άποδεικνύεται κρίσιμη, καί μέχρι τήν κορύφωση καί τή λύση ά ποτελεσματικά παραπλανητική. Τά κινέζικα «άστυνομικά μυθι στορήματα» πού έμφανίζονται τόν δέκατο έβδομο αιώνα καί ώριμάζουν τόν δέκατο όγδοο καί δέκατο ένατο αιώνα έχουν κοινά άφηγηματικά στοιχεία μέ τόν Poe, άλλά δέν άπέκτησαν ποτέ τή λιτότητα τής κλιμάκωσής του, έπειδή πα ρενέ βαλλαν στό κείμενό τους «μεγάλα ποιήμ ατα , φιλοσοφικές παρεκβάσεις, καί ό,τι μπορεΐ κανείς νά φανταστεί» (Gulik 1949, σελ. iii).
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
215
Ή πλοκή στά άστυνομικά αφηγήματα είναι βαθιά έσωτερική, καθ’ δσον τό πλήρες «κλείσιμο» π ρ α γ μ α το π ο ιείτα ι πρώτα στό μυαλό κάποιου άπό τους χαρακτήρες καί στή συ νέχεια διαχέεται στόν άναγνώστη καί τούς άλλους μυθιστο ρηματικούς χαρακτήρες. Ό Σέρλοκ Χόλμς βρίσκει τή λύση στό μυαλό του πρίν άπό όποιονδήποτε άλλο, συμπεριλαμβα νομένου μ ά λισ τα τού ά να γνώ σ τη. Αύτό χα ρα κτη ρίζει τό άστυνομικό άφήγημα σέ άντίθεση μέ τήν άπλή «ιστορία μυ στηρίου», πού δέν άπαιτεΐ τόσο κλειστή οργάνωση. Ή «έσωτερική στροφή τής άφήγησης», όπως ορίζεται άπό τόν Kahler (1973), άντιπαρατίθεται έδώ κατά τρόπο έντυπωσιακό πρός τήν παλιά προφορική άφήγηση. Ό πρωταγωνιστής τού π ρ ο φορικού άφηγητή, πού τυπικά διακρίνεται άπό τούς έξωτερικούς του άθλους, άντικαθίσταται άπό τήν έσωτερική συνείδη ση τού «τυπογραφικού» πρωταγωνιστή. ’Ό χ ι σ π ά νια , τό άστυνομικό άφήγημα δείχνει κ ά π ο ια άμεση σχέση άνάμεσα στήν πλοκή καί τήν κειμενικότητα. Στό In the Gold Bug (1843), ό Poe όχι μόνο τοποθετεί τό κλειδί τής δράσης στό μυαλό τού Legrand, άλλά καί παρουσιάζει ώς έξωτερικό του ισοδύναμο ένα κείμενο, τόν γραπτό κώδικα ό όποιος έρμηνεύει τόν χάρτη πού οδηγεί στόν κρυμμένο θη σαυρό. Τό άμεσο πρόβλημα πού λύνει κατευθείαν ό Legrand δέν είναι ύπαρξιακό (πού είναι ό θησαυρός;) άλλά κειμενικό (πώ ς ερμηνεύεται τό έγγρ αφ ο;). Μόλις λυθεί τό κειμενικό πρόβλημα, καθετί άλλο βρίσκει τή θέση του. Καί όπως μού ύπέδειξε κάποτε ό Thomas J. Farell, άν καί τό κείμενο είναι χειρόγραφο, ό κώδικας στό κείμενο είναι κυρίως τυπογρ α φ ι κός, φ τιαγμ ένος όχι μόνο ά πό γρ ά μ μ α τα τού άλφαβήτου άλλά κι άπό σημεία στίξης, πού είναι έλάχιστα ή άνύπαρκτα στά χειρόγραφα, άφθονούν όμως στά έντυπα. Αύτά τά ση μεία είναι άκόμη πιό άπομακρυσμένα άπό τόν προφορικό κόσμο σέ σχέση μέ τά γράμματα τού άλφαβήτου: άν καί ά ποτελούν τμήμα τού κειμένου, δέν προφέρονται, δέν είναι φωνήματα. Ή έπίδραση τής τυπογραφίας στή μεγιστοποίηση
216
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
τής αίσθησης τής απομόνω σης καί τής κλειστότητας είναι εμφανής. "Ο,τι βρίσκεται στό εσωτερικό τού κειμένου καί τοϋ νού άποτελεΐ μιά ολοκληρωμένη μονάδα, αύτόνομη στή σιω πηλή έσωτερική της λογική. ’Αργότερα, παραλλάσσοντας τό ϊδιο αύτό θέμα σέ ένα είδος ήμι-αστυνομικοϋ μυθιστορήμα τος, ό Henry James πλάθει στό The Aspern Papers (1888) έναν μυστηριώδη κεντρικό χαρακτήρα πού ολόκληρη ή ταυτότητά του κρύβεται στό περιεχόμενο τών αδημοσίευτων έπιστολών του, οί όποιες στό τέλος τής ιστορίας καίγονται, χωρίς νά τίς έχει δια β άσ ει ό άνθρω πος πού άφιέρω σε όλη του τή ζωή π ρ οσ π α θ ώ ντα ς νά άνακαλύψ ει π ο ιο ς π ρ α γμ α τικ ά ήταν ό Jeffrey Aspern. Μαζί μέ τίς επιστολές, γίνεται καπνός καί τό μυστήριο τής προσω πικότητας τού Aspern μέσα στό μυαλό αύτοϋ πού προσπαθούσε νά τό ξεδιαλύνει. Ή κειμενικότητα ένσαρκώ νεται σέ αύτή τή στοιχειωμένη ιστορία. «Τό γά ρ γράμμα άποκτέννει* τό δέ πνεύμα ζω οποιεί» (Πρός Κορινθίους 3:6). Ή ϊδ ια ή άναστοχαστικότητα τής γραφής — ένισχυμένη άπό τή βραδύτητα τής διαδικασίας τής γραφής σέ σχέση μέ τήν ά πα γγελία καί άπό τήν άπομόνωση τοϋ συγγραφέα σέ σχέση μέ τόν προφορικό άφηγητή— ένθαρρύνει τήν άνάπτυξη τής συνείδησης μέσα άπό τό ασυνείδητο. "Οπως φαίνεται κι άπό τά θεωρητικά κείμενα τού Poe, ό σ υγγρα φ έα ς μιας α σ τυ νομικής ιστορίας είναι έντόνως πιό άναστοχαστικά συνειδη τός άπό τούς έπικούς αφηγητές τού Peabody. "Οπως είδαμε, ή γραφή είναι ουσιαστικά μιά δραστηριό τητα πού έγείρει τή συνείδηση. Ή προσεκτικά οργανωμένη άφήγηση μέ τήν κλασική πλοκή ένθαρρύνει καί ταυτόχρονα είναι ά π ο τέλεσ μ α τής όξυμμένης συνείδησης* τό γε γο ν ό ς αύτό εκφράζεται συμβολικά, όταν μέ τήν έλευση τής τέλειας πυραμιδοειδούς πλοκής στό άστυνομικό άψήγημα βλέπουμε τή δράση νά έπικεντρώνεται στό έσωτερικό τής συνείδησης τοϋ πρωταγωνιστή — τοϋ άστυνομικοϋ. Τίς τελευταίες δεκα ετίες, καθώς ό τυπογραφ ικός πολιτισμός μετασχηματίζεται
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
217
σέ ηλεκτρονικό, ή προσεγμένη πλοκή τού αφηγήματος έχασε τή δημοτικότητα της ώς πολύ «εύκολη» (δηλαδή, έξαιρετικά έλεγχόμενη άπό τή συνείδηση) τόσο γιά τόν άναγνώστη όσο καί γιά τόν συγγραφέα. Ή πρωτοποριακή λογοτεχνία νιώθει ύποχρεωμένη νά καταργεί ή νά συσκοτίζει τίς πλοκές της. Ά λλά οί δίχως πλοκή ιστορίες τής ήλεκτρονικής έποχής δέν είναι έπ εισ οδιακ ές άφηγήσεις. Είναι ιμπρεσιονιστικές καί εικονιστικές π α ρ α λλα γές τών άφηγημάτω ν μέ πλοκή πού προηγήθηκαν. Ή άφηγηματική πλοκή τώρα φέρει γιά πάντα τό σημάδι τής γραφής καί τής τυπογραφίας. "Οταν δομείται πάνω σέ άναμνήσεις καί άπόηχους πού φέρνουν στόν νού τήν πρώιμη προφορική άφήγηση μέ τή βαθιά έξάρτησή της άπό τό άσυνείδητο (Peabody 1975), τό κάνει άναπόφευκτα μ’ έναν αύτοσυνείδητο, χαρακτηριστικά έγγράμ μα το τρ ό π ο , όπω ς στό La Jalousie τού Robe-Grillet ή στόν Όδυσσέα τού James Joyce.
Ό «σφαιρικός» χαρακτήρας, ή γραφή καί ή τυπογραφία Ό σύγχρονος άναγνώστης άντιλαμβάνεται τήν άποτελεσματική κατασκευή χαρακτήρων στήν άφήγηση ή τό δράμα ώς τήν παραγωγή τού «σφαιρικού» χαρακτήρα, γιά νά χρησιμοποιή σουμε τόν όρο τού Ε.Μ. Forster (1974, σελ. 46), τού χαρακτήρα πού «άποπνέει τό άπρόβλεπτο τής ζωής». Αντίθετος μέ τόν «σ φ α ιρ ικ ό » χα ρα κτή ρα είναι ό « έ π ίπ ε δ ο ς » χα ρ α κ τή ρ α ς, έκείνος πού ποτέ δέν έκπλήσσει τόν άναγνώστη, άλλά μάλλον τού δίνει άπόλαυση έκπληρώνοντας μονότονα τίς προσδοκίες του. Γνωρίζουμε τώρα ότι ό «διογκωμένος» (ή «έπίπεδος») χαρακτήρας προέρχεται άπό τήν πρωταρχική προφορική άφή γηση, πού δέν μπορεΐ νά δώσει άλλου είδους χαρακτήρες. Ό τυ π ικ ό ς χαρα κτή ρας χρησιμεύει τόσο στήν οργάνωση τής άφηγηματικής γραμμής όσο καί στή διαχείριση τών μή άφηγη-
218
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ματικών στοιχείων πού έμφανίζονται στήν άφήγηση. Οί π α ρ α δοσιακές γνώσεις γύρω άπό τήν πονηριά μπορούν νά χρησι μοποιηθούν γιά τόν χαρακτήρα τού Ό δυσσέα (ή, σέ άλλους πολιτισμούς, τού λαγού Brer ή τής άράχνης Anansi)* οί γνώσεις γύρω άπό τή σοφία γιά τόν χαρακτήρα τού Νέστορα κ.ο.κ. Καθώς ό λόγος μετατοπίζεται άπό τήν πρωταρχική π ρ ο φορικότητα σέ ολοένα μεγαλύτερο χειρογραφικό καί τυ π ο γραφικό έλεγχο, ό έπίπεδος, «διογκωμένος» χαρακτήρας π α ραχωρεί τή θέση του σέ χαρακτήρες πού γίνονται όλο καί π ε ρισσότερο «σφαιρικοί», δρούν δηλαδή μέ τρόπους πού είναι έκ πρώτης όψεως άπρόσμενοι, άλλά κατ’ ούσίαν συνεπείς μέ τούς όρους τής σύνθετης δομής τού χαρακτήρα καί τών π ερ ί πλοκων κινήτρων μέ τά όποια είναι προικισμένος ό σφαιρι κός χαρακτήρας. Ή περιπλοκότητα τών κινήτρων καί ή έσωτερική ψυχολογική έξέλιξη μέ τό πέρασμα τού χρόνου κάνουν τόν σφαιρικό χαρακτήρα όμοιο μ’ ένα «άληθινό πρόσω πο». Ή έμφάνιση τού σφ αιρικού χαρακτήρα στό μυθιστόρημα έξα ρ τιό τα ν ά π ό πολλές έξελίξεις. Οί Scholes καί Kellogg (1966, σελ. 165-77) άναφέρουν έπιρροές όπω ς ή τάση πρός έσωτερίκευση στήν Παλαιά Διαθήκη καί ή έντατικοποίησή της στόν Χριστιανισμό, ή δραματική ελληνική παράδοση, ή Ό βιδιακή καί Αύγουστίνεια παράδοση ένδοσκόπησης, καί ή έσωστρέφεια πού καλλιέργησε ή μεσαιωνική κελτική έρωτική λο γοτεχνία καί ή αύλική έρωτική παράδοση. Ά λλά τονίζουν έπίσης ότι τά προσωπικά γνωρίσματα τών χαρακτήρων δέν τελειοποιούνται πρίν άπό τήν έμφάνιση τού μυθιστορήματος, όπου ό χρόνος δέν γίνεται άντιληπτός ά πλώ ς ώς πλαίσιο, άλλά καί ώς συνιστώσα τής άνθρώπινης δράσης. "Ολες αύτές οί έξελίξεις είναι άδιανόητες στους πρωταρχι κά προφορικούς πολιτισμούς, καί πράγματι έμφανίζονται σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ή γραφή, μέ τήν τάση της πρός τήν άναλυτική ενδοσκόπηση καί τίς επ εξερ γα σ μ έν ες αναλύσεις τών ψυχικών καταστάσεων καί τών έσωτερικών διαδοχικών τους σχέσεω ν. Π ληρέστερες ερμηνείες τής έμφάνισης τού
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
219
«σφαιρικού» χαρακτήρα πρέπει νά συμπεριλάβουν καί τήν επίγνωση τοϋ τί έπέφερε ή γραφή καί αργότερα ή τυπογραφία στήν παλιά νοητική οικονομία. Οί πρώτες προσπάθειες προσ έγγισης τοϋ σφαιρικού χαρακτήρα, άπ όσο γνωρίζουμε, έπισημαίνονται στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, τό πρώτο προ φορικό είδος πού έλέγχεται πλήρως άπό τή γραφή. Αύτές άναφέρονται άκόμη σέ δημόσια κυρίως πρόσω πα παρά σέ καθημερινούς οικείους χαρακτήρες πού άνθούν στό μυθιστό ρημα. 'Ωστόσο ό Οίδίποδας τού Σοφοκλή καί, άκόμη περισ σότερο. ό Πενθέας, ή Ά γαύη, ή Ιφιγένεια καί ό Όρέστης στίς τραγωδίες τοϋ Εύριπίδη είναι άσυγκρίτως πιό περίπλοκοι καί έσωτερικά πιό βασανισμένοι άπό τούς ομηρικούς χαρακτήρες. Ά πό τή σκοπιά τής προφορικότητας - έγγραμματοσύνης, έδώ έχουμε νά κάνουμε μέ τήν αύξανόμενη έσωτερίκευση τοϋ κό σμου πού έγκαινίασε ή γραφή. Ό Watt (1967, σελ. 75) μάς έφιστά τήν προσοχή στήν «έσωτερίκευση τής συνείδησης» καί τίς ένδοσκοπικές συνήθειες πού παρήγαγαν τή νέα αύτή άντίληψη γιά τόν άνθρώπινο χαρακτήρα πού βρίσκουμε ήδη στόν Defoe καί τίς όποιες άνάγει στήν πουριτανική, καλβινική του π α ιδ εία . 'Υπάρχει κάτι τό χαρακτηριστικά καλβινικό στόν τρόπο πού οί ένδοσκοπούντες χαρακτήρες τού Defoe σχετίζο νται μέ τόν κόσμο. Ά λλά ή ένδοσκόπηση καί ή ολοένα καί με γαλύτερη έσωτερίκευση τής συνείδησης χαρακτηρίζουν ολό κληρη τήν ιστορία τού χριστιανικού άσκητισμού, όπου ή έντατικοποίησή τους συνδέεται σαφώς μέ τή γραφή, άπό τίς ’Εξο μολογήσεις τού Ά γιου Αυγουστίνου ώς τήν Αυτοβιογραφία τής Ά γ ια ς Τ ερέζας τού Lisieux (1873-97). 'Ό π ω ς άναφέρει ό Watt,, οί Miller καί Johnson (1938, σελ. 461) παρατηρούν ότι «κάθε έγγράμματος πουριτανός τηρούσε κάποιο είδος ήμερολογίου». Ή έλευση τής τυπογραφ ίας έκανε πιό έντονη τήν έσωστρέφεια πού ένθάρρυνε ή γραφ ή. 'Η έποχή τής τυπογρα φίας στούς προτεσταντικούς κύκλους χαρακτηρίστηκε άμέσως άπό μιά ένθάρρυνση τής προσωπικής, άτομικής έρμηνείας τής Βίβλου, ένώ στούς καθολικούς άπό μιά έντατικοποίηση τής
220
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ιδιωτικής εξομολόγησης τών αμαρτημάτω ν καί συγχρόνως άπό μιά έμμονή στήν έξέταση τής συνείδησης. Ή επιρροή τής γραφής καί τής τυπογραφίας πάνω στόν χριστιανικό άσκητισμό άπαιτεΐ περισσότερη μελέτη. "Οπως είδαμε, ή γραφή καί ή άνάγνωση είναι μοναχικές δραστηριότητες (άν καί ή άνάγνωση γινόταν άρχικά μπροστά σέ κοινό). Δεσμεύουν τήν ψυχή σέ μιά κοπιαστική, έσωτερικευμένη, έξατομικευμένη μορφή σκέψης, άπρόσιτης στούς προφορικούς άνθρώπους. Στούς ιδιωτικούς κόσμους πού δη μιουργούν, γεννιέται ή αίσθηση τού «σφαιρικού» άνθρώπινου χαρακτήρα — μέ τά βαθιά έσωτερικευμένα κίνητρα, πού ένεργοποιούνται μυστηριωδώς, άλλά μέ συνέπεια, άπό τό έσωτερικό του. Ό «σφαιρικός» χαρακτήρας, πού πρωτοεμφανίζεται στό χειρογραφικά ελεγχόμενο άρχαιοελληνικό δράμα, α ν α π τύ σ σ ετα ι περαιτέρω κατά τήν έποχή τού Shakespeare μετά τόν έρχομό τής τυπογραφίας καί κορυφώνεται μέ τό μυθιστό ρημα, όταν, μετά τήν έλευση τής εποχής τού ρομαντισμού, ή τυπογραφία έσωτερικεύεται πληρέστερα (Ong 1977). Ή γραφή καί ή τυπογραφ ία δέν άπαλλάχθηκαν τελείως άπό τόν « έ π ίπ ε δ ο » χα ρα κτή ρα. ’Α κολουθώ ντας τήν άρχή σύμφωνα μέ τήν οποία ή νέα τεχνολογία τού λόγου ένισχύει τήν παλιότερη μετασχηματίζοντάς την ταυτόχρονα, οί ε γ γρ ά μ μ α το ι πολιτισμοί μπορούν πρ ά γμ α τι νά δημιουργούν μερικές φορές τήν έπιτομή τών τυπικών χαρακτήρων, δηλαδή τούς άφηρημένους χαρακτήρες. Αύτοί βρίσκονται στά ήθικοπλαστικά θεατρικά έργα τού ύστερου Μεσαίωνα, πού χρησι μοποιούν άφηρημένες α ρ ε τέ ς καί ε λ α ττώ μ α τα ώς χ α ρ α κτήρες —τυπικούς χαρακτήρες τόσο έντονους, όσο μόνο ή γραφή μπορεΐ νά τούς κάνει— καί στά θεατρικά έργα τών ήθών τόν δέκατο έβδομο αιώνα, πού όπω ς στό Every man in his Humor ή τόν VoIpone τ ού Ben Jonson, εισάγουν έλαφρώς ένσαρκωμένες τίς αρετές καί τά έλα ττώ μ ατά μας ώς χα ρ α κτήρες σέ πιό σύνθετες πλοκές. Ό Defoe, ό Richardson, ό Fielding κι άλλοι πρω τοπόροι μυθιστοριογράφοι (Watt 1967,
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
221
σελ. 19-21) καί ένίοτε άκόμη καί ή Jane Austen, δίνουν στούς χαρακτήρες ονόματα πού τούς τυποποιούν: Lovelace, Heartfree, Allworthy ή Square. Οί ύστεροι ύψηλής τεχνολογίας ήλεκτρονικοί πολιτισμοί παράγουν άκόμη τυποποιημένους χ α ρακτήρες σέ είδη όπω ς τό ούέστερν ή σέ πλαίσια συνειδητώς χιουμοριστικά. Ό Jolly Green Giant λειτουργεί άρκετά καλά στή διαφήμιση έπειδή τό άντι-ηρωικό έπίθετο «jolly» δηλώ νει στούς ένήλικους ότι δέν καλούνται νά πάρουν αύτό τόν σύγχρονο θεό τής γονιμότητας στά σοβαρά. Ή ιστορία τών τυποποιημένω ν χαρακτήρων καί τών σύνθετων τρόπω ν μέ τούς όποιους συσχετίζουν τή γραπτή μυθιστορία μέ τήν π ρ ο φορική παράδοση δέν έχει άκόμη γραφτεί. "Οπως άκριβώς τό δίχως πλοκή άφήγημα τής ύστερης τυ πογραφικής ή τής ήλεκτρονικής έποχής στηρίζεται στήν κλα σική πλοκή καί πετυχαίνει τόν σκοπό του βασιζόμενο στήν αίσθηση ότι ή πλοκή λείπει ή είναι κρυμμένη, έτσι καί οί π α ράξενα «κενοί» χαρακτήρες πού παριστάνουν άκραΐες συνει δησιακές καταστάσεις όπω ς στόν Kafka, τόν Beckett ή τόν Thomas Pynchon, πετυχαίνουν τούς σκοπούς τους βασιζόμε νοι στήν αίσθηση ότι ά ντιπ α ρ α τίθ εντα ι στούς π ρ ογόνους τους, τούς «σφαιρικούς» χαρακτήρες τού κλασικού μυθιστο ρήματος. Αύτοί οί χαρακτήρες τής ήλεκτρονικής έποχής θά ήταν άδιανόητοι εάν ή άφήγηση δέν είχε περάσει άπό τό σ τά διο τού «σφαιρικού» χαρακτήρα. Ή άνάπτυξη τοϋ «σφαιρικού» χαρακτήρα καταγράφ ει συνειδησιακές άλλαγές πού έκτείνονται πολύ πέρα άπό τόν κόσμο τής λογοτεχνίας. 'Ύστερα άπό τόν Freud, ή ψυχολογική καί ιδιαίτερα ή ψυχαναλυτική κατανόηση τής όλης δομής τής προσωπικότητας έχει πάρει ώς πρότυπο κάτι πού μοιάζει μέ τόν «σφαιρικό» χαρακτήρα τοϋ μυθιστορήματος. Κ ατά τόν Freud ή δομή τής άνθρώπινης ψυχολογίας είναι όπως έκείνη τοϋ δραματικού ήρωα Οίδίποδα, όχι τοϋ ’Αχιλλέα, καί μάλιστα ενός Οίδίποδα ό όποιος ερμηνεύεται στό πλαίσιο τού μυθιστο ρήματος τοϋ δέκ α του ένατου α ιώ να , πού είναι πολύ πιό
222
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
«σφαιρικός» άπό οτιδήποτε στήν άρχαιοελληνική γραμματεία. Φαίνεται ότι ή άνάπτυξη τής σύγχρονης ψυχολογίας τού βά θους παραλληλίζει τήν άνάπτυξη τού χαρακτήρα στό δράμα καί τό μυθιστόρημα, καθώς καί τά δύο έξαρτώνται άπό τήν έσωτερική στροφή τής ψυχής πού έπέφερε ή γραφή καί έντατικοποίησε ή τυπογρ αφ ία. Π ράγματι, όπω ς ή ψυχολογία τού βάθους άναζητεΐ κάποιο σκοτεινό άλλά πολύ σημαντικό βαθύ τερο νόημα πού κρύβεται κάτω άπό τήν έπιφάνεια τής συνηθι σμένης ζωής, έτσι καί οί μ υθ ισ τοριογρά φ οι, ά πό τήν Jane Austen ώς τόν Thackeray καί τόν Flaubert, προσκαλούν τόν άνα γνώστη νά αισθανθεί κάποιο πιό άληθινό νόημα κάτω άπό τή ραγισμένη ή άπατηλή έπιφάνεια πού άπεικονίζουν. Οί διορά σεις τής ψυχολογίας τού «βάθους» ήταν άδύνατες νωρίτερα, γιά τούς ίδιους λόγους πού ό πλήρως «σφαιρικός» χαρακτή ρας τού μυθιστορήματος τού δέκατου ένατου αιώνα δέν ήταν έφικτός πρίν άπό τήν έποχή του. Καί στίς δύο περιπτώσεις, άπαιτούνταν ή κειμενική οργάνωση τής συνείδησης, άν καί βέ βαια έπενεργούσαν καί άλλες δυνάμεις — ή άπομάκρυνση άπό τήν ολιστική θεραπεία τής παλιάς (πρίν άπό τόν Παστέρ) ιατρικής καί ή άνάγκη ένός νέου ολισμού, ό έκδημοκρατισμός καί ή ιδιωτικοποίηση τού πολιτισμού (πού έπίσης ήταν άποτέλεσμα τής γραφής καί άργότερα τής τυπογραφίας), ή άνοδος τής λεγόμενης «πυρηνικής» οικογένειας ή τής «συναισθημα τικής» οικογένειας στή θέση τής έκτεταμένης οικογένειας, πού ήταν οργανωμένη γιά νά διατηρεί τή «γραμμή» καταγωγής, ή έξελιγμ ένη τεχ ν ο λ ο γ ία , π ο ύ έφ ερ ε μ εγ α λ ύ τερ ες ο μ ά δ ες άνθρώπων πιό κοντά τή μιά στήν άλλη κ.ο.κ. Ά λλά όποιες κι άν ήταν αύτές οί άλλες δυνάμεις πίσω άπό τήν άνάπτυξη τής ψυχολογίας τού βάθους, ένας σημαντι κός παράγοντας ήταν ή νέα αίσθηση γιά τόν άνθρώπινο βιόκοσμο καί τό άνθρώπινο πρόσωπο πού έφερε ή γραφή καί ή τ υ π ο γ ρ α φ ία . Χ α ρ α κ τή ρες πού ορίζοντα ι μέ έπ ιθ ετικ ο ύ ς προσδιορισμούς δέν έπιδέχονται ψυχαναλυτική κριτική, όπως καί οί χαρακτήρες πού προσδιορίζονται άπό τήν ψυχολογία
Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
223
τών άντιτιθέμενων «αρετών» καί «ελαττωμάτων». Στό μέτρο πού ή σύγχρονη ψυχολογία καί ό «σφαιρικός» χαρακτήρας τοϋ μυθιστορήματος άναπαριστοϋν στή σημερινή συνείδηση τό τι είναι ή άνθρώπινη ύπαρξη, ή αίσθηση γ ι’ αύτήν είναι έπεξεργασμένη μέσα άπό τή γραφή καί τήν τυ π ο γρ α φ ία . Αύτό δέν σημαίνει πώς κατηγορούμε τή σημερινή αίσθηση γιά τήν άνθρώπινη ύπαρξη. Τό άντίθετο μάλιστα. Ή σημερινή φαινομενολογική αίσθηση γιά τήν ύπαρξη είναι πλουσιότερη ώς πρός τόν συνειδητό καί άρθρούμενο στοχασμό άπό οτιδή ποτε προηγήθηκε. ’Αλλά είναι χρήσιμο νά άναγνωρίσουμε ότι αύτή ή αίσθηση έξαρτάται άπό τίς τεχνολογίες τής γραφής καί τής τυπογραφίας πού έσωτερικεύθηκαν βαθιά καί άποτέλεσαν μέρος τών ψυχικών μας άποθεμάτων. Τό τρομακτικό άπόθεμα ιστορικών, ψυχολογικών καί άλλων γνώσεων, πού μπορεί σήμερα νά βρει θέση στήν έκλεπτυσμένη άφήγηση καί τούς έπεξεργασμένους χαρακτήρες, μπόρεσε νά συσσωρευθεϊ μόνο χάρη στή χρήση τής γραφής καί τής τυπογραφίας (καί τώρα τής ήλεκτρονικής). ’Αλλά αύτές οί τεχνολογίες τού λό γου δέν άποθηκεύουν άπλώς τίς γνώσεις μας. Τούς δίνουν μορφές πού τίς κάνουν άπρόσιτες, καί στήν πραγματικότητα άδιανόητες σ’ έναν προφορικό πολιτισμό.
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μερικά θεωρήματα
'
^ V ; >V
V
II μελέτη τών αντιθέσεων άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη είναι στό μεγαλύτερο της μέρος ήμιτελής. "Ο,τι μάθαμε προσφάτως γιά τήν άντίθεση αύτή συνεχί ζει νά διευρύνει τήν κατανόησή μας, όχι μόνο σέ ό,τι άφορά τό προφορικό παρελθόν άλλά καί τό παρόν, έλευθερώνοντας τόν κειμενικά πεπερασμένο νού μας καί τοποθετώ ντας σέ μιά νέα προοπτική πολλά ά π ’ όσα μάς ήταν οικεία. Έ δώ θά παρουσιάσου μερικές άπό τίς πιό ενδιαφέρουσες άπόψεις καί π ρ ο ο π τικ ές, άλλά μόνο μερικές, για τί είναι άδύνατον νά είμαι πλήρης καί έξαντλητικός. Θά παρουσιάσω τό θέμα μέ τή μορφή θεωρημάτων* τά θεωρήματα είναι λίγο ή πολύ ύποθετικές προτάσ εις πού συνδέονται ποικιλοτρόπω ς μέ όσα ήδη εξηγήσαμε έδώ, σχετικά μέ τή μετάβαση άπό τόν προφ ο ρικό στόν έγγράμματο πολιτισμό. Έ άν τά προηγούμενα κε φάλαια ύπήρξαν έστω καί μετρίως έπιτυχημένα, ό άναγνώ στης θά πρέπει νά μπορεΐ νά προεκτείνει τά θεωρήματα α ύ τά , άλλά καί νά δημιουργήσει δικά του θεωρήματα καί νά διαμορφώσει πρόσθετες ιδέες. Μ ερικά άπό τά θεωρήματα άναφέρονται ειδικά στούς τρόπους μέ τούς οποίους ορισμένες σύγχρονες έρμηνευτικές
226
Π ΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑ Μ Μ Α ΤΟ ΣΤΝ Η
σχολές της λογοτεχνίας καί τής φιλοσοφίας σχετίζονται με τή μετάβαση αύτή. Οί περισσότερες από αύτές τις σχολές π α ρουσιάζονται από τον Hawkes (1977). Γιά νά διευκολύνουμε τον αναγνώστη, δπου είναι δυνατόν, θά παραπέμπουμε στον Hawkes, όπου καί θά μπορεΐ νά βρει τις διάφορες πρω τογε νείς πηγές.
Ιστορία τής λογοτεχνίας Ή ιστορία τής λογοτεχνίας έχει μόλις, καί εννοούμε «μόλις», αρχίσει νά εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες πού τής δίνει ή με λέτη τή ς π ρ ο φ ο ρ ικ ό τ η τ α ς κ α ί τή ς έ γ γ ρ α μ μ α τ ο σ ύ ν η ς . Σημαντικές μελέτες άναφέρονται σ’ ένα εκτεταμένο φάσμα χω ριστώ ν π α ρ α δ ό σ εω ν, μελετώ ντα ς εϊτε τις π ρ ω τα ρχικ ά προφορικές τους τελέσεις εϊτε τά προφορικά στοιχεία πού έμπεριέχονται στά γ ρ α π τά τους κείμενα. Ό Foley (1980b) αναφέρει έργασίες γιά τούς μύθους τών Σουμερίων, τούς βι βλικούς Ψ αλμούς, τις διάφορες προφορικές παραγω γές από τή Δυτική καί Κεντρική Α φ ρική,τή μεσαιωνική α γγλικ ή ,γα λ λική καί γερμανική λογοτεχνία (βλ. Curschmann 1967),τή ρω σική bylina* καί τό άμερικανικό λαϊκό κήρυγμα. Ό κατάλογος τού Haymes (1973) προσθέτει μελέτες γιά τήν παράδοση τών Ainu, τήν τουρκική καί άλλες παραδόσεις. ’Αλλά στο σύνολό της ή ιστορία τής λογοτεχνίας ακόμη προχωρά έχοντας έλάχιστη ή/καί καμία έπίγνωση τής αντίθεσης προφορικότητα έγγραμματοσύνη παρά τή σημασία αύτής τής αντίθεσης γιά τήν ανάπτυξη τών λογοτεχνικών ειδών, τήν πλοκή, τή διαμόρ φωση τών χαρακτήρων, τις σχέσεις αναγνώστη - συγγραφέα Σ .τ .Έ .: Bylina/y: Ρωσικά ηρωικά άσματα πού έκτελοΰνται από τούς skaziteli (ραψωδούς) μέ τή συνοδεία εγχόρδων. Ή συλλογή καί καταγραφή τους ειχε αρχίσει ήδη από τόν δέκατο έβδομο αιώνα.
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜ ΑΤΑ
227
(βλ. Iser 1978) καί τή σχέση τής λογοτεχνίας μέ τίς κοινωνικές, νοητικές καί ψυχικές δομές. Τά κείμενα μπορούν να προσαρμόζονται ποικιλοτρόπως στο δίπολο προφορικότητας - έγγραμματοσύνης. Ό δυτικός πολιτισμός τών χειρογράφων ήταν πάντα οριακά προφ ορι κός, καί, ακόμη καί μετά την τυπογραφ ία, ή κειμενικότητα σταδιακά μόνο πήρε τή θέση που κατέχει σήμερα στους πολι τισμούς όπου ή ανάγνωση είναι στο μεγαλύτερο της μέρος σιωπηρή. Δέν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει τελείως τό γ ε γονός ότι από τήν αρχαιότητα μέχρι καί τό τέλος τού δέκα του όγδοου αιώνα πολλά λογοτεχνήματα, ακόμη καί όταν ά ποτελούσαν γραπτή σύνθεση, προορίζονταν γιά δημόσια ανάγνωση, αρχικά από τον ϊδιο τους τόν συγγραφέα (Hadas 1954, σελ. 40* Nelson 1976-7, σελ. 77). Ή μεγαλόφωνη α νά γνωση στήν οικογένεια καί άλλες μικρές ομάδες συνηθιζόταν ακόμη καί στις αρχές τού εικοστού αιώνα, μέχρις ότου ό ηλε κτρονικός πολιτισμός άρχισε νά συγκεντρώνει αύτές τίς ομ ά δες γύρω από τό ραδιόφωνο καί τήν τηλεόραση καί όχι γύρω από ένα παρόν μέλος τους. Ή σχέση τής μεσαιωνικής λογοτεχνίας μέ τήν προφορικότητα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έξαιτίας τής μεγαλύτερης πίεσης πού ασκεί ή έγγραμματοσύνη στή μεσαιωνική ψυχή, πράγμα πού δημιουργήθηκε όχι μόνο από τήν κεντρική θέση τού βιβλικού κειμένου (οί αρχαίοι Έ λληνες καί οί Ρωμαίοι δέν διέθεταν ιερά κείμενα, καί οί θρησκείες τους δέν διαθέ τουν τυπική θεολογία), αλλά καί από τήν παράξενη ανάμειξη προφορικότητας (λογομαχίες) καί κειμενικότητας (σχόλια σέ γρα πτά έργα) στή μεσαιωνική ακαδημαϊκή ζωή (Hajnal 1954). Κατά πάσα πιθανότητα οί περισσότεροι μεσαιωνικοί Εύρωπαϊοι συγγραφείς συνέχιζαν τήν κλασική πρακτική νά γ ρ ά φουν τά κείμενά τους μέ σκοπό τή μεγαλόφωνη ανάγνωσή τους (Crosby 1936' Nelson 1976-7* Ahern 1981). Αύτό βοήθησε στον καθορισμό τού ύφους, πού ήταν πάντα ρητορικό, όπως έπίσης καί στή φύση τής πλοκής καί τού χαρακτηρισμού.
228
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟ ΤΗ Τ Α ΚΑΙ ΕΓΓΡΑ Μ Μ Α ΤΟ Σ TNH
Ή ϊδ ια πρακτική συνεχίστηκε σε μεγάλο βαθμό καί σε δλη τήν ’Αναγέννηση. Ό William Nelson (1976-7, σελ. 119-20) σημειώνει δτι ό Alamanni αναθεώρησε τό άρχικά αποτυχημέ νο του Giron Cortese για νά τό κάνει πιο επεισοδιακό καί έτσι πιο κατάλληλο γιά μεγαλόφωνη ανάγνωση σέ ομάδες, όπως ήταν ό επιτυχημένος Orlando τού Ariosto. Ό Nelson επιπλέον εικάζει ότι τά ϊδια κίνητρα ώθησαν τον Sir Philip Sidney νά αναθεωρήσει τό Old Arcadia , νά τό καταστήσει δηλαδή κατάλ ληλο γιά μεγαλόφωνη ανάγνωση. Παρατηρεί έπίσης (1976-7, σελ. 117) ότι σέ όλη τήν Αναγέννηση ή πρακτική τής μεγαλό φωνης ανάγνωσης κάνει τούς συγγρα φ είς νά εκφράζονται «σάν νά είχαν π ρα γμ α τικ ούς ακροατές» μπροστά τους — καί όχι τούς ύποθετικούς στους οποίους κανονικά α πευθύ νονται οί σημερινοί συγγραφείς. Έ ξ ου καί τό ύφος τού Ra belais καί τού Thomas Nashe. Ή μελέτη αύτή τού Nelson είναι μιά από τίς πιο πλούσιες όσον αφορά τήν άνάδειξη τού δ υ ναμισμού τής άντίθεσης προφορικότητα - έγγραμματοσύνη στην αγγλική λογοτεχνία, από τον Μεσαίωνα ώς τόν δέκατο ένατο αιώνα, καί δείχνει πόσα ακόμη μπορούν νά μελετηθούν μέ βάση αύτό τό δίπολο. Ποιός έχει άποτιμήσει τό Eupkues του Lyly ώς έργο πού γράφτηκε γιά μεγαλόφωνη άνάγνωση; Τό κίνημα τού ρομαντισμού σημαδεύει τήν αρχή τού τ έ λους τής παλιάς ρητορείας πού στηρίζεται στήν προφορικό τητα (Ong 1971)· ώστόσο, ή προφορικότητα άντηχεΐ, μερικές φ ορές β α σα νισ τικά , μερικές φορές α δ έξια , στο ύφος τών πρώτων ’Αμερικανών συγγραφέων όπω ς ό Hawthorn (Bayer 1980), γιά νά μήν άναφερθούμε στους ιδρυτές Πατέρες τών Η .Π .Α ., καί άντηχεΐ καθαρά στήν ισ τοριογραφία, άπό τόν Thomas Babington Macaulay έως τόν Winston Churchill. Στούς συγγραφ είς α υτούς ή σκηνική σύλληψη τών έννοιών καί τό ήμι-δημηγορικό ύφος καταγράφουν τήν εξαιρετικά άποτελεσματική ύπολειμματική προφορικότητα τών ιδιωτικών βρε τανικών σχολείων. Ή ιστορία τής γραμματείας δέν έχει άκόμη εξετάσει τι άκριβώς συμβαίνει εδώ.
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜ ΑΤΑ
229
Μέσα στους αιώνες ή μετάβαση από τήν προφορικότητα στην ηλεκτρονική έπεξεργασία τού λόγου μέσω τής γραφής καί τής τυ π ο γρ α φ ία ς, επηρέασε β αθιά, μάλιστα καθόρισε ούσιαστικά, τήν ανάπτυξη τών λογοτεχνικών ειδών, καί τα υ τόχρονα βέβαια τις δια δοχικές μορφές πλοκής καί κ α τ α σκευής χαρακτήρων. Στή Δύση, γιά παράδειγμα, τό έπος είναι ούσιαστικά καί αναπόδραστα προφορικό λογοτεχνικό είδος. Τά έπη πού γράφτηκαν ή τυπώθηκαν, τά λεγόμενα «έντεχνα έπ η » , είναι συνειδητές, άρχαΐζουσες απομιμήσεις τών τ ε χνικών πού άπαιτοΰνται από τήν ψυχοδυναμική τής προφο ρικής αφήγησης — γιά παράδειγμα, τό ξεκίνημα in medias res, οι περίπλοκες λογοτυπικές περιγραφές τού οπλισμού καί τής αγωνιστικής συμπεριφοράς καί ή λοιπή λογοτυπική ανάπτυξη άλλων προφορικών θεμάτων. Καθώς ή προφορικότητα μειώ νεται μέ τή γραφή καί τήν τυπογραφία, τό έπος αναπόφευκτα αλλάζει μορφές, παρά τις καλύτερες προθέσεις καί προσπά θειες τών συγγραφέων. Ό αφηγητής τής Ίλιάδας καί τής Όδνσσ€ΐας είναι χαμένος μέσα στίς προφορικές κοινότητες: ποτέ δέν εμφανίζεται ώς «εγώ ». Ό συγγραφέας Βιργίλιος αρχίζει τήν Αίνβιάδα του μέ τή φράση «Arma virumque cano», δηλαδή «Τά όπλα τραγουδώ καί τόν άνδρα». Ή έπιστολή τού Spenser πρός τόν Sir Walter Raleigh, στήν εισαγω γή τού The Faerie Queene, δείχνει πώς ό Spenser ειχε τήν έντύπωση ότι συνθέτει ένα έργο σάν τού Όμήρου: όμως, ή γραφή καί ή τυπογραφία καθιστούσε κάτι τέτοιο αδύνατον. Τελικά τό έπος χάνει καί τή φαντασιακή του αξιοπιστία: οί ρίζες του στή νοητική οικο νομία τού προφορικού πολιτισμού ξηραίνονται. Ό μόνος τρό πος μέ τόν όποιο ό δέκατος όγδοος αιώνας μπορεί νά σχετισθεΐ σοβαρά μέ τό έπος είναι διακωμο^δώντας το σέ έπη-παρ ω δίες. Α ύτά π α ρ ά γ ο ν τα ι κατά εκ α το ντά δες. Μ ετά ά πό αύτά, τό έπος πεθαίνει οριστικά. Ή συνέχιση τής ’Οδνσσαας άπό τόν Καζαντζάκη είναι ένα ξένο λογοτεχνικό είδος. Τά ρομάντζα είναι προϊόν τού χειρογραφικού πολιτισμού, τά δημιουργήματα ενός νέου γραπτού είδους πού βασίζεται
230
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑ Μ Μ Α ΤΟ ΣΤΝ Η
σέ μεγάλο βαθμό σέ προφορικούς τρόπους σκέψης καί έκ φρασης, αλλά δέν μιμείται συνειδητά προγενέστερα προφ ο ρικά είδη, όπως έκανε τό «έντεχνο έπος». Οί δημώδεις μ π α λάντες, όπως οί αγγλικές καί οί σκωτσέζικες άκριτικές μ π α λάντες, αναπτύσσονται ατά όρια τού προφορικού. Τό μυθι στόρημα είναι σαφώς ένα τυπογραφ ικό λογοτεχνικό είδος, βαθιά έσωτερικό, άπο-ηρωοποιημένο, μέ ισχυρή τάση πρός τήν ειρωνεία. Τά σημερινά δίχως πλοκή αφηγηματικά εϊδη άποτελούν τμήμα τής ήλεκτρονικής εποχής καί είναι δομημέ να μέ περίπλοκους κώδικες (όπως οί υπολογιστές). Καί τά λοιπά. Αύτά είναι μερικά γενικά πρότυπα. Μάς είναι άγνω στες οί περισσότερες άπό τίς ειδικότερες λεπτομέρειές τους. Άλλά ή μελέτη καί ή κατανόησή τους θά φωτίσουν όχι μόνο τίς π α λ α ιό τερ ες μορφές τής λογοτεχνίας καί τής σκέψης, άλλά καί τίς σημερινές καί ϊσως τίς μελλοντικές. Τό μεγάλο χάσμα πού ύπάρχει στον τρόπο μέ τόν όποιο κατανοούμε τή γυναικεία επίδραση στό λογοτεχνικό είδος καί ύφος θά μπορούσε νά γεφυρωθεϊ ή νά κλείσει, εξετάζον τας τή μετάβαση άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη. Σ ’ ένα προηγούμενο κεφάλαιο παρατηρήσαμε ότι οί πρώτες γυναίκες μυθιστοριογράφοι καί συγγραφείς εργάζον ταν γενικά έξω άπό τήν προφορική παράδοση, έξαιτίας τού απλού γεγο νό το ς ότι κανονικά στά κορίτσια δέν δινόταν ή ρητορική εκπαίδευση πού στηριζόταν στήν προφορικότητα καί τήν οποία τά άγόρια αποκτούσαν στά σχολεία. Τό γυ να ι κείο συγγραφικό ύφος ήταν χαρακτηριστικά λιγότερο τυπικά προφορικό άπό τό άνδρικό, κι όμως, ά π ’ όσο γνωρίζω, καμιά σημαντική μελέτη δέν διερεύνησε τίς συνέπειες αυτού τού γ ε γονότος, πού θά πρέπει νά είναι τεράστιες. Είναι βέβαιο ότι τό μή ρητορικό ύφος τών γυναικών συγγραφέων συντέλεσε στό νά γίνει τό μυθιστόρημα αύτό πού είναι: νά μοιάζει πιο πολύ μέ συζήτηση π α ρ ά μέ ά π ό βήμ ατος ά π α γ γ ε λ ία . Ό Steiner (1967, σελ. 387-9) τοποθέτησε τή γένεση τού μυθιστο ρήματος στήν έμπορική ζωή. Αύτή ή ζωή ήταν πλήρως έγ-
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜ ΑΤΑ
231
γράμματη, άλλα ή έγγραμματοσύνη τής τοπικής διαλέκτου δεν στηριζόταν στή λατινική ρητορική. Τά σχολεία τών διαφωνούντων μέ τήν επίσημη εκπαίδευση τά όποια παρείχαν έμπορική εκπαίδευση, ήταν αύτά πού πρωτοδέχτηκαν κορί τσια στίς τάξεις τους. Τή βαθύτερη μελέτη τους περιμένουν διάφορα εϊδη ύπολειμματικής προφορικότητας, καθώς καί ή «έγγράμματη πρ ο φορικότητα» τού δεύτερου προφορικού πολιτισμού πού είσήγαγαν τό ραδιόφωνο καί ή τηλεόραση (Ong 1971, σελ. 284303* 1977, σελ. 53-81). Μερικές άπό τίς πιό ενδιαφέρουσες έρ γα σ ίες γ ιά τίς ά ντιθέσ εις τής π ρ ο φ ο ρ ικ ό τη τα ς καί τής έγγραμματοσύνης πραγματοποιούνται στον χώρο τής σύγχρο νης δυτικοα φ ρικα νικής άγγλόφω νης λογοτεχνίας (Fritschi 1981). Σ ’ ένα πιό πρακτικό επ ίπ εδ ο , ή βαθύτερη κατανόηση τής ψυχοδυναμικής τής προφορικότητας σέ σχέση μέ τήν ψυχοδυ ναμική τής γραφής βελτιώνει τή διδασκαλία τής γραφής, ιδίως σέ πολιτισμούς πού σήμερα κινούνται γοργά άπό τή σχεδόν ολική προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη, όπως συμβαίνει σέ πολλούς άφρικανικούς πολιτισμούς (Essien 1978), καί σέ ύπολειμματικές προφορικές κοινωνίες μέ ύψηλή έγγραμματο σύνη (Farell 1978a* 1978b), όπως οί αστικές «ύποκουλτούρες» τών μαύρων ή τών ίσπανόφωνων στίς Η.Π.Α.*
Ή Νέα Κριτική καί ό φορμαλισμός Ή μετάβαση άπό τήν προφορικότητα στήν έγγραμματοσύνη διασαφηνίζει τή σημασία τής Νέας Κριτικής (Hawkes 1977, σελ. 151-6) ώς πρωταρχικού παραδείγματος κειμενικά έπεξεργασμένης σκέψης. Ή Νέα Κριτική έπέμενε στήν αύτονο*
Σ .τ.Έ .:Β λ . γιά π α ρ ά δειγμ α ,D. Hebdige, Ύποκονλτούρα: Τό νόημα τοϋ στυλ , Γνώση, Αθήνα 1981.
232
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑ Μ Μ Α ΤΟ ΣΤΝ Η
μία τού ατομικού έργου κειμενικής τέχνης. Ή γραφή, δπω ς θά θυμόμαστε, ονομάστηκε «αύτόνομος λόγος» σέ α ντιπ α ράθεση μέ τήν προφορική εκφορά, πού δέν είναι ποτέ α υ τό νομη αλλά πάντα ένσωματωμένη στή μή λεκτική ύπαρξη. Οί Νέοι Κριτικοί έξομοίωναν τό λογοτεχνικό έργο μέ τόν οπτικό κόσμο-άντικείμενο τών κειμένων μάλλον παρά μέ τόν προφορικό-άκουστικό κόσμο τών συμβάντων. Έ πέμεναν ότι τό ποίημα καί κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος πρέπει νά θεωρείται άντικείμενο, «λεκτική εικόνα». Δύσκολα βλέπουμε πώς αύτό τό οπτικό-άπτικό μοντέλο γιά τήν ποίηση ή τά άλλα λογοτεχνικά είδη μπορεΐ νά ταιριάξει ά π οτελεσ μ α τικ ά μέ μιά προφορική τέλεση, πού π ρ ο φανώς θά μπορούσε νά είναι κάποιο ποίημα. Ό ήχος άντιστέκεται στήν άναγωγή του σέ «άντικείμενο» ή «εικόνα» — όπως είδαμε, είναι ένα γεγονός εν εξελίξει. Ε πιπλέον, είναι δύσκολο νά φανταστούμε τόν χωρισμό ποιήματος - συμφραζομένων σ’ έναν προφορικό πολιτισμό, όπου ή πρω τοτυπία ενός ποιητικού έργου συνίσταται στόν τρόπο μέ τόν όποιο ό ά ο ιδό ς ή ό άφηγητής σχετίζετα ι μέ τό συγκεκριμένο του ακροατήριο. Μολονότι βεβαίως είναι άπό μιά άποψη ένα ιδι αίτερο συμβάν, πού διακρίνεται άπό άλλα είδη συμβάντων, ό σκοπός του καί/ή τό άποτέλεσμά του σπάνια, άν όχι ποτέ, δέν είναι άπλώς καί μόνον αισθητικά: ή τέλεση ενός έπους, γιά π α ρ ά δ ειγμ α , μπορεΐ νά είναι ταυτοχρόνως έορταστική πράξη, παιδεία, ή εκπαίδευση νέων, ένίσχυση τής συλλογικής ταυτότητας, τρόπος διαιώνισης κάθε είδους γνώσεων —ιστο ρικών, βιολογικών, ζωολογικών, κοινωνιολογικών, έντομολογικών, ναυτικών, θρησκευτικών— καί πολλά άλλα. Ε π ιπ λ έ ον, ό άφηγητής τυπικά ταυτίζεται μέ τούς χαρακτήρες τών οποίων τίς πράξεις διηγείται καί επικοινωνεί ελεύθερα μέ τό πραγματικό του άκροατήριο, πού μέ τίς άντιδράσεις του κ α θορίζει μέ τή σειρά του αύτό πού ό ίδιος λέει — τό ύφος καί τήν έκταση τής άφήγησής του. Στήν τέλεση τού έπους τού M windo, ό Candi Rureke όχι μόνο άπευθύνεται ό ’ίδιος στό
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜ ΑΤΑ
233
άκροατήριό του, αλλά βάζει καί τόν ήρωά του, τόν Mwindo, νά απευθύνεται ατούς γραφείς πού καταγράφουν τήν έκτέλεση τού Rureke, προτρέποντάς τους νά βιαστούν (Biebuyck καί Mateene 1971). Δύσκολο νά αναγνωρίσουμε κάποια εικόνα έδώ. Στό τέλος τού έπους, ό Rureke συνοψίζει τά μηνύματα γιά τή ζωή πού κατά τή γνώμη του μάς διδάσκει τό έπος (1971, σελ. 144). Ή ρομαντική άναζήτηση τής «καθαρής π ο ί ησης», πού είναι απομονω μένη άπό τήν καθημερινότητα, προέρχεται άπό τήν αίσθηση τής αυτόνομης έκφρασης πού δημιουργεί ή γραφή καί άκόμη περισσότερο άπό τήν άντίληψη τής κλειστότητας πού δημιουργεί ή τυπογραφ ία. Τίποτε δέν δείχνει πιό έντυπωσιακά τή στενή, μή συνειδητή κατά κύ ριο λόγο, συνάφεια τού ρομαντικού κινήματος καί τής τεχνο λογίας . Ό κ ά π ω ς π α λ ιό τερ ο ς ρω σικός φ ορμα λισ μός (Hawkes 1977, σελ. 59-73) ειχε περίπου τίς ίδιες άπόψεις μέ τή Νέα Κριτική, αν καί οί δύο σχολές άναπτύχθηκαν άνεξάρτητα. Οί φορμαλιστές θεώρησαν τήν ποίηση ώς μιά «προβεβλημένη γλώσσα», μιά γλώ σσα πού προσελκύει τήν προσοχή σ τίςϊδιες τίς λέξεις, στή σχέση πού διατηρούν μεταξύ τους στον κλει στό χώρο τού ποιήματος, τό όποιο διαθέτει τή δική του αύτόνομη, έσωτερική ύπαρξη. Οί φορμαλιστές έλαχιστοποιούν ή έξαλείφουν άπό τήν κριτική κάθε ενδιαφέρον γιά τό «μήνυ μα», τίς «πηγές», τήν «ιστορία» τού ποιήματος ή τή σχέση του μέ τή βιογραφία τού συγγραφέα του. Είναι καί αύτοί, προφανώς, δέσμιοι τού κειμένου, έπικεντρώνοντας τήν π ρ ο σοχή τους άποκλειστικά (καί άστόχαστα, τίς περισσότερες φορές) στά γρα πτά ποιήματα. Δέν ύποτιμώ τούς Νέους Κριτικούς ή τούς Ρώσους φ ορ μαλιστές, λέγοντας ότι είναι δέσμιοι τού κειμένου. Πράγματι, άσχολούνταν μέ ποιήματα πού ήταν δημιουργήματα τού κει μένου. Ε πιπλέον, μέ δεδομένη τήν κατάσταση τής προηγού μενης κριτικής, ή όποια ειχε άφιερώσει τό μεγαλύτερο μέρος της στή βιογραφία καί τήν ψυχολογία τού συγγραφέα, π α ρ α
234
Π ΡΟ Φ ΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑ Μ Μ Α ΤΟ ΣΤΝ Η
μελώντας τό κείμενο, είχαν κάθε λόγο νά τονίσουν τό τελευ ταίο. Ή πριν άπό αύτούς κριτική προερχόταν άπό μιά ύπολειμματικά προφορική, ρητορική παράδοση, καί ήταν π ρ ά γ ματι άνίκανη νά έξετάσει τόν αύτόνομο, καθαρά κειμενικό λόγο. Βλέποντας τά πράγματα άπό τή σκοπιά πού μάς δίνει ή άντίθεση προφορικού - εγγράμματου, ή μετάβαση άπό τήν προγενέστερη κριτική στον φορμαλισμό καί τή Νέα Κριτική άποκαλύπτεται ώς μετάβαση άπό μιά νοοτροπία ύπολειμματικά προφορική (ρητορική, συμφραστική) σέ μιά νοοτροπία κειμενική (μή συμφραστική). Ή κειμενική νοοτροπία όμως ήταν σχετικά άστόχαστη. Γιατί μολονότι, σέ άντίθεση μέ τήν προφορική έκφραση, τά κείμενα είναι αύτόνομα, κανένα κεί μενο ούσιαστικά δέν μπορεΐ νά σταθεί άπό μόνο του, άνεξάρτητα άπό τόν έξωκειμενικό κόσμο. Τό κάθε κείμενο στη ρίζεται σέ κάποια πρόφαση (pretext). "Ολα τά κείμενα έχουν έξωκειμενικά στηρίγματα. Ό R. Barthes (Hawkes 1977, σελ. 154-5) παρατήρησε ότι κάθε ερμη νεία κειμένου πρέπει νά κινηθεί έξω άπό τό κείμενο ώστε νά άναφερθεΐ στον άναγνώστη: τό κείμενο δέν έχει νόημα μέχρι νά τό διαβάσει κάποιος, καί γιά νά άποκτήσει νόημα πρέπει νά έρμηνευθεΐ, τό όποιο σημαίνει νά συσχετισθεΐ μέ τόν κόσμο τού άναγνώστη — πρ ά γμ α πού δέν σημαίνει νά διαβαστεί όπω ς νάναι ή χωρίς άναφορά στον κόσμο τού σ υγγραφ έα. Μπορούμε νά περιγράφουμε τήν κατάσταση ώς έξης: αφού τό κάθε χρονικό σημείο είναι μέρος τής ολότητας τού χρόνου, ένα κείμενο πού κατατίθεται άπό τόν συγγραφέα σέ κάποιο χρο νικό σημείο, σχετίζεται ipso facto μέ κάθε άλλο χρονικό σημείο, έχοντας συνέπειες πού μπορούν νά ξεδιπλωθούν μόνο μέ τό πέρασμα τού χρόνου, άπρόσιτες στή συνείδηση τού συγγρα φέα ή τών συγχρόνων του, αν καί δέν άπουσιάζουν άναγκαστικά άπό τό ύποσυνείδητό τους. Ή μαρξιστική κριτική (άπό τήν όποια εν μέρει προέρχεται ό Barthes — Hawkes 1977, σελ. 267-71) ύποστηρίζει ότι ή αύτοαναφορά τών Νέων Κριτικών είναι ταξικά καθορισμένη καί δουλοπρεπής: ταυτίζει τό «άντι-
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜ ΑΤΑ
235
κειμενικό» μήνυμα του κειμένου μέ κάτι τελικά έξω άπό τό κείμενο, συγκεκριμένα μέ τίς ερμηνείες πού φαντάζεται πώς είναι αύτές πού ύποστηρίζει ή καλλιέργεια, τό πνεύμα, ή αί σθηση τής παράδοσης καί αύτοκυριαρχίας μιας κατ’ ούσίαν παρακμάζουσας αύτοκρατορίας (Hawkes 1977, σελ. 155). Ά πό αύτή τή σκοπιά, ή Νέα Κριτική ειχε μεγαλύτερη έπιτυχία στίς δουλοπρεπεΐς μεσαίες τάξεις πού σέβονται αύτό τόν άριστοκρατικό χώ ρο. Ή Νέα Κριτική άναπτύχθηκε καί μέσα άπό μιά άλλη ση μαντική άνασύνταξη τών προφορικών/εγγράμματων δυνάμε ων, πού συντελέστηκε καθώς ό άκαδημαϊκός κόσμος μετακινήθηκε άπό τή χειρογραφικά ελεγχόμενη λατινική γλώσσα σέ μιά πιό έλεύθερη προφορική τοπική γλώσσα. "Αν καί υπήρ χαν μερικά μεμονωμένα μαθήματα άγγλικής λογοτεχνίας στά άμερικανικά κολλέγια καί πανεπιστήμια γύρω στά 1850, τό άντικείμενο αύτό άπέκτησε άκαδημαϊκό κύρος μόλις στίς άρχές τού εικοστού αιώνα, καί σέ μεταπτυχιακό επίπεδο μό λις μετά τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (Parker 1967). Στά π α νε πιστήμια τής ’Οξφόρδης καί τού Καίμπριτζ ή μελέτη τής ά γ γλικής άρχισε διστακτικά μόλις στά τέλη τού δέκατου ένατου αιώνα καί αύτονομήθηκε μετά τόν Α' Π αγκόσμιο Πόλεμο (Potter 1937* Tillyard 1958). Στή δεκαετία τού 1930 ή Νέα Κριτική ήταν ήδη σέ εξέλιξη, ένα παράγω γο τής νέας, π α νε πιστημιακής μελέτης τής άγγλικής, ή πρώτη σημαντική κριτι κή τής άγγλόφωνης λογοτεχνίας πού άναπτύχθηκε σέ π α νεπ ι στημιακό περιβάλλον (Ong 1962, σελ. 177-205). Τά π α νεπ ι στήμια δέν είχαν γνωρίσει κάποια «παλιά κριτική» τής ά γ γλικής. Οί προγενέστερες κριτικές άγγλικών έργων, όσο οξυ δερκείς κι αν ήταν, ήταν έξω -ακαδημαϊκές, περιστασιακές καί συχνά έρασιτεχνικές, άφού ή προηγούμενη άκαδημαϊκή, έπαγγελματική μελέτη τής λογοτεχνίας περιοριζόταν στή λα τινική, καί λίγο στήν άρχαιοελληνική γλώσσα, καί στηριζόταν στή μελέτη τής ρητορικής. "Οπως είδαμε, ή λατινική ύπήρξε γιά περισσότερα άπό
236
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΤΝΗ
χίλια χρόνια γλώσσα πού ελεγχόταν χειρογραφικά, καί όχι πλέον μητρική γλώσσα. "Αν καί συνδεόταν μέ τήν ύπολειμματικά προφορική νοοτροπία, δέν παρείχε άμεση πρόσβαση στό ασυνείδητο μέ τόν τρόπο πού παρέχει ή μητρική γλώσσα. Κάτω άπό αύτές τίς συνθήκες, ένα κείμενο γραμμένο στά λα τινικά, όσο σύνθετο κι άν ήταν κι όσο καλά κι άν μπορούσε νά έρμηνευθεΐ. ήταν έκ τών πραγμάτων πιό άδιαφανές συγκρινόμενο μ’ ένα κείμενο γραμμένο στή μητρική γλώσσα, πού έμπεριεΐχε ένα πλουσιότερο μείγμα συνειδητών καί μή συνει δητών στοιχείων. Μέ δεδομένη τή σχετική έσωτερική άδιαφάνεια τών λατινικών κειμένων, δέν ήταν παράξενο ότι τά σχό λια στό κείμενο παρεξέκλιναν άπό τό ίδιο τό κείμενο πρός τόν συγγραφέα, τό ιστορικό υπόβαθρο καί όλα τά έξωτερικά στοιχεία πού τόσο ενοχλούσαν τούς ύποστηρικτές τής Νέας Κριτικής. Ή Νέα Κριτική ξεκίνησε έξ άρχής άπό τά άγγλικά κείμε να, καί τό έκανε αύτό κυρίως σ έναν άκαδημαϊκό χώρο όπου οί συζητήσεις μπορούσαν νά πάρουν μεγαλύτερες διαστά σεις, νά είναι πιό συνεχείς καί πιό οργανωμένες άπό όσο ήταν στήν προηγούμενη περιστασιακή κριτική τών έργων πού γράφονταν στή μητρική γλώσσα. Ποτέ πριν τά κείμενα δέν έξετάστηκαν τόσο έξαντλητικά, εν μέρει έπειδή στις δεκαε τίες τού 1930 καί 1940 ή ψυχολογία τού βάθους άνοιξε τούς στεγανούς χώρους κάτω άπό τή συνείδηση καί ή ψυχή άναδιπλώθηκε στή μελέτη τού εαυτού της όπως ποτέ προηγουμέ νως, άλλά καί έν μέρει έπειδή ένα κείμενο στή μητρική γλώσ σα εΐχε διαφορετική σχέση μέ τόν προφορικό, παιδικό κόσμο άπ’ ό,τι ένα κείμενο σέ μιά γλώσσα ή οποία γιά περισσότερο άπό χίλια χρόνια δέν μιλήθηκε άπό κανέναν πού δέν γνώριζε καί νά τήν γράφει. Οί κειμενικές σπουδές, άπ’ όσο γνωρίζω, δέν έκμεταλλεύτηκαν καθόλου τά όσα αύτό συνεπάγεται (Ong 1977, σελ. 22-34). Καί αύτά είναι πάρα πολλά. Ό ση μειωτικός δομισμός καί ή άποδόμηση δέν λαμβάνουν γενικά καθόλου ύπόψη τους τούς διάφορους τρόπους μέ τούς οποί
ΜΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
237
ους τά κείμενα μπορούν νά σχετισθούν μέ τό προφορικό τους ύπόστρωμα. Ειδικεύονται σέ κείμενα πού τά χαρακτηρίζει ή ύστερη τυπογραφική σκοπιά πού αναπτύχθηκε στήν έποχή τού ρομαντισμού, λίγο πρίν αρχίσει ή ηλεκτρονική έποχή (τό 1844 είναι ή χρονιά πού ό Morse έκανε τήν επιτυχημένη επ ί δειξη τού τηλέγραφου).
Δομισμός (στρουκτουραλισμός) Ή δομική ανάλυση πού είσήγαγε ό C. Levi-Strauss (1970, Hawkes 1977, σελ. 32-58) έπικεντρώθηκε κυρίως στήν προφο ρική αφήγηση καί επέτυχε νά απελευθερωθεί έν μέρει άπό τή χειρογραφική καί τυπογραφική μεροληπτικότητα, διασπώντας τήν προφορική άφήγηση σέ άφηρημένους δυαδικούς όρους μάλλον παρά σέ όρους τούς όποιους έπέβαλε τό είδος τής πλοκής πού άναπτύχθηκε στή γραπτή άφήγηση. Ή θεμε λιώδης άναλογία τού Levi-Strauss γιά τήν άφήγηση είναι ή ϊδια ή γλώσσα, μέ τό σύστημα τών άντιτιθέμενων στοιχείων της: φώνημα, μόρφημα κ.λπ. Ό ϊδιος καί γενικά όσοι τόν άκολουθούν έδωσαν ελάχιστη, άν όχι καθόλου, προσοχή στήν ιδιαί τερη ψυχοδυναμική τής προφορικής έκφρασης όπως τήν έπεξεργάστηκαν οί Parry. Lord, καί ειδικότερα οί Havelock καί Peabody. Έάν πρόσεχαν αύτές τίς έργασίες, θά προσέθεταν μιά νέα διάσταση στή δομική άνάλυση, πού συχνά επικρίνε ται ώς υπερβολικά άφαιρετική καί μεροληπτική: όλες οί δο μές άποκαλύπτονται ώς δυαδικές (ζούμε στήν έποχή τών ηλεκτρονικών ύπολογιστών), καί ό δυϊσμός έπιτυγχάνεται μέ τήν παράλειψη στοιχείων, συχνά σημαντικών, πού δέν ταιριά ζουν στή δυαδική διάταξη. Επιπλέον, όσο ένδιαφέροντα κι άν είναι τά άφαιρετικά πρότυπα πού σχηματίζουν οί δυαδι κές δομές, δέν φαίνεται νά εξηγούν τήν ψυχολογική έπιτακτικότητα μιας άφήγησης καί αποτυγχάνουν νά δείξουν γιατί μιά ιστορία είναι ιστορία.
238
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΤΝΗ
Οί μελέτες πάνω στήν προφορικότητα έδειξαν πώς ή προ φορική αφήγηση δέν συγκροτείται πάντα μέ όρους πού απο δέχονται εύκολα τή δομική δυαδική ανάλυση, ή ακόμη καί τήν αυστηρή θεματική ανάλυση τήν όποια ό Propp (1968) εφαρ μόζει στό παραμύθι. Συχνά ή δομή μιας προφορικής ανάλυ σης καταρρέει, άν καί τό γεγονός αύτό δέν φαίνεται νά εμπο δίζει έναν καλό άφηγητή πού είναι έπιδέξιος στις τεχνικές τής παρέκβασης καί τής άναδρομής στό παρελθόν. Ή εύθεία άφηγηματική «γρα μμή», όπως έδειξε μέ σαφήνεια ό Peabody (1975, σελ. 179, 235 κ.ά .), λειτουργεί πολύ λιγότερο στήν πρωταρχικά προφορική τέλεση άπ’ ό,τι στή γραπτή σύνθεση (ή στήν προφορική τέλεση άπό άνθρώπους πού επηρεάστη καν άπό τή γραπτή σύνθεση). Ή προφορική σύνθεση λειτουρ γεί μέ «πυρήνες πληροφοριών» στούς όποιους οί λογότυποι δέν «δείχνουν τόν βαθμό τής οργάνωσης πού συνήθως συνδέ ουμε μέ τή σκέψη», άν καί αύτό ισχύει λίγο-πολύ γιά τά θέ ματα (Peabody 1975, σελ. 179). Οί προφορικοί άφηγητές, καί ειδικότερα άλλά όχι απο κλειστικά οί στιχουργοί, πολιορκούνται άπό περισπασμούς. Μιά λέξη μπορεΐ νά ξεκινήσει μιάν άλυσίδα συνειρμών πού ό άφηγητής ακολουθεί σ ένα άδιέξοδο, άπό τό όποιο μόνον ό έπιδέξιος άφηγητής μπορεΐ νά άπεμπλακεΐ. Ό Ιδιος ό 'Όμη ρος βρίσκεται συχνά σέ τέτοιου είδους δύσκολη θέση — « ο μηρική νύστα»*. Ή ικανότητα νά διορθώνει τά λάθη μέ χάρη καί νά τά κάνει νά μή φαίνονται ώς λάθη είναι ένα άπό τά πράγματα πού ξεχωρίζουν τούς καλούς άπό τούς αδέξιους άοιδούς (Peabody 1975, σελ. 235, 457-64* Lord 1960, σελ. 109). Έδώ οί τρόποι οργάνωσης καί αποδιοργάνωσης δέν φαίνεται νά άποτελούν άπλό bricolage (μαστόρεμα, ad hoe αύτοσχεδιασμός), άγαπημένος όρος τής δομικής σημειωτικής πού προέρχεται άπό τόν Τοτεμισμό (1963) καί τήν "Αγρια Σκέ *
Σ .τ .Έ .: Σ τιγμια ία απώλεια τής προσοχής, έκφραση πού ανάγεται στόν 'Οράτιο ,Ars Poetica, 359, «dormitata Homerus».
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
239
ψη (1966) τού Levi-Strauss. Bncolage είναι ό δρος πού θά χρη σιμοποιούσε ό έγγράμματος γιά νά κατηγορήσει τόν εαυτό του άν δημιουργούσε ένα ποίημα πού θά στηριζόταν στό προφορικό ύφος. Άλλά ή προφορική οργάνωση δέν είναι μιά έγγράμματη οργάνωση συγκροτημένη πρόχειρα. Στήν άρχαιοελληνική άφήγηση προφορικής προέλευσης, γιά παράδειγ μα, μπορούν νά ύπάρχουν λεπτές διασυνδέσεις άνάμεσα στή δομή τού έξαμέτρου καί τίς ίδιες τίς μορφές τής σκέψης.
Κειμενιστές καί άποδομιστές Ή αύξανόμενη γνώση τής ψυχοδυναμικής τής προφορικότη τας καί τής έγγραμματοσύνης συναντιέται μέ τό έργο τής ομάδας αύτών πού εδώ άποκαλούμε κειμενιστές, καί ιδιαίτε ρα τούς A.J. Greimas, Tzvetan Todorov, R. Barthes, Philippe Sollers, J. Derrida, άλλά καί τούς M. Foucault, J. Lacan (Hawkes 1977). Αύτοί οί κριτικοί —φιλόσοφοι πού προέρχονται κυ ρίως άπό τήν παράδοση τού Husserl— ειδικεύονται στά κεί μενα, στά τυπωμένα κείμενα, καί μάλιστα στά μεταγενέστε ρα τυπωμένα κείμενα, άπό τήν έποχή τού ρομαντισμού καί μετά — μιά σημαντική έξειδίκευση, άν δεχτούμε ότι αύτή ή έποχή σημαδεύει μιά νέα κατάσταση τής συνείδησης, πού συνδέεται μέ τήν οριστική έσωτερίκευση τής τυπογραφίας καί τή συρρίκνωση τής παλιάς ρητορικής παράδοσης (Ong 1971 καί 1977). Οί περισσότεροι κειμενιστές ένδιαφέρονται ελάχι στα γιά τίς ιστορικές συνέχειες (που είναι καί ψυχολογικές συνέχειες). Ό Cohen (1977, σελ. xxii) παρατήρησε ότι ή «α ρ χαιολογία» τού Foucault άσχολεΐται κυρίως μέ τή διόρθωση τών σύγχρονων άπόψεων παρά μέ τήν ερμηνεία τού παρελ θόντος μέ τούς δικούς του όρους. Παρομοίως, ή μαρξιστική σημειολογία καί θεωρία τής λογοτεχνίας πού σχετίζεται μέ τόν δομισμό καί τόν κειμενισμό, τό έργο τού Pierre Macherey (1978) γιά παράδειγμα, στηρίζεται σέ λεπτομερή παραδείγ-
240
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
ματα πού αντλούνται άπό τό μυθιστόρημα τού δέκατου ένα του αιώνα, όπως παρατηρεί ό μεταφραστής τού Macherey στά άγγλικά (1978, σελ. 1χ). Τό σημείο έκκίνησης πού προτιμούν οί κειμενιστές είναι ό Jean-Jacques Rousseau. Ό Derrida (1976, σελ. 164-268 κ.ά.) έχει άνοίξει έναν μεγάλο διάλογο μέ τόν Rousseau. Ό Derrida έπιμένει ότι ή γραφή δέν είναι «συμπλήρωμα τού προφορι κού λόγου», άλλά μιά τελείως διαφορετική τέλεση. Μέ τήν έπιμονή αύτή, τόσο ό Υδιος όσο καί άλλοι προσέφεραν πολλά στήν ύπονόμευση τής χειρογραφικής καί τυπογραφικής μεροληψίας μέ τήν οποία άσχολεϊται κι αύτό τό βιβλίο. Κατά τή γνώμη τών κειμενιστών, ή χειρότερη μορφή αύτής τής μεροληψίας είναι ή εξής: ύποθέτουμε ότι ύπάρχει άπλώς μιά άμφιμονοσήμαντη άντιστοιχία άνάμεσα στά άντικείμενα τού κόσμου πού είναι έξω άπό τόν νού καί τίς λέξεις πού προφέ ρουμε, καί μιά παρόμοια άντιστοιχία άνάμεσα στίς λέξεις πού προφέρουμε καί στή γραπτή τους μορφή (στήν όποια συμπεριλαμβάνουν καί τήν έντυπη: γενικά, οί κειμενιστές εξ ομοιώνουν τή χειρογραφία μέ τήν τυπογραφία καί σπάνια, άν όχι καθόλου, άνοίγονται στή μελέτη τής ήλεκτρονικής έπικοινωνίας). Υποθέτοντας αύτή τήν άμφιμονοσήμαντη άντιστοιχία, ό απλοϊκός άναγνώστης θεωρεί δεδομένο ότι ύπάρχει μιά έξω-νοητική άναφορά τήν οποία ή λέξη προφανώς συλ λαμβάνει καί μετα δίδει, μέσα άπό κάποιο είδος άγωγού, στήν ψυχή. Σέ μιά παραλλαγή τού Καντιανού θέματος τού νοουμένου-φαινομένου (πού σχετίζεται μέ τήν κυριαρχία τής όρασης πού έφερε ή γραφή καί έπεξέτεινε ή τυπογραφία — Ong, 1967b, σελ. 74), ό Derrida στηλιτεύει αύτή τή μεταφυσική τής παρουσίας. Άποκαλεϊ τό μοντέλο τού άγωγού «λογοκεντρισμό» καί συμπεραίνει ότι προέρχεται άπό τόν «φωνοκεντρισμό», δηλαδή άπό τήν παραδοχή ότι ό προφορικός ή φωνούμενος λόγος είναι πρωταρχικός, παραδοχή πού υποβαθμίζει τή γραφή σέ σχέση μέ τήν προφορική ομιλία. Ή γραφή δια
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
241
σπά αύτό τό μοντέλο γιατί μπορεΐ νά δειχθεΐ ότι διαθέτει τή δική της οικονομία, κι έτσι δέν μπορεΐ απλώς νά μεταδώσει αναλλοίωτο ό,τι δέχεται άπό τόν προφορικό λόγο. Επιπλέον, κοιτάζοντας πέρα άπό τό ρήγμα πού άνοίγει ή γραφή, μπο ρούμε νά δούμε ότι τό μοντέλο τού άγωγού διασπάστηκε άκόμη νο^ρίτερα άπό τίς προφερόμενες λέξεις, πού ούτε κι αύτές μεταδίδουν έναν έξω-νοητικό κόσμο παρουσίας σάν μ έ σα άπό ένα διαφανές γυαλί. Ή γλώσσα είναι δομή, καί ή δομή της δέν είναι ϊδια μέ αύτήν τού έξωνοητικού κόσμου. Ή κατα κλείδα γιά τόν Derrida είναι ότι ή λογοτεχνία —καί κατ’ ούσίαν ή ϊδια ή γλώσσα — δέν είναι «άναπαραστατική» ούτε « ε κ φραστική» κάποιου πράγματος πού βρίσκεται έξω άπό τήν ϊδια. ’Αφού δέν άναφέρεται σέ τίποτα μέ τόν τρόπο τού μο ντέλου τού άγωγού, δέν άναφέρεται καί δέν σημαίνει τίποτα. "Ομως, άπό τό γεγονός ότι τό Α δέν είναι Β, μέ δυσκολία προκύπτει ότι τό Α δέν είναι τίποτα. Ό Culler (1975, σελ. 241-54) συζητά τό έργο πολλών κειμενιστών, όπως τούς απο καλώ έδώ, ή δομιστών, όπως εκείνος τούς άποκαλεΐ, καί δεί χνει ότι, άν καί οί δομιστές (ή κειμενιστές), πού άποτελούσαν τήν παρισινή ομάδα τού Tel Quel (Barthes, Todorov, Sollers, Kristeva) άρνούνται ότι ή λογοτεχνία είναι άναφορική ή άνα παραστατική, στήν πραγματικότητα — καί άναπόφευκτα— χρησιμοποιούν τή γλώσσα άναπαραστατικά, καθώς «δέν θά ήθελαν νά ύποστηρίξουν ότι οί αναλύσεις τους δέν είναι κα λύτερες άπό όποιεσδήποτε άλλες» (1975, σελ. 252). ’Από τήν άλλη, έλάχιστη άμφιβολία ύπάρχει ότι πολλοί σήμερα πράγματι βασίζονται ο ένα λογοκεντρικό μοντέλο όταν σκέπτονται τή νοητική καί έπικοινωνιακή διαδικασία. ’Ανατέμνοντας ό,τι άποκαλεΐ λογοκεντρισμό καί φωνοκεντρισμό, ό Derrida έπιτελεΐ ένα καλοδεχούμενο έργο, στήν ϊδια περιοχή πού ό Marshall McLuhan σάρωσε μέ τό περίφημο ρη τό του «Τό μέσο είναι τό μήνυμα». Παρ’ όλα αύτά, ή πρόσφατη έρευνα πάνω στις άντιθέσεις άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη πού
242
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
μελετά τό παρόν βιβλίο, περιπλέκει τίς ρίζες του λογοκεντρισμού καί του φωνοκεντρισμού πέρα άπό τήν περιγραφή τών κειμενιστών, ιδιαίτερα στήν περίπτωση τού Πλάτωνα. Ή σχέ ση τού Πλάτωνα μέ τή γραφή ήταν τελείω ς διφορούμενη. Άπό τή μιά, στον Φαϊδρο καί τήν 'Εβδομη ’Επιστολή υποτι μούσε τή γραφή πρός όφελος τού προφορικού λόγου, κι έτσι ήταν φωνοκεντρικός. Άπό τήν άλλη, όταν στήν Πολιτεία εξο ρίζει τούς ποιητές, τό κάνει, όπως έδειξε ό Havelock, επειδή αύτοί άντιπροσωπεύουν τόν παλιό προφορικό, μνημονικό κό σμο τής μίμησης πού είναι σωρευτικός, πλεονάζων, έπανα λαμβανόμενος, παραδοσιακοκρατούμενος, ζεστά άνθρώπινος, συμμετοχικός — έναν κόσμο τόν όποιο άντιπαθεΐ ό άναλυτικός, λιτός, άκριβής, άφηρημένος, οπτικός, ακίνητος κό σμος τών «ιδεώ ν» πού επιζητούσε ό Πλάτων. Ό Πλάτων δέν άντιλαμβανόταν συνειδητά τήν άντιπάθειά του γιά τούς ποι ητές ώς άντιπάθειά πρός τήν παλιά προφορική νοητική οικο νομία, άλλά, όπως τώρα μπορούμε νά δούμε, περί αύτού έπρόκειτο. Ό Πλάτων ένιωθε αύτή τήν άντιπάθειά έπειδή ζούσε σέ μιά έποχή πού τό άλφάβητο γιά πρώτη φορά έσωτερικεύθηκε αρκούντως ώστε νά έπιδράσει στήν άρχαιοελληνική σκέψη συμπεριλαμβανομένης καί τής δικής του, μιά έπο χή στήν οποία πρωτοεμφανίστηκαν οί υπομονετικά άναλυτικές, εκτενείς, γραμμικές νοητικές διαδικασίες, χάρη στούς τρόπους επεξεργασίας τών δεδομένων πού έπέτρεψε στον νού ή έγγραμματοσύνη. Παραδόξως, ό Πλάτων μπόρεσε νά διατυπώσει σαφώς καί άποτελεσματικά τόν φωνοκεντρισμό του, τήν προτίμησή του γιά τήν προφορικότητα καί όχι γιά τή γραφή, μόνο επ ει δή γνώριζε πώς νά γράφει. Ό φωνοκεντρισμός τού Πλάτωνα συγκροτείται καί ύποστηρίζεται κειμενικά. Τό κατά πόσον ό φωνοκεντρισμός αύτός μεταφράζεται σέ λογοκεντρισμό καί μεταφυσική τής «παρουσίας» είναι τουλάχιστον άμφισβητήσιμο. Ή πλατωνική διδασκαλία τών «ιδ εώ ν » ύποδηλοΐ ότι δέν μεταφράζεται, άφού σύμφωνα μέ αύτήν ή ψυχή έρχεται
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
243
σέ επαφή μόνο μέ σκιές ή σκιές σκιών, καί όχι μέ τήν παρου σία τών αληθινών «ιδεώ ν». Οί πλατωνικές «ιδ έες » ήταν ϊσως ή πρώτη «γραμματολογία». Αύτό πού συνεπάγεται ή σύνδεση τού λογοκεντρισμού μέ τόν φωνοκεντρισμό είναι ότι ό λογοκεντρισμός, ένα είδος χον δροειδούς ρεαλισμού, ένθαρρύνεται κυρίως άπό τήν προσ ήλωση στήν πρωταρχικότητα τού ήχου. ’Αλλά ό λογοκεντρισμός ένθαρρύνεται άπό τήν κειμενικότητα, γίνεται πιό έμφανής λίγο μετά τήν έποχή τής ενίσχυσης τής χειρογραφικής κειμενικότητας άπό τήν τυπογραφία, φθάνοντας στήν άκμή του μέ τή νοητική θεωρία τού Γάλλου φιλοσόφου καί έκπαιδευτικού μεταρρυθμιστή Peter Ramus (Ong 1958b). Στή διαλεκτική ή λογική του ό Ramus παρουσιάζει ένα σχεδόν άνυπέρβλητο παράδειγμα λογοκεντρισμού. Στό Ramus, Method and the De cay of Dialogue (1958b, σελ. 203-4) δέν τό άποκάλεσα λογοκεντρισμό, άλλά «σωματιδιακή έπιστημολογία», εννοώντας μιά άδρή άμφιμονοσήμαντη άντιστοιχία άνάμεσα στήν έν νοια, τή λέξη καί τήν άναφορά τους, πού ούδέποτε στήν πραγματικότητα έφθανε στήν προφερόμενη λέξη, άλλά έλάμβανε τό έντυπο κείμενο, καί όχι τήν προφορική έκφραση, ώς σημείο έκκίνησης καί μοντέλο γιά τή σκέψη. Οί κειμενιστές, άπ’ όσο γνωρίζω, δέν περιέγραψαν μέ λε πτομέρειες τίς ιστορικές ρίζες αύτού πού άποκαλούν λογοκεντρισμό. Στό πρόσφατό του Saving the Text: Literature/ Derrida/Philosophy (1981, σελ. 35), ό Geoffrey H. Hartman ύπογραμμίζει ότι στον Derrida άπουσιάζει όποιαδήποτε περιγρα φή τής μετάβασης άπό τόν (προφορικά στηριζόμενο) κόσμο τής «μίμησης» στον μετέπειτα (στηριζόμενο στήν τυπογρα φία) κόσμο τής «διασποράς». Μπροστά στήν άπουσία μιας τέτοιας περιγραφής, ή κειμενιστική κριτική τής κειμενικότητας, μολονότι οξυδερκής καί ώς έναν βαθμό χρήσιμη, φαίνεται παραδόξως νά παραμένει καί ή ϊδια κειμενικά δέσμια. Μάλι στα περισσότερο κειμενικά δέσμια άπό όλες τίς ιδεολογίες, επειδή παίζει μόνο μέ τά παράδοξα τής κειμενικότητας, καί
244
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
σέ ιστορική απομόνωση, σάν νά ήταν τό κείμενο ένα κλειστό σύστημα. Ό μόνος τρόπος γιά νά άπεμπλακούμε είναι μέσω τής κατανόησης τού τι ήταν ή πρωταρχική προφορικότητα, γιατί αύτή είναι ή μοναδική λεκτική πηγή απ’ όπου μπορούσε νά αναπτυχθεί αρχικά ή κειμενικότητα. "Οπως γράφει ό Hart man (1981, σελ. 66), «έάν ή σκέψη μας σήμερα είναι κειμενική, τότε πρέπει νά κατανοήσουμε τά θεμέλιά της[...] Τά κείμενα είναι ψευδοπυθμένας». ’Ή, θά έλεγα (έγραφα) έγώ ,τό κείμε νο είναι θεμελιωδώς πρόφαση — άλλά αύτό δέν σημαίνει ότι μπορεΐ νά άναχθεΐ στήν προφορικότητα. Ή «άποδόμηση» τών λογοτεχνικών κειμένων άναπτύχθηκε άπό τό έργο κειμενιστών όπως αύτοί πού άναφέραμε εδώ. Οί άποδομιστές άρέσκονται νά ύπογραμμίζουν ότι «ο ί γλώσ σες, οί δυτικές γλώσσες τουλάχιστον, ταυτοχρόνως έπιβεβαιώνουν καί άνατρέπουν τή λογική» (Miller 1979, σελ. 32). Κι αύτό τό έπιτυγχάνουν δείχνοντας ότι, άν εξετάσουμε όλα όσα συνεπάγεται ένα ποίημα, θά δούμε ότι τό ποίημα δέν είναι τελείως συνεπές μέ τόν εαυτό του. Άλλά γιατί όλα όσα συνεπάγεται μιά γλώσσα πρέπει νά είναι συνεπή; Τί είναι αύτό πού οδηγεί κάποιον νά πιστεύει ότι ή γλώσσα μπορεΐ νά δομηθεί μέ τέτοιον τρόπο ώστε νά είναι τελείως συνεπής μέ τόν εαυτό της, νά άποτελεΐ ένα κλειστό σύστημα; Δέν υπάρχουν καί ουδέποτε υπήρξαν κλει στά συστήματα. Ή γραφή, κι άκόμη περισσότερο ή τυπογρα φία, ένθάρρυνε τήν ψευδαίσθηση ότι ή γλώσσα είναι ένα κλει στό σύστημα. Οί προφορικοί πολιτισμοί δύσκολα θά έτρεφαν μιά τέτοια ψευδαίσθηση, άν καί έτρεφαν άλλες. Δέν άντιλαμβάνονταν τή γλώσσα ώς «δ ο μ ή ». Δέν άντιλαμβάνονταν τή γλώσσα ώς κάτι άνάλογο μέ ένα οικοδόμημα ή κάποιο άλλο άντικείμενο στόν χώρο. Γιά τούς άρχαίους Έλληνες ή γλώσ σα καί ή σκέψη ξεπηδούσαν άπό τή μνήμη. Ή Μνημοσύνη, καί όχι ό "Ήφαιστος, είναι ή μητέρα τών Μουσών. Ή άρχιτεκτονική δέν έχει καμιά σχέση μέ τή σκέψη καί τή γλώσσα. Γιά τόν «δομισμό» όμως έχει, όπως άναπόφευκτα συνεπάγεται.
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
245
Ή γοητεία πού ασκεί τό έργο τών άποδομιστών καί τών άλλων κειμενιστών πού άναφέραμε όφείλεται εν μέρει στήν άκριτη καί μη ιστορικά σκεπτόμενη έγγραμματοσύνη. "Ο,τι άληθινό υπάρχει στό έργο τους μπορεΐ νά άποδοθεΐ άποτελεσματικότερα καί εύκολότερα άπό έναν πληρέστερα ενημερω μένο κειμενισμό — δέν μπορούμε νά κάνουμε χωρίς τά κεί μενα πού διαμορφώνουν τή διαδικασία τής σκέψης μας, άλλά μπορούμε νά άντιληφθούμε τίς άδυναμίες τους. U ecriture [ή γραφή] καί ή προφορικότητα είναι εξίσου «προνομιούχες», ή καθεμιά μέ τόν δικό της τρόπο. Χωρίς τόν κειμενισμό, ή προ φορικότητα δέν μπορεΐ ούτε νά άναγνωριστεΐ· χωρίς τήν προφορικότητα, ό κειμενισμός είναι μάλλον άδιαφανής, καί τό παιχνίδι μαζί του μπορεΐ νά πάρει τή μορφή ενός άποκρυφισμού, μιας έξεζητημένης συσκότισης — πού μπορεΐ νά είναι ιδιαίτερα διεγερτική, άκόμη κι όταν δέν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική.
Οί θεωρίες τοΰ όμιλιακού ενεργήματος καί τής αναγνωστικής πρόσληψης Δύο άλλες έξειδικευμένες προσεγγίσεις στή λογοτεχνία μάς προσκαλούν νά τίς εξετάσουμε στό πλαίσιο τής άντίθεσης άνάμεσα στήν προφορικότητα καί τήν έγγραμματοσύνη. Ή μία άπό αυτές προέρχεται άπό τή θεωρία τού όμιλιακού ενεργήματος πού έπεξεργάστηκαν οί J.L. Austin,John R. Searle καί H.R Grice, καί τήν όποια προσφάτως ή Mary Luise Pratt (1977) χρησιμοποίησε γιά νά κατασκευάσει δοκιμαστικά έναν ορισμό τού λογοτεχνικού λόγου. Ή θεωρία τού όμιλιακού ενεργήματος διακρίνει τή «λεκτική » πράξη (τήν πράξη τής παραγωγής μιάς φράσης μιας λεκτικής δομής), τήν «ένδολεκτική» (ή «έλλεκτική») πράξη (πού εκφράζει μιά κατάσταση άλληλεπίδρασης άνάμεσα στόν ομιλητή καί τόν άποδέκτη — γιά παράδειγμα, ύπόσχεση, χαιρετισμός, βεβαίωση κ.ο.κ.).
246
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
καί τήν «π εριλεκτική» πράξη (που προκαλεΐ στον ακροατή τά έπιδιωκόμενα αποτελέσματα, δπως φόβος, πεποίθηση, θάρρος). Ή θεωρία χρησιμοποιεί τήν «αρχή τής συνεργα σίας» τοϋ Grice, πού έμμεσα διέπει τόν λόγο: σύμφωνα μέ αύτήν, ή συνεισφορά κάποιου σέ μιά συνομιλία πρέπει νά άκολουθεΐ τήν αποδεκτή κατεύθυνση τής συζήτησης στήν οποία μετέχει, καί εμπλέκει τήν έννοια τής «συνεπαγωγής», πού άναφέρεται στά διάφορα εϊδη λογισμών πού κάνουμε γιά νά εννοήσουμε αύτά πού άκούμε. Είναι προφανές ότι ή «αρχή τής συνεργασίας» καί ή «αρχή τής συνεπαγωγής» έχουν τελείως διαφορετικές συνέπειες στήν προφορική έπικοινωνία απ’ ό,τι στή γραπτή. ’Απ’ όσο γνωρίζω, οί διαφορε τικές αύτές συνέπειες δέν έχουν μέχρι τώρα διατυπωθεί. Έάν είχαν διατυπωθεί, κατά πάσα πιθανότητα θά έδειχναν ότι ή ύπόσχεση, ή άπόκριση, ό χαιρετισμός, ή διαβεβαίωση, ή άπειλή, ή διαταγή, ή διαμαρτυρία καί άλλες ένδολεκτικές πράξεις δέν σημαίνουν σέ έναν προφορικό πολιτισμό άκριβώς αύτά πού σημαίνουν σέ έναν εγγράμματο. Πολλοί έγγράμματοι, πού έζησαν σέ πολιτισμούς μέ ύψηλό βαθμό προφορικότητας, αισθάνονται πώς δέν σημαίνουν τό ϊδιο : γιά παράδειγμα, π ι στεύουν πώς οί προφορικοί άνθρωποι δέν τηρούν τίς υποσχέ σεις τους ή πώς δέν άπαντούν στίς ερωτήσεις τους μέ ειλικρί νεια. Αύτά είναι μόνο ένδεικτικά γιά τό φώς πού μπορεΐ νά ρί ξει ή άντίθεση μεταξύ προφορικού καί εγγράμματου στίς π ε ριοχές πού μελετά ή θεωρία τού όμιλιακού ένεργήματος. Ή θεωρία τού όμιλιακού ένεργήματος θά μπορούσε νά έξελιχθεΐ έτσι ώστε όχι μόνο νά δώσει μεγαλύτερη προσοχή στήν προ φορική επικοινωνία άλλά καί νά εξετάσει πιό στοχαστικά τήν κειμενική έπικοινωνία ώς κειμενική. Ή Winifred Horner (1979) έχει εργαστεί πρός τήν κατεύθυνση αύτή, ύποστηρίζοντας ότι ή συγγραφή μιας έκθεσης ώς άκαδημαϊκή άσκηση είναι μιά ιδιαίτερη πράξη, πού τήν άποκαλεΐ κειμενική πράξη. Μιά άλλη προσέγγιση πού είναι ιδιαίτερα πρόσφορη στήν
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
247
ανάλυση πού προκύπτει άπό τήν άντίθεση προφορικότητας έγγραμματοσύνης είναι ή κριτική πού στηρίζεται στήν πρόσ ληψη τού άναγνώστη τών Wolfgang Iser, Norman Holland, Stanley Fish, David Bleich, Michael Riffaterre καί άλλων, συμπε ριλαμβανομένων τών Derrida καί Paul Ricoeur. Αύτή ή τάση συνειδητοποιεί βαθιά ότι ή γραφή καί ή άνάγνωση διαφέρουν ριζικά άπό τήν προφορική επικοινωνία καί όσον άφορά στήν άπουσία: ό άναγνώστης είναι άπών όταν ό συγγραφέας γρά φει καί ό συγγραφέας είναι άπών όταν ό άναγνώστης διαβά ζει, ενώ κατά τήν προφορική επικοινωνία ό ομιλητής καί ό άκροατής είναι παρόντες, ένώπιος ένωπίω. ’Αντιδρά έπίσης έντονα στήν άποθέωση τού φυσικού κειμένου εκ μέρους τής Νέας Κριτικής. «Ή άντικειμενικότητα τού κειμένου είναι ψευδαίσθηση» (Fish 1972, σελ. 400). "Ομως έλάχιστα έγιναν ώς τώρα γιά τήν κατανόηση τής πρόσληψης τού άναγνώστη μέσω αύτών πού σήμερα γνωρίζουμε γιά τήν εξέλιξη τών νοητικών διαδικασιών άπό τήν πρωταρχική προφορικότητα στήν ύψηλή έγγραμματοσύνη, περνώντας άπό τήν ύπολειμματική προφορικότητα. Οί άναγνώστες τών οποίων οί νόρμες καί οί προσδοκίες γιά τόν τυπικό λόγο διέπονται άπό ένα ύπολειμματικά προφορικό νοητικό πλαίσιο, σχετίζονται μέ τό κείμενο διαφορετικά άπό τούς άναγνώστες τών-όποιων ή αίσθηση τού ύφους είναι ριζικά κειμενική. "Οπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, οί άνήσυχες άποστροφές τών μυθιστοριογράφων τού δέκατου ένατου αιώνα πρός τόν «άγαπητό άναγνώ στη» ύποδηλώνουν ότι ό συγγραφέας θεωρούσε πώς ό τυπι κός άναγνώστης ήταν πλησιέστερα πρός τόν άκροατή τής παλιότερης εποχής άπ’ όσο θεωρεί τούς περισσότερους σήμερα. Άλλά καί σήμερα άκόμη στις Η.Π.Α. (καί δίχως άμφιβολία καί σέ άλλες κοινωνίες μέ ύψηλό βαθμό έγγραμματοσύνης) οί άναγνώστες σέ ορισμένες «ύποκουλτούρες» λειτουργούν ά κόμη σ’ ένα βασικά προφορικό πλαίσιο, μέ τελεστικό καί όχι πληροφοριακό προσανατολισμό (Ong 1978). Υπάρχουν έδώ δελεαστικές καί άνεκμετάλλευτες εύκαιρίες γιά περαιτέρω
^
248
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
έρευνες, που θά έχουν πρακτικές συνέπειες στή διδασκαλία τής γραφής καί τής ανάγνωσης άλλά καί επιπτώσεις πάνω στίς θεωρητικές ύπερβολές. Φαίνεται προφανές ότι οί θεωρίες του όμιλιακού ένεργή ματος καί τής πρόσληψης μπορούν νά έπεκταθούν καί νά προσαρμοστούν ώστε νά διαφωτίσουν τόν τρόπο χρήσης τού ραδιοφώνου, τής τηλεόρασης, άλλά καί τού τηλεφώνου. Οί τεχνολογίες αύτές άνήκουν στήν έποχή τής δευτερογενούς προφορικότητας (μιάς προφορικότητας πού δέν προηγείται τής γραφής καί τής τυπογραφίας, όπως ή πρωταρχική, άλλά έπεται καί έξαρτάται άπό αύτές). Γιά νά εφαρμοστούν σέ αύτές τίς τεχνολογίες, οί δύο θεωρίες θά πρέπει πρώτα νά σχετισθούν στήν πρωταρχική προφορικότητα.
Κοινωνικές έπιστήμες, φιλοσοφία, βιβλικές σπουδές Μόνο νά άναφερθούμε μπορούμε σέ άλλα πεδία πού είναι άνοικτά στίς μελέτες προφορικότητας - έγγραμματοσύνης. "Οπως είδαμε, ή άνθρωπολογία καί ή γλωσσολογία δέχτηκαν ήδη τίς έπιρροές καί συνεισέφεραν σημαντικά στά όσα γνωρί ζουμε γιά τόν τρόπο πού ή προφορικότητα άντιτίθεται στήν έγγραμματοσύνη. Ή κοινωνιολογία μέχρι στιγμής ένιωσε λιγότερο έντονα τίς έπιπτώσεις. Ή ιστοριογραφία δέν τίς έχει συναισθανθεί άκόμη: πώς νά ερμηνεύσουμε τούς άρχαίους ιστορικούς όπως ό Λίβιος, πού έγραφαν γιά νά διαβαστούν μεγαλόφωνα; Καί ποιά είναι ή σχέση τής άναγεννησιακής ιστοριογραφίας καί τής προφορικότητας πού είναι ένσω;j| . ματωμένη στή ρητορική; Ή γραφή δημιούργησε τήν ιστορία. Πώς έπέδρασε ή τυπογραφία σέ αύτό πού δημιούργησε ή γραφή; Ή πλήρης άπάντηση δέν μπορεΐ νά είναι άπλώς πο σοτική, δηλαδή νά στηρίζεται στήν αύξηση τού άριθμού τών «γεγονότων». Πώς σχετίζεται ή άντίληψη γιά τό «κλείσ ιμο».
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
249
πού ένθάρρυνε ή γραφή, μέ τήν πλοκή τής ιστορικής γραφής, τήν επιλογή τών θεμάτων πού οί ιστορικοί χρησιμοποιούν γιά νά διεισδύσουν στον συνεχή ιστό τών γεγονότων γύρω τους. ώστε νά μπορέσουν νά αφηγηθούν τήν ιστορία τους; Ή πρώι μη ιστορία, συμβαδίζοντας μέ τίς αγωνιστικές δομές τών πα λιών προφορικών πολιτισμών, άν καί ήταν γραπτή, ήταν κυ ρίως άφήγηση πολέμων καί πολιτικών συγκρούσεων. Σήμερα μετατοπιστήκαμε στήν ιστορία τής συνείδησης. Αύτή ή μετα τόπιση τού κέντρου βάρους σχετίζεται προφανώς μέ τήν τάση γιά έσωτερίκευση πού χαρακτηρίζει τήν τυπογραφική νοο τροπία. Μέ ποιούς τρόπους; ’Απ’ όσο γνωρίζω, ή φιλοσοφία καί μαζί της ή ιστορία τών ιδεών δέν χρησιμοποίησε ιδιαίτερα τίς μελέτες γιά τήν προ φορικότητα. Ή φιλοσοφία καί όλες οί επιστήμες καί « τ έ χνες» (άναλυτικές μελέτες τών διεργασιών, όπως ή Ρητορική τού ’Αριστοτέλη) έξαρτούν τήν ύπαρξή τους άπό τή γραφή, πράγμα πού σημαίνει ότι δέν παράγονται άπό τόν άνθρώπινο νού άβοήθητα, άλλά άπό τόν άνθρώπινο νού πού χρησι μοποιεί μιά τεχνολογία ή οποία έχει έσωτερικευθεΐ βαθιά κι έχει ενσωματωθεί στίς ίδιες τίς νοητικές διαδικασίες. Ό νους άλληλεπιδρά μέ τόν περιβάλλοντα υλικό κόσμο πιό βαθιά καί δημιουργικά άπ’ όσο πίστευαν ότι είναι δυνατόν πρωτύ τερα. Νομίζω πώς ή φιλοσοφία πρέπει νά συνειδητοποιήσει μέ πιό στοχαστικό τρόπο ότι είναι τό προϊόν μιας τεχνολο γίας — είναι, δηλαδή, ένα ιδιαίτερο είδος άνθρώπινου προϊ όντος. Ή ϊδια ή λογική είναι αποτέλεσμα τής τεχνολογίας τής γραφής. Ή άναλυτική έξηγητική σκέψη γεννήθηκε σταδιακά μέσα άπό τήν προφορική σοφία καί ϊσως νά άποβάλλει άκόμη προφορικά κατάλοιπα καθώς προσαρμόζουμε τίς έννοιολογικές μας συλλήψεις στήν εποχή τών ήλεκτρονικών υπολογι στών. Ό Havelock (1978a) έδειξε πώς μιά έννοια σάν τήν πλατωνική δικαιοσύνη άναπτύσσεται υπό τήν επίδραση τής γραφής άπό τίς άρχαϊκές άξιολογικές περιγραφές τών άν-
250
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
θρώπινων πράξεων (προφορική «περιστασιακή σκέψη») πού άγνοούν τήν έννοια τής «δικαιοσύνης» αύτή καθ’ έαοτήν. Πε ραιτέρω συγκριτικές μελέτες άπό τή σκοπιά τής προφορικό τητας - έγγραμματοσύνης στή φιλοσοφία θά άποδεικνύονταν ιδιαίτερα άποκαλυπτικές. Είναι πολύ πιθανό ή μελέτη τού έννοιολογικού έξοπλισμού τής μεσαιωνικής φιλοσοφίας άπό τή σκοπιά τής προφο ρικότητας - έγγραμματοσύνης νά διαπιστώσει ότι αύτή είναι λιγότερο θεμελιωμένη στήν προφορικότητα άπό τήν άρχαία έλληνική φιλοσοφία, άλλά περισσότερο άπό τήν Έγελιανή ή τή μετέπειτα φαινομενολογική φιλοσοφία. Άλλά μέ ποιούς τρόπους οί άρετές καί τά ελαττώματα πού συναρπάζουν τούς άρχαίους καί μεσαιωνικούς διανοητές συγγενεύουν μέ τούς «διογκωμένους», στερεότυπους χαρακτήρες τής προφο ρικής άφήγησης όταν συγκρίνονται μέ τήν πιό έπεξεργασμένη άφηρημένη ψυχολογίζουσα Έγελιανή ή μετέπειτα φαινομενο λογική σκέψη; Τέτοιου είδους έρωτήματα μπορούν νά άπαντηθούν μόνο μέ τή λεπτομερή συγκριτική μελέτη, πού σίγου ρα θά διαφωτίσει τή φύση τών φιλοσοφικών προβλημάτων στίς διάφορες εποχές. Τελικά, έάν ή φιλοσοφία άναστοχάζεται τήν ϊδια της τή φύση, τί έχει νά πει γιά τό γεγονός ότι ή φιλοσοφική σκέψη δέν μπορεΐ νά εύδοκιμήσει στον άβοήθητο άνθρώπινο νού, άλλά μόνο στόν νού πού έχει εξοικειωθεί καί έσωτερικεύσει βαθιά τήν τεχνολογία τής γραφής; Τί έχει νά πει αύτή άκριβώς ή διανοητική άνάγκη γιά τεχνολογία σχετικά μέ τή σχέση τής συνείδησης μέ τό έξωτερικό σόμπαν; Καί τί έχει νά πει γιά τίς μαρξιστικές θεωρίες πού επικεντρώνονται στίς τ ε χνολογίες ώς μέσα παραγωγής καί άλλοτρίωσης; Ή Έγελιανή φιλοσοφία καί οί διάδοχες μορφές της βρίθουν προβλημάτων πού άπτονται τής προφορικότητας - έγγραμματοσύνης. Ή πληρέστερη άναστοχαστική άνακάλυψη τού έαυτού άπό τήν όποια έξαρτάται τόσο πολύ ό Έγελος καί ή λοιπή φαινομε νολογία δέν είναι άποτέλεσμα μόνο τής γραφής, άλλά καί τής
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
251
τυπογραφίας: χωρίς αύτές τίς τεχνολογίες, ή μοντέρνα ιδιω τικοποίηση τού εαυτού καί ή μοντέρνα οξυδερκής, διπλά άναστοχαστική αύτο-επίγνωση δέν θά ήταν εφικτές. Τά θεωρήματα τής προφορικότητας - έγγραμματοσύνης προκαλούν τίς βιβλικές σπουδές περισσότερο ϊσως άπό όποιοδήποτε άλλο γνωστικό πεδίο, άφού, έπί αιώνες, οί βιβλι κές σπουδές δημιούργησαν αύτό πού άναμφίβολα άποτελεΐ τό μεγαλύτερο σώμα κειμενικών σχολίων στον κόσμο. Άπό τή μορφολογική κριτική τού Hermann Gunkel (1862-1932) καί μετά, ή βιβλική επιστήμη αποκτούσε ολοένα καί μεγαλύτερη επίγνωση ιδιαιτεροτήτων όπως τά προφορικά λογοτυπικά στοιχεία τών κειμένων (Culley 1967). Άλλά, όπως παρατήρη σε ό Werner Kelber (1980, 1983), οί βιβλικές σπουδές, όπως καί άλλες κειμενικές σπουδές, έχουν άσυναίσθητα τήν τάση νά χρησιμοποιούν ώς πρότυπο τής νοητικής καί λεκτικής οικονομίας τών προφορικών πολιτισμών τήν έγγραμματοσύ νη, νά προβάλλουν τήν προφορική μνήμη ώς παραλλαγή τής κατά λέξη, εγγράμματης μνήμης, καί νά θεωρούν ό,τι διασώ ζεται στήν προφορική παράδοση ώς ένα είδος κειμένου πού άπλώς περιμένει τήν καταγραφή του. Τό μεγάλο έργο πού έτοιμάζει ό Kelber, The Oral and the Written Gospel, καταπιάνε ται γιά πρώτη φορά άμεσα, καί μέ βάση τίς πρόσφατες μελέ τες πάνω στή σχέση τού έγγράμματου καί τού προφορικού, μέ τό ερώτημα τι ήταν πραγματικά ή προφορική παράδοση πριν έμφανιστούν τά Συνοπτικά γραπτά κείμενα.* Μπορεΐ κανείς νά έχει επίγνωση τού προφορικού ύποβάθρου τών κει μένων, χωρίς ώστόσο νά έχει πλήρη έπίγνωση τού τι είναι προφορικότητα. Ό O’Connor (1980) έγκατέλειψε τήν κυρίαρ χη τάση έπανεκτιμώντας τή δομή τού εβραϊκού στίχου μέ *
Σ .τ .Έ .: Συνοπτικά άποκαλοΰνται τά τρία πρώτα Ευαγγέλια — τά κατά Ματθαίον, Μάρκον καί Λουκάν— τά όποΐα παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες, έμφανεΐς όταν τά τρία κείμενα τοποθετη θούν σέ παράλληλες στήλες γιά νά συγκριθοϋν (συν-οψιστοΰν).
252
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
όρους πού απορρέουν άπό μιά πραγματικά προφορική ψυ χοδυναμική. Φαίνεται, πράγματι, πώς μία εις βάθος άποτίμηση τών νοητικών καί έπικοινωνιακών διαδικασιών τής πρω ταρχικής προφορικότητας θά μπορούσε νά άνοίξει στίς βιβλι κές σπουδές νέους ορίζοντες στήν κατανόηση τού κειμένου καί τού δόγματος.
Ή προφορικότητα, ή γραφή καί ή ανθρώπινη ιδιότητα Οί «πολιτισμένοι» άνθρωποι έπί αιώνες άντιδιαστέλλουν τόν εαυτό τους άπό τούς «πρωτόγονους» ή «άγριους» λαούς, όχι μόνο στίς συζητήσεις τών σαλονιών ή στίς δεξιώσεις, άλλά καί στίς καλλιεργημένες ιστορικές καί άνθρωπολογικές έργασίες. Μιά άπό τίς κορυφαίες άνθρωπολογικές έργασίες τών τελευ ταίων δεκαετιών είναι ή ~Αγρια Σκέψη τού Levi-Strauss (1962). Στόν νού μας έρχονται επίσης οί προγενέστερες έργασίες τού Lucien Levy-Bruhl, Les fonctions mentalles dans les societes inferieures (1923) καί La mentalite primitive (1922) καί οί δια λέξεις τού Boas πρός τιμήν τού Lowell, The Mind of Primitive Man (1922). Οί όροι «πρωτόγονοι» καί «ά γριο ι», γιά νά μήν άναφερθούμε στόν όρο «κατώ τεροι» λαοί, είναι φορτισμένοι. Κανείς δέν έπιθυμεΐ νά τόν άποκαλούν πρωτόγονο ή άγριο, καί νιώθουμε παρηγοριά εφαρμόζοντας τούς όρους αύτούς, κατ’ άντιδιαστολήν, στούς άλλους λαούς γιά νά δείξουμε τό τί δέν είμαστε εμείς. Οί όροι αύτοί μοιάζουν κάπως μέ τόν όρο «άγράμματος»: καθορίζουν άρνητικά μιά προγενέστερη κατάσταση, έπισημαίνοντας μιά έλλειψη ή άνεπάρκεια. Μέ τήν προσοχή πού σήμερα επιδεικνύεται στήν άντίθεση προφορικότητας - έγγραμματοσύνης, μιά πιό θετική κατα νόηση τών προγενέστερων καταστάσεων τής συνείδησης άντικατέστησε, ή άντικαθιστά, αύτές τίς καλοπροαίρετες, άλλά ούσιαστικά περιορισμένες προσεγγίσεις. Σέ μιά πρόσφατα
ΜΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
253
δημοσιευμένη σειρά ραδιοφωνικών διαλέξεων, ό ίδιος ό LeviStrauss υπερασπίστηκε τούς «λαούς πού συνήθως καί λανθα σμένα άποκαλούμε “ πρωτόγονους” », ένάντια στή συνηθισμέ νη κατηγορία δτι ό νους τους είναι ποιοτικά κατώτερος ή «θεμελιωδώς διαφορετικός» (1979, σελ. 15-6). Προτείνει τήν αντικατάσταση τοϋ όρου «πρωτόγονος» άπό τόν δρο «χωρίς γραφή». 'Ωστόσο, τό «χωρίς γραφή» είναι πάλι μιά άρνητική κρίση, πού ύποδηλώνει μιά χειρογραφική προκατάληψη. Στήν εργασία μας αύτή προτείνουμε τή χρήση τού λιγότερο προ σβλητικού καί πιό θετικού όρου «προφορικός». Τό εύρύτατα διαδεδομένο παράθεμα τοϋ Levi-Strauss «ή άγρια σκέψη κα θολικεύει» (1966, σελ. 245) θά έπρεπε νά γίνει «ή προφορική σκέψη καθολικεύει». Ή προφορικότητα δέν είναι καί ποτέ δέν υπήρξε ένα ιδεώδες. Προσεγγίζοντάς την θετικά δέν σημαίνει πώς τήν προτείνουμε ώς διαρκή πολιτισμική κατάσταση. Ή έγγραμ ματοσύνη άνοίγει στον λόγο καί τήν άνθρώπινη ύπαρξη δυνα τότητες πού δέν μπορούμε νά φανταστούμε χωρίς τή γραφή. Οί προφορικοί πολιτισμοί σήμερα έκτιμούν τίς προφορικές τους παραδόσεις καί βιώνουν μέ άγωνία τήν έξαφάνισή τους, άλλά δέν συνάντησα ούτε αχούσα ποτέ γιά κάποιον προφο ρικό πολιτισμό πού δέν θέλει νά γίνει εγγράμματος δσο τό δυνατόν συντομότερα. (Όρισμένα άτομα βέβαια άντιστέκονται στήν έγγραμματοσύνη, άλλά τά περισσότερα άπό αύτά γρήγορα λησμονιούνται.) Ωστόσο, ή προφορικότητα δέν ε ί ναι άποκρουστική. Μπορεΐ νά παράγει δημιουργίες πού ξε περνούν τίς δυνατότητες τών έγγραμμάτων, όπως γιά παρά δειγμα ή 'Οδύσσεια. Κι ούτε είναι δυνατόν πάλι νά έξαλειφθεΐ ή προφορικότητα τελείως: διαβάζοντας τό κείμενο τό «προφορικοποιούμε». Τόσο ή προφορικότητα όσο καί ή άνάπτυξη τής έγγραμματοσύνης άπό τήν προφορικότητα είναι αναγ καίες γιά τήν άνάπτυξη τής συνείδησης. Λέγοντας ότι πολλές αλλαγές στήν ψυχή καί τόν πολιτι σμό συνδέονται μέ τή μετάβαση άπό τήν προφορικότητα στή
254
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
γραφή, δέν κάνουμε τή γραφή (καί/ή τήν τυπογραφία πού ακολουθεί) μοναδική αιτία δλων τών αλλαγών. Ή σύνδεση δέν ανάγει, άλλά συσχετίζει. Ή μετάβαση άπό τήν προφορι κότητα στή γραφή συνδέεται στενά μέ πολύ περισσότερα ψυ χολογικά καί κοινωνικά φαινόμενα άπ’ όσα ώς τώρα έχουμε έπισημάνει. Οί εξελίξεις στήν παραγωγή τής τροφής, στό έμπόριο, στήν πολιτική οργάνωση, στους θρησκευτικούς θε σμούς, στίς τεχνολογικές ικανότητες, στις εκπαιδευτικές πρα κτικές, στά μέσα μεταφοράς, στήν οικογενειακή οργάνωση καί σέ άλλους τομείς τής άνθρώπινης ζωής παίζουν τόν δικό τους ξεχωριστό ρόλο. Άλλά οί περισσότερες άπό αύτές τίς εξελίξεις, τό πιθανότερο μάλιστα όλες, έπηρεάστηκαν έπίσης, βαθύτατα πολλές φορές, άπό τή μετάβαση άπό τήν προφορι κότητα στήν έγγραμματοσύνη καί πέρα άπό αύτήν, όπως καί αύτές μέ τή σειρά τους επηρέασαν τή μετάβαση αύτή.
Τά «μέσα επικοινωνίας» σέ αντιδιαστολή πρός τήν ανθρώπινη έπικοινωνία Στό μεγαλύτερο μέρος τού βιβλίου αύτού, μελετώντας τήν έκτεχνολόγηση τού λόγου, άποφύγαμε τόν όρο «μ έσ α » (μέ τόν όλο καί πιό φευγαλέο ενικό τύπο «μ έσ ο »). Ό λόγος είναι ότι ό όρος μπορεΐ νά δώσει λανθασμένη εντύπωση γιά τή φύ ση τής λεκτικής καί τής άλλης άνθρώπινης έπικοινωνίας. 'Όταν άναφερόμαστέ στό «μ έσ ο » επικοινωνίας ή στά «μ έσ α » επικοινωνίας ύπονοοϋμε ότι ή επικοινωνία είναι ή μέσω ενός άγωγού μεταβίβαση μονάδων ενός ύλικού πού λέγεται «π λη ροφορία» άπό ένα σημείο σέ ένα άλλο. Τό μυαλό μου είναι ένα κουτί. Παίρνω μιά μονάδα «πληροφορίας» άπό αύτό,τήν κωδικοποιώ (δηλαδή τήν ταιριάζω στό μέγεθος καί στό σχήμα τού άγωγού πού θά διασχίσει) καί τήν τοποθετώ στή μιά άκρη τοϋ άγωγού (τοϋ «μέσ ο υ», αύτοϋ δηλαδή πού βρί σκεται άνάμεσα σέ δύο άλλα πράγματα). Άπό τή μία άκρη
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
255
τοϋ άγωγοϋ ή «πληροφορία» διοχετεύεται στήν άλλη άκρη, δπου κάποιος τήν άποκωδικοποιεΐ (άνασυνθέτει τό κανονικό μέγεθος καί σχήμα της) καί τήν τοποθετεί στό δικό του κουτί, στό δικό του μυαλό. Τό μοντέλο αύτό έχει βέβαια κάποια σχέση μέ τήν άνθρώπινη επικοινωνία, άλλά, άν τό εξετάσουμε προσεκτικά, πολύ λίγη, καί άλλοιώνει τήν πράξη τής έπικοινωνίας πέρα άπό κάθε άναγνώριση. Έξ ου καί ό πικρόχολος τίτλος τοϋ βιβλίου τού McLuhan, The Medium is the Massage (κι όχι άκριβώς τό «μήνυμα» [message]). Ή άνθρώπινη έπικοινωνία, λεκτική καί άλλη, διαφέρει άπό τό μοντέλο τών «μ έσ ω ν» κυρίως έπειδή άπαιτεί τήν προσδοκώμενη άνάδραση γιά νά συντελεστεί: στό μοντέλο αύτό, τό μήνυμα μεταφέρεται άπό τή θέση τοϋ άποστολέα στή θέση τοϋ άποδέκτη. Στήν άνθρώπινη έπικοινωνία ό απο στολέας, προτού μπορέσει νά στείλει οτιδήποτε, πρέπει νά βρίσκεται όχι μόνο στή θέση τού αποστολέα άλλά καί στή θέ ση τού άποδέκτη. Γιά νά μιλήσεις πρέπει νά άπευθυνθείς σέ κάποιον. Οί άνθρωποι πού στέκουν καλά στό μυαλό τους δέν τριγυρνούν έδώ κι έκεί μιλώντας τυχαία στον καθένα. ’Ακόμη καί γιά νά μιλήσεις στον εαυτό σου πρέπει νά προσποιηθείς ότι είσαι δύο άνθρωποι. Ό λόγος είναι ότι αύτό πού λέω έξαρτάται άπό τήν πραγματικότητα ή φαντασία στήν όποια νιώθω ότι άπευθύνομαι, δηλαδή άπό τίς πιθανές άντιδράσεις πού άναμένω. ’Έτσι δέν στέλνω άκριβώς τό ’ίδιο μήνυμα σ’ ένα παι δάκι κι έναν ενήλικο. Γιά νά μιλήσω, πρέπει κάπως νά επ ι κοινωνώ ήδη μέ τόν νού στόν όποιο άπευθύνομαι προτού άρχίσω νά μιλώ. Ή επαφή μου μπορεί νά όφείλεται σέ παλιότερες σχέσεις μας, στήν άνταλλαγή βλεμμάτων, στή διαμεσολάβηση ενός τρίτου πού έφερε κοντά τόν συνομιλητή μου κι έμένα, ή σέ άναρίθμητους άλλους λόγους. (Οί λέξεις άποτελούν τροποποίηση μιας κατάστασης πού δέν είναι μόνο λε κτική.) Πρέπει νά νιώσω κάτι στόν νού τού άλλου μέ τό όποιο νά μπορεί νά σχετιστεί ή δική μου εκφώνηση. Ή άν-
256
Π Ρ0Φ 0ΡΙΚ Ο ΤΗ ΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
θρώπινη έπικοινωνία δέν είναι ποτέ μονοσήμαντη. Πάντα, όχι μόνο απαιτεί άνταπόκριση, άλλά ή ϊδια ή μορφή καί τό π ε ριεχόμενό της διαμορφώνονται άπό τήν προσδοκώμενη άνταπόκριση. Αύτό δέν σημαίνει ότι είμαι βέβαιος γιά τό πώς θά άντιδράσει ό άλλος. Άλλά θά πρέπει νά είμαι σέ θέση νά εικάσω ένα πιθανό φάσμα άποκρίσεων, έστω καί μέ έναν άόριστο τρόπο. Θά πρέπει νά είμαι κατά κάποιον τρόπο μέσα στόν νού τού άλλου έκ τών προτέρων γιά νά περάσω τό μήνυμά μου, κι ό άλλος θά πρέπει νά είναι μέσα στόν δικό μου. Γιά νά διατυπώσω οτιδήποτε πρέπει νά έχω στόν νού μου κά ποιον ή κάποιους άλλους άνθρώπους. Αύτό είναι τό παράδο ξο τής άνθρώπινης έπικοινωνίας. Ή έπικοινωνία είναι διυποκειμενική. Τό μοντέλο τών «μέσω ν» δέν είναι. Δέν υπάρχει έπαρκές μοντέλο στό φυσικό σύμπαν γι αύτή τή λειτουργία τής συνείδησης, πού είναι ιδιαίτερα άνθρώπινη λειτουργία καί δηλώνει τήν ικανότητα τών άνθρώπων νά συγκροτούν άληθινές κοινότητες, μέσα στίς όποιες τά πρόσωπα έπικοινωνούν έσωτερικά, διυποκειμενικά μεταξύ τους. Ή προθυμία πού δείχνουμε νά ζούμε μέ τό μοντέλο τών «μέσω ν» δείχνει τή χειρογραφική μας εξάρτηση. Πρώτον, οί χειρογραφικοί πολιτισμοί θεωρούν τήν ομιλία πιό ιδιαίτερα πληροφοριακή άπ’ ό,τι οί προφορικοί π ο λιτισ μο ί, στους όποιους ή ομιλία είναι περισσότερο προσανατολισμένη στήν τέλεση, περισσότερο ένας τρόπος δράσης πάνω στόν άλλο. Δεύτερον, τό γραπτό εμφανίζεται έκ πρώτης όψεως νά είναι ένας πληροφοριακός μονόδρομος, αφού κανείς πραγματικός αποδέκτης (ακροατής, άναγνώστης) δέν είναι παρών όταν συντάσσεται τό κείμενο. Άλλά, όπως στήν ομιλία, έτσι καί στή γραφή κάποιος αποδέκτης πρέπει νά είναι παρών, δια φορετικά δέν παράγεται κείμενο: έτσι άπομονωμένος άπό τά άληθινά πρόσωπα, ό συγγραφέας κατασκευάζει έναν ή πολλούς φανταστικούς άποδέκτες. «Τό κοινό τού συγγρα φέα είναι πάντα φανταστικό» (Ong 1977, σελ. 54-81). Γιά
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
257
τόν συγγραφέα κάθε αληθινός αποδέκτης είναι στήν πραγ ματικότητα άπών (εάν ό άποδέκτης είναι συμπτωματικά παρών, ή έγγραφή τοϋ μηνύματος προχωρά σάν νά ήταν άπών, είδάλλως πρός τι ή γραφ ή;). Ή κατασκευή τού φα νταστικού άναγνώστη είναι αύτό πού κάνει τή γραφή δύσκο λη. Ή διαδικασία είναι περίπλοκη καί γεμάτη άβεβαιότητες. Πρέπει νά γνωρίζω τήν παράδοση —τή διακειμενικότητα, άν θέλετε— στήν όποια εργάζομαι, ώστε νά δημιουργήσω γιά τούς άληθινούς άναγνώστες φανταστικούς ρόλους τούς όποιους νά μπορούν καί νά επιθυμούν νά παίξουν. Δέν είναι εύκολο νά μπεις στόν νού άπόντων προσώπων πού ποτέ δέν θά γνωρίσεις. Άλλά δέν είναι άδύνατον εάν εσύ κι αύτοί γνωρίζετε τήν έγγράμματη παράδοση τήν όποια χρησιμο ποιείτε. Νομίζω πώς κατά κάποιον τρόπο κατάφερα νά συλλάβω έπαρκώς τήν παράδοση ώστε νά μπώ στόν νού τών άναγνωστών αύτού τού βιβλίου.
Ή στροφή πρός τά μέσα: ή συνείδηση καί τό κείμενο Άπό τήν έποχή τού 'Έγελου τουλάχιστον, αυξάνεται ολοένα ή επίγνωση ότι ή συνείδηση εξελίσσεται. ’Άν καί τό νά είσαι άνθρωπος σημαίνει νά είσαι πρόσωπο, άρα νά είσαι μοναδι κός καί μή επαναλαμβανόμενος, ή αύξηση τής ιστορικής γνώ σης κατέστησε προφανές ότι ό τρόπος μέ τόν όποιο τό πρό σωπο αισθάνεται τόν εαυτό του στό σύμπαν έξελίχθηκε μέσα στούς αιώνες σύμφωνα μέ έναν διατεταγμένο τρόπο. Οί σύγ χρονες μελέτες σχετικά μέ τή μετάβαση άπό τήν προφορικό τητα στήν έγγραμματοσύνη καί τά έπακόλουθά της, τήν τυπο γραφία καί τήν ηλεκτρονική επεξεργασία τής έκφρασης, καθι στούν έμφανέστερους μερικούς άπό τούς τρόπους μέ τούς οποίους ή έξέλιξη αύτή έξαρτήθηκε άπό τή γραφή.
258
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Ή έξέλιξη τής συνείδησης στήν ανθρώπινη ιστορία σημα δεύεται άπό τήν ολοένα έντεινόμενη προσοχή πού δίδεται στο έσωτερικό τού άνθρώπου πού άποστασιοποιεΐται — άν καί δέν άποκόπτεται ύποχρεωτικά— άπό τίς κοινοτικές δο μές άπό τίς όποιες κάθε άνθρωπος άναγκαστικά περιβάλλε ται. Ή συνείδηση τού έαυτού συμπίπτει μέ τήν άνθρώπινη ιδιότητα τού άνθρώπου: καθένας πού λέει «εγ ώ » έχει σαφή αίσθηση τού έαυτού του. Άλλά χρειάζεται χρόνος γιά νά άναπτυχθεΐ ό αύτοστοχασμός καί ή ικανότητα έκφρασης πάνω στόν εαυτό. Οί βραχυπρόθεσμες έξελίξεις δείχνουν αύτή τήν ανάπτυξη: οί κρίσεις στίς τραγωδίες τού Εύριπίδη είναι λιγότερο κρίσεις κοινωνικών προσδοκιών καί περισσότερο κρίσεις έσωτερικής συνείδησης άπό όσο στίς τραγωδίες τού προγενέ στερου τραγωδού Αισχύλου. Οί μακροπρόθεσμες έξελίξεις δείχνουν μιά παρόμοια άνάπτυξη στο ρητό φιλοσοφικό ένδιαφέρον γιά τόν εαυτό πού γίνεται έμφανές στόν Kant, κεν τρικό στόν Fichte, φορτικό στόν Kierkegaard καί κυρίαρχο στόν ύπαρξισμό καί τόν περσοναλισμό τού εικοστού αιώνα. Στό The Inward Turn of Narrative (1973), ό Erich Kahler άναφέρεται λεπτομερειακά στόν τρόπο μέ τόν όποιο ή άφήγηση στή Δύση άπορροφάται όλο καί περισσότερο άπό τίς έσωτερικές, προ σωπικές κρίσεις. Τά στάδια τής συνείδησης πού περιγράφει ο ένα Γιουνγκιανό πλαίσιο ό Erich Neumann στό Origins and History of Consciousness (1954) κινούνται πρός μιάν αύτοσυνείδητη, άρθρώσιμη, έντονα προσωπική έσωτερικότητα. Α π ’ όσο φαίνεται, ή συνείδηση δέν θά έφθανε ποτέ χωρίς τή γραφή στά έντόνως έσωτερικευμένα συνειδησιακά στάδια, στά όποια τό άτομο πού ζεΐ βυθισμένο στίς κοινοτικές δομές ούδέποτε μπορεΐ νά φθάσει. Ή άλληλεπίδραση άνάμεσα στήν προφορικότητα μέσα στήν οποία γεννιούνται όλοι οί άνθρω ποι καί τήν τεχνολογία τής γραφής μέσα στήν όποια κανείς δέν γεννιέται, άγγίζει τά βάθη τής ψυχής. Όντογενετικά καί φυλογενετικά ό προφορικός λόγος είναι εκείνος πού πρώτος δίνει έκφραση στή συνείδηση, πού πρώτος διαχωρίζει τό ύπο-
Μ ΕΡΙΚΑ ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ
259
κείμενο καί τό κατηγόρημα κι έπειτα τά συσχετίζει, καί πού πρώτος συνδέει τούς ανθρώπους σέ μιά κοινωνία. Ή γραφή εισάγει τή διαίρεση καί τήν άλλοτρίωση, άλλά καί μιά υψηλό τερη ενότητα. Εντείνει τήν αίσθηση τού εαυτού καί ένθαρρύνει μιά πιό συνειδητή άλληλεπίδραση τών άτόμων. Ή γραφή εγείρει τή συνείδηση. Ή άλληλεπίδραση τής προφορικότητας καί τής έγγραμ ματοσύνης ύπεισέρχεται στίς θεμελιώδεις άνθρώπινες άνησυχίες καί έπιδιώξεις. 'Όλες οί θρησκευτικές παραδόσεις τών άνθρώπων έχουν τή μακρινή τους προέλευση στό προφορικό παρελθόν, καί φαίνεται πώς όλες έκτιμούν ιδιαίτερα τόν προφορικό λόγο. Κι όμως όλες οί μεγάλες θρησκείες τοϋ κό σμου έσωτερικεύθηκαν άπό τήν άνάπτυξη τών ιερών τους κειμένων: τίς Βέδες,τή Βίβλο,τό Κοράνι. Στή χριστιανική δ ι δασκαλία οί άντιθέσεις προφορικότητας - έγγραμματοσύνης είναι ιδιαίτερα οξείες, πολύ πιθανόν όξύτερες άπό ό,τι σέ κάθε άλλη θρησκευτική παράδοση, άκόμη καί τήν εβραϊκή. Διότι στή χριστιανική παράδοση τό Δεύτερο Πρόσωπο τού Ε νό ς Θεού, πού αϊρει τήν άμαρτία τού κόσμου, δέν είναι γνωστό μόνο ώς Υιός άλλά καί ώς Λόγος τού Θεού. Στή δ ι δασκαλία αύτή ό Πατέρας εκφέρει ή έκφωνεΐ τόν Λόγο Του, τόν Υιό Του. Δέν τόν καταγράφει. Τό ϊδιο τό Πρόσωπο τοϋ Υίοϋ συγκροτείται ώς Λόγος τού Πατρός. Άλλά ή χριστιανική διδασκαλία παρουσιάζει έπίσης ώς κεντρικό της πυρήνα τόν γραπτό λόγο τοϋ Θεοϋ,τή Βίβλο, πού πίσω άπό τούς θνητούς συγγραφείς της έχει ώς συγγραφέα της τόν Θεό, μέ τρόπο πού κανένα άλλο γραπτό δέν τόν έχει. Μέ ποιούς τρόπους οί δύο αύτές άντιλήψεις γιά τόν «λόγο» τού Θεού σχετίζονται μεταξύ τους καί μέ τούς άνθρώπους μέσα στήν ιστορία; Σή μερα τό έρώτημα είναι σαφέστερο άπό ποτέ. Τό ϊδιο ισχύει καί γιά άναρίθμητα άλλα έρωτήματα πού σχετίζονται μέ όσα σήμερα γνωρίζουμε γιά τήν προφορικότη τα καί τήν έγγραμματοσύνη. Ή δυναμική τής προφορικότη τας - έγγραμματοσύνης εισέρχεται ακέραια στή σύγχρονη
260
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
άνάπτυξη τής συνείδησης πρός τήν κατεύθυνση τής μεγαλύτε ρης έσωτερίκευσης, άλλά καί τού μεγαλύτερου άνοίγματος.
Βιβλιογραφία
Πέρα άπό τά έργα που άναφέρονται στό κείμενο, ή βιβλιογραφ ία αύτή περιλαμβάνει καί μερικά άλλα εργα, ιδια ίτερα χρήσιμα γιά τόν αναγνώστη. Ή βιβλιογραφία δέν φιλοδοξεί νά καλύψει πλήρως τήν τεράστια γραμματεία πάνω σέ όλους τούς τομείς πού άπτονται τών θεμάτων τής προφορικότητας καί τής έγγραμματοσύνης (λόγου χάρη τούς αφρικανικούς πολιτισμούς), άλλά απλώς νά καταγράψει μερικά ση μαντικά έργα πού άναφέρονται σέ κάποιους κύριους τομείς. Πολλά άπό τά έργα πού καταχωρίζονται έδώ περιλαμβάνουν β ιβ λ ιο γ ρ α φίες οί όποιες εξειδικεύουν περαιτέρω στά διάφορα θέματα. Τά περισσότερα άπό τά σημαντικά έργα πάνω στήν αντίθεση π ρ ο φ ο ρικό τη τα ς - έγγρ α μ μ α το σ ύ νη ς γρά φ τηκα ν στήν α γγλική γλώσσα* οί πιό πρωτοπόρες έργασίες άπό μελετητές στίς Η.Π.Α. καί στόν Καναδά. Ή βιβλιογραφία αύτή εστιάζεται στά αγγλόφωνα έργα, άλλά περιλαμβάνει καί μερικά σέ άλλες γλώσσες. Γιά νά άποφύγουμε τή διόγκωση, τό ύλικό αύτού τού βιβλίου πού εύκολα έπαληθεύεται άπό τίς συνήθεις πληροφοριακές πηγές, όπως οί έγκυκλοπαίδειες, δέν τεκμηριώ νεται μέ βιβλιογραφικές πα ραπομπές. Οί βιβλιογρα φ ικές καταχωρίσεις σχολιάζονται όταν προκύπτει κάποιος ειδικός λόγος γ ι’ αύτό.
262
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Abraham s, Roger D. (1968) “ Introductory remarks to a rhetorical theory of folklor e” , Journal of American Folklore, 81, 143-58.
—(1972) “ The training of the man of words in talking sweet” , Language in Society, i , 15 -29 · Achebe, Chinua (1961) No Longer at Ease (New York: Ivan Obolensky).
Ahern, John (1982) “ Singing the book: orality in the reception of Dante’s Comedy” ,
Annals of Scholarship (ύπό έκδοση). Antinucci, Francesco (1979) “ Notes on the linguistic structure of Somali poetry” ,
στό Hussein M. Adam (έπιμ.), Somalia and the World: Proceedings of the International Symposium... Oct. 15-21, 1979, vol. I (Mogadishu: Halgan), 141-53·
Aristotle (1961) Aristotle's Poetics, μετάφραση καί ανάλυση άπό τόν Kenneth A. Telfoerd (Chicago: Henry Regnery). Balogh, Jo s e f (1926) “ ‘Voices Paginarum’ : Beitrage zur Geschichte des lauten Lesens und Schreibens” , Philologus, 82, 84-109, 202-40. Παλιό, άλλά
ακόμη πολύ ένημερωτικό. Basham, A .L . (1963) The Wonder That Was India: A study of the History and
Culture of the Indian Sub-Continent before the Coming of the Muslims, νέα
καί αναθεωρημένη έκδοση (New York: Hawthorn Books). 1η έκδοση 1954· Bauml, Franz H. (1980) “ Varieties and consequences o f medieval literacy and illiteracy” , Speculum, 55, 237-65. Πολύ ένημερωμένο καί ένημερωτικό.
Ό μεσαιωνικός πολιτισμός ήταν βασικά εγγράμματος όσον αφορά τούς ηγέτες του, άλλά ή πρόσβαση πολλών στά γραπτά κείμενα δέν ήταν υποχρεωτικά άμεση: πολλοί γνώριζαν τά κείμενα μόνο έπειδή είχαν κάποιον πού ήξερε νά τούς τά δια βά σ ει. Ή μεσαιωνική έγγραμματοσύνη καί αγραμματοσύνη άποτελούσαν μάλλον «τίς όρίζουσες διαφορετικών έπικοινωνιακών μορφών» παρά «προσω πικές ιδιότητες» τών ατόμων. Bayer, John G. (1980) “ Narrative techniques and oral tradition in The Scarlet
Letter” , American Literature, 52, 250-63. Berger, Brigitte (1978) “ A new interpretation of the IQ controversy” , The Public
Interest, 50 (Winter 1978), 29-44. Bernstein, Basil (1974) Class, Codes, and Control. Theoretical Studies towards a
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦΙΑ
263
Sociology of Language, vol. I, 2 (London: Routledge and Kegan Paul). 1η έκδοση 1 9 7 1. Biebuyck, Daniel καί Mateene, Kahombo C. (επιμελητές καί μεταφραστές) (1971) T he Mwindo Epic fro?n the Banyanga, σύμφωνα μέ τήν άφήγηση
τού Candi Rureke, αγγλική μετάφραση μαζί μέ τό κείμενο στή γλώσ σα τών Nyanga (Berkeley and Los Angeles: University of California Press). Bloom, Harold (1973) The Anxiety of Influence (New York: Oxford University Press). Boas, Franz (1922 ) The Mind of Primitive Man , A course of lectures delivered before the Lowell Institute, Boston, Mass., and the National University of Mexico, 19 10 -19 11 (New York: Macmillan). Boerner, Peter (1969) Tagebuch (Stuttgart: J.B . Metzler). Bright, William ( 19 8 1 ) “ Literature: written and oral” , στό Deborah Tannen
(έπιμ.), Georgetown University Round Table on Languages and Linguistics 1981 (Washington, DC: Georgetown University Press), 270 -83 .
Brink, Cfharles] Ofscar] (1971) Horace on Poetry: The “Ars Poetica” (Cambridge, England: Cambridge University Press). Bruns, Gerald L. (1974) Modern Poetry and the Idea of Language: A Critical and
Historical Study (New Haven and London: Yale University Press). Bynum , David E. ( 19 6 7 ) “ T he generic nature of epic poetry” , Genre, 2 (3 ) (Septem ber 1967 ), 236 -5 8 . Άνατυπώθηκε στό Dan Ben-Amos (έπιμ.)
Folklore Genres (Austin and London: University of Texas Press, 1976 ), 35 -58 .
—(1974) Child’s Legacy Enlarged: Oral Literacy Studies at Harvard since 1856, Publications of the Milman Parry Collection (Cambridge, Mass: Center for the Study of Oral Literature). ’Ανάτυπο άπό τό Harvard Literary Bulletin , xxii
(3 ) (Ιούλιος 19 74 ). — ( 1 978) The Daemon in the Wood: A Study o f Oral N arrative Patterns (Cambridge, Mass.: Center for the Study of Oral Literature). Διατίθεται άπό
τό Harvard University Press. Carothers, J.C . (1959) “ Culture, psychiatry, and the written word” , Psychiatry, 22, 30 7 -20 . Carrington, John F. (1974) La Voix des tambours: comment comprendre le langage
tambourine d ’Afrique (K inshasa: C entre Protestant d ’ Ed ition s et de Diffusion).
264
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Carter, Thomas Francis (1955) The Invention of Printing in China and its Spread
Westward, αναθεωρημένο ά π ό τόν L. Carrington Goodrich, 2η έκδοση (New York: Roland Press). Chadw ick, H [ector] Munro κ α ί C hadw ick, N [ora] Kershaw (1932-40) The
Growth of Literature, 3 τ ό μ . (Cambridge, England: Cambridge University Press). Chafe, Wallace L. (1982) “ Integration and involvement in speaking, writing and oral literature” , ύπό έκδοση στό Deborah Tannen (έπ ιμ.), Spoken and
Written Language: Exploring Orality and Literacy (Norwood, NJ: Ablex). Champagne, Roland A. (1977-8) “ A grammar of the languages of culture: literary theory and Yury Lotman’s semiotics” , New Literary History, ix, 205-10. Chaytor, H[enry] J[ohn] (1945) From Script to Print: An Introduction to Medieval
Literature (Cambridge, England: Cambridge University Press). C lanchy, M .T . (1979) From, Memory to Written Record: England, 1066-1307 (Cambridge, Mass: Harvard University Press). Cohen, Murray (1977) Sensible Words: Linguistic Practice in England 1640-1785 (Baltimore and London: Johns Hopkins University Press). Cole, Michael καί Scribner, Sylvia (1973) Culture and Thought (New York: John Wiley). Cook-Gumperz, Jenny καί Gumperz John (1978) “ From oral to written culture: the transition to literacy” , στό Marcia Farr Whitehead (έπ ιμ .), Variation in
Writing (Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates). Cormier, Raymond J. (1974) “ The problem of anachronism: recent scholarship on the French medieval romances of antiquity” , Philological Quarterly, LIII (2) (Spring 1974), 145-57. «Μόνον έν μέρει τά εύρέως αποδεκτά χαρα
κτηριστικά τής προεγγράμματης κοινωνίας ταιριάζουν μέ τό νέο, πρόωρα άναδυόμενο κοινό τού μυθιστορήματος. Θά ήταν πολύ δ ε λεαστικό νά θεωρήσουμε τήν αγραμματοσύνη ώς αιτία γιά τούς αναχρονισμούς πού εμφανίζονται στά ρομάντζα τής αρχαιότητας καί τών μεταγενέστερων εποχών. Θά δεχόμουν ότι μόνον έν μψ βι τά εύρέως αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά τής προεγγράμματης κοινω νίας, δηλαδή ή προφορικότητα, ό δυναμισμός, ή πολεμική διάθεση καί ή έξω τερικευμένη σχιζοειδής συμπεριφορά, χαρακτηρίζουν αύτήν τών μέσων τού δωδέκατου αιώνα.»
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑ ΦΙΑ
‘265
Crosby, Ruth (1936) “ Oral delivery in the Middle Ages” , Speculum, II, 88-110. Culler, Jonathan (1975) Structuralist Poetics: Structuralism, Linguistics, and the
Study of Literature (Ithaca, MY: Cornell University Press). C u lley, R obert C. (1967) Oral-Formulaic Language in the Biblical Psalms (Toronto: University of Toronto Press). Cum m ings, E .E . (Edw ard Eslin) (1968) Complete Poems, 2 τ ό μ . (London: MacGibbon and Kee). Curschmann, Michael (1967): “ Oral Poetry in Medieval English, French, and German literature: some notes on recent research” , Speculum, 42, 36-53. Daly, Lloyd S. (1967) Contributions to a History of Alphabetization in Antiquity
and the Middle Ages, Collection Latomus, vol. xc (Bruxelles: Latomus, Revue d’etudes latines). Derrida, Jacques (1976 ) Of Gramma tology, αγγλική μετάφραση τής Gayatri Chakravortry Spivak (Baltimore and London: Johns Hopkins University Press).
— ( 1978 ) Writing and Difference, αγγλική μετάφραση καί πρόσθετες σημει ώσεις τοΰ Alan Bass (Chicago: University of Chicago Press). Diringer, David (1953) The Alphabet: A Key to the History of Mankind, 2η έκδοση,
αναθεωρημένη (New York: Philosophical Library). — (i960) The Story of Aleph Beth (New York and London: Yoseloff). — (19 6 2 ) W riting , Ancient Peoples and Places, 25 (London: Tham es and Hudson). Durand, Gilbert (i960) Les Structures anthropologiques de Vimaginaire (Paris: Presses Universitaires de France). Dykema, Karl (1963) “ Cultural lag and reviewers of Webster ΙΙΓ\ AAUP Bulletin
49,36 4-9. Edmonson, Munro E. (1971) Lore: An Introduction to the Science of Folklore and
Literature (New York: Holt, Rinehart and Winston). Eisenstein, Elisabeth (1979) The Printing Press as an Agent of Change: Communi
cations and Cultural Transformations in Early-Modern Europe, 2 τό μ . (New York: Cambridge University Press). Eliade, Mircea (1958 ) Patterns in Comparative Religion, μετάφραση τού Willard R. Trask (New York: Sheed and Ward). Elyot, Sir Thom as (1534) The Boke Named the Gouernour (London: Thomas
266
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Berthelet). Eoyang, Eugene (1977)· “A taste for apricots: approaches to Chinese fiction” , στό Andrew Plaks (έπιμ.), Chinese Narrative: Critical and Theoretical Essays, μέ
πρόλογο τοϋ Cyril Birch (Princeton, NJ: Princeton University Press), 5369. Essien, Patrick (1978) “ The use o f Annang proverbs as tools of education in Nigeria” , δ ιατρ ιβή , St. Louis University. Faik-N zuji, Clem entine (1970) Enigmes Lubas-Nshinga: Etude stru ctu ral (Kinshasa: Editions de 1’ Universite Lovanium). Farell, Thomas J . (1978a) “ Developing literacy: Walter J. Ong, and basic writing” ,
Journal of Basic Writing, 2, (I) (Fall-Winter 1978), 30-51. — (1978b) “ D ifferentiating w riting from talking” , College Composition and
Communication, 29, 346-50. Febvre, Lucien κ α ί M artin, H enri-Jean (1958) L Apparition du livre (Paris: Editions Albin-Michel). Fernandez, James (1980), στό Ivan Karp κα ί Charles S. Bird (έ π ιμ .), Explora
tions in African Systems of Thought (Bloomington, Ind.: Indiana University Press), 44-59. Finnegan, Ruth (1970) Oral Literature in Africa (Oxford: Clarendon Press). — (1 977) Oral Poetry: its Nature, Significance, and Social Context (Cambridge, England: Cambridge University Press). — (1978) A World Treasury of Oral Poetry, συλλογή καί εισαγωγή τής Ruth Finnegan (Bloomington and London: Indiana University Press). Fish, Stanley (1972) Self-Consum ing Artifacts: The Experience of Seventeenth-
Century Poetry (Berkeley, California and London: University of California Press). Foley, John Miles (1977) “ The traditional oral audience” , Balkan Studies, 18, 14553. Περιγράφει τίς κοινωνικές, τελετουργικές, συγγενικές καί άλλες
δομές στή διάρκεια μιας προφορικής τέλεσης σέ ένα σερβικό φεστι βάλ τού 19 7 3 · ~ (1979) Παρουσίαση τοϋ Oral Poetry: Its Nature, Significance, and Social
Context (1977) τής Ruth Finnegan, Balkan Studies, 20, 470-5. — (1980a) “ Beowolf and traditional narrative song: the potential and limits o f comparison” , στό John D. Niles (έ π ιμ .), Old English Literature in Context:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ten Essays (London, England, and Totow a, N J: Boy dell, Rowman and Littlefield), 117 -3 6 , 17 3 -8 . 'Υποστηρίζει ότι τό τί είναι ακριβώς ένας
προφορικός λογότυπος καί τό πώς λειτουργεί έξαρτάται άπό τήν παράδοση στήν οποία χρησιμοποιείται. Υπάρχουν όμως αρκετές ομοιότητες πού δικαιολογούν τή συνεχή χρήση τού όρου «π ρ ο φορικός λογότυπος». — (1980b) “ Oral literature: premises and problems” , Choice, 18, 487-96. Ε ξ α ι
ρετικά εύστοχο άρθρο, μέ άνεκτίμητης άξίας βιβλιογραφία, πού π ε ριέχει έναν κατάλογο άπό ήχογραφήσεις. — ( 19 8 1 ) (έπιμ.) Oral Traditional Literature: A Festschrift for Albert Bates Lord (Columbus, Ohio: Slavica Press). Forster, E[dward] M[organ] (1974) Aspects of the Novel and Related Writings (London: Edward Arnold). Fritschi, Gerhard (1981) “ Oral experience in some modem African novels” , δα
κτυλογραφημένο, 282 σελ., προσφορά τού συγγραφέα. Frye, Northrop (1957) Anatomy of Criticism (Princeton, NJ: Princeton University Press). Gelb, Ifgnace] J . (1963). A Study of Writing, άναθεωρημένη έκδοση (Chicago: University of Chicago Press). ΙΙρωτοεκδόθηκε ώς A study of writing: the
Foundations of Grammatology (1952). G ivon, T alm y (1979) “ From discourse to syntax: grammar as a proceeding strategy” , Syntax and Semantics, 12, 8 1- 112 . Gladwin, Thomas (1970) East is a Big Bird: Navigation and Logic on Puluwat
Atoll (Cambridge, Mass: Harvard University Press). Goldin, Frederick ( ΐ 973 )(έπιμ.) Lyrics of the Troubadours and Trouveres: An
Anthology and a History, μετάφραση καί εισαγωγή τού Frederick Goldin (Garden City, NY: Anchor Books). Goody, Jack [John Rankin] (1968a) (έ π ιμ .) Literacy in Traditional Societies,
εισαγωγή τού Jack Goody (Cambridge, England: Cambridge University Press). — (1968b) “ Restricted literacy in Northern Ghana” , στό Jack Goody (έ π ιμ .)
Literacy in Traditional Societies (Cambridge, England: Cambridge University Press), 198-264. — (1.977) The Domestication of the Savage Mind (Cambridge, England: Cambridge
268
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
University Press). Goody, Jack [John Rankine] καί Watt, Ian (1968) “ The consequences of literacy” ,
στό Ja c k Goody ( έ π ιμ .) Literacy in Traditional Societies (Cambridge, England: Cambridge University Press), 27-84. Grimble, A.F. (1957) Return to the Islands (London: Murray). Gulik, Robert Hans van ( 1949 ) (μετάφραση καί επ ιμέλεια ) Three Murder
Cases Solved by Judge Dee: An Old Chinese Detective Novel (Tokyo: Toppan Printing Co.) Τό πρωτότυπο είναι ένα ανώνυμο κινεζικό έργο του δ έ
κατου όγδοου αιώνα. Ό υπαρκτός ιστορικά Dee Goong An, ή “Judge Dee” (630-700 μ.Χ.), πρωταγωνιστεί σέ παλαιότερα κινεζικά αφηγή ματα. Gumperz, John J ., Kaltmann, Hannah καί O’Connor, Catherine (1982 ή 1983). “ The transition to literacy” , στό Deborah Tannen (έπ ιμ.), Coherence in
Spoken and Written Discourse (Norwood, N J: Ablex). ’Ανακοίνωση σέ
προσυνεδριακή περίοδο τοϋ τριακοστού δεύτερου ετήσιου Round Table on Languages and Linguistics τοϋ Georgetown U niversity, 19-21
Μαρτίου 19 8 1. Χειρόγραφο πού μοϋ έδωσαν οί συγγραφείς. G u xm an , Μ.Μ. ( 19 7 °) “ Som e general re g u larities in the form ation and developm ent o f national languages” , στό Jo sh u a A. Fishm an (έπ ιμ .),
Readings in the Sociology of Language (The Hague: Mouton), 773-6. H ad as, M oses (19 54 ) Ancilla to Classical Reading (New Y o rk : C olum bia University Press). Hajnal, Istvan (1954) L ’Enseignement de Vecriture aux universites medievales (Budapest: Academia Scientiarum Hungarica Budapestini). H arm s, R obert W. (1980) “ Bobangi oral traditions: indicators o f changing perceptions” , στό Jo se p h C. M iller (έπ ιμ .), The African Past Speaks (London: Dawson; Hamden, Conn.: Archon), 178-200. Αύτές οί απόψεις
σ τη ρ ίζο ντα ι στήν ύπόθεση ό τι οί π ρ ο φ ο ρ ικ ές π α ρ α δ ό σ εις διατηρούνται καί μεταβιβάζονται, όχι λόγω μιας αργόσχολης π ε ριέργειας γιά τό παρελθόν, άλλά διότι κάνουν σημαντικές δηλώσεις γιά τό παρόν. H artm an, G eoffrey (19 8 1) Saving the Text: Literature/Derrida/Philosophy (Baltimore, Md: Johns Hopkins University Press). Haugen, Einar (1966) “ Linguistics and language planning” , στό William Bright
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑ ΦΙΑ
269
(έπιμ.), Sociolinguistics: Proceedings of the UCLA Sociolinguistics Conference 1964 (The Hague: Mouton), 50-71.
Havelock, Eric A. (1963) Preface to Plato (Cambridge, Mass: Belknap Press of Harvard University Press). — (1 973) “ Prologue to Greek literacy” , στό Lectures in Memory of Luise Taft
Sample, University of Cincinnati Classical Studies, τό μ . 2 (Norman, Okla.: University of Oklahoma Press), 229-91. — (1976) Origins of Western Literacy (Toronto: Ontario Institute for Studies in Education). — (19 78 a) The Greek Concept of Justice: From Its Shadow in Homer to Its
Substance in Plato (Cam bridge, Mass. and London, England: Harvard University Press). — (1978b) “ The alphabetization of Homer” , στό Eric A. Havelock καί Jackson F. Herschell (έ π ιμ .), Communication Arts in the Ancient World (New York: Hastings House), 3-21. — (1979) “ The ancient art of oral poetry” , Philosophy and Rhetoric, 19, 187-202. Havelock, Eric Α. καί Jackson P. Herschell (έ π ιμ .) (1978) Communication Arts in
the Ancient World, Humanistic Studies in the Communication Arts (New York: Hastings House). Hawkes, Terence (1977) Structuralism and Semiotics (Berkeley and Los Angeles: University of California Press; London: Methuen). Haymes, Edw ard R. (1973) A Bibliography of Studies Relating to Parry's and
Lord’s Oral Theory, Publications of the Milman Parry Collection: Documenta tion and Planning Series, I (Cambridge, Mass.: Harvard University Press).
’Ανεκτίμητο. Περισσότερα άπό πεντακόσια λήμματα. Βλ. έπίσης Holoka 1973· Henige, David (1980) “ 4The disease of writing’: Ganda and Nyoro kinglists in a newly literate world” , στό Joseph C. Miller (έ π ιμ .), The African Past Speaks (London: Dawson; Hamden, Conn.: Archon), 240-61. Hirsch, E .D ., J r (1977) The Philosophy of Composition (Chicago and London: University of Chicago Press). Holoka, James P. (1973) “ Homeric originality: a survey” , Classical World, 66, 25793. ’Ανεκτίμητη, σχολιασμένη βιβλιογραφία: 214 λήμματα. Βλ. έπ ί
σης Haymes 1973·
270
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
H opkin s, G erard M anley ( 1 9 3 7 ) Note-Books and Papers o f Gerard Manley
Hopkins, Humphrey House (London: Oxford University Press). Horner, Winifred Bryan (1979) “ Speech-act and text-act theory: ‘ theme-ing’ in freshman composition” , College Composition and Communication, 30, 166-9. — (1980) Historical Rhetoric: An Annotated Bibliography of Selected Sources in
English (Boston, Mass.: G.K. Hall). H ow ell, W ilbur Sam uel (1956) Logic and Rhetoric in England, 1500-1700 (Princeton, NJ: Princeton University Press). — (19 71) Eighteenth-Century British Logic and Rhetoric (Princeton, NJ: Princeton University Press). Ise r, W olfgang (1978) The Act of Reading: A Theory of Aesthetic Response (Baltimore and London: Johns Hopkins University Press). Γερμανικό πρω
τότυπο : Der Akt des Lesens: Theorie asthetischer Wirkung (Munich: Wilhelm Fink, 1976). Ivins, William M., J r (1953) Prints and Visual Communication (Cambridge, Mass.: Harvard University Press). Ja y n e s , Ju lia n (1977) The origins of Consciousness in the Breakdown of the
Bicameral Mind (Boston: Houghton Mifflin). Johnson, John William (1979a) “ Somali prosodic systems” , Horn of Africa, 2 (3) (July-September), 46-54. — (x979b) “ Recent contributions by Somalis and Somalists to the study of oral literaru re” , στό H ussein M. Adam (έ π ιμ .), Som alia and the World:
Proceedings of the International Symposium... Oct. 15 -21, 1979 , τόμ. I (Mogadishu: Halgan), 117-31. Jousse, Marcel (1925) Le Style oral rhythmique et mnemotechnique chez les Verbo-
moteurs (Paris: G. Beauchesne). ~ (x978) Le parlant, la parole, et le souffle, πρόλογος Maurice Houis, Ecole Pratique des Hautes Etudes, LAnthropologie dugeste (Paris: Gallimard). Kahler, Erich (1973) The Inward Turn of Narrative, μετάφρ. Richard καί Clara Winston (Princeton, NJ: Princeton University Press). Kelber, Werner (1980) “ Mark and oral tradition” , Semeia, 16, 7-55. — (1983) The Oral and the Written Gospel: The Hermeneutics of Speaking and
Writing in the Synoptic Tradition, Mark, Paul and Q. (Philadelphia: Fortress Press).
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦΙΑ
271
Kennedy, George A. (1980) Classical Rhetoric and its Christian and Secular
Tradition from Ancient to Modern Times (Chapel Hill, NC: University of North Carolina Press). Kerckhove, Derrick de (1981) “ A theory of Greek tragedy” , Sub-Stance, έκδοση
τής Sub-Stance Inc., University of Wisconsin, Madison (Summer 1981). Kiparsky, Paul (1976) “ Oral poetry: some linguistic and typological considera tions” , στό Benjamin A. Stolz καί Richard S. Shannon (έπ ιμ .), Oral
Literature and the Formula (Ann Arbor, Mich.: Center for the Coordination of Ancient and Modern Studies), 73-106. Kroeber, A.L. (1972) “ Sign language inquiry” , στό Garrick Mallery (έπιμ.), Sign
Language among North American Indians (The Hague: Mouton). Έπανέκ-
δοση Washington, D C, 1981. Lanham, Richard A. (1968) A Handlist of Rhetorical Terms (Berkeley: University of California Press). Leakey, Richard E. καί Lewin Roger (1979) People of the Lake: Mankind and its
Beginnings (Garden City, NY: Anchor Press Doubleday). Levi-Strauss, Claude (1963) Totemism , αγγλική μετάφραση τού Rodney Needham (Boston: Beacon Press). — (1966) The Savage Mind (Chicago: University of Chicago Press). Γαλλικός
τίτλος La pensee sauvage ( 19 62 ). — (1970) The Raw and the Cooked, αγγλική μετάφραση τών John καί Doreen Weightman (New York: Harper and Row). Γαλλικός τίτλος Le Cru el le
Cruit (1964). — (1979) Myth and Meaning , the 1977 Massey Lectures, C B S Radio Series, “ Ideas” (New York: Schocken Books). Levy-Bruhl, Lucien (1910) Les Fonctions men talcs dans les societes inferieure-s (Paris: F. Alcan). — (1923) Primitive Mentality, αγγλική μετάφραση τής Lilian A. Clare (New York: Macmillan). Γαλλικός τίτλος La mentalite primitive. Lew is, C [live] Sftaples] (1954) English Literature in the Sixteenth Century
(exluding Drama), τό μ . 3 τής Oxford History of English Literature (Oxford: Clarendon Press). Lloyd, Gfeoffrey] E[dward] Rfichard] (1966) Polarity and Analogy: Two Types of
Argumentation in Early Greek Thought (Cambridge, England: Cambridge
272
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
University Press). Lord, Albert B. (i960) The Singer of Tales, Harvard Studies in Comparative Literature, 24 (Cambridge, Mass.: Harvard University Press). — (1975) “ Perspectives on recent work in oral literature” , στό Joseph Duggan (έ π ιμ .), Oral Literature (New York: Barnes and Noble), 1-24. Lotrnan, Jurij (1977) The Structure of the Artistic Text, α γγλ ικ ή μετάφ ραση το υ R oland V roon , M ichigan Slavic C ontributions, 7 (Ann A rbor, M ich.: University of Michigan). Lowry Martin (1979) The World of Aldus Manutius: Business and Scholarship in
Renaissance Venice (Ithaca, N Y: Cornell University Press). Luria, Aleksandr Romanovich (1976) Cognitive Development: Its Cultural and
Social Foundations, έπιμέλεια Michael Cole, αγγλική μετάφραση τών Martin Lopez-Morillas καί Lynn Solotaroff (Cambridge, Mass. and London: Harvard University Press). Macherey, Pierre (1978) A Theory of Literary Production, α γγλ ικ ή μετάφ ραση το ύ Geoffrey Wall (London and Boston: Routlege and Kegan Paul). Γ α λ λ ι κός τίτλος Pour une Theorie de la production Uteraire (1966). Mackay, Ian (1978) Introducing Practical Phonetics (Boston: Little Brown). McLuhan, Marshall (1962) The Gutenberg Galaxy: The Making of Typographic
Man (Toronto: University of Toronto Press). — (1964) Understanding Media: The Extensions of M a il (New York: McGrawHill). McLuhan, Marshall καί Quentin Fiore (1967) The Medium is the Massage (New York: Bantam Books). Malinowski, Bronislaw (1923) “ The problem of meaning in primitive languages” , στό C.K . Ogden κα ί I. A. Richards (έ π ιμ .), The Meaning of Meaning: A
Study of the Influence o f Language upon Thought and of the Science of Symbolism, μέ εισ α γω γή το ύ J.P . Postgate καί συμ π λ η ρ ω μ α τικ ά δ ο κ ί μ ια τώ ν Br. Malinowski καί F.G. Crookshank (New' York: Harcourt, Brace; London: Kegan Paul, Trench, Trubner), 451-610. Mallery, Garrick (1972) Sign Language among North American Indians Compared
with That among Other Peoples and Deaf-Mutes, μέ ά ρ θ ρ α τώ ν A .L . Kroeber κ α ί C .F . Voegelin, Approaches to Sem iotics, 14 (The Hague: Mouton). ’Α ν ά τυ π ο μ ια ς μ ο νο γρ α φ ία ς π ο ύ δη μ ο σ ιεύ τη κ ε στά 1881
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
273
στήν πρώτη ’Αναφορά τής Εθνολογικής Εταιρείας. Maranda, Pierre, καί Maranda, Elli Kongas (έπιμ.) ( 1 9 7 1 ) Stuctural Analysis of
Oral Tradition (Philadelphia: University of Pennsylvania Press). Μελέτες
τών Claude Levi-Strauss, Edmund R. Leach, Dell Hyines, A. Julien Greimas, Victor Turner, James L. Peacock, Alan Dundes, Elli Kongas Maranda, Alan Lomax καί Joan Halifax, Roberto de Matta, καί David Maybury-Lewis. Markham, Gervase (1675) The English House-Wife, containing the inward and
outward Vertues which ought to be in a Compleat Woman: As her Skill in Physick, Chirurgery, Cookery, Extraction of Oyls, Banquetting stuff, Ordering of great Feasts, Preserving all sorts of Wines, con ceited Secrets, Distillations, Perfumes, Ordering of Wool, Hemp, Flax; Making Cloth and Dying; the knowledge of Dayries; Office of Malting; of Oats, their excellent uses in Families; of Brewing, Baking and all other things belonging to the Household. A Work generally approved, and now the Eighth Time much Augmented, Purged, and made the most profitable and necessary for all men, and the general good of this Nation (London: George Sawbridge). Marrou, Henri-Irenee (1956) A History of Education in Antiquity, αγγλική μετά
φραση τοϋ George Lamb (New York: Sheed & Ward). Meggit, Mervyn (1968) “ Uses of literacy in New Guinea and Melanesia” , στό Jack Goody ( έ π ιμ .) Literacy in Traditional Societies, (Cambridge, England: Cambridge University Press), 300-9. Merleau-Ponty, Maurice (1961) “ L ’Oeil et l’esprit” , Les Temps Modernes, 18, 1845 . Ειδικό τεϋχος: “ Maurice Merleau-Ponty” , 193 -227 . Miller Joseph C. (1980), The African Past Speaks: Essays on Oral Tradition and
History (London: Dawson; Hamden, Conn.: Archon). Miller, J[oseph] Hillis (1979) ‘O n edge; the crossways of contemporary criticism” ,
Bulletin of the American Academy of Arts and Sciences, 32, (2) (January), 1332. Miller, Perry καί Johnson, Thomas H. (1938) The Puritans (New York: American Book Co.). M urphy, Jam es J . (1974) Rhetoric in the Middle Ages: A History of Rhetorical
Theory from St Augustine to the Renaissance (Berkeley, Los Angeles, and London: University of California Press). Nanny, M ax (1973) Ezra Pound: Poetics fo r an Electric Age (Berne: A. Franke
274
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟ ΣΥΝΗ
Verlag). Nelson, William (1976-7) “ From ‘Listen, Lordings’ to ‘Dear Reader’” , University
of Toronto Quarterly, 4 6 , 1 1 1 -2 4 . Neumann, Erich (1954 ) The Origins and History of Consciousness, πρόλογος τού
C.G. Jung, αγγλική μετάφραση τού R.F.C. Hull, Bollingen Series, XLII (New York: Pantheon Books). Γερμανικό πρωτότυπο Ursprungsgeschichte
des Bewusstseins ( 1949 ). Obiechina, Emmanuel (1975) Culture, Tradition, and Society in the West African
Novel (Cambridge, England: Cambridge University Press). « Ή ανάμειξη
τών προφορικών καί εγγράμματων παραδόσεων δίνει στό μυθιστό ρημα τής Δυτικής ’Αφρικής τό χαρακτηριστικό, τοπικό χρώμα του» (σελ. 34). O’Connor, Mfichael Patrick] (1980) Hebrew Verse Structure (Winona Lake, Ind.: Eisenbrauns). Μέ μεγάλη ικανότητα καί αξιοσημείωτο νεύρο, χρησι
μοποιεί τό έργο τών Parry, Lord καί Ong γιά νά έπανεκτιμήσει τήν εβραϊκή ποίηση σύμφωνα μέ τίς νέες ανακαλύψεις γιά τούς προφο ρικούς πολιτισμούς καί τήν ψυχοδυναμική τους. O kpew ho, Isidore (1979) The Epic in Africa: Toward a Poetics of the Oral
Performance (New York: Columbia University Press). Oliver, Robert T . (1971) Communication and Culture in Ancient India and China (Syracuse, N Y: Syracuse University Press). Olson, David R. (1977) “ From utterance to text: the bias of language 111 speech and writing” , Harvard Educational Review, 47, 257-81. — (19 8 0 a ) “ On the lan guage and au th o rity o f te x tb o o k s ” . Jo u r n a l of
Communication, 30, (4) (Winter), 186-96.
— ( 19 80 b) (έπ ιμ.) Social Foundations of Language and Thought (New York: Norton). Ong, Walter J . (1958a) Ramus and Talon Inventory (Cambridge, Mass.: Harvard University Press). — (1958b) Ramus, Method, and the Decay of Dialogue (Cambridge, Mass.: Harvard University Press). — (1962) The Barbarian Within (New York: Macmillan). — (19 6 7a) In the Human Grain (New Y ork: M acm illan; London: C ollierMacmillan).
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦΙΑ
275
— (1.967b) The Presence of the Word (New Haven and London: Yale University Press). — ( 19 7 1) Rhetoric, Romance, and Technology (Ithaca and London: Cornell University Press). — (1977) Interfaces of the Word (Ithaca and London: Cornell University Press). — (1978) “ Literacy and orality in our times” , ADE Bulletin , 58 (September), 1-7. — (19 8 1) Fighting fo r Life: Contest, Sexuality, and Consciousness (Ithaca and London: Cornell University Press). Opie, Iona Archibald καί Opie, Peter (1952) The Oxford Dictionary of Nursery
Rhymes (Oxford: Clarendon Press). Opland, Je fffrey ] (1975) “ Imbongi Nezibongo: T he Xhosa tribal poet and the contemporary poetic tradition” , PMLA , 90, 185-208. — (1976) D iscussion following the paper “ Oral poetry: some linguistic and typological considerations” το ϋ Paul Kiparsky, στό Benjamin A. Stolz καί Richard S. Shannon (έ π ιμ .), Oral Literature and the Formula (Ann Arbor, Mich.: Center for the Coordination of Ancient and Modem Studies), 107-25. Oppenheim, A. Leo (1964) Ancient Mesopotamia (Chicago: University of Chicago Press). Packard, Randall M. (1980) “ The study of historical process in African traditions of genesis: the Bashu myth of Muhiyi” , στό Joseph C. Miller (έ π ιμ .), The
African Past Speaks: Essays on Oral Tradition and History (London: Dawson; Hamden, Conn.: Archon), 157-77. Parker, William R iley (1967) “ Where do English departments come from ?” ,
College English 28, 339 -51. Parry, Adam (1971) Introduction, pp. ix-xlii, κα ί σημειώσεις, passim στό Milman Parry, The Making of Homeric Verse: The Collected Papers ofMilman
Parry , έπιμ. Adam Parry (Oxford: Clarendon Press). Parry, Anne Amory (1973) Blameless Aegisthus: A study of άμνμων and Other
Homeric Epithets , M nem osyne: Bibliotheca C lassica Batava, Supp. 26 (Leyden: E.J. Brill). Parry, Milman (1928) L ’epithete traditionelle dans Homere (Paris: Societe Editrice Les Belles Lettres). ’Αγγλική μετάφραση, σελ. 1-19 0 , στό Milman Parry,
The Making of Homeric Verse, έπιμ. Adam Parry (Oxford: Clarendon Press,
1971)·
276
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
— ( 1971) The Making of Homeric Verse: The Collected Papers of Milman Parry ,
έπιμ. [ό γιός του] Adam Parry (Oxford: Clarendon Press). Peabody, Berkley (1975) The Winged Word: A Study in the Technique of Ancient
Greek Oral Composition as Seen Principally thr ough Hesiod’s Works and Days (Albany, N Y: State University of New York Press). Plaks, Andrew H. (1977) (έπ ιμ.) Chinese Narrative: Critical and Theoretical
Essays, πρόλογος τού Cyril Birch (Princerton, NJ: Princeton University Press).
Plato. Οί αναφορές στόν Πλάτωνα γίνονται μέ τούς συνηθισμένους Στεφάνειους αριθμούς μέ τούς οποίους οί αναφορές μπορούν νά βρε θούν σέ όποιαδήποτε κριτική έκδοση καί στίς περισσότερες χρηστι κές. Plato (1973 ) Phaedrus καί Letters VII καί VIII, εισαγωγή, μέ αγγλική μετά φραση τοϋ Walter Hamilton (Harmondsworth, England: Penguin Books). Potter, Stephen (1937) The Muse in Chains: A Study in Education (London: Jonathan Cape). Pratt, Mary Louise (1977) Toward a Speech Act Theory of Litera ry Discourse (Bloomington and London: Indiana University Press). Propp, V[ladimir Iakovlevich] (1968) Morphology of the Folktale, 2η αναθεωρη
μένη έκδοση (Austin and London: University o f Texas Press, γ ιά τήν American Folklore Society καί τό Indiana University Research Center for the Language Sciences). Reichert, John (1978) “ More than kin and less than kind: limits of genre theory” , σ τό Jo seph P. Strelka ( έ π ιμ .) , Theories of Literary Genre. Yearbook of
Com parative C riticism , τ ό μ . V I I I (U n iv e rsity Park and L o n d o n : Pennsylvania State University Press), 57-79. Renou, Louis (1965) The Destiny of the Veda in India , έ π ιμ . Dev. Raj Chanana (Delhi, Patna, Varanasi: Motilal Banarsidass). Richardson, Malcolm (1980) “ Henry V , the English chancery, and chancery English” , Speculum, 55, (4) (October), 726-50. Rosenberg, Bruce A. (1970) The Art of the American Folk Preacher (New York: Oxford University Press). — (1978) “ The genres of oral narrative” , στό Joseph P. Strelka (έ π ιμ .), Theories
of Literary Genre. Yearbook of Comparative Criticism, τό μ . V III (University
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦΙΑ
277
Park and London: Pennsylvania State University Press), 150-65. Rousseau, Jean-Jacques (1821) “ Essai sur l’origine des langues: ou il est parle de la melodie et de l’imitation musicale” , στό Oeuvres de J . J . Rousseau (21 τόμ., 1820-3), τόμ. 13 , Ecrits sur la musique (Paris: E.A . Lequien), 143-221. Rutledge, Eric (1981) “ The lessons of apprenticeship: music and textual variation in Japanese epic tradition” , ανακοίνωση στό ενενηκοστό έκτο ετήσιο
συνέδριο τής Modern Languages Association of America, New York, N Y, 27-30 Δεκεμβρίου, αΰξων αριθμός 487, “ Anthropological approaches to literature” , 29 Δεκεμβρίου. Χειρόγραφο πού μοϋ έστειλε ό συγγρα
φέας. Sam pson, G eoffrey (1980) Schools of Linguistics (Stanford, C alif.: Stanford University Press). Saussure, Ferdinand de (1959) Course in General Linguistics, αγγλική μετά
φραση τού Wade Baskin, επ ιμ έλ εια τών Charles B ally καί Albert Secheh aye, σέ συνεργασία μέ τόν A lb ert R eid lin g e r (N ew Y o rk : Philosophical Library). Γαλλικό πρωτότυπο (19 16 ). Αύτό, τό σημαν
τικότερο άπό τά έργα τού Saussure, συνετέθη άπό τίς σημειώσεις πού κρατούσαν οί φοιτητές του στά μαθήματα γενικής γλωσσολο γίας πού έδωσε στή Γενεύη στά 1906-7, 1908-9 καί 1910-11. Ό Saussure δέν άφησε δικές του σημειώσεις τών παραδόσεών του. Scheub, Harold (1977) “ Body and image in oral narrative performance” , New
Literary History, 8, 345-67. Περιέχει φωτογραφίες χειρονομιών καί κ ι
νήσεων άλλων μερών τού σώματος άπό γυναίκες άφηγήτριες τής φυλής τών Xhosa. Schmandt-Besserat, Denise (1978) “ The earliest precursor of writing” , Scientific
American, 238, (6) (June), 50-9. Εξετάζει τούς κούφιους, πήλινους βώ
λους, καί τά πήλινα δείγματα πού περιέχουν, οί όποιοι στή νεολιθι κή έποχή, άπό τό 9000 π.Χ. περίπου καί γιά μερικές χιλιετίες χρησιμοποιήθηκαν στή Δυτική ’Ασία, άπ’ ό,τι φαίνεται, γιά νά καταγρά φονται κοπάδια, φορτία δημητριακών καί άλλα προϊόντα. Πολύ π ι θανόν τό σύστημα αύτό νά άποτέλεσε πρόδρομη μορφή τής γραφής καί νά οδήγησε στήν πραγματική γραφή. Scholes, Robert καί Kellogg, Robert (1966) The Nature of Narrative (New York: Oxford University Press).
278
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Scribner, Sylvia καί Michael Cole (1978) “ Literacy without schooling: testing for intellectual effects” , Harvard Educational Review, 48, 448-61. Sherzer, Joel (1974) 44Namakke, Sunmakke, Kormakke: three types of Cuna speech event” , στό Richard Bauman and Joel Sherzer (έπιμ.), Explorations in the
Ethnography of Speaking (Cambridge, England, and New York: Cambridge University Press), 263-82, 462-4, 489. ’Ανάτυπο μέ τήν ϊδια σελιδαρίθ-
μηση: Institute of Latin American Studies, University of Texas at Austin, Offprint Series, 174 (n.d.). — (1981) “ The interplay of stucture and function in Kuna narrative, or, how to grab a snake in the Darien” , στό Deborah Tannen ( έ π ιμ .) , Georgetown
University Round Table on Languages and Linguistics 1981 (Washington, DC: Georgetown University Press), 306-22. Siertsema, B. (1955) A Study of Glossematics: Critical Survey of its Fundamental
Concepts (The Hague: Martinus Nijhoff). Solt, M ary Ellen (1970) ( ε π ιμ .) Concrete Poetry: A World View (Bloomington: Indiana University Press). Sonnino, Lee Ann (1968) A Handbook fo r Sixteenth-Century Rhetoric (London: Routledge and Kegan Paul). Sp arks, Edw in E rie ( ΐ 9 θ 8 ) ( έ π ιμ .) The Lincoln-Douglas Debates o f 1858 , Collections of Illinois State Historical Library, τό μ . Ill, Lincoln Series, τό μ . I (Springfield, 111: Illinois State Historical Library). Steinberg, S.H . (1974) Five Hundred Years of Printing, 3 η αναθεωρημένη
έκδοση άπό τόν James Moran (Harmondsworth, England: Penguin Books). Steiner, George (1967) Language and Silence: Essays on Language, Literature and
the Inhuman (New York: Athenaeum). Stokoe, William, C ., J r (1972) Semiotics and Human Sign Language (The Hague and Paris: Mouton). Stolz, Benjamin καί Richard S. Shannon (έ π ιμ .) (1976) Oral Literature and the
Formula (Ann Arbor, Mich.: Center for the Coordination o f Ancient and Modem Studies). Tambiah, S.J. (1968) “ Literacy in a Buddhist village in north-east Thailand” , στό Jack Goody (έ π ιμ .) Literacy in Traditional Societies (Cambridge, England: Cambridge University Press), 85-131. Tannen, Deborah (1980a) “ A comparative analysis of oral narrative strategies:
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦΙΑ
279
Athenian Greek and American English” , στό Wallace L. Chafe(s7ii^ .) The
Pear Stories: Culture, Cognitive, and Linguistic Aspects o f N arrative Production (Norwood, Nj: Ablex), 51-87. — (19 8 0b ) “ Im plications o f the oral\literate continuum for crosscu ltural communication” , στό James E. Alatis (έ π ιμ .), Georgetown University Round
Table on Languages and Linguists 1980 : Current Issues in B ilingu al Education (Washington, DC: Georgetown University Press), 326-47. T illy a rd , E .M .W . (1958) The Muse Unchained: An Intimate Account of the
Revolution in English Studies at Cambridge (London: Bowes and Bowes). Toelken, Barre (1976) “ The ‘pretty languages’ of Yellowman: Genre, Mode, and Texture in Navaho Coyote Narratives” , στό Dan Ben-Amos (έπιμ.), Folklore
Genres (Austin, Texas, and London: University of Texas Press), 145-70. Visible Language (προηγούμενος τίτλος Journal of Typographic Research). Δη
μοσιεύει πολλά αξιόλογα άρθρα γιά τήν τυπογραφία, τή διαμόρφω σή της καί τήν έξέλιξή της,τά ψυχολογικά καί πολιτισμικά της απο τελέσματα κ.λ π . Watt, Ian (1967) The Rise of the Novel: Studies in Defoe, Richardson, and Fielding (Berkeley: University of California Press). Α ν α τ. 1957Whitman, C edric M. (1958) Homer and the Homeric Tradition (Cambridge, Mass.: Harvard University Press). ’Ανατ. New York: Norton, 1965. Μελετά
τή «γεωμετρική δομή» τής Τλιάδας 249-84 (καί διάγραμμα στό τ ε τρασέλιδο παράρτημα μετά τή σελίδα 336). Ό "Ομηρος, μέ τήν τ ε χνική τής δακτυλοειδοϋς σύνθεσης (τελειώνοντας ένα έπεισόδιο μέ τόν ϊδ ιο λογότυπο μέ τόν όποιο άρχισε), οργανώνει τήν Ίλιάδα (άσυνείδητα;) μέ έναν γεωμετρικό τρόπο πού μοιάζει μέ διαδοχι κούς έγκιβωτισμούς. Ή Ίλιάδα ύφαίνεται άπό άπλά έπεισόδια, ή Όδύσσζια είναι πιό σύνθετη (σελ. 306 κ.έ.). Wilks, Ivor (1968) “ The transmission of Islamic learning in the western Sudan” ,
στό Ja ck G oody (έπ ιμ .) Literacy in Traditional Societies (Cambridge, England: Cambridge University Press), 162-197. Wilson, Edward O. (1975) Sociobiology: The New Synthesis (Cambridge, Mass.: Belknap Press of Harvard University Press). Wolfram, Walt (1972) “ Sociolinguistic premises and the nature o f nonstandard dialects” , στό Arthur L. Smith ( έ π ιμ .), Language, Communication, and
280
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Rhetoric in Black America (New York: Harper and Row), 28-40. Yates, Frances A. (1966) The Art of Memory (Chicago: University o f Chicago Press). Z w ettler, M ichael J . (1977) The Oral Tradition of Classical Arabic Poetry (Columbus, Ohio: Ohio State University Press).
Ευρετήριο
Abrahams, Roger, 58
Bloom H arold, 19 1
A chebe, Chinua, 45, 13 1
Bloom field, Leonard, 18
Ahern, Jo h n , 67
B oas, Franz, 252
Akinnaso, F .N ., xxx-xxxi
Boas, George, 67
Antinucci, Francesco, 87-88
B obangi, 274
A usten, Ja n e , 19 0 , 207, 221-222
B odley, Sir T hom as, 113
Austin, J .L ., 245
Boerner, Peter, 145 Bohannan, Laura, 64
Balogh, Jo se f, 164
Bourdieu, R ., xxxi
Barth, F., xxxi
Boyarin, J ., xxxi
Basham, A. L ., 90
Bright, William, 90
Bashu, 65
B row ning, Robert, 113
Basso, Κ ., xxviii
Bruns, Gerald, 184
Baum l, Franz H ., 8 ,1 6 3
Bryan, William Jennings, 53
Bayer, Jo h n G ., 228
Bynum , D avid E ., 29-31
Beowulf,\ 47, 58, 84 Berger Brigitte, 76
Calvet, L .-J., ix, xxvii, xxxi
Bergk, T heodor, 208
Carothers, J.C ., 68
Bernstein Basil, 171
Carter, Thom as Francis, 168
Berthelet, T hom as, 171
Chadwick, Hfector] Munro, 9
Besnier, N ., xxv, xxvii, xxxi
Chadwick N[ora] Kershaw, 9
Biebuyck, D aniel, 92, 2 10 , 233
C hafe, W allace L ., 2, 49, 53, 88,
Bleich, D avid, 247 Bloch, M ., xxiii, xxviii
110 Champagne, Roland A ., 5
282
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
Chardin, Teillard de, xiv
Edm onson, Munro E ., 4
Chaytor, H fenry] J[o h n ], 2
Edwards, V ., xvi
C hild, Francis Jam es, 18
Eisenstein, Elizabeth, 3 6 ,1 6 8 ,1 8 2
C hurchill, W inston, 54, 228
Eliade, M ircea, 10 1
Cipolla, C ., xxxi
Ellendt, J .E . , 23
C la n c y , M .T ., 3 2 , 1 14 , 13 2 - 13 9 ,
Elyot, Sir T hom as, 171
17 0 ,17 7 -17 8 Cohen, M urray, 9, 239
Eoyang, Eugene, 34 Essien, Patrick, 231
C ole, M ichael, xxviii, x x x , 72, 119 , 12 4
Faik-Nzuji, Clementine, 51
copia , 54 , 14 8
Farell, T hom as, xviii, 215
Corm ier, Raym ond J ., 8
Fernandez, Jam es, 72
C ortazar, Ju lio , 2 11
Fielding, H enry, 214, 220
Creed, Robert, P., 33
Finnegan, R uth, x x v i, 6, 10 , 3 1,
Cronkite W alter, 174
60, 85-86, 14 6 -14 7 , 188
C ro sb y, R uth, 164, 170 , 227
Fish, Stanley, 247
Culler, Jonathan, 241
F o le y, Jo h n M iles, 3 , 3 1 , 3 3 , 3 5 ,
C ulley, Robert C ., 251
50 , 84-85, 226
Cum m ings, E .E ., 184
Forster, E .M ., 217
Cuna (Kuna), 49, 85
Freytag, π υ ρ α μ ίδ α τ ο ϋ , 2 0 3 -2 13
Curschmann, M ichael, 226
Fritschi, G erhard, 18 1, 231 Frye, N orthrop, 13
D aly, L lo yd S ., 177-178 Dee, G oong An ('Judge D ee'), 214, 268
Ganda, 65 G elb , I[gnace] J . , 117 , 119 , 126
D efoe, D aniel, 214 , 219-220
Gellner, E ., xxxi
Digges, D ., xxxi
Givon, Talm i, 49
D ir in g e r , D a v id , 1 1 7 , 1 1 9 - 1 2 0 ,
Gonja, 64
125 Douglas, Stephen A ., 196
Goldin, Frederick, 8 G oody, Ja c k (John Rankine), xxii-
Diintzer, H ., 23-24
xxiv, x x x i, 2, 18 , 35 , 55, 62, 64,
D urand, Gelbert, 158
8 3 -8 4 , 13 0 - 13 2 , 13 9 , M l, 14 8 ,
Dykem a, Karl, 186
153 , 177 , 183 gradus ad Parnassum, 2 5
Eadm erxoo Κ α ντ έρ μ π ο υ ρ ι, 32
Greim as, A .J., 239
Eckvall, R .B ., 13 1
G rice, H .P ., 245-246
283
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Grim m , Jaco b , 18
Iser, W olfgang, 226, 247
Grim m , W ilhelm, 18
Ivins, W illiam , 18 0 -18 1
Griot, 65 Gronbeck, B ., xii, xviii
Jakpa, Ndewura, 64-65
G ulik, Robert Hans van, 214
Jam es, W illiam, 147
Gumperz, Jo h n H ., 2
Jam es, H enry, 216
G unkel, Herm ann, 251
Jayn es, Julian, 36-37
G uxm an, M .M ., 152
Johnson, Jo h n William, 86 Jon son , Ben, 220
H adas, M oses, 227
Jo u sse, M arcel, 23, 44, 93
Hajnal, Istvan, 227 Halverson, J ., xxiii, xxx-xxxi, xxxxxxi
Kahler, Erich, 215, 258 K elber, W erner, 251
H ardouin, Pere Jean , 21
Kellogg, Robert, 218
H arms, Robert W ., 65
Kennedy, George A ., 156
H artm an, G eoffrey, 18 5 , 243-244
Kiparsky, Paul, 90
H augen, Einar, 2, 5, 152
K nox, V icesim us, 17
H avelock, E ric A ., x iii, 3, 27-28,
Kroeber, A .L ., 4
3 3 -3 5 , 4 4 -4 5 , 5 5 , 5 7 , 6 1, 6 6 , 9 0 , 9 2 , U 2 , 114 , 12 6 , 13 2 , 14 9 ,
Kylick, D ., xxviii
1 5 5 , 18 2 , 2 0 1, 2 0 8 , 2 3 7 , 2 4 2 ,
Lang A ndrew , 18-19
249 H aw kes, T e re n c e , 18 0 , 226, 2 31,
Lanham , R ichard, 156
2 3 3 ,2 3 7 ,2 3 9 H aymes, Edw ard R ., 226
Leakey, R ichard E ., 117
Leach, Edm und, 65 Levi-Strauss, C ., ix, xx
Hedelin, Francois, 20
Levy-Bruhl, Lucien, 67, 252
H enige, David, 65
L e w is, C .S ., 154-155
H erbert, G eorge, 183
Llo yd , G .E .R ., 158
H irsch, E .D ., 5 ,1 5 4
LoDagaa, 84
Hockett, C h., xv, 18
Lokele, 63
H olland, Norman, 247
Lord , Albert B ., xiii, 3, 27, 30 , 33,
Holoka, Jam es. P., 33
3 5 , 79, 8 1, 84, 88-90
H opkins, Gerard Manley, xiii, 182
Lotm an, Ju rij., 5 ,1 0 4
Horner, W inifred Bryan, 246
L o w ry , M artin, 1 1 1 - 1 1 2
H ow ell, W ilbur Sam uel, 156 -15 7,
L u b a, 51
16 5
L u ria , A le x a n d e r R o m a n o v ic h ,
284
xix, x x ix , 62, 67-77
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
O ’Connor, Catherine, 2
Lyly, Jo h n , 228
O ’ C o n n o r, M fich ael P atrick ], 2,
Macaulay, Thom as Babington, 54,
Okpewho, Isidore, 3, 34, 58, 66
251 228
Olson, D ., xx
McGujfey’s Readers, 16 5
Ong, Walter, x-xviii
M acherey, Pierre, 239-240
Opie, Iona Archibald, 64
M ackay, Ian, 12 1
Opie, Peter, 64
M cLuhan, Marshall, xii-xiii, xv
O pland, Jeffrey, 3 1, 60, 84-85
M cPherson, Jam es, 18
Oppenheim, A. Leo, 55
Magoun, Francis, 33
O rderic V italis, 134
Malinowski, Bronislaw, 40, 70, 94 Mallery, Garrick, 4
Parker, William Riley, 235
Maranda, Elli Kongas, 2
Parry, Adam , 19 , 2 1, 29-33
Maranda, Pierre, 2
Parry, Anne Am ory, 67
M ateene, K ahom bo C ., 9 2, 2 10 ,
Parry M ilm an, xiii, 3, 10 , 20, 22-
23 M ead, M ., x x x M eggit, M ervyn, 132 Meillet, Antoine, 208
33 Peabody, Berkley, 8 1, 91-92, 205, 2 0 7 -2 0 8 , 2 10 -2 11, 2 16 -2 17 , 2 3 7 -2 3 8
M iller, Jo se p h C ., 3 4 ,2 19
Percy, T hom as, 18
M iller, Perry, 34 , 219
Peter, Em rys, 192, 243
M ilton, Jo h n , 204
Plaks, Andrew H ., 35
Murasaki Shikibu, Lady, 207
Potter, Stephen, 235
M urphy, Jam es, 156
Pratt, M ary Louise, 245
M w indo, μ ύ θ ο ι, 26, 5 8 , 6 i, 9 6,
P ro p p , V [la d im ir Ia k o v le v ic h ],
17 9 , 2 0 1, 2 10 , 233
2 38
M yoro, 65
Pulaw at, κ ά το ικο ι τών νήσων,
Nashe, Thom as, 59, 228
Pulgram, Ernst, 18
Navaho, 77
Pynchon, Thom as, 221
N elson, W illiam , 8, 164, 170 , 227-
Pynson, Richard, 187
75
228 Neumann, Erich, 258
Qoheleth (Εκκλησιαστής), ι 7
Obiechina, Emmanuel, 280
Ramus, Peter (Pierre de la Ramee),
285
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
x ii, 1 9 2 ,2 4 3 Rappaport, J ., xxvi-xxviii, xxxi
Squarciafico, H ieronim o, 111 Steinberg, S .H ., 17 1, 180
Renou, Louis, 90
Steiner, G eorge, 16 8 ,18 7 , 230
Richardson, M alcolm , 152, 220
Sterns, Laurence, 183
Richardson, Sam uel, 152, 220
Stoltz, Benjamin, 32
Riffaterre, Michael, 247
Street, B ., xxiv, xxvi-xxvii, xxxi
R obbe-G rillet, Allan, 2 11
Stroud, D ., xxviii
Rosenberg, Bruce, 35
Stubbs, M ., ix
Rousseau, J .- J., xix
Subotnik, M orton, 116
R ureke, C andi, 6 1, 2 10 , 233
Sweet, Henry, 2
Sam pson, Geoffrey, 2, 41
Tannen, Deborah, 3, 32
Sapir, Edw ard, 18
text, 13 , 18 5
Saussure, F ., xix, xxiv
T extor, Ioannes Revisius, 178
Saw yer, P .H ., 138
Thom as de M uscham ps, 136
Scheub, H arold, 92
Thom as, Rosalind, xiii
Schmandt-Besserat, Denise, 120
T illyard , E. M. W ., 235
Schribner, Sylvia, xxviii, 72, 119 ,
T iv , 64
12 4 Scholes, Robert, 202, 218
T o d o ro v, Tzvetan, 239, 241
Searle, Jo h n R ., 245
T ylor, E ., xxi
Tonkin, E ., xi
Sejong, K ing, 12 9 -130 Seneca, γ λ ώ σ σ α τ ώ ν Ιν δ ιά ν ω ν ,
88
Updike, Joh n , 97 Usener, Hermann, 208
Shannon, Richard S., 32 Sherzer, Jo e l, 49, 85-86, 88
Vachek, J . , 18
Shikibu, Murasaki, Lady, 207
V ai, x x ix , 119 , 124
Sidney, Sir Philip, 228
V aughan, H enry, 113
Silverstone, R ., xviii
Visible Language, 17 5
Sienkevicz, T h ., xvi
Vygottsky, Lev, 67
Smollett, T obias G eorge, 214 Sollers, Philippe, 239, 241
Wagner, D ., xxviii, x x x
Solt, M ary, Ellen, 184
W att, Ian , x x ii, 57 , 62, 64, 1 3 1 ,
Sonnino, Lee Ann, 157
13 9 , 2 19 -2 2 0
Sparks, Edw in Erie, 196
Whitman, C edric M ., 33, 206
Spenser, Edm und, 229
W ilam owitz-M oellendorff, Ulrich
286
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
νοη, 208 W ilkinson, A ., xi W ilks, Ivor, 132 W ilson, Edw ard Ο ., 64, ιι8 W ilson, G odfrey, 118 W ilson, M onica, 64 W olf, Friedrich August, 22
Βεδικοί ύμνοι, 208 Βίβλος, προφορικότητα στήν, 103 Β ιργίλιος, 229 Βιτρούβιος, 182 Βοκάκιος, Τζιοβάνι, 146
W ood, R obert, 21, 29
γενεα λο γίες, προφ ορικές, 65Xhosa, π ο ιη τές , 3 l Yates, Frances A ., 97, 10 5, 186
αγγλική γλώσσα, ώς γραφόλε χτος, 152-153 ΑΥγισθος, 67 αινίγματα, 5 1 , 58, 72, 76 Αισχύλος, 258 Αίνζιάδα, 229 ’Αμβρόσιος τού Μιλάνου, 170 άμερικανοί Ινδιάνοι, προφορι κή ποίησή τους, 8 8 , 117, 1 2 1 , 201
’Αναλυτικοί, ομηριστές, 22 άποδόμηση, 107,185, 236, 244 άραβικά ψηφία, 123 αραβικό αλφάβητο, 125,163 ’Αριστοτέλης, 7, 155, 203-205, 249 Α ύγουστίνος, έπίσκοπος Τππώνος, 46 Α ύ σ τρα λία , π ρω τόγονοι τής, 92 αφαίρεση, 58, 66-67, 72, 103 αναλφαβητισμός, 70-73
66 γιαπωνέζικη προφορική αφή γηση, 87 Γιουγκοσλάβικο έπος, 30 γ λ ω σ σ ο λ ο γ ικ ό ς κ ύ κ λ ο ς της Πράγας, 18 γραφόλεκτος, 5 , 151-154 γυναίκες συγγραφείς, 159 διαγράμματα, 139,143 Δραγώνα, Θ ., xxxi έγγραμματοσύνη, κα ί ισ τ ο ρ ία , 15, 2 2 6 228 πού δ υ σ κ ο λ ε ύ ε ι το ύ ς προφορικούς π ο ιη τές, 205206 καί φ ιλοσοφ ία, 15, 34, 248-250 καί επ ισ τή μ η , 15, 182, 251 Έ γ ελ ο ς , 250 ειρω νεία, καί γραφή, 147 ’Εκκλησιαστής, 17, 45 Έ νω τικοί, ομηριστές, 22 έξετάσεις, γραπτές, 76
287
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
έπανασύνδεση, 52 επ ίθετα , 46 ’Έ ρασμος, Ντεζιντέριους, 69 Ε ύριπίδης, 190, 219, 258 η λ εκ τ ρ ο ν ικ ό ς μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σμός, 193-194 Η σίοδος, 4 4 ,205 ήχος, φαινομενολογία τοϋ, 101 Θερβάντες, 214 θρησ κευτικές π ρ α κ τικ ές, 5556 θρησκευτικές παραδόσεις καί ιερά κείμενα, 150, 259 Θωμάς, Ά κινάτης, 134 Ίλιάδα, 3, 1 9 -2 2 , 26, 33, 37, 56-58, 79, 80, 139, 180, 206, 229 Ίντερλούδιο, 87 Καζαντζάκης, Νίκος, 5 7 , 229 κείμενο, ώς πρόφαση, 185, 234 Κοράνι, x xix, 159, 259 Κοϊντιλιανός, 157 Κικέρων, 19,149 Κυρτάτας, Δ . , xi Λατινική, Λόγια, 154 Λ ίβιος, 248 μαρξιστική κριτική, 2 3 4 , 239 Μαρτιάλης, 187 μνήμη, προφορική, 78-79, 90, 9 2 ,9 6 ,2 0 2 -2 1 0 ,2 5 1 Μ πετόβεν, Λουντβιχ, 116
Νευτων, Σ έρ Ισα άκ, 162 Ό βίδιος, 150 ’Οδύσσβια, 3, 19-22, 26, 37, 7980 ,2 5 3 'Ό μηρος (ομηρικά π ο ιή μ α τα , ά ρχα ιο-ελλη νικά έπ η ), 192 1 ,2 6 ,6 7 ,1 0 6 ,1 8 0 ,2 0 4 - 2 0 5 , 210,238 όμιλοϋντα τύμπανα, 63 Ό ράτιος, 238 Οίδίπους, 219, 221 Παπαταξιάρχης, Ε . , xxviii Πεισίστρατος, 19, 21 Πλάτων, xix-xx, 28-29, 6 1 ,1 1 0 1 1 4 ,1 3 2 ,1 3 6 ,1 4 9 ,1 5 5 ,2 4 2 «π ρο φ ορική γ ρ α μ μ α τ εία », 8, 1 1 ,1 3 -1 5 ,2 0 4 προφ ορική μνήμη, σω ματική συνιστώσα στήν, 92 προφορικοί πο λιτισ μοί, 9, 15, 19, 5 3 -5 7 , 62 , 6 6 , 6 8 , 109, 139 προφ ορικότητα, πρω ταρχική, 2 ,9 ,1 0 ,1 5 ,4 0 ,9 5 ,1 0 5 ,1 9 5 ραψωδία, 2 1 , 5 6 , 5 9 , 206 ρ η το ρ ικ ή , 9 4 , 1 5 8 -1 5 9 , 196197 Σαίξπηρ, xvi, 60 Σαπφώ, 211 Σομαλοί, προφορικοί ποιητές,
86 Σουμερία , γραφή στήν, 55
288
Σοφοκλής, 2 1 9 ,1 1 0 ,1 συλλογισμός, κ ειμ ενικ ή βάση τ ο υ ,70-72 Σωκράτης, 60-112,146
Τ α λ μ ο ύ δ ,92-93 τελετουργία , προφορική, 89 Τσιτσιπής, Λ. xi Τσουκαλάς, Κ., xxxi
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΜ Μ ΑΤΟΣΥΝΗ
υ π ο λ ο γ ισ τ έ ς , 1 1 0 -1 1 2 , 11 4 , 1 7 3 ,1 9 4 ,2 3 7 ,2 4 9 φ όρμο υλα ,46 Φραγκουδάκη, Α xxxi χ ε ιρ ο γ ρ α φ ικ ό ς π ο λ ιτ ισ μ ό ς , π ρ ο σ α ν α το λ ισ μ έν ο ς π ρός τό ν π α ρ α γ ω γ ό , 170, 175, 179,190-191
Σ ε τί διαφέρει -εφόσον διαφέρει- ο τρόπος με τον οποίον εκφράζονται και σκέπτονται οι άθρωποι στις προ φορικές κοινωνίες -κοινωνίες στις οποίες η τεχνική της γραφής και της ανάγνωσης είναι άγνωστη ή ελάχιστα διαδεδομένη- από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται και σκέπτονται οι άνθρωποι στις εγγράμματες κοινω νίες - κοινωνίες στις οποίες η τεχνική της ανάγνωσης και της γραφής είναι γνωστή και διαδεδομένη; Πώς επιδρά η σταδιακή «εσωτερίκευση της γρα φής» από τη συνείδηση του «μοντέρ νου ανθρώπου» στη δημιουργία της μυθιστορηματικής πλοκής, στην ανά πτυξη της σύγχρονης επιστήμης, φι λοσοφίας και κριτικής σκέψης; Στο υποδειγματικό εισαγωγικό του β ι βλίο, ο Walter Ong συνοψίζει με εύ ληπτο και γοητευτικό τρόπο τον προ βληματισμό και τα κυριότερα αποτε λέσματα των μελετών που αφορούν τη σχέση της προφορικότητας και της έγγραμματοσύνης.