Χαρούκι Μουρακάμι ΟΧαρουκι Μουρακαμι, που θεωρείται ένας απο τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννηθηκε στο Κιότο το 1949. Γνωρίστηκανμε τη γυναίκα του τη Γιόκο στο πανεπιστήμιο κι ανοιξαν στο Τόκιο ένα τζαζ κλαμπ με το όνομα Peter Cat. Η τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματος του Νορβηγικό δάσος (1987) τον εκανε διάσημο στη χώρα του.^ Υστερα εγκατέλειψε την Ιαπωνία κι επέστρεψε το 1995. Έχει γράψει επίσης τα βιβλία After the Quake, Dance Dance Dance. Hard-boiled Wonderland and the End of the World, A Wild Sheep Chase, Underground (το πρώτο δοκιμιακό του έργο), Sputnic Sweetheart και South of the Border, West of the Sun. Εχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα τα έργα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλ ντ, του
Τρούμαν Καπότε, του Τζον Ιρβινγκ και του Ρέιμοντ Κάρβερ. Από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημα του Το κουρδιστό πουλί.
ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ
Νορβηγικό δάσος Μετάφραση ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Haruki Murakami, Norwegian Wood 1η έκδοση: Φεβρουάριος 2 0 0 7 Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρία Αγγελίδου Επιμέλεια: Στέλλα Βρετού Διόρθωση: Αρετή Μπουκάλα © 2 0 0 0 , Haruki Murakami (Ο 2005, για την ελληνική γλώσσα Ι^νκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ Σολ(ομού 25, 106 82 Αθήνα, τηλ. 2 1 0 . 3 8 . 2 7 . 3 4 1 ΙΙλάτωνος 17, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2 3 1 0 . 2 3 1 . 8 0 0 e-mail: ()
[email protected] www. ocean ida. gr I Ιλεκτρονική στοιχειοθεσία-Σελιδοποίηση: Εκδόσεις «Ωκεανίδα» Κκτύπωση: Μ. Σπύρου & Σία ΑΕ Βιβλιοδεσία: Βιβλιοδομή ΑΕ I S B N 978-960-410- 4 5 5 - 0
Πα πολλές
μέρες
χαράς
Ήμουν τριάντα εφτά χρονών τότε, δεμένος στη θέση μου μέσα στο πελώριο Μπόινγκ 747 που ετοιμαζόταν να βουτήξει μέσα από τα πυκνά σύννεφα για να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Αμβούργου, Η παγωμένη βροχή του Νοεμβρίου μούσκευε τη γη, δίνοντας στα πάντα όψη μελαγχολικού φλαμανδικού τοπίου: στους τεχνικούς κάτίο στον αεροδιάδρομο που φορούσαν αδιάβροχα, στη ση[ΐαία πάνω από το χαμηλό κτίριο του αεροδρομίου, στη γιγαντοαφίσα με τη διαφήμιση της ΒΜ\ν. Μάλιστα... ξανά στη Γερμανία λοιπόν. Μόλις το αεροσκάφος ακούμπησε στο έδαφος, απαλή μουσική άρχισε ν' ακούγεται από τα ηχεία της οροφής: μια γλυκιά ορχηστρική διασκευή του ((ΝθΓλνΘ§ίαη ν^οοά» (Νορβηγικό δάσος) των Μπιτλς. Η μελωδία αυτή πάντα μ' έκανε ν' ανατριχιάζω - αυτή τη φορά πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Άθελά μου έγειρα μπροστά κι έπιασα το κεφάλι μου με τα δυο μου χέρια για να μην ανοίξει. Μία από τις Γερμανίδες αεροσυνοδούς με πλησίασε τότε και με ρώτησε στα αγγλικά αν ήμουν εντάξει.
10
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
((Μία χαρά», απάντησα. ((Μια ζάλη είναι, μόνο». ((Είστε βέβαιος;» ((Ναι, είμαι βέβαιος. Ευχαριστώ». Μου χαμογέλασε κι έφυγε. Η μουσική άλλαξε* από τα ηχεία ακουγόταν τώρα μια μελωδία του Μπίλι Τζόελ. Ίσιωσα τη ράχη μου και κοίταξα έξω από το παράθυρο τα σκούρα σύννεφα που κρέμονταν πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα, σκεπτόμενος όλα αυτά που είχα χάσει ήδη στη ζωή μου: τον χαμένο καιρό, τους φίλους που είχαν πεθάνει ή εξαφανιστεί, τα συναισθήματα που δεν επρόκειτο να ξαναζήσω. Το αεροπλάνο σταμάτησε. Οι επιβάτες άρχισαν να λύνουν τις ζώνες τους, να βγάζουν τις αποσκευές τους από τα ντουλάπια πάνω από το κεφάλι τους. Όλη αυτή την ώρα εγώ βρισκόμουν νοερά σ' ένα λιβάδι. Μύριζα το γρασίδι, ένιωθα το αεράκι στο πρόσωπό μου, άκουγα τα πουλιά. Φθινόπωρο 1969, λίγο πριν κλείσω τα είκοσι. Η αεροσυνοδός πέρασε και με ξαναρώτησε αν ήμουν εντάξει. ((Μια χαρά, ευχαριστώ», της είπα με χαμόγελο. ((Μ' έπιασε μόνο μια ξαφνική μελαγχολία». ((Το παθαίνω κι εγώ καμιά φορά. Ξέρω τι εννοείτε». Μου χάρισε ένα αξιαγάπητο χαμόγελο. ((Απί* \νίθ(1θΓΗϋΙιοη. Στο επανιδείν λοιπόν, και καλή συνέχεια στο ταξίδι σας». ((ΛιιΓ\νΐ6(1θΓδθ]ιβη», απάντησα.
Δεκαοχτώ χρόνια έχουν περάσει κι όμως μπορώ να θυ[ί.η θώ με κάθε λεπτομέρεια εκείνη τη μέρα στο λιβάδι. ΙΥΙέ
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
11
ρες σιγανής βροχής είχαν ξεπλύνει τη σκόνη του καλοκαιριού κι οι λόφοι ολόγυρα έλαμπαν μ' ένα βαθύ αστραφτερό πράσινο. Το αεράκι του Οκτωβρίου έκανε τα ψηλά χόρτα να κυματίζουν. Τα σύννεφα, λεπτές αχνές γραμμές, έμοιαζαν καρφιτσωμένα στο θόλο του παγωμένου γαλάζιου που ήταν ο ουρανός. Ήταν τόσο ψηλά που σχεδόν πονούσαν τα μάτια μου όποτε τον κοίταζα. Φυσούσε, κι ο αέρας, πριν τρυπώσει ανάμεσα στα δέντρα, έπαιζε με τα μαλλιά της Ναόκο. Τα φύλλα θρόιζαν στις κορφές τους. Από μακριά ακουγόταν ένας σκύλος ν' αλυχτάει σιγανά, πνιχτά γαβγίσματα που έμοιαζαν να 'ρχονται από το κατώφλι ενός άλλου κόσμου. Άλλος ήχος δεν έφτανε στ' αυτιά μας. Ούτε συναντήσαμε κανέναν. Μόνο δυο κατακόκκινα πουλιά πετάχτηκαν τρομαγμένα από τη μέση του λιβαδιού και πέταξαν να κρυφτούν στο δάσος. Καθώς βαδίζαμε πλάι πλάι, η Ναόκο μου μιλούσε για πηγάδια. Αλλόκοτο πράγμα η μνήμη. Όταν πατούσα πράγματι με τα δυο μου πόδια σ' εκείνο το λιβάδι, καμιά προσοχή δεν έδωσα στο τοπίο γύρω μου. Στιγμή δεν μου πέρασε απ' το νου ότι θα έμενε χαραγμένο στη μνήμη μου κι ούτε φανταζόμουν ότι δεκαοχτώ χρόνια αργότερα θα το θυμόμουν με τόσες λεπτομέρειες. Τη μέρα εκείνη δεν έδινα δεκάρα για το σκηνικό. Σκεφτόμουν τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν την όμορφη κοπέλα που περπατούσε δίπλα μου. Σκεφτόμουν εμάς τους δυο μαζί κι ύστερα πάλι τον εαυτό μου. Ήμουν στην ηλικία, όπου ό,τι έβλεπα, ό,τι ένιωθα, ό,τι σκεφτόμουν, επέστρεφε σαν μπούμερανγκ σ' εμένα. Και το χειρότερο, ήμουν ερωτευμένος. Ήταν ένας έρωτας με δυσκολίες. Το σκηνικό λοιπόν ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε.
12
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
Τώρα όμως το λφάδι είναι, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου όταν η σκέψη μου γυρίζει σ' εκείνη τη μέρα. Η μυρωδιά του γρασιδιού, η ανεπαίσθητη ψύχρα του αέρα, η γραμμή των λόφων, το γάβγισμα κάποιου σκύλου: αυτά θυμάμαι με απερίγραπτη ζωντάνια, λες και δεν έχω παρά ν' απλώσω το χέρι μου για να τ' αγγίξω. Όμως στην εικόνα που ζωντανεύει στο νου μου, όσο καθαρή και ζωηρή κι αν είναι, δεν βλέπω κανέναν. Κανέναν. Ούτε η Ναόκο είναι εκεί ούτε εγώ. Πού χαθήκαμε; Πώς έγινε τέτοιο πράγμα; Όλα όσα μου φαίνονταν σπουδαία τότε - η Ναόκο, κι εγώ όπως ήμουν τότε, κι ο κόσμος μου όπως τον ήξερα τότε: πού πήγαν όλα αυτά; Δυσκολεύομαι να θυμηθώ ακόμα και το πρόσωπό της - τουλάχιστον στην αρχή. Το μόνο που μου έχει απομείνει είναι το φόντο, το άψυχο σκηνικό. Μια εικόνα χωρίς ανθρώπους. Εντάξει, αν το σκεφτώ για λίγο, το θυμάμαι το πρόσωπό της. Συνδυάζω εικόνες - τα μικρά κρύα χέρια της· τα ίσια μαύρα μαλλιά της, λεία και δροσερά στο άγγιγμα· τον μαλακό στρογγυλό λοβό του αυτιού της κι από κάτω μια μικροσκοπική ελίτσα' το καμηλό παλτό που φορούσε το χειμώνα· τη συνήθειά της να με κοιτάζει ίσια στα μάτια όποτε με ρωτούσε κάτΐ' τον τρόπο που η φωνή της έτρεμε ανάλαφρα πότε πότε, σαν να μου μιλούσε πάνίο στην κορφή ενός λόφου με δυνατό αέρα... Και ξαφνικά το πρόσωπό της επιστρέφει, προφίλ πάντα στην αρχή, για τί η Ναόκο κι εγώ πάντα περπατούσαμε δίπλα δίπλα. Έπειτα τη βλέπω να στρέφεται προς το μέρος μου: χα μογελάει και γέρνει ελαφρά το κεφάλι της κι αρχίζει να μιλάει και με κοιτάζει στα μάτια σαν να ψάχνει στο βυ
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
13
θό μιας κρυστάλλινης λίμνης πασχίζοντας να διακρίνει μικρούς γυρίνους να τρέχουν. Παίρνει πάντα μερικά λεπτά, ώσπου ν' αναδυθεί το πρόσωπο της Ναόκο από τα βάθη της μνήμης μου. Με το πέρασμα των χρόνων τα λεπτά είναι όλο και περισσότερα. Η πικρή αλήθεια είναι πως αυτό που για να το θυμηθώ ήθελα μόνο πέντε δευτερόλεπτα, έφτασε να χρειάζεται δέκα, μετά τριάντα, μετά ένα λεπτό, τέλος περισσότερα - σαν τις σκιές που μακραίνουν γρήγορα όταν πέφτει ο ήλιος. Φοβάμαι πως κάποια μέρα τις σκιές αυτές θα τις καταπιεί τελείως το σκοτάδι. Δεν υπάρχει αμφιβολία, η θύμησή μου απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το σημείο όπου στεκόταν τότε η Ναόκο - όπου στεκόταν κι ο παλιός μου εαυτός. Στο νου μου δεν γυρίζει παρά μόνο το σκηνικό, το τοπίο σ' εκείνο το λιβάδι τον Οκτώβριο σαν συμβολική σκηνή από κινηματογραφική ταινία. Κάθε φορά που γυρίζει το νιώθω να κλοτσάει κάποιο σημείο του μυαλού μου: Ε, ξύττνα, μου λ έ ε ι . Εγώ είμαι ακόμα εδώ. Ξύπνα χαι σκέψου με. Σκέψου
γιατί βρίσκομαι
ακόμα εδώ.
Οι κλοτσιές δεν με πονούν. Καθόλου. Ένας υπόκωφος ήχος ακούγεται μόνο μετά από κάθε κλοτσιά που σιγά σιγά κι αυτός θα σβήσει. Στο αεροδρόμιο του Αμβούργου πάντως οι κλοτσιές ήταν πιο δυνατές και κράτησαν περισσότερο απ' ό,τι συνήθως. Γι' αυτό γράφω αυτό το βιβλίο. Για να σκεφτώ. Για να καταλάβω. Έτσι είμαι φτιαγμένος εγώ: για να καταλάβω κάτι, πρέπει να το γράψω.
Γιά να δούμε λοιπόν, για ποιο πράγμα μιλούσε η Ναόκο εκείνη τη μέρα;
14
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
Μάλ[.στα: γι,α το «πηγάδι, στο χωράφι.)). Δεν ξέρω καν αν αυτό το πηγάδι υπήρχε πράγματι. Ίσως ήταν ένα σύμβολο, μια ιδέα που υπήρχε μόνο στο κεφάλι της Ναόκο, όπως τόσα και τόσα άλλα πράγματα που έπλαθε με τη φαντασία της και τα πίστευε γι' αληθινά εκείνες τις σκοτεινές μέρες. Από τη στιγμή που μου το περιέγραψε ωστόσο μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ τη σκηνή στο λιβάδι χωρίς το πηγάδι. Έπειτα από εκείνη τη μέρα, η εικόνα ενός πράγματος που ουδέποτε είχα αντικρίσει, δέθηκε αξεχώριστα με το τοπίο, με το λιβάδι όπου περπατούσαμε. Μπορώ με τη σειρά μου να περιγράψω το πηγάδι - με κάθε λεπτομέρεια. Βρισκόταν ακριβώς εκεί όπου τέλειωνε το λιβάδι κι άρχιζε το δάσος - ένα σκοτεινό άνοιγμα στο χώμα, με διάμετρο κάπου ένα μέτρο, κρυμμένο στα χόρτα. Τίποτα δεν σημαδεύει την περίμετρό του - ούτε φράχτης ούτε πέτρινο χείλος (που να ξεχωρίζει δηλαδή πάνω από το έδαφος). Ένα πηγάδι σκέτη τρύπα, σαν στόμα ανοιχτό. Οι πέτρες γύρω από το άνοιγμα έχουν φαγωθεί από τις βροχές και τους ανέμους, έχουν ένα χρώμα ξασπρισμένο, είναι σπασμένες, όλο ραγισματιές. Μια μικρή πράσινη σαύρα τρυπώνει σε μια σχισμή. Σκύβεις από πάν(ο και δεν βλέπεις τίποτα. Ένα μόνο ξέρω για το πηγάδι, πως είναι τρομακτικά βαθύ. Το βάθος του δεν μετριέται κι είναι γεμάτο σκοτάδι, λες και το σκοτάδι όλου του κό σμου έχει βυθιστεί συμπυκνωμένο μέσα του. ((Είναι πολύ πολύ βαθύ)), είπε η Ναόκο διαλέγοντα^ με προσοχή τις λέξεις της. Μιλούσε έτσι κάποιες φορές, καθυστερώντας για να βρει ακριβώς τη λέξη που έψαχνε. ((Κανείς όμως δεν ξέρει πού είναι ακριβώς)), συνέχισε. ((Το μόνο σίγουρο είναι πως βρίσκεται κάπου εδώ τριγύρίο».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
15
Με τα χέρί.α χωμένα στις τσέπες της τουίντ ζακέτας της, μου χαμογέλασε σαν να 'θελε να με βεβαιώσει πως έλεγε αλήθεια. «Τότε είναι πολύ επικίνδυνο», απάντησα. ((Ένα τ(3σο βαθύ πηγάδι και κανείς να μην ξέρει πού είναι ακριβώς. Αν πέσεις μέσα, πας χαμένος». ((Χαμένος. Αααααααα! Τέρμα! Το τέλος!» ((Τέτοια πράγματα συμβαίνουν καμιά φορά». ((Και βέβαια συμβαίνουν. Πότε πότε. Ίσως μια φορά στα δυο-τρία χρόνια. Κάποιος εξαφανίζεται ξαφνικά και δεν τον βρίσκουν. Κι ο κόσμος εδώ γύρω λέει: "Α, έπεσε στο πηγάδι"». ((Κακός θάνατος», είπα. ((Φριχτός θάνατος», είπε η Ναόκο τινάζοντας ένα χορταράκι από τη ζακέτα της. ((Το προτιμότερο θα ήταν να σπάσεις το σβέρκο σου πέφτοντας. Το πιθανότερο όμως είναι ότι θα έσπαγες το πόδι σου και δεν θα μπορούσες να κάνεις τίποτα. Θα ούρλιαζες μ' όλη τη δύναμη των πνευμόνων σου, αλλά δεν θα σ' άκουγε κανείς - ούτε θα 'ρχόταν κανείς να σε ψάξει. Σαρανταποδαρούσες κι αράχνες θα περπατούσαν πάνω σου, θα είχες γύρω σου τα κόκαλα όσων πέθαναν εκεί πριν από σένα, θα ήταν όλα σκοτάδι και υγρασία, και ψηλά πάνω απ' το κεφάλι σου θα 'βλεπες ένα μικρό, πολύ μικρό κύκλο από φως, σαν χειμωνιάτικο φεγγάρι. Εκεί θα πέθαινες ολομόναχος λίγο λίγο». ((Και μόνο που το σκέφτομαι, ανατριχιάζω», είπα. ((Κάποιος πρέπει να το ψάξει αυτό το πηγάδι και να το κλείσει γύρω γύρω με τοιχάκι». ((Μα κανείς δεν μπορεί να το βρει. Πρόσεχε λοιπόν να μη χάσεις το μονοπάτι».
16
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ
((Μην ανησυχείς, δεν το χάνω». Η Ναόκο έβγαλε το αριστερό της χέρι από την τσέπη χι έσφιξε το δικό μου. αΕσύ μην ανησυχείς», είπε. ((Δεν θα πάθεις τίποτα. Εσυ δεν πρόκειται να πέσεις στο πηγάδι ποτέ, ακόμα κι αν τρέξεις εδώ μες στα μαύρα μεσάνυχτα. Κι όσο θα είμαι δίπλα σου, δεν θα πέσω ούτε εγώ μέσα». ((Ποτέ;» ((Ποτέ!» ((Πώς είσαι τόσο σίγουρη;» ((Είμαι», είπε μόνο, και σφίγγοντάς μου πιο δυνατά το χέρι συνέχισε να περπατάει δίπλα μου αμίλητη. ((Τα ξέρω αυτά εγώ. Κι έχω πάντα δίκιο. Δεν έχει σχέση με τη λογική, απλώς τα νιώθω. Για παράδειγμα, όταν είμαι δίπλα σου, όπως τώρα, δεν φοβάμαι καθόλου. Τίποτα κακό ή σκοτεινό δεν μπορεί να με πειράξει». ((Αυτό θα κάνουμε λοιπόν», της είπα. ((Δεν έχεις παρά να μένεις δίπλα μου συνέχεια». ((Αλήθεια το λες;» ((Φυσικά». Η Ναόκο κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους μου και με κοίταξε στα μάτια. Βαθιά μέσα στις κόρες των δικών της ματιών ένα πηχτό μαύρο υγρό στροβιλίστηκε σχη ματίζοντας μια παράξενη δίνη. Αυτά τα όμορφα μάτια απόμειναν να κοιτάζουν τα δικά μου για πολλή ώρα. Έπειτα τεντώθηκε κι ακούμπησε το μάγουλό της στο δι κό μου. Ήταν μια κίνηση θαυμάσια και ζεστή που έκανε την καρδιά μου να χάσει ένα χτύπο. ((Σ' ευχαριστώ».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
17
((Εγώ σ' ευχαριστώ», της αποκρίθηκα. ((Νιώθω ευτυχισμένη που μου το είπες αυτό. Πραγματικά ευτυχισμένη», μου είπε χαμογελώντας λυπημένα. ((Μα είναι αδύνατον». ((Αδύνατον; Γιατί;» ((Γιατί θα ήταν λάθος. Θα ήταν τρομερό. Θα...» Η Ναόκο έκλεισε απότομα το στόμα της και ξανάρχισε να περπατάει. Μάντευα πως την απασχολούσαν ένα σωρό σκέψεις. Για να μην την ενοχλήσω, εξακολούθησα να περπατάω δίπλα της, χωρίς να μιλήσω. ((Θα ήταν λάθος - λάθος για σένα, λάθος για μένα», είπε μετά από μεγάλη παύση. ((Γιατί λάθος;» μουρμούρισα. ((Δεν καταλαβαίνεις; Δεν είναι δυνατόν κάποιος να προσέχει διαρκώς κάποιον άλλο για πάντα. Θέλω να πω, φαντάσου να παντρευόμασταν. Θα έπρεπε να πηγαίνεις στη δουλειά σου. Ποιος θα με πρόσεχε όσο θα έλειπες εσύ; Ή αν έφευγες ταξίδι, ποιος θα με πρόσεχε; Είναι δυνατό να μένω κολλημένη δίπλα σου κάθε λεπτό της ζωής μας; Τι είδους ισότητα θα είχαμε μεταξύ μας; Τι είδους σχέση; Αργά ή γρήγορα θα με σιχαινόσουν. Θ' άρχιζες ν' αναρωτιέσαι τι λάθος έκανες και χαράμισες τη ζωή σου, γιατί περνάς τον καιρό σου φροντίζοντας μια ανήμπορη γυναίκα, κι αυτό δεν θα το άντεχα. Δεν θα μου έλυνε κανένα απ' τα προβλήματά μου». ((Μα τα προβλήματά σου δεν θα συνεχιστούν για πάντα. Δεν θα τα έχεις για όλη σου τη ζωή», είπα ακουμπώντας το χέρι μου στην πλάτη της. ((Κάποια στιγμή θα λυθούν. Κι όταν λυθούν, θα καθίσουμε και θα σκεφτούμε πώς θα προχωρήσουμε παρακάτω. Ίσως τότε χρειαστεί
18
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟίΊΆΚΛΜΙ
εσυ\>(χ βοηθήσεις εμένα. Δεν ζούμε λογαριάζοντας τα πάντα στη ζωή μας σαν να 'μαστε λογιστές. Αν με χρειάζεσαι, θα σε βοηθήσω. Κατάλαβες; Γιατί το βλέπεις τόσο στενά; Χαλάρωσε. Άσε τον εαυτό σου να χαλαρώσει. Είσαι διαρκώς σφιγμένη και γι' αυτό φοβάσαι διαρκώς το χειρότερο. Χαλάρωσε το κορμί σου κι αμέσως θα νιώσεις καλύτερα». ((Πώς το λες αυτό;» με ρώτησε με φωνή ξαφνικά ψυχρή και ουδέτερη. Από τον τόνο της κατάλαβα πως είχα πει κάτι που δεν έπρεπε να πω. ((Πες μου πώς μπόρεσες να πεις τέτοιο πράγμα», επέμεινε κοιτάζοντας το χώμα κάτω από τα πόδια της. ((Χαλάρωσε κι αμέσως θα νιώσεις καλύτερα». Αυτό μου λένε όλοι. Το ξέρω. Γιατί μου το λες λοιπόν; Μα αν χαλαρώσω το κορμί μου τώρα, θα διαλυθώ. Θα γίνω χίλια κομμάτια. Έτσι ζούσα πάντα και μόνο έτσι μπορώ να συνεχίσω να ζω. Αν χαλάρωνα έστω και για ένα δευτερόλεπτο, δεν θα ξανάβρισκα το δρόμο για να γυρίσω πίσω. Θα γι νόμουν κομμάτια και τα κομμάτια μου θα τα 'παιρνε ο αέ ρας. Γιατί δεν το καταλαβαίνεις; Πώς μου υπόσχεσαι ότι θα με προσέχεις, όταν είσαι ανίκανος να καταλάβεις αυ τό το πιο βασικό απ' όλα;» Δεν απάντησα. ((Είμαι πολύ μπερδεμένη. Το μυαλό μου είναι πολύ πιο ταραγμένο απ' όσο νομίζεις. Η σύγχυση είναι πολύ βα θιά. Πολύ... σκοτεινή... πολύ κρύα. Πες μου κάτι ό[λ(.)ζ. Γιατί κοιμήθηκες μαζί μου τότε; Γιατί δεν μ' άφησες στην ησυχία μου;» Περπατούσαμε στην τρομακτική σιωπή του δάσους [/.ε
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
19
τα πεύκα. Τα σκασμένα τζίτζιχια που είχε αφήσει πίσω της η ζέστη του καλοκαιριού, έστρωναν το μονοπάτι κι έλιωναν τρίζοντας κάτω από τα βήματά μας. Σαν να ψάχναμε κάτι που είχαμε χάσει, η Ναόκο κι εγώ συνεχίσαμε να περπατάμε αργά ανάμεσα στα δέντρα. ((Συγγνώμη)), μου είπε παίρνοντας το χέρι μου και κουνώντας το κεφάλι της. ((Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Προσπάθησε να ξεχάσεις όσα σου είπα. Συγγνώμη, λυπάμαι στ' αλήθεια. Ήμουν απλώς θυμωμένη με τον εαυτό μου)). ((Φοβάμαι ότι δεν σ' έχω καταλάβει ακόμα)), είπα. ((Δεν είμαι και πολύ έξυπνος, αργώ να καταλάβω, θέλω χρόνο. Ωστόσο έχω χρόνο και θα σε καταλάβω - καλύτερα απ' οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο)). Σταθήκαμε κι αφουγκραστήκαμε τη σιωπή του δάσους. Με τη μύτη του παπουτσιού μου κλότσησα τα κουκουνάρια και τα σκασμένα τζιτζίκια στο χώμα. 'Τστερα κοίταξα πάνω, τον ουρανό που φαινόταν ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων. Με τα χέρια στις τσέπες η Ναόκο στεκόταν σκεφτική, χωρίς να κοιτάζει τίποτα. ((Πες μου κάτι, Τόρου)), είπε. ((Μ' αγαπάς;)) ((Το ξέρεις ότι σ' αγαπώ)). ((Θα μου κάνεις δύο χάρες;)) ((Μπορείτε να ζητήσετε τρεις χάρες, δεσποσύνη)). Η Ναόκο κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, χαμογελώντας. ((Όχι. Δύο αρκούν. Πρώτον, θέλω να ξέρεις πόσο ευγνώμων σου είμαι που ήρθες να με δεις εδώ. Μου έδωσες μεγάλη χαρά κι ελπίζω πως το καταλαβαίνεις. Αν κάτι μπορεί να με σώσει, θα είναι αυτό. Μπορεί να μην το δείχνω, αλλά είναι η αλήθεια)). ((Θα ξανάρθω να σε δω)), είπα. ((Και η δεύτερη χάρη;))
20
ΧΑΡ0ΤΚ1
ΜϋΤΡΑΚΑΜΙ
«Θέλω να με θυμάσαι πάντα. Θα το θυμάσαι ότι υπήρχα κι ότι στεκόμουν εδώ, δίπλα σου, όπως τώρα;» «Πάντα», υποσχέθηκα. «Θα το θυμάμαι πάντα». Ξανάρχισε να περπατάει, χωρίς να μιλάει. Το φως του φθινοπώρου περνούσε μέσα από τα κλαδιά των δέντρων και χόρευε στους ώμους της ζακέτας της. Ένα σκυλί γάβγισε πάλι, πιο κοντά τούτη τη φορά. Η Ναόκο σκαρφάλωσε σ' ένα υψωματάκι, βγήκε από το δάσος και κατηφόρισε τρέχοντας σχεδόν τη μικρή πλαγιά από την άλλη μεριά. Την ακολούθησα, δυο-τρία βήματα πίσω της· «Στάσου, έλα δω, δίπλα μου», της φώναξα. «Μπορεί το πηγάδι να 'ναι εδώ γύρω». Η Ναόκο στάθηκε, χαμογέλασε και μ' έπιασε από το μπράτσο. Γυρίσαμε περπατώντας δίπλα δίπλα. «Μου το υπόσχεσαι στ' αλήθεια πως δεν θα με ξεχάσεις ποτέ;» με ρώτησε με ψιθυριστή φωνή. «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ», είπα. αΑεν θα μπορούσα σε ξεχάσω».
Παρ' όλα αυτά οι αναμνήσεις μου θαμπώνουν κι έχω ξεχάσει ήδη πολλά πράγματα. Γράφοντας από μνήμης, όπως κάνω τώρα, νιώθω συχνά ένα κέντημα ανησυχίας κι αβεβαιότητας. Κι αν έχω ξεχάσει κάτι; Το πιο σημαντικό απ' όλα; Κι αν υπάρχει κάπου μέσα μου μια σκοτεινή τρύπα, όπου βουλιάζουν μία μία όλες οι πραγματικά σπουδαίες αναμνήσεις και γίνονται λάσπη; Όπως κι αν είναι, δεν έχω παρά τις αναμνήσεις μου. Σφίγγοντας με τα χέρια στο στήθος μου τις ξεθωριασμέ-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
21
νες, μί,σοσβησμένες αυτές μνήμες που συνεχίζουν να ξεθωριάζουν και να σβήνουν στιγμή στιγμή, συνεχίζω να γράφω αυτό το βιβλίο με την απελπισία του πεινασμένου που ρουφάει άψυχα κόκαλα. Δεν έχω άλλο τρόπο να κρατήσω την υπόσχεση που έδωσα στη Ναόκο. Κάποτε, πριν από καιρό, όταν ήμουν ακόμα νέος και οι αναμνήσεις μου ήταν πολύ πιο ζωηρές απ' όσο είναι τώρα, δοκίμασα πολλές φορές να γράψω για τη Ναόκο. Δεν κατάφερα να γράψω ούτε γραμμή. Ήξερα ότι αν έγραφα μία, την πρώτη γραμμή, τα υπόλοιπα θα ξεχύνονταν στο χαρτί από μόνα τους. Δεν μπόρεσα. Όλα ήταν τόσο ξεκάθαρα, τόσο έντονα που δεν ήξερα από πού ν' αρχίσω - όπως συμβαίνει με τους χάρτες: όταν δείχνουν πάρα πολλά πράγματα, μερικές φορές είναι άχρηστοι. Τώρα όμως συνειδητοποιώ ότι όλα όσα μπορώ να εναποθέσω στο γεμάτο ατέλειες δοχείο της γραφής είναι αναμνήσεις γεμάτες ατέλειες, σκέψεις γεμάτες ατέλειες επίσης. Κι όσο ξεθωριάζει η θύμηση της Ναόκο μέσα μου, τόσο βαθύτερα την καταλαβαίνω. Ξέρω πια γιατί μου ζήτησε να μην την ξεχάσω. Η Ναόκο ήξερε. Και βέβαια ήξερε. Ήξερε ότι οι αναμνήσεις μου θα θάμπωναν, θα έσβηναν. Γι' αυτό και με παρακάλεσε να μην την ξεχάσω. Να θυμάμαι ότι έζησε. Στη σκέψη αυτή μια αφάνταστη, σχεδόν ανυπόφορη θλίψη με κυριεύει. Επειδή η Ναόκο δεν μ' αγάπησε ποτέ.
Μια φορά, πριν από πολλά πολλά χρόνια -για την ακρίβεια πριν από είκοσι- ζούσα σε μια φοιτητική εστία. Ήμουν δεκαοχτώ χρονών, πρωτοετής στο πανεπιστήμιο. Μια και ήμουν καινούργιος στο Τόκιο κι ήταν η πρώτη φορά που έμενα μόνος μου, οι γονείς μου, επειδή ανησυχούσαν για μένα, είχαν προτιμήσει να μου πιάσουν δωμάτιο σ' αυτή την ιδιωτική εστία κι όχι έξω στην πόλη, όπως έκαναν οι περισσότεροι φοιτητές. Η εστία φρόντιζε για το φαγητό και παρείχε αρκετές ευκολίες που, κατά τη γνώμη των γονιών μου, θα βοηθούσαν τον άπειρο δεκαοχτάχρονο γιο τους να επιβιώσει. Το κόστος είχε παίξει κι αυτό το ρόλο του. Ένα δωμάτιο σε φοιτητική εστία, έστω ιδιωτική, στοίχιζε πολύ λιγότερο από μια γκαρσο νιέρα στο κέντρο. Ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια λάμπα ήταν αρκετά" δεν χρειαζόταν ν' αγοράσουμε έπιπλα. Αν εξαρτιόταν από μένα, θα είχα προτιμήσει να νοικιά σω ένα μικρό διαμέρισμα και να βολευτώ στην ησυχία μου. Ξέροντας όμως ότι οι γονείς μου πλήρωναν ένα σ(.) ρό λεφτά για την εγγραφή και τα δίδακτρα στο πανεπι
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
23
στήμιο, δεν ήμουν σε θέση να επι,μείνω. Εξάλλου, ειλικρινά δεν μ' ένοιαζε το πού θα ζούσα. Η εστία βρισκόταν σ' ένα λόφο στο κέντρο της πόλης και είχε ανοιχτή θέα, παρά τον ψηλό τσιμεντένιο περίβολο που υψωνόταν γύρω της. Ακριβώς στην είσοδο, μόλις περνούσε κανείς την εξωτερική πύλη, υπήρχε μια πανύψηλη ζελκόβα. Έλεγαν πως ήταν εκατόν πενήντα χρονών. Όταν στεκόσουν δίπλα στον κορμό της και κοίταζες προς τα πάνω, ήταν αδύνατο να διακρίνεις τον ουρανό μέσα από το πυκνό της πράσινο φύλλωμα. Το ασφαλτόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε από την πύλη στα κτίρια της εστίας έκανε το γύρο του δέντρου κι ύστερα συνέχιζε ευθεία μέχρι τα δύο αντικριστά τσιμεντένια κτίρια με τα πολλά παράθυρα, όπου ήταν οι κοιτώνες. Βλέποντάς τα είχε κανείς την εντύπωση πως ήταν παλιές φυλακές που τις είχαν μετατρέψει σε πολυκατοικίες - ή παλιές πολυκατοικίες που τις είχαν μετατρέψει σε φυλακές. Δεν ήταν όμως βρόμικα ούτε σκοτεινά. Ραδιόφωνα ακούγονταν απ' τ' ανοιχτά παράθυρα που είχαν όλα τις ίδιες κουρτίνες σε μπεζ χρώμα για να μην τις ξεθωριάζει ο ήλιος. Περνώντας από τους κοιτώνες ο δρομάκος προχωρούσε κι έφτανε σ' ένα διώροφο κτίριο· στο πρώτο πάτωμα ήταν η τραπεζαρία και τα κοινόχρηστα λουτρά, στο δεύτερο ένα αμφιθέατρο, γραφεία, ακόμα και ξενώνες, παρ' όλο που τη χρήση αυτών των τελευταίων δεν μπορούσα να την καταλάβω. Δίπλα ακριβώς σ' αυτό το κτίριο βρισκόταν κι ένας τρίτος κοιτώνας, τριώροφος κι αυτός. Φαρδιές πράσινες πελούζες δρόσιζαν τους ακάλυπτους χώρους και οι πίδακες του νερού από το αυτόματο πότισμα άρ-
24
ΧΛΙ'ΟΓΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛίνΐΙ
παζαν το φως του ήλιου καθώς στριφογύριζαν. Πίσω από το διώροφο κτίριο της τραπεζαρίας και των λουτρών υπήρχαν ένα γήπεδο για ποδόσφαιρο και μπέιζμπολ, καθώς και έξι γήπεδα τένις. Το συγκρότημα δηλαδή είχε απ' όλα. Ένα μόνο πρόβλημα υπήρχε με την εστία: η πολιτική της οσμή. Τη διηύθυνε μία μάλλον ύποπτη οργάνωση ένας τύπος της Άκρας Δεξιάς και η τακτική τους -κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον- ήταν πολύ παράξενη. Φαινόταν από το φυλλάδιο που μοίραζαν στους νέους φοιτητές και από τον κανονισμό των κοιτώνων. Το καταστατικό της εστίας δήλωνε καθαρά πως ο σκοπός της ίδρυσής της ήταν αη υποστήριξη πολλά υποσχόμενων νέων βάσει της εφαρμογής παιδαγωγικών αρχών και με στόχο το συμφέρον του έθνους». Πολλοί μεγιστάνες του πλούτου που ενστερνίζονταν το ίδιο «πνεύμα» είχαν συμβάλει οικονομικά στην κατασκευή της. Αυτή ήταν δηλαδή η επίσημη εκδοχή, γιατί το παρασκήνιο της υπόθεσης ήταν μάλλον ιδιαίτερα ασαφές. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν κόλπο φοροδιαφυγής, διαφημιστική καμπάνια για τους δίορητές, άλλοι πάλι υπέθεταν πως η εστία είχε χτιστεί [λόνο και μόνο για να αρπάξει κάποιος αετονύχης ένα σπουδαίο οικόπεδο που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να το βάλει στο χέρι. Ένα ήταν το σίγουρο: στο συγκρότη[]ΐα της εστίας υπήρχε κάτι σαν λέσχη προνομιούχων, όπου συμμετείχαν πρωτοκλασάτοι φοιτητές από διάφορα πα νεπιστήμια. Είχαν «ομάδες μελέτης» που συναντιούνταν αρκετές φορές το μήνα με κάποιους από τους ιδρυτές. Τα μέλη της λέσχης αυτής είχαν εξασφαλισμένες δουλειές μετά την αποφοίτησή τους. Ιδέα δεν είχα αν κάποιες (και.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
25
ποιες) απ' αυτές τις φήμες ευσταθούσαν. Όλες ωστόσο έδιναν την αίσθηση πως σε όλη αυτή την ιστορία κάτι {(βρομούσε». Όπως κι αν ήταν, εγώ έζησα δύο χρόνια σ' αυτή τη «βρόμικη» εστία - από την άνοιξη του 1968 ώς την άνοιξη του 1970. Δεν ξέρω τι μ' έκανε να αντέξω τόσον καιρό εκεί μέσα. Στην καθημερινότητά μου πάντως δεν θ' άλλαζε τίποτα είτε ζούσα σε αριστερή εστία είτε σε δεξιά. Κάθε μέρα άρχιζε με την επίσημη έπαρση της σημαίας. Έπαιζαν και τον εθνικό ύμνο φυσικά. Αυτά τα δυο πάνε μαζί. Ο ιστός της σημαίας βρισκόταν στο μέσο του συγκροτήματος, σε σημείο ορατό απ' όλα τα παράθυρα και των τριών κτιρίων. Υπεύθυνος για τη σημαία ήταν ο επικεφαλής του ανατολικού κοιτώνα (όπου έμενα κι εγώ). Ήταν ένας ψηλός άντρας με αετίσιο βλέμμα κοντά στα εξήντα. Τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν κι ο ηλιοκαμένος σβέρκος του είχε μια μακριά ουλή. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ήταν απόφοιτος της στρατιωτικής ακαδημίας του Νακάνο, αλλά όπως και για όλα τ' άλλα θέματα έτσι και γι' αυτό κανείς δεν ήταν σίγουρος. Δίπλα του είχε πάντα ένα φοιτητή που τον βοηθούσε στην έπαρση. Ούτε αυτόν τον ήξερε κανείς. Τα μαλλιά του ήταν κουρεμένα πολύ κοντά και ποτέ δεν τον είδα με άλλα ρούχα πέρα από τη στολή του πανεπιστημίου. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του ούτε σε ποιο δωμάτιο έμενε. Δεν τον συναντούσα ποτέ στην τραπεζαρία ή στα λουτρά. Ίσως δεν ήταν καν φοιτητής, αλλά φορούσε στολή - άρα τι άλλο να 'τανε; Δίπλα στον «κύριο Νακάνο» ο Βοηθός Με Τη Στολή φαινόταν κοντός, παχουλός και χλομός.
26
ΧΛΡΟΓΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
Αυτό το αταίριαστο δίδυμο σήκωνε κάθε πρωί στις έξι τη σημαία του Ανατέλλοντος Ηλίου. Όταν ήμουν ακόμα καινούργιος στην εστία, σηκωνόμουν ταχτικά από περιέργεια και μόνο στις έξι και παρακολουθούσα την πατριωτική αυτή τελετή. Οι δυο άντρες έβγαιναν στο προαύλιο τη στιγμή ακριβώς που το ραδιόφωνο σήμαινε την έκτη πρωινή. Ο Βοηθός Με Τη Στολή φορούσε φυσικά τη στολή του και μαύρα δερμάτινα παπούτσια. Ο κύριος Νακάνο φορούσε μπουφάν κι αθλητικά παπούτσια. Ο Βοηθός κρατούσε μια κασετίνα από ξύλο κινέζικης παυλόβνιας, ο Νακάνο κρατούσε ένα κασετόφωνο Σόνι, το οποίο τοποθετούσε στη βάση του ιστού. Ο Βοηθός άνοιγε την κασετίνα κι έβγαζε από μέσα την καλοδιπλωμένη σημαία. Αμέσως την έδινε στον Νακάνο με κινήσεις όλο σεβασμό. Αυτός την έπαιρνε, την έδενε στο σκοινί. Ο Βοηθός πατούσε το κουμπί του κασετόφωνου. αΕίθε
η Βασίλεια
του Κυρίου
μας...))
Η σημαία ανέβαινε αργά, με επισημότητα. αΏσπου Οί πέτρες
να γίνουν
βράχια...))
Η σημαία έφτανε στα μισά. αΚαί να τις σκεπάσουν
τα
βρύα...))
Η σημαία άγγιζε την κορυφή. Οι δυο άντρες στέκονταν προσοχή, ασάλευτοι, κοιτάζοντας ψηλά τη σημαία· τις μέρες με ήλιο και αέρα το θέαμα ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Η υποστολή κάθε βράδυ γινόταν με την ίδια τελετουργική επισημότητα, απλώς αντίστροφα. Η σημαία κατέβαινε, διπλωνόταν κι έμπαινε στην κασετίνα της. Οι σημαίες δεν ανεμίζουν τη νύχτα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
27
Αυτό δεν μπορούσα να το καταλάβω. Γιατί την κατέβαζαν κάθε βράδυ; Το έθνος συνέχιζε να ζει και να υπάρχει στα σκοτεινά, άσε που πολλοί άνθρωποι δούλευαν νύχτα - οι εργάτες των σιδηροδρομικών γραμμών, οι ταξιτζήδες, οι κοπέλες στα μπαρ, οι πυροσβέστες, οι νυχτοφύλακες: το έβρισκα άδικο που όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν την προστασία της σημαίας. Εκτός βέβαια κι αν μόνο εγώ το πρόσεχα και κανείς άλλος δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στη σημαία. Κι εγώ, πάλι, δεν το θεωρούσα και τόσο σημαντικό το θέμα της σημαίας. Απλώς μου είχε περάσει απ' το μυαλό. Σύμφωνα με τον κανονισμό των κοιτώνων, οι πρωτοετείς και οι δευτεροετείς φοιτητές έμεναν σε δίκλινα δωμάτια, ενώ οι τριτοετείς και οι τελειόφοιτοι σε μονόκλινα. Τα δίκλινα ήταν στενόμακρα, περίπου εννιά επί δώδεκα μέτρα, με ένα παράθυρο αλουμινίου στον τοίχο απέναντι από την πόρτα και δύο τραπέζια μπροστά του, βαλμένα έτσι που οι ένοικοι να μελετούν πλάτη με πλάτη. Στ' αριστερά της πόρτας ήταν τοποθετημένο ένα μεταλλικό κρεβάτι με δύο κουκέτες, μία πάνω και μία κάτω. Τα έπιπλα ήταν όλα εξαιρετικά γερά και απλά: δύο ντουλάπια, ένα χαμηλό τραπεζάκι, μερικά ράφια στον τοίχο. Ακόμα και ο πιο ευνοϊκά διατεθειμένος παρατηρητής θα δυσκολευόταν να χαρακτηρίσει την επίπλωση των δωματίων ευχάριστη. Τα ράφια στα περισσότερα δωμάτια είχαν πάνω τους ραδιόφωνο, σεσουάρ για τα μαλλιά, ηλεκτρική καφετιέρα και βραστήρα, βάζο με στιγμιαίο καφέ, τσάι σε σακουλάκια, ζάχαρη σε κύβους, φλιτζάνια και μπολ, όπου μπορούσε να φτιάξει κανείς έτοιμες σούπες. Οι τοίχοι είχαν αφίσες με μοντέλα από κοριτσίστικα πε-
28
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ρι.οδί.κά ή κλεμμένα πόστερ από κινηματογράφους πορνό. Ένας τύπος είχε κρεμάσει στον τοίχο του μια φωτογραφία με δυο γουρούνια που ζευγάρωναν - αλλά ήταν μια εξαίρεση ανάμεσα στις συνηθισμένες γυμνές ή μισόγυμνες γυναίκες, τραγουδίστριες της ποπ και ηθοποιούς της μόδας. Τα ράφια των βιβλίων πάνω από τα γραφεία είχαν βιβλία μελέτης, λεξικά και μυθιστορήματα. Η βρόμα αυτών των δωματίων, όπου έμεναν αποκλειστικά άντρες, ήταν τρομακτική. Τα καλάθια αχρήστων είχαν κολλημένες στον πάτο τους μουχλιασμένες μανταρινόφλουδες. Άδειες κονσέρβες εκτελούσαν χρέη σταχτοδοχείων κι ήταν τίγκα στ' αποτσίγαρα - μουσκεμένα με μπίρα ή καφέ για να μην αρπάξουν φωτιά. Μαυριδερές λίγδες κι άλλες απροσδιόριστης προέλευσης ουσίες ήταν κολλημένες σε όλα τα πιατικά και τα φλιτζάνια στα ράφια, ενώ τα πατώματα ήταν γεμάτα άδεια σακουλάκια από σούπες στιγμής, κουτάκια μπίρας και άχρηστες συσκευασίες από ένας Θεός ξέρει τι πράγματα. Ποτέ κανείς δεν επιχειρούσε να σκουπίσει και να πετάξει όλα αυτά τα πράγματα στα σκουπίδια. Το παραμικρό ρεύμα αέρα σήκωνε σύννεφα σκόνης μέσα στα δωμάτια. Κάθε δωμάτιο μύριζε με τη δική του ξεχωριστή βρόμα, αλλά τα βασικά συστατικά της βρόμας αυτής ήταν παντού τα ίδια: ιδρώτας, μυρωδιές του σώματος και σκουπίδια. Ία λερωμένα ρούχα σχημάτιζαν σωρούς κάτω από τα κρεβάτια κι επειδή κανείς δεν αέριζε ταχτικά τα στρωσίδια του, τα ποτισμένα με ιδρώτα στρώματα ανάδιναν μια απε ρίγραπτη δυσωδία. Ακόμα και σήμερα απορώ που μέσα σ' εκείνο το σκουπιδαριό δεν ξεσπούσαν επικίνδυνες [λολυ σματικές επιδημίες.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
29
Σε σύγκριση μ' αυτά τα δωμάτια, το δικό μου φαινόταν αποστειρωμένο σαν νεκροτομείο. Στο πάτωμα και στα παράθυρα δεν υπήρχε ούτε κόκκος σκόνης, το στρώμα μου έπαιρνε τον αέρα του μια φορά τη βδομάδα, τα μολύβια βρίσκονταν όλα στις μολυβοθήκες. Ακόμα και οι κουρτίνες πλένονταν μια φορά το μήνα. Ο συγκάτοικός μου ήταν μανιώδης με την καθαριότητα. Κανείς δεν με πίστευε στην εστία όταν τους έλεγα για τις κουρτίνες. Δεν ήξεραν καν ότι οι κουρτίνες μπορούν να πλυθούν. Κατά τη γνώμη τους, οι κουρτίνες ήταν σχεδόν μόνιμα τοποθετημένες στα παράθυρα· έμπαιναν μια φορά, στην αρχή, και τέρμα. «Κάτι δεν πάει καλά μ' αυτό τον τύπο», έλεγαν. Τον φώναζαν μάλιστα Ναζί ή Λοχία. Ούτε είχαμε βέβαια φωτογραφίες κοριτσιών στους τοίχους μας. Όχι. Εμείς είχαμε τη φωτογραφία ενός καναλιού του Άμστερνταμ. Όταν προσπάθησα να κρεμάσω στη θέση του μια γυμνή, ο συγκάτοικός μου την κατέβασε την ίδια μέρα ξαναβάζοντας το κανάλι στη θέση του. «Βατανάμπε», μου είπε, «δ...δεν μου πολυαρέσουν αυτά τα π...πράγματα». Ούτε κι εγώ καιγόμουν για κείνη τη γυμνή φωτογραφία κι έτσι του 'κανα το χατίρι χωρίς να διαμαρτυρηθώ. «Τι στο διάβολο είναι πάλι αυτο;» ήταν η σταθερή αντίδραση όσων έμπαιναν στο δωμάτιό μας κι έβλεπαν το κανάλι. «Α, μ' αυτό τραβάει μαλακία ο Αοχίας», απαντούσα με αδιάφορο ύφος. Το έλεγα στ' αστεία φυσικά, αλλά όλοι το 'παιρναν στα σοβαρά - τόσο σοβαρά που στο τέλος άρχισα να το πιστεύω κι εγώ. Με λυπόνταν που έμενα στο ίδιο δωμάτιο με τον Λο-
30
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
γίσ.' εμένα όμως δεν μ.ε πείραζε. Μ' άφηνε στην ησυχία μου και δεν μου ζητούσε τίποτε άλλο: μόνο να κρατάω καθαρό και συγυρισμένο το δικό μου μισό του δωματίου. Μάλιστα, σε τελική ανάλυση ήμουν και τυχερός που έμενα μαζί του. Αυτός έκανε όλη την καθαριότητα, αυτός έβγαζε τα στρώματα στον ήλιο, αυτός πετούσε τα σκουπίδια. Αν έμενα δυο-τρεις μέρες άπλυτος, ζάρωνε τη μύτη του και μ' έστελνε να κάνω μπάνιο. Μου θύμιζε να πάω για κούρεμα, μου θύμιζε να κόψω τις τριχούλες στη μύτη μου. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν μ' ενοχλούσε. Το μόνο σπαστικό ήταν το εντομοκτόνο: μόλις έβλεπε καμιά μυγούλα ή κουνούπι στο δωμάτιο, το γέμιζε αμέσως με σύννεφα εντομοκτόνου αναγκάζοντάς με να ζητήσω καταφύγιο σε κάποιο από τα διπλανά αχούρια. Ο Αοχίας σπούδαζε γεωγραφία σ' ένα κρατικό πανεπιστήμιο. Μου το είπε ο ίδιος την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. «Σ...σπουδάζω χ...χάρτες». «Σου αρέσουν οι χάρτες;» τον ρώτησα. «Ναι. Όταν αποφοιτήσω, θα δουλέψω στο Εθνικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο και θα φτιάχνω χ...χ...χάρτες». Η ποικιλία των ενδιαφερόντων και των στόχων που πρόσφερε η ζωή μού προκαλούσε θαυμασμό. Τον πρώτο μου καιρό στο Τόκιο, αυτή ήταν μία από τις πιο μεγάλες μου εκπλήξεις: η κοινωνία χρειαζόταν κάποιους ανθρώπους -έστω και ελάχιστους- που να ενδιαφέρονται (με πάθος μάλιστα) για τους χάρτες. Μου φαινόταν παράξενο όμως που ένας άνθρωπος ανίκανος να προφέρει τη λέξη χάρτες γωρίς να τραυλίσει, ονειρευόταν να δουλέψει στο Εθνικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο. «Ε...εσύ τι σπουδάζεις;» με ρώτησε.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
31
((Θέατρο», του απάντησα. ((Θα παίζεις στη σκηνή δηλαδή;» ((Όχι,, όχι.. Απλώς θα διαβάζω έργα και θα μελετάω τους θεατρικούς συγγραφείς: τον Ρακίνα, τον Ιονέσκο, τον Σαίξπηρ... τέτοια πράγματα». Τον Σαίξπηρ τον είχε ακουστά, τους άλλους δυο όχι. Ούτε εγώ ήξερα πολλά πράγματα γι' αυτούς, απλώς είχα δει τα ονόματά τους στα προγράμματα των μαθημάτων. ((Πάντως σ' αρέσει το θέατρο», είπε. ((Όχι ιδιαίτερα». Η απάντησή μου τον μπέρδεψε κι όταν ήταν μπερδεμένος, το τραύλισμά του χειροτέρευε. Ένιωσα τύψεις. ((Θα μπορούσα να έχω διαλέξει κάτι άλλο», είπα. ((Εθνολογία, ας πούμε. Ιστορία της Ασίας. Απλώς έτυχε να διαλέξω το θέατρο». Η εξήγησή μου δεν τον έπεισε. ((Δεν καταλαβαίνω», μου είπε - και πράγματι είχε το ύφος ενός ανθρώπου που δεν καταλαβαίνει. ((Εμένα μου αρέσουν οι χ...χ...χάρτες, γι' αυτό αποφάσισα και ήρθα στο Τόκιο κι έβαλα τους γονείς μου να μου σ...στέλνουν χρήματα για να σπουδάσω τους χ...χάρτες. Εσύ όμως όχι. Έτσι δεν είναι;» Η σκέψη του είχε περισσότερη λογική από τη δική μου. Εγκατέλειψα την προσπάθεια να του εξηγήσω τις επιλογές μου. Τραβήξαμε σπιρτόξυλα για να μοιραστούμε τα κρεβάτια. Εκείνος πήρε το πάνω κι εγώ το κάτω. Ήταν ψηλός, είχε έντονα ζυγωματικά και τα μαλλιά του κουρεμένα κοντά, φορούσε συνεχώς τα ίδια ρούχα: άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι, μαύρα παπούτσια, μπλε πουλόβερ. Στο πανεπιστήμιο πήγαινε πάντα με τη στολή του. Τα παπούτσια και ο χαρτοφύλακάς του άστρα-
\νλ
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
φταν καλογυαλι,σμένα. Έδινε σε όλους την εντύπωση του φοιτητή από ακροδεξιά παράταξη γι' αυτό και τον φώναζαν Λοχία. Στην πραγματικότητα η πολιτική δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Τη στολή τη φορούσε επειδή και τα ρούχα δεν τον ενδιέφεραν και βαριόταν να διαλέγει. Τον ενδιέφεραν άλλα πράγματα: η παραμικρή αλλαγή στις ακτογραμμές, ας πούμε, ή η ολοκλήρωση κάποιας σιδηροδρομικής σήραγγας. Τίποτε άλλο. Όταν άρχιζε να μιλάει για τέτοια θέματα, δεν είχε τελειωμό. Ώρες ολόκληρες τραύλιζε και δεν σταματούσε παρά μόνο όταν ο αξιολύπητος συνομιλητής του το 'βαζε στα πόδια ή αποκοιμιόταν. Κάθε πρωί σηκωνόταν στις έξι με το άκουσμα του εθνικού ύμνου, πράγμα που αποδεικνύει ότι η σοβαροφανής τελετή της έπαρσης δεν ήταν εντελώς άχρηστη για την εστία. Ντυνόταν και πήγαινε στο μπάνιο να πλυθεί - έκανε ώρες μέσα στο μπάνιο. Τόσο που κάποιες φορές σκεφτόμουν ότι έβγαζε έξω ένα ένα τα δόντια του και τα 'πλενε με προσοχή, για να 'ναι βέβαιος ότι είχαν καθαρίσει. Γυρίζοντας στο δωμάτιο τίναζε πρώτα την πετσέτα του και την άπλωνε στο καλοριφέρ να στεγνώσει, ύστερα ταχτοποιούσε στο ράφι την οδοντόβουρτσα, την οδοντόπαστα και το σαπούνι του. Τέλος έκανε την πρωινή γυμναστική του με τα παραγγέλματα του ραδιοφώνου, παρέα με το υπόλοιπο έθνος. Εγώ είχα τη συνήθεια να διαβάζω ώς αργά τις νύχτες και δεν ξυπνούσα πριν απ' τις οχτώ. Όσο εκείνος τριγύριζε στο δωμάτιο, έμενα στο κρεβάτι μου, βυθισμένος σ' ένα λήθαργο ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο. Μα όταν άρχιζε τα πηδηματάκια επιτόπου, ξυπνούσα θέλοντας και
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟ>;
33
μη. Τα έπαιρνε πολύ στα σοβαρά αυτά τα πηδήματα ο Λοχίας και κάθε φορά που τα πόδια του χτυπούσαν στο πάτωμα, το κρεβάτι τρανταζόταν ολόκληρο. Άντεξα τρεις μέρες επειδή μας είχαν πει ότι η συμβίωση απαιτούσε ανοχή και κατανόηση. Το πρωί της τέταρτης μέρας δεν άντεξα άλλο. ((Να σου πω, δεν μπορείς να κάνεις τη γυμναστική σου στην ταράτσα ή κάπου αλλού;» τον ρώτησα. ((Δεν μπορώ να κοιμηθώ». ((Μα είναι κιόλας εξήμισι!» μου είπε με το στόμα ανοι((Ναι, το ξέρω ότι είναι εξήμισι, αλλά εγώ στις εξήμισι κοιμάμαι ακόμα. Δεν μπορώ να σ' το εξηγήσω, αλλά για μένα αυτή η ώρα είναι ώρα ύπνου». ((Καλά. Στην ταράτσα όμως δεν μπορώ να πάω. Θα ενοχλώ αυτούς από το δεύτερο πάτωμα, ενώ εδώ από κάτω είναι αποθήκη και δεν ενοχλώ κανέναν». ((Ενοχλείς εμένα. Πήγαινε στο προαύλιο. Πήγαινε στο γρασίδι». ((Ούτε αυτό γίνεται. Δ...δεν έχω τρανζιστοράκι με μπαταρία. Χρειάζομαι ρεύμα. Χωρίς ράδιο δεν μπορώ να κάνω τη γυμναστική μου». Είχε δίκιο, το ραδιόφωνό του ήταν ένα παμπάλαιο κουτί με καλώδιο. Εγώ είχα τρανζιστοράκι, αλλά έπιανε μόνο μουσική στα ΡΜ. ((Εντάξει λοιπόν. Θα συμβιβαστούμε: κάνε τη γυμναστική σου εδώ, αλλά κόψε τα πηδήματα. Κάνουν πολύ θόρυβο. Σύμφωνοι;» ((Τα π...πηδήματα;» με ρώτησε ξαφνιασμένος. ((Τι είναι;»
34
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
«Τα πηδήματα είναι πηδήματα. Όταν αναπηδάς πάν ω-κάτω». «Μα δεν κάνω πηδήματα)). Το κεφάλι μου είχε αρχίσει να με πονάει. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, αλλά ήθελα τουλάχιστον να του εξηγήσω τι εννοούσα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι κι άρχισα να χοροπηδάω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, τραγουδώντας τη μουσική που συνόδευε συνήθως τη γυμναστική του ραδιοφώνου. «Λυτο εννοώ)), είπα. «Α, αυτό. Μάλιστα. Δεν το είχα προσέξει)). «Τώρα το πρόσεξες)), είπα και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού μου. «Κόψε λοιπόν αυτό το μέρος. Τα υπόλοιπα τ' αντέχω. Σταμάτα να πηδάς για να μπορώ κι εγώ να κοιμάμαι)). «Αυτό δεν γίνεται)), δήλωσε κατηγορηματικά ο /λοχίας. «Δεν μπορώ να παραλείψω μία από τις ασκήσεις. Κάνω αυτή τη γυμναστική εδώ και δέκα χρόνια κι όταν αρχίζω, περνάω μηχανικά από τη μία άσκηση στην επόμενη, μέχρι τέλους. Αν παραλείψω κάποια, δ...δ...δεν θα μπορέσω να τελειώσω. Θα χάσω τη σειρά μου)). Δεν βρήκα τίποτε άλλο να του πω. Τι θα μπορούσα να του πω; Ο πιο εύκολος και γρήγορος τρόπος θα ήταν να περιμένω να βγει από το δωμάτιο και να βουτήξω το αναθεματισμένο ραδιόφωνό του και να το πετάξω από το παράθυρο. Ήξερα όμως πως αν έκανα τέτοιο πράγμα, θα ξεσπούσε πάνω μου η ίδια η κόλαση. Ο Λοχίας λάτρευε όλα του τα πράγματα. Χαμογέλασε, βλέποντάς με έτσι καθισμένο στο κρεβάτι, μη βρίσκοντας λόγια να του απαντήσω. Προσπάθησε να με παρηγορήσει. «Να σου πω, Βατανάμπε. Γιατί να μη σηκωνό[λαατε
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
35
παρέα και. να κάνουμε μαζί την πρωινή γυμναστική;» μου είπε κι έφυγε για την τραπεζαρία.
Η Ναόκο γέλασε όταν της διηγήθηκα την ιστορία του Λοχία και της πρωινής γυμναστικής του. Λεν είχα προσπαθήσει να τη διασκεδάσω, αλλά στο τέλος έβαλα κι εγώ τα γέλια. Το γέλιο της έσβησε σχεδόν αμέσως - εγώ όμως ευχαριστήθηκα που την είδα να γελάει μετά από τόσο καιρό. Είχαμε κατέβει από το τρένο στη Γιοτσούγια και περπατούσαμε δίπλα στο ανάχωμα των γραμμών. Ήταν απόγευμα Κυριακής, μέσα Μαΐου. Οι σύντομες ψιχάλες του πρωινού είχαν σταματήσει πριν από το μεσημέρι και το αεράκι από το νοτιά είχε διώξει τα χαμηλά σύννεφα. Καταπράσινα τα φύλλα στις κερασιές χόρευαν απαλά σκορπώντας το φως του ήλιου προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα. Οι άνθρωποι που συναντούσαμε είχαν τις ζακέτες και τα πουλόβερ τους ριγμένα στους ώμους - ή τα κρατούσαν στο χέρι. Όλοι έδειχναν ευτυχισμένοι στη ζεστή λιακάδα του κυριακάτικου απογεύματος. Οι νεαροί που έπαιζαν τένις στα γήπεδα κοντά στο ανάχωμα, είχαν βγάλει την μπλούζα τους κι είχαν μείνει με το σορτσάκι. Το καλοκαιρινό φως έλουζε τα πάντα. Μόνο δυο καλόγριες με μαύρα χειμωνιάτικα ράσα καθισμένες σ' ένα παγκάκι έμοιαζαν να έχουν ακόμα την ψύχρα γύρω τους - αν και στο πρόσωπό τους ήταν γραμμένη η ικανοποίηση που κάθονταν εκεί δα και κουβέντιαζαν στον ήλιο. Μετά από δεκαπέντε λεπτά περπάτημα είχα ιδρώσει
36
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
αρκετά για να βγάλω το βαμβακερό μου φούτερ και να μείνω με το κοντομάνικο. II Ναόκο είχε ανασηκώσει τα μανίκια της γκρίζας μπλούζας της ώς τους αγκώνες. Ήταν μια μπλούζα ξεθωριασμένη, φαινόταν πως είχε πλυθεί πολλές φορές. Βλέποντάς την είχα την αίσθηση πως την είχα ξαναδεί να τη φοράει. Όμως ήταν μονάχα μια αίσθηση, όχι ξεκάθαρη ανάμνηση. Την εποχή εκείνη δεν είχα ακόμα και πολλές αναμνήσεις σχετικές με τη Ναόκο. ((Πώς τα πας με τη ζωή στην εστία;» με ρώτησε. ((Είναι ωραία να μένεις μαζί με άλλους;» ((Δεν ξέρω ακόμα», της απάντησα. ((Ένα μήνα έχω μόνο που μένω εκεί. Πάντως δεν είναι άσχημα, δεν υπάρχει κάτι που να μου φαίνεται ανυπόφορο». Στάθηκε σε μια βρύση και ήπιε λίγο νερό. Έπειτα έβγαλε ένα άσπρο μαντίλι από την τσέπη του παντελονιού της και σκούπισε τα χείλη της. Τέλος έσκυψε κι έδεσε προσεκτικά τα κορδόνια των παπουτσιών της. ((Νομίζεις ότι θα μπορούσα να ζήσω κι εγώ έτσι;» ((Εννοείς μαζί με άλλους;» ((Ναι», είπε η Ναόκο. ((Γιατί όχι; Όλα εξαρτώνται από το πώς το βλέπεις. Λν ψάχνεις να βρεις πράγματα να σ' ενοχλήσουν, τότε θα βρεις ένα σωρό: οι κανονισμοί, οι ηλίθιοι που νομίζουν ότι αυτοί είναι κι άλλοι δεν είναι, οι συγκάτοικοι που κάνουν γυμναστική με το ραδιόφωνο στις εξήμισι το πρωί. Ί'ο ίδιο είναι όμως, όπου κι αν πάει κανείς. Τελικά τα φέρνει βόλτα». ((Μάλλον», μου είπε και κούνησε το κεφάλι της κατα φατικά. Φαινόταν σαν να σκεφτόταν κάτι. Τστερα σή
ΝΟΡΒΙΙΙΊΚΟ ΔΛΣον
37
κωσε τα μάτια και με κοίταξε, σαν να 'βλεπε κάτι παράξενο. Εκείνη τη στιγμή είδα πόσο βαθιά και πόσο καθαρά ήταν τα μάτια της. Η καρδιά μου χτύπησε πιο γρήγορα - αίφνης συνειδητοποίησα ότι ποτέ πριν δεν μου είχε παρουσιαστεί ευκαιρία να την κοιτάξω κατάματα. Ήταν η πρώτη φορά που βγαίναμε περίπατο μόνοι οι δυο μας. «Σκοπεύεις να μετακομίσεις σε κάποια εστία;» τη ρώτησα. «Α, όχι, όχι. Απλώς αναρωτιόμουν πώς είναι να ζει κανείς μαζί με άλλους και...» Δάγκωσε το κάτω χείλι της, σαν να προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη λέξη και δεν την έβρισκε. Τέλος αναστέναξε και χαμήλωσε το βλέμμα της. «Ω, δεν ξέρω. Άσ' το». Αυτό ήταν το τέλος της συζήτησης. Συνέχισε να περπατάει προς τα ανατολικά κι εγώ την ακολούθησα. Είχε περάσει περίπου ένας χρόνος από την τελευταία φορά που είχα δει τη Ναόκο - και σ' αυτό το χρονικό διάστημα είχε αδυνατίσει τόσο πολύ που έμοιαζε άλλος άνθρωπος. Τα στρογγυλά μάγουλα που είχε άλλοτε, δεν υπήρχαν πια. Ο λαιμός της φαινόταν λεπτός κι εύθραυστος. Δεν ήταν κοκαλιάρα ούτε φαινόταν άρρωστη: η καινούργια λεπτή κορμοστασιά της ακτινοβολούσε υγεία και φυσικότητα, λες και κρυβόταν για καιρό μέσα σε στενόμακρη κρυψώνα και το σώμα της είχε πάρει κι αυτό στενόμακρο σχήμα. Ήταν επίσης πολύ πιο όμορφη απ' όσο τη θυμόμουν. Ήθελα να της το πω, αλλά δεν έβρισκα τον κατάλληλο τρόπο. Δεν την είχαμε προγραμματίσει τη συνάντηση. Έτυχε και βρεθήκαμε στο μετρό. Πήγαινε να δει μια ταινία στον
38
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΐνίονί'ΛΚΛΜΙ
κί,νηματογράφο μόνη της κι εγώ κατέβαινα στα βιβλιοπωλεία στην Κάντα - τίποτα βιαστικό ούτε για κείνη ούτε για μένα. Πρότεινε να κατέβουμε και κατεβήκαμε πράγματι στη Γιοτσούγια, όπου μπορεί κανείς να περπατήσει στο πράσινο. Μόνοι μας δεν είχαμε και πολλά να πούμε, απόρησα μάλιστα που η Ναόκο πρότεινε να κατέβουμε από το τρένο. Ποτέ δεν είχαμε πολλά να πούμε οι δυο μας. Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, η Ναόκο άρχισε να περπατάει κι εγώ βιάστηκα να την ακολουθήσω, λίγα βήματα πίσω της. Θα μπορούσα να τη φτάσω, αλλά κάτι με συγκράτησε. Βάδιζα με το βλέμμα μου στους ώμους της και τα ίσια μαύρα μαλλιά της. Φορούσε μια φαρδιά καφετιά στέκα κι όταν γύριζε το κεφάλι της, έβλεπα τον άσπρο μικρό λοβό του αυτιού της. Πού και πού γύριζε και μου 'λεγε κάτι. Κάποιες φορές ήταν μια παρατήρηση στην οποία μπορούσα να απαντήσω, άλλοτε πάλι δεν έβρισκα τίποτα να της πω. Άλλες φορές δεν μπορούσα καν ν' ακούσω τι μου έλεγε. Έτσι κι αλλιώς δεν έδειχνε να νοιάζεται αν την άκουγα ή όχι. Μόλις τέλειωνε αυτό που ήθελε να πει, γύριζε ξανά μπροστά της και προχωρούσε. Παρηγορήθηκα με τη σκέψη πως η μέρα ήταν ό,τι έπρεπε για βόλτα. Ωστόσο η Ναόκο περπατούσε με μια σιγουριά και [λία αποφασιστικότητα που δεν θύμιζαν βόλτα. Έστριψε δεξιά στο Ιινταμπάσι, διέσχισε τη διασταύρωση του Τζινμπότσο και ανηφόρισε στο λόφο προς το Οτσανομίζου, ώσπου φτάσαμε στο Χόνγκο. Από κει ακολούθησε τις γρα[λμές του τραμ ώς το Κομαγκόμε. Δεν ήταν λίγος ο δρό[λος. Φτάνοντας στο Κομαγκόμε, ο ήλιος κόντευε στη δύση του. Το σούρουπο ήταν γλυκό, ανοιξιάτικο.
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
39
((Πού είμαστε;)) ρώτησε η Ναόκο - λες και τότε κοίταζε γι,α πρώτη φορά γύρω της. ((Στο Κομαγκόμε)), απάντησα. ((Δεν το ήξερες; Κάναμε μεγάλο κύκλο)). ((Και γιατί ήρθαμε εδώ;)) (.(.Εσύ μας έφερες εδώ. Πήγαινες μπροστά κι εγώ σ' ακολουθούσα)). Μπήκαμε σ' ένα μαγαζάκι δίπλα στο σταθμό για να φάμε κάτι πρόχειρο. Διψούσα πολύ κι ήπια μόνος μου ένα μπουκάλι μπίρα. Παραγγείλαμε, κι ώσπου να 'ρθει το φαγητό δεν είπαμε λέξη. Εγώ είχα κουραστεί από το περπάτημα. Εκείνη είχε ακουμπήσει τα χέρια στο τραπέζι και φαινόταν βυθισμένη σε σκέψεις. Ο εκφωνητής των ειδήσεων στην τηλεόραση είπε ότι όλος ο κόσμος είχε βγει εκείνο το απόγευμα στους κήπους και στις εξοχές για να χαρεί τον ήλιο. Κι εμείς περπατήσαμε από τη Γίοτσοόγια ώς το Κομαγκόμε, είπα από μέσα μου. ((Πάντως είσαι σε πολύ καλή φόρμα)), είπα όταν τέλειωσα τα μακαρόνια μου. ((Κι αυτό σε ξαφνιάζει;)) ((Ναΐ)). ((Στο σχολείο έτρεχα δρόμο αντοχής, ξέρεις. Μπορούσα να βγάλω δέκα-δεκαπέντε χιλιόμετρα μονοκοπανιά. Τις Κυριακές ο πατέρας μου μ' έπαιρνε μαζί του στις πεζοπορίες του, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ξέρεις πού μένουμε - εδώ πιο πέρα, στους πρόποδες του βουνού. Τα πόδια μου λοιπόν δυνάμωσαν)). ((Δεν φαίνονται)), είπα. ((Το ξέρω)), μου απάντησε. ((Όλοι μ' έχουν για λεπτεπίλεπτο κοριτσάκι. Δεν είναι σωστό να κρίνεις ένα βιβλίο
10
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
απ' το εξώφυλλο του», πρόσθεσε μ.' ένα φευγαλέο χαμόγελο. «Το ίδί,ο ί,σχύεί. δυστυχώς χαι για. μένα», είπα. «Είμαι ψόφιος». «Ω, συγγνώμη. Συγγνώμη που σ' έσερνα μαζί μου όλη μέρα». «Δεν πειράζει. Χαίρομαι που μας δόθηκε η ευκαιρία να τα πούμε. Δεν το 'χαμε κάνει ποτέ, οι δυο μας θέλω να πω», είπα - προσπαθώντας μάταια να θυμηθώ τί είχαμε πει
ακριβώς.
Η Ναόκο έπαιζε με το τασάκι στο τραπέζι. «Αναρωτιέμαι...» άρχισε. «Αν δεν σε πειράζει... Εννοώ αν στ' αλήθεια δεν σ' ενοχλεί... Νομίζεις ότι θα μπορούσαμε να ξανασυναντηθούμε; Το ξέρω πως δεν έχω το δικαίωμα να σου ζητάω τέτοιο πράγμα». αΑίκαίωμα; Τι εννοείς λέγοντας δικαίωμα·^)) Κοκκίνισε. Ίσως η αντίδρασή μου στην ερώτησή της παραήταν έντονη. «Δεν ξέρω... δεν μπορώ να σου εξηγήσω», είπε ανασηκώνοντας τα μανίκια της και τραβώντας τα πάλι για να τα κατεβάσει από τους αγκώνες. Κάτω από τα φώτα του μαγαζιού οι τριχούλες στα μπράτσα της είχαν ένα όμορφο χρυσό χρώμα. «Δεν εννοούσα ακριβώς δικαίωμα. Αλλιώς ήθελα να το πω». Με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι κοίταξε το η[λε ρολόγιο που κρεμόταν στον τοίχο, λες και ήλπιζε να βρει εκεί τη λέξη που της έλειπε. Δεν τη βρήκε φυσικά. Αναστενάζοντας έκλεισε τα μάτια και έπαιξε μηχανικά [/.ε τη στέκα στα μαλλιά της. «Δεν πειράζει», της είπα. «Καταλαβαίνω περίπου τι
Ν Ο Ρ Β Ι Ι Ι Ί Κ Ο ΔΛΣΟΣ
4 1
θέλεις να πεις. Ούτε εγώ μπορώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να το πω)). «Ποτέ δεν μπορώ να πω αυτό που θέλω)), συνέχισε η Ναόκο, ακι αυτό μου συμβαίνει εδώ και αρκετό καιρό. Προσπαθώ να πω κάτι, αλλά οι λέξεις που βρίσκω είναι όλες λάθος - λάθος ή και ακριβώς αντίθετες απ' αυτές που θα 'θελα. Προσπαθώ να διορθώσω τα λόγια μου, αλλά τα κάνω χειρότερα. Ξεχνάω τι ήθελα να πω. Λες και είμαι χωρισμένη στα δυο και παίζω κρυφτό με τον εαυτό μου ή κυνηγητό κι ο μισός εαυτός μου κυνηγάει τον άλλο μισό γύρω απ' αυτόν τον χοντρό ψηλό στύλο. Ο άλλος μισός μου εαυτός έχει τις σωστές λέξεις. Όμως αυτός ο εαυτός μου δεν μπορεί να τον πιάσει)). Σήκωσε το πρόσωπο της και με κοίταξε στα μάτια. ((Καταλαβαίνεις;)) ((Όλοι το νιώθουν αυτό πότε πότε)), της είπα. ((Προσπαθούν να εκφράσουν αυτό που έχουν μέσα τους και στενοχωριούνται επειδή δεν τα καταφέρνουν στην εντέλεια». Η Ναόκο φάνηκε να απογοητεύεται με την απάντησή μου. ((Όχι, δεν είναι αυτό)), είπε και δεν προχώρησε σε άλλες εξηγήσεις. ((Όπως και να 'χει, θα χαρώ να σε ξαναδώ)), είπα. ((Έχω πάντα ελεύθερο χρόνο τις Κυριακές. Εξάλλου λίγο περπάτημα θα μου κάνει καλό)). Μπήκαμε στο μετρό για το Γιαμανότε και η Ναόκο άλλαξε στο Σιντζούκου παίρνοντας το τρένο για το Τσούο. Έμενε σ' ένα μικρό διαμέρισμα κάπου στα δυτικά προάστια, στο Κοκουμπούντζι. ((Πες μου)), με ρώτησε τη στιγμή που χωρίζαμε, ((άλλαξε κάτι στον τρόπο που μιλάω;)) ((Έτσι μου φαίνεται)), της απάντησα, ((αλλά δεν είμαι
42
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
Μονί'ΛΚΛΜΙ
σίγουρος τι ακρφώς. Βέβαι,α συναντιόμασταν πολλές φορές τότε, αλλά, για να λέμε την αλήθεια, μάλλον δεν κουβεντιάζαμε και πολύ». ((Σωστά)), είπε. ((Τέλος πάντων. Μπορώ να σε πάρω τηλέφωνο την Κυριακή;)) ((Και βέβαια. Θα περιμένω τηλεφώνημά σου)).
Πρωτογνώρισα τη Ναόκο όταν πήγαινα στο λύκειο. Πήγαινε κι εκείνη στην ίδια τάξη, σ' ένα καθωσπρέπει σχολείο θηλέων που το διηύθυνε μία από τις χριστιανικές ιεραποστολές. Το σχολείο ήταν τόσο αριστοκρατικό που δεν επέτρεπε ούτε καν τον υπερβολικό ζήλο για τα μαθήματα. Η Ναόκο ήταν η φιλενάδα του καλύτερου (και μοναδικού) μου φίλου, του Κιζούκι. Οι δυο τους γνωρίζονταν σχεδόν από γεννησιμιού τους, τα σπίτια τους απείχαν λιγότερο από διακόσια μέτρα. Σαν τα περισσότερα ζευγάρια που είναι μαζί από τα παιδικά τους χρόνια, η σχέση του Κιζούκι και της Ναόκο ήταν ανοιχτή και σπάνια ένιωθαν την ανάγκη να μένουν μόνοι τους. Επισκέπτονταν ταχτικά ο ένας το σπίτι του άλλου, έτρωγαν μαζί, έπαιζαν μα-τζονγκ. Έβγαινα συχνά μαζί τους. Η Ναόκο έφερνε μια φίλη της απ' το σχολείο για μένα και πηγαίναμε οι τέσσερις μας στον ζωολογικό κήπο ή στην πισίνα ή στον κινηματογράφο. Έφερνε πάντα όμορφα κορίτσια, αλλά οι φίλες της ήταν όλες υπερβολικά αριστοκράτισσες για τα δικά μου γούστα. Τα πήγαινα καλύτερα με τα κορίτσια από το δικό μου δημόσιο σχολείο που ήταν πιο ταπεινής καταγ(.)γήζ αλλά πιο άνετα στην κουβέντα και στην παρέα. Δεν κα
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
43
ταλάβαίνα τι είχαν μέσα στο όμορφο κεφαλάκι, τους τα κορίτσια που έφερνε η Ναόκο. Νομίζω πως ούτε εκείνα καταλάβαι,ναν εμένα. Μετά από λίγο καιρό ο Κιζούκι εγκατέλειψε την προσπάθεια να μου βρει φιλενάδα κι αρχίσαμε να κάνουμε διάφορα πράγματα οι τρεις μας: ο Κιζούκι, η Ναόκο κι εγώ. Παράξενο ίσως, αλλά αυτός ήταν ο βολικότερος συνδυασμός. Κάθε φορά που προσπαθούσαμε να συμπεριλάβουμε και τέταρτο πρόσωπο στη συντροφιά μας, νιώθαμε πάντα άβολα. Ήμαστε σαν τηλεοπτικό σόου: εγώ ήμουν ο καλεσμένος, ο Κιζούκι ο χαρισματικός οικοδεσπότης και η Ναόκο η βοηθός του. Ο Κιζούκι τα κατάφερνε θαυμάσια σ' αυτό τον κεντρικό ρόλο. Εντάξει, είχε μια σαρκαστική πλευρά που συχνά τον έκανε να φαίνεται υπερόπτης, στην πραγματικότητα όμως ήταν καλό παιδί. Μοίραζε ακριβοδίκαια τα αστεία και τις παρατηρήσεις του ανάμεσα στη Ναόκο και σ' εμένα, φροντίζοντας να μη νιώσει κανείς μας παραμελημένος. Αν κάποιος από τους δυο μας έμενε σιωπηλός για πολλή ώρα, ο Κιζούκι γύριζε τη συζήτηση και αργά ή γρήγορα αποκαθιστούσε τις ισορροπίες. Ίσως να μην του ήταν και τόσο δύσκολο όσο φαινόταν είχε από τη φύση του το χάρισμα να ζυγίζει τις καταστάσεις και να ελέγχει τις αντιδράσεις του. Ο Κιζούκι είχε επίσης κι ένα σπάνιο ταλέντο: ήξερε να βρίσκει τα ενδιαφέροντα στοιχεία στα γενικά αδιάφορα σχόλια οποιουδήποτε συνομιλητή κι έτσι συζητώντας μαζί του είχες πάντα την αίσθηση πως ήσουν ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων άνθρωπος που ζούσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή. Παραδόξως δεν ήταν καθόλου κοινωνικός. Στο σχολείο
42
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ήμουν ο μοναδικός του φίλος. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί ένας τόσο έξυπνος και. ικανός ομιλητής δεν έστρεφε την προσοχή του και στο ευρύτερο κοινό γύρω του, αλλά έμενε ικανοποιημένος με το μικρό μας τρίο. Ούτε γιατί είχε διαλέξει εμένα για φίλο του. Εγώ ήμουν ένα συνηθισμένο παιδί που του άρεσαν τα βιβλία και η μουσική. Δεν ξεχώριζα με κανέναν τρόπο που θα έκανε κάποιον σαν τον Κιζούκι να με προσέξει κι όμως, είχαμε γίνει φίλοι με την πρώτη. Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος, γνωστός για τη δεξιοτεχνία και τις υψηλές αμοιβές του. «Θέλεις να βγούμε τέσσερις παρέα την Κυριακή;» με ρώτησε αμέσως μόλις γνωριστήκαμε. « Η φίλη μου πάει σε σχολείο θηλέων και μπορεί να φέρει καμιά όμορφη φίλη της για σένα». «Και βέβαια», απάντησα. Έτσι γνώρισα τη Ναόκο. Οι τρεις μας περνούσαμε πολλές ώρες μαζί, μα όταν ο Κιζούκι μας άφηνε μόνους, η Ναόκο κι εγώ δυσκολευόμασταν να μιλήσουμε μεταξύ μας. Δεν ξέραμε η να πούμε. Κι αλήθεια, δεν είχαμε θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Δεν μιλούσαμε λοιπόν. Πίναμε νερό ή παίζαμε [λε κάτι πάνω στο τραπέζι περιμένοντας τον Κιζούκι να γυρίσει και να αναλάβει πάλι τη συζήτηση. Η Ναόκο δεν ήταν και πολύ ομιλητική, κι εμένα μ' άρεσε πιο πολύ ν' ακούίο παρά να μιλάω. Έτσι, όποτε έμενα μόνος μαζί της, ένκ.)θα άβολα. Όχι πως ήμαστε αταίριαστοι, απλώς δεν είχα με τίποτα να πούμε. Η Ναόκο κι εγώ ειδωθήκαμε μία φορά μόνο [ΐετά την κηδεία του Κιζούκι. Δυο βδομάδες μετά την κηδεία, ου ναντηθήκαμε σ' ένα καφενείο για να ταχτοποιήσου[ί.ε ένα ασήμαντο θέμα. Όταν το τελειώσαμε, δεν είχα[ΐε τίποτα
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
45
να πούμε πια. Δοκίμασα να ανοίξω συζήτηση για άλλα πράγματα, στάθηκε αδύνατον. Η φωνή της Ναόκο είχε έναν τόνο κοφτερό, σαν να 'ταν θυμωμένη μαζί μου - δεν είχα ιδέα γιατί. Δεν ξαναειδωθήκαμε ώς εκείνη τη μέρα, ένα χρόνο αργότερα που συναντηθήκαμε τυχαία στο μετρό, στο Τόκιο.
Μπορεί η Ναόκο να μου κρατούσε κακία επειδή εγώ ήμουν ο τελευταίος που είχε δει ζωντανό τον Κιζούκι και του είχε μιλήσει. Εγώ κι όχι εκείνη. Την ένιωθα, κι αν μπορούσα ν' αλλάξω θέση μαζί της, θα το έκανα. Ωστόσο ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει και δεν μπορούσε πια ν' αλλάξει. Ήταν ένα όμορφο απόγευμα του Μαΐου. Μετά το [Μεσημεριανό φαγητό ο Κιζούκι πρότεινε να κάνουμε κοπάνα και να πάμε για μπιλιάρδο. Μιας και τα απογευματινά μαθήματα δεν μ' ενδιέφεραν ούτε εμένα, κατηφορίσαμε παρέα σ' ένα μπιλιαρδάδικο στο λιμάνι και παίξαμε τέσσερις παρτίδες. Κέρδισα την πρώτη χωρίς δυσκολία. Τότε ο Κιζούκι σοβάρεψε απότομα και κέρδισε τις άλλες τρεις, τη μία πίσω από την άλλη. Σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες που ίσχυαν μεταξύ μας, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πληρώσω. Ο Κιζούκι δεν αστειεύτηκε ούτε μία φορά όσο παίζαμε - πράγμα εξαιρετικά ασυνήθιστο. Ύστερα καπνίσαμε. «Πώς κι έτσι σοβαρός;» τον ρώτησα. ((Δεν ήθελα να χάσω σήμερα», είπε ο Κιζούκι μ' ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Αυτοκτόνησε την ίδια νύχτα, στο γκαράζ του σπιτιού
46
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΥΊΆΚΛΜΙ
του. Έβαλε ένα λαστί,χένί,ο σωλήνα στην εξάτμιση της Ν-360 του, σφράγι,σε τα παράθυρα μ,ε ταινία κι άφησε τη μηχανή αναμμένη. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε ώσπου να πεθάνει. Οι γονείς του έλειπαν επίσκεψη σε κάποιον άρρωστο συγγενή. Όταν γύρισαν κι άνοιξαν το γκαράζ για ν' αφήσουν το αυτοκίνητο τους, ο Κιζούκι ήταν ήδη νεκρός. Το ραδιόφωνο έπαιζε. Κάτω από τους υαλοκαθαριστήρες ήταν περασμένη η απόδειξη από ένα βενζινάδικο. Ο Κιζούκι δεν είχε αφήσει σημείωμα. Ούτε κανείς ήξερε για ποιο λόγο είχε πάρει την απόφαση να βάλει τέρμα στη ζωή του. Μιας και ήμουν ο τελευταίος που του είχε μιλήσει, με κάλεσαν στο τμήμα για να δώσω κατάθεση. Δήλωσα στον αστυνομικό που με ανέκρινε ότι τίποτα στο φέρσιμο του Κιζούκι δεν πρόδινε τι είχε σκοπό να κάνει, ότι ήταν ίδιος όπως πάντα. Ο αστυνομικός είχε σχηματίσει προφανώς κακή γνώμη και για τον Κιζούκι και για μένα, λες και τύποι που κάνουν κοπάνα από το σχολείο και πάνε για μπιλιάρδο τις συνηθίζουν τις αυτοκτονίες. Δυο λόγια στις εφημερίδες έκλεισαν την υπόθεση. Οι γονείς του Κιζούκι πούλησαν την κόκκινη Ν-360 του. Για λίγο διάστημα, το θρανίο του στο σχολείο στόλιζε ένα λευκό λουλούδι. Στους δέκα μήνες από το θάνατο του Κιζούκι μέχρι τις εξετάσεις μου, μου ήταν αδύνατο να βρω μια θέση για μένα στον κόσμο γύρω μου. Τα 'φτιαξα με κάποιο από τα κορίτσια στο σχολείο μου, κοιμήθηκα μαζί της, αλλά πριν περάσουν έξι μήνες χωρίσαμε. Τίποτα πάνω της δεν [λ' άγγιζε πραγματικά. Γράφτηκα σ' ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο στο Τόκιο, απ' αυτά που δεν χρειάζονταν πολύ διάβασμα για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Πέρασα, χίορίς
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
47
αυτό να μου δώσει ώιαίτερ-η χαρά. Εκείνη μου ζήτησε να μην πάω - αΕίναι, τριακόσια χιλιόμετρα μακριά!» είπε με παράπονο. Εγώ όμως ήθελα πάση θυσία να φύγω από το Κόμπε. Ήθελα ν' αρχίσω μια καινούργια ζωή σ' ένα μέρος όπου δεν θα με ήξερε κανείς και δεν θα ήξερα κανέναν. «Τώρα που μ' έριξες στο κρεβάτι, δεν νοιάζεσαι πια για μένα», μου είπε εκείνη κλαίγοντας. «Δεν είναι αλήθεια», επέμεινα. «Απλώς θέλω να φύγω απ' αυτή την πόλη». Εκείνη όμως δεν ήταν έτοιμη να με καταλάβει. Έτσι χωρίσαμε. Όταν βρέθηκα καθισμένος στην ταχεία για το Τόκιο, σκέφτηκα τα πράγματα που την έκαναν να ξεχωρίζει απ' τ' άλλα κορίτσια, τα πράγματα που τόσο μ' άρεσαν, κι ένιωσα πως της είχα κάνει κάτι φριχτό. Μα δεν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσο) και να ξεκάνω αυτό που είχα κάνει. Δεν είχα λοιπόν παρά να προσπαθήσω να την ξεχάσω. Όταν εγκαταστάθηκα στην εστία κι άρχισα την καινούργια μου ζωή, ένα μόνο μετρούσε για μένα: να πάψω να παίρνω τα πάντα τόσο στα σοβαρά και να κρατήσω τη σωστή απόσταση ανάμεσα στον εαυτό μου και τον κόσμο. Να βγάλω απ' το νου μου τα τραπέζια του μπιλιάρδου με την πράσινη τσόχα τους, τις κόκκινες Ν-360, τα λευκά λουλούδια αφημένα πάνω σε σχολικά θρανία· τον καπνό που σηκωνόταν από την ψηλή καμινάδα στο κρεματόριο, το βαρύ πρεσπαπιέ στο γραφείο του αστυνομικού, όλα. Να τα ξεχάσω όλα. Στην αρχή τα κατάφερα. Έβαλα τα δυνατά μου να ξεχάσω, αλλά παρ' όλες τις προσπάθειές μου μέσα μου συνέχισε να παραμένει κάτι σαν κόμπος από αέρα. Μ ε το πέρασμα του καιρού ο κόμπος αυτός πή-
48
ΧΛΡΟΓΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ρε μορφή πιο ξεκάθαρη χαι πιο συγκεκρί.μένη. Μια μορφή που θα μπορούσα να την περιγράψω με τα παρακάτω λόγια: Ο θάνατος υπάρχει, ως μέρος
όγι ως το αντίθετο
της ζωής
αλλά
της.
Οι λέξεις ακούγονται κοινότοπες, αλλά την εποχή εκείνη δεν το αισθανόμουν σαν κοινοτοπία - το αισθανόμουν σαν έναν κόμπο από αέρα μέσα μου. Ο θάνατος υπάρχει -μέσα σ' ένα πρεσπαπιέ, μέσα σε τέσσερις κόκκινες και άσπρες μπάλες του μπιλιάρδου- κι εμείς ζούμε και τον ανασαίνουμε, τον μπάζουμε στα πνευμόνια μας σαν λεπτή αόρατη σκόνη. Ώς τότε ο θάνατος ήταν για μένα κάτι απόλυτα ξεχωριστό κι ανεξάρτητο από τη ζωή. Κάποια μέρα το χέρι του θανάτου θα μας πάρει, σκεφτόμουν. Όμως ώς τη μέρα που θ' απλωθεί προς το μέρος μας, μας αφήνει στην ησυχία μας και δεν μ.ας ενοχλεί. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, ήταν η απλή, λογική αλήθεια. Η ζωή είναι εδώ, ο θάνατος εκεί, από την άλλη μεριά. Εγώ βρίσκομαι εδώ, όχι εκεί. Τη νύχτα που πέθανε ο Κιζούκι όμως έχασα την ικανότητα να βλέπω το θάνατο (και τη ζωή) μ' αυτό τον απλό τρόπο. Ο θάνατος έπαψε να είναι το αντίθετο της ζωής. Ο θάνατος βρέθηκε ξαφνικά εδώ, μέσα μου. I Ιάντα ήταν εδώ και, όσο κι αν προσπαθούσα, δεν θα [/.παρούσα πια να το ξεχάσω. Όταν πήρε τον δεκαεφτάχρονο Κιζούκι εκείνη τη νύχτα του Μαίου, ο θάνατος πήρε μαζί του και κάτι από μένα. Έζησα την επόμενη άνοιξη, την άνοιξη των δεκαοχτίό μου χρόνων, μ' αυτό τον κόμπο από αέρα στο στή()(·>ς [;.ου
Ν Ο Ρ Β Ι ΐ η Κ Ο ΔΛΣΟΣ
49
- κανοντας συναμα ο,τι. περνούσε απο το χέρι μου να μη βουλιάξω στη σοβαρότητα. Δεν ήθελα να γίνω σοβαρός. Διαισθανόμουν ότι η σοβαρότητα δεν ισοδυναμούσε με προσέγγιση της αλήθειας. Ωστόσο ο θάνατος ήταν γεγονός, και μάλιστα σοβαρό γεγονός. Παγιδευμένος σ' αυτή την αποπνικτική αντίφαση, γύριζα ασταμάτητα μέσα σ' ένα φαύλο κύκλο. Ήταν παράξενες μέρες, τώρα που τις θυμάμαι και τις σκέφτομαι. Στην καρδιά της νεαρής ζωής μου, όλα περιστρέφονταν γύρω από το θάνατο.
Η Ναόκο μου τηλεφώνησε το επόμενο Σάββατο. Κανονίσαμε ραντεβού για την Κυριακή. Το λέω «ραντεβού», γιατί δεν μου 'ρχεταί, καμιά καλύτερη λέξη. Όπως και την πρώτη φορά, περάσαμε την ώρα μας περπατώντας στους δρόμους. Σταθήκαμε κάπου για καφέ, περπατήσαμε κι άλλο, φάγαμε για βράδυ και αποχαιρετιστήκαμε. Μιλούσε και πάλι με σκόρπιες φράσεις, αλλά δεν έδειχνε να ενοχλείται απ' αυτό, ούτε εγώ έκανα ιδιαίτερη προσπάθεια να διατηρήσω τη συζήτηση ζωντανή. Μιλούσαμε για ό,τι μας περνούσε απ' το [λυαλό για τις καθημερινές μας συνήθειες, για τη σχολή μας* κάθε φράση ένα μικρό σχόλιο που δεν οδηγούσε πουθενά. Δεν είπαμε λέξη για το παρελθόν. Κυρίως περπατούσαμε - περπατούσαμε και περπατούσαμε. Ίο Ί οκιο ευτυχώς είναι μεγάλη πόλη. Δεν υπήρχε περίπτίοση να Εεμ.είνουμε από δρόμους. Συνεχίσαμε να περπατάμε έτσι σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Εκείνη μπροστά κι εγώ πίσω της. 11 Ναόκο είχε πολλές στέκες για τα μαλλιά, τις φορούσε πάντα έτσι
Ν Ο Ρ Β Ι Ι Ι Ί Κ Ο ΔΛΣΟΣ
51
που τα μαλλιά της ν' αφήνουν ακάλυπτο το δεξί της αυτί. Τη θυμάμαι, πολύ καθαρά έτσι, από πίσω. Όποτε κάτι την έφερνε σε αμηχανία, έπαιζε με τη στέκα της και σκούπιζε πάντα τα χείλη της μ' ένα μαντιλάκι. Αυτό το έκανε όποτε ήθελε να πει κάτι. Όσο παρατηρούσα αυτές τις συνήθειές της, τόσο πιο πολύ μου άρεσε. Η Ναόκο φοιτούσε σ' ένα μικρό αλλά ακριβό κολέγιο θηλέων στα δυτικά προάστια της πόλης. Το Μουσασίνο ήταν ονομαστό για τα μαθήματα των αγγλικών του. Κοντά στο διαμέρισμά της περνούσε ένα αρδευτικό κανάλι με πεντακάθαρα νερά. Συχνά περπατούσαμε στις όχθες του. Κάποιες φορές η Ναόκο με προσκαλούσε στο διαμέρισμά της και μου μαγείρευε. Το γεγονός ότι βρισκόμασταν οι δυο μας, μόνοι, στο δωμάτιό της, δεν φαινόταν να την απασχολεί καθόλου. Το δωμάτιο ήταν μικρό και ταχτοποιημένο κι εντελώς απλό, χωρίς περιττά στολίδια. Μόνο οι κάλτσες της που στέγνωναν στη γωνία κοντά στο παράθυρο, πρόδιναν πως εκεί μέσα ζούσε ένα κορίτσι. Ζούσε απλή, μοναχική ζωή, δεν είχε φίλους. Τελείως διαφορετική από τη Ναόκο που ήξερα από το σχολείο. Τότε ντυνόταν κομψά και είχε πολλές παρέες. Βλέποντας το δωμάτιό της κατάλαβα πως είχε κι εκείνη, σαν εμένα, εγκαταλείψει την πόλη μας για να σπουδάσει σ' ένα μέρος όπου κανείς δεν την ήξερε - και για ν' αρχίσει μια καινούργια ζωή. «Ξέρεις γιατί το διάλεξα αυτό το μέρος;» με ρώτησε χαμογελώντας. αΓιατί καμία από τις παλιές μου συμμαθήτριες δεν θα ερχόταν εδώ. Υποτίθεται πως θα πηγαίναμε όλες σε πιο αριστοκρατικά κολέγια - καταλαβαίνεις».
52
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
Η σχέση μας ωστόσο σημείωνε μ^α μι,κρή πρόοδο. Σί,γά σιγά με συνήθισε, όπως τη συνήθισα κι εγώ. Όταν τέλειωσαν οι καλοκαιρινές διακοπές κι άρχισε το εξάμηνο, η Ναόκο ξεκίνησε να περπατάει δίπλα μου σαν να 'ταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Μ ' έβλεπε πια σαν φίλο, κατέληξα στο συμπέρασμα. Όσο για μένα, δεν είχα καμιά αντίρρηση να περπατάω έχοντας δίπλα μου μια τόσο όμορφη κοπέλα. Συνεχίσαμε λοιπόν να τριγυρίζουμε άσκοπα στο Τόκιο, ν' ανηφορίζουμε και να κατηφορίζουμε, να περνάμε πάνω από ποταμάκια και σιδηροδρομικές γραμμές, να περπατάμε αδιάκοπα, χωρίς προορισμό. Βαδίζαμε σταθερά, λες και τα βήματά μας ήταν κάποιο θρησκευτικό τελετουργικό, ικανό να γιατρέψει τις πληγωμένες ψυχές μας. Όταν έβρεχε, παίρναμε ομπρέλες. Δεν σταματούσαμε όμως το περπάτημα. Έπειτα φθινοπώριασε και οι πελούζες γύρω από τα κτίρια της εστίας θάφτηκαν κάτω από τα πεσμένα φύλλα της ζελκόβας. Μόλις μύρισε η νέα εποχή, άρχισα να φοράω πουλόβερ. Τα παπούτσια μου είχαν παλιώσει ήδη, αγόρασα λοιπόν ένα ζευγάρι καινούργια, σουέντ. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι κουβεντιάζαμε τότε. Τίποτα σπουδαίο, φαντάζομαι. Εξακολουθούσαμε ν' αποφεύγουμε το παρελθόν, σπάνια αναφέραμε το όνομα του Κιζούκι. Μπορούσαμε να κοιταζόμαστε πάνω από τα φλιτζάνια του καφέ χωρίς να μιλάμε. Της Ναόκο της άρεσε να της λέω ιστορίες για τον Λοχία. Κάποια φορά είχε ραντεβού με μια συμφοιτήτριά του (η οποία φυσικά σπούδαζε γεωγραφία όπως κι αυτός). Γύρισε όμως νωρίς και μουτρωμένος. «Γιά πες μου, Β...Β...Βατανάμπε... για τ...τ...τι πράγ-
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
53
μα μιλάει, κανείς μ' ένα κορίτσι.;)) Δεν θυμάμαι τι του απάντησα. Το σίγουρο είναι πως δεν είχε βρει τον σωστό άνθρωπο να ρωτήσει. Τον Ιούλιο κάποιος από την εστία κατέβασε την αφίσα με το κανάλι του Άμστερνταμ του Λοχία και κρέμασε στη θέση της μια φωτογραφία της Γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ. Ήθελε να διαπιστώσει αν ο Λοχίας μπορούσε να τραβήξει μαλακία και με τη Γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ. «Του άρεσε πολύ)), δήλωσα λίγες μέρες αργότερα - πράγμα που έσπρωξε έναν άλλο να κρεμάσει στη θέση της τη φωτογραφία ενός παγόβουνου. Κάθε φορά που η αφίσα άλλαζε κατά την απουσία του, ο Λοχίας εκνευριζόταν. «Π...π...ποιος στο διάβολο το κάνει αυτό;)) με ρώτησε. «Λναρωτιέμαι κι εγώ)), του είπα, «αλλά τι σημασία έχει; Όλες οι αφίσες είναι ωραίες. Θα έπρεπε να λέμε κι ευχαριστώ)). «Ναι, δεν λέω. Μα... είναι παράξενο)). Οι ιστορίες του Λοχία έκαναν πάντα τη Ναόκο να γελάει. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που να σημειώνουν τέτοια επιτυχία - γι' αυτό κι εγώ της μιλούσα συχνά για τον Λοχία, αν και δεν μπορώ να πω ότι ήμουν περήφανος για τον τρόπο που τον χρησιμοποιούσα. Ήταν ο μικρότερος γιος μιας όχι και τόσο εύπορης οικογένειας. Μεγαλώνοντας είχε γίνει λίγο πιο σοβαρός απ' όσο θα 'πρεπε - απ' όσο θα ήταν καλό για τον ίδιο. Οι χάρτες ήταν το μικρό όνειρο της μικρής του ζωής. Ποιος είχε το δικαίωμα να τον κοροϊδεύει γι' αυτό; Τα αστεία με τον Λοχία όμως είχαν γίνει πια μία από τις σταθερές πηγές γέλιου στην εστία, και δεν είχα πια τον τρόπο να διορθώσω το λάθος που είχα κάνει. Εξάλλου
54
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
το γελαστό πρόσωπο της Ναόκο μ,ου έδινε ξεχωριστή ευχαρίστηση. Συνέχισα λοιπόν να προμηθεύω τους πάντες μ,ε καινούργιες ιστορίες. Η Ναόκο μ.ε ρώτησε μ,ια φορά -μια φορά μόνο- αν είχα κάποιο κορίτσι που μ' άρεσε. Της είπα για το κορίτσι που είχα αφήσει στο Κόμπε. «Ήταν όμορφη», είπα. « Μ ' άρεσε να κοιμάμαι μαζί της. Μου λείπει πότε πότε. Κατά βάθος όμως δεν με συγκινούσε. Δεν ξέρω, κάποιες ώρες μου φαίνεται ότι έχω κάτι σκληρό στη θέση της καρδιάς και τίποτα δεν μπορεί να τρυπώσει μέσα. Φοβάμαι ότι δεν μπορώ ν' αγαπήσω στ' αλήθεια», ^'^Αγάπ•ησες ποτί σου;» ρώτησε η Ναόκο. «Όχι, ποτέ», απάντησα. Δεν με ρώτησε τίποτε άλλο. Όταν το φθινόπωρο έφτασε στο τέλος του και το ξεροβόρι άρχισε να δέρνει την πόλη, η Ναόκο συχνά περπατούσε σφιγμένη στο μπράτσο μου. Άκουγα, ένιωθα την ανάσα της κάτω από το χοντρό πανωφόρι της. Κρεμόταν στο μπράτσο μου ή έβαζε το χέρι της στην τσέπη μου κι όποτε έκανε πολύ κρύο, κολλούσε πάνω μου τρέμοντας. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο. Εγώ εξακολουθούσα να περπατάω με τα χέρια μου στις τσέπες. Τα παπούτσια μας είχαν λαστιχένιες σόλες και δεν ακούγονταν σχεδόν καθόλου στο πλακόστρωτο. Μόνο τα πεσμένα κίτρινα φύλλα από τις συκο[λουριές έτριζαν καθώς τρίβονταν κάτω από τα βήματά μας. Μόλις άκουγα αυτό τον ήχο με έπνιγε ένα κύμα συμπόνιας για τη Ναόκο, επειδή ήξερα πως δεν ήταν το δικό μου μπράτσο που είχε ανάγκη μα το μπράτσο ενός άλλου. Δεν ήταν η δική μου ζεστασιά που λαχταρούσε [ία η ζε-
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
55
στασιά ενός άλλου. Σχεδόν ένιωθα τύψεις που ήμουν εγώ. Όσο προχωρούσε ο χειμώνας, η καθαρότητα στα μάτια της Ναόκο γινόταν όλο και πιο διάφανη. Μια καθαρότητα που δεν είχε τίποτα να πει. Κάποιες στιγμές η Ναόκο κάρφωνε τα μάτια της στα δικά μου χωρίς φανερό λόγο. Σαν να γύρευε κάτι. Αυτό μου δημιουργούσε ένα παράξενο συναίσθημα ανίσχυρης μοναξιάς. Ίσως ήθελε κάτι να μου πει, κάτι που δεν έβρισκε τον τρόπο να το πει με λόγια - κάτι πιο βαθύ από τα λόγια, κάτι άπιαστο μέσα της που έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατο να ειπωθεί. Αντί να μιλήσει, έπαιζε με τη στέκα στα μαλλιά της, σκούπιζε τις γωνιές των χειλιών της με το μαντίλι της ή με κοίταζε μ' εκείνη την αναίτια κι ανεξήγητη επιμονή. Ήθελα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου αυτές τις στιγμές, αλλά δίσταζα και κρατιόμουν. Φοβόμουν μήπως την πληγώσω. Περπατούσαμε λοιπόν οι δυο μας στους δρόμους του Τόκιο, λες κι εκεί περίμενε η Ναόκο να βρει τις λέξεις που έψαχνε. Οι άλλοι στην εστία με πείραζαν όταν μου τηλεφωνούσε η Ναόκο, όταν μ' έβλεπαν να φεύγω τα κυριακάτικα πρωινά. Φαντάζονταν, με το δίκιο τους, ότι είχα βρει φιλενάδα. Δεν υπήρχε τρόπος -ούτε λόγος- να τους εξηγήσω την αλήθεια. Τους άφησα λοιπόν να φαντάζονται ό,τι ήθελαν. Τα βράδια, γυρίζοντας, δεχόμουν καταιγισμό ανόητων ερωτήσεων - σε ποια στάση το κάναμε; Πώς ήταν αεκεί κάτω», ανάμεσα στα πόδια της; Τι χρώμα εσώρουχα φορούσε εκείνη τη μέρα; Τους έδινα τις απαντήσεις που περίμεναν.
56
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
Έτσι, από δεκαοχτώ έγινα δεκαεννιά. Κάθε μέρα ο ήλιος σηκωνόταν κι έπεφτε, η σημαία ανέβαινε και κατέβαινε. Κάθε Κυριακή είχα ραντεβού με την κοπέλα του νεκρού φίλου μου. Δεν ήξερα ούτε τι έκανα ούτε τι επρόκειτο να κάνω. Δεν είχα ιδέα. Για τα μαθήματά μου διάβαζα Κλοντέλ, Ρακίνα και Αϊζενστάιν, αλλά δεν μου έλεγαν σχεδόν τίποτα. Δεν έπιασα φιλίες με τους συμφοιτητές μου. Ελάχιστα άτομα γνώριζα στην εστία. Οι συγκάτοικοί μου νόμιζαν ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, έτσι όπως μ' έβλεπαν πάντα μόνο μ' ένα βιβλίο στο χέρι. Τέτοια φιλοδοξία δεν είχα. Δεν ήθελα να γίνω τίποτα. Προσπάθησα να μιλήσω γι' αυτό το θέμα με τη Ναόκο. Εκείνη τουλάχιστον θα με καταλάβαινε ώς ένα σημείο. Έτσι νόμιζα. Ωστόσο ποτέ δεν βρήκα τις λέξεις να εκφράσω τις σκέψεις μου. Παράξενο - λες και μου είχε κολλήσει την αρρώστια της να ψάχνω τις λέξεις. Τα σαββατόβραδα καθόμουν δίπλα στο τηλέφωνο, στην είσοδο της εστίας, και περίμενα να με πάρει η Ναόκο. Οι περισσότεροι έλειπαν κι έτσι ήμουν μόνος. Κάρφωνα το βλέμμα μου στα μόρια του φωτός που αιωρούνταν μέσα στην ησυχία κι έψαχνα στα βάθη της καρδιάς μου. Τι ήθελα; Τι ήθελαν οι άλλοι από μένα; Δεν έβρισκα απαντήσεις. Στιγμές στιγμές άπλωνα το χέρι, σαν να προσπαθούσα να πιάσω τους κόκκους από φως. Τα δάχτυλά μου άγγιζαν το κενό.
Διάβαζα πολύ μα όχι πολλά βιβλία: μου άρεσε να διαβάζω τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ξανά και ξανά. Την εποχή εκείνη ήταν ο Τρούμαν Καπότε, ο Τζον
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
57
Άπνταϊκ, ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Ούτε στη σχολή όμως ούτε στην εστία είχα συναντήσει άλλον να τους διαβάζει. Είχαν πέραση η Καζούμι Τακαχάσι, ο Κενζαμπούρο Όε, ο Γιούκιο Μισίμα και οι σύγχρονοι Γάλλοι μυθιστοριογράφοι. Αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος που δεν είχα πολλά να πω με κανέναν κι έμενα μόνος μου, συντροφιά με τα βιβλία μου. Με τα μάτια κλειστά, έφερνα ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία κοντά στο πρόσωπό μου και ανάσαινα βαθιά τη μυρωδιά του. Αυτό αρκούσε για να με κάνει ευτυχισμένο. Στα δεκαοχτώ μου το αγαπημένο μου βιβλίο ήταν Ο Κένταυρος του Τζον Απνταϊκ. Όμως, αφού το διάβασα κάμποσες φορές, άρχισε να χάνει λίγη από την αρχική του λάμψη και παραχώρησε την πρώτη θέση στον Μεγάλο Γκάτσμπι. Ο Γχάτσμπι έμεινε στην πρώτη θέση για πολύ καιρό. Τον έπαιρνα από το ράφι, όποτε μου ερχόταν η διάθεση, και διάβαζα μια-δυο σελίδες στην τύχη. Ποτέ δεν με απογοήτευσε. Δεν υπήρχε ούτε μία βαρετή παράγραφος σε όλο το βιβλίο. Ήθελα να πω σε όλο τον κόσμο πόσο υπέροχο μυθιστόρημα ήταν, αλλά γύρω μου κανείς δεν είχε διαβάσει (ούτε επρόκειτο να διαβάσει) τον Μεγάλο Γκάτσμπι. Το 1968 τα βιβλία του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ φυσικά δεν θεωρούνταν αντιδραστικά. Δεν ήταν όμως και τα βιβλία που θα τολμούσε να συστήσει κάποιος της ηλικίας μου στους συνομηλίκους του. Όταν συνάντησα τελικά το μοναδικό πρόσωπο στον κόσμο μου που είχε διαβάσει τον Γχάτσμπι^ γίναμε φίλοι γι' αυτόν το λόγο. Τον έλεγαν Ναγκασάβα. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Σπούδαζε νομικά στο Τοντάι, στο κρατικό πανεπιστήμιο του Τόκιο, Η σχολή του
58
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ήταν από τι,ς πιο περιζήτητες, οι φοι,τητές της είχαν εξασφαλισμένη τη θέση τους στην ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης και στην ηγεσία της χώρας. Μέναμε στην ίδια εστία και γνωριζόμασταν μόνο εξ όψεως, ώς τη μέρα που έτυχε να με δει να διαβάζω τον Γκάτσμπί σ' ένα τραπεζάκι με ήλιο, στην τραπεζαρία. Κάθισε δίπλα μου και με ρώτησε τι διαβάζω. Όταν του το είπα, με ρώτησε αν μου άρεσε. «Είναι η τρίτη φορά που το διαβάζω», απάντησα. «Κάθε φορά βρίσκω και κάτι καινούργιο που μ' αρέσει περισσότερο απ' την προηγούμενη». «Αυτός εδώ λέει ότι έχει διαβάσει τον Μεγάλο Γκάτσμπί τρεις φορές», είπε σαν να μονολογούσε. «Μάλιστα. Οι φίλοι του Γκάτσμπί είναι και δικοί μου φίλοι». Έτσι γίναμε φίλοι. Αυτό έγινε τον Οκτώβριο. Όσο καλύτερα γνώριζα τον Ναγκασάβα, τόσο πιο περίεργος μου φαινόταν. Είχα συναντήσει πολλούς περίεργους στη ζωή μου, αλλά κανείς τους δεν έφτανε τον Ναγκασάβα. Ήταν πιο αχόρταγος αναγνώστης από μένα, αλλά είχε αποφασισμένο να μην αγγίζει βιβλίο από συγγραφέα που δεν ήταν τουλάχιστον τριάντα χρόνια πεθαμένος. «Μόνο αυτά τα βιβλία εμπιστεύομαι», μου εξήγησε. «Δεν είναι πως δεν πιστεύω στη σύγχρονη λογοτεχνία», πρόσθεσε. «Δεν θέλω να χάσω πολύτιμο χρόνο διαβάζοντας βιβλία που δεν έχουν το βάπτισμα του χρόνου. 11 ζωή είναι πολύ σύντομη». «Ποιοι συγγραφείς σου αρέσουν;» τον ρώτησα χρωματίζοντας τη φωνή μου μ' έναν τόνο σεβασμού, μιας και απευθυνόμουν σ' έναν νεαρό δυο χρόνια μεγαλύτερο από μένα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
59
«Ο Μπαλζάκ, ο Δάντης, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Ντίκενς», μου απάντησε χωρίς δισταγμό. ((Όχι ακρφώς μοντέρνοι.)). ((Γι' αυτό τους διαβάζω. Αν διαβάζεις μόνο τα βιβλία που διαβάζουν όλοι, θα σκέφτεσαι μόνο τα πράγματα που σκέφτονται όλοι. Αυτός είναι ο κόσμος των τεμπέληδων και των Λουφαδόρων. Κανένας σωστός άνθρωπος δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα. Μη μου πεις ότι δεν το πρόσεξες ακόμα, Βατανάμπε: εσύ κι εγώ είμαστε οι μόνοι πραγματικοί άνθρωποι σε τούτη την εστία. Οι υπόλοιποι είναι όλοι για πέταμα)). Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. ((Γιατί το λες αυτό;)) ((Επειδή είναι αλήθεια. Το ξέρω. Το βλέπω. Είναι σαν να 'χουμε σημάδι στο κούτελο. Κι έπειτα μην ξεχνάς, είμαστε οι μόνοι που διαβάσαμε τον Μεγάλο Γκάτσμπί)). Έκανα στα γρήγορα το λογαριασμό. ((Μα ο Φιτζέραλντ έχει μόνο είκοσι οχτώ χρόνια πεθαμένος)), είπα. ((Ε, και; Τι πειράζουν δυο χρόνια; Ο Φιτζέραλντ είναι πολύ μπροστά)). Κανείς άλλος στην εστία δεν ήξερε ότι ο Ναγκασάβα διάβαζε στα κρυφά κλασικά μυθιστορήματα. Όχι πως θ' άλλαζε και τίποτε αν το ήξεραν. Ο Ναγκασάβα ήταν γνωστός: το μυαλό του έκοβε, διέπρεπε στο Τοντάι, το κρατικό πανεπιστήμιο, έπαιρνε καλούς βαθμούς, θα περνούσε σίγουρα στο διαγωνισμό Δημόσιων Λειτουργών, θα έμπαινε στο Υπουργείο Εξωτερικών, θα γινόταν διπλωμάτης καριέρας. Ήταν από πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του είχε ένα μεγάλο νοσοκομείο στη Ναγκόγια, ο αδερφός του είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο του Τόκιο, είχε σπουδάσει γιατρός και μια μέρα θα κληρονο-
60
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
μούσε το νοσοκο[λείο. Ο Ναγκασάβα είχε πάντα μπόλικα χρήματα στην τσέπη του, αλλά φερόταν εντάξει. Όλοι τον σέβονταν, ακόμα και ο επικεφαλής της εστίας. Όταν ζητούσε από κάποιον να κάνει κάτι, αυτός το έκανε χωρίς αντιρρήσεις. Δεν υπήρχε θέμα. Ο Ναγκασάβα είχε κάτι που τραβούσε τους άλλους και τους έκανε να τον ακολουθούν. Ήξερε να στέκεται πάνω απ' όλους, να εκτιμά τις καταστάσεις, να δίνει ακριβείς και σωστές οδηγίες με τις οποίες όλοι συμμορφώνονταν. Αυτός ο αέρας της δύναμης που τον τύλιγε ήταν σαν το φωτοστέφανο ενός αγγέλου: οι άλλοι τον αντιμετώπιζαν με το δέος που νιώθει κανείς μπροστά σ' ένα ανώτερο πλάσμα. Γι' αυτό και σάστισαν όλοι που ο Ναγκασάβα διάλεξε για κολλητό του εμένα, έναν τύπο χωρίς ξεχωριστά χαρίσματα. Άνθρωποι που καλά καλά δεν τους γνώριζα, άρχισαν να μου φέρονται με σεβασμό εξαιτίας του. Δεν καταλάβαιναν πως ο Ναγκασάβα με είχε διαλέξει για έναν πολύ απλό λόγο: επειδή δεν του έδειχνα ούτε το θαυμασμό ούτε τη λατρεία που του πρόσφεραν αφειδώς όλοι οι άλλοι. Ασφαλώς μ' ενδιέφεραν κάποιες πλευρές της σύνθετης προσωπικότητάς του. Μα εκείνα που θαύμαζαν οι άλλοι πάνω του (οι καλοί βαθμοί του, η ακτινοβολία του, η εμφάνισή του), εμένα δεν μου έκαναν καμιά ιδιαίτερη εντύπωση. Αυτό πρέπει να ήταν καινούργιο για κείνο ν. Υπήρχαν στοιχεία εντελώς αντιφατικά στην προσωπικότητα του Ναγκασάβα. Ακόμα κι εμένα συγκινούσε ώρες ώρες με την καλοσύνη του, αλλά μπορούσε να γίνει επίσης κακός και σκληρός. Ήταν προικισμένος (ΐ.ε εκπληκτική ευγένεια - και ταυτόχρονα ήταν αδιόρθωτο ρε-
Ν Ο Ρ Β ί ΐ η Κ Ο ΔΛΣΟ^:
61
μάλι. Παρά την ατράνταχτη αισιοδοξία του ηγέτη που διέθετε, η καρδιά του βούλιαζε σ' ένα θολό βούρκο μοναξιάς. Διέκρινα αυτά τα παράδοξα χαρακτηριστικά του από την αρχή και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς δεν τα 'βλεπαν όλοι οι άλλοι. Ζούσε στη δική του, καταδική του κόλαση. Κατά βάθος όμως τον συμπαθούσα. Η σημαντικότερη αρετή του ήταν η ειλικρίνειά του. Δεν έλεγε ποτέ του ψέματα και παραδεχόταν πάντα πρόθυμα τα λάθη του. Δεν προσπαθούσε να κρύψει κάτι που θα τον έφερνε σε αμηχανία. Όσον αφορά εμένα, μου στάθηκε σταθερά φίλος και βοηθός. Χωρίς αυτόν η ζωή μου στην εστία θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και δυσάρεστη. Παρ' όλα αυτά δεν του άνοιξα ούτε μια φορά την καρδιά μου - κι απ' αυτή την άποψη η σχέση μου με τον Ναγκασάβα ήταν το αντίθετο της σχέσης μου με τον Κιζούκι. Από τη στιγμή που είδα τον Ναγκασάβα μεθυσμένο να κακομεταχειρίζεται ένα κορίτσι, ορκίστηκα μέσα μου ότι ποτέ, και για κανέναν λόγο, δεν θα τον εμπιστευόμουν. Στην εστία κυκλοφορούσαν διάφοροι «θρύλοι» γύρω από το πρόσωπό του. Είχα ακούσει να λένε πως κάποτε έφαγε τρεις γυμνοσάλιαγκες· πως το πουλί του ήταν τεράστιο* πως είχε κοιμηθεί με παραπάνω από εκατό κοπέλες. Η ιστορία με τους γυμνοσάλιαγκες ήταν αληθινή. Μου το είπε ο ίδιος. «Τρεις πελώριοι γυμνοσάλιαγκες», μου είπε, «και τους κατάπια αμάσητους». «Μα γιατί;» «Για πολλούς λόγους. Ήταν τον πρώτο χρόνο που ήρθα εδώ», μου απάντησε, «και οι τριτοετείς τα είχαν βάλει
62
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
με τους πρωτοετείς. Ο καβγάς άρχισε τον Απρίλιο και κορυφώθηκε το Σεπτέμβριο. Ως αντιπρόσωπος των πρωτοετών πήγα να τα βρω με τους τριτοετείς. Ήταν δεξιοί, κωλόπαιδα. Είχαν ξύλινα σπαθιά κέντο και το τελευταίο πράγμα που ήθελαν ήταν "να τα βρούνε" μαζί μας. Τους πιάνω λοιπόν και τους λέω: "Εντάξει, κάντε μου εμένα ό,τι θέλετε, αλλά αφήστε ήσυχους τους υπόλοιπους" και μου λένε: "Σύμφωνοι. Γιά να δούμε, καταπίνεις γυμνοσάλιαγκες;" "Και βέβαια", τους απαντάω. "Φέρτε τα και θα δείτε". Πάνε λοιπόν οι μπάσταρδοι και μου φέρνουν τρεις τεράστιους γυμνοσάλιαγκες. Κι εγώ τους κατάπια». ((Πώς ήταν;» ((Πώς ήταν; Για να το καταλάβεις, πρέπει να καταπιείς κι εσύ. Πώς γλιστράει στο λαρύγγι σου και στο στομάχι σου... είναι κρύο και σ' αφήνει μια σιχαμερή γεύση... ανατριχιάζω και μόνο που το θυμάμαι. Μου ήρθε να ξεράσω, αλλά συγκρατήθηκα. Γιατί αν τους ξερνούσα, θα έπρεπε να τους ξανακαταπιώ. Τους κράτησα λοιπόν και τους τρεις». ((Και μετά τι έγινε;» ((Γύρισα στο δωμάτιό μου και ήπια έναν κουβά αλατόνερο. Τι άλλο να 'κανα;» ((Σωστά». ((Μετά απ' αυτό κανείς δεν τολμούσε να μου πει κουβέντα. Ούτε οι τριτοετείς. Είμαι ο μόνος εδώ μέσα που μπορεί να καταπιεί τρεις γυμνοσάλιαγκες». ((Όσο γι' αυτό, βάζω στοίχημα», είπα. Δεν δυσκολεύτηκα να μάθω πόσο μεγάλο ήταν το πουλί του. Πήγα απλούστατα στα ντους της εστίας [λαζί του. Ήταν μεγάλο, εντάξει. Μα οι εκατό κοπέλες ήταν ασφα-
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟ>;
63
λώς υπερβολή. «Εβδομήντα πέντε, μπορεί», μου είπε. «Δεν τις θυμάμαι όλες, αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι τουλάχιστον εβδομήντα)). Όταν του ομολόγησα ότι εγώ είχα κοιμηθεί μόνο με μία, μου απάντησε: «Α, αυτό μπορούμε να το ταχτοποιήσουμε πολύ εύκολα. Έλα να βγούμε παρέα κι εγώ θα σε βολέψω. Είναι πανεύκολο)). Δεν τον πίστεψα, αλλά αποδείχτηκε πως είχε δίκιο* ήταν πανεύκολο. Τόσο εύκολο που σχεδόν δεν άξιζε πια. Πηγαίναμε σε κάποιο μπαρ στη Σιμπούγια ή στη Σιντζούκου (σε μερικά ήταν τακτικός θαμώνας), βρίσκαμε δυο κοπέλες (ο κόσμος ήταν γεμάτος κοπέλες που έβγαιναν δυο δυο), τους μιλούσαμε, πίναμε παρέα, πηγαίναμε σ' ένα ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα. Ο Ναγκασάβα ήξερε να μιλάει στις κοπέλες. Όχι πως τους έλεγε τίποτα σπουδαίο. Οι κοπέλες όμως άκουγαν τη φωνή του και παρασύρονταν απ' τη γοητεία του, έπιναν πιο πολύ απ' όσο άντεχαν και τελικά έπεφταν μαζί του στο κρεβάτι. Φαντάζομαι πως τους άρεσε να είναι με κάποιον τόσο όμορφο, γοητευτικό και έξυπνο. Το πιο εκπληκτικό είναι πως στα μάτια τους γινόμουν κι εγώ γοητευτικός, απλώς και μόνο επειδή ήμουν μαζί του. Ο Ναγκασάβα με παρότρυνε να μιλάω - και οι κοπέλες ανταποκρίνονταν και σ' εμένα με τα ίδια χαμόγελα θαυμασμού που χάριζαν και σ' αυτόν. Λες και τις μάγευε. Το ταλέντο του με εντυπωσίαζε κάθε φορά. Σε σύγκριση μ' αυτόν, οι επιδόσεις του Κιζούκι στη συζήτηση ήταν παιχνιδάκι. Ο Ναγκασάβα ήταν σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο. Μα όσο κι αν με είχε σαγηνεύσει με τις δυνάμεις του, ο Κιζούκι εξακολουθούσε να μου λείπει. Θυμόμουν με καινούργιο θαυμασμό την ειλικρίνεια και την ακεραιότητά του. Σε αντίθε-
64
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ση μ.ε τον Ναγκασάβα που έστρεφε την υπερχειλίζουσα γοητεία του προς όλες τις κατευθύνσεις διασκεδάζοντας, ο Κιζούκι κρατούσε το χάρισμά του μόνο για μένα και τη Ναόκο. Ο Ναγκασάβα κατά βάθος δεν έδινε δεκάρα για τις κοπέλες που κατάφερνε να ρίξει στο κρεβάτι του. Για κείνον ήταν μόνο ένα παιχνίδι. Εγώ δεν το έβρισκα και τόσο διασκεδαστικό να κοιμάμαι με κορίτσια που δεν τα γνώριζα. Ήταν βέβαια ένας εύκολος τρόπος να ικανοποιώ το κορμί μου, και τα χάδια κι οι αγκαλιές μού άρεσαν. Όμως το επόμενο πρωί ένιωθα σιχασιά: ξυπνούσα κι έβρισκα ένα άγνωστο κορίτσι να κοιμάται δίπλα μου, το δωμάτιο μύριζε οινόπνευμα, το κρεβάτι, τα φώτα, οι κουρτίνες, όλα φώναζαν «φτηνιάρικο ξενοδοχείο». Έπειτα η κοπέλα ξυπνούσε κι άρχιζε να ψάχνει τα εσώρουχά της, φορούσε τις κάλτσες της κι έλεγε κάτι όπως «Ελπίζω να φόρεσες προφυλακτικό χτες το βράδυ, είναι η χειρότερη μέρα του μήνα για μένα)). Ύστερα καθόταν μπροστά στον καθρέφτη κι άρχιζε να μουρμουρίζει για τον πονοκέφαλό της, για το κραγιόν της που δεν εννοούσε να στρώσει, για τις ψεύτικες βλεφαρίδες της που δεν στέκονταν στη θέση τους. Θα προτιμούσα να μην περνάω όλη τη νύχτα μαζί τους, αλλά δεν είναι δυνατό να προσπαθείς να ρίξεις μια γυναίκα και να 'χεις το νου σου στην ώρα που κλείνει η πόρτα της εστίας, είναι αντίθετο ακόμα και με τους νόμους της φυσικής. Γι' αυτό έπαιρνα από πριν άδεια διανυκτέρευσης, πράγμα που σή[λαινε ότι έπρεπε να μείνω έξω από την εστία ώς το επόμενο πρωί, οπότε και γύριζα αηδιασμένος με τον εαυτό μου, (ΐε τον ήλιο να με τσούζει στα μάτια, το στόμα μου ξερό και το κεφάλι μου βαρύ, σαν ξένο.
Ν Ο Ρ Β Κ η Κ Ο ΔΛΣ().\
65
Όταν κοιμήθηκα με τρεις-τέσσερί-ς, ρώτησα τον Ναγκασάβα: «Εσύ που το 'χεις κάνε;, τουλάχιστον εβδομήντα φορές, δεν σου φαίνεται λίγο ανούσιο πια;» «Αυτό που λες αποδείχνει ότι είσαι άνθρωπος με αξιοπρέπεια», μου απάντησε. «Συγχαρητήρια. Δεν κερδίζει κανείς τίποτα ρίχνοντας στο κρεβάτι κάθε βράδυ άλλη γυναίκα. Κουράζεται μόνο και σιχαίνεται τον εαυτό του. Το ίδιο ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ». «Τότε γιατί στο διάβολο συνεχίζεις;» «Δύσκολη ερώτηση. Ξέρεις τι γράφει κάπου ο Ντοστογιέφσκι για τα παιχνίδια της τύχης; Ε, κάπως έτσι είναι και με τις γυναίκες. Όταν σε τριγυρίζουν αμέτρητες δυνατότητες, ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι να πας πάσο. Με καταλαβαίνεις;» «Περίπου». «Κοίτα. Ο ήλιος δύει. Τα κορίτσια βγαίνουν έξω και πίνουν. Τριγυρίζουν, ψάχνουν κάτι. Αυτό το κάτι μπορώ να τους το δώσω. Είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, σαν να πίνεις νερό απ' τη βρύση. Ίσαμε ν' ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, τις έχω ρίξει. Αυτό θέλουν και αυτό εννοώ όταν λέω δυνατότϊ)τα. Είναι γύρω σου παντού. Πώς να τις αγνοήσεις; Έχεις μια άλφα ικανότητα - έχεις και την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσεις: μπορείς να το βουλώσεις και να την αφήσεις να πάει χαμένη;» «Δεν ξέρω, δεν βρέθηκα ποτέ σ' αυτή τη θέση», απάντησα με χαμόγελο. «Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πώς είναι». «Να ευλογείς την τύχη σου», μου είπε ο Ναγκασάβα. Ο Ναγκασάβα έμενε στην εστία παρά τα πλούτη των γονιών του, ακριβώς επειδή ήταν γυναικάς. Επειδή ο πα-
66
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
Μονί'ΛΚΛίνΐΙ
τέρας του φοβόταν ότι ο γιος του, αν έμενε μόνος του στο Τόκιο, θα έχανε τον καιρό του κυνηγώντας γυναίκες, τον είχε αναγκάσει να μείνει και τα τέσσερα χρόνια του πανεπιστημίου στην εστία. Όχι πως τον ένοιαζε και πολύ τον Ναγκασάβα. Δεν θα άφηνε μερικούς κανονισμούς να τον περιορίσουν στις κινήσεις του. Όποτε ένιωθε τη διάθεση, ζητούσε άδεια διανυκτέρευσης κι έβγαινε να κυνηγήσει κορίτσια ή περνούσε τη νύχτα στο διαμέρισμα της φιλενάδας του. Τις άδειες αυτές δύσκολα τις έπαιρνε κανείς, αλλά για κείνον ήταν πανεύκολο - το ίδιο και για μένα, φτάνει να τις ζητούσε εκείνος. Ο Ναγκασάβα είχε μόνιμη φιλενάδα, κάποια με την οποία σχετιζόταν από τότε που ήταν πρωτοετής. Την έλεγαν Χατσούμι κι είχε την ίδια ηλικία μ' αυτόν. Την είχα συναντήσει μερικές φορές και την έβρισκα πολύ καλή. Δεν ήταν από τις κοπέλες που τραβούν αμέσως την προσοχή. Ήταν τόσο συνηθισμένη μάλιστα που την πρώτη φορά αναρωτήθηκα τι της είχε βρει ο Ναγκασάβα. Ωστόσο, όταν της μιλούσε κανείς, ήταν δύσκολο να μην τη συμπαθήσει. Ήταν ήσυχη, έξυπνη, αστεία, στοργική και ντυνόταν πάντα άψογα. Μου άρεσε πολύ και ήξερα πως, αν είχα μια φιλενάδα σαν τη Χατσούμι, δεν θα ξενοκοιμόμουν μ' όποια εύκολη έβρισκα μπροστά μου. Της άρεσα κι εγώ και προσπάθησε πολύ να μου τα φτιάξει με κάποια πρωτοετή από τη λέσχη της, για να βγαίνουμε και οι τέσσερις παρέα. Εγώ όμως έβρισκα πάντα κάποια δικαιολογία, γιατί δεν ήθελα να επαναλάβω τα λάθη του παρελθόντος. ΓΙ Χατσούμι πήγαινε στο καλύτερο κολέγιο θηλέων της χώρας. Δεν υπήρχε περίπτωση να σηκώσω εγώ τα μάτια μου σε κάποια απ' αυτές τις πάμπλουτες πριγκίπισσες.
Ν Ο Ρ Β Ι Ι Ι Ί Κ Ο ΔΑΣΟΣ
67
Η Χατσούμι το ήξερε ότι ο Ναγκασάβα κοιμόταν χαι μ' άλλες γυναίκες, αλλά δεν δί.αμαρτυρόταν ποτέ. Τον αγαπούσε πολύ, αλλά δεν απαιτούσε τίποτα.. ((Δεν μου αξίζει τέτοιο κορίτσι σαν τη Χατσούμι», μου είπε μια φορά ο Ναγκασάβα κι εγώ συμφώνησα μαζί του.
Το χειμώνα εκείνο βρήκα δουλειά σ' ένα μικρό δισκάδικο στο Σιντζούκου. Δούλευα μισό ωράριο και δεν έβγαζα πολλά, αλλά η δουλειά ήταν εύκολη -φύλαγα το μαγαζί τρεις νύχτες κάθε βδομάδα- και μου 'διναν τους δίσκους με έκπτωση. Για τα Χριστούγεννα αγόρασα στη Ναόκο ένα άλμπουμ του Χένρι Μαντσίνι που είχε μέσα και το αγαπημένο της τραγούδι, το ((Βθηγ ΗθαΓί». Τον τύλιξα μόνος μου και στόλισα το πακετάκι μ' ένα μεγάλο κόκκινο φιόγκο. Εκείνη μου χάρισε ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια που τα είχε πλέξει μόνη της. Οι αντίχειρες ήταν λίγο κοντοί, αλλά μου ζέσταιναν τα χέρια μια χαρά. ((Ω, συγγνώμη», είπε κοκκινίζοντας. ((Δεν μου πέτυχαν!» ((Μην ανησυχείς, μου 'ρχονται θαύμα», της είπα και άπλωσα προς το μέρος της τα χέρια μου φορώντας τα γάντια της. ((Τουλάχιστον θα πάψεις να έχεις τα χέρια σου χωμένα διαρκώς στις τσέπες σου», ήταν η απάντησή της. Η Ναόκο πέρασε τις χειμωνιάτικες διακοπές στο Τόκιο, δεν έφυγε για το Κόμπε. Το ίδιο κι εγώ - και συνέχισα να δουλεύω στο δισκάδικο ώς το τέλος του χρόνου. Δεν είχα τίποτα ιδιαίτερα διασκεδαστικό να κάνω στο Κόμπε. Ούτε ήθελα να δω κανέναν. Η τραπεζαρία της
68
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜϋΤΡΑΚΑΜΙ
εστίας έκλεισε τις μέρες των εορτών κι έτσι πήγαινα για φαγητό στο διαμέρισμα της Ναόκο. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς φάγαμε την παραδοσιακή σούπα και γλυκά από ρύζι, όπως όλος ο κόσμος. Τους δύο πρώτους μήνες του 1969 έγιναν πολλά. Γύρω στα τέλη του Ιανουαρίου ο Λοχίας έπεσε άρρωστος με ψηλό πυρετό. Πράγμα που σήμαινε ότι εκείνη τη μέρα αναγκάστηκα να στήσω τη Ναόκο. Είχα φτύσει αίμα να εξασφαλίσω προσκλήσεις για ένα κοντσέρτο που εκείνη ήθελε πολύ να το ακούσει: η ορχήστρα θα έπαιζε ένα από τα αγαπημένα της κομμάτια, την Τέτοίρτη συμφωνία του Μπραμς. Με τον Λοχία όμως στο κρεβάτι να τρέμει απ' τους σπασμούς, λες και βρισκόταν στο χείλος του θανάτου, στάθηκε αδύνατο να φύγω. Δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του - και δεν βρήκα ούτε έναν χαζό ν' αναλάβει τη φροντίδα του στη θέση μου. Αγόρασα παγάκια και γέμιζα πλαστικές σακούλες για να του φτιάχνω παγωμένες κομπρέσες για το μέτωπο. Του σκούπιζα τον ιδρώτα με κρύες πετσέτες. Του έβαζα το θερμόμετρο κάθε μία ώρα. Του άλλαζα ακόμα και φανέλα. Παρ' όλα αυτά ο πυρετός έκανε είκοσι τέσσερις ώρες να πέσει. Την άλλη μέρα το πρωί πάντως, ο Λοχίας σηκώθηκε μ' ένα πήδημα από το κρεβάτι κι άρχισε να κάνει τη γυμναστική του σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Δεν είχε καθόλου πυρετό. Μ' έκανε ν' αναρωτιέμαι αν ήταν στ' αλήθεια ανθρώπινο πλάσ[χα. «Παράξενο)), είπε ο Λοχίας. «Δεν είχα ποτέ άλλοτε πυρετό στη ζωή μου». Κι ήταν σαν να 'ρί.χνε το φταίξιμο σ' εμένα. Θύμωσα. «Χτες όμως είχε^ πυρετό)), είπα και του 'δειξα τις προσκλήσεις μου που είχαν πάει χαμένες.
Ν 0 Ρ Β Ι 1 Ι ΙΚΟ ΔΛΣΟΣ
69
((Πάλι καλά που ήταν τζάμπα», απάντησε. Εκείνη τη στιγμή με το ζόρι συγκρατήθηκα να μη βουτήξω το ραδιόφωνο του και το πετάξω από το παράθυρο. Αντί γι' αυτό έπεσα με πονοκέφαλο στο κρεβάτι και κοιμήθηκα. Το Φεβρουάριο χιόνισε κάμποσες φορές. Προς το τέλος του μηνός μπλέχτηκα σ' έναν ανόητο καβγά μ' έναν τριτοετή από τον όροφό μου και του 'ριξα μια δυνατή γροθιά. Το κεφάλι του κοπάνησε στον τσιμεντένιο τοίχο. Δεν χτύπησε άσχημα όμως, οπότε ο Ναγκασάβα κατάφερε να μπαλώσει την κατάσταση για χάρη μου. Παρ' όλα αυτά με κάλεσαν στη διεύθυνση της εστίας και με προειδοποίησαν πως μ' άλλο ένα τέτοιο επεισόδιο θα μ' έδιωχναν. Έκτοτε δεν ένιωθα πια και τόσο άνετα στην εστία. Το ακαδημαϊκό έτος τέλειωσε το Μάρτιο κι εμένα μου έλειπαν οι βεβαιώσεις από κάποια σεμινάρια. Οι βαθμοί μου ωστόσο ήταν όλοι μέτριοι, με δυο-τρεις εξαιρέσεις όπου είχα πετύχει καλύτερα αποτελέσματα. Η Ναόκο είχε συγκεντρώσει όλες τις βεβαιώσεις που της χρειάζονταν για να συνεχίσει το επόμενο εξάμηνο με το δεύτερο έτος σπουδών. Είχαμε συμπληρώσει έναν πλήρη κύκλο των εποχών.
Στα μισά του Απριλίου η Ναόκο έκλεισε τα είκοσι. Ήταν εφτά μήνες μεγαλύτερη από μένα, τα δικά μου γενέθλια ήταν το Νοέμβριο. Ένιωσα πολύ παράξενα που έγινε είκοσι χρονών. Αες και το λογικό ήταν (για μένα και τη Ναόκο ) να περιφερόμαστε συνέχεια ανάμεσα στα δεκαοχτώ και τα δεκαεννιά. Μετά τα δεκαοχτώ θα γινόμα-
70
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
σταν δεκαεννιά φυσικά. Όμως μετά τα δεκαεννιά θα επιστρέφαμε ξανά στα δεκαοχτώ. Ωστόσο εκείνη πάτησε τα είκοσι και το φθινόπωρο θα την ακολουθούσα κι εγώ. Μόνο οι νεκροί μένουν για πάντα δεκαεφτά χρονών. Τη μέρα των γενεθλίων της έβρεχε. Μετά τα μαθήματα αγόρασα ένα γλυκό και πήρα το τραμ για το διαμέρισμά της. «Πρέπει να το γιορτάσουμε», είπα. Το ίδιο θα ήθελα αν είχαν έρθει πρώτα τα δικά μου γενέθλια. Είναι σκληρό να γιορτάζει κανείς μόνος τα γενέθλια των είκοσι χρόνων του. Το τραμ ήταν φίσκα κι έβρεχε με το τουλούμι. Όταν έφτασα στο σπίτι της Ναόκο, η τούρτα μου έμοιαζε πιο πολύ με το Κολοσσαίο της Ρώμης παρά με τούρτα. Παρ' όλα αυτά κατάφερα να τη στολίσω με τα είκοσι κεράκια που είχα φέρει μαζί μου. Όταν τα άναψα κι έκλεισα τις κουρτίνες κι έσβησα το φως, το δωμάτιο πήρε πράγματι γιορταστική ατμόσφαιρα. Η Ναόκο άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί. Ήπιαμε, δοκιμάσαμε την τούρτα, ύστερα φάγαμε για βράδυ. ((Δεν ξέρω, μου φαίνεται κάπως ανόητο που έγινα είκοσι», είπε η Ναόκο. ((Σαν να μην ήμουν έτοιμη. Αλλόκοτο συναίσθημα. Λες και με σπρώχνει κάποιος από πίσω να προχωρήσω πιο γρήγορα απ' όσο θέλω». ((Εμένα μου μένουν ακόμα εφτά μήνες για να προετοιμαστώ», απάντησα γελώντας. ((Εσύ καλά την έχεις! Είσαι ακόμα δεκαεννιά!» είπε η Ναόκο μ' ένα ίχνος ζήλιας στη φωνή της. Την ώρα που τρώγαμε της είπα για το καινούργιο πουλόβερ του Λοχία. Ώς τότε είχε μόνο ένα, ένα σκούρο [χπλε πουλόβερ. Το δεύτερο λοιπόν ήταν μεγάλη πρόοδος για κείνον. Το πουλόβερ το ίδιο ήταν μια χαρά, κόκκινο και
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
71
μαύρο, μ' έναν πλεχτό τάρανδο στο στήθος. Όμως ο Λοχίας, όταν το φορούσε, έδειχνε τόσο αστείος που άθελά τους όλοι, μόλις τον έβλεπαν, ξεσπούσαν σε γέλια. Και βέβαια αυτά τα ξεσπάσματα ευθυμίας για κείνον ήταν εντελώς ανεξήγητα. ((Γ...γ...γιατί γελάνε όλοι, Βατανάμπε;» με ρώτησε ενώ καθόταν δίπλα μου στην τραπεζαρία. «Έχω τίποτα κολλημένο στο μέτωπό μου;» «Όχι, τίποτα», απάντησα προσπαθώντας να μείνω σοβαρός. «Δεν έχεις τίποτα. Ωραίο πουλόβερ, με γεια σου». «Ευχαριστώ», είπε λάμποντας ολόκληρος. Της Ναόκο της άρεσε η ιστορία. αΠρέπει να τον συναντήσω», είπε. «Έστω μια φορά». «Αποκλείεται», της είπα. «Θα έβαζες τα γέλια αμέσως μόλις τον έβλεπες». «Λες;» «Δεν λέω, βάζω στοίχημα. Εγώ τον βλέπω κάθε μέρα και παρ' όλα αυτά μερικές φορές δυσκολεύομαι να συγκρατηθώ». Μαζέψαμε το τραπέζι και καθίσαμε καταγής ακούγοντας μουσική και πίνοντας το υπόλοιπο κρασί. Ώσπου ν' αποτελειώσω εγώ ένα ποτήρι, εκείνη ήπιε δυο. Η Ναόκο ήταν ασυνήθιστα ομιλητική εκείνη τη βραδιά. Μου μίλησε για τα παιδικά της χρόνια, για το σχολείο, για την οικογένειά της. Όλες οι ιστορίες της ήταν μεγάλες και μου τις διηγήθηκε με πολλές λεπτομέρειες. Η μνήμη της με ξάφνιασε. Λκούγοντάς την ωστόσο άρχισα να νιώθω πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον τρόπο που τις εξιστορούσε. Είχε κάτι αλλόκοτο, αφύσικο σχεδόν. Κάθε ιστορία είχε τον ειρμό της, τη λογική της. Το
72
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΛΜΙ
πέρασμα από τη μία στην άλλη ήταν παράξενο. Η ιστορία Α άλλαζε ξαφνικά χαι γινόταν η ιστορία Β που δεν αργούσε να κυλήσει στην ιστορία Γ. Τέλος δεν υπήρχε. Στην αρχή προσπαθούσα να βρω απαντήσεις σε όσα μου έλεγε. Μετά από λίγο όμως έπαψα να προσπαθώ. Έβαλα ένα δίσκο στο πικάπ κι όταν τέλειωσε, σήκωσα τη βελόνα κι έβαλα έναν άλλο. Όταν τέλειωσαν οι δίσκοι, τους ξανάπιασα από την αρχή. Είχε μόνο έξι. Ο κύκλος άρχιζε μ ε το 8§ί. Ρβρρβτ'δ
ίιοηβΙγ
ΗβαΓί8 ΟίηΙ) Βαηά και τ έ -
λειωνε με το ν/ειίίζ ίοΓ ΟβΙίΜβ του Μπιλ Έβανς. Έξω από το παράθυρο έβρεχε χωρίς διακοπή. Ο χρόνος κυλούσε αργά. Η Ναόκο μιλούσε, μιλούσε ασταμάτητα. Σιγά σιγά κατάλαβα τι ήταν τόσο αφύσικο στις ιστορίες της: η Ναόκο πρόσεχε μιλώντας να μην αγγίξει ορισμένα θέματα. Ένα απ' αυτά ήταν βέβαια ο Κιζούκι, αν και ένιωθα ότι δεν ήταν μόνο ο Κιζούκι. Μολονότι ήταν αποφασισμένη ν' αποφύγει κάποια θέματα, συνέχιζε να μιλάει δίχως τελειωμό, επιμένοντας σε απίστευτες λεπτομέρειες για τα πιο ασήμαντα και βαρετά πράγματα. Όμως δεν την είχα ξανακούσει να μιλάει με τόση αφοσίωση κι έτσι δεν τη διέκοψα. Όταν το ρολόι έδειξε έντεκα, άρχισα να νιώθω άβολα. Η Ναόκο είχε κλείσει τέσσερις ώρες μιλώντας ακατάπαυστα. Έπρεπε να προλάβω το τελευταίο τρα[λ και να φτάσω στην εστία, πριν απ' τα μεσάνυχτα που έκλεινε η πύλη. Άρπαξα την πρώτη ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε. «Ώρα ν' αποσυρθώ», είπα κοιτάζοντας το ρολόι [ίου. «Ίσα που προλαβαίνω το τελευταίο τραμ». Τα λόγια μου σαν να μην έφτασαν στ' αυτιά της. Ί I, αν
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
73
έφτασαν, σαν να μην κατάλαβε τη σημασία τους. Γί,α ένα κλάσμα του δευτερολέπτου έκλεισε το στόμα της, μετά συνέχισε να μου διηγείται την ιστορία της. Παράτησα την προσπάθεια, βολεύτηκα καλύτερα κι ήπια ό,τι είχε απομείνει από το δεύτερο μπουκάλι κρασί. Το καλύτερο ήταν να την αφήσω να τα βγάλει όλα από μέσα της. Αποφάσισα να ξεχάσω το τελευταίο τραμ και την ώρα. Δεν συνέχισε όμως για πολύ ακόμα. Μετά από λίγο βουβάθηκε απότομα. Η τελευταία της λέξη κρεμάστηκε στον αέρα σαν σκισμένο κουρελάκι στη μέση μιας φράσης. Δεν είχε αποτελειώσει αυτό που έλεγε, αλλά οι λέξεις χάθηκαν ξαφνικά, εξαφανίστηκαν από μέσα της. Ήθελε να συνεχίσει να μιλάει, αλλά δεν έβγαινε πια τίποτα. Κάτι είχε καταστραφεί και ο υπεύθυνος για την καταστροφή ήμουν μάλλον εγώ. Ίσως τα λόγια μου την είχαν αγγίξει τελικά, ίσως της είχε πάρει λίγο χρόνο ώσπου να τα καταλάβει. Ίσως το νόημά τους, όταν το κατάλαβε, την απέκοψε από την πηγή της ζωντάνιας που ώς εκείνη τη στιγμή έτρεφε το μονόλογό της. Με τα χείλη μισάνοιχτα γύρισε και με κοίταξε. Μου θύμισε μηχανή που δούλευε ασταμάτητα, ώσπου κάποιος την έβγαλε ξαφνικά από την πρίζα. Τα μάτια της μου φάνηκαν συννεφιασμένα, σαν να τα σκέπαζε μια εξαιρετικά λεπτή, διαφανής μεμβράνη. ((Συγγνώμη που σε διέκοψα», είπα, ((αλλά πέρασε η ώρα και...)) Ένα μεγάλο δάκρυ κύλησε από το μάτι στο μάγουλό της κι έπεσε στο κάλυμμα ενός δίσκου. Μ' αυτό το πρώτο δάκρυ γκρεμίστηκε το φράγμα. Η Ναόκο έσκυψε μπροστά κι ακουμπώντας τα χέρια της στο πάτωμα άρ-
74
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
χί,σε να κλαίει, με λυγμούς ασυγκράτητους, σαν να έκανε εμετό. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει άνθρωπο να κλαίει έτσι δυνατά. Άπλωσα το χέρι μου κι άγγιξα απαλά την πλάτη της που τρανταζόταν από τ' αναφιλητά. Από ένστικτο την πήρα στην αγκαλιά μου. Σφιγμένη πάνω μου, τρέμοντας σύγκορμη, συνέχισε να κλαίει βουβά. Το πουκάμισό μου βράχηκε - ύστερα μούσκεψε απ' τα δάκρυα και την καυτή ανάσα της. Σε λίγο τα δάχτυλά της άρχισαν να σέρνονται στη ράχη μου σαν να 'ψαχναν κάτι, κάτι σημαντικό που κρυβόταν εκεί από πάντα. Συγκρατώντας το βάρος της με το αριστερό μου χέρι, άρχισα με το δεξί να χαϊδεύω τα απαλά ίσια μαλλιά της και περίμενα. Περίμενα να σταματήσει η Ναόκο τα κλάματα, Η Ναόκο δεν σταμάτησε.
Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα με τη Ναόκο. Ήταν σωστό αυτό; Δεν ξέρω. Ακόμα και τώρα που έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε, δεν είμαι σίγουρος. Υποθέτω ότι ποτέ δεν θα είμαι. Η Ναόκο βρισκόταν σε μεγάλη ένταση και σύγχυση κι έδειξε καθαρά πως ήθελε από μένα ανακούφιση. Έσβησα το φως κι άρχισα να τη γδύνω, πολύ αργά, όσο πιο μαλακά κι ευγενικά μπορούσα. Γδύθηκα. Έκανε ζέστη εκείνη τη βροχερή νύχτα του Απριλίου. Αρκετή ζέστη ώστε ν' αγκαλιαστούμε γυμνοί, χωρίς να κρυώνουμε. Εξερευνήσαμε τα κορμιά μας στα σκοτεινά, χωρίς λόγια. Τη φίλησα, κράτησα απαλά τα στήθη της στα χέρια μου. Τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω από τη στύση μου. Μπήκα μέσα της κι ήταν ζεστή και υγρή, και με ήθελε.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
75
Κι όμως, τη στιγμή που μπήκα, η Ναόκο σφίχτηκε από τον πόνο. Ήταν η πρώτη της φορά; ρώτησα κι αυτή έγνεψε καταφατικά. Τώρα ήταν η σειρά μου να τα χάσω. Νόμιζα πως η Ναόκο κοιμόταν όλον εκείνο τον καιρό με τον Κιζούκι. Προχώρησα όσο πιο βαθιά μπορούσα κι έμεινα εκεί ακίνητος για αρκετή ώρα, κρατώντας τη Ναόκο στην αγκαλιά μου, κι όταν μου φάνηκε πιο ήρεμη, επέτρεψα στον εαυτό μου τις πρώτες αργές κινήσεις. Η κορύφωση άργησε. Στο τέλος έσφιξε τα χέρια της γύρω μου, όταν επιτέλους έσπασε τη σιωπή της. Η φωνή της ήταν ο πιο λυπημένος ήχος οργασμού που άκουσα ποτέ μου. Όταν τέλειωσαν όλα, τη ρώτησα γιατί δεν είχε κοιμηθεί ποτέ με τον Κιζούκι. Ήταν λάθος. Δεν πρόλαβα ν' αποσώσω τα λόγια μου και μ' άφησε από τα χέρια της βάζοντας ξανά -βουβά- τα κλάματα. Έβγαλα από την ντουλάπα το στρώμα της, το άπλωσα καταγής και την πλάγιασα κάτω από τα σκεπάσματα. Καπνίζοντας έμεινα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο την αδιάκοπη βροχή του Απριλίου.
Σταμάτησε να βρέχει τα χαράματα. Η Ναόκο κοιμόταν με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου. Ίσως, πάλι, να μην κοιμόταν. Ίσως να μην είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα. Είτε κοιμόταν είτε όχι όμως, όλες οι λέξεις είχαν χαθεί από τα χείλη της. Το κορμί της φαινόταν αλύγιστο, παγωμένο. Προσπάθησα αρκετές φορές να της μιλήσω. Δεν μου απάντησε. Δεν σάλεψε. Περίμενα πολύ, με το βλέμμα μου καρφωμένο στους γυμνούς ώμους της. Στο τέλος, πάντως, έχασα κάθε ελπίδα κι αποφάσισα να σηκωθώ.
76
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
Στο πάτωμα ήταν ακόμα σκορπισμένοι, οι, δίσκοι, τα ποτήρια, τα μπουκάλια του κρασιού, το τασάκι που είχα γεμίσει με αποτσίγαρα. Η υπόλοιπη μισοβουλιαγμένη τούρτα είχε μείνει στο τραπέζι. Ήταν λες κι ο χρόνος είχε σταθεί ακίνητος. Μάζεψα τα πράγματα από το πάτωμα και ήπια δυο ποτήρια νερό από τη βρύση. Στο γραφείο της Ναόκο υπήρχε ένα λεξικό κι ένας πίνακας με τους χρόνους των γαλλικών ρημάτων. Στον τοίχο πάνω από το γραφείο κρεμόταν ένα ημερολόγιο, χωρίς ζωγραφιές ή φωτογραφίες, μόνο με τις μέρες του μήνα. Δεν είχε ούτε σημειώσεις ούτε σημαδάκια δίπλα στις ημερομηνίες. Βρήκα τα ρούχα μου και ντύθηκα. Το πουκάμισό μου μπροστά ήταν ακόμα υγρό. Τγρό και κρύο. Είχε τη μυρωδιά της Ναόκο. Στο μπλοκάκι που βρήκα στο τραπέζι, έ γ ρ α ψ α : Θα ήθελα να συζητησουμε όταν συνέλθεις.
Τηλεφώνησε
με την ησυχία
μου, σε παρακαλώ,
μας,
το συ-
ντομότερο. Χρόνια πολλά. Κοίταξα γι' άλλη μια φορά την πλάτη της Ναόκο, βγήκα κι έκλεισα αθόρυβα την πόρτα.
Πέρασε μια βδομάδα και η Ναόκο δεν μου τηλεφώνησε. Στο σπίτι της δεν είχε τηλέφωνο. Την Κυριακή το πρωί λοιπόν πήρα το τρένο για το Κοκουμπούντζι. Δεν ήταν εκεί. Το όνομά της δεν ήταν γραμμένο πια στο κουδούνι. Παράθυρα και παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά. Ο θυρωρός μου είπε πως η Ναόκο είχε μετακομίσει τρεις μέρες πριν. Δεν είχε ιδέα για πού. Γύρισα στην εστία και της έγραψα ένα μεγάλο γράμμα - το έστειλα στο πατρικό της, στο Κόμπε. 'Οπου κι αν ήταν, οι γονείς της θα φρόντιζαν να φτάσει στα χέρια της.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
77
Στο γράμμα μου της περιέγραψα με ειλικρίνει,α τα συναισθήματά μου. Υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν μπορούσα να καταλάβω, της ομολογούσα. Παρ' όλο που πάσχιζα να καταλάβω, θα μου 'παιρνε καψό. Πού θα ήμουν, όταν θα 'ρχόταν αυτός ο καιρός, δεν ήξερα - και μου ήταν αδύνατο να το προβλέψω. Γι' αυτόν το λόγο δεν ήμουν σε θέση να υποσχεθώ ή να ζητήσω το παραμικρό, να της γράψω έστω δυο γλυκά λόγια. Ξέραμε ούτως ή άλλως ελάχιστα ο ένας τον άλλον. Αν όμως εκείνη μου άφηνε το περιθώριο, τότε θα έβαζα τα δυνατά μου για να γνωριστούμε καλύτερα. Όπως κι αν είχε, ήθελα να την ξαναδώ και να κουβεντιάσω μαζί της. Όταν χάθηκε ο Κιζούκι, έχασα το μοναδικό άτομο στο οποίο μπορούσα να μιλήσω με ειλικρίνεια για τα αισθήματά μου. Φανταζόμουν πως το ίδιο είχε συμβεί και στη Ναόκο. Εκείνη κι εγώ χρειαζόμασταν ο ένας τον άλλον περισσότερο απ' όσο μπορούσαμε να διανοηθούμε. Γι' αυτό και η σχέση [λας είχε τραβήξει τέτοιον παράξενο δρόμο και μας είχε οδηγήσει σ' αυτό το αδιέξοδο. Μάλλον δεν έπρεπε να κάνω αυτό που έκανα κάνω τίποτε
άλλο. Η ζεστασιά
για σένα εκείνη Πρέπει
- κι όμως, νομίζω ότι δεν μπορούσα τη στιγμή
να μου απαντήσεις
είναι -η απάντηση
και -η στοργή
ήταν πρωτόγνωρες στο γράμμα
που θα μου δώσεις,
να
που ένιωσα για
μένα.
μου. Όποια κι αν τη
χρειάζομαι.
Απάντηση δεν ήρθε. Κάτι μέσα μου βούλιαξε και τίποτα δεν ήρθε στη θέση του να γεμίσει το κενό. Ένιωθα το κορμί μου αφύσικα ελαφρύ και όλοι οι ήχοι άφηναν πίσω τους έναν κούφιο αντίλαλο. Άρχισα να πηγαίνω ταχτικά στο πανεπιστήμιο, δεν έχανα πια ούτε ώρα απ' τα μαθήματά μου.
78
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
Βαριόμουν και δεν μιλούσα ποτέ με τους συμφοιτητές μου. Μα δεν είχα τι άλλο να κάνω. Καθόμουν μπροστά μπροστά στο αμφιθέατρο, δεν έπιανα κουβέντα με κανέναν, έτρωγα μόνος μου. Έκοψα και το τσιγάρο. Η αποχή άρχισε γύρω στα τέλη Μαίου. «Κλείστε το πανεπιστήμιο!» φώναζαν οι διαδηλωτές. Εμπρός, κάντε το, έλεγα από μέσα μου. Κλείστε το. Γκρεμίστε το. Κάντε το σκόνη. Δεκάρα μου φύγει ένα βάρος. σω κι εγώ αν χρειαστεί.
δεν δίνω. Θα πάρω μία ανάσα. Θα Είμαι
έτοιμος
Αλλά
κάντε
για όλα. Θα
βοηθή-
το!
Το πανεπιστήμιο έκλεισε, τα μαθήματα σταμάτησαν. Έπιασα τότε δουλειά σε μια εταιρεία μεταφορών. Ήμουν συνοδηγός και βοηθούσα στο φόρτωμα και το ξεφόρτωμα του φορτηγού. Η δουλειά ήταν πιο βαριά απ' όσο φανταζόμουν. Τις πρώτες μέρες πονούσα τόσο που με δυσκολία σηκωνόμουν τα πρωινά. Τα λεφτά όμως ήταν καλά κι όσο δούλευα με το κορμί, ξεχνούσα το κενό στο στήθος μου. Δούλευα πέντε μέρες τη βδομάδα. Τρεις νύχτες τη βδομάδα συνέχισα να δουλεύω φύλακας στο δισκάδικο. Τις νύχτες που δεν δούλευα, τις περνούσα με ουίσκι και βιβλία. Ο Λοχίας δεν το 'βαζε στο στόμα του το ουίσκι. Δεν άντεχε ούτε καν τη μυρωδιά του. Όταν ξάπλωνα λοιπόν στο κρεβάτι μου πίνοντας, μου γκρίνιαζε ότι οι αναθυμιάσεις δεν τον άφηναν να μελετήσει και μου ζητούσε να βγω από το δωμάτιο μαζί με το μπουκάλι μου. «Να βγεις εσυ», του απαντούσα γρυλίζοντας. «Αφού το ποτό στο δωμάτιο α...α...απαγορεύεται κι από τον κανονισμό». «Χέστηκα. Εσύ να βγεις». Έπαψε να μου γκρινιάζει, αλλά εμένα μου την είχε
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
79
σπάσει.. Σταμάτησα να πίνω στο δωμάτι,ο. Ανέβαινα στην ταράτσα χι έπινα μόνος μου. Τον Ιούνιο έγραψα και δεύτερο γράμμα στη Ναόκο, στέλνοντάς το κι αυτό στο σπίτι της στο Κόμπε. Έλεγε πάνω-κάτω τα ίδια με το πρώτο. Στο τέλος όμως πρόσ θ ε σ α : Η αναμονή
της απάντησης
πιο οδυνηρά πράγματα
σου είναι ένα από τα
που έχω ζήσει.
Τουλάχιστον
πες
μου αν σε πλήγωσα η όχι. Όταν το ταχυδρόμησα, ένιωσα το κενό στο στήθος μου να μεγαλώνει. Εκείνο τον Ιούνιο ξαναβγήκα δύο φορές με τον Ναγκασάβα. Ήταν εύκολο και τις δύο φορές. Η πρώτη κοπέλα αντιστάθηκε λυσσασμένα, όταν προσπάθησα να τη γδύσω και να τη ρίξω στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Μα όταν την άφησα κι άρχισα να διαβάζω (επειδή απλούστατα δεν άξιζε τόση φασαρία), ήρθε από μόνη της. [ί δεύτερη μ' άρχισε στις ερωτήσεις, αμέσως μόλις κάνα{λε έρωτα - Με πόσα κορίτσια είχα κοιμηθεί; Από πού ήμουν; Σε ποιο πανεπιστήμιο πήγαινα; Ποια μουσική μου άρεσε; Είχα διαβάσει τα μυθιστορήματα του Οσάμου Νταζάι; Πού θα μου άρεσε να ταξιδέψω, αν μπορούσα να βγω στο εξωτερικό; Έβρισκα τις ρώγες της μεγάλες; Της έδωσα μερικές από τις απαντήσεις που ήθελε κι αποκοιμήθηκα. Δεν πρόλαβα ν' ανοίξω τα μάτια μου το επόμενο πρωί και με περίμενε να φάμε μαζί πρωινό. Πάνω από τα άνοστα αυγά, τις φρυγανιές και τον καφέ, συνέχισε να με ανακρίνει κανονικά. Τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου; Είχα καλούς βαθμούς στο σχολείο; Ποιο μήνα είχα γεννηθεί; Είχα φάει ποτέ μου βατράχια; Μ' έπιασε πονοκέφαλος. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό, είπα πως είχα δουλειά κι έπρεπε να φύγω.
80
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
«Θα σε ξαναδώ;» με ρο^τησε με λυπημένο βλέμμα. «Α, είμαι σίγουρος πως θα ξανασυναντηθούμε και, μάλιστα σύντομα», είπα χι έφυγα. Τί διάβολο χάνω; άρχισα ν' αναρωτιέμαι μόλις έμεινα μόνος, νιώθοντας σιχασιά για τον εαυτό μου. Μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Το κορμί μου λαχταρούσε γυναίκα. Κάθε φορά που κοιμόμουν μ' ένα απ' αυτά τα κορίτσια, σκεφτόμουν τη Ναόκο: τη λευκή φιγούρα του γυμνού κορμιού της στο σκοτάδι, τους στεναγμούς της, τον ήχο της βροχής. Κι όσο γύριζαν στο μυαλό μου οι σκέψεις αυτές, τόσο περισσότερο πεινούσε το κορμί μου για έρωτα. Ανέβαινα στην ταράτσα με το ουίσκι μου και ρωτούσα τον εαυτό μου: Που νομίζεις
ότι πας;
Είχε μπει τελικά ο Ιούλιος, όταν έφτασε το γράμμα της Ναόκο. Ήταν πολύ σύντομο. Σε παρακαλώ, νωρίτερα. βεις.
συγχώρεσε
Σε παρακαλώ
με που δεν σου - προσπάθησε
να με
καταλά-
Μου πήρε πολύ καιρό, ώσπου να συνέλθω
μπορέσω
να γράψω.
λάχιστον
δέκα φορές. Το γράψιμο
Αυτό το γράμμα
Θ' αρχίσω απ' το τέλος: ματήσω
ποτέ
Πήρα
κι αν έγινε
κανονικά
αλλά δεν νομίζω ότι θα γυθα σε ξαφνιάσει,
φορές να σ' το πω, αλλά δεν τα κατάφερα. Σε παρακαλώ,
πονάω.
από καιρό. Προσπάθησα
ακόμα και να ξεστομίσω
αυτές τις
εγώ μερικές
Φοβόμουν
λέξεις.
μην τα παίρνεις όλα κατάκαρδα.
-ή δεν έγινε-,
του-
πήρα την απόφαση να στα-
μου. Αυτό μάλλον
όμως το σκεφτόμουν
και να
το άρχισα
με κάνει και
για ένα χρόνο το κολέγιο.
άδεια από τη γραμματεία, ρίσω
απάντησα
νομίζω πως τα πράγματα
Ό,τι θα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
κατέληγαν
81
ούτως η άλλως εκεί που κατέληξαν.
δεν είναι ωραίος ο τρόπος που διάλεξα λυπάμαι
που σε στενοχωρώ.
Ίσως
να σ' το πω και
Αυτό που προσπαθώ
σου πω είναι πως δεν φταις εσύ για ό,τι έγινε Απλώς
εγώ έπρεπε
να ξεκαθαρίσω
τον εαυτό μου. Το ανέβαλα λικά σου δημιούργησα Αφήνοντας πατρικό γιατρό.
κι εσένα προβλήματα.
το διαμέρισμά
μου, στο Κόμπε.
λόφους έξω από το Κιότο λοιπόν
Δεν είναι ακριβώς μπορούσε
στο
Εδώ άρχισα να βλέπω κάπου
που θα ήταν τέλειο
ένα στους
για
να πάω για ένα διάστημα
Θα αφήσω
γράμμα
μέρος, μακριά
τε-
Μάλλον
μου ήρθα κατευθείαν
νοσοκομείο,
με
άλλο.
μάλλον
σανατόριο
τις λεπτομέρειες
μου. Τώρα μου χρειάζεται
μέεκεί.
να το πει κανείς, με πολύ πιο ελεύθερες
θόδους αγωγής. επόμενο
κι
Μου είπε ότι υπάρχει ένα κέντρο
να. Σκέφτομαι
μ'εμένα.
την κατάσταση
εδώ κι ένα χρόνο, και
είναι αδύνατο να καθυστερήσω
να
θα με-
για το ένα ήσυχο
από τον κόσμο, όπου θα βρω γαλήνη
κι
ανάπαυση. Νιώθω ευγνωμοσύνη
για τον ένα χρόνο συντροφιάς που
μου χάρισες. Σε παρακαλώ να το πιστέψεις αν δεν πιστέψεις
τίποτε
Εγώ μόνη μου πληγώθηκα.
άλλο.
αυτό, έστω κι
Λεν με πλήγωσες
Είμαι σίγουρη
εσύ.
γι'αυτό.
Προς το παρόν πάντως, δεν είμαι σε θέση να σε δω. Μη νομίσεις
πως δεν θ έ λ ω ; απλώς δεν είμαι ικανή να
το κάνω. Τη στιγμή
που θα νιώσω έτοιμη,
ψω. Ίσως τότε μπορέσουμε
να γνωριστούμε
Όπως λες κι εσύ, αυτό είναι μάλλον ριστούμε
θα σου γράκαλύτερα.
το σωστό: να γνω-
καλύτερα. Γεια
σου
82
ΧΑΡΟΪΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
Διάβασα το γράμμα της Ναόκο πολλές φορές και κάθε φορά ένιωθα να με κυριεύει η ίδια ανυπόφορη θλίψη που με κυρίευε κι όταν με κοίταζε η Ναόκο στα μάτια. Δεν είχα τρόπο να αντιμετωπίσω αυτό το συναίσθημα, δεν είχα μέρος να το βολέψω ή να το κρύψω. Σαν τον αέρα που περνούσε έξω από το κορμί μου, δεν είχε σχήμα ούτε βάρος ούτε μπορούσε να με τυλίξει. Τα πράγματα γλιστρούσαν αργά από δίπλα μου, με προσπερνούσαν, αλλά τα λόγια που έλεγαν δεν έφταναν ώς εμένα. Συνέχισα να περνάω τα σαββατόβραδα στην εστία, κοντά στο τηλέφωνο. Δεν είχα καμιά ελπίδα πως θα μ' έπαιρνε τηλέφωνο, αλλά εκείνες τις ώρες δεν είχα τι άλλο να κάνω. Άναβα την τηλεόραση κι έκανα τάχα πως παρακολουθούσα έναν αγώνα μπέιζμπολ. Στην πραγματικότητα έκοβα στα δύο την απόσταση που με χώριζε από την τηλεόραση, μετά συνέχιζα κόβοντας στα δύο καθένα από τα δύο μισά, έπειτα ξανά πάλι το ίδιο, ώσπου ο κενός χώρος ανάμεσα σ' εμένα και την τηλεόραση γινόταν τόσο μικρός ώστε χωρούσε στην παλάμη μου. Στις δέκα την έκλεινα, γύριζα στο δωμάτιό μου κι έπεφτα για ύπνο.
Στο τέλος του μηνός ο Λοχίας μου χάρισε μια πυγολαμπίδα. Ήταν σ' ένα βαζάκι από καφέ, με τρύπες στο καπάκι του. Μέσα είχε λίγα πράσινα φύλλα και μια σταλιά νερό. Στο φως της μέρας έμοιαζε με συνηθισμένο μαύρο ζουζούνι απ' αυτά που υπάρχουν δίπλα στις λί[ΐ.νες. Ο Λοχίας όμως με διαβεβαίωσε πως ήταν πραγματική πυγο-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
83
λαμπίδα. «Τις γνωρίζω)), μ,ου είπε. Δεν είχα λόγο να μην τον πιστέψω. ((Εντάξει)), είπα. ((Είναι πυγολαμπίδα)). Το ζουζούνι φαινόταν νυσταγμένο. Προσπαθούσε συνέχεια να σκαρφαλώσει στο γυάλινο τοίχωμα του βάζου, αλλά ξανάπεφτε. ((Τη βρήκα στο προαύλιο)), μου είπε. ((Εδώ; Στην εστία;)) ((Ναι. Έχεις προσέξει το ξενοδοχείο στο βάθος του δρόμου; Αυτοί μαζεύουν πυγολαμπίδες και τις έχουν στον κήπο τους για να τις χαζεύουν οι πελάτες τους. Ετούτη το 'σκασε και ήρθε εδώ)). Καθώς μιλούσε, ο Λοχίας έβαζε τα ρούχα και τα τετράδιά του στον μαύρο του σάκο. Οι καλοκαιρινές διακοπές είχαν αρχίσει πριν από μερικές βδομάδες. Αυτός κι εγώ ήμαστε απ' τους τελευταίους που μέναμε ακόμα στην εστία. Εγώ είχα συνεχίσει να δουλεύω - δεν ήθελα να γυρίσω στο Κόμπε. Εκείνος είχε μείνει για να τελειώσει ένα εργαστήριο. Το εργαστήριο είχε φτάσει στο τέλος του κι ο Αοχίας ετοιμαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του* ήταν από τα βουνά Γιαμανάσι, ((Χάρισέ τη στη φιλενάδα σου)), μου είπε. ((Είμαι σίγουρος πως θα της αρέσει)). ((Σ' ευχαριστώ)), του απάντησα. Τα βράδια η εστία ήταν έρημη και σιωπηλή σαν αρχαίο ερείπιο. Η υποστολή της σημαίας είχε γίνει. Στα παράθυρα της τραπεζαρίας έφεγγε ένα αδύναμο φως. Είχαν μείνει τόσο λίγοι ένοικοι πια που η διεύθυνση άναβε τα μισά φώτα μόνο στους κοινόχρηστους χώρους: το αριστερό μισό της τραπεζ'αρίας είχε φως, το δεξί ήταν βυθισμέ-
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
νο στο σκοτάδι,. 1 Ιαρ' όλα αυτά, εμ,ένα μου μύρισε φαγητό - φρι,κασέ πρέπει, να ήταν. Πήρα το βάζο με την πυγολαμπίδα κι ανέβηκα στην ταράτσα. Δεν συνάντησα κανέναν. Ένα ξεχασμένο άσπρο πουκάμισο ανέμιζε στο σκοινί της μπουγάδας, σαν άδειο κουκούλι ενός πελώριου εντόμου. Σκαρφάλωσα τη σιδερένια σκάλα στο πλευρό της δεξαμενής του νερού που βρισκόταν σε μια άκρη της ταράτσας. Η κυλινδρική δεξαμενή ήταν ακόμα ζεστή από τον ήλιο που τη χτυπούσε όλη μέρα. Κάθισα πάνω της, ακουμπώντας στο κάγκελο, πρόσωπο με πρόσωπο σχεδόν με το γεμάτο κάτασπρο φεγγάρι. Είχα τα φώτα του Σιντζούκου δεξιά μου, του Ικεμπουκούρο στ' αριστερά μου. Οι προβολείς των αυτοκινήτων γλιστρούσαν σαν λαμπερά ποτάμια από τη μια συστάδα των φώτων ώς την άλλη. Μια υπόκωφη βουή κρεμόταν πάνω από την πόλη σαν σύννεφο. Η πυγολαμπίδα έφεγγε στον πάτο του βάζου, αλλά το φωτάκι της ήταν αδύναμο και θαμπό. Είχα χρόνια να δω πυγολαμπίδα, αλλά αυτές που θυμόμουν έφεγγαν πολύ πιο ζωηρά μες στο σκοτάδι του καλοκαιριού. Εκείνη η λαμπρή αστραφτερή εικόνα είχε μείνει στη μνήμη μου όλον αυτό τον καιρό. Ίσως αυτή η πυγολαμπίδα ήταν αδυνατισμένη, ίσως κόντευε να ψοφήσει. Κούνησα μερικές φορές το βάζο. Η πυγολαμπίδα χτύπησε στα γυάλινα τοιχώματα, προσπάθησε να πετάξει, αλλά το φως της όμως παρέμεινε αδύναμο. Πού είχα δει τελευταία φορά πυγολαμπίδες; Πότε ήταν; Έβλεπα τη σκηνή στο μυαλό μου, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε πού ούτε πότε. Μέσα απ' το σκο-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
85
τάδί ακουγόταν νερό να κυλάει,. Ήταν ένα παλιό κανάλί, χτισμένο με τούβλα. Ο υδατοφράχτης του είχε ένα σιδερένιο μοχλό που τον γύριζες για να ανοίξεις ή να κλείσεις το νερό. Δεν ήταν μεγάλο κανάλι, το νερό του κυλούσε χαμηλά, κρυμμένο πίσω από τα χόρτα που φύτρωναν στις όχθες του. Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη, τόσο που σβήνοντας το φακό μου δεν έβλεπα ούτε τα πόδια μου. Εκατοντάδες πυγολαμπίδες χόρευαν πάνω από το νερό που ήταν μαζεμένο πίσω από τον υδατοφράχτη. Τα φωτάκια που καθρεφτίζονταν στην επιφάνειά του έδιναν την εντύπωση πως ο ουρανός έβρεχε σπίθες πάνω στο νερό. Έκλεισα τα μάτια μου και βυθίστηκα για μια στιγμή στο σκοτάδι της μακρινής εκείνης ανάμνησης. Άκουσα το φύσημα του αέρα εκπληκτικά καθαρά. Ήταν ένα ανάλαφρο αεράκι, αλλά άφηνε πίσω του φωτεινά κύματα πάνω στη μαυρίλα. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια, το σκοτάδι της καλοκαιρινής νύχτας μου φάνηκε ακόμα πιο βαθύ από πριν. Άνοιξα το καπάκι του βάζου, έβγαλα έξω την πυγολαμπίδα και την ακούμπησα στην άκρη της δεξαμενής. Δεν έδειξε να καταλαβαίνει την αλλαγή. Άρχισε να σκαρφαλώνει στο κεφάλι μιας βίδας σκοντάφτοντας στην ξεφλουδισμένη μπογιά. Προχώρησε προς τα δεξιά, ώσπου βρήκε το δρόμο της κλειστό, δοκίμασε από τ' αριστερά. Τελικά τα κατάφερε με δυσκολία, ανέβηκε πάνω στη βίδα κι έμεινε εκεί για λίγο ασάλευτη, σαν αποκαμωμένη από την προσπάθεια. Ακουμπισμένος ακόμα στο κάγκελο έμεινα να την περιεργάζομαι. Για αρκετή ώρα ούτε αυτή ούτε εγώ κουνηθήκαμε. Ο αέρας εξακολουθούσε να φυσάει μαλακά, άκου-
86
ΧΛΡΟΓΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
γα τα αμέτρητα φύλλα του δέντρου της ζελκόβας να θροΐζουν μες στο σκοτάδι. Περίμενα. Μου φάνηκε ότι περίμενα αιώνες, ώσπου ν' αποφασίσει τελικά η πυγολαμπίδα να πετάξει. Σαν να της πέρασε αίφνης μια σκέψη απ' το νου, η πυγολαμπίδα άνοιξε τα φτερά της και την ίδια στιγμή ξεκόλλησε από το κάγκελο και πέταξε στο χλομό σκοτάδι. Διέγραψε ένα βιαστικό τόξο στην άκρη της δεξαμενής, σαν να 'θελε να σώσει ένα κομμάτι τουλάχιστον από τον χαμένο χρόνο. Στάθηκε για λίγο μετέωρη εκεί, σαν να περίμενε να σβήσει το φωτεινό της χνάρι στο νυχτερινό αεράκι, κι ύστερα πέταξε προς την πόλη. Η πυγολαμπίδα είχε φύγει από ώρα, αλλά η φωτεινή γραμμούλα που είχε αφήσει πίσω της ήταν ακόμα μέσα μου. Το αδύναμο φέγγος της άναβε κι έσβηνε μες στο πηχτό, αδιαπέραστο σκοτάδι πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα. Άπλωσα το χέρι μου πάνω από μια φορά για να αγγίξω αυτή τη θαμπή φωτεινή γραμμή στα σκοτεινά. Τα δάχτυλά μου έπιαναν το κενό. Ήμουν ανήμπορος να φτάσω την αδύναμη φεγγοβολή μπροστά μου.
4 Οί, καλοκαιρινές διακοπές δεν είχαν τελειώσει ακόμα, όταν η πρυτανεία του πανεπιστημίου κάλεσε την αστυνομία. Η αστυνομία διέλυσε τα οδοφράγματα και συνέλαβε τους φοιτητές που βρίσκονταν οχυρωμένοι πίσω τους.· Αυτό δεν ήταν τίποτα περίεργο, σε όλα τα πανεπιστήμια το ίδιο πάνω-κάτω συνέβαινε την εποχή εκείνη. Δεν ήταν και τόσο απλό να αγκρεμίσει» κανείς τα πανεπιστήμια. Τα κεφάλαια που είχαν επενδυθεί πάνω τους, ήταν πολύ σημαντικά και η κυβέρνηση δεν επρόκειτο ν' αφήσει μια χούφτα ξεσηκωμένους φοιτητές να τα βάλουν σε κίνδυνο. Σε τελική ανάλυση, ούτε το φοιτητικό κίνημα που είχε κάνει την κατάληψη ήθελε στ' αλήθεια να «γκρεμίσει» το πανεπιστήμιο. Αυτό που πραγματικά ήθελαν ήταν να αλλάξουν τις ισορροπίες της εξουσίας μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα - υπόθεση που με άφηνε εντελώς αδιάφορο. Γι' αυτό και δεν ένιωσα απολύτως τίποτα, όταν η αστυνομία συνέτριψε τελικά τη φοιτητική εξέγερση. Το Σεπτέμβριο, περιμένοντας να βρω μπροστά μου συ-
ΧΛΡΟΤΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ντρίμμια, πήγα στη σχολή μου. Τα βρήκα όλα άθικτα. Η βιβλιοθήκη δεν είχε λεηλατηθεί, τα γραφεία των καθηγητών δεν είχαν καταστραφεί, οι αίθουσες δεν είχαν καεί. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τι στο διάβολο έκαναν τόσο καιρό πίσω από τα οδοφράγματα; Όταν τελείωσε η κατάληψη και ξανάρχισαν τα μαθήματα υπό την επιτήρηση των αστυνομικών, οι πρώτοι που κάθισαν ξανά στα έδρανα των αμφιθεάτρων ήταν οι επικεφαλής του φοιτητικού κινήματος. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, κάθονταν στις θέσεις τους και κρατούσαν σημειώσεις και φώναζαν «παρών» όταν ο καθηγητής έπαιρνε παρουσίες. Μου φάνηκε απίστευτο. Στο κάτω κάτω της γραφής, η κινητοποίηση των φοιτητών εξακολουθούσε. Καμιά συνέλευση δεν είχε αποφασίσει τον τερματισμό της. Η πρυτανεία είχε καλέσει την αστυνομία να ρίξει τα οδοφράγματα - αυτό ήταν όλο. Η αποχή από τα μαθήματα υποτίθεται ότι συνεχιζόταν. Οι αλήτες είχαν λυσσάξει πριν από τις διακοπές, καταγγέλλοντας όσους ήταν ενάντια στην κατάληψη (ή όσους απλώς τολμούσαν να εκφράσουν τις αμφιβολίες τους). Έπιασα λοιπόν κι εγώ μερικούς απ' αυτούς και τους ρώτησα γιατί έρχονταν στα μαθήματα και δεν συνέχιζαν την αποχή. Απάντηση δεν πήρα. Τι να μου έλεγαν; Ότι φοβούνταν μήπως πέσουν οι βαθμοί τους; Μήπως κοπούν από τις απουσίες; Ήταν οι ίδιοι άχρηστοι που ούρλιαζαν και απειλούσαν ότι θα «γκρέμιζαν» το πανεπιστήμιο! Ωραίο αστείο. Δεν πρόλαβε να φυσήξει αλλιώς ο άνεμος και τα ουρλιαχτά τους έγιναν ψίθυροι. Κιζούχί,
πίστεψε
μ ε , σ κ έ φ τ η κ α , δεν χάνεις και
τίποτα
σπουδαίο. Αυτός ο κόσμος είναι ένας σωρός από σκατά. Οί
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
λεχρίτες
παίρνουν καλούς βαθμούς
ξει Ύ) κοινωνία,
να πάρει δηλαδή
και βοηθούν τη δική τους
89
ν'
αλλάσιχαμερή
μορφή. ^
Για ένα διάστημα πήγαινα στα μαθήματα αλλά αρνιόμουν να δώσω το «παρών». Το ήξερα ότι η στάση μου δεν είχε νόημα, αλλά ένιωθα τόσο άσχημα που δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Το μόνο που κέρδισα ήταν να απομονωθώ ακόμα περισσότερο από τους υπόλοιπους φοιτητές. Κρατώντας το στόμα μου κλειστό, όταν ο καθηγητής φώναζε το όνομά μου, έφερνα όλους τους άλλους σε αμηχανία. Δεν μου μιλούσε κανείς. Ούτε κι εγώ μιλούσα σε κανέναν.
Τη δεύτερη βδομάδα του Σεπτεμβρίου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές δεν είχαν απολύτως κανένα νόημα. Αποφάσισα ότι για μένα δεν ήταν παρά μια περίοδος εξάσκησης στις τεχνικές διαχείρισης της πλήξης. Δεν είχα κανέναν άλλο σκοπό στη ζωή μου που να με υποχρεώνει να εγκαταλείψω αμέσως το πανεπιστήμιο. Συνέχισα λοιπόν να πηγαίνω καθημερινά στα μαθήματά μου και να κρατάω σημειώσεις. Τις ελεύθερες ώρες μου τις περνούσα στη βιβλιοθήκη διαβάζοντας ή φυλλομετρώντας βιβλία. Παρ' όλο που η δεύτερη βδομάδα του Σεπτεμβρίου είχε μπει για τα καλά πια, ο Λοχίας εξακολουθούσε να μην έχει δώσει σημεία ζωής. Αυτό δεν ήταν απλώς ασυνήθιστο, ήταν συγκλονιστικό. Το εξάμηνο είχε αρχίσει κι ο Αοχίας έλειπε από τα μαθήματα: αδιανόητο. Το γραφείο του και το ραδιόφωνό του ήταν σκεπασμένα με μια λε-
90
ΧΛΡΟΓΚΙ
Μ()ΥΊ>ΛΚΛΜΙ
πτή στρώση σκόνης. Η πλαστική θήκη με την οδοντόβουρτσά του, το κουτί μ,ε το τσάι του και το εντομοκτόνο του περίμεναν βαλμένα ταχτικά στο ράφι. Όσο έλειπε ο Λοχίας, ταχτοποιούσα εγώ το δωμάτιο. Ενάμιση χρόνο μαζί του είχα συνηθίσει πια στην καθαριότητα και την τάξη, κι όταν έλειπε εκείνος, συγύριζα εγώ. Σκούπιζα κάθε μέρα, καθάριζα τα τζάμια κάθε τρεις μέρες, αέριζα τα στρωσίδια μου μία φορά τη βδομάδα. Περίμενα να γυρίσει και να με παινέσει για τη νοικοκυροσύνη μου. Ο Λοχίας όμως δεν γύρισε. Μια μέρα ήρθα από το πανεπιστήμιο και τα πράγματά του έλειπαν. Το ίδιο και το όνομά του από το κουδούνι της πόρτας. Πήγα και ρώτησα το διευθυντή τι είχε συμβεί. «Έφυγε από την εστία», μου απάντησε. «Προς το παρόν θα είσαι μόνος σου στο δωμάτιο». Στάθηκε αδύνατο να μου πει για ποιο λόγο είχε φύγει ο Λοχίας. Ο διευθυντής της εστίας ήταν από τους ανθρώπους που χαίρονται μόνο όταν ελέγχουν τα πάντα, χωρίς να φανερώνουν τίποτα σε κανέναν. Η αφίσα του Λοχία, αυτή με το παγόβουνο, έμεινε στον τοίχο για ένα διάστημα. Κάποια φορά όμως την έβγαλα και στη θέση της έβαλα μία με τον Τζιμ Μόρισον και τον Μάιλς Ντέιβις. Το δωμάτιο πήρε μια πιο δική μου όψη. Ξόδεψα λίγα από τα χρήματα που είχα μαζέψει δουλεύοντας για ν' αγοράσω ένα μικρό στερεοφωνικό. Τις νύχτες έπινα μόνος κι άκουγα μουσική. Πότε πότε σκεφτόμουν τον Λοχία. Μου άρεσε όμως που ήμουν μόνος.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
91
Μια Δευτέρα, στις εντεκάμ.ισι το πρωί, μετά το μάθημα για τον Ευριπίδη στην Ιστορία του Θεάτρου, πήγα σ' ένα μικρό εστιατόριο που απείχε δέκα λεπτά με τα πόδια από το πανεπιστήμιο. Παράγγειλα ομελέτα και σαλάτα. Το εστιατόριο αυτό βρισκόταν σ' ένα απόμερο δρομάκι κι ήταν ελάχιστα ακριβότερο από τη φοιτητική καντίνα. Ήταν ήσυχο μέρος κι αυτοί που το είχαν ήξεραν να φτιάχνουν θαυμάσιες ομελέτες. αΑυτοί που το είχαν» ήταν δύο σύζυγοι που σπάνια μιλούσαν μεταξύ τους, συν μία σερβιτόρα για τις ώρες της αιχμής. Την ώρα που καθόμουν κι έτρωγα σ' ένα τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο, μια παρέα φοιτητές μπήκαν μέσα, δυο αγόρια, δυο κορίτσια, όλοι τους καλοντυμένοι. Κάθισαν δίπλα στην πόρτα. Τους πήρε κάμποση ώρα να διαβάσουν τον κατάλογο και να κουβεντιάσουν τι θα φάνε. Τελικά έδωσαν την παραγγελία τους στη σερβιτόρα. Γρήγορα πρόσεξα πως η μία από τις κοπέλες κοίταζε συχνά πυκνά προς το μέρος μου. Είχε πολύ κοντά μαλλιά, φορούσε μαύρα γυαλιά και κοντό άσπρο βαμβακερό φόρεμα. Δεν είχα ιδέα ποια ήταν κι έτσι συνέχισα το φαγητό μου. Εκείνη όμως δεν άργησε να σηκωθεί από τη θέση της και να 'ρθει προς εμένα. Με το ένα χέρι της ακουμπισμένο στο τραπέζι μου με ρώτησε: «Ο Βατανάμπε δεν είσαι;» Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα με προσοχή. Δεν θυμόμουν να την έχω ξαναδεί. Ήταν από τις κοπέλες που τις προσέχει κανείς· αν την είχα συναντήσει στο παρελθόν, θα τη θυμόμουν οπωσδήποτε. Από την άλλη, δεν υπήρχαν και πολλοί στο πανεπιστήμιο που να με ξέρουν με τ' όνομά μου.
92
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
«Σε πειράζβΐ να καθίσω;» με ρώτησε. αΉ μήπως περι,μένε!.ς παρέα;» Αβέβαιος ακόμα κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Όχι, όχι, δεν περιμένω κανέναν. Κάθισε». Τράβηξε σέρνοντας την καρέκλα και κάθισε απέναντι μου· με κοίταζε πίσω από τα γυαλιά της. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε το πιάτο μου. «Φαίνεται καλό το φαγητό σου», είπε. «Είναι καλό. Ομελέτα με μανιτάρια και πράσινα φασολάκια σαλάτα». «Κρίμα!» είπε. «Παράγγειλα κάτι άλλο τώρα, αλλά δεν πειράζει. Θα το θυμηθώ την επόμενη φορά». «Τι παράγγειλες;» «Μακαρόνια με τυρί». «Και τα μακαρόνια τους καλά είναι», της είπα. «Μα γιά πες μου... γνωριζόμαστε; Δεν σε θυμάμαι...» «Ευριπίδης», μου είπε, αΗλέκτρα. "Ουδείς θεών ενοπάς κλύει τας δυσδαίμονος". Κανείς απ' τους θεούς δεν ακούει της δυστυχισμένης Ηλέκτρας τη φωνή. Ξέρεις... πριν από λίγο τέλειωσε το μάθημα...» Την κοίταξα επίμονα. Έβγαλε τα γυαλιά της. Επιτέλους τη θυμήθηκα - ήταν μία από τις πρωτοετείς που είχα δει στην Ιστορία του Θεάτρου. Το αλλκότικο κούρεμα με είχε μπερδέψει και δεν την είχα αναγνίορίσει. «Ω», είπα κι άγγιξα με το δάχτυλο [^ου το μπράτσο μου, δυο παλάμες κάτω από τον ώμο [λου. «I Ιριν απ' τις διακοπές τα μαλλιά σου ήταν ώς εδώ». «Έχεις δίκιο», απάντησε. «Το καλοκαίρι έκανα περμανάντ κι ήμουν σκέτη φρίκη. Κόντεψα να πεθάνω. Έμοιαζα με πτώμα που το 'χει ξεβράσει η θάλασσα στην
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
93
ακρογιαλιά, με φύκια κολλημένα στο κεφάλι. Είχα τέτοια χάλια που δεν την ήθελα πια τη ζωή μ,ου. Αντί να σκοτωθώ λοιπόν αποφάσισα να κόψω τα μαλλιά μου. Τουλάχιστον δροσίζομαι με τη ζέστη». Μ' αυτά τα λόγια χάιδεψε τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της και μου χαμογέλασε. «Σου πάνε πάντως», είπα με την τελευταία μπουκιά της ομελέτας στο στόμα μου. «Γιά να σε δω και προφίλ». Γύρισε στο πλάι κι έμεινε ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα. «Ναι, όπως το φανταζόμουν... σου πάει πολύ. Έχεις ωραίο κεφάλι κι ωραία αυτιά», είπα. «Άρα δεν είμαι τρελή τελικά! Κι εμένα μ' άρεσε το κούρεμα, αλλά τα κοντά μαλλιά δεν αρέσουν στους άντρες. Όλοι οι φίλοι μου λένε πως μοιάζω με επιζώντα από στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τι κόλλημα είναι αυτό που έχουν οι άντρες με τα μακριά μαλλιά στις γυναίκες; Φασίστες είναι όλοι τους! Τι τους πιάνει και πιστεύουν ότι μόνο οι γυναίκες με τα μακριά μαλλιά είναι γυναίκες; Όμορφες, αξιαγάπητες και σέξι; Εγώ πάντως ξέρω περισσότερες από διακόσιες πενήντα μακρυμάλλες που δεν είναι καθόλου όμορφες, καθόλου αξιαγάπητες και καθόλου σέξι. Αλήθεια». «Εμένα μου φαίνεσαι πιο όμορφη τώρα απ' ό,τι πριν», είπα και το εννοούσα. Απ' όσο τη θυμόμουν, με τα μακριά μαλλιά ήταν άλλη μια χαριτωμένη κοπελίτσα, μα το κορίτσι που καθόταν απέναντί μου τώρα ακτινοβολούσε δροσιά, δύναμη και ζωντάνια. Ήταν σαν ζωάκι που είχε έρθει ξαφνικά στον κόσμο την άνοιξη, με το κορμί του να σφύζει από ορμή και νιάτα. Τα μάτια της φαίνονταν αει-
94
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟϊΊ'ΛΚΛίνΐΙ
κινητά, έλαμπαν από χαρά, από γέλι,ο, από θυμό, από ενθουσιασμό, από απόγνωση. Είχα πολύ καιρό να δω πρόσωπο τόσο ζωντανό κι εκφραστικό. Τα κοίταζα κι ευχαριστιόμουν. «Αλήθεια;» Έγνεψα καταφατικά και συνέχισα να τρώω τη σαλάτα μου. Εκείνη ξανάβαλε τα μαύρα γυαλιά και με κοίταξε κατάματα. «Στο λόγο της τιμής σου;» «Προσπαθώ να είμαι πάντα ειλικρινής», της απάντησα. «Εντάξει», μου είπε. «Γιά πες μου όμως γιατί φοράς σκούρα γυαλιά;» «Όταν έκοψα τα μαλλιά μου, ένιωσα κάπως απροστάτευτη. Εκτεθειμένη. Σαν να με είχαν πετάξει ολόγυμνη μες στο πλήθος. Ήμουν διαρκώς σφιγμένη. Τότε άρχισα να φοράω μαύρα γυαλιά». «Λογικό», συμφώνησα αποτελειώνοντας το φαγητό μου, ενώ εκείνη με παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. «Δεν πρέπει να γυρίσεις στην παρέα σου;» ρώτησα δείχνοντας προς το τραπέζι όπου κάθονταν οι τρεις φίλοι της. «Δεν πειράζει. Θα πάω όταν μας σερβίρουν. Μήπως διακόπτω το φαγητό σου;» «Δεν έμεινε και τίποτα να διακόψεις», απάντησα και παράγγειλα καφέ, μιας κι εκείνη δεν έδειχνε έτοιμη να φύγει και να μ' αφήσει μόνο. Η σερβιτόρα μου έφερε γάλα και ζάχαρη. «Τώρα θα ρωτήσω κι εγώ εσένα κάτι», μου είπε. «Γιατί δεν απάντησες σήμερα, την ώρα που έπαιρναν παρουσίες; Εσύ δεν είσαι ο Βατανάμπε; Ο Τόρου Βατανάμπε;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
95
«Εγώ». ((Γιατί δεν απάντησες λοιπόν;» ((Έτσι, Χωρίς λόγο». Έβγαλε ξανά τα γυαλιά της και τ' ακούμπησε στο τραπέζι. Με κοίταξε σαν να 'μουν κανένα σπάνιο ζώο, κλεισμένο στο κλουβί. αΈτσι. Χωρίς λόγο. Σαν τον Χάμφρι Μπόγκαρτ μιλάς. Όλο άνεση και μαγκιά». ((Μη λες κουταμάρες. Είμαι ένας συνηθισμένος τύπος σαν όλους τους άλλους». Η σερβιτόρα έφερε τον καφέ μου και τον άφησε στο τραπέζι. Ήπια μια γουλιά, χωρίς να βάλω ούτε γάλα ούτε ζάχαρη. ((Τα βλέπεις; Πίνεις και τον καφέ σκέτο». ((Δεν το κάνω για να μοιάζω με τον Χάμφρι Μπόγκαρτ», εξήγησα με υπομονή. ((Απλώς δεν μ' αρέσει η ζάχαρη. Φοβάμαι ότι μ' έχεις παρεξηγήσει». ((Και γιατί είσαι τόσο μαυρισμένος απ' τον ήλιο;» ((Επειδή έλειπα δυο βδομάδες σε διακοπές. Με σακίδιο και υπνόσακο. Στο ύπαιθρο. Γι' αυτό». ((Πού είχες πάει;» ((Στην Κανάζαβα. Στη Χερσόνησο Νότο. Μέχρι κάτω στη Νιιγκάτα». ((Μόνος σου;» ((Μόνος μου», απάντησα. ((Έβρισκα παρέα εδώ κι εκεί». ((Ρομαντική παρέα; Άγνωστες γυναίκες σε μέρη μακρινά;» ((Ρομαντική παρέα; Τώρα είμαι σίγουρος ότι μ' έχεις παρεξηγήσει. Πώς είναι δυνατό να βρει ρομαντική παρέα ένας αξύριστος τύπος με το σακίδιο στην πλάτη;»
ΧΛΡΟΓΚΙ
96
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
«Πάντα έτσι. μόνος σου ταξί,δεύει,ς;)) ((Μμμ... Ναΐ)). «Αγαπάς πολύ τη μοναξιά;» με ρώτησε στηρίζοντας το μάγουλο της στο χέρι, της. «Μόνος ταξιδεύεις, μόνος τρως, μόνος κάθεσαι στο αμφιθέατρο...)) «Κανείς δεν αγαπάει τη μοναξιά. Απλώς δεν βγαίνω απ' το δρόμο μου για να κάνω φίλους. Αυτό είν' όλο. Απλώς οδηγεί σε απογοητεύσεις)). Δαγκώνοντας το βραχίονα των γυαλιών της μουρμούρ ι σ ε : αΚανείζ
δεν αγαπάει
τη μοναξιά.
Απλώς
σιχαίνο-
μαι τις απογοητεύσεις. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτή την ατάκα αν γράψεις ποτέ την αυτοβιογραφία σου)). «Ευχαριστώ)), είπα. «Σ' αρέσει το πράσινο χρώμα;)) «Γιατί ρωτάς;)) «Επειδή φοράς πράσινο μπλουζάκι)). «Όχι ιδιαίτερα. Φοράω τα πάντα)). αΌχι ιδιαίτερα.
Φοράω τα πάντα))., μ ε μ ι μ ή θ η κ ε π ά λ ι .
«Μου αρέσει ο τρόπος που μιλάς. Σαν να στρώνεις γύψο με σπάτουλα. Ωραίες, στρωτές κινήσεις. Σου το 'χουν πει ποτέ;)) «Όχι, ποτέ)), είπα. «Με λένε Μιντόρι)), είπε, «που θα πει "πράσινο", αλλά το πράσινο δεν μου πάει καθόλου. Παράξενο, ε; Αες κι είμαι καταραμένη. Την αδερφή μου τη λένε ΐνΐο[ΐ.όκο που θα πει "Ροδακινιά")). «Της πάνε τα ροζ;)) «Της πάνε τρέλαΙ Είναι γεννημένη για να φοράει ροζ! Μεγάλη αδικία)). Το φαγητό έφτασε στο τραπέζι της Μιντόρι κι ένας
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
97
τύπος με τζάκετ τη φώναξε: «Ε, Μιντόρι., έλα να φας!» Του έκανε νόημα σαν να 'θελε να του πει: «Εντάξει,, έρχομαι». «Γιά πες μου», με ρώτησε. αΚρατάς σημειώσεις στα μαθήματα, στην Ιστορία του Θεάτρου;» «Ναι». «Συγγνώμη που σε ρωτάω», συνέχισε, «αλλά μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις τις σημειώσεις σου; Έχω χάσει δύο μαθήματα και δεν ξέρω κανέναν άλλον από την τάξη». «Δεν υπάρχει πρόβλημα», απάντησα και έβγαλα το σημειωματάριο από το σακίδιό μου. Αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν είχα τίποτα προσωπικό γραμμένο στις σελίδες του, της το έδωσα. «Ευχαριστώ», μου είπε. «Θα είσαι στη σχολή μεθαύριο;» «Ναι». «Ε, τότε θα συναντηθούμε εδώ το μεσημέρι. Θα σου δώσω το σημειωματάριό σου και θα φάμε μαζί. Είσαι καλεσμένος μου. Θέλω να πω... δεν φαντάζομαι να σε πειράζει να φας παρέα με κάποιον άλλο; Δεν σε πιάνει το στομάχι σου ή τίποτα τέτοιο;» «Όχι», είπα. «Δεν είσαι υποχρεωμένη να με κεράσεις, μόνο και μόνο επειδή σου δανείζω τις σημειώσεις μου». «Μην ανησυχείς», είπε. «Μ' αρέσει να κερνάω. Δεν το σημειώνεις όμως κάπου για καλό και για κακό; Να μην το ξεχάσεις;» «Δεν θα το ξεχάσω. Μεθαύριο. Στις δώδεκα το μεσημέρι. Μιντόρι, που θα πει "πράσινο"». Από το άλλο τραπέζι κάποιος φώναξε: «Έλα, Μιντόρι! Το φαγητό σου θα κρυώσει!»
98
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
Τον αγνόησε χαι με ρώτησε: «Πάντα έτσι μιλάς;» «Έτσι νομίζω», είπα. «Δεν το 'χω προσέξει». Κι αλήθεια, κανείς δεν μου είχε πει ποτέ ότι ο τρόπος που μιλάω έχει κάτι περίεργο. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σκεφτική, σαν να γύριζε κάτι στο μυαλό της. Τέλος σηκώθηκε χαμογελώντας και γύρισε στο τραπέζι της. Όταν προχώρησα ανάμεσα στα τραπέζια προς την πόρτα για να φύγω, μου κούνησε το χέρι. Οι άλλοι τρεις στο τραπέζι της ούτε που γύρισαν να με κοιτάξουν. Το μεσημέρι της Τετάρτης η Μιντόρι δεν ήρθε στο εστιατόριο. Σκέφτηκα να την περιμένω πίνοντας μια μπίρα, αλλά τα τραπέζια άρχισαν να γεμίζουν και τελικά παράγγειλα κι έφαγα μόνος μου. Τελείωσα στις δωδεκάμισι. Η ώρα πήγε μία παρά είκοσι πέντε και η Μιντόρι δεν είχε φανεί ακόμα. Πλήρωσα, βγήκα και πέρασα απέναντι. Στάθηκα στα πέτρινα σκαλοπάτια ενός μικρού ναού, περιμένοντας να καθαρίσει το μυαλό μου και να 'ρθει η Μιντόρι. Στη μία τα παράτησα και πήγα στη βιβλιοθήκη να διαβάσω. Στις δύο είχα μάθημα Γερμανικών. Όταν σχόλασα, πήγα στη γραμματεία και έψαξα το όνομα της Μιντόρι στον κατάλογο με τους φοιτητές που παρακολουθούσαν Ιστορία Θεάτρου. Η μόνη Μιντόρι της τάξης ήταν η Μιντόρι Κομπαγιάσι. Έπειτα έψαξα στο αρχείο και βρήκα τη διεύθυνση και το τηλέφωνο μιας Μιντόρι Κομπαγιάσι που είχε γραφτεί στο πανεπιστήμιο το 1969. Ζούσε σ' ένα βορειοδυτικό προάστιο, το Τοσίμα, με την οικογένειά της. Μπήκα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και κάλεσα το νούμερο.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΛΛΣΟΧ
99
Μου απάντησε μια αντρική φωνή: ((Βιβλιοπωλείο Κομπαγιάσΐ)).
Βιβλιοπωλείο
Κομπαγιάσι;
«Συγγνώμη που σας ενοχλώ», είπα. «Μήπως είναι εκεί η Μιντόρι;» «Όχι, λείπει», μου απάντησε. «Ξέρετε αν είναι στο πανεπιστήμιο;» «Μμμ... όχι, όχι. Στο νοσοκομείο πρέπει να είναι. Ποιος τη ζητάει;» Αντί να απαντήσω, τον ευχαρίστησα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Στο νοσοκομείο; Γιατί; Μήπως είχε χτυπήσει; Μήπως είχε αρρωστήσει; Ο άντρας όμως είχε μιλήσει χωρίς ένταση, χωρίς ίχνος στενοχώριας στη φωνή του. Στο
νοσοκομείο
πρέπει
να είναι,
ε ί χ ε π ε ι - μ ε τον ίδιο
τόνο που θα έλεγε: «Στο ψαράδικο». Έβαλα με το μυαλό μου μερικές πιθανότητες ακόμα, ώσπου μπερδεύτηκα για τα καλά. Γύρισα τότε στην εστία κι άρχισα να διαβάζω τον Λόρδο Τζιμ που τον είχα δανειστεί από τον Ναγκασάβα. Όταν τον τέλειωσα, πήγα στο δωμάτιό του για να του τον επιστρέψω. Ο Ναγκασάβα ετοιμαζόταν να κατέβει στην τραπεζαρία κι έτσι πήγα μαζί του για φαγητό. «Πώς ήταν οι εξετάσεις;» τον ρώτησα. Τον Αύγουστο είχε γίνει ο δεύτερος γύρος των εισαγωγικών εξετάσεων για το Διπλωματικό Σώμα. «Όπως πάντα», είπε ο Ναγκασάβα αδιάφορα. «Δηλώνεις συμμετοχή και περνάς. Παίρνεις μέρος στις συζητήσεις, δίνεις τις συνεντεύξεις... είναι σαν να καταφέρνεις μια κοπέλα να πέσει στο κρεβάτι μαζί σου». «Με άλλα λόγια, εύκολο», είπα. «Πότε θα πάρεις τα αποτελέσματα;»
100
ΧΛΙ'ονΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
«Την πρώτη βδομάδα του Οκτωβρίου. Αν περάσω, θα σου κάνω το τραπέζι,». «Γι,ά πες μου, πώς ήταν οι άλλοι που έφτασαν μέχρι τον δεύτερο γύρο των εξετάσεων; Σούπερ σταρ σαν εσένα;» « Μ η λες κοτσάνες. Μια δράκα ηλίθιοι είναι. Ηλίθιοι ή τρελαμένοι. Το 95% των τύπων που φιλοδοξούν να γίνουν γραφειοκράτες, κατά τη γνώμη μου, είναι για πέταμα. Δεν αστειεύομαι. Με το ζόρι διαβάζουν και γράφουν». «Τότε γιατί προσπαθείς να μπεις στο Διπλωματικό Σώμα;» «Για πολλούς λόγους», μου απάντησε ο Ναγκασάβα. «Πρώτον, μου αρέσει η ιδέα να δουλέψω στο εξωτερικό. Βασικά όμως θέλω να δοκιμάσω τις ικανότητές μου. Αν είναι να δοκιμάσω τον εαυτό μου, πρέπει να το κάνω στο μεγαλύτερο και δυσκολότερο πεδίο - σε ολόκληρο το έθνος. Θέλω να δω πόσο ψηλά μπορώ να σκαρφαλώσω, πόση δύναμη ν' αποκτήσω μέσα σ' αυτό το παράλογα τεράστιο γραφειοκρατικό οικοδόμημα. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» «Ακούγεται σαν παιχνίδι». αΕίναί παιχνίδι. Δεκάρα δεν δίνω για τα λεφτά και για την εξουσία αυτή καθ' εαυτήν. Πίστεψέ με. Μπορεί να είμαι ένας εγωιστής μπάσταρδος, αλλά τέτοιου είδους μαλακίες δεν μ' ενδιαφέρουν. Θα μπορούσα να είμαι ένας άγιος του ζεν. Υπάρχει ωστόσο κάτι που το έχω σε μεγάλο βαθμό: περιέργεια. Θέλω λοιπόν να δω πώς θα τα πάω εκεί έξω, στον μεγάλο δύσκολο κόσμο». «Τα "ιδανικά" δεν σου λένε και πολλά πράγματα, ε;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΑΛΣΟΣ
101
«Δεν μου λένε τίποτα. Στη ζωή δεν χρειάζεται κανείς ιδανικά. Χρειάζεται πρωτόκολλα δράσης». «Υπάρχουν ωστόσο κι άλλοι τρόποι για να ζήσει κανείς, έτσι δεν είναι;» ρώτησα. «Σου αρέσει όμως ο τρόπος που ζω εγώ ή όχι;» «Δεν είναι αυτό το θέμα», απάντησα. «Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να μπω στο Τοντάι. Δεν μπορώ να ρίξω στο κρεβάτι όποιο κορίτσι μ' αρέσει, όποτε μ' αρέσει. Δεν τα καταφέρνω με την κουβέντα όπως εσύ. Οι άνθρωποι δεν με θαυμάζουν. Δεν έχω φιλενάδα. Και το μέλλον δεν θ' ανοίξει τις πύλες του διάπλατα για να με υποδεχτεί, όταν θ' αποφοιτήσω από το δευτεροκλασάτο πανεπιστήμιό μου μ' ένα πτυχίο λογοτεχνικών σπουδών. Τι σημασία έχει αν μ' αρέσει ο τρόπος που ζεις;» «Θέλεις να πεις ότι ζηλεύεις τον τρόπο που ζω;» «Όχι, δεν τον ζηλεύω», είπα. «Έχω συνηθίσει πια να είμαι αυτός που είμαι. Μά την αλήθεια, δεν με νοιάζει καθόλου για το Τοντάι ή για το Διπλωματικό Σώμα. Το μόνο που ζηλεύω σ' εσένα είναι ότι έχεις μια καταπληκτική φιλενάδα, τη Χατσούμι». Ο Ναγκασάβα δεν απάντησε και συνέχισε να τρώει σιωπηλός. Όταν τελειώσαμε, μου είπε: «Ξέρεις, Βατανάμπε, έχω ένα προαίσθημα πως σε δέκα-είκοσι χρόνια, που θα 'χουμε φύγει πια από δω μέσα, θα ξανασυναντηθούμε. Το νιώθω· με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα έχουμε κάποια σχέση μεταξύ μας». «Σαν ιστορία του Ντίκενς», είπα χαμογελώντας. «Ακριβώς», χαμογέλασε κι αυτός. «Αλλά τα προαισθήματά μου συνήθως βγαίνουν σωστά».
102
Χ Α Ρ 0 Υ Κ 1 ΐνίΟΤΙΆΚΑΜΙ
Φύγαμε μαζί από την τραπεζαρία χαι πήγαμε σ' ένα μπαρ. Μείναμε εκεί πίνοντας μέχρι μετά τις εννι,ά. «Γιά πες μου, Ναγκασάβα», ρώτησα, «ποί-ο είναι το "πρωτόκολλο δράσης" στη δική σου ζωή;» «Θα γελάσεις άμα σου πω». «Δεν θα γελάσω». «Εντάξει», είπε. «Να είμαι πάντα τζέντλεμαν». Δεν γέλασα. Κόντεψα όμως να πέσω από το κάθισμά μου. «Τζέντλεμαν;» ρώτησα. «Να είσαι τζέντλεμαν;)) «Ναι». «Τι θα πει αυτό; Αν υπάρχει ορισμός για τον τζέντλεμαν... ακούω». «Τζέντλεμαν είναι αυτός που δεν κάνει μόνο αυτό που θέλει να κάνει, αλλά κι αυτό που πρέπει να κάνει». «Είσαι ο πιο παράξενος τύπος που έχω συναντήσει στη ζωή μου», του είπα. «Κι εσύ είσαι ο πιο φυσιολογικός τύπος που έχω συναντήσει εγώ στη δική μου ζωή», μου απάντησε. Πλήρωσε τα ποτά και των δυο μας.
Την επόμενη βδομάδα ξαναπήγα στο μάθημα της Ιστορίας Θεάτρου, αλλά η Μιντόρι Κομπαγιάσι δεν εμφανίστηκε. Με μια σύντομη ματιά στην αίθουσα πείστηκα πως δεν ήταν εκεί, κάθισα στη συνηθισμένη μου θέση, στην πρώτη σειρά, και περιμένοντας τον καθηγητή ν' αρχίσει το μάθημα έγραψα ένα γράμμα στη Ναόκο. Της έγραψα για τα καλοκαιρινά μου ταξίδια - τους δρόμους που είχα περπατήσει, τις πόλεις απ' όπου είχα περάσει, τους ανθρώπους που είχα συναντήσει. Κάθε νύχτα σε σκε-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
φτόμουν.
Τώρα που δεν μπορώ πια να σε δω,
ποιώ πόσο σε χρειάζομαι. στευτα
βαρετό.
ανελλιπώς μινάρια.
103
Το πανεπιστήμιο
Από αυτοπειθαρχία
στα μαθήματα
συνειδητοείναι
και μόνο
και παρακολουθώ
Από τότε που έφυγες,
όλα μοιάζουν
όλα τα σεάσκοπα
ασήμαντα.
Θα ήθελα
να κουβεντιάσουμε
Αν γίνεται,
θα ήθελα
να έρθω να σε επισκεφθώ
νατόριό σου και να περάσουμε τρέπεται,
θα ήθελα
να βγούμε
δυο μας, όπως κάναμε
αρκετές
ώρες
πολλές. στο σα-
και να περπατήσουμε
σ' αυτό το γράμμα
έστω. Αεν θα με
πειράξει.
και
ώρες μαζί. Αν επι-
πριν. Σε παρακαλώ,
να μου απαντήσεις
απί-
πηγαίνω
- μ' ένα
οι
προσπάθησε σημείωμα
Γέμίσα τέσσερα φύλλα χαρτί, τα δίπλωσα, τα 'βαλα σ' ένα φάκελο χι έγραψα απέξω τη διεύθυνση της οικογένειας της Ναόκο. Στο μεταξύ ο καθηγητής ήρθε και σκουπίζοντας το ιδρωμένο του μέτωπο έβγαλε τον κατάλογο να πάρει παρουσίες. Ήταν ένας μικρόσωμος κατσούφης άντρας που κούτσαινε στηριγμένος σ' ένα μεταλλικό μπαστούνι. Δεν ήταν αυτό που λέμε εμπνευσμένος δάσκαλος. Ήταν όμως πάντα καλά προετοιμασμένος και οι παραδόσεις του άξιζαν τον κόπο. Αφού δήλωσε ότι ο καιρός εξακολουθούσε να είναι ζεστός, όπως και τις προηγούμενες μέρες, άρχισε να μας μιλάει για τον από μηχανής θεό στον Ευριπίδη, εξηγώντας μας πώς και γιατί η παρουσία του «θεού» ήταν διαφορετική στον Ευριπίδη, στον Αισχύλο και τον Σοφοκλή. Θα πρέπει να μιλούσε ήδη δεκαπέντε λεπτά, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε στην αίθουσα η Μιντόρι. Φορούσε σκούρο μπλε πόλο, ανοιχτό μπεζ βαμβακερό παντελόνι και τα συνηθισμένα της μαύρα γυαλιά. Χαμογέ-
104
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟνί'ΛΚΛΜΙ
λασε στον καθηγητή μ' ένα χαμόγελο συγγνώμη-που-άργησα, έπειτα ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Αμέσως μετά έβγαλε από το σακίδιό της ένα σημειωματάριο - τ ο δικό μου- και μου το έδωσε. Μέσα βρήκα ένα σημείωμα: Συγγνώμτ) για την Τετάρτη.
Μου
θύμωσες;
Το μάθημα ήταν περίπου στη μέση κι ο καθηγητής σχεδίαζε στον πίνακα μια κάτοψη της ορχήστρας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, όταν η πόρτα άνοιξε χάλι και μπήκαν δυο φοιτητές με κράνη. Έμοιαζαν με ντουέτο κωμικών ηθοποιών - ο ένας ψηλός, αδύνατος κι ασπρουλιάρης, ο άλλος κοντός, γεμάτος, μελαψός και μ' ένα γένι που φαινόταν ψεύτικο. Ο ψηλός είχε τα χέρια του γεμάτα προκηρύξεις. Ο κοντός πήγε στον καθηγητή και του είπε, με αρκετή ευγένεια, ότι σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν την υπόλοιπη ώρα για πολιτική συζήτηση κι ότι ήλπιζαν στη συνεργασία του, προσθέτοντας στο τέλος ότι «ο κόσμος έχει προβλήματα πολύ πιο επείγοντα και πιο σπουδαία από την αρχαία ελληνική τραγωδία». Τα λόγια του ήταν περισσότερο δήλωση και λιγότερο παράκληση. «Αμφιβάλλω αν ο κόσμος έχει προβλήματα πιο επείγοντα και πιο σπουδαία από την αρχαία ελληνική τραγωδία», είπε ο καθηγητής. «Εσείς όμως δεν πρόκειται να μ' ακούσετε, ό,τι κι αν σας πω. Επομένως κάντε ό,τι θέλετε». Στηριγμένος στην άκρη της έδρας σηκώθηκε, πήρε το μπαστούνι του και βγήκε κουτσαίνοντας από την αίθουσα. Ενώ ο ψηλός μοίραζε τις προκηρύξεις του, ο κοντός ανέβηκε στην έδρα κι άρχισε να μιλάει. Οι προκηρύξεις ήταν γεμάτες από τη συνηθισμένη απλουστευτική συνθηματολογία: «κατω 0 1 κ ά λ π ι κ ε ς Π Ρ Γ Γ Λ Ν Ι Κ Ι " : Σ Ε Κ Α Ο -
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
105
γ ε σ ! ε ν ω θ ε ι τ ε για π α μ φ ο γ π ι ί ί κι i λ ι ι ο χ η ! χ τ υ π η στε τ ο ιμπεριαλιστικ0-μ0ρ(1)ίγγικ(3-βι0μηχανικ0 κ α τ ε σ τ η μ ε ν ο ! » Δεν είχα πρόβλημα μ' αυτά που έλεγαν, αλλά με το ύφος τους που ήταν για κλάματα. Δεν μπορούσε να εμπνεύσει, την παραμικρή εμπιστοσύνη ή να ξεσηκώσει ενθουσιασμό. Η ομιλία του κοντού ήταν εξίσου άθλια - τα ίδια και τα ίδια, μόνο με άλλα λόγια. Ο πραγματικός εχθρός αυτών των επαναστατημένων νέων, κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν το Κράτος αλλά η Έ λ λ ε ι ψ η Φαντασίας. «Πάμε να φύγουμε», είπε η Μιντόρι. Έγνεψα καταφατικά και σηκώθηκα. Προχωρήσαμε μαζί προς την πόρτα. Ο κοντός κάτι μου είπε εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν το 'πιασα. Η Μιντόρι του κούνησε το χέρι και φώναξε «γεια». «Είμαστε αντεπαναστάτες;» με ρώτησε όταν βρεθήκαμε έξω. «Θα μας κρεμάσουν από τα τηλεγραφόξυλα εάν νικήσει η Επανάσταση;» «Πάμε να φάμε πρώτα, τουλάχιστον να 'μαστε χορτάτοι», απάντησα. «Σύμφωνοι. Ξέρω ένα μέρος, όπου θέλω να σε πάω. Είναι λίγο μακριά όμως. Έχεις χρόνο;» «Ναι, ώς τις δύο η ώρα δεν έχω μάθημα». Πήραμε λεωφορείο ώς τη Γιοτσούγια κι εκεί η Μιντόρι με πήγε σ' ένα μοντέρνο εστιατόριο, πίσω από το σταθμό, όπου τα φαγητά σερβίρονταν σε λακαρισμένους παραδοσιακούς δίσκους. Μόλις καθίσαμε, μας έφεραν τη σούπα κι αμέσως μετά το μενού της ημέρας. Άξιζε τον κόπο να έρθει κανείς τόσο μακριά. «Πολύ καλό φαγητό», είπα.
!()()
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
«Και. φτηνό. Έρχομαι εδώ από μαθήτρια. Το παλιό μου σχολείο είναι στο βάθος του δρόμου. Ήταν πολύ αυστηροί κι αναγκαζόμασταν να το σκάμε για να έρθουμε να φάμε εδώ. Έπαιρνες αποβολή άμα σ' έπιαναν να τρως έξω». Χωρίς τα γυαλιά, τα μάτια της Μιντόρι φαίνονταν κάπως πιο νυσταγμένα από την τελευταία φορά που την είχα δει. Όταν δεν έπαιζε με το ασημένιο βραχιολάκι που φορούσε στον καρπό του αριστερού της χεριού, έτριβε με το μικρό της δάχτυλο τις άκρες των ματιών της. ((Κουρασμένη;» τη ρώτησα. ((Λίγο. Δεν κοιμάμαι αρκετά. Είμαι εντάξει όμως, μην ανησυχείς», είπε. ((Συγγνώμη για τις προάλλες. Μου συνέβη κάτι και δεν μπορούσα να ξεμπλέξω. Τελείως ξαφνικά, το πρωί. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο εστιατόριο, αλλά δεν θυμόμουν το όνομα ούτε ήξερα το τηλέφωνό σου. Περίμενες πολύ;» ((Μη σ' απασχολεί. Έχω χρόνο». ((Πολύ;» ((Πιο πολύ απ' όσο χρειάζομαι. Ευχαρίστως θα σου έδινα λίγο, για να κοιμηθείς». Η Μιντόρι ακούμπησε το μάγουλό της στην παλάμη της και μου χαμογέλασε. ((Τι καλός που είσαι!» ((Δεν είμαι καλός, απλώς έχω ώρες για σκότωμα», είπα. ((Εκείνη τη μέρα πάντως σου τηλεφώνησα εγώ, στο σπίτι σου και κάποιος μου είπε ότι ήσουν στο νοσοκομείο. Συνέβη τίποτα;» ((Τηλεφώνησες στο σπίτι [ίου;» ()ΐε ρ(ότησε και μια ανεπαίσθητη ζάρα χαράχτηκε ανά[ί.εσα στα φρύδια της. ((Πού βρήκες το νούμερο;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
107
«Το βρήκα στη γραμματεία του πανεπιστημίου. Ο καθένας μπορεί να το βρει». Έγνεψε μια-δυο φορές και βάλθηκε πάλι να παίζει με το βραχιόλι της. «Δεν θα μου περνούσε ποτέ απ' το μυαλό. Υποθέτω ότι θα μπορούσα να βρω κι εγώ το δικό σου τηλέφωνο με τον ίδιο τρόπο. Ας είναι. Για το νοσοκομείο, θα σου πω την επόμενη φορά. Δεν έχω διάθεση τώρα. Συγγνώμη». «Εμένα με συγχωρείς. Δεν ήθελα να φανώ αδιάκριτος». «Δεν είσαι αδιάκριτος. Απλώς νιώθω κουρασμένη τώρα. Σαν πίθηκος στη βροχή». «Μήπως θα έπρεπε να γυρίσεις στο σπίτι και να ξεκουραστείς λιγάκι;» «Όχι τώρα. Ας φύγουμε από δω».
Με πήγε στο παλιό της σχολείο που ήταν κοντά στη Γιοτσούγια. Περνώντας από το σταθμό, θυμήθηκα τη Ναόκο και τους ατέλειωτους περιπάτους μας. Όλα είχαν αρχίσει από δω. Συνειδητοποίησα ότι αν δεν είχα συναντήσει τυχαία τη Ναόκο στο μετρό εκείνη την Κυριακή του Μαίου, η ζωή μου θα ήταν πολύ διαφορετική τώρα. Σχεδόν αμέσως όμως άλλαξα γνώμη: όχι, ακόμα κι αν δεν είχαμε συναντηθεί, η ζωή μου δεν θα 'τανε τόσο πολύ αλλιώτικη. Ήταν γραφτό μας να συναντηθούμε. Αν δεν είχαμε συναντηθεί τότε, θα συναντιόμασταν αργά ή γρήγορα κάποια άλλη μέρα. Δεν υπήρχε λογική στη σκέψη μου, απλώς έτσι ένιωθα.
108
ΧΛΡΟΪΚΙ
Μ()η>ΛΚΛΜΙ
Η Μιντόρι Κομπαγιάσι χί εγώ καθίσαμε σ' ένα παγκάκι. μαζί κοιτάζοντας το παλι,ό της σχολείο. Ο κισσός σκαρφάλωνε πάνω στους τοίχους και στα ακροκέραμα της στέγης ξεκουράζονταν τα περιστέρια. Ήταν ένα παλιό όμορφο κτίριο, με τη δική του γοητεία. Μια μεγάλη βελανιδιά ήταν καταμεσής στο προαύλιο, δίπλα της ανέβαινε ψηλά μια στήλη άσπρου καπνού. Η λιακάδα που μαλάκωνε πια εκείνη την ώρα, έδινε στον καπνό μια όψη απαλή, συννεφένια. «Ξέρεις τι είναι αυτός ο καπνός;» με ρώτησε ξαφνικά η Μιντόρι. «Δεν έχω ιδέα», απάντησα. «Καίνε σερβιέτες». «Αλήθεια;» Δεν βρήκα τίποτα καλύτερο να πω. «Σερβιέτες, ταμπόν, τέτοια πράγματα», μου είπε χαμογελώντας. «Είναι σχολείο θηλέων. Ο γερο-επιστάτης τα μαζεύει και τα καίει. Λπ' αυτά προέρχεται ο καπνός». «Ουάου!» «Ναι, το ίδιο έλεγα κι εγώ από [ΐέσα [λου όταν ήμουν στην τάξη κι έβλεπα τον καπνό απ' το παράθυρο. ΟυάουΙ Γιά σκέψου, το σχολείο έχει περίπου χίλιες μαθήτριες. Ας πούμε λοιπόν ότι απ' αυτές οι εκατό δεν έχουν ακόμα περίοδο. Από τις υπόλοιπες εννιακόσιες το ένα πέμπτο περίπου θα έχει περίοδο τις ίδιες [ίέρες κάθε [λήνα: μιλάμε για εκατόν ογδόντα κορίτσια. Καθη[λερινά το σχολείο πρέπει να ξεφορτώνεται τις σερβιέτες και τα ταμπόν εκατόν ογδόντα κοριτσιών τουλάχιστον». «Βάζω στοίχημα ότι έτσι είναι αν και για τους αριθμούς δεν θα 'βαζα το χέρι ρ.ου ητί] φίοτιά». «Καλά. Ούτε εγώ. Σίγουρα ό[;.ί.)ί:, είναι εντυπωσιακοί
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
109
αριθμοί. Εκατόν ογδόντα κορίτσια. I Ιώς θα σου φαινόταν να μαζεύεις και να καις κάθε μέρα τόσες σερβιέτες;)) «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να φανταστώ)), απάντησα. Πού να 'ξερα; Μείναμε για λίγο σιωπηλοί κοιτάζοντας τον άσπρο καπνό. «Εγώ δεν ήθελα αυτό το σχολείο)), είπε η Μιντόρι τινάζοντας ελαφρά το κεφάλι της. «Θα προτιμούσα χίλιες φορές ένα συνηθισμένο δημόσιο σχολείο, με συνηθισμένα παιδιά, όπου θα μπορούσα να χαρώ και να διασκεδάσω σαν όλα τ' άλλα κορίτσια της ηλικίας μου, όμως οι γονείς μου ήταν της γνώμης ότι έπρεπε να πάω σ' αυτό το ακριβό σχολείο. Αυτοί μ' έστειλαν εδώ. Νά τι παθαίνει όποιος είναι καλός στο δημοτικό. Ο δάσκαλος λέει στους γονείς του: " Μ ε τέτοιους βαθμούς πρέπει να τη στείλετε σ' ένα καλύτερο σχολείο", κι έτσι βρέθηκα εδώ πέρα. Έξι χρόνια πέρασα εδώ μέσα και από την πρώτη μέρα το σιχάθηκα. Ένα ήθελα μόνο: να ξεφύγω. Και ξέρεις, δεν άργησα ούτε μία μέρα, δεν έκανα ούτε μία απουσία. Τόσο πολύ το μισούσα αυτό το σχολείο. Καταλαβαίνεις;)) «Όχι, δεν καταλαβαίνω)). «Επειδή ακριβώς το μισούσα μ' όλη μου την ψυχή, ήθελα να είμαι άψογη. Δεν επρόκειτο να τ' αφήσω να με βάλει κάτω. Αν το άφηνα να το κάνει έστω και μία φορά, ήμουν χαμένη. Φοβόμουν ότι μετά θα γλιστρούσα ασυγκράτητα προς τα κάτω. Σερνόμουν στο σχολείο ακόμα κι όταν είχα τριάντα εννιά πυρετό. Ο δάσκαλος με ρωτούσε αν ήμουν άρρωστη κι εγώ έλεγα όχι. Όταν τέλειωσα, μου έδωσαν έπαινο επιμέλειας και ανελλιπούς παρουσίας. Μου χάρισαν κι ένα γαλλικό λεξικό. Γι' αυτό άρχισα γερ-
110
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ
μανι,κά τώρα. Δεν ήθελα να χρωστάω τίποτα σ' αυτό το σχολείο. Σοβαρά μιλάω)). «Γιατί το μισούσες τόσο πολύ;)) ((Εσύ το αγαπούσες το σχολείο σου;)) ((Όχι, όχι ιδιαίτερα. Ούτε το μισούσα όμως. Πήγα σ' ένα συνηθισμένο δημόσιο σχολείο, αλλά δεν ένιωθα τίποτα ιδιαίτερο γι' αυτό)). ((Σ' αυτό το σχολείο)), είπε η Μιντόρι τρίβοντας την άκρη του ματιού της με το μικρό της δάχτυλο, ((πήγαιναν μόνο κορίτσια της αριστοκρατίας - χίλιες καλές μαθήτριες, όλες από καλές οικογένειες. Όλες πλούσιες. Έπρεπε να είναι πλούσιες. Δεν γινόταν αλλιώς. Τα δίδακτρα ήταν πανάκριβα, διαρκώς ζητούσαν έξτρα ποσά, οι εκδρομές στοίχιζαν μια μικρή περιουσία. Όταν πηγαίναμε στο Κιότο, για παράδειγμα, κοιμόμασταν σε πρώτης κατηγορίας ξενοδοχεία, όπου το τσάι ήταν σωστή τελετουργία. Μια φορά το χρόνο μας πήγαιναν στο Τόκιο, στο πιο ακριβό και πολυτελές ξενοδοχείο, για να κάνουμε εξάσκηση στους καλούς τρόπους και στα επίσημα δείπνα. Δεν ήταν ένα σχολείο σαν τ' άλλα, σου λέω. Από τα εκατόν εξήντα κορίτσια της τάξης [ΐ.ου, εγίό ήμουν η μόνη από μεσοαστική οικογένεια, η μόνη που έμενε σε μια γειτονιά σαν την Τοσίμα. ΚοίταΕα (ΐια φορά τον κατάλογο για να δω πού έμεναν οι υπόλοιπες, κι ήταν όλες τους από πλούσιες, αριστοκρατικές γειτονιές, όπου δεν υπάρχουν κανονικά σπίτια, μόνο βίλες. Ί I [«.άλλον όχι, υπήρχε κι ένα κορίτσι από την επαρχία, από την Ταίμπα, από μια περιοχή αγροτική. Ε, μ' αυτήν επιαησ φιλίες. Ί Ιταν καλό κορίτσι. Με κάλεσε στο σπίτι της, [ΐ.ου ζήτησε συγγνώμη που έπρεπε να κάνω ολόχλ η^ο ταΗ,ίδι για να φτά-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
111
σω. Πήγα και ήταν απίστευτο: μια έκταση τεράστια, ήθελες ένα τέταρτο της ώρας για να κάνεις το γύρο του κήπου. Είχαν υπέροχο κήπο και δυο σκυλιά σε μέγεθος μικρού αυτοκινήτου που τα τάιζαν μπριζόλες. Κι όμως αυτό το κορίτσι ντρεπόταν που έμενε στην Τσίμπα! Αυτό το κορίτσι που όταν αργούσε, το έφερνε στο σχολείο ο σοφέρ με τη Μερσεντές! Όπως στα μυθιστορήματα! Κανονικός σοφέρ με στολή, καπέλο και λευκά γάντια! Κι όμως είχε κόμπλεξ κατωτερότητας. Το διανοείσαι;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Απ' όλο το σχολείο μόνο εγώ έμενα στο Κίτα-Οτσούκα, στην Τοσίμα. Στη στήλη με το "επάγγελμα πατρός" εμένα έγραφε: ίδίοκτ-ήτηςβιβλιοπωλείου. Όλες στην τάξη μου το έβρισκαν συναρπαστικό: αΠο πο! Τι τυχερή που είσαι! Μπορείς να διαβάσεις ό,τι θέλεις!» και τέτοιες κουταμάρες. Φυσικά είχαν στο μυαλό τους κάποιο τεράστιο βιβλιοπωλείο σαν το Κίνοκουνίγία. Με τίποτα δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ένα μικρό βιβλιοπωλείο σαν το Βιβλιοπωλείο Κομπαγιάσι. Ανοίγει η πόρτα τρίζοντας και δεν βλέπεις παρά μόνο περιοδικά. Το μπεστ σέλερ μας είναι τα γυναικεία περιοδικά! Αυτά που έχουν ένα ένθετο για τις πιο μοντέρνες τεχνικές στο κρεβάτι! Τα αγοράζουν οι νοικοκυρές της γειτονιάς και κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας και τα μελετούν απ' την αρχή ώς το τέλος, για να δοκιμάσουν τις τεχνικές όταν οι άντρες τους γυρίσουν στο σπίτι. Δεν φαντάζεσαι τι στάσεις προτείνουν τα περιοδικά σ' αυτές τις γυναίκες! Αναρωτιέμαι, τίποτε άλλο δεν σκέφτονται οι νοικοκυρές όλη μέρα; Πουλάμε επίσης πολλά κόμικ: Μα^αζΐηθ, 8ηηά3γ^ ^πη1ρ. Και οπωσδήποτε τα εβδομαδιαία. Δηλαδή το "βιβλιοπωλείο"
112
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΛΜΙ
πουλάει, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα περιοδικά. Ναι, έχουμε και λίγα βιβλία, αστυνομικά, αισθηματικά, κατασκοπείας, τέτοια. Αυτά πουλιούνται μόνο και βιβλία "φτιάξ' το μόνος σου", βιβλία με οδηγίες: Πώς να νικάς στο γκο. Πώς να καλλιεργείς μπονζάι, Πώς να γράφεις λόγους για γάμους, Πώς να κάνεις έρωτα. Πώς να κόψεις το κάπνισμα, ό,τι βάζει ο νους σου. Πουλάμε και γραφική ύλη - στιλό, μολύβια και τετράδια δίπλα στο ταμείο. Αυτό είν' όλο. Δεν έχουμε ούτε το Πόλεμος και εφ-ήνη ούτε Κενζαμπούρο Όε ούτε το Φύλακας στη σίκαλη. Αυτό είναι το Βιβλιοπωλείο Κομπαγίάσί. Για να δεις πόσο "τυχερή" είμαι! Τι λες; Είμαι;» «Είναι σαν να το βλέπω μπροστά μου». «Κατάλαβες τι εννοώ. Όλη η γειτονιά περνάει από κει, χρόνια πελάτες οι περισσότεροι, κάνουμε και παράδοση κατ' οίκον. Είναι καλή δουλειά, βγάζει παραπάνω από αρκετά για μια οικογένεια τεσσάρων ατόμων. Χωρίς χρέη, δυο κόρες στο κολέγιο. Μα (ός εκεί. Δεν μας μένει για παραπάνω. Δεν έπρεπε να [ΐε στείλουν σ' αυτό το σχολείο. Μόνο προβλήματα μας προκάλεσε. Οι γονείς μου βογκούσαν κάθε φορά που το σχολείο ζητούσε έξτρα λεφτά, ενώ εγώ φοβόμουν [ΐέχρι θανάτου [ΐήπίος βγω με τις φίλες μου και θελήσουν να καθίσουν σε κάποιο ακριβό εστιατόριο για φαγητό κι ε[λένα [».ε φτάσει το χαρτζιλίκι μου. Σκέτη δυστυχία. Ι^ίναι πλοΐ)πί,α η οικογένειά σου;» « Η οικογένειά μου; 'Οχι, οι γονείΓ. (ίου είναι απλοί εργαζόμενοι άνθρωποι, ούτε πλούαιοί. ί^ι'πι: φτ(.)χοί. Ξέρω ότι δυσκολεύονται να πληρίόνουν ΐίχ Λί.Λίχχ ιρα σ' ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο στο Τόκιο, αλΚά ι' /οΐιν («όνο ε[ΐ.ένα κι
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
113
έτσι, δεν τους πειράζει. Δεν μου στέλνουν πολλά χρήματα, γι' αυτό δουλεύω. Μένουμε σ' ένα συνηθισμένο σπίτι με μικρό κήπο. Το αυτοκίνητό μας είναι Τογιότα Κορόλα». «Τι δουλειά κάνεις;» ((Δουλεύω νυχτοφύλακας σ' ένα δισκάδικο στο Σιντζούκου, τρεις φορές τη βδομάδα. Πανεύκολο. Απλώς κάθομαι και προσέχω το μαγαζί». ((Σοβαρά μιλάς;» είπε η Μιντόρι. ((Δεν ξέρω, είχα πάντα την εντύπωση ότι δεν ξέρεις τι θα πει δυσκολία στη ζωή σου. Ότι τα λεφτά δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για σένα». ((Δεν πέφτεις έξω. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τα λεφτά. Όχι πως μου τρέχουν από τα μπατζάκια, αλλά δεν ένιωσα και την έλλειψή τους. Είμαι σαν όλους τους ανθρώπους». ((Μόνο που "όλοι οι άνθρωποι" στο δικό μου το σχολείο ήταν πάμπλουτοι», είπε η Μιντόρι με τα χέρια της στηριγμένα στα γόνατα. ((Αυτό ήταν το πρόβλημα». ((Ε, τώρα θα έχεις πολλές ευκαιρίες να γνωρίσεις κόσμο χωρίς αυτό το πρόβλημα. Περισσότερο κόσμο απ' όσο θα 'θελες ίσως», είπα. ((Γιά πες μου, κατά τη γνώμη σου, ποιο είναι το ωραιότερο με τα πολλά λεφτά;» ((Δεν ξέρω». ((Ότι μπορείς να πεις πως έχεις μείνει δίχως φράγκο. Πρότεινα, ας πούμε, σε μια συμμαθήτριά μου να πάμε κάπου κι εκείνη μπορούσε άνετα να μου απαντήσει: "Συγγνώμη, δεν έχω λεφτά", πράγμα που εγώ δεν θα μπορούσα να το πω ποτέ μου αν εκείνη μου πρότεινε να πά-
114
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ
με κάπου. Αν εγώ έλεγα ότι δεν έχω λεφτά, αυτό θα σήμαινε ότι στ' αλήθεια δεν έχω λεφτά. Δυστυχώς. Είναι όπως όταν ένα όμορφο κορίτσι λέει: "Έχω τα χάλια μου σήμερα, δεν θέλω να βγω". Εντάξει, δεν έγινε και τίποτα. Αν όμως ένα άσχημο κορίτσι πει το ίδιο πράγμα, όλοι θα γελάσουν. Έτσι ήταν ο κόσμος για μένα τα χρόνια του σχολείου. Έξι χρόνια, απ' την πρώτη μέρα ώς την τελευταία». «Θα το ξεπεράσεις». «Ελπίζω. Το πανεπιστήμιο ήταν μεγάλη ανακούφιση! Είναι γεμάτο συνηθισμένους κανονικούς ανθρώπους». Μου χαμογέλασε στραβώνοντας ελαφρά τα χείλη της και πέρασε το χέρι πάνω από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της. «Εσύ δουλεύεις;» ρώτησα. «Ναι, γράφω σημειώσεις για χάρτες. Ξέρεις κάτι φυλλάδια που τα πουλάνε μαζί με τους χάρτες; Αυτά που έχουν πληροφορίες για τις διάφορες γειτονιές, τον πληθυσμό και τα αξιοθέατα... Ι^δώ υπάρχει αυτό κι αυτό που πρέπει να δείτε, εκεί θα πάτε έτσι κι έτσι, στο τάδε μέρος έχει ένα παράξενο ζώο ή ένα παράξενο φυτό. Πανεύκολο! Δεν μου παίρνει πολύ χρόνο. Γράφ(.) ένα ολόκληρο φυλλάδιο μέσα σε μια []ΐέρα, ψάχνοντας στην εγκυκλοπαίδεια. Φτάνει να ξέρεις τα κόλπα. Λ[».α ξέρεις τα κόλπα, έχεις συνέχεια δουλειά». «Τι σόι κόλπα;» «Να βάζεις, ας πούμε, κάτι. που κίχνέν^χζ άλλος δεν έχει σκεφτεί να βάλει μέσα στο φυλλάι'^ιο. ()ι. τύποι από την εταιρεία πιστεύουν ότι είσαι [ΐ.εγαΑοφι/ίν* κι αμέσως σου στέλνουν κι άλλη δουλειά. Δεν αναι -ανάγκη να βάλεις
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
115
κάτι σπουδαίο, μια μικρολεπτομέρεια φτάνει. Όταν χτίστηκε το φράγμα σε κάποια κοιλάδα, ας πούμε, και σχηματίστηκε μια τεχνητή λίμνη, το νερό σκέπασε ένα ολόκληρο χωριό, αλλά τα πουλιά έρχονται ακόμα κάθε άνοιξη από το νότο και πετούν πάνω από τη λίμνη ψάχνοντας κάποια στέγη να ξεκουραστούν. Άμα βάλεις μες στο φυλλάδιο ένα τέτοιο μικρό επεισόδιο, καθάρισες. Αρέσει στους ανθρώπους, είναι γραφικό και συγκινητικό. Οι περισσότεροι απ' αυτούς που κάνουν την ίδια δουλειά μ' εμένα, δεν κάθονται ν' ασχοληθούν με τέτοια. Εγώ όμως βγάζω καλά λεφτά απ' αυτή τη δουλειά». «Ναι, αλλά πρέπει να ψάξεις για να βρεις τη "μικρολεπτομέρειά" σου». «Σωστά», συμφώνησε η Μιντόρι κουνώντας το κεφάλι της. «Άμα έχεις το νου σου, τη βρίσκεις. Κι άμα δεν τη βρεις, μπορείς πάντα να σκαρώσεις κάτι αθώο {λε το (ΐυα λό σου». «Ώστε έτσι!» «Ανακωχή», είπε η Μιντόρι. Ύστερα με ρώτησε για την εστία μου. Της είπα λοιπόν τις συνηθισμένες ιστορίες για την έπαρση και την υποστολή της σημαίας, για τον Λοχία και την πρωινή ραδιοφωνική γυμναστική του. Ο Λοχίας την έκανε κι εκείνη να γελάσει, όπως όλους. Είπε πως θα είχε πλάκα να έρθει και να δει από κοντά την εστία μου. Δεν έχει καθόλου πλάκα αυτό το μέρος, της απάντησα. «Μερικές εκατοντάδες άντρες που μεθάνε και τραβάνε μαλακία μέσα σε βρόμικα δωμάτια», πρόσθεσα. «Έτσι κάνεις κι εσύ;» «Έτσι κάνουν όλοι οι_άντρες σ' αυτό τον πλανήτη»,
116
ΧΑΡ0ΥΚ1
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
εξήγησα, «Τα κορίτσια έχουν περίοδο χαι τ αγόρια τραβάνε μαλακία. Όλα». ((Ακόμα χι αυτά που έχουν φιλενάδες; Εννοώ που κάνουν έρωτα μαζί τους;» ((Δεν έχει σχέση μ' αυτό. Ο Κέιο, ο φοιτητής που μένει στο διπλανό δωμάτιο, τραβάει μαλακία πριν από κάθε ραντεβού του. Λέει ότι τον χαλαρώνει». ((Δεν ξέρω και πολλά γι' αυτό το θέμα. Ήμουν πολλά χρόνια σε σχολείο θηλέων». ((Υποθέτω ότι τα εικονογραφημένα κοριτσίστικα περιοδικά δεν θίγουν τέτοια πράγματα». ((Δεν τ' αγγίζουν καν!» μου απάντησε γελώντας. ((Όπως κι αν είναι, Βατανάμπε, έχεις καθόλου χρόνο αυτή την Κυριακή; Είσαι ελεύθερος;» ((Είμαι ελεύθερος κάθε Κυριακή. Ώς τις έξι το απόγευμα δηλαδή. Στις έξι πάω για δουλειά». ((Αν θέλεις, έλα να με δεις στο Βιβλιοπωλείο Κομπαγιάσι. Το μαγαζί θα είναι κλειστό, αλλά εγ(ό θα είμαι εκεί όλη μέρα. Θα περιμένω ένα ση[ΐ.αντικό τηλεφώνημα. Έλα να φάμε. Θα σου μαγειρέψ(ο)). ((Μετά χαράς», απάντησα. Η Μιντόρι έσκισε ένα φύλλο από το τετράδιό της και μου σχεδίασε ένα λεπτο[ΐερή χάρτη πίός να φτάσω εκεί που έμενε. Με κόκκινο [παρκαδόρο ση[ΐ.εί(οσε ένα σταυρό στο σημείο όπου ήταν το σπίτι τηζ. ((Αποκλείεται να μην το δείζ. Ί'-χει μια μεγάλη ταμπέλα: Βιβλιοπωλείο Κομπαγιάπι.. ΊΊλα κατά τις δώδεκα. Θα έχω το φαγητό έτοΐ[λθ)). Την ευχαρίστησα κι έβαλα το χάρτη πτην τσέπη μου. ((Καλά θα κάνω να γυρίσω στο πανυ/κ.ο ιήΐί.ιο», είπα. ((Το
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
117
μάθημα των Γερμανικών αρχίζει στις δύο». Η Μιντόρι είπε πως κάπου είχε να πάει κι αυτή. Πήρε το τρένο από τη Γιοτσούγια.
Την Κυριακή το πρωί ξύπνησα στις εννέα, ξυρίστηκα, έπλυνα τα ρούχα μου και τα άπλωσα στην ταράτσα. Ήταν ωραία μέρα. Στον αέρα ένιωσα την πρώτη μυρωδιά του φθινοπώρου. Στο προαύλιο πετούσαν κόκκινες λιβελούλες και τα παιδιά της γειτονιάς τις κυνηγούσαν να τις πιάσουν. Δεν φυσούσε και η σημαία της εστίας κρεμόταν άψυχη στον ιστό της. Φόρεσα ένα φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο και πήγα με τα πόδια ώς τη στάση του τραμ. Μια φοιτητική γειτονιά Κυριακή πρωί: οι δρόμοι έρημοι, κυριολεκτικά άδειοι, τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά. Οι λιγοστοί ήχοι ακούγονταν με ξεχωριστή διαύγεια. Ένα κορίτσι με ξύλινα τσόκαρα περπατούσε στην άσφαλτο. Δίπλα στη στάση του τραμ τέσσερα-πέντε παιδιά σημάδευαν με πέτρες άδεια κονσερβοκούτια. Βρήκα ένα ανθοπωλείο ανοιχτό, μπήκα κι αγόρασα λίγους νάρκισσους. Νάρκισσοι το φθινόπωρο: παράξενο. Πάντα συμπαθούσα ιδιαίτερα αυτά τα λουλούδια. Τρεις ηλικιωμένες γυναίκες ήταν οι μόνοι επιβάτες στο πρωινό κυριακάτικο τραμ. Γύρισαν και με κοίταξαν όλες, εμένα και τα λουλούδια μου. Η μία μου χαμογέλασε. Της χαμογέλασα κι εγώ. Κάθισα στην τελευταία σειρά και κοίταζα τα παλιά σπίτια έξω από το παράθυρο. Η οροφή του τραμ άγγιζε σχεδόν τις μαρκίζες τους. Σε μια ταράτσα είδα δέκα ντοματιές σε γλάστρες, δίπλα τους λιαζόταν μια μεγάλη μαύρη γάτα. Στον κήπο ενός σπιτιού ένα
118
ΧΑΡ0ΥΚ1
ΜΟΠΆΚΑΜΙ
κοριτσάκι έκανε σαπουνόφουσκες και τις κυνηγούσε. Από κάπου άκουσα ένα τραγούδι του Αγιούμι Ισίντα. Αίγο πιο κει κάποιος μαγείρευε, σχεδόν μου μύρισε το κάρι. Το τραμ γλιστρούσε μέσα απ' αυτούς τους στενούς δρόμους, ανάμεσα στις αυλές των σπιτιών. Στις επόμενες στάσεις ανέβηκαν μερικοί επιβάτες ακόμα. Οι τρεις γριές πάντως συνέχισαν να κουβεντιάζουν σκυμμένες κοντά κοντά, χωρίς να τους προσέχουν. Κατέβηκα κοντά στο σταθμό της Οτσούκα κι ακολουθώντας τις οδηγίες της Μιντόρι πήρα ένα μεγάλο δρόμο που δεν είχε και πολλά να δει κανείς. Κανένα από τα μαγαζιά σ' αυτή τη λεωφόρο δεν φαινόταν να πηγαίνει καλά: τα κτίρια ήταν παλιά, οι βιτρίνες τους σκοτεινές, οι ταμπέλες τους ξεθωριασμένες. Κρίνοντας από τις προσόψεις και την ηλικία των σπιτιών, η περιοχή αυτή δεν είχε υποφέρει από τους βομβαρδισμούς την περίοδο του πολέμου: ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα ήταν ανέπαφα. Υπήρχαν και κάποια ολοκαίνουργια κτίρια, αλλά τα περισσότερα είχαν απλώς επισκευαστεί, όπου το είχαν ανάγκη. Το αποτέλεσμα ήταν πως έδειχναν ακόμα πιο παλιά απ' ό,τι ήταν. Η όλη ατμόσφαιρα έδινε την εντύπωση ότι οι αρχικοί κάτοικοι της περιοχής είχαν βαρεθεί τ' αυτοκίνητα, την κίνηση, το θόρυβο και τ' ακριβά ενοίκια κι είχαν μετακομίσει στα προάστια. ΙΙίσω είχαν μείνει [ιόνο όσοι έμεναν σε φτηνά διαμερίσματα, όσοι είχαν γραφεία και μαγαζιά που δυσκολεύονταν να τα πουλήσουν, καθίός και μερικοί πεισματάρηδες που είχαν γαντζίοΟεί στις κληρονομιές τους. Όλα έμοιαζαν θαμπά και λυπημένα, σαν να 'ταν τυλιγμένα σε μια γάζα, σ' ένα σύννεφο από καυσαέρια.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
119
Αυτόν το δρόμο κατηφόρισα επί δέκα λεπτά κι έφτασα σε ένα γωνιακό βενζινάδικο, όπου έστριψα δεξιά. Αμέσως είδα μερικά μαγαζάκια κι ανάμεσά τους την ταμπέλα του Βιβλιοπωλείου Κομπαγιάσι. Ήταν πράγματι μικρό, αλλά όχι τόσο όσο το είχε περιγράψει η Μιντόρι. Ήταν ένα συνηθισμένο συνοικιακό βιβλιοπωλείο, όπως εκείνο όπου έτρεχα κι εγώ σαν παιδί κάθε βδομάδα, τη μέρα που κυκλοφορούσε το περιοδικό με τα κόμικ. Όταν στάθηκα μπροστά του, με συνεπήρε ένα κύμα νοσταλγίας. Όλη η πρόσοψη του μαγαζιού ήταν σκεπασμένη από ένα κατεβασμένο μεταλλικό ρολό που είχε ζωγραφισμένη πάνω του τη διαφήμιση ενός περιοδικού: κ α θ ε π ε μ π τ η εδω τ ο ε β δ ο μ α δ ι α ι ο ΜΠΑΝΣΑΝ. Ήταν ακόμα δώδεκα παρά τέταρτο, αλλά δεν ήθελα να τριγυρίζω στη γειτονιά μ' ένα μπουκέτο νάρκισσους στο χέρι, έτσι χτύπησα το κουδούνι δίπλα στο κατεβασμένο ρολό κι έκανα δυο βήματα πίσω, περιμένοντας. Πέρασαν δεκαπέντε δευτερόλεπτα χωρίς να μου απαντήσει κανείς. Αναρωτιόμουν αν έπρεπε να ξαναχτυπήσω, όταν άκουσα ένα παράθυρο να ανοίγει πάνω από το κεφάλι μου. Σήκωσα τα μάτια και είδα τη Μιντόρι να σκύβει και να μου γνέφει. ((Έλα μέσα», μου φώναξε. ((Σήκωσε το ρολό και μπες». ((Σίγουρα δεν σε πειράζει; Ήρθα λίγο νωρίς», της φώναξα. ((Δεν πειράζει. Έλα πάνω. Στην κουζίνα είμαι», είπε κι έκλεισε το παράθυρο. Το ρολό έκανε τρομερό θόρυβο, όταν το σήκωσα κάπου ένα μέτρο και μπήκα μέσα σκύβοντας. Τον ίδιο θόρυβο έκανε κι όταν το κατέβασα πίσω μου. Το μαγαζί ήταν
120
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΛΜΙ
θεοσκότεί,νο. Κατάφερα να βρω το δρόμο μου στα τυφλά ώς τη σκάλα στο βάθος, σκοντάφτοντας σε αμέτρητες στοίβες από περιοδικά. Έλυσα τα κορδόνια των παπουτσιών μου κι ανέβηκα στο σπίτι. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν μισοσκότεινο. Η σκάλα οδηγούσε σ' ένα απλό καθιστικό με καναπέ και πολυθρόνες. Το δωμάτιο ήταν μικρό κι από το παράθυρο έμπαινε αδύναμο το φως της μέρας, θυμίζοντας παλιές πολωνικές ταινίες. Στ' αριστερά υπήρχε ένα καμαράκι σαν αποθήκη και μια πόρτα που μάλλον ήταν του μπάνιου. Ανέβηκα την απότομη σκάλα στα δεξιά μου, αλλά φτάνοντας στο δεύτερο πάτωμα ένιωσα πολύ καλύτερα: ο χώρος ήταν πολύ πιο φωτεινός. «Από δω», άκουσα τη φωνή της Μιντόρι. Δεξιά από τη σκάλα ήταν ένα δωμάτιο που έμοιαζε με τραπεζαρία και στο βάθος του ήταν η κουζίνα. Το σπίτι ήταν παλιό, αλλά η κουζίνα φαινόταν ανακαινισμένη πρόσφατα: τα ντουλάπια ήταν καινούργια, ο νεροχύτης και οι βρύσες άστραφταν. Η Μιντόρι μαγείρευε. Μια κατσαρόλα ήταν στη φωτιά, από το φούρνο μύριζε ψάρι ψητό. «Στο ψυγείο έχει μπίρα», μου είπε ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος μου. «Κάθισε ώσπου να τελειώσω». Πήρα ένα κουτάκι μπίρα και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας. Ήταν παγωμένη, λες κι είχε [ΐείνει έναν ολόκληρο χρόνο στο ψυγείο. Στο τραπέζι είδα ένα άσπρο τασάκι, μια εφημερίδα, ένα μπουκαλάκι σάλτσα σόγιας καθώς κι ένα μπλοκάκι μ' ένα μολύβι. Το [ί.πλοκ ήταν ανοιχτό κι είχε γραμμένο έναν αριθμό τηλεφίόνου και [ί.ερικά νούμερα που μάλλον ήταν λογαριασ[λοί από ψίόνια. «Θα 'χω τελειώσει σε δέκα λεπτά», είπε. «Αντέχεις να περιμένεις;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
121
((Και βέβαια», είπα. ((Θα σου ανοίξει και η όρεξη έτσι. Έχω ετοιμάσει μπόλικο φαγητό». Άρχισα να πίνω την μπίρα μου κοιτάζοντας τη Μιντόρι που μαγείρευε με την πλάτη της γυρισμένη σ' εμένα. Δούλευε με γρήγορες, άνετες κινήσεις, κουμαντάροντας ούτε λίγο ούτε πολύ τέσσερις δουλειές ταυτόχρονα. Άνοιγε μια κατσαρόλα και δοκίμαζε κάτι, να δει αν ήταν έτοιμο, και την ίδια στιγμή ψιλόκοβε λαχανικά στον πάγκο κι έβγαζε κάτι από το ψυγείο και το άδειαζε σε μια λεκανίτσα. Πριν καταλάβω καλά καλά τι μου γινόταν, είχε πλύνει και τα πιατικά που λέρωσε. Από πίσω έμοιαζε με Ινδό μουσικό που έπαιζε με διάφορα κρουστά: ένα καμπανάκι από δω, ένα τύμπανο από κει, ένα κοκάλινο ξυλόφωνο πιο πέρα. Οι κινήσεις της ήταν ακριβείς και σ(ϋστές, απόλυτα ισορροπημένες. Την παρακολουθούσα [ΐ.ε δέος. ((Πες μου αν θέλεις να σε βοηθήσω σε κάτι», είπα για να μη φανώ αγενής. ((Δεν χρειάζεται», μου απάντησε με χαμόγελο η Μιντόρι. ((Είμαι μαθημένη να τα κάνω όλα μόνη μου». Φορούσε ένα απλό μπλουτζίν κι ένα ναυτικό μπλουζάκι. Το λογότυπο της δισκογραφικής ΑρρΙθ ΚβοοΓάδ κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη τη ράχη της. Είχε πολύ στενή λεκάνη, λες κι είχε παρακάμψει την εφηβεία, τη φάση δηλαδή που η λεκάνη των κοριτσιών ανοίγει κι οι γοφοί γεμίζουν. Από πίσω έμοιαζε σαν αγοροκόριτσο. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο πάνω από το νεροχύτη, έκανε το περίγραμμά της κάπως θολό. ((Δεν ήταν ανάγκη να κάνεις τέτοιες ετοιμασίες», είπα.
122
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
«Δεν έκανα τίποτα σπουδαίο», μου απάντησε η Μιντόρι, χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μου. αΧτες δεν πρόλαβα να ψωνίσω κι έτσι ετοίμασα κάτι με ό,τι βρήκα στο ψυγείο. Αλήθεια, πίστεψέ με. Εξάλλου το 'χουμε στην οικογένειά μας: τους περιποιούμαστε τους καλεσμένους μας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μας αρέσει να έχουμε κόσμο στο σπίτι. Όλοι έτσι είμαστε, εκ γενετής: σαν αρρώστια. Όχι πως είμαστε καλύτεροι απ' τους άλλους ή πως μας αγαπάει ο κόσμος, αλλά όποιος έρχεται στο σπίτι μας, πρέπει να τον τραπεζώσουμε πάση θυσία. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, το ίδιο μυαλό κουβαλάμε. Πάρε τον πατέρα μου, ας πούμε. Σπάνια πίνει. Κι όμως το σπίτι μας είναι γεμάτο ποτά. Για ποιο λόγο; Μα για να κερνάμε τους επισκέπτες! Μ η διστάζεις λοιπόν, πιες όση μπίρα τραβάει η ψυχή σου». «Ευχαριστώ», είπα. Ξαφνικά θυμήθηκα ότι είχα αφήσει τους νάρκισσους κάτω. Τους είχα αφήσει δίπλα μου, καθώς έλυνα τα κορδόνια των παπουτσιών μου. Κατέβηκα ξανά και βρήκα τα δέκα μεγάλα άνθη μες στο μισοσκόταδο. Η Μιντόρι έβγαλε ένα ψηλό, λεπτό βάζο από το ντουλάπι και τα έβαλε μέσα. «Μ' αρέσουν πολύ οι νάρκισσοι», είπε. «Μια φορά τραγούδησα το τραγούδι "Εφτά νάρκισσοι" στο διαγωνισμό ταλέντων του σχολείου. Ί'ο ξέρεις το τραγούδι;» «Και βέβαια». «Είχαμε ένα συγκρότημα. Ι^γίό έπαιζα κιθάρα». Σερβίροντας το φαγητό στα πιάτα τραγουδούσε τους «Εφτά νάρκισσους».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
123
Η μαγεφίκή της Μιντόρι ήταν ανώτερη απ' όσο περίμενα: μια ποικιλία από τηγανητά, βραστά, ψητά και σοταρισμένα πιάτα με αυγά, ψάρι, πράσινα λαχανικά, μελιτζάνες, μανιτάρια, ραπανάκια, σουσάμι, όλα μαγειρεμένα με τον εκλεπτυσμένο τρόπο που συνηθίζουν στο Κιότο. «Είναι έξοχα))^ της είπα με το στόμα μου γεμάτο. «Καλά, καλά. Πες μου τώρα την αλήθεια», είπε η Μιντόρι. «Δεν περίμενες ότι η μαγειρική μου θα 'τανε της προκοπής - δεν μου φαίνεται πως ξέρω να μαγειρεύω, σωστά;» «Πράγματι», παραδέχτηκα με ειλικρίνεια. «Είσαι από το Κανσάι, επομένως σου αρέσουν αυτές οι λεπτές γεύσεις, σωστά;» « Μ η μου πεις ότι μαγείρεψες όπως μαγειρεύουν στο Κανσάι, μόνο και μόνο για χάρη μου;» « Μ η λες βλακείες! Δεν θα έφτανα σ' αυτό το ση(λείο ποτέ μου. Έτσι μαγειρεύουμε κι εμείς». «Δηλαδή οι γονείς σου είναι από το Κανσάι;» «Όχι. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Ο πατέρας μου έχει γεννηθεί στο Τόκιο και η μαμά μου είναι από τη Φουκουσίμα. Ούτε ένας συγγενής μου δεν είναι από το Κανσάι. Όλοι έχουμε γεννηθεί στο Τόκιο ή στο βόρειο Κάντο». «Τότε δεν καταλαβαίνω», είπα. «Πώς μπορείς και μαγειρεύεις σαν να 'σαι γέννημα θρέμμα του Κανσάι; Ποιος σου έμαθε αυτά τα φαγητά;» «Είναι μεγάλη ιστορία», μου είπε τρώγοντας ένα κομματάκι τηγανητό αυγό. « Η μαμά μου μισεί το νοικοκυριό. Δεν μαγειρεύει ποτέ. Είχαμε και το μαγαζί... κι έτσι κάθε μέρα σχεδόν είχαμε τα ίδια: "Δεν προλαβαίνω σήμερα.
124
ΧΛΡΟΓΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
ας πάρουμε κάτι έτοιμο" ή "Λς φάμε κάτι πρόχειρο" και τέτοια. Ποτέ δεν μ' άρεσε αυτή η κατάσταση, ούτε όταν ήμουν μικρή. Δεν μ' άρεσε να φτιάχνουμε ένα φαγητό και μετά να το τρώμε τρεις μέρες συνέχεια. Μια μέρα λοιπόν, πρέπει να πήγαινα στην πέμπτη τάξη, αποφάσισα ν' αρχίσω να μαγειρεύω εγώ για τους δικούς μου και να το κάνω σωστά. Πήγα στο βιβλιοπωλείο Κίνοκουνίγίοί^ στη Σιντζούκου, κι αγόρασα το μεγαλύτερο και ωραιότερο βιβλίο μαγειρικής που βρήκα. Έπειτα στρώθηκα και το μελέτησα απ' την αρχή μέχρι το τέλος. Έμαθα τα πάντα: πώς να διαλέγεις μαχαίρια για την κουζίνα, πώς να ξεκοκαλίζεις το ψάρι, πώς να ψιλοκόβεις τα λαχανικά, όλα. Η συγγραφέας του βιβλίου ήταν από το Κανσάι κι έτσι έμαθα να μαγειρεύω τα φαγητά του Κανσάι». «Θέλεις να πεις ότι έμαθες να μαγειρεύεις όλα αυτά τα πράγματα από ένα βιβλίο;» ((Όχι, όχι μόνο. Έκανα οικονομίες και πήγα και δοκίμασα τα πραγματικά φαγητά. Έτσι έμαθα να τους δίνω τη σωστή γεύση. Καταλαβαίνω από γεύσεις. Αντίθετα, δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά όταν πρέπει να σκεφτώ λογικά». ((Είναι εκπληκτικό το ότι έ[λαθες μόνη σου να μαγειρεύεις τόσο καλά, χωρίς να 'χεις κανέναν να σου δείξει». ((Δεν ήταν εύκολο», είπε μ' ένα στεναγμό η Μιντόρι. ((Δεν ήταν εύκολο μέσα σ' ένα σπίτι όπου κανείς δεν έδινε δεκάρα για το φαγητό. Τους έλεγα ότι ήθελα ν' αγοράσω καλά μαχαίρια και κατααρολικά και δεν μου 'διναν λεφτά. "Αυτά που έχου[λε, φτάνουν και περισσεύουν", μου απαντούσαν. Τα έβαζα [λαζί τουζ, προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι ήταν αδύνατο να 'ίεκηκηΚ'ιηει κανείς ένα ψά-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
125
ρι με τα αστεία μαχαφια που ει,χαμε στο σπίτι μας κι εκείνοι μου απαντούσαν: "Και γιατί στην ευχή πρέπει να ξεκοκαλίσεις ένα ψάρι;" Δεν υπήρχε περίπτωση να συνεννοηθούμε. Μάζεψα το χαρτζιλίκι μου κι αγόρασα επαγγελματικά μαχαίρια, κατσαρόλες, σουρωτήρια, απ' όλα. Το πιστεύεις; Στα δεκαπέντε μου χρόνια έκανα οικονομίες και μάζευα δεκαράκι δεκαράκι το λιγοστό μου χαρτζιλίκι για ν' αγοράζω κατσαρόλες, τηγάνια, χύτρες και πιρέξ, ενώ όλα τ' άλλα κορίτσια της ηλικίας μου είχαν απίστευτο χαρτζιλίκι κι αγόραζαν φουστάνια και παπούτσια και ό,τι άλλο τραβούσε η ψυχή τους. Δεν ήμουν για λύπηση;)) Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και κατάπια μια κουταλιά ζωμό με ψιλοκομμένο κόλιαντρο. ((Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο, χρειαζόμουν πάση θυσία ένα ορθογώνιο μακρόστενο τηγάνι για να φτιάχνω τις ομελέτες ντασιμάκι. Το αγόρασα με τα χρήματα που [λου έδωσαν για να πάρω καινούργιο σουτιέν. Επί τρεις μήνες ζούσα μόνο μ' ένα σουτιέν. Το πιστεύεις; Το έπλενα τα βράδια, έκανα σαν τρελή για να το στεγνώσω και το ξαναφορούσα την άλλη μέρα το πρωί. Όταν δεν προλάβαινε να στεγνώσει, ήταν φρίκη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία απ' το να φοράς βρεμένο σουτιέν. Πήγαινα στο σχολείο και τα δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια μου ποτάμι. Σκέψου ότι όλα αυτά τα τραβούσα για ένα τηγάνι!)) ((Τρομερό!)) είπα γελώντας. ((Ακούγεται άσχημο αυτό που θα πω, αλλά όταν πέθανε η μητέρα μου ανακουφίστηκα, επειδή στη συνέχεια είχα το ελεύθερο να διαχειρίζομαι όπως ήθελα τα χρήματα του νοικοκυριού. Έτσι τώρα έχω σχεδόν όλα τα σκεύη
126
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
που χρειάζομαι. Ο πατέρας μου μ' αφήνει να παίρνω ό,τι θέλω». ((Πότε πέθανε η μητέρα σου;» ((Πριν από δύο χρόνια. Από καρκίνο. Όγκο στο κεφάλι. Έμεινε στο νοσοκομείο ενάμιση χρόνο. Τρομερό! Υπέφερε από την αρχή ώς το τέλος. Στα έσχατα το μυαλό της δεν άντεξε, τρελάθηκε. Της έδιναν συνεχώς ναρκωτικά, αλλά και πάλι. Πονούσε και δεν πέθαινε. Όταν πέθανε τελικά, ήταν κατά κάποιο τρόπο σαν ευθανασία. Ο χειρότερος θάνατος - και για τον ίδιο τον άνθρωπο και για τους δικούς του. Κόλαση! Ξοδέψαμε και το τελευταίο γιεν που είχαμε στην άκρη. Κάθε ένεση άξιζε είκοσι χιλιάδες, ούτε ξέρω πόσες χρειάστηκε, κι έπρεπε να τη φροντίζουμε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Εγώ αναγκάστηκα να σταματήσω το πανεπιστήμιο για ένα χρόνο. Και σαν να μην έφτανε αυτό...» Σταμάτησε απότομα στη μέση της φράσης, άφησε κάτω τα ξυλάκια της κι αναστέναξε. ((Πώς γύρισε η συζήτηση και πιάσαμε να μιλάμε για τέτοια θλιβερά θέματα;» ((Άρχισε από την ιστορία με το σουτιέν», της είπα. ((Καλά. Τέλος πάντων. Φάε τώρα το αυγό σου και σκέψου όσα άκουσες», είπε η Μιντόρι σοβαρά. Τελειώνοντας το πιάτο μου, είχα χορτάσει. Η Μιντόρι έφαγε πολύ λιγότερο. (('Οταν [ΐαγειρεύω, μου κόβεται η όρεξη», είπε. Ύστερα [λάζεψε το τραπέζι, σκούπισε τα ψίχουλα, έφερε ένα πακέτο Μάρλμπορο, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα της και το άναψε μ/ ένα σπίρτο. Έπειτα τράβηξε κοντά της το βάζο [/.ε τους νάρκισσους και περιεργάστηκε τα λουλούδια. ((Δεν θα τους αφήσω στο βάζο», είπε. «Αν τους αφήσω
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
127
εδώ, θα 'ναι σαν να τα μάζεψα μόνη μου στην όχθη κάποι,ας λιμνούλας χαι τα πέταξα στο πρώτο βάζο που βρέθηκε μπροστά μου». «Μα στ' αλήθεια τα μάζεψα, στη λι,μνούλα δίπλα στο σταθμό Οτσούκα», της απάντησα. Γέλασε. (.(.Είσαι περίεργος τύπος. Αστειεύεσαι και δεν γελάει ούτε η γωνίτσα απ' το χείλι σου». Με το πιγούνι της στηριγμένο στο χέρι, κάπνισε το μισό τσιγάρο, το 'σβησε στο τασάκι κι έτριψε τα μάτια της, σαν να την είχε τσούξει ο καπνός. ((Τα κορίτσια πρέπει να σβήνουν τα τσιγάρα τους με περισσότερη χάρη. Εσύ το 'σβησες σαν ξυλοκόπος. Μην το λιώνεις έτσι βάναυσα στο τασάκι. Κάν' το πιο κομψά, πιο προσεκτικά. Να μη διαλύεται έτσι - δεν είναι ωραίο. Επίσης τα κορίτσια δεν πρέπει να βγάζουν ποτέ τον καπνό απ' τη μύτη. Εκτός αυτού τα περισσότερα κορίτσια δεν θα έλεγαν λέξη για το σουτιέν που φορούσαν επί τρεις μήνες αδιάλειπτα, όταν θα έτρωγαν μόνα τους μ' έναν άντρα», της είπα. ((Εγώ όμως είμαι ξυλοκόπος», απάντησε η Μιντόρι ξύνοντας το μάγουλό της κοντά στη μύτη της. ((Δεν θα καταφέρω ποτέ μου να γίνω κομψή και χαριτωμένη. Το προσπαθώ πότε πότε, για πλάκα, αλλά δεν μου βγαίνει. Άλλα σχόλια για μένα;» ((Τα κορίτσια δεν καπνίζουν Μάρλμπορο», είπα. ((Το ίδιο κάνει, έτσι κι αλλιώς όλα την ίδια απαίσια γεύση έχουν». Στριφογύρισε στα χέρια της το κόκκινο πακέτο του Μάρλμπορο. ((Άρχισα να καπνίζω τον περασμένο μήνα. Μ η φανταστείς δηλαδή πώς πέθαινα για τσιγάρο. Όχι. Απλώς έτσι μου ήρθε».
128
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
((Πώς;» Ακούμπησε τα χέρι,α της στο τραπέζι και έμεινε για λίγο σκεφτική. «Τι σε νοιάζει; Εσύ έτσι κι αλλιώς δεν καπνίζεις;» «Το 'κοφα τον Ιούνιο», είπα. «Γιατί;» «Γιατί όταν ξέμενα τις νύχτες νευρίαζα. Δεν άντεχα χωρίς τσιγάρο. Δεν μ' αρέσει να έχω κάτι που να μ' εξουσιάζει μ' αυτό τον τρόπο». «Ξέρεις πολύ καλά τι σ' αρέσει και τι δεν σ' αρέσει», μου είπε. «Ίσως», απάντησα. «Ίσως γι' αυτό δεν με συμπαθούν οι άλλοι. Ποτέ δεν με συμπάθησαν», «Φταίει που το δείχνεις», μου είπε. «Δείχνεις με υπερβολική σαφήνεια ότι δεν σε νοιάζει αν τους αρέσεις ή όχι, αν θα σε συμπαθήσουν ή όχι. Αυτό το φέρσιμο εκνευρίζει τους ανθρώπους». Με το σαγόνι στηριγμένο στο χέρι της μιλούσε μέσα από τα δόντια της. «Εμένα όμως μ' αρέσει να κουβεντιάζω μαζί σου. Μιλάς με ασυνήθιστο τρόπο. Αεν μ' αρέσει τον
να έχω κάτι
που να μ' εξουσιάζει
μ' αυτό
τρόπο)).
Τη βοήθησα να πλύνουμε [ΐαζί τα πιάτα. Στεκόμουν δίπλα της, εκείνη τα έπλενε, ενίό εγώ τα σκούπιζα και τα τοποθετούσα στον πάγκο της κουζίνας. «Οι δικοί σου λείπουν σήιιερα;» τη ρώτησα. « Η μαμά μου είναι στον τάφο της. I Ιέθανε πριν από δυο χρόνια». «Ναι, αυτό το άκουσα».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
129
« Η αδερφή μ,ου έχει βγει με τον αρραβωνιαστικό της. Μάλλον πήγαν κάπου με το αυτοκίνητο. Εκείνος δουλεύει σε μια εταιρεία αυτοκινήτων και τρελαίνεται γι' αυτοκίνητα. Εμένα δεν μ' αρέσουν τα αυτοκίνητα». Η Μιντόρι σταμάτησε να μιλάει και συνέχισε να πλένει. Εγώ σταμάτησα να μιλάω και συνέχισα να σκουπίζω. «Υπάρχει κι ο πατέρας μου», είπε μετά από λίγη ώρα. «Σωστά», είπα. «Ο πατέρας μου έφυγε για την Ουρουγουάη πέρσι τον Ιούνιο κι από τότε δεν ξαναγύρισε». «Ουρουγουάη! Γιατί στην Ουρουγουάη;» «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, ήθελε να πάει εκεί μετανάστης. Άκου βλακεία. Κάποιος φίλος του απ' το στρατό έχει πάρει εκεί ένα κτήμα. Ξαφνικά ο πατέρας μου μας λέει ότι θα φύγει κι αυτός για την Ουρουγουάη, ότι εκεί όλα γίνονται. Μπαίνει σ' ένα αεροπλάνο κι αυτό ήταν. Κάναμε ό,τι περνούσε απ' το χέρι μας για να τον εμποδίσουμε. "Τι θα κάνεις εκεί πέρα μόνος σου; Τι δουλειά έχεις σ' έναν τόσο μακρινό τόπο; Ούτε τη γλώσσα δεν ξέρεις. Δεν έχεις πατήσει το πόδι σου έξω από το Τόκιο". Μάταιος κόπος. Ο θάνατος της μητέρας μου ήταν για κείνον μεγάλο σοκ. Νομίζω ότι λασκάρισαν λιγάκι οι βίδες στο μυαλό του. Την αγαπούσε πολύ. Αλήθεια». Τι μπορούσα ν' απαντήσω; Δεν βρήκα τίποτα να πω. Έμεινα να κοιτάζω τη Μιντόρι με το στόμα ανοιχτό. «Τι νομίζεις ότι γύρισε και είπε στην αδερφή μου και σ' εμένα όταν πέθανε η μητέρα μας; "Θα προτιμούσα να χάσω εσάς τις δυο παρά εκείνη". Έπεσα ξερή. Δεν είπα λέξη! Το καταλαβαίνεις; Αυτά τα πράγματα δεν λέγοντοίά Εντάξει, έχασε τη γυναίκα που αγαπούσε, τη σύ-
130
ΧΛμΟϊ'ΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ντροφο της ζωής του. Νί-ώθω τον πόνο του, τη θλίψη, το ράγισμα της καρδιάς του. Τον λυπάμαι, αλλά δεν λες στις κόρες σου τις ίδιες ότι θα προτιμούσες να έχουν πεθάνει εκείνες στη θέση της. Είναι τρομερό. Δεν συμφωνείς;» «Ναι, καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις». «Αυτή η πληγή δεν θα γιατρευτεί ποτέ», είπε κουνώντας το κεφάλι της. «Ας είναι, όμως. Όλοι στην οικογένειά μας είμαστε λιγάκι παράξενοι. Καθένας με τον τρόπο του». «Έτσι φαίνεται», συμφώνησα. «Από την άλλη, παραδέχομαι ότι είναι, υπέροχο ν' αγαπιούνται δυο άνθρωποι. Τι λες κι εσύ; Εννοώ ν' αγαπάει κάποιος τη γυναίκα του τόσο πολύ, ώστε να φτάνει στο σημείο να λέει στις κόρες του ότι θα 'πρεπε να 'χουν πεθάνει στη θέση της!...» «Ίσως να 'ναι κι έτσι, τώρα που το λες». «Κι έπειτα μας παράτησε και τις δυο κι έφυγε για την Ουρουγουάη». Σκούπισα άλλο ένα πιάτο χωρίς ν' απαντήσω. Όταν τελειώσαμε, η Μιντόρι τα 'βαλε στα ντουλάπια, στις θέσεις τους. «Είχατε νέα απ' τον πατέρα σου;» ρώτησα. «Μια καρτ ποστάλ. Ί'η λάβα[λε το Μάρτιο. Ξέρεις τι μας έγραφε; "Κάνει ζέστη εδ(.') πέρα" και "Τα φρούτα δεν είναι τόσο καλά όσο περί[λενα". Τέτοια πράγματα. Δηλαδή, έλεος! Μια χαζή κάρτα [ΐ' ένα γαϊδούρι! Του 'χει στρίψει! Δεν μας είπε καν αν συνάντησε τελικά τον τύπο - αυτόν το φίλο του απ' το στρατό. Στο τέλος έγραφε ότι μόλις τακτοποιηθεί, θα μ.αζ στείλει τα ναύλα να πά-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
131
με κι εμείς. Από τότε ούτε λέξη. Ούτε χαι μας έχει απαντήσει στα γράμματά μας». «Τι θα 'κανες αν ο πατέρας σου σας έλεγε "Ελάτε στην Ουρουγουάη";» «Θα πήγαινα να ρίξω μια ματιά τουλάχιστον. Μπορεί να 'ναι ωραία. Η αδελφή μου λέει ότι θ' απαντούσε όχι. Κατηγορηματικά. Η αδελφή μου σιχαίνεται τα βρόμικα πράγματα και τα βρόμικα μέρη». «Είναι βρόμικη η Ουρουγουάη;» «Ποιος ξέρει; Εκείνη έτσι νομίζει. Φαντάζεται τους δρόμους γεμάτους καβαλίνες και μύγες. Πιστεύει ότι δεν υπάρχουν ούτε τουαλέτες ούτε τρεχούμενο νερό, ότι παντού σέρνονται σαύρες και σκορπιοί κι άλλα τέτοια μαμούνια. Μπορεί να 'χει δει τέτοια πράγματα στον κινηματογράφο. Η αδερφή μου δεν μπορεί να υποφέρει τα έντομα. Το μόνο που της αρέσει είναι να πηγαίνει [λε το αυτοκίνητο σε πεντακάθαρα κι ωραία μέρη». «Μάλιστα!» «Θέλω να πω... γιατί να είναι σώνει και καλά χάλια η Ουρουγουάη; Εγώ θα πήγαινα να δω». «Και ποιος κρατάει το μαγαζί;» « Η αδερφή μου, αλλά δεν της αρέσει. Έχουμε ένα θείο που μένει εδώ στη γειτονιά. Βοηθάει κι αυτός. Πηγαίνει τις παραγγελίες. Δουλεύω κι εγώ όποτε μου μένει χρόνος. Το βιβλιοπωλείο δεν είναι σκληρή δουλειά, τα καταφέρνουμε. Αν δούμε τα σκούρα, θα το πουλήσουμε». «Τον αγαπάς τον πατέρα σου;» Η Μιντόρι έγνεψε αρνητικά. «Όχι ιδιαίτερα». «Τότε γιατί θέλεις να τον ακολουθήσεις στην Ουρουγουάη;»
132
ΧΛμΟϊ'ΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
«Γιατί τον εμπιστεύομαι.». «Τον εμπιστεύεσαι;» «Ναι. Δεν τον αγαπώ πολύ, αλλά τον εμπιστεύομαι. Πώς να μην εμπιστευτώ έναν άνθρωπο που εγκαταλείπει τα πάντα, το σπίτι του, τα παιδιά του, τη δουλειά του και φεύγει για την Ουρουγουάη, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του; Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» Αναστέναξα. «Περίπου. Όχι και πολύ καλά». Η Μιντόρι γέλασε και με χτύπησε στην πλάτη. «Δεν πειράζει», είπε. «Αλήθεια. Δεν πειράζει».
Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα συνέβησαν πολλά παράξενα, το ένα μετά το άλλο. Κοντά στο σπίτι της Μιντόρι έπιασε φωτιά κι όταν ανεβήκαμε στην ταράτσα για να δούμε, κάπως έγινε και φιληθήκαμε. Ακούγεται ανόητο, έτσι που το λέω, αλλά έτσι έγινε. Πίναμε καφέ μετά το φαγητό και μιλούσαμε για το πανεπιστήμιο, όταν ακούστηκαν οι σειρήνες της πυροσβεστικής, όλο και πιο κοντά, όλο και περισσότερες. Κόσμος άρχισε να περνάει τρέχοντας έξω από το μαγαζί, κάποιοι φώναζαν. Η Μιντόρι πήγε σ' ένα δω[Λάτιο που έβλεπε στο δρόμο, το άνοιξε και κοίταξε έξ(ο. «I Ιερίμενε εδώ ένα λεπτό», είπε κι εξαφανίστηκε. Λμέσίος μετά άκουσα τα βήματά της στις σκάλες. Συνέχισα να πίνω [λόνος [κα) τον καφέ [λου, προσπαθώντας να θυμηθώ πού είναι η ()υρουγουάη. Λοιπόν, εδώ είναι η Βραζιλία, εκεί η Βενεζουέλα, κάπου πιο πέρα η Κολομβία. Πού είναι ακριβώς η ()υρουγΓ;υάη ό[ΐ.ί.)ς, δεν μπορούσα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
133
να θυμηθώ. Σε λίγα λεπτά η Μ[.ντόρι, κατέβηκε και. μου φώναξε να πάω μαζί της. Την ακολούθησα στο βάθος του διαδρόμου χι ανεβήκαμε μια στενή ξύλινη σκάλα που έβγαζε σε μια ταρατσούλα με καλάμια μπαμπού για ν' απλώνουν την μπουγάδα. Απ' αυτή την ταράτσα που βρισκόταν ψηλότερα από τις γύρω στέγες, βλέπαμε όλη τη γειτονιά. Τεράστιες τουλούπες μαύρου καπνού έβγαιναν από ένα κτίριο δυο-τρία τετράγωνα πιο κάτω. Το αεράκι τις παράσερνε προς τη λεωφόρο. Μυρωδιά καμένου γέμιζε τον αέρα. ((Είναι το μαγαζί των Σακαμότο», είπε η Μιντόρι γέρνοντας στο κάγκελο. ((Είχαν ένα παραδοσιακό ξυλουργείο, αλλά το 'κλεισαν πριν από αρκετό καιρό». Έσκυψα κι εγώ δίπλα της για να δω. Ένα τριώροφο κτίριο μας εμπόδιζε να δούμε τη φωτιά, αλλά βλέπαμε τα πυροσβεστικά οχήματα που προσπαθούσαν να τη σβήσουν. Ήταν τρία ή τέσσερα. Στο στενό δρομάκι, όπου βρισκόταν το σπίτι, χωρούσαν μόνο δύο. Τα υπόλοιπα πε ρίμεναν στη λεωφόρο. Οι περίεργοι, όπως γίνεται πάντα, είχαν μαζευτεί ήδη και παρακολουθούσαν. ((Ίσως θα έπρεπε να μαζέψεις τα πολύτιμα πράγματα του σπιτιού για να 'σαι έτοιμη, σε περίπτωση που χρειαστεί να το εγκαταλείψεις», είπα στη Μιντόρι. ((Ο αέρας δεν φυσάει προς τα εδώ τώρα, αλλά μπορεί ν' αλλάξει από στιγμή σε στιγμή. Υπάρχει κι ένα βενζινάδικο εδώ κοντά. Θα σε βοηθήσω». ((Για ποια πολύτιμα πράγματα μιλάς;» ρώτησε η Μιντόρι. ((Δεν ξέρω. Κάτι θα 'χετε που πρέπει να σωθεί ~ βιβλιάρια τραπέζης, πιστοποιητικά, συμβόλαια, τέτοια πράγματα. Χρήματα για ώρα ανάγκης».
134
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΛΜΙ
«Ξέχασέ το. Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω απ' το σπίτι.)). «Ακόμα χι αν πι,άσει φωτιά;)) «Ακόμα κι αν πιάσει φωτιά)), είπε η Μιντόρι. «Δεν με πειράζει να πεθάνω)). Την κοίταξα στα μάτια και με κοίταξε κι αυτή. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν αστειευόταν ή αν μιλούσε σοβαρά. Μείναμε έτσι για λίγο, έπειτα έπαψα ν' ανησυχώ. «Εντάξει)), είπα. «Θα μείνω κι εγώ μαζί σου». «Θα πεθάνεις μαζί μου;)) με ρώτησε η Μιντόρι με μάτια που έλαμπαν. «Όχι βέβαια)), απάντησα. «Θα το βάλω στα πόδια άμα φτάσουμε να κινδυνέψουμε. Αν θέλεις να πεθάνεις, θα το κάνεις μόνη σου». «Είσαι σκληρόκαρδος!)) «Δεν πρόκειται να πεθάνω μαζί σου, απλώς και μόνο επειδή με κάλεσες να φάμε μαζί μεσημεριανό. Αν ήταν για δείπνο, το κουβεντιάζαμε...)) «Καλά, καλά... Ας μείνουμε προς το παρόν εδώ, να δούμε λίγο. Έλα να τραγουδήσουμε κι άμα γίνει τίποτα κακό, τότε συζητάμε τι θα κάνουμε». «Να τραγουδήσουμε;» Η Μιντόρι έφερε τότε δυο [Μαξιλάρια, τέσσερα κουτιά μπίρα και μια κιθάρα. I Ιίνοντας κοιτάζαμε τον μαύρο καπνό ν' ανεβαίνει στον ουρανό. 11 Μιντόρι έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. «Μήπίος είναι ενοχλητικό για τους γείτονες;)) τη ρώτησα. Την (όρα που καίγεται το σπίτι τους, εμείς να καθόμαστε στην ταράτσα και να πίνουμε, να τραγουδάμε και ν' απολαμβάνου[).ε τη θέα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
135
((Μη νοιάζεσαι,)), μου απάντησε. ((Δεν δίνουμε δεκάρα τι, θα πουν οι γείτονες)). Τραγούδησε μερικά από τα τραγούδια που έπαιζαν με το συγκρότημά της. Δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι έπαιζε καλά ή ότι η φωνή της ήταν ιδιαίτερα σωστή. Όμως ήταν ολοφάνερο ότι η ίδια το ευχαριστιόταν. Είπε όλα τα παλιά - ((Εθίηοη ΤΓβο), ((ΡπίΤ (ΐΗβ Μά^ϊο θΓΗ§οη))>, ((Εϊνθ ΗπηάΓβά Μΐΐθδ)), ((^ΥΙιθγθ Ηανβ Α11 Ιΐΐθ Ε Ί Ο Λ Ν Β Γ Δ ΟοηΘ?)) και ( ( Μ Ι Ο Ι Ι Β Θ Ι , Κο\Ν ΐΐιβ ΒοαΙ Α Β Ι Ι Ο Γ Θ ) ) . Στην αρχή προσπάθησε να με τραβήξει κι εμένα, να της κάνω σεγκόντο. Ήμουν όμως τόσο φάλτσος που εγκατέλειψε την ιδέα και συνέχισε να τραγουδάει μόνη της. Εγώ έπινα την μπίρα μου, την άκουγα και κοίταζα τη φωτιά. Φούντωσε και καταλάγιασε αρκετές φορές. Οι πυροσβέστες φώναζαν, έδιναν διαταγές. Από πάνω μας πέρασε το ελικόπτερο μιας εφημερίδας, έβγαλε φωτογραφίες κι έφυγε. Ανησύχησα, μήπως μας τράβηξε κι εμάς. Κάποιος αστυνομικός φώναξε στον κόσμο να κάνει πίσω. Ένα παιδί έκλαιγε ζητώντας τη μαμά του. Από κάπου ακούστηκαν γυαλιά να σπάνε. Σε λίγη ώρα ο αέρας γύρισε και γύρω μας άρχισαν να χορεύουν άσπρες στάχτες. Η Μιντόρι όμως δεν σταμάτησε να πίνει μπίρα και να τραγουδάει. Όταν είπε όλα τα τραγούδια που ήξερε, τραγούδησε κι ένα παράξενο που μου είπε ότι το είχε γράψει μόνη της: Πώς θα 'θελα μια σούπα, να σου μα κατσαρόλα δεν έχω. Πώς θα 'θελα ένα κασκόλ να σου μα βελόνες και μαλλί δεν έχω.
φτιάζω, πλέξω,
136
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΐνίΟΠ'ΛΚΛΜΙ
Πώς θα 'θελα ένα ποίημα μα μολυβί
και χαρτί δεν
να σου
γράψω,
έχω.
«Το λένε "Δεν έχω τίποτα"», μου είπε. Ήταν στ' αλήθεί,α ένα απαίσιο τραγούδι, με απαίσιους στίχους χι απαίσια μουσική. Άκουγα αυτό το χαοτικό τραγούδι και σκεφτόμουν ότι το σπίτι των Κομπαγιάσι θα τιναζόταν στον -χέρα, αν έφτανε η φωτιά στο βενζινάδικο. Κουρασμένη πια από τα τραγούδια, η Μιντόρι άφησε την κιθάρα της κι ακούμπησε στον ώμο μου χαδιάρικα σαν γάτα στον ήλιο. «Σ' άρεσε το τραγούδι μου;» ρώτησε. Απάντησα προσεκτικά. «Μου φάνηκε μοναδικό και πρωτότυπο. Εκφράζει θαυμάσια την προσωπικότητά σου». «Σ' ευχαριστώ», είπε. «Το θέμα του είναι ότι δεν έχω τίποτα». «Ναι, αυτό το κατάλαβα». «Όταν πέθανε η μητέρα μου, ξέρεις...» «Ναι;» «Δεν στενοχωρήθηκα καθόλου». «Α...» «Ούτε όταν έφυγε ο πατέρας μου». «Αλήθεια;» «Αλήθεια. Με βρίσκεις φριχτή; Ακαρδη;» «Είμαι σίγουρη πως είχες τους λόγους σου». «Τους λόγους μου. Χ [λ, ναι. Κίχα πράγματι πολλούς λόγους. Η κατάσταση ήταν πολύ μπερδεμένη σ' αυτό το σπίτι, αλλά μέσα μου πίστευα ότι δεν μπορεί, γονείς μου είναι, θα λυπηθώ αν πεθάνουν ή αν δεν τους ξαναδώ πο-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
137
τέ μου. Ε, δεν λυπήθηκα. Δεν ένιωσα σχεδόν τίποτα. Ούτε λύπη ούτε μοναξιά ούτε τίποτα. Καλά καλά δεν τους σκέφτομαι πια. Μερικές φορές τους βλέπω στον ύπνο μου όμως. Βλέπω τη μαμά μου να με κοιτάζει αυστηρά μες στο σκοτάδι και να με κατηγορεί ότι χάρηκα που πέθανε. Μα εγώ δεν χάρηκα που πέθανε. Απλώς δεν λυπήθηκα πολύ. Για να πω την αλήθεια, δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ για το θάνατό της. Έκλαιγα όλη νύχτα όταν ψόφησε η γάτα μου. Τότε όμως ήμουν μικρή». Τίατί
τόσο πολύς καπνός;
αναρωτιόμουν. Φ λ ό γ ε ς δεν
έβλεπα ούτε η φωτιά φαινόταν να εξαπλώνεται. Μόνο μια στήλη καπνού ανέβαινε στριφογυρίζοντας στον ουρανό. Τι ήταν αυτό που καιγόταν τόση ώρα στο ίδιο μέρος; «Το φταίξιμο πάντως δεν είναι μόνο δικό μου», συνέχισε η Μιντόρι. «Ίσως είμαι λιγάκι ψυχρή, το παραδέχομαι. Αν όμως κι εκείνοι -ο πατέρας μου κι η μητέρα [λουμ' αγαπούσαν λίγο παραπάνω, θα ήμουν κι εγώ σε θέση να νιώσω περισσότερα - να νιώσω πραγματική λύπη, για παράδειγμα». «Πιστεύεις ότι δεν σ' αγαπούσαν αρκετά;» Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Ύστερα έγνεψε καταφατικά. «Μ' αγαπούσαν κάπου ανάμεσα στο "όχι αρκετά" και το "καθόλου". Πάντα πεινούσα γι' αγάπη. Θα ήθελα να νιώσω έστω μια φορά, μια φορά μόνο, ότι μ' αγαπούν, ότι έχω όση αγάπη θέλω κι ακόμα παραπάνω. Να χορτάσω. Μα ποτέ δεν μου την έδωσαν αυτή την αγάπη. Ποτέ. Ούτε μια φορά. Όποτε τολμούσα να τους ζητήσω κάτι, άρχιζαν να μου φωνάζουν και να γκρινιάζουν για τα έξοδα. "Όχι! Δεν φτάνουν τα χρήματα!" Αυτό μόνο άκουγα απ' το στόμα τους. Αποφάσισα λοιπόν να
138
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
βρω κάποί,ον να μ' αγαπάει. ^ίχο)ζ όρους τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες το χρόνο. I Ιήγαι,να στο δημοτικό τότε. Το πήρα απόφαση μια για πάντα». αΟυάου!» είπα - με είχε εντυπωσιάσει πράγματι. «Και τον βρήκες;» «Είναι δύσκολο», είπε η Μιντόρι κι έμεινε για λίγο αμίλητη κοιτάζοντας τον καπνό. «Περιμένω τόσο καιρό, αλλά μάλλον ψάχνω το τέλειο, αυτό που δεν υπάρχει. Γι' αυτό αργώ να το βρω». «Την απόλυτη αγάπη;» «Όχι, ακόμα κι εγώ το ξέρω πως δεν υπάρχει απόλυτη αγάπη. Αυτό που ψάχνω είναι ένας άνθρωπος που θα 'κανε τα πάντα για μένα. Αυτός που θα μου επέτρεπε να είμαι απόλυτα εγωίστρια. Θα έλεγα, ας πούμε, ότι θέλω μια τάρτα φράουλα κι εσύ θα σταματούσες ό,τι κι αν έκανες, θα έτρεχες, θα την έβρισκες και θα μου την αγόραζες. Ύστερα θα ερχόσουν και θα μου την έφερνες λαχανιασμένος, θα γονάτιζες μπροστά μου και θα μου την έδινες. Κι εγώ θα σου έλεγα ότι δεν τη θέλω πια και θα την πετούσα έξω απ' το παράθυρο. Αυτό ψάχνω». «Δεν είμαι σίγουρος ότι όλο αυτό έχει στ' αλήθεια σχέση με την αγάπη», είπα σαστισμένος. «Και βέβαια έχει. Απλώς εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Υπάρχουν στιγμές στη ζωή ενός κοριτσιού που πράγματα σαν αυτό γίνονται πολύ σπουδαία». «Πράγματα, όπως το να πετάει τάρτες φράουλα απ' το παράθυρο;» «Ακριβώς. Όταν θα το κάνω αυτό, θέλω ο άντρας να μου ζητήσει και συγγν(ό[λη. Να [λου πει: "Συγγνώμη, Μιντόρι. Τι ανόητος που ή[ΐ.ουν! (")α έπρεπε να το καταλά-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
139
βω ότι, μετά από τόση ώρα θα σου είχε κοπεί πι,α η όρεξη για τάρτα φράουλα. Είμαι, σκέτος γάιδαρος. Για να με συγχωρέσεις, θα πάω και θα σου φέρω κάτι άλλο. Ό,τι θέλεις. Τι θέλεις; Μους σοκολάτα; Τσιζκέικ;"» «Και μετά;» ((Μετά θα του χαρίσω όλη μου την αγάπη που θα την έχει κερδίσει με το σπαθί του». ((Εμένα μου ακούγεται τρελό». ((Για μένα όμως αυτή είναι η πραγματική αγάπη. Φυσικά κανείς δεν με καταλαβαίνει». Η Μιντόρι έτριψε το κεφάλι της στον ώμο μου. ((Για ορισμένους ανθρώπους η αγάπη εξαρτάται από κάποια μικρή ανόητη λεπτομέρεια. Χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια όμως δεν υπάρχει αγάπη». ((Δεν έχω συναντήσει άλλο κορίτσι που να σκέφτεται όπως εσύ». ((Αυτό μου το λένε πολλοί», είπε τραβώντας μια παρανυχίδα, ((αλλά εγώ δεν ξέρω να σκέφτομαι αλλιώς. Σοβαρά μιλάω. Αυτά πιστεύω, αυτά σου λέω. Ούτε μου περνάει απ' το μυαλό ότι σκέφτομαι διαφορετικά απ' τους άλλους ανθρώπους. Δεν προσπαθώ να είμαι αλλιώτικη. Μα όταν μιλάω με ειλικρίνεια, όλοι νομίζουν ότι αστειεύομαι ή ότι κοροϊδεύω. Ώρες ώρες με πειράζει η αντίδρασή τους αυτή. Με πειράζει περισσότερο απ' όσο φαντάζεσαι!» ((Και θέλεις να καείς; Να πεθάνεις στη φωτιά;» ((Όχι, άλλο αυτό. Αυτό το έκανα από περιέργεια». ((Τι περιέργεια; Για να δεις πώς θα σου φαινόταν η φωτιά;» ((Όχι. Για να δω πώς θ' αντιδράσεις εσύ», είπε η Μιντόρι. ((Μα δεν φοβάμαι το θάνατο. Αλήθεια. Εξάλλου εδώ ο καπνός θα μ' άφηνε αναίσθητη και θα πέθαινα χω-
140
ΧΛμΟϊ'ΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ρίς να το καταλάβω. Λυτό δεν [ΐε φοβίζει καθόλου, σε σύγκριση με το πώς είδα τη μητέρα μου κί. άλλους συγγενείς μου να πεθαίνουν. Όλοί πέθαναν υποφέροντας από κάποια φριχτή αρρώστια. Το 'χουμε στο αίμα μας, φοβάμαι, και κρατάει πάντα πολύ. Στο τέλος δεν μπορείς καν να πεις με βεβαιότητα αν έχει πεθάνει ο άνθρωπος ή όχι. Το μόνο που απομένει απ' αυτόν πια είναι ο πόνος και η οδύνη». Η Μιντόρι έβαλε άλλο ένα Μάρλμπορο στο στόμα της και το άναψε. «Αυτό το είδος του θανάτου με φοβίζει. Η αργή σκιά του θανάτου που κατατρώει λίγη λίγη τη ζωή σου. Δεν καταλαβαίνεις για πότε τα καταπίνει όλα το σκοτάδι, για πότε χάνονται όλα και σβήνουν και δεν βλέπεις τίποτα γύρω σου κι οι άλλοι δίπλα σου δεν ξέρουν αν ζεις ή αν έχεις πεθάνει και σε θεωρούν πιο πολύ πεθαμένο παρά ζωντανό. Αυτό με φοβίζει. Αυτό δεν θα μπορούσα να το αντέξω».
Μισή ώρα αργότερα η φωτιά είχε σβήσει. Την είχαν εμποδίσει να εξαπλωθεί σε άλλα κτίρια, είχαν αποφύγει τους τραυματισμούς. Τα οχήματα της πυροσβεστικής έφυγαν, μόνο ένα παρέμεινε. Το πλήθος διαλύθηκε κουβεντιάζοντας. Ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας έμεινε με το μπλε φως να στριφογυρίζει πάνω στην οροφή του· δυο τροχονόμοι ανέλαβαν να κατευθύνουν την κίνηση. Δυο καρακάξες είχαν καθίσει στους στύλους του ηλεκτρικού και παρακολουθούσαν όσα γίνονταν. Η Μιντόρι φαινόταν εΕαντλη[λένη, λες κι είχε στραγ-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
141
γίξει απ' όλη τη ζωντάνι,α χαι την ορμ,ή μέσα της. Ασάλευτη κοίταζε τον ουρανό. Με το ζόρι μιλούσε. ((Κουράστηκες;)) τη ρώτησα. ((Όχι, όχι)), μου απάντησε. ((Απλώς χαλάρωσα. Είναι η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό)). Με κοίταξε στα μάτια. Την κοίταξα κι εγώ. Ύστερα την αγκάλιασα και τη φίλησα. Στους ώμους της ένιωσα ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο, αλλά αμέσως χαλάρωσε ξανά κι έκλεισε τα μάτια της για μερικά δευτερόλεπτα. Ο φθινοπωρινός ήλιος διέγραψε τη σκιά των βλεφαρίδων της στα μάγουλά της. Είδα το περίγραμμά τους να τρέμει. Ήταν ένα απαλό, ευγενικό φιλί. Ένα φιλί που δεν ζητούσε τίποτα πιο πέρα. Αν δεν είχαμε περάσει το απόγευμα καθισμένοι στην ταράτσα, στον ήλιο, πίνοντας μπίρα και χαζεύοντας τη φωτιά, μάλλον δεν θα είχα φιλήσει τη Μιντόρι εκείνη τη μέρα. Είμαι βέβαιος πως το ίδιο ένιωθε κι αυτή. Μετά από τόση ώρα εκεί πάνω, [λε τις γύρω στέγες να αστράφτουν στη λιακάδα, με τον καπνό και τις κόκκινες λιβελούλες μπροστά στα μάτια μας, είχαμε νιώσει και οι δυο μια ζεστασιά, μια οικειότητα. Μάλλον θέλαμε, υποσυνείδητα ίσως, να φυλάξουμε αυτή την αίσθηση. Τέτοιου είδους φιλί ήταν. Σαν όλα τα φιλιά όμως, είχε κι αυτό μέσα του μια δόση κινδύνου. Πρώτη μίλησε μετά η Μιντόρι. Κρατώντας το χέρι μου είπε (με δυσκολία όπως μου φάνηκε) ότι τα είχε με κάποιον. Της απάντησα ότι το είχα μαντέψει. ((Υπάρχει κάποιο κορίτσι που σ' αρέσει;)) με ρώτησε. ((Ναΐ)), είπα. ((Αοιπόν έχεις πάντα ελεύθερο χρόνο τις Κυριακές. Έτσι δεν μου είπες;))
142
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΛΜΙ
((Είναι μπερδεμένα τα πράγματα», απάντησα. Την ίδί,α στιγμή συνειδητοποίησα ότι η μαγεία του φθινοπωρινού εκείνου απογεύματος είχε χαθεί.
Στις πέντε έφυγα από το σπίτι της Μιντόρι, έπρεπε να πάω για δουλειά. Της πρότεινα να έρθει μαζί μου να τσιμπήσουμε κάτι για βράδυ, πριν πάω στο δισκάδικο. Περίμενε το τηλεφώνημα, δεν μπορούσε να φύγει. ((Δεν μ' αρέσει να κάθομαι όλη τη μέρα κλεισμένη μες στο σπίτι περιμένοντας ένα τηλεφώνημα. Όταν περνάω τη μέρα μόνη μου, έχω την αίσθηση ότι το κορμί μου σαπίζει λίγο λίγο. Σαπίζει και λιώνει, ώσπου καταντάει μια πράσινη λάσπη που τη ρουφάει γρήγορα το χώμα. Στο τέλος μόνο τα ρούχα μου μένουν από μένα. Αυτό νομίζω όταν μένω κλεισμένη μες στο σπίτι περιμένοντας τηλεφώνημα». ((Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να μείνεις και πάλι μέσα για να περιμένεις κάποιο τηλεφώνημα», είπα, ((θα 'ρθω να σου κάνω παρέα. Φτάνει να μου μαγειρέψεις». ((Σύμφωνοι», απάντησε. (((")α κανονίσω να 'χουμε και πάλι φωτιά για επιδόρπιο».
Η Μιντόρι δεν ήρθε την άλλη [ΐέρα στο μάθημα της Ιστορίας Θεάτρου. Μετά το σχόλααμ.α, πήγα μόνος μου στην καντίνα του πανεπιστη[λίου κι έφαγα. Το φαγητό ήταν κρύο και άνοστο. Ύστερα κάθισα στον ήλιο χαζεύοντας τα πηγαινέλα των φοιτητίόν. Λυο κοπέλες στάθηκαν δί-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
143
πλα μου συνεχίζοντας μια ατέλειωτη κουβέντα, όρθιες. Η μια κρατούσε μια ρακέτα του τένις στην αγκαλιά της, με στοργή κι αγάπη, σαν να κρατούσε μωρό. Η άλλη κρατούσε κάτι βιβλία κι ένα δίσκο του Λέοναρντ Μπερνστάιν. Ήταν κι οι δυο όμορφες και προφανώς ευχαριστιόνταν την κουβέντα τους. Από το κτίριο της φοιτητικής λέσχης ακουγόταν μια μπάσα φωνή που έκανε εξάσκηση στις κλίμακες. Εδώ κι εκεί πηγαδάκια φοιτητών συζητούσαν, αντάλλασσαν γνώμες, γελούσαν, τσακώνονταν. Στο πάρκινγκ κάποιοι έκαναν σκέιτμπορντ. Ένας καθηγητής με δερμάτινο χαρτοφύλακα στα χέρια διέσχισε το πάρκινγκ προσέχοντας να μην πέσει πάνω τους. Στο προαύλιο μια φοιτήτρια με κράνος μηχανής είχε γονατίσει κατάχαμα και έγραφε με το πινέλο συνθήματα πάνω σε πλακάτ: κάτι για τον αμερικάνικο ΐ[λπεριαλισμό που απειλούσε να κυριεύσει την Λσία. Ί Ιταν οι σκηνές που εκτυλίσσονταν συνήθως τέτοια ώρα στο χίό ρο του πανεπιστημίου, καθώς όμως τις παρακολουθούσα τώρα με κεντρισμένη την προσοχή μου, συνειδητοποίησα κάτι. Όλοι όσοι βρίσκονταν γύρω μου φαίνονταν ευτυχισμένοι, καθένας με τον τρόπο του. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πράγματι. Πάντως έδειχναν ευτυχισμένοι, εκείνο το ευχάριστο απόγευμα του Σεπτεμβρίου, γι' αυτό ένιωσα ένα κέντημα μοναξιάς μέσα μου, μιας μοναξιάς πρωτόγνωρης - σαν να ήμουν ο μόνος εδώ που δεν συμμετείχε στ' αλήθεια στη σκηνή της ευτυχίας. Σε ποια σκηνη
άραγε σ υ μ μ ε τ ε ί χ α πραγματικά
τα τε-
λευταία χρόνια; αναρωτήθηκα. Η μοναδική που θυμόμουν ήταν σ' ένα μπιλιαρδάδικο στο λιμάνι, όπου είχα παίξει μπιλιάρδο με τον Κιζούκι, συμμετέχοντας με όλο μου τον
144
ΧΛμΟϊ'ΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
εαυτό σε κάτι που ήταν η φιλία μας. Την ίδια νύχτα ο Κιζούκι πέθανε. Από τότε ένα ρεύμα δυνατού παγωμένου αέρα με χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο. Τι σήμαινε για μένα η ύπαρξη του αγοριού που το λέγανε Κιζούκι; Απάντηση δεν έβρισκα σ' αυτό το ερώτημα. Το μόνο που ήξερα - μ ε απόλυτη βεβαιότητα- ήταν πως ο θάνατος του Κιζούκι μου είχε στερήσει για πάντα ένα κομμάτι της εφηβείας μου. Ωστόσο η σημασία και οι συνέπειες αυτής της στέρησης ξεπερνούσαν κατά πολύ τον ορίζοντα της κατανόησής μου. Έμεινα εκεί ώρα πολλή, χαζεύοντας τον κόσμο που περνούσε, ελπίζοντας ότι ίσως έβλεπα τη Μιντόρι. Δεν φάνηκε. Όταν τελείωσε το μεσημεριανό διάλειμμα, πήγα στη βιβλιοθήκη να μελετήσω γερμανικά.
Το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου ήρθε στο δωμάτιό μου ο Ναγκασάβα και μου πρότεινε να βγούμε το βράδυ. Θα κανόνιζε να πάρω άδεια διανυκτέρευσης από την εστία. Συμφώνησα. Είχα περάσει όλη τη βδομάδα μες στη στενοχώρια, τόσο που ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ με την πρώτη γυναίκα που θα συναντούσα μπροστά μου. Νωρίς το βραδάκι έκανα ντους, ξυρίστηκα και φόρεσα ρούχα καθαρά -ένα μπλουζάκι πόλο κι ένα βαμβακερό σακάκι-, έπειτα έφαγα [ΐε τον Ναγκασάβα στην τραπεζαρία και τέλος πήραμε το λείοφορείο για το Σιντζούκου. Περπατήσαμε για λίγο [ΐες στην πολυκοσ[λία των δρόμων κι ύστερα πήγαμε σ' ένα από τα αυνηθισ[]ΐένα μπαράκια μας και περιμέναμε να εμφανιστούν δυο κοπέλες, κατάλληλες για μας. Οι κοπέλες πάντα έρχονταν δυο δυο σ'
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
145
αυτό το μπαράκι, - με εξαίρεση εκείνη τη συγκεκριμένη βραδιά. Μείναμε κάπου δυο ώρες αργοπίνοντας ουίσκι με σόδα, έτσι που να μη ζαλιστούμε. Τελικά εμφανίστηκαν δυο κορίτσια με φιλικό, πρόθυμο χαμόγελο και κάθισαν στο μπαρ. Παράγγειλαν γκίμλετ και μαργαρίτα. Ο Ναγκασάβα τις πλησίασε αμέσως, του είπαν όμως ότι περίμεναν τους φίλους τους. Παρ' όλα αυτά περάσαμε ευχάριστα οι τέσσερις μας κουβεντιάζοντας, ώσπου να 'ρθουν τ' αγόρια τους. Ο Ναγκασάβα με πήγε σ' ένα άλλο μπαρ, να δοκιμάσουμε την τύχη μας, ένα μπαράκι στο βάθος ενός αδιεξόδου, όπου οι περισσότεροι θαμώνες φώναζαν και γελούσαν, ήδη μεθυσμένοι. Τρεις κοπέλες κάθονταν σ' ένα τραπεζάκι στο βάθος. Καθίσαμε μαζί τους για λίγο φλυαρώντας, μα όταν ο Ναγκασάβα πρότεινε να συνεχίσουμε κάπου αλλού, είπαν πως η ώρα κόντευε μεσάνυχτα κι έπρε πε να γυρίσουν στην εστία τους. Η τύχη δεν μας ήθελε εκείνη τη βραδιά. Δοκιμάσαμε και σ' ένα τρίτο μπαρ, [λε τα ίδια αποτελέσματα. Για κάποιο λόγο τα κορίτσια δεν εννοούσαν να έρθουν με τα νερά μας. Στις εντεκάμισι ο Ναγκασάβα ήταν έτοιμος πια να τα παρατήσει. «Συγγνώμη που σε κουβάλησα άδικα», μου είπε. ((Δεν πειράζει», του είπα. ((Άξιζε τον κόπο: είδα πως υπάρχουν φορές όπου ούτε εσύ δεν μπορείς να τα καταφέρεις». ((Ναι. Μία φορά το χρόνο πάνω-κάτω», παραδέχτηκε. Κατά βάθος δεν είχα καμιά όρεξη πια για έρωτες. Μετά από τρεισήμισι ώρες σεργιάνι στο νυχτερινό Σιντζούκου, παρακολουθώντας γύρω μου τη μυστηριώδη ενέρ-
146
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
γεί,α που απελευθερώνουν το σεξ και το οινόπνευμα, είχα αρχίσει να νιώθω πως οι δικοί μου πόθοι ήταν μάλλον μικροί κι αμελητέοι. «Τι θα κάνεις τώρα, Βατανάμπε;» με ρώτησε ο Ναγκασάβα. ((Μπορεί να πάω σε καμιά μεταμεσονύκτια προβολή», απάντησα. ((Έχω πολύ καιρό να πάω στον κινηματογράφο», ((Τότε εγώ θα πάω στη Χατσούμι», είπε ο Ναγκασάβα. ((Σε πειράζει;» ((Όχι βέβαια», απάντησα. ((Γιατί να με πειράζει;» ((Αν θέλεις, μπορώ να σου γνωρίσω μια κοπέλα που θα σ' αφήσει να κοιμηθείς στο δωμάτιό της». ((Όχι, όχι. Προτιμώ να πάω στον κινηματογράφο». ((Συγγνώμη και πάλι», είπε ο Ναγκασάβα. ((Θα επανορθώσω κάποια άλλη φορά». Και μ' αυτά τα λόγια χάθηκε στο πλήθος. Μπήκα σ' ένα φαστφουντάδικο, παράγγειλα τσίζμπουργκερ και καφέ για να διώξω τη νύστα μου, κι ύστερα πήγα και είδα τον Πρωτάρη σ' έναν κινηματογράφο εκεί κοντά. Δεν ξετρελάθηκα με την ταινία, αλλά δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω κι έτσι κάθισα και την ξανάδα δεύτερη φορά. Όταν βγήκα από τον κινηματογράφο, στις τέσσερις το πρωί, περιπλανήθηκα στους κρύους δρόμους του Σιντζούκου βυθισμένος στις σκέψεις μου. Τελικά, κουρασμένος, πήγα σ' ένα καφέ απ' αυτά που μένουν ανοιχτά όλη νύχτα. Μ' ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα βιβλίο περίμενα να ξεκινήσουν τα πρωινά τρένα. Πριν περάσει πολλή ώρα, το μέρος γεμιαε κόσμο που σαν εμένα περίμενε το πρώτο τρένο για να γυρίσει στο σπίτι του.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
147
Ένας σερβιτόρος με πλησίασε και με ύφος απολογητικό με ρώτησε αν θα με πείραζε να μοιραστώ το τραπέζι μου. Του απάντησα πως όχι, δεν με πείραζε καθόλου. Ας καθόταν όποιος ήθελε απέναντί μου, εγώ έτσι κι αλλιώς διάβαζα το βιβλίο μου. Ήταν δυο κορίτσια στην ηλικία μου. Καμιά τους δεν ήταν καλλονή, αλλά ούτε άσχημες ήταν. Ήταν μακιγιαρισμένες και ντυμένες με αξιοπρέπεια: δεν έδειχναν κοπέλες απ' αυτές που τριγυρίζουν στο Σιντζούκου στις πέντε τα ξημερώματα. Υπέθεσα ότι είχαν σταθεί απλώς άτυχες κι είχαν χάσει το τελευταίο τρένο. Έδειξαν ανακουφισμένες που κάθισαν μαζί μου: ήμουν ντυμένος καλά, είχα ξυριστεί το προηγούμενο βράδυ και -το αποκορύφωμα- διάβαζα το Μαγεμένο βουνό του Τόμας Μαν. Η μία από τις κοπέλες ήταν ψηλή. Φορούσε γκρι μπουφάν και άσπρο τζιν, είχε μεγάλη τσάντα από ψεύτι κο δέρμα και μεγάλα σκουλαρίκια σαν κοχύλια. 11 άλλη ήταν κοντούλα, με γυαλιά, φορούσε μπλε πλεχτή ζακέτα πάνω από καρό πουκάμισο κι ένα δαχτυλίδι τιρκουάζ. Είχε τη συνήθεια να βγάζει πού και πού τα γυαλιά της και να πιέζει τα κλειστά της μάτια με τ' ακροδάχτυλά της. Παράγγειλαν καφέ με γάλα και γλυκό, αλλά μιλούσαν συνεχίζοντας χαμηλόφωνα μια προφανώς σοβαρή συζήτηση κι έτσι τους πήρε πολλή ώρα να το φάνε. Η ψηλή έγερνε συνέχεια το κεφάλι της στο πλάι, ενώ συχνά πυκνά η κοντούλα έγνεφε αρνητικά. Δεν άκουγα τι έλεγαν, η μουσική (Μάρβιν Γκέι ή Μπι Τζις ή κάτι άλλο, δεν θυμάμαι) έπαιζε πολύ δυνατά. Ωστόσο μάντευα ότι η κοντούλα ήταν ταραγμένη με κάτι και ότι η ψηλή προ-
148
ΧΛΡΟΓΚΙ
ΜΟΪΡΛΚΛΜΙ
σπαθούσε να την ησυχάσει.. Συνέχισα να δί,αβάζω το βιβλίο μου, ρίχνοντας λοξές ματιές προς το μέρος τους. Σφίγγοντας την τσάντα της στην αγκαλιά η κοντούλα σηκώθηκε και πήγε στις τουαλέτες των γυναικών. Τότε η φίλη της γύρισε σ' εμένα. «Συγγνώμη που σας ενοχλώ. Μήπως ξέρετε κανένα μπαρ εδώ κοντά που να σερβίρει ακόμα ποτά;» με ρώτησε. Ξαφνιασμένος άφησα το βιβλίο μου και τη ρώτησα: «Στις πέντε το πρωί;» «Ναι...» «Μα τέτοια ώρα οι περισσότεροι προσπαθούν να γυρίσουν στο σπίτι τους, να ξεμεθύσουν και να πέσουν στο κρεβάτι». «Ναι, το ξέρω», μου απάντησε αμήχανη, «αλλά η φίλη μου επιμένει να πιει ένα ποτό. Το έχει ανάγκη». «Φοβάμαι ότι δεν έχετε άλλη λύση: θα πρέπει να γυρίσετε στο σπίτι σας και να πιείτε εκεί κάτι». «Ναι, αλλά εγώ πρέπει να πάρω το τρένο των εφτά και μισή για το Ναγκάνο». «Τότε πάρτε κάτι από το αυτόματο μηχάνημα και πιείτε το στο σταθμό. Δεν βλέπω άλλη λύση». «Το ξέρω ότι ζητάω πολλά, αλλά μήπως θα μπορούσατε να έρθετε μαζί μας; Δυο κορίτσια μόνα τους πώς να κάνουν τέτοιο πράγμα;» Είχα ζήσει πολλά και περίεργα στο Σιντζούκου, μα ποτέ άλλοτε δεν με είχαν προσκαλέσει δυο άγνωστες να πιω μαζί τους στις πέντε και είκοσι τα χαράματα. Δεν ήθελα ν' αρνηθώ - έτσι κι αλλκός δεν βιαζόμουν. Πήγα λοιπόν μαζί τους ώς τη γωνία, αγόρασα από το αυτόματο αρκετό σακέ και λίγα σνακ και ύστερα τις συνόδεψα μέ-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
149
χρι το πάρκι,νγκ δίπλα στο σταθμό. Εκεί στήσαμε το αυτοσχέδιο πάρτι. μας. Τα κορίτσια μού είπαν ότι είχαν γνωριστεί σ' ένα γραφείο ταξιδίων, όπου δούλευαν και οι δυο. Είχαν μόλις τελειώσει τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και το ταξιδιωτικό γραφείο ήταν η πρώτη τους δουλειά. Η κοντούλα είχε ένα φίλο, με τον οποίο έβγαινε εδώ κι ένα χρόνο. Πρόσφατα όμως είχε ανακαλύψει ότι εκείνος κοιμόταν και με κάποια άλλη και το είχε πάρει κατάκαρδα. Η ψηλή έπρεπε να είχε φύγει με το τρένο για τα βουνά του Ναγκάνο από το προηγούμενο βράδυ για το γάμο του αδερφού της, αλλά είχε μείνει να περάσει τη νύχτα με την απελπισμένη φίλη της, αποφασισμένη να πάρει την πρωινή ταχεία της Κυριακής. «Καταλαβαίνω τη στενοχώρια σου», είπα στην κοντούλα. «Πώς το έμαθες όμως ότι ο φίλος σου κοΐ[ΐ.άται και μ' άλλη κοπέλα; Πώς είσαι τόσο σίγουρη ότι είναι έτσι;» Ήπιε μια μικρή γουλιά από το σακέ της και (χ,άδησε μερικά χορταράκια δίπλα στο πόδι της. «Το έμαθα· άνοιξα την πόρτα του και τον είδα να το κάνει. Το θέμα λοιπόν δεν είναι αν είμαι σίγουρη ή όχι». «Πότε έγινε αυτό;» «Προχτές το βράδυ». «Οχ! Και η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη;» «Ακριβώς». «Γιατί δεν την κλείδωσε;» «Πού να ξέρω;» «Σκέψου πώς ένιωσε!» είπε η ψηλή που συμπονούσε ολοφάνερα τη φίλη της. «Τρομερό! Το φαντάζεσαι;»
150
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΛΜΙ
«Δεν μπορώ να το φανταστώ», απάντησα. αΘα 'πρεπε όμ,ως να το κουβεντιάσεις με το φίλο σου κι ύστερα ν' αποφασίσεις αν θα τον συγχωρέσεις ή όχι». ((Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πώς νιώθω», είπε η κοντούλα και ξερίζωσε κι άλλα χορτάρια. Ένα σμάρι κάργες πλησίασε πετώντας από τα δυτικά και κάθισε στη σκεπή ενός μεγάλου εμπορικού. Είχε φέξει πια. Κόντευε η ώρα του τρένου για το Ναγκάνο. Δώσαμε λοιπόν το υπόλοιπο σακέ σ' έναν άστεγο στη δυτική πύλη του σταθμού, αγοράσαμε εισιτήρια για τις αποβάθρες και συνοδέψαμε την ψηλή να πάρει την ταχεία της. Όταν το τρένο χάθηκε από τα μάτια μας, η κοντούλα κι εγώ καταλήξαμε σ' ένα κοντινό ξενοδοχείο - παρ' όλο που ούτε εκείνη ούτε εγώ το πολυθέλαμε, αλλά μας φάνηκε απαραίτητο να κλείσουμε κάπως τη γνωριμία μας. Γδύθηκα πρώτος και μπήκα στην μπανιέρα, ανοίγοντας μια μπίρα περισσότερο από πείσμα παρά από όρεξη. Ήρθε κι εκείνη και μείναμε για λίγο στο νερό πίνοντας αμίλητοι την μπίρα μας. Παρά την προσπάθειά μας, κανείς μας δεν μέθυσε. Ούτε ήμαστε νυσταγμένοι. Το δέρμα της ήταν όμορφο και λείο, είχε ωραία πόδια. Της το είπα, αλλά το ((ευχαριστώ» με το ζόρι βγήκε μέσα από τα δόντια της. Όταν πέσαμε στο κρεβάτι ό[λως έγινε άλλος άνθρωπος. Ανταποκρινόταν στο παρα[]ίΐκρό άγγιγμα των χεριών μου με βογκητά και τινάγματα. 'Οταν μπήκα μέσα της, έχωσε τα νύχια της στην πλάτη [ίου κι όταν έφτασε στον οργασμό, φώναξε το όνο[λα ενός άλλου δεκαέξι φορές μετρημένες. Τις μέτρησα προσπαθώντας να καθυστερήσω τον δικό μου οργασμό. Έπειτα κοί.[;.ηθήκα[λε κι οι δυο.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
151
Όταν ξύπνησα στις δωδεκάμισι, είχε φύγει. Δεν βρήκα σημείωμα. Τη μια μεριά του κεφαλιού μου την ένιωθα αλλόκοτα βαριά, επειδή είχα πιει σε ώρα ασυνήθιστη. Έκανα ένα ντους για να ξυπνήσω, ξυρίστηκα και κάθισα γυμνός σε μια καρέκλα πίνοντας ένα χυμό από το μίνι μπαρ του ψυγείου, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τα γεγονότα της περασμένης νύχτας. Μου φαίνονταν όλα αλλόκοτα μακρινά, σαν να μην είχαν συμβεί στ' αλήθεια, λες και τα έβλεπα πίσω από διπλό τζάμι. Κι όμως είχαν συμβεί αναμφίβολα σ' εμένα τον ίδιο. Τα ποτήρια της μπίρας ήταν ακόμα στο κομοδίνο και στο νιπτήρα του μπάνιου ήταν αφημένη μια χρησιμοποιημένη οδοντόβουρτσα. Έφαγα κάτι ελαφρύ για μεσημέρι στο Σιντζούκου κι ύστερα βρήκα ένα θάλαμο για να τηλεφωνήσω στη ΙΥΙιντόρι Κομπαγιάσι. Ίσως ήταν πάλι μόνη στο σπίτι της και περίμενε τηλεφώνημα. Το άφησα να χτυπήσει δεκαπέντε φορές, αλλά δεν το σήκωσε κανείς. Δοκίμασα ξανά είκοσι λεπτά αργότερα - τα ίδια. Τελικά πήρα ένα λεωφορείο για την εστία. Στο γραμματοκιβώτιό μου, στην είσοδο, βρήκα ένα επείγον γράμμα. Ήταν από τη Ναόκο.
Σ' ευχαριστώ για το γράμμα σοϋ, έγραφε η Ναόκο. Η οικογένεί,ά της φρόντι,σε ώστε να φτάσει στα χέρι,α της, εδώ. Καθόλου δεν την είχε ταράξει., ίσα ίσα, της είχε δώσει μ,εγάλη χαρά. Ήθελε μάλιστα και η ίδια να μου γράψει, απλώς εγώ την είχα προλάβει. Φτάνοντας σ' αυτό το σημείο, σταμάτησα, άνοιξα το παράθυρο, έβγαλα το σακάκι μου και κάθισα στο κρεβάτι. Από έναν κοντινό περιστερώνα άκουγα τα πουλιά να κουκουρίζουν. Ο αέρας φούσκωνε τις κουρτίνες. Κρατώντας τις εφτά σελίδες που μου είχε στείλει η Ναόκο, παραδόθηκα σ' έναν τρελό στρόβιλο συναισθημάτων. Με τις πρώτες αράδες κιόλας μου φάνηκε ότι ο κόσμος γύρω μου έχασε τα χρώματά του. Ί^'.κλεισα τα μάτια μου και μου πήρε λίγη ώρα για να συνέλθω. Στο τέλος πήρα βαθιά ανάσα και συνέχισα το διάβασ[λα. «Κοντεύουν τώρα τέσσερις [ίήνες που είμαι εδώ», έγραφε πιο κάτω η Ναόκο. Σε σκέφτηκα
πολύ όλον αυτό τον καιρό.
σότερο σε σκέφτομαι,
Όσο
περισ-
τόσο πιο πολύ ξεκαθαρίζει
μέσα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
μου η σκέψη
ότι σου φέρθηκα
σε αντιμετωπίσω
Θα έπρεπε μου να μην
της ηλικίας
εί-
μου δεν
όπως έντι,μα και δίκαια. Οι
συνομηλικές
μου δεν δίνουν δεκάρα
είδους πράγματα.
να
δίκαια.
Τα κορίτσια
ποτέ λέξεις
περισσότερες τέτοιου
πιο
ίσως αυτές οι σκέψεις
ναι και τόσο λογικές. χρησιμοποιούν
άσχημοι.
πιο έντιμα,
Από την άλλη,
153
Το μόνο που τις νοιάζει
για είναι
αν κάτι είναι όμορφο ή όχι κι αν θα τις κάνει
ευτυχι-
σμένες
τελικά.
ή όχι. Το ((δίκαιο»
Όμως θέλοντας
είναι αντρική
λέξη
και μη νιώθω ότι είναι η σωστή
και για μένα τη στιγμή
ετούτη.
λέξη
Αφού η ευτυχία
κι η
ομορφιά έχουν γίνει θέματα δύσκολα
και βαριά για μέ-
να, ίσως στράφηκα
- όπως η
σε άλλα πρότυπα
σύνη, η εντιμότητα
και η
αλήθεια.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, εντάξει
πιστεύω
μαζί σου. Γύριζα διαρκώς
παρασέρνοντας Πλήγωσα
κι εσένα
βέβαια
- πληγώνοντάς
νο δική
σε
βαθιά. βαθιά.
κάποια πληγή,
σου αλλά ατέλειες
φαντάζεσαι,
Είμαι
κέλυφός
γι'αυτό
και σε παρακαλώ θα διαλυθώ
μου, όπως κάνεις να περάσει
γουρη ότι είσαι πράγματι
συγ-
Αν σου
δεν είναι
ένα ανθρώπινο
Εγώ δεν έχω τη δύναμη
προστατευμένη
η αλήθεια.
αυτή η πληγή
- πολύ περισσότερες
σεις. Αν με μισήσεις, μάτια.
είναι
ή για να με
και δική μου. Προσπάθησε
να μη με μισήσεις. πολλές
κύκλους
και τον εαυτό μου - το ίδιο
Σ' το λέω επειδή
προξένησα
ότι δεν ήμουν
σε φαύλους
Αεν σ' το λέω για να δικαιολογηθώ χωρέσεις.
δικαιο-
μό-
λοιπόν
πλάσμα
με
απ' όσες ίσως να μη με
μισή-
- θα γίνω χίλια
κομ-
να τρυπώσω μέσα
εσύ, και να περιμένω
στο εκεί
το κακό. Δεν είμαι καν σίέτσι φτιαγμένος,
αλλά
ώρες
154
ΧΑΡΟΪΚΙ
ώρες μου δίνεις τέτοια αυτόν το λόγο. παρέσυρα
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
εντύπωση.
σε φαύλους κύκλους
Μπορεί
να σου φαίνεται
τρόπος που εξηγώ Δεν ξέρω.
μαζί
αναλυτικός
και τις
που ακολουθούν
αναλυτική,
εδώ δεν
όπως εγώ, τότε θέλοντας
ζεις ν' αναλύεις
τα πάντα.
λο και τούτο σημαίνει κάπως έτσι. τον
και μη
"Αυτό ξεκίνησε
αρχί-
απ' το άλστο
δυσκολεύομαι
να κρί-
απλουστεύει
τελικά
νω αν αυτού του είδους η ανάλυση ή μπερδεύει
είναι
σε θερα-
εκείνο και το τάδε οφείλεται Κι αλήθεια,
κόσμο.
Εν πάση περιπτώσει, μαι πολύ πιο κοντά
εγώ η ίδια νιώθω ότι
στη θεραπεία
βρίσκο-
μου τώρα απ'
ό,τι
ήμουν κάποτε κι οι άνθρωποι εδώ μου λένε πως έτσι ναι πράγματι.
Είναι η πρώτη φορά μετά από πολύ
ρό που καταφέρνω γράμμα.
να καθίσω ήρεμα και να γράψω
Το γράμμα
ριολεκτικά
που σου έγραψα
το έστυψα
για να βγει
για να είμαι ειλικρινής
κοσμος αποκομμένος μερινή
ρουτίνα,
ακριβώς είχα ανάγκη.
πια τι σου
έγραψα
φαίνεται
ήρεμικρόκαθη-
πως αυτά
Τι καλά που μπορώ τώρα να κά-
θομαι και να γράφω ένα γράμμα! εκφράσω
τις σκέψεις
γραφείο,
παίρνω ένα μολύβι
σε λέξεις...
κυ-
αέρας, ένας ήσυχος άσκηση:
ένα (και
από το χάος εκεί έξω, μια
ταχτική
και-
τον Ιούλιο,
Αυτή τη φορά όμως είμαι
Καθαρός
εί-
από μέσα μου
δεν θυμάμαι
- ήταν πολύ άσχημα;). μη, πολύ ήρεμη.
ο
καταστάσεις.
αλλά όταν βρίσκεσαι
πεία επί μήνες,
δείνα",
γι'
μου.
υπερβολικά
τα πράγματα
Η μέθοδος
υπερβολικά
Συχνά σε ζηλεύω
Κι ίσως πάλι γι' αυτόν το λόγο να σε
Τι καλά που θέλω να
μου σε κάποιον
Είναι στ'αλήθεια
που κάθομαι
και χύνω τις σκέψεις θαυμάσιο.
Με τις
στο μου λέξεις
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
βέβαια
155
δεν είμαι σε θέση να εκφράσω παρά μόνο ένα μι-
κρό μέρος αυτών που θέλω να πω. Λεν πειράζει. τόσο χαρούμενη
που νιώθω την επιθυμία
Είμαι
να γράψω
σε
κάποιον και σου γράφω. Είναι εφτά και μισή, έχω φάει για βράδυ κι έχω κάνει το μπάνιο μου. Όλα είναι χα εδώ, έξω σκοτάδι
πίσσα. Αεν βλέπω
τάκι απ' το παράθυρο.
Συνήθως
πω τ' άστρα.
όμως έχει
Σήμερα
ούτε ένα φω-
έχω όμορφη θέα, συννεφιά.
Μάλλον
μαθαίνουν
βλέ-
Όλοι
ξέρουν πολλά για τ' άστρα. αΝά η Παρθένος)), νε. ((Νά ο Τοξότης)).
ήσυ-
εδώ
μου λέ-
πολλά
για τ'
άστρα είτε τους αρέσει είτε όχι, γιατί εδώ, όταν
πέφτει
ο ήλιος, δεν έχει κανείς τίποτε
άλλο να κάνει.
ίδιο λόγο ξέρουν κι ένα σωρό πράγματα τα λουλούδια
και τα έντομα.
τους συνειδητοποιώ - και μ'
πουλιά,
Κουβεντιάζοντας
μαζί
την άγνοιά μου σ' αυτά τα
θέματα
αρέσει.
Εδώ
ζουν περίπου
εβδομήντα
άνθρωποι.
σθέσεις
και το προσωπικό
(γιατρούς,
λήλους
κ.λπ.),
τους ενενήντα.
σο μεγάλος ματικά
Για τον
για τα
φτάνουμε
ο χώρος που οι αριθμοί
μικροί.
Το αντίθετο,
να πω ότι το μέρος και γεμάτο κάποιες
υπαλ-
Μα είναι
τό-
αυτοί είναι
πραγ-
θα ήταν ίσως πιο
σωστό
Είναι
μεγάλο
φύση κι όλοι ζουν ήσυχα - τόσο ήσυχα που
φορές νομίζω ότι εδώ είναι ο αληθινός
η κανονική
ζωή. Βέβαια
δεν είναι. Απλώς
κόσμος,
το μέρος
δί-
γιατί εδώ ζούμε κάτω από ορι-
προϋποθέσεις.
Παίζω τένις και μπάσκετ. συμμετέχουν μ' αρέσει
νοσοκόμες,
είναι σχεδόν άδειο.
νει αυτή την εντύπωση, σμένες
Αν προ-
Στις ομάδες του
και εργαζόμενοι
καθόλου,
αλλά
και τρόφιμοι
δεν υπάρχει
μπάσκετ
(η λέξη
τρόπος
δεν
να την
156
ΧΛΡΟνΚΙ
παρακάμψω
-η να την αποφύγω).
το παιχνίδι, σωπικό
ούτε που σκέφτομαι
και ποιοι
ακούγεται
ΜΟΠΆΚΛΜΙ
ασθενείς.
παράξενο, το ίδιο
Το ξέρω
αλλά, όταν κοιτάζω
με την περίπτωση
κατά κάποιο
μαστε εδώ για να διορθώσουμε
ρίσουμε
όλα μου
που
και να αποδεχτούμε
στά χαρακτηριστικά
ότι η
αίσθη-
δεν
βρισκό-
την όποια
παραμόρφω-
κι ότι ένα από τα
μας ήταν η ανικανότητά
Όπως ο κάθε άνθρωπος
ασχολείται
τρόπο:
για να τη συνηθίσουμε,
μας να αναγνω-
τις παραμορφώσεις
έχει κάποια
δικά του ή νιώθει
ματα.
τις
Όσο κι αν θέλεις
ν' αλλάξεις
σου, δεν είναι κάτι που μπορεί σει τέτοιου μπορεί
πιέσει
εξήγηση στευμένη.
Πρόκειται
κού προβλήματος. προσπαθούσε
εξαναγκά-
με άλλες
είναι
γρήγορα, παραμορφώ-
του από αλλού.
φυσικά
πολύ
Όμως νομίζω πλήρως
Ίσως δεν μπορέσουμε
στις
συνολι-
ότι καταλαβαίνω
τι
ποτέ να
παραμορφώσεις
μας.
να βρούμε μέσα μας το χώρο για
τον πόνο και. τη λύπη
νούν οι παραμορφώσεις
Η
απλου-
για ένα μικρό μέρος του
να μου πει. Ίσίος δεν μπορέσουμε
προσαρμοστούμε να χωρέσουμε
κι
να προχωρήσουν μπροστά
που μου έδωσε
έτσι πράγ-
να γίνει μέσα σε μια νύ-
αντιμέτωπος
σεις που θα ξεπεταχτούν
τα
ιδιαιτερότητές
τις καταστάσεις
είδους αλλαγές
να βρεθεί
μας. ξεχωρι-
στον τρόπο που περπατάει,
έχει και στον τρόπο που σκέφτεται
χτα. Αν κάποιος
πρόσωπα
του παιχνιδιού,
μου και μου απάντησε
ση μου ήταν σωστή
προβλήματά
τα
ότι
παραμορφωμένα.
Το είπα μια μέρα αυτό στο γιατρό
ση, αλλά
απορροφά
ποίοί είναι από το προ-
Παράξενο.
γύρω μου κατά τη διάρκεια φαίνονται
Όταν με
αυτέ^.
που μας
Ι'.δίό λοιπόν
προξε-
ερχόμαστε
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
για να ξεφύγουμε
157
απ όλα αυτά. Όσο καιρό
στε εδώ, μπορούμε
βρισκόμα-
να ζούμε χωρίς να πληγώνουμε
νέναν - ούτε τον εαυτό μας, γιατί το ξέρουμε στε ((παραμορφωμένοι)).
ότι
Αυτή ακριβώς είναι και η δια-
φορά μας απ' τον έξω κόσμο:
οι περισσότεροι
χίζουν τη ζωή τους χωρίς να συνειδητοποιούν τερότητές
τους, τις ((παραμορφώσεις))
δικό μας μικρό προϋπόθεση.
κόσμο
φάλι τους για να δείχνουν
Εκτός γούμε
σε ποια φυλή ανήκουν,
καρπούζια, διάφορα.
πια. Ξέρουν
όλοι πολλά
βάζουν βιβλία,
ντομάτες,
κρεμμυδάκια,
ώρες μ'αυτή
Τρώμε
και μ' αρέσει. να μεγαλώνουν
σαν
ζωάκια. φρούτα
Μας σερβίρουν βέβαια
Δια-
από το
για την
κατά-
Έμαθα κι εγώ να Είναι πολύ όμορφο μέρα με τη
ποτέ σου να δεις καρπούζι φρέσκα
τ(ον λα-
τη δουλειά.
για τα λιπάσματα,
λαχανικά
βερμοκή
κουβεντιάζουν
σταση του εδάφους και άλλα τέτοια. να τα παρακολουθείς
αγλάχανα,
και
για την καλλιέργεια
καλούν ειδικούς,
πρωί ώς το βράδυ
Φουσκώνουν
εμάς
καλλιερ-
μελιτζάνες,
Απ' όλα. Έχουμε
χανικών και ασχολούνται
τύχει
- ούτε
δραστηριότητες,
φράουλες,
ραπανάκια,
Έχει
έτσι
μας. Ζού-
άλλον.
από τις αθλητικές
καλλιεργώ
είναι
φορούν φτερά στο κε-
φανερά τις παραμορφώσεις
όλοι και λαχανικά:
γούρια,
ιδιαι-
τους. Μα στον
με ήσυχα, έτσι που να μη μας πληγώνουν ούτε κανέναν
συνετις
εδώ οι παραμορφώσεις
Όπως οι Ινδιάνοι
κι εμείς δείχνουμε
καείμα-
να
και λαχανικά
μέρα.
μεγαλώνει; κάθε
μέρα.
και κρέας και ψάρι. Όταν
μένεις
όμως εδώ, σου κόβεται
σιγά σιγά η διάθεση
φαγητά.
είναι τόσο φρέσκα και τόσο νό-
Τα λαχανικά
για
τέτοια
158
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΠΆΚΛΜΙ
στιμα που δεν τ' αλλάζεις
με τίποτα.
Βγαίνουμε
και μαζεύουμε
άγρια χόρτα και μανιτάρια.
δικούς γί'αυτή
τη δουλειά
μέρος εδώ είναι γεμάτο
Έχουμε
ει-
-τώρα που το σκέφτομαι,
από ειδικούς-
νε ποια χόρτα να κόψουμε
συχνά το
κι αυτοί μας
και ποια όχι. Το
λέ-
αποτέλεσμα
είναι πως πήρα τρία κιλά από τότε που ήρθα. Το βάρος μου είναι σχεδόν τέλειο, εινό
χάρη στην άσκηση
φαγητό.
Όταν δεν δουλεύουμε
στους λαχανόκηπους,
ζουμε ή ακούμε μουσική
ή πλέκουμε.
λεόραση
έχουμε
ούτε ραδιόφωνο,
βιβλιοθήκη κανείς
ν' ακούσει Εγώ
ό,τι δίσκο
δανείζομαι
ακούω στο δωμάτιό Το μόνο πρόβλημα Όσο είμαστε
σίγουροι
τον ίδιο
τη-
δισκοθήκη.
θέλει,
καλή Μπορεί
από Μάλερ
συνέχεια
δίσκους
μέχρι
και
τους
μ' αυτό το μέρος είναι πως πια να φύγεις
εδώ, νιώθουμε
νιοι. Οι παραμορφώσεις ζουμε ότι έχουμε
Δεν έχουμε
μου.
κι έρθεις εδώ δεν θέλεις φύγεις.
διαβά-
όμως μια πολύ
και ακόμα καλύτερη
Μπιτλς.
μαστε
και το υγι-
ήρεμοι
μας μοιάζουν
γίνει καλά.
έτσι
- ή φοβάσαι να και
γαλή-
φυσικές.
Νομί-
Μα δεν μπορούμε
να εί-
ότι ο έζω κόσμος θα μας αποδεχτεί
με
τρόπο.
Ο γιατρός
μου λέει
επαφή με «ανθρώπους
ότι είναι πια καιρός να έρθω σ' απέξω»
- και εννοεί
ανθρώπους
από τον κανονικό
κόσμο.
να το λέει,
το μόνο πρόσωπο που βλέπω
είναι το δικό σου. Για να είμαι ειλικρινής, δω τους γονείς μου. Ανησυχούν τους βλέπω,
μου χαλάνε
χουν κάποια
πράγματα
κανονικούς
Όταν τον ακούω μπροστά
μου
δεν θέλω να
πολύ για μένα κι όταν
τη διάθεση. που πρέπει
Εξάλλου να σου
υπάρεξηγήσω.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
159
Λεν ξέρω αν θα μ π ο ρ έ σ ω να σου τα εξηγήσω χαι χαλά.
Είναι
όμως σημαντικά
μπορώ να τα αποφεύγω
για
Λεν θέλω όμως να νιώσεις
πράγματα
πως σου είμαι βάρος. Λεν
ευτυχισμένη.
ό,τι καλύτερο
είναι ακριβώς
μου. Τα αισθήματά
κάτι απ' όσα σου έγραφα θλιβερό.
Όπως έγραψα ατέλειες
Κάποιες
κάτω
κι ΑΝ είχαμε
θα είχε συμβεί; φυσιολογικός λογικός), βεί;
συγχώρεσέ
και παραπάνω,
απ' όσες
έχω πολύ
ΑΝ εσύ κι εγώ
από εντελώς
διαφορετικές
συμπαθήσει
ή πε-
είχαμε συνθή
ο ένας τον άλλον...
ΑΝ ήμουν φυσιολογική (που εσύ δηλαδή
είσαι απολύτως
να φερθώ
τι
κι ήσουν κι εσύ
κι ΑΝ δεν υπήρχε ο Κιζούκι...
να προσπαθήσω
με αν
φαντάζεσαι.
Όμως αυτά τα ΑΝ είναι βέβαια
Ελπίζω
να σου
σου είναι
φυσιο-
τι θα είχε
πολλά και
Προς το παρόν δεν μπορώ να κάνω πολλά μόνο
θέλω
ήταν για σένα στενάχωρο
φορές αναρωτιέμαι:
συναντηθεί κες...
με
μπορούσε να μου τύχει σ' αυτή τη
φάση της ζωής μου. Σε παρακαλώ,
ρισσότερες
έχεις
Το μόνο που
σου αυτό το γράμμα
δείξω αυτή την ευτυχία μάλλον
Το νιώθω ότι
για μένα. Αυτά σου τα αισθήματα
κάνουν πραγματικά γράφοντάς
που δεν
πάντα.
θέλω να είμαι βάρος για κανέναν. καλά αισθήματα
σωστά
έντιμα
έτσι να σου δώσω να καταλάβεις
συμ-
μεγάλα. πράγματα,
και
δίκαια.
ένα μικρό
μέ-
ρος απ' όσα νιώθω. Σε αντίθεση
με τα συνηθισμένα
νοσοκομεία,
εδώ το μέρος δεν έχει ώρες επισκεπτηρίου. νείς να έρθει και να φύγει όποτε θέλει, ποιήσει
από την προηγούμενη
μέρα.
νεις και να φάμε μαζί, αν θέλεις.
αυτό
Μπορεί
κα-
φτάνει να ειδοΜπορείς
να μεί-
Υπάρχει χώρος
ακό-
160
ΧΑΡΟΤΚΙ
μα χαι για να κοιμηθείς.
ΜΟΥΊ'ΛΚΛΜΙ
Έλα,
σε παρακαλώ,
δείζ, όποτε ευκαφησεις.
Ανυπομονώ
Βάζω μέσα στο φάκελο
κι ένα χάρτη.
τελικά
το γράμμα
μου κατέληξε
να
να με
συναντηθούμε. Συγγνώμη
που
να είναι τόσο
μεγά-
λο.
Διάβασα το γράμμα της Ναόκο ώς το τέλος. Ύστερα το ξαναδιάβασα. Έπειτα κατέβηκα κι αγόρασα μια κόκα κόλα από το μηχάνημα και την ήπια ξαναδιαβάζοντας το γράμμα για τρίτη φορά. Τελειώνοντας το έβαλα ξανά στο φάκελο και το άφησα στο γραφείο μου. Το όνομα και η διεύθυνσή μου ήταν γραμμένα σε ροζ χαρτί με μικρά τέλεια γράμματα - μια ιδέα πιο τέλεια απ' όσο θα 'πρεπε για ένα κορίτσι. Κάθισα στο γραφείο μου και περιεργάστηκα το φάκελο. Η διεύθυνση του αποστολέα, στο πίσω μέρος, έγραφε Ξενώνας Αιηΐ. Παράξενο όνομα. Το σκέφτηκα για λίγα λεπτά και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι Αιηί ήταν η γαλλική λέξη που σημαίνει αφίλος». Έπειτα βόλεψα το γράμμα στο συρτάρι μου, ντύθηκα και βγήκα, γιατί φοβήθηκα πως αν έμενα, θα το ξαναδιάβαζα δέκα, είκοσι, ποιος ξέρει πόσες φορές ακόμα. Περπάτησα στους δρόμους του Τόκιο χωρίς συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό μου. ΤΊταν Κυριακή. Όπως τότε που περπατούσα με τη Ναόκο. Προχωρούσα από τον ένα δρόμο στον επόμενο ξαναφέρνοντας το γράμμα της στο μυαλό μου, αράδα αράδα, ζυγίζοντας καθεμιά λέξη χωριστά. Όταν έπεσε ο ήλιος, γύρισα στην εστία και τηλεφώνησα στον Ξενώνα Αιηί. Μου απάντησαν από τη ρεσεψιόν. Μια γυναικεία φωνή [;.ε ρίότησε τι ήθελα. Ζήτη-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
161
σα την άδεια να επισκεφθώ τη Ναόκο την επόμενη μέρα, το απόγευμα. Άφησα το όνομά μου και η γυναίκα μου είπε να τηλεφωνήσω ξανά σε μισή ώρα. Όταν δοκίμασα ξανά μετά το βραδινό, μου απάντησε η ίδια γυναίκα. Ναι, μπορούσα να επισκεφθώ τη Ναόκο την επομένη, μου είπε. Την ευχαρίστησα, έκλεισα το τηλέφωνο κι έβαλα στο σακίδιό μου δυο-τρία πράγματα και μια αλλαξιά ρούχα. Τέλος πήρα πάλι το Μαγικό βουνό κι άρχισα να διαβάζω πίνοντας μπράντι, ώσπου να κουραστώ και να νυστάξω. Ακόμα κι έτσι, πάντως, δεν τα κατάφερα να κοιμηθώ πριν απ' τη μία μετά τα μεσάνυχτα.
Τη Δευτέρα το πρωί ξύπνησα στι,ς εφτά, πλύθηκα και ξυρίστηκα. Νηστικός πήγα κατευθείαν στο γραφείο του διευθυντή και του δήλωσα ότι θα έλειπα δυο μέρες για πεζοπορία στα βουνά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έλειπα έτσι για λίγο, όποτε μου το επέτρεπαν τα μαθήματα κι οι δουλειές μου, γι' αυτό κι εκείνος δεν απόρησε. Στριμώχτηκα στον γεμάτο υπόγειο και πήγα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τόκιο, αγόρασα ένα εισιτήριο για το Κιότο και πρόλαβα στο παρά πέντε την υπερταχεία Χικάρι που έφευγε εκείνη τη στιγμή. Μέσα στο τρένο πήρα καφέ κι ένα σάντουιτς για πρωινό. Κοιμήθηκα για καμιά ώρα. Λίγο πριν από τις έντεκα το τρένο έφτασε στο Κιότο. Ακολουθώντας τις οδηγίες της Ναόκο, πήρα το αστικό ώς τον μικρό σταθμό υπεραστικών λεωφορείων που εξυπηρετούσε τα κοντινά χωριά κι εκεί ρώτησα τι ώρα θα έφευγε το λεωφορείο νού[ΐ.ερο 16. Δώδεκα παρά είκοσι πέντε, ήταν η απάντηση. Το ταξίδι διαρκούσε λίγο παραπάνω από μία ώρα. Αγόρασα εισιτήριο και μπήκα στο
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
163
βφλί,οπωλείο απέναντι, από το σταθμό για ν' αγοράσω ένα χάρτη. Γυρίζοντας στην αίθουσα αναμονής μελέτησα το χάρτη προσπαθώντας να βρω πού ακριβώς ήταν ο Ξενώνας Αηιϊ. Διαπίστωσα πως ήταν πολύ πιο μακριά απ' όσο νόμιζα. Το λεωφορείο έπρεπε να διασχίσει αρκετούς λόφους προς τα βόρεια, ακολουθώντας ένα φαράγγι, να φτάσει ώς το τέλος σχεδόν του δρόμου κι από κει να γυρίσει πίσω στην πόλη. Εγώ θα κατέβαινα λίγο πριν απ' το τέλος της διαδρομής. Κοντά στη στάση υπήρχε ένας μικρός χωματόδρομος, σύμφωνα με τις περιγραφές της Ναόκο. Αν τον ακολουθούσα για είκοσι λεπτά, θα έφτανα στον Ξενώνα Αιηί. Δεν ήταν καθόλου παράξενο που το μέρος ήταν ήσυχο: βρισκόταν κυριολεκτικά στην άκρη του κόσμου. Το λεωφορείο ξεκίνησε με είκοσι επιβάτες ακολουθώντας τον ποταμό Κάμο ώς το βόρειο άκρο του Κιότο. '()οο βγαίναμε από την πόλη, τόσο αραίωναν τα σπίτια, παρα χωρώντας τη θέση τους σε αλάνες, άχτιστα οικόπεδα, χίο ράφια. Στέγες από μαύρα κεραμίδια και θερμοκήπια σκεπασμένα με βινίλιο άρπαζαν τον φθινοπωριάτικο ήλιο και τον καθρέφτιζαν όλο δύναμη. Όταν μπήκαμε στο φαράγγι, ο οδηγός άρχισε να στρίβει το τιμόνι πότε από τη μία και πότε από την άλλη για να παίρνει τις στροφές. Ζαλίστηκα. Είχα ακόμα στο στόμα μου τη γεύση του πρωινού καφέ. Όταν οι στροφές λιγόστεψαν κι άρχισα να νιώθω κάπως καλύτερα, το λεωφορείο χώθηκε στη δροσιά ενός κεδροδάσους με ψηλά γέρικα δέντρα που έσμιγαν πάνω από το δρόμο κρύβοντας τον ήλιο και βυθίζοντας τα πάντα σ' ένα παιχνίδι σκιών. Το αεράκι που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα του λεωφορείου κρύω-
164
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟϊΊ'ΛΚΛίνΐΙ
σε. Το 'νιωσα ξάφνου τσουχτερό πάνω στο δέρμα μου. Ο δρόμος πήγαινε δίπλα στο ποτάμι, μέσα στο δάσος, για ώρα πολλή. Τόσο που έφτανε κανείς να πιστέψει πως ο κόσμος όλος είχε φυλακιστεί μια για πάντα μέσα στο απέραντο κεδροδάσος - και τότε ακριβώς το δάσος τέλειωσε και φτάσαμε σ' ένα πλάτωμα με χαμηλούς λόφους τριγύρω. Πράσινα χωράφια απλώνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Το ποτάμι στο πλάι του δρόμου άστραφτε λαμπερό και πεντακάθαρο. Μία και μόνη στήλη λευκού καπνού ανέβαινε μακριά, στο βάθος. Κάποια αγροτόσπιτα είχαν μπουγάδα απλωμένη να στεγνώνει στον ήλιο. Μερικά σκυλιά γάβγιζαν. Έξω από τα σπίτια, σωριασμένα ταχτικά, ήταν τα ξύλα για το χειμώνα - και πάνω τους τεμπέλιαζαν γάτες. Ο δρόμος πέρασε μπροστά από κάμποσα τέτοια σπίτια. Άνθρωπο όμως δεν είδα κανέναν. Το τοπίο για αρκετή ώρα δεν άλλαξε καθόλου: το λεωφορείο έμπαινε στο κεδροδάσος, έβγαινε σε κάποιο χωριό, ξανάμπαινε στο δάσος. Σταματούσαμε στα χωριά, επιβάτες κατέβαιναν, αλλά δεν ανέβαινε κανείς. Σαράντα λεπτά μετά την αναχώρησή μας από την πόλη, φτάσαμε σ' ένα διάσελο που είχε ανοιχτή θέα. Ο οδηγός σταμάτησε και ανακοίνωσε ότι θα περιμέναμε πέντ'-έξι λεπτά, κι ότι όποιος ήθελε μπορούσε να βγει να ξεμουδιάσει. Μέσα στο λεωφορείο μαζί μ' ε[λένα ήμαστε πια μόνο τέσσερις. Βγήκαμε όλοι, άλλος να περπατήσει, άλλος να καπνίσει, θαυμάζοντας το πανόραμα του Κιότο κάτω από τα πόδια μας. Ο οδηγός απο[λακρύνθηκε λίγο για να κατουρήσει. Ένας ηλιοκαμένος άντρας κοντά στα πενήντα που είχε μπει στο λεωφορείο φορτ(.)(χ.ένος με μια μεγάλη
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
165
κούτα από χαρτόνι δεμ,ένη με σπάγκο, με ρώτησε αν πήγαινα να περπατήσω στα βουνά. Απάντησα καταφατικά για ν' αποφύγω άλλες συζητήσεις. Από την άλλη μεριά του διάσελου εμφανίστηκε τελικά ένα άλλο λεωφορείο που ήρθε και σταμάτησε δίπλα στο δικό μας. Ο οδηγός του βγήκε, μίλησε για λίγο με τον δικό μας, κι ύστερα οι δυο άντρες γύρισαν στα οχήματά τους. Εμείς οι τέσσερις ανεβήκαμε στις θέσεις μας και τα λεωφορεία ξεκίνησαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να περιμένουμε το άλλο λεωφορείο στο διάσελο. Αίγο παρακάτω όμως ο δρόμος στένεψε ξαφνικά. Αν δυο μεγάλα λεωφορεία διασταυρώνονταν εδώ, θα ήταν αδύνατο να περάσουν το ένα πλάι απ' το άλλο. Ακόμα και με τα μικρά Τ.Χ. υπήρχε πρόβλημα: αναγκαζόμασταν να σταματάμε, να κάνουμε μανούβρες και μπρος-πίσω για να μπορέσου[λε να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Τα χωριά που συναντούσαμε ήταν τώρα πολύ πιο μικρά, τα χωράφια στενότερα. Η πλαγιά του βουνού ήταν πιο απότομη, τα βράχια δεν απείχαν παρά μόνο λίγους πόντους από τα παράθυρα του λεωφορείου. Τα μικρότερα αυτά χωριά είχαν, καθώς φάνηκε, τον ίδιο αριθμό σκυλιών που γάβγιζαν μανιασμένα, όταν έβλεπαν το λεωφορείο να περνάει. Στη στάση, όπου κατέβηκα, δεν υπήρχε τίποτα - ούτε σπίτια ούτε χωράφια ούτε τίποτα. Μόνο η ταμπέλα της στάσης, ένα ποταμάκι κι ο χωματόδρομος. Βόλεψα το σακίδιό μου στον ώμο κι άρχισα να περπατάω. Το ποταμάκι κυλούσε τα νερά του στ' αριστερά του δρόμου, ενώ στα δεξιά υψώνονταν δέντρα φυλλοβόλα. Προχωρούσα
166
ΧΛΡΟΓΚΙ
ΜΟΪΡΛΚΛΜΙ
στη μαλακή ανηφορι,ά περίπου ένα τέταρτο της ώρας, όταν είδα στα δεξι,ά μ,ου ένα δεύτερο δρόμο να χάνεται, στα δέντρα - ένα δρόμο που με το ζόρι χωρούσε ένα αυτ ο κ ί ν η τ ο . Ξενώνας
Απή.
Ιδιωτικός
Χώρος.
Απαγορεύε-
ται η Είσοδος έγραφε η πινακίδα δίπλα στη μικρή διασταύρωση. Βαθιές χαρακιές από λάστιχα αυτοκινήτου κατά μήκος του δρόμου χάνονταν μέσα στο δάσος. Στ' αυτιά μου έφτασε το φτερούγισμα ενός πουλιού, αλλόκοτα επίμονο που δυνάμωνε με κάθε μου βήμα. Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως άκουσα ντουφεκιά, αλλά ο κρότος ήταν υπόκωφος, σαν να 'ρχόταν από μακριά, περνώντας από πολλά φίλτρα. Όταν βγήκα από το δάσος, έφτασα σ' έναν άσπρο χτιστό περίβολο. Ήταν περίπου στο μπόι μου και δεν είχε συρματοπλέγματα από πάνω, θα μπορούσα εύκολα να τον πηδήξω. Η μαύρη σιδερένια καγκελόπορτα φαινόταν γερή, αλλά ήταν ορθάνοιχτη. Στο μικρό φυλάκιο του φύλακα δεν ήταν κανείς. Δίπλα στην είσοδο άλλη μια πινακίδα ίδια μ' εκείνη της διασταύρωσης: Ξενώνας Αιηί. Ιδιωτικός
Χώρος. Απαγορεύεται
η Είσοδος.
Υπήρχαν μ ε -
ρικά σημάδια που έδειχναν ότι ο φύλακας βρισκόταν στη θέση του μέχρι πριν από λίγα λεπτά: στο τασάκι υπήρχαν τρία αποτσίγαρα, δίπλα του ήταν αφημένο ένα μισογεμάτο φλιτζάνι τσάι, ένα μικρό τρανζίστορ στο ράφι, το ρολόι στον τοίχο που χτυπούσε σιγανά τα δευτερόλεπτα. Περίμενα λίγο να γυρίσει ο φύλακας. Μα όταν είδα κι απόειδα, πάτησα τρεις φορές ένα κουμπί που μάλλον ήταν κουδούνι. Ακριβώς δίπλα στο φυλάκιο του φύλακα υπήρχε ένα πάρκινγκ: ένα [Λίκρό λείοφορείο, ένα τζιπ με
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
167
κίνηση στους τέσσερις τροχούς, ένα σκούρο μπλε Βόλβο. Αυτά ήταν όλα κι όλα, αν και το πάρκινγκ θα χωρούσε άνετα τριάντα και παραπάνω αυτοκίνητα. Δυο-τρία λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο φύλακας από το μονοπάτι του δάσους, καβάλα σ' ένα κίτρινο ποδήλατο. Ήταν ένας ψηλός εξηντάρης με γαλάζια στολή και αραιά μαλλιά. Άφησε το ποδήλατό του δίπλα στο φυλάκιο. «Λυπάμαι που σας καθυστέρησα», είπε, το ύφος του όμως καθε άλλο παρά λυπημένο έδειχνε. Στο φτερό του ποδηλάτου ήταν ζωγραφισμένο με άσπρη μπογιά το νούμερο 32. Όταν του είπα το όνομά μου, σήκωσε το τηλέφωνο και το επανέλαβε δύο φορές στο πρόσωπο που τον άκουγε στην άλλη μεριά του σύρματος. «Ναι, εντάξει», είπε ο φύλακας κι έκλεισε το τηλέφωνο. «Προχωρήστε ώς το κεντρικό κτίριο και ζητήστε τη γιατρό Ισίντα», μου είπε. «Θα πάρετε αυτό το δρομάκι ανάμεσα στα δέντρα, ώσπου θα φτάσετε σ' ένα κυκλικό ξέφωτο. Εκεί πάρτε το δεύτερο δρομάκι απ' τ' αριστερά - καταλάβατε; Το δεύτερο αριστερά. Θα δείτε ένα παλιό σπίτι. Στρίψτε εκεί δεξιά και προχωρήστε πάλι ανάμεσα απ' τα δέντρα ώς το τσιμεντένιο κτίριο που θα συναντήσετε μπροστά σας. Αυτό είναι το κεντρικό κτίριο. Είναι εύκολο. Αρκεί ν' ακολουθείτε τις πινακίδες». Ακολούθησα πιστά τις οδηγίες που μου είχε δώσει κι έφτασα πράγματι σ' ένα παλιό κτίσμα που κάποτε πρέπει να ήταν η έπαυλη κάποιου στην εξοχή. Είχε έναν περιποιημένο κήπο με πέτρες σε όμορφα σχήματα κι ένα πέτρινο φανάρι. Το προσπέρασα και στρίβοντας δεξιά είδα ένα τριώροφο τσιμεντένιο κτίριο. Ήταν χτισμένο σε μια εσοχή του εδάφους κι έτσι δεν έδειχνε παράταιρα ψη-
168
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟϊΊ'ΛΚΛίνΐΙ
λό ανάμ,εσα στα γύρω δέντρα. Ήταν απλό χι έδινε την εντύπωση της άσπιλης καθαριότητας. Η είσοδος ήταν στο δεύτερο πάτωμα. Ανέβηκα τις σκάλες και μπήκα από μια μεγάλη τζαμόπορτα. Στο γραφείο της υποδοχής ήταν μια νέα γυναίκα με κόκκινο φουστάνι. Της έδωσα το όνομά μου και της είπα ότι έψαχνα τη γιατρό Ισίντα. Μου χαμογέλασε και μου έδειξε ένα χαμηλό καναπέ, λέγοντάς μου να τ εριμένω εκεί ώσπου να ειδοποιήσει το γιατρό. Έπειτα σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε ένα νούμερο. Έβγαλα το σακίδιο από την πλάτη μου, βολεύτηκα στα αναπαυτικά μαξιλάρια του καναπέ κι έριξα μια ματιά γύρω μου. Ήταν ένας χώρος ευχάριστος και πεντακάθαρος, με διακοσμητικά φυτά σε γλάστρες, καλαίσθητους πίνακες αφηρημένης ζωγραφικής και γυαλιστερό πάτωμα. Περιμένοντας κοίταζα το καθρέφτισμα των παπουτσιών μου στις πλάκες. « Η γιατρός δεν θ' αργήσει)), μου είπε κάποια στιγμή η κοπέλα - κι εγώ κούνησα το κεφάλι μου. Τι απίστευτα ήσυχο μέρος! Δεν ακουγόταν τίποτα. Λες κι όλοι κοιμούνταν. Άνθρωποι, ζώα, έντομα, φυτά, όλα πρέπει να 'χαν βουλιάξει σε ύπνο βαθύ, σκέφτηκα. Τόσο απόλυτη ήταν η ησυχία. Ωστόσο σε λίγο άκουσα μαλακά βήματα από λαστιχένιες σόλες και είδα μια ώριμη γυναίκα με κοντοκομμένα μαλλιά να με πλησιάζει. Διέσχισε το χώρο υποδοχής, ήρθε και κάθισε δίπλα μου, σταύρωσε τα πόδια της και πήρε το χέρι μου στα δικά της. Αντί να το σφίξει απλώς, το περιεργάστηκε κοιτάζοντας την παλά[λη και τα δάχτυλά μου με προσοχή.
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΛΣΟΣ
169
«Δεν έχετε παίξει μουσΕ,κό όργανο, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια», ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε. «Όχι», είπα ξαφνιασμένος. «Έχετε δίκιο». «Το καταλαβαίνω απ' τα χέρια σας», μου απάντησε με χαμόγελο. Είχε κάτι το μυστηριώδες αυτή η γυναίκα. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες που τραβούσαν πρώτες το βλέμμα, αλλά δεν την έκαναν να μοιάζει γριά. Ίσα ίσα υπογράμμιζαν μια νεανικότητα στο ύφος της, μια νεανικότητα που ξεπερνούσε την ηλικία. Οι ρυτίδες ανήκαν στο πρόσωπό της. Της πήγαιναν, λες και βρίσκονταν εκεί από τη μέρα της γέννησής της. Όταν χαμογελούσε, οι ρυτίδες χαμογελούσαν μαζί της. Όταν συνοφρυωνόταν, συνοφρυώνονταν κι αυτές. Κι όταν ήταν ήρεμη, χωρίς να χαμογελάει και χωρίς να σμίγει τα φρύδια της, τότε οι ρυτίδες της έμεναν σκόρπιες στο πρόσωπό της μ' έναν αλ λόκοτα ζεστό, ειρωνικό τρόπο. Αυτή η γυναίκα κόντευε τα σαράντα και δεν ήταν απλώς ευχάριστη και συ[/.πα θητική, αλλά ήταν ευχάριστη και συμπαθητική [ΐ.' έναν τρόπο που σε τραβούσε κοντά της. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή που την είδα. Ήταν κουρεμένη αδέξια και τα μαλλιά της πετούσαν μικρές κοντές τούφες, αλλά της πήγαιναν. Φορούσε άσπρο βαμβακερό μπλουζάκι κι από πάνω μπλε πουκάμισο, μπεζ βαμβακερό παντελόνι κι αθλητικά παπούτσια. Ήταν ψηλή και λεπτή, σχεδόν χωρίς καθόλου στήθος. Τα χείλη της ήταν μόνιμα τραβηγμένα σ' ένα ειρωνικό, θαρρείς, χαμόγελο και οι λεπτές γραμμούλες του γέλιου δίπλα στα μάτια της χόρευαν. Έμοιαζε με καλόκαρδη, επιδέξια αλλά κουρασμένη ξυλουργό.
170
ΧΛΡΟΥΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
Με σφιγμένα χείλη χαι ύφος σκεφτικό με κοίταξε έτσι για κάμποση ώρα, σαν να ήταν έτοιμη να βγάλει από την τσέπη της ένα ξύλινο μέτρο και να με μετρήσει από τα νύχια ώς την κορφή. αΞέρετε νοί παίζετε κάποιο όργανο;» με ρώτησε. «Λυπάμαι, όχι», απάντησα. «Κρίμα», μου είπε. «Θα ήταν όμορφα». «Μάλλον», απάντησα απορώντας με όλες αυτές τις ερωτήσεις για τα μουσικά όργανα. Έβγαλε από το τσεπάκι του πουκαμίσου ένα κουτί τσιγάρα Σέβεν Σταρ, έφερε ένα στα χείλη της, το άναψε με τον αναπτήρα της και ρούφηξε τον καπνό με ολοφάνερη ευχαρίστηση. «Σκέφτηκα να σας πω δυο λόγια γι' αυτό το μέρος, κύριε... Βατανάμπε δεν είναι το όνομά σας;... πριν δείτε τη Ναόκο. Κανόνισα λοιπόν να βρεθούμε οι δυο μας. Ο Ξενώνας Αιηί είναι λίγο παράξενο μέρος - και ίσως μπερδευτείτε αν δεν ξέρετε εκ των προτέρων λίγα βασικά πράγματα. Καταρχήν πείτε μου, μάντεψα σωστά; Δεν ξέρετε τίποτα γι' αυτό εδώ το μέρος;» «Σχεδόν τίποτα». «Μάλιστα. Λοιπόν, πρώτα πρώτα...» άρχισε και κόπηκε απότομα κροταλίζοντας τα δάχτυλά της. «Τώρα που το σκέφτομαι, έχετε φάει; Βάζω στοίχημα πως πεινάτε». «Κερδίζετε. Πεινάω». «Ελάτε μαζί μου. Θα τα πούμε τρώγοντας στην τραπεζαρία. Η ώρα του φαγητού έχει περάσει, αλλά, αν πάμε τώρα αμέσως, κάτι θα μας δώσουν». Προχώρησε πρώτη προς ένα διάδρομο κι ύστερα με οδήγησε από τις σκάλες στην τραπεζαρία του πρώτου πα-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
171
τώματος. Ήταν μ^α μεγάλη αίθουσα, με χώρο αρκετό για διακόσια άτομα. Χρησιμοποιούσαν τη μισή μόνο, την υπόλοιπη την είχαν εκτός λειτουργίας, όπως στα μεγάλα ξενοδοχεία, όταν δεν ήταν η εποχή της πολλής δουλειάς. Το μενού της ημέρας είχε σούπα με πατάτες και μακαρόνια, ωμή σαλάτα, χυμό πορτοκάλι και ψωμί. Τα λαχανικά ήταν πράγματι πεντανόστιμα, όπως μου τα είχε περιγράψει η Ναόκο στο γράμμα της. Δεν άφησα μπουκιά στο πιάτο μου. «Φαίνεται πως σας άρεσε το φαγητό!» είπε η γυναίκα. «Πολύ», απάντησα. «Ήμουν νηστικός απ' το πρωί». «Μπορείτε να φάτε και το δικό μου αν θέλετε. Έχω χορτάσει. Μ η διστάζετε». «Δεν θα πω όχι, αν στ' αλήθεια δεν το θέλετε». «Έχω μικρό στομάχι. Δεν χωράει πολλά πράγματα. Συμπληρώνω ό,τι μου λείπει με τα τσιγάρα». Μ' αυτά τα λόγια άναψε κι άλλο Σέβεν Σταρ. «Ξέχασα να συστηθ(.'). Μπορείτε να με λέτε Ρέικο», είπε. «Έτσι με φίονάζουν όλοι». Η Ρέικο με παρακολούθησε με ενδιαφέρον κι ευχαρίστηση καθώς έτρωγα τη σούπα που εκείνη δεν είχε αγγίξει. Συνέχισε να με κοιτάζει κι όταν έφαγα το ψωμί της. «Είστε η γιατρός της Ναόκο;» ρώτησα. «Εγώ;! Γιατρός της Ναόκο;!» Έκανε ένα μορφασμό απορίας κι έκπληξης. «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως είμαι γιατρός;» «Μου είπαν να ζητήσω τη γιατρό Ισίντα». «Α, μάλιστα, κατάλαβα. Όχι, όχι. Εγώ διδάσκω μουσική εδώ. Είναι ένα είδος θεραπείας για κάποιους ασθενείς κι έτσι στ' αστεία με φωνάζουν γιατρό της Μουσικής ή για-
172
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟϊΊ'ΛΚΛίνΐΙ
τρό Ισίντα. Στην πραγματί.κότητα όμως είμαι, Χί εγώ ασθενής σαν τους άλλους. Ρ]φτά χρόνια βρίσκομαι εδώ. Εργάζομαι, διδάσκω μουσική, βοηθώ στη γραμματεία - κι έτσι είναι δύσκολο να πει κανείς πια αν είμαι του προσωπικού ή αν είμαι ασθενής. Δεν σου μίλησε η Ναόκο για μένα;» Έγνεψα αρνητικά. ((Παράξενο», είπε η Ρέικο. ((Είμαι η συγκάτοικος της. Μου αρέσει που μένουμε στο ίδιο δωμάτιο. Μιλάμε για ένα σωρό πράγματα, μεταξύ των οποίων και για σένα». ((Τι λέτε για μένα;» Η Ρέικο αγνόησε την ερώτησή μου. ((Πρώτα πρέπει να σου πω γι' αυτό το μέρος. Καταρχήν πρέπει να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη "κλινική". Με λίγα λόγια, εδώ δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην ανάρρωση και την ανάπαυση και λιγότερο στη θεραπευτική αγωγή. Έχουμε βέβαια μερικούς γιατρούς που μας βλέπουν και κουβεντιάζουν κάποιες ώρες μαζί μας, αλλά αυτοί μάλλον ελέγχουν τη φυσική κατάσταση των ασθενών, αν έχουν πυρετό και τέτοια πράγματα, δεν τους γράφουν φάρμακα όπως στα νοσοκομεία. Στα παράθυρα δεν έχουμε κάγκελα και η πύλη είναι πάντα ανοιχτή. Όλοι οι ασθενείς βρίσκονται εδώ με τη θέλησή τους και μπορούν να φύγουν όποτε το θελήσουν. Για να σε δεχτούν εδώ, πρέπει αυτού του είδους η ανάπαυση να ταιριάζει στην περίπτωσή σου και να είναι αρκετή για σένα. Κάποιοι ασθενείς που χρειάζονται ειδική θεραπεία, [λεταφέρονται σε ειδικά νοσοκομεία. Μέχρι εδώ είμαστε εντάξει;» ((Νομίζω ναι», απάντησα, «αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η "ανάπαυση"; Μπορείτε να [λου δίόσετε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
173
Η Ρέι,κο φύσηξε τον καπνό χαι -ήπιε ό,τί. είχε απομείνει από το χυμό της. « Η ίδια η ζωή εδώ είναι ανάπαυση», είπε. «Μια καλορυθμισμένη καθημερινή ρουτίνα, φυσική άσκηση, απομόνωση από τον έξω κόσμο, καθαρός αέρας, ησυχία. Καλλιεργούμε τη γη και είμαστε ώς ένα βαθμό αυτάρκεις. Δεν υπάρχει εδώ ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο. Είμαστε σαν κάτι κοινόβια που είναι της μόδας τώρα τελευταία. Η μόνη διαφορά με τα κοινόβια είναι πως για να μείνεις εδώ, πρέπει να πληρώσεις ένα σωρό λεφτά». «Τόσο ακριβά είναι;» «Δεν είναι τρομαχτικά ακριβά. Δεν είναι όμως και φτηνά. Κοιτάξτε τις εγκαταστάσεις. Έχουμε μεγάλη έκταση γης, λίγους ασθενείς, υπεραρκετό προσωπικό και στην περίπτωσή μου, μακροχρόνια διαμονή. Βέβαια μετά από τόσα χρόνια έχω έκπτωση... σχεδόν ανήκω στο προσίο πικό. Ωστόσο δεν μπορείτε να κρίνετε από μένα. (")α Οέ λατε τώρα έναν καφέ;» Ευχαρίστως, απάντησα. Η Ρέικο έσβησε τότε το τσιγάρο της, πήγε στον πάγκο της τραπεζαρίας, γέμισε δύο φλιτζάνια από ένα θερμός και γύρισε στο τραπέζι μας. Στο δικό της έβαλε ζάχαρη, το ανακάτεψε και ήπιε την πρώτη γουλιά ζαρώνοντας το μέτωπό της. «Αυτό το σανατόριο δεν είναι κερδοσκοπική επιχείρηση», συνέχισε. «Γι' αυτό και οι τιμές του δεν αγγίζουν τα ύψη που θα άγγιζαν σε μια τέτοια περίπτωση. Το κτήμα παραχωρήθηκε από κάποιον που μέχρι πριν από είκοσι χρόνια περνούσε εδώ τα καλοκαίρια του. Είδατε ασφαλώς την παλιά έπαυλη, καθώς ερχόσασταν...» Απάντησα πως ναι, την είχα δει.
174
ΧΛμΟϊ'ΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
((Αρχί,κά αυτό ήταν το μοναδικό κτίσμα σε όλο το κτήμα. Παλι,ά γίνονταν εκεί οι ομαδικές θεραπείας. Έτσι άρχισαν όλα. Ο γιος του δωρητή είχε ψυχολογικά προβλήματα κι ένας ειδικός γιατρός σύστησε στους γονείς του τη μέθοδο της ομαδικής θεραπείας. Η θεωρία του γιατρού ήταν πως ορισμένες ψυχικές ασθένειες θεραπεύονται εγκαθιστώντας τους ασθενείς ομαδικά στην εξοχή και οργανώνοντας τη ζωή τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να ασκούνται σωματικά και να διατρέφονται υγιεινά - υπό την επίβλεψη φυσικά ενός γιατρού και με ταχτικά τσεκάπ. Το δοκίμασαν, η δουλειά προχώρησε, ιδρύθηκε ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο, η καλλιέργεια επεκτάθηκε. Το κεντρικό κτίριο χτίστηκε πριν από πέντε χρόνια». ((Επομένως η θεραπεία απέδωσε». ((Ναι. Όχι σε όλες τις περιπτώσεις βέβαια. Πολλοί ασθενείς δεν βλέπουν καμία βελτίωση. Ωστόσο και πολλοί άλλοι που δεν βρήκαν βοήθεια πουθενά αλλού, εδώ έγιναν τελείως καλά. Το καλύτερο εδώ είναι πως όλοι βοηθιούνται μεταξύ τους. Όλοι ξέρουν πως έχουν κάποιο πρόβλημα και γι' αυτό προσπαθούν να στηρίξουν ο ένας τον άλλο. Σε άλλα μέρη αυτό δεν συμβαίνει, δυστυχώς. Οι γιατροί είναι γιατροί, οι ασθενείς είναι ασθενείς: ο ασθενής ζητάει βοήθεια απ' το γιατρό, ο γιατρός βοηθάει τον ασθενή. Εδώ όμως βοηθάμε όλοι τους πάντες. Ο καθένας είναι ο καθρέφτης του άλλου. Οι γιατροί είναι κι αυτοί μαζί μας, μέρος της ο[λάδας μας, φίλοι μας. Μας παρακολουθούν, αλλά επε[λβαίνουν μόνο όταν διαπιστώνουν ότι τους χρειαζόμαστε. Μερικές φορές όμως τους βοηθάμε εμείς. Μερικές φορές ε[λείς είμαστε καλύτεροι σε κάτι από εκείνους. Εγίό, για παράδειγμα, δίνω μαθή-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
175
ματα πιάνου σ' ένα γιατρό. Κάποιος άλλος ασθενής διδάσκει γαλλικά σε μια νοσοκόμα. Τέτοια πράγματα. Ασθενείς με προβλήματα σαν τα δικά μας είναι συχνά προικισμένοι με ξεχωριστά ταλέντα. Εδώ λοιπόν όλοι είμαστε ίσοι - ασθενείς και προσωπικό... και επισκέπτες. Έτσι κι εσύ. Θα είσαι ένας από μας όσο θα μείνεις εδώ. Σε βοηθάω λοιπόν και με βοηθάς». Η Ρέικο χαμογέλασε. «Βοηθάς τη Ναόκο και η Ναόκο σε βοηθάει». «Τι πρέπει να κάνω; Δώστε μου ένα παράδειγμα». «Πρώτον, το παίρνεις απόφαση πως θέλεις να βοηθήσεις και να βοηθηθείς από τον άλλο. Δεύτερον, είσαι απόλυτα ειλικρινής. Δεν λες ψέματα, δεν ωραιοποιείς καταστάσεις, δεν κρύβεις τίποτα που θα μπορούσε ν' αποδειχτεί επιβαρυντικό ή ενοχλητικό για σένα. Αυτό είν' όλο». «Θα προσπαθήσω», είπα, «Γιά πείτε μου, Ρέικο, για τί βρίσκεστε εδώ εφτά χρόνια; Έτσι όπως κουβεντιάζου με, δεν βλέπω να έχετε κανένα πρόβλημα». «Δεν έχω κανένα πρόβλημα όσο είναι ο ήλιος ψηλά», μου απάντησε με σοβαρό ύφος. «Όταν όμως νυχτώνει, πέφτω καταγής, έχω σπασμούς και βγάζω αφρούς απ' το στόμα». «Αλήθεια;» «Και βέβαια όχι. Αστειεύομαι», απάντησε κουνώντας το κεφάλι της περιπαιχτικά. «Μια χαρά είμαι. Προς το παρόν τουλάχιστον. Μένω εδώ γιατί μου αρέσει να βοηθώ τους άλλους να γίνουν καλά. Μου αρέσει να διδάσκω μουσική και να καλλιεργώ λαχανικά. Μου αρέσει το μέρος. Είμαστε όλοι λίγο-πολύ φίλοι μεταξύ μας. Σε σύγκριση μ' αυτά... τι έχω στον έξω κόσμο; Είμαι τριάντα οχτώ χρονών, κοντεύω τα σαράντα. Δεν είμαι σαν τη
176
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
Ναόκο. Κανείς δεν με περιμένει εκεί έξω, δεν έχω οικογένεια να μ' αγκαλιάσει. Δεν έχω δουλειά ν' αξίζει τον κόπο. Δεν μου 'χει μείνει σχεδόν κανένας φίλος, και μετά από εφτά χρόνια δεν ξέρω καλά καλά τι γίνεται εκεί έξω. Ναι, ναι, διαβάζω εφημερίδες στη βιβλιοθήκη. Έχω εφτά χρόνια να πατήσω το πόδι μου στον έξω κόσμο. Δεν θα 'ξερα τι να κάνω άμα έφευγα από δω». ((Ίσως ανακάλυπτες έναν εντελώς καινούργιο κόσμο να σε περιμένει... Δεν αξίζει τον κόπο να δοκιμάσεις;» ((Ίσως. Ίσως έχεις δίκιο», είπε στριφογυρίζοντας τον αναπτήρα στα χέρια της. ((Έχω κι εγώ τα δικά μου προβλήματα. Θα σου μιλήσω γι' αυτά κάποια φορά, αν το θέλεις». Έγνεψα καταφατικά. ((Και η Ναόκο;» συνέχισα. ((Βλέπει βελτίωση εδώ η Ναόκο;» ((Έτσι νομίζουμε. Στην αρχή ήταν μπερδεμένη σαν κουβάρι και για ένα διάστημα είχαμε τις αμφιβολίες μας, αλλά τώρα ηρέμησε κι έχει καλυτερέψει πολύ* μπορεί πια και λέει αυτό που θέλει. Σημειώνει πρόοδο προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα έπρεπε όμως να έχει αρχίσει τη θεραπεία πολύ καιρό πριν. Τα συμπτώματά της ήταν ολοφάνερα από την εποχή που αυτοκτόνησε αυτός ο φίλος της, ο Κιζούκι. Δεν μπορεί να μην τα πρόσεξαν οι δικοί της. Ακόμα και η ίδια θα έπρεπε να έχει καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Βέβαια η κατάσταση δεν ήταν η ιδανική ούτε στην οικογένειά της...» ((Δεν ήταν;...» την έκοψα. ((Δεν το ήξερες;» Π Ρέικο φάνηκε πιο έκπληκτη από μένα. Έγνεψα αρνητικά.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
177
«Τότε καλύτερα ν' αφήσω τη Ναόκο να σου μιλήσει γι' αυτό το θέμα. Είναι έτοιμη να κουβεντιάσει με ειλικρίνεια μαζί σου». Η Ρέικο ανακάτεψε ξανά τον καφέ της και ήπιε μια γουλιά. «Υπάρχει και κάτι ακόμα που πρέπει να ξέρεις», είπε. «Σύμφωνα με τους κανονισμούς εδώ, εσύ και η Ναόκο δεν επιτρέπεται να μείνετε μόνοι σας. Οι επισκέπτες δεν μένουν ποτέ μόνοι τους με τους ασθενείς. Στις συναντήσεις τους παρευρίσκεται πάντα ένας παρατηρητής - και στην περίπτωσή μας αυτός ο παρατηρητής είμαι εγώ. Λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να με δεχτείς. Εντάξει;» «Εντάξει», της είπα με χαμόγελο. «Πάντως οι δυο σας μπορείτε να μιλήσετε για ό,τι θέλετε», είπε η Ρέικο. «Ξεχάστε την παρουσία μου. Κγ(ό ξέρω περίπου τα πάντα για σένα και τη Ναόκο». «Τα πάντα;» «Σχεδόν. Είναι αυτές οι ομαδικές θεραπείες μας, βλέ πεις. Μαθαίνουμε πολλά ο ένας για τον άλλον. Ι^Ιξάλλου η Ναόκο κι εγώ συζητάμε πολύ. Δεν έχου[λε πολλά [ΐυ στικά εδώ». Την κοίταζα πίνοντας τον καφέ μου. «Για να είμαι ειλικρινής», είπα, «νιώθω μάλλον μπερδεμένος. Ακόμα δεν ξέρω αν αυτό που έκανα στη Ναόκο, στο Τόκιο, ήταν το σωστό ή όχι. Το σκεφτόμουν όλον αυτό τον καιρό, και πάλι δεν ξέρω». «Ούτε εγώ ξέρω», είπε η Ρέικο. «Ούτε η ίδια η Ναόκο ξέρει. Είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφασίσετε μόνοι οι δυο σας. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβη, εσείς οι δυο μπορείτε να το στρέψετε προς τη σωστή κατεύθυνση - αν μπορέσετε να συμφω-
178
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
νήσετε μεταξύ σας. Ίσως... αν το κατορθώσετε αυτο, να μπορέσετε και. ν' αποφασίσετε αν ήταν σωστό ή όχι,. Τι λες;» Έγνεψα καταφατικά. ((Νομίζω πως εμείς οι τρεις -εσύ, η Ναόκο κι ε γ ώ μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο. Φτάνει να το θέλουμε πραγματικά και να είμαστε ειλικρινείς. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αποδοτική είναι μια τέτοια συνεργασία. Πόσες μέρες θα μείνεις;» ((Πρέπει να είμαι πίσω στο Τόκιο μεθαύριο, νωρίς το απόγευμα. Έχω δουλειά και την Πέμπτη γράφω διαγώνισμα στα Γερμανικά». ((Ωραία», είπε. ((Θα μείνεις μαζί μας. Έτσι δεν θα σου στοιχίσει τίποτα και θα μπορούμε να μιλάμε, χωρίς να μας νοιάζει για την ώρα». ((Μαζί σας;)) ρώτησα. ((Με τη Ναόκο και μ' εμένα φυσικά», είπε η Ρέικο. ((Έχουμε χωριστή κρεβατοκάμαρα και υπάρχει κι ένας καναπές-κρεβάτι στο σαλόνι. Θα βολευτείς μια χαρά. Μην ανησυχείς». ((Επιτρέπεται;» ρώτησα. ((Μπορεί ένας άντρας επισκέπτης να κοιμηθεί στο δωμάτιό σας;» ((Δεν φαντάζομαι να έρθεις μες στη νύχτα και να μας βιάσεις...» ((Μη λες βλακείες». ((Άρα δεν υπάρχει πρόβλημα. Μείνε μαζί μας και θα μπορέσουμε να κουβεντιάσου[λε όσο τραβάει η όρεξή μας. Αυτό είναι το καλύτερο. Έτσι [λόνο θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πραγματικά ο ένας τον άλλο. Θα παίξω και κιθάρα. Είμαι καλή, ξέρεις».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
179
«Είσαι, βέβαιη ότι δεν θα σας είμαι βάρος;)) Η Ρέικο άναψε το τρίτο Σέβεν Σταρ σουφρώνοντας τα χείλη της. ((Η Ναόκο κι εγώ το έχουμε συζητήσει ήδη. Σε προσκαλούμε και οι δυο να μείνεις στο δωμάτιο μας. Δεν νομίζεις ότι θα πρέπει να δεχτείς ευγενικά;)) «Φυσικά και δέχομαι. Θα είναι χαρά μου)). Οι ρυτίδες στις γωνιές των ματιών της βάθυναν και η Ρέικο με κοίταξε. «Μιλάς παράξενα)), μου είπε τελικά. « Μ η μου πεις ότι προσπαθείς να μιμηθείς αυτό το αγόρι στο Φύλακα
στη
σίκαλη...))
«Όχι βέβαια)), απάντησα χαμογελώντας. Χαμογέλασε κι εκείνη, με το τσιγάρο στο στόμα. «Πάντως είσαί καλό παιδί. Φαίνεται. Το μάτι μου κόβει πια, μετά από εφτά χρόνια που παρατηρώ τους ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν εδώ πέρα: υπάρχουν άνθροοποι. που μπορούν ν' ανοίξουν την καρδιά τους κι άλλοι που δεν μπορούν. Εσύ ανήκεις σ' αυτούς που μπορούν. Ί I, πιο σ^ο στά, μπορείς - αν το θέλεις)). «Τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι ανοίγουν την καρδιά τους;)) Η Ρέικο σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι, με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη της. Της άρεσαν όλα αυτά. «Γίνονται καλά)), απάντησε. Η στάχτη από την καύτρα της έπεσε στο τραπέζι, αλλά δεν έδωσε σημασία.
Η Ρέικο κι εγώ βγήκαμε από το κεντρικό κτίριο, ανεβήκαμε ένα λόφο, προσπεράσαμε μια πισίνα, μερικά γήπεδα του τένις κι ένα γήπεδο μπάσκετ. Δυο άντρες -ο ένας
180
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΛΜΙ
λεπτός, μεσόκοπος, ο άλλος νέος αλλά χοντρός- έπαιζαν τένις. Χρησιμοποιούσαν κι οι δυο καλά τις ρακέτες τους, κατά τη γνώμη μου όμως αυτό που έπαιζαν δεν ήταν τένις. Έμοιαζε λες κι είχαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο που χοροπηδούσαν τα μπαλάκια στο έδαφος, λες κι έκαναν ό,τι έκαναν για να μελετήσουν αυτά τα χοροπηδήματα, να τα κατατάξουν σε κατηγορίες, να ερευνήσουν το θέμα. Άλλαζαν μπαλιές συγκεντρωμένοι, αφοσιωμένοι σ' αυτό που έκαναν. Ήταν κι οι δυο μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο νεαρός που βρισκόταν πιο κοντά σ' εμάς είδε τη Ρέικο και ήρθε προς το μέρος μας. Είπαν δυο λόγια, χαμογελώντας πάντα. Κοντά στο γήπεδο ένας άντρας εντελώς ανέκφραστος κούρευε το γκαζόν με μια τεράστια κουρευτική μηχανή. Συνεχίζοντας το δρόμο μας φτάσαμε σ' ένα σύδεντρο. Ανάμεσα στα δέντρα ήταν δεκαπέντε-είκοσι όμορφα σπιτάκια, σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο. Ποδήλατα όμοια με το κίτρινο που είχε ο φύλακας στην εξωτερική πύλη, ήταν αφημένα στις εισόδους σχεδόν όλων των σπιτιών. «Εδώ μένουν τα μέλη του προσωπικού και οι οικογένειές τους», είπε η Ρέικο. «Έχουμε εδώ σχεδόν τα πάντα και δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε στην πόλη», συνέχισε καθώς προχωρούσαμε. «Όσον αφορά την τροφή, το είπα και πριν: στην ουσία είμαστε αυτάρκεις. Ακόμ,α και για τ' αυγά έχουμε δικές μας κότες. Έχουμε βιβλία, δίσκους και αθλητικές εγκαταστάσεις, έχουμε ένα μαγαζάκι με είδη πρώτης ανάγκης. Κάθε βδομάδα έρχεται κουρέας και αισθητικός. Τα Σαββατοκύριακα έχουμε και κινη[λατογράφο. Αν χρειαστούμε κάτι ιδιαίτερο, μπορούμε να παρακαλέσουμε κάποιον
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
181
από το προσωπικό να μας το αγοράσει, όταν κατεβαίνει στην πόλη. Τα ρούχα τα παραγγέλνουμε από καταλόγους. Η ζωή εδώ είναι εύκολη». ((Δεν μπορείτε να κατέβετε όμως και μόνοι σας στην πόλη;» ((Όχι, αυτό δεν επιτρέπεται. Σε ορισμένες περιπτώσεις βέβαια γίνεται· στον οδοντίατρο, ας πούμε, πηγαίνουμε. Ωστόσο οι περιπτώσεις αυτές είναι η εξαίρεση. Κανονικά δεν μπορούμε να πάμε στην πόλη. Καθένας μας είναι ελεύθερος να φύγει από δω. Μα αν φύγει, δεν θα μπορεί να ξανάρθει. Κόβει τις γέφυρες. Δεν μπορείς να φύγεις για λίγες μέρες, να πας στην πόλη κι ύστερα να γυρίσεις πίσω. Ο λόγος είναι ολοφάνερος: αν επιτρεπόταν αυτό, όλοι θα πηγαινοέρχονταν συνεχώς». Όταν αφήσαμε πίσω μας το σύδεντρο, είδαμε [λπροστά μας μια πλαγιά. Εκεί, σε ακανόνιστες αποστάσεις, σαν σκορπισμένα, υπήρχαν μερικά διώροφα ξύλινα σπίτια που είχαν κάτι παράξενο στην όψη τους. Μου είναι δύσκολο να προσδιορίσω τι ήταν αυτό το παράξενο. Ί Ιταν (οστό^ σο το πρώτο πράγμα που ένιωσα βλέποντάς τα. 11 αντίδρασή μου έμοιαζε μ' εκείνη που έχουμε όταν βλέπουμε κάτι ανύπαρκτο, κάτι φανταστικό, ζωγραφισμένο με όμορφο τρόπο. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα αν επιχειρούσε ο Γουόλτ Ντίσνεϊ να μεταφέρει σε κινούμενα σχέδια τα έργα του Μουνχ. Όλα τα σπίτια ήταν πανομοιότυπα στο σχήμα και στο χρώμα, σχεδόν σαν κύβοι, απόλυτα συμμετρικά, με μεγάλες πόρτες και παράθυρα. Ο δρόμος φιδογύριζε ανάμεσά τους σαν ψεύτικος, σαν τα δρομάκια στα πάρκα εξάσκησης για νέους οδηγούς. Μπροστά σε κάθε σπίτι υπήρχαν περι-
182
ΧΛμΟϊ'ΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ποιημένοι ανθισμένοι θάμνοι. Δεν φαινόταν άνθρωπος πουθενά. Όλες οι κουρτίνες ήταν κλειστές. «Αυτός εδώ είναι ο τομέας Γ. Εδώ μένουν οι γυναίκες. Εμείς! Υπάρχουν δέκα σπίτια, το καθένα έχει τέσσερα διαμερίσματα, στο κάθε διαμέρισμα μένουν δύο γυναίκες. Ογδόντα άτομα συνολικά. Προς το παρόν όμως δεν είμαστε παρά μόνο τριάντα δύο». ((Πολύ ήσυχα είναι», είπα. ((Τέτοια ώρα δεν είναι κανείς στο σπίτι», είπε η Ρέικο. ((Εγώ έχω ειδική άδεια και μπορώ να πηγαινοέρχομαι ό,τι ώρα θέλω, όμως όλοι οι άλλοι είναι τώρα στις δουλειές τους. Άλλοι στη γυμναστική τους, άλλοι στα περιβόλια, άλλοι στη θεραπευτική τους ομάδα, άλλοι έξω στο δάσος μαζεύουν χόρτα και μανιτάρια. Ο καθένας φτιάχνει το δικό του πρόγραμμα. Γιά να δούμε, τι κάνει η Ναόκο αυτή τη στιγμή; Νομίζω ότι είχε αναλάβει να βάψει ή να περάσει καινούργιες ταπετσαρίες. Δεν θυμάμαι. Πάντως δεν θα τελειώσει πριν απ' τις πέντε». Η Ρέικο μπήκε στο κτίριο που έγραφε απέξω Γ-7. Ανέβηκε τις σκάλες στο βάθος του διαδρόμου κι άνοιξε μια πόρτα στα δεξιά που ήταν ξεκλείδωτη. Μου έδειξε το σπίτι, ένα ευχάριστο απλό διαμέρισμα με τέσσερις χώρους: σαλόνι, κρεβατοκάμαρα, κουζίνα και μπάνιο. Δεν είχε περιττά έπιπλα ή στολίδια, μα δεν ήταν ούτε αυστηρό ή θλιβερό. Δεν είχε τίποτα το ξεχωριστό, αλλά εκεί μέσα είχε κανείς την αίσθηση που είχε και με τη συντροφιά της Ρέικο: το σπίτι ανάδινε ζεστασιά και άνεση. Το σαλόνι είχε έναν καναπέ, ένα τραπέζι, μια κουνιστή πολυθρόνα. Υπήρχε άλλο ένα τραπέζι στην κουζίνα. Και στα δύο τραπέζια υπήρχαν [Μεγάλα τασάκια. Η κρεβατο-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
183
κάμαρα είχε δύο κρεβάτι,α, δύο γραφεία, μία ντουλάπα. Ανάμεσα στα δύο κρεβάτια ήταν βαλμένο ένα μικρό κομοδίνο: πάνω του ένα πορτατίφ κι ένα βιβλίο ανοιχτό. Στην κουζίνα υπήρχε ένα φουρνάκι, δύο ηλεκτρικά μάτια κι ένα ψυγείο. Μπορούσε να μαγειρέψει κανείς κάτι απλό κι εύκολο. ((Δεν έχουμε μπανιέρα, μόνο ντους. Παρ' όλα αυτά είναι άνετο κι όμορφο σπίτι, δεν συμφωνείς;» είπε η Ρέικο. ((Λουτρά κανονικά και πλυντήρια υπάρχουν για όλους στο κεντρικό κτίριο». ((Είναι πολύ άνετο και πολύ όμορφο», είπα. ((Το δικό μου δωμάτιο στην εστία όλο κι όλο έχει ένα ταβάνι κι ένα παράθυρο». ((Ναι, αλλά δεν ξέρεις πώς είναι εδώ οι χειμώνες», είπε η Ρέικο αγγίζοντας την πλάτη μου για να με οδηγήσει στον καναπέ, όπου κάθισε δίπλα μου. ((Είναι ατέλεκοτοι και σκληροί. Όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα, χιόνι, χιόνι και μόνο χιόνι. Μια παγωνιά υγρή που περονιάζει το κόκαλο. Περιμένουμε την άνοιξη φτυαρίζοντας χιόνι καθημερινά. Τον περισσότερο καιρό τον περνάμε μέσα στο σπίτι, στη ζέστη, ακούγοντας μουσική, κουβεντιάζοντας ή πλέκοντας. Αν δεν είχαμε άνεση, θα πνιγόμασταν. Θα δεις, αν έρθεις να μας επισκεφθείς το χειμώνα». Η Ρέικο αναστέναξε, σαν να βασανιζόταν από τώρα με τη σκέψη και μόνο του ερχόμενου χειμώνα. Ύστερα σταύρωσε τα χέρια στα γόνατά της και τα ξεσταύρωσε. ((Αυτό εδώ θα είναι το κρεβάτι σου», είπε χτυπώντας μαλακά με την παλάμη της τον καναπέ. ((Εμείς θα κοιμηθούμε στην κρεβατοκάμαρα κι εσύ θα κοιμηθείς εδώ. Θα 'σαι εντάξει, φαντάζομαι».
184
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΛΜΙ
((Θα είμαι, μια χαρά. Σίγουρα». ((Σύμφωνοι λοιπόν», είπε η Ρέικο. ((Θα γυρίσουμε κατά τις πέντε. Η Ναόκο κι εγώ έχουμε δουλειά ώς τότε. Σε πειράζει να μείνεις μόνος σου;» ((Καθόλου. Θα διαβάσω γερμανικά». Όταν έφυγε, ξάπλωσα στον καναπέ κι έκλεισα τα μάτια μου. Έμεινα εκεί, βουλιάζοντας στη σιωπή και στην ησυχία γύρω μου, όταν εντελώς ξαφνικά θυμήθηκα μια εκδρομή με μοτοσικλέτα που είχαμε κάνει ο Κιζούκι κι εγώ. Ήταν και τότε φθινόπωρο, συνειδητοποίησα. Φθινόπωρο πριν από πόσα χρόνια; Ναι, τέσσερα. Θυμήθηκα τη μυρωδιά του δερμάτινου μπουφάν που φορούσε ο Κιζούκι. Θυμήθηκα το θόρυβο που έκανε η κόκκινη 125άρα Γιαμάχα του. Πήγαμε σ' ένα μέρος στην ακτή, αρκετά μακριά, και γυρίσαμε το ίδιο βράδυ ξεθεωμένοι. Στο δρόμο δεν μας είχε συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά θυμόμουν την εκδρομή πολύ καλά. Ο δυνατός φθινοπωρινός αέρας βογκούσε στ' αυτιά μου καθώς τρέχαμε. Κοιτάζοντας τον ουρανό, καθώς κρατιόμουν με τα χέρια σφιχτά από το μπουφάν του Κιζούκι, ένιωθα σαν να 'μουν έτοιμος να εκτοξευτώ στο διάστημα. Έμεινα εκεί ώρα πολλή, αφήνοντας το μυαλό μου να περιπλανιέται από τη μια θύμηση στην άλλη. Για κάποιο παράξενο λόγο αυτό το δωμάτιο μου 'φερνε στο νου αναμνήσεις παλιές που ώς τότε δεν τις είχα ξαναθυμηθεί σχεδόν ποτέ. Κάποιες ήταν ευχάριστες, άλλες είχαν σημάδια θλίψης. Πόση ώρα συνεχίστηκε αυτό; Ί Ιμουν τόσο βυθισμένος σ' αυτόν το χείμαρρο των ανα[λνήσεων (κι ήταν στ' αλήθεια χείμαρρος, σαν νερό που τινάζεται από μια πηγή μέ-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
185
σα απ' τα βράχια) που δεν άκουσα τη Ναόκο, όταν άνοιξε σιγανά την πόρτα και μπήκε μέσα. Άνοιξα τα μάτια μου και την είδα μπροστά μου, καθισμένη στο μπράτσο του καναπέ. Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα στα μάτια για ένα-δυο λεπτά - στην αρχή νόμισα πως ήταν μια εικόνα που η φαντασία μου είχε ζωγραφίσει μπροστά μου. Η φαντασία μου ή οι αναμνήσεις μου. Κι όμως ήταν η πραγματική Ναόκο. «Κοιμάσαι;» με ρώτησε ψιθυριστά. «Όχι», της απάντησα. «Σκεφτόμουν. Πώς είσαι;» τη ρώτησα κι ανασηκώθηκα. «Είμαι καλά», είπε μ' ένα μικρό, χλομό χαμόγελο σαν μακρινή, θαμπή ζωγραφιά. «Δεν έχω πολύ καιρό στη διάθεσή μου. Δεν θα 'πρεπε να βρίσκομαι εδώ αυτή τη στιγμή. Απλώς το 'σκασα για ένα λεπτό και πρέπει να γυρίσω αμέσως. Δεν είναι χάλια τα μαλλιά μου;» «Καθόλου», είπα. « Μ ' αρέσουν». Τα μαλλιά της ήταν κουρεμένα απλά, κοριτσίστικα, στερεωμένα [λ' ένα κο καλάκι στο πλάι, όπως τον παλιό καιρό. Της πήγαιναν πολύ. Έμοιαζε με τα πανέμορφα κοριτσάκια που βλέπεις ζωγραφισμένα στις μεσαιωνικές ξυλογραφίες. «Δεν άντεχα άλλο και παρακάλεσα τη Ρέικο να μου τα κόψει. Στ' αλήθεια σ' αρέσουν;» «Αλήθεια». « Η μαμά μου τα βρίσκει χάλια». Έβγαλε το κο καλάκι, άφησε τα μαλλιά της ελεύθερα, τα ίσιωσε με το χέρι της και ξανάβαλε το κοκαλάκι στη θέση του. Είχε το σχήμα μιας μικρής πεταλούδας. «Ήθελα να σε δω μόνο σου, πριν συναντηθούμε και οι τρεις. Όχι πως έχω τίποτα τρομερό να σου πω. Απλώς
186
ΧΛμΟϊ'ΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ήθελα να δω το πρόσωπο σου και. να συνηθίσω στην ιδέα πως είσαι εδώ. Αλλιώς θα δυσκολευόμουν να δεχτώ την παρουσία σου. Δεν είμαι καλή στην παρέα με τους άλλους ανθρώπους». «Και;» τη ρώτησα. «Συνήθισες;» «Λίγο», είπε πιάνοντας ξανά το κοκαλάκι της. «Όμως πέρασε η ώρα. Πρέπει να φύγω». Έγνεψα καταφατικά. «Τόρου», είπε τότε, «θέλω πραγματικά να σ' ευχαριστήσω που ήρθες να με δεις. Μ' έκανες πολύ ευτυχισμένη. Αν όμως ο ερχομός σου και η διαμονή σου εδώ είναι για σένα με οποιονδήποτε τρόπο βάρος ή ενόχληση, μη διστάσεις να μου το πεις. Αυτό το μέρος είναι πολύ ξεχωριστό, έχει το δικό του σύστημα. Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να προσαρμοστούν καθόλου με τους κανονισμούς του και με τη λειτουργία του. Αν νιώθεις λοιπόν έτσι, σε παρακαλώ να είσαι ειλικρινής μαζί μου και να μου το πεις. Δεν θα πάθω τίποτα. Εδώ είμαστε όλοι ειλικρινείς μεταξύ μας. Αέμε όλη την αλήθεια». «Θα σου το πω», υποσχέθηκα. «Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου». Τότε η Ναόκο κάθισε κι έγειρε πλάι μου στον καναπέ. Όταν πέρασα το χέρι μου γύρω της, ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου και βόλεψε το πρόσωπό της στο λαιμό μου. Έμεινε έτσι για λίγο, σαν να 'θελε να βεβαιωθεί ότι δεν είχα πυρετό. Κρατώντας την ένιωθα μέσα στο στήθος μου μια ζεστασιά. Λίγα λεπτά αργότερα σηκώθηκε και βγήκε αμίλητη από την πόρτα, αθόρυβα όπως είχε έρθει. Όταν έμεινα μόνος μου, έπεσα στον καναπέ και κοι-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
187
μήθηκα. Δεν είχα σκοπό να κοι,μηθώ, αλλά έπεσα σε κάτι που έμοι,αζε με λήθαργο. Είχα πολύ χαιρό να κοιμηθώ τόσο βαθιά, γεμάτος από την αίσθηση της παρουσίας της Ναόκο. Στην κουζίνα ήταν τα πιάτα που χρησιμοποιούσε η Ναόκο. Στο μπάνιο η οδοντόβουρτσά της. Στην κρεβατοκάμαρα το κρεβάτι, όπου κοιμόταν. Κοιμήθηκα βαθιά εκεί, στο σπίτι της, κι έδιωξα την κούραση από κάθε κύτταρο του κορμιού μου, σταγόνα σταγόνα. Ονειρεύτηκα μια πεταλούδα να χορεύει στο μισόφωτο. Όταν ξύπνησα, οι δείκτες του ρολογιού μου έδειχναν 4.35. Το φως είχε αλλάξει, ο αέρας είχε κόψει, τα σύννεφα είχαν αλλάξει σχήματα. Είχα ιδρώσει στον ύπνο μου. Έβγαλα μια μικρή πετσέτα από το σακίδιό μου, σκούπισα το πρόσωπό μου και φόρεσα καθαρό πουκάμισο. Έπειτα πήγα στην κουζίνα, ήπια νερό και στάθηκα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, πάνω από το νεροχύτη. 'Κβλεπα ένα παράθυρο στο απέναντι κτίριο, μέσα από το τζάμι κρέμονταν διάφορα χάρτινα σχήματα: ένα πουλί, ένα σύννεφο, μια αγελάδα, μια γάτα, όλα όμορφα, ενωμένα μεταξύ τους. Όπως και πριν, δεν είδα ψυχή. Ούτε θόρυβος ακουγόταν. Μου φάνηκε σαν να 'μουν ολομόναχος σε κάποιο καλοδιατηρημένο ερείπιο.
Λίγο μετά τις πέντε οι ένοικοι του κτιρίου Γ άρχισαν να επιστρέφουν στα διαμερίσματά τους. Κοιτάζοντας από το παράθυρο της κουζίνας είδα να περνούν τρεις γυναίκες, των οποίων την ηλικία δεν μπόρεσα να μαντέψω* φορούσαν καπέλα που μ' εμπόδιζαν να δω τα πρόσωπά τους. Κρίνοντας ωστόσο από τις φωνές τους, δεν πρέπει να
188
ΧΛμΟϊ'ΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ήταν πολύ νέες. Δεν πρόλαβαν να στρίψουν στη γωνία και, από την ίδια πλευρά εμφανίστηκαν άλλες τέσσερις, για να προχωρήσουν και να στρίψουν σαν τις πρώτες. Όλα έδειχναν πως η μέρα τέλειωνε σιγά σιγά. Από το παράθυρο του σαλονιού έβλεπα δέντρα και τη γραμμή των λόφων. Μια λεπτή λωρίδα φως κρεμόταν πάνω από τον ορίζοντα. Η Ναόκο και- η Ρέικο γύρισαν μαζί στις πεντέμισι. Η Ναόκο κι εγώ χαιρετηθήκαμε κανονικά, σαν να συναντιόμασταν για πρώτη φορά. Φαινόταν στ' αλήθεια αμήχανη. Η Ρέικο πρόσεξε το βιβλίο που διάβαζα και με ρώτησε τι ήταν. Το μαγι,κό βουνό του Τόμας Μαν, της απάντησα. «Πώς μπόρεσες να φέρεις ένα τέτοιο βιβλίο σ' ένα τέτοιο μέρος;» με ρώτησε - και είχε φυσικά δίκιο. Έπειτα η Ρέικο έφτιαξε καφέ και για τους τρεις μας. Είπα στη Ναόκο τα νέα για την ξαφνική εξαφάνιση του Λοχία και για την τελευταία μέρα που τον είχα δει, τη μέρα που μου χάρισε την πυγολαμπίδα. «Λυπάμαι που έφυγε», απάντησε. «Ήθελα ν' ακούσω κι άλλες ιστορίες του». Η Ρέικο ρώτησε ποιος ήταν ο Λοχίας κι έτσι της είπα δυο-τρία πραγ[ΐατάκια γι' αυτόν. Γέλασε με την καρδιά της. Ο κόσμος ολόκληρος ήταν ήσυχος και γεμάτος γέλιο όσο υπήρχαν ιστορίες του Λοχία. Στις έξι πήγαμε στην τραπεζαρία, στο κεντρικό κτίριο, για το βραδινό φαγητό. 11 Ναόκο κι εγίό πήραμε τηγανητό ψάρι και πράσινη σαλάτα, βραστά λαχανικά, ρύζι και σούπα μίζο, με ψάρια, φύκια και τόφου. 11 Ρέικο πήρε μόνο σαλάτα ζυμαρικών και καφέ που τον συνόδεψε μ' άλλο ένα τσιγάρο.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
189
αΌσο μεγαλώνει, κανείς, δεν χρειάζεται, πια τόση τροφή», δικαιολογήθηκε. Εκτός από μας, εκείνη την ώρα έτρωγαν στην τραπεζαρία καμιά εικοσαριά άνθρωποι. Την ώρα που τρώγαμε ήρθαν μερικοί ακόμα, κάποιοι άλλοι έφυγαν. Ήταν άνθρωποι νέοι αλλά και μεγαλύτεροι - κι αυτή ήταν η πρώτη διαφορά από την τραπεζαρία της εστίας μου. Η δεύτερη (και σοβαρότερη) ήταν ότι εδώ όλοι κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Δεν ακούγονταν ούτε δυνατές φωνές ούτε ψίθυροι. Ούτε ξαφνικά γέλια ούτε κλάματα. Κανείς δεν φώναζε έκπληκτος, κανείς δεν χειρονομούσε. Όλοι κουβέντιαζαν ήσυχα, στον ίδιο τόνο, στην ίδια ένταση. Οι άνθρωποι έτρωγαν τρεις-τέσσερις ή πέντε μαζί. Σε κάθε παρέα μιλούσε μόνο ένας και οι άλλοι τον άκουγαν δείχνοντας με κινήσεις του κεφαλιού πως τον παρακολουθούσαν. Όταν αυτός τέλειωνε ό,τι είχε να πει, άρχιζε ο επόμενος. Δεν άκουγα τι έλεγαν. Όμως ο τρόπος που [λΐ λούσαν, μου θύμισε το παράξενο παιχνίδι τένις που είχα δει καθώς ερχόμουν. Αναρωτήθηκα αν η Ναόκο [λίλούσε κι αυτή έτσι μαζί τους και -περίεργο- ένιωσα ένα κέντημα μοναξιάς ανάμεικτης με ζήλια. Στο τραπέζι πίσω μου ένας άντρας ντυμένος στα λευκά, με αρχή φαλάκρας και με το ύφος της αυθεντίας των γιατρών, εξηγούσε την επίδραση της έλλειψης βάρους στην απέκκριση των γαστρικών υγρών (ή κάτι τέτοιο) σ' ένα νευρικό νεαρό και μια μεσόκοπη γυναίκα με μουτράκι που θύμιζε σκίουρο. Τον άκουγαν κι οι δυο λέγοντας «Πο πο!» και «Αλήθεια;» Μα εγώ, όσο τον άκουγα, τόσο αμφέβαλλα αν ήταν πράγματι γιατρός. Κανείς στην τραπεζαρία δεν έδειξε να με προσέχει ιδι-
190
ΧΛΡΟΓΚΙ
Μ()η>ΛΚΛΜΙ
αίτερα. Κανείς δεν με κοίταξε επίμονα, κανείς δεν φάνηκε να αντι,λαμβάνεται. καν την παρουσία μου - σαν να 'ταν κάτι, απόλυτα φυσικό χαι καθημερι,νό. Κάποια στιγμή ωστόσο ο άντρας με τα λευκά γύρισε και με ρώτησε: «Πόσο θα μείνετε;» «Δυο νύχτες», απάντησα. «Την Τετάρτη φεύγω». «Είναι όμορφα εδώ αυτή την εποχή, έτσι; Να ξανάρθετε το χειμώνα, είναι στ' αλήθεια πολύ όμορφα όταν όλα είναι κάτασπρα». «Μπορεί η Ναόκο να 'χει φύγει πριν πέσουν τα χιόνια», είπε η Ρέικο στον άντρα. «Σύμφωνοι, αλλά ο χειμώνας είναι στ' αλήθεια όμορφος», ξανάπε σοβαρεύοντας αυτός. Δεν ήμουν πια καθόλου βέβαιος αν ήταν γιατρός ή όχι. «Για ποια πράγματα συζητάτε εδώ;» ρώτησα τη Ρέικο, η οποία μάλλον δεν κατάλαβε τι ήθελα να μάθω. «Για ποια πράγματα συζητάμε; Τα συνηθισμένα. Τι έγινε κατά τη διάρκεια της μέρας, τι βιβλία διαβάσαμε, τι καιρό θα κάνει αύριο, τέτοια. Τι φαντάζεσαι; Ότι κάθε πέντε λεπτά πετιέται κάποιος και φωνάζει: "Αν η πολική αρκούδα φάει τ' αστέρια, αύριο θα 'χουμε μπόρα!"» «Όχι, όχι. Όχι βέβαια», είπα. «Απλώς αναρωτήθηκα για τι πράγμα κουβεντιάζουν όλοι τόσο χαμηλόφωνα». «Το μέρος εδώ είναι ήσυχο, γι' αυτό κι οι συζητήσεις των ανθρώπων γίνονται ήσυχα», απάντησε η Ναόκο. Μάζεψε τα κόκαλα του ψαριού στην άκρη του πιάτου της και σκούπισε τα χείλη της μ' ένα [ιαντίλι. «Δεν υπάρχει λόγος να υψώσει κανείς τη φωνή του εδίό. Δεν χρειάζεται να πείσει κανέναν και για τίποτα. Δεν χρειάζεται να τραβήξει την προσοχή κανενός».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
191
«Έτσι, φαίνεται,)), είπα. Τρώγοντας όμως το φαγητό μου μέσα σ' αυτή την ήσυχη τραπεζαρία σάστισα χι εγώ ο ίδιος που ένι,ωσα νοσταλγία για τη φασαρία της εστίας μου, για τα ξαφνικά γέλια και τις αναίτιες φωνές των συνομηλίκων μου. Ο θόρυβος αυτός ήταν που με είχε κουράσει τόσο τους τελευταίους μήνες. Καθισμένος όμως εδώ, σ' αυτή την αφύσικα ήσυχη τραπεζαρία, μου ήταν αδύνατο να χαλαρώσω και ν' απολαύσω το ψάρι μου. Η ατμόσφαιρα μου θύμιζε συγκέντρωση κατασκευαστών που ασχολούνται μόνο με πολύ ειδικευμένα μηχανήματα. Οι άνθρωποι που έτρωγαν σε τούτη την τραπεζαρία, ενδιαφέρονταν όλοι για ένα συγκεκριμένο πράγμα και αντάλλασσαν πληροφορίες που ήταν κατανοητές μόνο από τους ίδιους.
Γυρίζοντας στο δωμάτιο, μετά το φαγητό, η Ναόκο και η Ρέικο δήλωσαν ότι θα πήγαιναν για μπάνιο στα κοινά λουτρά του κτιρίου Γ. Αν δεν με πείραζε να κάνω μόνο ντους, είπαν, μπορούσα να χρησιμοποιήσω το ντους στο δικό τους μπάνιο. Συμφώνησα, κι όταν έφυγαν, γδύθηκα, έκανα ντους και λούστηκα. Στη βιβλιοθήκη βρήκα ένα άλμπουμ του Μπιλ Έβανς και έβαλα να το ακούσω καθώς στέγνωνα τα μαλλιά μου. Ξάφνου συνειδητοποίησα ότι ήταν ακριβώς ο δίσκος που είχα βάλει στο πικάπ τη νύχτα των γενεθλίων της Ναόκο, στο δωμάτιό της τη νύχτα που εκείνη έβαλε τα κλάματα κι εγώ την πήρα στην αγκαλιά μου. Έξι μήνες μόνο είχαν περάσει από τότε· εμένα όμως μου φαινόταν λες κι όλα αυτά είχαν συμβεί στο μακρινό παρελθόν. Ίσως μου φαίνονταν έτσι επει-
192
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
δή τα είχα σκεφτεί πολλές φορές - τόσο πολλές που στο τέλος έχασα την αίσθηση του χρόνου. Το φεγγάρι, ήταν λαμ,πρό κι έτσι έσβησα τα φώτα και ξαπλώθηκα στον καναπέ ακούγοντας το πιάνο του Μπιλ Έβανς. Μπαίνοντας από το παράθυρο το φεγγαρόφωτο έλουζε το δωμάτιο και σχημάτιζε στους τοίχους μακριές σκιές σαν ζωγραφισμένες με σινική μελάνη. Έβγαλα ένα πλακουτσό μεταλλικό φλασκί από το σακίδιό μου, γέμισα το στόμα μου με μπράντι και άφησα τη ζεστασιά να κατέβει αργά στο λαρύγγι και στο στομάχι μου κι από κει να φτάσει ώς τα άκρα μου. Ήπια άλλη μια γουλιά κι ύστερα ξανάβαλα το φλασκί στο σακίδιό μου. Τώρα το φεγγαρόφωτο χόρευε, θαρρείς, στο ρυθμό της μουσικής. Είκοσι λεπτά αργότερα η Ναόκο κι η Ρέικο γύρισαν από το μπάνιο. «Α! Ήταν τόσο σκοτεινά εδώ που νομίσαμε ότι μάζεψες τα πράγματά σου κι έφυγες για το Τόκιο!» είπε η Ρέικο μπαίνοντας. ((Με τίποτα», απάντησα. ((Απλώς είχα καιρό να δω τέτοιο φεγγάρι κι έσβησα τα φώτα για να το ευχαριστηθώ καλύτερα». ((Είναι στ' αλήθεια πολύ όμορφο», είπε η Ναόκο. ((Ρέικο, έχουμε ακόμα εκείνα τα κεριά που ανάψαμε την τελευταία φορά που κόπηκε το ρεύμα;» ((Μπορεί. Στο συρτάρι της κουζίνας ίσως». Η Ναόκο έφερε ένα μεγάλο άσπρο κερί από την κουζίνα. Το άναψα, έσταξα λίγες σταγόνες σ' ένα πιάτο και το έστησα όρθιο. Η Ρέικο άναψε στη φλόγα του το τσιγάρο της. Καθίσαμε γύρω του οι τρεις μας, στη σιωπή κι ήταν λες κι ήμαστε οι μόνοι άνΟρίοποι που είχαν απο-
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΛΣΟΣ
193
μείνει στην πιο απόμερη άκρη του κόσμου. Οι ασάλευτες σκιές του φεγγαριού κι οι αεικίνητες σκιές του κεριού αγκαλιάζονταν σ' έναν αλλόκοσμο χορό πάνω στους λευκούς τοίχους του δωματίου. Η Ναόκο κι εγώ καθόμαστε δίπλα δίπλα στον καναπέ. Η Ρέικο είχε βολευτεί στην κουνιστή πολυθρόνα απέναντι μας. «Θέλεις λίγο κρασί;» με ρώτησε η Ρέικο. «Σας επιτρέπουν να πίνετε;» ρώτησα ξαφνιασμένος. «Όχι, όχι επισήμως», απάντησε η Ρέικο ξύνοντας αμήχανα το λοβό του αυτιού της, «αλλά κάνουν τα στραβά μάτια. Φτάνει να είναι μπίρα ή κρασί και να μην πίνουμε πολύ. Έχω ένα φίλο από το προσωπικό που μου αγοράζει πότε πότε κανένα μπουκάλι». «Το γλεντάμε καμιά φορά», είπε η Ναόκο με πονηρό χαμόγελο. «Οι δυο μας». «Ωραία», είπα. Η Ρέικο έβγαλε ένα μπουκάλι λευκό κρασί από το ψυ γείο, το άνοιξε κι έφερε τρία ποτήρια. Το κρασί είχε κα θαρή, όμορφη γεύση, έμοιαζε με σπιτικό. 'Οταν τέλειωσε ο δίσκος, η Ρέικο έβγαλε μια κιθάρα κάτω από το κρεβάτι της κι αφού την κούρντισε με στοργικές κινήσεις, άρχισε να παίζει μια αργή φούγκα του Μπαχ. Έχανε πού και πού καμιά νότα, αλλά ήταν στ' αλήθεια Μπαχ - παιγμένος με αγάπη, με ζεστασιά, με χαρά. «Έμαθα να παίζω κιθάρα όταν ήρθα εδώ», είπε η Ρέικο. «Επειδή στα δωμάτια δεν υπάρχει πιάνο. Είμαι αυτοδίδακτη και τα χέρια μου δεν με βοηθάνε στις χορδές. Ποτέ δεν θα γίνω πολύ καλή. Αλλά μ' αρέσει η κιθάρα. Είναι μικρή, απλή κι εύκολη. Σαν μικρό ζεστό δωμάτιο». Έπαιξε άλλο ένα μικρό κομμάτι του Μπαχ, από κά-
194
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
ποια σουίτα. Με τα μάτι,α στη φλόγα του κερι,ού, πίνοντας γουλιά γουλιά το κρασί μου χι ακούγοντας τον Μπαχ της Ρέικο, ένι,ωσα την ένταση μέσα μου να λιώνει., να γλιστράει, και να χάνεται. Όταν η Ρέικο τέλειωσε τον Μπαχ, η Ναόκο της ζήτησε να παίξει ένα τραγούδι των Μπιτλς. «Ήρθε η ώρα για τις παραγγελίες των ακροατών», είπε η Ρέικο και μου 'κλεισε το μάτι. «Από τότε που ήρθε η Ναόκο, αναγκάζομαι να παίζω καθημερινά Μπιτλς, λες κι είμαι η μουσική της σκλάβα». Παρά τις διαμαρτυρίες της, η Ρέικο έπαιξε πολύ όμορφα το «Μϊοΐΐθΐΐθ». «Ωραίο τραγούδι», είπε όταν τέλειωσε. «Μ' αρέσει πολύ». Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της κι έφερε το τσιγάρο στο στόμα της. «Με κάνει να νιώθω σαν να είμαι σ' ένα μεγάλο λιβάδι και να ψιχαλίζει». Ύστερα έπαιξε το «ΝολνΙιβΓθ Μαη» και το «^α1^&». Παίζοντας έκλεινε πότε πότε τα μάτια της και κουνούσε το κεφάλι. Τελειώνοντας γύριζε πάντα στο κρασί και στο τσιγάρο της. «Παίξε και το "ΝθΓ\νθ§ΪΗη λΥοοά"», είπε η Ναόκο. Η Ρέικο έφερε τότε μια πορσελάνινη γάτα-κουμπαρά από την κουζίνα, και η Ναόκο έριξε μέσα ένα κέρμα των 100 γιεν που έβγαλε από το πορτοφόλι της. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησα. «Το 'χουμε συμφωνήσει. Όποτε θέλω να παίξει το "ΝθΓ\νΘ§ίαη ΑΥοοά", ρίχνω εκατό γιεν στον κουμπαρά. Είναι το αγαπημένο μου κι έτσι εννοώ να πληρώνω γι' αυτό. Της το ζητάω μόνο όταν θέλο) πραγματικά να το ακούσω».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
195
((Κι εγώ μ.' αυτά τα λεφτά βγάζω τα τσιγάρα μου!» είπε η Ρέικο. Αφού έπλεξε τα δάχτυλά της για να ξεμουδιάσουν, η Ρέικο έπαιξε το ((ΝθΓ\ν6§ΪΕη\νοο(1)). Το 'παιξε κι αυτό με ζεστασιά, αλλά χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς. Έβγαλα κι εγώ από την τσέπη μου ένα κέρμα των εκατό γιεν και το 'ριξα στον κουμπαρά. ((Ευχαριστώ)), είπε η Ρέικο με γλυκό χαμόγελο. ((Αυτό το τραγούδι με κάνει να νιώθω πολυ λυπημένη)), είπε η Ναόκο. ((Δεν ξέρω, σαν να περιπλανιέμαι μέσα στο πυκνό δάσος. Ολομόναχη. Κάνει κρύο, είναι σκοτεινά και δεν έρχεται κανείς να με σώσει. Γι' αυτό η Ρέικο δεν το παίζει ποτέ - μόνο όταν της το ζητάω)). ((Όλα αυτά μου θυμίζουν την ΚαζαμπλάνκαΙ)) γέλασε η Ρέικο. Μετά το ((ΝθΓλνθ§ΐ&η ^^οοά)) έπαιξε δυο-τρεις [λελ(.) δίες μπόσα νόβα, ενώ εγώ κοίταζα τη Ναόκο. '()π(ι)ς [λου έγραφε στο γράμμα της, έδειχνε καλύτερα στην υγεία της: το δέρμα της είχε μαυρίσει από τον ήλιο, το κορμί της ήταν σφιχτό από την άσκηση και τη δουλειά στο ύπαιθρο. Τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι οι δυο βαθιές καθαρές λίμνες που ήταν πάντα και τα μικρά της χείλη έτρεμαν ακόμα ντροπαλά. Ωστόσο η ομορφιά της είχε αλλάξει κι ήταν πια η ομορφιά μιας ώριμης γυναίκας. Το κοφτερό εκείνο στοιχείο που σαν ξυράφι σημάδευε παλιά την ομορφιά της, είχε χαθεί σχεδόν τελείως αφήνοντας στη θέση του μια ξεχωριστή, κατευναστική ηρεμία. Αυτή η καινούργια, ευγενική ομορφιά της με συγκίνησε και ένιωσα δέος στη σκέψη ότι μια γυναίκα μπορούσε ν' αλλάξει τόσο πολύ μέσα σε έξι μήνες. Ένιωθα
196
ΧΛΡΟΤΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
την ίδια έλξη για κείνη, ίσως χσ,ι μεγαλύτερη. Μα ταυτόχρονα ένιωθα και λύπη για την ομορφιά που είχε χάσει. Ποτέ ξανά δεν θα είχε δική της αυτή την εγωκεντρική ομορφιά που μόνο στις έφηβες, σε κανέναν άλλο, μοιάζει να τραβάει τον δικό της, ανεξάρτητο δρόμο. Η Ναόκο με ρώτησε πώς περνούσα τις μέρες μου. Της μίλησα για την αποχή των φοιτητών και για τον Ναγκασάβα. Ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσα γι' αυτόν. Δυσκολεύτηκα να της περιγράψω τον παράξενο χαρακτήρα του, την ιδιότροπη ανθρωπιά του, τη μοναδική φιλοσοφία του, την αντιφατική ηθική του. Στο τέλος όμως η Ναόκο κατάλαβε τι ήθελα να της πω. Έκρυψα το γεγονός ότι έβγαινα μαζί του τα βράδια και πήγαινα στα μπαρ κυνηγώντας κοπέλες. Είπα μόνο πως στην εστία δεν έκανα παρέα με κανέναν άλλον. Όλη αυτή την ώρα η Ρέικο ξανάπαιξε τη φούγκα του Μπαχ που είχε παίξει και νωρίτερα, σταματώντας πού και πού για να πιει μια γουλιά κρασί και να καπνίσει. «Παράξενος ακούγεται», είπε η Ναόκο. αΕίνοίί παράξενος», απάντησα. «Εσένα όμως σ' αρέσει». «Δεν είμαι σίγουρος», είπα. «Δεν μπορώ να πω ότι μ' αρέσει. Ο Ναγκασάβα είναι πέρα και πάνω από τέτοια πράγματα. Δεν προσπαθεί ν' αρέσει. Λπ' αυτή την άποψη, είναι πολύ έντιμος, σαν τους αρχαίους στωικούς. Δεν προσπαθεί να κοροϊδέψει κανέναν». «Σαν τους αρχαίους στωικούς, και κοιμάται με τόσες κοπέλες; Αυτό κι αν είναι παράξενο», είπε η Ναόκο γελώντας. «Με πόσες είπες ότι έχει κοιμηθεί;» «Θα πρέπει να φτάνουν τις ογδόντα τ(όρα», απάντησα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
197
((Στην περίπτωσή του ωστόσο, όσο ανεβαίνει, ο αριθμός τους, τόσο χάνει τη σημασία της η κάθε ερωτική συνάντηση κι αυτός είναι, νομίζω, κατά βάθος ο σκοπός του». ((Κι αυτό έχει κατά τη γνώμη σου καμιά σχέση με τους αρχαίους στωικούς;» ((Κατά τη δική του γνώμη, έχει». Η Ναόκο σκέφτηκε για μια στιγμή τα λόγια μου. ((Εγώ νομίζω ότι έχει στο μυαλό του μεγαλύτερο πρόβλημα απ' αυτό που έχω εγώ», είπε. ((Συμφωνώ μαζί σου», είπα, ((αλλά κάπως τα καταφέρνει και ταχτοποιεί τις παλαβές ιδέες του σ' ένα λογικό σύστημα. Είναι πανέξυπνος. Αν τον έφερναν εδώ, θα έβγαινε σε δυο μέρες. "Ναι, ναι, τα ξέρω όλα αυτά", θα έλεγε. "Τα καταλαβαίνω όλα όσα κάνετε εσείς εδώ". Τέτοιος τύπος είναι. Τύπος που τον σέβονται οι άλλοι». ((Εγώ μάλλον είμαι το αντίθετο: κάθε άλλο παρά έξυπνη», είπε η Ναόκο. ((Δεν καταλαβαίνω τίποτε απ' όσα γίνονται εδώ - ούτε τον εαυτό μου καταλαβαίνω». ((Ναι, αλλά μη νομίζεις γι' αυτό πως είσαι χαζή», της απάντησα. ((Είσαι έξυπνη. Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω ούτε εγώ για τον εαυτό μου. Είμαστε κι οι δυο φυσιολογικοί: άνθρωποι με συνηθισμένη εξυπνάδα». Η Ναόκο ανέβασε τα πόδια της στον καναπέ και στήριξε το πιγούνι της στα γόνατά της. ((Θέλω να μάθω περισσότερα για σένα», είπε. ((Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος - από συνηθισμένη οικογένεια, με συνηθισμένη μόρφωση, συνηθισμένο πρόσωπο, συνηθισμένες επιδόσεις στο σχολείο, συνηθισμένες σκέψεις μες στο κεφάλι μου».
198
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
«Εσύ λατρεύεις τον Σκοτ (ΙΠτζέραλντ... Αυτός δεν έχει, γράψει, κάπου να μην εμπι,στευόμαστε τον άνθρωπο που ισχυρίζεται ότι είναι συνηθισμένος; Εσύ ο ίδιος μου δάνεισες το βιβλίο του!» είπε η Ναόκο με ένα πονηρό χαμόγελο. «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκα. «Μα εγώ δεν διάλεξα να είμαι συνηθισμένος. Απλώς πιστεύω βαθιά μέσα μου ότι είμαι στ' αλήθεια συνηθισμένος άνθρωπος. Μπορείς να βρεις τίποτα σ' εμένα που να μην είναι συνηθισμένο;» «Και βέβαια μπορώ!» είπε η Ναόκο με μια βιάση στη φωνή της. «Δεν καταλαβαίνεις; Γιατί νομίζεις ότι κοιμήθηκα μαζί σου; Μήπως πίστεψες ότι ήμουν τόσο μεθυσμένη, ώστε θα κοιμόμουν με τον καθένα;» «Όχι, όχι. Δεν πίστεψα βέβαια τέτοιο πράγμα», είπα. Η Ναόκο έμεινε αμίλητη για κάμποση ώρα, κοιτάζοντας τα δάχτυλα των ποδιών της. Μη βρίσκοντας λόγια, ήπια κι εγώ μια γουλιά από το κρασί μου. «Με πόσα κορίτσια έχεις κοιμηθεί εσύ^ Τόρου;» με ρώτησε η Ναόκο με σιγανή φωνή, λες και η σκέψη αυτή μόλις της είχε περάσει απ' το μυαλό. «Οχτώ-εννιά», απάντησα με ειλικρίνεια. Η Ρέικο άφησε την κιθάρα να πέσει στα γόνατά της. «Και δεν είσαι καλά καλά ούτε είκοσι χρονών!» είπε. «Τι σόι ζωή είναι αυτή που κάνεις;» Η Ναόκο δεν μίλησε. Μόνο με κοίταζε με τα μεγάλα καθαρά της μάτια. Είπα στη Ρέικο για την πρώτη μου κοπέλα και πώς είχε τελειώσει η σχέση μας. Μου ήταν αδύνατο να την αγαπήσω, εξήγησα κι ύστερα συνέχισα να της διηγούμαι πώς κοιμόμουν με τη μία και την άλλη υπό την καθοδήγηση του Ναγκασάβα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
199
((Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ, αλλά πονούσα», είπα στη Ναόκο. ((Σε συναντούσα κάθε βδομάδα, μιλούσαμε - αλλά ήξερα ότι η καρδιά σου ήταν δοσμένη στον Κιζούκι. Πονούσα. Στ' αλήθεια πονούσα και, νομίζω, αυτός ήταν ο λόγος που κοιμόμουν με άγνωστες κοπέλες». Η Ναόκο κούνησε το κεφάλι της κάμποσες φορές, ύστερα σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. ((Με ρώτησες εκείνη ζί] φορά πώς και δεν είχα κοιμηθεί ποτέ μου με τον Κιζούκι. Έτσι δεν είναι; Θέλεις ακόμα να το μάθεις;» ((Υποθέτω ότι είναι κάτι που πρέπει να το μάθω», απάντησα. ((Έτσι νομίζω κι εγώ», είπε η Ναόκο. ((Οι νεκροί θα είναι για πάντα νεκροί. Εμείς όμως συνεχίζουμε να ζούμε». Έγνεψα καταφατικά. Η Ρέικο έπαιζε το ίδιο δύσκολο κομμάτι ξανά και ξανά, προσπαθώντας να το παίξει σίοστά. ((Ήμουν έτοιμη να κοιμηθώ μαζί του», είπε η Ναόκο βγάζοντας το κοκαλάκι της κι αφήνοντας τα [χαλλιά της ελεύθερα. Το έπαιξε στα χέρια της. ((Κι εκείνος φυσικά ήθελε να κοιμηθεί μαζί μου. Δοκιμάσαμε λοιπόν. Μα δεν μπορέσαμε. Δεν καταφέραμε να το κάνουμε. Δεν ξέρω γιατί. Ούτε τότε το κατάλαβα ούτε τώρα το καταλαβαίνω. Τον αγαπούσα, δεν μ' ένοιαζε να χάσω την παρθενιά μου. Θα του έδινα πρόθυμα ό,τι κι αν μου ζητούσε. Μα δεν μπορέσαμε να το κάνουμε ούτε μία φορά». Η Ναόκο μάζεψε ξανά τα μαλλιά της. ((Δεν είχα υγρά», συνέχισε με σιγανή φωνή. ((Δεν ανοιγόμουν για να τον δεχτώ κι έτσι πονούσα. Ήμουν τόσο στεγνή που πονούσα. Δοκιμάσαμε με όλους τους τρόπους - κρέμες, αλοιφές, τα πάντα. Δεν γινόταν με τίποτα. Πο-
200
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
νούσα. Χρησιμοποιούσα λοιπόν τα χέρια μου ή τα χείλη μου, δεν του έλεγα ποτέ όχι - ξέρεις τι εννοώ». Έγνεψα αμίλητος. Η Ναόκο έριξε μια ματιά από το παράθυρο, έξω, στο φεγγάρι που τώρα φαινόταν πιο μεγάλο και πιο φωτεινό από πριν. «Δεν ήθελα να συζητήσω γι' αυτά τα πράγματα», είπε. «Ήθελα να τα κλειδαμπαρώσω μέσα μου. Μακάρι να μπορούσα. Μα πρέπει να μιλήσω, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν ξέρω γιατί δεν μπορούσα να το κάνω με τον Κιζούκι. Δεν έχω καμία εξήγηση. Θέλω να πω, ήμουν αρκετά υγρή όταν το έκανα μ' εσένα. Δεν ήμουν;» «Ήσουν», είπα. «Ήμουν μούσκεμα από τη στιγμή που μπήκες στο σπίτι μου το βράδυ των γενεθλίων μου. Ήθελα να με πάρεις στην αγκαλιά σου. Ήθελα να με γδύσεις, να με χαϊδέψεις παντού, να μπεις μέσα μου. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι. Γιατί; Γιατί συμβαίνουν τα πράγματα όπως συμβαίνουν; Θέλω να πω, τον αγαπούσα. Στ' αλήθεια». «Ενώ εμένα, όχι», είπα. «Θέλεις να ξέρεις γιατί ένιωσες έτσι για μένα, παρ' όλο που δεν μ' αγαπούσες;» «Συγγνώμη», είπε η Ναόκο. «Δεν θέλω να σε πληγώσω, αλλά αυτό πρέπει να το καταλάβεις: ο Κιζούκι κι εγώ είχαμε μια σχέση ξεχωριστή. Ήμαστε μαζί από τριών χρονών. Μαζί μεγαλώσαμε: πάντα μαζί. Μιλούσαμε, καταλαβαινόμασταν στην εντέλεια. Το πρώτο μας φιλί -δόθηκε στην πρώτη δημοτικού- ήταν υπέροχο. Την πρώτη φορά που μου ήρθε περίοδος, έτρεξα κι έπεσα στην αγκαλιά του κι άρχισα να κλαίω σαν μωρό. Τόσο δεμένοι ήμαστε. Όταν πέθανε, δεν ήξερα πώς να πλησιάσω άλλους ανθρώπους. Δεν ήξερα τι θα πει αγάπη γι' άλλον άνθρωπο».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
201
Άπλωσε το χέρι, της να πι,άσει το ποτήρι της από το τραπεζάκι., αλλά κατάφερε μόνο να το ρίξε!, χύνοντας το κρασί στο χαλί. Γονάτισα, μάζεψα το ποτήρι και το ξανάβαλα στο τραπέζι. Ήθελε να πιει άλλο κρασί; τη ρώτησα. Η Ναόκο έμεινε για λίγο σιωπηλή, ύστερα ξέσπασε σε κλάματα τρέμοντας σύγκορμη. Σκύβοντας μπροστά έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της κι έκλαψε ασυγκράτητα, με την ίδια ένταση όπως και τη νύχτα εκείνη, μ' εμένα. Η Ρέικο άφησε την κιθάρα της, κάθισε δίπλα στη Ναόκο και της χάιδεψε την πλάτη. Έπειτα την αγκάλιασε από τους ώμους και η Ναόκο έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος της Ρέικο, σαν να 'τανε μωρό. «Θα ήταν καλύτερα», γύρισε η Ρέικο σ' εμένα, «αν πήγαινες μια μικρή βόλτα. Είκοσι λεπτά, ας πούμε. Συγγνώμη, αλλά νομίζω πως θα 'ναι καλύτερα». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και σηκοόθηκα, φορώντας ένα φούτερ πάνω από το πουκά[λΐσό [Λου. «Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου», είπα στη Ρέικο. «Μην το σκέφτεσαι», μου απάντησε κλείνοντάς μου το μάτι. «Δεν φταις εσύ. Μην ανησυχείς. Ώσπου να γυρίσεις, θα είναι μια χαρά». Τα πόδια μου με κατέβασαν στο δρόμο που τον έλουζε το αλλόκοτο φως του φεγγαριού. Ύστερα προχώρησα ανάμεσα στα δέντρα. Σ τ η φεγγαράδα όλοι οι ήχοι αντηχούσαν παράξενα. Κούφια τα βήματά μου έφταναν στ' αυτιά μου λες κι έρχονταν από αλλού, λες κι άκουγα κάποιον να περπατάει στο βυθό της θάλασσας. Πίσω μου, πότε πότε, κάτι θρόιζε, κάτι σερνόταν. Πάνω από το δάσος κρεμόταν ένα βα-
202
ΧΛΡΟΤΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ρύ σάβανο, σαν να κρατούσαν όλα τα πλάσματα της νύχτας την ανάσα τους ώσπου να περάσω. Στο σημείο όπου ο δρόμος ξανάβγαι,νε απ' το δάσος, κάθισα σ' ένα πλάτωμα και κοίταξα προς το κτίριο, όπου ζούσε η Ναόκο. Ήταν εύκολο να ξεχωρίσω το δωμάτιό της. Δεν είχα παρά να ψάξω το παράθυρο όπου τρεμόφεγγε ένα αδύναμο φωτάκι μόνο. Ασάλευτος κάρφωσα το βλέμμα μου σ' αυτό το τρεμάμενο μικρό φως. Μου θύμισε το στερνό φτερούγισμα μιας ανθρώπινης ψυχής. Τόσο που θα 'θελα να το σκεπάσω με τα χέρια μου για να το προστατέψω, να μη σβήσει. Συνέχισα να το κοιτάζω, όπως ο Τζέι Γκάτσμπι κοίταζε τις νύχτες το μικροσκοπικό φωτάκι στην αντικρινή όχθη.
Όταν γύρισα μισή ώρα αργότερα, άκουσα από την εξώπορτα κιόλας του κτιρίου την κιθάρα της Ρέικο. Ανέβηκα τις σκάλες όσο πιο σιγά μπορούσα και χτύπησα. Μπαίνοντας δεν είδα τη Ναόκο. Η Ρέικο καθόταν μόνη της, κατάχαμα, κι έπαιζε κιθάρα. Μου 'δειξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, για να μου δώσει να καταλάβω ότι η Ναόκο ήταν εκεί. Ύστερα άφησε την κιθάρα της στο πάτωμα και κάθισε στον καναπέ, προσκαλώντας με να καθίσω δίπλα της και μοιράζοντας όσο κρασί είχε απομείνει στα δυο ποτήρια μας. « Η Ναόκο είναι μια χαρά», είπε αγγίζοντας το γόνατό μου. «Μην ανησυχείς. Της χρειάζεται μόνο λίγη ανάπαυση. Θα ηρεμήσει. Είναι απλώς κουρασμένη. Στο μεταξύ θέλεις να πάμε να περπατήσουμε οι δυο μας;» «Σύμφωνοι», απάντησα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
203
Η Ρέικο χί εγώ κατεβήκαμε περπατώντας μ.ε το πάσο μας το δρόμο που τον φώτιζαν τα φανάρια. Όταν φτάσαμε κοντά στα γήπεδα του τένις και του μπάσκετ, καθίσαμε σ' ένα παγκάκι. Σήκωσε μια μπάλα του μπάσκετ που βρήκε κάτω από το παγκάκι κι άρχισε να τη στριφογυρίζει στα χέρια της. Έπειτα με ρώτησε αν έπαιζα τένις. Ήξερα να παίζω, της απάντησα, αλλά δεν ήμουν καλός. «Και μπάσκετ;» «Δεν είναι το φόρτε μου», είπα. «Ποιο είναι το φόρτε σου;» ρώτησε η Ρέικο και οι γωνιές των ματιών της ζάρωσαν σ' ένα χαμόγελο. «Εκτός απ' το να κοιμάσαι με άγνωστα κορίτσια». «Ούτε και σ' αυτό είμαι πολύ καλός», είπα πειραγμένος από τα λόγια της. «Αστειευόμουν», μου είπε. « Μ η θυμώνεις. Αλήθεια όμως, σε ποίο πράγμα είσαι
καλός;»
«Σε τίποτα ιδιαίτερο. Υπάρχουν πράγματα που [λ' αρέ σει να κάνω». «Για παράδειγμα;» « Η πεζοπορία. Το κολύμπι. Το διάβασμα». «Σ' αρέσουν πράγματα που μπορείς να κάνεις μόνος σου;» «Υποθέτω. Δεν ενθουσιάστηκα ποτέ μου με τα ομαδικά παιχνίδια. Δεν μ' ενδιαφέρουν». «Τότε πρέπει να έρθεις το χειμώνα. Κάνουμε σκι στο δάσος. Είμαι σίγουρη ότι θα σου αρέσει να παλεύεις μέσα στο χιόνι όλη μέρα. Κουράζεται κανείς θαυμάσια και γίνεται μούσκεμα στον ιδρώτα». Κάτω από το φανάρι η Ρέικο κοίταξε το δεξί της χέρι σαν να περιεργαζόταν κάποιο αρχαίο μουσικό όργανο.
204
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
((Παθαίνει συχνά τέτοιες κρίσεις η Ναόκο;)) ρώτησα. ((Πότε πότε», είπε η Ρέικο κοιτάζοντας το αριστερό της χέρι. ((Κάθε λίγο και λιγάκι κουράζεται και κλαίει. Μα δεν πειράζει. Ξεθυμαίνει, εξωτερικεύει τα συναισθήματά της. Το κακό θα ήταν να μην το έκανε. Όταν κρατάς κρυμμένα μέσα σου αυτά που νιώθεις, όταν τ' αφήνεις να πνιγούν μέσα σου, τότε πραγματικά έχεις πρόβλημα». ((Μήπως είπα κάτι που δεν έπρεπε;» ((Όχι, όχι. Τίποτα. Μην ανησυχείς. Εσύ απλώς θα λες με ειλικρίνεια αυτό που έχεις στο μυαλό σου. Αυτό είναι το καλύτερο. Μπορεί να πονάει ώρες ώρες, μπορεί να ταράζει ορισμένους σαν τη Ναόκο, μακροπρόθεσμα όμως είναι για το καλό τους. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνεις, αν σ' ενδιαφέρει πραγματικά να βοηθήσεις τη Ναόκο. Όπως σου είπα και στην αρχή, δεν πρέπει να σ' απασχολεί τόσο πολύ το πώς θα τη βοηθήσεις όσο το γεγονός ότι βοηθώντας τη θα βοηθηθείς κι εσύ. Έτσι κάνουμε εδώ. Πρέπει λοιπόν να είσαι ειλικρινής και να λες ό,τι σου περνάει απ' το μυαλό, τουλάχιστον όσο βρίσκεσαι εδώ. Κανείς δεν το κάνει αυτό στον έξω κόσμο, έτσι δεν είναι;» ((Δεν νομίζω», απάντησα. ((Έχω δει ένα σωρό ανθρώπους να 'ρχονται και να φεύγουν, τόσα χρόνια που είμαι εδώ», είπε η Ρέικο. ((Ίσως υπερβολικά πολλούς. Τις περισσότερες φορές πια καταλαβαίνω με την πρώτη ματιά αν κάποιος θα καλυτερέψει ή όχι. Από ένστικτο σχεδόν. Στην περίπτωση της Ναόκο ωστόσο δεν είμαι σίγουρη. Δεν έχω ιδέα πώς θα πάει. Αν ρωτάς εμένα, μπορεί να συνέλθει, να γίνει εκατό τοις εκατό καλά - και μάλιστα τον άλλο μήνα, αλλά μπορεί
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
205
και να συνεχίσει στην ίδια κατάσταση για χρόνια. Γι' αυτό και δεν ξέρω τι να σου πω, πέρα από τις γενικές, βασικές συμβουλές: να είσαι ειλικρινής και να μ.η βοηθάς μόνο, αλλά να φροντίζεις να βοηθιέσαι κι εσύ». «Γιατί δυσκολεύεσαι τόσο πολύ στην περίπτωση της Ναόκο ;» ((Μάλλον επειδή τη συμπαθώ πολύ. Νομίζω ότι τα αισθήματά μου μ' εμποδίζουν να τη δω καθαρά. Τη συμπαθώ πολύ, θέλω να πω. Πέρα απ' αυτό, έχει ένα σωρό διαφορετικά προβλήματα που είναι όλα μπερδεμένα κουβάρι μεταξύ τους και είναι δύσκολο να τα πιάσει ένα ένα, με τη σειρά. Μπορεί να της πάρει πολύ χρόνο ώσπου να τα ξεμπερδέψει. Μπορεί όμως να συμβεί κάτι αναπάντεχο και να τα ξεμπερδέψει απότομα, όλα μονομιάς. Δεν μπορώ να το προβλέψω». Σήκωσε ξανά την μπάλα του μπάσκετ, τη γύρισε στα χέρια της και τη χτύπησε κάτω. ((Το πιο σημαντικό είναι να μην αρχίσεις ν' ανυπο[;,ο νείς», μου εξήγησε η Ρέικο. ((Αυτή είναι η μοναδική μου συμβουλή: μην αρχίσεις ν' ανυπομονείς. Ακόμα κι αν τα πράγματα είναι πολύ μπερδεμένα, ακόμα κι αν η κατάσταση σου φαίνεται απελπιστική, μη βιαστείς! Μην αρπάξεις ένα οποιοδήποτε νήμα κι αρχίσεις να το τραβολογάς, χωρίς να είναι έτοιμο. Πρέπει να το πάρεις απόφαση πως η δουλειά αυτή θα διαρκέσει πολύ κι ότι όλα θα γίνουν με τη σειρά, ένα ένα. Νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις;» ((Μπορώ να προσπαθήσω», είπα. ((Ίσως πάρει πολύ καιρό, να το ξέρεις. Επίσης, να έχεις υπόψη σου ότι μπορεί να μη συνέλθει ποτέ τελείως. Το 'χεις σκεφτεί αυτό;»
206
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
Έγνεψα καταφατι,κά. « Η αναμονή είναι δύσκολη», είπε χτυπώντας την μπάλα καταγής και ξαναπιάνοντάς την. «Ειδικά για κάποιον στην ηλικία σου. Θ' αντέξεις να κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα και να περιμένεις μήπως γίνει καλά; Χωρίς εγγυήσεις; Χωρίς προθεσμίες; Νομίζεις ότι θα μπορέσεις; Την αγαπάς τόσο πολύ τη Ναόκο;» ((Δεν είμαι σίγουρος», απάντησα με ειλικρίνεια. ((Σαν τη Ναόκο, έτσι κι εγώ: δεν είμαι σίγουρος πως ξέρω τι θα πει ν' αγαπάς κάποιον. Αν και εκείνη το εννοούσε κάπως αλλιώς. Θέλω να προσπαθήσω και θα βάλω τα δυνατά μου πάντως. Πρέπει να το κάνω, δεν έχω άλλο δρόμο. Όπως είπες κι εσύ, η Ναόκο κι εγώ πρέπει να σώσουμε ο ένας τον άλλον. Είναι ο μόνος τρόπος για να σωθούμε». ((Θα συνεχίσεις να κοιμάσαι μ' όποιο κορίτσι βρίσκεις μπροστά σου;» ((Ούτε και μ' αυτό το ζήτημα ξέρω τι να κάνω», απάντησα. ((Τι λες; Είναι προτιμότερο να περιμένω και περιμένοντας να τραβάω μαλακία; Ούτε αυτό το ελέγχω απόλυτα». Η Ρέικο άφησε την μπάλα στο έδαφος και χτύπησε μαλακά το γόνατό μου. ((Κοίτα», είπε, ((δεν σου λέω να πάψεις να κοιμάσαι με άλλα κορίτσια. Αν όμως νιώθεις καλά μ' αυτή την ιστορία, τότε υπάρχει πρόβλημα. Στο κάτω κάτω πρόκειται για τη δίχ-ή σου ζωή. Λέω μόνο, πρόσεξε" μη σπαταλάς τον εαυτό σου με αφύσικο τρόπο. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Θα ήταν κρίμα. Τα δεκαεννιά και τα είκοσι είναι κρίσιμα χρόνια για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα κι αν τ' αφήσεις να πάνε χαμένα, θα το μετανιώσεις αργότερα. Αλήθεια σου λέ(ϋ. Σκέψου το λοιπόν
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
207
μ,ε προσοχή. Αν θέλεις να φροντίσεί,ς τη Ναόκο, φρόντισε πρώτα τον εαυτό σου». Της απάντησα ότι θα το σκεφτόμουν, «Ήμουν κι εγώ είκοσι χρονών κάποτε. Το πιστεύεις;» ((Και βέβαια το πιστεύω». ((Βαθιά μέσα σου;» ((Βαθιά μέσα μου», είπα χαμογελώντας. ((Και ήμουν όμορφη, ξέρεις. Όχι τόσο όμορφη όσο η Ναόκο, αλλά πραγματικά όμορφη. Δεν είχα όλες αυτές τις ρυτίδες». Της είπα ότι οι ρυτίδες της μου άρεσαν. Μ' ευχαρίστησε. ((Παρ' όλα αυτά μην ξαναπείς σε καμιά γυναίκα ότι σ' αρέσουν οι ρυτίδες της», πρόσθεσε. ((Εμένα μ' αρέσει να τ' ακούω, αλλά εγώ είμαι η εξαίρεση». ((Θα προσέχω», είπα. Έβγαλε το πορτοφόλι της από την τσέπη και [ίου έδει ξε μια φωτογραφία που είχε μέσα. Ήταν μια έγχρ(ο[λη φωτογραφία ενός κοριτσιού γύρω στα δέκα: φορούσε πολύχρωμη στολή του σκι και πέδιλα, και στεκόταν στα χιόνια χαμογελώντας γλυκά στο φακό. ((Όμορφη, ε; Είναι η κόρη μου», είπε η Ρέικο. ((Μου την έστειλε τον Ιανουάριο. ((Είναι... γιά να δούμε... εννιά χρονών τώρα». ((Έχει το δικό σου χαμόγελο», είπα. Η Ρέικο έβαλε το πορτοφόλι στην τσέπη της και ρουφώντας τη μύτη της άναψε τσιγάρο. ((Ήθελα να γίνω πιανίστα, να παίζω στα κοντσέρτα», είπε. ((Είχα ταλέντο. Από μικρή ο κόσμος με θαύμαζε. Κέρδιζα βραβεία, είχα τους καλύτερους βαθμούς στο
208
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
ωδείο, έβγαί,να πρώτη σε δ!.αγων!.σμούς ταλέντων. Μετά το σχολείο θα έφευγα κατευθείαν για τη Γερμανία. Ούτε ένα σύννεφο δεν σκίαζε τον ορίζοντα. .Όλα προχωρούσαν στην εντέλεια - κι όταν πήγαινε κάτι στραβά, πάντα υπήρχε κάποιος μεγάλος να το διορθώσει. Ώσπου μια μέρα συνέβη κάτι και τα τίναξε όλα στον αέρα. Ήμουν στην τελευταία τάξη του ωδείου κι ετοιμαζόμουν για έναν πολύ σημαντικό διαγωνισμό. Μελετούσα διαρκώς. Ξαφνικά όμως το δαχτυλάκι του αριστερού μου χεριού έπαψε να κινείται. Δεν ξέρω γιατί. Απλώς έμεινε ακίνητο. Προσπάθησα να το τρίψω, να το συνεφέρω με ζεστό νερό, να το ξεκουράσω λίγες μέρες: τίποτα. Φοβήθηκα λοιπόν και πήγα στο γιατρό. Μου έκαναν ένα σωρό εξετάσεις, δεν έβγαλαν άκρη. Το δάχτυλό μου ήταν εντάξει, δεν είχε τίποτα. Τα νεύρα αντιδρούσαν σωστά. Δεν υπήρχε λόγος που έπαψε να κινείται, μου είπαν. Το πρόβλημα πρέπει να 'ταν ψυχολογικό. Πήγα λοιπόν σε ψυχίατρο. Μα ούτε αυτός μπόρεσε να κάνει διάγνωση, να καταλάβει στ' αλήθεια τι είχα. Ίσως έφταιγε το στρες πριν απ' το διαγωνισμό, είπε και με συμβούλεψε να σταματήσω για λίγο το πιάνο)). Π Ρέικο ρούφηξε βαθιά τον καπνό και τον έβγαλε από μέσα της αργά. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, δυο-τρεις φορές. «Πήγα να ξεκουραστώ στο σπίτι της γιαγιάς μου, στο Ίζου, κοντά στη θάλασσα. Είχα σκοπό να ξεχάσω τελείως το διαγωνισμό και να χαλαρώσω, να περάσω λίγες βδομάδες μακριά από το πιάνο, να κάνω μόνο ό,τι τραβούσε η όρεξή μου. Δεν τα κατάφερα. Το πιάνο ήταν όλος μου ο κόσμος, όλη μου η ζωή. Δεν [ΐπορούσα να το βγάλω απ'
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
209
το μυαλό μου. Αν το δάχτυλο μου δεν γινόταν ποτέ καλά; Πώς θα ζούσα; Οί. σκέψει,ς αυτές γύρί,ζαν ξανά και, ξανά, αδιάκοπα μες στο κεφάλι μου. Δεν ήταν περίεργο: ώς εκείνη τη στιγμή το πιάνο ήταν το Α και το Ω για μένα. Είχα αρχίσει να παίζω όταν ήμουν τεσσάρων χρονών και είχα μεγαλώσει μόνο με το πιάνο. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο για μένα. Δουλειές στο σπίτι δεν έκανα για να μη χτυπήσω τα χέρια μου. Οι άλλοι με θαύμαζαν γι' αυτό και μόνο: επειδή είχα ταλέντο στο πιάνο. Πάρε το πιάνο από ένα κορίτσι που έχει μεγαλώσει μ' αυτό τον τρόπο και τι θα μείνει; Αυτό ήταν - κάποια ασφάλεια μες στο μυαλό μου κάηκε και βυθίστηκα στο σκοτάδι». Πέταξε κάτω το τσιγάρο της και πάτησε τη γόπα να σβήσει, έπειτα έγειρε ξανά το κεφάλι της στο πλάι, δυοτρεις φορές. «Αυτό ήταν το τέλος των ονείρων μου. Δεν υπήρχε πια περίπτωση να διαπρέψω, να παίζω πιάνο σε κοντσέρτα. Έμεινα δυο μήνες στο νοσοκομείο. Το δάχτυλό μου άρχισε να κινείται μόλις γύρισα στο σπίτι, κι έτσι συνέχισα στο ωδείο και πήρα το πτυχίο μου. Ωστόσο κάτι μέσα μου είχε σβήσει. Η κινητήρια δύναμή μου είχε χαθεί, είχε εξατμιστεί μέσα απ' το κορμί μου. Ο γιατρός είπε ότι δεν είχα την πνευματική δύναμη για να γίνω επαγγελματίας μουσικός και με συμβούλεψε να εγκαταλείψω την ιδέα. Τελειώνοντας το ωδείο λοιπόν άρχισα να κάνω μαθήματα σε παιδιά. Υπέφερα όμως. Υπέφερα φριχτά - σαν να πέθαινα. Μόλις είχα πατήσει τα είκοσι - κι ένιωθα πως το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου είχε περάσει. Φαντάζεσαι πόσο τρομερό μπορεί να είναι αυτό το συναίσθημα; Είχα τέτοιες δυνατότητες και μια μέρα ξαφνικά
210
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΥΊΆΚΑΜΙ
ξύπνησα και δεν είχα τίποτε απολύτως. Τέρμα τα χειροκροτήματα, τέρμα ο θαυμασμός των άλλων, τέρμα οι έπαινοι και τα μπράβο. Περνούσα τις μέρες μου στο σπίτι, κάνοντας μάθημα στα γειτονοπούλα, ασκήσεις από το ΒβγθΓ και σονατίνες. Ένιωθα άθλια, έκλαιγα διαρκώς. Είχα χάσει τα πάντα! Άκουγα για άλλους που δεν είχαν ούτε το μισό μου ταλέντο, να κερδίζουν τα δεύτερα βραβεία σε διαγωνισμούς ή να δίνουν ρεσιτάλ στην τάδε και στη δείνα αίθουσα, και τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι απ' τα μάτια μου. ))0ι γονείς μου κρατούσαν και την ανάσα τους ακόμα, να μη με πληγώσουν. Ήξερα όμως ότι τους είχα απογοητεύσει. Από τη μια μέρα στην άλλη, η κόρη τους για την οποία καμάρωναν τόσο, είχε καταντήσει πρώην τρόφιμος ψυχιατρείου. Δεν έβρισκαν καν γαμπρό να με παντρέψουν. Όταν ζεις μαζί με άλλους ανθρώπους, διαισθάνεσαι τι νιώθουν. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη για μένα. Φοβόμουν να βγω απ' το σπίτι, φοβόμουν τα λόγια και τα κουτσομπολιά των γειτόνων. Αυτό -ήταν - το ξανάπαθα. Η ασφάλεια κάηκε πάλι, βυθίστηκα ξανά στο σκοτάδι. Ήμουν είκοσι τεσσάρων χρονών κι αυτή τη φορά έμεινα εφτά μήνες σ' ένα σανατόριο. Όχι εδώ: σ' ένα κανονικό άσυλο για τρελούς, με ψηλούς τοίχους και κλειδωμένες πόρτες. Ένα μέρος βρομερό και τρισάθλιο, χωρίς πιάνο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Το μόνο που ήξερα ήταν πως ήθελα να βγω από κει μέσα το γρηγορότερο, έτσι αγωνίστηκα να γίνω καλά. Ρ]φτά μήνες: εφτά ατελείωτους μήνες. Τότε απέκτησα τις πρώτες ρυτίδες». Η Ρέικο χαμογέλασε, τα χείλη της τραβήχτηκαν απ' άκρη σ' άκρη.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
211
((Λίγο μετά την επιστροφή μου στο σπίτι., γνώρισα κάποιον και τον παντρεύτηκα. Ήταν ένα χρόνο μικρότερος από μένα. Μηχανικός. Δούλευε σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε αεροπλάνα. Τον είχα μαθητή στο πιάνο. Ωραίο παλικάρι. Δεν έλεγε πολλά, αλλά ήταν τρυφερός και ειλικρινής. Τον είχα έξι μήνες μαθητή, όταν μου ζήτησε ξαφνικά να τον παντρευτώ. Εντελώς αναπάντεχα, μια μέρα την ώρα που πίναμε το τσάι μας μετά το μάθημα. Το πιστεύεις; Δεν είχαμε βγει ποτέ ραντεβού, δεν μου είχε πιάσει ούτε το χέρι. Με ξάφνιασε. Του είπα ότι δεν μπορούσα να παντρευτώ. Του είπα ότι μου άρεσε, ότι ήταν πολύ καλός, αλλά παρ' όλα αυτά εγώ για ορισμένους δικούς μου λόγους δεν μπορούσα να τον παντρευτώ. Ζήτησε να μάθει ποιοι ήταν αυτοί οι λόγοι κι έτσι του εξήγησα τα πάντα με απόλυτη ειλικρίνεια - ότι είχα μπει δυο φορές στο νοσοκομείο με νευρικό κλονισμό. Του είπα τα πάντα - το γιατί είχα πάθει αυτό που είχα πάθει, την κατάστασή μου, την πιθανότητα που υπήρχε να μου ξανασυμβεί το ίδιο. Μου απάντησε ότι ήθελε να το σκεφτεί κι εγώ τον ενθάρρυνα να το σκεφτεί με την ησυχία του. Όμως, όταν ξανάρθε για μάθημα μια βδομάδα αργότερα, μου είπε ότι ήθελε ακόμα να με παντρευτεί. Του ζήτησα να περιμένει τρεις μήνες. Θα συνεχίζαμε να βλεπόμαστε για τρεις μήνες, του είπα, κι αν στο τέλος των τριών μηνών εξακολουθούσε να με θέλει, τότε θα το συζητούσαμε ξανά. ))Βγαίναμε μια φορά τη βδομάδα, επί τρεις μήνες. Πηγαίναμε παντού, μιλούσαμε για όλα κι άρχισα να τον συμπαθώ πολύ. Όταν ήμουν μαζί του, ένιωθα λες κι η ζωή μου είχε επιστρέψει σ' εμένα. Είχα ένα απερίγραπτο αί-
212
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
σθημα ανακούφισης τις ώρες που περνούσαμε μόνοι οι δυο μας: γιατί τότε μόνο ξεχνούσα τα τρομερά πράγματα που μου είχαν συμβεί. Ωραία, δεν είχα καταφέρει να γίνω επαγγελματίας μουσικός - και λοιπόν; Ωραία, είχα μπει δυο φορές στο ψυχιατρείο - και λοιπόν; Η ζωή μου δεν είχε τελειώσει. Η ζωή εξακολουθούσε να είναι γεμάτη από θαυμάσια πράγματα που δεν είχα γνωρίσει ακόμα και μόνο γι' αυτό που μ' έκανε να νιώσω, του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη. Οι τρεις μήνες πέρασαν και μου ζήτησε πάλι να τον παντρευτώ. Άκου τι του απάντησα: "Αν θέλεις απλώς να κοιμηθείς μαζί μου, εντάξει. Δεν έχω κοιμηθεί ποτέ με άλλον άντρα κι εσένα σ' αγαπώ. Αν θέλεις λοιπόν να κάνουμε έρωτα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο γάμος όμως είναι άλλη υπόθεση, εντελώς διαφορετική. Αν με παντρευτείς, τότε θα φορτωθείς όλα μου τα προβλήματα - και είναι πολύ χειρότερα απ' ό,τι φαντάζεσαι". ))Μου απάντησε πως δεν τον ένοιαζε, πως δεν ήθελε απλώς να κοιμηθεί μαζί μου, ήθελε να με παντρευτεί και να μοιραστεί όλα όσα είχα μέσα μου. Και το εννοούσε. Ήταν απ' τους ανθρώπους που δεν λένε κάτι αν δεν τον εννοούν - και κρατούν το λόγο τους. Συμφώνησα λοιπόν να τον παντρευτώ. Τι άλλο να 'κανα; Παντρευτήκαμε... γιά να δω... τέσσερις μήνες αργότερα. Μάλωσε με τους γονείς του για χάρη μου* τον αποκλήρωσαν. Ήταν από παλιά οικογένεια που είχε περιουσία, κτήματα στο Σικόκου. Έψαξαν κι έμαθαν για μένα· έμαθαν ότι είχα περάσει δυο φορές απ' το ψυχιατρείο. Δεν είναι ν' απορεί κανείς που διαφώνησαν μ' αυτόν το γάμο. Τέλος πάντων, δεν κάναμε επίσημη τελετή. I Ιήγαμε απλώς στο δημαρχείο και δηλώσαμε το γάμο κι ύστερα πήγαμε δυο μέρες
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
213
στο Χακόνε. Αυτό ήταν αρκετό γι,α μας* ήμαστε ευτυχισμένοι. Έμεί,να παρθένα ώς τη μέρα του γάμου μου. Είκοσι. πέντε χρονών! Το πΐ-στεύεις;» Η Ρέι,κο αναστέναξε και, ξανάπι,ασε την μπάλα του μπάσκετ. «Νόμιζα πως όσο θα 'μουν κοντά του, θα 'μουν μια χαρά», συνέχισε, «Όσο θα 'μουν μαζί του, τα προβλήματά μου δεν θα μπορούσαν να με πλησιάσουν. Αυτό είναι το σημαντικότερο σε αρρώστιες σαν τη δική μας: η εμπιστοσύνη. Αν εμπιστευτώ τον εαυτό μου στα χέρια του, θα είμαι καλά, έλεγα στον εαυτό μου. Γιατί αν η κατάστασή μου χειροτερέψει ακόμα και στο ελάχιστο -αν μια βιδούλα χαλαρώσει, ας πούμε-, αυτός θα το πάρει είδηση αμέσως, και με φροντίδα, με προσοχή, με υπομονή, θα τη σφίξει στη θέση της, θα με κάνει καλά, θα φωτίσει το σκοτάδι μου. Όταν νιώθουμε τέτοια τυφλή εμπιστοσύνη, η αρρώστια δεν μας φοβίζει. Μένει μακριά. Τέρ[λα οι κρίσεις! Ήμουν ευτυχισμένη! Η ζωή ήταν όμορφη! Ένιωθα λες και κάποιος με είχε βγάλει από παγωμένο τρικυμισμένο πέλαγο, με είχε τυλίξει σε κουβέρτες και με είχε βάλει σε σίγουρο, ζεστό κρεβάτι. Δυο χρόνια αργότερα, έκανα μωρό και οι μέρες μου γέμισαν ασφυκτικά. Δεν προλάβαινα πια να σκεφτώ την αρρώστια μου! Σηκωνόμουν το πρωί, έκανα τις δουλειές του σπιτιού, φρόντιζα το μωρό και μαγείρευα για τον άντρα μου, κάθε μέρα το ίδιο, αλλά χαιρόμουν, ήμουν ευτυχισμένη. Πρέπει να 'ταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου. Πόσα χρόνια κράτησε, αναρωτιέμαι... Τουλάχιστον ώς τα τριάντα ένα μου χρόνια. Και τότε, ξαφνικά... αυτό ·ηταν\ Το 'παθα πάλι. Διαλύθηκα. Κατέρρευσα».
214
ΧΛΡΟΤΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
Η Ρέικο άναψε τσιγάρο. Ο αέρας είχε πάψει.. Ο καπνός ανέβηκε κατευθείαν επάνω και χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας. Τότε μ,όνο πρόσεξα πως ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. «Συνέβη κάτι;» ρώτησα. ((Ναι», απάντησε. ((Συνέβη κάτι παράξενο. Λες και μου είχαν στήσει παγίδα. Ακόμα και τώρα ανατριχιάζω, όταν το σκέφτομαι». Η Ρέικο έτριψε το μέτωπό της με το ελεύθερο χέρι της. ((Με συγχωρείς όμως, σε αναγκάζω ν' ακούς τις δικές μου ιστορίες, ενώ εσύ ήρθες για να δεις τη Ναόκο». ((Θα ήθελα να ακούσω τι σου συνέβη», είπα. ((Αν δεν σε στενοχωρεί, αν δεν σε ταράζει εσένα, εγώ θα ήθελα ν' ακούσω τη συνέχεια». ((Όταν η κόρη μας πήγε στο νηπιαγωγείο», συνέχισε τότε η Ρέικο, ((άρχισα να παίζω και πάλι πιάνο. Σιγά σιγά. Όχι για τους άλλους αλλά για μένα. Αρχισα με μικρά κομμάτια, Μπαχ, Μότσαρτ, Σκαρλάτι. Μετά από τόσο καιρό μακριά απ' τη μουσική, άργησα βέβαια να ξαναβρώ το ρυθμό μου. Τα δάχτυλά μου δεν κουνιούνταν όπως παλιά, αλλά μου άρεσε. Ακουμπώντας τα χέρια μου στα πλήκτρα, συνειδητοποιούσα πόσο την είχα αγαπήσει τη μουσική - και πόσο τη λαχταρούσα ακόμα. Το να μπορείς να παίζεις μουσική για τον εαυτό σου είναι υπέροχο συναίσθημα. »Όπως σου είπα και πριν, είχα αρχίσει να παίζω από τότε που ήμουν τεσσάρων χρον(ί)ν, αλλά ποτέ δεν είχα παίξει μόνο για τον εαυτό μου. I Ιάντα έπαιζα για κάποιον διαγωνισμό, για εξάσκηση, για να εντυπωσιάσω κάποιον. Όλα αυτά είναι σημαντικά, βέβαια, αν θέλεις να μά-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
215
θει,ς ένα όργανο, αλλά από μια ηλικία και μετά, πρέπει ν' αρχίσεις να παίζεις και για τον εαυτό σου. Γιατί αυτό θα πει μουσική. Χρειάστηκε να εγκαταλείψω τις ανώτερες σπουδές μου, τις επαγγελματικές μου φιλοδοξίες και να φτάσω στα τριάντα ένα μου χρόνια για να το καταλάβω. Έστελνα την κόρη μου στο νηπιαγωγείο, ξεπετούσα βιαστικά τις δουλειές του σπιτιού κι ύστερα περνούσα μιαδυο ώρες παίζοντας τη μουσική που μου άρεσε. Ώς εδώ όλα καλά, ναι;» Έγνεψα καταφατικά. «Μια μέρα όμως με επισκέφθηκε κάποια γειτόνισσα. Κάποια που την ήξερα αρκετά, ώστε να τη χαιρετώ όταν συναντιόμασταν στο δρόμο. Μου ζήτησε να κάνω μαθήματα πιάνου στην κόρη της. Δεν το ήξερα το κορίτσι παρ' όλο που μέναμε στην ίδια γειτονιά, τα σπίτια μας ήταν αρκετά μακριά το ένα απ' το άλλο. Η γυναίκα [λου είπε ότι η κόρη της περνούσε έξω απ' το σπίτι μου και άκουγε να παίζω και της άρεσε πολύ. Κάποια φορά [ΐάλιστα με είχε δει και τώρα πίεζε τη μαμά της να έρθει να με παρακαλέσει. Στο σχολείο πήγαινε στην τετάρτη τάξη κι είχε κάνει μαθήματα με πολλές δασκάλες, αλλά για τον έναν ή τον άλλο λόγο τα πράγματα δεν είχαν προχωρήσει όπως θα έπρεπε. Τώρα δεν είχε δασκάλα. «Αρνήθηκα. Είχα εγκαταλείψει το πιάνο για πολλά χρόνια και, παρ' όλο που ίσως κατάφερνα να διδάξω έναν αρχάριο, θα μου ήταν αδύνατο να τα βγάλω πέρα με κάποιον που είχε κάνει ήδη μαθήματα αρκετά χρόνια. Εξάλλου είχα το παιδί μου να φροντίζω. Επίσης -αν και αυτό δεν το είπα στην επισκέπτριά μου-, κανείς δεν θέλει μια μαθήτρια που αλλάζει συνεχώς δασκάλες. Η γυναίκα με
216
ΧΛΡΟνΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
παρακάλεσε τότε να της κάνω τη χάρη και να συναντήσω τουλάχιστον την κόρη της. Ήταν πιεστική κυρία και κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο να υποχωρήσει τόσο εύκολα, γι' αυτό και συμφώνησα να συναντήσω το κορίτσι αλλά μόνο να το συναντήσω. Τρεις μέρες αργότερα η κόρη της ήρθε μόνη στο σπίτι μου. Ήταν πραγματικός άγγελος, με μια αιθέρια, καθαρή, γλυκιά, διάφανη ομορφιά. Δεν είχα -ούτε έχω- ξαναδεί πιο όμορφο κορίτσι. Είχε μακριά λαμπερά μαλλιά, χαριτωμένο κορμί, φωτεινά μάτια κι ένα γλυκό στοματάκι που έμοιαζε να πλάστηκε μόλις εκείνη τη στιγμή. Μου κόπηκε η μιλιά μόλις την είδα - τόσο όμορφη ήταν. Όταν κάθισε στον καναπέ μου, μεταμόρφωσε το σαλόνι μου σ' ένα χώρο εξαίσιο. Δεν άντεχα να την κοιτάξω καταπρόσωπο, μισόκλεινα τα μάτια για να μη με τυφλώσει η ομορφιά της. Τέλος πάντων, έτσι ήταν. Ακόμα θυμάμαι τα χαρακτηριστικά της, σαν να τα βλέπω μπροστά μου». Η Ρέικο στένεψε τα μάτια της σαν να 'βλεπε στ' αλήθεια το κορίτσι. «Ήπιαμε καφέ και κουβεντιάσαμε για μια ολόκληρη ώρα ένα σωρό πράγματα: για τη μουσική, για το σχολείο της, για όλα. Φαινόταν με την πρώτη ματιά πως ήταν έξυπνη. Ήξερε να διατηρήσει μια κουβέντα, είχε ξεκάθαρες απόψεις κι ακόμα ένα φυσικό χάρισμα: ήξερε να σαγηνεύει το συνομιλητή της. Ήταν σχεδόν τρομαχτικό. Την εποχή εκείνη δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν αυτό ακριβώς που την έκανε τρομαχτική. Απλώς με ξάφνιασε η τρομερή εξυπνάδα της. Μαζί της όμως έχασα κάθε δύναμη να κρίνω λογικά. Ήταν τόσο νέα και τόσο όμορφη που έφτασα να νιώθω κατώτερή της. Ακόμα κι
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
217
αν είχα κάποιες επιφυλάξεις, δεν μπορούσα να τις αποδώσω παρά μόνο στη ζήλια μου και στη διανοητική μου μειονεξία». Η Ρέικο κούνησε αρκετές φορές το κεφάλι. «Αν είχα την ομορφιά και την εξυπνάδα της, θα ήμουν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τη ζωή όταν είναι τόσο όμορφος και τόσο έξυπνος; Γιατί να θέλει ένας τέτοιος άνθρωπος να βασανίζει και να ποδοπατάει τους πιο αδύναμους απ' τον ίδιο, τη στιγμή που όλοι τον λατρεύουν; Ποιο λόγο μπορεί να έχει για να κάνει τέτοιο φριχτό πράγμα;» «Σου έκανε κάτι κακό;» «Θα σ' το πω ευθέως, το κορίτσι αυτό ήταν μια παθολογική ψεύτρα. Ήταν άρρωστη, τελεία και παύλα. Έβγαζε τα πάντα απ' το μυαλό της και τις ιστορίες που σκαρφιζόταν τις πίστευε. Ύστερα άλλαζε τις καταστάσεις γύρω της για να ταιριάζουν με τα ψέματά της. Ίΐταν τόσο εύστροφη που πάντα κατάφερνε να προπορεύεται ένα βήμα από σένα και να κρύβει οτιδήποτε μπορούσε να σου φανεί παράξενο ή ύποπτο. Έτσι ποτέ δεν σου περνούσε απ' το μυαλό ότι έλεγε ψέματα. Καταρχήν, κανενός δεν του περνούσε απ' το μυαλό ότι ένα τόσο όμορφο κοριτσάκι έλεγε ψέματα ακόμα και για τα πιο καθημερινά θέματα. Εμένα πάντως δεν μου πέρασε απ' το μυαλό. Μου είπε ένα κάρο ψέματα επί έξι μήνες κι εγώ ουδέποτε την υποψιάστηκα. Μου έλεγε ψέματα για όλα κι ούτε μια φορά δεν διανοήθηκα ν' αμφισβητήσω τα λόγια της. Ξέρω ότι ακούγεται απίστευτο». «Για ποια πράγματα σου έλεγε ψέματα;» «Όταν λέω για ολα, εννοώ για ολα». Η Ρέικο γέλασε
218
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
σαρκαστικά. «Όποιος λέει ένα ψέμα, πρέπει να πει κι άλλα πολλά για να καλύψει το πρώτο του. Μυθομανία είναι η κατάλληλη λέξη. Οι συνηθισμένοι μυθομανείς λένε μικρά κι αθώα ψέματα και ο περισσότερος κόσμος τα παίρνει είδηση. Εκείνο το κορίτσι όμως δεν ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι. Για να προστατέψει τον εαυτό της και τα ψέματά της, ήταν ικανή να ξεστομίσει απίστευτα, τρομερά πράγματα χωρίς να παίξει το μάτι της. Ανακάτευε τους πάντες και τα πάντα. Έλεγε πάντα ψέματα, λιγότερα ή περισσότερα, ανάλογα με τον άνθρωπο στον οποίο μιλούσε. Στη μητέρα της ή στις στενές της φιλενάδες που θα την καταλάβαιναν αμέσως, σπάνια έλεγε ψέματα, κι όταν έλεγε, πρόσεχε πολύ: φρόντιζε να είναι ψέματα που δεν θα ξεσκεπάζονταν ποτέ. Τις ελάχιστες φορές που τύχαινε να ξεσκεπαστούν, άρχιζε τα κλάματα, τις δικαιολογίες και τις συγγνώμες με τα δάκρυα να τρέχουν από τα όμορφα ματάκια της. Κανείς δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία, όταν την έβλεπε έτσι. ))Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί διάλεξε εμένα. Ήμουν άλλο ένα θύμα της ή η σανίδα σωτηρίας της; Δεν ξέρω. Και, φυσικά, τώρα πια δεν έχει καμιά σημασία. Τώρα που όλα έχουν τελειώσει. Τώρα που κατάντησα εδώ που κατάντησα». Τα λόγια της ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. «Επανέλαβε όσα μου είχε πει ήδη η μητέρα της, ότι περνούσε απέξω και είχε συγκινηθεί από το παίξιμό μου. Με είχε δει στο δρόμο μερικές φορές, πρόσθεσε, και είχε αρχίσει να νιώθει κάτι σαν λατρεία για μένα. Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε: λατρεία. Μ' έχανε να κοκκινίσω. Γιά σκέψου, να σε λατρεύει ένα τέτοιο όμορφο κι έξυπνο
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
219
κορίτσι! Μια τέτοια κουκλίτσα! Πάντως δεν νομίζω πως έλεγε τελείως ψέματα. Ήμουν βέβαια τριάντα χρονών και ποτέ δεν ήμουν τόσο όμορφη και τόσο έξυπνη όσο εκείνη ούτε είχα ιδιαίτερο ταλέντο. Σίγουρα όμως είχα κάτι που την τράβηξε σ' εμένα, κάτι που της έλειπε, υποθέτω. Απ' αυτό πιάστηκε κι ενδιαφέρθηκε για μένα. Τώρα που σκέφτομαι την όλη υπόθεση εκ των υστέρων, πιστεύω ότι κάτι της άρεσε σ' εμένα. Το λέω χωρίς να θέλω να περηφανευτώ». «Νομίζω πως καταλαβαίνω τι εννοείς». ((Είχε φέρει μαζί της παρτιτούρες και μου ζήτησε την άδεια να παίξει κάτι να την ακούσω. Την άφησα. Ήταν μια παραλλαγή του Μπαχ. Το παίξιμό της είχε κάτι το... ενδιαφέρον. Ή να το πω παράξενο; Δεν ήταν συνηθισμένο πάντως. Ήταν βέβαια αγύμναστη. Δεν είχε πάει σε ωδείο και τα μαθήματα που είχε παρακολουθήσει ήταν αποσπασματικά. Μισές δουλειές. Μάλλον αυτοδίδακτη μπορούσες να την πεις. Δεν είχε κάνει σωστή εξάσκηση. Αν απευθυνόταν σε ωδείο, δεν θα την έπαιρναν. Ωστόσο έπαιζε. Παρ' όλο που το ενενήντα τοις εκατό απ' αυτά που έπαιζε ήταν χάλια, το υπόλοιπο δέκα τοις εκατό ήταν μουσική. Ο Μπαχ ήτανε αποκάλυψη! Έτσι έγινε κι ενδιαφέρθηκα. Μου κίνησε την περιέργεια. Ήθελα να καταλάβω τι είχε μέσα του αυτό το κορίτσι. »Δεν χρειάζεται να το πω, ο κόσμος είναι γεμάτος κορίτσια που παίζουν τον Μπαχ καλύτερα από εκείνη. Είκοσι φορές καλύτερα. Ωστόσο το παίξιμό τους δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το ξεχωριστό. Η μουσική τους ακούγεται κενή, κούφια. Σαν να μην είναι μουσική. Η τεχνική αυτής της μικρής ήταν χάλια, αλλά είχε μέσα της
220
ΧΛΡΟΤΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
κάτι. ικανό να τραβήξει, την προσοχή - τη δική μου τουλάχιστον. Σκέφτηκα λοιπόν πως ίσως άξιζε τον κόπο να της κάνω μαθήματα. Δεν υπήρχε περίπτωση βέβαια να διορθώσω σε τέτοιο βαθμό τα λάθη του παρελθόντος, ώστε να μπορέσει να γίνει επαγγελματίας. Όχι. Ένιωσα όμως ότι θα μπορούσα να την κάνω ευτυχισμένη με το πιάνο, όπως ήμουν εγώ εκείνη την εποχή - κι ακόμα είμαι. Να τη διδάξω ώστε να γίνει ικανή ν' απολαμβάνει τη μουσική για τον εαυτό της. Η ελπίδα μου αυτή ωστόσο αποδείχτηκε μάταιη. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που μπορούν να καθίσουν στ' αυγά τους και ν' απολαύσουν κάτι μόνοι τους, για τον εαυτό τους. Αντίθετα, ήταν ικανή να λογαριάσει και την παραμικρή λεπτομέρεια ακόμα, ν' αξιοποιήσει καθετί που είχε στη διάθεσή της για να εντυπωσιάσει τους άλλους. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει για να δρέψει το θαυμασμό και τους επαίνους. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει για να τραβήξει τη δική μου προσοχή. Τα είχε υπολογίσει όλα, είμαι σίγουρη. Είχε βάλει τα δυνατά της κι είχε εξασκηθεί στα δυσκολότερα σημεία για να με γοητεύσει. Σαν να τη βλέπω μπροστά μου. ))Ακόμα και τώρα όμως που έχουν ξεκαθαρίσει όλα πια μέσα στο μυαλό μου, εξακολουθώ να πιστεύω ότι είχε κάτι θαυμάσιο στον τρόπο που έπαιξε τον Μπαχ. Θα ανατρίχιαζα και τώρα αν την άκουγα. Ξέροντας την αλήθεια για τα ψέματά της, ξέροντας πόσο ύπουλη, πανούργα και κακιά ήταν, εγώ θ' ανατρίχιαζα. Συμβαίνουν αυτά». Η Ρέικο ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. Σταμάτησε να μιλάει. ((Τη δέχτηκες λοιπόν κι αρχίσατε μαθήματα;» ρώτησα. ((Ναι. Μία φορά τη βδομάδα. Τα πρωινά του Σαββά-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
221
του. Ήταν η μ,έρα που δεν είχε σχολείο. Δεν έλειψε ούτε μία φορά, δεν άργησε ούτε μία φορά, ήταν η τέλεια μαθήτρια. Μελετούσε πάντα τις ασκήσεις της. Μετά από κάθε μάθημα, τρώγαμε ένα γλυκό και κουβεντιάζαμε». Τη στιγμή εκείνη η Ρέικο κοίταξε το ρολόι της, σαν να 'χε θυμηθεί ξαφνικά κάτι. ((Μήπως θα 'πρεπε να γυρίσουμε στο δωμάτιο; Ανησυχώ λιγάκι για τη Ναόκο. Είμαι σίγουρη ότι δεν την ξέχασες, έτσι;» ((Όχι βέβαια», γέλασα. ((Απλώς μ' έχει συνεπάρει η ιστορία σου». ((Αν θέλεις ν' ακούσεις τη συνέχεια, θα σου την πω αύριο. Είναι μεγάλη ιστορία - δεν προλαβαίνουμε να την τελειώσουμε απόψε». ((Είσαι πραγματική Σεχραζάντ». ((Το ξέρω», απάντησε γελώντας κι αυτή. ((Δεν θα γυρίσεις ποτέ στο Τόκιο». Γυρίσαμε πίσω από τον ίδιο δρόμο. Τα κεριά είχαν σβήσει, όπως και τα φώτα στο σαλόνι. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν ανοιχτή και το πορτατίφ στο κομοδίνο αναμμένο. Το φως του έφτανε αδύναμο μέχρι το σαλόνι. Η Ναόκο καθόταν στον καναπέ, στο μισοσκόταδο, μόνη της. Είχε αλλάξει. Φορούσε ένα φαρδύ γαλάζιο νυχτικό, κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, και καθόταν με τα πόδια διπλωμένα στον καναπέ. Η Ρέικο την πλησίασε κι ακούμπησε το χέρι της στη χωρίστρα των μαλλιών της. ((Είσαι εντάξει τώρα;» ((Ναι, συγγνώμη», ψιθύρισε η Ναόκο και γυρίζοντας προς το μέρος μου πρόσθεσε απολογητικά: ((Πρέπει να σε τρόμαξα».
222
ΧΛΙ'()\·ΚΙ
ΜΟΪΊΆΚΛΜΙ
«Λιγάκι,)), της απάντησα χαμογελώντας. {(Έλα εδώ)), είπε. Όταν κάθισα δίπλα της, εκείνη στην ίδια πάντα στάση, με τα πόδια διπλωμένα στον καναπέ, έγειρε προς το μέρος μου ώσπου το πρόσωπο της ακούμπησε στ' αυτί μου -σαν να 'θελε να μου πει κάποιο μυστικό- και με φίλησε απαλά. «Συγγνώμη)), ξανάπε - τούτη τη φορά μέσα στ' αυτί μου, με σιγανή φωνή. Ύστερα ξεκόλλησε από πάνω μου. «Μερικές φορές)), είπε, «τα χάνω. Μπερδεύομαι τόσο που δεν ξέρω τι μου γίνεται)). «Εγώ το παθαίνω συνέχεια)), είπα. Η Ναόκο χαμογέλασε και με κοίταξε. «Αν δεν σε πειράζει)), είπα, «θα ήθελα ν' ακούσω περισσότερα για σένα. Για τη ζωή σου εδώ. Για την καθημερινή σου ρουτίνα. Για τους ανθρώπους που συναντάς)). Η Ναόκο μου περιέγραψε τι έκανε κάθε μέρα σ' αυτό το μέρος, μιλώντας με σύντομες αλλά κρυστάλλινες φράσεις. Ξύπνημα στις έξι. Πρωινό εδώ, στο διαμέρισμα. Καθάρισμα του κοτετσιού. Μετά οι συνηθισμένες αγροτικές δουλειές: περιποίηση των λαχανικών. Πριν ή μετά το γεύμα είχε μια ωριαία συνάντηση με το γιατρό της ή με μια ομάδα συζήτησης. Το απόγευμα είχε το ελεύθερο να διαλέξει: μαθήματα που την ενδιέφεραν ή δουλειά στο ύπαιθρο ή κάποιο άθλημα. Είχε προτιμήσει κάποια μαθήματα: γαλλικά, πλέξιμο, πιάνο, αρχαία ιστορία. « Η Ρέικο μου κάνει πιάνο)), είπε. «Κάνει και μαθήματα κιθάρας. Όλοι είμαστε εναλλάξ μαθητές και δάσκαλοι εδώ. Κάποιος ξέρει πολύ καλά τα γαλλικά και τα διδάσκει σε άλλους που θέλουν να τα μάθουν. Ένας άλλος, καθηγητής ιστορίας, διδάσκει ιστορία. Μια κυρία που τα
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΛΣΟΣ
223
καταφέρνει, στο πλέξί,μο, μας μαθαίνει, πλέξιμο: έχουμε ολόκληρο σχολείο εδώ. Εγώ δυστυχώς δεν ξέρω τίποτα που να μπορώ να το διδάξω και σε άλλους». «Ούτε εγώ», είπα. «Πάντως εδώ αφιερώνω πολύ περισσότερη ώρα στα μαθήματά μου απ' ό,τι έκανα στο πανεπιστήμιο. Δουλεύω σκληρά - και μ' αρέσει». «Τι κάνεις μετά το βραδινό φαγητό;» «Μιλάω με τη Ρέικο, διαβάζω, ακούω δίσκους, πηγαίνω στα διαμερίσματα των άλλων και παίζουμε, τέτοια πράγματα». «Εγώ εξασκούμαι στην κιθάρα και γράφω την αυτοβιογραφία μου», είπε η Ρέικο. «Την αυτοβιογραφία σου;» «Αστειεύομαι», γέλασε η Ρέικο. «Πέφτουμε για ύπνο γύρω στις δέκα. Υγιεινή ζωή, ε; Κοιμόμαστε σαν τα μωρά». Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν λίγα λεπτά πριν απ' τις εννιά. «Σε λίγο θα νυστάξετε δηλαδή». «Α, δεν πειράζει. Μπορούμε να μείνουμε λίγο πιο αργά σήμερα», είπε η Ναόκο. «Έχω τόσο καιρό να σε δω που θέλω να κουβεντιάσουμε κι άλλο. Μίλα μου». «Πριν που ήμουν μόνος μου, άρχισα ξαφνικά να σκέφτομαι τα παλιά», είπα. «Θυμάσαι τότε που ο Κιζούκι κι εγώ ήρθαμε να σε δούμε στο νοσοκομείο; Στη θάλασσα». «Τότε που χειρουργήθηκα στο στήθος», είπε χαμογελώντας η Ναόκο. «Και βέβαια το θυμάμαι. Εσύ κι ο Κιζούκι ήρθατε με τη μοτοσικλέτα. Μου φέρατε ένα κουτί σοκολατάκια που είχαν λιώσει κι είχαν γίνει ένα μέσα στο κουτί τους. Δυσκολεύτηκα πολύ να τα φάω! Δεν ξέρω, μου φαίνεται σαν να 'χουν περάσει αιώνες από τότε».
224
ΧΛΙ'ονΚΙ
Μ()ϊΊ>ΛΚΛΐνΐΙ
((Πράγματι,. Κι. εσύ, νο[λίζω, έγραφες ένα ποίημα, ένα μεγάλο ποίημα». ((Όλα τα κορίτσια γράφουν ποιήματα σ' αυτή την ηλικία», κελάηδησε η Ναόκο. ((Πώς και τα θυμήθηκες όλα αυτά τώρα;» ((Δεν ξέρω, το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ. Η μυρωδιά της θάλασσας, οι πικροδάφνες ίσως... ξαφνικά μου ήρθαν στο μυαλό. Ερχόταν συχνά ο Κιζούκι στο νοσοκομείο να σε δει;» ((Κάθε άλλο! Και γι' αυτόν το λόγο μαλώσαμε άσχημα μετά. Ήρθε μια φορά, έπειτα άλλη μια μαζί σου κι αυτό ήταν. Ήταν απαίσιος. Την πρώτη φορά που ήρθε μόνος του ήταν τρομερά ανήσυχος και δεν έμεινε ούτε δέκα λεπτά. Μου έφερε λίγα πορτοκάλια, άρχισε να μου λέει κάτι που δεν καταλάβαινα, μου καθάρισε ένα πορτοκάλι, συνέχισε να μου μιλάει μέσα από τα δόντια του και μετά έφυγε. Είπε ότι κάτι τον ενοχλούσε στα νοσοκομεία». Η Ναόκο γέλασε. ((Ήταν πολύ παιδί σ' αυτά τα θέματα. Θέλω να πω... κανενός δεν του αρέσουν τα νοσοκομεία, εντάξει; Γι' αυτό και πηγαίνουμε επίσκεψη σ' όποιον βρίσκεται στο νοσοκομείο: για να τον κάνουμε να νιώσει καλύτερα, να του φτιάξουμε το κέφι. Ο Κιζούκι όμως δεν εννοούσε να το καταλάβει». ((Δεν ήταν τόσο απαίσιος πάντως όταν ήρθαμε να σε δούμε οι δυο μας. Εγώ τον θυμάμαι όπως πάντα». ((Επειδή ήσουν κι εσύ εκεί», είπε η Ναόκο. ((Πάντα έτσι ήταν, όταν ήσουν κι εσύ μπροστά. Αγωνιζόταν να κρύψει τις αδυναμίες του. Είμαι σίγουρη ότι σ' αγαπούσε πολύ κι ήθελε να σου δείχνει μόνο τις καλύτερες πλευρές του. Μ' εμένα δεν τον ένοιαζε, άφηνε ελεύθερο τον πραγ-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
225
ματικό του εαυτό - και πίστεψε με, ήταν συχνά δύσκολος χι άλλαζε στα καλά καθούμενα. Εκεί που μιλούσε χαρούμενος κι ευχαριστημένος, βούλιαζε την επόμενη στιγμή στη λύπη και την απογοήτευση. Συνέχεια αυτό το πράγμα γινόταν, από τότε που ήταν παιδί. Προσπαθούσε όμως διαρκώς να διορθωθεί». Η Ναόκο βόλεψε καλύτερα τα πόδια της στον καναπέ. «Προσπαθούσε σκληρά, αλλά δεν τα κατάφερνε και μετά θύμωνε και στενοχωριόταν. Είχε τόσα ταλέντα, τόση ομορφιά, κι όμως - δεν είχε την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν. Διαρκώς σκεφτόταν τι έπρεπε ν' αλλάξει στον εαυτό του. Ο καημένος ο Κιζούκι!» ((Αν προσπαθούσε πάντως, όπως λες, να μου δείξει την καλύτερη πλευρά του», είπα, ((το πέτυχε. Εγώ μόνο την καλύτερη πλευρά του έβλεπα». Η Ναόκο χαμογέλασε. ((Θα χαιρόταν πολύ αν σ' άκου γε να λες τέτοιο πράγμα. Ήσουν ο μοναδικός του φίλος». ((Κι εκείνος ήταν ο μοναδικός δικός μου φίλος», απάντησα. ((Δεν υπήρξε ποτέ άλλος που θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω πραγματικά φίλο μου - είτε πριν είτε μετά τον Κιζούκι». ((Γι' αυτό μ' άρεσε να είμαι μαζί σας. Γιατί όταν ήσουν κι εσύ εκεί, έβλεπα κι εγώ μόνο την καλή πλευρά του. Χαλάρωνα και έπαυα ν' ανησυχώ όταν ήμαστε κι οι τρεις μας. Δεν ξέρω πώς ένιωθες εσυ, αλλά εμένα ήταν οι αγαπημένες μου ώρες». ((Εγώ ανησυχούσα κι έσπαζα το κεφάλι μου για το πώς ένιωθες εσύ», απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου. ((Το πρόβλημα ήταν πως αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ' άπειρον», είπε η Ναόκο. ((Τέτοιοι
226
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
τέλειοι μικροί κύκλοι είναι αδύνατο να διατηρηθούν για πάντα. Ο Κιζούκι το ήξερε, εγώ το ήξερα κι εσύ το ήξερες επίσης. Σωστά;» Έγνεψα καταφατικά. «Για να είμαι ειλικρινής», συνέχισε η Ναόκο, «εγώ αγαπούσα και την αδύναμη πλευρά του. Την αγαπούσα όσο και την καλή, τη δυνατή του πλευρά. Δεν είχε τίποτα κακό ή ύπουλο. Μόνο αδύναμος ήταν, αυτό ήταν όλο. Προσπάθησα πολλές φορές να του το πω, αλλά δεν με πίστευε. Μου έλεγε ότι δεν τον έκρινα σωστά επειδή ήμαστε μαζί από τα τρία μας χρόνια. Ότι τον ήξερα σαν τον εαυτό μου και γι' αυτό δεν ξεχώριζα τα καλά του στοιχεία από τα κακά: τα έβλεπα όλα το ίδιο. Παρ' όλα αυτά δεν μπόρεσε να με κάνει ν' αλλάξω γνώμη ή συναισθήματα απέναντί του. Συνέχισα να τον αγαπώ όπως πάντα και δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για κανέναν άλλον». Η Ναόκο με κοίταξε μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο. « Η σχέση που είχαμε δεν έμοιαζε καθόλου με την κανονική σχέση που έχουν ένα αγόρι μ' ένα κορίτσι. Σαν να ήταν τα κορμιά μας με κάποιο τρόπο ενωμένα. Όταν τύχαινε να είμαστε χώρια, μια δύναμη, σαν τη βαρύτητα, μας τραβούσε και μας έσπρωχνε να πλησιάσουμε ξανά ο ένας τον άλλον. Όταν τα φτιάξαμε, ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Δεν ήταν κάτι που έπρεπε να το σκεφτούμε. Δεν ήταν κάτι που το διαλέξαμε. Αρχίσαμε τα φιλιά στα δώδεκα και τα χάδια στα δεκατρία. Ερχόταν στο δωμάτιό μου ή πήγαινα εγώ στο δικό του και τον βοηθούσα με τα χέρια μου να τελειώσει. Ούτε που διανοήθηκα ποτέ μου ότι κάναμε κάτι πριν απ' την ώρα μας. Όλα γίνονταν φυσικά. Αν ήθελε να παίξει με το στήθος
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
227
μου ή μ.ε το κορμ,ί μου ολόκληρο, τον άφηνα, δεν με πείραζε καθόλου. Αν ήταν ερεθισμένος χι ήθελε να ξεθυμάνει,, τον βοηθούσα ευχαρίστως. Πιστεύω ότι θα μέναμε κι οι δυο με το στόμα ανοιχτό, αν μας κατηγορούσε κανείς ότι κάναμε κάτι κακό. Επειδή δεν κάναμε τίποτα κακό. Κάναμε μόνο ό,τι μας ερχόταν, ό,τι θεωρούσαμε απολύτως φυσικό. Πάντα δείχναμε ο ένας στον άλλον τ' απόκρυφά μας. Λες και τα κορμιά μας ανήκαν και στους δυο μας. Από κοινού. Για ένα διάστημα πάντως δεν προχωρήσαμε περισσότερο. Φοβόμασταν μήπως μείνω έγκυος και την εποχή εκείνη δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα πώς να το αποφύγουμε... Τέλος πάντων, έτσι μεγαλώσαμε μαζί, ο Κιζούκι κι εγώ, χέρι χέρι, αχώριστο ζευγάρι. Τα προβλήματα με τη σεξουαλικότητα και με την ανάπτυξη του εγώ που αντιμετωπίζουν τ' άλλα παιδιά φτάνοντας στην εφηβεία, εμείς δεν τα είχαμε. Όπως είπα, νιώθαμε, απόλυτα ελεύθεροι στο σεξ. Όσον αφορά δε το εγώ μας, ή[λαστε τόσο δεμένοι, τόσο απορροφημένοι ο ένας από τον άλλον που το πρόβλημα δεν μας άγγιζε καν. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» «Νομίζω, ναι», είπα. «Δεν αντέχαμε να μένουμε χώρια. Αν λοιπόν ζούσε τώρα ο Κιζούκι, είμαι βέβαιη πως θα 'μασταν μαζί, θ' αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο, θα μεγαλώναμε και θα γινόμασταν σιγά σιγά δυστυχισμένοι». αΛυστυχίσμένοί; Γιατί;» Η Ναόκο χτένισε τα μαλλιά της με τα δάχτυλα προς τα πίσω κάμποσες φορές. Είχε βγάλει το κοκαλάκι της και κάθε φορά που έσκυβε το κεφάλι, τα μαλλιά της έπεφταν προς τα εμπρός.
228
ΧΛΡΟνΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
«Γιατί κάποια στιγμή θα έπρεπε να δώσουμε στον κόσμο αυτά που του χρωστούσαμε», είπε σηκώνοντας τα μάτια της σ' εμένα. «Να νιώσουμε τον πόνο που νιώθουν όλοι μεγαλώνοντας. Δεν τον νιώσαμε όταν έπρεπε - κάποια στιγμή ο λογαριασμός θα ερχόταν. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο Κιζούκι έκανε αυτό που έκανε. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο εγώ βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι. Ήμαστε σαν παιδιά που μεγάλωσαν γυμνά σ' ένα έρημο νησί. Όταν πεινούσαμε, απλώναμε το χέρι και κόβαμε μια μπανάνα. Όταν νιώθαμε μοναξιά, κοιμόμασταν αγκαλιασμένοι. Όμως αυτές οι καταστάσεις δεν είναι αιώνιες. Μεγαλώσαμε, έπρεπε να βγούμε έξω στον κόσμο και να σχετιστούμε με τους άλλους ανθρώπους, να ενταχθούμε στην κοινωνία. Γι' αυτό η παρουσία σου ήταν τόσο σημαντική, τόσο σπουδαία για μας. Ήσουν ο συνδετικός κρίκος που μας ένωνε με τον υπόλοιπο κόσμο. Μέσα από σένα παλεύαμε να προσαρμοστούμε με τον έξω κόσμο, όσο μπορούσαμε. Τελικά δεν τα καταφέραμε βέβαια». Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν θέλω να νομίσεις ότι σε χρησιμοποιούσαμε. Ο Κιζούκι στ' αλήθεια σ' αγαπούσε. Απλώς έτυχε και η σχέση μας μ' εσένα ήταν η πρώτη μας σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Κι ακόμα είναι. Ο Κιζούκι έχει πεθάνει, αλλά για μένα εξακολουθείς να είσαι ο μοναδικός μου συνδετικός κρίκος με τον έξω κόσμο. Κι όπως σ' αγαπούσε ο Κιζούκι, έτσι σ' αγαπώ κι εγώ. Δεν θέλαμε να σε πληγώσουμε, αλλά φοβάμαι ότι το κάναμε. Δεν μας είχε περάσει καν απ' το νου ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
229
Η Ναόκο έσκυψε ξανά το κεφάλι, και βυθίστηκε στη σι,ωπή. αΠοί,ος θέλει, ένα φλιτζάνι, κακάο;» ρώτησε η Ρέί,κο. «Καλή ιδέα. Νομίζω πως πραγματικά μου χρειάζεται», είπε η Ναόκο. «Εγώ θα προτιμούσα λίγο από το μπράντι που έχω μαζί μου», είπα. «Αν δεν σας πειράζει». «Α, καθόλου», είπε η Ρέικο. «Μπορώ να 'χω κι εγώ μια γουλίτσα;» «Και βέβαια», απάντησα γελώντας. Η Ρέικο έφερε δυο ποτήρια και τσουγκρίσαμε. Έπειτα πήγε στην κουζίνα να φτιάξει κακάο. «Μπορούμε να πούμε κάτι πιο χαρούμενο;» ρώτησε η Ναόκο. Δεν είχα τίποτα χαρούμενο να της πω. Αχ, συλλογίστηκα, κρίμα που ο Αοχίας είχε φύγει! Αυτός ο τύπος ήταν για μένα πηγή έμπνευσης, οι ιστορίες του έκαναν όλο τον κόσμο να γελάει. Τώρα η μόνη μου διέξοδος ήταν οι βρομιές των άλλων στην εστία. Σιχάθηκα τον εαυτό μου που έλεγα τέτοια πράγματα, αλλά η Ναόκο και η Ρέικο έσκασαν κυριολεκτικά στα γέλια* όλα αυτά τους ήταν άγνωστα. Έπειτα η Ρέικο μιμήθηκε μερικούς από τους ασθενείς και γελάσαμε. Μετά τις έντεκα η Ναόκο νύσταξε. Η Ρέικο άνοιξε τότε τον καναπέ και μου 'δωσε σεντόνια, μαξιλάρι και κουβέρτα. «Αν σου 'ρθει να βιάσεις καμιά μέσα στη νύχτα, μην κάνεις λάθος», είπε. «Το αρυτίδωτο κορμί της Ναόκο είναι στο αριστερό κρεβάτι». «Ψεύτρα! Εγώ κοιμάμαι στα δεξιά!» είπε η Ναόκο. Η Ρέικο έβαλε τα γέλια. «Ξέχασα να σας πω ότι ανέ-
230
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
βαλα τις απογευματινές μας δουλειές γι αύριο. Θέλετε να πάμε οι τρεις μας για πικνίκ; Ξέρω ένα ωραίο μέρος εδώ κοντά)). ((Ωραία ιδέα)), συμφώνησα. Οι γυναίκες έπλυναν τα δόντια τους και αποτραβήχτηκαν στην κρεβατοκάμαρά τους. Εγώ έβαλα λίγο μπράντι ακόμα στο ποτήρι μου και ξάπλωσα στον καναπέ-κρεβάτι, ξαναφέρνοντας στο μυαλό μου τα γεγονότα της μέρας. Μου φάνηκαν υπερβολικά πολλά, λες κι η μέρα ήταν απίστευτα μεγάλη. Το λευκό φως του φεγγαριού εξακολουθούσε να λούζει το σαλόνι. Πέρα από ένα τρίξιμο των κρεβατιών πότε πότε, τίποτα δεν ακουγόταν από το δωμάτιο όπου κοιμούνταν η Ρέικο και η Ναόκο. Μικρές σχηματικές παραστάσεις κολυμπούσαν τρεμοφέγγοντας στο σκοτάδι, όταν έκλεινα τα μάτια μου. Στ' αυτιά μου έφταναν ακόμα οι απόηχοι από την κιθάρα της Ρέικο, όμως τίποτε απ' αυτά δεν κράτησε πολύ. Ο ύπνος ήρθε και με πήρε, με τύλιξε σαν αγκαλιά από ζεστή και πηχτή λάσπη. Ονειρεύτηκα ιτιές. Ένα δρομάκι στο βουνό που είχε εκατέρωθεν ιτιές. Αμέτρητες ιτιές. Φυσούσε. Φυσούσε αρκετά, μα τα κλαδιά τους δεν σάλευαν. Απόρησα, κι ύστερα είδα πως σε κάθε κλαδί σε κάθε δέντρο ήταν γαντζωμένα μικρά πουλιά. Το βάρος τους εμπόδιζε τα κλαδιά να κουνηθούν στο αεράκι. Βρήκα ένα ξύλο και χτύπησα το πιο κοντινό κλαδί για να διώξω τα πουλιά και να το ελευθερώσω. Δεν έφυγαν. Αντί να πετάξουν, έγιναν σιδερένια κι έπεσαν στο χώμα. Ανοίγοντας τα μάτια μου, μου φάνηκε πως είδα τη συνέχεια του ονείρου μου: το φεγγαρόφωτο έλουζε το σαλόνι με την ίδια απαλή λευκή λάμψη. Μηχανικά αναση-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
231
χώθηκα και βάλθηκα να ψάχνω τα σί.δερένι,α πουλιά που φυσικά δεν υπήρχαν. Αντί γι' αυτά είδα τη Ναόκο στα πόδια του κρεβατιού, μόνη, ακίνητη, να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Είχε σηκώσει τα πόδια της κι ακουμπούσε το πιγούνι της στα γόνατά της, σαν πεινασμένο ορφανό. Έψαξα το ρολόι που είχα αφήσει δίπλα στο μαξιλάρι μου, αλλά δεν το βρήκα εκεί που περίμενα ότι θα ήταν. Από τις γωνίε.; που σχημάτιζε το φεγγαρόφωτο στο δωμάτιο, λογάριασα πως ήταν δύο-τρεις τα χαράματα. Ένιωσα έντονη δίψα, αλλά αποφάσισα να μην κουνηθώ και να συνεχίσω να κοιτάζω τη Ναόκο. Φορούσε το ίδιο γαλάζιο νυχτικό που την είχα δει να φοράει και νωρίτερα. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα από τη μια μεριά με το κοκαλάκι που είχε σχήμα πεταλούδας. Το πρόσωπό της έλαμπε όμορφο στο φως του φεγγαριού. Παράξενο, συλλογίστηκα. Το είχε βγάλει το κοκαλάκι, πριν πέσει για ύπνο. Η Ναόκο στεκόταν ακίνητη, σαν ζωάκι της νύχτας που η φεγγαράδα το είχε τραβήξει έξω από τη φωλιά του. Το φως πίσω της τόνιζε τις γραμμές των χειλιών της. Ο χτύπος της καρδιάς της (ή η ταραχή απ' τα βάθη της καρδιάς της) έκανε την εύθραυστη, τρωτή σιλουέτα της να τρέμει ανεπαίσθητα - σαν να ψιθύριζε βουβά λόγια μες στο σκοτάδι. Ξεροκατάπια ελπίζοντας ότι θα μαλάκωνα έτσι τη δίψα μου, αλλά μες στην ησυχία ο ήχος ακούστηκε σχεδόν τρομαχτικός. Σαν να 'ταν αυτό το σύνθημα, η Ναόκο σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου. Το νυχτικό της θρόισε μαλακά, όταν γονάτισε καταγής δίπλα στο μαξιλάρι μου και με κοίταξε στα μάτια. Την κοίταξα κι εγώ, αλλά δεν μπόρεσα να διαβάσω τίποτα στα μάτια
232
ΧΛΙ'()\·ΚΙ
ΜΟΪΊΆΚΛΜΙ
της. Αλλόκοτα διάφανα, έ[λθ(.αζαν με παράθυρα σ' έναν άλλο κόσμο. Μα όσο κι. αν έψαξα στο βάθος τους, δεν είδα το παραμικρό. Τα πρόσωπά μας δεν απείχαν περισσότερο από τριάντα πόντους. Εκείνη όμως ήταν έτη φωτός μακριά μου. Άπλωσα το χέρι μου να την αγγίξω, αλλά τραβήχτηκε. Είδα τα χείλη της να τρέμουν. Μια στιγμή αργότερα σήκωσε τα χέρια της κι άρχισε να ξεκουμπώνει αργά το νυχτικό της. Τα κουμπιά ήταν εφτά. Βλέποντας τα λεπτά όμορφα δάχτυλά της να τα ξεκουμπώνουν ένα ένα, από πάνω προς τα κάτω, αναρωτήθηκα μήπως ονειρευόμουν ακόμα. Εφτά μικρά λευκά κουμπιά: όταν τα ξεκούμπωσε όλα, η Ναόκο τράβηξε το νυχτικό πάνω από τους ώμους της και το πέταξε από πάνω της, σαν έντομο που πετάει το κουκούλι του. Κάτω από το νυχτικό δεν φορούσε τίποτα. Το μόνο που είχε πάνω της ήταν το κοκαλάκι στα μαλλιά της. Γυμνή πια, κι ακόμα γονατιστή δίπλα μου, με κοίταξε. Το σώμα της λουσμένο στο φως του φεγγαριού γυάλιζε σαν δέρμα μωρού παιδιού. Όταν κινήθηκε -και το έκανε αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα-, το φως έπαιξε απαλά με τη σκιά πάνω στο δέρμα της. Τα στρογγυλά της στήθη, οι μικρές θηλές της, το μικρό βαθούλωμα στον αφαλό της, οι προεξοχές της λεκάνης της και οι τριχούλες του εφηβαίου της έριχναν γύρω τους αδρές σκιές. Τα σχήματά τους άλλαζαν σαν τους ιριδισμούς του νερού στην επιφάνεια μιας ήρεμης λίμνης. Τί τέλειο
κορμί! είπα από μέσα μου. Πότε,
τάφερε
-η Ναόκο
απόγινε
το κορμί που κράτησα
ν' αποκτήσει
τη νύχτα, την περασμένη
τέτοιο
τέλειο
πώς τα κακορμί;
εγώ στα χέρια μου
άνοιξη;
Τι
εκείνη
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
233
Τη νύχτα εκείνη είχα γδύσει τη Ναόκο τρυφερά, ενώ εκείνη έκλαιγε και η αίσθηση που μου 'δωσε το κορμί της ήταν η αίσθηση της ατέλειας. Τα στήθη της μου είχαν φανεί σκληρά, οι ρώγες της σαν να πετούσαν αλλόκοτα, οι γοφοί της ήταν περίεργα δύσκαμπτοι, αλύγιστοι σχεδόν. Ήταν όμορφο κορίτσι βέβαια. Το κορμί της υπέροχο, θελκτικό, με είχε ερεθίσει, κι ο πόθος μου με είχε συνεπάρει σαν γιγάντιο κύμα, αλλά κρατώντας τη, χαϊδεύοντάς την και φιλώντας την, ένιωθα με εκπληκτική διαύγεια την ανισορροπία και την αδεξιότητα του κορμιού της. Την είχα στην αγκαλιά μου και κάτι μ' έσπρωχνε να της εξηγήσω: «Σου κάνω έρωτα τώρα. Είμαι μέσα σου, αλλά δεν είναι τίποτα. Μ η φοβάσαι. Δεν είναι παρά η ένωση δύο κορμιών. Απλώς λέμε ο ένας στον άλλον πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς, πράγματα που μπορούν να εκφραστούν μόνο με το αγκάλια σμα δύο αδύναμων κορμιών. Μ' αυτό που χάνουμε, [ΐ.οι ραζόμαστε τις αδυναμίες μας». Δεν είπα τίποτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να πω κάτι απ' όλα αυτά και να γίνω κατανοητός. Συνέχισα λοιπόν να την κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου και κρατώντας την ένιωσα κάτι σκληρό σαν πέτρα, κάτι ξένο μέσα της που ποτέ δεν θα μπορούσα να το πλησιάσω. Αυτή η αίσθηση πλημμύρισε την καρδιά μου με απερίγραπτη αγάπη για τη Ναόκο - και συνάμα έδωσε στη στύση μου απερίγραπτη ένταση. Το κορμί που μου έδειχνε τώρα η Ναόκο, δεν έμοιαζε καθόλου μ' εκείνο που είχα αγκαλιάσει τότε. Αυτό το κορμί είχε περάσει από πολλά στάδια αλλαγής κι είχε ξαναγεννηθεί τέλειο κάτω από το φως του φεγγαριού. Όλα τα σημάδια της κοριτσίστικης αδεξιότητας είχαν
234
ΧΛΡΟνΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
σβήσει με το θάνατο του Κιζούκι, αφήνοντας στη θέση τους την εξαίσια ομορφιά μιας ώριμης γυναίκας. Η φυσική ωραιότητα της Ναόκο ήταν τώρα τόσο τέλεια που δεν κέντριζε καμιά χορδή ερωτικού πόθου μέσα μου. Είχα μείνει να κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό τη γλυκιά γραμμή από τη μέση ώς τους γοφούς της, την πλούσια καμπύλη του στήθους της, το απαλό φούσκωμα της κοιλιάς της με κάθε ανάσα, τη μικρή μαύρη σκιά του εφηβαίου της πιο κάτω. Έμεινε έτσι γυμνή, γονατιστή μπροστά μου για πέντε λεπτά ίσως, πριν φορέσει και κουμπώσει ξανά το νυχτικό της, από κάτω μέχρι πάνω. Όταν τέλειωσε και με το τελευταίο κουμπί, σηκώθηκε, άνοιξε αθόρυβα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, γλίστρησε μέσα και χάθηκε από τα μάτια μου. Έμεινα καρφωμένος στη θέση μου για ώρα πολλή, πριν μου έρθει η διάθεση να σηκωθώ. Βρήκα το ρολόι μου που είχε πέσει στο πάτωμα και το γύρισα προς το φεγγάρι. Ήταν 3.40. Πήγα στην κουζίνα και ήπια δυο-τρία ποτήρια νερό πριν πλαγιάσω ξανά. Λαγοκοιμήθηκα τα χαράματα, όταν το φως άρχισε να τρυπώνει στις γωνιές του δωματίου διώχνοντας τις σκιές του χλομού φεγγαρόφωτου. Ήμουν κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο, όταν ήρθε η Ρέικο και με χτύπησε στο μάγουλο φωνάζοντας «Καλημέρα! Καλημέρα!»
Ενώ η Ρέικο μάζευε τον καναπέ-κρεβάτι, η Ναόκο πήγε στην κουζίνα κι άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό. Περνώντας μου χαμογέλασε και μου είπε «Καλημέρα».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
235
«Καλημέρα», της απάντησα. Στάθηκα και την κοίταζα, καθώς έβαζε νερό να βράσει κι έκοβε ψωμί σιγοτραγουδώντας, αλλά τίποτα στον τρόπο της δεν φανέρωνε πως την περασμένη νύχτα μου είχε δείξει γυμνό το κορμί της. «Τα μάτια σου είναι κόκκινα», μου είπε βάζοντας καφέ στα φλιτζάνια. «Είσαι καλά;» «Ξύπνησα τη νύχτα και δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ». «Βάζω στοίχημα ότι ροχαλίζαμε», είπε η Ρέικο. «Όχι. Καθόλου», είπα. «Πάλι καλά», είπε η Ναόκο. «Από ευγένεια το λέει», επέμεινε η Ρέικο και χασμουρήθηκε. Στην αρχή νόμισα ότι η Ναόκο ντρεπόταν - ή έκανε την ανήξερη για να μην καταλάβει τίποτα η Ρέικο. Δεν άλλαξε όμως συμπεριφορά ούτε όταν η Ρέικο βγήκε για λίγο από το δωμάτιο- τα μάτια της εξακολούθησαν να έχουν το ίδιο πάντα διάφανο βλέμμα. «Κοιμήθηκες καλά;» τη ρώτησα. «Σαν κούτσουρο», μου αποκρίθηκε χωρίς καθόλου να ζοριστεί. Στα μαλλιά της φορούσε ένα απλό τσιμπιδάκι, χωρίς στολίδια. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ και συνέχισα να νιώθω μπερδεμένος όσο κράτησε το πρόγευμα. Βουτυρώνοντας το ψωμί μου, ξεφλουδίζοντας το αυγό μου, συνέχισα να την κοιτάζω λοξά, αναζητώντας κάποιο σημάδι. «Γιατί με κοιτάς έτσι;» με ρώτησε στο τέλος χαμογελαστή. «Εμένα μου φαίνεται πως κάποιος εδώ μέσα είναι ερωτευμένος με κάποια», είπε η Ρέικο.
236
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
((Μήπως εσύ είσαι ερωτευμένος;)) με ρώτησε τότε η Ναόκο. ((Μπορεί)), απάντησα και της ανταπέδωσα το χαμόγελο. Όταν οι δυο γυναίκες άρχισαν ν' αστειεύονται σε βάρος μου, εγκατέλειψα την προσπάθεια να καταλάβω τι είχε γίνει τη νύχτα και συγκεντρώθηκα στο ψωμί και στον καφέ μου. Μετά το πρόγευμα η Ρέικο και η Ναόκο είπαν πως θα πήγαιναν να ταΐσουν τα πουλιά. Προσφέρθηκα να τις συνοδέψω. Φόρεσαν φόρμες, πουκάμισα και άσπρες λαστιχένιες γαλότσες. Τα πουλιά, από κότες και περιστέρια μέχρι παπαγάλους και παγόνια, τα είχαν σ' ένα μεγάλο περιφραγμένο πάρκο πίσω από τα γήπεδα του τένις. Γύρω είχε πρασιές με λουλούδια, θάμνους και παγκάκια. Δυο άντρες σαραντάρηδες, μάλλον ασθενείς κι αυτοί του ξενώνα αν έκρινε κανείς από την όψη τους, μάζευαν ξερά φύλλα από τα μονοπάτια ανάμεσα στα δέντρα. Οι γυναίκες τούς πλησίασαν και τους καλημέρισαν, η Ρέικο τους έκανε να γελάσουν με κάποιο αστείο της. Οι πρασιές ήταν ανθισμένες, οι θάμνοι τέλεια κλαδεμένοι. Μόλις είδαν τη Ρέικο, τα πουλιά άρχισαν να τιτιβίζουν και να φτεροκοπούν πίσω από το σύρμα. Οι δυο γυναίκες μπήκαν σ' ένα καλύβι δίπλα στην πόρτα του κλουβιού και ξαναβγήκαν μ' ένα σακούλι τροφή κι ένα λάστιχο. Η Ναόκο το πέρασε στη βρύση και άνοιξε το νερό. Προσέχοντας να μην τους φύγει κανένα πουλί, οι δυο τους μπήκαν στο κλουβί. Η Ναόκο άρχισε να καταβρέχει το πάτωμα, η Ρέικο να το σκουπίζει με μια συρμάτινη σκούπα. Οι πιτσιλιές του νερού άστραφταν στον πρωινό ήλιο. Τα παγόνια στριμώχτηκαν στην άκρη τρο-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
237
μαγμένα για να μη βραχούν. Ένας διάνος σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε σαν λιπόσαρκος γέρος. Ένας παπαγάλος έκρωξε από το κλαδί του και ανοιγόκλεισε με δύναμη τα φτερά του για να δείξει τη δυσφορία του. Η Ρέικο νιαούρισε για να τον κοροϊδέψει κι αυτός πέταξε σε μια σκοτεινή γωνιά, απ' όπου αμέσως σχεδόν φώναξε βραχνά: «Ευχαριστώ!» αΤρελάρα!» και «Χαζοβιόλη!» «Αναρωτιέμαι ποιος του τα 'μαθε αυτά))^ είπε η Ναόκο στενάζοντας. «Πάντως όχι εχώ», απάντησε η Ρέικο. «Δεν θα έκανα ποτέ μου τέτοιο πράγμα», κι άρχισε ξανά να νιαουρίζει. Ο παπαγάλος σταμάτησε αμέσως. «Αυτός ό τύπος κάποτε μάλωσε με μια γάτα», εξήγησε γελώντας η Ρέικο, «κι από τότε τις τρέμει». Όταν τέλειωσαν το καθάρισμα, άφησαν το λάστιχο και τη σκούπα κι άρχισαν να γεμίζουν τις ταΐστρες με τροφή. Τσαλαβουτώντας μέσα στις λιμνούλες που είχαν σχη^ ματιστεί, ο διάνος όρμησε στην ταΐστρα του και βούτηξε το κεφάλι του στους σπόρους, τόσο λιμασμένος για φαΐ δεν ένιωσε καν τα ελαφριά χτυπήματα της Ναόκο στην ουρά του. «Κάθε πρωί αυτή τη δουλειά κάνεις;» ρώτησα τη Ναόκο. «Κάθε πρωί!» μου απάντησε. «Αυτή τη δουλειά την αναλαμβάνουν συνήθως γυναίκες. Είναι εύκολη. Θέλεις να δεις τα κουνέλια;» «Ναι», είπα. Τα κουνέλια τα είχαν σ' ένα ξύλινο σπιτάκι πίσω από τα πουλιά. Μέσα βρήκαμε κάπου δέκα κουνέλια να κοιμούνται στο άχυρο. Η Ναόκο σκούπισε τις ακαθαρσίες τους, έβαλε τροφή στην ταΐστρα τους και
238
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
σήκωσε στα χέρια της ενα απο τα μωρα τους, φέρνοντας το στο μάγουλο της. «Δεν είναι πανέμορφο;» με ρώτησε και το πρόσωπο της έλαμπε από χαρά. Με άφησε να το κρατήσω κι εγώ. Κουλουριάστηκε στη χούφτα μου σαν ζεστή μπαλίτσα, ζαρώνοντας τη μυτίτσα του. ((Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξει», είπε η Ναόκο στο κουνελάκι, χαϊδεύοντας το κεφάλι του με το δάχτυλό της και χαμογελώντας σ' εμένα. Ήταν ένα χαμόγελο ολόλαμπρο, χωρίς ίχνος σκιάς. Δεν μπόρεσα να μην της το ανταποδώσω. Τι απόγινε όμως η Ναόκο της περασμένης νύχτας; αναρωτήθηκα. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν η πραγματική Ναόκο. Ότι δεν την είχα ονειρευτεί. Στ' αλήθεια είχε βγάλει τα ρούχα της και μου είχε δείξει το κορμί της γυμνό. Η Ρέικο σιγοσφύριζε το ((ΡγοικΙ Μβγυ» βάζοντας τα σκουπίδια σε μια πλαστική σακούλα. Τέλος την έκλεισε και την έδεσε. Τις βοήθησα να κουβαλήσουν τα εργαλεία τους και το σάκο με την τροφή πίσω στην αποθήκη. ((Το πρωί είναι η αγαπημένη μου ώρα», είπε η Ναόκο. ((Είναι σαν ν' αρχίζουν όλα απ' την αρχή. Σαν να 'ναι καινούργια. Προς το μεσημέρι αρχίζω και στενοχωριέμαι, κι όταν ο ήλιος δύει, τότε στ' αλήθεια λυπάμαι. Όλες τις μέρες νιώθω έτσι». ((Κι ενώ εσύ νιώθεις έτσι κάθε μέρα, εσείς οι νέοι γερνάτε και θα γίνετε σαν εμένα», είπε η Ρέικο με χαμόγελο. ((Τώρα σκέφτεστε πότε ξημερώνει και πότε βραδιάζει και πριν το καλοκαταλάβετε, έχετε κιόλας γεράσει». ((Μα εσένα σ' αρέσει που γερνάς», είπε η Ναόκο. ((Όχι και πολύ», απάντησε η Ρέικο. ((Απλώς δεν θα ήθελα να είμαι ξανά νέα».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
239
((Γί,ατί όχι;)) ρώτησα. {(Γιατί τα νιάτα είναι ξεπάτωμα!)) απάντησε. Άφησε τη σκούπα της μέσα στην αποθήκη κι έκλεισε την πορτούλα σφυρίζοντας ξανά το «ΡΓοπά Μ^γ^)).
Πίσω στο σπίτι οι γυναίκες έβγαλαν τις γαλότσες, φόρεσαν αθλητικά παπούτσια και είπαν ότι θα πήγαιναν στο αγρόκτημα. Η Ρέικο πρότεινε να μείνω στο σπίτι και να διαβάσω, δεν άξιζε τον κόπο να τις συνοδέψω σ' αυτή τη δουλειά, έτσι κι αλλιώς θα δούλευαν μαζί με άλλους. ((Αφού θα μείνεις εδώ)), πρόσθεσε, ((μπορείς να πλύνεις και τα άπλυτα εσώρουχα που έχουμε αφήσει κάτω απ' το νεροχύτη)). ((Θ' αστειεύεσαι!)) είπα σαστισμένος. ((Φυσικά και αστειεύομαι)), γέλασε. ((Είσαι πολύ γλυ κός. Ε, Ναόκο ;)) ((Ναι, ναΐ)), είπε η Ναόκο γελώντας κι αυτή. ((Θα μελετήσω γερμανικά)), είπα αναστενάζοντας. ((Έτσι μπράβο! Να διαβάσεις τα μαθήματά σου σαν καλό παιδί)), είπε η Ρέικο. ((Θα γυρίσουμε πριν απ' το φαγητό)). Βγήκαν γελώντας και οι δυο τους. Άκουσα βήματα και φωνές κάτω από το παράθυρο. Μπήκα στο μπάνιο κι έπλυνα ξανά το πρόσωπό μου, μετά δανείστηκα ένα ψαλιδάκι κι έκοψα τα νύχια μου. Για μπάνιο δύο γυναικών, το μπάνιο αυτό είχε εξαιρετικά λίγα και απλά πράγματα. Φαίνεται πως δεν χρησιμοποιούσαν καλλυντικά, αφού στα ράφια πάνω από το νιπτήρα δεν υπήρχαν παρά μόνο μερικά ταχτοποιημένα βα-
240
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ζάκι,α ενυδατι,κής κρέμας, λίγα μπουκάλια αντηλιακό και δυο-τρία προστατευτικά κραγιόν για να μην ξεραίνονται τα χείλη. Όταν τέλειωσα με τα νύχια μου, έφτιαξα λίγο καφέ και τον ήπια στο τραπέζι της κουζίνας, με το βιβλίο των γερμανικών ανοιχτό μπροστά μου. Καθισμένος έτσι με το φανελάκι στην κουζίνα που την έλουζε ο ήλιος, είχα αρχίσει να μαθαίνω απέξω όλους τους τύπους ορισμένων ανώμαλων γερμανικών ρημάτων, όταν ξάφνου ένιωσα κάτι παράξενο: ένιωσα ότι τα ανώμαλα γερμανικά ρήματα βρίσκονταν τρομερά μακριά απ' αυτό το τραπέζι, απ' αυτή την κουζίνα. Οι δυο γυναίκες γύρισαν στις 11.30, μπήκαν με τη σειρά για ντους και φόρεσαν καθαρά ρούχα. Κατεβήκαμε οι τρεις μας στην τραπεζαρία για φαγητό και μετά πήγαμε με τα πόδια ώς την πύλη. Αυτή τη φορά στο φυλάκιο υπήρχε φύλακας. Καθόταν στο γραφείο του κι έτρωγε το μεσημεριανό που του το είχε φέρει κάποιος από την τραπεζαρία. Το τρανζιστοράκι στο ράφι έπαιζε ένα παλιό γλυκανάλατο τραγουδάκι. Μας χαιρέτησε γελαστός, καθώς πλησιάζαμε. Του ανταποδώσαμε κι εμείς το χαιρετισμό του με ευγένεια. Η Ρέικο του εξήγησε ότι θα βγαίναμε για περίπατο έξω και θα γυρίζαμε σε τρεις ώρες περίπου. «Ωραία», είπε. αΕίστε τυχεροί, σας κάνει καλό καιρό. Μην πλησιάσετε όμως το δρόμο της κοιλάδας. Γέμισε λάσπες με την τελευταία βροχή. Όπου αλλού θέλετε να πάτε, δεν θα 'χετε πρόβλημα», Η Ρέικο έγραψε το δικό της όνομα και της Ναόκο σ' ένα βιβλίο, προσθέτοντας την ημερομηνία και την ώρα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
241
((Καλή διασκέδαση», είπε ο φύλακας, ((και να προσέχετε». ((Ωραίος τύπος», είπα. ((Αν και τα 'χει λίγο χαμένα εδώ», είπε η Ρέικο χτυπώντας το μέτωπο της με το δείκτη του δεξιού της χεριού. Με την πρ(3βλεψη του καιρού πάντως αποδείχτηκε σωστός. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, με μια γραμμή μόνο από άσπρα αθώα συννεφάκια που ανέβαιναν ώς το κέντρο του θόλου σαν δισταχτική πινελιά. Περπατήσαμε για λίγο δίπλα στον χαμηλό χτιστό περίβολο του Ξενώνα Αιηί, μετά απομακρυνθήκαμε κι αρχίσαμε ν' ανηφορίζουμε ένα απότομο στενό μονοπάτι, ο ένας πίσω από τον άλλον. Η Ρέικο πήγαινε πρώτη, η Ναόκο δεύτερη κι εγώ τελευταίος. Η Ρέικο περπατούσε με το σίγουρο βήμα ανθρώπου που ξέρει κάθε σπιθαμή οποιουδήποτε βουνού στη γύρω περιοχή. Συγκεντρωθήκαμε στην πορεία μας, χωρίς να μιλάμε. Η Ναόκο φορούσε μπλουτζίν και άσπρη μπλούζα και κρατούσε τη ζακέτα της στο ένα χέρι. Κοίταζα τα μακριά ίσια μαλλιά της να ταλαντεύονται πότε δεξιά και πότε αριστερά, πέφτοντας στους ώμους της. Γύριζε πότε πότε πίσω και μου χαμογελούσε, όποτε τα μάτια μας συναντιούνταν. Το μονοπάτι συνέχισε για πολλή ώρα ν' ανεβαίνει, αλλά η Ρέικο δεν έκοψε το βήμα της. Η Ναόκο σκούπιζε τον ιδρώτα της, αλλά δεν δυσκολευόταν ν' ακολουθήσει. Εμένα όμως (που είχα αρκετό καιρό να περπατήσω στα βουνά), κόντευε να μου κοπεί η ανάσα. ((Κάνετε συχνά πεζοπορίες;» ρώτησα τη Ναόκο. ((Μία φορά τη βδομάδα περίπου», μου απάντησε. ((Κουράστηκες;»
242
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
((Λιγάκι», παραδέχτηκα λαχανιασμένος. ((Φτάνουμε», είπε η Ρέικο. ((Έχουμε κάνει τα δύο τρίτα της διαδρομής. Έλα τώρα, εσύ είσαι άντρας!» ((Ναι, αλλά δεν είμαι προπονημένος». ((Ε, βέβαια... Πότε να προπονηθείς, άμα τρέχεις διαρκώς πίσω απ' τα κορίτσια», μουρμούρισε η Ναόκο. Ήθελα να της απαντήσω, αλλά δεν μ' έφτανε η ανάσα μου. Συχνά πυκνά κόκκινα πουλιά με μικρά λοφία στο κεφάλι τους φτερούγιζαν στο δρόμο μας - και ξεχώριζαν έξοχα πάνω στο γαλάζιο φόντο τ' ουρανού. Τα λιβάδια γύρω μας ήταν γεμάτα λευκά, γαλάζια και κίτρινα αγριολούλουδα* μέλισσες ζουζούνιζαν παντού. Κάνοντας το ένα βήμα μετά το άλλο, δεν σκεφτόμουν τίποτα πέρα από το τοπίο που ανοιγόταν εμπρός μου. Μετά από δέκα λεπτά το μονοπάτι τέλειωσε και φτάσαμε σ' ένα πλάτωμα του βουνού. Εκεί ξεκουραστήκαμε, σκουπίσαμε τον ιδρώτα μας, πήραμε μια ανάσα και ήπιαμε από τα παγούρια μας νερό. Η Ρέικο βρήκε ένα φύλλο και το χρησιμοποίησε για να φτιάξει σφυρίχτρα. Ο δρόμος συνέχισε κατηφορικά, ανάμεσα σε ψηλά χορτάρια. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα περάσαμε ένα εγκαταλειμμένο χωριό, μια ντουζίνα ερειπωμένα σπίτια όλα κι όλα. Δεν συναντήσαμε ψυχή και τα σπίτια βρίσκονταν όλα σε διάφορα στάδια εγκατάλειψης και φθοράς. Ανάμεσά τους είχαν φυτρώσει αγριόχορτα και τους σκασμένους, ραγισμένους τοίχους τα περιστέρια τούς είχαν γεμίσει άσπρες κουτσουλιές. Από ένα σπίτι είχαν απομείνει μόνο τα δοκάρια, άλλα έμοιαζαν σαν να τα παράτησαν λίγο πριν - τόσο που δεν είχες παρά ν' ανοίξεις την πόρτα και τα παράθυρα για να γίνουν και πάλι κα-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
243
τοικήσιμα. Αυτά τα πεθαμένα, σιωπηλά σπίτια ήταν στριμωγμένα εκατέρωθεν του δρόμου, όπου περπατούσαμε. ((Σ' αυτό το χωριό έμενε κόσμος μέχρι πριν από εφτάοχτώ χρόνια», μου είπε η Ρέικο. «Είχαν και τα χωράφια τους γύρω γύρω. Τα παράτησαν όμως κι έφυγαν. Ήταν δύσκολη η ζωή εδώ πάνω. Όταν χιόνιζε το χειμώνα, έμεναν αποκλεισμένοι. Το χώμα εδώ δεν είναι ιδιαίτερα εύφορο. Κατέβηκαν στην πόλη». «Κρίμα», είπα. «Μερικά από τα σπίτια δείχνουν έτοιμα να τα κατοικήσει κανείς». «Κάποιοι χίπηδες προσπάθησαν να εγκατασταθούν εδώ μια χρονιά, αλλά δεν άντεξαν. Δεν τα 'βγαλαν πέρα με το χειμώνα». Λίγο μετά το χωριό φτάσαμε σε μια μεγάλη περιφραγμένη έκταση που έμοιαζε για βοσκότοπος. Στην άλλη άκρη του είδα μερικά άλογα να βόσκουν. Ακολουθήσαμε το φράχτη κι ένα μεγαλόσωμο σκυλί ήρθε προς το μέρος μας τρέχοντας και κουνώντας την ουρά του. Πλησιάζοντας σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και χαιρέτισε τη Ρέικο, έπειτα έκανε το ίδιο με τη Ναόκο. Σφύριξα και ήρθε κοντά μου, με μύρισε κι έγλειψε το χέρι μου με τη μακριά του γλώσσα. Η Ναόκο του χάιδεψε το κεφάλι και μου εξήγησε ότι το σκυλί έμενε εδώ. Ήταν του λιβαδιού. «Βάζω στοίχημα πως έχει περάσει τα είκοσι», είπε. «Τα δόντια του είναι χάλια, δεν μπορεί να φάει τίποτα σκληρό. Κοιμάται όλη μέρα μπροστά στο καφενείο κι όταν ακούει βήματα, πετιέται και τρέχει». Η Ρέικο έβγαλε ένα κομμάτι τυρί από το σακίδιό της.
244
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
Το σκυλί έπι,ασε τη μ,υρωδι,ά του, έτρεξε κοντά της χαι το πήρε από το χέρι της. «Δεν θα χαιρόμαστε για πολύ ακόμα τη συντροφιά του», είπε λυπημένη η Ρέικο. «Στα μέσα του Οκτωβρίου θα πάρουν με φορτηγά τα άλογα και τις αγελάδες και θα τα κατεβάσουν στην κοιλάδα. Μόνο το καλοκαίρι τα φέρνουν εδώ, όταν ανοίγει και το καφενείο για τους τουρίστες - σιγά τους "τουρίστες" δηλαδή! Το πολύ είκοσι άτομα τη μέρα. Θέλετε να πιούμε κάτι;» «Καλή ιδέα», είπα. Με το σκυλί μπροστά, φτάσαμε σ' ένα άσπρο σπιτάκι: είχε μια χαμηλή βεράντα και από τα κεραμίδια του κρεμόταν μια ξεθωριασμένη ταμπέλα: ένα ξύλινο φλιτζάνι αχνιστού καφέ. Το σκυλί ανέβηκε τα σκαλιά και ξάπλωσε τεμπέλικα μπροστά στην πόρτα του καφενείου. Καθίσαμε σ' ένα τραπεζάκι. Σχεδόν αμέσως μια κοπέλα με αλογοουρά, άσπρο τζιν και φούτερ βγήκε και χαιρέτησε τη Ρέικο και τη Ναόκο, σαν να 'ταν παλιές φιλενάδες. «Ο νεαρός είναι φίλος της Ναόκο», είπε η Ρέικο συστήνοντάς με. «Γεια», μου είπε. «Γεια», της απάντησα. Ενώ οι τρεις γυναίκες φλυαρούσαν, εγώ χάιδευα το σβέρκο του σκύλου κάτω από το τραπέζι. Είχε τον σκληρό μυώδη σβέρκο των γέρικων σκυλιών. Όταν τον έξυσα πίσω από τ' αυτιά, έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαριά, με ολοφάνερη ευχαρίστηση. «Πώς τον λένε;» ρώτησα την κοπέλα. «Πεπέ», μου είπε.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
245
((Γεια σου, Πεπέ», είπα στο σκυλί, αλλά δεν μου 'δωσε σημασία. ((Βαριακούεΐ)), είπε το κορίτσι. ((Πρέπει να του φωνάξεις, αλλιώς δεν ακούει». ((Πεπέ!)) φώναξα. Το σκυλί άνοιξε τα μάτια του και πετάχτηκε όρθιο μ' ένα γάβγισμα. ((Καλό σκυλί, μπράβο)), είπε το κορίτσι. ((Τώρα όμως κοιμήσου πάλι. Δεν έγινε τίποτα. Κοιμήσου να ξεκουραστείς, να μη μου πεθάνεις πριν απ' την ώρα σου)). Η Ναόκο και η Ρέικο παράγγειλαν από ένα ποτήρι κρύο γάλα, εγώ ζήτησα μια μπίρα. ((Ας ακούσουμε ραδιόφωνο)), είπε η Ρέικο. Το κορίτσι πάτησε το διακόπτη και γύρισε το κουμπί σ' ένα σταθμό των ε μ . Έπαιζε το ((8ρΐηηίη§ αυιιθθι)) των Μπλαντ, Σουέτ εντ Τίαρς. Η Ρέικο έλαμψε ολόκληρη απ' τη χαρά της. ((Γι' αυτό ήρθαμε!)) είπε. ((Εμείς δεν έχουμε ραδιόφωνα στα δω[λάτιά μας. Έρχομαι λοιπόν εδώ πότε πότε για να παίρν(ο μια ιδέα τι μουσική παίζουν στον έξω κόσμο)). ((Εδώ κοιμάσαι;)) ρώτησα την κοπέλα. ((Όχι βέβαια!)) γέλασε εκείνη. ((Θα πέθαινα από μοναξιά αν έμενα εδώ τις νύχτες. Ο βοσκός με κατεβάζει στην πόλη τα βράδια κι έρχομαι πάλι το πρωί)). Μου έδειξε ένα αγροτικό αυτοκίνητο παρκαρισμένο λίγο πιο πέρα, μπροστά σ' ένα ξύλινο παράπηγμα. ((Δεν θ' αργήσετε να πάρετε κι εσείς την άδειά σας, έτσι δεν είναι;)) είπε η Ρέικο. ((Ναι, ναι. Σε λίγο θα κλείσουμε)). Η Ρέικο την κέρασε τσιγάρο και κάπνισαν. ((Θα μου λείψεις)), είπε η Ρέικο.
246
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
«Θα γυρίσω το Μάιο», είπε το κορίτσι, γελώντας. Από το ράδί.0 ακούστηκε το αλΥΐιϊίθ Κοοηΐ)) των Κρι,μ. Μετά από μερί,κές δί.αφημίσεί.ς ήταν η σειρά του «δοαΓΐ30Γ0ΐι§1ι ΡαΐΓ» των Σάιμον και Γκαρφάνκελ. «Αυτό μ' άρεσε»^ είπε η Ρέικο όταν τελείωσε το τραγούδι, «Έχω δει την ταινία», είπα. «Ποιος παίζει;» «Ο Ντάστιν Χόφμαν». «Δεν τον ξέρω», είπε κουνώντας το κεφάλι της ελαφρώς λυπημένη. «Ο κόσμος αλλάζει σαν τρελός κι εγώ δεν ξέρω τίποτε απ' όσα γίνονται». Ζήτησε μια κιθάρα. «Αμέσως», είπε το κορίτσι και κλείνοντας το ραδιόφωνο της έφερε μια παλιά κιθάρα. Το σκυλί ανασήκωσε το κεφάλι του και μύρισε το όργανο. «Αυτό δεν τρώγεται», του είπε η Ρέικο με ύφος προσποιητά αυστηρό. Το αεράκι έφερε στη βεράντα του καφενείου μυρωδιά από κομμένο χορτάρι. Τα βουνά απλώνονταν τριγύρω μας, οι κορυφογραμμές τους ξεχώριζαν καθαρές με φόντο τον ουρανό. «Είναι σαν σκηνή βγαλμένη από τη Μελωδία της ευτυχίας»^ είπα στη Ρέικο καθώς κούρντιζε την κιθάρα της. «Τι είναι η Μελωδία της ευτυχίας;» με ρώτησε. Γρατσούνισε τις χορδές ψάχνοντας τα ακόρντα της αρχής για το «δο&ΛοΓουβΙι Εηϊγ». Ήταν ολοφάνερα η πρώτη της προσπάθεια να ξεσηκώσει το τραγούδι, αλλά μετά από μερικές αποτυχημένες δοκιμές κατάφερε να το παίξει χωρίς δισταγμό. Την τρίτη φορά το έπαιξε χωρίς λάθη, πρόσθεσε μάλιστα και μερικά ακόρντα για να πλουτίσει τον ήχο. «Έχω καλό αυτί», μου είπε και μου 'κλει-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
247
σε το μάτι. «Μπορώ να παίξω σχεδόν οτιδήποτε, φτάνει να τ' ακούσω τρεις φορές». Μουρμουρίζοντας σιγανά τη μελωδία έπαιξε στην εντέλεια το ((ΔΟ&λογοπβιι Επϊγ». Τη χειροκροτήσαμε και οι τρεις, και η Ρέικο υποκλίθηκε με επισημότητα, γέρνοντας το κεφάλι. «Τα χειροκροτήματα ήταν πολύ περισσότερα στα κοντσέρτα του Μότσαρτ», είπε. Το γάλα της ήταν κερασμένο, αν έπαιζε το «Ηθγθ Οοιηβδ ΐ ΐ ΐ θ διιη» των Μπιτλς, είπε το κορίτσι. Η Ρέικο της έγνεψε εντάξει κι άρχισε αμέσως να παίζει το τραγούδι. Η φωνή της δεν ήταν βαθιά και το κάπνισμα την είχε βραχνιάσει, αλλά ήταν όμορφη, γεμάτη αίσθημα. Ακούγοντάς τη μου φάνηκε πως θα 'βλεπα πράγματι τον ήλιο ν' ανατέλλει ξανά εκεί που καθόμουν κι έπινα την μπίρα μου και κοίταζα τα βουνά. Ήταν μια αίσθηση ζεστή, ευχάριστη. Η Ρέικο επέστρεψε την κιθάρα και ζήτησε από την κοπέλα να βάλει πάλι το ράδιο. Έπειτα πρότεινε στη Ναόκο και σ' εμένα να κάνουμε μια βόλτα εκεί γύρω, για μια ωρίτσα. «Θέλω ν' ακούσω κι άλλο ράδιο και να κουβεντιάσω. Αν γυρίσετε κατά τις τρεις, θα 'μαστε εντάξει». «Επιτρέπεται να μείνουμε μόνοι μας τόση ώρα;» «Εδώ που τα λέμε, είναι αντίθετο με τον κανονισμό. Μα τι στην ευχή; Δεν είμαι ο κηδεμόνας σας στο κάτω κάτω της γραφής. Μου χρειάζεται κι εμένα ένα διάλειμμα. Εσύ έκανες ολόκληρο ταξίδι από το Τόκιο για να 'ρθεις εδώ. Είμαι σίγουρη ότι έχετε ένα σωρό πράγματα να συζητήσετε».
248
ΧΛΙ'ΟΪ'ΚΙ
ΜΟΐΊ'ΛΚΛΜΙ
Μι,λώντας η Ρέί,κο άναψε κι άλλο τσιγάρο. αΠάμε», είπε η Ναόκο και σηκώθηκε. Την ακολούθησα. Το σκυλί ξύπνησε και μας πήρε από πίσω για λίγο, αλλά γρήγορα έχασε το ενδιαφέρον του και γύρισε στη θέση του, στη βεράντα. Πήραμε έναν ίσιο δρόμο, δίπλα στην περίφραξη. Η Ναόκο μου έπιανε το χέρι πότε πότε ή στηριζόταν στο μπράτσο μου. «Είναι κάπως σαν τον παλιό καλό καιρό, ε;» είπε. «Για ποιον παλιό καιρό μιλάς;» ρώτησα γελώντας. «Τη φετινή άνοιξη ήταν! Αν αυτός είναι ο "παλιός καιρός", τότε δέκα χρόνια πριν αρχίζει η αρχαία ιστορία». «Εμένα έτσι μου φαίνεται», είπε η Ναόκο. «Όπως κι αν είναι πάντως, συγγνώμη για χτες το βράδυ. Δεν ξέρω, ήμουν ένα κουβάρι νεύρα. Δεν έπρεπε να κάνω τέτοιο πράγμα, την ώρα που εσύ έκανες τόσο δρόμο απ' το Τόκιο για να με δεις». «Δεν πειράζει», απάντησα. «Έχουμε κι οι δυο αισθήματα μέσα μας που πρέπει να βρούμε τρόπο να τα βγάλουμε προς τα έξω. Αν θέλεις λοιπόν να ξεσπάσεις πάνω σε κάποιον, ξέσπασε πάνω μου. Ίσως έτσι μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον». «Κι αν με καταλάβεις καλύτερα, τι θα γίνει;» «Δεν καταλαβαίνεις, έτσι;» είπα. «Το θέμα δεν είναι τι θα γίνει τότε. Υπάρχουν άνθρωποι που χαίρονται να διαβάζουν τα δρομολόγια των τρένων. Τους αρέσει αυτό και δεν κάνουν τίποτε άλλο όλη μέρα. Άλλοι πάλι φτιάχνουν πελώρια καράβια με σπίρτα ή με οδοντογλυφίδες. Πού είναι το πρόβλημα λοιπόν αν υπάρχει ένας άνθρωπος στη γη που τη βρίσκει προσπαθώντας να σε καταλάβει;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
249
«Σαν χόμπι, δηλαδή;» μ.ε ρώτησε διασκεδάζοντας. «Ναι, θα μπορούσες να το πεις χόμπι. Οι περισσότεροι απ' τους συνηθισμένους ανθρώπους θα το έλεγαν φιλία ή αγάπη ή κάτι τέτοιο. Αν εσύ όμως προτιμάς τη λέξη γόμπι^ δεν έχω αντίρρηση». «Πες μου», είπε η Ναόκο. «Τον συμπαθούσες κι εσύ τον Κιζούκι, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά», απάντησα. «Και τη Ρέικο;» «Τη συμπαθώ επίσης», είπα. «Είναι μια χαρά άνθρωπος». «Πώς γίνεται και συμπαθείς πάντα τέτοιους ανθρώπους - ανθρώπους σαν χι εμάς, θέλω να πω. Είμαστε όλοι λίγο σαλεμένοι και δεν μπορούμε να κολυμπήσουμε κανονικά και πνιγόμαστε σιγά σιγά... εγώ, ο Κιζούκι, η Ρέικο... γιατί δεν μπορείς να συμπαθήσεις φυσιολογικούς ανθρώπους;» «Μα εγώ δεν σας βλέπω έτσι», είπα αφού το σκέφτηκα λίγο πρώτα. «Εγώ δεν θεωρώ ούτε εσένα ούτε τον Κιζούκι "σαλεμένους". Οι τύποι που θεωρώ εγώ σαλεμένους, είναι εκεί έξω και τρέχουν κανονικά». αΕίμαστε πάντως. Πίστεψέ με», είπε η Ναόκο. αΕγώ ξέρω». Συνεχίσαμε να περπατάμε αμίλητοι για λίγο. Ο δρόμος ξεκόλλησε από το φράχτη κι έφτασε σ' ένα στρογγυλό χορταριασμένο πλάτωμα. Ολόγυρα είχε δέντρα κι έμοιαζε με λιμνούλα. «Μερικές φορές ξυπνάω μες στη νύχτα έντρομψ), είπε η Ναόκο σφίγγοντας το μπράτσο μου. «Φοβάμαι ότι ποτέ δεν θα γίνω καλά. Θα μείνω για πάντα τρελή, θα
250
ΧΛΙ'()\·ΚΙ
ΜΟΪΊΆΚΛΜΙ
γεράσω και. θα πεθάνω εδώ. Τρομάζω τόσο που παγώνω ολόκληρη, μέχρι, τα μύχι,α της καρδιάς μου. Είναι, φρι.χτό... αλήθεια...)) Την αγκάλιασα από τους ώμους και την τράβηξα κοντά μου. «Μου φαίνεται σαν ν' απλώνει τα χέρια του ο Κιζούκι απ' το σκοτάδι προς το μέρος μου φωνάζοντας: 'Έ, Ναόκο, δεν μπορούμε να 'μαστε χώρια εμείς". Όταν τον ακούω, δεν ξέρω τι να κάνω)). αΤί κάνεις;)) «Δεν θα 'θελα να πάει ο νους σου στο κακό)). «Δεν θα πάει)). «Ζητάω από τη Ρέικο να με πάρει στην αγκαλιά της. Την ξυπνάω, τρυπώνω στο κρεβάτι της, της ζητάω να με κρατήσει σφιχτά και κλαίω. Εκείνη με χαϊδεύει, ώσπου ο πάγος λιώνει και νιώθω πάλι μέσα μου ζεστασιά. Το βρίσκεις άρρωστο;)) «Όχι. Θα ήθελα όμως να σε κρατούσα εγώ στην αγκαλιά μου)), είπα. «Κράτα με. Τώρα. Εδώ)). Καθίσαμε στο ξερό χορτάρι κι αγκαλιαστήκαμε. Τα χόρτα γύρω μας ήταν ψηλά και δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα, μόνο τον ουρανό και τα σύννεφα πάνω μας. Ακούμπησα μαλακά το κορμί της Ναόκο στο χορτάρι και την πήρα στα χέρια μου. Ήταν ζεστή κι απαλή κι άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος μου. Φιληθήκαμε με πάθος. «Πες μου κάτι, Τόρου)), ψιθύρισε η Ναόκο στ' αυτί μου. «Τι;)) τη ρώτησα. «Θέλεις να κοιμηθείς μαζί μου;))
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
251
«Και, βέβαι,α θέλω», απάντησα. «Μπορείς να περιμένεις;» «Και βέβαια μπορώ». «Πριν το ξανακάνουμε, θέλω να καλυτερέψω. Θέλω να γίνω λίγο πιο άξια γι' αυτό το χόμπι σου. Θα με περιμένεις;» «Και βέβαια θα σε περιμένω». «Έχεις σκληρύνει τώρα;» «Πού να σκληρύνω; Στις πατούσες; Στα γόνατα;» «Χαζέ!» γέλασε η Ναόκο. «Εάν ρωτάς αν έχω στύση αυτή τη στιγμή, ναι, και βέβαια έχω». «Θα μου κάνεις τη χάρη να πάψεις να λες "και βέβαια";» «Εντάξει, θα πάψω». «Είναι δύσκολο;» «Ποιο πράγμα;» «Να σκληραίνεις έτσι εκεί». «Δύσκολο;» «Θέλω να πω... πονάς;» «Εξαρτάται, πώς το βλέπεις». «Θέλεις να σε βοηθήσω;» «Εννοείς με το χέρι σου;» «Μμμ. Να σου πω την αλήθεια», είπε η Ναόκο, «με πιέζει πολύ. Από την πρώτη στιγμή που ξαπλώσαμε». Έστριψα το κορμί μου τραβώντας τους γοφούς μου λίγους πόντους πιο πέρα. «Καλύτερα έτσι;» «Ευχαριστώ». «Ναόκο;» είπα. «Θα 'θελα να το κάνεις».
252
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
«Εντάξει.», είπε μ.ε γλυκό χαμόγελο. Μου κατέβασε το φερμουάρ και, τύλί,ξε το χέρι. της γύρω από τη στύση μου. «Είναι ζεστό», είπε. Άρχισε να κουνάει το χέρι της, αλλά τη σταμάτησα. Της ξεκούμπωσα την μπλούζα κι έβαλα το χέρι μου πίσω από την πλάτη της για να της ξεκουμπώσω και το σουτιέν. Φίλησα τις ρόδινες μικρές θηλές της. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να κουνάει αργά τα δάχτυλά της. «Ε, τα καταφέρνεις μια χαρά!» είπα. «Κάθισε φρόνιμα και μη μιλάς», είπε η Ναόκο.
Όταν τέλειωσα, την κράτησα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα ξανά. Η Ναόκο κούμπωσε το σουτιέν και την μπλούζα της. Εγώ ανέβασα το φερμουάρ του παντελονιού μου. «Θα είναι πιο εύκολο για σένα να περπατήσεις τώρα;» με ρώτησε. «Κι αυτό το χρωστάω σ' εσένα». «Μάλιστα. Αφού λοιπόν ο κύριος νιώθει καλύτερα, μήπως θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τον περίπατό μας;» «Ασφαλώς». Διασχίσαμε το μικρό στρογγυλό λιβάδι, περάσαμε ανάμεσα από τα δέντρα και φτάσαμε σ' ένα δεύτερο πλάτωμα. Η Ναόκο μου μίλησε για την πεθαμένη αδερφή της. Παρ' όλο που δεν μιλούσε ποτέ σε κανέναν γι' αυτό το θέμα, σ' εμένα είχε νιώσει την ανάγκη να το πει, μου εξήγησε. «Ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερή μου και ήμαστε εντελώς διαφορετικές. Παρ' όλα αυτά, ήμαστε πολύ δεμένες.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
253
Δεν μαλώναμε ποτέ, ούτε μι,α φορά. Αλήθεια. Ίσως ήταν όμως και η διαφορά της ηλικίας· δεν είχαμε λόγους να μαλώνουμε». Η αδερφή της ήταν από εκείνα τα κορίτσια που τα καταφέρνουν σε όλα. Καταπληκτική στα μαθήματα, καταπληκτική στα σπορ, δημοφιλής, ευγενική, ειλικρινής, άρεσε στ' αγόρια, οι καθηγητές της τη λάτρευαν, οι τοίχοι στο δωμάτιό της ήταν γεμάτοι επαίνους και βραβεία. Υπάρχει πάντα ένα τέτοιο κορίτσι σε κάθε σχολείο. «Δεν το λέω επειδή είναι αδερφή μου, αλλά τίποτε απ' όλα αυτά δεν της φούσκωσε τα μυαλά, δεν την έκανε να καβαλήσει το καλάμι. Δεν ήταν ούτε ψηλομύτα ούτε φαντασμένη. Απλώς, ό,τι κι αν της έδινες να κάνει, το έκανε πάντα καλύτερα απ' τους άλλους. ))Από μικρή λοιπόν εγώ αποφάσισα να γίνω το γλυκό κοριτσάκι». Η Ναόκο τύλιξε ένα χορταράκι στα δάχτυλά της μιλώντας. «Μεγάλωσα ακούγοντας γύρω μου τους πάντες να λένε τι καλή που ήταν, τι έξυπνη και τι αξιαγάπητη. Το χώνεψα κι εγώ καλά ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τη συναγωνιστώ. Το πρόσωπό μου μονάχα ήταν λιγάκι πιο χαριτωμένο απ' το δικό της κι έτσι οι γονείς μου σκέφτηκαν να με βάλουν σ' αυτόν το δρόμο: στο δρόμο της όμορφης, χαριτωμένης κοπελίτσας, και μ' έγραψαν απ' την αρχή σε ανάλογο σχολείο. Μου φορούσαν βελουδένια φορέματα, άσπρες μπλούζες και δερμάτινα λουστρίνια. Έκανα πιάνο και μπαλέτο. Το αποτέλεσμα ήταν να ξετρελαθεί η αδερφή μου ακόμα περισσότερο μαζί μου: ήμουν η κουκλίτσα της, η μικρή της τρισχαριτωμένη αδερφούλα. Μου έκανε συνέχεια δωράκια, μ' έπαιρνε παντού μαζί της και με βοηθούσε στα μαθήματα. Τέτοια
254
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
πράγματα. Μ' έπαψνε ακόμα και στα ραντεβού της. Ήταν η καλύτερη μεγαλύτερη αδερφή που θα μπορούσε να ονειρευτεί ένα κορίτσι. ))Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί αυτοκτόνησε. Ακριβώς σαν τον Κιζούκι. Ήταν κι εκείνη δεκαεφτά και δεν είχε αφήσει κανέναν να μαντέψει ή να υποψιαστεί ότι είχε σκοπό ν' αυτοκτονήσει. Ούτε άφησε σημείωμα. Ακριβώς το ίδιο, ε; Τις λες κι εσύ;» «Έτσι ακούγεται». «Όλοι είπαν ότι είχε υπερβολικό μυαλό ή ότι διάβαζε υπερβολικά βιβλία. Είναι αλήθεια, δίάβαζε πολύ. Είχε αμέτρητα βιβλία. Διάβασα κάμποσα απ' τα βιβλία της μετά το θάνατό της, αλλά ήταν πολύ θλιβερό. Είχαν γραμμένα τα δικά της σχόλια στα περιθώρια, είχαν λουλούδια ανάμεσα στις σελίδες τους, ραβασάκια από τ' αγόρια που την ήθελαν. Κάθε φορά που έπεφτα πάνω σε κάτι δικό της, έβαζα τα κλάματα. Όλο έκλαιγα τότε». Η Ναόκο έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, στριφογυρίζοντας το χορταράκι στα δάχτυλά της. «Ήταν απ' τους ανθρώπους που τα κανονίζουν όλα μόνοι τους», συνέχισε ύστερα. «Δεν ζητούσε ποτέ βοήθεια ή συμβουλές από κανέναν. Κι όχι από περηφάνια, έτσι νομίζω τουλάχιστον. Απλώς έκανε αυτό που θεωρούσε η ίδια σωστό και φυσικό. Οι γονείς μας ήταν συνηθισμένοι και την άφηναν, σίγουροι πως θα τα 'βγαζε πέρα μόνη της. Εγώ ζητούσα συνέχεια τη βοήθεια και τη συμβουλή της και μου την έδινε πρόθυμα. Η ίδια όμως δεν ζητούσε ποτέ τίποτε από κανέναν. Έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό, μόνη της. Δεν θύμωνε, δεν νευρίαζε ποτέ. Όσα σου λέω είναι η καθαρή αλήθεια. Δεν λέω υπερβολές. Τα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
255
περισσότερα κορίτσια, όταν έχουν, ας πούμ,ε, περίοδο, είναι στις κακές τους και ξεσπούν στους άλλους. Η αδερφή μου ούτε αυτό δεν έκανε. Αντί να νευριάζει, κλεινόταν στον εαυτό της. Της συνέβαινε μια φορά στους δυο-τρεις μήνες: κλεινόταν στο δωμάτιό της κι έμενε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν πήγαινε σχολείο, δεν έτρωγε τίποτα, καθόταν με τα φώτα σβηστά και δεν έκανε τίποτα. Δεν ήταν ούτε θυμωμένη όμως ούτε νευριασμένη. Όταν γύριζα από το σχολείο, με φώναζε και μ' έβαζε να καθίσω δίπλα της και με ρωτούσε πώς είχα περάσει όλη μέρα. Της τα έλεγα όλα - τι παιχνίδια είχα παίξει με τους φίλους μου, τι μου είχε πει η δασκάλα, τι βαθμό είχα πάρει στο διαγώνισμα, όλα. Τα άκουγε προσεκτικά και έκανε σχόλια, παρατηρήσεις, μου έδινε ιδέες. Μα μόλις έφευγα -για να παίξω με κάποια φίλη μου ή για το μάθημα του μπαλέτου- βούλιαζε ξανά στην αφηρημάδα και στην απάθεια. Περνούσε έτσι δυο μέρες κι ύστερα -πάλι ξαφνικάσηκωνόταν και πήγαινε ξανά στο σχολείο. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για τέσσερα χρόνια περίπου. Οι γονείς μου στην αρχή ανησύχησαν, νομίζω μάλιστα πως πήγαν σε κάποιο γιατρό, αλλά, επειδή μετά από δυο μέρες η αδερφή μου ήταν πάλι μια χαρά, σκέφτηκαν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, πως ό,τι κι αν ήταν αυτό θα της περνούσε. Ήταν ένα κορίτσι ικανό κι έξυπνο. Μετά το θάνατό της όμως άκουσα τους γονείς μου να μιλούν για έναν μικρότερο αδερφό του πατέρα μου που είχε πεθάνει πριν από χρόνια. Ήταν κι αυτός πανέξυπνος, αλλά είχε μείνει κλεισμένος στο σπίτι τέσσερα χρόνια από τα δεκαεφτά του ώς τα είκοσι ένα του. Στα είκοσι ένα του βγήκε ξαφνικά απ' το σπίτι κι έπεσε στις γραμ-
256
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
μ.ές του τρένου. "Ίσως το 'χουμε στο αίμ,α μας, από τη μιερι,ά μ.ου", είπε ο πατέρας μου». Μιλώντας η Ναόκο έσκιζε το χορταράκι που κρατούσε, ξεφλουδίζοντας τον λεπτό μίσχο. Όταν έμεινε ολότελα γυμνός, τον τύλιξε στο δάχτυλό της. «Εγώ βρήκα την αδερφή μου πεθαμένη», συνέχισε. ((Ήταν φθινόπωρο, μόλις είχα πάει στην πρώτη τάξη. Νοέμβριος. Ήταν μια μέρα συννεφιασμένη, σκοτεινή. Έβρεχε. Η αδερφή μου πήγαινε στην έκτη τότε. Γύρισα στο σπίτι από το μάθημα του πιάνου στις 6.30 και η μαμά μου ετοίμαζε το βραδινό. Μου είπε να φωνάξω την αδερφή μου* το φαγητό ήταν έτοιμο. Ανέβηκα πάνω και χτύπησα την πόρτα της. "Το φαγητό είναι έτοιμο", φώναξα αλλά δεν πήρα απάντηση. Από το δωμάτιό της δεν ακουγόταν το παραμικρό. Μου φάνηκε παράξενο κι έτσι ξαναχτύπησα, άνοιξα και κοίταξα μέσα. Νόμισα ότι θα την έβρισκα να κοιμάται αλλά δεν ήταν στο κρεβάτι της. Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε έξω. Ο λαιμός της ήταν γερμένος κάπως αλλόκοτα, σαν να σκεφτόταν. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, τα φώτα σβηστά, δεν έβλεπες σχεδόν τίποτα. "Τι κάνεις;" της είπα. "Το φαγητό είναι έτοιμο". Τότε μόνο πρόσεξα ότι φαινόταν πιο ψηλή απ' ό,τι συνήθως. 'Τι γίνεται εδώ;' αναρωτήθηκα. Ήολύ παράξενο! Τακούνια φοράει; Πατάει πουθενά;' Πλησίασα κι ήμουν έτοιμη να της μιλήσω ξανά, όταν το είδα: πάνω απ' το κεφάλι της είχε ένα σκοινί. Κατέβαινε ολόισιο από ένα δοκάρι στο ταβάνι - ήταν ολόισιο, λες και κάποιος είχε χαράξει μια γραμμή μέσα στο χώρο με το χάρακα. Η αδερφή μου φορούσε άσπρη μπλούζα -ναι, μια απλή άσπρη μπλούζα, σαν αυτήν εδώ- και γκρίζα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
257
φούστα. Οι μύτες των ποδί,ών της έδειχναν προς τα κάτω, σαν να 'ταν μπαλαρίνα, μόνο που υπήρχε μια απόσταση ανάμεσα στις μύτες των ποδιών της και το πάτωμα, κάπου είκοσι εκατοστά. Πρόσεξα κάθε λεπτομέρεια. Και το πρόσωπό της. Κοίταξα το πρόσωπό της. Δεν μπόρεσα να μην κοιτάξω. 'Πρέπει να κατέβω αμέσως και να φωνάξω τη μαμά', σκέφτηκα. 'Πρέπει να ουρλιάξω'. Μα το κορμί μου με αγνόησε. Συνέχισε να κάνει ό,τι ήθελε αυτό, χωριστά απ' το μυαλό μου, χωριστά απ' τη συνειδητή μου σκέψη. Τα χέρια μου προσπάθησαν να την κατεβάσουν απ' το σκοινί, ενώ το μυαλό μου με πρόσταζε να τρέξω στις σκάλες. Δεν υπήρχε βέβαια τρόπος να καταφέρει ένα μικρό κορίτσι να κάνει τέτοιο πράγμα κι έτσι στην ουσία έμεινα ακίνητη, σαν χαμένη, πέντ'έξι λεπτά. Λες και κάτι είχε πεθάνει μέσα μου. Έμεινα έτσι, εκεί, με την αδερφή μου, σ' αυτό το κρύο και σκοτεινό μέρος, ώσπου ανέβηκε η μαμά μου να δει γιατί αργούσαμε». Η Ναόκο κούνησε το κεφάλι της. «Επί τρεις μέρες στάθηκε αδύνατο να μιλήσω. Ήμουν στο κρεβάτι, σαν πεθαμένη, με τα μάτια μου ανοιχτά, κοιτάζρντας το κενό. Δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα τι γινόταν». Η Ναόκο μου έσφιξε ξανά το χέρι. «Σου το έγραψα και στο γράμμα μου: είμαι πιο άρρωστη απ' όσο νομίζεις. Η αρρώστια μου είναι πολύ χειρότερη απ' όσο φαίνεται: έχει πολύ βαθύτερες ρίζες. Γι' αυτό θέλω να προχωρήσεις στο δρόμο σου χωρίς εμένα, αν μπορείς. Μη με περιμένεις. Κοιμήσου μ' άλλες κοπέλες, αν το θέλεις. Μην αφήνεις τη δική μου σκέψη να σ' εμποδίσει. Κάνε ό,τι θέλεις. Γιατί αλλιώς μπορεί να παρασύρω κι εσένα.
258
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΠΆΚΛΜΙ
XI αυτό δεν το θέλω. Δεν θέλω να μπερδευτώ στη ζωή σου. Δεν θέλω να σου γίνω βάρος. Δεν θέλω να γίνω βάρος σε κανέναν. Όπως σου είπα και, πρι,ν, θέλω να 'ρχεσοίΐ να με βλέπεις πότε πότε και θέλω να με θυμάσαι πάντα. Αυτό θέλω μόνο». «Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω μόνο αυτό», είπα. «Θα χαραμίσεις τη ζωή σου άμα μπλέξεις μαζί μου». «Δεν θα χαραμίσω τίποτα». «Μα μπορεί να μη γίνω ποτέ τελείως καλά. Ώς πότε θα με περιμένεις; Μπορείς να περιμένεις δέκα-είκοσι χρόνια;» «Αφήνεις ένα σωρό πράγματα να σε τρομάζουν», της είπα. «Το σκοτάδι, τα άσχημα όνειρα, τους πεθαμένους. Πρέπει να τα ξεχάσεις όλα αυτά. Είμαι σίγουρος ότι θα γίνεις καλά αμέσως μόλις τ' αφήσεις πίσω σου». «Αν μπορέσω να τ' αφήσω πίσω μου», είπε η Ναόκο κουνώντας δύσπιστα το κεφάλι της. «Αν μπορέσεις να βγεις από δω, θα 'ρθεις να ζήσεις μαζί μου;» τη ρώτησα. «Θα σε προστατεύω απ' το σκοτάδι κι απ' τα άσχημα όνειρα. Θα έχεις εμένα αντί για τη Ρέικο να σε κρατάω όταν τα πράγματα δυσκολεύουν». Η Ναόκο σφίχτηκε πάνω μου. «Θα ήταν υπέροχα», είπε.
Γυρίσαμε στο καφενεδάκι λίγο πριν απ' τις τρεις. Η Ρέικο διάβαζε ένα βιβλίο κι άκουγε το Λεύτερο κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς στο ραδιόφωνο. Είχε κάτι πανέμορφο η μουσική του Μπραμς έτσι όπως ακουγόταν στην άκρη ενός πράσινου λιβαδιού, έρημου μέχρι εκεί που
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
259
έφτανε το μάτι. Η Ρέικο σφύριζε σιγανά τη μελωδία του τσέλου, στην αρχή του τρίτου μέρους. ((Μπάκχαους και Μπεμ», είπε. «Τον έχω ακούσει αμέτρητες φορές αυτόν το δίσκο. Τον είχα λιώσει ακούγοντάς τον νότα νότα. Ρούφηξα τη μουσική που είχε χαραγμένη πάνω του». Η Ναόκο κι εγώ παραγγείλαμε καφέ. ((Λοιπόν; Τα είπατε;» ρώτησε η Ρέικο. ((Είπαμε πολλά», είπε η Ναόκο. ((Θα μου τα πεις κι εμένα αργότερα. Ό,τι κάνατε. Εντάξει;» Η Ναόκο κοκκίνισε. ((Δεν κάναμε τίποτα τέτοιο». ((Αλήθεια; Τίποτα;» γύρισε σ' εμένα η Ρέικο. ((Τίποτα», της είπα. ((Και δεν βαρεθήκατε;» ρώτησε η Ρέικο με ύφος προσποιητά βαριεστημένο. ((Βαρεθήκαμε!» συμφώνησα και ήπια τον καφέ μου.
Το βραδινό φαγητό στην τραπεζαρία εκτυλίχτηκε ακριβώς όπως και την προηγούμενη μέρα - ίδια ατμόσφαιρα, ίδιες φορνές, ίδια πρόσωπα. Μόνο το φαγητό ήταν αλλιώτικο. Ο άντρας στα λευκά που το περασμένο βράδυ συζητούσε για την απέκκριση των σωματικών υγρών σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, ήρθε στο τραπέζι μας κι άρχισε να μιλάει για τη σχέση μεταξύ του όγκου του εγκεφάλου και της ευφυΐας. Τρώγοντας μπιφτέκια από κιμά σόγιας, μάθαμε τα πάντα για τους εγκεφάλους του Μπίσμαρκ και του Ναπολέοντα. Ακόμα και το πιάτο του παραμέρισε ο τύπος κι άρχισε με το στιλό του να σχε-
260
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
διάζεί, εγκεφάλους σ' ένα χαρτί. Ξεκινούσε να ζωγραφίσει έναν εγκέφαλο, α'Οχι., όχι, δεν είναι ακριβώς έτσι», έλεγε, άρχιζε άλλον. Λυτό έγινε κάμποσες φορές. Όταν τέλειωσε, βόλεψε το στιλό στο τσεπάκι της μπλούζας του, όπου είχε άλλα δύο, μαζί με μερικά μολύβια κι ένα χάρακα. Όταν απόφαγε, μου ξαναείπε αυτό που μου είχε πει και την προηγουμένη: «Οι χειμώνες εδώ είναι πολύ όμορφοι. Φροντίστε να ξανάρθετε, όταν θα 'ναι χειμώνας». Μ' αυτά τα λόγια σηκώθηκε κι έφυγε από την τραπεζαρία. «Είναι γιατρός ή ασθενής;» ρώτησα τη Ρέικο. «Εσύ τι λες;» «Δεν μπορώ να καταλάβω. Έτσι κι αλλιώς δεν μου φαίνεται και πολύ εντάξει». «Είναι γιατρός», είπε η Ναόκο. «Τον λένε Μιγιάτα». «Πράγματι», είπε η Ρέικο, «αλλά, κατά τη γνώμη μου, είναι ο πιο τρελός απ' όλους μας». «Μα και ο κύριος Ομούρα, ο φύλακας, την έχει τη δόση του», είπε η Ναόκο. «Σωστά», συμφώνησε η Ρέικο κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της καθώς κάρφωνε με το πιρούνι της ένα κομματάκι μπρόκολο. «Κάθε πρωί κάνει τη γυμναστική του ουρλιάζοντας ακατανόητα πράγματα. Πριν έρθεις εσύ, Ναόκο, στη γραμματεία δούλευε μια κοπέλα, η δεσποινίς Κινοσίτα, η οποία προσπάθησε ν' αυτοκτονήσει, και πέρσι απέλυσαν ένα νοσοκόμο, τον Τοκουσίμα, επειδή είχε μεγάλο πρόβλημα με το ποτό». «Δηλαδή ασθενείς και προσωπικό θα μπορούσαν άνετα ν' αλλάξουν θέσεις», είπα. «Ακριβώς», είπε η Ρέικο ανεμίζοντας το πιρούνι της.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
261
((Άρχισες επιτέλους να καταλαβαίνεις πώς έχουν τα πράγματα εδώ πέρα». ((Έτσι φαίνεται». ((Εμείς τουλάχιστον το ξέρουμε ότι δεν είμαστε καλά», συνέχισε η Ρέικο. ((Επομένως είμαστε πιο καλά απ' όλους».
Πίσω στο δωμάτιο, η Ναόκο κι εγώ παίξαμε χαρτιά, ενώ η Ρέικο έκανε εξάσκηση σε κάποια κομμάτια του Μπαχ στην κιθάρα της. ((Τι ώρα φεύγεις αύριο;» με ρώτησε η Ρέικο αφήνοντας για λίγο την κιθάρα κι ανάβοντας τσιγάρο. ((Αμέσως μετά το πρόγευμα», είπα. ((Το λεωφορείο περνάει στις εννιά. Έτσι θα προλάβω να δουλέψω αύριο το βράδυ». ((Κρίμα. Θα ήταν ωραία αν έμενες κι άλλο». ((Αν μείνω πολύ, μπορεί να φτάσω κι εγώ να ζω εδώ, σαν εσάς», απάντησα γελώντας. ((Μπορεί», είπε η Ρέικο κι έπειτα στράφηκε στη Ναόκο. ((Οχ, ξέχασα να περάσω από του Όκα να πάρω σταφύλια». ((Θέλεις να 'ρθω μαζί σου;» ρώτησε η Ναόκο. ((Τι θα 'λεγες να μου δανείσεις τον νεαρό σου κύριο Βατανάμπε;» ((Πολύ ευχαρίστως», είπε η Ναόκο. ((Ωραία. Θα βγούμε οι δυο μας για άλλη μια βραδινή βολτούλα», είπε η Ρέικο παίρνοντάς με από το χέρι. ((Χτες κοντέψαμε να φτάσουμε ώς εκεί. Απόψε θα πάμε ώς το τέλος της διαδρομής».
262
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
((Ωραία λοί,πόν», είπε γελώντας η Ναόκο. ((Κάντε ό,τι θέλετε». Έξω έκανε ψύχρα. Η Ρέικο φορούσε μι,α γαλάζια πλεχτή ζακέτα πάνω από το πουκάμισο της. Άρχισε να περπατάει με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού της. Βγαίνοντας από το κτίριο κοίταξε ψηλά τον ουρανό και μύρισε τον αέρα σαν σκυλί. ((Μυρίζει βροχή», είπε. Δοκίμασα να μυρίσω κι εγώ τη βροχή, αλλά δεν μύρισα τίποτα. Ωστόσο υπήρχαν πολλά σύννεφα που έκρυβαν το φεγγάρι. ((Αν μείνεις εδώ αρκετά, μαθαίνεις να μαντεύεις τον καιρό απ' τη μυρωδιά», είπε η Ρέικο. Μπήκαμε στην περιοχή με τα δέντρα, όπου βρίσκονταν τα σπίτια του προσωπικού. Η Ρέικο μου είπε να περιμένω μια στιγμή, προχώρησε στην εξώπορτα ενός σπιτιού και χτύπησε το κουδούνι. Της άνοιξε μια γυναίκα - η σπιτονοικοκυρά το δίχως άλλο- και οι δυο τους στάθηκαν για λίγο στο κατώφλι μιλώντας και γελώντας. Έπειτα η γυναίκα μπήκε στο σπίτι και βγήκε πάλι κρατώντας μια πλαστική σακούλα. Η Ρέικο την ευχαρίστησε και την καληνύχτισε. Ύστερα ήρθε εκεί που την περίμενα. ((Κοίτα», είπε ανοίγοντας τη σακούλα. Μέσα υπήρχε ένα θεόρατο τσαμπί σταφύλια. ((Σ' αρέσουν τα σταφύλια;» ((Τα λατρεύω». Μου έδωσε τις πάνω πάνω ρώγες. ((Μπορείς να φας. Είναι πλυμένα». Συνεχίσαμε να περπατάμε τσιμπολογώντας σταφύλια, φτύνοντας τα φλούδια και τα κουκούτσια στο χώμα. Ήταν φρέσκα και νόστιμα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
263
((Κάνω μαθήματα πιάνου στο γιο τους, όποτε έχω καιρό, χι αυτοί μου φέρνουν διάφορα. Το κρασί απ' αυτούς ήταν. Καμιά φορά τους ζητάω να μου ψωνίσουν από την πόλη». ((Θα ήθελα ν' ακούσω τη συνέχεια της ιστορίας που άρχισες να μου λες χτες», είπα. ((Όπως θέλεις», είπε η Ρέικο. ((Αν αργούμε όμως να γυρίσουμε κάθε βράδυ, στο τέλος η Ναόκο θ' αρχίσει να βάζει διάφορα με το νου της». ((Είμαι πρόθυμος να το ρισκάρω». ((Εντάξει λοιπόν. Χρειαζόμαστε τουλάχιστον μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι μας. Κάνει κρύο απόψε». Πλησιάζοντας στο γήπεδο του τένις, έστριψε αριστερά. Κατεβήκαμε μια στενή σκαλίτσα και φτάσαμε σε μια σειρά μικρές στενόμακρες αποθήκες. Η Ρέικο άνοιξε την πρώτη, μπήκε μέσα κι άναψε το φως. ((Έλα», μου είπε. Μέσα είχε πέδιλα και μπαστούνια του σκι, ταχτοποιημένα με τάξη στα ράφια. Στο πάτωμα είχε έλκηθρα και τσουβάλια με αλάτι για το χιόνι. ((Παλιά ερχόμουν εδώ συχνά για να μελετήσω κιθάρα και να μείνω μόνη μου. Όμορφα δεν είναι;» Η Ρέικο κάθισε στα τσουβάλια και μου 'κανε νόημα να καθίσω δίπλα της. ((Θα μπουκώσει από τον καπνό, αλλά μπορώ να καπνίσω παρ' όλα αυτά ένα τσιγάρο;» ρώτησε. ((Ναι, ναι», της απάντησα. ((Αυτή τη συνήθεια δεν μπορώ να την κόψω», είπε σμίγοντας τα φρύδια της, αλλά άναψε το τσιγάρο με ολοφάνερη ευχαρίστηση. Δεν έχω δει πολλούς ανθρώπους ν' απολαμβάνουν το κάπνισμα όσο η Ρέικο. Εγώ συνέχισα
264
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
να τρώω σταφύλί,α, ξεφλουδίζοντας αργά μία μία ρώγα και πετώντας τα φλούδια και τα κουκούτσια σ' έναν άδειο τενεκέ. «Γιά να δούμε λοιπόν... πού είχαμε μείνει χτες το βράδυ;» ρώτησε η Ρέικο. «Ήταν μια σκοτεινή ανεμοδαρμένη νύχτα κι εσύ σκαρφάλωνες σ' έναν απότομο γκρεμό για να φτάσεις στη φωλιά του πουλιού». «Είναι εκπληκτικό, ο τρόπος που αστειεύεσαι με τόσο σοβαρό ύφος», είπε η Ρέικο. «Γιά να δούμε... Νομίζω πως είχα φτάσει εκεί που έκανα μάθημα στο κορίτσι κάθε Σάββατο». «Ακριβώς». «Αν υποθέσουμε ότι μπορεί κανείς να μοιράσει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες, σ' αυτούς που είναι καλοί δάσκαλοι και σ' αυτούς που δεν είναι, εγώ ανήκω μάλλον στους πρώτους», είπε η Ρέικο. «Δεν το ήξερα όταν ήμουν νέα. Δεν το σκεφτόμουν. Μάλλον δεν ήθελα να το δω. Φτάνοντας όμως σε μια ορισμένη ηλικία και σ' έναν ορισμένο βαθμό αυτογνωσίας, συνειδητοποίησα πως είναι αλήθεια: είμαι καλή δασκάλα. Πραγματικά καλή». «Το πιστεύω». «Με τους άλλους έχω πολύ περισσότερη υπομονή απ' όση έχω με τον εαυτό μου. Τους καταφέρνω να δώσουν ό,τι καλό έχουν μέσα τους - πράγμα που δεν μπορώ να πετύχω μ' εμένα την ίδια. Τέτοιος άνθρωπος είμαι. Είμαι η τραχιά επιφάνεια στο πλάι του σπιρτόκουτου. Αλλά δεν με πειράζει. Δεν με πειράζει καθόλου. Καλύτερα να είσαι πρώτης τάξεως σπιρτόκουτο παρά σπίρτο που δεν ανάβει. Αυτό το ξεκαθάρισα στο μυαλό μου, αφού άρχισα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
265
να κάνω μαθήματα σ' εκείνο το κορίτσι.. Είχα δΐ-δάξει. κι άλλα παιδι,ά, όταν ήμουν πιο μικρή. Τότε όμως η διδασκαλία ήταν πάρεργο για μένα, δεν είχα καταλάβει πόσο καλή ήμουν. Μόνο όταν άρχισα να κάνω μάθημα σ' εκείνη τη μικρή, συνειδητοποίησα αυτά τα πράγματα για τον εαυτό μου. Μόνο τότε σκέφτηκα: Ε, είμαι καλή δασκάλα. Έτσι προχώρησαν τα μαθήματα. ))Όπως σου είπα και χτες, η τεχνική της δεν ήταν άξια λόγου. Καριέρα στη μουσική δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πια έτσι κι αλλιώς. Άρα μπορούσαμε να προχωρήσουμε με το πάσο μας. Εξάλλου πήγαινε σ' ένα σχολείο απ' αυτά που ακόμα και με μέτριους βαθμούς σου εξασφάλιζαν μια θέση στο πανεπιστήμιο - πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν αναγκασμένη να σκοτώνεται στο διάβασμα. Ούτε η μητέρα της ήταν πιεστική σ' αυτά τα θέματα. Δεν τη ζόρισα λοιπόν καθόλου. Από την πρώτη στιγμή που την είδα, το κατάλαβα: δεν ήταν από τα παιδιά που μπορείς να τα ζορίσεις. Ήταν από τα παιδιά που λένε "ναι, ναι" όλο γλύκα και φρονιμάδα, αλλά δεν κάνουν με κανέναν τρόπο αυτό που δεν θέλουν να κάνουν. Της ζητούσα λοιπόν ξεκινώντας να μου παίξει ένα κομμάτι όπως ακριβώς ήθελε - εκατό τοις εκατό με τον δικό της τρόπο. Ύστερα έπαιζα κι εγώ το ίδιο κομμάτι με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους, εκείνη με άκουγε, και κουβεντιάζαμε ποιος τρόπος ήταν ο καλύτερος, ποιος της άρεσε εκείνης περισσότερο. Τέλος την έβαζα να το ξαναπαίξει - κι αυτή τη φορά το έπαιζε δέκα φορές καλύτερα από πριν. Το έβλεπε και μόνη της ότι μ' αυτό τον τρόπο απέδιδε: πρόσεχε τα όμορφα σημεία και τα ξεσήκωνε». Η Ρέικο σταμάτησε για μια στιγμή, με το βλέμμα καρ-
266
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
φωμένο στην καύτρα του τσιγάρου της. Εγώ συνέχισα να τρώω σταφύλια αμίλητος. ((Έχω πολύ καλή αίσθηση της μουσικής και το ξέρω», συνέχισε τέλος, ((αλλά εκείνη είχε καλύτερη. "Τι κρίμα!" σκεφτόμουν τότε. "Τι κρίμα που δεν άρχισε εγκαίρως μ' έναν καλό δάσκαλο! Τι κρίμα που δεν είχε το πλεονέκτημα μιας σωστής, καλής εκπαίδευσης!" Αλλά έπεφτα έξω. Δεν ήταν απ' τα παιδιά που μπορούν να προσαρμοστούν και να σηκώσουν το βάρος μιας σωστής καλής εκπαίδευσης. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, ξέρεις. Έχουν την ευλογία του ταλέντου, αλλά δεν αντέχουν την προσπάθεια που χρειάζεται για να το καλλιεργήσουν και καταλήγουν να το κάνουν κομμάτια, να το σκορπίσουν και να το σπαταλήσουν. Έχω δει τέτοιους ανθρώπους. Στην αρχή σε γοητεύουν. Διαβάζουν με την πρώτη ένα τρομερά δύσκολο κομμάτι και το παίζουν πρίμα βίστα, χωρίς προβλήματα. Τους κοιτάζεις και μένεις με το στόμα ανοιχτό. "Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό ούτε σ' ένα εκατομμύριο χρόνια!" λες από μέσα σου. Όμως έως εκεί φτάνουν. Δεν προχωρούν ούτε πόντο παραπέρα και γιατί; Γιατί βαριούνται την προσπάθεια. Δεν έχουν τη δύναμη να πειθαρχήσουν. Είναι κακομαθημένοι. Έχουν τόσο ταλέντο που θα μπορούσαν εξαρχής να παίζουν καλά οτιδήποτε, χωρίς προσπάθεια, κι όλοι τους έλεγαν από τα μικρά τους χρόνια πόσο σπουδαίοι ήταν και πόσο ωραία τα κατάφερναν. Την προσπάθεια, τη σκληρή δουλειά, τη μελέτη, οι άνθρωποι αυτοί τη θεωρούν χαζομάρα. Παίρνουν ένα κομμάτι, που για τ' άλλα παιδιά σημαίνει τρεις βδομάδες σκληρή άσκηση και επιμονή, και το ξετινάζουν στον μισό χρόνο. Ο δάσκαλος πιστεύει ότι το δούλεψαν
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
267
όσο έπρεπε χαι προχωράει στο επόμενο. Το τελειώνουν κί αυτό στον μισό χρόνο και προχωρούν ξανά στο επόμενο. Δεν ξέρουν τι θα πει να σε μαλώνει ο δάσκαλος. Έτσι δεν αποκτούν ποτέ αυτή την εμπειρία, κάτι τρομερά σημαντικό για τη διάπλαση του χαρακτήρα. Είναι τραγικό. Είχα κι εγώ τέτοιες τάσεις, αλλά στάθηκα πολύ τυχερή: είχα μια καταπληκτική δασκάλα που με βοήθησε να τις ελέγξω, να τις πολεμήσω. ))Πάντως το μάθημα στη μικρή το χαιρόμουν. Ήταν σαν να οδηγούσα σε αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας ένα γρήγορο αυτοκίνητο που αντιδρούσε στο παραμικρό άγγιγμα - μερικές φορές πιο γρήγορα απ' όσο περίμενα. Όταν έχεις να διδάξεις τέτοια παιδιά, δεν πρέπει να τα παινεύεις πολύ. Είναι τόσο εξοικειωμένα με τα μπράβο που δεν τους κάνουν πια καμιά εντύπωση. Πρέπει να τους δίνεις αναγνώριση και αποδοχή σε μικρές, μετρημένες δόσεις. Ούτε μπορείς να τα ζορίσεις. Πρέπει να τ' αφήνεις να διαλέγουν μόνα τους. Από την άλλη, δεν είναι σωστό να τους επιτρέπεις να ορμούν με βιάση μπροστά: πρέπει να τα σταματάς και να τα βοηθάς να σκεφτούν. Αυτό είν' όλο. Αν προσέξεις αυτά τα πράγματα, θα 'χεις καλά αποτελέσματα». Η Ρέικο πέταξε τη γόπα του τσιγάρου της καταγής και την πάτησε για να σβήσει. Έπειτα πήρε βαθιά ανάσα, σαν να 'θελε να καταλαγιάσει την ταραχή της. ((Όταν τελειώναμε το μάθημα, πίναμε τσάι και κουβεντιάζαμε. Κάποιες φορές της έπαιζα τζαζ - αυτό το κομμάτι είναι Μπαντ Πάουελ, αυτό Τελόνιους Μονκ. Κυρίως όμως μιλούσαμε. Δηλαδή εκείνη μιλούσε. Και ήξερε να μιλάει! Ήξερε να συνεπαίρνει! Όπως σου είπα και
268
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
χτες, τα περισσότερα ήταν ψέματα. Είχαν όμως ενδιαφέρον. Ήταν παρατηρητική, χρησιμοποιούσε με εξαιρετική δεξιοτεχνία τη γλώσσα, διέθετε καυστικό χιούμορ. Κατάφερνε να μιλάει απευθείας στην καρδιά. Ναι, αυτό ήταν, είχε τον τρόπο να συγκινεί χαι το ήζερε. Έβαζε μάλιστα τα δυνατά της για να αξιοποιεί το ταλέντο της όσο το δυνατόν καλύτερα, όσο το δυνατόν πιο αποδοτικά. Μπορούσε να σε κάνει να νιώσεις ό,τι ήθελε - θυμό ή λύπη, συμπόνια ή απογοήτευση, ακόμα κι ευτυχία. Χειραγωγούσε τα συναισθήματα των άλλων, μόνο και μόνο για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της. Αυτό βέβαια το συνειδητοποίησα αργότερα. Την εποχή εκείνη δεν είχα ιδέα τι μου έκανε». Η Ρέικο κούνησε το κεφάλι της κι έφαγε μερικές ρώγες σταφύλι. «Ήταν αρρώστια», συνέχισε. «Το κορίτσι ήταν άρρωστο. Ήταν σαν το σάπιο μήλο που σαπίζει κι όλα τα υπόλοιπα στο καλάθι. Κανείς δεν μπορούσε να τη γιατρέψει. Θα παιδεύεται μ' αυτή την αρρώστια ώσπου να πεθάνει. Αν το σκεφτείς έτσι, ήταν για λύπηση, ένα αξιοθρήνητο πλάσμα. Κι εγώ η ίδια θα τη λυπόμουν, αν δεν ήμουν ένα από τα θύματά της. Γιατί θα θεωρούσα εκείνη θύμα». Η Ρέικο έφαγε κι άλλο σταφύλι. Σαν να 'θελε να δώσει στον εαυτό της το χρόνο να σκεφτεί ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να συνεχίσει την ιστορία της. «Όπως κι αν έχει, εγώ συνέχισα ν' απολαμβάνω τα μαθήματα μαζί της για έξι μήνες περίπου. Πότε πότε κάτι απ' όσα έλεγε μου φαινόταν παράξενο, αφύσικο σχεδόν. Ή εκεί που μιλούσε, ανατρίχιαζα γιατί συνειδητοποιούσα την παράλογη ένταση του μίσους της για ορισμένα πρό-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
269
σωπα. Άλλοτε πάλι. το 'βλεπα πως παραήταν έξυπνη κι αναρωτιόμουν τι στ' αλήθεια σκεφτόταν. Σε τελική ανάλυση, όλοι έχουν τα ελαττώματά τους, έτσι δεν είναι; Κι έπειτα... δεν ήταν δική μου δουλειά να κρίνω την προσωπικότητα ή το χαρακτήρα της. Εγώ ήμουν απλώς η δασκάλα του πιάνου. Έπρεπε μόνο να νοιάζομαι αν έκανε τις ασκήσεις της, αν μελετούσε το μάθημά της. Εξάλλου η αλήθεια είναι πως μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ. ))Παρ' όλα αυτά ήμουν επιφυλακτική. Πρόσεχα από ένστικτο. Δεν της εμπιστευόμουν προσωπικά μου θέματα. Είχα αυτή την έκτη αίσθηση που με συγκρατούσε και δεν της φανέρωνα τα μυστικά μου. Εκείνη βέβαια με βομβάρδιζε με ερωτήσεις - πέθαινε να μάθει περισσότερα για μένα. Εγώ της έλεγα μόνο ό,τι ήταν ακίνδυνο: επεισόδια από την παιδική μου ηλικία, από το σχολείο, τέτοια. Επέμενε πως ήθελε να μάθει περισσότερα, αλλά της απαντούσα πως δεν υπήρχαν περισσότερα να μάθει: η ζωή μου ήταν βαρετή, είχα ένα συνηθισμένο άντρα, ένα συνηθισμένο παιδί κι ένα σωρό δουλειές στο σπίτι. "Μα μου αρέσετε τόσο πολύ", έλεγε και με κοίταζε στα μάτια κι όταν το 'κανε αυτό ανατρίχιαζα - από ευχαρίστηση. Ποτέ όμως-δεν της είπα περισσότερα από τα απολύτως απαραίτητα. ))Ώσπου μια μέρα - Μάιος ήταν, νομίζω- είπε ξαφνικά, την ώρα του μαθήματος, πως δεν ένιωθε καλά. Πράγματι: είχε ιδρώσει κι είχε χλομιάσει. Τη ρώτησα αν ήθελε να φύγει, αλλά μου απάντησε πως σίγουρα θα συνερχόταν, αν μπορούσε να ξαπλώσει για μια στιγμή. Την πήγα λοιπόν -στα χέρια σχεδόν- στην κρεβατοκάμαρα. Είχαμε έναν πολύ μικρό καναπέ, δεν χωρούσε να
270
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
ξαπλώσει, η μόνη λύση ήταν το κρεβάτι,. Μου ζήτησε συγγνώμη για τη φασαρία, στην οποία μ.' έβαζε. Τη διαβεβαίωσα πως δεν με πείραζε καθόλου και τη ρώτησα αν ήθελε να πιει κάτι. Αρνήθηκε. Μου ζήτησε μόνο να μείνω κοντά της. Της αποκρίθηκα πως θα το έκανα μετά χαράς. ))Λίγα λεπτά αργότερα με παρακάλεσε να της τρίψω την πλάτη. Βογκούσε σαν να πονούσε στ' αλήθεια και ίδρωνε ασταμάτητα. Άρχισα λοιπόν να της κάνω μασάζ. Μου ζήτησε πάλι συγγνώμη και μου ζήτησε να της βγάλω το σουτιέν επειδή την έσφιγγε. Το έκανα - δεν ξέρω γιατί, αλλά το έκανα. Φορούσε στενή μπλούζα - κι έτσι αναγκάστηκα να της την ξεκουμπώσω για να μπορέσω να της βγάλω το σουτιέν. Για δεκατριών χρονών κορίτσι είχε ήδη καλοσχηματισμένο και μεγάλο στήθος. Διπλάσιο απ' το δικό μου. Ούτε φορούσε κοριτσίστικο σουτιέν αλλά κανονικό σουτιέν μεγάλης γυναίκας και μάλιστα πανάκριβο. Εννοείται ότι σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες δεν έδωσα καμιά προσοχή την ώρα εκείνη, απλώς σαν χαζή εξακολούθησα να της τρίβω την πλάτη, κι αυτή εξακολουθούσε να μου ζητάει συγγνώμη με την κλαψιάρικη φωνή της, σαν να λυπόταν στ' αλήθεια. Κι εγώ της έλεγα συνέχεια "εντάξει, εντάξει"». Η Ρέικο τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου της στο πάτωμα. Εγώ είχα σταματήσει πια να τσιμπολογάω σταφύλια. Όλη μου η προσοχή ήταν στραμμένη στην ιστορία ((Μετά από λίγο που λες, αρχίζει να κλαίει. "Τι τρέχει;" τη ρωτάω. "Τίποτα", μου απαντάει. "Δεν μπορεί να είναι τίποτα", της λέω. "Πες μου την αλήθεια. Τι σε κά-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
271
νει να κλαις;" χαι μου απαντάει: "Έτσι. κλαίω. Το παθαίνω πότε πότε, δεν ξέρω τι έχω, νιώθω τόσο μόνη μου και τόσο λυπημένη, δεν μπορώ να μιλήσω σε κανέναν και κανείς δεν νοιάζεται για μένα. Πονάω πολύ, πονάω μέσα μου. Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, δεν θέλω ούτε να φάω ούτε τίποτα. Μόνο εδώ θέλω να 'ρχομαι. Το μάθημά σας είναι το μόνο που μου δίνει ακόμα χαρά" και της λέω: "Μπορείς να μιλήσεις σ'εμένα. Πες μου τι σου συμβαίνει". Η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή στο σπίτι της, μου λέει. Οι γονείς της δεν την αγαπούν, κι αυτή δεν μπορεί να τους αγαπήσει. Ότι ο πατέρας της έχει σχέση με μια άλλη γυναίκα και σπάνια βρίσκεται σπίτι, ότι η μαμά της κοντεύει να τρελαθεί απ' τη ζήλια και ξεσπάει πάνω της. Ότι τη δέρνει καθημερινά σχεδόν. Γι' αυτό κι εκείνη δεν θέλει να πηγαίνει στο σπίτι της. Κλαίει πια ασυγκράτητα, τα μάτια της τρέχουν δάκρυα ποτάμι, αυτά τα όμορφα μάτια. Το θέαμα θα έκανε ακόμα και θεό να κλάψει. Την παρηγορώ λοιπόν. Της λέω πως αφού δεν αντέχει στο σπίτι της, να έρχεται όποτε θέλει στο δικό μου. Όταν τ' ακούει η μικρή, ρίχνεται στην αγκαλιά μου. "Αχ, αν δεν είχα κι εσάς, δεν θα 'ξερα τι να κάνω", μου λέει. "Σας παρακαλώ, μη μ' εγκαταλείψετε. Μη μου γυρίσετε κι εσείς την πλάτη σας. Δεν θα 'χω πού να πάω". ))Την αγκαλιάζω κι εγώ, τη χαϊδεύω και της λέω: "Σώπα, σώπα, μην κλαις", κι εκείνη με κρατάει αγκαλιασμένη κι αρχίζει να μου χαϊδεύει την πλάτη. Σχεδόν αμέσως αρχίζω να νιώθω πολύ παράξενα, σαν να καίγεται όλο μου το κορμί. Ήμουν μ' ένα πανέμορφο κορίτσι, στο κρεβάτι, αγκαλιά και τα χέρια της χαϊδεύουν την πλάτη μου
272
ΧΛΡΟΐΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
μ' έναν απίστευτα αισθησιακό τρόπο, μ' έναν τρόπο που ο άντρας μου ούτε να ονειρευτεί δεν θα μπορούσε. Νιώθω πως με κάθε της άγγιγμα χάνω τον έλεγχο του κορμιού μου, τόσο επιδέξια με χαϊδεύει. Ξαφνικά, πριν καλά καλά το καταλάβω, μου έχει βγάλει την μπλούζα και το σουτιέν, και χαϊδεύει το στήθος μου. Τότε πια το κατάλαβα: η μαθήτριά μου ήταν προχωρημένη λεσβία. Μου είχε ξανατύχει άλλη μια φορά, στο σχολείο, με μια συμμαθήτριά μου, και της λέω να σταματήσει. ))"Αχ, σας παρακαλώ", μου λέει. "Λίγο ακόμα, λιγάκι μόνο. Είμαι τόσο μόνη μου, τόσο μόνη μου, πιστέψτε με, εσείς είστε η μόνη που έχω, αχ, σας παρακαλώ, μη μου γυρίζετε την πλάτη". Μου παίρνει το χέρι και το βάζει στο στήθος της -στο καλοσχηματισμένο στήθος της- κι εντάξει, είμαι γυναίκα, αλλά μόλις την αγγίζω, νιώθω κάτι σαν ρεύμα να περνάει στα δάχτυλά μου. Δεν ξέρω τι να κάνω. Όλο λέω "όχι, όχι, όχι, όχι", σαν χαζή. Λες κι έχει παραλύσει το κορμί μου, δεν μπορώ να κουνηθώ. Είχα καταφέρει να σπρώξω μακριά μου τη συμμαθήτριά μου, τότε στο σχολείο, αλλά εδώ δεν μπορώ ν' αντιδράσω. Το σώμα μου δεν υπακούει στις διαταγές μου. Με το αριστερό της χέρι κρατάει το δεξί μου κολλημένο πάνω της, με φιλάει, γλείφει τις ρώγες μου, με το δεξί της χέρι μου χαϊδεύει την πλάτη, τους γοφούς, τα μπούτια μου. Βρίσκομαι στην κρεβατοκάμαρά μου, με τις κουρτίνες κλειστές, κι ένα δεκατριάχρονο κορίτσι μ' έχει γδύσει ουσιαστικά -γιατί κάπως έχει καταφέρει και μου 'χει βγάλει όλα μου τα ρούχα- και μ' αγγίζει παντού κι εγώ βογκάω από ηδονή. Τώρα που το σκέφτομαι, μου φαίνεται απίστευτο. Καθαρή τρέλα. Τότε όμως ένιωθα λες και μου 'χε κάνει μάγια».
Ν Ο Ι Ί ί Ι ί Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
273
Η Ρέι,κο σταμάτησε για να φέρει το τσιγάρο στα χείλη της. ((Ξέρεις, είναι η πρώτη φορά που διηγούμαι αυτή την ιστορία σε άντρα», είπε και με κοίταξε. ((Σου τη λέω επειδή νομίζω ότι πρέπει να το κάνω, αλλά στην πραγματικότητα ντρέπομαι». ((Συγγνώμη», είπα. Δεν ήξερα τι άλλο να πω. ((Αυτό συνεχίστηκε κάμποση ώρα κι έπειτα το δεξί της χέρι άρχισε να κατεβαίνει, ώσπου έφτασε στο εσώρουχο μου. Στο μεταξύ ήμουν πια μούσκεμα. Ντρέπομαι που τ' ομολογώ, αλλά ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήμουν τόσο ερεθισμένη - και η μόνη έκτοτε. Πάντα πίστευα πως ήμουν λιγάκι αδιάφορη για το σεξ, γι' αυτό τα 'χασα που ένιωθα τόση αναστάτωση. Έπειτα έβαλε τα λεπτά απαλά της δάχτυλα μέσα στο εσώρουχό μου και... δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Ήταν εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι όταν ένας άντρας χώνει εκεί τα αδέξια χοντρά του δάχτυλα. Ήταν εκπληκτικό. Το χέρι της ήταν ανάλαφρο, σαν πούπουλο. Κόντευα να χάσω τελείως το μυαλό μου. Παρ' όλα αυτά, μες στη σκοτοδίνη και στη ζάλη μου, μου πέρασε η σκέψη πως έπρεπε να τη σταματήσω. Λες κι αν γινόταν μια φορά, δεν θα μπορούσα να σταματήσω ποτέ πια κι αν είχα τέτοιο μυστικό να κρατάω φυλαγμένο μέσα μου, ο νους μου δεν θ' άντεχε. Σκέφτηκα και την κόρη μου. Αν μ' έβλεπε έτσι; Υποτίθεται ότι κάθε Σάββατο έμενε στο σπίτι των γονιών μου ώς τις τρεις. Αν συνέβαινε όμως κάτι και γύριζε νωρίτερα; Αυτή η σκέψη με βοήθησε να μαζέψω τις δυνάμεις μου και να σηκωθώ απ' το κρεβάτι. "Σταμάτα, σε παρακαλώ, σταμάτα!" φώναξα.
274
ΧΑΡΟΤΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
))Εκείνη όμως δεν σταματούσε. Αντί γι' αυτό μου κατέβασε την κι,λότα χι άρχισε να με γλείφει.. Ούτε τον άντρα μου δεν είχα αφήσει να μου κάνει τέτοιο πράγμα, ντρεπόμουν μόνο που το σκεφτόμουν. Και τώρα είχα ένα δεκατριάχρονο κορίτσι να με γλείφει, εκεί. Εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, μόνο να κλαίω. Ήταν ο παράδεισος. ))"Σταμάτα!" φώναξα άλλη μια φορά και τη χτύπησα στο μάγουλο μ' όση δύναμη είχα. Τότε σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε στα μάτια. Ήμαστε κι οι δυο μας γυμνές, γονατιστές, στο κρεβάτι, κοιτάζοντας η μία την άλλη. Αυτή δεκατριών χρονών, εγώ τριάντα ενός. Δεν ξέρω. Κοιτάζοντας το κορμί της συγκλονίστηκα. Η εικόνα είναι ακόμα ολοζώντανη στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι είχα μπροστά μου το κορμί ενός κοριτσιού. Ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Σε σύγκριση με το δικό της, το δικό μου σώμα ήταν για λύπηση. Πίστεψέ με». Δεν έβρισκα τίποτα να πω. Δεν είπα τίποτα. ίίΓ-ρ
Ο '
"
'
«V"
'
'
^
'
« 1ι συμβαίνει; με ρώτησε. Σ αρεσει, ετσι οεν είναι; Το ήξερα ότι θα σ' άρεσε απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα. Το ξέρω ότι σ' αρέσει. Είναι πολύ καλύτερα απ' ό,τι μ' έναν άντρα - δεν είναι; Είσαι μούσκεμα. Θα σε κάνω να το ευχαριστηθείς πολύ περισσότερο αν μ' αφήσεις. Αλήθεια. Θα σε κάνω να νιώσεις το κορμί σου να λιώνει. Με θέλεις, το νιώθω". Είχε δίκιο. Ήταν πολύ καλύτερη απ' τον άντρα μου και ήθελα πράγματι να μου κάνει κι άλλα! Μα δεν μπορούσα να την αφήσω. "Θα το κάνουμε μία φορά τη βδομάδα", μου είπε. "Μία φορά μόνο. Κανείς δεν θα το μάθει. Θα είναι το μυστικό μας".
Ν()Ι>ΜΙΙΠΚΟ ΔΑΣΟΣ
275
))Εγώ όμως σηκώθηκα απ' το κρεβάτι, και φόρεσα τη ρόμπα μου και της είπα να φύγει και να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Με κοίταξε. Τα μάτια της ήταν τελείως ανέκφραστα. Δεν τα 'χα ξαναδεί έτσι. Σαν να 'τανε ζωγραφισμένα σε χαρτί. Άδεια. Αφού με κοίταξε για λίγο, μάζεψε τα ρούχα της χωρίς λέξη, πολύ αργά, και ντύθηκε όσο πιο αργά μπορούσε. Έπειτα πήγε στο σαλόνι κι από την τσάντα με τις παρτιτούρες της έβγαλε μια βούρτσα. Βούρτσισε τα μαλλιά της και σκούπισε το αίμα από τα χείλη της μ' ένα χαρτομάντιλο, φόρεσε τα παπούτσια της κι έφυγε. Βγαίνοντας όμως είπε: "Είσαι λεσβία, να το ξέρεις. Είναι αλήθεια. Μπορεί να πασχίζεις να το κρύψεις, αλλά είσαι και θα είσαι λεσβία ώς τη μέρα που θα πεθάνεις"». «Αλήθεια;» ρώτησα. Η Ρέικο έσφιξε τα χείλη της κι έμεινε για λίγο σκεφτική. ((Είναι και δεν είναι», είπε τελικά. ((Σίγουρα μ' άρεσε περισσότερο μαζί της παρά με τον άντρα μου. Αυτό είναι γεγονός. Πέρασα μια φάση τότε, αγωνιώντας πραγματικά. Ίσως ήμουν στ' αλήθεια λεσβία και απλώς δεν το είχα πάρει είδηση ώς τότε. Μα δεν το νομίζω πια. Όχι πως δεν έχω μέσα μου την τάση. Μάλλον την έχω. Μα δεν είμαι λεσβία με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Δεν νιώθω ποτέ μου πόθο κοιτάζοντας μια γυναίκα. Καταλαβαίνεις;» Έγνεψα καταφατικά. ((Ορισμένα κορίτσια όμως έλκονται από μένα κι όταν συμβαίνει αυτό, το νιώθω. Μόνο σ' αυτές τις περιπτώσεις μου βγαίνει ετούτη η πλευρά του εαυτού μου. Τη Ναόκο, ας πούμε, την κρατάω στην αγκαλιά μου και δεν νιώθω
276
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
τίποτα το ώκχίτερο. Τριγυρνάμε μέσα στο σπίτι, μι,σόγυμνες, όταν κάνει, ζέστη, κάνουμε μαζί το μπάνιο μας, συχνά κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι, αλλά δεν γίνεται τίποτα. Δεν νιώθω το παραμικρό. Βλέπω το όμορφο κορμί της, αυτό είν' όλο. Μια φορά μάλιστα η Ναόκο κι εγώ παίξαμε ένα παιχνίδι. Κάναμε τάχα πως είμαστε λεσβίες. Θέλεις ν' ακούσεις την ιστορία;» «Και βέβαια. Πες μου». «Όταν της είπα όσα σου είπα τώρα κι εσένα -γιατί τα λέμε όλα μεταξύ μας, ξέρεις-, η Ναόκο μου πρότεινε να κάνουμε ένα πείραμα. Γδυθήκαμε κι οι δυο και δοκίμασε να με χαϊδέψει. Δεν έγινε τίποτα όμως. Απλώς γαργαλιόμουν. Νόμιζα πως θα σκάσω απ' τα γέλια. Ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι, σφίγγομαι. Τόσο αδέξια ήταν! Βάζω στοίχημα πως ξαλάφρωσες μ' αυτό που σου είπα». «Ναι, για να είμαι ειλικρινής, ξαλάφρωσα». «Λίγο-πολύ αυτή ήταν η ιστορία μου», είπε η Ρέικο ξύνοντας με το μικρό της δάχτυλο την άκρη του φρυδιού της. «Όταν το κορίτσι έφυγε απ' το σπίτι μου, βρήκα μια καρέκλα και κάθισα μουδιασμένη, μη ξέροντας τι να κάνω. Από τα βάθη του κορμιού μου ένιωθα υπόκωφο και μακρινό το χτύπο της καρδιάς μου. Τα χέρια και τα πόδια μου φαίνονταν βαριά, ασήκωτα. Το στόμα μου ήταν στεγνό, κατάξερο. Σύρθηκα ωστόσο στο μπάνιο -σε λίγο θα γύριζε η κόρη μου κι ήθελα να πλυθώ-, να πλύνω το κορμί μου που το 'χε χαϊδέψει και γλείψει το κορίτσι. Σαπουνίστηκα, τρίφτηκα ξανά και ξανά, μα δεν μπορούσα να βγάλω από πάνω μου την αίσθηση της βρομιάς που είχε αφήσει πίσω της. Ήξερα ότι ήταν ιδέα μου, αλλά
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
277
αυτό δεν μ.ε βοηθούσε. Τη νύχτα εκείνη ζήτησα από τον άντρα μ,ου να μου κάνει έρωτα - ήλπιζα ότι έτσι θα έδιωχνα τη βρομιά από το κορμί μου. Δεν του είπα τίποτα φυσικά - δεν μπορούσα. Του είπα μόνο να μη βιαστεί, να το κάνει όσο πιο αργά μπορούσε και το έκανε, πρόσεξε με απερίγραπτη τρυφερότητα και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Κι αλήθεια, ο οργασμός μου εκείνη τη νύχτα ήταν πρωτόγνωρος. Δεν είχα ξαναζήσει τέτοιο πράγμα ούτε μία φορά, όλα τα χρόνια του γάμου μας. Και ξέρεις γιατί; Γιατί το άγγιγμα του κοριτσιού ήταν ακόμα εκεί, το 'νιωθα στο κορμί μου. Αυτό ήταν. ))Ω, Θεέ μου! Ντρέπομαι να μιλάω για τέτοια πράγματα! Κοίτα, ίδρωσα! Δεν το πιστεύω ότι ξεστομίζω εγώ τέτοια λόγια: "Μου 'κανε έρωτα", "οργασμός" και τέτοια». Η Ρέικο χαμογέλασε, τα χείλη της σφίχτηκαν ξανά. ((Βέβαια ούτε έτσι κατάφερα να το ξεπεράσω. Δυοτρεις μέρες αργότερα το άγγιγμά της ήταν ακόμα μέσα μου και τα τελευταία της λόγια ηχούσαν ακόμα στο μυαλό μου. ))Το επόμενο Σάββατο δεν ήρθε. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή όλη μέρα. Την περίμενα και δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω αν ερχόταν. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Δεν ήρθε όμως. Δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει. Ήταν περήφανη - κι εγώ την είχα διώξει. Ούτε την άλλη βδομάδα ήρθε ούτε τη μεθεπόμενη. Πέρασε ένας μήνας. Νόμιζα ότι θα μπορούσα να ξεχάσω με το πέρασμα του καιρού. Μα όχι. Όταν ήμουν μόνη στο σπίτι, ένιωθα την παρουσία της και τα νεύρα μου ήταν διαρκώς τεντωμένα. Δεν μπορούσα να παίξω πιάνο, δεν μπορούσα να σκεφτώ, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα εκεί-
278
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
νον τον πρώτο μ,ήνα. Κάποια μέρα πρόσεξα κάτι. παράξενο: κάθε φορά που έβγαινα απ' το σπίτι, οι γείτονες με κοίταζαν με τρόπο περίεργο. Υπήρχε μια παράξενη απόσταση στη ματιά τους. Ήταν ευγενικοί και με χαιρετούσαν όπως πάντα, αλλά κάτι είχε αλλάξει στον τόνο της φωνής τους και στο φέρσιμό τους απέναντί μου. Η γυναίκα απ' το διπλανό σπίτι που ερχόταν πότε πότε και μου 'κανε επίσκεψη, με απέφευγε. Προσπάθησα να μην αφήσω όλα αυτά τα μικροπράγματα να με ταράξουν. Γιατί η στενοχώρια για τέτοιες ασήμαντες λεπτομέρειες είναι το πρώτο σύμπτωμα της αρρώστιας. ))Μια μέρα λοιπόν μ' επισκέφθηκε κάποια άλλη γειτόνισσα, με την οποία γνωριζόμασταν. Ήμαστε συνομήλικες κι ήταν κόρη μιας φίλης της μητέρας μου. Τα παιδιά μας πήγαιναν στο ίδιο νηπιαγωγείο. Είχαμε φιλικές σχέσεις. Ήρθε λοιπόν και με ρώτησε αν είχα ακούσει τις τρομερές φήμες που κυκλοφορούσαν στη γειτονιά για μένα. ))"Τι είδους φήμες;" ρώτησα. ))'Έίναι τόσο φριχτές που δεν μπορώ ούτε να τις πω", μου απάντησε. ))"Αφού έκανες την αρχή, πρέπει να μου πεις και τη συνέχεια", είπα. «Εξακολούθησε ν' αρνείται, στο τέλος όμως την κατάφερα. Στο κάτω κάτω της γραφής γι' αυτό ακριβώς είχε έρθει: για να μου πει τι είχε ακούσει. Θα το έλεγε, ακόμα κι αν δεν επέμενα. Από εκείνη έμαθα ότι ο κόσμος το είχε σίγουρο: πως ήμουν λεσβία και πως μπαινόβγαινα στα ψυχιατρεία γι' αυτόν το λόγο. Έλεγαν ότι είχα γδύσει τη μαθήτριά μου κι ότι είχα προσπαθήσει
ΝΟΙ'ΜΙΙΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ
279
να της κάνω διάφορα. Όταν εκείνη αντιστάθηκε, τη χτύπησα τόσο δυνατά, έλεγαν, που της άφησα σημάδια στο μάγουλο. Είχαν αντιστρέψει εντελώς τα πράγματα βέβαια. Ωστόσο αυτό που με άφησε κατάπληκτη ήταν ότι ο κόσμος ήξερε - ήξερε πως είχα μπει στο ψυχιατρείο. ))Η φίλη μου έλεγε σε όλους ότι με ήξερε από παλιά και ότι δεν ήμουν τέτοιος άνθρωπος. Ωστόσο οι γονείς του κοριτσιού πίστευαν φυσικά την εκδοχή της κόρης τους και διέδιδαν την ιστορία στη γειτονιά. Επιπλέον είχαν ερευνήσει το παρελθόν μου και είχαν ανακαλύψει πως είχα αντιμετωπίσει ψυχολογικά προβλήματα. ))Η ιστορία, όπως την είχε ακούσει η φίλη μου, ήταν η εξής: το κορίτσι είχε γυρίσει στο σπίτι του από το μάθημα μια μέρα -εκείνη τη μέρα βέβαια- με το πρόσωπό του σημαδεμένο και τα χείλη ματωμένα. Από την μπλούζα της έλειπαν κουμπιά, ακόμα και τα εσώρουχά της ήταν σκισμένα. Το πιστεύεις; Είχε κάνει ένα σωρό πράγματα για να υποστηρίξει το ψέμα της. Την ιστορία που η μαμά της φυσικά της την έβγαλε με το τσιγκέλι. Σαν να τη βλέπω μπροστά μου: να ματώνει την μπλούζα της, να σκίζει τη δαντέλα του σουτιέν της, να ξηλώνει τα κουμπιά της, να κλαίει με το ζόρι ώσπου να κοκκινίσουν τα μάτια της, να αναστατώνει τα μαλλιά της, να λέει ένα σωρό ψέματα στη μαμά της. ))Δεν κατηγορώ κανέναν που την πίστεψε. Θα την είχα πιστέψει κι εγώ, αυτή την πεντάμορφη κούκλα με τη σατανική γλώσσα. Πάει στο σπίτι κλαίγοντας, αρνείται ν' ανοίξει το στόμα της τάχα από ντροπή και τελικά τα ξερνάει όλα. Ασφαλώς θα την πιστέψουν. Και σαν να μην
280
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
έφτανε όλο αυτό, έχω μπει, πράγματι στο ψυχιατρείο, την έχω χτυπήσει πράγματι στο μάγουλο. Ποιος θα πιστέψει εμένα λοιπόν; Κατά πάσα πιθανότητα, μόνο ο άντρας μου. «Αφού πέρασα μερικές μέρες παλεύοντας με τον εαυτό μου, τελικά του τα είπα όλα. Με πίστεψε. Ναι. Του είπα όλα όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα - τα λεσβιακά χάδια της και το χαστούκι που της έδωσα. Δεν του είπα όμως τι είχα νιώσει. Δεν μπορούσα να του το πω αυτό. "Τι κουταμάρα είναι αυτή πάλι!" είπε έξαλλος. "Θα πάω και θα τους τα πω ένα χεράκι! Ακούς εκεί! Είσαι παντρεμένη γυναίκα, έχεις παιδί. Πώς μπορούν να σε κατηγορούν ότι είσαι λεσβία; Οι ξεδιάντροποι! Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι αυτό!» ))Ευτυχώς κατάφερα να τον συγκρατήσω και δεν πήγε στο σπίτι τους. Κάτι τέτοιο θα έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη για μας. Για μένα ήταν πια ξεκάθαρο πως η μικρή ήταν άρρωστη, είχα δει πολλούς άρρωστους ανθρώπους και ήξερα. Το κορίτσι ήταν σάπιο βαθιά μέσα του. Έφτανε να την ξεφλουδίσεις από το όμορφο παρουσιαστικό της κι από μέσα βρομούσε σαπίλα. Το ξέρω πως είναι τρομερό αυτό που λέω, αλλά είναι αλήθεια. Καταλάβαινα πως οι φυσιολογικοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να διακρίνουν την αρρώστια της. Δεν είχαμε την παραμικρή ελπίδα. Η μικρή ήξερε να χειραγωγεί τα συναισθήματα των ενηλίκων γύρω της, είχε ταλέντο και πείρα. Εμείς δεν είχαμε αποδείξεις. Και το κυριότερο, ποιος θα πίστευε ότι ένα δεκατριάχρονο κορίτσι παγίδεψε και κακοποίησε σεξουαλικά μια τριαντάρα; Ό,τι κι αν λέγαμε εμείς, ο κόσμος θα πίστευε αυτό που ήθελε να πιστέψει. Όσο προσπαθούσαμε, τόσο χειρότερη θα γινόταν η θέση μας.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
281
))Μία λύση είχαμε μόνο, είπα: να μετακομίσουμε. Αν έμενα χι άλλο σ' αυτή τη γειτονιά, η πίεση θα ήταν αφόρητη. Το μυαλό μου δεν θ' άντεχε. Ήδη είχε αρχίσει να γυρίζει τρελά. Έπρεπε να φύγουμε, να πάμε μακριά, κάπου όπου δεν θα με ήξερε κανείς. Ο άντρας μου δεν ήθελε. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα πόσο κρίσιμη ήταν η κατάστασή μου, ενώ οι συνθήκες ήταν αντίξοες: η δουλειά του τού άρεσε, είχαμε βολευτεί επιτέλους σε δικό μας σπίτι -ένα μικρό λυόμενο αλλά δικό μας-, η κόρη μας είχε προσαρμοστεί καλά στο νηπιαγωγείο. Με παρακάλεσε να περιμένω. Δεν ήταν δυνατό να τα εγκαταλείψουμε όλα από τη μια στιγμή στην άλλη. Πού θα 'βρισκε έτσι ξαφνικά άλλη δουλειά; Έπρεπε να πουλήσουμε πρώτα το σπίτι, να βρούμε άλλο νηπιαγωγείο για το παιδί. Στην καλύτερη περίπτωση μας χρειάζονταν τουλάχιστον δύο μήνες για όλα αυτά. ))"Δύο μήνες δεν μπορώ να περιμένω", του εξήγησα. "Θα τρελαθώ για τα καλά. Δεν αστειεύομαι. Πίστεψέ με, ξέρω τι λέω". Τα συμπτώματα είχαν αρχίσει ήδη να εμφανίζονται: τ' αυτιά μου βούιζαν κι άκουγα διάφορα, δεν μπορούσα καν να κοιμηθώ. Μου πρότεινε λοιπόν να φύγω πρώτη εγώ, να πάω κάπου μόνη μου κι εκείνος θα μ' ακολουθούσε αμέσως μόλις ταχτοποιούσε όλα τ' απαραίτητα. ))"Όχι", του είπα. "Δεν θέλω να φύγω μόνη μου. Θα διαλυθώ αν δεν σ' έχω δίπλα μου. Σε χρειάζομαι. Σε παρακαλώ, μη μ' αφήσεις μόνη μου". ))Με πήρε στην αγκαλιά μου και με ικέτεψε να του δώσω λίγο χρόνο. Ένα μήνα μόνο, είπε, και θα τα προλάβαινε όλα - θ' άφηνε τη δουλειά του, θα πουλούσε το
282
ΧΛΡΟΐΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
σπίτι., θα έβρισκε νηπιαγωγείο, θα έβρισκε καινούργια δουλειά. Υπήρχε κάποια θέση στην Αυστραλία, ίσως κατάφερνε να τον πάρουν. Ένα μ.ήνα μόνο να περίμενα κι όλα θα ήταν εντάξει. Τι μπορούσα να του απαντήσω; Αν έφερνα αντίρρηση, θα έμενα ολότελα μόνη μου». Η Ρέικο αναστέναξε και κοίταξε το φως στο ταβάνι. «Δεν άντεξα όμως ένα μήνα. Μια μέρα ξαφνικά αυτό ήταν.
Κάτί
κάηκε
ξανά μες στο μυαλό
μου και βούλια-
ξα στο σκοτάδι. Αυτή τη φορά ήμουν πράγματι χάλια. Πήρα υπνωτικά κι άνοιξα το γκάζι. Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Όλα είχαν τελειώσει. Μου πήρε μήνες να ηρεμήσω και να μπορέσω να σκεφτώ την υπόθεση. Όταν τα κατάφερα τελικά, ζήτησα διαζύγιο απ' τον άντρα μου. Του είπα ότι αυτό ήταν το καλύτερο για κείνον και για την κόρη μας. Μου απάντησε ότι δεν είχε σκοπό να με χωρίσει. "Μπορούμε να ξαναρχίσουμε απ' την αρχή", μου είπε. "Να πάμε κάπου οι τρεις μας και να ξεκινήσουμε μια καινούργια ζωή". "Είναι πολύ αργά", του απάντησα. "Όλα τελείωσαν όταν μου ζήτησες να περιμένω ένα μήνα. Αν ήθελες πραγματικά να ξαναρχίσουμε, δεν έπρεπε να μου πεις τέτοιο πράγμα. Τώρα, όπου κι αν πάμε, όσο μακριά κι αν φύγουμε, θα μου συμβεί το ίδιο ξανά και ξανά. Θα σου ζητήσω λοιπόν ξανά να φύγουμε και θα σε κάνω να υποφέρεις. Δεν το θέλω, δεν το αντέχω άλλο". ))Κι έτσι χωρίσαμε. Ή μάλλον εγώ τον χώρισα. Ξαναπαντρεύτηκε δυο χρόνια αργότερα πάντως. Χαίρομαι που τον ανάγκασα να μ' αφήσει. Αλήθεια. Το ήξερα πως θα 'μουν έτσι για όλη την υπόλοιπη ζωή μου και δεν ήθελα να σύρω κι άλλον μαζί μου. Δεν ήθελα να υποχρεώσω άλ-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
283
λον ένα να ζει με τον διαρκή φόβο της τρέλας που μπορούσε να με νικήσει, οποιαδήποτε στιγμή. «Ήταν θαυμάσιος, μου φέρθηκε θαυμάσια: ήταν ο ιδανικός σύζυγος, πιστός, δυνατός και υπομονετικός. Μπορούσα να τον εμπιστευτώ απόλυτα. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να με γιατρέψει κι εγώ είχα κάνει ό,τι μπορούσα για να γιατρευτώ. Και για χάρη του και για χάρη της κόρης μας. Είχα πιστέψει πως θα τα κατάφερνα. Έξι χρόνια που έμεινα παντρεμένη μαζί του, ήμουν ευτυχισμένη. Τα ενενήντα εννιά βήματα της θεραπείας τα είχε περπατήσει μαζί μου, αλλά το εκατοστό δεν μπόρεσε να το κάνει. Αυτό ήταν! Όλα όσα χτίσαμε μαζί, γκρεμίστηκαν. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, τα πάντα σωριάστηκαν στο χώμα κι αυτό το κορίτσι ήταν η φταίχτρα». Η Ρέικο μάζεψε από κάτω τις γόπες που είχε λιώσει με το παπούτσι της και τις έριξε στον τενεκέ. «Τρομερό. Δουλέψαμε τόσο πολύ, τόσο σκληρά, χτίσαμε τούβλο τούβλο τα πάντα κι όταν ήρθε το τέλος, γκρεμίστηκαν όλα. Όλα. Δεν έμεινε τίποτα». Σηκώθηκε κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες της. «Πάμε. Είναι αργά)). Ο ουρανός ήταν πιο σκούρος, τα σύννεφα πιο πυκνά από πριν. Το φεγγάρι δεν φαινόταν. Ξάφνου κατάλαβα ότι, όπως η Ρέικο, ξεχώριζα κι εγώ τη μυρωδιά της βροχής κι ανακατεμένη μαζί της τη μυρωδιά απ' τα σταφύλια που κρατούσα. «Γι' αυτό δεν μπορώ να φύγω από δω)), είπε. «Φοβάμαι την επαφή πια με τον έξω κόσμο. Φοβάμαι να γνωρίσω καινούργιους ανθρώπους και να νιώσω καινούργια πράγματα)).
284
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
«Καταλαβαίνω», είπα. «Νομίζω όμως πως μπορείς να το κάνεις. Νομίζω πως μπορείς να βγεις από δω και να το κάνεις». Η Ρέικο χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε.
Η Ναόκο καθόταν στον καναπέ μ' ένα βιβλίο. Είχε σταυρώσει τα πόδια της κι ακουμπούσε το χέρι στο μέτωπό της, καθώς διάβαζε. Τα δάχτυλά της λες κι άγγιζαν, λες και δοκίμαζαν την κάθε λέξη, πριν την αφήσουν να μπει στο μυαλό της. Σκόρπιες στάλες βροχής χτυπούσαν στη σκεπή. Το φως της λάμπας την τύλιγε, χόρευε γύρω της σαν ανάλαφρη χρυσόσκονη. Μετά την κουβέντα μου με τη Ρέικο, η Ναόκο μου φάνηκε αίφνης πολύ νέα. ((Συγγνώμη που αργήσαμε», είπε η Ρέικο χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Ναόκο. ((Περάσατε καλά;» ρώτησε η Ναόκο σηκώνοντας το κεφάλι της από το βιβλίο. ((Και βέβαια», είπε η Ρέικο. ((Τι κάνατε;» με ρώτησε η Ναόκο. ((Οι δυο σας;» ((Δεν έχω το ελεύθερο να σας απαντήσω, δεσποινίς», είπα. Η Ναόκο γέλασε κι άφησε το βιβλίο. Ύστερα οι τρεις μας φάγαμε σταφύλια ακούγοντας τη βροχή. ((Όταν βρέχει έτσι», είπε η Ναόκο, ((μου φαίνεται πως είμ,αστε οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο. Θα 'θελα να συνεχίσει να βρέχει για πάντα, για να μείνουμε μαζί οι τρεις μας. Για πάντα». ((Μάλιστα», απάντησε η Ρέικο. ((Κι όταν εσείς οι δυο
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
285
θα το γλεντάτε, εγώ θα σας κάνω αέρα ή θα σας παίζω μουσι,κή με την κιθάρα μου, σαν χαζή γκέι,σα, ε; Όχι, ευχαριστώ. Δεν θα πάρω!» «Α, θα σου τον δάνειζα πότε πότε», είπε γελώντας η Ναόκο. ((Εντάξει, τότε. Σύμφωνοι», είπε η Ρέικο. ((Εμπρός, βροχή! Μη σταματάς!»
11 βροχή πράγματι συνεχίστηκε. Πού και πού έριχνε κεραυνούς. Όταν φάγαμε τα σταφύλια, η Ρέικο ξαναγύρισε στα τσιγάρα της και τραβώντας την κιθάρα κάτω από το κρεβάτι της άρχισε να παίζει - πρώτα τα τραγούδια ((ΒΘδΒίΐηΕκΙο» και ((ΤΙΙΘ ΟΙΓΙ ίΓοηι ΙραηΘίπΗ», έπειτα μερικά τραγούδια του Μπερτ Μπάκαρα, του Λένον και του ΜακΚάρτνι. Η Ρέικο κι εγώ ήπιαμε κι άλλο κρασί. Κι όταν το κρασί τέλειωσε, συνεχίσαμε με το μπράντι που μου είχε περισσέψει. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και άνετη, και μείναμε οι τρεις μας να κουβεντιάζουμε ώς αργά. Στο τέλος ευχήθηκα κι εγώ σαν τη Ναόκο να μη σταματήσει η βροχή. ((Θα ξανάρθεις να με δεις;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με. ((Οπωσδήποτε», της είπα. ((Και θα μου γράφεις;» ((Κάθε βδομάδα». ((Θα γράφεις και δυο λόγια για μένα;» με ρώτησε η Ρέικο. ((Πολύ ευχαρίστως», υποσχέθηκα. Στις έντεκα η Ρέικο άνοιξε τον καναπέ και μου 'στρωσε να κοιμηθώ, όπως είχε κάνει και το προηγούμενο βράδυ. Είπαμε καληνύχτα και σβήσαμε τα φώτα. Μ η μπο-
286
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
ρώντας να κοιμηθώ, έβγαλα το Μαγικό βουνό χι ένα φακό από το σακίδιό μου και. διάβασα λίγο. Κόντευαν μεσάνυχτα, όταν η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και η Ναόκο ήρθε και κουλουριάστηκε δίπλα μου. Το βλέμμα της δεν ήταν άδειο ή αφηρημένο όπως την περασμένη νύχτα. Η Ναόκο ήταν η κανονική Ναόκο. Πλησιάζοντας το στόμα της στ' αυτί μου ψιθύρισε: «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, δεν ξέρω γιατί». ((Ούτε εγώ», της είπα. Άφησα το βιβλίο μου, έσβησα το φακό, την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα. Το σκοτάδι και ο ήχος της βροχής μας τύλιξαν. ((Τι θα γίνει με τη Ρέικο;» ((Μην ανησυχείς, κοιμάται βαθιά. Κι όταν κοιμάται, κοιμάται))^ είπε η Ναόκο κι ύστερα ρώτησε: ((Αλήθεια θα ξανάρθεις να με δεις;» ((Και βέβαια». ((Ακόμα κι αν δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτα;» Αμίλητος έγνεψα καταφατικά στο σκοτάδι. Ένιωθα τα στήθη της να με αγγίζουν. Ακολούθησα με την παλάμη μου το περίγραμμα του κορμιού της κάτω από το νυχτικό της, από τους ώμους ώς τους γοφούς της, ξανά και ξανά, αποτύπωσα στο μυαλό μου τις απαλές καμπύλες του. Αφού μείναμε αγκαλιασμένοι έτσι τρυφερά για κάμποση ώρα, η Ναόκο άγγιξε με τα χείλη της το μέτωπό μου και σηκώθηκε. Στο σκοτάδι το γαλάζιο νυχτικό της μου φάνηκε να φωσφορίζει σαν ψάρι. ((Γεια σου», μου είπε με σιγανή φωνή. Ο μονότονος ψίθυρος της βροχής με βοήθησε να γλιστρήσω σ' έναν ήσυχο ύπνο.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
287
Έβρεχε ακόμα την άλλη μέρα το πρωί - μια ψί,λή, σχεδόν αόρατη, φθινοπωρινή βροχή που δεν έμοιαζε με την μπόρα της περασμένης νύχτας. Το καταλάβαινες ότι έβρεχε από τις ρυτίδες στην επιφάνεια των νερόλακκων και τις σταγόνες που έσταζαν στο περβάζι. Ξύπνησα και είδα μια λευκή πηχτή ομίχλη να αγκαλιάζει τα πάντα έξω από το παράθυρο. Μόλις χάραξε όμως σηκώθηκε αεράκι και τη σκόρπισε φανερώνοντας ξανά τα δέντρα και τους λόφους ολόγυρα. Όπως είχαμε κάνει και την προηγούμενη μέρα, φάγαμε μαζί και οι τρεις κι ύστερα ξεκινήσαμε για την πρωινή δουλειά των δύο γυναικών. Η Ναόκο και η Ρέικο φορούσαν κίτρινες μουσαμαδιές με κουκούλες. Εγώ φόρεσα ένα φούτερ κι ένα αντιανεμικό μπουφάν. Ο αέρας ήταν υγρός και κρύος. Τα πουλιά προσπαθούσαν να φυλαχτούν από τη βροχή, κουρνιασμένα κοντά κοντά το ένα με τ' άλλο, στο βάθος του κλουβιού. ((Πιάνει κρύο εδώ όταν βρέχει, ε;» είπα στη Ρέικο. ((Από δω και πέρα κάθε φορά που πιάνει βροχή, θα κάνει όλο και πιο πολύ κρύο. Ώσπου να το γυρίσει στο χιόνι», μου απάντησε. ((Τα σύννεφα από τη Θάλασσα της Ιαπωνίας αφήνουν πίσω τους τόνους χιόνι, όταν περνούν από δω». ((Τι κάνετε με τα πουλιά το χειμώνα;» ((Τα βάζουμε μέσα βέβαια, τι να κάνουμε; Να τα ξεθάψουμε κοκαλιασμένα την άνοιξη και να περιμένουμε πως θα ζωντανέψουν ξανά;» Τράνταξα άθελά μου το σύρμα του κλουβιού κι ο παπαγάλος χτύπησε αγανακτισμένος τα φτερά του κρώζοντας ((Σκατά!», ((Ευχαριστώ!», ((Κουφιοκέφαλε!»
288
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
{(.Αυτόν πάντως ευχαρίστως θα τον άφηνα να ξεπαγιάσει,)), είπε η Ναόκο με ύφος μελαγχολικό. «Νομίζω πως θα τρελαθώ στ' αλήθεια άμα τον ακούω κάθε πρωί». Τελειώσαμε το καθάρισμα και γυρίσαμε στο σπίτι. Εγώ μάζεψα τα πράγματά μου και οι γυναίκες άλλαξαν ρούχα. Βγήκαμε μαζί από το κτίριο και χωρίσαμε στα γήπεδα του τένις. Εκείνες έστριψαν δεξιά, εγώ συνέχισα ίσια. Αποχαιρετιστήκαμε κι εγώ υποσχέθηκα ότι θα ερχόμουν ξανά να τις δω. Η Ναόκο χαμογέλασε θλιμμένα και χάθηκε στη στροφή. Περπατώντας προς την πύλη συνάντησα αρκετούς ανθρώπους. Φορούσαν όλοι κίτρινες μουσαμαδιές, σαν της Ναόκο και της Ρέικο, με τις κουκούλες σηκωμένες. Τα χρώματα έλαμπαν με εκπληκτική διαύγεια στη βροχή: το χώμα ήταν σκούρο, σχεδόν μαύρο, τα πεύκα άστραφταν πράσινα, οι περαστικοί με τις κίτρινες μουσαμαδιές έμοιαζαν με πνεύματα από άλλον κόσμο που είχαν την άδεια να βγαίνουν και να περπατούν στη γη μόνο τα βροχερά πρωινά. Δεν περπατούσαν. Πετούσαν πάνω από το έδαφος αθόρυβα, κουβαλώντας εργαλεία, καλάθια, τσουβάλια. Ο φύλακας θυμήθηκε το όνομά μου και το βρήκε στον κατάλογο με τους επισκέπτες καθώς έβγαινα. «Βλέπω εδώ πως είσαι απ' το Τόκιο», είπε. «Έχω πάει. Μια φορά μονάχα. Μαγειρεύουν πολύ νόστιμα το χοιρινό εκεί πέρα». «Αλήθεια;» ρώτησα μη βρίσκοντας τίποτα καλύτερο να πω. «Δεν μου άρεσαν και πολύ τα φαγητά στο Τόκιο, αλλά το χοιρινό ήταν σπουδαίο. Πρέπει να εκτρέφουν κάποια ειδική ράτσα στα μέρη σας, ε;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
289
Του είπα πως δεν ήξερα, ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τέτοιο πράγμα. «Πότε πήγατε στο Ί οκιο;» ρώτησα. «Χμ, γί.ά να δούμε», είπε γέρνοντας το κεφάλι του. «Τότε που παντρεύτηκε ο Πρίγκιπας Διάδοχος. Ο γιος μου ήταν τότε στο Τόκιο και με κάλεσε να πάω. Είπε πως έπρεπε να τη δω τουλάχιστον μια φορά την πρωτεύουσα. Το 1959 πρέπει να ήταν». «Ε, τότε... σίγουρα ήταν καλό το χοιρινό στο Τόκιο την εποχή εκείνη», είπα. «Και σήμερα;» ρώτησε. Δεν ήμουν σίγουρος, είπα. Ωστόσο δεν είχα ακούσει ιδιαίτερους επαίνους για το χοιρινό κρέας του Τόκιο. Τα λόγια μου τον απογοήτευσαν. Μου έδειξε με κάθε τρόπο ότι ήθελε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας, αλλά του είπα ότι έπρεπε να προλάβω το λεωφορείο κι άρχισα να περπατάω προς το δρόμο. Τουλούπες ομίχλης αιωρούνταν ακόμα στο μονοπάτι δίπ?να στο χείμαρρο, αλλά το αεράκι τα έσπρωχνε προς τις απότομες πλαγιές του κοντινού βουνού. Συχνά πυκνά, εκεί που περπατούσα, κοντοστεκόμουν, γύριζα προΓ τα πίσω το βλέμμα μου κι αναστέναζα - χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Ένιωθα λες κι είχα φτάσει μόλις σ' έναν πλανήτη, όπου η βαρύτητα ήταν κάπως διαφορετική. Ναι, μάλιστα, είπα από μέσα μου λυπημένος: αυτός είναι ο έξω κόσμος.
Ήμουν πίσω στην εστία στις 4.30. Άλλαξα αμέσως κι έφυγα για το δισκάδικο στο Σιντζούκου να κάνω τη βάρδια μου. Έμεινα στο κατάστημα από τις έξι ώς τις δέκα και μισή και πούλησα μερικούς δίσκους. Την περισσότε-
290
ΧΛΡΟνΚΙ
ΜΟΪΡΛΚΑΜΙ
ρη ώρα όμως την πέρασα μέσα σε μια ζάλη, χαζεύοντας τον κόσμο που περνούσε απέξω. Οικογένειες, ζευγαράκια, μεθυσμένοι, γκάνγκστερ, όμορφες κοπέλες με κοντές φουστίτσες, χίπηδες με μακριές γενειάδες, γυναίκες από τα γύρω μπαρ και μερικοί απροσδιόριστοι τύποι. Κάθε φορά που έβαζα στο πικάπ χαρντ ροκ, απέξω μαζεύονταν χίπηδες και πιτσιρίκια φευγάτα από τα σπίτια τους και χόρευαν σνιφάροντας νέφτι ή κάθονταν απλώς κατάχαμα χωρίς να κάνουν τίποτα. Όταν έβαζα Τόνι Μπένετ, σκόρπιζαν και χάνονταν. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα μαγαζί, όπου ένας μεσόκοπος με κοιμισμένο βλέμμα πουλούσε «παιχνίδια για μεγάλους». Παρ' όλο που για μένα ήταν αίνιγμα το γιατί κάποιος θ' αγόραζε τέτοια ερωτικά παραφερνάλια, οι δουλειές του πήγαιναν καλά. Στη στοά, διαγώνια απέναντι από το δισκάδικο, είδα ένα μεθυσμένο φοιτητή να ξερνάει. Στη λέσχη με τα ηλεκτρονικά από την αντίθετη πλευρά, ο μάγειρας μιας κοντινής καντίνας σκότωνε την ώρα του διαλείμματός του παίζοντας τόμπολα. Στο υπόστεγο ενός ήδη κλειστού καταστήματος ήταν ξαπλωμένος ασάλευτος ένας άστεγος με μαυριδερό πρόσωπο. Ένα κορίτσι με ανοιχτό ροζ κραγιόν στα χείλη μπήκε μέσα και μου ζήτησε να βάλω το « ^ υ I η ρ ^ η ' Ε ί π δ ΐ ΐ ) ) των Ρόλινγκ Στόουν. Δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από δώδεκα-δεκατριών χρονών. Όταν βρήκα το δίσκο και τον έβαλα να τον ακούσει, άρχισε να κρατάει το ρυθμό κροταλίζοντας τα δάχτυλά της και λικνίζοντας τους γοφούς της, καθώς χοροπηδούσε γύρω γύρω στο μαγαζί. Ύστερα μου γύρεψε τσιγάρο. Της έδωσα ένα από το πακέτο του μαγαζάτορα κι αυτή το κάπνισε με ολοφάνερη ευχα-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
291
ρίστηση. Όταν το τραγούδι, τέλειωσε, έφυγε χωρίς να πει, ούτε ευχαρί,στώ. Κάθε δεκαπέντε λεπτά περίπου άκουγα τη σειρήνα κάποιου ασθενοφόρου ή περιπολικού. Τρεις υπάλληλοι γραφείου, μεθυσμένοι, κοστουμαρισμένοι και γραβατωμένοι, κοίταζαν μια όμορφη κοπέλα με μακριά μαλλιά που ήταν μέσα στον τηλεφωνικό θάλαμο και τηλεφωνούσε. Κάθε τόσο της φώναζαν «Ωραίο κωλαράκι!» κι ύστερα ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Όσο κοίταζα, τόσο μπερδευόμουν. Τι στο διάβολο σήμαιναν όλα αυτά; αναρωτιόμουν. Τι μπορούσαν να σημαίνουν ; Ο διευθυντής γύρισε μετά το βραδινό φαγητό. «Ε, Βατανάμπε», μου είπε, απροχτές το βράδυ το έκανα με τη μικρή της μπουτίκ». Εδώ και κάμποσο καιρό τη γλυκοκοίταζε την κοπέλα που δούλευε σε μια μπουτίκ εκεί κοντά κι όλο διάλεγε δίσκους από το μαγαζί και της χάριζε. «Μπράβο σου», του είπα - κι αυτός μου περιέγραψε κάθε λεπτομέρεια της κατάκτησής του. «Άμα θέλεις να ρίξεις μια γκόμενα, άκου τι πρέπει να κάνεις», είπε ικανοποιημένος από τον εαυτό του. «Πρώτον, θα της χαρίζεις δώρα. Δεύτερον, θα τη μεθύσεις. Δηλαδή, μιλάμε, τύφλα. Και μετά θα της το κάνεις. Είναι πανεύκολο. Με πιάνεις;» Με τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, μπήκα στο μετρό και γύρισα στην εστία. Έκλεισα τις κουρτίνες, έσβησα το φως και ξάπλωσα νιώθοντας πως η Ναόκο θα ερχόταν να κουρνιάσει δίπλα μου από στιγμή σε στιγμή. Με τα μάτια κλειστά ένιωθα τις μαλακές καμπύλες του κορμιού της στο δικό μου, την άκουγα να μου
292
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
ψιθυρίζει, άγγιζα με τα χέρια μου το δέρμα της. Μες στο σκοτάδι βρέθηκα ξανά στον μικρό δικό της κόσμο. Μύρισα το χορτάρι από το λιβάδι, άκουσα τη βροχή να πέφτει. Την έφερα γυμνή στο μυαλό μου, όπως την είχα δει στο φως του φεγγαριού. Τη φαντάστηκα να καθαρίζει το κλουβί και να δουλεύει στο περιβόλι με το γλυκό, όμορφο κορμί της τυλιγμένο στην κίτρινη μουσαμαδιά. Σφίγγοντας τη στύση μου συνέχισα να τη σκέφτομαι, ώσπου έχυσα. Καθάρισε κάπως το μυαλό μου, αλλά δεν νύσταξα. Ήμουν πτώμα στην κούραση, ήθελα απελπισμένα να κοιμηθώ, αλλά το κορμί μου αρνήθηκε να συνεργαστεί. Σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά στο παράθυρο. Τα μάτια μου θολά στράφηκαν προς τον ιστό της σημαίας. Χωρίς τη σημαία δεμένη πάνω του έμοιαζε μ' ένα γιγάντιο άσπρο κόκαλο, καρφωμένο στο μαύρο κορμί της νύχτας. Τι να έκανε αυτή τη στιγμή η Ναόκο; αναρωτήθηκα. Θα κοιμάται σίγουρα, θα κοιμάται βαθιά, κουρνιασμένη στο σκοτάδι αυτού του παράξενου μικρού της κόσμου. Ας μείνουν μακριά της τα άσχημα όνειρα, έπιασα τον εαυτό μου να παρακαλάει σιωπηλά.
7 Την άλλη μέρα το πρωί ήταν Τρίτη, είχαμε γυμναστι.κή και κολύμπησα κάμποσα πενηντάρια στην πισίνα. Η ζωηρή σωματική άσκηση καθάρισε κι άλλο το μυαλό μου και μου άνοιξε την όρεξη. Το μεσημέρι έφαγα σ' ένα φοιτητικό εστιατόριο που ήταν γνωστό για τις μεγάλες μερίδες του. Πήγαινα προς τη βιβλιοθήκη της σχολής μου όταν έπεσα πάνω στη Μιντόρι Κομπαγιάσι. Δεν ήταν μόνη της, τη συνόδευε μια μικροκαμωμένη κοπελίτσα με γυαλιά. Όταν με είδε, ήρθε προς το μέρος μου. «Πού πάς;» με ρώτησε. «Στη βιβλιοθήκη», της απάντησα. «Δεν τα παρατάς να 'ρθεις μαζί μου για φαγητό;» «Έχω φάει». «Και λοιπόν; Φάε ξανά». Καταλήξαμε σ' ένα κοντινό μπιστρό, όπου εκείνη παράγγειλε ρύζι με κάρι κι εγώ καφέ. Φορούσε άσπρο μακρυμάνικο πουκάμισο κάτω από κίτρινη μάλλινη ζακέτα μ' ένα ψάρι πλεγμένο πάνω της, μια λεπτή χρυσή αλυ-
294
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
σί,δίτσα χι ένα ρολογάκι Γουόλτ Ντίσνεϊ. Το ρύζι με το χάρι της άρεσε. Ήπιε τρία ποτήρια νερό. «Πού χάθηκες;» με ρώτησε η Μιντόρι. «Ούτε ξέρω πόσες φορές σε πήρα τηλέφωνο». «Ήθελες να κουβεντιάσουμε κάτι;» «Όχι. Τίποτα ιδιαίτερο. Απλώς σου τηλεφώνησα». «Μάλιστα». «Τι μάλιστα;» «Τίποτα. Απλώς "μάλιστα"», απάντησα. «Κάηκε τίποτε άλλο στη γειτονιά σου;» «Πλάκα είχε, ε; Δεν έγινε μεγάλη ζημιά, αλλά ο καπνός το 'κανε να μοιάζει τρομερό. Ωραίο θέαμα». Η Μιντόρι ήπιε μονορούφι άλλο ένα ποτήρι νερό, πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπό μου. « Ε ! Τι έχεις πάθει εσύ;» με ρώτησε. «Το πρόσωπό σου σαν να 'χει αδειάσει και τα μάτια σου σαν να μην έχουν ζωή μέσα τους». «Δεν έχω τίποτα», απάντησα. «Μόλις γύρισα από ταξίδι και νιώθω λίγο κουρασμένος». «Είσαι σαν να 'χεις δει φάντασμα». «Μάλιστα». «Έχεις μαθήματα σήμερα το απόγευμα;» «Γερμανικά και Θεολογία». «Μπορείς να λείψεις;» «Από τα Γερμανικά, όχι. Γράφουμε διαγώνισμα». «Τι ώρα τελειώνει;» «Στις δύο». «Ωραία. Θέλεις μετά να πάμε παρέα στην πόλη να πιούμε ένα ποτό;» «Στις δύο η ώρα;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
295
((Ναι. Τι πειράζει; Μου φαίνεσαι μισοπεθαμένος. Πάμε να πιούμε ένα ποτό, να συνέλθεις λιγάκι. Αυτό θέλω κι εγώ - να πιω ένα ποτό μαζί σου και να ζωντανέψω. Τι λες;» ((Εντάξει, σύμφωνοι», είπα μ' ένα στεναγμό. ((Πάμε για ποτό. Θα σε περιμένω στις δύο στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας».
Μετά το διαγώνισμα των Γερμανικών πήγαμε με το λεωφορείο στο Σιντζούκου και μπήκαμε σ' ένα υπόγειο μπαράκι που το λέγανε ΒΙΙΟ, πίσω από το βιβλιοπωλείο Κίνοκουνίγια. Παραγγείλαμε βότκα με τόνικ. ((Έρχομαι πότε πότε εδώ πέρα», μου είπε. ((Δεν σε στραβοκοιτάνε όταν παραγγέλνεις ποτό το απόγευμα». ((Πίνεις συχνά τα απογεύματα;» ((Μερικές φορές», είπε στριφογυρίζοντας τα παγάκια στο ποτήρι της, ((Μερικές φορές, όταν η ζωή φαίνεται δύσκολη να τη ζει κανείς, έρχομαι και πίνω μια βότκα με τόνικ». ((Είναι δύσκολη για σένα η ζωή;» ((Καμιά φορά», είπε η Μιντόρι. ((Έχω κι εγώ τα προβληματάκια μου». ((Για παράδειγμα;» ((Για παράδειγμα με την οικογένειά μου, με τ' αγόρια, με την ακανόνιστη περίοδό μου. Τέτοια πράγματα». ((Ας πιούμε λοιπόν άλλο ένα ποτό». ((Σύμφωνοι». ((Έκανα νόημα στο γκαρσόνι και παράγγειλα άλλη μια φορά από τα ίδια.
296
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
«Θυμάσαι, εκείνη την Κυρί,ακή που ήρθες στο σπίτι, μ,ου και με φίλησες;» ρώτησε η Μί,ντόρι.. «Το σκεφτόμουν. Μ' άρεσε. Αλήθεια». «Ωραία». «Ωραία!» με κορόιδεψε. «Τι παράξενα που μιλάς!» «Αλήθεια;» «Εγώ πάντως σκέφτηκα ότι ήταν στ' αλήθεια ωραίο φιλί - κι ότι θα 'ταν στ' αλήθεια σπουδαίο αν ήταν το πρώτο φιλί της ζωής μου. Αν μπορούσα ν' αλλάξω τη σειρά στα γεγονότα της ζωής μου, χωρίς συζήτηση θα έβαζα πρώτο το φιλί σου. Και μετά θα περνούσα τα υπόλοιπα χρόνια μου απορώντας: Ε, τι να 'γινε άραγε εκείνο το αγόρι που το λέγανε Βατανάμπε; Εκείνο που του χάρισα το πρώτο μου φιλί στην ταρατσούλα; Τι να κάνει τώρα που είναι πενήντα οχτώ χρονών; Ωραία δεν θα 'ταν;» «Ναι, ναι», συμφώνησα σπάζοντας ένα φιστίκι. «Μα τι έχεις; Γιατί είσαι τόσο αφηρημένος; Ακόμα δεν μου είπες». «Μάλλον δεν έχω προσαρμοστεί ακόμα στον κόσμο», απάντησα τελικά, αφού το σκέφτηκα πρώτα. «Δεν ξέρω. Έχω την αίσθηση πως δεν είναι τούτος ο πραγματικός κόσμος. Οι άνθρωποι, οι σκηνές που ξετυλίγονται μπροστά μου: σαν να μην είναι η αλήθεια». Η Μιντόρι ακούμπησε τον αγκώνα της στον πάγκο του μπαρ και με κοίταξε. «Νομίζω πως κάτι παρόμοιο θυμάμαι κι από ένα τραγούδι του Τζιμ Μόρισον». αΡθορΙθ
3Γ6 8ίΓαη§β,
ινίΐθπ γοη αΓβ α
8ίΓαη§βη).
«Ειρήνη», είπε η Μιντόρι. «Ειρήνη», είπα. «Έλα μαζί μου στην Ουρουγουάη», είπε η Μιντόρι
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
297
ακουμ.πί.σμένη ακόμα στον πάγκο του [λπαρ. «Παράτα τα όλα: φιλενάδα, οικογένεια, πανεπ!.στή[λ!.ο - όλα!» ((Δεν είναι κακή ιδέα», είπα γελώντας. ((Δεν θα ήταν υπέροχα να τους ξεφορτωθείς όλους και όλα και να πας κάπου, όπου δεν ξέρεις ψυχή; Ώρες ώρες έτσι μου 'ρχεται να το κάνω. Δηλαδή στ' αλήθεια. Αν με πήγαινες, ας πούμε, τώρα στην άκρη του κόσμου, θα σου γεννούσα ένα σωρό παιδάκια, γερά σαν ταυράκια και θα ζούσαμε όλοι μαζί καλά ή και καλύτερα». Γέλασα και παράγγειλα το τρίτο ποτήρι βότκα με τόνικ. ((Μάλλον δεν έχεις ακόμα όρεξη για ένα τσούρμο παιδιά γερά σαν ταυράκια», είπε η Μιντόρι. ((Μου κίνησες την περιέργεια όμως», είπα. ((Θα ήθελα να τα δω πώς θα ήταν». ((Εντάξει, εντάξει. Δεν είσαι υποχρεωμένος να τα θέλεις όλα αυτά», είπε η Μιντόρι τρώγοντας ένα φιστίκι. ((Απλώς επειδή εγώ κάθομαι εδώ πέρα σήμερα το απόγευμα και πίνω και λέω όποια μπούρδα μου κατεβαίνει: "Θέλω, λέει, να τα παρατήσω όλα και να φύγω μακριά". Και γιατί παρακαλώ να πάω στην Ουρουγουάη; Εκεί δεν έχουν παρά μόνο καβαλίνες γαϊδάρων». ((Μπορεί να 'χεις δίκιο». ((Καβαλίνες γαϊδάρων παντού. Εδώ καβαλίνες και πιο πέρα κι άλλες, ο κόσμος όλος είναι τίγκα στις γαϊδουρινές καβαλίνες. Αυτό το φιστίκι δεν μπορώ να το ανοίξω, πάρ' το». Η Μιντόρι μου έδωσε ένα κλειστό φιστίκι. Το πάλεψα για λίγο στα δάχτυλά μου, τελικά το 'σπασα. ((Αχ, τι ανακούφιση ήταν εκείνη η Κυριακή! Τότε που ανέβηκα
298
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
στην ταρατσούλα μαζί σου, κοιτάζαμε τη φωτιά, πίναμε μπίρα και τραγουδούσαμε. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχα να νιώσω τέτοια απόλυτη ανοίκούφιση. Οι άλλοι πάντα προσπαθούν να με πιέσουν. Μόλις με βλέπουν μπροστά τους, αρχίζουν να μου λένε τι να κάνω. Εσύ τουλάχιστον δεν προσπαθείς να με πιέσεις». ((Δεν σε ξέρω αρκετά ώστε να σε πιέσω». ((Θέλεις να πεις ότι, αν με ήξερες καλύτερα, θα με πίεζες κι εσύ σαν όλους τους άλλους;» ((Είναι πιθανόν», απάντησα. ((Έτσι ζουν οι άνθρωποι στον πραγματικό κόσμο: πιέζοντας ο ένας τον άλλον». ((Εσύ δεν θα 'κανες τέτοιο πράγμα. Είμαι σίγουρη. Είμαι ειδική σε θέματα πίεσης. Εσύ δεν είσαι τέτοιος τύπος. Ούτε πιέζεις ούτε πιέζεσαι. Γι' αυτό και χαλαρώνω μαζί σου. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι υπάρχουν που τρελαίνονται να πιέζουν και να πιέζονται; ΕκατομμύρίαΙ Και μετά κάνουν μεγάλη φασαρία: "Την πίεσα!" και " Μ ε πίεσε!" και δεν συμμαζεύεται. Τους αρέσει όμως. Εμένα δεν μ' αρέσει. Το κάνω επειδή πρέπει». ((Και πώς πιέζεις δηλαδή τους άλλους; Πώς σε πιέζουν αυτοί;» Η Μιντόρι έβαλε ένα παγάκι στο στόμα της και το 'γλειψε για λίγο. ((Θέλεις να με γνωρίσεις καλύτερα;» ρώτησε. ((Ναι. Γιατί όχι;» ((Ε, λοιπόν... Σε ρώτησα αν θέλεις να με γνωρίσεις καλύτερα κι είναι απάντηση αυτή που μου δίνεις; Τι σόι απάντηση είναι αυτή που μου δίνεις;» ((Ναι, Μιντόρι. Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα», είπα. ((Αλήθεια;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
299
«Ναι, αλήθεια». «Ακόμα κι αν αυτό που θα δεις σε κάνει να το βάλεις στα πόδια;» «Τόσο χάλια είσαι;» «Κατά κάποιον τρόπο», απάντησε η Μιντόρι σμίγοντας τα φρύδια. «Θέλω άλλο ένα ποτό». Φώναξα το γκαρσόνι και ζήτησα για τέταρτη φορά μια από τα ίδια. Ώσπου να μας τα φέρει, η Μιντόρι έμεινε αμίλητη στηρίζοντας τον αγκώνα της στον πάγκο και το σαγόνι στο χέρι της. Σώπασα κι εγώ ακούγοντας το «ΗοηβγδίιοΜθ Κοδβ» του Τελόνιους Μονκ. Υπήρχαν άλλοι πέντ'-έξι πελάτες μέσα στο μπαρ, αλλά μόνο εμείς είχαμε παραγγείλει ποτά. Η πλούσια μυρωδιά του καφέ έδινε στη μισοσκότεινη αίθουσα μια ατμόσφαιρα οικειότητας και ζεστασιάς. «Είσαι ελεύθερος αυτή την Κυριακή;» ρώτησε η Μιντόρι. «Νομίζω ότι σ' το 'χω ξαναπεί* είμαι πάντα ελεύθερος τις Κυριακές. Μόνο που δουλεύω από τις έξι και μετά». «Εντάξει. Θέλεις να συναντηθούμε λοιπόν;» «Ναι». «Θα περάσω να σε πάρω από την εστία σου την Κυριακή το πρωί. Μόνο που δεν ξέρω ακόμα ποια ώρα. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι», είπα. «Δεν υπάρχει πρόβλημα». «Ωραία. Δεν μου λες, μπορείς να βάλεις με το νου σου τι θα 'θελα να κάνω τώρα;» « Όχι, δεν μπορώ να φανταστώ». «Λοιπόν, πρώτα πρώτα θα ήθελα να ξαπλώσω σ' ένα μεγάλο μαλακό κρεβάτι. Να βολευτώ και να πίνω, και να
300
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
μ,ην υπάρχει, τριγύρω ούτε μια γαϊδουρινή καβαλίνα. Εσύ να είσαι ξαπλωμένος δίπλα μου κι ύστερα, αργά αργά, να μου βγάλεις τα ρούχα. Ποοοολυ αργά και τρυφερά. Σαν μανούλα που γδύνει το παιδάκι της. Τόοοοσο τρυφερά». ((Χμμμ...)) «Εγώ θα είμαι αφηρημένη και θα νιώθω πραγματικά υπέροχα, ώσπου -εντελώς ξαφνικά- θα συνειδητοποιήσω τι γίνεται και θα σου βάλω τις φωνές: "Σταμάτα, Βατανάμπε!" και θα σου πω: "Βατανάμπε, μ' αρέσεις, αλήθεια σου λέω, αλλά τα έχω με κάποιον άλλο. Δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα. Είμαι πολύ συγκρατημένη σ' αυτά τα θέματα, είτε το πιστεύεις είτε όχι, γι' αυτό σταμάτα, σε παρακαλώ". Αλλά εσύ δεν θα σταματάς». «Εγώ πάντως θα σταματούσα))^ είπα. «Το ξέρω. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς στη φαντασία μου είναι όλα αυτά», είπε η Μιντόρι. «Και μετά μου το δείχνεις. Μου το δείχνεις... ξέρεις. Όρθιο, σκληρό. Αμέσως κλείνω τα μάτια μου βέβαια, αλλά δεν μπορώ να τ' αποφύγω: το 'χω δει, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου το 'χω δει και σου λέω: "Σταμάτα! Μην το κάνεις! Δεν θέλω κάτι τόσο σκληρό και μεγάλο!"» «Δεν είναι και τόσο μεγάλο. Συνηθισμένο είναι». «Δεν έχει σημασία, αφού είναι της φαντασίας μου. Έπειτα εσύ παίρνεις ένα πολύ θλιμμένο ύφος, εγώ σε λυπάμαι και προσπαθώ να σε παρηγορήσω. Έλα, έλα, μην κάνεις έτσι». «Δηλαδή αυτό θα ήθελες να κάνεις τώρα;» «Ακριβώς». «Τι να πω...»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
301
Φύγαμε από το μπαρ μετά τον πέμπτο γύρο βότκα με τόνικ. Όταν έβγαλα να πληρώσω, η Μιντόρι, παραμέρισε το χέρι μου και πλήρωσε μ' ένα ολοκαίνουργιο χαρτονόμισμα των 10.000 γιεν που έβγαλε από την τσάντα της. ((Κερνάω εγώ», είπε. ((Μόλις πληρώθηκα. Εξάλλου εγώ σε κάλεσα. Εκτός κι αν είσαι δηλωμένος φασίστας και δεν θέλεις να πληρώνουν το ποτό σου οι γυναίκες...» ((Όχι, όχι, εντάξει». ((Άσε που δεν σ' άφησα και να μου τον βάλεις». ((Επειδή είναι σκληρός και μεγάλος», είπα χαμογελώντας. ((Ακριβώς», είπε η Μιντόρι. ((Επειδή παραείναι σκληρός και μεγάλος». Ελαφρώς ζαλισμένη, η Μιντόρι παραπάτησε και λίγο έλειψε να πέσουμε κι οι δυο στις σκάλες βγαίνοντας. Τα σύννεφα που είχαν σκοτεινιάσει τον ουρανό είχαν σκορπίσει τώρα και ο απογευματινός ήλιος έλουζε με το χρυσό απαλό του φως τους δρόμους της πόλης. Η Μιντόρι κι εγώ τριγυρίσαμε άσκοπα για λίγο. Είπε πως θα της άρεσε ν' ανέβει σ' ένα δέντρο, δυστυχώς όμως δεν υπήρχαν δέντρα κατάλληλα γι' αυτή τη δουλειά στο Σιντζούκου - και ο Αυτοκρατορικός Κήπος έκλεινε εκείνη την ώρα. ((Κρίμα», είπε η Μιντόρι. ((Μ' αρέσει πολύ ν' ανεβαίνω στα δέντρα». Συνεχίσαμε τη βόλτα μας χαζεύοντας τις βιτρίνες και λίγο αργότερα συνειδητοποίησα ότι όσα έβλεπα γύρω μου έμοιαζαν πια πραγματικά κι αληθινά. ((Χαίρομαι που σε συνάντησα», είπα. ((Νομίζω πως τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τον κόσμο». Η Μιντόρι κοντοστάθηκε και με κοίταξε. ((Πράγμα-
302
ΧΛ1>()ΤΚΙ
ΜΟΥΙ'ΛΚΑΜΙ
τι», είπε. αΤο βλέμμα σου δεν είναι, αφηρημένο πι,α, όπως πρώτα. Βλέπεις; Η παρέα μαζί μου κάνει καλό». «Δεν υπάρχει αμφιβολία», απάντησα. Στις 5.30 η Μιντόρι είπε πως έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της να μαγειρέψει. Της είπα πως θα 'παιρνα το λεωφορείο για την εστία μου και τη συνόδεψα ώς τη στάση της. «Ξέρεις τι θα 'θελα τώρα;» με ρώτησε φεύγοντας. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα», απάντησα. «Θα ήθελα να μας πιάσουν πειρατές, εσένα κι εμένα. Να μας γδύσουν και να μας βάλουν αντικριστά και να μας δέσουν με σκοινιά». «Γιατί να κάνουν τέτοιο πράγμα;» «Επειδή είναι πειρατές. Διεστραμμένοι πειρατές», απάντησε. (.(.Εσύ είσαι η διεστραμμένη», της είπα. «Και μετά μας κλειδώνουν στο αμπάρι και λένε: " Σ ε μια ώρα θα σας πετάξουμε στη θάλασσα. Ώς τότε έχετε καιρό να διασκεδάσετε"». «Και;...» «Και διασκεδάζουμε για μια ώρα, στριφογυρίζουμε καταγής, κάνουμε ό,τι μπορούμε». «Κι αυτό θέλεις τώρα;» «Αυτό». «Τι να πω...» είπα κουνώντας το κεφάλι μου.
Την Κυριακή το πρωί η Μιντόρι ήρθε στις 9.30. Μόλις είχα ξυπνήσει, δεν είχα προλάβει ούτε το πρόσωπό μου να πλύνω. Κάποιος χτύπησε την πόρτα μου φωνάζοντας: «Ε,
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
303
Βατανάμπε! Μια κοπέλα σε ζητάει.!» Κατέβηκα κάτω, στην υποδοχή, και βρήκα τη Μιντόρι. να κάθεται σταυροπόδι. Φορούσε μια απίστευτα κοντή τζιν φουστίτσα. Και χασμουριόταν. Οι φοιτητές που κατέβαιναν στην τραπεζαρία για το πρωινό τους, έκοβαν το βήμα τους για να κοιτάξουν τα μακριά λεπτά της πόδια. Είχε στ' αλήθεια ωραία πόδια. «Μήπως ήρθα πολύ νωρίς;» ρώτησε. «Βάζω στοίχημα ότι κοιμόσουνα». «Θα περιμένεις ένα τεταρτάκι; Ίσα να πλυθώ και να ξυριστώ». «Δεν με νοιάζει να περιμένω, αλλά όλοι κοιτάνε τα πόδια μου». «Τι περίμενες; Αφού ήρθες σε μια εστία αρρένων με τέτοιο μίνι; Και βέβαια σε κοιτάνε!» «Καλά, δεν πειράζει. Ευτυχώς φόρεσα ωραίο κιλοτάκι σήμερα - ροζ με δαντέλες». «Τόσο το χειρότερο», είπα αναστενάζοντας. Ύστερα γύρισα στο δωμάτιό μου, πλύθηκα και ξυρίστηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, φόρεσα ένα μπλε πουκάμισο και γκρι τουίντ σακάκι, κατέβηκα πάλι τρέχοντας και κατάφερα να βγάλω τη Μιντόρι σώα και αβλαβή από την πύλη της εστίας. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. «Γιά πες μου, Βατανάμπε... Όλοι αυτοί... αυνανίζονται. Έτσι δεν είναι; Πότε πότε, θέλω να πω», είπε η Μιντόρι, κοιτάζοντας τα παράθυρα της εστίας. «Πιθανότατα», απάντησα. «Δεν μου λες... τ' αγόρια, όταν το κάνουν, έχουν κάποιο κορίτσι στο μυαλό τους;» «Έτσι νομίζω. Δεν πιστεύω να υπάρχει άνθρωπος που
304
ΧΛΡΟΥΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΊ
να το κάνει, μ.ε το μυαλό του στο χρηματιστήριο ή στα ανώμαλα ρήματα ή στη διώρυγα τού Σουέζ. Όχι. Είμαι βέβαιος ότι όλοι σκέφτονται τα κορίτσια». «Τη διώρυγα του Σουέζ;» «Για παράδειγμα». «Δηλαδή να υποθέσω ότι σκέφτονται συγκεκριμένα κορίτσια;» «Γιατί δεν ρωτάς το φίλο σου γι' αυτά τα πράγματα;» γκρίνιαξα. «Γιατί πρέπει να σου εξηγώ εγώ τέτοιες ιστορίες πρωί πρωί κυριακάτικα;» «Από περιέργεια ρώτησα», είπε. «Κι έπειτα ο φίλος μου θα θυμώσει άμα του κάνω τέτοιες ερωτήσεις. Θα μου πει ότι τα κορίτσια δεν πρέπει να ρωτάνε τέτοια πράγματα». «Συμφωνώ μαζί του». «Ναι, αλλά εγώ θέλω να ξέρω. Από περιέργεια. Πες μου λοιπόν, όταν αυνανίζονται τ' αγόρια, σκέφτονται συγκεκριμένα κορίτσια;» Εγκατέλειψα την προσπάθεια κι απάντησα στην ερώτηση. «Ε'τ^ώ τουλάχιστον έτσι κάνω. Για τους άλλους δεν ξέρω». «Κι όταν το έκανες, σκέφτηκες ποτέ σου εμένα; Πες μου την αλήθεια. Δεν θα θυμώσω». «Όχι. Για να είμαι ειλικρινής, όχι», απάντησα. Και ήταν αλήθεια. «Γιατί όχι; Δεν με βρίσκεις αρκετά ελκυστική;» «Είσαι πολύ ελκυστική. Είσαι όμορφη και τα σέξι ρούχα σου πάνε». «Τότε;» «Πρώτον, σε βλέπω σαν φίλη και δεν θέλω να σε ανα-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
305
κατέψω στις σεξουαλικές μου φαντασκόσεί,ς, και δεύτερον...» «Έχεις κάποια άλλη που ανακατεύεις σ' αυτές». ((Ακριβώς». ((Έχεις καλούς τρόπους, ακόμα κι όταν πρόκειται για κάτι τέτοιο», είπε η Μιντόρι. ((Αυτό μ' αρέσει σ' εσένα. Δεν θα μπορούσες όμως να μου επιτρέψεις ούτε μία μοναδική σύντομη εμφάνιση; Θέλω να πάρω μέρος έστω μια φορά στις σεξουαλικές σου φαντασιώσεις, όπως τις λες. Σ' το ζητάω επειδή είμαστε φίλοι. Από ποιον άλλο να το ζητήσω; Δεν μπορώ να πιάσω τον πρώτο τυχόντα και να του πω: "Σας παρακαλώ, όταν θα αυνανιστείτε απόψε, σκεφτείτε εμένα!" Σ' το ζητάω επείδη σε θεωρώ φίλο μου. Αργότερα θα μου πεις πώς ήταν. Σύμφωνοι; Δηλαδή τι έκανες και τέτοια». Αναστέναξα. ((Αλλά δεν θα μου τον βάλεις, εντάξει; Επειδή είμαστε φίλοι. Σύμφωνοι; Μπορείς να μου κάνεις ό,τι άλλο θέλεις, να σκεφτείς ό,τι θέλεις, αλλά δεν θα μου τον βάλεις». ((Δεν ξέρω. Δεν το 'χω ξανακάνει με τόσους περιορισμούς», είπα. ((Θα μου κάνεις τη χάρη;» ((Ναι, ναι. Θα το κάνω». ((Μη με παρεξηγήσεις, Βατανάμπε, αλλά δεν είμαι ούτε νυμφομανής ούτε απογοητευμένη. Ούτε έχω σκοπό να σε κοροϊδέψω ή να σε προκαλέσω. Απλώς μ' ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Θέλω να τα ξέρω. Μεγάλωσα τριγυρισμένη από κορίτσια σ' ένα σχολείο θηλέων, σ' το έχω πει. Θέλω να μάθω πώς σκέφτονται οι άντρες, πώς λειτουργεί το κορμί τους - και δεν θέλω να το μάθω από τα
306
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
ένθετα των γυναικείων περί.οδι.κών. Θέλω να μελετήσω συγκεκριμένες περιπτώσεις». «Συγκεκριμένες περιπτώσεις;» βόγκηξα. {(Ο φίλος μου όμως δεν θέλει ούτε να ρωτάω ούτε να δοκιμάζω τίποτα. Θυμώνει και με λέει νυμφομανή και τρελή. Δεν μ' αφήνει ούτε να του το κάνω με το στόμα. Αυτό, ας πούμε, είναι κάτι που θα ήθελα πολύ να το δοκιμάσω». αΜμμ». «Ούτε εσένα σ' αρέσει να σ' το κάνουν με το στόμα;» «Όχι, όχι. Δεν μπορώ να πω τέτοιο πράγμα». «Δηλαδή σ' αρέσει;)) «Ναι, μάλλον μ' αρέσει. Δεν μπορούμε να την αναβάλουμε αυτή τη συζήτηση; Για κάποια άλλη ώρα; Είναι Κυριακή πρωί, ο καιρός είναι θαυμάσιος και δεν θέλω να χαλάσουμε τη βόλτα μας κουβεντιάζοντας για μαλακίες και τσιμπούκια. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Ο φίλος σου πάει στο ίδιο πανεπιστήμιο μ' εμάς;» «Όχι, βέβαια, σε άλλο. Γνωριστήκαμε στο σχολείο, σε κάποια εκδήλωση της λέσχης. Εγώ πήγαινα σε σχολείο θηλέων, αυτός σε σχολείο αρρένων. Καμιά φορά διοργανώναμε μαζί κάποια πράγματα, κοντσέρτα και τέτοια. Η σχέση μας ωστόσο έγινε πιο σοβαρή όταν τελειώσαμε το σχολείο. Ε, Βατανάμπε...» «Τι;» «Μια φορά μόνο θέλω να το κάνεις. Να με σκεφτείς. Εντάξει;» «Εντάξει. Θα προσπαθήσω. Την επόμενη φορά», υποσχέθηκα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣ( )Σ
307
ΙΙήγαμ,ε με το τρένο ώς το Οτσανο[λίζου. Ι^^πειδή δεν είχα φάει τίποτα για πρωινό, κατεβαίνοντας στο σταθμό του Σιντζούκου για ν' αλλάξουμε τρένο αγόρασα ένα σάντουιτς και ήπια ένα φλιτζάνι καφέ που είχε γεύση σαν βρασμένο μελάνι. Ήταν Κυριακή και οι αποβάθρες των σταθμών ήταν γεμάτες ζευγαράκια και οικογένειες που είχαν βγει βόλτα να ξεσκάσουν. Μια παρέα νεαροί με ρόπαλα του μπέιζμπολ και ομοιόμορφα μπλουζάκια έκαναν φασαρία μέσα στο βαγόνι. Αρκετά κορίτσια φορούσαν κοντή φούστα, αλλά καμιάς δεν ήταν τόσο κοντή όσο της Μιντόρι. Η Μιντόρι την τραβούσε κάθε τρεις και λίγο για να την κατεβάσει. Μερικοί άντρες κοίταζαν τα πόδια της, πράγμα που μ' έφερνε σε αμηχανία. Εκείνη πάντως δεν έδειχνε καθόλου ενοχλημένη. «Ξέρεις τι θα 'θελα τώρα;» μου ψιθύρισε στη μέση της διαδρομής. «Όχι», απάντησα, ααλλά, σε παρακαλώ, μη μου το πεις εδώ μέσα. Θα σ' ακούσουν». «Κρίμα. Αυτή τη φορά θα ήταν κάτι απίστευτο», είπε η Μιντόρι φανερά απογοητευμένη. «Καλά. Πες μου τι πάμε να κάνουμε στο Οτσανομίζου;» «Έλα και θα δεις». Γύρω από το σταθμό του Οτσανομίζου υπήρχαν πολλά φροντιστήρια και η περιοχή τις Κυριακές γέμιζε παιδιά που πήγαιναν για μάθημα. Η Μιντόρι με τράβηξε από το χέρι μέσα στο πλήθος, κρατώντας με το άλλο χέρι το λουρί της τσάντας που είχε κρεμασμένη στον ώμο της. Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, με ρώτησε: «Δεν μου λες, Βατανάμπε, μπορείς να μου εξηγήσεις τη διαφορά
308
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
υποτακτικής μέλλοντος χαι υποτακτικής αορίστου στα αγγλικά;» «Νομίζω, ναι», είπα. «Γιά πες μου τότε, σε τι μας χρησιμεύουν τέτοια πράγματα στην καθημερινή μας ζωή;» «Σε τίποτα», απάντησα. «Τέτοιες γνώσεις δεν έχουν συγκεκριμένη χρησιμότητα, αλλά κάτι σου δίνουν σε βοηθούν να αντιλαμβάνεσαι πιο συστηματικά τα πάντα γύρω σου». Η Μιντόρι σκέφτηκε για μια στιγμή σοβαρά. «Είσαι καταπληκτικός», είπε τελικά. «Δεν μου είχε περάσει ποτέ απ' το νου. Νόμιζα ότι τέτοιου είδους πράγματα, όπως οι υποτακτικές, οι διαφορικές εξισώσεις και τα χημικά σύμβολα, είναι απολύτως άχρηστα. Σκέτος πονοκέφαλος. Γι' αυτό και δεν γύριζα ούτε να τα κοιτάξω. Τώρα πρέπει ν' αναρωτηθώ μήπως όλη μου η ζωή είναι ένα λάθος». «Δεν γύριζες ούτε να τα κοιτάξεις;» «Ακριβώς, Για μένα δεν υπήρχαν. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, ας πούμε, τι σημαίνει "ημίτονο" και τι "συνημίτονο"». «Δεν σε πιστεύω! Πώς πήρες απολυτήριο; Πώς μπήκες στο πανεπιστήμιο;» «Μην είσαι ανόητος!» είπε η Μιντόρι. «Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτα για να πάρεις απολυτήριο! Ούτε για να μπεις στο πανεπιστήμιο! Λίγη διαίσθηση χρειάζεσαι - κι εγώ διαίσθηση διαθέτω με το παραπάνω. "Ανάμεσα στις τρεις παρακάτω απαντήσεις επιλέξτε τη σωστή". Τη βρίσκω αμέσως». « Η διαίσθησή μου δεν είναι τόσο καλή όσο η δική σου, γι' αυτό πρέπει να μαθαίνω ορισμένα πράγματα. Και να
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
309
μάθω να σκέφτομαι, συστηματικά ώς ένα βαθμό τουλάχιστον. Σαν την κίσσα που κρύβει μες στην κουφάλα του δέντρου τα κλοπιμαία της». «Σου χρησιμεύει σε τίποτε αυτό;» «Αυτό είναι ένα ερώτημα. Ίσως διευκολύνει κάποια πράγματα». «Τι σόι πράγματα; Δώσε μου ένα παράδειγμα». «Τη μεταφυσική σκέψη, ας πούμε. Την εκμάθηση ξένων γλωσσών». «Και ποιο το όφελος απ' αυτά;» «Εξαρτάται από τον άνθρωπο. Για μερικούς ανθρώπους υπάρχει όφελος, γι' άλλους πάλι όχι. Το κυριότερο πάντως είναι η εξάσκηση. Το όφελος και το κέρδος είναι άλλο θέμα, όπως σου είπα». «Χμμ», είπε η Μιντόρι ολοφάνερα εντυπωσιασμένη. Κατηφορίσαμε το λόφο χέρι χέρι. «Βατανάμπε, ξέρεις στ' αλήθεια να εξηγείς διάφορα πράγματα». «Βρίσκεις;» «Αλήθεια. Έχω ρωτήσει εκατοντάδες ανθρώπους για την υποτακτική των αγγλικών και κανείς δεν μπόρεσε να μου δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση, μια καθαρή, σαφή απάντηση σαν τη δική σου. Ούτε καν οι καθηγητές των αγγλικών. Μπερδεύονται ή θυμώνουν ή γελούν με την ερώτησή μου. Κανείς δεν μου 'χει δώσει απάντηση της προκοπής. Αν είχε βρεθεί έστω ένας σαν εσένα, όταν ρωτούσα, να μου δώσει μια τέτοια απάντηση, μπορεί και να μην είχα γυρίσει την πλάτη μου στις υποτακτικές. Ανάθεμά με!» «Χμμ», είπα. «Έχεις διαβάσει ποτέ σου το Κεφάλαίο;))
310
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
«Ναι. Όχι όλο βέβαια αλλά ορισμένα κομμάτια, όπως όλος ο κόσμος». «Και τα κατάλαβες;» «Άλλα τα κατάλαβα κι άλλα όχι. Για να διαβάσεις ένα βιβλίο σαν το Κεφάλαιο^ πρέπει να έχεις τον απαραίτητο γνωστικό και νοητικό εξοπλισμό. Παρ' όλα αυτά νομίζω πως κατάλαβα τις βασικές ιδέες του μαρξισμού». «Ένας πρωτοετής φοιτητής που δεν έχει διαβάσει τέτοια βιβλία, κατά τη γνώμη σου, μπορεί με μια απλή ανάγνωση να καταλάβει το Κεφάλαιο-^)) «Θα έλεγα ότι μάλλον αποκλείεται». «Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, ξέρεις, γράφτηκα σε μια ομάδα παραδοσιακής λαϊκής μουσικής επειδή μου άρεσε να τραγουδάω. Δεν μπορείς να φανταστείς τι άθλια υποκείμενα ήταν. Ακόμα και τώρα που σ' το λέω, ανατριχιάζω. Το πρώτο που έλεγαν σε όλους τους καινούργιους ήταν να διαβάσουν Μαρξ. "Την επόμενη φορά να 'χεις διαβάσει από τη σελίδα τάδε ώς τη σελίδα τάδε". Κάποιος μας μίλησε για τη βαθιά σχέση που πρέπει να έχουν τα λαϊκά τραγούδια με την κοινωνία και τα ριζοσπαστικά κινήματα. Τι να κάνω κι εγώ; Πήγα στο σπίτι μου κι έβαλα τα δυνατά μου να διαβάσω τον Μαρξ. Δεν κατάλαβα ούτε λέξη. Ήταν χειρότερο κι από την υποτακτική. Μετά από τρεις σελίδες τα παράτησα. Την επόμενη βδομάδα πήγα στη συνάντηση της ομάδας και σαν καλό προσκοπάκι τους είπα ότι είχα διαβάσει το μάθημά μου, αλλά δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Από εκείνη τη στιγμή και μετά μου συμπεριφέρονταν σαν να ήμουν χαζή. Δεν είχα κριτική συνείδηση της πάλης των τάξεων, είπαν. Από κοινωνική άποψη ήμουν μια καθυστερημένη.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
311
Στα σοβαρά! Κι, όλα αυτά επειδή δεν κατάλαβα ένα κείμενο. Δεν είναι, τρομερό;» «Είναι», είπα. «Το ίδιο τρομερές ήταν και οι λεγόμενες "συζητήσεις" τους. Έπαιρναν όλοι το σοβαρό τους και χρησιμοποιούσαν επίτηδες δύσκολες λέξεις κι έκαναν τάχα πως ήξεραν τι έλεγαν. Εγώ όμως ρωτούσα όποτε δεν καταλάβαινα. "Τι θα πει ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση; Έχει καμιά σχέση με την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών;" "Τι θα πει υπονόμευση του βιομηχανικού εκπαιδευτικού συστήματος; Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο δεν πρέπει να πιάνουμε δουλειά σε μεγάλες εταιρείες;" Τέτοια πράγματα. Κανείς δεν καταδεχόταν να μου δώσει απαντήσεις. Ίσα ίσα θύμωναν και τα 'βαζαν μαζί μου. Το πιστεύεις;» ((Ναι, το πιστεύω», είπα. ((Ένας μάλιστα μου 'βαλε τις φωνές: "Ηλίθια! Πώς γίνεται να ζει ένας άνθρωπος με το τίποτα μες στο κεφάλι του;" Έτσι μου είπε και ξεχείλισε το ποτήρι. Δεν ήμουν διατεθειμένη να τους ανεχτώ άλλο. Εντάξει, δεν είμαι φωστήρας. Ανήκω στην εργατική τάξη. Όμως η εργατική τάξη είναι που κάνει τον κόσμο να γυρίζει. Η εργατική τάξη είναι που όλοι την εκμεταλλεύονται. Τι σόι επανάσταση είναι αυτή που ξεστομίζει μεγάλες λέξεις; Αέξεις που η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταλάβει; Τι σκατά κοινωνική επανάσταση είναι αυτή, μου λες; Κι εγώ θα ήθελα να κάνω τον κόσμο καλύτερο, εντάξει. Αν στ' αλήθεια κάποιους τους εκμεταλλεύονται, τότε αυτό πρέπει να σταματήσει. Έτσι νομίζω και γι' αυτό κάνω ερωτήσεις. Έχω δίκιο ή άδικο;» ((Έχεις δίκιο».
312
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
«Ε, τότε κατάλαβα. Λυτοί οι τύποι είναι υποκριτές. Το μόνο που τους νοιάζει είναι να κάνουν εντύπωση στα κορίτσια με τις μεγάλες κουβέντες τους - και να βρουν έτσι την ευκαιρία να τους βάλουν χέρι, να μπουν κάτω απ' τη φούστα τους. Κι όταν παίρνουν πτυχίο, κόβουν κοντά τα μαλλιά τους και τρέχουν να πιάσουν δουλειά στη Μιτσουμπίσι ή στην Ι Β Μ ή στην Τράπεζα Φούτζι. Παντρεύονται όμορφες κοπέλες που δεν έχουν διαβάσει ποτέ Μαρξ και κάνουν παιδιά, στα οποία δίνουν αηδιαστικά μοντέρνα ονόματα. "Υπονόμευση του βιομηχανικού εκπαιδευτικού συστήματος!" Ας γελάσω! Και τα άλλα καινούργια μέλη ήταν τα ίδια σκατά. Καταλάβαιναν λιγότερα από μένα, αλλά έκαναν τους έξυπνους και γελούσαν σε βάρος μου. Μετά τη συνάντηση μ' έπιασαν κάποιοι και μου είπαν: "Μην είσαι χαζή! Τι πειράζει που δεν καταλαβαίνεις; Κάνε πως κατάλαβες. Δεν έχεις παρά να συμφωνείς με ό,τι λένε". Λοιπόν, Βατανάμπε: έγιναν πράγματα που ακόμα και τώρα τα θυμάμαι και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Θέλεις να τ' ακούσεις;» {(Λσφαλώς. Γιατί όχι;» «Μια φορά συγκάλεσαν πολιτική συγκέντρωση αργά το βράδυ και ζήτησαν από κάθε κοπέλα να φτιάξει είκοσι ρυζοκεφτέδες για να τσιμπήσουμε. Χωρίς πλάκα! Λυτά περί ισότητας των δύο φύλων! Λποφάσισα πάντως να μη μιλήσω, και σαν καλό κορίτσι ετοίμασα τα είκοσι κεφτεδάκια μου με τα όλα τους, γεμιστά με ξινό ουμεμπόσι και τυλιγμένα με νόρι. Και ποιο ήταν το ευχαριστώ; Όλοι παραπονέθηκαν επειδή, λέει, είχα βάλει μόνο ουμεμπόσι μέσα και δεν είχα πάει τίποτα για να τα συνοδεύσω! Οι άλλες είχαν γεμίσει τα δικά τους με σολομό ή
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
313
με μπακαλιάρο κι είχαν φέρει και (οραίες χοντρές φέτες τηγανητά αυγά για να τα συνοδεύσουν. Από το θυμό μού κόπηκε η μιλιά! Από πού κι ώς πού έχουν το θράσος αυτοί οι ψευτοαντάρτες να διαμαρτύρονται για τα παραδοσιακά ρυζοκεφτεδάκια; Θα έπρεπε να είναι και ευγνώμονες μάλιστα για το ουμεμπόσι και το νόρι. Θα έπρεπε να σκεφτούν τα παιδάκια που πεθαίνουν απ' την πείνα στην Ινδία!» Γέλασα. αΤελικά τι έγινε με την ομάδα σου;» ((Τους παράτησα τον Ιούνιο* ήμουν έξαλλη», είπε η Μιντόρι. ((Οι τύποι αυτοί είναι τελείως ψεύτικοι. Τρομοκρατημένοι, μήπως τους ξεμπροστιάσει κανείς, μήπως φανούν ότι υπάρχει κάτι που δεν το ξέρουν. Διαβάζουν όλοι τα ίδια βιβλία, πιπιλάνε τα ίδια συνθήματα, ακούνε μόνο Τζον Κολτρέιν και βλέπουν μόνο ταινίες του Παζολίνι. "Επανάσταση" το λες εσύ αυτό;» ((Μη με ρωτάς, δεν έχω δει ποτέ μου επανάσταση». ((Αν αυτό είναι η επανάσταση, τότε να τη βάλουν εκεί που ξέρουν. Τέτοια επανάσταση δεν τη θέλω. Έτσι κι αλλιώς μάλλον θα μ' εκτελούσαν επειδή φτιάχνω τα ρυζοκεφτεδάκια με ουμεμπόσι, ενώ εσένα θα σ' εκτελούσαν επειδή καταλαβαίνεις την υποτακτική». ((Δεν αποκλείεται», είπα. ((Άκου με, ξέρω τι λέω. Ανήκω στην εργατική τάξη. Με ή χωρίς επανάσταση, ο λαουτζίκος την πληρώνει. Ο κοσμάκης που πρέπει να σκοτώνεται για να βγάλει το ψωμί του. Και τι είναι η επανάσταση; Γιατί βέβαια δεν φτάνει ν' αλλάξουν μόνο τα ονόματα στο δημαρχείο. Αυτοί όμως δεν το ξέρουν - αυτοί οι τύποι με τις δύσκολες ακαταλαβίστικες λέξεις τους. Ιδέα δεν έχουν. Γιά πες
314
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
μ-ου, Βατανάμπε, έχεις δει ποτέ σου ελεγκτή της εφορίας;» «Ποτέ». «Εγώ έχω δει. Πολλές φορές. Μπαίνουν όλο θράσος στο μαγαζί σου, σαν να 'τανε δικό τους, θρονιάζονται κι αρχίζουν να σου κάνουν τον καμπόσο. "Τι το θέλετε αυτό το βιβλίο εξόδων;" "Δεν τα περνάτε όλα στα έσοδα, ε ; " "Αυτά τα έξοδα δεν εγκρίνονται, το ξέρετε!" "Δείξτε μου όλα τα παραστατικά σας τώρα αμέσως".
Κ ι όλη τ η ν
ώρα εσύ δεν πρέπει να βγάλεις τσιμουδιά. Μόνο όταν έρχεται η ώρα του φαγητού, πρέπει να τους παραγγείλεις σούσι στο πιο ακριβό εστιατόριο. Και να σκεφτείς ότι ο πατέρας μου δεν έκρυβε ούτε δεκαράκι από τα έσοδά του και πλήρωνε πάντα κανονικά το φόρο του. Αλήθεια. Έτσι είναι. Παλιομοδίτης και έντιμος ώς το κόκαλο. Άντε να πείσεις όμως αυτούς τους σιχαμένους της εφορίας. Δεν σε πιστεύουν, ακόμα κι αν σε δουν κρεμασμένο ανάποδα. "Τα έσοδά σας είναι υπερβολικά λίγα, δεν νομίζετε;" Και βέβαια είναι λίγα τα έσοδα όταν δεν έχεις δουλειά. Τους άκουγα και κόντευα να σκάσω. Ήθελα να ουρλιάξω: "Γιατί δεν πάτε να το κάνετε αυτό εκεί που βγάζουν λεφτά;" Μήπως νομίζεις ότι οι ελεγκτές της εφορίας θα συμπεριφέρονταν αλλιώς μετά την επανάσταση;» «Πολύ αμφιβάλλω». «Αυτό ήτανε. Για μένα η επανάσταση εκεί τελείωσε. Δεν πρόκειται να πιστέψω ποτέ πια σε καμιά επανάσταση. Μόνο στον έρωτα πιστεύω πια». «Ειρήνη», είπα. «Ειρήνη». «Πού πάμε τώρα;» ρώτησα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
315
((Στο νοσοκομείο», απάντησε η Μί-ντόρι. ((Να δούμε τον πατέρα μου. Είναι η σειρά μου σή[λερα να μείνω μαζί του όλη μέρα». ((Τον πατέρα σου; Μα νόμιζα πως ήταν στην Ουρουγουάη!» ((Αυτό ήταν ψέμα», είπε η Μιντόρι σαν να 'ταν τα ψέματα το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. ((Πάντα έλεγε ότι θα φύγει για την Ουρουγουάη, αλλά ποτέ του δεν μπόρεσε να το κάνει. Είναι ζήτημα αν έχει βγει από το Τόκιο». ((Πόσο άσχημα είναι;» ρώτησα. ((Είναι θέμα χρόνου», μου απάντησε. Συνεχίσαμε να περπατάμε αμίλητοι. ((Ξέρω τι σου λέω. Είναι το ίδιο που είχε κι η μαμά μου. Όγκος στον εγκέφαλο. Το πιστεύεις; Δεν έχουν περάσει ούτε δυο χρόνια που πέθανε η μαμά μου από όγκο στο κεφάλι και τώρα έπαθε κι ο μπαμπάς μου το ίδιο».
Οι διάδρομοι του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ήταν γεμάτοι κόσμο και φασαρία: παντού επισκέπτες του Σαββατοκύριακου και ασθενείς που μπορούσαν να σηκώνονται από τα κρεβάτια τους, η πολύ ξεχωριστή μυρωδιά των νοσοκομείων, ένα μείγμα αλλόκοτο, απολυμαντικό, ανθοδέσμες μαζί και κατουρημένα στρώματα, και οι νοσοκόμες που πήγαιναν κι έρχονταν αδιάκοπα κροτώντας τα τσόκαρά τους στις πλάκες. Ο πατέρας της Μιντόρι ήταν σ' ένα δίκλινο δωμάτιο, στο κρεβάτι κοντά στην πόρτα. Με την πρώτη ματιά θύμιζε μικροσκοπικό ζωάκι, βαριά πληγωμένο. Ήταν ξα-
316
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
πλωμένος στο πλάι, ασάλευτος, ανήμπορος. Το αριστερό του χέρι, με τη βελόνα του ορού χωμένη στη φλέβα του, κρεμόταν σαν άψυχο. Το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο μ' έναν άσπρο επίδεσμο και τα χλομά του μπράτσα ήταν γεμάτα μελανιές από τα τρυπήματα. Τα μάτια του, κόκκινα, μισάνοιχτα, ήταν καρφωμένα σε κάποιο απόμακρο κενό - αλλά, όταν μπήκαμε στο δωμάτιο, γύρισαν προς το μέρος μας. Στάθηκαν πάνω μας κάπου δέκα δευτερόλεπτα κι ύστερα γύρισαν στο απόμακρο κενό τους. Μόλις έβλεπες τα μάτια του, το καταλάβαινες ότι θα πέθαινε γρήγορα. Το κορμί του ήταν σημαδεμένο από το θάνατο, δεν είχε ίχνος ζωής μέσα του, μόνο την ανάμνηση αυτού που κάποτε ήταν η ζωή του. Έμοιαζε με παλιό ερειπωμένο σπίτι, όπου τίποτα δεν είχε απομείνει: ούτε πράγματα ούτε έπιπλα ούτε τίποτα. Ένα ρημάδι που περιμένει πια να το γκρεμίσουν. Γύρω από τα ξερά του χείλη φύτρωναν σαν αγριόχορτα σκόρπια, αραιά γένια. Ώστε έ τ σ ί , ε ί π α από μ έ σ α μου, τα γένια
ενός άντρα που
χάσει όλη του τη δύναμη και τη ζωντάνια, να βγαίνουν
και να
έχει
εξακολουθούν
μακραίνουν.
Η Μιντόρι καλημέρισε τον χοντρό στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο. Της έγνεψε και της χαμογέλασε, ανήμπορος ίσως να μιλήσει. Έβηξε μερικές φορές, ύστερα ήπιε λίγο νερό από ένα ποτήρι στο κομοδίνο του και μετακινώντας το βάρος του γύρισε στο πλάι, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, από όπου έβλεπε κανείς μόνο ένα στύλο και μερικά σύρματα του ηλεκτρικού. Τίποτε άλλο. Ούτε καν ένα συννεφάκι στον ουρανό. ((Πώς είσαι, μπαμπά;» ρώτησε η Μιντόρι κολλώντας σχεδόν τα χείλη της στ' αυτί του πατέρα της, σαν να 'θε-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
317
λε να δοκιμάσει, κάποιο μικρόφωνο. «Ι Ιίός νιώθεις σήμερα;» Ο πατέρας της σάλεψε τα χείλη του. «Όχί καλώ)^ είπε - αν και δεν πρόφερε ακριβώς τις λέξεις, μάλλον τις σχημάτισε με στεγνό αέρα στο βάθος του λαιμού του. ί<.Κεφάλί)),
είπε.
((Σε πονάει το κεφάλι σου;» ρώτησε η Μιντόρι. ((Λ/αί», είπε. Προφανώς δεν μπορούσε να πει παραπάνω από δυο-τρεις συλλαβές μαζί. ((Ε, δεν είναι περίεργο αυτό», του είπε. ((Αφού μόλις σου το χειρουργήσανε. Φυσικό είναι να πονάς. Το ξέρω ότι υποφέρεις. Προσπάθησε όμως να κάνεις λίγο κουράγιο ακόμα. Αυτός είναι ο φίλος μου ο Βατανάμπε». ((Χαίρω πολύ», είπα. Ο πατέρας της Μιντόρι μισάνοιξε τα χείλη του, ύστερα τα 'κλεισε πάλι. Η Μιντόρι μου έδειξε ένα πλαστικό σκαμνάκι στα πόδια του κρεβατιού και μου 'γνεψε να καθίσω. Υπάκουσα. Η Μιντόρι έδωσε στον πατέρα της να πιει λίγο νερό και τον ρώτησε αν ήθελε κανένα φρούτο ή λίγο ζελέ. αΌχο)., της είπε. Κι όταν εκείνη επέμεινε ότι κάτι έπρεπε να φάει, της είπε αΈφαγοο). Στο κομοδίνο δίπλα του υπήρχε ένα μπουκάλι νερό, ένα ποτήρι, ένα πιάτο κι ένα μικρό ρολόι. Από μια μεγάλη χάρτινη σακούλα κάτω από το κομοδίνο η Μιντόρι έβγαλε καθαρές πιτζάμες, εσώρουχα κι άλλα πράγματα και τα ταχτοποίησε στο ντουλάπι δίπλα στην πόρτα. Κάτω κάτω στη σακούλα είχε και φαγητό για τον άρρωστο: δύο γκρέιπφρουτ, μπολάκια με ζελέ και τρία αγγουράκια. ((Αγγουράκια; Πού βρέθηκαν εδώ τα αγγουράκια;)) ρώ-
318
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
τησε η Μί,ντόρί.. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα έβαλε η αδερφή μ,ου. Της είπα απ' το τηλέφωνο ακριβώς τι ν' αγοράσει και είμαι βέβαιη ότι δεν είπα τίποτα για αγγουράκια! Φρούτα κίουι της είπα να φέρει». ((Ίσως δεν κατάλαβε», είπα. ((Ναι, ίσως. Αν έβαζε το μυαλό της όμως να σκεφτεί, θα καταλάβαινε πως τα αγγουράκια είναι περιττά. Δηλαδή τι να τα κάνει τ' αγγουράκια ένας άρρωστςις άνθρωπος; Να κάθεται ξάπλα στο κρεβάτι του και να τα μασουλάει; Μπαμπά! Θέλεις ένα αγγουράκι;» αΌχί))^ είπε ο πατέρας της Μιντόρι. Η Μιντόρι κάθισε κοντά του κι άρχισε να του λέει τα νέα από το σπίτι. Η εικόνα της τηλεόρασης είχε χαλάσει ξαφνικά κι είχε φωνάξει το μάστορα να τη φτιάξει. Σε λίγες μέρες θα ερχόταν η θεία τους από το Τακάιντο. Ο κύριος Μιγιαβάκι, ο φαρμακοποιός, είχε πέσει με το ποδήλατό του. Τέτοια πράγματα. Ο πατέρας της απαντούσε με ξεψυχισμένα βογκητά. ((Είσαι σίγουρος πως δεν θέλεις να φας τίποτα;» αΌχί))^ απάντησε ο πατέρας της. ((Κι εσύ, Βατανάμπε; Λίγο γκρέιπφρουτ;» ((Όχι», είπα. Λίγα λεπτά αργότερα η Μιντόρι με πήγε στην αίθουσα με την τηλεόραση και κάπνισε ένα τσιγάρο στον καναπέ. Τρεις άρρωστοι με τις πιτζάμες κάπνιζαν επίσης, παρακολουθώντας μια πολιτική συζήτηση στην τηλεόραση. ((Να σου πω», μου ψιθύρισε η Μιντόρι με μια σπίθα γέλιου στα μάτια της. ((Ο γέρος με το δεκανίκι δεν έχει πάρει τα μάτια του απ' τα πόδια μου, όση ώρα είμαστε εδώ μέσα. Αυτός με τα γυαλιά και την μπλε πιτζάμα».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
319
«Τι. περίμενες με τόσο κοντή φούστα που φοράς;» «Ε, χαι χι πειράζει; Οι καημένοι σίγουρα βαριούνται τη ζωή τους εδώ μέσα. Δεν τους βλάπτει να δουν ένα κοριτσόπουλο. Ίσως η αναστάτωση να τους κάνει και καλό. Ίσως να τους βοηθάει να γίνουν γρηγορότερα καλά». «Φτάνει να μην έχει το αντίθετο αποτέλεσμα», απάντησα. Η Μιντόρι κοίταξε για λίγο τον καπνό του τσιγάρου της. «Ο πατέρας μου, ξέρεις, δεν είναι κακός άνθρωπος», είπε τελικά. «Θυμώνω μαζί του μερικές φορές γιατί λέει τρομερά πράγματα. Βαθιά μέσα του όμως είναι τίμιος κι αγαπούσε στ' αλήθεια τη μαμά μου. Με τον τρόπο του έζησε τη ζωή του όσο μπορούσε καλύτερα. Είναι ίσως λίγο αδύναμος, και δεν έχει ιδέα από εμπόριο κι επιχειρήσεις, οι άλλοι δεν τον πολυσυμπαθούν. Μα είναι πολύ καλύτερος απ' τους απατεώνες και τους ψεύτες που βγαίνουν παντού λάδι, επειδή είναι θρασείς και καπάτσοι. Κίμαι κι εγώ ξεροκέφαλη σαν αυτόν κι έτσι μαλώνουμε συχνά. Κατά βάθος όμως δεν είναι κακός». Η Μιντόρι μου 'πιασε το χέρι, σαν να μάζευε κάτι που είχε βρει στο δρόμο. Τα μισά μου δάχτυλα βρέθηκαν ν' αγγίζουν τη φούστα της, τ' άλλα μισά το μπούτι της. Με κοίταξε για λίγο στα μάτια. «Συγγνώμη που σ' έφερα σ' ένα τέτοιο μέρος», είπε. «Το ξέρω ότι δεν είναι καθόλου ωραία, αλλά μπορείς να μείνεις μαζί μου λίγο ακόμα;» «Θα μείνω μαζί σου όλη μέρα, αν το θέλεις. Ώς τις πέντε», είπα. « Μ ' αρέσει η παρέα σου. Εξάλλου δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω».
320
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
«Τι κάνεις συνήθως τις Κυριακές;» ((Πλένω κι ύστερα σιδερώνω». ((Δεν θέλεις να μου μιλήσεις για τη φιλενάδα σου δηλαδή ;)) ((Όχι. Είναι μπερδεμένη ιστορία, φοβάμαι πως δεν θα καταφέρω να σ' την εξηγήσω όπως πρέπει». ((Εντάξει. Δεν είναι ανάγκη να μου εξηγήσεις τίποτα», είπε η Μιντόρι. ((Σε πειράζει να σου πω εγώ τι φαντάζομαι;» ((Όχι, πες μου. Αυτά που φαντάζεσαι έχουν σίγουρα ενδιαφέρον». ((Λοιπόν, νομίζω πως είναι παντρεμένη». ((Μπα;» ((Ναι. Είναι τριάντα δύο-τριάντα τριών χρονών, και είναι πλούσια κι όμορφη, και φοράει γούνες, παπούτσια Σαρλ Ζουρντάν και μεταξωτά εσώρουχα, κι είναι πεινασμένη για σεξ και της αρέσουν οι προστυχιές. Οι δυο σας συναντιέστε καθημερινές μόνο, τις απογευματινές ώρες, και κατασπαράζετε ο ένας το κορμί του άλλου. Τις Κυριακές όμως είναι ο άντρας της στο σπίτι κι έτσι δεν μπορεί να σε συναντήσει. Έπεσα μέσα;» ((Πολύ πολύ ενδιαφέρον». ((Σε βάζει και τη δένεις, της δένεις και τα μάτια, κι ύστερα τη γλείφεις πόντο πόντο σε όλο της το κορμί. Μετά της βάζεις περίεργα πράγματα μέσα της κι αυτή παίρνει δύσκολες στάσεις, σαν ακροβάτισσα, κι εσύ τη φωτογραφίζεις με μια πολαρόιντ». ((Ακούγεται συναρπαστικό». ((Είναι τόσο πεινασμένη για σεξ που κάνει ό,τι της περνάει απ' το μυαλό, και της περνάνε πολλά κάθε μέρα. Δεν
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
321
δουλεύει, όλες οι ώρες της είναι, ελεύθερες, χι έτσι συνέχεια το σκέφτεται και κάνει σχέδια: "Χμ, την επόμενη φορά που θα 'ρθει ο Βατανάμπε, θα κάνουμε αυτό ή θα κάνουμε το άλλο". Πέφτεις στο κρεβάτι κι εκείνη τρελαίνεται, δοκιμάζει τρεις διαφορετικές στάσεις και τελειώνει τρεις φορές στην καθεμιά κι όλο σου λέει: "Δεν έχω πολύ αισθησιακό κορμί; Δεν θα μπορείς να ικανοποιηθείς πια με νεαρές κοπέλες. Οι νεαρές κοπέλες δεν θα σου κάνουν αυτό-η αυτό. Σ' αρέσει; Μα περίμενε! Δεν θέλω να τελειώσεις από τώρα!"» ((Βλέπεις πολλά πορνό», είπα γελώντας. ((Λες; Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό, αλλά μ' αρέσουν. Την επόμενη φορά που θα βρεθούμε, θέλεις να πάμε να δούμε ένα πορνό;» ((Σύμφωνοι», είπα. ((Την επόμενη φορά». ((Αλήθεια το λες; Ανυπομονώ. Πάμε να δούμε ένα πραγματικό σαδομαζοχιστικό, με μαστίγια, απ' αυτά που αναγκάζουν την κοπέλα να κατουρήσει μπροστά σε όλους. Αυτές οι σκηνές είναι οι αγαπημένες μου». ((Εντάξει, θα το κάνουμε». ((Ξέρεις τι μ' αρέσει πολύ στους κινηματογράφους που παίζουν πορνοταινίες;» ((Αδύνατο να μαντέψω». ((Όποτε αρχίζει μια σκηνή σεξ, οι θεατές ξεροκαταπίνουν όλοι μαζί. Σχεδόν ταυτόχρονα», είπε η Μιντόρι, ((κι ακούγεται ένα μαλακό γλουπ. Τρελαίνομαι γι' αυτό το γλουπ. Είναι τόσο γλυκό!»
322
ΧΛΙ'ΟνκΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
Γυρίζοντας στο δωμάτι,ο, η Μί,ντόρί. άρχισε πάλι να μιλάει στον πατέρα της που της απαντούσε με βογκητά ή δεν της απαντούσε καθόλου. Κατά τις έντεκα ήρθε η γυναίκα του χοντρού που ήταν ξαπλωμένος στο άλλο κρεβάτι. Ήρθε ν' αλλάξει τις πιτζάμες του άντρα της, να του καθαρίσει φρούτα και τέτοια. Είχε στρογγυλό πρόσωπο και φαινόταν καλός άνθρωπος. Η Μιντόρι έπιασε μαζί της ψιλή κουβέντα. Μια νοσοκόμα εμφανίστηκε φέρνοντας μια νέα φιάλη ορού και, πριν φύγει, μίλησε λίγο με τη Μιντόρι και τη γυναίκα. Άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί μέσα στο δωμάτιο κι έξω από το παράθυρο, στα σύρματα του ηλεκτρικού. Πότε πότε έρχονταν τα σπουργίτια και κούρνιαζαν πάνω τους. Η Μιντόρι μιλούσε στον πατέρα της, του σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο, τον βοηθούσε να φτύσει τα φλέματα σ' ένα μαντίλι, κουβέντιαζε με τη γυναίκα του αρρώστου από το διπλανό κρεβάτι και με τη νοσοκόμα. Πότε πότε γύριζε κι έλεγε κάτι και σ' εμένα ή έριχνε μια ματιά στον ορό, να βεβαιωθεί ότι έσταζε σωστά. Στις εντεκάμισι πέρασε ο γιατρός. Η Μιντόρι κι εγώ βγήκαμε να περιμένουμε στο διάδρομο. Όταν βγήκε, η Μιντόρι τον ρώτησε πώς πήγαινε ο πατέρας της. « Η επέμβαση είναι ακόμα πολύ πρόσφατη, ο οργανισμός του είναι εξαντλημένος», είπε ο γιατρός, «Παίρνει και τα αναλγητικά και τον καταβάλλουν. Σε δυο-τρεις μέρες θα μπορώ να σας πω περισσότερα, να εκτιμήσω με μεγαλύτερη ακρίβεια τα αποτελέσματα της εγχείρησης. Αν όλα πήγαν καλά, τότε θα είναι εντάξει. Αν όχι, θα πρέπει να σκεφτούμε και να πάρουμε τις αποφάσεις μας».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
323
«Δεν θα του ξανανοίξετε το κεφάλι όμως, έτσι δεν είναι;» ((Δεν μπορώ να σας πω από τώρα», απάντησε ο γιατρός. ((Ουάου, τι κοντή φουστίτσα είναι αυτή που φοράτε σήμερα;» ((Ωραία δεν είναι;» ((Και τι κάνετε όταν πρέπει ν' ανεβείτε σκάλες;» ((Τίποτα. Ανεβαίνω κι ας κοιτάζει όποιος θέλει», του απάντησε η Μιντόρι. Η νοσοκόμα πίσω από το γιατρό γέλασε. ((Απίστευτο. Πρέπει να μας αφήσετε ν' ανοίξουμε και το δικό σας το κεφάλι, να δούμε τι γίνεται εκεί μέσα. Κάντε μου μια χάρη: όσο βρίσκεστε στο νοσοκομείο να χρησιμοποιείτε το ασανσέρ. Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με περισσότερους ασθενείς. Πνίγομαι ήδη μ' αυτούς που έχω». Μετά την επίσκεψη του γιατρού ήρθε η ώρα του φαγητού. Μια νοσοκόμα προχωρούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο σπρώχνοντας ένα καρότσι φορτωμένο δίσκους. Στον πατέρα της Μιντόρι έφεραν σούπα, φρούτο, βραστό, καθαρισμένο ψάρι και λιωμένα λαχανικά. Η Μιντόρι βοήθησε τον πατέρα της να γυρίσει ανάσκελα και τον ανασήκωσε χρησιμοποιώντας το μοχλό στα πόδια του κρεβατιού. Άρχισε να τον ταΐζει. Μετά από πέντ'-έξι κουταλιές σούπα, εκείνος γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και είπε α Όχι άλλο». ((Πρέπει να το φας. Αυτό τουλάχιστον», του είπε η Μιντόρι. α Αργότερα)), της απάντησε. ((Μα... αν δεν τρως το φαΐ σου, πώς θα γίνεις καλά, μπαμπά;» είπε. ((Δεν θέλεις να κάνεις τσίσα σου;»
324
ΧΛΡΟΐΚΙ
ΜΟΓΡΑΚΑΜΙ
αΌχί)), της είπε. ((Ε, Βατανάμπε, πάμε κάτω στην καφετέρια να τσιμπήσουμε τίποτα;» Συμφώνησα, αν και δεν είχα καμιά όρεξη να φάω. Στην καφετέρια του νοσοκομείου είχε πολύ κόσμο: γιατρούς, νοσοκόμες, επισκέπτες. Τραπέζια και καρέκλες σε μακριές σειρές γέμιζαν την υπόγεια αίθουσα που δεν είχε παράθυρα. Όλα τα στόματα έτρωγαν και μιλούσαν - για αρρώστιες το δίχως άλλο. Οι φωνές δημιουργούσαν ηχώ - λες και ήμαστε μέσα σε τούνελ. Πού και πού τα μεγάφωνα ακούγονταν πάνω από τη φασαρία: κάποιος γιατρός, κάποια αδελφή έπρεπε να παρουσιαστεί στην πτέρυγα τάδε. Εγώ έπιασα ένα τραπεζάκι και η Μιντόρι αγόρασε δύο μενού και τα έφερε μ' έναν αλουμινένιο δίσκο. Κροκέτες με άσπρη σάλτσα από κρέμα γάλακτος, πατατοσαλάτα, ξινολάχανο, βρασμένα λαχανικά, ρύζι και σούπα μίζο - σερβιρισμένα στα ίδια πλαστικά πιάτα που είχε το νοσοκομείο και για τους ασθενείς. Έφαγα το μισό από το φαγητό μου. Το υπόλοιπο το άφησα. Της Μιντόρι πάντως της άρεσε και το έφαγε όλο. ((Δεν πεινάς;» με ρώτησε πίνοντας το ζεστό τσάι της. ((Όχι πολύ», απάντησα. ((Το νοσοκομείο φταίει», είπε ρίχνοντας μια ματιά γύρω της. ((Όλοι αυτό παθαίνουν άμα δεν είναι συνηθισμένοι. Οι μυρωδιές, οι ήχοι, ο αέρας που μυρίζει κλεισούρα, τα πρόσωπα των αρρώστων, το στρες, ο εκνευρισμός, η απογοήτευση, ο πόνος, η κούραση - όλα αυτά. Σου σφίγγουν το στομάχι και σου κόβουν την όρεξη. Μόλις τα συνηθίσεις, δεν υπάρχει πρόβλημα. Άσε που δεν είναι δυνατό να φροντίσεις έναν άρρ(οστο όπως πρέπει άμα δεν
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣ()>:
325
τρως καλά εσύ ο ίδιος. Αλήθεια. Ξέρο) τι λέω: έχω φροντίσει τον παππού μου, τη γιαγιά μου, τη [λα[λά μου και τώρα τον μπαμπά μου. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι θα μπορέσεις να φας την επόμενη φορά που θα πεινάσεις, γι' αυτό πρέπει να τρως όποτε σου δίνεται η ευκαιρία». «Καταλαβαίνω», είπα. «Όταν έρχονται συγγενείς να δουν τον μπαμπά, κατεβαίνουν εδώ και τρώνε μαζί μου, αλλά κι αυτοί αφήνουν το μισό τους φαγητό, όπως εσύ. Μου λένε λοιπόν: "Αχ, Μιντόρι, τι καλά που δεν σου κόβεται η όρεξη! Εγώ δεν μπορώ να κατεβάσω μπουκιά". Γιά κάθισε μια στιγμή να το σκεφτούμε σοβαρά το θέμα: εγώ είμαι αυτή που έχει την ευθύνη του αρρώστου! Εγώ τον φροντίζω καθημερινά! Αυτοί απλώς περνάνε μια φορά, κάθονται λίγη ώρα, δείχνουν λίγη συμπόνια. Εγώ του μαζεύω και του πλένω τα λερωμένα εσώρουχα, εγώ του σκουπίζω τα σάλια και τον ιδρώτα. Αν η συμπόνια έφτανε για να περιποιηθείς έναν άρρωστο, τότε εγώ θα έδειχνα πενήντα φορές περισσότερη συμπόνια απ' όλους τους άλλους μαζί! Κι όμως με στραβοκοιτάζουν, όταν με βλέπουν να τρώω όλο το φαγητό μου και λένε: "Αχ, Μιντόρι, τι καλά που δεν σου κόβεται η όρεξη!" Τι νομίζουν πως είμαι; Γάιδαρος που σέρνει το κάρο του; Είναι αρκετά μεγάλοι. Ξέρουν πώς λειτουργεί ο κόσμος. Γιατί λοιπόν ξεστομίζουν τέτοιες βλακείες; Ο καθένας μπορεί ν' ανοίγει το στόμα του και να λέει ό,τι του κατέβει. Το θέμα όμως είναι ποιος θα καθαρίσει τη βρομιά. Πληγώνομαι κι εγώ, ξέρεις. Κουράζομαι σαν όλους τους άλλους. Ώρες ώρες είμαι τόσο χάλια που είμαι έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Θέλω να πω... γιά κάθισε εσύ να παρακολουθείς τους γιατρούς ν' ανοίγουν το
326
ΧΛΡΟΐΚΙ
ΜΟΓΡΑΚΑΜΙ
κεφάλι του δικού σου ανθρώπου, χωρίς να υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, και να του ανακατεύουν το μυαλό, και ξανά το ίδιο, και κάθε φορά ο άρρωστος να χειροτερεύει και να τρελαίνεται λίγο περισσότερο... και θα δούμε αν θα σ' αρέσειΐ Σαν να μην έφτανε αυτό, βλέπεις και τις οικονομίες σου να κάνουν φτερά. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τελειώσω το πανεπιστήμιο. Θέλω άλλα εφτά εξάμηνα. Ούτε για το γάμο της αδερφής μου θα μας περισσέψουν λεφτά». αΠόσες φορές τη βδομάδα έρχεσαι εδώ;» ρώτησα. «Συνήθως τέσσερις», είπε η Μιντόρι. α Υποτίθεται ότι το νοσοκομείο παρέχει τα πάντα, πλήρη φροντίδα στους αρρώστους. Οι νοσοκόμες είναι πράγματι καταπληκτικές, μα δεν τα προλαβαίνουν όλα. Πρέπει να βοηθάει κι η οικογένεια. Η αδερφή μου κρατάει το μαγαζί, εγώ έχω το πανεπιστήμιο. Κι όμως εκείνη έρχεται τρεις φορές κι εγώ τέσσερις. Πού και πού συναντιόμαστε κιόλας. Πίστεψέ με, είναι βαρύ το πρόγραμμα». «Τότε πώς και βρίσκεις χρόνο και με βλέπεις εμένα;» «Μ' αρέσει να κάνω παρέα μαζί σου», είπε η Μιντόρι παίζοντας με το άδειο πλαστικό φλιτζάνι της. «Βγες να κάνεις έναν περίπατο στη γειτονιά», είπα. «Θα μείνω εγώ τις επόμενες ώρες να φροντίσω τον πατέρα σου». «Γιατί;» «Γιατί πρέπει να βγεις απ' το νοσοκομείο και ν' αφιερώσεις λίγη ώρα στον εαυτό σου - να μη μιλάς με κανέναν, να ξεκαθαρίσει το μυαλό σου». Η Μιντόρι το σκέφτηκε για μια στιγμή, ύστερα έγνεψε καταφατικά. «Χμ, μπορεί και να 'χεις δίκιο. Μα θα ξέρεις τι να κάνεις; Πώς να τον φροντίσεις;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
327
((Σε κοίταζα. Κατάλαβα πώς το χάνεις. Κλεγχεις τον ορό, του δίνεις να πιει, νερό, του σκουπίζεις τον ιδρώτα και τον βοηθάς να βγάλει τα φλέματα. II πάπια είναι κάτω απ' το κρεβάτι κι αν πεινάσει, θα του δώσω ό,τι έχει μείνει απ' το μεσημεριανό του. Άμα δεν ξέρω κάτι, θα ρωτήσω τη νοσοκόμα». ((Νομίζω πως θα τα καταφέρεις», είπε η Μιντόρι χαμογελώντας. ((Πρέπει όμως να σου πω κάτι ακόμα: ο μπαμπάς μου δεν είναι και πολύ καλά στα μυαλά του, και πότε πότε λέει περίεργα πράγματα που δεν τα καταλαβαίνει κανείς. Μη δώσεις σημασία». ((Θα τα βγάλω πέρα, μην ανησυχείς», είπα.
Γυρίσαμε στο δωμάτιο και η Μιντόρι είπε στον πατέρα της ότι είχε να πάει σε κάποια δουλειά κι ότι όσο έλειπε θα τον πρόσεχα εγώ. Εκείνος δεν είπε τίποτα - ίσως να μην είχε τίποτα να πει, ίσως να μην κατάλαβε. Έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα, κοιτάζοντας το ταβάνι. Αν δεν ανοιγόκλεινε πού και πού τα βλέφαρα, θα τον έπαιρνε κανείς για πεθαμένο. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα σαν να 'χε πιει. Κάθε φορά που ανάσαινε βαθιά, τα ρουθούνια του έτρεμαν. Πέρα απ' αυτό, δεν σάλεψε καθόλου. Δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να απαντήσει στη Μιντόρι. Ιδέα δεν είχα τι σκεφτόταν ή τι ένιωθε στα θολά βάθη του μυαλού του. Όταν έφυγε η Μιντόρι, μου πέρασε απ' το νου να μιλήσω με τον πατέρα της. Δεν ήξερα όμως τι να του πω κι έτσι έμεινα αμίλητος. Σε λίγο έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε. Κάθισα στο σκαμνί δίπλα του παρακολουθώ-
328
ΧΛΡονκι
ΜΟη^ΛΚΑΜΙ
ντας τα ρουθούνια του να πεταρίζουν αραιά και πού, ελπίζοντας πως δεν θα πέθαινε ακριβώς τώρα. Τι παράξενο που θα 'ταν, συλλογίστηκα, αν αυτός ο άνθρωπος άφηνε την τελευταία του πνοή μ' εμένα στο πλευρό του. Μ' εμένα που λίγη ώρα πριν τον είχα συναντήσει για πρώτη φορά στη ζωή μου και δεν με συνέδεε τίποτε άλλο μαζί του παρά μόνο η Μιντόρι, ένα κορίτσι που είχα γνωρίσει στο μάθημα της Ιστορίας του Θεάτρου. Δεν πέθανε πάντως. Κοιμόταν ήσυχα. Πλησιάζοντας τ' αυτί μου στο πρόσωπό του, άκουγα την αδύναμη ανάσα του. Ηρέμησα κι έπιασα κουβέντα με τη γυναίκα του διπλανού. Υποθέτοντας ότι ήμουν ο φίλος της, μόνο για τη Μιντόρι μου μίλησε. «Είναι σπουδαίο κορίτσι», είπε. «Να δεις πώς τον φροντίζει τον πατέρα της! Είναι καλόκαρδη, ευγενική, στοργική και δυνατή. Είναι κι όμορφη. Καλά θα κάνεις να της φέρεσαι άψογα και να μην την αφήσεις να σου φύγει. Δεν θα βρεις άλλη σαν αυτή». «Θα της φέρομαι άψογα», απάντησα. «Εγώ έχω ένα γιο και μια κόρη. Ο γιος μου είναι δεκαεφτά, η κόρη μου είκοσι ενός. Ούτε που τους περνάει απ' το μυαλό να έρθουν στο νοσοκομείο. Με το που τελειώνει το σχολείο, έχουν ξεπορτίσει ήδη. Για σέρφινγκ, για ραντεβού, για ένας Θεός ξέρει τι. Φρίκη! Μου παίρνουν όσο χαρτζιλίκι μπορούν κι ύστερα γίνονται καπνός». Στη μία και μισή βγήκε να ψωνίσει. Και οι δυο άντρες κοιμούνταν. Τρυφερός ο απογευματινός ήλιος πλημμύριζε το δωμάτιο και κόντευα κι εγώ ν' αποκοιμηθώ στο σκαμνί μου. Άσπρα και κίτρινα χρυσάνθεμα σ' ένα βάζο στο τραπεζάκι μπροστά στο παράθυρο θύμιζαν το φθινόπωρο
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
329
που ερχόταν. Στον αέρα πλανιόταν η γλυκιά [χυρωδιά του βραστού ψαριού που είχε περισσέψει από το μεσημεριανό. Οι νοσοκόμες συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται στο διάδρομο κροτώντας τα τσόκαρά τους, [χ,ιλώντας μεταξύ τους με καθαρές, δυνατές φωνές. Πότε πότε έριχναν μια ματιά στο δωμάτιο και μου χαμογελούσαν βλέποντας πως και οι δυο ασθενείς κοιμούνταν ήσυχα. Μακάρι να είχα κάτι για διάβασμα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα, ούτε εφημερίδα ούτε βιβλίο ούτε τίποτα. Μόνο ένα ημερολόγιο στον τοίχο. Έφερα στο νου μου τη Ναόκο. Την έφερα στο νου μου γυμνή, μόνο με το κοκαλάκι στα μαλλιά της. Έφερα στο νου μου την καμπύλη της μέσης της και τη μαύρη σκιά του εφηβαίου της. Γιατί είχε βγει έτσι μπροστά μου; Μήπως υπνοβατούσε; Ή μήπως ήταν παιχνίδι της φαντασίας μου; Όσο περνούσε ο καιρός κι ο μικρός αυτός κόσμος ξεμάκραινε, έχανα σιγά σιγά τη βεβαιότητά μου για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Δεν ήξερα πια αν είχαν γίνει στ' αλήθεια. Αν έλεγα μέσα μου πως έτσι ήταν, τότε το πίστευα. Αν πάλι διάλεγα να σκεφτώ πως ήταν της φαντασίας μου, κι αυτό μου φαινόταν το ίδιο πιστευτό. Τις σκηνές εκείνες τις θυμόμουν με τόση διαύγεια και με τόσες λεπτομέρειες που δεν μπορεί να 'τανε της φαντασίας μου. Από την άλλη όμως, το σώμα της Ναόκο και το φεγγαρόφωτο παραήταν όμορφα και τέλεια για να 'ναι αληθινά. Ο πατέρας της Μιντόρι ξύπνησε ξαφνικά κι άρχισε να βήχει βάζοντας τέρμα στις ονειροπολήσεις μου. Τον βοήθησα να φτύσει το φλέμα του σ' ένα μαντίλι και του σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό του με μια πετσέτα.
330
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
((Θέλετε λίγο νερό;» τον ρώτησα χι εκείνος έγνεψε καταφατικά γέρνοντας το κεφάλι του περίπου τέσσερα χιλιοστά. Κράτησα το μπουκαλάκι μ.ε το νερό έτσι που να μπορεί να πιει σιγά σιγά. Τα στεγνά του χείλη έτρεμαν, το λαρύγγι του ανεβοκατέβηκε σπασμωδικά καθώς έπινε. Ήπιε όλο το χλιαρό νερό μέσα από το μπουκάλι. ((Μήπως θέλετε λίγο ακόμα;» ρώτησα. Μου φάνηκε ότι προσπαθούσε να μιλήσει κι έτσι πλησίασα τ' αυτί μου στο πρόσωπό του. ((Φτάνεο), είπε με την αδύναμη, μαραμένη φωνή του - που ακούστηκε ακόμα πιο αδύναμη, ακόμα πιο μαραμένη από πριν. ((Γιατί δεν τρώτε κάτι; Θα πεινάτε». Έγνεψε πάλι ανεπαίσθητα. Όπως είχε κάνει και η Μιντόρι, τον ανασήκωσα στο κρεβάτι του κι άρχισα να του δίνω εναλλάξ λαχανικά και ψάρι. Του πήρε απερίγραπτα πολλή ώρα για να φάει το μισό από το φαγητό του. Με μια μικρή κίνηση του κεφαλιού μου έδωσε να καταλάβω πως είχε χορτάσει. Η κίνηση ήταν στ' αλήθεια ανεπαίσθητη. Φαίνεται πως πονούσε και δεν μπορούσε να κουνήσει το κεφάλι του. ((Φρούτο;» τον ρώτησα. αΌχο)^ είπε. Του σκούπισα τα χείλη με μια πετσέτα και κατέβασα ξανά το κρεβάτι του. Ύστερα έβγαλα το δίσκο στο διάδρομο. ((Πώς ήταν;» τον ρώτησα. ((Χάλία», μου απάντησε. Γέλασα. ((Χάλια φαινόταν», συμφώνησα μαζί του. Ο πατέρας της Μιντόρι με κοίταξε αμίλητος. Φαινόταν σαν να μην μπορούσε ν' αποφασίσει αν θα κρατούσε τα μάτια
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
331
του ανοιχτά ή αν θα τα 'κλεινε. Λναρίοτήθηκα αν ήξερε ποιος ήμουν. Έδειχνε πιο χαλαρός από πριν που ήταν εδώ η κόρη του. Ίσως με νόμιζε για άλλον κι εγώ θα το προτιμούσα έτσι. «Ωραία μέρα κάνει έξω», είπα και κάθισα ξανά στο σκαμνί μου. «Είναι φθινόπωρο, Κυριακή, με υπέροχο καιρό. Παντού έχει κόσμο, φασαρία και στριμωξίδι. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει κανείς μια τέτοια μέρα είναι να κάθεται μέσα και να απολαμβάνει την ησυχία του. Το πλήθος είναι κουραστικό. Ο αέρας βρόμικος. Εγώ τις Κυριακές κάθομαι συνήθως στο σπίτι μου και πλένω τα ρούχα μου - τα πλένω το πρωί, τα απλώνω στην ταράτσα της εστίας μου, τα μαζεύω πριν απ' το ηλιοβασίλεμα και τα σιδερώνω. Δεν με πειράζει το σιδέρωμα. Ίσα ίσα, το ευχαριστιέμαι. Μ ' αρέσει να ισιώνω τα τσαλακωμένα πράγματα και τα καταφέρνω μια χαρά. Στην αρχή βέβαια ήμουν σκέτη καταστροφή. Γέμιζα τα ρούχα με ζάρες. Μετά τον πρώτο μήνα όμως έμαθα. Η Κυριακή λοιπόν είναι η μέρα που βάζω μπουγάδα και σιδερώνω. Σήμερα όμως δεν πρόλαβα να πλύνω. Κρίμα, με τέτοιον ήλιο θα στέγνωναν γρήγορα τα ρούχα μου. ))Δεν πειράζει πάντως. Θα σηκωθώ νωρίς αύριο και θα πλύνω και θα προλάβω και να τ' απλώσω. Έχω μάθημα στις δέκα αύριο. Ιστορία Θεάτρου. Σ' αυτό που πηγαίνουμε μαζί με τη Μιντόρι. Έχω μια εργασία για τον Ευριπίδη. Τον ξέρετε τον Ευριπίδη; Αρχαίος Έλληνας ένας από τους "Τρεις Μεγάλους" της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Οι άλλοι δύο ήταν ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής. Λένε ότι πέθανε από δάγκωμα σκύλου στη Μακεδονία, αλλά δεν το πιστεύουν όλοι αυτό. Αυτός είναι ο
332
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
Ευρ!.πίδης. Εμένα μ' αρέσει περί.σσότερο ο Σοφοκλής. Είναι θέμα γούστου. Δεν μπορώ να πω ποιος είναι στ' αλήθεια ο καλύτερος. ))Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των έργων του είναι πως η υπόθεση μπλέκεται ολοένα και περισσότερο, ώσπου οι πρωταγωνιστές κυριολεκτικά παγιδεύονται. Καταλαβαίνετε; Εμφανίζονται ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι - κι έχουν όλοι τα προβλήματά τους, τις δικαιολογίες τους, τους σκοπούς τους, κι ο καθένας αγωνίζεται να φτάσει σ' αυτό που ο ίδιος θεωρεί δικαίωση ή ευτυχία. Το αποτέλεσμα είναι πως κανείς δεν μπορεί να πετύχει τίποτα. Βέβαια. Γιατί δεν είναι δυνατό να δικαιωθούν ολοί, να ευτυχήσουν όλοι. Ακολουθεί λοιπόν το χάος και τότε τι λέτε πως γίνεται; Πολύ απλά - ένας θεός εμφανίζεται στο τέλος κι αρχίζει να βάζει τάξη στα πράγματα. Ρυθμίζει σαν τροχονόμος την κυκλοφορία: "Εσύ θα πας από δω", λέει. "Κι εσύ από κει. Εσύ έλα κοντά μου. Κι εσύ θα πας μ' αυτήν. Εσύ θα μείνεις για λίγο εδώ". Έτσι τους βολεύει όλους. Πιάνουν τα χέρια του, διορθώνει όλες τις ζημιές και στο τέλος όλα δουλεύουν ρολόι. Τον λένε "από μηχανής θεό". Στα δράματα του Ευριπίδη εμφανίζεται σχεδόν πάντα ένας από μηχανής θεός. Στο σημείο αυτό διχάζονται οι γνώμες για το έργο του. «Σκεφτείτε όμως - πώς θα ήταν τα πράγματα αν είχαμε έναν από μηχανης 6εο και στην πραγματικότητα; Όλα θα ήταν πανεύκολα! Στο παραμικρό ζόρι, στην παραμικρή δυσκολία, κάποιος θεός θα κατέβαινε και θα μας έλυνε όλα μας τα προβλήματα αμέσως! Τι πιο εύκολο; Τέλος πάντων. Αυτά μαθαίνουμε στην ιστορία του Θεάτρου. Αυτή είναι πάνω-κάτω η ύλη μας στο πανεπιστήμιο».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
333
Ο πατέρας της Μιντόρι δεν είπε τίποτα, συνέχισε όμως να έχει. το άδειο βλέμμα του καρφω[ΐένο πάνω μου όσο μιλούσα. Μου ήταν αδύνατον ωστόσο να διαβάσω στα μάτια του αν με καταλάβαινε ή όχι. ((Ειρήνη», είπα. Μετά από τόση κουβέντα, ένιωσα πείνα. Δεν είχα φάει σχεδόν τίποτα για πρωινό κι από το μεσημεριανό μου μόνο το μισό είχα μπορέσει να κατεβάσω. Τώρα στενοχωριόμουν που δεν είχα φάει όλο μου το φαγητό. Με τη στενοχώρια όμως δεν χορταίνει κανείς. Έψαξα μέσα στο ντουλαπάκι να βρω τίποτα φαγώσιμο. Βρήκα μόνο μια κονσέρβα φύκια νόρι, ένα κουτάκι καραμέλες για το βήχα και σάλτσα σόγιας. Στη χάρτινη σακούλα ήταν ακόμα τα αγγουράκια και τα γκρέιπφρουτ. ((Θα φάω μερικά αγγουράκια, αν δεν σας πειράζει», είπα στον πατέρα της Μιντόρι. Δεν μου απάντησε. Έπλυνα τρία αγγουράκια στο νιπτήρα κι έβαλα λίγη σάλτσα σόγιας σ' ένα πιατάκι. Έπειτα τύλιξα το αγγουράκι με νόρι, το βούτηξα στη σάλτσα κι έκοψα την πρώτη δαγκωνιά. ((Μμμ, καταπληκτικό!» είπα στον πατέρα της Μιντόρι. ((Φρέσκο, απλό, μυρίζει ζωή. Πολύ καλό. Γενικά τ' αγγουράκια είναι πολύ καλύτερα από τ' ακτινίδια». Αποτέλειωσα το πρώτο κι άρχισα το δεύτερο. Μασούσα την τραγανή σάρκα του και ο θόρυβος γέμιζε το δωμάτιο. Μόνο όταν τέλειωσα και το δεύτερο, κόπηκε κάπως η πείνα μου και μπόρεσα να κάνω ένα μικρό διάλειμμα στο φαγητό μου. Βγήκα στο διάδρομο, ζέστανα λίγο νερό στο γκαζάκι κι έφτιαξα τσάι. ((Θέλετε να πιείτε κάτι; Νερό; Χυμό;» ρώτησε τον πατέρα της Μιντόρι.
334
αΑγγουράκο)^
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
είπε.
«Θαυμάσια», απάντησα χαμογελώντας. «Με νόρι,;)) Κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι.. Καταφατι,κά. Ανασήκωσα το κρεβάτι του. Ύστερα έκοψα μια μπουκιά αγγουράκι, το τύλιξα με νόρι, το στερέωσα σε μια οδοντογλυφίδα, το βούτηξα στη σάλτσα και το 'βαλα στο στόμα του αρρώστου. Χωρίς ν' αλλάξει έκφραση, ο πατέρας της Μιντόρι το μάσησε ξανά και ξανά και τελικά το κατάπιε. «Πώς ήταν; Νόστιμο, ε;» ί(.Νόστίμο)), είπε. «Είναι καλό να βρίσκει κανείς νόστιμο το φαγητό του», είπα. «Είναι σαν απόδειξη πως είναι ζωντανός». Λίγο λίγο, το έφαγε όλο το αγγουράκι. Όταν το τέλειωσε, ζήτησε νερό και του έδωσα να πιει από το μπουκάλι. Λίγα λεπτά αργότερα είπε πως ήθελε να ουρήσει. Έβγαλα λοιπόν την πάπια κάτω από το κρεβάτι και την κράτησα στην άκρη του πέους του. Έπειτα την άδειασα στην τουαλέτα και την έπλυνα. Γυρίζοντας στο δωμάτιο αποτέλειωσα το τσάι μου. «Πώς αισθάνεστε;» ρώτησα. «Το... χεφάλί /χου», απάντησε. «Πονάει;» αΛίγοη, είπε ζαρώνοντας ελαφρά το μέτωπο. «Ε, μάλλον είναι φυσιολογικός ο πόνος μετά από τέτοια επέμβαση. Εγώ βέβαια δεν έχω κάνει ποτέ μου τέτοια εγχείρηση κι έτσι δεν ξέρω». αΕίΟίτηριΟ))., είπε. «Εισιτήριο; Τι εισιτήριο;» «Μ^ίντφί», είπε. αΕίσίτήρίΟ)). Δεν κατάλαβα για ποιο πράγμα μου μιλούσε κι έτσι
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
335
δεν είπα τίποτα. Για λίγο έμεινε κι αυτός αμίλητος. Ύστερα μου φάνηκε πως είπε αΠαρακαλώη. Λπλώς άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και με κοίταξε επίμονα. Αισθάνθηκα πως προσπαθούσε να μου πει κάτι, αλλά δεν μπορούσα να μαντέψω τι ήταν. «Οϋενο», είπε. αΜίντόρίη. «Στο σταθμό Ουένο;» Έγνεψε αδύναμα. Προσπάθησα να συνοψίσω όσα είχα ακούσει: «Εισιτήριο, Μιντόρι, παρακαλώ, σταθμός Ουένο». Δεν έβγαλα άκρη. Υπέθεσα ότι το μυαλό του ήταν θολωμένο, αλλά σε σύγκριση με πριν τα μάτια του τώρα είχαν τρομερή διαύγεια. Σήκωσε το χέρι που δεν είχε ορό και το άπλωσε προς το μέρος μου. Η προσπάθεια πρέπει να ήταν τιτάνια για κείνον, κρίνοντας από τον τρόπο που έτρεμε το χέρι του μετέωρο. Σηκώθηκα και έπιασα τα κοκαλιάρικα ζαρωμένα δάχτυλά του. Μου ανταπέδωσε το σφίξιμο με όση δύναμη είχε και είπε πάλι α Παρακαλώ)). «Μην ανησυχείτε», είπα. «Θα φροντίσω και για το εισιτήριο και για τη Μιντόρι». Άφησε το χέρι του να πέσει κι έκλεισε τα μάτια. Ύστερα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, αποκοιμήθηκε. Βεβαιώθηκα πως ήταν ακόμα ζωντανός και βγήκα στο διάδρομο να βράσω κι άλλο νερό για τσάι. Το ήπια πολύ ζεστό. Καθώς το έπινα, συνειδητοποίησα πως είχα αρχίσει να βρίσκω συμπαθητικό αυτόν το μικρόσωμο άντρα στο κατώφλι του θανάτου.
Λίγο αργότερα γύρισε η γυναίκα του άλλου αρρώστου και με ρώτησε αν ήταν όλα εντάξει. Τη διαβεβαίωσα ότι
336
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
ήταν. Ο άντρας της κο4^-όταν βαθι,ά, ανασαίνοντας ήρεμα. Η Μίντόρι γύρι,σε μετά τί,ς τρει,ς. «Πήγα στο πάρκο και ξεχάστηκα», είπε. «Ακολούθησα τη συμβουλή σου. Δεν μίλησα με κανέναν, άφησα το κεφάλι, μου ν' αδει,άσεί.)). «Πώς είσαι.;)) «Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ. Νιώθω ακόμα ατονία, αλλά το κορμί μου είναι πιο ελαφρύ από πριν. Μάλλον είχα μαζέψει περισσότερη κούραση απ' όση νόμιζα)). Ο πατέρας της κοιμόταν βαθιά κι έτσι δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε. Αγοράσαμε καφέ από ένα μηχάνημα στο διάδρομο και τον ήπιαμε στην αίθουσα με την τηλεόραση. Είπα στη Μιντόρι όσα έγιναν κατά την απουσία της - ότι ο πατέρας της είχε κοιμηθεί καλά, ότι είχε ξυπνήσει κι είχε φάει το υπόλοιπο φαγητό του, ότι με είχε δει να τρώω αγγουράκια και είχε ζητήσει κι εκείνος ένα, ότι το είχε φάει όλο κι ότι είχε ζητήσει και την πάπια. «Βατανάμπε, είσαι φοβερός!)) είπε η Μιντόρι. «Εμείς κοντεύουμε να τρελαθούμε και δεν τον καταφέρνουμε να κατεβάσει μπουκιά κι εσύ μένεις μαζί του λίγη ώρα και τον βάζεις και τρώει ολόκληρο αγγουράκι! Απίστευτο!)) «Δεν ξέρω πώς έγινε. Νομίζω ότι με είδε που έτρωγα εγώ και το ευχαριστιόμουν)). «Ή έχεις απλώς ταλέντο και ηρεμείς τους ανθρώπους γύρω σου)). «Μπα, αυτό αποκλείεται)), απάντησα γελώντας. «Πολλοί θα σου πουν ακριβώς το αντίθετο για μένα)). «Πώς σου φάνηκε ο μπαμπάς μου;))
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
337
((Συμπαθητικός. Όχι πως είπα[λε και πολλά δηλαδή. Δεν ξέρω όμως, μου άρεσε». ((Ήταν ήρεμος;» ((Πολύ». ((Θα έπρεπε να τον έβλεπες πριν από μια βδομάδα. Ήταν φρίκη», είπε η Μιντόρι κουνώντας το κεφάλι της. ((Σαν να του 'στριψε ξαφνικά. Αγρίεψε. Μου πέταξε ένα ποτήρι και ούρλιαζε σαν τρελός, φοβερά πράγματα: "Ελπίζω να ψοφήσεις, παλιοβρόμα!" Είναι απ' την αρρώστια. Καμιά φορά προκαλεί τέτοιες εκρήξεις στους αρρώστους, άγνωστο γιατί. Το ίδιο είχε πάθει κι η μαμά μου. Ξέρεις τι μου είπε; "Δεν είσαι κόρη μου! Σε μισώ!" Ο κόσμος χάθηκε κάτω απ' τα πόδια μου για ένα δευτερόλεπτο, όταν την άκουσα να ξεστομίζει αυτά τα λόγια. Μ' αυτή την αρρώστια συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Κάποιο συγκεκριμένο σημείο του εγκεφάλου πιέζεται κι αναγκάζει τον άρρωστο να λέει κακίες. Εσύ ξέρεις πως φταίει η αρρώστια, αλλά παρ' όλα αυτά πληγώνεσαι. Βέβαια. Κάθεσαι εδώ και λιώνεις στα πόδια σου για να τους βοηθήσεις και να τους φροντίσεις κι αυτοί σε λούζουν με βρισιές». ((Σε καταλαβαίνω», της είπα και θυμήθηκα τα παράξενα λόγια που είχε προσπαθήσει να μου πει ο πατέρας της. ((Εισιτήριο; Σταθμός Ουένο;» επανέλαβε η Μιντόρι απορημένη. ((Δεν μπορώ να καταλάβω». ((Κι έπειτα είπε παρακαλώ και Μ ί ν τ φ ί » . ((Είπε "Σε παρακαλώ να φροντίσεις τη Μιντόρι;"» ((Ή να πας ίσως στο Ουένο και ν' αγοράσεις ένα εισιτήριο. Έτσι μπερδεμένες που τις είπε αυτές τις τέσσερις
338
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΠ'ΑΚΑΜΙ
λέξεις, δεν βγαίνει, νόημα. Ο σταθμός Ουένο δεν σημαίνει, τίποτα ιδιαίτερο για σένα, ε;» «Χμμ... σταθμός Ουένο». Η Μιντόρι σκέφτηκε για λίγο. «Το μόνο που μπορώ να βάλω με το νου μου είναι οι δυο φορές που το 'σκασα όταν ήμουν μικρή - οχτώ και δέκα χρονών. Και τις δύο φορές πήρα το τρένο από το Ουένο για τη Φουκουσίμα. Και τις δύο φορές αγόρασα το εισιτήριο με λεφτά που είχα πάρει από το ταμείο. Κάποιος στο σπίτι με νευρίασε κι έφυγα, για να πάρω το αίμα μου πίσω. Είχα μια θεία στη Φουκουσίμα που την αγαπούσα πολύ. Σ' εκείνη πήγα κι ήρθε ο πατέρας μου για να με πάρει πίσω. Ήρθε στη Φουκουσίμα ειδικά για μένα - εκατόν πενήντα χιλιόμετρα ταξίδι! Στο τρένο για το Ουένο φάγαμε ό,τι είχαμε μαζί μας κι ο μπαμπάς μου διηγήθηκε ένα σωρό ιστορίες. Και τι δεν θυμήθηκε σ' εκείνη τη διαδρομή: τον μεγάλο σεισμό του 1923, τον πόλεμο, τον καιρό που γεννήθηκα, πράγματα για τα οποία δεν μιλούσε ποτέ του. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτές οι δύο φορές ήταν οι μοναδικές που μιλήσαμε με την ψυχή μας ο μπαμπάς μου κι εγώ, οι δυο μας. Το πιστεύεις; Ο πατέρας μου ήταν στην καρδιά του Τόκιο όταν έγινε ένας απ' τους μεγαλύτερους σεισμούς όλων των εποχών και δεν πήρε χαμπάρι τίποτα!» «Αποκλείεται!» «Κι όμως! Ήταν με το ποδήλατο στην Κοϊσικάβα και μετέφερε κάτι πράγματα. Δεν ένιωσε τίποτα. Όταν γύρισε στο σπίτι, στη γειτονιά του δεν είχε μείνει ούτε κεραμίδι στη θέση του. Όλοι οι δικοί του έτρεμαν σαν το ψάρι μαζεμένοι γύρω απ' το πιο χοντρό δοκάρι του σπιτιού. Αυτός τίποτα. Πάλι δεν κατάλαβε. "Τι στην ευχή πάθατε;" τους ρωτάει. Αυτή είναι η ανάμνηση που έχει ο
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
339
πατέρας μου από τον Μεγάλο Σε[.σ[ΐό του Κάντο!» Η Μι.ντόρι. γέλασε. αΚι όλες οι, ιστορίες του απ' τον παλιό καιρό κάπως έτσι είναι. Χωρίς δράματα, χωρίς τραγωδίες. Όλες λίγο λοξές, λίγο παράταιρες. Δεν ξέρω. Τον ακούς να μιλάει και σου φαίνεται πως δεν έγινε τίποτα σημαντικό στην Ιαπωνία τα τελευταία πενήντα-εξήντα χρόνια. Η ανταρσία των αξιωματικών το 1936, ο Πόλεμος του Ειρηνικού, όλα αυτά... φαίνονται ασήμαντα και δευτερεύοντα στις ιστορίες του. Τον ρωτάς και σου απαντάει: "Τώρα που το λες, θαρρώ πως πράγματι κάτι τέτοιο έγινε εκείνα τα χρόνια!" Έχει πλάκα! ))Ας είναι. Στο τρένο λοιπόν από τη Φουκουσίμα στο Ουένο μου είπε ένα σωρό τέτοιες ιστορίες, σκόρπιες, μισές. "Κι αυτό, Μιντόρι, σ' το είπα για να δεις ότι είναι το ίδιο, όπου κι αν πας", έτσι κατέληγε πάντα. Ήμουν αρκετά μικρή και τα λόγια του χαράχτηκαν στο μυαλό μου». «Αυτή είναι δηλαδή η δίχή σου ανάμνηση απ' το σταθμό του Ουένο;» ρώτησα. «Ναι», απάντησε η Μιντόρι. «Το 'σκασες ποτέ απ' το σπίτι σου, Βατανάμπε;» «Όχι. Ποτέ». «Α! Γιατί;» «Από έλλειψη φαντασίας, υποθέτω. Δεν μου πέρασε ποτέ απ' το μυαλό να φύγω απ' το σπίτι μου». «Είσαι περίεργος άνθρωπος!» γέλασε η Μιντόρι γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι, πραγματικά έκπληκτη. «Αλήθεια;» «Αλήθεια! Εγώ ξέρω απ' αυτά. Τα διαισθάνομαι. Έχω ένστικτο. Γιά πες μου λοιπόν, τι του απάντησες;» «Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Κι έτσι του είπα εντάξει.
340
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
μην ανησυχείτε, θα φροντίσω εγώ καί για τη Μιντόρι και γΐ(χ το ει,σί.τήρί,θ)). «Του υποσχέθηκες τέτοιο πράγμα; Του είπες ότι. θα φροντίσεις για μένα;» Με κοίταξε στα μάτια, με ύφος απερίγραπτα σοβαρό. «Δεν το εννοούσα ακριβώς έτσο), βιάστηκα να τη διορθώσω. «Δεν είχα καταλάβει τι προσπαθούσε να μου πει και...» «Μην ανησυχείς, αστειεύομαι», μου είπε χαμογελώντας. «Είσαι πολύ γλυκός, Βατανάμπε». Ήπιαμε τον καφέ μας και γυρίσαμε στο δωμάτιο· ο πατέρας της κοιμόταν ακόμα. Αν έγερνες από πάνω του, άκουγες τη σταθερή αναπνοή του. Ήταν απόγευμα πια, το φως έξω από το παράθυρο είχε πάρει τα ευγενικά απαλά χρώματα του φθινοπώρου. Ένα σμάρι πουλιά κάθισε στα σύρματα και πέταξε ξανά, σχεδόν αμέσως. Η Μιντόρι κι εγώ καθόμασταν σε μια γωνιά του δωματίου κουβεντιάζοντας ήσυχα όλη αυτή την ώρα. Διάβασε το μέλλον μου στην παλάμη μου, προφήτεψε ότι θα ζούσα εκατόν πέντε χρόνια, ότι θα παντρευόμουν τρεις φορές και θα έχανα τη ζωή μου σε αυτοκινητικό δυστύχημα. «Καθόλου άσχημα», είπα. Όταν ξύπνησε ο πατέρας της κατά τις τέσσερις, η Μιντόρι πήγε και κάθισε κοντά του, του σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο, του έδωσε νερό να πιει και τον ρώτησε μήπως τον πονούσε το κεφάλι του. Μια νοσοκόμα ήρθε και του έβαλε θερμόμετρο, κάπου σημείωσε πόσες φορές είχε ουρήσει και ήλεγξε τον ορό στο χέρι του. Πήγα στην αίθουσα της τηλεόρασης και παρακολούθησα λίγο ποδόσφαιρο.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
341
Στις πέντε είπα στη Μιντόρι πως ήταν ώρα πια να φύγω. Κ[. εξήγησα στον πατέρα της: «Ι Iρέπει να πάω για δουλειά. Δουλεύω σ' ένα δισκάδικο στο Σιντζούκου από τις έξι ώς τις δέκα και μισή τις Κυριακές». Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου και μου έγνεψε απαλά. «Δεν ξέρω πώς να σ' το πω, Βατανάμπε, αλλά θέλω στ' αλ-ήθεία να σ' ευχαριστήσω για σήμερα», μου είπε η Μιντόρι συνοδεύοντάς με στην έξοδο. «Δεν έχανα και τίποτα σπουδαίο», είπα. «Αν σε βοηθάει, θα ξανάρθω την άλλη βδομάδα. Θα ήθελα να ξαναδώ τον πατέρα σου». «Αλήθεια;» «Έτσι κι αλλιώς δεν έχω τίποτα να κάνω στην εστία. Ασε που εδώ βρίσκω και νόστιμα αγγουράκια». Η Μιντόρι σταύρωσε τα χέρια της και χτύπησε το πλαστικό δάπεδο με το τακούνι της. «Θα ήθελα να πάμε πάλι για ένα ποτό οι δυο μας», είπε γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της. «Και με την ταινία πορνό τι θα γίνει;» «Θα πάμε πρώτα στον κινηματογράφο κι ύστερα θα πάμε για ποτό. Και θα πούμε τις συνηθισμένες μας βρομιές». «Δεν είμαι εγώ αυτός που λέει βρομιές», διαμαρτυρήθηκα. «Τις βρομιές τις λες εσύ». «Όπως κι αν έχει, θα πούμε βρομιές και θα μεθύσουμε και θα πάμε παρέα στο κρεβάτι». «Και μετά, φαντάζομαι, ξέρεις τι θα γίνει», είπα μ' ένα στεναγμό. «Θα προσπαθήσω να σ' το κάνω κι εσύ δεν θα μ' αφήσεις. Έτσι δεν είναι;» Γέλασε ρουθουνίζοντας.
342
ΧΛΡΟνΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΛΜΙ
«Εσύ πάντως», είπα, «έλα να με πάρεις την άλλη Κυριακή το πρωί. Θα 'ρθουμε μαζί στο νοσοκομείο». «Μήπως να φορέσω μια πιο μακριά φούστα;» «Οπωσδήποτε».
Την επόμενη Κυριακή όμως δεν πήγα στο νοσοκομείο. Ο πατέρας της Μιντόρι πέθανε την Παρασκευή. Μου τηλεφώνησε στις εξήμισι το πρωί και μου το είπε. Όταν ο βομβητής στο δωμάτιο μου με ειδοποίησε ότι είχα τηλέφωνο, έριξα βιαστικά ένα μπουφάν πάνω από την πιτζάμα μου και κατέβηκα τρεχάτος στην είσοδο. Έξω έβρεχε, μια σιγανή παγωμένη βροχή. «Ο πατέρας μου πέθανε μόλις», είπε η Μιντόρι με χαμηλή, συγκρατημένη φωνή. Τη ρώτησα αν μπορούσα να κάνω κάτι, οτιδήποτε. Να τη βοηθήσω. «Σ' ευχαριστώ», είπε. «Δεν χρειάζομαι τίποτα. Είμαστε μαθημένοι από κηδείες. Απλώς ήθελα να σ' το πω». Κάτι σαν στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. «Σε παρακαλώ, μην έρθεις στην κηδεία, εντάξει; Δεν μ' αρέσουν αυτά τα πράγματα. Δεν θέλω να σε δω εκεί». «Σύμφωνοι», είπα. «Αλήθεια το είπες ότι θα με πας να δούμε πορνό στον κινηματογράφο;» «Και βέβαια». «Ένα πραγματικά σκληρό πορνό;» «Θα ρωτήσω και θα βρω το πιο σκληρό». «Εντάξει. Θα σε πάρω τηλέφωνο το γρηγορότερο», είπε κι έκλεισε.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
343
Πέρασε μια βδομάδα και η Μιντόρι. δεν έδωσε σημεία ζωής. Δεν τηλεφώνησε, δεν ήρθε στα [λαθήματα. Κάθε φορά που γύριζα στην εστία, ήλπιζα ότι θα έβρισκα μήνυμά της. Όχι. Ένα βράδυ δοκίμασα να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που της είχα δώσει και να τη σκεφτώ την ώρα που χαϊδευόμουν. Δεν τα κατάφερα. Δοκίμασα να φέρω την εικόνα της Ναόκο στο μυαλό μου, ούτε έτσι όμως πέτυχα τίποτα. Μου φάνηκε γελοίο αυτό που έκανα και τελικά τα παράτησα. Ήπια ένα ουίσκι, έπλυνα τα δόντια μου κι έπεσα για ύπνο.
Την Κυριακή το πρωί έγραψα ένα γράμμα στη Ναόκο. Της έγραψα για τον πατέρα της Μιντόρι. Πήγα στο νοσοκομείο
να δω τον πατέρα μίας
με την οποία πηγαίνουμε τρου. Στο δωμάτιο
άκουσε να τα τραγανίζω, αγγουράκι Πέντε
μασώντας
μέρες
τον αδύναμο
ζήτησε
αργότερα
Όταν
κι αυτός. Έφαγε
όμως πέθανε.
ήχο που έκανε
μικρές
του Θεάμε ένα
το με τον ίδιο τρόπο όπως κι εγώ.
κιές του. Οι άνθρωποι παράξενες
μαζί στην Ιστορία
του έφαγα αγγουράκια.
κοπέλας,
Ακόμα
τραγανίζοντας
πεθαίνοντας
θυμάμαι τις
μπου-
αφήνουν πίσω τους
αναμνήσεις.
Και συνέχιζα το γράμμα μου: Το πρωί που ξυπνάω, εσένα και τη Ρέικο. κλουβί.
πριν σηκωθώ,
Σκέφτομαι
Τον παπαγάλο,
σε σκέφτομαι
τα πουλιά στο
τα περιστέρια,
κι
μεγάλο
το παγόνι
και
344
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
τους διάνους τις κίτρινες
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
- σκέφτομαι μουσαμαδιές
σατε κι εσύ και η Ρέικο σει να σε σκέφτομαι δίπλα μου να κοιμάσαι τρομερά
φροντίζεις
πως σε νιώθω
τι ωραία που θα
αλήθεια. μερικές
φορές, αλλά σε
Όπως εσύ σηκώνεσαι
τα πουλιά και δουλεύεις
κι εγώ κουρντίζω
κάθε
ώρα που σηκώνομαι,
πλένω
και φτάνω στο πανεπιστήμιο,
περισσότερη
στα περιβόλια,
τα δόντια μου, το
ταίο καιρό μιλάω
ότι τον
συχνά μόνος μου. Φαίνεται
νω την ώρα που γυρίζω το κουρντιστήρι που δεν σε βλέπω,
στο Τόκιο θα ήταν χειρότερη γυρίζω το κουρντιστήρι
τελευ-
ότι το κά-
αλλά
χωρίς εσένα.
η ζωή μου Μπορώ
σε σκέφτομαι.
τα δυνατά μου εδώ επειδή
να Και
ξέρω ότι κά-
εκεί.
είναι Κυριακή,
τις Κυριακές
τον εαυτό μου. Έχω κάνει την μπουγάδα κάθομαι στο δωμάτιο
και
σε σκέ-
και λέω στον εαυτό μου ότι πρέπει
νεις κι εσύ το ίδιο Σήμερα
αυ-
μου.
μου κάθε πρωί επειδή
ζήσει άλλη μια όμορφη μέρα επειδή βάζω πράγματι
εστία
κουρντι-
λέω στον εαυτό μου. Δεν
μα οι άλλοι μου λένε
Μπορώ
ξυρίζομαι,
φεύγω από την έχω γυρίσει
το είχα προσέξει,
φτομαι.
έτσι
Ώς την
36 φορές. αΩραία, ας βοηθήσω
τή τη μέρα να γίνει όμορφη»,
Δυσκολεύομαι
γενι-
κάθε πρωί και
πρωί τον εαυτό μου.
τρώω το πρωινό μου, ντύνομαι, στήρι μου περίπου
αρέ-
του κρε-
κουρνιασμένη
συνεχίζω τη ζωή μου με όσο
ζωντάνια μπορώ.
Μ'
στη ζεστασιά
και φαντάζομαι
'ταν αν σ' είχα εδώ στ' κές γραμμές
Θυμάμαι που φορού-
το πρωί που έβρεχε.
όταν είμαι
βατιού μου. Μου φαίνεται
Μου λείπεις
χαι τα κουνέλια. με τις κουκούλες
δεν
κουρντίζω
μου και τώρα
και σου γράφω. Όταν πια
τελειώ-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
345
σω το γράμμα, βάλω το γραμματόσημο
και το ρίξω στο
κουτί, δεν θα 'χω τίποτα να κάνω ώς τη δύση του Δεν έχω ούτε μαθήματα
να διαβάσω τις Κυριακές.
λετάω αρκετά τις καθημερινές σα στις παραδόσεις, τις Κυριακές. χα, γαλήνια φορετικές
στη βιβλιοθήκη,
και δεν μου μένει
Τα κυριακάτικα και -για μένα-
ή ακούω μουσική.
Μερικές
διαδρομές
πάτους μας στο Τόκιο.
απογεύματα
μοναχικά.
να κάνω είναι
που ακολουθούσαμε
Χαιρετίσματα κιθάρα
από τις κυριακάτικες στη Ρέικο.
ήσυ-
Διαβάζω
φορές σκέφτομαι
Θυμάμαι
Μεανάμε-
τίποτα
στους
με ακρίβεια
διαπερι-
τα ρούχα
συναντήσεις
Τα βράδια
βιβλία τις
που φορούσες σε καθέναν απ' αυτούς. Θυμάμαι ρό πράγματα
ηλίου.
ένα σωμας.
μου λείπει
η
της.
Όταν τέλειωσα το γράμμα, πήγα μερ[.κά τετράγωνα πιο κάτω και το ταχυδρόμησα. Έπειτα αγόρασα κι ένα σάντουιτς με αυγά και μια κόκα κόλα, κάθισα σ' ένα παγκάκι κι έφαγα για μεσημέρι, παρακολουθώντας κάτι παιδιά που έπαιζαν μπέιζμπολ. Όσο προχωρούσε το φθινόπωρο, ο ουρανός έπαιρνε ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα. Κοιτάζοντας κάποια στιγμή τυχαία προς τα πάνω, είδα δυο άσπρες γραμμές συμπυκνωμένου ατμού που έφευγαν προς τη δύση παράλληλες σαν ράγες του τραμ. Μια μπαλιά ξέφυγε προς το μέρος μου κι όταν την έστειλα πίσω, οι μικροί παίκτες μου κούνησαν τα καπέλα τους. «Ευχαριστούμε πολύ, κύριε)). Στις παιδικές ομάδες μπέιζμπολ πολλές μπαλιές είναι άστοχες και τα παιδιά περνούν αρκετή ώρα κυνηγώντας την μπάλα. Το απόγευμα γύρισα στο δωμάτιό μου να διαβάσω.
346
ΧΛ1>()ΪΚΙ
Μ()η>ΛΚΑΜΙ
Όμως, αντί να συγκεντρωθώ στο βιβλίο μου, κάρφωσα το βλέμμα μου στο ταβάνι κι άρχισα να σκέφτομαι τη Μιντόρι. Κι αν ο πατέρας της το εννοούσε, όταν με παρακάλεσε να τη φροντίζω; Φυσικά, είναι αδύνατο να ξέρω με σιγουριά τι εννοούσε. Μάλλον με είχε μπερδέψει με άλλον. Τώρα είχε πεθάνει, το πρωί της Παρασκευής, την ώρα που έριχνε μια παγωμένη βροχή. Δεν θα μάθαινα ποτέ την αλήθεια. Είχε ζαρώσει κι άλλο πεθαίνοντας; Δεν είχε πια καμιά σημασία, σίγουρα τον είχαν αποτεφρώσει. Είχε γίνει στάχτη. Ούτε είχε αφήσει πίσω του τίποτα σπουδαίο: ένα φτωχικό βιβλιοχαρτοπωλείο σε μια φτωχική γειτονιά - και δυο κόρες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον ήταν λίγο παράξενη. Τι ζωή είχε ζήσει; Τι σκέψεις τού πέρασαν απ' το νου, όταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου με το κρανίο του χειρουργημένο με είδε μπροστά του; Με τον πατέρα της Μιντόρι στο νου μου, στενοχωρήθηκα τόσο που μάζεψα βιαστικά την μπουγάδα μου από την ταράτσα κι έφυγα για το Σιντζούκου, να σκοτώσω την ώρα μου περπατώντας στους δρόμους. Η κυριακάτικη πολυκοσμία μου 'φτιαξε λιγάκι το κέφι. Το βιβλιοπωλείο Κινοκουνίγια ήταν γεμάτο σαν βαγόνι του μετρό σε ώρα αιχμής. Αγόρασα το Φως τον Αύγουστο του Φόκνερ και πήγα στο πιο φασαριόζικο τζαζ καφέ που ήξερα. Εκεί κάθισα διαβάζοντας το καινούργιο μου βιβλίο, ακούγοντας Ορνέτ Κόλμαν και Μπαντ Πάουελ και πίνοντας ζεστό, δυνατό καφέ με άσχημη γεύση. Στις 5.30 έκλεισα το βιβλίο μου, βγήκα κι έφαγα κάτι πρόχειρο. Πόσες Κυριακές -πόσες εκατοντάδες τέτοιες Κυριακές- με περίμεναν εμπρός μου; «Ήσυχες, γαλήνιες και μοναχικές», είπα με δυνατή φωνή στον εαυτό μου. Τις Κυριακές δεν κουρντίζω τον εαυτό μου.
8 Στα μισά της εβδομάδας κατάφερα να κόψω την παλάμη μου άσχημα σ' ένα σπασμένο γυαλί. Δεν είχα προσέξει πως ένα από τα γυάλινα χωρίσματα ανάμεσα στα ράφια των δίσκων ήταν ραγισμένο. Τα 'χασα βλέποντας το αίμα μου να τρέχει ακατάσχετο και να στάζει στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια μου. Ο διευθυντής μου έδεσε την πληγή πρόχειρα με πετσέτες κι ύστερα τηλεφώνησε στα επείγοντα. Ήταν ένας τύπος που σπάνια έκανε οτιδήποτε χρήσιμο, εκείνη τη φορά ωστόσο αποδείχτηκε εκπληκτικά ψύχραιμος και γρήγορος. Το νοσοκομείο ήταν κοντά, ευτυχώς. Ώσπου να φτάσω όμως, οι πετσέτες είχαν μουσκέψει, και το αίμα που δεν μπορούσαν ν' απορροφήσουν πια, έσταζε στο πεζοδρόμιο. Ο κόσμος παραμέριζε φοβισμένος για να μ' αφήσει να περάσω. Ίσως νόμιζαν ότι είχα τραυματιστεί σε καβγά. Δεν πονούσα. Το αίμα δεν έλεγε να σταματήσει. Ο γιατρός, εντελώς ασυγκίνητος, ξετύλιξε τις ματωμένες πετσέτες και σταμάτησε την αιμορραγία δένοντάς μου σφιχτά τον καρπό μ' ένα λάστιχο. Έπειτα απολύμα-
348
ΧΛΡΟΐΚΙ
ΜΟΓΡΑΚΑΜΙ
νε την πληγή, την έραψε χαι μου είπε να ξαναπεράσω την επομένη. Γύρισα στο δισκάδικο χαι ο διευθυντής με έστειλε στο σπίτι μου: θα μου περνούσε κανονικά τις ώρες μου, σαν να είχα δουλέψει όλη τη βάρδια. Πήρα το λεωφορείο για την εστία και πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο του Ναγκασάβα. Ήμουν ακόμα αναστατωμένος και ήθελα να μιλήσω με κάποιον. Χτύπησα λοιπόν την πόρτα του Ναγκασάβα - είχα καιρό να τον δω. Ήταν στο δωμάτιό του, έπινε μπίρα χαζεύοντας ένα μάθημα ισπανικών στην τηλεόραση. «Τι στο διάβολο έπαθες;)) με ρώτησε βλέποντας τους επιδέσμους. Του απάντησα πως είχα κοπεί και πως δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Μου πρόσφερε μπίρα αλλά είπα «όχι, ευχαριστώ)). «Περίμενε ένα λεπτάκι, τελειώνω αμέσως)), είπε ο Ναγκασάβα και συνέχισε να κάνει ασκήσεις προφοράς στα ισπανικά. Έβρασα λίγο νερό κι έφτιαξα μόνος μου ένα φλιτζάνι τσάι με φακελάκι. Μια Ισπανίδα πρόφερε αργά απλές φράσεις: "Έβρεξε πάρα πολύ. Σ τ η Βαρκελόνη πλημμύρισαν οι γέφυρες". Ο Ναγκασάβα διάβαζε το κείμενο με δυνατή φωνή. «Τι χαζές προτάσεις!)) είπε. «Όλο κάτι τέτοιες έχουν στα μαθήματα)). Όταν τελείωσε η εκπομπή, έκλεισε την τηλεόραση κι έβγαλε άλλη μια μπίρα από το ψυγειάκι του. «Είσαι σίγουρος ότι δεν σ' ενοχλώ;)) τον ρώτησα. «Δεν μ' ενοχλείς καθόλου. Δεν είχα τι να κάνω και βαριόμουν. Είσαι βέβαιος πως δεν θέλεις μπίρα;)) «Όχι, δεν θέλω. Σ' ευχαριστώ)). «Α, δεν σου είπα: τις προάλλες πήρα τα αποτελέσματα του διαγωνισμού. Πέρασα!)) «Στο διαγωνισμό του Υπουργείου Εξωτερικών;))
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
349
«Ναι, σ' αυτόν. Η επίσημη ονομασία του είναι. "Κρατικός Διαγωνισμός Πρόσληψης Υπαλλήλίον I Ιρώτου Βαθμού στην Υπηρεσία του Υπουργείου Ι^^ξωτερικών". Σκέτο ανέκδοτο!» «Συγχαρητήρια!» είπα και άπλωσα το αριστερό μου χέρι για να σφίξω το δικό του. «Ευχαριστώ». «Να σου πω την αλήθεια, το περίμενα ότι θα περνούσες». «Να σου πω την αλήθεια, κι εγώ το ίδιο», γέλασε ο Ναγκασάβα. «Είναι ωραίο όμως να σου το δηλώνουν κι επισήμως». «Λες να φύγεις αμέσως για το εξωτερικό, όταν αρχίσεις δουλειά;» «Όχι. Τον πρώτο χρόνο σε κρατάνε εδώ για εκπαίδευση. Ύστερα σε στέλνουν στο εξωτερικό». Ήπια μια γουλιά τσάι κι εκείνος ρούφηξε μια γουλιά από την μπίρα του με ολοφάνερη ικανοποίηση. «Όταν φύγω, θα σου δώσω το ψυγειάκι μου, αν το θέλεις», είπε ο Ναγκασάβα. «Το θέλεις, έτσι δεν είναι; Είναι ό,τι πρέπει για μπίρες». «Και βέβαια το θέλω, αλλά δεν θα σου χρειαστεί εσένα; Δεν θα πιάσεις διαμέρισμα; Πού θα μείνεις;» «Μην είσαι χαζός! Θ' αγοράσω μεγάλο ψυγείο όταν φύγω από δω. Θα κάνω μεγάλη ζωή. Τέσσερα χρόνια σ' αυτή την τρύπα φτάνουν και περισσεύουν. Δεν θέλω τίποτα που να μου θυμίζει τούτο το μέρος. Θα σου δώσω ό,τι θέλεις - την τηλεόραση, το θερμός μου, το ραδιόφωνο...» « Σ ' ευχαριστώ. Θα πάρω ό,τι δεν χρειάζεσαι», είπα.
350
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
Πήρα το βφλίο των ί,σπανί,κών από το τραπέζι και το κοίταξα. ((Άρχισες ισπανικά;» ((Ναι. Όσο περισσότερες ξένες γλώσσες ξέρεις, τόσο το καλύτερο. Κι εγώ τις καταφέρνω. Έμαθα γαλλικά μόνος μου και τα μιλάω σχεδόν άπταιστα. Οι γλώσσες είναι σαν παιχνίδι. Μαθαίνεις τους κανόνες της πρώτης και όλες λειτουργούν μετά με τον ίδιο τρόπο. Είναι σαν τις γυναίκες». ((Α, βαθυστόχαστη φιλοσοφία!» τον ειρωνεύτηκα. ((Ας λες εσύ. Να κανονίσουμε να βγούμε ένα απ' αυτά τα βράδια». ((Εννοείς να βγούμε μπαρότσαρκα για γυναίκες;» ((Όχι. Εννοώ ένα κανονικό δείπνο. Εσύ, εγώ κι η Χατσούμι σ' ένα καλό εστιατόριο, για να γιορτάσουμε το διορισμό μου. Θα πληρώσει ο γέρος μου, γι' αυτό θα πάμε κάπου ακριβά». ((Δεν θα 'ταν καλύτερα να πάτε οι δυο σας, εσύ κι η Χατσούμι;» ((Όχι, θα 'ναι καλύτερα αν έρθεις κι εσύ. Θα νιώθω πιο άνετα. Το ίδιο κι η Χατσούμι». Όχι! Άντε ξανά η ίδια ιστορία: ο Κιζούκι, η Ναόκο κι εγώ. ((Θα μείνω μετά με τη Χατσούμι, στο σπίτι της. Έλα μόνο για το φαγητό». ((Εντάξει, εντάξει. Αν με θέλετε και οι δύο», είπα. ((Τι σκέφτεσαι να κάνεις με τη Χατσούμι; Θα φύγεις για το εξωτερικό μόλις τελειώσεις το χρόνο της εκπαίδευσης και μάλλον θα κάνεις χρόνια να γυρίσεις στην Ιαπωνία. Η Χατσούμι τι θα κάνει;» ((Αυτό είναι δικό της πρόβλημα».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
351
«Δεν κατάλαβα», είπα. Με τα πόδι,α ακουμπισμένα στο τραπέζι, ο Ναγκασάβα ήπιε μια γουλιά μπίρα και χασμουρήθηκε. «Κοίτα να δεις, δεν σκοπεύω να παντρευτώ. Της το έχω εξηγήσει της Χατσούμι. Αν θέλει να παντρευτεί κάποιον άλλο, δεν έχει παρά να το κάνει. Δεν θα τη σταματήσω. Αν θέλει να με περιμένει, ας με περιμένει. Αυτό θέλω να πω». «Μάλιστα», είπα ξαφνιασμένος. «Με θεωρείς παλιάνθρωπο, ε;» «Ναι». «Να ξέρεις όμως ότι ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες και δεν έφτιαξα εγώ τους κανόνες του. Έτσι ήταν πάντα. Δεν έχω πει ούτε ένα ψέμα στη Χατσούμι. Το ξέρει ότι είμαι παλιάνθρωπος κι ότι έχει το ελεύθερο να διακόψει μαζί μου, αμέσως μόλις νιώσει ότι δεν μ' αντέχει άλλο. Της το είπα στα ίσα από την πρώτη στιγμή». Ο Ναγκασάβα τέλειωσε την μπίρα του κι άναψε τσιγάρο. «Υπάρχει κάτι τελικά στη ζωή που να σε φοβίζει;» τον ρώτησα. «Δεν είμαι βλάκας», είπε ο Ναγκασάβα. «Και βεβαία υπάρχουν πράγματα που με φοβίζουν, αλλά δεν θεωρώ αυτούς τους φόβους μου δεδομένους. Δεν χτίζω πάνω τους. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου, να τρέξω με χίλια κι όπου φτάσω. Να πάρω ό,τι μ' αρέσει και ν' αφήσω ό,τι δεν μ' αρέσει. Έτσι σκοπεύω να ζήσω. Κι αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, τότε θα κόψω ταχύτητα και θα ξανασκεφτώ το θέμα. Αν το δεις λίγο βαθύτερα το θέμα, μια κοινωνία βασισμένη στην αδικία είναι μια κοινωνία που
352
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
σου προσφέρει την ευκαιρία να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες σου ώς εκεί που σε παίρνει». «Πολύ εγωκεντρικός τρόπος να βλέπεις τη ζωή», είπα. «Ίσως. Μα δεν είμαι απ' αυτούς που κοιτάνε ψηλά και περιμένουν να πέσει το φρούτο να το φάνε. Με τον τρόπο μου δουλεύω σκληρά. Αγωνίζομαι. Αγωνίζομαι δέκα φορές πιο σκληρά από σένα». «Μάλλον έχεις δίκιο», απάντησα. «Ώρες ώρες κοιτάζω γύρω μου κι ανακατεύεται το στομάχι μου. Γιατί δεν κάνουν τίποτα όλοι αυτοί οι μπάσταρδοι; αναρωτιέμαι. Δεν κουνάνε ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι κι ύστερα γκρινιάζουν και βογκάνε πως δεν έχουν τίποτα». Σαστισμένος από το απότομο ξέσπασμά του γύρισα και τον κοίταξα. «Κατά τη γνώμη μου, οι άνθρωποι δουλεύουν σκληρά. Αιώνουν στα πόδια τους απ' την πολλή δουλειά. Πέφτω τόσο πολύ έξω;» «Αυτή δεν είναι σκληρή δουλειά. Αυτή είναι απλώς χειρωνακτική εργασία», απάντησε με κατηγορηματικό τόνο ο Ναγκασάβα. « Η "σκληρή δουλειά" που λέω εγώ έχει να κάνει πιο πολύ με τους στόχους που επιλέγει κανείς για τον εαυτό του». «Εννοείς το γεγονός ότι εσύ στρώνεσαι και μαθαίνεις ισπανικά την ώρα που όλοι οι άλλοι τεμπελιάζουν;» «Ακριβώς. Ώς του χρόνου την άνοιξη θα τα 'χω μάθει τα ισπανικά. Αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά τα ξέρω ήδη στην εντέλεια. Κοντεύω να ξεπετάξω και τα ιταλικά. Μήπως νομίζεις ότι όλα αυτά έγιναν από μόνα τους; Χωρίς σκληρή δουλειά;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
353
Ο Ναγκασάβα έφερε το τσιγάρο στα χείλη του χι εγώ σκέφτηκα τον πατέρα της Μιντόρι. Αυτός ο άνθρωπος μάλλον δεν είχε διανοηθεί ποτέ του να [λάθει ισπανικά από την τηλεόραση. Μάλλον δεν είχε σκεφτεί τη διαφορά ανάμεσα στη σκληρή προσωπική δουλειά και την απλή χειρωνακτική εργασία. Πιθανόν δεν προλάβαινε να συλλογιστεί τέτοια πράγματα - είχε τη δουλειά του, είχε να φέρει πίσω την κόρη του που το είχε σκάσει στη Φουκουσίμα. «Λοιπόν, για το δείπνο που λέγαμε...» είπε ο Ναγκασάβα. ((Σε βολεύει αυτό το Σάββατο;» ((Θαυμάσια», απάντησα.
Ο Ναγκασάβα μας πήγε σ' ένα αριστοκρατικό γαλλικό εστιατόριο, σε μια ήσυχη πάροδο στην Αζαμπού. Στην είσοδο έδωσε το όνομά του και μας οδήγησαν αμέσως σ' ένα σεπαρέ. Στους τοίχους του κρέμονταν κάπου δεκαπέντε χαρακτικά. Περιμένοντας τη Χατσούμι, ήπιαμε ένα καταπληκτικό κρασί και συζητήσαμε για τα μυθιστορήματα του Τζόζεφ Κόνραντ. Ο Ναγκασάβα φορούσε ένα γκρίζο κοστούμι που φαινόταν πανάκριβο. Εγώ το συνηθισμένο μου μπλε μπλέιζερ. Η Χατσούμι έφτασε δεκαπέντε λεπτά αργότερα. Ήταν βαμμένη με προσοχή και φορούσε χρυσά σκουλαρίκια. Το φόρεμά της είχε ένα πανέμορφο βαθύ μπλε χρώμα και στα πόδια της φορούσε κομψές κόκκινες γόβες. Της είπα πως το φόρεμά της μου άρεσε και πως το χρώμα του με είχε εντυπωσιάσει. ((Το λένε μπλε του μεσονυκτίου», μου απάντησε.
354
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
«Και τι ωραίο εστιατόριο!» είπε. «Ο γέρος μου τρώει πάντα εδώ, όταν έρχεται στο Τόκιο», είπε ο Ναγκασάβα. «Μ' έφερε κι εμένα μια φορά. Δεν είναι κι άσχημα. Πάντως δεν τρελαίνομαι για τέτοια σνομπ κέντρα». «Δεν βλάπτει να τρώει κανείς πότε πότε σ' ένα τέτοιο εστιατόριο», είπε η Χατσούμι. Και γυρίζοντας προς το μέρος μου πρόσθεσε: «Δεν συμφωνείς;» «Συμφωνώ. Φτάνει να μην πληρώνω εγώ το λογαριασμό». «Ο γέρος μου φέρνει εδώ την ερωμένη του», είπε ο Ναγκασάβα, «Έχει κάποια εδώ στο Τόκιο». «Αλήθεια;» ρώτησε η Χατσούμι. Ήπια μια γουλιά απ' το κρασί μου κι έκανα πως δεν είχα ακούσει. Ήρθε ένας σερβιτόρος και πήρε την παραγγελία μας. Μετά τα ορεκτικά και τη σούπα, ο Ναγκασάβα διάλεξε πάπια, η Χατσούμι κι εγώ γλώσσα. Τα πιάτα ήρθαν με τη σειρά, σωστά συντονισμένα, δίνοντάς μας την ευκαιρία ν' απολαύσουμε το κρασί και τη συζήτηση. Ο Ναγκασάβα μίλησε πρώτα για το διαγωνισμό του Υπουργείου Εξωτερικών. Οι περισσότεροι από τους υποψηφίους ήταν για πέταμα, είπε. Σκέτα σκουπίδια. Αν και ανάμεσά τους θα υπήρχαν και κάποιοι ελάχιστοι που θα άξιζαν τον κόπο. Σε αναλογία
ίδια μ' αυτήν της κοινωνίας;
τον ρώτησα.
« Η ίδια ακριβώς», είπε. Ήταν η ίδια παντού, πρόσθεσε: σταθερά και αμετακίνητα, σαν νόμος της φύσης. Ο Ναγκασάβα ζήτησε δεύτερο μπουκάλι κρασί κι ένα διπλό ουίσκι για τον εαυτό του. Η Χατσούμι έφερε την κουβέντα σε μια φίλη της, με
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
355
την οποία ήθελε να μου τα φτι,άξει. Ί Ιταν από τα θέματα που πάντα έμπαιναν στο τραπέζι όταν συναντιόμασταν. Πάντα είχε να μου μιλήσει για «μια συμπαθητική κοπέλα από τη λέσχη της» κι εγώ πάντα την απέφευγα, «Μα είναι στ' αληθεία συμπαθητική. Στ' αλήθεια όμορφη. Θα τη φέρω την επόμενη φορά που θα βρεθούμε. Πρέπει να τη γνωρίσεις. Είμαι βέβαιη ότι θα σου αρέσει». « Μ η χάνεις την ώρα σου, Χατσούμι», της απάντησα. «Είμαι φτωχός και δεν υπάρχει περίπτωση να βγω ραντεβού με κορίτσι απ' το δικό σου πανεπιστήμιο. Δεν θα ξέρω ούτε τι να της πω». « Μ η λες κουταμάρες», είπε η Χατσούμι. «Αυτή η κοπέλα είναι απλή, θα δεις. Ούτε ψηλομύτα ούτε τίποτα». «Έλα, Βατανάμπε», είπε ο Ναγκασάβα. «Να τη δεις, λέμε. Όχι να την πηδήξεις». «Επ' ουδενί!» είπε η Χατσούμι. «Άλλωστε είναι ακόμα παρθένα». «Όπως ήσουν κι εσύ κάποτε». «Ακριβώς», απάντησε η Χατσούμι μ' ένα λαμπερό χαμόγελο. «Όπως ήμουν κι εγώ κάποτε». Και γυρίζοντας σ' εμένα συνέχισε: «Άκου, Βατανάμπε, μη σκέφτεσαι ότι είσαι φτωχός για τις δικές μου συμφοιτήτριες. Εντάξει, υπάρχουν μερικές πάμπλουτες σνομπ σε κάθε έτος, αλλά οι υπόλοιπες είμαστε κανονικές κοπέλες. Τρώμε για μεσημεριανό στην καντίνα της σχολής πληρώνοντας διακόσια πενήντα γιεν...» «Μια στιγμούλα, Χατσούμι», τη διέκοψα. «Στη δική μου σχολή η καντίνα έχει τρία διαφορετικά γεύματα: το πρώτο κάνει εκατόν είκοσι γιεν, το δεύτερο εκατό και το
356
ΧΛΙ'ΟνκΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
τρίτο ογδόντα. Όταν παίρνω το ακρφό, όλοι με στραβόκοιτάνε. Υπάρχουν και πολλά παιδιά που τρώνε σκέτα μακαρόνια των εξήντα γιεν. Αυτό είναι το δικό μου πανεπιστήμιο. Επιμένεις ότι μπορώ να βγω ραντεβού με τις κοπέλες της σχολής σου;» Η Χατσούμι κόντεψε να διπλωθεί στα δυο από τα γέλια. ((Είναι πολύ φτηνά!» είπε τέλος παίρνοντας ανάσα. ((Ίσως θα έπρεπε να πηγαίνω κι εγώ εκεί για φαγητό! Εσύ όμως, Βατανάμπε, είσαι πολύ καλό παιδί. Είμαι σίγουρη ότι θα τα πας μια χαρά με τη φίλη μου. Άσε που μπορεί και να της αρέσει το μενού των εκατόν είκοσι γιεν στην καντίνα της σχολής σου». ((Αποκλείεται», απάντησα χαμογελαστός. αΣε κανέναν δεν αρέσει. Όλοι το τρώνε επειδή δεν έχουν να πληρώσουν κάτι καλύτερο». ((Δεν πρέπει όμως να κρίνεις ένα βιβλίο απ' το εξώφυλλό του. Μπορεί να σπουδάζουμε σ' αυτό το πανεπιστήμιο που είναι για τις παραχαϊδεμένες κόρες πλούσιων οικογενειών, αλλά οι περισσότερες είμαστε σοβαρές κοπέλες που παίρνουμε στα σοβαρά τη ζωή. Δεν ψάχνουμε όλες ένα φίλο με σπορ αυτοκίνητο». ((Το ξέρω», είπα. ((Ο Βατανάμπε πάντως είναι ήδη ερωτευμένος», μπήκε στην κουβέντα κι ο Ναγκασάβα, ((αλλά δεν βγάζει άχνα. Κρατάει τα χείλη του κλειστά, το μυστικό του εφτασφράγιστο. Αίνιγμα και μυστήριο». ((Αλήθεια;» ρώτησε η Χατσούμι. ((Αλήθεια. Όμως δεν είναι ούτε αίνιγμα ούτε μυστήριο. Απλώς είναι μια μπερδεμένη υπόθεση και δυσκολεύομαι να την εξηγήσω».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
357
((Ένας έρωτας παράνομος; Ωωω! Μπορεί.ς να τα πεις όλα σ' εμένα!» Ήπια μια γουλιά κρασί για να μην απαντήσω. ((Τα βλέπεις; Δεν πρόκειται ν' ανοίξει το στόμα του», δήλωσε θριαμβευτικά ο Ναγκασάβα που βρισκόταν κιόλας στο τρίτο ουίσκι του. ((Ραμμένα τα 'χει τα χείλη του. 'Οταν ο Βατανάμπε αποφασίζει να κρατήσει κάτι κρυφό, είναι τάφος». ((Κρίμα», είπε η Χατσούμι κόβοντας ένα κομματάκι τερίν και φέρνοντάς το στα χείλη της. ((Θα μπορούσαμε να βγούμε οι τέσσερίς μας!» ((Ναι. Να μεθύσουμε και ν' αλλάξουμε ζευγάρια», πρόσθεσε ο Ναγκασάβα. ((Φτάνει! Μη λες τέτοια πράγματα!» του είπε η Χατσούμι. ((Τι εννοείς "τέτοια πράγματα"; Του Βατανάμπε του αρέσεις!» ((Άλλο αυτό», είπε σιγανά η Χατσούμι. ((Ο Βατανάμπε δεν είναι τέτοιος τύπος. Είναι έντιμος και σοβαρός. Ξέρω. Καταλαβαίνω. Γι' αυτό και προσπαθώ να του βρω μια κοπέλα». ((Α, βέβαια, πολύ έντιμος και πολύ σοβαρός. Κι όμως, μια φορά ο Βατανάμπε κι εγώ αλλάξαμε κοπέλες. Το θυμάσαι, Βατανάμπε;» είπε ο Ναγκασάβα με ύφος μπλαζέ, αποτέλειωσε το ουίσκι του κι αμέσως παράγγειλε τέταρτο. Η Χατσούμι άφησε το πιρούνι και το μαχαίρι της, πήρε την πετσέτα της και σκούπισε τα χείλη της. Ύστερα με κοίταξε. ((Αλήθεια το έκανες αυτό, Βατανάμπε;» Δεν ήξερα τι να της απαντήσω κι έτσι δεν είπα τίποτα.
358
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
((Πες της», είπε ο Ναγκασάβα. ((Τι διάβολο!» Η κατάσταση άρχισε να γίνεται πιεστική. Μερικές φορές, όταν έπινε, ο Ναγκασάβα γινόταν κακός, αλλά απόψε η κακία του στρεφόταν ενάντια στη Χατσούμι, όχι σ' εμένα. Το έβλεπα - και πολύ θα ήθελα να σηκωθώ να φύγω. ((Θα ήθελα να την ακούσω αυτή την ιστορία», είπε η Χατσούμι. ((Έχω την εντύπωση ότι θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα!» ((Ήμαστε μεθυσμένοι», είπα. ((Δεν υπάρχει πρόβλημα, Βατανάμπε. Δεν σε κατηγορώ. Απλώς είμαι περίεργη και θέλω ν' ακούσω τι έγινε». ((Πίναμε οι δυο μας σ' ένα μπαρ στη Σιμπούγια και πιάσαμε κουβέντα με δυο κοπέλες. Πήγαιναν σ' ένα πανεπιστήμιο θηλέων και είχαν πιει κι αυτές αρκετά. Τελικά πήγαμε σ' ένα ξενοδοχείο εκεί κοντά και πιάσαμε δωμάτια δίπλα δίπλα. Κοιμηθήκαμε μαζί τους. Τη νύχτα ο Ναγκασάβα χτύπησε την πόρτα μου και είπε ν' αλλάξουμε κοπέλες. Εγώ λοιπόν πήγα στο δικό του δωμάτιο κι αυτός στο δικό μου». ((Και οι κοπέλες δεν είχαν αντίρρηση;» ((Όχι. Ήταν κι αυτές μεθυσμένες». ((Υπήρχε πάντως ένας σοβαρός λόγος που το πρότεινα», είπε ο Ναγκασάβα. ((Σοβαρός λόγος;» ((Ναι. Οι δυο κοπέλες ήταν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Η μια ήταν πραγματικά όμορφη, η άλλη δεν βλεπότανε. Το βρήκα άδικο. Εγώ πήρα την όμορφη κι ο Βατανάμπε φορτώθηκε την άλλη, γι' αυτό αλλάξαμε. Έτσι δεν είναι, Βατανάμπε;» ((Ναι, μάλλον», είπα. Στην πραγματικότητα όμως η
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
359
άλλη, η πιο άσχημη, μου άρεσε. Είχε πλάκα όταν μιλούσε χι ήταν καλό κορίτσι. Κάναμε έρωτα και πιάσαμε κουβέντα στο κρεβάτι. Μιλούσαμε όταν χτύπησε την πόρτα ο Ναγκασάβα και πρότεινε ν' αλλάξουμε ζευγάρια. Τη ρώτησα μήπως την πείραζε. Μου είπε πως δεν την πείραζε αν αυτό θέλαμε. Μάλλον σκέφτηκε πως ήθελα κι εγώ να το κάνω με την όμορφη φίλη της. ((Και σας άρεσε;» με ρώτησε η Χατσούμι. ((Εννοείς η αλλαγή;» ((Η όλη υπόθεση». ((Όχι ιδιαίτερα. Είναι κάτι που απλώς το κάνει κανείς, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο ή διασκεδαστικό». ((Τότε γιατί το κάνεις;» ((Επειδή τον σέρνω εγώ», απάντησε ο Ναγκασάβα. ((Δεν ρώτησα εσένα. Τον Βατανάμπε ρωτάω», τον έκοψε απότομα η Χατσούμι. ((Γιατί το κάνεις, Βατανάμπε;» ((Επειδή μερικές φορές νιώθω τρομερή την ανάγκη να κάνω έρωτα με μια κοπέλα». ((Αφού σχετίζεσαι με μια κοπέλα, δεν μπορείς να τα καταφέρεις και να κοιμηθείς μαζί της όταν νιώθεις αυτή την ανάγκη;» ρώτησε η Χατσούμι, αφού σκέφτηκε πρώτα για λίγο. ((Δεν είναι τόσο απλό». Η Χατσούμι αναστέναξε. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μας έφεραν το κυρίως πιάτο: ψητή πάπια για τον Ναγκασάβα, γλώσσα φιλέτο για μένα και τη Χατσούμι. Τα γκαρσόνια μας σέρβιραν γεμίζοντας τα πιάτα μας με λαχανικά και σάλτσα, ύστερα έφυγαν αφήνοντάς μας μόνους ξανά. Ο Ναγκασάβα έκοψε ένα κομμάτι από την πάπια του κι άρχισε να
360
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΥΊ'ΛΚΑΜΙ
τρώει με όρεξη, συνοδεύοντας το φαγητό του με ουίσκι.. Εγώ τσίμπησα μια πιρουνιά σπανάκι. Η Χατσούμι δεν άγγιξε το φαγητό της. ((Ξέρεις, Βατανάμπε, δεν μπορώ να μαντέψω τι κάνει τόσο δύσκολη και μπερδεμένη τη σχέση που έχεις. Νομίζω όμως πως έτσι κι αλλιώς αυτές οι μεθυσμένες βόλτες στα μπαρ και οι σχέσεις με κοπέλες που καλά καλά δεν ξέρεις το όνομά τους, δεν σου ταιριάζουν. Δεν είσαι τέτοιος τύπος. Τι λες κι εσύ;» Μ' αυτά τα λόγια η Χατσούμι ακούμπησε τις παλάμες της στο τραπέζι και με κοίταξε ίσια στα μάτια. ((Να σου πω», απάντησα, «το ίδιο έχω νιώσει κι εγώ. Πολλές φορές». ((Τότε γιατί δεν σταματάς;» ((Γιατί υπάρχουν στιγμές που νιώθω την ανάγκη της ανθρώπινης ζεστασιάς», απάντησα με ειλικρίνεια. ((Υπάρχουν στιγμές που αν δεν νιώσω τη ζεστασιά ενός γυναικείου κορμιού πλάι μου, βουλιάζω σε μια μοναξιά πραγματικά ανυπόφορη». ((Επιτρέψτε μου να συνοψίσω την κατάσταση, όπως τη βλέπω εγώ», μπήκε στη μέση ο Ναγκασάβα. ((Ο Βατανάμπε έχει αυτή την κοπέλα που την αγαπάει, αλλά για κάποιους μπερδεμένους λόγους, δεν μπορούν να το κάνουν. Λέει λοιπόν στον εαυτό του: "Το σεξ είναι σεξ" και το κάνει με κάποια άλλη. Πού είναι το πρόβλημα; Όλα είναι εντάξει. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να μένει συνέχεια κλεισμένος στο δωμάτιό του και να το κάνει μόνος του!» ((Μα αν την αγαπάς στ' αλήθεια, Βατανάμπε, δεν θα 'πρεπε να μπορείς να ελέγχεις τον εαυτό σου;» ((Ίσως», απάντησα καρφώνοντας ένα κομμάτι γλώσσα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
361
με το πιρούνι μου και βουτώντας το στην Εινή άσπρη σάλτσα, πριν το φέρω στο στόμα μου. «Δεν καταλαβαίνεις τις σεξουαλικές ανάγκες των αντρών», είπε ο Ναγκασάβα στη Χατσούμι. «Ι Ιάρε εμένα, για παράδειγμα. Είμαι μαζί σου τρία χρόνια κι έχω κοιμηθεί μ' ένα σωρό γυναίκες αυτό το διάστημα, αλλά δεν θυμάμαι ούτε μία απ' αυτές. Δεν ξέρω τα ονόματά τους, δεν θυμάμαι τα πρόσωπά τους. Με καθεμιά απ' αυτές κοιμήθηκα μία και μοναδική φορά. Συναντηθήκαμε, το κάναμε, αντίο. Αυτό ήταν. Πού είναι το πρόβλημα;» «Αυτό που βρίσκω φριχτό είναι η υπεροψία σου», είπε με σιγανή φωνή η Χατσούμι. «Αν κοιμάσαι ή όχι με άλλες γυναίκες δεν έχει να κάνει με το θέμα μας. Ούτε και σου θύμωσα ποτέ για τα τσιλημπουρδίσματά σου». «Μα δεν μπορείς καν να τα χαρακτηρίσεις τσιλημπουρδίσματα», είπε ο Ναγκασάβα. «Ένα παιχνίδι είναι. Ένα παιχνίδι που δεν πληγώνει κανέναν». «Πληγώνει εμέναϊ)^ είπε η Χατσούμι. «Δεν σου φτάνω εγώ;» Ο Ναγκασάβα έμεινε για λίγο αμίλητος, στριφογυρίζοντας στο χέρι του το ποτήρι με το ουίσκι. «Δεν είναι έτσι. Δεν είναι αυτό το θέμα. Πρόκειται για άλλη φάση, τελείως άλλο ζήτημα. Είναι μια αχόρταγη πείνα που έχω μέσα μου. Αν σε πλήγωσα, σου ζητώ συγγνώμη, αλλά δεν είναι πως δεν μου φτάνεις εσύ. Είναι πως έχω αυτή την πείνα μέσα μου. Τέτοιου είδους άντρας είμαι. Αυτός είμαι και δεν μπορώ να τ' αλλάξω. Γιατί δεν με καταλαβαίνεις;» Επιτέλους η Χατσούμι πήρε το μαχαίρι και το πιρούνι της κι άρχισε να τρώει. «Θα έπρεπε τουλάχιστον ν' αφή-
362
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
σεις ήσυχο τον Βατανάμπε και να μην τον σέρνεις μαζί σου στα "παιχνίδια" σου)). αΚι όμως μοιάζουμε πολύ εγώ κι ο Βατανάμπε», είπε ο Ναγκασάβα. ((Ανήκουμε και οι δυο στην κατηγορία των ανθρώπων που ενδιαφέρονται κυρίως για τον εαυτό τους. Εντάξει, εγώ είμαι υπερόπτης ενώ εκείνος όχι. Ωστόσο κι οι δυο ενδιαφερόμαστε αποκλειστικά και μόνο για ό,τι σκεφτόμαστε, νιώθουμε ή κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Γι' αυτό και μπορούμε να αντιληφθούμε τον κόσμο εντελώς ανεξάρτητα και χωριστά απ' τους άλλους ανθρώπους. Αυτό μ' αρέσει στον Βατανάμπε. Η μόνη διαφορά είναι πως ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει κι ο ίδιος αυτή την αλήθεια για τον εαυτό του, έτσι διστάζει και πληγώνεται)). ((Ποιο ανθρώπινο πλάσμα δεν διστάζει και δεν πληγώνεται;)) ρώτησε η Χατσούμι. ((Ισχυρίζεσαι ότι εσύ δεν έχεις γευτεί ποτέ σου αυτά τα συναισθήματα;)) ((Και βέβαια τα έχω γευτεί. Έμαθα όμως να πειθαρχώ και να τα ελαχιστοποιώ. Ακόμα και τα ποντίκια μαθαίνουν να διαλέγουν τη λιγότερο οδυνηρή διαδρομή στο κλουβί τους, αν τους κάνεις αρκετά ηλεκτροσόκ». ((Τα ποντίκια δεν ερωτεύονται». ((Τα ποντίκια
δεν ερωτεύονται)).
Ο Ναγκασάβα μ ε κοί-
ταξε. ((Σπουδαία! Δεν μας λείπει παρά μόνο η μουσική υπόκρουση - μεγάλη ορχήστρα με δύο άρπες και...» ((Μη με κοροϊδεύεις. Δεν αστειεύομαι», ((Τρώμε», απάντησε ο Ναγκασάβα, ((κι έχουμε μαζί μας τον Βατανάμπε. Από ευγένεια και μόνο θα έπρεπε ν' αναβάλουμε τις "σοβαρές" συζητήσεις μας για μια άλλη στιγμή». ((Μπορώ να φύγω», είπα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
363
«Όχι», είπε η Χατσούμι. αΣε παρακαλίό, μείνε. Είναι, καλύτερα όταν είσαι κι εσύ μαζί μας». «Περίμενε τουλάχιστον να φάμε και το επιδόρπιο», είπε ο Ναγκασάβα. «Δεν με πειράζει, αλήθεια». Συνεχίσαμε αμίλητοι το φαγητό μας. Δεν άφησα τίποτε από τη γλώσσα μου, η Χατσούμι έφαγε μόνο τη μισή από τη δική της. Ο Ναγκασάβα είχε τελειώσει ήδη την πάπια του και είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στο ουίσκι του. « Η γλώσσα ήταν θαυμάσια», προσπάθησα να ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα. Δεν μου απάντησε κανείς. Λες κι είχα πετάξει ένα μικροσκοπικό χαλικάκι σε βαθύ σκοτεινό πηγάδι. Τα γκαρσόνια πήραν τα πιάτα μας και μας έφεραν σορμπέ λεμονιού και εσπρέσο. Ο Ναγκασάβα με το ζόρι δοκίμασε το επιδόρπιο, άναψε κατευθείαν τσιγάρο. Η Χατσούμι δεν άγγιξε το σορμπέ της. Τώρα μάλιστα! σκέφτηκα τρώγοντας το σορμπέ μου και πίνοντας τον εσπρέσο μου. Η Χατσούμι ακούμπησε τα χέρια της στο τραπέζι και βάλθηκε να τα κοιτάζει. Όπως όλα πάνω της, τα χέρια της έδειχναν κομψά, περιποιημένα και πανάκριβα. Το μυαλό μου πήγε στη Ναόκο και τη Ρέικο. Τι να 'καναν άραγε αυτή την ώρα; Η Ναόκο θα ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ διαβάζοντας. Η Ρέικο θα έπαιζε στην κιθάρα το «ΝοΓν^ββί^η ^ ο ο ά » . Ένιωσα μια έντονη επιθυμία να βρεθώ ξανά στο σαλονάκι τους. Τι στο διάβολο γύρευα εδώ πέρα; «Υπάρχει κι άλλη μία ομοιότητα ανάμεσα στον Βατανάμπε και σ' εμένα», γρύλισε ο Ναγκασάβα. «Δεν δίνου-
364
ΧΛΡΟΐΚΙ
ΜΟΓΡΑΚΑΜΙ
μ.ε δεκάρα αν μας καταλαβαίνουν οι άλλοι. Στο σημείο αυτό διαφέρουμε απ' όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους που είναι ευτυχισμένοι μόνο όταν τους καταλαβαίνει ο περίγυρός τους. Ο Βατανάμπε κι εγώ δεν δίνουμε δεκάρα γι' αυτό. Εγώ είμαι εγώ και οι άλλοι είναι οι άλλοι». «Αλήθεια λέει;» με ρώτησε η Χατσούμι. «Όχι», είπα. «Εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ έτσι. Δεν νιώθω καλά όταν δεν με καταλαβαίνει κανείς. Έχω ανθρώπους που θέλω να τους καταλάβω και να με καταλάβουν. Όμως και πέρα απ' αυτούς, δεν είναι ότι αδιαφορώ για τον υπόλοιπο κόσμο· απλώς δεν έχω ελπίδες. Δεν συμφωνώ με τον Ναγκασάβα. Εμένα με νοιάζει αν θα με καταλάβουν οι άλλοι». «Στην ουσία λες το ίδιο πράγμα μ' εμένα», είπε ο Ναγκασάβα παίρνοντας το κουταλάκι του καφέ. «Το ίΒιο ακριβώς! Τι διαφορά έχει ένα καθυστερημένο πρόγευμα από ένα μεσημεριανό νωρίς; Ίδια ώρα, ίδιο φαγητό, άλλο όνομα!» Η Χατσούμι γύρισε προς το μέρος του. «Δεν σε νοιάζει αν θα σε καταλάβω εγώ^τα «Δεν πιάνεις το θέμα. Κάποιος άνθρωπος καταλαβαίνει έναν άλλο επειδή η στιγμή είναι κατάλληλη για να συμβεί αυτό το πράγμα κι όχι επειδή ο δεύτερος θέλει να γίνει κατανοητόζ
από τον π ρ ώ τ ο » .
«Δηλαδή κάνω λάθος εγώ όταν νιώθω ότι θέλω να με καταλάβει κάποιος - εσυ, για παράδειγμα;» «Όχι, όχι ακριβώς λάθος», απάντησε ο Ναγκασάβα. «Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ονόμαζαν αγάπη την ανάγκη σου να με καταλάβεις και-να σε καταλάβω. Εγώ όμως ακολουθώ ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα ζωής».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
365
«Δηλαδή δεν μ' αγαπάς;» ((Δεν είπα τέτοιο πράγμα. Ωστόσο το δικό μου σύστημα και το δικό σου σύστημα...» ((Να πας στο διάβολο κι εσύ και το σύστη[λά σου!» έβαλε τις φωνές η Χατσούμι. Ήταν η προ^τη και τελευταία φορά που την άκουσα να φωνάζει. Ο Ναγκασάβα χτύπησε το κουδούνι στο τραπέζι και ο σερβιτόρος έφερε το λογαριασμό. Ο Ναγκασάβα του έδωσε μια πιστωτική κάρτα. ((Λυπάμαι, Βατανάμπε», είπε ο Ναγκασάβα. ((Πέσα[λε σε κακή μέρα. Θα πάω τη Χατσούμι στο σπίτι της. Θα σ' αφήσω να γυρίσεις μόνος σου στην εστία. Εντάξει;» ((Δεν υπάρχει λόγος να μου ζητάς συγγνώμη. Το φαγητό ήταν εξαίρετο», είπα. Δεν μου απάντησε κανείς. Ο σερβιτόρος έφερε πίσω την κάρτα και ο Ναγκασάβα υπέγραψε, αφού πρώτα ήλεγξε το λογαριασμό. Έπειτα σηκωθήκαμε και οι τρεις και βγήκαμε έξω. Ο Ναγκασάβα πήγε να σταματήσει ένα ταξί, αλλά η Χατσούμι δεν τον άφησε. ((Σ' ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω να μείνω άλλο μαζί σου σήμερα. Δεν είναι ανάγκη να με πας στο σπίτι. Σ' ευχαριστώ για το δείπνο». ((Όπως θέλεις», είπε ο Ναγκασάβα. ((Θέλω να με πάει στο σπίτι μου ο Βατανάμπε». ((Όπως θέλεις», ξανάπε ο Ναγκασάβα. ((Ο Βατανάμπε όμως είναι στην ουσία ίδιος μ' εμένα. Μπορεί να είναι καλό παιδί, αλλά βαθιά μέσα του είναι ανίκανος ν' αγαπήσει. Γπάρχει πάντα ένα κομμάτι του εαυτού του που βρίσκεται σε επαγρύπνηση, σε απόσταση, κι έχει μέσα του την ίδια αχόρταγη πείνα όπως εγώ. Πίστεψέ με, ξέρω τι λέω».
366
ΧΛ1>()Υ·ΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
Σταμάτησα ένα ταξί χαι άφησα τη Χατσούμ,ί. να μπε!. πρώτη. «Μην ανησυχείς», είπα στον Ναγκασάβα. «Θα την πάω στο σπίτι της». «Με συγχωρείς που σ' έμπλεξα σ' αυτή την ιστορία», είπε ο Ναγκασάβα - αλλά το είδα γραμμένο στο πρόσωπο του πως ήδη σκεφτόταν άλλο πράγμα. Μπαίνοντας στο ταξί ρώτησα τη Χατσούμι: «Πού θέλεις να σε πάω; Στο Εμπίσου;» Στο Εμπίσου ήταν το διαμέρισμά της. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Εντάξει. Θέλεις να πάμε να πιούμε κάτι;» Έγνεψε καταφατικά. «Ναι». «Στη Σιμπούγια», είπα στον οδηγό. Η Χατσούμι σταύρωσε τα χέρια της και με κλειστά μάτια ζάρωσε στη γωνιά του καθίσματος. Τα μικρά χρυσά σκουλαρίκια της άστραφταν στα φώτα του δρόμου, καθώς έτρεχε το ταξί. Το σκούρο μπλε φουστάνι της, μπλε του μεσονυχτίου, έμοιαζε φτιαγμένο για να ταιριάζει με τη σκοτεινιά στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Πού και πού τα ελαφρά βαμμένα καλοσχηματισμένα χείλη της έτρεμαν σιγανά, σαν να μιλούσε μόνη της. Κοιτάζοντάς την μπορούσα να καταλάβω γιατί ο Ναγκασάβα την είχε διαλέξει να είναι η ξεχωριστή του σύντροφος. Υπήρχαν αρκετές γυναίκες ομορφότερες από τη Χατσούμι και ο Ναγκασάβα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε απ' αυτές. Όμως η Χατσούμι είχε κάτι που σ' έκανε να ριγείς μέχρι τα μύχια της καρδιάς σου. Αυτή η δύναμη που έβγαινε από μέσα της, δεν έπνιγε - δεν πίεζε κανέναν. Ήταν μια δύναμη ήρεμη που δονούσε τον άλλο μέχρι το βαθύτερο είναι του. Την κοίταζα σε όλο το δρόμο ώς τη Σιμπούγια
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
Δ Λ Σ ( )Σ
'Μ^Ί
κι αναρωτιόμουν: τι σοι συγκίνηση ήταν αυτή που εκανε την καρδιά μου να τρέμει; Απάντηση ό[ΐ(ος ί^εν μπόρεσα να βρω.
Την απάντηση τη βρήκα κάπου δώδεκα χρόνια αργότερα. Είχα πάει στη Σάντα Φε, στο Νέο Μεξικό, να πάρω συνέντευξη από ένα ζωγράφο. Καθόμουν σε μια πιτσαρία πίνοντας μπίρα και τρώγοντας πίτσα και απολαμβάνοντας ένα παραμυθένιο ηλιοβασίλεμα. Όλα είχαν βουλιάξει στο λαμπερό κόκκινο της δύσης - το χέρι μου, το πιάτο, το τραπέζι, ο κόσμος* λες και ο χυμός κάποιου περίεργου κατακόκκινου φρούτου είχε χυθεί κι είχε μουσκέψει τα πάντα. Καταμεσής σ' αυτό το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα σκέφτηκα άθελά μου τη Χατσούμι - και τότε κατάλαβα τι ήταν εκείνο το ρίγος της καρδιάς μου. Ήταν κάτι σαν παιδική λαχτάρα που είχε μείνει -και θα 'μενε για πάντα- ανεκπλήρωτη. Είχα ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξη τέτοιων αθώων, κρυστάλλινων σχεδόν πόθων: είχα ξεχάσει για χρόνια ολόκληρα ότι κάποτε είχα τέτοια συναισθήματα. Η Χατσούμι είχε ξυπνήσει μέσα μου ένα κομμάτι του εαυτού μου που είχε μείνει κοιμισμένο πολύ καιρό. Συνειδητοποιώντας το με κυρίευσε τέτοια θλίψη που κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Ήταν μια πολύ ξεχωριστή γυναίκα. Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι -οτιδήποτε- για να τη σώσει. Ούτε εγώ ούτε ο Ναγκασάβα είχαμε τη δύναμη να το κάνουμε. Όπως πολλοί άλλοι γνωστοί μου, η Χατσούμι φτάνοντας σ' ένα ορισμένο σημείο της πορείας της αποφάσισε να βάλει τέρμα στη ζωή της. Δυο χρόνια μετά την
368
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ
αναχώρηση του Ναγκασάβα για τη Γερμανία παντρεύ τηκε και δυο χρόνια αργότερα έκοψε τις φλέβες της μ' ένα ξυράφι. Την είδηση του θανάτου της την έμαθα φυσικά από τον Ναγκασάβα. Μου έγραψε από τη Βόνη: «Ο θάνατος της Χατσούμι κάτι έσβησε, κάτι χάθηκε. Είναι απίστευ τα οδυνηρό και βαρύ. Ακόμα και για μένα». Έσκισα το γράμμα του και το πέταξα. Δεν του ξανάγραψα από τότε.
Η Χατσούμι κι εγώ πήγαμε σ' ένα μικρό μπαρ και ήπιαμε αρκετά. Δεν μιλήσαμε σχεδόν καθόλου. Σαν παντρεμένοι από καιρό, καθίσαμε αντικριστά, βαριεστημένοι, πίνοντας σιωπηλοί και τσιμπολογώντας φιστίκια. Όταν το μπαρ γέμισε κόσμο, βγήκαμε να περπατήσουμε. II Χατσούμι ήθελε να πληρώσει το λογαριασμό, αλλά δεν την άφησα, τα ποτά ήταν δική μου ιδέα. Ο νυχτερινός αέρας ήταν κρύος. Η Χατσούμι τυλίχτηκε στην γκρίζα πλεχτή ζακέτα της κι εγώ έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες του παντελονιού μου. Αρχίσαμε να τριγυρίζουμε άσκοπα στους δρόμους, χωρίς να μιλάμε, ο ένας δίπλα στον άλλον. Όπως ακριβώς περπατούσαμε με τη Ναόκο, σκέφτηκα. «Ξέρεις κανένα μέρος να παίξουμε μπιλιάρδο εδώ γύρω;» με ρώτησε ξαφνικά η Χατσούμι. «Μπιλιάρδο; Παίζεις μπιλιάρδο;» «Ναι. Παίζω - δεν τα καταφέρνω κι άσχημα. Εσύ;» «Παίζω λίγο. Δεν είμαι πολύ καλός». «Εντάξει λοιπόν. Πάμε». Βρήκαμε ένα μπιλιαρδάδικο στη γειτονιά, μια μικρή
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣ(»:
αίθουσα στο βάθος ενός στενού δρό[ΐ.ου. 11 \οιταού[ί.ι, \ιε το κομψό της φουστάνι, χι εγώ μ,ε το [ΐιπλε σακάκι και τη γραβάτα μου ξεχωρίζαμε σαν τη μύγα μες στο γάλα εκεί μέσα - η Χατσούμι όμως διάλεξε ανενόχλητη μια στέκα κι άρχισε να τρίβει την άκρη της με κΐ(λωλία. ' Γστερα ψάρεψε ένα τσιμπιδάκι από την τσάντα της και μάζεψε τα μαλλιά της να μην της πέφτουν στα μάτια και την εμποδίζουν. Παίξαμε δυο παρτίδες. Νίκησε και στις δύο η Χατσούμι. Ήταν πράγματι πολύ καλή - εμένα μ' εμπόδιζε ακόμα ο επίδεσμος στο κομμένο χέρι μου. Μ' έκανε σκόνη στ' αλήθεια. «Είσαι καταπληκτική!» είπα χωρίς να κρύβω το θαυμασμό μου. «Τα ήσυχα ποτάμια να φοβάσαι, ε;» είπε με χαμόγελο καθώς σημάδευε να χτυπήσει. «Πού έμαθες να παίζεις έτσι;» «Ο παππούς μου - ο πατέρας του πατέρα μου- ήταν σπουδαίος γλεντζές στην εποχή του και στο σπίτι του είχε τραπέζι του μπιλιάρδου. Όταν ήμουν μικρή, έπαιζα συχνά με τον μεγάλο μου αδερφό. Μεγαλώνοντας ζήτησα από τον παππού μου να μου μάθει τα κόλπα. Ήταν ωραίος τύπος - κομψός πάντα, γοητευτικός ακόμα και στα γεράματα. Δυστυχώς έχει πεθάνει. Καμάρωνε, ξέρεις, επειδή είχε συναντήσει κάποτε στη Νέα Τόρκη την Ντίνα Ντάρμπιν, ξέρεις την Κουκλίτσα από το Γουίνιπεγκ». Κατάφερε τρεις μπάλες στη σειρά, έχασε την τέταρτη. Κατάφερα να πάρω έναν πόντο κι ύστερα έχασα μια σχετικά εύκολη μπαλιά.
370
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
«Φταίει που έχεις το χέρι σου δεμένο», είπε η Χατσούμι για να με παρηγορήσει. «Όχι, Φταίει που έχω πολύ καιρό να παίξω», είπα. «Δυο χρόνια και πέντε μήνες». «Πώς το ξέρεις με τόση ακρίβεια;» «Ο καλύτερός μου φίλος πέθανε τη νύχτα μετά την τελευταία μας παρτίδα», απάντησα. «Κι από τότε σταμάτησες το μπιλιάρδο;» «Όχι, όχι», απάντησα αφού το σκέφτηκα για λίγο. «Απλώς δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω από τότε». «Πώς πέθανε ο φίλος σου;» «Αυτοκινητικό δυστύχημα», απάντησα. Χτύπησε μερικές μπάλες ακόμα, υπολογίζοντας τα χτυπήματά της με σοβαρότητα και ακρίβεια. Παρακολουθώντας τη να παίζει - μ ε τα μαλλιά προσεκτικά τραβηγμένα στο πλάι να μην την ενοχλούν, τα χρυσά της σκουλαρίκια να στραφταλίζουν, τις γόβες της να πατούν γερά στο πάτωμα, τα λεπτά της δάχτυλα να σφίγγουν σταθερά τη στέκα καθώς χτυπούσε-, μου φαινόταν ότι η παρουσία της είχε μεταμορφώσει το κακοφωτισμένο μπιλιαρδάδικο σε κομψό αριστοκρατικό σαλόνι. Δεν είχα μείνει ποτέ μόνος μαζί της και η εμπειρία ήταν υπέροχη: λες κι είχα υψωθεί σε ανώτερο επίπεδο ζωής. Στο τέλος της τρίτης παρτίδας -την οποία επίσης κέρδισε- η πληγή μου άρχισε να πονάει και σταματήσαμε. «Συγγνώμη», μου είπε με ύφος που έδειχνε πραγματικά στενοχωρημένο. «Δεν θα έπρεπε να σου προτείνω να παίξουμε». «Δεν πειράζει», είπα. «Θα μου περάσει. Μου άρεσε που παίξαμε. Αλήθεια».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
371
«Έχε^ς καλό μάτι,, αδερφούλα», είπε ατη Χατσούμι η κοκαλί-άρα ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, καθίός φεύγαμε. Η Χατσούμι πλήρωσε το λογαριασμό, της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο και την ευχαρίστησε. ((Πονάς;» με ρώτησε όταν βγήκαμε πια έξω. ((Όχι πολύ», απάντησα. ((Μήπως άνοιξε;» ((Όχι, νομίζω πως είναι εντάξει». ((Ξέρεις τι θα κάνουμε; Θα πάμε στο σπίτι μου. Θα σου αλλάξω τον επίδεσμο. Έχω και απολυμαντικό κι απ' όλα. Έλα, μένω εδώ κοντά». Της είπα ότι δεν υπήρχε λόγος ν' ανησυχεί, ότι ήμουν εντάξει. Εκείνη όμως επέμενε να δει αν η πληγή είχε ανοίξει ή όχι. ((Εκτός κι αν σε κούρασε η παρέα μου... και θέλεις να γυρίσεις στο δωμάτιό σου το γρηγορότερο... Αυτό είναι;» με ρώτησε με παιχνιδιάρικο χαμόγελο. ((Κάθε άλλο», είπα. ((Τότε πάμε. Φτάνουν οι συζητήσεις. Σε λίγα λεπτά θα είμαστε εκεί». Φύγαμε από τη Σιμπούγια με κατεύθυνση προς το Εμπίσου με τα πόδια, και δεκαπέντε λεπτά αργότερα φτάσαμε στο διαμέρισμα της Χατσούμι. Στο κτίριο δεν βρήκα ίχνος κραυγαλέας πολυτέλειας, ωστόσο απέπνεε έναν αέρα αρχοντιάς και αξιοπρέπειας, με τον προθάλαμο και το μικρό του ασανσέρ. Η Χατσούμι μου είπε να την περιμένω στην κουζίνα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα ν' αλλάξει. Γύρισε μ' ένα βαμβακερό παντελόνι κι ένα φούτερ που έγραφε πάνω ((Πανεπιστήμιο Πρίνστον» - είχε βγάλει τα χρυσά της σκουλαρίκια. Ακούμπησε στο
372
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
τραπέζι ένα μικρό φαρμακείο, έλυσε τον επίδεσμο μου, βεβαιώθηκε ότι η πληγή μου δεν είχε ανοίξει, απολύμανε με λίγο ιώδιο την περιοχή και μου έβαλε καινούργια γάζα. Όλα αυτά τα έκανε με την επιδεξιότητα ενός ειδικού. «Πώς κι είσαι τόσο καλή σε τόσο πολλά πράγματα;» τη ρώτησα. «Δούλευα εθελόντρια σ' ένα νοσοκομείο. Μου άρεσε να κάνω τη νοσοκόμα. Έτσι έμαθα». Τελειώνοντας με τους επιδέσμους, η Χατσούμι πήγε κι έφερε δυο μπίρες από το ψυγείο. Ήπιε τη μισή δική της κι εγώ ήπια όλη τη δική μου και τη μισή που άφησε εκείνη. Ύστερα μου έδειξε φωτογραφίες των άλλων κοριτσιών από τη λέσχη της. Είχε δίκιο: κάποια άξιζαν στ' αλήθεια τον κόπο. «Όποτε αποφασίσεις ότι σου χρειάζεται μια φιλενάδα, έλα σ' εμένα», μου είπε. «Θα σου βρω αμέσως». «Μάλιστα, κυρία». «Βατανάμπε, θέλω να μου πεις την αλήθεια: κάνω σαν γριά προξενήτρα;» «Λιγάκι», είπα και γέλασα. Η Χατσούμι γέλασε κι αυτή. Της πήγαινε πολύ όταν γελούσε. «Πες μου και κάτι άλλο: τι γνώμη έχεις για τον Ναγκασάβα κι εμένα;» «Τι εννοείς;» «Κατά τη γνώμη σου, τι θα έπρεπε να κάνω; Από δω και πέρα...» « Η γνώμη μου δεν παίζει κανένα ρόλο», είπα και ήπια μια γουλιά παγωμένη μπίρα. «Παρ' όλα αυτά θέλω να την ακούσω». «Καλά. Αν ήμουν στη θέση σου, θα τον χώριζα. Θα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
373
έβρισκα κάποιον με πιο προσγειωμένο και λογικό τρόπο σκέψης, θα τον παντρευόμουν και θα ζούσα ευτυχισμένη μαζί του. Δεν πρόκειται να γίνεις ευτυχισ[λένη με τον Ναγκασάβα. Ο τρόπος ζωής του δεν του επιτρέπει ούτε να γίνει ευτυχισμένος ούτε να προσπαθήσει να κάνει άλλους ευτυχισμένους. Αν μείνεις μαζί του, θα σπάσεις τα νεύρα σου και θα καταρρεύσεις. Αν θέλεις τη γνώμη μου, είναι ήδη θαύμα το ότι έμεινες μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια. Και μη φανταστείς ότι δεν τον αγαπώ. Τον αγαπώ και με το παραπάνω, με τον δικό μου τρόπο. Έχει πολλά χαρίσματα, έχει χιούμορ. Έχει δυνάμεις ασυναγώνιστες και ικανότητες απαράμιλλες. Τελικά όμως οι ιδέες του και ο τρόπος ζωής του είναι λάθος. Ώρες ώρες, όταν του μιλάω, έχω την αίσθηση ότι κάνω κύκλους στο ίδιο σημείο. Η ίδια διαδικασία που εκείνον τον ανεβάζει ψηλότερα, εμένα μ' αφήνει στα ίδια και στα ίδια. Με κάνει να νιώθω ένα απερίγραπτο κενό μέσα μου! Με λίγα λόγια, λειτουργούμε εντελώς διαφορετικά ο ένας απ' τον άλλον. Καταλαβαίνεις τι προσπαθώ να πω;» «Ναι, πολύ καλά», απάντησε η Χατσούμι φέρνοντάς μου άλλη μια μπίρα από το ψυγείο. «Εξάλλου, μόλις τελειώσει τον ένα χρόνο της εκπαίδευσης στο Υπουργείο Εξωτερικών, θα φύγει έτσι κι αλλιώς για κάποια άλλη χώρα. Τι θα κάνεις εσύ τότε; Θα τον περιμένεις; Δεν έχει σκοπό να παντρευτεί». «Το ξέρω». «Δεν έχω τίποτε άλλο να σου πω». «Μάλιστα», είπε η Χατσούμι. Γέμισα αργά το ποτήρι μου με μπίρα. «Ξέρεις, προηγουμένως που παίζαμε μπιλιάρδο, μου
374
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
πέρασε μια σκέψη απ' το νου», είπα. αΕίμαι μοναχοπαίδι,. Μεγαλώνοντας όμως δεν ένι,ωσα ποτέ στερημένος, δεν λαχτάρησα ποτέ μου αδέρφια. Ήμουν μια χαρά μόνος μου. Ξαφνικά όμως εκεί που παίζαμε μπιλιάρδο μαζί, είχα την αίσθηση πως θα 'θελα πολύ να είχα μια μεγαλύτερη αδερφή σαν εσένα - μια έξυπνη και κομψή αδερφή που θα διάλεγε ένα βραδινό φόρεμα στο μπλε του μεσονυχτίου και χρυσά σκουλαρίκια και θα μ' έκανε σκόνη στο μπιλιάρδο». Η Χατσούμι μου χάρισε ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. «Νομίζω ότι είναι το ωραιότερο πράγμα που μου είπε κάποιος όλο τον περασμένο χρόνο. Αλήθεια». «Θέλω μόνο να είσαι ευτυχισμένη», συνέχισα κοκκινίζοντας. «Είναι πραγματικά παράξενο. Όλα δείχνουν ότι θα μπορούσες να είσαι ευτυχισμένη με οποιονδήποτε. Πώς έπεσες εσύ πάνω σ' έναν άνθρωπο σαν τον Ναγκασάβα;» «Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν και μάλλον δεν μπορεί κανείς να τ' αποφύγει. Στην περίπτωσή μου πάντως έτσι έγινε. Ο Ναγκασάβα βέβαια θα έλεγε ότι το φταίξιμο είναι δικό μου κι όχι δικό του». «Όσο γι' αυτό, σίγουρα». «Ναι, αλλά ξέρεις, Βατανάμπε, δεν είμαι και η εξυπνότερη κοπέλα στον κόσμο. Αν το καλοσκεφτείς, είμαι μάλλον χαζούλα και παλιομοδίτισσα. Αέξεις όπως σύστημα. ζωής και υπευθυνότητα δεν μου λένε πολλά πράγματα. Θέλω μόνο να παντρευτώ και ο άντρας που αγαπώ να με παίρνει στην αγκαλιά του κάθε βράδυ και να κάνουμε μωρά. Αυτά είναι υπεραρκετά για μένα. Αυτά θέλω από τη ζωή μου».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
«Ο Ναγκασάβα όμως θέλει εντελώς διαφορετικά πράγματα απ' τη δική του ζωή». {(Οι άνθρωποι αλλάζουν όμως. Δεν το πιστεύεις αυτό;» με ρώτησε η Χατσούμι. «Τι εννοείς; Ότι βγαίνουν έξω, στην εχθρική κοινωνία, τρώνε μια στα πισινά και βάζουν μυαλό;» «Ναι. Αποκλείεται λοιπόν ν' αλλάξουν τα αισθήματά του για μένα, αν βρεθεί μακριά μου για αρκετό καιρό;» «Θα μπορούσε να γίνει έτσι, αν ο Ναγκασάβα ήταν σαν τους άλλους, σαν τους συνηθισμένους ανθρώπους», απάντησα, «Δεν είναι όμως. Έχει τρομακτικά δυνατή θέληση, πολύ πιο δυνατή απ' ό,τι μπορούμε να φανταστούμε εσύ κι εγώ. Κάθε μέρα που περνάει γίνεται και πιο δυνατός. Τα εμπόδια και οι δυσκολίες καταφέρνουν μόνο να τον κάνουν δυνατότερο. Θα προτιμούσε να φάει ζωντανούς γυμνοσάλιαγκες για να μην υποχωρήσει, να μην αφήσει κανέναν να τον νικήσει. Τι περιμένεις από έναν τέτοιον άνθρωπο;» «Μα δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, μόνο να τον περιμένω», είπε η Χατσούμι στηρίζοντας το πιγούνι της στην παλάμη. «Τόσο πολύ τον αγαπάς;» «Ναι», είπε μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό. «Θεούλη μου!» είπα αναστενάζοντας και ήπια την τελευταία γουλιά της μπίρας μου. «Πρέπει να 'ναι υπέροχο συναίσθημα αυτή η βεβαιότητα: ότι αγαπάς κάποιον έτσι, άνευ όρων». «Είμαι ένα απλό και κουτό κορίτσι», μου απάντησε. «Θα πιεις άλλη μια μπίρα;» «Όχι, ευχαριστώ. Πρέπει να φύγω. Σ' ευχαριστώ για τον επίδεσμο και την μπίρα».
376
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
Ήμ,ουν στο χολ και φορούσα τα παπούτσια μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. 11 Χατσούμι με κοίταξε, κοίταξε το τηλέφωνο, ύστερα με ξανακοίταξε. ((Καληνύχτα)), είπα και βγήκα. Κλείνοντας πίσω μου την πόρτα, είδα τη Χατσούμι να σηκώνει το τηλέφωνο. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα στη ζωή μου.
Ήταν 11.30, όταν έφτασα στην εστία. Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο του Ναγκασάβα και χτύπησα την πόρτα του. Μετά το δέκατο χτύπημα θυμήθηκα ότι ήταν Σάββατο βράδυ. Τα Σάββατα ο Ναγκασάβα έπαιρνε πάντοτε άδεια διανυκτέρευσης, υποτίθεται ότι έμενε σε κάποιο συγγενικό του σπίτι. Γύρισα στο δωμάτιό μου, έβγαλα τη γραβάτα μου, κρέμασα το σακάκι και το παντελόνι μου, φόρεσα τις πιτζάμες μου κι έπλυνα τα δόντια μου. Λχ, όχί/ σχέψτιηκοί. Πάλι Κυριακή αύριο. Είχα την αίσθηση πως ξημέρωνε Κυριακή κάθε τέσσερις μέρες. Άλλες δυο Κυριακές και θα γινόμουν είκοσι χρονών. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και κάρφωσα το βλέμμα στο ημερολόγιο του τοίχου, καθώς η στενοχώρια σκοτεινή με πλημμύριζε ολόκληρο.
Κάθισα στο γραφείο μου να γράψω το κυριακάτικο γράμμα μου στη Ναόκο, πίνοντας καφέ από ένα μεγάλο φλιτζάνι κι ακούγοντας παλιούς δίσκους του Μάιλς Ντέιβις. Έξω ψιλόβρεχε, το δωμάτιό μου ήταν κρύο σαν ενυδρείο. Το χοντρό μάλλινο πουλόβερ που φορούσα, το είχα μόλις βγάλει από μια κούτα και μύριζε ακόμα ναφθαλίνη. Ψη-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
λά στο τζάμι του παραθύρου μου καθόταν ασάλευτη μια χοντρή μύγα. Δεν φυσούσε και η Ση[λαία του Ανατέλλοντος Ηλίου κρεμόταν άψυχη στον ιστό της, σαν τήβεννος Ρωμαίου συγκλητικού. Ένας κοκαλιάρης σκύλος με καστανό τρίχωμα και φοβισμένο βλέμμα είχε τρυπώσει στο προαύλιο και οσφραινόταν ένα ένα τα λουλούδια στην πρασιά. Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω γιατί ένα σκυλί τριγύριζε μυρίζοντας τα λουλούδια μια βροχερή μέρα. Έγραψα ένα μεγάλο γράμμα. Κι όποτε η πληγή μου πονούσε από το γράψιμο, σταματούσα και χάζευα έξω από το παράθυρο. Άρχισα εξιστορώντας στη Ναόκο πώς είχα κοπεί στο δισκάδικο. Έπειτα της έγραψα ότι ο Ναγκασάβα, η Χατσούμι κι εγώ είχαμε βγει την περασμένη νύχτα να γιορτάσουμε την επιτυχία του Ναγκασάβα στο διαγωνισμό του Υπουργείου Εξωτερικών. Της περιέγραψα το εστιατόριο και τα φαγητά. Φάγαμε πολύ καλά, της έγραψα, αλλά στα μισά της βραδιάς η ατμόσφαιρα βάρυνε πολύ. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να της γράψω για το μπιλιάρδο που είχα παίξει με τη Χατσούμι και να της θυμίσω έτσι τον Κιζούκι. Τελικά το έκανα. Ένιωσα πως έπρεπε να το κάνω. Ακόμα
θυμάμαι
Κιζούκι
εκείνη
Ήταν δύσκολο
την τελευταία τη βραδιά χτύπημα,
μενα ότι θα το κατάφερνε. πημα ήταν άψογο, που ακούμπησαν
μπάλα
που χτύπησε
- τη βραδιά
που
με πολύ φάλτσο. Στάθηκε
μεταξύ
τους, καθώς
πέθανε.
Δεν
τυχερός:
η άσπρη και η κόκκινη
ο
περί-
το χτύ-
μπάλα
ίσα
διασταυρώθηκαν
πάνω στην πράσινη τσόχα δίνοντας σ' εκείνον
τους τε-
378
ΧΛΡΟΓΚΙ
λευταίους πημα,
πόντους της παρτίδας.
ακόμα
μου. Επί
ΜΟΐΡΛΚΑΜΙ
το θυμάμαι
δυόμισι
χρόνια
στέκα στα χέρια
Ήταν σπουδαίο
σαν να το βλέπω σχεδόν
δεν είχα
μυαλό μου δεν πήγε της πρώτης
ράχτηκα.
ξαναπιάσει
μου.
Το βράδυ που έπαιξα μπιλιάρδο τέλος
χτύ-
μπροστά
Πίστευα
μιζε τον Κιζούκι.
με τη Χατσούμι,
στον Κιζούκι
παρτίδας
το
παρά μόνο μετά
και τότε πραγματικά
ότι το μπιλιάρδο Τελειώσαμε
το τα-
πάντα θα μου θύ-
την πρώτη
παρτίδα
κι
αγόρασα μια πέπσι από ένα μηχάνημα
κι άρχισα να την
πίνω - και τότε μόνο τον σκέφτηκα.
Μου τον
η πέπσι:
ένα παρόμοιο μηχάνημα
ζί όπου παίζαμε
θύμισε
είχαν και στο
παρέα, ο νικημένος
πλήρωνε
μαγα-
τα ανα-
ψυκτικά. Ένιωσα
τύψεις
που δεν σκέφτηκα
ζούκι. Σαν να τον είχα προδώσει.
αμέσως
Γυρίζοντας
τον
Κι-
στο δω-
μάτιό μου όμως σκέφτηκα:
έχουν περάσει
δυόμισι
χρό-
νια από τότε και ο Κιζούκι
είναι ακόμα δεκαεφτά
χρο-
νών. Όχι πως η θύμησή μου. Ιδίως ακόμα
πεντακάθαρο
ματα μάλιστα τότε.
Όμως εγώ θα κλείσω
ζούκι, όταν ήμαστε παρελθόν
ξανάρθουν.
μου - μερικά
τα είκοσι,
κι όσο κι αν κλάψω,
θώ να σου πω. Μάλλον κόσμο που μπορεί
πράγ-
όπου να 'ναι. Αυ-
απ' όσα μοιράστηκα
να το εξηγήσω
λά νομίζω ότι θα καταλάβεις
είναι
πιο καθαρά τώρα απ' ό,τι
δεκάξι και δεκαεφτά
Λεν μπορώ
στο μυαλό
με το θάνατό του,
στη μνήμη
μου φαίνονται
τό θέλω να πω. Πολλά γίνει
του έχει ξεθωριάσει
ό,τι έχω συνδέσει
με τον Κι-
χρονών,
δεν πρόκειται
να
καλύτερα,
αλ-
τι ένιωσα και τι
προσπα-
είσαι ο μόνος άνθρωπος
πιθανόν να με
έχουν
καταλάβει.
στον
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
Σε σκέφτομαι ρά. Σήμερα δύσκολες
βρέχει. για μένα.
μπουγάδα μπορώ
τώρα περισσότερο Οι βροχερές Όταν βρέχει,
I
Γ)
από κάθε άλλη φοΚυριακές
είναι
ούτε να καθίσω
στην
νά και ζανά κοιτάζοντας
το αΚΐπά οί'Βΐηβ»
τις στάλες
της βροχής
μου. Όπως σου 'χω πει ήδη, τις Κυριακές
κουρντίζω
Αεν
ταράτσα.
παρά να βάλω το πικάπ να παίζει
χεια τον ίδιο δίσκο και ν'ακούω
πολύ
δεν μπορώ να βάλω
- άρα δεν μπορώ να βάλω ούτε σίδερο.
να βγω βόλτα
Δεν μου μένει
τζάμι
I
τον εαυτό μου, γι' αυτό και σου έγραφα
γράμμα
με τόσες σελίδες.
Κι εδώ θα σταματήσω.
τεβαίνω
στην τραπεζαρία
για το
συνέξαστο δεν ένα Κα-
μεσημεριανό. Γεια σου
Η Μι,ντόρί. δεν ήρθε στο μάθημα ούτε εκείνη τη Δευτέρα. Τι της είχε συμβεί; Δέκα μέρες είχαν περάσει από την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Σκέφτηκα να της τηλεφωνήσω, αλλά δεν το έκανα. Είχε πει ότι θα μ' έπαιρνε εκείνη. Την Πέμπτη συνάντησα τον Ναγκασάβα στην τραπεζαρία. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου με το δίσκο του γεμάτο και μου ζήτησε συγγνώμη που είχε «χαλάσει» τη βραδιά μας. «Δεν πειράζει», του είπα. «Εγώ πρέπει να σ' ευχαριστήσω για το υπέροχο δείπνο. Αν και ο τρόπος που επέλεξες να γιορτάσεις την πρώτη σου δουλειά ήταν πράγματι παράξενος». «Αυτό ξαναπές το». Μείναμε για λίγο αμίλητοι, τρώγοντας. «Τα ξανάφτιαξα με τη Χατσούμι», έσπασε τελικά εκείνος τη σιωπή. «Δεν ξαφνιάζομαι». «Φοβάμαι πως φέρθηκα και σ' εσένα άσχημα, αν θυμάμαι καλά».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
« Τ ι σ' έπιασε
I
I
Γ)
και το 'ριζες στις συγγν(ό[/.ες;)) τον ρώ-
τησα. «Μήπως είσαι άρρωστος;» «Μπορεί», μου είπε κουνώντας το κεφάλι. «Μ Χατσούμ.1 μου είπε ότι τη συμβούλεψες να με χωρίσει». «Είναι το μόνο λογικό πράγμα που μπορεί να κάνει». «Μάλλον έχεις δίκιο», είπε ο Ναγκασάβα. «Είναι καλό κορίτσι», είπα ρουφώντας τη σούπα μου. «Το ξέρω», συμφώνησε μ' ένα στεναγμό. «Παραείναι καλή για μένα».
Κοιμόμουν βαριά, όταν χτύπησε ο βομβητής στο δωμάτιό μου ειδοποιώντας με ότι με ζητούσαν στο τηλέφωνο. Πετάχτηκα από τον ύπνο αλαφιασμένος και για μερικά δευτερόλεπτα κοίταξα γύρω μου σαστισμένος μη ξέροντας ούτε πού ήμουν. Ένιωθα λες κι είχα αποκοιμηθεί με το κεφάλι μου μες στο νερό, λες και το μυαλό μου είχε μουλιάσει. Το ρολόι έλεγε 6.15, αλλά δεν είχα ιδέα αν ήταν πρωί ή απόγευμα. Ούτε τη μέρα να θυμηθώ δεν μπορούσα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα πως η σημαία δεν ήταν στη θέση της. Πρέπει να 'ταν απόγευμα. Νά που η έπαρση και η υποστολή αυτής της σημαίας κάπου χρησίμευε τελικά. «Γεια σου, Βατανάμπε. Ευκαιρείς να βρεθούμε;» με ρώτησε η Μιντόρι από την άλλη άκρη του σύρματος. «Δεν ξέρω. Τι μέρα είναι;» «Παρασκευή». «Πρωί ή βράδυ;» «Βράδυ, βέβαια! Τι περίεργος είσαι! Γιά να δω... είναι 6.18 μ.μ.»
382
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
Ήταν λοιπόν πράγματι, απόγευμα! Ναι., ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και δι,άβαζα όταν με πήρε ο ύπνος. Παρασκευή. Το μυαλό μου πήρε μπρος. Τις Παρασκευές δεν δούλευα στο δισκάδικο. «Ναι,. Ευκαψώ. Πού είσαι;» ((Στο σταθμό Ουένο. Θέλεις να συναντηθούμε στο Σιντζούκου; Ξεκινάω τώρα». Ορίσαμε ώρα και τόπο. Έκλεισα το τηλέφωνο.
Όταν έφτασα στο ΌΙΙΟ^ η Μιντόρι καθόταν στην άκρη του πάγκου κι έπινε το ποτό της. Φορούσε μια άσπρη αντρική καμπαρντίνα, τσαλακωμένη, ένα λεπτό κίτρινο πουλόβερ και παντελόνι τζιν. Στον καρπό της είχε περασμένα δυο βραχιόλια. ((Τι πίνεις;» ρώτησα. ((Τομ Κόλινς». Παράγγειλα ουίσκι με σόδα και τότε μόνο πρόσεξα τη μεγάλη βαλίτσα που ήταν ακουμπισμένη δίπλα στο σκαμνί της Μιντόρι. ((Είχα φύγει», μου είπε. ((Μόλις γύρισα». ((Πού είχες πάει;» ((Νότια, στη Νάρα... και βόρεια, στο Άομορι». ((Ταυτόχρονα;» ρώτησα σαστισμένος. ((Μην είσαι χαζός. Μπορεί να είμαι τρελή, αλλά δεν μπορώ να πάω ταυτόχρονα στο βορρά και στο νότο. Πήγα στη Νάρα με το φίλο μου κι ύστερα πήγα στο Άομορι μόνη μου». Ήπια μια γουλιά από το ποτό μου, ύστερα μ' ένα σπίρτο άναψα το Μάρλμπορο που η Μιντόρι είχε φέρει στο
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
στόμα της. «Ταλαιπωρήθηκες ασφαλίός [ΐε την κηδεία και μ' όλα αυτά». ((Μπα, καθόλου. Οι κηδείες είναι παιχνιδάκι για μένα. Έχουμε συνηθίσει πια. Δεν έχω παρά να φορέσω ένα μαύρο κιμονό και να καθίσω σοβαρή κι α[Λίλητη - όλο και κάποιος βρίσκεται κι αναλαμβάνει τα πάντα, ένας θείος, ένας γείτονας, κάποιος. Αγοράζουν σακέ, παραγγέλνουν σούσι, παρηγορούν την αδερφή μου κι εμένα, μοιρολογούν, μοιράζουν συλλυπητήρια. Πανεύκολο. Σαν να πηγαίνεις περίπατο. Εκδρομή. Σε σύγκριση με την καθημερινή φροντίδα του αρρώστου, σκέτος περίπατος, σου λέω. Η αδερφή μου κι εγώ είχαμε στεγνώσει. Ούτε να κλάψουμε δεν μπορούσαμε. Δεν μας είχαν μείνει δάκρυα. Αλήθεια. Μόνο που όταν δεν κλαις, αρχίζει ο κόσμος και σε κουτσομπολεύει: "Αυτά τα κορίτσια... πολύ ψυχρά είναι". Εμείς όμως δεν κλάψαμε. Τι να κάνουμε; Έτσι είμαστε. Ξέρω πως θα μπορούσαμε να το κάνουμε στα ψέματα, αλλά δεν καταδέχομαι τέτοιο πράγμα. Οι μπάσταρδοι! Πέθαιναν για να μας δουν να κλαίμε, αλλά δεν τους κάναμε τη χάρη. Σ' αυτό το θέμα η αδερφή μου κι εγώ συμφωνούμε απόλυτα, όσο διαφορετικές κι αν είμαστε σε άλλα». Τα βραχιόλια της Μιντόρι κουδούνισαν στο μπράτσο της, καθώς σήκωσε το χέρι να παραγγείλει άλλο ένα Τομ Κόλινς κι ένα μπολ φιστίκια. ((Όταν τέλειωσε η κηδεία κι έφυγαν όλοι, μείναμε οι δυο μας πίνοντας σακέ ώς το χάραμα. Κατεβάσαμε ένα δίλιτρο μπουκάλι και τους περάσαμε όλους από ψιλή κρησάρα: αυτός είναι ηλίθιος, ο άλλος βλάκας, εκείνος μοιάζει με λυσσασμένο σκύλο, ο τέταρτος με γουρούνι, ο πέ-
384
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
μπτος είναι, υποκρί,τής και ψεύτης, ο έκτος απατεώνας. Δεν φαντάζεσαι πόσο το διασκεδάσαμε!» ((Το φαντάζομαι». ((Γίναμε πίτα και πέσαμε για ύπνο. Κοιμηθήκαμε κι, οι δυο ξερές, ώρες πολλές, κι άμα χτυπούσε το τηλέφω νο, το αφήναμε να χτυπάει. Λες κι είχαμε βουλιάξει σε λήθαργο. Με τα πολλά ξυπνήσαμε, παραγγείλαμε σούσι κι αποφασίσαμε να κλείσουμε για λίγο το μαγαζί και να διασκεδάσουμε, να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Μήνες ολόκληρους είχαμε ψοφήσει στην κούραση. Μας άξιζε ένα διάλειμμα. Η αδερφή μου ήθελε να περάσει απλώς λίγες ήσυχες μέρες με το φίλο της κι εγώ αποφάσισα να φύγίο εκδρομή με τον δικό μου και να πηδηχτούμε σαν τρελοί. Οοοπ, συγγνώμη. Μου ξέφυγε», είπε η Μιντόρι φέρνοντας το ένα χέρι με αμηχανία στα χείλη της και ξύνοντας με το άλλο τ' αυτί της. ((Δεν πειράζει», είπα. ((Και πήγατε στη Νάρα». ((Ναι, πάντα μου άρεσε αυτό το μέρος. Με τους ναούς του και το πάρκο των ελαφιών». ((Και πηδηχτήκατε σαν τρελοί;» ((Όχι, όχι. Ούτε μία φορά», απάντησε αναστενάζοντας. ((Με το που μπήκαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κι αφήσαμε τις βαλίτσες μας, μου ήρθε περίοδος. Ποτάμι το αίμα». Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Γέλασα. ((Δεν είναι αστείο. Μου ήρθε μια βδομάδα νωρίτερα! Μ' έπιασαν τα κλάματα όταν το είδα. Νομίζω πως έφταιγε το στρες και η ταλαιπωρία των τελευταίων μηνών. Ο φίλος μου έγινε έξαλλοςΙ Έτσι είναι, θυμώνει αμέσως. Εγώ έφταιγα όμως που μου ήρθε περίοδος; Δεν το ήθελα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣ( )>;
385
Κι η δική μου περίοδος είναι από τΐζ άοχγ][].εζ. Ί':.ς δύο πρώτες μέρες δεν θέλω να κάνω τίποτα. Καλι!)τερα να μη με πλησιάζει κανείς». «Δεν έχω αντίρρηση. Πώς θα το ξέρ(ο ό[ΐ(ύς;» ροότησα. «Θα μπορούσα να φοράω ένα κόκκινο σκουφί τις πρώτες δυο-τρεις μέρες της περιόδου μου. Ί\ λες;» πρότεινε γελώντας. «Αν με συναντήσεις στο δρόμο και δεις ότι φοράω κόκκινο σκουφί, μη μου μιλήσεις. Ν' αλλάξεις πεζοδρόμιο». «Σύμφωνοι. Μακάρι να το 'καναν αυτό όλα τα κορίτσια», είπα. «Γιά πες μου τώρα, τι κάνατε στη Νάρα;» «Τι άλλο μπορούσαμε νοί κάνουμε; Κάναμε βόλτες και ταΐζαμε τα ελάφια. Ήταν σκέτη φρίκη! Κάναμε κι ένα γενναίο καβγά και αφότου γυρίσαμε, δεν τον ξαναείδα. 'Κμεινα λίγες μέρες εδώ και μετά αποφάσισα να πάω μια ωραία εκδρομή μόνη μου. Έτσι πήγα στο Άομορι. Τις δύο πρώτες νύχτες έμεινα σε μια φίλη μου στο Χιρόσακι κι ύστερα άρχισα τις βόλτες - πήγα στη Σιμοκίτα, στο Τάπι, σε πολλά μέρη. Είναι πολύ ωραία. Έγραψα κάποτε έναν τουριστικό οδηγό γι' αυτή την περιοχή. Έχεις πάει ποτέ σου;» «Όχι». «Τέλος πάντων», συνέχισε η Μιντόρι πίνοντας μια γουλιά από το Τομ Κόλινς και ξεφλουδίζοντας ένα φιστίκι. «Όλον αυτό τον καιρό σε σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν τι καλά που θα 'ταν, αν ήσουν μαζί μου». «Γιατί;» «Τι, γιατί;» Η Μιντόρι με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Τι θα πει γιατί;» «Γιατί θα πει γιατί. Γιατί με σκεφτόσουν;»
386
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
«Μάλλον επειδή μ' αρέσεις. Τι αυτό! Για ποιον άλλο λόγο θα σε σκεφτόμουν δηλαδή; Ποιος θα ευχόταν να είναι μαζί με κάποιον που δεν του αρέσει;» «Μα έχεις φίλο», είπα. «Δεν είναι ανάγκη να σκέφτεσαι εμένα», είπα και ήπια μια γουλιά από το ουίσκι με τη σόδα που είχα παραγγείλει. «Κι επειδή έχω φίλο, δεν έχω δικαίωμα να σε σκέφτομαι;» «Όχι, δεν είπα αυτό...» «Γιά μισό λεπτό, Βατανάμπε. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι», είπε η Μιντόρι τεντώνοντας το δάχτυλό της προς το μέρος μου. «Σε προειδοποιώ. Έχω μαζεμένη μέσα μου τη δυστυχία ενός ολόκληρου μήνα. Είμαι έτοιμη να σκάσω. Πρόσεχε λοιπόν τι μου λες. Άλλη μια τέτοια χαζομάρα και θα βάλω τα κλάματα και σταματημό δεν θα 'χω. Άμα αρχίσω, θα κλαίω όλη νύχτα. Αυτό θέλεις; Γιατί εγώ όταν κλαίω, κλαίω κι ούτε με νοιάζει πού είμαι! Δεν αστειεύομαι». Έγνεψα πως είχα καταλάβει και κράτησα το στόμα μου κλειστό. Παράγγειλα δεύτερο ουίσκι με σόδα και έφαγα μερικά φιστίκια. Κάπου πίσω από το θόρυβο του μπαρ και τα παγάκια που αναδεύονταν στα ποτήρια, η Σάρα Βον τραγουδούσε ένα παλιό ρομαντικό τραγουδάκι. «Τα πράγματα ανάμεσα σ' εμένα και το φίλο μου είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν μετά το επεισόδιο με το ταμπόν». «Το επεισόδιο με το ταμπόν;» «Ναι. Είχα βγει μ' αυτόν και με κάποιους φίλους του για ένα ποτό και τους είπα για μια γυναίκα στη γειτονιά
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
μου που φταρνίστηκε τόσο δυνατά ώστε τηζ έφυγε το ταμπόν. Αστείο, ε;» αΕίναι πράγματι αστείο», είπα γελίόντας. «Ε, όλοι το ίδιο είπαν. Μόνο αυτός θύ[λ(οσε και είπε ότι δεν θα 'πρεπε να λέω τέτοιες βρομιές. Ι^Αναι κολλημένος!» «Ουάου!» «Είναι καλό παιδί, αλλά μ' αυτά τα θέματα του βγαίνει η στενοκεφαλιά του», είπε η Μιντόρι. «Για να καταλάβεις, γίνεται έξω φρενών αν τολμήσω να φορέσω κάτι άλλο πέρα από άσπρα βαμβακερά εσώρουχα. Μη μου πεις ότι δεν είναι κόλλημα αυτό!» «Είναι θέμα γούστου», απάντησα διπλωματικά, αλλά από μέσα μου απόρησα που ένας τέτοιος τύπος διάλεξε τη Μιντόρι για φιλενάδα του. Αυτή τη σκέψη όμως την κράτησα για τον εαυτό μου. «Γιά πες μου λοιπόν, εσύ τι έκανες;» με ρώτησε η Μιντόρι. «Τίποτα. Τα ίδια όπως πάντα», είπα. Την ίδια στιγμή θυμήθηκα την προσπάθειά μου να αυνανιστώ έχοντάς τη στο μυαλό μου -όπως της το είχα υποσχεθεί- και της ανέφερα το περιστατικό χαμηλώνοντας τη φωνή μου για να μη μας ακούσουν οι άλλοι γύρω μας. Τα μάτια της φωτίστηκαν και κροτάλισε ευχαριστημένη τα δάχτυλά της. «Πώς πήγες; Ήταν καλά;» «Όχι. Στα μισά ντράπηκα και σταμάτησα». «Θέλεις να πεις ότι σου κόπηκε; Σου 'πεσε;» «Περίπου». «Γαμώτο». Η Μιντόρι με κοίταξε λοξά. «Δεν πρέπει να ντρέπεσαι. Σκέψου ό,τι πιο πρόστυχο σου 'ρχεται στο
388
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΪΡΛΚΑΜΙ
μυαλό. Συμφωνώ με όλα. Ί'ο βρήκα! Άκου τι θα κάνουμε - την επόμενη φορά θα σε πάρω τηλέφωνο. Αν σου μουρμουρίζω: "Αχ, αχ, ωραία που είναι.... το νιώθω... σταμάτα, θα χύσω... Όχι, όχι!" και τέτοια, θα τα καταφέ ρεις». «Το τηλέφωνο είναι στην αίθουσα υποδοχής της εστίας, απ' όπου περνάει συνέχεια κόσμος», της εξήγησα. «Ο διευθυντής θα με σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια αν μ' έβλεπε να τραβάω μαλακία εκεί πέρα». «Κρίμα!» «Δεν πειράζει», είπα. «Κάποια στιγμή θα δοκιμάσω πάλι μόνος μου». «Ναι, αλλά μην τα παρατήσεις χωρίς να βάλεις τα δυνατά σου», είπε η Μιντόρι. «Σύμφωνοι». «Αναρωτιέμαι μήπως είναι δικό μου το φταίξιμο», είπε. «Μήπως δεν είμαι αρκετά σέξι;» «Δεν είναι αυτό», τη διαβεβαίωσα. «Είναι πώς το βλέπω εγώ». «Στην πλάτη μου, ξέρεις, είμαι πολύ ευαίσθητη. Αν με χαϊδέψεις απαλά εκεί... Μμμ...» «Θα το θυμάμαι». «Δεν πάμε να δούμε ένα πορνό τώρα;» πρότεινε η Μιντόρι. «Μια σκληρή, σαδομαζοχιστική τσόντα». Φύγαμε από το μπαρ και πήγαμε σ' ένα μικρό εστιατόριο, όπου φάγαμε χέλι. Ύστερα διαλέξαμε έναν κινηματογράφο στο Σιντζούκου που έδειχνε τρεις ταινίες ακατάλληλες για ανηλίκους. Ήταν το μόνο που βρήκαμε στην εφημερίδα να προβάλλει σαδομαζοχιστικό έργο. Στην αίθουσα υπήρχε μια απροσδιόριστη μυρωδιά. Φτά-
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
σαμε την κατάλληλη στιγμή· καθίσαμ,ε ατι.ς θέσεις μας πάνω που άρχιζε η ταινία. Ήταν η ιστορία [λίας γρα[λ[λατέως που μαζί με την αδελφή της, [ΐαθήτρια ακό[Λα, πέφτουν θύματα απαγωγής. Οι απαγωγείς αναγκάζουν τη μεγάλη αδελφή να κάνει σημεία και τέρατα απειλώντας την πως θα βιάσουν τη μικρή της αδερφή. 11 κοπέλα καταλήγει στον απόλυτο μαζοχισμό, ενώ η μικρή, καθώς παρακολουθεί τα πάντα, τρελαίνεται. Ήταν μια ασυνάρτητη, αξιοθρήνητη και μονότονη ταινία. Πολύ γρήγορα βαρέθηκα. «Αν ήμουν στη θέση της μικρής αδερφής, δεν θα τρελαινόμουν τόσο εύκολα», είπε η Μιντόρι. «Θα συνέχιζα να τους βλέπω». «Σε πιστεύω». «Εξάλλου οι ρώγες της παραήταν σκούρες για ένα κορίτσι αυτής της ηλικίας - και μάλιστα παρθένα. Δεν συμφωνείς;» «Συμφωνώ». Η Μιντόρι είχε τα μάτια της καρφωμένα στην οθόνη με μια προσήλωση που με εντυπωσίασε. Στην περίπτωσή της το εισιτήριο του κινηματογράφου άξιζε τα λεφτά του. Πού και πού μου ψιθύριζε τα σχόλιά της: «Πο πο, Θεέ μου, κοίτα!» Ή : «Τρεις άντρες μαζί! Θα την ξεσκίσουν!» Ή : «Θα ήθελα να το δοκιμάσω αυτό με κάποιον, Βατανάμπε». Έβρισκα τη Μιντόρι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από την ταινία. Όταν άναψαν τα φώτα για το διάλειμμα, είδα ότι δεν υπήρχε άλλη γυναίκα στην αίθουσα. Ένας νεαρός που καθόταν κοντά μας -μάλλον φοιτητής- κοίταξε τη Μιντόρι κι άλλαξε βιαστικά θέση.
390
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
«Γιά πες μου, Βατανάμπε, σου σηκώνεται όταν βλέ πεις τέτοια έργα;» ((Μερικές φορές, ναι», απάντησα. ((Γι' αυτό τα γυρί ζουν εξάλλου αυτά τα έργα». ((Θέλεις να πεις δηλαδή ότι όλοι όσοι είναι εδώ μέσα και παρακολουθούν αυτές τις σκηνές, παθαίνουν το ίδιο; Τριάντα-σαράντα άντρες έχουν στύση ταυτόχρονα; Γιά φαντάσου. Πολύ παράξενο, άμα το καλοσκεφτεί κανείς». ((Ναι... τώρα που το λες». Η δεύτερη ταινία ήταν ένα συνηθισμένο πορνό, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν ακόμα πιο βαρετή από την πρώτη, Είχε πολλές σκηνές στοματικού έρωτα και κάθε φορά που οι πρωταγωνιστές άρχιζαν να γλείφονται, η αίθουσα πλημμύριζε από δυνατούς ήχους που θύμιζαν ρουφήγματα και υγρά πλαταγίσματα της γλώσσας. Ακούγοντάς τους σκέφτηκα άθελά μου ότι ζούσα σ' έναν πραγματικά αλλόκοτο πλανήτη. ((Αναρωτιέμαι ποιος τους σκέφτεται αυτούς τους ήχους», είπα στη Μιντόρι. ((Μου αρέσουν, είναι καταπληκτίκοίΐη μου απάντησε. Ακουγόταν κι ο ήχος του πέους καθώς μπαινόβγαινε κατά τη διάρκεια της συνουσίας. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει ότι υπήρχαν τέτοιοι ήχοι. Ο άντρας βαριανάσαινε. Η γυναίκα τελείωσε με τις συνηθισμένες φωνές -((Ναι!» ή ((Κι άλλο!»- σφαδάζοντας κάτω από το βάρος του κορμιού του. Ακουγόταν και το τρίξιμο του κρεβατιού. Αυτές οι σκηνές επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά. Η Μιντόρι στην αρχή τις απολάμβανε, αλλά μετά από λίγο ακόμα κι αυτή βαρέθηκε και πρότεινε να φύγουμε. Βγήκαμε και πήραμε μερικές βαθιές ανάσες. Ήταν η
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
πρώτη φορά στη ζωή μ,ου που ο αέρας του Σι,ντζούκου μου φάνηκε καθαρός. «Πλάκα είχε», είπε η Μιντόρι. «Να ξανάρθουμε». «Όλο τα ίδια δείχνουν», είπα. «Ε, τι άλλο να δείξουν; Αφού κι εμείς όλο τα ίδια κάνουμε». Εδώ που τα λέμε, δεν είχε κι άδικο. Μπήχ6:με σ' ένα άλλο μπαρ και παραγγείλαμε ποτά. Εγώ ήπια πάλι ουίσκι, η Μιντόρι πήρε τρία-τέσσερα χρωματιστά κοκτέιλ, απροσδιορίστου περιεχομένου. Όταν βγήκαμε έξω, της ήρθε πάλι να σκαρφαλώσει σ' ένα δέντρο. «Δεν έχει δέντρα εδώ», της είπα. «Κι έπειτα... ακόμα και στο ίσωμα παραπατάς». «Είσαι τόσο λογικός και προσγειωμένος. Μου τα χαλάς όλα. Μέθυσα επειδή ήθελα να μεθύσω. Τι σε πειράζει εσένα; Εξάλλου μπορώ να σκαρφαλώσω σε δέντρο ακόμα και μεθυσμένη, που να με πάρει! Θ' ανέβω στην κορφή ενός πανύψηλου, θεόρατου, τεράστιου δέντρου κι από κει πάνω θα τους κατουρήσω όλους!» «Μήπως κατά τύχη χρειάζεσαι τουαλέτα;» «Ναι». Την πήγα στα αποχωρητήρια του σταθμού στο Σιντζούκου που λειτουργούν επί πληρωμή. Έβαλα ένα κέρμα στην πόρτα και την άφησα να περάσει μέσα. Έπειτα αγόρασα μια βραδινή εφημερίδα από το περίπτερο εκεί κοντά και την ξεφύλλισα περιμένοντας να βγει. Τα λεπτά περνούσαν, αλλά η Μιντόρι δεν έλεγε να φανεί. Μετά από ένα τέταρτο της ώρας ανησύχησα κι ήμουν πια έτοιμος να μπω και να την ψάξω, όταν τελικά βγήκε ήταν κατάχλομη.
392
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
«Συγγνώμη», μου είπε. «Με πήρε ο ύπνος». «Είσαι, καλά;» τη ρώτησα και της έριξα το πανωφόρ*. μου στους ώμους της. «Μάλλον όχι.», μου απάντησε. «Θα σε πάω στο σπίτι σου. Αυτό που σου χρειάζεται είναι ένα ωραίο ζεστό μπάνιο κι ένας καλός χορταστικό^ ύπνος. Είσαι πεθαμένη στην κούραση». αΔεν πάω στο σπίτι μου. Γιατί να πάω; Δεν είναι κανείς εκεί. Δεν θέλω να κοιμηθώ μόνη μου σ' αυτό το μέρος». «Ωραιότατα», είπα. «Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Θα πάμε σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο εδώ γύρω και θα κοιμηθώ στην αγκαλιά σου όλη νύχτα. Σαν κούτσουρο. Αύριο το πρωί θα φάμε παρέα κάπου και θα πάμε μαζί στο μάθημα». «Αυτό ήταν απ' την αρχή το σχέδιό σου, ε; Γι' αυτό μου τηλεφώνησες». «Ακριβώς». «Θα έπρεπε να τηλεφωνήσεις στο φίλο σου, όχι σ' εμένα. Αυτό θα ήταν το λογικό. Γι' αυτό τον έχεις». «Μα εγώ θέλω να κοιμηθώ μαζί σου». «Δεν μπορείς να κοιμηθείς μαζί μου. Πρώτον, εγώ πρέπει να γυρίσω στην εστία. Τα μεσάνυχτα πρέπει να 'μαι οπωσδήποτε εκεί, αλλιώς πάω χαμένος. Την έχω ξαναπατήσει έτσι. Δεύτερον, όταν πέφτω στο κρεβάτι με μια κοπέλα, θέλω και να κάνω έρωτα μαζί της. Δεν έχω καμιά όρεξη να περάσω άγρυπνος όλη τη νύχτα, προσπαθώντας να συγκρατηθώ. Δεν αστειεύομαι, μπορεί να κάνω και καμιά βλακεία, να φτάσω να σου κάνω πράγματα που δεν θα τα θέλεις».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ ΟΔ Λ Σ Ο Σ-'^'^Γ)
«ΤΙ, εννοείς; Ότι θα με χτυπήσεις, ΘΑ (ΐ.ε ΛΕΟΕΙς και θα (λε βιάσεις από πίσω;» ((Μιλάω σοβαρά». ((Μα είμαι ολομόναχη! Θέλω να είμαι μαζί (λε κάποιον! Ίο ξέρω ότι αυτό που σου ζητάω είναι τρο[λερό για σένα: όλο απαιτήσεις έχω και δεν σου προσφέρίο τίποτα· σου λέω ό,τι μου κατεβαίνει, σε σέρνω έξω απ' το δωμάτιό σου, σε αναγκάζω να με πηγαίνεις από δω κι από κει! 'Ομως είσαι ο μόνος άνθρωπος, με τον οποίο μπορώ να τα κάνω όλα αυτάΐ Ποτέ κανείς δεν μου έκανε το χατίρι, ούτε μια φορά στα είκοσί μου χρόνια. Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου δεν μου 'διναν καμία σημασία. Κι ο φίλος μου... τι να πω; Δεν είναι τέτοιος τύπος. Τσατίζεται όταν θέλω να περάσει το δικό μου κι αρχίζουμε τον καβγά. Είσαι ο μόνος που μπορώ να του μιλήσω όπως θέλω. Και τώρα είμαι στ' αλήθεια πολύ πολύ πολύ κουρασμένη και θέλω ν' αποκοψ,ηθώ ακούγοντας κάποιον να μου λέει πόσο με συμπαθεί, πόσο όμορφη είμαι και τέτοια. Αυτό θέλω μόνο, Άμα ξυπνήσω, θα είμαι μια χαρά και δεν θα σου ξαναζητήσω τέτοια εγωιστική χάρη. Τ' ορκίζομαι. Θα είμαι φρόνιμο και καλό κορίτσι». ((Σε καταλαβαίνω, πίστεφέ με. Δεν γίνεται όμως». ((Σε παρακαλώ! Έλα! Αλλιώς θα καθίσω εδώ στο δρόμο και θα κλαίω όλη νύχτα. Και θα πέσω στο κρεβάτι με τον πρώτο περαστικό που θα μου μιλήσει». Αυτό ήταν. Τηλεφώνησα στην εστία και ζήτησα τον Ναγκασάβα, Όταν ήρθε στο τηλέφωνο, του ζήτησα να με δηλώσει πως είχα επιστρέψει τάχα για ύπνο. Ήμουν με μια κοπέλα, του εξήγησα. ((Μείνε ήσυχος», μου απάντησε. ((Αφού είναι για τέ-
394
ΧΛΡΟΥΚΙ
ΜΟΓΡΑΚΑΜΙ
τοια υπόθεση, θα το κάνω μετά χαράς. Θα περάσω το όνο μά σου στον κατάλογο αυτών που έχουν επιστρέψει. Με την ησυχία σου λοιπόν. Έλα ό,τι ώρα θέλεις. Μπορείς να μπεις απ' το παράθυρό μου». ((Ευχαριστώ. Θα σ' το χρωστάω», είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο. ((Όλα εντάξει;» ρώτησε η Μιντόρι. ((Ας πούμε», απάντησα αναστενάζοντας. ((Έξοχα. Τώρα θα πάμε σε μια ντίσκο. Είναι πολύ νω ρίς ακόμα». ((Γιά μισό λεπτό, υποτίθεται ότι είσαι πτώμα στην κούραση». ((Για την ντίσκο είμαι μια χαρά». ((Θεέ μου!»
Πράγματι, πήγαμε σε μια ντίσκο και καθώς χορεύαμε, η Μιντόρι ξαναβρήκε τη ζωντάνια και το κέφι της. Ήπιε δύο ουίσκι με κόκα κόλα κι έμεινε στην πίστα ώσπου έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα. ((Είναι φαντασηκάΐ)) είπε όταν καθίσαμε στο τραπεζάκι μας να πάρουμε μια ανάσα. ((Χρόνια είχα να χορέψω έτσι. Δεν ξέρω, λες και η κίνηση του σώματος ελευθερώνει τη σκέψη». ((Η δική σου σκέψη είναι πάντα ελεύθερη». ((Μην το λες αυτό», μου χαμογέλασε. ((Εγώ πάντως νιώθω πολύ καλύτερα. Πεθαίνω της πείνας! Πάμε για πίτσα!» Την πήγα στην πιτσαρία που ήξερα* παράγγειλα μπίρα βαρελίσια και μια πίτσα με αντσούγες. Δεν πεινούσα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
-'^'^Γ)
πολύ κι έφαγα μόνο τέσσερα από τα δίόί^εκα χομιιάτια. 11 Μιντόρι έφαγε όλα τα υπόλοιπα. ((Πολύ γρήγορα συνήλθες», είπα. ((I Ιριν από λίγη ώρα ήσουν άσπρη σαν το χαρτί κι έτρεμαν τα πόδια σου». ((Είναι επειδή κάποιος μου έκανε το χατίρι», απάντησε. ((Αυτό με συνέφερε. Ουάου, η πίτσα είναι φοβερή!» ((Γιά πες μου όμως, αλήθεια δεν είναι κανείς στο σπίτι σου;» ((Αλήθεια. Η αδερφή μου θα μείνει στο φίλο της. Αυτή να (5είς· φόβο που έχει. Μάτι δεν κλείνει, αν δεν είμαι κι εγώ στο σπίτι». ((Τότε ξέχνα τις χαζομάρες με το φτηνό ξενοδοχείο. Μόλις μπαίνεις σε τέτοια μέρη, νιώθεις κι ο ίδιος φτηνιάρης. Πάμε στο σπίτι σου. Θα 'χεις σίγουρα κρεβάτι να κοιμηθώ κι εγώ». Η Μιντόρι το σκέφτηκε για μια στιγμή κι ύστερα έγνεψε καταφατικά. ((Εντάξει, θα κοιμηθούμε στο σπίτι μου». Πήραμε τη γραμμή Γιαμαμότε ώς το Ότσουκα και σε λίγη ώρα ανεβάζαμε ήδη τα μεταλλικά ρολά του Βίβλίοπωλείου Κομπαγιάσι. Ένα χαρτόνι κολλημένο πάνω στο ρολό έγραφε ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΣ ΚΛΕΙΣΤΟ. Το σκοτεινό μαγαζί ήταν πλημμυρισμένο από τη μυρωδιά παλιού, χαρτιού, σαν να 'χε μείνει πολύ καιρό κλειστό. Τα μισά ράφια ήταν άδεια και τα περισσότερα περιοδικά ήταν δεμένα σε πακέτα, έτοιμα για επιστροφή. Η αίσθηση του κρύου και του κενού που με είχε κυριεύσει στην πρώτη μου επίσκεψη, τούτη τη φορά ήταν πιο έντονη. Το μαγαζί έμοιαζε με ναυαγισμένο καράβι, παρατημένο σε μια έρημη αμμουδιά.
396
ΧΛΙ'ΟνΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΛΜΙ
((Δεν θα ξανανοίξετε το μαγαζί;» ρ(Λ)τησα. ((Όχι,. Μάλλον θα το πουλήσουμε», είπε η Μι,ντόρι.. ((Θα μοψαστούμε τα λεφτά και θα ζήσουμε μόνες μας, χωρίς την "προστασία" κανενός. Του χρόνου η αδερφή μου θα παντρευτεί χι εγώ έχω άλλα τρία χρόνια μπροστά μου γί,α να τελειώσω το πανεπιστήμιο. Τα λεφτά που θα πάρουμε, πρέπει να μας φτάσουν τουλάχιστον ώς τότε. Θα κρατήσω και τη δου?νειά με τους τουριστικούς οδηγούς. Μόλις πουληθεί το μαγαζί, θα πιάσουμε ένα διαμέρισμα με την αδερφή μου». ((Πιστεύεις ότι θα βρείτε αγοραστή;» ((Έτσι νομίζω. Ξέρω κάποια που θέλει ν' ανοίξει κατάστημα με μάλλινα. Πριν από λίγο καιρό μάλιστα με ρώτησε αν θέλαμε να πουλήσουμε το μαγαζί μας. Σκέφτομαι τον μπαμπά, ξέρεις. Ο κακομοίρης δούλεψε πολύ σκληρά για να το αγοράσει. Πήρε δάνειο και το ξεπλήρωνε λίγο λίγο. Στο τέλος δεν του είχε μείνει τίποτα, ούτε λεφτά ούτε τίποτα. Είχαν χαθεί όλα, σαν το νερό στην άμμο». ((Του 'μεινες εσύ όμως», είπα. ((Εγώ!!!» γέλασε η Μιντόρι και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα είπε: ((Πάμε πάνω. Κάνει κρύο εδώ». Όταν ανεβήκαμε, μ' έβαλε να καθίσω στην κουζίνα κι εκείνη πήγε να ζεστάνει νερό για το μπάνιο. Όσο έλειπε, εγώ έβαλα το τσαγερό στη φωτιά κι έφτιαξα τσάι. Περιμένοντας το θερμοσίφωνα να ζεστάνει το νερό, καθίσαμε αντικριστά στο τραπέζι της κουζίνας και ήπιαμε το τσάι μας. Με το σαγόνι στηριγμένο στο χέρι της, η Μιντόρι κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου. Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγόταν και το μαλακό βουητό του ψυγείου,
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ ΟΔ Λ Σ Ο Σ-'^'^Γ)
καθώς ο θερμοστάτης του το σταματούσε χ,αι το ξανάβαζε μπρος. Οι δείκτες του ρολογιού πλησίαί^αν γρήγορα τα μεσάνυχτα. ((Ξέρεις, Βατανάμπε, αν σε κοιτάξει κανείς [ΐε προσοχή, έχεις πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο». ((Αλήθεια;)) ρώτησα, λίγο πειραγμένος. ((Για μένα η ομορφιά έχει σημασία», [χου είπε. (('Οσο περισσότερο σε κοιτάζω... τόσο λέω μέσα μου: "Ι^]ντάξει, καλός είναι")). ((Και για μένα το ίδιο», απάντησα. ((Πότε πότε σκέφτομαι τον εαυτό μου και λέω: "Εντάξει, μωρέ, καλός είμαι"». ((Ε, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Δεν το εννοούσα έτσι αυτό που είπα. Δεν τα καταφέρνω με τα λόγια, συγγνώμη. Ήθελα μόνο να πω ότι μ' αρέσεις. Σ' το 'χω ξαναπεί αυτό;)) ((Ναι», είπα. ((Δυσκολεύομαι να καταλάβθ3 τους άντρες αλλά, πού θα μου πάει, θα τα καταφέρω σιγά σιγά». Η Μιντόρι έφερε ένα κουτί Μάρλμπορο κι άναψε τσιγάρο. ((Όταν ξεκινάς απ' το μηδέν, έχεις πολλά να μάθεις». ((Δεν έχεις άδικο». ((Αχ, παραλίγο να το ξεχάσω! Θέλεις ν' ανάψεις ένα αρωματικό ξυλάκι για τον πατέρα μου;» Ακολούθησα τη Μιντόρι στο δωμάτιο με το βουδιστικό προσκυνητάρι, άναψα ένα αρωματικό ξυλάκι μπροστά στη φωτογραφία του πατέρα της κι ένωσα τις παλάμες μου. ((Ξέρεις τι έκανα τις προάλλες;» ρώτησε η Μιντόρι.
398
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΐνίΟΠΆΚΑΜΙ
«Στάθηκα γυμνή μπροστά στη φωτογραφία του μπαμπά μου. Στάθηκα εκεί μπροστά κι έβγαλα όλα μου τα ρούχα για να με δει καλά. Ύστερα κάθισα στη στάση της γιόγκα και περίμενα. Σαν να του 'λεγα: "Κοίτα, μπαμπά, αυτό είναι το στήθος μου. Αυτό είναι το κορμί μου γυμνό"», «Πώς σου 'ρθε να κάνεις τέτοιο πράγμα;» ρώτησα. «Δεν ξέρω. Απλώς ήθελα να του δείξω το κορμί μου. Στο κάτω κάτω ο μισός μου εαυτός βγήκε απ' το σπέρμα του, έτσι δεν είναι; Γιατί να μην του τον δείξω; "Ορίστε η κόρη που έκανες". Ήμουν και λίγο μεθυσμένη εκείνη την ώρα. Ίσως έφταιγε κι αυτό». «Ίσως». «Μπήκε η αδερφή μου και με είδε και κόντεψε να της έρθει κόλπος. Εμένα, τσίτσιδη, μπροστά στη φωτογραφία του πατέρα μας, με τα πόδια μου ανοιχτά! Κι εσύ να 'σουν, θα έμενες κάγκελο». «Εμ, βέβαια». «Της εξήγησα πάντως γιατί το έκανα και της είπα: "Βγάλε κι εσύ τα ρούχα σου, Μόμο (Μόμο λένε την αδερφή μου) και κάθισε δίπλα μου, να σε δει κι εσένα", αλλά δεν ήθελε. Έφυγε μάλλον αγανακτισμένη μαζί μου. Ξέρεις, είναι συντηρητική η αδερφή μου μ' αυτά τα πράγματα». «Δηλαδή είναι φυσιολογική, θέλεις να πεις», «Γιά πες μου, Βατανάμπε, τι γνώμη σχημάτισες για τον πατέρα μου;» «Δεν μπορώ να σχηματίσω εύκολα γνώμη για τους ανθρώπους, με την πρώτη ματιά, αλλά δεν πέρασα καθόλου άσχημα, όταν έμεινα μόνος μαζί του. Δεν ένιωσα άβολα. Ίσα ίσα. Κουβεντιάσαμε για ένα σωρό πράγματα».
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
αΤι πράγματα;» «Για τον Ευριπίδη», απάντησα. Η Μιντόρι γέλασε δυνατά. «Είσαι περίεργος τελικά! Ποιος θα έπιανε κουβέντα για τον Ευριπίδη [/.' έναν ετοιμοθάνατο που μόλις τον γνώρισε;» «Και ποιοί θα καθόταν τσίτσιδη μπροστά στη φωτογραφία του μακαρίτη του πατέρα της, με τα πόδια ανοιχτά;» Η Μιντόρι γέλασε και χτύπησε το κουδουνάκι στο προσκυνητάρι. «Καληνύχτα, μπαμπά. Θα πάμε να το γλεντήσουμε τώρα λίγο. Εσύ μείνε εδώ να ησυχάσεις και να κοιμηθείς μια σταλιά. Δεν πονάς πια, έτσι δεν είναι; Έχεις πεθάνει, σύμφωνοι; Είμαι σίγουρη ότι δεν πονάς. Αν πονάς, τα παράπονά σου στους θεούς. Πες τους ότι παρατράβηξε το κακό. Ελπίζω να συναντήσεις τη μαμά και να το κάνετε οι δυο σας. Είδα το πουλί σου όταν σε βοηθούσα να κατουρήσεις. Καθόλου άσχημο! Δώσ' του να καταλάβει λοιπόν. Καληνύχτα».
Μπήκαμε στο μπάνιο με τη σειρά και φορέσαμε πιτζάμες. Εμένα μου δάνεισε μια σχεδόν καινούργια πιτζάμα του πατέρα της. Μου έπεφτε λίγο μικρή, αλλά ήταν καλύτερη απ' το τίποτα. Η Μιντόρι μου άπλωσε ένα στρώμα στο πάτωμα του δωματίου με το προσκυνητάρι. «Δεν σε πειράζει να κοιμηθείς εδώ, έτσι;» ρώτησε. «Καθόλου. Δεν έχω κάνει τίποτα κακό», απάντησα χαμογελώντας. «Θα μείνεις μαζί μου όμως και θα με κρατάς, ώσπου να με πάρει ο ύπνος. Εντάξει;»
400
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
«Εντάξει,», είπα. Μισός μέσα στο στενό κρεβάτι, της Μί,ντόρι, και μισός απέξω, την κράτησα στην αγκαλιά μου. Με τη μύτη της χωμένη στο στήθος μου, τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση μου. Το δεξί μου χέρι σφίχτηκε στην πλάτη της, ενώ με το αριστερό μου πάσχιζα να κρατηθώ από το κεφαλάρι του κρεβατιού για να μην πέσω. Το μόνο καλό σ' αυτή τη στάση ήταν πως με κανέναν τρόπο δεν ξυπνούσε τις ερωτικές μου διαθέσεις. Η μύτη μου ακουμπούσε στο κεφάλι της και τα κοντοκομμένα μαλλιά της πότε πότε με γαργαλούσαν. «Έλα, πες μου κάτι», είπε η Μιντόρι με το πρόσωπό της χωμένο στην αγκαλιά μου. «Τι θέλεις να σου πω;» «Ό,τι να 'ναι. Κάτι που θα με κάνει να νιώσω καλά». «Είσαι στ' αλήθεια πολύ όμορφη», είπα. «... Μιντόρι», είπε. «Πες με μέ τ' όνομά μου». «Είσαι στ' αλήθεια πολύ όμορφη, Μιντόρι», επανέλαβα τη φράση μου. «Τι θα πει στ' αλήθεια όμορφη;» «Θα πει ότι η ομορφιά σου γκρεμίζει βουνά και στερεύει θάλασσες». Η Μιντόρι σήκωσε το πρόσωπό της και με κοίταξε. «Πάντως τα καταφέρνεις καλά με τις λέξεις». «Νιώθω την καρδιά μου να γλυκαίνει, όταν σ' ακούω να μου λες τέτοια πράγματα», χαμογέλασα. «Πες μου κάτι ακόμα πιο όμορφο». «Μου αρέσεις πολύ, Μιντόρι. Πάρα πολύ». « Π ό σ ο πάρα
πολύ;))
«Σαν αρκουδάκι της άνοιξης. Τόσο πολύ».
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
((Αρκουδάκι, της άνοί,ξης;» Η Μί-ντορί. κοίταξε πάλι. ((Τι. είναι αυτό; Τι είναι το αρκουί^άκι της άνοιξης;» ((Φαντάσου ότι περπατάς ολομόναχη σ' ένα λιβάί^ι μια ανοιξιάτικη μέρα και συναντάς ένα αρκουί^άκι [λε βελουδένιο τρίχωμα και λαμπερά ματάκια. Μόλις το πλησιάζεις, σου λέει: "Γεια σου, όμορφη δεσποσύνη. Θέλεις να παίξουμε;" Κι εσύ κάθεσαι όλη μέρα και παίζεις με το αρκουδάκι, αγκαλιάζεστε και κυλιέστε στο χορτάρι. Ωραία δεν είναι;» ((Ναι. Πολύ ωραία». ((Ε, τόσο πολύ μ' αρέσεις». ((Είναι το ωραιότερο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ μου», είπε η Μιντόρι και κούρνιασε στο στήθος μου. ((Αφού σ' αρέσω τόσο πολύ, θα κάνεις ό,τι σου ζητάω. Έτσι δεν είναι; Δεν θα θυμώνεις. Σύμφωνοι;» ((Σύμφωνοι. Δεν θα θυμώνω». ((Και θα με φροντίζεις πάντα, πάντα, πάντα...» ((Και βέβαια θα σε φροντίζω», είπα χαϊδεύοντας τα κοντά, μεταξένια, αγορίστικα μαλλιά της. ((Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά». ((Εγώ όμως φοβάμαι», είπε. Την κράτησα απαλά και πολύ σύντομα οι ώμοι της άρχισαν ν' ανεβοκατεβαίνουν ήσυχα. Η ανάσα της πήρε τον στρωτό ρυθμό του ύπνου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και γλίστρησα αθόρυβα στην κουζίνα, όπου ήπια μια μπίρα. Δεν νύσταζα καθόλου και σκέφτηκα να διαβάσω λίγο, αλλά δεν μπόρεσα να βρω τίποτε άξιο λόγου. Μου πέρασε απ' το μυαλό να ψάξω και στο δωμάτιο της Μιντόρι, αλλά δεν το έκανα, φοβήθηκα μήπως την ξυπνήσω. Έμεινα για λίγο εκεί, αναποφάσιστος, αργοπίνοντας
402
ΧΛΡΟΓΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
την μπίρα μου, ώσπου τελικά συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σ' ένα βιβλιοπωλείο. Κατέβηκα κάτω, άναψα το φως κι άρχισα να ψάχνω στα ράφια με τα βιβλία τσέπης. Δεν βρήκα πολλά να μ' ενδιαφέρουν, ενώ τα περισσότερα απ' όσα βρήκα, τα είχα διαβάσει ήδη. Επειδή όμως ήθελα σώνει και καλά κάτι να διαβάσω, διάλεξα τελικά το Κάτω από τον τροχό του Χέρμαν Έσε. Πρέπει να σερνόταν καιρό απούλητο στα ράφια του βιβλιοπωλείου. Άφησα το αντίτιμο στο ταμείο: ήταν η μικρή συνεισφορά μου στην πληρωμή των χρεών που είχε η επιχείρηση Κομπαγιάσι. Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας λοιπόν πίνοντας την μπίρα μου και διαβάζοντας το Κάτω από τον τροχό. Το είχα πρωτοδιαβάσει αυτό το μυθιστόρημα τη χρονιά που μπήκα στο γυμνάσιο. Τώρα, περίπου οχτώ χρόνια αργότερα, καθόμουν στην κουζίνα μιας κοπέλας και ξαναδιάβαζα το ίδιο βιβλίο, φορώντας την πιτζάμα του πεθαμένου πατέρα της που μου 'πεφτε μικρή. Περίεργο. Χωρίς αυτές όμως τις περίεργες συνθήκες, μάλλον δεν θα ξαναδιάβαζα ποτέ μου το Κάτω από τον τροχό. Το βιβλίο μού φάνηκε λίγο ξεπερασμένο, αλλά σαν μυθιστόρημα είχε τις αρετές του. Το διάβασα αργά, απολαμβάνοντάς το αράδα αράδα, μες στην ησυχία της νύχτας. Σ' ένα από τα ράφια της κουζίνας υπήρχε ένα σκονισμένο μπουκάλι μπράντι. Έβαλα λίγο σ' ένα φλιτζανάκι του καφέ και το ήπια. Με ζέστανε, αλλά δεν με βοήθησε καθόλου να νυστάξω. Λίγο πριν από τις τρεις πήγα να ρίξω μια ματιά στη Μιντόρΐ' κοιμόταν βαθιά. Πρέπει να 'ταν ψόφια στην κούραση. Τα φώτα από τις βιτρίνες των μαγαζιών στην απέ-
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
ναντι μεριά του δρόμου πλημμύριζαν το ί^ί.>(ΐάτί.ο με [ΐια απαλή λευκή λάμψη, σαν το φως του φεγγαριού. II Μιντόρι ήταν ασάλευτη στο κρεβάτι της, σαν [Μαρμαρωμένη. Έσκυψα από πάνω της, ν' ακούσω την ανάσα της. Κοιμόταν ακριβώς όπως ο πατέρας της. Δίπλα στο κρεβάτι ήταν ακόμα ακουμπισμένη η βαλίτσα από τα πρόσφατα ταξίδια της. Το άσπρο πανωφόρι της κρεμόταν στη ράχη της καρέκλας. Το γραφειάκι της ήταν ταχτοποιημένο στην εντέλεια και στον τοίχο, από πάνω, ήταν καρφωμένο ένα ημερολόγιο με τον Σνούπι. Τράβηξα λίγο την κουρτίνα και κοίταξα από το παράθυρο τα έρημα μαγαζιά. Ήταν όλα κλειστά, με τα ρολά κατεβασμένα. Μόνο τα μηχανήματα πώλησης αναψυκτικών έξω από την κάβα, στριμωγμένα το ένα δίπλα στ' άλλο, έδιναν σημεία ζωής περιμένοντας το χάραμα. Το μακρινό βουητό των περαστικών φορτηγών έκανε τον αέρα κάθε τόσο να ριγεί. Γύρισα στην κουζίνα, έβαλα άλλη μια γουλιά μπράντι στο φλιτζάνι μου και συνέχισα να διαβάζω το Κάτω από τον
τροχό.
Όταν το τέλειωσα, ο ουρανός είχε αρχίσει να ροδίζει. Έφτιαξα ένα στιγμιαίο καφέ και χρησιμοποίησα ένα χαρτάκι κι ένα στιλό για να γράψω σημείωμα στη Μιντόρι: Ήπια λίγο
από το μπράντί
σου. Αγόρασα
ένα
του Κ ά τ ω από τον τροχό. Έξω έχει φέζει, φεύγω
αντίτυπο λοιπόν.
Γεια σου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα δισταγμού πρόσθεσα: Είσαι
στ' αλήθεια
όμορφη όταν κοιμάσαι.
Έπλυ-
να το φλιτζάνι μου, έσβησα το φως στην κουζίνα, κατέβηκα, σήκωσα αθόρυβα το ρολό του μαγαζιού και βγήκα. Ανησύχησα μήπως κάποιος γείτονας θεωρήσει ύποπτες τις κινήσεις μου, αλλά στις 5.50 το πρωί δεν υπήρχε ψυ-
404
Χ Λ Ι ' Ο Ϊ Κ Ι ΙνΙΟΓΡΛΚΛΜΙ
χή στο δρόμο. Μόνο οι. κάργες ήταν κουρνιασμένες στη συνηθισμένη τους θέση, πάνω στις στέγες, κοιτάζοντας το δρόμο. Σήκωσα το βλέμμα στο παράθυρο της Μιντόρι κι αντίκρισα τις ανοιχτόχρωμες ροζ κουρτίνες της. Έπειτα προχώρησα ώς τη στάση, πήρα το τραμ ώς το τέρμα της διαδρομής και συνέχισα με τα πόδια ώς την εστία μου. Στο δρόμο βρήκα ένα ανοιχτό καφέ κι έφαγα ρύζι και σούπα μίζο, λαχανικά τουρσί και τηγανητά αυγά. Ύστερα πήγα από το πίσω μέρος της εστίας και χτύπησα το παράθυρο του Ναγκασάβα - το δωμάτιό του ήταν στο ισόγειο. Μου άνοιξε αμέσως. «Θέλεις καφέ;» με ρώτησε. «Όχι». Τον ευχαρίστησα, ανέβηκα στο δωμάτιό μου, έπλυνα τα δόντια μου, έβγαλα το παντελόνι μου, έπεσα στο κρεβάτι κι έκλεισα τα μάτια μου. Στο τέλος ένας ύπνος δίχως όνειρα ήρθε κι έπεσε βαρύς πάνω μου, κρατώντας τον κόσμο μακριά μου σαν πόρτα μολυβένια.
Έγραφα στη Ναόκο κάθε βδομάδα κι εκείνη μου απαντούσε συχνά. Τα γράμματά της ήταν πάντα σύντομα. Στα μέσα του Νοεμβρίου μου έγραψε πως είχε πιάσει κρύο, ιδίως το πρωί και το βραδάκι. Η επιστροφή
σου στο Τόκιο συνέπεσε
περίπου με την
(Χρχή του φθινοπώρου - στην (χρχή λοιπόν δεν μπορούσα να καταλάβω
αν το κενό που ένιωθα μέσα μου ήταν από
την απουσία σου ή από την αλλαγή κο κι εγώ μιλάμε
για σένα συνέχεια.
του καιρού. Η Μου λέει
Ρέι-
διαρκώς
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
-'^'^Γ)
να σου γράφω αγεία» από μέρους της. Ι'^.ναί όπο)ς πάντα- πολύ καλή μαζί μου. Λεν νομίζίο π(<κ (ί άντεχα να μείνω εδώ αν δεν την είχα δίπλα μου. Κλαίο) όταν μένω μόνη μου. Η Ρέίκο λέει πως το κλάμα μου κάνει Το αίσθημα της μοναξιάς όμως με πληγώνει, μόνη τη νύχτα, ακούω ανθρώπους
καλό.
ί)ταν
είμαι
να μου μιλάνε
μέσα
απ' το σκοτάδι. Μου μιλάνε όπως θροΐζουν τα φύλλα των δέντρων στο φύσημα του νυχτερινού αέρα. Ο Κιζούκι. αδερφή μου. Μου μιλούν ασταμάτητα. νοι και ψάχνουν κάποιον για να Ξαναδιαβάζω
Είναι κι αυτοί μό-
κουβεντιάσουν.
συχνά τα γράμματά
μόνη, όταν νιώθω λυπημένη.
Πολλά
σου, όταν απ' τα
νιώθω
πράγματα
του έξω κόσμου με κάνουν και τα χάνω. Οι δικές περιγραφές γοριά.
όμως μου χαρίζουν
Αναρωτιέμαι
γιατί.
ανακούφιση
Είναι
και
που μου έγραφες
τής της κοπέλας,
της Μιντόρι.
νουμε με ανυπομ,ονησία αυτό, τα γράμματα
σου, είναι μία από
γιορτή.
Βάζω τα δυνατά μου και ξεκλέβω κό χαρτί μπροστά
χρόνο κάθε
Μα όταν κάθομαι
όμως. Απλώς
που δεν σου γράφω.
Μη με
Εχω ένα σωρό πράγματα δεν βρίσκω
μαι με τα
τα λόγια,
γράμματα.
βδο-
με το λευ-
μου, αρχίζω να στενοχωριέμαι.
αυτό εδώ το γράμμα με το ζόρι το γράφω. Η Ρέικο μαλώνει
αυ-
περιμέ-
μας - ναι, σ^ ένα μέρος σαν
μοιάζουν με
μάδα να σου απαντήσω.
Μου
για τον πατέρα
Κάθε βδομάδα
το γράμμα
διασκεδάσεις
Τα
τα διαβά-
οι δυο μας όσα μου γράφεις.
άρεσε το γράμμα
τις ελάχιστες
σου παρη-
τόσο παράξενο!
διαβάζω πάντως ξανά και ξανά. Και η Ρέικο ζει. Ύστερα συζητάμε
II
Κι με
παρεξηγήσεις
που θέλω να σου πω.
γι αυτό και
δυσκολεύο-
406
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
Αυτ-η -η Μίντόρί
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
φαίνεται ενδιαφέρων
άνθρωπος. Δια-
βάζοντας το γράμμα σου είχα την αίσθηση είναι ερωτευμένη
πως ίσως να
μαζί σου. Το είπα στη Ρέιχο
χι
εκεί-
νη μου απάντησε:
"Μα και βέβαια είναι! Ακόμα κι εγώ
είμαι ερωτευμένη
με τον Βατανάμπε!"
θε μέρα μανιτάρια
και κάστανα, κι έτσι τρώμε
Μαζεύουμε
ρινά η ρύζι με κάστανα ή ρύζι με μανιτάρια Είναι πολύ νόστιμα Ρέικο
γι'
καθημε-
ματσουτάκε.
αυτό δεν τα 'χουμε βαρεθεί.
πάντως δεν τρώει και πολύ. Χορταίνει
τα τσιγάρα.
κά-
Τα πουλιά και τα κουνέλια
Η
ακόμα με
είναι μια χαρά. Γεια
σου
Τρεις μέρες μετά τα γενέθλια των είκοσι χρόνων μου πήρα ένα δέμα από τη Ναόκο. Μέσα υπήρχε ένα πλεχτό πουλόβερ στο χρώμα του κρασιού κι ένα γράμμα. Χρόνια
πολλά!
Εύχομαι
ο εικοστός
σου να είναι ευτυχισμένος. λειώσει μενοι.
Θα ήθελα
Αλήθεια. λόβερ.
Ο δικός μου κοντεύει
το ίδιο δυστυχισμένος
από την ευτυχία
να έπεφτε
όπως όλοι οι σ' εσένα
που δεν μπόρεσα
Η Ρέικο κι εγώ το πλέξαμε Αν το έπλεκα
χρόνος της
το μερτικό να
Το καλό μισό είναι της
νει θαυμάσια μ' ό,τι κι αν καταπιαστεί, σώ τον εαυτό μου όταν τη βλέπω, να κάνω έτσι
μου
εξαργυρώσω.
μισό μισό το που-
κο, το κακό μισό είναι δικό μου. Η Ρέικο
Να είσαι
να τεπροηγού-
μόνη μου, δεν θα τέλειωνα
απ' του Αγίου Βαλεντίνου.
καταφέρνω
ζωης
τα
πριν Ρέι-
καταφέρ-
ώρες ώρες
μι-
γιατί εγώ τίποτα
δεν
Γεια
σου
καλά!
καλά.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
Μέσα στο δέμα υπήρχε χι ένα σύντο[λο αη[λείί.)[ΐ.α από τη Ρέικο. Πώς τα πας; Για σένα μπορεί σωποποίηση ξιο κορίτσι. σαμε
της ευτυχίας,
η Ναόκο να είναι τ) προ-
για μένα όμως είναι ένα αδέ-
Παρ' όλα αυτά καταφέραμε
το πουλόβερ
εγκαίρως
Ωραίο, ε; Το χρώμα και το σχέδιο δυο μαζί. Χρόνια
σου
πολλά.
και το
για τα γενέθλια το διαλέξαμε
τελειώσου. κι οι
10 Το 1969 το θυμάμαι, σαν έναν απέραντο βάλτο - μια χρονιά γεμάτη βαθί,ά πηχτή λάσπη, μέσα στην οποία έχανα τα παπούτσια μου σε κάθε μου βήμα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να βαδίζει μέσα στο βούρκο, θυμάμαι την κούρασή μου. Εμπρός μου, πίσω μου, δεν έβλεπα τίποτα, όσο έφτανε το μάτι τριγύρω, η σκοτεινή απεραντοσύνη του βάλτου. Ακόμα κι ο χρόνος σερνόταν σαν τα δύσκολα βαριά μου βήματα. Οι άλλοι άνθρωποι γύρω μου είχαν προχωρήσει, με είχαν προσπεράσει από καιρό - εγώ όμως και ο χρόνος μου είχαμε ξεμείνει πίσω παλεύοντας να ξεκολλήσουμε από τις λάσπες. Ο κόσμος γύρω μου βρισκόταν στο κατώφλι μεγάλων αλλαγών. Ο Τζον Κολτρέιν είχε πεθάνει ήδη και τώρα πολλοί ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο. Οι επαναστατικές αλλαγές, για τις οποίες όλοι μιλούσαν, έμοιαζαν δυο βήματα μπροστά, στη στροφή του δρόμου. Ωστόσο οι ((αλλαγές» που ήρθαν τελικά, για μένα ήταν σκηνικά δύο διαστάσείον, ανούσια και ασήμαντα μαϊμουδίσματα. Με το κεφάλι σκυφτό αγωνιζόμουν να
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
-'^'^Γ)
προχωρήσω, να ξεμπερδέψω τη μια [λέρα [ΐ,ι^τά την άλλη. Κρατούσα το βλέμμα μου καρφο^[λένο στη λάσπη [Μπροστά μου, βύθί,ζα μέσα της το δεξί [ίου πόδί., σήκίονα [ΐ,ε κόπο το αριστερό, το πατούσα χι εκείνο βούλι,αζε, σήκωνα το δεξί. Δεν ήμουν ποτέ σίγουρος πού βρι.σκό[ΐουν ακριβώς, ποτέ σίγουρος ότι προχωρούσα προς τη σ(.)στή κατεύθυνση. Ήξερα μόνο ότι έπρεπε να συνεχίσοο να περπατάω, ένα ένα βήμα. Έγινα είκοσι χρονών, το φθινόπωρο παραχώρησε τη θέση του στο χειμώνα. Σ τ η ζωή μου όμως δεν σημειώθηκε καμιά σημαντική αλλαγή. Βαριεστη[ΐένος, συνέχισα να πηγαίνω στις παραδόσεις μου, να δουλεύω τρία βράδια τη βδομάδα στο δισκάδικο, να ξαναδιαβάζω πότε πότε τον Μεγάλο Γκάτσμπι^ τις Κυριακές να πλένω τα ρούχα μου και να γράφω μεγάλα γράμματα στη Ναόκο. Αραιά και πού έβγαινα με τη Μιντόρι, πηγαίναμε για φαγητό ή στον ζωολογικό κήπο ή στον κινηματογράφο. Το Βιβλιοπωλείο Κομπαγιάσι πουλήθηκε, η Μιντόρι και η αδερφή της μετακόμισαν σ' ένα διαμέρισμα με δυο κρεβατοκάμαρες προς το Μιογκάντανι, πιο κοντά στο κέντρο. Μετά το γάμο της αδερφής της η Μιντόρι λογάριαζε να νοικιάσει μόνη της ένα διαμέρισμα. Μια φορά [λε κάλεσε για μεσημεριανό στο καινούργιο τους ωραίο και ηλιόλουστο διαμέρισμα. Η Μιντόρι έδειχνε πολύ πιο ευχαριστημένη εκεί παρά στο παλιό της σπίτι, πάνω από το Βιβλιοπωλείο
Κομπαγιάσι.
Ο Ναγκασάβα μου πρότεινε συχνά να βγούμε όπως παλιά, αλλά πάντα έβρισκα μια δικαιολογία για να μην πάω. Την είχα μπουχτίσει πια αυτή την ιστορία. Όχι πως δεν θα ήθελα να κοιμηθώ με μία ή \ιε περισσότερες κοπέλες.
410
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
Απλώς ένιωθα κουρασμένος στη σκέψη και, μόνο όλης της προσπάθεί,ας που έπρεπε να κάνω: να μεθύσουμε πρώτα, ψάχνοντας τι,ς κατάλληλες κοπέλες για συντροφιά, έπειτα να τους πιάσουμε κουβέντα, να τις πάμε στο ξενοδοχείο. Τον θαύμαζα σχεδόν τον Ναγκασάβα που μπορούσε να συνεχίζει αυτή τη διαδικασία χωρίς να κουράζεται και χωρίς να βαριέται. Ίσως τα λόγια της Χατσούμι με είχαν επηρεάσει: αντί να πέφτω στο κρεβάτι με κάποια επιπόλαιη, ανώνυμη γνωριμία της μιας βραδιάς, μπορούσα να νιώσω πολύ πιο ευτυχισμένος απλώς και μόνο και μόνο με τη σκέψη της Ναόκο. Θυμόμουν ακόμα πολύ ζωηρά τα δάχτυλα της Ναόκο να τυλίγονται γύρω από τη στύση μου στο χορτάρι εκείνου του λιβαδιού, στα βουνά. Της έγραψα στις αρχές Δεκεμβρίου ρωτώντας την αν μπορούσα να την επισκεφθώ κατά τη διάρκεια των χειμωνιάτικων διακοπών. Μου απάντησε η Ρέικο: θα με περίμεναν με χαρά. Η Ναόκο δυσκολευόταν να γράψει, μου εξηγούσε στο γράμμα της, και γι' αυτό είχε αποφασίσει να μου απαντήσει εκείνη στη θέση της. Δεν έπρεπε πάντως να ανησυχήσω, ούτε να πιστέψω πως η Ναόκο ήταν χειρότερα: αυτά τα πράγματα έρχονταν κι έφευγαν σαν κύματα. Μόλις έκλεισε το πανεπιστήμιο, έφτιαξα το σακίδιό μου, φόρεσα τις μπότες μου και ξεκίνησα για το Κιότο. Ο παράξενος γιατρός αποδείχτηκε σωστός: τα βουνά, κάτασπρα από το χιόνι, ήταν απερίγραπτα όμορφα. Όπως και την προηγούμενη φορά, κοιμήθηκα δύο νύχτες στο διαμέρισμα της Ναόκο και της Ρέικο και πέρασα τρεις μέρες μαζί τους, κάνοντας περίπου τα ίδια πράγματα. Όταν έπεφτε το βράδυ, η Ρέικο έπαιζε κιθάρα και καθό-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
μασταν κουβεντιάζοντας ώς αργά οι. τρεις μας. Αντί για πικνίκ, μια μέρα πήγαμε για σκι. Μια (όρα πορεία [χε τα πέδιλα στο χιονισμένο δάσος μας άφησε λαχανιασ[λένους και καταϊδρωμένους. Βοηθήσαμε και στο φτυάρισ[ΐα του χιονιού, όταν μας έμεινε χρόνος. Ο δόκτωρ ΙΥΙιγιάτα ήρθε στο τραπέζι μας, την ώρα του βραδινού φαγητού, και μας εξήγησε γιατί το μεσαίο δάχτυλο των χεριών είναι πιο μακρύ από το δείκτη, ενώ με τα δάχτυλα των ποδιών συμβαίνει το αντίθετο. Ο φύλακας στην πύλη, ο Ομούρα, μου μίλησε πάλι για το χοιρινό κρέας του Τόκιο. Η Ρέικο χάρηκε με τους δίσκους που της έφερα από την πόλη. Έγραψε τις νότες μερικών τραγουδιών και άρχισε να τα μελετάει στην κιθάρα της. Η Ναόκο ήταν ακόμα πιο λιγομίλητη απ' ό,τι το φθινόπωρο. Όταν ήμαστε και οι τρεις μαζί, καθόταν χαμογελαστή στον καναπέ και με το ζόρι άνοιγε το στόμα της. Η Ρέικο φλυαρούσε διαρκώς για να αναπληρώσει το κενό. ((Μην ανησυχείς πάντως», μου είπε η Ναόκο, ((μια φάση είναι και θα περάσει. Διασκεδάζω πολύ περισσότερο που σας ακούω παρά να μιλάω κι εγώ». Η Ρέικο προσφέρθηκε από μόνη της να κάνει κάποιες εξωτερικές δουλειές, έτσι ώστε η Ναόκο κι εγώ να μείνουμε λίγο μόνοι στο διαμέρισμα και να μπορέσουμε να ξαπλώσουμε μαζί. Φίλησα απαλά το λαιμό της, τους ώμους της και τα στήθη της. Εκείνη με βοήθησε να φτάσω σε οργασμό με το χέρι της, όπως και την περασμένη φορά. Όταν τέλειωσα, την κράτησα μετά στην αγκαλιά μου και της είπα ότι το άγγιγμά της είχε μείνει χαραγμένο στο κορμί μου αυτούς τους δύο μήνες κι ότι τη σκεφτόμουν σχεδόν κάθε φορά που αυνανιζόμουν.
412
Χ Λ Ι ' Ο Ϊ Κ Ι ΙνΙΟΓΡΛΚΛΜΙ
((Δεν έκανες έρωτα [λε άλλη;» με ρώτησε η Ναόκο. ((Ούτε μία φορά». ((Ωραία. Τότε θα σου δώσω κάτι ακόμα για να θυμάσαι», είπε και καθώς έσκυβε πάνω μου πήρε το πέος μου στο ζεστό της στόμα. Τα μακριά ίσια μαλλιά της κυμάτιζαν πάνω στην κοιλιά μου με κάθε της κίνηση, ώσπου έχυσα για δεύτερη φορά. ((Τι λες; Θα το θυμάσαι αυτό;» με ρώτησε. ((Ασφαλώς και θα το θυμάμαι», της είπα. ((Πάντα θα το θυμάμαι». Την έσφιξα στην αγκαλιά μου κι έβαλα το χέρι μου μέσα στο εσώρουχό της. Τη χάιδεψα ανάμεσα στα πόδια. Ήταν τελείως στεγνή. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά κι έσπρωξε το χέρι μου. Μείναμε για λίγο αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάμε. ((Σκέφτομαι να φύγω από την εστία όταν τελειώσει αυτό το εξάμηνο. Να πιάσω ένα διαμέρισμα», είπα. ((Τη βαρέθηκα τη εστία. Αν συνεχίσω να δουλεύω, όπως τώρα, θα μπορώ να καλύπτω μόνος μου τα έξοδά μου. Θα ήθελες να έρθεις στο Τόκιο να μείνουμε μαζί; Όπως είχαμε πει;» ((Αχ, Βατανάμπε, σ' ευχαριστώ. Χαίρομαι τόσο που μου το ζήτησες αυτό!» ((Όχι πως δεν είναι όμορφα εδώ. Είναι ήσυχο μέρος, το τοπίο είναι ειδυλλιακό και η Ρέικο είναι καταπληκτική. Δεν είναι μέρος όμως για να μείνει κανείς πολύ καιρό. Παραείναι μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Όσο περισσότερο μείνεις εδώ, τόσο πιο πολύ θα δυσκολευτείς να φύγεις». Η Ναόκο δεν μίλησε, μ.όνο κοίταζε έξω από το παράθυρο. Χιόνι, παντού χιόνι, όσο μακριά κι αν έφτανε το μά-
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
I I Γ)
τι. Βαριά άσπρα σύννεφα κρέμονταν απ τον ουρανό που έμοιαζε να έχει χαμηλώσει πολύ: ελάχιστος χίόρος απόμενε ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. ((Σκέψου το με την ησυχία σου. Ι^^γίό θα μετακομίσω, το αργότερο το Μάρτιο. Εσύ μπορείς να έρθεις όποτε θέλεις». Έγνεψε καταφατικά. Την αγκάλιασα ξανά με προσεκτικές απαλές κινήσεις, σαν να 'παιρνα στα χέρια μου κάποιο εύθραυστο έργο τέχνης από γυαλί. Τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό μου. Ήμουν γυμνός κι εκείνη φορούσε μόνο τα εσώρουχά της. Το κορμί της ήταν τόσο ωραίο που θα μπορούσα να περάσω όλη μου τη μέρα κοιτάζοντάς τη. ((Γιατί δεν έχω ποτέ υγρά;» μουρμούρισε η Ναόκο. ((Εκείνη η φορά ήταν η μόνη. Στα γενέθλιά μου, τον Απρίλιο. Τη νύχτα που κάναμε έρωτα. Τι μου συμβαίνει;» ((Είναι ψυχολογικό, με τον καιρό θα σου περάσει», είπα. ((Μη βιάζεσαι, δεν υπάρχει λόγος». ((Όλα μου τα προβλήματα ψυχολογικά είναι», είπε η Ναόκο. ((Κι αν δεν λυθούν ποτέ; Δεν θα μπορέσω να ξανακάνω έρωτα στη ζωή μου; Θα συνεχίσεις να μ' αγαπάς όπως τώρα; Θα σου είναι αρκετά τα χέρια και τα χείλη μου; Ή θα βρεις ικανοποίηση στις σεξουαλικές σου ανάγκες πέφτοντας στο κρεβάτι με άλλες;» ((Είμαι γεννημένος αισιόδοξος», είπα. Η Ναόκο ανακάθισε στο κρεβάτι και φόρεσε ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Από πάνω έβαλε ένα φανελένιο πουκάμισο. Ύστερα φόρεσε το τζιν της. Ντύθηκα κι εγώ. ((Άσε με να το σκεφτώ», είπε η Ναόκο. ((Και σκέψου το κι εσύ».
414
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
«Θα το σκεφτώ)), είπα. «Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό που μου έκανες με τα χείλη σου λίγο πριν ήταν εξαίσιο)). Η Ναόκο κοκκίνισε φευγαλέα και μου χαμογέλασε. «Το ίδιο έλεγε και ο Κιζούκι)). «Ο Κιζούκι κι εγώ είχαμε τα ίδια γούστα, τις ίδιες απόψεις)), απάντησα χαμογελώντας. Καθίσαμε αντικριστά στο τραπέζι της κουζίνας, πίνοντας καφέ και κουβεντιάζοντας για τον παλιό καιρό. Είχε αρχίσει να αναφέρει πιο συχνά τον Κιζούκι. Δίσταζε πάντα και διάλεγε τις λέξεις της με προσοχή. Πότε πότε χιόνιζε κι ύστερα σταματούσε πάλι. Ο ουρανός δεν καθάρισε καθόλου τις τρεις μέρες που έμεινα εκεί. «Νομίζω πως θα τα καταφέρω να ξανάρθω το Μάρτιο)), είπα φεύγοντας. Την αγκάλιασα για τελευταία φορά φορώντας κιόλας το πανωφόρι μου και τη φίλησα στα χείλη. «Αντίο)), μου είπε.
Το 1970 -μια χρονιά που ακουγόταν εντελώς αλλιώτικα- ήρθε φέρνοντας και το τέλος της εφηβείας μου. Πατώντας τα είκοσι μπορούσα πια να αρχίσω να τσαλαβουτάω σ' έναν καινούργιο, διαφορετικό βούρκο. Τις εξετάσεις μου τις πέρασα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, πράγμα που τελικά δεν ήταν και δύσκολο: όταν δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις και παρακολουθείς ανελλιπώς τις παραδόσεις όλο το εξάμηνο, τα διαγωνίσματα στο τέλος είναι παιχνιδάκι. Στην εστία ωστόσο παρουσιάστηκαν ορισμένα προβλήματα. Κάποιοι τύποι από τις μαχητικές φοιτητικές
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I I Γ)
παρατάξεις έκρυψαν σιδερολοστούς και. κράνη στα δωμάτιά τους. Όταν ήρθαν σε σύγκρουση [ΐε τους ευνοούμενους του διευθυντή, έπεσε ξύλο. Δύο τραυ[ΐατίστηκαν άσχημα, έξι αποβλήθηκαν. Μετά απ' αυτό το επεισόδιο ξεσπούσαν διαρκώς καβγάδες στην εστία, η ατ[λόσφαιρα μέρα με τη μέρα γινόταν όλο πιο βαριά και τεταμένη. Τα νεύρα όλων κόντευαν να σπάσουν. Ακόμα κι εμένα παραλίγο να με δείρουν μια μέρα. Αν δεν έμπαινε στη μέση ο Ναγκασάβα, δεν θα τη γλίτωνα. Όπως κι αν είχε το πράγμα, ήταν καιρός πια να φύγω από κει. Μόλις ξεμπέρδεψα με τα διαγωνίσματα, άρχισα να ψάχνω στα σοβαρά για διαμέρισμα. Μετά από μια βδομάδα βρήκα αυτό που ήθελα στο Κιτσιγιότζι. Η συγκοινωνία δεν ήταν καθόλου βολική, αλλά το διαμέρισμα ήταν ένα ανεξάρτητο σπιτάκι - πραγματικό κελεπούρι. Ήταν το παράσπιτο του κηπουρού, χωμένο στο βάθος ενός μεγάλου παραμελημένου κήπου, σε αρκετή απόσταση από το κυρίως σπίτι. Ο ιδιοκτήτης της βίλας χρησιμοποιούσε την μπροστινή είσοδο, εγώ την πίσω - είχα λοιπόν τη δυνατότητα να περιφρουρήσω την προσωπική μου ζωή. Το σπίτι μου είχε ένα μεγάλο δωμάτιο, μια κουζινούλα, ένα μπάνιο και μια τεράστια ντουλάπα. Είχε ακόμα και βεράντα που έβλεπε στον κήπο. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που έμενε στη βίλα μού είχε νοικιάσει το σπιτάκι σε τιμή πολύ χαμηλότερη από τις τρέχουσες της αγοράς, με τον όρο ότι θα έφευγα ακόμα και τον επόμενο χρόνο, αν ο εγγονός τους αποφάσιζε να εγκατασταθεί στο Τόκιο. Όλα τα άλλα τα άφησαν στη δική μου προαίρεση. Ο Ναγκασάβα με βοήθησε στη μετακόμιση. Νοίκιασε ένα φορτηγάκι για να μεταφέρουμε τα πράγματά μου και.
416
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
όπως μου το είχε υποσχεθεί, μου χάρισε το ψυγείο, την τηλεόραση χαι το πελώρι,ο θερμός του. Για κείνον ήταν άχρηστα πια, για μένα όμως ήταν τέλεια. Ο ίδιος είχε προγραμματίσει τη δική του μετακόμιση δυο μέρες αργότερα - είχε βρει ένα διαμέρισμα στη συνοικία Μίτα. ((Μάλλον θα κάνουμε καιρό να ιδωθούμε», μου είπε αποχαιρετώντας με. ((Να προσέχεις λοιπόν και να είσαι καλά. Εξακολουθώ να το πιστεύω ότι κάποια μέρα οι δρόμοι μας θα διασταυρωθούν ξανά, σε κάποιο παράξενο μέρος, πολλά χρόνια αργότερα». ((Ανυπομονώ και χαίρομαι από τώρα», απάντησα. ((Και τότε που αλλάξαμε κοπέλες, η άσχημη ήταν η καλύτερη». ((Συμφωνώ», απάντησα γελώντας. ((Όπως κι αν έχει όμως, Ναγκασάβα, να την προσέχεις τη Χατσούμι. Άνθρωποι σαν κι αυτή είναι σπάνιοι. Είναι πολύ πιο ευαίσθητη απ' όσο φαίνεται». ((Το ξέρω», έγνεψε καταφατικά. ((Για να είμαι ειλικρινής, βαθιά μέσα μου ήλπιζα ότι κάποια στιγμή εσύ θα έπαιρνες τη θέση μου δίπλα της. Εσύ κι η Χατσούμι ταιριάζετε». ((Κόψε τις βλακείες!» ((Ένα αστείο είπα», υποχώρησε ο Ναγκασάβα. ((Λοιπόν, καλή τύχη. Έχω το προαίσθημα ότι σε περιμένουν πολλά ντράβαλα, αλλά είσαι σκυλί μοναχό και ξεροκέφαλο. Είμαι σίγουρος ότι θα τα βγάλεις πέρα. Σε πειράζει να σου δώσω μια συμβουλή;» ((Όχι. Λέγε». ((Μη λυπάσαι τον εαυτό σου», μου είπε. ((Όποιος λυπάται τον εαυτό του, είναι χαμένος από χέρι».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ ΟΔ Λ Σ Ο Σ-'^'^Γ)
«Θα το θυμάμαι,)), είπα. Με τα λόγια αυ ιά η^1^ί'^αι^ε τα χέρια και. χωρίσαμε, εκείνος τράβηξε για τον ('^ι.κό του καινούργιο κόσμο κι εγώ πίσω στο βούρκο [ίου.
Τρεις μέρες μετά τη μετακόμιση έγραψα στη Ναόκο. Ί ης περιέγραψα το καινούργιο μου σπίτι και την ανακούφιση που ένιωθα όντας πια μακριά από τους ηλίθιους της εστίας και τις ηλίθιες απόψεις τους. Τώρα μπορούσα ν' αρχίσω την καινούργια ζωή μου με καινούργιο κέφι. Το παράθυρο μου βλέπει σιμεύεί
ως σημείο
γειτονιάς.
Μ' αρέσει
τις χαζεύω.
σ' ένα μεγάλο
συνάντησης
να κάθομαι
στη βεράντα
παρέες
στημένες
παρέες.
Μάλλον
με την παρουσία
ευχαρι-
μου εδώ. Κάποια
στιγμή
ήρθαν και το έφαγαν.
θα γίνουμε
γάτο με ρίγες πληκτικά σο μεγάλη
φίλοι.
και δαγκωμένα
τυρί, δεν το πε-
Προβλέπω
πως σύ-
ανάμεσά
τους ένα
Ξεχώρισα
με τον επιστάτη
πολλές.
δεν είναι
όμως που τους πέταξα λίγο μπαγιάτικο ριφρόνησαν,
της
και να
Λεν ξέρω πόσες είναι, αλλά είναι
Λιάζονται
ντομα
χηπο που χρτ)-
για όλες τις γάτες
αυτιά
που μοιάζει
εκ-
της εστίας,
όπου έμενα.
Τό-
είναι η ομοιότητα,
ώστε ώρες ώρες μου φαί-
νεται πως θα δω στον κήπο τη γιαπωνέζικη
σημαία
ν'
ανεμίζει. Είμαι
λίγο μακριά
τώρα πια θα είμαι
απ' το πανεπιστήμιο
εδώ,
αλλά
στο τρίτο έτος και δεν θα 'χω πολ-
λές πρωινές παραδόσεις.
Στη
δια-
δρομή με το τρένο εξάλλου
Λεν πειράζει
θα μπορώ να διαβάζω.
λοιπόν.
Τώ-
ρα το μόνο που μου μένει
είναι
να βρω μια
δουλίτσα
418
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
εδώ κοντά,
δυο-τρεις
ΜΟΥΡΛΚΑΜΙ
φορές τη βδομάδα.
ναπιάσω ττ) ρουτίνα μου, θα κουρντίζω
Τότε θα ξακάθε πρωί τον
εαυτό μου και θα προχωράω την καθημερινότητά Δεν θέλω να σε πιέσω, η καταλληλότερη αρχη.
Το καλύτερο
θα ηταν ν' αρχίσουμε
μαζί από τον Απρίλιο. να συνεχίσεις
τάκι εδώ κοντά.
ότι δεν είναι
να γίνουν όλα τον Απρίλιο. δεν υπάρχει πρόβλημα. Σχεδιάζω λειά
σου. Αν η
να αφιερώσω
μένουμε
θα
μπορείς συμβίωση
διαμερισμα-
είναι να είμαστε
μαζί
σώνει και
καλά
απαραίτητο
Αν προτιμάς
Γράψε
για ένα διάστημα.
μετακόμισης.
να
μπορώ να σου βρω ένα Το σημαντικό
φαίνεται καινούργια
Αν όλα πάνε καλά,
κι εσύ τις σπουδές
σε προβληματίζει, και εννοείται
αλλά η άνοιξη μου
εποχή του χρόνου για μια
μου.
το
καλοκαίρι,
μου όμως τι
σκέφτεσαι.
περισσότερες Για να καλύψω
Θα μου χρειαστούν
ώρες στη δουτα έξοδα
σίγουρα κάποια
της χρή-
ματα για το να και για τ' άλλο, τώρα που μένω
μόνος
μου: κατσαρολικά,
Το
Μάρ-
και θα ήθελα
πολύ
τιο πάντως θα είμαι
πιάτα, τέτοια πιο ελεύθερος
να έρθω να σε δω. Ποιες
πράγματα.
ημερομηνίες
είναι οι πιο βο-
λικές
για σένα; Γράψε
μου και θα προγραμματίσω
ταξίδι
μου στο Κιότο.
Ανυπομονώ
πάρω γράμμα
το
να σε δω - και να
σου.
Πέρασα την επόμενη βδομάδα αγοράζοντας τα πράγματα που μου χρειάζονταν, στο κοντινό εμπορικό κέντρο του Κιτσιγιότζι. Από τις πρώτες κιόλας μέρες άρχισα να μαγειρεύω μόνος μου απλά φαγητά. Αγόρασα επίσης μερικά σανίδια από ένα ξυλουργείο, του ζήτησα να μου τα κόψει και να μου τα πλανίσει, κι έφτιαξα μόνος μου ένα τρα-
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
I I Γ)
πέζΐ' σ' αυτό μελετούσα χαι έτρωγα. 'Μφτί.αξα επίσης και μερικά ράφια για την κουζίνα κι αγόρασα αρκετά μπαχαρικά. Ένα άσπρο γατί, κάπου έξι μηνών, αποφάσισε πως ήμουν εντάξει κι άρχισε να έρχεται στη βεράντα [ίου για φαγητό. Το βάφτισα Γλάρο. Όταν βολεύτηκα κάπως, κατέβηκα στο κέντρο και βρήκα μια προσωρινή δουλειά σαν βοηθός μπογιατζή. Δούλεψα δυο βδομάδες γεμάτες. Το μεροκάματο ήταν καλό, αλλά η δουλειά βαριά - και οι μυρωδιές από τις μπογιές με ζάλιζαν. Κάθε βράδυ με το σχόλασμα έτρωγα σ' ένα φτηνό εστιατόριο, βοηθώντας τις μπουκιές μου να κατεβούν με μια μπίρα. Έπειτα γύριζα στο σπίτι, έπαιζα με τη γάτα κι έπεφτα για ύπνο. Κοιμόμουν σαν κούτσουρο. Όλον αυτό τον καιρό δεν πήρα γράμμα από τη Ναόκο. Δούλευα, όταν ξαφνικά θυμήθηκα τη Μιντόρι, Τρεις βδομάδες τώρα δεν είχα έρθει σε επαφή μαζί της, συνειδητοποίησα. Δεν την είχα ειδοποιήσει καν ότι μετακόμισα. Της είχα πει ότι σκεφτόμουν να το κάνω κι εκείνη είχε απαντήσει: «Μπα, αλήθεια;» Αυτό ήταν όλο. Πήγα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και τηλεφώνησα στο σπίτι της. Το σήκωσε μια γυναίκα - προφανώς η αδερφή της. Όταν της είπα το όνομά μου, με παρακάλεσε να περιμένω μια στιγμή, αλλά η Μιντόρι δεν ήρθε στο τηλέφωνο. Τέλος η αδερφή της - ή όποια κι αν ήταν εκείνη η γυναίκα- ακούστηκε ξανά από την άλλη άκρη της γραμμής. «Λυπάμαι», μου είπε, «αλλά η Μιντόρι δεν θέλει να σας μιλήσει. Είναι πολύ θυμωμένη, λέει. Μετακομίσατε και δεν της είπατε λέξη. Εξαφανιστήκατε χωρίς να την
420
ΧΛΙ'ΟΪΚΙ
ΙνΙΟΓΡΛΚΛΜΙ
ειδοποιήσετε. Χωρίς να της πείτε πού θα πάτε. Έτσι έγινε; Ε, σας θύμωσε πολύ. Και η Μιντόρι, άμα θυμώσει, δεν το ξεχνάει εύκολα». «Δεν μπορείτε να την πείσετε να έρθει στο τηλέφωνο; Θα της τα εξηγήσω όλα». «Λέει ότι δεν θέλει ν' ακούσει εξηγήσεις». «Μπορώ τότε να τα εξηγήσω σ' εσάς\ Μπορείτε να μ' ακούσετε κι ύστερα να της τα πείτε;» «Αποκλείεται», μου απάντησε. «Είναι δική σας δουλειά. Τι σόι άντρας είστε; Η ευθύνη είναι δικη σας. Φροντίστε να την αναλάβετε». Δεν υπήρχε περίπτωση. Την ευχαρίστησα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Είχε δίκιο η Μιντόρι που ήταν θυμωμένη. Με τη μετακόμιση, με την ταχτοποίηση και με την καινούργια μου δουλειά, δεν είχα προλάβει να τη σκεφτώ καν. Ούτε τη Ναόκο την είχα σκεφτεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το πάθαινα αυτό: κάθε φορά που ρίχνομαι με τα μούτρα σε μια καινούργια προσπάθεια, ξεχνάω όλα τ' άλλα. Μα προσπαθώντας να φανταστώ την αντίθετη περίπτωση, πώς θα είχα νιώσει δηλαδή αν η Μιντόρι είχε μετακομίσει χωρίς να με ειδοποιήσει κι είχε αφήσει να περάσουν τρεις βδομάδες χωρίς να μου τηλεφωνήσει, κατάλαβα το θυμό της και δικαιολόγησα τη στάση της. Δεν ήμαστε ζευγάρι βέβαια, αλλά είχαμε πλησιάσει ο ένας τον άλλον κι είχαμε κουβεντιάσει πράγματα που μόνο οι ερωτευμένοι εκμυστηρεύονται μεταξύ τους. Αυτή η σκέψη με λύπησε πολύ. Είναι τρομερό να πληγώνεις κάποιον που αγαπάς - και μάλιστα από επιπολαιότητα κι απερισκεψία. Μόλις γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά, κάθισα στο
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
γραφείο μου και έγραψα ένα γρά[λ[λα πτη Μ^ντόρί,. Ί ης μίλησα για τα αι,σθήματά μου όσο πιο έντιμα [λπορούσα. Ζήτησα συγγνώμη, χωρίς δικαιολογίες ή εξηγήσεις. Ζήτησα συγγνώμη για την απροσεξία μου και την αναισθησία μου. Μου λείπεις^ ντομότερο.
τ η ς έγραψα, θέλο)
Θέλω να δείζ το καινούργιο
να σε ^ω το συ-
μου σπίτι.
Γράψε
μου, σε παρακαλώ. Έστειλα το γράμμα επείγον. Απάντηση δεν πήρα. Ήταν η αρχή μιας αλλόκοτης άνοιξης. Τις διακοπές μου τις πέρασα περιμένοντας γράμματα. Δεν μπορούσα να φύγω ή να πάω έστω να δω τους δικούς μ,ου, δεν μπορούσα καν να πιάσω μια προσωρινή δουλειά, γιατί δεν ήξερα πότε θα έφτανε γράμμα από τη Ναόκο, λέγοντάς μου ότι μπορούσα να την επισκεφθώ τις τάδε μέρες. Τα απογεύματα έβγαινα βόλτα στους εμπορικούς δρόμους του Κιτσιγιότζι, έβλεπα στον κινηματογράφο δύο ταινίες μ' ένα εισιτήριο ή διάβαζα σ' ένα τζαζ καφέ. Δεν συναντούσα κανέναν, δεν μιλούσα με κανέναν. Μια φορά τη βδομάδα έγραφα στη Ναόκο. Δεν την πίεζα να μου απαντήσει, δεν της έγραφα καν ότι περίμενα απάντηση. Της έγραφα για τη δουλειά μου, για το Γλάρο, για την ανθισμένη ροδακινιά στον κήπο, για τη συμπαθητική γριούλα που πουλούσε τόφου, για τη στρίγκλα στο εστιατόριο της γειτονιάς, για τα φαγητά που μαγείρευα μόνος μου. Δεν μου απάντησε ούτε μία φορά. Όποτε βαριόμουν τα βιβλία ή τους δίσκους μου, έβγαινα και δούλευα λίγο στον κήπο. Δανείστηκα από το σπιτονοικοκύρη μου μια τσουγκράνα, ένα κλαδευτήρι και μια μικρή αξίνα κι άρχισα να μαζεύω τα ξερά φύλλα, να ξεριζώνω τα αγριόχορτα, να κλαδεύω τους θάμνους. Ο κήπος
422
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
δεν άργησε να αλλάξει, όψη. Λίγες μέρες αργότερα ο σπι.τονοικοκύρης με κάλεσε γι,α τσάι. που το ήπί,αμε στη βεράντα της βίλας. Φάγαμε [ΐπισχότα από ρύζι. και κουβεντιάσαμε ένα σωρό πράγματα. Μετά τη σύνταξή του είχε πιάσει δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία, μου είπε. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα σταμάτησε και τώρα δεν δούλευε πια. Το σπίτι και το οικόπεδο ανήκαν πολλά χρόνια στην οικογένειά του, τα παιδιά του είχαν μεγαλώσει κι ήταν ανεξάρτητα. Είχε λοιπόν το περιθώριο να χαρεί τα γηρατειά του, χωρίς υποχρεώσεις. Έφευγε συχνά για ταξίδι με τη γυναίκα του. «Ωραία», είπα. «Καθόλου», μου απάντησε. «Δεν μ' αρέσουν τα ταξίδια. Θα προτιμούσα να δουλεύω». Τον κήπο τον είχε αφήσει απεριποίητο επειδή δεν είχε καταφέρει να βρει καλό κηπουρό στην περιοχή - ο ίδιος ήταν αλλεργικός και δεν μπορούσε να τον φροντίζει μόνος του. Μόλις άγγιζε χόρτο, τον έπιανε φτάρνισμα. Τελειώνοντας το τσάι μας μου έδειξε μια μικρή αποθήκη γεμάτη με διάφορα πράγματα. Μου είπε ότι μπορούσα να πάρω ό,τι ήθελα από κει μέσα. Σαν να 'θελε μ' αυτό τον τρόπο να μ' ευχαριστήσει για τη δουλειά μου στον κήπο. «Δεν έχουμε τι να τα κάνουμε», μου είπε, «γι' αυτό μη διστάσεις». Στην αποθήκη υπήρχαν πράγματι ένα σωρό παλιά πράγματα - μια ξύλινη μπανιέρα, μπαστούνια του μπέιζμπολ, μια μικρή πλαστική πισίνα για μωρά. Διάλεξα ένα παλιό ποδήλατο, ένα μικρό τραπέζι με δυο καρέκλες, έναν καθρέφτη και μια κιθάρα. «Θα μπορούσα να τα δανειστώ;» ρώτησα.
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
((Πάρε ό,τι θέλεις», μου ξανάπε. Έφαγα μια μέρα επιδιορθώνοντας το ποί^ήλατο: καθάρισα τη σκουριά, το λάδωσα, φούσκ(οσα τα λάστιχα, έφτιαξα τους δίσκους και τις αλυσίδες και το πήγα σ' ένα ποδηλατάδικο να μου περάσουν καινούργιο καλώδιο για τις ταχύτητες. Όταν τέλειωσα, το ποδήλατο είχε γίνει καινούργιο. Το τραπέζι το ξεσκόνισα, το έτριψα και το πέρασα με βερνίκι. Αντικατέστησα τις χορδές της κιθάρας και κόλλησα όσα κομμάτια ξύλου κόντευαν να πέσουν. Την ξεσκόνισα καλά κι ύστερα την κούρντισα. Δεν ήταν καμιά ακριβή κιθάρα, αλλά δυο-τρεις νότες μπορούσε να τις βγάλει. Είχα να πιάσω κιθάρα στα χέρια μου από παιδί. Κάθισα στη βεράντα κι άρχισα να παίζω το ((ΙΙρ οη ΐ ΐ ΐ θ Κοοί» των Ντρίφτερς όσο καλύτερα μπορούσα. Ξαφνιάστηκα διαπιστώνοντας ότι θυμόμουν ακόμα τα πιο πολλά ακόρντα. Πήρα μερικά μικρά σανίδια και σκάρωσα ένα τετράγωνο γραμματοκιβώτιο. Το έβαψα κόκκινο, έγραψα πάνω το όνομά μου και το τοποθέτησα έξω από την πόρτα μου. Μέχρι τις 3 Απριλίου το μοναδικό γράμμα που έφτασε στα χέρια μου ήταν μια επιστολή σταλμένη από την εστία: μια πρόσκληση από την επιτροπή συνάντησης των παλιών συμμαθητών από το σχολείο μου. Μια συνάντηση με τους παλιούς μου συμμαθητές ήταν έτσι κι αλλιώς το τελευταίο πράγμα που ήθελα στον κόσμο. Ήταν η τάξη στην οποία πήγαινα μαζί με τον Κιζούκι. Πέταξα την πρόσκληση στα σκουπίδια. Στις 4 Απριλίου το απόγευμα βρήκα στο γραμματοκιβώτιο ένα γράμμα. Στο πίσω μέρος, στη θέση του αποστολέα, έγραφε Ρέίκο Ισίντα. Έκοψα το φάκελο ίσια, με
424
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
το ψαλίδι, και. βγήκα στη βεράντα να το διαβάσω. Είχα το προαίσθημα πως δεν μου έφερνε καλά νέα. Πράγματι έτσι ήταν. Στην αρχή η Ρέικο ζητούσε συγγνώμη που άργησε τόσο να μου γράφει. Η Ναόκο πάσχιζε πολύ καιρό να μου απαντήσει, αλλά δεν κατάφερνε ποτέ να τελειώσει ένα γράμμα. Προσφέρθηκα
να σου γράψω εγώ στη θέση της,
κάθε φορά που της έλεγα να περιμένεις σωπικό
ότι ηταν κρίμα να σε αφήνει
τόσο, εκείνη
το ζήτημα,
επέμενε:
έπρεπε
Ξέρω
ελπίζω
ότι πέρασες
μια απάντηση
ηταν πολύ
να σου γράψει
Γι' αυτό κι εγώ δεν σου απάντησα μη. Στ' αλήθεια
αλλά
ένα δύσκολο
που δεν ερχόταν
μόνη
νωρίτερα.
ότι θα με
προτης.
Συγγνώ-
συγχωρέσεις. μήνα
περιμένοντας
- πίστεψέ
με όμως ο
μήνας ήταν το ίδιο δύσκολος και για τη Ναόκο. Σε παρακαλώ
να προσπαθήσεις
κατάστασή
να καταλάβεις
της δεν είναι καλή, πρέπει
τί αυτή είναι η αλήθεια. σταθεί
Έβαλε
δεν επιτρέπουν
σύμπτωμα τέλη
εκ των υστέρων,
του προβλήματος να γράφει
Νοεμβρίου
στιγμής
τα
αποτε-
αισιοδοξία.
Τώρα που το σκέφτομαι νότητας
Η
τα δυνατά της για να
στα πόδια της, αλλά μέχρι
λέσματα
τι πέρασε.
να σ' το πω για-
το πρώτο
ήταν η απώλεια
γράμματα.
Λυτό συνέβη
με αρχές Δεκεμβρίου.
της
ικα-
γύρω στα
Ύστερα
άρχισε
ν' ακούει διάφορα. Κάθε φορά που επιχειρούσε
να γρά-
ψει γράμμα,
και δεν
μπορούσε
άκουγε
ανθρώπους
να συνεχίσει.
με τις προσπάθειές
να της μιλούν
Οι φωνές τους
της και γρήγορα
ανακατεύονταν
τα παρατούσε
μη
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
μπορώντας
να βρει τις λέξεις
ση δεν είχε χεφοτερέψει, φθηκες
ΔΛΣΟΣ
για δεύτερη
-'^'^Γ)
που -ήθελε. II
κατάστα-
όταν ηρΟεα και [ίας
επισκέ-
φορά. Γί' αυτό κι. εγο) δεν την πή-
ρα πολύ στα σοβαρά. Όλοι μας εδο) λίγο-πολύ τέτοια
συμπτώματα
ματα.
Στην
βάρεψαν λεύεται
που έρχονται
περίπτωση
Αεν μπορεί
μόλις
τα πράγματα
έφυγες.
να βρει τη σωστή λέξη
Στο μεταξύ
Τώρα
ακόμα και μια απλή
κάθε φορά κι αυτό τη συγχύζει νταστα.
και φεύγουν σαν κύ-
της Ναόκο
σχεδόν αμέσως να διατηρήσει
έχουμε σο-
δυσκο-
συζήτηση.
που της
χρειάζεται
(και τη φοβίζει)
τα απράγματα»
αφά-
που ακούει
χειρο-
τερεύουν. Έχουμε
καθημερινά
συνάντηση
με κάποιον
Η Ναόκο, ο γιατρός κι εγώ καθόμαστε προσπαθούμε
να εντοπίσουμε
τι έχει
μέσα της. Είχα την ιδέα να έρθεις σε μία από τις συναντήσεις
και να
ακριβώς
της: ((Θέλω»,
και
ακριβώς συμμετέχεις συμφώ-
ούτε να τ' ακούσει.
μπορώ να σου μεταφέρω
και το επιχείρημά
σπάσει
μας και ο γιατρός
νησε, αλλά η Ναόκο δεν ήθελε λιστα
ειδικό.
και μιλάμε
Μά-
τα λόγια
είπε, ((να είναι
της
τελείως
καθαρό απ' όλα αυτά το σώμα μου, όταν θα τον συναντήσω».
Μα δεν είναι αυτό το πρόβλημα,
πρόβλημα
της είπα.
είναι να γίνει καλά το συντομότερο.
σα όσο μπορούσα. Νομίζω
Λεν άλλαξε
ότι σου έχω εξηγήσει
νοσοκομείο.
Έχουμε
πέρα.
αγωγή
Ο σκοπός
ουργήσει
ήδη πως εδώ δεν είναι
γιατρούς βέβαια,
που μας γράφουν
ωστόσο δεν μπορεί
αυτού του ιδρύματος
και να εξασφαλίσει
Την πίε-
γνώμη.
κάποια φάρμακα και μας συστήνουν κάποιες Συστηματική
Το
θεραπείες.
να γίνει είναι
το κατάλληλο
να
εδώ δημι-
περιβάλ-
426
ΧΑΙ'ΟνΚΙ
λον, ώστε ο ασθενής
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
να μπορέσει
να γιατρέψει
μόνος
του τον εαυτό του · χαι στην ουσία αυτό το 8εν προβλέπει
ιατρική
αν η κατάσταση αναγκαστούν
επέμβαση.
της Ναόκο
επιδεινωθεί
να τη μεταφέρουν
κλινική
ή κάπου αλλού τέλος
λυπηθώ
πολύ, αλλά δεν γίνεται
σικά να ξανάρχεται όταν το επιβάλλει ρα, μπορεί
πια ούτε νοσοκομεία κι αν έχει το πράγμα, να κάνεις
να της
θα
Θα μπορεί
φυ-
διάστημα»,
της. Ή, ακόμα
κάνουμε
θ'
ή σε
Προσωπικά
((για ένα και να μη
ούτε κλινικές
εσύ απ' τη μεριά
κι άλλο,
αλλιώς.
τελείως
ρι μας. Το ίδιο και η Ναόκο. να συνεχίσεις
πάντων.
η θεραπεία
πως
ή σε νοσοκομείο
περιστασιακά
να γιατρευτεί
σκεπτικό
Αυτό σημαίνει
καλύτεχρειάζεται
ούτε τίποτα.
ό,τι περνάει
Το καλύτερο
Όπως
απ' το χέπου
μπορείς
σου, είναι να ελπίζεις
και
γράφεις.
Το γράμμα της Ρέικο ήταν σταλμένο στί,ς 31 Μαρτίου. Όταν το διάβασα, έμεινα καθισμένος στη βεράντα χι άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στον κήπο που είχε γεμίσει από τη φρέσκια πρασινάδα της άνοιξης. Η γέρικη κερασιά ήταν ολάνθιστη. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι και το παράξενο φως εκείνης της μέρας έκανε όλα τα χρώματα να φαντάζουν θαμπά και σβησμένα. Ο Γλάρος γύρισε από τη βόλτα του κι αφού γρατσούνισε με τα νύχια του όλα τα κάγκελα της βεράντας, πλάγιασε τεμπέλικα δίπλα μου κι αποκοιμήθηκε. Το ήξερα ότι έπρεπε να σκεφτώ - και να σκεφτώ σοβαρά. Δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω. Για να πω την αλήθεια, δεν είχα καμιά όρεξη να σκεφτώ. Σύντομα θα 'ρχότανε η ώρα όπου δεν θα είχα πια καμιά επιλογή στο ζή-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
τη μα. Τότε θα καθόμουν και θα τα σκεφτόρ.ουν όλα όπως έπρεπε. Όχι τώρα. Όχι. Όχι τώρα. Πέρασα τη μέρα μου κοιτάζοντας τον κήπο, τε[λπελιάζοντας και χαϊδεύοντας το Γλάρο, '^^νκοθα εξαντλημένος, λες κι όλη η ζωντάνια, όλη η ενεργητικότητα είχαν στραγγίξει από μέσα μου. Ήρθε το σούρουπο, σκοτείνιασε, γαλάζιες κι ύστερα σκούρες σκιές τύλιξαν τον κήπο. Ο Γλάρος μ' άφησε κι έφυγε. Εγώ όμως συνέχισα να κοιτάζω τα άνθη της κερασιάς. Στο φως του ανοιξιάτικου δειλινού έμοιαζαν με σάρκα ανοιχτή, με κατακόκκινες πληγές. Η γλυκερή μυρωδιά της σήψης τους πλημμύριζε τον κήπο. Τότε ήταν που μου ήρθε στο νου το άρρωστο κορμί της Ναόκο. Το είδα πανέμορφο μπροστά μου, μες στο μισοσκόταδο. Το είδα γεμάτο πληγές που άνοιγαν σαν μπουμπούκια, πράσινα ακόμα, διστακτικά, αμέτρητα, τρεμάμενα στο ελαφρό αεράκι. Γιατί να ναι άρρωστο ένα τόσο όμορφο κορμί; αναρωτήθηκα. Γίατί την αφήνουν ησυχη;
δεν
Μπήκα στο σπίτι και τράβηξα τις κουρτίνες, ακόμα και μέσα όμως στάθηκε αδύνατο να ξεφύγω από τη μυρωδιά της άνοιξης. Είχε πλημμυρίσει τον κόσμο. Το μοναδικό πράγμα που μου 'φερνε όμως τώρα στο νου ήταν η τρομαχτική οσμή της σήψης και της αρρώστιας. Κλεισμένος στο σπίτι μου, ένιωθα κυριολεκτικά μίσος.γι' αυτή την άνοιξη. Έφριττα διαισθανόμενος τα δώρα που μου έφερνε. Ανατρίχιαζα μαντεύοντας τον πόνο που κουβαλούσε ειδικά για μένα. Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν μίσησα με τόση ένταση. Τις τρεις επόμενες μέρες τις πέρασα σαν να περπατούσα στο βυθό της θάλασσας. Με δυσκολία άκουγα τους
428
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
ανθρώπους που μ,ου μιλούσαν, δεν καταλάβαί.να καλά τι. μου έλεγαν - κι αυτοί δυσκολεύονταν με τη σεφά τους να καταλάβουν τι τους απαντούσα. Ένιωθα όλο το κορμί μου τυλιγμένο με κάτι σαν μεμβράνη που εμπόδιζε την απευθείας επαφή ανάμεσα σ' εμένα και τον έξω κόσμο. Δεν μπορούσα να «τους)) αγγίξω, ούτε «εκείνοι)) μπορούσαν ν' αγγίξουν εμένα. Χρειαζόμουν απεγνωσμένα βοήθεια, μα όσο βρισκόμουν σ' αυτή την κατάσταση, κανείς δεν μπορούσε να με πλησιάσει για να μου την προσφέρει. Καθόμουν με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο, χαζεύοντας το ταβάνι. Όταν πεινούσα, τσιμπούσα ό,τι έβρισκα μπροστά μου κι έπινα λίγο νερό. Όταν η λύπη απειλούσε να με νικήσει, την έπνιγα στο ουίσκι. Δεν πλύθηκα, δεν ξυρίστηκα. Έτσι πέρασαν τρεις μέρες. Στις 6 Απριλίου πήρα γράμμα από τη Μιντόρι. Με καλούσε να συναντηθούμε στο πανεπιστήμιο και να φάμε μαζί στις δέκα του μηνός, όταν θα πηγαίναμε για τις εγγραφές. Ανέβαλα είμαστε
πάτσι.
όσο μπορούσα
το γράμμα
Έλα να συμφιλιωθούμε.
Το
μου κί έτσι παραδέχομαι:
μου λείπεις. Διάβασα το γράμμα της ξανά και ξανά, τέσσερις φορές συνολικά - και πάλι μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τι προσπαθούσε να μου πει. Τι μπορούσε να σημαίνει; Ο νους μου ήταν τόσο θολωμένος που δεν έβγαζα άκρη και δυσκολευόμουν να περάσω από τη μία πρόταση στην επόμενη. Πώς θα ήμαστε απάτσί)), αν συναντιόμασταν τη μέρα των εγγραφών; Γιατί ήθελε «να φάμε» μαζί; Νόμισα πως θα τρελαινόμουν. Ο νους μου είχε παραλύσει, σαν μαραμένη ρίζα φυτού που δεν το βλέπει ο ήλιος. Με όλη τη θολούρα μου πάντως καταλάβαινα πως έπρεπε να ξεφύγω απ' αυτή την κατάσταση. Τότε
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
θυμήθηκα τη συμβουλή του Ναγκασάβοί: Μ·η λυπάσαι τον εαυτό σου, μου ε ί χ ε πει,. Όποιος λυπάται του, είναι χαμένος
από
τον εαυτό
χέρι.
Εντάξει, Ναγκασάβα, άκουσα τον εαυτό μου να σκέφτεται, και μ' έναν αναστεναγμό σηκώθηκα όρθιος. Μετά από βδομάδες έβαλα μπουγάδα κι έπλυνα τα ρούχα μου, πήγα στα δημόσια λουτρά, ξυρίστηκα, καθάρισα το σπίτι μου, ψώνισα και μαγείρεψα ένα κανονικό φαγητό, τάισα τον μισοπεθαμένο Γλάρο, ήπια μόνο μπίρα κι έκανα 30 λεπτά γυμναστική. Την ώρα που ξυριζόμουν είδα στον καθρέφτη ότι το πρόσωπό μου είχε αδυνατίσει. Τα μάγουλά μου είχαν βουλιάξει. Τα μάτια μου είχαν μαύρους κύκλους. Με δυσκολία αναγνώρισα τον εαυτό μου. Το επόμενο πρωί βγήκα βόλτα με το ποδήλατο για αρκετή ώρα. Μετά το μεσημεριανό φαγητό ξαναδιάβασα το γράμμα της Ρέικο και στη συνέχεια σκέφτηκα σοβαρά τι θα έκανα. Είχα πάρει κατάκαρδα το γράμμα της Ρέικο επειδή γκρέμισε την αισιόδοξη αφέλειά μου, επειδή ανέτρεψε την πίστη μου ότι η Ναόκο θα γινόταν σύντομα τελείως καλά. Η ίδια η Ναόκο μου είχε πει: Η αρρώστια μου είναι πολύ χειρότερη
απ' όσο φαίνεται:
έχει πολύ βα-
θύτερες ρίζες. Και η Ρέικο με είχε προειδοποιήσει πως το μέλλον ήταν αβέβαιο. Εγώ όμως είχα συναντήσει τη Ναόκο δύο φορές κι είχα πειστεί ότι πήγαινε καλύτερα. Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα: αν θα έβρισκε το κουράγιο να ξαναγυρίσει στον έξω κόσμο. Ήμουν βέβαιος πως αν έκανε αυτό το αποφασιστικό βήμα, τότε οι δυο μας [λε ενωμένες τις δυνάμεις μας θα καταφέρναμε τα πάντα.
430
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
Το γράμμα της Ρέι,κο είχε συντρίψει, το ουτοπικό κάστρο που είχα χτίσει πάνω σ' αυτές τις εύθραυστες υποθέσεις, αφήνοντας πίσω του μόνο συντρίμμια και νεκρή γη. Έπρεπε να κάνω κάτι για να σταθώ πάλι στα πόδια μου. Η γιατρειά της Ναόκο μπορεί ν' αργούσε πολύ και τότε θα ήταν ακόμα πιο αδύναμη, θα είχε χάσει κι άλλη από τη λιγοστή αυτοπεποίθηση που τόσο είχε ανάγκη. Έπρεπε να προσαρμοστώ σ' αυτή την καινούργια κατάσταση. Μα όσο δυνατός κι αν κατάφερνα να σταθώ εγώ, η δική μου δύναμη δεν θα μπορούσε ποτέ να λύσει όλα τα προβλήματα. Αυτό το ήξερα. Δεν μου έμενε ωστόσο και τίποτε άλλο να κάνω: έπρεπε να κρατήσω το κουράγιο μου - και να την περιμένω να γίνει καλά. Έτσι
είναι,
πεθάνεις,
Κίζούκι^
εγώ διάλεξα
τερα μπορώ.
Είμαι
σ υ λ λ ο γ ί σ τ η κ α . Εσύ διάλεξες
να
να ζήσω - και να ζ-ήσω όσο καλύ-
σίγουρος
ότι ήταν δύσκολο
για
σένα.
Να ξέρεις όμως ότι είναι δύσκολο και για μ έ ν α . Πολύ σκολο.
Κι όλα αυτά επειδή
εσύ αυτοκτόνησες
τη Ναόκο μόνη της. Εγώ δεν πρόκειται αυτό. Ποτέ, επειδή
δυνατός.
Θα προχωρήσω.
Θα ωριμάσω. έλεγα
νω κολλημένος
στα δεκαεφτά
μπορούσα. σθηση
ολοένα και πιο
Γιατί
αυτό
πρέπει
μέσα μου ότι θα μ' άρεσε να μεί-
Όχι πια. Δεν είμαι
ή στα δεκαοχτώ, έφηβος
να ζω.
πια. Έχω
ο άνθρωπος
είκοσι χρονών πια και πρέπει
για να συνεχίσω
Πρώτον,
είμαι πιο δυνατός
Θα γίνομαι
των ευθυνών μου. Λεν είμαι
ρες. Είμαι τίμημα
επειδή
Θα μεγαλώσω.
να κάνω. Πάντα
άφησες
ποτέ να το κάνω
ποτέ δεν θα της γυρίσω την πλάτη.
την αγαπώ και δεύτερον,
από εκείνη.
κι
δύ-
αν το συναί-
που ήξε-
να πληρώσω
το
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
{(Γί,α τ' όνομα του Θεού, Βατανάμπε! επαΟες; Ί^'χεις μείνει πετσί και κόκαλο!» είπε η Μιντόρι [ί,όλις [ΐ,ε είδε. ((Είμαι χάλια, ε;» ((Σαν να σε ξεζούμισε τελείως αυτή η παντρε[λένη φιλεναδίτσα σου...» Έγνεψα αρνητικά, γελώντας. ((Έχω να κάν(ο έρωτα με γυναίκα από τις αρχές Οκτωβρίου». Η Μιντόρι σφύριξε σιγανά. ((Μιλάμε για μισό χρόνο! Αλήθεια λες;» ((Αλήθεια». ((Και γιατί αδυνάτισες έτσι;» ((Επειδή μεγάλωσα», απάντησα. Η Μιντόρι μ' έπιασε από τους ώμους και με κοίταξε στα μάτια ζαρώνοντας το μέτωπο. Γρήγορα όμως φώτισε τα μάτια της ένα χαμόγελο. ((Πράγματι. Κάτι έχει αλλάξει πάνω σου. Δεν είσαι όπως παλιά». ((Σου είπα, μεγάλωσα». ((Είσαι φοβερός! Πώς δουλεύει έτσι το μυαλό σου;» είπε η Μιντόρι, πραγματικά έκπληκτη. ((Πάμε να φάμε, πεθαίνω της πείνας». Πήγαμε σ' ένα μικρό εστιατόριο πίσω από τη σχολή. Παράγγειλα το σπέσιαλ μενού της ημέρας κι εκείνη το ίδιο. ((Είσαι θυμωμένος μαζί μου, Βατανάμπε;» με ρώτησε η Μιντόρι. ((Για ποιο λόγο;» ((Επειδή άργησα να σου απαντήσω, μόνο και μόνο για να πάρω το αίμα μου πίσω. Πιστεύεις ότι δεν έπρεπε να το κάνω; Στο κάτω κάτω εσύ ζήτησες συγγνώμη». ((Ναι. Μα το πρώτο λάθος ήταν δικό μου και άρα έπρεπε να δεχτώ την απόφασή σου».
432
ΧΛΙ'ΟΐΚΙ
ΜΟΠΆΚΑΜΐ
« Η αδερφή μου λέει ότι δεν έπρεπε να σ' το κάνω αυτό. Ότι η στάση μου ήταν πολύ αυστηρή,· πολύ παιδιάστικη». «Ήταν. Σε βοήθησε να νιώσεις όμως καλύτερα. Το ότι πήρες το αίμα σου πίσω, θέλω να πω. Έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Τότε είμαστε εντάξει». «Δηλαδή με συγχωρείς)), αποφάνθηκε η Μιντόρι. «Μου είπες όμως την αλήθεια ότι έξι μήνες τώρα δεν έχεις κάνει έρωτα;» «Ούτε μία φορά». «Άρα εκείνη τη βραδιά που πέσαμε μαζί στο κρεβάτι και μ' έβαλες για ύπνο, πρέπει να ζορίστηκες πολύ». «Ναι. Υποθέτω». «Κι όμως, δεν το έκανες». «Κοίτα να δεις, είσαι η καλύτερή μου φίλη τώρα. Δεν θέλω να σε χάσω». «Ξέρεις, αν είχες δοκιμάσει να με πιέσεις, δεν θα ήμουν σε θέση να αντισταθώ. Ήμουν πεθαμένη στην κούραση». «Ναι, αλλά μην ξεχνάς ότι η στύση μου ήταν πελώρια και σκληρή». Χαμογέλασε και μου έπιασε το χέρι. «Λίγο πριν αποκοιμηθώ, αποφάσισα ότι θα σ' εμπιστευόμουν. Εκατό τοις εκατό. Έτσι κατάφερα να κοιμηθώ με απόλυτη ηρεμία. Ήξερα ότι θα ήμουν εντάξει, ότι θα ήμουν ασφαλής μαζί σου, και χοιμηθηκα στ' αλήθεια σαν κούτσουρο. Έτσι δεν είναι;» «Έτσι ακριβώς». «Από την άλλη πάλι... αν μου 'λεγες: 'Έ, Μιντόρι, έλα
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
να το κάνουμε χι όλα θα πάνε καλά", [ΐάλλον θα δεχόμουν. Μη φανταστείς ότι προσπαθώ να σε ξελογιάσω ή να σε κοροϊδέψω. Απλώς σου λέω ό,τι έχο) στο [ΐυαλό μου. Την καθαρή αλήθεια». «Το ξέρω». Τρώγοντας δείξαμε ο ένας στον άλλον την κάρτα της εγγραφής μας και διαπιστώσαμε ότι είχαμε διαλέξει δύο ίδια μαθήματα. Θα βλεπόμασταν λοιπόν τουλάχιστον δύο φορές τη βδομάδα. Τελειώνοντας μ' αυτό το θέμα, η Μιντόρι μου μίλησε για το καινούργιο τους σπίτι. Στην αρχή ούτε η ίδια ούτε η αδερφή της μπορούσαν να το συνηθίσουν η ζωή στο διαμέρισμα ήταν πολύ πιο εύκολη και άνετη. Εκείνες ήταν μαθημένες να τρέχουν σαν τις τρελές όλη μέρα, να φροντίζουν αρρώστους, να δουλεύουν στο μαγαζί, να κάνουν διαρκώς κάτι. «Τώρα συνηθίζουμε σιγά σιγά», είπε. «Έτσι θα 'πρεπε να είναι η ζωή μας: να μην έχουμε να νοιαζόμαστε για τις ανάγκες άλλων ανθρώπων, να τραβάμε το δρόμο μας όπως μας αρέσει. Στην αρχή νιώθαμε κι οι δυο ταραχή και αβεβαιότητα. Λες και τα πόδια μας δεν ακουμπούσαν κάτω. Μας φαινόταν λίγο ψεύτικη η καινούργια μας ζωή - γιατί απλούστατα η πραγματική ζωή δεν είναι δυνατό να είναι τόσο απλή, τόσο εύκολη. Ήμαστε κι οι δυο σφιγμένες - σαν να περιμέναμε πως από στιγμή σε στιγμή θα γκρεμίζονταν όλα». «Δυο πολεμίστριες, ανήμπορες να χαλαρώσουν μετά το τέλος του πολέμου», είπα χαμογελώντας. «Δεν έχεις άδικο. Η ζωή, βλέπεις, στάθηκε πολύ σκληρή μαζί μας ώς τώρα», είπε η Μιντόρι. «Μα δεν πειράζει. Τώρα θα πάρουμε πίσω τα χρωστούμενα».
434
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
((Είμαι σίγουρος», είπα. ((Γί,ατί σε ξέρω. Γιά πες μου όμως, με τι ασχολείται η αδερφή σου αυτό τον καιρό;» ((Μια φίλη της άνοιξε πριν από λίγο καιρό ένα μαγαζάκι με αξεσουάρ στο Ομοτεσάντο. Τη βοηθάει τρεις φορές τη βδομάδα. Τις υπόλοιπες ελεύθερες ώρες της μαθαίνει να μαγειρεύει, συναντιέται με τον αρραβωνιαστικό της, πάει στον κινηματογράφο, χαζολογάει και χαίρεται τη ζωή της». Η Μιντόρι με ρώτησε για τη δική μου καινούργια ζωή. Της περιέγραψα το σπίτι μου, τον μεγάλο κήπο, το Γλάρο και το σπιτονοικοκύρη μου. ((Περνάς καλά;» με ρώτησε. ((Δεν έχω παράπονο». ((Πάντως δεν λάμπεις από χαρά», είπε η Μιντόρι. ((Κι ας είναι άνοιξη», παραδέχτηκα. ((Κι ας φοράς αυτό το καταπληκτικό πουλόβερ που σου 'πλεξε η φιλενάδα σου». Τινάχτηκα ρίχνοντας μια ματιά στο καινούργιο μου πουλόβερ που είχε το χρώμα του κρασιού. ((Πού το ξέρεις;» ((Είσαι σκέτη γλύκα. Δεν το ξέρω. Το μάντεψα. Γιά πες μου, Βατανάμπε, τι σου συμβαίνει;» ((Δεν ξέρω. Προσπαθώ να επιστρατεύσω λίγο κέφι, λίγο ενθουσιασμό». ((Μην ξεχνάς, η ζωή είναι σαν ένα κουτί σοκολατάκια». Κουνώντας το κεφάλι μου την κοίταξα απορημένος. ((Μπορεί να είμαι βλάκας, αλλά μερικές φορές δεν καταλαβαίνω τι λες». ((Δεν έχεις δει αυτά τα κουτιά με τα σοκολατάκια, τα οποία έχουν μέσα διάφορα είδη; Ε, άλλα σ' αρέσουν πο-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
λύ κι άλλα δεν σ' αρέσουν καθόλου. Στην αρχή τρίος αυτά που σ' αρέσουν και στο τέλος σου μένουν τα άλλα. I Ιάντα αυτό σκέφτομαι όταν μου τυχαίνει κάτι ί^υσάρεστο. "Θα το φάω κι αυτό για να ξεμπερδεύου[]ΐε". 11 ζωή μοιάζει μ' ένα κουτί σοκολατάκια» ((Πολύ φιλοσοφημένη άποψη!» ((Είναι αλήθεια όμως. Και το έχω διαπιστώσει στην πράξη».
Πίναμε τον καφέ μας, όταν μπήκαν στο εστιατόριο δυο κοπέλες. Η Μιντόρι τις ήξερε από το πανεπιστήμιο. Έπιασαν κουβέντα οι τρεις τους, συνέκριναν τις κάρτες εγγραφής τους, μίλησαν για ένα σωρό πράγματα. ((Τι βαθμό πήρες στα Γερμανικά;» ((Τον τάδε τον χτύπησαν στην εξέγερση». ((Ωραία παπούτσια. Από πού τα αγόρασες;» Τις άκουγα, αλλά είχα την αίσθηση ότι οι κουβέντες τους έρχονταν από την άλλη άκρη του κόσμου. Έπινα γουλιά γουλιά τον καφέ μου και χάζευα το δρόμο, έξω από την τζαμαρία του εστιατορίου. Ήταν το συνηθισμένο σκηνικό του πανεπιστημίου αυτή την εποχή του χρόνου, οπότε αρχίζει το ανοιξιάτικο εξάμηνο: αραιή άσπρη αχλή κρεμόταν από τον ουρανό, οι κερασιές ήταν ανθισμένες, οι πρωτοετείς (που ξεχώριζαν με την πρώτη ματιά) φορτωμένοι με τα καινούργια τους βιβλία. Ένιωσα να με κυριεύει ξανά η λύπη, καθώς σκέφτηκα τη Ναόκο που δεν θα μπορούσε ούτε φέτος να συνεχίσει τις σπουδές της. Ένα βαζάκι με ανεμώνες ήταν τοποθετημένο κοντά στο παράθυρο. Όταν οι άλλες δυο έφυγαν για το τραπέζι τους, η Μι-
436
ΧΛΡΟΓΚΙ
ΜΟΐΡΛΚΑΜΙ
ντόρι, χι εγώ βγήκαμε χαι κάναμε μια βόλτα στη γειτονιά. Μπήκαμε σε δύο βιβλιοπωλεία που πουλούσαν βιβλία από δεύτερο χέρι, αγοράσαμε μερικά, πήγαμε για άλλον έναν καφέ, παίξαμε ένα φλιπεράκι σ' ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά, καθίσαμε τέλος σ' ένα παγκάκι και μιλούσαμε - δηλαδή η Μιντόρι μιλούσε κι εγώ σχεδόν γρύλιζα τις ελάχιστες απαντήσεις μου. Κάποια στιγμή μου είπε ότι διψούσε κι έτρεξα σ' ένα περίπτερο να πάρω δύο κόκα κόλες. Γυρίζοντας τη βρήκα να γράφει κάτι σ' ένα χαρτί με το στιλό της. «Τι γράφεις;» τη ρώτησα. «Τίποτα», είπε. Στις 3.30 μου είπε ότι έπρεπε να φύγει. «Έχω κανονίσει να συναντήσω την αδερφή μου στην Γκίνζα». Πήγαμε παρέα ώς τη στάση του μετρό και εκεί χωρίσαμε παίρνοντας ο καθένας το τρένο του. Τη στιγμή που έφευγε, η Μιντόρι μου έβαλε στην τσέπη το χαρτάκι της, διπλωμένο στα τέσσερα. «Διάβασέ το μόλις φτάσεις στο σπίτι σου», μου είπε. Εγώ φυσικά το διάβασα στο τρένο. Εσύ πήγες
να πάρεις
φω αυτό το γράμμα. μου που γράφω σ' ένα παγκάκι. να σε φτάσω. δεν
κάτι. να πιούμε Είναι
σε κάποιον Νομίζω
χι εγώ σου γρά-
η πρώτη
φορά στη
που κάθεται
δίπλα
πως δεν έχω άλλον
ζωή μου τρόπο
Με το ζόρι ακούς όσα σου λέω.
Δίκιο
έχω;
Καταλαβαίνεις ραξε πολύ;
ότι σήμερα
έκανες
Ούτε καν πρόσεξες
Τόσον καιρό πασχίζω
κάτι που με
ότι άλλαξα
να μακρύνω
τα μαλλιά
πεί-
κούρεμα! μου κι
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
επιτέλους
την περασμένη
φτάσω σ' ένα μήκος τσίστικο)).
βδομά(^α
που επέτρεπε
I
να τα
ένα κούρεμα
((κορι-
Εσύ δεν το είδες
Μου πάει αρ-
ότι θα ήταν μεγάλη
για σένα, μια και είχες μάλιστα
Γ)
κατάφερα
Κί εσύ ούτε που το πρόσεξες!
κετά και ήμουν σίγουρη
χημα
I
έκπληξη
τόσον καιρό να με
καν! Δεν είναι τρομερό;
δεις.
Ηάζω
στοί-
πως δεν θυμάσαι καν τι φορούσα σήμερα.
Ε, εί-
μαι κορίτσι κι εγώ! Τι σχέση έχει το ότι ο νους σου τρέχει αλλού;
Θα μπορούσες
τιά! Λεν είχες
να ρίξεις και σ'εμένα
παρά να πεις:
μια μα-
((Ε! Ωραίο κούρεμα!))
εγώ θα σε συγχωρούσα που είχες στο νου σου χίλιες λες σκέψεις
μα εσύ
την αδερφή μου στην Γκίνζα.
να έρθω το βράδυ στο σπίτι
ζή είμαι!
να
σκοπό μάλι-
Στην τσάντα μου έχω
μου και την οδοντόβουρτσά
Εσύ ούτε που με κάλεσες
Τι να κάνουμε.
Είχα
σου. Είχα μαζί μου
στα και το νυχτικό μου. Αλήθεια. το νυχτικό
άλ-
τίποτα!
Γι' αυτό θα σου πω ένα φέμα. Λεν έχω κανονίσει συναντήσω
Κι
μου. Τόσο χα-
να δω το σπίτι
Αφού έχεις τόση ανάγκη
σου.
να μείνεις
μό-
νος σου, θα σ' αφήσω μόνο σου. Αντε στο καλό και σκέψου με την ησυχία σου ό,τι Μη με παρεξηγήσεις.
θέλεις!
Δεν είμαι
θυμωμένη.
μένη είμαι μονάχα. Εσύ μου φέρθηκες όταν είχα τα προβλήματά προβλήματα,
μάλλον
σένα. Είσαι
κλειδωμένος
χτυπάω
Σε βλέπω - περπατάς
με τόση
αγάπη,
μου. Μα τώρα που έχεις
δεν μπορώ
να κάνω τίποτα
εσύ για
στον κόσμο σου κι όταν σου
την πόρτα, εσύ σηκώνεις
στιγμούλα
Αυπη-
κι ύστερα κλείνεσαι τώρα που γυρίζεις και σκέφτεσαι.
το βλέμμα
για μια
ξανά. με τα αναψυκτικά ΊΙλπιζα
να
μας
σκοντάψεις.
438
ΧΛΙ'ΟϊΚΙ
(χλλά όχι. Τώρα κάθεσαι κα κόλα σου. Ήλπιζα
ΜΟΪΊ'ΛΚΑΜΙ
δίπλα μου χαι πίνεις την κό-
ότι θα προσέζεις
μου κούρεμα και θα πεις αΕΙ Άλλαζες αλλά όχι. Αν το έλεγες, θα σου έλεγα:
καινούργιο σου!)),
θα έσκιζα αυτό το γράμμα
αΠάμε στο σπίτι
σου. Θα σου
ψω κάτι καλό κι ύστερα θα πέσουμε αγκαλιαστούμε)).
το
τα μαλλιά
στο κρεβάτι
Εσύ όμως δεν καταλαβαίνεις
και
μαγειρέκαι θ' τίποτα.
Αντίο. ΥΓ. Σε παρακαλώ, μη μου
όταν θα βρεθούμε
στο
μάθημα
μιλήσεις.
Από το σταθμό του Κιτσιγιότζί, τηλεφώνησα στο δι,αμέρι,σμα της Μιντόρι, δεν το σήκωσε όμως κανείς. Δεν είχα τίποτα να κάνω χι έτσι βάλθηκα να ψάχνω γι,α δουλειά στη γειτονί-ά: ήθελα κάτι, να κάνω μετά τι,ς παραδόσεις, όταν θα άρχιζαν τα μαθήματα. Τα Σαββατοκύριακα ήμουν ελεύθερος και τη Δευτέρα, την Τετάρτη και την Πέμπτη θα τέλειωνα από το πανεπιστήμιο στις πέντε το απόγευμα. Δεν ήταν όμως εύκολο να βρω μια δουλειά που να βολεύει το πρόγραμμά μου. Τελικά τα παράτησα και γύρισα στο σπίτι. Όταν βγήκα να ψωνίσω για φαγητό, τηλεφώνησα ξανά στη Μιντόρι. Η αδερφή της μου είπε πως δεν είχε γυρίσει ακόμα και πως δεν είχε ιδέα τι ώρα θα γύριζε. Την ευχαρίστησα κι έκλεισα. Μετά το φαγητό προσπάθησα να της γράψω, αλλά μετά από κάμποσες άτυχες δοκιμές τα παράτησα κι έγραψα στη Ναόκο. Εδώ έχει έρθει η άνοιξη, της έγραψα, κι αρχίζει το καινούργιο εξάμηνο στο πανεπιστήμιο. Της έγραψα ακόμα ότι μου έλειπε κι ότι ήλπιζα, με τον έναν ή με τον άλλον
ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ
ΔΛΣΟΣ
τρόπο, να τη δω και να της μιλήσίο. 'Οποκ κι αν είναι, τ η ς έ γ ρ α ψ α , αποφάσισα
ότι θα γίνω (δυνατός. Κπεΐ(^Ύ) νο-
μίζω ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος που εχο), να σε στηρίξω. Και κάτι ακόμα. Ίσως να έχει σημασία μόνο για μένα κι εσένα να σ'αφήνει
αδιάφορη,
αλλά να ξέρεις ότι δεν κάνω
πια έρωτα με καμία. Επειδή
δεν θέλω να ξεχάσω την τε-
λευταία
εσύ. Σήμαινε
φορά που μ' άγγιξες
περισσότερα
απ' όσα πιστεύεις.
Όλο το
για μένα
πολύ
σκέφτομαι.
Έβαλα το γράμμα σ' ένα φάκελο, κόλλησα το γραμματόσημο και, κάθισα αρκετή ώρα στο γραφείο μου κοιτάζοντάς τον. Ήταν ένα γράμμα πολύ πιο σύντομο από τ' άλλα που συνήθιζα να της γράφω. Κάτι μου έλεγε πως η Ναόκο θα με καταλάβαινε καλύτερα έτσι. Έβαλα τρία δάχτυλα ουίσκι σ' ένα ποτήρι, το ήπια με δυο γουλιές κι έπεσα για ύπνο.
Την άλλη μέρα βρήκα μια δουλειά κοντά στο σταθμό του Κιτσιγιότζι: σερβιτόρος τα Σαββατοκύριακα σ' ένα μικρό ιταλικό εστιατόριο. Ο μισθός δεν ήταν σπουδαίος, αλλά πλήρωναν χώρια τα ναύλα και πρόσφεραν δωρεάν φαγητό. Και όταν κάποιος από τη βραδινή βάρδια έπαιρνε ρεπό Δευτέρα, Τετάρτη ή Πέμπτη (πράγμα που συνέβαινε συχνά), έπαιρνα τη θέση του. Η δουλειά με βόλευε. Ο διευθυντής μού υποσχέθηκε ότι θα μου έκανε αύξηση μετά τους τρεις πρώτους μήνες. Μου ζήτησε να ξεκινήσω το επόμενο Σάββατο. Ί Ιταν πολύ πιο εντάξει
440
ΧΑΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΥ'ΡΑΚΑΜΙ
άνθρωπος από το βλάκα που διηύθυνε το δισκάδικο στο Σιντζούκου.
Προσπάθησα να τηλεφωνήσω ξανά στη Μι,ντόρι, - και, απάντησε ξανά η αδερφή της. Η Μιντόρι, δεν είχε γυρίσει τη νύχτα, μου είπε με κουρασμένη φωνή. Είχε αρχίσει πια ν' ανησυχεί και η ίδια: μήπως ήξερα πού μπορεί να είχε πάει; Το μόνο που ήξερα ήταν πως η Μιντόρι είχε μαζί της το νυχτικό και την οδοντόβουρτσά της.
Τη συνάντησα στο μάθημα της Τετάρτης. Φορούσε σκούρο πράσινο πουλόβερ και τα μαύρα γυαλιά που δεν τα είχε βγάλει από τα μάτια της όλο το προηγούμενο καλοκαίρι. Καθόταν στην τελευταία σειρά και μιλούσε με μια αδύνατη κοπέλα που φορούσε επίσης γυαλιά. Την είχα ξαναδεί άλλη μια φορά. Πλησίασα και της είπα ότι μετά το μάθημα ήθελα να της μιλήσω. Η κοπέλα με τα γυαλιά με κοίταξε πρώτη. Ύστερα με κοίταξε και η Μιντόρι. Τα μαλλιά της ήταν όντως πιο μακριά - το κούρεμά της πιο γυναικείο από πριν, πιο ώριμο. ((Έχω κανονίσει να συναντήσω κάποιον», μου είπε γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι. ((Δεν θα σε καθυστερήσω», είπα. ((Πέντε λεπτά μόνο». Η Μιντόρι έβγαλε τα γυαλιά της και μισόκλεισε τα μάτια της. Σαν να κοίταζε ένα ετοιμόρροπο, εγκαταλειμμένο σπίτι εκατό μέτρα μακριά. ((Λυπάμαι, δεν θέλω να σου μιλήσω», είπε.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I Ι.}
Η κοπέλα δίπλα της με κοίταξε [λε ύφος που έλεγε: Λυπάται,
δεν θέλει
να σου
μιλήσει.
Κάθισα άκρη άκρη δεξιά στην πρώτη σειρά για την παράδοση: τα έργα του Τενεσί Γουίλια[ΐς και η θέση τους στο πλαίσιο της αμερικανικής λογοτεχνίας. 'Οταν τέλειωσε, μέτρησα αργά ώς το τρία και γύρισα προς τα πίσω. ΙΊ Μιντόρι είχε γίνει άφαντη. Ο Απρίλιος είναι μήνας που δύσκολα τον περνάει κανείς μόνος. Τον Απρίλιο όλοι γύρω μου φαίνονταν ευτυχισμένοι. Οι άνθρωποι έβγαζαν τα πανωφόρια τους και απολάμβαναν ο ένας την παρέα του άλλου στη λιακάδα - μιλούσαν, έπαιζαν κυνηγητό, κρατιούνταν χέρι χέρι. Εγώ ήμουν διαρκώς μόνος. Η Ναόκο, η Μιντόρι, ο Ναγκασάβα, όλοι είχαν φύγει μακριά μου. Δεν είχα κανέναν να του λέω «Καλημέρα» ή «Να περάσεις καλά». Νοστάλγησα ακόμα και τον Αοχία. Πέρασα όλο το μήνα παλεύοντας μ' αυτό το απελπιστικό αίσθημα μοναξιάς. Προσπάθησα κάμποσες φορές να μιλήσω με τη Μιντόρι, αλλά η απάντηση που μου έδινε ήταν πάντα η ίδια: «^εν θέλω να σου μιλήσω
αυτή τη στίγμψ)
- κι από τον τόνο
της φωνής της καταλάβαινα ότι το εννοούσε. Ήταν πάντα μαζί με την κοπέλα με τα γυαλιά ή μ' έναν ψηλό κοντοκουρεμένο νεαρό. Ο τύπος είχε απίστευτα μακριά πόδια και φορούσε πάντα αθλητικά παπούτσια. Ο Απρίλιος έφτασε στο τέλος του και μπήκε ο Μάιος, μόνο που ο Μάιος ήταν χειρότερος από τον Απρίλιο. Το Μάιο η άνοιξη κορυφώθηκε κι εγώ δεν μπορούσα πια να κλείνω τα μάτια και να μην παραδέχομαι ότι η καρδιά μου ριγούσε. Συνήθως συνέβαινε όταν έδυε ο ήλιος. Στο χλομό φως του δειλινού, με το απαλό άρωμα της μανό-
442
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
λί,ας να πλημμυρίζει, τον αέρα, η καρδι,ά μου φούσκωνε απροει,δοποίητα χι άρχιζε να τρέμει,, κεντημένη από αιφνίδιο πόνο. Προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια, να σφίξω τα δόντια και περίμενα να μου περάσει. Τελικά μου περνούσε - αλλά αργά· ήθελε το χρόνο του. Αφού περνούσε, μ' άφηνε πονεμένο και μουδιασμένο. Τέτοιες ώρες έγραφα στη Ναόκο. Στα γράμματα που της έστελνα, περιέγραφα μόνο ευχάριστα, διασκεδαστικά ή όμορφα πράγματα: το άρωμα του γρασιδιού, το χάδι της ανοιξιάτικης αύρας, το φως του φεγγαριού, κάποια ταινία που είχα δει, ένα τραγούδι που μου άρεσε, ένα βιβλίο που με συγκίνησε. Εγώ ο ίδιος, όταν τα ξαναδιάβαζα, έβρισκα παρηγοριά στα γράμματά μου και πίστευα στ' αλήθεια ότι ζούσα σ' έναν τέτοιο πανέμορφο κόσμο. Έγραψα πολλά τέτοια γράμματα, αλλά δεν πήρα απάντηση ούτε από τη Ναόκο ούτε από τη Ρέικο. Στο εστιατόριο, όπου δούλευα, γνώρισα ένα συνομήλικό μου φοιτητή · τον έλεγαν Ίτο και σπούδαζε ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών. Πέρασε λίγος καιρός προτού αυτός ο λιγομίλητος κι ευγενικός νεαρός ξανοιχτεί μαζί μου. Τελικά αρχίσαμε να πηγαίνουμε μετά τη βάρδια μας σ' ένα κοντινό μπαράκι και να κουβεντιάζουμε για πολλά και διάφορα. Αγαπούσε κι εκείνος το διάβασμα και τη μουσική, κι έτσι συχνά μιλούσαμε για βιβλία και δίσκους που μας άρεσαν. Ήταν ένας λεπτός όμορφος νεαρός με μαλλιά πολύ πιο κοντά και ρούχα πολύ πιο καθαρά από των συμφοιτητών του. Δεν έλεγε πολλά, αλλά είχε τις προτιμήσεις και τις απόψεις του. Του άρεσαν τα γαλλικά μυθιστορήματα, ιδίως αυτά του Ζορζ Μπατάιγ και του Μπορίς Βιαν. Από μουσική προτιμού-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I Ι.}
σε τον Μότσαρτ και τον Ραβέλ. Και, -όπ(.)ς εγ(ό έψαχνε ένα φίλο με τον οποίο να συζητάει τέτοια θέματα. Μια φορά με κάλεσε στο διαμέρισμά του που ήταν σε μια παράξενη μονώροφη πολυκατοικία πίσίο από το πάρκο Ινοκασίρα. Το δωμάτιό του ήταν γεμάτο πινέλα, μπογιές και τελάρα ζωγραφικής. Του ζήτησα να μου δείξει τα έργα του, αλλά μου απάντησε ότι ντρεπόταν. Ήπιαμε Σίβας Ρίγκαλ που το είχε βουτήξει από τον πατέρα του, ψήσαμε μαριδάκια για μεζέ και ακούσαμε τον Ρόμπερτ Κασαντέσους σ' ένα κοντσέρτο για πιάνο του Μότσαρτ. Ο Ίτο ήταν από το Ναγκασάκι. Είχε μια φιλενάδα που έκανε έρωτα μαζί του όποτε γύριζε στο σπίτι των δικών του. Τελευταία όμως η σχέση τους δεν πήγαινε και τόσο καλά, μου είπε. «Ξέρεις πώς είναι τα κορίτσια», εξήγησε. «Γίνονται είκοσι-είκοσι ενός και ξαφνικά τους καρφώνονται στο μυαλό πολύ συγκεκριμένες ιδέες. Προσγειώνονται στην πραγματικότητα. Κι όταν το κάνουν αυτό, η γλύκα τους σβήνει, η ομορφιά τους θαμπώνει, χάνουν τη νοστιμιά τους κι αρχίζουν να σε στενοχωρούν. Τώρα όποτε συναντιόμαστε, συνήθως αφού το κάνουμε, αρχίζει τις ερωτήσεις: "Τι σκέφτεσαι να κάνεις όταν πάρεις το πτυχίο σου;"» «Αλήθεια, τι σκέφτεσαι να κάνεις όταν πάρεις το πτυχίο σου;» τον ρώτησα. Μασώντας μια μπουκιά ψάρι κούνησε το κεφάλι του. «Τι μπορώ να κάνω; Σπουδάζω ζωγραφική! Αν αρχίσω ν' ανησυχώ για τέτοια πράγματα, πάω χαμένος. Όποιος θέλει να βγάλει λεφτά, δεν σπουδάζει ζωγραφική. Εκείνη θέλει να γυρίσω στο Ναγκασάκι και να γίνω καθη-
444
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
γητής καλλι,τεχνι,κών. II ίδια θα γίνει καθηγήτρια αγγλικών». ((Δεν είσαι τρελός και παλαβός μαζί της, ε;» ((Έτσι φαίνεται», παραδέχτηκε ο Ίτο. ((Εξάλλου δεν έχω καμιά όρεξη να γίνω καθηγητής καλλιτεχνικών! Δεν πρόκειται να χαραμίσω τη ζωή μου διδάσκοντας ζωγραφική σε τρελαμένους εφήβους που δεν ενδιαφέρονται να τραβήξουν ούτε μια ίσια γραμμή!» ((Δεν είναι αυτό το ζήτημα», είπα. ((Δεν νομίζεις ότι θα έπρεπε να βάλεις τέλος σ' αυτή τη σχέση; Για το καλό το δικό σου και το δικό της;» ((Ασφαλώς. Μα δεν ξέρω πώς να της το πω. Εκείνη ονειρεύεται να ζήσει τη ζωή της μαζί μου. Κάνει σχέδια. Πώς στο διάβολο να την πιάσω και να της πω: "Έλα να χωρίσουμε. Δεν μ' αρέσεις πια. Δεν σ' αγαπώ";» Πίναμε το ουίσκι μας σκέτο, χωρίς πάγο. Όταν μας τέλειωσαν τα μαριδάκια, κόψαμε αγγουράκι και σέλινο κι αρχίσαμε να τσιμπολογάμε βουτώντας τα σε σάλτσα μίζο. Όταν άκουσα τα δόντια μου να τραγανίζουν το αγγουράκι, θυμήθηκα τον πατέρα της Μιντόρι - και συνειδητοποίησα πόσο άνοστη κι αδιάφορη είχε γίνει η ζωή μου χωρίς τη Μιντόρι. Αυτό μου χάλασε το κέφι. Χωρίς να το πάρω είδηση, η παρουσία της είχε γίνει πολύ σημαντική μέσα μου. ((Εσύ έχεις φιλενάδα;» με ρώτησε ο Ίτο. ((Ναι», απάντησα και μετά από μια σύντομη παύση πρόσθεσα: ((Προς το παρόν όμως ζούμε χωριστά». ((Καταλαβαίνετε όμως ο ένας τον άλλον, έτσι δεν είναι;» ((Το ελπίζω. Αλλιώς για ποιο λόγο να 'μαστε μαζί;» απάντησα γελώντας.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I I Γ)
Ο Ίτο μίλησε με σιγανή φωνή για το [ί.εγαλείο του Μότσαρτ που τον ήξερε απέξω χι ανακατίοτά, όπ(ος το χ(οριατόπαι,δο ξέρει σαν την παλάμη του χεριού του τα []ΐονοπάτια γύρω από το χωριό του. Ο πατέρας του αγαπούσε την κλασική μουσική και τον έβαζε να την ακούει από μωρό παιδί. Δεν ήξερα τόσο πολλά για τα έργα του Μότσαρτ, αλλά ακούγοντας αυτό το κοντσέρτο [χαζί με τα ευαίσθητα και εύστοχα σχόλια του Ίτο («Νά... εδώ... πρόσεξε αυτό το σημείο... πώς σου φαίνεται;») ένιωσα ένα αίσθημα ηρεμίας μέσα μου που όμοιά της είχα πολύ καιρό να νιώσω. Κοιτάζαμε το χρυσό δρεπάνι του φεγγαριού κρεμασμένο πάνω από τα δέντρα του πάρκου Ινοκασίρα και ήπιαμε το ουίσκι ώς την τελευταία σταγόνα. Ήταν υπέΡολο· Ο Ίτο μου πρότεινε να κοιμηθώ εκεί, αλλά είπα ότι είχα κάτι να κάνω, τον ευχαρίστησα για το ουίσκι κι έφυγα πριν απ' τις εννιά. Γυρίζοντας στο σπίτι μου τηλεφώνησα στη Μιντόρι από ένα θάλαμο. Προς μεγάλη μου έκπληξη σήκωσε το τηλέφωνο. «Λυπάμαι», είπε, «αλλά δεν θέλω να σου μιλήσω αυτή τη στιγμή». «Ξέρω, ξέρω. Μα δεν θέλω να τελειώσει έτσι η σχέση μας. Είσαι απ' τους ελάχιστους φίλους που έχω. Με πονάει που δεν σε βλέπω. Πότε θα μπορέσεις να μου μιλήσεις ξανά; Πες μου τουλάχιστον αυτό». «Όποτε νιώσω ττ] διάθεση να. το κάνω)), μου απάντησε. «Πώς τα πας;» τη ρώτησα. «Μια χαρά», είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
446
ΜΟΪΡΑΚΑΜΙ
ΧΛΡΟΪΚΙ
Στα μέσα Μαΐου πήρα γράμμα από τη Ρέικο. Σ' ευχαριστώ
για τα πολλά σου γράμματα.
απολαμβάνει. ζει που τα
Το ίδιο χι εγώ. Ελπίζω
Συγγνώμη
που δεν μπόρεσα
δεν πάει καλά.
Οι τέσσερις
ο γιατρός
κάναμε
κι εγώ-
και καταλήξαμε
έπρεπε
να μπει
να ακολουθήσει
για λίγο
Ναόκο θα προτιμούσε
να μείνει
Όμως η αλήθεια
ένα και περισσότερο καλά, αλλά μερικές τάσταση
γίνεται
ωραία
συζή-
νοσοκομείο,
κι ύστερα
(ανά-
εδώ.
εδώ και να
να την προσέχω.
είναι
της κα-
κι όταν το παθαίνει
δεν ξέρει τι θα της έρθει να κάνει.
διαρκούν
οι κρίσεις
αυτές
ακούει
αυ-
καθόλου απ' τα μά-
τια μας. Κανείς τελείως
γι' ολο-
Συνήθως
φορές η συναισθηματική
να την αφήσουμε
Η
θεραπευτεί
και θ' ανησυχώ
είναι πως δυσκολεύομαι
απρόβλεπτη
τό, δεν μπορούμε
Ναόκο,
ότι η Ναόκο
να επιστρέφει
θα μου λείφει
γράφω.
η
σ' ένα κανονικό θεραπεία
κου-
ήρθε η μαμά
μας -αυτή,
μια μεγάλη,
μια εντατική
μόνη της. Κι εμένα
νέα να σου
στο συμπέρασμα
με τα αποτελέσματα)
αυτήν.
τόσον
Τις προάλλες
της από το Κόμπε.
λογα
να σου απαντήσω ένιωθα υπερβολικά
- και δεν είχα ευχάριστα
Η Ναόκο
τηση
πειρά-
διαβάζω.
καιρό. Για να είμαι ειλικρινής, ρασμένη
Η Ναόκο τα
να μη σε
φωνές,
από τον έξω κόσμο και κλείνεται
Όσο
αποκόβεται στον
εαυτό
της. Για τους λόγους
αυτούς συμφώνησα
καλύτερο
για κείνη
θεραπεία
σ ' ένα κανονικό
μα. Δεν μ' αρέσει
είναι ν' ακολουθήσει νοσοκομείο
κι εγώ πως το μια για ένα
εντατική διάστη-
που το λέω, αλλά δεν μπορούμε
να
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
κάνουμε
τίποτε
τα θέματα
άλλο.
Όπως σου έχο) ξαναπεί,
δεν χωράεί βιασύνη.
με να ξεμπλέκουμε
IIΓ)
] Iρέπει
ένα ένα τα νήματα
που έχει μέσα της, χωρίς να χάνουμε Όσο απελπιστική
κι αν δείχνει
πρέπει
βέβαιοι
να είμαστε
σα σε βαθύ
σκοτάδι,
δεν έχεις
της,
θα βρού-
παρά να η Ναόκο
θα έχει
που άργησα να σου
τώρα που οι αποφάσεις όλα πολύ γρήγορα.
έχουν
ήδη, αλλά έγιναν
κομείο,
όπου θα πάει, είναι πολύ καλό, με καλούς
τρούς. Σου γράφω πιο κάτω τη διεύθυνση: να γράφεις
νεις εκεί τα γράμματά Ελπίζω
ναι δύσκολο
σε
Το νοσογια-
παρακα-
στη Ναόκο και να της
σου. Θα με κρατούν ενήμερη
την πρόοδο της κατάστασης μαθαίνω.
μέ-
περιμένεις
ληφθεί
λώ, συνέχισε
εμείς
σου.
Λυπάμαι
γράψω και το μαθαίνεις
μας.
Όταν βρίσκεσαι
Όταν θα πάρεις αυτό το γράμμα, μπει ήδη στο νοσοκομείο.
αττ' το κουβάρι την ελπίδα
ότι αργά ή γρήγορα
τα μάτια
σ^ αυτά
συνεχίσου-
η κατάστασή
με τον κόμπο και θα τον λύσουμε. ώσπου να συνηθίσουν
να
κι εγώ θα σου γράφω
στέλγια ό,τι
ότι θα 'χω καλά νέα. Ξέρω ότι θα εί-
για σένα, αλλά μην το βάλεις
κάτω.
Παρ'
όλο που η Ναόκο δεν είναι πια εδώ μαζί μου, σε παρακαλώ γράφε μου πότε
πότε. Γεια
σου
Έγραψα αμέτρητα γράμματα εκείνη την άνοιξη: ένα κάθε βδομάδα στη Ναόκο, αρκετά στη Ρέικο, αρκετά επίσης στη Μιντόρι. Έγραφα γράμματα την ώρα των παραδόσεων, έγραφα στο γραφείο μου στο σπίτι, με το Γλάρο στα γόνατά μου, έγραφα στα άδεια τραπέζια στο ιταλικό εστιατόριο, όταν δεν είχε δουλειά. Λες κι έγραφα πασχί-
448
ΧΛ1Η)ΐ·ΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
ζοντας να συγκρατήσω τα κομμάτια της ζωής μου ενωμένα, να μη σκορπίσουν. Ο Απρίλιος σανιστικοί
και ο Μάιος μήνες επειδή
ήταν για μένα μοναχικοί, δεν μπορούσα
να σου
βα-
μιλήσω,
έγραψα στη Μι,ντόρι,. Αεν το φανταζόμουν ότι ύ) άνοιζτ) μπορεί
να είναι τόσο οδυνηρή,
χή. Καλύτερα τέτοια
άνοιξη.
τρεις Φεβρουάριους
τόσο μοναχική
επο-
στη σειρά, παρά μια
Το ξέρω ότι είναι αργά τώρα που σ ' το
λέω, αλλά το καινούργιο
σου κούρεμα
Δουλεύω
μάγειρας
μου έμαθε ένα σπουδαίο τρόπο να φτιάχνω τα Θα ήθελα
να μαγειρέψω
εστιατόριο
πολύ.
Αλήθεια. σπαγκέτι.
σ' ένα ιταλικό
σου πάει
τώρα. Ο
και να φάμε
μαζί
σύντομα.
Πήγαινα στο πανεπιστήμιο κάθε μέρα, δούλευα δυο ή και τρεις φορές τη βδομάδα, μιλούσα με τον Ίτο για βιβλία και μουσική, διάβασα κάποια μυθιστορήματα του Μπορίς Βιαν που μου δάνεισε, έγραφα γράμματα, έπαιζα με το Γλάρο, μαγείρευα σπαγκέτι, φρόντιζα τον κήπο, αυνανιζόμουν με τη Ναόκο στο μυαλό μου, πήγαινα συχνά στον κινηματογράφο. Η Μιντόρι ξανάρχισε να'μου μιλάει στα μέσα Ιουνίου. Δυο μήνες είχαμε περάσει χωρίς λέξη. Μια μέρα μετά το σχόλασμα ήρθε και κάθισε δίπλα μου, ακούμπησε το σαγόνι στη χούφτα της κι έμεινε έτσι, χωρίς να λέει τίποτα. Έξω από το παράθυρο έβρεχε - μια πραγματική μπόρα, απ' αυτές που πέφτουν την περίοδο των βροχών, με τις στάλες να πέφτουν κατακόρυφα, βαριά, κάνοντας τον κό-
Ν Ο Ρ Β ί Ι Π Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I Γ)
σμο μούσκεμα. Δεν φυσούσε καθόλου. ( ά λ λ ο ί . φοιτητές βγήκαν όλοι, η αίθουσα άδειασε και η Μιντόρι συνέχισε να κάθεται δίπλα μου αμίλητη. Στο τέλος έβγαλε τα τσιγάρα της από την τσέπη της, έβαλε ένα στα χείλη της και μου έδωσε τα σπίρτα της. Της άναψα το τσιγάρο και η Μιντόρι φύσηξε τον καπνό στο πρόσίοπό (ζ.ου. «Σ' αρέσει το κούρεμά μου;» με ρώτησε. «Είναι φοβερό». ((Πόσο φοβερό;» ((Τόσο φοβερό που θα μπορούσε να κόψει όλα τα δέντρα σε όλα τα δάση του κόσμου». ((Λες αλήθεια;» ((Λέω αλήθεια». Κάρφωσε τα μάτια της για λίγο στα δικά μου, ύστερα μου άπλωσε το δεξί της χέρι. Το πήρα. Έδειξε πιο ανακουφισμένη κι από μένα. Τίναξε τη στάχτη της στο πάτωμα και σηκώθηκε. ((Πάμ.ε να φάμε. Πεθαίνω της πείνας», είπε. ((Πού θέλεις να πάμε;» τη ρώτησα. ((Στο εστιατόριο του εμπορικού κέντρου Τακασιμάγια, στο Νιχονμπάσι». ((Γιατί ειδικά εκείρ) απόρησα. ((Μου αρέσει να πηγαίνω πότε πότε, αυτό είν' όλο». Πήραμε λοιπόν το μετρό για το Νιχονμπάσι. Το εστιατόριο ήταν σχεδόν άδειο, ίσως επειδή όλο το πρωί έβρεχε. Η μυρωδιά της βροχής είχε ποτίσει το μεγάλο κατάστημα και οι πωλήτριες ουσιαστικά κάθονταν με τα χέρια σταυρωμένα. Η Μιντόρι κι εγώ πήγαμε στο εστιατόριο στο υπόγειο, κι αφού κοιτάξαμε τη βιτρίνα με τα φαγητά, διαλέξαμε ένα παραδοσιακό γεύμα με ρύζι, πί-
450
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
κλες, ψητό ψάρι, τεμπούρα και κοτόπουλο τερί-γιάκι. Ούτε στο εστι,ατόρι.0 είχε κόσμο, παρ' όλο που ήταν μεσημέρι. «Θεέ μου, έχει περάσει τόσο πολύς καιρός από την τελευταία φορά που έφαγα στο εστιατόριο ενός εμπορικού κέντρου», είπα με δυνατή φωνή πίνοντας πράσινο τσάι μ' ένα από τα απλά λευκά φλιτζάνια που βρίσκει κανείς μόνο στα εστιατόρια των εμπορικών κέντρων. «Εμένα μ' αρέσουν αυτά τα εστιατόρια», είπε η Μιντόρι. «Δεν ξέρω, με κάνουν να νιώθω λες και τρώω κάπου πολύ σπέσιαλ. Ίσως μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια. Οι γονείς μου μας πήγαιναν πολύ σπάνια σε τέτοια μέρη». «Ενώ εγώ έχω την υποψία ότι οι δικοί μου δεν έκαναν τίποτε άλλο. Η μαμά μου τρελαινόταν για τέτοια εστιατόρια». «Τυχεράκια!» «Μα τι λες; Εμένα δεν μ' αρέσουν τα εμπορικά κέντρα». «Δεν λέω αυτό. Εννοώ που σ' αγαπούσαν τόσο και ενδιαφέρονταν να σε παίρνουν μαζί τους σε διάφορα μέρη». «Μην ξεχνάς ότι είμαι μοναχοπαίδι», είπα. «Όταν ήμουν μικρή, ονειρευόμουν μεγαλώνοντας να πάω στο εστιατόριο ενός εμπορικού κέντρου και να παραγγείλω ό,τι θέλω», είπε η Μιντόρι. «Μεγαλύτερη βλακεία δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ. Τι νόημα έχει να έρθει κανείς εδώ μόνος του και να μπουκωθεί με ρύζι ή με οτιδήποτε άλλο! Το φαγητό τους δεν είναι σπουδαίο και συνήθως η αίθουσα είναι τεράστια, γεμάτη κόσμο και φασαρία. Κι όμως μου αρέσει να έρχομαι πότε πότε».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
«Τους τελευταίους δύο μήνες ήμουν πολι!) [λόνος [/.ου», είπα. ((Ναι., ξέρω. Μου το έγραφες στα γρά[ΐ.[ί.ατά σου», είπε η Μιντόρι με ουδέτερη φωνή. «Τέλος πάντίον. Λς φάμε τώρα. Πει,νάω πολύ και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο». Τελειώσαμε όλα τα τηγανητά και ψητά και ξιδάτα μεζεδάκια που ήταν σερβιρισμένα με τάξη στους καλογυαλισμένους οβάλ δίσκους μας, ρουφήξαμε τη σούπα μας από όμορφα γυαλιστερά πιάτα, ήπιαμε το πράσινο τσάι μας με τα άσπρα απλά φλιτζάνια. Η Μιντόρι τελειώνοντας το φαγητό της κάπνισε ένα τσιγάρο, ύστερα σηκώθηκε αμίλητη και πήρε την ομπρέλα της. Σηκώθηκα κι εγώ και πήρα τη δική μου. «Πού θέλεις να πάμε τώρα;» ρώτησα. «Στην ταράτσα φυσικά. Είναι η φυσική κατάληξη, μετά από ένα γεύμα σε εστιατόριο εμπορικού κέντρου». Στην ταράτσα δεν υπήρχε ψυχή. Έβρεχε. Στο τμήμα κατοικίδιων ζώων δεν υπήρχε καν υπάλληλος. Τα περίπτερα ήταν κλειστά, το ταμείο για τον μικρό παιδότοπο ήταν κι αυτό κλειστό. Με τις ομπρέλες μας ανοιχτές περπατήσαμε ανάμεσα στο γύρο με τα ξύλινα αλογάκια που έσταζαν, τις μουσκεμένες σεζλόνγκ και τους πάγκους. Μου φάνηκε απίστευτο: ένα τέτοιο μέρος στην καρδιά του Τόκιο εντελώς έρημο. Η Μιντόρι είπε πως ήθελε να κοιτάξει με το τηλεσκόπιο. Έβαλα λοιπόν ένα κέρμα στη σχισμή και κράτησα την ομπρέλα από πάνω της, όση ώρα εκείνη είχε κολλημένο το μάτι της στο κιάλι. Σε μια γωνιά της ταράτσας υπήρχε ένα υπόστεγο με παιχνίδια για τα παιδιά. Η Μιντόρι κι εγώ καθίσαμε δί-
452
ΧΛΡΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
πλα δίπλα πάνω σε μια πλατφόρμα και κοιτάζαμε τη βροχή. ((Εμπρός λοιπόν», μου είπε. ((Έχεις κάτι να μου πεις. Είμαι σίγουρη». ((Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ», είπα, ((αλλά ήμουν στ' αλήθεια χάλια όλον αυτό τον καιρό. Το μυαλό μου είχε θολώσει, δεν καταλάβαινα τίποτα. Ένα πράγμα όμως κατάλαβα καλά τους δύο μήνες που έκανα να σε δω: ότι ο μόνος λόγος που κατάφερνα να επιβιώνω ώς τότε ήταν η παρουσία σου στη ζωή μου. Όταν σ' έχασα, ο πόνος και η μοναξιά μου ήταν πέρα και πάνω από τις δυνάμεις μου». ((Ξέρεις πόσο μόνη μου ένιωθα εγώ, Βατανάμπε, αυτούς τους δυο μήνες; Χωρίς εσένα;» Τα 'χασα. Δεν το περίμενα. ((Όχι», είπα. ((Δεν μου πέρασε καν απ' το μυαλό. Νόμιζα ότι ήσουν θυμωμένη μαζί μου και δεν ήθελες να με δεις στα μάτια σου». ((Πώς μπορείς να είσαι τόσο βλάκας; Φυσικά και ήθελα να σε δω! Σου το έχω πει ότι μ' αρέσεις πολύ! Κι όταν μ' αρέσει κάποιος, μ' αρέσει, Βατανάμπε. Δεν έχω ένα διακόπτη συμπάθειας να τον ανοιγοκλείνω κατά βούληση. Τουλάχιστον αυτό μπορείς να το καταλάβεις;» ((Ναι, βέβαια, αλλά...» ((Γι' αυτο ήμουν τόσο θυμωμένη μαζί σου! Αν μπορούσα, θα σου 'δινα μια γερή κλοτσιά στον πισινό! Είχαμε τόσο καιρό να ιδωθούμε κι εσύ ήσουν στον κόσμο σου... να σκέφτεσαι τη φιλενάδα σου, κι ούτε που γύρισες να με δειςΐ Πώς να μη σου θυμώσω; Μα πέρα απ' όλα αυτά, το συλλογιζόμουν από καιρό, ότι θα ήταν ίσως προτιμότερο να μείνω λίγο μακριά σου, να ξεκαθαρίσω τα πράγματα στο μυαλό μου».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
«Τι πράγματα να ξεκαθαρίσεις;» «Τη σχέση μας^ τι άλλο; Είχα φτάσει σ' ένα α-ημείο που μ' άρεσε περισσότερο να είμαι [χ' εσένα παρά [λ' εκείνον. Δεν σου φαίνεται κι εσένα λίγο παράξενο αυτό; Λίγο δύσκολο; Εξακολουθεί να μ' αρέσει βέβαια. Ι'^ίναι κάπως εγωκεντρικός και στενόμυαλος, λίγο φασίστας, μα έχει αρκετά καλά σημεία και είναι ο πρώτος άντρας για τον οποίο ένιωσα κάτι σοβαρό. Εσύ όμως... εσύ είσαι κάτι πολύ ξεχωριστό για μένα. Όταν είμαστε μαζί, αισθάνομαι σαν να μπαίνουν όλα στη θέση τους. Σ' εμπιστεύομαι. Μ' αρέσεις. Δεν θέλω να σε χάσω. Αυτά όλα με είχαν μπερδέψει πολύ κι έτσι πήγα και του μίλησα. Τον ρώτησα τι να κάνω. Μου είπε να πάψω να σε βλέπω. Μου είπε ότι αν συνέχιζα να σε βλέπω, θα έπρεπε να διακόψω μαζί του». «Κι εσύ τι έκανες;» «Διέκοψα τη σχέση μου μαζί του. Αυτό έκανα». Η Μιντόρι έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα της, προφύλαξε τη φλόγα του σπίρτου με το χέρι της και το άναψε. «Γιατί;» «Ρωτάς "γιατί;"!» φώναξε δυνατά. «Είσαι τρελός; Πες μου! Ξέρεις την υποτακτική των αγγλικών, καταλαβαίνεις τους κανόνες της τριγωνομετρίας, διαβάζεις Μαρξ και δεν μπορείς να βρεις την απάντηση σε μια τόσο απλή ερώτηση; Είσαι τόσο χαζός που στ' αλήθεια πρέπει να την χάνεις αυτή την ερώτηση; Και περιμένεις να πάρεις απάντηση; Μου αρέσεις εσύ περισσότερο απ' ό,τι μου αρέσει αυτός. Τελεία και παύλα! Θα προτιμούσα φυσικά να έχω ερωτευτεί κάποιον ομορφότερο. Κι όμως όχι, εγώ ερωτεύτηκα εσένα!»
454
ΧΛΡΟΐΚΙ
ΜΟΠ'ΛΚΑΜΙ
Προσπάθησα να μι,λήσω, αλλά οι λέξεις έμειναν κολλημένες στο λαιμό μου. Η Μιντόρι πέταξε το τσιγάρο της σε μια λακκούβα με νερά. «Μπορείς, σε παρακαλώ, ν' αλλάξεις αυτό το ύφος στο πρόσωπό σου; Θα με κάνεις να βάλω τα κλάματα. Μην ανησυχείς, το ξέρω ότι είσαι ερωτευμένος με άλλη. Δεν περιμένω τίποτε από σένα. Μπορείς όμως να μ' αγκαλιάσεις τουλάχιστον μια στιγμούλα. Αυτοί οι δυο μήνες ήταν πολύ δύσκολοι για μένα». Αγκαλιαστήκαμε πίσω από τον παιδότοπο, κάτω από την ανοιχτή ομπρέλα μου. Τα κορμιά μας σφίχτηκαν κοντά κοντά, τα χείλη μας ενώθηκαν. Τα μαλλιά της και ο γιακάς της μύριζαν βροχή. Τι μαλακά, τι ζεστά που είναι τα κορμιά των κοριτσιών! Ένιωθα τα στήθη της να πιέζονται πάνω μου, τα 'νιωθα μέσα από τα ρούχα μας. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που άγγιξα ένα άλλο ανθρώπινο κορμί; ((Τη μέρα που συναντηθήκαμε, θυμάσαι; Εκείνη τη νύχτα του μίλησα και διακόψαμε», είπε η Μιντόρι. ((Σ' αγαπώ», της είπα, ((μέσα απ' τα βάθη της καρδιάς μου. Δεν θέλω να σε ξαναχάσω. Μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Την παραμικρή κίνηση». ((Εξαιτίας της;» Έγνεψα καταφατικά. ((Πες μου, έχεις κάνει έρωτα μαζί της;» ((Μια φορά. Πριν από ένα χρόνο». ((Και δεν την έχεις ξαναδεί από τότε;» ((Την έχω ξαναδεί δύο φορές, αλλά δεν κάναμε τίποτα», ((Γιατί; Δεν σ' αγαπάει;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
«Αυτό είναι, δύσκολο να το πει. κανείς», απάντησα. «Δεν είναι, απλό το θέμα. Αντιθέτως, είνα;, πολύ [λπερδε[λένο και συνεχίζεται εδώ και τόσο πολύ καιρό που στ' αλήθεια πια δεν ξέρω τι συμβαίνει. Ούτε εκείνη. Ί'ο μόνο που ξέρω είναι ότι έχω ένα μερίδιο ευθύνης σαν άνθρ(οπος και δεν μπορώ να γυρίσω την πλάτη μου και να φύγω. Τουλάχιστον αυτό νιώθω τώρα. Παρ' όλο που εκείνη δεν είναι ερωτευμένη μαζί μου». «Θα σου πω κάτι και άκουσέ με προσεκτικά, Βατανάμπε», είπε η Μιντόρι ακουμπώντας το μάγουλό της στο λαιμό μου. «Είμαι ένα αληθινό, ζωντανό κορίτσι, με αληθινό, ζωντανό αίμα να τρέχει στις φλέβες μου. Με κρατάς στην αγκαλιά σου και σου λέω πως σ' αγαπώ. Είμαι έτοιμη να κάνω ό,τι μου πεις. Μπορεί να είμαι λίγο τρελούτσικη, αλλά είμαι καλό κορίτσι και τίμιο. Δουλεύω σκληρά. Είμαι ομορφούλα, έχω ωραίο στήθος, μαγειρεύω πολύ καλά κι ο πατέρας μου μού άφησε ένα μικρό κεφάλαιο. Είμαι κελεπούρι, δεν νομίζεις; Αν δεν με πάρεις εσύ, θα με πάρει σίγουρα κάποιος άλλος». «Χρειάζομαι χρόνο», είπα. «Χρειάζομαι χρόνο για να σκεφτώ και να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Να πάρω τις αποφάσεις μου. Αυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα περισσότερο αυτή τη στιγμή». «Ναι, αλλά μ' αγαπάς μέσα απ' τα βάθη της καρδιάς σου. Έτσι δεν είπες; Και δεν θέλεις να με ξαναχάσεις. Σωστά;» «Το είπα και το εννοούσα». Η Μιντόρι ξεκόλλησε από την αγκαλιά μου μ' ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Εντάξει, θα σε περιμένω! Σου έχω εμπιστοσύνη», είπε. «Όταν θα με πάρεις όμως, θα
456
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
έχεις μόνο εμένα χι όταν θα με κρατάς στην αγκαλιά σου, θα σκέφτεσαι μόνο εμένα. Συνεννοηθήκαμε;» «Εντελώς». «Μπορείς να μου κάνεις ό,τι θέλεις, μόνο μη με πληγώσεις. Έχω πληγωθεί ήδη αρκετά στη ζωή μου. Περισσότερο από αρκετά. Τώρα θέλω να είμαι ευτυχισμένη». Την τράβηξα κοντά μου και τη φίλησα στο στόμα. «Άσε την αναθεματισμένη την ομπρέλα κι αγκάλιασέ με καί με τα δυο σου χέρια! Σφιχτά!» μου είπε. «Μα θα γίνουμε μούσκεμα!» «Και λοιπόν; Θέλω να πάψεις να σκέφτεσαι και να με κρατήσεις σφιχτά στην αγκαλιά σου! Δυο μήνες την περίμενα αυτή τη στιγμή!» Άφησα την ομπρέλα και την αγκάλιασα κάτω απ' τη βροχή. Τα λάστιχα των αυτοκινήτων στον βρεμένο δρόμο ακούγονταν από μακριά, το βουητό τους έφτανε κοντά μας και μας τύλιγε σαν λεπτή ομίχλη. Η βροχή έπεφτε χωρίς διακοπή, χωρίς ήχο, μούσκευε τα μαλλιά της Μιντόρι και τα δικά μου, οι σταγόνες κυλούσαν σαν δάκρυα στα μάγουλά μας, πότιζαν το τζιν μπουφάν της και το κίτρινο αντιανεμικό μου, απλώνονταν σαν σκούροι λεκέδες στα ρούχα μας. «Τι λες; Ξαναπάμε κάτω απ' το υπόστεγο;» είπα. «Έλα στο σπίτι μου. Δεν είναι κανείς εκεί. Θα πουντιάσουμε κι οι δυο». «Σωστά». «Είμαστε μουσκίδι. Άες και κολυμπήσαμε στο ποτάμι», είπε η Μιντόρι χαμογελώντας. «Τι ωραία!» Αγοράσαμε μια μεγάλη πετσέτα από το τμήμα λευκών ειδών και πήγαμε ο ένας μετά τον άλλο στις τουα-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
λέτες να σκουπίσουμε τα μαλλί,ά μαζ. "ϊ'πτερα πήραμε το μετρό και πήγαμε στο δί.αμέρ!.σ[λά της, στο Μιογκάντανι. Με άφησε να μπω πρώτος γί,α ντους χι ύστερα μπήκε κι εκείνη. Μου δάνεισε ένα μπουρνούζι να το φορέσω όση ώρα στέγνωναν τα ρούχα [λου. 11 ίδια φόρεσε μια φούστα κι ένα μπλουζάκι πόλο. Καθίσα[λε μοίζί στο τραπέζι της κουζίνας να πιούμε καφέ. «Πες μου για σένα», είπε η Μιντόρι. «Τι να σου πω;» «Μμμ... δεν ξέρω... Πες μου τι σιχαίνεσαι». «Τα κοτόπουλα, τα αφροδίσια νοσήματα, τις φλύαρες κομμώτριες». «Τι άλλο;» «Τις μοναχικές νύχτες του Απριλίου και τα δαντελένια πετσετάκια πάνω στις τηλεφωνικές συσκευές». «Τι άλλο;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο». «Ο φίλος μου -δηλαδή ο πρώην φίλος μου- σιχαινόταν ένα σωρό πράγματα. Δεν ήθελε να φοράω κοντές φούστες. Δεν ήθελε να καπνίζω. Δεν ήθελε να μεθάω ή να λέω παλιόλογα ή να σχολιάζω τους φίλους του. Αν υπάρχει λοιπόν κάτι σ' εμένα που δεν σ' αρέσει, πες το μου κι αν μπορώ, θα το κόψω». «Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα», είπα αφού πρώτα το σκέφτηκα. «Δεν υπάρχει τίποτα». «Αλήθεια;» « Μ ' αρέσουν όλα τα ρούχα που φοράς, μ' αρέσει ό,τι λες κι ό,τι κάνεις. Μ' αρέσει ο τρόπος που περπατάς και που πίνεις και που μεθάς. Όλα μ' αρέσουν».
458
ΧΛΙΜ)Ϊ·ΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
((Εννοείς ότι. είμαι εντάξει, όπως είμαι;» ((Δεν ξέρω τι θα μπορούσες ν' αλλάξεις. Άρα είσαι μια χαρά όπως είσαι». ((Πόσο πολύ μ' αγαπάς;» ρώτησε η Μιντόρι. ((Τόσο που να λιώσουν όλες οι τίγρεις του κόσμου και να γίνουν βούτυρο», είπα. ((Μμμ», έκανε η Μιντόρι με ικανοποίηση. ((Θα με πάρεις πάλι αγκαλιά;» Πέσαμε στο κρεβάτι της κι αγκαλιαστήκαμε. Καθώς ο ήχος της βροχής πλημμύριζε τ' αυτιά μας, φιληθήκαμε. Ύστερα συζητήσαμε για ένα σωρό πράγματα: από τη δημιουργία του σύμπαντος μέχρι τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του καθενός μας για το πόσο βρασμένα ήθελε τ' αυγά του. ((Αναρωτιέμαι τι να κάνουν τα μυρμήγκια όταν βρέχει...» είπε η Μιντόρι. ((Δεν έχω ιδέα», είπα. ((Είναι μαθημένα να δουλεύουν σκληρά, επομένως μάλλον περνούν τη μέρα τους καθαρίζοντας τις αποθήκες τους ή ταχτοποιώντας τα αποθέματά τους». ((Αφού δουλεύουν τόσο σκληρά, γιατί δεν εξελίσσονται; Γιατί μένουν συνεχώς τα ίδια;» ((Δεν ξέρω», είπα. ((Μπορεί η δομή του σώματός τους να μην ευνοεί την εξέλιξη - όπως, ας πούμε, στην περίπτωση των πιθήκων». ((Ε, Βατανάμπε, υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρεις. Εγώ νόμιζα ότι τα ήξερες όλα». ((Ο κόσμος είναι απέραντος», απάντησα. ((Ψηλά βουνά, βαθείς ωκεανοί», είπε η Μιντόρι. Έβαλε το χέρι της μέσα στο μπουρνούζι μου και τύλιξε τα δάχτυλα της γύρω από τη στύση μου. Ύστερα ξεροκατάπιε.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
I
I
Γ)
((Χωρίς αστεία, Βατανάμπε», είπε, ((φοβά[).α[. ότι δεν θα καταφέρουμε ποτέ τίποτα. Πώς θα χίορέσει. αυτό το τεράστιο σκληρό πράγμα μέσα μου;» ((Αστειεύεσαι.)), είπα αναστενάζοντας. ((Ναϋ), είπε γελώντας. ((Μην ανησυχείς. 'Ολα θα πάνε μια χαρά. Είμαι σίγουρη ότι θα χωρέσει. Σε πειράζει να ρίξω μια ματιά;)) ((Καθόλου)). Η Μιντόρι μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα κι άρχισε να ψαχουλεύει το πουλί μου απ' όλες τις μεριές, τραβώντας το δέρμα μου και ζυγίζοντας τ' αρχίδια μου στο χέρι της. Τελικά ξανάβγαλε το κεφάλι της και παίρνοντας βαθιά ανάσα είπε: ((Μ' αρέσει πολύ! Δεν θέλω να σε κολακέψω! Αλήθεια μ' αρέσει!)) ((Ευχαριστώ)), απάντησα απλά. ((Δεν θέλεις όμως να το κάνεις μαζί μου, Βατανάμπε. Έτσι δεν είναι; Ώσπου να ξεκαθαρίσεις την ιστορία σου...)) ((Θέλω και παραθέλω)), είπα. ((Θέλω τόσο πολύ που κοντεύω να τρελαθώ. Όμως δεν θα ήταν σωστό)). ((Είσαι τρομερά ξεροκέφαλος! Αν ήμουν στη θέση σου, θα το έκανα πρώτα και θα το σκεφτόμουν μετά)). ((Αλήθεια;)) ((Αστειεύομαι)), είπε η Μιντόρι με σιγανή φωνή. ((Ούτε εγώ θα το έκανα αν ήμουν στη θέση σου. Κι αυτό αγαπώ σ' εσένα, αυτό ακριβώς)). ((Πόσο μ' αγαπάς;)) τη ρώτησα, αλλά δεν μου απάντησε. Αντί γι' αυτό σφίχτηκε πάνω μου, κόλλησε τα χείλη της στο στήθος μου κι άρχισε αργά να χαϊδεύει τη στύση μου. Πόσο διαφορετικά κουνούσε το χέρι της η Ναό-
460
ΧΛΡΟνΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
κο, σκέφτηκα αμέσως. Και. οί. δύο κοπέλες ήταν τρυφερές και υπέροχες. Με κάποι,ον τρόπο όμως τόσο δί-αφορετικές μεταξύ τους που είχα την αίσθηση ότι ζούσα μια αλλιώτικη εμπειρία. ((Βατανάμπε, βάζω στοίχημα ότι σκέφτεσαι σίγουρα την άλλη». ((Κάνεις λάθος», της έκρυψα την αλήθεια. ((Αλήθεια;» ((Αλήθεια». ((Γιατί, να ξέρεις, αυτό δεν θα μ' άρεσε καθόλου». ((Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά άλλη», είπα. ((Θέλεις ν' αγγίξεις το στήθος μου; Ή να βάλεις το χέρι σου εκεί... κάτω;» με ρώτησε η Μιντόρι. ((Και βέβαια θέλω. Καλύτερα όμως να μην το κάνω. Αν τα κάνουμε όλα μαζί, δεν θ' αντέξω». Η Μιντόρι έγνεψε καταφατικά, κουνήθηκε κάτω από τα σκεπάσματα, έβγαλε το εσώρουχό της και το κράτησε μπροστά στο πουλί μου. ((Έτσι μπορείς να χύσεις», μου είπε. ((Μα θα σου το λερώσω». ((Κόφ' το, εντάξει; Θα με κάνεις να κλάψω», είπε η Μιντόρι μ' ένα ύφος πραγματικά κλαψιάρικο. ((Θα το πλύνω. Μην κρατιέσαι λοιπόν, χύσε όσο θέλεις. Κι αν νοιάζεσαι τόσο για το κιλοτάκι μου, αγόρασέ μου ένα καινούργιο. Εκτός κι αν δεν μπορείς να χύσεις επειδή είναι δικό μου». ((Μη λες ανοησίες», της απάντησα. ((Ε, τότε, εμπρός, κάν' το». Όταν τέλειωσα, η Μιντόρι κοίταξε καλά καλά το σπέρμα μου. ((Πο πο, τι πολύ που είναι!»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
((Σου φαίνεται πολύ;» ((Όχι, όχι. Εντάξει είναι, ανόητε. Μπορείς να χύσεις όσο θέλεις», είπε με χαμόγελο κι ύστερα [ΐ.ε φίλησε. Το απόγευμα η Μιντόρι βγήκε και ψώνισε στη γειτονιά, ύστερα μαγείρεψε. Φάγαμε τεμπούρα και ρύζι με πράσινα φασολάκια στο τραπέζι της κουζίνας. Ί Ιπιαμε μπίρα. ((Να τρως πολύ για να 'χεις μπόλικο σπέρμα», είπε η Μιντόρι. ((Κι εγώ θα είμαι καλή και γλυκιά και θα σε βοηθάω να το ξεφορτώνεσαι». ((Σ' ευχαριστώ πολύ», είπα. ((Ξέρω πολλούς τρόπους να το κάνω. Τους έμαθα από τα γυναικεία περιοδικά που είχαμε στο βιβλιοπωλείο. Είχαν κάτι ένθετα, πώς να φροντίζετε τον άντρα σας για να μη σας απατήσει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όταν δεν θα μπορείτε να κάνετε έρωτα μαζί του. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι. Θέλεις να τους δοκιμάσουμε;» ((Ανυπομονώ». Όταν αποχαιρέτησα τη Μιντόρι, πήγα στη στάση, αγόρασα μια εφημερίδα και μπήκα στο τρένο. Μα όταν την άνοιξα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καμιά όρεξη να διαβάσω εφημερίδα, κι ότι έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβαινα λέξη απ' όσα διάβαζα. Κοίταζα μόνο σαν χαζός την τυπωμένη σελίδα με τα ακατανόητα σημαδάκια της κι αναρωτιόμουν τι θα μου συνέβαινε από δω και μπρος, πώς θ' άλλαζαν τα πράγματα γύρω μου. Μου φαινόταν πως ένιωθα το σφυγμό του κόσμου. Στέναξα βαθιά κι έκλεισα τα μάτια μου. Δεν μετάνιωνα με κανέναν τρόπο για τα γεγονότα αυτής της μέρας· ήμουν βέβαιος ότι αν μου δινόταν η ευκαιρία, θα έκανα ξανά τα ίδια πράγματα ακρι-
462
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
βώς. Θα έσφιγγα τη Μί,ντόρί. στην αγκαλιά μ.ου στην ταράτσα του εμπορικού κέντρου, κάτω από τη βροχή· θα γινόμουν μούσκεμα μαζί της· και στο κρεβάτι της θ' άφηνα να με οδηγήσει το χέρι της στον οργασμό. Δεν αμφέβαλα για κανένα απ' αυτά τα πράγματα. Την αγαπούσα τη Μιντόρι και χαιρόμουν που είχε γυρίσει κοντά μου. Μαζί της μπορούσα να τα καταφέρω. Όπως το είχε πει και η ίδια, ήταν ένα ολοζώντανο αληθινό κορίτσι, το αίμα κυλούσε στις φλέβες της κι ήταν έτοιμη να παραδώσει στην αγκαλιά μου το ζεστό της κορμί. Με χίλια ζόρια κατέπνιξα την έντονη επιθυμία μου να τη γδύσω, ν' ανοίξω το κορμί της και να βουλιάξω στη ζεστασιά του. Με τίποτα δεν θα μπορούσα να τη σταματήσω, όταν άρχισε να με χαϊδεύει πρόθυμη να φτάσει ώς το τέλος. Ήθελα να το κάνει, το ήθελε κι εκείνη, αγαπιόμασταν. Ποιος θα μπορούσε να σταματήσει μια τέτοια στιγμή; Γιατί ήταν αλήθεια, αγαπούσα τη Μιντόρι και μάλλον το ήξερα από πριν. Απλώς απέφευγα τη σκέψη εδώ και αρκετό καιρό. Το πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτές τις εξελίξεις στη Ναόκο. Θα ήταν σκληρό όποτε κι αν συνέβαινε. Με τη Ναόκο σ' αυτά τα χάλια, δεν υπήρχε τρόπος να της πω ότι είχα ερωτευτεί άλλη. Εξάλλου την αγαπούσα ακόμα τη Ναόκο. Όσο ανισόρροπη και παραμορφωμένη κι αν ήταν η αγάπη μου γι' αυτήν, η αλήθεια είναι πως υπήρχε. Μέσα μου ήταν φυλαγμένος ένας μεγάλος, ανέγγιχτος χώρος, προορισμένος για τη Ναόκο και για καμιά άλλη. Ωστόσο μπορούσα να κάνω κάτι: να γράψω στη Ρέικο και να της ομολογήσω τα πάντα με ειλικρίνεια. Φτάνοντας στο σπίτι μου κάθισα στη βεράντα κοιτάζοντας τη
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
βροχή να ποτίζει, τον σκοτεινό κήπο καί. ακαρίόνοντας φράσεις μες στο μυαλό μου. Ύστερα πήγα στο γραφείο μου χι έγραψα το γράμμα. Το γεγονός ότι πρέπει σου γράψω ένα τέτοιο
γράμμα
τώρα να
μου είναι απίστευτα
ο/^υ-
νηρό άρχισα. Στη συνέχεια περιέγραψα τη σχέση \ιοό [λε τη Μιντόρι και εξήγησα τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα. Αγαπούσα συνέβη κάτι
τη Ναόκο χαι την αγαπώ ακόμα. Λυτό που
όμως ανάμεσα
στη Μιντόρι
το κατηγορηματικά
Ασκεί αργήσει
και σ' εμένα
και οριστικά
πάνω μου μια ακατανίκητη να με συνεπάρει
για τη Ναόκο
είναι
ήρεμη,
που νιώθω για τη Μιντόρι διαφορετικό.
Στέκεται μέχρι
που δεν θ'
Η αγάπη που νιώθω
ευγενική, όμως...
διάφανη.
είναι κάτι
στα πόδια του και
μόνο του, ζει κι ανασαίνει, αναστατώνει
πραγματικό.
δύναμη
τελείως.
έχει
η καρδιά
Αυτό εντελώς
περπατάει
του χτυπάει.
Με
τα μύχια της ύπαρζής μου. Δεν ξέ-
ρω τι να κάνω. Είμαι μπερδεμένος.
Λεν θέλω να το παι-
νευτώ, αλλά πιστεύω
όσο πιο έντιμα
ότι φέρθηκα
ρούσα. Λεν είπα ψέματα τά μου να μην πληγώσω λοιπόν ρινθο. Ρέικο;
πώς έγινε Τι πρέπει Είσαι
μπο-
σε κανέναν κι έβαλα τα δυνακανέναν.
και βρέθηκα
Λεν
να κάνω τώρα; Μπορείς
η μόνη που μπορεί
καταλαβαίνω
μέσα σ' αυτόν το λαβύνα με
να μου
πεις,
συμβουλέψει.
Έστειλα το γράμμα το ίδιο βράδυ, επείγον.
Η απάντηση της Ρέικο έφτασε πέντε μέρες αργότερα, με ημερομηνία 17 Ιουνίου.
464
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
Αζ αρχίσω με τα χαλά νέα. ΗΝαόκο
πάει πολύ
τερα,
πιο γρήγορα
η κατάσταση
όσο περιμέναμε.
της βελτιώνεται
Της μίλησα
νο και μου φάνηκε ξανάρθει
εδώ, πριν περάσει
Και τώρα στα δικά Νομίζω αγάπη
εντάξει.
πολύς
ανθρώπινο
να σε φυλακίσει περισσότερη
Η συμβουλή
αγάπη
μέσα
πλάσμα
εμπιστοσύνη
μπορεί
να πάει
Όμως έτσι είναι η αγάπη. κό είναι
να παραδοθείς
εγώ. Είναι
και έντιμο
Δεύτερον,
πρέπει
μια έλξη
απολύ-
μπορεί
Η
και
όχι.
το φυσι-
σου. Αυτό
νομίζω
ειλικρινές.
να κάνεις
σου. Λεν μπορώ
μου είναι
στον έρωτά και
Πρώ-
γι' αυτό το
Όταν ερωτεύεσαι,
έρωτα
ντόρι; Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει μόνος
σου.
την ερωτεύτηκες. καλά,
το
περίΠρέπει
στον εαυτό
κατά τη γνώμη
Η
είναι κάτι
σε λαβυρίνθους.
το ότι στη συνέχεια
αυτή
στα σοβαρά.
που έχω να σου δώσω είναι απλή.
τη Μιντόρι,
τως φυσικό
μάλιστα
τότε δεν υπάρχει
τον, αφού από την αρχή ένιωσες κορίτσι,
τηλέφω-
Ίσως
καιρός.
όλα πολύ
κι αν είναι ειλικρινής,
να έχεις
απ'
σου.
ότι τα παίρνεις
για ένα άλλο
υπέροχο πτωση
μία φορά απ'το
πραγματικά
καλύ-
ή όχι με τη να το
αποφασίσεις
Συζήτησέ
το
μαζί της και πάρε την απόφασή σου. Την απόφαση
που
εσύ θεωρείς Τρίτον,
να σου πω εγώ.
Μι-
σωστή. μην πεις τίποτε
Αν τα πράγματα οπωσδήποτε
φτάσουν
να της μιλήσεις,
εγώ και θα καταστρώσουμε παρόν, κράτα θεση σ'
το στόμα
εμένα.
απ' όλα αυτά στη σε σημείο
Ναόκο.
που να
πρέπει
τότε θα καθίσουμε ένα καλό σχέδιο.
σου κλειστό.
Αφησε
εσύ κι Προς το
την
υπό-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΛΣΟΣ
Το τέταρτο
I
που έχω να σου πω είναι
I
Γ)
το εξ-ης: στά-
θηκες ώς τώρα πΎ)γή δύναμης για τη Ναόκο. Ακόμα χι αν δεν νιώθεις
πια έρωτα
για κείνη,
υπάρχουν ένα σωρό πράγματα για να τη βοηθήσεις. την εξαντλητική
παρ^ όλα
που μπορείς
Μην τα ψειρίζεις
σου σοβαρότητα.
λοιπόν
και-τόσο-φυσιολογικοί)
είμαστε
του. Δεν διαθέτουμε
τη μηχανική
δεν μπορούμε
ριάζουμε
τις κινήσεις
τη. Δίκιο
δεν
από την άλλη,
Δεν υπάρχει
κοπέλα.
Τέτοια
σαν να
κάποια
όμορ-
ότι και ο ουρανός και η λίΣταμάτα
να τ' αφήσεις
λοιπόν
να τρώ-
όπως πρέπει
να
εσύ να πάρουν το
και ειλικρινείς
θα πληγώνονται
φτάνει η ώρα να πληγωθούν.
σε
καθημερι-
κόσμο μας. Είναι
δρόμο τους. Παρά τις έντιμες σου, οι άνθρωποι
στη
καμία αμαρτία
θα προχωρήσουν
φτάνει
Όπως, και
συμβαίνουν
σε μια όμορφη λίμνη
Τα πράγματα
Μιντό-
κοντά της.
κανένα λάθος,
μνη είναι χάρμα οφθαλμών.
θειές
διαβή-
το γράμ-
τι σε τραβάει
πράγματα
πανέμορφο
βαρκάδα
Διαβάζοντας
τι σε τραβάει
φη μέρα και να σκέφτεσαι
προχωρήσουν,
και να λογα-
είναι ότι αυτή η
καταλαβαίνω
νά στον μεγάλο
γεσαι.
τραπεζικών
να μετράμε
μου αίσθηση
μα σου καταλαβαίνω
βγαίνεις
ακρίβεια
ατέλειές
μας με το χάρακα και το
ρι είναι καταπληκτική
όσα νιώθεις.
και τις
έχω;
Η προσωπική
Ναόκο.
πλάσματα
μας. Ζούμε δε σ' έναν
κόσμο που έχει κι αυτός τις αδυναμίες λογαριασμών,
όλα με
και οι όχι-
ανθρώπινα
και τις ατέλειές
κάνεις
Όλοι μας (κι όταν
λέω όλοι, εννοώ όλοι: και οι φυσιολογικοί με τις αδυναμίες
αυτά
να
προσπά-
πάντα,
όταν
Έτσι είναι η ζωή. Το ξέ-
ρω ότι τα λόγια μου σου θυμίζουν κήρυγμα,
αλλά
είναι
466
ΧΛΡΟΪΚΙ
ΜΟΪΡΑΚΑΜΙ
καιρός πια να μάθεις
να ζεις τη ζωη με τα δικά της
τρα. Εσύ αγωνίζεσαι
να φέρεις τη ζωή στα μέτρα
Αυτό δεν γίνεται.
Αν δεν θέλεις
λο φρενοβλαβών,
τότε πρέπει
λό σου και ν' αφεθείς
ποιος ξέρει; και πρέπει
ν' αρπάξεις
λοιπόν
σιάζονται
ευτυχισμένο
τέλος.
έτσι να είναι καλύτερα. όποια δυνατότητα
Η πείρα μου μου λέει
στη ζωή μας παραπάνω
τοιες ευκαιρίες.
Αν τις αφήσουμε
φύγουν, τότε μετανιώνουμε
, , ,
Βά-
που η δική σου ιστοαυτό
ευτυχίας
συ-
συνέχεια
ότι δεν παρου-
από δύο ή τρεις να περάσουν
ώς την τελευταία
, ,
Μα
Γι'
ναντάς στο δρόμο σου και να μην ανησυχείς για τους άλλους.
ό,τι
ευτυχισμένος!
δεν είχε
Μπορεί
Σταμάτα
Παρ' είναι η
και γίνε ευτυχισμένος.
να σου πω ότι λυπάμαι
ρία και της Ναόκο
μια
και ατέλειες.
πόσο θαυμάσια
με, είναι αλήθεια!
λε τα δυνατά σου να γίνεις Περιττό
το μυα-
της ζωής. Είμαι
αδυναμίες
όλα αυτά συχνά συλλογίζομαι κι αν κάνεις αυτή τη στιγμή
σε άσυ-
ν' ανοίξεις λιγάκι
στα χέρια
αδύναμη γυναίκα, γεμάτη ζωή! Πίστεψέ
να καταλήξεις
μέσου.
τέ-
και να
μας
στιγ-
Παίζω κάθε μέρα κιθάρα, μόνη μου. Βαριέμαι λιγάκι. Αεν μ'αρέσουν οι σκοτεινές βροχερές νύχτες. Ελπίζω ότι θα βρεθούμε ξανά, εσύ, η Ναόκο κι εγώ, και θα παίξω κιθάρα και θα φάμε σταφύλια όλοι μαζί. Καλή αντάμωση λοιπόν. Ρέικο
Ισίντα
11 Η Ρέικο μου έγραψε αρκετές φορές μετά το θάνατο της Ναόκο. Δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο, επέμενε. Δεν έφταιγε κανείς. Όπως δεν φταίει η βροχή που πέφτει. Έτσι μου έγραψε. Όμως εγώ δεν της απάντησα. Τι μπορούσα να της γράψω; Σε τι θα ωφελούσε; Η Ναόκο δεν υπήρχε πια σ' αυτό τον κόσμο. Είχε γίνει μια χούφτα στάχτη. Η κηδεία της Ναόκο ήταν απλή. Έγινε στο Κόμπε, τέλος Αυγούστου. Ύστερα γύρισα στο Τόκιο. Ειδοποίησα το σπιτονοικοκύρη μου ότι θα έλειπα και ενημέρωσα τον ιδιοκτήτη του ιταλικού εστιατορίου, όπου δούλευα, ότι για ένα διάστημα δεν θα πήγαινα στη δουλειά. Στη Μιντόρι έστειλα ένα σύντομο σημείωμα χωρίς εξηγήσεις, με το οποίο την παρακαλούσα να με περιμένει λίγο ακόμα. Τις τρεις επόμενες μέρες τις πέρασα στον κινηματογράφο, από το πρωί ώς το βράδυ. Είδα όλες τις καινούργιες ταινίες που παίζονταν στο Τόκιο. Έπειτα έφτιαξα το σακίδιό μου, σήκωσα από την τράπεζα όλα μου τα χρήματα, πήγα στο σταθμό του Σιντζούκου και αγόρασα εισιτήριο για την πρώτη ταχεία.
468
ΧΛΡΟνΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
Δεν θυμάμαι, πια τα μέρη όπου με οδήγησε εκείνο το ταξίδι. Θυμάμαι τοπία, ήχους και μυρωδιές. Πολύ καλά. Όμως τα ονόματα των πόλεων έχουν σβηστεί απ' το μυαλό μου, καθώς και η χρονική σειρά με την οποία τις επισκέφθηκα. Ταξίδευα από πόλη σε πόλη με το τρένο, με το λεωφορείο ή με οτοστόπ. Κοιμόμουν στο σλίπινγκ μπαγκ σε έρημα πάρκινγκ, σε σταθμούς, σε πάρκα, σε όχθες ποταμών και σε ακροθαλασσιές. Μια φορά έπεισα τους αστυνομικούς να μ' αφήσουν να κοιμηθώ σε μια γωνιά μέσα στο τμήμα. Μια άλλη φορά κοιμήθηκα δίπλα στο φράχτη ενός νεκροταφείου. Δεν μ' ένοιαζε πού κοιμόμουν, φτάνει να μην ενοχλούσα και να μη μ' ενοχλούσαν. Ξεθεωμένος από το περπάτημα, χωνόμουν στο σλίπινγκ μπαγκ, κατέβαζα μερικές γουλιές φτηνό ουίσκι και βούλιαζα στον ύπνο. Στις καλές πόλεις ο κόσμος μού έδινε φαγητό και φιδάκι για τα κουνούπια. Στις όχι-και-τόσο-καλές ειδοποιούσαν την αστυνομία και μ' έδιωχνε από τα πάρκα. Δεν μ' ένοιαζε. Δεν μ' άγγιζαν ούτε με τον έναν τρόπο ούτε με τον άλλο. Ήθελα μόνο να κοιμάμαι σε άγνωστες πόλεις. Όταν μου τέλειωναν τα λεφτά, δούλευα εργάτης λίγες μέρες και μάζευα αρκετά για τα απαραίτητα. Πάντα έβρισκα δουλειά. Συνέχισα να ταξιδεύω από πόλη σε πόλη, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό στο νου μου. Ο κόσμος ήταν μεγάλος και γεμάτος παράξενα πράγματα, παράξενους ανθρώπους. Μια φορά τηλεφώνησα στη Μιντόρι, επειδή ήθελα πολύ ν' ακούσω τη φωνή της. «Το εξάμηνο άρχισε προ πολλού, ξέρεις», μου είπε. «Σε μερικά μαθήματα έχουν αρχίσει ήδη να ζητάνε τις εργασίες μας. Τι θα κάνεις; Το ξέρεις ότι έχεις τρεις βδομάδες να πάρεις τηλέφωνο; Πού είσαι; Τι κάνεις;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
«Λυπάμαι. Μου είναι αδύνατο να γυρίσίο στο Ί'όκ(.ο. Όχι ακόμα». «Αυτό έχεις όλο κι όλο να μου πεις;» «Δεν έχω τίποτε άλλο να σου πω αυτή τη στιγμή. Τον Οκτώβριο ίσως...» Η Μιντόρι μου έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει λέξη. ^ Συνέχισα να ταξιδεύω. Πότε πότε περνούσα τη νύχτα σε κάποιον φτηνό ξενώνα για να πλυθώ και να ξυριστώ. Το θέαμα που αντίκριζα στον καθρέφτη ήταν τρομαχτικό. Το δέρμα μου είχε καεί από τον ήλιο. Τα μάτια μου είχαν βουλιάξει στις κόχες τους, αλλόκοτες γραμμές και ρυτίδες πρωτόγνωρες σημάδευαν τα μάγουλά μου. Έμοιαζα με άνθρωπο που μόλις είχε συρθεί στο φως από σκοτεινή σπηλιά κι ήταν αναγκασμένος να κοιτάξει με προσοχή στον καθρέφτη για ν' αναγνωρίσει τον εαυτό του. Ήμουν πια στην ακτή, όσο πιο μακριά μπορούσα από το Τόκιο - στο Τοτόρι ίσως ή στην πίσω πλευρά του Χιόγκο. Το περπάτημα δίπλα στη θάλασσα ήταν εύκολο. Πάντα έβρισκα ένα βολικό μέρος για ύπνο στην άμμο. Άναβα φωτιά από τα ξύλα που είχε ξεβράσει το κύμα, έψηνα λιαστά ψάρια που τ' αγόραζα από τους ψαράδες. Έπινα ουίσκι κι άκουγα τα κύματα έχοντας στη σκέψη μου τη Ναόκο. Ήταν στ' αλήθεια παράξενο που ήταν πεθαμένη, που δεν βρισκόταν πια σ' αυτό τον κόσμο. Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχα ακούσει τα καρφιά να μπήγονται στο ξύλο της κάσας της, αλλά δεν μπορούσα να το βολέψω μέσα μου - το γεγονός ότι δεν υπήρχε πια, ότι είχε επιστρέψει στο Μεγάλο Τίποτα.
470
ΧΛΡΟνΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
Όχι.. Η εικόνα της ήταν ακόμ.α ολοζώντανη στη μνήμη μου. Την έβλεπα ακόμα να σκύβει, πάνω από τη στύση μου, να την παίρνει, στο στόμα της. Έβλεπα τα μαλλιά της να χαϊδεύουν την κοιλιά μου. Ένιωθα ακόμα τα ζεστά της στήθη πάνω μου. Μέσα μου ζούσε ακόμα η στιγμή, όπου δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά μόνο να χύσω. Όλα αυτά τα θυμόμουν, πολύ καθαρά λες κι είχαν συμβεί πριν από πέντε λεπτά μόλις. Ήμουν σίγουρος ότι η Ναόκο βρισκόταν δίπλα μου, ότι μπορούσα ν' απλώσω το χέρι μου και να την αγγίξω. Όμως όχι, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Το κορμί της δεν υπήρχε στον κόσμο πια. Τις νύχτες, όταν δεν μου κολλούσε ύπνος, η εικόνα της Ναόκο στοίχειωνε το νου μου. Δεν μπορούσα να τη διώξω. Είχα πολλές αναμνήσεις από εκείνη. Μόλις κάποια απ' αυτές έβρισκε άνοιγμα κι έβγαινε στην επιφάνεια, αμέσως ακολουθούσαν και οι άλλες, σαν ποτάμι που δεν μπορούσε να σταματήσει: η Ναόκο με το κίτρινο αδιάβροχό της να καθαρίζει τα κλουβιά των πουλιών εκείνο το βροχερό πρωινό· η βουλιαγμένη τούρτα στα γενέθλιά της· τα δάκρυά της να μουσκεύουν το πουκάμισό μου (ναι, έβρεχε και τότε)· η Ναόκο να περπατάει δίπλα μου το χειμώνα με το καμηλό παλτό της· η Ναόκο να παίζει με το κοκαλάκι που φορούσε πάντα στα μαλλιά της· η Ναόκο να με κοιτάζει με τα απίστευτα καθαρά της μάτια· η Ναόκο να κάθεται στον καναπέ, με τα πόδια της κρυμμένα κάτω από το γαλάζιο της νυχτικό και το σαγόνι της ακουμπισμένο στα γόνατα. Η μία μετά την άλλη έρχονταν καταπάνω μου οι εικόνες της, σαν τα ασυγκράτητα κύματα της παλίρροιας -
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
χαι με παράσερναν σ' έναν τόπο αλλόκοτο και, [Μυστηριώδη, έναν τόπο όπου ζούσα παρέα [χε τους νεκρούς. Ι^'.κεί η Ναόκο ήταν ζωντανή κι εγώ της μιλούσα και την κρατούσα στην αγκαλιά μου. Σ' εκείνο τον τόπο ο θάνατος δεν είχε καμιά σημασία, δεν ήταν το μοιραίο γεγονός που έβαζε τέρμα στη ζωή. Εκεί ο θάνατος ήταν ένα από τα πολλά συστατικά της ζωής. Εκεί η Ναόκο ζούσε με το θάνατο μέσα της και σ' εμένα έλεγε: «Μην ανησυχείς, Βατανάμπε. Ένας θάνατος είναι. Δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριέσαι)). Δεν ένιωθα λύπη σ' εκείνο τον παράξενο τόπο. Ο θάνατος ήταν θάνατος και η Ναόκο ήταν η Ναόκο. «Τι έπαθες;)) με ρωτούσε με ντροπαλό χαμόγελο. «Δεν έγινε τίποτα. Αφού με βλέπεις, είμαι εδώ, δίπλα σου)). Οι γνώριμες μικρές κινήσεις της έριχναν βάλσαμο στην ψυχή μου. Αν είναι έτσι ο θάνατος^ έ λ ε γ α από μέσα μου, τότε
δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. «Έχεις δίκιο)), απαντούσε η Ναόκο λες και διάβαζε τη σκέψη μου. «Ο θάνατος δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Είναι θάνατος απλώς. Τα πράγματα είναι πανεύκολα για μένα εδώ)). Η Ναόκο μου μιλούσε ανάμεσα στα σκοτεινά κύματα που έσκαζαν με ορΜε τα πολλά πάντως, τα κύματα ησύχαζαν κι αποτραβιούνταν κι εγώ έμενα στην ακρογιαλιά μόνος. Ανήμπορος να σαλέψω. Η ίδια η θλίψη με τύλιγε στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, ώσπου μ' έπαιρναν τα δάκρυα. Δεν έκλαιγα. Είχα την αίσθηση πως τα δάκρυα ανάβλυζαν από μέσα μου σαν τον ιδρώτα. Ο θάνατος του Κιζούκι με είχε διδάξει κάτι, μια πίστη που ένιωθα ότι την είχα κάνει δική μου, κομμάτι του εαυ-
472
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
τού μου: Ο θάνατος υπάρχει, αλλά ως μέρος
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
όχι ως το αντίθετο
της ζωής
της.
Ζώντας καθένας τη ζωή του, τρέφουμε το θάνατο. Μα όσο κι. αν αυτό είναι, αλήθεί,α, δεν είναι παρά μία μόνο από τι,ς αλήθειες που πρέπει να μάθουμε. Ο θάνατος της Ναόκο με δίδαξε κάτι ακόμα: δεν υπάρχει αλήθεια ικανή να γιατρέψει τη λύπη μας για την απώλεια ενός αγαπημένου πλάσματος. Δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε εντιμότητα ούτε δύναμη ούτε καλοσύνη ούτε τίποτα που να μπορεί να γιατρέψει αυτή τη λύπη. Πρέπει να την αντέξουμε ώς το τέλος και να μάθουμε κάτι απ' αυτή. Μα ό,τι κι αν μάθουμε, δεν θα μας βοηθήσει την επόμενη φορά που μια παρόμοια λύπη θα έρθει να μας συντρίψει απροειδοποίητα. Ακούγοντας τα κύματα τη νύχτα, στήνοντας αυτί στο σφύριγμα του ανέμου, λίγο λίγο οι σκέψεις αυτές ξεκαθάρισαν μέσα μου. Με το σακίδιο στην πλάτη, με την άμμο στα μαλλιά, προχωρούσα τη μια μέρα μετά την άλλη προς τα δυτικά, ζώντας με ουίσκι, ψωμί και νερό.
Ένα απόγευμα με πολύ αέρα ήμουν χωμένος στο σλίπινγκ μπαγκ μου, δίπλα σ' ένα αναποδογυρισμένο σκάφος, κι έκλαιγα. Ένας νεαρός ψαράς που περνούσε από κει, σταμάτησε και μου πρόσφερε τσιγάρο. Το πήρα. Είχα πάνω από ένα χρόνο να καπνίσω. Με ρώτησε γιατί έκλαιγα και μηχανικά σχεδόν του απάντησα ότι είχε πεθάνει η μητέρα μου. Η λύπη μου ήταν τόση που δεν την άντεχα, του είπα, γι' αυτό κι είχα πάρει τους δρόμους. Με συλλυπήθηκε και έφερε ένα μεγάλο μπουκάλι σακέ με δυο ποτηράκια από το σπίτι του.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
Ο άνεμος έδερνε την άμμο, όπου καθίσαμε να πιούμε. Μου είπε ότι είχε χάσει τη δική του μάνα στα δεκάξι του χρόνια. Ποτέ δεν ήταν πολύ γερή, αλλά είχε λιώσει στα πόδια της δουλεύοντας απ' το πρωί ώς το βράδυ. Τον άκουγα αφηρημένος, πίνοντας γουλιά γουλιά το σακέ μου και μουρμουρίζοντας αραιά και πού μια απόκριση. Μου φαινόταν πως άκουγα μια ιστορία από έναν πολύ μακρινό κόσμο. Τί στην ευχή μου λέει; αναρωτιόμουν. Ξαφνικά ένιωσα να με πνίγει μια τρομερή οργή. Ποιος νοιάζεται για τ-η μάνα τη δική σου; μου ήρθε να του φωνάξω. Εγώ έχασα τη Ναόκο! αυτό τον κόσμο! μπουνάς
Το όμορφο κορμί της χάθηκε
Τι στο διάβολο
κάθεσαι
και μου
απ' τσα-
για τη χαζή τη μάνα σου;
Η οργή μου καταλάγιασε και χάθηκε το ίδιο γρήγορα όπως είχε φουντώσει. Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα να ακούω την ατέρμονη φλυαρία του. Κάποια στιγμή με ρώτησε αν είχα φάει. Όχι, του είπα. Στο σακίδιό μου είχα ψωμί και τυρί, μια ντομάτα κι ένα κομμάτι σοκολάτα. Τι είχα φάει για μεσημεριανό; με ρώτησε. Ψωμί, τυρί, ντομάτα και σοκολάτα, του απάντησα. ((Περίμενε», μου είπε τότε κι έφυγε τρέχοντας. Προσπάθησα να τον σταματήσω, αλλά χάθηκε μες στο σκοτάδι χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Έμεινα μόνος πίνοντας σακέ. Η άμμος ήταν γεμάτη χαρτάκια από πυροτεχνήματα, τα κύματα ούρλιαζαν μανιασμένα κι ορμούσαν όλο λύσσα στην αμμουδιά. Ένα κοκαλιάρικο σκυλί ζύγωσε στη φωτιά μου κουνώντας την ουρά του. Έψαχνε κάτι να φάει. Γρήγορα κατάλαβε ότι κοντά μου δεν θα έβρισκε τίποτα και ξανάφυγε. Μισή ώρα αργότερα ο νεαρός ψαράς ξανάρθε με δυο
474
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
κουτιά σούσι κι ένα καινούργιο μπουκάλι σακέ. Το ένα κουτί έπρεπε να το φάω αμέσως, μου είπε, επειδή είχε μέσα ψάρι. Το άλλο μπορούσα να το κρατήσω για αύριο: ήταν πιτάκια με φύκια και τηγανητό τόφου. Όταν γέμισε τα ποτήρια μας ξανά με σακέ, τον ευχαρίστησα και έφαγα όλα τα σούσι με το ψάρι μόνος μου. Όταν ήπιαμε τόσο που δεν αντέχαμε άλλο, μου πρότεινε να πάω να κοιμηθώ στο σπίτι του. Του απάντησα ότι προτιμούσα να κοιμηθώ μόνος μου στην αμμουδιά - εκείνος δεν επέμεινε. Φεύγοντας μου έβαλε στην τσέπη του πουκαμίσου ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα των πέντε χιλιάδων γιεν. «Αγόρασε κάτι της προκοπής να φας», είπε. «Έχεις τα χάλια σου». Διαμαρτυρήθηκα πως είχε κάνει ήδη πολλά για μένα, πως δεν μπορούσα να δεχτώ και τα λεφτά του από πάνω. Εκείνος όμως αρνήθηκε να τα πάρει πίσω. «Δεν είναι λεφτά αυτά. Είναι το πώς νιώθω», μου είπε. «Πάρ' τα λοιπόν και μην τα σκέφτεσαι». Τον ευχαρίστησα λοιπόν και τα πήρα. Μένοντας μόνος θυμήθηκα ξαφνικά την παλιά μου φιλενάδα, αυτήν που μαζί της πρωτοέκανα έρωτα την τελευταία χρονιά του σχολείου. Ανατρίχιασα συνειδητοποιώντας πόσο άσχημα της είχα φερθεί. Ούτε που είχα λογαριάσει Τις δίκες της σ κ έ ψ ε ι ς , τα δικά της αισθήματα,
τον
πόνο που της είχα προξενήσει.. Ήταν γλυκιά κι ευγενική κοπέλα, αλλά την εποχή εκείνη θεωρούσα τη γλύκα της δεδομένη - κι αργότερα ούτε που την ξανασκέφτηκα. Τι είχε απογίνει; αναρωτήθηκα. Με είχε συγχωρέσει άραγε; Ένα κύμα ναυτίας ανέβηκε στο λαρύγγι μου κι έκανα εμετό δίπλα στο παλιό σκαρί. Το κεφάλι μου πονούσε
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
από το πολύ σακέ και ένιωσα τύψεις που είχα πει ψέματα στον ψαρά κι είχα πάρει τα λεφτά του. Ί Ιταν καιρός να γυρίσω στο Τόκιο, αποφάσισα. Δεν μπορούσα να συνεχίσω έτσι για πάντα. Έβαλα το σλίπινγκ μπαγκ στο σακίδιο, πέρασα τα λουριά στους ώμους και πήγα περπατώντας στον κοντινότερο σιδηροδρομικό σταθμό. Είπα στον υπάλληλο στο ταμείο πως ήθελα να γυρίσω στο Τόκιο το συντομότερο. Συμβουλεύτηκε τον πίνακα με τα δρομολόγια και μου είπε ότι μπορούσα να είμαι το πρωί στην Οσάκα, αν άλλαζα τρένο τη νύχτα. Από κει μπορούσα να πάρω το ιντερσίτι ώς το Τόκιο. Τον ευχαρίστησα και αγόρασα ένα εισιτήριο για το Τόκιο με τα 5.000 γιεν που μου είχε δώσει ο ψαράς. Περιμένοντας το τρένο, αγόρασα μια εφημερίδα και κοίταξα την ημερομηνία: ήταν 2 Οκτωβρίου 1970. Ταξίδευα λοιπόν έναν ολόκληρο μήνα. Κατάλαβα ότι ήταν πια καιρός να γυρίσω στον πραγματικό κόσμο. Αυτός ο μήνας του ταξιδιού δεν μου 'φτιαξε το κέφι ούτε μαλάκωσε τον πόνο μου από το θάνατο της Ναόκο. Όταν έφτασα στο Τόκιο, ήμουν περίπου στην ίδια κατάσταση όπως και πριν φύγω. Ούτε να τηλεφωνήσω στη Μιντόρι δεν είχα τη δύναμη. Τι μπορούσα να της πω; Πώς ν' αρχίσω; «Όλα τέλειωσαν πια. Εσύ κι εγώ μπορούμε να γίνουμε ευτυχισμένοι»; Όχι, όχι. Δεν υπήρχε περίπτωση. Όπως κι αν το διατύπωνα, τα γεγονότα δεν επρόκειτο ν' αλλάξουν: η Ναόκο είχε πεθάνει, η Μιντόρι ήταν ακόμα εδώ. Η Ναόκο ήταν μια χούφτα στάχτη, η Μιντόρι ήταν ένα ολοζώντανο ανθρώπινο πλάσμα που ανάσαινε. Αλήθεια, δεν είχα τη δύναμη να αντιδράσω. Παρ' όλο
476
ΧΛΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΛΚΑΜΙ
που γύρι,σα στο Τόκΐ-ο, έμεινα κλει,σμένος στο σπίτι μου μέρες ολόκληρες, με τη μνήμη μου καρφωμένη στον κόσμο των πεθαμένων, χωρίς να μπορώ να νοιαστώ για τον κόσμο των ζωντανών. Τα δωμάτια που είχα παραχωρήσει στη Ναόκο μες στο νου μου, έμεναν κλειδωμένα, τα έπιπλα σκεπασμένα με λευκά σεντόνια, τα περβάζια σκονισμένα. Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας το περνούσα μέσα σ' αυτά τα δωμάτια. Σκεφτόμουν και τον Κιζούκι. ((Τελικά την έκανες δική σου», άκουγα τον εαυτό μου να του λέει. ((Έτσι κι αλλιώς όμως, δική σου ήταν απ' την αρχή. Ίσως λοιπόν βρήκε τη θέση της. Βρήκε το δρόμο για να φτάσει στον κόσμο, στον οποίο ανήκε πάντοτε. Μα στον κόσμο αυτόν εδώ, τον ατελή κόσμο των ζωντανών, εγώ έκανα ό,τι μπορούσα καλύτερο για τη Ναόκο. Προσπάθησα να χτίσω μια καινούργια ζωή για τους δυο μας. Τώρα ξέχνα τα όλα αυτά, Κιζούκι. Σου τη δίνω. Εσένα είχε διαλέξει πρώτο, στο κάτω κάτω. Σε δάση σκοτεινά σαν τα βάθη της καρδιάς της, κρεμάστηκε. Κάποτε πήρες μαζί σου ένα κομμάτι κι από μένα, στον κόσμο των νεκρών. Το ίδιο έκανε τώρα και η Ναόκο. Ώρες ώρες αισθάνομαι σαν το φύλακα ενός μουσείου - ενός τεράστιου, άδειου μουσείου, όπου δεν έρχεται ποτέ κανείς και όπου δεν έχω τίποτα να φυλάω παρά μόνο τον εαυτό μου».
Την τέταρτη μέρα μετά την επιστροφή μου στο Τόκιο πήρα γράμμα από τη Ρέικο. Κατεπείγον και συστημένο. Ένα μικρό σημείωμα όλο κι όλο: Αεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί σου εδώ χαι βδομάδες.
Ανησυχώ.
Σε
παρα-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
χαλώ, τηλεφώνησε δυ θα περιμένω
I
Ι.}
μου. Στις 9 το πρωί και στις 9 το βρά-
δίπλα
στο
τηλέφωνο.
Της τηλεφώνησα στις εννιά το ίδί.0 βράδυ. Η Ρέικο το σήκωσε με το πρώτο κουδούνισμα. «Είσαι καλά;» με ρώτησε. «Έτσι κι έτσι», απάντησα. «Σε πειράζει να έρθω να σ' επισκεφθώ μεθαύριο;» «Να μ' επισκεφθείς; Εννοείς εδώ, στο Τόκιο;» «Αυτό ακριβώς εννοώ. Θέλω να κουβεντιάσουμε ορισμένα πράγματα με την ησυχία μας». «Θα βγεις από το σανατόριο;» «Είναι ο μόνος τρόπος να έρθω και να σε συναντήσω. Έτσι κι αλλιώς, καιρός είναι να φύγω πια κι εγώ από δω. Οχτώ χρόνια έχω εδώ μέσα. Αν μείνω κι άλλο εδώ, θα σαπίσω». Δυσκολεύτηκα να απαντήσω, άχνα δεν έβγαινε από το στόμα μου. Μετά από μια σύντομη σιωπή, η Ρέικο συνέχισε: «Θα πάρω το ιντερσίτι των 3.20 μεθαύριο. Θα έρθεις στο σταθμό να με πάρεις; Με θυμάσαι ακόμα πώς είμαι; Ή με ξέχασες κι εμένα, τώρα που έχει πεθάνει η Ναόκο;» «Όχι, όχι», είπα. «Θα σε περιμένω στο σταθμό του Τόκιο μεθαύριο, στις 3.20». «Δεν θα δυσκολευτείς να με γνωρίσεις. Είμαι η γριά με την κιθάρα. Δεν υπάρχουν πολλές τέτοιες».
Πράγματι, δεν δυσκολεύτηκα να βρω τη Ρέικο μέσα στο πλήθος. Φορούσε ένα αντρικό τουίντ σακάκι, άσπρο παντελόνι και κόκκινα αθλητικά παπούτσια. Τα μαλλιά της
478
ΧΑΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΥ'ΡΑΚΑΜΙ
ήταν κοντοκουρεμένα οπως παντα και. πετούσαν τούφες τούφες δεξι,ά κι αριστερά. Στο δεξί της χέρι κρατούσε μιια καφέ δερμάτινη βαλίτσα, στο αριστερό μια μαύρη θήκη με την κιθάρα της. Μου χαμογέλασε ζαρώνοντας τα μάτια της, όταν με είδε - άθελά μου τη μιμήθηκα κι εγώ. Πήρα τη βαλίτσα της στα χέρια μου και περπατήσαμε πλάι πλάι ώς το τρένο των δυτικών προαστίων. «Βατανάμπε, πόσο καιρό έχεις αυτά τα χάλια; Ή μήπως είναι της μόδας τώρα στο Τόκιο αυτή η όψη;» «Έλειπα ταξίδι κι έτρωγα σαχλαμάρες όλον αυτό τον καιρό», απάντησα. αΠώς σου φάνηκε το ιντερσίτι;» «Φρίκη!» είπε. «Τα παράθυρα δεν ανοίγουν. Ήθελα ν' αγοράσω κάτι να φάω σ' έναν από τους σταθμούς που περάσαμε και δεν μπόρεσα». «Πουλάνε πρόχειρο φαγητό και μέσα στο τρένο, ξέρεις». «Ναι, πανάκριβα πλαστικά σάντουιτς που δεν θα τα καταδεχόταν ούτε πεινασμένο άλογο. Εμένα μ' άρεσαν τα φαγητά της καντίνας στο σταθμό του Γκοτένμπα». «Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από τα ιντερσίτι». «Ε, κι εγώ από εκείνη τη μακρινή εποχή είμαι!» Στο τρένο για το Κιτσιγιότζι, η Ρέικο κοίταζε το τοπίο του Μουσασίνο να περνάει έξω από το παράθυρο με την περιέργεια ενός τουρίστα. «Έχουν αλλάξει πολλά αυτά τα οχτώ χρόνια;» τη ρώτησα. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι νιώθω αυτή τη στιγμή, Βατανάμπε. Έτσι δεν είναι;» «Όχι, δεν μπορώ». «Νιώθω φόβο», μου είπε. «Τόσο φόβο που θα μπορού-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
σα να τρελαθώ εδώ που μιλάμε. Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα τι. πρέπει, να κάνω εδώ πέρα, ολομόναχη». Σταμάτησε γι,α μια στιγμή. «Άκου εκεί "να τρελαθώ". Τι κάθομαι και λέω ώρες ώρες!» πρόσθεσε. Της χαμογέλασα και την έπιασα από το χέρι. «Μη φοβάσαι», της είπα. «Τα πας μια χαρά. Μην ξεχνάς ότι η δύναμή σου σ' έφερε ώς εδώ». «Όχι», απάντησε η Ρέικο. «Δεν ήταν η δύναμή μου. Ήταν η Ναόκο κι ήσουν κι εσύ. Δεν άντεχα άλλο εκεί πέρα χωρίς τη Ναόκο κι έπρεπε να έρθω στο Τόκιο για να σου μιλήσω. Αυτό είν' όλο. Αν δεν είχα συναντήσει εσάς, μάλλον θα έμενα κλεισμένη εκεί μέσα για όλη την υπόλοιπη ζωή μου». Έγνεψα καταφατικά. «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις από δω και πέρα;» τη ρώτησα. «Θα πάω στην Ασαχικάβα», μου απάντησε, «στο πιο μακρινό σημείο του Χοκάιντο! Το φαντάζεσαι; Μια παλιά μου συμφοιτήτρια έχει εκεί ένα ωδείο και μου το έχει πει πολλές φορές τα δυο-τρία τελευταία χρόνια, να πάω να δουλέψω μαζί της. Αρνιόμουν συνέχεια. Παρακάνει κρύο εκεί πέρα, της έλεγα. Και τώρα που επιτέλους αποκτώ ξανά την ελευθερία μου, αποφασίζω να πάω στην Ασαχικάβα! Είναι δύσκολο να ενθουσιαστεί κανείς μ' ένα τέτοιο μέρος. Μια τρύπα στη γη είναι». «Τα παραλές», απάντησα γελώντας. «Έχω πάει και δεν είναι καθόλου άσχημα. Μια μικρή πόλη με τη δική της ξεχωριστή ατμόσφαιρα». «Είσαι σίγουρος;» «Απόλυτα. Πολύ καλύτερα από το Τόκιο».
480
ΧΑΙ'ΟΥΚΙ
ΜΟΥ'ΡΑΚΑΜΙ
«Τέλος πάντων», συμφώνησε η Ρέί,κο με μισή καρδιά. «Έτσι χι αλλιώς δεν έχω πού αλλού να πάω - κι έχω στείλει ήδη εκεί τα πράγματά μου. Βατανάμπε, δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις να με δεις στην Ασαχικάβα». «Και βέβαια θα έρθω. Μα πρέπει να φύγεις αμέσως; Δεν μπορείς να μείνεις λίγο στο Τόκιο;» «Θα ήθελα να μείνω λίγες μέρες, αν γίνεται. Μπορείς να με φιλοξενήσεις; Μήπως σ' ενοχλώ;» «Καθόλου! Ίσα ίσα», απάντησα. «Έχω μια τεράστια ντουλάπα, όπου μπορώ να κοιμάμαι». «Α, όχι! Αποκλείεται! Δεν μπορώ να σου κάνω τέτοιο πράγμα». «Μα δεν είναι πρόβλημα. Η ντουλάπα είναι στ' αλήθεια τεραστία)). Η Ρέικο χτύπησε με τα δάχτυλά της ένα ρυθμό πάνω στη θήκη της κιθάρας, στηριγμένη όπως ήταν ανάμεσα στα γόνατά της. «Θα πρέπει να προσαρμοστώ λιγάκι πριν πάω στην Ασαχικάβα. Δεν είμαι συνηθισμένη στη ζωή του έξω κόσμου. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω. Είμαι αναστατωμένη. Νομίζεις ότι μπορείς να με βοηθήσεις; Είσαι ο μόνος που μπορώ να παρακαλέσω». «Θα κάνω τα πάντα για να σε βοηθήσω», είπα. «Ελπίζω ότι δεν σ' ενοχλώ». «Δεν κάνω τίποτα, για νΛ μ' ενοχλήσεις», απάντησα. Με κοίταξε, οι γωνιές των χειλιών της σχημάτισαν ένα χαμόγελο μα δεν είπε τίποτα.
Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή με το τρένο ώς το σταθμό Κιτσιγιότζι και στο λεωφορείο μετά για το σπίτι μου.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
δεν είπαμε πολλά. Λίγες τυχαίες παρατηρήσεις για τις αλλαγές στο Τόκιο, για την εποχή που πήγαινε η Ρέικο στο ωδείο και για το ταξίδι μου στην Ασαχικάβα. Δεν είπαμε τίποτα για τη Ναόκο. Είχαν περάσει δέκα μήνες από την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί με τη Ρέικο, αλλά περπατώντας στο πλευρό της ένιωσα περίεργα ήρεμος. Γαληνεμένος. Γνώριμο συναίσθημα, είπα από μέσα μου - και τότε συνειδητοποίησα ότι έτσι ακριβώς ένιωθα κι όταν περπατούσα στους δρόμους του Τόκιο με τη Ναόκο. Όπως η Ναόκο κι εγώ μοιραζόμασταν την ανάμνηση του πεθαμένου Κιζούκι, έτσι και με τη Ρέικο μοιραζόμασταν την ανάμνηση της πεθαμένης Ναόκο. Αυτή η σκέψη μου έκοψε κάθε διάθεση για κουβέντα. Η Ρέικο συνέχισε για λίγο να μιλάει μα, όταν κατάλαβε πως δεν της απαντούσα, σώπασε κι αυτή. Στο λεωφορείο κανείς από τους δυο μας δεν είπε λέξη. Ήταν ένα από εκείνα τα φθινοπωρινά απογεύματα που το φως είναι δυνατό και καθαρό - όπως ήταν ακριβώς ένα χρόνο νωρίτερα, όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά τη Ναόκο στο Κιότο. Τα σύννεφα ήταν άσπρα και στενόμακρα σαν κόκαλα, ο ουρανός ψηλός κι απέραντος. Η ευωδιά του αέρα, το χρώμα του φωτός, τα λουλουδάκια στο γρασίδι, οι μικροί αντίλαλοι των μακρινών θορύβων, όλα έλεγαν το ίδιο πράγμα: πως το φθινόπωρο ερχόταν, πως η απόσταση ανάμεσα σ' εμένα και το θάνατο μεγάλωνε με κάθε κύκλο των εποχών. Ο Κιζούκι είχε μείνει δεκαεφτά χρονών. Η Ναόκο θα έμενε είκοσι ενός· για πάντα. «Αχ, τι ανακούφιση που είναι να φτάνει κανείς σ' ένα μέρος σαν αυτό!» είπε η Ρέικο κοιτάζοντας γύρω της, όταν κατεβήκαμε από το λεωφορείο.
482
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
«Επειδή εδώ δεν γίνεται τίποτα», είπα. Καθώς την οδηγούσα από την πίσω πόρτα στον κήπο και στο σπίτι μου, η Ρέικο εντυπωσιάστηκε απ' όλα όσα είδε. «Είναι καταπληκτικά!» είπε. αΈφτίαξες τα. ράφια και το τραπέζι μόνος σου;» «Ναι», είπα γεμίζοντας τα φλιτζάνια μας με τσάι. «Φαίνεται πως είσαι πολύ καλός με τα χέρια σου, Βατανάμπε. Και το έχεις τόσο καθαρό το σπίτι σου!» «Αυτό το χρωστάω στον Λοχία», είπα. «Αυτός μ' έκανε μανιακό με την καθαριότητα - προς μεγάλη ικανοποίηση του σπιτονοικοκύρη μου». «Αχ, ο σπιτονοικοκύρης σου! Θα πρέπει να τον γνωρίσω, ε; Αυτό εκεί στην άλλη άκρη του κήπου είναι το σπίτι του;» «Να τον γνωρίσεις; Για ποιο λόγο;» «Τι εννοείς "για ποιο λόγο"; Μια παράξενη μεσόκοπη κυρία εμφανίζεται σπίτι σου κι αρχίζει να παίζει κιθάρα. Δεν νομίζεις πως θ' απορήσει; Είναι προτιμότερο να του κάνω καλή εντύπωση απ' την αρχή. Του έφερα μάλιστα κι ένα κουτί βουτήματα». «Πολύ έξυπνο εκ μέρους σου», είπα. «Με τα χρόνια βάζει κανείς μυαλό. Θα του πω ότι είμαι θεία σου, από τη μεριά της μητέρας σου, κι ήρθα από το Κιότο για να σε δω. Μ η με βγάλεις ψεύτρα. Η διαφορά της ηλικίας μας έρχεται κουτί σε τέτοιες περιπτώσεις. Κανείς δεν θα υποψιαστεί τίποτα». Η Ρέικο βρήκε το κουτί με τα βουτήματα μέσα στη βαλίτσα της και πήγε στη βίλα να χαιρετήσει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Εγώ έμεινα στη βεράντα, ήπια άλλο
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
ένα φλιτζάνι τσάι και έπαιξα με το γατί. Πέρασαν είκοσι λεπτά. Όταν η Ρέικο γύρισε πίσω τελικά, έβγαλε ένα κουτί με μπισκότα ρυζιού από την τσάντα της και μου είπε ότι ήταν για μένα. ((Τι στην ευχή λέγατε τόση ώρα;» ρώτησα μασουλώντας ένα μπισκότο. ((Μιλούσαμε για σ^να», είπε η Ρέικο παίρνοντας στην αγκαλιά της το γατί και ακουμπώντας το στο μάγουλό της. ((Λέει ότι είσαι πολύ καλό παιδί, ένας σοβαρός νέος, αφοσιωμένος στις σπουδές του». ((Είσαι σίγουρη ότι μιλούσε για μένα;» ((Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία γι' αυτό», μου απάντησε γελώντας. Ύστερα, παρατηρώντας την κιθάρα μου, την πήρε, την κούρντισε κι έπαιξε το ((Βθδ^βιΐΗάο» του Αντόνιο Κάρλος Τζομπίμ. Είχα μήνες ν' ακούσω την κιθάρα της Ρέικο. Ένιωσα την ίδια, γνώριμη ζεστασιά μέσα μου. ((Μαθαίνεις κιθάρα;» με ρώτησε. ((Ψαχούλευα στην αποθήκη του σπιτονοικοκύρη μου, τη βρήκα και τη δανείστηκα. Πού και πού τη γρατσουνάω. Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο». ((Θα σου κάνω μάθημα μετά. Τζάμπα». Η Ρέικο άφησε την κιθάρα από τα χέρια της κι έβγαλε το σακάκι της. Καθισμένη στο κάγκελο της βεράντας μου κάπνισε ένα τσιγάρο. Μέσα από το σακάκι φορούσε ένα κοντομάνικο βαμβακερό πουκάμισο. ((Ωραίο πουκάμισο, ε ; » ((Πράγματι», συμφώνησα. Ήταν στ' αλήθεια ωραίο πουκάμισο, είχε ωραίο σχέδιο. ((Είναι της Ναόκο», είπε η Ρέικο. «(Ί'ο ήξερες ότι φο-
484
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
ρούσαμε το ίδιο μέγεθος; Ιδίως στην αρχή, όταν πρωτόρθε. Αργότερα πήρε λίγο βάρος, αλλά τα ρούχα της εξακολουθούσαν να μου μπαίνουν - όπως χι εκείνη φορούσε τα δικά μου: μπλούζες, πουκάμισα, παντελόνια, παπούτσια, καπέλα, τα πάντα τ' αλλάζαμε μεταξύ μας, εκτός από τα σουτιέν. Εγώ δεν έχω σχεδόν καθόλου στήθος κι έτσι φορούσαμε τα ρούχα πότε η μία και πότε η άλλη. Τα είχαμε μαζί». Τώρα που το ανέφερε, είδα ότι το σώμα της Ρέικο ήταν περίπου το ίδιο με της Ναόκο. Ωστόσο το λεπτοκαμωμένο της πρόσωπο και τα αδύνατα χέρια και πόδια της μου είχαν δώσει την εντύπωση εξαρχής ότι ήταν πιο κοντή και πιο λεπτή από τη Ναόκο. Στην πραγματικότητα όμως ήταν πολύ πιο γεροδεμένη απ' όσο έδειχνε. «Δικά της είναι και το παντελόνι και το σακάκι», είπε η Ρέικο. «Όλα δικά της. Σε πειράζει που με βλέπεις με τα δικά της ρούχα;» «Καθόλου», απάντησα. «Είμαι σίγουρος ότι η Ναόκο θα χαιρόταν άμα έβλεπε κάποιον να φοράει τα ρούχα της - ειδικά άμα έβλεπε πως αυτός ο κάποιος είσαι εσύ». «Είναι παράξενο», είπε η Ρέικο κροταλίζοντας σιγανά τα δάχτυλά της. « Η Ναόκο δεν άφησε ούτε σημείωμα ούτε γράμμα ούτε διαθήκη - τίποτα. Μόνο δυο λόγια για τα ρούχα της έγραψε σ' ένα μπλοκάκι στο γραφείο της. "Παρακαλώ, δώστε όλα μου τα ρούχα στη Ρέικο". Παράξενη κοπέλα, ε; Τι την ένοιαζαν τα ρούχα της, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πεθάνει; Ποιος νοιάζεται για τα ρούχα του μια τέτοια ώρα; Θα είχε χιλιάδες άλλα πράγματα να πει». «Ίσως όχι», είπα.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
Ρουφώντας τον καπνό του τσιγάρου της, η Ρέικο σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα είπε: «Θέλεις ν' ακούσεις όλη την ιστορία με τη σειρά, υποθέτω». «Ναι», απάντησα. «Πες τα μου όλα, σε παρακαλώ».
«Οι εξετάσεις στο πανεπιστήμιο της Οσάκα έδειχναν ότι η κατάσταση της Ναόκο βελτιωνόταν σταθερά. Ωστόσο οι γιατροί αποφάσισαν να την κρατήσουν για ένα διάστημα ακόμα και να συνεχίσουν την εντατική θεραπεία, ελπίζοντας πως έτσι τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Σου τα έγραψα αυτά και στο γράμμα μου - αυτό που σου έστειλα γύρω στις 10 Αυγούστου». «Σωστά. Το διάβασα αυτό». «Λοιπόν... στις 24 Αυγούστου μου τηλεφώνησε η μαμά της Ναόκο και με ρώτησε αν μπορούσε η Ναόκο να με επισκεφθεί στο σανατόριο. Η Ναόκο ήθελε να μαζέψει τα πράγματα που είχε αφήσει, κι επειδή θα περνούσε καιρός ώσπου να με ξαναδεί, ήθελε να κουβεντιάσει μαζί μου κι ίσως να περάσει μια νύχτα στο διαμέρισμά μας. Δεν είχα αντίρρηση φυσικά. Ήθελα να τη δω και να κουβεντιάσω μαζί της, το ήθελα πολύ. Την επομένη λοιπόν η Ναόκο με τη μαμά της έφτασαν με ταξί. Αρχίσαμε κι οι τρεις μαζί να μαζεύουμε τα πράγματά της και να φλυαρούμε. Αργά το απόγευμα η Ναόκο είπε στη μαμά της πως μπορούσε να φύγει, να γυρίσει στο σπίτι, πως θα ήταν εντάξει μαζί μου. Κάλεσαν ταξί και η μαμά της έφυγε. Δεν ανησυχούσαμε καθόλου: η Ναόκο έδειχνε στ' αλήθεια μια χαρά. Στην πραγματικότητα εγώ ανησυχούσα πολύ μέχρι που την είδα. Περίμενα να τη βρω αποθαρ-
486
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
ρημένη και ταλαιπωρημένη, βουτηγμένη στην κατάθλιψη. Ξέρω πόσο μπορεί να σε διαλύσουν οι εξετάσεις και η θεραπεία σ' αυτά τα νοσοκομεία. Είχα τις επιφυλάξεις μου γι' αυτή την επίσκεψη μα όταν την είδα, πείστηκα με την πρώτη ματιά ότι ήταν εντάξει. Φαινόταν πολύ πιο γερή και υγιής απ' όσο την περίμενα. Χαμογελούσε κι αστειευόταν και μιλούσε πολύ περισσότερο από την τελευταία φορά που την είδα. Είχε κόψει τα μαλλιά της και καμάρωνε για το καινούργιο της χτένισμα. Πίστεψα λοιπόν ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας κι έτσι άφησα τη μαμά της να φύγει. Η Ναόκο μου είπε ότι (χυτ-η τη φορά είχε σκοπό ν' αφήσει τους γιατρούς να την κάνουν τελείως καλά κι εγώ της απάντησα πως αυτό ήταν μάλλον το καλύτερο που είχε να κάνει. Έπειτα βγήκαμε οι δυο μας να περπατήσουμε κι όλη την ώρα μιλούσαμε, κυρίως για το μέλλον. Η Ναόκο μου είπε ότι αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν να βγούμε και οι δυο από το σανατόριο και να ζήσουμε κάπου μαζί». «Να ζήσετε μαζί; Εσύ και η Ναόκο «Ακριβώς», είπε η Ρέικο ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Κι εγώ της απάντησα: "Εντάξει, εγώ δεν έχω αντίρρηση. Τι θα γίνει όμως με τον Βατανάμπε;" κι εκείνη μου είπε: "Μην ανησυχείς, θα τα ταχτοποιήσω εγώ μαζί του". Αυτό ήταν όλο. Ύστερα αρχίσαμε να λέμε πού θα μέναμε εκείνη κι εγώ, τι θα κάναμε, τέτοια. Ύστερα πήγαμε και παίξαμε λίγο με τα πουλιά». Πήρα μια μπίρα από το ψυγείο και την άνοιξα. Η Ρέικο άναψε κι άλλο τσιγάρο, το γατί κοιμόταν βαθιά στα γόνατά της. «Πρέπει να ήταν αποφασισμένη από την αρχή, γι' αυ-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
τό ξεχείλιζε από ενεργητικότητα και χαμογελούσε κι έδειχνε μια χαρά. Η απόφαση αυτή ήταν σίγουρα για κείνη μεγάλη ανακούφιση. Ξέροντας τι επρόκειτο να κάνει, είχε φύγει από πάνω της ένα μεγάλο βάρος. Τελικά μαζέψαμε τα πράγματά της, πετάξαμε όσα δεν ήθελε στον μεταλλικό κάδο στον κήπο και τα κάψαμε: το σημειωματάριο όπου έγραφε το ημερολόγιό της, τα γράμματα που είχε λάβει. Μαζί και τα δικά σου. Αυτό μου φάνηκε λίγο παράξενο και τη ρώτησα γιατί τα έκαιγε όλα αυτά. Εκείνη πρόσεχε πάντα, ταχτοποιούσε τα γράμματά σου σε σίγουρο μέρος και τα διάβαζε ξανά και ξανά. "Θέλω να ξεφορτωθώ όλα όσα με δένουν με το παρελθόν για να μπορέσω να ξαναγεννηθώ στο μέλλον", μου απάντησε. Φοβάμαι ότι πήρα τα λόγια της τοις μετρητοίς. Το επιχείρημά της είχε, βλέπεις, τη δική του λογική. Ας πούμε. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πόσο πολύ ήθελα να γίνει καλά, να γίνει ευτυχισμένη. Ήταν τόσο γλυκιά, τόσο όμορφη εκείνη τη μέρα: μακάρι να την έβλεπες! ))Όταν τελειώσαμε, πήγαμε στην τραπεζαρία για βραδινό, όπως συνηθίζαμε. Έπειτα κάναμε μπάνιο κι ανοίξαμε ένα μπουκάλι καλό κρασί που κρατούσα για μια τέτοια ξεχωριστή περίσταση. Το ήπιαμε. Εγώ έπαιξα κιθάρα, Μπιτλς όπως πάντα, το "ΝοΓΑνΘ^ΐπη λΥοοά" και το " Μ ί ο ΐ ι β ί ΐ β " , τα αγαπημένα της. Νιώθαμε κι οι δυο μας καλά. Σβήσαμε τα φώτα, γδυθήκαμε, πέσαμε στο κρεβάτι. Έκανε φοβερή ζέστη. Είχαμε τα παράθυρα ανοιχτά, αλλά δεν έκανε καθόλου ρεύμα. Έξω ήταν θεοσκότεινα, τα τριζόνια οργίαζαν και το καλοκαιρινό χορτάρι μύριζε τόσο έντονα μέσα στο δωμάτιο που με δυσκολία έπαιρνες ανάσα. Ξαφνικά η Ναόκο άρχισε να μιλάει για
488
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
σένα - για τη νύχτα που έκανε έρωτα μαζί σου. Με απίστευτες λεπτομέρειες. Πώς της έβγαλες τα ρούχα, πώς την άγγιξες, πώς έγινε μούσκεμα, πώς μπήκες μέσα της, πόσο υπέροχα ένιωσε: μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Τη ρώτησα λοιπόν: "Γιατί μου τα λες όλα αυτά τώρα;" Μέχρι τότε, ξέρεις, δεν μου είχε ξαναμιλήσει ποτέ για τέτοια θέματα. Εντάξει, είχαμε πει λίγα πράγματα, αλλά ήταν στο πλαίσιο κάποιων θεραπευτικών συζητήσεων. Εκείνη όμως ντρεπόταν και δεν προχωρούσε ποτέ σε λεπτομέρειες. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσα να τη σταματήσω. Τα 'χασα. ))"Δεν ξέρω", μου απάντησε. "Απλώς μου ήρθε μια ακατανίκητη επιθυμία να σου μιλήσω για όλα αυτά. Αν δεν θέλεις ν' ακούσεις, μπορώ να πάψω". "Όχι, όχι", της είπα. "Αν θέλεις να μου τα πεις, το σωστό είναι να τα βγάλεις από μέσα σου. Θ' ακούσω ό,τι έχεις να πεις". «Συνέχισε λοιπόν την ιστορία της: "Όταν μπήκε μέσα μου, πόνεσα αφάνταστα. Ήταν η πρώτη μου φορά, μην το ξεχνάς. Όμως ήμουν τόσο μούσκεμα που γλίστρησε μέσα με την πρώτη, απότομα, και πόνεσα τόσο πολύ που το μυαλό μου θόλωσε. Τ ο 'βαλε όσο πιο βαθιά μπορούσε', σκέφτηκα. Μα σχεδόν την ίδια στιγμή εκείνος μου άνοιξε τα πόδια και μπήκε ακόμα πιο μέσα. Το κορμί μου ανατρίχιασε ολόκληρο, σαν να είχα βουλιάξει μέσα σε παγωμένο νερό. Τα χέρια μου και τα πόδια μου μούδιασαν κι ένα κύμα ψυχρό με διαπέρασε. Δεν ήξερα πια τι μου γινόταν. Νόμισα πως θα πέθαινα επιτόπου κι ούτε που μ' ένοιαξε. Εκείνος όμως κατάλαβε ότι πονούσα και σταμάτησε να κινείται. Ήταν ακόμα μέσα μου, βαθιά. Άρχισε τότε να με φιλάει παντού - στα μαλλιά.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
στο λαιμό, στα στήθη μου. Ώρα πολλή. Σιγά σιγά η ζεστασιά ξαναγύρισε στο κορμί μου και τότε, αργά, πολύ αργά, άρχισε πάλι να κινείται. Αχ, Ρέικο, ήταν υπέροχο! Τώρα ένιωθα λες κι από στιγμή σε στιγμή θα έλιωνε το μυαλό μου. Ήθελα να μείνω έτσι για πάντα, να μείνω στην αγκαλιά του για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Τόσο υπέροχα ήταν". ))Τότε τη ρώτησα: "Αφού ήταν τόσο υπέροχα, γιατί δεν έμενες με τον Βατανάμπε, να το κάνετε κάθε μέρα;" κι εκείνη μου απάντησε: "Όχι, Ρέικο. Ήξερα ότι δεν επρόκειτο να ξαναγίνει ποτέ έτσι. Ήξερα ότι ήταν κάτι που μόνο μια φορά θα το ένιωθα. Ποτέ ξανά. Κάτι που θα το χαιρόμουν μία και μοναδική φορά στη ζωή μου. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ μου έτσι. Ούτε πριν ούτε μετά. Δεν ένιωσα ποτέ ξανά την επιθυμία να το κάνω. Ούτε έφτασα ποτέ άλλοτε να γίνω μούσκεμα από πόθο, όπως εκείνη τη νύχτα". ))Της εξήγησα βέβαια ότι αυτό είναι κάτι που το παθαίνουν συχνά οι νέες γυναίκες κι ότι τις περισσότερες φορές περνάει με τον καιρό. Στο κάτω κάτω είγζ γευτεί τον οργασμό εκείνη την πρώτη φορά - σίγουρα θα τον γευόταν ξανά στο μέλλον. Κι εγώ η ίδια είχα παρόμοια προβλήματα τον πρώτο καιρό του γάμου μου. «Εκείνη όμως δεν ήθελε να μ' ακούσει. "Όχι, Ρέικο. Δεν είναι αυτό. Δεν ανησυχώ καθόλου γι' αυτόν το λόγο. Απλώς δεν θέλω να ξαναμπεί κανείς μέσα μου. Δεν θέλω να με βιάσει κανείς ποτέ ξανά - κανείς"». Ήπια την μπίρα μου και η Ρέικο τέλειωσε το δεύτερο τσιγάρο της. Ο Γλάρος τεντώθηκε στα γόνατά της, βολεύτηκε καλύτερα και συνέχισε τον ύπνο του. Η Ρέικο
490
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
σώπασε για λίγο, σαν να μην έβρισκε λόγια να συνεχίσει. Ώσπου άναψε το τρίτο τσιγάρο της. «Έπειτα η Ναόκο έβαλε τα κλάματα. Κάθισα στο πλάι του κρεβατιού της και της χάιδεψα τα μαλλιά. " Μ η στενοχωριέσαι", της είπα. "Όλα θα πάνε καλά, θα δεις. Μια όμορφη κοπέλα σαν εσένα θα βρει σίγουρα έναν άντρα να την πάρει αγκαλιά και να την κάνει ευτυχισμένη". Η Ναόκο είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα και τα δάκρυα. Έφερα μια πετσέτα από το μπάνιο και στέγνωσα το πρόσωπο και το κορμί της. Ακόμα και το εσώρουχο της είχε ποτίσει - τη βοήθησα λοιπόν να το βγάλει· γιά μισό λεπτό, δεν φαντάζομαι να σου περνάει απ' το μυαλό καμιά παράξενη ιδέα, δεν έγινε τίποτα. Αφού πάντα μαζί κάναμε μπάνιο, το ξέρεις. Ήταν σαν μικρή μου αδερφή». «Ξέρω, ξέρω», είπα. «Τέλος πάντων. Η Ναόκο μου ζήτησε να την κρατήσω στην αγκαλιά μου. Της απάντησα ότι έκανε πολλή ζέστη, εκείνη όμως επέμενε - ήταν η τελευταία φορά που βλεπόμασταν, είπε, κι έτσι την αγκάλιασα. Για λίγο μονάχα. Με μια πετσέτα ανάμεσά μας, για να μην κολλάνε τα ιδρωμένα κορμιά μας. Όταν ηρέμησε, τη σκούπισα πάλι, της φόρεσα το νυχτικό της και την έβαλα για ύπνο. Αποκοιμήθηκε αμέσως. Εκτός κι αν παρίστανε σ' εμένα την κοιμισμένη. Φαινόταν πάντως τόσο γλυκιά και τόσο όμορφη εκείνη τη νύχτα, είχε το πρόσωπο ενός κοριτσιού δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών που δεν έχει υποφέρει ακόμα ούτε μια σταλιά στη ζωή του από τη μέρα που γεννήθηκε. Το είδα αυτό το ύφος στο πρόσωπό της κι ένιωσα σίγουρη ότι μπορούσα να κοιμηθώ κι εγώ ξένοιαστη.
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
))Όταν ξύπνησα στις έξι, το επόμενο πρωί, είχε φύγει. Το νυχτικό της ήταν εκεί που το είχε αφήσει, αλλά τα ρούχα, τα παπούτσια της και ο φακός που έχω πάντα δίπλα στο μαξιλάρι μου έλειπαν. Κατάλαβα αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Για να λείπει ο φακός, θα πει πως είχε φύγει όσο ήταν ακόμα σκοτεινά. Έριξα μια ματιά στο γραφείο της για καλό και για κακό - και βρήκα το σημ ε ί ω μ α : Παρακαλώ,
δώστε όλα μου τα ρούχα στη
Ρέίκο.
Τους ξύπνησα όλους αμέσως κι αρχίσαμε να την ψάχνουμε. Ψάξαμε παντού, μέσα στους κοιτώνες κι έξω στα δάση. Μας πήρε πέντε ώρες να τη βρούμε. Είχε αγορασμένο και το σκοινί». Η Ρέικο αναστέναξε και χάιδεψε τη γάτα. «Θέλεις λίγο τσάι;» τη ρώτησα. «Ναι, ευχαριστώ», μου είπε. Έβρασα νερό κι έβγαλα την τσαγιέρα στη βεράντα. Ο ήλιος κόντευε πια να βασιλέψει. Το φως είχε λιγοστέψει κι οι σκιές των δέντρων, μακριές, έφταναν ώς τα πόδια μας. Ήπια αργά αργά το τσάι μου κοιτάζοντας τον αλλόκοτα φυτεμένο κήπο, το παράξενο ανακάτεμα από ροζ αζαλέες, κίτρινα μοσχομπίζελα, πράσινες ναντίνες. «Μετά ήρθε το ασθενοφόρο και πήρε τη Ναόκο, και άρχισε να με ρωτάει η αστυνομία. Δεν είχαν βέβαια αμφιβολίες. Υπήρχε κάτι σαν σημείωμα, απ' αυτά που αφήνουν οι αυτόχειρες. Ήταν ολοφάνερα αυτοκτονία. Εξάλλου όλοι τους θεωρούσαν δεδομένο πως η αυτοκτονία είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν οι ψυχικά ασθενείς, γι' αυτό και η ανάκριση ήταν μάλλον τυπική. Μόλις έφυγαν, σου τηλεγράφησα».
492
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
« Η κηδεία ήταν πολύ θλφερή», είπα. <(Η οικογένειά της δεν το περίμενε ότι θα πήγαινα. Ταράχτηκαν όταν είδαν πως είχα πληροφορηθεί το θάνατο της Ναόκο. Είμαι σίγουρος ότι δεν ήθελαν να μαθευτεί ότι η Ναόκο αυτοκτόνησε. Μάλλον δεν έπρεπε να πάω κι αυτό μ' έκανε να νιώσω ακόμα χειρότερα. Μόλις γύρισα, έριξα δυο πράγματα στο σακίδιό μου κι έφυγα». «Πάμε να περπατήσουμε λιγάκι, Βατανάμπε; Μπορούμε να ψωνίσουμε κάτι να μαγειρέψουμε. Πεθαίνω της πείνας». ((Ασφαλώς. Τι θέλεις να φάμε;» ((Σουκιγιάκι», είπε. ((Έχω χρόνια να φάω. Παλιά το 'βλεπα και στον ύπνο μου - ότι μπουκωνόμουν με μοσχαρίσιο κρέας, πράσινα κρεμμύδια, μακαρόνια, ψητό τόφου και λαχανικά». ((Σύμφωνοι. Μόνο που δεν έχω τηγάνι για να φτιάξουμε σουκιγιάκι». ((Αυτό άφησέ το σ' εμένα. Θα πάρω ένα δανεικό απ' το σπιτονοικοκύρη σου». Έφυγε τρέχοντας για το βάθος του κήπου και γύρισε πίσω κρατώντας ένα μεγάλο τηγάνι, μια γκαζιέρα κι ένα λαστιχένιο σωλήνα. ((Δεν τα πήγα κι άσχημα, ε;» ((Καθόλου άσχημα!» Αγοράσαμε τα υλικά στα μαγαζάκια της γειτονιάς κρέας μοσχαρίσιο, αυγά, λαχανικά, τόφου. Διάλεξα ένα καλούτσικο άσπρο κρασί. Μα όταν έβγαλα να πληρώσω, η Ρέικο δεν με άφησε. Τα πλήρωσε όλα εκείνη. ((Θα γελούσαν όλοι σε βάρος μου αν άφηνα τον μικρό ανιψιό να πληρώσει τα ψώνια!» είπε. ((Εξάλλου έχω μπό-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
λικα χρήματα. Μην ανησυχείς. Δεν έφυγα άφραγκη από το σανατόριο». Η Ρέικο έπλυνε το ρύζι και το 'βαλε να βράσει κι εγώ ένωσα το λάστιχο, μετέφερα την γκαζιέρα στη βεράντα κι ετοίμασα τα υλικά για να μαγειρέψουμε. Όταν ήταν όλα έτοιμα, η Ρέικο έβγαλε την κιθάρα της κι έπαιξε μια αργή φούγκα του Μπαχ. Στα δύσκολα σημεία έπαιζε επίτηδες πιο αργά ή πιο γρήγορα, πότε απότομα, πότε απαλά κι ήταν ολοφάνερη η χαρά της που μπορούσε να παίρνει τόσο πολλούς και διαφορετικούς ήχους από την κιθάρα της. Όταν έπαιζε κιθάρα, η Ρέικο έμοιαζε με δεκαεφτάχρονο κορίτσι που χαίρεται βλέποντας ένα καινούργιο φουστάνι. Τα μάτια της έλαμπαν, τα χείλη της σφίγγονταν μαλακά σ' ένα τρυφερό χαμόγελο. Όταν τέλειωσε το κομμάτι, έγειρε πίσω στο μαξιλάρι και κοίταξε τον ουρανό σκεφτική. ((Σε πειράζει να σου μιλήσω;» ρώτησα. ((Όχι, καθόλου», απάντησε. ((Σκεφτόμουν πόσο πολύ πεινάω». ((Δεν σκοπεύεις να δεις τον άντρα σου ή την κόρη σου όσο θα βρίσκεσαι εδώ; Στο Τόκιο δεν μένουν;» ((Πολύ κοντά στο Τόκιο. Στη Γιοκοχάμα. Όχι, δεν σκοπεύω να τους δω. Είμαι σίγουρη ότι σ' το έχω πει: πιστεύω πως θα 'ναι καλύτερα γι' αυτούς αν δεν με ξαναδούν ποτέ τους. Έχουν ξεκινήσει μια καινούργια ζωή και θα στενοχωριόμουν πολύ άμα τους συναντούσα. Όχι. Καλύτερα να μη βρεθούμε». Τσαλάκωσε το άδειο πακέτο των Σέβεν Σταρ και πήρε ένα καινούργιο από τη βαλίτσα της. Έσκισε τη χάρτινη σφραγίδα κι έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα της. Δεν το άναψε.
494
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
((Εγώ έχω τελειώσει σαν άνθρωπος», είπε τελικά. ((Αυτό που βλέπεις είναι το απομεινάρι μιας ανάμνησης αυτού που ήμουν κάποτε. Το πιο σημαντικό κομμάτι μου, αυτό που είχα μέσα μου, πέθανε πριν από χρόνια. Τώρα λειτουργώ με βάση όσα θυμάμαι». ((Εμένα όμως μου αρέσεις τώρα, Ρέικο. Είτε είσαι ανάμνηση είτε όχι. Κι αυτό που θα σου πω μπορεί να μην έχει καμιά σημασία για σένα, αλλά εγώ θα σου το πω, χαίρομαι στ' αλήθεια που φοράς τα ρούχα της Ναόκο». Η Ρέικο χαμογέλασε κι άναψε το τσιγάρο της μ' έναν αναπτήρα. ((Μπορεί να είσαι μικρός στα χρόνια, αλλά ξέρεις να κάνεις ευτυχισμένη μια γυναίκα». Κοκκίνισα. ((Λέω απλώς αυτό που σκέφτομαι». ((Ναι, ναι, ξέρω», απάντησε η Ρέικο χαμογελώντας. Λίγο αργότερα το ρύζι ήταν έτοιμο. Άλειψα με λάδι το τηγάνι κι ετοίμασα τα υλικά για το σουκιγιάκι. ((Πες μου ότι δεν ονειρεύομαι», είπε η Ρέικο κι οσφράνθηκε αχόρταγα τη μυρωδιά. ((Όχι. Είναι εκατό τοις εκατό πραγματικό σουκιγιάκι», της απάντησα. ((Πίστεψέ με, ξέρω τι σου λέω». Σταματήσαμε την κουβέντα και πέσαμε με τα ξυλάκια μας στο σουκιγιάκι, πίνοντας μπίρα με την ψυχή μας. Αποτελειώσαμε το γεύμα μας με ρύζι. Ο Γλάρος εμφανίστηκε, τραβηγμένος από τη μυρωδιά. Του δώσαμε λίγο κρέας. Όταν χορτάσαμε, βολευτήκαμε αναπαυτικά στα μαξιλάρια κοιτάζοντας το φεγγάρι, ((Ικανοποιήθηκες;» ρώτησα. ((Απόλυτα», βόγκηξε η Ρέικο. ((Δεν έχω ξαναφάει τόσο πολύ στη ζωή μου». ((Τι θέλεις να κάνεις τώρα;»
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
((Να καπνίσω ένα τσιγάρο και να πάω στα λουτρά. Τα μαλλιά μου είναι χάλια. Θέλω να τα λούσω». ((Δεν υπάρχει πρόβλημα. Υπάρχει ένα καλό λουτρό στο βάθος του δρόμου». ((Γιά πες μου κάτι, Ι^ατανάμπε, αν δεν σε πειράζει. Έχεις κοιμηθεί μ' αυτή την κοπέλα; Τη Μιντόρι;» ((Εννοείς αν έχουμε κάνει έρωτα; Όχι ακόμα. Αποφασίσαμε να περιμένουμε να ξεκαθαρίσει η κατάσταση». ((Ε, τώρα η κατάσταση ξεκαθάρισε, δεν νομίζεις;» Κούνησα το κεφάλι μου. ((Τώρα που πέθανε η Ναόκο, θέλεις να πεις;» ((Όχι, όχι. Είχες πάρει την απόφασή σου πριν πεθάνει η Ναόκο - ότι δεν θ' άφηνες τη Μιντόρι να φύγει. Ο θάνατος της Ναόκο δεν έχει καμιά σχέση με την απόφασή σου. Διάλεξες τη Μιντόρι. Η Ναόκο διάλεξε να πεθάνει. Έχεις μεγαλώσει πια. Πρέπει να αναλαμβάνεις την ευθύνη των επιλογών σου, αλλιώς θα τα χάσεις όλα». ((Μα δεν μπορώ να την ξεχάσω», απάντησα. ((Είπα στη Ναόκο ότι θα την περίμενα, αλλά δεν μπόρεσα να το κάνω. Στο τέλος της γύρισα την πλάτη μου. Δεν ρίχνω σε κανέναν το φταίξιμο: είναι ένα δικό μου πρόβλημα, ένα πρόβλημα ανάμεσα σ' εμένα και τον εαυτό μου. Δεν νομίζω ότι τα πράγματα θα ακολουθούσαν άλλη διαδρομή, αν δεν της είχα γυρίσει την πλάτη. Η Ναόκο διάλεξε πράγματι το θάνατο. Μα δεν είναι αυτό το θέμα μου. Εγώ δεν μπορώ να συγχωρέσω τον εαυτό μου. Μου λες ότι δεν μπορεί να εμποδίσει κανείς τέτοιες εξελίξεις, ότι τα αισθήματα αλλάζουν κι ότι αυτό είναι φυσικό. Όμως η σχέση μου με τη Ναόκο δεν ήταν τόσο απλή. Αν καθίσεις και το καλοσκεφτείς, εκείνη κι εγώ ήμαστε δεμένοι στο
496
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
όριο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Έτσι ήμαστε από την αρχή». «Αν νιώθεις λύπη για το θάνατο της Ναόκο, κατά τη γνώμη μου, μπορείς να συνεχίσεις να τη νιώθεις ώς το τέλος της ζωής σου. Κι αν υπάρχει κάτι που μπορείς να διδαχτείς απ' αυτό, κάν' το. Μα πέρα απ' όλα αυτά, κοίτα να γίνεις ευτυχισμένος με τη Μιντόρι. Μην ανακατεύεις τη λύπη σου με τη σχέση σας. Αν την πληγώσεις κι άλλο, η πληγή της θα είναι πια πολύ βαθιά και δεν θα γιατρεύεται. Γι' αυτό, όσο δύσκολο κι αν σου φαίνεται, θα πρέπει να φανείς δυνατός. Να μεγαλώσεις κι άλλο, να ωριμάσεις. Έφυγα απ' το σανατόριο και ήρθα όλο αυτό το δρόμο, ώς εδώ, για να σου πω αυτό το πράγμα - τόσες ώρες μέσα σ' αυτό το απαίσιο τρένο». «Καταλαβαίνω τι εννοείς», είπα στη Ρέικο, «αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να το κάνω. Θα 'πρεπε να 'βλεπες εκείνη την αξιοθρήνητη κηδεία! Κανείς δεν πρέπει να πεθαίνει έτσι». Η Ρέικο άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Όλοι θα πεθάνουμε έτσι κάποια μέρα. Κι εγώ. Κι εσύ».
Πήραμε το μονοπάτι δίπλα στην όχθη του ποταμού και σε πέντε λεπτά ήμαστε στα δημόσια λουτρά. Μετά το μπάνιο γυρίσαμε στο σπίτι ανανεωμένοι. Άνοιξα το μπουκάλι με το κρασί και καθίσαμε στη βεράντα να το πιούμε. «Βατανάμπε! Μπορείς να φέρεις ένα ποτήρι ακόμα;» «Βέβαια», είπα. «Μα τι το θέλεις;» «Θα κάνουμε τη δική μας κηδεία για τη Ναόκο. Μο-
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
νάχα οί δυο μας. Μια κηδεία που δεν θα είναι καθόλου αξιοθρήνητη». Της έφερα ένα ποτήρι, η Ρέικο το γέμισε ώς επάνω και το ακούμπησε στο πέτρινο φανάρι, στον κήπο. Έπειτα γύρισε κοντά μου, στη βεράντα, κάθισε στο μαξιλάρι με την κιθάρα στα χέρια και κάπνισε ένα τσιγάρο. ((Τώρα λοιπόν μπορείς να φέρεις ένα κουτί σπίρτα; Το πιο μεγάλο που μπορείς να βρεις». Βρήκα ένα μεγάλο κουτί σπίρτα απ' αυτά που χρησιμοποιούσα στην κουζίνα και κάθισα δίπλα της. ((Τώρα θέλω να βγάζεις ένα σπίρτο από το κουτί για κάθε τραγούδι που θα παίζω. Θα τα βάζεις στη σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο. Θα παίξω όλα τα τραγούδια που ξέρω». Άρχισε με μια απαλή, γλυκιά διασκευή του ((Βθβγ ΗθαΓί» του Χένρι Μαντσίνι. ((Είχες χαρίσει ένα δίσκο του στη Ναόκο, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε. ((Πράγματι. Τα προπερασμένα Χριστούγεννα. Της άρεσε πολύ αυτό το τραγούδι». ((Μ' αρέσει κι εμένα», είπε η Ρέικο. ((Είναι γλυκό και όμορφο...» πρόσθεσε κι έπαιξε πάλι λίγες νότες της μελωδίας, πριν πιει μια γουλιά κρασί από το ποτήρι της. ((Αναρωτιέμαι πόσα τραγούδια θα προλάβω να παίξω, πριν μεθύσω εντελώς. Θα είναι μια όμορφη κηδεία, τι λες κι εσύ;» Η Ρέικο πέρασε στους Μπιτλς κι έπαιξε τα τραγούδια ((ΝθΓ\νΘ§ΪΗη \νοοά», ((ΥθδΙθΓάπγ», ((ΜΪΟΙΙΘΙΙΘ», ((δοιηβίΐιΐηβ», ((ΗΘΓΘ Οοιηβδ ίΐιβ δυη», ((Τΐΐθ ΡοοΙ οη ίΙΐΘ ΗΪΠ». Έβαλα εφτά σπίρτα στη σειρά.
498
XAPOTKl
ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ
«Εφτά τραγούδια», είπε η Ρέικο πίνοντας μια γουλιά κρασί. Ύστερα κάπνισε ένα τσιγάρο. αΑυτοί οι τύποι σίγουρα κάτι ήξεραν από μελαγχολία κι από καλοσύνη». «Αυτοί οι τύποι» ήταν ο Τζον Λένον, ο Πολ ΜακΚάρτνι και ο Τζορτζ Χάρισον. Αφού πήρε μια ανάσα, η Ρέικο έσβησε το τσιγάρο της και ξανάπιασε την κιθάρα. Έπαιξε τα κομμάτια «Penny Lane», «Blackbird», «Julia», «When I'm 64», «Nowhere Man», «And I Love Her», «Hey Jude». «Στα πόσα είμαστε τώρα;» «Στα δεκατέσσερα», απάντησα. Αναστέναξε. «Εσύ μπορείς να παίξεις κανένα τραγούδι;» με ρώτησε. «Αποκλείεται. Παίζω φριχτά». «Παίξ' το φριχτά. Δεν πειράζει». Έφερα την κιθάρα μου και γρατσούνισα το « U p on the Roof». Η Ρέικο ξεκουράστηκε καπνίζοντας και πίνοντας. Όταν τέλειωσα, με χειροκρότησε. Ύστερα έπαιξε την «Pavanne for a Dying Queen» του Ραβέλ και μια ωραιότατη διασκευή του «Claire de Lune» του Ντεμπισί. «Αυτά τα δύο τα έμαθα μετά το θάνατο της Ναόκο», είπε. «Στο τέλος δεν της άρεσαν παρά μόνο τα συναισθηματικά τραγουδάκια». Ύστερα έπαιξε τα κομμάτια «Close to You», «Raindrops Keep Falling on my Head», «Walk on By» και «Wedding Bell Blues». «Είκοσι», είπα. «Είμαι ζωντανό τζούκμποξ!» γέλασε η Ρέικο. «Οι δάσκαλοί μου θα έπεφταν λιπόθυμοι αν μ' έβλεπαν από μια μεριά».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
Συνέχισε όμως. Συνέχισε να καπνίζει και να παίζει: μερικά μπόσα νόβα, Ρότζερς και Χαρτ, Γκέρσουιν, Μπομπ Ντίλαν, Ρέι Τσαρλς, Κάρολ Κινγκ, Μπιτς Μπόις, Στίβι Γουόντερ, το «Τραγούδι του Σουκιγιάκι» του Κίου Σακαμότο, το «Βΐυβ ΥβΙνΘΐ)), το «ΟΓΘβη Κΐθΐάδ». Κάποιες στιγμές έκλεινε τα μάτια και μουρμούριζε τη μελωδία κουνώντας το κεφάλι της. Όταν τέλειωσε το κρασί, αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ί'ο κρασί που είχαμε βάλει στο ποτήρι πάνω στο πέτρινο φανάρι, το έχυσα στο χώμα. Γέμισα κι εκείνο το ποτήρι με ουίσκι. ((Πώς πάει το μέτρημα;» ρώτησε η Ρέικο. ((Σαράντα οχτώ», είπα. Τεσσαρακοστό ένατο η Ρέικο έπαιξε την ((ΕΐβαηοΓ Κΐ§1)γ» και πεντηκοστό ξανά το ((ΝθΓ\νθβί3η λΥοοί!». Ύστερα σταμάτησε για να ξεκουράσει λίγο τα χέρια της και να πιει ουίσκι. ((Ίσως φτάνει μέχρι εδώ», είπε. ((Φτάνει», συμφώνησα. ((Ήταν καταπληκτικά». Η Ρέικο με κοίταξε στα μάτια. ((Άκου τι θα σου πω, Βατανάμπε. Θέλω να ξεχάσεις τη μικρή και θλιβερή κηδεία που είδες. Θέλω να θυμάσαι αυτή την καταπληκτική κηδεία που κάναμε εμείς στη Ναόκο». Έγνεψα καταφατικά. ((Κι άλλο ένα για το τέλος», είπε κι έπαιξε την αγαπημένη της φούγκα του Μπαχ. Όταν τέλειωσε, ψιθύρισε με φωνή που μόλις ακουγόταν: ((Τι θα 'λεγες να κοιμηθούμε μαζί, Βατανάμπε;» ((Περίεργο», είπα. ((Ακριβώς αυτό σκεφτόμουν κι εγώ».
500
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
Μπήκαμε μέσα και. τραβήξαμε τις κουρτίνες. Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο η Ρέικο κι εγώ αγκαλιαστήκαμε, σαν να 'τανε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Της έβγαλα την μπλούζα και το παντελόνι, ύστερα τα εσώρουχα. «Έχω ζήσει πολύ παράξενη ζωή», είπε η Ρέικο. «Όμως ούτε θα μπορούσα να το φανταστώ ότι θ' άφηνα ποτέ ένα αγόρι δεκαεννιά χρόνια μικρότερό μου να μου βγάλει τα εσώρουχα». «Μήπως προτιμάς να το κάνεις μόνη σου;» «Όχι, όχι, συνέχισε. Μ η φοβηθείς όμως τις ρυτίδες μου». « Μ ' αρέσουν οι ρυτίδες σου». «Θα με κάνεις να κλάψω», ψιθύρισε. Τη φίλησα παντού, φροντίζοντας να χαϊδέψω μία μία τις ρυτίδες της με τη γλώσσα μου. Είχε στήθη μικρού κοριτσιού. Τα χάιδεψα, έπαιξα τις ρώγες της στα δόντια μου, ύστερα γλίστρησα ένα δάχτυλο μέσα στο ζεστό υγρό αιδοίο της κι άρχισα να το κουνάω. «Λάθος σημείο, Βατανάμπε», μουρμούρισε η Ρέικο στ' αυτί μου. «Εκεί που έχεις βάλει το χέρι σου είναι μία απ' τις ρυτίδες μου». «Δεν το πιστεύω ότι λες αστεία ακόμα κι αυτή την ώρα!» «Συγγνώμη», είπε. «Φοβάμαι. Έχω χρόνια να το κάνω. Νιώθω σαν δεκαεφτάχρονο κοριτσάκι που πήγε επίσκεψη στο δωμάτιο ενός νεαρού και ξαφνικά βρέθηκε ολόγυμνο». «Να σου πω την αλήθεια, κι εγώ νιώθω σαν να αποπλανώ μια δεκαεφτάχρονη μικρούλα». Με το δάχτυλό μου στη «ρυτίδα» της φίλησα το λαιμό
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
της μέχρι πάνω στη ρίζα του αυτιού τρίβοντας με το άλλο μου χέρι τη μια της ρώγα. Όταν την άκουσα να λαχανιάζει, όταν την ένιωσα να τρέμει στα χέρια μου, άνοιξα τα λεπτά ψηλά της πόδια και μπήκα μέσα της, ((Δεν φαντάζομαι να μ' αφήσεις έγκυο τώρα, ε; Τα προσέχεις αυτά τα πράγματα;» μουρμούρισε η Ρέικο στ' αυτί μου. ((Δεν θα 'θελα να μείνω έγκυος σ' αυτή την ηλικία». ((Μη φοβάσαι», της είπα. ((Χαλάρωσε». Όταν μπήκα τελείως μέσα, ρίγησε και αναστέναξε. Χαϊδεύοντας την πλάτη της κινήθηκα μαλακά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, έχυσα. Ήταν μια έντονη, ασυγκράτητη εκσπερμάτωση. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου, καθώς το σπέρμα μου τιναζόταν σταγόνα σταγόνα μέσα της. ((Συγγνώμη», είπα. ((Δεν μπόρεσα να σταματήσω». ((Μη λες κουταμάρες», είπε η Ρέικο και με χτύπησε μαλακά στον πισινό. ((Πάντα τόσο πολύ σκέφτεσαι, όταν το κάνεις με τα κορίτσια;» ((Ναι, σκέφτομαι πολύ». ((Ε, μ' εμένα δεν πρέπει να σκέφτεσαι τόσο. Ξέχασέ το. Άσε τον εαυτό σου ελεύθερο να χύσει όποτε θέλει. Σ' άρεσε;» ((Φοβερά. Γι' αυτό δεν μπόρεσα να κρατηθώ». ((Δεν υπήρχε λόγος να κρατηθείς. Ήταν υπέροχα. Μ' άρεσε κι εμένα πολύ». ((Ξέρεις κάτι, Ρέικο;» είπα. ((Τι;» ((Θα έπρεπε να τα φτιάξεις ξανά με κάποιον. Είσαι τρομερή. Είναι κρίμα να μένεις μόνη σου».
502
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
«Καλά. Θα το σκεφτώ», είπε. ((Αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι τα φτιάχνουν και στην Ασαχικάβα». Μετά από λίγα λεπτά είχα ξανά στύση και μπήκα για δεύτερη φορά μέσα της. Η Ρέικο κράτησε την ανάσα της και άρχισε να κουνιέται κάτω από το βάρος μου. Την αγκάλιασα κι άρχισα να κουνιέμαι αργά, μέσα κι έξω. Ταυτόχρονα μιλούσαμε. Ήταν θαύμα. Όταν έλεγα κάτι αστείο και γελούσε, ένιωθα ακριβώς τους σπασμούς του γέλιου της να σφίγγουν τη στύση μου. Μείναμε έτσι για πολλή ώρα. ((Τι ωραία που είναι να καθόμαστε έτσι, χωρίς να κουνιόμαστε», είπε η Ρέικο. ((Κι όταν κουνιόμαστε, πάλι ωραία είναι», είπα. ((Έλα, δοκίμασε πάλι». Την ανασήκωσα από τους γοφούς και μπήκα όσο πιο βαθιά μπορούσα, κι ύστερα απόλαυσα τον πόθο με μικρές κυκλικές κινήσεις, ώσπου δεν άντεξα άλλο κι έχυσα ξανά.
Συνολικά το κάναμε τέσσερις φορές εκείνη τη νύχτα. Κάθε φορά στο τέλος η Ρέικο έτρεμε στην αγκαλιά μου με τα μάτια κλειστά και στέναζε βαθιά. ((Δεν νομίζω πως θα χρειαστεί να το ξανακάνω ποτέ στη ζωή μου», είπε η Ρέικο. ((Σε παρακαλώ, Βατανάμπε, πες μου πως είναι αλήθεια. Πες μου πως μπορώ πια να ησυχάσω και να ηρεμήσω και πως το 'κανα αρκετές φορές για να με φτάσουν ώσπου να πεθάνω», ((Κανείς δεν μπορεί να σ' το πει αυτό», της απάντησα, ((γιατί κανείς δεν το ξέρει».
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
ΙΙροσπάθησα να πείσω τη Ρέικο να πάει με το αεροπλάνο, εκείνη όμως επέμενε να ταξιδέψει ώς την Ασαχικάβα με το τρένο. αΜ' αρέσει η διαδρομή με το φέρι μποτ ώς το Χοκάιντο. Δεν έχω καμιά όρεξη να πετάξω ψηλά στον αέρα», απάντησε. Τη συνόδεψα ώς το σταθμό Ουένο. Εκείνη κρατούσε την κιθάρα της κι εγώ κουβαλούσα τη βαλίτσα της. Καθίσαμε σ' ένα παγκάκι στην αποβάθρα περιμένοντας το τρένο της. Η Ρέικο φορούσε το ίδιο τουίντ σακάκι και το άσπρο παντελόνι που φορούσε και τη μέρα που ταξίδεψε από το σανατόριο στο Τόκιο. «Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι η Ασαχικάβα δεν θα 'ναι τελείως χάλια;» με ρώτησε. «Είναι μια όμορφη μικρή πόλη. Θα έρθω πολύ σύντομα να σ' επισκεφθώ». «Αλήθεια;» Έγνεψα καταφατικά. «Και θα σου γράφω». « Μ ' αρέσουν τα γράμματά σου. Η Ναόκο έκαψε όλα όσα της είχες στείλει. Κι ήταν πολύ ωραία γράμματα!» «Τα γράμματα είναι κομμάτια χαρτί», είπα. «Κάψ' τα κι ό,τι είναι να μείνει στην καρδιά σου, θα μείνει. Φύλαξέ τα, κι ό,τι είναι να χαθεί, θα χαθεί». «Ξέρεις, Βατανάμπε, η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι που πηγαίνω μόνη μου στην Ασαχικάβα. Γι' αυτό, σε παρακαλώ, να μου γράψεις. Όποτε διαβάζω τα γράμματά σου, σε αισθάνομαι σαν να είσαι δίπλα μου». «Αν αυτό θέλεις, θα σου γράφω συνέχεια. Μη φοβάσαι όμως. Σε ξέρω' θα τα καταφέρεις μια χαρά, όπου κι αν πας». «Και κάτι ακόμα, έχω την αίσθηση ότι κάτι έχει μείνει μέσα μου. Μήπως είναι της φαντασίας μου;»
504
ΧΑΡΟΥΚΙ
ΜΟΤΡΑΚΑΜΙ
αΤο απομεινάρι, μιας ανάμνησης», είπα και χαμογέλασα. Η Ρέικο μου χαμογέλασε κι αυτή. ((Μη με ξεχάσεις», είπε. ((Δεν θα σε ξεχάσω», είπα. ((Ποτέ». ((Μπορεί να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ πια. Όμως, όπου κι αν πάω, να ξέρεις ότι θα σας θυμάμαι πάντα, εσένα και τη Ναόκο». Είδα δάκρυα στα μάτια της. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, έγειρα και τη φίλησα. Οι άλλοι γύρω μας κοίταζαν, αλλά δεν μ' ένοιαζαν πια τέτοια πράγματα. Ήμαστε ζωντανοί, εκείνη κι εγώ, και είχαμε να σκεφτούμε μόνο αυτό: πώς θα συνεχίζαμε να ζούμε. ((Να είσαι ευτυχισμένος», μου είπε η Ρέικο μπαίνοντας στο τρένο. ((Σου έδωσα όλες τις συμβουλές που μπορούσα να σου δώσω. Δεν έμεινε τίποτε άλλο να σου πω. Μόνο να είσαι ευτυχισμένος. Πάρε το δικό μου μερίδιο ευτυχίας, πάρε το μερίδιο της Ναόκο και κάν' τα δικά σου». Μείναμε για μια στιγμή έτσι, αγκαλιασμένοι. Ύστερα χωρίσαμε.
Τηλεφώνησα στη Μιντόρι. ((Πρέπει να σου μιλήσω», είπα. ((Έχω ένα εκατομμύριο πράγματα να σου πω. Ένα εκατομμύριο πράγματα να συζητήσω μαζί σου. Το μόνο που θέλω σ' αυτό τον κόσμο είσ' εσύ. Θέλω να σε δω και να μιλήσουμε. Θέλω οι δυο μας ν' αρχίσουμε από την αρχή». Η Μιντόρι υποδέχτηκε τα λόγια μου με σιωπή. Η σιωπή της κράτησε αρκετά λεπτά. Ήταν η σιωπή της βροχής και της ομίχλης που σκεπάζει το φρεσκοκουρεμένο
Ν Ο Ρ Β Η Γ Ι Κ Ο ΔΑΣΟΣ
I
Ι.}
γρασίδι, απ' άκρη σ' άκρη στον κόσμο. Με το μέτωπο ακουμπισμένο στο τζάμι, έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα. Στο τέλος άκουσα την ήρεμη φωνή της να με ρωτάει: «Πού είσαι τώρα;» Πού ήμουν; Σφίγγοντας το ακουστικό, σήκωσα το κεφάλι και προσπάθησα να δω τι υπήρχε γύρω από τον τηλεφωνικό θάλαμο. Πού ήμουν; Δεν είχα ιδέα. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Πού ήταν αυτό το μέρος; Οι σκιές αμέτρητων περαστικών περνούσαν δίπλα μου βιαστικά οδεύοντας στο πουθενά. Κι από τη νεκρή καρδιά αυτού του μέρους που όνομα δεν είχε, αυτού του μέρους που μέρος δεν ήταν, φώναξα τη Μιντόρι ξανά και ξανά με όλη μου τη δύναμη.
Στψ «Ασημένια σειρά» διαβάστε επίσης:
Χαροΰκι Μουρακάμι ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΥΛΙ
Η γάτα του Τόρου Οκάντα εξαφανίζεται κι αυτό αναστατώνει τη γυναίκα του, που γίνεται όλο και πιο απόμακρη. Ύστερα αρχίζει μια σειρά από μυστηριώδη τηλεφωνήματα. Και καθώς ξετυλίγεται αυτή η συναρπαστική ιστορία, η απλή, μετρημένη και κάπως ανιαρή ζωή του Οκάντα (ο οποίος μαγειρεύει, διαβάζει, ακούει τζαζ και όπερα και πίνει μπίρα στο τραπέζι της κουζίνας του) έρχεται τα πάνω κάτω, και ξεκινάει ένα αλλόκοτο ταξίδι με αφανείς οδηγούς διάφορους παράξενους ανθρώπους, που ο καθένας έχει να διηγηθεί και μια ιστορία. Ο Μουρακάμι γράφει για τη σύγχρονη Ιαπωνία και το σημερινό κόσμο, για την αποξένωση στις πόλεις και τα ταξίδια αυτογνωσίας, και σ' αυτό το βιβλίο, συνδυάζοντας αναμνήσεις από τον πόλεμο με μεταφυσικές ανησυχίες, όνειρα και παραισθήσεις, υφαίνει ένα ολόκληρο σύμπαν ασύλληπτης κι απατηλής ομορφιάς.
Ιζαμπέλ Αλιεντε ΙΝΕΣ, ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Η Ινες Σουάρεθ, μια φτωχή νεαρή ράφτρα από την Εξτρεμαδοΰρα της Ισπανίας, ξεκινάει για το Νέο Κόσμο να βρει τον άντρα της, που χάθηκε κυνηγώντας τη δόξα και το χρυσάφι. Άνθρωπος δυναμικός, λαχταράει και μια περιπετειώδη ζωή, απαγορευμένη για τις γυναίκες στη συντηρητική κοινωνία του 16ου αιώνα. Στην Αμερική όμως η Ινές δεν συναντάει τον άντρα της, αλλά ένα μεγάλο έρωτα, τον αξιωματικό Πέδρο ντε Βαλδιβία. Θα δεθούν με μια αγάπη που θα σφραγίσει τη μοίρα τους, ένας ιδεαλιστής στρατιωτικός και μια παθιασμένη γυναίκα που δεν τη χωράει ο τόπος - σιδερένιο χέρι, μεταξωτό γάντι. Θα ζήσουν ανεπανάληπτα γεγονότα, θ' αντιμετωπίσουν θανάσιμους κίνδυνους και θα καταφέρουν να κατακτήσουν και να ιδρΰσουν μαζί το Βασίλειο της Χιλής. Σ' αυτό το επικό μυθιστόρημα, η ανάσα του έρωτα κάνει να πάψουν για λίγο η βία κι η αγριότητα που χαρακτηρίζουν εκείνη την εποχή. Και η μαγική πένα της Ιζαμπέλ Αλιέντε μας δείχνει πως η πραγματικότητα μπορεί να ξεπερνάει καμιά φορά και την πιο οργιώδη φαντασία και να μας αφήνει κατάπληκτους.
Ορχάν Παμουκ ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ ΠόΧϊΐ %αι αναμνήσεις Μ έσα από τα μάτια του συγγραφέα ανακαλύπτουμε τα σοκάκια της Πόλης, τις λιθόστρωτες λεωφόρους της, τα ξύλινα αρχοντικά της, το τέλος ενός πολιτισμού αλλά και τη γέννηση ενός καινούργιου. Παρακολουθούμε τη ζωή του συγγραφέα και τη διαμόρφωση του ψυχικού του κόσμου από τη στιγμή που αισθάνθηκε τον εαυτό του. Ένα γοητευτικό βιβλίο που διαβάζεται σαν δοκίμιο, προσωπικό ημερολόγιο, ιστορία, οδηγός πόλης και μυθιστόρημα μαζί.
Σουζάννα Ταμάρο ΑΚΟΥ Τ Η ΦΩΝΗ ΜΟΥ
^Η ^Η
Η| «^Η
Τ ι απέγινε άραγε η εγγονή της Όλγας, της γιαγιάς που πρωταγωνίστησε στο Όηου σε ηάει ^ καρδιά; Γύρισε έγκαιρα από την
Αμερική για να συμφιλιωθεί με τη γιαγιά; Και τριγυρίζοντας άσκοπα στα δωμάτια του μεγάλου σπιτιού, σπρωγμένη απ' τη Ιοϋζάννο Ταμάρο μοναξιά, μήπως ανακάλυψε τα ίχνη των Ακου τη φωνή μου δυο μοναδικών προσώπων που θα 'θελε να είχε γνωρίσει στ' αλήθεια - της μητέρας και του πατέρα της;
^ΗΗ Ρ^Β··
Με το Άκον ττι ipmri μου η Σουζάννα Ταμάρο κάνει μια
εντυπωσιακή επιστροφή στο μυθιστόρημα. Πρόκειται για μια συγκλονιστική ιστορία, όπου η συγγραφέας δεν φοβάται ν' αντιμετωπίσει τα αιώνια ζητήματα: την ανάγκη ν' ανακαλύψουμε τις ρίζες μας στο παρελθόν και να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας, για να μπορέσουμε να χτίσουμε με υπομονή κι αισιοδοξία το μέλλον μας.