ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ί ΤΑΞΙΔΙΑ - ΑΝΑΚΑΑ Α. Ο. EXQUEMELIN: Οί ΠΕΙΡΑ ΤΕΣ ΤΗΣ
ΥΨΕΙΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Σημαία που χρησιμοποιούσαν οι πειρατέ...
132 downloads
513 Views
16MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ί ΤΑΞΙΔΙΑ - ΑΝΑΚΑΑ Α. Ο. EXQUEMELIN: Οί ΠΕΙΡΑ ΤΕΣ ΤΗΣ
ΥΨΕΙΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Σημαία που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές στο παρελθόν.
Α . o . EXOUEMELIN
OI ΠΕΙΡΑΤΉς ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ Εισαγωγή - Μετάφραση Θάνος Σακκέτας
Τίτλος του έργου στα αγγλικά: Alexander Ο. Exquemelin: The Buccaneers of America Η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά Το κείμενο είναι ολόκληρο και χωρίς συντομεύσεις Copyright για την ελληνική μετάφραση: ΕΚΑ ΟΣΕΙΣ «ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ» Χρόνος Α' έκδοσης: Ανοιξη 1988 Χρόνος Β' έκδοσης: Χειμώνας 1990-91 Φωτοστοιχειοθεσία-Σελιδοποίηση: ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΕ Σόλωνος 130, τηλ. 3637283 Φωτογραφική αναπαραγωγή: Δημήτρης Καόιανάκης Τζαβέλα 6, τηλ. 3643361 Εκτύπωση-Βιβλιοδεσία: ΕΥΡΩΤΥΠ Α.Ε. Κολωνού 12-14, τηλ. 5234373 Επιμέλεια έκδοσης: Αονκάς Αξελός Εξώφυλλο: Στέλλα Γκρανιά ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ» Μαυρομιχάλη 39, Αθήνα 106 80 τηλ. 3601956, 3610445
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή
9
Οί πειρατές της Αμερικής
23
Μέρος Πρώτο: Πώς οι Γάλλοι ήρθανε στην Ισπανιόλα* η φύση της χώρας και η ζωή των κάτοικων
25
Κεφάλαιο Πρώτο: Η αναχώρηση του συγγραφέα για το δυτικό μέρος της Αμερικής, καθώς ήτανε στην υπηρεσία της Γαλλικής Εταιρείας των Δυτικών Ινδιών. Συνάντηση στη θάλασσα μ' ένα εγγλέζικο πολεμικό πλοίο. Άφιξη στο νησί Τορτούγκα Κεφάλαιο Δεύτερο: Περιγραφή του νησιού Τορτούγκα: τα φυτά και τα φρούτα του. Πώς οι Γάλλοι ήρθαν εδώ πέρα και πώς δυό φορές εκδιώχτηκαν από τους Ισπανούς. Πώς ο συγγραφέας έφτασε και πουλήθηκε σε δύο περιπτώσεις Κεφάλαιο Τρίτο: Περιγραφή του υπέροχου και περίφημου νησιού της Ισπανιόλας Κεφάλαιο Τέταρτο: Οι καρποί, τα δέντρα και τα ζώα, που βρίσκονται στην Ισπανιόλα Κεφάλαιο Πέμπτο: Τα ζώα και τα πουλιά της Ισπανιόλας και οι γάλλοι κυνηγοί και καλλιεργητές αυτού του νησιού Κεφάλαιο Έκτο: Οι Πρώτοι Μπουκανιέροι Κεφάλαιο Έβδομο: Πώς οι μπουκανιέροι εφοδιάζουν τα πλοία τους και ο τρόπος της ζωής τους
Μέρος Δεύτερο: Η καταγωγή των ονομαστών μπουκανιέρων Φρανσουά λ'Ολονναί και Τζων Μόργκαν, καθώς και τα πιο φημισμένα ανδραγαθήματα τους ενάντια στους Ισπανούς στην Αμερική· μαζί με τη ζωή και τα έργα κάποιων άλλων θαλασσινών περιπλανώμενων τυχοδιωκτών, που ζούσανε μέσα και γύρω απ' αυτές τις περιοχές Κεφάλαιο Πρώτο: Η καταγωγή του Φρανσουά λ'Ολονναί και το ξεκίνημα των λεηλασιών του Κεφάλαιο Δεύτερο: Ο λ'Ολονναί συγκεντρώνει και εφοδιάζει ένα στόλο για να πάει να λεηλατήσει τις ισπανικές ακτές της Αμερικής Κεφάλαιο Τρίτο: Ο λ'Ολονναί αρχίζει μια νέα εκστρατεία για να κυριέψει τις πόλεις Σαιντ Γιάγκο ντε Λεόν και Νικαράγουα, όπου και πεθαίνει μέσα σε μεγάλη αθλιότητα
27
32 40 43 54 79 83
103 105 110
125
Κεφάλαιο Τέταρτο: Τα πρώτα ανδραγαθήματα του Χένρυ Μόργκαν .... Κεφάλαιο Πέμπτο: Ο Μόργκαν δοκιμάζει να κρατήσει το Σαιντ Καταλίνα σαν προπύργιο των μπουκανιέρων, μα αποτυχαίνει. Μια περιγραφή της Κούβας. Η εισβολή και η κατάληψη του Πουέρτο ντελ Πρινθίπε Κεφάλαιο Έκτο: Ο Μόργκαν αποφασίζει να επιτεθεί στο Πόρτο Μπέλλο, εφοδιάζει το στόλο του και κυριεύει την πόλη με μια μικρή δύναμη στρατού Κεφάλαιο Έβδομο: Η κατάληψη του Μαρακαΐμπο, στην ακτή της Νέας Βενεζουέλας· η λεηλασία στη Λίμνη Μαρακαίμπο και η καταστροφή των τριών ισπανικών πλοίων, που αποπειράθηκαν να εμποδίσουν την φυγή των μπουκανιέρων
Μέρος Τρίτο: Η κατάληψη και η πυρπόληση της Πόλης του Παναμά, στη Νότια Θάλασσα, από το Μόργκαν μαζι με την κατάληψη παράλληλα και άλλων τοποθεσιών καθώς επίσης και το ταξίδι του συγγραφέα κατά μήκος της ακτής της Κόστα Ρίκα και τα γεγονότα αυτού του ταξιδιού
142
151
160
197
Κεφάλαιο Πρώτο: Ο Μόργκαν έρχεται στην Ισπανιόλα για να προετοιμάσει ένα νέο στόλο για επιθέσεις στην ισπανική ακτή Κεφάλαιο Δεύτερο: Η εκστρατεία του Ρίο ντε λα Χάτσα Κεφάλαιο Τρίτο: Ο Μόργκαν και ο στόλος του εγκαταλείπουν την Ισπανιόλα και κυριεύουν το Σαιντ Καταλίνα Κεφάλαιο Τέταρτο: Η κατάληψη του φρουρίου Σαν Λορένθο ντε Σάγκρε Κεφάλαιο Πέμπτο: Ο Μόργκαν εγκαταλείπει το φρούριο Σάγκρε και προχωρεί προς τον Παναμά με χίλιους διακόσιους άντρες Κεφάλαιο Έκτο: Ο Μόργκαν αποστέλλει πολλά καράβια για λεηλασία στη Νότια Θάλασσα· η πυρπόληση της Πόλης του Παναμά και η λεηλασία των γύρω αγροτικών περιοχών βαρβαρότητες που διαπράχθηκαν από τους πειρατές· η επιστροφή στο φρούριο Σάγκρε Κεφάλαιο Έβδομο: Το ταξίδι του συγγραφέα στο μάκρος της ακτής της Κόστα Ρίκα Κεφάλαιο Όγδοο: Ο συγγραφέας φτάνει στό Κάμπο Γκράθιας α Ντίος· εμπόριο εκεί με τους Ινδιάνους· ο τρόπος της ζωής τους. Άφιξη στην Ίζλα ντε λος Πίνος και ο γυρισμός στην Τζαμάικα Κεφάλαιο Ένατο: Ο Μ. Μπερτράντ ντ' Ογκερόν, κυβερνήτης της Τορτούγκας, ναυαγεί και πέφτει στα χέρια των Ισπανών η απόδρασή του και η απόπειρα να απελευθερωθούν οι υπόλοιποι άντρες του
269
Εικόνες
277
199 201 207 214 220
234 248
260
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πειρατές: Μύθος και πραγματικότητα ΊΓ τ πειρατεία είναι παλιό και γνώριμο φαινόμενο μέσα στην Λ. JL ιστορική ανέλιξη της ανθρωπότητας. Ιστορικά^ έχει διαπιστωθεί πως αναπτύχθηκε κατά κανόνα σε σκοτεινούς καιρoύςy καιρούς πον ανθούν αυθαίρετες^ δυναστικές και ασύδοτες εξουσίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μεσαίωνας που στάθηκε η αποκορύφωση της. Αν θελήσουμε να αναλύσουμε τον κόσμο της πειρατείας y θα διαπιστώσουμε πως ένα τμήμα του τρ αποτελούν άτομα κοινωνικά κατατρεγμένα, είτε για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, είτε για τις θρησκευτικές τους αφοσιώσεις· κοντά & αυτά συνυπάρχουν παράνομοι εγκληματίες, τυχοδιώχτες, αρριβίστες όπως και διάφορα πρόσωπα, που με πρόσχημα την πειρατεία έχουν για μοναδικό τους σκοπό την ικανοποίηση των σαδιστικών τους επιθυμιών καθώς και άλλα που αποκλειστικός τους σκοπός είναι η αντεκδίκηση για το όποιο άδικο τους έγινε στη ζωή. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε και το σκλάβο, είτε μαύρο είτε λευκό, - ο θεσμός της δουλείας τότε βρισκόταν στο μεσουράνημά του - που στην πειρατεία έβρισκε καταφύγιο και ανακούφιση από τα δεινά του μα και κάποια ελπίδα για μιαν ανεξάρτητη ζωή. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν. Αγγελής & ένα άρθρο του γύρω από την πειρατεία «Την εποχή εκείνη ο άντρας ή δούλος θα γινόταν ή αφέντης». Το κοινό όμως χαρακτηριστικό όλων αυτών των στοιχείων που τα συνδέει στην κοινή αυτή προσπάθεια, είναι η δίψα του πλούτου. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στους πειρατές και στους ληστές των βουνών. Τα κίνητρα ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι διαφορετικά κι αυτό είναι άλλωστε που τις διαφοροποιεί. Βασικός σκοπός των πειρατών, μοναδικός για τους περισσότερους, ήταν η προσωπική τους ικανοποίηση και ο πλουτισμός με οποιοδήποτε τρόπο κι όλα αυτά χωρίς καμιά
ηθική αναστολή. Αντίθετα πολλοί από τους ληστές ήταν σε σημαντικό βαθμό ιδεολόγοι και η αντίστασή τους στην κρατική εξουσία είχε κοινωνικό περιεχόμενο. Για να είμαστε όμως αντικειμενικοί πρέπει να πούμε πως ανάμεσα & αυτούς τους εξαχρειωμένους ληστές των θαλασσών, υπήρχαν και διάφορες αξιόλογες προσωπικότητες, που ουσιαστικά όμως δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν το πνεύμα αυτού του κόσμου. Μια απ' αυτές τις προσωπικότητες ήταν ο άγγλος αριστοκράτης Σερ Φράνσις Βερνέυ, που έγινε πειρατής για να ξεφύγει από μια τυραννική σύζυγο που του είχε επιβάλει η οικογένειά του. Επίσης ο κουρσάρος Λάνσελοτ Μπλάκμπερν ήταν κάποτε αρχιεπίσκοπος του Γιορκ. Ο Τζων Πόφαν είχε υπάρξει Λόρδος Αρχιδικαστής στην αυλή του Καρόλου του Β\ Η πιο γραφική μορφή όμως ήταν του καπετάνιου Ρόμπερτς «του ανθρώπου των γραμμάτων και της μόδας» όπως τον έλεγαν, που όταν ήταν να γίνει πειρατικό γιουρούσι, αυτός φορούσε μια πολυτελέστατη στολή από δαμάσκο και στο στήθος του κρεμούσε ένα διαμαντένιο σταυρό. Πλάι σ' αυτούς βρίσκονταν και διάφορα ιδιότυπα πρόσωπα. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του είδους ήταν ο καπετάνιος Ντάνιελ. Παραθέτω, ενδεικτικά, ένα περιστατικό. Κάποτε σε μια επιδρομή λήστευε το σπίτι ενός παπά. Εκείνη, λοιπόν, την ώρα σκέφτηκε πως θα ήταν πάρα πολύ καλό, αν έκανε μια λειτουργία πάνω στο πλοίο του. Αρπαξε τότε τον κατατρομαγμένο παπά, τον πήγε στο καράβι και τον ανάγκασε να λειτουργήσει στο κατάστρωμα μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήρωμα. Κάποια στιγμή κι ενώ συνεχιζόταν η λειτουργία, ο Ντάνιελ ζητώντας συγνώμη από τον παπά που τον σταματούσε από το έργο του, ξάπλωσε χάμω νεκρό με μια πιστολιά κάποιον από το πλήρωμα επειδή είχε βλαστημήσει. Ύστερα ψύχραιμα και επιβλητικά έδωσε εντολή να συνεχιστεί η ιεροτελεστία. Τέτοια ή παρόμοια πρόσωπα είναι όμως εκείνα που έδωσαν την ευκαιρία στην μυθιστορία και στον κινηματογράφο για να εξιδανικεύσουν με τις ελευθεριότητες της τέχνης το φαινόμενο της πειρατείας.
10
Πειρατές, κουρσάροι, μπουκανιέροι και φριβουστιέροι Όταν αναφερόμαστε στην πειρατεία πάντα πρέπει να εννοούμε μια αιφνιδιαστική επιδρομή μιας ομάδας ανθρώπων, που τελικός της σκοπός είναι η λεηλασία. Οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν μ αυτό το είδος της πειρατείας χωρίζονται σε δυο μεγάλες και γενικές κατηγορίες: στους πειρατές και στους κουρσάρους. Πειρατής είναι ο ληστής των ανοιχτών θαλασσών, που μαζί μ ένα τσούρμο ομοίων του δρα αυτοδύναμα με μοναδικό σκοπό τη λαφυραγώγηση. Ο κουρσάρος έχει κι αυτός τα ίδια χαρακτηριστικά μόνο που δρα στη Μεσόγειο και είναι συνήθως Μωαμεθανός - Τούρκος ή Σαρακηνός - καταδρομέας. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιεί είναι η προέλευση του ονόματός του. Προέρχεται από τα «προνόμια για τον πόλεμο του κούρσου». Αυτά τα εκχωρούσαν οι σουλτάνοι της Πύλης, της Τχ^νιδας και της Αλγερίας και ήταν ένα είδος λιμενικών διευκολύνσεων με αντάλλαγμα ένα μέρος από τα λάφυρα. Κλασικό τέτοιο δείγμα ήταν η συμφωνία των αδερφών Μπαρμπαρόσσα με το σουλτάνο της Τύνιδας Χασάν: οι κουρσάροι θα χρησιμοποιούσαν ελεύθερα τα λιμάνια της Τύνιδας και σ αντάλλαγμα θα παραχωρούσαν στο σουλτάνο το πέμπτο της λείας τους. Σιγά - σιγά όμως αυτά «τα προνόμια» απόχτησαν και πολιτικό χαρακτήρα. Έγιναν, δηλαδή, ένα μέσο στους διάφορους εξουσιαστές για την πραγματοποίηση μιας «ανεπίσημης» πολεμικής δράσης σε βάρος ενός άλλου κράτους. Στην ουσία, όπως τελικά διαμορφώθηκαν, ήτανε συγκαλυμμένες επεμβάσεις ενός κράτους ή ενός έθνους σ ένα άλλο χωρίς προηγούμενα να έχει κηρυχτεί πόλεμος και απώτερος σκοπός τους ήταν η υλική φθορά, η δημιουργία ενός πνεύματος ανασφάλειας στον αντίπαλο και η εκμετάλλευση του γενικότερου εκνευρισμού, που δημιουργούσαν αυτές οι απρόοπτες επιθέσεις. Μ' άλλα λόγια, ήταν ένας «ψυχρός πόλεμος» με πολύ «θερμές» εκδηλώσεις. Οι μονάρχες της Δυτικής Ευρώπης, άγγλοι, γάλλοι και ολλανδοί, διαπιστώνοντας την οφελιμότητα αυτών των ενεργειών, μπλέχτηκαν από πολύ νωρίς σ αυτό το «παιχνίδι». Μ' αυτό προσπάθησαν - ώσπου στο τέλος το κατάφεραν - να καταπο11
νήσουν και να αδυνατίσουν την πανίσχυρη οικονομικά Ισπανία. Το έργο αυτό το είχαν αναθέσει στους «μπoυκavιέρoυς»y που ήταν ένα είδος ιδιότυπου πειρατή. Μια από τις χαρακτηριστικές ιδιοτυπίες αυτού του τύπου του πειρατή είναι ότι γεννήθηκε και έδρασε μέσα σ' ένα προκαθορισμένο γεωγραφικό χώρο, τη θάλασσα δηλαδή της Καραϊβικής με τα παράλια και τα νησιά της, και ήταν παράγωγο ενός ρευστού «γίγνεσθαι», που πήγαινε να διαμορφωθεί σε μια ιστορική πραγματικότητα. Όσο για την ονομασία του μπουκανιέρος η καταγωγή της είναι ινδιάνικη και προέρχεται από τη λέξη «μπουκάν», που στους ντόπιους Ερυθρόδερμους σήμαινε το μέρος όπου ξέραιναν και πάστωναν τα κρέατα των σφαγμένων ζώων κι αυτό γιατί πριν να γίνουν πειρατές αποζούσαν από το κυνήγι. Όλες αυτές άλλωστε τις ιδιοτυπίες και άλλα πολλά χαρακτηριστικά είναι που αναφέρει τόσο διεξοδικά ο Εξκέμελιν στο βιβλίο του The Buccaneers of America {Οι Μπουκανιέροι της Αμερικής).^ Έτσι, λοιπόν, οι μπουκανιέροι σε ορισμένες περιπτώσεις ενεργούσαν σαν «άτακτοι», κάτι σαν τους σημερινούς μισθοφόρους, που πολεμούσαν όχι μόνο για τα λάφυρα μα και για τη σημαία της χώρας τους που την αντιπροσώπευε ο μονάρχης, τους. Ήταν ένας νέος τύπος πειρατή που με βάση τα εκχωρημένα «προνόμια του κούρσου» ήτάν κάτω από τη συγκαλυμμένη ενίσχυση και προστασία του βασιλιά, γι αυτό ήταν και υποχρεωμένος να του αποδώσει το προϊόν του μισού κούρσου. Οι άνθρωποι αυτοί πρόσφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στους διάφορους μονάρχες της Ευρώπης και είναι γνωστός ο θαυμασμός της Ελισάβετ της Αγγλίας για τον Φράνσις Ντρέικ, που, πριν να γίνει επίσημος ναύαρχός της, ήταν κουρσάρος. Το «προνόμιο» που του είχε παραχωρήσει είχε την επιγραφή «αρχιληστής του γνωστού κόσμου». Παράλληλα με τους μπουκανιέρους και στον ίδιο χώρο μ' 1. Όπως Θα διαπιστώσει ο αναγνώστης η διάκριση ανάμεσα στον πειρατή, τον κουρσάρο ή τον μπουκανιέρο δεν είναι πάντοτε εύκολη και πολλές φορές κυριαρχεί η αλληλοεπικάλυψη. Για τον έλληνα ειδικά αναγνώστη η λέξη μπουκανιέρος είναι άγνωστη ή σχεδόν άγνωστη. Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί με τίτλο Οι πειρατές της Αμερικής, που είναι, άλλωστε, και ο τίτλος της ισπανικής έκδοσης του 1681.
12
αυτούς είχαν αναπτνχτεί οι «φρίβονστιέροι», που ήτανε μονάδες ανεξάρτητες και χωρίς σταθερό αγκυροβόλιο. Άνετα τους ονόμαζαν «Freebooters», που στα ελληνικά σε μια ελεύθερη απόδοση θα μπορούσαμε να τους πούμε «ελεύθερους λαφυραγωγούς». Οι Ισπανοί προσαρμόζοντας την αγγλική λέξη στη δική τους γλώσσα τους είπαν «φριβουστέρος» κι από δω έφτασε σε μας και καθιερώθηκε ως «φριβουστιέροι». Αυτοί τελικά ενωθήκανε με τους μπουκανιέρους κι από τη συνένωση αυτή δημιουργήθηκε «Η Λδερφότητα της Ακτής», που ήτανε μια κλειστή κοινότητα με αυστηρούς νόμους, κανόνες και αρχές. Ο Εξκέμελιν στο βιβλίο του OL Μπουκανιέροι της Αμερικής αποφεύγει να μας πει πολλά πράγματα γι αυτή την κοινότητα, που παρουσιαζόταν με τη μορφή μιας κλειστής και ιδιότυπης συντροφικότητας. Όπως όμως σε πιο παλιούς χρόνους είχανε σχηματιστεί παρόμοιες κλειστές κοινότητες - Ιερή Αεγεώνα, Ναΐτες, Σαμουράι - με έντονα ομοφυλοφιλικά στοιχεία, το ίδιο συνέβη και με τους μπουκανιέρους. Πραγματικά οι μπουκανιέροι με την «Αδερφότητά τους», & αυτούς τους πρώτους χρόνους, γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα, και πριν ακόμα ο βασιλιάς της Γαλλίας Αουδοβίκος ο 14ος (που για πολιτικούς λόγους τους έστειλε στην Τορτούγκα μια καραβιά γυναίκες) είχαν σχηματίσει μια παρόμοια κοινωνία. Η ακραία σκληρότητά τους - γι αυτή ο Εξκέμελιν μας μιλάει πολύ αναλυτικά - ήταν μια λειτουργία του τρόπου που συζούσαν. Οπωσδήποτε όμως η ιστορία της πειρατείας έχει να δείξει μόνο αγριότητα, απληστία, ασωτία και αμοραλισμό.
Ο ακήρυχτος πόλεμος των μπαχαριχίόν Στην Ευρώπη την εποχή του μεσαίωνα το πιπέρι, το μοσχοκάρυδο, το γαρύφαλλο και κάθε άλλο είδος μπαχαρικού ήταν πολύτιμο αγαθό με ανεκτίμητη αξία. Γενικά τα μπαχαρικά τα χρησιμοποιούσανε για τη συντήρηση των τροφίμων καθώς και για την απολαυστικότερη γεύση των πολυτελών φαγητών των ανερχόμενων οικονομικά εμπόρων - αστών, που ύστερα από δυο ή τρεις αιώνες θα ζητούσαν απαιτητικά το μερτικό τους στην εξουσία. Τα προϊόντα αυτά ανθούσαν πλουσιοπάροχα αυτοφυή και ακαλλιέργητα - στη μακρινή, πολυθρύλητη καιμυ13
στηριακή Ασία, Οι εξωτικοί της καρποί, τα μετάξια της και το αμέτρητο ασημί της είχαν μεταμορφωθεί σε Θρύλους στο στόμα εκείνων των τολμηρών, που είχαν την τύχη ν' αντικρύσονν αυτή την παραμυθένια για τους Ευρωπαίους πραγματικότητα. Δυο ήταν οι καθιερωμένοι εμπορικοί δρόμοι, που έφερναν ως αυτούς τους απόμακρους κόσμους: ο ένας ήταν ηπειρωτικός και άρχιζε από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας ή από τα παράλια της Συρίας και περνώντας μέσα από την κεντρική Ασία κατέληγε στη μυθική χώρα του Κουμπλάι Χαν, τη σημερνή δηλαδή Κίνα. Τη διαδρομή αυτή, που είναι ταυτόσημη με τη «σηρική οδό» των Βυζαντινών, την έλεγχαν και την εκμεταλλεύονταν οι Γενοβέζοι. Ο άλλος δρόμος από την Αλεξάνδρεια διέσχιζε την Ερυθρά Θάλασσα, έφτανε στην Κεϋλάνη (Σρι Αάνκα) κι από κει τερματιζόταν στη μεγάλη αυτοκρατορία των Χαν. Προς τα τέλη του Μου αιώνα η Βενετία, ύστερα από πολύχρονους αγώνες, κατόρθωσε να εξουδετερώσει τον ανταγωνιστικό στόλο της αντίπαλής της Γένοβας με αποτέλεσμα να αποχτήσει τον απόλυτο έλεγχο πάνω & αυτές τις προσβάσεις προς την Ασία και μ ένα σύστημα σταθμών, εμπορικών υποκαταστημάτων και διαφόρων άλλων διασυνδέσεων κατάφερε να περάσει στα χέρια της, μονοπωλιακά πια, όλο σχεδόν το εμπόριο με την Ασία. Όσο αυτό το εμπορικό σύστημα λειτουργούσε ικανοποιητικά, η Ευρώπη, παρ' όλο που μ' αυτό τον τρόπο δεν είχε χάσει την επαφή της με την Ασία, μολοντούτο είχε μιαν αόριστη γνώση γι αυτή την απέραντη χώρα. Κάποιες παπικές αποστολές και κάτι βασιλικές πρεσβείες προς τα εκεί περιοριστήκανε στο στενό γράμμα της αποστολής τους χωρίς να δείξουν κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον γι αυτούς τους πρωτόγνωρους τόπους. Και μονάχα ο Μάρκο Πόλο με το θαυμαστό του βιβλίο^ άνοιξε τα μάτια των Ευρωπαίων και την όρεξή τους. Έτσι είχαν τα πράγματα ώσπου οι Τούρκοι κυρίεψαν την Κωνσταντινούπολη το 1453. Από κει και ύστερα και όλο σχεδόν τον επόμενο αιώνα, το 15ο δηλαδή, η τουρκική πίεση γινό1. Για περισσότερα δες Μάρκο Πόλο, Τα ταξίδια, εισαγωγή - μετάφραση Θάνος Σακκέτας, τρίτη έκδοση, εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα 1987.
14
ταν όλο και πιο ενοχλητική για την Ευρώπη. Από το Βορρά πάλι οί Τάταροί είχανε μεταφέρει τα σννορά τους ως μέσα στην καρδιά της Ευρώπης. Τα γεγονότα αυτά είχαν βλαβερές επιπτώσεις πάνω στο βενετσιάνικο μονοπώλιο των ασιατικών προϊόντων. Οι εμπορικοί δρόμοι ή έκλεισαν ή δυσκόλεψαν πολύ. Η Βενετία, παρ' όλες τις προνομιακές διευθετήσεις που πέτυχε για τον εαυτό της στα παράλια της Συρίας, δεν μπορούσε πια να ικανοποιήσει της ευρωπαϊκές απαιτήσεις της ζήτησης. Όμως από το 13ο αιώνα κιόλας οι έμποροι της Χάνσα διασχίζανε συχνά τις Βόρειες Θάλασσες φτάνοντας ίσαμε την Ισλανδία. Οι κάτοικοι εκεί, οι Θρυλικοί Βίκινγκς, είχαν ήδη ανακαλύψει τη Γροινλανδία και είχαν βάλει πόδι στη Βίνλαντ, ^ αυτή που ύστερα από πεντακόσια χρόνια ξαναανακαλύφτηκε και ονομάστηκε Αμερική και που αν τότε οι Βίκινγκς κατάφερναν να την αποικίσουν ασφαλώς η Ιστορία Θα διαμορφωνόταν διαφορετικά. Αυτές οι Θαλασσινές εμπορικές μετακινήσεις, είτε προς το Βορρά είτε προς το Νότο, στην ανοιχτή Θάλασσα του Ατλαντικού Ωκεανού απαιτούσαν μια νέα ναυτική τέχνη και μια καινούργια ναυπηγική. Η Μεσόγειος είναι Θάλασσα κλειστή και κατάλληλη για τις γαλέρες και την ακτοπλοΐα. Η Βόρεια Θάλασσα όμως και ο Ατλαντικός Ωκεανός με τα τεράστια κύματά τους, τους Θυελλώδεις ανέμους και τα αφιλόξενα παράλια τους χρειάζονταν το μεγάλο καΘαρά ιστιοφόρο πλοίο, που έκανε την εμφάνισή του το 14ο και 15ο αιώνα, κρατώντας την πορεία του με την πυξίδα και τα άστρα. Σ' όλο αυτό το ενδιάμεσο διάστημα υπήρχαν νέοι λαοί στη Δυτική Ευρώπη που είχαν ασχοληΘείμε το Θαλασσινό εμπόριο και είχαν ήδη διαμορφώσει την υποδομή για τη μεγάλη Θαλασσινή τους περιπέτεια. Οι λαοί αυτοί αναζητούσαν νέους δρόμους που να τους οδηγήσουν στις παλιές αγορές της Ασίας και δεν είμαστε σε Θέση να πούμε με βεβαιότητα αν ήταν οι Τούρκοι, που κυριαρχούσανε στη Μεσόγειο ως τα τέλη του 16ου αιώνα, που τους εξανάγκασαν σε μια τέτοια ενέργεια ή ήταν 1. Για τη Βίνλαντ δες Η Ανακάλυψη της Αμερικής από τους Βίκινγκς. Τα Έπη της Βινλανδιας, εισαγωγή - μετάφραση Θάνος Σακκέτας, εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα 1986.
15
απλά το αποτέλεσμα γεωγραφικών διαμορφώσεων. Οι Πορτογάλοι από το 13ο αιώνα είχαν αρχίσει ένα εμπόριο με τις αφρικανικές ακτές τον Ατλαντικού, στην αρχή δειλά μα πιο θαρραλέα υστερότερα όσο τελειοποιούσαν την ναυτική τους τέχνη και τη ναυπηγική τους. Οι Πορτογάλοι έτσι αναδείχτηκαν πρωτοπόροι στην αστρονομία και τη ναυπηγική, που το κορυφαίο δημιούργημά της ήταν ο τύπος του ιστιοφόρου που το όνομά του όλοι το ξέρουμε: η Καραβέλα. Με αυτό το επίτευγμά τους οι Πορτογάλοι άρχισαν να νιώθουν πιο άνετα και με περισσότερη σιγουριά τώρα πια άρχισαν να ξανοίγονται όλο και περισσότερο στον Ατλαντικό Ωκεανό, εξερευνώντας παράλληλα και τα αφρικανικά του παράλια. Από την αρχή οι Πορτογάλοι είχαν την πεποίθηση πως μια πορεία στη θάλασσα όλο ανατολικά θα ήταν ο δρόμος που θα τους έφερνε στις Ινδίες και στα περιπόθητα νησιά Μολούκες, που ήταν το κέντρο της παραγωγής των μπαχαρικών. Αλλωστε αυτό το σκοπό είχαν όλες οι εξερευνητικές αποστολές, που είχαν μπει σε εφαρμογή με τον Ερρίκο τον Θαλασσοπόρο, τον Βαρθολομαίο Ντίαζ, το Βάσκο ντα Γκάμα και τον Πέρο ντα Κοδιλιά, που κατάφερε να φτάσει ως τις ακτές του Μαλαμπάρ. Εκείνους τους καιρούς οι γείτονες των Πορτογάλων, οι Ισπανοί, ήταν απασχολημένοι με πολεμικές επιχειρήσεις. Προσπαθούσαν να διώξουν τους τελευταίους μωαμεθανούς Αραβες, που αντιστέκονταν στη Γρανάδα. Έτσι οι Πορτογάλοι είχαν ήδη ανοίξει το δρόμο προς την Ανατολή πριν ακόμα οι Ισπανοί να πάρουν το δρόμο για τη Δύση. Η αρχή για το δρόμο προς τη Δύση έγινε με το πρώτο ταξίδι του Χριστόφορου Κολόμβου. Ο άνθρωπος αυτός απ' Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο, που είχε διαβάσει, είχε σχηματίσει μια υπερβολική ιδέα σχετικά με την έκταση της Ασίας και υπέθεσε πως η Ιαπωνία, που τόσο την επαινούσε ο Μάρκο Πόλο για το χρυσάφι της, βρισκόταν κάπου στο βάθος του Ατλαντικού. Τούτη την ιδέα του την ενίσχυσαν και όλα όσα ίσως άκουσε στην Ισλανδία, που είχε πάει, για τη χώρα Βίνλαντ, που είχανε συναντήσει στα ταξίδια τους οι Βίκινγκς. Έτσι αυτό το ταξίδι προς τα δυτικά έγινε ο κύριος σκοπός της ζωής του. Δεν είναι όμως δυνατό μέσα σ αυτό το εισαγωγικό σημείωμα να αναφερθούνε με λεπτομέρειες όλες οι προσπάθειες που έκανε ο 16
Κολόμβος για την πραγματοποίηση αυτού τον ταξιδιού. Έτσι συνοπτικά σημειώνω πως μόνο σαν έπεσε η Γρανάόα και ο Φερδινάνδος της Λραγωνίας παντρεύτηκε την Ισαβέλα της Καστίλλης ενώνοντας έτσι την χριστιανική Ισπανία^ μπόρεσε και ο Κολόμβος να πείσει το βασιλικό ισπανικό ζευγάρι για τη σημασία του ταξιδιού και με τη βοήθεια μερικών εμπόρων από την πόλη Πάλος ν' αποχτήσει επιτέλους τα πλοία για το ταξίδι. Ήταν τότε το Σωτήριο έτος 1492, Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνω μια παρέμβαση για την καλύτερη ενημέρωση του αναγνώστη, Η περίοδος των μεγάλων ανακαλύψεων ήταν εποχή συναρπαστική και συνάμα ηρωική. Πρώτα - πρώτα γιατί είχε μπροστά της τη γοητεία της περιπέτειας του αγνώστου κι έπειτα γιατί οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν απερίγραπτες. Το μυστήριο του αγνώστου ερέθιζε τη φαντασία και τροφοδοτούσε την όρεξη για τον απρόσμενο πλουτισμό, δημιουργώντας όλες εκείνες τις προϋποθέσεις της συναρπαστικότητας. Όσο για τις συνθήκες του ταξιδιού αυτές απαιτούσαν όλες τις προϋποθέσεις για μια ηρωική αντιμετώπιση, Πρώτα απ' όλα τα καράβια ήταν πολύ μικρά και τα διαμερίσματα όπου ζούσαν τα πληρώματα ήταν τόσο χαμηλά που οι ναύτες ήταν αδύνατο να σταθούν όρθιοι. Έπειτα η τροφή τους ήταν κακοψημένη και μπαγιάτικη αφού δεν ήξεραν να συντηρούν τα τρόφιμα. Ύστερα το νερό μούχλιαζε και γέμιζε σκουλήκια, Το αποτέλεσμα ήταν το σκορβούτο και ο τύφος να θερίζουν τα πληρώματα σε μεγάλο αριθμό. Μπροστά σ' αυτές τις συνθήκες η θάλασσα δεν ήταν καθόλου θελκτική στα μεγάλα λαϊκά στρώματα γι' αυτό κι όλοι αυτοί οι περιώνυμοι θαλασσοπόροι, όπως ο Κολόμβος, ο Βάσκο ντα Γκάμα, ο Μαγγελάνος, ήταν υποχρεωμένοι να στρατολογούν για πληρώματά τους διάφορους «τρόφιμους των φυλακών, μελλοντικούς φονιάδες και λωποδύτες με αναδουλειές» όπως λέει ο Βαν Λουν στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Όπως κι αν έχει το πράγμα όλοι αυτοί οι ονομαστοί θαλασσοπόροι αξίζουν το θαυμασμό μας για το θάρρος και την αποφασιστικότητα που έδειξαν μπροστά σε δυσκολίες που υήμερα ούτε να τις φανταστούμε δεν μπορούμε. Στο μεταξύ όσο περνούσε ο καιρός τόσο και τα μέσα πλοήγησης βελτιώνονταν, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη ασφάλεια και άνεση στο ταξίδι. Γι' αυτό και τα θαλασσινά ταξίδια έγιναν 17
πιο προσιτά και πιο εύκολα. Το αποτέλεσμα ήταν πως ανάμεσα & αυτά τα όνο γειτονικά κράτη y την Πορτογαλία και την Ισπανία, αναπτύχθηκε ένας τρομερός ναυτικός ανταγωνισμός στην προσπάθειά τους ο καθένας να φτάσει πρώτος στην πηγή των μπαχαρικών.^ Λυτή η έντονη αντιπαράθεση είχε μεγάλες επιπτώσεις στις πολιτικές σχέσεις των δυο κρατών. Επειδή είχε μεταβληθεί σ' ένα αγώνα απόχτησης όσο το δυνατό περισσότερων κτήσεων, οποιαδήποτε αμφισβήτηση πάνω στα νέα πλουτοφόρα εδάφη δημιουργούσε αυτόματα οικονομικές εμπλοκές βασιλικών συμφερόνταν. Τότε ο Πάπας Αλέξανδρος ο ΣΤ\ όνο χρόνια ύστερα από την ανακάλυψη της Αμερικής, για να προλάβει μια σύγκρουση ανάμεσα στους βασιλιάδες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, μεσολάβησε και με τη συνθήκη του Τορδεσίγιας, που τους έβαλε να υπογράψουν, όλες αυτές τις νέες περιοχές και όσες στο μέλλον θα ανακαλύπτονταν τις χώρισε στα δυο με μια νοητή γραμμή. Έτσι κάθε έδαφος που βρίσκεται δυτικά απ' αυτή τη γραμμή, που περνάει 37Θ λεύγες δυτικά απ' τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτήριου, θα ανήκε στην Ισπανία, ό,τι υπήρχε ανατολικά απ' αυτή τη γραμμή θα ήταν κτήση της Πορτογαλίας. Όλος λοιπόν, αυτός ο νέος κόσμος χάρη στη «γενναιοδωρία» του Πάπα χαρίστηκε & αυτούς τους δυο βασιλιάδες. Αυτά όλα τα αναφέρω γιατί μόνο έτσι μπορούν να ερμηνευτούν από τους αναγνώστες όλοι οι «ψυχροί πόλεμοι» που επακολούθησαν, σε βάρος ιδιαίτερα της Ισπανίας, και που ήτανε δημιουργήματα όλων εκείνων των βασιλιάδων που είχανε μείνει απ' έξω από το χορό. Την Παρασκευή 3 Αυγούστου του 1492, ο Κολόμβος ξεκινούσε από το Πάλος της Ισπανίας για το ιστορικό του ταξίδι. Στις 11 του Οκτώβρη του 1492 στις δέκα η ώρα το βράδυ ο Κολόμβος είδε ένα φως και την άλλη μέρα από το πλοίο του είδε την πρώτη λουρίδα γης των «Δυτικών Ινδιών» στο αρχιπέλαγος των Μπαχάμας. Ήταν το νησάκι Γκουαναχανί, που το βάφτισε Σαν Σαλβαντόρ μα που σήμερα είναι πιο γνωστό με το όνομα Γουώτλιγκ. Στο ίδιο αυτό ταξίδι ανακάλυψε την Κούβα, που 1. Για περισσότερες λεπτομέρειες πάνω στο θέμα δες Λντόνιο Πιγκαφέτα, Μαγγελάνος, Το πρώτο ταξίδι γύρω από τον κόσμο, εισαγωγή - μετάφραση σχολιασμός Νίκος Πρατσίνης, εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα 1987.
18
τη ονόμασε Χονάνα, και αποβιβάστηκε στην Κονινκονέγία, που τη βάφτισε Ισπανιόλα. Στο άλλο τον ταξίδι^ το 1494^ βρήκε την Τζαμάικα, που της έδωσε το όνομα Σαντιάγο. Έτσι μπήκαν τα πρώτα θεμέλια της ισπανικής αποικιακής αυτοκρατορίας. Γρήγορα όμως οι κτήσεις διευρύνονται. Το 1519 ο Κορτές κυριεύει το Μεξικό και το 1531 ο Πιζάρρο και ο Αλμάγκρο παίρνουν το Περού. Όλη η κεντρική Αμερική είχε πέσει στα χέρια των Ισπανών και ο Παναμάς είχε γίνει το κέντρο των επικοινωνιών. Εδώ συσσωρευόταν το χρυσάφι και το ασήμι του Περούν που ακολουθώντας «το δρόμο του χρυσού» από τα παράλια του Ειρηνικού έφτανε στην ακτή του Ατλαντικού κι από κει διασχίζοντας τον Ατλαντικό κάτω από τη φρούρηση του ισπανικού στόλου έφτανε στη Σεβίλλη για να αποθηκευτεί τελικά στα βασιλικά θησαυροφυλάκια της Μαδρίτης. Ο ξαφνικός πλουτισμός των Ισπανών από την άγρια εκμετάλλευση του φυσικού και ορυκτού πλούτου των κτήσεων είχε αρνητικές επιπτώσεις πάνω στον κοινωνικό τους βίο. Ποτέ δεν έδειξαν να ενοχλούνται που αγοράζανε φτηνά και πουλούσαν ακριβά. Έπειτα οι οποιεσδήποτε ελλείψεις στη ζωή τους δεν είχαν καμιά σημασία γι' αυτούς αφού το χρυσάφι και το ασήμι μπορούσαν να τις καλύψουν. Και όπως μέσα σ' αυτή την ίδια την Ισπανία η βιομηχανία παρήκμαζε από παραμέληση εξαιτίας των νέων συνθηκών που είχανε δημιουργηθεί, όλος αυτός ο χρυσός των κτήσεων πήγαινε στο εξωτερικό για να αγοραστούν από κει τα αναγκαία είδη που χρειαζόταν. Ένα αρκετά λοιπόν μεγάλο μέρος απ' αυτό το χρυσό, που για να βγει από τα χρυσωρυχεία χρειάστηκε να πεθάνουν χιλιάδες ιθαγενείς κάτω από το μαστίγιο το)ν ανελέητων Ισπανών, πήγαινε στα συμπαγή χρηματοκιβώτια των ολλανδών, των γάλλων και των άγγλων εμπόρων, που ήταν οι κύριοι ανταγωνιστές και αντίπαλοί τους. Εκτός όμως απ' αυτό, οι Ισπανοί στην προσπάθειά τους να μονοπωλήσουν τα προϊόντα των κτήσεων είχαν βάλει το εμπόριο κάτω από αυστηρό έλεγχο. Γι' αυτό και τα κράτη, που είχαν μείνει έξω από τις «απλόχερες» και «γενναιόδωρες» παπικές διανομές, βλέποντας όλο αυτό το φυσικό και ορυκτό πακτωλό να τον εκμεταλλεύονται μονάχα οι Ισπανοί, άρχισαν να ενεργοποιούνται και να επιδιώκουν, πολύ καθυστερημένα ό19
μως αφού οι Ισπανοί είχαν προηγηθεί τουλάχιστο πενήντα χρόνια, να πάρουνε μέρος κι αυτά στην εκμετάλλευση αυτών των παρθένων πλουτοφόρων περιοχών. Κάτι πρώτες απόπειρες να εγκατασταθούν οι Γάλλοι στη Φλόριντα και οι Άγγλοι στη Βιρτζίνια δεν πέτυχαν γιατί ο Φίλιππος ο Β\ ο διάδοχος του Καρόλου του Ε\ τις κατέστρεψε με διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ύστερα όμως από την κατάληψη του Μεξικού και του Περού άρχισε μια μετακίνηση του ισπανικού πληθυσμού προς αυτά τα μέρη. Έτσι οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές των Ισπανών βρήκαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν διάφορες μικρές βάσεις στην περιοχή της Καραϊβικής. Οι Άγγλοι ήδη το Ι6Θ7 είχαν εγκατασταθεί στο Σαιντ Κιττ ενώ οι Γάλλοι είχαν πάρει τη Γουαδελούπη και οι Ολλανδοί το Κιουρασάο. Είναι φανερό ότι ούτε οι Αγγλο - Γάλλοι ούτε οι Ολλανδοί είχαν καταθέσει τα όπλα. Τώρα οι πιο ισχυρές χώρες της Ευρώπης είχανε συνενωθεί ενάντια στην πανίσχυρη ισπανική αυτοκρατορία. Μολοντούτο δεν ήταν ακόμα σε θέση να της επιτεθούν άμεσα. Φρόντισαν, λοιπόν, να δώσουνε λύση με τον «ακήρυκτο» πόλεμο της πειρατείας. Και το βαρύ έργο της αποδυνάμωσης της ισπανικής αυτοκρατορίας το αναθέσανε στους μπουκανιέρους. Πώς αυτοί βρέθηκαν στην Καραϊβική, πώς από καλλιεργητές και κυνηγοί που ήτανε στην αρχή έγιναν πειρατές και τι αγώνα έκαναν ενάντια στους Ισπανούς όλα αυτά μας τα διηγείται με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο του αυτό ο Αλεξάντερ Εξκέμελιν.
Ο συγγραφέας και το βιβλίο του Γι αυτόν τον ίδιο τον Εξκέμελιν δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Από τον τρόπο που γράφει δείχνει να είναι ένας άντρας μορφωμένος, σκεπτόμενος και βαθιά παρατηρητικός. Ο εκδότης της γαλλικής μετάφρασης του βιβλίου του Εξκέμελιν, που φαίνεται να είναι καλά πληροφορημένος, αναφέρει πως ο συγγραφέας ήταν Γάλλος, που τον έλεγαν Oexmelin, και ότι καταγόταν από το Harfleur. Αυτό όμως είναι κάτι που μας γεννάει απορίες. Αν τα πράγματα είναι έτσι, γιατί τότε ο Εξκέμε20
XLV va γράψει το βιβλίο του στα ολλανδικά; Μα ακόμα κι αν παραδεχτούμε πως το αρχικό κείμενο ήταν το ημερολόγιο ενός γάλλου αυτόπτη μάρτυρα^ τότε ποιος είναι εκείνος που το μετέφρασε στα ολλανδικά; Όπως κι αν έχουν όμως τα πράγματα, φαίνεται πως γεννήθηκε το 1645 και πρέπει να πέθανε μετά το 1707. Ο ίδιος στο βιβλίο του σημειώνει ότι το 1666 πήγε στην Τορτούγκα ως συμβασιούχος εργάτης της Γαλλικής Εταιρείας των Δυτικών Ινδιών, Εκεί υπηρέτησε τρία χρόνια και με τη διάλυση της Εταιρείας πουλήθηκε ως σκλάβος σε άποικο καλλιεργητή. Λυτός τον μεταπούλησε σε άλλο και ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες καταφέρνει, πληρώνοντας, να βρει την ελευθερία του. Εξαθλιωμένος, αδέκαρος και γυμνός, μη μπορώντας να βρει μια δουλειά για να ζήσει, αναγκάζεται να καταφύγει στους μπουκανιέρους, που εκείνο τον καιρό ήταν μοναδικό καταφύγιο για όλες αυτές τις περιπτώσεις. Στους μπουκανιέρους έμεινε ως το 1674 με την ιδιότητα του κουρέα - χειρούργου. Ύστερα γύρισε και πάλι στην Ευρώπη και πήγε και εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ για να εξασφαλίσει τα επαγγελματικά του προσόντα. Όπως διαβεβαιώνει δε ο Οδηγός των Ολλανδών Χειρούργων της εποχής εκείνης, ο Εξκέμελιν είχε αποκτήσει τα προσόντα του χειρουργού αφού πέρασε από ανάλογες εξετάσεις. Εκεί, λοιπόν, στο Άμστερνταμ έγραψε και το βιβλίο του. Από όσες, λοιπόν, πληροφορίες μπορούμε να πάρουμε από το βιβλίο του και από άλλες πηγές φαίνεται πως ο Εξκέμελιν ονομαζόταν Oexmelin και καταγόταν από το Harfleur και πήγε στο Άμστερνταμ να εγκατασταθεί γιατί ήταν Ουγενότος. Μια άποψη πως κάτω από το όνομα Εξκέμελιν ή Oexmelin' κρυβόταν ένας ονομαστός χειρούργος της Ολλανδίας, ο Smeeks, που είχε κάνει στους μπουκανιέρους και που αν μαθευόταν αυτή η ιδιότητά του θα έχανε την πλούσια πελατεία του, φαίνεται αρκετά παρακινδυνευμένη και οι φιλόλογοι σήμερα την απορρίπτουν. Το βιβλίο του Εξκέμελιν πρωτοεκδόθηκε στα ολλανδικά το 1678 στο Άμστερνταμ από τις εκδόσεις Jan Ten Hoorn με τον τίτλο De Americaensche zee - roovers. Ήτανε σε σχήμα τέταρτο με όμορφες ρουμπρίκες και σήμερα είναι πολύ σπάνιο βιβλίο. Το 1679 έγινε μια γερμανική μετάφραση με τίτλο Americanische seerauber και το 1681 παρουσιάστηκε μια ισπανική έκ21
όοση με τον τίτλο Piratas de la America. Η μετάφραση αυτή έγινε από το Δρα Alonso de Bue - Maison, που ήταν κι αυτός γιατρός και ζούσε κι αυτός στο Άμστερνταμ, Το 1684 στην Αγγλία γίνανε δυο εκδόσεις του βιβλίου του Εξκέμελιν. Η μία ήταν από τον εκδότη W. Crook και είχε τον τίτλο Οι Μπουκανιέροι της Αμερικής, με αγγλοποιημένο μάλιστα το όνομα του συγγραφέα' το όνομα αναφερόταν ως Esquemeling. Η άλλη ήταν από τον εκδότη Thomas Malthus με τον τίτλο Η Ιστορία των Μπουκανιέρων. Τέλος το 1686 ο Sieur de Frontigniéres κυκλοφορεί στο Παρίσι μια γαλλική έκδοση σε δυο τόμους με τον τίτλο Histoire des Aventuriers. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το αγγλικό κείμενο που χρησιμοποιήσαμε είναι το πρώτο που ακολουθεί πιστά το ολλανδικό κείμενο. Από όλα αυτά τα στοιχεία φαίνεται καθαρά πως ο Εξκέμελιν έγραψε ένα βιβλίο ευρείας κυκλοφορίας. Οι αλλεπάλληλες ανατυπώσεις του και μεταφράσεις του στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες δείχνουν πως ο συγγραφέας είχε ακούσει το σφυγμό της εποχής και ο κόσμος έτρεχε να ενημερωθεί & ένα σύγχρονο γεγονός που ήτανε μέρος της ζωής του. Η παρατηρητικότητα που τον διέκριvεy η απεριόριστη επιθυμία του για ενημέρωση, η αφοσίωσή του στην πληροφόρηση και οι προσωπικές του παρατηρήσεις πάνω σε θέματα ανθρωπολογικά κάνουν το βιβλίο του ένα μοναδικό ντοκουμέντο για την περιοχή της Καραϊβικής ενώ συνάμα αποτελεί και την κύρια πηγή για τις γνώσεις μας σχετικά με τους μπουκανιέρους. Με το βιβλίο του αυτό ο Εξκέμελιν απομυθοποιεί τον πειρατή και τον φέρνει στα σωστά του μέτρα. Θάνος Σακκέτας
22
OI ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ Βιβλίο που περιέχει μια αληθινή περιγραφή σχετική με τις πιο κύριες πράξεις διαρπαγής και απάνθρωπης αγριότητας, που διαπράχτηκαν από τους άγγλους και τους γάλλους μπουκανιέρους ενάντια στους Ισπανούς στην Αμερική ΣΕ ΤΡΙΑ ΜΕΡΗ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Πώς Οί Γάλλοι ήρθανε στην Ισπανιόλα' η φύση της χώρας και η ζωή των κατοίκων ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η καταγωγή των μπονκανίέρων Οί κανόνες και ο τρόπος της ζωής τουςδιάφορες επιθέσεις στους Ισπανούς ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η πυρπόληση της Πόλης του Παναμά από τους άγγλους και τους γάλλους μπουκανιέρους, μαζί με μια περιγραφή ενός ευρύτερου ταξιδιού, που έγινε από τον ίδιο το συγγραφέα ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ Α.Ο. EXQUEMELIN
που αυτός ο ίδιος, αναγκασμένος από τα πράγματα, ήταν παρών σ' όλες αυτές τις πράξεις λεηλασίας
Ui
I 8
I S
I
I s
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Πώς οι Γάλλοι ήρθανε στην Ισπανιόλαη φύση της χώρας και η ζωή των κατοίκων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η αναχώρηση τον συγγραφέα για το όυτίχό μέρος της Αμερικής, καθώς ήτανε στην υπηρεσία της Γαλλικής Εταιρείας των Δυτικών Ινδιών, Συνάντηση στη θάλασσα μ ένα εγγλέζικο πολεμικό πλοίο. Άφιξη στο νησί Τορτούγκα η δεύτερη μέρα του Μάη του έτους 1666, με το Σαιντ Τζων και κάτω από τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπ;ροσώπου της Εταιρείας των Δυτικών Ινδιών, εγκαταλείψαμε Γη Χαβρ ντε Γκρας. Το πλοίο ήταν εξοπλισμένο με εικοσιοχτώ κανόνια και μετέφερε είκοσι ναυτικούς και διακόσιους είκοσι ΕπΙβάτες, που σ' αυτούς συμπεριλαμβάνονταν συμβασιούχοι εργάτες της Εταιρείας και ελεύθερα πρόσωπα με τους υπηρέτες τους. Ήρθαμε και αγκυροβολήσαμε κάτω από το Ακρωτήριο του Μπαρφλέρ, με την πρόθεση να συναντήσουμε εκεί εφτά ακόμα π;λοία της Εταιρείας, που έπρεπε να φτάσουν από τη Διέππη μαζί μ' ένα πολεμικό, εξοπλισμένο με τριανταεφτά κανόνια και με διακόσιους πενήντα άντρες πλήρωμα. Δυο πλοία προορίζονταν για τη Σενεγάλη, πέντε για τα Καααϊβικά νησιά και μεις για το νησί Τορτούγκα. Καμιά εικοσαριά πλοία, που προορίζονταν για τη Νέα Γη, ήρθαν και ενωθήκανε μαζί μας καθώς και μερικά ολλανδέζικα, που πηγαίνανε Jτη Λα Ροσέλ, τη Νάντη και τον Ά γ . Μαρτίνο. Όλοι μαζί Jχηματíσαμε ένα στόλο γύρω στα τριάντα πλοία και αμέσως ετοιμαστήκαμε για δράση καθώς φοβόμασταν τέσσερις εγγλέ;ικες φρεγάτες (με εξήντα κανόνια η κάθε μια), που περιπολούσαν γύρω από το νησί Ορνέυ, περιμένοντας για μας. Ο στόλαρχός μας, ο Ιππότης ντε Σουρντί, μόλις έδωσε τις διαταγές του, ανοίξαμε πανιά μ' ένα βολικό άνεμο μέσα σε
Τ
27
κάπως ομιχλώδη καιρό. Αυτό μας ευνοούσε, καθώς οι Εγγλέζοι δεν μπορούσαν να μας εντοπίσουν, και παραπλεύσαμε τη γαλλική ακτή για ν' αποφύγουμε τον εχθρό. Στο δρόμο συναντήσαμε ένα φλαμανδικό πλοίο, που ερχόταν από την Οστάνδη και που παραπονέθηκε στο στόλαρχό μας πως μόλις το πρωί είχε λαφυραγωγηθεί από ένα γαλλικό κουρσάρικο. Αμέσως το πολεμικό της συνοδείας άρχισε την καταδίωξη, μα δεν μπορούσε να προφτάσει το πειρατικό. Οι γάλλοι χωρικοί σ' όλο το μήκος της ακτής ήτανε σε συναγερμό, νομίζοντας πως ήμαστε Άγγλοι και πως σκοπεύαμε ν' αποβιβαστούμε. Ανεμίσαμε ενδεικτικά τις σημαίες μας, μα εκείνοι δεν έδιναν εμπιστοσύνη σε κάτι τέτοια. Ύστερα απ' αυτό, ρίξαμε άγκυρα στο αγκυροβόλιο του Κονκέτ στη Βρεττάνη (κοντά στο νησί Ουσάντ) για να εφοδιαστούμε με προμήθειες και φρέσκο νερό. Αφού εφοδιαστήκαμε με κάθε τι που είχαμε ανάγκη, συνεχίσαμε το ταξίδι μας ακολουθώντας το πέρασμα του Ραζ ντε Φοντενώ, καθώς δεν τολμούσαμε να πλησιάσουμε τη Σαρλίγκ εξαιτίας των εγγλέζικων καταδρομικών. Αυτό το πέρασμα είναι ένα δυνατό και ταχύτατο θαλάσσιο ρεύμα, που περνάει πάνω από πολλά βράχια. Βρίσκεται κοντά στη γαλλική ακτή, σε πλάτος 48° 10' βόρειο, και είναι ένα πολύ επικίνδυνο πέρασμα εξαιτίας των υφάλων, που μερικοί από αυτούς είναι υποθαλάσσιοι και άλλοι εξέχουν πάνω απ' το νερό. Μ' αυτή την ευκαιρία πρέπει να πω για την τελετή που έγινε στο πλοίο μας για όλους εκείνους που δεν είχαν ξαναπεράσει προηγούμενα το πέρασμα και που πήραν το βάφτισμα με τον πάρα κάτω τρόπο. Ο ναύκληρος του πλοίου φοράει ένα μακρύ ράσο και στο κεφάλι βάζει ένα παράξενο σκουφί, που σκεπάζει το κεφάλι του, ενώ στο δεξί του χέρι κρατάει ένα ξύλινο σπαθί και στο αριστερό του ένα δοχείο με μπογιά παπουτσιών. Το πρόσωπό του είναι πασαλειμμένο με μαύρη μπογιά και γύρω από το λαιμό του κρέμεται μια γιρλάντα από καρούλια και από άλλα τέτοια ναυτικά είδη. Όλοι όσοι πιο μπροστά δεν έχουν ξαναπεράσει απ' αυτό το σημείο είναι υποχρεωμένοι να γονατίσουν μπροστά του. Αυτός με τη μπογιά των παπουτσιών τους κάνει ένα σταυρό στο μέτωπο και με το ξύλινο σπαθί του τους δίνει ένα ελαφρό χτύπημα στο σβέρκο και τότε όλοι όσοι στέκονται 28
ένα γύρω τους καταβρέχουνε με νερό. Επιπρόσθετα οι νεοφώτιστοι πρέπει να βάλουν κοντά στον κύριο ιστό του πλοίου ένα μπουκάλι κρασί ή μπράντυ, εκείνοι όμως που δεν έχουν συγχωρούνται κι απαλλάσσονται απ' αυτή την υποχρέωση. Ο καπετάνιος του πλοίου, που δεν έχει περάσει άλλη φορά το πέρασμα, είναι υποχρεωμένος να πληρώσει κι αυτός το ίδιο τίμημα. Ύστερα , το κρασί και το μπράντυ, που έχει μαζευτεί γύρω από τον κύριο ιστό, μοιράζεται στο πλήρωμα. Οι Ολλανδοί, περνώντας αυτά τα βράχια, συνηθίζουν να κάνουν κι αυτοί βαφτίσια και το ίδιο κάνουν όταν περνούν τα βράχια που είναι γνωστά ως Μπερλίνγκουες και που βρίσκονται κοντά στην πορτογαλική ακτή, 39° 40' βόρειο. Οι ξέρες αυτές είναι εξαιρετικά επικίνδυνες γιατί τη νύχτα δεν μπορεί να τις ξεχωρίσει κανείς εύκολα εξαιτίας που η γραμμή της παραλίας βρίσκεται σε μεγάλο ύψος. Η τελετή που γίνεται από τους Ολλανδούς είναι ολότελα διαφορετική απ' αυτή που κάνουν οι Γάλλοι, γιατί όταν κάποιος βαφτίζεται είναι υποχρεωμένος, σαν να 'ναι κανένας εγκληματίας, να πέσει τρεις φορές μέσα στο νερό από το βοηθητικό ιστό και αν εκείνοι που είναι απάνω στο πλοίο ευαρεστούνται, τότε και μόνο τον ξαναπαίρνουν πίσω στο πλοίο. Είναι μεγάλη τιμή να πέσει κανείς άλλη μια φορά για χάρη της Υψηλότητάς Του ή για την εκτίμηση του καπετάνιου. Για τον πρώτο που πέφτει στη θάλασσα ρίχνεται προς τιμή του ένας κανονιοβολισμός και ανεμίζεται σε χαιρετισμό η σημαία. Ο οποιοσδήποτε που δε θέλει να πέσει στη θάλασσα, είναι υποχρεωμένος, σύμφωνα με τους νόμους τους, να δώσει ένα σελλίνι και αν είναι αξιωματικός, πρέπει να πληρώσει δύο. Από τους επιβάτες όποιος αρνιέται να δεχτεί το βάφτισμα είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τόσα όσα νομίζουν πως μπορεί ανάλογα να πληρώσει. Αν το πλοίο δεν έχει περάσει άλλη φορά απ' αυτό το μέρος, τότε ο καπετάνιος του είναι υποχρεωμένος να δώσει ένα μόδι κρασί,^ ειδαλλιώς πριονίζουν και βγάζουν απ' τη βάση της την καμπίνα , που βρίσκεται στο πρυμναίο κατάστρωμα, κι ο καπετάνιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό. Ώσπου να φτάσουνε σε λιμάνι, όλα τα αφιερώματα αυτής της τελετής τα εμπιστεύονται στα χέρια του 1. Μέτρο βάρους, σχεδόν 9 λίτρα.
29
ναύκληρου και στο λιμάνι όλ' αυτά πουλιούνται κι αγοράζουν κρασί που το μοιράζουν στο πλήρωμα. Εκτός από το ότι είναι ένα παλιό έθιμο, που κρατιέται από τους ναυτικούς, κανένας, ούτε από το ένα ούτε από το άλλο έθνος, δεν μπορεί να δώσει μια εξήγηση και να πει για ποιο λόγο γίνονται αυτά τα πράγματα. Μερικοί λένε πως το γεγονός διατάχτηκε από τον Αυτοκράτορα τον Κάρολο τον V , μα τίποτα σχετικό δε βρίσκεται μέσα στα βιβλία των νόμων του. Αφού περιγράψαμε διεξοδικά αυτές τις τελετές των ναυτικών, τώρα θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Όταν περάσαμε πια το Πέρασμα, βρήκαμε ένα ευνοϊκό άνεμο, που κράτησε ίσαμε το Ακρωτήριο Φινίστερρο όπου εκεί πέσαμε μέσα σε μια τρομερή θύελλα, που μας διασκόρπισε. Αυτή η καταιγίδα κράτησε οχτώ ημέρες. Ήταν απελπιστικό κι ελεεινό το θέαμα να βλέπεις τους ανθρώπους να γλιστρούν από τη μια μπάντα του πλοίου στην άλλη και να μην έχουν το κουράγιο να σταθούν στα πόδια τους, τόσο τους είχε πιάσει η ναυτία· οι ναύτες μάλιστα ήταν υποχρεωμένοι να τους δρασκελούν ή ακόμα και να πατούν απάνω τους για να κάνουν τη δουλειά τους. Ά μ α ηρέμησε ο καιρός, ξαναπήραμε την πορεία μας και περάσαμε κάτω από τον Τροπικό του Καρκίνου. Αυτός είναι ένας εικονικός κύκλος, φτιαγμένος από τους αστρονόμους, που σημειώνει το όριο του ύψους του ήλιου προς το βορρά και βρίσκεται 23° 30' βόρεια από τη Γραμμή. Εδώ πέρα ξαναβαφτιστήκαμε με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω. Οι Γάλλοι πάντα κάνουν ένα βάφτισμα στο σημείο αυτό, όπως και διασχίζοντας τη Γραμμή, καθώς και στον Τροπικό του Αιγόκερω νότια από τη Γραμμή. Είχαμε έναν ευνοϊκό άνεμο, που μας ήταν απόλυτα αναγκαίος, γιατί το νερό είχε λιγοστέψει κι έπεφτε στη μερίδα μας μισό λίτρο την ημέρα. Γύρω από το τρίγωνο των Μπαρμπάντος, αντιληφθήκαμε ένα εγγλέζικο πολεμικό πλοίο, που άρχισε να μας καταδιώκει, βλέποντας όμως πως δεν είχε καμιά πιθανότητα να μας φτάσει, τα παράτησε κι έφυγε. Εμείς το πήραμε από πίσω, ρίχνοντας του με τα κανόνια μας των οχτώ λιτρών, μα καθώς ήταν καλύτερα εξοπλισμένο ήμασταν αναγκασμένοι να το αφήσουμε να φύγει. Ύστερα απ' αυτό, ξαναπιάσαμε την πορεία μας και σε λίγο φάνηκε το νησί Μαρτινίκα. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για 30
να φτάσουμε το αγκυροβόλιο του Άγ. Πέτρου, μα εμποδιστήκαμε από ένα ισχυρό ρεύμα. Τότε βάλαμε πλώρη για τη Γουαδελούπη, εξαιτίας όμως του ρεύματος ούτε και σ' αυτή την παραλία δεν καταφέραμε να φτάσουμε, έτσι συνεχίσαμε το ταξίδι μας για το νησί της Τορτούγκας όπου άλλωστε ήταν και ο προορισμός μας. Παραπλεύσαμε την ακτή του Πουέρτο Ρίκο, που είναι ένα εξαιρετικά θελκτικό και ευχάριστο νησί, σκεπασμένο ίσαμε τις κορυφές των βουνών με όμορφα δέντρα. Ύστερα ήρθε η σειρά και παρουσιάστηκε μπροστά μας το νησί της Ισπανιόλας, που θα περιγράψουμε αργότερα. Παραπλεύσαμε την ακτή ώσπου στο τέλος φτάσαμε στην Τορτούγκα την έβδομη μέρα του Ιουλίου του ίδιου χρόνου, χωρίς να χάσουμε ούτε έναν άνθρωπο σ' όλο το ταξίδι. Τα αγαθά της Εταιρείας ξεφορτώθηκαν εδώ και το πλοίο μεθορμίστηκε στο Κουλ ντε Σακ, παίρνοντας μαζί του εκείνους τους επιβάτες, που έπρεπε να πάνε εκεί πέρα.
31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Περιγραφή τον νησιού Τορτούγκα: τα φυτά και τα φρούτα τον. Πώς οι Γάλλοι ήρθαν εδώ πέρα και πώς δύο φορές εκδιώχτηκαν από τονς Ισπανούς. Πώς ο σνγγραφέας έφτασε και πονλήθηκε σε δύο περιπτώσεις άπου τρεις λεύγες απέναντι από τη βορινή πλευρά της παραλίας του υπέροχου και ονομαστού νησιού Ισπανιόλα, βρίσκεται η Τορτούγκα, 20° 30' βόρειο. Είναι μικρό νησί, που η περιφέρειά του δεν είναι μεγαλύτερη από δεκάξι λεύγες, και πήρε τ' όνομά του από το σχήμα του, που μοιάζει με χελώνα και που στα ισπανικά τη χελώνα τη λένε tortuga (τορτούγκα). Το νησί αν και είναι εξαιρετικά βραχώδες, σκεπάζεται από πολλά δέντρα, που φυτρώνουν εκεί που δεν υπάρχει ούτε μια σταλιά χώμα, με τις ρίζες τους γυμνές και σερνάμενες ανάμεσα στα βράχια. Η βορινή πλευρά είναι ακατοίκητη και πολύ αφιλόξενη, δεν έχει ούτε λιμάνια ούτε παραλίες, εξόν, βέβαια, από μερικά ανοίγματα ανάμεσα στους απόκρημνους βράχους. Ο κόσμος ζει μονάχα στη νότια πλευρά και εδώ πέρα δεν υπάρχει παρά μονάχα ένα λιμάνι που μπορούν να μπουν τα πλοία. Το κατοικημένο τμήμα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, που απ' αυτά η Κάτω Χώρα είναι το πιο σημαντικό εξαιτίας του λιμανιού, που είναι αρκετά καλό και ανεμπόδιστο από ύφαλο* υπάρχουν δυο κανάλια για να μπει κανείς σ' αυτό. Μπορούν να μπουν πλοία με εβδομήντα κανόνια και ο βυθός του λιμανιού είναι πεντακάθαρος και αμμουδερός. Η πόλη ονομάζεται Cayona (Καγιόνα) κι εδώ είναι που ζουν οι περισσότεροι άποικοι. Η Μέση Φυτεία είναι μια περιοχή που καλλιεργήθηκε τώρα
Κ
32
τελευταία και είναι πολύ πλούσια σε καπνό, όπως είναι και η περιοχή που ονομάζεται La Ringot (Λα Ρινγκότ)· και τα δυο αυτά μέρη βρίσκονται προς τη δυτική πλευρά του νησιού. Η Ορεινή είναι η περιοχή που έγιναν οι πρώτες φυτείες. Όσο για τη βλάστηση, στην Τορτούγκα ευδοκιμούν κάποια δέντρα με εξαιρετική ξυλεία, όπως είναι η φυστικιά (ξύλο που παράγει μια κίτρινη βαφή) και κόκκινο, άσπρο, και κίτρινο κοκκινόξυλο.' Οι κάτοικοι το κίτρινο είδος το ονομάζουν Bois de chandelle ή κερόξυλο γιατί όταν καίγεται η φλόγα του είναι λαμπερή σαν του κεριού και χρησιμεύει για να φτιάχνουνε δαυλούς για το ψάρεμα τη νύχτα. Άλλο δέντρο που μεγαλώνει εδώ, είναι το νόθο ξύλο της ζωής {lignum sanctum), που σ' αυτά τα μέρη είναι γνωστό ως το βλογιοκομμένο δέντρο.2 Υπάρχουν επίσης πολλά κομμιοφόρα δέντρα καθώς επίσης και αρκονόόβατοι,^ μα αυτό το είδος δεν είναι τόσο καλό όσο η ποικιλία των Ανατολικών Ινδιών είναι πολύ άσπρο και μαλακό και τρώγεται από τα άγρια γουρούνια. Παράλληλα με την πλούσια δεντροφυτεία, που για την ναυπήγηση των πλοίων και για το χτίσιμο των σπιτιών θα πούμε περισσότερα πιο ύστερα, αλόες και πολλά άλλα φαρμακευτιΉΔ βότανα και θάμνοι φυτρώνουν και προκόβουν εδώ πέρα. Κάθε είδος από φρούτα και φυτά βρίσκονται εδώ, όμοια μ' εκείνα που υπάρχουν και στ' άλλα Καραϊβικά Νησιά. Υπάρχουν κασσάβες,^ γλυκρπατάτες , γλυκόριζες, πεπόνια και καρπούζια, γκουάβας, μπανάνες και αρνόγλωσσες,'' ανανάδες, κάσου-νατς^ και πολλά άλλα που δε θα κουράσω τον αναγνώστη αναφέροντάς τα. Υπάρχει επίσης μια αφθονία απο φοινικόδεντρα, που απ' αυτά φτιάχνουν κρασί και που τα φύλλα 1. Είδος μυρωδάτου ξύλου. Η προέλευσή του είναι ινδο-μαλαισιακή και είναι ένα παρασιτικό δέντρο, τύπος μιας ευρύτερης οικογένειας που περιλαμβάνει βότανα, θάμνους και δέντρα. Το ξύλο του χρησιμεύει για διακοσμητικά σκαλίσματα και στην επιπλοποιία. 2. Δέντρο της Τροπικής Αμερικής. 3. Η επιστημονική ονομασία του είναι Σμίλαξ η Σινική. ^ 4. Φυτό τροπικό με σαρκώδεις ρίζες πολύ θρεπτικές. 5. Είδος μπανάνας. 6. Δέντρο της Τροπικής Αμερικής, πολιτογραφημένο σ' όλες τις θερμές χώρες. Παράγει ελαστικό κόμμι και βγάζει ένα καρπό σε σχήμα νεφρού, που τρώγεται όταν ψηθεί.
33
τους χρησιμοποιούνται ως στέγαστρα των σπιτιών. Υπάρχουν πολλοί άγριοι κάπροι, μα το κυνήγι τους με σκύλους απαγορεύεται από το φόβο μήπως και εξολοθρευτούν, καθώς το νησί είναι τόσο μικρό. Έτσι σε περίπτωση που επιτεθούν εχθροί, ο κόσμος μπορεί ν' αποτραβηχτεί μέσα στα δάση και να ζήσει από το κυνήγι. Οπωσδήποτε το κυνήγι είναι πολύ επικίνδυνο· τα απόκρημνα βράχια συχνά είναι σκεπασμένα με χαμόδεντρα κι έτσι ένας άνθρωπος μπορεί να γκρεμιστεί απροσδόκητα μέσα σ' ένα καλά καμουφλαρισμένο γκρεμό. Αρκετοί άνθρωποι χαθήκανε μ' αυτό τον τρόπο. Πολυάριθμοι σκελετοί έχουνε βρεθεί, μα κανένας δε θα μπορούσε να πει αν και κατά πόσο οι άνθρωποι είχαν πεθάνει τελευταία ή όχι. Σε κάποια ορισμένη εποχή του χρόνου, μαζεύονται εδώ πέρα αγριοπερίστερα και είναι τόσο πολλά που οι κάτοικοι θα μπορούσαν να ζήσουν μονάχα απ' αυτά, χωρίς να τρώνε τίποτα άλλο. Όταν όμως περάσει αυτή η περίοδος, δεν είναι πια καλά για φαί. Αδυνατίζουν και πικρίζουνε στη γεύση, εξαιτίας κάποιου σπόρου που τρώνε, που είναι σκέτο φαρμάκι. Στην παραλία κυκλοφορούν πολλά καβούρια της θάλασσας και της στεριάς. Είναι πολύ μεγάλα και είναι φαγώσιμα. Οι σκλάβοι και οι συμβασιούχοι εργάτες τα τρώνε συχνά - η γεύση τους είναι καλή, μα είναι πολύ βλαβερά στα μάτια. Άμα τα τρώει κανείς συχνά, του φέρνουν αβάσταχτες ζαλάδες κι έτσι για κάπου ένα τέταρτο της ώρας είναι αδύνατο να δει. Οι Γάλλοι, έχοντας εγκαταστήσει αποικίες στο νησί του Σαιντ Κιττς και νιώθοντας αρκετά ισχυροί εκεί πέρα, φτιάξανε μερικά πλοία και κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά για να δουν τι μπορούσαν να ανακαλύψουν, κι έτσι φτάσανε στην ακτή της Ισπανιόλας. Όταν αποβιβάστηκαν, βρήκαν πως το έδαφος ήταν πολύ εύφορο και ότι αφθονούσαν κάθε είδους ζώα, όπως άγριοι ταύροι και γελάδες, γουρούνια και άλογα. Καθώς δεν μπορούσαν να 'χουν όφελος απ' αυτά χωρίς να 'χουν κάτι σαν ορμητήριο (αφού η Ισπανιόλα ήταν κατοικημένη από τους Ισπανούς), αποφάσισαν να καταλάβουν την Τορτούγκα. Αυτό κι έκαναν, κυνηγώντας και διώχνοντας καμιά δεκαριά Ισπανούς, που ζούσαν εκεί πέρα. Οι Γάλλοι έμειναν εκεί κάπου μισό χρόνο χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς. Με τα πλοιάριά τους άρχισαν να πηγαινοέρχονται στο μεγάλο νησί και ξεκίνη34
σαν να φτιάχνουνε φυτείες στην Τορτούγκα, ζητώντας μάλιστα κι άλλους αποίκους. Στο μεταξύ οι Ισπανοί, μην αντέχοντας να βλέπουν αυτή την παραγωγική δραστηριότητα των Γάλλων, εφοδιαστήκανε με μερικά πλοία και ήρθανε για να ξανακαταλάβουν την Τορτούγκα. Αυτό το πέτυχαν αμέσως, γιατί οι Γάλλοι μόλις τους είδαν να 'ρχονται, το σκάσανε στο δάσος παίρνοντας μαζί και τ' αγαθά τους και τη νύχτα με τα πλοιάριά τους πέρασαν τη θάλασσα και βγήκανε στην Ισπανιόλα. Είχαν το πλεονέκτημα να είναι απαλλαγμένοι από γυναικόπαιδα κι έτσι ο καθένας μπορούσε να πηγαίνει στο δάσος και κυνηγώντας να βρίσκει τροφή μα και ταυτόχρονα να προειδοποιεί τους υπόλοιπους συντρόφους του, μη δίνοντας έτσι στους Ισπανούς την ευκαιρία και το χρόνο για να χτίσουν οχυρώσεις στην Τορτούγκα. Οι Ισπανοί ξανάρθαν πίσω στην Ισπανιόλα με την πρόθεση να τους πετάξουνε στη θάλασσα ή να τους κάνουν να πεθάνουν από την πείνα, όπως είχαν κάνει και με τους Ινδιάνους, μα δεν είχανε μεγάλη επιτυχία, γιατί οι Γάλλοι ήταν καλά εφοδιασμένοι με μπαρούτι, με σφαίρες και με καλά όπλα. Κάποια στιγμή οι Γάλλοι εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα που οι Ισπανοί ξαναγύρισαν πίσω στο μεγάλο νησί με τα κανόνια τους και με τους πιο πολλούς στρατιώτες τους για να κυνηγήσουν τους Γάλλους, και αρπάζοντας την ευκαιρία ξαναγυρίσανε για άλλη μια φορά στην Τορτούγκα. Έδιωξαν όλους τους Ισπανούς που ήταν ακόμα εκεί και εμπόδισαν τους άλλους να ξανάρθουν, μένοντας κύριοι του νησιού. Οι Γάλλοι, έχοντας κερδίσει το νησί, στείλανε για βοήθεια, ζητώντας από τον κυβερνήτη ή στρατηγό του Σαιντ Κιττς να τους στείλει ένα κυβερνήτη για να βάλει κάποια καλύτερη τάξη ανάμεσα στον κόσμο και για να θεμελιώσει εκεί μια αποικία. Η ιδέα αυτή, που φάνηκε πολύ θελκτική στο στρατηγό, τον έκανε να διατάξει αμέσως ένα πλοίο, που βρισκότανε στο αγκυροβόλιο, να ετοιμαστεί όσο γινόταν πιο γρήγορα και έστειλε το Μ. λε Βασσέρ για κυβερνήτη της Τορτούγκα, δίνοντας του μαζί πολλούς άντρες και όλων των ειδών τα χρειώδη. Αυτός ο κυβερνήτης μόλις έφτασε, έχτισε απάνω σ' ένα βράχο ένα φρούριο απ'όπου μπορούσαν να προστατέψουν το λιμάνι από εχθρικά πλοία. Αυτό το φρούριο ήταν πολύ δύσκολο 35
να προσβληθεί· μπορούσε να το φτάσει κανείς μόνο από μια πλευρά, από 'να δρόμο τόσο στενό που δε χωρούσε να περάσουνε δυο άνθρωποι την ίδια ώρα. Στη μέση του βράχου είναι μια σπηλιά, που χρησιμεύει ως αποθήκη για τα πυρομαχικά και στην κορυφή είναι μια κατάλληλη τοποθεσία για το στήσιμο μιας πυροβολαρχίας. Ο κυβερνήτης είχε χτίσει ένα σπίτι στο φρούριο και το όπλισε με δυο πυροβόλα και ^yia να μπεις σκαρφάλωνες μια σκάλα, που τραβιόταν από μέσα. Μέσα στο φρούριο υπάρχει μια πηγή με γλυκό νερό, ικανή να ξεδιψάει χίλιους ανθρώπους την ημέρα - μια τροφοδοσία που κανείς δεν μπορεί να διακόψει γιατί το νερό αναβλύζει μέσα από τους βράχους. Ολόγυρα απ' το φρούριο είναι φυτείες, που είναι πολύ πλούσιες σε καπνό και σε άλλες συγκομιδές. Όταν οι Γάλλοι εδραίωσαν την αποικία τους και την έκαναν αρκετά δυνατή, κάθε άντρας κινήθηκε χωριστά αναζητώντας την προσωπική του τύχη. Μερικοί πήγαν απέναντι στο μεγάλο νησί για να κυνηγήσουν και να μαζέψουνε δέρματα. Άλλοι, που δεν κάνανε γούστο μια τέτοια δραστηριότητα, το ρίξανε στη λεηλασία, κάνοντας επιδρομές στο μάκρος της ισπανικής ακτής όπως κάνουν ακόμα και σήμερα. Οι υπόλοιποι, που είχανε γυναίκες, μείνανε στο νησί κι άλλοι δημιουργήσανε φυτείες καλλιεργώντας καπνό κι άλλοι άνοιξαν ταβέρνες κι έτσι μ' αυτό τον τρόπο ο καθένας βρήκε ανάλογο μέσο για να επιζήσει. Οι Ισπανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι τούτη τη δουλειά καθώς λογάριαζαν πως οι Γάλλοι θ' αποχτούσαν τόση δύναμη που στο τέλος θα γύρναγαν εναντίον τους και θα τους έδιωχναν από το μεγάλο νησί. Όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή πολλοί από τους Γάλλους είχαν ανοιχτεί στη θάλασσα για να ψαρέψουν κι άλλοι είχανε βγει στο κυνήγι, οι Ισπανοί άρπαξαν αυτή την ευκαιρία, αρμάτωσαν τα πλοιάριά τους και με τη βοήθεια μερικών γάλλων αιχμαλώτων που είχαν μαζί τους, αποβιβάστηκαν για δεύτερη φορά στην Τορτούγκα. Η δύναμη των Ισπανών απαριθμούσε 800 άντρες. Οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την απόβασή τους γι' αυτό και υποχωρήσανε στο φρούριο. Ο κυβερνήτης είχε κόψει όλα τα δέντρα, που ήταν γύρω από το φρούριο, για να μπορεί έτσι να ελέγχει καλύτερα τις κινήσεις του εχθρού. Κα36
θώς δεν υπήρχε περίπτωση να εκπορθηθει το φρούριο χωρίς τη βοήθεια του πυροβολικού, οι Ισπανοί κάθησαν και συσκέφθηκαν για να δουν τι έπρεπε να κάνουν. Παρατήρησαν πως μόνο τα ψηλά δέντρα που προφύλαγαν το φρούριο είχαν κοπεί και πως ο στόχος μπορούσε να κανονιοβοληθεί από το βουνό* έτσι έφτιαξαν ένα δρόμο που χάρη σ' αυτόν μπόρεσαν ν' ανεβάσουνε στην κορυφή το βαρύ πυροβολικό. Αυτό το βουνό είναι αρκετά ψηλό και από την κορυφή του μπορεί κανένας να δει ένα γύρω ολόκληρο το νησί. Η κορυφή του είναι επίπεδη και περικυκλώνεται από απότομα βράχια που την κάνουν απρόσιτη εξόν από το δρομάκο που έφτιαξαν οι Ισπανοί και που τον τρόπο της κατασκευής του θ' αφηγηθώ τώρα. Οι Ισπανοί είχαν μαζί τους πολλούς σκλάβους και εργάτες matates ή μιγάδες και Ινδιάνους. Αυτοί μπήκανε στη δουλειά και έφτιαξαν ένα δρόμο μέσα από τα βράχια* ύστερα άρχισαν να τραβούν και να σέρνουν τα πυροβόλα για να τ' ανεβάσουν πάνω στο βουνό - μια πυροβολαρχία ήταν να φέρουν απάνω και μ' αυτή να κανονιοβολήσουν το φρούριο όπου βρίσκονταν οι Γάλλοι κι έτσι να τους εξαναγκάσουν να παραδοθούν. Μα όσο οι Ισπανοί ήταν απασχολημένοι μ' αυτή την επιχείρηση, οι Γάλλοι κατάφεραν να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους για να έρθουνε σε βοήθειά τους, πράγμα που έκαναν. Οι κυνηγοί ενωθήκανε με τους άντρες που απασχολούνταν με τις επιδρομές και, ξεμπαρκάροντας τη νύχτα στην Τορτούγκα, κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στο βουνό από τη βορινή πλευρά, γιατί, ήταν εξοικειωμένοι με το μέρος. Οι Ισπανοί, με μεγάλη δυσκολία, είχαν καταφέρει ν' ανεβάσουν πάνω στο βουνό δυο κανόνια, που ήταν έτοιμα να βομβαρδίσουν το φρούριο την άλλη μέρα, και δεν ήξεραν τίποτα για την άφιξη των Γάλλων. Το άλλο όμως πρωί, καθώς οι Ισπανοί ήταν απασχολημένοι προσπαθώντας να βάλουν τα κανόνια τους σε τάξη βολής, οι Γάλλοι επιτέθηκαν από πίσω. Οι πιο πολλοί από τους Ισπανούς πέσανε με το κεφάλι στο γκρεμό, όπου σπάσανε σβέρκους και πόδια και-κανένας τους δεν προσγειώθηκε ανέπαφος. Οι Γάλλοι σκότωσαν τους υπόλοιπους χωρίς κανένα έλεος. Οι άλλοι Ισπανοί, που βρίσκονταν κάτω, ακούγοντας τα σκουξίματα, κατάλαβαν πως τα πράγμα37
τα δεν πήγαιναν καθόλου καλά στην κορυφή. Αμέσως τότε πήραν το δρόμο για την παραλία και στα γρήγορα ανοιχτήκανε στη θάλασσα, χάνοντας για πάντα κάθε ελπίδα να κατακτήσουν την Τορτούγκα. Οι κυβερνήτες της Τορτούγκας, συμπεριφέρονταν πάντα ως ιδιοκτήτες του νησιού κι αυτό γινόταν ίσαμε το 1664 οπότε η Γαλλική Εταιρεία των Δυτικών Ινδιών απόχτησε την κατοχή του νησιού και εγκατέστησε ως κυβερνήτη το Μ. ντ' Ογκερόν. Στη συνέχεια αποίκισε το μέρος με τους αντιπροσώπους της και τους συμβασιούχους εργάτες με το σκοπό να συνεχίσει το εμπόριο με τους Ισπανούς, όπως άλλωστε κάνουν και οι Ολλανδοί στο Κουρασάο. Αυτό όμως το σχέδιο δεν πέτυχε. Επιθυμούσαν να κάνουν εμπόριο μ' ένα ξένο έθνος, τη στιγμή που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν εμπόριο με το δικό τους κόσμο. Όταν η Εταιρεία άρχισε τις εργασίες της, όλοι - επιδρομείς, κυνηγοί, καλλιεργητές, όλοι, όλοι - αγόρασαν απ' αυτούς, γιατί η Εταιρεία έδινε το κάθε τι με πίστωση. Όταν όμως ήρθε η ώρα της πληρωμής, κανείς δε βρισκόταν να πληρώσει. Έτσι η Εταιρεία ήταν αναγκασμένη να στείλει τους πράχτορές της με τη διαταγή να πουλήσουν το κάθε τι που μπορούσε να πουληθεί και να κλείσουν την επιχείρηση. Όλοι οι συμβασιούχοι εργάτες της Εταιρείας πουλήθηκαν, άλλοι για είκοσι σκούδα κι άλλοι για τριάντα. Ως συμβασιούχος κι εγώ εργάτης της Εταιρείας ήμουνα ανάμεσα σ' εκείνους που πουλήθηκαν, και είχα την κακοτυχία να πέσω στα χέρια του πιο πρόστυχου κατεργάρη που βρισκότανε σ' ολόκληρο το νησί. Ήταν ο πληρεξούσιος κυβερνήτης ή αντιστράτηγος και μ' έβλαψε με κάθε τρόπο που μπορούσε να φανταστεί. Ακόμα μ' έκανε να υποφέρω αφάνταστα από την πείνα, στερώντας μου την τροφή. Ήθελε ν' αγοράσω την ελευθερία μου με 300 σκούδα προτείνοντας μου να μ' αφήσει να φύγω μ' αυτό το ποσό. Τελικά απ' όλες αυτές τις κακουχίες που περνούσα, αρρώστησα βαριά και το αφεντικό μου, καθώς φοβόταν πως θα πεθάνω, με πούλησε σ' ένα χειρούργο για εβδομήντα σκούδα. Ό τ α ν άρχισα να ξαναβρίσκω την υγεία μου, δεν είχα τίποτα να φορέσω εξόν από ένα παλιό πουκάμισο και ένα σώβρακο. Ο νέος μου αφέντης ήταν πολύ καλύτερος από τον πρώτο. Μου 38
έδωσε ρούχα και ό,τι άλλο χρειαζόμουν, και όταν τον υπηρέτησα ένα χρόνο μου πρότεινε να μ' αφήσει λεύτερο με 150 σκούδα, συμφωνώντας μάλιστα να περιμένει για την πληρωμή ώσπου να κέρδιζα τα λεφτά. Όταν για άλλη μια φορά βρέθηκα ελεύθερος, ήμουνα σαν τον Αδάμ όταν πρωτοπλάστηκε. Δεν είχα τίποτα απολύτως και γι' αυτό αποφάσισα να πάω με τους επιδρομείς ή μπουκανιέρους, που μαζί τους έμεινα ως το έτος 1670, συνοδεύοντάς τους στα διάφορα ταξίδια τους και παίρνοντας μέρος σε πολλές σημαντικές επιδρομές, που θα περιγράψω αργότερα σ' αυτή την αφήγηση. Πρώτα όμως θα γράψω μερικά πράγματα για το νησί της Ισπανιόλας ώστε να ικανοποιήσω την περιέργεια του αναγνώστη για κάθε τι που αξίζει να σημειωθεί σ' αυτό το δυτικό μέρος της Αμερικής.
39
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Περιγραφή
τον υπέροχου και περίφημου νησιού της ¡σπανιόλας
Ισπανιόλα βρίσκεται σε 17V2° πλάτος και 20° βόρειο, έχοντας μια περίμετρο κάπου 300 λεύγες. Το μήκος της από ανατολή σε δύση είναι 120 λεύγες και το πλάτος της είναι κάπου 50 λεύγες, στενεύοντας σε κάποια σημεία. Δε θα ταλαιπωρήσω τον αναγνώστη με την ξαναϊστόρηση της ανακάλυψης αυτού του φημισμένου νησιού, αφού ο καθένας ξέρει με ποιο τρόπο το έτος 1492 ο Ντον Φερντινάντο, ο βασιλιάς της Ισπανίας, ανάθεσε την εξερευνητική αποστολή στο Χριστόφορο Κολόμβο, που ανάμεσα στις άλλες του επιτυχίες ήταν και η ανακάλυψη αυτού του νησιού, που από κείνο τον καιρό ίσαμε τώρα βρίσκεται στην κατοχή των Ισπανών. Οι Ισπανοί εδώ χτίσανε μερικές πόλεις και πολλά ευχάριστα χωριά. Η πρωτεύουσα είναι αφιερωμένη στον Άγιο Δομίνικο και φέρει το όνομά του - Σαν Ντομίνγκο στην ισπανική γλώσσα. Η πόλη αυτή είναι τοποθετημένη στην νότια ακτή, 18° 13' βόρειο, και απέχει κάπου σαράντα λεύγες από την ανατολική άκρη, που λέγεται Πούντα ντε Εσπάντα. Είναι μια περιτειχισμένη πόλη μ' ένα ισχυρό κάστρο, για να προστατεύει το λιμάνι. Ο λιμένας της είναι έξοχος όπου μπορούν να ελιμενιστούν πολλά πλοία, καθα)ς είναι προφυλαγμένος από όλους τους ανέμους εκτός από το νότιο. Γύρω από την πόλη βρίσκονται αρκετές όμορφες φυτείες όπου καλλιεργούνται όλων των ειδών τα φρούτα, που είναι ανάλογα με την φύση του τόπου. Ο κυβερνήτης του νησιού, που τον αποκαλούν πρόεδρο, διαμένει εδώ και όλες οι αγροτικές πόλεις και τα χωριά λαβαίνουν τις προμήθειές τους απ' αυτή την πόλη, γιατί οι Ισπανοί για το εμπόριο δε χρησιμοποιούν άλλο διαμετακομιστικό λιμάνι. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους είναι έμποροι και καταστηματάρχες.
Η
40
Η πόλη του Σαν Γιάγκο ντε λος Καμπαλλιέρος είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιάκωβο και είναι μια αγροτική πόλη χωρίς τείχη και βρίσκεται περίπου 19° βόρειο. Οι κάτοικοι στο περισσότερο μέρος τους είναι κυνηγοί και καλλιεργητές. Ο τόπος είναι αρκετά κατάλληλος για τέτοιες απασχολήσεις* ολόγυρα υπάρχουν όμορφα λειβάδια γεμάτα με άγρια και εξημερωμένα βόδια ώστε απ' αυτά τα μέρη μπορεί ν' αποχτηθούν δέρματα καλής ποιότητας. Στα νότια του Σαν Γιάγκο είναι ένα ευχάριστο χωριό που λέγεται Ελ Κοτούι ή Νουέστρα Σενιόρα ντε Άλτα Γκράθια (Η Κυρία μας της Υψηλής Χάρης). Τα πλούσια αγροκτήματα γύρω απ' αυτό το χωριό παράγουν πολύ κακάο ή σοκολάτα, πιπερόριζα και καπνό και τα βόδια προμηθεύουνε μεγάλες ποσότητες λίπος. Στ' ανοιχτά από τη νότια ακτή βρίσκεται ένα μικρό νησί, που λέγεται Σαβόνα, όπου οι Ισπανοί πηγαίνανε συχνά για να πιάσουνε χελώνες, που βγαίνουν στην ξηρά για να εναποθέσουν τ' αβγά τους μέσα στην άμμο. Σ' αυτό το νησί δε βρίσκεται τίποτα το άξιο λόγου για περιγραφή: είναι αμμώδες κι ένα σωρό βλογιοκομμένα δέντρα φυτρώνουν παντού. Οι Ισπανοί έφερναν εδώ πέρα γελάδες και ταύρους για αναπαραγωγή, μα όταν ήρθαν οι μπουκανιέροι κατέστρεψαν το κάθε τι. Δυτικά από το Σαν Ντομίνγκο βρίσκεται ένα άλλο χαριτωμένο χωριό, που ονομάζεται Αθούα. Ο κόσμος εδώ κάνει εμπόριο μ' ένα άλλο χωριό, που λέγεται Σαν Χουάν ντε Γκοάβε και που είναι χτισμένο στη μέση ακριβώς του νησιού, στις παρυφές ενός θαυμάσιου βοσκότοπου με περίμετρο τουλάχιστο είκοσι λεύγες γεμάτου με άγρια γελάδια. Σ' αυτό το χωριό δε ζει κανείς άλλος παρά μονάχα γδάρτες αγελάδων και κυνηγοί. Οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι μιγάδες - άλλων η καταγωγή είναι από Νέγρους και Λευκούς και είναι γνωστοί ως μουλαττόες και άλλων η προέλευση είναι από Ινδιάνους και Λευκούς και ονομάζονται μεστίθος. Αυτοί που στις φλέβες τους τρέχει νέγρικο αίμα ανακατεμένο με ινδιάνικο έχουν το παρατσούκλι αλκατράθες {alcatraces). Υπάρχει ένα μεγάλο ανακάτωμα φυλών, γιατί οι Ισπανοί δείχνουν εξαιρετική αδυναμία στις νέγρες γυναίκες, που τους αρέσουν περισσότερο από τις δικές τους. Απ' αυτό το χωριό εξάγονται μεγάλες ποσότητες δερμά41
των και λίπους μα τίποτα άλλο δεν παράγεται εδώ πέρα εξαιτίας της μεγάλης ξηρότητας του χώματος. Οι Ισπανοί κατέχουν όλο αυτό το νησί από το Κάμπο ντε Λόμπος ως μέσα στο Σαν Χουάν ντε Γκοάβε κι ως το Κάμπο ντε Σαμάνα στη βορινή πλευρά και στην ανατολική από την Πούντα ντε Εσπάντα ως το Κάμπο ντε Λόμπος. Το υπόλοιπο του νησιού κατέχεται από γάλλους καλλιεργητές και κυνηγούς. Το νησί έχει μερικά υπέροχα λιμάνια. Ανάμεσα στο Κάμπο ντε Λόμπος και στο Κάμπο ντε Τιμπουρόν στα δυτικά υπάρχουν τέσσερα ή πέντε εξαιρετικά λιμάνια, που δεν έχουν καμιά σύγκριση με τα λιμάνια της Αγγλίας. Γύρω τους βρίσκονται όμορφοι αγροί και κοιλάδες, ποτάμια με τα καθαρότερα νερά που μπορεί να βρει κανείς σ' ολόκληρο τον κόσμο, και πάρα πέρα ωραίες ακτές που έρχονται οι χελώνες για, ν' αποθέοσυν τ' αβγά τους. Δυο καλοί όρμοι βρίσκονται ανάμεσα στο Κάμπο ντε Τιμπουρόν και στο Κάμπο Ντόνα Μαρία* κι από τούτο δω το τελευταίο ως το Κάμπο Σαν Νικόλας βρίσκονται άλλοι δώδεκα τουλάχιστο* ενώ από δω ίσαμε την Πούντα ντε Εσπάντα είναι άλλοι είκοσι. Κάθε ένας απ' αυτούς βρίσκεται στην εκβολή δυο ή και τριών παραπόταμων, που είναι γεμάτοι ψάρια. Άλλοτε στη βορινή πλευρά του νησιού βρίσκονταν διάφορες πόλεις και χωριά μα όλοι αυτοί οι οικισμοί καταστράφηκαν από τους Ολλανδούς και οι Ισπανοί δεν επιχείρησαν να τους ξαναχτίσουν.
42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Οι καρποί, τα δέντρα και τα ζώα, που βρίσκονται στην Ισπανιόλα Ισπανιόλα είναι εξαιρετικά πλούσια σε κάθε είδους καρπούς. Κάθε τόσο, συναντάει κανείς μεγάλους αγρούς, πέντε ή έξι λεύγες σε περίμετρο, σκεπασμένους από τη μια άκρη ίσαμε την άλλη με πορτοκαλιές ή νερατζιές. Το ίδιο γίνεται και με τις λεμονιές, αν κι αυτές εδώ πέρα δεν ευδοκιμούν τόσο όσο αυτές που μεγαλώνουνε στην Ισπανία* τα μεγαλύτερα λεμόνια τους δεν είναι πιο μεγάλα από ένα αβγό χήνας και είναι πιο ξυνά. Υπάρχουν επίσης μεγάλες πεδιάδες με υπερβολικά ψηλά φοινικόδεντρα, που είναι απολαυστικά στη θέα. Αυτά τα δέντρα ψηλώνουν κάπου 150 με 200 πόδια και ο κορμός τους δεν έχει καθόλου κλαδιά, μονάχα στην κορυφή υπάρχει ένας θάμνος, που έχει το σχήμα και τη γεύση του άσπρου λάχανου κι απ' όπου βλασταίνουν τα φύλλα και το περικάρπιο. Μια φορ(/. το χρόνο οι σπόροι σχηματίζονται μέσα σ' αυτό το θαμνώδες τμήμα, που είναι εξαιρετικά νόστιμο βρασμένο με κρέας και η γεύση του είναι ίδια με του λάχανου* οι σπόροι χρησιμεύουνε για τροφή των άγριων γουρουνιών. Κάθε ένα απ' αυτά τα δέντρα δεν έχει πάρα πάνω από μια ντουζίνα φύλλα και κάθε μήνα πέφτει ένα απ' αυτά και στη θέση του φυτρώνει ένα άλλο. Το πλάτος τους είναι τρία με τέσσερα πόδια περίπου και το μήκος τους έξι με εφτά πόδια. Είναι σκληρότατα και χρησιμοποιούνται ως στέγαστρα των σπιτιών και για τη συσκευασία του καπνιστού κρέατος, που θα περιγράψω αργότερα. Τα κοτσάνια αυτών των φύλλων είναι πράσινα από την απ' έξω μεριά και πολύ άσπρα από μέσα, από δε την εσώτερη μεριά μπορεί κανείς νά βγάλει μια μεμβράνη, στο πάχος μιας περγαμηνής, που πάνω σ' αυτή μπορεί να γρά-
Η
43
ψει σα σε χαρτί. Άμα είσαστε στο δάσος και σας πιάσει βροχή, δεν έχετε λόγο να γίνετε μουσκίδι, αν καταφέρετε να βρείτε μερικά απ' αυτά τα φύλλα. Χρησιμεύουν επίσης για να κουβαλήσει κανείς, σε ώρα ανάγκης, νερό για να πιει, γιατί μ' αυτά μπορείτε να κάνετε κάδους που θα συγκρατήσουν το νερό, αν και δε θα βαστάξουν πάρα πάνω από εφτά ή οχτώ μέρες. Αυτά τα δέντρα είναι πολύ σκληρά, μα το εξωτερικό ξύλο δεν είναι πιο παχύ από τρεις ή τέσσερις ίντσες* μέσα υπάρχει μια πιο μαλακή ύλη, που μπορείτε να κόψετε μ' ένα μαχαίρι. Η περιφέρεια των κορμών είναι δώδεκα πόδια περίπου και ίσαμε την κορυφή είναι το ίδιο μέγεθος πάνω - κάτω. Αναπτύσσονται σε επίπεδο έδαφος όπως και σε αρμυρό χώμα. Απ' αυτές τις φοινικιές μπορεί να γίνει κρασί με τον πάρα κάτω τρόπο. Όταν κοπεί το δέντρο, τρία ή τέσσερα πόδια περίπου πάνω από τη ρίζα, στο θαμνώδες μέρος της κορυφής γίνεται μια τετράπλευρη βαθιά τομή, που απ' αυτή με τον καιρό βγαίνει το κρασί στάζοντας αργά και είναι τόσο δυνατό που κάνει τους άντρες και μεθούν. Οι Γάλλοι αυτό το δέντρο το ονομάζουν η φοινικιά της αλήθειας. Παράλληλα μ' αυτή την ποικιλία, υπάρχουν άλλα τέσσερα είδη: ο φοίνικας λατάνια, ο βελονοειδής φοίνικας, ο οινοφόρος φοίνικας και ο ορεινός ή ροζάριος φοίνικας. Ο λατάνια δε γίνεται τόσο ψηλός όσο ο οινοφόρος, μα σε γενικές γραμμές έχει το ίδιο σχήμα εκτός από τα φύλλα του που έχουν το σχήμα της βεντάλιας, με μια περιφέρεια εφτά ή οχτώ πόδια,και που φυτρώνουν ακανόνιστα μαζί μ' αγκάθια, που έχουν έξι ίντσες μάκρος. Αυτό το δέντρο παράγει τους σπόρους του όμοια με την ποικιλία που έχω περιγράψει πιο πριν, μόνο που είναι μεγαλύτεροι και παχύτεροι και χρησιμεύουν ως τροφή στα άγρια ζώα. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως στέγαστρα σπιτιών. Αυτό το δέντρο σπάνια φυτρώνει σε καλό έδαφος, προτιμώντας τις αμμώδεις και βραχώδεις τοποθεσίες. Ο βελονοειδής φοίνικας ονομάζεται έτσι γιατί από τη ρίζα ίσαμε απάνω στα φύλλα της κορυφής είναι γεμάτος με βελονοειδή αγκάθια που έχουν τρεις ή τέσσερις ίντσες μάκρος. Μερικές φυλές Ινδιάνων στο νότιο μέρος της Αμερικής μεταχειρίζονται αυτά τα αγκάθια για να βασανίζουν τους αιχμαλώτους πολέμου. Δένουν τον αιχμάλωτο σ' ένα δέντρο και παίρνουνε 44
μερικά απ' αυτά τα αγκάθια και τα περιτυλίγουν το καθένα χωριστά με λίγο στουπί από ξασμένο μπαμπάκι, που είναι βουτηγμένο σε φοινικόλαδο. Κατόπιν τα μπήγουν ένα - ένα στη σάρκα του θύματος και τα βάζουν τόσο κοντά το ένα με τ' άλλο όπως ακριβώς βρίσκονται και στο δέντρο, ύστερα τους βάζουνε φωτιά. Τώρα αν το θύμα αρχίσει να τραγουδάει, θεωρείται από τους Ινδιάνους γενναίος στρατιώτης, γιατί έτσι δείχνει πως οι εχθροί του είναι πολύ μικροί για να μπορέσουν να τον βλάψουν μα άμα αρχίσει όμως τις κλάψες και τα βογγητά, τότε τον θεωρούν σαν ένα πανάθλιο δειλό. Τούτη την ιστορία μου την αφηγήθηκε ένας Ινδιάνος, που αρκετές φορές είχε μεταχειριστεί τους εχθρούς του μ' αυτό τον τρόπο, μα και διάφοροι Χριστιανοί, που ζούσαν ανάμεσα σ' αυτές τις φυλές, το είχανε δει με τα ίδια τους τα μάτια. Να συνεχίσουμε όμως την αφήγησή μας. Ο βελονοειδής φοίνικας δε διαφέρει σε ύψος από το λατάνια, τα φύλλα του όμως είναι όμοια με του φοίνικα της αλήθειας, μόνο που δεν έχουν κοτσάνια. Απ' αυτό το φοίνικα μπορεί επίσης να γίνει καλό κρασί με τον τρόπο που έχω περιγράψει πάρα πάνω. Οι σπόροι παράγονται όπως και στους άλλους φοίνικες, είναι όμως πιο στρογγυλοί και μεγαλύτεροι. Στο μέσα μέρος τους υπάρχει ένα κουκούτσι, που είναι πολύ σκληρό, μα η γεύση τους είναι πολύ καλή και μοιάζει με του καρυδιού. Τα δέντρα αυτά μεγαλώνουν σε πεδινό έδαφος κοντά στις παραλίες. Ο οινοφόρος φοίνικας λέγεται έτσι επειδή παράγει κρασί σε μεγάλες ποσότητες. Δεν ψηλώνει πάρα πάνω από σαράντα ή πενήντα πόδια και έχει ένα ασυνήθιστο σχήμα. Από τη ρίζα ίσαμε σχεδόν στο μισό του ύψος ή και περισσότερο η περιφέρεια του κορμού του δεν είναι μεγαλύτερη από τρεις ή τέσσερις πιθαμές, από το μισό όμως ή από τα δυο τρίτα κι απάνω ο κορμός του εξογκώνεται και γίνεται τόσο χοντρός όσο κι ένα μέτριο βαρέλι κρασιού. Αυτό το χοντρό μέρος είναι γεμάτο από κάποια ύλη, που μοιάζει με την καρδιά του λάχανου, είναι όμως γεμάτη με ένα γευστικότατο χυμό, που όταν αναβράσει γίνεται τόσο δυνατός όσο και το κρασί. Ο χυμός αυτός βγαίνει μέσα απ' αυτή την ύλη με ζούληγμα, αφού, βέβαια, το δέντρο κοπεί και κομματιαστεί, πράγμα που είναι εύκολο να γίνει, γιατί μπορεί να κοπεί μ' ένα μεγάλο μαχαίρι που το λένε μα45
τσέτε και που μοιάζει στο σχήμα με το μεγάλο χασαπομάχαιρο. Όταν το δέντρο κοπεί, κάνουν μια τετράγωνη εγκοπή στη μέση του χοντρού μέρους, που λέγεται το βαρέλι. Ύστερα κοπανίζουν το βαρέλι ώσπου να μαλακώσει και τότε το πιέζουνε με τα χέρια τους για να βγει ο χυμός. Το ίδιο το δέντρο αυτό καθ' εαυτό προμηθεύει και όλα τα αναγκαία μέσα για την παρασκευή του κρασιού, γιατί το χυμό τον φιλτράρουνε μέσα από τα φύλλα του και από τα χαμηλότερα φύλλα του κάνουν αγγεία που μέσα σ' αυτά βάζουν το χυμό να αναβράσει και όταν μεταμορφωθεί σε κρασί το πίνουν απ' αυτά. Το δέντρο αυτό παράγει τους σπόρους του το ίδιο όπως και οι άλλοι φοίνικες, έχουν όμως μια διαφορετική εμφάνιση. Έχουν το χρώμα και το μέγεθος των κερασιών και είναι καλοί στο φάγωμα, προξενούν όμως μια φλεγμονή στο λαιμό. Αυτά τα δέντρα φυτρώνουν σε ψηλά και βραχώδη εδάφη. Ο palmiste ά chapelet ή ροζάριος φοίνικας λέγεται έτσι γιατί οι Ισπανοί χρησιμοποιούν τους πολύ σκληρούς και μικρούς σπόρους του ως χάντρες των κομπολογιών που κρατούν όταν λένε τις προσευχές τους. Τα δέντρα αυτά είναι πολύ ψηλά και λεπτά με λίγα φύλλα και φυτρώνουν στις ψηλές ορεινές κορυφές. Επίσης σ' αυτό το νησί βρίσκονται κι άλλα μεγάλα ψηλά δέντρα, που ο καρπός τους είναι τόσο μεγάλος όσο κι ένα συνηθισμένο πεπόνι (παρόμοια μ' αυτά που καλλιεργούνται στην Ευρώπη), μ' ένα κουκούτσι στη μέση τόσο μεγάλο όσο κι ένα αβγό χήνας. Το σαρκώδες μέρος έχει το χρώμα του πεπονιού, απέξω όμως είναι γκρίζο. Η γεύση του είναι σαν του βερύκοκου και πραγματικά οι Γάλλοι το λένε aprícot. Τα άγρια γουρούνια τρώγοντάς το γίνονται πολύ παχειά και οι γάλλοι κυνηγοί τρώνε αυτούς τους καρπούς αντί για ψωμί. Υπάρχουν και άλλα δέντρα όμοια με αχλαδιές, τα λένε καϊμίτος (caimitos)y που ο καρπός τους έχει το σχήμα και το^χρώμα του μεγάλου μαύρου δαμάσκηνου και είναι γεμάτος μ' ένα γαλατερό χυμό, που είναι πολύ γλυκός. Μέσα του έχει πέντε ή κάποτε τρία κουκούτσια, που 'χουν το μέγεθος του φασολιού. Κι αυτούς τους καρπούς τους τρώνε τα άγρια γουρούνια, τα δέντρα όμως αυτά δε φυτρώνουν σ' όλα τα μέρη. Επίσης υπάρχουν μερικά μεγάλα δέντρα μ'ένα καρπό, που 46
λέγεται γκενίπας. Το δέντρο αυτό γίνεται τόσο ψηλό όσο κι η βυσσινιά και τα φύλλα του είναι παρόμοια με της βυσσινιάς μόνο που τα κλαδιά του απλώνονται πολύ περισσότερο. Το σχήμα του καρπού του μοιάζει με επιστέγασμα αετώματος γοτθικής εκκλησιαστικής καρέκλας, το μέγεθός του όμως είναι περίπου δυο γροθιές. Το χρώμα της φλούδας του είναι γκρίζο και μέσα του είναι γεμάτος με μικρά κουκούτσια που το καθένα τους είναι περιτυλιγμένο με μια μεμβράνη. Αυτή η μεμβράνη είναι πολύ πικρή και αν ο καρπός φαγωθεί με τα κουκούτσια, τότε προκαλεί δυσκοιλιότητα και μεγάλο πόνο στα έντερα. Αν στίψετε έναν άγουρο καρπό, ο χυμός του είναι μαύρος σαν καπνιά και μ' αυτόν μπορείτε να γράψετε πάνω σ' ένα χαρτί, ύστερα όμως από εννιά ημέρες ξεθωριάζει ολότελα και το χαρτί φαίνεται σαν να μην είχε γραφτεί ποτέ. Το ξύλο αυτού του δέντρου χρησιμοποιείται στις οικοδομές, καθώς είναι γερή και όμορφη ξυλεία. Θα ήταν καλό στην ναυπήγηση πλοίων γιατί αντέχει καλά στο νερό. Υπάρχουν πολλά ακόμα καρποφόρα δέντρα, που άλλοι συγγραφείς έχουν περιγράψει, όπως και πολλοί κέδροι, που είναι ΐιεριζήτητοι για την ναυπήγηση πλοίων και για το φτιάξιμο μονόξυλων. Αυτά τα μονόξυλα γίνονται από ένα μονοκόμματο κορμό, που απλώς τον κουφώνουν χωρίς να του προσθέτουν κανένα ιδιαίτερο εξάρτημα ή θέσεις κωπηλατών μπορούν όμως να παραβγούνε σε ανθεκτικότητα με το καλύτερο καράβι. Οι Ινδιάνοι τα κάνουνε χωρίς να χρησιμοποιήσουν ούτε ένα σιδερένιο εργαλείο. Καίνε το δέντρο κοντά στη ρίζα και ξέρουν πώς να ελέγξουν τη φωτιά ώστε να μην κάψουν κάτι περισσότερο από εκείνο που θέλουν. Όταν το δέντρο καταπέσει, ανάβουνε μια μεγάλη φωτιά στην κορυφή του κορμού. Μερικοί στέκονται γύρω με νερό έτοιμοι να σβήσουν τη φωτιά όπου χρειαστεί και οι άλλοι σκαλίζουν το καμμένο ξύλο με πέτρινα πελέκια, καταφέρνοντας έτσι να δώσουνε στον κορμό το κατάλληλο σχήμα. Μ' αυτά τα μονόξυλα μπορούν να ξανοιχτούνε στη θάλασσα είκοσι, ογδόντα ή ακόμα κι εκατό λεύγες. Στο νησί φυτρώνουν σε μεγάλες ποσότητες lignum sancturriy καθώς και πολλά άλλα φαρμακευτικά δέντρα και θάμνοι, όπως αλόες, κάσσιες, αρκουδόβατοι και το,δέντρο απ' όπου βγαίνει το ελαστικό κόμμι. Υπάρχουν δέντρα που απ' αυτά βγάζουνε βαφές, ΑΙ
όπως από τα τρια είδη του κοκκινόξυλου, και δέντρα, που προμηθεύουν ξυλεία για το χτίσιμο σπιτιών και για την ναυπήγηση πλοίων. Ένα δέντρο που λέγεται μαπού αναπτύσσεται σ' ένα τεράστιο μέγεθος και χρησιμοποιείται για το φτιάξιμο μονόξυλων, μα δεν είναι τόσο καλό όσο ο κέδρος. Είναι πολύ σπογγοειδές και γρήγορα απορροφάει νερό και γίνεται βαρύ. Το ξύλο του acoma είναι πολύ βαρύ* κάνει καλύτερα για οικοδομικούς σκοπούς, ιδιαίτερα όμως κάνει για το φτιάξιμο φτερών για τους ζαχαρόμυλους επειδή είναι πολύ σκληρό. Η βαλανιδιά είναι μια άλλη ξυλεία, που χρησιμοποιείται για το χτίσιμο σπιτιών. Θα ήταν όμως πολύ εξυπηρετική στην ναυπήγηση καραβιών καθώς είναι αφάνταστα ανθεκτική στο νερό και κείνο που είναι περισσότερο δεν προσβάλλεται από τα θαλασσινά σκουλήκια, όπως παθαίνουν άλλες ξυλείες. Το brasilete είναι πολύ γνωστό στην Ευρώπη· είναι γνωστό ως φυστικιά και χρησιμοποιείται πολύ για βαφή. Καλλιεργείται σε μεγάλο αριθμό στα νότια του νησιού, ειδικά δε σε δύο τοποθεσίες, τη Ζακμέλ και Ζακινά, που έχουνε λιμάνια που μπορούν να δεχτούν μεγάλα καράβια. Το μανθανίγιο {manzanillo) φυτρώνει στην παραλία, με τα κλαδιά του να κρέμονται πάνω σπό το νερό. Ο καρπός του είναι το ίδιο γλυκός όσο και των μήλων μας ρεννέ, μα είναι δηλητηριώδης. Μόλις κάποιος το φάει, αρχίζει να νιώθει κάψα και διψάει* ύστερα αλλάζει χρώμα, στη συνέχεια τρελαίνεται και στο τέλος πεθαίνει. Και το πιο περίεργο είναι πως τα ψάρια που τρώνε αυτόν τον καρπό, είναι επίσης δηλητηριώδη. Ο καρπός έχει ένα γαλατερό χυμό σαν κι αυτόν που βγαίνει από τη συκιά και αν κανένας τον αλείψει στην επιδερμίδα του, αμέσως σχηματίζονται φουσκάλες σαν το δέρμα να είχε καεί και προκαλείται έντονος πόνος. Κάποτε έγινε κι έκοψα ένα κλαδί απ' αυτό το δέντρο και κάνοντάς το σα βεντάλια προσπάθησα να διώξω μερικά κουνούπια από το πρόσωπό μου. Την άλλη μέρα, το πρόσωπό μου ήταν όλο πρησμένο και γεμάτο φουσκάλες και για τρεις ημέρες δεν μπορούσα να δω καθόλου. Ένα άλλο δέντρο που μεγαλώνει κοντά στην παραλία έχει καρπό σαν του δαμάσκηνου, μ' ένα κουκούτσι μέσα* το δέντρο αυτό έχει δυο ειδών καρπούς· τον άσπρο και το μαύρο. Τα 48
άγρια γουρούνια έρχονται στην ακτή για να φάνε αυτούς τους καρπού.ς όταν είναι ώριμοι, πράγμα που τα παχαίνει πολύ. Αυτά τα δέντρα οι Ισπανοί τα λένε Ικάκος (Icacos) φυτρώνουν στην παραλία και απλώνουν τα κλαδιά τους πάνω από την άμμο. Δε γίνονται ψηλότερα από τις λόχμες των βούρλων που ξεπετάγονται από τους παραλιακούς μας αμμόλοφους στην πατρίδα. Έχοντας κάνει μια σύντομη περιγραφή των δέντρων και των καρπών της Ισπανιόλας, θα πούμε τώρα μερικά πράγματα για τα έντομα και τα ερπετά, που βρίσκονται εκεί. Αν και σ'ολόκληρο το νησί δεν υπάρχουν φαρμακερά πλάσματα, μολοντούτο υπάρχουν τριών ειδών κουνούπια που η μάστιγά τους είναι τέτοιο βάσανο για τους ανθρώπους, ιδιαίτερα αν είναι νεόφερτοι, που σπάνια μπορούν και το αντέχουν. Το πρώτο είδος έχει το μέγεθος του κουνουπιού που έχουμε τις καλοκαιρινές μέρες στην πατρίδα* προσγειώνονται στη σάρκα κάποιου και ρουφούν αίμα ώσπου να φουσκώσουν και να 'ναι ανίκανα να πετάξουν. Σε μέρη που αφθονούν το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς είναι να κόψει ένα κλαδί και ν' αρχίσει να το ριπίζει πάνω - κάτω σα γελάδα που κουνάει την ουρά της για να διώξει μακριά τις μύγες. Κυρίως βασανίζουν τον κόσμο τα πρωινά και τα βράδια μα το πιο ενοχλητικό απ' όλα είναι ο θόρυβος που κάνουν στ' αφτί, που είναι απερίγραπτος.. Αυτά τα κουνούπια οι Ισπανοί τα λένε μοσκίτος {mosquitoes) και οι Γάλλοι μαρανγκίν {maranguines). Το δεύτερο είδος δεν είναι μεγαλύτερο από ένα κόκκο άμμου. Είναι πιο επιδέξια από τα μοσκίτος γιατί δεν κάνουνε θόρυβο και μπορούν και τρυπώνουνε μέσα από τα ρούχα. Οι κυνηγοί μέσα στα δάση για να προστατέψουν τα πρόσωπά τους απ' αυτή την ενόχληση τα πασαλείβουνε με λίπος χοίρου και τις νύχτες μέσα στις σκηνές τους καίνε καπνό, ειδαλλιώς δε θα 'βρισκαν ησυχία. Αυτά τα έντομα είναι σ' ενέργεια πρωί, βράδυ και όλη τη νύχτα, μα την ημέρα ανακουφίζεται κανείς απ' αυτά, αν φυσήξει και το παραμικρότερο αεράκι, γιατί κι η παραμικρή δροσιά τα διώχνει μακριά. Το τρίτο είδος είναι ένα κόκκινο κουνούπι, που 'χει το μέγεθος ενός κόκκου μουστάρδας. Αυτού του είδους τα κουνούπια δεν κεντρίζουν, μα δαγκώνουν το δέρμα και σε λίγο η μικρή 49
πληγή σχηματίζει καύκαλο. Το πρόσωπο πρήζεται σε τέτοιο σημείο που ο άνθρωπος παραμορφώνεται. Όλη την ημέρα, από το πρωί ίσαμε το βράδυ, βρίσκονται συνέχεια σ' ενέργεια μα τη νύχτα ησυχάζει κανείς απ' αυτά. Οι Ισπανοί τα λένε ροχάδος (rojados) και οι Γάλλοι τα λένε (calarodes). Υπάρχει κι ένα άλλο ακόμα πλάσμα, που 'χει το χρώμα και το σχήμα της πυγολαμπίδας, μόνο που 'ναι λίγο μεγαλύτερο και πιο μακρύ, κι έχει δύο μικρά στίγματα στο κεφάλι του, που λάμπουν τη νύχτα. Άμα τύχει και μαζευτούν πολλά μαζί απ' αυτά τα πλάσματα και κρεμαστούνε σαν τσαμπιά - ας είναι τρία - τέσσερα τέτοια τσαμπιά - από τα κλαδιά ενός δέντρου, έχει την εντύπωση κανείς πως το δέντρο έπιασε φωτιά. Κάποτε είχα πιάσει τρία απ' αυτά και τα 'βαλα σ' ένα καπέλο και με το φως που εκπέμπανε μπορούσα άνετα να διαβάσω ένα βιβλίο. Η επιθυμία μου ήταν να φέρω μερικά απ'αυτά στην Ευρώπη, μα στο ταξίδι του γυρισμού πέθαναν από το κρύο. Το φως χάνεται αμέσως μόλις πεθάνουν ή άμα ζουληχτούν. Οι Ισπανοί ονομάζουν αυτά τα πλάσματα μόσκας ντε φουέγκο {moscas de fuego) δηλαδή μύγες φωτιάς. Υπάρχουν επίσης πολλά έντομα σαν τα τριζόνια* άμα κάποιος περάσει από κοντά τους, αρχίζουν να τραγουδούν ώσπου να πλαντάξουν. Υπάρχουν πολλών ειδών ερπετά, ανάμεσά τους και Γοίδια, μα κανένα απ' αυτά δεν είναι φαρμακερό. Κάνουνε ζημία στις κότες, στα περιστέρια και σ' άλλα πουλιά, από την άλλη όμως μεριά είναι πολύ χρήσιμα για την απαλλαγή ενός σπιτιού από τους αρουραίους και τα ποντίκια. Είναι τόσο πονηρά που τσιρίζουνε σαν ποντίκια για να τα δελεάσουν έτσι να βγουν από τις κρυψώνες τους. Ά μ α τα πιάσουνε δεν τα τρώνε* πρώτα ρουφούν το αίμα του ζώου και ύστερα καταπίνουν ολόκληρο το σώμα, που μένει μέσα στο φίδι ώσπου να σαπίσει και να χωνευτεί. Υπάρχουν άλλα ερπετά με το όνομα μυγοχάφτες, που ζούνε μονάχα με τις μύγες που πιάνουν χωρίς να πειράζουν τίποτα άλλο. Ύστερα υπάρχουν οι στεριανές χελώνες, που είναι πολύ καλές για φαί και που ζουν σε λιμνούλες και σε βαλτώδεις τοποθεσίες. Όταν ο καπνός είναι έτοιμος για συγκομιδή, εμφανίζονται αμέτρητες κάμπιες. Έτσι και επιτεθούνε σ' ένα καπνοχώραφο δεν υπάρχει τρόπος ν' απαλλαγεί κανείς απ' αυ50
τές. Μερικές φορές οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να κόψουν όλο τον καπνό και να τον πετάξουν όσο γίνεται πιο μακριά. Αυτά τα πλάσματα γίνονται τόσο παχειά όσο κι ένα δάχτυλο. Υπάρχουν επίσης μερικές πολύ αποκρουστικές αράχνες, μ' ένα σώμα τόσο μεγάλο όσο ένα αβγό* τα πόδια τους είναι τόσο παχειά όσο κι ενός μικρού κάβουρα και είναι μαλλιαρά παντού. Έχουν τέσσερα μαύρα δόντια τόσο μεγάλα όσο κι ενός νεαρού κουνελιού και έχουν ένα πολύ απαίσιο δάγκωμα. Μολοντούτο δεν είναι δηλητηριώδεις. Ζούνε στις στέγες των σπιτιών. Στις καλαμιές, που 'ναι κοντά στις λιμνούλες, βρίσκει κανείς σαρανταποδαρούσες ή σκολόπεντρες για να τους δώσουμε τη λατινική τους ονομασία[5/(:], καθώς επίσης και σκορπιούς μα όχι από το δηλητηριώδες είδος. Αν ένας άνθρωπος δαγκωθεί από κανένα απ' αυτούς, δεν έχει ανάγκη να πάρει αντίδοτο. Η πληγή στην αρχή πρήζεται, μα ύστερα θεραπεύεται από μόνη της. Σ' ολόκληρο το νησί, πέρα για πέρα, δεν υπάρχουν πλάσματα που να βλάφτουν τον άνθρωπο με το δηλητήριό τους. Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε τον καϊμάν, ένα είδος κροκόδειλου που αφθονεί σ' αυτό το νησί και που σα μεγαλώσει το μάκρος και το πάχος του είναι εκπληκτικά. Μερικοί βρέθηκαν να έχουν εβδομήντα πόδια μάκρος και δώδεκα πόδια πάχος. Αυτά .τα ερπετά για να βρουν την τροφή τους καταφεύγουνε σε μια αξιοσημείωτη πανουργία. Επιπλέουν ακίνητα πάνω στα νερά των ποταμών, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως είναι σάπια κούτσουρα, που τα παρασέρνει το νερό. Φροντίζουν να είναι πάντα κοντά στην όχθη του ποταμού και όταν κάποιος κάπρος ή καμιά γελάδα κατεβαίνει στον ποταμό για να ποτιστεί, αμέσως αρπάζουν το ζώο, το σέρνουνε στο βυθό του ποταμού και το πνίγουν. Για να δώσουν μεγαλύτερη ευχέρεια στον εαυτό τους για να καταφέρει κάτι τέτοιο, οι καϊμάν καταπίνουν κάπου τριακόσιες λίμπρες διάφορα βάρη, γιατί είναι τόσο ελαφρείς που διαφορετικά δε θα μπορούσαν να παραμείνουν στο βυθό του ποταμού. Όταν πιάσουν ένα ζώο, το αφήνουν τρεις ή τέσσερις μέρες πριν το φάνε γιατί δεν μπορούν να το μασήσουν πριν να μισοσαπίσει. Όταν οι βοϊδοκυνηγοί απλώνουνε δέρματα για στέγνωμα 51
πάνω στη χλόη, που 'ναι κοντά σε ποταμό, αυτά τα πλάσματα θα 'ρθουν και θα σύρουν τα δέρματα μέσα στο νερό και θα τα πάνε κάτω στο βυθό όπου θα στοιβάξουν πάνω τους πέτρες για να μείνουν εκεί και θα τ' αφήσουν ώσπου να σαπίσει η τρίχα τους - αυτό το πράγμα το έχω δει εγώ ο ίδιος. Θα γράψω κάτι λίγα ακόμα για τις παρατηρήσεις που έχω κάνει πάνω στον καϊμάν, γιατί αμφιβάλλω αν κανείς από τους συγγραφείς, που έχουνε γράψει γι' αυτά τα ερπετά, είχε ποτέ του μια τέτοια εμπειρία όπως είχα εγώ. Ένα αξιόπιστο πρόσωπο μου είπε πως κάποτε είχε πάει σ' ένα ποτάμι για να πλύνει τη σκηνή του, όταν εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε μπροστά του ένα καϊμάν, άρπαξε τη σκηνή και άρχισε να την τραβάει στο νερό. Περίεργος να δει τι θα γίνει, ο άντρας άφησε το ερπετό να σύρει τη σκηνή ως την άκρη της όχθης, πανέτοιμος όμως ο ίδιος να επέμβει αν χρειαζόταν, κρατώντας ένα κοφτερό μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια του. Ύστερα σα φτάσανε στην άκρη του νερού, τράβηξε τη σκηνή όσο πιο δυνατά μπορούσε, μα στάθηκε αδύνατο να την τραβήξει πίσω, με αποτέλεσμα ο καϊμάν να τον σύρει μαζί με τη σκηνή στο βυθό του ποταμού. Τότε αφήνοντας τη σκηνή, ο καϊμάν επιτέθηκε στον άντρα, σφίγγοντάς τον με τα πόδια του για να καταφέρει να τον πνίξει. Ο ποταμός ήταν καθαρός, έτσι ο άντρας μπορούσε να βλέπει το κάθε τι που έκανε ο καϊμάν, και όταν δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο πια κάτω από το νερό, κάρφωσε το μαχαίρι στην κοιλιά του πλάσματος. Ο καϊμάν παράτησε στη στιγμή την επίθεση και πέθανε από τη λαβωματιά. Ο άντρας τον τράβηξε έξω από το νερό και βρήκε μέσα στην κοιλιά του περισσότερες από διακόσιες σαράντα λίμπρες βάρη - βάρη απ' όλων των ειδών μικρές πέτρες, που 'χαν το μέγεθος μιας γροθιάς περίπου. Αυτά τα πλάσματα δεν μπορούν να κρυφτούν, γιατί ακόμα κι αν δεν τα βλέπεις, μπορείς να τα μυρίσεις καθώς αναδίνουνε μια πολύ δυνατή μυρωδιά μόσχου. Υπάρχουν αδένες ανάμεσα στο δέρμα και τη σάρκα όπου και σχηματίζεται η ουσία του μόσχου. Υπάρχουνε δύο τέτοιοι αδένες μέσα στο λαρύγγι, δύο κάτω από τα μπροστινά πόδια και δύο ανάμεσα στα πισινά. Οι κυνηγοί φυλάνε αυτούς τους αδένες για να τους στείλουνε στην Ευρώπη για πούλημα. 52
Οι καϊμάν εκκολάπτονται μέσα σε αβγά. Μια φορά το χρόνο, γύρω στο Μάη, εναποθέτουν τ' αβγά τους στην αμμώδη παραλία, τους ρίχνουν από πάνω άμμο για να τα σκεπάσουν και τ' αφήνουν εκεί ώσπου να εκκολαφθούν. Το μέγεθός τους είναι περίπου όσο και των αβγών της χήνας κι έχουν ένα ανώμαλο κέλυφος που είναι ακανθώδες από μέσα. Είναι τόσο άσπρα όσο και τ' αβγά των πουλιών και η γεύση τους είναι πολύ καλή. Όταν τ' αβγά εκκολαφθούν, οι νεοσσοί βγαίνουνε μέσα από τ' αβγά έρποντας σαν τα παπάκια και πηγαίνουν ίσια στο νερό όπου και παραμένουνε για εννιά ημέρες επιπλέοντας στην επιφάνειά του. Για να τα προφυλάξει να μην αρπαχτούν από πουλιά, η μητέρα μπορεί να τα καταπιεί. Στη διάρκεια της ημέρας, αν ο καιρός είναι καλός, η μάνα θα ξαπλωθεί στον άμμο κάτω από τον ήλιο και οι νεοσσοί θα τριγυρίζουν και θα παίζουν ξένοιαστοι, μα αν κανένας πλησιάσει, γρήγορα και έρποντας, χάνονται μέσα στο σώμα της μητέρας. Αυτό το πράγμα το είδα εγώ ο ίδιος. Μια θηλυκιά καϊμάν λιαζότανε στην άκρη ενός ποταμού και όταν έριξα μια πέτρα, είδα όλα τα μικρά της να τρυπώνουνε μέσα στην κοιλιά της. Αυτοί οι καϊμάν συνήθως χαρακτηρίζονται με το γενικό όνομα κροκόδειλοι.
53
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Τα ζώα και τα πουλιά της Ισπανιόλας και οί γάλλοί κυνηγοί και καλλιεργητές αυτού του νησιού Ισπανιόλα δεν είναι προικισμένη μονάχα με μια αφθονία από άγριους καρπούς και από ένα εύφορο έδαφος κατάλληλο για κάθε είδους συγκομιδές, είναι επίσης και γεμάτη με ζώα - όπως άλογα, άγριους κάπρους και άγρια βόδια - που μπορούν να θρέψουν τον πληθυσμό και να βοηθήσουνε στην εδραίωση του εμπορίου του νησιού. Υπάρχει επίσης ένας μεγάλος αριθμός από άγριους σκύλους, που αφανίζουν τα άλλα πλάσματα* μια γελάδα ή μια φορβάδα δεν προλαβαίνει καλά - καλά να γεννήσει και οι σκύλοι θα της έχουνε φάει το μικρό της, αν, βέβαια, δεν υπάρξει καμιά πρόχειρη βοήθεια. Τρέχουνε σε αγέλες από πενήντα ή εξήντα μαζί και δε διστάζουν ακόμα και να επιτεθούνε σ' ένα κοπάδι με άγριους κάπρους. Δε θα κάνουν πίσω, παρά μονάχα αν δύο ή τρία από τα θηράματά τους πέσουν κάτω πεθαμένα από τα δαγκώματά τους. Κάποτε ένας κυνηγός έγινε η αιτία για να δω με τα μάτια μου κάτι τόσο εκπληκτικό, που με κανένα τρόπο δε θα το πίστευα, αν κανένας άλλος μου διηγιόταν την ιστορία. Μια μέρα είχα βγει για κυνήγι μαζί μ' αυτόν τον άντρα, όταν ακούσαμε το θόρυβο μιας αγέλης με άγριους σκύλους, που 'χε πάρει το κατόπι ένα κάπρο. Αφήσαμε τα κυνηγόσκυλά μας στη φύλαξη ενός συμβασιούχου υπηρέτη, που είχαμε μαζί μας, και ο καθένας μας πλησίασε με το όπλο στο χέρι. Όταν με μεγάλη προφύλαξη φτάσαμε κοντά στη σκηνή, σκαρφαλώσαμε, ο καθένας χωριστά, πάνω σ' ένα δέντρο για να δούμε. Οι σκύλοι είχαν περικυκλώσει τον κάπρο γύρω από ένα δέντρο, και στέκονταν ένα γύρω γαυγίζοντας, μην τολμώντας ακόμα να τον πλησιάσουν για να τον ξεκάνουν. Γιατί αν κανένας σκύλος ορμούσε
Η
54
κατά πάνω του και κατάφερνε να τον αρπάξει με τους χαυλιόδοντές του, ο άγριος κάπρος στη στιγμή σηκωνότανε στα πισινά του πόδια καθώς στηριζότανε στο δέντρο και ο σκύλος έμενε στον τόπο, μη μπορώντας πια να ξανάρθει για δεύτερη φορά. Ύστερα από μια ώρα περίπου που 'χαν τον κάπρο περικυκλωμένο, εκείνος δοκίμασε να το σκάσει, μα ένας από τους σκύλους τινάχτηκε κατά πάνω του από πίσω και με μια μόνο δαγκωνιά του 'κοψε τα γεννητικά του όργανα. Την ίδια στιγμή, όλοι οι υπόλοιποι από την αγέλη πήδηξαν απάνω του και τον αποτελειώσανε με δαγκωματιές. Μόλις σταμάτησαν οι κινήσεις του ζώου, οι σκύλοι τραβήχτηκαν πίσω κι έκατσαν κάτω όλοι, εκτός από το κυνηγόσκυλο που πρωτοεντόπισε τη λεία. Όταν αυτό το κυνηγόσκυλο έφαγε όσο μπορούσε, τότε μόνο πλησίασαν κι οι υπόλοιποι της αγέλης ηα\/ σε λιγότερο από μισή ώρα το ζώο ήτανε φαγωμένο ολότελα. Ωραιότατα θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτά τα κτήνη έχουν κάποια νοημοσύνη, αφού με τον τρόπο τους διδάσκουν τους ανθρώπους να αποδίνουν τιμή εκεί που πρέπει, εφόσον αυτοί οι σκύλοι έδωσαν προτεραιότητα στο κυνηγόσκυλο, που είχε πρωτοβρεί τα ίχνη του άγριου κάπρου. Ο άνθρωπος, που ήτανε μαζί μου, είχε δει παρόμοια περιστατικά σε διάφορες περιστάσεις. Σε κάθε αγέλη με σκύλους υπάρχει πάντα ένας, που πηγαίνει μπροστά και αναζητάει το θήραμα. Μόλις ανακαλύψει τη λεία, το μόνο που έχει να κάνει είναι να βγάλει πέντε ή έξι γαυγίσματα και όταν οι υπόλοιποι από την αγέλη καταφτάσουν αυτός κάθεται και βλέπει ενώ οι άλλοι αρχίζουν τη δουλειά. Έχω δει να γίνεται το ίδιο ακριβώς πράγμα ανάμεσα και σ' εξημερωμένους σκύλους. Οι κυνηγοί έχουν πάντα μαζί τους ένα κυνηγόσκυλο για την αναζήτηση του θηράματος κι έτσι και το βρει ο σκύλος κάθεται ήσυχος ώσπου οι κυνηγοί να σκοτώσουν το ζώο. Ύστερα ο κυνηγός ανταμείβει το σκύλο μ' ένα κομμάτι κρέας, που ύστερα απ' αυτό αρχίζει και πάλι να τρέχει για να βρει και κάτι άλλο ακόμα. Όλοι οι άλλοι σκύλοι παραμένουν με τους κυνηγούς ώσπου ν' ακούσουν το σύνθημα του επικεφαλής. Ο Μ. Μπερτράντ ντ' Ογκερόν, ο κυβερνήτης της Τορτούγκας, ενήμερος για την καταστροφή, που φέρνανε στην άγρια 55
ζωή του νησιού οι σκύλοι, και για τις φασαρίες, που είχανε μ' αυτούς οι κυνηγοί, ώσπου να καταφέρουν να πετύχουν το κρέας που προμηθεύανε στον κόσμο που ζούσε στις φυτείες, επεχείρησε να εξοντώσει μια για πάντα τους άγριους σκύλους. Το 1668, λοιπόν, έστειλε να φέρει δηλητήριο από τη Γαλλία, και όταν έφτασε το δηλητήριο σκότωσε διάφορα άλογα και τα πτώματά τους τα 'κοψε και τα παραγέμισε με το δηλητήριο. Για έξι μήνες περίπου, τα δηλητηριασμένα αυτά δολώματα τα σκόρπιζαν παντού ένα γύρω χωρίς καμιά αισθητή μείωση στους αριθμούς των άγριων σκύλων. Αυτά τα ζώα μπορούν να εξημερωθούν - πράγμα που συμβαίνει συχνά. Οι κυνηγοί άμα βρουν καμιά φωλιά, παίρνουν τα κουτάβια, τα εκπαιδεύουν κι ύστερα μπορούν και τα χρησιμοποιούνε στο κυνήγι. Ο αναγνώστης ίσως να 'ναι περίεργος να μάθει πώς βρεθήκανε στο νησί τα άγρια σκυλιά* τούτο το γεγονός θα το εξηγήσω ίσαμε κει που μπορεί να ξέρω. Όταν οι Ισπανοί κατάκτησαν την Ισπανιόλα, το νησί ήτανε γεμάτο με Ινδιάνους. Αυτοί τότε, βλέποντας πως οι Ισπανοί με το πρόσχημα δήθεν της φιλίας ήθελαν να τους καταπνίξουν, ξεσηκώθηκαν ενάντια στον ισπανικό νόμο και έκαναν τόσο μεγάλη ζημιά στους κατακτητές τους που οι Ισπανοί πήραν την απόφαση να τους εξοντώσουν. Οι Ινδιάνοι όμως κρυφτήκανε στα δάση και οι Ισπανοί δεν μπορούσαν να φανταστούν καλύτερη μέθοδο από του να φέρουνε σκυλιά για να βρίσκουν τα ίχνη τους. Οι Ισπανοί, όποιον απ'αυτούς έπιαναν, τον κομμάτιαζαν και τον έδιναν τροφή στους σκύλους. Από εκείνο τον καιρό, οι Ινδιάνοι τρομοκρατηθήκανε σε τέτοιο σημείο που δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν από τους κρυψώνες τους και οι περισσότεροι απ' αυτούς αφανίστηκαν από την πείνα, καθώς φοβισμένοι όπως ήταν προσπαθούσαν να κρυφτούνε μέσα στα βράχια. Εγώ ο ίδιος είδα στα βουνά σπήλαια γεμάτα μ' ανθρώπινα κόκκαλα, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου θα ήταν εκατό ανθρώπων και πάρα πάνω* όταν κυνηγούσα απάντησα πολλά τέτοια σπήλαια. Όταν πια οι Ινδιάνοι χάθηκαν από το πρόσωπο της γης, οι Ισπανοί άφησαν ελεύθερα κάμποσα από τα σκυλιά τους και όπως φαίνεται απ' αυτά αναπτύχθηκαν οι άγριοι σκύλοι, γιατί αυτά τα ζώα δεν είναι εγχώρια. 56
Τα άλογα του νησιού είναι μικρά σε ανάστημα, μ' ένα κοντό σώμα, παχύ κεφάλι, μακρύ λαιμό και ρωμαλέα πόδια - με κανένα τρόπο δεν μπορεί να τα πει κανείς όμορφα πλάσματα. Τρέχουνε σε αγέλες από διακόσια ή τριακόσια μαζί. Αν δουν κάποιους, ο αρχηγός της αγέλης καλπάζει μπροστά ώσπου να φτάσει πεντακόσια ή εξακόσια βήματα από τους ανθρώπους, ύστερα βγάζει ένα χλιμίντρισμα και στρίβει, αμέσως δε όλη η αγέλη κάνει στροφή και τον ακολουθεί. Αυτά τα άλογα εξημερώνονται πολύ εύκολα. Οι κυνηγοί τα πιάνουν για να κουβαλάνε κάτω στην ακτή κρέατα ή δέρματα. Εγκάρσια σε στενά δασικά μονοπάτια, που απ' αυτά συνηθίζουν και περνούν τα άλογα, τεντώνουν ένα σκοινί και όταν ένα άλογο πέσει απάνω του, το γυρτό δεντρύλιο που σ' αυτό είναι δεμένο το σκοινί πετάγεται ψηλά και έτσι το ζώο αναχαιτίζεται. Μόλις πιαστούν, τα άλογα δένονται, τους δίνουν ξύλο και τα εξαναγκάζουν να σέρνουν κάτι για να τα συνηθίσουν. Με αυτό τον τρόπο, σε οχτώ ημέρες τα ζώα εξημερώνονται ολότελα και έχουν τόσο συνηθίσει να κουβαλάνε φορτία σαν άλογα αγροκτήματος που λες και δεν έχουν κάνει τίποτα άλλο προηγούμενα. Οι κυνηγοί, έχοντάς τα εκπαιδεύσει μ' αυτό τον τρόπο, έχουν τη δυνατότητα να τ' αφή νου νε λυτά. Εδώ πέρα άλλοτε ήταν πάμπολλοι άγριοι ταύροι και γελάδες, μα στις μέρες μας αρχίζουν να σπανίζουν καθώς άπληστα κατασπαράζονται από κάθε μεριά. Οι Ισπανοί εξοντώνουν όσους μπορούν περισσότερους για να στενοχωρήσουν τους Γάλλους· οι άγριοι σκύλοι καταβροχθίζουν πολλά από τα μοσχάρια τους· και οι γάλλοι κυνηγοί με τη σειρά τους σφάζουνε σε μεγάλες ποσότητες. Αυτοί οι ταύροι είναι πολύ δυνατά και ρωμαλέα ζώα. Ποτέ δεν ενοχλούν τους ανθρώπους, εξαγριώνονται όμως τρομερά όταν ενοχληθούν ή βασανιστούν. Το μάκρος των δερμάτων τους αρχίζει από έντεκα και φτάνει ίσαμε δεκατρία ή και δεκατέσσερα ακόμα πόδια. Είναι ν' απορεί κανείς που ακόμα υπάρχουν ταύροι ή άγριοι κάπροι στην Ισπανιόλα. Γιατί στα ογδονταένα περασμένα χρόνια πιο πολλά από 1500 άγρια γουρούνια εξοντώνονταν κάθε μέρα κι από τους δυο, κι από τους Ισπανούς κι από τους Γάλλους. Στην πραγματικότητα, από τη δική μου εμπειρία, θα έλεγα πως οι Γάλλοι μονάχα θα έσφαζαν κάθε μέρα πολύ περισ57
σότερα απ' αυτό τον αριθμό και μολοντούτο παρ' όλη αυτή την καταστροφή υπάρχει στο νησί μια απίστευτη ποσότητα από άγρια γουρούνια. Έχουνε μεσαίο μέγεθος και γενι>ςά είναι μαύρα και είναι σπάνιο να δει κανείς άλλα χρώματα. Γυρίζουνε σε αγέλες από πενήντα ως εξήντα μαζί* τα αρσενικά πάντα πηγαίνουν μπροστά, ενώ τα θηλυκά με τα μικρά τους πάντα ακολουθούν. Όταν τους επιτεθούνε σκύλοι, όλα διασκορπίζονται και τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Πάντα υπάρχουν κάποιες ομάδες που πε ριπλανιούνται από μόνες τους και πάντοτε αυτά τα ζώα είναι τα καλύτερα. Το άγριο γουρούνι μπορεί να εξημερωθεί, πράγμα που ξέρω από πείρα. Κάποια φορά στο δάσος πιάσαμε μερικά γουρουνόπουλα και τα μεγαλώσαμε με κρέας. Όταν έγιναν αρκετά μεγάλα, έμαθαν να 'ρχονται μαζί μας σα σκυλιά. Έτρεχαν μπροστά από μας μέσα στα δέντρα και όταν συναντιόντουσαν μ' ένα οποιοδήποτε άλλο άγριο γουρούνι, άρχιζαν να γρυλλίζουν και να τσιρίζουν κι έτσι τα κυνηγόσκυλα έτρεχαν ακριβώς στο σημείο. Όταν σκοτωνόταν κανένας άγριος κάπρος, τα εξημερωμένα γουρούνια θα έτρωγαν το ωμό κρέας σαν τα κυνηγόσκυλα και ύστερα θα 'ρχονταν και πάλι κοντά μας. Πολλών ειδών πουλιά υπάρχουνε στην Ισπανιόλα και τα περισσότερα απ' αυτά είναι φαγώσιμα. Υπάρχουνε φραγκόκοτες, παπαγάλοι και αγριοπερίστερα, καβουροφάγοι, ερωδιοί, κοράκια και διάνοι. Υπάρχουνε φλαμίνγκος, ψαροπούλια, ταχυπέτες και μπούφοι, μπεκάτσες, πάπιες, χήνες, βασκάδες, κολύβρια και πολλά άλλα, που τα ονόματά τους μου είναι άγνωστα. Οι Ισπανόί τις φραγκόκοτες τις λένε πιντάδος (pintados) εξαιτίας του φτερώματός τους, που το μαύρο κι άσπρο τους λες κι είναι περίτεχνα ζωγραφισμένο, μοιάζοντας με το δέρμα της τίγρης. Στα κεφάλια τους δεν έχουνε λειρί σαν τις άλλες κότες, μα ένα είδος κερατοειδούς λοφίου. Το μέγεθος τους είναι πάνω - κάτω σαν τις άλλες κότες που έχουμε στην πατρίδα και έχουνε σχεδόν την ίδια γεύση. Τριγυρνούν κοπάδια στα δάση πενήντα ή εξήντα μαζί και τη στιγμή που θα αντιληφθούν κάποιον πετούν πάνω στα δέντρα με δυνατά κακαρίσματα. Τα αβγά τους τα αφή νου νε στο έδαφος και είναι εύκολο να τα βρει κανείς. Μπορούν να εκκολαφτούν κάτω από μια συνηθισμένη κότα, όταν όμως τα κοτόπουλα μεγαλώσουνε λιγάκι και ακού58
σουν το θόρυβο των άλλων ομοίων τους από το δάσος μονομιάς τρέχουν να ενωθούνε μαζί τους και ξαναγίνονται άγρια. Οι παπαγάλοι βρίσκονται σε μεγάλους αριθμούς γύρω από τους αγρούς. Συνήθως φωλιάζουνε σε πολύχρονα φοινικόδεντρα, σε τρύπες που προηγούμενα άλλα πουλιά είχαν κάνει τις φωλιές τους, γιατί ο παπαγάλος έχει ένα γυριστό ράμφος, που μ' αυτό ούτε μια τρύπα σε δέντρο δεν μπορεί ν' ανοίξει. Η φύση, όπως φαίνεται, φρόντισε γι' αυτή την ανεπάρκεια με το να δημιουργήσει κάτι μικρά πουλιά που τα λένε καρπιντέρος {carpinteros) ή τρυποκάρυδα και που τα ράμφη τους μπορούν να τρυπήσουν τα σκληρότερα δέντρα, που θα 'βγαζαν άχρηστο και το πιο κοφτερό πελέκυ. Αυτά τα πουλιά σε γενικές γραμμές έχουν το μέγεθος ενός σπουργιτιού και το ράμφος τους έχει μιάμιση ίντσα περίπου μάκρος και έχει τέτοια δύναμη που μέσα σε μια βδομάδα μπορεί ν' ανοίξει μια τρύπα και να φωλιάσει μέσα της. Πολλά κοπάδια με περιστέρια βρίσκονται παντού, μα είναι φαγώσιμα σε μια ορισμένη εποχή, όπως αναφέραμε και πιο πάνω όταν γράφαμε για την Τορτούγκα. Εδώ πέρα τα περιστέρια είναι μεγαλύτερα από εκείνα που είναι στην Τορτούγκα και όταν τα δέντρα βρίσκονται σε καρποφορία τα περιστέρια παχαίνουν τόσο πολύ που όταν τα πυροβολήσεις τα στομάχια τους διαλύονται όταν πέφτουν. Οι καβουροφάγοι είναι πουλιά στο μέγεθος ενός ερωδιού και ζούνε με τα καβούρια που βρίσκουνε στις λίμνες - από 'δω άλλωστε προέρχεται και τ' όνομά τους. Είναι καλοί για φαί και έχουν εφτά χολές σε εφτά μεριές στο σώμα τους. Οι ερωδιοί δε διαφέρουν καθόλου απ' αυτούς που έχουμε στην Ευρώπη. Επίσης υπάρχει ένα πλήθος από κόρακες, που ζούνε με τα ψοφίμια που παρατάνε οι άγριοι σκύλοι ή που τα πετούν οι κυνηγοί. Όσο διαρκεί το κυνήγι, μαζεύονται σε τέτοια πλήθη και κάνουν τόσο θόρυβο με τα κρωξίματά τους που οι κυνηγοί δεν μπορούν ν' ακούσουν ο ένας τον άλλο. Είναι όμοια με τα κοράκια στην Ευρώπη και σε ώρα ανάγκης μπορεί να τα φάει κανείς. Οι διάνοι είναι μεγαλόσωμα πουλιά και έχουν το μέγεθος των διάνων που ξέρουμε στην πατρίδα, έχουν όμως διαφορετικό κεφάλι, πόδια και φτέρωμα. Το ράμφος και τα πόδια τους 59
μοιάζουνε με του πελαργού και είναι ολότελα άσπροι, εξόν από δύο μαύρες κηλίδες που έχουνε στα φτερά. Τα φλαμίνγκος ζούνε στα νότια μέρη του νησιού. Το σώμα τους είναι σαν του πελαργού και ο λαιμός τους είναι σχεδόν έξι πόδια μακρύς και τα πόδια τους είναι ανάλογα. Το ράμφος τους είναι σαν της χήνας, μα είναι παχύτερο και πιο γυριστό, και έχει μια γλώσσα μια ίντσα παχειά. Για φαΐ είναι εξαιρετικά νόστιμα. Αυτά τα πουλιά πετάνε σε κοπάδια από πενήντα ή εξήντα μαζί. Όταν βρίσκονται στην παραλία αναζητώντας την τροφή τους, ένα απ' αυτά πάντα φυλάει φρουρός. Αν αντιληφτεί κανένα κίνδυνο, βγάζει μια προειδοποιητική κραυγή και πετάει μακριά και αμέσως ολόκληρο το κοπάδι ακολουθεί. Τα ψαροπούλια ζούνε στις όχθες των ποταμών και δεν τρώνε τίποτα άλλο από ψάρια. Είναι άσπρα κι έχουν το μέγεθος μιας πάπιας· το ράμφος τους είναι καμπυλωτό κόκκινο, εννιά ίντσες περίπου μακρύ και έχουν κόκκινα πόδια. Οι ταχυπέτες πετάνε με μεγάλη ταχύτητα και τόσο περίτεχνα που είναι αδύνατο να ξεδιακρίνει κανείς μια οποιαδήποτε κίνηση. Πετάνε στ' ανοιχτά της θάλασσας και ζούνε μόνο με ψάρια. Έχουν περίπου το μέγεθος ενός διάνου* το κρέας τους έχει τη γεύση του μοσχαρίσιου και είναι πολύ θρεπτικό. Αυτά τα πουλιά κανείς ίσαμε τώρα δεν τα 'χει δει σε ξηρά. Κάνουν τις φωλιές τους σ' εκείνα τα δέντρα, που φυτρώνουνε μέσα στο νερό και που πολλά κλαδιά τους είναι κάτω απ' το νερό όπως κι από πάνω του. Όταν δεν πιάσουν αρκετά ψάρια για να ταίσουν τα μικρά τους, πάνε και πετάνε γύρω από τους απόκρημνους βράχους όπου φωλιάζουν κάποια άλλα πουλιά* άμα τα εντοπίσουν, πέφτουν απάνω τους και τα χτυπάνε με τα φτερά τους ώσπου να τα εξαναγκάσουν να φύγουν αυτά για να είναι ελαφρότερα στο πέταγμά τους, ξερνάνε ό,τι έχουνε χάψει εκείνη την ημέρα. Οι ταχυπέτες όμως δεν χάνουν καιρό* ορμούν ανάμεσά τους και πιάνουν την τροφή που ξέρασαν τα πουλιά πριν αυτή προφτάσει και πέσει στη θάλασσα. Είναι όμως κι άλλα κακόμοιρα πουλιά, που συχνά είναι υποχρεωμένα να πάνε για ύπνο με άδεια τα στομάχια τους. Αυτά τα πουλιά τα λένε μπούφους, γιατί υποχωρούν μπρος σε πουλιά που είναι πιο αδύναμα απ' αυτούς - τα ράμφη τους είναι 60
πιο δυνατά κι απ' των ταχυπετών. Αυτοί οι μπούφοι έχουν το μέγεθος περίπου των παπιών, το δε ράμφος τους είναι σαν του ερωδιού και μοιάζει με πριόνι από τις δύο μεριές. Ζούνε με ψάρια και συχνάζουν στα δέντρα που φυτρώνουν μέσα στο νερό. Αυτά τα πουλιά αφήνουν να πιαστούν από τους ανθρώπους χωρίς να φέρουν καμιά άλλη αντίσταση εξόν από τσιρίγματα. Όταν τα καράβια πλέουν κοντά στα νησιά, οι μπούφοι έρχονται και κουρνιάζουν στα κατάρτια. Οι ναύτες συχνά τους πιάνουν, μα δεν είναι καλοί για φαί γιατί έχουνε μια ελαιώδη μυρωδιά και γεύση. Ένα πουλί με μια παρόμοια ελαιώδη γεύση είναι γνωστό με τ' όνομα το μεγάλο λαρύγγι, γιατί μπορεί να καταπιεί ένα ψάρι τόσο μεγάλο όσο και το κεφάλι ενός ανθρώπου, αν και αυτό το ίδιο το πουλί δεν είναι μεγαλύτερο από μια χήνα. Το ράμφος του είναι οχτώ περίπου ίντσες μακρύ και τέσσερις πλατύ. Αυτά τα πουλιά συχνάζουν πάντα στις όχθες των ποταμών, στις παραλίες ή στα βραχονήσια. Οι μπεκάτσες είναι όμοιες μ' αυτές που έχουμε στην πατρίδα, μόνο που είναι μεγαλύτερες και πιο παχειές. Οι πάπιες βρίσκονται σε αμέτρητους αριθμούς και είναι εποχιακές, σε . μια ορισμένη εποχή του χρόνου, ακριβώς όπως και στη χώρα μας. Είναι όμως τόσο παχειές που είσαι υποχρεωμένος να κάψεις το λίπος πριν μπορέσεις να τις φας, το ίδιο δε ισχύει και για τη βασκάδα. Οι χήνες έρχονται δω πέρα μια φορά το χρόνο και μένουν κάπου τρεις ή τέσσερις μήνες. Μπουκώνουν τους εαυτούς τους με ορισμένους σπόρους που τις παχαίνουν τόσο που ύστερα τους είναι αδύνατο να πετάξουν και μπορεί κανείς εύκολα να τις πιάσει έτσι καθώς κοντοπερπατούν - πράγμα που έκανα συχνά. Πότε - πότε πηγαίναμε στις ανοιχτές πεδιάδες και βρίσκαμε κανά κοπάδι χήνες, που τις ακολουθούσαμε ώσπου δεν μπορούσαν πια ούτε να πετάξουν ούτε να περπατήσουν, οπότε εύκολα μπορούσαμε να τις σκοτώσουμε μ' ένα ραβδί. Ύστερα απ' αυτό το παραφάγωμα, μένουν, καθώς φαίνεται, για ένα μήνα χωρίς να φάνε τίποτα, καταναλώνοντας μονάχα το πάχος τους ώσπου ν' αδυνατίσουν έτσι αρκετά ώστε να μπορούν να πετάξουν και πάλι. Το κολιμπρί είναι το πιο μικρό πουλί που υπάρχει πάνω στο πρόσωπο της γης. Το φτέρωμά του είναι εξαιρετικής ομορφιάς 61
και ζει μόνο πάνω σε λουλούδια. Μονάχα οι Ινδιάνοι είναι αρκετά γρήγοροι ώστε με τα βέλη τους να μπορούν να σκοτώνουν αυτά τα μικρά πλάσματα* τα ξεραίνουν και τα πουλάνε στους Χριστιανούς. Όταν θέλουν να σκοτώσουν αυτά τα μικρούλικα πουλιά, βάζουνε μια σταγόνα κερί στην άκρη του βέλους τους και σημαδεύουνε με μεγάλη επιδεξιότητα ώστε το πουλί να μη στραπατσαριστεί. Τώρα δεν απομένει σε μας παρά να μιλήσουμε για τους Γάλλους στην Ισπανιόλα. Ήδη έχω πει πώς ήρθανε στο νησί, φέρνοντας μαζί τους τους συμβασιούχους υπηρέτες τους, που για τρία χρόνια τους είχανε στην υπηρεσία τους. Τώρα θα πρέπει να περιγράψω τα έθιμά τους και τους τρόπους ζωής και εργασίας τους. Οι Γάλλοι στην Ισπανιόλα έχουν τριών ειδών ασχολίες - το κυνήγι, το φύτεμα και την πειρατική καταδρομή. Όταν ένας άντρας τελειώσει τη συμβασιούχο υπηρεσία του, αναζητάει ένα συνεταίρο και βάζουν κάτω ό,τι κατέχουν. Κάνουνε μια έγγραφη συμφωνία που σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις αναφέρει πως ο συνεταίρος που θα ζήσει περισσότερο θα τα πάρει όλα, σε άλλες δε αναφέρεται πως αυτός που θα επιζήσει είναι υποχρεωμένος να δώσει ένα μέρος στους φίλους του πεθαμένου ή στη γυναίκα του, αν ήταν παντρεμένος. Αφού κάνουν αυτή τη διευθέτηση, άλλοι ξεκινάνε για λεηλασία, άλλοι για κυνήγι και άλλοι για να φυτέψουν καπνό, ό,τι νομίζουν πως είναι καλύτερο ο καθένας. Υπάρχουνε δύο ειδών κυνηγοί: εκείνοι που κυνηγούν ταύρους για τα δέρματά τους και εκείνοι που αναζητούν άγριους κάπρους για να πουλήσουν το κρέας τους στους αποίκους. Οι κυνηγοί των ταύρων γίνανε γνωστοί ως μπουκανιέροι {boucaniers). Άλλοτε βρίσκονταν στο νησί πεντακόσιοι και εξακόσιοι ακόμη απ' αυτούς, τώρα όμως δεν ξεπερνούν τους τριακόσιους* τα βόδια έχουνε γίνει τόσο σπάνια που οι κυνηγοί είναι υποχρεωμένοι να 'ναι πολύ γρήγοροι και επιδέξιοι για να πετύχουν κανένα. Αυτοί οι άντρες παραμένουν ένα ολόκληρο χρόνο, μερικές φορές ακόμα και δυο χρόνια, χωρίς να ξεμυτίσουν από τα δάση και ύστερα πηγαίνουν στην Τορτούγκα για να πάρουν τα 62
αναγκαία - μπαρούτι και σφαίρες, μουσκέτα,^ ρούχα κι άλλα τέτοια. Όταν φτάσουν εκεί μέσα σ' ένα μήνα σπαταλούν όλα τα λεφτά που για να τα κερδίσουν χρειάστηκαν ένα χρόνο ή και δεκαοχτώ μήνες. Πίνουν το μπράντυ σαν νερό, αγοράζουν ολόκληρα βαρέλια κρασί, τα τρυπούν και πίνουν ώσπου να μη μείνει ούτε μια στάλα. Μέρα και νύχτα γυροφέρνουν την πόλη, συνεχίζοντας το πανηγύρι του Βάκχου τόσο όσο έχουν ακόμα χρήματα για να πιουν. Ούτε η υπηρεσία της Αφροδίτης ξεχνιέται. Πραγματικά, οι ταβερνιάρηδες και οι πόρνες όσον αφορά την άφιξη των κυνηγών και των πειρατών κάνουν τις ίδιες κι απαράλλαχτες προετοιμασίες που κάνουν κι οι συνάδερφοί τους στο Άμστερνταμ όταν περιμένουν τα πλοία των Ανατολικών Ινδιών και τα πολεμικά. Μιας και τα χρήματά τους έχουν όλα ξοδευτεί κι αφού έχουν πάρει κάθε t i που θα μπορούσαν να πάρουνε με πίστωση, επιστρέφουν και πάλι στα δάση όπου παραμένουνε για ένα ακόμα χρόνο ή για δεκαοχτώ μήνες. Τώρα θα περιγράψουμε το είδος της ζωής που κάνουν εκεί πέρα. Αφού σμίξουνε στο σημείο συνάντησης, χωρίζονται σε ομάδες με πέντε ή έξι κυνηγούς η κάθε μια, παίρνοντας μαζί ΐ;ους τους συμβασιούχους υπηρέτες τους, αν έχουν, βέβαια, κάποιον. Κάθε όμιλος προσπαθεί να βρει ένα καλό μέρος κοντά στις ανοιχτές πεδιάδες και κει στήνουν τις σκηνές τους και κάνουνε μια καλύβα που σ' αυτή αποθηκεύουν τα δέρματα όταν ξεραθούν. Το πρωί, την ώρα που αρχίζει να χαράζει, οι κυνηγοί παίρνουν τα κυνηγόσκυλά τους και πηγαίνουνε στο δάσος, παίρνοντας το κατόπι τα ίχνη των βοδιών με την ελπίδα να βρουν όσο γίνεται περισσότερους ταύρους. Μόλις σκοτώσουν ένα ζώο, παίρνουν αυτό που αποκαλούν το μπράντυ τους - δηλαδή πιπιλάνε όλο το μεδούλι από τα κόκκαλα πριν κρυώσει. Ύστερα γδέρνουν κανονικά το ζώο και ένας απ' αυτούς πηγαίνει το δέρμα στο σημείο συνάντησής τους. Συνεχίζουν έτσι ώσπου ο καθένας να έχει αποχτήσει ένα δέρμα* τούτη η δουλειά μπορεί να κρατήσει ως το μεσημέρι - άλλες φορές αργότερα κι άλλες νωρίτερα. Όταν σμίξουν όλοι στο σημείο συνάντησης, αν έχουν συμβασιούχους υπηρέτες, τότε αυτοί είναι υποχρεωμένοι 1. Είδος ντουφεκιού.
63
να τεντώσουν τα δέρματα για να στεγνώσουν και να ετοιμάσουν το φαγητό. Το φαί τους είναι πάντα κρέας, γιατί δεν τρώνε τίποτα άλλο. Αφού φάνε, καθένας απ' αυτούς παίρνει το ντουφέκι του και πηγαίνει να σχοτώσει άλογα για διασκέδαση ή με μια σφαίρα να γκρεμοτσα>ίίσει στη γη πουλιά. Ή ρίχνουνε σε στόχους για ένα βραβείο - συνήθως σε μια πορτοκαλιά για να δουν ποιος μπορεί να χτυπήσει τα περισσότερα πορτοκάλια χωρίς να τα καταστρέψει, χτυπώντας μόνο το κοτσάνι με μια μόνο ντουφεκιά - πράγμα ιχον συχνά έχω δει να γίνεται. Τις Κυριακές τις ξοδεύουνε μεταφέροντας δέρματα στην ακτή και φορτώνοντάς τα στα καράβια. Κάποια φορά ήταν ένας συμβασιούχος που είχε μεγάλη ανάγκη για ανάπαυση, γι' αυτό και είπε στ' αφεντικό του πως ο θεός είχε θεσπίσει η εβδομάδα να έχει εφτά ημέρες - έξι για εργασία και η έβδομη για ανάπαυση. Το αφεντικό του όμως δεν ερμήνευσε έτσι τα πράγματα. Κοπάνησε ανελέητα το νεαρό μ' ένα ραβδί, λέγοντάς του, «Εμπρός, βρωμοπούστη* οι διαταγές μου είναι: έξι μέρες θα πρέπει να μαζεύεις δέρματα και την έβδομη θα πρέπει να τα φέρνεις στην παραλία». Αυτοί οι άνθρωποι είναι σκληροί και ανελέητοι στους συμβασιούχους υπηρέτες τους· πιο καλύτερα να κάνεις τρία χρόνια σε κάτεργο παρά ένα στην υπηρεσία μπουκανιέρου. Μια φορά ένας κυνηγός κλώτσησε τόσο βίαια τον υπηρέτη του που νόμισε πως τον σκότωσε, όταν όμως απομακρύνθηκε, ο νεαρός στάθηκε στα πόδια του και παραζαλισμένος όπως ήταν προσπάθησε να πάει πίσω στο αφεντικό του, μα δεν μπορούσε να βρει μήτε αυτόν μήτε το σημείο συνάντησης. Δεν είχε άλλη εκλογή παρά να μείνει στο δάσος και το πιο σπουδαίο ήταν πως δεν είχε ούτε ένα όπλο για να βρίσκει την τροφή του. Ούτε ένα μαχαίρι δεν είχε* τίποτα, εκτός από ένα κυνηγόσκυλο, που είχε μείνει κοντά του. Ύστερα από δύο ή τρεις ημέρες χωρίς τροφή, έτυχε να πέσει απάνω σ' ένα χοπάδι άγρια γουρούνια και το κυνηγόσκυλο κατάφερε να πιάσει ένα από τα γουρουνόπουλα. Ο νεαρός δεν είχε κανένα μέσο για ν' ανάψει φωτιά ώστε να μπορέσει να ψήσει το γουρούνι· επιπρόσθετα δεν είχε τίποτα να το κομματιάσει. Τελικά κατάφερε να το κόψει με μια πέτρα και έφαγε το 64
κρέας έτσι ωμό καθώς ήταν. Έδωσε και στο κυνηγόσκυλο ένα μερτικό και το υπόλοιπο το φύλαξε όσο μπορούσε πιο πολύ καθώς δεν ήξερε πότε θα ξανάβρισκε κάτι άλλο, έτσι καθώς περιφερόταν ολομόναχος μέσα στο δάσος. Κάποια φορά, την ώρα που κυνηγούσε με το κυνηγόσκυλο, είδε μια άγρια σκύλα να 'χει στο στόμα της ένα κομμάτι κρέας, που το πήγαινε στα κουτάβια της. Την πήρε, λοιπόν, από πίσω ώσπου έφτασε στη φωλιά της και τότε άρχισε να την πετροβολάει ίσαμε που στο τέλος η άγρια σκύλα σκοτώθηκε από τις πέτρες. Άρπαξε τότε το κρέας που είχε φέρει η σκύλα και το καταβρόχθισε. Ύστερα πήρε μαζί του δυο από τα κουτάβια, γιατί από σύμπτωση το σκυλί του ήταν κι αυτό θηλυκό, που τελευταία είχε γεννήσει και είχει ακόμα αρκετό γάλα για να θηλάσει αυτά τα δυο μικρά. Τελικά, βρήκε ένα μέρος στο δάσος όπου μπορούσε να πιάνει αρκετά γουρουνόπουλα για να τρέφει τον εαυτό του και τους σκύλους του. Συνήθισε τόσο πολύ σ' αυτή τη ζωή που έμεινε εκεί πέρα πάρα πολύ καιρό, ελπίζοντας πάντα πως οι κυνηγοί κάποια μέρα θα πέρναγαν από κείνο το σημείο. Δεν τολμούσε να απομακρυνθεί απ' αυτό το μέρος γιατί φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να βρει το δρόμο για να γυρίσει πίσω κι έτσι ήταν κίνδυνος να ξαναπέσει στην πείνα. Στο μεταξύ, γρήγορα οι σκύλοι του μεγάλωσαν αρκετά ώστε να μπορούν να κυνηγούν κι έτσι δεν ξίχε πια έλλειψη από τροφή. Συνήθισε να τρώει ωμό κρέας και δεν του άρεσε κανένα άλλο είδος. Η πιο μεγάλη του ατυχία ήταν που δεν είχε μαχαίρι για να κόβει το κρέας. Όταν οι σκύλοι του σκότωναν ένα ζώο, ήταν. υποχρεωμένος να περιμένει ώσπου να τ' ανοίξουν και ν' αρχίσουν να τρώνε αυτοί πρώτα. Ύστερα έσκιζε κι αυτός με τα χέρια του κομμάτια κρέας και τα έτρωγε με τέτοια απόλαυση σαν να ήταν το πιο νόστιμο φαί, που είχε φάει ποτέ στη ζωή του. Αυτή η ύπαρξη συνέχισε να ζει έτσι για δεκατέσσερις περίπου μήνες, όταν τυχαία πέρασε από κει ένας όμιλος από κυνηγούς. Όταν τον πρωτοαντίκρυσαν, σκιάχτηκαν, γιατί φαινόταν ολότελα άγριος. Όλο αυτό τον καιρό δεν είχε ξυριστεί και ήταν ολόγυμνος εκτός από μια λουρίδα φλοιού δέντρου, που κάλυπτε τη μέση του, και είχε ένα κομμάτι ωμό κρέας, που κρεμότανε στο πλάι του. 65
Τους εξιστόρησε πώς αποχωρίστηκε από το αφεντικό του. Οι κυνηγοί θέλησαν να τον πάρουνε μαζί τους, αυτός όμως τους είπε πως πρώτα έπρεπε να τον απελευθερώσουν από τα δεσμά του* όπως τους είπε, ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει να ζει όπως ζούσε εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο παρά να ξαναγυρίσει στο αφεντικό του. Του υποσχέθηκαν να το κάνουν και τον φέρανε μαζί τους πίσω, του δώσανε δε αρκετά χρήματα για να εξαγοράσει την ελευθερία του. Έτυχε να βρεθώ εκεί την ώρα που τον έφεραν πίσω και τον κοίταζα με έκπληξη γιατί ήταν πιο παχύς και πιο υγιής από τότε που εξαρτιόταν από το αφεντικό του. Είχε τόσο συνηθίσει στο ωμό κρέας που θεληματικά δε θα έτρωγε ποτέ μαγειρεμένο, ούτε και η πέψη του θα μπορούσε να το ανεχτεί. Άμα έτρωγε μαγειρεμένο κρέας, σε λιγάκι θα βογγούσε από το στομαχόπονο και θα το ξερνούσε ολόκληρο κι αχώνευτο. Όταν όμως έτρωγε ωμό κρέας, όλα πήγαιναν καλά. Προσπαθήσαμε με κάθε τρόπο να του κρύψουμε το ωμό κρέας, αυτός όμως κατάφερνε να το βρίσκει όταν η προσοχή μας ήταν αλλού. Το ίδιο πράγμα έχω παρατηρήσει και στους άγριους σκύλους: όταν γίνουν ενός μηνός ή δυο, δεν τους αρέσει το μαγειρεμένο κρέας. Διηγήθηκα αυτή την ιστορία για να παρουσιάσω τη σκληρότητα που δείχνουν αυτοί οι κυνηγοί στους συμβασιούχους υπηρέτες τους και επίσης για να καταδείξω πως ένας άντρας μπορεί να εθιστεί σ' όλων των ειδών τις τροφές. Ως γεγονός, εγώ πιστεύω πως ένας άνθρωπος θα μπορούσε να ζήσει το ίδιο καλά με χόρτα όπως και με το κρέας, σε άλλο δε σημείο θα δώσω εκτενέστερα παραδείγματα γι' αυτό το θέμα. Οι Ισπανοί τους ξένους κυνηγούς τους παρακολουθούν στενά και μερικές φορές άμα βρουν την ευκαιρία τους δολοφονούν. Πέντε λόχοι Ισπανών στάλθηκαν από το Σαν Ντομίνγκο για να ξετρυπώσουν τον εχθρό, μα με τις ευχές και τις προσευχές δε θα τον βρίσκανε βέβαια. Δεν έχουν το θάρρος να τους συναντήσουνε σ' ανοιχτό πεδίο, μα προσπαθούν να κατασκοπεύουν τα λημέρια τους για να τους πιάνουνε στον ύπνο. Γι' αυτό το ζήτημα θα αφηγηθώ με πολλή συντομία μερικά περιστατικά. Ένα πρωινό, κάποιος κυνηγός βγήκε για κυνήγι με τον υπηρέτη του* δώδεκα όμως σπανιόλοι καβαλάρηδες ήταν κρυμμένοι στο μονοπάτι. Ο κυνηγός πήρε είδηση τα χνά66
ρια που 'χαν αφήσει τα πέταλα των αλόγων τους κι έτσι πήρε άλλο δρόμο· μολοντούτο δεν μπορούσε να τους ξεφύγει. Οι Σπανιόλοι άκουσαν το γαύγισμα των σκυλιών του, κάλπασαν εναντίον του και τον προλάβανε σ' ένα ξέφωτο. Ο κυνηγός, βλέποντας πως δεν υπήρχε καμιά διαφυγή, στάθηκε ακίνητος στη θέση του, έβγαλε το καπέλο του, το γέμισε με μπαρούτι και σφαίρες και το 'βαλε μπρος στα πόδια του. Ο υπηρέτης στάθηκε πλάτη με πλάτη με το αφεντικό του και έκανε το ίδιο και σ' αυτή τη στάση περίμεναν την έφοδο. Οι δώδεκα ισπανοί καβαλάρηδες τους περικύκλωσαν, με τις λόγχες μπροστά, έτοιμες, και με την υπόσχεση πως θα δείξουν έλεος τους είπαν να παραδοθούν. Ο κυνηγός δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις τους, γιατί στο παρελθόν είχε παίξει στους Ισπανούς πολύ άσχημα παιχνίδια και ήξερε πως αν τον πιάνανε θα τον καίγανε ζωντανό. Τους είπε, λοιπόν, πως δε χρειαζόταν το έλεός τους και πως ο πρώτος που θα πλησίαζε για να τον χτυπήσει θα το πλήρωνε πολύ ακριβά. Μ' αυτά τα λόγια, γονάτισε και με το μουσκέτο του σημάδεψε το καπέλο του έτοιμος να πυροβολήσει. Οι Ισπανοί, βλέποντας την αποφασιστικότητά του, υποχώρησαν και τον άφησαν να φύγει. Σε μια άλλη περίπτωση, ένας κυνηγός μόνος του αιφνιδιάστηκε από μια ομάδα Ισπανούς. Άρχισε τότε να τρέχει εναντίον τους, σκοπεύοντας τους με το μουσκέτο του και φωνάζοντας σάμπως να 'ρχονταν κι άλλοι πολλοί πίσω του. Οι Ισπανοί, τρομοκρατημένοι, το βάλανε στα πόδια, αφήνοντάς τον λεύτερο. Οι άλλοι κυνηγοί δεν κυνηγούν τίποτα άλλο παρά άγριους κάπρους, αλατίζοντας το κρέας τους και πουλώντας το στους αποίκους. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στον τρόπο της ζωής τους και σ' αυτόν που έχουν οι κυνηγοί των βοδιών. Η μέθοδος όμως που χρησιμοποιούν για το κυνήγι του άγριου κάπρου είναι πολύ διαφορετική από τον τρόπο που τον κυνηγούν στην Ευρώπη. Για διαμονή τους έχουν ορισμένες ταχτικές μεριές που σ' αυτές παραμένουν τρεις, τέσσερις και μερικές φορές ακόμα και δώδεκα μήνες. Αυτούς τους τόπους τους ονομάζουν μπουκάν (boucan). Συνήθως ξεκινούν πέντε ή έξι μαζί. Κάθε κυνηγός 67
θα κάνει μια συμφωνία μ' ένα καλλιεργητή και με βάση αυτή τη συμφωνία ο κυνηγός είναι υποχρεωμένος για ένα δωδεκάμηνο να προμηθεύει με κρέας το σπίτι του καλλιεργητή, παίρνοντας ως αντάλλαγμα γι' αυτή την παροχή ένα ή ενάμισι τόνο καπνό. Επιπρόσθετα ο καλλιεργητής δίνει στον κυνηγό ένα συμβασιούχο υπηρέτη για να τον βοηθάει, είναι όμως υποχρεωμένος ο καλλιεργητής αυτόν τον υπηρέτη να τον εφοδιάζει με μπαρούτι, σφαίρες και κυνηγόσκυλα. Όλες όμως τις υπόλοιπες ανάγκες του πρέπει να του τις ικανοποιήσει ο κυνηγός. Οπωσδήποτε όμως οι κυνηγοί έχουν μια μικρή έκτακτη πρόσοδο. Όταν τελειώσουν την πρωινή τους δουλειά, πάνε τ' απογεύματα και σκοτώνουν άλογα κι ύστερα κάθονται και λυώνουν το λίπος για να το κάνουνε λάδι για λύχνο. Αυτό το λίπος το πουλάνε στους αποίκους για πενήντα κιλά καπνό το δοχείο. Κερδίζουν ακόμα περισσότερα, αν μεγαλώσουν κυνηγόσκυλα για να τα πουλήσουν, αφού ένα καλό κυνηγόσκυλο θα πιάσει έξι σκούδα, που είναι η καθιερωμένη τιμή. Άλλοι κυνηγοί, που δεν έχουνε δεσμευτεί από μια οποιαδήποτε παρόμοια συμφωνία, πηγαίνουν σε ομάδες από εφτά ή οχτώ μαζί και ένας απ' αυτούς αναλαμβάνει να μεταφέρει όλα τα όπλα κι ένας άλλος να φροντίζει τα κυνηγόσκυλα. Κάποιος άλλος απ' τον όμιλο παραμένει στο μπουκάν {boucan) για να προσέχει τα πράγματα, να καπνίσει το κρέας, να τρίψει τ' αλάτι και να ετοιμάσει το φαί για τους υπόλοιπους της συντροφιάς που θα επιστρέψουν. Σκοτώνουν πάρα πολλά ζώα, μερικές φορές μάλιστα μέσα σ' ένα πρωινό χτυπούν εκατό και πάρα πάνω άγρια γουρούνια, για να κρατήσουν μονάχα εφτά ή οχτώ απ' αυτά γιατί προτιμούν καλύτερα τις γουρούνες. Αυτές είναι πάντα πιο παχειές από τους κάπρους, εκτός από κείνους τους χοίρους που τρέχουν και αναζητούν την τροφή τους. Αυτά τα ζώα μπορούν να κάνουνε μεγάλη ζημιά στους ανθρώπους και στα σκυλιά, αν δεν είναι προσεχτικοί. Ένας κυνηγός πρέπει πάντα να έχει μαζί του ένα ραβδί, για να διώξει τον κάπρο προς άλλη κατεύθυνση αν είναι μονάχα λαβωμένος. Γιατί άμα ο τραυματισμένος κάπρος πάρει μια κατεύθυνση, δεν υπάρχει πια κίνδυνος, γιατί αυτά τα ζώα ποτέ δεν ξαναγυρίζουνε στα βήματά τους μα πάντα τραβούν ίσια μπροστά. Όταν γυρίσει η κυνηγετική ομάδα, ο κάθε κυνηγός γδέρνει 68
τα ζώα, που έχει σκοτώσει, και ξεκοκκαλίζει το κρέας. Η σάρκα του ζώου κόβεται σε λουρίδες έξι πόδια περίπου μάκρος, άλλες φορές μεγαλύτερες κι άλλες μικρότερες. Το κομμένο κρέας πασπαλίζεται με ορυκτό αλάτι και μένει έτσι αλατισμένο τρεις ή τέσσερις ώρες. Ύστερα κρεμιέται σε ραβδιά, που κι αυτά με τη σειρά τους, μέσα σε μια καλύβα που είναι εκεί κοντά, κρεμιούνται από τις δυο άκρες τους έτσι που το κρέας να μένει μετέωρο. Κατόπιν ανάβουνε φωτιά κάτω από το κρέας και το καπνίζουν ώσπου να σκληρύνει και να ξεραθεί αρκετά και ύστερα το συσκευάζουν. Όταν συγκεντρώσουν ένα ή ενάμισι τόνο, το πηγαίνουν να το πουλήσουνε στους καλλιεργητές, λαβαίνοντας εννιακόσια γραμμάρια καπνό για κάθε τετρακόσια πενήντα γραμμάρια κρέατος. Αφού περιγράψαμε τη ζωή των κυνηγών, θα ασχοληθούμε τώρα με τους καλλιεργητές. Γύρω στο 1598 άρχισαν τη καλλιέργεια στην Τορτούγκα κα· το πρώτο είδος που φύτεψαν ήταν καπνός. Αυτός πήγε πολύ καλά, μα αδυνατούσαν να δημιουργήσουν πολλές φυτείες καθώς το νησί είναι μικρό και με λίγη καλλιεργήσιμη γη. Θέλησαν επίσης να φυτέψουνε ζάχαρη, ρ,α τούτη η καλλιέργεια δεν προχώρησε, γιατί δε βρέθηκε κανείς για να βάλει εκείνο το χρηματικό κεφάλαιο που χρειαζόταν για την ίδρυση ενός διυλιστήριου ζάχαρης. Ύστερα απ' αυτό πολύς κόσμος πήρε το δρόμο για το κυνήγι ή την πειρατία, όταν όμως ατόνισε το κυνήγι στο νησί, μερικοί απ' αυτούς ξαναγυρίσανε στη γεωργία, διαλέγοντας το καλύτερο μέρος που θα μπορούσαν να βρουν για το φύτεμα καπνού σ' ολόκληρη την Ισπανιόλα. Ένα από τα πρώτα μέρη που εγκαταστάθηκαν ήταν το Κουλ ντε Σακ, που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του νησιού, και με το πέρασμα του χρόνου ο αριθμός τους μεγάλωσε, έτσι που σήμερα είναι δυο χιλιάδες και πάνω. Είναι ασφαλείς από τους Ισπανούς, μια και δεν μπορούν να τους πειράξουν. Στην αρχή πέρασαν τα πάνδεινα ώσπου να προετοιμάσουν το έδαφος, γιατί όσο ήταν απασχολημένοι μ' αυτό το έργο δεν μπορούσαν να κινηθούν ελεύθερα για να βρουν την τροφή τους. Σ' όλα αυτά τα μέρη που τώρα έχουν τις φυτείες τους, εκείνο τον καιρό ήταν όλο δάση γεμάτα με άγριους κάπρους. Στις αρχές δεν είχαν άλλο μέσο συντήρησης. Όταν άρχισαν να 69
καλλιεργούν, διαχώρισαν τη γη σε τμήματα, αρχίζοντας την εμφύτευσή τους σε μικρή έκταση. Δυο ή τρεις θα ενώνονταν και θα αγόραζαν τα απαραίτητα εργαλεία, όπως τσεκούρια, αξίνες και μαχαίρια* θα έπαιρναν επίσης διακόσια πενήντα ή τριακόσια κιλά προμήθειες καθώς και φασόλια για την πρώτη φαγώσιμη συγκομιδή. Ύστερα, αφού τα ταχτοποιούσαν όλα, πηγαίνανε στο δάσος όπου και φτιάχνανε με τα χέρια τους μια καλύβα με κλαδιά και κει πέρα ζούσαν ώσπου να καλυτερέψουν τα πράγματα. Η πρώτη τους δουλειά ήταν να ξεκαθαρίσουν τα χαμόκλαδα, που τα στοιβάζανε σε μικρούς σωρούς για να ξεραθούν. Κατόπιν έκοβαν τα ψηλά δέντρα και τα απογύμνωναν από τα κλαδιά τους, που τα καίγανε μαζί με τα ξερά χαμόκλαδα, κρατώντας έτσι μονάχα τους κορμούς. Τους πρώτους σπόρους που έσπειραν ήτανε φασόλια, που ωριμάζουν και ξεραίνονται μέσα σε έξι εβδομάδες. Ύστερα βάλανε γλυκοπατάτες και κασσάβα και μετά το καλαμπόκι, που είναι η κύρια τροφή τους. Οι γλυκοπατάτες θέλουν τέσσερις ή πέντε μήνες για να ωριμάσουν, η κασσάβα όμως χρειάζεται οχτώ ή εννιά μήνες και μερικές φορές μάλιστα ένα ολόκληρο χρόνο πριν να είναι καλή για φάγωμα. Όταν ωριμάσει, μπορεί να μείνει στο χώμα άλλο ένα δωδεκάμηνο, ύστερα όμως απ' αυτό το διάστημα χαλάει, γι' αυτό και πρέπει να χρησιμοποιηθεί μέσα στο χρόνο. Αυτές οι τρεις σοδειές είναι που τους προμηθεύουν την τροφή τους. Τα φασόλια τα μαγειρεύουν με το κρέας και κάνουνε μια κρεατόσουπα μ' αυτά μαζί μ' αβγά. Για πρωινό τρώνε γλυκοπατάτες· μαγειρεύονται μέσα σε μια μεγάλη κατσαρόλα, που έχει λίγο νερό και που είναι καλά σκεπασμένη μ' ένα πανί, και μέσα σε μισή ώρα είναι έτοιμες και τόσο ξερές όσο και τα κάστανα. Σερβίρονται με βούτυρο και με μια σάλτσα φτιαγμένη από χυμό λεμονιού, λαρδί και κόκκινες πιπεριές. Μερικές απ' αυτές τις μαγειρεμένες γλυκοπατάτες τις φυλάνε για να κάνουν κάποιο ποτό. Οι καλλιεργητές τις κόβουνε σε φέτες και τις βάζουνε μέσα σ' ένα πήλινο δοχείο όπου τις περιχύνουνε με ζεστό νερό. Ύστερα το οινοπνευματώδες υγρό στραγγίζεται μέσα από ένα πανί και συγκεντρώνεται σ' ένα καζάνι όπου εκεί αφού μείνει δυο ή τρεις ημέρες, αρχίζει να αναβράζει. Γίνεται ένα πολύ καλό και θρεπτικό ποτό με μια 70
ξυνή γεύση, που δεν είναι δυσάρεστη. Το λένε μάμπυ {maby), ένα όνομα που το πήραν από τους Ινδιάνους. Η κασσάβα χρησιμεύει ως ψωμί, που παρασκευάζεται με τον πάρα κάτω τρόπο. Ξύνουν τις ρίζες της κασσάβα με ξύστρες από χαλκό ή ντενεκέ, έτσι ακριβώς όπως κάνουν στην Ολλανδία το χορς - ράντις (horse - radish)'. Όταν ξύσουν όσο χρειάζονται, βάζουν τα ξύσματα μέσα σε χοντρούς πάνινους σάκκους και τα πιέζουν ώσπου να φύγει όλη η υγρασία και να στεγνώσουν ολότελα και ύστερα τα περνάνε μέσα από ένα μεμβρανώδες κόσκινο. Μετά από το κοσκίνισμα, φαίνονται σαν πριονίδια. Τα ψήνουνε μέσα σ' ένα σιδερένιο νταβά και τα κάνουνε σαν ένα είδος κέικ που κατόπιν τα τοποθετούνε στις στέγες για να ξεραθούνε στον ήλιο. Ίσως απ' αυτό να βγήκε ο παλιός μύθος της χώρας που τα σπίτια της ήταν σκεπασμένα με τηγανόψωμα. Για να μη χάσουν όμως τίποτα από την κασσάβα, χρησιμοποιούν τα χοντρά κομμάτια, που δε θα περάσουν από το κόσκινο, για να κάνουν κέικ πέντε ως έξι ίντσες παχειά, που τα στοιβάζουν το ένα πάνω στ' άλλο και τ' αφήνουν να αναβράσουν. Όλη αυτή η διεργασία παράγει ένα ποτό σαν μπύρα, που έχει πολύ καλή γεύση και είναι πολύ θρεπτικό. Υπάρχουν διάφοροι άλλοι καρποί, όπως μπανάνες, που τις μαγειρεύουνε με το κρέας και που απ' αυτές επίσης κάνουν ποτό προσθέτοντας νερό όπως στις γλυκοπατάτες. Το ποτό που γίνεται από τις μπανάνες είναι δυνατό σαν κρασί και άμα παραπιείτε απ' αυτό σας μεθάει και σας φέρνει δυνατό πονοκέφαλο. Όταν στις φυτείες ολοκληρώθηκαν οι εργασίες γ^α την παραγωγή φαγώ^σιμων συγκομιδών, οι άντρες άρχισαν νά καθαρίζουν και να καλλιεργούν το έδαφος, που ήταν έτοιμο πια για το φύτεμα του καπνού. Σπέρνουν τους σπόρους του καπνού σε τετράγωνα γης, που το καθένα έχει έκταση δώδεκα πόδια περίπου και τα περιτριγυρίζουν και τα σκεπάζουν καλά με φύλλα φοινικιάς για να μην τα βλέπει ο ήλιος. Αυτά τα φυτώρια κάθε βράδυ καταβρέχονται, αν δεν έχει βρέξει. Όταν ο καπνός φτάσει στο ύψος ενός μαρουλιού, μεταφυτεύεται σε σειρές 1. ψηλό κ(χι χοντρό φυτό, με άσπρα λουλούδια, που η καυστική του ρίζα χρησιμεύει ojg καρύκευμα.
71
που είναι τρία πόδια η μια από την άλλη και το κάθε φυτό απέχει τρία πόδια το ένα από τ' άλλο. Η πιο κατάλληλη εποχή για τη μεταφύτευση είναι από το Γενάρη ως το τέλος του Μάρτη, που είναι και η ετήσια περίοδος των βροχών. Το έδαφος πρέπει να 'ναι καλά βοτανισμένο. Όταν ο καπνός γίνει δεκαοχτώ περίπου ίντσες ψηλός και πάρει το σχήμα ενός φουντωτού θάμνου, τότε οι κορφάδες ψαλιδίζονται για να εμποδιστεί το φυτό να ψηλώσει περισσότερο κι έτσι τα φύλλα να πάρουν όλες τις θρεπτικές ουσίες και να γίνουν πιο παχειά και πιο εύρωστα. Όσο καιρό μεγαλώνει ο καπνός, οι καλλιεργητές φτιάχνουν τα ξηραντήρια. Αυτά έχουν πενήντα με εξήντα πόδια μάκρος και τριάντα με σαράντα πόδια πλάτος* μέσα, παράλληλα με τις πλευρές του μάκρους, τοποθετούνται μακριοί στύλοι που πάνω σ' αυτούς από τη μια άκρη ως την άλλη στηρίζονται από τις δυο άκρες τους άλλοι στύλοι, που απ' αυτούς κρεμιέται ο καπνός για στέγνωμα. Όταν τα φυτά έρθουνε στην ώρα τους, οι γεωργοί κόβουν τα φύλλα τους και τα τοποθετούνε για ξέραμα μέσα σ' αυτά τα ξηραντήρια. Τα φύλλα, σαν ξεραθούν καλά, αποκόβονται από τα κοτσάνια και στρίβονται σε κυλίνδρους από ειδικούς εργάτες που δεν κάνουν τίποτα άλλο και που παίρνουν ως μισθό το ένα δέκατο απ' ό,τι τυλίξουν. Τα στελέχη των φυτών που έμειναν απογυμνωμένα, βλασταίνουν πιο πολλά φύλλα ύστερα από το αποφύλλωμα, κι αυτό γίνεται τέσσερις φορές το χρόνο. Το προϊόν εξάγεται στη Γαλλία και σε άλλες χώρες και χρησιμοποιέται κυρίως για μάσημα και για βαφή. Οι γάλλοι γεωργοί στην Ισπανιόλα ήταν πάντα υπήκοοι του κυβερνήτη της Τορτούγκας, όπως είναι ακόμα και σήμερα, αυτό όμως όχι χωρίς αντίσταση από μέρους τους. Η αποικία ιδρύθηκε το 1664 στην Τορτούγκα από τη Γαλλική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών και συμπεριλάμβανε και τους γεωργούς στην Ισπανιόλα. Αυτοί οι άνθρωποι φέρνανε βαριά την απόπειρα να τους κάνουν υποτελείς, σε μια χώρα μάλιστα που δεν ανήκε ούτε στο Βασιλιά ούτε στην Εταιρεία, γι' αυτό και αποφάσισαν πως ήταν καλύτερα να μην εργαστούνε για την Εταιρεία και να μείνουν χωρίς δουλειά παρά να βρεθούν κάτω από κυριαρχία. Η Εταιρεία απ' αυτή την επιχείρηση μη έχο72
ντας παρά ζημιά, τα παράτησε γρήγορα κι έκλεισε. Ο κυβερνήτης^ της Τορτούγκας, που ήταν πολύ δημοφιλής στους γεωργούς, νόμισε πως κατάφερε να βρει ένα καλύτερο μέσο για να τους ελέγχει. Ανάγγειλε πως είχε όλων των ειδών τα αγαθά που χρειάζονταν και πως η συναλλαγή μαζί τους θα ήταν πολύ καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη με ξένους εμπόρους. Και επειδή ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντί τους, θα φρόντιζε να βρεθούν πλοία για να μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους στη Γαλλία τέσσερις φορές το χρόνο και να φέρνουν πίσω πράγματα που ζητούσαν. Αυτό θα ήταν πολύ καλύτερο παρά να πουλάνε τα αγαθά τους σε ξένους. Κατάφερε να πάρει με το μέρος του τους πιο σπουδαίους γεωργούς και τους υπόλοιπους τους απόκλεισε από όλα τα οφέλη. Χωρίς να θερμοπαρακαλέσουν και να φιλήσουν ποδιές, δεν μπορούσαν ν' αγοράσουν ούτε μια γυάρδα ύφασμα, ούτε και να εξάγουν τα προϊόντα τους μπορούσαν. Τα πλοία που προσέλαβε ήτανε στις διαταγές του κι αυτός ο ίδιος ήταν ένας από τους πλοιοκτήτες. Πρώτα - πρώτα φορτώνονταν τα δικά του αγαθά και ύστερα τα εμπορεύματα των φίλων του κι αν έμενε κανένας χώρος και πάλι φορτώνονταν μονάχα εκείνα τα εμπορεύματα που είχαν πάρει την άδεια του κυβερνήτη για την έκδοση των αναγκαίων εγγράφων. Το 1669, την ώρα που όλα αυτά συνεχίζονταν, οι γεωργοί πληροφορήθηκαν ττιως δυο ολλανδικά καράβια είχαν αγκυροβολήσει στ' ανοιχτά της Ισπανιόλας. Αποφάσισαν, λοιπόν, να αψηφίσουν τον κυβερνήτη και να 'ρθουνε σε εμπορική συναλλαγή μ'αυτά τα καράβια. Ύστερα απ' αυτό, χωρίς να χάσει καιρό, νάσου κι έρχεται ο κυβερνήτης, μα δεν τον άφησαν να πατήσει το πόδι του στο χώμα γιατί άρχισαν να του ρίχνουν ντουφεκιές κι έτσι δεν τόλμησε να αποβιβαστεί. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να γυρίσει πίσω στην Τορτούγκα και να στείλει τα πλοία του στη Γαλλία μισογεμάτα. Στο μεταξύ τα ολλανδικά πλοία μπήκανε στο λιμάνι. Οι φίλοι του κυβερνήτη είχαν κάθε διάθεση να φέρουν εμπόδια και 1. Το 1667 ο ντε Πουανσύ αντικατέστησε στη θέση του κυβερνήτη το θείο του ντ' Ογκερόν. Ονομαζόταν Κυβερνήτης του Σαιντ - Ντομίνγκ και όχι της Τορτούγκας.
73
ν' απαγορεύσουν το εμπόριο με τα ξένα καράβια, έπρεπε όμως να κάτσουνε φρόνιμα γιατί ειδαλλιώς τα κεφάλια τους δε στέκονταν καλά στη θέση τους. Το εμπόριο με τους Ολλανδούς προχώρησε και τα δυο καράβια απέπλευσαν κατάφορτα με δέρματα και καπνό, δίνοντας την υπόσχεση να ξαναγυρίσουν και για άλλα. Χωρίς αμφιβολία θα είχαν εκπληρώσει την υπόσχεσή τους, αν δεν τα είχε εμποδίσει ο πόλεμος. Οι καλλιεργητές ήταν τόσο εχθρικοί με τον κυβερνήτη που συγκροτήσανε μια επιδρομική ομάδα, ένας άντρας από κάθε σπίτι, και με μονόξυλα πήγανε στην Τορτούγκα με την πρόθεση να κυριεύσουν το νησί και να σκοτώσουν τον κυβερνήτη. Είχαν εμπιστοσύνη στο ότι μπορούσαν να βασίζονται στη βοήθεια των Ολλανδών όσον αφορά την κάλυψη όλων των αναγκών τους - εγώ προσωπικά πιστεύω πως αυτό ήταν η αιτία για τον πόλεμο. Ενώ τα πράγματα είχαν πάρει αυτή την τροπή, ο κυβερνήτης είχε στείλει στη Γαλλία έναν Αγγελιοφόρο για να ζητήσει βοήθεια από το Βασιλιά, τονίζοντάς του πως αυτοί οι ταραχοποιοί ήταν ικανοί να καταλάβουν όλα τα νησιά του. Το αποτέλεσμα αυτού του πανούργου προφορικού μηνύματος ήταν να λάβει από το Βασιλιά δυο πολεμικά πλοία για να προστατέψει την Τορτούγκα. Τα δυο πολεμικά σταλθήκανε στην Ισπανιόλα για να βάλουνε σε πειθαρχία τους αντάρτες. Αυτοί, καθώς ήταν πολύ μακριά από το να θέλουν να φανούν υποτακτικοί, μόλις είδαν να 'ρχονται τα πολεμικά, όλοι μαζί τραβήξανε για το δάσος. Οι αποβατικές ομάδες βάλανε φωτιά στα εγκαταλειμμένα σπίτια τους. Μολοντούτο ο κυβερνήτης τους έστειλε μηνύματα πως θα φανεί επιεικής απέναντί τους. Οι καλλιεργητές, διαπιστώνοντας πως από πουθενά δεν μπορούσαν να περιμένουν να 'ρθει βοήθεια για την ανακούφισή τους, υποσχέθηκαν υπακοή με ορισμένους όμως όρους. Παρ' όλ' αυτά ο κυβερνήτης κρέμασε ένα ή δυο από τους αρχισυμμορίτες, αν και συγχώρεσε τους υπόλοιπους και τους έδωσε την άδεια να εμπορεύονται με όποιον τους άρεσε. Οι φυτείες ξαναμπήκανε σε τάξη και γρήγορα απόφεραν τεράστιες συγκομιδές εκλεκτού καπνού. Όλοι μαζί, προμηθεύουν εικοσιπέντε με τριάντα χιλιάδες κυλίνδρους καπνό το χρόνο. 74
Οι καλλιεργητές έχουνε λίγους σκλάβους· την περισσότερη δουλειά την κάνουν αυτοί οι ίδιοι με τη βοήθεια συμβασιούχων υπηρετών, που μένουν κοντά τους τρία χρόνια. Εμπορεύονται τις ανθρώπινες υπάρξεις όπως ακριβώς και οι Τούρκοι, πουλώντας ανάμεσά τους συμβασιούχους εργάτες όπως στην Ευρώπη ο κόσμος πουλάει τ' άλογα. Μερικοί απ' αυτούς το κάνουνε δουλειά τους να πηγαίνουν στη Γαλλία, ψάχνοντας για· εργάτες στις αγροτικές πόλεις και ανάμεσα στους χωρικούς. Δίνουνε μεγάλες υποσχέσεις, μα όταν οι νεαροί φτάσουνε στο νησί πουλιούνται και είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουνε σαν άλογα, στην πραγματικότητα πιο βαριά κι από τους Νέγρους. Γιατί οι γεωργοί παραδέχονται πως πρέπει να φροντίζουν περισσότερο ένα νέγρο σκλάβο από ένα λευκό συμβασιούχο εργάτη, γιατί ο Νέγρος είναι στην υπηρεσία τους για όλη του τη ζωή, ενώ ο λευκός είναι δικός τους για μια περίοδο. Τους συμβασιούχους εργάτες τους μεταχειρίζονται πολύ σκληρά, όπως κάνουν και οι κυνηγοί, χωρίς να τους δείχνουν κανένα έλεος. Είτε είναι άρρωστοι είτε καλά, πρέπει όλοι να εργάζονται το ίδιο μέσα στο λιοπύρι, που μερικές φορές είναι αβάσταχτο. Οι πλάτες αυτών των ταλαιπωρημένων νεαρών είναι συχνά γεμάτες από καύκαλα πληγών, που 'χουνε γίνει από τα εγκαύματα του ήλιου και μοιάζουνε με τις πλάτες των αλόγων που έχουν πληγωθεί από τα βαριά φορτία. Οι συμβασιούχοι, εργάτες προσβάλλονται από κάποια αρρώστια που τα αίτιά της βρίσκονται στην αλλαγή του αέρα και στην κακή τροφή. Γίνονται υπναλέοι, υδρωπικοί και κοντανασαίνουν. Αυτή η αρρώστια είναι γνωστή ως μαλ ντ' εστομάκ {mal d' estomacy και προκαλείται από την κακή διατροφή και από τη μελαγχολία που τους πιάνει, ύστερα από την τραχιά μεταχείριση που έχουν. Πολλοί από τους νέους δελεάζονται απ' αυτούς τους εμπόρους ζωντανών ψυχών να φύγουν από τα ευκατάστατα σπίτια τους και όταν έρχονται αντιμέτωποι με μια τέτοια αθλιότητα γρήγορα αρρωσταίνουν από την ενδημική αρρώστια. Μολοντούτο, ούτε τους σπλαχνίζονται ούτε τους βοηθούν. Το ενάντιο μάλιστα, εξαναγκάζονται να δουλεύουνε με βουρδουλιές, συχνά δε τους δέρνουν ώσπου να πέσουν κά1. Αρρώστια του στομάχου.
75
τω νεκροί. Τότε οι γεωργοί παραπονιούνται και λένε: «Ο κατεργάρης, προτιμούσε να πεθάνει παρά να δουλέψει». Συχνά, με μεγάλη μου θλίψη, βρέθηκα μπροστά σε τέτοιες περιπτώσεις. Θα δώσω μερικά παραδείγματα. Κάποιος νεαρός από καλή οικογένεια ήρθε στο νησί εξαιτίας της κακομεταχείρισης του θείου του, που ήταν κηδεμόνας του. Έτυχε κι έπεσε στα χέρια ενός από κείνους τους καλλιεργητές, που τον μεταχειρίστηκε με εξαιρετική σκληρότητα, ζητώντας του να κάνει δουλειές που δεν ήτανε δυνατό να καταφέρει, μα το χειρότερο ήταν που δεν του 'δινε τίποτα να φάει. Απελπίστηκε σε τέτοιο σημείο που το 'σκάσε και πήγε και βρήκε καταφύγιο στο δάσος όπου και πέθανε από την πείνα. Εγώ ο ίδιος βρήκα το σώμα του, μισοφαγωμένο από τα σκυλιά. Μια άλλη περίπτωση, που αξίζει να μνημονευτεί, είναι του γεωργού, που ο συμβασιούχος εργάτης του, ύστερα από τη μεταχείριση που είχε, το 'σκάσε στο δάσος μα πιάστηκε και τον έφεραν πίσω. Το αφεντικό του τον έδεσε σ' ένα δέντρο, τον χτύπησε ίσαμε που το αίμα ξεπήδησε σα συντριβάνι από την πλάτη του κι ύστερα τον πασάλειψε με μια σάλτσα φτιαγμένη από χυμό λεμονιού, αλάτι και κόκκινη πιπεριά. Εικοσιτέσσερις ολόκληρες ώρες ήταν αφημένος σ' αυτή την κατάσταση, δεμένος στο δέντρο. Ύστερα ξανάρθε το αφεντικό και τον ξαναχτύπησε, ώσπου πέθανε από τις βουρδουλιές. Οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισε ο νεαρός ήταν αυτές: «Ο Θεός ας δώσει το δικαίωμα στο διάβολο να σε βασανίσει όσο γίνεται πιο πολύ καιρό πριν από το θάνατό σου, έτσι όπως βασάνισες και μένα πριν από το δικό μου». Και πραγματικά τρεις ή τέσσερις μέρες ύστερα από το θάνατο του νέου, αυτός ο τύρρανος - γιατί δεν μπορώ να τον ονομάσω με τίποτα άλλο - καταλήφθηκε από ένα δαιμονικό πνεύμα, που τονε βασάνιζε νύχτα - μέρα, κι ούτε σταμάτησε να τον βασανίζει όσο καιρό ήτανε ζωντανός. Το σώμα του σκεπάστηκε από μελανιές και σκισίματα και η κατάστασή του έγινε τέτοια που δεν έμοιαζε πια με άνθρωπο. Πιστεύω πως αυτό ήταν αποτέλεσμα της δίκαιης κρίσης του Θεού* να τιμωρήσει τον εγκληματία για όλα τα εγκλήματα, που είχε διαπράξει κάτω από παρόμοιες περιστάσεις. Ήξερα άλλους τρεις νέους, που, φτάνοντας σε απελπισία, 76
σκότωσαν το αφεντικό τους, που τους εξανάγκαζε να δουλεύουν νύχτα και μέρα χωρίς τίποτα να τρώνε, κάνοντας τους έτσι να τρέχουν να ζητιανεύουν από τους γειτόνους τους ένα κομμάτι κασσάβα ή λίγη μανιόκα.^ Αυτοί οι νέοι κρεμάστηκαν, μα πριν να πεθάνουν κατήγγειλαν πως το αφεντικό τους είχε σκοτώσει επίσης από το ξύλο έναν από τους συντρόφους τους. Θηριώδεις σκληρότητες αυτού του είδους διαπράττονταν κυρίως από γεωργούς από τα Καραϊβικά νησιά, που μεταχειρίζονταν τους συμβασιούχους εργάτες τους πολύ πιο ανελέητα από τους συναδέλφους τους που βρίσκονταν στην Ισπανιόλα. Υπάρχει ένας καλλιεργητής στο Σαιντ Κιττς, Μπαλτέστε το όνομά του, που σκότωσε από το ξύλο περισσότερους από εκατό εργάτες. Για να δείχνει πως τους είχε μεταχειριστεί καλά, συνήθιζε να βάζει πλάι στα πτώματά τους φρέσκο κρέας, αβγά και κρασί, έτσι ο κόσμος σχημάτιζε την εντύπωση πως φρόντιζε τους υπηρέτες του. Αυτός ο άνθρωπος έφτασε να πει πως του ήταν αδιάφορο είτε ήταν καταραμένος είτε όχι, εφόσον αυτός μπορούσε να ζει πλούσια και ύστερα από το θάνατό του ^τα παιδιά του να έχουνε μια άνετη ζωή. Οι ολλανδοί έμποροι, που είχανε δοσοληψίες σ' αυτά τα μέρη, τον ήξεραν καλά. Θα μπορούσα να πω κι άλλα πάνω σ' αυτό το θέμα, μα ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει όλη την κατάσταση απ' αυτά τα παραδείγματα. Οι Άγγλοι δεν πάνε πίσω στην κακομεταχείριση των υπηρετών τους, μόνο που χρησιμοποιούνε μεγαλύτερη πονηριά. Οι νέοι συνήθως έχουνε σύμβαση για εφτά χρόνια και όταν περάσουν τα έξι αρχίζει η κακομεταχείρισή τους πέρα ςιπό κάθε αντοχή, έτσι που να αναγκαστούν να παρακαλέσουν το αφεντικό τους να τους πουλήσει σε κάποιον άλλο. Αυτό το αίτημα δεν απορρίπτεται, πράγμα που σημαίνει πως πουλιούνται για άλλα εφτά ακόμα χρόνια ή το λιγότερο για τρία. Έχω δει ανθρώπους που μ' αυτό τον τρόπο ήτανε σκλαβωμένοι για δεκαπέντε , είκοσι και εικοσιπέντε ακόμα χρόνια. Αυτοί οι άνθρωποι συχνά είναι τόσο αφελείς ώστε μπορούν να πουλήσουν τον εαυτό τους για ένα ολόκληρο χρόνο για χάρη ενός καλού φαγητού. 1. Μανιόκα, το άμυλο που βγαίνει από τις ρίζες της κασσάβας.
77
Οι Εγγλέζοι γιορτάζουν τα Χριστούγεννα καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες φαγητού και πιοτού και σ' αυτή την περίοδο τα αφεντικά αφήνουν τους σκλάβους να πάρουν ό,τι ζητήσουν - πράγμα που στο τέλος το πληρώνουν πολύ ακριβά. Οι Άγγλοι έχουν ένα αυστηρό νόμο που αναφέρει πως όταν κάποιος χρωστάει το ποσό των εικοσιπέντε σελλινιών και δεν μπορεί να το πληρώσει, τότε μπορεί να πουληθεί ως σκλάβος για κάποια περίοδο, όπως για ένα χρόνο ή για έξι μήνες.^ Τώρα όμως δε θα καθυστερήσω τον αναγνώστη πιο πολύ, μα θα έρθω στον κύριο σκοπό μας, που είναι να πω για τους μπουκανιέρους.
1. Τα αφεντικά λογαριάζοντας την αξία των φαγητών, που είχαν καταναλώσει οι σκλάβοι τα Χριστούγεννα, έβρισκαν πως η αξία τους είχε ξεπεράσει τα είκοσι πέντε σελλίνια κι έτσι, σύμφωνα με τον νόμο, είχαν την ευκαιρία να τους πουλήσουν.
78
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Οί Πρώτοι Μπονκανιέροί ε προηγούμενο κεφάλαιο αφηγήθηκα πώς ήρθαν τα πράγματα, που με έσπρωξαν να πάω να ενωθώ με τους πειρατές - γιατί δεν ξέρω ποιο άλλο όνομα τους αξίζει, αφού δεν υποστηρίζονται από κανένα πρίγκηπα. Αυτό αποδείχνεται από τις διάφορες ενέργειες που έκανε ο Βασιλιάς της Ισπανίας, όταν έστειλε τους πρεσβευτές του να διαμαρτυρηθούνε για τις δραστηριότητες αυτών των προσώπων στις γαλλικές και τις αγγλικές αυλές. Πόλεμος, που να είχε εκδηλωθεί ή να συνεχιζόταν κάπου, δεν ήταν πουθενά, κι όμως αυτό δεν εμπόδιζε να πιάνονται αιχμάλωτοι Ισπανοί και να λεηλατούνται οι πόλεις και τα χωριά τους. Οι πρεσβευτές διαβεβαιώθηκαν πως αυτοί οι άντρες δεν ήταν υπήκοοι του Γάλλου ή του Άγγλου βασιλιά και πως η Καθολική Μεγαλειότητά Του άμα πέφτανε στα χέρια του αυτά τα πρόσωπα θα μπρρούσε να τους συμπεριφερθεί όπως ήθελε. Ο Βασιλιάς της Γαλλίας δικαιολογήθηκε λέγοντας πως δεν είχε οχυρώσεις στην Ισπανιόλα και ότι δεν έπαιρνε φόρο υποτέλειας από το νησί. Ο Βασιλιάς της Αγγλίας δήλωση πως ποτέ δεν είχε δώσει εντολή σ' εκείνους στην Τζαμάικα για ν' αρχίσουν εχθροπραξίες ενάντια στην Καθολική Μεγαλειότητά Του, και για να ικανοποιήσει την Ισπανική αυλή ανακάλεσε τον κυβερνήτη της Τζαμάικα και στην θέση του έβαλε κάποιον άλλο. Στο μεταξύ, οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες συνέχιζαν τη λεηλασία τους. Ο πρώτος μπουκανιέρος στην Τορτούγκα ήταν κάποιος Πέτρος ο Μέγας από τη Διέππη, που το 1602, μ' ένα πλοιάριο και με πλήρωμα εικοσιοχτώ άντρες, αιχμαλώτισε τον υποναύαρχο του ισπανικού στόλου έξω από το ακρωτήριο Τιμπουρόν, στα δυτικά της Ισπανιόλας. Αυτό έγινε στις μέρες, όταν οι Ισπανοί
Σ
79
δεν είχαν ανακαλύψει το Κανάλι της Μπαχάμας και πήγαιναν από το θαλάσσιο δρόμο του Κάικος. Σύμφωνα με το ημερολόγιο ενός αξιόπιστου προσώπου, η αιχμαλωσία του πλοίου έγινε με τον πάρα κάτω τρόπο. Ο μπουκανιέρος βρισκότανε στη θάλασσα πάρα πολύ καιρό, χωρίς να συναντήσει μια οποιαδήποτε λεία. Η τροφή ήτανε λιγοστή και το πλοιάριό του ήτανε σε τέτοια άθλια κατάσταση που δυσκολευόταν να επιπλέει. Τότε ήταν που είδε από μακριά αυτό το πλοίο, που 'χε ξεμείνει από τον υπόλοιπο στόλο, κι έβαλε πλώρη προς αυτό για να δει τι καράβι ήταν. Όταν έφτασαν κοντά και διαπίστωσαν τι ήταν, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω, γι' αυτό ο Μέγας αποφάσισε να κάνει το ρεσάλτο, υπολογίζοντας πως η ναυαρχίδα θα ήταν απροπαράσκευη για μια επίθεση. Το πλήρωμα συμφώνησε να υπακούσει τον αρχηγό του, λέγοντας πως το ισπανικό πλοίο δεν είχε περισσότερες πιθανότητες απ' αυτούς για να νικήσει σ' αυτή τη συμπλοκή. Όλοι έδωσαν ένα όρκο για πιστή και αφοσιωμένη προσπάθεια. Ο Μέγας, ύστερα απ' αυτό, διέταξε το χειρούργο ν' ανοίξει μια τρύπα στον πάτο του πλοιαρίου τους και οι υπόλοιποι ετοιμαστήκανε για το ρεσάλτο. Ήταν σχεδόν σκοτάδι, όταν πλεύρισαν. Σκαρφάλωσαν αθόρυβα στο κατάστρωμα, χωρίς κανένα άλλο όπλο παρά ένα πιστόλι κι ένα γιαταγάνι ο καθένας. Δε συνάντησαν καμιά αντίσταση και προχώρησαν προς την καμπίνα όπου ο καπετάνιος και μερικοί άλλοι παίζανε χαρτιά. Στη στιγμή ένα πιστόλι καρφώθηκε στο στήθος του καπετάνιου και υποχρεώθηκε να παραδώσει το πλοίο. Στο μεταξύ, άλλοι είχαν πάει στο οπλοστάσιο και άρπαξαν τα όπλα. Μερικοί Ισπανοί, που δοκίμασαν να τους εμποδίσουν, έπεσαν κάτω νεκροί. Εκείνη την ίδια μέρα ο ισπανός πλοίαρχος είχε προειδοποιηθεί πως το πλοίο στον ορίζοντα ήταν πειρατικό και ότι θα μπορούσε να τους βλάψει. Ο πλοίαρχος απάντησε περιφρονητικά πως δε φοβόταν κανένα πλοίο ισοδύναμο με το δικό του και θα φοβόταν ένα τόσο δα καραβάκι! - κι όμως, εξαιτίας της αμέλειάς του το πλοίο του αιχμαλωτίστηκε μ' αυτό τον παρακάτω ατιμωτικό για τους Ισπανούς τρόπο. Το πλοιάριο των μπουκανιέρων είχε βυθιστεί κιόλας στην απάνεμη μεριά της ναυαρχίδας. Μερικοί από τους Ισπανούς, 80
βλέποντας αυτούς τους παράξενους ανθρώπους να μπουκάρουν στο πλοίο τους, υπέθεσαν πως πρέπει να είχαν πέσει από τον ουρανό. «Jesús, son demonios estosl». O Μέγας κράτησε τόσους ισπανούς ναύτες όσους χρειαζόταν το πλοίο για να κινηθεί και τους υπόλοιπους τους έβγαλε στην ξηρά. Ενώ βρισκόταν ακόμα στ' ανοιχτά, έστειλε για να ταχτοποιήσει τους λογαριασμούς του σχετικά με την προμήθεια που έπρεπε να πληρώσει, ώστε να μπορεί να μπει σε λιμάνι. Με τη σύλληψή του, ο Πέτρος ο Μέγας στάλθηκε στη Γαλλία όπου παρέμεινε και ποτέ πια δεν ξαναβρέθηκε στη θάλασσα. Οι καλλιεργητές και οι κυνηγοί της Τορτούγκας, μαθαίνοντας την επιτυχία των περιπλανώμενων τυχοδιωκτών, εγκατέλειψαν τις καλλιέργειές τους και τους κυνηγετικούς χώρους τους κι άρχισαν να ψάχνουν τρόπους για ν' αποχτήσουν πλοία, που μ' αυτά να πάνε να λεηλατήσουν τους Ισπανούς. Ξανοίχτηκαν, λοιπόν, με τα μονόξυλά τους προς το Ακρωτήριο Αλβαρέθ στα βόρεια της Ισπανίας όπου θα μπορούσαν να πιάσουν τα μπάρκα,^ που χρησιμοποιούσαν οι Ισπανοί για να μεταφέρουν εμπορεύματα από τη μια πόλη στην άλλη και για να κουβαλάνε δέρματα και καπνό στη Χαβάνα. Τα κάπως μεγαλύτερα ισπανικά πλοία δεν ταξίδευαν πιο πέρα από την πρωτεύουσα της Κούβας. Οι μπουκανιέροι αιχμαλώτισαν πολλά απ' αυτά τα πλοία, που ήτανε φορτωμένα με δέρματα και καπνό , και τα φέρανε στην Τορτούγκα. Εδώ πέρα πουλούσαν τη λεία τους σε αγκυροβολημένα εμπορικά καράβια και με τα λεφτά αγοράζανε διάφορα χρειαζούμενα, όπως μπαρούτι, σφαίρες και άλλα χρήσιμα όπλα. Ύστερα προετοίμαζαν τα πλοιάριά τους για μια νέα εκστρατεία προς τον Κόλπο του Καμπές και τον Κόλπο της Νέας Ισπανίας, όπου οι Ισπανοί είχαν αναπτύξει μεγάλο εμπόριο και είχαν πολλά πλοία. Οι μπουκανιέροι δεν έμεναν πολύ καιρό χωρίς λεία. Μέσα σ' ένα μήνα ήταν πίσω στην Τορτούγκα με δυο καράβια, που προορίζονταν για την ακτή του Καράκας, φορτωμένα με ασήμι. Δεν πέρασε και πολύς καιρός που μ' αυτά τα δυο καράβια ξανοίχτηκαν πάλι στη θάλασσα και μέσα σε δυο χρόνια είχανε μια δύναμη από 1. Εδώ εννοεί μικρά πλοιάρια, ίσως καΐκια, και όχι τον ορισμένο τύπο. Χρησιμοποιεί τη λέξη με τη γενικότερη έννοια· μπάρκο, μπαρκάρω.
81
τουλάχιστο είκοσι πλοία σε αναζήτηση λείας. Οι Ισπανοί αναγκάστηκαν να φέρουν εδώ πολλές φρεγάτες για να προστατέψουν την ναυσιπλοία από τους μπουκανιέρους.
82
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Πώς οί μπονκανιέροί εφοδιάζουν τα πλοία τους και ο τρόπος της ζωής τους ι περιπλανώμενοι τυχοδιώκτες μπορούν και διοργανώνουνε φτηνά μια εκστρατεία και εύκολα αποχτούν νέα πλοία, με τον τρόπο που έχω περιγράψει. Όταν ένας μπουκανιέρος αποφασίσει να βγει στη θάλασσα, στέλνει μήνυμα σε όλους όσους επιθυμούν να πάνε μαζί του. Όταν όλοι ετοιμαστούν, επιβιβάζονται στο πλοίο, φέρνοντας ο καθένας μαζί του ό,τι έχει ανάγκη από την άποψη των όπλων, του μπαρουτιού και των σφαιρών. Πάνω στο πλοίο, πρώτα - πρώτα, συζητούν πού θα πάνε και κατόπιν εφοδιάζονται με τροφή. Αυτό σημαίνει κρέας - γιατί στα ταξίδια τους δεν τρώνε τίποτα άλλο, εκτός και βρουν τίποτα άλλα τρόφιμα από τους Ισπανούς. Το κρέας είναι είτε χοιρινό είτε χελωνίσιο και είναι πάντα αλατισμένο. Μερικές φορές πηγαίνουν και λεηλατούν τα Corrales (κορράλες) των Ισπανών, που είναι μάντρες όπου φυλάγονται χίλια περίπου κεφάλια από εξημερωμένα γουρούνια. Οι περιπλανώμενοι αυτοί τυχοδιώκτες πηγαίνουν τη νύχτα και βρίσκουν το σπίτι του κτηματία που είναι υπεύθυνος για το φύλαγμα των γουρουνιών και τον ξεσηκώνουν από το κρεβάτι του. Αν δεν τους δώσει όσα γουρούνια του ζητήσουν, τον κρεμάνε στη στιγμή χωρίς κανένα έλεος. Όταν αυτοί οι περιπλανώμενοι τυχοδιώκτες είναι ανάγκη να κυνηγήσουν οι ίδιοι για την τροφή τους, τότε εκμισθώνουν ένα κυνηγό από τη δική τους εθνικότητα που έχει κυνηγόσκυλα, και από τη λεία του δίνουν εκείνο το μερίδιο, που νομίζουν ότι πρέπει να πάρει. Μερικοί απ' αυτούς πηγαίνουνε μαζί με τον κυνηγό για να βοηθήσουν στο αλάτισμα και στο κάπνισμα του κρέατος, ενώ άλλοι παραμένουν κοντά στο πλοίο και κά-
Ο
83
νουν εκείνες τις δουλειές που θα το κρατήσουν πλώιμο, δηλαδή επισκευάζουν την καρίνα, το καλαφατίζουν και κάνουν όλες εκείνες τις δουλειές που είναι αναγκαίες. Όταν η κυνηγετική ομάδα λογαριάσει πως το κρέας που έχει αλατίσει θα φτάσει για το ταξίδι, τότε το φέρνουνε στο πλοίο όπου στοιβάζεται στ' αμπάρι πάνω στο έρμα. Απ' αυτό το κρέας μαγειρεύουνε δυο φαγητά την ημέρα, που μοιράζονται σε ίσες μερίδες. Όταν βράσει το κρέας, το λίπος ξαφρίζεται από το καζάνι και μπαίνει σε μικρές κολοκύθες για να βουτιέται μέσα σ' αυτό το κρέας. Το γεύμα συνίσταται μονάχα από ένα φαί και συχνά είναι πιο νόστιμο από το φαί που μπορεί να βρει κανείς στο τραπέζι ενός κυρίου. Στον καπετάνιο δεν επιτρέπεται να έχει καλύτερη τροφή κι από τον πιο παρακατιανό στο πλοίο. Αν πάρουνε χαμπάρι πως ο καπετάνιος έχει καλύτερο φαί, τότε οι άντρες φέρνουνε μια μερίδα φαγητού από το δικό τους συσσίτιο και την ανταλλάζουν με του καπετάνιου. Όταν οι προμήθειες φορτωθούν και το πλοίο είναι έτοιμο ν' ανοίξει πανιά, οι μπουκανιέροι αποφασίζουν ύστερα από ψηφοφορία, που το αποτέλεσμά της γίνεται κοινή απόφαση, για το πού θα τραβήξουν. Επίσης κάνουν μια συμφωνία, ή μια chasse partie όπως τη λένε, όπου σ' αυτή αναφέρεται με κάθε λεπτομέρεια τι θα πρέπει να πάρει ο καπετάνιος για τον εαυτό του και για τη χρήση του καραβιού του. Συνήθως συμφωνούν με τους πάρα κάτω όρους: Σε περίπτωση που αιχμαλωτίσουν κανένα λάφυρο μεγάλης αξίας, πρώτα απ' όλα το αντίτιμο της αξίας του θα αφαιρεθεί από το συνολικό κεφάλαιο. Η πληρωμή του κυνηγού είναι γενικά 200 σκούδα. Ο ξυλουργός για τις επισκευαστικές του εργασίες στο πλοίο θα πληρωθεί 100 ή 150 σκούδα. Ο χειρούργος θα λάβει 200 ή 250 για τα ιατρικά του εφόδια, κι αυτό ανάλογα με το μέγεθος του καραβιού. Ύστερα έρχονται οι συμφωνημένες απολαβές για τους τραυματίες, που μπορεί να έχουνε χάσει ένα μέλος του σώματός τους ή να έχουν πάθει άλλες ζημιές. Θα αποζημιωθούνε με τον πάρα κάτω τρόπο: για το χάσιμο του δεξιού βραχίονα, 600 σκούδα ή έξι σκλάβους* για τον αριστερό βραχίονα, 500 σκούδα ή πέντε σκλάβους. Το χάσιμο του δεξιού ποδιού έφερνε επίσης ως αποζημίωση 500 σκούδα ή πέντε σκλάβους· το αριστερό πόδι, 400 ή 84
τέσσερις σκλάβους· το μάτι, 100 ή ένα σκλάβο και την ίδια απολαβή είχε το χάσιμο ενός δάχτυλου. Αν ένας άντρας δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει πια το χέρι του, θα 'παίρνε τόσα όσα είχε καταφέρει να μαζέψει, και μια εσωτερική σοβαρή βλάβη, πράγμα που σήμαινε πως το θύμα ήταν υποχρεωμένο να παρεμβάλει ένα σωλήνα στο σώμα του, θα του 'φερνε ως ανταμοιβή 500 σκούδα ή πέντε σκλάβους. Από το ολικό κεφάλαιο πρώτα θα αφαιρούνταν αυτά τα ποσά και ό,τι έμενε θα μοιραζότανε σε τόσα μερίδια όσα και οι άντρες που ήτανε στο πλοίο. Ο καπετάνιος έπαιρνε τέσσερα ή πέντε μερίδια για τη χρήση του πλοίου του, ίσως και περισσότερα, και δυο μερίδια για τον εαυτό του. Το μερίδιο των υπόλοιπων αντρών ήταν ομοιόμορφο και το μερίδιο των παιδιών ήταν το μισό από των ανδρών. Όταν αιχμαλώτιζαν ένα καράβι, οι άντρες αποφάσιζαν αν και κατά πόσο ο καπετάνιος θα έπρεπε να το κρατήσει ή όχι* αν το λάφυρο ήταν καλύτερο από το δικό τους πλοίο, το έπαιρναν και βάζανε φωτιά στο άλλο. Όταν ένα πλοίο ληστευτεί, κανείς δεν πρέπει να λεηλατήσει και να κρατήσει τη λεία για τον εαυτό του. Ο,τιδήποτε παρθεί - χρήματα, διαμαντικά, πολύτιμες πέτρες και αγαθά - πρέπει να μοιραστεί ανάμεσα σε όλους, χωρίς κανένας να μπορεί να χαρεί ούτε μια πέννα πάρα πάνω από το μερίδιο που του ανήκει. Για να εμποδίσουν οποιαδήποτε απάτη, πριν από το μοίρασμα της λείας ο καθένας ορκίζεται πάνω στή Βίβλο πως δε φύλαξε για τον εαυτό του ούτε έξι πεννών πράγματα, είτε σε μετάξι, ύφασμα, μαλλί, ασήμι, διαμαντικά, ρούχα ή σφαίρες από τη ληστρική σοδειά. Και αν κανείς απ' αυτούς βρεθεί να έχει κάνει ψεύτικο όρκο, διώχνεται από τους κύκλους των περιπλανώμενων τυχοδιωχτών και ποτέ πια δεν του επιτρέπεται να ξαναενωθεί μαζί τους. Οι μπουκανιέροι είναι εξαιρετικά πιστοί και έτοιμοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο. Αν ένας απ' αυτούς δεν έχει τίποτα, οι άλλοι τον αφήνουν να πάρει ό,τι έχει ανάγκη και του κάνουν πίστωση ίσαμε τότε που θα 'ναι σε θέση να τους ξεπληρώσει. Επίσης προσέχουν να υπάρχει δικαιοσύνη ανάμεσά τους. Αν κανένας καβγαδίσει και σκοτώσει τον αντίπαλό του με δόλο, τον πιάνουν, τον στήνουν μπρος από ένα δέντρο και τονε θα85
νατώνει με πυροβολισμό κάποιος, που ο ίδιος ο δράστης τον έχει διαλέξει. Αν όμως σκοτώσει τον αντίπαλό του σαν ένας τίμιος άντρας - δηλαδή δίνοντάς του καιρό να γεμίσει το μουσκέτο του και όχι να τον πυροβολήσει πισώπλατα - τότε οι σύντροφοί του τον αφήνουν ελεύθερο. Η μονομαχία είναι ο τρόπος τους για να ταχτοποιούν τους καβγάδες τους. Οι μπουκανιέροι, όταν αιχμαλωτίσουν ένα καράβι, όλους τους αιχμαλώτους τους βγάζουνε στην ξηρά όσο γίνεται πιο γρήγορα εξόν από δυο ή τρεις που κρατάνε για να κάνουν το μαγείρεμα και τις άλλες δουλειές που αυτοί οι ίδιοι δεν έχουν όρεξη να κάνουν, ελευθερώνοντας αυτούς τους ανθρώπους ύστερα από δυο ή τρία χρόνια. Πολλές φορές οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες για να προμηθευτούν νωπές προμήθειες αποβιβάζονται σε κάποιο νησί, πιο συχνά όμως πηγαίνουνε σ' ένα από κείνα τα νησάκια που βρίσκονται στ' ανοιχτά της νότιας ακτής της Κούβας. Εδώ πέρα τραβούν το πλοίο τους ως έξω στην παραλία για να το επισκευάσουν. Όλοι βγαίνουνε στην ξηρά και στήνουν τις σκηνές τους, ύστερα δε με τη σειρά ομάδες - ομάδες ξανοίγονται με τα μονόξυλά τους αναζητώντας την ευκαιρία για κάποια λεηλασία. Συνήθως πιάνουν αιχμαλώτους τους ψαράδες χελωνών του Μπαγιάμο - φτωχοί άνθρωποι που πιάνουν και πουλάνε χελώνες για να μπορέσουν να ζήσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Αυτοί οι άνθρωποι άμα πιαστούν αιχμάλωτοι είναι υποχρεωμένοι να πιάνουνε χελώνες για τους περιπλανώμενους τυχοδιώχτες όσο καιρό αυτοί παραμένουν στο νησί. Αν οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες πληροφορηθούν πως σε κάποια ακτή οι χελώνες αφθονούν και αποφασίσουν να πάνε εκεί, παίρνουνε μαζί τους και τους ψαράδες. Οι κακόμοιροι μπορεί να εξαναγκαστούν να παραμείνουν τέσσερα και πέντε χρόνια μακριά από τις γυναίκες τους και τις οικογένειές τους, χωρίς κανείς να ξέρει αν είναι ζωντανοί ή πεθαμένοι. Με την ευκαιρία που ήρθε ο λόγος για τις χελώνες, που μπορεί σε πολλούς αναγνώστες να είναι ολότελα άγνωστες, θα τις περιγράψω με σύντομο τρόπο. Στην Αμερική υπάρχουν τεσσάρων ειδών θαλάσσιες χελώνες. Ένα είδος είναι τρομερά μεγάλο, ζυγίζοντας πάρα πάνω από τρεις ή τέσσερις χιλιάδες πάουντς. Αυτά τα ερπετά δεν έχουνε σκληρό κέλυφος κι έτσι η 86
σάρκα τους μπορεί εύκολα να διατρυπηθεί μ' ένα μαχαίρι, είναι όμως γεμάτες με λάδι και δεν κάνουνε για φαί. Το δεύτερο είδος είναι οι πράσινες χελώνες* το μέγεθος τους είναι μέτριο και έχουν πλάτος τέσσερα πόδια. Το κέλυφός τους είναι παχύτερο και είναι σκεπασμένο με μικρά λέπια που το πάχος τους είναι περίπου σαν της μεμβράνης που χρησιμοποιείται στα φανάρια. Αυτές οι χελώνες είναι εξαιρετικά καλές για φαί - το κρέας τους είναι πολύ γλυκό και το λίπος πράσινο και νοστιμότατο. Αυτό το λίπος είναι τόσο οξύ που, όταν, για τρεις ή τέσσερις βδομάδες, δε φας τίποτα άλλο παρά απ' αυτό το κρέας της χελώνας, το πουκάμισό σου γίνεται τόσο λιπαρό από τον ιδρώτα ώστε μπορείς να στίψεις το λάδι και τα μέλη σου βαραίνουν απ' αυτό. Το τρίτο είδος έχει παρόμοιο μέγεθος, μόνο που το κεφάλι είναι μεγαλύτερο, και δεν είναι κατάλληλο για φάγωμα γιατί μυρίζει λαδίλα. Η τέταρτη ποικιλία, που είναι γνωστή ως καρέτα, είναι μικρότερη και μακρύτερη στο σώμα και έχει ένα κέλυφος όμοιο μ' εκείνο που ξέρουμε στην Ευρώπη. Αυτές οι χελώνες ζουν ανάμεσα στα υποθαλάσσια βράχια και τρέφονται με βρύα και ακτίνια που βρίσκονται εκεί πέρα. Οι άλλες ποικιλίες ζούνε με χλόη, που φυτρώνει κάτω από το νερό* είναι μερικές μεριές κοντά στην ακτή τόσο πράσινες και θαλερές όσο και λιβάδια της Ολλανδίας. Εδώ πέρα οι χελώνες έρχονται την νύχτα για να φάνε. Δεν μπορούν να μείνουν πολλή ώρα στο βυθό χωρίς ν' ανεβούνε στην επιφάνεια για να πάρουν αναπνοή* μόλις πάρουν ανάσα, κατεβαίνουν και πάλι κάτω. Γεννούν αβγά σαν τους κροκόδειλους, χωρίς όμως κέλυφος, σκεπασμένα μονάχα με μια λεπτή μεμβράνη όμοια με το λεπτό δέρμα που υπάρχει μέσα στο αβγό της κότας. Παράγουν τόσο τεράστιες ποσότητες από αβγά που, αν πολλά απ' αυτά δεν καταστρέφονταν από τα πουλιά, ο κόσμος σ' αυτά τα μέρη σπάνιά θα μπορούσε να πλεύσει μ' ένα καράβι χωρίς να περνάει ανάμεσα από χελώνες. Γεννούν τρεις φορές το χρόνο, το Μάη, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, και κάθε φορά κάθε μια χελώνα γεννάει 150 ή ακόμα και 190 αβγά. Βγαίνουν στην ξηρά, ανοίγουν μια τρύπα στην άμμο όπου και εναποθέτουν τ' αβγά τους και ύστερα τα σκεπάζουν πάλι με άμμο. Η ζέστη του ήλιου εκκολάπτει τα αβγά μέσα σε τρεις βδομάδες και μόλις βγουν από τ'αβγά τους οι νεαρές χελώνες τρέχουνε γραμμή στη 87
θάλασσα. Άμα και μπούνε στη θάλασσα, πέφτουν απάνω τους οι γλάροι και τις αρπάζουν, γιατί δεν μπορούν να καταδυθούν μέσα στο νερό παρά μόνο ύστερα από εννιά ημέρες από τη γέννηση τους. Είναι μεγάλη τύχη αν επιζήσουνε δυο ή τρεις από τις εκατό. Οι χελώνες έχουν ορισμένες τοποθεσίες όπου πηγαίνουν κάθε χρόνο για να γεννήσουν τ' αβγά τους, με κύριο καταφύγιό τους τα Νησιά Κέυμαν. Αυτά τα νησιά είναι τρία, ένα μεγάλο και δυο μικρά, και βρίσκονται 20° 15' βόρεια, κάπου σαρανταπέντε λεύγες από την Κούβα. Σ' αυτά τα νησιά οι χελώνες μαζεύονται σε αμέτρητα πλήθη, έτσι που κάθε χρόνο το λιγότερο είκοσι καράβια, εγγλέζικα καθώς και γαλλικά, γεμίζουν ως τα μπούνια μ' ένα φορτίο από κρέας χελώνας, που το αλατίζουν. Οι αρσενικές έρχονται σ' αυτές τις τοποθεσίες για να ζευγαρώσουνε με τις θηλυκές και όταν δυο χελώνες συνευρίσκονται, παραμένουνε μια ή δυο ολόκληρες μέρες η μια απάνω στην άλλη. Είναι ακατανόητο πώς αυτά τα πλάσματα καταφέρνουν και βρίσκουν τα νησιά, φεύγοντας από άλλες περιοχές για να πάνε εκεί· έρχονται από τον Κόλπο της Ονδούρας, κάπου 150 λεύγες μακριά. Πολλές φορές καράβια, που, από αντίθετα ρεύματα, είχαν παρασυρθεί μακριά από την κανονική τους πορεία και δεν μπορούσαν να βρουν το σωστό προσανατολισμό τους, τελικά βρήκαν το δρόμο τους ακολουθώντας τις χελώνες κι έτσι φτάσανε στα νησιά. Δε χρειάζονται ιδιαίτερα εργαλεία για το πιάσιμο των πράσινων χελωνών (το μόνο καλό είδος για φαί), παρά μονάχα, όταν αυτά τα πλάσματα κάθε νύχτα βγαίνουν έξω στη στεριά για να αποθέσουν τ' αβγά τους, να αναποδογυριστούν από δυο άντρες με μια δοκό. Οι χελώνες έτσι και πέσουνε με την πλάτη τους, δεν μπορούν πια να σαλέψουν. Όταν πολλά πλοία μαζί περιμένουν να φορτώσουνε χελώνες, τότε η ακτή χωρίζεται σε τμήματα κι έτσι οι άντρες του κάθε πλοίου έχουν να καθαρίσουν μια ορισμένη έκταση άμμου. Σε 500 βήματα μάκρος μπορεί να αναποδογυριστούν κι εκατό χελώνες. Όταν περάσει η εποχή τους στα Νησιά Κέυμαν, οι χελώνες φεύγουνε για την Κούβα όπου η υφαλοκρηπίδα είναι καθαρή και που εκεί πέρα τρώνε - γιατί όλο τον καιρό που βρίσκονται στα Κέυμαν, δεν τρώνε τίποτα. Κάτι παρόμοιο γίνεται κι όταν 88
μια χελώνα πιαστεί* μπορεί να μείνει ένα μήνα σχεδόν τ' ανάσκελα χωρίς να φάει τίποτα κι όμως να είναι ζωντανή, τότε όμως το λίπος της αραιώνει και το κρέας της γίνεται άγευστο. Όταν οι χελώνες μείνουνε στα νερά της Κούβας κανά μήνα ή και περισσότερο και ξαναπαχύνουν, έρχονται τότε οι ισπανοί ψαράδες, εκείνοι οι κακομοίρηδες που οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες τους πιάνουν και τους κρατάνε στη σκλαβιά, για να τις πιάσουν και να προμηθεύσουν έτσι τροφή στις πόλεις και στα χωριά τους. Αυτοί οι ψαράδες απάνω σ' ένα μακρύ κοντάρι στερεώνουν ένα τετράπλευρο καρφί, δυο ίντσες περίπου μακρύ και γαμψό σαν αγκίστρι. Όταν η χελώνα ανέβει απάνω για να ανασάνει, πετάνε αυτό το κοντάρι με τέτοιο τρόπο που η αιχμή του να καρφωθεί στο σώμα της. Ύστερα, καθώς το κοντάρι είναι δεμένο, αφήνουν να ξετυλιχτεί κάπου δεκαπέντε ή δεκαέξι οργιές σκοινί, και όταν η χελώνα ξανάρχεται απάνω για να πάρει αναπνοή, ρίχνουν κι άλλο καμάκι στο πλευρό της κι έτσι καταφέρνουν κι ανεβάζουν το πλάσμα στο μονόξυλο! Μερικές φορές τις πυροβολούνε και τις σκοτώνουν στο βυθό της θάλασσας σε τέσσερις οργιές βάθος, κι όσο είναι πιο σκοτεινά τόσο το καλύτερο γιατί στο σκοτάδι της νύχτας καθώς η χελώνα κολυμπάει τα τέσσερα πόδια της ογάζουν ένα τρεμουλιαστό φως και το κέλυφός της φαίνεται κάτασπρο κι έτσι είναι εύκολο κανείς να τη διακρίνει. Αυτά τα πλάσματα έχουν οξύτατη όραση, μα είναι θεόκουφα. Οι κύριες ενασχολήσεις των μπουκανιέρων είναι η σκοποβολή και να κρατούν καθαρά τα όπλα τους. Χρησιμοποιούν καλά όπλα, όπως μουσκέτα και πιστόλια. Τα μουσκέτα τους είναι τεσσεράμισι περίπου πόδια μακριά και ρίχνουχ ένα μολυβένιο βόλι, που ζυγίζει ίσαμε ένα πάουντ. Χρησιμοποιούνε φυσίγγια και έχουνε μια φυσιγγιοθήκη με τριάντα θέσεις που την κουβαλούν πάντα μαζί τους κι έτσι ποτέ δεν είναι απροετοίμαστοι. Άμα μείνουνε για πολύ καιρό σ' ένα τόπο, κάθονται και σκέφτονται πού θα πρέπει να πάνε για να βρουν την τύχη τους. Αν κάποιος συμβαίνει να ξέρει καλά ορισμένες ακτές όπου συναλλάσσονται οι έμποροι, τότε προσφέρει τις υπηρεσίες του. Τα εμπορικά καράβια πάνε σε διάφορα μέρη ανάλογα με την εποχή του χρόνου, γιατί αυτές οι περιοχές δεν μπο89
ρουν να πλησιαστούν σε οποιαδήποτε ώρα εξαιτίας των ανέμων και των ρευμάτων. Ο πληθυσμός της Νέας Ισπανίας και του Καμπές το πιο πολύ από το εμπόριό του το κάνει με τα πλοία, που το χειμώνα πλέουν από το Καμπές προς τις ακτές του Καράκας, της Τρινιντάδ και της Μαργαρίτας καθώς οι ετήσιοι βορειοδυτικοί άνεμοι δεν επιτρέπουν ένα τέτοιο ταξίδι το καλοκαίρι. Όταν φτάσει το καλοκαίρι, τότε μόνο ξαναφέρνουν τα πλοία τους στην πατρίδα. Οι θαλασσινοί ληστές, γνωρίζοντας τη διαδρομή που οι έμποροι είναι υποχρεωμένοι να διαπλεύσουν, κάθονται και τους περιμένουν. Αν οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες βρίσκονται για πολύ καιρό στη θάλασσα χωρίς να 'χουν πετύχει τίποτα, μπορεί να κάνουν απεγνωσμένα και αλλόκοτα πράγματα - μερικές φορές μάλιστα με επιτυχία. Για παράδειγμα, υπήρχε ένας μπουκανιέρος που τον έλεγαν Πιέρ Φρανσουά, από τη Δουνγκέρκη, που θαλασσόδερνε καιρό με το μπάρκο του και τους εικοσιέξι άντρες του πληρώματός του. Αυτός, λοιπόν, γυρόφερνε τις θάλασσες περιμένοντας για καράβια που έρχονταν από το Μαρακαίμπο και πηγαίνανε στο Καμπές, μα καθώς περίμενε άδικα τη λεία του, αυτός κι οι άντρες του αποφάσισαν να πάνε στο Ραντσερίας. Αυτό είναι ένα μέρος που βρίσκεται έξω από την εκβολή του Ρίο ντε Χάκα, σ' ένα πλάτος 12^Ij" βόρειο, και όπου εκεί πέρα υπάρχουν πεδία στρειδιών. Κάθε χρόνο ένας στόλος από δέκα ή δώδεκα μπάρκα, που προστατεύονται από ένα πλοίο συνοδείας οπλισμένο με εικοσιτέσσερα κανόνια, έρχονται από την Καρταγκένα για να ψαρέψουν εδώ πέρα μαργαριτάρια. Κάθε πλοίο διαθέτει δύο νέγρους δύτες, που βουτάνε κάτω τέσσερις με έξι οργιές. Ο Φρανσουά αποφάσισε να επιτεθεί στους ψαράδες μαργαριταριών και να, με ποιο τρόπο το έκανε. Τα καράβια αγκυροβολούνε στο πεδίο των μαργαριταριών, με το πολεμικό προς την ακτή, μισή λεύγα περίπου μακριά. Ο καιρός ήτανε γαλήνιος κι έτσι οι μπουκανιέροι μπορούσαν να πλησιάσουνε χωρίς πανιά, ακριβώς όπως πηγαίνουν και τα ισπανικά ακτοπλοϊκά που έρχονται από το Μαρακαίμπο. Όταν όμως έφτασαν κοντά στο πεδίο των μαργαριταριών, άρχισαν να κωπηλατούν προς το καράβι το επικεφαλής του ψαράδικου 90
στόλου, που ήταν οπλισμένο με οχτώ κανόνια και είχε εξήντα καλά αρματωμένους άντρες για φρουρά. Άμα πλεύρισαν, ο Φρανσουά διέταξε το πλοίο να παραδοθεί, αντί όμως γι' αυτό, το επικεφαλής του ψαράδικου στόλου μονομιάς άρχισε να ρίχνει με τα κανόνια του. Ύστερα από την ομοβροντία, οι μπουκανιέροι άρχισαν να πυροβολούν με τέτοια ακρίβεια που ένας μεγάλος αριθμός από τους Ισπανούς έπεσε κάτω νεκρός και πριν οι άντρες των κανονιών του καραβιού να προφτάσουν να τα ξαναγεμίσουν, οι μπουκανιέροι είχανε σκαρφαλώσει στο πλοίο και εξανάγκασαν τους Ισπανούς να ζητήσουν έλεος. Οι ψαράδες είχαν την ελπίδα πως το πολεμικό θα ερχότανε για να τους βοηθήσει, ο Φρανσουά όμως, για να παραπλανήσει τον εχθρό, βύθισε το δικό του πλοίο και άφησε, ως την ώρα που ήταν έτοιμος ν' ανοίξει πανιά, τη σπανιόλικη σημαία να κυματίζει στο καράβι που μόλις είχε αιχμαλωτίσει. Οι Ισπανοί κλειστήκανε στ'αμπάρι κι οι μπουκανιέροι ξεκίνησαν. Το πολεμικό, νομίζοντας πως οι μπουκανιέροι είχαν ηττηθεί, χαιρέτησε το γεγονός της νίκης με ομοβροντία, μα όταν είδε πως το καράρι κινιόταν προς την ανοιχτή θάλασσα, έκοψε αμέσως τους κάβους του και άρχισε να το καταδιώκει. Το σούρουπο έπεσε και το πολεμικό άρχισε να πλησιάζει τους μπουκανιέρους. Ο αέρας δυνάμωνε κι όμως οι μπουκανιέροι στην προσπάθειά τους να διαφύγουν είχαν απάνω όλα τα πανιά. Η κακοτυχία όμως δεν άργησε να έρθει στους φυγάδες, γιατί ο κύριος ιστός έσπασε κι έπεσε στο κατάστρωμα. Μολοντούτο οι μπουκανιέροι δεν έχασαν το κουράγιό τους. Ξαναγέμισαν τα μουσκέτα τους, δέσανε δυο - δυο μαζί τους ισπανούς αιχμαλώτους και ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν το πολεμικό με μονάχα εικοσιδύο άντρες, γιατί οι υπόλοιποι από το πλήρωμα ήταν τραυματισμένοι και ακατάλληλοι για μάχη. Στο μεταξύ, ρίξανε στη θάλασσα το πεσμένο κατάρτι και στηρίξανε στον μπροστινό ιστό και στον πρόβολο του καραβιού όσο πιο πολλά πανιά μπορούσαν. Τελικά το πολεμικό τους έφτασε και τους επιτέθηκε με τέτοια μανία που ο Φρανσουά αναγκάστηκε να παραδοθεί, με τον όρο όμως πως ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος από το πλήρωμά του θα στελνόταν σε καταναγκαστικά έργα για να κουβαλάει ασβέστη ή κοτρώνες και ότι με την πρώτη ευκαιρία θα τους πηγαίνανε στην Ισπανία. (Όταν οι Ισπανοί αιχμαλωτίσουν 91
οποιουσδήποτε μπουκανιέρους, συνήθως τους κρατούν τρία ή τέσσερα χρόνια σε τέτοιου είδους καταναγκαστικά έργα σα σκλάβους και μονάχα όταν τους είναι πια άχρηστοι τους στέλνουνε στην Ισπανία με τις γαλέρες). Αυτός ο όρος έγινε δεκτός και ο Φρανσουά με απεριόριστη θλίψη έδωσε πίσω τη λεία, που συμπεριλάμβανε μαργαριτάρια που η αξία τους έφτανε τα 100.000 σκούδα, γιατί το ολικό αλίευμα όλου του ψαράδικου στόλου είχε συγκεντρωθεί στην αρχηγίδα του. Πάντως, για τον μπουκανιέρο που θα ήτανε σε θέση να κρατήσει μια τέτοια λεία, το γεγονός αυτό θα αποτελούσε ένα μυθικό άθλο - πράγμα που αναμφισβήτητα θα γινότανε με την πάρα πάνω περίπτωση, αν δεν τύχαινε να σπάσει στα δυο ο κύριος ιστός. Στη συνέχεια παραθέτω ένα άλλο παράδειγμα, που άρχισε όπως και το προηγούμενο, με την ίδια τόλμη και τέλειωσε, όπως και τ' άλλο με την ίδια ατυχία. Ένας γνωστός με τ'όνομα Μπαρτολομέο ελ Πορτούγκες απόπλευσε από την Τζαμάικα μ' ένα μπάρκο οπλισμένο με τέσσερα κανόνια και με πλήρωμα τριάντα άντρες. Στρίβοντας στο Κάμπο ντε Κορριέντες που βρίσκεται στο νησί της Κούβας, είδε να πλησιάζει ένα καράβι, που ερχόταν .απο το Μαρακαίμπο και την Καρταγκένα και πήγαινε στη·Χαβάνα κι από κει στην Ισπανιόλα. Αυτό το καράβι είχε στη διάθεσή του είκοσι κανόνια και άλλο οπλισμό, καθώς και εβδομήντα ανθρώπους που είχαν επιβιβαστεί στο πλοίο, που ήταν είτε επιβάτες είτε ναυτικοί. Οι μπουκανιέροι αποφάσισαν να καταλάβουν το πλοίο με ρεσάλτο και αυτή την απόπειρά τους την επιχειρήσανε με μεγάλο θάρρος, μα αποκρούστηκαν από τους Ισπανούς, που δείξανε μεγάλη γενναιότητα. Στη δεύτερη απόπειρα οι μπουκανιέροι κατάφεραν και πήραν το πλοίο, με απώλειες δέκα νεκρούς και τέσσερις τραυματίες, αν και οι Ισπανοί είχαν ακόμα ζωντανούς σαράντα άντρες, προσμετρώντας σ' αυτούς εκείνους που ήταν κατάλληλοι για υπηρεσία καθώς και τους τραυματίες. Οι μπουκανιέροι δεν μπορούσαν να γυρίσουν στην Τζαμάικα γιατί ο άνεμος ήταν αντίθετος, έτσι, καθώς είχαν έλλειψη από νερό, αποφάσισαν να πάνε στο Κάμπο Σαν Αντόνιο (στη δυτική γωνιά της Κούβας). Κοντά στο ακρωτήρι συναπάντησαν τρία πλοία, που έρχονταν από τη Νέα Ισπανία και πηγαίνανε στη Χαβάνα. Αυτά τα καράβια τους κύκλωσαν, τους 92
πλεύρισαν και εξανάγκασαν τους μπουκανιέρους να παραδώσουν τη λεία τους και επιπλέον τους πήραν όλους αιχμαλώτους. Τους μπουκανιέρους τους λύπησε πολύ το γεγονός που ήταν υποχρεωμένοι να παραδώσουν μια τέτοια πολύτιμη λεία γιατί το καράβι ήταν φορτωμένο με 120.000 πάουντς κακάο και γιατί ακόμα στο καράβι βρίσκονταν 70.000 σκούδα. Δυο μέρες ύστερα από την αιχμαλωσία τους, τα καράβια χωρίστηκαν από μια φοβερή ανεμοθύελλα, που σηκώθηκε ξαφνικά, και το εμπορικό πλοίο όπου κρατιόνταν αιχμάλωτοι οι μπουκανιέροι έπιασε στην Καμπές. Εκεί διάφοροι έμποροι ανεβήκανε στο πλοίο για να καλωσορίσουν τον καπετάνιο. Αυτοί οι άνθρωποι αναγνώρισαν τον Μπαρτολομέο, τον αρχηγό των μπουκανιέρων, γιατί τον ήξεραν από πριν όταν είχε καταφέρει να ερημώσει όλες εκείνες τις ακτές με τους φόνους των κατοίκων τους και τον αφανισμό των σπιτιών τους. Την άλλη μέρα οι δικαστικές αρχές της πόλης ήρθανε στο πλοίο και ζήτησαν από τον καπετάνιο να τους παραδώσει τους μπουκανιέρους, μια απαίτηση που σ' αυτή δεν τόλμησε να πει όχι ο καπετάνιος. Επειδή όμως οι κάτοικοι της πόλης φοβόντουσαν πως ο αρχιπειρατής μπορούσε να τους το σκάσει - όπως το 'χε ξανακάνει αρκετές φορές πιο πριν - αποφάσισαν ο Μπαρτολομέο να παραμείνει φυλακισμένος στο καράβι ίσαμε το επόμενο πρωινό όπου θα φτιάχνανε μια αγχόνη για να τον κρεμάσουν. Ο Μπαρτολομέο μιλούσε καλά σπανιόλικα και άκουσε τους ναύτες να μιλάνε για το κρέμασμα. Αμέσως κοίταξε να βρει κάποιους τρόπους για να σώσει τη ζωή του. Πήρε δυο άδειες νταμιζάνες κρασιού και τις βούλωσε καλά μ' ένα πώμα. Ο Μπαρτολομέο εκείνη την νύχτα, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί εκτός από το φρουρό που ήταν εκεί για να τον φυλάει, έβαλε όλα του τα δυνατά για να πείσει το σκοπό να πάει να κοιμηθεί στην αιώρα του. Επειδή όμως ο φρουρός δεν έδειχνε καμιά διάθεση για να κάνει κάτι τέτοιο, ο Μπαρτολομέο αποφάσισε να του κόψει το λαιμό. Πράγμα που έκανε, χωρίς να δώσει στο φρουρό ούτε την παραμικρή ευκαιρία για να φωνάξει. Αμέσως ύστερα γλίστρισε σιγά - σιγά στη θάλασσα μαζί με τις δυο νταμιζάνες του και με τη βοήθειά τους κολύμπησε ως τη στεριά. Από κει πήγε στο δάσος όπου για τρεις ημέρες ήταν κρυμμένος πριν ν' αποφασίσει να χαράξει μια οποιαδήποτε δράση. 93
Νωρίς την άλλη μέρα το πρωί, σταλθήκανε στρατιώτες για να ερευνήσουν την ακτή όπου υπέθεταν πως μπορούσε να είναι. Μα ο Μπαρτολομέο ήταν πιο πονηρός απ' αυτούς. Παρακολουθούσε τις κινήσεις τους από το καταφύγιο του δάσους και μονάχα όταν οι στρατιώτες ξαναγυρίσανε στην πόλη πήρε την απόφαση να ξεκινήσει για να πάει παραλιακά στο Ελ Γκόλφο Τρίστε (κάπου τριάντα λεύγες από την Καμπές). Επιτέλους έφτασε σ' αυτό το μέρος ύστερα από ένα ταξίδι δεκατεσσάρων ημερών - όχι χωρίς να δοκιμαστεί από τις ταλαιπωρίες της πείνας, της δίψας κι από τις δυσχέρειες του ταξιδιού. Δεν τόλμησε να πάρει τον κύριο δρόμο από το φόβο μήπως και πέσει στα χέρια των Ισπανών. Για τέσσερις ημέρες βρισκότανε σκαρφαλωμένος στα πιο πυκνά δέντρα, που φυτρώνουνε στο μάκρος της παραλίας και που έχουν τις πιο πολλές τους ρίζες μέσα στο νερό καθώς και τα κλαδιά τους απλωμένα από πάνω του, χωρίς να βάλει το πόδι του στη γη. Σ' όλες αυτές τις τέσσερις ημέρες δεν είχε τίποτα άλλο μαζί του παρά μια μικρή τσότρα με νερό και δεν έτρωγε τίποτα άλλο παρά μόνο διάφορα όστρακα, που μάζευε από τους βράχους. Δεν έφταναν όμως όλα αυτά, έπρεπε να περάσει και αρκετά ποτάμια, παρόλο που μόλις και κατάφερνε να κολυμπάει - ένας άνθρωπος όταν προσπαθεί απελπισμένα να σώσει τη ζωή του θα κάνει τέτοια απίθανα και επικίνδυνα πράγματα που ένας άλλος ούτε που θα τα ονειρευόταν. Στην ακρογιαλιά βρήκε ένα ξεπλυμένο παλιοσάνιδο με μερικά μεγάλα καρφιά να προεξέχουν. Αυτά τα καρφιά τα ίσιωσε με πέτρες και ακόνισε τις άκρες τους κάνοντάς τες τόσο κοφτερές που μπορούσε να κόβει μ' αυτά. Ύστερα έκοψε μερικά αναρριχητικά φυτά και μ' αυτά έδεσε το 'να κοντά στ' άλλο διάφορα επιπλέοντα ξύλα, που τα είχε μαζέψει, κι έτσι έφτιαξε μια σχεδία που μ' αυτή μπορούσε να περνάει τους ποταμούς. Τελικά έφτασε στο Τρίστε όπου βρήκε ένα πλοίο μπουκανιέρων από την Τζαμάικα. Αφού τους εξιστόρησε τις περιπέτειές του, τους πρότρεψε να του δώσουν ένα μονόξυλο και είκοσι άντρες για να κάνει μια νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση στο καράβι όπου ήτανε φυλακισμένος και που ήταν ακόμα αγκυροβολημένο στην Καμπές. Οι μπουκανιέροι συμφώνησαν. Οχτώ μέρες αργότερα, ο Μπαρτολομέο και οι είκοσι άντρες του μέσα 94
στη σκοτεινιά της νύχτας μπήκανε στο λιμάνι του Καμπές και στη στιγμή, χωρίς να πουν ούτε μια κουβέντα, σαλτάρισαν στο πλοίο. Οι άντρες του καραβιού νόμισαν πως ήταν ένα από κείνα τα μονόξυλα, που έρχονται από την πόλη, κουβαλώντας λαθρεμπόριο - γρήγορα όμως ανακάλυψαν το λάθος τους, όταν όλοι οι μπουκανιέροι πηδήσανε στο κατάστρωμα και αιχμαλώτισαν το πλοίο. Οι μπουκανιέροι χωρίς να χάσουν καιρό έκοψαν τον κάβο της άγκυρας και άνοιξαν πανιά. Στο πλοίο υπήρχε ακόμα πολύ εμπόρευμα, μα το χρυσάφι είχε εκφορτωθεί. Ο Μπαρτολομέο ελ Πορτούγκες ξέχασε τώρα πια όλες τις ταλαιπωρίες, που είχε περάσει, γιατί για ακόμα μια φορά είχε ένα καλό καράβι και μεγάλες ελπίδες για την τύχη του. Την ώρα όμως ακριβώς που νόμιζε πως είχε ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες του, η κακοτυχία, που σταθερά του 'κοβε τη φόρα, μέσα σ' ένα πολύ σύντομο διάστημα τον καταβαράθρωσε και πάλι. Είχε βάλει πλώρη για την Τζαμάικα και βρισκότανε στην περιοχή του Άιλ οφ Πίνες, στα νότια της Κούβας, όταν το καράβι του έπεσε μέσα σε μια νότια ανεμοθύελλα που το 'ριξε απάνω στις ξέρες του Λος Χαρντίνες. Με πικρό πόνο καρδιάς, αυτός και οι άντρες του, ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν το καράβι και να πάνε στη Τζαμάικα με το μονόξυλο. Εκεί πέρα δε χασομέρησαν καθόλου* στο άψε - σβήσε ήταν έτοιμοι και πάλι για να βγούνε σε αναζήτηση λείας - όμως και πάλι η τύχη ήταν ενάντια στον ελ Πορτούγκες. Ο Μπαρτολομέο έκανε πολλές βίαιες επιθέσεις στους Ισπανούς χωρίς όμως μεγάλο κέρδος από τις λεηλασίες του, γιατί τον είδα να πεθαίνει μέσα στη μεγαλύτερη αθλιότητα που μπορεί να δει κανείς ,σ' αυτό τον κόσμο. Υπάρχει ένας μπουκανιέρος, που ζει ακόμα στην Τζαμάικα που αυτουνού τα ανδραγαθήματα δεν πάνε πίσω σε τόλμη. Ήτανε γεννημένος στο Γκρόνινγκεν και για ένα μεγάλο διάστημα ζούσε στη Βραζιλία, όταν όμως οι Πορτογάλοι ξαναπήραν αυτή τη χώρα από τους Ολλανδούς, οι διάφοροι άποικοι που έμεναν εκεί ήταν υποχρεωμένοι να φύγουν. Άλλοι πήγανε στην Ολλανδία, άλλοι στη Γαλλία ή στα Αγγλικά Νησιά και μερικοί καταφύγανε στα Παρθένα Νησιά. Αυτός ο άνθρωπος πήγε στην Τζαμάικα και μη βρίσκοντας τι άλλο να κάνει πήγε και ενώθηκε με τους μπουκανιέρους, που τον ονομάσανε Ροκ ο 95
Βραζιλιάνος. Πρώτα μπάρκαρε σαν κοινός ναύτης και έγινε πολύ αγαπητός στο πλήρωμα. Στο μεταξύ, μια ομάδα από δυσαρεστημένους ναύτες συναθροίστηκε γύρω του και σε λίγο, παίρνοντας ένα πλοιάριο, αποσκίστηκαν από τον καπετάνιο τους, ανακηρύσσοντας καπετάνιο του νέου τσούρμου τον Ροκ. Σύντομα αιχμαλώτισαν ένα καράβι που ερχόταν από την Νέα Ισπανία, φορτωμένο με πολύ χρήμα, και το φέρανε στη Τζαμάικα. Ο Ροκ απ' αυτό το ανδραγάθημα απόχτησε μεγάλη φήμη και στο τέλος έγινε τόσο θρασύς που έκανε όλη την Τζαμάικα να τρέμει. Δεν είχε κανένα αυτοέλεγχο και συμπεριφερόταν έτσι, λες και τον είχε πιάσει λύσσα. Άμα μέθαγε, άρχιζε μα τριγυρίζει την πόλη σαλ' τρελός. Το πρώτο πρόσωπο που θα συναντούσε, θα του 'κοβι ι ο μπράτσο ή το πόδι, χωρίς κανένας να τολμάει να μπει στη μέση γιατί ήταν κάτι πάρα πάνω από μανιακός. Σε βάρος των Ισπανών διέπραξε τις μεγαλύτερες θηριωδίες που μπορούσαν να γίνουν. Μερικούς απ' αυτούς τους έδεσε ή τους σούβλισε με ξύλινα παλούκια και τους έψησε ζωντανούς ανάμεσα σε δυο φωτιές, λες κι ήτανε γουρούνια - κι όλα αυτά γιατί αρνούνταν να του δείξουν το δρόμο για τα χοιροστάσια, που ήθελε να λεηλατήσει. Κάποια φορά κυνηγούσε μια λεία στο μάκρος της ακτής του Καμπές, όταν το πλοίο του, ύστερα από μια θύελλα, έπεσε απάνω σε μια ξέρα. Αυτός και το πλήρωμά του ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν το καράβι και να βγούνε στην ακτή, χωρίς να μπορέσουν να σώσουν τίποτα άλλο εκτός από τα μουσκέτα τους, λίγο μπαρούτι και κάτι σφαίρες. Αυτό έγινε ανάμεσα στην Καμπές και στο Τρίστε. Μόλις πάτησαν το πόδι τους στη στεριά, ξεκίνησαν αμέσως για το Ελ Γκόλφο Τρίστε όπου σ' αυτό το μέρος πηγαίνουν πάντα αυτοί οι πλανόδιοι μισθοφόροι για να επισκευάσουν τα πλοία τους. Ύστερα από τρεις ή τέσσερις ημέρες είχαν εξαντληθεί από την πείνα, τη δίψα και τον ανώμαλο δρόμο και μόλις στέκονταν στα πόδια τους· το χειρότερο όμως απ' όλα ήταν πως έγιναν αντιληπτοί από καμιά εκατοστή ισπανούς καβαλαρέους, που έτυχε να περνούν από κει. Ο καπετάν - Ροκ τότε δήλωσε χωρίς περιστροφές στους συντρόφους του πως δεν είχε καμιά όρεξη να παραδοθεί και ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να πέσει αιχμάλωτος στα χέρια 96
των Ισπανών. Οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες ήταν τριάντα σε αριθμό, όλοι καλά οπλισμένοι, και καθώς ο καπετάνιος τους τους είχε εγκαρδιώσει, αποφάσισαν να πεθάνουνε μαζί του παρά να παραδοθούν. Στο μεταξύ, οι Ισπανοί κάλπαζαν ορμητικά εναντίον τους. Οι πλανόδιοι μισθοφόροι τους άφησαν να πλησιάσουν σε τέτοια κοντινή απόσταση που δε γινόταν πια ν' αστοχήσουν και το κάθε βόλι έβρισκε το στόχο του. Η μάχη κράτησε μια ώρα και όσοι από τους Ισπανούς είχαν επιζήσει το βάλανε στα πόδια. Οι μπουκανιέροι σκότωσαν αμέσως τους τραυματισμένους Ισπανούς και πήραν τ' άλογά τους καθώς και την τροφή, που κουβαλούσαν. Τώρα μπορούσανε με ευκολία να συνεχίσουν το δρόμο τους, χωρίς να έχουνε χάσει πάρα πάνω από δυο σκοτωμένους συντρόφους τους και δυο τραυματισμένους. Καβάλα τώρα πια στ' άλογα ακολουθούσαν τον παραλιακό δρόμο και πριν να φτάσουν στον Κόλπο, πήραν είδηση ένα ισπανικό μπάρκο στ' ανοιχτά, που ερχότανε για να κόψει αιματόξυλο. Οι μπουκανιέροι κρύφτηκαν αμέσως και στείλανε μια εμπροσθοφυλακή από έξι άντρες για να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις του εχθρού. Το πρωί, όταν οι Ισπανοί βγήκανε στη στεριά, οι άντρες της εμπροσθοφυλακής τους πήραν τα μονόξυλα, μπήκαν και οι έξι μέσα, κωπηλάτησαν ως το μπάρκο και το αιχμαλώτισαν. Καθώς ήτανε λίγες οι προμήθειες στο πλοίο, σφάξανε μερικά από τ' άλογά τους και το κρέας τους το αλατίσανε με το αλάτι που βρήκαν απάνω στο πλοίο, για να μπορέσουν έτσι να συντηρηθούν ώσπου να έβρισκαν καλύτερη τροφή. Λίγο πιο ύστερα απ' αυτό, οι μπουκανιέροι αιχμαλώτισαν ένα καράβι, που ερχόταν από τη Νέα Ισπανία, φορτωμένο με τρόφιμα και πολλά σκούδα, και που πήγαινε στο Μαρακαίμπο για ν' αγοράσει κακάο. Ο καπετάν - Ροκ μ' αυτό το λάφυρο έβαλε πλώρη για την Τζαμάικα και κει πέρα αυτός κι οι σύντροφοί του παράσταιναν τους λόρδους ώσπου τα 'φαγαν όλα και ησύχασαν. Γιατί πάντα έτσι γίνεται μ' αυτούς τους μπουκανιέρους· όποτε τύχει κι αποχτήσουν κάτι, δεν το κρατάνε για πολύ καιρό στα χέρια τους. Όσο καιρό βροντάει η τσέπη τους, πέφτουνε με τα μούτρα στα ζάρια, στις πόρνες και στο πιοτό. Μερικοί απ' αυτούς μέσα σε μια μέρα θα σκορπίσουνε δυο ή 97
και τρεις χιλιάδες σκούδα και το άλλο πρωί δεν έχουν ούτε πουκάμισο να φορέσουν. Εγώ ο ίδιος στην Τζαμάικα είδα έναν άντρα να δίνει σε μια πόρνη 500 σκούδα, απλώς και μόνο για να τη δει γυμνή. Ναι, μάλιστα, κι ένα σωρό άλλες ασέβειες! Το δικό μου αφεντικό συχνά πήγαινε κι αγόραζε ένα βαρέλι κρασί, του 'βγάζε το καπάκι, το 'βαζε στη μέση του δρόμου και καθότανε δίπλα του φράζοντας το πέρασμα. Κάθε περαστικός έπρεπε να πιει μαζί του ειδαλλιώς τον ξάπλωνε κάτω νεκρό μ' ένα ντουφέκι που 'χε εκεί κοντά του πρόχειρο. Κάποια φορά αγόρασε ένα κάδο βούτυρο και έριχνε το περιεχόμενό του στον κάθε περαστικό από κει, λερώνοντας τα ρούχα του ή πασαλείβοντας το κεφάλι του, ανάλογα με το μέρος που τον πετύχαινε. Οι μπουκανιέροι είναι γενναιόδωροι στους συντρόφους τους· αν ένας απ' αυτούς δεν έχει τίποτα, οι άλλοι θα έρθουνε σε βοήθειά του. Οι ταβερνιάρηδες τους κάνουνε γερή πίστωση, μα στην Τζαμάικα πρέπει να είναι κανείς πολύ επιφυλακτικός μ' αυτά τα πρόσωπα, γιατί συχνά σε πουλάνε για το χρέος, πράγμα που έχω δει να γίνεται αρκετές φορές. Ακόμα κι ο άντρας που μόλις πριν από λίγο σας μίλησα γι' αυτόν, εκείνος που έδωσε στην πόρνη τόσα πολλά λεφτά για να τη δει γυμνή και που εκείνο τον καιρό είχε στα χέρια του 3.000 σκούδα, ε, λοιπόν, ακόμα κι αυτός τρεις μήνες αργότερα πουλήθηκε για τα χρέη του και μάλιστα πουλήθηκε από ένα άνθρωπο που στο δικό του μαγαζί είχε ξοδέψει τα περισσότερα από τα χρήματά του. Όμως να ξαναγυρίσουμε στην ιστορία μας. Ο καπετάν-Ροκ γρήγορα σπατάλησε τα λεφτά του και έτσι ήταν υποχρεωμένος να πάρει και πάλι μαζί με τους συντρόφους του το δρόμο για τη θάλασσα. Ξαναπήγε πίσω στην ακτή του Καμπές που ήταν ο συνηθισμένος τόπος των λεηλασιών του. Εκεί, ύστερα από δεκατέσσερις ημέρες που έμεινε άπρακτος, μπήκε σ' ένα μονόξυλο και πήγε να ρίξει μια ματιά στην κίνηση που είχε το αγκυροβόλιο του Καμπές, και να εξακριβώσει αν μπορούσε ν' αρπάξει κανένα πλοίο. Η κακοτυχία του όμως είχε βγάλει απόφαση που έλεγε πως αυτός ο ίδιος έπρεπε να αιχμαλωτιστεί από τους Ισπανούς, μαζί με το μονόξυλό του και με δέκα από τους συντρόφους του. Στη στιγμή τον έφεραν μπροστά στον κυβερνήτη, που τον 98
έκλεισε σε μια σκοτεινή τρύπα σχεδόν χωρίς φαί. Ο κυβερνήτης με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα τον κρέμαγε, μα δεν τολμούσε να το κάνει γιατί ο μπουκανιέρος είχε σκεφτεί ένα πανούργο τέχνασμα/Εγραψε ένα γράμμα στον κυβερνήτη πως τάχατες ήτανε γραμμένο από τους συντρόφους του τους άλλους μπουκανιέρους, που τον φοβέριζαν και τον απειλούσαν πως αν έκανε οποιοδήποτε κακό στο Ροκ, αυτοί στο μέλλον δε θα έδειχναν κανένα έλεος στους Ισπανούς που θα έπιαναν. Ο κυβερνήτης, λαβαίνοντας αυτό το γράμμα, φοβήθηκε για τον εαυτό του πως θα μπορούσε να έχει μια παρόμοια τύχη, γιατί προηγούμενα η Καμπές είχε πέσει στα χέρια αυτών των περιπλανώμενων τυχοδιωκτών, που για αρχηγό τους είχαν κάποιο Μάνζβηλντ [s¿c], που υπήρξε περίφημος μπουκανιέρος της Τζαμάικας. Γι' αυτό το λόγο ο κυβερνήτης αποφάσισε να στείλει τον καπετάν-Ροκ στην Ισπανία με τις γαλέρες. Προηγούμενα όμως έβαλε τον μπουκανιέρο να υποσχεθεί με όρκο πως ποτέ πια δε θα ξαναγύριζε στην πειρατεία, απειλώντας τον επιπρόσθετα πως θα τον κρέμαγε χωρίς κανένα έλεος, αν ποτέ ξανάπεφτε στα χέρια του. Ο καπετάν-Ροκ δεν είχε μείνει πολύ καιρό στην Ισπανία κι άρχισε να αναζητάει κάποια ευκαιρία για να ξαναγυρίσει στην Τζαμάικα. Στο ταξίδι από τις Δυτικές Ινδίες είχε κερδίσει κάπου 500 σκούδα από το ψάρεμα και μ' αυτά τα χρήματα αγόρασε ρούχα και άλλα απαραίτητα και με τα υπόλοιπα πήγε πίσω στο νησί. Φτάνοντας στην Τζαμάικα, άρχισε τη δουλειά της λεηλασίας με ακόμα μεγαλύτερη πανουργία και τόλμη από άλλοτε, αφιερώνοντας όλη τη δραστηριότητά του σε ενέργειες που όπως είχε υποσχεθεί να βλάπτουν τους Ισπανούς. ^ Οι Ισπανοί, βλέποντας πως δεν υπήρχε περίπτωση ν' απαλλαγούν από τους μπουκανιέρους, προσανατολιστήκανε στην ιδέα να μειώσουν τον αριθμό των ταξιδιών τους, αυτό όμως δεν τους συνέφερε. Οι μπουκανιέροι, όταν δεν μπορούσαν να αιχμαλωτίσουν στη θάλασσα τα πλοία των Ισπανών, μαζεύονταν σε μπουλούκια και βγαίνανε στην ξηρά, λεηλατώντας πόλεις και χωριά. Ο μπουκανιέρος που εγκαινίασε αυτές τις αποβατικές επιχειρήσεις, ήταν ο Λιούις Σκοτ. Κυρίεψε την πόλη της Καμπές, λεηλάτησε το μέρος και πριν να φύγει εξανάγκασε τους κατοίκους να πληρώσουνε λύτρα. Ύστερα απ' αυτόν ήρθε 99
o Μάνζβηλντ, που ανέλαβε να αποβιβαστεί στη Νέα Γρανάδα κι από κει να ερημώσει τον τόπο ίσαμε τη Νότια Θάλασσα, πράγμα που το κατάφερε· αναγκάστηκε όμως να γυρίσει πίσω από έλλειψη τροφής. Πρώτα κυρίεψε το νησί Καταλίνα όπου έπιασε μερικούς αιχμαλώτους, που του 'δειξαν το δρόμο για την πόλη της Καρταγκένας. Ένας άλλος μπουκανιέρος - ο Τζων Ντέιβις από την Τζαμάικα - διηύθυνε κι αυτός μια τολμηρή επιχείρηση σ' αυτή την ίδια περιοχή. Για πολύ καιρό ενέδρευε στον Κόλπο του Μπόκα ντελ Τόρο, περιμένοντας για τα πλοία που έρχονταν από την Καρταγκένα και πηγαίνανε στη Νικαράγουα, μα όλο αυτό το διάστημα δεν είχε φανεί τίποτα. Τότε αυτός κι οι άντρες του αποφάσισαν ν' αφήσουν το πλοίο τους στην εκβολή του ποταμού Νικαράγουα και με τα μονόξυλά τους να ανεβούν το ρεύμα του ποταμού να φτάσουν στην πόλη νύχτα και να λεηλατήσουν τις εκκλησίες και τις περιουσίες των σπουδαιότερων εμπόρων. Ήτανε μια συμμορία από ενενήντα άτομα και είχανε στην κατοχή τους τρία μονόξυλα. Στο καράβι, που ήταν κρυμμένο μέσα στα δέντρα στην εκβολή του ποταμού για να μην το πάρουν είδηση οι Ινδιάνοι που έρχονταν εκεί για ψάρεμα, αφήσανε για φρουρά δέκα άντρες και οι υπόλοιποι μπήκανε στα μονόξυλα. Ανέβαιναν το ρεύμα του ποταμού νύχτα και την ημέρα κρύβονταν στα δέντρα, που φυτρώνανε στην όχθη του ποταμού. Τα μεσάνυχτα περίπου της τρίτης νύχτας φτάσανε στην πόλη. Ο φρουρός τους πήρε για ψαράδες που έρχονταν από τη λιμνοθάλασσα, γιατί αρκετοί από τους μπουκανιέρους μιλούσαν καλά ισπανικά. Επίσης είχαν κι έναν Ινδιάνο μαζί τους, που έμενε σ' αυτά τα μέρη και το 'χε σκάσει γιατί οι Ισπανοί ήθελαν να τον κάνουνε σκλάβο. Αυτός ο Ινδιάνος πετάχτηκε στην όχθη, πλησίασε το φρουρό και τον έβγαλε από τη μέση. Ύστερα απ' αυτό, όλοι πετάχτηκαν έξω και έκαναν από μια επίσκεψη στα μέγαρα τριών ή τεσσάρων σημαινόντων πολιτών. Από κει πήρανε χρήματα όσα μπορούσαν να σηκώσουν τα χέρια τους· επίσης λήστεψαν και αρκετές εκκλησίες, μα μέσα σ' αυτή την ανακατωσούρα μερικοί κάτοικοι, που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι, κατάφεραν να το σκάσουν και άρχισαν να φωνάζουνε διασχίζοντας την πόλη. Οι κάτοικοι και η φρουρά πήρα100
νε τοτε χαμπαρι κι ετσι οι μπουκανιεροι ήταν υποχρεωμένοι να το βάλουνε στα πόδια, κουβαλώντας μαζί τους όσα περισσότερα λάφυρα μπορούσαν. Επίσης πήρανε μαζί τους και λίγους αιχμαλώτους για να πετύχουνε μ' αυτούς ανταλλάγματα, αν τους αποκόβανε σε καμιά μεριά. Οι μπουκανιεροι, μόλις φτάσανε στην εκβολή του ποταμού, ετοίμασαν το πλοίο τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και ξεκίνησαν για την ανοιχτή θάλασσα. Στο μεταξύ, για λύτρα είχαν αναγκάσει τους αιχμαλώτους να τους προμηθέψουν τόσο κρέας όσο χρειάζονταν για την επιστροφή τους στην Τζαμάικα. Ενώ ήταν ακόμα στην εκβολή του ποταμού, τους επιτέθηκαν καμιά 500αριά Ισπανοί καλά οπλισμένοι, μα οι θρασείς κανονιοβολισμοί των μπουκανιέρων τους έκαναν να οπισθοχωρήσουν. Κι έτσι προς μεγάλη ατίμωσή τους, οι Ισπανοί κάθονταν και τους έβλεπαν να φεύγουνε με τα δικά τους τα πλούτη. Ενενήντα μπουκανιέροι είχαν τολμήσει να αποβιβαστούν, να πάνε σε μια πόλη που βρισκόταν περισσότερο από σαράντα λεύγες μακριά από την ακτή και που φυλαγόταν από 800 καλά αρματωμένους άντρες και μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα κατάφεραν και πήρανε μια τόσο σημαντική λεία! Οι μπουκανιέροι είχαν αρπάξει πάρα πάνω από 40.000 σκούδα σε ρευστό χρήμα, εκτός από το ασήμι και τα διαμαντικά. Ύστερα απ' αυτά, χωρίς κανένα άλλο χασομέρι, φτάσανε στην Τζαμάικα με τα λάφυρά τους όπου γρήγορα τα κατασπατάλησαν όλα, κι έτσι για ακόμα μια φορά ήταν αναγκασμένοι να πάνε σε αναζήτηση νέας λείας. Ο Τζων Ντέιβις, καθώς ήταν ικανός ηγέτης, εκλέχτηκε από μια ομάδα μπουκανιέρων ως αρχηγός των εφτά ή οχτώ πλοίων τους. Αυτοί οι μπουκανιέροι, λοιπόν, αποφάσισαν να περιπλέουν τη βόρεια ακτή της Κούβας και να περιμένουν το στόλο, που ερχόταν από τη Νέα Ισπανία και να λαφυραγωγήσουνε μερικά από τα πλοία του. Αυτό το σχέδιο δεν πέτυχε, αλλά παρά να γυρίσουνε στα λημέρια τους μ' αδειανά χέρια, προτίμησαν να βάλουν πλώρη για την ακτή της Φλώριδας. Εκεί αποβιβάστηκαν και κυρίεψανε μια μικρή πόλη, που λέγεται Άγιος Αυγουστίνος. Αυτή η πόλη είχε ένα φρούριο, που το υπερασπίζανε δυο λόχοι στρατιωτών, και μολοντούτο οι μπουκανιέροι λεηλάτησαν το μέρος και φύγανε χωρίς οι Ισπανοί να μπορέσουν να τους κάνουν την παραμικρή ζημιά. 101
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η καταγωγή των ονομαστών μπονκανίέρων Φρανσουά λ' Ολονναί και Τζων Μόργκαν,' καθώς και τα πιο φημισμένα ανόραγαθήματά τους ενάντια στους Ισπανούς στην Αμερική' μαζί με τη ζωή και τα έργα κάποιων άλλων θαλασσινών περιπλανώμενων τυχοδιωκτών, που ζούσανε μέσα και γύρω απ' αυτές τις περιοχές
1. Το όνομα του φημισμένου Μόργκαν ήτοχν Ερρίκος και του μπουκανιέρου λ' Ολονναί ήταν Ζαν-Νταβίντ NÜJ.
o πειρατής Φρανσουά λ' Ολονναίπον έγινε διάσημος για την σκληρότητά του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η καταγωγή τον Φρανσουά λ' Ολονναί και το ξεκίνημα των λεηλασιών τον Φρανσουά λ' Ολονναί γεννήθηκε σ' ένα μέρος που λέγεται Les Sables d' Olonne (Λε Σαμπλ ντ' Ολόνν) στη γαλλική ακτή. Παιδί ακόμα στάλθηκε στα Καραϊβικά νησιά με το συνηθισμένο τρόπο, δηλαδή ως συμβασιούχος εργάτης ή μ' άλλα λόγια σκλάβος. Όταν τελείωσε τη θητεία του ως εργάτης, για μια περίοδο έμεινε με τους κυνηγούς στην Ισπανιόλα. Αργότερα ανέλαβε να ληστεύει τους Ισπανούς, αποχτώντας μ' αυτό τον τρόπο άπειρα πλούτη ενώ ταυτόχρονα διέπραττε ανείπωτες βαρβαρότητες. Θα περιγράψω τα κυριότερα κατορθώματα της καριέρας του, όσα έγιναν ίσαμε το θάνατό του. Αφού έκανε δύο ή τρία ταξίδια με τους μπουκανιέρους, δείχνοντας πάντα εξαιρετικό θάρρος, ο κυβερνήτης της Τορτούγκας, ο Μ. ντε λα Πλας, του 'δωσε τη διοίκηση ενός καραβιού και μ' αυτό έκανε την τύχη του λεηλατώντας τα ισπανικά καράβια, γιατί εκείνο τον καιρό γινόταν πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία και την Ισπανία. Μ' αυτό το καράβι ο λ' Ολονναί απόχτησε ένα πλήθος λάφυρα, μα ανάμεσα στους Ισπανούς έγινε διαβόητος για τις ωμότητές του ενώ η φαυλότητά του ξεσήκωσε εναντίον του μια γενικότερη κατακραυγή σ' ολόκληρη την περιοχή. Οπουδήποτε κι αν τον συναντούσανε στη θάλασσα, τον πολεμούσαν ίσαμε κει που δεν μπορούσαν άλλο, γιατί ο λ' Ολονναί δε χάριζε κάστανα στους Ισπανούς. Η τύχη, ευνοϊκή γι' αυτόν ως τώρα, άρχισε να του γυρίζει την πλάτη. Είχε τη μεγάλη ατυχία να χάσει το καράβι του σε μια βορινή ανεμοθύελλα στην ακτή της Καμπές. Αυτός και το πλήρωμά του ήταν αναγκασμένοι να καταφύγουνε στην ξηρά για να σώσουν τις ζωές τους. Οι Ισπανοί τους πήραν είδηση και τους επιτέθηκαν, σκοτώνοντας πολλούς από τους άντρες
Ο
105
του. O λ' Ολονναί ήξερε πως οι Ισπανοί δε θα έδειχναν καμιά ευσπλαχνία σ' αυτόν και κείνη τη στιγμή δεν υπήρχε καμιά ευκαιρία για να το σκάσει καθώς ήταν ήδη λαβωμένος. Σ' αυτήν την κατάσταση που ήταν, του 'ρθε η ιδέα και πασαλείφτηκε με αίμα κι ύστερα σύρθηκε και χώθηκε κάτω από τα πτώματα, που βρίσκονταν πεσμένα στην παραλία. Όταν ο εχθρός έφυγε από το πεδίο της μάχης, ο λ' Ολονναί με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να φτάσει στο δάσος και κει κάθησε να σκεφτεί ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να σώσει τη ζωή του. Ο λ' Ολονναί, αφού ξαναβρήκε τις δυνάμεις του κι έκλεισαν και οι πληγές του, ντυμένος σπανιόλικα πήγε στα περίχωρα της Καμπές. Εκεί πέρα μίλησε με μερικούς σκλάβους και τους υποσχέθηκε την ελευθερία τους, αν ακολουθούσαν τις υποδείξεις του. Οι σκλάβοι άκουσαν τα λόγια του, έκλεψαν ένα από τα μονόξυλα του αφεντικού τους και μαζί με τον μπουκανιέρο ανοιχτήκανε στη θάλασσα, πλέοντας για την Τορτούγκα. Στο μεταξύ, οι Ισπανοί είχανε ρίξει στη φυλακή αρκετούς από τους συντρόφους του λ' Ολονναί και κει τους ανακρίνανε ζητώντας να μάθουν τι απόγινε ο αρχηγός τους. Οι αιχμάλωτοι απάντησαν πως ήταν νεκρός μιας και δεν ήξεραν τίποτα άλλο. Οι Ισπανοί αγαλλίασαν και ανάψανε φωτιές για να γιορτάσουν αυτό το θρίαμβο, ευχαριστώντας το Θεό που ευαρεστήθηκε να τους απαλλάξει από ένα τέτοιο σκληρό εχθρό. Στο μεταξύ, ο λ' Ολονναί μαζί με τους σκλάβους έφτασε στην Τορτούγκα. Αντί να απασχοληθεί με καμιά άλλη δουλειά, αντί να προσπαθήσει ν' αποφύγει μελλούμενους κινδύνους σαν κι αυτούς που μόλις είχε περάσει, ο μπουκανιέρος δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να αναζητάει να βρει κανένα άλλο καράβι. Ξαναβγήκε στη θάλασσα για άλλη μια φορά μ' ένα μικρό καράβι, που κατάφερε να το πάρει με απάτη, και με πλήρωμα είκοσι άντρες καλά οπλισμένους έβαλε πλώρη για μια μικρή πόλη που λεγόταν Ντε λος Κάγιος, στη βόρεια ακτή της Κούβας, όπου εκεί οι κάτοικοι είχαν αναπτύξει ένα εξαγωγικό εμπόριο και στέλνανε στη Χαβάνα δέρματα, καπνό και ζάχαρη. Εδώ, στο μάκρος της παραλίας, τα νερά είναι πολύ ρηχά, γι' αυτό και οι Ισπανοί για τη μεταφορά των εμπορευμάτων χρησιμοποιούσαν μικρά πλοιάρια. Ο λ' Ολονναί σκόπευε να λεηλατήσει μερικά απ' αυτά τα πλοιάρια, μα τον πήραν είδηση κάποιοι ψαράδες, 106
που είχαν την εξαιρετική τύχη να μην τους πιάσει. Αυτοί οι άνθρωποι έτρεξαν αμέσως στη Χαβάνα και με φωνές γεμάτες φόβο και απελπισία είπανε στον κυβερνήτη πως ο λ' Ολονναί, ο γάλλος κουρσάρος, βρισκόταν στην ακτή με δυο μονόξυλα και ότι αυτοί δεν τολμούσαν να εξακολουθήσουν τη δουλειά τους γιατί τον φοβόντουσαν. Ο κυβερνήτης δεν τους πίστεψε, γιατί είχε πάρει γράμματα από την Καμπές, που ανέφεραν πως ο λ' Ολονναί ήταν νεκρός. Μολοντούτο, ενδίδοντας στις ικεσίες των Ισπανών, που είχανε φέρει τα νέα, ετοίμασε ένα μικρό καράβι, που είχε για οπλισμό δέκα κανόνια και που επανδρώθηκε με ενενήντα καλά οπλισμένους στρατιώτες. Αυτό το καράβι στάλθηκε με την εντολή να μη γυρίσει πίσω αν πρώτα δεν εξόντωνε τους μπουκανιέρους. Και για να εκτελεστεί αυτός ο σκοπός, ο κυβερνήτης έστειλε μαζί κι ένα νέγρο ως δήμιο για να κρεμάσει τους μπουκανιέρους - εκτός, βέβαια, από τον αρχηγό, που θα τον φέρνανε στη Χαβάνα. Το καράβι έφτασε στην πόλη του Ντε λος Κάγιος, μα αντί αυτό να πάει να βρει τους λεηλάτες, ήρθαν οι μπουκανιέροι αναζητώντας τους Ισπανούς. Κάποιοι ψαράδες, που τους είχαν αιχμαλωτίσει οι μπουκανιέροι, τους είπαν πού βρισκόταν το πλοίο και ποιοι ήταν οι σκοποί του, ελπίζοντας πως μ' αυτά τα νέα θα έκαναν τους μπουκανιέρους να τρομάξουν και θα απομακρύνονταν από την ακτή. Έφεραν όμως το αντίθετο αποτέλεσμα· ο λ' Ολονναί είχε μια τόσο άπληστη επιθυμία να αρπάξει ένα καράβι, που θα του 'δινε την ευκαιρία να επιφέρει μια ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή στους Ισπανούς και να κάνει μια ακόμα μεγαλύτερη περιουσία, ώστε αυτός και το πλήρωμά του αποφάσισαν να επιτεθούν και να αιχμαλωτίσουν το πολεμικό. Το ισπανικό καράβι βρισκότανε στην εκβολή ενός ποταμού και οι μπουκανιέροι εξανάγκασαν ένα από τους αιχμαλωτισμένους ψαράδες να τους οδηγήσει σ' αυτό. Αποβιβάστηκαν, λοιπόν, στην παραλία και ξεκίνησαν κάτω από την κάλυψη των δέντρων. Στις δύο τη νύχτα οι μπουκανιέροι πλησίασαν τους Ισπανούς* εκείνοι τους χαιρέτησαν και τους ρώτησαν αν είχανε δει τους κουρσάρους. Οι μπουκανιέροι απάντησαν, «Όχι, μόλις πληροφορήθηκαν τον ερχομό σας, το βάλανε στα πόδια!». Οι άντρες του πολεμικού ήταν απόλυτα δικαιολογημένοι να μην έχουν επιφυλάξεις σε κάτι τέτοιο, το άλλο πρωί 1Θ7
όμως, χωρίς να μπορούν να δουν ακόμα τους μπουκανιέρους, άκουσαν τις πολεμικές κραυγές τους. Οι Ισπανοί αμέσως πήρανε θέσεις μάχης, κανονιοβολώντας τα πειρατικά μονόξυλα που ήταν αραγμένα στην εκβολή του ποταμού. Όταν οι Ισπανοί ρίξανε δυο ή τρεις ομοβροντίες, οι μπουκανιέροι έκριναν πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή και όλοι μαζί σκαρφαλώσανε στο καράβι με τα γιαταγάνια στο χέρι και κυνήγησαν όλους τους Ισπανούς στριμώχνοντάς τους στο κάτω κατάστρωμα. Ο λ' Ολονναί τους άφησε να 'ρχονται απάνω ο ένας ύστερα από τον άλλο και μόλις ξεμύτιζαν από την καταπακτή, τους έκοβε τα κεφάλια. Όταν ξεπάστρεψε αρκετούς απ' αυτούς, ήρθε κι η σειρά του νέγρου, που προοριζότανε για εκτελεστής των μπουκανιέρων. «Señor capitan;», φώναξε, «No me matéis; os diré la verdad;». (Που σημαίνει «Κύριε καπετάνιε! Μη με σκοτώσεις· εγώ θα σου πω την αλήθεια!»). Ο λ' Ολονναί κάθησε και άκουσε την εξομολόγησή του κι ύστερα συνέχισε όπως και πρώτα, σκοτώνοντας δηλαδή και τους υπόλοιπους Ισπανούς που είχανε μείνει, εκτός από έναν. Σ' αυτόν έδωσε ένα γράμμα για τον κυβερνήτη της Χαβάνας και του 'πε να διαβιβάσει κι ένα προφορικό μήνυμα, που έλεγε πως όσοι κι αν ήταν οι Ισπανοί που είχε πιάσει αιχμαλώτους, δε θα τους έδειχνε κανένα έλεος. Ταυτόχρονα ο λ' Ολονναί ορκιζόταν πως προτιμούσε ν' αυτοκτονήσει παρά να παραδοθεί ποτέ στα χέρια των Ισπανών. Το γράμμα περιλάμβανε παρόμοιες δηλώσεις και έλεγε επίσης πως ο λ' Ολονναί ήλπιζε ν' ανταποδώσει και με το πάρα πάνω μάλιστα όσα ίσαμε κείνη την ώρα του είχε κάνει ο κυβερνήτης της Χαβάνας. Ο κυβερνήτης, όταν έμαθε τα νέα αυτής της καταστροφής, λύσσαξε από το κακό του και υποσχέθηκε θάνατο σε κάθε μπουκανιέρο, που θα έπεφτε στα χέρια του. Όλοι όμως οι κάτοικοι της Κούβας τον παρακάλεσαν να μην κάνει κανά τέτοιο πράγμα. Κάθε μέρα είχαν να κάνουνε με τη θάλασσα για να βγάζουν το ψωμί τους και οι μπουκανιέροι θα μπορούσαν να πιάσουν εκατό απ' αυτούς για κάθε μπουκανιέρο που μπορεί να 'πιαναν οι Ισπανοί, γι' αυτό και ικέτεψαν τον κυβερνήτη να μη βάλει σε ενέργεια μια τέτοια εκδικητική πράξη. Τώρα ο λ' Ολονναί είχε καταφέρει να πάρει το καράβι που ήθελε, μα σ' αυτό δε βρήκε τίποτα το σπουδαίο σα λεία, γι' 108
αυτό αποφάσισε να μαζέψει από δω κι από κει κι άλλους άντρες και περιπλέοντας τις θάλασσες να βρει καινούργια λεία. Κι αυτό έκανε, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία, γιατί στον Κόλπο του Μαρακαίμπο αιχμαλώτισε ένα καράβι, που πήγαινε στο Μαρακαΐμπο για ν' αγοράσει κακάο, γι' αυτό κι ήτανε φορτωμένο με χρήμα και με εμπορεύματα για ανταλλαγή. Ύστερα απ' αυτό γύρισε και πάλι στην Τορτούγκα όπου γίνανε μεγάλες χαρές και πανηγύρια. Ο λ' Ολονναί δεν ήταν πολύς καιρός που βρισκότανε στην Τορτούγκα, όταν αποφάσισε να φτιάξει ένα στόλο και να πάει να λεηλατήσει την ισπανική ακτή. Εκείνη την εποχή είχε πιάσει μερικούς αιχμαλώτους, που του υποσχέθηκαν να γίνουν οδηγοί του, εξυπονοώντας, βέβαια, πως σ' αυτή την επιχείρηση θα έπαιρνε μαζί του μια δύναμη από 500 άντρες. Ο σκοπός των πειρατών ήταν να κυριέψουν το Μαρακαίμπο και να λεηλατήσουν όλα τα χωριά και τις πόλεις, που βρίσκονταν στο μάκρος της ακτής. Οι αιχμάλωτοι ήξεραν πάρα πολύ καλά την περιοχή, ιδιαίτερα μάλιστα ένας Γάλλος, που είχε μια σύζυγο εκεί.
109
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο λ' Ολονναί συγκεντρώνει και εφοδιάζει ένα στόλο για να πάει να λεηλατήσει τις ισπανικές ακτές της Αμερικής λ' Ολονναι έκανε γνωστό σ' όλους τους μπουκανιέρους το σκοπό που είχε. Μέσα σε δυο μήνες είχε συγκεντρώσει 400 άντρες και ήταν έτοιμος για να αρχίσει. Ένας άλλος ανεξάρτητος λεηλάτης, που ζούσε στο νησί, ήταν ο Μισέλ ο Βάσκος, ένας άντρας που είχε κερδίσει τόσο πολλά από τη λεηλασία που δεν ασχολιόταν πια με τη θάλασσα. Οπωσδήποτε όμως κάθησε και ζύγιασε τα πράγματα και είδε πως αν τα σχέδια του λ' Ολονναί πετύχαιναν δημιουργούσαν όλες εκείνες τις γοητευτικές ευκαιρίες για απειράριθμα λάφυρα, γι' αυτό έπιασε φιλίες με τον μπουκανιέρο αρχηγό και όχι μόνο αυτό αλλά του προσέφερε και τις υπηρεσίες του, λέγοντάς του πως κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις ήταν ικανός να κουμαντάρει χερσαίες δυνάμεις. Ο λ' Ολονναί, γνωρίζοντας καλά την πείρα που είχε αποχτήσει ο Μισέλ ο Βάσκος στους στρατούς της Ευρώπης, τον διόρισε διοικητή των χερσαίων του δυνάμεων. Το εκστρατευτικό σώμα επιβιβάστηκε σε οχτώ πλοία, που απ' αυτά του λ' Ολονναί το μικρό καράβι, οπλισμένο με δέκα κανόνια, ήταν το μεγαλύτερο από όλα τ' άλλα. Αφού ετοιμάστηκαν όλα, ξεκίνησαν από την Τορτούγκα στο τέλος του Απρίλη - μια δύναμη από 660 άντρες. Έβαλαν πλώρη για ένα τόπο, τη Μπαγιάχα, που βρισκόταν στη βόρεια ακτή της Ισπανιόλας, και κει πέρα επιβιβάσανε μια ομάδα κυνηγών, που κουβαλούσε μαζί της όλες τις προμήθειες που χρειάζονταν για το ταξίδι. Στα τέλη του Ιουλίου έπλεαν προς την Πούντα ντε Εσπάντα, το ανατολικό σημείο του νησιού, όταν διέκριναν ένα πλοίο φορτωμένο με κακάο, που ερχόταν από το Πουέρτο Ρίκο και πήγαινε στη Νέα Ισπανία. Ο ναύαρχος λ' Ολονναί, δίνοντας
Ο
110
διαταγές στο στόλο του να τον περιμένει στο νησί Σαβόνα, στο νότο, άρχισε να καταδιώκει αυτό το πλοίο μόνος του. Ύστερα από κυνήγι που κράτησε δυο ώρες, το ισπανικό πλοίο, καλά εξοπλισμένο, πήρε θέση για μάχη. Μολοντούτο, ύστερα από δυο ή τρεις ώρες σύγκρουσης, το πλοίο αιχμαλωτίστηκε. Το πλοίο ήταν εξοπλισμένο με δεκαέξι κανόνια και είχε πενήντα πολεμιστές στη δύναμή του. Οι μπουκανιέροι ανακάλυψαν πως το καράβι κουβαλούσε 120.000 πάουντς κακάο και 40.000 σκούδα σε ρευστό χρήμα καθώς και διαμαντικά, που η αξία τους έφτανε το λιγότερο σε 10.000 σκούδα. Ο λ' Ολονναί έστειλε το καράβι στην Τορτούγκα για να ξεφορτωθεί, με τη διαταγή πως μόλις αδειάσει το φορτίο του το πλοίο να γυρίσει πίσω και να τον συναντήσει στη Σαβόνα. Όταν ο λ' Ολονναί και ο υπόλοιπος στόλος του φτάνανε στη Σαβόνα, συνάντησαν ένα καράβι, που ερχόταν από την Κομάνα, με πολεμοφόδια και με λεφτά για να πληρωθεί η φρουρά στο Σαν Ντομίνγκο. Αυτό το πλοίο το κυριεύσανε χωρίς να ρίξουν ούτε μια ντουφεκιά* ήταν οπλισμένο με οχτώ κανόνια και είχε για φορτίο 7.000 πάουντς μπαρούτι, μια ποσότητα από μουσκέτα και φυσίγγια και 12.000 σκούδα. Το γεγονός αυτό ήτανε μια εξαιρετική αρχή και έδωσε στους μπουκανιέρους μεγάλη ενθάρρυνση που έβλεπαν το στόλο τους να ενισχύεται τόσο δυνατά στο ξεκίνημά του. Όταν το πλοίο με το κακάο έφτασε στην Τορτούγκα, ο κυβερνήτης το ξεφόρτωσε αμέσως, το προμήθεψε, όσο γινόταν πιο γρήγορα, με φρέσκιες προμήθειες και το 'στείλε πίσω στον λ' Ολονναί στο σημείο συνάντησης. Μέσα σε δυο βδομάδες το πλοίο έφτασε στη Σαβόνα. Σ' αυτό το καράβι επιβιβάστηκε ο ίδιος προσωπικά ο λ' Ολονναί και το παλιό του καράβι το έδωσε στο σύντροφό του Άντονυ ντυ Πουί. Ο λ' Ολονναί επιστράτευσε μερικούς ακόμα άντρες για ν' αντικαταστήσει εκείνους που σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν στην κατάληψη του πλοίου κι έτσι τώρα ο στόλος του ήτανε σε καλή κατάσταση, με κάθε άντρα πρόθυμο και ικανό να πολεμήσει για τη λεία. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ξεκίνησαν, με κατεύθυνση προς τον Κόλπο Μαρακαίμπο. Αυτός ο κόλπος σχηματίζεται από την ηπειρωτική ακτή της Νέας Βενεζουέλας, περίπου 12° βόρειο πλάτος· το μήκος του είναι κάπου είκοσι λεύγες και το πλάτος 111
του δώδεκα. Στο μέρος του κόλπου που βλέπει προς την ανοιχτή θάλασσα βρίσκονται τα νησιά Ονέγκα και Μόνγκες* το ανατολικό ακρωτήρι του κόλπου ονομάζεται Κάμπο Σαν Ρομάν και το δυτικό Κάμπο Κοκιμπακόα. Αυτός ο κόλπος έχει τη γενική ονομασία Κόλπος της Βενεζουέλας, μα οι μπουκανιέροι τον λένε Κόλπο Μαρακαιμπο. Στον πορθμό, που επιτρέπει την είσοδο στο εσωτερικό μέρος του κόλπου, είναι δυο νησάκια. Το ένα, το ανατολικό, ονομάζεται Ίζλα ντε λα Βίγκια, δηλαδή Νησί Επόπτης, γιατί πάνω σ' ένα ψηλό λόφο στη μέση του νησιού βρίσκεται μια σκοπιά μ' ένα φρουρό σε υπηρεσία νύχτα και μέρα. Το άλλο ονομάζεται Ίζλα ντε λας Παλόμας, δηλαδή Νησί των Περιστεριών. Πέρα απ' αυτά τα νησάκια, μακριά από την ηπειρωτική ακτή και αρκετά στο εσωτερικό της, είναι μια λίμνη με γλυκό νερό, εξήντα λεύγες μήκος και τριάντα πλάτος. Το νερό αυτής της λίμνης περνάει μέσα από τον πορθμό και χύνεται στον Κόλπο της Βενεζουέλας και στην ανοιχτή θάλασσα. Το πέρασμα για τα πλοία ανάμεσα στα δυο νησάκια δεν είναι πιο πλατύ από μια βολή ενός κανονιού οχτώ λιτρών. Στο νησί των Περιστεριών βρίσκεται ένα οχυρό που φυλάει τον πορθμό και κάθε καράβι που θέλει να μπει στη λίμνη πρέπει να περάσει κοντά από το νησί. Γιατί στο στόμιο του περάσματος βρίσκεται μια αμμοσύρτη με δεκατέσσερα πόδια βάθος νερό και μια λεύγα περίπου πιο μέσα υπάρχει άλλη μια αμμοσύρτη, που λέγεται Ελ Ταμπλάθο, και το βάθος εκεί του νερού είναι μονάχα δέκα πόδια. Ύστερα από κει και ίσαμε το Ρίο ντε λας Εσπίντας (σαράντα λεύγες περίπου κατά μήκος της λίμνης) το βάθος του νερού είναι έξι, εφτά και οχτώ οργιές. Ύστερα από έξι λεύγες περίπου κατά μήκος της ακτής της λίμνης, στη δυτική πλευρά, βρίσκεται το Μαρακαιμπο, μια πάρα πολύ όμορφη πόλη με εξαιρετικά καλόγουστα σπίτια χτισμένα δίπλα στο νερό. Ο πληθυσμός είναι αρκετά υπολογίσιμος σε αριθμό: συμπεριλαμβάνοντας τους σκλάβους, υπολογίζεται πως τρεις ή τέσσερις χιλιάδες ψυχές ζουν εκεί πέρα και ανάμεσά τους υπάρχουν 800 άντρες, που μπορούν να κρατούν όπλα και όλοι τους είναι Σπανιόλοι. Υπάρχουν τέσσερα μοναστήρια, ένα νοσοκομείο και μια μεγάλη κοινοτική εκκλησία. Η πόλη κυβερνιέται από ένα εντολοδόχο κυβερνήτη, που εξαρτάται από τον κυβερνήτη 112
του Καράκας· το κύριο εμπόριο είναι δέρματα και λίπος. Οι κάτοικοι είναι πλούσιοι σε γελάδια και στην άλλη πλευρά της λίμνης, κάπου τριάντα λεύγες νότια από το Μαρακαίμπο, έχουνε φυτείες γύρω από ένα μεγάλο χωριό, που το λένε Γιβραλτάρ. Εδώ πέρα το κακάο καλλιεργείται σε μεγάλες ποσότητες όπως το ίδιο γίνεται και με όλων των άλλων ειδών τις γεωργικές παραγωγές, που τροφοδοτούν το Μαρακαΐμπο, καθώς η γη γύρω απ' αυτή την πόλη είναι πολύ ξερή και άγονη. Κάθε μέρα πλοιάρια έρχονται από το Γιβραλτάρ φορτωμένα με προϊόντα όπως λεμόνια, πορτοκάλια, πεπόνια και χορταρικά κάθε είδους. Αυτά τα πλοιάρια επιστρέφοντας, παίρνουν κρέας από το Μαρακαίμπο, γιατί η γη γύρω από το Γιβραλτάρ δεν είναι κατάλληλη για την κτηνοτροφία. Η πόλη έχει ένα εξαιρετικό λιμάνι, που διαθέτει μεγάλες ευκολίες για τη ναυπήγηση όσων θέλετε πλοίων, αν και την ξυλεία είναι υποχρεωμένοι να τη φέρνουν από την ενδοχώρα. Κατάντικρυ στην πόλη βρίσκεται ένα νησάκι που το λένε Ίζλα Μπορίκα και κει πέρα ανατρέφονται πολλά γίδια, τα έχουν όμως μόνο για το δέρμα και το ξύγκι τους, γιατί, εκτός από τα μικρά κατσίκια, σπάνια τα σφάζουνε για να φάνε το κρέας τους. Γύρω από το Μαρακαΐμπο υπάρχουν πολλά κοπάδια πρόβατα και στο εσωτερικό αφθονούν τα βοσκοτόπια, μα το έδαφος είναι άγονο και ξερό. Τα ζώα είναι όλα αχαμνά, δείγμα έλλειψης βοσκής. Στο μάκρος της δυτικής ακτής ζουν ορισμένες φυλές Ινδιάνων, που δεν έχουν κατακτηθεί ακόμα, που οι Ισπανοί τις ονομάζουν Ίντιος Μπράβος. Αυτοί οι Ινδιάνοι δεν έχουν καμιά δοσοληψία με τους Ισπανούς. Χτίζουν τα σπίτια τους ψηλά πάνω στα δέντρα, που φυτρώνουνε μέσα στο νερό, για να τους ταλαιπωρούν όσο γίνεται λιγότερο τα κουνούπια. Στην ανατολική πλευρά της λίμνης βρίσκονται διάφορα ισπανικά ψαροχώρια, που τα σπίτια τους, στηριγμένα σε πασσάλους, είναι χτισμένα πάνω από το νερό. Κι αυτό γιατί ο γύρω χώρος είναι τόσο πεδινός και ελώδης που τα κουνούπια κάνουν τη ζωή ανυπόφορη και υπάρχει επίσης κίνδυνος από πλημμύρες. Η λίμνη τροφοδοτείται από εβδομηνταπέντε ποτάμια και χείμαρρους και όταν βρέχει με το τσουβάλι η περιοχή μπορεί να πλημμυρίσει σε μια έκταση πάρα πάνω από δυο ή και τρεις 113
λεύγες. Συχνά το χωριό Γιβραλτάρ πλημμυρίζει σε τέτοιο σημείο από τα νερά που οι κάτοικοι του είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν καταφύγιο στο εσωτερικό κοντά στις φυτείες. Το Γιβραλτάρ είναι χτισμένο πλάι στο νερό. 1.500 περίπου άνθρωποι ζουν εκεί πέρα, συμπεριλαμβάνοντας 400 άντρες, που μπορούν να κρατούν όπλα και που οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι μαγαζάτορες και έμποροι. Γύρω από το χωριό υπάρχουν πολλές φυτείες κακάου και ζαχαροκάλαμου. Η γη είναι πολύ εύφορη και γεμάτη με εξαίρετα δέντρα, που προμηθεύουν ξυλεία για σπίτια και για ναυπήγηση πλοίων. Εδώ πέρα μπορεί να βρει κανείς κολοσσιαίους κέδρους που η περιφέρεια του κορμού τους να φτάνει τα σαράντα πόδια* απ' αυτά τα δέντρα, σκαλίζοντάς τα, φτιάχνουν πλοία, τα λεγόμενα πιράγκουας, που μπορούν να έχουν κι ένα δεύτερο ιστό.^ Όμορφα ποτάμια κυλάνε μέσα απ' όλες τις γύρω αγροτικές περιοχές. Οι φυτείες κακάο βρίσκονται κοντά στα ποτάμια καιτην ώρα του ποτίσματος μέσα από χαντάκια, που έχουν υδατοφράχτες για να ελέγχουν τη ροή του νερού, μεταφέρουν το νερό σ' αυτές τις φυτείες. Παράγονται επίσης αξιοσημείωτες ποσότητες καπνού, ενός είδους μάλιστα που εκτιμάται ιδιαίτερα στην Ευρώπη· αυτός είναι ο γνήσιος καπνός Βιρτζίνια, που είναι γνωστός ως Ταμπάκο του Πάπα. Η έκταση της εύφορης γης είναι κάπου είκοσι λεύγες και από τη μεριά της λίμνης υπάρχουν έλη ενώ από την άλλη πλευρά είναι πανύψηλα βουνά σκεπασμένα διαρκώς με χιόνι. Στην άλλη πλαγιά των βουνών είναι μια μεγάλη πόλη, η Μερίντα, όπου διοικητικά ανήκει το χωριό Γιβραλτάρ. Σ' αυτή την πόλη καταφτάνουν πάνω από τα βουνά εμπορεύματα από το Γιβραλτάρ φορτωμένα σε μουλάρια* αυτό όμως γίνεται μονάχα μια φορά το χρόνο, γιατί το κρύο είναι τόσο πολύ που το ταξίδι καταντάει ανυπόφορο. Στο γυρισμό από τη Μερίντα παίρνουνε μαζί τους αλεύρι και όσπρια, σταλμένα από το Περού, ακολουθώντας το δρόμο της Σάντα Φε. Ένας Ισπανός μου διηγήθηκε για ένα είδος ανθρώπων που ζούνε σ' αυτά τα βουνά* έχουν, λέει, το ίδιο ανάστημα με τους 1. Ατέρμωνα.
114
Ινδιάνους, μόνο που τα μαλλιά τους είναι κοντά και σγουρά και στα πόδια τους έχουνε νύχια, σαν τους πιθήκους. Το δέρμα τους είναι τόσο σκληρό που δεν τρυπιέται ούτε από βέλη ούτε από κανένα αιχμηρό εργαλείο* είναι πολύ ευκίνητοι αναρριχητές με τρομερή δύναμη. Οι Ισπανοί επιχείρησαν να σκοτώσουνε με τις λόγχες τους μερικούς απ' αυτούς, το σίδερο όμως δεν μπόρεσε να διατρυπήσει το σκληρό τους δέρμα. Αυτοί οι αγριάνθρωποι κατάφεραν να πιάσουνε μερικούς Ισπανούς, τους ανέβασαν ψηλά πάνω στα δέντρα κι από κει τους πετάξανε χάμω στο χώμα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ακούστηκαν ποτέ να μιλούν. Μερικές φορές κατεβαίνουν στις φυτείες, σ' όσες βρίσκονται στα ριζά των βουνών, και αρπάζοντας όσες περισσότερες γυναίκες μπορούν τις παίρνουν μαζί τους σα σκλάβες. Έχω διαβάσει διάφορες περιγραφές της Αμερικής, μα ποτέ δε βρήκα μια οποιαδήποτε αναφορά γι' αυτό τον κόσμο, έτσι πιστεύω πως πρέπει να είναι ένα είδος Άγριων Πιθήκων, που ζούνε σ' αυτά τα μέρη, γιατί έχω δει πολλούς πιθήκους στο δάσος. Οπωσδήποτε πάμπολλοι Ισπανοί με διαβεβαίωσαν πως αυτά τα πλάσματα είναι ανθρώπινα και ότι τα έχουνε δει συχνά. Τα καταγράφω αυτά εδώ για οποιαδήποτε στοιχεία μπορεί ν' αξίζουν. Ειλικρινά, όλα τα έργα του Θεού είναι θαυμαστά και αυτά τα πράγματα μπορεί να είναι καλά καμωμένα. Περιέγραψα τα περίχωρα της λίμνης Μαρακαίμπο ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να παρακολουθήσει καλύτερα τα γεγονότα που ακολουθούν. Μόλις φτάσανε στον Κόλπο της Βενεζουέλας, ο λ' Ολονναί κι ο στόλος του αγκυροβολήσανε σε τέτοιο σημείο που να μη φαίνονται από το Νησί Επόπτης. Την άλλη μέρα νωρίς το πρωί κινήθηκαν προς το πέρασμα της λίμνης Μαρακαίμπο ρίχνοντας άγκυρα μπροστά στην αμμοσύρτη. Δεν μπορούσαν να μπούνε στη λίμνη δίχως να περάσουν κοντά και κάτω απ' το Φουέρτε ντε λα Μπάρρα, για το λόγο, λοιπόν, αυτόν ο λ' Ολονναί αποβίβασε τους άντρες του για να χτυπήσει αυτό το οχυρό. Η οχύρωσή του ήτανε μόνο μια συστοιχία με δεκαέξι κανόνια, που ήταν περιτριγυρισμένα για προφύλαξη με καλάθια ή κοφίνια από λυγαριά γεμάτα χώμα, που τα'στήριζε ένα ανάχωμα, δημιουργώντας έτσι ένα καταφύγιο στους άντρες που βρίσκονταν από πίσω. Οι μπουκανιέροι, που είχαν αποβιβαστεί μια λεύγα περίπου 115
μακριά, άρχισαν να προχωρούν προς το οχυρό. Ο διοικητής του φρουρίου έστησε μια ενέδρα με τους στρατιώτες του για να χτυπήσει από πίσω τους πειρατές και να τους δημιουργήσει αταξία και διάλυση ενώ την ίδια ώρα θα έκανε μια μετωπική επίθεση. Οι μπουκανιέροι όμως είχανε στείλει μια εμπροσθοφυλακή με πενήντα άντρες, που ανακάλυψε την ενέδρα και χτύπησε τους στρατιώτες, αποκόπτοντας την υποχώρησή τους προς το φρούριο. Στο μεταξύ το κύριο σώμα βγήκε μπροστά και επιτέθηκε. Μέσα σε τρεις ώρες είχαν κυριέψει το φρούριο, χωρίς να έχουν κανένα άλλο όπλο παρά μονάχα τα μουσκέτα τους. Μερικοί Ισπανοί, που είχαν πάρει μέρος στην ενέδρα και κατάφεραν να ξεφύγουν, πήγαν τρέχοντας στο Μαρακαίμπο όπου καταθορύβησαν τους κατοίκους με τα νέα λέγοντάς τους πως οι κουρσάροι ήτανε στο δρόμο κι έρχονταν με μια δύναμη από δυο χιλιάδες άντρες. Το Μαρακαίμπο είχε λεηλατηθεί από τους πειρατές πριν από δέκα ή δώδεκα χρόνια και το γεγονός ήταν ακόμα φρέσκο στη μνήμη των κατοίκων. Όλοι άρχισαν να τα μαζεύουν, έτοιμοι να το βάλουνε στα πόδια. Όσοι είχαν πλεούμενα φόρτωσαν τις περιουσίες τους σ' αυτά και ξεκινήσανε για το Γιβραλτάρ όπου διέδωσαν τα νέα πως οι κουρσάροι έρχονταν και πως το Φουέρτε ντε λα Μπάρρα είχε κυριευτεί. Εκείνοι που δεν είχαν πλοία στείλανε στο εσωτερικό τα αγαθά τους με άλογα και μουλάρια. Οι μπουκανιέροι, μόλις κυρίεψαν το φρούριο, ύψωσαν τη σημαία τους, δείγμα πως η μοίρα των πλοίων τους μπορούσε να μπει. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασαν γκρεμίζοντας το οχυρό, καίγοντας τους κιλλίβαντες, καρφώνοντας τα κανόνια, μεταφέροντας τους τραυματίες τους στα πλοία τους και θάβοντας τους νεκρούς τους. Το άλλο πρωί νωρίς ο στόλος άνοιξε πανιά για το Μαρακαίμπο, που βρισκόταν κάπου έξι λεύγες μακριά. Σ' όλη τη διάρκεια της ημέρας ο καιρός ήταν ήρεμος και προχωρούσανε μονάχα με την παλίρροια, γι' αυτό και η προώθηση τους ήταν αργή. Φτάσανε στην πόλη νωρίς το επόμενο πρωί και αμέσως παράταξαν τα πλοία τους με τέτοιο τρόπο ώστε η αποβίβαση να μπορούσε να γίνει κάτω από την κάλυψη των πυροβόλων των καραβιών τους. Περίμεναν πως οι Ισπανοί θα είχαν κρυμμέ116
νους στρατιώτες μέσα στις συστάδες των δέντρων που βρίσκονταν στο μάκρος της παραλίας. Καθώς οι μπουκανιέροι πλησίασαν την ακτή με τα μονόξυλά τους, τα καράβια άδειασαν τα κανόνια τους. Οι μισοί επιδρομείς πηδήσανε στην ακτή ενώ οι άλλοι μισοί μείνανε στα μονόξυλα πυροβολώντας στα δέντρα, μα δεν πήραν καμιά απάντηση. Όταν οι μπουκανιέροι μπήκανε στην πόλη, τη βρήκαν ολότελα έρημη, γιατί όλοι οι Ισπανοί το 'χανε σκάσει με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Μολοντούτο στα σπίτια βρήκαν κάθε είδους τρόφιμα* βρέθηκε κρασί, μπράντυ καθώς και πολλές κότες, γουρούνια κι ακόμα μπόλικο ψωμί κι αλεύρι. Ύστερα οι μπουκανιέροι άρχισαν τα πανηγύρια με μεγάλη εκδηλωτικότητα· για πολύ καιρό περνούσανε μια ζωή όλο εγκράτεια και για μήνες τα μάτια τους δεν είχανε δει τόσο ωραία πράγματα. Τα καλύτερα σπίτια στην πόλη τα πήρανε για καταλύμματα των στρατευμάτων τους. Φρουροί τοποθετήθηκαν παντού και η πελώρια εκκλησία έγινε παρατηρητήριο. Το άλλο πρωί μια ομάδα από 150 άντρες αποστάλθηκε με την εντολή να προσπαθήσει να πιάσει αιχμαλώτους, ώστε να ανακαλύψουν πού έχουν κρύψει τις περιουσίες τους οι κάτοικοι. Το απόσπασμα γύρισε πίσω το βράδυ, φέρνοντας μαζί του 20.000 περίπου σκούδα, αρκετά μουλάρια φορτωμένα με διάφορα αγαθά και είκοσι αιχμαλώτους - άντρες, γυναίκες και παιδιά. Την άλλη μέρα πήρανε μερικούς αιχμαλώτους και τους βασάνισαν, ώστε αν ήξεραν, ν' αποκαλύψουν πού είχαν κρυφτεί τα εφόδια των αποθηκών, μα κανείς δε θέλησε να μιλήσει. Ο λ' Ολονναί, που δεν έδινε δεκάρα για το ξεπάστρεμα μιας ντουζίνας ή και περισσότερων Ισπανών, τράβηξε το γιαταγάνι του κι έσκισε στα δυο έναν από τους αιχμαλώτους μπροστά στα μάτια όλων των άλλων, διαβεβαιώνοντάς τους πως θα έκανε το ίδιο σ' όλους αν δεν του έλεγαν ό,τι ήξεραν. Ένας από τους αιχμαλώτους τρομοκρατήθηκε σε τέτοιο σημείο από τις απειλές του που υποσχέθηκε να οδηγήσει τους μπουκανιέρους στο μέρος που κρύβονταν οι κάτοικοι. Οι φυγάδες όμως, γνωρίζοντας πως οι αιχμάλωτοι θα τα αποκάλυπταν όλα, είχανε θάψει τα αγαθά τους στη γη και κάθε μέρα πήγαιναν από το ένα κρησφύγετο στο άλλο. Οι πειρατές, μ' αυτό το πήγαινε έλα των φυγάδων, δεν μπορούσαν να τους βρουν, εκτός κι αν 117
ψάχνοντας τους τυχαία έπεφταν απάνω τους. Οι κάτοικοι είχανε φτάσει στο σημείο να φοβάται ο ένας τον άλλο και ο πατέρας δεν εμπιστευόταν ούτε το ίδιο το παιδί του. Οι μπουκανιέροι, αφού μείνανε στο Μαρακαίμπο δεκατέσσερις ημέρες, αποφάσισαν να πάνε στο Γιβραλτάρ. Οι Ισπανοί, που οι κατάσκοποί τους τους είχαν πληροφορήσει για την ισχύ των εχθρικών δυνάμεων, είχανε στείλει ήδη ένα πλοίο στο Γιβραλτάρ, που προειδοποίησε τον κόσμο πως οι πειρατές είχαν την πρόθεση να αποβιβαστούν εκεί πέρα και ύστερα να προχωρήσουν προς τη Μερίντα. Αμέσως ένας ταχύτατος αγγελιοφόρος καβάλα στ' άλογό του έτρεξε να περάσει τα βουνά για να πληροφορήσει τον κυβερνήτη τους για ό,τι είχε συμβεί. Ο κυβερνήτης της Μερίντας, που είχε υπηρετήσει για πολύ καιρό στη Φλάνδρα ως συνταγματάρχης, έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του νόμισε πως θα μπορούσε χωρίς πολλή δυσκολία να υποτάξει τους κουρσάρους. Πήγε, λοιπόν, στο Γιβραλτάρ με καμιά 400ριά καλά αρματωμένους στρατιώτες και αμέσωϊς διέταξε τους πολίτες να πάρουν τα όπλα. Επιθεωρώντας αυτούς τους τελευταίους βρήκε πως ήτανε γύρω στους 400 και μάλιστα καλά οπλισμένοι, έτσι, λοιπόν, μαζί με το δικό του στρατό είχε μια δύναμη απο 800 άντρες. Έπειτα τοποθέτησε στην παραλία μια πυροβολαρχία με εικοσιδύο κανόνια, που την προστάτευε μια πρόχειρη οχύρωση με κοφίνια γεμάτα άμμο, που δημιουργούσαν κάτι σαν ανάχωμα, και αυτόν τον προμαχώνα τον ενίσχυσε με οχτώ κανόνια. Επίσης έφραξε τον κύριο δρόμο, που ακολουθεί το μάκρος της ακτής, κι έτσι έμενε μονάχα ο άλλος δρόμος προς την πόλη, που ήταν ένα σχεδόν αδιάβατο μονοπάτι που περνούσε μέσα από τα έλη όπου η λάσπη έφτανε ίσαμε τα γόνατα. Οι μπουκανιέροι, που δεν ήξεραν τίποτα γι' αυτές τις προπαρασκευές, επιβίβασαν τους αιχμαλώτους στα καράβια, φορτώνοντας σ' αυτά ταυτόχρονα κι όλο το πλιάτσικο που είχε γίνει στο Μαρακαίμπο, και άνοιξαν πανιά για το Γιβραλτάρ. Όταν φτάσανε σε απόσταση που να βλέπουν το μέρος, είδαν την ισπανική σημαία να κυματίζει πάνω από το χωριό και πολύ κόσμο να 'ναι στην ακτή. Ο λ' Ολονναί, ως αρχηγός των μπουκανιέρων, έκανε συμβούλιο με τους συνεργάτες του και ύστερα συνεδρίασε μαζί με 118
όλους τους άντρες του. Αυτή τη φορά τους προειδοποίησε πως τα πράγματα δεν ήταν παίξε - γέλασε* θα έπρεπε να βάλουν το χέρι τους στη φωτιά* οι Ισπανοί ήξεραν από καιρό την παρουσία τους στη λίμνη και είχανε συγκεντρώσει μια ισχυρή δύναμη για να τους αντιμετωπίσουν. Ύστερα διατύπωσε την προσωπική του γνώμη: «Αν έχουν ενδιαφερθεί τόσο πολύ ώστε να συγκεντρώσουν τόσο ισχυρές δυνάμεις, αυτό σημαίνει πως τόση περισσότερη λεία θα υπάρχει για μας όταν θα νικήσουμε!». Όλοι οι μπουκανιέροι ψήφισαν ομόφωνα υπέρ της πρότασης του λ' Ολονναί, λέγοντας πως θα 'ταν καλύτερα να πολεμήσουνε με την ελπίδα μιας καλής λείας παρά να κάνουν ένα τόσο μακρινό ταξίδι και να γυρίσουνε μ' άδεια χέρια. Ο λ' Ολονναί απάντησε σ' αυτά: «Θα σας οδηγήσω* και τον πρώτο άντρα που θα δω να δειλιάζει στη μάχη, εγώ ο ίδιος θα τον σκοτώσω!». Οι μπουκανιέροι, αφού πήραν την απόφασή τους, αγκυροβόλησαν κοντά στην παραλία, κάπου ένα τέταρτο της λεύγας μακριά από την πόλη. Το άλλο πρωί με την ανατολή, ο λ' Ολονναί αποβίβασε όλες του τις δυνάμεις - ήταν 38θ άντρες, οπλισμένοι ο καθένας μ' ένα καλό μουσκέτο, με μια φυσιγγιοθήκη με τριάντα φυσίγγια, όπως επίσης μ' ένα ή δυο πιστόλια και μ' ένα κοφτερό γιαταγάνι. Αφού έσφιξαν το χέρι ο ένας του άλλου και ορκίστηκαν να σταθεί ο ένας στο πλευρό του άλλου ίσαμε το θάνατο, ο λ' Ολονναί άρχισε την προέλαση φωνάζοντας: «AllonSy mes fréres; suivez - moi, et ne faites point les láches'». («Εμπρός, αδέρφια μου, ακολουθήστε με κι ας φανούμε αντρειωμένοι!»). Μ' αυτά τα λόγια βάδισαν προς τα εμπρός έτοιμοι για την επίθεση. Όταν όμως φτάσανε στο δρόμο που τους είχανε υποδείξει οι οδηγοί τους, τον βρήκαν κλειστό. Τώρα ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν το μονοπάτι, που περνάει μέσα από τους βάλτους και όπου οι Σπανιόλοι με την άνεσή τους θα μπορούσαν να τους ξεπαστρέψουν όλους. Μολοντούτο οι μπουκανιέροι δεν πτοήθηκαν. Τράβηξαν τα γιαταγάνια τους κι έκοψαν κλαδιά για να τα απλώσουνε στο μονοπάτι κι έτσι να μη βουλιάζουν τόσο πολύ στη λάσπη. Όλη αυτή την ώρα τα πυρά των Ισπανών ήτανε συνεχή. Οι πειρατές μόλις και μπορούσαν να δει ή να ακούσει ο ένας τον άλλο, τόσος πολύς ήταν ο καπνός και ο βρυχηθμός των κανονιών. 119
Στο τέλος κατάφεραν να πατήσουν το πόδι τους σε στέρεο έδαφος, εκεί όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι με έξι τηλεβόλα γεμισμένα με μικρά βλήματα και με βόλια μουσκέτων. Οι Ισπανοί, αφού ρίξανε με τα κανόνια τους, επιχειρήσανε μια έφοδο, μα οι μπουκανιέροι τους υποδεχτήκανε με τόση αγριότητα που λίγοι κατάφεραν να ξαναγυρίσουν πίσω στο πρόχωμα. Τα μεγάλα κανόνια όμως συνεχίζανε με τέτοιο τρόπο τα καταστροφικά πυρά τους που πολλοί από τους πειρατές βρίσκονταν χάμω νεκροί ή τραυματισμένοι. Οι υπόλοιποι δοκίμασαν από άλλα μονοπάτια να χωθούνε στο δάσος, δεν είχαν όμως τύχη γιατί οι Ισπανοί είψαν κόψει τεράστια δέντρα και είχαν αποκλείσει κάθε δίοδο. Οι μπουκανιέροι, παρ' όλες αυτές τις κακοτυχίες, σε καμιά στιγμή δεν αποκαρδιώθηκαν και απτόητοι συνέχιζαν τα πυκνά πυρά τους. Οι Ισπανοί δεν αποτόλμησαν άλλες εφόδους μα και οι πειρατές από την άλλη μεριά δεν μπορούσαν να σκαρφαλώσουνε στο ανάχωμα. Ο λ' Ολονναί, βλέποντας αυτό το αδιέξοδο, θυμήθηκε ένα στρατήγημα, που θα μπορούσε να εξαπατήσει τους Ισπανούς. Αυτός και οι άντρες του υποκρίθηκαν πως υποχωρούν. Οι Ισπανοί μόλις είδαν αυτή την υποχώρηση, δεν έχασαν καιρό και κάπου 200 απ' αυτούς βιαστικά και φύρδην μίγδην πήδησαν έξω από το πρόχωμα για να τους επιτεθούν. Οι μπουκανιέροι, μιας και τους δελέασαν να βγουν έξω, στη στιγμή κάνανε στροφή. Αφού άδειασαν τα μουσκέτα κατά πάνω τους, άρπαξαν τα γιαταγάνια στα χέρια και έπεσαν απάνω στους Ισπανούς με αποτέλεσμα τους περισσότερους να τους ξαπλώσουνε χάμω νεκρούς. Μέσα στη μανία της μάχης, οι μπουκανιέροι, πατώντας πάνω σε συσσωρευμένα πτώματα, κατάφεραν να δρασκελίσουν το ανάχωμα, αναγκάζοντας έτσι όλους τους Ισπανούς να εγκαταλείψουν το πρόχωμα και να καταφύγουνε στο δάσος. Οι μπουκανιέροι δεν άφησαν έτσι τους Ισπανούς* τους καταδίωξαν και μέσα στο δάσος όπου και σκότωσαν όσους έτυχε να βρουν. Οι Ισπανοί που υπεράσπιζαν το εσωτερικό οχύρωμα παραδοθήκανε με τον όρο οι μπουκανιέροι να δείξουν επιείκεια. Οι μπουκανιέροι στα γρήγορα έσκισαν όλες τις ισπανικές σημαίες και έπιασαν αιχμαλώτους όσους βρήκανε μέσα στο χωριό, μαντρώνοντάς τους όλους μέσα στη μεγάλη εκκλησία. 120
Ύστερα τα περισσότερα από τα τηλεβόλα τα έφεραν και τα εγκατέστησαν πίσω από ένα προμαχώνα, γιατί δεν ήξεραν τι μπορούσε να τους περιμένει πάρα κάτω. Περίμεναν πως οι Ισπανοί θα επανασυγκέντρωναν τις δυνάμεις τους και θα προσπαθούσαν να τους απωθήσουν. Την άλλη μέρα όμως οι μπουκανιέροι διαπίστωσαν πως δεν είχαν κανένα λόγο να φοβούνται. Όταν ήρθαν να μαζέψουν τα πτώματα για να τα θάψουν, ώστε να μη βρωμίσει ο τόπος, βρήκαν πως πάρα πάνω από 500 Ισπανοί ήταν νεκροί, χωρίς να λογαριάσουν τους τραυματισμένος, που το 'χανε σκάσει στο δάσος όπου και πέθαναν από τα τραύματά τους. Παράλληλα μ' αυτές τις ισπανικές απώλειες, οι μπουκανιέροι είχαν πιάσει αιχμαλώτους πάρα πάνω από 150 Ισπανούς καθώς και καμιά 500ριά γυναίκες, παιδιά και σκλάβους. Τώρα όλα ήταν ήσυχα. Οι μπουκανιέροι μέτρησαν τις δικές τους απώλειες, που αποδείχτηκαν πως ήταν σαράντα νεκροί και καμιά τριανταριά λαβωμένοι. Οι πιο πολλοί απ' αυτούς τους τραυματίες πέθαναν εξαιτίας της ανθυγιεινής ατμόσφαιρας που τους έφερε πυρετό καθώς επίσης κι από τα τραύματά τους που γρήγορα πάθανε γάγγραινα. Οι πειρατές όλους τους νεκρούς Ισπανούς τους φορτώσανε σε δυο παλιά πλοιάρια, που βρίσκονταν στην παραλία, και αφού τα πήραν και τα πήγαν κάπου ένα τέταρτο της λεύγας ανοιχτά στη λίμνη, τα βούλιαξαν εκεί πέρα και τα στείλανε στον πάτο. Οι μπουκανιέροι μάζεψαν όσα χρήματα και όσα αποθέματα τροφίμων μπόρεσαν να βρούνε στην πόλη και ύστερα, για τέσσερις ή πέντε ημέρες, αναπαύτηκαν, χωρίς να κάνουν εξορμήσεις. Σ' όλο αυτό το διάστημα, οι Ισπανοί στα περίχωρα έκρυβαν τις περιουσίες τους όσο καλύτερα μπορούσαν.Οι πειρατές γρήγορα ξανάρχισαν να βγαίνουν έξω από την πόλη και να ψάχνουν και στο γυρισμό τους έφερναν πάντα διάφορα αγαθά καθώς και πολλούς σκλάβους, που βρίσκανε στις φυτείες. Δυο βδομάδες περίπου ήταν που κάτεχαν το μέρος, όταν οι αιχμάλωτοι τους άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα κι από τη στενοχώρια γιατί οι πειρατές δεν είχανε μαζί τους αρκετό κρέας. Υπήρχε άφθονο αλεύρι, μα οι μπουκανιέροι ήταν τόσο τεμπέληδες που δεν έψηναν ψωμί για τον εαυτό τους πόσο μάλλον για τους Ισπανούς. Τα όποια πρόβατα, γουρούνια, γελάδια ή πουλερικά έβρισκαν, τα σφάζανε για λογαριασμό τους 121
και για τους Ισπανούς σκοτώνανε μουλάρια και γαϊδούρια. Όποιος από τους αιχμαλώτους δεν αποφάσιζε να φάει τέτοιου είδους κρέας, πέθαινε από την πείνα γιατί οι μπουκανιέροι δεν τους έδιναν τίποτα άλλο. Τα μόνα πρόσωπα που είχανε μια κάπως καλύτερη τροφή ήτανε μερικές γυναίκες, που οι μπουκανιέροι τις είχανε για την ευχαρίστησή τους. Μερικές τις παίρνανε με τη βία, άλλες όμως πηγαίνανε με τη δική τους θέληση, οδηγημένες από την πείνα. Οι μπουκανιέροι εκείνους τους αιχμαλώτους που υποπτεύονταν πως είχανε χρήματα τους βάζανε σε βασανιστήρια* αν δεν ομολογούσαν, τους σκότωναν. Τέλος, οι πειρατές, αφού έμειναν εκεί ένα μήνα περίπου, έστειλαν τέσσερις από τους αιχμαλώτους τους να ειδοποιήσουν τους φυγάδες κατοίκους πως μέσα σε δυο μέρες έπρεπε να πληρώσουνε λύτρα 10.000 σκούδα, ειδαλλιώς οι μπουκανιέροι θα βάζανε φωτιά στην πόλη. Όταν το όριο του χρόνου έληξε, οι Ισπανοί δεν είχαν ακόμα συγκεντρώσει τα λύτρα, γι' αυτό κι οι μπουκανιέροι άρχισαν να βάζουνε φωτιά στα κτήρια. Όταν οι Ισπανοί βεβαιώθηκαν πως οι πειρατές ήταν αποφασισμένοι να κάνουν την πόλη στάχτη, τους ικέτεψαν να σβήσουν τις φωτιές και τους υποσχέθηκαν πως τα χρήματα που ζητούσανε θα τα λάβαιναν. Οι πειρατές έσβησαν τις φωτιές, όχι όμως χωρίς ζημιές σε πάμπολλα σπίτια καθώς και σε μια μοναστηριακή εκκλησία που κάηκε συθέμελα. Οι μπουκανιέροι, αφού πληρώθηκαν τα λύτρα, φορτώσανε στα καράβια τους τα λάφυρα, που είχανε λαφυραγωγήσει, και κοντά σ' αυτά επιβίβασαν και μια μεγάλη ομάδα από σκλάβους που γι' αυτούς δεν είχαν πληρωθεί χρήματα για την εξαγορά τους (γιατί όλοι οι αιχμάλωτοι έπρεπε να πληρώσουνε λύτρα και οι σκλάβοι να ξαναγοραστούν). Ύστερα έβαλαν πλώρη για το Μαρακαίμπο όπου βρήκαν τους Ισπανούς να 'ναι ακόμα χεσμένοι από το φόβο τους. Τους έστειλαν, λοιπόν τότε τρεις ή τέσσερις αιχμαλώτους, που τους είχαν πιάσει από την προηγούμενη επίθεση στο Μαρακαίμπο, για να πληροφορήσουν τον κυβερνήτη και τους πολίτες πως έπρεπε να στείλουνε στα καράβια 30.000 σκούδα ως λύτρα για την πόλη, ειδαλλιώς οι μπουκανιέροι θα κάνανε στάχτη όλο το μέρος. Στο μεταξύ οι πειρατές αποβιβάσανε στην ακτή ληστρικές ομάδες, που δεν 122
άφησαν τίποτα στις εκκλησίες· αγάλματα, καμπάνες, ζωγραφικούς πίνακες, τα πήραν όλα και τα φέρανε στα καράβια όπως το ίδιο έκαναν και με τα ναυτικά είδη, που βρήκανε στις διάφορες αποθήκες. Οι Ισπανοί, που είχαν σταλθεί για να ζητήσουν τα λύτρα, ξαναγυρίσανε με οδηγίες να έρθουν σε κάποιο συμβιβασμό με τους πειρατές. Τελικά συμφωνήθηκε οι Ισπανοί να έδιναν 20.000 σκούδα και 500 γελάδια και μόλις αυτό το ποσό πληρωνόταν, οι πειρατές δε θα έκαναν πια άλλες λεηλασίες παρά θ' αναχωρούσανε μόλις σφάζονταν τα ζώα. Αυτό και έγινε για μεγάλη χαρά και ανακούφιση των κατοίκων, που τους επεφύλαξαν ένα πολύ θερμό αποχαιρετισμό που ερχότανε σε μεγάλη αντίθεση με την ψυχρή υποδοχή που τους είχαν κάνει. Τρεις ημέρες ύστερα από την αναχώρησή τους από το Μαρακαίμπο, οι μπουκανιέροι ξαναγύρισαν πίσω για μεγάλη κατάπληξη των Ισπανών, που οι ψυχές τους πλημμυρίσανε με καινούργιους φόβους. Η αιτία του γυρισμού ήταν πως δεν μπορούσε να περάσει ένα από τα μεγάλα καράβια τους - ένα καράβι που είχαν αιχμαλωτίσει - πάνω από την αμμοσύρτη στο στόμιο της λίμνης και είχαν υποχρεωθεί να γυρίσουν πίσω για να πάρουν ένα πιλότο. Οι Ισπανοί, για να απαλλαγούν όσο γίνεται πιο γρήγορα από τους πειρατές ύστερα από τη δίμηνη παραμονή τους στη λίμνη, συμφώνησαν αμέσως μ' αυτή την απαίτηση. Οι μπουκανιέροι, αφού βγήκαν από τον Κόλπο, χάραξαν πορεία για την Ισπανιόλα και ύστερα από οχτώ ημέρες φτάσανε στην Ίζλα ντε λα Βάκα. Αυτό είναι ένα μικρό νησί στ' ανοιχτά της νότιας ακτής, κατοικημένο από λίγους γάλλους κυνηγούς, που πουλάνε κρέας στους πλανόδιους ληστές, όταν πλησιάζουν εκεί. Εδώ πέρα οι πειρατές βγάλανε στην ακτή τα λάφυρά τους και τα μοιραστήκανε σύμφωνα με τα έθιμά τους. Υπολόγισαν πως είχαν 260.000 σκούδα σε ρευστό χρήμα, κατεργασμένο ασήμι και διαμαντικά. Τα ασημικά ζυγίζανε βαριά και υπολογίστηκαν πως πηγαίνανε δέκα σκούδα στο πάουντ* τα διαμαντικά τα λογαριάσανε με διάφορες τιμές, αφού δεν ήξεραν απ' αυτά τα πράγματα. Εκτός απ' αυτό, σε κάθε πειρατή αναλογούσαν τουλάχιστο 100 σκούδα σε λινά και μεταξωτά είδη καθώς και σε άλλα μικροπράγματα. Οι τραυματίες αντα123
μείφτηκαν πρώτοι σύμφωνα με το σύστημα που έχω εξηγήσει κιόλας. Ύστερα, αφού ο κάθε ένας πήρε όρκο πως από τη λεία δεν είχε κρύψει τίποτα για τον εαυτό του, δόθηκε στον κάθε άντρα η καθορισμένη πληρωμή του. Το μερίδιο εκείνων που είχαν πεθάνει στη μάχη δόθηκε στους συντρόφους ή στους φίλους τους. Οι μπουκανιέροι, αφού μοιράστηκαν τα λάφυρα, ξεκινήσανε για την Τορτούγκα όπου έφτασαν ένα μήνα αργότερα μέσα σε μεγάλες χαρές. Για μερικούς η χαρά κράτησε λίγο - πολλοί δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα χρήματά τους πάρα πάνω από τρεις μέρες γιατί μέσα σ' αυτές τα είχανε χάσει όλα στον τζόγο. Οπωσδήποτε όμως εκείνοι που έχασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν βοηθιόντουσαν από τους άλλους. Λίγο καιρό πιο πριν, τρία καράβια είχανε φτάσει από την Γαλλία με φορτία κρασιού και μπράντυ, γι' αυτό και το ποτό ήταν πολύ φτηνό. Αυτό όμως δε συνεχίστηκε για πολύ* οι τιμές ανέβηκαν και σύντομα οι μπουκανιέροι για ένα λαγήνι μπράντυ πλήρωναν τέσσερα σκούδα. Εκείνο τον καιρό η Τορτούγκα ήτανε γεμάτη με εμπόρους και μεταπράτες. Ο κυβερνήτης αγόρασε το καράβι το φορτωμένο με κακάο στο ένα εικοστό απ' ό,τι άξιζε. Οι ταβερνιάρηδες αρπάζανε μέρος από τα λεφτά των μπουκανιέρων και οι πόρνες έπαιρναν τα υπόλοιπα, έτσι για άλλη μια φορά οι μπουκανιέροι - μαζί μ' αυτούς κι ο λ' Ολονναί ο αρχηγός τους - έπρεπε να κάτσουν να σκεφτούν καινούργιους τρόπους για ν' αποχτήσουν νέα λάφυρα.
124
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο λ' Ολονναί αρχίζει μια νέα εκστρατεία για να κυριέψει τις πόλεις Σαιντ Γιάγκο ντε Λεόν και Νικαράγουα, όπου και πεθαίνει μέσα σε μεγάλη αθλιότητα λ' Ολονναί από το τελευταίο του ταξίδι, που το είχε καθοδηγήσει με τόσο κέρδος και τόση επιτυχία, είχε αποχτήσει μεγάλη φήμη στην Τορτούγκα. Σαν την παροιμία όμως που λέει πως «όλα όσα φέρνει η παλίρροια, τα παίρνει η άμπωτη», έτσι κι ο λ' Ολονναί σε λιγάκι βρέθηκε πανί με πανί κι ήταν υποχρεωμένος να αποπειραθεί να κάνει άλλη μια επιχείρηση. Δεν είχε καμιά δυσκολία στο να βρει άντρες για να πάνε μαζί του* είχανε δελεαστεί τόσο πολύ από το προηγούμενο ανδραγάθημα ώστε δεν είχαν κανένα ενδοιασμό για να επιχειρήσουν άλλο ένα. Επιπρόσθετα είχαν τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στο λ' Ολονναί που θα μπορούσαν να τον ακολουθήσουν ακόμα και στον πιο μεγάλο κίνδυνο αυτού του κόσμου. Τελικά, ύστερα από συζήτηση με τους υπολοχαγούς του, ο λ' Ολονναί καταστάλαξε στην ιδέα να μπούνε στη λίμνη Νικαράγουα και να λεηλατήσουν όλες τις περίγυρες πόλεις και χωριά. Όταν οριστικοποίησε την απόφασή του γι' αυτή την επιχείρηση, ο λ' Ολονναί συγκέντρωσε μια δύναμη από 700 άντρες περίπου. Τριακόσιους απ' αυτούς τους επιβίβασε στο μεγάλο καράβι που 'χε πιάσει στο Μαρακαιμπο* τους υπόλοιπους τους τοποθέτησε στα μικρότερα καράβια, που ήταν πέντε σε αριθμό, και σχημάτισε έτσι συνολικά ένα στόλο με έξι καράβια. Το σημείο συνάντησης τους ήτανε στην Ισπανιόλα, σ' ένα μέρος που το λένε Μπαγιάχα όπου θα προμηθεύονταν αλατισμένο κρέας για τις ανάγκες τους. Αφού συμφωνήσανε σε όλα και όταν προμηθεύτηκαν ό,τι τους ήταν απαραίτητο, ξεκινήσανε για το Ματαμάνο, που βρί-
Ο
125
σκεται στη νότια πλευρά της Κούβας. Το σχέδιο τους ήταν να κλέψουν όλα τα μονόξυλα που θα έβρισκαν, γιατί σ' αυτό το μέρος ζούσαν πολλοί ψαράδες χελωνών, που τις έπιαναν, τις πάστωναν και τις έστελναν στη Χαβάνα. Οι μπουκανιέροι χρειάζονταν τα μονόξυλα για να ανέβουν το ρεύμα του ποταμού και να φτάσουνε στη λίμνη Νικαράγουα όπου και κει όμως τα νερά ήτανε ρηχά και δεν μπορούσαν να κινηθούν τα πλοία τους. Οι μπουκανιέροι, σα λήστεψαν τα εργαλεία της δουλειάς αυτών των φτωχών ανθρώπων κι αφού πήρανε μερικούς απ' αυτούς μαζί τους, ξεκίνησαν, βάζοντας πλώρη για το Κάμπο Γκράθιας α Ντίος, που βρίσκεται στην ηπειρωτική ακτή σ' ένα πλάτος 15°, 100 λεύγες περίπου από το νησί Πάιν. Έπεσαν όμως σε νηνεμία και τα ρεύματα τους παράσυραν και τους πήγανε μέσα στον Κόλπο της Ονδούρας. Έκαναν ό,τι μπορούσανε για να ξαναπιάσουν την πορεία τους, μα ο άνεμος και τα ρεύματα ήταν εναντίον τους και του λ' Ολονναί το μεγάλο καράβι δεν μπορούσε ν' ακολουθήσει τ' άλλα. Το χειρότερο όμως απ' όλα ήταν που άρχισαν να έχουν έλλειψη από τρόφιμα, γι' αυτό και αναγκάστηκαν αν ψάξουν για καινούργιες προμήθειες. Στο τέλος η πείνα τους εξανάγκασε αν αποβιβαστούνε στην εκβολή του πρώτου ποταμού που συνάντησαν. Στείλανε λίγα μονόξυλα ν' ανεβούν τον ποταμό Ξαγκούα, που οι όχθες του κατοικιόντουσαν από Ινδιάνους. Όλα όσα ινδιάνικα καταλύμματα μπόρεσαν να βρουν, τα πλιατσικολόγησαν, φέρνοντας πίσω στα καράβια τους μια ποσότητα ισπανικού σταριού, που το λένε μαίθε, καθώς και γουρούνια, πουλερικά, διάνους και κάθε τι που κατάφεραν να βάλουνε στο χέρι. Όλες αυτές όμως οι προμήθειες δεν ήταν αρκετές στους μπουκανιέρους για το ταξίδι που 'χανε στο μυαλό τους , έτσι λοιπόν, έκαναν άλλο συμβούλιο και αποφάσισαν να περιμένουν ώσπου να περάσει ο άσκημος καιρός, στο μεταξύ όμως να λεηλατούν όλες τις πόλεις και τα χωριά γύρω από τον Κόλπο. Έτσι περιπλέανε στο μάκρος της ακτής, μη ζητώντας τίποτα άλλο παρά προμήθειες τροφής. Σε κάθε μέρος που έμπαιναν, δεν άφηναν τίποτα φαγώσιμο, όλα τα ξεκαθάριζαν, αφήνοντας τους κατοίκους να λιμάξουνε στην πείνα, γιατί οι μπουκανιέροι δεν άφηναν τίποτα που να μην το καταβροχθίσουν. Ακόμα και πιθήκους σκοτώνανε για να φάνε. 126
Τελικά ήρθανε στο Πουέρτο Καβάγιο όπου υπάρχουνε μερικές ισπανικές αποθήκες που σ' αυτές εναποθηκεύονται αγαθά από την ενδοχώρα, περιμένοντας την φόρτωσή τους στα καράβια. Εδώ πέρα βρήκαν και αιχμαλώτισαν ένα ισπανικό εμπορικό καράβι, οπλισμένο με εικοσιτέσσερα τηλεβόλα και δεκαέξι στροφαλοφόρα κανόνια. Οι μπουκανιέροι βγήκανε στη στεριά, πλιατσικολογώντας κάθε τι που βρήκαν και βάζοντας φωτιά στις αποθήκες και στα δέρματα που φυλάγονταν σ' αυτές. Έπιασαν επίσης αιχμαλώτους, που τους συμπεριφερθήκανε με μεγάλη σκληρότητα, υποβάλλοντας τους δύσμοιρους σε ανομολόγητα μαρτύρια. Όταν ο λ' Ολονναί βασάνιζε κάποιο θύμα και ο εξαθλιωμένος αιχμάλωτος δεν απαντούσε στη στιγμή στις ερωτήσεις του, τότε τον έκανε κομμάτια με το γιαταγάνι του και με τη γλώσσα του έγλειφε τη ματωμένη λάμα, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ευχή πως μακάρι να γινόταν να ήταν ο τελευταίος Ισπανός που' χε μείνει στον κόσμο και που πήγαινε σκοτωμένος έτσι απ' αυτόν. Και αν κανένας απ' αυτούς τους φτωχούς Σπανιόλους, οδηγημένος από το φόβο κι από τα σκληρά μαρτύρια που περνούσε, υποσχόταν να οδηγήσει τους μπουκανιέρους στους κρυμμένους κατοίκους και αν από κάποιο μπέρδεμα δεν μπορούσε να βρει το δρόμο, τότε θα βασανιζότανε με χίλια δύο μαρτύρια και στο τέλος, ύστερα από όλα αυτά που περνούσε, τον περίμενε ο θάνατος. Οι μπουκανιέροι στο τέλος, όταν πια οι περισσότεροι από τους αιχμαλώτους τους είχαν πεθάνει από τις πιο σκληρές θηριωδίες, βρήκανε δυο που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουνε σε μια ισπανική πόλη, που ονομάζεται Σαν Πέδρο, δέκα ή δώδεκα λεύγες περίπου μακριά από το Πουέρτο Καβάγιο. Ο ίδιος ο λ' Ολονναί ανέλαβε να πάει εκεί μαζί με 300 άντρες, αφήνοντας τους υπόλοιπους κάτω από τη διοίκηση του Μόιζ βαν Γουίζν, και ξεκίνησε, παίρνοντας μαζί του τους δυο οδηγούς. Ούτε τρεις λεύγες δεν είχαν προχωρήσει, όταν έπεσαν απάνω σε μια ομάδα από Ισπανούς, που τους είχανε στήσει καρτέρι, με αποτέλεσμα να γίνει μια άγρια μάχη. Όπως κι αν έχει το πράγμα, οι μπουκανιέροι γρήγορα κέρδισαν τη μάχη, εξαναγκάζοντας τους Ισπανούς να το βάλουνε στα πόδια. Ο λ' Ολονναί ανάκρινε όλους τους τραυματισμένους, θέλοντας να μάθει τη δύναμη των Ισπανών, και όσοι από τους τραυματίες 127
δεν ήθελαν ν' ανοίξουν το στόμα τους, τους καθάριζε. Έπιασε επίσης και μερικούς γερούς αιχμαλώτους και τους ανέκρινε σχετικά με το δρόμο μπροστά και αν και κατά πόσο οι Ισπανοί είχανε στήσει κι άλλες ενέδρες. Αυτοί απάντησαν ναι, υπήρχαν κι άλλες πολλές ενέδρες. Ο λ' Ολονναί τότε τους πήρε ένα - ένα χωριστά και τους ρώτησε αν υπήρχαν άλλοι δρόμοι ώστε να αποφύγει τις ενέδρες, κι αυτοί του απάντησαν πως όχι, δεν είχε άλλους δρόμους. Ύστερα απ' αυτό τους μάζεψε πάλι όλους μαζί και μπροστά τους τους ρώτησε και πάλι για το δρόμο. Οι αιχμάλωτοι και πάλι απάντησαν πως δεν ήξεραν να υπάρχει άλλος δρόμος. Τότε ο λ' Ολονναί, λες και τον καβαλίκεψε ο διάβολος, έσκισε στα δυο ένα από τους αιχμαλώτους με το γιαταγάνι του, του ξερρίζωσε την καρδιά του, που σπαρταρούσε ακόμα, τη ροκάνισε με τα δόντια του και ύστερα την πέταξε στα μούτρα ενός άλλου αιχμαλώτου, λέγοντας: «Δείξε μου άλλο δρόμο, ειδαλλιώς θα κάνω το ίδιο και σε σένα!». Οι αιχμάλωτοι, ράκη κατατρομοκρατημένα, υποσχέθηκαν να του δείξουν κάποιο άλλο μονοπάτι, μα του είπαν πως το πέρασμά του είχε μεγάλες δυσκολίες. Παρ' όλα αυτά, για να τον ικανοποιήσουν, τον οδήγησαν σε κάποιο άλλο δρόμο, μα κι αυτός αποδείχτηκε αδιάβατος κι έτσι ο λ' Ολονναί ήταν υποχρεωμένος να πάρει τον κύριο δρόμο. «Μ'οη dieu», φώναξε λυσσώντας, «les bougres d' Espagnols me le payeront». Την άλλη μέρα πέσανε σε μια δεύτερη ενέδρα, οι μπουκανιέροι όμως προετοιμασμένοι αντεπιτεθήκανε με τέτοια λύσσα που οι Ισπανοί ούτε μια ώρα δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους. Ο λ' Ολονναί διέταξε του άντρες του να μη δείξουν κανένα έλεος. Όσους περισσότερους σκοτώνανε στο δρόμο, είπε, τόση λιγότερη αντίσταση θα βρίσκανε στην πόλη. Με την ιδέα να κουράσουν τους μπουκανιέρους με αλλεπάλληλες προσβολές, οι Ισπανοί υποχωρούσαν από τη μια ενέδρα στην άλλη. Τελικά ο λ' Ολονναί έφτασε στην τρίτη ενέδρα, που αποδείχτηκε πως δεν ήταν μεγαλύτερο εμπόδιο από τις άλλες δυο. Αν και αυτή η ενέδρα ήταν καλά οργανωμένη, με το ρίξιμο αρκετών χειροβομβίδων οι μπουκανιέροι εξανάγκασαν τους Ισπανούς να το βάλουνε στα πόδια. Οι μπουκανιέροι τους καταδιώξανε με τέτοια ορμή που οι περισσότεροι Ισπανοί σκοτώθη128
καν πριν να προλάβουν να μπούνε στην πόλη. Εδώ όμως οι μπουκανιέροι αναμένονταν: ο δρόμος που απ' αυτόν έπρεπε να περάσουν, ήτανε φραγμένος με γερά οδοφράγματα. Δεν υπήρχε κανένας άλλος δρόμος, που να μπορούσαν να πάρουνε για να αποφύγουν αυτά τα εμπόδια, γιατί η πόλη ολόγυρα είναι φυτεμένη με λόχμες από φραγκοσυκιές, που είναι σε τέτοιο σημείο γεμάτες μ' αγκάθια που είναι ακατόρθωτο να περάσει κανείς μέσα απ' αυτές. Αυτά τα φυτά φέρνουν τα χειρότερα εμπόδια, ξεπερνώντας ακόμα κι αυτά τα καρφοπέταλα, που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη για να αποκλειστεί ένας δρόμος απ' όπου πρέπει να περάσει κάποιος στρατός. Οι Ισπανοί, που ήταν τοποθετημένοι πίσω από τα οδοφράγματα, μόλις είδαν τους μπουκανιέρους, άρχισαν να ρίχνουν συνεχώς με τα μεγάλα κανόνια τους. Οι εισβολείς όμως πέφτανε χάμω με την κοιλιά και όταν η ομοβροντία έκανε ό,τι έκανε, επιτίθονταν με μουσκέτα και χειροβομβίδες, κάνοντας μεγάλη ζημιά στους Ισπανούς. Μολοντούτο αυτή η επίθεσή τους δεν ήταν αρκετή για να μπορέσουν να διασπάσουν τις γραμμές των Ισπανών, κι έτσι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ύστερα απ'αυτό κάνανε μια καινούργια επίθεση με λίγους άντρες αυτή τη φορά, που ήταν όμως όλοι άριστοι σκοπευτές, και μ' αυτό τον τρόπο κάθε σφαίρα που έριχναν αυτοί οι επίλεκτοι μπουκανιέροι, σκότωνε ή τραυμάτιζε κι από ένα Ισπανό. Τελικά, κατά το σούρουπο, οι Ισπανοί αναγκάστηκαν να τα παρατήσουν. Σήκωσαν άσπρη σημαία για να 'ρθουνε σε διαπραγματεύσεις. Παράδιναν την πόλη απαιτώντας έλεος και ζητούσαν επίσης χάρη δυο ωρών που μέσα σ' αυτές να μεταφέρουν κάπου αλλού μερικά από τα υπάρχοντά τους. Ο λ' Ολονναί τους έκανε αυτές τις παραχωρήσεις. Αμέσως οι μπουκανιέροι μπήκανε στην πόλη και για δυο ώρες δεν ανακατεύτηκαν πουθενά, σύμφωνα με την υπόσχεσή τους. Οι Ισπανοί απ' αυτή την αναβολή δεν κέρδιζαν και σπουδαία πράγματα, γιατί οι μπουκανιέροι μόλις και πέρασε ο χρόνος της συμφωνίας, όρμησαν και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. Άρπαξαν όλα τα αγαθά και επιπλέον έπιασαν αιχμαλώτους τους Ισπανούς που υποχωρούσαν. Τα περισσότερα όμως αγαθά είχανε μεταφερθεί από προηγούμενα και οι μπουκανιέροι δε βρήκαν τίποτα άλλο στην πόλη παρά μερικούς δερμάτινους σάκκους, που περιείχανε λουλάκι. 129
Στο τέλος οι πειρατές, αφού έμειναν εκεί λίγες ημέρες και διέπραξαν τις συνηθισμένες τους θηριωδίες, βάλανε φωτιά στην πόλη και φύγανε με όποια λεία κατάφεραν να βρουν. Γυρίζοντας στην ακτή, βρήκαν πως οι σύντροφοί τους, που είχανε μείνει στα καράβια, είχαν παραπλεύσει την ακτή και είχαν αιχμαλωτίσει μερικούς ινδιάνους ψαράδες. Αυτοί οι τελευταίοι είχαν πει στους πειρατές πως κάποιο καράβι από την Ισπανία προοριζόταν να φτάσει στον ποταμό Γουατεμάλα. Οι μπουκανιέροι, αφήνοντας δυο μονόξυλα στην εκβολή του ποταμού για να παραφυλάνε γι' αυτό το πλοίο, πήγανε σε κάποια άλλα νησιά, που βρίσκονται στην άλλη πλευρά τόυ Κόλπου, για να επισκευάσουν τα πλοία τους και για να προμηθευτούν νωπές τροφές, γιατί σε κείνα τα νερά υπάρχουν πολλές χελώνες, πολύ καλές για φαί. Φτάνοντας, χωριστήκανε σε ομάδες και κάθε όμιλος πήγε σε ξεχωριστό ψαρότοπο. Όλοι τους ήταν απασχολημένοι στο να φτιάχνουνε δίχτυα για να πιάσουνε χελώνες. Αυτά τα δίχτυα τα φτιάχνουν από τον ινώδη φλοιό των δέντρων μακάο, που επίσης τον χρησιμοποιούν για να φτιάχνουν καραβόσκοινα. Οι μπουκανιέροι δε βρίσκονται ποτέ σε αμηχανία όσον αφορά τα εφόδια, μιας και ξέρουν πώς να τα βγάλουν πέρα με το ένα ή το άλλο υλικό. Για παράδειγμα, υπάρχουν μερικά νησιά όπου σ' αυτά βρίσκουν πίσσα, που τη χρησιμοποιούν για το καλαφάτισμα των πλοίων τους. Και αν έχουν ανάγκη από κατράμι, τότε διαλύουν την πίσσα με λάδι καρχαρία. Αυτή η πίσσα εκβράζεται σε τόσο τεράστιες ποσότητες από τη θάλασσα που σχηματίζονται ολόκληρα νησιά απ' αυτό το υλικό. Δε μοιάζει με την καραβίσια πίσσα, που χρησιμοποιούμε στην Ευρώπη, μα είναι κάτι σα βρώμικος αφρός που βγαίνει από τη θάλασσα και που οι φυσιοδίφες τον αποκαλούν άσφαλτο. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το υλικό προέρχεται από το κερί που πέφτει στη θάλασσα όσο διαρκεί ένας θυελλώδης καιρός και κατόπιν εκβράζεται στην ακτή, γιατί είναι ανακατεμένο με άμμο και έχει μια μυρωδιά σαν της άμπρας της τεφράς^ που βγαίνει στην 1. Κηρώδης ουσία που βρίσκεται να επιπλέει στις τροπικές θάλασσες και πιστεύεται πως είναι κάποια αρρωστημένη σπερματική έκκριση των φαλαινών. Είναι πολύτιμο υλικό για την αρωματοποιία.
130
Ανατολή. Σ' αυτά τα μέρη υπάρχουν ένα πλήθος άγρια μελίσσια που κάνουν το μέλι τους στο δάσος και συμβαίνει συχνά κάποια άγρια θύελλα να παρασύρει τις κερήθρες, που κρέμονται από τα δέντρα, και να τις μεταφέρει προς τη θάλασσα. Μερικοί φυσιοδίφες υποστηρίζουν πως το νερό επιφέρει ένα κάποιο διαχωρισμό ανάμεσα στο μέλι και στο κερί, ένα διαχωρισμό που έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό της άμπρας της τεφράς. Αυτό γίνεται εύκολα πιστευτό, γιατί όταν βρουν την άμπρα είναι ακόμα μαλακή και μυρίζει σαν κερί. Οι μπουκανιέροι επιδιόρθωσαν τα καράβια τους με τη μεγαλύτερη ταχύτητα και κρατηθήκανε σε ετοιμότητα όσον αφορά τα νέα για την άφιξη του ισπανικού πλοίου. Στο μεταξύ, με τα μονόξυλά τους παράπλεαν την ακτή του Γιουκατάν, όπου ζουν πολλοί Ινδιάνοι, ψάχνοντας για άμπρα που έχει ξεβραστεί στα νησιά πέρα από την ακτή. Αφού οι μπουκανιέροι μας φέρανε σ' αυτό το μέρος, θα καταγράψω μερικές παρατηρήσεις γι' αυτούς τους Ινδιάνους, καθώς ο τρόπος της ζωής τους και η θρησκεία τους είναι πράγματα που αξίζουν να αναφερθούν. Αυτοί οι Ινδιάνοι βρίσκονται κάτω από την ισπανική κυριαρχία πάρα πάνω από εκατό χρόνια και όποτε οι Ισπανοί χρειάζονται την εργασία τους τους παίρνουν από τα σπίτια τους και τους μεταχειρίζονται με πολύ σκληρό τρόπο. Κάθε έξι μήνες οι Ισπανοί στέλνουν εδώ ένα παπά για να προσηλυτίσει τους Ινδιάνους, αυτή όμως η επίσκεψη προσφέρει μάλλον ασέβεια παρά τιμή και υπηρεσία στο Θεό, γιατί έρχονται μόνο και μόνο για να ληστέψουν απ' αυτούς τους φτωχούς, απλούς ανθρώπους τα λιγοστά πράγματα που έχουν. Όταν φτάσει ο παπάς, ο αρχηγός, που τον αποκαλούν caciquey είναι υποχρεωμένος να του δώσει την κόρη του ή μια οποιαδήποτε άλλη γυναίκα από την οικογένειά του για να τη χρησιμοποιεί όσο καιρό θα παραμείνει. Επιπλέον κάθε μέρα οι Ινδιάνοι πρέπει να του δίνουν τόσες κότες, τόσα αβγά, τόσους διάνους - με λίγα λόγια όλα όσα έχουν - όσα απαιτεί ο παπάς. Πρέπει επίσης να πάψουν να εξασκούν τη θρησκεία τους, γιατί αλλιώς πιάνονται από τον παπά και τους συντρόφους του και τιμωρούνται. Μα όταν ο παπάς καταλάβει πως δεν έχουν να του προσφέρουν τίποτα άλλο, τότε φεύγει* και 131
πριν καλά - καλά να χαθεί στον ορίζοντα, οι Ινδιάνοι για μια ακόμα φορά ασκούν και πάλι τη θρησκεία τους. Κάθε ένας απ' αυτούς τους Ινδιάνους έχει ένα θεό, που τονε λατρεύει και προσεύχεται σ' αυτόν για δική του ικανοποίηση. Όταν γεννηθεί ένα παιδί, οι Ινδιάνοι αμέσως το παίρνουν και το πάνε στο ναό που καθημερινά θυσιάζουνε στους θεούς τους. Εδώ πέρα κάνουνε με στάχτες ένα κύκλο, αφού πρώτα τις περάσουν από κόσκινο ώστε να μην είναι ανακατεμένες με βρωμιές. Το παιδί τοποθετείται γυμνό στη μέση του κύκλου μ^ τις στάχτες όπου και παραμένει ολόκληρη τη νύχτα. Ο ναός είναι ανοιχτός από όλες τις πλευρές κι έτσι τα ζώα αν θέλουν, μπορούν να μπουν μέσα και να τριγυρίσουν. Το άλλο πρωί έρχονται οι συγγενείς του παιδιού για να δουν αν στη διάρκεια της νύχτας έχουν μπει τίποτα ζώα και αν δεν έχει γίνει τίποτα τέτοιο, τότε αφήνουν το μωρό να μένει ξαπλωμένο εκεί ώσπου να μπορέσουν να δουν πως κάποιο πλάσμα στάθηκε κοντά στο παιδί. Αυτό αποδείχνεται από τα αποτυπώματα των ποδιών και το ζώο που θα καταλάβουν πως έχει επισκεφτεί το παιδί (μα γάτα είναι, σκύλος, άλογο, λιοντάρι ή οποιοδήποτε άλλο πλάσμα) το θεωρούν ως προστάτη του βρέφους, που θα το προστατεύει και θα το βοηθάει σ' όλες τις εναντιότητες και τις κακοτυχίες. Για να τιμήσουν αυτό το φύλακα καίνε μια γλυκομυρωδάτη κόλλα, γνωστή ως κοπάλι.^ Όταν το παιδί μεγαλώσει αρκετά, οι γονείς του του λένε ποιον πρέπει να λατρεύει κι ύστερα απ' αυτό πηγαίνει στο ναό και κάνει προσφορές στο ιδιαίτερο ζώο που του έχουν υποδείξει. Όταν έχει πάθει μια οποιαδήποτε ζημιά ή κάποιος του 'κλεψε κάτι, τότε πηγαίνει και κάνει μια θυσία στον προστάτη του και παραπονιέται γι' αυτόν που του 'κανε τη ζημιά και ζητάει εκδίκηση. Δυο ή τρεις ημέρες αργότερα, συμβαίνει συχνά ο αδικητής να βρίσκεται σκοτωμένος ή μωλωπισμένος ή δαγκωμένος από ένα ζώο όμοιο με το είδος που σ' αυτό ο ικέτης είχε προσευχηθεί. Έτσι μπορούμε να δούμε πόσο αυτοί οι αμαθείς άνθρωποι είναι παραπλανημένοι και βασανισμένοι από το διάβολο. 1. Ρετσίνα που βγαίνει από διάφορα τροπικά δέντρα και χρησιμεύει για λουστραρίσματα.
132
Ένας Ισπανός μου είπε μια ιστορία σχετική με τα πάρα πάνω. Αυτός ο άνθρωπος είχε έρθει να κάνει εμπόριο με τους Ινδιάνους. Ήταν υποχρεωμένος να μείνει εκεί ένα αρκετά μεγάλο διάστημα και επειδή οι Ισπανοί είναι από μια τέτοια φύση που δεν μπορούν να ζήσουνε χωρίς γυναίκα, πήρε μια Ινδιάνα για γυναίκα του για να τον περιποιείται και για να τη χρησιμοποιεί για την ευχαρίστησή του (αν μπορεί κανείς να πει αυτό το πράγμα ευχαρίστηση). Μια μέρα αυτή η Ινδιάνα πήγε στις φυτείες για να μαζέψει μερικούς καρπούς και όταν άργησε να γυρίσει, ο Ισπανός πήγε κει πέρα για να δει τι έπαθε κι έμεινε τόσο αργά έξω. Καθώς πλησίασε τη φυτεία, είδε την Ινδιάνα κι ένα ζώο, που έμοιαζε με λιοντάρι, να συνουσιάζεται μαζί της. Ο Ισπανός βλέποντας αυτό το πράγμα έμεινε άναυδος και κατασυγχισμένος γύρισε αμέσως στο σπίτι. Μόλις η Ινδιάνα γύρισε, ο Ισπανός τη ρώτησε τι έκανε με το λιοντάρι που την είχε δει να 'ναι κοντά της. Στην αρχή η γυναίκα φάνηκε να ντρέπεται και θέλησε ν' αρνηθεί το περιστατικό, μα στο τέλος το παραδέχτηκε, λέγοντας πως αυτό το λιοντάρι ήταν ο προστάτης της. Ο Ισπανός την έδιωξε από το σπίτι του και από κει και ύστερα δεν είχε τίποτα να κάνει μαζί της. Αυτοί οι Ινδιάνοι κατοικούνε σ' όλα τα νησιά που βρίσκονται στον Κόλπο της Ονδούρας καθώς και στην ηπειρωτική ακτή του Γιουκατάν, χτίζοντας τα σπίτια τους σε διάφορες όμορφες και απομονωμένες τοποθεσίες. Δεν έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, πράγμα που τους οδηγεί να κάνουν τα χωράφια τους βαθιά μέσα στα δάση για να 'ναι κρυμμένα από τους συντρόφους τους. Έχουν επίσης ασυνήθιστες γαμήλιες τελετές. Για παράδειγμα, αν ένας Ινδιάνος επιθυμεί να παντρευτεί την κόρη ενός άλλου, πρώτα πηγαίνει να τη ζητήσει από τους γονείς της. Ο πατέρας της κοπέλας τον ρωτάει τότε αν έχει καμιά άλλη γυναίκα, αν έχει μεγάλο χωράφι, αν είναι καλός ψαράς και του κάνει πολλές άλλες ακόμα παρόμοιες ερωτήσεις. Αν όλες οι απαντήσεις είναι ικανοποιητικές, τότε ο πατέρας της κόρης του δίνει ένα τόξο κι ένα βέλος. Ύστερα ο αρραβωνιαστικός πηγαίνει αμέσως στην κοπέλα και της προσφέρει ένα στεφάνι πλεγμένο από φύλλα και λουλούδια, που πρέπει να το βάλει στο κεφάλι της, αφού πρώτα βγάλει και πετάξει μακριά το στεφάνι που φορούσε αυτή προηγούμενα 133
(γιατί το έθιμο είναι, οι κοπέλες που είναι ακόμα παρθένες να φοράνε στο κεφάλι τους ένα πλεγμένο στεφάνι). Ύστερα απ' αυτό, πηγαίνουνε και κάνουνε μια προσφορά στους προστάτες θεούς τους, ζητώντας την άδεια για το γάμο τους. Στο σπίτι της κοπέλας φτιάχνουν ποτό από αραποσίτι και όλοι οι φίλοι μαζεύονται σ' αυτό. Ο πατέρας δίνει την κοπέλα στον αρραβωνιαστικό της και μόλις τελειώσει ο γάμος, ο γαμπρός παίρνει τη νύφη και φεύγει. Την άλλη μέρα η κοπέλα έρχεται στη μητέρα της και, τραβώντας το στεφάνι από το κεφάλι της, το κατακομματιάζει και το πετάει μπρος στα πόδια της μάνας της, βγάζοντας ταυτόχρονα μια μεγάλη κραυγή, όπως είναι το έθιμό τους όταν μια κόρη έχει χάσει την παρθενιά της. Ύστερα έρχεται ο σύζυγος με τα όπλα του και εκδηλώνει μεγάλη φιλία στον πατέρα της νύφης. Τώρα όμως θα συνεχίσουμε την ιστορία μας και θα γυρίσουμε στην πειρατεία. Οι μπουκανιέροι είχαν αρπάξει αρκετά μονόξυλα από τους Ινδιάνους στο νησί Σαμπάλ, που βρίσκεται πέντε λεύγες περίπου μακριά από την ακτή του Γιουκατάν. Σ' αυτό το νησί μαζεύεται αρκετή άμπρα όταν οι θύελλες φυσομανούν από τα ανατολικά. Τα ρεύματα φέρνουνε στην ακτή του κάθε είδους πράγματα - φανταστείτε πως βρέθηκαν κομμάτια από μονόξυλα που προέρχονταν από τα Καραϊβικά Νησιά, που βρίσκονται περισσότερο από 500 λεύγες μακριά. Ανάμεσα σ' αυτό το νησί και την ηπειρωτική ακτή τα νερά είναι πολύ ρηχά κι έτσι κανένα μεγάλο πλοίο δεν μπορεί να περάσει από τούτα τα μέρη. Εδώ καθώς και στην ηπειρωτική ακτή υπάρχει πολύ αιματόξυλο^ και πολλά άλλα δέντρα, που απ' αυτά γίνονται βαφές θα είχανε μεγάλη πέραση στην Ευρώπη, αν ξέραμε πώς να τις καταφέρουμε. Απ' αυτά τα δέντρα οι Ινδιάνοι κάνουν εξαιρετικά όμορφες βαφές, που δεν ξεθωριάζουν σαν τις δικές μας. Οι μπουκανιέροι, αφού έμειναν τρεις μήνες περίπου, λάβανε νέα για το ισπανικό πλοίο που περίμεναν. Επιβιβάστηκαν όσο γινόταν πιο γρήγορα και αποπλεύσανε για το μεγάλο ισπανικό καράβι, που ήταν αγκυροβολημένο και όλοι ήταν απασχολημένοι με την εκφόρτωσή του. Οι μπουκανιέροι ετοιμάστηκαν να 1, Μετρίου μεγέθους δέντρο της κεντρικής Αμερικής και των Δυτικών Ινδιών. Απ- αυτό παράγεται βαφή.
134
επιτεθούν, ταυτόχρονα όμως στείλανε μερικά από τα πλοιάρια τους να πάνε να παραφυλάνε στην εκβολή του ποταμού για ένα άλλο μπάρκο, που κατέβαινε το ποτάμι φορτωμένο με ακριβά εμπορεύματα, όπως βαφή κόκκινη, λουλάκι και ασήμι. Το μεγάλο καράβι ήταν καλά ενισχυμένο με μέσα άμυνας, αφού οι Ισπανοί είχαν ειδοποιηθεί πως οι κουρσάροι τριγύριζαν στα παράλια. Το αποτέλεσμα ήταν πως το είχαν οπλίσει με σαρανταδύο τηλεβόλα και άλλο οπλισμό, όπως και με 130 άντρες. Ο λ' Ολονναί επιτέθηκε μ' ένα καράβι οπλισμένο με εικοσιοχτώ κανόνια και συνάντησε τόση μανιώδη αντίσταση που αναγκάστηκε να υποχωρήσει μαζί με ένα άλλο πλοίο που τον υποστήριζε. Στο μεταξύ, τέσσερα μονόξυλα γεμάτα μπουκανιέρους, κάτω από την κάλυψη των καπνών της μάχης, κατάφεραν και πλεύρισαν το σπανιόλικο πλοίο. Οι μπουκανιέροι, χωρίς να χάσουν καιρό, σκαρφαλώσανε στο κατάστρωμα του πλοίου και ύστερα από μάχη το εξανάγκασαν να παραδοθεί. Οπωσδήποτε η λεία δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο είχαν προβλέψει, γιατί οι Ισπανοί είχαν προλάβει με όσο γινόταν πιο γρήγορο τρόπο να ξεφορτώσουν το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου. Οι Ισπανοί, προειδοποιημένοι για την παρουσία των μπουκανιέρων, σκόπευαν, αφού έβγαζαν το φορτίο, να αγκυροβολήσουν το πλοίο στον ποταμό και κει να περιμένουν τον ερχομό των κουρσάρων. Ωστόσο οι μπουκανιέροι βρήκαν πενήντα καλούπια σίδερο, που είχαν απομείνει στο καράβι, καθώς και πενήντα μπάλες χαρτί, αρκετές νταμιζάνες γεμάτες κρασί και διάφορα άλλα δέματα προϊόντων, μικρής όμως αξίας. Ο λ' Ολονναί, ύστερα από την αιχμαλωσία αυτού του πλοίου, κάλεσε σε συμβούλιο όλο το προσωπικό του στόλου του και πρότεινε να πάνε στη Γουατεμάλα. Μερικοί ψήφισαν υπέρ, άλλοι όμως δε συμφωνούσαν. Ο λόγος ήταν ότι για πολλούς απ' αυτούς αυτό το ταξίδι ήταν το πρώτο τους με τους μπουκανιέρους και είχαν νομίσει πως τα σκούδα φυτρώνανε μέσα στη μέση του δρόμου και δεν είχαν παρά ν' απλώσουν τα χέρια τους και να τα πάρουν. Όλοι αυτοί τώρα είχαν προσγειωθεί και ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Οι άλλοι, που ήτανε συνηθισμένοι μ' αυτό τον τρόπο ζωής, είπαν πως θα προτιμούσαν να πεθάνουν της πείνας παρά να γυρίσουν πίσω χωρίς λεφτά. 135
Η πλειονότητα είχε τη γνώμη πως το ταξίδι στη Νικαράγουα δε θα είχε καμιά επιτυχία καθώς οι περισσότεροι από τους μπουκανιέρους είχαν αποκαρδιωθεί, γι' αυτό και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον λ' Ολονναί. Ο Μόιζ βαν Κλιζν (προηγούμενα ονομαζόταν βαν Γουίζν), ο άντρας που είχε κυριέψει το καράβι στο Πουέρτο Καβάλλιο, ήταν ανάμεσα σ' εκείνους που έφυγαν, βάζοντας πλώρη για την Τορτούγκα όπου σκόπευε να κάνει τις περιπολίες του. Ένας άλλος, ο Πιέρ λε Πικάρ, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν, αποφάσισε να κάνει κι αυτός το ίδιο. Παραπλέοντας την ηπειρωτική ακτή, έφτασε στην Κόστα Ρίκα όπου αποβιβάστηκε κοντά στον ποταμό Βεράγκουα. Από κει ξεκίνησε και με τους άντρες του επιτέθηκε σε μια μικρή πόλη, που 'χε το ίδιο όνομα με τον ποταμό, και την λεηλάτησε, παρ' όλη την αντίσταση που πρόβαλαν οι Ισπανοί που είχαν πιάσει τ' άρματα. Ο Πικάρ και οι άντρες του μεταφέρανε στο καράβι τους αρκετούς αιχμαλώτους, η λεία τους όμως συμποσώθηκε σε πολύ λίγα πράγματα, γιατί η Βεράγκουα κατοικείται μόνο από φτωχούς ανθρώπους, που δουλεύουνε στα ορυχεία. Στην περιοχή υπάρχουν αρκετά χρυσωρυχεία μα σ' αυτά δε δουλεύουν παρά σκλάβοι, που, σκάβοντας κάτω από τους λόφους, βγάζουνε χώμα, που το ξεπλένουνε στον ποταμό. Αυτό το χώμα περιέχει μικρά κομμάτια χρυσού, που 'χουν το μέγεθος ενός μπιζελιού, μερικές φορές είναι μεγαλύτερα κι άλλες μικρότερα. Οι πειρατές όλο κι όλο που κατάφεραν να βρουν ήταν εφτά ή οχτώ πάουντς χρυσάφι. Η πρόθεσή τους πάντως ήταν να προχωρήσουν ακόμα πιο πέρα και να λεηλατήσουν την πόλη Νάτα, που βρίσκεται στην ακτή της Νότιας Θάλασσας και όπου διαμένουν οι πιο πολλοί από τους εμπόρους που οι σκλάβοι τους δουλεύουνε στη Βεράγκουα. Οι άντρες όμως του Πικάρ δεν μπόρεσαν να πετύχουν το σκοπό τους, καθώς οι Ισπανοί ήταν πολυάριθμοι και τους περίμεναν προετοιμασμένοι. Ο λ' Ολονναί, με το μεγάλο καράβι που είχε αρπάξει από τους Ισπανούς και με τους 300 άντρες που είχε σ' αυτό, έμεινε μόνος στον Κόλπο της Ονδούρας. Με μεγάλη ευχαρίστηση θα είχε ακολουθήσει τους άλλους, μα το καράβι του ήταν πολύ βαρύ για να υπερνικήσει τους ενάντιους άνεμους και την πα136
λιρροια όπως είχαν κάνει τα μικρότερα πλοία. Συνακόλουθα οι άντρες άρχισαν να έχουν έλλειψη τροφής κι έτσι ήταν υποχρεωμένοι να βγούνε στην ξηρά και ν' αρχίσουν να ψάχνουνε για προμήθειες, σκοτώνοντας πιθήκους και οποιοδήποτε άλλο είδος ζώων για να φάνε. Τελικά, ύστερα από πολλές κακουχίες, ο λ' Ολονναί έφτασε σ' ένα συγκρότημα μικρών νησιών, που λέγεται Ίζλας ντε λας Πέρλας και που η συστάδα αυτή είναι κοντά στο Κάμπο Γκράθιας α Ντίος. Ανάμεσα σ' αυτά τα νησάκια είναι δυο κάπως μεγαλύτερα που κοντά σ' αυτά ο λ' Ολονναί, από κακό υπολογισμό του βάθους των νερών, έριξε το πλοίο του απάνω σε μια ξέρα. Με τα μονόξυλα κατάφεραν να βγούνε στη στεριά και απομακρύνοντας τα κανόνια και ξεφορτώνοντας όλο το σίδερο, που είχε το καράβι, προσπάθησαν να το ρυμουλκήσουν, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα - το καράβι είχε κολλήσει στα γερά. Αποφάσισαν τότε να πάρουν έκτακτα μέτρα ανάγκης, να διαλύσουνε δηλαδή όσο γινόταν το καράβι και με την ξυλεία του να φτιάξουν ένα μικρό ιστιοφόρο. Όσο καιρό οι πειρατές μας είναι απασχολημένοι μ' αυτή τη δουλειά, εγώ θα περιγράψω με συντομία αυτά τα δυο νησιά, που κατοικούνται από ανθρώπους που θα μπορούσε κανείς πολύ καλά να τους ονομάσει άγριους, αφού κανένας Χριστιανός δε μίλησε ποτέ μαζί τους κι ούτε ποτέ κατάφερε να βρει τις κατοικίες τους. Υπάρχουν ένα σωρό, που πέρασαν έξι και εφτά μήνες σ' αυτά τα νησιά κι όμως ποτέ δεν μπόρεσαν να βρουν πού μένουν. Αυτοί οι Ινδιάνοι έχουνε ρωμαλέα κορμιά και είναι πολύ γρήγοροι δρομείς και καλοί δύτες. Μια φορά από το βυθό ανεβάσανε στην επιφάνεια της θάλασσας την άγκυρα ενός καραβιού που ζύγιζε 672 λίμπρες.^ Τα όπλα τους είναι καμωμένα ολότελα από ξύλο, χωρίς σίδερο απάνω τους, μόνο που μερικές φορές τα ενισχύουνε με κανένα δόντι καρχαρία. Δεν κυνηγάνε με τόξα, όπως κάνουν οι άλλοι Ινδιάνοι, μα χρησιμοποιούν ένα ειδικό είδος κονταριού, που έχει μάκρος εννιά πόδια περίπου. Έχουνε χωράφια σε διάφορα σημεία του δάσους όπου καλλιεργούν γλυκοπατάτες, μπανάνες, αρνό-
1. 300 κιλά.
137
γλώσσες,^ ανανάδες και άλλους καρπούς που ευδοκιμούνε α' αυτά τα νησιά, σπίτια όμως κοντά στα χωράφια δεν υπάρχουν. Λένε πως είναι ανθρωποφάγοι. Όσο ο λ' Ολονναί βρισκόταν εδώ πέρα, ένας από τους άντρες του πήγε στο δάσος οπλισμένος μόνο μ' ένα μουσκέτο και με συντροφιά μονάχα έναν άοπλο Ισπανό. Όταν είχαν προχωρήσει μια λεύγα μέσα στο δάσος, αιφνιδιάστηκαν από μια ομάδα Ινδιάνους. Ο Γάλλος έριξε μια ντουφεκιά και το 'βαλε στα πόδια, ο Ισπανός όμως έμεινε πίσω καθώς δεν ήταν και πολύ καλός δρομέας. Ο πρώτος σε λιγάκι έφτασε στην παραλία, ο σύντροφός του όμως χάθηκε και ποτέ δε βγήκε από το δάσος. Λίγο καιρό αργότερα, μια ομάδα από δώδεκα άντρες, όλοι τους καλά αρματωμένοι, μπήκανε στο δάσος. Ο Γάλλος ήτανε μαζί τους και από περιέργεια τους οδήγησε στο μέρος που είχε δει τους Ινδιάνους. Τελικά φτάσανε σε μια τοποθεσία όπου οι Ινδιάνοι είχαν ανάψει μια φωτιά και βρήκαν εκεί πέρα τα κόκκαλα του χαμένου Σπανιόλου καθώς κι ένα χέρι ψημένο και μισοφαγωμένο. Κατάλαβαν πως αυτό ήταν το χέρι του, γιατί ο Σπανιόλος είχε μονάχα τρία δάχτυλα. Όσο ήτανε στο δάσος κατάφεραν να πιάσουν τέσσερις Ινδιάνες και πέντε Ινδιάνους, που τους φέρανε στην ακτή. Οι μπουκανιέροι είχανε μαζί τους μερικούς άλλους Ινδιάνους, που ζούσανε σ' αυτές τις περιοχές· τους ζήτησαν, λοιπόν, να μιλήσουνε στους αιχμαλώτους, μα δεν μπορούσαν να καταλάβει ο ένας τον άλλο. Οι μπουκανιέροι προσφέρανε στους αιχμαλώτους τους κοράλια, μαχαίρια και πελέκια, που τα δέχτηκ α ν επίσης τους περιποιηθήκανε με πολύ φιλικό τρόπο, προσφέροντάς τους φαγιά και πιοτά, μα αυτά ούτε και που τα 'γγιξαν. Όλο τον καιρό που ήταν αιχμάλωτοι, κανείς δεν είδε αυτούς τους νησιώτες να ανταλλάζουν, έστω και μια λέξη μεταξύ τους. Οι μπουκανιέροι, όταν είδαν πόσο τους φοβόντουσαν οι Ινδιάνοι, τους άφησαν να φύγουν, χαρίζοντάς τους διάφορα μπιχλιμπίδια για να τους δελεάσουν να ξαναγυρίσουν, πράγμα που έδειξαν πως θα έκαναν οι Ινδιάνοι. Όμως δεν ξαναγύρισαν, ούτε κι από τότε κι ύστερα ξαναφάνηκαν ποτέ στο νησί. Ούτε πλοία βρέθηκαν ποτέ που μ' αυτά θα μπορούσαν να 'χανε φύγει οι Ινδιάνοι* έτσι οι μπουκανιέροι το μόνο 1. Είδος μπανάνας.
138
που μπορούσαν να συμπεράνουν ήταν πως τη νύχτα θα έπρεπε να είχαν περάσει στα απέναντι μικρά νησιά. Στο μεταξύ ο λ' Ολονναί και οι άντρες του ήταν απασχολημένοι με το να διαλύουν το μεγάλο καράβι. Διαπιστώνοντας όμως πως όλη αυτή η επιχείρηση θα τους έπαιρνε πολύ καιρό ο)σπου να μπορέσουν να φύγουν, αποφάσισαν να καλλιεργήσουν το γύρω έδαφος. Πρώτα - πρώτα σπείρανε φασόλια και μέσα σε έξι βδομάδες είχαν μπόλικο αραποσίτι. Μ' αυτές τις παραγωγές και με τις μπανάνες και τις αρνόγλωσσες δεν είχαν πια φόβο να πεθάνουν από την πείνα. Αφού έμειναν εκεί πέντε ή έξι μήνες, καταφέρανε στο τέλος να ναυπηγήσουνε ένα ιστιοφόρο από την ξυλεία του μεγάλου καραβιού. Αποφάσισαν τότε να κάνουνε μια επιδρομή στο μάκρος του ποταμού Νικαράγουα και να προσπαθήσουν να αιχμαλωτίσουνε μερικά μονόξυλα που σ' αυτά να μπορέσουν να βολευτούν οι υπόλοιποι άντρες, που δε χωράγανε στο ιστιοφόρο. Επειδή, λοιπόν, δεν υπήρξε διαφωνία, έριξαν κλήρο για να δουν ποιοι θα μπουν στο ιστιοφόρο και στα λίγα μονόξυλα που ήδη είχαν. Έτσι οι μισοί μπαρκάρησαν στα πλεούμενα και οι άλλοι μισοί μείνανε στο νησί. Ο λ' Ολονναί, αφού αρμένισε λίγες μέρες, έφτασε στην εκβολή του ποταμού Νικαράγουα. Εδώ πέρα η κακοτυχία, που τον είχε πάρει το κατόπι τόσο καιρό, τελικά τον έφτασε και του 'δωσε να καταλάβει. Ξαφνικά βρέθηκε ανάμεσα στους Ινδιάνους και τους Ισπανούς* πολλοί από τους άντρες του σκοτώθηκαν και ο λ' Ολονναί με τους υπόλοιπους αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο λ' Ολονναί αποφάσισε να μη γυρίσει στους συντρόφους του στο νησί χωρίς καράβι. Έκανε, λοιπόν, συμβούλιο με όσους άντρες του απόμειναν και αποφάσισαν να πάρουν το ιστιοφόρο και να πάνε στην ακτή της Καρταγκένας και κει να επιχειρήσουν να αιχμαλωτίσουν κανένα πλοίο. Ο Θεός όμως δε θα άφηνε πια αυτό τον άνθρωπο να κάνει κι άλλα φαύλα έργα γιατί, καθώς φαίνεται, τώρα είχε αποφασίσει να τον τιμωρήσει για όλες τις αγριότητες, που είχε κάνει σε τόσους πολλούς αθώους ανθρώπους, μ' ένα σκληρό θάνατο. Φτάνοντας στον Κόλπο Νταρίεν, αυτός και οι άντρες του πέσανε στα χέρια εκείνων των αγρίων που οι Ισπανοί ονομάζουν Ίντιος Μπράβος. Σύμφωνα με όσα είπε ένας από τους συντρόφους 139
του, που σώθηκε από την κακιά του μοίρα τρέχοντας, τον λ' Ολονναί τον κομμάτιασαν και τον έψησαν κομμάτι - κομμάτι. Αυτό ήταν το τέλος του ανθρώπου, που είχε χύσει τόσο πολύ αθώο αίμα και είχε διαπράξει τόσο τρομερές βαρβαρότητες. Οι άλλοι άντρες, που είχανε μείνει στο νησί, καθώς δεν είχαν πάρει νέα από τον λ' Ολονναί, κατάφεραν να επιβιβαστούν σ' ένα μπουκανιέρικο καράβι, που ερχόταν από την Τζαμάικα και πήγαινε στο Κάμπο Γκράθιας α Ντίος με το σκοπό να κάνει απόβαση κι από κει με τα μονόξυλα ν' ανέβουν το ποτάμι και να κυριέψουν την πόλη της Καρταγκένας. Οι δυο συμμορίες των μπουκανιέρων ήταν πολύ ευχαριστημένες που συνάντησε η μια την άλλη - η μια γιατί ελευθερώθηκε από την ελεεινή ζωή που έκανε σ' αυτούς τους περασμένους δέκα μήνες και η άλλη γιατί έβλεπε να ενισχύεται δυναμικά ώστε να μπορέσει πιο εύκολα να καταφέρει τα σχέδιά της. Οι μπουκανιέροι, όταν φτάσανε στο Κάμπο Γκράθιας α Ντίος, μπήκανε στα μονόξυλά τους για ν' ανέβουν τον ποταμό, αφήνοντας τα καράβια τους στην εκβολή του με πέντε ή έξι άντρες στο καθένα για φρουρά. Όλοι μαζί ο επιδρομείς ήταν περίπου 500. Μαζί τους δεν είχαν πάρει προμήθειες, με τη σκέψη πως θα βρίσκανε στο δρόμο αρκετές. Αυτό αποδείχτηκε λάθος, γιατί οι Ινδιάνοι που είχανε χωράφια κοντά στις όχθες του ποταμού, το 'χανε σκάσει, χωρίς ν' αφήσουν τίποτα πίσω τους. Οι φυγάδες, ό,τι λίγα πράγματα είχαν, τα πήραν μαζί τους στο δάσος, για να μπορέσουν να ζήσουν όσο καιρό θα κρύβονταν εκεί. Οι μπουκανιέροι δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από την ακτή, όταν άρχισε να τους θερίζει η πείνα. Επειδή όμως τρέφονταν με την ελπίδα της καλής λείας, για την ώρα έτρωγαν οποιοδήποτε καρπό βρίσκανε στις όχθες του ποταμού. Ύστερα όμως από δεκατέσσερις ημέρες ταξιδιού άρχισαν να εξασθενούν από έλλειψη κανονικής τροφής, έτσι αποφάσισαν να παρατήσουν τον ποταμό και να περάσουν μέσα από το δάσος μήπως και βρουν κανά χωριό ή καμιά πόλη για να μπορέσουν να βρουν να φάνε κάτι. Αφού όμως περιπλανήθηκαν αρκετές ημέρες μέσα στο δάσος, αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω χωρίς να 'χουν πετύχει τίποτα. Όταν φτάσανε στον ποταμό, σκέφτηκαν να γυρίσουνε στην παραλία, γιατί πολλοί απ' αυτούς 140
πέθαιναν από την πείνα. Πραγματικά, έτρωγαν ό,τι έβρισκαν ακόμα και τα παπούτσια τους και τις θήκες των μαχαιριών τους έφαγαν. Στ' αλήθεια, η πείνα τους είχε φέρει σε τέτοια κατάσταση που αποφάσισαν να φάνε τους Ινδιάνους, αν συναντούσαν καμιά φορά κανένα. Όταν όμως βρέθηκαν ανάμεσα στους Ινδιάνους της ακτής, βρήκαν αρκετή συνηθισμένη τροφή για να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Μ' αυτό τον τρόπο τέλειωσαν τα έργα και οι αγριότητες του Φρανσουά λ' Ολονναί και του πληρώματός του. Τώρα θα περιγράψουμε τα πιο διαβόητα ανδραγαθήματα του Χένρυ Μόργκαν, άγγλου - ένας άντρας το ίδιο ανελέητος στους Ισπανούς όσο κι ο λ' Ολονναί, μονάχα που ο Μόργκαν ήταν πιο πετυχημένος στις επιχειρήσεις του.
141
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Τα πρώτα ανδραγαθήματα τον Χένρν Μόργκαν Χένρυ Μόργκαν γεννήθηκε σε κείνο το μέρος της Ουαλλίας, που είναι γνωστό ως Αγγλική Ουαλλία. Ο πατέρας του ήταν ένας χτηματίας που είχε τον τρόπο του* ο Μόργκαν όμως, μη έχοντας καμιά διάθεση να μπλεχτεί με γεωργικές εργασίες, αποφάσισε να γίνει ναυτικός. Έφτασε, λοιπόν, σ' ένα λιμάνι απ' όπου τα καράβια φεύγανε για τα Μπαρμπάντος και μπάρκαρε σ' ένα απ' αυτά, υπογράφοντας συμβόλαιο για το ταξίδι. Φτάνοντας, πουλήθηκε ως συμβασιούχος υπηρέτης, σύμφωνα με τα αγγλικά πρότυπα. Αφού τέλειωσε τη θητεία του ως υπηρέτης, πήγε στην Τζαμάικα όπου βρήκε πολλά μπουκανιέρικα καράβια έτοιμα ν' ανρίξουν πανιά. Πήγε μαζί τους και γρήγορα έμαθε τον τρόπο της ζωής τους. Αφού έκανε τρία ή τέσσερα ταξίδια με τους μπουκανιέρους, αυτός και οι σύντροφοί του απόχτησαν αρκετά λεφτά από τις λεηλασίες και πήραν την απόφαση ν' αγοράσουν ένα δικό τους πλοίο. Ο Μόργκαν έγινε καπετάνιος και άρχισαν να λεηλατούν την ακτή του Καμπές όπου και αιχμαλώτισαν πολλά καράβια. Εκείνο τον καιρό στην Τζαμάικα ζούσε ένας γέρος μπουκανιέρος με τ' όνομα Μάνζβηλντ (πλοίαρχος Έντουαρντ Μάνσφηλντ), που σχεδίαζε να φτιάξει ένα στόλο και να πάει να ερημώσει την ηπειρωτική χώρα. Ο γερο - μπουκανιέρος, βλέποντας πως ο Μόργκαν ήταν νέος άνθρωπος με πολύ θάρρος, τον προσκάλεσε να ενωθεί μαζί του και τον έκανε υποναύαρχο του στόλου του. Όταν ξεκίνησε ο στόλος είχε στη δύναμή του δεκαπέντε καράβια με 500 άντρες που σ' αυτούς συμπεριλαμβάνονταν Βαλλόνοι και Γάλλοι. Η πρώτη τους απόβαση έγινε στο νησί του Σαιντ Καταλίνα (ή Νήσο Πρόνοια), που βρίσκεται στ' ανοιχτά της ηπειρωτικής
Ο
142
ακτής της Κόστα Ρίκα, σε πλάτος 12V2° βόρειο και κάπου τριανταπέντε λεύγες μακριά από τον ποταμό Σάγκρε. Οι μπουκανιέροι εξανάγκασαν την ισπανική φρουρά του νησιού να παραδώσει όλες τις οχυρώσεις. Μερικές απ' αυτές ο Μάνζβηλντ διάταξε να γκρεμιστούν, κι άλλες να ενισχυθούν. Εδώ άφησε μια φρουρά από 100 άντρες και σ' αυτούς εμπιστεύτηκε τους σκλάβους που ανήκανε στους Ισπανούς. Όλο το υπόλοιπο πυροβολικό μεταφέρθηκε σ' ένα νησάκι, που ήταν τόσο κοντά με το Σαιντ Καταλίνα ώστε η απόσταση ανάμεσά τους θα μπορούσε να ενωθεί με μια γέφυρα. Όταν όλοι αυτοί οι αμυντικοί χειρισμοί τέλειωσαν, ο Μάνζβηλντ έβαλε φωτιά σ' όλα τα σπίτια του μεγαλύτερου νησιού και ξεκίνησε, παίρνοντας μαζί του ως αιχμαλώτους όλους τους Ισπανούς. Οι μπουκανιέροι, αφού έβγαλαν όλους τους αιχμαλώτους στη στεριά, κοντά σε μια τοποθεσία που λέγεται Πόρτο Μπέλλο, παράπλευσαν την ακτή της Κόστα Ρίκα. Σε λιγάκι, αποβιβάστηκαν κοντά στον ποταμό Κόλλια, με την πρόθεση να λεηλατήσουν όλα τα χωριά και ύστερα να προχωρήσουν προς την πόλη της Νάτα (που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του ισθμού, στον Κόλπο του Παναμά). Ο Πρόεδρος όμως του Παναμά είχε ειδοποιηθεί σχετικά με τον ερχομό των μπουκανιέρων και ήρθε να τους αντιμετωπίσει με μια ισχυρή δύναμη ώστε να τους εξαναγκάσει να υποχωρήσουν. Τώρα, καθώς ολόκληρη η έκταση της ακτής βρισκόταν σε πολεμική ετοιμότητα, ο Μάνζβηλντ αντιλήφθηκε πως για την ώρα το κέρδος θα ήταν πάρα πολύ μικρό από οποιαδήποτε επιδρομή κι αν έκανε, γι'αυτό αποφάσισε να γυρίσει στο Σαιντ Καταλίνα και να δει πώς τα πήγαιναν οι άντρες που είχε αφήσει εκεί. Στο μέρος εκείνο είχε αφήσει ως κυβερνήτη ένα Γάλλο, που τον έλεγαν Σαιν Σιμόν, και αυτός, όσο καιρό έλειπε ο Μάνζβηλντ, είχε βάλει το κάθε τι σε τέτοια τάξη που όλες οι οχυρώσεις είχανε γίνει απόρθητες. Διάφορες σπορές είχανε γίνει στο μικρό νησί κι έτσι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους ώσπου να έρθουν εφόδια από την Τζαμάικα. Ο Μάνζβηλντ είχε στο νου του να κρατήσει το Σαιντ Καταλίνα, επειδή το νησί αποτελούσε μια εξαιρετική βάση για τους μπουκανιέρους καθώς είχε ένα καλό λιμάνι, που βρισκόταν όσο έπρεπε κοντά στην ηπειρωτική ισπανική ακτή. Αποφάσισε, 143
λοιπόν, να πάει στην Τζαμάικα και να στείλει από κει ενισχύσεις για να δυναμώσει η φρουρά ώστε να μπορέσει να υπερασπίσει το νησί σε περίπτωση που οι ισπανικές δυνάμεις από την ηπειρωτική χώρα θα επιχειρούσαν καμιά εισβολή. Ο Μάνζβηλντ, φτάνοντας στην Τζαμάικα, εξήγησε στον κυβερνήτη την πρόθεσή του να κρατήσει το νησί του Σαιντ Καταλίνα. Ο κυβερνήτης όμως αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Μάνζβηλντ. Από τη μια μεριά φοβήθηκε μήπως και προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του Βασιλιά, αν έφταναν παράπονα στην αγγλική αυλή, και από την άλλη μήπως και αποδυναμώσει και γίνει αναποτελεσματική η άμυνα της ίδιας της Τζαμάικα. Ο Μάνζβηλντ, βλέποντας πως δεν μπορούσε να πετύχει καμιά βοήθεια από τη μεριά του κυβερνήτη για την υπεράσπιση και τη διατήρηση του νησιού και καθώς δεν είχε κανένα μέσο για να πετύχει από μόνος του τον αντικειμενικό του σκοπό, αποφάσισε να πάει στην Τορτούγκα και να ζητήσει βοήθεια από τον κυβερνήτη τους. Αυτή την πρόθεσή του όμως δεν πρόλαβε να τη βάλει σ' ενέργεια γιατί εμποδίστηκε από το θάνατο. Ο Σαιν Σιμόν, που είχε μείνει κυβερνήτης του νησιού, άρχισε να ανησυχεί τρομερά που δεν είχε νέα από τον Μάνζβηλντ. Στο μεταξύ, ο Ντον Χουάν Περέθ ντε Γκούθμαν, ένας πολύ ανοιχτομάτης και ξύπνιος στρατιωτικός, αντιλήφθηκε πως τώρα ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για να ξανακατακτήσει το Σαιντ Καταλίνα, πριν δηλαδή οι μπουκανιέροι να προλάβουν να στείλουν ενισχύσεις. Συγκέντρωσε, λοιπόν, μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη και αφού την όπλισε με τον καλύτερο τρόπο την έστειλε να ξαναπάρει το νησί και να εγκαταστήσει εκεί μια κατάλληλη φρουρά. Επίσης έστειλε ένα γράμμα στον κυβερνήτη των μπουκανιέρων, που υποσχόταν κάποια αποζημίωση, αν παράδινε το νησί θεληματικά. Ο Σαιν Σιμόν είδε πως χωρίς ενισχύσεις δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για την άμυνα του νησιού, γι' αυτό συμφώνησε με τους ισπανικούς όρους και παρέδωσε το νησί. Λίγες μέρες ύστερα από την παράδοση του Σαιντ Καταλίνα στους Ισπανούς, ένα εγγλέζικο πλοίο, που ο κυβερνήτης είχε στείλει μυστικά, έφτασε στην Τζαμάικα, έχοντας μαζί του δεκατέσσερις άντρες και λίγες γυναίκες. Οι Ισπανοί σήκωσαν την εγγλέζικη σημαία και εξανάγκασαν το Σαιν Σιμόν να κατέβει 144
στην παραλία και να οδηγήσει το πλοίο στο λιμάνι. Το μικρό πλοίο κυριεύτηκε και όλοι που βρίσκονταν απάνω του αιχμαλωτίστηκαν. Οι Ισπανοί ανάψανε φωτιές για να γιορτάσουν αυτή τη μεγάλη νίκη, που είχαν καταφέρει να αποσπάσουν το νησί από τους άγγλους μπουκανιέρους. Ένας ισπανός μηχανικός έγραψε μια διήγηση αυτών των γεγονότων, που ήρθε στην κατοχή μου και είναι γραμμένη με το ίδιο του το χέρι στα ισπανικά. Θα τη μεταφράσω για να ικανοποιήσω την περιέργεια του αναγνώστη. Το χειρόγραφο γράφει: Μια αφήγηση σχετική με την καλότυχη νίκη ενάντια στους εγγλέζους κουρσάρους, που κατορΘώθΐ]κε από το στρατό της Καθολικής Μεγαλειότητας, που ήταν κάτω από την διοίκηση του Ντον Χουάν Περεθ ντε Γκούθμαν, Ιππότη της Τάξης του Σαντιάγκο, Κυβερνήτη και Γενικού Στρατηγού της περιοχής του Φρουρίου και της επαρχίας της Βεράγκουα. Η εξουσία του Φρουρίου, βρίσκοντας τον εαυτό της έτοιμο και ικανό να αντιμετωπίσει τους κουρσάρους της Τζαμάικας, πληροφορήθηκε πως δεκατέσσερα από τα πλοία τους παράπλεαν την ακτή με την πρόθεση να ληστέψουν και να λεηλατήσουν τους υπηκόους Της Καθολικής Του Μεγαλειότητας. Στις 14 Ιουνίου του 1665 ήρθε είδηση στον Παναμά πως οι άγγλοι πειρατές είχαν έρθει στο Πουέρτο ντε Νάος όπου αποβίβασαν τη φρουρά του Σαιντ Καταλίνα που σ' αυτή συμπεριλαμβανόταν και ο κυβερνήτης, ο Ντον Εστεμπάν ντελ Κάμπο, που απ' αυτόν κατάσχεσαν το νησί μαζί με 200 άντρες από διάφορες εθνικότητες. Μόλις έφτασαν αυτά τα νέα, ο κυβερνήτης και γενικός αρχηγός. Αρχιστράτηγος Ντον Χουάν Περέθ ντε Γκούθμαν, διέταξε όλοι οι πρώην αιχμάλωτοι να μεταφερθούν στην πόλη του Πόρτο Μπέλλο όπου εκεί δώσανε λεπτομερή αναφορά στην Εξοχότητά Του. Του δήλωσαν πως στις 27 του Μάη, γύρω στα μεσάνυχτα, οι κουρσάροι αποβιβαστήκανε αθέατοι και τ' άλλο πρωί στις έξι ώρα είχαν καταλάβει, χωρίς κανένα αγώνα, όλες τις οχυρώσεις και είχαν πιάσει τον κόσμο αιχμάλωτο. Στις 27 Ιουνίου η Εξοχότητά Του συγκάλεσε ένα πολεμικό 145
συμβούλιο και τόνισε σ' αυτό τις μεγάλες προόδους που κάνουν καθημερινά οι πειρατές, λέγοντας πως έτσι όπως πηγαίνουν σε λίγο θα γίνουν κύριοι των Δυτικών Ινδιών προς μεγάλο όνειδος και ζημιά του ισπανικού έθνους. Για την ώρα είχανε στην κυριαρχία τους το νησί του Σαιντ Καταλίνα, τίποτα όμως δε θα τους εμπόδιζε να αναλάβουν κι άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις, όπως ήδη έχει διαφανεί από τις διάφορες επιδρομές τους στην ηπειρωτική ακτή. Κάτι ουσιαστικό, που θα έπρεπε να γίνει, τόνισε ο Αρχιστράτηγος, ήταν να στείλουν δυνάμεις για να ξαναπάρουν αυτό το νησί, πριν ακόμα οι κουρσάροι να μπορέσουν να εγκατασταθούν για τα καλά στην περιοχή. Μολοντούτο λίγα μέλη του Συμβουλίου δε συμφώνησαν, λέγοντας πως δεν άξιζε τον κόπο, αφού οι πειρατές δε θα έβρισκαν εκεί πέρα τίποτα το σπουδαίο για να συντηρηθούν και θα ήταν έτσι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν το νησί από μόνοι τους. Τα άλλα όμως μέλη θεώρησαν τις προτάσεις του κυβερνήτη ουσιαστικές για την καλή φήμη και την υπόληψη του ισπανικού στέμματος. Έτσι η Εξοχότητά Του, όπως πρέπει σ' ένα θαρραλέο και σοφό αρχηγό, έδωσε ταχύτατα διαταγές ώστε οι προμήθειες για τους στρατιώτες να αποσταλούν χωρίς χρονοτριβή στο Πόρτο Μπέλλο. Η Εξοχότητά Του προσωπικά, μη θέλοντας μα εμπιστευτεί το γεγονός σε κανέναν άλλο, επέβλεψε την εκστρατεία, παραβλέποντας τις δυσκολίες του δρόμου, το πλωτό πέρασμα των ποταμών το όχι χωρίς κίνδυνο της ζωής του, που τη διακινδύνευε ως πιστός υπήκοος του Βασιλιά. Στο Πόρτο Μπέλλο έφτασε στις 7 Ιουλίου και, βρίσκοντας στο λιμάνι το Σαιντ ΒιΘέντε, ένα πλοίο της Εταιρείας εμπορίας των Νέγρων με αρκετά πολεμοφόδια, το ναύλωσε για την εκστρατεία. Ως φρούραρχο του Πόρτο Μπέλλο εγκατέστησε το Λοχαγό Χοσέ Σαντσέθ Χιμένεθ, ένα γενναίο στρατιωτικό, και του έδωσε 227 άντρες. Σαρανταεφτά απ' αυτούς που προηγούμενα είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στο Σαιντ Καταλίνα ενωθήκανε με το εκστρατευτικό σώμα, γυρίζοντας πίσω σαν εξαγριωμένοι ταύροι για να ξανακερδίσουν την τιμή τους και να αποδείξουν πως ήταν άξιοι στρατιώτες. Υπήρχαν επίσης τριαντατέσσερις Ισπανοί από τη φρουρά* εικοσιεννιά μιγάδες ή μουλαττόες· δώδεκα Ινδιάνοι - πολύ επιδέξιοι στα βέλη* εφτά έμπειροι κα146
νονιέρηδες· δυο υπασπιστές* δυο πηδαλιούχοι* ένας χειρούργος και ένας καλόγερος από το Τάγμα Σκοράφικα για να τους εξομολογεί. Ο Ντον Χουάν έδωσε οδηγίες στο φρούραρχο, λέγοντας του πως, αν ο κυβερνήτης της Καρταγκένα δεν τον βοηθούσε αμέσως με άντρες και πλοία όπως χρειαζόταν, θα του 'δινε να έχει μαζί του μια Διαταγή Επίταξης στο όνομα της Μεγαλειότητάς Του. Ο φρούραρχος, έχοντας για την επιχείρηση μια ικανοποιητική δύναμη από γενναίους στρατιώτες, ήταν έτοιμος να προχωρήσει προς το Σαιντ Καταλίνα και ν' αρχίσει την προσπάθεια για να ξαναπάρει το νησί. Ο Ντον Χουάν τον εφοδίασε με επιστολές κατάσχεσης για τους πλουσιότερους εμπόρους της Καρταγκένα και φόρτωσε στο πλοίο κι άλλα πολεμοφόδια. Τότε, άμα έγιναν όλα αυτά, ο Ντον Χουάν επιθεώρησε τα στρατεύματα και άρχισε η επιβίβαση. Στις δεκατέσσερις του ίδιου μήνα, η Εξοχότητά Του πήγε να επισκεφτεί το πλοίο, που βρισκόταν έξω από το λιμάνι, και, καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, συγκέντρωσε τους άντρες στο κατάστρωμα. Εκεί τους έβγαλε ένα ενθαρρυντικό λόγο, υπενθυμίζοντάς τους πως ήταν προορισμένοι να υποστηρίξουν την ιερή Καθολική πίστη και να τιμωρήσουν τους αιρετικούς για τη θρασύτητά τους να λεηλατήσουν τις εκκλησίες. Αυτοί οι άνθρωποι, φαίνεται, είπε ο Ντον Χουάν, δε φοβήθηκαν τις στρατιωτικές δυνάμεις της Μεγαλειότητάς Του, αφού είχαν την τόλμη να καταλάβουν επικράτειές του - πράγμα όμως που ο Ντον Χουάν, όσο καιρό τουλάχιστο ήταν κυβερνήτης, δεν ήταν πρόθυμος να ανεχτεί. Με τη νικηφόρα επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος θα αντάμειβε όλους εκείνους, που θα είχαν κάνει πέρα για πέρα το χρέος τους. Μ' αυτούς τους λόγους, που γέμισαν τις καρδιές όλων μ' ένα φλογερό ενθουσιασμό, ο Ντον Χουάν άφησε το πλοίο, που άνοιξε αμέσως πανιά. Το πλοίο έφτασε στην Καρταγκένα στις 22 Ιουλίου όπου ο φρούραρχος, όπως είχε διαταχτεί, ενημέρωσε τον κυβερνήτη για τις οδηγίες, που είχε πάρει. Ο κυβερνήτης, βλέποντας αυτά τα τολμηρά σχέδια, αποφάσισε να τον βοηθήσει με μια φρεγάτα, ένα γαλλεόνι και τρία μπάρκα καθώς και με 126 άντρες, που απαρτίζονταν από εξηνταέξι Ισπανούς και εξήντα μουλαττόες. Ο Ντον Χοσέ Ραμίρεθ ντε Λεύμπα ήταν ο λοχαγός τους και όλος ο στόλος μπήκε κάτω από τη διοίκηση του φρού147
ραρχου του Πόρτο Μπέλλο. Το εκστρατευτικό σώμα, εφοδιασμένο καλά με όλα τα αναγκαία πράγματα, ξεκίνησε από την Καρταγκένα στις 2 Αυγούστου. Στις 10 Αυγούστου αντίκρυσαν το Σαιντ Καταλίνα και, παρ' όλο τον ενάντιο άνεμο, ήρθαν και αγκυροβολήσανε στο λιμάνι, έχοντας χάσει μέσα σε μια θύελλα στις ξέρες του Κουίτα Σίνιος μονάχα ένα μπάρκο. Ο εχθρός έριξε τρεις ομοβροντίες, που αμέσως ανταποδόθηκαν. Στο μεταξύ ο φρούραρχος έστειλε στην ακτή έναν από τους αξιωματικούς του για να καλέσει τους πειρατές να παραδώσουν το νησί, που είχαν καταλάβει ενάντια στις συνθήκες ειρήνης που υπήρχαν ανάμεσα στα στέμματα της Αγγλίας και της Ισπανίας, λέγοντάς τους πως, αν αποδείχνονταν αμετάπιστοι, δε θα 'μενε κανένας τους ζωντανός. Σ' αυτά όλα οι πειρατές απάντησαν πως το νησί προηγούμενα ανήκε στο αγγλικό στέμμα' και ότι θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να το δώσουν πίσω. Την Παρασκευή, 13 Αυγούστου, τρεις Νέγροι λιποτάχτησαν απο τον εχθρό και ήρθανε στο πλοίο του ναυάρχου, δηλώνοντάς του πως οι υπερασπιστές του νησιού δεν ήταν πάρα πάνω από εβδομηνταδύο άντρες και ότι όλοι τους ήταν καταφοβισμένοι βλέποντας μια τόσο δυνατή αίηοβατική δύναμη. Με τα νέα αυτά και έχοντας εμπιστοσύνη στη νίκη και στην καλή προπαρασκευή μας, προωθηθήκαμε πιο κοντά προς το φρούριο, που άρχισε ένα πυκνό κανονιοβολισμό που κράτησε ίσαμε που έπεσε το σκοτάδι. Την Κυριακή, 15 Αυγούστου, την ημέρα που γιορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου, ο καιρός ήταν γαλήνιος· οι άντρες μας προετοιμάστηκαν να αποβιβαστούν και η νικηφόρα μάχη δόθηκε με τον ακόλουθο τρόπο. Το πλοίο του ναυάρχου, το Σαιντ Βιθέντε, άρχισε να κανονιοβολεί, με πυκνά πυρά που κράτησαν όλη μέρα, την πυροβολαρχία του νησιού, που ήταν γνωστή με τ' όνομα η Κονθεπθιόν. Η υποναυαρχίδα, το Σαιντ Πεόρίτο^ μαζί με το γαλλεόνι, και . Το νησί Σαιντ Καταλίνα ή Πρόνοια κυριεύτηκε από τους Ισπανούς το 1641. Με την κατάληψη του νησιού εκείνο το χρόνο, οι άγγλοι άποικοι από το φόβο του θανάτου άφησαν τις περιουσίες τους και έφυγαν από το νησί.
148
νονιοβολούσαν την πυροβολαρχία του Σαιντ Γιάγκο. Τα καΐκια έβγαλαν τους στρατιώτες στην ακτή κοντά σ' αυτή την τελευταία πυροβολαρχία κι από κει βάδισαν προς τη θέση, που είναι γνωστή ως Κορταντούρα. Ο Φρανθίσκο Καρθερές, ο υπασπιστής, μαζί με τους δεκαπέντε άντρες του προχώρησε για να ανιχνεύσει τη δύναμη του εχθρού, μα φτάνοντας κοντά στο φρούριο Κορταντούρα υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, γιατί τα ομαδικά εχθρικά πυρά των εξήντα μουσκέτων σκόρπιζαν το θάνατο με το κελάιδημά τους. Ο λοχαγός Ντον Χοσέ Ραμίρεθ ντε Λεύμπα προχώρησε με εξήντα άντρες για να επιτεθεί στο φρούριο Κορταντούρα, που το κυρίεψε ύστερα από μια πολύ σκληρή μάχη. Ο λοχαγός Χουάν Γκαλένο, μ' ένα λόχο από ενενήντα άντρες που σ' αυτούς συμπεριλαμβάνονταν μιγάδες και Ινδιάνοι καθώς και οι τρεις μαύροι που είχανε λιποτακτήσει από τον εχθρό, προσπέρασε τους λόφους για να επιτεθεί στο φρούριο της Αγ. Τερέζας. Ο ταγματάρχης Ντον Χοσέ Σαντσέθ Χιμενέθ, ως γενικός αρχηγός, έχοντας προσβάλει την πυροβολαρχία του Σαιντ Γιάγκο, με το υπόλοιπο του στρατού, που φορτώθηκε σε τέσσερα καΐκια, πέρασε το λιμάνι και κατάφερε να αποβιβαστεί παρ' όλα τα πυκνά εχθρικά πυρά με τηλεβόλα και μουσκέτα. Την ίδια ώρα ο λοχαγός Χουάν Γκαλένο άρχισε να επιτίθεται στο φρούριο της Αγ. Τερέζας, έτσι ο στρατός μας πρόσβαλε ταυτόχρονα τον εχθρό σε τρεις τοποθεσίες με τέτοιο θάρρος που έξι από τους εχθρούς σκοτώθηκαν. Ο εχθρός, βλέποντας πως δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο πια, υποχώρησε και κλείστηκε στο φρούριο Κορταντούρα απ' όπου και ζήτησε ανακωχή και έλεος. Μόλις τους χαρίστηκε η ζωή, αμέσως παρέδωσαν όλες τις οχυρώσεις. Τότε ο Ντον Χοσέ Ραμίρεθ πέρασε με τα πόδια τη γέφυρα και ολόκληρο το νησί μονομιάς παραδόθηκε σ' αυτόν και υψώθηκε η σημαία στο όνομα της Μεγαλειότητάς Του. Προσευχές ευχαριστιών αναπέμφθηκαν προς τη Θεία Μεγαλειότητα, που ευαρεστήθηκε να χαρίσει μια τόσο μεγάλη νίκη ανήμερα στη γιορτή της Κοίμησης της Ευλογημένης Παρθένας. Ο αριθμός των εγγλέζων νεκρών ήταν έξι. Επίσης είχαν πολλούς τραυματίες καθώς και εβδομήντα αιχμαλώτους. Οι δικές μας απώλειες ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες. Στο νησί βρέθηκαν 2.800 πάουντς μπαρούτι, 250 πάουντς βόλια για 149
μουσκέτα, 800 πάουντς φυσίγγια και διάφορα άλλα πολεμοφόδια. Την άλλη μέρα ο ταγματάρχης (όπως ήταν το χρέος του) εκτέλεσε δυο Ισπανούς γιατί βοήθησαν τους άγγλους πειρατές και σήκωσαν τα όπλα ενάντια στο Βασιλιά. Στις 10 του Σεπτέμβρη ένα αγγλικό καράβι φάνηκε στον ορίζοντα και ο κυβερνήτης διέταξε το Σαιν Σιμόν, γάλλο από γεννησιμιού του, να πει πως το νησί βρισκόταν ακόμα στα χέρια των Άγγλων, πράγμα που ο Γάλλος υπάκουσε αμέσως. Όταν το μικρό καράβι μπήκε στο λιμάνι, βρέθηκε να έχει δεκατέσσερις άντρες και μια γυναίκα με την κόρη της. Αυτά τα δεκαέξι πρόσωπα πήγανε μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους. Οι άγγλοι πειρατές μεταφερθήκανε στην ηπειρωτική χώρα όπου η Εξοχότητά Του διέταξε τρεις απ' αυτούς να πάνε στον Παναμά και οι υπόλοιποι να παραμείνουν στο Πόρτο Μπέλλο για να εργαστούν εκεί πέρα στο φρούριο του Σαιντ Τζερόμ. Αυτό το φρούριο είναι μια τετράγωνη οχύρωση με την ισχυρότερη δυνατή οικοδομή· είναι φτιαγμένο με ασβέστη και πέτρα και είναι κατάλληλα τοποθετημένο στη μέση του λιμανιού. Υψώνεται ογδονταοχτώ πόδια πάνω από το νερό και οι τοίχοι του έχουν πάχος δεκατέσσερα πόδια* οι επάλξεις του έχουνε διάμετρο εβδομηνταπέντε πόδια και με τις αποθήκες και όλες τις άλλες δουλειές που περιλαμβάνει, η τελική διάμετρός του φτάνει τα 300 πόδια. Αυτό το κάστρο χτίστηκε χωρίς να κοστίσει τίποτα στη Μεγαλειότητά Του, γιατί ένα μεγάλο ποσό προσφέρθηκε απ' αυτή την ίδια την Εξοχότητά Του κ.λ.π. Έκανα μια πιστή μετάφραση αυτής της αφήγησης ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει από μόνος του να δει πόσο θόρυβο έκαναν οι Ισπανοί για μια τόσο ασήμαντη επιχείρηση και τι θέατρο παίξανε για να διώξουν απλώς από ένα νησί εβδομήντα ανθρώπους, που ήταν ήδη πρόθυμοι να το εγκαταλείψουν. Μολοντούτο, παρ' όλη τη δύναμη των Ισπανών, αν οι μπουκανιέροι ήθελαν να κρατήσουν το νησί, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να τους πετάξουνε στη θάλασσα.^ 1. Αυτή η τελευταία ειρωνική παράγραφος στην αγγλική μετάφραση του 1648 παραλείπεται, επειδή έγινε από την ισπανική μετάφραση της δουλειάς του Exquemelin.
150
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο Μόργκαν δοκιμάζει να κρατήσει το Σαιντ Καταλίνα σαν προπύργιο των μπονκανιέρων, μα αποτνχαίνει. Μια περιγραφή της Κούβας. Η εισβολή και η κατάληψη του Πουέρτο ντελ Πρινθίπε Μόργκαν, όταν πέθανε ο Μάνζβηλντ, ο γερο - ναύαρχός του, με πολλή ευχαρίστηση θα κράταγε το Σαιντ Καταλίνα και όπως είχε υπόψη του θα το διαμόρφωνε σα μια φωλιά ληστών, χρησιμοποιώντας το νησί σε διάφορες περιπτώσεις σα σημείο συνάντησης με τους συντρόφους του. Έψαχνε εξακολουθητικά να βρει τρόπους για να βάλει σ' ενέργεια αυτό το σχέδιο και για το λόγο αυτό είχε γράψει σε διάφορους εμπόρους, που βρίσκονταν στην Νέα Αγγλία, να στείλουν εφόδια στο νησί. Σύντομα, σκόπευε να κάνει το Σαιντ Καταλίνα τόσο απόρθητο που οι Ισπανοί δε θα μπορούσαν να τον κουνήσουν από κει, μα κι ούτε η δύναμη του Βασιλιά της Αγγλίας θα ήτανε σε θέση να του κάνει μεγάλη ζημιά. Όλα του τα σχέδια όμως διαλύθηκαν, όταν το νησί έπεσε στα χέρια των Ισπανών. Παρ' όλ' αυτά ο Μόργκαν δεν πτοήθηκε, τουναντίον μάλιστα άρχισε να κάνει νέα σχέδια. Εξόπλισε ένα πλοίο με την απόφαση να σχηματίσει ένα στόλο με όσους περισσότερους μπουκανιέρους μπορούσε να συγκεντρώσει για να εξαπολύσει μια επίθεση σε κάποια σημαντική πόλη στην ισπανική επικράτεια. Έδωσε, λοιπόν, στους φίλους του τους πειρατές ένα ραντεβού να συναντηθούνε στα Νότια Κέυς της Κούβας όπου εκεί ο στόλος θα μπορούσε να συγκεντρωθεί άνετα και με την ησυχία τους να αποφασίσουν πού θα επιτεθούν. Έτσι, λοιπόν, για να καταλάβουν καλά οι αναγνώστες μου αυτή την αφήγηση, θα πρέπει να κάνω πρώτα μια σύντομη περιγραφή του νησιού. Η Κούβα βρίσκεται ανάμεσα στα πλάτη 20 και 23° βόρειο
Ο
151
και από την ανατολική άκρη της ως τη δυτική το μήκος της είναι 160 λεύγες και σαράντα λεύγες το πλάτος της. Είναι το ίδιο καρποφόρα όπως κι η Ισπανιόλα και εξάγει σε απεριόριστες ποσότητες δέρματα, που είναι γνωστά στην Ευρώπη ως δέρματα Χαβάνας. Η Κούβα περιτριγυρίζεται από αναρίθμητα μικρά νησιά, που είναι γνωστά με τ' όνομα Κέυς και που συχνά χρησιμοποιούνται από τους μπουκανιέρους ως βάσεις για το κυνήγι των Ισπανών. Το νησί έχει αρκετούς όμορφους ποταμούς και μερικά εξαιρετικά λιμάνια. Στο νότο βρίσκονται οι πόλεις Σαιντ Γιάγκό, Σαιντ Μαρία, Εσπίριτου Σάντο, Τρινιδάδ, Χάγκουα, Κάμπο ντε Κορριέντες και άλλες πολλές ακόμα πόλεις ενώ στη βόρεια πλευρά βρίσκεται η Χαβάνα, το Πουέρτο Μαριάνο, η Σάντα Κρουθ, το Ματαρίκος, το Πουέρτο ντελ Πρινθίπε και το Μπαρακάο. Το Σαιντ Γιάγκο είναι η πρ(ΐ)τεύουσα του μισού νησιού και έχει ένα κυβερνήτη κι έναν επίσκοπο, που κατοικοεδρεύουν εκεί. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της γίνεται με τα Κανάρια Νησιά όπου στέλνει ζάχαρη, καπνό και δέρματα, που προέρχονται από τις εξαρτημένες της πόλεις. Το Σαιντ Γιάγκο, αν και προστατεύεται από ένα φρούριο, έχει πολλές φορές λεηλατηθεί από τους μπουκανιέρους, ν που προέρχονταν από την Τζαμάικα και την Τορτούγκα. Η Χαβάνα, η πρωτεύουσα του δυτικού μέρους του νησιού, είναι μια από τις ισχυρότερες και πιο φημισμένες πόλεις σ' όλες τις Δυτικές Ινδίες. Το σπουδαιότερο εξαγώγιμο προϊόν της είναι ο εξαιρετικός καπνός, που μ' αυτόν εφοδιάζει όλη τη Νέα Ισπανία και την Κόστα Ρίκα, φτάνοντας ίσαμε τη Νότια Θάλασσα. Τη Χαβάνα υπερασπίζουν τρία ισχυρότατα φρούρια - δυο είναι στο λιμάνι και το τρίτο βρίσκεται απάνω σ' ένα λόφο, που διαφεντεύει την πόλη. Υπάρχουν περισσότεροι από 10.000 κάτοικοι και οι έμποροι της Χαβάνας έχουν εμπορικές σχέσεις με τη Νέα Ισπανία, την Καμπές, την Ονδούρα και τη Φλόριντα. Όλα τα καράβια από τη Νέα Ισπανία, το Καράκας, την Καρταγκένα την Κόστα Ρίκα και την Ονδούρα, στο ταξίδι για την Ισπανία, πιάνουν εδώ για να ανανεώσουν τις προμήθειές τους, μιας και το λιμάνι της Χαβάνας βρίσκεται απάνω στο δρόμο τους. Ο ισπανικός στόλος με το αυτοκρατορικό 152
ασήμι^ πάντοτε έρχεται εδώ για να συμπληρώσει το φορτίο του με δέρματα και αιματόξυλα. Ο Μόργκαν είχε ήδη περάσει δυο μήνες στα Νότια Κέυς της Κούβας πριν να καταφέρει να συγκεντρώσει ένα στόλο από καμιά δωδεκαριά πλοία, που ήταν επανδρωμένα με 700 άντρες, Εγγλέζοι και Γάλλοι ανάμειχτα. Μόλις έγινε αυτό, συγκάλεσε ένα γενικό συμβούλιο για ν' αποφασίσουν το πού θα έπρεπε να επιτεθούν. Κάποιος πρότεινε μια νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση στη Χαβάνα, λέγοντας πως θα μπορούσαν εύκολα να λεηλατήσουν την πόλη και να πάρουνε μαζί τους μερικούς παπάδες ως ομήρους πριν τα φρούρια να προλάβουν να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Ο καθένας είπε τη γνώμη του γι' αυτή την πρόταση, που δεν έγινε όμως δεκτή. Κάποιοι από τους άντρες είχαν κάνει αιχμάλωτοι στη Χαβάνα και δήλωσαν πως οι μπουκανιέροι δεν ήταν ακόμα τόσο δυνατοί που να μπορέσουν να λεηλατήσουν την πόλη. Αν είχανε μια δύναμη από 1.500 άντρες, τότε μονάχα θα 'χαν κάποιες πιθανότητες για να κυριέψουν την πόλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα πλοία θα μπορούσαν να αγκυροβολήσουνε στ' ανοιχτά από το νησί Πάινς και οι άντρες, ανεβαίνοντας τον ποταμό με μικρά πλοιάρια, να πάνε στο Ματαμάνο, που βρίσκεται μόνο δεκατέσσερις λεύγες από τη Χαβάνα. Οπωσδήποτε όμως καθώς οι μπουκανιέροι δεν είχαν τα μέσα για να συγκεντρώσουν μια τέτοια δύναμη, αποφάσισαν να επιτεθούν κάπου αλλού. Κάποιος άλλος πρότεινε να επιτεθούν στο Πουέρτο ντελ Πρινθίπε. Είχε μείνει εκεί πέρα, είπε, και ήξερε πως η πόλη ήτανε γεμάτη με λεφτά γιατί εκεί πέρα ήταν που έρχονταν οι έμποροι από τη Χαβάνα για ν' αγοράσουνε δέρματα. Το μέρος, καθώς βρισκόταν σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα, δεν είχε ποτέ λεηλατηθεί κι έτσι οι κάτοικοι δε φοβόντουσαν τους Εγγλέζους. Αυτή η πρόταση συζητήθηκε και στο τέλος έγινε δεκτή από όλους. Ύστερα απ' αυτή την απόφαση, ο 1. κάθε χρόνο, σε μια ορισμένη εποχή, ο ισπανικός στόλος φόρτωνε το ασήμι, που οι αποικίες ήταν υποχρεωμένες να στείλουνε στον Ισπανό Αυτοκράτορα. Τότε στις θάλασσες της Καραϊβικής γινότανε συναγερμός. Μπουκανιέροι, πειρατές, κουρσάροι, πλανόδιοι ληστές θαλασσών έστηναν καρτέρι κι άρπαζαν ό,τι μπορούσαν.
153
Μόργκαν διέταξε το στόλο του να σηκώσει άγκυρα και να βάλει πλώρη για το λιμάνι του Σαιντ Μαρία, που είναι το πιο κοντινό μέρος προς το Πουέρτο ντελ Πρινθίπε. Πριν να φτάσουν όμως σ' αυτό τον προορισμό τους, ένας Ισπανός, που για πολύ καιρό είχε μείνει αιχμάλωτος στα χέρια των Εγγλέζων και είχε κουτσομάθει μερικές λέξεις από τη γλώσσα τους, άκουσε κάποια ώρα τους μπουκανιέρους να μουρμουρίζουν κάτι για το Πουέρτο ντελ Πρινθίπε. Αυτός, λοιπόν, μια νύχτα πήδησε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει για να φτάσει στο κοντινότερο νησί. Οι Εγγλέζοι πηδήσανε αμέσως στα μονόξυλά τους για να τον ψαρέψουν, εκείνος όμως κατάφερε να βγει στο νησί πριν να τον πιάσουν και πήγε και κρύφτηκε στα δέντρα που ήταν αδύνατο να τον βρουν. Την άλλη μέρα αυτός ο Σπανιόλος κολύμπησε από το 'να νησί στ' άλλο ώσπου έφτασε στην Κουβανέζικη ακτή. Καθώς ήξερε καλά τους δρόμους, έφτασε γρήγορα στο Πουέρτο ντελ Πρινθίπε όπου προειδοποίησε τους κατοίκους για τον ερχομό των κουρσάρων και για τις δυνάμεις που διέθεταν. Οι Ισπανοί στα γρήγορα άρχισαν να κρύβουν τα αγαθά τους ενώ ο κυβερνήτης συγκέντρωσε όλους τους άντρες που μπορούσε, συμπεριλαμβάνοντας σ' αυτούς και μερικούς σκλάβους. Εξόν απ' αυτό, έκοψε πάρα πολλά δέντρα για να φτιάξει οδοφράγματα και έστησε πολλές ενέδρες που πολλές φορές έκρυβαν και κανόνια. Κάπου 800 άντρες μαζεύτηκαν από την πόλη και από τα περίχωρα. Ο κυβερνήτης, αφού έστησε τις ενέδρες που νόμιζε αναγκαίες,τοποθέτησε το κύριο σώμα των υπερασπιστών σ' ένα ανοιχτό πεδίο, που βρισκότανε κοντά στην πόλη κι απ' όπου μπορούσε να δει από μακριά τον ερχομό του εχθρού. Οι Ισπανοί ήταν ακόμα απασχολημένοι, φτιάχνοντας τις ενέδρες τους, όταν οι μπουκανιέροι βρέθηκαν μπροστά τους χωρίς να τους πάρουν είδηση. Καθώς βρήκαν το δρόμο μπλοκαρισμένο, ανοίξανε δίοδο μέσα στο δάσος, αποφεύγοντας έτσι και τις πολλές παγίδες, που τους είχανε στήσει. Στο τέλος φτάσανε στο ανοιχτό πεδίο ή σαβάνα όπως το λένε οι Ισπανοί. Ο κυβερνήτης, νομίζοντας πως ο εχθρός θα κατατρομοκρατιόταν μόλις έβλεπε τη μεγάλη δύναμη που είχε παρατάξει για να τους αντισταθεί, απόστειλε αμέσως μια ίλη ιππικού να πάει από πίσω τους ώστε να τους πετσοκόψει, όταν θα υποχωρούσαν. 154
Τα περιστατικά όμως έγιναν αλλιώς. Οι μπουκανιέροι, που όλο αυτό τον καιρό προχωρούσανε με τα τύμπανα να χτυπούν και τις σημαίες να ανεμίζουν, άρχισαν τώρα να αναπτύσσονται σ' ένα ημικύκλιο ενώ ταυτόχρονα χτύπαγαν τους Ισπανούς, που στην αρχή αντιστέκονταν με μανία η μάχη όμως δεν κράτησε για πολύ. Οι μπουκανιέροι δεν αστόχησαν ποτέ στη σκόπευση του στόχου τους και συνέχισαν τα πυρά τους χωρίς καμιά ανάπαυλα. Το θάρρος των υπερασπιστών άρχισε να πέφτει, ιδιαίτερα μάλιστα όταν είδαν τον κυβερνήτη τους να σκοτώνεται. Άρχισαν τότε να υποχωρούν προς το δάσος όπου εκεί θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαφύγουν, οι πιο πολλοί όμως απ' αυτούς ξεκληρίστηκαν πριν να προλάβουν να φτάσουνε σ' αυτό το καταφύριο, αν και τελικά μερικοί τα κατάφεραν και διαφύγανε στο δάσος. Για τους μπουκανιέρους ο δρόμος τώρα προς την πόλη ήταν ανοιχτός· προχωρούσανε με ανυψωμένο το ηθικό τους, γιατί αν και η μάχη στη σαβάνα είχε διαρκέσει τέσσερις ώρες, οι απώλειές τους ήταν ελάχιστες. Σύντομα μπήκανε στην πόλη όπου συνάντησαν καινούργια αντίσταση από μια ομάδα, που είχε παραμείνει εκεί με τις γυναίκες και που σ' ενίσχυσή της είχαν έρθει μερικοί απ' αυτούς που έλπιζαν ακόμα πως θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη λεηλασία της πόλης από τον εχθρό. Μερικοί κλειστήκανε στα σπίτια τους και πυροβολούσαν από τα παράθυρα, όταν όμως οι μπουκανιέροι αντιλήφθηκαν αυτούς τους ακροβολιστές, απείλησαν πως αν συνεχιστεί αυτό θα κάψουν την πόλη μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και με όλα. Οι Ισπανοί, από φόβο μήπως κι αυτές οι απειλές μπούνε σε πράξη, παραδόθηκαν, πιστεύοντας πως αυτοί οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες δε θα μπορούσαν να έχουν για πολύ καιρό την πόλη στην κατοχή τους. Οι μπουκανιέροι, τους Ισπανούς, μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους σκλάβους, τους κλείσανε στην εκκλησία και ύστερα γύρισαν και μάζεψαν κάθε τι πολύτιμο που μπορούσαν να βρούνε στην πόλη. Όταν έγινε κι αυτό, άρχισαν να κάνουν στα γύρω λεηλατικές εξορμήσεις, φέρνοντας πίσω κάθε μέρα καινούργιες λείες και καινούργιους αιχμαλώτους, έτσι που ο καιρός τους περνούσε χωρίς να τους φαίνεται. Γιατί πραγματικά κάνανε μια ζωή όπως την επιθυμούσε η καρδιά τους, τρώ155
γοντας και πίνοντας μέχρι σκασμού. Ο καιρός όμως δεν περνούσε και τόσο ευχάριστα για τους φτωχούς και εξαθλιωμένους αιχμαλώτους, που ζούσανε μέσα στο φόβο κλεισμένοι στην εκκλησία. Το φαί που τους δίνανε δεν έφτανε ούτε για μυρωδιά και κάθε μέρα τους τυρρανούσαν και τους βασανίζανε με ανείπωτα μαρτύρια για να τους κάνουν να πουν πού είχαν κρυμμένα τα λεφτά τους ή τα αγαθά τους. Πολλές φορές βασανιζόταν ένας φτωχός άνθρωπος, που δεν είχε τίποτα, που κέρδιζε με την καθημερινή του εργασία τόσα που να καταφέρνει να συντηρεί μονάχα τη γυναίκα του και την οικογένειά του. Αυτό όμως γι' αυτούς τους τύρρανους δεν είχε καμιά σημασία, που έλεγαν: «Αν δεν ομολογήσει, κρέμασέ τον!». Υπήρχανε φουκαριάρες γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά τους, που δεν είχαν τίποτα να τα ταίσουν, γιατί κι οι ίδιες οι μάνες πέθαιναν από την πείνα και τη στεναχώρια, κι όμως η άθλια αυτή κατάστασή τους ποτέ δε γέννησε μέσα στην καρδιά των μπουκανιέρων κάποια ευσπλαχνία ή συμπάθεια. Και αν καμιά φορά ένιωθαν κάτι, θα σκότωναν καμιά γελάδα ή κανένα ταύρο κι αφού αυτοί έτρωγαν καλά - καλά το καλύτερο κρέας θα δίνανε τα υπολείμματα στους αιχμαλώτους για να βολευτούν όπως μπορούσαν. Οι μπουκανιέροι, όταν πια δεν υπήρχε τίποτα για να φάνε ή να πιουν ή να λεηλατήσουν, αποφάσισαν να αναχωρήσουν. Πληροφόρησαν, λοιπόν, τους αιχμαλώτους πως έπρεπε να βρούνε χρήματα για να πληρώσουν λύτρα για τον εαυτό τους ειδαλλιώς θα τους μεταφέρανε στην Τζαμάικα και επίσης πως έπρεπε να πληρώσουν λύτρα για την πόλη γιατί αλλιώς οι πειρατές πριν να φύγουν, θα την καίγανε. Ανάθεσαν, λοιπόν, σε τέσσερις ισπανούς αιχμαλώτους να μαζέψουν αυτό το φόρο υποτέλειας και για να επιταχύνουν την πληρωμή υπέβαλαν τους υπόλοιπους σε ακόμα χειρότερα βασανιστήρια. Οι τέσσερις Ισπανοί γύρισαν πίσω και, θρηνολογώντας, πήγανε στο Μόργκαν, τον αρχηγό των μπουκανιέρων, και του είπαν πως είχανε βάλει όλα τους τα δυνατά για να βρουν τα χρήματα για τα λύτρα, μα στάθηκε αδύνατο να βρουν έναν οποιοδήποτε απ' αυτούς που κρύβονταν. Αν μπορούσε να περιμένει κανά δυο βδομάδες ακόμα, ήτανε βέβαιοι πως τα χρήματα, που είχε απαιτήσει, θα μπορούσαν να μαζευτούν. Την ώρα που ήταν α156
πασχολημένοι στις συνομιλίες με το Μόργκαν για τα λύτρα, εφτά ή οχτώ μπουκανιέροι, που είχαν πάει για να κυνηγήσουνε γελάδια, γύρισαν πίσω μ' ένα νέγρο αιχμάλωτο. Αυτός κουβάλαγε γράμματα, που απευθύνονταν σε κάποιον από τους αιχμαλώτους. Τα γράμματα αυτά ανοίχτηκαν και αποδείχτηκε πως προέρχονταν από τον κυβερνήτη του Σαιντ Γιάγκο, που έλεγε πως πολύ γρήγορα θα ερχόταν να απελευθερώσει την πόλη και τους προέτρεπε να μη βιαστούν να πληρώσουν τα λύτρα. Έπρεπε, έγραφε, αν γινόταν, να καθυστερήσουν τα πράγματα τουλάχιστο δυο βδομάδες ακόμα, και να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν στους μπουκανιέρους την εντύπωση πως τα χρήματα θα πληρώνονταν οπωσδήποτε τότε. Ο Μόργκαν, βλέποντας πως οι Ισπανοί σκόπευαν να του παίξουν άσκημο παιχνίδι, μετέφερε χωρίς χρονοτριβή όλη τη λεία στην ακτή όπου βρίσκονταν τα καράβια και δήλωσε πως αν ίσαμε την άλλη μέρα δεν πλήρωναν τα λύτρα, θα έβαζε στην πόλη φωτιά. Δεν είπε λέξη για τις επιστολές, που είχαν πέσει στα χέρια του. Οι Ισπανοί απάντησαν και πάλι πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Οι άνθρωποί τους ήτανε διασκορπισμένοι από δω κι από κει και τα χρήματα δεν μπορούσαν να μαζευτούν σε τόσο σύντομο χρόνο. Ο Μόργκαν, καθώς ήταν καλά πληροφορημένος για τις προθέσεις τους, τους είπε τότε να στείλουνε στην παραλία 500 γελάδια μαζί με το ανάλογο αλάτι για να διατηρήσουν το κρέας. Οι Ισπανοί συμφωνήσανε μ' αυτή τη διευθέτηση και ο Μόργκαν με τους μπουκανιέρους κατέβηκε στην παραλία, παίρνοντας μαζί του ως ομήρους έξι από τους πιο σημαντικούς πολίτες και όλους τους αιχμαλωτισμένους σκλάβους. Το άλλο πρωί οι Ισπανοί φέρανε στην παραλία, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο στόλος, τα 500 ζώα, που είχαν υποσχεθεί, και ζήτησαν να πάρουν πίσω τους ομήρους. Ο Μόργκαν όμως, που δεν εμπιστευόταν και δεν είχε καμιά επιθυμία να πολεμήσει τη στιγμή μάλιστα που δεν είχε τίποτα να κερδίσει απ' αυτό, αρνήθηκε να παραδώσει τους αιχμαλώτους πριν να φορτωθεί στα καράβια όλο το κρέας. Οι Ισπανοί για να απελευθερώσουν όσο γινόταν πιο γρήγορα τους φίλους πολίτες και αρχηγούς τους, βοήθησαν τους μπουκανιέρους να σφάξουν τα ζώα και να αλατίσουν το κρέας. Οι μπουκανιέροι [ΐε πολλή ευχαρίστηση τους άφησαν να κάνουν αυτή τη δου157
λειά, ενώ αυτοί δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να κουβαλούν το κρέας στα πλοία. Στο μεταξύ καβγάς ξέσπασε ανάμεσα στους Γάλλους και τους Άγγλους, επειδή ένας Εγγλέζος πυροβόλησε και σκότωσε ένα Γάλλο εξαιτίας ενός κόκκαλου με μεδούλι. Έχω αφηγηθεί πιο μπροστά πώς οι μπονκανίέροι, όταν σκότωναν ένα ζώο, απομυζούσαν το μεδούλι και αυτοί εδώ έκαναν το ίδιο πράγμα. Ο Γάλλος είχε γδάρει ένα ζώο κι ο Εγγλέζος ήρθε κι άρχισε να ρουφάει το μεδούλι από τα κόκκαλα. Αυτό έγινε η αρχή του καβγά και ύστερα άρχισαν να προκαλεί ο ένας τον άλλο να μονομαχήσουν με τα μουσκέτα. Φτάνοντας στον τόπο της μονομαχίας, μακριά από τους υπόλοιπους, ο Εγγλέζος ετοιμάστηκε πιο μπροστά από τον άλλο και τον πυροβόλησε πισώπλατα. Απάνω σ' αυτό, οι Γάλλοι άρπαξαν τα μουσκέτα τους και ήθελαν να χτυπήσουν τους Εγγλέζους, ο Μόργκαν όμως μπήκε στη μέση των αντίπαλων ομάδων και υποσχέθηκε στους Γάλλους να τους αποδώσει δικαιοσύνη, στέλνοντας τον Εγγλέζο στην κρεμάλα μόλις και φτάνανε στην Τζαμάικα. Τον Ά γ γλο δε θα τον κατηγορούσε κανένας, αν δεν είχε πυροβολήσει επίβουλα τον αντίπαλό του γιατί οι μονομαχίες ανάμεσα στους μπουκανιέρους είναι ένα καθημερινό περιστατικό, ήταν όμως υποχρεωμένοι να πολεμούν τίμια. Όταν ένας άντρας σκότωνε τον αντίπαλό του με τίμιο αγώνα, δεν του ζητιόταν κανένας λόγος. Ο Μόργκαν έδεσε χειροπόδαρα τον εγκληματία για να τον πάει στην Τζαμάικα. Στο μεταξύ το κρέας είχε αλατιστεί και είχε φορτωθεί στα πλοία· ο Μόργκαν τότε παρέδωσε τους ομήρους κι ύστερα πήρε τα πλοία του κι έφυγε. Με το στόλο του είχε δώσει ραντεβού σ' ένα από τα νησιά όπου θα μπορούσανε με την ησυχία τους να μοιράσουν τα λάφυρα. Φτάνοντας εκεί, βρήκαν πως η λεία ανερχότανε στο ποσό των 50.000 σκούδων σε ρευστό χρήμα, εξόν από τα ασημικά και τα διάφορα άλλα είδη, που είχανε λεηλατήσει. Κι όμως είχαν ελπίσει σε πλουσιότερη λεία* αυτό το ποσό δεν τους έφτανε για τίποτα, γιατί ούτε τα χρέη τους καλά - καλά που είχανε στην Τζαμάικα δε θα μπορούσαν να πληρώσουν. Ο Μόργκαν τότε πρότεινε πριν να γυρίσουνε στην Τζαμάικα να πάνε να λεηλατήσουν κάποιο άλλο μέρος, οι Γάλλοι όμως δεν μπορούσαν να συμφωνήσουνε με τους Άγγλους 158
γι' αυτό και τράβηξαν το δρόμο τους, αφήνοντας το Μόργκαν μόνο με τους δικούς του. Εκείνος είχε υποδείξει στους Γάλλους πως θα ήταν πολύ ευτυχής να τους είχε συντροφιά, τους υποσχέθηκε μάλιστα να τους δώσει προστασία, μα αυτοί πια δεν ήθελαν να μείνουν. Μολοντούτο χωρίσανε φιλικά και ο Μόργκαν υποσχέθηκε να αποδώσει δικαιοσύνη για τον αδικοσκοτωμένο σύντροφό τους. Αυτό και έκανε, γιατί μόλις έφτασε στην Τζαμάικα έστειλε αμέσως στην κρεμάλα τον επίβουλο μονομάχο.
159
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Ο Μόργκαν αποφασίζει να επιτεθεί στο Πόρτο Μπέλλο, εφοδιάζει το στόλο τον και κυριεύει την πόλη με μια μικρή δύναμη στρατού πό την ώρα που οι Γάλλοι αποχωρίστηκαν από τον Μόργκαν, οι Άγγλοι δεν είχαν και τόσο κουράγιο να επιτεθούν σε καμιά άλλη πόλη, αφού ο αριθμός τους είχε αραιώσει σημαντικά. Ο Μόργκαν όμως τους εγκαρδίωσε, λέγοντάς τους πως ήξερε πολλούς τρόπους για να τους κάνει πλούσιους, αν αποφάσιζαν να τον ακολουθήσουν. Το μεγάλο όραμα των ελπίδων, που ο Μόργκαν σήκωσε μπροστά στα μάτια τους, τους έκανε να συμφωνήσουν. Εκείνες τις ώρες ήρθε κι ενώθηκε μαζί τους ένα άλλο μπουκανιέρικο καράβι, που ήτανε στην Καμπές, κι έτσι τώρα ο Μόργκαν ήταν ναύαρχος σ' ένα στόλο από εννιά καράβια, που ήταν επανδρωμένα με 460 άντρες. Τελικά, όταν όλα ετοιμάστηκαν, ο Μόργκαν ξεκίνησε χωρίς να αποκαλύψει τα σχέδιά του, αφήνοντας τους άντρες του να συντηρούνται από την προσδοκία της πλούσιας λείας. Χάραξε την πορεία του προς την ηπειρωτική ακτή και ύστερα από λίγες μέρες ο στόλος αντίκρυσε την Κόστα Ρίκα. Σαν έφτασαν εδώ, ο Μόργκαν αποκάλυψε την πρόθεση του πρώτα στους καπετάνιους του και ύστερα στα πληρώματα: η πρόθεση ήταν να χτυπήσουν το Πόρτο Μπέλλο νύχτα και να λεηλατήσουν την πόλη. Η επιδρομή θα ήταν εύκολη σε εκτέλεση, τους είπε, καθώς κανένας δεν είχε ιδέα για την παρουσία τους στην ακτή. Μερικοί αντέτειναν πως ήταν πολύ λίγοι για μια τέτοια επιχείρηση, σ' αυτό όμως ο Μόργκαν απάντησε πως αν ήτανε λίγοι σε αριθμό τόσο η μερίδα του καθενός θα ήτανε μεγαλύτερη. Η απόφαση ήτανε θετική και προχώρησαν. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να δώσω μια σύντομη περιγραφή
Α
160
του Πόρτο Μπέλλο, για να μπορέσει έτσι ο αναγνώστης να καταλάβει καλύτερα αυτό το θρασύ κατόρθωμα. Αυτή η πόλη βρίσκεται στην Κόστα Ρίκα (για την ακρίβεια στον Παναμά) σε πλάτος 10° βόρειο και είναι κάπου σαράντα λεύγες μακριά από τον Κόλπο του Νταρίεν και οχτώ λεύγες δυτικά από το Νόμπρε ντε Ντίος. Με εξαίρεση τη Χαβάνα και την Καρταγκένα, είναι η πιο ισχυρή πόλη, που κατέχει ο βασιλιάς της Ισπανίας σ' όλες τις Δυτικές Ινδίες. Δυο ισχυρότατα φρούρια στέκονται στην είσοδο του κόλπου, προστατεύοντας την πόλη και το λιμάνι. Αυτά τα φρούρια είναι πάντα επανδρωμένα με μια φρουρά από 300 άντρες και ούτε ένα καράβι δεν μπορεί να μπει στον κόλπο χωρίς συναίνεση. Στην πόλη μένουνε μόνιμα τετρακόσιες οικογένειες, οι έμποροι όμως παραμένουν εκεί μόνο όταν στο λιμάνι είναι αραγμένα γαλλεόνια, γιατί η τοποθεσία είναι πολύ ανθυγιεινή εξαιτίας της υγρασίας. Οι έμποροι διαμένουνε στον Παναμά, τις αποθήκες τους όμως τις έχουν στο Πόρτο Μπέλλο, που τις φυλάνε οι υπηρέτες τους. Το ασήμι έρχεται από τον Παναμά φορτωμένο σε μουλάρια, έτοιμο για την άφιξη των γαλλεονιών ή για τα πλοία του σκλαβοπάζαρου, που ξεφορτώνουν Νέγρους. Ο Μόργκαν, που ήξερε καλά αυτή την ακτή, έφτασε, γύρω στο σούρουπο, με το στόλο του στ' ανοιχτά του Πουέρτο ντε Νάος, που είναι δέκα λεύγες δυτικά από το Πόρτο Μπέλλο, και, παραπλέοντας μέσα στη νύχτα την ακτή, φτάσανε στο Πουέρτο ντελ Ποντίν, που είναι τέσσερις λεύγες μακριά από την πόλη. Σ' αυτό το σημείο έριξαν άγκυρα και όλοι οι μπουκανιέροι πηδήσανε στα μονόξυλα και στις μικρές βάρκες με κουπιά, αφήνοντας απάνω στα καράβια τόσους άντρες όσους θα αρκούσαν για να κουμαντάρουν τα πλοία και να τα μπάσουν την άλλη μέρα στο λιμάνι. Γύρω στα μεσάνυχτα οι μπουκανιέροι αποβιβαστήκανε σε μια τοποθεσία, που λέγεται Εστέρο Αόνγκα Αέμο, κι από κει βάδισαν ώσπου φτάσανε στην πρώτη εμπροσθοφυλακή της πόλης. Οδηγός τους ήταν ένας Εγγλέζος, που προηγούμενα είχε κάνει αιχμάλωτος εκεί πέρα, κι έτσι ήξερε καλά τους δρόμους. Αυτός ο Εγγλέζος μαζί με τρεις ή τέσσερις άλλους προχώρησαν μπροστά και αιχμαλώτισαν το φρουρό χωρίς να ρίξουν ντουφεκιά ή να κάνουν άλλο θόρυβο. Τον έδεσαν, λοιπόν, γερά και τον φέρανε στο Μόρ161
γκαν, που αμέσως τον ανέκρινε σχετικά με τη διευθέτηση της άμυνας της πόλης και τη δύναμη της φρουράς και ο αιχμάλωτος είπε όσα ήξερε. Με τα χέρια του δεμένα, τον εξανάγκασαν να πάει στη σκοπιά, απειλώντας τον πως αν δεν τους είχε πει την αλήθεια, αυτό θα του κόστιζε τη ζωή. Αφού περπάτησαν ένα τέταρτο της ώρας περίπου, φτάσανε σ' ένα οχύρωμα, που το περικύκλωσαν. Ο Μόργκαν κάλεσε τους υπερασπιστές να παραδοθούν, γιατί αλλιώς δε θα έδειχνε κανένα έλεος. Παρ' όλη αυτή την απειλή, οι υπερασπιστές αποδείχτηκαν πεισματάρηδες και άρχισαν να πυροβολούν τους επιδρομείς, κι αν όχι τίποτα άλλο θα μπορούσανε μ' αυτό τον τρόπο να προειδοποιήσουν τον κόσμο στην πόλη. Και πραγματικά, στη στιγμή ακούστηκε ο συναγερμός. Το οχύρωμα όμως δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο πια, και μόλις οι μπουκανιέροι μπήκανε μέσα, ανατίναξαν την εσωτερική οχύρωση μ' όλους τους Ισπανούς που βρίσκονταν μέσα. Ύστερα οι μπουκανιέροι τρέξανε στην πόλη όπου ο πιο πολύς κόσμος βρισκόταν ακόμα στο κρεβάτι του, γιατί από κανένα δεν μπορούσε να περάσει η ιδέα πως οι κουρσάροι θα είχαν τόση τόλμη ώστε να χτυπήσουν ένα μέρος σαν το Πόρτο Μπέλλο. Μόλις οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες μπήκανε στη πόλη, οι κάτοικοι, που έτυχε να είναι ξυπνητοί, άρπαξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν και τα πετάξανε σε στέρνες και πηγάδια, ελπίζοντας να ξεγελάσουν έτσι τους εισβολείς. Ένα τσούρμο μπουκανιέροι πήγε να χτυπήσει τα φρούρια και ένα άλλο πήγε στα μοναστήρια όπου έπιασε αιχμάλωτους όλους τους καλόγερους και τις καλόγριες. Ο κυβερνήτης είχε καταφύγει σ' ένα από τα φρούρια κι από κει κατηύθυνε ένα άγριο πυρ ενάντια στους μπουκανιέρους, που κι αυτοί όμως δεν καθήσανε με σταυρωμένα χέρια. Σημαδεύανε με τόση επιτυχία και σταθερότητα τις εξέδρες των κανονιών που οι Ισπανοί σε κάθε προσπάθειά τους να ξαναγεμίσουν τα κανόνια και να τα πυροδοτήσουν, έχαναν εφτά ή οχτώ άντρες. Η μάχη κράτησε από το πρωί ίσαμε το μεσημέρι και μολοντούτο οι εισβολείς δεν μπορούσαν να κυριέψουν το φρούριο. Τα καράβια τους βρίσκονταν στο στόμιο του λιμανιού και κανένα δεν μπορούσε να μπει εξαιτίας των καταστροφικών πυρών, που έπεφταν από τα φρούρια που βρίσκονταν στις δυο πλευρές. Τελικά οι μπουκανιέροι, καθώς είχανε χάσει πολλούς άντρες χωρίς 162
να έχουν κερδίσει κανένα πλεονέκτημα, άρχισαν να ρίχνουνε χειροβομβίδες και προσπάθησαν να βάλουνε φωτιά στην πύλη του φρουρίου. Όταν όμως πλησιάσανε για την τελική επίθεση, οι Ισπανοί πολύ γρήγορα τους πισωγύρισαν, γιατί τους έριξαν τουλάχιστο σαράντα αυτοσχέδιες μπόμπες φτιαγμένες από δοχεία γεμάτα με μπαρούτι, που πυροδοτούνταν από το αναμμένο τους φυτίλι, καθώς και τεράστιες κοτρώνες, που κάνανε μεγάλη ζημιά στους επιδρομείς. Ο Μόργκαν και οι άντρες του είχαν αρχίσει να απελπίζονται, όταν είδαν την αγγλική σημαία να κυματίζει πάνω στο μικρότερο φρούριο και μια ομάδα από συντρόφους τους να τους πλησιάζει, φωνάζοντας, «Νίκη!». Αυτό το θέαμα έκανε το Μόργκαν να αναθαρρήσει, παρ' όλα τα ζεματίσματα που είχε πάθει. Γύρισε, λοιπόν, στην πόλη για να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα μπορούσε να κυριέψει το φρούριο, πράγμα που είχε μεγάλη σημασία για τους μπουκανιέρους γιατί οι πιο επώνυμοι πολίτες είχαν κλειστεί εκεί μέσα με τα χρυσά τους, τα ασημικά τους, τα διαμαντικά τους και μ' όλες τις ασημένιες διακοσμήσεις των εκκλησιών. Ο Μόργκαν είχε φτιάξει μια ντουζίνα ψηλές σκάλες, που το πλάτος τους ήταν τόσο ώστε μπορούσαν τέσσερις άντρες να σκαρφαλώνουν ταυτόχρονα. Πήγε κι έφερε, λοιπόν, όλους τους καλόγερους και τις καλόγριες και πληροφόρησε τον κυβερνήτη πως αν δεν του παράδινε το φρούριο, θα εξανάγκαζε όλους αυτούς τους ανθρώπους να τοποθετήσουν τις σκάλες στα τείχη. Η μόνη απάντηση που πήρε ο Μόργκαν ήταν πως δε θα έπαιρνε ποτέ το φρούριο όσο ζούσε ο κυβερνήτης. Τότε έφερε και κείνος τις σκάλες, που τις κουβαλούσαν οι καλόγεροι, οι παπάδες και οι γυναίκες κάτω από τις βάρβαρες παροτρύνσεις των μπουκανιέρων, που ποτέ δεν πίστευαν πως ο κυβερνήτης θα έριχνε στους δικούς του ανθρώπους - όσο όμως λυπήθηκε τους μπουκανιέρους άλλο τόσο λυπήθηκε κι αυτούς. Οι καλόγεροι άρχισαν να ικετεύουν τον κυβερνήτη στο όνομα όλων των αγίων του ουρανού, μα οι ικεσίες τους πήγαιναν χαμένες. Θέλοντας μη θέλοντας δεν είχαν πια άλλη εκλογή παρά να μεταφέρουν τις σκάλες. Μόλις αυτές τοποθετήθηκαν στα τείχη, οι μπουκανιέροι έτρεξαν αμέσως και σκαρφάλωσαν, χτυπώντας λυσσασμένα τους Ισπανούς με χειροβομβίδες και με δοχεία με δύσοσμες ουσίες, μα και πάλι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από την ά163
γρια αντίσταση των υπερασπιστών. Παρ' όλα αυτά οι μπουκανιέροι δεν πτοήθηκαν. Ένα τμήμα τους κατάφερε να βάλει φωτιά στην πύλη, ενώ οι υπόλοιποι σκαρφάλωσαν τις σκάλες με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν. Οι Ισπανοί, όταν είδαν τους μπουκανιέρους να ορμάνε με τόση επιθετικότητα, παράτησαν την υπεράσπιση - όλοι εξόν από τον κυβερνήτη, που σαν ένας απελπισμένος τρελός σκότωνε τους δικούς του ανθρώπους όπως και τους εχθρούς. Οι μπουκανιέροι ζήτησαν να μάθουν, αν θα δεχόταν το έλεός τους κι αυτός απάντησε όχι. Είπε μάλιστα αυτά ακριβώς τα λόγια: «Mas vale morir como soldado honrado que ser ahorcado como un cobardo». («Καλύτερα να πεθάνω σαν τίμιος στρατιώτης, παρά να κρεμαστώ ως δειλός»). Τότε αποπειράθηκαν να τον πιάσουν αιχμάλωτο μα δεν τα κατάφεραν κι έτσι αναγκάστηκαν να τον σκοτώσουν. Η γυναίκα του και η κόρη του, που ήτανε στο φρούριο μαζί του, τον παρακάλεσαν να σώσει τη ζωή του, μάταια όμως. Ύστερα από την παράδοση του φρούριου, που έγινε προς το βράδυ, όλοι οι αιχμάλωτοι μεταφερθήκανε στη πόλη, όπου βάλανε χωριστά τους άντρες από τις γυναίκες, και τοποθέτησαν κι από 'να φρουρό για να τους προσέχει. Οι πειρατές έφεραν τους τραυματίες τους σ' ένα σπίτι εκεί κοντά. Βάζοντας το κάθε τι σε τάξη, άρχισαν να πανηγυρίζουν, διασκεδάζοντας με κρασί και γυναίκες. Αν εκείνη τη νύχτα υπήρχαν πενήντα ρωμαλέοι και ψυχωμένοι άντρες, θα μπορούσαν να είχανε σαρώσει τους μπουκανιέρους. Την άλλη μέρα οι περιπλανώμενοι τυχοδιώχτες, ψάχνοντας όλα τα σπίτια, άρχισαν να μαζεύουν τη λεία. Μερικοί από τους αιχμαλώτους εξαναγκάστηκαν να υποδείξουν ποιοι είναι οι πλουσιότεροι ανάμεσά τους και τότε αυτοί οι πολίτες ρωτήθηκαν πού βρισκόταν κρυμμένη η περιουσία τους. Αν αρνούνταν να απαντήσουν, ρίχνονταν αμέσως στα βασανιστήρια και ή ομολογούσαν την κρύπτη ή άφηναν εκεί την ψυχή τους. Πολλές αθώες ψυχές, που στην πραγματικότητα δεν είχαν τίποτα να κρύψουν, πεθάνανε σα μάρτυρες από τα βασανιστήρια που τους έκαναν οι αιχμαλωτιστές τους. Κανένας δεν έμεινε απείραχτος* εκείνοι μονάχα γλύτωσαν, που αποκάλυψαν πού ήταν κρυμμένα τα αγαθά τους. Στο μεταξύ ο Πρόεδρος του Παναμά, μόλις πληροφορήθηκε 164
τα νέα για την κατάληψη του Πόρτο Μπέλλο, άρχισε να συγκεντρώνει μια στρατιωτική δύναμη, που ήταν αρκετή για να διώξει τους κουρσάρους απο εκείνη την πόλη. Οι μπουκανιέροι, από μερικούς αιχμαλώτους που είχαν πιάσει, προειδοποιηθήκανε γι' αυτή τη δραστηριότητα μα δε δώσανε μεγάλη σημασία στις πληροφορίες. Τα πλοία τους βρίσκονταν στο λιμάνι και αν δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο την πόλη, της βάζανε φωτιά κι ύστερα φεύγανε μ' όλη τους την ησυχία. Δυο βδομάδες είχανε συμπληρωθεί από την ημέρα που μπήκανε στην πόλη οι μπουκανιέροι, όταν ανάμεσά τους άρχισαν να εκδηλώνονται αρρώστιες θανατηφόρες, που τις προκάλεσαν ο αέρας, που ήταν γεμάτος από τη βρώμα και τη δυσωδία των άταφων πτωμάτων, και οι ακατανόμαστες ακολασίες τους με το κρασί και τις γυναίκες. Οι περισσότεροι από τους τραυματίες τους πέθαναν. Όσο για τους Ισπανούς πολύ λίγοι επιζήσανε - αυτοί οι τελευταίοι δεν πέθαναν από τις υπερβολικές καταχρήσεις, μα από τη στέρηση και τη στενοχώρια. Αντί δηλαδή να ρουφούν το πρωινό τους φλιτζάνι της σοκολάτας, ήταν πολύ ευχαριστημένοι αν κατάφερναν να βρούνε μια μπουκιά ψωμί ή ένα κομμάτι μουλαρίσιο κρέας. Στο μεταξύ ο Μόργκαν προετοίμαζε με κάθε λεπτομέρεια την αναχώρησή του. Τα λάφυρα στοιβαχτήκανε στα πλοία μαζί με όσα τρόφιμα μπόρεσαν να βρουν. Επίσης ο Μόργκαν γνωστοποίησε στους αιχμαλώτους πως έπρεπε να πληρώσουν λύτρα για την πόλη, ειδαλλιώς θα της έβαζε φωτιά και θα γκρέμιζε τα φρούρια. Έτσι, λοιπόν, για να τους διευκολύνει να ανταποκριθούν καλύτερα στην απαίτησή του, τους έδωσε άδεια να αποστείλουνε δυο άντρες με την εντολή να συγκεντρώσουν τα λύτρα, που ανέρχονταν στο ποσό των 100.000 σκούδων. Οι δυο απεσταλμένοι, που είχαν αναλάβει την υποχρέωση να συνάξουν αυτή τη συνεισφορά, πήγανε στον Πρόεδρο του Παναμά και του εξιστόρησαν το τι γινότανε στο Πόρτο Μπέλλο. Ο Πρόεδρος είχε ήδη σχηματίσει μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη και τώρα αυτό το στράτευμα το οδηγούσε στο Πόρτο Μπέλλο. Οι μπουκανιέροι, που ήτανε σε συναγερμό, πληροφορήθηκαν αυτή την κίνηση του Προέδρου και με 100 καλά αρματωμένους άντρες τον περιμένανε σ' ένα στενό πέρασμα. Εκεί πέτυχαν να εξολοθρεύσουν πολλά από τα προεδρικά 165
στρατιωτικά τμήματα και ύστερα, μαζί με τους υπόλοιπους μπουκανιέρους, καταφύγανε στο φρούριο. Τότε ο Πρόεδρος έστειλε μήνυμα στο Μόργκαν, που έλεγε πως αν οι μπουκανιέροι δεν έφευγαν από το φρούριο, θα τους χτυπούσε με μια τεράστια στρατιωτική δύναμη και οπωσδήποτε θα ήταν ανελέητος. Ο Μόργκαν δε φοβήθηκε καθόλου αυτή την απειλή, γιατί ήξερε πως μπορούσε να διαφύγει όποια ώρα ήθελε, κι έτσι απάντησε πως θα έμενε στα φρούρια ώσπου να του καταβάλλονταν τα λύτρα που είχε ζητήσει. Και ότι ακόμα και στην ακραία περίπτωση που θα ήταν αναγκασμένος να φύγει, το λιγότερο που θα είχε να κάνει, θα ήταν να γκρεμίσει τα φρούρια και να θανατώσει όλους τους αιχμαλώτους τους. Ο Πρόεδρος, βλέποντας πως δεν μπορούσε να βρει τρόπους για να πιέσει τους μπουκανιέρους, άφησε τους κατοίκους του Πόρτο Μπέλλο να διευθετήσουν όσο μπορούσαν καλύτερα την υπόθεση και αυτός με το στρατό του αποσύρθηκε από την πόλη. Τελικά οι πολίτες βρήκαν τρόπο και μάζεψαν 100.000 σκούδα, διασφαλίζοντας έτσι την ελευθερία τους. Ο Πρόεδρος του Παναμά ήταν κατάπληκτος και δεν μπορούσε να χωνέψει πώς 400 άντρες μπόρεσαν να κυριέψουν τόσο ισχυρά φρούρια, που από τους υπερασπιστές τους μάλιστα δεν έλειπε ούτε το θάρρος ούτε η αντρεία, χωρίς να 'χουν τίποτα άλλο παρά κάτι λιανοντούφεκα. Έστειλε, λοιπόν, στο Μόργκαν ένα αγγελιοφόρο, ζητώντας του να του επιτρέψει να δει το όπλο, που του 'χε δώσει τέτοια δύναμη. Ο Μόργκαν αποδέχτηκε με μεγάλη ευγένεια την προεδρική επιθυμία και του έδωσε ένα γαλλικό μουσκέτο, που η κάννη του είχε τεσσεράμισι πόδια μάκρος και το βόλι που έριχνε είχε βάρος μια ουγγιά* του έστειλε επίσης και μια φυσιγγιοθήκη, που είχε κατασκευαστεί στη Γαλλία και που περιείχε τριάντα φυσίγγια γεμάτα με μπαρούτι. Επιπλέον, ανέθεσε στον αγγελιοφόρο να πει στο αφεντικό του ότι ο Μόργκαν του πρόσφερε αυτό το μουσκέτο και ότι μέσα σ' ένα ή δύο χρόνια θα ερχότανε στον Παναμά να το πάρει πίσω. Ο Πρόεδρος ξανάστειλε τον αγγελιοφόρο μ' ένα δώρο τούτη τη φορά για το Μόργκαν - ένα χρυσό δαχτυλίδι διακοσμημένο με σμαράγδια - και τον ευχαρίστησε μ' όλη του την καρδιά για το μουσκέτο. Τον παρακάλεσε μονάχα να μην τον επισκεφθεί με τον τρόπο που είχε επισκεφθεί το Πόρτο 166
Μπέλλο, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να μην έχει και πολύ καλή υποδοχή. Τελικά ο Μόργκαν, έχοντας αποθηκέψει στα πλοία του όλων των ειδών προμήθειες και ναυτικά είδη, που υπήρχαν άφθονα στο Πόρτο Μπέλλο, σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν μπορούσε όμως ν' αντισταθεί στον πειρασμό να πάρει ως ενθύμιο από τα φρούρια μερικά μπρούτζινα κανόνια και τα υπόλοιπα να τα αχρηστέψει. Ο στόλος, πολύ σύντομα, ύστερα από την εγκατάλειψη του Πόρτο Μπέλλο, έφτασε στα Νότια Κέυς της Κούβας, όπου, σύμφωνα με το έθιμο, μοιράστηκε η λεία. Οι μπουκανιέροι βρήκαν πως είχαν 215.000 σκούδα σε ρευστό χρήμα, διαμαντικά και ασημικά, παράλληλα δε βρέθηκαν να έχουν κι άλλα λάφυρα από λινό, μετάξι και άλλα είδη. Αφού μοιράστηκαν τη λεία, ο Μόργκαν μπήκε στην Τζαμάικα με μεγάλη τιμή και μεγαλοπρέπεια, καθώς έφερνε μαζί του τόσο πολύ πλούτο.
167
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Η κατάληψη τον Μαρακαΐμπο, στην ακτή της Νέας Βενεζουέλας- η λεηλασία στη Λίμνη Μαρακαΐμπο και η καταστροφή των τριών ισπανικών πλοίων, που αποπειράθηκαν να εμποδίσουν τη φυγή των μπουκανιέρων φού ο Μόργκαν έμεινε για λίγο καιρό στην Τζαμάικα και οι άντρες του κατασπατάλησαν τα λεφτά τους, αποφάσισε να ανανεώσει τις επιθέσεις του στους Ισπανούς. Έδωσε ως σημείο συνάντησης την Ίζλα ντε λα Βάκα, που βρισκότανε στ' ανοιχτά της νότιας ακτής της Ισπανιόλας. Αυτός ο τόπος είχε πολλά προσόντα γιατί εδώ πέρα μπορούσαν να επισκευάσουν τα πλοία τους όπως και να βρουν προμήθειες, μιας και στο μεγάλο νησί υπάρχουν πολλοί άγριοι κάπροι. Πολλοί άγγλοι και γάλλοι μπουκανιέροι έφτασαν εδώ για να ενωθούνε με το Μόργκαν, γιατί είχε γίνει ονομαστός από τις αφάνταστες επιτυχίες των προηγουμένων του επιδρομών. Σ' αυτό τον καιρό ένα πολεμικό πλοίο, οπλισμένο με τριανταέξι κανόνια, έφτασε στην Τζαμάικα από τη Νέα Αγγλία. Ο κυβερνήτης για να ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο το Μόργκαν να επιτεθεί σε κάποιο αξιόλογο μέρος όπου εκεί θα βρισκόταν πλούσια λεία, έστειλε αυτό το πολεμικό να ενωθεί με το στόλο του. Ο Μόργκαν ήταν κατευχαριστημένος από την άφιξη ενός τέτοιου πλοίου, γιατί στο στόλο του δεν είχε ούτε ένα καράβι που να μπορούσε να αντιπαραταχθεί σ' ένα φρούριο, αν το 'φερνε η ανάγκη. Υπήρχε επίσης κι ένα γαλλικό πλοίο, εξοπλισμένο με εικοσιτέσσερα κανόνια καθώς και με δώδεκα στροφαλοφόρα, που ο Μόργκαν με πολλή χαρά του θα το δεχότανε στην παρέα του. Οι άντρες όμως αυτού του πολεμικού δεν εμπιστεύονταν τους Άγγλους, γιατί φοβόντουσαν αντεκδική-
Α
168
σεις. Κάποτε που είχαν έλλειψη από τρόφιμα, συναπάντησαν ένα εγγλέζικο καράβι και όχι μόνο του ξάφρισαν τα τρόφιμα μα ούτε και το πλήρωσαν κιόλας παρά του δώσανε μια συναλλαγματική πληρωτέα στην Τζαμάικα και στην Τορτούγκα. Ο Μόργκαν, βλέποντας πως οι Γάλλοι δε θα 'ρχονταν μαζί του θεληματικά, προσκάλεσε το γάλλο καπετάνιο και το πλήρωμά του στο μεγάλο καράβι χωρίς να δώσει λαβή για υποψίες· ύστερα σαν ήρθαν, τους έπιασε όλους αιχμαλώτους και ζήτησε να γίνει κατάσχεση του γαλλικού πλοίου εξαιτίας των τροφίμων, που είχαν πάρει. Κατόπιν ο Μόργκαν κάλεσε τους πλοιάρχους του μπουκανιέρικου στόλου σε πολεμικό συμβούλιο για ν' αποφασίσουν σε ποια τοποθεσία στην ισπανική ακτή θα έκαναν επίθεση. Αποφάσισαν να πάνε πρώτα στο νησί Σαβόνα, που βρίσκεται στ' ανοιχτά της ανατολικής άκρης της Ισπανιόλας, και όταν ξανασυναντηθούνε σε κείνο το σημείο να πάρουνε μια τελική απόφαση για το πού θα έπρεπε να πάνε. Ύστερα από το συμβούλιο θέλησαν να το ρίξουν και λίγο έξω. Ήπιαν, λοιπόν, στην υγεία του Βασιλιά της Αγγλίας, ευχήθηκαν αναμεταξύ τους καλή επιτυχία στις δουλειές τους και απάνω στο κέφι έριξαν και μερικές κανονιές για το καλό. Οι αξιωματικοί γλεντούσαν στο άνω κατάστρωμα της πρύμνης και το υπόλοιπο πλήρωμα διασκέδαζε στο πρόστεγο* όταν όμως τα κοπανήσανε για τα καλά κι η γιορτή βρισκότανε στο αποκορύφωμά της, χωρίς να καταλάβουν πώς και μέσα σε μια στιγμή όλα τα πράγματα άλλαξαν και η διασκέδαση είχε ένα πολύ λυπηρό τέλος. Γιατί, καθώς οι πανηγυριώτικοι κανονιοβολισμοί έπεφταν, κάποιες σπίθες πήγανε στο μπαρούτι και το καράβι τινάχτηκε στον αέρα μαζί με τους 300 Εγγλέζους που διασκέδαζαν καθώς και με τους γάλλους αιχμαλώτους, που βρίσκονταν στ' αμπάρι. Μόνο τριάντα επιζήσανε. Όλοι εκείνοι που βρίσκονταν στο άνω πρυμναίο κατάστρωμα σωθήκανε με μικροτραύματα* ο Μόργκαν τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι. Όλοι όσοι γλυτώσανε, βρίσκονταν στην πρύμνη του καραβιού, γιατί στα αγγλικά πλοία η μπαρουταποθήκη γενικά βρίσκεται μπροστά. Θα μπορούσαν να είχανε γλυτώσει κι άλλοι, μα οι περισσότεροί τους ήταν τύφλα στο μεθύσι. Οι Εγγλέζοι, που δεν είχαν καμιά δικαιολογία για την καταστροφή του καραβιού, εξισορόπησαν τα πράγματα, καταλαμβάνοντας το γαλλικό πολεμικό. Είπαν 169
πως οι Γάλλοι ανατίναξαν το καράβι του Βασιλιά γιατί θα αποπλέανε με ισπανική εντολή να χτυπήσουν τους Άγγλους όπου κι αν τους έβρισκαν. Σαν απόδειξη, παρουσιάσανε μια άδεια υπογραμμένη από τον κυβερνήτη του Μπαρακάο, πόλη στο νησί της Κούβας, που την είχανε βρει στο γαλλικό πλοίο και που έδινε το δικαίωμα στους Γάλλους να καταδιώκουν τους άγγλους πειρατές, καθώς οι τζαμαϊκανοί μπουκανιέροι καθημερινά όλο και κάποια εχθρική πράξη θα κάνανε σε βάρος των Ισπανών, αν και δεν υπήρχε πόλεμος ανάμεσα στην Αγγλία και την Ισπανία. Στην πραγματικότητα, οι Γάλλοι είχαν πετύχει αυτή την εντολή όχι για να 'χουνε δικαιολογία στο κυνήγι των άγγλων μπουκανιέρων, μα για να τους διευκολύνει στο εμπόριό τους με τους Ισπανούς. Ο πλοίαρχος του γαλλικού πλοίου ήταν ένας απ' αυτούς που επιζήσανε και προσπάθησε, μάταια όμως, να εξηγήσει πώς είχαν τα πράγματα. Το πλοίο μεταφέρθηκε στην Τζαμάικα όπου έμεινε εκεί και πάλι ο γάλλος πλοίαρχος επεχείρησε να εξηγήσει τα πράγματα, μα αντί να κάτσουν να τον ακούσουν τον ρίξΓ^νε στη φυλακή και τον απειλήσανε με την κρεμάλα. Στο μεταξύ ο Μόργκαν δεν αποκαρδιώθηκε και αποφάσισε να συνεχίσει τα σχέδια του με τους άντρες που απόμειναν. Μια βδομάδα ύστερα από την ανατίναξη του καραβιού, είχαν ψαρέψει όλα τα πτώματα, που επιπλέανε στο νερό. Αυτό δεν έγινε για να τους κάνουνε μια αξιοπρεπή ταφή, μα για χάρη των ρούχων τους και των χρυσών δαχτυλιδιών, που είχανε στα δάχτυλά τους. Μόλις ψάρευαν ένα πτώμα, το έγδυναν και του έκοβαν τα δάχτυλα που είχανε δαχτυλίδα, ύστερα πέταγαν και πάλι το πτώμα στη θάλασσα για να γίνει στην επιφάνεια του νερού μια ταξιδιάρικη λεία για τους καρχαρίες. Τα κόκκαλά τους βρίσκονται ακόμα στις παραλίες, ξεπλυμένα από τη θάλασσα. Ο Μόργκαν έμεινε στο πρωταρχικό του σχέδιο, να συναντηθούν δηλαδή στη Σαβόνα και κει να κάνουνε συμβούλιο για να δουν πού θα επιτεθούν. Ξεκίνησε, λοιπόν, γι' αυτό το ραντεβού με τα συντροφικά του πλοία, που ήτανε δεκαπέντε σε αριθμό. Ο Μόργκαν επιβιβάστηκε στο μεγαλύτερο, που είχε μόνο δεκατέσσερα κανόνια. Όλοι μαζί αποτελούσαν μια δύναμη από 960 άντρες περίπου. Αίγες μέρες αργότερα φτάσανε στο 170
Κάμπο ντε Λόμπος, που είναι χτισμένο στη νότια ακτή της Iσπανιόλας και βρίσκεται στη μέση ανάμεσα στο Κάμπο Τιμπουρόν και στην Πούντα ντελ Εσπάντα, όπου εκεί πέρα ο Μόργκαν αναγκάστηκε να παραμείνει τρεις εβδομάδες εξαιτίας του δυνατού ανατολικού άνεμου. Κάθε μέρα επιχειρούσαν να καβατζάρουν το ακρωτήριο, μα πάντα αποτύχαιναν. Τελικά τα κατάφεραν και εφτά ή οχτώ λεύγες πάρα πέρα διέκριναν ένα πλοίο, που ερχόταν από την Αγγλία. Μερικά από τα καράβια πήγαν να δουν τι μπορούσαν ν' αρπάξουν απ' αυτό το πλοίο, ο Μόργκαν όμως συνέχισε την πορεία του, λέγοντας πως θα τους περίμενε στον Κόλπο του Οκόα. Δυο μέρες αργότερα ο Μόργκαν έφτασε σ' αυτό τον κόλπο κι αφού προμηθεύτηκε φρέσκο νερό, κάθησε και περίμενε τους υπόλοιπους του στόλου. Κάθε μέρα πέντε ή έξι άντρες από το κάθε καράβι στέλνονταν στη στεριά για να βρίσκουν τρόφιμα ώστε μ' αυτό τον τρόπο να μην καταναλώνουν τις δικές τους προμήθειες. Σκότωναν οτιδήποτε έβρισκαν - άλογα, γαϊδούρια, γελάδια και πρόβατα. Οι Ισπανοί, βέβαια, δεν τα δέχονταν αυτά ευχάριστα. Διαπιστώνοντας πως σε κάθε ταξίδι μόνο λίγοι άντρες βγαίνανε στη στεριά, τους έστησαν ενέδρα. Κάλεσαν τρακόσιους ή τετρακόσιους στρατιώτες από τη γειτονική φρουρά στο Σαν Ντομίνγκο και στο μεταξύ έστειλαν τα γελάδια στην ενδοχώρα. Οι μπουκανιέροι, καμιά πενηνταριά γεροδεμένοι άντρες, ψάχνοντας για θηράματα, θα είχαν μπει κάπου τρεις λεύγες μέσα στο δάσος, όταν οι Ισπανοί τους άφησαν να δουν ένα εξαιρετικό κοπάδι γελάδες, που το οδηγούσανε λίγοι γελαδοβοσκοί για την αληθοφάνεια του πράγματος. Οι μπουκανιέροι έπεσαν απάνω στη λεία τους και οι Ισπανοί τους άφησαν ν' απασχολούνται μ' αυτή, μα όταν φτάσανε στο σημείο να μεταφέρουν τα ζώα, που είχανε σκοτώσει, οι ισπανοί στρατιώτες τους επιτεθήκανε μ' όλη τους τη δύναμη, φωνάζοντας, «Mata! Mata!» («Σκοτώστε τους! Σκοτώστε τους!»). Οι μπουκανιέροι, ύστερα απ' αυτό το ξαφνικό, εγκατέλειψαν τα σφαγμένα ζώα και πήρανε θέσεις άμυνας. Αντισταθήκανε με μανία στους Ισπανούς - οι μισοί πυροβολούσαν ενώ οι υπόλοιποι γέμιζαν. Οι μπουκανιέροι, πυροβολώντας συνέχεια, υποχωρήσανε με τάξη ώσπου φτάσανε στο δάσος όπου βρήκαν καταφύγιο. Οι Ισπανοί θα ήθελαν πάρα πολύ να τους πάρουν το 171
κατόπι, μα καθίος οι πειρατές σπάνια έχαναν το ατί'^χο τοι^ς και ήόη είχανε ακοτίόσει και τραυματίσει αρκετούς Ισπανούς, τους άφησαν κ(χι γύρισαν πίσ(ο. Οι μπουκανιέροι ήταν ακόμίχ στο όάσος, φροντίζοντας τους τραυματίες συντρόφους τοι^ς όσο μπορούσαν καλύτερα, και από κει που 6ρίσκονταν μπορούσαν κι έβλεπαν τους Ισπανούς, που μετέφ^εραν τους νεκρούς και τους τραυματίες τους. Στο πεόίο της μάχης είχε μείνει νε κρός ένας μπουκανιέρος και μια ομά^α από Ισπανούς έφερνε βόλτες γύρο) απ' αυτό το άψυχο κορμί, βυθίζοντας τ(χ γυμνά σπ(χβιά τους στο πτ(όμ(λ φίονάζοντας, «ΕΙ cornudo ladrón!» («O κερ(λτάς ο κλέφτης!»). Οι μπουκανιέροι, βλέποντας από το όάσος πο)ς η κύρια όύναμη τίον Ισπανίόν είχε φΛΓ/ει, όρμησαν απάν(ι) σ' αυτή την ομάόα και σχεόόν την ξεκλήρισίχν. Ύστερα πήραν το πτο)μα του συντρόφου τους, που είχε (χπάνο) του περισσότερες από εκατό μαχαιριές, και το θάψανε στο όάσος. Κατόπιν, για να μη γυρίσουνε μ' άόεια χέρια, σκοτίόσανε μερικά άλογα και έφεραν τους τραυματίες τους πίσ(ι) στα καράόια. Την άλλη μέρα ο ίόιος ο Μόργκαν αποβιβάστηκε με 200 άντρες, μα οι Ισπανοί είχανε φύγει κιόλας, παίρνοντας μαζί τους και όλ(χ τα γελάόια. Έτσι, μη μπορίόντας να κάνουν τίποτα άλλο, βάλίχνε φοπιά σε μερικά σπίτια και ύστερα γυρίσανε στα πλοί(χ. Ο Μόργκαν, καθίός το υπόλοιπο μέρος του στόλου του όεν είχε φτάσει ακόμα, προχίόρησε μ' εκείνα τα πλοία που είχε μαζί του για το τελικό ραντεβού στη Σαβόνα. Επειδή όμως ούτε και κει πέρα υπήρχαν ειδήσεις για τα άλλα πλοία, πήρε την απόφαση να τα περιμένει λίγες μέρες. Στο μεταξύ, καθώς είχαν αρχίσει να έχουν έλλειψη από τροφές, έστειλε μια ομάόα από 150 άντρες να αποβιβαστεί στην Ισπανιόλα για να λεηλατήσει και να βρει τρόφιμα από τα χωριά που βρίσκονταν στα περίχίορα του Σαν Ντομίνγκο. Όμως η επιόρομική αυτή ομάόα γύρισε πίσω χωρίς κανένα αποτέλεσμα, γιατί οι Ισπανοί, ειδοποιημένοι πως οι κουρσάροι βρίσκονταν στην ακτή, είχαν πάρει όλοι τα όπλα. Οι μπουκανιέροι, που ενδιαφέρονταν να πολεμήσουνε μονάχα για λεία και λάφυρα, όεν είχαν καμιά διάθεση να δώσουνε μάχη χωρίς αντίκρυσμα. Ο Μόργκαν, καθώς οι σύντροφοί του δεν είχαν έρθει ακόμα, συγκέντρωσε και επιθεώρησε τους άντρες που ήτανε μαζί του. Τους βρήκε πως ήταν καμιά 5()0ριά και ήτανε μοιρασμένοι σε 172
οχτώ πλοία, που απ' αυτά το δικό του ήταν το μεγαλύτερο. Το πρωταρχικό του σχέδιο ήταν να λεηλατήσει όλες τις πόλεις και τα χωριά, που βρίσκονταν στο μάκρος της ακτής του Καράκας, μα οι τωρινές του δυνάμεις ήταν πολύ αδύναμες για μια τέτοια επιχείρηση, έτσι, λοιπόν, έπρεπε να πάρει κάποια άλλη απόφαση, Ανάμεσα στους άντρες του ήταν κι ένας γάλλος πλοίαρχος, που ήτανε μαζί με το λ' Ολονναί στην κατάληψη του Μαρακαίμπο. Αυτός είχε παρατηρήσει τόσο προσεχτικά τα χαρακτηριστικά της λίμνης που είχε την πεποίθηση πως μπορούσε να μπάσει στη λίμνη το στόλο του Μόργκαν. Πήγε, λοιπόν, και συζήτησε το πράγμα με το Μόργκαν και αφού του εξήγησε τον τρόπο, που έπρεπε ν' ακολουθήσουνε για να πάρουν το μέρος, η ιδέα του Γάλλου να καταλάβουν το Μαρακαίμπο ανακοινώθηκε στα πληρώματα, που ομόφωνα συμφώνησαν να πάνε σ' αυτή την επιχείρηση. Ύστερα απ' αυτή την απόφαση που πήραν, ο Μόργκαν και ο στόλος του κινήθηκε προς το Κιουρασάο όπου, αντικρύζοντας αυτό το νησί, άλλαξαν πορεία και κατευθύνθηκαν προς ένα άλλο, το Ρούμπα, που βρίσκεται δώδεκα λεύγες περίπου στ' ανοιχτά από τη δυτική άκρη του Κιουρασάο. Αυτό το νησί ανήκει στην Ολλανδική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών, που έχει εγκαταστήσει εκεί πέρα για κυβερνήτη ένα λοχία, που έχει στις διαταγές του δεκαπέντε στρατιώτες. Για την ακρίβεια, το νησί κατοικείται από Ινδιάνους, που μιλούν ισπανικά και είναι κάτω από την ισπανική θρησκευτική επιρροή. Κάθε χρόνο ένας παπάς έρχεται εδώ από ένα χωριό, το Κόρο, που βρίσκεται στην απέναντι ακτή, και τους κάνει κήρυγμα και τους μεταλαβαίνει σύμφωνα με τον Ρωμαϊκό Καθολικό τρόπο. Αυτοί οι Ινδιάνοι έχουν εμπορικές συναλλαγές με τους μπουκανιέρους, ανταλλάζοντας αρνιά και γίδια με λινά, κλωστές και ο,τιδήποτε άλλο χρειάζονται. Το νησί είναι άγονο - το έδαφος είναι στείρο και στο μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χαμόδεντρα. Υπάρχουν πολλά πρόβατα και γίδια και οι κάτοικοι μόλις και καταφέρνουν να βγάλουνε λίγο αραποσίτι. Επίσης υπάρχουν πολλά άλογα και οι Ινδιάνοι ό,τι κι αν κάνουν, το κάνουν καβάλα - ακόμα κι αν είναι να πάνε πεντακόσια βήματα πιο κάτω από το σπίτι τους για να πάρουν νερό. Εδώ υπάρχουν πολλοί κροταλίες και μερικές αράχνες, που είγαι τρομερά 173
φ αρμακερές. Όποιον δαγκώσει ένα απ' αυτά τα Λλάσματα τον όένουνε σε μια αιώρα και τον αφήνουν εκεί εικοσιτέσσερις ώρες χ(ορίς φαί και ποτό. Οι κάτοικοι πιστεύουν πως το θύμα πρέπει να εμποόιστέί να πιει, γιατί αλλιώς θα πεθάνει. Ο Μόργκαν, αγκυροβολώντας σ' αυτό το νησί, ήρθε σε συναλλαγή με τους Ινδιάνους, που του προμήθεψαν τα πρόβατα και ια γίδια, που χρειαζόταν όλος ο στόλος, και δυο μέρες αργότερα έφυγε μέσα στη νύχτα, ώστε να μην μπορούσαν να δουν ποια κατεύθυνση θα έπαιρνε. Την άλλη μέρα ο στόλος μπήκε στον Κόλπο του Μαρακαίμπο. Αγκυροβολήσανε στη μέση του κόλπου όπου τα νερά είχαν βάθος οχτώ οργιές. Από το σημείο αυτό δε φαινόντουσαν από το νησί Επόπτης και όταν έπεσε το βράδυ, συνέχισαν την πορεία τους. Με το χάραμα βρεθήκανε στην αμμοσύρτη της λίμνης. Οι Ισπανοί είχανε χτίσει ένα καινούργιο φρούριο απ' όπου καλωσόρισαν το Μόργκαν με τη βαριά πυροβολαρχία, που είχανε εγκαταστήσει εκεί. Όλα τα μικρά πλοιάρια χρησιμοποιηθήκανε για να αποβιβάσουν πιο γρήγορα τους μπουκανιέρους. Οι Ισπανοί ήταν κι αυτοί απασχολημένοι με τις προετοιμασίες τους στο φρούριο. Έκαψαν αρκετά σπίτια, που ήταν κοντά στο φρούριο, για να έχουν ένα ελεύθερο πεδίο στη σκόπευσή τους και συνέχισαν όλη μέρα το βαρύ βομβαρδισμό τους. Ήταν σούρουπο, όταν ο Μόργκαν και οι άντρες του φτάσανε στο φρούριο. Μέσα δε βρήκαν κανέναν, γιατί οι Ισπανοί όταν είδαν τους μπουκανιέρους να πλησιάζουν στα τείχη, βάλανε φ(οτιά σε κάμποσο μπαρούτι και κρυμμένοι από τους καπνούς το 'σκασαν και πήγαν και κρύφτηκαν στο δάσος. Ο Μόργκαν έμεινε με το στόμα ανοιχτό που το βρήκε έτσι άδειο, γιατί το φρούριο ήταν πολύ καλά εφοδιασμένο για να αμυνθεί. Ψάχνοντας, βρήκαν ένα κελλάρι γεμάτο μπαρούτι, το πιο πολύ σκορπισμένο από δ(ο κι από κει, και μια ύσκα αναμμένη, που ήθελε ακόμα μια ίντσα για να φτάσει στο μπαρούτι* έτσι, παρά τρίχα οι μπουκανιέροι να τιναχτούν στον αέρα μαζί με το φρούριο. Το αναμμένο φυτίλι σβήστηκε αμέσως και ο Μόργκαν στα γρήγορα έβγαλε έξω όλο το μπαρούτι. Τα τείχη του φρουρίου κατεδαφίστηκαν όπου χρειάστηκε και τα κανόνια αχρηστεύτηκαν. Βρεθήκανε δεκαέξι τηλεβόλα, μπόμπες των οχτώ, 174
()(όόεκοχ xcxL εικοαιτεσαάρων πάουντς, ογόόντα μουσκέτα χαΒώς και άλλα όπλα. Τα τηλεβόλα γκρεμίστηκαν από τα τείχη και οι κιλλίβαντες κάηκαν. Νορίς το άλλο πρ(οί ο μπουκανιέρικος στόλος μπήκε στη λίμνη και το μπαρούτι μοιράστηκε σ' εκείνα τα πλοία που είχαν πυροβόλα. Τα τηλεβόλα, που ρίχτηκαν από τα τείχη, καρφίόθηκαν και θαφτήκανε στον άμμο. Οι μπουκανιέροι ξαναμπάρκαραν αμέσ(ος για να πάνε στο Μαρακαίμπο όσο γινόταν πιο γρήγορα, μα τα νερά πάνω από την αμμοσύρτη στο στόμιο της λιμνοθάλασσας ήταν τόσο ρηχά που τα καράβια μόλις και κατάφερναν να περνούν, μερικά μάλιστα εξώκειλαν. Για να μη χάσουνε όμως χρόνο στην πορεία τους για την πόλη, τα πληροψατα των ναυαγημένων καραβιών μεταφερθήκανε στα άλλα πλοία. Γύρω στο μεσημέρι της άλλης μέρας έφτασαν μπρος στο Μαρακαίμπο και με επιόέξιες μανούβρες έφεραν τα πλοία κοντά στην ακτή (όστε οι άντρες να μπορούν να αποβιβαστούν κάτ(ι) από την προστασία των ελαφρών πυροβόλων του στόλου. Ό λα όμως εξελίχτηκαν το ίόιο εύκολα όπως και στο Φουέρτε ντε λα Μπάρρα, γιατί όλοι οι Ισπανοί είχαν καταφύγει στα όάση, αφήνοντας την πόλη άδεια, εξόν από κάτι λίγους φτωχούς ανάπηρους, που δεν μπορούσαν να φύγουν ούτε άλλωστε είχαν και τίποτα να χάσουν. Οι μπουκανιέροι μπήκανε στην πόλη και έψαξαν παντού για να βεβαιωθούν πως δεν υπήρχαν κρυμμένοι στρατκότες στα σπίτια ή στο δάσος, που περιτριγύριζε την πόλη. Αφού πείστηκαν πως δεν υπήρχε κίνδυνος απ' αυτή την πλευρά, το τσούρμο κάθε πλοίου πήρε για κατάλυμμά του κάποιο από τα σπίτια, που βρίσκονταν γύρω από την αγορά. Η μεγάλη εκκλησία μετατράπηκε σε φυλακή όπου ένας φρουρός φύλαγε συνέχεια. Την ίδια μέρα που κυρίεψαν την πόλη, μια ομάδα από εκατό άντρες στάλθηκε αμέσως για να φέρει πίσω αιχμαλίότους και λεία. Το απόσπασμα αυτό ξαναγύρισε το άλλο βράδυ, φέρνοντας μαζί του πενήντα μουλάρια, φορτο^μένα με διάφορα πράγματα, και τριάντα αιχμαλώτους - άντρες, γυναίκες, παιδιά και σκλάβους. Τους αιχμαλοπους τους βασανίσανε με το συνηθισμένο τρόπο για να τους κάνουν να πουν πού κρύβονταν οι φυγάδες κάτοικοι. Ένας πέρασε από το μαρτύριο του 175
ιττραππάντο' και ξυλοκοπήθηκε. Έναν άλλο τον εξανάγκασαν να πηόάει σαν κοκόρι με αναμμένα φυσίγγια ανάμεσα στα όάχτυλα των χεριών και ποδιών του. Κάποιου άλλου του έδεσαν το κεφάλι μ' ένα κορδόνι και το 'σφιξαν τόσο δυνατά που τα μάτια του πετάχτηκαν έξω σαν αβγά. Αν και ύστερα απ' αυτά εξακολουθούσαν να μη μιλούν, τους θανάτωναν, όταν πια δεν υπήρχαν άλλα μαρτύρια για να τους κάνουν. Αυτό συνεχίστηκε για τρεις βδομάδες και κάθε μέρα οι μπουκανιέροι έστελναν ένα απόσπασμα, που πάντα έφερνε πίσω άφθονη λεία, ποτέ δε γύρισε με άδεια χέρια. Αφού έπιασαν καμιά εκατοστή αιχμαλώτους, που προέρχονταν όλοι τους από τις πιο σημαντικές οικογένειες του Μαρακαίμπο κι αφού τους λήστεψαν τις περιουσίες τους, ο Μόργκαν κι οι σύντροφοί του αποφάσισαν να προχωρήσουν προς το Γιβραλτάρ. Οι μπουκανιέροι πολύ γρήγορα έκαναν όλα τα καράβια να είναι έτοιμα να σαλπάρουν, στοίβαξαν τη λεία και τους αιχμαλώτους στ' αμπάρια και σήκωσαν άγκυρα. Κινήθηκαν προς το Γιβραλτάρ, κάνοντας προπαρασκευές για μάχη· κάθε άντρας ήξερε πολύ καλά τι είχε να κάνει. Στο μεταξύ, μερικοί αιχμάλωτοι στάλθηκαν προπομποί για να προστάξουν στ' όνομα του Μόργκαν τον κόσμο του Γιβραλτάρ να παραδοθεί. Αν αποδείχνονταν ασυμβίβαστοι, δε θα τους έδειχνε κανένα έλεος· ό,τι έπαθαν πριν από δυο χρόνια από τους Γάλλους, τα ίδια και χειρότερα θα πέρναγαν τώρα. Ύστερα από μερικές ημέρες ο Μόργκαν και ο στόλος του φάνηκαν μπροστά στο Γιβραλτάρ όπου οι Ισπανοί με τα βαριά κανόνια τους τους υποδεχτήκανε με πυκνές ομοβροντίες. Αυτό το πράγμα αντί να τους αλλάξει τα σχέδια, τους έκανε πιο θαρραλέους γιατί σκέφτονταν πως όσο μεγαλύτερη αντίσταση έβρισκαν τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η λεία - αυτό ήτανε μια καραμέλα στο στόμα τους, που γλύκαινε κάθε πικρή ώρα. Με την αυγή της άλλης μέρας τα πληρώματα αποβιβάστηκαν. Ο Γάλλος, που είχε κάνει σε κείνα τα μέρη και ήξερε τα
1. Μαρτύριο που το θύμα δεμένο με σκοινί από μια όοκό ψηλά αφηνόταν να πέσει όσο περιθώριο του άφηνε το μάκρος του σκοινιού. Το τράνταγμα του σώματος ήταν τρομαχτικό. Μπορούσε να εξαρθρώσει τα μέλη, ακόμα και να όιαλύσει το κορμί του.
176
μυστικά του τόπου, αντί να πάρει τον κύριο όρόμο, θυμήθηκε κάποιον άλλο, που περνούσε μέσα από το όάσος, κι απ' όπου μπορούσαν να φτάσουνε στην πόλη από την πίσω μεριά. Στον κύριο όρόμο αφήσανε μερικούς άντρες για να κάνουν τους Ισπανούς να πιστέψουν πως αυτός ήταν ο όρόμος που θα έπαιρναν. Στην πραγματικότητα όμως οι μπουκανιέροι όεν είχαν ανάγκη από τέτοιες προφυλάξεις, γιατί οι Ισπανοί είχαν ακόμα πολύ ζο)ντανά στη μνήμη τους τα γεγονότα, που έγιναν πριν από όυο χρόνια, όταν οι Γάλλοι βρίσκονταν εκεί, γι' αυτό και προτίμησαν να παραδώσουν τον τόπο παρά να χάσουν ένα σο)ρό ζο)ές όπως είχανε χάσει τότε. Έξω λοιπόν, από το χωριό, στο μάκρος του δρόμου που χρησιμοποιούσανε για να φύγουν, στήσανε μερικές ενέδρες ώστε αν τους πρόφταιναν να μπορούσαν να στηρίξουν την υποχώρησή τους. Επίσης αχρήστεψαν τα κανόνια στο φρούριο και απομάκρυναν την πυρίτιδα. Οι μπουκανιέροι, μπαίνοντας στο χωριό, δε βρήκαν κανένα εκτός από έναν πνευματικά καθυστερημένο. Τον ρο)τησαν πού είχαν πάει οι άλλοι. Είπε πως δεν ήξερε* δεν είχε ρωτήσει. Τον ρώτησαν αν ήξερε τίποτα για τις φυτείες· απάντησε πως πρέπει να είχε βρεθεί σε είκοσι σ' όλη του τη ζωή. Ύστερα άρχισαν πιεστικά να τον ρωτούν αν ήξερε πού μπορούσαν να βρουν τα χρυσάφια και τ' ασήμια των εκκλησιών. Ναι, απάντησε, και τους έφερε στο ιεροφυλάκιο της εκκλησίας, λέγοντάς τους πως εκεί πέρα είχε δει όλο το χρυσάφι και τ' ασήμι, μα τώρα δεν είχε ιδέα πού το 'χανε βάλει. Όταν δεν μπορούσαν να του πάρουν άλλες πληροφορίες, τον έδεσαν και τον έδειραν. Τότε ο απλοϊκος άνθρωπος άρχισε να φωνάζει*. «Αφήστε με! Θα σας δείξω το σπίτι μου και τ' αγαθά μου και τα λεφτά μου!». Αυτό το πράγμα έκανε τους πειρατές να νομίσουν πως έπεσαν απάνω σε πλούσιο, που παράσταινε τον τρελό. Τον έλυσαν, λοιπόν και τους έφερε σε μια καλύβα όπου είχε θάψει μερικούς πήλινους δίσκους, λίγα πιάτα και κάτι άλλα σκουπίδια μαζί με τρία σκούδα. Τότε τον ρώτησαν το όνομά του. «Είμαι ο Ντον Σεμπάστιαν Σαντσέθ», είπε, «αδερφός του κυβερνήτη του Μαρακαίμπο!». Ύστερα απ' αυτό, άρχισαν και πάλι να τον βασανίζουν, κρεμώντας τον και χτυπώντας τον θ)σπου το αίμα άρχισε να τρέχει από το κορμί του. Μέσα στο 177
ικχρτύριο του φώναξε πως αν τον άφηναν, θα τους πήγαινε οτο ζαχαρόμυλό του όπου θα έβρισκαν όλη την περιουσία του και όλους τους σκλάβους του, όταν όμίος τον έλυσαν, ήταν ανίκανος να περπατήσει. Έτσι, τον φόρτωσαν απάνω σ' ένα άλογο, μα σαν φτάσανε στο όάσος τους εξομολογήθηκε πίος όεν είχε ούτε ζαχαρόμυλό, ούτε τίποτα άλλο σ' αυτό τον κόσμο και ότι ζούσε από τη φιλανθρίοπία του νοσοκομείου. Αυτό ήταν αλήθεια, όπο)ς ανακάλυψαν πιο έπειτα. Τον ξανάρπαξαν, λοιπόν, οι μπουκανιέρο· και τον έόεσαν, κρεμώντας κοτρώνες από το σβέρκο του κι από τα πόδια του. Επειόή δεν τους έφταναν όλα αυτά, βάλανε φωτιά σε φύλλα φοινικιάς κάτω από το πρόσιοπο του που τσουρουφλίστηκε σε τέτοιο σημείο που δεν έμοιαζε πια με ανθρίόπινο μούτρο και εξόν από όλα αυτά, τον έδειραν κι από πάνω. Απ' αυτά τα μαρτύρια πέθανε ύστερα από μισή ώρα. Τότε έκοψαν το σκοινί και έσυραν το κορμί του στο δάσος όπου και το πέταξαν εκεί πέρα. Έτσι τέλεκοσε αυτό το απλοκό ναυάγιο της ζωής, σα μάρτυρας. Την ίδια μέρα μια συμμορία από μπουκανιέρους έφ^ερε πίσιο της ένα φτωχό εργάτη γης με τις δυο θυγατέρες του. Νωρίς τ,ο άλλο πρωί ξεκινήσανε μ' αυτό τον άνθρωπο, που είχε υποσχεθεί να τους πάει εκεί που κρύβονταν οι χωρικοί. Αυτός τους πήγε σε διάφορες φυτείες όπου ήτανε βέβαιο π(ος θα κρυβόταν κόσμος, οι Ισπανοί όμ(«)ς, ξέροντας πο)ς οι πειρατές βγαίνανε γκλ πλιάτσικο, κρυ^ τήκανε στο δάσος, κάνοντας μικρές καλύ5ες από κλίχδιά για να προφυλάξοι^νε τα (χγίχθά τους από τη βροχή. Οι μπουκανιέροι, όταν ο κ(χκόμοιρος ο άνθοίοπος δεν μπορούσε να βρει κανέναν, πίστεψαν πίος σκόπακχ τους π(χρ(ίπλίχνούσε. Μέσα στη λύσσα τους, τον σκότ(ΐ)σ(χν, κρεμ(ί)ντ(χς τον από έν(χ δέντρο, (χν και ο φτ(ι)χός θερμοπ(χρ(χκ(χλούσε γκχ τη ζ(ΐ)ή του. Ύστερα απ' αυτό, οι μπουκανιέροι δκχσκορπίστηκαν από δ(ι) κι από κει, ένα γύρί») από τις ((υτείες, στήνοντοχς καρτέρι στους χ(ι)ρικούς, που ήτ(χν αναγκ(χσμένοι να έρθουνε σε κείνα τα μέρη γκχ να μαζέ\]Όυν ό,τι μπορούσίχνε γκχ v(x φάνε. Στο τέλος, αιχμαλ(ι)τισ(χν ένα σκλάβο, που του υποσχέθηκαν να τον πάνε πίσ(ΐ) στην Τζ(χμάικ(χ, να του δίόσουν όσ(χ χρήματα μπορούσαν να χ(ΐ)ρέσουν οι τσέπες του κ(χθ(ί)ς κχχι σπανιόλικα ρούχα γκχ v(x φορέσει. Αυτή η πρότίχση κίχλόρθε στο Νέγρο, που αμέσ(ι)ς τοι^ς οδήγησε στ(χ κρησ(|ύγετ(χ τίον χο)178
οικ(ον. Οι μπουκανιέροι άφησαν το σκλάβο να σκοτίόσει μερικούς απ' αυτούς που αιχμαλίότισαν (όστε να μην μπορεί να το σκάσει και ο σκλάβος, που βρήκε την ευκαιρία, εξολόθρευσε όσους περισσότερους Σπανιόλους μπορούσε. Αυτή η επιχείρηση τ(ον μπουκανιέρίον κράτησε οχτ(ό μέρες και σ' όλο αυτό τον καιρό σέρνανε μαζί τους τους αιχμαλ(ί)τους και κουβαλούσαν, φορτίομένα σε μουλάρια, όλα όσα είχαν αρπάξει. Τελικά, είχαν πιάσει τόσους πολλούς αιχμαλώτους ώστε όεν τους ήτανε όυνατό να προχωρήσουν κι άλλο, γι' αυτό αποφάσισαν να γυρίσουν στο Γιβραλτάρ, έχοντας μαζί τους πάρα πάνω από 250 αιχμαλίότους. Φτάνοντας, κάθε αιχμάλωτος ανακρίθηκε στο αν είχε κρυμμένα χρήματα ή αν ήξερε πού ήταν κρυμμένες οι περιουσίες T(i)v άλλα)ν. Εκείνοι που όεν ομολογούσαν, υποβάλλονταν στα σκληρότερα και τα πιο αφάνταστα βασανιστήρια. Ανάμεσα σε κείνους που βασανίστηκαν πιο σκληρά, ήταν ένας Πορτογάλος καμιά εξηνταριά χρονών, επειόή κάποιος Νέγρος τον είχε καταγγείλει π(ος ήταν πολύ πλούσιος. Ο Πορτογάλος ορκίστηκε στα ιερά του και στα όσια πως όλα κι όλα τα λεφτά που είχε σ' αυτό τον κόσμο ήταν εκατό σκούόα και ότι ένας νεαρός που έμενε κοντά του, τ' άρπαξε κι έγινε άφαντος. Οι μπουκανιέροι επειόή όεν τον πίστεψαν, του κάνανε με τόση βιαιότητα το βασανιστήριο το\^ στραππάντο που του εξαρθρ(ί)θηκαν οι βραχίονες. Παρ' όλ' αυτά όεν ομολογούσε, έτσι έόεσαν τους όείχτες των χεριών του και τα μεγάλα όάχτυλα τ(ον ποόκόν του με κάτι μακριά κορόόνια, που οι άκρες τους στερεοοθήκανε σε τέσσερα παλούκια και ήτανε σε τέτοια θέση που του κρατούσαν τα χέρια τεντωμένα στα πλάγια και τα πόόια του ανοιχτά. ΎστεΓ ρα τέσσερις από τους μπουκανιέρους ήρθαν και άρχισαν να χτυπούν τα κορόόνια με τα μπαστούνια τους, κάνοντας έτσι να τραντάζεται ολόκληρο το κορμί του και οι τένοντες του να ξεχαρβαλώνονται. Επειόή όμως όεν ήταν ικανοποιημένοι, του κρέμασαν από το σβέρκο μια κοτρώνα, που ζύγιζε 224 λίμπρες και από κάτω ανάψανε φωτιά με φοινικόφ^υλλα, καίγοντάς του το πρόσωπο και τα μαλλιά - κι όμως παρ' όλα τούτα τα μαρτύρια όεν ομολογούσε πως είχε χρήματα. Ύστερα απ' όλ' αυτά, τον έπιασαν και τον όέσανε σε μια από τις κολόνες της εκκλησίας, που τη χρησιμοποιούσαν (ος φυλακή, και του έόιναν κάθε 179
μερα μια μπουκιά κρέας, μονο και μονο για να τον κρατανΓ ζωντανό. Ύστερα από τέσσερις ή πέντε ημέρες σ' αυτό το μαρτύριο, παρακάλεσε κάποιους να ψάξουν να δουν αν ανάμεσα στους αιχμαλώτους βρίσκονταν και μερικοί φίλοι του, οπότε να τους παράγγελναν να πάνε να τον βρουν για να μπορέσει έτσι να δει πώς θα βρει χρήματα για να τα δώσει στους πειρατές. Ύστερα από κουβέντες με τους φίλους του, πρόσφερε στους πλανόδιους αλήτες 500 σκούδα. Οι μπουκανιέροι δεν έδωσαν καμιά σημασία στα λεγόμενά του, παρά του έδωσαν ένα γερό ξύλο, λέγοντάς του ταυτόχρονα πως έπρεπε να μιλάει για χιλιάδες κι όχι για εκατοντάδες, γιατί αλλιώς αυτό το πράγμα θα του κόστιζε τη ζωή. Στο τέλος, αφού απόδειξε με κάθε αποδεικτικό στοιχείο και μαρτυρία πως πραγματικά ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, που κέρδιζε το ψωμί του κρατώντας μια ταβέρνα, οι μπουκανιέροι συμβιβαστήκανε με το ποσό των 1.000 σκούδων. Παρ' όλα όσα υπέφερε αυτός ο άνθρωπος, μολοντούτο δεν πέρασε από όλα τα βασανιστήρια που οι μπουκανιέροι υπέβαλαν τους Ισπανούς για να τους κάνουν να αποκαλύψουν τις κρυμμένες περιουσίες τους. Μερικούς τους κρεμούσαν από τα γεννητικά τους όργανα, ώσπου από το βάρος των κορμιών τους ξεχαρβαλώνονταν ολότελα. Ύστερα σ' αυτά τα ερείπια θα έδιναν τρεις ή τέσσερις σουβλιές με τα γιαταγάνια τους και θα τους άφηναν να κείτονται σ' αυτή την κατάσταση ώσπου ο Θεός με το θάνατο να τους απελευθερώσει απ' αυτή την άθλια κατάσταση. Μερικά δύστυχα πλάσματα έτσι παρατημένα έκαναν τέσσερις και πέντε ημέρες για να ξεψυχήσουν. Άλλους τους σταυρώνανε με αναμμένα φυσίγγια ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών τους. Άλλους τους έδεναν, τους πασάλειβαν τα πόδια με λίπος και τους χώνανε στη φωτιά. Οι μπουκανιέροι, όταν τελειώσανε με τους λευκούς, έπιασαν τους σκλάβους. Τελικά, βρήκαν ένα σκλάβο, που υποσχέθηκε να τους πάει σ' ένα ποτάμι, που έπεφτε στη λίμνη, όπου εκεί πέρα βρίσκονταν ένα καράβι και τέσσερα μπάρκα, φορτωμένα με πλούσια φορτία, που ανήκανε στο Μαρακαίμπο. Ένας άλλος σκλάβος άφησε ν'ακουστεί πως ήξερε σε ποιο μέρος βρισκόταν ο κυβερνήτης του Γιβραλτάρ και οι περισσότερες γυναίκες. Αυτός πιάστηκε αμέσως, μα το αρνήθηκε. Όταν όμως 180
τον απείλησαν με την κρεμάλα, παραδέχτηκε πως ήξερε και υποσχέθηκε να τους οδηγήσει στον κυβερνήτη. Οι μπουκανιέροι αποφάσισαν τότε εκατό απ' αυτούς με δυο μικρά πλοιάρια να πάνε στον ποταμό που βρίσκονταν τα καράβια και οι υπόλοιποι να πάνε να πιάσουν τον κυβερνήτη. Την άλλη μέρα ξεκίνησαν, αφήνοντας τους αιχμαλώτους φυλακισμένους στ' αμπάρια των καραβιών τους. Ο Μόργκαν με 350 άντρες προχώρησετγια να βρει τον κυβερνήτη, που είχε υποχωρήσει σ' ένα νησί στη μέση ενός ποταμού, που το είχε οχυρώσει. Σ' αυτό το μέρος έφτασαν, αφού περπάτησαν δυο μέρες. Οι κατάσκοποι όμως του κυβερνήτη τον είχαν ειδοποιήσει για τον ερχομό τους, έτσι αυτός και οι άνθρωποί του είχαν αποτραβηχτεί στην κορυφή ενός βουνού όπου μπορούσε να φτάσει κανείς εκεί μονάχα από ένα στενό πέρασμα και βαδίζοντας ο ένας πίσω από τον άλλο. Είχε επίσης ετοιμάσει μερικές μπάλες με καύσιμα για να αναχαιτίσει τους εισβολείς αν δοκίμαζαν να σκαρφαλώσουν. Οι πυκνές όμως βροχές και οι μεγάλες ζημιές που είχαν πάθει οι μπουκανιέροι διασχίζοντας ένα ποταμό, τους εμπόδισαν να αποτολμήσουν την επίθεση. Απ' αυτές τις φυσικές αντιξοότητες είχανε χάσει πολλά μουλάρια, φορτωμένα με χρήματα και διάφορα αγαθά, και πολλές γυναίκες και παιδιά είχαν πνιγεί. Μερικά από τα όπλα τους έγιναν άχρηστα και το μπαρούτι τους βράχηκε. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, αν πενήντα καλά αρματωμένοι λογχοφόροι κάνανε μια επίθεση, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να σκοτώσουν όλους τους μπουκανιέρους· οι Ισπανοί όμως ήταν τόσο τρομοκρατημένοι που ακόμα κι αυτά τα δέντρα στο δάσος, που κουνιόντουσαν από τον αέρα, τα νόμιζαν πως ήταν οι λαδρόνες {ladrones), όπως έλεγαν τους πειρατές. Τελικά, ύστερα από πολλές κακουχίες, οι μπουκανιέροι προχώρησαν παλεύοντας με τα νερά.Αυτοί κατάφεραν να σώσουν τα τομάρια τους, μα οι κακόμοιρες οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά υπέφεραν τόσο άσχημα που ήτανε μια σκέτη απελπισία να τα βλέπει κανείς. Ήταν υποχρεωμένοι να διασχίσουν μισή λεύγα μέσα στο δάσος και το νερό να τους φτάνει ίσαμε τη μέση τους. Το έδαφος είναι σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από τις κοίτες των ποταμών και τα ποτάμια, φουσκωμένα από τις βροχές και από τα νερά που κατέβαιναν από τα βουνά, είχαν ξεχειλίσει από τις όχθες τους. 181
Δώδεκα ημέρες ύστερα από την αναχώρηση τους οι μπουκανιέροι γύρισαν πίσω στο Γιβραλτάρ, φέρνοντας μαζί τους πολλούς αιχμαλώτους, μα ο κύριος σκοπός τους είχε αποτύχει. Δυο μέρες αργότερα τα πλοιάρια γύρισαν από τον ποταμό, φέρνοντας μαζί τους το αιχμαλωτισμένο πλοίο και τα τέσσερα μπάρκα μαζί με αγαθά και αιχμαλώτους. Δεν κατάφεραν όμως να αιχμαλωτίσουν αυτά τα πλοία φορτωμένα με ολόκληρο το αρχικό τους φορτίο, γιατί Ισπανοί με μονόξυλα είχαν προειδοποιήσει για τον ερχομό τους. Άδειασαν, λοιπόν, βαστικά το μεγαλύτερο μέρος από τα εμπορεύματα και είχανε σκοπό να βάλουν φωτιά στα πλοία μόλις έμεναν άδεια. Μα πριν να προλάβουν να κάνουν κάτι τέτοιο, οι μπουκανιέροι τους επιτέθηκαν και έπιασαν τα πλοία ενώ ήταν ακόμα φορτωμένα με κάτι λίγα πράγματα, όπως λινά και μεταξωτά. Οι μπουκανιέροι, ύστερα από πέντε βδομάδες που είχανε στην κατοχή τους το Γιβραλτάρ, αποφάσισαν να φύγουν παρ' όλες τις σχετικά κερδοφόρες εκστρατείες, που είχαν επιχειρήσει σ' αυτό το διάστημα στις γύρω περιοχές. Απέστειλαν, λοιπόν, μερικούς αιχμαλώτους για να μαζέψουν λύτρα για την πόλη, απειλώντας, όπως συνήθιζαν, να κάψουν τον τόπο, αν τα λύτρα δεν έρχονταν γρήγορα. Οι Ισπανοί γύρισαν πίσω, λέγοντας πως δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα και ότι ο κυβερνήτης είχε απαγορεύσει την πληρωμή οποιωνδήποτε λύτρων. Μα αν ο Μόργκαν έκανε υπομονή, του υποσχέθηκαν να μαζέψουν αυτοί μεταξύ τους 5.000 σκούδα και ότι μπορούσε να πάρει ομήρους μαζί του στο Μαρακαΐμπο ώσπου να πληρωνόταν όλο το ποσό. Ο Μόργκαν βιαζόταν πάρα πολύ να φύγει* έλειπε πολύ καιρό από το Μαρακαΐμπο και δεν ήξερε πώς πήγαιναν τα πράγματα εκεί πέρα. Οι Ισπανοί θα είχαν όλο τον καιρό να συγκεντρώσουν μια αρκετά μεγάλη δύναμη για να τους εμποδίσουν να βγουν από τη λίμνη. Έτσι δέχτηκε την πρόταση και πήρε τέσσερις ομήρους. Σ' αντάλλαγμα άφησε ελεύθερους τους αιχμαλώτους (αφού πλήρωσαν κάποια λύτρα) μα κράτησε τους σκλάβους. Οι Ισπανοί θέλησαν να πληρώσουν λύτρα και για το Νέγρο, που είχε γίνει ο οδηγός των περιπλανώμενων τυχοδιωκτών, ο Μόργκαν όμως δεν τον παρέδωσε, γιατί οι Ισπανοί, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα τον καίγανε ζωντανό αν έπεφτε στα χέρια τους. 182
Οι μπουκανιέροι σήκωσαν άγκυρα και τέσσερις ημέρες αργότερα φτάσανε στο Μαρακαίμπο όπου τα βρήκαν όλα όπως τα είχαν αφήσει. Μα πληροφορήθηκαν πράγματα που δεν τα περίμεναν. Κάποιος φτωχός, που ζούσε στο νοσοκομείο, είπε στο Μόργκαν πως στο στόμιο της λίμνης βρίσκονταν τρία ισπανικά πολεμικά που τον περίμεναν, και ότι το φρούριο είχε ξαναοχυρωθεί με πυροβόλα και είχε ενισχυθεί με στρατιώτες. Ο Μόργκαν στη στιγμή έστειλε ένα καΐκι για να δει τι γίνεται με κείνα τα πολεμικά. Το πλοιάριο γύρισε πίσω το άλλο βράδυ και επιβεβαίωσε όλα όσα είχε πει ο γέρος του νοσοκομείου. Είχανε δει τα πολεμικά και μάλιστα είχανε δεχτεί βολές από τα πυροβόλα τους. Τα πολεμικά ήταν γεμάτα στρατιώτες και το μεγαλύτερο είχε τουλάχιστο σαράντα κανόνια, το άλλο τριάντα και το μικρότερο εικοσιτέσσερα. Το φρούριο επίσης είχε καλά οχυρωθεί. Αυτές οι δυνάμεις ήτανε δυσανάλογα μεγαλύτερες από του Μόργκαν, γιατί το πλοίο του, που ήταν και το μεγαλύτερο, διέθετε μονάχα δεκατέσσερα κανόνια. Κανένας δεν τολμούσε να εκδηλώσει το φόβο και την αγωνία που ένιωθε, πολύ περισσότερο ο Μόργκαν. Τι θα έκαναν; Δεν υπήρχε άλλη έξοδος εξόν από το στόμιο της λίμνης όπου όμως βρίσκονταν τα πολεμικά - δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να ξεφύγουν από την ξηρά. Ο Μόργκαν θα προτιμούσε τα πολεμικά να είχαν κατευθυνθεί προς την πόλη παρά να τον περιμένουν στο στένεμα όπου τ(λ 6αριά κανόνια τους θα μπορούσαν να του κάνουνε μεγάλη ζημιά. Όπίος κι αν έχει το πράγμα, q;αívεται π(ΐ)ς ο Θεός (για την τιμίορία των Ισπανο)ν) ^(ότισε αυτούς τους επιδρομείς να βρουν τον τρόπο για να σ(θθούν από τις αρπάγες τ(ι)ν δίκακον εχθρο)ν τους. Ο Μόργκαν, για να δείξει πο)ς δε φοβόταν, έστειλε έναν Ισπανό να ζητήσει λύτρα για την πόλη του Μαρακαίμπο. Δυο μέρες αργότερα, ο Ισπανός γύρισε πίσο) μ' ένα γράμμα από τον Ισπανό ναύαρχο, που έγραqε τα πάρα κάτίο: Επιστολή από τον Ισπανό στρατηγό. Ντον ΑλόνΟο ντνλ Κάμπο ν Εσπινό'ζα, προς το Μόργκαν, ναναρχο το)ν μπονκανίέρων Έχοντίχς πληροφορηθεί, από φίλους και γ^ιτόνοΐ'ς, πιος n'/íxit τη Ηρ(χούτητα να διαπράξετρ (ομότητες στις περιοχές κ(χι στις πόλεις που 183
οφείλουν υπακοή στην Καθολική Μεγαλειότητα Του, το Βασιλιά της Ισπανίας τον Κύριο μου, ήρθα σ' αυτό το μέρος, σύμφωνα με το χρέος που έχω, και ξανάχτισα αυτό το φρούριο, που το πήρατε από μερικούς λιγόψυχους και που γκρεμίσατε τα κανόνια τους, για να σας εμποδίσω να διαφύγετε απ' αυτή τη λίμνη και να επιβάλω σ' όλους σας την ποινή που απαιτεί το χρέος μου. Οπωσδήπτε, αν παραδώσετε με ταπεινοφροσύνη όλα όσα έχετε πάρει, συμπεριλαμβάνοντας σ' αυτά όλους τους σκλάβους και τους άλλους αιχμαλώτους, θα ευαρεστηθώ να δείξω επιείκεια και θα σας αφήσω να περάσετε και να μπορέσετε έτσι να ξαναγυρίσετε στη χώρα σας. Αν από ισχυρογνωμοσύνη αρνηθείτε αυτούς τους τίμιους όρους που προτείνω, θα στείλω να μου φέρουν από το Καράκας πλοία όπου θα επιβιβάσω τα στρατεύματά μου και θα τα στείλω στο Μαρακαίμπο με τη διαταγή να σας εξοντώσουν ολοσχερώς και να σας περάσουν όλους από την κόψη των σπαθιών τους. Αυτή είναι η τελική μου απόφαση. Διαβάστε με προσοχή όσα σας γράφω και ας μη γίνετε αγνώμονες στη μεγαλοψυχία που σας δείχνω. Έχω μαζί μου γενναίους στρατιώτες, που λαχταρούν να τους επιτραπεί να εκδικηθούν τις άδικες πράξεις, που διαπράξατε σε βάρος του ισπανικού έθνους στην Αμερική. Υπογράφοντας πάνω στο πλοίο της Μεγαλειότητάς Του Μαγκνταλένα, αγκυροβολημένο στην είσοδο της λίμνης του Μαρακαίμπο, στις 24 Απριλίου 1669. Ντον Αλόνθο ντελ Κάμπο υ Εσπινόζα Ο Μόργκαν συγκέντρωσε όλους τους μπουκανιέρους στην αγορά και τους διάβασε το γράμμα πρώτα στ' αγγλικά και ύστερα στα γαλλικά. Κατόπιν τους ρώτησε πώς νιώθουν θα παράδιναν τη λεία τους για να κερδίσουν ένα ελεύθερο πέρασμα ή θα πολεμούσαν γι' αυτό; Οι μπουκανιέροι απαντήσανε μ' ένα στόμα πως θα προτιμούσαν να αγωνιστούν ίσαμε τον τελευταίο παρά να παραδώσουν τα λάφυρα τους. Γι' αυτά είχανε διακινδυνέψει προηγούμενα τις ζωές τους και τώρα ήταν έτοιμοι να κάνουν το ίδιο για δεύτερη φορά. Ένας από το πλήθος τότε σηκώθηκε απάνω και είπε στο Μόργκαν πως θα μπορούσε να αναλάβει την καταστροφή του μεγάλου πλοίου με μονάχα δώδεκα άντρες και το πώς το εξήγησε με τον πάρα κάτω τρόπο: Το πλοίο, που είχαν πιάσει στη λίμνη, θα το έκαναν πυρπολικό, διασκευάζοντας το εξωτερικό του ώστε να φαίνεται σαν πολεμικό* ως και σημαία θα του έβαζαν να κυματίζει. Στο κατά184
στρώμα θα' βαζαν κούτσουρα με καπέλα στην κορυφή για να φαίνονται σαν πλήρωμα και στα πλάγια θα στερεώνανε μεγάλα κούφια κούτσουρα (απ' αυτά που οι Νέγροι ονομάζουν τύμπανα) για να φαίνονται σαν κανόνια. Κάτω από την πίεση των πραγμάτων αυτή η εισήγηση έγινε αποδεκτή, ο Μόργκαν όμως ήθελε να δει αν μπορούσε ν' αποσπάσει κι άλλες παραχωρήσεις από τον ισπανό στρατηγό. Έστειλε, λοιπόν, έναν αγγελιοφόρο με τις πάρα κάτω προτάσεις: α) οι μπουκανιέροι θα εγκαταλείψουν το Μαρακαίμπο χωρίς να επιφέρουν οποιαδήποτε ζημιά στην πόλη είτε καίγοντάς την είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και χωρίς νά απαιτήσουν οποιαδήποτε λύτρα. β) θα παραχωρήσουν τους μισούς σκλάβους και θα απελευθερώσουν όλους τους αιχμαλώτους χωρίς λύτρα. γ) θα πάψουν να διεκδικούν τη συνεισφορά για το Γιβραλτάρ, που ακόμα δεν είχε πληρωθεί και θα απελευθερωθούν οι όμηροι. Σ' αυτά ο ισπανός στρατηγός απάντησε πως αρνιόταν να συζητήσει τέτοιες προτάσεις και ότι αν μέσα σε δυο μερες δεν αποδέχονταν τους δικούς του όρους, θα τους εξόντωνε με φωτιά και σίδερο. Ο Μόργκαν και οι άντρες του, λαβαίνοντας αυτή την απάντηση, αποφάσισαν να κάνουν το κάθε τι που θα μπορούσαν για να βγουν από την λίμνη χωρίς να παραδώσουν τη λεία τους. Για το λόγο αυτό, φυλάκισαν όλους τους αιχμαλώτους και τους φύλαγαν προσεχτικά. Έπειτα τους σκλάβους, που τους χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν νερό και να κάνουν άλλες δουλειές, τους έκλεισαν κι αυτούς στα μπουντρούμια και οι μπουκανιέροι τώρα πια έκαναν όλες τις δουλειές. Στο μεταξύ, για να ετοιμάσουν το πυρπολικό, μάζεψαν όλη την πίσσα, το κατράμι, το θειάφι και οποιοδήποτε άλλο καύσιμο μπορούσαν να βρούνε στην πόλη. Στη συνέχεια, στούπωσαν το αμπάρι του πυρπολικού με φοινικόφυλλα, που είχανε βουτηχτεί σ' ένα μείγμα από κατράμι, πίσσα και θείο, έπειτα με το ίδιο μείγμα κάλυψαν τα ψεύτικα κανόνια του καταστρώματος, τοποθετώντας στο καθένα από κάτω έξι δοχεία πυρίτιδα και τέλος μισοπριόνισαν τα εσωτερικά ξύλινα μέρη του πλοίου ώστε να μπορεί να ανατιναχτεί και να καεί με μεγαλύτερη δύναμη. Επίσης έκαναν νέες μπουκαπόρτες και στ' ανοίγματά τους 185
στερέωσαν στη θέση των πυροβόλων τα μακριά κούφια κούτσουρα, που ήτανε γνωστά ως τύμπανα των νέγρων. Στο μάκρος του καταστρώματος τοποθέτησαν ξύλινα στηρίγματα και στο καθένα έβαλαν ένα κασκέτο ή ένα καπέλο ώστε να φαίνονται σαν άνθρωποι και ύστερα σήκωσαν τη σημαία του ναυάρχου. Τώρα που το πυρπολικό ετοιμάστηκε, αποφάσισαν να ξεκινήσουν για το στόμιο της λίμνης. Όλους τους αιχμαλώτους τους βάλανε μέσα σ' ένα μεγάλο καίκι και σ' ένα άλλο, μαζί με όλα τα λάφυρα, έβαλαν τις πιο σημαντικές αιχμάλωτες γυναίκες ενώ το κάθε πλοίο το κουμαντάρανε δώδεκα μπουκανιέροι καλά αρματωμένοι. Τα καΐκια είχανε διαταχτεί να μένουνε στο τέλος της νηοπομπής και με ορισμένο σινιάλο να έρθουνε στη μέση του στόλου την ώρα που θα γλιστρούσαν από την παγίδα. Το πυρπολικό είχε διαταγές να είναι επικεφαλής, ακόμα και από την ναυαρχίδα πιο μπροστά, και να αρπάξει το ισπανικό πολεμικό. Αν το πυρπολικό εξαιτίας του ρεύματος αποτύχαινε να κολλήσει στο ισπανικό, τότε ο ίδιος ο ναύαρχος θα χτυπούσε το πολεμικό. Για να παραπλανήσουν ακόμα περισσότερο τον εχθρό, ένα άλλο πλοίο, που το είχανε καμουφλάρει έτσι ώστε να φαίνεται σαν πυρπολικό, με σκοινιά που να καπνίζουνε στο κατάστρωμά του, πήγαινε ακριβώς πίσω από την ναυαρχίδα. Ά μ α ο Μόργκαν έδωσε όλες αυτές τις διαταγές, ένας γενικός όρκος πάρθηκε από τους μπουκανιέρους πως όλοι θα στέκονταν ο ένας στο πλευρό του άλλου ίσαμε την τελευταία σταγόνα του αίματός τους. Ο,τιδήποτε κι αν γινόταν, ποτέ δε θα ζητούσαν έλεος παρά θα αγωνίζονταν ως τον τελευταίο. Εκείνοι που θα δείχνονταν θαρραλέοι και θα έκαναν οποιεσδήποτε σημαντικές πράξεις ή θα αιχμαλώτιζαν ένα πλοίο θα είχαν ένα μερτικό πάρα πάνω από το κανονικό. Ύστερα απ' αυτή την απόφαση, ο Μόργκαν διέταξε να ξεκινήσουν και στις 30 Απριλίου 1669 αντίκρυσαν το ισπανικό πολεμικό. Σκόπευαν να αγκυροβολήσουν στη μέση του καναλιού, μα είχε πέσει το βράδυ και ήταν πολύ αργά για να δώσουνε μάχη. Έτσι ο Μόργκαν έριξε άγκυρα σε απόσταση μιας κανονιάς από τον εχθρό και με τη νύχτα απέσυρε τους άντρες από το πυρπολικό, σύμφωνα με το συνήθιο του πολέμου. Όλη τη 186
νύχτα και οι δυο πλευρές είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα και οι μπουκανιέροι προπαρασκευάζονταν για την επόμενη μέρα. Μόλις άρχισε να χαράζει, οι μπουκανιέροι μαζί με την παλίρροια σήκωσαν πανιά. Οι Ισπανοί νόμισαν πως οι περιπλανώμενοι τυχοδιώκτες είχαν αποφασίσει να ξεγλιστρήσουνε με την παλίρροια* έτσι, λοιπόν, έκοψαν τους κάβους τους και ξεκίνησαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Στο μεταξύ, το πυρπολικό με επιδέξιους ελιγμούς κατάφερε και εμβόλισε το ισπανικό πολεμικό και ύστερα γραπώθηκε στο πλευρό του. Ο ισπανός στρατηγός, βλέποντας τον κίνδυνο, διέταξε τους άντρες του να πηδήσουν στο πυρπολικό, να κόψουν τα κατάρτια του και σπρώχνοντάς το να το αποκολλήσουν από το πλευρό του πολεμικού ώστε ελεύθερο πια να παρασυρθεί από την παλίρροια. Μόλις πάτησαν το πόδι τους στο πυρπολικό οι ισπανοί ναύτες εκείνη τη στιγμή ήταν που το κατάστρωμά του τινάχτηκε στον αέρα. Όλα τα αποκαΐδια έπεσαν απάνω στα πανιά του ισπανικού πολεμικού, βάζοντάς τους φωτιά, με αποτέλεσμα να ξεπηδήσουν τεράστιες φλόγες και καπνοί. Ο στρατηγός ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει το πλοίο. Το δεύτερο ισπανικό πλοίο, βλέποντας την ναυαρχίδα του να καίγεται, προσπάθησε να βρει καταφύγιο στο φρούριο, μα με την ταχύτητα που έτρεχε δεν μπόρεσε να ανακόψει τη φόρα του και έπεσε έξω στη στεριά. Το τρίτο πλοίο επίσης αποπειράθηκε να διαφύγει μα το κυνήγησε ένα από τα μπουκανιέρικα πλοία και γρήγορα το αιχμαλώτισε. Εκείνοι στο δεύτερο πλοίο, που βρισκόταν ναυαγισμένο κάτω από το φρούριο, ξέροντας πως οι μπουκανιέροι σύντομα θα τους έκαναν επίθεση, άρπαξαν ό,τι μπορούσαν από το καράβι και ύστερα του βάλανε φωτιά. Το μεγάλο καράβι ζωσμένο από φωτιά, παρασυρόταν στο μάκρος της ακτής ενώ πολλοί λίγοι από το πλήρωμά του κατάφεραν να σωθούν. Οι μπουκανιέροι με τα πλοία τους μπήκαν ανάμεσα στην ακτή και στο καράβι που καιγόταν, προσπαθώντας να σώσουν το πλήρωμα, μα, για τους λόγους που θα εξηγήσω αργότερα, οι Ισπανοί προτιμούσαν να πνιγούν παρά να πέσουνε στα χέρια των περιπλανώμενων τυχοδιωκτών. Οι μπουκανιέροι τώρα, έχοντας βγει νικητές από τη μάχη που κράτησε δυο με τρεις ώρες, ένιωθαν το ηθικό τους αναπτερωμένο και το βάλανε σκοπό να συνεχίσουν τις επιτυχίες 187
τους. Βγήκαν όλοι, λοιπόν, στην ξηρά για να εκπορθήσουν το φρούριο απ' όπου δέχτηκαν πυρά από βαρύ πυροβολικό. Οι μπουκανιέροι όεν είχαν άλλα όπλα από τα μουσκέτα τους κι από λίγες χειροβομβίδες· τα κανόνια των πλοίων τους ήταν πολύ ελαφρά για να δημιουργήσουν ρήγματα σε τόσο χοντρούς τοίχους. Όλη την υπόλοιπη μέρα απασχόλησαν το φρούριο με ζωηρά πυρά από τα μουσκέτα τους και όταν έπαιρνε το μάτι τους να ξεπροβάλλει κανένας από τους υπερασπιστές του, σπάνια έχαναν το στόχο τους. Όταν όμως αποπειράθηκαν να πλησιάσουν στα τείχη για να ρίξουν τις χειροβομβίδες τους, τότε ήταν η σειρά τους να υποφέρουν. Οι Ισπανοί άρχισαν να ρίχνουν από πάνω πύρινες μπάλες και δοχεία με πυρίτιδα δεμένα μ' αναμμένα φυσίγγια και είχαν τόση αποτελεσματικότητα που οι μπουκανιέροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω τους πάρα πάνω από τριάντα νεκρούς και περίπου άλλους τόσους τραυματίες. Κατά το σούρουπο οι μπουκανιέροι επιβιβάστηκαν και πάλι στα πλοία τους χωρίς να έχουν πετύχει τον αντικειμενικό σκοπό τους. Οι Ισπανοί,επειδή φοβόντουσαν πως οι μπουκανιέροι θα βγάζανε στην ξηρά το πυροβολικό τους, όλη τη νύχτα δουλεύανε για να ισοπεδώσουν μερικά αναχώματα που σ' αυτά οι εχθροί μπορούσαν να βρουν κάποια ερείσματα και σαν τέλειωσαν αυτή τη δουλειά ένιωσαν πιο σίγουροι για τη δυνατότητα που είχαν να παρεμποδίσουν τους κουρσάρους να το σκάσουν από τη λίμνη. Κατά το βραδάκι, το μεγάλο καράβι είχε πια διαλυθεί, οπότε μερικοί Ισπανοί κολυμπώντας αποπειράθηκαν να πλησιάσουν το ναυάγιο, μα εμποδίστηκαν από τους περιπλανώμενους τυχοδιώκτες. Είχαν πιαστεί πολλοί αιχμάλωτοι και ο Μόργκαν από το μικρό πλοίο που είχαν αιχμαλωτίσει ανέκρινε ένα τιμονιέρη για να πληροφορηθεί τι δυνάμεις είχαν οι Ισπανοί, αν περίμεναν ενισχύσεις και από πού θα έρχονταν. «Κύριε», απάντησε ο άνθρωπος στα ισπανικά, «είμαι ένας ξένος. Σε παρακαλώ να μη μου κάνεις κακό κι εγώ θα σου πω την αλήθεια για όλα όσα έγιναν. Από την Ισπανία μας στείλανε στις Δυτικές Ινδίες με έξι πλοία για να καταδιώξουμε τους κουρσάρους και να τους εξολοθρεύσουμε, γιατί η Αυλή είχε 188
λάβει έντονες διαμαρτυρίες όσον αφορά την κατάληψη του Πόρτο Μπέλλο. Η Ισπανική αυλή παραπονέθηκε στην αυλή της Αγγλίας και ο Άγγλος Βασιλιάς απάντησε πως δεν είχε δώσει ποτέ εντολή για μια οποιαδήποτε εχθρική πράξη σε βάρος των υπηκόων της Καθολικής Του Μεγαλειότητας. Συνακόλουθα ετοιμάστηκαν αυτά τα έξι πλοία και από την Ισπανία στάλθηκαν εδώ, κάτω από τη διοίκηση του Ντον Αουγκουστίν ντε Γκούστο (Μπούστο;). «Η ναυαρχίδα του ήταν το Νονέστρα Σενιόρα ντε λα Σολεόάό, που διαθέτει σαρανταοχτώ τηλεβόλα και δεκαοχτώ στροφαλοφόρα κανόνια. Υποναύαρχος ήταν ο Ντον Αλόνθο ντελ Κάμπο υ Εσπινόζα, που διοικούσε το Λα Κονθεπθίόν, οπλισμένο με σαραντατέσσερα τηλεβόλα και δεκαοχτώ στροφαλοφόρα κανόνια. Παράλληλα μ' αυτά ήταν άλλα τέσσερα πλοία: το Λα Μαγκνταλένα, με τριανταέξι τηλεβόλα, δώδεκα στροφαλοφόρα και διακόσιους πενήντα άντρες πλήρωμα* το Σαν Λούίζ, με εικοσιέξι κανόνια, δώδεκα στροφαλοφόρα και διακόσιους άντρες· το Λα Μαρκέζα, με δεκαέξι κανόνια, οχτώ στροφαλοφόρα και εκατόν πενήντα άντρες· και το Νονέστρα Σενιόρα ντελ Κάρμεν^ που είχε τον ίδιο οπλισμό και το ίδιο πλήρωμα με το προηγούμενο. «Πρώτα φτάσαμε στην Καρταγκένα όπου τα δυο μεγάλα καράβια στάλθηκαν πίσω στην Ισπανία γιατί ήταν πολύ μεγάλα για να πλέουνε σ' αυτά τα νερά. Τα τέσσερα πλοία που απόμειναν, κάτω από τη διοίκηση του Ντον Αλόνθο, σταλθήκανε στο Καμπές για να κυνηγήσουν τους κουρσάρους. Εδώ σε μια βορινή ανεμοθύελλα χάσαμε το Κάρμεν και τα άλλα τρία πλοία καταφύγανε στο λιμάνι του Σαν Ντομίνγκο στην Ισπανιόλα. Εκεί πέρα πληροφορηθήκαμε πως ένας στόλος από την Τζαμάικα είχε περάσει απ' αυτά τα μέρη, αποβιβάζοντας λίγους άντρες σε μια τοποθεσία, που λέγεται Άλτα Γκράθια. Ένας απ' αυτούς είχε πιαστεί αιχμάλωτος και είχε ομολογήσει πως οι περιπλανώμενοι ΐυχοδιώκτες σκόπευαν να κυριέψουν το Καράκας. Ο Ντον Αλόνθο αμέσως σήκωσε άγκυρα και βάλαμε πλώρη για την ηπειρωτική ακτή. Στο δρόμο συναντήσαμε ένα μπάρκο, που το σταματήσαμε και μας είπαν πως ο στόλος από την Τζαμάικα - εφτά μικρά καράβια κι ένα πλοιάριο - βρισκότανε στη λίμνη του Μαρακαίμπο. 189
«Ύστερα απ' αυτά τα νέα, ήρθαμε εδώ πέρα και φτάνοντας μπροστά στην αμμοσύρτη ρίξαμε μια κανονιά, σινιάλο πως ζητάγαμε πιλότο. Εκείνοι που ήτανε στην ξηρά είδαν πως ήμασταν ισπανικά πλοία και ήρθανε σε συνάντησή μας. Μας είπαν πως οι Άγγλοι είχαν κυριέψει το Μαρακαίμπο και πως τώρα βρίσκονταν στο Γιβραλτάρ. Ο Ντον Αλόνθο μας εγκαρδίωσε για τη μάχη και μας υποσχέθηκε να μας μοιράσει όλη τη λεία που θα παίρναμε από τους Άγγλους. Ύστερα το κανόνι, που είχαμε διασώσει από το ναυαγισμένο πλοίο, μαζί με δυο των έντεκα λιμπρών από το δικό του πλοίο, τα μετέφερε στο φρούριο. «Ο πιλότος μας πέρασε από το φράγμα και ο Ντον Αλόνθο βγήκε στη στεριά και συγκέντρωσε όλους τους δικούς του άντρες και απ' αυτούς απέσπασε εκατό στη φρουρά του φρουρίου για την ενίσχυσή της. Ύστερα από λίγο, πληροφορηθήκαμε πως οι άνθρωποί σας βρίσκονταν στο Μαρακαίμπο κι έτσι ο Ντον Αλόνθο σας έγραψε ένα γράμμα. Όταν βεβαιώθηκε πως δε σκοπεύατε να παραδώσετε όλα όσα είχατε πάρει, πάλι μας μάζεψε και μας ενθάρρυνε, επαναβεβαιώνοντάς μας για την υπόσχεσή του σχετικά με τη λεία. Όλοι οι άντρες τότε κοινωνήσανε με τον τρόπο της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και πήραν όρκο να μη δείξουν κανένα έλεος αλλά και να μη δεχτούν κανένα έλεος από τους Άγγλους. Αυτή είναι η αιτία που πνίγηκαν τόσοι πολλοί, γιατί δεν τολμούσαν να ζητήσουν λύπηση. «Δυο μέρες πριν να μας επιτεθείτε, ένας Νέγρος πληροφόρησε τον Ντον Αλόνθο πως είχατε φτιάξει ένα πυρπολικό, μα δεν πίστεψε κάτι τέτοιο. Αυτοί οι άνθρωποι, είπε, δεν έχουν ιδέα πώς να κατασκευάσουν ένα πυρπολικό και δεν έχουν άλλωστε και τα υλικά για ένα τέτοιο σκοπό». Σ' αυτό τον πηδαλιούχο ο Μόργκαν έκανε πολλές περιποιήσεις, του πρότεινε μάλιστα να έχει κι αυτός μερίδιο όπως και οι υπόλοιποι από τα πληρώματά του, αν, βέβαια, ήθελε να μείνει μαζί τους. Ο άνθρωπος δέχτηκε, αφού δεν είχε να κάνει τίποτα καλύτερο* και εφόσον ήρθαν έτσι τα πράγματα τους είπε επιπρόσθετα πως απάνω στο μεγάλο καράβι υπήρχαν 30.000 σκούδα και γι' αυτό το λόγο μερικοί Ισπανοί δοκίμασαν να πλησιάσουν το ναυάγιο. Ο Μόργκαν άφησε ένα από τα 190
πλοία του να φυλάει τους Ισπανούς στον κόλπο, δίνοντας του ταυτόχρονα και την εντολή να ξαλαφρώσει το σκελεθρωμένο ισπανικό πολεμικό από το ασήμι που κουβαλούσε* με τον υπόλοιπο στόλο του πήγε στο Μαρακαίμπο. Εκεί πέρα επισκεύασαν το αιχμαλωτισμένο ισπανικό πλοίο, που ο Μόργκαν το έκανε ναυαρχίδα του. Ύστερα έστειλε έναν αγγελιοφόρο στο στρατηγό, ζητώντας και πάλι λύτρα για το Μαρακαίμπο γιατί αλλιώς θα το έκαιγε πέρα για πέρα. Οι Ισπανοί, μπροστά στην πανωλεθρία που πάθανε στη θάλασσα, αποφάσισαν να πληρώσουν τα λύτρα, αφού δεν μπορούσαν να βρουν κανένα άλλο τρόπο για ν' απαλλαγούν από τους πειρατές (αν και ο Ντον Αλόνθο δε θα συμφωνούσε μ' αυτή την απόφαση). Ρώτησαν τότε να μάθουν τι απαιτούσε ο Μόργκαν και κείνος είπε πως συμβιβαζότανε με 30.000 σκούδα και 500 γελάδια για προμήθεια των πλοίων του, με την υπόσχεση να μην κάνει καμιά ζημιά στην πόλη και ν' αφήσει ελεύθερους τους αιχμαλώτους. Τελικά συμφωνήσανε για 20.000 σκούδα και 500 γελάδια. Την άλλη μέρα οι Ισπανοί έφεραν όλα τα γελάδια και μέρος από τα χρήματα. Οι μπουκανιέροι έσφαξαν τα ζώα και αλάτισαν το κρέας και την ώρα που όλη αυτή η δουλειά είχε τελειώσει, οι Ισπανοί έφεραν και τα υπόλοιπα λύτρα, που είχαν υποσχεθεί. Περίμεναν, λοιπόν, τότε ν' απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι, μα ο Μόργκαν έβλεπε το πράγμα διαφορετικά* είπε πως θα ελευθέρωνε τους αιχμαλώτους, όταν θα βρισκόταν έξω από τη βολή των κανονιών του φρουρίου, ελπίζοντας να πετύχει μ' αυτό τον τρόπο ένα αδιαφιλονίκητο πέρασμα για χάρη των αιχμαλώτων. Οι μπουκανιέροι σήκωσαν άγκυρα και κατευθύνθηκαν προς την είσοδο της λίμνης. Το πλοίο, που είχαν αφήσει εκεί, τους περίμενε και το πλήρωμά του είχε διασώσει κάπου 15.000 σκούδα από το ναυάγιο του καμμένου πλοίου καθώς και κατεργασμένο ασήμι μαζί με λαβές σπαθιών και εγχειρίδια, όλα από ασήμι. Μερικά νομίσματα από την τεράστια θερμότητα είχανε λιώσει και είχαν σχηματίσει μεγάλους βόλους, που ο καθένας τους ζύγιζε πάρα πάνω από τριάντα πάουντς. Ο Μόργκαν έδωσε σ' όλους τους αιχμαλώτους να καταλάβουν πως έπρεπε να πείσουν το στρατηγό να συγκατατεθεί ν' 191
αφήσει τους μπουκανιέρους να περάσουν από το φρούριο ανενόχλητοι* αν δεν συναινούσε, θα το^ίς κρεμούσε όλους από τις αντένες του καραβιού. Οι αιχμάλωτοι συζήτησαν το πράγμα και στο τέλος έστειλαν ένα αγγελιοφόρο στον Ντον Αλόνθο, ικετεύοντάς τον ν' αφήσει τους πειρατές να περάσουν ειρηνικά γιατί οποιαδήποτε άλλη κίνηση θα κόστιζε τις ζωές τους. Επεδίωξαν να τον συγκινήσουν με κάθε μέσο, υπενθυμίζοντάς του πως ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές γυναίκες και μικρά παιδιά, ενώ ταυτόχρονα τον παρακαλούσαν να ευαρεστηθεί να σπλαχνιστεί τις ζωές τους. Ο κυβερνήτης απτόητος σ' όλα αυτά τους απάντησε απότομα και τους κατηγόρησε μάλιστα για δειλούς. Γιατί, όπως τους είπε, αν κράταγαν το φρούριό τους και αγωνίζονταν ενάντια στην είσοδο των κουρσάρων με τόση θέρμη όση τώρα θέλουν να συζητήσουν την έξοδό τους, οι επιδρομείς δε θα είχαν μπει τόσο εύκολα. Σε καμιά περίπτωση δε σκόπευε να παραδώσει το φρούριο ή να δώσει στους πειρατές την ευκαιρία να διαφύγουν. Τουναντίον μάλιστα, θα τους έστελνε όλους στον πάτο της θάλασσας. Το φρούριο, είπε, ήτανε δικό του, αυτός ο ίδιος το είχε αποσπάσει από τα χέρια του εχθρού, και γι' αυτό μπορούσε να το κάνει ό,τι νόμιζε πως ήταν καλό για το Βασιλιά του και για τη διατήρηση της δικής του τιμής. Οι ισπανοί αγγελιοφόροι με μαύρη ψυχή γύρισαν πίσω στο Μόργκαν και του μετέδωσαν όλα όσα είχε πει ο Ντον Αλόνθο. Παρ' όλ' αυτά, ο Μόργκαν απάντησε πως θα 'βρίσκε κάποιο τρόπο για να βγει έξω. Στο μεταξύ έκρινε πως το καλύτερο ήταν να μοιράσει τη λεία, γιατί για την ώρα δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν οριστικά ένα σημείο συνάντησης που να τους βόλευε. Ο πιο κοντινός τόπος ήταν η Ισπανιόλα μα πριν να καταφέρουνε να φτάσουν σ' αυτό το νησί μπορούσε να χωριστούν από μια θύελλα, οπότε σ' αυτή την περίπτωση το καράβι, που μετέφερε τη λεία, θα μπορούσε ίσως να μην ενδιαφερθεί να αναζητήσει τους άλλους για να τους δώσει το μερίδιό τους. Τα χρήματα, μαζί με τα διαμαντικά και το κατεργασμένο ασήμι, φτάσανε στην αξία των 250.000 σκούδων, εκτός βέβαια από τα άλλα αγαθά και τους σκλάβους. Αυτός ο θησαυρός διαμοιράστηκε πρωταρχικά ανάμεσα στα καράβια, ανάλογα με τον αριθμό των ανδρών που είχε το καθένα, και ύστερα μοιρά192
στηκε στον κάθε ένα του πληρώματος. Αφού, λοιπόν, όλοι θα λάβαιναν ίσα μερίδια, πήραν όρκο πως κανένας τους δεν κατακράτησε το παραμικρό είτε σε χρυσό, ασήμι, διαμαντικά, μαργαριτάρια ή σε πολύτιμες πέτρες όπως διαμάντια και σμαράγδια. Πρώτος - πρώτος ορκίστηκε ο Μόργκαν πάνω στη Βίβλο και τον ακολούθησαν όλοι οι άλλοι ίσαμε τον τελευταίο. Σαν μοιράστηκαν όλη τη λεία, οι μπουκανιέροι άρχισαν να ψάχνουν, προσπαθώντας να βρουν έναν τρόπο για να βγουν από τη λίμνη. Στο τέλος, ύστερα από πολλές συζητήσεις, αποφάσισαν να βάλουνε σε ενέργεια το πάρα κάτω στρατήγημα: Πολλοί πειρατές επιβιβάστηκαν στα μονρξυλα σαν να είχανε σκοπό να κάνουν απόβαση και όταν φτάσανε στη στεριά αντί να βγουν έξω κρυφτήκανε με τα μονόξυλα στα δέντρα. Σε λίγο τα μονόξυλα ξαναπήραν το δρόμο για τα πλοία χωρίς να φαίνονται πάρα πάνω από τρεις ως τέσσερις επιβάτες στο καθένα, ενώ στην πραγματικότητα οι υπόλοιποι ήταν πεσμένοι με την κοιλιά στον πάτο των μονόξυλων. Διάφορα παρόμοια πήγαινε - έλα έγιναν από όλα τα πλοία κι έτσι οι Ισπανοί πείστηκαν πως οι μπουκανιέροι είχανε σκοπό να κάνουν νυχτερινή επίθεση στο φρούριο. Μόλις κατασταλάξανε σ' αυτή την πεποίθηση, άρχισαν προετοιμασίες για την υπεράσπιση του φρουρίου από τη μεριά της ξηράς, γι', αυτό και κουβάλησαν τις πυροβολαρχίες απ' αυτή την πλευρά. Η νύχτα ήρθε και το φεγγάρι καταύγασε τον τόπο. Οι μπουκανιέροι ήταν πανέτοιμοι* σήκωσαν αθόρυβα τις άγκυρες και άφησαν τα καράβια να παρασυρθούν από το ρεύμα της παλίρροιας ώσπου φτάσανε στο ίδιο ύψος με το φρούριο, οπότε άνοιξαν όλα τα πανιά τους και έχοντας καλό κατευόδιο τον πρύμο στεριανό άνεμο βρέθηκαν πέρα από το φράγμα. Αμέσως τότε οι Ισπανοί μετακίνησαν προς τη μεριά της θάλασσας ένα μέρος από τις πυροβολαρχίες τους, μα οι περιπλανώμενοι τυχοδιώκτες ήτανε σχεδόν έξω από το βεληνεκές των κανονιών του ιρρουρίου κι έτσι δεν πάθανε μεγάλες ζημιές. Εκτός απ' αυτή την κίνηση, οι Ισπανοί δεν είχαν τολμήσει να φέρουν προς τη θάλασσα όλα τα μεγάλα κανόνια τους, γιατί φοβόντουσαν πως ενώ θα συγκέντρωναν τα πυρά τους προς αυτή την πλευρά μια άλλη ομάδα με πειρατές θα μπορούσε να πλησιάσει από την ξηρά και να τους επιτεθεί. Την άλλη μέρα ο 193
Μόργκαν έστειλε στο φρούριο ένα μονόξυλο γεμάτο με αιχμαλώτους, που οι Ισπανοί είχαν εγκαταλείψει στο θάνατο. Επίσης στους υπόλοιπους αιχμαλώτους έδωσε ένα πλοιάριο και τους άφησε να φύγουν - όλους τους άφησε να φύγουν εξόν από τους ομήρους του Γιβραλτάρ. Ο Μόργκαν το έκανε αυτό, μήπως και γίνει μάθημα στους Ισπανούς κι αλλάξουνε μυαλό σε άλλες περιπτώσεις. Φεύγοντας ο Μόργκαν, έριξε εφτά αποχαιρετιστήριες ομοβροντίες, μα δεν πήρε καμιά απάντηση σ' αυτό το χαιρετισμό του. Την επόμενη μέρα οι μπουκανιέροι πέσανε σε μια θύελλα μ' ένα βορειοανατολικό άνεμο. Ο στόλος αναγκάστηκε να ρίξει άγκυρα σ' ένα σημείο που το βάθος του νερού ήτανε μονάχα πέντε οργιές, η θάλασσα όμως ήταν τόσο αγριεμένη που οι άγκυρες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα πλοία, έτσι αναγκάστηκαν να συνεχίσουν την πορεία τους. Μερικά απ' αυτά είχαν παρουσιάσει ρήγματα και βρίσκονταν σε μεγάλο κίνδυνο. Παρ' όλ' αυτά δεν τολμούσαν να βγούνε στην ξηρά γιατί αν πέφτανε στα χέρια είτε των Ισπανών είτε των Ινδιάνων δεν μπορούσαν, βέβαια, να περιμένουν έλεος. Επιτέλους ο ανεμοστρόβιλος* άρχισε να κοπάζει, αφού όμως πέρασαν αρκετές ημέρες μέσα σε μεγάλο κίνδυνο. Ενώ ο Μόργκαν είχε αποχτήσει γερή λεία και τα 'χε βγάλει πέρα ένδοξα και νικηφόρα με τους Ισπανούς, οι σύντροφοί του οι μπουκανιέροι, που τον είχαν αφήσει κοντά στο Κάμπο ντε Λόμπος, για να πάνε να λεηλατήσουν το εγγλέζικο καράβι, δέχτηκαν ένα τρομερό χτύπημα στο Κομανάγκο, στην ακτή του Καράκας. Είχαν έρθει στο σημείο συνάντησης στο νησί Σαβόνα, μα δεν κατάφεραν να βρουν το γράμμα, που ο Μόργκαν είχε αφήσει γι' αυτούς μέσα σ' ένα γυάλινο δοχείο. Καθώς τώρα δεν ήξεραν πού είχε πάει ο Μόργκαν, αποφάσισαν να επιτεθούν σε κάποιο μέρος από μόνοι τους. Ήταν 500 περίπου άντρες και είχαν πέντε καράβια κι ένα πλοιάριο. Διάλεξαν, λοιπόν, για αρχηγό τους κάποιον καπετάν - Άνσελ, που είχε δείξει μεγάλη γενναιότητα στην κατάληψη του Πόρτο Μπέλλο, και αποφάσισαν πως ο αντικειμενικός τους σκοπός θα ήταν η πόλη Κομανάγκο. Αυτή η πόλη βρίσκεται στην ηπειρωτική ακτή της επαρχίας του Καράκας και απέχει εξήντα λεύγες περίπου από το Τρινιδάδ. Φτάνοντας οι πειρατές, βγήκανε στη 194
στεριά με το συνηθισμένο τους τρόπο, σκοτ(όνοντ(χς μερικού; Ινδιάνους που ήτ(χνε στην παραλία. Όταν όμίος φτάσίχνε στην πόλη, περικυκλίόθηκαν από παντού από Ισπανούς και Ινδιάνους. Τώρα πια μοναδική τους σκέψη ήταν το π(ί)ς θα q)τάvαvε στην ακτή. Μολοντούτο, οι πειρατές, ύστερα από μια μάχη που τα έπαιξαν όλα για όλα, κατάφεραν και γύρισαν πάλι στα πλοία, μα η επιστροφή δεν ήτανε για όλους γιατί στο πεδίο της μάχης άφησαν πάρα πάνω από εκατό νεκρούς και ανάμεσά τους βρίσκονταν πενήντα πληγωμένοι. Όταν όλοι γυρίσανε στην Τζαμάικα και μαθεύτηκαν όλα αυτά, οι μπουκανιέροι, που ήτανε μαζί με το Μόργκαν, κορόιδευαν και περιγελούσαν τους υπόλοιπους, ρωτώντας τους τι είδους νομίσματα βάλανε στο χέρι στο Κομανάγκο.
195
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η κατάληψη και η πυρπόληση της Πόλης τον Παναμά, στη Νότια Θάλασσα, από το Μόργκαν μαζί με την κατάληψη παράλληλα και άλλων τοποθεσιών καθώς επίσης και το ταξίδι τον σνγγραφέα κατά μήκος της ακτής της Κόστα Ρίκα και τα γεγονότα αντού τον ταξιδιού
o Χένρυ Μόργκαν η σημαντικότερη μορφή στην ιστορία της πειρατείας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ο Μόργκαν έρχεται στην Ισπανιόλα για να προετοιμάσει ένα νέο στόλο για επιθέσεις στην ισπανική ακτή ' ίναι κοινότοπη η παρατήρηση πως η επιτυχία κεντρίζει το / στρατιώτη για να μεγαλώσει τη δόξα του, τον έμπορο για ν' αυξήσει τα πλούτη του και τον καλλιτέχνη να διευρύνει τη γνώση του. Το ίδιο έγινε και με το Μόργκαν όταν είδε πως όλες του οι επιχειρήσεις είχανε στεφανωθεί από επιτυχία* άρχισε να σκέφτεται για ακόμα μεγαλύτερα κατορθώματα όπου η τύχη και η ευημερία θα τον ακολουθούσαν πάντοτε. Θα κάνουμε τώρα μια αφήγηση των τελευταίων του ταξιδιών όπου σ' αυτά ο περίεργος αναγνώστης θα δει πώς ο Θεός επέτρεψε ν' ανθίσει η φαυλότητα των μπουκανιέρων για την τιμωρία των Ισπανών. Όταν ο Μόργκαν είδε πως οι άνθρωποί του είχαν κατασπαταλήσει τα λάφυρα του Μαρακαίμπο και βρίσκονταν και πάλι πανί με πανί όπως και πριν, του 'ρθε η ιδέα για μια νέα επιχείρηση, αφού πια ήξερε πως δε θα ήταν και πολύ μεγάλη φασαρία για να τους πείσει για μια καινούργια επίθεση στην ισπανική ακτή. Τους έδωσε ένα σημείο συνάντησης στη νότια πλευρά της Τορτούγκας και ταυτόχρονα έγραψε γράμματα στους κυβερνήτες αυτών των περιοχών καθώς και σε όλους τους καλλιεργητές και τους κυνηγούς της Ισπανιόλας. Τους είπε πως ο σκοπός του ήταν να συγκεντρώσει μια δύναμη, που να ήταν ικανή να επιτεθεί σε κάποιο πολύ σημαντικό μέρος όπου όλοι έτσι και η μάχη κερδιζόταν - θα έκαναν την τύχη τους. Οι μπουκανιέροι της Τορτούγκας και της Ισπανιόλας, μόλις πήραν αυτό το γράμμα, έτρεξαν πρόθυμα να ενωθούν με το στόλο του Μόργκαν. Η επιτυχία των προηγούμενων ταξιδιών .του και η φιλία, που έδειχνε πάντα στους Γάλλους, τον κάνανε δημοφιλή ακόμα και σε κείνους που δεν τον είχανε δει ποτέ
Ε
199
τους. Κάθε μπουκανιέρικο πλοίο στην Τορτούγκα ετοιμάστηκε αμέσως και πήρε για πλήρωμα όσους περισσότερους άντρες χωρούσε. Εκείνοι που δεν μπορούσαν να βρούνε μια θέση σ' αυτά τα πλοία έπαιρναν τα μονόξυλά τους και γυαλό - γυαλό πήγαιναν να ενωθούν με το στόλο του Μόργκαν και να επιβιβαστούνε στα εγγλέζικα πλοία. Άλλοι, για να πάρουνε μέρος στην εκστρατεία, πηγαίνανε στη νότια ακτή του νησιού από την ξηρά, διασχίζοντας το δάσος. Στις 24 Οκτωβρίου 1670, ο Μόργκαν έφτασε σ' ένα λιμάνι, στα νότια της Ισπανιόλας, απέναντι από την Ίζλα ντε λα Βάκα, που οι Γάλλοι το λένε Πορτ Κουιγιόν, όπου εκεί ήταν και το σημείο συνάντησης. Διαπιστώνοντας πως το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του είχε συγκεντρωθεί κιόλας, συγκάλεσε ένα συμβούλιο για να συζητήσουν ποιοι ήταν οι καλύτεροι τρόποι για να βρουν προμήθειες. Ο Μόργκαν υπέδειξε να στείλουν τέσσερα καράβια κι ένα μπάρκο με 400 άντρες και ν' αρπάξουν καλαμπόκι από τα χωριά που βρίσκονταν κατά μήκος της ηπειρωτικής ακτής. Οι καπετάνιοι συμφώνησαν και το ίδιο έκαναν και τα πληρώματα όταν αυτή η πρόταση μπήκε μπροστά τους για να την εγκρίνουν ή όχι. Έτσι αποφασίστηκε να πάνε στο Ρίο ντε λα Χάτσα και να επιτεθούν σε μια μικρή πόλη, τη Λα Ραντσερία, όπου βρίσκεται συγκεντρωμένο το περισσότερο αραποσίτι και όπου ενδεχόμενα να συναντούσαν τα μπάρκα, που έρχονταν από την Καρταγκένα για να ψαρέψουν μαργαριτάρια. Οι μπουκανιέροι από τα πλοία που δεν παίρνανε μέρος σ' αυτή την εκστρατεία, στέλνονταν στα δάση να κυνηγήσουνε ζώα και να αλατίσουν το κρέας ενώ άλλοι καλαφάτιζαν τα καράβια και έκαναν οποιεσδήποτε άλλες επισκευές ήταν αναγκαίες.
200
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η εκστρατεία στο Ρίο ντε λα Χάτσα ' ιχαν περάσει έξι μέρες από τότε που τα τέσσερα μπουκα/ νιέρικα καράβια είχαν ξεκινήσει από την Ισπανιόλα, όταν, μέσα σε νηνεμία, αντίκρυσαν το Ρίο ντε λα Χάτσα. Οι Ισπανοί τους είδαν από την ακτή και άρχισαν να εξοπλίζονται. Δεν ήτανε σίγουροι πως τα καράβια σκόπευαν να κάνουν απόβαση, συνηθισμένοι όμως στις συχνές πειρατικές διαρπαγές, πήραν προφυλάξεις κρύβοντας τα αγαθά τους - ήταν πάντα το πρώτο μέλημά τους - ώστε και στη χειρότερη περίπτωση να μπορούν να φεύγουν εύκολα και έγκαιρα. Στο λιμάνι βρισκόταν ένα πλοίο από την Καρταγκένα, που είχε έρθει να φορτώσει καλαμπόκι. Αυτό το καράβι σκόπευε τη νύχτα, με τη βοήθεια του στεριανού αέρα, να γλιστρήσει σιγά σιγά έξω από το λιμάνι και να διαφύγει από τους πειρατές, μα δεν είχε τέτοια τύχη· ο μπουκανιέρικος στόλος το είδε και το περικύκλωσε. Αυτή η αιχμαλωσία τους ήρθε κουτί, γιατί το πλοίο ήτανε φορτωμένο μ' εκείνο ακριβώς το πράγμα που γύρευαν, το καλαμπόκι. Με το χάραμα ο στόλος ήρθε όσο μπορούσε πιο κοντά στην ακτή για ν' αποβιβάσει τους άντρες. Η απόβαση πραγματοποιήθηκε παρ' όλη τη σκληρή αντίσταση των Ισπανών, που είχαν σηκώσει προμαχώνες στην παραλία. Οι Ισπανοί τότε υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν αυτές τις αμυντικές τους θέσεις και να υποχωρήσουν στο χωριό, έχοντας πάντα την ελπίδα πως θα μπορούσαν να διώξουν τους εισβολείς. Όταν οι μπουκανιέροι φτάσανε στο χωριό ξανάρχισε νέα μάχη που κράτησε ίσαμε το βράδυ, οπότε οι Ισπανοί τα παράτησαν και το βάλανε στα πόδια. Είχανε χάσει πολλούς άντρες, ενώ οι απώλειες των εισβολέων ήταν πολύ μικρές. Όταν οι μπουκανιέροι μπήκανε στο χωριό, είδαν πως οι I-
Ε
201
σπανοί, καθώς είχανε μεταφέρει όλα τους τα αγαθά, δεν τους είχαν αφήσει τίποτα άλλο παρά άδεια σπίτια. Οι πειρατές αμέσως άρχισαν την καταδίωξη. Σε λίγο κατάφεραν ν' αποκόψουν μερικούς φυγάδες και τους έπιασαν αιχμαλώτους. Την άλλη μέρα οι αιχμάλωτοι βασανίστηκαν, όπως συνήθως, για ν' αποκαλύψουν πού είχαν κρυμμένα τα λεφτά τους και τα καλά τους· μερικοί ομολόγησαν κι άλλοι κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Ύστερα οι μπουκανιέροι ομάδες - ομάδες άρχισαν να λεηλατούν τις γύρω περιοχές και μ' αυτό τον τρόπο κατάφεραν να μαζέψουν μια πλούσια λεία καθώς και μπόλικους σκλάβους. Οι Ισπανοί, που δεν τολμούσαν να εγκαταλείψουν το κρησφύγετο του δάσους, στήνανε διάφορες ενέδρες σε μια απόπειρα να απαλλαγούν από τους εισβολείς, μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όσο πιο πολλή ζημιά κάνανε στους πειρατές, τόσο πιο πολύ αυτό ξέσπαγε στα κεφάλια τους, όταν πιάνονταν αιχμάλωτοι. Αφού οι μπουκανιέροι παραμείνανε δυο βδομάδες στο χωριό και άρπαξαν όλα όσα μπορούσαν να βάλουνε στο χέρι, αποφάσισαν να γυρίσουν στους συντρόφους τους στην Ισπανιόλα. Για το λόγο αυτό, ειδοποίησαν τους Ισπανούς του Ρίο ντε λα Χάτσα πως έπρεπε να πληρώσουν λύτρα για το χωριό τους. Οι Ισπανοί απάντησαν πως δεν τους ενδιέφερε αν καιγόταν το χωριό τους και ότι δεν είχανε χρήματα για να δώσουν. Οι πειρατές, που σ' αυτή την περίπτωση το καλαμπόκι ήτανε γι' αυτούς σα χρήμα, είπαν πως για πληρωμή θα συμβιβάζονταν και με μια ποσότητα καλαμποκιού. Οι Ισπανοί δεν είχαν και τόσο μεγάλη διάθεση να κάνουν κάτι τέτοιο, μα όταν είδαν πως οι πειρατές είχανε σκοπό να κάψουν πέρα για πέρα το χωριό τους, τότε συμμορφωθήκανε σ' αυτή την πρόταση. Συμφώνησαν να τους δώσουν 4.000 φανέγκας καλαμποκιού (200 τόννοι περίπου), που τους μαζέψανε στα γρήγορα, ώστε ν' απαλλαγούν το συντομότερο από τους μπουκανιέρους. Μέσα σε τρεις ημέρες οι μπουκανιέροι ξεκινήσανε μαζί με όλη τη λεία τους και τους αιχμαλωτισμένους σκλάβους, βάζοντας πλώρη για την Ισπανιόλα όπου τους περίμενε το κύριο σώμα του στόλου. Πέντε βδομάδες είχαν περάσει από τότε που είχανε φύγει, 202
και o Μόργκαν άρχισε να έχει αμφιβολίες αν θα ξαναγύριζαν ποτέ. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί - μπορούσε να είχαν αρπάξει κανένα πλούσιο λάφυρο και να το 'χανε σκάσει μαζί του ή ίσως να είχαν πάθει καμιά νίλα, γιατί το μέρος που είχαν διαλέξει για να επιτεθούν εύκολα μπορούσε να πάρει βοήθεια από την Καρταγκένα ή τη Σάντα Μαρία* σ' εκείνα τα μέρη άλλωστε υπήρχαν πάντα κάποια πλοία σταλμένα από την Καρταγκένα, που περιπολούσανε για την ανακάλυψη πειρατών. Ο Μόργκαν τη στιγμή που λογάριαζε ν' αλλάξει σχέδια, είδε τα καράβια να πλησιάζουν και μάλιστα να είναι περισσότερα από όσα ξεκίνησαν. Ο Μόργκαν ευχαριστήθηκε ίσαμε κει που δεν έπαιρνε άλλο και το ίδιο ένιωσαν όλοι οι σύντροφοί του* η χαρά τους όμως έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν διαπίστωσαν πως τα πλοία ήταν όλα φορτωμένα με καλαμπόκι. Τα πλοία του Μόργκαν ήταν έτοιμα όλα να αποπλεύσουν και περιμένανε μονάχα το γυρισμό αυτών των καραβιών. Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Η προετοιμασία για τον απόπλου σταμάτησε, τα πλοία ξεφορτώθηκαν και ειδοποίησαν τους κυνηγούς να γυρίσουν πίσω στα πλοία. Στο μεταξύ όσο τα πλοία, που έφτασαν πρόσφατα, προετοιμάζονταν για τη θάλασσα, το αλατισμένο κρέας φορτωνότανε όσο πιο γρήγορα γινόταν και το καλαμπόκι μοιραζότανε σ' όλα τα πλοία, ανάλογα με τον αριθμό του πληρώματος που είχε το καθένα. Ο Μόργκαν ως σημείο συνάντησης έδωσε το Κάμπο Τιμπουρόν, που βρίσκεται στο δυτικό σημείο της Ισπανιόλας, και εκεί θα αποφασίζανε σε ποιο μέρος θα έκαναν επίθεση. Ύστερα από λίγες μέρες όλοι φτάσανε στο προσδιορισμένο σημείο και εκεί ενωθήκανε μαζί τους μερικά ακόμα πλοία από την Τζαμάικα, που για καιρό αναζητούσαν το στόλο του Μόργκαν. Τώρα ο στόλος είχε στη δύναμή του τριανταεφτά καράβια και πολλά άλλα μικρά πλοιάρια* ο ολικός αριθμός των ανδρών ανερχότανε στις 2.000 περίπου και ήταν όλοι καλά οπλισμένοι με μουσκέτα, πιστόλια και γιαταγάνια, έχοντας ο καθένας μαζί του αρκετό μπαρούτι, μπόλικα βόλια και αρκετά άλλα πολεμοφόδια. Τα πλοία επίσης ήταν εφοδιασμένα με κανόνια, ανάλογα το καθένα με το μέγεθός του. Το καράβι του ναυάρχου ήταν το βαρύτερο και ήταν οπλισμένο με εικοσιδύο κανόνια και έξι στροφαλοφόρα. Ο αριθμός των κανονιών στα άλλα 203
πλοία ποίκιλε από είκοσι, δεκαοχτώ, δεκαέξι, δεκατέσσερα ίσαμε τέσσερα στα μικρότερα. Ήταν επίσης εφοδιασμένα με πυρίτιδα, χειροβομβίδες και άλλα εκρηκτικά βλήματα. Αφού ο Μόργκαν, ως ναύαρχος, έκανε μια πλήρη επιθεώρηση και είδε ότι τίποτα δεν έλειπε, διαίρεσε το στόλο σε δυο μοίρες και τις έβαλε κάτω από δυο διαφορετικές σημαίες - την αγγλική σημαία και την άσπρη σημαία - κι έπειτα διόρισε αξιωματικούς, όπως υποναυάρχους και αντιναυάρχους, για να τις διοικούν. Ύστερα έστειλε διαταγές σ' όλα τα πλοία του στόλου του που δεν τις είχαν πάρει ακόμα, αναφέροντας πως επιτρεπόταν κάθε πράξη βίας σε βάρος της ισπανικής επικράτειας και ότι σύμ,φωνα με το δίκαιο της αντεκδίκησης επιβαλλόταν η αιχμαλωσία των ισπανικών πλοίων, είτε στην ανοιχτή θάλασσα είτε σε λιμάνι, εφόσον ήταν φανεροί εχθροί του αγγλικού στέμματος, αφού οι Ισπανοί κυρίευαν όλα τα αγγλικά πλοία που μπαίνανε στα λιμάνια τους για να πάρουν νερό ή να εφοδιαστούν με άλλα πράγματα. Ο Μόργκαν, αφού τα ταχτοποίησε όλα, κάλεσε όλους τους πλοιάρχους και τους ανώτερους αξιωματικούς σε συνδιάσκεψη για να συμφωνήσουν στο ποσό των χρημάτων που θα έπρεπε να πάρει για την αρχιστρατηγία του. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, όλοι οι αξιωματικοί και ψήφισαν πως ο Μόργκαν θα έπρεπε να πάρει ως μερτικό το ένα εκατοστό από τα κέρδη. Αυτή η πρόταση γνωστοποιήθηκε στα πληρώματα, που έδωσαν επίσης την έγκρισή τους. Ύστερα διατυπώθηκε μια γενική συμφωνία για το τι θα έπρεπε να πάρουν οι καπετάνιοι για τα καράβια τους. Μαζεύτηκαν τότε οι κατώτεροι αξιωματικοί και ψήφισαν πως στους καπετάνιους για τα καράβια τους και για την προσωπική τους αμοιβή έπρεπε να δοθεί η αξία οχτώ μεριδίων. Οι χειρούργοι, επιπρόσθετα του προσωπικού τους μεριδίου, που ήταν όμοιο με των άλλων στο πλοίο, θα έπαιρναν και 200 σκούδα για τη χορήγηση του ιατρικού τους κιβωτίου. Οι ξυλουργοί θα έπαιρναν ένα έκτακτο μερίδιο από 100 σκούδα. Ύστερα δηλώθηκαν οι επιβραβεύσεις για εκείνους που θα συμπεριφέρονταν με εξαιρετική γενναιότητα - εκείνος δηλαδή που θα κατέβαζε πρώτος τη σημαία από ένα φρούριο και θα σήκωνε τα αγγλικά χρώματα. Αυτό θα αμειβότανε μ' ένα έκτακτο μερίδιο από πενήντα σκούδα, ενώ ο άντρας που με την εξυπνάδα του 204
έπιανε κι έφερνε έναν αιχμάλωτο, θα είχε ένα έκτακτο μερίδιο από 200 σκούδα. Όσο για τους χειροβομβιστές,^ θα έπαιρναν έκτακτα πέντε σκούδα για κάθε χειροβομβίδα, που θα ρίχνανε μέσα σ' ένα φρούριο. Καθορίστηκαν επίσης αποζημιώσεις για κείνους που θα ακρωτηριάζονταν στη μάχη. Ένας άντρας που θα έχανε και τα δυο του πόδια, θα λάβαινε εκτός από το κανονικό του μερίδιο και 1.500 σκούδα παραπάνω ή θα μπορούσε αντί γι' αυτά, να διαλέξει δεκαπέντε σκλάβους. Ένας που θα έχανε τα χέρια του, θα είχε 1.800 σκούδα ή δεκαοχτώ σκλάβους - ο,τιδήποτε από τα δυο προτιμούσε. Για το χάσιμο του ενός ποδιού, είτε δεξιού είτε αριστερού, θα αμειβότανε με 600 σκούδα ή με έξι σκλάβους. Για το χάσιμο του ενός χεριού, προσφερόταν η ίδια αποζημίωση. Αν ένας έχανε ένα μάτι ή ένα δάχτυλο, θα λάβαινε 100 σκούδα ή ένα σκλάβο. Ως ανταμοιβή για τον πόνο ενός σωματικού τραύματος, που θα χρειαζόταν η εισαγωγή μιας σωλήνας, το ποσό ήταν 500 σκούδα ή πέντε σκλάβοι. Για την ακαμψία ενός άκρου, είτε βραχίονας ήταν, είτε πόδι, είτε δάχτυλο, ο παθών λάβαινε την ίδια αποζημίωση σαν να το είχε χάσει ολόκληρο. Όλες αυτές οι επιβραβεύσεις και οι αποζημιώσεις θα εξάγονταν από την κοινή λεία, πριν αυτή να μοιραστεί. Όλα αυτά τα άρθρα συμφωνηθήκανε με ομόθυμη ψήφο και ύστερα υπογράφτηκαν - πρώτα από το Μόργκαν και ύστερα από όλους τους καπετάνιους και τους αξιωματικούς του στόλου. Ο Μόργκαν, αφού φρόντισε όλες αυτές τις δουλειές, κάλεσε τους πλοιάρχους σε πολεμικό συμβούλιο για να αποφασίσουν σε ποιο μέρος πρώτα θα επιτεθούν. Προτάθηκε να επιτεθούν σ' ένα απ'αυτά τα τρία μέρη: την Καρταγκένα, τον Παναμά ή τη Βέρα Κρουθ. Δεν υπήρξε καμιά διαφωνία για το αν οι μπουκανιέρικες δυνάμεις ήταν αρκετές ή ποιο μέρος ήταν πιο καλά οχυρωμένο* επίσης, σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, έκριναν πως καμιά από τις τρεις πόλεις δεν ήταν τόσο πλούσια όσο ο Παναμάς και γι' αυτό το λόγο με κοινή συναίνεση αποφασίστηκε πως αυτή η πόλη θα έπρεπε να είναι ο κύριος και τελικός σκοπός της επίθεσης και της λεηλασίας. Φτάνοντας σ' αυτή την απόφαση, συμφώνησαν επίσης και στο ότι θα έπρεπε 1. Γρεναδιέροι.
205
πρώτα να κάνουν εισβολή στο Σαιντ Καταλίνα για να εξασφαλίσουν ένα οδηγό, που θα μπορούσε να μας [sic] δείξει το δρόμο για τον Παναμά καθώς σ' αυτό το νησί στέλνονται από όλα τα μέρη της ακτής διάφοροι εγκληματικοί τύποι. Επίσης προστέθηκε και ένα ειδικό άρθρο: τα καράβια, που θα αιχμαλωτίζονταν στη θάλασσα ή σε λιμάνι, θα αποτελούσανε μέρος της γενικής μοιρασιάς, μα θα υπήρχε ένα βραβείο από 1.000 σκούδα για κείνους τους μπουκανιέρους που θ' ανέβαιναν πρώτοι σ' ένα εχθρικό πλοίο. Αν το αιχμαλωτισμένο καράβι αποδειχνόταν πως είχε αξία μεγαλύτερη από 10.000 σκούδα, τότε το βραβείο θα ήταν το ένα δέκατο της αξίας. Απαγορευότανε με την ποινή του θανάτου να επιτεθούν σε πλοίο, που δεν ήταν εχθρικό, γιατί έτσι τα νέα της επιδρομής δε θα διαδίδονταν εύκολα.
206
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ο Μόργκαν και ο στόλος τον εγκαταλείπουν την Ιοπανιόλα και κυριεύουν το Σαίντ Καταλίνα μπουκανιέρικος στόλος κάτω από τη διοίκηση του Μόργκαν, καλά εφοδιασμένος με όλα τα αναγκαία πράγματα για το ταξίδι, ξεκίνησε στις 16 Δεκεμβρίου 1670. Τέσσερις ημέρες αργότερα αντίκρυσαν το Σαιντ Καταλίνα, ένα νησί - όπως έχω αναφέρει και προηγούμενα - που κατέχεται από μια ισπανική φρουρά και που είναι ο τόπος τιμωρίας όλων των εγκληματιών της περιοχής. Το νησί το σκεπάζουν αρκετά βουνά και η περιφέρειά του είναι εφτά λεύγες περίπου, ενώ το μάκρος του είναι τρεις λεύγες και το πλάτος του μια* βρίσκεται σε βόρειο πλάτος 13° 20', κάπου εκατό λεύγες μακριά από την Καρταγκένα και εξήντα δύο από το Πόρτο Μπέλλο και έχει το ίδιο γεωγραφικό μήκος με το Ρίο ντε Σάγκρε. Στο νησί δεν υπάρχει κυνήγι εκτός από μια ορισμένη εποχή που έρχονται άγρια περιστέρια. Υπάρχουν τέσσερα ποτάμια που δυο απ' αυτά ξεραίνονται το καλοκαίρι. Δε γίνεται κανένα εμπόριο* οι κάτοικοι φυτεύουνε μονάχα ό,τι έχουν ανάγκη για να ζήσουν, αν και το έδαφος είναι αρκετά κατάλληλο για την καλλιέργεια του καπνού. Ο Μόργκαν, πλησιάζοντας το νησί, έστειλε μπροστά ένα γοργοτάξιδο καράβι, οπλισμένο με δεκατέσσερα κανόνια, για να φυλάει την είσοδο του λιμανιού και να εμποδίσει οποιοδήποτε πλοίο που θα μπορούσε να είναι μέσα να ξεγλιστρήσει και με το πηγαιμό του στην ηπειρωτική ακτή να ειδοποιήσει για τον ερχομό των μπουκανιέρων. Νωρίς το άλλο πρωί ολόκληρος ο στόλος ήρθε και αγκυροβόλησε μπροστά στο νησί, κοντά σε μια μεριά που λέγεται Αγκουάντα Γκράντε όπου εκεί οι Ισπανοί άλλοτε είχαν εγκαταστήσει μια πυροβολαρχία με τέσσερα κανόνια. Ο Μόργκαν α-
Ο
207
ποβιβάστηκε με μια δύναμη 1.000 περίπου αντρών και όταν όλα μπήκανε σε μια ταχτική σειρά, άρχισαν να προχωρούνε μέσα από το δάσος. Για την ώρα δεν είχαν οδηγούς, εκτός από κάτι δικούς τους που είχαν κάνει σ' αυτό το νησί την εποχή που είχε εισβάλει ο Μάνζβηλντ. Κατά το βραδάκι φτάσανε σε μια τοποθεσία που τον παλιό καιρό είχε την έδρα του ο κυβερνήτης και κει πέρα υπήρχε μια πυροβολαρχία γνωστή ως Πλαταφόρμα Σαιντ Γιάγκο, το μέρος όμως ήταν έρημο* δεν υπήρχε κανένας εδώ. Οι Ισπανοί, για να διευκολύνουν την άμυνά τους, είχαν αποσυρθεί στο μικρό γειτονικό νησί, που είναι τόσο κοντά ώστε μια γέφυρα θα μπορούσε να τα ενώσει και τα δυο. Αυτό το νησί το είχανε ζώσει με φρούρια και πυροβολαρχίες, που έμοιαζε απόρθητο. Όταν φάνηκαν οι μπουκανιέροι, τα κανόνια από το μικρό νησί άρχισαν να ρίχνουν πυκνά πυρά, αν και λίγα βλήματα βρήκαν το στόχο τους. Στο τέλος το σκοτάδι έπεσε και οι μπουκανιέροι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν περισσότερο. Μη μπορώντας να κάνουν τίποτα άλλο, κοιμήθηκαν εκεί έξω κάτω από τ' άστρα, σύμφωνα με το παλιό τους έθιμο, χωρίς να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους - όλη μέρα δεν είχανε φάει τίποτα. Γύρω στη μια τη νύχτα άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή, που συνεχίστηκε πολλή ώρα. Οι περιπλανώμενοι τυχοδιώκτες γκρεμίσανε μερικά καλύβια, που ήταν εκεί γύρω και ανάψανε φωτιά για να ζεσταθούν, γιατί το νερόβροχο ήταν παγωμένο και δύσκολα το άντεχαν. Δεν ήτανε βαριά ντυμένοι* δε φορούσαν τίποτα άλλο από ένα πουκάμισο κι ένα βρακί* ήταν ξεκάλτσωτοι και ξυπόλυτοι, πράγματα που δεν τους έδιναν και μεγάλοι ζεστασιά. Με το χάραμα της ημέρας, η βροχή άρχισε να σταματάει και οι περιπλανώμενοι τυχοδιώκτες έπιασαν να καθαρίζουν τα όπλα τους, που βρίσκονταν σε κακή κατάσταση, γιατί τα περισσότερα ήτανε βρεγμένα. Στην πραγματικότητα, αν εκείνη την νύχτα 100 καλοπλισμένοι άντρες τους είχαν επιτεθεί, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να ξεκαθαρίσουν όλη τη μπουκανιέρικη δύναμη. Σα στέγνωσαν και γέμισαν τα μουσκέτα τους, οι μπουκανιέροι άρχισαν να προχωρούν και πάλι, μα καινούργια βροχή έπιασε, που ήταν πολύ χειρότερη από την πρώτη* και δεν ήτανε μονάχα αυτό παρά την ίδια ώρα οι Ισπανοί ξανάρχισαν τους βομβαρδισμούς τους, για να δείξουν έτσι 208
στους μπουκανιέρους πως η δική τους πυρίτιδα δεν ήτανίί βρεγμένη. Οι πειρατές με τη βροχή δεν τόλμησαν να επιτεθούν στα φρούρια, μονάχα έψαχναν ένα γύρω για τίποτα σπίτια όπου να μπορούσαν να προφυλάξουν τα όπλα τους από τον κατακλυσμό. Όλοι ήταν απασχολημένοι να φτιάχνουν καλύβες από φυλλώματα ή κλαδιά. Ανάμεσα σ' όλες αυτές τις αντιξοότητες άρχισε να τους δέρνει και μιςχ απελπιστική πείνα που εκείνη την ώρα ό,τι κι αν έβρισκαν μπροστά τους θα το έτρωγαν. Εκεί γύρω βρισκόταν ένα γέρικο άλογο, που οι Ισπανοί το είχαν παρατήσει επειδή δεν ήταν πια κατάλληλο γαι δουλειά, καθώς η πλάτη του ήτανε γεμάτη αγοιχτές πληγές. Σκότωσαν, λοιπόν, το ζώο και ο καθένας που (ιπορούσε ν' αρπάξει ένα κομμάτι, το έψηνε λίγο στη φωτιά και το έτρωγε λες και ήταν το πιο γευστικό φαί, που μπορούσε να προσφέρει στον εαυτό του - μάλιστα ήταν τόσος ο συνωστισμός γύρω από το σφαγμένο ζώο, που έπρεπε να ήσουν πολύ ταχύς για να καταφέρεις ν' αρπάξεις ένα κομμάτι. Η βροχή συνεχιζόταν ακόμα και ο Μόργκαν είδε πως οι άντρες του άρχισαν να βαρυγκομούν και να θέλουν να γυρίσουν πίσω στα πλοία. Έστειλε, λοιπόν, στους Ισπανούς ένα μονόξυλο με λευκή σημαία, καλώντας τους να παραδώσουν το νησί, ειδαλλιώς δε θα έβρισκαν έλεος από πουθενά, αν δεν παραδίνονταν θεληματικά. Κοντά στο μεσημέρι, το μονόξυλο ξαναγύρισε με την απάντηση του κυβερνήτη, που ζητούσε δυο ώρες χάρη για να συσκεφτεί με τους αξιωματικούς του. Άμα πέρασε αυτή η διορία, ήρθε ένα μονόξυλο από τους Ισπανούς με τη σημαία της ανακωχής, που μετέφερε δυο πρόσωπα για να διευθετήσουν τη συνθηκολόγηση. Πριν να αποβιβαστούν, απαιτήσανε δυο ομήρους σε αντάλλαγμα για τους δυο που θα διαπραγματεύονταν με το Μόργκαν. Αυτός έστειλε δυο πλοιάρχους σε αντάλλαγμα για τον ταγματάρχη και το σημαιοφόρο, που ήταν οι ισπανοί απεσταλμένοι. Αυτοί, όταν ήρθανε στο Μόργκαν, είπαν πως οι Ισπανοί ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν το νησί, καθώς οι δυνάμεις τους ήτανε μικρές μπροστά στις δικές του. Οπωσδήποτε όμως τον παρακάλεσαν να σώσει την υπόληψή τους και να ανεχτεί να βάλουν σε ενέργεια το πάρα κάτω κόλπο: Οι μπουκανιέροι θα διασχίσουν νύχτα τη γέφυρα, που ενώνει τα δυο νη209
σιά, και θα εκπορθήσουν το φρούριο του Σαιντ Τζερόνυμο. Τα καράβια θα πάνε γύρω από το φρούριο της Αγ. Τερέζας, σαν να θέλουν να του επιτεθούν. Στο μεταξύ, άλλοι άντρες θα αποβιβαστούν από μονόξυλα κοντά στην πυροβολαρχία του Σαιντ Ματέο. Ο κυβερνήτης θα πιαστεί αιχμάλωτος στο δρόμο, πηγαίνοντας από το φρούριο του Σαιντ Τζερόνυμο προς το φρούριο της Αγ. Τερέζας και θ' αναγκαστεί έτσι να παραδώσει αυτό το οχυρό. Όταν οι Άγγλοι θα αποπειραθούν να μπουν, τότε θ' αρχίσουν πυκνά πυρά κι από τις δυο πλευρές, μα οι κανονιές θα ρίχνονται στον αέρα ή θα είναι άσφαιρες κι έτσι κανένας δε θα πάθει τίποτα. Όταν αυτές οι δυο οχυρώσεις πέσουνε στα χέρια τους, οι πειρατές δε θα είχαν να φοβούνται τίποτα από τις άλλες. Επιπρόσθετα οι Ισπανοί απαίτησαν πως αργότερα θα έπρεπε να τους βγάλουνε στην ξηρά, σε κάποιο μέρος στην ηπειρωτική ακτή, όπου βόλευε στο Μόργκαν, ώστε να μπορούσαν να ενωθούν και πάλι με τους συμπατριώτες τους. Ο Μόργκαν συμφώνησε με όλες τις προτάσεις τους, με τον όρο πως κανένας από τους άντρες του δε θα έχανε τη ζωή του ή δε θα τραυματιζόταν, γιατί αλλιώς οι μπουκανιέροι δε θα έδειχναν κανένα έλεος. Οι Ισπανοί τον διαβεβαίωσαν πως κανείς δε θα πάθαινε τίποτα και γυρίσανε στον κυβερνήτη τους. Αμέσως ο Μόργκαν έδωσε διαταγές στα πλοία του να μπούνε στο λιμάνι, όπως είχε συνεννοηθεί με τον κυβερνήτη, και είπε στους άντρες του να ετοιμαστούν για να εκπορθήσουν το φρούριο του Σαιντ Τζερόνυμο. Με το βράδυ, όλα τα φρούρια στο μικρό νησί οδηγούνταν προς την κατάκτησή τους με τον τρόπο που οι Ισπανοί είχαν προτείνει στο Μόργκαν. Οπωσδήποτε όμως, παρά τη συμφωνία να ρίχνουν άσφαιρα πυρά, ο Μόργκαν διέταξε τους άντρες του να χρησιμοποιήσουν πραγματικά βλήματα, μα με κανένα τρόπο να μη ρίξουν κατά πάνω στους Ισπανούς εκτός κι αν αυτοί χτυπούσαν πρώτοι. Η ψευτομάχη συνεχιζόταν το ντουφεκίδι και το κανονίδι έδινε κι έπαιρνε και κανείς δε λαβωνόταν. Στο τέλος, οι μπουκανιέροι, μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, εισβάλανε στο μικρό νησί, κυρίεψαν όλα τα οχυρωματικά έργα και μάντρωσαν όλους τους Ισπανούς μέσα στην εκκλησία. Ο κυβερνήτης διατάχτηκε να κρατάει συγκεντρωμένους τους ανθρώπους του, γιατί 210
οποιοσδήποτε Ισπανός που θα βρισκότανε στους δρόμους, θα ντουφεκιζόταν αμέσως. Όταν όλα ησύχασαν και διεκπεραιώθηκαν όλα τα συμφωνημένα με τους Ισπανούς, άρχισε ένας νέος πόλεμος ενάντια στις κότες, στα γουρούνια και στα πρόβατα - το βράσιμο και το ψήσιμο συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Όταν έμεναν από ξύλα, γκρέμιζαν τα σπίτια και τα υλικά τους τα χρησιμοποιούσαν για καύσιμα. Η κυριότερη φροντίδα του καθενός ήταν να βρει τροφή. Μερικοί, σαν παραφούσκωναν τις κοιλιές τους από το φαί, έπαιρναν τα αποφάγια και τα πηγαίνανε στην εκκλησία όπου τα μοιράζανε στις Σπανιόλες, ενώ οι άντρες έπρεπε να κάθονται και να τις βλέπουν να τρώνε. Νωρίς το άλλο πρωί καταμετρήθηκε ο πληθυσμός του νησιού. Όλοι μαζί βρέθηκαν να είναι 45Θ περίπου και σ' αυτό τον αριθμό συμπεριλαμβάνονταν και οι 190 άντρες της φρουράς. Ο πάρα πάνω αριθμός στην ανάλυσή του παρουσίαζε τα εξής στοιχεία: σαράντα παντρεμένα ζευγάρια με σαραντατρία παιδιά· τριανταένα σκλάβους της Μεγαλειότητας Του με οχτώ παιδιά' οχτώ κατάδικους· τριανταεννιά Νέγρους, που ανήκανε σε ιδιώτες, με εικοσιδύο παιδιά* εικοσιδύο άλλους Νέγρους με δώδεκα παιδιά. Όλοι οι Ισπανοί αφοπλίστηκαν. Στους άντρες επιτράπηκε να πάνε στις φυτείες να βρουν τρόφιμα, τις γυναίκες όμως τις κράτησαν κλεισμένες στην εκκλησία. Ύστερα επιθεωρήθηκαν όλες οι οχυρώσεις του νησιού. Το φρούριο του Σαιντ Τζερόνυμο, που έλεγχε τη γέφυρα, είχε οχτώ κανόνια των δώδεκα, οχτώ και έξι λιτρών βρέθηκαν επίσης εξήντα μουσκέτα καθώς και πυρίτιδα, βόλια και φυσίγγια. Η δεύτερη πυροβολαρχία, που ήτανε γνωστή ως Πλαταφόρμα ντε Σαιντ Ματέο, είχε τρία κανόνια των οχτώ λιτρών. Το τρίτο και πιο σημαντικό οχυρωματικό έργο ήταν το φρούριο της Αγ. Τερέζας. Αυτό το φρούριο διέθετε είκοσι κανόνια των δώδεκα, οχτώ και έξι λιτρών, ενενήντα μουσκέτα καθώς και χειροβομβίδες, πυρίτιδα, σφαίρες και φυσίγγια. Το οχυρό αυτό ήτανε χτισμένο με πέτρα και ασβέστη, είχε πολύ παχιά τείχη και περιτριγυριζόταν από μια ξερή τάφρο είκοσι πόδια βαθιά και επικοινωνούσε μονάχα από μια κινητή γέφυρα. Στη μέση του φρουρίου βρισκόταν ένα πέτρινο ύψωμα, εξοπλισμένο με τέσσερα κανόνια, που έλεγχαν το λιμάνι κι ένα γύρω το νησί. Από 211
τη μεριά της θάλασσας, τα άγρια κύματα και τα απότομα βράχια έκαναν το φρούριο απόρθητο. Από τη πλευρά της στεριάς μπορούσες να το πλησιάσεις μονάχα από ένα μονοπάτι, που δεν ήταν πιο πλατύ από τρία με τέσσερα βήματα και διέσχιζε μια βραχοάδη κοιλάδα. Η τέταρτη πυροβολαρχία, η Πλαταφόρμα ντε Σαιντ Αουγκουστίν, είχε τρία κανόνια των οχτώ και έξι λιτρών η πέμπτη, η ντε λα Κονθεπθιόν, είχε δυο των οχτώ λιτρών. Η Πλαταφόρμα ντε Νουέστρα Σενιόρα ντε Γκουανταλούπε είχε δυο των δώδεκα λιτρών το Σαν Σαλβαντόρ είχε δυο των οχτώ λιτρών το ντε λος Αρτιγιέρος δυο των έξι λιτρών. Με τρία κανόνια των οχτώ και έξι λιτρών ήταν εξοπλισμένη η Πλαταφόρμα Σάντα Κρουθ. Το τελευταίο οχυρό ήταν το φρούριο του Σαιντ Χοσέ όπου υπήρχαν έξι κανόνια των δώδεκα και οχτώ λιτρών σ' αυτό επίσης βρέθηκαν είκοσι μουσκέτα με αρκετή πυρίτιδα, βόλια και φυσίγγια. Οι μπουκανιέροι βρήκανε επίσης μια αποθήκη γεμάτη με πάρα πάνω από 30.000 πάουντς πυρίτιδα καθώς και με άλλα πολεμοφόδια. Ό λα αυτά τα στρατιωτικά εφόδια μεταφερθήκανε στα πλοία. Οι πυροβολαρχίες και το φρούριο του Σαιντ Χοσέ εγκαταλείφθηκ α ν τα κανόνια αχρηστεύτηκαν και οι κιλλίβαντες κάηκαν. Μόνο τα φρούρια της Αγ. Τερέζας και του Σαιντ Τζερόνυμο διατηρήθηκαν και φυλάχτηκαν. Ο Μόργκαν, όταν τα ταχτοποίησε όλα, άρχισε να ανακρίνει τους αιχμαλώτους, ψάχνοντας να βρει μήπως κι ανάμεσά τους υπήρχαν τίποτα κατάδικοι από τον Παναμά ή το Πόρτο Μπέλλο. Η έρευνά του είχε θετικά αποτελέσματα γιατί ανακάλυψε τρεις, που ήταν οικείοι μ' εκείνα τα μέρη. Ο Μόργκαν επίμονα τους ρώτησε αν ήθελαν να γίνουν οδηγοί του και να δείξουνε στις δυνάμεις του το δρόμο για τον Παναμά, δίνοντάς τους ταυτόχρονα την υπόσχεση να τους αφήσει ελεύθερους και να τους πάρει μαζί του πίσω στην Τζαμάικα με όσα πλούτη μπορούσαν να μαζέψουν. Αυτή η πρόταση καλοήρθε στους κατάδικους, που του υποσχέθηκαν να τον υπηρετήσουν πιστά. Ένας απ' αυτούς, ένας μιγάς, έδειξε ιδιαίτερο ζήλο, καθώς ήλπιζε να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκαιρία για να εκδικηθεί το άδικο που νόμιζε πως του είχε γίνει - πραγματικά είχε δίκιο, γιατί δεν του άξιζε η εξορία αλλά μάλλον έπρεπε να τον είχαν κομματιάσει ζωντανό για όλα τα εγκλήματα, τους 212
βιασμούς και τις ληστείες, που είχε διαπράξει. Αυτός ο αχρείος τρομοκρατούσε τους άλλους όυο, που ήταν Ινδιάνοι, γεννημένοι στην ισπανική επικράτεια και ήξεραν πολύ καλά τους δρόμους, απειλώντας τους να τους κάψει ζωντανούς, αν δεν υπηρετούσαν τους μπουκανιέρους. Είπε, μάλιστα, στο Μόργκαν πως αυτοί οι δυο θα έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο ως οδηγοί και ότι αν δεν συνεργάζονταν, έπρεπε με το ξύλο να τους εξαναγκάσουν να υπακούσουν. Ο Μόργκαν και οι κυριότεροι αξιωματικοί του, έχοντας βρει αυτό που ζητούσαν, αποφάσισαν να εφοδιάσουν κατάλληλα τέσσερα καράβια κι ένα μπάρκο για να επιτεθούν στο φρούριο, που βρισκότανε στην εκβολή του ποταμού Σάγκρε. Ήθελαν να αποφύγουν, με την παρουσία ολόκληρου του στόλου, να δημιουργηθούν υποψίες στους Ισπανούς, από φόβο μήπως και προειδοποιήσουν τον Παναμά. Τετρακόσιοι άντρες διαλεχτήκανε για να πάνε στην εκστρατεία της κατάληψης του φρούριου Σάγκρε. Κι εμείς θα εγκαταλείψουμε το Μόργκαν και τους άντρες του στο Σαιντ Καταλίνα και θα συντροφέψουμε αυτά τα τέσσερα πλοία για να δούμε με ποιο τρόπο έγιναν κύριοι του φρουρίου.
213
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η κατάληψη
τον φρουρών Σαν ντε Σάγκρε
Λορένθο
ιοικητής της εκστρατείας ήταν ο Μπρόντελυ, ένας άνθρωπος με μακρόχρονη καριέρα στη λεηλασία αυτών των περιοχών. Τρεις ημέρες είχαν περάσει από τότε που έφυγαν από το Σαιντ Καταλίνα, όταν τα τέσσερα καράβια αντίκρυσαν το φρούριο του Σάγκρε, στημένο στην κορυφή ενός ψηλού βουνού στην εκβολή του ποταμού. Η κορυφή διαχωρίζεται από μια τάφρο τριάντα πόδια βαθιά, που μονάχα από μια μεριά είναι βατή, στο σημείο δηλαδή που υπάρχει μια κινητή γέφυρα. Το φρούριο περικυκλώνεται από γερούς πασσάλους, που στηρίζουν ένα ανάχωμα. Τέσσερις επάλξεις έχουνε στην εποπτεία τους την πλευρά της ξηράς και δυο αντικρύζουν τη θάλασσα. Προς το νότο το βουνό είναι τόσο απόκρημνο που είναι αδύνατο να σκαρφαλώσει κανείς και προς το βοριά βρίσκεται ο ποταμός. Ένας πύργος, εξοπλισμένος με οχτώ κανόνια, υπερασπίζει την είσοδο του ποταμού και κάπως χαμηλότερα είναι δυο ακόμα πυροβολαρχίες, η κάθε μια με έξι κανόνια, που υπερασπίζουν τις όχθες του ποταμού. Εκεί κοντά βρίσκονται διάφορες αποθήκες όπου είναι αποθηκευμένα τα πολεμοφόδια και τα άλλα εφόδια. Πλάι σ' αυτές τις αποθήκες υπάρχει μια σκάλα, σκαλισμένη στην πλαγιά του βουνού, που μονάχα απ' αυτή μπορεί ν' ανέβει κανείς στο φρούριο. Δυτικά από το φρούριο υπάρχει ένα λιμάνι για μικρά πλοία όπου το νερό έχει τρεις, τέσσερις και εφτά οργιές βάθος. Μπροστά από το φρούριο βρίσκεται ένας ωραίος όρμος, με εφτά ως οχτώ οργιές βάθος, και κοντά στην εκβολή του ποταμού υπάρχει μια ξέρα που απάνω της σπάνε τα κύματα. Όταν οι Ισπανοί είδαν τα μπουκανιέρικα πλοία, άρχισαν να τα χτυπούν από το φρούριο με το βαρύ πυροβολικό. Οι πειρα-
Δ
214
τές αγκυροβολήσανε σ' ένα μικρό λιμάνι, κάπου μια λεύγα μακριά, και την άλλη μέρα με το χάραμα βγήκανε στην ξηρά με το σκοπό να πλησιάσουνε μέσα από το δάσος, να κυριέψουν το φρούριο και ύστερα να μπάσουν τα πλοία τους στο ποτάμι. Βάδιζαν από την αυγή ίσαμε τις δύο το απόγευμα ώσπου να καταφέρουν να 'ρθουν κοντά στο φρούριο, γιατί τα μονοπάτια μέσα από το δάσος ήταν αδιάβατα, γεμάτα έλη ή φραγμένα από τεράστιους ογκόλιθους. Ήταν υποχρεωμένοι να διανοίγουν το δρόμο τους με τα γιαταγάνια, γιατί τα χοντρά αναρριχητικά φυτά έκαναν αδύνατο το προχώρημα. Μερικοί σκλάβοι, που τους είχανε φέρει μαζί τους από το Σαιντ Καταλίνα, φάνηκαν πολύ χρήσιμοι, ανοίγοντας περάσματα με τα πελέκια. Όταν πλησίασαν το φρούριο, οι Ισπανοί από μέσα τους υποδεχτήκανε με έντονες βολές πυροβολικού. Οι πειρατές είχαν μεγάλες απώλειες, καθώς ήταν ολότελα απροφύλαχτοι, γιατί στην προσπάθειά τους να επιτεθούν στο φρούριο ήταν αναγκασμένοι να μείνουν ακάλυπτοι. Οι υπερασπιστές μπορούσαν και τους έβλεπαν ολόκληρους, από πάνω ίσαμε κάτω, ενώ οι πειρατές ούτε και φευγαλέα δεν μπορούσαν να δουν τους Ισπανούς. Οι μπουκανιέροι βρίσκονταν σε μεγάλη αγωνία, μη γνωρίζοντας με ποιο καλύτερο τρόπο να κάνουν την επίθεσή τους. Το πράγμα θα έπαιρνε διαστάσεις σωστής πανωλεθρίας γιατί ο καθένας χωριστά δεν τολμούσε να γυρίσει την πλάτη του και να φύγει και να φανεί έτσι δειλός στα μάτια των συντρόφων του. Αποφάσισαν, λοιπόν, να επιτεθούν στο φρούριο και ό,τι γίνει. Έκαναν, λοιπόν, μια σφοδρή επίθεση με μουσκέτα και χειροβομβίδες, μα οι Ισπανοί είχαν τόσο καλή κάλυψη που οι πειρατές δεν μπορούσαν να τους κάνουν τίποτα. Τουναντίον μάλιστα, με κανόνια και μουσκέτα ανταπόδιναν τα πυρά με μανία, φωνάζοντας στους μπουκανιέρους: «Vengan los demás,
perros
ingleses,
enemigos
de dios
y del rey
vos
no
που σημαίνει, «Αφήστε και τους άλλους να 'ρθουν, βρωμόσκυλα εγγλέζοι, εχθροί του Θεού και του Βασιλιά* δε θα καταφέρετε να πάτε στον Παναμά». Τελικά, οι μπουκανιέροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Με το πέσιμο της νύχτας, προχώρησαν και πάλι με το σκοπό να ρίξουν μέσα στο φρούριο χειροβομβίδες και ύστερα σκαρφαλώνοντας να περάσουν τα παλούκια, μα και σ' αυτή την απόπειρά τους απέhabéis
de ir a Panama»
215
τυχαν. Σ'αυτή την προσπάθεια τους ένας από τους μπουκανιέρους τρυπήθηκε στον ώμο από ένα βέλος· μέσα στη μανία του το ξεκόλλησε από πάνω του, πήρε από το σακιδιό του ένα μεγάλο κομμάτι μπαμπάκι, το 'δεσε στην άκρη του βέλους και του 'βαλε φωτιά. Σαν άναψε καλά, έμπηξε το βέλος στο μουσκέτο του και το 'στείλε προς τις φοινικοσκέπαστες στέγες μερικών σπιτιών, που βρίσκονταν μέσα από τα τείχη του φρουρίου. Οι άλλοι μπουκανιέροι, βλέποντας την ιδέα του, άρχισαν να κάνουν το ίδιο. Στο τέλος, πέτυχαν να βάλουνε φωτιά στις στέγες δυο ή τριών σπιτιών. Οι υπερασπιστές καθώς φαίνεται ήταν τόσο απασχολημένοι που δεν το πήραν είδηση παρά μονάχα όταν οι καμένες στέγες έπεσαν απάνω στα κεφάλια τους, ανατινάζοντας ένα βαρέλι με πυρίτιδα και βάζοντας τους πιο πολλούς Ισπανούς σε αχρηστία. Οι μπουκανιέροι εκμεταλλεύτηκαν όσο μπορούσαν αυτή την ευκαιρία και ανανέωσαν την επίθεση. Οι Ισπανοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περιορίσουν τη φωτιά, μα δεν είχαν αρκετό νερό για να ελέγξουν τις φλόγες που διασκορπίζονταν, γιατί σχεδόν όλα τα σπίτια ήτανε φτιαγμένα από ξύλο. Εκείνη την ώρα φύσηξε ένα καινούργιο αεράκι, που δε βοήθησε και πολύ τα πράγματα. Στο μεταξύ οι μπουκανιέροι, βλέποντας να μεγαλώνει η πυρκαγιά μέσα από τα τείχη του φρουρίου, προσπάθησαν να βάλουν φωτιά και στα εξωτερικά παλούκια. Η απόπειρα πέτυχε, παρ' όλο που ταλαιπωρήθηκαν και έχασαν πολλούς άντρες, γιατί όταν οι Ισπανοί διαπίστωσαν πως οι εχθροί τους ήτανε μέσα στην τάφρο, άρχισαν να ρίχνουνε δοχεία με πυρίτιδα που πάνω τους ήτανε δεμένα αναμμένα φισίγγια. Αυτά τα εκρηκτικά υλικά σκορπίσανε τον όλεθρο ανάμεσα στους μπουκανιέρους, ωστόσο όμως οι μπουκανιέροι πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό. Με το πέσιμο της νύχτας οι πάσσαλοι καίγονταν. Οι πειρατές σύρθηκαν ως τη φωτιά, σκοτώνοντας κάθε Ισπανό, που ξεδιακρίνανε μέσα από τις φλόγες. Με το χάραμα της μέρας η φωτιά είχε σχεδόν κάψει ολότελα τα παλούκια. Το χωμάτινο οχύρωμα, που στηριζόταν απάνω σ' αυτά, άρχισε να καταρρέει και καθώς το έδαφος υποχωρούσε κάτω από το βάρος των κανονιών όλα μαζί κατρακυλίσανε μέσα στην τάφρο. Οι μπουκανιέροι μπορούσαν τώρα να συγκεντρώνουν τα πυρά τους πάνω στους Ισπανούς, που απ' αυτή τη στιγμή είχανε μείνει ακάλυπτοι. Ο διοι216
κητής του φρουρίου είχε σε τέτοια πειθαρχία τους άντρες του που κανένας τους δεν τόλμησε να υποχωρήσει* στο ρήγμα, που δημιουργούσε η φωτιά, έφερε πυροβολικό κι έτσι μπορούσε να συνεχιστεί η αντίσταση. Το ηθικό όμως των υπερασπιστών είχε πέσει πολύ, γιατί τώρα πια δεν είχαν κατάλληλη κάλυψη. Οι πειρατές συνέχισαν τα πυρά τους με τέτοια παραφορά και τόση ακρίβεια ώστε κάθε Ισπανός που είχε την απρονοησία να ξεμυτίσει έμενε στον τόπο. Όλο αυτό τον καιρό η φωτιά διαρκώς ξαπλωνόταν. Όταν το ρήγμα έγινε αρκετά πλατύ, οι πειρατές δοκίμασαν να περιορίσουν τις φλόγες, φέρνοντας γι' αυτό το σκοπό χώμα. Έτσι ενώ μια ομάδα ήταν απασχολημένη μ' αυτή τη δουλειά, οι υπόλοιποι πρόσεχαν τους Ισπανούς. Τελικά, οι πιο πολλοί από τους υπερασπιστές υπέκυψαν είτε από τη φωτιά είτε από τα θανατηφόρα βόλια των πειρατών. Γύρω στο μεσημέρι οι μπουκανιέροι περάσανε μέσα από το ρήγμα, παρ' όλη τη φωτιά που λυσσομανούσε και παρ' όλη την αντίσταση του διοικητή και των εικοσιπέντε αντρών του, που συνεχιζόταν. Οι Ισπανοί, που τα κανόνα τους πια ήταν άχρηστα, έριχναν τώρα πέτρες ή πολεμούσανε με τα κοντάρια, παρ' όλα αυτά οι μπουκανιέροι εξακολουθούσαν να τους πιέζουν και στο τέλος έγιναν κύριοι του φρουρίου. Όσοι Ισπανοί είχαν επιζήσει, πήδαγαν πάνω από τα τείχη χωρίς να ζητήσουν έλεος κι οι πιο πολλοί απ' αυτούς έσπαγαν το σβέρκο τους. Ο διοικητής του φρουρίου αποτραβήχτηκε σ' ένα φυλάκιο όπου υπήρχανε δυο κανόνια, με το σκοπό να αντισταθεί ίσαμε το τέλος. Κι αυτός επίσης αρνήθηκε να ζητήσει έλεος και οι εισβολείς δεν είχαν άλλη εκλογή παρά να τον σκοτώσουν. Μέσα στο φρούριο βρήκαν τριάντα περίπου άντρες κι απ' αυτούς μονάχα δέκα ήταν που δεν είχαν τραυματιστεί. Αυτοί ήταν όλοι κι όλοι που απόμειναν από τους 314 άντρες που βρίσκονταν στο κάστρο* όσο για τους αξιωματικούς, ούτε ένας δεν έμεινε ζωντανός. Ειπώθηκε στους πειρατές πως οχτώ ή εννιά άντρες είχαν καταφέρει να διαφύγουν και ότι πηγαίνανε στον Παναμά. Επίσης οι αιχμάλωτοι είπαν πως ο Πρόεδρος του Παναμά, κάπου τρεις βδομάδες πιο πριν, είχε πάρει πληροφορίες πως οι Εγγλέζοι συγκέντρωναν ένα στόλο στην Ισπανιόλα με αντικειμενικό σκοπό την κατάκτηση του Παναμά. Τα νέα τα 'φερε, όπως είπαν, ένας Ιρλανδός, που κατάφερε ν' α217
ποδράσει από τους μπουκανιέρους στο Ρίο ντε λα Χάτσα όπου είχαν επιτεθεί για να βρουν προμήθειες για το στόλο τους. Συνακόλουθα, ο Πρόεδρος του Παναμά για επικουρία του φρουρίου Σάγκρε έστειλε 164 άντρες, με τροφές και πολεμοφόδια. Η αρχική φρουρά είχε 150 άντρες κι έτσι τώρα ο τόπος υπερασπιζόταν από 314 άντρες καλά οπλισμένους. Επίσης οι αιχμάλωτοι πληροφόρησαν τους μπουκανιέρους πως ο Πρόεδρος είχε στήσει πολλές ενέδρες στο μάκρος του ποταμού και ότι μας [sic] περίμενε στις σαβάνες του Παναμά με μια δύναμη από 2.400 λευκούς, 600 μιγάδες και 600 Ινδιάνους με 2.000 άγριους ταύρους. Οι πειρατές είχαν κυριέψει το φρούριο, μα η επιχείρηση αυτή δεν είχε ολοκληρωθεί τόσο εύκολα όσο η κατάκτηση του Σαιντ Καταλίνα. Όταν μέτρησαν τους νεκρούς τους βρήκαν πως είχανε χάσει πάρα πάνω από εκατό και ότι εξήντα άλλοι ήταν τραυματισμένοι. Στη συνέχεια εξανάγκασαν τους αιχμαλώτους να πετάξουν από το βουνό κάτω στο γυαλό τα πτώματα των Ισπανών κι ύστερα να σκάψουν τάφους για τους νεκρούς μπουκανιέρους. Οι τραυματίες μεταφερθήκανε μέσα στην εκκλησία όπου φυλάγονταν οι αιχμάλωτες γυναίκες. Ό ταν έγιναν όλα τούτα, βάλθηκαν να επισκευάσουν τη ζημιά, που έκανε η φωτιά. Ο Μόργκαν, που είχε παραμείνει στο Σαιντ Καταλίνα, δεν κάθησε για πολύ εκεί πέρα ύστερα από την αναχώρηση των τεσσάρων πλοίων. Όλα τα τρόφιμα - καλαμπόκι και κασσάβα για τη συντήρηση της φρουράς, που σκόπευε να εγκαταστήσει στο φρούριο Σάγκρε, τα είχε φορτωμένα στα πλοία του. Το σχέδιό του ήταν να φτάσει εκεί μια ή δυο μέρες ύστερα από την κατάληψη του φρουρίου και αμέσως να αναχωρήσει για τον Παναμά, ώστε μ' αυτό τον τρόπο να μη δώσει καιρό στους Ισπανούς να προετοιμάσουνε μεγάλη αντίσταση. Έτσι, λοιπον, όσο γινόταν πιο γρήγορα, όλο το βαρύ πυροβολικό των φρουρίων στο Σαιντ Καταλίνα, αφού τρ προφύλαξε κατάλληλα, το βύθισε στη θάλασσα και μάλιστα σ' ένα σημείο που ήξερε πως (ττην ανάγκη θα μπορούσε να το ανελκύσει, γιατί είχε την ιδέα να ξαναγυρίσει κάποια μέρα και να κάνει το νησί βάση για τους μπουκανιέρους. Ύστερα έβαλε φωτιά σ' όλα τα κτήρια εξόν από το φρούριο, που δεν είχε πάθει μεγάλη ζημιά. 218
Και όταν όλοι οι αιχμάλωτοι φορτωθήκανε στα πλοία, τότε ο Μόργκαν και ο στόλος του χάραξαν πορεία για το Ρίο ντε Σάγκρε. Εδώ έφτασαν οχτώ ημέρες ύστερα από την κατάληψη του φρουρίου. Ο Μόργκαν όταν είδε την εγγλέζικη σημαία να κυματίζει στα τείχη, τον έπιασε τέτοια βιασύνη να μπει στον ποταμό που δεν πρόσεξε κι έριξε το πλοίο του σε μια ξέρα, που βρισκότανε στην εκβολή του ποταμού. Άλλα τρία ακόμα από τα συντροφικά του πλοία την έπαθαν εκεί πέρα, χωρίς όμως ανθρώπινες απώλειες* επίσης, καθώς τα πλοία τους ήτανε σφηνωμένα στα βράχια, είχαν όλο τον καιρό να σώσουν τα πράγματά τους. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαν πολύ καλά να είχαν διασώσει και τα πλοία, γιατί εκείνη την ώρα δεν είχε ξεσηκωθεί κανένας δυνατός βορινός άνεμος, που να μπορούσε να ρίξει τα πλοία συντρίμμια στην ακτή. Ο Μόργκαν, όταν μπήκε στο φρούριο και πληροφορήθηκε τι είχε γίνει, έστρωσε αμέσως όλους τους αιχμαλώτους στη δουλειά για να επιδιορθώσουν το φρούριο και να ξαναστήσουν τα παλούκια γύρω από τα προχώματα. Στο μεταξύ στον ποταμό υπήρχαν πολλά από κείνα τα πλοία, που οι Ισπανοί τα λένε τσάτας {chatas) - μεταφορικά πλοιάρια με επίπεδο πυθμένα, που χρησιμοποιούνται για το ανέβασμα του ποταμού. Τα πλοιάρια αυτά μετακινούνται με κονταρόξυλα, σαν τις ολλανδικές μαούνες, και μερικές φορές πηγαίνουν ακόμα κι ως το Πόρτο Μπέλλο και την Νικαράγουα. Ο Μόργκαν κάθε ένα απ' αυτά το είχε εξοπλίσει με δυο κανόνια και τέσσερα στροφαλοφόρα. Εκτός απ' αυτά, τέσσερις κωπήλατες βάρκες και όλα τα μονόξυλα των πλοίων ήταν έτοιμα για το ταξίδι ενάντια στο ρεύμα του ποταμού. Πεντακόσιοι άντρες διατάχτηκαν να παραμείνουν στο φρούριο και άλλοι 150 αφέθηκαν στα πλοία των μπουκανιέρων, που βρίσκονταν στον ποταμό. Οι υπόλοιποι 1.200 πήρανε διαταγές να προχωρήσουν προς τον Παναμά. Δεν πήρανε μαζί τους τροφές, ελπίζοντας πως θα 'βρισκαν άφθονα τρόφιμα στα μέρη που ο εχθρός είχε στήσει τις παγίδες του.
219
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ο Μόργκαν εγκαταλείπει το φρούριο Σάγκρε και προχωρεί προς τον Παναμά με χίλιους διακόσιους άντρες Μόργκαν, αφού ταχτοποίησε όλα αυτά τα πράγματα με κάθε λεπτομέρεια - φρόντισε με κάθε τρόπο το φρούριο και εφοδίασε τους άντρες του με κάθε είδους στρατιωτικό υλικό που διέθετε - μπήκε στον ποταμό Σάγκρε και άρχισε το ταξίδι του για τον Παναμά στις 18 Γενάρη του 1670. Ξεκίνησε με πέντε εξοπλισμένα πλοιάρια καθώς και με τριανταδύο μονόξυλα, όλα πέρα για πέρα επανδρωμένα. Το πάρα κάτω είναι μια αφήγηση για το τι έγινε μέρα με τη μέρα, από την ώρα που ξεκίνησε από το Σάγκρε ώσπου έφτασε στην Πόλη του Παναμά. Εκείνη την ημέρα έπλευσαν ή κωπηλάτησαν ενάντια στο ρεύμα του ποταμού έξι λεύγες περίπου και το βράδυ φτάσανε σε μια τοποθεσία, που λέγεται Ρίο ντε Νος Μπράθος. Ένα τμήμα από τους άντρες βγήκε στην ξηρά για να διανυκτερεύσει εκεί, γιατί στα πλοία ήταν τόσος συνωστισμός που δεν μπορούσαν να κοιμηθούν άνετα. Οι μπουκανιέροι είχαν ελπίσει πως στις φυτείες θα 'βρισκαν κάτι για να φάνε, μα οι Ισπανοί τα 'χαν πάρει όλα και είχαν αφήσει τα σπίτια ολότελα αδειανά. Έτσι πήγαν να κοιμηθούν με την ελπίδα πο3ς αύριο θα διόρθωναν όλα όσα είχαν υποφέρει τα άδειά τους στομάχια εκείνη την ημέρα. Στο μεταξύ εκείνοι που δεν άντεχαν πια την πείνα τους έπρεπε να τη χορτάσουνε με μια πρέζα καπνό και να 'τανε μάλιστα κι ευχαριστημένοι που το έβρισκαν κι αυτό. Τη δεύτερη μέρα όλοι ξεκίνησαν από τα χαράματα και γύρω στο μεσημέρι φτάσανε σ' ένα τόπο, που το λένε Λα Κρουθ ντε Σαν Χουάν Γκαλιέγκο. Σ' αυτό το σημείο οι μπουκανιέροι αναγκάστηκαν να βγουν από τα πέντε πλοιάρια, γιατί η στάθμη του ποταμού είχε κατέβει εξαιτίας μιας μακρόχρονης ανομ-
Ο
220
βριας και γιατί πάρα πολλά δέντρα είχαν πέσει μέσα στην κοίτη του ποταμού, εμποδίζοντας έτσι το πέρασμα μεγάλων πλοίων. Και η πεζοπορία άρχισε. Δυο ή τρεις λεύγες πάρα κάτω, έτσι μας είπαν οι οδηγοί, ένα τμήμα του στρατού θα μπορούσε να πάει με τα πόδια και οι υπόλοιποι θα ήτανε δυνατό να συνεχίσουν με τα μονόξυλα. Για την περίπτωση που ο εχθρός δειχνόταν πιο δυνατός από μας και μας πισωγύριζε, μερικοί άντρες διατάχτηκαν να μείνουν εκείνη τη νύχτα στα πλοία, έτσι ώστε αυτά να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και σαν καταφύγιο και αν χρειαζόταν να καλύψουν την υποχώρηση με τα κανόνια τους. Εκατόν εξήντα άντρες έμειναν πίσω με την αυστηρή διαταγή να μην αποβιβαστούν. Αυτό έγινε από το φόβο μήπως κι ο εχθρός έπιανε αιχμαλώτους κι έτσι μάθαινε την πραγματική δύναμη των μπουκανιέρων. Την επόμενη μέρα - την τρίτη μέρα - μια ενωμοτία μ' έναν οδηγό στάλθηκε μπροστά μήπως και βρει κανένα χερσαίο δρόμο* το ανιχνευτικό αυτό απόσπασμα προειδοποιήθηκε να 'χει τα μάτια του δεκατέσσερα στις ενέδρες έτσι που το δάσος ήταν πυκνό και σχεδόν αδιαπέραστο. Δεν βρήκαν τίποτα άλλο παρά έλη και τους ήταν αδύνατο να τα περάσουν. Ο Μόργκαν αναγκάστηκε έτσι ένα μέρος της δύναμής του να το στείλει με τα μονόξυλα σ' ένα μέρος που λέγεται Θέδρο Μπουένο. Την ίδια νύχτα τα μονόξυλα γύρισαν πίσω και μετέφεραν και τους υπόλοιπους άντρες. Οι μπουκανιέροι τώρα ήταν ξεπνοημένοι από την πείνα. Μέσα στην απόγνωσή τους τους είχε γίνει τρομερά επιθυμητή μια συνάντηση με τον εχθρό γιατί έτσι θα μπορούσαν να βάλουν στο χέρι κάποια τρόφιμα. Την τέταρτη μέρα, το μεγαλύτερο μέρος της μπουκανιέρικης εκστρατευτικής δύναμης μ' έναν από τους οδηγούς βάδισε στο εσωτερικό μέσα από τον Ισθμό. Το υπόλοιπο τμήμα, μ' έναν άλλο οδηγό, ανέβηκε τον ποταμό με τα μονόξυλα - δυο μονόξυλα προχωρούσαν μπροστά από τα άλλα σε μια απόσταση που ήταν τριπλάσια από τη βολή ενός μουσκέτου, κι αυτή η προφύλαξη παιρνόταν για να φυλαχτούν από τις ισπανικές ενέδρες. Οι Ισπανοί επίσης είχαν κι αυτοί τους παρατηρητές τους, που παρακολουθούσαν κάθε κίνηση που έκαναν οι πειρατές. Αυτοί είχαν την ικανότητα να προλαβαίνουν τους εισβολείς και να ειδοποιούν έγκαιρα τους αμυνόμενους, ώστε οι 221
μπουκανιέροι να μην καταφέρνουν να τους αιφνιδιάζουν. Γύρω στο μεσημέρι οι πειρατές φτάσανε σε μια τοποθεσία που λέγεται Τόρνο Καμπάγιος όπου οι άντρες της προφυλακής των δυο προπορευόμενων μονόξυλων είχαν προειδοποιηθεί πως θα 'πεφταν απάνω σε ισπανική ενέδρα. Οι μπουκανιέροι ετοιμάστηκαν αμέσως για τη μάχη κι έδειξαν τόσο ζήλο και χαρά που λες και είχαν προσκληθεί σε κανένα νυφιάτικο γιορτάσι. Κι αυτό γιατί η τροφή και το πιοτό σπάνιζαν ανάμεσά τους και ήλπιζαν πως στο Τόρνο Καμπάγιος θα τα 'βρισκαν και τα δυο σε αφθονία. Η ανυπομονησία τους ήταν τέτοια που κινδύνευαν να ποδοπατηθούν, θέλοντας ο κάθε ένας να είναι ο πρώτος. Το πουλί όμως είχε πετάξει μακριά αφήνοντας τη φωλιά του αδειανή, εξόν από 150 δερμάτινους σάκκους, που κάποτε περιείχαν κρέας και ψωμί. Κάτι λίγα ψίχουλα είχαν απομείνει, μα τι μπορούσαν να κάνουν ανάμεσα σε τόσους πολλούς. Στη μανία τους γκρέμισαν τα προσωρινά καλύβια, που είχανε χτίσει οι Ισπανοί, μα στο τέλος αφού δε βρήκαν τίποτα το καλύτερο, οι μπουκανιέροι έφαγαν τους δερμάτινους σάκκους με τέτοια ευχαρίστηση σάμπως το δέρμα τους να ήταν κρέας - κι όμως στη φαντασία τους τέτοιο ήταν. Και σαν τέτοιο πολέμησαν αναμεταξύ τους γι' αυτό. Αυτός που άρχιζε με έναν ολόκληρο σάκκο θεωριόταν πολύ τυχερός αν του έμενε στο τέλος κανένα μικρό απομεινάρι! Περίπου 500 άντρες λογαριάστηκε πως είχαν αποτραβηχτεί απ' αυτή την ενέδρα. Οι μπουκανιέροι, αφού έμειναν εδώ πέρα για λίγο και ξεγέλασαν την πείνα τους με το δέρμα, ξαναπήραν το δρόμο και με το βράδυ ήρθανε σ' ένα τόπο, που λέγεται Τόρνο Μούνι. Εδώ ήταν το μέρος μιας άλλης ακόμα ενέδρας, μα κι αυτή επίσης είχε εγκαταλειφθεί. Αυτό το πράγμα τους είχε τρομερά απογοητεύσει γιατί οι μπουκανιέροι επιδιώκανε μαι σύγκρουση με τους Ισπανούς, έχοντας την προσδοκία πως θα κατάφερναν να βάλουν στο χέρι κάτι για να φάνε. Προσπερνώντας, λοιπόν, αυτές τις δυο ενέδρες, διασκορπιστήκανε μέσα στο δάσος, ψάχνοντας για φαί, μα κανένα όφελος. Οι Ισπανοί δεν είχαν αφήσει τίποτα πίσω τους. Έτσι, εκείνοι που είχανε διασώσει ένα κομμάτι δέρμα από το πρώτο σημείο της ενέδρας το φάγανε για δείπνο, μουλιασμένο στο νερό. Τώρα κάποιοι αναγνώστες περίεργοι, που οι ανάγκες της ζωής τους δεν τους απομάκρυναν ποτέ από την 222
κουζίνα της μάνας τους, φέρνοντας στο νου τους πως το δέρμα δεν είναι φαγώσιμο, ίσως να ήθελαν να μάθουν πώς τα κατάφερναν οι πειρατές. Λοιπόν, πρώτα μουλιάζουν καλά το δέρμα, ύστερα το απλώνουν απάνω σε μια πλάκα και το κοπανάνε γερά με μια χοντρή πέτρα και όσο είναι ακόμα μαλακό του μαδάνε τις τρίχες. Κατόπιν το βάζουν απάνω στη θράκα και άμα ψηθεί καλά το κόβουνε σε μικρά κομμάτια και τα καταπίνουν ολόκληρα. Ελπίζω να έδωσα αρκετή τροφή στην περιέργεια των αναγνωστών μου. Οι μπουκανιέροι την πέμπτη μέρα, με την αυγή, ξαναπήραν το δρόμο. Κατά το μεσημέρι, φτάσανε στη Μπάρμπα Κόα, μια θέση όπου άλλη μια ακόμα ενέδρα είχε εγκαταλειφθεί. Αμέσως ψάξανε στις γειτονικές φυτείες για να βρουν κάτι να καταλαγιάσουν την πείνα τους, μα για άλλη μια φορά οι Ισπανοί τα είχαν όλα απογυμνώσει. Στο τέλος, αφού δεν αφήσανε γωνιά για γωνιά που να μην κοιτάξουν, ξετρύπωσαν ένα νιόσκαφτο λάκκο και μέσα βρήκανε δυο σάκκους αλεύρι, δυο μεγάλες μπουκάλες κρασί και κάμποσες αρνόγλωσσες. Ο Μόργκαν έβλεπε πως μερικοί από τους άντρες του, χτυπημένοι από την πείνα, είχαν αδυνατίσει πάρα πολύ, έτσι αυτές τις προμήθειες τις μοίρασε ανάμεσα σ' εκείνους που είχαν την περισσότερη ανάγκη. Αφού έφαγαν, σταθήκανε στα πόδια τους και πήραν ξανά το δρόμο, εκείνοι όμως που ήταν πολύ αδύνατοι και δεν μπορούσαν να πάρουν απάνω τους, τους έβαλε στα μονόξυλα, ενώ εκείνους που τόσο καιρό είχαν τα μονόξυλα τους έστειλε στην ξηρά. Όλη μέρα πεζοπορούσαν, ώσπου, πέφτοντας το σκοτάδι, φτάσανε σε μια φυτεία όπου αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν. Εδώ, όπως και παντού, οι Ισπανοί είχανε μεταφέρει κάθε τι που μπορούσε να φαγωθεί. Την έκτη μέρα - ύστερα από μια νύχτα όλο αϋπνία από την πείνα - ξεκίνησαν και πάλι όπως και πριν, ένα τμήμα περπατώντας, το άλλο στα μονόξυλα. Συχνά ήταν υποχρεωμένοι να σταματάνε για να ξεκουράζονται και τότε πολλοί απ' αυτούς έξυναν τα δέντρα για να βρουν κάτι να φάνε. Άλλοι πάλι προσπαθούσαν να πιπιλίσουνε φύλλα και μούρα από τα δέντρα κι άλλοι στην απελπισία τους τρώγανε σπόρους. Γύρω στο μεσημέρι φτάσανε σε μια φυτεία όπου βρήκανε μια αποθήκη γεμάτη με αραποσίτι. Στο άψε - σβήσε η αποθήκη κατεδαφίστηκε κι ο 223
κάθε ένας γέμισε τις χούφτες του με καλαμπόκι, που το καταβρόχθισε στη στιγμή. Όταν το υπόλοιπο του καλαμποκιού μοιράστηκε ανάμεσά τους, συνέχισαν την πορεία τους, μα μια λεύγα πάρα κάτω πήραν είδηση πως Ινδιάνοι τους είχανε στήσει ενέδρα. Περιμένοντας να βρουν τροφή σ' αυτή την περίπτωση, πέταξαν το καλαμπόκι τους και έτρεξαν κατά πάνω στο μέρος που είχανε φανεί οι Ινδιάνοι. Εκεί πέρα δε βρήκαν ούτε Ινδιάνους ούτε τρόφιμα, μονάχα είδαν από μακριά στην απέναντι όχθη του ποταμού 100 περίπου Ινδιάνους, που έφευγαν τρέχοντας. Τότε μερικοί από τους μπουκανιέρους βουτήξανε στα νερά του ποταμού και κολυμπώντας βγήκαν απέναντι, αποφασισμένοι να σκοτώσουν ένα Ινδιάνο και αν έβρισκαν πως δεν είχε μαζί του τρόφιμα, να έτρωγαν τον ίδιο αντί για τίποτα άλλο. Οι Ινδιάνοι όμως, βαθιά μέσα στο δάσος κιόλας, τους περιγελούσαν. Κατάφεραν επίσης να χτυπήσουνε δυο ή τρεις από τους διώκτες τους , σκοτώνοντας μάλιστα τον ένα, και περιγελώντας τους τους φώναζαν, «Hüy perros - a la savana, a la savana» (που σημαίνει, «Χα, βρωμόσκυλα, περιμένετε να συναντηθούμε στη σαβάνα^>). Με τον ερχομό της νύχτας, οι μπουκανιέροι δεν μπορούσαν να πάνε πάρα κάτω, αφού για να συνεχίσουν την πορεία τους ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν τον ποταμό. Έτσι άρχισε κι η γκρίνια ανάμεσά τους. Μερικοί, που ήθελαν να γυρίσουν πίσω, αποστομώθηκαν από τους γενναιότερους. Όλοι όμως αναθάρρησαν, όταν άκουσαν έναν από τους οδηγούς να λέει πως βρίσκονταν κοντά σ' ένα χωριό, που θα αντιστεκόταν και όπου ασφαλώς θα υπήρχαν αποθήκες τροφίμων. Το άλλο πρωί, ήταν η έβδομη μέρα, οι μπουκανιέροι καθάρισαν τα όπλα τους και ρίξανε μερικές μουσκετιές στον αέρα για να βεβαιωθούν πως τα όπλα τους βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, όταν θα άρχιζε η δράση. Ύστερα, αφήνοντας το Σάντα Κρουθ, που είχανε στρατοπεδέψει, πέρασαν τον ποταμό με τα μονόξυλα. Όταν όλοι παραταχτήκανε στην απέναντι όχθη, άρχισαν και πάλι να βαδίζουν, έχοντας πάντα τη σφοδρή επιθυμία για μια μάχη με την ελπίδα, όπως έχω πει και προηγούμενα, πως αυτή η μάχη θα μπορούσε να σημαίνει φαί. 1. Δες και προηγούμενα. Έρημο, ανοιχτό πεδίο.
224
Κατά το μεσημέρι έφτασαν κοντά στο χωριό, που λεγόταν Κρουθ, και έβλεπαν πια καθαρά πως τεράστια σύννεφα από καπνό σηκώνονταν ψηλά στον αέρα. Αμέσως άρχισαν να χαριεντίζονται, λέγοντας αστεία ο ένας στον άλλο πως οι Ισπανοί είχανε βάλει το ψητό στη φωτιά για να 'ναι έτοιμο κατά την άφιξη τους. Μα όταν φτάσανε στο χωριό, μ' όλο που οι φωτιές ήταν πραγματικά αναμμένες, δεν υπήρχε γι' αυτούς ούτε κρέας ούτε πιοτό. Οι Ισπανοί είχανε βάλει φωτιά σ' όλα τα κτίρια, εκτός από την αυτοκρατορική αποθήκη και τους στάβλους. Ό λα τα ζώα τους τα είχανε μεταφέρει και κανένα ζωντανό πλάσμα δε φαινόταν πουθενά εξόν από κάτι λίγους αδέσποτους σκύλους, που οι μπουκανιέροι τους σκότωσαν και τους έφαγαν. Στην αυτοκρατορική αποθήκη βρήκανε δεκαπέντε ή δεκαέξι νταμιζάνες με περουβιανό κρασί και ένα σάκκο με ψωμί. Οι μπουκανιέροι, τη στιγμή που ανακάλυψαν το κρασί, άρχισαν να πίνουν ασταμάτητα, μα κατεβάζοντάς το από πάνω απ' όλα τα σκουπίδια που είχανε φάει στο δρόμο - φύλλα από δέντρα και άλλα δύσπεπτα υλικά - το αποτέλεσμα ήταν να πέσουν όλοι άρρωστοι χωρίς να ξέρουν τι είχαν. Μη μπορώντας να καταλάβουν το γιατί, τους πέρασε η ιδέα πως οι Ισπανοί πρέπει να είχανε δηλητηριάσει το κρασί. Εκείνη την ημέρα δεν μπορούσαν να πάνε πάρα κάτω και ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν την νύχτα στα κατακαμμένα ερείπια του Κρουθ. Το χωριό βρίσκεται 9° 20' βόρεια και δεκαέξι λεύγες από τον ποταμό Σάγκρε και οχτώ από τον Παναμά. Στο Κρουθ υπάρχουν αποθήκες επειδή είναι το ψηλότερο πλωτό σημείο στο ανέβασμα του ποταμού και τα εμπορεύματα αποθηκεύονται εδώ για να μεταφερθούν με μουλάρια στον Παναμά. Ο Μόργκαν τώρα ήταν αναγκασμένος ν' αφήσει εκεί πέρα τα μονόξυλά του. Από δω και πέρα όλοι οι άντρες θα έπρεπε να περπατήσουν. Αποφάσισε, λοιπόν, να στείλει πίσω, στο μέρος όπου ήταν προσορμισμένα τα καράβια, όλα τα μονόξυλα, εκτός από ένα που να το κρύψει κάπου εκεί κοντά, ώστε σε στιγμή ανάγκης να πάει κάποιο μήνυμα. Πολλοί Ινδιάνοι και Ισπανοί είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στις φυτείες, που βρίσκονταν κοντά στο Κρουθ, γι' αυτό το λόγο ο Μόργκαν διέταξε κανένας να μη βγει έξω από το χωριό, εκτός κι αν είναι ομάδες των 100 αντρών. Μολο225
ντούτο πολλοί από τους μπουκανιέρους, οδηγημένοι από την πείνα, παράκουσαν, βγαίνοντας έξω από το χωριό σε ομάδες όχι πάνω από μισή ντουζίνα, για να ψάξουν στις φυτείες μήπως και βρούνε φαί. Οι Ινδιάνοι και οι Ισπανοί, καθώς ήτανε σε ετοιμότητα, έπεσαν πάνω σε μια απ' αυτές τις ομάδες και κατάφεραν να πιάσουν έναν αιχμάλωτο. Οι άλλοι κατόρθωσαν κι έφυγαν και γυρίζοντας ενημέρωσαν το Μόργκαν, αυτός όμως αποσιώπησε τα νέα για να μην επηρεαστεί το ηθικό των αντρών του. Τη νύχτα διατάχτηκε επιφυλακή για περίπτωση επίθεσης. Την όγδοη μέρα, ο Μόργκαν και οι άντρες του, ακολουθώντας το δρόμο, προχώρησαν προς την Πόλη του Παναμά. Μπροστά, ως εμπροσθοφυλακή, βάδιζαν οι 200 καλύτερα εξοπλισμένοι μπουκανιέροι, προσέχοντας για ενέδρες. Ο δρόμος καθώς ήταν στενός, περνούσε μέσα από δύσβατο τόπο, που ήταν ιδεώδης για τέτοιου είδους πόλεμο. Ούτε δώδεκα άνθρωποι ο ένας πλάι στον άλλο δεν μπορούσαν να περπατήσουν πάνω σ' αυτό το δρόμο και σε μερικά μάλιστα σημεία του χωρούσε πολύ λιγότερους. Ύστερα από δέκα ώρες πορεία, οι μπουκανιέροι φτάσανε σ' ένα μέρος που λέγεται Κεμπράδα Οσκούρα, όταν ξαφνικά, μέσα σε μια αιφνιδιαστική επίθεση, τρεις ή τέσσερις χιλιάδες βέλη τινάχτηκαν εναντίον τους. Η εμπροσθοφυλακή ξαφνιάστηκε γιατί δεν είχε δει κανέναν εχθρό. Εκείνη την ώρα περνούσανε μια βουνοπλαγιά που το μονοπάτι της χωρούσε ίσα - ίσα να περάσει ένα φορτωμένο μουλάρι. Οι μπουκανιέροι πανικοβλήθηκαν, γιατί ο εχθρός τους ήταν αόρατος και τα βέλη πέφτανε σα χοντρό χαλάζι. Άρχισαν, λοιπόν, να ρίχνουν με μανία ντουφεκιές μέσα στα φυλλώματα των δέντρων και σε λιγάκι μερικοί απ' αυτούς σκόπευαν τους Ινδιάνους που τώρα μπορούσαν και τους έβλεπαν να μετακινούνται ανάμεσα στα δέντρα καθώς περίμεναν να ξεκινήσουν μια δεύτερη επίθεση ενάντια στη μονάδα, που ερχόταν από πίσω. Μια ομάδα με Ινδιάνους κρατούσε γερά τη θέση της και πολεμούσε γενναία ώσπου ο αρχηγός της έπεσε κάτω πληγωμένος. Ωστόσο, ακόμα και τότε, προσπάθησε να σηκωθεί για να κυνηγήσει ένα μπουκανιέρο και να τον καρφώσει με το δόρυ του, μα πυροβολήθηκε πριν να προλάβει να καταφέρει το χτύπημα και έπεσε ανάμεσα σε τρεις ή τέσσερις άλλους 226
νεκρούς Ινδιάνους. Παρ' όλο που προσπάθησαν πολλές φορές να πιάσουν αιχμαλώτους, οι μπουκανιέροι δε στάθηκαν τυχεροί, γιατί οι Ινδιάνοι ήταν πιο γρήγοροι στα πόδια. Σ' αυτή τη σύγκρουση οχτώ πειρατές σκοτώθηκαν και δέκα πληγώθηκαν μα ούτε ένας απ' αυτούς τους πληγωμένους δε θα γλύτωνε, αν οι Ινδιάνοι έδειχναν περισσότερο θάρρος. Κι αυτό γιατί έριχναν τα βέλη τους μέσα από το δάσος που ήταν κρυμμένοι και τα κλωνιά των δέντρων, που μεσολαβούσαν, τα περισσότερα απ' αυτά τα έβγαζαν από την τροχιά τους και τα έκαναν να χάνουν τους στόχους τους. Ύστερα από λίγο οι μπουκανιέροι φτάσανε σ' ένα πλατύ χορτολίβαδο απ' όπου μπορούσαν κι έβλεπαν καλά όλα τα τριγύρω. Είδαν, λοιπόν, από κει αρκετούς Ινδιάνους να είναι συγκεντρωμένοι στην κορυφή ενός λόφου, που βρισκόταν κοντά στο δρόμο απ' όπου έπρεπε να περάσουν. Αφού φρόντισαν τους τραυματισμένους, έστειλαν πενήντα από τους πιο καλύτερους δρομείς τους να κυνηγήσουν αυτούς τους Ινδιάνους για να δουν αν μπορούσαν να πιάσουν κανένα αιχμάλωτο, μα μάταια. Όταν οι μπουκανιέροι απομακρύνθηκαν λιγάκι, οι Ινδιάνοι ξαναφανερώθηκαν, φωνάζοντας, «Α la savana, a la savana, cornudos, perros ingleses», που σημαίνει «Στη σαβάνα, στη σαβάνα, κερατάδες, βρωμόσκυλα εγκλέζοι»). Οι Ινδιάνοι βρίσκονταν σ' ένα λόφο και οι μπουκανιέροι σ' ένα άλλο και ανάμεσά τους απλωνόταν μια δασωμένη κοιλάδα όπου πιθανότατα οι Ινδιάνοι να είχανε στήσει άλλη μια ενέδρα. Γι' αυτό το λόγο ο Μόργκαν έστειλε μπροστά 2Θ0 άντρες και με τους άλλους περίμενε στην πλαγιά του λόφου. Μόλις οι μπουκανιέροι πλησίασαν, ο εχθρός (είτε Ινδιάνοι είτε Σπανιόλοι) ροβόλησε κι αυτός προς την κοιλάδα σαν να ήθελε να δώσει μάχη, μα όταν φτάσανε στο δάσος, χάθηκαν από τα μάτια των μπουκανιέρων βρήκαν δηλαδή την ευκαιρία να γλιστρήσουνε μέσα από το δάσος και να φύγουν, αφήνοντας τους μπουκανιέρους να προχωρήσουν μπροστά ανενόχλητοι. Εκείνη τη νύχτα άρχισε να βρέχει, έτσι οι μπουκανιέροι, για να κρατήσουν στεγνά τα όπλα και το μπαρούτι τους, άφησαν το μονοπάτι, ψάχνοντας να βρουν κάποια σκέπη. Οι Ινδιάνοι, αποφασισμένοι να τους πεθάνουν της πείνας, είχαν κάψει όλα τα σπίτια κατά μήκος του δρόμου και είχαν απομακρύνει όλα τα γελάδια. Παρ' όλ' αυτά, βρέθηκαν κάτι λίγες απείραχτες καλύβες 227
και μ' όλο που μέσα σ' αυτές δε βρήκαν τίποτα να φάνε, οι μπουκανιέροι ένιωσαν να αναστηλώνεται το ηθικό τους. Μέσα στα καλύβια δεν είχε χώρο για όλους, έτσι από κάθε ομάδα διαλεχτήκανε μερικοί να μείνουν μέσα, παίρνοντας όμως μαζί τους τα όπλα των συντρόφων τους, που τα στοιβάξανε με τέτοιο τρόπο που σε περίπτωση ανάγκης ο κάθε άντρας να μπορεί εύκολα να πάρει το δικό του. Οι άλλοι ξάπλωσαν απ' έξω, μα δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν, γιατί όλη τη νύχτα δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να βρέχει. Την άλλη μέρα, την ένατη, ο Μόργκαν ξεκίνησε την αυγή με τη δροσιά, γιατί η πορεία θα γινόταν πολύ δύσκολη, αφού δεν είχαν τρόπο να προφυλαχτούν από την κάψα του ήλιου. Μια ή δυο ώρες αργότερα, μπροστά από τους μπουκανιέρους και μάλιστα σε αρκετή απόσταση, φάνηκαν είκοσι περίπου Ισπανοί, που κάθονταν και τους παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή. Για άλλη μια φορά η απόπειρα να πιάσουν αιχμαλώτους απέτυχε, γιατί οι εχθροί έκαναν τόσο επιδέξια χρήση της εδαφικής σύστασης της χώρας που συχνά βρίσκονταν πίσω, όταν οι μπουκανιέροι νόμιζαν πως τους είχαν μπροστά και συνέχεια διατηρούσαν την απόστασή τους. Επιτέλους, ύστερα από πολλά, οι μπουκανιέροι φτάσανε σ' ένα βουνό κι από κει ψηλά είδαν ν' απλώνεται μπροστά τους η Νότια Θάλασσα* εκείνη την ώρα ένα γαλλεόνι και πέντε ή έξι μικρά ακτοπλοϊκά έρχονταν από την Πόλη του Παναμά με προορισμό τα νησιά Τομπάγκο και Τομπαγκίγια. Όλοι αναθάρρησαν. Ένιωσαν όμως ακόμα καλύτερα, όταν το τέλος της βουνοπλαγιάς τους έβγαλε σε μια μεγάλη πεδιάδα γεμάτη γελάδια. Αμέσως οι μπουκανιέροι διέλυσαν τις γραμμές τους και άρχισαν να σκοτώνουν κάθε ζώο, που βρισκόταν μπροστά τους. Όλοι ήταν απασχολημένοι* άλλοι κυνηγούσαν, άλλοι ανάβανε φωτιές για να ψήσουν το κρέας. Μια ομάδα έσερνε ένα ταύρο, άλλη μια γελάδα, μια τρίτη ένα άλογο ή ένα μουλάρι. Τα ζώα κομματιάζονταν αμέσως και ρίχνονταν, στάζοντας ακόμα αίμα, στη φωτιά για να ψηθούν. Το κρέας σπάνια είχε τον καιρό να ψηθεί, γιατί ωμό ακόμα το άρπαζαν και άρχιζαν να το ροκανίζουν, με τα αίματα να στάζουν απο τα σαγόνια τους. Ακριβώς στη μέση αυτού του γενναίου γεύματος, ο Μόργκαν σάλπισε προσκλητήριο. Αμέσως όλοι πετάχτηκαν απάνω κι έτρεξαν στη θέση τους, χωρίς 228
όμως κανείς ν' αφήσει να πάει χαμένο το ψητό του κρέας. Σύντομα βρίσκονταν σε τάξη πορείας και ένα τμήμα από πενήντα άντρες στάλθηκε μπροστά για να προσπαθήσει να πιάσει αιχμαλώτους, εφόσον ο Μόργκαν τώρα πια ανησυχούσε πάρα πολύ από την έλλειψη πληροφοριών όσον αφορά τη δύναμη των Ισπανών. Προς το βράδυ, αυτή η προχωρημένη φρουρά αντιλήφθηκε καμιά διακοσαριά από τους εχθρούς, που κάτι τους φώναζαν, μα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις λέξεις, και ύστερα ξαφνικά χάθηκαν μπροστά από τα μάτια τους. Λίγο πάρα κάτω, οι μπουκανιέροι αντικρύσανε τις στέγες και τα καμπαναριά της Πόλης του Παναμά που απλώνονταν στο βάθος. Μπροστά σ' αυτό το θέαμα, οι μπουκανιέροι ζητωκραύγασαν τρεις φορές και ύστερα πέταξαν τα καπέλα τους ψηλά στον αέρα από χαρά, λες κι είχαν νικήσει κιόλας. Σαν κόπασε κάπως ο ενθουσιασμός, αποφασίστηκε να κοιμηθούν εκεί που βρίσκονταν και το πρωί να βαδίσουν προς τον Παναμά. Έτσι, στρατοπεδέψανε στην κοιλάδα και σε λιγάκι άρχισαν να χτυπούν τα ταμπούρλα, να παίζουν τις σάλπιγγες και ν' ανεμίζουν τις σημαίες σαν να βρίσκονταν σε κάποια γιορτή. Καθώς τα ταμπούρλα και οι σάλπιγγές τους ηχούσαν, πενήντα καβαλάρηδες Ισπανοί μ' ένα δικό τους σαλπιγκτή ήρθαν και σταμάτησαν ακριβώς έξω από τις γραμμές των μπουκανιέρων. Ο σαλπιγκτής σάλπισε δυνατά και καθαρά και οι καβαλάρηδες φώναξαν, «ManánUy manána, perros, nos veremos» (που σημαίνει, «Αύριο, αύριο, βρωμόσκυλα, θα δούμε τι θα γίνει»). Ύστερα οι καβαλάρηδες, εκτός από εφτά ή οχτώ, έφυγαν. Αυτοί που έμειναν, παρακολουθούσαν άγρυπνα τους μπουκανιέρους, που, αδιαφορώντας για την παρουσία τους, πήγαν να μαζέψουν σανό για να κάνουνε στρώματα για τη νύχτα. Οι 200 Ισπανοί, που συναπαντήθηκαν πιο νωρίς μέσα στην ημέρα, εμφανίστηκαν κι αυτοί και πήρανε θέσεις για ν' αποκόψουν τη γραμμή υποχώρησης των μπουκανιέρων. Κανείς όμως από τους μπουκανιέρους δεν ανησύχησε. Εκείνοι που είχαν περισευούμενο κρέας από το μεσημεριανό πανηγύρι κάθησαν και το 'φαγαν. Καθένας τους ήξερε τι να κάνει, αν οι Ισπανοί έκαναν επίθεση. Γύρω από το στρατό, αν μπορεί κανείς ν' αποκαλέσει ένα παρόμοιο πράγμα στρατό, είχαν τοπο229
θετηθεί φρουροί. Όλη τη νύχτα οι Ισπανοί από την πόλη ρίχνανε συνέχεια κανονιές με τα μεγάλα τους κανόνια. Με την αυγή της δέκατης ημέρας οι μπουκανιέροι ήταν έτοιμοι για την επίθεση. Ο Μόργκαν τους είχε παρατάξει σε σχηματισμό μάχης και ξεκινήσανε θριαμβικά κάτω από τους ήχους των ταμπούρλων και από τις σημαίες που ανέμιζαν. Οι οδηγοί στο μεταξύ είχαν προειδοποιήσει το Μόργκαν να αποφύγει τον κύριο δρόμο* ήτανε βέβαιο πως εκεί οι Ισπανοί θα είχανε στήσει σίγουρη ενέδρα, γι' αυτό ήταν προτιμότερο να ακολουθήσει κάποια άλλη οδό πιο ασφαλή. Έτσι, σ' ένα ορισμένο σημείο, οι μπουκανιέροι άφησαν τον κύριο δρόμο και πήραν ένα μονοπάτι, που περνούσε μέσα από το δάσος. Ο πηγαιμός ήταν τραχύς, μα αυτοί ήταν άντρες που ήταν τόσο συνηθισμένοι στις κακουχίες που αυτό δεν τους έκανε καμιά εντύπωση. Οι Ισπανοί, έτσι ακριβώς όπως τα είχαν πει οι οδηγοί, είχαν περιχαρακωθεί στο μάκρος του κύριου δρόμου και όταν είδαν τους μπουκανιέρους ν' αλλάζουνε πορεία, αναγκάστηκαν να πάρουν νέες θέσεις για να μπορέσουν να τους αντιμετωπίσουν. Ο Ισπανός στρατηγός παράταξε το στρατό του σε σχηματισμό μάχης και προχώρησε προς τους μπουκανιέρους. Η ισπανική δύναμη απαρτιζόταν από δυο ίλες ιππικού και τέσσερα τάγματα πεζών επίσης διέθετε και δυο αγέλες άγριων ταύρων, που τις καθοδηγούσε ένας συρφετός από Ινδιάνους, Νέγρους και μιγάδες. Οι μπουκανιέροι παρατάχθηκαν πάνω σ' ένα ύψωμα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να παρακολουθούν καλά τους Ισπανούς. Οι πειρατές ήταν περικυκλωμένοι από ένα τόσο μεγάλο πλήθος Ισπανών που ο καθένας τους ήξερε πολύ καλά πως θα 'ταν πολύ τυχερός αν κατάφερνε να σώσει το τομάρι του, γιατί η υποχώρηση ήταν αδύνατη. Αποφάσισαν, λοιπόν, να πέσουν απάνω στον εχθρό και να πολεμήσουν ίσαμε τον τελευταίο, γιατί ήξεραν πως δε θα 'βρισκαν έλεος από τους Ισπανούς. Μόλις δόθηκε ο όρκος τους, οι μπουκανιέροι ανέπτυξαν τη γραμμή τους σε τρία τάγματα και στείλανε 2Θ0 άντρες μπροστά ως ακροβολιστές - οι γάλλοι μπουκανιέροι διέθεταν πρώτης τάξης μουσκέτα και όλοι τους ήταν άριστοι σκοπευτές. Αυτοί, λοιπόν, πήγαιναν μπροστά και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν. Μόλις κατέβηκαν το λόφο, οι μπουκανιέροι βρέθηκαν ακριβώς εκεί που τους περίμεναν οι Ισπανοί, δηλαδή 230
στην πλατιά κοιλάδα. Όταν το κύριο σώμα των πειρατών έφτασε στην κοιλάδα, οι Ισπανοί ξαφνικά έβγαλαν ένα βροντερό αλαλαγμό «Viva el rey» (Ζήτω o βασιλιάς) και έκαναν έφοδο με το ιππικό τους. Τα άλογα όμως, έχοντας να περάσοι^ε μέσα από ένα έλος, δυσκολεύονταν να καλπάσουν. Έτσι, καθώς οι Ισπανοί άρχιζαν την έφοδο, οι 200 ακροβολιστές βρέθηκαν έτοιμοι. Ο κάθε ένας γονάτιζε στο ένα πόδι και πυροβολούσε με τη σειρά - ο ένας δηλαδή σκόπευε, ενώ ο σύντροφός του γέμιζε - κι έτσι οι ομοβροντίες τους δεν διακόπτονταν ποτέ. Οι Ισπανοί ανταπόδωσαν τα πυρά με αδιάκοπες ομοβροντίες, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να διασπάσουν τη γραμμή των μπουκανιέρων. Στο μεταξύ, το ισπανικό πεζικό, καθώς ερχόταν σε βοήθεια του ιππικού τους, αναχαιτίστηκε από το άλλο σώμα των μπουκανιέρων και ξέσπασε σκληρός αγώνας. Οι Ισπανοί είχανε σχεδιάσει να οδηγήσουν τους άγριους ταύρους στο πίσω μέρος του επιδρομικού στρατού και μ' αυτό τον τρόπο να διασκορπίσουν το σχηματισμό τους. Ενώ, λοιπόν, ο κύριος όγκος των μπουκανιέρων συνέχιζε τη μάχη, οι πειρατικές οπισθοφυλακές βρέθηκαν μπροστά στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν τους ταύρους. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Οι μπουκανιέροι όμως, έμπειροι κυνηγοί τέτοιων ζώων, ήξεραν πολύ καλά τι ήταν εκείνο που θα τους έβγαζε απ' αυτή τη δύσκολη θέση, που θα έδινε τη λύση. Τα ζώα έπρεπε να φοβηθούν. Άρχισαν, λοιπόν, άλλοι να κουνάνε σημαίες κι άλλοι με τα μουσκέτα τους να ρίχνουν κατά πάνω στην αγέλη. Το αποτέλεσμα ήταν τα άγρια ζώα να πισωγυρίσουν πανικοβλημένα και οι οδηγοί τους να τρέχουν με την χ^νχγ] στο στόμα για να γλυτώσουν τις ζωές τους. Ύστερα από δίωρη σκληρή μάχη, το ισπανικό ιππικό ήταν ολότελα κατατροπωμένο* οι περισσότεροι ήταν νεκροί ή τραυματίες και οι υπόλοιποι το 'χανε σκάσει. Οι ισπανοί πεζικάριοι, βλέποντας πόσο λίγη εντύπωση έκανε το ιππικό τους στους μπουκανιέρους και μην πιστεύοντας πως θα νικήσουν, ρίξανε στο σωρό με τα μουσκέτα τους, ύστερα τα πετάξανε βιαστικά και κατόπιν το βάλανε στα πόδια. Αποκαμο^μένοι από την πείνα και την προσπάθεια, οι μπουκανιέροι δεν είχαν τη δύναμη να τους καταδιώξουν. Λίγοι Ι-» σπανοί, που δεν μπόρεσαν να φύγουν, είχαν κρυφτεί στις καλαμιές ενός ποταμιού* απ' αυτούς δεν έμεινε κανένας* οι μπου231
κανιέροι τους σκότωσαν όλους. Μερικοί καλόγεροι, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, ζήτησαν ακρόαση από το Μόργκαν, αυτός όμως αρνήθηκε να τους ακούσει κι έτσι κι αυτοί ντουφεκίστηκαν. Ύστερα πιάστηκε αιχμάλωτος ένας λοχαγός του ιππικού, που είχε τραυματιστεί στη μάχη. Αυτόν ο Μόργκαν τον ανέκρινε και ο λοχαγός του έδωσε όλες τις πληροφορίες που τόσο ήθελε να μάθει. Η εχθρική δύναμη, λοιπόν, απαρτιζόταν από 400 ιππείς, εικοσιτέσσερις λόχους πεζών, που ο καθένας είχε 100 άντρες, και 600 Ινδιάνους. Παράλληλα υπήρχε ένας αριθμός από μαύρους και μιγάδες, που οδηγούσαν ένα συνολικό αριθμό 2.000 ταύρων στην απόπειρά τους να διασπάσουν τη γραμμή των μπουκανιέρων. Ο λοχαγός είπε επίσης πως σε διάφορα σημεία στην πόλη ήταν τοποθετημένα κανόνια, που προστατεύονταν από σάκκους χοντράλευρου, για να κάνουν μια τελευταία αντίσταση οδοφραγμάτων. Επίσης είπε πως ο δρόμος, που έπρεπε να πάρουν οι μπουκανιέροι, προστατευόταν από ένα προμαχώνα με οχτώ κανόνια, που τα χειρίζονταν πενήντα στρατιώτες. Ο Μόργκαν, ακούγοντας όλα αυτά, έδωσε διαταγές ν' αλλάξουν τη γραμμή της πορείας τους. Μόλις χτύπησαν τα τύμπανα, οι άντρες του Μόργκαν παρατάχτηκαν και ανέφεραν τις απώλειές τους. Οι απώλειες των μπουκανιέρων αποδείχτηκε να είναι μικρές και υπήρχαν πολύ λίγοι λαβωμένοι. Εκτός από τους νεκρούς και από τους αιχμαλώτους, όλοι οι άλλοι Ισπανοί είχαν τώρα πια εξαφανιστεί. Το λιγότερο 600 Ισπανοί βρίσκονταν νεκροί στην κοιλάδα, χωρίς να προστεθούν οι τραυματίες, που είχαν καταφέρει να τους πάρουνε μαζί τους. Ο μικρός αριθμός των απωλειών τους, ανύψωσε τρομερά το ηθικό των μπουκανιέρων. Αφού ξεκουράστηκαν, ετοιμαστήκανε για την επίθεση στην πόλη, παίρνοντας όρκο να σταθεί ο ένας στο πλάι του άλλου και να πολεμήσουν ίσαμε τον τελευταίο. Οι μπουκανιέροι, έτσι αποφασισμένοι, βάδισαν ενάντια στην πόλη, παίρνοντας μαζί τους τους αιχμαλώτους. Η κατάσταση των αμυντικών οχυρώσεων της πόλης ήτανε μια έκπληξη για τους μπουκανιέρους ύστερα από την πρωινή ισπανική πανωλεθρία. Οδοφράγματα από σάκκους με χοντράλευρο κάλυπταν τους κύριους δρόμους, που ο καθένας προστατευόταν από συστοιχίες κανονιών. Οι μπουκανιέροι επιτέθηκαν, μα τα κανόνια, γεμισμένα με βλήματα μυδραλίων, 232
τους κάνανε μεγαλύτερη ζημιά από τις μουσκετιές των Ισπανών στην κοιλάδα, κι έτσι η μάχη άρχισε να γίνεται σκληρή. Οι μπουκανιέροι όμως σκότωναν ό,τι βρισκόταν όρθιο μπροστά τους και μέσα σε όυο ώρες η πόλη ήτανε δική τους. Οι Ισπανοί, αν και είχαν απομακρύνει από την πόλη όλα τα πράγματά τους που είχαν αξία, ωστόσο είχαν αφήσει στην πόλη πολλές αποθήκες, γεμάτες με εμπορεύματα - μετάξια, λινά και άλλα πολύτιμα αγαθά.
233
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Ο Μόργκαν αποστέλλει πολλά καράβια για λεηλασία στη Νότια Θάλασσα' η πυρπόληση της Πόλης τον Παναμά και η λεηλασία των γύρω αγροτικών περιοχών βαρβαρότητες που διαπράχτηκαν από τους πειρατές- η επιστροφή στο φρούριο Σάγκρε ^ τ α ν οι μπουκανιέροι έγιναν απόλυτοι κύριοι της Πόλης του Παναμά, ο Μόργκαν έστειλε εικοσιπέντε άντρες σ' ένα μπάρκο, που ήταν προσαραγμένο στα ρηχά του λιμανιού, γιατί κι αυτοί εδώ έχουν πλημμυρίδα και άμπωτη όπως στο Αγγλικό Κανάλι. Το λιμάνι την ώρα της πλημμυρίδας γίνεται τόσο βαθύ που ένα γαλλεόνι μπορεί να μπει άνετα, όταν έρθει όμως η άμπωτη, τα νερά τραβιούνται ένα μίλι μακριά και μέσα στο λιμάνι δε μένει τίποτα άλλο παρά λάσπη. Εκείνο το μεσημέρι ο Μόργκαν, μυστικά, έβαλε φωτιά σε σπίτια, που βρίσκονταν σε διαφορετικές μεριές, κυκλοφόρησε όμως μια φήμη πως οι ίδιοι οι Ισπανοί είχαν κάνει κάτι τέτοιο. Με το πέσιμο της νύχτας το μεγαλύτερο μέρος της πόλης καιγόταν. Μερικοί προσπάθησαν να ελέγξουν τη φωτιά ανατινάζοντας τα σπίτια, μάταια όμως, γιατί η εξάπλωσή της ήταν τόσο γρήγορη ώστε από τη στιγμή που οι φλόγες φτάνανε σ' ένα δρόμο μέσα σε μισή ώρα ο δρόμος αυτός από τη μια άκρη ίσαμε την άλλη βρισκόταν στις φλόγες και σύντομα όλα γίνονταν στάχτη. Τα πιο πολλά από τα σπίτια, ακόμα και τα πολυτελή, ήταν από ξύλο, κέδρινα τα περισσότερα, και ήτανε διακοσμημένα με θαυμάσιους ζωγραφικούς πίνακες, που οι Ισπανοί δεν είχαν κατορθώσει να τους απομακρύνουν. Υπήρχαν επίσης εφτά αντρικά μοναστήρια κι ένα γυναικείο, καθώς κι ένα νοσοκομείο, 234
μια μητροπολιτική και μια ενοριακή εκκλησία, και όλα ήταν καλλωπισμένα με αριστουργηματικούς ζωγραφικούς πίνακες και γλυπτά, παρ' όλα αυτά οι καλόγεροι σαν έφυγαν, πήρανε μαζί τους μονάχα τα ασημικά. Στην πόλη βρίσκονταν 2.000 περίπου σπίτια, που ανήκανε σε πλούσιους εμπόρους, και κάπου 3.000 συνηθισμένες κατοικίες. Εξόν απ' αυτά υπήρχαν και οι στάβλοι για τα μεταφορικά ζώα, που πήγαιναν το ασήμι στη βόρεια ακτή διασχίζοντας τη χώρα. Στα περίχωρα υπήρχανε δεντρόκηποι και περιβόλια, γεμάτα με καρποφόρα δέντρα και λαχανικά. Εκεί πέρα οι Γενοβέζοι είχαν ένα μεγάλο κτίριο, που το χρησιμοποιούσαν ως έδρα για το εμπόριό τους των νέγρων σκλάβων, κάηκε όμως κι αυτό μαζί με τ' άλλα. Την άλλη μέρα, όλη η πόλη είχε μεταβληθεί σε στάχτες, καθώς κι οι 200 περίπου αποθήκες και στάβλοι για τα μεταφορικά ζώα, που βρίσκονταν σε κάποια απόσταση . Όλα τα ζώα, που βρίσκονταν μέσα στους στάβλους καήκανε ζωντανά και το ίδιο έπαθαν πολλοί σκλάβοι, που είχαν κρυφτεί στα σπίτια κι ύστερα δεν μπορούσαν να φύγουν. Μέσα στις αποθήκες οι τεράστιοι σωροί του χοντράλευρου αν και είχε περάσει μήνας, σιγόκαιγαν ακόμα. Εκείνη τη νύχτα οι μπουκανιέροι στρατοπεδεύσανε γύρω από την πόλη, για την περίπτωση που οι Ισπανοί ξανάρχονταν, γιατί πραγματικά είχαν ανησυχήσει από τη στιγμή που είχανε διαπιστώσει πόσο πολύ οι Ισπανοί υπερτερούσαν αριθμητικά. Την επόμενη μέρα όλοι οι τραυματισμένοι μεταφερθήκανε στην εκκλησία του μοναστηριού - έμενε ακόμα όρθια - που προορίστηκε να γίνει στρατιωτικό φυλάκιο. Όλα τα όπλα μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν γύρω απ' αυτή την εκκλησία. Ο Μόργκαν, για άλλη μια φορά, παρέταξε τους άντρες του σε θέση μάχης να δει τι απώλειες είχαν. Είκοσι περίπου άντρες είχαν σκοτωθεί, όταν επιχειρούσαν την άλωση της πόλης, και υπήρχαν πολλοί τραυματίες. Ο Μόργκαν, εκείνη την ίδια ημέρα, έστειλε ένα απόσπασμα από 150 άντρες για να πάει τα νέα της νίκης του στο φρούριο Σάγκρε. Η κύρια δύναμη των μπουκανιέρων συνόδεψε αυτό το απόσπασμα ως έξω από την πόλη. Πολλά τμήματα Ισπανών τους παρακολουθούσαν συνέχεια από αρκετή απόσταση, έφευ235
γαν όμως όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, όταν οι πειρατές δείχνανε σημεία πως ήθελαν να τους πλησιάσουν. Προς το μεσημέρι, ο Μόργκαν και οι άντρες του ξαναμπήκαν στην πόλη και βρήκαν καταλύμματα όπου μπορούσαν. Μια ομάδα μπουκανιέρων βγήκε στη γύρα, ψάχνοντας τα ερείπια των καμμένων σπιτιών όπου βρήκαν ένα αρκετά μεγάλο αριθμό από ασημικά και από ασημένια νομίσματα, που οι Ισπανοί τα είχαν κρύψει στις στέρνες τους. Την άλλη μέρα δυο ακόμα τμήματα, το καθένα με 150 άντρες, διατάχτηκαν να πάνε να ερευνήσουν την αγροτική περιοχή και να ανακαλύψουν πού είχαν κρυφτεί οι κάτοικοι. Δυο μέρες αργότερα γύρισαν πίσω, φέρνοντας μαζί τους 200 αιχμαλώτους, άντρες και γυναίκες, που σ'αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και οι σκλάβοι. Την ίδια μέρα είδαν την επιστροφή του μπάρκου, που ο Μόργκαν είχε στείλει σε αποστολή· γύριζε, φέρνοντας μαζί του τρία αιχμαλωτισμένα καράβια, μα είχαν αφήσει να τους γλιστρίσει μέσα από τα χέρια τους το καλύτερό τους λάφυρο - ένα γαλλεόνι, φορτωμένο με το ασήμι του βασιλιά της Ισπανίας και με όλα τα διαμαντικά και τους θησαυρούς των πιο πλούσιων εμπόρων του Παναμά. Στο πλοίο επίσης βρίσκονταν και καλόγριες, που φεύγοντας, είχαν πάρει μαζί τους τα σκεύη, τα ασημικά και το χρυσό της εκκλησίας τους. Αυτό το πλοίο ήταν εξοπλισμένο μονάχα με εφτά κανόνια και με μια ντουζίνα μουσκέτα. Και δεν είχε όλα του τα ιστία - του 'λείπε ο ατέρμονας - και επιπρόσθετα είχε και έλλειψη από νερό. Ό λ α αυτά τα γεγονότα οι πειρατές τα πληροφορήθηκαν, όταν αιχμαλώτισαν ένα πλοιάριο με εφτά άντρες πλήρωμα, που είχε σταλεί στην ακτή απ' αυτό το γαλλεόνι, για να πάρει νερό. Ο μπουκανιέρος όμως καπετάνιος αρεσκόταν περισσότερο να κάθεται να πίνει και να διασκεδάζει με διάφορες Σπανιόλες που είχε πιάσει αιχμάλωτες, παρά να σηκωθεί και να πάει να κυνηγήσει το πλοίο με το θησαυρό. Μόνο την άλλη μέρα θυμήθηκε να βάλει μπρος το μπάρκο για να κυνηγήσει το γαλλεόνι, μα ήταν αργά, γιατί οι Ισπανοί είχαν αποπλεύσει αμέσως όταν ανακάλυψαν πως οι μπουκανιέροι βρίσκονταν εκεί κοντά και ότι είχαν αιχμαλωτίσει τη βάρκα του πλοίου τους. Όταν διαπίστωσαν πως το γαλλεόνι είχε κάνει φτερά, το πλήρωμα του μπάρκου αιχμαλώτισε πολλά πλοία φορτωμένα 236
με εμπορεύματα, που τα συνάντησαν κοντά στα νησιά Τομπάγκο και Τομπαγκίγια, και ύστερα γύρισαν πίσω στον Παναμά. Με την άφιξη τους, είπανε στο Μόργκαν όλα όσα έγιναν. Οι αιχμάλωτοι της βάρκας του πλοίου όταν ρωτήθηκαν, είπαν πως ήξεραν πολύ καλά προς τα πού κατευθυνόταν το γαλλεόνι, μα πίστευαν πως τώρα πια θα είχαν καταφτάσει ενισχύσεις. Σ' αυτά τα νέα, ο Μόργκαν διέταξε όλα τα καράβια, που βρίσκονταν στο λιμάνι του Παναμά, να ετοιμαστούνε για να πάρουν μέρος στο κυνήγι. Για άλλη μια φορά οι μπουκανιέροι ξανοιχτήκανε στη θάλασσα* αυτή τη φορά με τέσσερα μπάρκα και με μια δύναμη 120 αντρών. Οχτώ ημέρες μείνανε στη θάλασσα, μάταια όμως, γιατί το μεγάλο πλοίο τους είχε διαφύγει. Αφού πια δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να το βρουν, αποφάσισαν να ξαναγυρίσουν για άλλη μια φορά στο Τομπάγκο και στο Τομπαγκίγια όπου εκεί πέρα συναπάντησαν ένα καράβι, που ερχόταν από το Παύτα, και ήταν φορτωμένο με γαλέτα, ζάχαρη και 20.000 περίπου σκούδα. Αυτό το καράβι το έφεραν πίσω στον Παναμά μαζί με όλα τα αγαθά και τους αιχμαλώτους, που είχαν πιάσει στα νησιά. Το απόσπασμα, που είχε στείλει ο Μόργκαν στο φρούριο Σάγκρε, γύρισε πίσω με καλά νέα. Η φρουρά στο Σάγκρε είχε αποστείλει δυο καράβια να περιπολούν στην ακτή, που βρίσκεται κοντά στην εκβολή του ποταμού* εκεί αντιλήφθηκαν ένα ισπανικό καράβι και το κυνήγησαν. Επειδή όμως στο φρούριο οι μπουκανιέροι είχανε σηκώσει την ισπανική σημαία, το κυνηγημένο πλοίο, κάτω από την πίεση των κυνηγών του, αναζήτησε καταφύγιο στο στόμιο του ποταμού. Όμως μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα* γιατί μόλις φτάσανε στον ποταμό, οι Ισπανοί ανακάλυψαν πως βρίσκονταν κάτω από τα κανόνια των εχθρών τους. Το μεγαλύτερο μέρος από το λαφυραγωγημένο φορτίο ήταν τρόφιμα και οι μπουκανιέροι εκείνη την ώρα ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένοι, γιατί η φρουρά είχε έλλειψη από φαγώσιμα. Αυτά τα νέα ενθάρρυναν το Μόργκαν να παρατείνει την παραμονή του στον Παναμά και να βρει έτσι τον καιρό να λαφυραγωγήσει εντελώς την επαρχία. Έτσι, άλλοι από τους άντρες του πήραν τα καράβια για θαλασσινές λαφυραγωγίες κι άλλοι διέτρεχαν τις αγροτικές περιοχές. Κάθε μέρα μια ομάδα από 200 άντρες έβγαινε για πλιάτσικο και μόλις γύριζε 237
η μια, μια άλλη ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Απ' αυτές τις εξόδους έφεραν πίσω αξιόλογα λάφυρα και πολλούς αιχμαλώτους, που μέρα με τη μέρα τους πέρναγαν από όλο και πιο σκληρά βασανιστήρια για να τους εξαναγκάσουν να αποκαλύψουν πού είχαν κρύψει τα χρήματά τους. Ένας από τους αιχμαλώτους τους ήταν ένας φτωχός ανάπηρος, που τον βρήκανε στο εξοχικό σπίτι κάποιου πλούσιου. Αυτή η εξαθλιωμένη ύπαρξη είχε βρει μέσα στο σπίτι ένα ωραίο πουκάμισο κι ένα μεταξωτό κοντοβράκι, που τα φόρεσε. Ένα ασημένιο κλειδί όμως ήτανε δεμένο στην άκρη του κοντοβρακιού. Οι μπουκανιέροι τον ρωτήσανε για το χρηματοκιβώτιο που αυτό το κλειδί είχε σχεδιαστεί για να ταιριάζει. Αυτός τους είπε πως δεν είχε κανένα χρηματοκιβώτιο και ότι απλώς είχε βρει το κλειδί στο σπίτι. Όταν έγινε ξεκάθαρο ότι αυτό ήταν όλο κι όλο που είχε να τους πει, τον βάλανε στο μαρτύριο του στραππάντο ώσπου κι οι δυο βραχίονές του εξαρθρώθηκαν εντελώς* ύστερα γύρω από το κούτελό του έδεσαν ένα κορδόνι και το έσφιξαν τόσο δυνατά που του γούρλωσαν τα μάτια και γίνανε μεγάλα σαν αυγά. Επειδή δεν ομολογούσε ακόμα πού ήταν το χρηματοκιβώτιο, τον κρέμασαν από τα γεννητικά του όργανα, ενώ ένας τον χτυπούσε, άλλος του 'κοβε τη μύτη, ένας άλλος το αφτί και ένας άλλος τον καψάλιζε με φωτιά - βασανιστήρια τόσο βάρβαρα όσο ένας άνθρωπος μπορεί να μηχανευτεί. Στο τέλος, όταν το ανθρώπινο ναυάγιο δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει και εκείνοι δεν μπορούσαν να σκεφτούν άλλα πιο καινούργια μαρτύρια, τον παραδώσανε σ' ένα Νέγρο, που τον σκότωσε, τρυπώντας τον μ' ένα κοντάρι. Οι μπουκανιέροι διέπραξαν κι άλλες πολλές τέτοιες βαρβαρότητες. Αίγο οίκτο δείξανε στους καλόγερους, μα αν δεν είχαν την ελπίδα πως θα βγάζανε χρήματα απ' αυτούς, δε θα τους χαρίζονταν ούτε τόσο δα. Ούτε τις γυναίκες λυπούνταν, εκτός από εκείνες που παραδίνονταν ολότελα στα κέφια τους. Για τις γυναίκες που έδειχναν πως ήταν πρόθυμες να ενδώσουν στις επιθυμίες τους, οι πειρατές είχαν ένα δικό τους τρόπο για να έρχονται σ' επαφή μαζί τους. Θα τις άφηναν να βγουν από την εκκλησία, που συνήθως τη χρησιμοποιούσαν ως φυλακή τους, ότι τάχα τους δίνανε μια ευκαιρία να πάνε να πλυθούν - οπωσδήποτε όμως όταν μια γυναίκα έπεφτε στα χέ238
ρια τους θα εξασκούσαν απάνω της τις επιθυμίες τους, ειδαλλιώς ή θα τη χτυπούσαν ή θα την άφηναν να πεθάνει από την πείνα ή θα της έκαναν άλλα τέτοια παρόμοια μαρτύρια. Ο Μόργκαν καθώς ήταν αρχηγός, θα έπρεπε να δίνει το καλό παράδειγμα, μα κι αυτός δεν ήταν καλύτερος από τους άλλους. Όποτε παρουσιαζόταν καμιά όμορφη αιχμάλωτη, αυτός αμέσως προσπαθούσε να την ατιμάσει. Μιας και βρισκόμαστε σ' αυτό το θέμα, αφήστε με να σας πω για μια γυναίκα τόσο σταθερή που αξίζει να γίνει γνωστή η ιστορία της. Οι μπουκανιέροι, επιστρέφοντας από μια πειρατική τους επιδρομή, είχανε φέρει μαζί τους αιχμαλώτους από τα νησιά Τομπάγκο και Τομπαγκίγια και ανάμεσά τους βρισκόταν και η νέα και πολύ όμορφη γυναίκα ενός πλούσιου εμπόρου. Δε θα σταθώ στην ομορφιά της περισσότερο παρά μονάχα για να πω πως σ' όλη την Ευρώπη δε θα μπορούσε να βρεθεί γυναίκα ωραιότερη. Ο άντρας της, όπως συνηθίζεται σ' αυτά τα μέρη, είχε πάει στο Περού για δουλειές κι αυτή, με τον ερχομό των μπουκανιέρων στον Παναμά, πήρε τα πιο πολύτιμα πράγματά της κι έφυγε, συντροφεμένη από κάποια φιλικά της πρόσωπα. Μόλις ο Μόργκαν την είδε, τους διέταξε να τη βάλουνε χώρια από τους φίλους της· να μείνει μόνη σ' ένα δωμάτιο με μια σκλάβα μονάχα, αν και η όμορφη κυρά έκλαιγε και παρακαλούσε κι έλεγε πως δεν της έκανε κανένα κόπο να μείνει με κείνους που ήξερε. Ο Μόργκαν την άφησε να έχει το κάθε τι που θα μπορούσε να χρειαστεί και την ώρα του μεσημεριού της έστειλε ένα δίσκο με φαγιά από το δικό του τραπέζι, αν και της είχε δώσει μια νεαρή σκλάβα για να της μαγειρεύει. Η γυναίκα στην αρχή είχε μείνει κατάπληκτη από όλες τις περιποιήσεις του Μόργκαν και μάλιστα αυτές οι αβρότητές του τη φέρανε στο σημείο να συμπεράνει πως οι μπουκανιέροι δεν μπορούσαν να είναι τόσο κακοί όσο αυτή καθώς και πολλές άλλες Σπανιόλες είχαν υποθέσει. Όταν ο ισπανικός στρατός ετοιμαζόταν να βγει από την πόλη για να πάει να πολεμήσει τους επιδρομείς, μερικές από τις γυναίκες των στρατιωτών τους είχαν ζητήσει, γυρίζοντας, να τους φέρουν ένα ενθύμιο από τους ladrones (ληστές). Άλλες πάλι, πιο απαιτητικές, είχαν απαιτήσει να παρακολουθήσουν τη μάχη από μια απόσταση ασφαλείας. Οι σύζυγοι όμως όλα αυτά τα αιτήματα τα από239
ριψαν, λέγοντας πως OL κυρίες θα κατατρομοκρατιόντουσαν, όχι από τη μάχη αλλά από την ίδια την ασχήμια των μπουκανιέρων. Αυτοί οι κουρσάροι, είπαν, δε μοιάζουν με μας, μοιάζουν περισσότερο με ζώα - και υποσχέθηκαν, στο γυρισμό τους, να φέρουνε μερικά κεφάλια μπουκανιέρων για να το αποδείξουν. Όπως ήταν, λοιπόν, πολύ φυσικό, πολλές γυναίκες, όταν πρωτοείδαν πραγματικά τους μπουκανιέρους, ανέκραξαν κατάπληκτες, «Jesús, los ladrones son como los españoles» y (που σημαίνει «Χριστέ μου, οι ληστές είναι σαν τους Ισπανούς»). Ακόμα κι αυτή, η γυναίκα του έμπορου, ξεγελασμένη από την προσποιητή ευγένεια του Μόργκαν, αναφώνησε, «Los ladrones son tan cortezes como s¿ fueron españoles» (που σημαίνει «Οι ληστές είναι τόσο περιποιητικοί λες και είναι Ισπανοί!»). Κάθε μέρα ο Μόργκαν έκανε μια βόλτα στην εκκλησία όπου κρατούσαν τους αιχμαλώτους και έριχνε μια ματιά στο κιγκλίδωμα του δωματίου όπου φυλαγόταν αυτή η γυναίκα. Θα τη χαιρετούσε και μάλιστα μερικές φορές θα της ψιλοκουβέντιαζε, γιατί μιλούσε καλά ισπανικά. Επίσης άρχισε να επιτρέπει στους φίλους της να την επισκέπτονται. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για τρεις ημέρες· ύστερα έστειλε ένα μήνυμα, ζητώντας της να συναινέσει στην ατίμωσή της, και κατόπιν έκανε ο ίδιος προσωπικά μια παρόμοια πρόταση, δίνοντάς της ταυτόχρονα πάμπολλα πολύτιμα. Η κυρία, αγνή και καλοαναθρεμμένη καθώς ήταν, τον ευχαρίστησε και παραδέχτηκε πως βρισκόταν ανυπεράσπιστη στη θέληση της δύναμής του, και, συνεχίζοντας, του είπε πως από την πρώτη στιγμή πρόσεξε τις μεγάλες, προσωπικές περιποιήσεις του προς αυτή, πράγμα που ήλπιζε να μη μειο^θεί. Το 'βρίσκε όμως δύσκολο να πιστέψει πως είχε βίαιες προθέσεις και ότι ένας αρχηγός σαν κι αυτόν δεν μπορούσε να έχει τέτοιου είδους απαιτήσεις από κάποια που η ζωή της βρισκότανε στα χέρια του. Αυτά τα ευγενικά λόγια δεν μπορούσαν να καταπραΰνουν την ξαναμμένη λαγνεία του Μόργκαν. Όλο και πιο πολύ και όλο πιο ορμητικά την ικέτευε* της υποσχόταν να της αντικαταστήσει με διαμαντικά όλα όσα είχε χάσει. Εκείνη πάλι από τη μεριά της αρνιόταν να ενδώσει σ' αυτές τις προτάσεις του, 240
χρησιμοποιώντας κάθε φραστικό τρόπο που μπορούσε να σκεφτεί, ο Μόργκαν όμως δεν την άφηνε σε ησυχία. Τόσο επίμονα την ενοχλούσε που στο τέλος αναγκάστηκε να του πει πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποχωρήσει στη λαγνεία του, αφού ποτέ όσο ζούσε δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι τέτοιο. Ά μα του τα 'πε αυτά, έκλεισε το στόμα της και δεν ξαναμίλησε. Η άρνηση αυτής της γυναίκας τόσο εξόργισε το Μόργκαν που τελικά την κλείδωσε μονάχη σ' ένα άλλο δωμάτιο και απαγόρευσε στους άλλους να την πλησιάζουν. Της πήρε όλα τα ρούχα, αφήνοντάς την γυμνή, και κάθε μέρα της δινόταν τόσο λίγο φαί που σχεδόν λιμοκτονούσε. Όλα τούτα όμως δεν αποδυνάμωναν την απόφασή της· κάθε μέρα προσευχότανε στο Θεό και τον παρακαλούσε, αφού είχε αποφασίσει να της επιβάλει τέτοια τιμωρία, να της δίνει τουλάχιστο τη δύναμη για να αντιστέκεται στη βιαιότητα του Μόργκαν. Ο Μόργκαν βασάνισε αυτή τη γυναίκα μ' αυτό τον τρόπο με την πρόφαση ότι βρισκόταν σ' επαφή με τους Ισπανούς και ότι με μια σκλάβα τους είχε στείλει πολλά γράμματα. Δε θα πίστευα ποτέ πως μια γυναίκα θα μπορούσε να είναι τόσο σταθερή, αν δεν την είχα δει και δεν της είχα μιλήσει εγώ ο ίδιος. Μια ή δυο φορές τη βοήθησα, φέρνοντάς της φαΐ, αν και αυτό έπρεπε να γίνεται στα κρυφά. Πάρα κάτω στην αφήγησή μου θα ξαναμιλήσω γι' αυτή τη γυναίκα, για να σας εξιστορήσω πόσο η ατυχία την περικύκλωνε, όχι μονάχα όταν βρισκόταν ανάμεσα στους εχθρούς, μα ακόμα κι όταν ήτανε με τους φίλους της. Ύστερα από τρεις βδομάδες στον Παναμά - τρεις βδομάδες γεμάτες με λεηλασίες στη στεριά και τη θάλασσα - ο Μόργκαν άρχισε τις προετοιμασίες για την αναχώρησή του. Κάθε λόχος έπρεπε να συγκεντρώσει ένα ορισμένο αριθμό από μουλάρια για να μεταφέρουν τα λάφυρα ως τον ποταμό, που βρισκόταν κάπου οχτώ λεύγες μακριά. Στο μεταξύ, καμιά εκατοστή από τους άντρες του συμφωνήσανε μεταξύ τους να παρατήσουν το Μόργκαν στα κρύα του λουτρού, να πάρουν το καράβι, που βρισκόταν στο λιμάνι, και να λεηλατήσουν τη Νότια Θάλασσα. Σκόπευαν να αιχμαλωτίσουν ένα μεγάλο καράβι, να το φορτώσουν με τα λάφυρά τους και να γυρίσουν πίσω στην Ευρώπη από το δρόμο των Ανατολικών Ινδιών. Με τέτοια σχέδια στο 241
μυαλό τους, είχανε στοιβάξει μυστικά σ' ένα κρυφό μέρος κάθε είδους αναγκαία εφόδια, όπως μπαρούτι, βόλια, αλεύρι και παξιμάδια· ακόμα είχαν πάρει και κάμποσα κανόνια που μ' αυτά σκόπευαν να οχυρώσουν ένα αγκυροβόλιο σ' ένα από τα νησιά για να τους χρησιμεύει σα βάση. Η σκευωρία τους θα πετύχαινε, αν ένας απ' αυτούς δεν τα 'λεγε όλα στο Μόργκαν. Αυτός αμέσως έδωσε διαταγές οι ιστοί του πλοίου τους να κοπούν και να καούν και μαζί μ' αυτούς να κοπούν και να καούν οι ιστοί όλων των άλλων καραβιών, που βρίσκονταν στο λιμάνι, κι έτσι τα σχέδιά τους ματαιώθηκαν. Στο μεταξύ, τα μουλάρια συγκεντρώθηκαν και ο Μόργκαν ξαπόστειλε μερικούς Ισπανούς για να βρούνε λύτρα για τις γυναίκες, τα παιδιά και τους σκλάβους τους, καθώς και για τους λίγους καλόγερους· επίσης να βρουν λύτρα για τους εαυτούς τους και για τρυς άλλους καλόγερους, που εναπόμεναν πίσω ως όμηροι. Ύχττερα ο Μόργκαν αχρήστεψε όλα τα κανόνια και έσπασε τους άξονές τους. Πριν από την αναχώρησή του, έστειλε ανιχνέυτές για να δουν τι ετοίμαζε ο Πρόεδρος του Παναμά, γιατί μερικοί από τους^ αιχμαλώτους του έλεγαν πως συγκέντρωνε άντρες και ότι σχεδίαζε να στήσει ενέδρες για να κλείσει το δρόμο στους πειρατές. Οι ανιχνευ-τές όμως γύρισαν πίσω και είπανε στο Μόργκαν πως δεν είχαν αντιληφθεί καμιά ένδειξη για ενέδρες και εξόν αίτ' αυτό οι νέοι αιχμάλωτοι, που είχαν πιάσει οι ανιχνευτές, έλεγαν πως αν και ο Πρόεδρος επιθυμούσε πολύ να σχηματίσει μια νέα φανταχτερή δύναμη, μολοντούτο τα σχέδιά του τιναχτήκανε στον αέρα γιατί όλοι οι άντρες του είχαν λιποτακτήσει. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1671, ο Μόργκαν με όλους τους άντρες του έφυγε από την Πόλη του Παναμά, ενώ τον συνόδευαν 175 μουλάρια φορτωμένα με ασημικά και νομίσματα καθώς και πεντακόσιοι ή εξακόσιοι αιχμάλωτοι - άντρες, γυναίκες, παιδιά και σκλάβοι. Την πρώτη εκείνη μέρα η πορεία τους κάλυψε μια λεύγα περίπου απόσταση από την πόλη, σταματώντας τελικά σε μια κοιλάδα, που ήταν δίπλα στον ποταμό. Εκεί πέρα ο μπουκανιέρικος στρατός στρατοπέδευσε σε κύκλο και στη μέση έβαλαν τους αιχμαλώτους. Όλη τη νύχτα δεν άκουγες τίποτα άλλο από τα βογγητά, τους στεναγμούς και τα κλαψίματα των γυναικών και των πολλών παιδιών, που άρχισαν 242
να καταλαβαίνουν καλά πως οι πειρατές τους ξερίζωναν από την πατρίδα τους. Ένα φώναζε και ζήταγε τον πατέρα του, ένα άλλο έκλαιγε για τους φίλους του, ενώ ένα τρίτο χτυπιότανε για την πατρική γη, που έχανε. Το χειρότερο όμως απ' όλα ήταν πως όλοι αυτοί οι κακομοίρηδες αιχμάλωτοι υπέφεραν από μεγάλη πείνα και δίψα. Ήταν κρίμα να βλέπεις τόσος πολλές κακόμοιρες γυναίκες με τα μωρά στα στήθια τους και να μην έχουν τίποτα να δώσουνε σ' αυτά τα μικρά πλάσματα. Παρακαλούσαν το Μόργκαν γονατιστοί μπροστά του να τους αφήσει να φύγουν, μα ο θρήνος όλων αυτών των εξαθλιωμένων ανθρώπων δεν ήταν αρκετός για να τον κάνει να νιώσει κάποια ευσπλαγχνία. Το ενάντιο μάλιστα, τους έλεγε πως δεν καθόταν εκεί χάμω για να ακούει τα κλαψουρίσματά τους, μα για να πάρει χρήματα και ότι χωρίς αυτά δε θα ξέφευγαν ποτέ από τ' αρπάγια του. Αυτή ήταν όλη κι όλη η παρηγοριά που αυτοί οι κακομοίρηδες μπορούσαν να πάρουν από το Μόργκαν. Το άλλο πρωί ξαναπήραν το δρόμο και τα κλάματα και οι οδυρμοί άρχισαν και πάλι. Το ένα τμήμα των μπουκανιέρων βάδιζε μπροστά, στη μέση πήγαιναν οι αιχμάλωτοι και από πίσω έρχονταν οι υπόλοιποι πειρατές. Η γυναίκα, που έχουμε μιλήσει γι' αυτή, υποχρεώθηκε να περπατάει ανάμεσα σε δυο μπουκανιέρους, υποφέροντας τρομερά από την κάψα του ήλιου και από την ανωμαλία του δρόμου - όπως υπέφεραν άλλωστε όλες οι κυρίες, που δεν ήτανε μαθημένες σε τέτοιες κακουχίες. Ο Μόργκαν δεν απαγόρευε στους άντρες του να δίνουν ένα χέρι βοήθειας στις γυναίκες, με μοναδική όμως εξαίρεση την άτυχη κυρία. (Την αποκαλώ άτυχη, όχι χωρίς αιτία, γιατί φαίνεται πως η κακή της τύχη την ακολουθούσε παντού). Αυτή, λοιπόν, παράγγειλε σε μερικούς γνωστούς της καλόγερους, που τους εμπιστευόταν, να πάνε σε κάποιο μέρος να πάρουνε χρήματα και να της τα φέρουν για να πληρώσει τα λύτρα της. Αυτοί όμως αντί να τα χρησιμοποιήσουν γι' αυτό το σκοπό, πήγαν και με τα χρήματα της άτυχης γυναίκας απελευθέρωσαν μερικούς από τους αδερφούς τους. Αν δεν αποκαλυπτόταν η αλήθεια από ένα σκλάβο, που της έφερνε ένα γράμμα, ο Μόργκαν θα την πήγαινε στην Τζαμάικα. Οπωσδήποτε, όταν οι μπουκανιέροι είδαν και οι ίδιοι πως τα χρήματα ήταν 243
πραγματικά για τα λύτρα της γυναίκας, την άφησαν να φύγει και έπιασαν τους καλογέρους. Με την άφιξη στο χωριό Κρουθ, που βρισκόταν στην όχθη του ποταμού Σάγκρε, ο Μόργκαν πληροφόρησε όλους τους αιχμαλώτους πως τα λύτρα τους έπρεπε να καταβληθούν μέσα σε τρεις ημέρες γιατί διαφορετικά θα τους έπαιρνε μαζί του. Στο μεταξύ, από τα περίχωρα είχε συγκεντρώσει όλο το ρύζι και το καλαμπόκι για να εφοδιάσει τα πλοία και σ' αυτό το διάστημα μερικοί από τους αιχμαλώτους εξασφάλισαν την απελευθέρωση τους. Στις 15 του Μάρτη ξεκίνησε από το Κρουθ , με όλα τα λάφυρά του και με όλους εκείνους τους αιχμαλώτους, που δεν είχαν κατορθώσει να πληρώσουν τα λύτρα τους. Ανάμεσα σ' αυτούς τους τελευταίους συγκαταλέγονταν και οι καλόγεροι, που είχαν κλέψει τα λεφτά της γυναίκας του εμπόρου, μα καλά καλά δεν είχανε φτάσει ούτε στα μισά του δρόμου προς το Σάγκρε, όταν ήρθαν τα χρήματα της απελευθέρωσής τους. Σ' αυτό το σημείο ο Μόργκαν μάζεψε όλους τους άντρες του και τους υπενθύμισε το παλιό έθιμό τους του όρκου· ότι για τον εαυτό τους από τη λεία δεν έχουν κρατήσει ούτε μια δεκάρα από ασήμι, χρυσό , άμπρα, διαμάντια, μαργαριτάρια ή άλλους πολύτιμους λίθους. Τώρα τελευταία είχαν υπάρξει μερικά κρούσματα, είπε, συντρόφων, που είχαν πάρει ψεύτικο όρκο. Γι' αυτό το λόγο, για να εμποδίσει ένα οποιοδήποτε παρόμοιο περιστατικό, αποφάσισε να μην αποσπάσει χωριστό όρκο από τον καθένα, μα να κάνει μια γενική έρευνα χωρίς καμιά εξαίρεση. Αυτή η πρόταση έγινε αποδεκτή πολύ πρόθυμα από τους παλιούς φίλους που είχε ο Μόργκαν ανάμεσα στους καπετάνιους, που ήδη τους είχε εκμυστηρευτεί τους σκοπούς του. Από κάθε λόχο διαλέχτηκε ένας για να κάνει αυτή την έρευνα. Ο Μόργκαν, για τα μάτια, έδωσε την άδεια να ερευνηθεί και ο ίδιος, όπως άλλωστε έκαναν και όλοι οι καπετάνιοι, κι έτσι κανένας δεν έμεινε απ' έξω. Οι γάλλοι μπουκανιέροι άρχισαν να δυσανασχετούν ενάντια σ' αυτή τη διαδικασία, επειδή όμως αποτελούσαν τη μειονότητα, προτίμησαν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Αν όμως οι πειρατές ήξεραν πως ο Μόργκαν είχε μια τέτοια ιδέα στο μυαλό του, ασφαλώς δε θα φέρνανε μαζί τους όλα όσα είχανε βρει. 244
Ά μ α ερευνήθηκαν όλοι, επιβιβάστηκαν στα μονοξνλα και στ' άλλα καράβια, που περιμένανε στον ποταμό, και στις 19 του Μάρτη φτάσανε στο φρούριο Σάγκρε, Εκεί πέρα το κάθε τι πήγαινε καλά, εκτός από το γεγονός πως οι περισσότεροι από τους λαβωμένους, που είχαν αφήσει εκεί, είχαν πεθάνει από την πείνα. Μα κι εκείνοι που ήταν καλά στην υγεία τους ταλαιπωρήθηκαν αρκετά απ' αυτό. Αναγκάστηκαν να φάνε εκείνα τα πουλιά, που οι Ισπανοί ονομάζουν γκαγινάθος {gallinazos^), που ζουν τρώγοντας μόνο ψοφίμια. Μέγα πλήθος απ' αυτά βρέθηκαν να τσιμπολογούν τα πτώματα των νεκρών Ισπανών. Αυτά τα πουλιά μοιάζουνε με διάνους και έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος· την πρώτη φορά που είδα μερικά - σκότωσα δυο - τα πέρασα πως ήτανε διάνοι. Τα γεράκια αυτά είναι αδηφάγα και σαρκοβόρα* τέσσερα απ' αυτά μπορούν να φάνε ένα ολόκληρο βόδι ή ένα άλογο μέσα σε μια μέρα. Όσο πιο γρήγορα τρώνε τόσο γρήγορα απαλλάσσονται απ' αυτό που τρώνε από την πισινή τους μεριά. Είναι δειλά ίσαμε κει που δεν παίρνει άλλο και δεν τολμούν να επιτεθούν σε κανένα ζωντανό πλάσμα, όσο μικρό κι αν είναι, εφόσον αυτό μπορεί και κινείται. Τα ράμφη τους δεν μπορούν να τρυπήσουν το δέρμα ενός ζώου, γι' αυτό πρώτα ραμφίζουν τα μάτια κι ανοίγουνε μια τρύπα* ύστερα, απ' αυτό το άνοιγμα, εισχωρούν στο εσωτερικό του πτώματος, που το τρώνε από μέσα, αφήνοντας μονάχα το δέρμα και τα κόκκαλα ενώ το κρέας εξαφανίζεται. Αυτά τα σαρκοβόρα κάνουνε μεγάλη ζημιά στις αγέλες των βοδιών και των αλόγων, γιατί όταν μια γελάδα ή μια φορβάδα γεννήσει και το νεογέννητό της δεν είναι ακόμα σε θέση να κινηθεί, πέφτουν απάνω του και του ραμφίζουν τα μάτια. Ολόκληρα σμήνη απ' αυτά τα πουλιά συνηθίζουν ν' ακολουθούν τους κυνηγούς, όπως ακριβώς τώρα ακολουθούσαν τους μπουκανιέρους στον Παναμά - καμιά εκστρατεία δεν έχει αρχίσει χωρίς να έχει τελειώσει με τα ραμφίσματα αυτών των γερακιών απάνω στα πτώματα ανθρώπων ή ζώων. Η παρουσία τους προειδοποιούσε τους Ισπανούς για τον ερχομό των πειρατών όταν ψηλά στον ουρανό έβλεπαν ένα σμήνος απ' αυτά τα πουλιά, έλεγε ο ένας στον άλλο, «Οι κουρσάροι έρχονται!». Αυτού 1. Είδος μεγάλων γερακιών.
245
του είδους τα γεράκια συναντιούνται σ' όλη την έκταση της ηπειρωτικής χώρας καθώς και σε μερικά νησιά, όπως στην Κούβα και την Τζαμάικα. Μερικοί λένε πως η Ισπανιόλα κάποτε ήταν γεμάτη με τέτοια πουλιά, μα τα έδιωξαν ύστερα από μάγια που τους έκαναν. Κυρίως μαζεύονται γύρω ή ακόμα και μέσα στις πόλεις όπου ξεκαθαρίζουν όλα τα πεταμένα σκουπίδια. Πάντα μπορεί να τα δει κανείς να φωλιάζουν πάνω στα σπίτια ή στις εκκλησίες, να καραδοκούν διαρκώς για ο,τιδήποτε πέφτει. Τη στιγμή που ένα κομμάτι κρέας ή ο,τιδήποτε άλλο ριχτεί έξω από ένα σπίτι, ένα λεφούσι απ' αυτά είναι πάντα έτοιμο να πέσει απάνω του και να το εξαφανίσει αμέσως. Τα γεράκια αυτά μπορούν να μείνουν νηστικά για πολύ καιρό* σύμφωνα με ανθρώπους που έχουνε μελετήσει το ζήτημα, μπορούν να ζήσουν κι ένα ολόκληρο μήνα χωρίς να φάνε τίποτα. Οι μπουκανιέροι, που είχανε μείνει στο φρούριο Σάγκρε, είπαν πως τα πουλιά, όταν προσγειώθηκαν πάνω στα πτώματα, ήταν τόσο αδύνατα που ούτε δυο ουγγιές κρέας δεν είχε απάνω του όλο το κορμί τους, μα ύστερα από καμιά δεκαπενταριά μέρες καλοφαγίας πάχυναν τόσο πολύ που μοιάζανε με διάνους. Αναφέρω αυτή την πληροφορία επειδή δεν έχουμε τέτοια πουλιά στην Ευρώπη. Όταν ο Μόργκαν και οι άντρες του φτάσανε στο Σάγκρε, θεώρησε πως ήτανε συνετό να μοιράσει αμέσως τη λεία, τώρα μάλιστα που η τροφή ήτανε λιγοστή. Αυτό έγινε αποδεκτό από όλους όπως επίσης επιδοκιμάστηκε η πρόταση του Μόργκαν να στείλουν ένα καΐκι στο Πόρτο Μπέλλο, που να αποβιβάσει τους αιχμαλώτους από το Σαιντ Καταλίνα και να ζητήσει λύτρα για το φρούριο Σάγκρε. Δυο μέρες αργότερα το καίκι γύρισε πίσω, φέρνοντας τα νέα πως οι Ισπανοί αρνούνται να πληρώσουν οποιαδήποτε λύτρα. Τηγ επόμενη μέρα κάθε λόχος πήρε το μερίδιό του από τη λεία - δηλαδή τόσα όσα τουλάχιστο τους παραχώρησε ο Μόργκαν. Όταν ο καθένας πήρε το μερτικό του, βρήκαν πως στον κάθε ένα δεν αναλογούσαν πάρα πάνω από 200 σκούδα. Το κατεργασμένο ασήμι λογαριαζόταν από το Μόργκαν μονάχα για δέκα σκούδα το πάουντ* η τιμή που πρόσφερε σε αντάλλαγμα για διάφορα διαμαντικά ήταν εξευτελιστικά φτηνή και εκτός απ' αυτά πολλά διαμαντικά έλειπαν - που γι' αυτό ο 246
Μόργκαν κατηγορήθηκε δημόσια από τους μπουκανιέρους. Όταν είδε πως τα πληρώματα άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα, ο Μόργκαν χωρίς να χάσει καιρό, ετοιμάστηκε να φύγει. Προηγούμενα όμως γκρέμισε το φρούριο και του 'βαλε φωτιά, αφού πρώτα μετέφερε τα κανόνια στο πλοίο του. Αμέσως ύστερα άνοιξε πανιά, χωρίς να δώσει σε κανένα καράβι σινιάλο για την αναχώρησή του· άφησε να τον ακολουθήσουν όσοι ήθελαν. Στην πραγματικότητα ακολουθήθηκε μονάχα από τρία ή τέσσερα καράβια, εκείνα των φίλων του, που, κατά τους πειρατές, είχανε μοιραστεί μαζί του τα λάφυρα. Τρία ή τέσσερα γαλλικά μπουκανιέρικα καράβια τον καταδίωξαν και είχαν αποφασίσει να του επιτεθούν, αν κατάφερναν να τον πλησιάσουν. Όμως το πλοίο του Μόργκαν ήταν καλά εφοδιασμένο με τρόφιμα και μπορούσε να το κρατάει στην πορεία του. Πράγμα που δεν έγινε με τους άλλους* ο ένας λίγο παρακάτω έπεσε έξω, ένας άλλος έπαθε αβαρίες και μόλις που κατάφερε να γλυτώσει κι άλλος έπιασε στεριά, ψάχνοντας να βρει προμήθειες, που θα τον βοηθούσαν να φτάσει στην Τζαμάικα.
247
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Το ταξίδι τον συγγραφέα κατά μήκος της ακτής της Κόστα Ρίκα φού χωρίσαμε από το Μόργκαν, συνεχίσαμε το ταξίδι μας κατά μήκος της ακτής της Κόστα Ρίκα, αναζητώντας ένα μέρος όπου να μπορούσαμε να προμηθευτούμε τρόφιμα καθώς επίσης και να καλαφατίσουμε το καράβι μας, που είχε ανοίξει σε πολλές μεριές και ταυτόχρονα να το καθαρίσουμε λιγάκι από τη βρωμιά του. Σε λίγες ημέρες μπήκαμε σ' ένα πλατύ κόλπο, που λέγεται Μπόκα ντελ Τόρο* είναι ένα μέρος γεμάτο καλάμια και χελώνες που και τα δυο τα είχαμε ανάγκη. Η περιφέρεια αυτού του κόλπου είναι δέκα λεύγες περίπου κα προστατεύεται από τους ανέμους από πολυάριθμα παράκτια νησιά. Γύρω από αυτό τον κόλπο ζούνε διάφορες ινδιάνικες φυλές, που οι Ισπανοί δεν κατόρθωσαν να τις υποτάξουν. Αυτές οι φυλές των Ίντως Μπράβος δεν μπορούν να καταλάβουν η μια τη γλώσσα της άλλης και διαρκώς βρίσκονται σε πόλεμο. Στην ανατολική γωνιά του κόλπου ζουν Ινδιάνοι που πριν τους άρεσε να συναλλάσσονται εμπορικά με τους μπουκανιέρους. Τους έφερναν κάθε τι που είχαν - καλαμπόκι, κασσάβα, και καρπούς όλων των ειδών κι ακόμα κότες, γουρούνια και άλλα ζώα. Σε αντάλλαγμα, οι πειρατές τους έδιναν παλιά σιδερικά, κομμάτια από κοράλια κι άλλα παρόμοια πράγματα, που αυτοί οι άνθρωποι τα φοράνε για στολισμό. Το μέρος αυτό ήτανε για τους πειρατές μια καλά ασφαλισμένη φωλιά όταν χρειάζονταν καταφύγιο, μα κάποτε οι μπουκανιέροι μεταχειρίστηκαν τους Ινδιάνους τόσο άσχημα που τώρα δεν τολμούν ούτε το πόδι τους να πατήσουν εκεί. Είχαν αρπάξει τις Ινδιάνες κι είχανε σκοτώσει αρκετούς από τους άντρες, γι' αυτό από τότε οι Ινδιάνοι δε θέλουν καμιά δοσοληψία μαζί τους.
Α
248
Μπαίνοντας στον κόλπο, πήγαμε αμέσως σ' ένα μέρος όπου ελπίζαμε να βρούμε κυνήγι, μα δεν πιάσαμε τίποτα, κι έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να ικανοποιηθούμε με τ' αυγά των κροκοδείλων, που τα βρήκαμε θαμμένα στην άμμο. Ύστερα προχωρήσαμε προς τ' ανατολικά του κόλπου όπου συναντήσαμε τρία πλοία συντρόφων μας, που κι αυτοί όπως και μεις ανήκαν πριν στο στόλο του Μόργκαν. Είχαν έρθει κι αυτοί εδώ με τους ίδιους σκοπούς, είχαν όμως τόση έλλειψη από τρόφιμα που ήταν υποχρεωμένοι να περιορίσουν το φαί τους, τρώγοντας μονάχα μια φορά την ημέρα, ενώ ταυτόχρονα επισκεύαζαν τα καράβια τους για να είναι σε θέση να ταξιδέψουν και πάλι. Όταν είδαμε πώς είχαν τα πράγματα εκεί πέρα, φύγαμε αμέσως και πλεύσαμε προς το δυτικό μέρος όπου πετύχαμε να μαζέψουμε μπόλικες χελώνες, αρκετές για να μας ζήσουν. Ύστερα από λίγο καιρό μένοντας εκεί, άρχισε να μας λείπει το νερό - όχι γιατί δεν υπήρχε, μα επειδή δεν τολμούσαμε να πάμε να το πάρουμε εξαιτίας των Ινδιάνων. Στο τέλος όμως η ανάγκη μας έσπρωξε να πάμε σ' ένα ποτάμι για να προμηθευτούμε νερό. Όλοι πήρανε μέρος σ' αυτή την επιχείρηση* οι μισοί περιπολούσανε στο δάσος, ενώ οι άλλοι μισοί γέμιζαν τους κάδους. Δε θα είχε περάσει ούτε μια ώρα από την αποβίβασή μας, όταν οι σύντροφοί μας στο ποτάμι αιφνιδιάστηκαν από μια συμμορία Ινδιάνων, που προσπάθησαν να τους εμποδίσουν να πάρουν νερό. Μόλις ακούσαμε την κραυγή «Aux armes!» («Στα όπλα!»), τρέξαμε στο ποτάμι, ρίχνοντας συνέχεια ντουφεκιές στα τυφλά, γιατί μπροστά μας δε φαινόταν κανένας, και μονάχα προς το τέλος, όταν κοντέψαμε στους δικούς μας, διακρίναμε μια ομάδα από Ινδιάνους, που χανότανε τρέχοντας μέσα στα δέντρα. Τους καταδιώξαμε αμέσως, πυροβολώντας αδιάκοπα, μα τα κατάφεραν κι έφυγαν όλοι εκτός από δυο που τους βρήκαμε νεκρούς. Από την περιβολή του ο ένας από τους νεκρούς Ινδιάνους φαινόταν να είναι επίσημο πρόσωπο. Γύρω από τη μέση του φορούσε ένα ρούχο καμωμένο από φλοιό δέντρου, που στην αφή ήτανε μαλακό σα μετάξι. Επίσης είχε ένα χρυσό γένι - μια λεπτή χρυσή πλάκα ίσαμε τρία δάχτυλα πλατιά και έξι ίντσες μακριά - που ζύγιζε όσο και τρία μολυβένια βόλια. Αυτό το πράγμα ήταν δεμένο στο 249
κάτω χείλι του με μια κλωστή, που περνούσε μέσα από δυο μικρές τρύπες. Ο άλλος νεκρός ήταν ολότελα γυμνός, είχε όμως ένα γένι από χελωνοκαύκαλα. Τα όπλα τους δεν ήταν τίποτα άλλο παρά βέργες φοινικόδεντρων, που είχανε μάκρος εφτά πόδια περίπου και ήτανε σουβλερές κι από τις δυο άκρες· η μια μάλιστα άκρη είχε αιχμή αγκιστροειδή. Και τα δυο αυτά σημεία είχαν κατεργαστεί στη φωτιά. Ψάξαμε μήπως και ανακαλύπταμε τις κατοικίες τους, μα δεν μπορέσαμε να βρούμε καμιά και απ' αυτό βγάλαμε το συμπέρασμα πως πρέπει να ζούσαν πολύ βαθιά μέσα στο δάσος. Επιθυμούσαμε πάρα πολύ να πιάσουμε έναν απ' αυτούς τους ανθρώπους ζωντανό για να δοκιμάσουμε μήπως και μπορούσαμε να αποκτήσουμε φιλικές σχέσεις με τη φυλή και μ' αυτό τον τρόπο να αναπτύξουμε κάποιες εμπορικές συναλλαγές τροφίμων, που μας ενδιέφεραν ιδιαίτερα· μα ήταν πάρα πολύ άγριοι και δεν υπήρχε περίπτωση για κάτι τέτοιο. Σε πείσμα αυτής της συνάντησης, εμείς πήραμε από τον ποταμό όσο νερό χρειαζόμασταν και ύστερα ξεκινήσαμε για τα πλοία μας. Εκείνη τη νύχτα ακούγαμε στη στεριά τους Ινδιάνους να βγάζουνε θρηνητικές κραυγές, και απ' αυτό υποθέσαμε πως ένα μεγάλο μέρος από τη φυλή είχε μαζευτεί εκεί και με σκουξιές και κλάματα θρηνούσαν τους νεκρούς συντρόφους τους. Δεν είχαν ούτε βάρκες ούτε μονόξυλα, όσο τουλάχιστο μπορούσαμε να δούμε. Καθώς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα σ' αυτό το μέρος και όπως ήμασταν ανήμποροι να βρούμε κάτι περισσότερο απ' αυτό που χρειαζόμασταν για την καθημερινή μας τροφή, αποφασίσαμε να σηκώσουμε πανιά και να βάλουμε πλώρη για την Τζαμάικα. Ο άνεμος ήταν ενάντιος ώσπου φτάσαμε στην εκβολή του ποταμού Σάγκρε, όταν εκεί είδαμε ένα καράβι να 'ρχεται κατά πάνω μας, παίρνοντάς μας στο κυνήγι. Εμείς υποθέσαμε πως ήταν κάποιο ισπανικό καράβι, που ερχόταν από την Καρταγκένα, κουβαλώντας στρατιωτικές δυνάμεις για να καταλάβουν το φρούριο Σάγκρε, έτσι, βλέποντάς το να 'ρχεται κατά πάνω μας, πιάσαμε πρίμα τον αέρα κι αρχίσαμε το τρέξιμο μ' ολάνοιχτα πανιά. Το ξένο όμως καράβι έπλεε πιο γρήγορα από μας και ύστερα από μια καταδίωξη, που κράτησε εικοσιτέσσερις ώρες, μας πρόφτασε. Όταν πλησίασε, είδαμε πως 250
ήταν ένα καράβι συντρόφων μας. Είχαν προσπαθήσει, καθώς μας είπαν, να φτάσουνε στο Νόμπρε ντε Ντίος κι από κει να κατευθυνθούν προς την Καρταγκένα, μήπως και στέκονταν τυχεροί και λεηλατούσαν κανένα καράβι, μα επειδή ο άνεμος και τα ρεύματα ήταν ενάντια είχαν αποφασίσει να ξαναγυρίσουν στο Μπόκα ντελ Τόρο. Αυτή η καταδίωξη μας είχε κάνει μεγάλη ζημιά, γιατί μέσα σε δύο μέρες είχαμε χάσει μεγαλύτερη απόσταση απ' ό,τι είχαμε κερδίσει μέσα σε δυο βδομάδες, έτσι ήμασταν και μεις επίσης υποχρεωμένοι να ξαναγυρίσουμε στην προηγούμενή μας θέση, μα δε μείναμε για πολύ. Προχωρήσαμε πάρα κάτω, σ' ένα κόλπο που λέγεται Μπόκα ντελ Ντράγκο, με το σκοπό να πιάσουμε ένα υδρόβιο ζώο, που οι Ισπανοί το λένε μανάτι {manatí) και οι Ολλανδοί θαλάσσια γελάδα,^ επειδή έχει μύτη, στόμα και δόντια όμοια με της γελάδας. Αυτά τα ζώα ζουν πάντα μέσα στο νερό και μένουν κοντά σε μέρη που ο βυθός είναι σκεπασμένος από χλόη, γιατί τρέφονται απ' αυτή. Το σχήμα τους είναι αξιοσημείωτο* το κεφάλι είναι σαν της γελάδας, χωρίς όμως αφτιά - μόνο σε κάθε πλευρά έχει μια μικρούλα τρύπα που μόλις χωράει το μικρό σας δαχτυλάκι. Στο λαιμό έχουνε δυο πτερύγια σαν και κείνα του καρχαρία, μόνο που είναι λίγο μακρύτερα κι έχουνε στην άκρη τρία νύχια, και κάτω απ' αυτά τα πτερύγια βρίσκονται δύο μαστοί. Ολόκληρο το σώμα είναι λείο ίσαμε κάτω στην ουρά, που είναι επίπεδη και στρογγυλεύει στην άκρη· όταν το ζώο μεγαλώσει, η ουρά αυτή γίνεται τρία με τέσσερα πόδια πλατιά. Το μεγαλύτερο απ' αυτά τα πλάσματα φτάνει σχεδόν τα εικοσιτέσσερα πόδια μάκρος. Το δέρμα είναι τριχωτό και παχύ, και το πάχος του στην πλάτη φτάνει τις τρεις ίντσες. Όταν ξεραθεί, γίνεται τόσο σκληρό όσο και το κόκκαλο της φάλαινας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή μπαστουνιών. Κάτω από την κοιλιά το δέρμα είναι λεπτότερο και πιο ευλύγιστο. Τα εσωτερικά όργανα - σηκώτι, πνεμόνια, άντερα, στομάχι, νεφρά - είναι ίδια με του βοδιού. Έχουνε δεκάξι πλευρά από κάθε μεριά, στρογγυλεμένα και αρκετά χοντρά στη μέση και πολύ σκληρά σε κάθε άκρη. Όταν συνουσιάζονται, αγκαλιάζουν το 'να τ' άλλο κοιλιά με κοιλιά. Το αρσενικό έχει ένα γενετήσιο 1. Είδος φώκιας.
251
όργανο όμοιο με του ταύρου και το θηλυκό όργανο βρίσκεται κάτω από τον αφαλό και είναι όπως της γελάδας. Το μαστοφόρο γεννάει ένα νεογνό τη φορά, δεν μπορώ όμως να πω για πόσο καιρό το κυοφορεί, γιατί δεν είχα την ευκαιρία να το παρακολουθήσω. Αυτά τα πλάσματα έχουνε σε μεγάλο βαθμό οξυμένη ακοή και αν κάποιος κάνει και τον παραμικρότερο θόρυβο, είναι αδύνατο να τα πιάσει. Για το λόγο αυτό εκείνοι που τα κυνηγούν, δε χρησιμοποιούν συνηθισμένα κουπιά στις βάρκες τους, μα κάτι κοντά, λεπτά κουπιά, που οι Ινδιάνοι τα λένε παγκάγιος pagayos και οι Ισπανοί καναλέτες canaletes και που μ' αυτά μπορούν να κυλούν τις βάρκες τους απάνω στο νερό μαλακά και αθόρυβα. Οι κωπηλάτες ούτε τσιμουδιά δεν τολμούν να βγάλουν, μόνο ακολουθούν τα σήματα, που τους κάνει ο καμακιστής από την πλώρη. Τα μαστοφόρα καμακώνονται με τον ίδιο τρόπο όπως κι οι χελώνες, μόνο που το κοντάρι είναι λίγο μακρύτερο κι έχει αγκίστρια στην άκρη. Έχουν πολύ μικρά μάτια και η όρασή τους είναι πολύ μικρή - ακριβώς το αντίθετο από τις χελώνες, που έχουνε θαυμάσια όραση, μα που είναι κουφές. Το κρέας μοιάζει με μοσχαρίσιο, μα η γεύση του είναι σαν του χοιρινού και έχει πολύ λίπος. Το κρέας αλατίζεται και καπνίζεται με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν οι μπουκανιέροι για να προπαρασκευάσουν το κρέας τους. Ένα μεγάλο μαστοφόρο θα αποφέρει δυο τόννους κρέας, χωρίς να λογαριάσουμε τα κόκκαλα και το λίπος. Η ουρά είναι όλο λίπος, που οι πειρατές το λειώνουν και το βάζουνε σε πήλινα δοχεία. Το τρώνε με καλαμπόκι, που το μαγειρεύουν όπως το πληγούρι. Το λίπος δε μυρίζει ψαρίλα και στην πραγματικότητα είναι πολύ καλύτερο από το λάδι ή το λαρδί. Αυτά είναι όλα που μπορώ να σας πω σχετικά μ' αυτά τα ζώα, γιατί τίποτα άλλο δεν κατόρθωσα να ανακαλύψω αναφορικά μ' αυτά. Φτάνοντας στον κόλπο, πιάσαμε όσα μπορούσαμε απ' αυτά τα μαστοφόρα. Το κρέας το αλατίσαμε και χρησιμοποιούσαμε για καθημερινή μας τροφή τα απομεινάρια από το κόψιμο και το κρέας που ήταν κολλημένο στα κόκκαλα. Μια μέρα, μη έχοντας τίποτα για φαί και μη θέλοντας να βάλουμε χέρι στα εφόδιά μας του αλατισμένου κρέατος, αποφασίσαμε να πάμε για ψάρεμα και για κυνήγι σ' ένα κοντινό νησί. Ύστερα από λίγο, παρατηρήσαμε ένα ινδιάνικο μονόξυλο με τέσσερις άντρες μέ252
σα. Αυτοί μόλις μας είδαν, έκαναν πίσω και κατευθύνθηκαν προς την ξηρά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αμέσως εμείς τους πήραμε το κατόπι για να δούμε αν και κατά πόσο υπήρχε καμιά περίπτωση ν' αρχίσουμε μαζί τους εμπόριο για να προμηθευτούμε τρόφιμα. Αυτοί όμως οι Ινδιάνοι δεν είχανε δοσοληψίες με Χριστιανούς. Προσάραξαν το μονόξυλό τους και μόλις πηδήξανε στη στεριά άρπαξαν το πλεούμενό τους και το βάλανε στα πόδια. Τους καταδιώξαμε με τέτοια θέρμη που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το μονόξυλο, που, όπως κι αν έχει το πράγμα, οι τέσσερις τους είχαν καταφέρει να το μεταφέρουν 200 δρασκελιές μέσα στο δάσος. Αυτό το μονόξυλο ζύγιζε τουλάχιστο ένα τόννο γι' αυτό και μεις αποθαυμάζαμε τη δύναμη αυτών των αντρών - για μας πάντως ήταν ένας αρκετά μεγάλος μπελάς, οι έντεκα εμείς να το κουβαλήσουμε πάλι πίσω στο νερό. Οι Ινδιάνοι όταν μας είδαν να κουβαλάμε το μονόξυλό τους, άρχισαν να τσιρίζουν και να ξεφωνίζουν. Εμείς τότε πυροβολήσαμε κατά το μέρος απ' όπου έρχονταν οι φωνές, μα τι αποτέλεσμα είχαν δεν μπορούσαμε να πούμε. Δεν τολμήσαμε να προχωρήσουμε πολύ μέσα στο δάσος, γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί Ινδιάνοι σ' αυτό το νησάκι. Ο τιμονιέρης μας, που κατηύθυνε την πορεία μας και που πριν είχε έρθει αρκετές φορές σ' αυτά τα μέρη, μας είπε πως κάποτε είχε έρθει εδώ μ' ένα ολόκληρο στόλο μπουκανιέρικων καραβιών. Μερικοί από τους μπουκανιέρους πήραν τα μονόξυλα και κατευθύνθηκαν προς την παραλία άλλοι για να ψαρέψουν κι άλλοι για να κυνηγήσουν. Εκεί όμως, αρκετοί Ινδιάνοι ήτανε σκαρφαλωμένοι στα δέντρα, που φυτρώνανε στην άκρη του νερού, και μόλις πλησίασαν τα μονόξυλα, πήδηξαν απάνω τους και με μεγάλη σβελτωσύνη αρπάξανε μερικούς μπουκανιέρους, που αστραπιαία τους εξαφανίσανε μέσα στο δάσος πριν οι υπόλοιποι σύντροφοί τους προλάβουν να κάνουν τίποτα για να τους βοηθήσουν. Την επόμενη μέρα ο ναύαρχος αποβιβάστηκε με 500 άντρες για να σώσει τους αρπαγμένους μπουκανιέρους, δεν είχαν όμως προλάβει να πατήσουν το πόδι τους στην ξηρά, όταν οι Ινδιάνοι τους εξανάγκασαν να υποχωρήσουν άταχτα. Αν μια τέτοια δύναμη, σκεφτήκαμε, στάθηκε ανήμπορη να τα βάλει με τους Ινδιάνους, πόσο μάλλον εμείς που 'μασταν λιγότεροι, γι' αυτό και φύγαμε απ' αυτό το μέρος όσο πιο γρήγορα 253
γινόταν. Στο μονόξυλο, που πιάσαμε, βρήκαμε μονάχα ένα δίχτυ - τέσσερις οργιές μακρύ και μισή οργιά πλατύ - και τέσσερις βέργες, εφτά πόδια περίπου μακριές, καμωμένες από φοινικόξυλο. Αυτές υποθέσαμε πως ήταν τα όπλα τους. Η μια άκρη τους ήτανε μυτερή και στην άλλη υπήρχαν εφτά αγκιστροειδείς αιχμές, όπως μπορεί να δει κανείς στο σχεδιάγραμμα.
Το μονόξυλο ήταν κέδρινο και ήταν τόσο αδέξια φτιαγμένο που υποθέσαμε πως δεν είχανε σιδερένια εργαλεία. Το νησάκι όπου ζουν αυτοί οι Ινδιάνοι είναι πολύ μικρό - στην πραγματικότητα η περιφέρειά του είναι μόλις τρεις λεύγες. Δεν έχουν άλλο μέρος να ζήσουν, γιατί βρίσκονται σε πόλεμο με τους Ινδιάνους της ηπειρωτικής ακτής, αφού οι φυλές δεν μπορούν να καταλάβουν η μια την άλλη. Όσο για μας, ούτε και που τολμήσαμε να αποβιβαστούμε στην ηπειρωτική ακτή, γιατί κι εδώ οι Ινδιάνοι με κανέναν δεν ήθελαν να έχουν δοσοληψίες. Κατά τη γνώμη μου, η αιτία που οι Ινδιάνοι αποφεύγουν κάθε επαφή με ξένους είναι πως όταν πρωτοήρθανε σ' αυτή τη χώρα οι Ισπανοί δείξανε στους κατοίκους τέτοια σκληρότητα που οι γηγενείς έβλεπαν τους κατακτητές τους με τρόμο και το αποτέλεσμα ήταν να υποχωρήσουν στο εσωτερικό. Εδώ αναπτύσσονται μέσα σ' ένα περιβάλλον αγριότητας, δεν καλλιεργούν τη γη και ζούνε μονάχα με τα ψάρια του ποταμού και με τους καρπούς των δέντρων. Ύστερα από τις εμπειρίες τους, δεν 254
τολμούσαν να εμπιστευτούν ούτε ακόμα και τους άλλους Ινδιάνους, γιατί μερικές φυλές είχαν πάει με το μέρος το3ν Ισπανών και βασάνισαν άγρια τους συμπατριώτες τους. Σκορπισμένοι έτσι σε διάφορες περιοχές ο τρόπος της ομιλίας τους άλλαξε και αυτό τους οδήγησε σε εχθρότητα. Το παραμικρό δημιουργεί προστριβές και μεγάλη εχθρότητα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους όταν δεν μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο - είναι αδύνατο σ' ένα συνηθισμένο άνθρωπο να αγαπήσει ή να εκτιμήσει κάποιον άμα δεν μπορεί να τον καταλάβει. Γι' αυτό και μόνο το λόγο αυτές οι άγριες φυλές κάνουν πόλεμο η μια ενάντια στην άλλη - όχι γιατί η μια διεκδικεί ό,τι κατέχει η άλλη, ή γιατί η μια έχει στερήσει από την άλλη τη γη ή την τιμή της, ούτε εξαιτίας οποιωνδήποτε χρεών, απλά και μόνο κάνουν πόλεμο επειδή η μια δεν καταλαβαίνει την άλλη. Άμα πιάσουν αιχμαλώτους, τους βάζουν στα πιο φριχτά βασανιστήρια που υπάρχουνε στον κόσμο και ύστερα τους χρησιμοποιούν ως σκλάβους. Αυτές είναι οι παρατηρήσεις μου για τις άγριες φυλές που ζούνε στον κόλπο του Μπόκα ντελ Ντράγκο. Στο τέλος αποφασίσαμε να φύγουμε απ' αυτό τον κόλπο, εφόσον δεν μπορούσαμε να δούμε με ποιο τρόπο θα αποχτούσαμε προμήθειες, καθώς από μέρα σε μέρα μας γινόταν όλο και πιο δύσκολο να βρούμε ανάλογη τροφή για τις ανάγκες μας. Πλεύσαμε, λοιπόν, προς τα δυτικά, στο μάκρος της ακτής, και ύστερα από ένα ταξίδι, που κράτησε εικοσιτέσσερις ώρες, φτάσαμε σ' ένα μέρος που λέγεται Ρίο ντε Θουέρα όπου Ισπανοί από την Καρταγκένα είχανε χτίσει κάτι λίγα σπίτια. Είχαμε σκοπό να πιάσουμε εκεί πέρα χελώνες, επειδή ήταν η εποχή που βγαίνανε στην ακτή να εναποθέσουν τ' αβγά τους, μα δε βρήκαμε ούτε μία. Ύστερα απ' αυτό σκεφτήκαμε να κάνουμε μια επίσκεψη στους Ισπανούς, μα αυτοί μας είχαν αφήσει μονάχα άδεια σπίτια, γιατί όλοι είχαν τρέξει να χωθούν μέσα στο δάσος μόλις μας είδαν να ερχόμαστε. Έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να ικανοποιήσουμε τους εαυτούς μας με μπανάνες ή πλατάνος (platanos) όπως τις λένε οι Ισπανοί, που δε θα περιγράψω καθώς είναι πολύ γνωστές στον καθένα που έχει ζήσει στη δύση. Φορτώσαμε, λοιπόν, το πλοίο μας μ' αυτά τα φρούτα και ύστερα πλεύσαμε παράλληλα με την ακτή ψάχνοντας για κανά καλό λιμάνι να επισκευάσουμε το πλοίο μας. Το καράβι 255
μας είχε ανοίξει σε πολλές μεριές και αν δε βάζαμε τους σκλάβους να αντλούνε συνέχεια το νερό με την τρόμπα, θα είχαμε βουλιάξει από καιρό. Το νερό όσο γρήγορα κι αν το βγάζαμε έξω άλλο τόσο γρήγορα έμπαινε μέσα. Ύστερα από δεκατέσσερις ημέρες πλεύση στο μάκρος της ακτής, φτάσαμε σ' ένα πλατύ κόλπο που είναι γνωστός ως Κόλπος Μπλήικβελντ και πήρε το όνομά του από ένα μπουκανιέρο που συνήθιζε να έρχεται εδώ πολύ συχνά για να επισκευάζει το καράβι του. Αυτή η τοποθεσία ήταν εξαιρετικό μέρος για επισκευές και αμέσως πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Ενώ άλλοι από μας απασχολιούνταν με το πλοίο, άλλοι πήγαιναν να κυνηγήσουν στο δάσος. Σ' αυτά τα δάση υπάρχουν άγρια γουρούνια, που έχουν τους αφαλούς τους στην πλάτη τους γι' αυτό και λέγονται αφαλογούρουνα* υπάρχουν επίσης κουνάβια, όχι όμως και πολλά. Σ' αυτές τις κυνηγετικές μας εξορμήσεις σπάνια συναντούσαμε κανένα άγριο κάπρο ή κουνάβια, έτσι για το καθημερινό μας φαί σκοτώναμε πιθήκους και φασιανούς - κυρίως πιθήκους που βρίσκονταν σε μεγάλους αριθμούς. Αν και ήμασταν εξαθλιωμένοι από την έλλειψη νωπής τροφής, μολοντούτο δε μας ικανοποιούσε ο σκοτωμός των πιθήκων, γιατί από δεκαπέντε ή δεκάξι που χτυπούσαμε σπάνια πιάναμε τρεις ή τέσσερις. Αν δεν έμεναν νεκροί επιτόπου, ήταν αδύνατο να τους πιάσουμε γιατί γραπώνονταν με την ουρά τους απ' τα ψηλά κλαδιά των δέντρων και έμεναν εκεί ώσπου να πεθάνουν, μα ακόμα και τότε κρέμονταν εκεί πέρα ώσπου σάπιζαν. Οι θηλυκές κουβαλούν τα παιδιά τους στις πλάτες τους με τον ίδιο τρόπο όπως κάνουν και οι Νέγρες με τα μωρά τους. Αν σκοτωθεί η μητέρα και το πιθηκάκι μείνει ζωντανό το μικρό δε θα εγκαταλείψει τη μητέρα του, είτε αυτή πέσει είτε όχι, μόνο θα μείνει γραπωμένο σφιχτά στην πλάτη της. Όταν κάποιος περνάει κάτω από ένα δέντρο γεμάτο με πιθήκους, θα τον περιλούσουνε με αποπατήματα και θα σπάσουν κλαδιά, που θα του τα ρίξουνε στο κεφάλι του. Άμα μια ομάδα από πιθήκους πυροβοληθεί και ένας απ' αυτούς χτυπηθεί, οι άλλοι μαζεύονται γύρω του και εξετάζουν την πληγή με τη μυρωδιά. Αν από την πληγή ξεπηδάει πολύ αίμα, κάποιος απ' αυτούς τη σφίγγει για να περιορίσει τη ροή του, άλλοι κόβουνε βρύα και τα βάζουν απάνω στο τραύμα ενώ άλλοι 256
πηγαίνουν και φέρνουνε διάφορα βότανα, που τα μασούν πρώτα κι ύστερα τα μπλαστρώνουν απάνω στην πληγή. Συχνά με μεγάλο θαυμασμό έχω παρατηρήσει τον τρόπο που αυτά τα ζώα στέκουν το ένα δίπλα στο άλλο σε ώρα ανάγκης και προσπαθούν να βοηθήσουν τους συντρόφους τους, παρ' όλο που οι ζωές τους βρίσκονται σε κίνδυνο. Αυτοί οι πίθηκοι είναι γευστικοί και πολύ θρεπτικοί* κάθε μέρα βράζαμε ή ψήναμε τόσο πολύ κρέας πιθήκου που στο τέλος το συνηθίσαμε και μας φαινόταν πιο νόστιμο από του φασιανού. Μ' αυτό τον τρόπο ζήσαμε οχτώ μέρες περίπου - άλλοι καλαφατίζανε το καράβι, άλλοι το καθάριζαν και το επισκεύαζαν και οι υπόλοιποι πηγαίναμε για κυνήγι. Μαζί μας είχαμε αρκετούς σκλάβους, άντρες και γυναίκες, και τους είχαμε βάλει κι αυτούς στη δουλειά. Οι άντρες έκοβαν ξύλα για τη φωτιά και έσβηναν ασβέστη, που τον χρησιμοποιούσαμε αντί για πίσσα στο πασάλειμμα του καραβιού στην προσπάθειά μας να το στεγανοποιήσουμε. Οι γυναίκες πήγαιναν κι έφερναν νερό από μερικά πηγάδια που είχαμε σκάψει κοντά στην ακτή. Το καράβι ήτανε σχεδόν έτοιμο και οι γυναίκες σταλθήκανε βιαστικά να γεμίσουν τους κάδους με νερό. Δεν είχε φέξει καλά ακόμα, όταν οι γυναίκες πήραν τα δοχεία τους και ξεκινήσανε για τα πηγάδια, δυο όμως από τις κοπέλες ξεμείνανε λιγάκι πάρα πίσω από τις άλλες, μαζεύοντας φρούτα από τα δέντρα για το κολατσό τους. Ξαφνικά άκουσαν από το δάσος τις στριγγλιές των συντροφισσών τους. Νομίζοντας πως κάτι τις είχε δαγκώσει, οι κοπέλες έτρεξαν προς τα κει για βοήθεια, μα πριν φτάσουνε στο σημείο που ακούγονταν οι φωνές, είδαν να ξεπροβάλλει μέσα από το δάσος μια ομάδα από Ινδιάνους. Στη στιγμή πέταξαν τους κάδους τους και άρχισαν να τρέχουν, φωνάζοντας, «Indios! Indios!» Εμείς αμέσως αρπάξαμε τα όπλα μας και τρέξαμε προς το μέρος όπου οι κοπελιές είπαν πως είχανε δει τους Ινδιάνους. Εκεί πέρα βρήκαμε νεκρές τις δυο νέγρες γυναίκες, καρφωμένη η κάθε μια με δώδεκα ή δεκατρία βέλη* είχαν τρυπηθεί στο σώμα, στο λαιμό και στα πόδια. Φαινότανε σάμπως οι άγριοι να ένιωθαν ιδιαίτερη απόλαυση διατρυπώντας τες με τα βέλη, γιατί το πρώτο κιόλας απ' αυτά θα ήταν αρκετό για να τις έχει σκοτώσει. 257
Α. Β. C. D.
Ένα κομμάτι σιδηροπυρίτη, όεμένο στο οέλος Μια ξύλινη ακίδα, κατά τον ίδιο τρόπο δεμένη Το βέλος Η θήκη στην άκρη του βέλους
Αυτά τα βέλη είχαν μια αξιοσημείωτη κατασκευή* ήτανε φτιαγμένα από βέργες οχτώ πόδια περίπου μακριές και χοντρές όσο ένα δάχτυλο. Στη μια άκρη είχαν ένα ξύλινο άγκιστρο, συνδεδεμένο με τη βέργα μ' ένα λεπτό κορδόνι, και μια τσακμακόπετρα, με τον ίδιο τρόπο συνδεδεμένη κι αυτή με τη βέργα. Η άλλη άκρη είχε ένα είδος μικρής ξύλινης θήκης, που περιλάμβανε λίγες μικρές πέτρες, που κροταλίζανε λίγο άμα το βέλος πετούσε στον αέρα. Μερικά από τα βέλη ήτανε γινωμένα από φοινικόξυλο, ήταν βαμμένα κόκκινα και λάμπανε σαν να ήτανε βερνικωμένα. Υποθέσαμε πως τέτοιου είδους όπλα θα ανήκανε στους αρχηγούς, γιατί παρατηρήσαμε πως μονάχα αυτά ήταν μπηγμένα στη μέση των κορμιών των πεθαμένων γυναικών. Οπωσδήποτε αυτά τα βέλη είναι φτιαγμένα χωρίς τη μεσολάβηση σιδερένιων εργαλείων. Κάθε τι που κατασκευάζουν οι Ινδιάνοι, πρώτα καίνε το ξύλο όσο χρειάζεται και ύστερα το σκαλίζουν με πυρόλυθο. Αυτοί οι Ινδιάνοι κινούνται μέσα στο δάσος γρήγορα κι αθόρυβα. Όσο κι αν ψάξαμε εξονυχιστικά, ποτέ δεν μπορέσαμε να βρούμε ίχνος από τα πατήματά τους ούτε και το παραμικρότερο σημάδι από το πέρασμά τους. Ήταν τόσο προσεχτικοί που είχανε βάλει φύλλα α258
νάμεσα στις ακρινές πετρούλες των βελών τους για να μην κροταλίζουν. Αφού ψάξαμε τα δάση κι αφού μάταια προσπαθήσαμε να βρούμε ένα μονόξυλο ή μια σχεδία τους, ξαναγυρίσαμε στο καράβι μας, φορτώσαμε τα πράγματά μας και φύγαμε. Δεν αισθανόμασταν πια ασφαλείς στην ακτή, γιατί φοβόμασταν πως οι Ινδιάνοι θα μπορούσαν να έρθουν με τέτοιες δυνάμεις που να μας συντρίψουν ολότελα.
259
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Ο συγγραφέας φτάνει στο Κάμπο Γκράθιας α Ντίος' εμπόριο εκεί με τους Ινδιάνους' ο τρόπος της ζωής τους/Αφιξη στην Ίζλα ντε λος Πίνος και γυρισμός στην Τζαμάικα θάνατος των σκλάβων μας στα χέρια των Ινδιάνων μας είχε γεμίσει με τέτοιο φόβο που φύγαμε απ' αυτό το μέρος μια ώρα αρχύτερα. Χαράξαμε πορεία για το Κάμπο Γκράθιας α Ντίος όπου εκεί ελπίζαμε να βρούμε την ανακούφιση που χρειαζόμασταν - ασφαλές καταφύγιο και την ευκαιρία να αποχτήσουμε προμήθειες, γιατί οι Ινδιάνοι που ζουν εκεί, εμπορεύονται με τους μπουκανιέρους και τους συμπεριφέρονται πολύ καλά. Ύστερα από έξι μέρες φτάσαμε σ' αυτό το ακρωτήριο. Το όνομά του σημαίνει «Δόξα να 'χει ο Κύριος!»^ - αναφωνήσαμε και μεις το ίδιο όπως μ' εκείνο τον άνθρωπο που πνίγεται και όταν τον βγάζουν από το νερό φωνάζει «Δόξα να 'χει ο Κύριος που μ' έσωσε!». Ευχαριστήσαμε το Θεό που μας συμπαραστάθηκε στην ανάγκη μας και μας άφησε να έρθουμε σ' ένα μέρος όπου μπορούσαμε να απολαύσουμε τη φιλία των κατοίκων και να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Μόλις ρίξαμε άγκυρα, είδαμε δυο Χριστιανούς στην παραλία, που περίμεναν να μας υποδεχτούν. Οι πειρατές είναι σε τέτοιες φιλικές σχέσεις με το ντόπιο πληθυσμό που μπορούν να μένουν και να ζουν αμέριμνα ανάμεσά του, χωρίς να 'χουν τον κίνδυνο να πάθουν τίποτα. Οι Ινδιάνοι τους δίνουν όλα όσα
Ο
1. Στα ισπανικά σημαίνει «Ευχαριστίες στο Θεό», τέτοιο όμως επιφώνημα δεν έχουμε εμείς στις θρησκευτικές μας επικλήσεις, γι' αυτό και προτίμησα το «Δόξα να 'χει ο Κύριος», που κάνει το λόγο εναργέστερο.
260
χρειάζονται και σ' αντάλλαγμα δεν παίρνουν τίποτα άλλο παρά κάτι παλιά μαχαίρια, τσεκούρια και άλλα τέτοιου είδους εργαλεία. Ένας πειρατής όταν έρχεται εδώ, δίνοντας ένα παλιό τσεκούρι ή κάποιο σκουριασμένο μαχαίρι, αγοράζει από τους Ινδιάνους μια γυναίκα και γι' αυτό το κόστος η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να μένει μαζί του ως το τέλος της ζωής του. Αν συμβεί να λείψει και να ξαναγυρίσει εδώ ύστερα από τρία ή τέσσερα χρόνια, αυτή η ίδια γυναίκα πρέπει να επιστρέψει κοντά του. Ένας άνθρωπος που έχει πάρει για γυναίκα του μια Ινδιάνα δεν έχει να ανησυχεί για τίποτα* αυτή του φέρνει την καθημερινή τροφή του, ακριβώς όπως συνηθίζεται ανάμεσα στους Ινδιάνους. Ο άντρας δε χρειάζεται να κάνει τίποτα άλλο παρά λίγο κυνήγι ή ψάρεμα. Ένας λευκός δε χρειάζεται να κάνει ούτε αυτό* μπορεί να διατάξει ένα Ινδιάνο να το κάνει γι' αυτόν. Οι Ινδιάνοι συχνά ακολουθούν τους πειρατές στα ταξίδια τους και μπορεί να κάνουν τρία ή τέσσερα χρόνια για να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους, έτσι ανάμεσά τους υπάρχουν πολλοί που μπορούν και μιλούν πολύ καλά αγγλικά και γαλλικά, όπως άλλωστε υπάρχουν και πολλοί μπουκανιέροι, που μιλούν την ινδιάνικη γλώσσα αρκετά καλά. Αυτοί οι Ινδιάνοι είναι μεγάλη βοήθεια στους πειρατές, επειδή είναι πολύ καλοί καμακιστές και είναι εξαιρετικά επιτήδειοι στο ψάρεμα των χελωνών, των μαστοφόρων και των ψαριών γενικά. Στην πραγματικότητα, ένας Ινδιάνος είναι ικανός να τροφοδοτεί ένα ολόκληρο πλήρωμα καραβιού από 100 άντρες, αν, βέβαια, είναι σε κάποιο μέρος όπου υπάρχει κάτι για να πιάσει. Όταν αποβιβαστήκαμε στο ακρωτήριο, οι Ινδιάνοι ήρθαν να μας προϋπαντήσουν με όλων των ειδών τα φρούτα και έψαχναν να δουν αν ανάμεσά μας βρίσκονταν τίποτα παλιοί γνώριμοί τους. Δυο από μας, έχοντας ζήσει εδώ αρκετό καιρό, μιλούσαν καλά τη γλώσσα τους. Ανάμεσα σ' αυτούς τους ανθρώπους παραμείναμε κάμποσο καιρό, έτσι είχα την ευκαιρία να μελετήσω τη ζωή και τα έθιμά τους, που πάρα κάτω θα εξιστορήσω με συντομία. Αυτοί οι Ινδιάνοι σχηματίζουν μια μικρή δημοκρατία καθώς δεν έχουν κανέναν αρχηγό πάνω από το κεφάλι τους που να 261
τον αναγνωρίζουν σαν αφέντη ή βασιλιά. Η γη που κατέχουν είναι σε περιφέρεια τριάντα λεύγες περίπου. Δεν έχουν καμιά φιλική σχέση με τους γειτόνους τους και πολύ περισσότερο με τους Ισπανούς, που τους θεωρούνε μεγάλους εχθρούς τους. Είναι λίγοι σε αριθμό, δεν είναι περισσότεροι από χίλιοι πεντακόσιοι ή χίλιοι εξακόσιοι. Ανάμεσά τους βρίσκονται μερικοί Νέγροι που τους κρατούν ως σκλάβους. Αυτοί οι Νέγροι είχαν πάρει στα χέρια τους τον έλεγχο ενός καραβιού και προσπάθησαν να δραπετεύσουν μ' αυτό, μα κοντά στο ακρωτήρι, από απειρία, το 'ριξαν έξω και τότε ήταν που οι Ινδιάνοι τους έπιασαν αμέσως και τους έκαναν και πάλι σκλάβους. Οι Ινδιάνοι είναι χωρισμένοι σε δυο κοινότητες ή επαρχίες όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Η μια κοινότητα ζει στο εσωτερικό όπου έχουνε φυτείες, και η άλλη ζει κοντά στην ακτή. Οι πρώτοι είναι πιο εργατικοί από τους θαλασσοχωρίτες, που είναι πολύ τεμπέληδες και βαριούνται και τα σπίτια τους ακόμα να χτίσουν. Όταν βρέχει, η μόνη τους προστασία είναι ένα φοινικόφυλλο, που το γυρίζουν κατά τη μεριά του αέρα κι έτσι το φύλλο δεν αφήνει τη βροχή να πέσει απάνω τους. Το ρούχο τους είναι όλο κι όλο ένα ύφασμα, που το βάζουνε γύρω από τη μέση τους για να σκεπάσουν τη γύμνια τους. Μερικά απ' αυτά τα υφάσματα κατασκευάζονται από φλοιό δέντρου, που τον κοπανάνε με πέτρες ώσπου να μαλακώσει* επίσης αυτά τα υφάσματα τα χρησιμοποιούν και για στρώματα* φτιάχνουν όμως υφάσματα κι από μπαμπάκι. Όπλο τους είναι το δόρυ, ενισχυμένο στην άκρη με σίδερο ή με δόντι καρχαρία. Έχουν κάποια αντίληψη του παντοδύναμου Θεού, μολοντούτο δεν εξασκούν καμιά μορφή θρησκείας* ποτέ δεν έχω παρατηρήσει μια οποιαδήποτε εκδήλωση λατρείας. Αντίθετα με πολλούς Ινδιάνους της Αμερικής, αυτοί εδώ δεν πιστεύουνε στο διάβολο, ούτε βασανίζονται από αυτόν όπως άλλες φυλές. Κύρια τροφή τους είναι τα φρούτα, όπως μπανάνες, οι αρνόγλωσσες, οι ανανάδες, οι γλυκοπατάτες και η κασσάβα καθώς επίσης τα καβούρια και τα ψάρια, που τα πιάνουνε με ακόντια. Κάνουν πολλών ειδών γευστικότατα ποτά. Το πιο συνηθισμένο τους ονομάζεται achioc και γίνεται από τους καρπούς ενός ορισμένου φοινικόδεντρου, που λειώνουν μέσα σε καυτό νερό. Αυτό τον πολτό τον αφήνουν να μείνει λίγο καιρό και πίνουν ό,τι 262
έχει κατασταλάξει. Έχει ευχάριστη γεύση και είναι πολύ θρεπτικό. Ένα άλλο ποτό γίνεται από ώριμες μπανάνες, που ψήνονται σε ζεστή στάχτη και ύστερα βουτιούνται, ζεστές ακόμα, σε νερό και ζυμώνονται με το χέρι ώσπου το μείγμα να γίνει παχύ σα πόριτζ - έτσι συγχρόνως κατασκευάζεται φαί και ποτό. Οι μπανάνες επίσης χρησιμοποιούνται για να κατασκευαστεί ένα δυνατό κρασί. Για το λόγο αυτό, τα ώριμα φρούτα ζυμώνονται μέσα σε κρύο νερό, που υπάρχει σε μεγάλες νεροκολοκύθες. Τον πολτό αυτό τον αφήνουν οχτώ ημέρες για να αναβράσει, οπότε γίνεται δυνατό ποτό σα σπανιόλικο κρασί. Οι Ινδιάνοι προσκαλούν τους φίλους τους να απολαύσουν αυτό το ποτό. Ένα άλλο ποτό, ακόμα πιο απολαυστικό, γίνεται, παίρνοντας ανανάδες που τους μισοψήνουνε και τους ζυμώνουνε με τον ίδιο τρόπο όπως και τις μπανάνες. Όταν ζυμωθούν καλά, προσθέτουν άγριο μέλι και αυτό το μείγμα το αφήνουν να αναβράσει. Το ποτό έχει ακριβώς το ίδιο χρώμα με το σπανιόλικο κρασί και είναι πολύ ευχάριστο. Τα ποτά τους είναι τα καλύτερα πράγματα που έχουν, γιατί δεν ξέρουν ούτε να παρασκευάζουν ούτε να μαγειρεύουν φαγητά. Κι ακόμα εκδηλώνονται με πολύ διασκεδαστικό τρόπο στις γιορτές τους και με τον ίδιο τρόπο ψυχαγωγούν τους φίλους τους. Όταν ένας Ινδιάνος φτιάξει κρασί, προσκαλεί τους φίλους του για να το δοκιμάσουν. Την ώρα που περιμένει να φτάσουν οι φιλοξενούμενοί του, χτενίζει τα μαλλιά του, τα αλείβει με φοινικόλαδο και βάφει το σώμα του παντού μαύρο. Η γυναίκα του χτενίζει τα μαλλιά της και βάφει ολοκληρωτικά το σώμα της κόκκινο. Τότε ο άντρας παίρνει τα όπλα του - τρία ή τέσσερα δόρατα - και πηγαίνει κάπου 300 βήματα στο μάκρος του δρόμου απ' όπου περιμένει να έρθουν οι φίλοι του. Όταν πλησιάσουν, ο οικοδεσπότης πέφτει μπρούμυτα με το πρόσωπό του στα πόδια τους και μένει εκεί ακίνητος σαν να ήταν πεθαμένος. Οι φίλοι τονε βοηθούν να σηκωθεί και τον πάνε σπίτι του. Ο αμφιτρύωνας μπαίνει πρώτος ενώ όλοι οι φιλοξενούμενοί του πέφτουν μπρούμυτα στο σκαλοπάτι απ' έξω, ακριβώς όπως έκανε και κείνος πιο πριν. Ο οικοδεσπότης τους βοηθάει έναν έναν να σηκωθούν και τους βάζει μέσα στο σπίτι του. Παρ' όλα αυτά, οι γυναίκες, από όσα έχω παρατηρήσει, δεν τιμούν η μια την άλλη με τέτοιου είδους τελετές. Όταν όλοι οι φίλοι μπούνε 263
μέσα, στον καθένα προσφέρεται μια νεροκολοκύθα γεμάτη με τον παχύ χυλό της ψημένης μπανάνας. Αυτές οι νεροκολοκύθες χωρούν μισό γαλλόνι περίπου και οι φιλοξενούμενοι πρέπει να φάνε και να πιουν το περιεχόμενο μονοκοπανιάς. Ύστερα ο οικοδεσπότης παίρνει τις άδειες κολοκύθες και καλωσορίζει τους φιλοξενούμενούς του μ' ένα λόγο. Ύστερα απ' αυτό, πίνουν το ποτό που είχαν προσκληθεί για να δοκιμάσουν και το πίνουνε χωρίς να φάνε τίποτα εξόν από κανένα φρούτο. Καθώς μεθούν, αρχίζουν να τραγουδούν και να χορεύουν, χαρίζοντας στις γυναίκες τους πολλά τρυφερά χάδια και για να δείξουν τα ερωτικά αισθήματά τους, αρπάζουν τα δόρατά τους και τρυπάνε μ' αυτά τα γεννητικά τους όργανα μπροστά στις γυναίκες. Είχα ακούσει συχνά τους μπουκανιέρους να μιλάνε γι' αυτό το έθιμο, μα δεν το πίστευα* ώσπου αργότερα το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Το ίδιο πράγμα κάνουν και όταν ερωτοτροπούνε με μια γυναίκα, κι αυτό για να της δείξουν πόσο πολύ την αγαπούν. Καμιά φορά, όταν μεθύσουν, ξεσπούν καυγάδες και κάπου-κάπου μαχαιρώνουνε θανατηφόρα ο ένας τον άλλο, μα αυτό το πράγμα γίνεται σπάνια. Διατηρούν πολλές τελετές, που έχουνε σχέση με το γάμο. Ένας Ινδιάνος δεν μπορεί να παντρευτεί μια κοπέλα χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της και των φίλων της. Ο μνηστήρας ρωτιέται από τον πατέρα της κόρης αν είναι καλός κυνηγός και δεινός ψαράς και αν κατασκευάζει καλά δόρατα και αγκίστρια και αν κάνει καλά σκοινιά. Αν οι απαντήσεις τους είναι ικανοποιητικές, τότε ο πατέρας παίρνει μια νεροκολοκύθα γεμάτη με ποτό και πίνει απ' αυτή, ύστερα την προσφέρει στον μνηστήρα κι αυτός, αφού πιει, τη δίνει με τη σειρά του στη νύφη. Συνήθως, όταν κάποιος φιλεύεται με μια κολοκύθα γεμάτη ποτό, το έθιμο απαιτεί να πιει όλο το ποτό μονορούφι, μα σ' αυτή την περίπτωση το ποτό το μοιράζονται και οι τρεις σα δείγμα αδερφοποιτής φιλίας. Παρόμοιες τελετές γίνονται και όταν ένας μπουκανιέρος ζητάει να συζήσει με μια ινδιάνα κοπέλα* στην περίπτωση όμως αυτή, ο υποψήφιος αντί να ανακριθεί από τον πατέρα της κοπέλας, είναι υποχρεωμένος να του χαρίσει ένα μαχαίρι ή ένα πελέκυ. Ά μ α ο πειρατής φύγει, επιστρέφει τη γυναίκα στον πατέρα της, χωρίς να δημιουργηθεί καμιά δυσαρέσκεια από τη 264
μια ή την άλλη πλευρά. Αυτό δε θα εμποδίσει αργότερα ένα Ινδιάνο να την πάρει γυναίκα του* από τη στιγμή όμως που θα την παντρευτεί, ο άντρας της θα την κρατήσει μόνο για τον εαυτό του. Αυτοί οι άνθρωποι εδώ, σε αντίθεση με τους Καραϊβινούς Ινδιάνους, δεν κάνουν καμιά τελετή για τη γέννηση ενός παιδιού. Μια γυναίκα μόλις γεννήσει, σηκώνεται, παίρνει το μωρό της και το πηγαίνει στον ποταμό για να το πλύνει ή το πλένει με κάποιο άλλο νερό, και ύστερα το φασκιώνει μ' ένα από τα υφάσματα, που βάζει γύρω από τη μέση της, ή τα καμπάλας (cabalas) όπως τα ονομάζουν. Ως ποιο σημείο είναι ικανή να κάνει κάτι τέτοιο, αυτό τ' αφήνω στην κρίση των κυριών, που έχουν περισσότερη πείρα πάνω σ' αυτά τα πράγματα. Αυτοί οι Ινδιάνοι έχουν επίσης κάτι παράξενα έθιμα σχετικά με τους νεκρούς. Όταν ο άντρας πεθάνει, η γυναίκα του πρέπει να τον θάψει αυτή η ίδια και μαζί να του βάλει όλα τα υφάσματα, τα δόρατα, τα εργαλεία ψαρικής και όλα τα κοσμήματα που συνήθιζε να φοράει στ' αφτιά του και γύρω από το λαιμό του. Κάθε μέρα είναι υποχρεωμένη να φέρνει στον τάφο του τροφή και ποτό. Κάθε πρωί φέρνει αρνόγλωσσες και μια νεροκολοκύθα με ποτό και αν τα πουλιά έρθουν και τσιμπήσουν απ' αυτή την προσφορά, τούτο το πράγμα θεωρείται καλό σημάδι. Αυτό συνεχίζεται για ένα ολόκληρο χρόνο. Τον καιρό τον λογαριάζουν με το φεγγάρι, υπολογίζοντας δεκαπέντε φεγγάρια για ένα χρόνο. Μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως την τροφή, που οι Ινδιάνοι πηγαίνουνε στο νεκρό τους, την παίρνει ο διάολος, αυτό όμως δεν το θεωρώ πως είναι αλήθεια. Και το πιστεύω αυτό, γιατί συχνά έχω βοηθηθεί απ' αυτές τις προσφορές καθώς οι καρποί, που βάζουν απάνω στους τάφους, είναι πάντα οι πιο ώριμοι και οι πιο γευστικοί, που μπορούν να βρουν. Όταν περάσει ένας χρόνος (σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους), η γυναίκα πηγαίνει, ανοίγει τον τάφο και συνάζει όλα τα κόκκαλα που βρίσκει στη γη. Ύστερα τα πλένει και τ' αφήνει στον ήλιο να ξεραθούν. Κατόπιν τα τυλίγει με μια cabala (καμπάλα) και από κει και ύστερα είναι υποχρεωμένη να τα κουβαλάει στην πλάτη της για τόσο καιρό όσο ήτανε θαμμένα κάτω από τη γη. Για δεκαπέντε μήνες κοιμάται μ' αυτά, δου265
λεύει μ' αυτά και μεταφέρει τα κόκκαλα μαζί της όπου κι αν πάει. Άμα συμπληρωθεί ο χρόνος, τα κρεμάει μπροστά από την καλύβα της, αν έχει, ή τα βάζει μπροστά από το σπίτι του πιο κοντινού της φίλου. Σύμφωνα με τους νόμους τους, η χήρα δεν μπορεί να ξαναπαντρευτεί, αν δεν περάσουν τα δυο χρόνια - ο χρόνος κάτω από τη γη και ο χρόνος του κουβαλήματος των κοκκάλων. Ό ταν ένας μπουκανιέρος παντρεμένος με μια Ινδιάνα πεθάνει, γίνονται ακριβώς οι ίδιες τελετές σαν να ήταν Ινδιάνος., Ο άντρας δε μεταφέρει τα κόκκαλα της νεκρής γυναίκας του. Οι γυναίκες που είχαν άντρες σκλαβωμένους τον καιρό του θανάτου τους δε μεταφέρουν τα κόκκαλά τους, πηγαίνουν όμως προσφορές στους τάφους τους. Οποιουσδήποτε αιχμαλώτους πολέμου κι αν πιάσουν, τους κάνουν αμέσως σκλάβους. Οι Νέγροι που ζουν. ανάμεσα στους Ινδιάνους εξασκούν τα έθιμά τους σε όλα τα πράγματα. Οι άνθρωποι αυτοί παθαίνουν τις ίδιες αρρώστιες με τους λευκούς, όπως δυσεντερία και ευλογιά. Όταν τους πιάσει πυρετός, πηγαίνουν και ξαπλώνουνε μέσα στο νερό ώσπου να τους περάσει. Όταν ανάμεσά τους ξεσπάσει καμιά επιδημία, πεθαίνουν πολλοί. Αυτές είναι οι παρατηρήσεις που μπόρεσα να κάνω στη διάρκεια της παραμονής μου. Όταν αναζωογονηθήκαμε και οι Ινδιάνοι μας είχανε δώσει όλα όσα μπορούσαν, αφήσαμε το μέρος και κατευθυνθήκαμε προς την Κούβα και μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες φτάσαμε στην Ίζλα ντε λος Πίνος, που βρίσκεται στο νότο αυτού του νησιού. Ήμασταν υποχρεωμένοι να μπούμε στο λιμάνι για να επισκευάσουμε το πλοίο μας, που δε θα μπορούσαμε για πολύ ακόμα να το κρατάμε στην επιφάνεια του νερού. Με την άφιξή μας, δυο Ινδιάνοι, που τους είχαμε φέρει μαζί μας από το Κάμπο Γκράθιας α Ντίος, πήγανε για ψάρεμα και μερικοί από μας για κυνήγι, γιατί το νησί είναι γεμάτο με γελάδια, που τα είχανε φέρει οι Ισπανοί για αναπαραγωγή. Ήμασταν δεν ήμασταν τέσσερις ώρες εδώ κι όμως είχαμε πιάσει τόσα που έφταναν και για 2.00Θ - γελάδια, χελώνες, μαστοφόρα και ψάρια όλων των ειδών. Ύστερα απ' αυτό, όλες οι ταλαιπωρίες που είχαμε περάσει, ξεχάστηκαν. Τώρα φωνάζαμε ο 266
ένας τον άλλο αδερφό, τότε όμως, όταν μας έλειπε η τροφή, για ψύλλου πήδημα χαλάγαμε τις καρδιές μας. Εδώ πέρα είχαμε μια καλή ευκαιρία για να επισκευάσουμε το πλοίο μας, γιατί ήμασταν ξένοιαστοι από εχθρούς, εκτός, βέβαια, από τους Σπανιόλους, μα αυτούς δεν τους φοβόμασταν πιο πολύ εμείς τους κυνηγούσαμε παρά εκείνοι. Εμείς τη νύχτα πιο πολύ φοβόμασταν τους κροκόδειλους κι έπρεπε να 'χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα γιατί ήταν αμέτρητοι. Όταν πεινούν, δε λογαριάζουν τίποτα, όπως αποδείχτηκε με ό,τι έπαθε ένας από τον όμιλό μας. Πήγε, λοιπόν, στο δάσος με συνοδεία ένα Νέγρο και απροσδόκητα πάτησε απάνω σ' ένα κροκόδειλο, που βρισκόταν κρυμμένος στην άκρη ένός μεγάλου λάκκου με νερό. Ο κροκόδειλος τον άρπαξε από το πόδι και τον πέταξε χάμω. Οπωσδήποτε όμως, αυτός ο άνθρωπος ήτανε θαρραλέος και δυνατός· τράβηξε το μαχαίρι του και υπεράσπισε τον εαυτό του με τέτοια μανία που στο τέλος σκότωσε τον κροκόδειλο, αν και ύστερα έπεσε κάτω λιπόθυμος από το αίμα που είχε χάσει. Ο σκλάβος του, που το 'χε σκάσει, γύρισε πίσω και τον βοήθησε να φτάσουν ίσαμε μια λεύγα περίπου από την ακτή. Τον υπόλοιπο δρόμο τον μεταφέραμε μεις μέσα σε μια αιώρα. Ύστερα απ' αυτό κανείς μας δεν τόλμησε να πάει μόνος στο δάσος. Από κείνη την ημέρα κι ύστερα βγαίναμε παγανιά κάθε μέρα ομάδες από δέκα ή δώδεκα άντρες ειδικά για να σκοτώνουμε κροκοδείλους. Τη νύχτα δοκίμαζαν να ανέβουνε στο καράβι μας, σκαρφαλώνοντας με τα μπροστινά τους πόδια στη σανίδα που είχαμε για να βγαίνουμε στη στεριά. Πολλές φορές δέναμε ένα σκοινί γύρω από το λαιμό τους και τους σηκώναμε ψηλά στη μέση του καραβιού. Άμα εφοδιαστήκαμε καλά με προμήθειες και τελειώσαμε τις επισκευές στο πλοίο μας, συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς την Τζαμάικα. Φτάνοντας εκεί, διαπιστώσαμε πως το ένα τρίτο από το στόλο μας δεν είχε ακόμα φτάσει στο λιμάνι. Ο Μόργκαν είχε σχέδια να ξεκινήσει μια νέα εκστρατεία, θέλοντας να πάει και να κυριέψει το Σαιντ Καταλίνα, που η φρουρά του είχε αποσυρθεί. Εμποδίστηκε όμως να βάλει τις ιδέες του σε πράξη από την άφιξη ενός αγγλικού πολεμικού, π:ου είχε έρθει με διαταγές από το Βασιλιά που ανακαλούσε 267
στην Αγγλία τον κυβερνήτη της Τζαμάικας εξαιτίας όλων εκείνων των ζημιών που είχαν κάνει στους Ισπανούς οι μπουκανιέροι της Τζαμάικας. Με το πολεμικό είχε έρθει ένας καινούργιος κυβερνήτης. Με αυτό το ίδιο πλοίο πήγε πίσω στην Αγγλία δέσμιος και ο Μόργκαν. Ο νέος κυβερνήτης αμέσως έστειλε καράβια σε όλα τα ισπανικά λιμάνια, που κομίζανε διαβεβαιώσεις καλής γειτονίας και υποσχέσεις πως ποτέ πια οι μπουκανιέροι δε θα ξεμύτιζαν από την Τζαμάικα. Την ίδια στιγμή, με τη δικαιολογία αυτών των δημοσίων διακηρύξεων ειρήνης, ο κυβερνήτης κατάφερε να αναπτύξει ένα ζωηρό, προσωπικό εμπόριο με τους Ισπανούς και για να καλύπτει τις παράνομες διαπραγματεύσεις του χρησιμοποιούσε ως μεσίτες του μια ομάδα από Εβραίους που ζούσανε στην Τζαμάικα. Μερικοί από τους μπουκανιέρους που δεν είχαν μπει ακόμα στο λιμάνι, ακούγοντας αυτά τα νέα, αποφάσισαν να μην παρουσιαστούν καθόλου, αλλά να παραμείνουν στη θάλασσα, λεηλατώντας όσα μπορούσαν περισσότερα καράβια. Αργότερα κυριέψανε μια πόλη που λέγεται Βίλλα ντε λος Κάγιος, που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Κούβας, όπου διέπραξαν τις συνηθισμένες αγριότητές τους και τις άθεες πράξεις τους. Οπωσδήποτε όμως, ο νέος κυβερνήτης πέτυχε να συλλάβει μερικούς απ' αυτούς τους πειρατές και τους κρέμασε. Οι άλλοι, όταν άκουσαν αυτά τα νέα, έτρεξαν να ενωθούνε με τους Γάλλους στην Τορτούγκα - είναι τόσο συνηθισμένοι στη μπουκανιέρικη ζωή που τους είναι αδύνατο να την παρατήσουν. Αν ένα λιμάνι είναι απαγορευμένο γι' αυτούς, τότε πηγαίνουνε σε κάποιο άλλο, γιατί αυτό το μέρος του κόσμου είναι γεμάτο με ωραία λιμάνια όπου οι μπουκανιέροι μπορούν να βρουν άφθονη τροφή και όλα όσα χρειάζονται για τη συντήρηση των καραβιών τους.
268
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Ο Μ, Μπερτράντ ντ' Ογκερόν, κυβερνήτης της Τορτούγκας, ναυαγεί και πέφτει στα χέρια των Ισπανών η απόδραση του και η απόπειρα να απελευθερωθούν οί υπόλοιποι άντρες του ΓΤΊ ο 1673, όταν η Γαλλία και η Ολλανδία βρίσκονταν σε πόX λεμο, στα γαλλικά νησιά συγκεντρωθήκανε δυνάμεις για να χτυπήσουν και να καταστρέψουν τις ολλανδικές κτήσεις στις Δυτικές Ινδίες. Ο γάλλος στρατηγός, στο όνομα του Βασιλιά, έδινε άδεια για πολεμική δραστηριότητα σ' όλα τα πλοία, που ήθελαν να συντελέσουν στην καταστροφή του εχθρού. Ο ίδιος ο στρατηγός είχε σχηματίσει ένα στόλο από πολεμικά και εμπορικά καράβια, μαζεμένα από διάφορες μεριές, για να χτυπήσει το νησί Κουρασάο. Ο Μ. Μπερτράντ ντ' Ογκερόν, κυβερνήτης της Τορτοΰγκας, επιβιβάστηκε σ' ένα πολεμικό με τετρακόσιους ή πεντακόσιους μπουκανιέρους από την Ισπανιόλα με το σκοπό να ενωθεί με το στόλο στην επίθεση στο Κουρασάο. Αυτό όμως το σχέδιο ματαιώθηκε εξαιτίας μιας καταστροφής που έπαθε στη νότια πλευρά του νησιού Πουέρτο Ρίκο. Μια βίαιη θύελλα σηκώθηκε μέσα στη νύχτα και έριξε το καράβι του στα βράχια που βρίσκονται κοντά στα νησιά Γκουαντανίγιας και ύστερα από λίγο το πλοίο είχε γίνει συντρίμμια. Ο Μ. ντ' Ογκερόν και οι άντρες του ήταν υποχρεωμένοι να βγούνε στη στεριά αν ήθελαν να σώσουν τις ζωές τους. Οι Ισπανοί του Πουέρτο Ρίκο νόμισαν πως είχαν έρθει για να λεηλατήσουν το νησί (καθώς οι Γάλλοι αυτό το 'χαν κάνει συχνά πιο πριν), έτσι συγκεντρώσανε μια κατάλληλη δύναμη και με την αυγή πήγανε στο μέρος όπου βρίσκονταν οι ναυαγησμένοι. Οι τελευταίοι αυτοί, που βρίσκονταν σε μια εξαθλιωμένη κατάσταση, περισσότερο επιθυμούσαν να ζητήσουν έλεος 269
παρά να πολεμήσουν. Όλα κι όλα που είχαν καταφέρει να σώσουν ήταν οι ζωές τους και τα ρούχα που φορούσαν, ένα πουκάμισο κι ένα παντελόνι. Οι Ισπανοί όμως ήρθαν εναντίον τους με όλες τις δυνάμεις που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν - Νέγρους, Ινδιάνους και μιγάδες, μα όχι πολλούς λευκούς. Όταν οι Γάλλοι τους είδαν να 'ρχονται, πήγαν να τους συναντήσουν για να ζητήσουν έλεος, βρίσκοντας τη δικαιολογία πως ήταν Ευρωπαίοι, που ήρθανε στα γαλλικά νησιά για να κάνουν εμπόριο, μα είχαν την κακή τύχη το καράβι τους μέσα στη θύελλα να πέσει στα βράχια και να γίνει κομμάτια. Η απάντηση που πήρανε στις ικεσίες τους ήταν, «//«, perros ladrones, no hay cuartel para vosotros!». Και με αυτές τις λέξεις, που σημαίνουν, «Χα, βρωμόσκυλα κλέφτες, δεν υπάρχει έλεος για σας!», οι Ισπανοί έπεσαν απάνω στους Γάλλους και σκότωσαν πάρα πολλούς. Όταν οι Ισπανοί είδαν πως οι Γάλλοι δεν έφερναν καμιά αντίσταση και ότι δεν είχαν ούτε όπλα για να πολεμήσουν, σταμάτησαν τη σφαγή τους, αν και παρ' όλα αυτά είχαν ακόμα την πεποίθηση πως οι Γάλλοι είχαν έρθει για να λεηλατήσουν το νησί. Αυτούς που επιζήσανε, τους δέσανε δυο και τρεις μαζί και τους οδήγησαν από την ακτή στη σαβάνα. Εδώ οι Ισπανοί ρώτησαν τι απόγινε ο αρχηγός τους και όλοι οι αιχμάλωτοι απάντησαν πως είχε πνιγεί, αν και αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ο ίδιος ο Μ. ντ' Ογκερόν, λίγο πριν να τους φτάσουν οι Ισπανοί, είχε παρακαλέσει τους άντρες του να πουν έτσι. Οι Ισπανοί δεν τους πίστεψαν πως ήταν νεκρός γι' αυτό και πήρανε μερικούς Γάλλους και τους βάλανε σε μαρτύρια για να τους κάνουν να πουν πού ήταν ο αρχηγός τους. Αρκετοί απ' αυτούς, αδύναμοι να κρατήσουν τον πόνο, πέθαναν κάτω απ' αυτά τα μαρτύρια. Στο μεταξύ ο ντ' Ογκερόν παράσταινε το βλάκα, ανίκανος τάχα να μιλήσει σωστά, έτσι οι Ισπανοί τον άφησαν ελεύθερο χωρίς να τον πειράξουν. Και όχι μόνο αυτό, μα του έδωσαν και κάτι να φάει, ενώ οι άλλοι πέθαιναν της πείνας. Στους αιχμαλώτους έδιναν ελάχιστο φαί που ήταν όμως αρκετό ώστε να μην τους αφήνει να πεθάνουν από την πείνα* το λιγοστό φαί τους έκανε να ζούνε μέσα σε μια ολοκληρωτική αθλιότητα. Αν κανένας αιχμάλωτος αρρώσταινε, οι Ισπανοί, πριν να πε270
θάνει, τον χρησιμοποιούσανε για τη βάρβαρη διασκέδασή Γους. Διοργάνωναν, δηλαδή, έναν ιππικό αγώνα, με το θύμα δεμένο σ' ένα δέντρο, και καλπάζοντας καταπάνω του με αντιβαρες λόγχες μετρούσαν ποιανού ο στόχος ήταν ο καλύτερος. Ο Μ. ντ' Ογκερόν, που ήταν ένας κ(/.λοπροαίρετος άνθρωπος, αν και προσποιόταν το βλάκα, όταν είδε τι τραβούσαν οι άνθρωποι του από τη βαρβαρότητα των Ισπανών, αποφάσισε με κίνδυνο της ζωής του να τους ελευθερώσει. Οι γάλλοι αιχμάλωτοι εκτός του ότι φυλάγονταν ήταν και αλυσσοδεμένοι όλοι, εξόν από τον ντ' Ογκερόν, που οι Ισπανοί τον νομίζανε για πνευματικά καθυστερημένο, και από το χειρούργο - μπαρμπέρη, κάποιον Φρανσουά λα Φαβερύ, που είχε κάνει αρκετό καιρό κοντά σ' έναν Ισπανό και έτσι του επιτράπηκε να τριγυρίζει ελεύθερος. Αυτός συνόδευε πάντα τον Μ. ντ' Ογκερόν στα χωράφια, πειράζοντάς τον και κάνοντάς τον να χοροπηδάει, έτσι ακριβώς όπως κάνει ο κόσμος με τους καθυστερημένους πνευματικά, και οι Ισπανοί διασκεδάζανε βλέποντας τα τρελά τους παιχνίδια. Στο μεταξύ, ο ντ' Ογκερόν και ο κουρέας προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο για να δραπετεύσουν. Τελικά αποφάσισαν να πάνε κάτω στην παραλία, να φτιάξουνε μια σχεδία και να πάνε στο νησί της Σάντα Κρουθ, που ανήκει στους Γάλλους και που βρίσκεται στ' ανοιχτά του ανατολικού άκρου του Πουέρτο Ρίκο, κάπου δέκα λεύγες νοτιοδυτικά. Αφού συμφώνησαν πάνω σ' αυτό το σχέδιο και υποσχέθηκαν να σταθούν ο ένας στο πλευρό του άλλου, ενημέρωσαν τους αιχμαλώτους για την πρόθεσή τους και ξεκινήσανε για την αποστολή τους. Το μόνο πράγμα που είχαν ήτανε μια ματσέτα, που είχαν καταφέρει να την κλέψουν από τους Ισπανούς. Μια ολόκληρη μέρα περπατούσαν μέσα στο δάσος πριν να φτάσουνε στην ακτή. Εδώ άρχισαν να ψάχνουν για κάτι κατάλληλο για το φτιάξιμο της σχεδίας, μα πέρασε πολλή ώρα πριν να βρουν κάτι που να τους κάνει. Στο μεταξύ άρχισε να τους βασανίζει η πείνα, γιατί εδώ στην παραλία δεν υπήρχε τίποτα για να στομώσει την όρεξή τους όπως είχε γίνει στο δάσος με τους καρπούς από τα δέντρα. Η ανάγκη όμως είναι η μητέρα της επινόησης γι' αυτό κι οι δυο δραπέτες βρίσκονταν σε ετοιμότητα για ν' αρπάξουν με κάθε δυνατό τρόπο την ευ271
καίρια που θα τους έφερνε τροφή. Σε κάποια στιγμή είδαν κοντά στην ακτή ένα μεγάλο πλήθος από ψάρια, από κείνο το είδος που οι Ισπανοί το λένε κορλαμπάδος {corlabados), να κυνηγούνε για να φάνε κάτι μικρότερα ψάρια. Μερικά απ' αυτά τα μικρά ψάρια στην ορμή τους να ξεφύγουν, πήδαγαν ίσια πάνω στην ξερή άμμο. Ο ντ' Ογκερόν κι ο σύντροφός του πέτυ/((V να πιάσουνε μερικά από τα μεγαλύτερα καθώς επίσης κατάφεραν να πιάσουν και μερικά από τα αρπαχτικά corlabados. Γρήγορα μάζεψαν αρκετά για να φάνε και μάλιστα φύλαξαν και μερικά για την άλλη μέρα. Από φωτιά δεν είχαν έλλειψη· αν για ένα τέταρτο της ώρας τρίψετε δυο ξερά ξύλα το 'να με τ' άλλο, μπορείτε άνετα να ανάψετε φωτιά. Οι φυγάδες πήραν τα 1 τους να τα μαγειρέψουνε στο δάσος γιατί δεν τολμούσαν να χασομερήσουν κι άλλο στην ακτή από το φόβο μήπως και τους ξαναπιάσουν, οπότε ασφαλώς θα τους θανάτωναν. Ενώ, λοιπόν, έψαχναν να βρουν κατάλληλη ξυλεία για τη σχεδία τους, είδαν να πλησιάζει ένα μικρό μονόξυλο. Καθώς ήρθε κοντύτερα, μπόρεσαν να δουν πως μέσα ήτανε μονάχα δυο άντρες, που καθώς υπολόγισαν ήταν ψαράδες. Ο ντ' Ογκερόν κι ο σύντροφός του αποφάσισαν να αποτολμήσουν, ακόμα κι αν τους κόστιζε τη ζωή τους, ν' αρπάξουν το μονόξυλο, γι' αυτό και κρυφτήκανε στα δέντρα κάπου εκεί κοντά που θα άραζε το μονόξυλο. Πραγματικά ήτανε δυο ψαράδες που βγήκαν από το μονόξυλο - ο ένας Ισπανός και ο άλλος μουλάτο. Όπως φαίνεται είχαν έρθει να πάρουν νερό και να πάνε τη νύχτα για ψάρεμα στα βράχια, γιατί ο μουλάτο μόλις βγήκε, φορτωμένος καθώς ήτανε με πολλές μικρές νεροκολοκύθες, τράβηξε βιαστικά προς μια νεροπηγή, που ήτανε λίγο πάρα κάτω. Οι φυγάδες τον άφησαν να πλησιάσει και την κατάλληλη στιγμή τινάχτηκαν κατά πάνω του και του 'σκισαν το κεφάλι με τη ματσέτα τους. Ύστερα, σερνάμενοι, πλησίασαν τον Ισπανό, που ήταν απασχολημένος να βγάλει από το μονόξυλο τα σύνεργα της ψαρικής του, και στα γρήγορα ξεμπέρδεψαν και μ' αυτόν. Κατόπιν φόρτωσαν και τα δυο πτώματα στο μονόξυλο με το σκοπό να τα βουλιάξουν στην ανοιχτή θάλασσα, ώστε να μην αφήσουν πίσω τους ίχνη για να μπορέσουν να τους βρουν οι Ισπανοί. Ύστερα φόρτωσαν το μονόξυλο με όσο νερό χωρούσε και αμέσως ξεκινήσανε για ένα προστατευμένο νησάκι όπου θα πε272
ριμεναν ώσπου να πέσει η νύχτα. Δεν είχε καλά - καλά νυχτώσει κι οι δυο δραπέτες ταξίδευαν κιόλας στο μάκρος της ακτής του Πουέρτο Ρίκο ώσπου φτάσανε στο Κάμπο Ρόχο και από κει κατευθύνθηκαν προς την Ισπανιόλα.Ο καιρός και ο άνεμος ήταν τόσο ευνοϊκοί που μέσα σε λίγες ημέρες φτάσανε στη Σαμάνα, ένα ακρωτήρι στα ανατολικά αυτού του νησιού, όπου ξαναβρήκαν τους συμπατριώτες τους. Ο ντ' Ογκερόν έστειλε τον κουρέα να διατρέξει την ακτή για να συγκεντρώσει όσους άντρες μπορούσε περισσότερους ενώ ο ίδιος πήγε στην Τορτούγκα. Εκεί πέρα ενημέρωσε τα αγκυροβολημένα πλοία στην πρόθεσή του να απελευθερώσει τους γάλλους αιχμαλώτους, προβάλλοντας επιπρόσθετα την άποψη μιας καλής λείας για να τους παρακινήσει ακόμα περισσότερο. Ο κουρέας επίσης είχε διαδώσει ένα παρόμοιο μήνυμα στους Γάλλους, που ζούσανε στις ακτές της Ισπανιόλας, κι έτσι σύντομα είχε συγκεντρώσει ένα αρκετά μεγάλο αριθμό από άντρες. Ο ντ' Ογκερόν τώρα ήρθε πλέοντας με τα πολυάριθμα πλοία και τους άντρες που είχε συγκεντρώσει για να πάρει το στρατιωτικό σώμα του μπαρμπέρη. Τους πρότρεψε να εκδικηθούν τις απάνθρωπες αγριότητες, που είχαν επιβάλει στους συντρόφους τους οι Ισπανοί, και αυτοί του υποσχέθηκαν ομόθυμα να τον ακολουθήσουν όπου θα τους οδηγούσε, εκφράζοντας ταυτόχρονα μεγάλη συμπάθεια για τα παθήματα των συντρόφων τους στα χέρια των Ισπανών. Ο ντ' Ογκερόν, βεβαιωμένος πια για την ολόψυχη υποστήριξη των αντρών του, κατευθύνθηκε προς το Πουέρτο Ρίκο. Όταν από μακριά αντίκρυσαν το νησί, τα πλοία χρησιμοποιήσανε μονάχα τα χαμηλότερα πανιά τους ώστε οι Ισπανοί να μην μπορέσουν να τους πάρουν είδηση ώσπου να φτάσουν στο μέρος που είχανε σκοπό να αποβιβαστούν. Οπωσδήποτε όμως αυτή η προφύλαξη αποδείχτηκε ανώφελη γιατί οι Ισπανοί είχαν προειδοποιηθεί για τον ερχομό τους γι' αυτό και είχανε βγάλει σε περιπολία πολλές ίλες ιππικού. Το γεγονός αυτό έκανε τον ντ' Ογκερόν να κρίνει πως δεν έπρεπε ούτε στιγμή να χάσουν και καθώς είχε ειδοποιήσει το στόλο του να είναι έτοιμος, ήρθε όσο μπορούσε πιο κοντά στην ακτή και άρχισε να ρίχνει πυκνούς κανονιοβολισμούς προκάλυψης ώστε έτσι οι άντρες του μπόρεσαν εύκολα και γρήγορα να αποβιβαστούν και να επιτεθούνε με απρόσμενη ορμή στον 273
εχθρό. Τα γεγονότα όμως εξελιχτήκανε διαφορετικά. Οι Ισπανοί, κρυμμένοι μέσα στο δάσος, έμεναν πεσμένοι μπρούμυτα και χωρίς να κουνιέται κανείς τους όλη την ώρα που έπεφταν οι κανονιοβολισμοί από τα καράβια. Ύστερα, όταν οι Γάλλοι άρχισαν να μπαίνουν στο δάσος, οι Ισπανοί κάνανε μια αιφνιδιαστική επίθεση και γρήγορα τους υπερφαλάγγισαν. Οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στα πλοία τους όσο μπορούσαν πιο καλά, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ο Μ. ντ' Ογκερόν κατάφερε να σώσει τη ζωή του, αν και ήτανε μισοπεθαμένος από λύπη. Η απόπειρά του είχε αποτύχει και οι άντρες, που είχανε μείνει πίσω στα χέρια αυτών των βαρβάρων ανθρώπων, θα έπρεπε να πληρώσουνε γι' αυτό. Οπωσδήποτε τώρα δεν υπήρχε τρόπος για να τους ελευθερώσει, γιατί ήταν πολύ αδύνατος και οι άντρες του πανικόβλητοι. Η παραλία όπου είχαν αποβιβαστεί έδινε όλα τα πλεονεκτήματα στους αμυνόμενους, έτσι ένας άντρας στην ακτή ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει δέκα εισβολείς. Επιπρόσθετα, οι ισπανικές δυνάμεις ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερες από του ντ' Ογκερόν. Οι Γάλλοι ήταν αναγκασμένοι να φύγουν, χωρίς να καταφέρουν να ολοκληρώσουν το σκοπό τους. Οι Ισπανοί μείνανε στην παραλία ώσπου όλα τα καράβια του ντ' Ογκερόν να χαθούν από τον ορίζοντα, ύστερα πήγαν και σκότωσαν όλους τους τραυματισμένους, κόβοντας μύτες και αφτιά από τα πτώματα για να τα πάνε να τα δείξουν στους άλλους αιχμαλώτους σα σημάδι της περήφανης νίκης τους. Κατόπιν διοργανώσανε μια μεγάλη γιορτή, ανάψανε θριαμβικές φωτιές και καταλήξανε σε μια ιππική κονταρομαχία που οι καλοακονισμένες λόγχες τους είχανε για σημάδι τους δεμένους αιχμαλώτους που κρέμονταν από τα δέντρα και έπαιρνε μάλιστα και βραβείο εκείνος που τρυπούσε καλύτερα το στόχο. Ψητό κρέας τοποθετήθηκε μπροστά στους πεινασμένους αιχμαλώτους και όταν αυτοί δοκίμαζαν ν' απλώσουν το χέρι τους για να το πάρουν, οι Ισπανοί τους χτύπαγαν τα χέρια με τις ματσέτες και τους τα έκοβαν από τον καρπό. Άλλες φορές τους έριχναν κόκκαλα για να τα γλύψουνε σαν τους σκύλους, και όταν οι αιχμάλωτοι δεν άπλωναν το χέρι τους για να τα πάρουν, έλεγαν πως δεν ήτανε δυνατό να είναι πεινασμένοι. Ο Μίτζνχιερ Τζάκομπ Μπίνκε, υποναύαρχος του ολλανδι274
κού στόλοι^ έτυχε να είναι στο Πουέρτο Ρικο για να εφοδιαστεί με προμήθειες ο στόλος του, και ήταν αυτόπτης μάρτυρας αυτής της απανθρωπιάς. Είχε την ευσπλαχνία να σώσει πέντε ή έξι από τους εξαθλιωμένους αιχμαλώτους και να τους πάει την Ολλανδία. Οι Ισπανοί όταν το ανακάλυψαν, έστειλαν τους υπόλοιπους αιχμαλώτους στην πρωτεύουσα όπου τους χρησιμοποιήσανε να κουβαλούν ασβέστη και πέτρες για κάποιες οχυρώσεις που επισκευάζονταν. Μολοντούτο οι γάλλοι αιχμάλωτοι άρχισαν να παίρνουν κουράγιο και να αισιοδοξούν, γιατί μ' όλο που δουλεύανε σα σκλάβοι, έβλεπαν καθαρά πως οι ζωές τους είχανε σωθεί και ήλπιζαν πως σε κάποια στιγμή, τώρα ή αργότερα, θα 'βρισκαν την ευκαιρία να το σκάσουν. Όταν τα φρούρια επιδιορθώθηκαν και δεν είχαν άλλη δουλειά να κάνουν στην πόλη, ο κυβερνήτης έστειλε τους αιχμαλώτους στη Χαβάνα όπου χρησιμοποιηθήκανε σε παρόμοιες δουλειές. Εδώ πέρα όμως φυλάγονταν πιο αυστηρά, γιατί ύστερα από τη δουλειά της μέρας τους βάζανε στα σίδερα και τους κλείδωναν. Ο κυβερνήτης φοβόταν πως μπορεί να κατασκόπευαν τις οχυρώσεις της πόλης και ότι αν ποτέ κατάφερναν να γυρίσουν πίσω στους δικούς τους να χρησιμοποιούσαν τις πληροφορίες για να κάνουν επίθεση στην πόλη, όπως άλλωστε το είχαν επιχειρήσει πολλές φορές. Γι' αυτό το λόγο ο κυβερνήτης έψαχνε ευκαιρία για να τους στείλει στην Ισπανία. Έτσι, λοιπόν, όποτε ένα καράβι ερχόταν από τη Νέα Ισπανία και πήγαινε πίσω στην Ευρώπη, έπαιρνε μαζί του δυο ή τρεις Γάλλους, που αντικαθιστούσαν ναύτες, που είτε είχαν πεθάνει είτε το 'χοχνε σκάσει. Αυτό όμως ήταν που ποθούσαν περισσότερο οι Γάλλοι και παρακαλούσαν το Θεό να τους ελευθερώσει μ' αυτό τον τρόπο από τη σκλαβιά τους. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι, μ' αυτή τη διαδικασία, είχανε μεταφερθεί στην Ισπανία όπου κατάφεραν να είναι όλοι μαζί και πετύχανε μαζικά να διαφύγουνε στη Γαλλία κι από κει με την πρώτη ευκαιρία που έβρισκαν ξαναγυρίζανε στην Τορτούγκα. Όλοι βοήθησαν ο ένας τον άλλο όσο μπορούσαν εκείνοι που είχανε χρήματα τα μοιραστήκανε με κείνους που δεν είχαν τίποτα. Μερικοί που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παθήματά τους είχανε φτιάξει ειδικά μαχαίρια και λαβίδες γιατί είχαν κάνει τάμα πως αν έπιαναν ένα Ισπανό να τον γδά275
ρουν ζωντανό και ύστερα να του κόψουν κομμάτια - κομμάτια το κρέας του. Με το πρώτο καράβι που μπορούσαν να βρουν, γύριζαν πίσω στην Τορτούγκα. Πολλοί απ' αυτούς ξανάρχισαν τις λεηλασίες ως πληρώματα ενός στόλου που είχε δημιουργηθεί τότε στην Τορτούγκα και ήταν κάτω από τη διοίκηση του Μ. ντε Μαιντενόν. Ως μέλη αυτού του στόλου κυρίεψαν το νησί του Τρινιδάδ, που βρίσκεται ανάμεσα στο Τομπάγκο και την ακτή του Παρία και πήρανε λύτρα γι' αυτό. Κατόπιν πρόθεσή τους ήταν να επιτεθούν και να λεηλατήσουν την πόλη του Καράκας, που είναι εγκατεστημένη κοντά και απέναντι από το Κουρασάο.
276
χ sί)
g
I. δ ο ο
ρ
δ
to c:l CO νο
S ο
«ο
ΰ χ
δ
iϋ I
δ
s
i OJ
Η OJ
δO
*
ΰ tí
o
}
Όü
I
Κυνηγός τον Αγίου Δομίνικου: Στο δυτικό τμήμα της Αϊτής, που ήταν ακατοίκητο και προστατευόταν από βραχώδη ακτή, εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι γάλλοι άποικοι σαν κυνηγοί βουβάλων και έγιναν αργότερα ευρύτερα γνωστοί ως μπουκανιέροι.
Μονμπάρ, o «Εξολοθρευτής». Γεννήθηκε το 1645. Με τους φριβονστιέρονς τον, ήταν η μάστιγα των Ισπανών στην Καραϊβική.
νο
ο
Ο/
o
s 0
1
Το ονομαζόμενο «Λιμάνι τον Μόργκαν» στην νήσο της Τζαμάϊκα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ Τ α ξ ί δ ί α - Λ ν α κ α λ υ χ ρ ε ι ς
1 .
Τα Ταξίδια Εισαγωγή-Μετάφραση: Θάνος Σακκέτας Μ
Α
Ρ
Κ
Ο
Π
Ο
Λ
Ο
:
Η Καταστροφή των Ινδιάνων Εισαγωγή-Μετάφραση: Πηνελόπη Μαξίμου Η Κατάκτηση τον Μεξικού Εισαγωγή-Μετάφραση: Πηνελόπη Μαξίμου 4. Τα Έπη της Βινλανδίας. Η Ανακάλυψη της Αμερικής από τους Βίκινγκς Εισαγωγή-Μετάφραση: Θάνος Σακκέτας Μαγγελάνος: Το Πρώτο Ταξίδι Γύρω από τον Κόσμο Εισαγωγή-Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης Το Πρώτο Ταξίδι στις Ινδίες Εισαγωγή-Μετάφραση: Μαρία Φερρέιρα-Χιδίρογλου Ο Πολιτισμός των Μάγια. Εξιστόρηση των Πραγμάτων τον Γιονκατάν Εισαγωγή-Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης Η Ανακάλνψη της Βραζιλίας Εισαγωγή-Μετάφραση: Μαρία Φερρέιρα-Χιδίρογλου Οι Πειρατές της Αμερικής Εισαγωγή-Μετάφραση: Θάνος Σακκέτας 2 .
Β
Α
Ρ
Θ
Ο
Λ
Ο
Μ
3 .
Φ
Ε
Ρ
Ν
Α
Ν
Τ
Ο
5 .
A
N
T
O
N
I
6 .
Β
Α
Σ
Κ
Ο
7 .
Δ
Ι
8 .
Π
Ε
9 .
Α . Ο .
1 0 .
Ε
Γ
Δ
Ν
Ο
Ρ
Ν
Ο
E
Φ
Ρ
Α
Ϋ
Δ
Ο
Ρ
Α
O
X
Τ
Ι
Κ
Π
Τ
Ι
Α
Ε
Ο
Ο
Σ
Ρ
Τ
Ε
Τ
Γ
Κ
Α
Μ
Α
:
Α
Ν
Τ
Α
Ρ
Ε
Σ
Q
U
E
M
E
L
I
Ο
Π
Ε
Π Δ
:
Φ
Λ
Σ
Σ
Α
Β
Α
Τ
Κ
Λ
Κ
Ε
Ν
Γ
Α
Γ Δ
Α
Α Ρ
Α
Ρ Α
Ρ
Ι
Α
Λ
Α
Σ
Κ
Α
Ζ
Α
Σ
:
:
:
Κ
N
Ε
Α
Μ
Ν
Τ
Ε
Α
Σ
Π
Ρ
Α
Λ
:
Κ
Α
Ρ
Β
Α
Μ
:
Ν
Τ
Ε
Α
Χ
Α
Λ
,
Ε
Σ
Τ
Ο
:
Ο
Μ
Α
Γ
Κ
Ο
Υ
Α
,
Ελντοράντο. Οι
Περιπέτειες τον Αγκίρε στον Αμαζόνιο Εισαγωγή-Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης
Μαυρομιχάλη 39, τηλ. 3601956, 3610445, Αθήνα 10680
ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ / ΤΑΞΙΔΙΑ - ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ Α.Ο. EXQUEMELIN: ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ Η περιπέτεια σε όλες της τις μορφές συγκινούσε και συγκινεί τους ανθρώπους. Όλοι μας αποζητούμε αυτό που θα ταράξει τα ήρεμα νερά του βίου μας. Καμιά μορφή όμως περιπέτειας δεν στάθηκε τόσο δημοφιλής όσο η πειρατεία. Από τον Μαύρο Πειρατή του Αιμίλιο Σαλγκάρι, τους ήρωες της Δάφνης ντυ Μωριέ μέχρι τους θρυλικούς ξιφομάχους Έρολ Φλυν και Μπαρτ Αάνγκαστερ ή τους κωμικοτραγικούς Πειρατές του Ρομάν Πολάνσκι, μικροί και μεγάλοι είναι δεμένοι με το ρομαντικό πρότυπο των καταδιωγμένων από την εξουσία λαϊκών ηρώων. Ήταν ακριβώς όμως τα πράγματα έτσι όπως μας τα έχουν δώσει τα μυθιστορήματα και ο κινηματογράφος; Η άνοδος των Αγγλογάλλων και των Ολλανδών και η κατίσχυσή τους επί των Ισπανών ήταν μια ομαλή παραχώρηση της εξουσίας που πενήντα τουλάχιστον χρόνια πριν οι ισπανικές αρμάδες είχαν εγκαθιδρύσει στον Νέο Κόσμο; Τα πράγματα προφανώς είναι αρκετά πιο περίπλοκα και κανένα κινηματογραφικό έργο δεν είναι σε θέση να μας δώσει στις λεπτομέρειες του, τον «ακήρυχτο» πόλεμο της πειρατείας που οργάνωσαν οι Αγγλογάλλοι και Ολλανδοί με στόχο να γονατίσουν την πανίσχυρη ως τότε ισπανική αυτοκρατορία. Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο, γραμμένο από έναν άνθρωπο που έζησε στιγμή προς στιγμή τα γεγονότα και που πουλήθηκε δυο φορές ως σκλάβος σε αποίκους καλλιεργητές, περιέχει μιαν αληθινή περιγραφή σχετική με τις κύριες πράξεις αρπαγής και απάνθρωπης αγριότητας που διαπράχθηκαν από τους άγγλους και γάλλους πειρατές ενάντια στους Ισπανούς στην Αμερική. Με εκπληκτική αμεσότητα ο συγγραφέας μας πληροφορεί για το πώς οι Γάλλοι ήρθανε στην Νέα Γη, για τη φύση της χώρας και την ζωή των κατοίκων της. Στη συνέχεια μας δίνει μιαν ζωντανή περιγραφή των κανόνων και τρόπου ζωής των πειρατών, για να κορυφώσει την περιγραφή του με τις διάφορες επιθέσεις κατά των Ισπανών και την πυρπόληση της πόλης του Παναμά από τους Αγγλογάλλους. Το βιβλίο αυτό πρωτοκυκλοφόρησε το 1678. Οι αλλεπάλληλες εκδόσεις και επανεκδόσεις του στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες δείχνουν πως ο συγγραφέας είχε ακούσει το σφυγμό της ετ^οχής του. Γιαυτό και μέχρι σήμερα παραμένει ένα πολυδιαβασμένο ανάγνωσμα, ένα μοναδικό ντοκουμέντο για την περιοχή της Καραϊβικής, ενώ συνάμα αποτελεί την κύρια πηγή για τις γνώσεις μας σχετικά με τους πειρατές και την πειρατεία στον Νέο Κόσμο.