ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ (L’ ETERNEL ADAM)
Μετάφραση: ΠΟΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ Είναι το ...
66 downloads
381 Views
4MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ (L’ ETERNEL ADAM)
Μετάφραση: ΠΟΛ ΜΕΝΕΣΤΡΕΛ
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ Είναι το πιο συγκλονιστικό διήγημα που έγραψε ποτέ συγγραφέας, πάνω σ’ ένα πρόβλημα που θετική του λύση ακόμα δεν έχει βρεθεί, και που δεν αποκλείεται να μη βρεθεί ποτέ. Σ’ αυτό, τίθεται το ερώτημα: ύστερ’ από μια, σχεδόν ολοκληρωτική, καταστροφή της ανθρωπότητας, θα είναι ποτέ δυνατόν οι μεταγενέστεροι να ξαναβρούν το σύνολο —ή και ίχνη ακόμα— των γνώσεων που είχαν αποκτήσει οι πρόγονοί τους; Οι «ναυαγοί του σύμπαντος», προτού πεθάνουν, θα προλάβουν —ή μάλλον θα ’χουν τη δυνατότητα— να μεταφυτεύσουν το «δένδρο της γνώσης», καθοδηγώντας τις γενιές του μέλλοντος πώς να ξαναφτάσουν, ξεφεύγοντας απ’ τα σκοτάδια της ολότελης άγνοιας, στο επίπεδο του πολιτισμού ενός χαμένου σύμπαντος; Σε μια —όχι ευλογημένη— περίοδο, που η αφάνταστη ανάπτυξη της τεχνοκρατίας απειλεί με εξόντωση την πνευματικότητα του ανθρώπου, το διήγημα του Ιουλίου Βερν αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, γιατί ανάμεσα στις γραμμές του καθένας μας βρίσκει ένα αγωνιώδες S.O.S, ένα μήνυμα για τους αμέσους κινδύνους που απειλούν, κάθε στιγμή, με αφανισμό την ανθρωπότητα. Κρύβει μια βαθύτερη φιλοσοφική έννοια, που οφείλεται σε μιαν αγχώδη ψυχική αναστάτωση και κάνει τον Ιούλιο Βερν —τον πιο αισιόδοξο συγγραφέα— να παίρνει το θάρρος ν’ αντιμετωπίζει με τον καταυγασμό της αλήθειας την εφιαλτική ποινή που δεν αποκλείεται να επιβάλει η Φύση στην ανθρωπότητα για να στιγματίσει τις ακόρεστες κατακτητικές ορέξεις που οδηγούν σε αλληλοεξόντωση τους λαούς: Ένας διακεκριμένος συγγραφέας, ο Σαρλ-Νοέλ Μαρτέν, γράφει γι’ αυτό το διήγημα: «Ξ έ ρε τε τ ο π ρ ό βλ η μα τ ο υ ν η σ ιο ύ; Δηλαδή, αν βρεθείτε αναγκασμένος ν’ απομονωθείτε σ ένα ερημονήσι κι έχετε το δικαίωμα να πάρετε μαζί σας μονάχα ένα βιβλίο, ποιο θα διαλέγατε;». Και καταλήγει: «Βέβαια, προκειμένου για μ ο ν ά χ α έ ν α β ι β λ ί ο , μπορεί να μη διάλεγα ένα βιβλίο του Ιουλίου Βερν. Αν όμως επρόκειτο να πάρω έ ν α βιβλίο από κ ά θ ε σ υ γ γ ρ α φ έ α , ομολογώ πως θα διάλεγα το διήγημα L’ ETERNEL ADAM, που η τελευταία φράση του είναι μια απ’ τις πιο ωραίες, που έχουν ποτέ γραφτεί». Πωλ Μενεστρέλ
Ο Ι Ν Α Υ Α Γ Ο Ι Τ Ο Υ Σ Υ Μ Π Α Ν Τ Ο Σ
Ο σοφός Σοφρ-Αϊ-Σρ —τρίτος αρσενικός εκπρόσωπος της εκατοστής πρώτης γενεάς των απογόνων των Σοφρ— προχωρούσε στο μεγάλο δρόμο της Μπασίντρα, πρωτεύουσας της Χαρς-Ιτέν-Σου, όπως ονομάζεται «η Αυτοκρατορία των Τεσσάρων Θαλασσών». Γιατί τέσσερις θάλασσες, η Τυμπελόνη (η Βόρεια), η Εόνη (η Νότια), η Σπόνη (η Ανατολική), κι η Μερόνη (η Δυτική), αποτελούσαν τα όρια της απέραντης αυτής χώρας με το πολύ ασύμμετρο σχήμα, που εκτεινόταν απ’ την τετάρτη μοίρα ανατολικού μήκους ως την εξηκοστή δευτέρα δυτικού, κι απ’ την πεντηκοστή τετάρτη μοίρα βορείου πλάτους ως την πεντηκοστή πέμπτη μοίρα νοτίου. Όσο για την έκταση καθεμιάς θάλασσας χωριστά, πώς να την υπολογίσει κανείς, έστω και κατά προσέγγιση, αφού ενώνονταν όλες μαζί, κι ένας θαλασσοπόρος, ξεκινώντας από οποιοδήποτε παράλιό τους κι ακολουθώντας συνεχώς ευθεία γραμμή, θα έφθανε αναγκαστικά στο εκ διαμέτρου αντίστοιχο παράλιο; Γιατί, σε όλη την επιφάνεια της γήινης σφαίρας, δεν υπήρχε άλλη στεριά εξόν απ’ τη χώρα της Αυτοκρατορίας των Τεσσάρων Θαλασσών. Ο Σοφρ βάδιζε αργά, πρώτα απ’ όλα γιατί έκανε πολλή ζέστη: είχε αρχίσει η εποχή του καύσωνος, κι ένας φοβερός πύρινος καταρράκτης από ηλιαχτίδες —γιατί ο ήλιος βρισκόταν κοντά στο ζενίθ— έπεφταν πάνω στη Μπασίντρα, στην ακτή της Ανατολικής θάλασσας, είκοσι μοίρες προς βορράν του Ισημερινού. Παραπάνω όμως κι απ’ την κούραση και τη ζέστη, το βάρος των στοχασμών έκανε το σοφό μας ν’ αργο-
2
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
περπατά. Ενώ σφόγγιζε μηχανικά τον ιδρώτα του προσώπου του, έφερνε στο νου τη συνεδρίαση που είχε τελειώσει πριν από λίγη ώρα, όπου τόσοι εμπνευσμένοι ρήτορες, μεταξύ των οποίων είχε κι ο ίδιος την τιμή να συγκαταλέγεται, είχαν εορτάσει πανηγυρικά την εκατοστή ενενηκοστή πέμπτη επέτειο της ιδρύσεως της Αυτοκρατορίας. Άλλοι είχαν ανατρέξει στην ιστορία της, που ήταν κι η ιστορία ολάκερης της Ανθρωπότητος. Είχαν υπενθυμίσει πως η Χώρα των Τεσσάρων Θαλασσών ήταν διαιρεμένη, αρχικά, σε απειράριθμες φυλές αγρίων, που δεν γνωρίζονταν η μια με την άλλη. Οι πιο αρχαίες παραδόσεις ξεκινούσαν απ’ αυτές. Προγενέστερα γεγονότα δεν γνώριζε κανένας, γιατί μόλις πριν από λίγο καιρό οι φυσικές επιστήμες άρχισαν να ξεχωρίζουν μια αμυδρή λάμψη μέσα στ’ ανεξερεύνητα σκοτάδια του παρελθόντος. Πάντως, αυτοί οι μακρινοί χρόνοι ξέφευγαν απ’ την κριτική της ιστορίας, που στα πρώτα στοιχεία της ήταν όλα-όλα κάτι αόριστες γνώσεις σχετικές με τις αρχαίες φυλές, τις σκόρπιες παντού. Οχτώ χιλιάδες χρόνια στη σειρά, η Ιστορία της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών, με στοιχεία ολοένα πιο εξακριβωμένα και πληρέστερα, δεν ανάφερε παρά για μάχες και πολέμους: στην αρχή ατόμου εναντίον ατόμου, αργότερα οικογένειας εναντίον άλλης οικογένειας, τέλος μιας φυλής εναντίον της άλλης. Κάθε ζωντανή ύπαρξη, κάθε κοινότητα, μικρή ή μεγάλη, δεν είχε, στο πέρασμα των αιώνων, άλλο στόχο παρά να εξασφαλίσει την απόλυτη υπεροχή εναντίον των ανταγωνιστών της και προσπαθούσε, πότε με την εύνοια της τύχης, πότε καταλήγοντας σε αποτυχία, να τους υποτάξει στους δικούς της νόμους. Μέσα στην περίοδο αυτών των οχτώ χιλιάδων χρό-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Ο σοφός Σοφρ-Αϊ-Σρ.
3
4
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
νων, οι αναμνήσεις των ανθρώπων έπαιρναν μια πιο θετική μορφή. Στην αρχή της δευτέρας των τεσσάρων περιόδων, στις οποίες διαιρούνταν τα χρονικά της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών, ο θρύλος έμπαινε δικαιολογημένα στη σειρά των αποδειγμένων ιστορικών γεγονότων. Ωστόσο, τι ιστορία και τι θρύλος; Η ουσία δεν άλλαζε καθόλου: πάντα σφαγές και σκοτωμοί — βέβαια, όχι πια περιορισμένες ανάμεσα σε δυο φυλές, αλλά ανάμεσα σε δυο λαούς— κι έτσι, σε γενική ανάλυση, η δευτέρα περίοδος δεν είχε μεγάλη διαφορά απ’ την πρώτη. Και τα ίδια είχαν συμβεί στην τρίτη περίοδο, που είχε κλείσει πριν διακόσια χρόνια, ύστερ’ από διάρκεια έξι αιώνων. Πιο φριχτή ακόμα ίσως, αυτή η τρίτη περίοδος, είχε φέρει αντιμέτωπους στρατούς ολάκερους κι οι άνθρωποι, με αφάνταστη λύσσα, είχαν ποτίσει τη γη με το αίμα τους. Πραγματικά, οχτώ αιώνες πριν απ’ τη μέρα που ο σοφός μας Σοφρ ακολουθούσε το μεγάλο δρόμο της Μπασίντρα, η ανθρωπότητα είχε βρεθεί πανέτοιμη για μεγάλο αλληλοσπαραγμό. Τ’ άρματα, οι εμπρησμοί, η ωμή βία είχαν κιόλας φέρει σε πέρας ένα μέρος του «εκπολιτιστικού» έργου τους, οι αδύνατοι είχαν υποκύψει στις αχαλίνωτες πιέσεις των ισχυρών, οι κάτοικοι της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών αποτελούσαν τρεις ομογενείς εθνότητες, που σε καθεμιάν απ’ αυτές ο χρόνος είχε απαλύνει τις μεταξύ νικητών και ηττημένων διαφορές του παρελθόντος. Τότε, μια απ’ αυτές τις εθνότητες είχε κινήσει να υποτάξει τις άλλες δυο. Βρισκόμενοι στο κέντρο της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών, οι άνθρωποι με το Μπρούντζινο Πρόσωπο (ΑνταρτίΧα-Σαμγκόρ) πολέμησαν ανελέητα για να επεκτείνουν τα σύνορά τους, που μέσα σ’ αυτά ασφυκτιούσε μια
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Έφθασε η στιγμή που η συζήτηση θα γινόταν ζωηρή... (σελ. 25)
5
6
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
φλογερή φυλή πολυτέκνων. Και διαδοχικά, με πολέμους που κράτησαν αιώνες ολάκερους, νίκησαν τους ανθρώπους της Χώρας των Χιονιών (Ανταρτί-ΜαχάρτΧορίς), κατοίκους του Νότου και τους ανθρώπους του Ακίνητου Άστρου (Ανταρτί-Μάτρα-Πισούλ), που η αυτοκρατορία τους εκτεινόταν προς το Βορρά και προς τη Δύση. Είχαν περάσει διακόσια χρόνια πάνω-κάτω απ’ τον καιρό που το στερνό ξεσήκωμα των δυο νικημένων λαών είχε πνιγεί μέσα σε ποταμούς αίματος κι επιτέλους η γη μπορεί να χαρεί μια ειρηνική περίοδο. Ήταν η τετάρτη περίοδος της Ιστορίας. Μια μόνη αυτοκρατορία αντικαθιστούσε τις τρεις εθνότητες του παρελθόντος και καθώς όλοι υποτάσσονταν στο νόμο της Μπασίντρα, η πολιτική ενότης κόντευε ν’ αφομοιώσει της φυλές μέσα στο χωνευτήρι της*. Κανείς δεν έκανε λόγο πια για τους ανθρώπους με Μπρούντζινο Πρόσωπο, για τους ανθρώπους της Χώρας των Χιονιών, για τους ανθρώπους του Ακίνητου Άστρου, κι ολάκερη η γη ήταν κατοικημένη από ένα μοναδικό λαό, τους Ανθρώπους των Τεσσάρων Θαλασσών, που έκλεινε μέσα όλους τους άλλους. Ωστόσο, ύστερ’ από διακόσια χρόνια ειρήνης, προμηνυόταν μια πέμπτη περίοδος. Δυσάρεστες φήμες κυκλοφορούσαν, από μιαν άγνωστη πηγή. Σιγά-σιγά έβγαιναν στη μέση στοχαστές, για να ξυπνήσουν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων κάτι παραδοσιακές αναμνήσεις, που θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως είχαν εξαλειφθεί για πάντα. Το προγονικό αίσθημα της φυλής ξαναζωντάνευε με νέα μορφή και με καινούργιες * Σύστημα που επενόησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από τα τέλη του 18ου αιώνος με «εκπολιτιστικόν σύνταγμα» που αναστάτωσε την υδρόγειο, και ίσως να είν’ αυτό που ενέπνευσε τον Ιούλιο Βερν να γράψει αυτή τη νουβέλα (Σ.τ.μ).
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
7
ονομασίες. Γινόταν πολύς λόγος για «κληρονομικότητα», για «κοινά γνωρίσματα», για «εθνότητες», κ.τ.λ., όλο νεοδημιούργητες λέξεις, που, συμβολίζοντας μιαν επιτακτική ανάγκη, είχαν αποκτήσει μονομιάς πολιτικά δικαιώματα. Ανάλογα με τα κοινά γνωρίσματα: την καταγωγή, την εξωτερική όψη, τις ηθικές τάσεις, τα συμφέροντα ή απλώς τοπικιστικούς ή κλιματολογικούς όρους, σχηματίζονταν ομάδες, που τα μέλη τους πολλαπλασιάζονταν σιγά-σιγά κι άρχιζαν να εκδηλώνουν δυναμικά την παρουσία τους. Ποιες εξελίξεις θα είχε άραγε αυτή η ανάπτυξη; Μήπως κινδύνευε να διαλυθεί η νεογέννητη Αυτοκρατορία; Άραγε η Χώρα των Τεσσάρων Θαλασσών θα διαλυόταν, όπως άλλοτε, σ’ ένα σωρό εθνότητες; Μήπως θα ήταν μοιραίο τότε να επαναληφθούν οι φρικιαστικές εκατόμβες, που στο παρελθόν, για τόσες χιλιετηρίδες, είχαν μετατρέψει τη γη σ’ ένα απέραντο σφαγείο; *** Ο Σοφρ, μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού, έδιωξε αυτές τις απαισιόδοξες σκέψεις. Το μέλλον, ούτ’ εκείνος ούτε κανένας άλλος το ήξερε. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να στενοχωριέται προκαταβολικά για το ενδεχόμενο μιας αβέβαιης καταστροφής; Άλλωστε, μια τέτοια μέρα, ήταν κάθε άλλο παρά κατάλληλη για τόσο απαισιόδοξα συμπεράσματα: Σήμερα, όλα ήταν χαρούμενα κι έπρεπε κανείς να σκέπτεται μονάχα τον σεβαστό μεγαλειότατο Μογκάρ-Σι, δωδέκατο Αυτοκράτορα της Αυτοκρατορίας των Τεσσάρων Θαλασσών, που η κυριαρχία του οδηγούσε το σύμπαν στα ένδοξα πεπρωμένα του. Άλλωστε για ένα φιλόσοφο, δεν έλειπαν οι λόγοι για να είναι ευχαριστημένος. Εξόν απ’ τον ιστορικό αφηγη-
8
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
τή, που είχε ανατρέξει στο δοξασμένο παρελθόν της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών, μια πλειάδα σοφών, καθένας με την ειδικότητά του, είχαν αναλύσει τον πλούτο των ανθρωπίνων γνώσεων, υπογραμμίζοντας μέχρι ποίου ανοδικού σημείου η μακραίωνη αυτή προσπάθεια είχε οδηγήσει την ανθρωπότητα. Κι αν ο πρώτος είχε υποβάλει το ακροατήριό του σε θλιβερές σκέψεις, εξιστορώντας ποιο αργοβάδιστο και κακοστρωμένο δρόμο είχε ακολουθήσει η ανθρωπότητα για να ξεφύγει απ’ την αρχέγονη κτηνωδία της, οι άλλοι, χρυσώνοντας το χάπι, είχαν βρει τον τρόπο να κολακέψουν τη δικαιολογημένη υπερηφάνεια των ακροατών τους. Στ’ αληθινά, η παραβολή μεταξύ του ανθρώπου που είχε φτάσει γυμνός κι άοπλος στη γη κι εκείνου που είχε γίνει σήμερα, κινούσε το θαυμασμό. Αιώνες ολάκερους, παρ’ όλες τις διχόνοιές του και τ’ αδελφοκτόνα μίση του, ο άνθρωπος ούτε στιγμή δεν είχε διακόψει τον αγώνα εναντίον της φύσεως, αυξάνοντας ολοένα τα πολύτιμα λάφυρα της νίκης του. Αργοπερπάτητη στην αρχή, η θριαμβική πορεία του είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα τα τελευταία διακόσια χρόνια. Η πολιτική σταθερότητα κι η παγκόσμια ειρήνη που είχαν επακολουθήσει, πέτυχαν μια καταπληκτική πρόοδο στον τομέα της επιστήμης. Η ανθρωπότητα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως έπρεπε να στρατολογήσει επιστήμονες για να λύσουν τα προβλήματά της, αντί να καταρρακώνει το ηθικό του λαού και να εξαθλιώνει τα οικονομικά του με παράλογους πολέμους. Και γι’ αυτό, κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων αιώνων, είχε προχωρήσει, με ολοένα πιο γρήγορα ρυθμό, προς την πνευματική ανάπτυξη και την τεχνική πρόοδο για αξιοποίηση του υλικού πλούτου. Σε γενικές γραμμές, ο Σοφρ, συνεχίζοντας τον πε-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
9
ρίπατό του κάτω απ’ τον καυτό ήλιο της Μπασίντρα, ανακεφαλαίωνε μες στο μυαλό του τη σειρά των κατακτήσεων του ανθρώπου. Πρώτ’ απ’ όλα —πριν αναρίθμητους αιώνες— είχε επινοήσει τη γραφή, για να οριστικοποιήσει τη σκέψη του. Ύστερα —η δεύτερη εφεύρεση είχε γίνει πριν πεντακόσια χρόνια— είχε βρει τον τρόπο να τυπώσει το γραπτό λόγο του μ’ ένα καλούπι σε άπειρα αντίτυπα. Από αυτή την εφεύρεση ξεκίνησαν και πραγματοποιήθηκαν ένα σωρό άλλες. Χάρη σ’ αυτήν κινητοποιήθηκαν όλοι οι εγκέφαλοι, η διάνοια του καθενός πλουτίστηκε με τις γνώσεις του άλλου, κι οι εφευρέσεις και στη θεωρία και στην εφαρμογή, πολλαπλασιάστηκαν καταπληκτικά. Τώρα πια, ήταν αναρίθμητες. Ο άνθρωπος είχε εισχωρήσει ως τα σπλάχνα της γης για να βγάλει κάρβουνο, εξασφαλίζοντας άνετα τη θέρμανσή του. Είχε ελευθερώσει την κρυφή δύναμη του νερού κι ο ατμός έσερνε, πάνω σε σιδερένιες ράγες, βαριές αμαξοστοιχίες ή έβαζε σε κίνηση απειράριθμες μηχανές, που είχαν όργανα ή ελατήρια μεγάλης δυνάμεως, λεπτότητος κι ακριβείας. Χάρη σ’ αυτές τις μηχανές ύφαινε τα φυτικά νήματα και κατεργαζόταν τα μέταλλα, το μάρμαρο και την πέτρα. Προχωρώντας σ’ ένα λιγότερο συγκεκριμένο τομέα, εισχωρούσε βαθμιαία στο μυστήριο των αριθμών κι εξερευνούσε ως τα κατάβαθα την ασύγκριτη ακρίβεια της μαθηματικής επιστήμης. Μ’ αυτήν, η σκέψη του είχε διατρέξει τον ουρανό. Ήξερε πως ο ήλιος δεν ήταν παρά ένα άστρο περιστρεφόμενο στο άπειρο, σύμφωνα με αυστηρούς νόμους, παρασύροντας τους εφτά πλανήτες της ακολουθίας του μέσα στη φλογισμένη τροχιά
10
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
του*. Ήξερε την τέχνη να ανακατεύει ορισμένα σώματα στη φυσική τους κατάσταση, σχηματίζοντας καινούργια ολότελα άσχετα με τα πρώτα. Αλλά και να χωρίζει ορισμένα άλλα στα συστατικά τους στοιχεία. Μπορούσε ν’ αναλύει τον ήχο, τη θερμότητα, το φως κι άρχιζε να προσδιορίζει τους φυσικούς νόμους των. Πριν από πενήντα χρόνια είχε μάθει να παράγει αυτή τη δύναμη που έχει εκδηλώσεις τρομαχτικές με αστραπόβροντα και την είχε υποτάξει. Αυτή η μυστηριώδης ενέργεια μετέδιδε κιόλας σε ανυπολόγιστες αποστάσεις τη γραπτή σκέψη. Αύριο θα μετέδιδε τον ήχο, μεθαύριο, χωρίς άλλο, το φως**... Ναι, ο άνθρωπος ήταν μεγάλος, πιο μεγάλος απ’ την απεραντοσύνη του σύμπαντος, που μια μέρα, όχι πολύ μακρυσμένη, θα το εξουσίαζε σαν κύριος... Τότε, για να κατέχει κανείς ακέραιη την αλήθεια, έμενε να βρεθεί η λύση αυτού του τελευταίου προβλήματος: Αυτός ο άνθρωπος, ο κοσμοκράτορας, ποιος ήταν; Από πού ερχόταν; Ποιον άγνωστο τελικό στόχο είχε αυτή η ακούραστη προσπάθειά του; Το ευρύτατο τούτο θέμα ακριβώς είχε αναπτύξει ο Σοφρ κατά τη διάρκεια της τελετής. Βέβαια το είχε μάλλον πραγματευθεί άκρες-μέσες, γιατί ένα τέτοιο πρόβλημα ήταν άλυτο όχι μονάχα προς το παρόν, αλλά δίχως άλλο θα ήταν και για πολύν καιρό ακόμα. Κι όμως, λίγες αμυδρές λάμψεις άρχισαν ν’ αχνοφαίνο* Η νουβέλα αυτή γράφτηκε κοντά στα 1900. Είναι φυσικό ν’ αγνοεί τον ένατο πλανήτη Πλούτωνα, που ανεκαλύφθη το 1930. Για τον όγδοο, όμως, δεν αναφέρει τίποτα, μολονότι είχε ανακαλυφθεί το 1846: Τον Ποσειδώνα. Ίσως να εννοεί ότι στη Χώρα των Τεσσάρων Θαλασσών δεν τον είχαν ακόμα ανακαλύψει. (Σ.τ.μ.). ** Καθώς βλέπετε, στη Χώρα των Τεσσάρων Θαλασσών, ο τηλέγραφος ήταν γνωστός, όχι, όμως, το τηλέφωνο και το ηλεκτρικό φως, ως τη στιγμή που ο φιλόσοφος έκανε τον περίπατό του. (Σ.τ.μ.).
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
11
νται πίσω απ’ το πέπλο του μυστηρίου. Κι απ’ αυτές τις λάμψεις ο Σοφρ είχε προβάλει τις πιο ισχυρές, όταν, συστηματοποιώντας, κωδικοποιώντας τις επίπονες παρατηρήσεις των προγενεστέρων στοχαστών, με τις ατομικές του σημειώσεις, είχε καταλήξει στο δικό του νόμο «περί εξελίξεως της ζωντανής ύλης», — νόμο που είχε πια γίνει παγκοσμίως παραδεκτός χωρίς καμιάν απολύτως αντιλογία. Η θεωρία αυτή στηριζόταν σε τριπλή βάση. Πρώτ’ απ’ όλα στη γεωλογική επιστήμη, που, γεννημένη τη μέρα που είχαν ερευνήσει τα σπλάχνα της γης, είχε τελειοποιηθεί με την ανάπτυξη της εκμεταλλεύσεως των ορυχείων. Η επιφάνεια της γήινης σφαίρας ήταν γνωστή με τόση ακρίβεια, ώστε τολμούσαν να της καθορίσουν ηλικία τετρακοσίων χιλιάδων χρόνων, — ενώ της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών δεν ξεπερνούσε τις είκοσι χιλιάδες χρόνια. Γιατί αυτή η ήπειρος, πρωτύτερα, αναπαυόταν κάτω απ’ τη θάλασσα, καθώς μαρτυρούσε το πηχτό στρώμα λάσπης που σκέπαζε αδιάκοπα τους βράχους που ήταν στιβαγμένοι αποκάτω. Με ποιο μηχανισμό να είχε άραγε προβάλει απ’ τα κύματα που τη σκέπαζαν; Δίχως άλλο από καμιά συσταλτική ενέργεια της γήινης σφαίρας που οφειλόταν στην ψύξη. Όπως κι αν είχε το πράγμα, η ανάδυση της Χώρας των Τεσσάρων Θαλασσών μπορούσε να θεωρηθεί σαν απόλυτα αποδειγμένη. Οι φυσικές επιστήμες είχαν προμηθέψει στο σοφό τις υπόλοιπες δυο βάσεις του συστήματός του, αποδεικνύοντας τη στενή συγγένεια που είχαν τα φυτά ανάμεσά τους και τα ζώα ανάμεσά τους. Ο Σοφρ, όμως, δεν είχε σταματήσει ως εκεί. Είχε αποδείξει, πως σχεδόν όλα τα φυτά που υπήρχαν, συνδέονταν καθένα χωριστά με κάποιο θαλασσινό φυτό προγονικό του και πως
12
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
σχεδόν όλα τα γήινα ή ιπτάμενα ζωντανά προέρχονταν από τα ζώα της θάλασσας. Μια αργή, αλλ’ ασταμάτητη εξέλιξη είχε προσαρμόσει φυτά και ζώα στην αλλαγή της πρωτόγονης διαβιώσεως κι έτσι, σταδιακά, είχαν γεννηθεί οι υπάρξεις που πληθύνονταν στη γη και στον ουρανό. Κρίμα που αυτή η έξυπνη θεωρία δεν ήταν απρόσβλητη. Γιατί υπήρχαν και μερικά φυτά και ζώα που φαινόταν αδύνατο να συνδεθούν με αντίστοιχα υδρόβια προγονικά τους. Εκεί βρισκόταν το ένα απ’ τα δυο ευαίσθητα σημεία του συστήματος. Ο Σοφρ παραδεχόταν πως ο άνθρωπος ήταν το άλλο ευαίσθητο σημείο. Μεταξύ ανθρώπου και ζώων καμιά συσχέτιση δεν ήταν δυνατή. Βέβαια, οι λειτουργίες κι οι ουσιώδεις ιδιότητες, όπως η αναπνοή, η θρέψη, η κινητικότητα, ήταν όμοιες ή γίνονταν αισθητά κατά τον ίδιο τρόπο, υπήρχε όμως τεράστια διαφορά στα εξωτερικά σχήματα και στον αριθμό και τη διάταξη των οργάνων. Αν με μιαν αλυσίδα που λίγοι κρίκοι της έλειπαν μπορούσαμε να συνδέσουμε τη μεγάλη πλειονότητα των ζώων σε αντίστοιχους προγόνους που προέρχονταν απ’ τη θάλασσα, η ίδια αλληλοσύνδεση ήταν απαράδεκτη για τον άνθρωπο. Για να διατηρηθεί απρόσβλητη η θεωρία της εξελίξεως, ήταν ανάγκη να επινοηθεί —σαν πρόχειρη ή και αβάσιμη λύση— μια κοινή καταγωγή στους υδροβίους κατοίκους και στον άνθρωπο, χωρίς όμως να υπάρχει η παραμικρή απόδειξη για προγενέστερη ύπαρξή τους. Κάποτε, ο Σοφρ είχε ελπίσει πως θα ’βρισκε μέσα στη γη αποδείξεις που θα στήριζαν τις θεωρίες του. Εισηγήθηκε κι έγιναν, υπό τη διεύθυνσή του, ανασκαφές που βάσταξαν πολλά χρόνια. Μα τ’ αποτελέσματά τους βγήκαν ολότελα διαφορετικά από αυτά που περίμενε ο
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
13
εισηγητής. Αφού πέρασαν μια λεπτή πέτσα «φυτικής γης», που σχηματίζεται από την αποσύνθεση φυτών και ζώων, τα σκαπτικά εργαλεία είχαν φθάσει σ’ ένα πηχτό στρώμα λάσπης, όπου άλλαζε η φύση των λειψάνων του παρελθόντος. Μες στη λάσπη αυτή, δε βρισκόταν πια τίποτα απ’ την πανίδα και τη χλωρίδα της επιφανείας της γης, παρά μονάχα τεράστιες συσσωρεύσεις απολιθωμένων θαλασσίων ζώων που τα ομοιογενή τους ζούσαν ακόμα, ως επί το πλείστον, μες στους ωκεανούς, γύρω από τη Χώρα των Τεσσάρων Θαλασσών. Τι άλλο συμπέρασμα μπορούσε να βγει; Απλούστατα, πως και οι γεωλόγοι είχαν δίκιο υποστηρίζοντας πως η ήπειρος είχε χρησιμεύσει άλλοτε σαν βυθός σ’ αυτούς τους ίδιους τους ωκεανούς, μα και ταυτόχρονα πως ο Σοφρ δεν είχε άδικο βεβαιώνοντας τη θαλάσσια προέλευση της σύγχρονης πανίδος και χλωρίδος. Αφού, εξόν από πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, που δικαιολογούνταν να χαρακτηρισθούν σαν τερατουργήματα, οι υδρόβιες υπάρξεις και οι γήινες ήταν οι μοναδικές που τα ίχνη τους ανακαλύφθηκαν, αναγκαστικά, απ’ τις πρώτες είχαν γεννηθεί οι δεύτερες... Άτυχα, όμως, για τη γενικοποίηση του συστήματος, ανακάλυψαν ακόμα κι άλλα λείψανα. Σκορπισμένα μέσα στην πέτσα της φυτικής γης και στην επιφάνεια του στρώματος της λάσπης, αναρίθμητα ανθρώπινα οστά έφερε σε φως η σκαπάνη των ανασκαφών. Τίποτα το εξαιρετικό δεν παρουσίαζαν αυτά τα λείψανα σκελετών όσον αφορά τη σύστασή τους. Κι ο Σοφρ αναγκάστηκε να μην αναζητήσει σ’ αυτά τους ενδιάμεσους οργανισμούς που θα επαλήθευαν τη θεωρία του: ήταν απλώς «ανθρώπινα οστά» και τίποτε άλλο. Κι όμως, δεν άργησε να διαπιστωθεί μια λεπτομέ-
14
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ρεια αρκετά αξιοπρόσεκτη. Ως μια ορισμένη χρονική περίοδο του παρελθόντος που υπολογίζεται σε δυοτρεις χιλιάδες χρόνια, όσο παλιότερη ήταν η οστεοθήκη, τόσο τ’ ανακαλυπτόμενα κρανία ήταν πιο μικρά σε μέγεθος. Σε ακόμα απομακρυσμένες περιόδους, όμως, ήταν πιο μεγάλη η περιεκτικότητα των κρανίων, συνεπώς και το μέγεθος του εγκεφάλου. Τα μεγαλύτερα κρανία είχαν βρεθεί μέσα στα λείψανα που ανακαλύφθηκαν στην επιφάνεια του στρώματος της λάσπης. Η προσεκτική εξέταση αυτών των αρχαίων λειψάνων δεν άφησε καμιά αμφιβολία πια πως οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ εκείνη την αρχαιότατη εποχή είχαν αποκτήσει μιαν ανάπτυξη του εγκεφάλου πολύ ανώτερη απ’ τους μεταγενέστερούς των, συμπεριλαμβανομένων και των συγχρόνων του Σοφρ. Άρα κατά την περίοδο των 160170 αιώνων είχε σημειωθεί έκδηλη επαναστροφή, που την ακολούθησε μια καινούργια άνοδος. Ο Σοφρ, ταραγμένος απ’ αυτά τα παράξενα γεγονότα, συνέχισε τις έρευνές του, τρυπώντας το στρώμα της λάσπης πέρα ως πέρα, σε βάθος που θα είχε σχηματισθεί σε περίοδο τουλάχιστον 15.000 ως 20.000 χρόνων. Κάτω απ’ αυτό, βρήκε λίγα υπολείμματα ενός παλιού στρώματος από «φυτική γη» κι ακόμα πιο κάτω πετρώματα λογής-λογής. Εκείνο όμως που του προκάλεσε κατάπληξη, ήταν η ανακάλυψη λειψάνων που ανήκαν αναμφισβήτητα σε άνθρωπο, μέσα σε αβυσσαλέα βάθη. Ήταν μέλη από ανθρώπινους σκελετούς και μαζί μ’ αυτά κομμάτια από όπλα και μηχανές, σπασμένα σκεύη κεραμικής τέχνης, κομματιασμένες στήλες μ’ επιγραφές σε άγνωστη γλώσσα, σκληρά πετρώματα με λεπτή κατεργασία, πολλές φορές σκαλισμένα σε αγάλματα σχεδόν άγγιχτα, κιονόκρανα ανώτερης τέχνης, κ.τ.λ. Απ’ το σύνολο των ευρημάτων έβγαινε το συμπέ-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Το κύμα μάς είχε στήσει κυνηγητό. (σελ. 29)
15
16
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ρασμα πως πάνω-κάτω σαράντα χιλιάδες χρόνια πρωτύτερα, δηλαδή είκοσι χιλιάδες χρόνια πριν από τον καιρό που είχαν φανεί, ποιος ξέρει πώς κι από πού, οι πρώτοι εκπρόσωποι της σύγχρονης γενεάς, είχαν ζήσει άνθρωποι σ’ αυτά τα μέρη, που κατόρθωσαν ν’ αναπτύξουν ανωτέρου επιπέδου πολιτισμό. Αυτό ήταν το γενικό συμπέρασμα, που το παραδέχτηκαν όλοι. Μόνο ένας είχε διαφορετική γνώμη. Ήταν ο Σοφρ. Να παραδεχτεί πως άλλοι άνθρωποι, που τους χώριζε ένα τεράστιο κενό είκοσι χιλιάδων χρόνων απ’ τους μεταγενέστερούς των, είχαν άλλοτε κατοικήσει τη γη, το θεωρούσε σωστή τρέλα. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, από πού να ’χαν έρθει εκείνοι οι απόγονοι προγόνων που είχαν εξαφανιστεί σε τόσο μεγάλο διάστημα και με τους οποίους δεν τους ένωνε πια κανένας δεσμός; Παρά να παραδεχτεί μια τόσο απίθανη εικασία, καλύτερα ήταν να περιμένει να βρεθεί άλλη εξήγηση στο μέλλον. Το γεγονός ότι δεν είχε δοθεί ερμηνεία σ’ αυτά τα γεγονότα, δεν σήμαινε κατ’ ανάγκην πως ήταν ανεξήγητα. Κάποτε θα φωτίζονταν απ’ το φως της αλήθειας. Ως τότε, όμως, δεν θα έπρεπε να τα λάβει καθόλου υπ’ όψη και να μείνει πιστός στις αρχές του, που ικανοποιούσαν την απλή λογική. Η πλανητική ζωή διαιρείται σε δύο φάσεις: η μια είναι πριν απ’ τον άνθρωπο, η άλλη απ’ τον ερχομό του ανθρώπου και πέρα. Στην πρώτη, η γη, σε κατάσταση αερίου μετασχηματισμού, είναι, γι’ αυτό το λόγο, ακατοίκητη. Στη δεύτερη, η επιφάνεια της γης έφτασε σ’ ένα βαθμό συνοχής που επιτρέπει τη σταθεροποίησή της. Τότε, έχοντας επιτέλους στερεά υπόσταση, κάνει την εμφάνισή της η ζωή. Αρχίζει με την πιο απλή διαμόρφωσή της και προχωρεί με ολοένα μεγαλύτερες περιπλοκές, για να καταλήξει στον άνθρωπο, που εί-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
17
ναι η τελική και πιο τέλεια έκφρασή της. Ο άνθρωπος, μόλις βρεθεί στη γη, αρχίζει μονομιάς και συνεχίζει ασταμάτητα την ανοδική πορεία του. Αργοπερπάτητα μα σίγουρα, προχωρεί προς το τέρμα του, που είναι να εξηγήσει όλα τα μυστήρια του σύμπαντος και να το κατακτήσει απόλυτα... Μ’ αυτούς τους στοχασμούς του, ο Σοφρ είχε, αφηρημένος, ξεπεράσει το σπίτι του. Γύρισε πίσω, μουρμουρίζοντας. «Ακούτ’ εκεί; σκεπτόταν, μπορώ ποτέ να παραδεχτώ πως ο άνθρωπος —πριν από σαράντα χιλιάδες χρόνια!— ήταν δυνατόν να είχε φτάσει σ’ ένα βαθμό πολιτισμού, ανάλογο αν όχι ανώτερο, με το σημερινό μας; Και πως οι γνώσεις του, τα επιτεύγματά του έχουν εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσουν το παραμικρό ίχνος, σε σημείο να εξαναγκάσουν τους απογόνους του να ξαναρχίσουν εκ θεμελίων το έργο του, σαν να είναι οι πρωτοπόροι ενός κόσμου που δεν είχε κατοικηθεί πριν από αυτούς;... Θα ήταν σαν να διαλαλούσα πως η προσπάθειά μας είναι μάταιη και πως κάθε πρόοδος είναι πρόσκαιρη και ασταθής σαν τον αφρό πάνω στο κύμα. Όχι. Δεν μπορώ να γίνω αρνητής του μέλλοντος». Σταμάτησε μπροστά στο σπίτι του. — Ούψα νι!... χαρτσόκ!... (Όχι, όχι, μα την αλήθεια!) Ανταρτ μιρ ’χόε σφα!... (Ο άνθρωπος είναι κύριος των πραγμάτων!...), ψιθύρισε, ανοίγοντας την πόρτα του. *** Αφού αναπαύθηκε για λίγο, γευμάτισε με πολλή όρεξη κι ύστερα ξάπλωσε για το μεσημεριάτικο ύπνο του. Οι απορίες, όμως, που τον είχαν απασχολήσει
18
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
στον περίπατο του, εξακολουθούσαν να βασανίζουν τις σκέψεις του, διώχνοντάς του τον ύπνο. Όσο κι αν είχε επιθυμία να υποστηρίξει την ανεπίληπτη ενότητα των μεθόδων της φύσεως, το αυστηρό κριτήριό του δεν του επέτρεπε να παραγνωρίσει τις αδυναμίες του συστήματός του μόλις έθιγε το πρόβλημα της καταγωγής και της διαμορφώσεως του ανθρώπου. Αντί να είναι ένας πολύ σοφός ερευνητής, αν ο Σοφρ ήταν κανένας αγράμματος θα είχε πολύ λιγότερες σκοτούρες. Στ’ αλήθεια, ο λαός χωρίς να χασομερεί με τις βαθυστόχαστες θεωρίες, παραδέχεται, με κλειστά μάτια, έναν παλιό θρύλο που από αμέτρητα χρόνια ο πατέρας τον διηγόταν στο γιο. Εξηγώντας το μυστήριο μ’ ένα άλλο μυστήριο, απέδιδε την καταγωγή του ανθρώπου στην επέμβαση μιας ανώτερης ενέργειας. Μια μέρα, η εξωγήινη αυτή δύναμη είχε δημιουργήσει απ’ το τίποτα τον Χεδόμ και τη Χίβα, τον πρώτο άντρα και την πρώτη γυναίκα, που οι απόγονοί τους είχαν κατοικήσει στη γη. Έτσι όλα συνδέονταν μια χαρά! Απλούστατα! «Τα παραλένε απλά», συλλογιζόταν ο Σοφρ. «Όταν δεν μπορείς να εξηγήσεις κάτι, παραείναι εύκολο να κάνεις να επέμβει μια θεία δύναμη: έτσι καταντά περιττό να ψάξεις να βρεις τη λύση των αινιγμάτων του σύμπαντος, αφού τα προβλήματα έχουν λυθεί... αυτομάτως μόλις τεθούν! «Να είχε τουλάχιστον ο λαϊκός θρύλος, έστω κι επιφανειακά, να στηριχθεί σε σοβαρή βάση! Μα δεν έχει το παραμικρό στήριγμα. Ήταν μονάχα μια παράδοση, γεννημένη σ’ εποχή αγνοίας κι αγραμματοσύνης, που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά! «Χεδόμ!...» Τι όνομα είναι αυτό; Τι παράξενη λέξη, που η ξενική προφορά της
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
19
δείχνει πως δεν ανήκει στη γλώσσα των ανθρώπων των Τεσσάρων Θαλασσών! Ακόμα και σ’ αυτή την ασήμαντη φιλολογική απορία, μια πλειάδα σοφών δεν μπόρεσε να δώσει την παραμικρή ικανοποιητική ερμηνεία... Όλ’ αυτά είναι φλυαρολογήματα, ανάξια να κινήσουν το ενδιαφέρον και την προσοχή ενός σοφού». Νευριασμένος, ο Σοφρ κατέβηκε στον κήπο του. Έτσι συνήθιζε να κάνει, κάθε μέρα, την ίδια ώρα. Ο ήλιος, χάνοντας τη δύναμη και τη λαμπρότητά του, σκορπούσε στη γη λιγότερη ζέστη κι ένα χλιαρό αεράκι άρχισε να φυσά. Ο Σοφρ έκανε μια βόλτα κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, που τα φύλλα τους τρεμουλιάζοντας στο χάδι του ανέμου, κάτι ψιθύριζαν το ’να στ’ άλλο. Σιγά-σιγά, τα νεύρα του ξαναβρήκαν τη συνηθισμένη τους γαλήνη. Έδιωξε τους ενοχλητικούς στοχασμούς του, χάρηκε τον καθαρό αέρα, ενδιαφέρθηκε για τα φρούτα, τον πλούτο του κήπου του, για τα λουλούδια, το στόλισμά του. Καθώς γύριζε στο σπίτι του, σταμάτησε μπροστά σ’ ένα βαθύ λάκκο, όπου ήταν αφημένα εργαλεία. Εκεί θα στερέωναν τα θεμέλια μιας καινούργιας πτέρυγας του εργαστηρίου του. Αυτή τη γιορτάσιμη μέρα, οι εργάτες είχαν παρατήσει το σκάψιμο, για να πανηγυρίσουν την ιστορική επέτειο. Ο Σοφρ λογάριαζε μηχανικά σε πόσον καιρό θα τέλειωνε η οικοδομή του, όταν, μέσα στο μισοσκόταδο του λάκκου, κάτι λαμπερό κίνησε την προσοχή του. Παραξενεύτηκε, κατέβηκε μέσα και ξέθαψε ένα αντικείμενο που ήταν μισοχωμένο στη γη. Βγαίνοντας απ’ το λάκκο, ο Σοφρ εξέτασε το εύρημά του. Ήταν ένα είδος θήκης από άγνωστο μέταλλο, που η μακροχρόνια παραμονή του στη γη είχε λιγοστέψει τη λάμψη του. Μια σχισμή έδειχνε πως τη θήκη την
20
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
αποτελούσαν δύο μέρη, που το ’να έμπαινε μέσα στ’ άλλο. Ο Σοφρ επεχείρησε να την ανοίξει. Στην πρώτη προσπάθεια που έκανε, το μέταλλο απ’ την πολυκαιρία έγινε σκόνη, και φάνηκε το περιεχόμενο της θήκης. Ήταν ένας ρόλος από φύλλα χαρτιού, το ’να πάνω στ’ άλλο, με παράξενα σημάδια χαραγμένα, που η ίσια γραμμή τους φανέρωνε πως ήταν γράμματα, μιας άγνωστης γραφής όμως, αφού ο Σοφρ δε θυμόταν να την είχε ξαναδεί. Τότε, τρέμοντας απ’ τη συγκίνησή του, έτρεξε μέσα στο εργαστήριό του και μελέτησε με προσοχή το πολύτιμο εύρημά του. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως είχε στα χέρια του ένα αποδεικτικό έγγραφο. Μα η γραφή του δεν έμοιαζε με καμιάν απ’ αυτές που είχαν χρησιμοποιηθεί σε όλη την επιφάνεια της γης, απ’ την αρχή των ιστορικών χρόνων. Από πού προερχόταν το έγγραφο; Τι ήταν γραμμένο σ’ αυτό; Αυτά τα δυο ερωτήματα γεννήθηκαν αυτόματα στη σκέψη του Σοφρ. Έπρεπε πρώτ’ απ’ όλα να το διαβάσει, κατόπιν να το μεταφράσει, γιατί ασφαλώς η γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένο θα ήταν άγνωστη, όπως και η γραφή. Άραγε μπορούσε να γίνει αυτό; Ο Σοφρ στρώθηκε στη δουλειά. Το είχε βάλει πια σκοπό της ζωής του. Εργάσθηκε εντατικά, χρόνια ολάκερα, ακούραστος και με μεγάλη επιμονή κι υπομονή. Χωρίς να χάσει το θάρρος του, συνέχισε τη μεθοδική μελέτη του μυστηριώδους χειρογράφου, προχωρώντας, ολοένα, βήμα προς βήμα, προς τη φωτεινή λύση. Επιτέλους! Μια μέρα βρήκε το κλειδί που θα του επέτρεπε την αποκρυπτογράφηση. Και τότε πια, κατόρθωσε, με μεγάλη δυσκολία, να μεταφράσει το χειρό-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
21
γραφο στη γλώσσα των Ανθρώπων των Τεσσάρων Θαλασσών. *** Όταν έφτασε επιτέλους η πολυπόθητη μέρα, ο Σοφρ διάβασε τα εξής: Ροζάριο, 24 Μαΐου 2... Η χρονολογία απ’ την οποία αρχίζω την καταπληκτική εξιστόρηση των γεγονότων που έζησα, δεν είναι εκείνη που κάθομαι τώρα και γράφω. Τη διήγησή μου την κάνω ημερολογιακά, σημειώνοντας την ημερομηνία των συμβάντων μέρα με τη μέρα, απ’ την αρχή. Στις 24 Μαΐου αρχίζουν να διαδραματίζονται τα φοβερά γεγονότα που αναφέρω για να λάβουν γνώση και να διδαχθούν απ’ αυτά οι μεταγενέστεροί μου, αν φυσικά είναι δυνατόν η ανθρωπότης να ’χει το δικαίωμα να υπολογίζει σε οποιοδήποτε μέλλον. Σε τι γλώσσα θα γράψω; Αγγλικά ή Ισπανικά που τα κατέχω καλά; Όχι! Θα τα γράψω γαλλικά, γιατί είμαι Γάλλος. Στις 24 Μαΐου, λοιπόν, είχα καλεσμένους μερικούς φίλους στη βίλα μου, στο Ροζάριο. Το Ροζάριο είναι —ή μάλλον ήταν— μια πόλη του Μεξικού, στην ακτή του Ειρηνικού, λίγο προς νότο του κόλπου της Καλιφόρνιας. Είχα εγκατασταθεί εκεί, καμιά δεκαριά χρόνια πριν, για να διευθύνω την εκμετάλλευση ενός ορυχείου αργύρου, που ήταν αποκλειστικής ιδιοκτησίας μου. Οι επιχειρήσεις μου μου είχαν αποφέρει πολύ μεγάλα κέρδη. Ήμουνα πλούσιος, ζάπλουτος, Κροίσος —τι γέλια μου φέρνει σήμερα αυτή η λέξη!— κι είχα σκοπό να γυρίσω σύντομα στη Γαλλία, σαν νοσταλγός της πατρίδας μου. Η βίλα μου, μια απ’ τις πολυτελέστερες, ήταν χτισμένη στο ανώτατο σημείο ενός ευρύχωρου κήπου που κατέβαινε κλιμακωτά προς τη θάλασσα και κατέληγε απότομα σ’ ένα
22
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
γκρεμνό ύψους 100 μέτρων. Πίσω απ’ τη βίλα μου, συνεχιζόταν η ανηφοριά, κι από κυκλικούς δρόμους μπορούσε να φτάσει κανείς στην κορυφή των βουνών, που το ύψος τους ξεπερνούσε τα χίλια πεντακόσια μέτρα. Ήταν ένας ευχάριστος περίπατος και συχνά έκανα αυτή τη διαδρομή με τ’ αυτοκίνητό μου, ένα έξοχο αμάξι τριάντα πέντε ίππων, που το είχα παραγγείλει σε μιαν απ’ τις καλύτερες γαλλικές φίρμες. Είχα εγκατασταθεί στο Ροζάριο με τον γιο μου το Ζαν, όμορφο εικοσάχρονο παλικάρι, όταν πέθαναν κάτι μακρινοί κι αγαπημένοι μου συγγενείς, και πήρα υπό την κηδεμονία μου την κόρη τους Ελένη, που ήταν πολύ φτωχιά. Από τότε, πέρασαν πέντε χρόνια. Ο Ζαν είναι είκοσι πέντε χρονών, η Ελένη είκοσι. Η μεγαλύτερη χαρά μου θα είναι να τους ενώσω με τα δεσμά του γάμου. Στην υπηρεσία μας είναι ένας καμαριέρης, ο Ζερμαίν, ο Μοντέστ Σιμονά, ικανότατος σωφέρ, κι οι δυο κόρες του κηπουρού μου Τζωρτζ Ράλεη, η Ήντιθ κι η Μαίρη, καθώς κι η γυναίκα του Άννα. Τη μέρα της 24ης Μαΐου, καθόμαστε οχτώ άτομα στο τραπέζι. Ο φωτισμός της βίλας εξασφαλιζόταν από ατομική πλεκτική γεννήτρια, εγκατεστημένη στον κήπο. Εξόν από την οικογένειά μου, ήταν άλλοι πέντε καλεσμένοι, που οι τρεις τους ανήκαν στην αγγλοσαξωνική φυλή, κι οι δυο ήταν Μεξικάνοι. Ο δόκτωρ Μπάθορστ ανήκε στους πρώτους, κι ο δόκτωρ Μορένο στους δεύτερους. Ήταν δυο επιστήμονες, με τέλεια κατάρτιση, που σπάνια όμως συμφωνούσαν στις συζητήσεις τους ο ένας με τον άλλο. Κατά βάθος, ήταν καλοπροαίρετοι άνθρωποι και στενοί φίλοι. Οι δυο άλλοι Αγγλοσάξωνες ήταν ο Γουίλιαμσον, ιδιοκτήτης μεγάλου ιχθυοτροφείου στο Ροζάριο, κι ο Ρόουλιν, ένας τολμηρός επιχειρηματίας, που κέρδιζε ένα σωρό λεφτά με τα πρώιμα είδη που καλλιεργούσε, γιατί τα οπωροκηπευτικά προϊόντα του γίνονταν ανάρπαστα στην αγορά. Όσο για τον τελευταίο συνδαιτημόνα, ήταν ο σενιόρ Με-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Ο κάπταιν Μόρρις είπε: — Εδώ ήταν το Παρίσι... (σελ. 39)
23
24
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ντόζα, πρόεδρος του δικαστηρίου του Ροζάριο, που όλοι τον εκτιμούσαν σαν άνθρωπο με ανώτερη μόρφωση και σαν ακέραιο δικαστή. Είχαμε φτάσει στο τέλος του γεύματος χωρίς τίποτα να ταράξει την ευωχία μας. Δεν θυμάμαι τα λόγια που είπαμε ο ένας στον άλλο σ’ αυτό το διάστημα. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ τι είπαμε την ώρα που καπνίζαμε μακάρια τα πούρα μας. Όχι γιατί στα λόγια αυτά εύρισκα καμιάν ιδιαίτερη σημασία, αλλά γιατί στα λόγια που επακολούθησαν ξεχώρισα μια δηκτική σάτιρα που τ’ αποτύπωσε για πάντα μες στο μυαλό μου. Ποιος ξέρει πώς και γιατί, η συζήτηση είχε αρχίσει γύρω απ’ το θέμα των εκπληκτικών επιτευγμάτων του ανθρώπου στον τομέα της προόδου. Ο δόκτωρ Μπάθορστ είπε, σε μια στιγμή: — Είναι γεγονός πως αν ο Αδάμ (σαν Αγγλοσάξονας το πρόφερε «Έδεμε») κι η Εύα (το πρόφερε «Ίβα») ξαναγύριζαν στη γη, θα έτριβαν τα μάπα τους, μη πιστεύοντας σε ό,τι βλέπουν! Αυτά τα λόγια στάθηκαν η αρχή της κουβέντας μας. Ένθερμος υποστηρικτής των θεωριών του Δαρβίνου, φανατικός οπαδός της «φυσικής επιλογής των ειδών», ο Μορένο ρώτησε με ειρωνικό ύφος τον Μπάθορστ αν πίστευε στα σοβαρά στο θρύλο του επιγείου Παραδείσου. Ο Μπάθορστ του απάντησε πως σαν άτομο που είχε πίστη στο Θεό, εφόσον η Βίβλος βεβαίωνε την ύπαρξη του Αδάμ και της Εύας, δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να την αμφισβητήσει. Ο Μορένο αντιμίλησε, πως κι ο ίδιος πίστευε στο Θεό, τουλάχιστον όσο κι ο Μπάθορστ, μα δεν μπορούσε ν’ αποκλεισθεί κι η πιθανότητα να ήταν οι πρωτόπλαστοι μυθεύματα, σύμβολα, και πως, συνεπώς, κανείς δε θ’ ασεβούσε προς τα θεία υποθέτοντας πως η Βίβλος θέλησε να εμφανίσει κατ’ αυτό τον τρόπο την πνοή της ζωής που έβαλε η δύναμη της Δημιουργίας μέσα στο πρώτο κύτταρο, απ’ το οποίο μεταδόθηκε σε όλα τ’ άλλα. Ο Μπάθορστ, χωρίς ν’ αποκλείει απόλυτα αυτό το ενδε-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
25
χόμενο, απάντησε πως πάντως έβρισκε πολύ πιο κολακευτικό για τον εαυτό του να είναι απευθείας έργο του Θεού, παρά να ’χει έρθει στη γη μ’ ενδιάμεσο πρόγονο... έναν πίθηκο!*. Έφθασε η στιγμή που νόμιζα πως η συζήτηση θα γινόταν πιο ζωηρή, μα ξαφνικά διακόπηκε, γιατί οι δυο αντίπαλοι είχαν βρει τυχαία το σημείο στο οποίο συμφωνούσαν οι απόψεις τους. Άλλωστε έτσι συνέβαινε πάντα. Αυτή τη φορά, ξαναγυρίζοντας στο πρώτο θέμα τους, οι δυο ανταγωνιστές παραδέχτηκαν πως ήταν σωστό να θαυμάζουν, οποιαδήποτε κι αν υπήρξε η καταγωγή του ανθρώπου, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο στο οποίο είχε φθάσει. Κι απαριθμούσαν με περηφάνεια τις κατακτήσεις του, μια-μια ξεχωριστά. Ο Μπάθορστ εγκωμίασε τη χημεία, που είχε φθάσει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας ώστε κόντευε να εξαφανιστεί, για να γίνει ένα με τη φυσική: έτσι οι δυο επιστήμες ενωμένες θα είχαν για σκοπό τη μελέτη του «συνεχούς της ενεργείας». Ο Μορένο επαίνεσε την ιατρική και την χειρουργική, χάρη στις οποίες είχε κατανοηθεί η ουσιώδης φύση του φαινομένου της ζωής, και των οποίων οι αξιοθαύμαστες ανακαλύψεις επέτρεπαν να ελπίζουμε, σ’ ένα εγγύς μέλλον, πως θα εξασφάλιζαν την αθανασία στους έμψυχους οργανισμούς. Ύστερα, συνεχάρησαν ο ένας τον άλλο για τα υψηλά επιτεύγματα της αστρονομικής επιστήμης. Κουρασμένοι απ’ τον ενθουσιασμό τους, οι δύο απολογητές ξεκουράστηκαν λιγάκι. Οι άλλοι καλεσμένοι επωφελήθηκαν απ’ την ευκαιρία για να πούνε δυο λόγια κι αυτοί, με τη σειρά τους, και γενικεύθηκε μια συζήτηση γύρω απ’ το πλήθος των πρακτικών εφευρέσεων που είχαν αλλάξει τόσο πολύ τις συνθήκες ζωής της ανθρωπότητος. Όλοι εξύμνησαν τους σιδηροδρόμους, τα βαπόρια, τ’ αερόπλοια με φτηνό κόστος για όσους επιβάτες δεν είναι βιαστικοί, τους ηλεκτρο-ιονικούς σωλήνες που διασχίζουν όλες τις ηπείρους και τις θάλασσες, προς χρήση των βιαστικών * Αυτό λέει η από πολλούς αμφισβητούμενη Δαρβίνειος θεωρία. (Σ.τ.μ.).
26
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
επιβατών. Μίλησαν με θαυμασμό για τ’ αναρίθμητα μηχανήματα, που ο εφευρετικός νους του ανθρώπου ανακάλυψε και που καθένα απ’ αυτά, σε ορισμένες βιομηχανίες, εκτελεί την εργασία εκατό ατόμων. Δεν παράλειψαν να εγκωμιάσουν την τυπογραφία, την έγχρωμη φωτογραφία, τις καταπληκτικές προόδους στην εκμετάλλευση του ήχου, της θερμότητος και των παλμικών δονήσεων του αιθέρος. Ιδιαίτερα τόνισαν τη μεγάλη συμβολή του ηλεκτρισμού που μπορεί από απίθανες αποστάσεις και χωρίς ιδιαίτερη σύνδεση, να βάζει σ’ ενέργεια ένα μηχάνημα, να οδηγεί ένα βαπόρι, ένα υποβρύχιο ή ένα αερόπλοιο, να διαβιβάζει τηλεγραφήματα, τηλε-ομιλίες ή τηλεφωτογραφίες*. Κοντολογίς απαγγέλθηκε σωστός διθύραμβος, στον οποίο κι εγώ έλαβα μέρος. Κι όλοι συμφώνησαν πως η ανθρωπότητα είχε φτάσει σ ένα πνευματικό επίπεδο ανώτερο από κάθε άλλη περίοδο, που μας επέτρεπε να πιστεύουμε πως αυτή θα νικούσε τελειωτικά τη φύση. — Κι όμως, είπε ο πρόεδρος Μεντόζα, άκουσα να λένε πως οι λαοί, που χάθηκαν στο παρελθόν χωρίς ν’ αφήσουν το παραμικρό ίχνος, είχαν φτάσει σ ένα επίπεδο πολιτιστικό όμοιο ή ανάλογο με το δικό μας. — Ποιοι; ρώτησαν όλοι μονομιάς. — Οι Βαβυλώνιοι λόγου χάρη. Όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Πού ακούστηκε να συγκρίνονται οι Βαβυλώνιοι με τους συγχρόνους ανθρώπους; — Οι Αιγύπτιοι, συνέχισε ατάραχα ο Μεντόζα. Τα γέλια δυνάμωσαν ολόγυρά του. — Κι οι Άτλαντες, που μόνο η άγνοιά μας τους θεωρεί σαν ένα θρύλο, πρόσθεσε ο πρόεδρος. Προσθέστε πως ένα σωρό άλλες ανθρωπότητες, προγενέστερες απ’ τους Άτλαντες, μπορεί να είχαν γεννηθεί, ευημερήσει κι εξαφανισθεί χωρίς να το ξέρουμε. * Ο ιταλός φυσικός Γουλιέλμος Μαρκόνι (1874-1937), ένθερμος θαυμαστής του Ιουλίου Βερν, έκανε, το 1930, επίδειξη επινοήσεώς του, κατορθώνοντας με κατάλληλο χειρισμό στη Γένοβα, ν’ αναφθούν τα φώτα της ηλεκτρικής εκθέσεως του Σίνδεϋ, της Αυστραλίας (Σ.τ.μ).
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
27
— Μα τι είν’ αυτά που λέτε, αγαπητέ πρόεδρε; αντιμίλησε ο Μορένο. Δεν φαντάζομαι να ’χετε την απαίτηση να πιστέψουμε πως ανάμεσα στους αρχαίους λαούς προϋπήρξε κανένας που να μπορεί να συγκριθεί με μας... Ακόμα κι αν παραδεχτώ πως στο μορφωτικό επίπεδο μπορεί να είχαν εξισωθεί με μας, είναι αδύνατο να μας είχαν φτάσει στο τεχνικό! — Και γιατί όχι; αντιμίλησε ο Μεντόζα. — Γιατί, εξήγησε αμέσως ο Μπάθορστ, οι εφευρέσεις μας διαδίδονται αυτόματα σε όλη τη γη: άρα η εξαφάνιση ενός μονάχα λαού, ή ακόμα και πολλών λαών, θ’ άφηνε ανέγγιχτο το σύνολο των επιτευγμάτων τους. Για να χαθούν όλα μαζί τα έργα των ανθρώπων, θα πρέπει να χαθεί μονομιάς ολόκληρη η ανθρωπότητα. Είναι ποτέ δυνατόν να παραδεχτούμε αυτή την περίπτωση;... Ενώ τα λέγαμε αυτά, στο άπειρο του σύμπαντος προετοιμάζονταν δραματικά γεγονότα, που το τελικό τους αποτέλεσμα θα δικαιολογούσε με το παραπάνω τις αμφιβολίες του Μεντόζα. Μα εμείς δεν υποπτευόμαστε τίποτα. Και συζητούσαμε ήσυχα-ήσυχα, κοιτάζοντας με συμπάθεια το δόκτορα Μεντόζα, που πιστεύαμε πως θα ήταν πολύ στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί ν’ αντικρούσει τα επιχειρήματα του Μπάθορστ. — Πρώτ’ απ’ όλα, απάντησε ο πρόεδρος χωρίς να ταραχθεί καθόλου, μπορεί να είχε η γη άλλοτε λιγότερους κατοίκους από τώρα κι έτσι ένας λαός να ήταν αυτός και μόνος κάτοχος των γνώσεων του σύμπαντος. Άλλωστε, δεν θεωρώ καθόλου παράλογο να παραδεχτώ πως ολόκληρη η επιφάνεια της γήινης σφαίρας είναι δυνατόν να καταστραφεί μονομιάς! — Όχι δα! φωνάξαμε όλοι μαζί. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έγινε ο κατακλυσμός! Χαλασμός κόσμου! Σεισμός συντάραξε τη γη, κουνώντας συθέμελα τη βίλα! Μας κυρίεψε η φρίκη. Σπρώχνοντας ένας τον άλλο, ορμήσαμε έξω!
28
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Μόλις προλάβαμε να περάσουμε το κατώφλι κι ολάκερη η βίλα γκρεμίστηκε μονομιάς, θάβοντας κάτω απ’ τα ερείπιά της τον πρόεδρο Μεντόζα και τον υπηρέτη μου Ζερμαίν, που έρχονταν τελευταίοι. Ύστερ’ από λίγα δευτερόλεπτα δικαιολογημένης ταραχής, ετοιμαζόμαστε να πάμε να τους βοηθήσουμε, όταν είδαμε το Ράλεη, τον κηπουρό μου, μαζί με τη γυναίκα του να τρέχουν απ’ το μέρος του κήπου, όπου έμεναν. — Η θάλασσα!... Η θάλασσα!... ξελαρυγγιζόταν να φωνάζει. Γύρισα προς το μέρος του ωκεανού και στάθηκα κατάπληκτος. Γιατί είδα μονομιάς μια ριζική αλλαγή στο συνηθισμένο περιβάλλον. Κι ένιωσα το αίμα να παγώνει μες στις φλέβες μου, αναλογιζόμενος πως η φύση, που τη θεωρούσε κατ’ ουσίαν αναλλοίωτη, είχε υποστεί παράξενη αλλαγή μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα! Ωστόσο, δεν άργησα να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου. Η πραγματική υπεροχή του ανθρώπου, δεν είναι να εξουσιάζει, να νικά τη φύση. Είναι, για το στοχαστή, να τη νιώθει, είναι να κλείνει το απέραντο σύμπαν μέσα στο μικρόκοσμο του εγκεφάλου του . Είναι για τον άνθρωπο της δράσης να διατηρεί την ψυχική γαλήνη ακόμα κι όταν αντικρίζει την επαναστατημένη φύση, και να της λέει: «Να με καταστρέψεις... έστω! Να με συνταράξεις όμως... ποτέ!». Μόλις ανάκτησα την ψυχραιμία μου, κατάλαβα την αλλαγή που είχε γίνει στο τοπίο που ήμουν συνηθισμένος να βλέπω. Ο γκρεμνός είχε εξαφανιστεί, κι ο κήπος μου βρισκόταν στην επιφάνεια της θάλασσας, που τα κύματά της, αφού κατέστρεψαν το σπίτι του κηπουρού χτυπούσαν μανιασμένα τις πρασιές. Ήταν πολύ απίθανο να είχε υψωθεί τόσο πολύ η επιφάνεια της θάλασσας, άρα αναγκαστικά θα ’χε βουλιάξει η στεριά. Και το βούλιαγμά της ξεπερνούσε σίγουρα τα εκατό μέτρα, γιατί ο γκρεμνός είχε πριν αυτό το ύψος. Θα ’χε όμως γίνει αγάλια-αγάλια, γιατί δεν το είχαμε αντιληφθεί. Διαπίστωσα, ύστερ’ από μια πρόχειρη εξέτασή μου, πως
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
29
το συμπέρασμά μου ήταν σωστό. Εξακρίβωσα κιόλας, πως το βούλιαγμα δεν είχε σταματήσει ακόμα, γιατί η θάλασσα εξακολουθούσε τον υψωμό της με ταχύτητα πάνω-κάτω δυο μέτρα το δευτερόλεπτο, δηλαδή εφτά-οχτώ χιλιόμετρα την ώρα. Λογαριάζοντας, λοιπόν, την απόσταση που μας χώριζε απ’ τα πρώτα κύματα, έβλεπα πως θα μας κατάπινε η θάλασσα μέσα σε τρία λεπτά! Πήρα μονομιάς την απόφασή μου. — Όλοι μέσα στο αυτοκίνητο! φώναξα. Στο λεπτό βγάλαμε το αυτοκίνητο απ’ το γκαράζ, το γεμίσαμε με καύσιμα ως τα μπούνια και χωθήκαμε μέσα όλοι. Ο σωφέρ μου Σιμονά έβαλε μπρος τη μηχανή ολοταχώς, ενώ ο Ράλεη, που είχε ανοίξει την εξώπορτα του κήπου στο αναμεταξύ, μόλις πρόλαβε να γαντζωθεί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Τη στιγμή ακριβώς που βρεθήκαμε στο δρόμο ξεχύθηκε ένα κύμα, που έβρεξε τις ρόδες ως τη μέση. Μόλις είχαμε προλάβει! Από δω και πέρα, δε φοβόμαστε το κυνήγημα που θα μας έκανε η θάλασσα. Παρ’ όλο το βάρος που ήταν φορτωμένο το αυτοκίνητό μου, με τη γερή μηχανή του, θα ήταν σε θέση να την προσπεράσει, εξόν αν το βούλιαγμα συνεχιζόταν επ’ άπειρον. Ωστόσο είχαμε περιθώρια: δυο ώρες το λιγότερο κυκλική ανηφόρα και ύψος πάνω-κάτω χίλια πεντακόσια μέτρα. Κι όμως, δεν άργησα να καταλάβω πως ακόμα δεν είχαμε νικήσει, στον αγώνα μας εναντίον της θάλασσας. Αφού όρμησε και ξεπετάχτηκε στην αρχή καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά απ’ το κύμα, άδικα ο Σιμονά πατούσε ολοένα γκάζι. Η απόσταση έμεινε η ίδια. Δίχως άλλο, το βάρος των δώδεκα ατόμων λιγόστευε την ταχύτητα. Και πάλι καλά που η μηχανή μας ισοφάριζε με την ταχύτητα που ανέβαινε το νερό! Κι έτσι δεν άλλαζε η απόσταση. Ωστόσο, κι οι άλλοι δεν άργησαν ν’ αντιληφθούν πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση. Κι όλοι, εξόν απ’ το Σιμονά, που είχε το νου του στο βολάν, ρίξαμε μια ματιά πίσω μας. Δεν βλέπαμε άλλο από νερά. Το κύμα μάς είχε στήσει άγριο κυνηγητό —
30
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ή μάλλον η στεριά βούλιαζε ολοένα κάτω απ’ τη θάλασσα, που τώρα ήταν γαληνεμένη. Μονάχα μερικές ρυτίδες της αργοπέθαιναν σ’ ένα ακρογιάλι που φαινόταν να υψώνεται ασταμάτητα. Ήταν μια γαλήνια λίμνη που φούσκωνε, φούσκωνε ολοένα, και τίποτα δεν ήταν πιο τραγικό απ’ το κυνηγητό που μας έκαναν αυτά τα γαλήνια νερά. Άδικα προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε. Τα νερά, αμείλικτα, ανέβαιναν μαζί μας... Ο Σιμονά μάς είπε, σε μια στροφή: — Φτάσαμε στα μισά της πλαγιάς. Έχουμε ακόμα μια ώρα ανηφόρας. Ανατριχιάσαμε! Σε μια ώρα θα φτάναμε στην κορφή και θα έπρεπε να ξανακατεβούμε, διωγμένοι απ’ τα νερά που θα κυλούσαν πάνω στα κεφάλια μας! Πέρασε η μια ώρα, χωρίς ν’ αλλάξει καθόλου η κατάσταση. Διακρίναμε κιόλας την κορφή, όταν ξαφνικά νιώσαμε με ένα δυνατό τράνταγμα πως το αυτοκίνητο λίγο έλειψε να τρακάρει και να τσακιστεί σ ένα βράχο της ανηφόρας. Ταυτόχρονα, ένα πελώριο κύμα χίμηξε πίσω μας να πλημμυρίσει το δρόμο και ξεχύθηκε πάνω στο αυτοκίνητο, αφρισμένο... Άραγε θα μας κατάπινε;... Όχι! Το νερό αποτραβήχτηκε με τους αφρούς του, ενώ το μοτέρ μας, λαχανιασμένο, μεγάλωνε την ταχύτητά του. Σε τι οφειλόταν άραγε αυτή η αύξηση της ταχύτητος; Ένα ξεφωνητό της Άννας Ράλεη μας το εξήγησε: η άμοιρη είχε αντιληφθεί πως ο άντρας της δεν ήταν πια γαντζωμένος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Δίχως άλλο, ο νεροστρόβιλος τον είχε παρασύρει, κι έτσι ελαφρώθηκε το αμάξι μας, κι ανέβαινε πιο γρήγορα την πλαγιά. Μονομιάς, όμως, η μηχανή σταμάτησε. — Τι τρέχει; ρώτησα το Σιμονά. Καμιά βλάβη; Ο Σιμονά μού έδειξε το δρόμο, χωρίς να πει λέξη. Και τότε κατάλαβα τι είχε μεσολαβήσει, που τον ανάγκασε να φρενάρει απότομα. Μπροστά, σε απόσταση κάπου δέκα μέτρα, ο δρόμος ήταν κομμένος κυριολεκτικά: Σαν να είχε κοπεί με μαχαί-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
31
ρι! Και αντικρίζαμε το χείλος μιας σκοτεινής αβύσσου, που στο βάθος της δεν διακρίναμε τίποτα. Κοιτάξαμε πίσω, πανικόβλητοι, βέβαιοι πως είχε σημάνει η τελευταία μας ώρα. Ο ωκεανός, που μας είχε κυνηγήσει από κοντά ως αυτά τα ύψη, θα μας έφτανε αναγκαστικά σε λίγα δευτερόλεπτα... Και τότε όλοι, εξόν απ’ την Άννα και τις κόρες της, τις χαροκαμένες, που έκλαιγαν μ’ αναφιλητά, μπήξαμε ένα ξεφωνητό από χαρούμενη έκπληξη. Το νερό δεν συνέχιζε ν’ ανεβαίνει, ή μάλλον, η στεριά είχε πάψει να βουλιάζει. Δίχως άλλο, το τράνταγμα που είχαμε νιώσει, ήταν η στερνή εκδήλωση του τρομαχτικού φαινομένου. Ο ωκεανός είχε σταματήσει το κυνήγημα, η επιφάνειά του απλωνόταν στην κατηφοριά, εκατό μέτρα πιο κάτω από μας. Κι ήμαστε μαζεμένοι γύρω απ’ το αυτοκίνητο, που η μηχανή του βαριανάσαινε ακόμα, σαν ένα ζώο λαχανιασμένο απ’ το τρέξιμό του. Άραγε θα τα καταφέρουμε να γλιτώσουμε απ’ την κακοτοπιά; Το πρωί, θα το μάθουμε. Ως τότε, υπομονή. Όλοι ξαπλώσαμε χάμω... και με πήρε ο ύπνος! Ξύπνησα τρομαγμένος από ένα φοβερό θόρυβο. Τι ώρα να είναι, άραγε; Δεν έχω ιδέα. Μας κυκλώνει το πυκνό σκοτάδι της νύχτας. Ο θόρυβος έρχεται απ’ την αδιαπέραστη άβυσσο όπου γκρεμίστηκε ο δρόμος. Τι να συμβαίνει άραγε;... Θα πίστευε κανένας πως κυλούν καταρράκτες και πως τεράστια κύματα χτυπούν το ένα πάνω στ’ άλλο ορμητικά με θόρυβο που ξεμακραίνει. Ναι... αυτό πρέπει να ’ναι, γιατί αφρισμένοι υδρατμοί ανεβαίνουν κουλουριαστά ως το καταφύγιο μας κι οι σταγονίτσες τους υγραίνουν το κορμί μου. Ύστερα, η γαλήνη ξαναγεννιέται σιγά-σιγά. Όλα βυθίζονται στη σιωπή... Ο ουρανός αρχίζει να χλωμιάζει. Ξημερώνει.
***
32
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
25 Μαΐου Τι μαρτύριο, να φανερώνεται σιγά-σιγά η πραγματική μας κατάσταση! Πρώτα-πρώτα, ξεχωρίζουμε μονάχα το κοντινό περιβάλλον μας, ο κύκλος όμως όσο πάει και μεγαλώνει, σαν να σηκώνουν οι χαμένες μας ελπίδες, έναένα, απειράριθμα πέπλα. Κι επιτέλους, ολόφωτη λάμπει η αλήθεια, διώχνοντας όλες τις αυταπάτες μας. Η κατάστασή μας μπορεί να συνοψισθεί έτσι: βρισκόμαστε πάνω σ’ ένα νησί. Η θάλασσα μας τριγυρίζει απ’ όλες τις μεριές. Απότομα χτες βλέπαμε γύρω ένα σωρό κορφές, που πολλές ήταν ψηλότερες απ’ αυτές που βρισκόμαστε τώρα: όλες εκείνες όμως εξαφανίστηκαν —και το γιατί μπορεί να μην το μάθουμε ποτέ— η δική μας, ωστόσο, πιο ταπεινή, έπαψε να βουλιάζει. Στη θέση τους, απλώνεται απ’ όλες τις μεριές η θάλασσα. Στο μόνο στερεό σημείο του απέραντου κύκλου που διαγράφει ο ορίζοντας, βρισκόμαστε εμείς. Μια ματιά είναι αρκετή για να «ερευνήσουμε» όλη την επιφάνεια του μικρού νησιού, όπου μια εξαιρετική εύνοια της τύχης μάς εξασφαλίζει άσυλο. Χίλια μέτρα μήκος το πολύ και πεντακόσια πλάτος. Προς το βορρά, τη δύση και το νότο, η κορφή του, που υψώνεται πάνω-κάτω εκατό μέτρα απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, με κλιμακωτούς δρόμους. Μονάχα προς την ανατολή, βρίσκεται ένας απότομος γκρεμνός, πάνω απ’ τον ωκεανό. Κι όμως, σ’ αυτό το σημείο είναι που καρφώνονται οι ματιές μας. Εκεί έπρεπε να βρίσκονταν κλιμακωτά πολλά βουνά, και πιο πέρα ολάκερο το Μεξικό! Τι αλλαγή στο διάστημα μιας λιγόωρης ανοιξιάτικης νύχτας! Τα βουνά εξαφανίστηκαν, το Μεξικό βούλιαξε! Στη θέση τους απλώνεται μια απέραντη ερημιά, η άγονη ερημιά της θάλασσας! Κοιτάμε ο ένας τον άλλο, με φρίκη! Αποκλεισμένοι, χωρίς τρόφιμα, χωρίς νερό, πάνω σ’ αυτό το στενόχωρο και γυμνό βράχο, είν’ αδύνατο να διατηρήσουμε πια την παραμικρή ελπίδα. Αμίλητοι, ξαπλώνουμε στη γη, περιμένοντας να μας βρει γι’ απολύτρωση ο θάνατος.
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
33
Στον κλειστό απάνεμο αυτόν κολπίσκο, το πλοίο δεν κινδύνευε καθόλου. (σελ. 43)
34
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
*** Πάνω στο «Βιρτζίνια», 4 Ιουνίου. Τι να έγινε άραγε τις ακόλουθες μέρες; Δεν θυμάμαι τίποτα. Υποθέτω πως πρέπει να λιγοθύμησα. Ήρθα στα συγκαλά μου μέσο στο πλοίο που μας βρήκε και μας έσωσε. Τότε, πληροφορήθηκα πως είχαμε μείνει δέκα ολόκληρες μέρες πάνω στο ερημονήσι και πως δυο από μας, ο Ρόουλιν κι ο Γουίλιαμσον, πέθαναν από ασιτία και ανυδρία. Απ’ τα δεκαπέντε άτομα, που βρίσκονταν στη βίλα μου τη στιγμή του κατακλυσμού, μόνο δέκα ζουν ακόμα: ο γιος μου Ζαν κι η Ελένη, ο σωφέρ μου Σιμονά, απαρηγόρητος γιατί στερήθηκε το αυτοκίνητο, η Άννα Ράλεη κι οι δυο κόρες της Ήντιθ και Μαίρη, ο δόκτωρ Μπάθορστ κι ο δόκτωρ Μορένο, — κι εγώ στερνά, που γράφω βιαστικά αυτές τις γραμμές, για να διαφωτίσω τις γενιές του μέλλοντος, αν υπάρξει ελπίδα να γεννηθούν. Το «Βιρτζίνια» που μας φιλοξενεί, είναι φορτηγό, που ταξιδεύει πότε με ατμό πότε με πανιά, δυο χιλιάδων τόνων. Παλιό πλοίο και μάλλον αργοτάξιδο. Ο κάπταιν Μόρρις έχει πλήρωμα είκοσι ναυτικούς. Καπετάνιος και πλήρωμα, όλοι είναι Άγγλοι. Το «Βιρτζίνια» είχε σαλπάρει πριν από ένα μήνα απ’ τη Μελβούρνη, χωρίς φορτίο, για το Ροζάριο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν παρουσιάσει καμιάν ανωμαλία, παρά μονάχα τη νύχτα της 24 προς την 25 Μαΐου, που σηκώθηκαν κύματα σε απίθανο ύψος. Ευτυχώς που το ξέσπασμα της θάλασσας βάσταξε λίγο κι έτσι δεν έγιναν ζημιές στο «Βιρτζίνια». Όσο κι αν του φάνηκε παράξενο να δει τόσο θεόρατα κύματα, ο κάπταιν Μόρρις δεν μπορούσε να φανταστεί πως τη στιγμή εκείνη συνέβαινε κατακλυσμός. Γι’ αυτό έμεινε κατάπληκτος αντικρίζοντας μονάχα μια θάλασσα στον τόπο που έπρεπε να βρίσκεται το Ροζάριο κι η παραλία του Μεξικού. Απ’ την παραλία όλη-όλη έμενε το ερημονήσι. Το «Βιρτζίνια» έστειλε μια βάρκα στο νησί, όπου οι ναυτικοί ανακάλυψαν έντεκα άτομα. Τα δυο είχαν πεθάνει κι έτσι στο «Βιρτζίνια» μπάρ-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
35
καραν τα υπόλοιπα εννιά, που ήταν σε κακή κατάσταση. Έτσι γλιτώσαμε.
*** Στη στεριά. — Γενάρης ή Φλεβάρης. Πέρασαν οχτώ μήνες από τότε που βρεθήκαμε πάνω στο «Βιρτζίνια». Δεν γράφω ακριβώς ημερομηνία στην εξιστόρησή μου, γιατί υπολογίζω πάνω-κάτω τις μέρες που πέρασαν. Οι οχτώ αυτοί μήνες στάθηκαν περίοδος σκληρής δοκιμασίας για μας, γιατί, σταδιακά διαπιστώσαμε πόσο μεγάλη συμφορά μάς είχε βρει. Αφού μας περιμάζεψε, το «Βιρτζίνια» συνέχισε, ταξιδεύοντας με τις μηχανές του, ολοταχώς προς τ’ ανατολικά. Όταν συνήλθα, το ερημονήσι, όπου κινδυνέψαμε να πεθάνουμε όλοι, βρισκόταν μακριά, είχε χαθεί στον ορίζοντα. Το στίγμα που πήρε ο καπετάνιος απ’ τον ασυννέφιαστο ουρανό, έδειξε πως ταξιδεύαμε ακριβώς στη σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται το Μεξικό. Μα δεν έμενε κανένα ίχνος απ’ το Μεξικό, ούτε φαινόταν πουθενά καμιά άλλη στεριά. Κι άδικά έψαχναν να τη βρουν με τα κανοκιάλια. Απ’ όλες τις μεριές δεν έβλεπαν παρά την απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου. Αυτή η διαπίστωση είχε για μας κάτι το συγκλονιστικό. Κόντευε να μας φύγει το μυαλό! Ακούτ’ εκεί: να βουλιάξει ολάκερο το Μεξικό!... Κοιτούσαμε ένας τον άλλο κατατρομαγμένοι, σαν να αναρωτιόμαστε ως πού είχε επεκτείνει το καταστροφικό του έργο ο κατακλυσμός... Ο κάπταιν Μόρρις ήθελε να δει με τα μάτια του αν και σ’ άλλα μέρη είχαν σημειωθεί ανάλογες καταστροφές. Κι αλλάζοντας ρότα, έβαλε πλώρη προς βορράν. Αν είχε εξαφανιστεί το Μεξικό, μπορεί να μην είχε συμβεί το ίδιο και σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο. Κι όμως τα ίδια είχαν συμβεί κι εκεί. Άδικα, δέκα ολάκερες μέρες ψάχναμε προς βορράν να δούμε στεριά... και στεριά δεν βρίσκαμε πουθενά. Ύστερα, βάλαμε πλώρη για
36
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
το νότο κι άδικα πήραμε βόλτα τις θάλασσες ένα ολάκερο μήνα. Πουθενά στεριά! Και τότε πια, αναγκαστήκαμε να παραδεχτούμε την πραγματικότητα. Πως ολάκερη η αμερικανική ήπειρος είχε βουλιάξει κάτω απ’ τον ωκεανό. Άραγε εμείς είχαμε σωθεί, μόνο και μόνο για να νιώσουμε για δεύτερη φορά το άγχος της αγωνίας; Είχαμε κάθε λόγο να το φοβόμαστε. Εξόν απ’ τα τρόφιμα που σε λίγο θα μας έλειπαν, μας απειλούσε κι άλλος κίνδυνος: τι θα γινόμαστε όταν θα τέλειωναν τα καύσιμα, ακινητοποιώντας το «Βιρτζίνια»; Έτσι παύει να χτυπά η καρδιά ενός ζώου όταν σταματήσει η κυκλοφορία του αίματος. Γι’ αυτό ακριβώς, στις 14 Ιουλίου —όταν βρισκόμαστε πάνω-κάτω στην παλιά τοποθεσία του Μπουένος-Άυρες— ο κάπταιν Μόρρις διάταξε να σβήσουν τις φωτιές και να βάλουν μπρος τα πανιά! Κι ύστερα, κάλεσε όλο το πλήρωμα του «Βιρτζίνια» και τους επιβάτες, τους έκανε λιγόλογη έκθεση της καταστάσεως, και παρακάλεσε να μελετήσουν με προσοχή το πρόβλημα. Την άλλη μέρα, καθένας θα μπορούσε να πει τη γνώμη του στο συμβούλιο που θα γινόταν, για να βρεθεί κάποια λύση. Μια φοβερή τρικυμία, όμως, που ξέσπασε την ίδια νύχτα, έλυσε το πρόβλημα αναγκαστικά. Γιατί ένας μανιασμένος ανεμοστρόβιλος μας υποχρέωσε να τραβήξουμε κατά τη δύση, με κίνδυνο κάθε στιγμή να μας καταπιεί η αγριεμένη θάλασσα. Η τρικυμία κράτησε τριανταπέντε μέρες, χωρίς ούτε στιγμή να κάνει διακοπή. Κοντεύαμε ν’ απελπιστούμε με τη σκέψη πως δεν θα σταματούσε ποτέ, όταν ξαφνικά, στις 19 Αυγούστου, ξυπνήσαμε με γαλήνη, θάλασσα λάδι, χαρά Θεού! Το στίγμα μάς φανέρωνε πως βρισκόμαστε σε 40 μοίρες βορείου πλάτους και 114 ανατολικού μήκους. Δηλαδή... πάνω απ’ το Πεκίνο! Ώστε, είχαμε περάσει πάνω απ’ την Πολυνησία —και ίσως και την Αυστραλία— χωρίς να το καταλάβουμε! Και κάτω από εκεί που ταξιδεύαμε τώρα ήταν χτισμένη άλλοτε η πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας με πληθυσμό πάνω από
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
37
τετρακόσια εκατομμύρια άτομα*. Ώστε κι η Ασία είχε υποστεί την ίδια καταστροφή με την Αμερική! Δεν αργήσαμε να βεβαιωθούμε γι’ αυτό. Το «Βιρτζίνια», συνεχίζοντας στα νοτιοδυτικά έφτασε στο ύψος του Θιβέτ κι αργότερα των Ιμαλαΐων. Εδώ βρίσκονταν άλλοτε οι ψηλότερες βουνοκορφές του κόσμου. Ε λοιπόν! Απ’ όλα γύρω τα μέρη καμιά στεριά δεν πρόβαλε στην επιφάνεια του ωκεανού. Θα πίστευε κανένας πως σε όλη τη γη δεν υπήρχε άλλη στεριά απ’ το ερημονήσι που μας είχε σώσει — πως εμείς είμαστε οι μοναδικοί επιζώντες απ’ τον κατακλυσμό, οι στερνοί κάτοικοι ενός κόσμου θαμμένου μέσα στο κινητό σάβανο των ωκεανών! Αν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν θ’ αργούσαμε να πεθάνουμε, με τη σειρά μας. Παρ’ όλο που γινόταν αυστηρή οικονομία στη διανομή του συσσιτίου, τα τρόφιμα του πλοίου λιγόστευαν, και δεν υπήρχε ελπίδα ν’ ανανεώσουμε τις προμήθειές μας...
*** Συντομεύω την εξιστόρηση του εφιαλτικού αυτού ταξιδιού. Αν, για να διηγηθώ όλες τις λεπτομέρειές του, προσπαθούσα να τις ξαναζήσω μέρα με τη μέρα, η θύμησή τους θα με τρέλαινε! Όσο παράξενα και φοβερά κι αν είναι τα γεγονότα που προηγήθηκαν ή που επακολούθησαν αυτό το ταξίδι, όσο αξιοθρήνητο κι αν πρόβλεπα το μέλλον —που δεν θα προλάβω να το δω— ωστόσο αυτό το διαβολικό ταξίδι είναι που μας έκανε να νοιώσουμε την πιο βασανιστική αγωνία της φρίκης! Ταξιδεύαμε ασταμάτητα σ’ έναν απέραντο ωκεανό! Κάθε μέρα ελπίζαμε κάπου ν’ αράξουμε — κι όλο αναβαλλόταν το τέλος του ταξιδιού! Ζούσαμε σκυμμένοι πάνω στους χάρτες, όπου ήταν χαραγμένα τα παράλια, με τις νταντελωτές στεριές, και κάναμε πάντα την εξακρίβω* Τόσος ήταν ο πληθυσμός της Κίνας στα τέλη του 19ου αιώνα. (Σ.τ.μ.).
38
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
ση πως τίποτα, απολύτως τίποτα, δεν υπάρχει πια σ’ αυτά τα μέρη, που πιστεύαμε πως θα υπάρχουν στον αιώνα τον άπαντα! Σκεπτόμαστε πως σε ολάκερη τη γη κυριαρχούσε ο παλμός της ζωής, πως εκατομμύρια ανθρώπων και ζώων πηγαινοέρχονταν απ’ όλες τις μεριές — κι όμως όλα είχαν πεθάνει μονομιάς, όλοι μαζί οι παλμοί της ζωής είχαν σβήσει απότομα σαν μια μικρή φλόγα στο φύσημα του ανέμου! Άνθρωποι εμείς, αναζητούσαμε παντού άλλους ανθρώπους — άδικα όμως! Και στέριωνε μέσα μας η βεβαιότητα πως δεν έμεινε πια τίποτα που να ’χει ζωή ολόγυρά μας, και πως είχαμε μείνει πια έρημοι, ολομόναχοι στο μέσον ενός ανελέητου σύμπαντος!... Άραγε να βρήκα τα λόγια που ταιριάζουν για να εκφράσω το άγχος μου; Δεν το ξέρω. Στη γλώσσα που γράφω, υπάρχουν άραγε οι κατάλληλες λέξεις για να περιγράψω μια κατάσταση άνευ προηγουμένου; Αφού περάσαμε, τη θάλασσα, όπου άλλοτε βρισκόταν η ινδική χερσόνησος, ταξιδέψαμε δέκα μέρες προς βορράν κι ύστερα βάλαμε πλώρη προς τη δύση. Χωρίς την παραμικρή αλλαγή στην κατάστασή μας, περάσαμε πάνω απ’ τη βουνοσειρά των Ουραλίων —που τώρα είχαν γίνει υποθαλάσσια βουνά— και ταξιδέψαμε πάνω απ’ τη βουλιαγμένη κι αθέατη πια Ευρώπη. Κατόπιν τραβήξαμε προς νότον, ως είκοσι μοίρες πέρ’ απ’ τον Ισημερινό. Ύστερα, κουρασμένοι πια απ’ τις άστοχες αναζητήσεις μας, βάλαμε ξανά πλώρη προς βορράν και διασχίσαμε τα Πυρηναία, περνώντας απ’ τη θάλασσα που είχε γίνει ο υγρός τάφος της Αφρικής και της Ισπανίας. Ωστόσο η εφιαλτική φρίκη μας είχε αρχίσει πια να μας γίνεται συνήθεια. Όσο προχωρούσαμε, χαράζαμε τη διαδρομή μας πάνω στους χάρτες, και λέγαμε: «Εδώ ήταν η Μόσχα... η Βαρσοβία... το Βερολίνο... η Ρώμη... η Τύνις... το Τομπουκτού... το Οράν... η Μαδρίτη...», με μιαν αδιαφορία που όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Είχαμε τόσο συνηθίσει πια, που φτάσαμε στο σημείο να προφέρουμε αυτές τις λέξεις χωρίς καμιά συγκίνηση — κι ας ήταν στην πραγματι-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
39
κότητα τόσο τραγικές. Κι όμως, εγώ ατομικώς διατηρούσα ακόμα, υποσυνείδητα, κάποια ίχνη ευαισθησίας. Το ένιωσα μια μέρα —στις 11 Δεκεμβρίου πάνω-κάτω— που ο κάπταιν Μόρρις μου είπε: «Εδώ ήταν το Παρίσι...». Αυτά τα λόγια μου ξέσκιζαν την καρδιά: Να είχε βουλιάξει το σύμπαν, δεν μ’ ένοιαζε! Μα η Γαλλία —η Γαλλία μου!— και το Παρίσι που ήταν το σύμβολό της!... Άκουσα κοντά μου κάποιον να κλαίει μ’ αναφιλητά. Γύρισα να δω. Ήταν ο Σιμονά. Τέσσερις ακόμα μέρες συνεχίσαμε προς βορράν. Φτάνοντας στο ύψος του Εδιμβούργου, ξανακατεβήκαμε στα νοτιοδυτικά, αναζητώντας την Ιρλανδία... ύστερα τραβήξαμε στ’ ανατολικά... Στην πραγματικότητα, αρμενίζαμε στην τύχη, γιατί δεν είχε πια καμιά σημασία κατά πού ταξιδεύαμε, αφού ολόγυρά μας, παντού, απλωνόταν, ακατανίκητη, η κυριαρχία του υγρού στοιχείου... Περάσαμε πάνω απ’ το Λονδίνο, που τον υποβρύχιο τάφο του χαιρέτισε μ’ ευλάβεια όλο το πλήρωμα. Ύστερ’ από πέντε μέρες βρισκόμαστε στο ύψος του Ντάντσιγκ. Τότε ο κάπταιν Μόρρις διάταξε να βάλουμε πλώρη στην αντίθετη διεύθυνση, προς τα νοτιοδυτικά. Ο τιμονιέρης υπάκουσε, χωρίς να πει λέξη. Τι τον ένοιαζε; Απ’ όλες τις μεριές, τι άλλο έβλεπε κανείς εξόν απ’ τη θάλασσα; Την ενάτη μέρα απ’ την αλλαγή της ρότας, φάγαμε την τελευταία γαλέτα μας. Καθώς κοιταζόμαστε με αγριεμένες ματιές, ο κάπταιν Μόρρις διάταξε ξαφνικά να βάλουν μπροστά τις μηχανές. Τι να είχε άραγε στο νου; Η διαταγή του όμως εκτελέσθηκε και το πλοίο αύξησε ταχύτητα. Ύστερ’ από δυο μέρες, η πείνα μάς βασάνιζε σκληρά. Τη μεθεπομένη μέρα, σχεδόν όλο το πλήρωμα αρνήθηκε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Μόνο ο καπετάνιος, ο Σιμονά, λίγοι ναύτες κι εγώ, είχαμε ακόμα δυνάμεις για να εξασφαλίσουμε τις βάρδιες που απαιτούνταν για να συνεχισθεί το ταξίδι.
40
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Την άλλη μέρα —πέμπτη μέρα νηστείας— λιγόστεψαν οι ναύτες που ήταν ακόμα σε θέση να εργασθούν. Σε εικοσιτέσσερις ώρες, κανένας πια δεν θα ’χε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του. Είχαν περάσει εφτά μήνες απ’ τη μέρα που αλωνίζαμε τη θάλασσα απ’ όλες τις μεριές. Πιστεύω πως ήταν 8 Ιανουαρίου, πάνω-κάτω. Ήμουνα στο τιμόνι κι έβαλα τα δυνατά μου για ν’ ακολουθήσει το «Βιρτζίνια» τη ρότα που είχε ορίσει ο καπετάνιος. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως κάτι ξεχώρισα προς τα δυτικά. Στην αρχή, νόμισα πως ήταν παραίσθηση — απόλυτα δικαιολογημένη στην κατάσταση που βρισκόμουν. Κοίταξα, όμως, με περισσότερη προσοχή, γούρλωσα τα μάτια μου... Όχι! Δεν είχα γελαστεί! Έμπηξα μονομιάς έναν αλαλαγμό χαράς, γαντζώθηκα στο τιμόνι και ξεφώνισα: — Στεριά, μπροστά, στα δεξιά! Τι μαγικό αποτέλεσμα είχαν αυτά τα λόγια! Όλοι οι ετοιμοθάνατοι αναστήθηκαν στο λεπτό και τα κατάχλωμα, αποσαρκωμένα πρόσωπά τους φάνηκαν στη δεξιά κουπαστή. — Είναι στ’ αλήθεια στεριά, είπε ο κάπταιν Μόρρις, αφού εξέτασε το σύννεφο που πρόβαλε στον ορίζοντα. Ύστερ’ από μισή ώρα, δεν χωρούσε πια η παραμικρή αμφιβολία. Είχαμε βρει μια στεριά μέσα στον Ατλαντικό, αφού άδικα την αναζητήσαμε πάνω απ’ την επιφάνεια των ηπείρων που είχαν βουλιάξει! Κοντά στις τρεις το απόγευμα, αρχίσαμε να ξεχωρίζουμε πιο καθαρά την παραλία — και τότε νιώσαμε την πιο μεγάλη απογοήτευση. Γιατί στ’ αληθινά αυτή η ακτή ήταν σε τόσο απελπιστική κατάσταση, που κανείς από μας δεν θυμόταν να είχε δει παρόμοια, τον καιρό που δεν είχε εξαφανιστεί η στεριά! Στη γη που κατοικούσαμε πριν απ’ τον κατακλυσμό, το πράσινο ήταν άφθονο, πληθωρικό. Ακόμα και στις πιο άγο-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Ήταν ερειπωμένες στήλες και κεραμικά σκεύη. (σελ. 46)
41
42
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
νες ακτές, βρίσκονταν κάτι χαμόδεντρα, κάτι βούρλα, κάτι μανιτάρια, κάτι μούσκλα. Εδώ, δεν έβλεπες τίποτα. Ξεχώριζες μονάχα ένα μαυριδερό ψηλό γκρεμνό, που στους πρόποδές του είχε ένα σωρό βράχους, χωρίς το παραμικρό φυτό ή χορτάρι. Ήταν ένας απογοητευτικός, εφιαλτικός ερημότοπος χωρίς τίποτα... μα τίποτ’ απολύτως! Δυο ολάκερες μέρες τριγυρίζαμε με το «Βιρτζίνια» αυτό τον απότομο γκρεμνό, χωρίς ν’ ανακαλύψουμε την παραμικρή σχισμάδα. Μονάχα το βράδυ της δεύτερης μέρας βρεθήκαμε μπροστά σ’ έναν κολπίσκο, καλά προφυλαγμένο απ’ τους πελαγίσιους ανέμους, όπου και φουντάραμε. Αφού κατεβήκαμε στη στεριά με τις βάρκες, η πρώτη μας φροντίδα στάθηκε να βρούμε τροφή στην ακρογιαλιά. Εκατοντάδες χελώνες έβοσκαν εκεί και μυριάδες κοχύλια ήταν κολλημένα στους βράχους. Μα κι άλλοι μυθικοί θησαυροί της θάλασσας αφθονούσαν εκεί. Ανάμεσα στις ξέρες, βρίσκονταν καβούρια, αστακοί και γαρίδες σε αφάνταστες ποσότητες, καθώς και αφθονία ψαριών λογής-λογής. Σίγουρα, αυτή η θάλασσα, με τον υπερπλουτισμό της σε ψαρικές ποικιλίες, ήταν σε θέση να μας θρέψει για όλη μας τη ζωή — ακόμα κι αν δεν βρίσκαμε κρέας ή ζαρζαβατικά, για ν’ αλλάξει το φαΐ μας. Αφού χορτάσαμε, κατορθώσαμε ν’ ανακαλύψουμε ένα σκάσιμο στο γκρεμνό. Από κει ανεβήκαμε στην κορφή όπου βρήκαμε μιαν ευρύχωρη πλατωσιά. Η όψη της παραλίας δεν μας είχε ξεγελάσει. Σ’ όλες τις γωνιές ήταν μόνο άγονοι βράχοι, σκεπασμένοι με ξεραμένα φύκια, χωρίς το παραμικρό ίχνος χορταριού, χωρίς πουλιά και ζώα. Κάπουκάπου ξεχώριζαν λιμνούλες κι οι αχτίδες του ήλιου που λούζονταν μέσα σ’ αυτές, τις έκαναν να λάμπουν. Κάναμε να πιούμε, μα το νερό ήταν αλμυρό. Ωστόσο, δεν παραξενευτήκαμε γι αυτό, γιατί έτσι βεβαιωνόταν η σκέψη που είχαμε κάνει στην αρχή: πως αυτή η άγνωστη ήπειρος ήταν νεογέννητη, είχε βγει τελευταία, μονομιάς, μες απ’ τα βάθη του ωκεανού. Έτσι εξηγούνταν
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
43
και γιατί ήταν άγονη κι ολωσδιόλου έρημη. Έτσι εξηγούνταν ακόμα αυτό το πηχτό στρώμα λάσπης που ήταν σκορπισμένο παντού κι η εξάτμιση το έκανε να ραγίζει και να γίνεται σιγά-σιγά σκόνη... Το μεσημέρι της άλλης μέρας, το στίγμα φανέρωσε 17 μοίρες 20΄ βορείου πλάτους και 23 μοίρες 55΄ δυτικού μήκους. Ο χάρτης προσδιόρισε πως βρισκόμαστε στ’ ανοιχτά του Πρασίνου Ακρωτηρίου. Κι όσο μακριά μπορούσαμε να διακρίνουμε, βλέπαμε τη στεριά στα δυτικά και τη θάλασσα στ’ ανατολικά. Όσο αποκρουστική κι αφιλόξενη κι αν ήταν η ήπειρος όπου είχαμε αποβιβασθεί, θέλοντας και μη έπρεπε να βολευτούμε σ’ αυτή. Γι’ αυτό άρχισε αμέσως το ξεφόρτωμα του «Βιρτζίνια». Πρώτα ρίξαμε τέσσερις άγκυρες σε βάθος δεκαπέντε οργιές, για να σιγουράρουμε το πλοίο. Στον κλειστό απάνεμο αυτό κολπίσκο, δεν κινδύνευε καθόλου. Μόλις τέλειωσε η μεταφορά, άρχισε η καινούργια μας ζωή. Πρώτ’ απ’ όλα, θάπρεπε...
*** ...αρχίζουμε να συνηθίζουμε. Πόσος καιρός πέρασε αφότου ξεμπαρκάραμε σ’ αυτή την ακτή; Δεν έχω πια ιδέα. Ρώτησα το δόκτορα Μορένο, που κρατά λογαριασμό για τις μέρες που περνούν. Μου απάντησε: Έξι μήνες... Και πρόσθεσε: — Ίσως κάτι παραπάνω. (Γιατί φοβάται μήπως έκανε λάθος). Φαντασθείτε που καταντήσαμε! Δεν πέρασαν ούτ’ έξι μήνες και δεν είμαστε σίγουροι αν λογαριάζουμε σωστά τις μέρες. Κατά βάθος, γιατί να παραξενεύομαι γι’ αυτήν την αφροντισιά; Αφού όλη την προσοχή μας, όλη τη δραστηριότητά μας, τις έχουμε επιστρατεύσει για να διατηρηθούμε στη ζωή. Η συντήρησή μας είναι πρόβλημα, που η λύση του απαιτεί ολοήμερη απασχόληση. Τι τρώμε; Ψάρια, όταν βρίσκουμε, μα δυσκολευόμαστε, γιατί, μέρα με τη μέρα, το
44
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
αδιάκοπο κυνήγι που τους κάνουμε, τ’ αγριεύει. Τρώμε κι αυγά χελώνας και κάτι φαγώσιμα φύκια. Τα βράδια, χορτάτοι μα κατακουρασμένοι, μόνο τον ύπνο έχουμε στο νου. Τα πανιά του «Βιρτζίνια» τα ’χουμε μετατρέψει σε σκηνές. Κι όμως, θα πρέπει σύντομα να κατασκευάσουμε ένα πιο σίγουρο καταφύγιο. Κάπου-κάπου ντουφεκάμε κανένα πουλί γιατί ο ουρανός μας δεν είναι πια έρημος, όπως ήταν πριν. Καμιά δεκαριά είδη πουλιών αντιπροσωπεύονται κιόλας σ’ αυτόν. Χελιδόνια, άλμπατρος, κτλ. Φαίνεται πως δεν βρίσκουν την τροφή τους σ’ αυτή τη γη, που δεν έχει βλάστηση, γιατί δεν παύουν να φτερουγάνε πάνω απ’ την κατασκήνωσή μας, καρτερώντας τ’ αποφάγια μας. Καμιά φορά βρίσκουμε κανένα πουλί που ψόφησε από ασιτία κι έτσι εξοικονομούμε τη μπαρούτη που θα μας κόστιζε ο σκοτωμός του. Ευτυχώς που υπάρχουν ελπίδες να βελτιωθεί η κατάσταση. Ανακαλύψαμε ένα σακί στάρι στ’ αμπάρι του «Βιρτζίνια» κι έχουμε σπείρει το μισό. Θα βλαστήσει όμως; Το έδαφος είναι σκεπασμένο μ’ ένα στρώμα πηχτής λάσπης, που την έχουν λιπάνει τα φύκια με την αποσύνθεσή τους. Όταν πρωτοήρθαμε, αυτή η φυτική γη ήταν όλη αλάτι. Αφότου όμως οι καταρρακτώδεις βροχές της ξέπλυναν την επιφάνεια, τα βαθουλώματά της είναι γεμάτα γλυκό νερό. Πάντως το στρώμα της λάσπης δεν έχει ξεφορτωθεί όλο το αλάτι του. Τα κατακάθια που αρχίζουν να σχηματίζουν ρυάκια, ακόμα και ποταμάκια, κάνουν το νερό τους γλυφό. Για να σπείρουμε το στάρι και να φυλάξουμε το υπόλοιπο κατά μέρος, λίγο έλειψε ν’ αρπαχτούμε στα γερά με το πλήρωμα: γιατί πολλοί απ’ τους ναύτες θέλαν να το αλέσουν, να το ρημώσουν και να το φάνε άψε-σβήσε, χωρίς καμιάν αναβολή. Αναγκαστήκαμε να...
*** ...που τα είχαμε πάνω στο «Βιρτζίνια». Αυτά τα δυο ζευγάρια κουνέλια ξέφυγαν στη στεριά και δεν τα ξαναείδαμε. Φαίνεται πως βρήκαν τροφή. Ώστε, χωρίς να το ’χουμε
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
45
αντιληφθεί, η γη έχει παραγωγή...
*** ...κι είναι δυο χρόνια που βρισκόμαστ’ εδώ! Το στάρι είχε εξαιρετική απόδοση. Μας προμηθεύει άφθονο ψωμί και τα χωράφια μας όσο πάνε και πληθαίνουν! Μα τι αγώνες θ’ αντιμετωπίζουμε για να προστατέψουμε την παραγωγή μας απ’ την επιδρομή των πουλιών! Έχουν πληθύνει αφάνταστα, ολόγυρ’ απ’ τις καλλιέργειές μας...
*** Παρ’ όλους τους θανάτους που σας έχω αναφέρει προηγουμένως; η μικρή κοινότητά μας δεν σημείωσε ελάττωση πληθυσμού: αντίθετα μάλιστα! Ο γιός μου με την Ελένη έχουν αποκτήσει δυο παιδιά και καθένα απ’ τ’ άλλα τρία αντρόγυνα έχει άλλα τόσα. Όλο αυτό το παιδομάνι χαίρει άκρας υγείας. Είναι να πιστέψει κανένας πως το ανθρώπινο γένος απέκτησε ακόμα πιο έντονη ζωτικότητα αφότου ελαττώθηκε με τον κατακλυσμό σε πληθυσμό. Μα πόσα άλλα συμπεράσματα...
*** ...εδώ δέκα χρόνια κι ακόμα δεν έχουμε ιδέα σε τι λογής ήπειρο βρισκόμαστε. Δεν την έχουμε εξερευνήσει πέρα από μιαν ακτίνα λίγων χιλιομέτρων απ’ το σημείο που αποβιβαστήκαμε. Ο δόκτωρ Μπάθορστ μας έκανε να ντραπούμε για την ανέμελη αδιαφορία μας: μας πρότρεψε ν’ αρματώσουμε το «Βιρτζίνια». Κοπιάσαμε έξι μήνες για να τον ικανοποιήσουμε και ξεκινήσαμε για ένα εξερευνητικό ταξίδι. Επιστρέψαμε προχτές. Το ταξίδι κράτησε περισσότερο από όσο λογαριάζαμε, γιατί θέλαμε να ’χουμε θετικά αποτελέσματα στην εξερευνητική μας αποστολή. Κάναμε ολόκληρο το γύρο της ηπείρου όπου βρισκόμαστε και που είναι πια σχεδόν αποδειγμένο πως, μαζί
46
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
με το νησάκι μας, είναι οι μόνες στεριές που υπάρχουνε στην επιφάνεια της γης. Όλες οι ακτές είναι ίδιες, έρημες κι άβολες. Κάπου-κάπου σταματούσε το «Βιρτζίνια» και κάναμε εκδρομές στο εσωτερικό της ηπείρου. Είχαμε κάποια ελπίδα να βρούμε ίχνη απ’ τα νησιά των Αζόρων και τη Μαδέρα, που η τοποθεσία τους, πριν απ’ τον κατακλυσμό, ήταν στον Ατλαντικό ωκεανό και γι’ αυτό θα έπρεπε ν’ αποτελούν μέρος της καινούργιας ηπείρου. Δεν βρήκαμε ίχνος από αυτά. Το μόνο που διαπιστώσαμε είναι πως το έδαφος ήταν σε κακή κατάσταση, σκεπασμένο με παχύ στρώμα λάβας, στο σημείο ακριβώς που βρίσκονταν άλλοτε τα νησιά. Φαίνεται πως μια έκρηξη ηφαίστειου προκάλεσε αυτές τις καταστροφές. Τι παράξενη σύμπτωση! Δεν ανακαλύψαμε ό,τι γυρεύαμε... ανακαλύψαμε όμως κάτι που δεν το γυρεύαμε! Στο ύψος των Αζορών, μισοχωμένα μέσα στη λάβα, βρήκαμε αποδεικτικά στοιχεία των έργων του ανθρώπου — όχι όμως, των συγχρόνων μας κατόχων αυτών των νησιών. Ήταν ερειπωμένες στήλες και κεραμικά σκεύη. Αφού τα εξέτασε, ο δόκτωρ Μορένο, είχε τη γνώμη πως θα έπρεπε να προέρχονται απ’ την αρχαία Ατλαντίδα, και πως μια υποβρύχια έκρηξη ηφαίστειου θα τα έφερε στην επιφάνεια*. Μπορεί να ’χει δίκιο ο δόκτωρ Μορένο. Η θρυλική Ατλαντίδα, αν υπήρξε ποτέ, θα βρισκόταν πάνω-κάτω στο σημείο που είναι η καινούργια ήπειρος. Και θα ήταν πολύ παράξενη σύμπτωση, να διαδεχτούν μια την άλλη τρεις ανθρωπότητες, στα ίδια μέρη, χωρίς να κατάγονται όμως η μια απ’ την άλλη. Ωστόσο, δεν μ’ ενδιαφέρει η λύση αυτού του προβλή* Αν πιστέψουμε το θρύλο, 10.000 χρόνια πάνω κάτω προ Χριστού, εκεί ζούσε η φυλή των Ατλάντων, κι η ήπειρος καταποντίσθηκε κάποτε ολάκερη κάτω απ’ τον ωκεανό. Δεν σώθηκε κανένας κάτοικός της για να διηγηθεί την φρικιαστική καταστροφή. Οι ιερείς της αιγυπτιακής πόλης Σαΐς ανέφεραν για την Ατλαντίδα στον αρχαίο νομοθέτη Σόλωνα (βλέπε Διάλογους του Πλάτωνος: «Κριτίας» και «Τίμαιος». Σ.τ.μ.).
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
47
ματος: έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε τώρα, που δεν μας μένει καιρός για ν’ ασχοληθούμε και με το παρελθόν. Τη στιγμή που γυρίσαμε στην κατασκήνωσή μας, σκεφθήκαμε πως, σε αναλογία με την υπόλοιπη χώρα, η δική μας περιοχή έχει ένα πλεονέκτημα: Το πράσινο, που αφθονούσε άλλοτε στη φύση, ξεφυτρώνει κάπου-κάπου σε μας, ενώ λείπει ολότελα απ’ την υπόλοιπη ήπειρο. Βλαστάρια, που δεν υπήρχαν όταν πρωτοήρθαμε, ξεπετιούνται ολόγυρά μας, ολοένα και πιο πολλά. Ανήκουν στα πιο συνηθισμένα είδη και σίγουρα τα πουλιά μετέφεραν τους σπόρους ως εδώ. Ωστόσο, να μη βγάλετε συμπέρασμα πως δεν υπάρχει άλλη βλάστηση εξόν απ’ αυτή. Τα φυτά της θάλασσας, που σκέπαζαν την ήπειρό μας όταν βγήκε μες απ’ τα κύματα, ξεράθηκαν, τα πιο πολλά, αντικρίζοντας το φως του ήλιου. Μερικά, όμως, διατηρήθηκαν μέσα στις λίμνες, στους βάλτους, σε λάκκους γεμάτους νερό, που η ζέστη ξέρανε σιγάσιγά. Εκείνο τον καιρό, όμως, άρχισαν να πρωτοφαίνονται ρυάκια και ποταμάκια, που ήταν τα πιο κατάλληλα για την ανάπτυξη των φυτών της θάλασσας, γιατί τα νερά τους ήταν αλμυρά. Όταν απ’ την επιφάνεια, κι αργότερα απ’ το βάθος του εδάφους, οι βροχές έδιωξαν το αλάτι και το νερό έγινε γλυκό, τα περισσότερα απ’ αυτά τα φυτά καταστράφηκαν. Λίγα όμως απ’ αυτά μπόρεσαν να προσαρμοσθούν με τις καινούργιες συνθήκες της ζωής κι αναπτύχθηκαν μέσα στο γλυκό νερό, όπως αναπτύσσονταν, άλλοτε, μέσα στο αλμυρό. Και το φαινόμενο δεν σταμάτησε ως εκεί: μερικά απ’ αυτά τα φυτά, προικισμένα με ανώτερη δύναμη προσαρμογής, αργότερα αναπτύχθηκαν στον καθαρόν αέρα και σιγά-σιγά βλάστησαν παντού. Παρακολουθήσαμε από κοντά αυτές τις εξελίξεις και μπορέσαμε να εξακριβώσουμε τις μεταβολές που έπαιρναν τα σχήματα ταυτόχρονα με τη φυσιολογική λειτουργία. Βλέπουμε κιόλας μερικά λεπτά κι αδύναμα κοτσάνια να ορθώνονται δειλά-δειλά προς τον ουρανό. Προβλέπουμε πως μια μέρα θα δημιουργηθεί έτσι μια ολοκληρωμένη χλωρίδα και πως θ’ αρχίσει σφοδρός
48
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
αγώνας ανάμεσα στα καινούργια είδη και σ’ εκείνα που προέρχονται απ’ την παλιά τάξη των πραγμάτων. Ό,τι γίνεται με τη χλωρίδα, συμβαίνει και με την πανίδα. Όπου υπάρχουν γλυκά νερά, βλέπουμε τον παλιό πλούτο της θάλασσας, οστρακόδερμα και μαλάκια πιο πολλά, να προσαρμόζονται με τις συνθήκες ζωής της στεριάς. Βλέπουμε ψηλά να διασχίζουν τον ουρανό ιπτάμενα ψάρια*, που είναι πιο πολύ πουλιά παρά ψάρια, γιατί τα πτερύγιά τους έχουν διαμορφωθεί σε μεγάλα φτερά κι η κυρτωμένη ουρά τους δίνει τη δυνατότητα σ’ αυτά...
*** ... όλοι γεράσαμε πια. Ο κάπταιν Μόρρις πέθανε. Ο δόκτωρ Μπάθορστ είναι εξήντα πέντε χρονών. Ο δόκτωρ Μορένο, εξήντα. Εγώ, εξήντα οχτώ. Όλους σε λίγο θα μας εγκαταλείψει η ζωή. Προτού, όμως, φύγουμε απ’ το φθαρτό κόσμο, πρέπει να ολοκληρώσουμε την αποστολή που αναλάβαμε. Πρέπει να προετοιμάσουμε από τώρα τις μελλοντικές γενιές για τον αγώνα που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν. Άραγε, όμως, θα δουν το φως της μέρας αυτές οι γενιές του μέλλοντος; Θα έπρεπε ν’ απαντήσω «ναι», λαμβάνοντας υπ’ όψη τον υπερπληθυσμό της μικρής κοινότητός μας. Το παιδομάνι αυξάνεται και πληθύνεται, σ’ αυτό το υγιεινό κλίμα. Σε μια χώρα όπου είναι άγνωστα τα αιμοβόρα θηρία, η μακροβιότητα σημειώνει ρεκόρ. Έχουμε κιόλας τριπλασιαστεί. Μα ίσως δεν πρέπει ν’ αποκλειστεί κι ένα «όχι», αν λάβω υπ’ όψη τη βαθιά πνευματική κατάπτωση των συντρόφων μου. Κι όμως, ο μικρός όμιλος των ναυαγών ζούσε κάτω από ευνοϊκούς όρους για να βρει όφελος αξιοποιώντας τις αν* Το πιο γνωστό ιπτάμενο ψάρι είναι ο δακτυλόπτερος (χελιδονόψαρο), που διανύει 30 πάνω-κάτω μέτρα πετώντας έξω απ’ τη θάλασσα. Στην Αμερική, είναι ο γαστεροπέλεκυς, που μπορεί να πετάξει ως δυο μέτρα ψηλά και να διανύσει 150-200 γυάρδες. (Σ.τ.μ.).
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Απ’ όλους που ξεμπάρκαραν εδώ, εγώ είμαι ένας απ’ τους πιο γέρους. (σελ. 52)
49
50
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
θρώπινες γνώσεις: περιλάμβανε έναν άνθρωπο εξαιρετικά δραστήριο —τον κάπταιν Μόρρις, που έχει πεθάνει— δυο ανθρώπους με ικανή πνευματική μόρφωση, —εμένα και το γιο μου—, και δυο λαμπρούς επιστήμονες, — το δόκτορα Μπάθορστ και το δόκτορα Μορένο. Με τέτοια καλλιεργημένα στοιχεία κάτι θα μπορούσε να ’χε επιτύχει. Κι όμως, δεν έγινε τίποτα. Ο αγώνας για να διατηρηθούμε στη ζωή αναζητώντας ασταμάτητα την υλική συντήρησή μας, ήταν κι εξακολουθεί να είναι η μοναδική μας έγνοια. Όλη μέρα φροντίδα μας είναι να εξασφαλίσουμε τον επιούσιο και το βράδυ, κατακουρασμένοι, πέφτουμε να κοιμηθούμε. Αλίμονο! Παραείναι σίγουρο πως η ανθρωπότητα, που εμείς είμαστε οι μοναδικοί εκπρόσωποί της, έχει πάρει ασταμάτητα τον κατήφορο και κοντεύει να φτάσει στο επίπεδο του κτήνους. Στους ναύτες του «Βιρτζίνια» που ήταν ανέκαθεν άνθρωποι αμόρφωτοι, είναι τώρα πιο φανερά τα ένστικτα της κτηνωδίας. Ο γιος μου κι εγώ έχουμε ξεχάσει όλα όσα ξέραμε. Ο δόκτωρ Μπάθορστ κι ο δόκτωρ Μορένο —οι δυο μας σοφοί!— έχουν αφήσει κι αυτοί αχρησιμοποίητο το μυαλό τους. Μπορούμε να πούμε πως έχει πια εξαλειφθεί από μας κάθε ίχνος εγκεφαλικής ζωής. Πάλι καλά, που πριν από τόσα χρόνια, είχαμε κάνει την εξερεύνηση αυτής της ηπείρου! Σήμερα, δεν θα ’χαμε πια το ίδιο θάρρος... Άλλωστε, πέθανε ο κάπταιν Μόρρις που ήταν αρχηγός της αποστολής, — όπως πέθανε κι από γερατειά το «Βιρτζίνια», που μας ταξίδεψε. Απ’ την αρχή της διαμονής μας, μερικοί από μας είχαν βάλει εμπρός να χτίσουν τα σπίτια τους. Τώρα πια, τα μισοτελειωμένα αυτά χτίσματα πέφτουν σ’ ερείπια. Κοιμόμαστε χάμω χειμώνακαλοκαίρι. Είναι πολλά χρόνια που έλιωσαν τα ρούχα που φορούσαμε. Στην αρχή, έγινε μια προσπάθεια να τ’ αντικαταστήσουμε με φύκια κατάλληλα υφασμένα. Αργότερα η ύφανση έγινε πιο πρόχειρα. Στο τέλος, βαρεθήκαμε να φτιάνουμε κάτι που ήταν περιττό σ’ αυτό το ήπιο κλίμα. Ζούμε γυμνοί όπως εκείνοι που ονομάζαμε αγρίους.
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
51
Το φαΐ, το φαΐ είναι η παντοτινή επιδίωξή μας, η μοναδική μας απασχόληση. Κι όμως δεν έλειψαν ολωσδιόλου μερικά απομεινάρια απ’ τις παλιές ιδέες και τα αισθήματά μας. Ο γιος μου Ζαν, ακόμα και τώρα που έγινε παππούς, δεν έχει χάσει κάθε αίσθημα στοργής. Κι ο παλιός μου σωφέρ, ο Μοντέστ Σιμονά, θυμάται ακόμα, μες στη συννεφιασμένη του σκέψη, πως κάποτε ήταν στην υπηρεσία μου. Μαζί μ’ αυτούς όμως, μαζί με μας, αυτά τα λιγοστά ίχνη, πως κάποτε υπήρξαμε άνθρωποι —γιατί στ’ αληθινά, σήμερα δεν είμαστε πια άνθρωποι— θα εξαφανιστούν για πάντα. Η γενιά του μέλλοντος, που γεννήθηκε εδώ, δεν θα ’χει γνωρίσει διαφορετική ζωή. Η ανθρωπότητα θα περιοριστεί σ αυτούς τους νέους —και βλέπω μπροστά μου μερικούς την ώρα που γράφω— που δεν ξέρουν να διαβάζουν, που δεν ξέρουν να γράφουν, που δεν ξέρουν να μετρούν, που μόλις και μετά βίας κάτι μπορούν να τραυλίσουν. Αυτά τα παιδιά, με τα σουβλερά δόντια, δίνουν μονάχα την εντύπωση μιας αχόρταγης κοιλιάς! Κι ύστερα απ’ αυτούς, θα υπάρξουν άλλοι νέοι κι άλλα παιδιά, κι αργότερα κι άλλοι ακόμα νέοι κι άλλα ακόμα παιδιά, που θα πλησιάζουν ολοένα και πιο πολύ προς το κτήνος. Και θα βρίσκονται ολοένα και πιο μακριά από μας, τους προγόνους των, που είχαμε ανθρώπινη νόηση. Θαρρώ πως τους βλέπω από τώρα τους ανθρώπους του μέλλοντος, που θα ’χουν ξεχάσει ολότελα τη μιλιά, που δεν θα λειτουργεί πια το μυαλό τους, να πλανιώνται σ’ αυτή την άχαρη ερημιά, με το κορμί σκεπασμένο από χοντρές αλογότριχες. Ε λοιπόν! αυτό θέλουμε να τ’ αποφύγουμε! Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην πάνε χαμένα για πάντα όλα τα επιτεύγματα, όλες οι κατακτήσεις, όλες οι γνώσεις της ανθρωπότητας. Ο δόκτωρ Μορένο, ο δόκτωρ Μπάθορστ κι εγώ θα ξυπνήσουμε το ναρκωμένο μυαλό μας, θα το αναγκάσουμε να θυμηθεί όσα ήξερε. Θα μοιραστούμε τη δουλειά πάνω στο χαρτί και το μελάνι που μας απόμειναν απ’ το «Βιρτζίνια», θ’ αραδιάσουμε όλες τις γνώσεις μας
52
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
στον κάθε τομέα της επιστήμης μ’ ένα μοναδικό σκοπό: αν, ύστερ’ από μια περίοδο αγρίας καταστάσεως, που θα κρατήσει λίγο ή πολύ, οι αυριανοί άνθρωποι που έχασαν το φλογερό πάθος τους για τα φώτα της γνώσεως, στερνά το ανακτήσουν, να βρούνε περιληπτικά γραμμένο τι πέτυχαν με χίλιους μόχθους οι προγενέστεροί τους. Και τότε, θα συχωρνάν εκείνους που κόπιασαν μόνο και μόνο για να συντομέψουν την περίοδο της μελλοντικής πορείας των μεταγενεστέρων τους προς τα φώτα της προόδου και του πολιτισμού. Πέρασαν πάνω-κάτω δεκαπέντε χρόνια από τότε που γράφτηκαν τα προηγούμενα. Ο δόκτωρ Μπάθορστ και ο δόκτωρ Μορένο έχουν εγκαταλείψει τη ζωή. Απ’ όλους που ξεμπάρκαραν εδώ, εγώ, ένας απ’ τους πιο γέρους, μένω σχεδόν μονάχος. Έρχεται όμως η σειρά μου, να λείψω. Νιώθω το θάνατο ν’ ανεβαίνει απ’ τα παγωμένα πόδια μου, για να σταματήσει την καρδιά μου. Η εργασία μας έχει τελειώσει. Εμπιστεύομαι τα χειρόγραφα με την περίληψη των ανθρωπίνων γνώσεων σε μια σιδερένια κάσα που βρήκα στο «Βιρτζίνια», και που την καταχωνιάζω βαθιά μες στη γη. Κοντά σ’ αυτή, μέσα σε μια θήκη από αλουμίνιο, θα βάλω και τις λιγοστές σελίδες του ημερολογίου μου. Άραγε αυτά που εμπιστεύομαι στη γη, θα πέσουν σε χέρια συνανθρώπων μου, θα ψάξει κανένας τουλάχιστον να τα βρει; Αν είναι το γραφτό. Ο Θεός να δώσει!
*** Όσο διάβαζε ο Σοφρ το παράξενο αυτό χειρόγραφο, τόσο ένιωθε ένα πρωτόγνωρο φόβο να κυριεύει την ψυχή του. Έτσι λοιπόν: Η γενιά των Τεσσάρων Θαλασσών καταγόταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους, που, αφού περιπλανήθηκαν μήνες ολόκληρους στους έρημους ωκεανούς, είχαν καταφύγει στο σημείο της ακτής όπου τώρα
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
53
ήταν χτισμένη η Μπασίντρα; Ώστε αυτές οι κακορίζικες υπάρξεις ανήκαν άλλοτε σε μια δοξασμένη ανθρωπότητα, που, σε σύγκριση μ’ εκείνην, η σημερινή ανθρωπότητα της Αυτοκρατορίας των Τεσσάρων Θαλασσών ήταν ένα μωρό στα σπάργανα, που μόλις αρχίζει κάτι λέξεις! Κι όμως, τι χρειάστηκε να γίνει για να χαθούν για πάντα κι η επιστήμη κι η ανάμνηση ακόμα τόσο πανίσχυρων λαών; Λιγότερο απ’ το τίποτα: μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα πάνω σ’ όλη την επιφάνεια της γης. Τι ανεπανόρθωτη συμφορά, να καταστραφούν τα χειρόγραφα μαζί με τη σιδερένια κάσα! Και δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να είχαν σωθεί, γιατί οι εργάτες είχαν σκάψει ολόγυρα πολύ βαθιά, για τα θεμέλια της καινούργιας πτέρυγος. Χωρίς καμιά αμφιβολία, απ’ την πολυκαιρία, η σκουριά είχε φάει το σίδερο, ενώ το αλουμίνιο δεν έπαθε μεγάλη ζημιά. Ωστόσο, δεν χρειαζόταν να μάθει πιο πολλά ο Σοφρ, για να υποστεί γερό πλήγμα η αισιοδοξία του. Αν το χειρόγραφο δε φανέρωνε καμιά τεχνική λεπτομέρεια, ένα πλήθος από ενδείξεις γενικής φύσεως αποδείκνυαν πως η ανθρωπότητα ήταν άλλοτε πολύ πιο προχωρημένη στο δρόμο της αλήθειας από ό,τι ήταν σήμερα. Όλα περιλαμβάνονταν σ αυτή την εξιστόρηση. Κι οι γνώσεις του Σοφρ κι άλλες που δεν θα τολμούσε καν να τις φανταστεί — ακόμα κι η εξήγηση του ονόματος Χεδόμ, που είχε προκαλέσει τόσες αντιλογίες κι αμφισβητήσεις!... Χεδόμ ήταν μια παραλλαγή άλλης, πιο αρχαίας λέξεως. Χεδόμ... Εδέμ... Αδάμ... είναι το παντοτινό σύμβολο του πρωτόπλαστου και ταυτόχρονα η ερμηνεία του ερχομού στη γη. Είχε άδικο λοιπόν ο Σοφρ ν’ αρνιέται αυτό τον πρόγονο, που τώρα όμως η ύπαρξή του στηριζόταν στις αναμφισβήτητες αποδείξεις του χειρο-
54
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
γράφου, κι είχε δίκιο ο λαός, που παραδεχόταν πως είχε προγόνους όμοιους μ’ αυτόν. Ωστόσο κι οι Άνθρωποι των Τεσσάρων Θαλασσών δεν ήταν οι δημιουργοί αυτού του θρύλου. Απλούστατα, ξανάλεγαν ό,τι άλλοι είχαν πει πριν απ’ αυτούς. Όπως δεν αποκλειόταν κι η πιθανότητα, ακόμα κι οι σύγχρονοι του τραγικού αφηγητή να μην είχαν οι ίδιοι επινοήσει αυτόν το θρύλο. Ίσως κι αυτοί ν’ ακολούθησαν, με τη σειρά τους, το δρόμο που ακολούθησαν άλλες ανθρωπότητες, προγενέστερες από αυτούς. Μήπως το χειρόγραφο δεν μιλούσε για κάποιο λαό των Ατλάντων; Χωρίς αμφιβολία, οι ανασκαφές του Σοφρ είχαν φέρει σε φως μερικά άμορφα ή ερειπωμένα λείψανα αυτών των Ατλάντων, που βρίσκονταν κάτω απ’ τα κατακάθια της λάσπης. Άραγε ποιο ανώτερο επίπεδο γνώσεων να είχε αναπτυχθεί σ’ αυτόν τον αρχαίο λαό, ως τη στιγμή που η εισβολή του ωκεανού τον σάρωσε απ’ τη γη; Όση ανοδική πορεία όμως κι αν είχε κάνει ο λαός των Ατλάντων στην προσπάθειά του ν’ ανακαλύψει την επιστημονική αλήθεια, που θα του εξασφάλιζε —ή που είχε εξασφαλίσει— την ευημερία, όση εκπολιτιστική πρόοδο κι αν είχε συντελεσθεί με την πνευματική του ανάπτυξη — όλ’ αυτά τα είχε σαρώσει μονομιάς ένας κατακλυσμός... Κι ο άνθρωπος είχε αναγκαστεί να ξαναρχίσει —για ποσοστή φορά, άραγε;— απ’ το πρώτο σκαλί ν’ ανεβαίνει μια-μια τις βαθμίδες, που θα τον οδηγούσαν κάποτε στο πολυπόθητο τέρμα, τον αιώνιο πόθο του: να ρίξει άπλετο φως στη δημιουργία του σύμπαντος. Ίσως να συνέβαινε κάποτε το ίδιο και με τους Ανθρώπους των Τεσσάρων Θαλασσών. Ίσως να συνέβαινε αργότερα το ίδιο και με άλλους που θα τους διαδέχο-
ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
55
νταν, ως τη μέρα... Πότε, όμως, θα ’ρχόταν η μέρα να κορεσθεί η αχόρταγη επιθυμία του ανθρώπου; Πότε θα ’ρχόταν η μέρα που ο άνθρωπος, φτάνοντας στο τέρμα της ανοδικής πορείας του, θα μπορούσε επί τέλους ν’ αναπαυθεί στην κορφή που κόπιασε τόσο να την κατακτήσει; Άραγε, θα ’ρχόταν ποτέ αυτή η μέρα; Αυτά σκεπτόταν ο Σοφρ, σκυμμένος πάνω στο αποκαλυπτικό ημερολόγιο. Από την πέραν του τάφου αυτή εξιστόρηση, φανταζόταν το φοβερό δράμα που συντελείται ακατάπαυστα στο σύμπαν. Κι η καρδιά του ένιωθε άμετρη θλίψη. Με βαθιά συμπόνια για τις απειράριθμες συμφορές που οι προγενέστεροί του είχαν υποστεί και νιώθοντας ασήκωτο το βάρος όλων των μάταιων προσπαθειών που είχαν σωρευθεί μέσα στο άπειρο του χρόνου, ο σοφός ΣοφρΑϊ-Σρ αποκτούσε, αργά και με ψυχικό σπαραγμό, την απόλυτη πεποίθηση πως αιώνια επαναλαμβάνονται τα πάντα.