/
. /
.-'
"
.I
,
i
--'
/"
r
--
~
.., .
.
.,/
"
~
=
"_I
•
J
QJ\
.,. 1
~
.i
....
..~
....
" •F
"
'
... ",
\..I)
=.if
"...... e0
J '
"
;
,.
.J'
\..I)
~
~ e;
c:5 r= r=
0
"
.-
'\p
~r
~
...... '9
~
,/'.
e.. = ~
J
=- =-
...... , ......
X
' 0 ' ",<~ ~ "
...
,"'
,
~
,,
/'
./
,.---'"'
"
-"
j
, ,
'
,;
;
I I
,.Jr
,
/'
,
~ -= ~
QI
.. - ' w .'
r' , -"
Ul
"e} J....P '
.-'
", '
_f
"
f.
/'
,-
.. /.'.
,rJ' -
. ....
.
--
,'.
"
,"J
,,
,
,
i'
./
~'
,r
.
/
r
...r
-,'
...
L-
I"J
,.
,.,-r' .,'
,
. ,
-'-- !
,'"
J
,
"
....
"
,.
\
...
k..
~-
\Jl
Vl ~
§'
... '~ ,§ r.g .'
-.. (,.,~
.'
r
,
.
,
/
:J
,.'
,
.: "
.J
WALTER
ΒΕΝΙΑΜΙΝ
Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας
Μετάφραση, Εισαγωγή, Επιμέλεια
Φώτης Τερζάκης
νήσος 1999
ΑΘΗΝΑ
© 1999 Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου,
αστική μη κερδοσκοπική Ομονοίας
Εξώφυλλο:
12, 104 31
-
Αθήνα, τηλ.!fax
Barbara Kouzelis
~
εκδόσεις νήσος,
321.66.45
".
Σελιδοποίηση: Σοφία Πατσιά Θεώρηση κειμένou: Γεώργιος Χριστόπouλος Φιλμ: Ντψης Καρράς
Εκτύπωση: Ι. Ψαρρός
- Λ.
ISBN 960-7111-23-8
Μαναίλογλου ο.Ε., Τηλ.:
24.02.869
.,t,/? ,. , ,
~'
;ι{
';ι
!
<
~?,~"
><;,
,,' '.1 $ ....
• -f'~~Jk,
.\."O·j~*fl . '.
Ι(,~. .r;
Ι
.~
=1)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
'>-':.~~ . ~~
Εισαγωγή .....................................................................................9
Βιβλιογραφικό
σημείωμα ..........................................................33
1. Για τη γλώσσα εν γένει και για τη γλώσσα
του ανθρώπου ..................................................................... 35
2. Το έργο του μεταφραστή ................................................... .59
3. Για τη μιμητική ικανότητα .................................................79
4. Η γένεση της αλληγορίας ...................................................85
5. Ο αφηγητής ..........................................................................95
Ερμηνευτικά σχόλια Επίμετρο:
................................................................ 131
«Μπωντλαίρ», ή το τελευταίο γραπτό .....................209
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΑΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ανθρώπινη δεν συμπυκνώνει τόσο χαρακτη ριστικά μέσα της το νόημα μιας ζωής όσο ο θάνατος. Η στιγμή
του θανάτου, που συμπυκνώνει σε μιαν ακίνητη κουκίδα του χρόνου όσα μια βιογραφία πασχίζει να χωρέσει, φιλοτεχνεί την πιο πιστή προσωπογραφία ενός ανθρώπου
-
την για πρώτη
φορά τελειωμένη προσωπογραφία, της οποίας μια ανοιχτή και ανολοκλήρωτη ερμηνεία είναι τα πεπραγμένα του. Και απ' όλες τις μορφές θανάτου η αυτοκτονία είναι εκείνη που σημα
δεύει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την πιο ασυνθηκολό γητη ρήξη του με τον κόσμο: έναν κόσμο ο οποίος δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου
-
και γι' αυτό είναι η πιο τραγική.
Αν η σκέψη είναι, όπως έλεγε ο Χέγκελ, η άρνηση αυτού που
βρίσκεται άμεσα ενώπιόν μας, η αυτοκτονία -συμβολική ή πραγματική- είναι αυτή που καθιερώνει τον ανεξάρτητο δια νοούμενο ως τον αδιαμφισβήτητο τραγικό ήρωα της εποχής
μας. Και στην περίπτωση του Βάλτερ Μπένγιαμιν η αυτοκτο νία ήταν πραγματική. Ξημερώνοντας η 27η Σεπτεμβρίου του
1940
κι ενώ οι Ναζί, έχοντας καταβάλει την ισχνή γαλλική
αντίσταση, ολοκλήρωναν την κατάληψη της χώρας, στον μεθο
WALTER BENJAMIN
10
ριακό οικισμό του Port-Bou, ανάμεσα στα γαλλικά Πυρηναία και στα ισπανικά σύνορα, τα οποία δεν άνοιξαν για να δε χτούν τη μικρή ομάδα που βάδισε όλον αυτό τον ατελείωτο δρόμο με ,την ανάσα του διώκτη να ασθμαίνει πίσω της, το
κουράγιο και η αντοχή ενός πρόσφυγα τελείωσαν για πάντα: με δεκαπέντε ταμπλέτες μορφίνης που είχε στην τσάντα του, μαζί με τα λίγα τελευταία χειρόγραφα που εμπιστεύθηκε στους σΡνοδοιπόρους του, ο Μπένγιαμιν έδωσε τέλος στη ζωή του έχοντας μόλις κλείσει τα σαράντα οκτώ του χρόνια. Συγκινη μένοι από τον θάνατό του, οι Ισπανοί φρουροί άνοιξαν την
άλλη μέρα τα σύνορα για να περάσουν οι υπόλοιποι σ' εκείνο που φάνταζε ως η ίδια η ελευθερία: ένα πλοίο από το λιμάνι της Βαρκελώνης για την Αμερική. Σήμερα κανείς δεν γνωρίζει πού είναι το μνήμα του Βάλτερ Μπένγιαμιν, και συχνά, όταν έρχονται επισκέπτες, οι φύλακες του μικρού κοιμητηρίου τούς δείχνουν ένα μέρος που λένε ότι είναι θαμμένος, δεχόμενοι
ευγενικά το φιλοδώρημα, Συγκινημένος ο φίλος του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον αι-τοχαιρέτησε με αυτούς τους στίχους: Μου είπαν 6τι σήκωσες το χέρι σου εναντίον σου
ΠρολαβαίΥΟΥτας τον σφαγέα.
Οχτώ χρόνια εξ6ριστος αντικριστά σ' εχθρού ανάβαση
Κι εντέλει, μπροστά σε σύΥΟΡΟ απαράβατο,
Πέρασες, λένε, ένα πιο βατ6,
Αυτοκρατορίες γκρεμΙζονται. λήσταρχοι
Βαδίζουν κορδωμέΥΟΙ σαν ηγεμ6νες. λαοί
Πλέον δεν διακρίΥονται κάτω απ6 τ6σον οπλισμ6.
Έτσι είναι το μέλλον οκοτειν6 και οι δυνάμεις του δικαίου Αδύναμες. Σου ήταν 6λα φως φανάρι
'Οταν κατέστρεψες ένα κορμί πριν το βασαΥισμ6,
11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ δεκαετίας του
'50
οι δύο άλλοι φίλοι του
Βάλτερ Μπένγιαμιν από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, ο
Gershom Scholem
(ο άνθρωπος που τον μύησε στο μυστικό πε
ριεχόμενο του Ιουδα'ίσμού και, αργότερα, εξέχων ερευνητής της καββαλιστικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιερουσα λήμ) και ο Τέοντορ Β, Αντόρνο (ο νεαρός φιλόσοφος, μέλος από τότε του στενού κύκλου του μεταμαρξιστικού Ινστιτούτου της Φρανκφούρτης, ο πρώτος και μοναδικός «μαθητής» του
Μπένγιαμιν), συνέλεξαν με κόπο τα σκόρπια γραπτά και τις επιστολές του και παρουσίασαν μια πρώτη εικόνα του έργου
του στη Γερμανία. Το
1968
η Χάνα Άρεντ επιμελήθηκε στη
Νέα Υόρκη μιαν αγγλική μετάφραση ορισμένων από τα πιο κρίσιμα κείμ'E~ά του, φέρνοντας σε επαφή αυτή τη σκέψη μ' ένα ενθουσι(ί)δες αγγλόφωνο ακροατήριο,
Η φήμη που συνόδεψε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν μετά το θά νατό του δεν ήταν βέβαια αδικαιολόγητη. Ακόμη και αν την
ημέρα του θανάτου του ελάχιστοι είχαν ακούσει τ' όνομά του, όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν προσωπικά δεν είχαν
καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για ένα σπάνιο και χαρισματι κό είδος ανθρώπου
-
και για έναν μοναδικό στυλίστα του
γραπτού ύφους. Αν κάθε ιδιοφυία κλείνει μέσα της κάτι τι
δαιμονιακό, αυτό για τον Μπένγιαμιν αλήθευε απολύτως προ πάντων στη μορφή ορισμένων εξαιρετικών αντιφάσεων: μια
σκέψη βαθύτατα διορατική που προδιέγραφε όλες σχεδόν τις μελλοντικές τροχιές του μοντερνιστικού πνεύματος και, ωστό σο, ένας άνθρωπος που ως ύφος, ως ομιλία, ως τρόποι συμπε
ριφοράς και ως κίνηση ανήκε εξ ολοκλήρου στον δέκατο ένα το αιώνα' μια τόλμη των θεωρητικών συλλήψεων που ακόμη τρομάζει τον συμβατικά καλλιεργημένο αναγνώστη, και όμως
μια παράξενη αδυναμία που εκφραζόταν σαν αναποφασιστι κότητα και παραίτηση, η οποία θα αποδεικνυόταν εντέλει γι' αυτόν μοιραία' μια οξύτατη κρίση η οποία -όπως θα έγραφε
12
WALTER BENJAMIN
το 1967 ο Αντόρνο- «συνελάμβανε το ουσιαστικό τη στιγμή που ολόκληρα τείχη γεγονότων σφράγιζαν μέσα τους απατη
λές ουσίες», και την ίδια στιγμή μια αφοπλιστική έλλειψη συνειδητοποίησης του πραγματικού κινδύνου ... Προπάντων
όμως η ίδια η πνευματική του δημιουργία έχει κάτι το τόσο ιδιαίτερο, τόσο μοναδικά και μη αναγώγιμα προσωπικό, που
είναι αδύνατον ακόμα και να ορίσει κανείς τη φυσιογνωμία του έργου του. Η Χάνα Άρεντ έγραφε γι' αυτό: «Η καλλιέρ γειά του ήταν τεράστια, αλλά δεν ήταν ο συνηθισμένος λόγιος το υλικό του περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο κείμενα και την
ερμηνεία τους, αλλά δεν ήταν φιλόλογος του ασκούσε μεγάλη έλξη όχι η θρησκεία αλλά η θεολογία και ο θεολογικός τύπος ερμηνείας για τον οποίον το κείμενο είναι ιερό, αλλά δεν ήταν θεολόγος και δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Βί βλο' ήταν γεννημένος συγγραφέας, αλλά η μεγαλύτερη φιλοδο ξία του ήταν να φτιάξεΙ:' ένα έργο που θα συνίσταται αποκλει στικά από παραθέματα' ήταν ο πρώτος Γερμανός που μετέ φρασε Προυστ, Saint-John Perse, και πριν απ' αυτούς το Tableau Parisien του Μπωντλαίρ, αλλά δεν ήταν μεταφραστής έγραψε κριτικές βιβλίων και μεγάλο αριθμό δοκιμίων πάνω σε ζωντανούς και νεκρούς συγγραφείς, αλλά δεν ήταν κριτικός της λογοτεχνίας έγραψε ένα βιβλίο για το γερμανικό μπαρόκ και άφησε πίσω του μια τεράστια, ανολοκλήρωτη μελέτη για τον γαλλικό δέκατο ένατο αιώνα, αλλά δεν ήταν ιστορικός, της λογοτεχνίας ή οποιουδήποτε άλλου τομέα' και θα προσπα
θήσω να δείξω ότι σκεφτόταν ποιητικά, παρ' όλο που δεν ήταν ακριβώς ούτε ποιητής ούτε φιλόσοφος» (σ.
4 της Εισα
γωγής της στον τόμο IJluminations),
Αν υπάρχει όμως ένα στοιχείο που θα μπορούσε κατεξοχήν να ονομαστεί δαιμονικό στη ζωή του Μπένγιαμιν, αυτό είναι η σκανδαλώδης κακοτυχία που μοιάζει να έχει στοιχειώσει από
την αρχή μέχρι το τέλος της αυτή τη ζωή. Πράγματι, ολόκληρη
ΕΙΣΑΓΩΓΉ
13
η βιογραφία του μπορεί ν' ανασυσταθεί μέσ' από τις στιγμές και τις όψεις της κακοτυχίας, Γεννημένος στο Βερολίνο
Ιουλίου
1892)
από
(16
μια εύπορη οικογένεια αφομοιωμένων
Εβραίων, πρώτο από τα τρία παιδιά ενός ευκατάστατου πα λαιοπώλη και εμπόρου αντικειμένων τέχνης, γνώρισε προστα τευμένα και άνετα παιδικά χρόνια. Η ενήλικη ζωή του ωστόσο
θα σημαδευόταν από μιαν αναπάντεχη και διαρκή οικονομική στέρηση: αποτυγχάνοντας να ακολουθήσει μιαν ακαδημα'ίκή
σταδιοδρομία (αφού η διατριβή του επ' υφηγεσία, την οποία υπέβαλε το
1925,
απορρίφθηκε ως σκοτεινή και δυσνόητη), η
σχέση του με τον πατέρα του επιδεινώθηκε ραγδαία και έχασε τη μοναδική πηγή οικονομικής στήριξης (ενώ είχε ήδη γυναίκα
κι ένα μικρό-?ιο διαζύγιο το
- με την οποία Ε.ι-τρόκειτο να πάρει τελικώς 1930, χρόνο που, συμπτωματικά, πέθαναν και οι
δύο γονείς του). Μοναδικός -πενιχρός- βιοπορισμός του έκτοτε ήταν κάποιες μεταφράσεις και τα λίγα αμοιβόμενα άρ
θρα που μπορούσε να δημοσιεύει σε εφημερίδες και μερικά πε ριοδικά, Τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του, αυτοεξόρι στος στο Παρίσι μετά την άνοδο των Ναζί στη Γερμανία, η επι
βίωσή του θα ήταν αδύνατη δίχως το μικρό μισθό που του εξασφάλισαν από την Αμερική, όπου είχαν ήδη καταφύγει τα μέλη του Ινστιτούτου της Φρανκφούρτης υπολογίζοντάς τον πάντα ως συνεργάτη τους. Η ίδια η απόρριψη της διατριβής του ήταν μοιραία συνέπεια αρκετών παραγόντων: κατ' αρχάς
της εξαιρετικής ιδιοτυπίας της σκέψης του, η οποία απείχε τό σο από τους κλασικούς μέσους όρους που είναι συμπαθείς στο πανεπιστημιακό κατεστημένΟ' δεύτερον, των αντιπαθειών που
προκάλεσε στους ακαδημα'ίκούς κύκλους με το χαρισματικό νε ανικό του δοκίμιο πάνω στις Εκλεκτικές ΣvyyΈVΕιες του Γκαίτε, στο οποίο επέκρινε πρόσωπα με πολιτική και ακαδημα'ίκή επιρ
ροή από τον κύκλο του
Stefan George'
τρίτον, -και καθόλου
αμελητέο- το ότι ο Μπένγιαμιν, πνεύμα κοσμοπολίτικο που
WALTER BENJAMIN
14
αγαπούσε τα ταξίδια με πάθος όμοιο μ' εκείνο που έτρεφε για τα βιβλία -και που, άλλωστε, μεγάλα διαστήματα της ζωής
του, ήδη από τα χρόνια των σπουδών του στη Βέρνη, έλειπε από τη Γερμανία-, λάτρης της Γαλλίας και ειδικά του Παρι σιού ο οποίος έβρισκε στον τύπο του μποέμ παρισινού διανο ουμένου του δέκατου ένατου αιώνα (του περίφημου
f7aneui) το
πιο συγγενικό του πρότυπο, είχε απομονωθεί κάπως από τα γερμανικά πράγματα και είχε από νωρίς διαμορφώσει μιαν προσωπικότητα πολύ λίγο γερμανική και οπωσδήποτε στον αντίποδα του ακαδημα'ίκού που συνήθιζε να εκτρέφει το γερ μανικό πανεπιστήμιο. Ο έρωτας του, από την άλλη, για τη Λετ
τονή ηθοποιό του πολιτικού θεάτρου
Aja Lacis,
παρ' όλο που
τον έφερε σε στενή επαφή με τον Μπρεχτ και στάθηκε η αφορ μή να γνωρίσει από κοντά τη Ρωσία λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση, δεν είχε αίσιο τέλος, και όταν ο Μπρεχτ και η
Lacis
του πρότειναν να' έρθει μαζί τους στη Δανία όπου είχαν
ζητήσει καταφύγιο από τη ναζιστική Γερμανία, εκείνος αρνήθη κε και προτίμησε τον μοιραίο δρόμο του για το Παρίσι' και η ίδια η επαφή του με τον Μπρεχτ, παρότι για τον ίδιον ήταν ένα από τα πιο ευτυχή συμβάντα στη ζωή του, του κόστισε την απομάκρυνση των δύο άλλων στενών του φίλων, του
Scholem
και του Αντόρνο, οι οποίοι, από διαφορετική σκοπιά και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, ανησυχούσαν για την κατα στροφική επιρροή που ασκούσε ο Μπρεχτ στη σκέψη του φί λου τους: ο
Scholem
επειδή η κομμουνιστική στράτευση ήταν ο
μεγάλος ανταγωνιστής του σιωνιστικού ρεύματος μέσα στους κύκλους των ανήσυχων Εβραίων διανOOιJμένων, ο Αντόρνο
επειδή ο χοντροειδής υλισμός του Μπρεχτ εΡΧόταν σε αντίθεση
με τον λεπτό αισθητισμό του κύκλου της Φρ~φoύρτης, με τον οποίον ο Μπένγιαμιν είχε αναμφίβολα την πιο στενή πνευματική συγγένεια, Με τα πρόσωπα του
Scholem
και του
Αντόρνο (κατά τρόπο σχεδόν συμβολικό) ήταν συνδεδεμένες οι
ΕΙΣΑΙΏΓΗ
15
δύο άλλες μεγάλες ευκαιρίες που δόθηκαν στον Μπένγιαμιν να δραπετεύσει από μια πολιορκημένη Ευρώπη: η πρώτη στην Ιε ρουσαλήμ, ακολουθώντας το μεγάλο σιωνιστικό ρεύμα, η δεύ τερη στην Αμερική, όπου κατέφυγε εγκαίρως ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής ιντελιγκέντσιας του μεσοπολέμου. Αρνήθηκε
την πρώτη γιατί δεν πείστηκε ποτέ από το κοινωνικό όραμα του Σιωνισμού, και ολιγώρησε δραματικά όσον αφορά τη δεύ τερη: παγιδεύτηκε στο Παρίσι, όπου η κυβέρνηση του Βισύ τον
σννέλαβε μαζί με άλλους πρόσφυγες, αντιμετωπίζοντας το εν ιΊεχόμενο να παραδοθεί στην Γκεστάπο. Και όταν τελικά κατά φερε να δραπετεύσει έχοντας, χάρη στις εντατικές ενέργειες των φίλων του από τη Νέα γόρκη, εξασφαλίσει μιαν αμερικα νική βίζα, ήδη·σοβαρά καταβεβλημένος από μια καρδιακή προ οβολή, ο δρόμος του έμελλε να κοπεί εκείνα τα χαράματα της 27ης Σεπτεμβρίου στα Πυρηναία.
Στο αυτοβιογραφικό του δοκίμιο που τιτλοφορείται «Η παιδική ηλικία του Βερολίνου» (ο Μπένγιαμιν αγάπησε με πά Ωος τις πόλεις, και μερικά μικρά αριστουργήματά του εΙναι ταξιδιωτικά δοκίμια: «Μόσχα», «Νάπολη», «Μασσαλία», και να μη μιλήσουμε βέβαια για το Παρίσι), ο Μπένγιαμιν αναφέ
ΡΗ ένα παιδικό τραγουδάκι που μιλάει για τον «bucklicht
Mannlein» (τον «μικρό καμπούρη»), μια φιγούρα από τη φημι ιιμ('νη συλλογή των γερμανικών παραμυθιών Des Knaben Wunderhorn, Κάθε που κατεβαίνω κάτω
Στο κελάρι να βάλω κρασί
Μου αρΠάζει απ' το χέρι την κανάτα
'Ενας μικρός καμπούρης που κρύβετ' εκεί
Οταν πάω στην κουζίνα
Τη σούπα μου να φτιάξω
W ALTER BENJAMIN 16
'Ενας μικρός καμπούρης που κρύβετ' εκεί Μου σπάει το πιάτο,
Ο «μικρός καμπούρης», τον οποίον η μητέρα του δεν δί σταζε να επικαλεστεί κάθε που το παιδί έκανε ζημιά, στοίχει ωνε μερικούς από τους παιδικούς του φόβους, Είναι τραγική
ειρωνεία το ότι, σε όποια στιγμή της ζωής του Μπένγιαμιν κι
αν κοιτάξουμε, θα δούμε καθαρά την παρουσία τού «μικρού καμπούρη», Ο δαίμονας της κακοτυχίας που τον βασάνιζε ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του, και αυτό, όσο
μακριά κι αν το αναζητήσει κανείς, ποτέ δεν θα βρεθεί ανε ξάρτητο από τη σχέση του με τον πατέρα του - πάντα προ βληματική και γεμάτη συγκρούσεις,
Τέτοιου ίδους φορτισμένες σχέσεις ανάμεσα σε πατεράδες
και γιους ήταν βέβαια χαρακτηριστικές μέσα στις εβρα'ίκές οι κογένειες, όπου αυτή η σύγκρουση έτεινε να πάρει ορισμένες τυπικές μορφές, Πάρα πολύ ωραία το περιγράφει η Χάνα Άρεντ: «Οπωσδήποτε", [το οικονομικό πρόβλημά του] ήταν
τυπικό για μια ολόκληρη γενιά Γερμανοεβραίων διανοουμέ νων, μονολότι καταφανώς κανείς δεν το χειρίστηκε τόσο άσχημα όσο αυτός, Στη βάση του βρισκόταν μια νοοτροπία των πατεράδων-επιτυχημένων επιχειρηματιών, οι οποίοι δεν
είχαν και τόσο μεγάλη εκτίμηση για τα επιτεύγματά τους και οι οποίοι θεωρούσαν ότι οι γιοι τους ήταν προορισμένοι για ανώτερα πράγματα, 'Ηταν η εκκοσμικευμένη εκδοχή της πα λαιάς ιοΟΟα'ίκής πίστης ότι εκείνοι που «μαθαίνουν» -την
Τορά ή το Ταλμούδ, δηλαδή το Νόμο του θεού- είναι η αλη θινή ελίτ του λαού και δεν θα έπρεπε ν' αποσπώνται από τό σο χυδαίες ασχολίες όπως το να βγάζουν χρήματα ή να δουλεύουν γι' αυτά. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε αυτή τη γενιά δεν υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ πατεράδων και γιων' το
αντίθετο, η φιλολογία τηςεπαχής βρίθει απ' αυτές, και αν ο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
17
Φρόυντ είχε ζήσει και διεξαγάγει τις έρευνες του σε μια χώρα και γλώσσα άλλη από το γερμανοεβρα'ίκό περιβάλλον το
οποίο του προμήθευε τους ασθενείς του, μπορεί ποτέ να μην είχαμε ακούσει για κάποιο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, Αλλά κατά κανόνα αυτές οι συγκρούσεις επιλύονταν μέσ' από την προ σπάθεια των γιων να γίνουν μεγαλοφυίες, ή, στην περίπτωση πολυάριθμων κομμουνιστών από ευκατάστατες οικογένειες,
να αφιερώσουν τον εαυτό τους στο καλό της ανθρωπότητας
-σε κάθε περίπτωση, με το ν' αποβλέψΟυν σε πράγματα υψη λότερα από το κέρδος, Και οι πατεράδες ήταν κάτι παραπάνω
από πρόθυμοι να το δεχτούν αυτό σαν μια έγκυρη δικαιολογία για το ότι δεν κατάφεραν να κερδίσουν τη ζωή τους. Όταν
τοιες προσΠάθείες δεν γίνονταν ή δεν αναγνωρίζονταν, η κα ταστροφή καιροφυλακτούσε στη γωνία, Ο Μπένγιαμιν ήταν
μια τέτοια περίπτωση: ο πατέρας του ποτέ δεν αναγνώρισε τις επιδιώξεις του ... » (ο.π., σ.
26).
το ΕΡΓΟ ΠΟΥ ΜΑΣ άφησε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν δεν είναι
μεγάλο σε όγκο (τα Άπαντα του συνοψίζονται σε λίγους τό μους, που περιλαμβάνουν λογοτεχνικές κριτικές, μερικές κρές
μονογραφίες, δοκίμια αισθητικά, γλωσσοφιλοσοφικά,
ψυχολογικά και πολιτικοθεολογικά, ταξιδιωτικές περιγραφές και ατελείωτα σχεδιάσματα), η βαρύτητά του όμως είναι τερά στια για τη σκέψη, και ειδικά για τη φιλολογική κριτική του
ιικοστού αιώνα, Γενικά μιλώντας, η σκέψη του μπορεί να δι αιρεθεί σε δύο φάσεις: μια πρώτη που θα την ονομάζαμε ιδεα λιστική-ρομαντική, η οποία ολοκληρώνεται το
1925
περίπου
με την Καταγωγή του Γερμανικού Δράματος, και μια δεύτερη την οποία μπορούμε να ονομάσουμε μαρξιστική, που διαρκεί 6λη την υπόλοιπη ζωή του. Οι ορισμοί αυτοί βασίζονται στη χρήση ορισμένων καθοριστικών εννοιών τις οποίες τείνει ο Μπένγιαμιν να χρησιμοποιεί κατά τις αντίστοιχες περιόδους
W ATTFR BENJAMIN
18
της γραφής του, όμως επιδέχονται πολλούς μετριασμούς: πρώτον, παρά τη διαφορά της ορολογίας, πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι ορισμένες βασικές ενοράσεις οι οποίες διαποτί ζουν το έργο του παραμένουν αναλλοίωτες από την αρχή μέ χρι το τέλος του - και δεν είναι λίγες αυτές δεύτερον, παρά τον λεγόμενο «μαρξισμό» του Μπένγιαμιν της τελευταίας πε ριόδου -ο οποίος μάλιστα ορισμένες φορές φαινόταν «χυδαί ος» ακόμη και στα μάτια των φίλων του από το Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης, παρ' όλο που αυτοί πρώτοι τον
στο μαρξισμό- οι πραγματικές του πολιτικές έμειναν προσκολλημένες σε έναν αναρχισμό που τον γοήτευε από τα φοιτητικά του χρόνια, και μάλιστα των αποχρώσεων του Sorel. Αν η φιλία του με τον Scholem και με τον Μπρεχτ σηματοδοτεί τις δύο οριακές επιρροές στη ζωή του (που ήταν,
όπως είπαμε, οι μεγ
μόνιμη, αλλά δεν JtρQλαβε), αλλά και τους επηρέασε βαθύτατα,
σε βαθμό ώστε ένα ωι:6 τα έργα του μελλοντικού κριτικού (και
αυτής εδώ της ερμηνευτικής εργασίας επίσης) να είναι ακριβώς η επισήμανση του ποιες από τις ιδέες που ορίζουν σήμερα τη φιλοσοφική ταυτότητα της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι συστηματικές αναπτύξεις ορισμένων πυρηνικών ενοράσεων του Βάλτερ Μπένγιαμιν,
Υπάρχουν όμως και διαφορές, τις οποίες έστω και με σχη
ματικό τρόπο αξίζει να έχει κανείς εκ των προτέρων υπόψιν
19
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
του,
Οι πρωτεργάτες του Ινστιτούτου της Φρανκφούρτης,
κυριότερα οι Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο, εκφρά ζουν έναν μαρξισμό διαθλασμένο μέσα από το πρίσμα πολλα
πλών μορφωτικών παραδόσεων, ανεξάρτητων εν πολλοίς ή και αντιφατικών προς ό,ΤΙ εθεωρείτο ως παραδοσιακός μαρξισμός: τον γερμανικό ιδεαλισμό ειδικά στις εκδοχές του Καντ και του
Χέγκελ, την πεσιμιστική κοινωνιολογία της νεοτερικότητας του Μαξ Βέμπερ και, προπαντός, τη φροϋδική ψυχανάλυση, Η ρι ζοσπαστική κριτική της αναπτυγμένης αστικής κοινωνίας την
επιχειρούν ερείδεται πάντοτε σε ένα υψηλό αστικό στο, προσκολλημένο επίμονα σε ορισμένες ιδέες και αισθητικά κριτήρια του κλασικού αστικού πολιτισμού, του οποίου μία
προέκταση διαβλέπουν βεβαίως στις ερμητικές μορφές της μο ντέρνας τέχνης, Κατά συνέπεια ο μοντερνισμός τους αρνείται
να κάνει την παραμικρή παραχώρηση απέναντι τόσο στις προ αστικές μορφές, τις οποίες αισθάνονται ως προσβλητική για το πνεύμα υπαναχώρηση σε έναν αρχα'ίσμό τον οποίον υποψιάζο
νται πάντοτε ως βαρβαρικό, όσο και -προπάντων- στις μορ φές της
λεγόμενης «μαζικής κουλτούρας», τα πολιτιστικά
προ'ίόντα δηλαδή της μαζικής κοινωνίας, στα οποία βλέπουν, αδιακρίτως, την ανελέητη υλοποίηση μιας επιτελικά σχεδιασμέ νης πρόθεσης χειραγώγησης των ανθρώπινων συμπεριφορών σε μαζική κλίμακα, Έτσι λοιπόν, παρότι είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν ένα κομμουνιστικό όραμα ως υπόρρητη κανονι
στική αρχή της σκέψης τους, τείνουν υπερβολικά να περιχαρα κωθούν σε μιαν αμυντική έννοια της ατομικότητας και να χρε ώνουν κάθε μορφή συλλογικότητας (εκτός από την ουτοπική
εκείνη η οποία μόνο θεωρητικά !1ι"tορεί να συλληφθεί) στην πλευρά του καταναγκασμού και της βίας, Η στάση τους είναι Ι1έβαια δικαιωμένη, όσο είναι δικαιωμένη, από τις συγκεκριμέ νες ιστορικές πραγματικότητες μέσα στις οποίες -και ενάντια στις οποίες- έζησαν και στοχάστηκαν, Ο Μπένγιαμιν όμως
20
WALTER BENJAMIN
ρέπει (εξ ιδιοσυγκρασίας, θα έλεγε κανείς) σε ένα λα'ίκότερο αισθητήριο, Επειδή γι' αυτόν η νοσταλγία παίζει μεγαλύτερο ρόλο ως κίνητρο απ' ό,τι η επαναστατική ελπίδα, ο μοντερνι σμός του είναι στραμμένος -όπως εκείνος ο άγγελος του Κlee, για τον οποίογ μιλάει σε μία από τις Θέσεις του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας- αποφασιστικά προς τα πίσω: θέλει να διασώσει εκείνο που η ανάπτυξη και η πρόοδος καταπάτη σαν μέσα στον ορυμαγδό των σιδερένιων ερπυστριών τους, και το επαναστατικό όραμα έχει γι' αυτόν περισσότερο απ' ό,τι για
τους άλλους τη θεολογική χροιά της λύτρωσης, Σε ένα επίπεδο, αυτό σημαίνει μια παραδείσια εικόνα της συμφιλιωμένης αν θρωπότητας μέσα σ' έναν ειρηνευμένο κόσμο, ένα όραμα εκ πλήρωσης του οποίου η καταγωγή δεν μπορεί να συγκαλυφθεί
ότι είναι η παραδοσιακή λα'ίκή κοινότητα. Ο «χυδαίος μαρξι σμός» του Μπένγιαμιν, αν υπάρχει, είναι στην πραγματικότη τα ένας ρομαντικός κοινοτισμός.
Δεν είναι συμπτωματικό λοιπόν ότι ο Μπένγιαμιν αφενός
αποτιμά θετικότερα την προαστική παράδοση (κι ένα αντιπρο σωπευτικό παράδειγμα είναι αυτό που εκφράζεται στο δοκί μιο Ο Αφηγητής), αφετέρου μπόρεσε να διαβλέψει μέσα από ορισμένες μορφές της ίδιας της μαζικής κουλτούρας (παρα
δείγματος χάριν, ο κινηματογράφος
και θα μπορούσαμε σή
μερα να προσθέσουμε: η τζαζ και η ροκ μουσική, κ.λπ.) κά
ποιες κρυφές απελευθερωσιακές δυνατότητες που μπορούσε αυτή, ως λα'ίκή με τη σύγχρονη έννοια του όρου δημιουργία,
ν'
αποδεσμεύει,
Αντίστοιχα
λοιπόν
το
φιλοσοφικό
μάτι
σ,,~λαμβάνει διαφορετικούς ιριδισμούς του ίδιου φαινομένου:
εκείπ()'\λΡΙ Χορκχάιμερ και Αντόρνο αισθάνονται υποχρεωμέ νοι να υπερασπιστούν μια κάπως παραδοσιακη για τον γερ μανικό ιδεαλισμό έννοια της υποκειμενικότητας (μια ιδέα που κατάγεται από τον Καντ, η μόνη ουσιαστικη διάνοιξη στην
οποία την υποβάλλουν είναι αυτη που προέρχεται από την
ΕIΣΑΓΩl'Η
21
ψυχαναλυτική θεωρία των ενορμησεων), αυτός διαβλέπει (με την όραση του μυστικού, και χωρίς να το δηλώνει με αυτά
ακριβώς τα λόγια) ένα κρυφό ανθρωποκοσμικό περιεχόμενο που η απελευθέρωσή του χρειάζεται την αποδόμηση της ουμα
νιστικά εννοημένης ταυτότητας όπου εκείνοι αναδιw"tλώνονται
σε μια -σε τελευταία ανάλυση- υπεράσπιση της φιλοσοφι κής έννοιας (εξίσου παραδοσιακή για την ευρωπα'ίκή φιλοσο
φία, καταγόμενη ειδικά από τον Χέγκελ), αυτός λύνει τα εν νοιακά κρυσταλλώματα σε μιαν αρχέγονη ζωική και μιμητική
διαδρομή της σημασίας, μέσ' από την οποία οδηγούμαστε σε μιαν αντίλη'ψη της γλώσσας ως μη αποκλειστικά ανθρώπινου
μέσου αλλά ως θεμελιώδους έκφρασης όλων των μορφών της φύσης, στις οοοίες ενσωματώνεται (οικοσυστημικά, θα λέγαμε σήμερα) και ο άνθρωπος.
ΑΥΤΗ Η ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑΚΗ οπτικη βασίζεται σε μια ευγε
νώς διαφορετικη σχέση με τη γλώσσα, και με το γραπτό κείμε νο. Ο Μπένγιαμιν ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του φιλόσοφο,
αλλά συγγραφέα, και παρ' όλο που συχνά μέσα στα κείμενά του θα συναντήσουμε γνήσια φιλοσοφικές διατυπώσεις -βρί
(}ουν,' θα έλεγε κανείς, από τέτοιες διατυΠώσεις-, έτεινε, ρητο ρικά τουλάχιστον, να περιφρονεί τη φιλοσοφική γλώσσα απο καλώντας την «ιδίωμα των μαστροπών». Με αυτό ήθελε να πει \)τι ο φιλοσοφικός λόγος, υπερβολικά εμποτισμένος από την πρόθεση να νομοθετήσει ή να κυριαρχήσει πάνω στα πράγμα
τα, ξεχνούσε τη θεμελιώδη ανάγκη του να τα συναισθανθεί (θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε, να τα συμπονέσει), κι έτσι τα οδηγούσε στην εκπόρνευση, τα υποχρέωνε δηλαδή να σημάνουν κάτι το οποίο από μόνα τους δεν σημαίνουν (με αυτόν τον
τρ6πο ερμηνεύει άλλωστε, όπως θα δούμε, και την ίδια την αλ
ληγορία). Θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πόσο έμ μονη είναι αυτή η ιδέα σε όλη τη γλωσσοφιλοσοφία του Μπέν
WAιTER
22
BENJAMIN
γιαμιν. Η διαφορά η οποία υποκρύπτεται στον τρόπο που αντιλαμβάνονται αυτό ακριβώς το σημείο συνιστά τον πραγμα τικό πυρήνα των διαφωνιών ανάμεσα στον Μπένγιαμιν και τό σο τον Χορκχάιμερ όσο και τον Αντόρνο, όπως μας φανερώ νεται μέσ' από την αλληλογραφία τους.
Τα κείμενα του Μπένγιαμιν ξεχειλίζουν από τον έρωτα των πραγμάτων. Εκείνο που σε κάθε περίπτωση δίνει τη μο ναδική της ποιότητα στη γραφή του είναι ό,τι θα μπορούσαμε ν' αποκαλέσουμε η χάρις των ίδιων των πραγμάτων: πραγμά των τα οποία δίνονται όχι ως αναπαραστάσεις και έννοιες, αλλά με ολόκληρο θα έλεγε κανείς το είναι τους, σε μια γλώσ
σα η οποία τους έχει αφιερωθεί με όλες της τις δυνάμεις. Μία πλευρά της προσωπικότητας του Μπένγιαμιν ήταν αυτή του
συλλέκτη (ένα πάθος που κληρονόμησε από τον πατέρα του)' η ανάγκη του να εργάζεται με παραθέματα, πολλές φορές μά
λιστα να τα βλέπει ω.ς το πραγματικό περιεχόμενο των δικών του γραπτών, είναι ενδεικτική αυτής της ανιδιοτελούς του αγάπης και του θαυμασμού προς το εντελές, κάτι που η δική του παρέμβαση θα έπρεπε μόλις που ν' αγγίζει για να μην το καταστρέψει. Αγαπούσε με πάθος τα μικροαντικείμενα' όσο πιο
μικρό ήταν ένα πράγμα, τόσο
πιο ακέραιες και πιο
ισχνρές του φαινόταν ότι διατηρούσε τις σπερματικές του
δυνάμεις
-
και φύλακας αυτών των δυνάμεων ήθελε να γίνει
η δική του γλώσσα. Έγραψε κάποτε (σ' ένα από τα κείμενά
του για το χασίς) την εκπληκτική πρόταση: «Θέλω να γράψω κάτι που να βγαίνει από τα πράγματα όπως το κρασί από τα
σταφύλια». Στο χασίς, που το συνάντησε στα ταξίδια του στη Μασσαλία (και οπωσδήποτε και στη φανταστική γεωγραφία της συνάντησής του με τον Μπωντλαίρ), ο Μπένγιαμιν ξανα
βρήκε εκείνο το προνομιακό είδος συνείδησης -που ορισμέ νοι χαρισματικοί άνθρωποι, όπως ο ίδιος, ίσως δεν έχουν χά σει ποτέ- κάτω από την επιπολιτισμένη συνείδηση, συνείδηση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
23
που μοιάζει με αυτή του μικρού παιδιού ή του ζώου, όπου οι βαθύτεροι στοχασμοί αναπηδούν αβίαστα από τα πιο αρχέγο να στρώματα, μέσ' από το ελεύθερο παιχνίδι της ταύτισης και του αποχωρισμού με τα πράγματα, με τα πλάσματα, με τις μορφές: συνείδηση η οποία συνιστά την πίσω όψη του στοχα σμού, εκεί που η συναναστροφή με τα πράγματα, η ζωώδης
κληρονομιά και η ανθρώπινη σοφία μας κάνουν ένα. Από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου του, ο Μπένγιαμιν συνομιλεί προπάντων με ποιητές, όχι με φιλοσόφους. Ανδρώ θηκε πνευματικά μέσα στην ιδεαλιστική-ρομαντική ατμόσφαι ρα πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι πρώτες
και ανεκρίζωτες έκτοτε- επιρροές του είναι από τους Γερμα νούς Ρομαντικρύς. Καθοριστική ανάμεσα σε αυτές τις επιρρο
ές είναι βεβαίως εκείνη του Γκαίτε (στον οποίον θα αφιερώσει, αργότερα, ένα από τα πρώτα σημαντικά του δοκίμια). Εν
συνεχεία θα γνωριστεί με τους Γάλλους Συμβολιστές, των οποίων η κρυπτική, σχεδόν ιερατική προσέγγιση στη γλώσσα (του
Mallanne,
για παράδειγμα, τον οποίον παραθέτει συχνά)
συγγενεύει εκλεκτικά με τη δική του αντίληψη για τη γλώσσα, όχι τόσο ως όργανο της ανθρώπινης επικοινωνίας υπόλογο στους κοινωνικούς κώδικες, όσο ως μέσο εσωτερικής καταβύ
Οισης (ή ανόδου) σε διαφορετικά επίπεδα του είναι' και είναι γνωστή βέβαια η έμμονη ενασχόλησή του με τον Μπωντλαίρ, <,τον οποίον είναι αφιερωμένα τα τελευταία του σχεδιάσματα
ενός μεγάλου έργου με πραγματικό θέμα το Παρίσι του δέκα του ένατου αιώνα. Αργότερα θα γνωριστεί με τον Σουρρεαλι ομό και θα συνάψει θερμές προσωπικές σχέσεις με μερικούς από τους εκπροσώπους του. Όμως οι συγγραφείς με τους
οποίους αισθάνεται την πιο μεγάλη συγγένεια είναι ο Προυστ και ο Κάφκα. Συχνά θα τον απασχολήσουν είτε ως μεταφρα
Ητή είτε ως δοκιμιογράφο, καθώς μέσ' από το έργο τους δια Ι-\λέπει βαθιές προσωπικές ομοιότητες με αυτόν τον ίδιον.
WALTER ΒΕΝΙΑΜΙΝ 24
'Ηδη πολί! νέος ήρθε σε ε.ίταφή με την εβρα'ίκή πνευματικό τητα (μέσω της φιλίας του με τον Geτshom Scholem, όπως εί δαμε, και μέσω της πρώτης του συζύγου, της Ντόρας, θυγατέ ρας του φημισμένου ραββίνου Leon Kellneτ), Ο Scholem προ σεγγίζει ωστόσο τον Ιουδα'ίσμό όχι μέσω της καθιερωμένης ταλμουδικής παράδοσης, αλλά μέσω του μυστικού ρεύματος (που δεν έχαιρε καθόλου καλής φήμης στους ραββινικούς κύ κλους) της Καββάλα, Γεννημένη από τα συγκριτικά θεοσοφικά ρεύματα στους κόλπους του [ουδα'ίσμού μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού κι έχοντας επωαστεί επί μακρόν μέσα στους κύκλους της Διασποράς, η καββαλιστική παράδοση συγκροτείται ως ένα μεσαιωνικό ρε1Jμα που διατηρεί βαθιές συγγένειες με αντίστοιχες μορφές μυστικισμού μέσα στα πλαί σια του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, Το κοσμολογικό όραμα που διαφαίνεται στο βάθος αυτής της διδασκαλίας, πάντως, μικρή σχέση έχει με την πατριαρχική θρησκεία του Νόμου στην οποία εξελίχθηκε ο ορθόδοξος Ιουδα'ίσμός, και απηχεί μάλλον πανθε'ίστική σύλληψη του κόσμου ως πολλαπλών οντολογικό)ν επιπέδων, που αποτελοί>ν τις αντίστοιχες ακτί νες εκπόρευσης ενός πρωταρχικού θείου φωτός, Αυτό ταιρια ζει πολύ με την αρχέγονη νοσταλγία του αδιαφοροποίητου Ενός που, όπως είδαμε, διακατείχε από νωρίς τη σκέψη του
Μπένγιαμιν, και στο βαθμό που αυτά τα οντολογικά επίπεδα
εμφανίζονται ταυτόχρονα ως πολλαπλές στιβάδες νοήματος
προς ερμηνεία, ο Μπένγιαμιν θα ενσωματώσει κατά φυσικό τρόπο, και ενθουσιωδώς, το μυστικό όραμα της Καββάλα στη γλωσσοθεωρία του, Από το σημείο αυτό (στο οποίο έφτασε
αρκετά νωρίς στη ζωή του, ήδη τα πρώτα χρόνια μετά τον πό πρέπει να θεωρείται διαμορφωμένη η βασική γλωσσοφι λοσοφία του Βάλτερ Μπένγιαμιν, Όταν αργότερα, μετά τη γνωριμία του (μέσω της εβρα'ίκής παρέας του Ερνστ Μπλοχ
και του Λούκατς) με τον κύκλο της Φρανκφούρτης, θα βρεθεί
25
εΩ:ΑΓΩΓΗ
στην ανάγκη να μεταφράσει σε μια μαρξιστική γλώσσα τις βα σικές του ενοράσεις, τίποτε από αυτό το βαθύτερο όραμά του της πραγματικότητας δεν πρόκειται ουσιαστικά ν' αλλάξει, ΕΙΝΑΙ ΕΜΦΑΝΕΣ, ΠΙΣΤΕΥΩ, απ' όσα προσπαθήσαμε να ποί,με ήδη μέχρις εδώ, το γιατί η γλωσσοφιλοσοφία του Βάλ
τερ Μπένγιαμιν πρέπει να θεωρείται ως η προνομιακή οδός κατανόησης της σκέψης αυτού του τόσο σημαντικού για την αυτοσυνειδησία της σύγχρονης εποχής στοχαστή, Μιλώντας
αυστηρά, αν θα πρέπει' να καταμετρήσουμε τις ουσιώδεις φι λοσοφίες της γλώσσας που έχει να επιδείξει ο εικοστός αιώ νας, δεν θα βρούμε πάνω από τρεις: Βάλτερ Μπένγιαμιν, Μι
χαήλ Μπαχτίν,
Jacques
Deπida, Δεν θα συμπεριλάβουμε σε
αιπές τον λόγίκό θετικισμό (τύπου
Wittgenstein)
ούτε τη φορ
μαλιστική γλωσσολογία (τύπου Saussuτe) , γιατί η ίδια η επι ιJτημoνίζoυσα προσέγγισή τους φέρει τη σφραγίδα εκείνης της
ιιηαλειακότητας η οποία αφήνει αδιερώτητα τα αληθινά φιλο 0\ lφικά προβλήματα: προβλήματα που αφορούν τη σημασία,
το νόημα και την ιστορική γένεση των πρώτων εννοιών με τις
οποίες αυτές ενεργούν, Αν η γλωσσοφιλοσοφία του Βάλτερ ΜπΙνγιαμιν κομίζει κάτι πραγματικά νέο -όπως πιστεύ t ιιιμε-
στον φιλοσοφικό ορίζοντα του εικοστού αιώνα, κάτι
fo" οποίου οι απώτατες θεωρητικές συνεπαγωγές δεν έχουν Ηκι'ιμη έλθει όλες στο φως, τότε και το έργο μιας συστηματι
ΚΤΙΙ; παρουσίασής της δικαιώνεται, τουλάχιστον στο επίπεδο Των προθέσεων του,
Μια παρουσίαση αυτής της γλωσσοθεωρίας σε γλώσσα άλ λη από εκείνη στην οποία έγραψε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ση μω,να μετάφραση, και κανείς δεν είχε οξύτερη επίγνωση απ' ι),τι (Ι ίδιος του βαθμού στον οποίον κάθε μετάφραση είναι
~" ινμηνεία, δηλαδή, με τα δικά του λόγια, «μετά θάνατον
tIOiI» του αρχικού έργου, Το καθήκον μιας τέτοιας μετάφρα
WALTER BENJAMIN
26
σης ήταν ήδη τρομακτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η πολύπλοκα υφασμένη σκέψη του Μπένγιαμιν, οι ακτινωτά εκπεμπόμενες
από κάθε λεξιλογική ή προτασιακή μονάδα σημασίες, το διαρ κές κύλισμα των μεταφορών και των αναλογικών του εικόνων -όλα στοιχεία που συμπυκν<ονουν σε κάθε μορφική μονάδα ολόκληρο το περιεχόμενο της γλωσσοθεωρίας του- καθι στούν αυτό το κείμενο δυσπρόσβαστο, ακόμα και για τον μέσο καλλιεργημένο αναγνώστη, ήδη στη δική του γλώσσα. Πέραν
αυτού, μια μεταγραφή του στα ελληνικά θα είχε ένα επιπλέον πρόβλημα να αντιμετωπίσει: η γερμανική στην οποία γράφει ο Μπένγιαμιν είναι μια γλώσσα φιλολογική που ήδη στην εποχή της είχε κάποιους αρχαίζοντες τονισμούς, καθώς ανήκε οργα
νικά μάλλον στον δέκατο ένατο αιώνα, και μάλιστα στην πιο λόγια και φιλοσοφική του παράδοση, που στο αυτί ενός σημε ρινού Γερμανού ηχεί εντελώς ανοίκεια και αρχα·ίκή. Αν αυτή η
αναλογία ετηρείτο στα ελληνικά, το αποτέλεσμα θα ήταν κα ταστροφικό: ένα έργα παρωχημένης λογιοσύνης που δεν θα διαβαζόταν από κανέναν. Και αυτό επειδή στη γερμανική
υπάρχει ήδη μια τεράστια φιλοσοφική φιλολογία γραμμένη σε τέτοιο ύφος, γεγονός που καθιστά και το ίδιο αυτό ύφος, πα
ρά την απόσπασή του από την καθημερινή γλώσσα, κάπως εύ
λογο για τον φιλοσοφικά πεπαιδευμένο αναγνώστη. Στα ελλη νικά δεν υπάρχει λόγια φιλοσοφική παράδοση (εκτός βέβαια κάποιων μεμονωμένων εξαιρέσεων), και τέτοιου είδους γλωσ σικές εκζητήσεις θα ήταν ακροβασία δίχως περιεχόμενο που μόνο περιπαικτικές συνέπειες θα μπορούσαν να έχουν για το κείμενο. Ο μόνος δρόμος ήταν η χρήση της απλής καθομιλού μενης γλώσσας, στο ίδιο πνεύμα που έχουν γίνει και οι (υπο
δειγματικές) αγγλικές μεταφράσεις του Μπένγιαμιν. Η νοημα τική και υφολογική πιστότητα (που συχνά εμφανίζονται ως
αντιστρόφως ανάλογες) ήταν μια διαρκής δοκιμασία για τον μεταφραστή
-
την οποία ανταπεξήλθε όπως ανταπεξήλθε. Ο
ΕΙΣΑΓΩΓΉ
27
τελικός κριτής, ο αναγνώστης, οφείλει να είναι μαζί του
αυστηρός όσο τουλάχιστον είναι απαιτητικά απέναντι στον ίδιον αυτόν αναγν<ΟΟτη τα κείμενα του Μπένγιαμιν.
Τα κείμενα που επιλέξαμε εδώ να μεταφράσουμε είναι πέ ντε: τέσσερα από αυτά είναι αυτοτελή δοκίμια, κι ένα (το τέ ταρτο) είναι απόσπασμα απο ένα μεγαλύτερο έργο. Μιλώντας αυστηρά, η γλωσσοφιλοσοφία του Βάλτερ Μπένγιαμιν περιέ χεται (και ολοκληρώνεται) σε τρία κρίσιμα δοκίμια (τα τρία πρώτα αυτής της συλλογής): «Για τη γλώσσα εν γένει και για τη γλώσσα του ανθρώπου»
(1923),
(1916),
«Το έργο του μεταφραστή»
«Για τη μιμητική ικανότητα»
(1933).
Όπως βλέπουμε,
τα δύο πρώτα ανήκουν στην πρώιμη, την «ιδεαλιστική» περίο δο της σκέψη~ του Μπένγιαμιν, ενώ το τελευταίο ανήκει στη
λεγόμενη μαρξιστική του περίοδο. Η βαθύτερη ενότητα της προβληματικής τους ελπίζουμε ότι θα διαφανεί καθαρά. Αξιο σημείωτο είναι, πάντως, το γεγονός ότι δύο από τα τρία αυτά,/ τόσο θεμελιώδη για τη σκέψη του συγγραφέα τους κείμενα\ παρέμειναν αδημοσίευτα ενόσω αυτός ζούσε. Τα δύο κείμενα που προσθέσαμε σε αυτή τη συλλογή, «Η γέ νεση της αλληγορίας» (από την Καταγωγή του γερμανικού Δρά ματος,
1925)
και «ο Αφηγητής»
(1936),
μοιράζονται επίσης κα
τά τις δύο περιόδους της σκέψης του Μπένγιαμιν. Δεν μπορούν
να θεωρηθούν αμιγώς γλωσσοφιλοσοφικά κείμενα, με τα αυστη ρά κριτήρια των τριών πρώτων, αφού εκπροσωπούν μάλλον ιστορικές μελέτες πάνω σε ύφη και γλωσσικούς σχηματισμούς
(όπως η αλληγορία και η προφορική αφήγηση). Όμως αυτός ο ιστορικός (και κατά κάποιον τρόπο, επίσης, κοινωνιολογικός) φωτισμός ορισμένων μοτίβων που τα συναντήσαμε ήδη επεξερ
γασμένα από φιλοσοφική άποψη στα προηγούμενα δοκίμια, μας φάνηκε απαραίτητος προκειμένου να αναδειχθεί σε όλη την πο λυπρισματική της ανάπτυξη μια σύνθετη θεωρία της γλώσσας, η
οποία μάλιστα αρθρώνεται στο πλαίσιο μιας σκέψης που θέλει
WALTER BENJAMIN
28
να είναι η ίδια ιστορική
και που η ίδια αντιλαμβάνεται τον
εαυτό της ως την αυθεντική μαρτυρία μιας ορισμένης κοινωνι κο'ίστορικής εποχής. Εν πάση περιπτώσει, η συμπληρωματική τους σημασία για την κατανόηση της γλωσσοφιλοσοφίας του
Μπένγιαμιν κάνει απαραίτητη τη συμπερίληψή τους εδώ, και η ιδεώδης συμίτύκνωση του θέματός τους είναι εκείνη που μας
έκανε να τα επιλέξουμε από δεκάδες άλλα δοκίμια που μέσα στην πλοκή τους, μεταξύ άλλων, αστράφτουν στιγμιαίες γλωσ σοφιλοσοφικές ενοράσεις του Μπένγιαμιν. Όλες οι βασικές, πάντως, πιστεύουμε ότι περιέχονται εδώ. Παραλείψαμε, αντίθετα, ένα κείμενο που ο Μπένγιαμιν δη
μοσίευσε στο Zeitschrίft, το Δελτίο του Ινστιτούτου της Φραν κφούρτης, το
1935 με τίτλο «Προβλήματα της κοινωνιολογίας (<
της γλ(ί)σσας»
τε απολύτως στη γλωσ:σοφιλοσοφία του. Πρόκειται για μια δι δακτική, εξαιρετικά χρήσιμη ενδεχομένως αλλά καθόλου προ σωπική (κάτι το οποίο, πρέπει να πούμε, σπάνια συνήθιζε ο Μπένγιαμιν), έκθεση των θεωριών γύρω από τη γλώσσα που
σημαδεύουν το πέρασμα από τον δέκατο ένατο στον εικοστό αιώνα: ξεκινάει από τον
Herder
και την ονοματοποιητική του
θεωρία και φτάνει μέχρι τις σύγχρονές του απόψεις των ψυχο λόγων της γλώσσας, περνώντας από τον
Karl BUhler, τον Levy-Bruhl, τον Husserl και τον Max Scheller, τον Rudolf Carnap, τον Ernst Cassirer, τον Jean Piaget, τον Wigotski Κ.ά. Παρ' όλη την αξία που έχει αυτό το κείμενο, από την άποψη ότι φωτίζει ορισμένες από τις πηγές του Μπένγιαμιν, ισχύει
γι' αυτό εκείνο που ο ίδιος ο Μπένγιαμιν δηλώνει: εκεί που τε λειώνει αυτή η επισκόπηση, αρχίζει η δική του γλωσσοθεωρία. ΤΟ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΨΟΥΜΕ ΑΥΤΗ τη μεταφραστική απόπειρα με εκτενή εξηγητικά σχόλια -εκτενέστερα κάπως από τα ίδια
29
ιω:ΛΓΩΓΗ
τα κείμενα- είναι ένα εγχείρημα που μας εκθέτει ίσως σε ακό μη σοβαρότερους κινδύνους. Ο κίνδυνος που κυρίως ελλοχεύει σε κάθε βήμα είναι αυτός της αστοχίας, της εσφαλμένης ή της μη νόμιμης ερμηνείας: και μη νόμιμη ερμηνεία δεν θα ήταν, εν δεχομένως, το να εξαγάγει κανείς από ένα έργο περιεχόμενα τα ποτέ δεν εσκόπευσε συνειδητά ο δημιουργός του, αφού μπορεί να δεχτεί ότι αυτά απορρέουν, ή ότι βρίσκονταν ανέκα
Θεν εκεί, μέσα στην ίδια τη δομή του έργου' μη νόμιμη ερμηνεία Οα ήταν να «υπαγορεύσει» κάποιος στο κείμενο τα περιεχόμε νά του απ' έξω, να του επιβάλει νοήματα τα οποία βρίσκονται μόνο στη δική του ανάγνωση
κατά συνέπεια να το παρα
μορφ(ΟΟει κάνοντάς το να υπηρετήσει τις δικές του προθέσεις. Και βέβαια ασφαλές κριτήριο δεν υπάρχει, τέτοιο που να προ
φυλάσσει τον ερμηνευτή από αθέμιτα ολισθήματα, προσφέρο ντας στον αναγνώστη ένα βέβαιο μέτρο για να κρίνει. Η πράξη.
της ερμηνείας είναι ένα συνεχές βάδισμα σε κινούμενη
.
ί>που κάποιο ποσοστό καλής τύχης είναι απαραίτητο για να\ οιασώσει εντέλει την πιο ακραία περίσκεψη και προσοχή. Ήταν ωστόσο απαραίτητη, για τους λόγους που είπαμε κιό λας. Το έργο του Μπένγιαμιν είναι κρυπτικό και δυσπρόσβατο, κι εντέλει απρόσιτο για όποιον δεν έχει ακολουθήσει κοπιαστι κά τη διαδρομή που έκανε και ο ίδιος. Μόνο αν Κ
ριστεί προσωπικά με τις παραδόσεις που -περισσότερο ή λι γότερο φανερά, περισσότερο ή λιγότερο δηλωμένα- τον επη
ρέασαν τόσο αποφασιστικά, και έχει βέβαια μια ορισμένη επο πτεία της ολότητας του έργου του, όντας επιπλέον σε θέση να ανασυνθέτει τόσο τον στενότερο φιλοσοφικό και πνευματικό, όσο και τον ευρύτερο ιστορικό και κοινωνικό ορίζοντα στον οποίον έδρασε αυτή η σκέψη, τότε και μόνο τότε ίσως το έργο αυτό αρχίσει να του παραδίδει τα κλειδιά του. Σε αυτή, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις, το έργο της ερμηνείας συνί σταται στη διαρκή και υπομονετική προσπάθεια να τιθασευτεί
WALTER
30
ΒΕΝΙΑΜΙΝ
η ανοικονόμητη
στασης των ορθών συγκειμενικών σχέσεων
-
θέτοντας ακού
ραστα, δηλαδή, τις ερμητικές cιι-τoφάνσεις του μέσα στα κατάλ ληλα συμφραζόμενα.
Οι δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει και η πιο συνετή ερ μηνεία είναι πολλοί. Ο τελευταίος κίνδυνος που διατρέχει η ερ μηνεία, ακόμα και όταν έχει σημαντικές ενδείξεις ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο, είναι να αποκλείσει παρ' ολ' αυτά άλλες ερμη νευτικές εκδοχές που ανοίγονται αν εστιάσει κανείς σε διαφο ρετικά σημεία του ίδιου κειμένου. Το αν θα δούμε ένα κείμενο μέσα σε φιλολογικά συμφραζόμενα, ή σε φιλοσοφικά, ή σε κοι
νωνικοπολιτικά κ.λπ. μας οδηγεί ολοφάνερα σε διαφορετικές πραγματικότητες αναφοράς, και ως εκ τούτου -σε κάποιο βαθ
μό σε διαφορετικά κείμενα. Εδώ ο ερμηνευτής πρέπει εκ των προΤέρων να αποδεχτεί τα όριά του, που είναι ανθρωπίνως πε περασμένα, και να προχωρήσει κάνοντας συνειδητά την επιλο γή του και γνωρίζοντας ότι, περισσότερο απ' ό,τι το ίδιο το κεί μενο, εκείνο που ερμηνεύεται μέσα στην ερμηνεία του είναι αυτός ο ίδιος. Αν το πλαίσιο της ερμηνείας που επιλέξαμε να αποκαταστήσουμε εδώ είναι κατεξοχήν το ιστορικοφιλοσοφικό, αυτούς τους όρους μάς φαίνεται ότι μπορούν να
έλθουν στην επιφάνεια οι πιο γόνιμες σημασίες για το δικό μας
ιστορικό παρόν' και δεν έχουμε βέβαια την αυταπάτη ότι εξα ντλήσαμε ερμηνευτικά αυτό που έχουμε μπροστά μας, ούτε
προπαντός ότι δεν υπάρχει εκείνο το οποίο από την τωρινή μας
θέση δεν μπορούμε ακόμη να διανοηθούμε. Με τον τρόπο που διατάξαμε αυτά τα ερμηνευτικά σχόλια, μια δεύτερη φωνή μοιάζει να έρχεται να προστεθεί σ' εκείνη τη συγγραφέα, σε κρίσιμους κόμβους για τη διαδρομή του τος. Μου αρέσει καμιά φορά να το σκέφτομαι αυτό σαν μουσική πολυφωνία, όπου δύο διαφορετικές φωνές ξετυλίγονται
ελεύθερα στις δικές του δαιδαλώδεις διαδρομές, ξεχωριστές για
31
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
την καθεμία, αλλά συναντιούνται πάντα στα δεσμευτικά τονικά κέντρα, για να χωρίσουν και πάλι. Αυτά τα κρίσιμα τονικά ντρα είναι ακριβώς τα σημεία που έχουμε σημάνει με την αρίθ μηση μέσα στο κείμενο' ή πάλι, μπορώ να το σκεφτώ μέσ' από την εικόνα ενός οδηγού, που εμφανίζεται στις δύσκολες στιγμές για να πάρει cιι-τό το χέρι τον απελπισμένο οδοιπόρο κάθε που το λαβυρινθώδες μονοπάτι το οποίο ακολουθεί χάνεται μέσα στις ανωμαλίες του εδάφους και στο σκοτάδι, και ύστερα εξα φανίζεται και πάλι. Όσες ευτυχείς αναπαραστάσεις αυτού του
είδους κι αν μας επιτρέψει η φαντασία μας, πάντως, ο κίνδυνος δεν έχει εξορκιστεί: πάντα υπάρχει ο κίνδυνος ΟΙ φωνές να μη συναντηθούν στο σωστό σημείο και να ακουστεί μια ανατριχια
στική κακοφωνία, πάντα ενδέχεται ο οδηγός να μην εμφανιστεί
την κατάλληλη στιγμή, ή να οδηγήσει στο πιο απ~ιστικό αδιέ ξοδο, όπου κανένας δρόμος δεν είναι πια δυνατός. \
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ οποίες πήραμε τα κείμενα αυτής της με τάφρασης θα φανούν αμέσως πιο κάτω, στο βιβλιογραφικό ση μείωμα, μαζί με ορισμένα επιλεγμένα βοηθήματα για τον ανα
γνώστη. Οι μεταφράσεις όλες έγιναν με συνεχείς αμοιβαίες με ταβάσεις ανάμεσα στο γερμανικό κείμενο του Βάλτερ Μπένγια και τις αντίστοιχες έγκυρες αγγλικές μεταφράσεις. Σε σμένες περιπτώσεις, όπου το μέγεθος των κειμένων το επέτρεπε (και ιδεωδώς στο «Για τη μιμητική ικανότητα»), δουλέψαμε
όπως στην ποιητική μετάφραση: έγινε πρώτα μια κατά λέξη με τάφραση από το πρωτότυπο κι εν συνεχεία αλλεπάλληλα υφο
λογικά και νοηματικά σμιλέματα, λαμβάνοντας υπόψιν παράλ ληλα και τις λύσεις του Αμερικανού μεταφραστή. Για τη βοή θεια στη διερεύνηση του γερμανικού πρωτοτύπου η εργασία οφείλει πολλά σε ορισμένους φίλους, όπως η Γεωργία Μπότσιου και ο Γιώργος Σαγκριώτης η συμβολή ειδικά του τε λευταίου είναι τέτοια ώστε σε ορισμένα σημεία ~""i'i-~. ""nn,,,,N_
32
WAιTER BENJAMIN
τικά τα όρια της συμμετάφρασης. Είναι περιττό να τονίσω, βέ βαια, ότι τα ενδεχόμενα λάθη και οι αστοχίες βαρύνουν απο κλειστικά το ιιεταωοαστή και ερμηνευτή.
Αθήνα,
12
Νοεμβρίου
1996
Φώτης Τερζάκης
~.,
~~~~ ;:.
'~D~~
~ '&
:t;f.
"1 .~,.. . ~~.!~ " ~..... ..... ,
','
ΙΙ:Ι:ΛΓΩΙΉ
33 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Τα πρωτότυπα έργα του Βάλτερ Μπένγιαμιν βρίσκονται σήμερα υτην ακόλουθη έκδοση:
• Walter Beniamin. GesammeJte Schriften, επιμ. Rolf Tiedemann Hermann επί 1974-89. Ι. Abhandlungen. ΙΙ. Aufsatze, ν ortrage. πι Kritiken und Rezenzίonen. ιν. Kleine Prosa, Baudelaire-Ubertragungen. ν. Das Passagen-Werk. νι Fragmente vermischten Inhalts, Autobiografische Schriftei'i. νπ. Nachtrage. /
και του
ι
Η σημαντική αλληλογραφία του βΡίσκετ~, συγκεντρωμένη σε
ι')ί,ο μικρούς τόμους:
" • Walter Benjamin, Briel"e, επιμ. Theodor W. Adorno και Gershom Scholem, Suhrkamp, Φρανκφούρτη επί του Μάιν, 1966. • T.W. Adorno W. Benjamin, Briel"wechseJ 1928-1940, επιμ. νοn Hen!i ΙοnίΙΖ, Suhrkamp, Φρανκφούρτη επί του Μάιν, 1994. Ακόμα και ο γερμανόφωνος αναγνώστης οφείλει να λάβει υπό
ψιν του τις δύο σημαντικές συλλογές κειμένων του που κυκλοφόρη σαν στην Αμερική (η πρώτη είναι η γνωστή συλλογή της
Hanna Arendt): • Walter Benjamin, I11uminations, μετάφραση Harry Zohn, επιμ. και ισαγωγή της Hannah Arendt, Schocken Books, Νέα Υόρκη, 1969. • Walter Benjamin, Ref1ections, μετάφραση Edmund Jephcott, επιμ. και εισαγωγή του Peter Dametz, Schocken Books, Νέα 1978.
34
WAL'TER BENJAMIN
αυτού του τόμου, μπορεί να ανατρέξει στις ακόλουθες δημοσιεύσεις μας:
•
«Η πρόοδος
ως θυσία και οι έννοιες της μίμησης και του οργίου
στη σύγχρονη θεωρία», περ. Σημειώσεις,
•
περ. Σημειώσεις,
•
30,
Νοέμβριος
1987.
«Η φύση ως γραφή: θάνατος και παρουσία μέσα στη γλώσσα»,
44,
Δεκέμβριος
1994.
«Μια σύντομη απάντηση για τη γραφή και τη γλώσσα», περ. Πλα
ν6διον, 20, Ιούνιος 1994. • «Η πολυσημία και ο Ένας θεός», περ. Πλανόδιον, 21, Δεκέμβριος 1994. • «Απηχήσεις του ιερού στην αισθητική του Βάλτερ Μπένγιαμιν», περ. Πλαν6διον, 23, Ιούνιος 1996. • «Από τη γλωσσοφιλοσοφία του Βάλτερ Μπένγιαμιν στη μυστική Καββάλα», στον συλλογικό τόμο Ο Σύγχρονος Ιουδαϊσμός, επιμ. Στέφανου Ροζάνη (Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,
• «Το
Σ(ομα της Γλώσσας: ο
Marcel Jousse
1995).
και η παράδοση της οργα
νικής γλώσσας» (βιβ.λιοκρισία), περ. Μανδραγόρας, Σεπτέμβριος
•
«Έπος
και
30/1/1996. • «ο Rousseau
12-13,
Μάιος
1996. Μυθιστόρημα»
(βιβλιοκρισία),
εφημ.
Καθημερινη,
και η γλώσσα: μια διορατική προαναγγελία του σύγ
χρονου» (βιβλιοκρισία), εφημ. Ελευθεροτυπία,
30/4/1999.
ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥΙ
Κάθε έκφραση της ανθρώπινης πνευματικής ζωής μπορεί να κατανοηθεί ως ένα είδος γλώσσας, και μια τέτοια κατανόηση
εγείρει παντού, με τον τρόπο μιας αληθινής μεθόδου, νέα ερω τήματα. Μπορεί κάποιος να μιλήσει για γλώσσα της μουσικής ή της γλυπτικής, ή ακόμα για γλώσσα της δικαιοσύνης, που δεν έχει τίποτα να κάνει άμεσα με τις γλώσσες στις οποίες εί
ναι συνtεταγμένες οι γερμανικές ή αγγλικές δικαστικές απο φάσεις, για γλώσσα της τεχνικής που είναι κάτι περισσότερο από την εξειδικευμένη γλ(όσσα των τεχνικ({ιν. Γλώσσα σε αυτά
τα πλαίσια σημαίνει την εγγενή αρχή που ωθεί προς κοινοποί ηση πνευματικών περιεχομένων στoυς~~κριμένoυς τομείς: στην τεχνική, στην τέχνη, στο δίκαιο ή στη)θρησκεία. Με μία λέξη, κάθε κοινοποίηση πνευματικ(ί)ν περιεχομένων είναι γλώσσα, και η διά της λέξεως κοινοποίηση είναι μόνο μια ει ()ική περίπτωση, αυτή της ανθρώπινης γλώσσας - καθώς και οποιασδήποτε έχει οικοδομηθεί πάνω της (όπως η δικαιοσlJνη, η ποίηση) ή βρίσκεται στα θεμέλιά της. Η ύπαρξη της γλ({ισ σας, ωστόσο, δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο σί,νολο των
36
WAI:fER BENJAMIN
τομέων της ανθρώπινης πνευματικής έκφρασης στην οποία πάντοτε ενοικεί κατά κάποια έννοια η γλώσσα, αλλά εκτείνε ται στα πάντα. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως συμβάν ή πράγ μα, είτε στην έμψυχη είτε στην άψυχη φύση, που να μη μετέχει κατά κάποιον τρόπο στη γλώσσα, γιατί είναι στη φύση όλων των πραγμάτων να κοινοποιούν το πνευματικό τους περιεχό μενο.Ζ Αυτή η χρήση της λέξης «γλώσσα» δεν είναι διόλου με ταφορική. Διότι αποτελεί ουσιώδη γνώση το ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε τίποτα που να μην κοινοποιεί μέσα στην έκ φραση την πνευματική του φύση' ο μεγαλύτερος ή μικρότερος βαθμός συνείδησης με τον οποίον φαινομενικά (ή στην πραγ
ματικότητα) είναι συνδεδεμένη μια τέτοια κοινοποίηση δεν μπορεί να αλλάξει σε τίποτα το γεγονός ότι είναι αδύνατο να φανταστούμε μια ολική απουσία γλώσσας σε κάτι. Μια ύπαρ ξη εντελώς στερημένη από την παραμικρή σχέση με τη γλώσσα
είναι μια Ιδέα, αλλά αυτή η Ιδέα δεν μπορεί να καρποφορήσει ούτε καν στην περιοχή των Ιδεών, η περιφέρεια των οποίων ορίζει την ιδέα του Θεού. 3 Εκείνο ακριβώς που προσπαθεί να δηλώσει αυτή η ορολο γία είναι ότι κάθε έκφραση, στο βαθμό που αποτελεί κοινο ποίηση πνευματικού περιεχομένου, πρέπει να συγκαταλέγεται στη γλώσσα.4 Και αναμφίβολα, η έκφραση στην πλήρη και εσώτατη ουσία της μόνον ως γλώσσα είναι κατανοητή- από την άλλη πλευρά, για να κατανοήσει κανείς μια γλωσσική ουσία, πρέπει πάντα να ρωτά ποιας πνευματικής ουσίας απο τελεί την άμεση έκφραση. Αυτό σημαίνει: η γερμανική γλώσ σα, για παράδειγμα, δεν είναι με κανέναν τρόπο η έκφραση του οτιδήποτε μπορούμε θεωρητικά να εκφράσουμε μέσω αυτής, αλλά είναι η άμεση έκφραση εκείνου που κοινοποιεί τον εαυτ6 του μέσα σε αυτήν. Αυτός ο «εαυτός» είναι μια πνευματική ουσία. Είναι λοιπόν αυτονόητο κατ' αρχήν ότι η πνευματική ουσία που κοινοποιείται μέσα στη γλώσσα δεν εί
!ΊΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
37
ναι η ίδια η γλώσσα αλλά κάτι διακριτό από αυτήν. Η άποψη
ότι η πνευματική ουσία ενός πράγματος έγκειται ακριβώς στη γλώσσα του
αυτή η άποψη, εκλαμβανόμενη ως υπόθεση, εί
ναι η μεγάλη άβυσσος στην οποία κινδυνεύει να πέσει κάθε θεωρία περί γλώσσας,* και καθήκον της είναι ακριβώς το να
διασωθεί αιωρούμενη πάνω απ' αυτήν.5 Η διάκριση ανάμεσα σε μια πνευματική ουσία και τη γλωσσική ουσία στην οποίαν αυτή κοινοποιείται είναι η πρωταρχικότερη για κάθε γλωσσο θεωρητική έρευνα, και αυτή η διάκριση φαίνεται τόσο αναμ
φισβήτητη ώστε είναι μάλλον η συχνά υποστηριζόμενη ταυτό τητα μεταξύ πνευματικής και γλωσσικής ουσίας εκείνη που συνιστά βαθύ και ασύλληπτο παράδοξο, την έκφραση του οποίου συναντάμε στη διπλή σημασία της λέξεως λ6γος. Μο
λαταύτα, αυτό- το παράδοξο έχει τη θέση του ως λύση στο
ίδιο το κέντρο της γλωσσοθεωρίας παραμένει όμως ένα πα ράδοξο, ένα παράδοξο άλυτο, όταν τίθεται εκεί, στην αρχή. Τι κοινοποιεί η γλώσσα; Κοινοποιεί την αντίστοιχη σε
αυτήν πνευματική ουσία. Είναι θεμελιώδες να ξέρουμε ότι αυτή η πνευματική ουσία κοινοποιείται εντ6ς της γλώσσας
και όχι διαμέσου της γλώσσας. Οι γλώσσες ως εκ τούτου δεν {χουν Ο,μιλητή, αν με αυτό εννοούμε εκείνον ο οποίος κοινο
ποιεί τον
εαυτό του
διαμέσου αυτών των
γλωσσών.
Η
πνευματική ουσία κοινοποιείται εντός, και όχι διαμέσου μιας
γλώσσας
πράγμα που σημαίνει: δεν είναι εξωτερικά όμοια
με τη γλωσσική ουσία. 6 Η πνευματική ουσία είναι ταυτόσημη με το γλωσσικό είναι μόνο εφ6σον είναι κοινοποιήσιμη. Ό,ΤΙ Ι'ίναι κοινοποιήσιμο από μια πνευματική ουσία, είναι η γλωσ
σική της ουσία. Έτσι η γλώσσα κοινοποιεί την εκάστοτε γλωσσική ουσία των πραγμάτων, αλλ/J. μόνο την πνευματική
/ • '1,1
μήπως είναι ακριβώς α πειρασμός'τΟ'ίi/~α θέσαυμε ως αρχή μία υπόθε
οη η απαία συνιστά μιαν άβυσσΟ' για αλόκληρη τη φιλασοφία;
38
WALTER BENJAMIN
τους ουσία, στο βαθμό που αυτή είναι εγκλεισμένη άμεσα στη γλωσσική, καθόσον είναι κοινοποιήσιμη.
Η γλώσσα κοινοποιεί τη γλωσσική ουσία των πραγμάτων. Η σαφέστερη εμφάνιση αυτής της ουσίας όμως είναι η ίδια η
γλώσσα. Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα «Τι κοινοποιεί η γλώσσα;» είναι «Η γλώσσα αυτοκοινοποιείται». Η γλώσσα αυτής της λάμπας, για παράδειγμα, δεν κοινοποιεί τη λάμπα (γιατί η πνευματική ουσία της λάμ,'1ας, στο βαθμό που είναι κοινοποιήσιμη, δεν είναι κατά κανένα τρόπο η ίδια η λάμπα)
αλλά τη γλωσσική λάμπα, τη λάμπα κατά την κοινοποίηση, τη λάμπα κατά την έκφραση. Διότι με τη γλώσσα συμβαίνει το εξής: η γλωσσική ουσία όλων των πραγμάτων είναι η γλώσσα τους. Η κατανόηση της γλωσσοθεωρίας εξαρτάται από τη δια σάφηση αυτής της πρότασης, διασάφηση η οποία εξαλείφει
μέσα της ακόμα και κάθε υποψία ταυτολογίας. Αυτή η πρό ταση είναι μη ταυτολογική, γιατί σημαίνει: εκείνο που είναι
κοινοποιήσιμο σε μια πνευματική ουσία, είναι η γλώσσα της. Σε αυτό το «είναι» (που ισοδυναμεί με «είναι άμεσα») στηρί
ζονται τα πάντα. Όχι με την έννοια ότι εκείνο που είναι κο ι νοποιήσιμο από μια πνευματική ουσία εμφανίζεται σαφέστα τα στη γλώσσα της όπως ειπώθηκε προηγουμένως, αλλά με την έννοια ότι αυτό το κοινοποιήσιμο είναι άμεσα η ίδια η γλώσσα. Ή: η γλώσσα μιας πνευματικής ουσίας είναι άμεσα εκείνο το οποίο είναι κοινοποιήσιμο από αυτήν. Η πνευματι κή ουσία αυτοκοινοποιείται μέσα σ' εκείνο που είναιr κοινο ποιήσιμο από αυτήν. Πράγμα που σημαίνει: κάθε γλώσσα
αυτοκοινοποιείται' ή ακριβέστερα: κάθε γλώσσα κοινοποιεί ται μέσα στον εαυτό της, είναι κυριολεκτικά το «μέσον» της κοινοποίησης. Ο χαρακτήρας του μέσου που είναι η αμεσότη τα κάθε πνευματικής κοινοποίησης, είναι το βασικό πρόβλημα της γλωσσοθεωρίας, και αν κάποιος θελήσει να ονομάσει αυτή την αμεσότητα μαγική, τότε το θεμελιώδες πρόβλημα της
ΙΊΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
39
γλώσσας είναι η μαγεία της.7 Την ίδια στιγμή, η έννοια της μαγείας της γλώσσας παραπέμπει και σε κάτι άλλο: την απει ρι'>τητά της. Αυτή προϋποθέτει την αμεσότητά της. Διότι ακρι li(ος επειδή τίποτα δεν ανακοινώνεται διαμέσου της γλώσσας, οτιδήποτε κοινοποιείται εντός της γλώσσας δεν μπορεί να πε ριοριστεί ή να μετρηθεί από τα έξω, γι' αυτό και μέσα σε κά Οε γλώσσα ενοικεί η απροσμέτρητη, μοναδική της απειρότητα. Η γλωσσική της ουσία, όχι το λεκτικό της περιεχόμενο, χαρά
ζει τα όριά της. Η γλωσσική ουσία των πραγμάτων είναι η γλώσσα τους αυτή η πρόταση, εφαρμοζόμενη στον άνθρωπο, σημαίνει: η γλωσσι κή ουσία του ανθρώπου είναι η γλώσσα του. Δηλαδή: ο άν
Θρωπος κοινcTποιεί τη δική του πνευματική ουσία μέσα στη
γλώσσα του. Η γλώσσα του ανθρώπου όμως μιλάει με λέξεις.
Ο άνθρωπος λοιπόν κοινοποιεί τη δική του γλωσσική ουσία (στο βαθμό που αυτή είναι κοινοποιήσιμη) με το να ονομάζει ι'>λα τα άλλα πράγματα. Γνωρίζουμε άραγε άλλες γλώσσες οι οποίες ονομάζουν τα πράγματα; Δεν πρέπει να προβληθεί ως ένσταση ι'>τι δεν γνωρίζουμε άλλες γλώσσες εκτός από του αν Ορώπου, Ύιατί θα ήταν αναληθές. Απλώς δεν γνωρίζουμε άλ λη ονομάζουσα γλώσσα εκτός από του ανθρώπου. Όταν ταυτίζουμε την ονομάζουσα γλώσσα με τη γλώσσα εν γένει, στερούμε τη γλωσσοθεωρία από τις βαθύτερες ενοράσεις της. Η γλωσσική ουσία του ανθρώπου έγκειται λοιπόν στο ότι
ονομάζει τα πράγματα. Με ποιον σκοπό τα ονομάζει; Σε ποιον κοινοποιείται ο
άνθρωπος; Και μήπως αυτη , η ερώτηση είναι διαφορετική όταν εφαρμόζεται στον άνθρ.ωπο απ' ι'>,τι όταν εφαρμόζεται
σε άλλες ΚOινOΠOιήσεις{y~Φbσες); Σε ποιον κοινοποιείται η λάμπα; Η οροσειρά; Η αλεπού; Αλλά εδώ η απάντηση είναι:
στον άνθρωπο. Αυτό δεν είναι ανθρωπομορφισμός. Η αλή
WALTER BENIAMIN
40
θεια αυτής της απάντησης καταδεικνύεται στη γνώση και
ίσως και στην τέχνη. Επιπλέον: αν η λάμπα και η οροσειρά
και η αλεπού δεν κοινοποιούνταν στον άνθρωπο, πώς θα μπορούσε τότε να τα ονομάσει; Αλλά τα ονομάζει' κοινοποι εί τον εαυτό του ονομάζοντάς τα. Σε ποιον κοινοποιεί τον εαυτό του;
Πριν μπορέσει να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, πρέπει να
εξεταστεί και πάλι: πώς κοινοποιεί τον εαυτό του ο άνθρω πος; Θα πρέπει να γίνει μια βαθιά διάκριση, να παρουσιαστεί
εναλλακτική λύση, ενόψει της οποίας θα άποψη για τη γλώσσα. Κοινοποιεί ο άνθρωπος την πνευματική του ουσία διαμέσου των ονομάτων
που δίνει στα πράγματα; Ή μέσα σε αυτά; Στην παραδοξότη τα αυτού του ερωτήματος βρίσκεται η απάντησή του. Όποιος
πιστεύει ότι ο άνθρωπος κοινοποιεί την πνευματική του
ουσία διαμέσου των ονομάτων, δεν μπορεί από την άλλη να
δεχθεί πως είναι δική του η πνευματική ουσία την οποία κοι νοποιεί, διότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί μέσω των ονομάτων των πραγμάτων, μέσω των λέξεων δηλαδή με τις οποίες χα ρακτηρίζει ένα πράγμα. 8 Το μόνο που μπορεί αυτός να υπο
θέσει είναι ότι ο άνθρωπος κοινοποιεί ένα ζήτημα σε άλλους
ανθρώπους, γιατί αυτό είναι που συμβαίνει μέσω των λέξεων με τις οποίες υποδηλώνει ένα πράγμα. Αυτή η άποψη συνιστά για τη γλώσσα, η αβασιμότητα και τα με όλο και πιο
νεια απ' όσα ακολουθούν. Αυτό σημαίνει ότι το όργανο της κοινοποίησης είναι η λέξη, το αντικείμενό της είναι το
μα και ο αποδέκτης της ένας άνθρωπος. Αντίθετα, η άλλη αντίληψη της γλώσσας δεν γνωρίζει ούτε μέσον, ούτε αντικεί
μενο, ούτε αποδέκτη της κοινοποίησης. Αυτή δηλώνει ότι μέ σα στο όνομα η πνευματική υπόσταση του ανθρώπου κοινο ποιείται στον Θεό.
ΙΊΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΆ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
41
Το Όνομα, στον χώρο της γλώσσας, έχει μόνο αυτό το νόη μα και αυτή την ασύγκριτα υψηλή σημασία: ότι είναι η εσώτα τη ουσία της ίδιας της γλώσσας. Το όνομα είναι εκείνο μέσω του οποίου τίποτα πια δεν κοινοποιείται και εντός του οποί
ου η ίδια η γλώσσα κοινοποιείται απόλυτα. Στο όνομα, η πνευματικη οντότητα που κοινοποιείται είναι η γλώσσα. Εκεί ()που η πνευματική ουσία κατά την κοινοποίησή της είναι η
ίδια η γλώσσα στην απόλυτη ολότητά της, εκεί μόνο υπάρχει το όνομα, και μόνο το όνομα υπάρχει εκεΙ Το όνομα σαν κλη της ανθρώπινης γλώσσας εγγυάται συνεπώς ότι η
γλώσσα ως τέτοια είναι η πνευματική ουσία του ανθρώπου· 9 και μόνο γι' αυτόν το λόγο η πνευματική ουσία του ανθρώπου
Είναι απεριόρ.ιατα κοινοποιήσιμη ανάμεσα σε όλες τις πνευμα τικές ουσίες. Αυτό θεμελιώνει τη διαφορά της ανθρώπινης γλώσσας από τη γλώσσα των πραγμάτων. Επειδή όμως η
πνευματική ουσία του ανθρώπου είναι η ίδια η γλώσσα, δεν μπορεί αυτός να κοινοποιηθεί διαμέσου της αλλά εντός αυτής. Η πεμπτουσία αυτής της εντατικής ολότητας της γλώσσας ως
πνευματικής ουσίας του ανθρώπου είναι το όνομα. Ο Άνθρω πος είναι ο ονομάζων, και σε τούτο αναγνωρίζουμε ότι μέσω αυτού μιλά η αληθινή γλώσσα. Ολόκληρη η φύση, στο βαθμό
που κοινοποιεί τον εαυτό της, τον κοινοποιεί μέσα στη γλώσ οα, δηλαδή τελικά μέσα στον, άνθρωπο. Να γιατί είναι αυτός ο κύριος της φύσεως και μπορεί να κατονομάζει τα πράγματα. Μόνο μέσω της γλωσσικης ουσίας των τον εαυτό του στην κατανόησή τους
στο όνομα. Η θε'ίκή
(')ημιουργία ολοκληρώνεται Κ\1θώς τα πράγματα παίρνουν το
(Νομά τους από τον άνθρωπc\ μέσ' α,τό τον οποίον μόνο με το όνομα μιλά η γλώσσα. Mπ;bρεί να χαρακτηρίσει κανείς το
<')νομα ως τη γλώσσα της;ιικ&σσας (αν η γενική δεν χαρακτη
ρίζει τη σχέση του οργάνου αλλά της μεσότητας), και με αυτή την έννοια ακριβώς, επειδή μιλάει μέσα στο όνομα, ο άνθρω
W ALTER BENJAMIN
42
πος είναι ο ομιλητ'ής της γλώσσας και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο μοναδικός της ομιλητ'ής. Χαρακτηρίζοντας τον άνθρω πο ως ομιλητ'ή (πράγμα που, για παράδειγμα στη Βίβλο, ση τον ονοματοδότη: «ΚαΙ πάν δ εάν έκάλεσεν αυτό Αδάμ ψυχή ζώσαν, τούτο όνομα αυτφ»), πολλές γλώσσες εμπερι κλείουν αυτ'ή τη μεταφυσικ'ή αλήθεια.
Το όνομα όμως δεν είναι μόνο η τελευταία εκφώνηση, εί ναι επίσης η αληθινή επίκληση της γλ(Οσσας. Με αυτό εμφα νίζεται στο όνομα ο ουσιώδης νόμος της γλώσσας, σύμφωνα με τον οποίον το να εκφράσει κανείς τον εαυτό του και να
προσφων'ήσει όλα τα άλλα είναι το ίδιο. Η γλώσσα -και μέ σα σε αυτ'ήν μια πνευματική ουσία- εκφράζεται καθαρά μό νο εκεί που μιλάει μέσα στο όνομα, δηλαδή στην καθολική κατονομασία. Έτσι μέσα στο όνομα κορυφώνεται η εντατική ολότητα της γλώσσας, ως απόλυτα κοινοποιήσιμης πνευματι
κ'ής ουσίας, και η ε.κτατικ'ή ολότητα της γλώσσας, ως καθολι κά κοινοποιούσας (κατονομάζουσας) οντότητας. Όσον αφορά την κοινοποιούσα της φύση, την καθολικότητά της, η γλώσσα είναι ατελής εκεί όπου η πνευματική ουσία που μιλάει μέσ' από αυτήν δεν είναι σε όλη της τη δομή γλωσσικ'ή, δηλαδή κοινοποιήσιμη. Μόνον ο άνθρωπος κατέχει μια γλώσσα εντε λή όσον αφορά την καθολικότητα και την έντασή της. ΙΟ
Στο φως αυτ'ής της γνώσης μioρεί τώρα να τεθεΙ χωρίς
κίνδυνο σύγχυσης ένα ερώτημα, το οποίο, παρ' όλο που είναι υψίστης μεταφυσικ'ής σημασίας, μπορεί προς στιγμήν να τεθεί. με σαφ'ήνεια ως πρόβλημα ορολογίας. Πρόκειται για το αν η
πνευματικ'ή ουσία, όχι μόνο του ανθρώπου (γιατί αυτό είναι αναγκαίο) αλλά και των πραγμάτων, και ως εκ τούτου η πνευματική ουσία εν γένει, μπορεί να χαρακτηριστεί από
γλωσσοθεωρητική άι"tοψη ως γλωσσικ'ή. Αν η πνευματική ουσία ταυτίζεται με τη γλωσσική, τότε το πράγμα, δυνάμει της πνευματικής του ουσίας, είναι μέσον κοινοποίησης: αυτό
ΠΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑ ΤΗ !ΆΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
43
που κοινοποιείται εντός του είναι -και σύμφωνα με τη σχέ ση μεσότητας- ακριβώς αυτή η μεσότητα (η ίδια η γλώσσα). Η γλώσσα είναι έτσι η πνευματική ουσία των πραγμάτων.
Αυτή η πνευματική ουσία υποτίθεται εξαρχής ως κοινοποιή σιμη, 'ή μάλλον εγείρεται ακριβώς μέσα στο κοινοποιήσιμο,. και η θέση ότι η γλωσσικ'ή ουσία είναι ταυτόσημη με την πνευματική, στο μέτρο που η τελευταία είναι κοινοποιήσιμη,
γίνεται με αυτό το «στο μέτρο που» μια ταυτολογία. Δεν υπάρχει περιεχόμενο της γλώσσας- ως κοινοποίηση, η γλώσσα κοινοποιεί μια πνευματική ουσία, δηλαδή άμεσα μια δυνατό τητα κοινοποίησης.l1 Οι διαφορές μεταξύ των γλωσσών είναι διαφορές μέσων τα οποία διακρίνονται ως προς την πυκνό
τητά τους, δηλ,αδή ως προς το βαθμό- και αυτό από τη διπλή (lποψη, ως προς την πυκνότητα αυτοί, που κοινοποιεί (του ονομάζοντος), και ως προς την πυκνότητα του κοινοποιήσι μου (του ονόματος) κατά την κοινοποίηση. Αυτές οι δύο σφαίρες, που είναι σαφώς διακεκριμένες και όμως ενωμένες
μόνο στην ονομάζουσα γλώσσα του ανθρώπου, αναφέρονται σταθερά κατά φυσικό τρόπο η μία στην άλλη. Για τη μεταφυσικ'ή της γλώσσας η εξίσωση της πνευματι κής με τη γλωσσική ουσία, η οποία γνωρίζει μόνο διαφορές I~αθμoύ, παράγει μία διαβάθμιση σε επίπεδα του συνολικού πνευματικού Είναι. Αυτή η διαβάθμιση, η οποία πραγματο
ποιείται στο εσωτερικό της ίδιας της πνευματικής ουσίας, δεν μπορεί πια να συλληφθεί από καμιά υψηλότερη κατηγορία, κι {τσι οδηγεί στη διαβάθμιση όλων των ουσιών, γλωσσικών και
πνευματικ(ον, σύμφωνα με\οντολογικές βαθμίδες όπως εκεί \
νες με τις οποίες ήταν ήδη ~ξoικειωμένoς ο Σχολαστικισμός
6σον αφορά τις πνευμαΤΙi:(.έζ ουσίες. 12 Ωστόσο, η εξίσωση της γλωσσικής με την πνευματική ουσία έχει από γλωσσοθεωρητι άποψη τόσο μεγάλη μεταφυσικ'ή σημασία επειδή οδηγεί σ' εκείνη την έννοια η οποία έχει πάλι και πάλι, σαν από μόνη
44
WΑΙΤΕR
BENJAMIN
της, ανυψωθεί στο κέντρο της φιλοσοφίας της γλώσσας και έχει συστήσει τον πιο εσωτερικό της δεσμό με τη φιλοσοφία
της θρησκείας. Αυτή είναι η έννοια της Αποκάλυψης. Μέσα
σε όλα τα γλωσσικά μορφώματα διαδραματίζεται ένας αγώ νας ανάμεσα σε ό,ΤΙ είναι εκφρασμένο και εκφράσιμο και ό,τι
είναι ανέκφραστο και άρρητο. Παρατηρώντας αυτόν τον αγώ να βλέπει κανείς, υπό την προοπτική του αρρήτου, την έσχα τη πνευματική ουσία. Όμως είναι σαφές ότι στην εξίσωση της
πνευματικής με τη γλωσσική ουσία τίθεται σε αμφισβήτηση η
έννοια μιας αντίστροφης αναλογίας μεταξύ των δύο. 13 Γιατί εδώ ισχύει η θέση: όσο πιο βαθύ, δηλαδή πιο υπαρκτό και πραγματικό είναι το πνεύμα, τόσο πιο εκφράσιμο και εκπε φρασμένο. Ανήκει άλλωστε στην πρόθεση αυτής της εξίσωσης να καταστήσει τη σχέση μεταξύ πνεύματος και γλώσσας εξ
ολοκλήρου σαφή, ούτως ώστε η έκφραση η γλωσσικά πιο υπαρκτή (δηλαδή η πιο καθορισμένη) να είναι γλωσσικά και η
πιο περιεκτική και αδιασάλευτη· με μια λέξη, εκείνο που είναι στον υψηλότερο βαθμό εκπεφρασμένο να είναι ταυτόχρονα
και το καθαρά πνευματικό. Αυτό όμως ακριβώς σημαίνει η έννοια της Αποκάλυψης, όταν εκλαμβάνει το απαραβίαστο της λέξης ως τη μοναδική και επαρκή συνθήκη και ως θείο χαρακτηριστικό της πνευματικής ουσίας η οποία εκφράζεται
μέσα σε αυτήν. Η ύψιστη πνευματική σφαίρα της θρησκείας είναι (με την έννοια της Αποκάλυψης) συγχρόνως και η μο
ναδική που δεν γνωρίζει το ανέκφραστο. Διότι καλείται μέσα στο όνομα και εκφράζεται ως Αποκάλυψη. Εδώ όμως δηλώ νεται ότι μόνο η ύψιστη πνευματική ουσία, όπως εμφανίζεται μέσα στη θρησκεία, ανήκει αποκλειστικά στον άνθρωπο κ.::ιι στη γλώσσα του, ενώ όλη η τέχνη, μη εξαιρουμένης της ποίη σης, δεν βασίζεται στην έσχατη ουσία του πνεύματος της
γλώσσας αλλά στο πραγματολογικό της πνεύμα, έστω και
στην υπέρτατη ομορφιά του. Ι4 «Η γλώσσα είναι η μητέρα του
!ΊΑ ΤΗ ΓΑΩΣΣΑ ΕΝ ΙΈΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
45
Λόγου και της Αποκάλυψης, το άλφα και το ωμέγα της», λέει ο
Hamann. Η ίδια η γλώσσα δεν εκφράζεται τέλεια μέσα στα πράγμα
τα. Αυτή η πρόταση έχει διπλό νόημα στη μεταφορική και
στην κυριολεκτική της σημασία: οι γλώσσες των πραγμάτων είναι ατελείς και βουβές. Από τα πράγματα λείπει η καθαρή μορφική αρχή της γλώσσας
-
η φωνή. Μπορούν να επικοι
νωνούν μεταξύ τους μέσω μιας περισσότερο ή λιγότερο κής κοινότητας. Αυτή η κοινότητα είναι άμεση και άπειρη, όπως και κάθε γλωσσικής κοινοποίησης είναι μαγική (γιατί
υπάρχει και η μαγεία της ύλης). Το ασύγκριτο της ανθρώπι νης γλώσσας είναι ότι η μαγική της κοινότητα με τα πράγμα τα είναι άυλη ~αι καθαρά πνευματική και γι' αυτό η φωνή εί
ναι το σύμβολό της. Αυτό το συμβολικό γεγονός η Βίβλος το
εκφράζει λέγοντας ότι ο Θεός ενεφύσησε στον άνθρωπο την πνοή: αυτή είναι ταυτόχρονα ζωή και πνεύμα και γλώσσα. Εξετάζοντας εν συνεχεία την ουσία της γλώσσας με βάση τα πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως, ούτε σκοπός μας είναι η ερ
μηνεία της Βίβλου ούτε θα θέσουμε στο σημείο αυτό αντικει μενικά τη Βίβλο ως βάση για την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, αλλά θα αναζητήσουμε εν όψει της ίδιας της ουσίας της
γλώσσας αυτό που μέσα από το κείμενο της Βίβλου έρχεται στο φως και η Βίβλος είναι αρχικώς αναντικατάστατη απ' αυτήν την άποψη, επειδή"αυτοί οι συλλογισμοί βασικά την
ακολουθούν κατά τούτο, (η;ι προϋποθέτουν τη γλώσσα ως έσχατη, ανεξήγητη και μυστι~ή πραγματικότητα. 15 Η Βίβλος,
με το να θεωρεί τον εαυτό/της ως Αποκάλυψη, πρέπει ανα
γκαστικά να αναπτύξει tt( θεμελιώδη γλωσσικά γεγονότα. Η δεύτερη εκδοχή της ιστορίας της Δημιουργίας, η οποία μιλά
για την εμφύσηση της πνοής του Θεού στον άνθρωπο, αφηγεί ται συγχρόνως ότι ο άνθρωπος,. έγινε από χώμα. Αυτό είναι
WALTER BENJAMIN
46
σε ολόκληρη την ιστορία της Δημιουργίας το μοναδικό
όπου γίνεται λόγος για ένα υλικό του Δημιουργού στο οποίο αυτός ενσαρκώνει τη θέλησή του, η οποία κατά τα άλλα νοεί ται ως άμεσα δημιουργική. Σε αυτή τη δεύτερη αφήγηση της
Δημιουργίας ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε απλώς διά του λόγου: ο Θεός είπε και εγένετο, αλλά σε αυτόν τον άνθρωπο, που δεν δημιουργήθηκε από το λόγο, δίνεται τώρα το χάρι σμα της γλώσσας και ανυψώνεται πάνω από τη φύση. Αυτή η παράξενη επανάσταση στη δημιουργική πράξη που τον άνθρωπο δεν είναι καταγραμμένη με λιγότερη σα στην πρώτη αφήγηση της
εντελώς διαφορετική συνάφεια, εγγυάται το
τικά την ειδική σχέση μεταξύ ανθρώπου και γλώσσας που
απορρέει από την πράξη της δημιουργίας. Η πολλαπλή ρυθμική των πράξεων της Δημιουργίας στο πρώτο κεφάλαιο επιτρέπει τη διαγραφή ενός βασικού σχήματος, από το οποίο αποκλίνει σημαντικά μόνο η πράξη που δημιούργησε τον άν θρωπο. Εδώ βεβαίως δεν πρόκειται πουθενά, ούτε στον άν θρωπο ούτε στη φύση, για μια ρητή σχέση με την ύλη από την ουργήθηκαν' και το ερώτημα του αν με τη λέξη αναφέρεται σε μια δημιουργία από την ύλη πρέπει νfι παραμείνει εδώ ανοιχτό. Αλλά ο ρυθμός με τον οποίον συντελείται η δημιουργία της φύσης (στο Α' της Γενέσεως) εί ναι: «γεννηθήτω» - «έποίησε» - «εΙπε». Σε ξεχωριστές πράξεις της δημιουργίας (1, 3' 1, 14) εμφανίζεται μόνο το «γεννηθή τω». Σε αυτό το «γεννηθήτω» και στο «εΙπε», στην αρχή και στο τέλος των πράξεων, εμφανίζεται κάθε φορά η βαθιά και σαφής σχέση της δημιουργικής πράξης με τη γλώσσα. Με τη δημιουργική παντοδυναμία της γλώσσας εγκαινιάζεται η πρά ξη, και στο τέλος η γλώσσα ενσαρκώνει τρόπον τινά το δημι το ονομάζει. Αυτή είναι λοιπόν εκείνο που δημι είναι ο Λόγος και το Όνομα. Στον
Ι'ΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΠόΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ Αι"1ΘΡΩIlΟΥ
47
Θεό το Όνομα είναι δημιουργικό επειδή είναι Λόγος, και ο
Λόγος του Θεού είναι γνώση επειδή είναι Όνομα. «Καί εΙδεν 6τι καλόν», δηλαδή το είχε αναγνωρίσει μέσω του Ονόματος.
Η απόλυτη σχέση του Ονόματος με τη γνώση υπάρχει μόνο μέσα στον Θεό. Μόνο εκεί το Όνομα, επειδή είναι βαθύτατα ταυτόσημο με τον δημιουργικό Λόγο, αποτελεί το καθαρό μέ σον της γνώσης. Αυτό σημαίνει: ο Θεός κάνει τα πράγματα ικανά να γνωσθούν εντός του ονόματός τους. Ο άνθρωπος
όμως τα ονομάζει σύμφωνα με τη γνώση του. 16 Κατά τη δημιουργία του ανθρ(ί}που ο τριπλός ρυθμός της της φύσης έχει αποκλίνει προς μια εντελώς δια Σε αυτήν, ως εκ τούτου, η γλώσσα έχει
διαφορετικό νόημα. Η τριάδα της πράξεως διατηρείται κι Εδώ, αλλά πολύ πιο ισχυρά μαρτυρείται μέσα στον παραλλη λισμό η απόσταση: Στο τριπλό «έποίησεν» του στίχου
1.27
ο
Θεός δεν έχει δημιουργήσει τον άνθρωπο από το Λόγο και δεν τον έχει ονομάσει. Δεν ήθελε να τον υποτάξει στη γλώσ
σα αλλά μέσα στον άνθρωπο ελευθέρωσε ο Θεός από τον !'αυτό του τη γλώσσα, η οποία τον έχει υπηρετήσει ως μέσον
της δημιουργίας.17 Ο Θεός αναπαύθηκε όταν παρέδωσε τη δη μιουργική του δύναμη στον άνθρωπο. Αυτή η δημιουργικότη τα, απαλλαγμένη από τη θε'ίκή της πραγματικότητα, έγινε Ο άνθρωπος είναι αυτός που γνωρίζει την ίδια γλώσ σα μέσα στην οποία ο Θεός είναι δημιουργός. Ο Θεός τον
κατ' εικόνα ΤOl1~ δημιούργησε τον γνώστη κατ' ει
κόνα του δημιουργού. Γι' αυτ~ και η πρόταση ότι η πνευμα
τική ουσία του ανθρώπου είναΙ'1Ί γλώσσα χρεΙάζεται εξήγηση. Η πνευματική του ουσία είναι η γλώσσα μέσα στην οποία έγι νε η δημιουργία. Μέσα στο Λόγο συντελέστηκε η δημιουργία και η γλωσσική ουσία του Θεού είναι ο Λόγος. Κάθε ανθρώ
πινη γλώσσα δεν είναι παρά αντανάκλαση του Λόγου μέσα οτο Όνομα. Το Όνομα δεν βρίσκεται εγγύτερα στο Λόγο απ'
48
WALTER BENJAMIN
όσο η γνώση στη δημιουργία. Η απειρότητα κάθε ανθρώπινης γλώσσας παραμένει πάντοτε περιορισμένη και αναλυτική στη φύση της εν συγκρίσει προς την απόλυτη, απεριόριστη και δη
μιουργική (Χ.;ίειρότητα του θε'ίκού Λόγου. Η βαθύτερη απεικόνιση αυτού του θε"ίκού Λόγου και το σημείο όπου η ανθρώπινη γλώσσα συμμετέχει με τον πιο εσω
τερικό τρόπο στη θε"ίκή απειρότητα του καθαρού Λόγου, το σημείο όπου αυτή δεν μπορεί να γίνει πεπερασμένος λόγος και γνώση: το σημείο αυτό είναι το ανθρώπινο Όνομα. Η θε ωρία του κύριου ονόματος είναι η θεωρία του ορίου μεταξύ της πεπερασμένης και της άπειρης γλώσσας. Από όλα τα όντα ο άνθρωπος είναι το μοναδικό που ονομάζει τους ομοίους του, όπως και είναι το μοναδικό το οποίο δεν ονόμασε ο Θε ός. Είναι ίσως τολμηρό, αλλά οπωσδήποτε όχι αδύνατον, να αναφέρει κανείς σε σχέση με αυτά το δεύτερο μέρος του στί
χου
2.20: ότι ο άνθρωπος κατονόμασε όλα τα όντα, «τ (i) δέ Αδάμ ούχ εύρέθη βοηθός όμοιος αύτφ». Έτσι τότε και ο Αδάμ κατονόμασε τη γυναίκα του μόλις την απέκτησε (<<γυνή»
στο δεύτερο κεφάλαιο, «Εύα» στο τρίτο). Με το να δίνουν οι γονείς όνομα στα παιδιά τους, τα αφιερώνουν στον Θεό' στο όνομα που δίνουν εδώ δεν αντιστοιχεί, με τη μεταφυσική και όχι με την ετυμολογική έννοια, καμία γνώση, αφού τα ονομά ζουν ενώ είναι ακόμα νεογέννητα. Με την αυστηρή έννοια, κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να αντιστοιχεί στο όνομά
του (στο ετυμολογικό του όνομα), γιατί το κύριο όνομα είναι ο Λόγος του Θεού σε ανθρώπινους φθόγγους. Με αυτό δίνε
ται στον άνθρωπο εγγύηση για τη δημιουργία του από τον Θεό, και με αυτή την έννοια είναι και ο ίδιος δημιουργικός, όπως εκφράζεται από τη μυθολογική σοφία στην ιδέα (που δεν βγαίνει σπάνια αληθινή) ότι το όνομά του είναι η μοίρα του. ΤΟ κύριο όνομα είναι η κοινότητα του ανθρώπου με τον δημιουργικ6 Λόγο του Θεού. (Όχι η μοναδική, ωστόσο' ο άν
ΠΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
49
θρωπος γνωρίζει και μιαν άλλη γλωσσική κοινότητα με το Λόγο του Θεού). Ο ανθρώπινος λόγος είναι το όνομα των
πραγμάτων. Έτσι δεν μπορεί πλέον να σταθεί η άποψη που αντιστοιχεί στην αστική αντίληψη της γλώσσας, ότι η λέξη σχετίζεται συμπτωματικά με το αντικείμενό της, ότι είναι ένα σημείο για τα πράγματα (ή της γνώσης γύρω απ' αυτά) θε
σπισμένο μέσω κάποιας σύμβασης. Η γλώσσα ποτέ δεν παρέ
χει πάγια σημεία. 18 Ωστόσο και η άρνηση της αστικής από τη μυστικιστική γλωσσοθεωρία βασίζεται εξίσου σε μια παρα νόηση. Γιατί σύμφωνα με την τελευταία η λέξη είναι εξ ολο
κλήρου η ουσία .του πράγματος. Αυτό είναι εσφαλμένο γιατί το πράγμα καθεαυτό δεν έχει λέξη, είναι δημιουργημένο από το Λόγο του Θεού και αναγνωρίζεται με το όνομά του από τον ανθρώπινο λόγο. Αυτή η γνώση του πράγματος, ωστόσο,
δεν είναι μια αυθόρμητη δημιουργία, δεν συντελείται όπως αυτή μέσ' από τη γλώσσα με απολύτως απεριόριστο και άπει ρο τρόπο' μάλλον το όνομα το οποίο ο άνθρωπος δίνει στο πράγμα βασίζεται στο πώς αυτό του κοινοποιείται. Στο όνο
μα ο λόγος του Θεού δεν παραμένει δημιουργικός έχει γίνει κατά ένα μέρος δεκτικός, ακόμη και αν πρόκειται για δεκτι κότητα απέναντι στη γλώσσα.
Η δεκτικότητα αυτή
είναι
στραμμένη στη γλώσσα των ίδιων των πραγμάτων, από τα
οποία με τη σειρά του ολόγος του Θεού ακτινοβολεί άφωνα
και στη βουβή μαγεία της φοο.ης.
Χ,
αριν της
δ' ) εκτικοτητας και /του
θ
"
αυ ορμητισμου ταυτοχρονα,
τα οποία μόνο μέσα στη γλωσσική σφαίρα βρίσκονται σε τη μοναδική ενότητα, η γλώσσα έχει τον δικό της λόγο, και αυτός ο λόγος ισχύει επίσης για εκείνη τη σύλληψη του ακα τονόμαστου μέσα στα ονόματα. Είναι η μετάφραση της γλώσ σας των πραγμάτων σ' εκείνη του ανθρώπου. Είναι αναγκαίο
να θεμελιώσουμε την έννοια της μετάφρασης στο βαθύτερο
WAI:fER BENJAMIN
50
επίπεδο της θεωρίας της γλώσσας, γιατί είναι αυτή πάρα πο λύ ισχυρή και σημαντική για να την πραγματευθοί,με κατά οι ονδήποτε τρόπο σαν κάτι το εκ των υστέρων, όπως γίνεται
ορισμένες φορές. Η έννοια της μετάφρασης αποκτά την πλή ρη της σημασία μόνο στην κατανόηση ότι κάθε ανώτερη
γλώσσα (με εξαίρεση το Λόγο του Θεού) μπορεί να θεωρηθεί ως μετάφραση όλων των άλλων. 19 Η αμοιβαία μεταφρασιμό τητα μεταξ'ί, των γλωσσών εδραιώνεται μέσω της σχέσης ταξύ των γλωσσών, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, ως μέσων με διαφορετική πυκνότητα. Η μετάφραση είναι
η μεταφορά μιας γλώσσας μέσα σε μιαν άλλη διαμέσου ενός συνεχούς μεταμορφώσεων. Η μετάφραση δεν διατρέχει αφη ρημένες περιοχές ταυτότητας και ομοιότητας.
Η μετάφραση της γλώσσας των πραγμάτων σ' εκείνη του ανθρώπου δεν είναι μόνο η μετάφραση του άφωνου σε φωνη
τικό, είναι επίσης μετάφραση του ανω"ίJιιoυ σε όνομα. Είναι λοιπόν η μετάφραση μιας ατελούς γλώσσας σε μια περισσότε ρο τέλεια, και δεν μπορεί παρά να προσθέτει κάτι σε αυτήν, δηλαδή γνώση. Την αντικειμενικότητα αυτής της μετάφρασης, ωστόσο, την εγγυάται ο Θεός. Γιατί ο Θεός δημιοί,ργησε τα
πράγματα' ο δημιουργικός Λόγος μέσα τους είναι το σπέρμα του γνωρίζοντος ονόματος, όπως ακριβώς και ο Θεός ονόμα
σε κάθε πράγμα στο τέλος, αφού είχε δημιουργηθεί. Αλλά προφανώς αυτή η ονομασία είναι μόνο μια έκφραση της
ταυτότητας του δημιουργικού Λόγου και του γνωρίζοντος ονόματος μέσα στον Θεό, όχι η εκ των προτέρων λύση του εκείνου που ο Θεός ανέθεσε ρητά στον ίδιο τον της κατονομασίας των πραγμάτων. Συλλαμ βάνοντας τη βουβή και ανώνυμη γλώσσα των πραγμάτων και
μετατρέποντάς τη σε φθόγγους με το Όνομα, ο άνθρωπος λύ νει αυτό το πρόβλημα. Θα ήταν άλυτο αν η ονομάζουσα γλώσσα του ανθρώπου και η βουβή γλώσσα των πραγμάτων
Ι ΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
51
()εν ήταν συγγενείς μέσα στον Θεό και αναδυόμενες από τον ί()ιο δημιουργικό Λόγο, ο οποίος στα πράγματα έγινε η κοι
νοποίηση της ύλης σε μια μαγική κοινόrητα, και στον άνθρω πο η γλώσσα της γνώσης και του ονόματος μέσα σ' ένα πνεύ
μα μακαριότητας.20 Ο
Hamann
λέει: «Όλα όσα άκουε στην
ηρχή ο άνθρωπος και έβλεπε με τα μάτια του ... και άγγιζε με
τα χέρια του ... ήταν ζωντανός Λόγος: διότι ο Θεός ήταν ο Λόγος. Μ' αυτό το Λόγο στο στόμα και στην καρδιά, η της γλώσσας ήταν τόσο φυσική, τόσο κοντά και τόσο \>σο ένα παιδικό παιχνίδι ...». Ο ζωγράφος Fήedήch
Mtiller
στο ποίημά του «Η αφύπνιση του Αδάμ και οι πρ(οτες μακά vιες νύχτες», βάζει τον Θεό να καλεί με αυτόν τον τρόπο τον (1.νθρωπο να δώσει ονόματα στα πράγματα: «Άνθρωπε της
γης πλησίασε, στην ενατένιση γίνε πιο τέλειος, γίνε πιο τέλει ος με το Λόγο». Μέσ' από αυτή τη σύνδεση της ενατένισης με την ονοματοδοσία υποβάλλεται η κοινοποιούσα σιωπή των
πvαγμάτων (των ζώων) προς τη γλώσσα των λέξεων του αν
()V(OJIOtJ,
η οποία την υποδέχεται μέσα στο Όνομα. Στο ίδιο
μέρος του ποιήματος μιλά μέσ' από τον ποιητή η γνώση ότι
μι)νον ο Λόγος από τον οποίον είναι δημιουργημένα τα πράγ ματα επιτρέπει στον άνθρωπο την κατονομασία τους, κοινο
ποιούμενος στις πoλύμoρ~ες γλ(ΟΟσες των ζώων, αν και σιω
πηρά, μέσα στην εικόνα: o-θ~δίνει σε κάθε ζώο με τη σε ι v(ι του ένα σημείο, με το οποίο )παρουσιάζονται αυτά μπρο οτά στον άνθρωπο για να κατονομαστούν. Με έναν πολύ λε
σχεδόν αδιόρατο τρόπο, η γλωσσική κοινότητα της άφω με τον Θεό εκφράζεται μέσα στην εικόνα του Καθώς ο βουβός λόγος στην ύπαρξη των πραγμάτων υπο λείπεται απεριόριστα του ονομάζοντος λόγου της ανθρώπι νης γνώσης, και καθώς και ο τελευταίος με τη σειρά του υπο λείπεται του δημιουργικού Λόγου του Θεού, γεννιέται η αιτία
52
WALTER BENJAMIN
της πολλαπλότητας των ανθρώπινων γλωσσών. Η γλώσσα των πραγμάτων μπορεί να εισέλθει στη γλώσσα της γνώσης και του Ονόματος μόνο μέσω της μετάφρασης. Όσες οι μετα φράσεις τόσες και οι γλώσσες, από τη στιγμή που ο άνθρω
πος εξέπεσε από την παραδείσια κατάσταση όπου γνώριζε μό νο μία γλώσσα. (Σύμφωνα πάντως με τη Βίβλο, αυτή η συνέ πεια της εκδίωξης από τον παράδεισο εμφανίζεται κάπως αρ
γότερα). Η παραδείσια γλώσσα του ανθρώπου πρέπει να εί ναι η γλώσσα της τέλειας γνώσης22 ενώ αργότερα όλη η γνώ ση διαφοροποιείται και πάλι επ' άπειρον μέσα στην πολλα πλότητα των γλωσσών, ήταν πράγματι αναγκασμένη σ' ένα χαμηλότερο ε.,-τίπεδο να διαφοροποιηθεί ως δημιουργία μέσα στο Όνομα. Γιατί το γεγονός ότι η γλώσσα του παραδείσου
ήταν η απολύτως γνωρίζουσα δεν μπορεί να το κρύψει ούτε η ύπαρξη του δέντρου της γνώσης. Τα μήλα του υποτίθεται ότι προσέφεραν τη γνώση του τι είναι καλό και τι είναι κακό.
Αλλά την έβδομη ημέρα ο Θεός είχε ήδη τη γνώση με τις λέ ξεις της δημιουργίας. Και είδε «δτι καλόν». Η γν(όση στην οποία αποπλανά ο όφις, η γνώση του καλού και του κακοί" είναι ανιΟνυμη. Είναι στη βαθύτατη έννοιά της μηδαμινή, και αυτή η γνώση είναι η ίδια το μόνο κακό το οποίο γνωρίζει η παραδεισιακή κατάσταση. Η γν(όση του καλού και του κακού εγκαταλείπει το Όνομα, είναι μια γνώση από τα έξω, η μη δη
μιουργική μίμηση του δημιουργικού Λόγου. Το Όνομα εξέρ χεται από τον εαυτό του μέσα σ' αυτή τη γνώση: το προπατο ρικό αμάρτημα σηματοδοτεί τη γέννηση της ανθρώπινης λέ
ξης, στην οποία το Όνομα δεν ζει πλέον άθικτο και η οποία έχει εξέλθει από τη γλώσσα του Ονόματος, τη γλώσσα της γνώσης, απ' ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε έμφυτη σε αυτήν μαγεία, για να γίνει ρητά, τρόπον τινά εξωτερικά, μα γική. Ο Λόγος πρέπει να κoινoπo~εί κάτι (άλλο από τον εαυτό του). Αυτή είναι η πραγματική Πτώση του πνεύματος
ΙΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΛ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΛ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΛΝθΡΩΠΟΥ
53
της γλώσσας. Ο λόγος ως κάτι το οποίο κοινοποιεί εξωτερι κά είναι κατά κάJ-τoιoν τρόπο μια παρωδία του ρηματικά άμε σου και δημιουργικού Λόγου του Θεού εκ μέρους του ρηματι κά μεσολαβημένου λόγου, και η έκπτωση του μακάριου, αδα μιαίου πνεύματος που στέκει ανάμεσά τους. Γιατί στην πραγ ματικότητα υπάρχει μια θεμελιώδης ταυτότητα ανάμεσα στο
λόγο που, μετά την υπόσχεση του όφεως, γνωρίζει το καλό και το κακό, και το λόγο που κοινοποιεί εξωτερικά. Η γνώση των πραγμάτων ενοικεί στο Όνομα, αυτή όμως του καλού και του κακού είναι, με τη βαθιά έννοια που δίνει στη λέξη ο
Kirkegaard,
«φλυαρία», και μία μόνο κάθαρση και εξύψωση
γνωρίζει, εκείνη στην οποία παρουσιάστηκε και ο φλύαρος (Ίνθρωπος, ο α"μαρτωλός: το δικαστήριο. Οπωσδήποτε, ο λό γος της Κρίσεως έχει άμεση γν(ΟΟη του καλού και του κακού. Η μαγεία του ειναι διαφορετική από εκείνη του Ονόματος,
αλλά στον ίδιο βαθμό μαγεία. Αυτός ο λόγος της κρίσεως εκ i'ιιώκει τους πρώτους ανθρώπους από τον παράδεισο' αυτοί οι ίδιοι τον έχουν προκαλέσει σl)μφωνα με έναν προαιώνιο νόμο κατά τον οποίον αυτός ο λόγος της Κρίσεως τιμωρεί
και περιμένει- τ~" ίδια του την αφί,πνιση ως τη μοναδική,
τη βαθί,τερη αμαρτlα/' Στο προπατορικό αμάρτημα, επειδή εθίγη η αιώνια καθα~τητα των ονομάτων, αφυπνίστηκε η αυστηρόtερη καθαρότητα του λόγου της κρίσεως. Για την
ουσιώδη συνάφεια της!, γλώσσας το προπατορικό αμάρτημα [.χει μια τριπλή σημασία (δίχως να αναφέρουμε εδώ τις άλλες του σημασίες). Καθ(ός ο άνθρωπος βγαίνει από την καθαρή
γλ(οσσα του Ονόματος, καθιστά τη γλώσσα ένα όργανο (δη
λαδή, μια ανάρμοστη γι' αυτόν γνώση), και ως εκ τούτου επί σης, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, απλό σημείο' και αυτό αρ γότερα θα οδηγήσει στην πολλαπλότητα των γλωσσών. Η δεύ τερη σημασία είναι ότι από το προπατορικό αμάρτημα, ως αποκατάσταση της πληγωμένης από αυτό αμεσότητας του
WAI.TER BENJAMIN
54
Ονόματος, αναδύεται μια καινούργια αμεσότητα, η μαγεία
της Κρίσεως, η οποία δεν ησυχάζει πλέον μακάρια μέσα στον εαυτό της. Η τρίτη σημασία που θα μπορούσε ίσως να ριψο
κινδυνεύσει κανείς είναι ότι και οι ρίζες της αφαίρεσης, ως δυνατότητας του πνεύματος της γλώσσας, πρέπει να αναζητη
θούν στο προπατορικό αμάρτημα. Γιατί το καλό και το κακό, όντας ανώνυμα και ακατονόμαστα,
στέκουν έξω από τη
γλώσσα των ονομάτων, την οποία ο άνθρωπος εγκαταλείπει στην άβυσσο που ανοίγεται από αυτό το ερ{ί)τημα. Το όνομα όμως τ(ί)ρα, ενόψει της ισχύουσας γλώσσας, προσφέρει μόνο το έδαφος στο οποίο έχουν τις ρίζες τους τα συγκεκριμένα στοιχεία της. Αλλά τα αφηρημένα στοιχεία της γλώσσας
μπορούμε ίσως να υποθέσουμε- έχουν τις ρίζες τους στο λό γο της Κρίσεως.24 Αυτή η αμεσότητα στην κοινοποίηση της αφαίρεσης εμφανίστηκε ως Κρίση όταν, στο προπατορικό αμάρτημα, ο άνθρωπος εγκατέλειψε την αμεσότητα στην κοι
νοποίηση του συγκεκριμένου, το Όνομα, και έπεσε στην άβυσσο της εμμεσότητας κάθε επικοινωνίας, της λέξης ως ορ γάνου, της ευτελούς λέξης, στην άβυσσο της φλυαρίας. Διότι, πρέπει να ει,;τωθεί ξανά, το ερώτημα που αφορά το καλό και το κακό στον κόσμο μετά τη Δημιουργία ήταν κενή φλυαρία.
Το δέντρο της Κρίσεως δεν βρισκόταν στον κήπο του θεού για να πληροφορήσει για το καλό και το κακό, αλλά ως έμ βλημα της Κρίσεως που περιμένει που ρωτά. Αυτή η τεράστια ειρωνεία σημαδεύει τις μυθικές απαρχές του δικαίου. Μετά το προπατορικό αμάρτημα, που καθιστώντας τη
γλώσσα έμμεση έθεσε το θεμέλιο της πολλαπλότητας των γλωσσών, χρειαζόταν ένα βήμα ακόμα ως τη σύγχυση των
γλωσσών. Επειδή οι άνθρωποι είχαν παραβιάσει την καθαρό τητα του Ονόματος, έπρεπε ακόμη να συντελεστεί η απόσχιση από εκείνη την ενατένιση των πραγμάτων μέσα στην οποία η
γλώσσα τους περνά στον άνθρωπο, για να χάσουν οι άνθρω
ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
55
ποι το κοινό θεμέλιο του ήδη κλονισμένου πνεύματος της
γλ(ί)σσας. Τα σημεία πρέπει να βρεθούν σε σύγχυση εκεί όπου τα πράγματα περιπλέκονται. Την υποδούλωση της γλώσσας στη φλυαρία ακολουθεί ,ως αναπόφευκτη σχεδόν συνέπεια η
υποδούλωση των πραγμάτων στην τρέλα. Κατ' αυτή την από σχιση από τα πράγματα, που ήταν αυτή η υποδούλωση, γεν
νήθηκε το σχέδιο της οικοδόμησης του Πύργου της Βαβέλ, και αυτό η σύγχυση της γλ(ί)σσας.
Η ζωή του ανθρώπου στο καθαρό πνεύμα της γλώσσας ήταν μακάρια. Η φύση, ωστόσο, είναι βουβή. Είναι αλήθεια
ότι στο δεύτερο κεφάλαιο της Γενέσεως υπονοείται σαφώς πως αυτή η βωβότητα της φύσης, της κατονομασμένης από
τον άνθρωπο, έγινε μια μακαριότητα χαμηλότερου μόνο επι
πέδου. Ο Fήednch Mίil1er βάζει τον Αδάμ να λέει στα ζώα, τα οποία τον εγκατέλειψαν μόλις τα ονόμασε: «και έβλεπα από την ευγένεια με την οποία έτρεχαν μακριά από μένα ότι ο άν
θρωπος τους είχε δ(ί)σει όνομα». Μετά το προπατορικό αμάρ τημα όμως, όταν ο Λόγος του θεού καταριέται τον αγρό, η
όψη της φύσης αλλάζει βαθύτατα. Τώρα εγκαινιάζεται η άλλη
της βωβότητα, την ~oία εννοούμε με τη βαθιά θλίψη της σης. Είναι μια μεταφ~σική αλήθεια ότι η φύση θα άρχιζε να
θρηνεί αν της δινόταν ~λώσσα. (Όπου το «να της δοθεί γλώσ σα» είναι βέβαια κάτι/περισσότερο από το «να την κάνει κά ποιος να μιλήσει»). Αυτή η πρόταση έχει διπλό νόημα. Σημαί νει κατ' αρχάς: θα θρηνούσε την ίδια τη γλώσσα. Αγλωσσία:
αυτή είναι η μεγάλη οδύνη της φύσης (και χάριν της λύτρω σής της υπάρχει στη φύση η ζωή και η γλ(ί)σσα του αVΘρώπσυ και όχι, όπως συχνά πιστεύεται, μόνο του ποιητή). Αυτή η
πρόταση σημαίνει όμως επίσης: θα θρηνούσε. Ο θρήνος είναι όμως η πιο αδιαφοροποίητη, η πιο αδύναμη έκφραση της
γλώσσας ελάχιστα παραπάνω περιέχει από την απλή αισθη τηριακή πνοή, κι εκεί ακόμα που μόνο φυτά θΡΟ'ιζουν, ηχεί
S6
W AιTER BENJAMIN
πάντοτε μαζί κι ένας θρηνος. Επειδη είναι βουβη, η φύση νεί. Όμως ακόμη βαθύτερα στην ουσία της φύσης μας οδηγεί η αναστροφη αυτης της πρότασης: η θλίψη της φύσης είναι
αυτη που την καθιστά βουβη.25 Μέσα σε κάθε θρηνο υπάρχει μια βαθύτατη τάση προς την αγλωσσία, και αυτό είναι κάτι απείρως περισσότερο από αδυναμία η έλλειψη διάθεσης για κοινοποίηση. Εκείνο που θρηνεί νιώθει έτσι να γίνεται ολοκληρου γνωστό από το μη γνώσιμο. Το να είσαι κατονο μασμένος, ακόμη και αν εκείνος που σε κατονομάζει είναι κά ποιος σαν τον Θεό και μακάριος, περιέχει ίσως πάντα μια
υποψία θλίψης. Αλλά πόσο πιο θλιβερό είναι να είναι κανείς κατονομασμένος όχι από τη μία, μακάρια, παραδείσια γλώσ σα των ονομάτων, αλλά από τις μυριάδες ανθρώπινες γλώσ σες μέσα στις οποίες το όνομα έχει ηδη εξανεμιστεί, και ωστόσο σύμφωνα με την απόφανση του Θεού γνωρίζουν τα
πράγματα; Τα πράγματα δεν έχουν κύρια ονόματα παρά μόνο μέσα στον Θεό.
rLa'rL
μέσα στον δημιουργικό του Λόγο, ο Θε
ός τα κάλεσε στην ίιπαρξη ονομάζοντάς τα με τα κί'ρια ονό ματά τους. Στη γλώσσα των ανθρώπων, ωστόσο, αυτά είναι υπερονοματισμένα.
Υπάρχει
στη
σχέση
των
ανθρώπινων
γλωσσών προς εκείνη των πραγμάτων κάτι που θα μπορούσε κατά προσέγγιση να το χαρακτηρίσει κανείς ως «υπερονομα
τισμό»:26 υπερονοματισμό ως τη βαθύτερη γλωσσικη αιτία κά θε θλίψης και (από τη σκοπιά του πράγματος) κάθε βωβότη
τας. Ο υπερονοματισμός ως γλωσσικη ουσία της θλίψης μάς παραπέμπει σε μιαν άλλη παράξενη σχέση της γλώσσας: στην υπερσταθερότητα, η οποία διέπει την τραγικη σχέση ανάμεσα
στις γλώσσες των ανθρώπινων ομιλητών. Υπάρχει μια γλώσσα της γλυπτικης, της ζωγραφικης, της ποί ησης. Όπως η γλ
ρει, αν όχι αποκλειστικά, θεμελιωμένη στη γλώσσα των ονο
ΠΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΊΌΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
57
μάτων του ανθρώπου, είναι μάλλον ευνόητο ότι και η γλώσ
σα της γλυπτικής και της ζωγραφικης είναι θεμελιωμένη σε ορισμένα είδη γλωσσών των πραγμάτων, ότι μέσα τους βρί σκουμε μια μετάφραση της γλώσσας των πραγμάτων σε μια
απείρως υψηλότερη γλώσσα, που παραμένει ωστόσο ίσως στην ίδια σφαίρα. Πρόκειται εδώ για ανώνυμες, μη ακουστι κές γλώσσες, γλώσσες των υλικών' κι εδώ ,πρέπει να σκε φθούμε την υλική κοινότητα των πραγμάτων στην κοινοποίη σή τους. Άλλωστε, η κοινοποίηση των πραγμάτων ανηκει σί γουρα σε μια τέτοια μορφη κοινότητας, που συλλαμβάνει τον
κόσμο εν γένει σαν ένα αδιαχώριστο σύνολο. Προκειμένου να κατανοήσουμε τις μορφές της τέχνης αξί
ζει να προσπαf)ησουμε να τις συλλάβουμε όλες ως γλώσσες και ν' αναζητησουμε τη σχέση τους με τις φυσικές γλώσσες.27
Ένα παράδειγμα που είναι φανερό επειδη προέρχεται από την ακουστική σφαίρα είναι η συγγένεια του τραγουδιοί' με
τη γλώσσα των πουλιών. Από την άλλη μεριά, είναι σίγουρο πως η γλώσσα της τέχνης μπορεί να κατανοηθεί μόνο στη βα
Ούτερη σχέση της π~ τη θεωρία των σημείών. Χωρίς την τε λευταία, κάθε φιλοσqφία της γλώσσας παραμένει εντελώς αποσπασματικη, επει~ή η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και το (της οποίαςtxυτη μεταξύ ανθρώπινης γλώσσας και γραφης αποτελεί μόνο ένα πολύ ειδικό παράδειγμα) είναι πρωταρχικη και θεμελιώδης.28
Αυτό δίνει την ευκαιρία να περιγράψουμε άλλη μία αντί Οεση η οποία διαπερνά ολόκληρη τη σφαίρα της γλώσσας και !lρίσκεται σε σημαντικη σχέση προς την αντίθεση στην οποία ιι{)η αναφερθηκαμε ανάμεσα στη γλώσσα με τη στενότερη έν νοια και το σημείο, με το οποίο καθόλου αυτονόητα δεν
συμπίπτει η γλώσσα. Γιατί η γλώσσα είναι, σε κάθε περίπτω οη, όχι μόνο κοινοποίηση του κοινοποιήσιμου, αλλά συγχρό νως και σύμβολο του μη κοινοποιησιμου. 29 Αυτη η συμβολική
~K
WALTER BENJAMIN
πλευρά της γλ<.ί)σσας συνδέεται με τη σχέση της προς το ση
μείο, αλλά εκτείνεται πολύ ευρύτερα
για παράδειγμα, απ'
ορισμένες απόψεις, στην περιοχή του ονόματος και της κρί
σης. Αυτά δεν έχουν μόνο μια επικοινωνιακή λειτουργία, αλ
λ('l πιΘανότατα επίσης μια στενά συνδεόμενη με αυτή συμβο στην οποία δεν έχουμε αναφερθεί, τουλάχιστον, έως εδώ. Συνεπώς αυτοί οι συλλογισμοί μας αφήνουν με μιαν απο
καθαρμένη έννοια της γλώσσας, ακόμα και αν ενδέχεται να εί
ναι ακόμη ατελής. Η γλώσσα ενός όντος είναι το μέσον μέσα
στο οποίο κοινοποιείται η πνευματική του ουσία. Το αδιάκο
πο ρεύμα αυτής της κοινοποίησης ρέει διαμέσου ολόκληρης
της φύσης, από το κατώτατο ον έως τον άνθρωπο και από τον άνθρωπο έως τον Θεό. Ο άνθρωπος κοινοποιείται στον Θεό μέσω του ονόματος που δίνει στη φύση και στους ομοίους του (το κί,ριο όνομα), και στη φύση δίνει το όνομα σύμφωνα με την κοινοποίηση που δέχεται από αυτή, διότι και ολόκληρη η φύση διαπερνάται από μιαν ανώνυμη, βουβή γλώσσα, το κα τάλοιπο του δημιουργικού Λόγου του Θεού, ο οποίος έχει δια σωθεί ως γνωρίζον Όνομα μέσα στον άνθρωπο και πάνω από αυτόν ως αιωρούμενη Κρίση. Η γλώσσα της φύσης μπορεί να συγκριθεί με ένα μυστικό σύνθημα, που κάθε σκοπός παραδί δει στον επόμενο στη δική του γλώσσα, αλλά το περιεχόμενο του συνθήματος είναι η ίδια η γλώσσα του σκοπού. Κάθε ατώτερων, μέχρι την στην ΟΠΟία ξετυλιγεται ο Λόγος του Θεού, ενότητα αυτής της κίνησης της γλώσσας.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΙ
Όταν καλούμαστε να εκτιμήσουμε ένα έργο τέχνης ή μια κα'\ λιτεχνική μορφή, ποτέ δεν αποδεικνύεται γόνιμη η ενασχόλη ση με τον αποδέκτη. Διότι όχι μόνο είναι παραπλανητική κά θε συγκεκριμένη αναφορά σ' ένα ορισμένο κοινό ή στους εκ προσώπους του, αλλά και η έννοια ακόμη ενός «ιδεώδους» αποδέκτη είναι επιζήμια για τη θεωρητική αποτίμηση της τέ χνης, δεδομένου ότι το μόνο πράγμα που προϋποθέτει είναι η ύπαρξη και η φύση του ανθρώπου ως τέτοιου. Η τέχνη προ ϋποθέτει επίσης τη φυσική και πνευματική ύπαρξη του αν θρώπου, αλλά σε κανένα από τα έργα της δεν ασχολείται με τις αντιδράσεις του. Κανένα ποίημα δεν απευθύνεται στον εικόνα στο θεατή, καμία συμφωνία στον ακροατή.
Απευθύνεται άραγε μια μετάφραση σε αναΥνώστες οι οποί οι δεν μπορούν να καταλάβουν ΤΟ πρωτότυπο; Αυτό
__ l . .___.
ότι εξηγεί επαρκώς τη διαφορά ποιότητας μεταξύ των
στο επίπεδο της τέχνης. Πολύ περισσότερο φαίνεται ότι είναι ο μόνος δυνατός τρόπος για να ειπωθεί το «ίδιο πράγμα» πολλές φορές. Τι μας «λέει» άραγε ένα ποίημα; Τι μεταδίδει;
Ιι!ι.
__ _
WALTER BENJAMlN
Ilολll λίγα σΕ ιιυτ()ν που το καταλαβαίνει. Η ουσία του δεν εί 1Ί μετα{iίβαση πληροφορίας. Και όμως, κάθε μετά
_που
μεταδίδει κάτι δεν μπορεί να
νο πληροφορία
-
επομένως κάτι μη ουσιαστικό. Αυτό ακρι
Ι\ιί)ζ I:Ινιιι και το χαρακτηριστικό των κακών μεταφράσεων. Μtjπως ()μως εκείνο που θεωρούμε ως ουσία ενός λογοτεχνι κοί, {ι>γου δεν είναι ακριβώς ό,τι περιέχεται μέσα σε αυτό πέ
ρα απ6 την πληροφορία -όπως ακόμη και ο ανεπαρκής με ταφραστής καταλαβαίνει-, το αβυσσαλέο, το μυστηριώδες, το «ποιητικ6», κάτι που ο μεταφραστής μπορεί ν' αναπαρα γάγει μόνο αν είναι και ο ίδιος ποιητής; Αυτ6 είναι στην ικότητα και η αιτία ενός ακόμη χαρακτηριστικού της
κακής μετάφρασης, το οποίο μπορούμε να ορίσουμε ως μη
ακριβή μετάδοση εν6ς μη ουσιαστικού περιεχομένου. Αυτό συμβαίνει όταν μια μετάφραση αναλαμβάνει να υπηρετήσει τον αναγνώστη. Αν προοριζ6ταν 6μως για τον αναγνώστη, το
ίδιο θα ίσχυε και γιά το πρωτότυπο. Αν 6μως το πρωτ6τυπο δεν υπάρχει γι' αυτόν το Μγο, τότε πώς είναι δυνατόν να κατανοηθεί η μετάφραση στη βάση αυτής της σχέσης; Η μεταφραση είναι προπάντων μορφή. Για να συλλάβουμε
της τη φύση πρέπει να επιστρέψουμε στο πρωτότυπο, σε αυτό βρίσκεται η αρχή που κυβερνά τη μετάφραση: η
ίδια η μεταφρασιμ6τητα. Το πρ6βλημα της μεταφρασιμ6τητας ενός έργου έχει δύο σημασίες. Είναι δυνατό να σημαίνει: μπο
ρεί να υπάρξει ανάμεσα σε 6λους τους αναγνώστες του ένας ικαν6ς να το μεταφράσει; ΤΙ, και κυρίως: μήπως η ίδια η
ουσία του οδηγεί προς τη μετάφραση και επομένως -λαμβά νοντας υπ6ψιν τη σημαντικ6τητα αυτής της μορφής- ακόμη
και την αποζητά;2 Κατά βάσιν, το πρώτο πρέπει να θεωρηθεί απλό ενδεχόμενο, ενώ το δεύτερο έχει αποδεικτική ισχύ. Μ6 νο η επιφανειακή σκέψη μπορεί, αρνούμενη το αυτοτελές
μα του δεύτερου ερωτήμετη;ος, να θεωρήσει ότι και τα δύο
ΤΟ ΕΡΙΌ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ι,.!.
έχουν την ίδια σημασία. Θα πρέπει αντιθέτως να δείξουμε ότι ορισμένες έννοιες σχέσεων διατηρούν το νόημά τους, και μά λιστα την απώτατη σημασία τους, 6ταν δεν αναφέρονται απο
κλειστικά στον άνθρωπο. Κατ' αυτ6ν τον τρ6πο θα μπορού σαμε να μιλήσουμε για μία αξέχαστη ζωή είτε μιαν αξέχαστη στιγμή ακόμη και αν όλοι οι άνθρωποι την είχαν ξεχάσει. Αν δηλαδή η ουσία της απαιτοίJσε το να μην ξεχαστεί, τότε αυτό
το κατηγόρημα δεν θα ήταν άτοπο αλλά θα σήμαινε ένα αίτη μα που δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν οι άνθρωποι, και πι θανώς επίσης μιαν αναφορά σε μία περιοχή 6που θα μπορού
σε να εκπληρωθεί: στην ανάμνησή της εκ μέρους του Θεού. 3 Αντίστοιχα, η μεταφρασιμότητα των γλωσσικ(ον δημιουργη
μάτων παραμ6.νει ως δυνατότητα ακ6μη κι εκεί όπου οι άν θρωποι αδυνατούν να τα μεταφράσουν. Με βάση την αυστηρή έννοια της μετάφρασης, δεν θα έπρεπε να είναι πράγματι σε
κάποιο βαθμ6 μεταφράσιμα; Στα πλαίσια μιας τέτοιας διά κρισης πρέπει να τεθεί το ερώτημα μήπως η μετάφραση ορι
σμένων γλωσσικών δημιουργημάτων είναι επιτακτική. Διότι εδώ ισχύει η ακόλουθη πρ6ταση: αν η μετάφραση είναι μορ
φή, τότε η μεταφρασιμότητα ορισμένων έργων πρέπει να εί ναι ουσιώδες χαρακτηριστικό τους.
Η μεταφρασιμότητα είναι ουσιώδης σε ορισμένα έργα' και αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ουσιώδες γι' αυτά τα ίδια να μετα φράζονται, αλλά μάλλον ότι μια σημασία εγγενiις στο πρωΤό τυπο εκδηλώνεται μέσα στη μεταφράσιμότητά τους. Είναι εύ
λογο να υποθέσουμε ότι ποτέ μια 'μετάφραση, όσο καλή και αν είναι, δεν μπορεί να έχει κάποια σημασία για το πρωτότυπο. Και όμως, χάρη ακριβώς στη μεταφρασιμ6τητά του, το πρωτό τυπο συνδέεται στενότατα με τη μετάφραση' και, στην πραγμα
τικότητα, η σχέση αυτή είναι ακόμη στενότερη όταν δεν έχει πια καμιά σημασία για το πρωτότυπο. Μπορούμε να ονομά
σουμε αυτή τη σχέση φυσική, και μάλιστα, ακριβέστερα,
Ιοί',
WALTER BENJAMIN
ζ,ωτική σχέση. '()πως ακριβώς οι εκδηλώσεις της ζωής συνδέο νται στενότατα με το φαινόμενο της ζωής χωρίς να είναι ση μαντικές γι' αυτό, έτσι και μια μετάφραση πηγάζει από το
πρωτότυπο, και μάλιστα όχι τόσο από τη ζωή του την ίδια, αλ λά από τη «μετά θάνατον ζωή» του. Διότι μια μετάφραση ακο λουθεί χρονικά το πρωτότυπο, και δεδομένου ότι τα σημαντι κ6τερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν βρίσκουν ποτέ την εποχή της δημιουργίας τους τούς χαρισματικούς μεταφρα
στές τους, η μετάφραση σημαδεύει το βαθμό διαιώνισης της ζωής τους. Η ιδέα της ζωής και της μετά θάνατον ζωής των έρ γων τέχνης πρέπει να εκληφθεί ως μια μη μεταφορική αντικει μενικότητα. Ακόμα και σ' εποχές ρηχής και προκατειλημμένης σκέψης υπήρχε μια τάση να πιστεύεται πως η ζωή δεν περιορί ζεται στην οργανική υλικότητα. Το ζήτημα δεν είναι βέβαια να
επεκτείνουμε την κυριαρχία της μέχρι την αβέβαιη επικράτεια της ψυχής, όπως ΠρΡσπάθησε να κάνει ο
Fechner,
πόσο μάλλον
να βασίσουμε τον ορισμό της στους ακόμα λιγότερο διαφωτι στικούς παράγοντες της ζωικότητας, όπως η αίσθηση, η οποία περιστασιακά και μόνο χαρακτηρίζει τη ζωή' η έννοια της ζω
ής δικαιολογείται μόνον όταν οτιδήποτε που έχει το ίδιο ιστο ρία, και δεν αποτελεί απλώς ένα φόντο για την ιστορία, θεω ρείται ως προικισμένο με ζωή. Σε τελευταία ανάλυση, το φά
σμα της ζωής πρέπει να προσδιορίζεται μάλλον από την ιστο ρία παρά από τη φύση
σε καμία περίπτωση πάντως από
παράγοντες τόσο αβέβαιους όσο η αίσθηση ή η
'IruxiJ. Το καθή
κον του φι).οσόφου συνίσταται, έτσι, στο να κατανοεί ολόκλη
ρη τη φυσική ζωή μέσα από την πολύ πιο περιεκτική ζωή της ιστορίας.5 Και πράγματι, δεν είναι ασύγκριτα ευκολότερο ν' αναγνωρίσουμε τη διαιωνιζόμενη ζωή των έργων τέχνης απ' ό,τι τη συνεχόμενη ζωή των φυσικών ειΟΟ)ν; Η ιστορία των με γάλων έργων τέχνης μας πληροφορεί για την καταγωγή τους, για την πραγμάτωσή τoυ~ την εποχή του καλλιτέχνη και την
ω
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
περίοδο της απόλυτα αιώνιας μετά θάνατον ζωής τους στις επόμενες γενιές. Όπου η τελευταία εκδηλά)νεται, έχει το χαρα κτηριστικό της φήμης. Οι μεταφράσεις εκείνες οι οποίες συνι
στούν κάτι παραπάνω από απλές αναμεταδόσεις του υλικού τους, γεννιούνται όταν ένα έργο έχει φτάσει, στην πορεία διαι ώνισης της ζωής του, στην εποχή της φήμης. Σε αντίθεση με
όσα διατείνονται οι κακοί μεταφραστές για τη δουλειά τους, τέτοιες μεταφράσεις δεν υπηρετούν τόσο το ίδιο το έργο όσο χρωστούν την "παρξή τους σε αυτό. Η ζωή του πρωτοτύπου κατακτά μέσα σε αυτές τη διαρκώς ανανεούμενη, ωριμότερη και πληρέστερη ανάπτυξή της.
Αυτή η ανάπτυξη, ως ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης και υψη λής μορφής ζω.ής, χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη και υψη
λή σκοπιμότητα. Η σχέση μεταξ" ζωής και σκοπιμότητας, που
αν και φαίνεται προφανής είναι ασύλληπτη από τη διάνοια,
αποκαλύπτεται μόνον όταν ο σκοπός εκείνος, προς τον οποί ον τείνουν όλες οι μεμονωμένες σκοπιμότητες, αναζητείται
όχι στη δι!κή του σφαίρα, αλλά σε μιαν ανώτερη.6 Όλες οι έν σκοπες εκδηλώσεις της ζωής, όπως και η ίδια η σκοπιμότητα
εν γένει, είναι σε τελική ανάλυση σκόπιμες όχι για την ίδια τη ζωή, αλλά για την έκφραση της ουσίας της, την εκδήλωση της σημασίας της. Κατ' αυτόν τον τρόπο η σκοπιμότητα της με
τάφρ~σης έγκειται στην έκφραση της εσωτερικής σχέσης των γλωσσών μεταξύ τους. Η μετάφραση πιθανότατα δεν αποκα λύπτει ή εδραιώνει η ίδια αυτή την κρυμμένη σχέση, μπορεί να την αναπαραστήσει στο βαθμό που την πραγματώνει σε εμβρυ'ίκή ή εντατική
μορφή. Αυτή η παρουσίαση της
κρυμμένης σημασίας μέσω μιας εμβρυ'ίκής προσπάθειας να καταστεί ορατή έχει μια τόσο μοναδική φύση, ώστε σπανίως
συναντάται στη σφαίρα της μη γλωσσικής ζωής. Αυτη, με τις αναλογίες και με τα σύμβολά της, βρίσκει άλλους τρόπους να υποβάλλει το νόημα από την εντατική -που σημαίνει, προ
Μ
WALTER BENJAMIN
καταl10λική, δηλωτική- πραγμάτωσή του. Κι εκείνη η προ \lποτιΟέμενη βαθύτερη σχέση μεταξύ των γλωσσών είναι η
υχέση μιας ιδιαίτερης σύγκλισης.7 Αυτή εδράζεται στο ότι Οί\ γλ(;)σσ~',ς δεν είναι ξένες μεταξύ τους, αλλά είναι,
a
ρήοή και
π{~ρ' απ6 κάθε ιστορικό συσχετισμό, εσωτερικά αλληλοδια
πλι,γμένες μέσα σε αυτό που θέλουν να εκφράσουν. Μέσω αυτής της προσπάθειας εξήγησης, η εξέτασή μας μοι
άζει να απολήγει και πάλι μέσα από άκαρπες παρακαμπτήριες οδούς στην παραδοσιακή θεωρία της μετάφρασης. Αν η συγγέ νεια των γλωσσών πρέπει ν' αποδεικνύεται από τις μεταφρά σεις, τότε με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό από το ν' αποδίδεται η μορφή και το νόημα του πρωτοτύπου τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια; Οπωσδήποτε η θεωρία εί
ναι δύσκολο να προσδιορίσει το χαρακτήρα αυτής της ακρί βειας, επομένως, εντέλει, δεν θα μπορούσε να φωτίσει τι είναι ουσιαστικό για μια μετάφραση. Στην πραγματικότητα, εντού
τοις, η συγγένεια των γλωσσών φαίνεται καθαρότερα και πιο βαθιά στη μετάφραση απ' ό,ΤΙ στην επιφανειακή και αόριστη ομοιότητα μεταξύ δύο λογοτεχνικών έργων. Για να συλλά βουμε την αυθεντική σχέση μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρα σης απαιτείται μια διερεύνηση ανάλογη προς την επιχειρημα τολογία με την οποία η κριτική της γνώσης οφείλει ν' αποδεί ξει το αδύνατο μιας θεωρίας της αντανάκλασης. Όπως εκεί
πρέπει να δειχθεί ότι στη γνώση δεν υπάρχει καμιά αντικειμε νικότητα, και μάλιστα δεν θα μπορούσε καν να υπάρξει η αξίωση γιg~άΤΙ,τέτοιο αν η γνώση συνίστατο στην αντιγραφή
του πραγματικού:\.έτσι κι εδώ μπορεί να δειχτεί ότι καμία με τάφραση δεν θα ήταν δυνατή αν ο τελικός της σκοπός ήταν η
απόλυτη ομοιότητα με το πρωτότυπο. Διότι στη μετά θάνατον
του -και αυτό δεν θα μπορούσε να ειπωθεί αν δεν επρό κειτο για τη μεταμόρφωση και την αναβίωση ενός πράγματος
:::::'.1;ω:ντανού- το πρωτότυπο υφίσταται μιαν αλλοίωση. Υπάρ t ,; ,ι'
~,ι'"
'"
'
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
65
χει μια συνεχιζόμενη ωρίμανση ακόμα και του τελειωμένου λόγου. Ό,τι στον καιρό του δημιουργού φαινόταν σαν ένα
προσωπικό ύφος μπορεί με τον καιρό να βρει την πλήρωσή του' εγγενείς τάσεις μπορούν να αναδυθούν εκ νέου μέσα από το ήδη διαμορφωμένο. Ό,τι κάποτε υπήρξε νέο μπορεί αργότε
ρα να γίνει τετριμμένο, ό,τι υπήρξε κοινό θα γίνει αργότερα αρχα·ίκό. Το ν' αναζητά κανείς την ουσία τέτοιων αλλοιώσεων -όπως και αυτών του νοήματος, που είναι εξίσου συνεχείς-,
στην υποκειμενικότητα των επιγόνων μάλλον παρά στην ίδια τη ζωή της γλώσσας και των δημιουργημάτων της, θα σήμαινε -ακόμη και αν δεχόμαστε τον χονδροειδέστερο ψυχολογι σμό- μια σύγχυση ανάμεσα στη γενεσιουργό αιτία ι;νός πράγ
ματος και στην 'Θυσία του. Πολύ περισσότερο θα σήμαινε ότι αρνούμαστε, λόγω κάποιας αδυναμίας της σκέψης, μία από τις πιο δυναμικές και γόνιμες ιστορικές διαδικασίες. Και αν
ακόμα θέλαμε ν' αναγάγουμε την τελευταία κονδυλιά ενός
συγγραφέα σε
coup de grace*
του έργου του, κάτι τέτοιο δεν
θα μπορούσε και πάλι να σώσει αυτή τη νεκρή θεωρία της με
τάφρασης. Γιατί όπως ο τόνος και η σημασία των μεγάλων έρ γων της λογοτεχνίας αλλάζουν' ολοκληρωτικά με το πέρασμα
των αιώνων, έτσι αλλάζει καί η μητρική γλώσσα του μεταφρα στή. Καθώς μάλιστα η λέξη του συγγραφέα διαρκεί στη γλώσ σα του, ακόμη και η μεγαλοφυέστερη μετάφραση υφίσταται την αλλοίωση της δικής της γλώσσας και χάνει τη δραστικότη τα όσο περνάει ο χρόνος. Τόσο πολύ απέχει από το ν' αποτε
λεί την κενή εξίσωση δύο νεκρών γλωσσών, ώστε είναι απ' όλες τις φιλολογικές μορφές η πιο χαρακτηριστικά επιφoρτι~
σμέVΗ με το ειδικό έργο να επιβλέπει τις διαδικασίες ωρίμαν
σης της γλώσσας του πρωτοτύπου και τις ωδίνες του τοκετού της δικής της.8
* Χαριστική βολή (Σ,τ.Μ.).
~~. --------------------------------------~~~~~~~~ 'Ωταν στη μετάφραση φανέρώνεται η συγγένεια των δύο γλOl(J(J(ίlν. δεν εκδηλώνεται βέβαια μέσω μιας ασαφούς ομοιό τητας ανάμεσα στο πρωτότυπο και το αντίγραφό του. Χρειά ζεται ν' αναλογιστούμε αν και κατά πόσον η συγγένεια συνε πάγεται κατ' ανάγκη την ομοιότητα. Η έννοια της συγγένειας όπως τη χρησιμοποιούμε εδώ ταιριάζει περισσότερο με την
περιορισμένη και κοινή χρήση της: σε καμία από τις δύο πε ριπτώσεις δεν μπορεί να οριστεί επαρκώς μέσω της ταυτότη τας της καταγωγής, παρ' όλο που για την πιο στενή αυτή χρή ση η έννοια της καταγωγής είναι οπωσδήποτε απαραίτητη. Πού άραγε στηρίζεται ο αλληλοσυσχετισμός μεταξύ των δύο γλωσσών, αν παραβλέψουμε προς στιγμήν την ιστορική τους σχέση; Οπωσδήποτε όχι στην ομοιότητα των ποιητικών έργων ή των λέξεών τους. Η υπεριστορική συγγένεια των γλωσσών Ι
βρίσκεται μάλλον στο εννοούμενο που υπάρχει σε κάθε γλώσ- ' σα ως όλον -- π@όθεση ωστόσο την οποία καμία τους δεν
πραγματώνει από μόνη της αλλά εκπληρώνεται απ' όλες μαζί μέσ' από την ολότητα των προθέσεών τους που συμπληρώ- \
νουν η μία την άλλη: ττινκαθαρή γλώσσα. 9 Ενώ δηλαδή όλα
τα ατομικά στοιχεία, οι λέξεις, οι προτάσεις, αποκλείουν τον οιονδήποτε συσχετισμό ανάμεσα σε γλώσσες ξένες μεταξύ τους, οι γλώσσες αυτές αλληλοσυμπληρώνονται μέσα στις ίδιες τους τις προθέσεις. Για να συλλάβει κανείς αυτόν το νό μο που είναι από τους πιο θεμελιώδεις της φιλοσοφίας της γλώσσας, θα πρέπει να διαχωρίσει μέσα στην πρόθεση τον τρόπο εννοησης από το εννοούμενο. ΙΟ Οι λέξεις «brot» και «pain» σκοπεύουν το ίδιο αντικείμενο, η μορφή όμως με την οποία το εννοούν δεν είναι η ίδια. Χάρη σε αυτή τη μορφή η λέξη «brot» σημαίνει για έναν Γερμανό κάτι διαφορετικό απ' ό,τι η λέξη «pain» για έναν Γάλλο, και αυτό τις κάνει μη ανταλλάξιμες μεταξύ τους σε τελική ανάΚυση, αγωνίζονται να αποκλείσουν η μία -ίην άλλη. Όσον αφορά όμως την πρό
(,7
το ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΙ
θεσή τους, οι δύο λέξεις επιζητούν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ενώ, δηλαδή, η μορφή της πρόθεσης και στις δύο γλώσσες εί
ναι αμοιβαία αποκλειστική, εντός των γλωσσών από τις οποί ες προέρχονται αυτές οι λέξεις η μορφή της εννόησης βρίσκει το συμπλήρωμά της μέσα στο εννοούμενο. Στις ξεχωριστές, στις ανολοκλήρωτες γλώσσες το εννοούμενό τους ποτέ δεν
μπορεί να βρεθεί σχετικά ανεξάρτητο όπως στις ατομικές λέ ξεις ή προτάσεις, αλλά εμφανίζεται μάλλον σε μια κατάσταση συνεχούς ροής μέχρις ότου μπορέσει να αναδυθεί ως καθαρή γλώσσα από την αρμονία όλων εκείνων των διαφορετικών μορφών εννόησης. Ως τότε θα παραμένει κρυμμένο' μέσα στις
γλώσσες. Ι ι Όταν όμως αυτές αναπτύσσονται ως το μεσσιανι κό πλήρωμά Τθ-υς, τότε η μετάφραση αναφλέγεται στην αιώ νια ζωή των έργων και στην ατέρμονη ανακαίνιση της γλώσ σας. Η μετάφραση θέτει πάντα εκ νέου σε δοκιμασία την ιερή
ανάπτυξη
των γλωσσών:
πόσο
απομακρυσμένο
είναι
το
κρυμμένο τους νόημα από την Αποκάλυψη, πόσο κοντά είναι δυνατό να έρθει μέσ' από τη γνώση αυτής της απόστασης; Αυτό οπωσδήποτε αποτελεί ομολογία ότι κάθε μετάφραση
είναι μόνον ένας κάπως προσωρινός τρόπος να συμφιλιωθεί κανείς με την αλλοτριότητα των γλωσσών. Η ανθρωπότητα i δεν μπορεί.να ελπίζει ότι θα φτάσει ποτέ σε μια στιγμιαία και
, οριστική λύση αυτής της αλλοτριότητας, παρά μόνο σε μια • προσωρινή. Έμμεσα όμως, η ανάπτυξη των θρησκειών κάνει να ωριμάσει μέσα στις γλώσσες, ο κρυμμένος σπόρος μιας γλώσσας ανώτερης. Παρ' όλο που η μετάφραση, σε αντίθεση με την τέχνη, δεν μπορεί να εγείρει την απαίτηση τα προ'ίόντα
της να διαρκούν, ο στόχος της είναι αναφίβολα ένα τελικό, οριστικό
και
αποφασιστικό
στάδιο
της
γλωσσικής
δημι
ουργίας, Στη ,μετάφραση το πρωτότυπο ανυψώνεται σ' ένα υψηλότερσκαι καθαρότερο γλωσσικό επίπεδο. Δεν μπορεί να
ζήσει μονίμως εκεί, βέβαια, και άλλωστε δεν το φτάνει ποτέ
Ι,Κ
WALTER BENJAMIN
ολοκλήροιι. Μ' έναν εξαιρετικά διεισδυτικό τρόπο, δείχνει' τουλάχιστον το δρόμο που οδηγεί σε αυτή την περιοχή: τον
προκα()ορισμένο, άφθαστο μέχρι στιγμής τόπο της συμφιλίω
σης και της απαρτίωσης όλων των γλωσσών. Η μεταφορά δεν μπορεί να είναι ποτέ ολική, αλλά ό,τι φτάνει σε αυτή την πε
ριοχή είναι εκείνο ακριβώς το στοιχείο της μετάφρασης που
υπερβαίνει την απλή μεταβίβαση του περιεχομένου. Ακριβέ
στερα, μπορούμε να προσδιορίσουμε αυτόν τον ουσιώδη πυρήνα ως εκείνο που παραμένει μέσα σε αυτήν αμετάφρα
στο. 12 Ακόμη και όταν το επιφανειακό περιεχόμενο έχει απο
σταχθεί και μεταφραστεί στον μέγιστο βαθμό, το βαθύτερο αντικείμενο του ενδιαφέροντος του αληθινού μεταφραστή πα
ραμένει φευγαλέο, ασύλληπτο. Και δεν μπορεί να μεταδοθεί όπως ο ποιητικός λόγος του πρωτοτύπου γιατί η σχέση του περιεχομένου με τη γλώσσα είναι στο πρωτότυπο και στη με
τάφραση εντελώς .διαφορετική. Ενώ γλώσσα και περιεχόμενο αποτελούν μια ορισμένη ενότητα στο πρωτότυπο όπως το φρούτο και η φλούδα, η γλώσσα της μετάφρασης τυλίγει το
περιεχόμενό της όπως μια βασιλική χλαμύδα τις πτυχές της. Γιατί δηλώνει μια γλώσσα υψηλότερη απ' ό,τι είναι, και πα
ραμένει εξαιτίας αυτού, σε ασυμφωνία προς το ίδιο της το πε ριεχόμενο, επιβλητική και ξένη. Αυτή η διάζευξη εμποδίζει τη
μετάφραση, και ταυτοχρόνως την καθιστά περιττή. Γιατί κάθε μετάφραση ενός έργου που προέρχεται από μια ορισμένη επο χή της ιστορίας μιας γλώσσας αντιπροσωπεύει, ως προς μια
oρισμξνηπλ~ά του περιεχομένου του, τη μετάφραση σε όλες
τις άλλες γλώσσες. Έτσι η μετάφραση κατά τρόπο ειρωνικό μεταφυτεύει το πρωτότυπο, έστω και προσωρινά, σ' ένα πιο οριστικό γλωσσικό έδαφος, αφού δεν μπορεί πλέον να μετα τεθεί από καμιά δευτερεύουσα απόδοση. Το πρωτότυπο μπο ρεί να υψωθεί έως εκεί μόνο εξαρχής και σε διαφορετικά του
μέρη. Δεν είναι καθόλδυ σύμπτωση που η λέξη «ειρωνεία»
το ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
69
εδώ ανακαλεί στη μνήμη τους συλλογισμούς των Ρομαντικ(ί>ν. Αυτοί, πριν από κάθε άλλον, ήταν προικισμένοι με μια ενό ραση σχετικά με τη ζωή των έργων που έβρισκε την υψηλότε ρή της εκδήλωση στη μετάφραση. Βέβαια δεν την αναγνώριζαν
καθόλου ως τέτοια και μάλλον έστρεφαν όλη τους την προσο χή στην κριτική, έναν άλλον, αν και μικρότερο, παράγοντα για τη διαιώνιση της ζωής των έργων. Αλλά παρ' όλο που οι
Ρομαντικοί αγνοούσαν στην πράξη τη μετάφραση μέσα στα
θεωρητικά τους κείμενα, οι ίδιες τους οι θαυμάσιες μεταφριt' σεις μαρτυρούν την αίσθηση που είχαν της ουσίας και της
αξίας αυτής της φιλολογικής μορφής. Η αίσθηση ~υτή της με τάφρασης δεν φαίνεται κατ' ανάγκην ισχυρότερη στους ποιη
τές ίσως μά~ιστα αυτοί να είναι λιγότερο ανοιχτοί σε αυτήν. Ούτε η ιστορία της λογοτεχνίας μοιάζει να επιβεβαιώνει τη
συμβατική προκατάληψη σύμφωνα με την οποία οι μεγάλοι
ποιητές είναι και οι καλύτεροι μεταφραστές, ενώ οι ελάσσο νες ποιητές είναι δήθεν κακοί μεταφραστές. Μερικοί από τους
πιο ονομαστούς, όπως ο Λούθηρος, ο
Voss
και ο
Schlegel,
εί
ναι ασυγκρίτως σημαντικότεροι ως μεταφραστές απ' ό,τι ως δημιουργικοί
Holderlin
και
συγγραφείς
ο
Stefaπ
. μερικοί από αυτούς, όπως ο George, δεν μπορούν απλώς να
συνυπολογίζονται στους ποιητές λόγω ακριβώς του ότι υπήρ
ξαν μεταφραστές. Επειδή η μετάφραση είναι μια ιδιαίτερη μορφή, το έργο του μεταφραστή πρέπει να θεωρείται ξεχωρι
στό και σαφώς διακριτό από εκείνο του ποιητή. ΤΟ έργο του μεταφραστή έγκειται στην ανακάλυψη εκείνης ακριβώς της πρόθεσης σε σχέση με τη γλώσσα στην οποία γί
νεται η μετάφραση, η οποία θ' ανακαλέσει μέσα στη γλώσσα της μετάφρασης την ηχώ. του πρωτοτύπου. Εδώ βρίσκεται ένα βασικότατο χαρακτηριστικό της μετάφρασης το οποΙο τη δια
φοροποιεί από το ποιητικό έργο, γιατί η πρόθεση του τε λευταίου δεν σκοπεύει τη γλώσσα ως τέτοια, στην ολότητά
WALTER BENJAMJN
10
της. αλΜ <"ιμl'σα και αποκλειστικά ορισμένες γλωσσικές σχέ σης του πl'ριεχομένου. Αντίθετα με τα έργα της λογοτεχνίας, η μr.τι'ιφραση δεν βρίσκεται καθεαυτή στο κέντρο του γλωσσι κοί, δί.ι.σους αλλά στην περιφέρεια της δεντρόφυτης έκτασης
καλεί μέσα σε αυτό χωρίς η ίδια να μπαίνει, στοχεύοντας στο μοναδικό εκείνο σημείο όπου η ηχώ της μπορεί να δώσει, στην ίδια της τη γλώσσα, τις απηχήσει ς του έργου στην ξένη.
Η πρόθεσή της δεν έχει μόνο διαφορετικό στόχο από εκείνον ενός λογοτεχνικού έργου -στοχεύει τη γλώσσα ως όλον με ένα συγκεκριμένο έργο σε μια ξένη γλώσσα- αλλά είναι αυτή η ίδια διαφορετική: η πρόθεση του αφελής,
πρωτογενής,
παραστατική,
ενώ
του
μεταφραστή
δευτερογενής, σκόπιμη, ιδεοποιημένη. Γιατί το μέγα έΡΥΟ του μεταφραστή είναι η ενοποίηση των πολλών γλιοσσιί)ν σε μία
και αληθινή γλώσσα,Ι3 Η γλώσσα αυτή είναι τέτοια ώστε οι επιμέρους προτάσεις, τα έργα, η κριτική δεν επικοινωνούν
μεταξύ τους αφού παραμένουν εξαρτημένα από τη μετάφρα ση, στην οποία όμως οι ίδιες οι γλώσσες, συμπληρωμένες και συμφιλιωμένες μέσα στον τρόπο της εννόησής τους, εναρμο
νίζονται. Αν υπάρχει λοιπόν μια γλώσσα της αλήθειας, το εσωτερικές εντάσεις και ακόμα σιωπηλό απόθεμα της
έσχατης σημασίας την οποία ολόκληρη η σκέψη αναζητεί, τό τε αυτή η γλώσσα της αλήθειας είναι και η αληθιν1ι γλώσσα. Και αυτή ακριβ(ός η γλώσσα, η προαίσθηση και η περιγραφή
της οποίας είναι η μοναδική ολοκλήρωση την οποία μπορεί να ελπίζει η φιλοσοφία, είναι κατά τρόπο συμπυκνωμένο
κρυμμένη μέσα'στις μεταφράσεις. Δεν υπάρχει μούσα της φιλοσοφίας, ούτε και μούσα της μετάφρασης. Δεν είναι όμως αυτές τόσο βάναυσες όσο πολλοί συναισθηματικοί καλλιτέχνες θα ήθελαν να νομίζουν. Γιατί
",,.,.1.,,,,,,1
ένα ωιλοσοφικό πνεύμα που χαρακτηρίζεται από τον
ακριβώςtτη γλώσσα η οποία εκδηλώνεται μέ
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ίt
σω της μετάφρασης: «Les langues imperfait siers, manque la supr~me: penser etant ecrire
en sela que sans accessoires, ηί chucfiotement mais tacite encore l' immorteHe parole; la diversite, sur teπe, des idiomes emp~che personne de proterer des mots qui, sinon se trouveraient, par une frappe unique, elle m~me mat~riallement la veήt6>.* Αν ένας φιλόσοφος καταλα βαίνει πλήρως αυτό που υπαινίσσεται εδώ ο Mallarme, η με τάφραση, με τα ιζήματα που περικλείει μιας τέτοιας γλώσσας, βρίσκεται ανάμεσα στην ποίηση και στη θεωρία. Το έργο της είναι λιγότερο δυνατό να οριστεί, αλλά αφήνει παρ' όλ' αυτά σφραγίδα στην ιστορία.
Αν το καθήκον του μεταφραστή αντικρίζεται κάτω από αυτό το φως, ο δρόμος προς μια ενδεχόμενη λύση φαίνεται πολ'ίι πιο σκοτεινός και απροσπέλαστος. Πράγματι, το πρόβλημα της ωρίμανσης του σπόρου της καθαρής γλώσσας μέσα σε μια
μετάφραση μοιάζει άλυτο, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με κανέναν τρόπο. Γιατί αν η αναπαραγωγή του νοήματος πάψει να είναι αποφασιστική, το έδαφος δεν μοιάζει να υποχωρεί κάτω από μια τέτοια λύση; Ιδωμένο αρνητικά, αυτό είναι στην πραγματικότητα το νόημα όλων των προηγουμένων. Πι
στότητα και ελευθερία -ελευθερία της νοηματικής ανάπλα και, στην υπηρεσία της, πιστότητα στη λέξη του πρωτο τύπου--- είναι οι παραδοσιακότερες έννοιες σε κάθε συζήτηση σχετικά με τη μετάφραση. Μια θεωρία που αναζητά στη μετά φραση κάτι άλλο από τη νοηματική απόδοση δεν μοιάζει να μπορεί να τις υπηρετήσει. Παρ' όλ' αυτά η παραδοσιακη τους
* Οι γλώσσες είναι ατελείς επειδή είναι πολλές, η υπέρτατη μεταξύ τους λεί πει: η σκέψη είναι γραφή, χωρί'ς βοηθήματα, χωρίς ούτε ακόμα και ψιθύρους,
γιατί η αθάνατη λέξη παραμένει μέχρι στιγμής σιωπηλή' η πολλαπλότητα των διαλέκτων πάνω στη γη δεν αφήνει κανέναν να ξεστομίσει τις λέξεις οι οποί ες αλλΙfιJς, με μιαν αστραπιαία κίνηση, θα ενσάρκωναν την αλΤlθεια.
η
WALTER BENJAMIN
χρήοη τις παρουσιάζει σαν να βρίσκονται σε απόλυτη αντίθε
αη μεταξύ τους. Τι μπορεί άραγε να προσφέρει πραγματικά η πιστότητα στην απόδοση του νοήματος; Η πιστότητα στη με
τάφραση της ξεχωριστής λέξης δεν μπορεί ποτέ να εκφράσει ολόκληρο το ν()ημα που έχει στο πρωτότυπο. Διότι το νόημα, στην ποιητική του σημασία την οποία έχει στο πρωτότυπο,
δεν εξαντλείται στο νοούμενο αλλά αποκτά αυτήν ακριβώς τη σημασία καθώς ο τρόπος της εννόησης συνδέεται με το εννο ούμενο μέσα στη συγκεκριμένη λέξη. Λέμε συνήθως ότι οι λέ ξεις μεταφέρουν ένα συγκινησιακό φορτίο. Μια κατά λέξη απόδοση της σύνταξης των προτάσεων διαστρέφει ολοκληρω
τικά τη θεωρία της αναπαραγωγής του νοήματος και απειλεί άμεσα να το καταστήσει ακατανόητο. Τον δέκατο ένατο αιώ
να θεωρούσαν πως η μετάφραση του Σοφοκλή από τον
Holderlin
ήταν ένα τεραΤώδες παράδειγμα μιας τέτοιας ανα
κρίβειας στη λέξη. Τελικά, βλέπουμε ότι η πιστότητα στην απόδοση της μορφής δυσκολεύει αυτήν του νοήματος. Αντί στοιχα, η απαίτηση της κατά λέξη μετάφρασης αντιστρατεύε ται την επιθυμία διατήρησης του νοήματος. Το νόημα υπηρε
τείται πολύ καλύτερα -και η λογοτεχνία και η γλώσσα πολύ χειρότερα- από την αχαλίνωτη ελευθερία των κακών μετα φραστών. Αναγκαστικά, ως εκ τούτου, η απαίτηση για πιστό
τητα, της οποίας το αίτημα είναι δικαιολογημένο αλλά τα νό
μιμα θεμέλια αρκετά σκοτεινά, πρέπει να γίνεται κατανοητή μέσα σ' ένα ριζικότερο πλαίσιο. Όπως τα θραύσματα ενός κε ραμικού για να συγκολληθούν μεταξύ τους πρέπει να εφαρ
μόζουνΤθ ~ στο άλλο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια,
παρ' όλο που δεν χρειάζεται καθόλου να είναι όμοια, έτσι και η μετάφραση πρέπει, αντί να προσομοιώνεται στο νόημα του πρωτοτύπου, να ενσωματώνει τη μορφή της εννόήσης
εκείνου στη γλώσσα της, καθιστώντας πρωτότυπο και μετά φραση αναγνωρίσιμα ω~ θραύσματα μιας ευρύτερης γλώσσας,
ΤΟ ΕΡΙΌ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
73
όπως ακριβώς τα θραύσματα που συνθέτουν το σπασμένο κε
ραμικό. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η μετάφραση πρέπει σε μεγάλο βαθμό ν' αποφεύγει την επιδίωξη να μεταδώσει κάτι, να μεταφέρει ένα νόημα, και ως προς αυτό το πρωτότυπο της
είναι χρήσιμο μόνο στο βαθμό που έχει απαλλάξει το μετα φραστή και τη μετάφρασή του από την υποχρέωση της μετά
δοσης. Στην περιοχή της μετάφρασης ισχύει επίσης το εν άΡΧfl ην ό λόγος. Από την άλλη μεριά είναι δυνατόν, όσον αφορά
το νόημα, και μάλιστα πρέπει, η γλώσσα μιας μετάφρασης να προχωρεί έτσι ώστε να εκφράζει την πρόθεση του πρωτοτύ
που όχι ως αναπαραγωγή, αλλά ως αρμονία, ως συμπλήρωμα μέσα στη γλώσσα με την οποία εκφράζεται. Επομένως δεν εί
ναι το κολακευτικότερο γνώρισμα μιας μετάφρασης, ιδιαίτε
ρα κατά την εποχή της συγγραφής της, να διαβάζεται όπως ένα πρωτότυπο στη γλώσσα της. Η σημασία της πιστότητας, η
οποία υποτίθεται ότι διαφυλάσσεται με την κατά λέξη απόδο ση, είναι μάλλον η νοσταλγία της γλωσσικτις συμπλήρωσης που εκφράζεται μέσ' από το έργο. Η αληθινή μετάφραση είναι
διάφανη: δεν επικαλύπτει το πρωτότυπο, δεν σκιάζει τη λάμ του, αλλά επιτρέπει στην καθαρή γλώσσα, ενδυναμωμένη
από το ίδιο της το μέσο, τόσο περισσότερο ν' ακτινοβολεί μέ σα στο πρωτότυπο. Αυτό επιτυγχάνεται πάνω απ' όλα με την κατά Μξη απόδοση της σύνταξης, που αναδεικνύει μάλλον τις λέξεις παρά τις προτάσεις ως το αρχικό και κύριο στοι χείο του μεταφραστή. 14 Γιατί αν η πρόταση είναι το τείχος
μπροστά από τη γλώσσα του πρωτοτύπου, η κατά λέξιν ακο λουθία εΙναι η στοά.
Ελευθερία και πιστότητα ως προς το πρωτότυπο έχουν κατά παράδοση θεωρηθε,ί αντιτιθέμενες τάσεις. Αυτή η βαθύ
τερη ερμηνεία της μίας ολοφάνερα δεν βοηθάει στη όυμφιλίω τους αντίθετα, μοιάζει να αποστερεί από κάθε νομιμότητα την άλλη. Γιατί τι άλλο εννοοούμε ως ελευθερία, από το να
!:Ι.
WALTER flENJAMIN
__._...._
πnίιn να Οε.ωρείται απολύτως σημαντική η απόδοση του νοή ματος; Ακόμη και 6ταν το νόημα μιας γλωσσικής δημιουργίας ι'ξω(ί)νεται με την πληροφορία την οποία μεταδίδει, εξακο λο\!ΟεΙ να παραμένει σε αυτό ένα στοιχείο έσχατο και αποφα
οιστικ(') που υπερβαίνει κάθε επικοινωνία
-
αρκετά οικείο
και 6μως άπειρα μακρυνό, αποκρυμμένο ή πιο φανερό, απο σπασματικ6 ή πανίσχυρο. Μέσα σε όλη τη γλώσσα και τις γλωσσικές δημιουργίες παραμένει, πέρ' απ' οτιδήποτε μπορεί
να μεταδοθεί, κάτι το αν-επικοινώνητο, κάτι το οποίο, ανά
λογα με το πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται, συμβολίζει ή συμβολίζεται. Και είναι μ6νο το πρώτο μέσα στα πεπερασμέ να και κλειστά προ'ίόντα της γλώσσας, ενώ το δεύτερο είναι μέσα στο ίδιο το γίγνεσθαι των γλωσσών. Κι εκείνο το οποίο ζητάει ν' αναπαρασταθεί, να δημιουργηθεί μέσα στο γίγνεσθαι των γλωσσών, αυτό είναι ο πυρήνας της καθαρής γλώσσας. Αν και αποκρυμμένο και αποσπασματικό, αποτελεί μια ενερ γή δύναμη στη ζωή ως το ίδιο το συμβολιζόμενο πράγμα, αν
και κατοικεί μέσα στις γλωσσικές δημιουργίες μόνον υπό συμβολίζουσα μορφή,Ι5 Παρ' όλο που αυτή η έσχατη ουσία, η καθαρή γλώσσα, βρίσκεται στα διάφορα ιδιώματα προσδεδε μένη πάντα στα γλωσσικά στοιχεία και στις μεταβολές τους, μέσα στη Υλωσσική δημιουργία αποκτά ένα βαρύ, αλλότριο νόημα. Το να την απαλλάξει από αυτό, το να μετατρέΨει το συμβολίζον σε συμβολιζόμενο, το να εμβαπτίσει και πάλι την καθαρή γλώσσ_α μέσα στη γλωσσική ροή, αυτή είναι η τρομε
ρή και μcχvάδικη"''LΚανότητα της μετάφρασης. Μέσα σε αυτή την καθαρή γλώσσα -1] οποία δεν εννοεί ή Εκφράζει πλέον τίποτε αλλά είναι, ως ανέκφραστος και δημιουργικ6ς Λόγος, εκείνη την οποία υπονοούν όλες οι γλώσσες- κάθε πληροφο ρία, κάθε νόημα και κάθε πρόθεση συναντούν ένα επίπεδο στο οποίο είναι μοιραίο να διαλυθούν. Αυτό ακριβώς το επί πεδο είναι που πρoσφέρε~ μια νέα και υψηλότερη δικαίωση
ΊΌ
EPrO
ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΙ'ΑΣΤΗ
7~
στην ελεύθερη μετάφραση' αυτή η δικαίωση δεν προέρχεται
από το νόημα εκείνου που πρέπει να μεταφερθεί, γιατί η χει ραφέτηση από αυτό το νόημα είναι το καθήκον της πιστότη
τας. Μάλλον, για χάρη της καθ~α.ς γλώσσας, μια ελεύθερη μετάφραση θεμελιώνει αυτή τη
κιμασία στη δική της τη
γΜ)σσα. Το καθήκον του μεταφ αστή είναι να ελευθερώσει μέσα στη δική του γλώσσα εκεί η την καθqρή γλώσσα που βρίσκεται κάτω από το ρήμα της άλλης, να ελευθερώσει τη γλώσσα που είναι φυλακισμένη μέσα στο έργο αναδημιουργά) ντας εξαρχής αυτό το έργο. Για χάρη της καθαρής γλώσσας πρέπει να διαπεράσει τους σαθρούς φραγμούς της .δικής του γλώσσας. Ο Λούθηρος, ο
Voss,
ο
Holderlin
και ο
George
έχουν επεκτείν~ι τα σύνορα της γερμανικής γλώσσας.
Αλλά ποια η σημασία του νοήματος για τη σχέση του πρω τοτύπου με τη μετάφραση; Μια παρομοίωση μπορεί να χρη
σιμεύσει εδά). Όπως ακριβώς μια εφαπτομένη αγγίζει ανεπαί σθητα τον κύκλο σε ένα και μόνο σημείο, και όπως αυτή η επαφή και όχι το σημείο υπαγορεύει το νόμο σύμφωνα με τον οποίο συνεχίζει την ευθεία πορεία της στο άπειρο, έτσι και
μια μετάφραση αγγίζει ανεπαίσθητα το πρωτότυπο και μόνο στο άπειρα μικρό σημείο του νοήματος, ύστερα ακολουθεί τη δική της πορεία σύμφωνα με τους καν6νες της πιστ6τητας στην ελευθερία της γλωσσικής ροής. Δίχως να την ονομάζει και να την αιτιολογεί, ο
Rudolf Pannwitz
έχει επισημάνει την
αληθινή σημασία αυτής της ελευθερίας. Οι παρατηρήσεις του περιέχονται στο
Die
Κrisis dereιiropaischen
KuJtur και
μπο
ρούν κάλλιστα να θεωρηθούν, μαζί με τις Σημειώσεις του
Γκαίτε στο
WestestJicher Diwan,
ως το σημαντικότερο σχόλιο'
στη θεωρία της μετάφρασης που έχει εκδοθεί ποτέ στη Γερμα
νία. Ο
Pannwitz
γράφει: «Οι μεταφράσεις μας, ακόμη και οι
καλύτερες από αυτές, ξεκινούν απ6 μια εσφαλμένη προϋπόθε ση. Θέλουν να κάνουν τα ινδικά, τα ελληνικά, τα αγγλικά
ΊΙ,
WALTER BENJAMIN
γlνμανικ(ι. αντί να κάνουν τα γερμανικά ινδικά, ελληνικά,
αγγλικ(ι. Οι μεταφραστές μας τρέφουν πολύ μεγαλύτερο όε Ι\ασμ6 για την καθιερωμένη χρήση της δικής μας γλώσσας πα
ρ(ι για το πνεύμα των ξένων έργων ... Το βασικό σφάλμα του μεταφραστή είναι ότι διατηρεί το συμπτωματικό επίπεδο στο οποίο εκδιπλώνεται η δική του γλώσσα, αντί ν' αφήσει τη
γλάJσσα του να επηρεαστεί ισχυρά από την ξένη γλώσσα. Ει δικά όταν μεταφράζει από μια
yMJooa
πολύ μακρινή από τη
δική του, πρέπει να ανατρέχει πίσω στα πρωτογενή στοιχεία της ίδιας της γλώσσας και να διεισδύει στο σημείο εκείνο όπου ο λόγος, η εικόνα και ο τόνος συγκλίνουν. Πρέπει να
εκτείνει και να βαθαίνει τη γλώσσα του μέσω της ξένης γλώσ σας. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί γενικά ως ποιο βαθμό είναι αυτό δυνατό, ως π οιο βαθμό κάθε γλώσσα μπορεί να μετα μορφωθεί, πόσο διαφέρει γλώσσα από γλώσσα, όσο και διά λεκτος από διάλεκτο' ωστόσο αυτό το τελευταίο αληθεύει μό νον εφόσον παίρνει κανείς τη γλώσσα σοβαρά, όχι όταν την αντιμετωπίζει επιφανειακά».16 Το κατά πόσον μια μετάφραση κατορθώνει να παραμείνει σύμφωνη με την ουσία αυτής της μορφής καθορίζεται αντι κειμενικά από τη μεταφρασιμότητα του πρωτοτύπου. Όσο μι
κρότερη αξία και αυτοτέλεια ύφους διαθέτει η γλώσσα του, όσο πιο πολύ είναι πληροφορία, τόσο λιγότερο αποτελεί γό νιμο πεδίο για μετάφραση, μέχρις ότου όλο το βάρος του πε
ριεχoμένoυ,JΊ:oυ σε καμία περίπτωση δεν είναι μοχλός για μια μετάφραση~ρακτηριστικής μορφής, την καταστήσει αδύ
νατη. Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο ενός έργου τόσο πε ρισσότερο παραμένει αυτό μεταφράσιμο, ακόμη και αν το
νόημά του θίγεται ανεπαίσθητα και μόνο. Αυτό βέβαια ισχύει αποκλειστικά για τα πρωτότυπα. Οι μεταφράσεις αντίθετα
αποδεικνύονται αμετάφραστες, όχι λόγω κάποιας εγγενούς δυσκολίας, αλλά λόγω της χαλαρότητας με την οποία συνδέο
ro~O~M~~~ru
υ
νται με το νόημα. Οι μεταφράσεις του
Holderlin,
και ιδιαίτε
ρα εκείνες των δύο τραγωδιών του Σοφοκλή, επιβεβαιώνουν θαυμάσια αυτή την άποψη από κάθε ουσιαστική σκοπιά. Μέ
σα σε αυτές η αρμονία της γλώσσας είναι τόσο βαθιά, που το νόημά τους αγγίζεται από τη γλώσσα όπως οι χορδές της αι ολικής άρπας από τον άνεμο. Οι μεταφράσεις του
Holderlin
είναι αρχέτυπα στο είδος τους. Στέκουν απέναντι και στις πιο ολοκληρωμένες ακόμη αποδόσεις των αρχικών κειμένων
όπως το πρωτότυπο προς το αντίγραφο. Αυτό αποδεικνύει και η σύγκριση των μεταφράσεων του Τρίτου Πυθιόνικου του Πινδάρου από τον
HOlderlin
και από τον
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο οι μεταφράσεις
Rudolf Borchardt. του Holderlin ειδι
κά εμπεριέχου'\L τον τρομερό κίνδυνο όλων των μεταφράσεων:
να καταρρεύσουν αιφνίδια τα τείχη μιας τόσο αποκαθαρμέ νης και διευρυμένης γλώσσας, καταδικάζοντας το μεταφρα στή στη σιωπή. Οι μεταφράσεις του Σοφοκλή ήταν το τε λευταίο έργο του
Holderlin.
Σε αυτές το νόημα βυθίζεται από
άβυσσο σε άβυσσο, σε σημείο που κινδυνεύει να χαθεί στα απύθμενα βάθη της γλώσσας. Υπάρχει, ωστόσο, ένα όριο. Αυτό παρέχεται προνομιακά και κατ' εξαίρεσιν μόνο στην Ιε ρή Γραφή, στην οποία το νόημα έχει πάψει ν' αποτελεί περιο ρισμό για την υπερχείλιση της γλώσσας και της Αποκά
λυψης.17 Όπου ένα κείμενο ανάγεται σε αλήθεια ή δόγμα, όπου μοιάζει να είναι η «αληθινή γλώσσα» με όλη της την κυριολεκτικότητα και χωρίς τη διαμεσολάβηση του νοήματος, αυτό το κείμενο είναι απεριόριστα μεταφράσιμο. Σε αυτή την
περίπτωση η μετάφραση απαιτείται μόνο εξαιτίας της πολλα πλότητας των γλωσσών, όχι χάριν αυτού του ιδίου. Όπως ακριβώς στο πρωτότυπο γλώσσα και αποκάλυψη είναι χωρίς εσωτερικές εντάσεις ένα, έτσι και η κατά λέξη απόδοση πρέ πει
να
συνενώνεται
interlinearversion. 18
με
την
ελευθερία
στη
μορφή
της
Γιατί σε κάποιο βαθμό όλες οι μεγάλες
111
WALTER
ΒΕΝΙΑΜΙΝ
γραφ{ις, ιδιαίτερα όμως οι Ιερές Γραφές, περικλείουν ανάμεσα ατις γραμμές τη δυνατή τους μετάφραση. Η
interlinearversion
του ιε.ροιΊ κειμένου είναι το αρχέτυπο ή το ιδεώδες κάθε με τάφρασης.
ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΜΗΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑI
Η φύση δημιουργεί ομοιότητες. Αρκεί ν' αναλογιστεί κανείς το μιμητισμό. Τη μεγαλύτερη ικανότητα να παράγει ομοιότη τες, όμως, την έχει ο άνθρωπος. Το χάρισμά του να διακρίνει
ομοιότητες δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατάλοιπο της κά ποτε πανίσχυρης ανάγκης να γίνεται και να συμπεριφέρεται
σαν κάτι άλλο. 2 Ίσως δεν υπάρχει καμία από τις ανώτερες λειτουργίες του στην οποία η μιμητική ικανότητα να μην
ζει έναν αποφασιστικό ρόλο. Αυτή η ικανότητα έχει ωστόσο μια ιστορία, τόσο με τη φυλογενετική όσο και με την οντογενετική έννοια. Όσον αφο ρά την τελευταία, σχολείο της είναι κατεξοχήν το παιχνίδι.
Το παιδικό παιχνίδι διαπερνάται εξ ολοκλήρου από μιμητικές
συμπεριφορές, και το εύρος τους δεν περιορίζεται κ~τά κανέ ναν τρόπο σε αυτό που ένας άνθρωπος μπορεί να από έναν άλλον. 3 Το παιδί δεν παίζει μόνο το δάσκαλο ή τον έμπορο, αλλά και τον ανεμόμυλο, το ποταμάκι, το σιδηρό
δρομο. Τι του χρησιμεύει λοιπόν αυτή η άσκηση της μιμητι κής ικανότητας;
WALTER BENJAMIN
ΗΟ
Η απ(χντηση στο ερώτημα προϋποθέτει μια κατανόηση της φυλογενετικής σημασίας της μιμητικής ικανότητας. Εδώ δεν
ΙΧQκεί απλώς ν' αναλογιστούμε αυτό που σήμερα εννοούμε με την έννοια της ομοιότητας. Ως γνωστόν, η περιοχή της ζωής η
οποία κάποτε φαινόταν να κυριαρχείται από το νόμο της ομοιότητας ήταν καθολική' αφορούσε το μικρόκοσμο όσο και
το μακρόκοσμο. Αλλά αυτές οι φυσικές αντιστοιχίες (Κοπes
pondenzen)4
δεν αποκτούν την πραγματική τους σημασία πα
ρά μόνον όταν αντιληφθούμε ότι όλες ανεξαιρέτως διεγεί ρουν και αφυπνίζουν τη μιμητική ικανότητα που τους αντα ποκρίνεται μέσα στον άνθρωπο. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ούτε οι μιμητικές δυνάμεις ούτε τα μιμητικά αντικείμενα έχουν παραμείνει τα ίδια στο πέρασμα των χιλιετηρίδων.
Πρέπει, αντίθετα, να υποθέσουμε ότι το χάρισμα να επι τυγχάνουμε ομοιότητες -παραδείγματος χάριν στο χορό, του οποίου αυτή ακριβ~ς ήταν η αρχαιότερη λειτουργία- και ως εκ τούτου επίσης το χάρισμα να τις αναγνωρίζουμε, έχει αλ λάξει με την εξέλιξη της ιστορίας. Η κατεύθυνση αυτής της αλλαγής μοιάζει να καθορίζεται
από τον αυξανόμενο εκφυλισμό της μιμητικής ικανότητας.5 Διότι, προφανώς, ο κόσμος της αντίληψης του σύγχρονου αν
θρώπου δεν διατηρεί παρά μόνο ελάχιστα κατάλοιπα από εκείνες rις!tαγικές αντιστοιχίες και αναλογίες που ήταν οι
κείες στους αρ~αίoυς λαούς. Το ερώτημα είναι, στην πραγμα τικότητα, αν έχουμε να κάνουμε με τον εκφυλισμό αυτής της ικανότητας ή με μια μεταμόρφωσή της. Κάποιες ενδείξεις για
την κατεύθυνση την οποία θα μπορούσε να έχει μια τέτοια με ταμόρφωση μπορούμε ν' αντλήσουμε, έστω και έμμεσα, από
την αστρολογία. 6 Πρέπει να υποθέσουμε ότι αρχικά, σ' ένα μακρινό παρελ θόν, ανάμεσα στις διαδικασίες οι οποίες θεωρήθηκαν άξιες
μιμήσεως ήταν και αυτές των ουράνιων φαινομένων. Στο χο
ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΜΗΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
111
ρό, όπως και σε άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις, μπορούσε κατ' αυτόν τον τρόπο να παράγεται και να βρίσκει εφαρμογή μια τέτοια ομοιότητα. 7 Αλλά εάν πράγματι το μιμητικό πνεύ μα υπήρξε ζωτικής σημασίας για τους αρχαίους, δεν είναι δύ
σκολο να φανταστούμε ότι η πλήρης κατοχή αυτού του χαρί σματος, καθώς και η τέλεια πρόσδεσ~ του στη μορφή του κο σμικού Είναι, θεωρήθηκε ότι ανήκουν στο ανθρώπινο βρέφος. Η νύξη στο χώρο της αστρολογίας μπορεί να μας προσφέ ρει ένα πρώτο σημείο αναφοράς για την κατανόηση της έν νοιας της μη αισθητηριακής σμσιότητας.8 Είναι αλήθεια ότι
στη δική μας ύπαρξη δεν υπάρχει πια εκείνο που έκάνε κάπο τε δυνατό να μιλάει κανείς γι' αυτού του είδους την ομοιότη τα και, κυρίως,-να την προκαλεί. Παρ' όλ' αυτά είμαστε ακό
μη κάτοχοι ενός κώδικα, σύμφωνα με τον οποίον η έννοια της «μη αισθητηριακής ομοιότητας» μπορεί να οδηγηθεί πλη
σιέστερα σε κάποια εξήγηση. Και αυτός ο κώδικας είναι η γλώσσα.
Από αμνημονεύτων χρόνων έχει αναγνωριστεί κάποια επιρροή της μιμητικής λειτουργίας στη γλώσσα. Αυτό όμως έγινε δίχως συγκεκριμένο θεμέλιο: δίχως να εξεταστεί η ευρύ τερη σημασία, και ακόμη λιγότερο η ιστορία, της μιμητικής
. ικανότητας. Προπάντων όμως τέτοιες σκέψεις παρέμειναν εξαρτημένες από τον κοινό αισθητηριακό χώρο της ομοιότη τας. Έτσι η μιμητική συμπεριφορά, που βρίσκεται στη βάση της δημιουργίας της γλώσσας, ταξινομήθηκε υπό το όνομα της σνσματσπσιίας.9 Τώρα εάν η γλώσσα, όπως είναι
δειγμένο, δεν είναι ένα συμφωνημένο σύστημα σημείων, θα εί μαστε διαρκώς αναγκασμένοι να καταφεύγουμε στο είδος των σκέψεων που στην πιο πρωτόγονη μορφή τους εμφανίζονται ως ονοματοποιητικός τρόπος εξήγησης. Το ερώτημα είναι:
μπορεί αυτός να αναπτυχθεί και να προσαρμοστεί στις ανά γκες μιας πιο ικανοποιητικής κατανόησης;
ΗΙ
WALTER
ΒΕΝΙΑΜΙΝ
«ΚάΟε λέξη, καΙ η γλώσσα στο σύνολό της», έχει ειπωθεί,
«είναι ονοματοποιητική». Δύσκολο να συλλάβει κανείς το πρ6γραμμα
το οποίο
υπονοείται σ'
αυτήν την πρόταση.
Ωστ{)σο η έννοια της μη αισθητηριακής ομοιότητας θα
ρούσε να μας προσφέρει κάποιες λαβές. Διότι εάν
οι
οποίες σημαίνουν το ίδιο πράγμα σε διαφορετικές γλώσσες διατάσσονται γύρω από το σημαινόμενο αυτό στο κέντρο
τους, θα πρέπει να καταλάβουμε με ποιον τρόπο όλες τους τη στιγμή που συχνά δεν έχουν την παραμικρή ομοιότητα με ταξύ τους- είναι όμοιες με το σημαινόμενο στο κέντρο τους
το οποίο σημαίνουν. ΙΟ Αυτού του είδους η ομοιότητα, όμως, δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο από τις σχέσεις μεταξύ λέξε ων οι οποίες σημαίνουν το ίδιο πράγμα σε διάφορες γλώσσες,
, όπως
ακριβώς, γενικά, ούτε η σκέψη μας μπορεί να περιορι
στεί στην εκφερόμενη λέξη' αφορά εξίσου και τη γραπτή λέξη. Κι εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως η τελευταία -σε μερικές περιπτ(οσεις ίσως χαρακτηριστικότερα απ' ό,τι η εκφερόμενη λέξη- φωτίζει, μέσ' από τη σχέση της εγχάρακτης εικόνας προς το σημαινόμενο, τη φύση της μη αισθητηριακής τητας.11 Με λίγα λόγια, είναι η μη αισθητηριακή ομοιότητα εκείνη που δημιουργεί τους δεσμούς, όχι μόνον ανάμεσα στο
εκφερόμενoκ~ το εννοούμενο αλλά επίσης ανάμεσα στο γρα φόμενο και το 'εννοούμενο
-
και επίσης ανάμεσα στο εκφε
ρόμενο και το γραφόμενο.
Η γραφολογία μάς έχει διδάξει ν' αναγνωρίζουμε στα χει ρόγραφα εικόνες μέσα στις οποίες κρύβεται το ασυνείδητο του συγγραφέα. Πρέπει να υποθέσουμε ότι η μιμητική διαδι κασία η οποία εκδηλ<ονεται με αυτόν τον τρόπο στη δραστη ριότητα εκείνου που γράφει υπήρξε -στις πολύ μακρινές εποχές, όταν γεννιόταν η γραφή- υψίστης σημασίας για τη
γραφΤI. Με αυτόν τον τρόπο η γραφή έγινε, όπως και η γλώσ
r
ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΜΗΤιΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
Η-!
σα, ένα αρχείο μη αισθητηριακών ομοιοτήτων, μη αισΘητηρια κών αντιστοιχιών. Αυτή η άποψη της γλώσσας όπως και της γραφτις, ωστόσο,
δεν αναπτύσσεται ανεξαρτήτως από την άλλη, τη σημειωτική της όψη. Κάθε μιμητικό στοιχείο στη γλώσσα μπορεί, αντιθέ τως, όπως η φλόγα, να εκδηλωθεί μόνο μέσα από κάποιου εί
δους φορέα: αυτός ο φορέας είναι το σημειωτικό στοιχείο. 12 Έτσι, η εννοιακή συνάφεια των λέξεων ή των προτάσεων εί ναι ο φορέας μέσω του οποίου κάνει αστραπιαία την εμφάνι σή της η ομοιότητα. Διότι η παραγωγή της από τον άνΘρωπο -όπως και η κατανόησή της εκ μέρους του- σε πολλές, και μάλιστα στις σημαντικότερες περιπτώσεις περιορίζεται σε
εκλάμψεις. Γλιστρά φευγαλέα. Δεν είναι καθόλου απίθανο, η ταχύτητα στη
γραφή
και
στην ανάγνωση
να αυξάνει
τη
συγχώνευση του σημειωτικού με το μιμητικό στη σφαίρα της γλώσσας.
«Να διαβάσουμε αυτό που δεν γράφτηκε ποτέ». Αυτη η ανάγνωση είναι η πιο αρχαία: η ανάΎνωση πριν απ' οποιαδή
ποτε γλώσσα, των σπλάχνων, των άστρων ή των χορ(Ων. Αργότερα καθιερώΘηκαν οι μεσολαβητικοί κρίκοι μιας νέας
ανάγνωσης, οι ρούνες και τα ιερογλυφικά. Είναι εΙJλογο να υποθέσουμε ότι αυτά ήταν τα στάδια μέσω των οποίων εκείνο το μιμητικό χάρισμα που ήταν κάποτε το θεμέλιο της απο κρυφιστικής πρακτικής έκανε την είσοδό του στη γραφή και
στη γλώσσα. 13 Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να θεωρήσουμε τη γλώσσα ως το υψηλότερο επίπεδο της μιμητικής συμπερι φοράς και το πιο πλήρες αρχείο της μη αισθητηριακτιςομοιό τητας: ένα μέσο στο οποίο πέρασαν δίχως ν' αφήσουν κατά
λοιπο οι αρχέγονες δυνάμεις παραγωγής και σύλληψης των ομοιοτήτων, ως το βαθμό που έφτασαν να εξαλείψουν αυτές της μαγείας.
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑΣΙ
Ι. Τα σώματα Πύν θεών και Ο Χριστιανισμός
Όλο αυτό το υλικό μαζί με τις aπώτατες συνέπειές του, που
μπόρεσε να έρθει στο φως χάρη σε μια μέθοδο η οποία άλλο τε έμοιαζε σκοτεινή, άλλοτε θύμιζε πολιτισμική
ιστορία,
συγκροτεί μια ολότητα όταν ειδωθεί σε σχέση με την αλληγο ρία, που είναι ο αισθητικός πυρήνας του Δράματος. Η πα ρουσίαση αυτή μπορεί, ή μάλλον πρέπει, να επιμείνει τόσο
πολύ σε αυτού του είδους την αλληγορική δομή για τον απλό λόγο ότι, χάρη στη δομή αυτή και μόνο, το μπαρόκ δράμα εν σωματώνει στο περιεχόμενό του τα υλικά που του γεννά η εξάρτησή του από τη σύγχρονη ιστορία. Επιπλέον, αυτό το ενσωματωμένο περιεχόμενο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ανεξάρ τητα από εκείνες τις θεολογικές έννοιες που είναι aπαραΙτη
τες ακόμη και για την aπλή έκθεσή του.
[...]
Δεν είναι αρχαιολογικό το ενδιαφέρον που μας επιτάσσει ν' ακολουθήσουμε τα ίχνη που οδηγούν από εδώ, καθαρότερα
ίσως παρά απ' οπουδήποτε αλλού, πίσω στο Μεσαίωνα. Για τί η επίγνωση της σημασίας που είχε για το μπαρόκ η χρι
86
WALTER BENJAMIN
στιανική προέλευση της αλληγορίας ποτέ δεν θα μπορούσε να
υπερτιμηθεί. Οι ποιητές του δέκατου έβδομου αιώνα βεβαιώ νονταν συχνά γι' αυτά τα ίχνη ρίχνοντας μια ματιά προς τα
πίσω σε αυτά. Για το έργο του Χριστός], ο
Harsdorffer
Leidender Christus
[Ο πάσχων
παρέπεμπε το μαθητή του, τον
Klai,
στην ποίηση των παθών του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Ο
Gryphius
επίσης «μετέφρασε σχεδόν είκοσι πρώιμους μεσαιω
νικούς ίιμνους.,. στη γλώσσα του, που ήταν τόσο κατάλληλη γι' αυτό το συγκρατημένα πομπώδες ύφος ιδιαιτέρως αγαπά
τον μεγαλύτερο όλων των υμνογράφων, τον
Prudentius».
Υπάρχει μια τριπλή θεματική συγγένεια ανάμεσα στο μπαρόκ και τον μεσαιωνικό Χριστιανισμό. Ο αγώνας εναντίον των
παγανιστικών θεών, ο θρίαμβος της αλληγορίας και ο βασα νισμός της σάρκας είναι εξίσου σημαντικά και για τα δύο. Αυτά τα μοτίβα συνδέονται πολύ στενά μεταξί, τους,2 Από τη
σκοπιά της ιστορίας των θρησκειών -όπως προκύπτει-- εί
ναι ένα και το αυτό' και μόνο από τη σκοπιά αυτή μπορεί να φωτιστεί η προέλευση της αλληγορίας. Αν η διάλυση του αρ
χαίου πανθέου παίζει έναν αι"tοφασιστικό ρόλο για τη γέννη σή της, είναι πάρα πολύ ενδεικτικό το πώς η αναβίωσή του στον αναγεννησιακό ουμανισμό προκαλεί τη διαμαρτυρία του
δέκατου έβδομου αιώνα. Ο
Harsdorffer,
ο
Birken
Rist,
ο
Moscherosch,
ο
Zesen,
ο
υψώνουν τη φωνή τους ενάντια στη
μυθολογικά διακοσμημένη λογοτεχνία, όπως μόνον οι παλαι Λατίνοι συγγραφείς είχαν κάνει' και ταυτόχρονα ο
tius,
ο
Juvencus,
ο
Venatius Fortunatus
Pruden
παρατίθενται ως επαι
νετέα παραδείγματα μιας σεμνής μούσας. Ο
Birken
τους παγανιστικούς θεοί,ς
και σ' ένα από
«Wahre Teufel»,3
αποκαλεί
σπασμα του Hallmaπn απηχείται με τρόπο εντυπωσιακό η
διάθεση ενός παρελθόντος που απέχει κατά χίλια χρόνια. Και οπωσδήποτε αυτό το απόσπασμα δεν είναι αποτέλεσμα κά ποιας αναζήτησης ιστορικού χρό)ματος. ΕκεΙ στη θρησκευτι
87
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΑλλΗΙΌΡIΑΣ
κή συζήτηση ανάμεσα στη Σοφία και τον αυτοκράτορα Ονώ ριο, ακούγεται η εξής ερώτηση:
«Beschutz nicht Jupiter dem kaiserlichen Thron?» Και η Σοφία απαντά: «Vielmehr als Jupiter ist Gottes wahrer Sen!».4 Αυτή η αρχα'ίκή ετυμολογία στην απάντηση πηγάζει α."ίευθείας από την μπαρόκ διάθεση.
Γιατί για μια ακόμη φορά η αρχαιότητα βρέθηκε απειλητικά κοντά στο Χριστιανισμό, υπό εκείνη τη μορφή με την οποία
θέλησε να κάνει μια τελική, και οπωσδήποτε όχι ανεπιτυχή, προσπάθεια να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της και να επιβλη
θεί πάνω στην καινούργια διδασκαλία: το Γνωστικισμό. 5 Με
την Αναγέννηση, οι αι"tοκρυφιστικές τάσεις ενισχύθηκαν, ευνοημένες ιδιαίτερα από τις νεοπλατωνικές σπουδές. Ο ρο δοσταυρισμός και η αλχημεία πήραν τη θέση τους δίπλα στην
αστρολογία, το παλαιό δυτι.κό κατάλοιπο του ανατολικού πα γανισμού. Η ευρωπα'ίκή αρχαιότητα διχάστηκε, και ο σκοτει νός αντίκτυπός της στο Μεσαίωνα αναζωογονήθηκε από το
ακτινοβόλο αντίγραφό της στον ουμανισμό. Με διάθεση εκλε κτικά συγγενή, ο
Warburg
έδωσε μια εξήγηση του πώς, στην
Αναγέννηση, «οι ουράνιες εκδηλ(ί)σεις γίνονταν αντιληπτές με ανθρώπινους όρους, έτσι ώστε η δαιμονική τους δ'(ιναμη να
περιορίζεται τουλάχιστον εικονικά». Η Αναγέννηση ζωογονεί την οπτική μνήμη -πόσο πολύ, το δείχνουν οι σκηνές εξορ κισμού στο Δράμα- αλλά την ίδια στιγμή αφυπνίζει κι έναν εικονικό στοχασμό που η σημασία του ίσως είναι ακόμα πιο αποφασιστική για τη διαμόρφωση ενός ύφους. Και η εμβλη ματική του συνδέεται στενά με τον κόσμο του Μεσαίωνα, Δεν
υπάρχει αποκύημα της αλληγορικής φαντασίας, οσοδήποτε μπαρόκ κι αν είναι αυτό, που να μην έχει ένα αντίστοίχο σε αυτόν τον κόσμο. Ανάμεσα στους μυθογράφους οι αλληγορι στές, προς τους οποίους είχε στραφεί το ενδιαφέρον της πρώιμης χριστιανικής απολογητικής, ξαναζωντανεύουν τώρα. Στην ηλικία των δεκαέξι, ο
Grotius
εκδίδει τον
Martianus
88
WALTER BENJAMIN
Capella.
Κατά τον παλαιοχριστιανικό ακριβώς τρόπο, οι αρ
χαίοι θεοί και οι αλληγορίες βρίσκονται σε ένα και το αυτό
επίπεδο μέσα στο χορό του Δράματος. Και επειδή ο φόβος των δαιμόνων εμφανίζει υποχρεωτικά τη σάρκα, ύποπτη κα θώς είναι, ως ιδιαίτερα τυραννική, ο Μεσαίωνας είδε την απαρχή μιας ριζικής προσπάθειας να υποταχθεί η σάρκα σε μια ορισμένη εμβληματική. «Η γύμνια ως έμβλημα»
-
αυτός
θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο τίτλος του ακόλουθου πα ραθέματος του Bezold: «Μόνο στο επέκεινα θα μπορούν οι μακάριοι να μετέχουν σε μιαν αδιάφθορη σωματικότητα και μιαν αμοιβαία απόλαυση της ομορφιάς τους μέσα σε απόλυτη De Civitate Dei, xxii, 24). Μέχρι τό
αγνότητα» (Αυγουστίνος,
τε η γύμνια θα παραμένει ένα σημείο ανηθικότητας, όπως θα
ταίριαζε εν πάση περιπτώσει σε Έλληνες θεούς, σε δαίμονες δηλαδή της κόλασης. Αντιστοίχως, όποτε η μεσαιωνική σκέψη συναντούσε γυμνές φιγούρες, ζητούσε να εξηγήσει αυτή τους
την απρέπεια αναφερόμενη σε έναν συμβολισμό που ήταν συχνά παρατραβηγμένος και ως επί το πλείστον εχθρικός. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις εξηγήσεις του
Fulcentius
γιατί η
Αφροδίτη, ο Έρως και ο Βάκχος ζωγραφίζονται γυμνοί: η Αφροδίτη, για παράδειγμα, επειδή δι(όχνει τους θαυμαστές της ξεγυμνωμένους, ή επειδή το αμάρτημα της φιληδονίας δεν μπορεί να κρυφτεί' ο Βάκχος, επειδή οι μέθυσοι χάνουν όλα όσα κατέχουν, ή επειδή ο μεθυσμένος δεν μπορεί να κρατήσει για τον εαυτό του ακόμα και τις πιο κρυφές του σκέψεις ... Οι σχέσεις τις οποίες ένας καρολίγγειος ποιητής, οWalahfήd
Strabo,
προσπαθεί να ανακαλύψει περιγράφοντας με τρόπο
εξαιρετικά ασαφή ένα γυμνό γλυπτό είναι εξεζητημένες σε
εξωφρενικό βαθμό. Το θέμα είναι μια συνοδευτική μορφή στο επιχρυσωμένο άγαλμα του έφιππου Θεοδώριχου: «Το γεγονός
ο μαύρος, μη επιχρυσωμένος "ακόλουθος" επιδεικνύει τη γυμνή του σάρκα οδηγεί τον ποιητή στη μεταφορά ότι ο
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ AAAHIΌPlAΣ
89
γυμνός άνδρας φέρει ιδιαίτερη καταισχύνη σ' εκείνον που εί ναι και ο ίδιος γυμνός, στον Άρειο τύραννο τον στερημένο
από κάθε αρετή».6 Όπως φαίνεται, η αλληγορική εξήγηση στό χευε προπάντων σε δύο κατευθύνσεις: ήταν προορισμένη να ορίζει, από μια χριστιανική σκοπιά, την
των αρχαίων θεών, και ταυτόχρονα υπηρετούσε την ευσεβή ταπείνωση της σάρκας. Ως εκ τούτου δεν είναι τυχαίο ότι ο Μεσαίωνας και το μπαρόκ έβρισκαν ευχαρίστηση στη
γεμάτη νόημα συμπαράθεση ειδώλων και λειψάνων. Στη
Vita
Constantini ο Ευσέβιος μιλάει για κρανία και οστά πάνω στ' αγάλματα των θεών, ενώ ο
Mannling
ισχυρίζεται ότι τάχα «οι
Αιγύπτιοι ενταφίαζαν πτώματα μέσα σε ξύλινες εικόνες».
π. Ο θρήνος στη γένεση της αλληγορίας Η έννοια του αλληγορικού μπορεί να εξηγήσει το Δράμα μόνο
στη συγκεκριμένη εκείνη μορφή με την οποία διακρίνεται όχι
απλώς από το θεολογικό σύμβολο, αλλά επίσης κατά τρόπο ξεκάθαρο και από το απλό κοσμητικό επίθετο. Η αλληγορία δεν γεννήθηκε σαν ένα σχολαστικό αραβούργημα στην αρ χα'ίκή αντίληψη των θεών. Αρχικά δεν είχε τίποτε από εκείνη τη διάθεση του παιχνιδιού, την αδιαφορία ή την ανωτερότητα
τις οποίες, βλέποντας ορισμένες όψιμες εκφράσεις της, έχουμε την τάση να της αποδίδουμε' μάλλον το αντίθετο. Αν η Εκκλη σία είχε κατορθώσει να απωθήσει γρήγορα τους θεούς από τη μνήμη των πιστών της, η αλληγορική γλώσσα δεν θα είχε ποτέ γεννηθεί. Γιατί δεν αποτελεί ένα επιγονικό μνημείο νίκης, αλ
λά μάλλον το λόγο που πρέπει να εξορκίσει ένα επιζόν κατά της αρχαίας ζωής.7 Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι κατά τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής από μόνοι τους
οι θεοί άρχισαν να παίρνουν πολύ συχνά έναν αφηρημένο χα
WΑΙΤΕR
90
BENJAMIN
ρακτήρα. «Στο βαθμό που η πίστη στους θεούς της κλασικής εποχής έχανε τη δύναμή της, οι ιδέες των θε<σν, όπως είχαν
διαμορφωθεί από την τέχνη και τη φιλολογία, ελευθερώθηκαν και έγιναν διαθέσιμες ως μέσα κατάλληλα για ποιητικές ανα παραστάσεις. Τη διαδικασία αυτή μπορούμε να την ανιχνεύ σουμε ήδη από τους ποιητές της εποχής του Νέρωνα, στην
πραγματικότητα από τον Οράτιο και τον Οβίδιο, διαδικασία η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη νεότερη αλεξανδρι νή σχολή' ο πιο σημαντικός της εκπρόσωπος ήταν ο Νόννος
στη λατινική φιλολογία, ο Κλαύδιος Κλαυδιανός ο εξ Αλε ξανδρείας. Κάθε τι μέσα στο έργο τους, κάθε πράξη, κάθε γε γονός μεταμορφώνεται σ' ένα παιχνίδι θε'ίκ(σν δυνάμεων. Ελάχιστη κατάπληξη μας προκαλεί το γεγονός ότι σε αυτούς τους συγγραφείς υπάρχει άφθονος χώρος και για αφηρημένες
έννοιες γι' αυτούς, οι προσωποποιημένοι θεοί δεν έχουν με
γαλύτερη σημασία απ' ό,τι οι ίδιες οι έννοιες, και τα δίιο
έχουν γίνει εύκάμπτα μέσα προς χρήσιν της ποιητικής φαντα σίας», λέει ο
Usener.
Όλο αυτό, βέβαια, αποτελεί μια εντατική
προετοιμασία της αλληγορίας. Αλλά εάν αυτή η ίδια είναι κά τι περισσότερο από την «εξάτμιση» -όσο αφηρημένη κι αν εί
ναι αυτή- των θεολογικιον ουσιών, την επιβίωσή τους δηλα δή μέσα σ' ένα απρόσφορο, στην πραγματικότητα εχθρικό, πε
ριβάλλον, τότε αυτή η υστερορωμα'ίκή εκδοχή δεν αποτελεί, ακόμα την ουσιαστική αλληγορική αντίληψη. Στην εξέλιξη μιας τέτοιας ποίησης ο κόσμος των αρχαίων θε(ί)ν Οα έπρεπε κανονικά να είχε πεθάνει, και είναι ακριβώς η αλληγορία αυτή που τον διέσωσε. Γιατί η επίγνωση του πρόσκαιρου των πραγ
μάτων, και η φροντίδα να διασωθούν αυτά χάριν της αιωνιό τητας, είναι μία από τις ισχυρότερες παρορμήσεις της αλληγο ρίας.8 Στον πρ(σιμο Μεσαίωνα δεν υπήρχε τίποτα, είτε στις τέ
χνες, είτε στην επιστήμη, είτε και στο κράτος που να μπορεί να παραβληθεί με τα ερείπια που άφησε πίσω της η αρχαιότη
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑΣ
91
τα σε όλους αυτούς τους τομείς. Αυτήν την εποχή η απλή πα ρατήρηση έφτανε για να γεννήσει μια επίγνωση της ρευστότη
τας των πραγμάτων
-
όπως ακριβώς, αρκετούς αι(ί)νες αργό
τερα, την εποχή του Τριακονταετούς πολέμου, η ανθρωπότητα
της Ευρώπης βρέθηκε αντιμέτωπη με την ίδια επίγνωση. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι και οι πιο οφθαλμοφανείς κατα στροφές δεν εντυπάννουν ίσως αυτήν την εμπειρία στους αν θρ(ί)παυς με τρόπο πικρότερο απ' ό,ΤΙ οι αλλαγές των νομι κ(σν κανόνων παρά την αξίωσή τους για αιώνια εγκυρότητα,
αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν κατά τρόπο ιδιαίτερα έκδη λο σε τέτοιες ιστορικές καμπές. Η αλληγορία εδραιώθηκε στα θερότερα εκεί που η μεταβατικότητα και η αιωνιότητα ήρθαν αντιμέτωπliς εγγύτερα η μία στην άλλη. Στο
Gottemamen
[Τα
ον6ματα των θεών] ο ίδιος ο Usenerέδωσε τα μέσα με τα
οποία μποραύμε να χαράξουμε με ακρίβεια την ιστορικοφιλο σοφική γραμμή ανάμεσα στην «απλ{σς αφηρημένψ φύση ορι
σμένων αρχαίων θεοτήτων και στην αλληγορική αφαίρεση. «Πρέπει λοιπόν να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι η ακραία θρησκευτική ευαισθησία της αρχαιότητας θα μπορούσε χωρίς κανένα δ!&1-ο.;ιμό να υψώσει ακόμη και αφηρημένες έννοιες στο επίπεδο του θεοί,. Ο λόγος για τον οποίον, σχεδόν δίχως
εξαίρεση, αυτοί παρέμειναν σκιώδεις και άψυχοι, δεν είναι άλ λος από εκείνον για τον οποίον και αυτοί οι επιμέρους θεοί δεν μπορούσαν παρά να ωχριούν απέναντι στους προσωπι κούς θεοί,ς: είνα~η διαφάνεια του Λόγου». Μπορεί κάλλιστα το έδαφος της αρχαιότητας να είχε προετοιμαστεί για την
υποδοχή της αλληγορίας μέσα από τέτοιους θρησκευτικούς αυτοσχεδιασμούς,ωστόσο η ίδια η αλληγορία είναι χριστιανι κή σπορά. Γιατί ήταν απολύτως αποφασιστικό για την ανά
πτυξη ενός τέτοιου τρόπου σκέψης το ότι όχι μόνο η προσω ρινότητα αλλά και η ενοχή θα έπρεπε να έχει τις πηγές της στην επικράτεια των ειδά)λων όσο και σε αυτήν της σάρκας. Η
92
WALTER BENJAMIN
ενοχή αρνείται στο αλληγορικό σημαίνον να βρει την εκπλή ρωση του νοήματός του στον ίδιο του τον εαυτό, Η ενοχή δεν
ανήκει μόνο στον αλληγορικό παρατηρητή, ο οποίος προδίδει τον κόσμο χάριν της γνώσης, αλλά και στο αντικείμενο της
παρατήρησής του. 9 Αυτή η αντίληψη, θεμελιωμένη στο δόγμα της Πτώσεως της Δημιουργίας, η οποία υποβίβασε μαζί της και τη φύση, αποτελεί τη μαγιά της βαθιάς δυτικής αλληγο
ρίας
που διακρίνεται από την ανατολική ρητορική αυτής
της μορφής έκφρασης. Επειδή είναι βουβή, η εκπεσούσα φύση
Αλλά η αντιστροφή αυτής της πρότασης οδηγεί
βαθύτερα στην ουσία της φύσης: η θλίψη της είναι εκείνη που την κάνει να σιωπά, Μέσα σε κάθε θρήνο υπάρχει μια τάση προς τη σιωπή, και αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια
αδυναμία ή μια απροθυμία επικοινωνίας. Το θρηνώδες έχει το αίσθημα ότι γνωρίζεται καθολικά από το μη γνώσιμο. Το να ονομάζεται κάτι -ακόμη και αν αυτός που το ονομάζει είναι ισόθεος και μακάριος- ενέχει ίσως πάντοτε ένα προμήνυμα θρήνου, Πόσο μάλλον όχι να ονομάζεται, αλλά μόνο να δια βάζεται, να διαβάζεται αβέβαια από τον αλληγοριστη και να αποκτά την υψηλή σημασία του χάρη σε αυτόν και μόνο. ΙΟ
/
Από την άλλη μεριά, όσο η φύση και η αρχαιότητα ένιωθαν να
είναι βεβαρυμένες από την ενοχή, τόσο πιο αναγκαία γινόταν η αλληγορική ερμηνεία τους, ως η μοναδική τους εικάσιμη λύ τρωση. Γιατί μέσα στον συνειδητό υποβιβασμό του αντικειμέ
νου η μελαγχολική πρόθεση παραμένει μ' έναν ασύγκριτο τρό πο πιστή στην ίδια της την ποιότητα ως πράγμα. Αλλά ακόμα
και μετά από δώδεκα αιώνες η προφητεία του Prudentius: «Καθαρισμένο απ' όλο το αίμα, το μάρμαρο εντέλει θα λάμ ψει' ο χαλκός, που σήμερα είναι είδωλο, θα σταθεί μέσα στην αθωότητα», δεν έχει ακόμη εκπληρωθεί. Για το μπαρόκ, ακόμα και για την Αναγέννηση, τα μαρμάρινα και χάλκινα γλυπτά
των αρχαίων διατηρούσαν ακόμη κάτι από τον τρόμο με τον
11
ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΑλλllΓΟΡIΑΣ
93
οποίον ο Αυγουστίνος αναγνώριζε σε αυτά «τρόπον τινά τα σώματα των θεών». «Μέσα τους κατοικούν πνεύματα τα οποία σκοτεινές τελετουργίες έχουν καλέσει κι έχουν τη δύνα μη είτε να προξενούν κακό είτε να ικανοποιούν τις επιθυμίες εκείνων που τους προσφέρουν θε'ίκές τιμές και πειθήνια λα τρεία», Ή, όπως το θέτει ο
Warburg
για την Αναγέννηση: «Η
ωραιότητα των θε'ίκών μορφών και η αισθητική εναρμόνιση της χριστιανικής και παγανιστικής πίστης δεν θα έπρεπε να
μας τυφλώνουν απέναντι στο γεγονός ότι ακόμα και στην Ιτα λία γύρω στα
1520,
την εποχή δηλαδή της πιο ελεύθερης και
,ουργικής καλλιτεχνικής δραστηριότητας, η αρχαιότητα
όπως μια διπλή στήλη του Ερμή- εμφανιζόταν σαν μια σκο τεινή, δαιμΟ.Υική έκφραση η οποία απαιτούσε δεισιδαιμονική
λατρεία, και ταυτόχρονα εξέφραζε μια γαλήνια ολύμπια όψη η οποία καλούσε σε αισθητικό θαυμασμό».'] Ως εκ τούτου, οι τρεις σημαντικότερες στιγμές για τη γέννηση της δυτικής αλ ληγορίας δεν είναι αρχα'ίκές είναι αντιαρχα'ίκές: οι θεοί, προ βεβλημένοι μέσα σε έναν κόσμο ξένο, γίνονται δαιμονες, Μέ νει μονάχα η περιβολή των Ολυμπίων, γύρω από την οποία συγκεντρώνονται με τον καιρό τα εμβλήματα, Και αυτή η πε
ριβολή είναι τόσο διεφθαρμένα κοσμική, όσο κι ένα σώμα δαί μονα, Με αυτή την έννοια η φωτισμένη ελληνιστική μυθολογία του Ευήμερου ενσωματώνει, όλως παραδόξως, ένα στοιχείο της εκείνη τη στιγμή διαμορφούμενης λα'ίκής πίστης, Γιατί «ο
υποβιβασμός των θεών σε απλούς θνητούς συνδέθηκε ακόμη στενότερα με την αντίληψη ότι οι διαβολικές μαγικές δυνάμεις
συνέχιζαν να δρουν μέσα στα υπολείμματα της λατρείας τους, και πάνω απ' όλα στις εικόνες τους, Αλλά η απόδειξη της απόλυτης αδυναμίας τους ατόνησε και πάλι από το γεγονός ότι οι σατανικοί τους αντικαταστάτες έγιναν οι νέοι κύριοι των εξουσιών που αυτοί αποστερήθηκαν»
(Bezold),
Από την
άλλη μεριά, μαζί με τα εμβλήματα και την περιβολή, παραμέ
,
94
W ALTER BENJAMIN
ναυν αι λέξεις και τα ανόματα και, καθώς αι ζωντανές συνθή κες της γέννησής ταυς χάνανται, γίνανται
ενναιών μέσα από τις απαίες απακταύν ένα καιναύργιο περιε χόμενα, τα απαία κλίνει πρας την αλληγαρική αναπαράσταση' τέταια ήταν η περίιι:τωση της Fαrtuna (της θεάς Τύχης), της Αφροδίτης (της κασμικής γυναίκας) Κ.α.Κ. Η απανέκρωση των
μαρφών και η αφαίρεση των ενναιών στάθηκαν λαιπόν η πρα ϋπόθεση για την αλληγαρική μεταμόρφωση ταυ πανθέαυ σε έναν κόσμΟ' μαγικών, ενναιακών πλασμάτων. Αυτή είναι η βά ση της παραυσίασης ταυ Έρωτα από ταν Giαttα ως δαίμανα
της αχαλινωσίας με φτερά νυχτερίδας και αρπακτικά νύχια, καθώς και η βάση της επιβίωσης όντων όπως αι φαύναι, αι κέ
νταυραι, αι σειρήνες και αι άρπυιες, ως αλληγαρικών παρα στάσεων σταν κύκλΟ' της χριστιανικής κόλασης. «ο κλασικά εκλεπτυσμένας κόσμας των αρχαίων θεατήτων έχει, βέβαια, σε μας τόσα βαθιά από ταν καιρό ταυ
Winkelman
ως σύμβολα της αρχαιότητας εν γένει, ώστε ξεχνάμε πως είναι ένα εκ νέαυ δημιαύργημα της αυμανιστικής καυλταύρας. Αυτή
η'Όλύμπια" όψη της αρχαιότητας έπρεπε πρώτα ν' απασπα στεί βίαια από την παραδασιακή "δαιμανική" της πλευρά' για τί αι αρχαίες θεότητες, ως κασμικαί δαίμανες, ανήκαν στις
\
θρησκευτικές δυνάμεις της χριστιανικής Ευρώπης αδιάκαπα από τα τέλας της αρχαιότητας, και στην πράξη επηρέασαν τό σα απαφασιστικά ταν τρόπΟ' ζωής της παυ δεν είναι δυνατό να αρνηθαί,με την ύπαρξη ενός εναλλακτικαύ βασιλείαυ της πα
γανιστικής κασμαλαγίας, και ειδικά της αστραλαγίας, παυ νε σιωπηρώς ανεκτή από τη χριστιανική Εκκλησία»
(Warburg).
Η αλληγαρία αντισταιχεί σταυς αρχαίαυς θεαύς με την απανέ
της απτής ταυς ύπαρξης.Ι2 Υπάρχει, ως εκ τΟ'ίιτΟ'υ, μια βαθύτερη αλήθεια απ' ό,τι συνήθως πιστεύεται στη φράση: «Η εγγύτητα των θεών είναι στην πραγματικότητα μια ζωτική
ανάγκη για τη δυναμική ανάπτυξη της αλληγαρίας».
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣΙ
Σκέψεις πάνω στο έργο του Νικολάι Λεσκώφ
Ι
Ο αφηγητής, όσα Ο'ικεία κι αν μας είναι τΟ' όνΟ'μά τΟ'υ, δεν είναι με κανέναν τρόπΟ' εντελώς παρι:όν σαν ζωντανή παρουσία στη μνήμη μας. Έχει ήδη γίνει κάτι τΟ' μακρινό για μας και κάτι πΟ'υ απΟ'μακρύνεται Ο'λΟ'ένα και περισσότερΟ'. ΤΟ' να παρουσιάσΟ'υμε κάπΟ'ιΟ'ν όπως σ Λεσκώφ ως αφηγητή δεν σημαίνει ότι τΟ'ν φέρ ναυμε ΠΙΟ' κΟ'ντά μας σημαίνει μάλλΟ'ν ότι μεγαλώνΟ'υμε την
απόστασή μας απ' αυτόν. Τα μεγάλα, απλά χαρακτηριστικά πΟ'υ Ο'ρίζΟ'υν τΟ'ν αφηγητή, τΟ'νίζανται σε αυτόν όταν τΟ'ν εξετάζει κα νείς από κάπΟ'ια απόσταση. Ή καλύτερα, γίνΟ'νται σε αυτόν Ο'ρα
τά όπως ίσως εμφανίζΟ'νται σ' έναν βράχΟ' ένα ανθρι:όπινΟ' κεφά λι ή ΤΟ' σώμα ενός ζώου για ΤΟ' θεατή πΟ'υ έχει τη κατάλληλη απόσταση και τη σωστή Ο'πτική γωνία. Αυτήν την απόσταση και
αυτήν την Ο'πτική γωνία μάς τις υπαγΟ'ρεύει μια εμπειρία πΟ'υ σχεδόν καθημερινά μας δίνεται η ευκαιρία να έχΟ'υμε. Μας λέει ότι η τέχνη τΟ'υ διηγείσθαι πλησιάζει στΟ' τέλΟ'ς της? ΌλΟ' και πιο σπάνια συναντάμε ανθρώπΟ'υς πΟ'υ έχΟ'υν την ικανότητα να
96
W ALTER BENJAMIN
διηγηθούν κάτι με αξιοπρεπή τρόπο. Όλο και πιο συχνά απλώ νεται αμηχανία στην παρέα όταν εκφράζεται η επιθυμία να ακουστεί μια ιστορία. Είναι σαν να μας αφαιρέθηκε μια ικανό τητα που φαινόταν αναπαλλοτρίωτη, η πιο βέβαιη από τις ικα νότητές μας: η ικανότητα ν' ανταλλάσσουμε εμπειρίες,
Μια αιτία αυτού του φαινομένου είναι πρόδηλη: η εμπειρία έχει χάσει την αξία της. Και φαίνεται σαν αυτή να πέφτει απύθ
μενα. Κάθε ματιά που ρίχνουμε στην εφημερίδα δείχνει ότι η εμπειρία έχει φτάσει σε καινούργια κατάπτωση, και ότι όχι μόνο η εικόνα του εξωτερικού κόσμου αλλά κι εκείνη του ηθικού κό σμου έχουν υποστεί μέσα σε μια νύχτα αλλαγές τις οποίες προη γουμένως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Με τον Παγκόσμιο
Πόλεμο άρχισε να εκδηλώνεται μια διαδικασία η οποία έκτοτε δεν σταμάτησε. Κανένας δεν πρόσεξε ότι στο τέλος οι άνθρωποι επέ
στρεφαν βουβοί από το πεδίο της μάχης όχι πιο πλούσιοι, αλλά πιο φτωχοί σε κοινοποιήσιμη εμπειρία; Ό,τι πλημμύρισε κατόπιν,
δέκα χρόνια αργότερα, τον ποταμό των βιβλίων γύρω από τον πόλεμο ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από εμπειρία που μεταβιβάζε ται στόμα με στόμα. Κι αυτό δεν είναι περίεργο. Γιατί ποτέ εμπει
ρίες δεν διαψεύστηκαν πιο ριζικά απ' ό,τι οι στρατηγικές εμπει ρίες από τον πόλεμο τακτικής, οι οικονομικές εμπειρίες από τον
, πληθωρισμό, οι σωματικές εμπειρίες από τον μηχανικό πόλεμο, οι 'ηθικές εμπειρίες από αυτούς που κατέχουν την εξουσία.3 Μια γε νιά που ακόμα πήγαινε στο σχολείο με τη δημόσια άμαξα, τώρα
στάθηκε κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, σε ένα τοπίο όπου τίπο τα δεν είχε μείνει αμετάβλητο εκτός από τα σύννεφα, και κάτω απ' αυτά, σ' ένα δυναμικό πεδίο ρευμάτων καταστροφής και
εκρήξεων, το μικρούλι και εύθραυστο ανθρώπινο σώμα. ΙΙ
Εμπειρία που μεταβιβάζεται από στόμα σε στόμα είναι η πη
()
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
97
γή απ' όπου άντλησαν όλοι οι αφηγητές. Και ανάμεσα σε αυτούς που κατέγραψαν ιστορίες, μεγάλοι είναι εκείνοι των
οποίων η γραφή διαφέρει ελάχιστα από το λόγο των πολλών ανώνυμων αφηγητών. Εξάλλου σε αυτούς τους τελευταίους
υπάρχουν δύο ομάδες, οι οποίες βέβαια κατά πολλούς τρό πους εισδύουν η μία στην άλλη. Και η φιγούρα του αφηγητή
αποκτάει την πλήρη σωματική της υπόσταση μόνο για εκείνον που μπορεί να τις φέρει στο νου του και τις δύο. «Όποιος κάνει ένα ταξίδι, έχει κάτι να διηγηθεί» λέει παροιμία, και ο λαός σκέφτεται τον αφηγητή σαν κάποιον
που έρχεται από μακριά. Όμως δεν ακούει κανείς με λιγότε ρη ευχαρίστηση κι εκείνον ο οποίος κερδίζοντας τίμια το ψω
μί του, παρέμεΙΥε στον τόπο του και γνωρίζει τις ιστορίες και
τις παραδόσεις του. Αν θέλει κάποιος ν' ανακαλέσει στη μνή μη του τους αρχα'ίκούς εκπροσώπους αυτών των δύο ομά δων, τότε η μία ενσαρκώνεται στον μόνιμα εγκατεστημένο στη
γη γεωργό και η άλλη στον έμπορο και θαλασσοπόρο. Πράγ ματι, και τα δύο αυτά ζωτικά περιβάλλοντα έφεραν στο φως καθένα τη δική του κατά κάποιον τρόπο φυλή αφηγητών. Κα θεμία από αυτές τις φυλές διατηρεί ακόμα και στους ύστε ρους αιώνες μερικά από τα χαρακτηριστικά της. Έτσι, ανάμε σα
στους
νεότερους
γερμανούς
αφηγητές
Gotthelf προέρχονται από την πρώτη, Gerstacker από τη δεύτερη φυλή. Κατά τ'
οι
οι
Hebel SeaIsfieId
και
και
άλλα, αυτές οι δύο
δεν αντιπροσωπεύουν παρά, όπως είπαμε, δύο βασικούς πους. Η πραγματική έκταση του βασιλείου της αφήγησης σε
όλο της το ιστορικό εύρος δεν συλλαμβάνεται δίχως την εσω τερική αλληλοδιείσδυση αυτών των δύο αρχα'ίκών
Μια τέτοια αλληλοδιείσδυση πέτυχε ιδιαίτερα ο Μεσαίωνας μέσ' από τη χειροτεχνική του δομή. Ο μόνιμα εγκατεστημένος
μάστορας και οι περιπλανώμενοι μαθητευόμενοι παρήγαγαν
μαζί έργο στις ίδιες κάμαρες και κάθε μάστορας υπήρξε πε
98
WAaER BENJAMIN
ριπλανώμενος μαθητής πρι ν εγκατασταθεί στην πατρίδα του ή στα ξένα. Αν οι παλιοί μάστορες της αφήγησης ήταν χωρι κοί και θαλασσοπόροι, η τάξη των χειροτεχνών στάθηκε η με γάλη σχολή της. Μέσα σε αυτή συνυφάνθηκε η γνώση από τα ξένα, όπως τη φέρνει στην πατρίδα του ο πολυταξιδεμένος, με την γνώση του παρελθόντος, όπως αυτή αποκαλύπτεται κυρίως στον μόνιμα εγκατεστημένο σ' έναν τόπο. πι
Ο Λεσκώφ αισθανόταν οικεία στο απόμακρο του χώρου όπως και του χρόνου. Ήταν μέλος της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας,
και μάλιστα άνθρωπος με ειλικρινή θρησκευτικά ενδιαφέρο ντα. Υπήρξε όμως το ίδιο ειλικρινής αντίπαλος της εκκλησια στικής γραφειοκρατίας. Επειδή του ήταν εξίσου αδύνατον να συμφωνήσει με τους κοσμικούς δημοσίους υπαλλήλους, όλες
οι δημόσιες θέσεις από τις οποίες πέρασε δεν διήρκεσαν πολύ. Απ' όλες αυτές, η θέση που κράτησε επί μακρόν ως Ρώσος
αντιπρόσωπος μιας μεγάλης αγγλικής εταιρίας αποδείχθηκε η πιο ωφέλιμη για την παραγωγή του. Για λογαριασμό αυτής της εταιρίας ταξίδεψε σε ολόκληρη τη Ρωσία, και αυτά τα ταξίδια
του εμπλούτισαν τόσο την καθημερινή του σοφία όσο και τη γνώση του για τα ρωσικά πράγματα. Με τον τρόπο αυτόν του
δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει το σύνολο των αιρέσεων της χώρας, κάτι που άφησε το ίχνος του στα διηγήματά του. Στους ρωσικούς θρύλους ο Λεσκώφ αναζήτησε συμμάχους
στον αγώνα του εναντίον της Ορθόδοξης γραφειοκρατίας. Υπάρχει μια σειρά θρυλικ(όν αφηγήσεών του, επίκεντρο των οποίων είναι ένας δίκαιος άνθρωπος, σπανίως κάποιος ασκη τής, ως επί το πλείστον ένας απλός και δραστήριος άνδρας που γίνεται άγιος, όπως φαίνεται, με τον φυσικότερο τρόπο του κόσμου. Η μυστικιστική ανάταση δεν είναι υπόθεση του
()
99
ΑΦΗΓΗΤΙΙΣ
Λεσκώφ. Παρ' όλο που του άρεσε να βυθίζεται πότε πότε στο θαυμαστό, ακόμη και μέσα στην ευλάβεια προτιμάει να το
κρατά σε επαφή με μια στιβαρή και αδρή φύση. Βλέπει το πρότυπό του στον άνθρωπο που βρίσκει το δρόμο του πάνω στη γη χωρίς να δένεται και πάρα πολύ μαζί της. Μια αντίστοιχη στάση εκδήλωνε και σε σχέση με τα εγκό σμια ζητήματα. Αυτό πρέπει να έχει σχέση με το ότι ο Λε σκώφ άρχισε να γράφει αργά, στην ηλικία των είκοσι εννέα, μετά τα εμπορικά του ταξίδια. Το πρώτο έργο του που τυπώ θηκε είχε τίτλο «Γιατί είναι ακριβά τα βιβλία στο Κίεβο;»
Μία ακόμη σειρά γραπτών για τις εργαζόμενες τάξεις, για τον αλκοολισμό, για τους αστυνομικούς γιατρούς και τους
άνεργους εμπό@ους είναι οι πρόδρομοι των διηγημάτων του. ιν
Ένας προσανατολισμός προς τα πρακτικά ενδιαφέροντα εί ναι το χαρακτηριστικό πολλ<όν γεννημένων αφηγητών. Εντο
νότερα απ' ό,τι στον Λεσκώφ μπορεί να το αναγνωρίσει αυτό
κανείς, για παράδειγμα, σε κάποιον σαν τον
Gotthelf,
ο
ος έδινε στους αγρότες του γεωργικές συμβουλές το βρίσκει κανείς στον
Nodier,
που καταπιανόταν με τους κινδύνους του
φωτισμού με φωταέριο' και ο
kastlein»
Hebel,
που χώνει στο
«5chatz
για τους αναγνώστες του μικρές φυσικοεπιστημονι
κές οδηγίες, βρίσκεται αναμφίβολα σε αυτήν τη γραμμή. Όλ' αυτά καταδεικνύουν τη φύση κάθε αληθινής αφήγησης. Φέρνει μαζί της, καλυμμένα ή ανοιχτά, το όφελός της. Αυτό το όφε
λος μπορεί άλλοτε να συνίσταται σε μια ηθική κατακλείδα, άλλοτε σε μια πρακτική οδηγία, άλλοτε σε μια παροιμία ή έναν κανόνα ζωής
-
σε κάθε περίπτωση ο αφηγητής είναι
ένας άνθρωπος που ξέρει να συμβουλεύει τον αναγν<όστη. Αν όμως σήμερα το «ξέρει να συμβουλεύει» αρχίζει να ηχεί κά
100
WALTER BENJAMIN
πως ξεπερασμένο, είναι γιατί η ίδια η ανακοινωσιμότητα της εμπειρίας φθίνει. Συνεπώς δεν μπορούμε να συμβουλεύσουμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τους άλλους. Τελικά, η συμβουλή εί
ναι λιγότερο μια απάντηση σε ένα ερώτημα απ' ό,τι μια πρό ταση που αφορά τη συνέχιση μιας ιστορίας (η οποία μόλις ξε
τυλίγεται). Για να πάρει κανείς τη συμβουλή, πρέπει πρώτα απ' όλα να μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία (ανεξαρτήτως του
ότι μόνο τότε μπορεί ένάς άνθρωπος να δεχθεί μια συμβουλή, όταν επιτρέπει στην κατάστασή του να εκφραστεί). Συμβουλή στο υλικό της βιωμένης ζωής είναι σοφία. Η τέχνη
της αφήγησης φτάνει στο τέλος της γιατί η επική πλευρά της αλήθειας, η σοφία, πεθαίνει. Αυτή, ωστόσο, είναι μια διαδι κασία που έρχεται από μακριά. Και τίποτα δεν θα ήταν πιο ανόητο από το να θελήσουμε να δούμε σ' αυτό ένα «σύμπτω μα παρακμής», πόσο μάλλον ένα σύμπτωμα της «νεοτερικό τητας»' γιατί πρόκειται μάλλον για ένα επακόλουθο των
εγκόσμιων παραγώγικών δυνάμεων της ιστορίας, επακόλουθο που μετατόπισε με αργό τρόπο και σταδιακά την αφήγηση
από την περιοχή του ζωντανού λόγου, και που μας κάνει την ίδια στιγμή να βλέπουμε μια καινούργια ομορφιά σε αυτό που εξαφανίζεται.
v Το πρωιμότερο σύμπτωμα μιας διαδικασίας που η κατάληξή της είναι η παρακμή της αφήγησης, είναι η εμφάνιση του μυθι
στορήματος στην αρχή των νέων χρόνων. 4 Ό,τι χωρίζει το μυθιστόρημα από το αφήγημα (και με μια στενότερη έννοια από το επικό στοιχείο), είναι η ουσιαστική εξάρτησή του από το βιβλίο. Η εξάπλωση του μυθιστορήματος έγινε δυνατή μόνο με την επινόηση της τέχνης της τυπογραφίας. Το προφορικά
μεταδόσιμο της παράδοσης,
ο ανεξάντλητος πλούτος του
101
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ
έπους, είναι διαφορετικής υφής από αυτό που αποτελεί το
απόθεμα του μυθιστορήματος. Εκείνο που διακρίνει το μυθι στόρημα από τις άλλες μορφές πρόζας -το παραμύθι, το θρύλο, ακόμα και την ίδια τη νουβέλα- είναι ότι αυτό ούτε προέρχεται από την προφορική παράδοση ούτε ενσωματώνε
ται σε αυτήν. Κυρίως όμως διακρίνεται από την αφήγηση. Ο αφηγητής παίρνει αυτό που διηγείται από την εμπειρία είτε τη δική του είτε άλλων που του την αφηγήθηκαν και ύστερα την
κάνει και πάλι εμπειρία εκείνων που ακούνε την ιστορία του.5 Ο μυθιστοριογράφος έχει απομονωθεί. Ο γενέθλιος τόπος του μυθιστορήματος είναι το μοναχικό υποκείμενο που δεν
πια να εκφράσει με παραδείγματα τα πιο σημαντικά ενδιαφέ ροντά του' είναι το ίδιο αμήχανο και δεν μπορεί να προσφέ
ρει καμία συμβΟυλή. Το να γράφεις ένα μυθιστόρημα σημαίνει να εξωθείς ως τα άκρα το ασύμμετρο στην απεικόνιση της αν θρώπινης ζωής. Εν μέσω της πληρότητας της ζωής και μέσ' από την αναπαράσταση αυτής της πληρότητας, το μυθιστόρη μα μαρτυρεί τη βαθιά αμηχανία του ζώντος. Ήδη το πρώτο μεγάλο βιβλίο του είδους, ο Δον ΚΙΧ(1Jτης, μας διδάσκει πώς
το ψυχικό μεγαλείο, η γενναιότητα, η ετοιμότητα για βοήθεια ενός από τους ευγενέστερους των ανθρώπων, του Δον Κιχώ τη, είναι εντελώς στερημένα συμβουλής και δεν περιέχουν την παραμικρή σπίθα σοφίας. Όσες φορές επιχειρήθηκε ανά τους αιώνες -και πιο αποτελεσματικά ίσως στη Μαθητεία του
Βίλχελμ Μάιστερ- να εμβολιαστούν αυτά τα στοιχεία στο αυτές οι απόπειρες κατέληξαν σε μια τροποποί ηση της ίδιας της μυθιστορηματικής μορφής. Το μορφωτικό
μυθιστόρημα
(Bildungsroman)
δεν αποκλίνει κατά κανέναν
τρόπο από τη βασική δομή του μυθιστορήματος. Ενσωματώ
νοντας την κοινωνική διαδικασία στην προσωπική εξέλιξη ενός ατόμου, προσφέρει την πιο εύθραυστη νοητή δικαίωση στους θεσμούς που καθορίζουν αυτήν τη διαδικασία. Η νομι
102
\V ALTER BENJAMIN
μοποίησή τους στέκει ασύμμετρη στην πραγματικότητα. Ειδι
κά στο μορφωτικό μυθιστόρημα, αυτή η ανεπάρκεια γίνεται μυθοπλαστικό δεδομένο. ΥΙ
Πρέπει να φανταστεί κανείς το μετασχηματισμό των επικών
μορφών με ρυθμούς παρόμοιους μ' εκείνους της μεταβολής που υπέστη η επιφάνεια της γης στο πέρασμα χιλιετηρίδων.
Σπάνια μορφές ανθρώπινης επικοινωνίας έχουν διαμορφωθεί τόσο αργά, κι έχουν χαθεί τόσο αργά. Το μυθιστόρημα, που οι απαρχές του ανάγονται στην αρχαιότητα, πέρασαν εκατοντά
δες χρόνια πριν συναντήσει στην ανερχόμενη αστική τάξη τα στοιχεία εκείνα που ήταν πρόσφορα για την άνθισή του. Με
την εμφάνιση αυτών των στοιχείων η αφήγηση άρχισε να ξεπέ φτει σιγά σιγά στο αρχα'ίκό' σε πολλές περιπτώσεις ενσωμά
τωσε, είναι αλήθεια: το καινούργιο περιεχόμενο, αλλά ποτέ δεν καθορίστηκε πραγματικά από αυτό. Από την άλλη μεριά, γνω ρίζουμε ότι με την ανάπτυξη της κυριαρχίας της αστικής τά που είχε τον Τύπο ως ένα από τα πιο σημαντικά της όρ γανα κατά τον αναπτυγμένο καπιταλισμό, εμφανίζεται μια ει-τικοινωνίας η οποία, όσο μακριά στο παρελθόν κι αν
βρίσκονται οι απαρχές της, ποτέ πριν δεν είχε επηρεάσει με αποφασιστικό τρόπο την επική μορφή. Τώρα όμως το κάνει.
Και αποδεικνύεται ότι αυτή η μορφή επικοινωνίας αντιτίθεται στην αφήγηση όχι ως λιγότερο ξένη απ' ό,τι το μυθιστόρημα,
όμως με πολύ πιο απειλητικό τρόπο, προκαλώντας επίσης μια
κρίση στο μυθιστόρημα. Αυτή η νέα μορφή επικοινωνίας είναι η πληροφορία. 6 Ο
Villemessant,
ο ιδρυτής του
Figaro,
προσδιόρισε την
ουσία της πληροφορίας με μια περίφημη διατύπωση: «Για τους αναγνώστες μου», συνήθιζε να
«μια πυρκαγιά στο
103
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Καρτιέ Λατέν είναι σημαντικότερη από μια επανάσταση στη
Μαδρίτη». Αυτό ξεκαθαρίζει διαμιάς ότι τώρα το αυτί περι
μένει όχι τη γνώση που έρχεται από μακριά, αλλά την πληρο φορία που δίνει έρεισμα στο εγγύτατο. Η γνώση που ερχόταν
από μακριά είτε με τη χωρική έννοια, τους ξένους τόπους, εί τε με τη χρονική, αυτήν της παράδοσης, διέθετε μιαν αυθεντία η οποία της προσέδιδε εγκυρότητα ακόμα και όταν δεν μπο ρούσε να επαληθευθεί. Η πληροφορία όμως αξι6>νει τη γρή γορη και ακριβή επαληθευσιμότητα. Η κύρια απαίτηση είναι
να εμφανίζεται «καθεαυτήν κατανοητή». Συχνά δεν είναι ακριβέστερη απ' ό,ΤΙ ήταν η γνώση των προηγούμενων αιώ
νων. Αλλά ενώ στην τελευταία άρεσε να δανείζεται από το θαύμα, για την πληροφορία είναι απαραίτητο να ηχεί πειστι κά. Έτσι αποδεικνύεται ασύμβατη με το πνεύμα της αφήγη σης. Αν η τέχνη της αφήγησης τείνει να εκλείψει, αποφασιστι
κό ρόλο σε αυτό έχει παίξει η διάδοση της πληροφορίας. Κάθε πρωί φτάνουν ως εμάς τα νέα απ' όλη τη γη, κι ωστό σο είμαστε φτωχοί σε αξιοσημείωτες ιστορίες. Και τούτο επει δή κανένα γεγονός δεν φτάνει πλέον σ' εμάς που να μην είναι
ήδη διυλισμένο μέσ' από εξηγήσεις. Με άλλα λόγια, τίποτε σχε δόν απ' όσα συμβαίνουν σήμερα δεν αποβαίνει σε όφελος της NrrV""'l"Il'I''YIt"·
σχεδόν τα πάντα εργάζονται για την πληροφορία. η μισή τέχνη της αφήγησης συνίσταται
στο να κρατάει κανείς μια ιστορία ελεύθερη από εξηγήσεις κα θώς την αναπαράγει. 7 Σε αυτό ο Λεσκώφ είναι τεχνίτης (αν σκεφτεί κανείς έργα όπως «Η απάτη» και «ο λευκός αετός»).
Τα πιο παράξενα πράγματα, τα πιο θαυμαστά, εξιστορούνται με τη μεγαλύτερη ακρίβεια, δεν επιβάλλεται όμως στον ανα γνώστη η ψυχολογική σύνδεση των γεγονότων. Αφήνεται στη
διάθεσή του να ερμηνεύσει τα πράγματα όπως ο ίδιος τα κατα λαβαίνει, κι έτσι το αντικείμενο της αφήγησης αποκτάει ένα εύ ρος ταλάντωσης που λείπει από την πληροφορία.
Ι04
WΑΙΤΕR
BENJAMIN
νπ
Ο Λεσκώφ φοίτησε στο σχολείο των αρχαίων. Ο πρώτος αφη
των Ελλήνων ήταν ο Ηρόδοτος. Στο δέκατο τέταρτο κε φάλαιο του τρίτου βιβλίου των Ιστοριών του υπάρχει μια εξι στόρηση από την οποία μπορούμε να διδαχθούμε πολλά. Μας μιλάει για τον Ψαμμήνιτο. Όταν ο Αιγύπτιος βασιλιάς Ψαμμήνιτος ηττήθηκε και αιχ μαλωτίστηκε από τον Πέρση βασιλιά Καμβύση, ο τελευταίος
θέλησε να ταπεινώσει τον αιχμάλωτο. Έδωσε διαταγή να το ποθετήσουν τον Ψαμμήνιτο στο δρόμο απ' όπου θα περνούσε η θριαμβευτική πομπή των Περσών. Και στη συνέχεια τα κα νόνισε έτσι ώστε ο αιχμάλωτος να δει την κόρη του να περ
νάει σαν θεραπαινίδα που πήγαινε με τη στάμνα στο πηγάδι. Ενώ όλοι οι Αιγύπτιοι θρηνούσαν και οδύρονταν μπροστά σε αυτό το θέαμα, ο Ψαμμήνιτος έστεκε μόνος, ακίνητος και σιωπηλός, με τα μάτια του καρφωμένα στο χώμα' και όταν λίγο μετά είδε το γιο του να φέρεται στην πομ.;-τή για εκτέλε ση, αυτός παρέμεινε το ίδιο ασυγκίνητος. Όταν όμως αργότε ρα αναγν(ί}ρισε έναν από τους υπηρέτες του, έναν γέροντα,
εξαθλιωμένο άνδρα ανάμεσα στις γραμμές των αιχμαλ<ί}των,
τότε άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές το κεφάλι του και να δείχνει όλα τα σημάδια της βαθιάς οδύνης. Από αυτή την ιστορία μπορεί να δει κανείς το χαρακτήρα
της αληθινής αφήγησης. Η αξία της πληροφορίας δεν επιΒιώ νει πέρα από τη στιγμή που υπήρξε νέα. Ζει μόνο αυτή τη στιγμή' πρέπει να της παραδοθεί εντελώς και να εξη γήσει τον εαυτό της χωρίς να χάσει χρόνο. Η αφήγηση είναι
διαφορετική. Δεν σπαταλάει τον εαυτό της. Διατηρεί συγκε ντρωμένες τις δυνάμεις της και είναι ικανή να τις απελευθε ρώσει ακόμα και μετά από πολύ καιρό. Έτσι ο
Montaigne
επανήλθε σε αυτόν τον Αιγύπτιο βασιλιά, και αναρωτιόταν
]05
Ο ΑΦΗΙΉΤΗΣ
γιατί άρχισε να θρηνεί μόνο όταν είδε αιχμάλωτο τον υπηρέ τη του. Ο
Montaigne
απαντά: «Αφού ήδη ξεχείλιζε από θλίψη,
χρειαζόταν μόνο μια ελάχιστη αύξηση για να ξεσπάσει ο πό
νος του και να καταρρεύσει». Αυτά ο
Montaigne.
Αλλά θα
να πει κάποιος: «Το βασιλιά δεν τον συγκι
νεί η μοίρα των βασιλοπαίδων, γιατί είναι η δική του μοίρα». Ή: «Στη σκηνή μας συγκινούν πολλά που δεν μας συγκινούν
στην αληθινή ζωή' για το βασιλιά αυτός ο υπηρέτης είναι μό νο ένας ηθοποιός». Ή: «ο μεγάλος πόνος συσσωρεύεται και
ξεσπάει μόνο με τη χαλάρωση. Η θέα αυτού του υπηρέτη ήταν η χαλάρωση». Ο Ηρόδοτος δεν εξηγεί τίποτα. Η αφήγησή του είναι η πλέον ξερή. Γι' αυτό και αυτή η ιστορία από την Αί γυπτο είναι ακόμα ικανή μετά από χιλιάδες χρόνια να προ
καλεί το θαυμασμό και το στοχασμό. Μοιάζει με τους σπό ρους του σιταριού που κλεισμένοι για χιλιάδες χρόνια αερο στεγ(ί}ς μέσα στους θαλάμους των πυραμίδων διαφύλαξαν μέ χρι σήμερα τη δύναμη του φύτρου τους. νπι
Δεν υπάρχει τίποτα που να εμ.;-τιστεύεται πιο αποτελεσματικά στη μνήμη ιστορίες από εκείνη την άδολη πυκνότητα η οποία cτη:oκλείει την ψυχολογική ανάλυση. Και όσο πιο φυσικά κα τορθώνει ο αφηγητής να απαλλάξει την εξιστόρησή του από αποχρ<ί}σεις, τόσο αυξάνει η αξίωση της τε
στη μνήμη του ακροατή, τόσο τελειότε ρα ενσωματώνεται στη δική του εμπειρία. Αυτή η διαδικασία της αφομοίωσης, που διαδραματίζεται σε μεγάλο βάθος, απαι
τεί μια κατάσταση χαλάρωσης η οποία γίνεται όλο και πιο σπάνια. Αν ο ύπνος είναι το απόγειο της σωματικής χαλάρω σης, της πνευματικής είναι η ανία. Η ανία είναι το ονειρικό
πουλί που κλωσσά το αυγό της εμπειρίας. Ένα θρόισμα στα
W ΛΙΤΕΚ BENJAMIN
106
φύλλα του δάσους το διώχνει. Οι φωλιές του -{)ι δραστηριό τητες που συνδέονται εσωτερικά με την ανία- έχουν ήδη εξα φανιστεί από τις πόλεις, και φυλορροούν λίγο λίγο και στην ύπαιθρο. Μαζί τους χάνεται το χάρισμα να ακούει κανείς με
προσοχή κι εξαφανίζεται η κοινότητα των προσεκτικ<όν ακρο ατών. Γιατί η αφήγηση είναι η τέχνη του να επαναλαμβάνει κανείς ιστορίες, και αυτή η τέχνη χάνεται αν οι ιστορίες δεν
κρατιούνται πλέον στη μνήμη. Χάνεται, γιατί κανείς πλέον
δεν γνέθει και δεν υφαίνει ενώ τις ακούει προσεκτικά. 8 Όσο περισσότερο ο προσεκτικός ακροατής ξεχνάει τον εαυτό του, τόσο βαθύτερα χαράσσεται μέσα του το άκουσμα. Όπου τον έχει συνεπάρει ο ρυθμός της εργασίας, εκεί αφουγκράζεται
αυτές τις ιστορίες με τρόπο που το χάρισμα να τις επαναλαμ βάνει του δίνεται σχεδόν από μόνο του. Αυτό είναι λοιπόν το δίχτυ που μέσα του αναπαύεται το χάρισμα της αφήγησης. Κι
έτσι αυτό σήμερα λύνεται απ' όλες τις άκρες του, αφού πριν από χιλιάδες χρόνιά πλέχτηκε στο περιβάλλον των αρχαιότε ρων χειροτεχνικών μορφών.
ΙΧ Η αφήγηση, που επί μακρόν ευδοκίμησε στο περιβάλλον της χειροτεχνίας -της αγροτικής, της ναυτικής ή της αστυακής είναι και η ίδια κατά κάποιον τρόπο μια χειροτεχνική μορφή
επικοινωνίας. Δεν εννοεί να μεταφέρει την «καθαρή» ουσία
των πραγμάτων, όπως η πληροφορία ή το ρεΠΟΡΤάζ. Βυθίζει τα πράγματα στη ζωή εκείνου που αφηγείται, για να τα ξανα φέρει στη ζωή μέσ' από αυτόν. Το ίχνος του αφηγητή εξυφαί νεται στην εξιστόρηση όπως το αποτύπωμα απ' το χέρι του κεραμέως στην πήλινη γαβάθα. Συχνά οι αφηγητές τείνουν να αρχίζουν την ιστορία τους με την εξιστόρηση των συνθηκών
μέσα στις οποίες έμαθαν οι ίδιοι εκείνο που θ' ακολουθήσει;
()
ΛΦΙΙΓΗΤΗΣ
ΙΟ7
εκτός από τις περιπτώσεις που το περνούν ως απλούστατα δική τους εμπειρία. Ο Λεσκώφ αρχίζει την «Απάτη» του με
την εξιστόρηση ενός σιδηροδρομικού ταξιδιού στη διάρκεια του οποίου άκουσε από έναν συνταξιδιώτη τα γεγονότα που αργότερα αφηγείται' ή θυμάται την κηδεία του Ντοστογιέφ σκι, όπου τοποθετεί τη γνωριμία με την ηρωίδα του διηγήμα τός του «Με αφορμή τη Σονάτα του Κρώυτσερ»' ή ανακαλεί στη μνήμη του μια συνάντηση σε έναν κύκλο αναγνωστών, αναφέρθηκαν τα γεγονότα τα οποία εν συνεχεία αναπα ράγει για μας στους «Ενδιαφέροντες άνδρες». Με πολλούς
τρόπους λοιπόν είναι έκδηλα τα ίχνη του στο αντικείμενο της εξιστόρησης, αν όχι ως εκείνου που τα έζησε από πρώτο χέρι, τουλάχιστον ως εκείνου που τα μεταφέρει. Αυτή τη συγκεκριμένη μαστοριά, το αφηγείσθαι, ο ίδιος ο
Λεσκώφ εξάλλου την αντιλαμβάνεται ως χειροτεχνία. «Η συγγραφή», λέει σε μία από τις επιστολές του, «δεν είναι για μένα μια ελεύθερη τέχνη αλλά μια χειροτεχνία». Δεν μας προ καλεί έκπληξη το ότι ένιωθε να έχει δεσμούς με τη χειροτε χνία, ενώ αντιμετώπιζε σαν κάτι ξένο τη βιομηχανική τεχνο
λογία. Ο Τολστόι, που πρέπει να το καταλάβαινε αυτό, αγγί ζει μερικές φορές το νεύρο του αφηγηματικού ταλέντου του Λεσκώφ όταν τον χαρακτηρίζει ως τον πρώτον «που επισή μανε την ανεπάρκεια της οικονομικής προόδου ... Είναι παρά
ξενο που διαβάζεται τόσο πολύ ο Ντοστογιέφσκι ... Αντίθετα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν διαβάζεται ο Λεσκώφ. Εί
ναι ένας συγγραφέας πολύ πιο πιστός στην αλήθεια». Σε μία πανούργα κι ανάλαφρη ιστορία, που βρίσκεται κάπου ανάμε σα στο θρί,λο και τη φάρσα, τον «Ατσάλινο ψύλλο», ο Λε σκώφ εξυμνεί τη χειροτεχνία της πατρίδας του στο πρόσωπο των αργυροχόων της Τούλα. Το αριστούργημά τους, ο ατσά
λινος ψύλλος, παρουσιάζεται στον Μεγάλο Πέτρο και πείθει
WALTER BENJAMIN
108
ότι οι Ρώσοι
δεν πρέπει να ντρέπονται
απέναντι στους
Άγγλους.
Ποτέ ίσως δεν αποδόθηκε με σημαντικότερο τρόπο η ατμό σφαιρα της χειροτεχνικής σοφίας από την οποία προέρχεται ο
αφηγητής όσο από τον
Paul Valery.
Ο
Valery
μιλάει για τα τέ
λεια πράγματα στη φύση, για τα άσπιλα μαργαριτάρια, τα με στά, ώριμα αμπέλια, τα αληθινά εξελιγμένα πλάσματα, και τα ονομάζει «το πολύτιμο προ"ίόν μιας μακράς αλυσίδας παρό μοιων μεταξύ τους αιτιών», Η συσσώρευση τέτοιων αιτιών
βρίσκει τα χρονικά της όρια μόνο στην τελειότητα. «Αυτή την υπομονετική μέθοδο της φύσης», συνεχίζει ο
Valery,
«τη μιμή
θηκε κάποτε ο άνθρωπος. Μινιατούρες, σκαλίσματα σε φίλντι
σι λαξευμένο στην εντέλεια, πέτρες τέλειες στη στιλπνότητα και τη χάραξη, έργα με βερνίκι ή πίνακες όπου μια σειρά από
λεπτά, διάφανα στρώματα υπερκάλυπταν το ένα το άλλο
όλα αυτά τα προ'ίόντα του καρτερικού, γεμάτου αυταπάρνηση μόχθου τώρα εξαφανίζονται, και παρήλθαν οι καιροί στους
οποίους ο χρόνος δεν μετρούσε. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ασχολείται πλέον με ό,τι δεν μπορεί να συντομευθεί». Πράγ
ματι, κατόρθωσε να συντομεύσει και την ίδια την αφήγηση. Γί ναμε μάρτυρες της ανάπτυξης του
«short story»,
που ξεφεύγει
από την προφορική παράδοση και δεν επιτρέπει πλέον εκείνη την αργή αλληλεπικάλυψη λεπτών και διάφανων στρώσεων, η οποία δίνει την πιο επιτυχημένη εικόνα του τρόπου με τον οποίον έρχεται στο φως η τέλεια αφήγηση μέσ' από τα στρώ ματα των πολλαπλών επαναφηγήσεων. χ
Ο
Valery
κλείνει τις παρατηρήσεις του με αυτήν την πρόταση:
«Είναι σαν η φθορά της ιδέας της αιωνιότητας να συμπίπτει με την αυξανόμενη αποστροφή για υπομονετική, μακράς διαρκεί
ο ΑΦΗΓΗΤΗ2:
109
ας εργασία». Η ιδέα της αιωνιότητας είχε ανέκαθεν την ισχυρό τερη πηγή της στο θάνατο, Όταν αυτή η ιδέα φθίνει, έχουμε λό γους να πιστεύουμε ότι και η όψη του θανάτου έχει μεταλλα χθεί. Αποδεικνύεται ότι αυτή η αλλαγή είναι η ίδια ακριβώς
που περιόρισε σε τέτοιο βαθμό την ανακοινωσιμότητα της [~"'tειρίας, ώστε η τέχνη της αφήγησης έφτασε στο τέλος της. Εδώ και μερικούς αιώνες παρατηρούμε την ιδέα του θανά του να χάνει τη δύναμη και την πανταχού παρουσία της μέσα
στην κοινή συνείδηση. Η διαδικασία αυτή στα τελευταία της στάδια επιταχύνεται. Και κατά τον δέκατο ένατο αιώνα η αστική κοινωνία πέτυχε, μέσω της υγιεινής και κοινωνικών, ιδιωτικών και δημόσιων θεσμών, έναν δευτερεύοντα στόχο,
που ίσως υπήeξε ο ασυνείδητος κύριος σκοπός της: να δώσει στους ανθρώπους τη δυνατότητα ν' αποφεύγουν το θέαμα
των μελλοθανάτων. Ο θάνατος ήταν κάποτε ένα δημόσιο γε γονός στη ζωή του ατόμου, και ύψιστα παραδειγματικό' φτά νει να σκεφτεί κανείς τις εικόνες του Μεσαίωνα όπου το κρε βάτι του θανάτου είχε μεταμορφωθεί σε θρόνο, προς τον οποίον έρχεται και συνωστίζεται ο κόσμος μέσα από τις διά πλατα ανοιγμένες θύρες του σπιτιού, Στους νεότερους χρό
νους ο θάνατος απωθείται όλο και περισσότερο από την άμε ση αντίληψη των ζωντανών. Κάποτε δεν υπήρχε σπίτι, ίσως και κανένα δωμάτιο, όπου να μην είχε πεθάνει τουλάχιστον μία φορά κάποιος. (Ο Μεσαίωνας αισθανόταν και ως προς το χώρο αυτό που τόνιζε ως γνώρισμα του χρόνου εκείνη η
επιγραφή σ' ένα ηλιακό ρολόι της Ίμπιζα: UItima multis).9 Σή μερα οι αστοί είναι αποστειρωμένοι κάτοικοι της αιωνιότη τας μέσα σε χώρους που παρέμειναν ανέγγιχτοι από το θάνα
το, και οι κληρονόμοι τους θα τους στοιβάσουν, όταν πλη σιάσει το τέλος τους, σε σανατόρια και νοσοκομεία. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι όχι μόνο η γνώση ή η σοφία ενός
ανθρώπου, αλλά προπάντων η βιωμένη ζωή του -και αυτό
W ALTER BENJAMIN
110
είναι το υλικό από το οποίο γίνονται οι ιστορίες- αποκτά για
πρώτη
φορά
μεταδόσιμη
μορφή
στον
ετοιμοθάνατο.
Όπως ακριβώς όταν φεύγει η ζωή μια σειρά από εικόνες τί
θενται σε κίνηση μέσα στον άνθρωπο -ξετυλίγοντας τις όψεις του εαυτού του μέσ' από τις οποίες συνάντησε τον εαυτό του χωρίς να το ξέρει-, έτσι πληρούται αιφνίδια η έκ φραση και το βλέμμα του από το αλησμόνητο, και μεταδίδει
σε όλα όσα τον αφορούσαν, εκείνη την αυθεντία που το προ νόμιό της κατέχει για τους ζωντανούς ακόμη και ο πιο
άθλιος από τους θνητούς την ώρα του θανάτου του. Αυτή η είναι η ΧΙ
Ο θάνατος είναι ο καθαγιασμός όλων όσων μπορεί να εξι στορήσει ο αφηγητής. Από το θάνατο έχει δανειστεί την αυθε ντία του. Με άλλα 'λόγια: είναι η φυσική ιστορία στην οποία
παραπέμπουν οι ιστορίες του. Αυτό εκφράστηκε σε παραδειγ ματική μορφή σε μία από τις ωραιότερες ιστορίες που έχουμε από
τον
ασύγκριτο
Johan Peter Hebel.
Schatzkastlein der rheinischen Haus/reundes,
Βρίσκεται
στο
λέγεται «Ανέλπι
στη συνάντηση» και αρχίζει με τον αρραβώνα ενός νέου πα λικαΡΙΟύ που δουλεύει στα ορυχεία του Φαλούν. Την παρα μονή του γάμου του τον βρίσκει ο θάνατος των μεταλλωρύ
χων στις υπόγειες στοές του ορυχείου. Η μνηστή του τού το θάνατο, και ζει αρκετά για να γίνει κάποτε κυρούλα. Μια μέρα ξεθάβουν ένα λείψανο από την εγκαταλελειμμένη γαλαρία, που ποτισμένο από θειι κό σίδηρο παρέμεινε άθικτο από τη σήψη, και αυτή αναγνω
ρίζει το μνηστήρα της. Μετά από αυτήν τη συνάντηση καλεί ται και η ίδια στο θάνατο. Όταν ο
. ".•γ.~ματoς
, :~ ':... :,~:';~:ι~>,:
Hebel
στην πορεία του διη
αντιμετώπισε την ανάγκη να εικονίσει παραστατικά
ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ
111
αυτή τη μακρά σειρά των χρόνων, το έκανε με τις ακόλουθες
προτάσεις: «Εν τω μεταξύ καταστράφηκε από σεισμό η πόλη της Λισαβώνας, και τελείωσε ο επταετής πόλεμος, και πέθανε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος ο Πρώτος, και καταργήθηκε το Τάγμα των Ιησουιτών, και μοιράστηκε η Πολωνία, και πέθα νε η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, και θανατώθηκε ο Στρου ένζε. Η Αμερική έγινε ανεξάρτητη και οι ενωμένες γαλλικές
και ισπανικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το Γι βραλτάρ. Οι Τούρκοι απέκλεισαν το στρατηγό Στάιν στο Σπή λαιο των Βετεράνων στην Ουγγαρία και ο αυτοκράτορας Ιω
rτέθανε κι αυτός. Ο βασιλιάς Γουσταύος της Σουηδίας κυρίευσε τη ρωσική Φινλανδία, και άρχισε η γαλλική επανά
σταση και ο μ
Άγγλοι βομβάρδισαν την Κοπεγχάγη, και οι γεωργοί έσπερ ναν και θέριζαν. Ο μυλωνάς άλεθε και οι σιδεράδες σφυρηλα τούσαν, και οι μεταλλωρύχοι έσκαβαν στο υπόγειο εργοτάξιό τους για να βρουν φλέβες μετάλλου. Όταν όμως οι μεταλλω
ρύχοι του Φαλούν το έτος
1809... ».
Ποτέ αφηγητής δεν ενσω
μάτωσε την εξιστόρησή του βαθύτερα στη φυσική ιστορία απ' όσο το κατόρθωσε ο
Hebel
μέσα σε αυτό το χρονολόγιο. Δια
βάστε το προσεκτικά: ο θάνατος επανέρχεται σε αυτή με τέ τοια κανονικότητα όπως ο Θεριστής στις λιτανείες που δια γράφουν κύκλους το μεσημέρι γύρω από το ρολόι του καθε
δρικού ναού στο Μύνστερ. ΧΙΙ
WALTER BENJAMIN
112
στά το δημιουργικό υπόστρωμα όλων των μορφών του έπους. Τότε η γραπτή ιστορία θα είχε την ίδια σχέση με τις επικές μορφές που έχει το λευκό φως με τα χρώματα του φάσματος. Όπως και αν έχει το πράγμα, ανάμεσα σε όλες τις επικές μορφές δεν υπάρχει καμία που η σύμ,ί'ττωσή της με το άχρωμο φως της γραπτής ιστορίας να είναι πιο αδιαμφισβήτητη απ' όσο το χρονικό. Και στο ευρύ χρωματικό φάσμα του χρονι
κού κλιμακώνονται όλα τα είδη δυνατής αφήγησης ως απο
χρώσεις ενός και του αυτού χρώματος.10 Ο χρονικογράφος εί ναι ο αφηγητής της ιστορίας. Ας θυμηθούμε και πάλι το από σπασμα του
Hebel,
που έχει από την αρχή ως το τέλος του το
ρυθμό του χρονικού, και θα υπολογίσουμε εύκολα τη διαφο ρά ανάμεσα σ' εκείνον που γράφει την ιστορία, τον ιστορικό, και σε αυτόν που την αφηγείται, το χρονικογράφο. Ο ιστορι
κός είναι υποχρεωμένος να εξηγήσει με τον έναν ή με τον άλ λον τρόπο τα συμβάντα που πραγματεύεται' σε καμία περί πτωση δεν του αρκεί να τα καταδείξει ως παραδείγματα του παγκόσμιου γίγνεσθαι. λλλά αυτό ακριβώς κάνει ο χρονικο
γράφος, και ειδικά φαίνεται αυτό στους κλασικούς εκπροσώ πους του είδους, τους χρονικογράφους του Μεσαίωνα, τους προδρόμους των σύγχρονων ιστοριογράφων. Βασίζοντας τις
εξιστορήσεις τους σε ένα θείο σχέδιο σωτηρίας -κάτι το εξ ορισμού αδιερεύνητο- αποτίναξαν εκ των προτέρων από τους δικούς τους ώμους το βάρος μιας εξήγησης που όφειλε να παρασχεθεί. Τη θέση της παίρνει η ερμtjνεία, που δεν εν
διαφέρεται για μια επακριβή σύνδεση καθορισμένων γεγονό των, αλλά για τον τρόπο με τον οποίον αυτά εντάσσονται στο μεγάλο κοσμικό γίγνεσθαι.
Αν αυτό το γίγνεσθαι είναι εσχατολογικά προκαθορισμένο ή είναι ένα φυσικό γίγνεσθαι, δεν έχει καμία διαφορά. Στον αφηγητή ο χρονικογράφος διατηρείται με μια μεταλλαγμένη, εκκοσμικευμένη κατά κάποιον τρόπο μορφή. Ο Λεσκώφ
]13
ο AΦHΓlΠHΣ
συγκαταλέγεται σε εκείνους που το έργο τους το πιστοποιεί αυτό με ιδιαίτερη καθαρότητα. Τόσο ο χρονικογράφος με τον
εσχατολογικό του προσανατολισμό όσο και αφηγητής με το
κοσμικό του προφίλ εκπροσωπούνται με τέτοιον τρόπο στα έργα του, που για αρκετές από τις ιστορίες του είναι δύσκο να αποφασίσει κανείς αν το δίχτυ μέσα στο οποίο εμφανί ζονται έχει τη χρυσή ύφανση της θρησκευτικής αντίληψης του
γίγνεσθαι των πραγμάτων, ή την πολύχρωμη ύφανση της εγκόσμιας ματιάς. Ας θυμηθούμε το διήγημα «ο Αλεξανδρί της», που μεταφέρει τον αναγνώστη «σ' εκείνον τον παλιό
καιρό που οι πέτρες στα βάθη της γης και οι πλανήτες ψηλά στον ουρανό μεριμνούσαν ακόμα για τη μοίρα των ανθρώ πων, και όχι ό~ως σήμερα, που τόσο στους ουρανούς όσο και στα έγκατα της γης όλα έχουν γίνει αδιάφορα για τη μοίρα
των τέκνων του ανθρώπου και καμία φωνή δεν τους μιλά από πουθενά, ούτε κανένα στοιχείο τους υπακούει. Κανένας από τους πλανήτες που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα δεν παίζει πλέον ρόλο στα ωροσκόπια, και υπάρχουν πλήθος καινούργι οι λίθοι, όλοι μετρημένοι και ζυγισμένοι, με εξακριβωμένο το αδικό τους βάρος και την πυκνότητα, αλλά δεν μας αναγγέλ
λουν πια τίποτα ούτε μας φέρνουν κανένα όφελος. Η εποχή που μίλαγαν με τους ανθρώπους έχει περάσει». Όπως φαίνεται, είναι δύσκολο να χαρακτηρίσουμε μονο σήμαντα το κοσμικό γίγνεσθαι που εικονίζεται σε αυτήν την
ιστορία του Λεσκώφ. Καθορίζεται άραγε εσχατολογικά ή να τουραλιστικά; Το μόνο βέβαιο είναι ότι από την ίδια του τη
φύση βρίσκεται έξω από κάθε πραγματικά ιστορική κατηγο ρία. Η εποχή, λέει ο Λεσκώφ, κατά την οποία ο άνθρωπος μπορούσε να πιστεύει ότι βρίσκεται σε συμφωνία με τη φύση, έχει παρέλθει. Ο
Schiller αποκαλούσε
αυτήν την εποχή της πα
γκόσμιας ιστορίας εποχή της αφελούς ποίησης. Ο αφηγητής
τής μένει πιστός και το βλέμμα του δεν κινείται από εκείνη
114
WALTER BR"1JAMIN
την πλάκα του ρολογιού μπροστά από την οποία πορεύεται η των πλασμάτων, όπου ο Θάνατος, ανάλογα με τις είτε ο Aλιn'\ιΛι"'" ~{IT'''' r.. IY'r-'} r>"I,vrrν{A,.. ΝΛ'ΙΛ"""r't.r..Ν!
μένος συνοδοιπόρος. ΧΙΙΙ
Ελάχιστες φορές έχει αναγνωριστεί ότι η απλο'ίκή σχέση του ακροατή με τον αφηγητή κυριαρχείται από το ενδιαφέρον του να κρατήσει αυτό που λέγεται. Το κύριο ζήτημα για τον ανε πιτήδευτο ακροατή είναι να διασφαλίσει τη δυνατότητα ανα παραγωγής της αφήγησης. Η μνήμη είναι η κατ' εξοχήν επική ικανότητα. Μόνο χάρη σε μια περιεκτική μνήμη μπορεί το
έπος αφενός να οικειοποιηθεί το γίγνεσθαι των πραγμάτων, αφετέρου να συμφιλιωθεί με την απώλειά τους, με τη βία του θανάτου. Δεν μας εκπλήσσει το ότι για έναν απλό άνθρωπο του λαού, όπως τον έπλασε κάποτε ο Λεσκώφ, ο Τσάρος, η κεφαλή του κόσμου μέσα στον οποίον διαδραματίζονται οι
ιστορίες του, διαθέτει την πιο θαυμαστή μνήμη. «ο αυτοκρά τοράς μας», λέει, «και όλη η οικογένειά του έχουν πραγματι
κά μια εκπληκτική μνήμη». Η Μνημοσύνη, αυτή που θυμάται, ήταν για τους Έλληνες
η μούσα του έπους. 11 Αυτό το όνομα μεταφέρει τον παρατη ρητή πίσω, σ' ένα κοσμο'ίστορικό σταυροδρόμι. Γιατί αν για ό,τι έχει καταγραφεί από τη μνήμη η ιστοριογραφία συνιστά τη δημιουργική μήτρα των διαφόρων επικών μορφών (όπως η πρόζα συνιστά τη δημιουργική μήτρα των διαφόρων ορφών), η αρχαιό
κλείει, δυνάμει αυτού που μπορεί να θεωρηθεί κοινός παρο νομαστής τους, τα σπέρματα του διηγήματος και του
στορήματος. Όταν με το πέρασμα των αιώνων το μυθιστόρη
μα άρχισε ν' αναδ'ί,εται από τη μήτρα του έπους, φάνηκε ότι
()
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
115
στο μυθιστόρημα το στοιχείο του επικού πνεύματος που προ ί:ρχεται από τη μούσα, δηλαδή η ανάμνηση, εκδηλώνεται με μια εντελώς διαφοοεη Η
την αΑυσιοα της παραόοσης που
ωμΨUl"t~ ένα γεγονός από γενιά σε γενιά. Είναι το στοιχείο της επικής τέχνης που έρχεται από τη Μούσα με την ευρύτερη
έννοια και αγκαλιάζει όλες τις ποικιλίες του επικού. Την πρώ τη θέση ανάμεσά τους κατέχει το είδος εκείνο που ασκεί ο αφηγητής. Αυτός πλέκει το δίχτυ μέσα στο οποίο υφαίνονται
μαζί στο τέλος όλες οι ιστορίες. Η μία συνάπτεται με την άλ λη, όπως το έδειξαν πάντα οι μεγάλοι αφηγητές και κυρίως οι Ανατολίτες. Μέσα σε καθέναν από αυτούς ζει μια Σεχραζάτ που επινοεί διαρκώς μια καινούργια ιστορία κάθε που η προηγούμενη αφήγηση φτάνει στο τέλος της. Αυτή είναι η επι
κή μνήμη και το στοιχείο που η αφήγηση χρωστάει στη Μού σα. Σε αυτήν όμως πρέπει να αντιτεθεί μια άλλη αρχή, ένα
στοιχείο που επίσης έρχεται από τη Μούσα με μια στενότερη έννοια, το οποίο ως συστατικό του μυθιστορήματος στις πρω ιμότερες μορφές του -δηλαδή στο έπος- παραμένει κα λυμμένο, αδιαχώριστο ακόμη από το στοιχείο της αφήγησης
που έχει την ίδια καταγωγή. Μπορούμε πάντως κάποιες φορές να το προαισθανθούμε μέσα στο έπος, για παράδειγμα στις επίσημες στιγμές των ομηρικών επών, όπως η επίκληση της Μούσας στην αρχή τους. Εκείνο που αναγγέλλεται σε τέτοια
χωρία είναι η διαιωνίζουσα μνήμη του μυθιστοριογράφου σε
αντίθεση με τη βραχύχρονη του αφηγητή. Η πρώτη είναι αφιε ?ωμένη σε έναν ήρωα, μια περιπλάνηση, μια μάχη- η δεύτερη,
σε πολλά διάσπαρτα συμβάντα. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την ανάμνηση η οποία, ως το καταγ()μενο από τη Μούσα στοι χείο του μυθιστορήματος, προστίθεται στη μνήμη, το αντίστοι χο στοιχείο της αφήγησης, αφότου η ενότητα της καταγ'-" τους απ() την ανάμνηση χάθηκε με τη διάλυση του έπους.
116
\VALTER RENJAMIN
ΧΙν
«Κανείς», λέει ο
Pascal,
«δεν πεθαίνει τόσο φτωχός ώστε να
μην αφήνει τίποτα πίσω του». Ασφαλώς το ίδιο συμβαίνει και με τις αναμνήσεις
-
αν και αυτές δεν βρίσκουν πάντοτε
κληρονόμο. Ο μυθιστοριογράφος επιφορτίζεται με αυτήν την
κληρονομιά, και σπάνια δίχως μια βαθιά μελαγχολία. Γιατί αυτό που ο
Arnold Bennett
λέει σ' ένα από τα μυθιστορήμα
τά του για μια νεκρή -ότι δεν γνώρισε σχεδόν τίποτε από πραγματική ζωή- ισχύει συνήθως για ολόκληρη την κληρο
νομιά που διαχειρίζεται ο μυθιστοριογράφος. Τον πιο σημα ντικό φωτισμό αυτής της πλευράς του ζητήματος τον χρω
στάμε στον
Georg Lukacs,
ο οποίος διέβλεψε μέσα στο μυθι
στόρημα «τη μορφή της υπερβατικής ανεστιότητας»
losigkeit).
Σύμφωνα με τον
Lukacs,
(Heimat
το μυθιστόρημα είναι την
ίδια στιγμή η μοναδική μορφή τέχνης που συμπεριλαμβάνει
στις καταστατικές της αρχές το χρόνο. «ο χρόνος», λέει στη Θεωρία του μυθιστορήματος, «μπορεί να γίνει συστατικός μόνο όταν ο δεσμός με την υπερβατική πατρίδα έχει κοπεί. ..
Μόνο στο μυθιστόρημα χωρίζονται νόημα
(Leben),
(Sinn) και ζωή
και με αυτόν τον τρόπο το ουσιώδες από το έγχρο
νο. Σχεδόν μπορεί να πει κανείς: ολόκληρη η εσωτερική δρά
ση του μυθιστορήματος δεν είναι τίποτε άλλο από έναν αγώ να ενάντια στην ισχύ του χρόνου ... Και από αυτό ... πηγάζει
κάθε γνήσια επικό βίωμα του χρόνου: η ανάμνηση και η ελπί δα. Μόνο στο μυθιστόρημα... εμφανίζεται μια δημιουργική ανάμνηση, που συναντά το αντικείμενο και το μεταμορφώ νει... Εδώ η δυαδικότητα της εσωτερικότητας και του εξωτε ρικού κόσμου μπορεί να αίρεται για το υποκείμενο "μόνο" όταν αυτό αντικρίζει την... ενότητα ολόκληρης της ζωής του ...
να προβάλλει από το παρελθοντικό, συμπυκνωμένο μέσα στην ανάμνηση ρεύμα της ζωής ... Η ενόραση που συλλαμβάνει
Ο ΑΦΗΙΉΤΗΣ
117
αυτήν την ενότητα ... γίνεται η διαισθητική ενορατική σύλληψη του ανέφικτου και ως εκ τούτου και ανέκφραστου νοήματος της ζωής». 12
Το «νόημα της ζωής» είναι πράγματι το κέντρο γύρω από
το οποίο κινείται το μυθιστόρημα. Η αναζήτησή του όμως δεν είναι παρά η εναρκτήρια έκφραση της αμηχανίας με την
οποία ο αναγνώστης βλέπει τον εαυτό του να έχει τοποθετη θεί μέσα σε αυτήν την καταγραμμένη ζωή. Εδώ «νόημα της ζωής»
-
εκεί «ηθικό δίδαγμα της ιστορίας»: με αυτές τις εμ
βληματικές λέξεις αντιπαρατίθενται μυθιστόρημα και αφήγη ση, και με βάση αυτές μί'tορούμε να διακρίνουμε τις εξ ολο κλήρου διαφορετικές
ιστορικές συντεταγμένες
αυτών των
μορφών τέχνηs. Αν ο Δον Κιχώτης είναι το πρώτο τέλειο δείγμα μυθιστορήματος, τότε η Αισθηματική Αγωγή είναι
ίσως το τελευταίο. Στα λόγια με τα οποία κλείνει αυτό το τε λευταίο μυθιστόρημα, το νόημα το οποίο έβρισκε η αστική εποχή στη συμί'tεριφορά της τη στιγμή που άρχιζε η παρακμή της, έχει κατακαθίσει σαν κατακάθι στο κύπελλο της ζωής. Ο Φρεντερίκ και ο Ντελωριέ, δύο φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια, αναθυμούνται τη φιλία της νιότης τους. Κι εδώ ανα φέρεται μια
μικρή
ιστορία: πώς
εμφανίστηκαν
μια μέρα
έντρομοι και στα κρυφά στον οίκο ανοχής της γενέθλιας πό
λης τους, δίχως να κάνουν τίποτε άλλο από το να προσφέ ρουν στην πατρώνα μιαν ανθοδέσμη που είχαν μαζέψει από τον κήπο τους. Γι' αυτήν την ιστορία μιλούσαν ακόμα τρία
χρόνια αργότερα. Και τώρα τη διηγούνταν διεξοδικά συμπλη ρώνοντας ο ένας τις αναμνήσεις του άλλου. «Αυτό ήταν ίσως», είπε ο Φρεντερίκ όταν τελείωσαν, «το πιο ωραίο πράγ μα της ζωής μας». «Ναι, μπορεί να 'χεις δίκιο», είπε ο Ντε λωριέ, «ήταν ίσως το πιο ωραίο πράγμα της ζωής μας». Με τέτοιες αναμνήσεις φτάνει το μυθιστόρημα στο τέλος που, με
μιαν αυστηρή έννοια, ταιριάζει σε αυτό περισσότερο απ' ό,τι
W AιTRR BRNJAMIN
118
σε οποιαδήποτε άλλη αφήγηση. Πραγματικά, δεν υπάρχει αφήγηση όπου το ερώτημα «τι έγινε παρακάτω;» να χάνει τα
δικαιώματά του. Απεναντίας, το μυθιστόρημα δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα κάνει το παραμικρό βήμα πέρα από εκείνο το όριο στο οποίο προσκαλεί τον αναγνώστη: τον διαισθητικό αναλογισμό του νοήματος της ζωής, γράφοντας
τη λέξη «τέ
λος» στο κάτω μέρος της σελίδας. 13 χv
Ο ακροατής μιας ιστορίας ανήκει στη συντροφιά του αφηγη
τή' ακόμα κι εκείνος που τη διαβάζει μετέχει σε αυτήν τη συντροφιά. Όμως ο αναγνώστης ενός μυθιστορήματος είναι μόνος, περισσότερο από κάθε άλλον αναγνώστη (γιατί ακόμη και αυτός που διαβάζει ένα ποίημα είναι έτοιμος να ξεστομί σει τις λέξεις χάριν του ακροατή). Μέσα σε αυτήν τη μοναξιά,
ο αναγνώστης' του μυθιστορήματος ιδιοποιείται το υλικό του πιο ζηλότυπα από τον καθένα. θέλει να το κάνει ολότελα δι κό του, να το καταβροχθίσει κατά κάποιον τρόπο. Πράγματι,
αναλώνει το υλικό του όπως η φωτιά αναλώνει τα κούτσουρα στο τζάκι. Η ένταση που διαπερνά το μυθιστόρημα μοιάζει
πολύ με το ρεύμα του αέρα που αναζωπυρώνει τη ωλόνα και ζωηρεύει το παιχνίδι της. Είναι ένα ξερό υλικό που τροφοδοτεί το φλεγόμενο ενδια
φέρον του αναγνώστη. «Ένας άνθρωπος που πεθαίνει στα τριάντα πέντε του», είπε κάποτε ο ΜοήtΖ
Heimann,
«είναι σε
κάθε σημείο της ζωής του ένας άνθρωπος που πεθαίνει στα
τριάντα πέντε του». Τίποτα δεν είναι πιο αμφίβολο από αυτήν τη φράση
-
για τον μοναδικό λόγο ότι σφάλλει uτo
χρόνο. Ένας άνθρωπος -αυτή είναι η αλήθεια που εννοείται ο οποίος πέθανε στα τριάντα πέντε του θα εμφανιστεί στην ενθύμηση σε κάθε σημείο της ζωής του ως ένας άνθρω
119
ο ΑΦΗΓΗΊΉΣ
πος που πεθαίνει στα τριάντα πέντε του. Με άλλα λόγια, μια πρόταση που δεν έχει καμιά σημασία για την αληθινή ζωή, γί νεται αδιαμφισβήτητη για τη ζωή ως αντικείμενο της ανάμνη σης. Πουθενά δεν μπορεί να παρουσιαστεί καλύτερα η φύση
ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα απ' όσο στην πρόταση που λέει ότι το «νόημα» της ζωής της αποκαλύπτεται μόνο στο φως του θανάτου της. Όμως ο αναγνώστης ενός μυθιστο ρήματος στην πραγματικότητα ζητάει ανθρώπους από τους οποίους να αντλήσει κάποιο «νόημα ζωής». Ως εκ τούτου
πρέπει με τον ένα ή με τον άλλο να γνωρίζει εκ των προτέ το θάνατό τους: εν
κό -το τέλος του μυθιστορήματος-, αλλά
τον πραγματικg. Πώς οι χαρακτήρες του δίνουν να καταλάβει 6τι ο θάνατος ήδη τους περιμένει
ένας πολύ συγκεκριμέ
νος θάνατος σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή; Αυτό είναι το ερώτημα που τροφοδοτεί το αδηφάγο ενδιαφέρον του ανα γνώστη για την εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Το μυθιστόρημα δεν είναι λοιπόν σημαντικό επειδή μας
παρουσιάζει μια ξένη μοίρα, με διδακτικό ίσως τρόπο, αλλά επειδή αυτή η ξένη μοίρα μάς δίνει, χάρη στη φλόγα που την
αναλώνει, τη ζεστασιά την οποία ποτέ δεν θα αντλούσαμε τη δική μας. Εκείνο που έλκει τον αναγνώστη στο η ελπίδα να ζεστάνει την ξυλιασμένη ζωή του μ' έναν θάνατο για τον οποίον ΧVΙ
«ο Λεσκώφ», γράφει ο Γκόργκι, «είναι ο συγγραφέας ... με τις
πιο βαθιές ρίζες στο λαό και είναι εντελώς ανέπαφος από κά Οε ξένη επιρροή». Ο μεγάλος αφηγητής έχει πάντα τις ρίζες του στο λαό, και προπάντων στα στρώματα των χειροτεχν(ί)ν.
Αλλά καθώς αυτά περιλαμβάνουν το αγροτικό, το ναυτικό
120
WALTER BENJAMIN
και το αστυακό στοιχείο στα ποικίλα στάδια της οικονομικής και τεχνικής τους εξέλιξης, υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις στις έννοιες μέσ' από τις οποίες φτάνει ως εμάς ο πλούτος
της εμπειρίας του. (Για την καθόλου ευκαταφρόνητη συμβολή που είχαν οι εμπορευόμενοι στην τέχνη της αφήγηση ς δεν
χρειάζεται να μιλήσουμε' εκείνο που προσέφεραν ήταν όχι τό σο το να πλουτίσουν το διδακτικό της περιεχόμενο, όσο το
να εκλεπτύνουν τα τεχνάσματα με τα οποία αιχμαλωτίζεται η προσοχή του ακροατή. Έχουν αφήσει βαθιά τα ίχνη τους στον
αφηγηματικό κύκλο Χίλιες και μία Νύχτες). Με λίγα λόγια, παρ' όλο τον θεμελιώδη ρόλο που κατέχει η αφήγηση στην οι κοσκευή της ανθρωπότητας, οι έννοιες μέσα στις οποίες δια
φυλάσσεται η σοδειά της αφήγηση ς είναι πολλαπλές. Ό,ΤΙ στον Λεσκώφ συλλαμβάνεται καλύτερα με θρησκευτικούς όρους, στον
Hebel
φαίνεται να εντάσσεται αυθόρμητα στις
παιδαγωγικές προοπτικές του Διαφωτισμού, στον
νίζεται ως ερμητίκή παράδοση και στον
Poe εμφα Kipling βρίσκει ένα
έσχατο άσυλο στη ζωή των Βρετανών θαλασσοπόρων και των στρατιωτικών των αποικιών. Κοινή σε όλους τους μεγάλους
αφηγητές είναι η ευχέρεια ν' ανεβοκατεβαίνουν τις βαθμίδες της εμπειρίας τους όπως μια σκάλα. Μια σκάλα που εκτείνε ται κάτω μέχρι τα βάθη της γης και χάνεται ψηλά μέσα στα σύννεφα, εικόνα μιας συλλογικής εμπειρίας για την οποία
ακόμη και ο βαθύτερος κλονισμός κάθε ατομικής εμίτειρίας, ο θάνατος, δεν συνιστά κανενός είδους εμπόδιο ή όριο. «Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», λέει το παρα μύθι. Το παραμύθι, που ακόμη και σήμερα παραμένει ο πρώτος
δάσκαλος των παιδιών επειδή υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος της ανθρωπότητας, εξακολουθεί να ζει κρυφά στην αφήγηση. Ο πρώτος αληθινός αφηγητής υπήρξε, και παραμένει, ο αφηγητής των παραμυθιών. Όπου η κατάσταση ήταν δύσκολη το παρα
μύθι ήξερε να συμβουλεύει, όπου η ανάγκη ήταν μεγάλη η βοή
ο ΑΦΗΠΠΗΣ
121
θειά του ήταν άμεση. Αυτήν την ανάγκη τη γέννησε ο μύθος. Το
παραμύθι μάς μιλάει για τα πρώτα μέτρα που πήρε η ανθρω πότητα προκειμένου ν' αποτινάξει από το στήθος το βάρος που της έθεσε ο μύθος.14 Μας δείχνει με τη μορφή του χαζού πώς η ανθρωπότητα «κάνει τη χαζή>. απέναντι στο μύθο' μας δείχνει με τη μορφή του μικρού αδελφού πώς οι ευκαιρίες της μεγαλώνουν καθώς απομακρύνεται από τον μυθικό προ'ίστορι κό χρόνο' μας δείχνει στη μορφή εκείνου που ξενιτεύεται για να μάθει τι είναι φόβος ότι τα πράγματα που μας τρομάζουν είναι διαπερατά' στη φιγούρα του έξυπνου μας δείχνει ότι τα ερωτήματα που μας θέτει ο μύθος είναι απλοΥκά όπως το αί νιγμα της Σφίγγας στη μορφή των ζώων που προστρέχουν για
να βοηθήσουν ;ο παιδί του παραμυθιού μας δείχνει ότι η φύση
μ.ιϊορεί όχι μόνο να υπηρετεί το μύθο, αλλά πολύ περισσότερο
να συμμαχεί με τον άνθρωπο. Το πιο φρόνιμο -έτσι δίδαξε το παραμύθι πριν από αιώνες την ανθρωπότητα, κι έτσι διδάσκει ακόμα και σήμερα τα παιδιά- είναι να αντιμετωπίσουμε τις
δυνάμεις του μυθικού κόσμου με δόλο και με υψηλοφροσύνη (έτσι το παραμύθι πολώνει το λεκτικό σε κατώτερο
Ubermut,
Mut, το θάρρος, με τρόπο δια Untermut, δηλαδή δόλο, και ανώτερο
δηλαδή υψηλοφροσύνη). Η απελευθερωτική μαγεία
που διαθέτει το παραμύθι δεν εισάγει με μυθικό τρόπο τη φύ ση μέσα στο παιχνίδι, αλλά υπαινίσσεται τη συμμαχία της με τον ελευθερωμένο άνθρωπο. Αυτήν τη συμμαχία ένας ώριμος άνθρωπος τη νιώθει μόνο κάποιες φορές, δηλαδή στην ευτυχία'
αλλά το παιδί τη συναντάει για πρώτη φορά στα παραμύθια, και το κάνει να νιώθει ευτυχισμένο. ΧVΙΙ
Λίγοι αφηγητές φανερώνουν τόσο βαθιά συγγένεια με το πνεύμα του παραμυθιού όσο ο Λεσκώφ. Πρόκειται για κάποι
WALTER
122
ΒΗΝΙΑΜΙΝ
ες τάσεις τις οποίες ευνόησε η δογματική της Ελληνορθόδο ξης Εκκλησίας. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν κατέχει, όπως είναι
γνωστό, η θεωρία του Ωριγένους περί αποκαταστάσεως, δη λαδή η είσοδος όλων των ψυχών στον παράδεισο, την οποίαν
απέρριψε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ο Λεσκώφ είχε πολύ επηρεαστεί από τον Ωριγένη και σχεδίαζε να μεταφράσει το έργο του Περί Πρώτων Αρχών. Ο Λεσκώφ ερμήνευε την Ανά σταση στο πνεύμα της ρωσικής λα'ίκής πίστης όχι τόσο ως
εκλάμπρυνση όσο ως απομάγευση, με μια έννοια συγγενική προς εκείνη του παραμυθιού. Μια τέτοια ερμηνεία του Ωριγέ νους βρίσκεται στο βάθος του «Μαγεμένου Προσκυνητή». Εδώ, όπως και σε πολλές άλλες ιστορίες του Λεσκώφ, έχουμε να κάνουμε με μια υβριδική μορφή, κάτι ανάμεσα στο παρα
και το θρύλο, παρόμοια μ' εκείνο το μεικτό είδος που
αναφέρει ο
Emst Bloch,
σε σχέση με το οποίο αξιοποιεί για
δικό του λογαριασμό τη διάκριση που κάναμε εδώ ανάμεσα
σε μύθο και παράμύθι. «Ένα υβρίδιο ανάμεσα στο παραμύθι και το θρύλο», λέει αυτός, «περιέχει μεταφορικά μυθικά στοι
χεία, στοιχεία των οποίων η επίδραση είναι οπωσδήποτε αιχ μαλωτιστική και στατική, κι ωστόσο στοιχεία όχι εξωτερικά προς τον άνθρωπο. Στο θρύλο υπάρχουν υπάρχουν ταο'ίστι
κές φιγούρες, ειδικά οι πιο αρχαίες, που είναι "μυθικές" με
αυτήν την έννοια: για παράδειγμα το ζευγάρι του Φιλήμονα και της Βαυκίδας, που έχει ξεγλιστρήσει με τον τρόπο του
παραμυθιού κι εντούτοις διατηρεί την ακινησία της φύσης.
Και οπωσδήποτε μια παρόμοια σχέση παραμυθιο'ι) και θρύ λου υπάρχει στο πολύ πιο περιορισμένο ταο'ίστικό κλίμα του
Gotthelf:
αφαιρεί εδώ κι εκεί από το θρύλο τον τόπο της γοη
τείας, διασώζει τη φλόγα της ζωής, την ιδιάζουσα στον άν
θρωπο φλόγα της ζωής, που καίει ήσυχα μέσα όσο και έξω». «Έχοντας ξεγλιστρήσει με τον τρόπο του παραμυθιοί,» έτσι είναι τα πλάσματα που φέρουν τα χαρακτηριστικά των
Ο ΑΦΗΙΉΤΗΣ
123
λεσκωφικών δημιουργημάτων: οι δίκαιοι. Ο Παβλίν, η Φιγού ρα, ο περουκιέρης, ο φύλακας των αρκούδων, ο φιλάνθρωπος φρουρός
όλοι αυτοί που αντιπροσωπεύουν τη σοφία, την
αγαθότητα, την παρηγοριά του κόσμου, συνωστίζονται γύρω από τον αφηγητή. Το βέβαιο είναι ότι αυτές τις μορφές τις διαπερνά η
imago
της μητέρας του. «Είχε», όπως την περι
γράφει ο Λεσκώφ, «μια τόσο αγαθή ψυχή, που δεν μπορούσε
να βλάψει κανέναν άνθρωπο, αλλά οίιτε και ζιl)o. Δεν έτρωγε κρέας, ούτε ψάρι, γιατί λυπόταν όλα τα ζωντανά πλάσματα. Ο παΤέρας μου συνήθιζε να τη μαλώνει πότε πότε γι' αυτό. Εκείνη όμως του απαντούσε: "Εγώ η ίδια τα μεγάλωσα αυτά
τα ζωάκια' είναι για μένα σαν παιδιά μου. Μπορώ να φάω τα παιδιά μου;" Qύτε και στα σπίτια των γειτόνων έτρωγε κρέ
ας. "Τα έχω δει ζωντανά", έλεγε. "Είναι γνωστοί μου. Μπορώ να φάω τους γνωστούς μου;"».
Ο δίκαιος l5 είναι ο συνήγορος της πλάσης και ταυτόχρονα η ανώτερη ενσάρκωσή της. Στον Λεσκώφ έχει μια μητρική
χροιά που μερικές φορές εντείνεται ως το μυθικό (κι έτσι δια κυβεύεται βέβαια η καθαρότητα του παραμυθιού). Τυπική σε σχέση με αυτό είναι η μορφή του πρωταγωνιστή στο διήγημα
«Κοτίν ο προμηθευτής και η Πλατωνίδα». Αυτή η φιγούρα ένας χωρικός ονόματι Πισόνσκι, είναι ερμαφρόδιτη. Δώ δεκα χρόνια τον μεγάλωνε η μητέρα του σαν κορίτσι. Τα αρ σενικά και τα θηλυκά του όργανα ωριμάζουν παράλληλα, και
η διττότητα του φί,λου του «γίνεται το σύμβολο του Θεαν Ορώπου». Ο Λεσκώφ θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο έφτασε στο ιινώτατο σημείο της δημιουργίας, και ταυτόχρονα φαίνεται να τον βλέπει σαν μια γέφυρα ανάμεσα στον γήινο και τον ουράνιο κόσμο. Γιατί αυτές οι μητρικές αρσενικές φιγούρες,
οι φορτισμένες με τη δύναμη της γης, που κάθε τόσο κυριεύ ουν τη μυθοπλαστική τέχνη του Λεσκ<.οφ, απαρνούνται στο
124
WALTER BENJAMIN
απόγειο του σφρίγους τους την κυριαρχία της γενετήσιας ορ μής. Δεν εκπροσωπούν όμως πραγματικά ένα ασκητικό ιδεώ
δες η εγκράτεια αυτών των δικαίων έχει τόσο ελάχιστα ιδιω τικό χαρακτήρα, ώστε μεταβάλλεται στο θεμελιακά αντίθετό της, τον αποχαλινωμένο οίστρο που ο αφηγητής έχει προσω
ποποιήσει στη «Λαίδη Μάκβεθ του Μινσκ». Αν η απόσταση ανάμεσα σε έναν Παβλίν και σε αυτήν τη γυναίκα του εμπό ρου καταμετρά το εύρος της Δημιουργίας, με την ιεραρχία
των δημιουργημάτων του ο Λεσκώφ έχει εξίσου βυθομετρήσει τα βάθη της. ΧΥΙΠ
Η ιεραρχία των όντων της πλάσης, που βρίσκει στον δίκαιο
την ανώτατη κορύφωσή της, κατεβαίνει με πολλαπλές διαβαθ
μίσεις μέχρι την άβυσσο του ανόργανου. 16 Σε σχέση με αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ένα ιδιαίτερο γεγονός: ολόκληρος αυτός ο κόσμος των όντων εκφράζεται στον Λεσκώφ όχι τό σο με την ανθρώπινη φωνή, όσο με αυτό που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς, με τον τίτλο ενός από τα σημαντικότερα διηγήματά του, «Η φωνή της φύσης». Αυτό το διήγημα έχει
ως θέμα του τον ασήμαντο δημόσιο υπάλληλο Φιλίπ Φιλίπ ποβιτς, ο οποίος κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να μπορέσει να φιλοξενήσει στο σπίτι του έναν στρατάρχη περα στικό από τη μικρή του πόλη. Το κατορθώνει. Ο επισκέπτης, που αρχικά εκπλήσσεται από την πιεστική πρόσκληση του υπαλλήλου, νομίζει σιγά σιγά ότι αναγνωρίζει στο πρόσωπό του κάποιον που θα πρέπει να είχε συναντήσει στο παρελθόν. Ποιον όμως; Αυτό δεν μπορεί να το θυμηθεί. Το περίεργο εί
ναι ότι ο οικοδεσπότης από τη μεριά του δεν είναι πρόθυμος να δώσει αναγνωριστικά οημεία. Αντίθετα, παρηγορεί με υπο σχέσεις την υψηλή προσωπικότητα καθημερινά, λέγοντας ότι f'
,ι/ ,.
.... -:....; .•• ; ' : " . "
~
()
125
ΑΦΗΙΉΤΗΣ
η «φωνή της φύσης» δεν θ' αργήσει να του μιλήσει μια μέρα
καθαρά. Και αυτό συνεχίζεται μέχρις ότου ο επισκέπτης, λίγο πριν από την αναχώρησή του, δέχεται την παράκληση του οι ν' αφήσει τη «φωνή της φύσης» να ηχήσει. Η
γυναίκα του οικοδεσπότη τότε φεύγει για λίγο, επιστρέφοντας
μ' ένα μεγάλο, αστραφτερά γυαλισμένο χάλκινο κέρας που το έδωσε στον άντρα της. Αυτός πήρε το κέρας, το έβαλε στα χείλη και την ίδια στιγμή ήταν σαν να μεταμορφώθηκε. Μόλις φούσκωσε τα μάγουλα κι έβγαλε έναν ήχο δυνατό σαν κε
ραυνό, ο στρατάρχης αναφώνησε: "Στάσου, αδερφέ, σε θυμή θηκα' απ' αυτό σε αναγνωρίζω και πάλιl Είσαι ο μουσικός του κυνηγετικού τάγματος που λόγω της εντιμότητάς του τον
έστειλα εγώ ο.ίδιος να επιβλέψει έναν απατεώνα υπάλληλο της στρατιωτικής διοίκησης". "Έτσι είναι εξοχότατε" απάντη
σε ο σπιτονοικοκύρης. "Δεν ήθελα να σας το θυμίσω ο ίδιος, αλλά να αφήσω τη φωνή της φύσης να μιλήσει"».
Ο τρόπος με τον οποίον η βαθύτητα αυτής της ιστορίας εί ναι κρυμμένη πίσω από την ανοησία της, μας δίνει μια ιδέα του εξαιρετικού χιούμορ του Λεσκώφ. Αυτό το χιούμορ επι
[)εβαιώνεται στην ίδια ιστορία με έναν ακόμα πιο κρυπτικό
τρόπο. Ακούσαμε ότι λόγω της εντιμότητάς του ο μικροϋπάλ ληλος στάλθηκε να επιβλέπει έναν απατε<ονα υπάλληλο της στρατιωτικής διοίκησης. Αυτό λέγεται στο τέλος, στη της αναγνώρισης. Στην αρχή αρχή της ιστορίας, όμως,
νουμε τα εξής για τον οικοδεσπότη: «Οι κάτοικοι του τόπου
γν(οριζαν όλοι τον άνθρωπο και ήξεραν ότι δεν κατέχει κανέ να υψηλό αξίωμα, γιατί δεν ήταν οίηε κρατικός υπάλληλος ούτε στρατιωτικός, αλλά ένας ασήμαντος επιβλέπων στη μι κρή
αποθήκη
προμηθειών,
όπου
ροκάνιζε
μαζί
με
τους
αρουραίους τα κρατικά παξιμάδια και τις σόλες από τ' άρ βυλα. Κι έτσι, ροκανίζοντας, απέκτησε με το χρόνο ένα όμορ
φο ξύλινο σπιτάκι». Αυτή η ιστορία αντανακλά ολοφάνερα
126
W AI.TER ΒΕΝΙΑΜΙΝ
την παραδοσιακή συμπάθεια που τρέφουν οι αφηγητές για τους κατεργάρηδες και τους μικροαπατεώνες. Όλη η λογοτε χνία της φάρσας μαρτυρεί αυτήν τη συμπάθεια. Δεν αρνείται τον εαυτό της ακόμα και στις υψηλότερες μορφές τέχνης απ'
όλους τους χαρακτήρες του Hebel, οι πιο πιστοί του σύντρο φοι αποδείχθηκαν ο Τσούντελφριντερ, ο Τσουντελχάινερ και ο Κόκκινος ΝτΙτερ. Εντούτοις και για τον HebeI ο δίκαιος έχει τον κύριο ρόλο στο θέατρο του κόσμου. Επειδή όμως κα νένας δεν είναι αντάξιος αυτού του ρόλου, περνάει από τον έναν στον άλλον. Άλλοτε είναι ο αλήτης, άλλοτε ο τοκογλ φος Εβραίος, άλλοτε ο χαζός που εισάγεται ακριβώς για να παίξει αυτόν το ρόλο. Πρόκειται πάντα για μια έκτακτη συμμετοχή ανάλογα με την περίπτωση, για έναν ηθικό αυτο
σχεδιασμό. Ο Hebel είναι καζου'ίστής. Για κανένα λόγο δεν τίθεται αλληλέγγυος με κάποια αρχή, δεν απορρίπτει όμως και καμία, γιατί κάθε αρχή μπορεί υπό κάποιες συνθήκες να
γίνει εργαλείο του -δίκαιου.
Ας συγκρίνει κανείς εδώ τη στάση του Λεσκώφ: «Συνειδη τοποιώ», γράφει στο διήγημά του «Με αφορμή τη σονάτα του
Κρώυτσερ», «ότι η σκέψη μου βασίζεται σε μια μάλλον πρα της ζωής παρά σε μια αφηρημένη φιλοσοφία
ή μιαν ανώτερη ηθική. Πάντως δεν έχω καμία διάθεση να πά να σκέφτομαι όπως σκέφτομαι». Κατά τα άλλα, οι ηθικές καταστροφές που εμφανίζονται στον λεσκωφικό κόσμο είναι
απέναντι στα ηθικά επεισόδια του κόσμου του Hebel ό,τι το μεγάλο, φουσκωμένο ρεύμα του Βόλγα απέναντι στο μικρό,
τραγουδιστό ρυάκι του μύλου. Ανάμεσα στα ιστορικά διηγή ματα του Λεσκώφ υπάρχουν αρκετά στα οποία τα πάθη ενερ
γούν τόσο καταστροφικά, όσο η οργή του Αχιλλέα ή το μίσος του Χάγκεν, Είναι εκπληκτικό το πόσο ερεβώδης μ,'tορεί να
γίνει ο κόσμος γι' αυτόν το συγγραφέα και με τι μεγαλοπρέ {::··Jtε~~ το κακό που υπάρχει μέσα του μπορεί να υψώνει το JI
..... '1
()
127
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
σκήπτρο του. Ο Λεσκώφ -και αυτό θα μι"tορούσε ν' αποτελεί ένα από τα λίγα σημεία επαφής με τον Ντοστογιέφσκι- γνώ
ριζε προφανώς διαθέσεις που τον έφερναν κοντά σε μιαν αντινομική ηθική. Οι αρχέγονες φύσεις των «Ιστορι(όν από τον παλιό καιρό» φτάνουν να αφανιστούν μέσα στο ανελέητο
πάθος τους, Οι μυστικοί όμως βλέπουν αυτό ακριβώς το όριο του αφανισμού ως το σημείο όπου η τέλεια έκπτωση μετα στρέφεται σε αγιότητα. ΧΙΧ
Όσο βαθύτερα κατέρχεται ο Λεσκώφ την κλίμακα των όντων,
τόσο πιο έκδηλα η ματιά του προσεγγίζει εκείνη των μυστι
κών. Στην πραγματικότητα, όπως θα δειχθεί, πολλά συνηγο ρούν στο ότι κι εδώ μορφοποιείται ένα χαρακτηριστικό εγγε
νές στη φύση του αφηγητή. Ασφαλώς, ελάχιστοι τόλμησαν να εισχωρήσουν στα βάθη της ανόργανης φύσης και δεν υπάρ χουν πολλά διηγήματα στη νεότερη βιβλιογραφία στα οποία η φωνή του ανώνυμου αφηγητή, προγενέστερη κάθε φιλολογίας, να αντηχεί τόσο αισθητά όσο στο διήγημα του Λεσκώφ «ο
Αλεξανδρίτης». Πραγματεύεται έναν ημιπολύτιμο λίθο, τον πυρωπό. Το λίθινο είναι το κατώτατο στρώμα της δημι ουργίας. Για τον αφηγητή όμως αυτό συνάπτεται άμεσα με το ανώτατο. Στον αφηγητή δόθηκε το προνόμιο να διακρίνει σε αυτόν τον ημιπολύτιμο λίθο, τον πυρωπό, μια προφητεία για
την απολιθωμένη, άψυχη φύση του ιστορικού κόσμου
στον οποίον ζούσε. Αυτός ο κόσμος ήταν ο κόσμος του Αλέ ξανδρου του Β ' . Ο αφηγητή ς -ή μάλλον ο άνθρωπος στον
οποίον ο αφηγητή ς αποδίδει τη δική του γνώση- είναι ένας λαξευτής πολύτιμων λίθων με τ' όνομα Βέντσελ, που είχε επι τύχει τη μεγαλύτερη μαστοριά την οποία μπορεί κανείς να
φανταστεί στην τέχνη του. Μπορεί να τον βάλει κανείς δίπ
~\"'{}'
128
στους αργυροχόους της Τούλα και να πει -στο πνεύμα του
Λεσκώφ- ότι ο τέλειος τεχνίτης έχει πρόσβαση στα μύχια
του βασιλείου της δημιουργίας. Είναι μια ενσάρκωση του ευσεβούς. Γι' αυτόν το λαξευτή πολύτιμων λίθων λέει λοιπόν: «Ξαφνικά άρπαξε το χέρι μου όπου ήταν το δαχτυλίδι με τον Αλεξανδρίτη, ο οποίος, ως γνωστόν, σπινθηροβολεί πορφυρά στον τεχνητό φωτισμό, και φώναξε: "Κοιτάξτε εδώ! Εδώ εί ναι η προφήτισσα πέτρα της Ρωσίας ... Ω πανούργε Σιβήριε!
Πάντα ήταν πράσινος σαν την ελπίδα και μόνο το βράδυ τον πλημμύριζε το αίμα. Ήταν έτσι από την αρχή του κόσμου, όμως για πολύ καιρό κρυβόταν και έμενε θαμμένος στη γη, και άφησε να τον ανακαλύψουν μόνο την ημέρα της ενηλι κίωσης του Τσάρου Αλέξανδρου, όταν ένας μεγάλος θαυμα τοποιός ήρθε στη Σιβηρία για να βρει αυτόν το λίθο, ένας μά γος ... ". "Τι ανοησίες λέτε;", τον διέκοψα. "Αυτήν την πέτρα
δεν τη βρήκε κανένας μάγος. Ήταν ένας λόγιος που λεγόταν Νορντενσκιέλντ". 'SΈνας μάγος, σας λέω, ένας μάγος!" φώνα
ξε ο Βέντσελ με δυνατή φωνή. "Κοιτάξτε λοιπόν τι πέτρα! Ένα θαλερό πρωινό βρίσκεται σ' αυτήν κι ένα ματωμένο βρά δυ ... Αυτή είναι η μοίρα, η μοίρα του ευγενικού Τσάρου Αλέ ξανδρου!" Και μ' αυτά τα λόγια ο γερο-Βέντσελ στράφηκε στον τοίχο, ακούμπησε το κεφάλι στους αγκώνες και άρχισε να κλαίει με λυγμούς».
Δεν θα μπορούσε κανείς να αγγίξει βαθύτερα το νόημα αυτού του σπουδαίου αφηγήματος παρά με τα λόγια που
έγραψε κάποτε ο Paul VaIery, σε εντελώς διαφορετική συγκυρία: «Η καλλιτεχνική παρατήρηση», γράφει στις σκέ ψεις του για έναν καλλιτέχνη του οποίου το έργο συνίστατο
σε διακοσμητικές μορφές πάνω σε μετάξι, «μπορεί να φτάσει σχεδόν σε μυστικά βάθη. Τα αντικείμενα που παρατηρεί χά νουν τ' όνομά τους. Φως και σκιά σχηματίζουν τελείως ιδιαί τερα συστήματα' θέτουν πολύ ατομικά ερωτήματα που δεν
(}
ΑΦΗΓΙΙΤΗΣ
129
Εξαρτώνται από καμία γνώση και δεν απορρέουν από καμία πρακτική, αλλά αντλούν την αξία τους και την ύπαρξή τους αποκλειστικά από ορισμένες συγχορδίες ανάμεσα στην
στο μάτι και στο χέρι κάποιου ο οποίος γεννήθηκε για να τα . συλλάβει εσωτερικά και να τα φέρει στο φως». Ψυχή, μάτι και χέρι φέρονται με αυτά τα λόγια σε μία και την αυτή συνά φεια. Επενεργώντας το ένα στο άλλο, καθορίζουν μια πράξη. Αυτή η πράξη δεν μας είναι πλέον οικεία. Ο ρόλος του χερι στην παραγωγή έχει περιοριστεί, και η θέση που κατείχε
στην αφήγηση έχει μείνει κενή. (Τελικά η αφήγηση, από την κατ' αίσθησιν όψη της, δεν είναι καθόλου βέβαια έργο απο κλειστικά της φωνής. Στην αληθινή αφήγηση επενεργεί πολύ
περισσότερο το χέρι, που με τις χειρονομίες του, των οποίων
την εμπειρία αποκτούμε στην εργασία, εκατονταπλασιάζει τη ούναμη αυτού που εκφράζεται με τη φωνή).17 Εκείνος ο πα λαιός συγχρονισμός ψυχής, ματιού και χεριού που αναδύεται μέσ' από τα λόγια του
VaIery
είναι αυτός του χειροτέχνη, που
τον συναντάμε όποτε η τέχνη της αφήγησης βρίσκεται στο (ποιχείο της. Στην πραγματικότητα, μπορεί να προχωρήσει κανείς ακόμη περισσότερο φτάνοντας στο σημείο να αναρω τηθεί μήπως η σχέση του αφηγητή με το υλικό του, την αν
θρώπινη ζωή, είναι κ~ η ίδια μια χειροτεχνική σχέση, και κα
τά πόσον το έργο του μπορεί να είναι ακριβώς το να επεξερ γάζεται την ακατέργαστη ύλη των εμπειριών -ξένων και δι κών του- κατά έναν στέρεο, χρήσιμο και μοναδικό τρόπο ...
Πρόκειται για μια επεξεργασία μια ιδέα της οποίας μας δίνει περισσότερο από κάθε τι άλλο η παροιμία, αν τη συλλάβει κανείς ως το ιδεόγραμμα μιας ιστορίας. Οι παροιμίες, θα μπορούσε κανείς να πει, είναι τα συντρίμμια που ορθώνονται
στη θέση των παλαιών ιστοριών και που πάνω τους αναρρι χάται, όπως ο κισσός γύρω από έναν τοίχο, ένα ηθικό δίδαγ μα γύρω από μια χειρονομία.
WALTER BENJAMIN
130
Ιδωμένος με αυΤόν τον τρόΠΟ, ο
στους κύκλους των διδασκάλων και των σοφών. Ξέρει να συμβουλεύει όχι όπως η παροιμία για αρκετές περιπτώσεις,
αλλά όπως ο σοφός για πολλές. Γιατί του έχει δοθεί το χάρι σμα να ανατρέχει σε μια ολόκληρη ζωή (μια ζωή που τυχαίνει να περικλείει όχι μόνο τη δική του εμπειρία, αλλά εξίσου και την ξένη' καθιστά οικείο κι εκείνο που έχει πληροφορηθεί από ακούσματα). Το χάρισμά του είναι η ικανότητα να διη
γείται ολόκληρη τη ζωή του. Ο αφηγητής: ο άνθρωπος που μπορεί ν' αφήσει το φιτίλι της ζωής του να καίγεται στην φλόγα της αφήγησής του. Σε αυτό έγκειται η
που περιβάλλει τον αφηγητή, τον Λεσκώφ όπως και τον
Hauff,
τον
Poe
όπως και τον
Stevenson.
Ο αφηγητής είναι η
φιγούρα στην οποία ο δίκαιος άνθρωπος συναντάει τον εαυτό του.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Για τη γλώσσα ε1ζ. γέvει και για τη γλ(όσσα του αvθρώπου
Ι. «tJber Sprache ί.iberhaupt und ί.iber die Sprache des Menschen», ΤΟ κείμενο γράφτηκε το
1916,
μια μάλλον μεταβατική χρονιά για τον
Βάλτερ Μπένγιαμιν, και παρέμεινε αδημοσίευτο, Ένα χρόνο πριν, το
1915,
είχε διακόψει τις σχέσεις του με την «Ένωση Ελεύθερων
Σπουδαστών» του
Wyneken,
η οποία διατηρούσε την πίστη της στη
μοναρχία και στην αναγκαιότητα της καθόδου της Γερμανίας στον και είχε μεταβεί στο Μόναχο για τον τελευταίο κύκλο
σπουδών του στη Γερμανία. Εκεί επρόκειτο να γνωρίσει την
Dora
την οποία θα παντρευόταν τον Ε.ι'1όμενο χρόνο και θα
ναν μαζί στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου ο Μπένγιαμιν θα σπουδές του στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Η γνωριμια του με τον
Gershom Scholem,
και ως εκ τούτου με τον ιουδαΙκό μυστικισμ:ό,
χρονολογείται επίσης από το
1915,
Αυτό το νεανικό κείμενο απηχεί
καθαρά την πρώιμη πνευματική στάση του Μπένγιαμιν, στάση η οποία είναι σφραγισμένη από την ιδεαλιστική ατμόσφαιρα που δια μόρφωσε τα νεανικά του χρόνια. Το είδος του ιδεαλισμού που τη
()ιαποτίζει πρέπει να θεωρηθεί μια προσπάθεια απόσχισης από το τρέχον ακαδημα'ίκό νεοκαντιανό ρεύμα, και μια ανανέωση του ενδια fI1ΡCιCI,\/ΤCl(" για τον πλατωνισμό. Την ίδια προβληματική και την ίδια
W AιTER BENJAMIN
132
φιλοσοφική γλώσσα θα συναντήσουμε αυτήν ακριβώς την εποχή και στον
Edmond Husserl.
Το ιδιότυπο ενδιαφέρον για τις ουσίες, το
οποίο υποκινεί όλη τη χουσερλιανή φαινομενολογία, είναι κοινό, όπως θα διαπιστώσει κανείς, σε αυτήν εδώ την αναζήτηση του Μπέν γιαμιν. Το διαπιστευτήριο του ιδεαλισμού του αυτής της εποχής είναι ακριβώς η εμμονή του σε μια γλώσσα της <(Ουσίας»
-
γλώσσα την
οποία, να πούμε προκαταβολικά, θα εγκαταλείψει, ή μάλλον θα μετα σχηματίσει ριζικά, μετά τη γνωριμία του με τον μαρξισμό. Παρά τον «πλατωνισμό» που μπορεί να διαγνώσει κανείς σε αυτό το πρώτο σημαντικό γλωσσοφιλοσοφικό κείμενο του Μπένγια
μιν, ωστόσο, το επίκεντρο της οπτικής του έχει ήδη αρχίσει να μετα
τοπίζεται προς μιαν αδιόρατη για την ώρα κατεύθυνση. Με αργές με ταβάσεις από δοκίμιο σε δοκίμιο πρόκειται να παρακολουθήσουμε αυτήν τη δραματική πορεία του συγγραφέα προς έναν παρθενικό τό πο θέασης της γλώσσας που θα γίνει λίγο λίγο το αναγνωριστικό του σημείο. Η δύναμη που τον ωθεί σε αυτήν τη μετατόπιση είναι, ήδη ευδιάκριτα, η υπόγεια επιρροή μιας παλαιάς μυστικής παράδοσης, της εβρα'ίκής Καββάλα. Αν για την ώρα η γλώσσα του φέρει τα ίχνη
μιας πάλης ανάμεσα σ' έναν κλασικισμό πλατωνικών αποχρώσεων κι ένα μυστικό-πανθε'ίστικό βλέμμα, το όραμα της πραγματικότητας
που σχηματίζεται στο βάθος ανήκει ευδιάκριτα στο δεύτερο. Στη σημερινή του μορφή το κείμενο βρίσκεται στον δεύτερο τόμο
των Απάντων του,
14()..157. 2. Με
Walter Benjamin: GesammeJte Schriften, 11, 1,
σ.
αυτήν την απροσδόκητη δήλωση ο Μπένγιαμιν εισάγει
πιο θεμελι
δη και ανορθόδοξη θέση αυτού του δοκιμίου -μ' άλμα, θα έλεγε κανείς- τον αναγνώστη. Με όποιον τρόπο κι πρόκειται να ορίσουμε εν συνεχεία τη γλώσσα, το πρώτο που να λάβουμε υπόψιν είναι ότι αυτή δεν αποτελεί κατά κανέναν ένα αποκλειστικά ανθρώπινο μέσον. Όταν λίγο πιο πάνω μας ότι «η διά της λέξεως κοινοποίηση είναι μια ειδική περίπτωση, της ανθρώπινης γλώσσας», υποθέτουμε ότι μπορούμε να E1T"",.CI...
νουμε την έννοια «γλώσσα» έτσι ώστε να συμπεριλάβει κάθε ανθρώπινης, αλλά και προ-ανθρ(ί)πινης εκφραστικής δραστηρlΛτΥΙ. τας: αυτό ισχύει όταν μιλάμε, αίφνης, για «γλώσσα της αοχιτεκ
133
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
κής» ή «γλώσσα της μουσικής». Όμως εδώ γίνεται σαφές ότι η πρό
θεση του συγγραφέα πηγαίνει πολύ πιο μακριά: τίποτα δεν υπάρχει «στην έμψυχη είτε στην άψυχη φύση, που να μη μετέχει κατά κάποι
ον τρόπο στη γλώσσα». Γιατί; Γιατί ακριβώς «είναι στη φύση όλων των πραγμάτων να κοινοποιούν το πνευματικό τους περιεχόμενο», Η ιδέα ότι η προ-ανθρώπινη φύση διαθέτει, και κοινοποιεί, ένα
πνευματικό περιεχόμενο
(geistigen Inhalt) καταστρατηγεί κάθε παρα (Geist) μέσα στη γερμανική ιδεα
δοσιακή χρήση του όρου «πνεύμα»
λιστική και νεοθετικιστική παράδοση, χρήση η οποία είχε αντιπρο σωπευτικά κρυσταλλωθεί στην τετελεσμένη ακαδημα'ίκή διάκριση με ταξύ Επιστημών της Φύσης Πνεύματος
(Naturwissenschaften) και Επιστημών του (Geisteswissenschaften), Η ιδέα μιας φύσης που είναι μέ
τοχος του πνεύματος εξίσου με τον πολιτισμό και την ιστορία, ιδέα με έκδηλα τα σημάδια μιας μυστικής πανθε'ίστικής καταγωγής (η
οποία δεν είναι ξενη βέβαια στον ίδιο τον Χέγκελ), παρέχει το μέτρο του θεωρητικού σκανδάλου που εισάγει ο Μπένγιαμιν εδώ,
3,
Η ιδέα του «Θεού» που ε~σάγεται σε αυτό το σημείο είναι εξί
σου αινιγματική ως προς το νόημά της, όσο και η πολύχρηστη κατ'
αυτήν την περίοδο του Μπένγιαμιν έννοια των «Ιδεών», Οι τε λευταίες φυσικά μας παραπέμπουν σε πλατωνικά συμφραζόμενα,
Πρέπει ωστόσο να aπoσαφηνίσoυμε τον ακριβή τρόπο που
EvvofL
τις «Ιδέες» όσο και τη «γνώση» και την «αλήθεια» ο Μπένγιαμιν, γιατί μέσα από μια τέτοια διασάφηση θ' αναφανούν οι πραγματικές του προθέσεις προθέσεις οι οποίες αργότερα θα υπηρετηθούν aπό μια όχι πλέον πλατωνική γλώσσα' και αυτό ακριβώς είναι που μας οίνει το μέτρο της μη ουσιαστικότητας, αν μπορούμε να το πούμε
έτσι, του όποιου πλατωνισμού του. Εν πάση περιπτώσει, διαφωτι στικό είναι σε σχέση με αυτό το σημείο ένα απόσπασμα από τον (θε
ωρούμενο ως σκοτεινό και δυσνόητο) «Επιστημο-κριτικό πρόλογο» της περίφημης διδακτορικής διατριβής του με τίτλο Η Καταγωγή του Γερμανικού Δράματος
(Ursprung des deutschen Tra.uerspieJs).
Παρ' όλο που η συγγραφή του έργου ολοκληρώθηκε το
1925,
η προ
βληματική και η γλώσσα του ανήκουν εξ ολοκλήρου σε αυτήν την πρώιμη περίοδο του Βάλτερ Μπένγιαμιν, την πριν από τη γνωριμία του με τον μαρξισμό, Στη σελίδα
209
της γερμανικής έκδοσης των
134
WAI.TER BENJAMJN
Απάντων του διαβάζουμε: «Αντικείμενο αυτής της έρευνας είναι οι Ιδέες. Αν 1] αναπαράσταση θέλει να στηρίξει την αξίωσή Τ1]ς ως αλη θινής μεθοδολογίας της φιλοσοφικής πραγματείας, τότε πρέπει να είναι παρουσίαση Ιδεών ... Η γνώση είναι κατοχή. Το ίδιο της το αντικείμενο καθορίζεται από το γεγονός ότι πρέπει να προσκτηθεί -έστω και με μια υπερβατολογική έννοια- από τη συνείδ1]ση. Η ποιότητα Τ1]ς κατοχής παραμένει. Για το κατεχόμενο πράγμα, η πα ρουσίαση είναι δευτερεύουσα' δεν υπάρχει προηγουμένως ως κάτι που παρουσιάζει τον εαυτό του. Αλλά το αντί(!ετο ισχύει για την αλήθεια. Για τη γνώσ1], η μέθοδος είναι ένας τρόπος πρόσκτησης του αντικειμένου Τ1]ς, ακόμη και δημιουργώντας το μέσα στη συνεί
δ1]ση' για την αλήθεια είναι/αυτοπαρουσίαση, και είναι ως εκ τούτου εμμενής σε αυτή τη μορφή». Και όσον αφορά το ρόλο των εννοια κών διακρίσεων, όπως ο συγγραφέας δηλώνει λίγο πιο κάτω, «σκο πός τους είναι η λύτρωση των φαινομένων μέσα στις ιδέες, το πλα τωνικό τά φαινόμενα σώζειν». Τι διαπιστώνουμε εδώ;
Κύριο μέλημα του Μπένγιαμιν είναι να σκηνοθετήσει μιαν αντι παράθεσ1] μεταξύ γ ν ώσ1]ς-αλήθειας, αντιπαράθεση την οποία δεν θα
να επεξεργάζεται με διάφορους τρόπους σε ολόκληρη τη ζωή
του. Η πρώτη, ίδιον της επιστημονικής και της λογικοαναλυτικής σκέψης, αποτελεί «βιασμό» του εμμενούς νοήματος των πραγμάτων,
ένα ενέργημα της (για να προτρέξω στην κατοπινή του μαρξιστική ορολογία) εργαλειοτεχνικής κυριαρΧίας πάνω στη φύση' 1] δεύτερη είναι μάλλον 1] γεμάτη ευαισθnσία προσπάθεια ν' αναδειχθεί μέσα στο ανθρώπινο μέσον η ίδια 1] ουσία των πραγμάτων, καθήκον το οποίο έθετε ο Μπένγιαμιν και στην ίδια του την πρόζα, ιδεωδώς δια τυπωμένο στην εκπληκτική πρόταση που έγραψε κάποτε: «Θέλω να γράψω κάτι που να βγαίνει από τα πράγματα όπως το κρασί από τα σταφύλια». Αν η γνώση λοιπόν είναι «κατοχή», η αλήθεια είναι «πα ρουσίαση», και μάλιστα «αυτοπαρουσίαση»: η εμφάνιση του ίδιου του πράγματος μέσα σΤ1] συνείδηση (ακριβ(ός ό,τι ο Husser! θα ονό μαζε «θέα των ουσιών»' και βλέπουμε ανάγλυφα εδώ πόσο εΚίτληκτι κά κοντά βρίσκεται ο προβληματισμός του Husser! με τον αντίστοιχο του Μπένγιαμιν αυτής της εποχής). Η ιδέα λοιπόν, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, είναι 1] αυτοπαρουσίαση της ουσίας: δηλαδή,
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
όπως και στον
135
Husserl,
μια γενικότητα την οποία πρέπει ωστόσο να
l)ρΌύμε μέσα στο ίδιο το πράγμα. μια επιστροφή στον ιδεώδη χαρα κτήρα του πράγματος. Αυτός ο χαρακτήρας μπορεί ν' αναπαραστα
Οεί με την προσεκτική φαινομενολογική διερεύνnση και ανασυγκρό τηση όλων των συγκεκριμένων ιδιοτήτων, καθώς και των μεταξύ τους σχέσεων οι οποίες ενοικούν μέσα στο πράγμα. Ο Μπένγιαμιν
όμως διαβλέπει ήδη κάτι το οποίο δεν μπόρεσε να δει ο
Husserl
είδε πολύ αργότερα όμως ο μαθητής του, ο
ότι δηλαδή
Heiddeger),
(το
μια τέτοια εννόηση της αλήθειας μας μετατοπίζει κατ' ανάγκην από
τη γνωσιοθεωρία στην αισθητική, ή, ακριβέστερα, στην αισθητική ως γνωσιοθεωρία. Ο αισθητικός εντέλει χαρακτήρας της αλήθειας, όπως την εννοεί εδώ ο Μπένγιαμιν, φαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα του ίδιου κειμένου (<<Επιστημο-κριτικός πρόλογος»): « ... Η σχέση με
ταξύ αλήθειας Κ2-Ι κάλλους δείχνει καθαρότερα απ' οτιδήποτε άλλο τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και στο αντικείμενο της γνώσης, με το οποίο κατά παράδοσιν εξισώνεται, και ταυτόχρονα εξηγεί αυτό το απλό και όμως δύσκολα παραδεκτό γεγονός, ότι ακό μα κι εκείνα τα φιλοσοφικά συστήματα των οποίων το γνωστικό στοιχείο έχει από καιρό χάσει οποιαδήποτε αξίωση επιστημονικής αλήθειας, διατηρούν μια συγχρονική αξία. Στις μεγάλες φιλοσοφίες ο κόσμος φωτίζεται με τους όρους της τάξης των ιδεών» (σ.
211-12).
Η έννοια του Θεού, που εισάγεται εδώ κατά αινιγματικό τρόπο,
είναι ένας άλλος τρόπος να μιλήσει ο συγγραφέας γι' αυτήν την «τάξη των Ιδεών», αφού, σύμφωνα με τη διατύπωσή του, η ιδέα του
Θεού είναι εκείνη που περιχαράσσει τα όρια της περιοχής των Ιδε ών. «Τάξη των Ιδεών» είναι βέβαια ένας τυπικός πλατωνικός όρος που μας φέρνει στο νου αυστηρές ιεραρχίες και πυραμιδωτές δια τάξεις του όλου' πιο κάτω θα διαπιστώσουμε όμως, μέσα από τις χρήσεις
της έννοιας
του
Θεού,
ότι, αν όντως στη σκέψη του
συγγραφέα λανθάνει μια εικόνα της κοσμικής κλίμακας του είδους εκείνου με το οποίο επί αιώνες μ«ς τροφοδότησε ο πλατωνισμός και ο αριστοτελισμός, πρόκειται μάλλον για μια απο'ίεραρχικοποι ημένη, κατά το πρότυπο μάλλον των ομόκεντρων σφαιρών παρά των επάλληλων βαθμίδων αφαιρέσεως, κλίμακα, στο πνεύμα του μυστικού νεοπλατωνισμού, και ως εκ τούτου συμβατή με το βαθύ
136
W ALTER BENJAMIN
τερο όραμα του ιουδα"ίκού μυστικισμού, της Καββάλα, η οποία, όπως και κάθε άλλος μυστικισμός στη λεκάνη της Μεσογείου, άντλησε κατά κόρον από το νεοπλατωνικό (και από το λεγόμενο μυστικό αριστοτελικό) ρεύμα. Όμως προτρέχουμε.
4.
Αφού αποσαφηνίστηκε ότι η γλώσσα δεν πρέπει να θεωρείται
επ' ουδενί αποκλειστικά ανθρώπινο μέσο, εδώ μας δίνεται η δεύτε ρη σημαντική αποσαφήνιση για τη φύση της γλώσσας, όπως την κα
τανοεί ο Μπένγιαμιν. Η γλώσσα είναι έκφραση, και μάλιστα κατά τέτοιον τρόπο διαπλέκεται η σχέση μεταξύ των δύο ώστε η γλώσσα φαίνεται ως μία ειδική μορφή έκφρασης: η έκφραση, σαν να λέμε, εί ναι ως έννοια περιεκτικότερη από τη γλώσσα. Αυτή η εξπρεσιονι στική, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, σύλληψη της γλώσσας έχει βέ
βαια αισθητική και ρομαντική καταγωγή και προαναγγέλλεται μέσα στις
διατυπώσεις του
Herder
Hamann,
του
Humboldt
και κυρίως του
για τη γλώσσα ως ενότητα του εκφραστικού και του νοημα
τικού στοιχείου. Ο Μπένγιαμιν είναι εξαιρετικά εξοικειωμένος, λό
γω παιδείας αλλά και λόγω ιδιοσυγκρασίας, με τα ρομαντικά ιδιώ ματα, και ας μην ξεχ\!άμε ότι η πρώτη του διπλωματική εργασία εί
χε ως αντικείμενο τη λειτουργία της λογοτεχνικής κριτικής στον Ρο μαντισμό. Η διάνοιξη που με αυτόν τον τρόπο επιχειρεί στην έννοια
της γλώσσας είναι εκείνη ακριβώς που θα του επιτρέψει να θεμε λιώσει τη γλώσσα ως μη αποκλειστικά ανθρώπινο μέσο, αφού η έκ φραση στη γενική της σημασία δεν αποτελεί ειδικά ανθρώπινο προ
νόμιο. Αυτή θα αντιπαραθέσει επίσης τη γλωσσοθεωρία του σε όλες τις μεταγενέστεστερες φορμαλιστικές (σημειολογικές, δομικές κ.τ.λ.) συλλήψεις της γλώσσας
-
και θα δούμε σε λίγο πού πρόκειται να
οδηγήσει αυτό. Μπορούμε πάντως να πούμε με βεβαιότητα ότι ήδη
εδώ συγκροτείται μια γλωσσοθεωρία που βρίσκεται στους αντίποδες αυτής του
5.
Saussure.
Αν η γλώσσα είναι προπάντων έκφραση, πρέπει να είναι κατ'
ανάγκην η έκφραση κάποιου πράγματος το οποίο μπορεί και επιδιώ κει να εκφραστεί
-
θέτει δηλαδή ένα ζήτημα υποκειμένου. Αυτό που
ο Μπένγιαμιν ονομάζει εδώ «πνευματική ουσία» είναι ακριβώς ένας υποκείμενο (με την έννοια που είχε ο όρος όχι τόσο στον Καρτέσιο, όσο στον Χέγκελ, όπου το ίδιο το Απόλυτο, και η ίδια η Έννοια,
137
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
συνιστούν υποκείμενα)' αυτό που ονομάζει «γλωσσική οντότητα» εί ναι η δύναμη της έκφρασης ενός υποκειμένου και η ίδια η εκφραστι
κή του «χειρονομία». Και σύμφωνα με την αποσαφήνιση που ήδη υπονόησε, πως η έκφραση δεν αποτελεί ειδικά ανθρώπινο προνόμιο, βλέπουμε ότι ο Μπένγιαμιν εξαρχής εδώ προικίζει μ' ένα είδος υπο κειμενικότητας τη φύση και όλα ανεξαιρέτως τα πράγματα. Αυτή η έννοια του υποκειμένου χρειάζεται να μας απασχολήσει λίγο περισσότερο. Είπαμε ότι δεν πρόκειται για την καρτεσιανή και
εν γένει μοντέρνα έννοια του υποκειμένου, έννοια η οποία το αντιθέ τει μέσα στη γνώση προς ένα αντικείμενο και η οποία θεμελιώνεται
ουσιαστικά σε αντίστιξη προς την πολιτική έννοια του ατόμου. πρέ πει μάλλον να μεταβούμε στη σημασία που είχε ο όρος στον Αριστο τέλη. Εδώ το «υποκείμενον» διόλου δεν σχετίζεται με τον άνθρωπο, την ψυχή ή την α.τομικότητα, ούτε και η γνώση εννοείται ως αντιπα
ράθεση υποκειμένου-αντικειμένου' υποκείμενο είναι εκείνο τ~ οποίο υπό-κειται, ο φορέας που υποβαστάζει όλες τις ιδιότητες και τα πα θήματα του πράγματος:
sub-jectum,
ή υπό-σταση, εκείνο που υπο-φέ
ρει όλες τις μεταβολές δίχως το ίδιο να τις συμμερίζεται, δηλαδή, σε
τελευταία ανάλυση, μια ουσία (μάλιστα δοκεί εΤναι ουσία τό υποκεί μενον τό πρώτον). Παρότι η συχνή μέσα στην ιστορία των σύγχρονων ιδεών σύγχυση ανάμεσα στους όρους «υπόσταση» και «ουσία» μαρ τυρεί αυτήν την κοινή καταγωγή, ο μόνος από τους νεοτέρους που εμ φανίζεται ως γνήσιος κληρονόμος αυτής της αρχαίας έννοιας του
υποκειμένου (πριν από τον Χέγκελ) είναι ο Σπινόζα. Για τον Σπινό ζα υπάρχει μία και μοναδική υπόσταση, ουσία και αίτιον εαυτού ταυτόχρονα, η οποία εκπλέκεται ασταμάτητα μέσα στα άπειρα κατη
γορήματά της, τα οποία μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι όλα τα καθέ καστον όντα μέσα στους ιδιαίτερους τρόπους της κίνησής τους.
Καθώς ο Μπένγιαμιν χρησιμοποιεί εδώ με αυτήν την έννοια τον
όρο «ουσία», βρίσκει απαραίτητο να κάνει μια θεμελιώδη διάκριση, την οποία εμείς με τη σειρά μας βρίσκουμε τρομερά σημαντική προ κειμένου να καταλάβει κανείς το ακριβές φιλοσοφικό στίγμα στο οποίο συλλαμβάνεται ο Μπένγιαμιν τη στιγμή αυτής της πρώτης του θεμελιώδους σύλληψης. Η διάκριση την οποία με τόση αυστηρότητα
εγκαθιστά εδώ είναι η διάκριση ανάμεσα σε πνευματική ουσία και
138
W ALTER BbNJAMIN
γλώσσα, δηλαδή, σαν να λέμε, ανάμεσα σε υποκείμενο και έκφραση:
κάθε έκφραση, κάθε μορφοποίηση, κάθε αντικειμενοποίηση (δηλαδή γλώσσα) δεν πρέπει ποτέ να ταυτίζεται μ' εκείνο του οποίου αποτε λεί έκφραση, μορφοποίηση, αντικειμενοποίηση, κ.λπ. Για να το ανα
τλάσουμε σε μια πιο ελεύθερη διατύπωση, πίσω από κάθε θετική έκ φραση, που μπορεί να είναι λέξη, γράμμα, χειρονομία, εικόνα, πρέ πει σταθερά να νοούμε μιαν αόρατη αλλά πάντοτε παρούσα υπόστα ση, ένα υποκείμενο-φάντασμα, μια μυστηριώδη προθετικότητα την οποία μπορούμε, αν θέλουμε, να εννοήσουμε ως την ενεργούσα φύση
(natura naturans).
Η διάκριση στην οποία επιμένει εδώ ο Μπένγιαμιν
λέει ακριβώς ότι αυτή η θεμελι(\)δης σχέση ανάμεσα στο <αιποκείμε νο» και την έκφρασή του -που σε ομόλογα επίπεδα μπορεί να ση μαίνει, στην ουσία και τα κατηγορήματά της, στο Είναι και στα κα
θέκαστον όντα- πρέπει να δίνεται πάντα ως σχέση διαφοράς. Είναι εκπληκτικό, όμως πρέπει, πιστεί,ω, να γίνει απολύτως δεκτό: ο Μπένγιαμιν, κατά την κρίσιμη στιγμή της διαμόρφωσης του οράμα τός του για τη γλώσσα και τον κόσμο, βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς σημείο που βρίσκεται' και ο Heiddeger τη στιγμή που μεθερμηνεύει τον Duns Scotus και τον χριστιανικό μυστικισμό. Οι εννοήσεις τους, παρά την πολύ διαφορετική γλώσσα που χρησιμοποιούν, θα βαδί σουν επί πολύ χέρι χέρι - και αυτή η ανομολόγητη, και για όσους κρίνουν μ' ένα επιπόλαιο πολιτικό (ή ακόμα χειρότερα, εθνοφυλετι κό) κριτήριο σκανδαλώδης, συγγένεια είναι κάτι που πρέπει να ερ μηνευθεί. Αυτός ο γρίφος δεν είναι όμως και τόσο σκοτεινός, Τόσο ο Heiddeger όσο και ο Μπένγιαμιν διαμορφώνουν τη βασική τους αντίληψη ερμηνεύοντας κάποια μακραίωνη μυστική παράδοση: τον χριστιανικό μυστικισμό του Μεσαίωνα ο πρώτος, τον ιουδα'ίκό μυστικισμό της Καββάλα ο δεύτερος, Και τα δύο αυτά μυστικά ρεύ ματα όμως (και δίπλα τους θα μπορούσε κανείς να προσθέσει τον αντίστοιχο μυστικισμό του Ισλάμ, τη σουφική παράδοση), συχνά σε κρημνώδη αντίθεση με τη δογματική ορθοδοξία των θρησκειών στους κόλπους των οποίων κυοφορήθηκαν, επικοινωνούν σε μια
οραματική ανάγνωση του πλατωνισμού (Νεοπλατωνισμός) και μια
επίσης «εσωτερική» ανάγνωση του Αριστοτέλη. Το κρίσιμο ερ(οτημα που διαχωρίζει αυτήν τη «μυστική» ανάγνωση των κλασικών από
ΙόΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
139
την επίσημη δογματική αποδοχή τους έγκειται στο πώς θα κατανοή σουμε το πρώτο ~Oν, εκείνο που μπορεί να δηλ(ί)νεται ως Είναι ή
θεός ή Ιδέα: πρόκειται άραγε για το ανώτατο γένος στη μεγάλη κο πυραμίδα των αφηρημένων ιδεών η οποία συλλαμβάνεται με μια έφοδο από τα είδη προς τα γένη, ή, αντίθετα, για μία μη λογικά (γλωσσικά, εννοιακά) συλλήψιμη πραγματικότητα την οποία μόνον αποφατικά (δηλαδή βιωματικά, ενορατικά) μπορεί να φτάσει κανείς;
Και αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε υφίσταται α.,ταραιτήτως μια απα ράγραπτη διαφορά τάξεως (όχι όμως ουσίας) ανάμεσα στο Είναι (μη αναπαραστάσιμο) και στα κατηγορήματά του (αναπαραστάσιμα ως έννοιες και ως εμπειρικά όντα). Η αντίληψη όλων των μυστικών υποβάλλει σταθερά τη δεύτερη εκδοχή, αντίληψη η οποία φαίνεται
πως υπήρχε ρητά μέσα στον ίδιο τον Αριστοτέλη, όταν στα Αναλυτι κά ύστερα
(92,
βο
14)
δηλώνει απερίφραστα: ου γάρ γένος τό ον. Αν
αυτό το σημείο κατανοηθεί όπως πρέπει, βλέπουμε ότι η πραγματική
φιλοσοφική συγγένεια του Βάλτερ Μπένγιαμιν, περισσότερο απ' ό,τι με τον ίδιο τον Πλάτωνα, τον Χέγκελ και τον
Husserl,
είναι με τον
αποφατικό Αριστοτέλη, προπάντων όμως με τον Σπινόζα και με τον
Heiddeger,
τους φιλοσόφους δηλαδή που κομίζουν στη νεότερη επο
χή, μεταφράζοντάς το σε σύγχρονη φιλοσοφική γλώσσα, ένα aρxqLo πανθε'ίστικό όραμα του κόσμου.
Η άβυσσος τώρα για την οποία μιλάει εδώ ο Μπένγιαμιν και στην οποία, όπως προειδοποιεί, κινδυνεύει να καταποντιστεί κάθε
μοντέρνα θεωρία της γλώσσας, είναι ακριβώς η παραγραφή αυτής της πρωταρχικής διαφοράς, παραγραφή η οποία, εξαλείφοντας τη διάκριση μεταξύ (άρρητης) ουσίας και γλώσσας, οντικοποιεί την ουσία και πραγμοποιεί τη γλώσσα. Εξηγεί ακόμη καλύτερα αυτό το
σημείο όταν λίγο πιο κάτω επισημαίνει ότι αυτή η σύγχυση αντανα κλάται στη διπλή σημασία της
λόγος μέσα στη δυτική παρά
δοση, Εκείνο που καταγγέλλεται εδώ είναι η αφέλεια του πλατωνι κού ρεαλισμού, το να επιφορτίζεται δηλαδή η ίδια η γλώσσα με οντολογικές λειτουργίες, ή, σε λίγο διαφορετικά συμφραζόμενα, το να μπορούμε να μιλάμε για έναν Θεόν-λόγον, Εδώ, κατά τη γνώμη μου, δηλώνεται καθαρά η απόσταση του Μπένγιαμιν από τον κλα
WALTER BENJAMIN
140
σικό Πλατωνισμό, όπως επίσης και από τη δογματική ιουδαιοχρι στιανική παράδοση.
6.
«Η πνευματική ουσία δεν είναι εξωτερικά όμοια με τη γλωσ
σική ουσία» είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να επισημανθεί και να περιφρουρηθεί αυτή η πρωταρχική διαφορά. Και όταν λέμε «η πνευματική ουσία είναι ταυτόσημη με τη γλωσσική ουσία μόνο στο μέτρο που είναι κοινοποιήσιμη» υπονοούμε ότι η πνευματική ουσία
είναι μια έννοια ευρύτερη από το κοινοποιήσιμο ή τη γλώσσα' με άλλα λόγια, ότι υπάρχει πάντα κάτι το μη φραστο και ανεπικοινώνητο μέσα στην καρδιά της γλωσσας, φωνα με μια διαλεκτική διατύπωση την οποία οωείλουιιι:: πυρήνας μη
από την καρδιά του οποίου Αυτό το βαθιά διαλεκτικό του ΜΠt:νγιαμιν, ωστόσο, μπορεί να λειτουργήσει και προς την αντίθετη κατεύθυνση: αν λέμε ότι κάτι το ριζικά ανέκφρα στο υπάρχει μέσα στα βάθη της γλώσσας, δηλώνουμε επίσης την ίδια ότι αυτό το αν~κφραστo όντως υπάρχει. Έτσι διατυπωμένη αυτή η πρόταση μοιάζει να προκαταλαμβάνει την ένσταση την οποία πολύ αργότερα θα ήγειρε ένας στοχαστής όπως ο
απέναντι στον
Heiddeger,
Jacques Deuida
ως προς μια θέση του τελευταίου κοινή
ουσιαστικά με αυτήν του Μπένγιαμιν. Αν υποστηρίζουμε μια θεμε λιακή πρωτο-διαφορά μεταξύ πνευματικής ουσίας και γλώσσας, ή υποκειμένου και έκφρασης, ή υπόστασης και των κατηγορημάτων της, πράγμα που υποβάλλει την ιδέα ότι ένα υποκείμενο-φάντασμα, μια αόρατη προθετικότητα υποκρύπτεται πίσω από κάθε λέξη, γράμμα, χειρονομία, εικόνα' και αν ονομάσουμε αυτήν την τε
λευταία ίχνος ως το σημείο μιας απουσίας, εκείνο που παραπέμπει δηλαδή σε κάτι το οποίο αφ' εαυτού του δεν φανερώνεται, τότε δι καιούμαστε άραγε, όπως έκανε με παράδοξη συνέπεια ο
Jacques
Deπida, να υποθέσουμε ότι αυτό το «ίχνος», δηλαδή οτιδήποτε μπο ρεί να συλλεχθεί μέσα στην έννοια της γλώσσας, είναι το παντοτινό σημαίνον μιας έσχατης και ριζικά ανεξάλειπτης απουσίας; Μιας απώτατης οντολογικής ένδειας; Η απάντηση σ' ένα τέτοιο βέβαια, μόνο αξιωματική μπορεί να είναι, αφού καμία εlλΠιoιμι~
141
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
βαιότητα δεν μπορεί να συνηγορήσει υπέρ της μίας ή της άλλης απόφασης. Η θέση του Μπένγιαμιν, πάντως, όσο απέχει από έναν
πλατωνικό ρεαλισμό, άλλο τόσο απέχει από έναν ριζικό νομιναλι σμό, του οποίου οριακός κληρονόμος είναι ο
7.
Deuida.
Αν έχει γίνει κατανοητό το εύρος το οποίο δίνει ο Μπένγια
μιν στην έννοια «γλώσσα», δεδομένου ότι κάθε πράξη, χειρονομία, έκφραση, ακόμα και μορφή μπορούν να θεωρηθαί,ν ως ισάριθμα εύκολα
Vf'lTf'I'Vl>l>"1I
είναι ό,ΤΙ από αυτήν είναι με τον οποίον υπάρχουν τα
τους, σαν να λ.t:με, είναι η γλώσσα τους. Δίχως το Είναι τους
υπερατομική διάσταση στην οποία κάθε ον μετέχει) να εξαντλείται στην ατομική τους έκφραση, αυτά τα ίδια δεν υπάρχουν παρά μόνο
μέσα σε αυτή τους την έκφραση' αυτή είναι που συγκροτεί την ατο μικότητά τους. Αν ριζικοποιήσουμε έτσι την έννοια της γλώσσας, ωστόσο, βρισκόμαστε ήδη σε μια θέση που αγγίζει ανησυχητικά τα όρια μιας πρωτόγονης, μαγικής αντίληψης για τη γλώσσα. Αν η
γλωσσοφιλοσοφική σύλληψη του Μπένγιαμιν πρέπει να οριοθετηθεί τόσο απέναντι στις ρεαλιστικές όσο και απέναντι στις νομιναλιστι κές προσεγγίσεις στη γλώσσα, ποια είναι άραγε η σχέση της με μια,
προγενέστερη και των δύο αυτών,
μαγικο-μυθική σύλληψη της
γλ(όσσας; Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, όπως και για τον Πλάτωνα, η λέξη, το όνομα είναι πραγματική υπόσταση, κατέχει συγκεκριμένο οντικό βάρος, με τη διαφορά ότι γι' αυτόν δεν ανήκει σε μια διαφο ρετική οντολογική βαθμίδα (στον κόσμο, ας πούμε, των άσαρκων
Ιδεών) αλλά συμφl)ρεται αδιακρίτως με τον κόσμο των εμπειρικών
πραγμάτων. Ακριβέστερα: το όνομα είναι το πράγμα, διατηρεί μαζί του ένα μιμητικό δεσμό, και στη μαγικο-θρησκευτική τελετουργία η επίκληση του ονόματος συνεπάγεται κάποιου είδους εξουσία απένα ντι στο ίδιο το πράγμα. Η
.
εδώ είναι η ύπαρξη του ίδιου του Βαδίtουιιε σ' ένα έδαφος εξαιρετικά λεπτών διαΚι>ίσεων άκρως προσεκτικοί. Ο της πνευματικής κοινοποίησης, και το
142
WALTER BENJAMIN
όνομα, σύμφωνα με τη μια χει
η σταση του σώματος, το χρώμα του τριχώματος ενός
ου ή το άρωμα ενός λουλουδιού είναι εξίσου μέσα κοινοποίησης, δηλαδή η συγκεκριμένη, ατομική τους γλώσσα. Έτσι μεταφρασμένη η πρωτόγονη φόρμουλα θα σήμαινε, ακριβώς, ότι ένα ένα λουλούδι υπάρχει μέσα στο άρωμά του, ένα ζώο υπάρχει μέσα στο χρώμα του
τριχώματός του, ένας άνθρωπος υπάρχει μέσα στη στάση του σώμα τος και τις χειρονομίες του κ.ο.κ. Αυτή η αντίληψη είναι απολιπως
έγκυρη και γίνεται εξ ολοκλήρου δεκτή από τη σκοπιά της γλωσσο
θεωρίας την οποίει ο συγγραφέας πασχίζει να συστήσει εδώ. Αν υπάρχει κάποιου είδους αυταπάτη στον πρωτόγονο, αυτή δεν έγκει ται τόσο σε μια σύγχυση ανάμεσα σ' ένα ορισμένο ον και το μέσον της έκφρασής του (τη γλώσσα του), αλλά μάλλον στη σύγχυση ανά ενός όντος και την ονομα
Ιt!ΨΟΛ,II, σαν να λέμε, μια πράξης ειδικά της ονοματοθεσίας, στον μη ανθρώπινο κόσμο, ή, με
άλλα λόγια, σε έναν μη επαρκώς διαμεσολαβημένο ανθρωπομορφι
σμό της φ'Ι',σης. Η αντίθετη στάση, ωστόσο, εκείνη που εγκαθιστά ένα ριζικό σχίσμα ανάμεσα στον ανθρώπινο κόσμο και τη φύση, κα
ταγγέλλεται, όπως θα δούμε, ως εξίσου σοβαρό, ή και ακόμη σοβα ρότερο σφάλμα και αυται-τάτη. Η αναζήτηση αυτού του λεπτού και άκρως ευπαθούς δεσμού είναι το υπέρτατο καθήκον μιας γλωσσοθε ωρίας όπως την αντιλαμβάνεται εδ<{) ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.
8.
Αντιδιαστέλλοντας εδιο το το «διαμέσου των ονομάτων)) από το
~~μέσα στα ονόματα», ο Μπένγιαμιν θέλει αι-τλά να πει ότι η ιδιάζουσα στον άνθρωπο ουσία δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να κατονομ ρητά από τη γλώσσα (απ' οποιαδήποτε συγκεκριμένη ανθρώπινη αλλά μάλλον ταυτίζεται με την ίδια την πράξη του ονομάζειν ομιλείν: ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος ακριβώς μέσα στη δυνατότητά του να έχει γλώσσα. Και με αυτό βέβαια εννοούμε ρηματι
κή γλώσσα, που είναι η ιδιάζουσα γλώσσα του ανθρώπου.
9.
Δηλαδή, η ιδιάζουσα σε αυτόν υποκειμενικότητα, ή, όπως το
θέτει εδώ ο Μπένγιαμιν, η ανώτερη, η αρτιότερη μορφή υποκειμενι
:·.κότητας, αυτή που συγκροτείται μέσ' από την πράξη της κατονομα . ί:
' <,'" ,Ό , '..'Ι
.
~
\
.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣXOΛJA
143
μια
την οποία φέρει εγγενώς μαζί της η εμφάνιση του ανιJρώΠOυ στον κόσμο. Ο Μπένγιαμιν θα προσπαθήσει πιο κάτω να φωτίσει αυτήν την περιπλοκή μέσα από μια αλληγορική ανάγνωση του επεισοδίου
της Πτώσης στη Βίβλο. Αυτή η εκπεπτωκυία γλώσσα, πάντως, στην οποία ο Μπένγιαμιν αναφέρεται παραπάνω, όπως και αλλού, ως «αστική γλώσσα», δεν είναι άλλη από την παράδοση του νομιναλι σμού, η αντίληψη δηλαδή που θέλει τη γλ6)σσα ένα καθαρά ανθρώ πινο εργαλείο για τη χειραγώγηση του κόσμου,
10.
Η ιδέα ότι η ρηματική γλ6)σσα είναι η μόνη εντελής γλώσσα
ίσως δεν είναι απόλυτα δικαιολογημένη μέσα στα των υπόλοιπων ιδεών του κειμένου. θα πρέπει άραγε εδώ να δια ένα ίζημα του ιδεαλισμοι' του Μπένγιαμιν, ένα κατάλοιπο του ηόη ξεπερασρ,ένου πλατωνισμού του; Εν πάση περιπτώσει, πρέ πει να έχουμε κατά νου ότι αυτή η ανώτατη λειτουργία της ενοποί ησης που επιτελείται μέσα στο Όνομα (ανάμεσα στην «απόλυτα κοι νοποιήσιμη πνευματική ουσία» και την «καθολικά κοινοποιούσα οντότητω), δηλαδή, σαν να λέμε, η έσχατη ταύτιση υποκειμένου αντικειμένου) αναφέρεται σε μια ιδε(ί)δη εννόηση του Ονόματος, κά
τι σαν την εγελιανή «απόλυτη έννοια». Όπως θα δούμε σε λίγο, σε καμία πραγματική
λέξη απ'
οποιαδήποτε
εμπειρική
ανθρώπινη
γλ6)σσα (τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ελληνικά κ.Ο.κ.) αυτή δεν σώ ζεται τελικά
κι εδώ εδράζεται το τραυματικό συμβάν τη Πτώσε
ως και, αργότερα, του Πύργου της
11.
Εδώ ξαναλέγεται εμφατικά κάτι που είχε ειπωθεί και οιευκρι επαqκώς πιο πάνω: ότι η γλώσσα, στην ευρύτερη έννοιά της, με την ίδια την μορφή του φορέα της μέσα στον κόσμο. Η
ενότητα υποκειμένου-αντικειμένου που περικλείεται στην ιδεώδη εκ δοχή του Ονόματος, συμπίπτει με την ενότητα μορφής-περιεχομένου
στην ιδεώδη εκδοχή της γλώσσας. Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με την πριοταρχική διαφορά, για 'την οποία μιλήσαμε παραπάνω, μετα
ξύ πνευματικής και γλωσσικής ουσίας. Σε αυτό όμως έρχεται αμέσως παρακάτω ο Μπένγιαμιν. (Γιατί η πνευματική ουσία στην οποία με
τέχουν οι επιμέρους πνευματικές ουσίες δεν ταυτίζεται με την ατ,C~_
WALTER BENJAMIN
144
κή ύπαρξη καμίας από αυτές και αυτή η τελευταία είναι ακριβώς που ταυτίζεται με τη γλώσσα «της»).
12.
θέτοντας εδώ ο Μπένγιαμιν για μία ακόμη φορά το πρόβλη
μα της
εξίσωσης/διαφοράς
μεταξύ γλωσσικής και
πνευματικής
ουσίας, έρχεται στο πιο δύσβατο και το πιο παρακινδυνευμένο, όπως τουλάχιστον το διαβάζουμε, σημείο αυτού του δοκιμίου. Το
λέμε παρακινδυνευμένο επειδή είναι
ακριβώς το
σημείο όπου
συγκρούονται, κατά τρόπο δραματικό. του οποίου η ένταση δεν κρύ βεται από τις κομψές διατυπώσεις (αφού νοηματικά διατηρούν κάτι
το απόκρημνο, ικανό να καταποντίσει ανέλπιδα τον μη κατάλληλα προετοιμασμένο αναγνώστη), πλατωνισμός και αντιπλατωνισμός, ιουδα'ίκή θεολογία και μυστικίζων πανθε'ίσμός (όπου ανά δύο οι
όροι των παραπάνω ζευγών θεωρούνται ως επάλληλοι και αμοιβαία συναρμόσιμοι). Εδώ παίζεται, και ίσως κρίνεται, ο μεγάλος εσωτε ρικός αγώνας ο οποίος προδίδεται μέσ' από τα διάκενα της γραφής αυτού του δοκιμίου. Ας ακολουθήσουμε προσεκτικά τα νήματά της. Η μεταφυσική της γλώσσας, εκείνη που εξισώνει την πνευματική
με τη γλωσσική ουσία, είναι, όπως είδαμε, ο πλατωνικός ρεαλισμός.
Με αυτήν την «κλασική» εκδοχή του πλατωνισμού είναι εξοικειωμέ νες οι μεγάλες εκκλησιαστικές ορθοδοξίες, και κατεξοχήν ο Σχολα στικισμός. Το ακούραστα επαναλαμβανόμενο έργο αυτών των ορθο δοξιών είναι να οικοδομούν επιβλητικές κοσμικές ιεραρχίες κατά αύξοντα βαθμό αφαιρέσεως: στη βάση είναι ο κόσμος της μεταβολής και της φθοράς, ο επίγειος και υποσελήνως κόσμος, η ατελείωτη πολυείδεια των υλικών μορφών, και στην κορυφή, πάνω από τη
βαθμίδα των καθαρών ιδεών ή των αγγελικών και αρχαγγελικών όντων, η ίδια η απόλυτη Ιδέα, το Πρώτο Κινούν ή ο Κοσμικός Νους, καθισμένος στον υπερουράνιο θρόνο του (εικόνα και μεταφο ρά αναμφίβολα της κεφαλής των εγκόσμιων ιεραρχιών, της Αυτο
κρατορίας ή και της ίδιας της Εκκλησίας), ο ίδιος ο θεός, το θεμέ
λιο του κόσμου. Αυτή είναι η ιεραρχία των οντολογικών βαθμίδων την οποία έχει σταθερά κατά νου ο Μπένγιαμιν και στην οποίαν
αναφέρεται εδώ. Να παρατηρήσουμε μόνο ότι αν οι καθολικές ιδέες (τα πλατωνικά γένη ή τα
universa\ia
των Λατίνων Πατέρων) μπο
ρούν σε αυτά τα συμφραζόμενα να αποκτούν οντολογική υπόσταση,
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
είναι ακριβώς
επειδή
145
διαφεύγει η πρώτη διαφορά μεταξύ της
πνευματικής και της γλωσσικής ουσίας. Η έννοια της αποκάλυψης, για την οποία είναι έτοιμος να μιλήσει εδώ ο Μπένγιαμιν, η έννοια
δηλαδή ενός ιερού και απαραβίαστου λόγου ταυτόσημου με την απόλυτη αλήθεια και με την οντολογική Παρουσία στην πληρότητά της, πρoίJπoθέτει βέβαια την εξάλειψη αυτής της πρώτης διαφοράς, την ταύτιση γλωσσικής και πνευματικής ουσίας.
13.
Ο αγώνας ανάμεσα στις αντιθετικές εκδοχές του νοήματος οι
οποίες διασχίζουν το κείμενο που διαβάζουμε, συμπυκνώνεται ολο φάνερα στην αμφιθυμία του συγγραφέα απέναντι στην έννοια της
Αποκάλυψης. Φθάνοντας από το δρόμο μιας ιδεαλιστικής (ο ανανε ωμένος πλατωνισμός ορισμένων γερμανικών πνευματικών κύκλων) και ταυτόχρονα μιας θρησκευτικής (ο ιουδα'ίσμός του οποίου οι απηχήσεις υποθέτουμε ότι διαπότιζαν ακόμα το οικογενειακό του
περιβάλλον) παραδοσης, ο Μπένγιαμιν βρίσκει στην έννοια της Αποκάλυψης το μοντέλο αυτού που αντιλαμβάνεται ως ιδεώδη έν νοια της γλώσσας. Ταυτόχρονα, όμως, η άκρα ευαισθησία του,
οξυμένη από τις ρομαντικές και μυστικιστικές αποχρώσεις των νεα νικών του επιρροών, διαισθάνεται τον φενακιστικό χαρακτήρα εκεί νου το οποίο ακριβώς θεμελιώνει την έννοια της Αποκάλυψης: της ταύτισης, δηλαδή, της πνευματικής με τη γλωσσική ουσία. Αυτό Τθ σημείο αποσαφηνίζει τελικά και αναμφίλογα εδώ. Κάθε γλωσσική έκφραση, μας λέει, είναι ένας ακατάπαυστος αγώνας ανάμεσα στο
εκφράσιμο και το άρρητο, και μόνο υπό την προοπτική του αρρήτου φανερώνεται (διά της απουσίας της) η έσχατη πνευματική ουσία. Αν
γλιστρήσουμε στη φενάκη του να ταυτίσουμε αυτήν την πνευματική ουσία με την ίδια τη γλώσσα, χάνουμε από τα μάτια μας την αντί στροφη αναλογία που διέπει τις σχέσεις μεταξύ έσχατης ουσίας και γλωσσικής έκφρασης (και, το ξαναλέμε, αυτό σημαίνει επίσης: μετα ξύ της υποστάσεως και των κατηγορημάτων της, μεταξύ του Είναι και των όντων κ.ο.κ.). Το αντίθετο ακριβώς προσπαθεί να κάνει ο συσχετισμός πάνω στον οποίο θεμελιώνεται η έννοια της Αποκά
λυψης: να δείξει, δηλαδή, ότι «εκείνο που είναι στον υψηλότερο βαθμό εκφρασμένο ... είναι ταυτόχρονα και το καθαρά πνευματικό».
14.
Και η συζήτηση αυτή κλείνει με την εξής σημαντική παρατή
146
WALTER BENJAMIN
ρηση: από το ότι η ύψιστη πνευματική σφαίρα της θρησκείας θέλει να σφετεριστεί το ανέκφραστο, απορρέει μια συγκεκριμένη
και στάση σύμφωνα με την οποία η ύψιστη πνευματική ουσία απο
δίδεται στον άνθρωπο και στη γλώσσα του. Έτσι όχι μόνο υποβιβά ζεται ολόκληρη η αλληλουχία των μη ανθρώπινων γλωσσών, η αξία και η οντολογική αυτοτέλεια, σαν να λέμε, της φύσης, αλλά κι εκεί νη ακόμα η πλευρά της ανθρώπινης έκφρασης που δεν υποτάσσεται στην εξουσία της αφηρημένης έννοιας: η τέχνη και η ποίηση. ακριβώς η αντίληψη, θα μπορούσαμε εμείς να προσθέσουμε, είναι εκείνη που εξορίζει τους ποιητές από την πλατωνική πολιτεία, εκεί νη που αποποιείται έναν επικίνδυνο παγανισμό, τον οποίον η πα τριαρχική ματιά υποψιάζεται πάντα μέσα στο αισθητικό στοιχείο.
Στη διαπίστωση της αμέσως επόμενης παραγράφου, ότι «οι γλώσσες των πραγμάτων είναι ατελείς και βουβές», όμως, η θέση με την
οποία εδώ αναμετρήθηκε φαίνεται να εγείρεται και πάλι, διεκδικώ ντας για μια στιγμή το συγγραφέα.
15.
Σε αυτό το μέρος της πραγμάτευσής του ο Μπένγιαμιν σκο
πεύει να εξετάσει τη Βίβλο, μέσα στην οποία αναμένει να βρει κά
ποια σημαντικη αληθειά για τη γλώσσα. Προσοχη όμως: να εξετάσει τη Βίβλο δεν σημαίνει να κάνει αυτό το αρχαίο κείμενο αντικείμενο κριτικης διερεύνησης και ανάλυσης με το μέσον της κειμενικής
έρευνας, αλλά μάλλον να το διαβάσει αλληγορικά, να το διαβάσει ως αλληγορία, και να φέρει στο φως αληθειες σημαντικές σχετικά με τη φί,ση της γλώσσας που βρίσκονται κρυμμένες μέσα του. Εκείνο πάντως για το οποίο μας προειδοποιεί σαφώς ο Μπένγιαμιν είναι ότι η Βίβλος δεν είναι η «βάση για την αποκεκαλυμμένη αληθεια» και ότι, παρ' όλη την αξία που έχει για τους σκοπούς μιας τέτοιου
είδους έρευνας, είναι μόνο «αρχικώς αναντικατάστατη». Αυτό ση μαίνει ότι η Βίβλος μπορεί να σταθεί στο ύψος αυτης της απαίτησης
επειδη είναι, έχει γραφτεί ως και επειδή αντιμετωπίζεται όπως ένα ιερό κείμενο. Δεν λέει ο συγγραφέας εδώ ότι είναι θεόπνευστη: η ιε ρότητα του κειμένου της είναι σύμφυτη με τη διαδικασία που το κα
θιερώνει ως τέτοιο σε έναν λαό και σ' έναν πολιτισμό, και μόνο χά ρη στη λειτουργία που επιτελεί εκεί αναμένεται να βρούμε εντός της σημαντικές αποφάνσεις για τα ίδια τα θεμέλια της γλώσσας και
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
147
αυτό βεβαίως σημαίνει επίσης ότι τον ίδιο ρόλο θα μπορούσε να παίξει ένα οποιοδηποτε ιερό κείμενο, απ' oπoιoνδi)πoτε λαό η πολι τισμό. Αν ο Μπένγιαμιν επιλέγει τη Βίβλο είναι όχι για να τονίσει κάποια υποτίθεται προνομιακη εγγύτητά της με την αληθεια, αλλά
-απλώς- επειδη αυτή του είναι οικεία. Αυτό θέλει να πει αυτό το «αρχικώς».
Ι6. «Η απόλυτη σχέση του Ονόματος με τη γνώση υπάρχει μόνο
μέσα στον Θεό», και «ο άνθρωπος όμως τα ονομάζει [τα πράγματα] σύμφωνα με τη γνώση του». Αυτη η σπουδαιότατη διάκριση που γί νεται εδώ προσμετρά τις αποστάσεις ανάμεσα στην εμπειρική σα (την «ανθρώπινη») και την ιδεώδη γλώσσα (τη «θε·ίκη,». Ταυτό
χρονα, αποσαφηνίζει τον τρόπο που εννοεί ο Μπένγιαμιν τον «Θεό» και τη «δημιουργία». Με την αινιγματικη έννοια του Θεού
φαίνεται καθαρά ότι θέλει να δηλώσει εκείνη την αρχέγονη, την
πρωταρχικη δημιουργική διαδικασία μέσα στην οποία ταυτίζονται (και από την οποία απορρέουν ως συμπληρωματικές όψεις της) η δημιουργική δύναμη και η συντελεσμένη δημιουργία, ο «Λόγος και το Όνομα». ΊΌ αν θα πούμε αυτη την πρωταρχική διαδικασία «Θεό»
εξαρτάται καθαρά, είναι φανερό, από τη βασική πολιτισμικη μας σύμβαση. Μπορούμε εξίσου να την ονομάσουμε Φύση, Βράχμαν,
Ταό ή οτιδήποτε άλλο, και η πρωταρχική διάκριση στο εσωτερικό της ταυτίζεται με τη διάκριση εκείνη που στη γλώσσα των μυστικών του Μεσαίωνα διαχωρίζει ανάμεσα σε
naturata.
Natura naturans
και
Natura
Βλέπουμε επίσης ότι όλες οι γλωσσικές μεταφορές από τις
οποίες βρίθει αυτό το κείμενο παραπέμπουν στη μεγάλη, εμμενή μιουργική διαδικασία του κόσμου. Την εντέλει δίχως όνομα. Ι7. ΊΌ νόημα αυτής της πρότασης (και όλων των συμφραζομέ νων της, που διατηρούν κάτι από την έξοχη ποιητικη γλώσσα των μεγάλων μυστικών) είναι ότι ο άνθρωπος είναι εκείνος μέσω του οποίου η έσχατη δημιουργικη διαδικασία γίνεται συνειδητή στον ίδιο τον εαυτό της είναι -για να το πούμε έτσι- η αυτοσυνειδησία του κόσμου. Ως καθρέφτης αυτης της διαδικασίας φέρει κάτι από
την άπειρη διάσταση εκείνης μέσα του: είναι «εικόνα του Θεού». Δεν πρόκειται, όπως διαπιστώνει κανείς, εδώ για έναν τρέχοντα και κοι νότοπο ανθρωπομορφισμό, αλλά για μια δραματικi] εκτίμηση της
WΑιΤΕΚ BRNJAMIN
148
κομβικής θέσης που κατέχει ο άνθρωπος μέσα στη δημιουργία. Δεν αφήνεται να κατονομαστεί, μέσα του ελευθερώνεται η ίδια η δύναμη του ονομάζειν: σαν να λέμε, οι δυνατότητες αυτού του όντος είναι
άπειρες, η οντολογική του δύναμη είναι η δύναμη να διαφεύγει από κάθε πάγιο και εντελή καθορισμό του.
18.
«Η γλώσσα ποτέ δεν παρέχει πάγια σημεία», και αυτό είναι
που τη διαχωρίζει από εκείνο που ο συγγραφέας ονομάζει «αστική
αντίληψη της γλώσσας»: δηλαδή τον νομιναλισμό. Η γλώσσα δεν συνιστά απλά σημεία που παραπέμ.ίτουν στα εμπειρικά πράγματα του κόσμου, έτσι ώσtε να καθιστούν δυνατή τη «λαβή» και ως εκ
τούτου το χειρισμό τους. Κατά αυτό ακριβώς η γλωσσοθεωρία του Μπένγιαμιν αντιτίθεται σταθερά σε κάθε σημειωτική προσέγγιση της γλώσσας. Είναι μάλλον η ανοιχτή εκείνη διαδικασία μέσω της οποί ας ο άνθρωπος αναδέχεται την ίδια την ουσία των πραγμάτων, προ σομοιώνεται κατά κάποιον τρόπο με τα πράγματα. Με ποιον ακρι
βώς τρόπο το κάνει αυτό ο άνθρωπος, είναι κάτι που δεν διευκρινί
ζεται εδώ. Η αποσαφήνιση αυτής της διαδικασίας, με όρους πλέον υλιστικούς και πρα~ιακoύς, είναι το θέμα του τρίτου γλωσσοφιλο σοφικού του δοκιμίου, «Για τη μιμητική ικανότητα». Επαναπροσ διορίζεται ωστόσο και η απόσταση αυτής της ενόρασης από τη δια μετρική
μαγικομυστικιστική αντίληψη της γλώσσας; η λέξη δεν
ταυτίζεται με το ίδιο το πράγμα, γιατί το πράγμα, σε τελευταία ανά λυση, δεν «έχει» ούτε «είναι» λέξη
-
είναι ένας άπειρος και ανοι
χτός δυναμισμός, τον οποίον ο άνθρωπος «αναγνωρίζει» μέσα στη δική του γλ«)σσα. Γλώσσα η οποία είναι ήδη μια έκπτωση, μια πρώ τη ακινησία, αυτού του πρώτου δυναμισμού που ακτινοβολεί και μέσα «στη βουβή μαγεία της φύσης».
19.
Εδώ, σε αυτό το σημείο, θεμελι(όνεται ένα καθόλου μικρής
σημασίας τμήμα της γλωσσοφιλοσοφίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν: η
θεωρία του για τη μετάφραση, η οποία θα αναπτυχθεί στο αμέσως επόμενο δοκίμιο. Ας πούμε μόνο προκαταβολικά, υπογραμμίζοντας απλώς αυτό που ο ίδιος λέει, ότι η μετάφραση έχει μια στρατηγική
θέση μέσα στη θεωρία της γλώσσας επειδή μόνο μέσα στη μετάφρα ση αποκαλύπτεται η βαθιά και οργανική διαπλοκή των γλωσσών' και αν «γλώσσες» για τον Μπένγιαμιν σημαίνει σταθερά τρόποι και
ΕΡΜΗΝεγTlΚΑ ΣΧΟΑΙΑ
149
επίπεδα του Είναι, τότε καταλαβαίνουμε γιατί η μετάφραση, αυτό το «συνεχές των μεταμορφώσεων», είναι ο τόπος της οντολογικής συνέχειας του Όντος.
20. Κι εδώ λύνεται επιτέλους ικανοποιητικά το μυστήριο της έν
νοιας του Θεού, την οποία ο Μπένγιαμιν εισάγει
αρχής και με
τρόπο παράδοξο σε αυτό το κείμενο. Ο τρόπος με τον οποίον λύνε ται αποσαφηνίζει ταυτόχρονα το γλωσσο-οντολογικό όραμα που έχει στο μυαλό του ο συγγραφέας. Αν «η μετάφραση της γλώσσας των πραγμάτων σ' εκείνη του ανθρώπου ... είναι ... η μετάφραση του ανω
v(ιμου σε όνομα», δηλαδή «η μετάφραση μιας ατελούς γλώσσας σε
μια περισσότερο τέλεια», και αν «η βουβή γλώσσα των πραγμάτων και η ονομάζουσα γλώσσα του ανθρώπου» «είναι συγγενείς ... και
αναδυόμενες από τον ίδιο δημιουργικό Λόγο», ο «Θεός», ένα άλλο όνομα για 'εκείνο που επίσης μεταφορικά ονομάζουμε «δημιουργικό Λόγο)), είναι ολόφάνερα ό,ΤΙ εγγυάται αυτήν τη συγγένεια - ακριβέ στερα, εΙναι το ενεργούμενο αυτής της συγγένειας, η πρώτη πρώτη μεταφορά που την ονομάζει. Αν τα όντα είναι γλώσσες που μετα
φράζουν η μία την άλλη σε μιαν ανιούσα διαδοχή των βαθμίδων της
εξέλιξης, ο Θεός είναι εκείνη η έσχατη μετα-γλώσσα (όπως λέμε σή μερα) που κάνει δυνατή τη μεταφρασιμότητα ή τη μεταμόρφωση: τη συνεχή ροή του νοήματος, σαν να λέμε, ανάμεσά τους.
21. Το σημείο λοιπόν -μια άλλη εμμονή της γλωσσοφιλοσοφίας του Μπένγιαμιν- δεν είναι ποτέ ένα τεχνητό επίθεμα, δεν είναι πο τέ «αυθαίρετο)), όπως διατείνεται η τόσο εκτιμώμενη σήμερα σωσ συριανή γλωσσοθεωρία, αλλά ανήκει στο πράγμα, είναι το εγγενές γνώρισμα μέσω του οποίου το πράγμα προβαίνει στην αναγνώριση _ και την κατονομασία του: ό,τι το γεννητικό όργανο για το φύλο. Εδώ πράγματι ανοίγεται ένα πεδίο ερωτημάτων και αποφάνσεων που συνιστούν την ευαίσθητη καρδιά αυτής της φιλοσοφίας για τη γλώσσα. Πρόκειται για το πρόβλημα του μιμητικού δεσμού ανάμεσα
στη γλώσσα και τα πράγματα, ανάμεσα στον άνθρωπο εντέλει και τον κόσμο, την απάντηση στο οποίο ήδη προδιαγράφουν οι παρού
σες διατυπώσεις, την τελική του ωστόσο λύση -και απαλλαγμένη από τα εννοιολογικά δάνεια μιας ιδεαλιστικής παράδοσης δάνεια τα οποία ο Μπένγιαμιν, μη διαθέτοντας ακόμη ακριβείς έννοιες για
150
WALTER DENJAMIN
να περιγράψει αυτό που διαισθάνεται, χρησιμοποιεί ως συγκεκριμέ νες μεταφορές- θα βρει στο δοκίμιο της ωριμότητάς του «Για τη μιμητική ικανότητα».
22. Ο βαθμός αυθαιρεσίας της κατονομασίας είναι για τον Μπένγιαμιν το μέτρο της έκπτωσης της γλώσσας - και, όπως είπα με ήδη, το ολοκληρωμένο παράδειγμα της εκ,,"'tεπτωκυίας γλώσσας είναι ο νομιναλισμός. Η ιδεώδης γλώσσα λοιπόν, την οποία έχει ο Μπένγιαμιν κατά νου, ισοαπέχει απ' όλες τις γνωστές ανθρώπινες γλώσσες (τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ελληνικά κ.λπ.) και συγγε νεύει κατά τρόπο αναπαλλοτρίωτο με το πράγμα. Το μέτρο αυτής της συγγένειας παρέχεται από την τελική ταύτιση γνώσης και γλώσ σας: μια γλώσσα μέ.σα στην οποία το ίδιο το πράγμα εγείρεται και αστραποβολεί στην πληρότητα της ύπαρξής του, γλώσσα η οποία εί vαι αυτό '(ο έμψυχο πράγμα μια γλώσσα οπωσδήποτε ουτοπική, που δεν είναι πεπρωμένο της να πραγματωθεί πουθενά στην πλήρη της σημασία, είναι εντούτοις ίσως εκείνη η αινιγματική ποιότητα
στα βάθη ενός λογοτεχνικού κειμένου την οποία εμπειρικά αναγνω ρίζουμε ως τη «λογοτε;tνικότητα» της ίδιας της λογοτεχνίας. 23. Η πρωτότυπη όσο και εμπνευσμέ.νη ερμηνεία την οποία μας δίνει εδώ ο Μπένγιαμιν της πτώσης Των πρωτοπλάστων αναπτύσσει με τρόπο ουσιώδη και αποσαφηνίζει τις βασικές γλωσσοφιλοσοφι κές του ενοράσεις. Είδαμε ότι πασχίζει παντσύ να διαχωρίσει δύο
διαφορετικούς τύπους γλωσσικής πράξης: τη γλώσσα-έκφραση η οποία αναδέχεται μέσα της το βιωμένο πράγμα, από τη μία, και την αφηρημένη γλώσσα του αναλυτικού συσχετισμού - τη «γλώσσα της Κρίσης», όπως την ονομάζει εδώ. Το πρωταρχικό αμάρτημα, εκείνο το οποίο διατάραξε μεμιάς την παραδείσια ενότητα του ανθρώπου και του κόσμου, είναι ακριβώς η αψί,πνιση αυτής της «γλώσσας της Κρίσης». Διότι τι ακριβ<Ως σημαίνει η «γνώση του καλού και του κα κού»; Στρέφοντας την προσοχή στη γλωσσική δομή αυτής της περί φημης πρότασης, ο Μπένγιαμιν δείχνει -και ορθά- ότι πρόκειται ακριβώς για την εισαγωγή ενός αφηρημένου τί,που αξιολογίας που δεν χρειάζεται πια να λάβει υπόψιν του τις ειδικές ποιότητες των πραγμάτων. Γιατί τα ίδια τα πράγματα δεν είναι ούτε καλά ούτε κα κά, δεν δεσμεύονται μέσα σε κανένα αξιακό δίχτυ, οί'τε σε αμετακί
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
151
νη-τ:α εννοιολογικά όρια: αυτή είναι η πρωταρχική αθωότητά τους. Το τραγικό αμάρτημα των πρώτων ανθρώπων είναι ότι αφί,πνισαν
τη δαιμονική τους δυνατότη-τ:α, τη γλώσσα της κρίσης (που σημαίνει: τη γλώσσα της χειραγώγησης και της κυριαρχίας του κόσμου), και
της οποίας έμελλε να γίνουν οι ίδιοι τα πρώτα θύματα. Με άλλα λόγια: αφύπνισαν την υπόστροφη διαλεκτική του Δια φωτισμού. Βλέπει κανείς τις απώτατες πηγές αυτής της σκέψης, και
βλέπει επίσης πόσο μικρή είναι πραγματικά η απόσταση που χωρί ζει τις ιστορικο-υλιστικές αναπτύξεις της από τις μυθικο-μεταφορι κές εκφράσεις της.
24. Τα αφηρημένα στοιχεία της γλώσσας, λΟl"ι"'tόν, έχουν τις ρίζες τους στο λόγο της Κρίσης, που είναι το ίδιο το προπατορικό αμάρ τημα, γλωσσικά διαβασμένο. Θα μπορούσε άραγε να είναι κανείς πουθενά πιο αντιπλατωνικός από το σημείο εκείνο που ταυτίζει την
αφαίρεση με το πρώτο κακό, την αμαρτία στην απόλυτη έννοιά της; Αν ωστόσο αυτή η εννόηση βραχυκυκλώνει κάθε πλατωνικά δια ποτισμένο βλέμμα, μια άλλη παράδοση, η ψυχαναλυτική, έρχεται να
την επικυρώσει από άλλον, αναπάντεχο δρόμο. Στις λιμπιντικέ.ς ρί ζες της αφαίρεσης, πηγής κάθε εξιδανίκευσης, θα συναντήσουμε μια
επίμονη επιθετική παρόρμηση η οποία σχετίζεται ειδικά με τη λεγό
μενη πρωκτική βαθμίδα. Στην κλινική πρακτική κάθε εξιδανίκευσ;η μας υποψιάζει για την παρουσία μη απαρτιωμένων, δηλαδή απωθη μένων πρωκτικών παρορμήσεων, και μια ασυνείδητη μορφή αποδέ σμευσης τέτοιων απωθημένων παρορμήσεων είναι μέσω της συμβο λικής βίας που εκπροσωπεί η αφαίρεση - η πράξη που αποστερεί βίαια το πράγμα από την υλικότητά του: κατά μια μεταφορική έν νοια, το συμπιέζει, το λιώνει. Σε ένα άλλο επίπεδο, έ.χει σημασία το γεγονός ότι αφηρημένες, γεωμετρικές μορφές τέχνης συ'\!αντάμε σε
φιλιπόλεμους, μετακινούμενους και κατακτητικούς λαούς, λαοί,ς των οποίων η σχέση με ένα σχετικά ειρηνικό και μη στερητικό περι βάλλον έχει οριστικά διαρραγεί. 25. Ένα από τα πιο αινιγματικά σημεία του κειμένου του Μπέν γιαμιν είναι αυτό που μιλάει για τη «βωβότητα της φύσης». Το μο
τίβο αυτό επαναλαμβάνεται και σε άλλα σημεία του έργου του (βλ., για παράδειγμα, «ο θρήνος στη γένεση της αλληγορίας» στο τέταρ
152
WΛLTER
BENJAMTN
το δοκίμιο αυτού του τόμου) καθώς και από ορισμένα μέλη της Σχολής της Φρανκφοίιρτης (βλ. Max Horkheimer, «Η εξέγερση της φύσης» στο Η Έκλειψη του Α6Υου [ελλ. εκδ. Κριτική, Αθήνα, 1987], Μ. Horkheimer!f. W. Adomo, «Άνθρωπος και ζ{Ι)ο» στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού [ελλ. εκδ. Νήσος, Αθήνα, 1996], και οπωσδήποτε
και αλλού). Η φύση είναι βουβή και θρηνεί γι' αυτήν τη βωβότητά της η ιδιάζουσα στη φύση κραυγή είναι θρήνος. Αυτό το επιχείρημα
έ',.{ει δύο όψεις: σύμφωνα με τη μία, η φύση θρηνεί επειδή έχει ιστο ρικά περιέλθει στη θέση ενός αντικειμένου προς κυριάρχηση, θρηνεί επειδή πονάει από την καταστροφική επαφή της με τον πολιτισμό' αυτή είναι η έννοια του να είναι κανείς κατονομασμένος, όπως λέει
εδώ ο Μπένγιαμιν, και αυτή η διατύπωση περιέχει ένα ισχυρό κρι τικό στοιχείο απέναντι στον τεχνικό πολιτισμό και την εργαλειακή ορθολογικότητα, ομόλογο με τη βασική συλλογιστική τόσο του Μπένγιαμιν όσο και της Σχολής της Φρανκφούρτης. Παρότι αιιτό είναι που λέει εντέλει ο Μπένγιαμιν εδώ (<<Όμως ακόμη βαθύτερα στην ουσία της φύσης μάς οδηγεί η αναστροφή αυτής της πρότα σης ... » κ.λπ.), υπάρχε~ πάντα στη διατύπωσή του, όπως και σε όλα τα ανάλογα χωρία που επισημάναμε, μια αμφίσημη έκφραση η οποία υποβάλλει έξω από ιστορικά συμφραζόμενα μια έννοια, οιο νεί οντολογική, της βωβότητας και του θρήνου της φύσης. Εδώ, για παράδειγμα: «Το να είσαι κατονομασμένος, ακόμα κι αν εκείνος που σε κατονομάζει είναι κάποιος σαν τον θεό και μακάριος, πε
ριέχει ίσως πάντα μια υποψία θλίψης». ΚΟ.κ. Τι να υποθέσουμε εδώ; θα μπορούσε άραγε να διαβλέψει κανείς σε αυτούς τους στο χαστές ένα ασυνείδητο κατάλοιπο μιας τυπικά ιουδα'ίκής εχθρότη τας προς τη φύση, κατάλοιπο που σε ορισμένες περιπτά)σεις γεννά
θυμικές στάσεις αντίθετες προς τη διακηρυγμένη κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας τους; Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς
αυτήν την πιθανότητα. Μπορούμε ωστόσο να παραλληλίσουμε αυτήν την ενόραση με τη θέση ενός διακηρυγμένα πανθε'ίστή φιλο της νεότερης εποχής: του Σπινόζα. Στην Ηθική του (1Ι, 28, 29) ο Σπινόζα επισημαίνει εμφατικά ότι οι ιδέες που με αυθόρμητο
τρόπο σχηματίζουμε για τα πράγματα και τον εαυτό μας είναι κατ' ανάγκην ανεντελείς, συγκεχυμένες και ακρωτηριασμένες: το
ΗΡΜΗΝΕΥΤιΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
153
όπως και ο πρωτόγονος, των οποίων την κατάσταση θα εκθείαζε η ρουσσωική εκδοχή του φυσικού δικαίου, δεν μπορούν επ' ουδενί να θεωρηθούν ευτυχισμένοι ή τέλειοι εφόσον αγνοούν τις αιτίες και τις φύσεις, εφόσον έχουν καταδικαστεί να υφίστανται αποτελέσματα ο νόμος των οποίων τους διαφεύγει, και είναι ως εκ τούτου υπό δουλοι σε κάθε τι, δυστυχισμένοι και γεμάτοι αγωνία που είναι ανά
λογη με την άγνοιά τους. Φαίνεται ότι μια τέτοια ιδέα -που δεν
υποχρεούται καθόλου να· συμφωνεί με τις σύγχρονες, οικοσυστημι κές μας αντιλήψεις για τη φύση- είναι αναπόφευκτη όταν προσπα
θοίιμε με τα παραδοσιακά φιλοσοφικά μέσα να προσδώσουμε μια οντολογική σημασία στη γνώση.
26.
«Υπερονοματισμός», «υπερσταθερότητα»: πρέπει ν' αντιλη
φθούμε την ακριβή σημασία αυτών των όρων στη γλώσσα του Μπένγιαμιν. Η .«υπερσταθερότητα»
(Uberbestimmtheit),
«η οποία
διέπει την τραγική σχέση ανάμεσα στις γλώσσες των ανθρώπινων
ομιλητών» αφορά καταφανώς το πλήθος των ονομάτων για την υποδήλωση του ίδιου πράγματος, την πολλαπλότητα δηλαδή εκείνη των γλωσσών που στη Βίβλο έχει αποτυπωθεί στο μύθο του της Βαβέλ. Η τραγικότητα αυτής της σχέσης έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι όσο αυξάνουν οι
για να υποδηλωθεί το ίδιο
πράγμα, τόσο δραματικά μειώνονται οι πιθανότητες να συνεννοη θούν οι άνθρωποι μεταξύ τους
-
τόσο πολλαπλασιάζεται η παρα
νόηση και η σύγχυση.
«Υπερονοματισμός»
(Uberbenennung)
είναι η κατάρα εκείνη της
γλώσσας που βρίσκει το αποκορύφωμά της στον νομιναλισμό: η ρή η σχάση, η ριζική αναντιστοιχία μεταξύ ονόματος και πράγμα
τος. Ιστορικά μιλώντας, πρόκειται για τη ριζικά εχθρική διαμόρφω ση των σχέσεων ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση, από τη στιγ που αυτές καθορίζονται από μιαν ανεπίσχετη βούληση κυριαρ χίας εκ μέρους του τελευταίου. Το γλωσσικό φαινόμενο που περι γράφει εδώ ο Μπένγιαμιν ως «υπερονοματισμό» πρέπει να θεωρεί ται σε ακριβή αντιστοιχία με το φαινόμενο του πληθωρισμού στην οικονομική σφαίρα. Αν πράγματι η οικονομική και η γλωσσική
σφαίρα παρουσιάζουν μιαν αυστηρή ομολογία ως επάλληλες θεσμο θετήσεις ενός γενικού ισοδυνάμου (το χρήμα ή η έννοια), ομολογία
W ΑΙΤΕR BENJAMIN
154
η οποία έχει επανειλημμένα επισημανθεί από τον Μαρξ έως τον
Levi-Strauss,
τότε δικαισυμαστε να υποθέσουμε ότι παράλληλα φαι
νόμενα μπορσυν να εξελίσσονται στις δύο σφαίρες. Αν το φαινόμε νο του πληθωρισμού είναι προ'ίόν μιας ριζικής αποσύνδεσης της διαδικασίας της παραγωγής αι"tό τις πραγματικές ανάγκες μιας κοι νωνίας, αυτό που εδώ ορίζεται ως υπερονοματισμός πρέπει να νοη θεί ως η αντίστοιχη αποσύνδεση της γλωσσικής οργάνωσης του κό σμου από τις εγγενείς ποιότητες που ο ίδιος ο κόσμος προσφέρει στη γλώσσα. Δηλαδή, για να το πουμε και πάλι, το νομιναλιστικό εγχείρημα, ως προ'ίόν μιας ιδιάζουσας στον αστικό κόσμο βουλησης κυριαρχίας πάνω στη φυση.
27.
Αμέσως θυμόμαστε εδώ τον
Schelling
και το δοκίμιό του Η
σχέση των πλαστικών τεχνών με τη Φύση. Μια άλλη πηγή αυτής της ιδέας, ότι η τέχνη είναι ο ανάδοχος των μυστικών γλωσσών της
σης, ιδέας η οποία στοιχειώνει ολόκληρη τη ρομαντική δημιουργία, είναι
ο
τίτλος
του
περίφημου
ποιήματος
του
Μπωντλαίρ,
Couespondances: Είναι η φύση ένας ναός που οι ζωντανοί κίονές του
Μοιάζουν κάποτε να μιλούν με λόγια μπερδt:μένα' Ο άνθρωπος περνά μέσ' από τα δάση των συμβόλων Που τον παρατηρούνε με γνώριμη ματιά.
Η έννοια των cοπeSΡοndances, των μυστικών αντιστοιχιών ανάμεσα στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και το αινιγματικό κείμενο που του προσφέρει η φύση, είναι το σπέρμα ολόκληρης της συλληψης
του Μπένγιαμιν, η οποία θ' αποκρυσταλλωθεί τελικά στη θεωρία του για τη μίμηση. Ένα ακόμη πρωιμότερο λογοτεχνικό αποτύπωμα της ιδέας είναι για τον Μπένγιαμιν -δεν πρέπει να ξεχνά με- η έννοια των
ών» του
Goethe.
Wahlverwandschaften,
των «εκλεκτικών συγγενει
Δεν υπάρχει ίσως βαθυτερο νοηματικό μοτίβο σε
ολόκληρο τον Ρομαντισμό.
28.
Η θεωρία του σημείου στον Μπένγιαμιν είναι πολυ πιο περί
πλοκη -και πιο βαθιά- από την κλασική σημειολογική αντίληψη της γλ(όσσας, ως προς την οποία ήδη προσμετρήσαμε τις αποστά
σεις του. Η γραφή μάς δίνει ένα καλό παράδειγμα γι' αυτό. Αν σε
ένα οοισιιένο επίπεδο η γλώσσα είναι νοαωή (κι εδώ
awLtolJLtE
πάλι
155
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
έναν χώρο με τον οποίον μας εξοικείωσε ο
Jacques
Deπida), ο
Μπένγιαμιν θέλει ουσιαστικά να αντιδιαστείλει τον νεκρό και πραγ
μοειδή χαρακτήρα του γράμματος από τη γραφή ως χειρονομία. Μό νο μέσα σε αυτήν την τελευταία διασώζεται η εκφραστική παρόρμη ση που είναι στα μάτια του η ψυχή της γλώσσας. Αν επεκτείνουμε αυτόν τον χειρονομιακόΙκινησιακό χαρακτήρα της γραφής, ωστόσο, βρισκόμαστε ήδη στο επίκεντρο μιας
διαδικασίας της οποίας μια
ακόμη αντιπροσωπευτικότερη έκφραση είναι ο χορός. Δεν εί ναι τυχαίο ότι ο χορός -και θα το δουμε αυτό στο δοκίμιό του για τη μίμηση- γίνεται εντέλει η κυριότερη μεταφορά του Μπένγιαμιν για τη γλώσσα. Η χορευτρια στην αλληλουχία των μαγικών της με
ταμορφώσεων γίνεται εντέλει το ίδιο το ιερογλυφικό του κόσμου.
29.
Ο τελευταίος υπαινιγμός αυτου του πρώιμου και κατάφορ
του από σημασίες, κειμένου αφορά το μη επικοινωνιακό στοιχείο της γλώσσας, αυτό που έξοχα υποδηλισνεται στην ποιητική φράση:
«Γιατί η γλώσσα είναι ... όχι μόνο κοινοποίηση του κοινοποιήσιμου, αλλά συγχρόνως και σύμβολο του μη κοινοποιήσιμου». π(σς να κα
ταλάβουμε τούτον τον σκοτεινότερο από τους υπαινιγμους αυτού του κειμένου; Ο Μπένγιαμιν ηθελημένα δεν μιλάει περισσότερο γι' αυτό. Δεν μιλάει γιατί δεν μπορεί. Η γλώσσα που μιλά για τη σα φτάνει στα όρια όπου είναι έτοιμη να την καταβροχθίσει η σιω Αυτή η σιωπή, αυτή η κατακλυσμιαία εμπειρία μέσα στην οποία
λυνεται τόσο η σκέψη όσο και η γλώσσα, σαν το φως το οποίο τυφλώνει τα μάτια που στρέφονται απροφύλακτα προς το κέντρο
του, είναι εκείνο που γεννά την ίδια τη δυνατότητα της γλό)σσας, εκείνο στο οποίο η γλώσσα, η έκφραση, με όλη την αποκαρδιωτική της αδυναμία και τον περιορισμό, χρωστάει την υπαρξή της. Μία στιγμή πριν καταποντιστεί στο αρχέγονο αδιαφοροποίητο που του λύνεται κάθε έκφραση και κάθε ατομικότητα, πέρα από εκεί που κατόρθωσε να κρατήσει και να μεταδώσει τις τελευταίες της σημα σίες, η γλώσσα γίνεται η ίδια η έσχατη εκείνη χειρονομία που
ται αυτό που την υπερβαίνει
-
και την απειλεί με αφανισμό: τη με
και ανοιχτή ολότητα του κόσμου, το ίδιο το θρόισμα του απεί ρου, που αστράφτει μέσα της όπως οι κόκκοι του χρυσού μέσα στην άμμο. Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, εντέλει, από εκείνο που λέμε ποι
Ι'Ι'
WALTER BEN1AMIN
ητικ()τητιι της γλ(I)(IΟΗς, Κ(Η η ποίηση, η τέχνη, είναι ο τελευταίος
κλτιι)ον<'>μος «l1το" του ακατον6μαστου, αινιγματικού, τρομακτικού (')σο ΚΗΙ αφ6ρητα γοητευτικού θρι)(σματος ταυ απείρου που κάποτε ι'!ιαφυλασα()ταν πι'ριδειος μέσα στη σφαίρα του ιερού. «Ι'ια 6,ΤΙ ι'!εν μΠΟQούμε να μιλήσουμε, πρέπει να σιωπάμε» έλεγε ο Wlttgen~teln. Ο Μπένγιαμιν, και μαζί του ο εξοχότερος φιλοσοφι κός του κληρονόμος, ο Αντόρνο, μοιάζουν να λένε: η μοίρα της
γλώσσας είναι να μιλάει ακατάπαυστα για εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να μιλήσει.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
157
Το έργο του μεταφραστή
1.
Το
1923
η κύρια βιοποριστική δραστηριότητα του Μπένγιαμιν
ήταν η μετάφραση. Οι μεταφράσεις του από τα γαλλικά, μεταξύ των οποίων και μερικοί τόμοι του βώς την εποχή παραδίδει το
Proust,
είναι περίφημες. Αυτήν ακρι
Tablcau parίsicn του Μπωντλαίρ, στο
οποίο θεώρησε σκόπιμο να προτάξει μια εισαγωγή για την ίδια τη μετάφραση: είναι το κείμενο που ακολουθεί,
Ubersetzers»,
«Die Aufgabe des
η ολοκληρωμένη θεωρία για τη μετάφραση του Μπέν
γιαμιν κι ένα αποφασιστικό βήμα στην εξέλιξη της γλωσσοθεωρίας του. Υφολογικά μιλώντας το κείμενο ανήκει στην πρώιμη, «ιδεαλι στική» περίοδο του Μπένγιαμιν, της οποίας θα πρέπει να θεωρείται και το οριακό έργο (μαζί ίσως με τις Πηγές του Γερμανικού Δ.ράμα
τος, την άτυχη διατριβή του, που ολοκληρώθηκε μέσα στα επόμενα
δύο χρόνια). Παρότι από καιρό οι πολΙΤΙΚές του ιδέες επηρεάζονται από την αναρχική θεωρία, ιδίως από τον
Georges Sorel,
η φιλοσο
φική του γλώσσα παραμένει πολύ κοντά σ' εκείνη του πρώτου του γλωσσοφιλοσοφικού δοκιμίου. Ο προσεκτικός αναγνώστης όμως μπορεί ήδη να παρατηρήσει μια ποσοτική μεταβολή των συστατικών της σκέψης του: μειώνεται σταθερά ο πλατωνισμός του, ενώ ενι σχύεται το μυστικιστικό (με κοινοτιστικές συνδηλώσεις) στοιχείο. Εν πάση περιπτώσει, η προμαρξιστική περίοδος του Μπένγιαμιν φτάνει στο τέλος της καθώς αυτήν ακριβώς την εποχή
(1913-24)
κά
νει δύο γνωριμίες που πρόκειται να χαράξουν βαθιά τη ζωή του: του νεαρού φιλοσόφου Τέοντορ Αντόρνο και της λεττονής ηθοποι ού, συνεργάτιδo~ του Μπρεχτ,
2.
Aja Lacis.
Από την πρώτη κιόλας πρόταση του δοκιμίου ο Μπένγιαμιν
διαλύει κάθε υπόνοια ότι θ' ασχοληθεί με ζητήματα τεχνικά της με τάφρασης. Η μετάφραση τον ενδιαφέρει ως πράξη με μοναδικό οντολογικό βάρος -αντίστοιχο με το οντολογικό βάρος που είδαμε να αποδίδει στο προηγούμενο δοκίμιό του στην ίδια τη γλώσσα-, ως γλωσσική ουσία, και ως τέτοια κατοπτρίζεται στην έννοια της μεταφρασιμότητας ως εγγενούς ποιότητας ενός κειμένου. Όχι λοι πόν τη «μετάφραση» ως τυχαία επιτέλεση, αλλά τη «μεταφρασιμότη
τα» ως κατηγόρημα ουσίας ενός κειμένου, κι εντέλει της ίδιας της
Ι'Κ
_._.__ ._.____,.______________________________
~~~~~~=
γλιί)Ησιις. ι~Ιναι ι'κείνο που υπόσχεται από τις πρώτες νοαιιιιέι:: του δοκιμΙΟ" του να ερευνήσει ο Μπένγιαμιν.
Αίγες γραμμές πιο πάνω μιλάει να «είναι και ο ίδιος ποιητής». Ας ότι όταν ο Μπένγιαμιν μιλάει εδώ στικά την «ποιητική», δηλαδή τη
για το μεταφραστή, που πρέπει έχουμε από την αρχή κατά νου για μετάφραση, εννοεί αποκλει λογοτεχνική μετάφραση. Είναι
προφανές ότι οι λεπτές εννοιολογικές διακρίσεις και οι συσχετισμοί που πασχίζει εδώ να κάνει χάνουν τη δύναμή τους όσο περισσότερο πραγματευτικό είναι το ύφος του κειμένου, όσο περισσότερο δηλα δή η μετάφραση καθοδηγείται από το νόημα και όχι από την καθα ρή γλώσσα και τους ιριδισμούς της. 3. Μια ολόκληρη φιλοσοφική πραγματεία θα μπορούσε να γρα
φτεί σε αυτό το σημείο, γιατί οι όροι αυτού του συλλογισμού αντι
προσωπεύουν μια μακρά συζήτηση στην ιστορία της σκέψης. Με τη χρήση της μεταφοράς του Θεού --η οποία έρχεται κατά τρόπο κα
ντιανό να σφραγίσει με μια ρυθμιστική έννοια την άπειρη δυνατό τητα της γνώσης-- έναντι της απλά «υποκειμενικής», δηλαδή της συμπτωματικής ανθρώπινης γνώσης, ο Μπένγιαμιν αναζωπυρώνει
εδώ την κλασική αντίθεση αναμέσα σε ό,ΤΙ εκπροσωπούσε το δίπολο ουσία-συμβεβηκός στον Αριστοτέλη, ειδικότερα όμως με τους όρους που το διαβάζει μ.έσ' από το δίπολο δυνατότητα-πραγματικότητα ο Χέγκελ.
4. Μπαίνουμε πλέον στα βαθιά νερά του κειμένου. Ο Μπένγια μιν επιστρατεύει μια πανίσχυρη οργανιστική μεταφορά που θα είναι στο εξής κυρίαρχη κάθε που μιλάμε για τη γλώσσα. Η δραστικότητά της είναι αμφίδρομη: όχι μόνο η γλώσσα πρέπει να εκλαμβάνεται σαν ένας ζωντανός οργανισμός (που οπωσδήποτε είναι), αλλά και η ίδια η ζωή αποτελεί (το είδαμε και αλλού) μια μορφή γλώσσας
- η μεταφορά της γλώσσας είναι η κυρίαρχη μεταφορά προκειμένου να μιλήσουμε για οποιοδήποτε επίπεδο της ζωής ή του Ειναι. «Όπως ακριβώς οι εκδηλώσεις της ζωής συνδέονται στενότατα με το φαινόμενο της ζωής χωρίς να είναι σημαντικές γι' αυτό»: ιδού η κυρίαρχη μεταφορά, και πρέπει αποφασιστικά ν' αντιληφθούμε ." .• .ποια σχέση συνδέει το φαινόμενο της ζωής με της εκδηλώσεις της. Η ,~QTI αυτή είναι, ακριβώς, ή σχέση της πρωταρχικής διαφοράς: το
. ""'\, "'.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
159
φαινόμενο της ζωης είναι αόρατο, κατ~ ουσίαν ασύλληπτο, και αν κάτι μας επιτρέπει να μιλάμε γι' αυτό, είναι μόνο και μόνο οι ορα τές t:κδηλώσεις του. Μέσω αυτών και μέσ' από τις συγκεκριμένες του τροπικότητες τις οποίες αυτές ονομάζουν, αγκυροβολεί και το ίδιο στην ύπαρξη, όπως το μυθικό εκείνο Είναι της μεταφυσικής
σω των κατηγορημάτων του. Η μετάφραση λοιπόν, ή, για να το πού με με μια γενικότερη έννοια, η εκπεφρασμένη λέξη, είναι το αγκυρο
βόλημα στην ύπαρξη ενός πρωτοτύπου, ή νοήμάτος εν γένει, το οποίο χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να συλληφθεί πουθενά, αλλά ακριβώς μέσ' από τη συγκεκριμένη του σύλληψη χάνει τη λάμψη της καθαρής του ουσίας. Η μετάφραση είναι η εμπειρική γλα)σσα. Η με ταφρασιμότητα είναι η επιδεκτικότητα του πρώτου κειμέ'10υ του κό σμου, τσυ καθαρού νοήματος, να συλληφθεί από την ανθρώπινη γλώσσα.
Τώρα κατανοούμε την αινιγματική έκφραση που διατύπωσε πα ραπάνω ο συγγραφέας, και την οποία σκοπίμως αφησαμε προς στιγ μήν ασχολίαστη: «Η μετάφραση είναι μορφή». Η σχέση μετάφρασης πρωτοτύπου είναι, στην πιο γενική της μορφή, η σχέση μορφής-πε ριεχομένου' και αυτό το τελευταίο εννοείται με τους όρους μιας
αποφατικής οντολογίας όπου τα κατηγορήματα είναι οι πρώτες μορφές, αντικατοπτρισμοί ενός πάντα διαφεύγοντος περιεχομένου, το οποίο τα εμποτίζει. EδQ) όμως αναλαμβάνει το λόγο μια πανάρ χαιη σοφία, εκείνη που υπενθυμίζει ότι η μορφή είναι ο θάνατος αυτού το οποίο κατοπτρίζεται μέσα της. Αναμφίβολα αυτού είναι
αντανάκλαση η περίφημη πλατωνική μεταφορά του σώματος ως μνήματος (σfίμ.α) της ψυχής αυτού μία σύγχρονη έννοια είναι εκείνη της πραγμοποίησης, ως απολίθωση μέσα στη μορφή εκείνσυ που μό
νο η ερμηνεία μπορεί, σαν τον ερωτευμένο πρίγκιπα του παραμυθι ού, να φέρει και πάλι στη ζωή. Κάθε ζωή την οποία προσφέρει με αυτόν τον τρόπο η ερμηνεία (και η μετάφραση είναι λοιπόν μια μορφη ερμηνείας) είναι μια μετά θάνατον
5.
Και φτάνουμε στο κρίσιμο σημείο των σχέσεων μεταξύ ζωής
και ιστορΙας. Υπάρχει ένα «κακός» Ρομαντισμός του οποίου αντη χήσεις θα βρούμε σε όλες σχεδόν τις λεγόμενες βιταλιστικές φιλοσο
φίες και του οποίου κληρονόμος επρόκειτο να είναι εντέλει ο ~9:D\~
ιι.ο
WALTER BENJAMIN ο οποίος [ξαίρη τη «φί,ση» και τη «ζωή» εις βάρος του «πνεύ
ματος» και του «πολιτισμού», Ο βαθμός στον οποίον είναι ριζωμένος μέσα στο γενικό πνεύμα του δέκατου ένατου αιώνα
νεται στον ακαδημαΊ:κό διαχωρισμό, που ήταν τόσο εδραιωμένος στη Γερμανία και για τον οποίον ήδη μιλήσαμε, ανάμεσα σε ΕπισΤή μες της Φύσης και Επιστήμες του Πνεύματος. Αυτή η παράδοση μοι
άζει να είναι ο υπόρρητος πολεμικός στόχος μιας τόσο εμφατικής δήλωσης όσο αυτή εδώ του Μπένγιαμιν: η ζωή είναι η ιστορία. Αυτό το μοτίβο θα το παραλάβει ολόκληρη η σχολή της Φρανκφούρτης, η oπoLα θα δώσει έναν αληθινό αγώνα για ν' αποκαταστήσει τα δι του πνεύματος. δηλαδή μιας ορισμένης έννοιας του λό γου, όχι εις βάρος της υλικής φύσεως σύμφωνα με μια παρωχημένη
μεταφυσική παράδοση, αλλά ως ακριβώς της φωνής της πιο ευαί σθητης από την καρδιά της φύσης. Το πρόβλημα ειδικότερα μιας διαλεκτικής διασταύρωσης μεταξύ ζωής και ιστορίας, επηρεασμένο εμφανώς από αυτήν την περίοδο του Μπένγιαμιν, θα το αναπτύξει
ο νεαρός Αντόρνο στο περίφημο νεανικό του δοκίμιο «Η ιδέα της φυσικής
ιστορίας»
(<
fύI
SoziaJforschung, 1932).
6.
Θα μπορούσε κανείς να μεταφράσει τις ενοράσεις αυτές του
Μπένγιαμιν σε μια ακριβή επιστημονική γλώσσα, γλώσσα η οποία στην εποχή του δεν υπήρχε, σήμερα όμως μας την παρέχει μια πο
λύπλοκα επεξεργασμένη θεωρία των (οικο)συστημάτων. Υπάρχει μια λογική αρχή στο πεδίο των επικοινωνιών μεταξύ διαφόρων
συστημάτων η οποία ορίζεται από το παράδοξο του
GOdel,
τη δια
πίστωση δηλαδή ότι το σύνολο των σχέσεων που υφαίνονται μεταξύ
των στοιχείων ενός ορισμένου πεδίου (ας πούμε αυτό των πραγμα
τικών αριθμών) οικοδομείται με Βάση ένα θεμέλιο το οποίο λαμβά νεται αξιωματικά και δεν ορίζεται με τους όρους του ίδιου αυτού πεδίου (η θέση του μηδενός, εν προκειμένω). Τώρα το νόημα το οποίο συγκροτούν αυτές οι σχέσεις δεν ανήκει επίσης στο ίδιο πεδίο αλλά μας οδηγεί στο αμέσεως επόμενο επίπεδο πολυπλοκότητας,
κ.ο.κ. Δύο τέτοια διαδοχικά επίπεδα συνιστούν ένα οικοσύστημα μέ σα στην οικονομία του οποίου έχουν θέση κειμένου και μετα-κειμέ νου (ερμηνείας). Έτσι συνδέονται μεταξύ τους όλα τα επίπεδα του
161
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Είναι' και στο πλαίσιο αυτής της αδιάσπαστης οντολογικής αλυσί
δας (οικοσυστήματος) φύση και πολιτισμός, ή ζωή και ιστορία, διέ πονται μεταξύ τους από μια σχέση κειμένου και συν-κειμένου. Ένα άλλο όνομα γι' αυτή τη σχέση θα ήταν: μετάφραση.
7.
Ιδού λοιπόν το κρυμμένο νόημα που η ίδια η μετάφραση ως
δυνατότητα, η μεταφρασιμότητα των γλωσσικών μορφωμάτων, φέρ νει στο φως: δεν είναι άλλο από την εσωτερική σχέση των γλωσσών
μεταξύ τους, τη σχέση μιας ουσιώδους σύγκλισης. Στον τρόπο της συγκεκριμένης γλωσσικής πραγμάτωσης οι γλώσσες εμφανίζονται ως ανταγωνιστικές μεταξύ τους, αφού ζητούν, καθεμία με τα ιδιαί τερα μέσα της, να εκφράσουν «το ίδιο πράγμα». Στην ίδια την ουσία
του εγχειρήματός τους, όμως, διαπνέονται από κάτι που είναι μάλ λον συllπληοωιιατικότmα παρά ανταγωνισμός, αφού ενtέλει δια τάσσονται κυκλικά γύρω από το (άρρητο) νοούμενο, που είναι ακρι
βώς ο εγγυητής 1i'Ilς ενότητάς τους. Θα δούμε σε λίγο καθαρότερα αυτό το σημείο.
8.
.
Για να το πούμε με άλλα λόγια, η μετάφραση είναι ο φύλακας
της ιστορικότητας του πρωτοτύπου. Μεταβαίνουμε και πάλι στη σχέση πρωτοτύπου-μετάφρασης, και ο Μπένγιαμιν προσπαθεί να αποσαφηνίσει εδώ μιαν άλλη, λεπτή πλευρά αυτής της σχέσης: δεν είναι μια σχέση η οποία διατάσσεται αποκλειστικά στο χώρο, σε μια διάταξη δηλαδή κέντρου-περιφέρειας, όπου στο κέντρο βρίσκεται το πρωτότυπο και στην περιφέρεια όλες οι δυνατές μεταφράσεις του,
αλλά ταυτόχρονα είναι μια σχέση στο χρόνο' γιατί η δυνατότητα πρωταρχικού κειμένου να μεταφράζεται είναι συνάρτηση δύο παράλληλων εξελίξων: της αναπροσαρμογής του νοήματός του υπό
μεταλλασσόμενες ιστορικές περιστάσεις, έτσι ώστε να διατηρεί μια ορισμένη επικαιρότητα, και της εξέλιξης της ίδιας της γλώσσας στην
οποία αυτό μεταφράζεται, η οποία καθιστά αναγκαία την αναμετά
. φρασή του και, αναδρομικά, επιβεβαιώνει την ανανεούμενη επικαι ρότητά του.
9.
Επανερχόμαστε λοιπόν στο πιο κρίσιμο -όπως μας φαίνε
ται- σημείο αυτής της πραγμάτευσης: στη σχέση συμπληρωματι κ6τητας μεταξύ των γλωσσών. Γιατί συμπληρωματικότητα και όχι Η οιιοιότmα θα σήμαινε πράγματι μια σχέση ανταγωνι
WALTER BENJAMIN
1101
ιιτικι'ι, ItLI! IIxrllt) Ilυμμr,τρΙας, πρ(~γμα που είναι μόνο φαινομενικό. υπως τι! ιιπιtιιμ{'.νι! κομμ(ιτια του κεραμικού (ο Μπένγιαμιν χρησι~
μοποιι'ί αυτήν 11κιιι.IΙΙί1ς τη μεταφορl1 πιο κ(nω), οι γλώσσες αλληλ(;) ιωμπληρ<ίινονται μr.ταξί, τους «μέ.οα στις ίδιες τους τις προθέσεις». Υποστηρίζουμf 6τι εδ
γέλλεται, με όρους ακόμη δυσανάγνωστους, ο κομμουνισμός του Μπένγιαμιν. Συμπληρωματικότητα και συμμετρία είναι σήμερα όροι συστημικοί, οι οποίοι αναφέρονται στους δύο εναλλακτικούς τρό πους σχέσης μεταξύ των στοιχείων ενός συστήματος. Οι τεχνικοί των επικοινωνιών μιλούν είτε για συμμετρική παραβολή (matching) είτε για συμπληρωματική σύνδεση (fitting): στη μία περίπτωση έχουμε ένα μοναδολογικό ή αναλυτικό μοντέλο σχέσης του οποίου σε σχέση ανταγωνισμού και αμοιβαίου απο
δεύτερη ένα ολιστικό μοντέλο σχέσης του οποίου τα
στοιχεία αποζητούν και ορίζονται το ένα μέσω του άλλου. Τα δύο ζεύγη σχέσεων που συνδέονται μέσα στο οιδιπόδειο τρίγωνο είναι ένα καλό παράδειγμα αυτών των μοντέλων. (Για περισσότερα στοι
χεία σχετικά με τη συγκεκριμένη επιστημονική γλώσσα μπορεί να δει κανείς το εξαίρετο έργο ενός διαλεκτικού επιστημολόγου και διακεκριμένου θεωρητικού των συστημάτων: Anthony Wilden, System and Structure: Essays ου Communication and Exchange,
Tavistock, London, 1973). Υπάρχει μια άμεση κοινωνική αντιστοιχία αυτών των μοντέλων. Οι αστικές κοινωνίες, κοινωνίες του ανταγωνισμού των υποκειμέ νων μέσα στη δομή της αγοράς και των εθνικών αντιπαραθέσεων,
είναι η δεσπόζουσα ιστορική ενσάρκωση του επιστημολογικού προ τύπου της συμμετρικής παραβολής αντιθετα, το κομμουνιστικό όραμα, που αξιοποιεί σ' ένα εξελιγμένο επίπεδο την αρχα'ίκή εμπει ρία της κοινωνίας ως κοινότητας, είναι το ακριβές '!Τ{)"'τ"π,ο της συμπληρωματικής σύνδεσης με ιστοοικοκοινωνικ(
Το γλωσσοφιλοσοφικό όραμα του
τι, συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα. 10. Πράγματι, πρέπει να διαχωρίσουμε δραστικά τον τρόπο εν
ν6ηστις (την ε,μπειρική γλώσσα) από το νοούμενο (το νόημα που τη
διαπερνάει) για να μπορέσ9υμε να διακρίνουμε τη συμπληρωματι
Ι::ΡΜIΙΝΕγTlΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
11>.\
κότητα των γλωσσών μέσα στο έσχατο νόημά τους. Για μΙα ακ()μη
φορά βρισκόμαστε μπροστά στην πρωταρχική διαφορ(Χ,
11.
Εκείνο το οποίο παραμένει «κρυμμένο μέσα στις γλώσσες»,
εκείνο που, όντας σε κατάσταση συνεχούς ροής, πρέπει να αναδυθεί ως «καθαρή γλώσσα», είναι λοιπόν το έσχατο νόημα όλων των γλωσ σ<ον, της ίδιας της γλ(οσσας ως τέτοιας
εκείνο που στο πρoηγoί,~
μενο δοκίμιό του ο Μπένγιαμιν ονόμασε «γλώσσα του Θεού».
12.
Μιλάμε ξανά για εκείνο το απόθεμα μη' σημασίας από το
οποίο αναδύεται ακατάπαυστα κάθε σημασία' μιλάμε για το άρρητο και το ακατανόητο που φωτίζει και εμποτίζει κάθε άρθρωση και κά θε κατανόηση: με τους όρους της θεωρίας της μετάφρασης, αυτό εί ναι ό,τι ακριβώς παραμένει αμετάφραστο νη μετάφραση, εκείνο που κάνει το μεταφραστη να
ένδεια της δικής του γλώσσας, ένδεια η οποία ποτέ δεν θαIlΑλJl.UΨΟΙ:Ι
-
σε καμία γλώσσα.
13.
Έτσι λοιπόν έρχεται στο φως το πλήρες οντολογικό βάρος
του έργου του μεταφραστή
και το οντολογικό νόημα της μετά
φρασης: αν η τελευταία δεν εκπροσωπεί άλλο από το κύλισμα του ποταμού της σημασίας μέσα απ' όλα τα διαφορετικά μέσα έκφρα
σης, ανθρώπινα και μη ανθρώπινα σε τελευταία ανάλυση, τότε, ολο φάνερα, ο μεταφραστής είναι εκείνος που κρατάει στο χέρι του το
κλειδί της ενότητας όλων των όντων. Καθένας ο οποίος μιλά και εκφράζει αυθεντικά τον εαυτό του είναι κατ' ανάγκη ένας μεταφρα στής: μέσα του μιλάει και ερμηνεύεται ολόκληρο το σύμπαν. Ο με ταφραστής, αυτή η φωνή της άπειρης επικοινωνίας, είναι η συγκε κριμένη ενσάρκωση της ουτοπίας της κατάργησης της Βαβέλ.
14.
Το είπαμε ήδη, αυτη η θεωρία της μετάφρασης που
εδώ ο Μπένγιαμιν έχει θέση μεταφυσ:ικτις, και θα ποιος αν προσπαθούσε να τη μεταγράψει σε άμεσες τεχνικές
προς μεταφραστές. Εδώ όμως λέγεται κάτι που οπωσδήποτε θα μπα να εκληφθεί ως τέτοιο, γι' αυτό είναι ίσως αναγκαίο να κά
νουμε ορισμένες διευκρινίσεις. Η συμβουλή του Μπένγιαμιν να ακο
λουθείται κατά Πόδας η λέξη και η σύνταξη του πρωτοτύπου, είναι η μέθοδος ακριβώς εκείνη που θεωρείται η πιο-ιωντέρνα σήμερα στην
ποιητική μετάφραση. Είναι ευνόητο, βέβΨCCότι πουθενά δεν μπορr.ί
1114
WALTER
ΒΕΝΙΑΜΙΝ
να ακολΟ"ΟΥ~tl'ί κατά γράμμα, γιατί σε πολλές περιπτωσεις κάτι τέ τοιο Οα ollηγ011ιJε ο' ένα κείμενο δΙχως νόημα στη γλώσσα του μετα φραστή. 11ρέ.πει μάλλον να εννοείται ως τάση του μεταφραστή να παραμένει όσο τον δυνατόν εγγύτερα στη μορφή της γλωσσας του πρωτοτύπου, πιστός μάλλον στη μουσική της παρά στο νόημα. Από
την άλλη μεριά, η γλωσσική ελευθερία που νομιμοποιεί τον εαυτό της στο όνομα της ανάγκης ν' αναπλαστεί όσο πιο πιστά το νόημα, αυτήν την οποία ο Μπένγιαμιν προσγράφει στους «κακούς» μετα φραστές, είναι ολοφάνερα απαραίτητη όταν ο μεταφραστής έχει μπροστά του ένα έργο στοχασμού. Το μόνο που απαιτείται εκεί, κατ'
αντίστροφη έννοια, είναι η μέριμνα για το νόημα να μην εξουδετε τα εκφραστικά στοιχεία της γλώσσας του πρωτοτύπου.
15.
«Συμβολίζουσα μορφή», από τη μία μεριά, «συμβολιζόμενο
πράγμα» από την άλλη, δεν είναι βέβαια παρά εκείνο που η επιστη μονική γλωσσολογική παράδοση ονομάζει σημαίνον και σημαινόμε νο στην τεχνική της ορολογία. Μήπως άραγε ο Μπένγιαμιν μέσα
στην αναζήτηση του συμβολιζόμενου πράγματος, αυτού του «πυρή να της καθαρής γλώσσας», αναβιώνει εντέλει την ιδέα του υπερβατι
κού σημαινομένου, τη θεολογική και φενακιστική όψη της οποίας με τόση βιαιότητα κατήγγειλε στις ημέρες μας ο
Jacques Derrida,
ως τη
μεταφυσική που ελλοχεύει μέσα σε ολόκληρη την παράδοση της γλωσσολογικής σκέψης, από τον Πλάτωνα μέχρι τον
Saussure;
Η
απάντηση εΙναι όχι, και μόνο ο βιαστικός αναγνώστης θα μπορούσε
να συμπεράνει κάτι τέτοιο, γιατί η ιδέα του υπερβατικού σημαινο μένου, καθαρή ενσάρκωση της πλατωνικής Ιδέας, ΠΡOίlπoθέτει την ακινησία αυτού του σημαινομένου, ως καθαρής και ευκρινούς ιδεα
τής μορφής. Ο Μπένγιαμιν λύνει αυτήν τη δυσκoλtα θέτοντας σε κί νηση το σημαινόμενο, αυτό το έσχατο «συμβολιζόμενο πράγμα», το.
οποίο πουθενά δεν μπορεί να συλληφθεί καθεαυτό αλλά εισέρχεται μέσα στην ίδια την αλυσίδα των σημαινόντων ως η δύναμη που ωθεί
την αδιάκοπη παραγωγή τους. «Κατοικεί μέσα στις γλωσσικές δημι ουργίες μόνο υπό συμβολίζουσα μορφή»: το συμβολιζόμενο πράγμα γίνεται η ίδια η συμβολίζουσα μορφή, και η πρωταρχική διαφορά
τους έχει νόημα μόνον ως πρoίlπόθεση της διαρκούς αλληλομετα τροπής τους. Σε αυτήν τη δια~ικασιακή και διαλεκτική σύλληψη ση
ΙΜ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
μαίνοντος και σημαινομένου, κανένας από τους δύο όρους δεν
εκλαμβάνεται ως σταθερός. Από τη μία μεριά έχουμε την αλυσίδα των σημαινόντων ως ένα διαρκές κύλισμα της συμβολίζουσας μορ φής σε ένα αναλογικό συνεχές του οποίου το χαρακτήρα περιγράφει η έννοια της μεταφοράς: όλα όσα μπορούμε να πούμε είναι μεταφο ρές, και μεταφορές άλλων μεταφορών, δίχως αρχή και τέλος από την άλλη μεριά, παρ' όλο που ολοφάνερα κανένα καθαρό σημαινό μενο δεν μπορεί να σταθεί ως πάγιο αναφερόμενο αυτής της διαρ κούς ροής της σημασίας, πρέπει παρ' όλ' αυτά να εννοήσουμε έναν ορισμένο τόπο, σύστοιχο της αλυσίδας των γλωσσικών υποδηλωσε
ων, και αυτόν τον τόπο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μήτρα των Αν διαβάσουμε αυτόν το συσχετισμό υπό μια φαινο μενολογική προοπτική, θα πρέπει να πούμε αυτήν τη μήτρα των ση μαινομένων «ψ.υχή», την αναφορική συγκρότηση δηλαδή μιας υπο κειμενικότητας υπό την οντολογική προοπτική που διατηρεί σταθε ρά ο Μπένγιαμιν, όμως, πρέπει να την πούμε Κόσμο, το πολύμορ φο είναι της ζωής. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι διαφύγαμε αμετάκλητα τις συμπληγά δες του ρεαλισμού και του νομιναλισμού, δηλαδή της μεταφυσικής και του θετικισμού, παραμένει ένα κρίσιμο ερώτημα: με ποιον τρό
πο η απρόσωπη ζωή μεταφράζεται σε υποκειμενική αυτοσυνειδησία, ποιος λεπτότατος κρίκος είναι εκείνος που συνδέει -σε μια σχέση τόσο ισχυρή και ακατάλυτη όσο αυτή που υπονοούν οι διατυπώσεις του Μπένγιαμιν- το είναι του κόσμου με την ατομική ψυχή; Ο κρί κος αυτός δεν έχει βρεθεί ακόμα. Ως εδώ η προσέγγιση αυτού του πιο κεντρικού απ' όλα τα προβλήματα της γλωσσοφιλοσοφίας της γνωσιοθεωρίας επίσης) εκ μέρους του Μπένγιαμιν εξαντλείται
στη διαβεβαίωση του «είναι έτσι». Ο κρίκος θα βρεθεί στο επόμενο δοκίμιο, περί της «μιμητικής ικανότητας», εκεί όπου αυτή η γλωσ σοφιλοσοφία θα βρει την πραγματική ολοκλήρωσή της.
16.
Ξαναγυρίζουμε για τελευταία φορά εδώ σε κάτι που μπορεί
να φανεί ως τεχνικό πρόβλημα της μετάφρασης. Ακολουθώντας την υπόδειξη του
Pannwitz,
ο Μπένγιαμιν φαίνεται να συμβουλεύει εδ(,\)
ότι ο μεταφραστής μιας γλώσσας σε κάποιαν άλλη θα πρέπει όχι να διαλύει τους τρόπους εκείνης της άλλης γλώσσας μέσα στα οικεία
.Ι.Ι,Ι,
WALTER BENJAMIN
οχήμαΤΗ της δικτις του, αλλά αντιθετα να αλλοιώνει κατά τέτοιον τρ6πο τη δική του γλ(ίιοσα άιστε να μπορέσει αυτή να δεχθεί τους ιδιάζοντες τρ(~πoυς της ξένης
και να μεταμορφωθεί ως εκ τούτου
από μια τέτοια συνάντηση. Με άλλα λόγια ζητάει από τη γλώσσα υποδοχής να μιμηθεί την ξένη, παρ' όλο που δεν χρησιμοποιεί ακό μα την έννοια της μίμησης ωστόσο η έννοιά της έχει ήδη αρχίσει να
σχηματίζεται ευκρινώς μέσα στη σκέψη του. Αυτή η μεταφραστική μίμηση έχει πολλές εξωκειμενικές σημα
σίες για τον Μπένγιαμιν. Εφαρμόζεται στη γνωσιοθεωρία εν γένει, όπου το αίτημα που εγείρει είναι η έννοια να προσομοιωθεί αυτή προς το αντικείμενο. όχι να το χειραγωγήσει εκ των άνω' εφαρμόζε ται προπάντων στις σχέσεις ανάμεσα στον ανθρώπινο λόγο και στις «βουβές» γλώσσες της φύσης, όπου το αίτημα είναι αυτό το βαθύ γί γνεσθαι-φύση του ίδιου του ανθρώπου. Έτσι ο κοσμικός Αδάμ (ο
Avτάμ Kαvτμόν της μυστικής Καββάλα) γίνεται ο αληθινός μικρό κοσμος του απέραντου σύμπαντος, σύμφωνα με το ερμητικό αξίωμα Όπως πάνω, έτσι και κάτω.
Είναι ευνόητο ότι, 'εκλαμβανόμενη ως τεχνική μεταφραστική οδηγία. αυτή η προτροπή έχει ανάγκη από πολλούς μετριασμούς. Γνωρίζουμε στην πράξη πλήθος κακές μεταφράσεις που η αδεξιότη~ τα του μεταφραστή τους προδίδεται από τα ίχνη της σύνταξης ή των λεξιλογικών επιλογών του πρωτοτύπου, καταφανώς αδόκιμα στη δι κή του γλώσσα. Αν πρέπει να μιλήσουμε πρακτικά, η συμβουλή του Μπένγιαμιν δεν ενδείκνυται για άπειρους μεταφραστές. Μέλημα του πρωΤόπειρου μεταφραστή οφείλει να είναι όντως το να γράψει κα
πρόζα στη δική του γλώσσα. Μόνο όταν κατέχει καλά αυτήν την τέχνη, τότε μπορεί να πειραματιστεί με το πιο δύσκολο -και το πιο
ελκυστικό- τόλμημα για έναν μεταφραστή: να διευρύνει ·τα όρια της γλώσσας τόσο ώστε ν' αποτυπώνεται στην ίδια της τη μορφή
και ως παρακαταθήκη για τη μελλοντική της εξέλιξη το ίχνος της γόνιμης συνάντησής της με μια ξένη γλώσσα.
17.
Και αυτό το δοκίμιο τελειάινει με μιαν αναφορά στην ιερή
γλώσσα. Στις ιερές γραφές, όπου εν γένει ένα κείμενο έχει αναγο
ρευθεί σε Αποκάλυψη, συναντιόμαστε με το μοντέλο της καθαρής
γλώσσας, εκείνης της γλώσσας που είναι ο αδιαμεσολάβητος φορέας
ΕΡΜΗΝΕΥΤιΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
167
της καθαρής σημασίας. Αυτή η γλώσσα δεν είναι όμως συλλήψιμη. Μόνο το απολύτως ασύλληπτο είναι απεριόριστα μεταφράσιμο. Σε αυτήν την απόλυτη εκδοχή των εννοιών πάνω στις οποίες οικοδο μήθηκε τούτο το δοκίμιο, η ιερή γλώσσα μοιάζει, σύμφωνα με την
παρατήρηση που θα έκανε αργότερα ο Αντόρνο έχοντας κατά νου αυτές ακριβώς τις σκέψεις του Μπένγιαμιν, με τη μουσική: διότι πράγματι η μουσική είναι σαν εκείνη τη γλώσσα από την οποία έχει αφαιρεθεί κάθε νοηματική μεσολάβηση ώστε να «βρίσκει άμεσα το απόλυτο, αλλά τη στιγμή της ανακάλυψης αυτό θολώνει, όπως ακρι βώς ένα πολύ ισχυρό φως θαμπώνει τα μάτια εμποδίζοντάς τα να δουν πράγματα τα οποία είναι εντελώς οραΤά» (Theodor W. Adomo, «Fragment ίiber Musik und Sprache», Ja1:ιresring 56/57, Στουτγάρδη,
1956).
18. Διάστιχος.ερμηνεία: η κατά λέξη μετάφραση που σημειάινεται ανάμεσα στις γραμμές του πρωτοτύπου και απαντάει κυρίως σε πρώιμα μεσαιωνικά χειρόγραφα.
ιι,κ
WALTER BENJAMIN
l'ια τη μ.ιμητική ικανότητα
Ι. «Uber das rnlrnetlche Verrnogen». ΤΟ κείμενο γράφτηκε το 1933, και παρέμεινε αδημοσίευτο όπως το «Για τη γλώσσα εν γένει και για τη γλώσσα του ανθρώπου». Από πολλές απόψεις αυτό το
κείμενο μοιάζει να είναι το συμπλi]ρωμα εκείνου, και ακόμα και η συγκυρία μέσα στην οποία γράφτηκε εκπροσωπεί μια εξίσου' μετα
βατική στιγμή στη ζωή του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο πρώτος του σχε διασμός έγινε στην Ίμπιζα, και η τελικη του εκδοχή γράφτηκε το
1933 στο Παρίσι. Ο Μπένγιαμιν, μαρξιστης από καιρό, συνεργάτης του φιλοσοφικού Ινστιτούτου της Φρανκφούρτης και, από την άλλη μεριά, συνδεόμενος θερμά με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, θα έπαιρνε κι αυτός το δρόμο της εξορίας μετά την άνοδο του ναζισμού στη Γερ μανία - και η δικη του εξορία θα είναι το Παρίσι. Αγωνιζόμενος όλο και πιο σκληρά για κάποια περιστασιακη δημοσίευση από την οποία εξαρτάται άμεσα η επιβίωση του, και προσπαθώντας να δια φύγει τη σύλληψη από τις γαλλικές αρχές οι οποίες θα παρέδιναν εντέλει τους κομμουν.στές και Εβραίους κρατουμένους στην Γκε στάπο, εισέρχεται στην τελευταία και πιο δραματικη περίοδο της
ζωης του. Αυτό δεν φαίνεται να αναστέλλει καθόλου την πνευματι κη του γονιμότητα.
Βρισκόμαστε εδώ στο κρίσιμο επίκεντρο της όλης γλωσσοφιλο σοφίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η ιδεαλιστική ορολογία των πρώ των του δοκιμίων έχει αντικατασταθεί από μια πραξιακή σύλληψη
και ο ελλείπων κρίκος που θα oλoκλi]ρωνε τη σκέψη του γίνεται εδώ εξαρχης το επίκεντρο της πραγμάτευσης: πρόκειται για την έν νοια της μίμησης.
•
Η έννοια αυτη προέρχεται από τη γλωσσοθεωρία του καιρού του, καθώς και από την κοινωνικη ανθρωπολογία, οι οποίες από κοινσύ προσπαθούν να φωτίσουν την προέλευση της γλώσσας στον
άνθρωπο. Οι πιο άμεσες επιρροές είναι αυτές του ανθρωπολόγου
Lucien Levy-Bruhl (Les Fonctions Mentales dans 1es Societes infedeures, 1910) και του φιλοσόφου Ernst Kassirer (Sprache und Mythos, 1925). Είναι ενημερος μάλιστα του (πρώιμου ακόμη) έργου του Jean Plaget, κι επιπλέον γνωρίζει, όπως φαίνεται από μιαν ανα
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
169
φορά στο κείμενό του για την κοινωνιολογία της γλώσσας στο
Zeitschdft
του
1935,
το έργο ενός πολύ σημαντικού, κι όμως παρα
γνωρισμένου ανθρωπολόγου της γλώσσας, του ιερωμένου
Marce! Jousse, ο οποίος εκείνη την εποχή δίδασκε στη Σορβόννη. Το έργο του Marcel Jousse περιέχει σκανδαλώδεις ομοιότητες με αυτό του Μπένγιαμιν, παρόλο που -είναι απολύτως βέβαιο-- αναπτύχθηκαν εντελώς ξεχωριστά το ένα από το άλλο. Ερευνώντας το ανθρωπο λογικό και πολιτισμικό υπόστρωμα της προ-ιουδα'ίκής Παλαιστίνης, ο
Jousse
διατύπωσε μια εξαιρετικά ρηξικέλευθη θεωρία της γλώσσας
ως ουμπύκνωσης του σωματικού και κινησιακού μιμήματος, μια
αντίληψη δηλαδή της γλώσσας ως χειρονομίας. Σε πολλές περιπτώ σεις θα βρεθούμε μπροστά στην πρόκληση να παραβάλουμε τις δια τυπώσεις του με αυτές του Μπένγιαμιν.
Την απώταuι απήχηση αυτού του ανυπολόγιστης σημασίας (παρ' όλη τη συντομία του) δοκιμίου του Μπένγιαμιν θα βρούμε στην ίδια
την πυρηνική ιδέα από την οποία φαίνεται να γεννιέται ολόκληρη η Διαλεκτική του Διαφωτισμού των Χορκχάιμερ και Αντόρνο. Η ιδέα αυτη είναι βεβαίως η έννοια της μίμησης, για την οποία χρησιμο
ποιούν, όπως και ο Μπένγιαμιν, την ελληνική λέξη:
Mimesis.
Μέσα
στην έννοιά της οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο (βλ. το πρώτο κεφά λαιο: «Η Έννοια του Διαφωτισμού») συναιρούν μία δεύτερη έννοια την οποία λαμβάνουν από το ανθρωπολογικό έργο των
Mauss 1904),
και Η.
Marce! Hubert (Esquisse d'une theode generale de 1a magie,
που δεν αναφέρεται καθόλου από τον Μπένγιαμιν: την έν
νοια της
sympathie
(επίσης από τις ελληνικές λέξεις συν+πάθος),
αυτ'ήν της μαγικης ομοιοπάθειας. Στη σημερινή του μορφη το κείμε νο βρίσκεται στον δεύτερο τόμο των Απάντων του
Gesamme1te Schdften, ΙΙ, 1,210-213. 2. Ο Αριστοτέλης, μ' ένα είδος ιδιοφυούς
Walter Benjarnin:
ενόρασης, είπε κάποτε:
«Τό τε γάρ μιμείσθαι σύμφυτον τοΙς ι':tνθρώπoις έκ παίδων έστί, καί
τούτφ διαφέρουσι τών άλλων ζώων, ότι μιμnτικώτατόν έστί καί τάς μαθι'ισεις ποιεΤται διά μιμι'ισεως τάς πρώτας καί τψ χαίρειν τοΙς μιμiJμασι πάντας» (Ποιητική,
IV, 2).
Ο
Jousse
γράφει: «ο άν
θρωπος δεν γνωρίζει παρά αυτό που δέχεται μέσα του κι αυτό που αναπαίζει ... Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο αλληλοδρασικά μιμητικό ...
!ΙΙ!
______ ....
lΙιιι'πι;ι
nttvftl
WALTER BENJAMIN να ξι'κιvι.tμι: απι) την αλληλ6δραση. Δεν είμαστε στην
πριιγματικιΊτητα παρά l1ποΛέκτες αλληλοδράσεων» [υπογράμμιση
δική μας Ι (I~λ. Σ. Λ. Σκαρτσής, Το 2'ώμα της Γλώσσας: ο
)ou,s.se
MarceI
και η παράδoaη της οργανικής γλώσσας, Ελληνικά Γράμμα
τα, Αθήνα,
1996,
σ.
341 -
όπου και στο εξής οι παραπομπές). Εδω
λοιπόν έχουμε όχι απλώς μια θεωρία για την προέλευση της γλώσ σας (που οπωσδήποτε είναι), αλλά και μια θεμελιώδη γνωσιοθεωρία. Η μοντέρνα γνωσιοθεωρία περνάει μέσα από το καρτεσιανό
cogito,
ego
την καντιανή θεωρία του σχηματισμού και τη χουσερλιανή
αναφορικότητα. Εκείνο που διαττιρείται σε όλες αυτές τις μεγάλες απόπειρες (αν και έχει ήδτι αρχίσει να γίνεται προβληματικό στον
Husserl) είναι η κλειστότητα ενός Εγώ το οποίο, στην πιο φιλόδοξτι ., εκδοχή, αυτήν της θεωρίας του σχτιματισμού του Καντ, παραλαμβά νει με τις ενδιάθετες σε αυτό δυνάμεις τα δεδομένα ττις εξωτερικής πραγματικότητας και τα μετασχηματίζει σε γνώση. Οι δυνάμεις αυτές είναι τρεις: η εποπτεία, τι οποία συνοψίζει τα δεδομένα των
αισθήσεων με τη βοήθεια των
a
ρήοή κατrιγoριών του χρόνου και
του χώρου, τα οποία παραδίδει στην υπερβατική φαντασία, που
αυτή με τη σειρά της τα ανάγει σε εποπτικά σχήματα, για να τα προσφέρει σττιν κατάληψη
(Apperzeption),
τι οποία τα ταξινομεί με
βάση τις οικείες της (δωδεκα) κατηγορίες. Η πολύπλοκα υφασμένrι αυτή γνωσιοθεωρία του Καντ, παρόλο που δεν μπορούμε να την
εξετάσουμε εδώ στις ουσιώδεις της λεπτομέρειες, προσπαθεί να επι λύσει το πρόβλημα που στοιχειώνει ολόκληρτι ττι νεότερτι γνωσιοθε ωρία, το πρόβλτιμα ενός ριζικού σχίσματος του κόσμου σε υποκεί μενο και αντικείμενο (το οποίο ακολουθείται από την υποταγή,
εντέλει, του δεύτερου στο πρώτο). Στις πιο ριζοσπαστικές κριτικές της, αυτές που προήλθαν από τη φαινομενολογική παράδοση (και κυρίως από τον Χάιντεγκερ), έγινε μια απόπειρα αναστροφής ώστε η υπερβατική φαντασία να φανεί ως κοινή ρίζα τόσο της εποπτείας
όσο και ττις νόησης, δηλαδή το πρωταρχικό στοιχείο, η χρονική σύ σταση του οποίου το καθιστά ομόλογο προς τον ίδιο τον εξωτερικό
κόσμο. Το θεμελιώδες πρόβλημα όμως, το πώς επιτελείται ο περί φημος αμοιβαίος σχτιματισμός του πράγματος και ττις συνείδτιστις,
αυτός στον οποίον παραπέμπει δταθερά τι έννοια της αναφορικ6τη
171
ΕΡΜΗΝΕΥΤιΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
τας, ποτέ δεν λύθrικε πραγματικά με τα' φαινομενολογικά μέσα. Ολοφάνερα, το συνειδrισιακό γεγονός είναι μια μορφή πράξτις, και αυτό θα μπορούσε ν' αποτελεί μία γέφυρα ανάμεσα σττι φαινομενο
λογία και τον μαρξισμό, ως φιλοσοφία ττις πράξης όμως ποια θα
ήταν η συγκεκριμέντι μορφή αυτής της πράξης, ώστε να έχει ένα εμπειρικό-υλικό αντίκρισμα και να μrιν παραμένει απελπιστικά αφηρημένη; Η μαρξιστική απάντηστι στο πρόβλτιμα ττις γνώστις, η οποία παρακάμπτει τη φαινομενολογία, εκπροσωπεί ίσως την ακρό τατη συνέπεια της καντιανής αντίλτιψτις: τι υποκειμενική συγκρότηση
του αντικειμένου δεν είναι καθαρά νοητικο-εποπτική αλλά μεσολα βείται από την ικανότητα του ανθρώπου να το αναπαραγάγει υλικά και τεχνικά' μεσολαβείται, με άλλα λόγια, από ττιν εργασία. θα μπο
ρσυσε ν' αντιπροτείνει κανείς ότι η τεχνική αναπαραγωγή του αντι κειμένου εκφράζει εt;ωoυ μια γνώστι εκ των έξω, γνώση βασισμέντι μάλιστα σε μια βίαιτι συχνά χειραγώγηση του αντικειμένου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν επιλύει ικανοποιητικά το πρόβλημα του σχί σματος υποκειμένου-αντικειμένου. Η φαινομενολογική έννοια ττις αμοιβαιότητας (αναφορικότητας) μας χρειάζεται λοιπόν, πρέπει όμως να την κάνουμε απτή μέσω μιας συγκεκριμένης πραξιακής σύλληψτις
και αυτή τι μορφή πράξης πρέπει να είναι μια μορφή
πολύ πιο λεπτή και πιο ευαίσθτιτη από την εργασία. Η απάντηση
που δίνεται εδώ λύνει οριστιΚά το πρόβλημα και μας παρέχει αυτήν την ευαίσθηττι μορφή πράξτις, που είναι ταυτόχρονα γνώστι και ανα
φορική συγκρότηση της συνείδησης με την εγγύτητα μιας ενδόμυχτις βίωστις του αντικειμένου: είναι το μιμητικ6 παιχνίδι.
3. Όπως όλοι έχουμε παραττιρήσει, και όπως το λέει εδώ ο Μπένγιαμιν, το παιδικό παιχνίδι της μίμησης δεν περιορίζεται στις ανθρώπινες μορφές και συμπεριφορές: Ο άλλος δεν είναι αποκλει στικά ο άλλος άνθρωπος, όπως μια' ιουδα'ίκής καταγωγής ηθικοφι λοσοφική παράδοστι -που έχει καταλάβει και ορισμένες μοντέρνες
ψυχαναλυτικές ορολογίες- θέλει να εννοήσει, αλλά μάλλον η ίδια τι ιδέα του άλλου (ανθρώπου) έχει τις ρίζες της μέσα στο βιωμένο άλ λο, που είναι ο προ-ανθρώπινος κόσμος, τι φύση. Το μιμτιτικό παι χνίδι μάλιστα, όπως επισήμανε και ο Ολλανδός ιστορικός Johan
Huizinga (Homo Ludens, 1928),
δεν είναι ανθρώπινο προνόμιο: εκ
WALTER BENJAMIN
112
rtροσωπεί μάλλον μια μορφή πνευμάτικότητας ενδιάθετη σε ολόκλη ρη τη ψ\ιση. σε όλα τα όντα. Σε κάθε περίπτωση, η μίμηση γίνεται
εδώ εκείνη η πρωτο-γλώσσα η οποία, όπως είδαμε στα προηγούμενα δοκίμια του Μπένγιαμιν, διασχίζει εγκάρσια όλες τις βαθμίδες της οντολογικής αλυσίδας. Αυτή η καινούργια πραξιακή σύλληψη κάνει άχρηστη πλέον την προηγοί,μενη μεταφορά που ο Μπένγιαμιν ονό μαζε ποιητικά ως «η γλώσσα του Θεού».
4.
Ο Αμερικανός μεταφραστής εδώ χρησιμοποιεί τη γαλλική λέ
ξη, πράγμα που φαίνεται να παραπέμπει στην πραγματική πηγή της
έμπνευσης του Μπένγιαμιν, το ομώνυμο ποίημα του Μπωντλαίg. (CοπeSΡοndences): «La Nature est υη temple OU devivants piliers/ Laissent parfois sortir de confuses paroles» ... Κ.λπ. Το έχουμε ήδη επι σημάνει. Σε ένα μικρό κείμενό στο Zeitschrift του 1939 με τίτλο «Uber einige Motive bei Baudelaire» (<<Οη Some Motives ίπ Baudelaire», I/luminlltions, New York, 1968, σ. 181), φωτίζει την προ οπτική υπό την οποία διαβάζει το ποίημα: «Το σημαντικό γεγονός είναι ότι οι CοπeSΡοda.nces καταγράφουν μια σύλληψη της εμπει ρίας η οποία εμπεριέχει τελετουργικά στοιχεία. Μόνο με την οικεί (οση αυτών των στοιχείων ήταν σε θέση ο Μπωντλαίρ να συλλάβει σε βάθος το πλήρες νόημα του κλονισμού του οποίου αυτός, ένας μοντέρνος άνθρωπος, ήταν μάρτυρας». Και η Αμερικανίδα κριτικός
Lilian Furst
βεβαιώνει επ' αυτού: «ο Μπωντλαίρ, ο Νερβάλ, ο Μα
λαρμέ και ο Ρεμπώ συνεισέφεραν σε μια καινούργια σύλληψη της τέχνης και του καλλιτέχνη, η οποία ήταν στενά συγγενική προς τις θεωρίες της ομάδας των Γερμανών Ρομαντικών της Ιένας: η ποιητι
κή εμπειρία θεωρήθηκε ως ουσιωδώς διαφορετική από τη συνήθη
εμπειρία, μια μαγική μορφή διαισθητικής πνευματικής δραστηριότη τας, μια μυστηριώδης επέκταση μέσα στο υπερβατικό στο οποίο ο οραματιστής ποιητής αποτολμούσε την περιπέτεια μέσα σε μια σφαίρα ονεΙρου προκειμένου να εξερευνήσει τις κρυμμένες πηγές των
correspondances της ζωής» (RomllDticism in Perspective, MacMillan, London, 1979 σ. 49). Εδώ λοιπόν συναντιούνται η μυστι
κή εμπειρία, η ρομαντική έμπνευση και η ανθρωπολογία του ιερού:
στη διαστα"ρωση ακριβώς αυτών των στοιχείων διαβάζεται η σύλ
ληψη του Μπένγιαμιν για τη γλώσσα.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
5. του
113
Αν η μιμητική ικανότητα είναι η .πιο αρχαία παρακαταθήκη
ανθρώπου
-παρακαταθήκη
από
την
ίδια
του
τη
ζωϊκή
προ'ίστορΙα-, η σημασία της μπορούσε κάποτε να είναι κυρίαρχη
μέσα στην ίδια τη σφαίρα του πολιτισμού, μέσα στην ίδια την κοι νωνική ζωή, μόνο στο βαθμό που βρισκόταν σε ισορροπία, ή και υπερτερούσε ελαφρώς του εργαλειακού στοιχείου, της ανάπτυξης δηλαδή των μέσων και των τεχνικών. Η σφαίρα της τεχνικής, ως ο
αντΙΠοδας της μίμησης, παρόλο που αντλεί και η ίδια την καταγωγή της από εκείνη, είναι ο σπόρος που διέρρηξε βίαια το κέλυφός της
-
κι αυτή είναι η κοινωνικο'ίστορική απαρχή του αυξανόμενου εκ
φυλισμού της μιμητικής ικανότητας.
Εν μέρει όμως αυτός είναι προ'ίόν της ίδιας της εξέλιξης της
γλώσσας. Για τον Marcel Jousse η γλώσσα είναι η σμίκρυνση της πράξης~ το λαρυγγοστοματικό κίνημα (=χειρονομία) είναι ο πιο οι
κονομικός τρόπος;' αναπαραχθεί το πλήρες σωματομιμητικό (=χο ρευτικό) κίνημα, και αυτή η διαδικασία οδηγεί μοιραία στην τυπο ποίηση
(formulisme)
που είναι συστατική της διαδικασίας γένεσης
της γλώσσας. Η διαδικασία όμως αυτή συμπαρασύρει στην εξέλιξή της, ταυτόχρονα με τη δημιουργία φωνητικών γραφών, μια περαιτέ ρω διαδικασία την οποία ο
Jousse
ονομάζει αλγέβρωση: την αποστέ
ωση της έκφρασης μέσα σε όλο και πιο αφηρημένα, δηλαδή απομα κρυσμένα από τη σωματομιμητική. τους πηγή, και ως εκ τούτου από το ίδιο το πράγμα, σχήματα. Λέει για παράδειγμα: «Μπορούμε έτσι ν' ανακαλέσουμε αυτήν την αργή μεταμόρφωση του σωματισμού σε
γλώσσα. Αυτή η μακραίωνη μεταμόρφωση άλλωστε παρέσυρε μαζί της μια παράλληλη αλλαγή του μιμογραφισμού σε φωνογραφισμό στην ανθρωπολογική εξέλιξη της γραφής. Ο ήχος λοιπόν, ο φωνομι
μητικά εκπεμπόμενος από το λαρυγγοστοματικό κίνημα, έρχεται
στην αρχή να ενισχύσει, να προσδιορίσει και να ολοκληρώσει ακου στικά τη σημασία του ενός ή του άλλου μιμολογικού και ορατού σω ματικού κινήματος. Σιγά σιγά κάθε χαρακτηριστικό σωματικό κίνημα
συνοδεύεται από ένα ηχητικό βοήθημα. Σε μια δεδομένη στιγμή, το πλήθος των ηχητικών κινημάτων έγινε τέτοιο που παύει να αντιγρά
φεικαι είναι σε θέση ν' αντισταθμίσει το πλήθος των σωματικών κι νημάτων. Φτάνουμε σε μια ισότητα κινημάτων σωματικών-χειρικών
1/4
WALTER BENJAMIN
κιιι λαρυγγoστoματικιJ)ν. Καθώς το ηχητικό λαρυγγοστοματικό μα,6ντας πολ-ι, λιγότερο εκφραστικt'>, αποκαλύπτεται λιγότερο δαπα-' και απαιτεΙ λιγότερη ενέργεια από το ίδιο το σωματικό κίνημα
(, ακόμα και το χειρικό, επιτυγχάνει σιγά σιγά να κυριαρχήσει. Το σωματικό-χειρικό κίνημα, καθώς γίνεται όλο και λιγότερο απαραίτη το, μειώνεται προοδευτικά. Το λαρυγγοστοματικό κίνημα το απομα κρύνει όλο και περισσότερο και αρχίζει να
από τη δική του και
ανεξάρτητη ζωή. Τότε οι ρόλοι του σωματισμού και της γλώσρnς αντιστρέφονται» (σ.
530).
Ωστόσο η προέκταση αυτής της διαδικασίας ως το «βαθμό αλγέ
βρωσης» της γλώσσας δεν μπορεί να ερμηνευθεί δίχως το στοιχείο" της εργαλειοτεχνικής κυριαρχίας, και το ευρύτερο πρόταγμα της κυριαρχίας που στάθηκε το φαντασιακό του κίνητρο. Προς αυτήν
ακριβ<ί>ς την κατεύθυνση θ' αναπτύξουν αργότερα οι Χορκχάιμερ και Αντό,ρνο το θέμα.
6. Ο Μπένγιαμιν υπονοεί εδώ ότι, παρ' όλο τον εκφυλισμό της, η μιμητική παρόρμηση φαίνεται να επανεμφανίζεται σήμερα μέσα στις πιο άλογες και τις πιο αντανακλαστικές συμπεριφορές των μαζών
(στον ίδιο τον ναζισμό, θα φτάσουν να υποστηρίξουν οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο). Ένα παράδειγμα αυτού του πράγματος είναι η αστρο
λογία. Παρόλη την επιπολαιότητα που σημαδεύει τη σημερινή ανάλη ψή της από τη μαζική κουλτούρα, η αστρολογία είναι βαθιά υφασμέ νη με το συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας. Ο αστρόσπαρτος ουρανός είναι ένα από το πρώτα μεγάλα κείμενα που δόθηκαν στον
άνθρωπο προς αποκρυπτογράφηση. Η ερμηνεία των ακατανόητων του έμοιαζε να έχει να του αποκαλύψει ένα βαθύ μυστικό του ίδιου του σύμπαντος κρίσιμο για τη ζωή του, και η ιδέα ότι εκεί νο που συμβαίνει στον ουρανό έχει το ομοιότυπό του κάτω στη γη
και σε όσα διαδραματίζονται μεταξύ των ανθρώπων (το ερμητικό
αξίωμα Όπως πάΥω. έτσι και κάτω), είναι ένα αδιάψευστο δείγμα των μιμητικών αντιστοιχιών που ανέκαθεν ο άνθρωπος είχε την τά ση να κατασκευάζει ανάμεσα στον κόσμο του και τη φύση.
7.
Η προνομιακότητα του χοροί' ανάμεσα σε όλες τις μιμητικές
δραστηριότητες έχει ήδη δειχτεί. Μέσα στο ιερό-τελετουργικό του πλαίσιο, στο χορό του σαμάνρυ ή της γονιμικής τελετής, ο χορός
ΕΡΜΗΝΕΥΤιΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
175
κράτησε τις απαρχές εκείνου του γίγνεσθαι-ζώο, του γίγνεσθαι-φύση και του γίγνεσθαι-κόσμος που σημάδεψε την πρώτη πρώτη σχέση
του ανθρ(ί>που με τα πράγματα. Ο
Mallarme
γράφει κάπου, και ο
Μπένγιαμιν το παραθέτει αλλού (στο δοκίμιό του για την κοινωνιο
λογία της γλώσσας): «Η χορεύτρια δεν είναι μια γυναίκα, αλλά μια μεταφορά, που φέρνει σε έκφραση μια όψη των στοιχειωδών μορ φών της ί,παρξή μας: το σπαθί, το κύπελλο, το λουλούδι, κ.λπ.». Η
ίδια η γλώσσα δεν είναι παρά ένας χορός: χορός των λαρυγγοστο ματικών μυών που συμπυκνώνουν και συνοψίζουν το χορό, εκούσιο και ακούσιο, όλων των μυώνων του ανθρώπινου σώματος, αντίγρα φο του μεγάλου χορού του σύμπαντος, από τους πλανήτες μέχρι το ηλεκτρόνιο, που θέτει σε κίνηση τη μία μετά την άλλη όλες τις ζωι
κές μορφές και τα όντα.
8..
Η
έννοια
Ahnlichkeit)
της
μη
. αισθητηριακής
ομοιότητας
(unsinnlίche
είναι·κρίσιμη για την κατανόηση αυτού που προσπαθεί
να πει ο Μπένγιαμιν εδώ. Τι σημαίνει όμως αυτό; Το πνεύμα, όπως είπαμε, είναι ασκημένο να παρατηρεί και να καταγράφει ομοιότητες μέσα στη φύση. Σε αυτή του την ικανότητα στηρίζονται όλες οι μορ φές πρωτόγονης ταξινόμησης. Έχει όμως μια επιπλέον ικανότητα:
να παράγει το ίδιο την ομοιότητα εκεί που αυτή δεν είναι αισθητη ριακά (οπτικά, ακουστικά, κ.λπ.) προφανής
και αυτή είναι η έν
νοια της μίμησης ως ενεργητικής δραστηριότητας. Ένα καλό παρά
δειγμα για να το καταλάβουμε αυτό είναι η αστρολογία. Τι είναι εκείνο που συνδέει μεταξύ τους, ας πούμε, το ζώο που στα ελληνι
κά ονομάζουμε σκορπιό, τον ομώνυμο αστερισμό, καθώς και το πρόσωπο που έχει γεννηθεί την περίοδο της μετάβασης του ηλίου από τον συγκεκριμένο αστερισμό (το μήνα Νοέμβριο); Ολοφάνερα, μεταξύ των όρων αυτής της αλυσίδ~ς δεν υπάρχει σαφής αισθητή ομοιότητα, ωστόσο μια σχέση ε~αθιδρύεται ανάμεσά τους η
dnola
μέσα σ' ένα σύστημα παρόμοιων σχέσεων μπορεί να παράγει νόημα. Η σχέση σ' ένα ορισμένο επίπεδο μοιάζει αυθαίρετη, είναι σε θέση ωστόσο να υποκινήσει πραγματικές σχέσεις συμπάθειας και βιωμα
τικής ταύτισης ανάμεσα στον άνθρωπο και σε συγκεκριμένες όψεις του κόσμου.
9.
Η ονοματοποιητική θεωρία για την προέλευση της γλώσσας
.IJ!_'__.
WALTER BENJAMIN
Ί'ιταν η πιο hημοφιλΊ'lς Ο!'<ορία μέχρι την έλευση της επιστημονικής
γλω"σολογίltl; Πfιιί τα τέλη το1', δέκατου ένατου αιώνα. Η καταγωγή της fιιχι'τ
κή ιΊιατ1',Π(l)<1ή της μωα <1ΤΟ (;ργο του
Johann Gottfried Herder.
Σύμ
φωνα με. αυτήν, η ίδια η έννοια, το όνομα, προέρχεται από μια μί
μηση του Ί'ιχου
{)
οποίος ανήκει στο ίδιο το πράγμα που θέλει να δη
λωθεί. Παραδείγματος χάριν, το ελληνικό ρήμα «θρο'(ζω» και η λέ ξη «θρόισμα», για τον ελαφρό συριστικό ήχο που αφήνει ακριβώς
την αντήχηση «θρρρ» στο αυτί. Η θεωρία όμως είναι πολύ φτωχή και σχηματική για να μπορέσει να εξηγήσει γενικά τη γένεση της
γλώσσας
-
και αυτό ακριβώς επισημαίνει ο Μπένγιαμιν πιο κάτω.
Χωρίς να προκαταλάβουμε την επιχειρηματολογία του, ας έχουμε
μόνο υπόψιν ότι η γλωσσολογία του πρώιμου εικοστού αιώνα, δί χως να απορρίπτει εξ ολοκλήρου την ονοματοποιητική θεωρία, την
αφήνει κατά μέρος λόγω της περιορισμένης εξηγητικής της δύναμης και οδηγείται μάλλον σε μιαν αντίληψη της γλώσσας ως ενός συνό
λου από φωνητικο-μιμητικές χειρονομίες περιγραφικού χαρακτήρα' έτσι ανοίγει το δρόμο για τη σύνδεση των πρωτόγονων γλωσσικών
εννοιών με μυθικές, όχι λογικές, έννοιες. Η ιδέα αυτή υπάρχει στον
Levy-Bruhl,
υπάρχει όμως και στον
Cassirer
ο οποίος συνδέει άμεσα
έτσι τη γλώσσα με τη μαγεία. Στο ίδιο κλίμα ο μιας διάσημης στη δεκαετία του
'20
Piaget,
συγγραφέας
Ψυχολογίας της Γλώσσας, ορί
ζει τη γλώσσα ως «χειρονόμηση των γλωσσικών εργαλείων». Υπο στηρίζει ότι το φωνητικό στοιχείο είναι ο φορέας μιας δήλωσης της οποίας το ίζημα υπήρξε ο εκφραστικός μορφασμός. Έτσι η στενά
εννοούμενη ονοματοποιητική θεωρία αντικαθίσταται από μια μιμη τική θεωρία με την ευρεία έννοια του όρου
-
και βλέπουμε πώς·
προτοιμάζεται εδώ η γλωσσοφιλοσοφία του Μπένγιαμιν.
10.
Αυτό το σχήμα -του εννοούμενου αλλ' ανέκφραστου σημαι
νομένου στο κέντρο των πολλαπλών λέξεων σε διαφορετικές γλώσ σες οι οποίες το δηλώνουν στην περιφέρεια- πρέπει να μας είναι πολύ οικείο πλέον, τόσο από το δοκίμιο «Για τη γλώσσα του αν θρώπου» όσο και απ' αυτό για το «Μεταφραστή». Να έχουμε πάντα
κατά νου ότι πρόκειται για μια εξεικόνιση με γλωσσολογικούς όρους μιας θεμελιώδους oντoλo~ικής αρχής: αυτής μεταξύ του (άρ
•
177
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ρητου) Όντος και των κατηγορημάτων του
που μπορεί να είναι
τα ονόματα του Θεού, οι Ιδέες, οι ουράνιες σφαίρες, οι Άγγελοι, οι κατηγορίες, Κ.λπ. ανάλογα με τις προτιμήσεις της εκάστοτε συγκε κριμένης φιλοσοφικής παράδοσης. Αυτή η γλωσσική σχέση όμως
μπορεί και να ερμηνεύσει, ως πραγματική, υλική καταγωγή, κάθε παρόμοια μεταφυσική.
11.
Εδώ λοιπόν αποσαφηνίζεται τελειωτικά η έννοια της μη αι
σθητηριακής ομοιότητας
και εισάγεΤάΙ το τεράστιο ζήτημα της
γραφής. Ο Μπένγιαμιν σημειώνει έναν τριπλό γλωσσικό δεσμό: με σύγχρονους όρους, ανάμεσα σε ηχητικό σημαίνον και σημαινόμενο,
ανάμεσα σε οπτικό σημαίνον και σημαινόμενο, και ανάμεσα σε ηχη τικό και οπτικό σημαίνον. Η τρίτη σχέση κατ' αρχάς εμπλου.τίζει τις σύγχρονες φορμαλιστικές θεωρίες περί του γλωσσολογικού συσχετι σμού σημαίνοντος;.σημαινομένου' επιπλέον όμως μοιάζει να τις διορθώνει, αφού αυτή η σχέση εδώ δεν είναι απλώς αυθαίρετη, όπως την καταλάβαινε ο
Saussure.
Ο ακατάλυτος δεσμός που τις συνενώ
νει όλες είναι αυτός της μη αισθητηριακής ομοιότητας, δηλαδή της
μιμητικής εξομοίωσης με το πράγμα (του οποίου εκπρόσωπος είναι αυτό που καλούμε «σημαινόμενο», το οποίο κυριολεκτικά μιλώντας δεν είναι κάτι που υπάρχει πουθενά) μέσω τη γλωσσικής χειρονο μίας. Γι' αυτήν την τελευταία χρειάζεται όμως να πούμε κάτι περισ
σότερο, προκειμένου να λυθούν οριστικά ίσως ορισμένες παρεξηγή σεις που αφορούν τη σχέση προφορικής γλώσσας και γραφής.
Μιλήσαμε ήδη αρκετά για το ηχομιμητικό στοιχείο που βρίσκε ται στη βάση της γλώσσας, και το αντιληφθήκαμε, με τη βοήθεια και του
Marcel Jousse,
ως συμπύκνωση του ευρύτερου σωματικού-χειρι
κού κινήματος, ως χορό κατ' ουσίαν των λαρυγγοστοματικών μυών.
Υπάρχει ωστόσο μια άλλη μορφή μυ'ίκού χορού που συμπυκνώνει κατ' αντίστοιχα οικονομικό τρόπο τα ευρύτερα σωματικά κινήματα: είναι ο χορός των δακτύλων, τα οποία χαράζουν αρχέτυπα κινήσε ων σε κάθε υλικό που τους προσφέρεται, που αλλάζουν με αυτόν τον τρόπο τα υλικά τους και αφήνουν διαρκή ίχνη πίσω τους του
περάσματος του ανθρώπου πάνω στον κόσμο. Αυτό που ονομάζουν «ζωγραφική» των σπηλαίων είναι εξίσου προ'ίόν αυτού του χορού, με την κατασκευή των πρώτων εργαλείων και με τα σύνθετα χαράγ
Ι'ΙΚ
WALTER
ΒΕΝΙΑΜΙΝ
ματα των πρ(ίιτων ιδεογραφικών γλωσσών, Και αυτός ο χορός είναι I~πίσ"ς t.νας χορός μιιιητικ(jς: το γράφημα που αποτυπώνει το βίσο
να του μοιάζει. Αλλά δεν είναι μια ομοιότητα φωτογραφική' του μοιάζει κυρίως επειδή
()
γραφιστής θέλει να κλείσει το βίσονα. μέσα
στο γράφημά του, κι επειδή κάνοντας κάτι τέτοιο αναπαίζει το βί σονα μέσα στο πλούσιο νευρικό και μυ'ίκό του σύστημα, με μια αρ χόμενη κίνηση παντού η οποία βρίσκει την τελική της διέξοδο στη δακτυλική χειρονομία. Έτσι η γλ<ί)σσα δεν μπορεί πλέον να διχάζε ται σε εκφώνηση και γραφή, δεν μπορεί πλέον αυτά να αντιτίθενται το ένα στο άλλο. Αν η ομιλούμενη γλώσσα βρίσκει την αληθινή της προέλευση στο τραγούδι (ας σκεφτεί κανείς τη μίμηση του τρα γουδιού των πουλιών), η γραφή βρίσκει αντίστοιχα την προέλευσή της στη ζωγραφική (την πρώτη εικαστική τέχνη, αυτή που θέλει να
μοιάζει του κόσμου), αρχέγονες δηλαδή μιμητικές πράξεις που και οι δύο θα βρουν την ενότητά τους στο χορό: χορός των λαρυγγο στομαΤΙΚ{tlν μυά)ν ή χορός των δακτύλων, πύκνωση και μετάδοση του μεγάλου σωματικού ρυθμού, που με τη σειρά του πυκνώνει και μεταδίδει τον ατέρμονο παλμό του σύμπαντος. Αν παρά ταύτα μέσα στην ιστορία της γλ(ί>σσας μπόρεσε να δη μιουργηθεί ένα σχίσμα ανάμεσα στο Λόγο και τη γραφή, σύμφωνα με μιαν αντίληψη όπου ο πρώτος είναι ο ζωντανός φορέας της ση μασίας, το ίδιο το οντολογικό θεμέλιο του κόσμου, ενώ η δεύτερη απλώς το νεκρό του περίβλημα, αυτό οφείλεται σε μια εξέλιξη στο εσωτερικό της ίδιας της γραφής. Από τη στιγμή που η γραφή ξεχνά ει την πρώτη της ομοιότητα με το πράγμα, που γίνεται ένα τεχνικό σύστημα σημείωσης τέτοιο που να διευκολύνει το χειρισμό των πραγμάτων (και που, ως τέτοιο, είναι το προνόμιο μιας ορισμένης ιερατικής ή διοικητικής κάστας, μιας συντεχνίας των κατεχόντων), τότε γεννιέται και μια έννοια του Λόγου υποστασιοποιημένη, ανε
ξάρτητη από το χρόνο και τις διακυμάνσεις του τυχαίου, φορέας μιας καθολικής εξουσίας εκείνων που τον κατέχουν και τον διερμη νεύουν. Αυτός ο Λόγος -το επαναλαμβάνουμε- ήταν δημιούργημα της ίδιας της γραφής, μιας ορισμένης αλγεβροποιημένης πλέον γρα
φής, που είναι η λεγόμενη φωvrιτική γραφή. Πίσω από το πρωτείο
. του
(πνευματικού) Λόγου
tvb.vtL
της (υλικής) γραφής, που τόσο βί
179
ΕΡΜΗΝεΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
αια κατήγγειλε ένας φιλόσοφος όπως ο
Derrida
στις ημέρες μας,
κρύβεται αφενός η κυριαρχία της φωνητικής επί της ιδεογραφικής
γραφής, αφετέρου η κυριαρχία ενός αφηρημένου μοντέλου του Λό
γου (κατασκευασμένου με βάση ακριβώς τη φωνητική γραφή) επί της
ομιλούμενης γλώσσας, της λα"ίκής και πληβειακής, με όλα τα μιμητι
κά και τα συμπαραδηλωτικά στοιχεία που αυτή κομίζει.
12. Το σημειωτικό στοιχείο στη γλώσσα θα το καταλάβει κανείς . αν μελετήσει τη σύγχρονη, «επιστημονική» γλωσσολογία των Saussure-lakobson-Trubetzkoy, Το να μιλάμε για τη γλώσσα ως επι κοινωνική δομή και ως σύστημα, στη βάση ενός αξιωματικά παρα
δεδεγμένου αυθαίρετου χαρακτήρα του σημείου (ακόμα και το ίδιο το «πάγωμα» της επικοινωνιακής πράξης στην έννοια σημείο), ση
μαίνει ότι από τη γλώσσα επιλέγουμε ό,τι αφορά τον πιο τυπικό μη χανισμό της λειτουργίας της, όχι τη διάσταση του περιεχομένου της
ό,τι συνδέει ένα ι{τομο με τους ομοίους του, όχι ό,ΤΙ συνδέει ένα ζω ικό είδος με άλλα είδη' ό,ΤΙ γεφυρώνει την ασυνέχεια μέσα στο χ{ί)
ρο, όχι ό,τι εγγυάται τη συνέχεια μέσα στο χρόνο: με λίγα λόγια (για να χρησιμοποιήσουμε πάλι τη μοντέρνα γλώσσα της επιστημολογίας των συστημάτων), ό,τι είναι ασυνεχές και ψηφιακό, όχι ό,τι είναι
συνεχές και αναλογικό. Αν μας ενδιαφέρουν τα ψηφιακά στοιχεία της γλώσσας, είμαστε αναγκαστικά περιορισμένοι στη σφαίρα που ορίζεται από τη γραμματική, το συντακτικό και την (ψηφιακή) φω νολογία. Αν αντίθετα μας ενδιαφέρουν τα αναλογικά στοιχεία, κα
νένας εκφραστικός Τρόπος δεν είναι έξω από το πεδίο μελέτης μας και η μελέτη της γλώσσας γίνεται η μελέτη των αχανών μιμογραμ
μάτων που μας προσφέρει ολόκληρη η φύση. Πιθανόν ο περιορι σμός της πρώτης επιλογής να είναι απαραίτητος προκειμένου να θε μελιωθεί μια επιστήμη με τη σύγχρονη έννοια του όρου, με ευκρινώς περιγεγραμμένο πεδίο και με απλές μεθοδολογικές αρχές
όμως σε
αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να υπάρχει σαφής επίγνωση του τι
περιγράφει μια τέτοια επιστήμη και ποια είναι τα νόμιμα όρια της αρμοδιότητάς της. Η φορμαλιστική γλωσσολογία θα μπΟΡ9ύσε να
γίνει δεκτή αν δηλωνόταν εξαρχής ως περιγραφή μιας ειδικής και
πολύ περιορισμένης πλευράς της γλώσσας το γεγονός όμως ότι φ;: .•
__
λοδοξεί να αναγάγει ολόκληρη τη γλ<ί)σσα στο μοντέλο το oπoί9-'~~~
ΙΚΟ
WALTER BENJAMIN
ριγράφι:ι. την κα!)ιστά μια δραστική σύγχρονη μορφή ιδεολογίας,
Ι'ιατt το μηχανικό και τσ ψηφιακ6 στοιχείο της γλώσσας δεν είναι
πολιτικά αΘώα. Εκφράζουν ακριβώς τις πιο εργαλειακές όψεις της γλώσσας, τις όψεις εκείνες σι οποίες την κάνουν απεριόριστα οορα γωγική στη χειραγώγηση των δεδομένων (που μπορεί να είναι το τε ράστιο απόθεμα το οποίο προσφέρει η φύση ή τα ίδια τα ανθρώπι να υποκείμενα και οι ανθρώπινες καταστάσεις
-
κι εδώ άλλωστε
στηρίχτηκε η τρίτη βιομηχανική επανάσταση των ημερών μας, η ροφορική επανάσταση), αλλά συγκαλύπτουν εκείνους ακριβώς τους δεσμούς χάρη στους οποίους υπάρχει η γλώσσα και στην υπηρεσια των οποίων είναι αυτή απ6 τη φύση της ταγμένη.
13.
Το στοιχείο λοιπόν της μιμητικής εξομοίωσης είναι εκείνο που
συνδέει τη γλώσσα με τη μαγεία, ή ακριβέστερα: εκείνο που, 6ντας αρ χικά αντικείμενο μιας μαγικο-μυθικής ενόρασης, υποκίνησε από τα μέσα την ανάπτυξη της γλώσσας και καταχωρήθηκε μια για πάντα στο εσωτεΡΙΚό της. Ο
Emst
Ka.'>Sίrer γράφει γι' αυτήν τη σχέση: «ο
αρχικ6ς δεσμός ανάμεσα στη γλωσσική και τη μυθικο-θρησκευτική συνείδηση εκφράζεται κ.υρίως στο γεγονός ότι όλες οι λεκτικές κατα σκευές εμφανίζονται επίσης και ως μυθικές οντότητες, προικισμένες με ορισμένες μυθικές δυνάμεις, ώστε ο Λόγος γίνεται, πράγματι, ένα είδος πρωταρχικής δύναμης από την οποία κατάγεται κάθε ον και κά θε πράξψ> (Γλώσσα και Μύθος, ελλ. μετ. Γ. Λυκιαρδόπουλου, Έρα σμος, Αθήνα,
1989,
σσ.
65-66).
Τη δύναμη αυτή ο Λόγος την αντλεί
από το ίδιο το πράγμα, από το γεγονός ότι γίνεται το αποτύπωμα και
το εκμαγείο του. Ακόμη καλύτερα το εξηγεί αυτό ο
Jousse
σ' έναν ορι
σμό που λύνει το πρόβλημα της καταγωγής της περίφημης έννοιας
της ουσίας, ενώ ταυτόχρονα μοιάζει να περιγράφει με ακρίβεια τη δο μή των λεγόμενων πρωτόγονων γλωσσών: «ο αυθόρμητος άνθρωπος, ηχώ και καθρέφτης του περιβάλλοντος Πραγματικού, καθένα από τα
όντα το βλέπει και το μιμείται σαν μια πράξη, σαν ένα του είναι οικείο, που του είναι "ουσιώδες". Αυτό το ουσιώδες χαρακτηριστικό ενός ζωντανού ή άψυχου, γίνεται, να το το 'Ovομά του. Έτσι το παιδί η μίμηση θα το μιμηθεί με το
του να θηλάζει, θα είναι αυτό που θηλάζει' το γέρο θα τον μιμηθεί με το κίνηιιά του της αστάθειας, θα είναι το ασταθές το ψάρι θα το μι
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
181
μηθεί με το κίνημα του να κολυμπάει, θα είναι αυτό που κολυμπάει. Γι' αυτό είναι που μπορούμε να πούμε ότι το 'Ovομα είναι η ουσία του πράγματος. Είναι η ουσιώδης του πράξη. Αυτόν τον μιμοκινητι
κό τριφασισμό τον βλέπουμε σε κάθε παιδί που βρίσκεται στην κατά σταση του αυθόρμητου αναπαίγματος. Ξεχειλίζοντας από μιμήματα, ο
μικρός άνθρωπος γίνεται κατά κάποιον τρόπο όλα τα πράγματα, κι αυτό έξω από κάθε κοινωνική γλώσσα. Είναι η γάτα που αρπάζει το ποντίκι. Είναι ο ιππότης που μαστιγώνει το άλογό του. Είναι η αμα
ξοστοιχία που σέρνει τα βαγόνια της. Είναι το αεροπλάνο που δια σχίζει τον ουρανό. Είναι πάντα: ένα ενέργημα-που ενεργεί-ένα ενερ γούμενο» (σ,
339, υπογρ. δική μας). Εδώ λοιπόν ξαναβρίσκουμε, ερ
μηνευμένο υλιστικά (αν η λέξη δεν συνεχίζει να τρομάζει), το θεμε λιώδες αξίωμα του πρώτου δοκιμίου του Μπέηιαμιν για τη γλώσσα: το 'Ovομα ως τ~ τέλεια εκφραστικό της ουσίας των όντων - όχι όμως το εμπειρικό όνομα σε οποιαδήποτε ανθρώπινη γλώσσα. Αυτό το ιδεώδες Όνομα, το αρχέτυπο του Ονόματος, είναι μια πράξη: μια μιμητική, βιωματική και σωματική, πράξη.
182
W ALTER BENJAMIN
Η γένεση της αλληγορίας
1.
Εδώ δεν έχουμε ένα δοκίμιο που γράφτηκε αυτοτελώς από το
συγγραφέα του, όπως τα προηγούμενα, αλλά ένα κείμενο που απο μονώσαμε τεχνητά από μια μεγαλύτερη μελέτη του (τη μοναδική, τε
αν σκεφτεί κανείς ότι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν
ιδιοσυγκρα
σίας, αλλά και επειδή ως συγγραφέας απευθυνόταν κυρίως σε πε ριοδικά και εφημερίδες, έτεινε να εκφράζεται αποκλειστικά σχεδόν στη μορφή του μικρού δοκιμίου). Αυτή η ευρύτερη μελέτη είναι η
διατριβή
επ'
υφηγεσία
του,
Ursprung des deutschen
Τrauer.φieΙ5 [Η Καταγωγή του γερμανικού Δράματος], την οποία
κίνησε να γράφει το Μάιο του του
1925.
1924
και ολοκλΤιρωσε τον Απρίλιο
Η έγκριση της διατριβής του θα σήμαινε για τον Μπέν
γιαμιν την έναρξη μιας πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας, πράγμα για το οποίο ήταν φυσικά προετοιμασμένος από τις μακρόχρονες
σπουδές του' όμως η διατριβή θεωρήθηκε δυσνόητη και απορρίφθη κε. Εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του Βερολίνο, και από τις
1928
στο
σύντομες παρουσιάσεις που της έγιναν οι
τρεις τουλάχιστον Ί'ιταν απροκάλυπτα απορριπτικές. Πρόκειται, παρ' όλ' αυτά, για ένα από τα σημαντικότερα κείμε να φιλολογικής κριτικής του εικοστού αιώνα. Το έργο είχε προα ναγγελθεί, από την άποψη της θεματικής και του ύφους, από δύο προηγούμενες κριτικές δοκιμές του Μπένγιαμιν: τη διδακτορική του που δημοσιεύθηκε το
1922
με τον τίτλο Η έννοια της τε
χνοκριτικής στο γερμανικό ρομαντικό κίνημα
(1920),
και την περί
φημη ανάλυσή του πάνω στις Εκλεκτικές ΣυΥΥένειες του Γκαίτε, έρ γο που θαυμάστηκε από τον κύκλο του
Hugo
νοη
Hofmannsthal
και
δημοσιεύθηκε με την ενθουσιώδη υποστήριξη του διάσημου ποιητή και δραματουργοί, τον Απρίλιο του δύο τεί,χη της
1924 Neue Deutsche Beitrage.
και Ιανουάριο του
1925
σε
Οπωσδήποτε εδώ έχουμε να κάνουμε με το πιο σύνθετο και εσω τερικό από τα έργα του Μπένγιαμιν, έργο που βρίθει από ενοράσεις και πυρηνικές ιδέες, πολλές από τις οποίες επρόκειτο ν' αναπτυχθούν σε μεταγενέστερα δοκίμιά του. Στο σύνολό του πρέπει
να θεωρείται ότι είναι το έργο που κλείνει οριστικά την πρώτη, με
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
183
ταφυσική-ρομαντική περίοδο της σκέψης του συγγραφέα του. Οι ε.ίτιρροές οι οποίες είναι εδώ εμφανείς είναι ακόμα η γοητεία που του ασκεί ο Πλάτωνας (κυρίως στον «Επιστημο-κριτικό πρόλογο»), η διαρκής, ακόμη και όπου παραμένει υπόρρητη, επίδραση του βαλιστικού μυστικισμού, ολοφάνερα σε κρίσιμα σημεία ο Νίτσε και
οι ρομαντικοί φιλόλογοι, πάνω αι,;' όλα όμως ο Χέγκελ. Αυτή η επιρροή ενδυναμώνει το, ιδιοσυγκρασιακά θα έλεγε κανείς, διαλε κτικό πνεύμα του Μπένγιαμιν και προετοιμάζει κατά φυσικό τρόπο
την επόμενη περίοδό του. Μην ξεχνάμε, πάντως, ότι εδώ βρισκόμα στε ακόμη αρκετά πριν το δοκίμιο «Για τη μιμητική ικανότητα».
Κατά τι όμως ένα κείμενο φιλολογικής κριτικής έχει να συμβάλει στη γλωσσοφιλοσοφία του Βάλτερ Μπένγιαμιν, η οποία, αυστηρά μι
λώντας, ολοκληρώνεται μέσα στα τρία δοκίμια που ήδη παρουσιάσα με; Το ζήτημα της αλληγορίας -που είναι το θέμα των σελίδων τις
οποίες απομονώσαμε εδώ από το σύνολο του έργου- δεν είναι μια τυχαία σπουδή πάνω σ' έναν ρητορικό τρόπο. Όπως μας έδειξε λί γο νωρίτερα με το δοκίμιό του για τη μετάφραση, μία από τις εξαι
ρετικές ικανότητες του Μπένγιαμιν είναι να μεταμορφώνει ένα το οποίο στα χέρια οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα θα ήταν θέμα απλώς τεχνικό-φιλολογικό σε μια δραματική οντολογική δοκιμή. Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, και με το μοτίβο της αλληγορίας. Η αλληγορία, ως ρητορικός τρόπος, σχετίζεται με δύο μείζονες εξελίξεις στο φιλοσοφικό και στο ιστορικό πεδίο: αφενός με την άρνηση του ενδιάθετου χαρακτήρα των ίδιων των πραγμάτων
και τη συνακόλουθη αιχμαλωσία τους μέσα σ' ένα σύστημα λόγου που είναι για τον Μπένγιαμιν ακριβώς το υπόδειγμα του εκπεσό ντος λόγου --διαδικασία της οποίας την παραδειγματική περιγραφή
παρακολουθήσαμε στο δοκίμιο «Για τη γλώσσα του ανθρά)που»--, αφετέρου με την κυριαρχία της εμπορευματικής αγοράς και με την αναπόφευκτη καταβρόχθιση της αξίας χρήσης -αντίστοιχη με το ποιοτικό στοιχείο, τον ενδιάθετο χαρακτΊ'ιρα του πράγματος- από την ανταλλακτική αξία. Αυτές οι δύο εξελίξεις πηγαίνουν πάντα μα ζί αλληλοβασταζόμενες σφιχτά, και αποκορυφώνονται στη νεότερη
εποχή, μετά τον «αστικό» δέκατο έβδομο αιιΟνα. Όμως αυτή ακρι είναι η εποχή του μπαρόκ, και δεν είναι τυχαίο που το μπαρόκ,
184
WALTER BENJAMIN
ως καλλιτεχνικό ύφος, είναι σε μεγάλο βαθμό στηριγμένο σε μιαν αριστοτεχνική ρητορική αξιοποίηση του στοιχείου της αλληγορίας.
Σκάβοντας ακόμη βαθύτερα από τις προκείμενες του ύφους, ο Μπένγιαμιν θα καταδείξει αναμφίβολα τις χριστιανικές καταβολές αυτού του στοιχείου.
Στη μελέτη του για το Γερμανικό Δράμα ο Μπένγιαμιν θα κατα πιαστεί για πρώτη φορά με το μοτίβο της αλληγορίας δεν θα είναι
όμως και η τελευταία. Θα επανέλθει στα τελευταία του γραπτά γύ ρω από τον Μπωντλαίρ, όπου η πρόκληση θα είναι να ερμηνεύσει το γιατί η μοντέρνα αισθητική ευαισθησία του ποιητή, μια ευαισθη
σία γεννημένη από την «παρακμιακή» αισθητηριακή εμπειρία της σύγχρονης πόλης, επιστρέφει σε μια προνεοτερική, της αμαρτίας και του κακού που είχε από την
απόσπασμα που μεταφράζουμε περιέχεται στις σελίδες
400 της γερμανικής έκδοσης των (GesammeJte Schritten, 1, 1)' είναι το
Απάντων
του
393
Μπένγιαμιν
δέκατο ένατο και το εικοστό
από τα είκοσι τρία μΙΚQά κεφάλαια που απαρτίζουν το τρίτο (και
τελευταίο) μέρος του βιβλίου που έχει τίτλο «Αλληγορία και Δρά μα». Οι τίτλοι των δύο πρώτων μερών είναι «Επιστημο-κριτικός πρόλογος» και «Δράμα και Τραγωδία».
Ο όρος Δράμα (που στη μετάφρασή μας τον διατηρούμε με κε
φαλαίο αρχικό) αναφέρεται αποκλειστικά στο Δράμα του μπαρόκ. Η γερμανική λέξη είναι
Trauerspiel,
όρος ο οποίος κατά λέξη θα σή
μαινε Παιχνίδι των Θρήνων. Για την κλασική, ελληνική μορφή του είδους χρησιμοποιείται ο ελληνικός όρος Τραγωδία.
2.
Σε αυτήν την πρόταση συμπυκνώνεται η καρδιά του
ματος του Μπένγιαμιν, του επιχειρήματος που ρίχνει ένα φως στη ρητορική μορφή της αλληγορίας, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα
σε Bάeoc:: το ιιπαοόκ ύωοc:. Δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβουμε εδώ
_
κείμενό του. Ο αγώνας εναντίον των
θεών, που σημάδεψε την πρωτο-χριστιανική εποχή, ξα
ναζωντανεύει τον δέκατο έβδομο αιώνα μέσ' από την επιθετικότητα της Αντιμεταρρύθμισης με στόχο όχι μόνο την αισθητική αναβίωση του παγανιστικού πνεύματος μέσα στην Αναγέννηση, αλλά επίσης τα
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
185
τελευταία υπολείμματα λα'ίκής θρησκευτικότητας και λα"ίκής ελευθε ριότητας (το παραδοσιακό οργιαστικό στοιχείο των χωρικών) εν όψει του ανερχόμενου αστικού εξορθολογισμού της κοινωνικής ζωής. Εί ναι η ίδια εποχή που γέννησε τη μανουφακτούρα, το άσυλο και τη φυλακή. Μια χαρακτηριστική όψη αυτής της βιαιότητας μπορεί να δει κανείς στο περίφημο «κυνήγι των μαγισσών» και στις ιεροεξεταστικές πρακτικές, που γνωρίζουν το αποκορύφωμά τους την εποχή ακριβώς για την οποία μιλάμε. Αυτή η βία έχει το συγκεκριμένο υφολογικό της αντίστοιχο στην τέχνη του μπαρόκ. Αν για την τεχνοτροπία της Ανα
γέννησης μπορούμε να πούμε ότι τείνει στις γεωμετρικές διατάξεις του πίνακα γύρω από ένα κέντρο συμμετρίας, στην τέχνη του μπαρόκ αυτό το κέντρο γίνεται επιθετικό,
θα έλεγε κανείς από τον
πίνακα και κινείται βίαια προς το θεατή: ας δει κανείς, για παράδει μα, τη «Νυχτερινή περιπολία» του Rembrandt, όπου οι κεντρικές φι γούρες μοιάζουν να βηματίζουν έξω αιίό τον πίνακα προς το θεατή, ή
τις ποικίλες γλυπτικές και αρχιτεκτονικές ψευδαισθητικές κατασκευ ές, που υποβάλλουν κατά τρόπο εξαναγκαστικό το αίσθημα και την αντίληψη της πραγματικότητας την οποία θέλουν να μεταδώσουν. Ο βασανισμός της σάρκας, κυρίαρχο μοτίβο του χριστιανικού ασκητισμοί, (και στοιχείο που φωτίζει τη σκοτεινή ψυχολογική πλευρά της λεγόμενης χριστιανικής αγάπης), αναζωπυρωμένος για τους λόγους που συζητάμε αυτήν την περίοδο, ζητάει μια έκφραση εκλεπτυσμένη, αισθητική, μέσω της οποίας θα διαποτίσει το ίδιο το
αστικό γούστο, και τη βρίσκει μέσα στην τυπική εκφραστική του μπαρόκ: αν δει κανείς εκείνες τις αφύσικες συσπάσεις των σωμά των, τις εξεζητημένες στάσεις, ακόμη και αυτές τις τυπικά μπαρόκ ότι έχουμε να έννοια του πάθους τυπικά χριστιανική: όχι τη χαρά της
νης ζωής αλλά τον πόνο της αυταπάρνησης, τις μαζοχιστικές οδύνες που και ετυμολογικά υποδηλώνει η λέξη πάθος. Το στοιχείο αυτό βρίσκει την τυπική γλωσσική του έκφραση μέσα στην αλληγορία, στον ρητορικό σχηματισμό που κατά μια έννοια, κυριολεκτική όσο
και μεταφορική, «βασανίζει» το πρωταρχικό λεξιλογικό και εικονο γραφικό του υλικό προκειμένου να το υποχρεώσει να «ομολογήσει» κάτι που το ίδιο δεν έχει αφ' εαυτού του την πρόθεση να πει. Γι'
WALTER BENJAMIN
186
αυτό και ο Μπένγιαμιν δηλ(ί)νει με τον πιο εμφατικό τρόπο αλλού, μέσα στην πραγματεία του: «Η αλληγορία είναι στη σφαίρα της σκέ ψης ό,τι τα ερείπια στη σφαίρα των πραγμάτων» (σ.
351). 3. Αληθινοί Δαίμονες. Ο Rist, ο Moscherosch, ο Zesen, ο Hars dorfer, ο Birken, ο Hallman είναι ελάσσονες Γερμανοί δραματουργοί
του μJταρόκ. Οι μεγαλύτεροι ανάμεσά τους, αν και ελάχιστα γνω στοί έξω από τη Γερμανία, θεωρούνται ο
Gryphius, ο LohensteJn και
ο ΟρίΙΖ. Στο σώμα το κειμένου που έχει προηγηθεί, ο Μπένγιαμιν διερευνά εξαντλητικά τη δομή και τις ιδέες αυτής της δραμα τουργίας, γραμμένης σε μια δύσβατη γερμανική, και τη συγκρίνει
τυπολογικά με την ελληνική τραγωδία. Παρ' όλο που αυτή θέλει να νομιμοποιηθεί αντλώντας υποτιθέμενες μορφικές αρχές (L"tό την τε λευταία, η διαφορά τους, όπως διαπιστώνει και καταδεικνύει πει στικά ο Μπένγιαμιν, είναι τεράστια: μιλάμε για ένα διαφορετικό εί δος, και για διαφορετικό ιστορικό περιεχόμενο.
4. -Δεν προστατευει πλέον ο Δίας τον αυτοκρατορικό θρόνο; -ο αληθινός γιος τον Θεο1ί είναι πολύ πιο ισχυρός από τον Δία! (Από το δράμα του
5.
Hallman,
Σοφία, σ.
8).
Πρόκειται για το μεγάλο συγκριτικό ρεύμα της όψιμης αρχαιό
τητας, που εκπροσώπησε τον σημαντικότερο ανταγωνιστή του Χρι
στιανισμού εκείνους τους κρίσιμους αιιίΝες. Ο Γνωστικισμός υπήρξε
μια σωτηριακή διδασκαλία, όπως ακριβώς και ο Χριστιανισμός, με μυθολογικά υλικά αφενός μεσοποταμιακά (ασσυροβαβυλωνιακά και ιρανικά), αφετέρου ελληνιστικά (νεοπλατωνικά και νεοπυθαγόρεια), Μία ακόμη σημαντική επιρροή, κυρίως όσον αφορά την τελετουργική του συνιστώσα, προέρχεται φανερά από τις μυστηριακές θρησκείες της Εγγύς Ανατολής και του ελληνιστικού κόσμου. Όπως όλες οι σω
τηριακές πίστεις που γεννιούνται αυτήν τη σκοτεινή ιστορική περίο δα, προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα του Κακού, επαγγελλόμενος τη λύτρωση από τα δεινά του κόσμου, Η απάντηση που δίνει στο πρ6
βλημα του Κακού -υπερβολικά σχηματικά συνοψισμένη, είναι αλή θεια- διαφέρει από εκείνη του Χριστιανισμσ,) κατά τούτο: ενώ ο τε
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
187
λευταίος εισάγει την ιδέα μιας εκπεσούσης δημιουργίας με ευθύνη του
ανθρώπου απέναντι στις προθέσεις ενός κατ' ουσίαν αγαθού Δημι ουργσί" ο Γνωστικισμός αθωώνει τον άνθρωπο ενοχοποιώντας τον ίδιο τον Δημιουργό' δικαίως λοιπόν οι Χριστιανοί πολέμιοι είδαν εδώ ένα επιβίωμα της νατουραλιστικής θρησκείας του αρχαίου κό σμου.
Ο Γνωστικισμός είχε ωστόσο μια μακρά ζωή και μετά την ιστορι
κή του ήττα από τον Χριστιανισμό, κυρίως ως ρεύμα που αναμεί χθηκε με τις μυστικές θεοσοφικές τάσεις τόσο στο εσωτερικό του Ιουδα'ίσμού (Καββάλα) όσο και, αργότερα, του Ισλάμ (Σουφισμός).
Έτσι επηρεάζει ένα μεγάλο μέρος του μεσαιωνικού (και χριστιανι κού) μυστικισμού, για να εκβάλει σε ορισμένα κοσμικά νεοπαγανι στικά ρεύματα της Αναγέννησης. θεωρείται ότι ολόκληρη η πανθε 'ίστική φιλοσοφικ'ή παράδοση δέχεται μια ορισμένη γνωστική επιρ ροή, και πάντως ένα απιί)τατο παρακλάδι του φτάνει μέχρι τη φιλο
σοφία του Χέγκελ, πολλά από τα θεμελιώδη μοτίβα της οποίας (όπως προπάντων αυτό της aπoξένωσης του πνεύματος) φαίνεται να μεταγράφσι'ν σε μια αυστηρή φιλοσοφική γλώσσα ορισμένες τυπικές γνωστικές αντιλήψεις.
6. Παρ. στο Friedrich νοη Bezold, Das Fort/eben der antiken GDtter im mittelaJterJjchen Humanismus [Η επιβίωση των αρχαίων θεών στον μεσαιωνικό Ουμανισμό] (Λειψία, 1922, σ. 31-32). Από εκεί και τα αποσπάσματα του Prudentius που παρατίθενται πιο κά τω, στο επόμενο κεφάλαιο,
7.
lδοί, λοιπόν η συγκεκριμένη ιστορική καταγωγή της αλληγο
ρίας: πρόκειται για μια ειδική ρητορική τεχνική, μέσα στα πλαίσια του χριστιανικού σύμπαντος του λόγου, ώστε εκείνο που είχε έναν χαρακτήρα ιερότητας συνδεδεμένον αδιαχιΩριστα με το υλικό πάνω στο οποίο είχε εκφραστεί (κι εδώ βλέπουμε ακριβώς τη μιμητική σχέση που συνδέει ακόμα τη σημασία με τον υλικό της φορέα στα πλαίσια της αρχα'ίκής ιερότητας) να εκπέσει ως τέτοιο, υποβιβαζό
μενο σε εξωτερικό σημείο μιας ιδέας
-
μιας ιδέας η οποία ανήκει
στον κυρίαρχο Λόγο που συγκροτεί η καινούργια θρησκεία, Ιδού
λοιπόν πώς η ερμηνεία της αλληγορίας εντάσσεται οργανικά στη
γλωσσοφιλοσοφία του Βάλτερ Μπένγιαμιν που παρακολουθήσαμε
188
WALTER BENJAMIN
ως εδώ, και ιδού μια διατύπωση από την οποία θα γεννηθεί, αργό τερα, μια βασική ιδέα της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού: η εκκαθά
ριση του αρχα'ίκού μυθικού στοιχείου από τη θρησκεία του Λόγου.
8.
Η αγωνιώδης αντίσταση στη χρονική ροή μοιάζει να είναι ένα
από τα κύρια υφολογικά γνωρίσματα του μπαρόκ. Μπορεί να δει κανείς αντιστικτικά αυτό το στοιχείο σε δύο άλλες μείζονες πολιτι
στικές μορφές της εποχής: στο φιλοσοφικό σύστημα και στην τονική μουσική. Πράγματι, τον δέκατο έβδομο αι<ονα εγκαινιάζεται ένα εί
δος φιλοσοφικού συστήματος (του οποίου αντιπροσωπευτικές μορ φές θα βρούμε στον Καρτέσιο, τον Σπινόζα και τον Λάιμπιτζ), μέ λημα του οποίου είναι η συγκρότηση ενός συμπαγούς οικοδομήμα τος πρ«ηων αρχών, εξωιστορικών από την ίδια τους τη σύσταση, από τις οποίες μπορεί να συναχθεί απαγωγικά, κατά γεωμετρικό τρόπο, κάθε σχέση που αφορά και διέπει τα εμπειρικά φαινόμενα. Από την άλλη μεριά, εισερχόμαστε στην εποχή της εμφάνισης της μείζονος συμφωνικής μουσικής, της ανάπτυξης δηλαδή ολόκληρης της μουσικής περιπέτειας στη βάση ενός προδιατεταγμένου συνόλου
αυστηρά καθορισμένών τονικών σχέσεων: η μπαρόκ μουσική σύνθε ση είναι μια ατελείωτη ανάλυση αυτών των στατικών σχέσεων, μα κριά από την αυτοσχεδιαστική ελευθερία των τρόπων, που ήταν κατ' ουσίαν χρονικές αναπτύξεις μιας βασικής κλίμακας. Το ιδεώ
δες πρότυπο, τόσο της φιλοσοφίας όσο και της μουσικής της περιό δου, θα βρούμε στην τυπική μπαρόκ αρχιτεκτονική (για παράδειγμα, αυτήν του
9.
Bernini
ή του
Bonomini).
Η άρνηση της χρονικότητας βαδίζει χέρι χέρι και αλληλοβα
στάζεται με την άρνηση της ύλης και με την άρνηση της σάρκας. Η παρόρμηση για αφαίρεση, που τη λειτουργία της είδαμε τόσο ανά
γλυφα ήδη στον Πλάτωνα, εκφράζει μια επιθετικότητα απέναντι στη σωματικότητα και την ύλη (ή αλλιώς τη φύση), η τυπική χριστιανι κή εκδοχή της οποίας είναι η ενοχοποίηση του σώματος και της
σης. Ο Μπένγιαμιν έδειξε στο δοκίμιό του «Για τη γλώσσα του αν θρώπου» (εκεί που ερμηνεύει το μύθο των πρωτοπλάστων) την απαρχή αυτού που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως Πτώση της γλώσσας, στην ίδια την ηθικοποίηση που εισάγεται στη γλώσσα μέσ' από την
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
189
•
αφύπνιση της «γλώσσας της κρίσης» (ενός λόγου δηλαδή περί του καλού και του κακού).
10.
Ξαναβρίσκουμε εδώ, διατυπωμένο με τα ίδια σχεδόν λόγια,
το μοτίβο που συναντήσαμε στο κείμενο «Για τη γλώσσα του αν θρώπου» (και συζητήσαμε ήδη στο σχόλιο αρ.
25)
σχετικά με βωβό
τητα της φύσης, και τη σχέση του θρήνου με την αφωνία. Ο τρόπος που αναπαράγει εδώ ο Μπένγιαμιν αυτήν τη συζήτηση μαρτυρεί
ακριβώς την ενότητα των γλωσσοφιλοσοφικών προβληματισμών όλης αυτής της περιόδου μέσα στη σκέψη του, και δείχνει ανάγλυφα
πώς ορισμένα μοτίβα που τον απασχολούν κατά τρόπο έμμονο βρί σκουν διάφορες (και ως ένα σημείο δοκιμαστικές) αναπτύξεις μέσα στα συγκεκριμένα δοκίμιά του. Από τις διαφορετικές ερμηνείες που μπορεί να δεχθεί αυτό το αινιγματικό μοτίβο κρατάμε εκείνη (την
προφανέστερη άλλωστε) που καταδεικνύει τη θλίψη της φύσης ως
συνέπεια του ανελέητου βασανισμού της: αυτή η άποψη δεν πρέπει στιγμή να ξεχάσουμε ότι εμψυχώνει ολόκληρο το θεωρητικό εγχεί ρημα της Σχολής της Φρανκφούρτης. Εδώ επίσης τονίζεται ακόμη καθαρότερα η σχέση της αλληγορίας με την εκπεπτωκυία γλώσσα του νομιναλισμού (<<πόσο μάλλον ... να διαβάζεται αβέβαια από τον
αλληγοριστή») και, τελικά, με την εργαλειοτεχνική κυριαρχία.
11. Aby Warburg, Heidnisch-antike Weissagung in Word und BiJd Luthers Zeiten [Η αρχαία-παγανιστική προφητεία σε λέξεις και εικόνες την εποχή του Λούθηρου] (Χα'ίδελβέργη, 1920, σ. 24). Από
Ζυ
εδώ και το παράθεμα με το οποίο κλείνει, λίγο πιο κάτω, αυτό το υποκεφάλαιο ο Μπένγιαμιν.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τής ούτως ή άλλως τεράστιας βιβλιογραφίας που συνοδεύει αυτήν τη μελέτη αποτελείται από κείμενα εξαιρετικά σπάνια και σήμερα πλέον δυσεύρετα
-
ένδειξη και αυτό της ασυνήθιστης εργατικότη
τας και της βαθιάς προσωπικής αφιέρωσης του συγγραφέα.
12.
Η αλληγορία είναι λοιπόν η νεκρή γλώσσα, η γλώσσα του θα
νάτου, ακριβώς «ό,τι τα ερείπια στη σφαίρα των πραγμάτων». Ο
Μπένγιαμιν θα έλθει ξανά αντιμέτωπος με το θέμα της αλληγορίας, στις τελευταίες του μελέτες για τον Μπωντλαίρ, ένα σώμα δοκιμα στικών γραφ(όν, σπαραγμάτων και σημειώσεων που οι ωίλοι του
W ΑLΊΈR BENJAMIN
190
εξέδωσαν μετά το θάνατό του με τίτλο
Lyriker im Zeitalter des Hochkapitalismus
Charles Baudela.ire. Ein [Μπωντλαίρ:
κ6ς στην ακμή του καπιταλισμου (ελλ. εκδ. Γ.Γκουζούλη, Αθήνα,
1994,
λυρι
Αλεξάνδρεια, μετ.
απ' όπου και οι παραπομπές που ακο
λουθούν)]. Το βιβλίο του Μπωντλαίρ Τα Ά-νθη του κακου εμφανίστηκε το
1857
και επέσυρε μια καταδίκη για προσβολή των δημοσίων ηθών.
Η νέα, «παρακμιακή» ευαισθησία αυτού του έργου εστιάζεται σ' ένα
μοτίβο το οποίο θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει προ-νεοτερικό. Πρόκειται για το χριστιανικό πρόβλημα της αμαρτίας και του κα κού εκφρασμέ-νο σε μια αλληγορική μορφή η οποία, όπως είδαμε,
βρισκόταν
λογοτεχνικής μόδας από την εποχή του μπαρόκ. Τι
είναι εκείνο που σημαδεύει την επιστροφή της αλληγορίας μέσα στο σκηνικό της μοντέρνας μητρόπολης του δέκατου ένατου αιώνα, ένα σκηνικό που φαινομενικά τουλάχιστον ελάχιστα έμοιαζε με το ιστο ρικό τοπίο της εποχής του μπαρόκ, μιας εποχής κοινωνικών ανα στατώσεων και παρατεταμένων πολέμων όπου η οδύνη και η ερείπωση είχαν γίνει
!1
ουσία της ιστορικής εμπειρίας; Γιατί η πιο
σύγχρονη όψη του Παρισιού, με τα. πρώτα μεγάλα καταστήματα γε μάτα εμπορεύματα και με την πολύχρωμη φαντασμαγορία της (αν
εξαιρέ-σουμε τις αιματηρές ημέρες του Ιουνίου
1948),
έδινε στα μά
τια του σκοτεινού ποιητή την εικόνα ερειπίων; Η απάντηση που δί νει ο Μπένγιαμιν σε αυτό το ιστορικοφιλολογικό πρόβλημα έχει
σχέ-ση με την εμπειρία της έναρξης του καπιταλισμού, με την ίδια τη βαθύτερη δομή της παραγωγικής διαδικασίας. Αν στην αλληγορία του μπαρόκ η υποτίμηση της φύσης Πήγαζε από την αντιπαράθεση του Χριστιανισμού στην παγανιστική αρχαιότητα, αυτή η καινούρ
για υποτίμηση της φύσης του δέκατου ένατου αιώνα πήγαζε από την ίδια την εμπορευματική δομή της αγοράς: «Η απαξίωση του κόσμου των πραγμάτων στην αλληγορία υποσκελίζεται μέσα στον ίδιο τον κόσμο των πραγμάτων από το εμπόρευμα» (σ.
181).
Η σχέση που
συνδέει τα εμπορεύματα με την τιμή τους στην αγορά είναι αυθαίρε τη όσο ακριβώς κι εκείνη που συνδέει τα πράγματα με τις σημασίες
τους μέσα στην εμβληματική του μπαρόκ: «Τα εμβλήματα επανέρχο νται ως εμπορεύματα» (σ.
203).
Με τη μαρξιστική ανάλυση του δο
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
191
του για τον Μπωντλαίρ, ο Μπένγιαμιν ολοκληρώνει τις θέ σεις του για την αλληγορία στο Γερμανικό Δράμα, όπως ακριβώς με τη πραξιακή θεωρία του για τη μίμηση ολοκληρώνει τις γλωσσοφι λοσοφικές του ενοράσεις για τη γλώσσα του ανθρώπου.
192
WALTRR BENJAMIN
Ο αφηγητής
1. «Der Erzahler»: κείμενο δημοσιευμένο στο αφιέρωμα «Orient und Occident: Staat-Gesellschaft-Kirche» [Ανατολή και Δύση: Κράτος Κοινωνία-ΕκκλTjOία], στο Bliitter Γιίr Theologie und Soziologίe, Neue Folge, Heft 3 [Θεολογικά και Κοινωνιολογικά Φύλλα, Νέα Σειρά, 3] του Οκτωβρίου 1936, σσ. 16-33. Πρόκειται λοιπόν για ένα από τα κείμενα της ωριμότητας του Μπένγιαμιν και, όπως θα διαπιστώσει
αμέσως κανείς, από τα κείμενα όπου η γλώσσα του και η σκέψη του έχουν φτάσει στην πιο αβίαστη ανθοφορία της και στην πιο τέλεια,
ολωσδιόλου ανεπιτήδευτη και γι' αυτό απαστράπτουσα, ομορφιά τους. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, που η αγάπη και η στοργική προσήλωση στο αντικείμενό του γίνεται η ίδια τελειότητα της μορ φής. Ο Μπένγιαμιν αναδιφεί εδώ στη λα'ίκή ρωσική κουλτούρα, και αυτό είναι επίσης προ'ίόν μιας προσωπικής, πριν τουλάχιστον μετα
μορφωθεί σε φιλολογική, συνάντησης: γνώρισε και αγάπησε τη χώρα μέσα από τον έρωτά του για την
Aja Lacis,
όταν αυτή τον προσκά
λεσε-μέλος τότε των Μπολσεβίκων που αργότερα θα γνώριζε και η
ίδια δεκαετή εκτόπιση στο αρχιπέλαγος Γκούλαγκ- επισήμως στη 1926-27. Υπάρχει όμως και μια άλλη κληρονο
Σοβιετική Ένωση το
μική ρίζα υπεύθυνη για την οικειότητα του Μπένγιαμιν με ορισμέ νες πλευρές της σλαβικής κουλτούρας, και ιδιαίτερα με τη λα'ίκή της θρησκευτικότητα: ελάχιστα γνωστό είναι ότι μια γιαγιά του, από τη μητρική πλευρά, ήταν Ορθόδοξη. Εν πάση περιπτώσει, το δοκίμιο για τον Αφηγητή ανήκει, όπως και το προηγούμενο απόσπασμα από το Γερμανικό Δράμα που μόλις
παρουσιάσαμε, όχι τόσο στην καρδιά της γλωσσοφιλοσοφίας του Μπένγιαμιν, όσο στην κοινωνιολογική και ιστορική του μελέτη των γλωσσικών μορφών. Εδώ όμως αναφύονται με τέτοια επιτακτικότη τα ορισμένες συμπληρωματικές ενοράσεις αυτής της γλωσσοφιλοσο
φίας, που μας επιβάλλεται να τις παρουσιάσουμε μαζί της. Εκτός από τα γνώριμα μοτίβα που έχουμε ήδη συναντήσει, το κύριο ζήτημα που εγείρει αυτό το αριστουργηματικό δοκίμιο είναι το ζήτημα της τραυματικής διάρρηξης της λα'ίκής κοινότητας από την αστική ανά πτυξη (με όσα αυτό συνεπάγεται σε κοινωνικό, οικονομικό, ψυχολο
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
193
γικό και υπαρξιακό επίπεδο για τους ανθρώπους που το ζουν), όπως
αυτό καθρεφτίζεται στις αφηγηματικές μορφές της γλώσσας και στις μεταμορφώσεις τους.
Το κείμενο σήμερα βρίσκεται στον δεύτερο τόμο των Απάντων του
Walter Benjamin, Gesammelte Schriften, 11, 2, 438465. 2. Είναι αλήθεια ότι η εποχή κατά την οποία οι προφορικές
αφη
γήσεις, τα λα'ίκά παραμύθια, άρχισαν να γίνονται αντικείμενο εν
διαφέροντος και συλλογής, δηλαδή από τον δέκατο ένατο αιώνα και μετά (και ως ορόσημο μπορούν να θεωρηθούν οι πρώτες συλλογές των αδελφών
Grimm),
έχουν πάψει ουσιαστικά να παράγονται λόγω
της προ'ίούσας διάλυσης του οργανικού τους περιβάλλοντος, δηλα δή της λα'ίκής αγροτικής κοινότητας. Σχετικά με αυτό, ένας από
τους σημαντικότερους μελετητές του παραμυθιού στον αιώνα μας, ο Ρώσος Bλαντιμί~ Γ. Προπ, γράφει στο έργο του Η Μορφολογία του Παραμυθιού (ελλ. εκδ. Καρδαμίτσα, μετ. Αριστέας Παρίση, Αθήνα,
1991):
«Ας θυμηθούμε ότι δεν είναι πάνω από εκατό χρόνια που
συλλέγουν τα παραμύθια. Αρχίσαμε να τα συλλέγουμε σε μια εποχή κατά την οποίαν άρχιζαν ήδη να αποσυντίθενται. Σήμερα δεν υπάρ χει νέος σχηματισμός τους. Αλλά, αναμφίβολα, υπήρξαν ορισμένες εποχές εξαιρετικά παραγωγικές, δημιουργικές. Ο
Aame
πιστεύει ότι
στην Ευρώπη τέτοια εποχή ήταν ο Μεσαίωνας. Αν συνειδητοποιή σουμε ότι οι αιώνες εκείνοι κατά τους οποίους το παραμύθι ζούσε έντονα έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί για την επιστήμη, τότε η σύγχρονη
απουσία αυτών ή εκείνων των μορφών δεν θα έρχεται σε αντίφαση με τη συνολική θεωρία μας. Ακριβώς όπως, με βάση γενικούς αστρο νομικούς νόμους, υποθέτουμε την ύπαρξη των άστρων εκείνων που
δεν βλέπουμε, έτσι μπορούμε να υποθέσουμε και την ύπαρξη παρα μυθιών που δεν έχουν συλλεχθεί» (σ.
3.
128-9).
Πρόκειται εδώ για ένα από τα μεγάλα θέματα της σκέψης του
Μπένγιαμιν: η έκπτωση της εμπειρίας στον σύγχρονο κόσμο. Συνάρ
τηση του διαρκούς αισθητηριακού καταιγισμού που δέχεται το αν θρώπινο νευρικό σύστημα μέσα στις συνθήκες της σύγχρονης πόλης, του εργοστασίου και του μηχανοποιημένου πολέμου (συνθήκες οι οποίες έχουν εν συνεχεία επεκταθεί στη μηχανοποίηση όλων των εκ
δηλώσεων της καθημερινής ζωής), μια γενική αναισθητοποίηση μοι
194
WALTER BENJAMIN
άζει να είναι από τα Κ'ι)ρια γνωρίσματα της μοντέρνας συγκρότησης
του εαυτού. Η αναισθητοποίηση αυτή εκδηλώνεται τόσο στο φάντα σμα του ασώματου εαυτού που στοιχειώνει όλη τη νεότερη φιλοσο φία και τη μοντέρνα τέχνη, όσο και στα ναρκισισΤΙΚά παραληρήμα τα ισχύος, στις ψευδαισθησιακές εικόνες του σφριγηλού και άτρω
του σώματος, από τον ναζισμό μέχρι τις σύγχρονες μορφές ρατσι σμού. Στο περίφημο δοκίμιό του στο
Zeitschrjft,
την εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής του»
«Το έργο τέχνης
(1936),
αλλά ακόμα
περισσότερο στις μελ.έτες του για τον ΒaudeΙaίre, ο Μπένγιαμιν σκιαγραφεί εκείνο που ονομάζει «διάλυση της εμπειρίας κάτω από την επίδραση των κλονισμών»; ο άνθρωπος, σαν να λέμε, μεταμορ φώνεται σε ένα νευρόσπαστο που απλώς αντιδρά μηχανικά και ανα κλαστικά στους αλλεπάλληλους κλονισμούς. Έτσι διαλύεται το στοιχείο της εμπειρίας
(Erfahrung),
έννοια η οποία είναι συνδεδεμέ
νη με μια ιστορική συγκρότηση της προσωπικότητας, μια κουλτούρα και μια παράδοση, σε μία μορφή άχρονης, στιγμιακής ουνείδησης.
Αυτή η καταστροφή της εμπειρίας, όμως, έχει μοιραίες συνέπειες
και για τη γλώσσα και γ~α την αφήγηση. Αυτό είναι ακριβώς το θέ μα με το οποίο ο Μπένγιαμιν καταπιάνεται εδώ.
4.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στην κεντρική διάκριση με την
οποία εργάζεται ο Μπένγιαμιν εδώ. Αυτή η διάκριση έχει δύο μορ φές: μυθιστόρημα και αφήγημα, είναι η μία, μυθιστόρημα και έπος,
η άλλη. Παρ' όλο που ο Μπένγιαμιν δίνει έμφαση στην πρώτη μορ φή της θεωρώντας το έπος μια ειδική περίπτωση αυτού που ονομά ζει αφήγημα, η αντιπαράθεση έπους-μυθιστορήματος έχει ήδη πίσω της μια σημαντική φιλολογική ιστορία, την οποία πρέπει να έχει
υπόψιν του ο αναγνώστης. Αυτή συνδέεται με δύο τουλάχιστον κο ρυφαία ονόματα στο χώρο της φιλοσοφικής αισθητικής ανάλυσης, του Ούγγρου μαρξιστή φιλοσόφου
Georg Lukacs
και του Ρώσου θε
ωρητικού του μυθιστορήματος Μιχαήλ Μπαχτίν. Όλοι οι μελετητές του μυθιστορήματος συμφωνούν ότι πρόκει ται για ένα κατεξοχήν αστικό είδος, η εμφάνιση του οποίου συμπί πτει με τη συγκρότηση της νεότερης αστικής ευρωπα"ίκής κοινωνίας, ασχέτως του πώς ο καθένας ερμηνεύει αυτήν τη σχέση. Για τον νεα
ρό
Lukacs
(του οποίου η Θεωρία του Μυθιστορήματος γράφτηκε πε
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
195
ρίπου τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πριν δηλαδή ο
Lukacs γίνει μαρξιστής) η αντιπαράθεση ανάμεσα στο έπος και το μυθιστόρημα είναι ακριβώς η αντιπαράθεση εκείνων των στοιχείων που η γερμανική ρομαντική κοινωνιολογία ονόμαζε ως
Gemein schaft (κοινότητα) και Gesellschaft (κοινωνία): αντίθεση δηλαδή ανά μεσα στην κλειστή, ομοιογενή προ-αστΙΚή λα"ίκή κοινότητα, όπου το
άτομο ήταν ασφαλώς ενσωματωμένο δίχως αξιακές ρήξεις και σπα ρακτικές αμφιθυμίες, και τη μοντέρνα, αστική κοινωνία, όπου το
άτομο βρίσκεται ανέστιο και διαρκώς αντιμέτωπο μ' ένα πεπρωμέ νο που του διαφεύγει, και που δεν είναι ακριβώς δικό του. Ο
Lukacs
διατηρεί ολόκληρη τη ρομαντική νοσταλγία που διαποτίζει αυτήν τη διάκριση και ο κόσμος του έπους μοιάζει να είναι ένας κόσμος απωλεσμένης παραδείσιας εκπλήρωσης. Για να υπάρξει επική λογο τεχνία είναι απαραίτητη μια θεμελιώδης κοινότητα' το μυθιστόρημα,
αντίθετα, είναι ηλογοτεχνική μορφή ενός κόσμου όπου ο άνθρωπος δεν βρίσκεται πλέον στο σπίτι του, δεν είναι όμως και ολότελα νος. Τοποθετημένο ανάμεσα στις οριακές μορφές του έπους -που εκφράζει τη σύμπνοια της ψυχής με τον κόσμο, τη σύμπτωση εσωτε
ρικού-εξωτεΡΙΚΟύ, ένα σύμπαν όπου οι απαντήσεις εμφανίζονται πριν καν διατυπωθούν ερωτήματα- και της τραγωδίας -που είναι για τον Lukacs η λογοτεχνική ουσία της απόλυτης μοναξιάς και της
άρνησης της ζωής-, το μυθιστόρημα είναι η διαλεκτική μορφή του επικού, η μορφή της μοναξιάς μέσα στην κοινότητα, της ελπίδας δί χως αύριο, Περιγράφοντας ωστόσο μ' έναν τέτοιο τρόπο τις διαλε κτικές λεπτότητες του μυθιστορήματος, επρόκειτο ν' ανοίξει έναν
δρόμο προς μια καθαρά μαρξιστική ανάλυσή του, έργο το οποίο θα ολοκλήρωνε ο Lucίen Goldmann (στο έργο του Για μια Κοινωνιολο του Μυθιστορήματος) συνδέοντας την εσωτερική δομή του μυθι στορήματος (την προβληματική σχέση τόσο του ήρωα όσο και του
περιβάλλοντός του με τις αξίες) με τη δομή της αγοράς (την έκπτω ση της αξίας χρήσης ενόψει της γενικής επιβολής της ανταλλακτικής αξίας).
Για τον Μιχαήλ Μπαχτίν, η διαφορά μεταξύ έπους και μυθιστο ρήματος είναι επίσης μια απεικόνιση των διαφορών ανάμεσα στην αστική και τις προαστικές μορφές κοινωνίας. Εδώ όμως η αξιολό
196
WALTJ::R BENJAMIN
γηση μοιάζει να είναι σχεδόν αντίστροφη, αφού ο Μπαχτίν δεν προ τόσο την αποξένωση ως δεσπόζον χαρακτηριστικό της κοινω νικής συνθήκης η οποία έχει αποτυπωθεί στο μυθιστόρημα, όσο την πολυφωνία που χαρακτηρίζει τις «ανοιχτές» κοινωνίες: το μυθιστό ρημα, ως το κατεξοχήν νεοτερικό είδος αφήγησης, συναιρεί μέσα
στην αρχιτεκτονική του όλες εκείνες τις γλώσσες των κοινωνικών ομάδων και των διαφόρων υποκειμένων που συνωθοί,νται στην αγορά' γίνεται εκείνο το απέραντο μωσα'ίκό των σχέσεων και των που διαρρηγνύουν την αυταρχική, μονοφωνική δομή του λό
γου η οποία χαρακτηρίζει τις κλειστές και ιεραρχημένες πατριαρχι κές κοινωνίες
έναν αριστοκρατικό λόγο του οποίου την
αποτύπωση θα βρούμε στο έπος. Θα καταλάβουμε καλύτερα το μο ντέλο που έχει στο νου του ο Μπαχτίν αν το μεταφράσουμε σε μια μουσικΎI αντιστοιχία: το πέρασμα από μια επική μορφή αφήγησης στη μυθιστορηματική γραφή είναι ανάλογο, σμα από τη μονωδία στην πολυφωνική αστική μουσική (και ως εκ τσίπου, εν συνεχεία στην τονικότητα), Παρ' όλο που ο Μπαχτίν δεν
θα έπαιρνε ποτέ μια θέση απολογητή της αστικής κοινωνίας, το θερ
ενδιαφέρον του για το μυθιστόρημα μοιάζει με την ολομέτωπη υποστήριξη της πολυφωνικής μουσικής από έναν ασυνθηκολόγητο πολέμιο της αστικής πραγματικότητας και της ιδιάζουσας σε πραγμοποίησης,τον Τέοντορ Αντόρνο. Το επιχείρημα που λανθάνει
σε αυτήν την υπεράσπιση του μυθιστορήματος αι"ίό τον Μπαχτίν, όπως ακριβ6)ς και στην υπεράσπιση της πολυφωνικής μουσικής από τον Αντόρνο, είναι ότι στο όνομα μιας καταγγελίας των αποξενωτι κών όψεων της νεότερης αστικής κουλτούρας δεν θα έπρεπε να πε
τάξουμε κάθε μοντερνιστική κατάκτηση επιστρέφοντας σε αρχα'ίκές, δικαίως παρωχημένες αισθητικές (και κοινωνικές) μορφέ,ς,
Απέναντι στην αταλάντευτα θετική διάθεση του Μπαχτίν απένα ντι στο μυθιστόρημα, και συγκρινόμενη με την υπό όρους επικριτική του
Lukacs,
η στάση του Μπένγιαμιν περιέχει ολοφάνερα την
πιο σφοδρή επίκριση. ΊΌ μυθιστόρημα είναι για τον Μπένγιαμιν το κατεξοχήν αποξενωμένο προ'ίόν της αφήγησης
-
και αν ακολουθή
σουμε τους συλλογισμοί,ς που τόσο αβίαστα ξεδιπλώνει εδώ, είναι εύ κολο να δεχθούμε τα συμπεράσματά του. Ο Μπένγιαμιν όμως δεν
197
ΕΡΜΗΝΗΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
αντιθέτει ακριβώς το μυθιστόρημα προς το έπος, το οποίο θεωρεί ως μια ειδική αφηγηματική μορφή, αλλά στην προφορική αφήγηση, τη
ζωντανή λοιπόν εξιστόρηση στην οποία συμμετέχει μιμητικά ολόκλη ρο το σώμα του αφηγητή κατά τη ζωντανή παρουσία του αποδέκτη
του, στοιχείο που είναι συνδεδεμένο με τη σφύζουσα ζωή της λα'ίκής κοινότητας. Αν ακολουθήσουμε τη μουσική αναλογία, ο Μπένγιαμιν μοιάζει ν' αντιπαραθέ,τει στην τεχνητά κατασκευασμένη τονικότητα οποία προσιδιάζει η φιλολογική δομή του μυθιστορήματος) την αυτοσχεδιαστική ελευθερία των μουσικών τρόπων (που είναι το ακρι
βές αντίστοιχο της προφορικής αφήγησης), Πράγματι, ο πλούτος της πολυφωνικής μουσικής, μετά την οριστική διαμόρφωση της τονικότη τας, έγκειται στους αρχιτεκτονικούς συνδυασμούς που υφαίνονται μιΊσα στην κατασκευαστική της δομή' οι φυσικές μελωδίες που αποτε
λούν τη μουσι'ln'! πρώτη ύλη της είναι εξαιρετικά ρηχές και φτωχέ.ς εν συγκρίσει προς τις ατελείωτες μελωδικιΊς εκτυλίξεις της λεγόμενης μονοφωνικής, ή τροπικής μουσικής, και το όλο οικοδόμημα έχει κάτι
το αφόρητα στατικό, μια κατασκευή στο χώρο μάλλον παρά μια στο χρόνο, Για να το διαπιστώσει αυτό κανείς φτάνει ν' ακούσει παράλληλα μια συμφωνία του πιο υψηλού είδους, του
με ή του
Mozart,
Haydn
ας πού
δίπλα στους αυτοσχεδιασμούς ενός Άραβα ή ενός
Ινδοί, δεξιοτέχνη. Η μουσική των τρόπων, η λα'ίκή μουσική δηλαδή ολόκληρου του κόσμου, είναι στην πραγματικότητα η πιο περιπετειώ δης μουσική που υπάρχει, μουσική στην οποία πραγματώνεται η πιο
φυσική και αβίαστη μετάβαση ανάμεσα σε διαδοχικά τονικά κέντρα, δηλαδή μια φυσική πολυτονικότητα, Το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο και ο χαρακτήρας της συνομιλίας ανάμεσα στους μουσικούς που έχει αυτή η μουσική, ακόμα και η προφορική εκμάθηση και αναμετάδοσή της δίχως μουσική σημειογραφία, επιτείνει την αναλογία με την προ
αφήγηση: εν κατακλείδι, έχουμε εδώ τα δομικά στοιχεία μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε έναν προφορικό πολιτισμό (ταξικά αδια φοροποίητο) και έναν πολιτισμό της γραφής (κοινωνικά ιεραρχημένο κι εξατομικευτικό), Το κοινοτιστικό όραμα που διαφαίνεται συχνά στον Μπένγιαμιν, πράγματι, ερμηνείJει και ερμηνεύεται από τον κομ μουνισμό του
-
δεν βρίσκεται όμως πάντα σε αρμονία με τις περί
198
WAITER BENJAMIN
πλοκες και πιο διαλεκτικές στάσεις ως προς αυτό το σημείο του Αντόρνο και των άλλων μελών της Σχολής της Φρανκφο'ί'ρτης.
5.
Το πρότυπο της προφορικής αφήγησης είναι το πρότυπο ενός
λόγου συνεχούς που περνάει ανανεούμενος από στόμα σε στόμα, ή, για να χρησιμοποιήσουμε πάλι το μουσικό παράδειγμα, μιας μουσι κής φράσης που περνάει ακατάπαυστα, αυτοσχεδιαζόμενη, από το ένα όργανο στο άλλο. Το πρότυπο της γραφής (το οποίο στα εδώ συμφραζόμενα εκπροσωπείται από το μυθιστόρημα) εισάγει μια κα ταλυτική ασυνέχεια στη διαδικασία: η ατομική έκφραση, οι προθέ σεις ή η «ψυχή» του δημιουργού (απογόνου του
ζονται μέσα στο νεκρό γράμμα, μέχρις ότου έλθει ο εκ των ~'\lC1Yrilr- (" l't'\!l't'V'\ΙΙ:"'fTτηr-\ '\JΓf ΤΑ Ν1Τί\'\Ι(I,\l\IV,(\1Τί\I.Υ.ιτcl
με στόχο να
περίπτωση
είναι αυτό της συνομιλίας, στη δεύτε ρη εκείνο της ερμηνείας και για να το μεταφράσουμε πάλι αυτό στην επιστημονική ορολογία των συστημάτων, μιλάμε ακόμα μία
φορά για την αντιπαράθεση αναλογικής (συνεχο'ί,ς) και ψηφιακής (ασυνεχούς) επικοινωνίας, αντιπαράθεση η οποία, όπως είδαμε,
στοιχει6)νει ολόκληρη τη γλωσσοφιλοσοφία του Βάλτερ Μπέ.νγια μιν. Η αντιπαράθεση αυτή έχει τέτοιο εύρος, που αβίαστα ταυτίζε ται με την αντιπαράθεση, ή το σχίσμα, ανάμεσα στη φ'ί,ση και τον πολιτισμό, συνθήκη την οποία μέσα από κάθε διάκενο της γραφής της μοιάζει να καταγγέλλει αυτή η γλωσσοφιλοσοφία.
6.
Παρά τη φαινομενικά αρνητική διάθεση απέναντι στο μυθιστό
ρημα, εΟΟ) όντως φαίνεται η διαλεκτική θέση του Μπένγιαμιν απένα ντι στο συγκεκριμένο είδος
και, κατ' επέκτασιν, απέναντι σε όλη
την «υψηλή» τέχνη του αστικού κόσμου. Παρ' όλο που ως
μυθιστόρημα είναι η μαρτυρία μιας aπoξένωσης' άρα μιας έκπτωσης της ύπαρξης όπως αυτή αναδύεται μέ.σ' από τη λα'ίκή κοινότητα, πα ραμένει μια αυθεντική έκφραση αυτής της αποξένωση ς, μια αυθεντι αισθητική μορφή με όλο το οντολογικό βάρος της ιστορικής μαρ
κάποιων αναλογιών. το ίδιο μπορεί Ωστόσο στην
του αστικού πολιτι μια νέα μορφή πολιτι
199
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
στικής παραγωγής, επιτελικά σχεδιασμένη για την πρόκληση χειρα γωγούμενων αντιδράσεων στον πληθυσμό και μαζΙΚά αναπαραγόμε νη, κάνει την εμφάνισή της: είναι αυτό που η Σχολή της Φρανκφούρ της ονόμαζε πολιτιστική βιομηχανία ή aπλώς μαζική κουλτούρα, κι
εκείνο για το οποίο ο ίδιος ο Μπένγιαμιν κατεξοχήν μιλάει στο δο κίμιό του «Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής του», Η εμφάνισή της, την οποία η Σχολή της Φρανκφούρτης δεν έπαψε να καταγγέλλει με ανυποχώρητη βιαιότητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, σημαίνει το θάνατο της «κλασικής» αστικής κουλτού ρας, και κάθε κουλτούρας εν γένει. Αν το μυθιστόρημα, στο επίπεδο των αφηγηματικών μορφών που είναι εδώ το αντικείμενο της τησης, εκπροσωπεί ακριβώς την αυθεντική, <<υψηλή» αστική κουλτού ρα, η πληροφορία είναι ο θάνατος του ίδιου του γραπτού αφηγημα τικού ύφους που τελευταίος του εκπρόσωπος υπήρξε το μυθιστόρη μα. Κατ' αυτή την έννοια η ιστορική τομή την οποία σημαδεύει η με τάβαση από την προφορική αφήγηση στο μυθιστόρημα, είναι ίσως λι γότερο δραματική aπό εκείνη κατά την οποία και το ίδιο το μυθι στόρημα υποκύπτει κάτω από την επίθεση της πληροφορίας, ή της μαζικής κουλτούρας (μια εξέχουσα μορφή της οποίας είναι ο Τύπος). Εδώ ο Μπένγιαμιν φαίνεται πράγματι να επανασυντάσσεται με το βηματισμό του εσωτερικού κύκλου του Ινστιτούτου, του Αντόρνο και των άλλων. Αξίζει παρενθετικά να σημειώσουμε, πάντως, ότι αυτή
τη διαδικασία την οποία ο Μπένγιαμιν περιγράφει εδώ στο επίπεδο των αφηγηματικών μορφών, είναι ακριβώς αντίστοιχη μ' εκείνη την
οποία οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο περιγράφουν στο επίπεδο της φι λοσοφίας: οι προ-αστικές μορφές θρησκευτικότητας εκτοπίζονται aπό την ανάδυση των φιλοσοφικών εννοιών, όμως και αυτές οι τε απέναντι στην επίθεση του εδώ για μία ακόμη έκφραση, με αφορμή το συγκε
υλικό της αφήγησης, ενός μοτίβου που είδαμε να επανέρχε ται σταθερά σε όλα τα γλωσσοφιλοσοφικά κείμενα του
διάκριση ανάμεσα στην πρωταρχική γλώσσα των πραγμάτων, δηλαδή την περιοχή της γλωσσικής αθωότητας, η πρόσβαση στην οποία σφαλίζεται μέσ' από την ενσυναίσθηση του πράγματος (τη μιμητική
WALTER
200
ΒΕΝΙΑΜΙΝ
οικειότητα με το πράγμα), και την υστερογενή γλώσσα της κρίσης, τη
σφαίρα της γλωσσικής έκπτωσης μέσω της αφαίρεσης και της πρόθε σης του χειρισμού των πραγμάτων. Για την ίδια ακριβώς πρόθεση, όπως είδαμε, ενοχοποιήθηκε στο ρητορικό επίπεδο η αλληγορία (της οποίας ο αντίθετος πόλος θα ήταν η μεταφορά). Εδώ η διάκριση
αναπαράγεται στη μορφή του διπόλου εξιστόρηση
8.
-
εξήγηση.
Στο σημείο αυτό, όπου η εμπειρία της αφήγησης συνυφαίνεται
με την εμπειρία της υπομονετικής χειροτεχνικής δραστηριότητας, και αμέσως πιο κατω άλλωστε, όταν η ίδια η αφήγηση παρουσιάζε ται σαν ένα χειροτεχνικό προ'ίόν, σμιλεμένο με τη μαστοριά και με την αγάπη του λα'ίκού τεχνίτη, έρχεται καθαρά στο προσκήνιο η
ιστορικοϋλιστική μέθοδος ανάλυσης, που είναι διαρκές μέλημα του Μπένγιαμιν σε όλη την τελευταία περίοδο του έργου του. Ανάμεσα
σε όλες τις δυνατές αναλογίες (γιατί στον Μπένγιαμιν αρέσει να μι λά με αναλογίες) προνομιακή θέση κατέχουν εκείνες που προέρχο νται aπό την υλική σφαίρα της παραγωγής: οι τρόποι παραγωγής εγγράφονται ιδεωδώς μέσα στις πολιτισμικές μορφές, και κάθε με τάβαση ανάμεσα σε τέτoι~ς μορφές είναι μαρτυρία αδιάψευστη μιας κρίσιμης μετάβασης σε νέους τρόπους παραγωγής.
9.
Η τελευταία [ημέρα] για πολλούς. Η υπόμνηση του θανάτου,
τόσο χαρακτηριστική στους προcνεοτερικούς πολιτισμούς όσο και στις θρησκευτικές παραστάσεις του κόσμου, έχει γίνει κριτήριο της αυθεντικότητας και για έναν άλλον κορυφαίο σύγχρονο φιλόσοφο, πρέπει να θυμηθούμε: τον
Martin Heiddeger,
Η σχέση της αφήγησης
με την ήρεμη αποδοχή του θανάτου, την οποία πλέκει όμορφα ο Μπένγιαμιν εδό), είναι ταυτόχρονα, σ' ένα ορισμένο επίπεδο, και η
ακύρωση του θανάτου, σε αντίθεση με τον μυθιστορηματικό ήρωα, για τον οποίον ο θάνατος είναι ο aπόλυτος ορίζοντας κι ένα ανυπέρβατο όριο, Αυτό το τελευταίο στοιχείο προέρχεται βεβαίως
από το έπος (και την τραγωδία), Ο Μπαχτίν το διείδε αυτό καθαρό τερα aπ' όλους, και θέλησε να το αντιπαραθέσει στο λα'ίκό οργια στικό πνεύμα, για το οποίο ο θάνατος είναι ένα φυσικό συμβάν, που
πεπρωμένο του είναι να επανέρχεται κυκλικά αλλά και να υπερβαί νεται διαρκώς, όπως κάθε τι μέσα στη φύση (παρ' όλο που ο Μπα χτίν, αντίθετα φαινομενικά προς τον Μπένγιαμιν, τείνει να συνδέει
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
20]
αυτό το τελευταίο στοιχείο με τις aπαρχές του μυθιστορήματος):
«Επικός ή τραγικός [ο ήρωας], είναι ο ήρωας που πεθαίνει, γιατί
αυτή είναι η φύση του, Αλλά οι λα'ίκές μάσκες δεν πεθαίνουν ποτέ: καμιά πλοκή της ατελλανής φάρσας, καμιά ιταλική ή "ιταλίζουσα" γαλλική κωμωδία δεν αντιμετωπίζει και δεν μπορεί να αντιμετωπί σει το ενδεχόμενο του πραγματικού θανάτου του Μάκκους, του
Πουλτσινέλλα, του Αρλεκίνου. Αντίθετα, πολλές προβλέπουν τον ει κονικό και κωμικό τους θάνατο, που ακολουθείται από την ανάστα σή τους, Είναι οι ήρωες των ελεύθερων αυτοσχεδιασμών, και όχι οι ήρωες της παράδοσης οι ήρωες της ακατάλυτης, αιωνίως ανανεού
μενης, πάντοτε σύγχρονης διαδικασίας της ζωής, και όχι οι ήρωες του απόλυτου παρελθόντος» (Έπος και Μυθιστόρημα, ελλ. εκδ. Πό λις, μετ. Γιάννη Κιουρτσάκη, Αθήνα,
10.
1995,
σσ.
80-81).
Η γραπ!ή ιστορία, λέει ο Μπένγιαμιν εδώ, είναι η τελική
σύνθεση όλων των αφηγηματικών μορφίΝ, τις οποίες συνδέει γενι κά με το όνομα του έπους, Ο πρόγονος της ιστορίας, σε αυτό της τον ειδικό ρόλο ως σύνθεσης όλων των δυνατών αφηγηματικό)ν μορφό)ν, είναι το χρονικό: «ο χρονικογράφος είναι ο αφηγητης της ιστορίας». Από αυτήν την άποψη, η σχέση χρονικού-ιστορίας εμφα
νίζεται ισομορφική με τη σχέση αφήγησης-μυθιστορήματος. ι 1. «Η μνήμη Nietzsche. Αυτό το
είναι η
πιο
αριστοκρατικη αρετή»,
έλεγε' ο
«αριστοκρατική» επιδέχεται σαφη ταξικό προσ
διορισμό: ιερατικό προνόμιο αρχικά, ήταν εκείνο που χαρακτήριζε την κάστα των βραχμάνων ή τις συντεχνίες των δρυιδιi)ν και των
βάρδων (που όλοι κατάγονταν αναμφίβολα από το πρόσωπο του σαμάνου, στον ίδιο βαθμό που και η απώτατη καταγωγή του έπους,
πιθανότατα, δεν είναι άλλη aπό το σαμανικό «ταξίδι»). Εν συνεχεία, στις έντεχνες αναπτυγμένες μορφές του, το έπος ζει στις αυλές των φεουδαρχών-πολεμιστών, στην εξύμνηση των πολεμικών ανδραγα
θημάτων των οποίων είναι αφιερωμένο. Αν ωστόσο η μνήμη, αυτή η κατεξοχήν νομοθετικη δύναμη της εμπειρίας, είναι το τελετουργικά απονεμημένο προνόμιο των κυρίαρχων, ο Μπένγιαμιν της αντιπα
ραθέτει εδώ μια ιδιότητα πιο «πληβειακή» (αφού ανήκει εξ ορισμού σε κάθε άνθρωπο) και πιο συνολική (αφού συναιρεί μέσα της στοι χεία που ανήκουν στο χώρο του συναισθήματος, κι επίσης της φα
WALTER
202
ΒΕΝΙΑΜΙΝ
ντασίας): την αναπόληση (ή ανάμνηση). Αν η γραμμική μνήμη (ψη
φιακή δομή) ως το κατεξοχήν επικό στοιχείο είναι η προϋπόθεση του μυθιστορήματος, η αντίστοιχη δομή της ενθύμησης την οποία προϋποθέτει η αφήγηση είναι το στοιχείο της αναπόλησης (αναλογι κή δομή).
12. Σύμφωνα με τον Lukacs, ο αγώνας για το «νόημα της ζωής» προσδιορίζεται διπλά μέσα στο μυθιστόρημα: από τη μία μεριά υπάρχει ένα περιβάλλον που το χαρακτηρίζει η πλήρης έκπτωση εκείνων των αξιών οι οποίες δεν συγκροτοί,νται πουθενά αλλού πλέον έξω από την ίδια τη δομή της μυθιστορηματικής αφήγησης
από την άλλη μεριά υπάρχει ο ήρωας για τον οποίον, αν και βρί σκεται σε σύγκρουση με αυτόν τον εκπεπτωκότα περίγυρο, η σχέση του με αυτές τις αξίες δεν είναι ποτέ απλή και ευθεία: είναι πάντα μια σχέση ανάστροφη, παραμορφωμένη, αρνητική ή αδύνατη (ο Lukacs την ονομάζει «δαιμονιακή»). Ο LuCΊen Goldmann, συνεχιστής του Lukacs σε αυτό το πεδίο, ερμηνεύει τη σχέση του μυθιστορήμα τος με τις υψηλές αξίες ως απεικόνιση του πεπρωμένου της αξίας χρήσης μέσα στην εμπορευματική αγορά. Στον περίγυρο που σκηνο θετείται από την ίδια τη μυθιστορηματική μυθοπλασία εικονίζεται η κοινωνία της αγοράς και η ολοσχερής υποταγή της αξίας χρήσης
στην ανταλλακτική αξία' στον πάσχοντα (ή «δαιμονιακό») ήρωα εν σαρκώνεται η ίδια η διφορούμενη θέση του συγγραφέα: υπερασπι στής από τη μία μεριά της αξίας χρήσης μέσ' από την ίδια την εμ μονή στην αισθητική ποιότητα του έργου του, είναι υποχρεωμένος να εγκαθιστά με αυτήν την ποιότητα μια διαρκώς έμμεση και υπεκ
φεύγουσα σχέση, αφού είναι υποχρεωμένος να συναλλαχθεί εντέλει με τους όρους της αγοράς και να ζήσει μέσα σε μιαν ανταλλακτική κοινωνία. Από αυτήν την άποψη, ο ουγγραφέας (και ο ίδιος ο μυθι στορηματικός ήρωας) μοιάζει με τον Οδυσσέα στο επεισόδιο με τις Σειρήνες, όπως το ερμηνεύουν μοναδικά οι Χορκχάιμερ και Αντόρ νο στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού: το κάλεσμα της φυσικής ύπαρ ξης (το τραγούδι των Σειρήνων), μιας ζωής πριν από το μόχθο και την υποταγή των ορμεμφύτων, είναι κάτι το οποίο η ανθρωπότητα οφείλει να ξεχάσει αν θέλει να βαδίσει το δρόμο προς την κυριαρ
χία. Για τις υποταγμένες τάξεις (οι σύντροφοι που κωπηλατούν), οι
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
203
οποίες με την εργασία και την αυταπάρνησή τους θα προωθήσουν
το έργο του πολιτισμσι\ αυτή η ουτοπία δεν υφίσταται καν, έχει εξ ολοκλήρου απωθηθεί (είναι βουλωμένα τ' αυτιά τους με κερί). Μό νο η κυρίαρχη τάξη (ο Οδυσσέας), εκείνη που είχε το προνόμιο να
εξαιρεθεί από τη βαρβαρότητα του μόχθου, διατηρεί ακόμα τη δυνα τότητα ν' ακούει το κάλεσμα της ουτοπίας (το τραγούδι των Σειρή νων)
-
αλλά μόνο δεμένη στο κατάρτι: αυτό εκφυλίζεται αμέσως σε
αισθητική ποιότητα, γίνεται απλώς «τέχνη».
13.
Μια τέτοια συγκριτική περιγραφή της αφήγησης και του
μυθιστορήματος φέρνει στο φως ένα κυρίαρχο μορφικό χαρακτηρι στικό το οποίο διαφοροποιεί, στην ορολογία των τεχνοκριτικών, τη μεσαιωνική εικονογραφία από τον αναγεννησιακό πίνακα. Η μορφι κή αρχή που διέπει το μεσαιωνικό έργο .είναι η ανοιχτή ακολουθία:
όπως μπορούμι;. να διαπιστώσουμε στα γοτθικά βιτρώ, ή στα λα'ίκά υφαντά, ή στην ξυλογλυπτική και τη μικροτεχνία, κυριαρχεί ένα βα
σικό εικονογραφικό μοτίβο το οποίο τείνει να αναπαράγεται απε ριόριστα σε όλες τις διαστάσεις του χώρου, προς τα πάνω ή προς
τα κάτω, χωρίς να δεσμεύεται ως προς αυτή του τη δομή από τα όρια του πεδίου της αναπαράστασης
-
τείνει να προεκτείνεται απε
ριόριστα, νοητά, έξω από αυτό το πεδίο (και είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι αυτή η δομή έχει επανεμφανιστεί μηχανικά
σήμερα μέσ' από την τεχνική των
fractals)'
η μορφική αρχή που διέ
πει τον αναγεννησιακό πίνακα, αντίθετα, είναι η κεντρική συμμε τρία: το θέμα είναι αυστηρά ταυτόσημο με το πεδίο της απεικόνι σης, τίποτα δεν εννοείται έξω από το κάδρο, και όλα τα εσωτερικά του μέρη, μέσ' από ένα σύστημα μαθηματικά διευθετημένων σχέσεων και αναλογιών, ισορροπούν ως προς ένα κέντρο το οποίο βρίσκεται
κλεισμένο μέσα στον πίνακα. Οπωσδήποτε, η σχέση είναι ισομορφι κή με τη σχέση τροπικής (μονοφωνικής) και τονικής (πολυφωνικής)
μουσικής, όπως την περιγράψαμε παραπάνω. Παρόμοιους ισομορ
φισμοΊ,ς μπορούμε να καταγράψουμε και σε άλλα αισθητικά πεδία: για παράδειγμα στο θέατρο, ανάμεσα στη μεσαιωνική παράσταση με τη χαλαρή ακολουθία των επεισοδίων και το νεότερο αστικό δράμα με την κεντρική πλοκή.
14.
Εδώ πρόκειται ίσως για το δεύτερο σημαντικότερο, μετά την
204
WALTER BENJAM!N
αντιπαράθεση αφήγησης-μυθιστορήματος, μοτίβο αυτού του δοκιμί ου. Και κατ' αρχάς πρέπει να κατανοήσουμε το πραγματικό σημαι
νόμενο του μύθου στη γλώσσα του Βάλτερ Μπένγιαμιν (και ίσως όλης της Σχολής της Φρανκφούρτης). Ο μύθος είναι το φυσικόμορ φο στοιχείο της σκέψης και της εμπειρίας (θα έπρεπε ίσως καλύτερα
να πούμε: το ανόργανο) που το χαρακτηρίζει η καταναγκαστική επαναληπτικότητα, μοναδικό όργανο διαφυγής από την οποία είναι
αυτό που η Σχολή της Φρανκφούρτης ονομάζει λόγος. Δεν πρέπει να βιαστούμε να ταυτίσουμε την αντίθεση μύθος-λόγος με την ομόλογη εκείνη αντίθεση φύση-ιστορία, όπως πολλοί έχουν την τά ση να κάνουν, για δύο λόγους: πρώτον, μύθος και λόγος είναι έν νοιες διαλεκτικές, τείνουν να μετατρέπονται η μία στην άλλη: ένας μύθος τη στιγμή της δημιουργίας του είναι οιονεί λόγος ένας λόγος
του οποίου η ιστορική δραστικότητα έχει παρέλθει μεταμορφώνεται αυτομάτως σε μύθο' δεύτερον, λόγος και μύθος, με αυτόν τον τρόπο εννοημένα, αναπαράγονται διηνεκώς μέσα στα επίπεδα του Είναι που κοινώς αποκαλούμε Φύση και Ιστορία. Για να είμαστε ακριβέ στεροι, φύση και ιστορία είναι μία --σε τελευταία ανάλυση- συνε διαδικασία, και η ίδια η φύση περικλείει μέσα της μια έλλογη ιστορική δυνατότητα (γι' αυτό προφανώς και εξελίσσεται κατά έναν ανιόντα τρόπο), και η ίδια η ιστορία περικλείει ένα υπόστροφο φυσικόμορφο στοιχείο (υπόλογο για κάθε μορφή οπισθοδρόμησης και κυριαρχίας). Κατά συνέπεια ο «μύθος» δεν παραπέμπει στη ση, κατά την κοινή τουλάχιστον έννοια του όρου, αλλά μάλλον σ' εκείνο το «φυσικόμορφο» στοιχείο παράδειγμα του οποίου μπορεί να θεωρηθεί το κεφάλαιο, όπως το ανέλυσε ο Μαρξ: η κατεξοχήν
κοινωνική θέσμιση. Το αληθινό σημαινόμενο του μύθου είναι, σε τε λευταία ανάλυση, ο καταναγκασμός και η κυριαρχία.
Ο Μπένγιαμιν υποστηρίζει εδώ ότι το παραμύθι εκπροσωπεί μια μορφή εξόδου της ανθρωπότητας από τον καταναγκασμό του μύθου που βάραινε πάνω του. Πώς το εννοεί άραγε αυτό; Και ποια είναι, κατ' αρχάς, η μορφολογική σχέση ανάμεσα στο μύθο και το παρα μύθι; Ας ακούσουμε σχετικά μ' αυτό έναν πολύ ειδικό, τον ανθρω πολόγο Claude
Levi-Strauss:
«Ένας εθνολόγος ... ξέρει καλά πως ...
μύθοι και παραμύθια συνυπάρχουν το ένα δίπλα στο άλλο: ένα εΙ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΆ ΣΧΟΛΙΑ
205
δος δεν μπορεί λοιπόν να θεωρείται επιβίωση του άλλου, εκτός αν
θέτουμε το αξίωμα πως τα παραμύθια διατηρούν την ανάμνηση αρ χαίων μύθων, ενώ οι τελευταίοι αυτοί έχουν περιπέσει σε αχρηστία. Αλλά... η σύγχρονη εθνογραφική εμπειρία μάς ωθεί να σκεφτούμε πως, ακριβώς αντίθετα, ο μύθος και το παραμύθι εκμεταλλεύονται μια κοινή υπόσταση, αλλά την εκμεταλλεύονται το καθένα με τον τρόπο του. Η σχέση τους δεν είναι σχέση προγενέστερου προς μετα
γενέστερο, αρχέγονου προς παράγωγο. Είναι μάλλον μια σχέση
συμπληρωματικότητας. Τα παραμύθια είναι μύθοι σε μικρογραφία, όπου οι ίδιες αντιθέσεις μετατοπίζονται σε μικροκλίμακα, κι αυτό είναι, καταρχήν, που τα κάνει να μελετιούνται δύσκολα» (<<Η δομή
και η μορφή», παρ. στο Β. Γ. Προπ, Μορφολογία του παραμυθιού, οπ, σ.
225).
Στο απόσπασμα αυτό ο
Levi-Strauss
απαντάει στην
κλασική θέση του Β. Γ. Προπ που έχει προηγηθεί, ότι δηλαδή το πα ραμύθι, τουλάχιστον αυτό που ο μεγάλος Ρώσος ερευνητής ονομάζει «μαγικό παραμύθι», έχει μια σχέση καταγωγής με τον θρησκευτικό
μύθο, όσο αδιόρατη κι αν είναι αυτή για τα σημερινά μάτια. Για τον κριτικό αναγνώστη, που δεν έχει ο ίδιος εμπειρική γνώση του υλι
η πρόταση του
Levi-Strauss
καθόλου δεν φαίνεται να καταρρί
πτει την υπόθεση του Προπ' μάλλον φανερώνει εκείνη την ειδική με
θοδολογία αυτού του ερευνητή που τείνει να συρρικνώνει κάθε άλ λη διάσταση της υπό εξέτασιν πραγματικότητας σε συγχρονικές
τυπολογικές φόρμουλες. Ακόμη και αν η υπόθεση του προπ όντως δεν ευσταθεί, αυτό δεν εξαρτάται κατά τίποτα από την κριτική που του απευθύνει ο
Levi-Strauss.
Μέχρι λοιπόν να έχουμε μια ενάντια
ένδειξη, τίποτα δεν μας εμποδίζει να στραφοίJμε στην υπόθεση του Β. Γ. Προπ, η οποία εκ πρώτης όψεως φαίνεται πιο είJλογη. Λέει
{( ...
Ανάμεσα στην καθημερινότητα και τα παραμύθια υπάρ
χουν ορισμένες μεταβατικές βαθμίδες, και η ζωή αντικατοπτρίζεται
σ' αυτές έμμεσα. Μία από τις μεταβατικές βαθμίδες αυτού του εί δους είναι οι δοξασίες που αναπτύχθηκαν σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης της καθημερινής ζωής, και είναι πολύ πιθανόν ότι υπάρχει ένας νομοτελειακός δεσμός ανάμεσα στις πρισιμες μορφές καθημερι νής ζωής και τη θρησκεία, από το ένα μέρος, και ανάμεσα στη σκεία και το παραμύθι, από το άλλο. 'Ομως ένας τρ()πος ζωής πε
206
WALTER BENJAMIN
θαίνει, μια θρησκεία πεθαίνει, και το περιεχόμενό της μεταβάλλεται σε παραμύθι. Τα παραμί,θια περιέχουν τόσο προφανή ίχνη πρώιμων
θρησκευτικών αντιλήψεων, (ί)στε να μπορούν να ανιχνευθούν χωρίς τη βοήθεια της ιστορικής μελέτης ... » (σ.
119 -
υπογράμμιση δική
μας). Το παραμύθι λοιπόν είναι για τον Προπ το κατάλοιπο της διάλυσης
ενός
προηγούμενου
μυθικοθρησκευτικού
συστήματος,
συνδεδεμένου με παράλληλα θεσμισμένους τρόπους ζωής. Αν ακολουθήσουμε τον ορισμό του
Levi-Strauss,
καθόλου δεν
φαίνεται μία διάκριση ανάμεσα στο μί,θο και το παραμύθι τόσο ση μαντική όσο αυτή που επισημαίνει εδώ ο Μπένγιαμιν, όταν λέει ότι το παραμύθι είναι η διαφυγή της ανθρωπότητας από το βάρος του μυθικού καταναγκασμού. Αν όμως ακουλουθήσουμε την ενόραση
του Προπ, αρχίζει μόλις να διαφαίνεται, οπωσδήποτε όχι ακόμα πο λύ καθαρά, κάτι. Η δύναμη του καταναγκασμού που ο Μπένγιαμιν
αποδίδει στο μύθο, σχετίζεται προφανώς με την άτεγκτη κοινωνική θέσμιση η οποία τον καθιερ(ονει και την οποίαν αυτός με τη σειρά του νομιμοποιεί. Το δεσμευτικό «έτσι είναι» του μύθου είναι στην πραγματικότητα η ετυμηγορία του θεσμού. Όταν όμως συγκεκριμέ
νοι τρόποι ζωής διαλύονται, συμπαρασύροντας μαζί τους ομόλογες θεσμίσεις, θρησκευτικά συστήματα και μυθικές αναπαραστάσεις του κόσμου, τότε, μέσα στην πιο χαλαρή αφηγηματική φόρμα του παρα
μυθιού, ε.ίτιβιώνουν χωρίς τη δεσμευτικότητα που είχαν κάποτε στη μορφή του μεγάλου θρησκευτικού μύθου. Ανοίγει ο δρόμος, θα έλε γε κανείς, στο να γίνουν λογοτεχνία. Αν πράγματι αυτή η εξήγηση ερμηνεί,ει σε κάποιο βαθμό τη σκέψη του Μπένγιαμιν, πρέπει να πα ρατηρήσουμε ότι αυτή η σχέση την οποία πρώτος υπέβαλε ο Β. Γ.
Προπ ανάμεσα στον θρησκευτικό μύθο και το παραμί,θι, διατηρεί σημαντικές αναλογίες με τη σχέση την οποία επισήμαναν οι
Mauss
και Η.
Hubert
Marcel
ανάμεσα στη θρησκεία και τη «μαγεία»
Σχεδίασμα μιας γενικής θεωρίας για τη μαγεία, ελλ. εκδ.
Praxis,
μετ.
Μαρίας Βεληβασάκη, Αθήνα,1990).
15.
Ο Μπένγιαμιν χρησιμοποιεί τη λέξη
«der gerechte»,
που ση
μαίνει ακριβώς «ο δίκαιος». Δεν ξέρουμε βέβαια αν ο Μπένγιαμιν
την επέλεξε σκόπιμα ή τη χρησιμοποίησε ασυνείδητα, αλλά η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία.
Φέρει το βάρος μιας μακράς εβρα'ίκής
207
Ι::ΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ρονομιάς η οποία έχει την ηλικία της Διασποράς, γνώρισε όμως μια ιδιαίτερη ακμή μέσα στο κίνημα των Χασιδίμ που συντάραξε τις εβρα'ίκές κοινότητες της Ανατολικής Ευρώπης περί τον δέκατο όγδοο αιώνα. «Δίκαιος»
(z.addik
στα Γίντις) είναι το όνομα για τον
σεβάσμιο διδάσκαλο της προφορικής παράδοσης, τον ερμηνευτή του
Ταλμούδ, φυσιογνωμία αντίστοιχη
στην
ιστορία του
μυστικού
Ιουδα'ίσμού μ' εκείνη του μουρσίντ (του διδασκάλου, του σεΊχη)
στον μυστικισμό του Ισλάμ. Στα πλαίσια του Χασιδισμού, που είναι συχνά εμποτισμένος με αποχρώσεις πανθε'ίσμού και λατρείας της
φύσης, ο
zaddik,
ο δίκαιος, είναι ο απολογητής ολόκληρης της πλά
σης, στο πρόσωπο του οποίου αυτή ενσαρκώνεται υποδειγματικά.
16.
Ο Μπένγιαμιν ξαναμίλησε πιο πάνω για την ιεραρχία των
όντων, σαν «μια σκάλα που εκτείνεται κάτω, μέχρι τα βάθη της γης,
και χάνεται ψηλά μέσα στα σύννεφα», ή εδώ. «που κατεβαίνει πολ
λές διαβαθμίσεις μέχρι την άβυσσο του ανόργανου». Αυτή η σκάλα, την οποία συναντήσουμε σε πάμπολλες μυθικές διηγήσεις απ' όλες τις περιοχές του κόσμου, έχει σαμανική προέλευση. Αλλού είναι ένα σκοινί που εκτείνεται σαν ομφάλιος λώρος από τη γη ως τον ουρα
νό και πάνω του ο Σαμάνος σκαρφαλώνει για να μεταμορφωθεί σε πουλί, σε πνεύμα του αέρα, για να καταδιώξει τα πνεύματα των ασθενειών, για να μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών, για να γνωρίσει τα μέλλοντα. Το σαμανικό «ταξίδι» είναι στην πραγματικότητα μια
βαθιά εμπειρία μεταμόρφωσης εκείνου που το επιχειρεί σε όλες τις μορφές της οργανικής και της ανόργανης ύλης, μια μεταμόρφωση
που του δίνει την ικανότητα να γνωρίζει «από τα μέσα» (δηλαδή μι μητικά) όλα τα πλάσματα. Αργότερα αυτό ενσαρκώθηκε στη μεγάλη κοσμική ιεραρχία το όραμα της οποίας είναι το επίκεντρο όλων των μεγάλων μυστικών παραδόσεων. Μία απ' αυτές είναι η παράδοση της Καββάλα, από την οποία είδαμε με ποιον τρόπο ο Μπένγιαμιν έχει αντλήσει το προσχέδιο της οντολογίας που υποκρύπτεται μυστικά κάτω από τη γλωσσοφιλοσοφία του,
17.
Ιδού λοιπόν ακόμα μία φορά, πλεγμένο μέσα στην ίδια την
ιδέα της προφορικής αφήγησης, το δεσπόζον σε αυτήν τη γλωσσοφι λοσοφία μοτίβο: η μιμητική συγκρότηση του λόγου, η γλώσσα και η ομιλία ως κινηματικά ενεργήματα, το ατέρμονο παιχνίδι και ο αμοι
208
WALTER BE"IJAMJN
βαίος δεσμός του ανθρώπου και του κόσμου είναι όλα εδώ, κάθε στιγμή, σε αυτή την πρόζα που αναπαράγει διαρκώς, μέσα σε κάθε της φράση, την πυρηνική ιδέα με άξονα την οποία έχει υφανθεί μία από τις πιο πολύπλοκες και πιο γοητευτικές σκέψεις του καιρού μας.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: «ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ», Ή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΙΙΤΟ*
Walter Benjamin,
Σαρλ Μπωντλαίρ.
Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού
(Επίμετρο:
Theodor W. Adomo, Rolf Tiedemann, Susan Buck-Morss /
/ επιμέλεια: Κώστας Λιβιεράτος, Λευτέρης
Αναγνώστου Ι Αλ'tξάνδρεια, Αθήνα, 1994)
μετ. Γιώργος Γκουζούλης
Τα κείμενα του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Μπωντλαίρ, έργα της ωριμότητας του συγγραφέα πάνω στα οποία εργαζόταν αυτός μέχρι τον τραγικό θάνατό του, πρέπει να θεωρούνται από τις κορυφαίες στιγμές της αισθητικής δοκιμιογραφίας αυτού του αιώνα. Το πάθος του Μπένγιαμιν για τον Μπω
ντλαίρ, και γενικότερα για τη Γαλλία, τη γλώσσα και την κουλτούρα της, είναι γνωστά. Βαθύς γν(ί)στης και μεταφρα στής του Γάλλου συμβολιστή ποιητή από τα νεανικά του χρό νια, ερμηνευτής και σχολιαστής του Προυστ, του Ζιντ, του Mallaπne, του
Saint-John Perse,
σύντροφος και συνομιλητής
των σουρρεαλιστών και των καλλιτεχνικών πρωτοπορειών του Μεσοπολέμου, δέθηκε τελικά με τη χώρα, και ειδικά με το Παρίσι,
με
έναν
έρωτα
που
θ'
απέβαινε
θανατηφόρος.
Εμπνευσμένος από τις στοές του Παρισιού, τις οποίες είχε ατελείωτες ώρες περπατήσει και των οποίων την ιστορία είχε
* Δημοσιεύθηκε
ως βιβλιοκριτική στην εφημερίδα Καθημερινή,
17/10/1995.
WALTER BENJAMIN
210
λεπτομερώς καταγράψει εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα, σχεδίαζε να γράψει ένα εκτεταμένο έργο με τίτλο
werk,
Passagen
του οποίου το αληθινό θέμα θα ήταν, όπως ο ίδιος το
έλεγε, μια «πρωτο-ιστορία του δέκατου ένατου αιώνα». βάνοντας δηλαδή το Παρίσι ως μοντέλο της σύγχρονης μη
τρόπολης, ο Μπένγιαμιν σκόπευε να μελετήσει εξονυχιστικά τις βαθιές αλλαγές στην κουλτούρα, στην κοινωνία, στις αν θρώπινες κοσμοαντιλήψεις και συμπεριφορές, στις πιο λεπτές όψεις της καθημερινότητας και στην ίδια την ευαίσθητη επι
φάνεια των πραγμάτων, τις οποίες επέφερε ο καπιταλισμός κατά την κρίσιμη στιγμή της έναρξής του. Το σχέδιο αυτό δεν επρόκειτο ποτέ να πραγματοποιηθεί. Ο Μπένγιαμιν όμως
πρόλαβε να επεξεργαστεί ένα τμήμα το οποίο φιλοδοξούσε να είναι μια μικρογραφία του συνολικού έργου: τις ειδικές μελέ τες του πάνω στον Μπωντλαίρ. Οι μελέτες αυτές έχουν και οι ίδιες έναν αποσπασματικό χαρακτήρα, αφού ο Μπένγιαμιν δούλευε και ξαναδοί,λευε τα κείμενά του δίχως να έχει ποτέ το χρόνο και τη βιοτική αμε ριμνησία που χρειαζόταν για να τα ολοκληρώσει. Τα τε λευταία δύο χρόνια της ζωής του το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευν(ί)ν της Φρανκφούρτης, που από την αμερικανική αυτο
<0"-'.1,,","'" του προσπαθούσε μάταια να φυγαδεύσει τον Μπένγια
μιν από την Ευρώπη, του πρόσφερε μια οικονομική επιχορή
γηση ανακουφίζοντας κάπως τις ακραίες βιοτικές του δυσχέ ρειες. Το αντίτιμο αυτής της βοήθειας ήταν η ενεργός παρέμ βαση ορισμένων από τα μέλη του Ινστιτούτου, και κυρίως
του Αντόρνο, στην ολοκλήρωση των δοκιμίων για τον Μπω ντλαίρ. Σε αυτήν την παρέμβαση χρωστάμε το δεύτερο από τα σχεδιάσματα που εκτίθενται σε αυτόν τον τόμο. Η αυτοκτο
νία του Μπένγιαμιν το Σεπτέμβριο του
1939
μπροστά στα
κλειστά ισπανικά σύνορα για να μην πέσει στα χέρια των Να
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: «ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ», Ή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΠΤΟ
211
ζί που επέλαυναν ήδη στη Γαλλία, άφησε για πάντα αυτό το έργο σκόρπια σχεδιάσματα.
Τρία από τα παραπάνω σχεδιάσματα συνθέτουν τον κύριο κορμό αυτού του εξαιρετικά επιμελημένου τόμου. Το πρώτο απ' αυτά έχει τον τίτλο «Το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατο
ρίας στον Μπωντλαίρ». Γράφτηκε το
1938,
με σκοπό ν' απο
τελέσει το κεντρικό κεφάλαιο μιας σχεδιαζόμενης ολοκληρω μένης μελέτης πάνω στον Μπωντλαίρ (η οποία θα συμπληρω νόταν από δύο ακόμη κεφάλαια: «ο Μπωντλαίρ ως ριστής» και «Το εμπόρευμα ως ποιητικό αντικείμενο»). Τα κε
φάλαια αυτά δεν γράφτηκαν ποτέ' βρέθηκε όμως ένας φάκε λος σημειώσεων οι οποίες ήταν ένα είδος προσχεδίων τους, η
πρώτη ύλη τ~ν συλλήψεων για την κατασκευή τους. Οι ση μειώσεις αυτές με τον γενικό τίτλο «Κεντρικό Πάρκο» αποτε
λούν το τρίτο σχεδίασμα αυτού εδώ του τόμου. Το
«Παρίσι
της
Δεί,τερης Αυτοκρατορίας
στον
Μπω
ντλαίρ» (που κι αυτό απαρτίζεται από τρία υποκεφάλαια: «Οι μποέμ», «ο πλάνης» και «Η νεοτερικότητα») είναι ένα υπόδειγμα ύφους. Η ευαισθησία των καταγραφά)ν και η εικο
νιστική δύναμη των περιγραφών του, στοιχεία που ασφαλώς
δεν εκπλήσσουν όποιον έχει παρακολουθήσει από κοντά το έργο αυτού του προικισμένου δοκιμιογράφου, φτάνουν εδώ
πράγματι σε αριστουργηματικά ύψη. Μια ολόκληρη πόλη με το πλήθος της που σαλεύει σαν θάλασσα, με τους φανοστάτες της που ανάβουν αργά το απόγευμα ρίχνοντας γκροτέσκες πάνω στους τοίχους τις σκιές αλητών και γυναικών του δρό μου, με τους μποέμ και τους συνωμότες της lΟης Δεκεμβρίου,
με τους ανθρώπινους τύπους της στο τραμ, με το πραξικόπη μα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και με την πλημμύρα των εμ.;ίορευμάτων στις βιτρίνες, όλα ζωντανεύουν μέσ' από τους στίχους του Μπωντλαίρ, που γίνονται οι φακοί αυτής της γοητευτικής μικροσκοπίας. Ο Μπένγιαμιν χρησιμοποίησε εδ<ί)
WALΓER BENJAMIN
212
σκόπιμα μια τεχνική λογοτεχνικού μοντάζ, συρραφής δηλαδή και συναρμολόγησης εικόνων οι οποίες προέρχονται από δια φορετικά επίπεδα της κοινωνικής πραγματικότητας, δίχως
καμία προσπάθεια να τις ερμηνεύσει φιλοσοφικά ή να κατα σκευάσει ένα θεωρητικό μοντέλο της σύνθεσής τους, σύμφωνα με την οδηγία που ο ίδιος σημειώνει εκ των προτέρων για τον εαυτό του: «Μέθοδος εργασίας: λογοτεχνική συναρμολόγηση. Δεν έχω τίποτα να πω. Μόνο να δείξω». Όταν ο κύκλος του Ινστιτούτου στην Αμερική έλαβε αντί γραφο της εργασίας δυσαρεστήθηκε εξαιρετικά αι-τό αυτήν ακρι βώς τη θεωρητική αυτοπεριστολή του
Μπένγιαμιν, και ο
Αντόρνο ανέλαβε να του απαντήσει με μια μακρά ε:ιtικριτική
επιστολή. Αυτή η επιστολή, μαζί με τη συνέχεια της επιστολο γραφίας Μπένγιαμιν-Αντόρνο, δημοσιεύεται ως παράρτημα σε
αυτόν τον τόμο. Ο Αντόρνο κατηγορεί τη μεθοδολογική επιλο γή του Μπένγιαμιν ως ένα κράμα μυστικισμού (υπονοεί ένα είδος σχεδόν θρησκευτικού σεβασμού για το απλό γεγονός) και μηχανιστικού υλισμού. Εδώ ενοχοποιείται εμμέσως ο Μπρεχτ,
στην προσωπική επιρροή του οποίου τα μέλη του Ινστιτοίπου φοβούνταν ότι οφείλονται ορισμένες χονδροειδείς μαρξιστικές
αντιλήψεις του Μπένγιαμιν. Ως τέτοια αντίληψη κρίνεται εδώ
αυτό που ο Αντόρνο ονομάζει βιαστική και αδιαμεσολάβητη αιτιακή σύνδεση στοιχείων του εποικοδομήματος με αντίστοι χα στοιχεία της βάσης (της οικονομικής και πολιτικής πραγ ματικότητας της Δεύτερης Αυτοκρατορίας).
Είναι ωστόσο πιθανό η τελευταία αυτή κρίση του Αντόρνο να είναι η ίδια κάπως βιαστική και άδικη απέναντι στον
Μπένγιαμιν, εξαιτίας του υπερβολικού του άγχους να καταγ γείλει την μπρεχτική επιρροή στη σκέψη του φίλου του. Πουθενά η συνεχής υπέρθεση γεγονότων και εικόνων από διαφορετικά πεδία της κοινωνικής πραγματικότητας δεν υπο δηλώνει αιτιακή σύνδεση' ο Μπένγιαμιν .επιθυμεί μάλλον να
.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: «ΜΠΩΝΙλλΙΡ», Ή ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑIlΤΟ
•
JJJ
αφήσει τους ισομορφισμοί,ς να μιλήσουν, σύμφωνtx μΕ την
παλιά θεωρητική του τακτική που χρωστάει πολλά ott)Y μυστικό ολισμό της Καββάλα. Κανένα από τα ιστορικά ση μεία ή γεγονότα, απ' οποιαδήποτε σφαίρα της πραγματικότη
τας κι αν προέρχεται, δεν έχει θέση «βάσης» απέναντι στα άλ λα' όλα ισοαπέχουν και όλα μπορούν να θεωρηθούν ως επάλ ληλες μεταφορές ενός κεντρικού συμβάντος το οποΙΟ Λεν μπορεί να περιγραφεί σε καμία γλώσσα: παραμένει μιιοτικ(') και άρρητο. Ο Μπένγιαμιν ωστόσο φάνηκε ότι έλαβε σοβαρά υπόψιν του την κριτική του Αντόρνο. Το πόσο σοβαρά, μας επιτρέπει
να δοί,με η δεύτερη εκδοχή που σχεδίασε, με τίτλο «Για ορι
σμένα μοτίβα ρτον Μπωντλαίρ». Η συνολική δομή του έργο" έχει αλλάξει. Εδ(ί) επιχειρείται πράγματι μια καθολική διαμε σολάβηση
μεταξύ
των
«πνευματικών» και
των
υλικιί>ν
πλευρών της κοινωνικής ζωής μέσ' από την καλλιτεχνική μορ· φή, και ο υλιστικός καθορισμός αυτής της τελευταίας αναζη τείται στην τεχνική κατασκευή. Εδώ ο Μπένγιαμιν κάνει μια
σειρά από βαθύτατες παρατηρήσεις, που συνδέουν την αλλη γορία ως αισθητική μορφή με την εμπορευματική δομή. Όπως
στην τελευταία η ανταλλακτική αξία κυριαρχεί αποσυνδεδεμέ νη από τις αξίες χρήσης των πραγμάτων, έτσι και στην αλλη γορική ερμηνεία τα πράγματα αναγκάζονται να πουν κάτι το
οποίο δεν είναι καθόλου εγγενές στη φύση τους
-
το νόημα
επικάθεται σε αυτά βιάζοντας την αρχική τους σημασία. Πίσω από τις καινούργιες μορφές αισθητικής δημιουργίας ο Μπέν
γιαμιν προσπαθεί προπάντων να ανιχνεύσει έναν καθολικό τύπο εμπειρίας που είναι ιστορικά καινούργιος με συχνές αντιπαραβολές με τον Ουγκώ ή τον Προυστ, αλλά και προ σφυγές στον Νίτσε, στον Μπεργκσόν και στον Φρ6υντ, σχε
διάζει το βίωμα της νεοτερικότητας, το βίωμα του μοντέρνου ανθρώπου: το θρυμματισμό της ψυχικής αύρας μέσα από τους
WAιTER HENJAMIN
214
αλλεπάλληλους κλονισμούς, τη διάλυση του συνεχούς του βιώματος σε αποσπασματικές και ασύνδετες αναμνήσεις. Η
σημαντική αυτή ιδέα, που προσεγγίζεται μέσα από πραγματεύ σεις αυστηρά θεωρητικές, βρίσκεται σε στενή συγγένεια με το
περιεχόμενο αλλά και με το ύφος άλλων πραγματεύσεων των μελών της Σχολής της Φρανκφούρτης. Όπως ήταν αναμενόμε νο, αυτή τη φορά απέσπασε τους ε,ίταίνους του Αντόρνο.
Αυτή η εκδοχή του κειμένου αποτελεί και το δεύτερο
ρος του παρόντος τόμου. Η ελληνική αυτή έκδοση ακολουΟέί ται, εκτός από την επιστολογραφία Μπένγιαμιν-Αντόρνο, από δύο ακόμη παραρτήματα: τα κριτικά κείμενα των Rolf Tiedernann, «Μπωντλαίρ, μάρτυς κατά της αστικής τάξης»' και Susan Buck-Morss, «Αλληγορία / Μοντάζ / Μεσσιανι σμός», που φωτίζουν από κρίσιμες πλευρές τα πολυεπίπεδα γΡCLίτά του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Οι σημειώσεις της ελληνικής έκδοσης, η εργοβιογραφία και το γλωσσάριο που προστίθε νται διευκολύνουν αφάνταστα τον αναγνώστη. ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
,-
:"
" ,
.'
r
,-
.' "
,.- .
f
..-
(
/
--'
.r
/"
/
..'
,. r
.../ ..
-"
,. r
~.
ClIO
~ .... ....
r-. r-.
Q'I
\C
Q
7 =:I
-,(I)
..... ./ '
",
)
,
,
: