Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Εισαγωγή Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα Πλάτων και Αριστοτέλης Ερασμική προφορά
ΑΡΧΑΙ...
388 downloads
1895 Views
8MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Εισαγωγή Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα Πλάτων και Αριστοτέλης Ερασμική προφορά
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Εισαγωγή Ανάμεσα στα Ουράλια όρη και στην Κασπία θάλασσα, στην καρδιά της Ευρασίας, διαβιούσε μια φυλή πολυπληθής, που ήδη την 6η χιλιετία είχε ανέλθει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Οι Ινδοευρωπαίοι (έτσι ονομάτισαν κατά τον περασμένο αιώνα οι ερευνητές τον λαό που ανέσυραν από το φρέαρ της αβύσσου) είχαν εξημερώσει το σκυλί και με την αρωγή του το άλογο, το πρόβατο και το βόδι. Είχαν εφεύρει το δεκαδικό σύστημα και τον τροχό του κεραμέα, ίσως και της άμαξας. Οι βάρδοι τους για να διατηρήσουν «άφθιτον» το «κλέος» των πολεμιστών ύφαιναν μακρόπνοες ωδές. 'Όμως στις αρχές της 5ης χιλιετίας η φυλή αυτή άρχισε να διασπάται. Το δυτικότερο άκρο του ανύσματος προσήγγισε τις ακτές του Ατλαντικού. Από τους ευρωπαϊκούς λαούς μόνο οι Πρωτοβούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Ούγγροι, οι Φινλανδοί, ίσως και οι Βάσκοι δεν είναι ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Το ανατολικότερο άκρο του ανύσματος εκτινάχθηκε ώς τις παρυφές των Ιμαλαΐων! Οι Arya (οι ευγενείς) συγκρότησαν στην Ινδία τον πυρήνα της αριστοκρατίας, η οποία εξελίχθηκε υπό την καθοδήγηση των Βραχμάνων στο κοινωνικό σύστημα της κάστας. Ένας κλάδος των Ινδοευρωπαίων, οι Έλληνες (το όνομα φυσικά είναι πολύ μεταγενέστερο), περιπλανήθηκε για αιώνες πολλούς στις πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης και της βόρειας Βαλκανικής. Όμως γύρω στο 2000 άρχισαν να κατέρχονται κατά κύματα προς το νότιο άκρο της χερσονήσου. Η Ελλάδα θα πρέπει να φάνηκε στις καταταλαιπωρημένες εκείνες πολεμικές φυλές ότι ήταν η χώρα που υμνούσαν οι ποιητές τους ως κατοικία των Μακάρων: σπάνιοι οι νιφετοί, ήπιοι οι άνεμοι και εκείνη η μαρμαρόεσσα αίγλη ολοχρονίς - το φως του Αιγαίου! Η τμηματική διάσπαση της ινδοευρωπαϊκής φυλής επιτάxυνε και τη διαφοροποίηση της γλώσσας σε διαλέκτους. Η πρωτοελληνική διατήρησε αρκετά αρχαϊκότατα στοιχεία: την ποικιλία των φωνηέντων, την ευκινησία των όρων της πρότασης, την ευγονία στην παραγωγή και την ευκολία στη σύνθεση των λέξεων. Ανέπτυξε ωστόσο και νεοτερισμούς. Ως τελικά σύμφωνα αποδέχθηκε μόνο το ν, το Ρ και το σ (γάλα < γάλακτ, πρβλ. γενική γάλακτ-ος). Ο τόνος δεν ανερχόταν πέραν της προπαραλήγουσας (νόμος της τρισυλλαβίας). Οι οκτώ πτώσεις περιορίστηκαν σε πέντε, καθώς η τοπική και η οργανική αφομοιώθηκαν με τη δοτική και η γενική με την αφαιρετική. Σχημάτισε απαρέμφατα από όλα τα θέματα του ρήματος: λείπειν, λείψειν, λιπείν, λελοιπέναι! Τεχνούργησε την κομψότατη ευκτική του πλαγίου λόγου και την προσφιλέστατη στους χειριστές του έντεχνου λόγου γενική απόλυτο: δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται. Στη χώρα που εισέβαλαν οι Έλληνες κατοικούσαν φιλόπονοι γεωργοί, ριψοκίνδυνοι πειρατές, «έμποροι με τους λογαριασμούς του λαβυρίνθου». οι Κάρες, οι Λέλεγες, οι Πελασγοί - με ένα όνομα: οι Προ-έλληνες. Βέβαια η κάθοδος δεν είχε πάντοτε το χαρακτήρα εισβολής. Ορθότερο είναι να μιλάμε για διείσδυση. Παμπάλαιοι μύθοι ιστορούν για τον γέροντα βασιλιά που καλεί τον ήρωα και τους συντρόφους του να υπερασπιστούν τη χώρα από ορδές βαρβάρων ή από τον αιμοδιψή δράκο. Ο ήρωας επιτελεί τον άθλο του και ως ανταμοιβή λαβαίνει σε γάμο τη βασιλοπούλα και το μισό ή και ολόκληρο το βασίλειο. Πάντως οι Έλληνες προσοικειώθηκαν τον εκλεπτυσμένο πολιτισμό των αυτοχθόνων, και κατά συνέπεια και τους όρους που εξέφραζαν τα πολιτιστικά τους επιτεύγματα: ειρήνη, βασιλεύς, πλίνθος, ασάμινθος. Πολλά προελληνικά τοπωνύμια διατηρήθηκαν: Μυκήναι, Αθήναι, Κόρινθος,
Λυκαβηττός, Κρήτη, Λάρισα. Προελληνικά είναι και ορισμένα θεωνύμια: Αθηνά, Αφροδίτη, Ήφαιστος, κ.ά. Στους κατοπινούς αιώνες η ελληνική γλώσσα πλουτίζεται και με δάνεια από την Ανατολή: εβραϊκή προέλευση έχει ο χρυσός, και ο κακός (πρβλ. κάκκη: περιττώματα) φρυγική. Αν η δοσολογία είναι σωστή, το κράμα αποβαίνει ανθεκτικότερο από τα συστατικά του. Από τη μίξη των επήλυδων με τους αυτόχθονες προέκυψε το πολύτροπο, αγχινούστατο και ρωμαλέο εκείνο φύλο που δημιούργησε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Πώς ονομάζονταν οι επήλυδες στη νότια Βαλκανική; Τους πολεμιστές που μάχονται μπροστά στα τείχη της ανεμόδαρτης Τροίας ο Όμηρος τους αποκαλεί Δαναούς, Αργείους και συνηθέστερα Αχαιούς. Οι Έλληνες είναι μία από τις τρεις φυλές που συγκροτούν το εκστρατευτικό σώμα του Αχιλλέα (Ιλιάς, Β 684). Στα ομηρικά ποιήματα μνημονεύονται επίσης, από μια φορά, Ίωνες (Ιλιάς, Ν 685), Δωριείς (Οδύσσεια, τ 177) και Πανέλληνες (Ιλιάς, Β 530). Όμως οι στίχοι αυτοί θεωρούνται μεταγενέστερες προσθήκες. Ο Ησίοδος ωστόσο γνωρίζει ότι ο φιλοπόλεμος βασιλιάς "Έλλην" είχε τρεις γιους, τον Δώρο, τον Αίολο και τον Ξούθο (θετός γιος του Ξούθου ήταν ο Ίων, ο γενάρχης της ιωνικής φυλής). Ακόμη και σήμερα η άποψη του Ησιόδου για την τριμερή συνάρθρωση της ελληνικής φυλής (Δωριείς,. Αιολείς και Ίωνες) έχει θερμούς υποστηρικτές. Πρώτοι πιστεύεται ότι ήρθαν οι Ίωνες γύρω στα 2000 π.Χ., ύστερα οι Αιολείς γύρω στο 1700 και τελευταίοι (γύρω στο 1200 ή ακόμη και στα 1000) οι Δωριείς. Η κρατούσα πάντως άποψη είναι ότι η κάθοδος των ελληνικών φύλων συνετελέσθη σε δύο φάσεις: το πρώτο κύμα εισέδυσε σταδιακά ως την Πελοπόννησο και δημιούργησε τον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Το δεύτερο κύμα παρέμεινε στη βορειοδυτική Ελλάδα απομονωμένο. Όταν ύστερα από αιώνες άρχισε να κατέρχεται και αυτό προς την Πελοπόννησο, οι εύθραυστες ισορροπίες των μυκηναϊκών κοινωνιών κατέρρευσαν, και η πολιτική πολυδιάσπαση είχε ως μοιραία συνέπεια την εσωτερική διαφοροποίηση και στις δύο ήδη διαφοροποιημένες διαλεκτικά ομάδες, την ανατολική και τη δυτική. Οι μετακινήσεις πληθυσμών, η γεωφυσική σύσταση της χώρας, που δυσχέραινε τις επικοινωνίες, οι συνεχείς προστριβές και το ισχυρό τοπικιστικό πνεύμα συνετέλεσαν ώστε ο διαλεκτικός κατακερματισμός να διατηρηθεί ώς την ελληνιστική εποχή, οπότε επικρατεί η πανελλήνια Κοινή, που είχε ως βάση την Αττική διάλεκτο. Την ανατολική ομάδα συγκροτούσαν η Ιωνική, η Αττική, η Αρκαδοκυπριακή και η Αιολική. Στη δυτική ομάδα εντάσσονταν η Δωρική, η Βορειοδυτική, η Μακεδονική και ορισμένες άλλες μικτού χαρακτήρα (της Αχαΐας, της Ίλιδας και της Παμφυλίας). Φυσικά και μέσα στις ίδιες τις διαλέκτους υπήρχαν διαφοροποιήσεις. ο γλωσσικός άτλαντας της αρχαιότητας είχε φύση πρωτεϊκή! Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις των διαλέκτων ως προς το λεξιλόγιο και τη σύνταξη είναι περιορισμένες. Οι ουσιώδεις διαφορές αφορούν στην τυπολογία και ιδίως τη φωνολογία, Έχει πάντως υπολογιστεί ότι οι βασικές ισόγλωσσες (ισόγλωσση είναι η γραμμή πάνω στο γεωγραφικό χάρτη, στο εσωτερικό της οποίας απαντά το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο) είναι περίπου είκοσι. 'Ένα παράδειγμα. ανάμεσα στο 1200 με 900 η lωνική μετατρέπει το ινδοευρωπαϊκό μακρό α σε η (μάτηρ> μήτηρ). 'Όλες οι άλλες διάλεκτοι (ακόμη και η Αττική μετά τα ρ, ι, ε, υ: ώρα) το διατηρούν αναλλοίωτο.
Την Ιωνική λοιπόν μιλούσαν στον Ωρωπό, την Εύβοια, τις Κυκλάδες, στην ιωνική δωδεκάπολη της μικρασιατικής ακτής και των κατέναντι νήσων (Χίος, Σάμος, κ.ά.), καθώς βέβαια και στις πολυπληθείς αποικίες αυτών των πόλεων. Οι Ίωνες ήταν φυλή ανήσυχη, ευκίνητη και καινοτόμος. Κατά συνέπεια και η διάλεκτος ήταν λιγότερο συντηρητική: αποσιώπηση του δίγαμμα (F), κατάργηση του δασέος πνεύματος και του δυϊκού. Η Αττική, «η ανώτατη έκφραση του ανθρωπίνου γλωσσοπλαστικού δαιμονίου» (W. Schulze), δεν είναι ασφαλώς η πιο καλόβολη διάλεκτος. Η δυστροπία φαίνεται να είναι το δορυφόρημα της ομορφιάς. Η προφορά, τα πολυπληθή μόρια -το άλας του λόγου- και η ποικίλη δράση των σημασιολογικών προσαρμογών θα πρέπει να προκαλούσαν δέος στους αλλόγλωσσους. Ακόμη και ο Τύρταμος, που επονομάσθη Θεόφραστος για την ευγλωττία του, μολονότι και είχε ζήσει για χρόνια στην Αθήνα και καταγόταν από τη γειτονική Εύβοια, δεν ήταν σε θέση να μιμηθεί ανεπίληπτα την αττική προφορά. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αττικής είναι τα συμπλέγματα ττ αντί του σσ (θάλαττα, θάλαττα!) και ρρ αντί ρσ (άρρην αντί άρσην). Η λεγόμενη ωστόσο αττική σύνταξη (τά παιδία παίζει: το «παιδομάνι») απαντά ήδη στον Όμηρο και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιομορφία διαλεκτική, αλλά υφολογική, όπως άλλωστε και το λεγόμενο αττικόν σχήμα (μάχομαι μάχην). Την Αιολική διάλεκτο μιλούσαν στη Θεσσαλία, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στην κατέναντι μικρασιατική ακτή. Η Λέσβος στάθηκε γενναιόδωρη στην παγκόσμια ποίηση: εκεί τραγουδούσαν τον γλυκύπικρο έρωτα η Σαπφώ και τον λαθικάδεα οίνον ο Αλκαίος. Τοπωνύμια («Αχαιών ακτή»), μύθοι για κτίσεις πόλεων, όπως η ίδρυση της Πάφου από τον Αρκάδα Αγαπήνορα, αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά προπάντων οι εντυπωσιακές ομοιότητες Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (κάς: καί, -το καί είναι δωρικός τύπος που υιοθέτησαν και οι άλλες διάλεκτοι), μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικίσει και την Κύπρο. Με την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου η επικοινωνία διακόπηκε, και η Κυπριακή διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την Αρκαδοκυπριακή (ή νότια Αχαϊκή) μας είναι γνωστές μόνο από επιγραφές, ιδιωτικές και δημόσιες, και από «γλώσσες» (λ.χ. κόρζα: καρδία, στην Κυπριακή) στους λεξικογράφους. Σε περιοχές της Κύπρου είχε χρησιμοποιηθεί για αιώνες και μετά την εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου μία ατελής γραφή, το «κυπριακόν συλλαβάριον».
Η Δωρική μιλιόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στη Μεγαρίδα, στα νησιά του νοτίου Αιγαίου (Κρήτη, Ρόδος, κ.ά.) στη μικρασιατική ακτή της Καρίας (Αλικαρνασσός, Κνίδος) και στις δωρικές αποικίες της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας. Η διατήρηση του ινδοευρωπαϊκού α (το πιο ανοικτό φωνήεν) προσέδιδε στη διάλεκτο έναν ανυπόφορο για το αττικό τουλάχιστον αυτί πλατυασμό: τάν κεφαλάν καί μην τάν γραμμάν! -η μνημειώδης παράκληση του Αρχιμήδη. Το πιο χαρακτηριστικό ωστόσο γνώρισμα είναι η κατάληξη του πρώτου πληθυντικού σε -μες αντί -μεν: νικώμες. 'Ένα από τα αρχαϊκότερα χαρακτηριστικά της Δωρικής είναι η διατήρηση του τ προ του ι: πέρυτι, είκοτι, δίδωτι. Η Δωρική διατήρησε πάμπολλους αρχαϊσμούς στο λεξιλόγιό της, επί παραδείγματι το ρήμα βλώσκω του οποίου η μετοχή αορίστου έμολον απαθανατίστηκε στο περίπυστο μολών λαβέ. Γενικά η Δωρική ήταν μια διάλεκτος βαριά, μονότονη, σταθερή και «αριστοκρατική» κάτοπτρον της ψυχοσύστασης του λαού που τη μιλούσε. Οι διάλεκτοι που μιλιόνταν στην Ήπειρο, Ακαρνανία, Αιτωλία, Λοκρίδα και Φωκίδα ονομάζονται με τον συλλογικό όρο Βορειοδυτική (ΒΔ). Ακόμη και το επιγραφικό υλικό (για λογοτεχνία ούτε λόγος) από τις περιοχές αυτές, που απέκτησαν μια παροδική σπουδαιότητα κατά την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, είναι περιορισμένο.
Μόνο οι Έλληνες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς αγώνες. Όταν ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α' (494-454), ο οποίος είχε συνεπικουρήσει ποικιλοτρόπως τους Έλληνες κατά τους Μηδικούς πολέμους, θέλησε να αγωνισθεί στην Ολυμπία, οι αντίπαλοί του εναντιώθηκαν προφασιζόμενοι ότι ήταν βάρβαρος. Ο Αλέξανδρος, ωστόσο, απέδειξε στους Ελλανοδίκες ότι η γενιά του κρατούσε από το Άργος και έλαβε μέρος στον αγώνα σταδίου. Οι ενστάσεις όμως αυτές, ο χαρακτηρισμός του Φιλίππου ως βαρβάρου από τον Δημοσθένη, οι ελάχιστες φωνολογικές κυρίως ιδιομορφίες της Μακεδονικής διαλέκτου (Βερενίκη, Βαλακρός, δάνος αντί Φερενίκη, φαλακρός, θάνατος), αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες, παρέσυραν ένιους ερευνητές στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Μακεδόνων και της γλώσσας τους. Όμως ήδη ο Γεώργιος Χατζιδάκις, αλλά και άλλοι επιφανείς γλωσσολόγοι και ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η Μακεδονική διάλεκτος ήταν ελληνική και μάλιστα συγγενής με τη ΒΔ. Οι Μακεδόνες, ένας κλάδος της δωρικής φυλής κατά τον Ηρόδοτο (Vl, 56 και VIII, 43), καθυπέταξαν θρακικά και ιλλυρικά φύλα και ήταν φυσικό να δεχθούν κάποιες επιδράσεις στη διάλεκτό τους από τις γλώσσες των κατακτημένων λαών. Το 1952 ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αποκρυπτογράφος της αγγλικής αντικατασκοπίας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε με τη συνεργασία του φιλολόγου John Chadwick να φωτίζει το μυστήριο των εγγράφων πήλινων πινακίδων, που είχαν ανακαλυφθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας (1600-1250 π.Χ.). Οι αργιλώδεις αυτές
πινακίδες διατηρήθηκαν εξαιτίας ακριβώς των εμπρησμών, που είχαν καταστρέψει τα κτίρια. Η γραφή αυτή ονομάστηκε Γραμμική Β σε αντιδιαστολή με την αρχαιότερη Γραμμική Α, η οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Η Γραμμική Β αποδίδει ατελέστατα (φαίνεται ότι είχε επινοηθεί για μια προελληνική γλώσσα) με 87 περίπου συλλαβογράμματα και αρκετά ιδεογράμματα μια διάλεκτο σχεδόν ενιαία σε όλα τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα κείμενα είναι απλές απογραφές προσώπων (θεωνύμια, ανθρωπωνύμια), ζώων, αντικειμένων και προϊόντων, δηλαδή το αρχειακό υλικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας. Από λογοτεχνικά έργα, αν είχαν καταγραφεί, δεν διασώζεται ούτε ένας στίχος. Η Μυκηναϊκή διάλεκτος, που μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων έπαψε να μιλιέται και να γράφεται, είναι συγγενής της Πρωτο-αρκαδοκυπριακής, αλλά παρουσιάζει και εντυπωσιακές ομοιότητες με τα ιωνικά και την τεχνητή διάλεκτο των ομηρικών επών. Η σημασία της για τη μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής είναι μεγάλη, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει, σε σύγκριση με τις άλλες διαλέκτους, ένα χρονολογικό επίπεδο κατά τέσσερις με πέντε αιώνες παλαιότερο. Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και η τέχνη της γραφής. Κατά τους σκοτεινούς αιώνες (1200-750) μόνο στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου χρησιμοποιούσαν κάποια ατελή συστήματα γραφής, όπως το κυπριακό συλλαβάριο. Τη νέα, αλφαβητική, όμως, γραφή εισήγαγαν έμποροι (Κρήτες; Ρόδιοι; Κύπριοι; Μιλήσιοι;) πιθανότατα από τη Φοινίκη. Την καταγωγή του ελληνικού από το φοινικικό αλφάβητο μαρτυρούν οι ονομασίες (άλεφ > άλφα, κτλ.), η μορφή, η φωνητική αξία και η σειρά εμφανίσεως των γραμμάτων. Για τη φοινικική προέλευση συνηγορούν επίσης η μαρτυρία του Ηροδότου (V, 58-61), η κατεύθυνση της γραφής στα αρχαιότερα μνημεία (επί τά λαιά) και εμμέσως η γραφική ύλη, εφόσον στην αρχαϊκή εποχή δεν απαντούν επιγραφές σε πήλινες πινακίδες. Και ο τόπος και ο χρόνος εισαγωγής δεν μπορούν να προσδιοριστούν επακριβώς. Ως αρχαιότερες επιγραφές πάντως θεωρούνται η οινοχόη του Διπύλου (735-725) και το ποτήριον του Νέστορος (740-720). Είναι πολύ πιθανό η παραλαβή να έγινε σχεδόν ταυτοχρόνως σε πολλές περιοχές του ελληνισμού, επειδή ακριβώς το αλφάβητο δεν εμφανίζεται ομοιόμορφο παντού. Φυσικά οι Έλληνες επέφεραν περιορισμένες, αλλά αποφασιστικής σημασίας τροποποιήσεις, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η χρησιμοποίηση ορισμένων γραφημάτων για την απόδοση των φωνηέντων, που είναι (σε αντίθεση με τα σημιτικά) η βάση της γλώσσας τους. Έτσι στο ελληνικό αλφάβητο κάθε γράφημα αντιπροσωπεύει και ένα φθόγγο. Το νέο λοιπόν οικονομικότατο, ακριβέστατο (πιστή φωνητική απόδοση) και ευκολομάθητο σύστημα γραφής (ένα επίτευγμα του αναλυτικού πνεύματος των Ελλήνων!) απλώθηκε ταχύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και δεν παρέμεινε ως τέχνη απόκρυφη, όπως στην Αίγυπτο, μιας κάστας γραφέων. Ο προφορικός λόγος σαγήνευε τους Έλληνες. Οι στρατηγοί αγόρευαν και πριν και μετά τη μάχη (παραίνεση, επικήδειος). Οι πολιτικοί ονομάζονταν ρήτορες. Ακόμη και ο ομηρικός Όλυμπος ήταν μια θορυβώδης δημοκρατία. Έτσι ώς το τέλος της κλασικής εποχής οι φωνές διαμαρτυρίας δεν έλειψαν. Ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Αλκιδάμας και άλλοι στοχαστές καταδίκαζαν τη γραφή, επειδή πίστευαν ότι αδυνατίζει τη μνήμη και ότι αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση τον ενδιάθετο λόγο.
Εντούτοις η νέα αυτή εκρηκτική τεχνολογία είχε σε συνάρτηση με άλλους πολιτικοκοινωνικούς παράγοντες καθοριστικές επιπτώσεις σε καίριους τομείς της ζωής: υποκατέστησε με τον καιρό τη φυλετική εγκυκλοπαίδεια της συλλογικής μνήμης, που ήταν (επειδή δεν στηριζόταν στο μάτι, αλλά στο αυτί) επισφαλής και αναξιόπιστη, προώθησε την επιστήμη, επειδή το γραπτό κείμενο επιτρέπει τη συστηματική συναγωγή και τη συγκριτική ανάλυση του γνωστικού υλικού, συνεπικούρησε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας οχυρώνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές, επέτρεψε και στα λαϊκά στρώματα να καρπωθούν τα αγαθά της εκπαίδευσης, περιόρισε τις διαλεκτικές διαφορές και τέλος βοήθησε στη διάδοση και στη διάσωση προπάντων της λογοτεχνίας. Όμως και μετά την εισαγωγή του αλφαβήτου η λογοτεχνία διατήρησε εν μέρει τον προφορικό της χαρακτήρα. συχνότατα η «δημοσίευση» ενός έργου συνίστατο στην απαγγελία και την απομνημόνευσή του από τους παρόντες. Ακόμη και όταν ολοκληρώθηκε η κάθοδος των ελληνικών φυλών, η γλώσσα παρέμεινε κατατμημένη διαλέκτους. Ωστόσο οι διαφορές δεν δυσχέραιναν τη συνεννόηση ανάμεσα στις ποικίλες διαλεκτικές ομάδες. Οι έφοροι της Σπάρτης για παράδειγμα ενδέχεται να δυσφορούσαν με τη ρητορική εκζήτηση και την πολυλογία των Αθηναίων πρεσβευτών, αλλά πάντως κατανοούσαν αν είχαν τεταμένη την προσοχή τους, πλήρως τα αττικά, και αντιστρόφως. Οι παρεξηγήσεις φυσικά υπερτονίζονταν από τους κωμωδιογράφοuς. Διαφορές άλλου είδους ωστόσο υπήρχαν και ανάμεσα στους ομόγλωσσους. Η κοινωνική προέλευση, το μορφωτικό επίπεδο, το επιτήδευμα, ακόμη και το φύλο προσδιόριζαν το επίπεδο χρήσης της γλώσσας. Ασφαλώς δεν μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο ο αστός και ο χωρικός, η ιέρεια και η πόρνη, ο σοφιστής και ο ιχθυοπώλης, η έγκλειστη στο γυναικωνίτη και ο ρήτορας. «Απόσταση ασφαλείας» από τον φυσικό λόγο τηρούσε και η γλώσσα της κρατικής γραφειοκρατίας. Το λεξιλόγιο της γλώσσας του κράτους (νόμοι, ψηφίσματα, συνθήκες) ήταν αρχαιοπινές, η τυπολογία αρχαϊκή, η σύνταξη βαρειά και περίπλοκη. Πάντοτε η γλώσσα της εξουσίας είναι άκαμπτη, παγερή, απρόσωπη και κανονιστική. Του έντεχνου πεζού λόγου, που εκφράζοντας ιδέες απευθύνεται στη διάνοια, προηγείται η ποίηση που εκμεταλλευόμενη τη μουσικότητα των λέξεων αποκαλύmει συναισθήματα και σαγηνεύει την ψυχή. Η ποίηση υπακούει βέβαια σε αυστηρούς μορφικούς κανόνες, αλλά η στάση της έναντι της καθομιλουμένης είναι αυθάδης: συστέλλει ή διαστέλλει το σημασιολογικό εύρος των λέξεων, επινοεί αλλόκοτες ονοματοποιίες, αρέσκεται σε εκφραστικούς πρωτογονισμούς (μετωνυμίες, μεταφορές), ανασύρει από τη λήθη αραχνιασμένα λεξίδια, υπονομεύει τις παγιωμένες συντακτικές δομές, μεταλλάσσει ακόμη και την τυπολογία. Από τον 8ο αι. αρχίζουν να εμφανίζονται τα διάφορα είδη της ποίησης. Οι δημιουργoί τους είναι πλέον επώνυμοι, αλλά τουλάχιστον οι επικοί και οι Λυρικοί οφείλουν πολλά στους ανώνυμους προπάτορες της λαϊκής παράδοσης. Στην ελληνική ποίηση παρουσιάζεται τούτο το ανεπανάληπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία: εξαιρέσει του μέλους και εν μέρει του επιγράμματος τα ποιητικά είδη, καθώς και ορισμένα του πεζού λόγου, είναι συνδεδεμένα εφ’ όρου ζωής με τη
διάλεκτο στην οποία γεννήθηκαν! Ο ποιητής λοιπόν ήταν υποχρεωμένος ανεξαρτήτως του τόπου της καταγωγής του να συνθέτει στη διάλεκτο του είδους που καλλιεργούσε. Ο χορικός επί παραδείγματι και αν ακόμη ήταν Ίωνας ή Βοιωτός έγραφε στα δωρικά. Παρά το γεγονός ότι η διάλεκτος ήταν δεδομένη, ο ποιητής είχε την ευχέρεια να σφραγίσει το έργο του με το προσωπικό του ύφος. Όλες ωστόσο οι λογοτεχνικές διάλεκτοι είχαν πανελλήνια εμβέλεια ίσως επειδή ακριβώς ήταν τεχνητές. Έτσι ο Σπαρτιάτης πολεμιστής κατανοούσε ασφαλώς τις ελεγείες του Τυρταίου μολονότι είχαν συντεθεί στην Ιωνική διάλεκτο. «Ο κόσμος γεννιέται. Ο Όμηρος τραγουδά» - λάθος. τα ομηρικά ποιήματα δεν είναι η τέχνη του ευγενούς πρωτόγονου, αλλά ένα πολυσύνθετο καλλιτέχνημα που συνιστά την κορύφωση μιας μακρόχρονης παράδοσης. Βάση του ομηρικού ιδιώματος είναι η Ιωνική, που εμπλουτίζεται με στοιχεία κυρίως από την Αιολική (η αρχική γλώσσα του έπους;), αλλά και από την Αρκαδοκυπριακή, ακόμη και από την Αττική διάλεκτο (εωσφόρος: ο Αυγερινός). Σημαντικό ποσοστό του επικού πλούτου (περίπου 9.000 λέξεις, εκ των οποίων 2.700 είναι άπαξ ευρημένα) είναι παραδοσιακό: κοσμητικά επίθετα, σπάνιες και δυσνόητες λέξεις («γλώσσαι») και λογότυποι, δηλαδή συμπλοκές λέξεων που απαντούν κατά κανόνα σε καθορισμένες θέσεις του στίχου. Λογοτυπικό χαρακτήρα έχουν και στίχοι ολόκληροι (ήμος δ' ήριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς) ή ακόμη και νοηματικές ενότητες, όπως είναι οι περιγραφές γευμάτων και οπλισμού των πολεμιστών. Η ομηρική λοιπόν διάλεκτος είναι μια γλώσσα τεχνητή (Kunstsprache») που δεν μιλήθηκε ποτέ, αλλά που στάθηκε το ανεξάντλητο θησαύρισμα για όλη τη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Ο Αισχύλος θεωρούσε, προφανώς και από γλωσσική άποψη, τις τραγωδίες του ψίχουλα από τα πλούσια ομηρικά δείπνα. Ο Στησίχορος, ο Πλάτων, ακόμη και ο lουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.) και πάμπολλοι άλλοι ήταν Ομήρου ζηλωτές. Η θρηνωδία για τα χτυπήματα της μοίρας, η εμψύχωση του πολεμιστή που πορεύεται την ανεπίστροφο οδό της αρετής, οι. πολιτικές υποθήκες, ο έρωτας και οι χαρές του συμποσίου είναι τα θέματα της ελεγείας. Η γλώσσα της είναι η Ιωνική με πολλά επικά στοιχεία, αυτούσια ή μετασχηματισμένα. Όσο καιρό το επίγραμμα είναι μνημειακό, χαράσσεται δηλαδή πάνω στον τάφο ή το ανάθημα, η γλώσσα του βασίζεται βέβαια στην επιχώρια διάλεκτο, αλλά για τις ανάγκες του μέτρου υιοθετεί και ορισμένους επικούς τύπους. Όταν όμως αποσπάται από το μνημείο και αποβαίνει αυτόνομο λογοτεχνικό είδος για απαγγελία σε κλειστό κύκλο επαϊόντων, τότε η γλώσσα του προσεγγίζει ακόμη πιο πολύ την Επική διάλεκτο. Σε αντίθεση με την ελεγεία και το επίγραμμα, που είναι απότοκα του έπους από θεματολογική, γλωσσική και από μετρική άποψη (το ελεγειακό δίστιχο είναι παραλλαγή του εξαμέτρου), η ιαμβική ποίηση αρέσκεται στην ταπεινή θεματογραφία, η γλώσσα της δεν αφίσταται πολύ από την καθομιλουμένη Ιωνική, και το μέτρο της ακολουθεί το φυσικό ρυθμό εκφοράς του καθημερινού πεζού λόγου. Ενίοτε υιοθετεί και επικούς τύπους, αλλά πολύ συχνά καταφεύγει και στην αυχμηρή, απελέκητη και ζωηρή γλώσσα των λαϊκών στρωμάτων.
Η επική ποίηση απαγγελλόταν. Η εκφορά της ιαμβικής και ελεγειακής κατείχε ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην απαγγελία και το τραγούδι. Με τον όρο «λυρική» οι Αλεξανδρινοί τουλάχιστον χαρακτήριζαν την ποίηση που συνοδευόταν από μουσική λύρας ή και αυλού. Το ένα είδος λυρικής ποίησης είναι το μέλος ή μονωδία (solo). Ο ποιητής κρούει τη λύρα του και τραγουδά σύντομες συνθέσεις εκφράζοντας τα μυχιαίτατα συναισθήματά του για τον έρωτα, την πολιτική, τη ζωή και το θάνατο. Η ποίηση αυτή είναι πολύ προσωπική και γι' αυτό το λόγο γλώσσα της είναι η επιχώρια διάλεκτος, η γλώσσα δηλαδή που ψέλλισε στην αγκαλιά της μητρός του ο ποιητής. Έτσι η Σαπφώ γράφει στα αιολικά της Λέσβου, η Κόριννα στα βοιωτικά, ο Ανακρέων στα ιωνικά. Εξυπακούεται πάντως ότι ο ποιητής είχε το χάρισμα από τον απέραντο λειμώνα του προφορικού λόγου να συλλέγει τα λεπτότερα και τα ευωδέστερα άνθη ή ακόμη και να μεταμορφώνει την τσουκνίδα σε μελίλωτο ανθεμώδη... Το άλλο είδος, η χορική ποίηση είναι η πλήρης καλλιτεχνική έκφραση που συνδυάζει μουσική, χορό και τραγούδι. Το μεγαλόπρεπο και αυστηρό αυτό είδος προϋποθέτει υποταγή του ατόμου στο σύνολο και γι' αυτό το λόγο βλάστησε σε δωρικές περιοχές, αρχικά στη Σπάρτη. Η γλώσσα συνεπώς της χορικής ποίησης είναι η Δωρική, αλλά μια Δωρική που δεν μιλήθηκε ποτέ από τον τραχύ πολεμιστή της Σπάρτης και τον αιγοβοσκό των Μεγάρων. Πρόκειται για ένα ιδίωμα τεχνητό με βάση Δωρική, αλλά και με πολλές προσμίξεις από την Επικοϊωνική και την Αιολική. Το αιολικό στοιχείο είναι κατάλοιπο της επίδρασης που άσκησαν οι Λέσβιοι αοιδοί (Τέρπανδρος, Αρίων, κ.ά.) στη διαμόρφωση του χορικού άσματος. Φυσικά η υπερτοπική αυτή δωρίδα δεν είναι ενιαία. ο καθένας από τους μεγάλους χορικούς ποιητές (Αλκμάν, Στησίχορος, Ίβυκος, Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης) εξευρίσκει τρόπους να διαφοροποιηθεί από τους ομοτέχνους-αντιτέχνους του: ο ένας προτιμά τον τύπο Μώσα, ο άλλος το Μοίσα, ο τρίτος το Μωα! Την άνοιξη είναι οι μέρες οι σκληρές. Η φύση θάλλει, αλλά οι προμήθειες έχουν σχεδόν αναλωθεί, και η νέα σοδειά είναι όπως πάντα επισφαλής. Οι δυνάμεις των αγρών και ιδιαίτερα ο θεός «πάσης υγράς φύσεως», ο Διόνυσος, ήταν ανάγκη να τιμηθούν με οργιαστικούς χορούς και αυτοσχέδια άσεμνα τραγούδια. Στο διθύραμβο (το χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου) που βλάστησε στην Πελοπόννησο αναζητούν πολλοί τις ρίζες της τραγωδίας. Το τρυφερό διφυές βλαστάρι που μεταφυτεύθηκε στην Αττική διατήρησε και όταν ακόμη είχε θεριέψει ίχνη από τα πρωταρχικά του γλωσσικά χαρακτηριστικά: την ιωνική απόχρωση στα διαλογικά μέρη και έναν έντονο δωρικό χρωματισμό στα χορικά. Στην πλήρη πάντως ανάπτυξή της η γλώσσα της τραγωδίας είναι ένα σεσοφισμένο τεχνούργημα. Στον διάλογο τον τόνο δίνει η εξελισσόμενη Αττική. Με τον καιρό η καθομιλουμένη διεκδικεί τα δικαιώματά της και σ' αυτό το σεμνοπρεπέστατο ποιητικό είδος. Όμως επειδή το βασικό θεματικό υλικό δεν το παρέχουν πια τα πάθη του Διονύσου («ουδέν πρός Διόνυσον»), αλλά τα ηρωικά έπη, είναι φυσικό στο στημόνι της Αττικής να
επικάθεται το επικό (λεξιλογικό κυρίως) υφάδι. Ως διακοσμητικά μοτίβα απαντούν ιωνισμοί (ο ίαμβος άλλωστε, το μέτρο των διαλογικών μερών, είχε ιωνική προέλευση), κατά κανόνα λογοτεχνικοί υπαινιγμοί, και δωρισμοί - ένας τους μάλιστα βγάζει μάτι. το μη καθαρό μακρό α στη θέση του αττικού η. Η γλωσσική διαστρωμάτωση στα χορικά είναι ακόμη περιπλοκότερη. Πάντως εδώ το δωρικό χρώμα διατηρείται εντονότερο. Την εύρεση της κωμωδίας διεκδικούσαν και οι Δωριείς. Ο Επίχαρμος ο Συρακούσιος, ένας ιατροφιλόσοφος πυθαγόρειας κατευθύνσεως, φαίνεται ότι περισυνέλεξε από τους δρόμους και τις αγορές την αυτοσχεδιαστική και χονδροειδή σικελική φάρσα και την ύψωσε «πολλά προσφιλοτεχνήσας» σε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος. Τα θέματα της κατωιταλικής κωμωδίας είναι θεοί και ήρωες, ανθρώπινοι τύποι (ο παράσιτος, ο αγροίκος) και φιλοσοφικές ιδέες (Λόγος και Λογίνα). Σε εύρυθμο πεζό λόγο συνέθετε ο Σώφρων τους μίμους του, που θαύμασε και μιμήθηκε στους διαλόγους του ο Πλάτων. Η γλώσσα της κατωιταλικής κωμωδίας ήταν η δωρική Κοινά που είχε ως βάση της το ιδίωμα των Συρακουσών, της πολυπληθέστερης την κλασική εποχή ελληνικής πόλης. Η Κοινά αυτή παρουσίαζε σε σχέση με τα δωρικά της μητροπολιτικής Ελλάδας ορισμένες ιδιοτυπίες, γενικά όμως απέφευγε τους αρχαϊσμούς και έρρεπε προς την απλοποίηση. Ο άνθρωπος του πλήθους θαυμάζει το υπερβάλλον τη νοημοσύνη του. Όμως για να γελάσει, το αστείο πρέπει να το κατανοεί παρευθύς. Η γλώσσα της αττικής κωμωδίας ελάχιστα διαφοροποιείται από την καθομιλουμένη της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Από τη φύση της ωστόσο η κωμωδία είναι πανδέκτρια. Όλα είναι ευπρόσδεκτα: και τα μινυρίσματα των βρεφυλίων, και τα επιφωνήματα της γυναικούλας, και οι αρρητολογίες των πορνείων, και οι βαναυσολογίες του λιμανιού, αλλά και η σεμνολογία του έπους, (η «οφρυόεσσα αοιδή» της τραγωδίας) και οι λογοδαίδαλοι της υψηλής διανόησης. Έτσι το έργο του Αριστοφάνη και των άλλων κωμωδιογράφων βρίθει από κακέμφατα, βρισιές (έρρε ές κόρακας), αγοραίες εκφράσεις (ουδέ γρύ), υποκοριστικά (πυγίδιον), μεγεθυντικά όλα εκείνα τα ηδύσματα του λόγου που προκαλούν αμηχανία στους γραμματοδιδασκάλους και στους εκπροσώπους των αρχών. Συχνότατα επίσης η κωμωδία εκμεταλλεύεται στο έπακρον τις ιδιοτυπίες των άλλων διαλέκτων και τα αξιοθρήνητα ελληνικούλια βαρβάρων και δούλων. Κορύφωση της αριστοφάνειας λογοπλασίας αποτελούν οι λέξεις-σαρανταποδαρούσες, οι ονοματοποιίες (βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ) και τα γλωσσικά τερατουργήματα του τύπου: πομφολυγοπάφλασμα! Τις καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας εξυπηρετεί κατά την αρχαϊκή εποχή η επιχώρια διάλεκτος. Τα κινήματα της ψυχής και τους μετεωρισμούς της φαντασίας αποτυπώνουν οι (τεχνητές) λογοτεχνικές διάλεκτοι, Ο έντεχνος πεζός λόγος, η τεχνουργημένη δηλαδή πρόζα, αναπτύσσεται για να καλύψει τις ανάγκες της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Και επειδή οι δύο αυτοί τομείς του επιστητού
αναmύχθηκαν στην Ιωνία, η γλώσσα του πρώιμου πεζού λόγου είναι η Κοινή Ιωνική, δηλαδή ο συγκερασμός των τοπικών διαλέκτων της ιωνικής δωδεκάπολης. Η ιστοριογραφία έχει τις ρίζες της σε λαϊκές αφηγήσεις για «κτίσεις» πόλεών, σε γενεαλογικά δέντρα, σε κρατικά αρχεία, σε καταλόγους ολυμπιονικών (776 ο πρώτος), επωνύμων αρχόντων (638 ο πρώτος στην Αθήνα) και ιερέων. Πρώτος «λογογράφος» -έτσι επονομάζονται οι πρόδρομοι της ιστοριογραφίας- είναι ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, που συνέγραψε σε ατόφια Ιωνική («ακράτω Ιάδι καί ού μεμιγμένη») γενεαλογίες και σχεδίασε ένα χάρτη της Γης. Αν και δεν ήταν Ίωνες εκ καταγωγής εντούτοις στην Ιωνική συνέγραψαν και ο Ακουσίλαος ο Αργείος και ο Αντίοχος ο Συρακόσιος και ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος. Ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστοριογραφίας, δραματοποιεί σ' ένα έργο μεγάλης πνοής τη στρατιωτική και ιδεολογική σύγκρουση Ασίας και Ελλάδας. Η καλοκαγαθία του μέτρου και η ευνομία συντρίβουν την ύβρη και τον πλούτο της ασιατικής δεσποτείας. Το μέγεθος του εγχειρήματος απαιτεί σαφή διαφοροποίηση και από τη γλώσσα και από τον τρόπο γραφής (παρατακτική απλοϊκότητα) των λογογράφων. Ο ιστορικός υιοθετεί μια γλώσσα «μεμιγμένη» με βάση τη διάλεκτο της Μιλήτου. Ο αρχαίος πίνος προσδίδεται με ομηρισμούς και δάνεια από την τραγωδία. Η σύνταξη χωρίς να είναι συνεστραμμένη έχει επηρεαστεί από τα τεχνάσματα των σοφιστών. Στην Ιωνική διατυπώνουν τις επιστημονικές τους ανακαλύψεις, τους αφορισμούς τους και τις διδαχές τους οι πρώτοι φυσιολόγοι και φιλόσοφοι, που είναι γνωστοί με τον συνοπτικό όρο Προσωκρατικοί. Ορισμένοι βέβαια απ' αυτούς (Εμπεδοκλής, Παρμενίδης, Ξενοφάνης) επιμένουν να φιλοσοφούν εμμέτρως. Στην Ιωνική έχουν συνταχθεί και οι ιατροφιλοσοφικές πραγματείες που συγκροτούν το «ιπποκρατικό σώμα», μολονότι ο αρχηγέτης της σχολής, ο Ιπποκράτης, κατάγεται από τη δωρική Κω. Η σαφήνεια, η λιτότητα και η ακριβολογία καθιστούν τη γλώσσα αυτή άριστο όργανο επιστημονικής έκθεσης. Αρχικά λοιπόν η Ιωνική φαινόταν ότι συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις να καθιερωθεί ως πανελλήνια γλώσσα του έντεχνου πεζού λόγου. Όμως η ραγδαία πολιτική και οικονομική ανάπτυξη των Αθηνών μετά τους Μηδικούς πολέμους δίνουν το προβάδισμα στην Αττική. Οι πρωτοπόροι τεχνίτες είναι αλλοδαποί: ο Θρασύβουλος ο Χαλκηδόνιος, που εισηγήθηκε τη ρυθμική διάρθρωση του λόγου σε κώλα (πιθανότατα κατά το πρότυπο των στροφικών συνθέσεων σε κώλα του Στησιχόρου του Ιμεραίου), ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος και ο Γοργίας, ο Λεοντίνος, που κατέπληξε ως απεσταλμένος της πατρίδας του με τα ρητορικό του σχήματα (τα «γοργίεια») το αθηναϊκό κοινό. Ο έντεχνος αττικός πεζός λόγος υπηρετεί τρία λογοτεχνικά είδη (και τις παραφυάδες τους), την ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία και τη ρητορική. Ο Θουκυδίδης είναι ο θεμελιωτής της φιλοσόφου και επιστημονικής ιστοριογραφίας. Η γλώσσα του είναι η παλαιά ατθίδα, της οποiας κύρια χαρακτηριστικά είναι: ξυν αντί σύν, θάλασσα αντί θάλαπα, ές αντί είς, θαρσώ αντί θαρρώ. Ποτέ συγγραφέας δεν είπε τόσα πολλά και τόσο βαθυστόχαστα με τόσο λίγες λέξεις! Το ύφος του είναι άπλαστο, ανηθοποίητο, τραχύ, ασύμμετρο, πυκνό και ασαφές -τα γνωρίσματα εκείνα που προσιδιάζουν στον μεγαλοπρεπή και υψηλό χαρακτήρα του λόγου. Το ύφος αυτό ήταν σύμμετρο με το μέγεθοs και τη βαρύτητα του πολέμου που σπάραζε 'την Ελλάδα.
Ο Ξενοφών θεωρείται ως «η αττική μέλισσα», αλλά τα αττικά του, ιδίως στο λεκτικό επίπεδο, θόλωσαν από το ξένο γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο για μεγάλο διάστημα αναγκάστηκε λόγω των φιλολακωνικών του πεποιθήσεων να ζήσει Στο εκτεταμένο έργο του απαντούν στοιχεία που προαναγγέλλουν την Κοινή (αντί του έτι το ακμήν, ο πρόγονος του ακόμη). Ο Πλάτων έβλεπε με καχυποψία τον μονοσήμαντο, απροστάτευτο και αφυδατωμένο γραπτό λόγο. Εντούτοις το έργο του είναι ένα από τα μνημειωδέστερα οικοδομήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κατά κανόνα μιμείται με χάρη και άνεση την καλλιεργημένη καθημερινή ομιλία, αποφεύγει τους εξεζητημένους τεχνικούς όρους και , διανθίζει τον λόγο του με ποιητικές εκφράσεις. Ανάλογα όμως με τις ανάγκες της διαγραφής των χαρακτήρων («ηθοποιΐα») ο φιλόσοφος επιλέγει ένα ύφος που προσιδιάζει είτε στη ρητορική, είτε στην έκφραση του σφοδρού πάθoυς, είτε στη συστηματική αφηρημένη διατύπωση των διανοουμένων, είτε στην ανειμένη αφήγηση των μυθολόγων, είτε στην ιερατική επισημότητα των χρησμωδών, είτε στην ξηρότητα και ακρίβεια των νομομαθών, είτε στον όγκο του διθυράμβου. «Αν ο Δίας ήθελε να μιλήσει στη γλώσσα των ανθρώπων, θα μιλούσε σαν τον Πλάτωνα», φρονεί ο Κικέρων (Πλούταρχος, Κικέρων, 24). Για να μην επισύρει τα ποδοκροτήματα και τις αποδοκιμασίες του εξημμένου πλήθους, για να μην αποκοιμίσει τον δικαστή, για να είναι ο έπαινος ή ο ψόγος πειστικός, οφείλει ο ρήτορας να αγορεύει κατανοητά. Όλοι οι αττικοί ρήτορες φροντίζουν για την καθαρότητα και την ορθοέπεια του λόγου τους, γι' αυτό και αργότερα προκρίθηκαν ως υποδείγματα απέφθου αττικού λόγου. Ως άκρος χειριστής της Αττικής θεωρήθηκε ο Λυσίας, ο οποίος μάλιστα ως επαγγελματίας συντάκτης δικανικών κυρίως λόγων προσπαθούσε να μιμηθεί τα αττικά που έπρεπε να μιλά σύμφωνα με τη μόρφωση και την κοινωνική του προέλευση ο διάδικος. Η αττική ρητορική κορυφώνεται στον νευρώδη και ανυπότακτο στους κανόνες δημοσθενικό λόγο, όπου συνδυάζονται η εύροια, το πάθος, η δεινότητα και ο πικρός σαρκασμός για τη «ραθυμία» των συμπολιτών του ρήτορα. Ο Λογγίνος στο Περί Ύψους (κεφ. 12) προσεικάζει προσφυέστατα τον ρήτορα με κεραυνό που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Την πολυπόθητη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού προετοίμασαν για αιώνες οι εμπορικές συναλλαγές, οι αμφικτυονίες, οι συμμαχίες, οι πανελλήνιοι αγώνες, τα κοινά ιερά και, φυσικά, η λογοτεχνία. Όμως την αποφασιστική ώθηση για την ομογενοποίηση, την απλούστευση και τη σταθερότητα έδωσε η νέα τάξη πραγμάτων που επέβαλε η μακεδονική ηγεμονία. Η γλώσσα που θα αποτελέσει τη βάση της πανελλήνιας Κοινής δεν ήταν η φτωχή Μακεδονική διάλεκτος, αλλά η Αττική, την οποία η μακεδονική δυναστεία είχε υιοθετήσει ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου. Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 2-13
Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα Η ανακάλυψη στις αρχές του 19ου αιώνα από τους Sir William Jones και Thomas Young της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, η διαπίστωση, δηλαδή, ότι οι περισσότερες γλώσσες που μιλιούνται σήμερα στην Ευρώπη κατάγονται από μία και μοναδική μητρική γλώσσα έθεσε στην κοινότητα των γλωσσολόγων ορισμένα σημαντικά και δυσεπίλυτα ιστορικά προβλήματα: Πώς και πότε έγινε η διάσπαση και η διασπορά της ενιαίας αυτής γλώσσας; Ποια ήταν η αρχική κοιτίδα του λαού που τη μιλούσε; Πηγές για την έρευνα των ιστορικών αποτελούν οι γλωσσικές και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες. Στις μεν πρώτες γίνεται σύγκριση των λέξεων του «πρωτο-λεξιλογίου» προκειμένου να ελεγχθεί αν και από πότε κάποιες γλώσσες εμφανίζουν γενετική ενότητα. Για παράδειγμα, η λέξη ayes- (χαλκός) υπάρχει στο ινδοευρωπαϊκό πρωτολεξιλόγιο, ενώ δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη για το σίδηρο, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχική ινδοευρωπαϊκή ενότητα χρονολογείται πριν από την εποχή του σιδήρου. Αντίστοιχα, η απουσία μιας κοινής ινδοευρωπαϊκής λέξης για τη θάλασσα αποκλείει τη Μεσόγειο ως αρχική κοιτίδα της εν λόγω ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη των αρχαιολογικών μαρτυριών χρησιμοποιεί τις ορατές αλλαγές στον υλικό πολιτισμό για να φτάσει σε συμπεράσματα όπως ότι η διασπορά ενός είδους προϊστορικής ταφής στη νότια Ρωσία ίσως υποδεικνύει μια ενδεχόμενη αρχική ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα.
Τέτοιου είδους μαρτυρίες χρησιμοποιούνται από τις θεωρίες που υιοθετούν ως κύριο ερμηνευτικό εργαλείο την έννοια της μετανάστευσης. Στον αντίποδα αυτών βρίσκεται η δημογραφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το αρχαιολογικό υλικό δεν παράγει άμεσες πληροφορίες σχετιζόμενες με τη γλωσσική προϊστορία, αλλά προσφέρει τεκμήρια δημογραφικών και κοινωνικών αλλαγών που ενδέχεται να σχετίζονται με τις γλωσσικές αλλαγές. Απορρίπτοντας το μοντέλο της μετανάστευσης, ο εμπνευστής της δημογραφικής θεωρίας Colin Renfrew αναζητά λύση σε πολύ αρχαιότερες βαθμιαίες δημογραφικές διαδικασίες, σχετιζόμενες με την εξάπλωση του γεωργικού τρόπου παραγωγής από την Ανατολή προς τη Δύση.
Σε συνέχεια του εντοπισμού της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής ενότητας με βάση τις συγκρίσεις μεταξύ των γλωσσών, το επόμενο εύλογο ερώτημα ήταν αν θα μπορούσε αντίστοιχα να εντοπιστεί μια απώτερη κοινωνική και πολιτιστική ινδοευρωπαϊκή ενότητα, ένα minimum κοινού ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού. Η απάντηση από πολλούς μελετητές ήταν θετική με βάση μια τριμερή ιεραρχική δομή - στο επίπεδο της κοινωνίας, της μυθολογίας και της θρησκείας – κοινή στους αρχαίους ινδοευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Οι αντιρρήσεις που δέχεται η τριμερής αυτή θεωρία είναι, αφενός, ότι η αναλογία αυτή δεν ανάγεται αναγκαστικά σε κοινή καταγωγή, αφού μπορεί να εξηγηθεί από την ομοιότητα του πολιτισμικού επιπέδου και, αφετέρου, ότι στην απώτερη προϊστορία, όπου τοποθετείται η γέννηση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, δεν φαίνεται πιθανόν, βάσει των αρχαιολογικών μαρτυριών, να υπήρχε τόσο έντονα ιεραρχικά δομημένη κοινωνική οργάνωση.
Πλάτων και Αριστοτέλης Το ερώτημα «ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη λέξη, το όνομα, και στο “πράγμα” που αυτή ονομάζει», είναι ένα από τα φλέγοντα θέματα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στην αναζήτηση της γνώσης και της αλήθειας του κόσμου. Έτσι, δεν μπορούσε παρά να απασχολήσει και τους δυο μεγάλους στοχαστές της αρχαιότητας, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Στο διάλογο του Πλάτωνα Κρατύλος, ο ιδεαλιστής φιλόσοφος αναζητά στη γλώσσα το μέσο προς τη βέβαιη γνώση, τη γνώση των ιδεών. Τα πρόσωπα που διαλέγονται είναι ο Κρατύλος και ο Σωκράτης. Ο μεν πρώτος θεωρεί δεδομένη και αναγκαία τη σχέση πράγματος - ονόματος, με την προϋπόθεση ότι το όνομα εκφράζει τα κοινά, ουσιώδη και σταθερά χαρακτηριστικά που κάνουν κάτι να είναι αυτό που είναι. Το όνομα δηλαδή συμπυκνώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του πράγματος. Ωστόσο, στη συνέχεια οι δυο συνομιλητές βρίσκονται μπροστά σε αντιφάσεις που προκύπτουν από την αναζήτηση φυσικής ομοιότητας ονομάτων-πραγματικότητας. Έτσι, ο Πλάτωνας, δια στόματος Σωκράτη, δέχεται τελικά ότι τα ονόματα δεν οδηγούν στη γνώση της πραγματικότητας. Η αιτιακή σχέση πραγματικότητας- ονόματος χάνεται στη δίνη της γλωσσικής πολυμορφίας και αλλαγής. Η γλώσσα, λοιπόν, διαστρέφει μάλλον παρά αντανακλά την αληθινή φύση των πραγμάτων.
Γενικότερα, στον πλατωνικό ιδεαλισμό εκφράζεται δυσπιστία απέναντι στην αισθητήρια αντίληψη, τις ορμές, τις προσηλώσεις ή τις ιδιοτροπίες του σώματος. Στο μέτρο που ο άνθρωπος σκέφτεται και εξωτερικεύει με τη λαλιά τη σκέψη του, η γνώση που εκφράζει δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί σε μιαν απλή αντανάκλαση της γυμνής και ανεπεξέργαστης εμπειρίας. Με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται ο διάλογος και η γλωσσική επικοινωνία ως ο αναγκαίος τρόπος άσκησης της φιλοσοφίας. Η
επινόηση της φιλοσοφίας -με την αυστηρή έννοια του όρου φιλοσοφία- αποδίδεται στον Πλάτωνα ως ύφος πολιτισμικής έκφρασης, ως καθιερωμένο είδος μέσα στον παγκόσμιο πολιτισμό. Αυτό το είδος έχει τον Πλάτωνα ως επινοητή του και γι’ αυτό το λόγο, έκτοτε, κάθε φιλοσοφία που θέλει να είναι άξια του ονόματός της λίγο ή πολύ είναι πλατωνική. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη πλευρά, έχει μείνει στην ιστορία της φιλοσοφίας ως τρανό παράδειγμα ελεύθερου και πρωτότυπου στοχαστή. Μαθητής του Πλάτωνα, στάθηκε άξιος συνεχιστής του προς την κατεύθυνση μιας πνευματικής εξέλιξης και μιας διαρκούς εμβάθυνσης. Δανείζεται από τον δάσκαλό του τη ρίζα του ιδεώδους του για τη σοφία και την επιστήμη, καθώς και την περίφημη φιλοσοφία των ιδεών. Ο Αριστοτέλης ξεκινά ορίζοντας την επιστήμη ως την αληθινή και βέβαιη γνώση. Γι’ αυτόν η τάξη του κόσμου είναι ένα πρώτο δεδομένο, προφανές και αναγκαίο από μόνο του, που δεν έχει νόημα να ζητάμε το «γιατί» είναι έτσι, απλώς το αντιλαμβανόμαστε και το αναλύουμε. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν αναζητά καν σχέση ονομάτων-πραγματικότητας. Η ιδέα ότι η νόηση χρησιμοποιεί εικόνες της πραγματικότητας τις οποίες κατασκευάζει και όχι τα ίδια τα πράγματα, αποτελεί αντικειμενική αριστοτελική αλήθεια. Μεσολαβεί η ανθρώπινη διάνοια, ώστε οι λέξεις να γίνονται σύμβολα των εικόνων της νόησης, όχι των ίδιων των πραγμάτων, και τα ονόματα να αποκτούν νόημα. Με βάση αυτό, η αλήθεια και το ψεύδος είναι ιδιότητες του λόγου, όχι των ονομάτων. Άλλωστε, τα ονόματα είναι πεπερασμένα, ενώ τα πράγματα απειράριθμα. Άρα δεν είναι δυνατή η αντιστοιχία ένα προς ένα. Επιπλέον, τα ονόματα έχουν νόημα ακόμα κι αν δεν αναφέρονται σε υπαρκτά πράγματα, αλλά σε αντικείμενα της σκέψης, όπως π.χ. η πλατωνική ιδέα.
Ερασμική προφορά Ερασμική προφορά καλείται η προφορά της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας που εισηγήθηκε ο Έρασμος, αντί της «παρεφθαρμένης» βυζαντινής προφοράς (pronunciatio depravata) που χρησιμοποιούνταν ως τότε από τους Ευρωπαίους. Η νέα προφορά άρχισε να χρησιμοποιείται το 1558 σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει –μερικώς τουλάχιστον– τη γνήσια προφορά της Αρχαίας Ελληνικής, η οποία ήταν αρκετά διαφορετική από τον τρόπο με τον οποίο προφέρεται σήμερα η Νεοελληνική γλώσσα. Ο Έρασμος, ή Erasmus Desiderius (το πραγματικό του όνομα είναι Geert Geerts), έμεινε στην ιστορία ως φιλόλογος, θεολόγος και μεγάλος ουμανιστής, σε μια περίοδο που το αίτημα για τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της ανθρώπινης σκέψης είχε μόλις αρχίσει να διατυπώνεται. Γεννήθηκε στο Ρότερνταμ γύρω στο 1466 και πέθανε στη Βασιλεία της Ελβετίας το 1536. Σπούδασε στην Γαλλία, την Ιταλία και την Αγγλία, ενώ διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1492 χειροτονήθηκε ιερέας και το 1505 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Υπήρξε πολυγραφότατος, με τεράστια αλληλογραφία, διακεκριμένος για τη γλαφυρότητα, την πολυμάθεια, τη ευφυία και, ιδιαίτερα, για την καυστικότητά του. Το έργο του διαπνέεται στο σύνολό του από αρχές όπως ο φιλειρηνισμός, η αναμόρφωση των θεσμών, η ανοχή στις ανθρώπινες ιδέες, η ενοποίηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η θεωρία περί ερασμικής –και όχι ερασμιακής, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται– προφοράς κατατέθηκε από τον Έρασμο στο έργο Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου (De recta latini graecique sermonis pronunciatione, Βασιλεία, 1528). Στηριζόμενος στις ιδέες που είχαν αναπτύξει νωρίτερα άλλοι λόγιοι, ο Έρασμος υποστήριξε ότι η προφορά ορισμένων φωνηέντων και συμφώνων ήταν διαφορετική κατά την κλασική περίοδο απ’ ό,τι στα μεταγενέστερα χρόνια και εισηγήθηκε ο ίδιος μια προφορά της αρχαίας ελληνικής, κατά την οποία όλα τα διπλά φωνήεντα διαβάζονται αυτοτελώς, π.χ. αυ=αϋ, ει=εϊ κτλ. Στήριξε την πρόταση του σε ένα σύνολο από επιχειρήματα, ξεκινώντας από το ότι οι ελληνικές λέξεις που υιοθετήθηκαν από την λατινική γλώσσα γράφονταν διαφορετικά απ’ ότι προφέρονταν από τους σύγχρονούς του Έλληνες, γεγονός που προϋποθέτει διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα ελληνική προφορά. Εξάλλου, πέρα από τις ορθογραφικές δυσκολίες που γεννά η νεοελληνική προφορά, τι λόγο θα είχαν οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα να χρησιμοποιούν τόσα διαφορετικά σημεία για το συμβολισμό του ίδιου φθόγγου; Ο ίδιος ο Έρασμος δεν χρησιμοποίησε την προφορά που πήρε το όνομά του, ούτε φαίνεται να εισηγήθηκε ποτέ την πρακτική εφαρμογή της, ωστόσο ο αντίκτυπος της ερασμικής πρότασης υπήρξε μεγάλος, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, και προκάλεσε θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Η στροφή των δυτικών στην κλασική Ελλάδα και
η περιφρόνηση προς τη βυζαντινή λόγια παράδοση, σε συνδυασμό με τη διάδοση του καλβινισμού, ο οποίος αποδέχθηκε τις απόψεις του Ολλανδού λογίου, συνέβαλαν τελικά στην καθιέρωση της ερασμικής προφοράς, η οποία χρησιμοποιείται με διάφορες αποκλίσεις σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Με την ανάπτυξη του κινήματος του φιλελληνισμού το 19ο αιώνα και την ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους, υπήρξε σαφής προτίμηση στον τρόπο με τον οποίο προφέρουν οι Νεοέλληνες και τα αρχαία ελληνικά, ενώ στα ίδια πλαίσια επιβλήθηκε στις ελληνικές συνειδήσεις και ο εξελληνισμός των ξένων ονομάτων, π.χ. Σαιξπήρος αντί Shakespeare, και Γοίθιος αντί Goethe.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ Εισαγωγή Ο Μέγας Αλέξανδρος και η διάδοση της Ελληνικής γλώσσας Παλαιά και Καινή Διαθήκη
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ
Εισαγωγή Ο άνθρωπος είναι κατά τον Αριστοτέλη «ζώον πολιτικόν» με την έννοια πως μέσα στην πόλη, σε μια οργανωμένη συναινετική κοινωνία, μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρον τις έμφυτες ικανότητές του και να προικιστεί και με επίκτητες. Μέσα στην πόλη και η γλώσσα, το κατεξοχήν όργανο επικοινωνίας, πλουτίζεται, εκλεπτύνεται και ομαλοποιείται Η συγκρότηση της πόλεως-κράτους κατά την αρχαϊκή περίοδο σε συνδυασμό με την καθιέρωση πανελλήνιων θρησκευτικών και αθλητικών κέντρων, τη σύναψη συμμαχιών και ευρύτερων πολιτικών ενώσεων (αμφικτuονίαι) και την ανάπτυξη φυσικά των εμπορικών συναλλαγών συνέτεινε στην εξομάλυνση των διαλεκτολογικών διαφορών. Παράλληλα με τις υπερτοπικές λογοτεχνικές διαλέκτους του έπους και της χορικής ποίησης αρχίζει να διαμορφώνεται στην Ιωνία, που είναι πάντοτε πρωτοπόρα, ένα είδος υπερτοπικής Κοινής. Ώς την αρχή των Μηδικών πολέμων αυτή η Ιωνική Κοινή, η οποία μονοπωλεί σχεδόν τον έντεχνο πεζό λόγο, είναι «η γλώσσα περιωπής». Μετά το πέρας των Μηδικών πολέμων, την πολιτική και πνευματική ηγεμονία των Ελλήνων αναλαμβάνει η Αθήνα. Ο περσικός κίνδυνος συσπειρώνει τους Έλληνες και η συσπείρωση αυτή στο γλωσσικό επίπεδο ευνοεί την Αττική διάλεκτο. Η αθηναϊκή συμμαχία (478/7) με έδρα το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο επιβάλλει ως κέντρο αναφοράς πολλών πόλεων και νήσων την Αθήνα. Εκεί συρρέουν θεωροί, διάδικοι, μέτοικοι, διονυσιακοί τεχνίτες, περιεργοπένητες, σοφιστές και εταίρες. Για να ενσωματωθούν οι επήλυδες στην απαιτητική κοινωνία των Αθηνών αναγκάζονται να
υιοθετήσουν τον αθηναϊκό τρόπο ζωής και προπάντων να χειρίζονται με ευχέρεια την εκλεπτυσμένη Αττική διάλεκτο. Η κοσμόπολη των Αθηνών είναι πλέον το «πρυτανείον της σοφίας», η «Ελλάδος παίδευσις». Ούτε η ατυχής έκβαση του Πελοποννησιακού πολέμου ούτε οι εμφύλιοι σπαραγμοί ούτε καν η άνοδος της μακεδονικής δύναμης ανέκοψαν την εξέλιξη της Αττικής σε πανελλήνιο γλωσσικό όργανο. Αντιθέτως μάλιστα ο Φίλιππος Β', ηγεμόνας μεγάθυμος και οξυδερκής, καθιέρωσε την Αττική ως επίσημη γλώσσα της παιδευτικής αγωγής και της διοίκησης του κράτους του. Ο Αλέξανδρος και οι γόνοι αριστοκρατικών μακεδονικών οικογενειών είχαν λάβει μόρφωση αττική. Η περίλαμπρη πανελλήνια εκστρατεία στην Ανατολή προωθεί τον ελληνισμό ώς τις εσχατιές της Βακτριανής. Στα πολυεθνικά κράτη των διαδόχων θα λάβει σάρκα και οστά η γενναία απόφανση του Ισοκράτη ότι Έλληνες είναι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδεύσεως. Και παίδευση σημαίνει πρωτίστως εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Η Κοινή διάλεκτος που την εποχή των διαδόχων αποβαίνει παγκόσμιο όργανο επικοινωνίας είναι ιδίωμα το οποίο έχει ως βάση του την Αττική. Το ιδίωμα αυτό προωθήθηκε συνειδητά από τη μακεδονική διοίκηση και το στρατό, αλλά και από εμπόρους, τυχοδιώκτες και λογίους στη Μικρά Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο. Ο όρος Κοινή (εννοείται διάλεκτος) είναι αρχαίος. Για την προέλευση της Κοινής οι γραμματικοί διαφωνούσαν. Οι μεν πίστευαν ότι πράγματι προερχόταν από τον συγκερασμό των τεσσάρων βασικών διαλέκτων (η έκ τών τεσσάρων συνεστώσα), άλλοι ότι αυτή ήταν η μητέρα των τεσσάρων, άλλοι ότι επρόκειτο για πέμπτη διάλεκτο ή ότι ήταν μετεξέλιξη της Αττικής. Η τελευταία άποψη που υποστήριξε και στα νεότερα χρόνια ο Γ. Χατζιδάκις και πολλοί άλλοι έγκυροι μελετητές είναι η ορθή. Σήμερα, πάντως, με τον όρο Κοινή εννοούμε τα διάφορα επίπεδα γλώσσας με τις συνεπακόλουθες υφολογικές αποκλίσεις που ο ελληνικός κόσμος χρησιμοποιούσε στον προφορικό και εν μέρει στον γραmό λόγο από την ελληνιστική ώς την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Πρόκειται συνεπώς για μια γλώσσα πολυσυλλεκτική και «εγκυκλοπαιδική» που έχει έναν πυρήνα με εξακτινώσεις. Αναμφιβόλως δεν μιλούσαν την ίδια Κοινή ο Αθηναίος και ο Πελοποννήσιος, ο Ίωνας και ο Μακεδόνας, ο εξελληνισμένος Ιουδαίος και ο «ηγεμών έκ Δυτικής Λιβύης». Σε αντίθεση φυσικά με την προφορική που παρουσίαζε μεγάλη ανομοιομορφία η Κοινή γραφομένη έτεινε i σε ομοιομορφία. Όμως και εδώ οι διαφοροποιήσεις είναι σημαντικές. Ο ιστορικός Πολύβιος γράφει μιαν εκλεπτυσμένη και πλουσιοτάτη Κοινή, ενώ επί παραδείγματι ο συντάκτης ενός καταδέσμου γράφει σε μια χυμώδη, αλλά απείθαρχη δημώδη. Οι άμεσες πηγές μας για την Κοινή είναι τα κείμενα που διασώθηκαν σε επιγραφές, παπύρους, και όστρακα (θραύσματα αγγείων). Πλούσιο υλικό παρέχουν επίσης τα λεξικά των αττικιστών και τα ελληνολατινικά γλωσσάρια, δηλαδή οι στοιχειώδεις μέθοδοι εκμαθήσεως της Ελληνικής που προορίζονταν για τους λατινόφωνους, και φυσικά η λογοτεχνία. Σημαντικότατα μνημεία της Κοινής είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα (Ο'), η Καινή Διαθήκη, τα Απόκρυφα και
τα Ψευδεπίγραφα. Οι έμμεσες πηγές της Κοινής είναι οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της Νέας Ελληνικής, nou ανάγονται στη βυζαντινή Κοινή. Εξαίρεση αποτελούν τα τσακώνικα που ανάγονται στη Νεολακωνική Δωρική. Ήδη στα πρώτα στάδια της εξέλιξής της η Κοινή πολιορκεί και το προπύργιο του γλωσσικού συντηρητισμού, τη λογοτεχνία. Βέβαια όσα από τα ποιητικά είδη επιβιώνουν (έπος, ελεγεία, ίαμβος, επίγραμμα) διατηρούν με κάποιους συμβιβασμούς την παλαιά τους τεχνητή διάλεκτο. Καινοφανή είδη συγγράφονται σε νέες, επίσης τεχνητές, διαλέκτους. Έτσι η γλώσσα των Βουκολικών του Θεοκρίτου είναι μια υπερτοπική Δωρική που έχει ως βάση τη διάλεκτο των Συρακουσών. Μια εκλεπτυσμένη μορφή της Κοινής χρησιμοποιούν οι ελάσσονες δημιουργοί των Ανακρεοντείων, των πρώιμων χριστιανικών ύμνων και των εργατικών και ερωτικών στιχουργημάτων. Από τους πρώτους ωστόσο μεταχριστιανικούς αιώνες εμφανίζονται και τα πρώτα δείγματα ρυθμοτονικής ποίησης, η οποία τελικά θα υπερισχύσει. Η παραδοσιακή προσωδιακή ποίηση θα υποβιβασθεί σε μουσειακό είδος. Αξιολογότερες είναι οι κατακτήσεις της Κοινής στον πεζό λόγο. Ήδη ο Αριστοτέλης, τον οποίο θαύμαζε ο Κικέρων για το χρυσό ποτάμι του λόγου του, χρησιμοποιεί μια πρώιμη λογοτεχνική Κοινή. Στην Κοινή επίσης συγγράφουν φιλόσοφοι, ιστορικοί, πολυΐστορες, επιστήμονες, μυθογράφοι και παραδοξογράφοι. Οι αποκλίσεις, ωστόσο, είναι σημαντικές: η γλώσσα του Πολυβίου (201-120 π.Χ.) είναι εξόχως τεχνουργημένη (νεολογισμοί, ποιητικές λέξεις, αποφυγή χασμωδίας), ενώ η γλώσσα του Επικτήτου (55-135 μ.Χ.), που ήταν απελεύθερος, συγγενεύει με τη δημώδη Κοινή. Το πολιτιστικό λοιπόν γόητρο των Αθηνών, η λογοτεχνική παραγωγή (ιδιαίτερα η πεζογραφία) και τέλος η πειθανάγκη που ασκούσε η κρατική εξουσία (αθηναϊκές συμμαχίες και αργότερα μακεδονική μονοκρατορία) ενίσχυσαν στη διαπάλη των διαλέκτων την Αττική. Η Κοινή, ωστόσο, που διαμορφώθηκε ήταν αποτέλεσμα παραχωρήσεων και συμβιβασμών. Έτσι γνωρίσματα αποκλειστικά αττικά, όπως τα ττ αντί του σσ και η δεύτερη αττική κλίση (λεώς), απορρίφθηκαν, εφόσον οι άλλες διάλεκτοι είχαν να προσφέρουν ενιαίο τύπο. Η ροπή του αττικού προφορικού λόγου για απλοποίηση, δηλαδή για καταφυγή στο νόμο της μικρότερης προσπάθειας βρήκε απρόσμενους συμμάχους. Οι αλλόγλωσσοι, αλλά και όσοι μιλούσαν άλλες διαλέκτους, καθώς και οι απλοί άνθρωποι του λαού αδυνατούσαν να μεταχειριστούν τις πολυάριθμες ιδιοτροπίες, τη φαντασμαγορία των μορίων, τις περίπλοκες συντάξεις και τις λεπτότατες σημασιολογικές αποχρώσεις της αυστηρής ατθίδος. Με τον καιρό συντελούνται αποφασιστικής σημασίας αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, οι οποίες οδηγούν στη συγκρότηση ενός εύπλαστου, πλούσιου και προπάντων απλουστευμένου γλωσσικού οργάνου. Βάση λοιπόν είναι η Αττική, αλλά στη διαμόρφωση της Κοινής συνέβαλαν κατά δύναμη και οι άλλες διάλεκτοι. Πλουσιότερη ήταν η συνεισφορά της Ιωνικής. Ο Στ. Γ. Καψωμένος (1907-1978) και ο Αγαπητός Τσοπανάκης απέδειξαν ότι η συμβολή της Δωρικής ήταν πολύ σημαντικότερη από ό, τι πίστευαν παλαιότεροι ερευνητές. Η
Δωρική πλούτισε ιδιαίτερα τη στρατιωτική και νομική ορολογία: λοχαγός, ουραγός, ξεναγός (αρχικά: αρχηγός των μισθοφόρων), άγημα, ανάδοχος. Δωρικά είναι και τα χρηστικότατα: Βουνός (ΝΕ Βουνό αντί του αττικού όρος), λαός, ναός, ορκωμοσία. Ακόμη και η περιθωριακή ΒΔ προίκισε την Κοινή και ιδίως τη Νεοελληνική με την επέκταση της κατάληξης -ες από την ονομαστική των τριτοκλίτων στην αιτιατική: οι πατέρες → τούς πατέρες (και κατ' αναλογίαν: οι, τούς ταμίες). Τη διοικητική και στρατιωτική ορολογία επιχορηγεί και η Μακεδονική: δεκανός (> ΝΕ δεκανέας, δεκανίκι), ταξίαρχος, σωματοφύλακες, υπασπισταί. Μακεδονική καταγωγή έχουν η λέξη κοράσιον και η κατάληξη -ισσα (Μακεδόνισσα). Βαθύτατες, λοιπόν, είναι οι αλλαγές που συντελέσθηκαν κατά την περίοδο της Κοινής στο φωνολογικό σύστημα, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο της Ελληνικής. Οι αποφασιστικότερες, ωστόσο, αυτές που κυρίως οδήγησαν στη διαμόρφωση της Νέας Ελληνικής, συνέβησαν στη φωνολογία. Ο τονισμός της Αρχαίας Ελληνικής ήταν μουσικός, όπως φαίνεται άλλωστε και από την ορολογία: αρμονία, προσωδία, οξεία, βαρεία, κτλ. Η μετάβαση από τον μουσικό στο δυναμικό τονισμό (ακριβέστερα: ο λεξικός από μουσικός έγινε δυναμικός) φαίνεται ότι είχε ως συνέπεια την κατάργηση της προσωδίας. Η μονοφθόγγηση λοιπόν των διφθόγγων επιταχύνεται (ει → i, αι → e) και τα φωνήεντα γίνονται ισόχρονα. Έτσι επί παραδείγματι τα ι, ει, η, οι και υ συνέπεσαν να προφέρονται ως i (η μετεξέλιξη της προφοράς της διφθόγγου οι σε ί ολοκληρώθηκε μόλις τον 10ο αι. μ.Χ.!). Ο ιωτακισμός είχε ως συνέπεια να προκύψουν πάμπολλες ομοφωνίες (λέξεις με διαφορετικά νοήματα, οι οποίες είχαν. την ίδια προφορά). Και στο πεδίο των συμφώνων οι αλλαγές ήταν σαρωτικές. Ωστόσο ώς σήμερα σε νεοελληνικές διαλέκτους τα διπλά σύμφωνα (άλλος = άλ-λος) εξακολουθούν να προφέρονται και το τελικό -ν που καταδιώκεται από τον 4ο αι. π.Χ. εξακολουθεί να αντιστέκεται! Η γραφή βέβαια παρέμεινε φωνητική. Η δυσαρμονία ανάμεσα στο γράφημα και το φώνημα είχε ως συνέπεια την πληθώρα ορθογραφικών λαθών: ώντος αντί όντως, λυπόν αντί λοιπόν, κτλ. Στη μορφολογία κυρίαρχη είναι η τάση για απλοποίηση, η οποία και συντελείται κυρίως διά της αναλογίας. Δισύλλαβοι και τρισύλλαβοι σχηματισμοί αντικαθιστούν ιδιότροπα από κλιτική άποψη μονοσύλλαβα: οίς: πρόβατον, μυς: ποντικός, ύς: χοίρος, ναύς: πλοίον. Τα ανώμαλα παραθετικά αντικαθίστανται: μέγας, μειζώτερος ή μεγαλώτερος (αντί του μείζων), μέγιστος. Τα επιρρήματα σε ως (καλώς} περιορίζονται προς όφελος των σε -α (καλά): Η πολυτυπία του ρήματος περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία. Ορισμένα από τα εις -μι ρήματα προσχωρούν στα εις -ω: δίδωμι -δίδω. Το τέρας του δυϊκού αριθμού που ήδη από τον 3ο αι. Π.Χ. είχε υποστεί βαρύτατα πλήγματα, δέχεται από τον ίδιο τον Ιησού τη χαριστική βολή: «ΟυδεΙς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Λουκάς, 16, 13). Οι αττικιστές όμως προσπαθούν να αναστήσουν αυτόν τον αρχαϊκότατο τύπο: δυσΙ μή λέγε, αλλά δυοίν (Φρύνιχος).
Και στο πεδίο της σύνταξης η Κοινή επιδιώκει την απλοποίηση, την αναλυτική έκφραση και τη σαφήνεια. Τις γυμνές πτώσεις αντικαθιστούν σε ποικίλες περιπτώσεις οι ακριβέστερες εμπρόθετες συντάξεις. Η αιτιατική ως αντικείμενο εκτοπίζει σταδιακά τη γενική και δοτική (ακούειν τινά, αντί τινός). Το απαρέμφατο αντικαθίσταται: το ειδικό από το ότι + οριστική και το τελικό από το ίνα + υποτακτική. Η ευκτική κλονίζεται και ορισμένες χρήσεις της περιπίπτουν σε αχρηστία. Η παράταξη και το ασύνδετο περιορίζουν την υπόταξη. Έτσι ο σύνδεσμος και πλουτίζεται με νέες σημασίες. Υπάρχουν λέξεις αιωνόβιες, μακρόβιες, βραχύβιες και εφήμερες -αυτές είναι και οι πιο θορυβώδεις. Η Κοινή αναγκάζεται να απορρίψει ένα μεγάλο αριθμό λέξεων που είτε αντιστέκονταν στην τάση για απλοποίηση είτε είχαν απολέσει την ετυμολογική τους διαφάνεια είτε ήταν υπερβολικά ιδιωματικές είτε αντιπροσώπευαν αντικείμενα και αξίες θνησιγενείς. Οι απώλειες, ωστόσο, αντισταθμίζονται με τη συρροή χιλιάδων νεολογισμών που επιβάλλουν οι ριζικές αλλαγές, οι οποίες πραγματοποιούνται στο κοινωνικό επίπεδο με την άνοδο των λαϊκών στρωμάτων, στο πολιτικό με τα πολυεθνικά κράτη των διαδόχων και τη ρωμαιοκρατία, και στο πολιτιστικό με την εμφάνιση του xριστιανιμoύ. 'Έτσι επί παραδείγματι πολλές αρχαίες λέξεις αποκτούν νέες σημασίες στη χριστιανική γραμματεία (άγγελος, διάβολος, επίσκοπος, εκκλησία). Κατά την περίοδο της Κοινής η Ελλάδα υποτάχθηκε πολιτικά στη Ρώμη (1ος αι π.Χ.) και πολιτιστικά στον χριστιανισμό. Η διττή αυτή καταδυνάστευση άφησε ανεξίτηλα σημάδια ακόμη και στην εθνική μας ονομασία: Ρωμιοί (Ρωμαίοι δηλαδή) και Χριστιανοί αντί του Έλληνες! Η κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους ήταν φυσικό να οδηγήσει σε ένα γλωσσικό δούναι-λαβείν ανταγωνιστικού χαρακτήρα. Οι Ρωμαίοι ως ενσυνείδητοι θεμελιωτές μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας αποδείχθηκαν επιμελείς μαθητές στους τομείς εκείνους που ένιωθαν ότι υστερούσαν. Έτσι αργυρολόγησαν συστηματικά την Ελληνική για να καλύψουν τις ανάγκες της φτωχής αγροτικής τους γλώσσας στην τέχνη, στην επιστήμη και στην ηδυπάθεια. Για να διευκολύνουν το διοικητικό τους μηχανισμό συνέστησαν επίσημη μεταφραστική υπηρεσία στη Ρώμη. Ένα τμήμα μάλιστα από τη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη, ιδίως οι γυναίκες της αριστοκρατίας, ήταν δίγλωσσο. Ο Καίσαρ ξεψύχησε με το περιλάλητο «Καί συ τέκνον, Βρούτε;». Ο Αύγουστος πέθανε με ένα στίχο του Μενάνδρου στα χείλη. Ο Νέρων μετέφραζε Αισχύλο και διέπρεψε ως ερμηνευτής τραγωδιών. Οι ποιητές σύλησαν τα μέτρα, τα είδη, τους τρόπους και τη θεματική της κλασικής και της ελληνιστικής ποίησης. Οι Έλληνες αντιθέτως (ακόμη και οι Γραικύλοι!) κράτησαν στάση υπεροπτική έναντι της Λατινικής γλώσσας και του ρωμαϊκού πολιτισμού γενικότερα. Τα δάνεια από τη Λατινική είναι περιορισμένα κατά τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης. Την αντίσταση καθοδηγούσαν οι αττικιστές, οι υπέρμαχοι της γλωσσικής καθαρότητας και ανεπιμιξίας. Τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ., ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός λέξεων (ιδίως από τη στρατιωτική, διοικητική και εμπορική ορολογία) παρεισέφρησε στα ελληνικά. Η επίδραση της Λατινικής στην Ελληνική είναι ανεπαίσθητη στο συντακτικό επίπεδο, κάπως αισθητή στο μορφολογικό (κυρίως σε παραγωγικές καταλήξεις: -άριος, -άτος, -ούρα, -πουλλος) , αλλά ισχυρότατη στο λεξιλογικό. Πάμπολλες λέξεις που πολιτογραφήθηκαν ιδίως στην όψιμη Κοινή διατηρούνται ώς σήμερα: τίτλος, μεμβράνη, μίλιον, δικτάτωρ, κάστρο, κάρβουνο, σπίτι (οσπίτιον), παλάτι, φάβα,
λουκάνικο. Λατινική επίσης προέλευση έχουν τα ονόματα των μηνών και αρκετά ανθρωπωνύμια: Αντώνιος, Κωνσταντίνος, Πουλχερία. Η συνάντηση ελληνισμού και ιουδαϊσμού ήταν μια τραυματική εμπειρία και για τις δύο πλευρές. Οι Έλληνες κατέκτησαν και θέλησαν να επιβάλουν το δικό τους κοσμοείδωλο και το δικό τους τρόπο ζωής σε ένα λαό που θεωρούσε τον εαυτό του ως περιούσιο. Οι Μακκαβαίοι αποτίναξαν τον ελληνικό ζυγό και για ένα διάστημα η lουδαία παρέμεινε ανεξάρτητη. Όμως το 68 π.Χ. ο Πqμπήιος προσάρτησε την ευρύτερη περιοχή στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης. Στο μεταξύ, ήδη από τον 3ο αι π.Χ., ένα μεγάλο μέρος των lουδαίων της διασποράς είχε ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά. Προς χάρη λοιπόν αυτών των ελληνόγλωσσων lουδαίων (ελληνισταί) η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στην ελληνιστική Κοινή. Η μεταφραστική διαδικασία διήρκεσε περίπου τρεις αιώνες (Το βιβλίο του Ιώβ μεταφράστηκε μόλις τον 1ο αι μ.Χ.). Το κείμενο των Εβδομήκοντα (Ο') δεν έχει ενιαία γλωσσική μορφή. Οι πολυπληθείς βαρβαρισμοί (Έξοδος, 18, 6 Τρία εγώ ειμί), σολοικισμοί (Γένεσις, 1, 1 σύν τόν ουρανόν), σημιτισμοί (έν + έναρθρο απαρέμφατο, Γένεσις, 4, 8 καί εγένετο έν τω είναι αυτούς), τα άκλιτα ονόματα (Αβραάμ, Ιακώβ) και γενικότερα το ακαλλώπιστο και τραχύ ύφος αποκαλύπτουν ότι ο αυταρχικός λόγος του Γιαχβέ δυσφορούσε με το αλλόγλωσσο ένδυμα. Υφολογική ανομοιογένεια χαρακτηρίζει και την Καινή Διαθήκη. Το ένα άκρο καταλαμβάνουν τα τεχνουργημένα ελληνικά του Λουκά, το άλλο η αυχμηρή δημώδης της Αποκάλυψης. Οι πολυπληθείς «βιβλισμοί» (οι ιδιοτυπίες των Ο') και εβραϊσμοί θυμίζουν συνεχώς ότι η Καινή Διαθήκη δεν καταλύει, αλλά συνεχίζει και συμπληρώνει τον Νόμο και τους Προφήτες. Τα ιδιότυπα ελληνικά της Βίβλου, που προκαλούσαν τον αποτροπιασμό των θιασωτών του άπεφθου ελληνισμού, επηρέασαν με την επικράτηση του χριστιανισμού το δημώδες κυρίως ρεύμα της Κοινής. Η Κοινή λοιπόν είναι μια γλώσσα επικοινωνίας, που διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, καθώς χρωματίζεται από την τοπική διάλεκτο (δωρίζουσα και ιωνίζουσα Κοινή), που αρέσκεται στις ζωηρές εκφράσεις (ευθύς λόγος αντί πλαγίου, υπερθετικά αντί συγκριτικών), που επιδιώκει την έμφαση, την ευκρίνεια και την απλότητα, που προσλαμβάνει, αν παραστεί ανάγκη, δάνεια από την υψηλή λογοτεχνία (λαίλαψ), αλλά και από τις γλώσσες όμορων λαών. Είναι επίσης μια γλώσσα περιωπής, το κλειδί για την πρόσβαση στα αγαθά ενός υψηλού πολιτισμού. Για αιώνες πολλούς το άνυσμα της επικράτειάς της ήταν τεράστιο. Αλλοεθνείς ηγεμόνες (Αρμένιοι, Πάρθοι, ο Σικλώ ο βασιλίσκος των Νουβάδων), ιερείς (ο Αιγύπτιος Μανέθων, ο Βαβυλώνιος Βαρωσσός, οι Δρυΐδες της Γαλατίας) και σοφιστές γράφουν στην Κοινή. Στις αρχές του 3ου αι Π.Χ. ενώ η Κοινή αρχίζει τη θριαμβική της πορεία προς τη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού, η ρητορική εγκαταλείπει σταδιακά το λίκνο της,
την Αθήνα, και καταφεύγει στην Έφεσο, τη Σμύρνη και τη Ρόδο. Βέβαια με την κατάρρευση της δημοκρατίας, η ελευθερία της έκφρασης που ακόνιζε τη δεινότητα του ρήτορα έχει φαλκιδευτεί, αλλά η «άκεντρος» ρητορική των γυμνασμάτων είναι ελεύθερη να φλυαρεί για ανώδυνα θέματα. Το ασιανό ύφος (ασιανός ζήλος, ασιανισμός) εξορμά από την επιδεικτική ρητορική και απειλεί να κατακλύσει την ιστοριογραφία και τη φιλοσοφία. Το ανάχωμα σε αυτό «Το θολό ρεύμα του Ορόντη» ανέλαβαν να υψώσουν οι αυστηροί θεματοφύλακες της κλασικής παράδοσης, οι «Αττικισταί». Όμως ο χλιδανός, κενολόγος και αυτάρεσκος «ασιανός ζήλος» ήταν ένας εύκολος αντίπαλος, που απλώς στάθηκε το πρόσχημα για τη συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων. Το μένος των αττικιστών στρεφόταν κατ' ουσίαν εναντίον της Κοινής, που απειλούσε να κατακυριεύσει το σύνολο της πεζογραφίας. Το σύνθημα των νοσταλγών του αρχαίου κλέους ήταν: πίσω ολοταχώς στον δόκιμα αττικό λόγο του Λυσία και του Πλάτωνος! Ο αξιολογότερος θεωρητικός της αττικιστικής κίνησης ήταν ο ιστορικός και τεχνογράφος Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που δίδαξε από το 30-8 π.Χ. στη Ρώμη, το σημαντικότερο εκείνη την εποχή κέντρο ελληνικής παιδείας. Στην ταχύτατη ενδυνάμωση της αττικιστικής κίνησης συνέβαλαν η ακτινοβολία της Αττικής διαλέκτου, το κύρος των συγγραφέων του 5ου και 4ου αι., το αξίωμα της μίμησης που κυριαρχούσε στην εκπαιδευτική πρακτική, η παρέμβαση του Αυγούστου που πίστευε ότι ο κλασικισμός στη γλώσσα και στην τέχνη θα μπορούσε να κρατήσει ζωντανές τις παραδοσιακές αξίες, και βέβαια η φιλολογική προεργασία (εκδόσεις, υπομνήματα, λεξικά) που είχε συντελεσθεί από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους πάνω στα αττικά κείμενα. Στις τάξεις του αττικισμού προσχώρησαν και οι πολέμιοι του χριστιανισμού, οι οποίοι ως εκπρόσωποι κατά κανόνα της υψηλής διανόησης καταφρονούσαν τόσο την απλοϊκή διδασκαλία όσο και την ανεπιτήδευτη γλώσσα των Ευαγγελίων και των Αποστολικών Πατέρων. Ο άμεσος στόχος των αττικιστών φαινόταν κοινός: επιστροφή στα καθαρά και ορθά αττικά. Ποιά όμως ήταν η δόκιμος Αττική διάλεκτος; Στο σημείο αυτό οι απόψεις διέφεραν. Οι μεν προέβαλλαν ως πρότυπο τον Λυσία, άλλοι θεωρούσαν τον Πλάτωνα κατά τάξη μεγέθους ανώτερο και άλλοι προέκριναν τον Ξενοφώντα. Όλοι τους όμως συμφωνούσαν ότι η μίμηση της μορφής θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην παραγωγή νέων αριστουργημάτων. επειδή οι αττικιστές πίστευαν ότι το αμιγώς αττικό λεξιλόγιο διασφάλιζε την κομψότητα (αστειότης) του λόγου, ως αλάθητο κριτήριο για την εκλογή μιας λέξης θεωρούσαν την παρουσία της στα έργα των δοκίμων συγγραφέων. Ο γραμματικός μάλιστα Ουλπιανός (2ος αι. μ.Χ.) επονομάσθη Κειτούτειτος, επειδή ακριβώς προτού δοκιμάσει ένα φαγητό αναζητούσε αγωνιωδώς αν το όνομα του εδέσματος απαντούσε στα αττικά υποδείγματα (κείται ή ου κείται;). Δεν ήταν όμως μόνο το κέλυφος του λόγου που σαγήνευε τους υπέρμαχους της οπισθοδρόμησης. Εδραία ήταν η πεποίθησή τους ότι η ενασχόληση με τα «κείμενα» θα αναζωογονούσε αυτομάτως τις παλαιές αξίες που είχαν πυργώσει το φρόνημα των Μαραθωνομάχων! Όποια πάντως κι αν ήταν τα κίνητρα των προμάχων, μυωπικά ή υψηλά, ο αττικισμός είναι σφραγισμένος από την ευγένεια που προσδίδει σε ένα κίνημα η αναζήτηση του ανέφικτου και του ουτοπικού.
Τον 2ο αι. μ.Χ. το ρωμαϊκό κράτος ευημερεί Τα αγαθά της παιδείας δεν είναι πια προνόμιο μιας ολιγάριθμης αριστοκρατίας. Το ελληνόφωνο τμήμα εγείρει απαιτήσεις για πολιτιστική ηγεμονία. Κατά την εποχή αυτή οι δημοφιλέστεροι τεχνίτες του πεζού λόγου στον ελληνόφωνο χώρο είναι οι εκπρόσωποι της Δεύτερης Σοφιστικής με προεξάρχοντα τον Αίλιο Αριστείδη (129-181). Οι πνευματώδεις αυτοί αττικιστές φαίνεται ότι συνήρπαζαν με τις (αδρά αμειβόμενες) διαλέξεις τους ακόμη και το απαίδευτο πλήθος, που είναι βέβαιο ότι δεν κατανοούσε τις σοφιστικές τους λεπτολογίες, ίσως ούτε καν την εκφορά του λόγου τους, εξαιτίας ακριβώς των φωνητικών αλλαγών που είχαν συντελεσθεί Τον αυστηρό αττικισμό αποδέχθηκε τελικά και η, επίσημη χριστιανική Εκκλησία. Είναι αμφίβολο αν το εκκλησίασμα στο σύνολό του μπορούσε να ενωτισθεί τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Πάντως στα επιτεύγματα του αττικισμού θα πρέπει να συγκαταριθμηθούν η προστασία της γραπτής κυρίως γλώσσας από την εισροή λατινικών λέξεων και η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς του κλασικού κόσμου από τη μισαλλοδοξία των φανατικών χριστιανών. Το τίμημα όμως της παλινδρόμησης ήταν βαρύ η προσήλωση των αττικιστών στο ένδοξο παρελθόν και η πεισματική άρνησή τους να αποδεχθούν την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι η γλώσσα εξελίσσεται, οδήγησαν στη διγλωσσία, η οποία καταταλαιπώρησε το έθνος για δύο χιλιετίες και βάθυνε το χάσμα ανάμεσα στη μειοψηφία των πεπαιδευμένων και στον απλό λαό. Η πρόσβαση στα αγαθά της παιδείας προϋπέθετε πολύχρονη ενασχόληση με ένα γλωσσικό όργανο που δεν άνθιζε στα χείλη των ανθρώπων, αλλά ήταν κείμενο. Στη στρεβλή επίσης αξιολόγηση ενός έργου με μόνο κριτήριο τη γλωσσική του διατύπωση οφείλεται και η παραμέληση των συγγραφέων εκείνων που έγραφαν σε γλώσσα απλούστερη. Το θλιβερό επακόλουθο αυτής της προκατάληψης ήταν να χαθούν σημαντικότατα επιστημονικά και λογοτεχνικά έργα. Προς το τέλος του 5ου αι. μ.Χ. στον ευρύτερο ελληνόφωνο χώρο η γλωσσική πραγματικότητα εμφανίζεται συγκεχυμένη. Στον προφορικό λόγο κυριαρχεί η Κοινή. Φυσικά και μέσα στην ίδια περιοχή υπάρχουν διαφοροποιήσεις που ανταποκρίνονται στη φυλετική καθαρότητα, στην κοινωνική διαστρωμάτωση και γενικότερα στις διαφορές του μορφωτικού επιπέδου. Στον γραπτό λόγο υπάρχει πολυδιάσπαση. Οι συγγραφείς που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, καθώς και η διοίκηση, συμβιβάζονται με ποικιλίες της Κοινής. Όμως οι επίσημοι ιστοριογράφοι, οι ρήτορες, οι φιλόσοφοι, οι επικεφαλής της Εκκλησίας είναι αττικιστές. Ορισμένα είδη ποίησης εξακολουθούν να γράφονται στις παραδοσιακές λογοτεχνικές διαλέκτους. Η λυρική ποίηση, ωστόσο, κυρίως η υμνογραφία, και τα τραγούδια του λαού έχουν προσχωρήσει στο στρατόπεδο της Κοινής. Η ρυθμοτονική ποίηση έχει κάνει ήδη την εμφάνισή της.
Παρά το βαθύ δίχασμα ανάμεσα στον φυσικό και στον γραπτό λόγο η Ελληνική γλώσσα κατορθώνει στη διαπάλη της με τη Λατινική για τη γλωσσική ηγεμονία στην Ανατολή να εξέλθει νικήτρια. Αυτή η περίλαμπρη νίκη συνέτεινε τα μέγιστα και στον προοδευτικό εξελληνισμό του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Μέγας Αλέξανδρος και η διάδοση της Ελληνικής γλώσσας Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η πολιτική και πολιτισμική ενοποίηση του χώρου της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής, αποτελούν ιστορικά φαινόμενα που εξηγούνται από τα συμφραζόμενα της εποχής, ταυτόχρονα ωστόσο συνδέονται, κατά τρόπο μοναδικό, με την προσωπικότητα του Μακεδόνα βασιλέα: η δημιουργία του ελληνιστικού κόσμου, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε το υπόβαθρο για την ρωμαϊκή παρουσία στην περιοχή αλλά και για την εξάπλωση του χριστιανισμού, εκτός από αποτέλεσμα των οικονομικοκοινωνικών εξελίξεων στον ελλαδικό χώρο, αποτέλεσε και συνειδητή επιλογή του Αλεξάνδρου. Η δημιουργία πολυάριθμων πόλεων με μεικτό -ελληνικό και ντόπιο- πληθυσμό στις κατακτημένες περιοχές, οι επιγαμίες των Μακεδόνων «εταίρων» με Ασιάτισσες πριγκίπισσες, η διατήρηση θεσμών και πρακτικών (σε περιοχές που επί αιώνες ανήκαν σε υπερεθνικές πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες), τα σχέδια για μετακινήσεις πληθυσμών όχι μόνο από την Ελλάδα προς την Ασία αλλά και αντιστρόφως - όλα αυτά δείχνουν πως ο Αλέξανδρος είχε οραματιστεί τη δημιουργία μια νέας αυτοκρατορίας, και όχι την προσάρτηση εδαφών στο βασίλειο της Μακεδονίας.
Κατά τον ίδιο τρόπο που τα προηγούμενα χρόνια η στρατιωτική υπεροχή των Αθηναίων συνδυάζεται με την πολιτιστική τους υπεροχή και έχει σαν αποτέλεσμα την επικράτηση της Αττικής διαλέκτου έναντι της Ιωνικής, έτσι και η νικηφόρα εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα δημιουργεί το πολιτικό πλαίσιο και τις κατάλληλες συνθήκες εξάπλωσης της ελληνικής γλώσσας και, συνακόλουθα, του ελληνικού πολιτισμού. Η γλώσσα της εποχής, γνωστή ως Κοινή, αναπτύσσεται σταδιακά ως μία γλώσσα ενιαία, για την χρήση των πολλών κατοίκων της ελληνικής οικουμένης, στη θέση των διαφόρων αρχαιοελληνικών διαλέκτων.
Στο αλεξανδρινό κράτος η έννοια του «πολίτη» των κλασικών χρόνων αντικαθίσταται από αυτήν του «κοσμοπολίτη» και ελληνικές πόλεις ιδρύονται παντού. Έλληνας είναι αυτός που «μετέχει της παιδεύσεως της ημετέρας». Συνεπώς, ο όρος «Έλλην» δεν συνδέεται αναγκαστικά και μόνο με τη φυλετική καταγωγή, αλλά ουσιαστικά με την ελληνική παιδεία και τον τρόπο ζωής, εκφραζόμενο πάντως στην ελληνική γλώσσα. αφορά δε τους Μακεδόνες, τους Έλληνες της κλασικής περιόδου, τους Πέρσες και «τα άλλα έθνη» της Ασίας ή ακόμα και όλης της οικουμένης. Η γλώσσα αυτή αποτελεί μια περισσότερο απλοποιημένη εκδοχή της Αττικής γλώσσας, γεγονός που υπαγορεύεται από τις νέες ανάγκες χρήσης της από μεγάλες και ανομοιογενείς ομάδες πληθυσμού στο αχανές βασίλειο του Αλεξάνδρου. Η Ελληνιστική Κοινή γίνεται διεθνής γλώσσα και χρησιμοποιείται από τους Έλληνες και τους εξελληνισμένους ξένους της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου, της Συρίας, της Περσίας. δεν είναι μόνο η επίσημη γλώσσα της διοίκησης, αλλά και η γλώσσα της διανόησης, της λογοτεχνίας, κι ακόμη η γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών, ο κοινός κώδικας των ποικίλλων κατοίκων του ελληνιστικού κόσμου, η lingua franca της εποχής.
Παλαιά και Καινή Διαθήκη Κατά την περίοδο της επικράτησης της Κοινής, την πολιτική υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη διαδέχεται η πολιτιστική της τρόπον τινά υποταγή στο Χριστιανισμό, η επικράτηση του οποίου αποτελεί τομή στην ιστορία των λαών της Μεσογείου και αργότερα ολόκληρης της Ευρώπης. Η εμφάνιση του Χριστιανισμού πραγματοποιείται όταν έχει ήδη συντελεστεί η γλωσσική και πνευματική ενότητα της ανατολικής Μεσογείου. Με την ελληνική να είναι η πιο γνωστή γλώσσα και με ελληνικές φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές σε κάθε μεγάλη πόλη, ο ελληνικός πολιτισμός έχει επιβάλει την παρουσία του στους λαούς της Ανατολής.
Η νέα θρησκεία αρχικά προσέκρουσε στην αρχαιοελληνική αντίληψη της ζωής και του κόσμου, ενώ οι ειδωλολατρικές λατρευτικές συνήθειες των αρχαίων βρέθηκαν σε πλήρη αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός παρέπεμπε στις αρχές της στωικής φιλοσοφίας και στην εσωτερικότητα του πλατωνισμού, καθώς και σε μηνύματα όπως αυτοπειθαρχία και μετριοπάθεια, φιλανθρωπία, πραότητα και ευγένεια αισθημάτων - βασικές αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας. Συνδυάζοντας και τη μεγάλη θεολογική παράδοση του Ιουδαϊσμού, όπως την μετέφεραν ως τότε οι νόμοι και οι προφήτες, χριστιανισμός και ελληνισμός διέγραψαν μια κοινή πορεία, χωρίς ποτέ να εκλείψουν εντελώς οι αντιθέσεις. Η Κοινή, λοιπόν, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. ήταν η επίσημη γραπτή και προφορική γλώσσα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, γίνεται και η γλώσσα των ιερών κειμένων του Χριστιανισμού. Μάλιστα, τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, μαζί με τις επιγραφές και τους παπύρους, είναι οι βασικότερες πηγές από όπου αντλούμε πληροφορίες για την γλώσσα της περιόδου. Η Αγία Γραφή, αποτελείται στο σύνολό της από 66 διαφορετικά βιβλία, ξεκινώντας από το βιβλίο της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης και φτάνοντας μέχρι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Ο όρος Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιήθηκε από τους Χριστιανούς για να διακρίνει τις Ιουδαϊκές Γραφές από την Καινή Διαθήκη, η οποία περιλαμβάνει τη διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του.
Τα 39 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μεταφράστηκαν από τα ιουδαϊκά και τα αραμαϊκά στα ελληνικά, στο διάστημα από τις αρχές του 3ου έως και τον 1ο αιώνα π.Χ., στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η μετάφραση αυτή είναι γνωστή ως η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα (Ο’) επειδή, σύμφωνα με μία παράδοση, χωρίς ωστόσο ιστορική βάση, ο Πτολεμαίος ο Β’ ο Φιλάδελφος ανέθεσε τη μετάφραση του Ιουδαϊκού Νόμου σε 72 Ιουδαίους λογίους –έξι από κάθε φυλή, αριθμός που αργότερα στρογγυλοποιήθηκε– για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Ιουδαίων της περιοχής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έργο πολλών μεταφραστών σε διαφορετικές εποχές, γεγονός που δικαιολογεί τη γλωσσική ανομοιομορφία της συλλογής.
Ομοίως, υφολογική ανομοιογένεια παρουσιάζουν και τα κείμενα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης, τα οποία γράφτηκαν απ’ ευθείας στα ελληνικά, με εμφανείς ωστόσο σημιτικές επιδράσεις. Οι αραμαϊσμοί και οι εβραϊσμοί θα μπορούσαν να οφείλονται είτε στη διγλωσσία των συγγραφέων είτε στη συνειδητή τους προσπάθεια να μιμηθούν τη γλώσσα των εβδομήκοντα. Από τα Ευαγγέλια και γενικά την Καινή Διαθήκη δεν λείπουν οι αττικισμοί, οι λατινικές λέξεις και οι νεολογισμοί.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ Εισαγωγή Οι σλαβικές εγκαταστάσεις στον ελλαδικό χώρο και τα δάνεια της ελληνικής από τη σλαβική γλώσσα
Εισαγωγή Βυζάντιο ονομάζουμε (άκριτα βεβαίως και ανιστόρητα) σήμερα την εκχριστιανισμένη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο την Κωνσταντινούπολη, που εξουσίασε κατά καιρούς, από το 330 ώς το 1453, σημαντικά εδάφη στην Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Στα χρόνια της ακμής της εκτεινόταν από τον Ευφράτη ώς την Ισπανία και από τον Νείλο ώς τον Δούναβη. Οι ποικιλώνυμοι λαοί που κατοικούσαν σ' αυτές τις εκτεταμένες επικράτειες είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν επηρεασμένοι, άλλοι λίγο άλλοι πολύ, από τον ελληνικό πολιτισμό, φορέας του οποίου ήταν πρωτίστως η γλώσσα. Ώς την εποχή του Ηρακλείου (610-641) συνεχίζεται έστω και αποδυναμωμένη η χρήση της Λατινικής στη νομοθεσία, στο στρατό και στη διοίκηση. Όμως και η Ελληνική είχε από καιρό επιβληθεί ως γλώσσα των τοπικών δικαστηρίων και των νοταριακών πράξεων και εν μέρει της νομοθεσίας (Νεαραί). Πάντως στους πρώτους αιώνες της ιστορίας του Βυζαντίου υφίσταται ένα είδος διοικητική διγλωσσίας, δηλαδή παράλληλη χρήση των ελληνικών και των λατινικών. Έτσι, μολονότι ο Ηράκλειος θέσπισε τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους, στο αυλικό τελετουργικό, στη νομοθεσία, στη στρατιωτική διοίκηση και στην οικονομία (ονόματα νομισμάτων, φόρων και θεσμών) διατηρείται η λατινική ορολογία.
Ο ακρογωνιαίος λίθος του κοινωνικού και ηθικοφιλοσοφικού εποικοδομήματος της βυζαντινής αυτοκρατορίας είναι αναμφιβόλως η αποδοχή του χριστιανισμού. Το όνομα Έλλην δεν δηλώνει πια την εθνική ταυτότητα, αλλά τουλάχιστον ώς τον 10ο αι. την προσήλωση στην ειδωλολατρία. Ο αλλόκοτος γλωσσικός σχηματισμός «ελληνο-θρησκοχριστο-βλάσφημος» συνοψίζει το πνεύμα και τη νοοτροπία μιας ολόκληρης εποχής. Το Βυζάντιο αποστρέφεται τον ελληνισμό, αποδέχεται ωστόσο το «ελληνίζειν», δηλαδή τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας από τους χριστιανούς. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός ανασκευάζει τον ισχυρισμό του lουλιανού του Αποστάτη (331-363), ο οποίος θεωρούσε την Ελληνική γλώσσα ως οργανικό στοιχείο της αρχαίας θρησκείας και συνεπώς αλλότρια του χριστιανισμού. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ένας από τους λόγους της ταχείας εξάπλωσης του χριστιανισμού ήταν ότι οι επιστολές του Παύλου, τα Ευαγγέλια, αλλά και η πρώιμη απολογητική γραμματεία (Αποστολικοί Πατέρες) είχαν γραφεί στα ελληνικά, και μάλιστα σε προσιτά ελληνικά, κατά την υποθήκη του Παύλου (Προς Κορινθίους, Α' 14, 9): «εάν μή εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες». Ελληνική είναι επίσης η γλώσσα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, των Οικουμενικών Συνόδων, των θεολογικών πραγματειών και των Κανόνων του μοναχισμού. Στα ελληνικά, λοιπόν, καταρρίπτεται η ελληνική ειδωλολατρία και στα ελληνικά διαλαλεί η Εκκλησία την καχυποψία της για κάθε τι ελληνικό. Τα κύρια χαρακτηριστικά του βυζαντινού πνευματικού βίου είναι η ολοκληρωτική υποταγή στο χριστιανισμό και η προσήλωση στην ελληνομάθεια. Όμως η ελληνομάθεια αυτή φέρει ανεξίτηλο το στίγμα του διχασμού. Από τη μία μεριά βρίσκεται η μετεξελιγμένη ελληνιστική Κοινή που συνεχίζει να ρέπει προς την απλούστευση και την ομοιομορφία, και που αποδέχεται και αφομοιώνει ταχύτατα τα λεξιλογικά δάνεια. Από την άλλη ορθώνεται παγερή και αριστοκρατική η δόκιμος και λογία, η Αττικιστική δηλαδή, την οποία υποστηρίζει η σχολική
αρχαΐζουσα παράδοση. Με τον καιρό μάλιστα το χάσμα διευρύνεται με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας επίσημης διγλωσσίας (ορθότερα ίσως: διμορφίας). Και η «ιδιωτική Κοινή» με τις ποικίλες τοπικές παραλλαγές και η Αττικιστική λογία με τις πολυποίκιλες διανθίσεις και τα διαφορετικά επίπεδα δημιουργούν μια γλωσσική Βαβέλ, ούτως ώστε η μελέτη της βυζαντινής γλώσσας να αποθαρρύνει ακόμη και τους χαλκέντερους ερευνητές. Οι Βυζαντινοί λοιπόν διανοούμενοι υπερασπίζονταν τα δόγματα του χριστιανισμού, αλλά στη γλώσσα των Αττικών ρητόρων και του Πλάτωνα. Ο απλός λαός, ιδίως της υπαίθρου και των επαρχιών, αντίθετα εκφράζεται στην καθομιλουμένη Κοινή που εξελίσσεται μακριά από κάθε σχολική επιρροή. Έτσι δεν είναι διόλου παράξενο το ότι ο κύριος όγκος των βυζαντινών κειμένων που σώθηκαν ανήκει στη λόγια παράδοση, ενώ τα δείγματα της καθομιλουμένης, ιδιαίτερα των πρώτων αιώνων, είναι λιγοστά. Η πενιχρότητα των πηγών δυσχεραίνει, όπως είναι φυσικό, τη μελέτη της εξέλιξής της. Οι λόγιοι σημειώνουν μόvο παρενθετικώς την ύπαρξη αυτής της «δημοτικής λεκτικής» (κατά τον «μαΐστορα των ρητόρων» Γεώργιο Τορνίκη,12ος αι.) ή της «λιτής» γλώσσας (ο όρος απαντά στο Βίο του Αγίου Πέτρου της Άτρωας, τον οποίο συνέγραψε ο μαθητής του μοναχός Σάβας, 9ος αι.). Η εξεζητημένη λογία, που είναι κυρίως η γραπτή, και η ζωντανή και πηγαία καθομιλουμένη συνυπάρχουν στο Βυζάντιο αγνοώντας σχεδόν η μια την ύπαρξη της άλλης. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται πιθανότατα στην έλλειψη ουσιαστικής επαφής των λαϊκών στρωμάτων (κυρίως των πληθυσμών της υπαίθρου και των απόμακρων συνοριακών περιοχών: Καππαδοκία, Πόντος, αλλά και νότια Ιταλία) με τα κέντρα των αποφάσεων, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι πνευματικοί ταγοί και οι ιθύνοντες, οι λεγόμενοι «Δυνατοί». Ωστόσο, δύο βασικοί παράγοντες του βυζαντινού βίου, η Εκκλησία και η κρατική διοίκηση, βρίσκονται εξαιτίας της αποστολής τους σε άμεση και καθημερινή σχέση με όλους τους πολίτες. Οι δύο αυτοί θεσμοί αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον απλό λαό, όπου κι αν βρίσκεται αυτός, και στην άρχουσα τάξη, δηλαδή τη σχετικά ολιγάριθμη ομάδα που διαθέτει πλούτο, γνώση και επιρροή στα κοινά. Είναι αποκαλυπτικό ότι τα κείμενα που προέρχονται από τους θεράποντες των δύο αυτών ακρογωνιαίων θεσμών παρά τις αγκυλώσεις τους τείνουν σε μια γλωσσική μορφή προσιτή στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Έτσι τα αγιολογικά και τα αγιογραφικά κείμενα (Βίοι αγίων, αρεταλογίες, αλλά και ακολουθίες τοπικών αγίων) γράφονται σε απλή μορφή, εγγύτατη με την τοπική λαλιά. Αντιθέτως, όλες σχεδόν οι βαθυστόχαστες θεολογικές πραγματείες, οι από άμβωνος ομιλίες των ιεραρχών, οι λόγοι που εκφωνούν σε αυλικές τελετές ή στα Θεοφάνεια υιοθετούν μιαν αρχαΐζουσα γλωσσική μορφή. Σε όλη άλλωστε τη βυζαντινή περίοδο ακμάζει η ομιλητική και θρησκευτική λογοτεχνία, που συντάσσεται φυσικά πάντοτε σε αρχαΐζουσα γλώσσα. Και η γλώσσα της διοίκησης του κράτους προσαρμόζεται στις περιστάσεις. Σε απλουστευμένη γλωσσική μορφή συντάσσονται τα φορολογικά εγχειρίδια, οι κτηματικοί «περιορισμοί» και τα κτηματολογικά «πρακτικά» (περιγραφές και καταγραφές της έγγειας ιδιοκτησίας), οι σχολιασμοί της κειμένης νομοθεσίας, όπως η Πείρα του Ευσταθίου του Ρωμαίου (11ος αι.) και ο Τιπούκειτος (τι πού κείται) του Μ. Κριτού του Πατζή, τα
νοταριακά έγγραφα, ακόμη και οι επίσημοι αυτοκρατορικοί Ορισμοί, των χρυσοβούλλων μη εξαιρουμένων. Ο διοικητικός συνεπώς μηχανισμός υιοθετεί τη μέση γλωσσική οδό, μολονότι οι λειτουργοί του προέρχονται από την ιθύνουσα τάξη και είναι κατά κανόνα απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Βασιλεύουσας. Πρέπει να τονιστεί ότι η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου αυτού, ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-1055) είναι το κατεξοχήν φυτώριο της βυζαντινής γραφειοκρατίας. Την παράδοση αυτή ενεθάρρυνε ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (905-959), ο διανοούμενος αυτοκράτορας, που συνήθιζε να συνεστιάζεται με τους φοιτητές του πανεπιστημίου, και που προσπάθησε να κωδικοποιήσει ο ίδιος τους κανόνες της διοικητικής οργάνωσης σε μορφή απλή και προσιτή. Η διοίκηση, λοιπόν, κρατική και εκκλησιαστική, έχει ένα μέλημα: να είναι κατανοητή. Αυτός είναι ο λόγος που επικαλείται και ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741) για την αναθεώρηση της νομοθεσίας που είναι γνωστή ως Εκλογή Νόμων. 'Έτσι, λοιπόν, προκύπτει ένα είδος γλωσσικής έκφρασης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί είτε ως απλουστευμένη λογία είτε ως καλλιεργημένη λαϊκή. Πρόκειται συνεπώς κατ' ουσίαν για μικτή. Τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα αυτής της μικτής είναι Τά Τακτικά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (886-912), που απευθύνονται σε στρατιωτικούς, και τα συγγράμματα του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν (το γνωστό ως De administrando imperio), το ΠερΙ Θεμάτων, καθώς και οι δημηγορίες του προς το στρατό της Ανατολής. Τα κείμενα πάλι που προέρχονται από ιδιώτες (λ.χ. οι διαθήκες) αντικατοπτρίζουν βέβαια το επίπεδο μόρφωσης των συντακτών τους ή έστω την τυποποιημένη έκφραση του νοταρίου, που επηρεάζεται οπωσδήποτε από τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής, αλλά και του τόπου. Νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη μιας βυζαντινής Κοινής, που είναι κατά βάση μικτή. Η γλώσσα αυτή προσαρμόζεται βέβαια στην παγιωμένη γραφειοκρατική έκφραση και επιπλέον αντανακλά το μορφωτικό επίπεδο του συντάκτη της, αλλά φροντίζει να μην αποξενώνεται από τον απλό πολίτη. Αυτή η μικτή Κοινή διοικητική γλώσσα έχει βέβαια τις ρίζες της στη γραφειοκρατία της πτολεμαϊκής Αιγύπτου, αλλά αναμφισβήτητα αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα της βυζαντινής διοίκησης και περιμένει ακόμη τον φιλόπονο μελετητή της. Λιγοστά είναι δυστυχώς τα κείμενα που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε καθαρή εικόνα της απλής καθομιλουμένης, της «λιτής». Οι πηγές μας είναι αποσπάσματα διαλόγων και στιχομυθιών, εκφράσεις στερεότυπες, όπως οι αντιδράσεις του πλήθους στον ιππόδρομο, παροιμίες και αποφθέγματα, επιγραφές (οι πρωτοβουλγαρικές ιστορικές επιγραφές της Πλίσκας), ονειροκριτικά, γιατροσόφια, κατάδεσμοι, ευχές, βρισιές, και βέβαια τα πολυπληθή Χρονικά. Σ’ αυτά πρέnει να προστεθoύν τα Στρατηγικά, οι Νουθεσίες (λ.χ. Νουθεσία Γέροντος περί Αγίων Είκόνων, 8ος αι,), τα Σταδιοδρομικά και οι Πορτολάνοι. Η κύρια, ωστόσο, πηγή μας για τη γλώσσα του απλού λαού
είναι η δημώδης ποίηση, που περιλαμβάνει τα πτωχοπροδρομικά, τα παίγνια (γατομαχίες), τον Ακριτικό κύκλο με τους θρήνους για τις χαμένες πατρίδες και τα σωφρονιστικά θανατικά. Την εποχή των Κομνηνών μεγάλη διάδοση, που φαίνεται από τα πολυπληθή χειρόγραφα, κερδίζει η μυθιστορηματική (κυρίως ερωτική) λογοτεχνία. Μολονότι το είδος αυτό έχει καταφανώς επηρεαστεί από την ομόθεμη δυτική παραγωγή (τα έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα), οι ρίζες του ανατρέχουν στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Η γλώσσα είναι μικτή ποιητική με λόγιες καταβολές, αλλά και με ισχυρή επίδραση της καθομιλουμένης. Το μεγαλύτερο βάρος της βυζαντινής λογοτεχνίας αvήκει στη λόγια παράδοση. Οι συγγραφείς για να προσεγγίσουν αυτό το θολό ιδεώδες του «αττικίζειν» δεν αρκούνται στην ανάγνωση των μεγάλων προτύπων, αλλά καταφεύγουν και στα βοηθήματα που συνέταξαν οι αυστηροί αττικιστές: λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, ανθολόγια, ωκυτόκια! Το κλασικό πνεύμα βέβαια απωθεί τους Βυζαντινούς διανοούμενους, τους ελκύει ωστόσο το (νεκρό) γράμμα της κλασικής κληρονομιάς. Έτσι στη βυζαντινή λογιοσύνη οφείλουμε κατά κύριο λόγο τη διάσωση της κλασικής λογοτεχνίας. Παρά την κατακραυγή του φανατικού κλήρου εναντίον του αρχαίου κόσμου, τα αντιγραφικά εργαστήρια των μοναστηριών πλούτιζαν με τους θησαυρούς της θύραθεν παιδείας τις βιβλιοθήκες του ιερού παλατιού, του Πατριαρχείου, των ιεραρχών και πολλών άλλων λογίων. Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της αρχαΐζουσας λογοτεχνικής παραγωγής είναι η επιστολογραφία. Το είδος αυτό παρά την εκζήτηση και την ερμητικότητά του είναι η πιο αξιόπιστη πηγή για τη διακίνηση των ιδεών στο Βυζάντιο. Η επιμονή στη μίμηση των κλασικών προτύπων δεν δηλώνει πάντοτε έλλειψη πρωτότυπης σκέψης, αλλά αποτελεί στοιχείο κάθε Αναγέννησης. Τα ανθρωπιστικά κινήματα στο Βυζάντιο χαρακτηρίζονται πάντοτε από τη στροφή προς την αρχαία λογοτεχνία και παιδεία και συνεπώς προς τον γλωσσικό αρχαΐσμό. Και μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204), η λόγια λογοτεχνική παραγωγή συνεχίζεται στην περιφερειακή αυτοκρατορία της Νίκαιας. Πρωτεργάτες αυτής της κίνησης είναι ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), ο διανοούμενος αυτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρις (1254-1258) και ακόμη ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197- 1272) και ο Γεώργιος Κύπριος ο μετέπειτα υπό το όνομα Γρηγόριος Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1283-1289). Η παλαιολόγεια Αναγέννηση είναι το κύκνειο άσμα του βυζαντινού πνεύματος. Οι θρησκευτικές έριδες (Ησυχασμός, το πρόβλημα της ένωσης με τους Δυτικούς), αλλά και ο εξ ανατολών κίνδυνος αναζωπυρώνουν την πνευματική κίνηση και ενθαρρύνουν την παραγωγή έργων που πλουτίζουν πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (τα έργα κατά των αλλοδόξων) την υπεραρχαΐζουσα παράδοση. Είναι η εποχή όπου τα πνευματικά πρωτεία διεκδικεί από τη Βασιλεύουσα η Θεσσαλονίκη με τον Άθω. Ωστόσο, οι διανοούμενοι της εποχής, κοσμικοί, όπως ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ιερωμένοι, αλλά και αυτοκράτορες, όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Μανουήλ
Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425), βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα παγερό γλωσσικό αρχαΐσμό που αδικεί την πρωτοτυπία της σκέψης τους. Η Κοινή που κληροδοτήθηκε στο Βυζάντιο ήταν μια γλώσσα που παρουσίαζε ισχυρή ροπή προς την απλούστευση και την ομαλοποίηση. Θα μπορούσε συνεπώς να αποτελέσει παράλληλα με τη θρησκεία έναν ακόμη συνεκτικό παράγοντα ανάμεσα στους λαούς της αυτοκρατορίας. Όμως η εθνική και κοινωνική πολυμορφία του Βυζαντίου παρεμπόδισε τη συγκρότηση μιας ενιαίας έκφρασης. Στη μοιραία αυτή εξέλιξη συνέβαλε τα μέγιστα και ο αρχαϊσμός της πνευματικής αρχηγεσίας, που περιφρονούσε τη γλώσσα του απλού λαού και τη θεωρούσε κατάλληλη για όντα πνευματικώς κατώτερα. Ενδεικτικό της νοοτροπίας αυτής είναι το γεγονός ότι οι επιστολές του Ιωάννη Απόκαυκου (1150/60-1232/5) που απευθύνονται σε γυναίκες, είναι γραμμένες, σε αντίθεση με τα άλλα έργα του συγγραφέα, σε γλώσσα απλούστατη. Το μοιραίο πλήγμα ωστόσο η Κοινή το δέχθηκε από τη φραγκική κατάκτηση. Με την αποξένωση των κατακτημένων περιοχών από τη μητρόπολη, η σχετικώς ομοιόμορφη Κοινή άρχισε να διαφοροποιείται σε διαλέκτους και ιδιώματα. Με την εξαίρεση της Τσακωνικής, που προέρχεται από τη Νεολακωνική διάλεκτο της Αρχαίας Ελληνικής, όλες οι άλλες νεοελληνικές διάλεκτοι προέρχονται ακριβώς απ’ την Κοινή.
Οι σλαβικές εγκαταστάσεις στον ελλαδικό χώρο και τα δάνεια της ελληνικής από τη σλαβική γλώσσα Στις αρχές του 6ου αιώνα, τα σλαβικά φύλα, μετακινούμενα από την αρχική τους κοιτίδα, η οποία τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα στη σημερινή Ουκρανία, έφτασαν στον Δούναβη, που αποτελούσε το βόρειο σύνορο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κι άρχισαν επιδρομές εναντίον των βυζαντινών εδαφών. Από εκείνη την εποχή οι Σλάβοι (ο τελευταίος κλάδος της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που μετακινήθηκε προς τη Δύση) αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και η πορεία τους καταγράφεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονικογράφους.
Στα επόμενα χρόνια, οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά σημεία της Βαλκανικής Χερσονήσου (μέχρι και το ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότατο δηλαδή άκρο της), είτε κατακτώντας πόλεις είτε -το συνηθέστερο- επιλέγοντας περιοχές αραιοκατοικημένες και σχετικά απομονωμένες, κατάλληλες για κτηνοτροφία και περιορισμένη γεωργική παραγωγή (κοιλάδες, κατά κανόνα).
Τα σχετικά λίγα δάνεια από τη σλαβική που επιβιώνουν σήμερα στην ελληνική γλώσσα, προέρχονται ως επί το πλείστον από τη σφαίρα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της ορολογίας φυτών και ζώων. Τα σλαβικά τοπωνύμια, διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώνουν την κατανομή των νεοφερμένων πληθυσμών στην περιοχή αλλά επίσης παρέχουν στοιχεία -γλωσσολογικά και ιστορικά- για την εποχή της εγκατάστασης και τον ρυθμό αφομοίωσης από τον ιθαγενή, ελληνικό πληθυσμό. Παραδείγματος χάριν, η μορφή του τοπωνυμίου Πάργα (αντί Πράγα) καταδεικνύει ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δημιουργήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε πριν από τη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική γλώσσα (9ος αι.). το γεγονός ότι τόσο στο τοπωνύμιο αυτό όσο και σε όλα τα σλαβικά δάνεια της νεοελληνικής (π.χ. στη λέξη σβάρνα) τα υγρά σύμφωνα δεν έχουν μετατεθεί, δείχνει πως από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο, οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να αφομοιώνονται από το ντόπιο στοιχείο και να εξελληνίζονται και η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική που εξελίχθηκε στις καθαυτό σλαβικές χώρες. Ακόμα, το γεγονός ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα: εκχριστιανισμός και εξελληνισμός ήταν διαδικασίες παράλληλες, αλληλένδετες και, σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις βίαιου εκχριστιανισμού και αφομοίωσης, αποτέλεσαν μια λίγο πολύ
φυσική διαδικασία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η γειτνίαση και η οικονομική και πολιτισμική επαφή με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ Εισαγωγή Οι έλληνες λόγιοι στη Δύση και η πρώτη γραμματική της κοινής
Εισαγωγή ΤΟ 1453 οριοθετεί τη νεότερη περίoδo της πολιτικής και πνευματικής ιστορίας του ελληνισμού. Το έθνος είναι σκλαβωμένο στους Τούρκους με αποτέλεσμα να αποκοπεί από τη Δύση και να βυθιστεί σε βαθύ σκοτάδι αμάθειας. Ο απόηχος των πνευματικών εξελίξεων της Ευρώπης φτάνει στην Ελλάδα με καθυστέρηση αιώνων. Παρόλα αυτά υπάρχει κάποια πνευματική κίνηση στην Ελλάδα, όπου οι λόγιοι προβληματίζονται ιδιαίτερα με τη γλώσσα της παιδείας του έθνους, αλλά και με άλλα πνευματικά ζητήματα. Κατά την περίοδο αυτή: α) σταθεροποιείται η μορφή των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, διαμορφώνονται οι κοινές (γλώσσες) των μεγάλων αστικών κέντρων και ιδιαίτερα της Πόλης και της κρητικής λογοτεχνίας και οριστικοποιείται η μορφή και ο τύπος του δημοτικού τραγουδιού· β) φτάνει στο αποκορύφωμά της η κρητική λογοτεχνία· γ) εμφανίζονται οι πρώτες αρxές της δημώδoυς νεοελληνικής πεζογραφίας και διαδίδονται λαϊκά λογοτεχνικά βιβλία κατά τον 17ο και 18ο αι.· δ) το Οικουμενικό Πατριαρxείo, που χρησιμοπoιεί μετά την Άλωση αρχαΐζουσα γλώσσα, συμβιβάζεται με μια απλούστερη ομιλουμένη, και τέλος ε) το έθνος πρoβληματίζεται με το γλωσσικό όργανο της διδασκαλίας στο σχολείο, που διχάζει τους λογίους του σε αρχαϊστές, δημοτικιστές και οπαδούς της μέσης οδού.
Οι νεοελληνικές διάλεκτοι και τα ιδιώματα,των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά έχουν διαμορφωθεί σε προηγούμενες εποχές και εν μέρει στην ελληνιστική Κοινή, παρουσιάζουν ήδη σταθεροποιημένη μορφή, αν κρίνουμε από διαλεκτικά κείμενα λ.χ. της Ποντιακής και Κυπριακής αυτής της περιόδου. Έντονα αρχαϊστικά χαρακτηριστικά εμφανίζουν οι λεγόμενες περιφερειακές διάλεκτοι (ποντιακά με ιωνικά στοιχεία, ελληνικά της Κάτω lταλίας με δωρικά στοιχεία), που έμειναν αποκομμένες από τον εθνικό κορμό και γι' αυτό πολύ δύσκολα τις κατανοεί σήμερα ο μέσος Νεοέλληνας. Δυσνόητη για τον μη ειδικό είναι επίσης η Τσακωνική, νεοδωρικό ιδίωμα που βασίζεται σε Νεολακωνική διάλεκτο του 3ου αι. π.Χ. Η διαίρεση του νεοελληνικού διαλεκτικού χώρου από τον Γ. Ν, Χατζιδάκι διαπιστώνει μια βόρεια και μια νότια ζώνη, με βάση τη συμπεριφορά των άτονων e και ο (βόρεια και νότια ιδιώματα). Η συμπεριφορά του ληκτικού -v δίνει την αφορμή στον Α. Thumb να διαιρέσει τον ίδιο διαλεκτικό χώρο σε ανατολικό και δυτικό (ανατολικά και δυτικά ιδιώματα). Μετά τη μετοικεσία των ελληνικών πληθυσμών στις αρχές του αιώνα μας από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία ο νεοελληνικός διαλεκτικός χώρος συρρικνώνεται και οι παλιές διάλεκτοι σπάνια επιβιώνουν, όπως λ,χ, η Ποντιακή. Σήμερα με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού μας οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα τείνουν να εξαφανιστούν. Κατά τη μεσαιωνική και νεότερη περίοδο διαμορφώνονται οι λεγόμενες κοινές των μεγάλων αστικών κέντρων. Περισσότερο απτά δείγματα έχουμε από την Πολίτικη κοινή, που διαμορφώθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια και επιβίωσε πιθανότατα ώς τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας και δέχτηκε τις επιδράσεις του αλλοδαπού πληθυσμού της Πόλης, όπως συνέβη και με την Αθηναϊκή κοινή των κλασικών χρόνων, της οποίας η λαϊκή βάση διαμορφώθηκε όχι μόνον από ντόπιους Αθηναίους, αλλά και από άλλους Έλληνες και πολλούς αλλοδαπούς που παρεπιδημούσαν στην Αθήνα, όπως απέδειξε ο Ρ. Kretschmer. Τα πολίτικα, η νεότερη κοινή της Πόλης του 19ου αι., βασίστηκαν στη λαϊκή γλώσσα και ενσωμάτωσαν πολλές ξένες (δuτικοευρωπαϊκές και ιδίως τουρκικές) λέξεις. Σημαντική είναι ακόμη η κοινή της κρητικής λογοτεχνίας, που βασίστηκε στο κρητικό ιδίωμα και εξελίχθηκε σε πλούσια γλώσσα με πολλές εκφραστικές δυνατότητες, η οποία με ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε ίσως να καθιερωθεί ως πανελλήνιο γλωσσικό όργανο. Στενά δεμένο με την ιστορία της Ελληνικής γλώσσας είναι το δημοτικό τραγούδι ως έντεχνο λαϊκό είδος του
προφορικού λόγου. Ο ρόλος του δημοτικού τραγουδιού ήταν σημαντικός στην επικράτηση του δημοτικισμού και τη διαμόρφωση της ποιητικής γλώσσας στον τόπο μας. Η θέση του Fauriel ότι η γλώσσα του δημοτικού τραγoυδιού «είναι ομαλή και ορισμένη, μια και ομοιογενής», βρήκε θερμούς υποστηρικτές στον Σολωμό, τον Ροΐδη και τους δημοτικιστές. Τα κύρια χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού είναι η συχνή χρήση του ρήματος, η παράταξη, ο ευθύς λόγος και ο διάλογος. Οι στερεοτυπικές του εκφράσεις διατυπώνουν ένα νόημα με συντομία και ακρίβεια. Η κρητική λογοτεχνία ξεκινώντας από την πρώτη ακμή του 15ου αι. με διδακτικά κυρίως κείμενα φτάνει στο αποκορύφωμά της τον 16ο και 17ο αι. με τη δημιουργία αξιόλογων έργων που καλύπτουν ολόκληρη ποικιλία θεατρικών ειδών: ποιμενικό ειδύλλιο, τραγωδία, κωμωδία, θρησκευτικό δράμα, ιντερμέδιο. Η γλώσσα των έργων της ώριμης αυτής περιόδου είναι το ντόπιο κρητικό ιδίωμα με περιορισμένα τα ιταλικά και βενετσιάνικα δάνεια, που εμφανίζονται έντονα στα έργα της πρώτης περιόδου. Η υψηλή ποιότητα και η ομοιογενής γλώσσα των έργων αυτών μας επιτρέπει να μιλούμε για μια κοινή της κρητικής λογοτεχνίας, που διαδίδεται και έξω από τα όρια της Κρήτης. Το δεύτερο μισό του 15ου αι. οριοθετεί τις αρχές της δημώδους νεοελληνικής πεζογραφίας με την εμφάνιση κειμένων σε απλή λαϊκή γλώσσα θρησκευτικού και ηθικοδιδακτικού περιεχομένου και τη διαπίστωση της ανάγκης να γίνεται το κήρυγμα στην εκκλησία στη δημώδη γλώσσα, που πρώτος εφάρμοσε ο κρητικός ιερωμένος Ναθαναήλ Mπέρτoς, προφανώς επηρεασμένος από την πρακτική του καθολικισμού. Τον 16ο αι διευρύνεται η χρήση της δημώδους γλώσσας και περιλαμβάνει μια μεγάλη σειρά γνωστών αφηγηματικών ψυχωφελών έργων. Εκατοντάδες τέτοια κείμενα, -τα περισσoτερα αγνοούνται ή είναι ακόμη ανέκδοτα- απαρτίζουν έναν γραμματειακό χώρο που δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς. Κατά τον Ν. Παναγιωτάκη στα κείμενα αυτής της κατηγορίας πρέπει να αναζητηθoύν οι απαρxές της νεοελληνικής πεζογραφίας και όxι στον Μακρυγιάννη: Κατά τον 17ο και 18ο αι. κυκλοφορούν πολλά λαϊκά λογοτεχνικά βιβλία ή αναγνώσματα, που εκδίδονται στα μεγάλα κέντρα της τυπογραφίας (Βενετία, Βιέννη) και κατακλύζουν oλόκληρη την Aνατολή. Συνέβαλαν στη διάδοση αριστουργημάτων αλλά και μέτριων έργων, και διέσωσαν ένα μέρος της υστερομεσαιωνικής δημώδoυς λoγoτεχνίας. Η γλώσσα τους, που περιλαμβάνει όλες τις γλωσσικές μoρφές, εκπροσωπεί τη λογοτεχνική κοινή της τουρκοκρατίας. Οι αυξημένοι κατά περίmωση ξενισμοί απομακρύνονται κατά τον 18ο αι. με έναν μη συστηματικό καθαρισμό, σύμφωνα με το γλωσσικό κριτήριο λογίων του Φαναριού και του Κοραή. Η γλώσσα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ώς τον 17ο αι. είναι η αρχαΐζουσα βυζαντινή, τα κρούσματα όμως αμαθείας ανάμεσα στους κληρικούς του Πατριαρχείου δεν ήταν λίγα. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και η λαϊκή γλώσσα. Γενικά η χρήση της αρχαΐζουσας ή της απλής γλώσσας υπαγορευόταν από τις περιστάσεις επικοινωνίας. Οι λόγιοι του Φαναριού χρησιμοποιούν μιαν απλούστερη προφορική γλώσσα, προς την οποία επιχειρούν να ευθυγραμμίσουν τον
γραπτό λόγο ο Δ. Καταρτζής και ο Α. Χριστόπουλος. Ωστόσο, «τα ρωμαίικα», δηλαδή η απλή, φυσική γλώσσα του Καταρτζή συνάντησε τέτοια αντίδραση, που τον εξανάγκασε να εκθέσει τα θεωρητικά επιχειρήματα για τη φυσική γλώσσα σε γλώσσα διορθωμένη, που ο ίδιος ονομάζει «αιρετή». Εξάλλου και ο Χριστόπουλος, που με την αιολοδωρική θεωρία του πίστευε ότι η νεότερη γλώσσα διέθετε πιστοποιητικά παλαιότητας εφάμιλλα του αττικισμού, χρησιμοποίησε αργότερα καθαρεύον ύφος. Τα σχολεία την περίοδο αυτή είναι διαβαθμισμένα σε κοινά (της στοιχειώδους παιδείας) και των εγκυκλίων γραμμάτων, ελληνιστικός θεσμός που μέσω του Βυζαντίου επιβίωσε ώς και τα χρόνια του Καποδίστρια. Κύρια αποστολή των σχολείων αποτελεί η διδασκαλία της επίσημης γλώσσας, δηλαδή της Αρχαίας Ελληνικής. Στα κοινά σχολεία διδάσκεται η Όκτώηχος, το Ψαλτήρι και άλλα λειτουργικά βιβλία, με κύριο στόχο την κατάρτιση ψαλτών και παπάδων. Στα σχολεία των εγκυκλίων γραμμάτων διδάσκονται στην αρχή της περιόδου αυτής οι αρχαίοι ποιητές και στο τέλος κυριαρχούν οι αρχαίοι ρήτορες. Τα αρχαία κείμενα αντιμετωπίζονται φορμαλιστικά με ερμηνευτικές μεθόδους την «ψυχαγωγία» και τη «θεματογραφία», που αντιστοιχούν στο σημερινό ευθύ και αντίστροφο θέμα στα οποία εξετάζονται οι φοιτητές της φιλολογίας. Αυτά συμβαίνουν στο επίσημο σχολείο. Η μορφή όμως του γραπτού λόγου συνήθως εξαρτάται από τις επικοινωνιακές ανάγκες. Οι Έλληνες λόγιοι που επιδιώκουν να μορφώσουν τους απαίδευτους ομοεθνείς τους είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν την απλή λαϊκή γλώσσα. Όσοι όμως απευθύνουν τα έργα τους στους συναδέλφους της Δύσης, που κατανοούσαν την Ελληνική μόνο στην αρχαία της μορφή, έγραφαν αναγκαστικά σε αρχαία ή αρχαΐζουσα γλώσσα. Έτσι γράφτηκαν σε αρχαιοπρεπή γλώσσα επιστολές, εκκλησιαστικά έγγραφα, πρόλογοι σε εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Περισσότερο πιστά στα αρχαία πρότυπα ήταν τα στιχουργήματα, των οποίων το είδος (ωδή, ύμνος, επίγραμμα, κλπ.) καθόριζε τόσο τη μετρική μορφή όσο και τη διαλεκτική επένδυση (Αττική, Δωρική, Αιολική διάλεκτος). Οι σημαντικότεροι ανάμεσά τους είναι ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Θ. Γαζής, ο Κ. Λάσκαρις, ο Ιανός Λάσκαρις, ο εκδότης Μ. Μουσούρος, κ.ά. Αλλά και ξένοι λόγιοι της Δύσης, όπως ο Ολλανδός Έρασμος, ο Γάλλος νομομαθής Budé, ο Γερμανός Μ. Crusius, ο Άγγλος ποιητής John Milton και πολλοί άλλοι, έγραψαν ευκαιριακά στην Ελληνική, ώστε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Ελληνική από τον 15ο ώς τον 18ο αι. αποκτά για μιαν ακόμη φορά διεθνικό χαρακτήρα. Οι αρχές του γλωσσικού ζητήματος στη νεότερη εποχή τοποθετούνται στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο ελληνισμός προσπαθεί να διαμορφώσει γλωσσικό όργανο που θα του επιτρέψει να πλησιάσει τα πολιτιστικά επιτεύγματα της Δύσης. Υποκινητής του ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρις, που πίστευε ότι τα υψηλά φιλοσοφικά νοήματα μόνον η αρχαία γλώσσα μπορούσε να αποδώσει με ακρίβεια. Ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς και ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος εμφανίζονται ως οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της
φιλοσοφικής ανανέωσης, που συνδέεται με τις νεοτεριστικές ιδέες και τον Διαφωτισμό, με γλωσσικό όμως όργανο την αρχαία γλώσσα. Αρχαϊστικές αντιλήψεις για τη γλώσσα είχαν ο Στέφανος Κομμητάς, ο Λάμπρος Φωτιάδης και ο Νεόφυτος Δούκας. Με το μέρος της απλής φυσικής γλώσσας είχαν ταχθεί ο μαθητής του Βούλγαρι Ιώσηπος Μοισιόδαξ και ο Δημήτριος Καταρτζής. Συντηρητικότερες αντιλήψεις για τη γλώσσα είχε ο Νικηφόρος Θεοτόκης, που προτιμά μια γλωσσική μορφή που πλησιάζει την αρχαία και ο ίδιος ονόμασε «καθαρεύουσα». Μια έντονη γλωσσική αρχαιολατρία παρουσιάζεται τις παραμονές της Επανάστασης του 1821. Οι Έλληνες εξελληνίζουν τα τοπωνύμια και δίνουν στα παιδιά τους αρχαιοελληνικά ονόματα, γεγονός στο οποίο αντιδρά η Εκκλησία. Στα ελληνικά σχολεία της Μ. Ασίας οι μαθητές εκφωνούν χωρία αρχαίων συγγραφέων και ανεβάζουν αρχαίες τραγωδίες. Το κύμα αρχαιολατρίας αγκαλιάζει ακόμη πολλές πλευρές της κοινωνικής ζωής (ενδυμασία, αρχιτεκτονική, θέατρο, ζωγραφική). Η τάση είναι προσωρινή και καταλαγιάζει αργότερα.
Η ανακάλυψη της μητρικής γλώσσας, μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής περιφρόνησης της ζωντανής γλώσσας, συνδέεται με τον Κερκυραίο Νικόλαο Σοφιανό, παπά στη Βενετία, που κηρύσσει τα δίκαιά της και γράφει την πρώτη νεοελληνική γραμματική (1540), που δημοσιεύεται για πρώτη φορά πολύ αργότερα (1870) από τον É. Legrand. Ο Ιωάννης Βηλαράς και ο Αθανάσιος Ψαλίδας θα αποτελέσουν αργότερα τους δύο βασικούς εκπροσώπους του «ελλαδικού δημoτικισμού», που πρεσβεύει ότι η γλώσσα πρέπει να ορθογραφείται και να γράφεται όπως μιλιέται και εισηγείται τη φωνητική ορθογραφία. Η γλωσσική διακήρυξη του ελλαδικού δημοτικισμού, που θα τυπωνόταν στο Άμστερνταμ το 1821, με τίτλο «Γραφη Ρομεου προς Ρομεον για τη γλοσα τους», δεν είχε την τύχη να κυκλοφορήσει. Κατευναστική των γλωσσικών εντάσεων ανάμεσα στους αρχαϊστές και τους οπαδούς της απλής φυσικής γλώσσας ήταν η εμφάνιση στο γλωσσικό πρoσκήνιo του Αδαμάντιου Κοραή, εισηγητή της «μέσης οδού». Οι Έλληνες όφειλαν, κατά τον Κοραή, να καλλιεργήσουν τη μητρική γλώσσα ως όργανο έκφρασης σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς τους. Η επιστροφή στην αρχαία γλώσσα ήταν αδύνατη. Η γλώσσα του λαού θα μπορούσε να καθαρισθεί από ξένες λέξεις και εκφράσεις και με κατάλληλo εμπλουτισμό της από την αρχαία γλωσσική παράδoση να ανεβεί ποιοτικά. Ο σημαντικότερος αντίπαλος του Koραή, ο Παναγιώτης Κοδρικάς, πίστευε ότι πρότυπο της γλώσσας, πoυ έπρεπε να καθαρισθεί από αρχαϊσμούς και ιδιωματισμούς,
έπρεπε να είναι η Πολίτικη γλώσσα του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών, πράγμα που αντέκρουε με πείσμα ο Κοραής.
Οι έλληνες λόγιοι στη Δύση και η πρώτη γραμματική της κοινής Ήδη από τα μέσα του 14ου αιώνα, οι λόγιοι της Κωνσταντινούπολης και των άλλων πόλεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατέφευγαν στη Δύση, ως επί το πλείστον στην Ιταλία. Η φυγή των βυζαντινών λογίων εντάθηκε, όπως είναι φυσικό, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. εκτός από πλήθος χειρογράφων της αρχαίας και της βυζαντινής γραμματείας, μετέφεραν και τη γνώση της κλασικής παιδείας, και δίδαξαν φιλολογία, φιλοσοφία και ιστορία σε σχολές και σε ακαδημίες. Η συμβολή των ελλήνων λογίων στην ιταλική Αναγέννηση και, συνακόλουθα, στη δημιουργία του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού εκτιμήθηκε και καταγράφηκε νωρίς από τους δυτικούς ιστορικούς, οδήγησε μάλιστα στην υπερβολική εκτίμηση ότι υπήρξε όχι μόνον ένας αναγκαίος όρος της Αναγέννησης αλλά και το σημαντικότερο αίτιο. Η σημασία, ωστόσο, των ελλήνων λογίων της διασποράς δεν εξαντλείται στην αναβίωση της κλασικής παιδείας και στη συνεισφορά της αναβίωσης αυτής στη διαμόρφωση του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επηρεαζόμενοι κι αυτοί με τη σειρά τους από το πνεύμα της Αναγέννησης, οι Έλληνες λόγιοι του 16ου αιώνα ξεπερνούν την προκατάληψη για τη δημώδη γλώσσα. Στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης, κι αργότερα στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, οι έλληνες μαθητές της διασποράς διδάσκονται την -υπό διαμόρφωση ακόμηκοινή νεοελληνική. Οι πρώτες εκδόσεις νεοελληνικών κειμένων βλέπουν το φως στη Βενετία, στο πρώτο μισό του 16ου αι. (η παράφραση της Ιλιάδας από τον Νικόλαο Λουκάνη, η Ιστορία του Ταγιαπέρα και η Ιστορία του ρε της Σκότζιας με τε ρήγισσα της Εγγλιτέρας του Ιάκωβου Τριβώλη κ.ά.). Ηγετική μορφή του κύκλου των ελλήνων λογίων που στράφηκαν στη χρήση της κοινής ήταν ο κερκυραίος ιερωμένος, φιλόλογος, τυπογράφος, χαρτογράφος και κωδικογράφος Νικόλαος Σοφιανός. Ο Σοφιανός πίστευε ότι μόνο με τη χρήση της κοινής ήταν δυνατή η διάδοση της παιδείας και, συνεπώς, η αφύπνιση του γένους. Σε αυτόν οφείλουμε την πρώτη γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας. Η Γραμματική της κοινής των Ελλλήνων γλώσσης απευθυνόταν στο ελληνικό κοινό. Παρέμεινε άγνωστη μέχρι το 1870 και σώζεται μόνο το μορφολογικό της μέρος. Τις απόψεις του Νικόλαου Σοφιανού για την κοινή γλώσσα και για τη σημασία της χρήσης της διαβάζουμε στην εισαγωγή του Παιδαγωγού, της μετάφρασης δηλαδή του ψευδοπλουτάρχειου Περί παίδων αγωγής, την οποία δημοσίευσε το 1544: Διά τούτον
λοιπόν ώρμησα και εγώ [...] να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία όπου να είναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το να ανακαινισθή και να αναπτερυγιάσει από την τόσην απαιδευσίαν το ελεεινόν γένος.
ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ Εισαγωγή Η λογοτεχνία του ελεύθερου κράτους «Θλιβερά επεισόδια» με αφορμή το γλωσσικό . τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά» Ελληνικά Νόμπελ λογοτεχνίας Περιθωριακά ιδιώματα Η γλώσσα των πολιτικών και των Μ.Μ.Ε. Από τη γλώσσα των νέων
Εισαγωγή Από το 1821 μέχρι σήμερα η Ελληνική γλώσσα -στις διάφορες προφορικές και γραπτές εκδοχές της- έχει υποστεί μεγαλύτερες μεταβολές απ' αυτές που σημειώθηκαν σε οποιαδήποτε εθνική γλώσσα της δυτικής Ευρώπης στο ίδιο χρονικό διάστημα. Στην αρχή της περιόδου επικρατούσαν, στον προφορικό λόγο, οι ποικίλες διάλεκτοι που μιλιόντουσαν στις επιμέρους περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου, από την Κέρκυρα στον Πόντο και από τη Μακεδονία στη Μάνη, την Κρήτη και την Κύπρο. Στον γραπτό λόγο κυριαρχούσαν διάφορες γλωσσικές ποικιλίες, που αποτελούνταν από μίγματα αρχαίων και νεότερων στοιχείων, από την αρχαϊστική χρήση των «Σοφολογιοτάτων») μέχρι την αλληλογραφία των εμπόρων. Αρκετά χρόνια, όμως, πριν από το 1821 θα πρέπει να διαμορφώθηκε μια κάπως κοινή προφορική γλώσσα που τη χρησιμοποιούσαν ιδίως οι έμποροι, όσοι ταξίδευαν από μία ελληνική περιοχή σε άλλη και όσοι εγκαταστάθηκαν, μαζί με ομογενείς από διάφορα μέρη, στα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Αυτή η κοινή, υπερδιαλεκτική, προφορική γλώσσα των ταξιδεμένων και κάπως μορφωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης πιθανόν να απoτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη της σημερινής κοινής προφορικής γλώσσας. Τεκμήρια γι' αυτήν την κοινή προφορική γλώσσα βρίσκουμε ιδίως σε διάφορες κωμωδίες (πρωτότυπες και μεταφρασμένες) που γράφτηκαν στις τελευταίες δεκαετίες
της Τουρκοκρατίας και όπου οι ζωντανοί διάλογοι επιχείρησαν να καταγράψουν τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής. Είναι όμως γεγονός ότι η ιστορία της προφορικής κοινής Ελληνικής έχει ελάχιστα μελετηθεί για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, τα γραmά κείμενα που διαθέτουμε δεν μπορεί να είναι τελείως αξιόπιστα. δεύτερον, δημιουργήθηκε σύγχυση από την επιμονή των διαφόρων παρατάξεων του γλωσσικού ζητήματος να χωρίζουν τα γλωσσικά φαινόμενα σε «σωστά» και «λάθος»), αντί να μελετούν τη γλωσσική πραγματικότητα. Ο Κοραής, λόγου χάρη, δε θέλησε να καταγράψει, στα χρησιμότατα γλωσσάρια που συνέταξε, τις δημώδεις λέξεις με την πραγματική τους μορφή, αλλά επέμενε να τις «διορθώνει» κατά τα αρχαία πρότυπα, ενώ, μισό αιώνα αργότερα και με ανάλογο τρόπο, ο Ψυχάρης στα δημοσιεύματά του «διόρθωνε» τις λόγιες λέξεις σύμφωνα με τους δήθεν δημοτικούς κανόνες. Οι όροι «καθαρεύουσα» και «δημοτική» είναι αρκετά παλαιοί. η λέξη «καθαρεύουσα» μαρτυρείται στο Κυριακοδρόμιον του Νικηφόρου Θεοτόκη, γραμμένο το 1796, ενώ η λέξη «δημοτική» χρησιμοποιείται από τον Παναγιώτη Κοδρικά το 1818. Οι δύο όροι, όμως, δεν μπήκαν σε γενική χρήση παρά μόνο με τη δημοσίευση του βιβλίου του Ψυχάρη Το ταξίδι μου, το 1888. Μολαταύτα, η γλωσσική εκδοχή του Κοραή -συμβιβασμός μεταξύ Αρχαίας και Νέας Ελληνικήςεπικράτησε ως εκφραστικό όργανο του ελληνικού κράτους σε πείσμα των λίγων οπαδών της γραπτής χρήσης της προφορικής γλώσσας. Όσο περνούσαν οι δεκαετίες του 19ου αιώνα, η γραπτή γλώσσα εμβολιαζόταν με όλο και περισσότερα αρχαία στοιχεία, εις βάρος των νεότερων, ούτως ώστε, μέχρι την έκδοση του Ταξιδιού (1888), η γλώσσα του δημόσιου λόγου να έχει φτάσει στο αποκορύφωμα του αρχαϊσμού (Μνημονεύουμε εδώ την αστεία περίmωση του Κλέωνος Ραγκαβή, ο οποίος υπερηφανευόταν, το 1884, ότι έγραψε ένα «δραματικό ποίημα» τετρακοσίων σελίδων, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε ένα νά, θά ή δέν). Στην πραγματικότητα η καθαρεύουσα (όπως άρχιζε τότε να γίνεται γνωστή) ήταν ένα γλωσσικό υβρίδιο, ένα ακατάστατο και αναρχικό συνονθύλευμα από γλωσσικά στοιχεία παρμένα τυχαία και κατά το δοκούν από διάφορα στάδια της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας. Η αναλογία των αρχαίων και νεότερων στοιχείων εξαρτιόταν από τον βαθμό της αρχαιομάθειας και της καλαισθησίας του εκάστοτε γράφοντος. Αντιδρώντας σ' αυτήν τη γλωσσική αναρχία, ο Ψυχάρης, στο Ταξίδι και στα μεταγενέστερα έργα του, προσπάθησε να δημιουργήσει μια γραπτή γλώσσα βασισμένη στο λεξιλόγιο και τους γραμματικούς κανόνες της προφορικής, ιδωμένης βέβαια στην ιστορική της εξέλιξη. Αυτή η αντίδραση οδήγησε τον Ψυχάρη στη διατύπωση υπερβολικά αυστηρών γλωσσικών κανόνων που
αγνοούσαν την πραγματική επίδραση της γραmής γλώσσας στην προφορική. Όπως η καθαρεύουσα είχε επιχειρήσει να αποκλείσει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία της προφορικής γλώσσας, .έτσι και η δογματική δημοτική του Ψυχάρη απέρριπτε κάθε στοιχείο που ερχόταν σε σύγκρουση προς τους γλωσσικούς νόμους που θέσπισε ο ίδιος με βάση την ιστορία της δημώδους γλώσσας, έστω και αν το στοιχείο αυτό είχε πολιτογραφηθεί στην προφορική γλώσσα της εποχής του. Από τότε, η εξέλιξη των απόψεων των αντιπάλων της καθαρεύουσας σημαδεύεται από την όλο και μεγαλύτερη προθυμία τους να αποδεχτούν στοιχεία που ενσωματώθηκαν στην καθημερινή προφορική χρήση. Θλιβερό αποτέλεσμα της ύπαρξης της διγλωσσίας (δημοτικής και καθαρεύουσας) και της κατοπινής κατάργησής της είναι το ότι ορισμένοι Έλληνες σήμερα αισθάνονται την ανάγκη να διαβάσουν κορυφαίους συγγραφείς της περιόδου 1850-1910 (όπως ο Ροΐδης και ο Παπαδιαμάντης) σε δημοτική «μετάφραση». Αυτή η ανάγκη -που δεν συναντιέται σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα- δείχνει πόσο μεγάλο ρήγμα έχει δημιουργήσει η διγλωσσία στη συνέχεια της Ελληνικής. Έπειτα από αυτή την παρένθεση για το γλωσσικό ζήτημα μπορούμε να επιστρέψουμε στην ιστορική διαδρομή της ίδιας της προφορικής γλώσσας. Η χρήση της κοινής προφορικής Ελληνικής (σε αντιδιαστολή προς τις διαλέκτους) άρχισε να επεκτείνεται ραγδαία με την αναγόρευση της Αθήνας σε πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους και τη συνακόλουθη συρροή Ελλήνων στο «ιοστεφές άστυ» από διάφορα μέρη, αλλά ιδίως από την Πελοπόννησο. Η Αθήνα έγινε έτσι η πρώτη μεγάλη χοάνη όπου οι διαλεκτικές διαφορές ισοπεδώθηκαν . η δεύτερη ήταν η Θεσσαλονίκη μετά την εγκατάσταση των προσφύγων του 1922. Εδώ οι Έλληνες που μιλούσαν ποικίλες διαλέκτους και είχαν ξεριζωθεί από τις μακρινές πατρίδες τους εγκαταστάθηκαν σ' έναν περιορισμένο χώρο και αναγκάστηκαν να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις προς τη γλώσσα των παλιών και καινούργιων συμπολιτών τους. Άλλοι παράγοντες συγκερασμού των διαλεκτικών στοιχείων υπήρξαν η υποχρεωτική εκπαίδευση, η στρατιωτική θητεία και, στα νεότερα χρόνια, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η Νεοελληνική Γραμματική (της δημοτικής) (1941) του Τριανταφυλλίδη, επιτομή της οποίας χρησιμοποιείται επίσημα στα ελληνικά σχολεία τουλάχιστον από το 1976. Η γραμματική του Τριανταφυλλίδη αποσκοπούσε περισσότερο στην παρουσίαση των κανόνων μιας γραπτής εκδοχής της δημοτικής, και λιγότερο στην περιγραφή της προφορικής γλώσσας. υιοθέτησε μια αρκετά διαλλακτική στάση απέναντι στους λόγιους τύπους, σε αντίθεση με τους προηγούμενους δημοτικιστές, όπως ο Ψυχάρης, που κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να τους αποκλείσουν από τα έργα τους. (Είναι αξιοπερίεργο ότι δεν συντάχθηκε ποτέ «επίσημη» ή «κρατική» γραμματική της καθαρεύουσας, δηλαδή της επίσημης -ώς το 1976- γλώσσας του ελληνικού κράτους.) Έτσι σήμερα οι τοπικές διαφορές στην προφορική Ελληνική γλώσσα σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο χώρο (με εξαίρεση την Κύπρο) τείνουν να περιοριστούν.
Αν επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τις σημαντικότερες μεταβολές που έχουν επέλθει στην κοινή προφορική γλώσσα από το 1821, μέχρι σήμερα, θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε ενδεικτικά ορισμένα φαινόμενα που αφορούν κυρίως το λεξιλόγιο και τη μορφολογία. Είναι φανερό ότι το λεξιλόγιο της κοινής προφορικής γλώσσας έχει υποστεί ριζικές αλλαγές. Οι λόγιοι του 19ου αι. (καθηγητές πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι, κ.ά.) δύο κυρίως πράγματα κατόρθωσαν στην περιοχή του λεξιλογίου. Πρώτον, έφτιαξαν ελληνικά ονόματα για χιλιάδες έννοιες που ήταν ελάχιστα ή καθόλου γνωστές μέχρι τότε στον ελληνικό χώρο. Δεύτερον, επέβαλαν ελληνικές λέξεις στη θέση πολλών λέξεων που η προφορική γλώσσα είχε δανειστεί από ξένες γλώσσες. Για τις έννοιες που δεν υπήρχε αντίστοιχο όνομα, οι λόγιοι είτε χρησιμοποιούσαν αρχαίες λέξεις που είχαν άλλη σημασία στην αρχαιότητα, είτε κατασκεύασαν εντελώς καινούριες λέξεις με αρχαίες ρίζες. Μ' αυτόν τον τρόπο εμπλούτισαν την Ελληνική γλώσσα. Παραδείγματα αρχαίων λέξεων που ξαναζωντάνεψαν με καινούργια σημασία είναι: αλληλογραφία, θερμοκρασία, υπάλληλος, βιομήχανος και ταχυδρόμος (για την τελευταία αυτή έννοια ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί την τουρκικής προέλευσης λέξη μετζίλι, ενώ άλλοι χρησιμοποιούσαν τη, δανεισμένη από τα ιταλικά, πόστα). Από τις χιλιάδες καινούριες λέξεις που κατασκευάστηκαν αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο τις εξής: πολιτισμός (δημιούργημα του Κοραή), ζαχαροπλαστείο, πανεπιστήμιο, δημοσιογράφος, πρωτοβουλία, ποδήλατο, πολυβόλο, θερμοσίφωνο και λεωφορείο. Επίσης οι Έλληνες υιοθέτησαν πολλούς νεολογισμούς (είτε αρχαίες λέξεις με νέα σημασία), που είχαν κατασκευάσει ξένοι λόγιοι με ελληνικές ρίζες, όπως αεροπλάνο, τηλέφωνο, ανέκδοτο και νεκρολογία. Επίσης κατασκευάστηκαν διά μέσου της ολικής ή μερικής, μετάφρασης του αντίστοιχου ξένου όρου, καινούριες ελληνικές λέξεις όπως αυτοκίνητο, σιδηρόδρομος, αλεξικέραυνος, βραχυκύκλωμα, γραφειοκρατία, ουρανοξύστης και διεθνής. αυτή η διαδικασία έχει συνεχιστεί και στον 20ό αι., με λέξεις όnως διαστημόπλοιο. Τα «μεταφραστικά δάνεια» όμως δεν nεριορίστηκαν σε μεμονωμένες λέξεις. πάμπολλα είναι τα «φραστικά δάνεια», όπου δηλαδή μια φράση με μεταφορική σημασία μεταφράζεται κατά λέξη αnό μια ξένη γλώσσα (λόγος υπάρξεως, σε τελευταία ανάλυση, σε καθημερινή βάση κ.λπ.). Σήμερα , καινούρια φραστικά δάνεια εμφανίζονται κάθε μέρα σχεδόν στις ελληνικές εφημερίδες. Οι λόγιοι του 19ου αι. φιλοτιμήθηκαν να εξαλείψουν τις πολυπληθείς λέξεις τουρκικής προελεύσεως που χρησιμοποιούνταν στην κοινή γλώσσα και θεωρούνταν κηλίδες που αμαύρωναν τη γλώσσα του ελεύθερου ελληνικού έθνους. Έτσι nολλές λέξεις τούρκικης προελεύσεως που χρησιμοnοιεί ο Μακρυγιάννης έχουν αντικατασταθεί αnό λέξεις που είτε προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά είτε κατασκευάστηκαν με αρχαιοελληνικές ρίζες, π.χ. ασκέρι (στρατός) , ζαϊρέδες (προμήθειες), κιοτής (δειλός), ορδί (στρατόπεδο), οντάς (δωμάτιο), τσασίτης (κατάσκοπος), χαζίρι (έτοιμο) , χαΐνης (προδότης) και χάψη (φυλακή). Είναι ενδεικτικό της επιτυχίας των λογίων ότι όλες αυτές οι λέξεις (μέσα σε παρενθέσεις), οι οποίες είτε δεν υnήρχαν καθόλου είτε ήταν τελείως άγνωστες στη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων του 1821 , έχουν καθιερωθεί προ nολλού. Οι λόγιοι κατόρθωσαν εnίσης να αντικαταστήσουν λέξεις που προέρχονταν αnό τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες με αναστημένες ή εντελώς καινούριες ελληνικές λεξεις: έτσι το κουμέρκι ξαναβαφτίστηκε τελωνείο, ο μινίστρος έγινε υπουργός, το κοντραμπάντο εξευγενίστηκε σε λαθρεμπόριο. ακόμα και η φαμίλια (ή φαμελιά)
εξελληνίστηκε σε οικογένεια. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, οι λόγιοι απέτυχαν να επιβάλουν τους νεολογισμούς τους, όπως το περισκελίς και το λαιμοδέτης, οι οποίοι δεν ευδοκίμησαν στην προφορική γλώσσα και δεν κατόρθωσαν να εκτοπίσουν το παντελόνι και το γραβάτα. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν στη μορφολογία της γλώσσας ανιχνεύονται με περισσότερη δυσκολία, καθώς δεν μπορούμε να βασιστούμε πάντα στις παλαιότερες πηγές. Υπάρχουν όμως ενδείξεις αnό τις αρχές του 19ου αι. ότι στη γενική του πληθυντικού τα αρσενικά παροξύτονα ουσιαστικά σε -της δεν κατέβαζαν τον τόνο στη λήγουσα (βρίσκουμε τύπους όπως των κλέφτων και των Φαναριώτων σε κείμενα όπου αποδίδεται πιστά η προφορική γλώσσα αnό λογίους, όπως ο Αθανάσιος Χριστόnουλος). τούτο το φαινόμενο, που αντιβαίνει προς τους κανόνες και της αρχαίας και της σύγχρονης ελληνικής, δείχνει ότι ο σημερινός τύπος (κλεφτών, Φαναριωτών) έχει «διορθωθεί» σύμφωνα με τη γραμματική της αρχαίας. Ο τύπος της γενικής του ενικού σε -τος από ουδέτερα ουσιαστικά σε -μα (του πράγματος αντί του απαρχαιωμένου πια προφορικού τύπου του πραμάτου) αποτελεί άλλο ένα στοιχείο που επανεισήχθη στην προφορική γλώσσα είτε από την αρχαία είτε από την καθαρεύουσα. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί και η κλίση των θηλυκών ουσιαστικών όπως η κυβέρνηση. Παλαιότερα η προφορική γλώσσα ήξερε μόνο τύπους όπως η/τη βάφτιση, της βάφτισης, οι/τις βάφτισες, Σήμερα, όμως, κανείς δεν παραξενεύεται από την κλίση η/την κυβέρνηση, της κυβέρνησης, οι/τις κυβερνήσεις, των κυβερνήσεων, όπου οι τύποι του ενικού προέρχονται από την προφορική παράδοση, ενώ οι τύποι του πληθυντικού μπήκαν στην προφορική γλώσσα σχετικά πρόσφατα από την καθαρεύουσα. αυτή η κλίση, λοιπόν, αποτελεί παράδειγμα υβριδίου που πολιτογραφήθηκε επιτυχώς στην προφορική γλώσσα. χρειάστηκε όμως καιρός για να γίνει γενικά αποδεκτή, Πριν από τριάντα χρόνια οι περισσότεροι μορφωμένοι Έλληνες έλεγαν ακόμα της κυβερνήσεως και όχι της κυβέρνησης. Τη συνύπαρξη στοιχείων από την παλαιά προφορική γλώσσα και από τη γραπτή λόγια παράδοση τη συναντούμε και στη λεγόμενη «διφυΐα» του φωνολογικού συστήματος της σημερινής κοινής γλώσσας. Ενώ τα συμφωνικά συμπλέγματα χτ και φτ δεν εμφανίζονταν στην αρχαία και στην καθαρεύουσα, τα δε συμπλέγματα κτ, χθ, φθ και σχ αποκλείονταν από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη και των οπαδών του, σήμερα μιλάμε για το δίχτυ των ψαράδων και το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας. Και τα δύο ουσιαστικά (δίχτυ και δίκτυο) προέρχονται από την ίδια αρχαία λέξη, αλλά το πρώτο κληροδοτήθηκε στη Νέα Ελληνική με τελείως φυσικό τρόπο, μέσα από την προφορική παράδοση, ενώ το δεύτερο εισήχθη στην προφορική γλώσσα από τη λόγια γραπτή παράδοση. Την ίδια φωνολογική και μορφολογική διφυΐα παρατηρούμε και στα ζεύγη καταφέρνω -κατάφερα και μεταφέρω -μετέφερα (το δεύτερο με εσωτερική αύξηση, το πρώτο αναύξητο). τέτοια ζεύγη πιθανόν να συνυπήρχαν ήδη το 1800 στην κοινή προφορική γλώσσα, αλλά η καθαρεύουσα και η δημοτική του 19ου αι. επιχείρησαν να εξαλείψουν είτε το πρώτο είτε το δεύτερο από τα δύο αυτά ρήματα. Άλλα στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση της γραπτής γλώσσας αποτελούν η μετοχή του ενεστώτα (η απαιτούμενη ακρίβεια) και ο αναδιπλασιασμός σε ορισμένους τύπους της μετοχής του παρακειμένου (πεπεισμένος), που χρησιμοποιούνται σήμερα στην κοινή γλώσσα έπειτα από 1500 χρόνων απουσία από τον προφορικό λόγο.
Τύποι του ρήματος που επικρατούν πλέον στην Αθήνα, όπως το μίλαγα (αντί μιλούσα) και καθόντουσαν (αντί κάθονταν, κ.ά.), σπάνια εμφανίζονται σε κείμενα πριν από τον 20ό αι, και ακόμα και σήμερα δεν έχουν γίνει γενικά αποδεκτοί σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η γραμματική του Τριανταφυλλίδη είτε αγνοεί τους τύπους αυτούς είτε τους αναφέρει μόνο σε υποσημειώσεις, επιχειρώντας φανερά (αλλά μάταια) να τους παραμερίσει. Όσο για τον παρακείμενο, οι τύποι έχω με απαρέμφατο (έχω έρθει) εισήλθαν και αυτοί αρκετά όψιμα στην κοινή προφορική γλώσσα. Μολονότι αυτός ο σχηματισμός του παρακειμένου υπήρχε στην Πελοπόννησο ήδη τον 14ο αι., τον συναντάμε πολύ σπάνια σε κείμενα του 19ου αι. (δεν εμφανίζεται ούτε μια φορά, λόγου χάρη, στα γραπτά του Μακρυγιάννη). Ακόμα και σήμερα δεν χρησιμοποιείται σε πολλές διαλέκτους, όπως π.χ. στην Ποντιακή, στην Κρητική και στην Κυπριακή (στο βαθμό, βέβαια, που αυτές οι διάλεκτοι παραμένουν ανεπηρέαστες από την Αθηναϊκή γλώσσα). Πέρα από τις τεράστιες διαφορές που χωρίζουν την καθαρεύουσα του 19ου αι. από τη σημερινή γραπτή γλώσσα, οι ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις, που έγιναν κατά καιρούς (η κατάργηση των πνευμάτων και της πολυτονίας, καθώς και ορισμένες «απλοποιήσεις»), προκάλεσαν κι αυτές χάσμα ανάμεσα στην οπτική εικόνα της Ελληνικής του 1821 και της σημερινής γραπτής γλώσσας. Αυτό το χάσμα γίνεται φανερό από την αντιπαράθεση δύο εκδοχών ενός αποσπάσματος από τον Διάλογο του Σολωμού: η πρώτη δίνει την εικόνα που το κείμενο παρουσίασε στην αρχική του έκδοση {1859), ενώ η δεύτερη δείχνει μια μονοτονική και ορθογραφικά απλουστευμένη εκδοχή: «Καί αυταίς η λέξες είναι η ίδιαις, με ταίς οποίαις βρίσκεις γραμμένη τη Βοσκοπούλα, ποίημα, οπού δεν είναι γυναίκα νά μή γνωρίζη, καί έχει ‘ς τή ράχη του χρόνους διακόσιους». «Και αυτές οι λέξεις είναι οι ίδιες, με τες οποίες βρίσκεις γραμμένη τη Βοσκοπούλα, ποίημα, οπού δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζει, και έχει στη ράχη του χρόνους διακόσιους». Λίγες ευρωπαϊκές γλώσσες παρουσιάζουν τόσο εμφανείς ορθογραφικές αλλαγές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Τελειώνοντας, θα προσπαθήσω να απαντήσω στο αγωνιώδες ερώτημα: βρίσκεται η Ελληνική γλώσσα σήμερα πράγματι σε κρίση; Έχει γίνει κοινός τόπος να λέγεται και να γράφεται ότι η Ελληνική γλώσσα κινδυνεύει α. από την αδυναμία της να ανταγωνιστεί τη χρήση της Αγγλικής, β. από την εισβολή αναφομοίωτων ξένων λέξεων που σφηνώθηκαν στο σώμα της χωρίς να προσαρμοστούν φωνολογικά και μορφολογικά στους κανόνες της (ασανσέρ, νάιλον, πάρκιν, κομπιούτερ, κλπ.), και γ. από τους ίδιους τους χρήστες της, ιδίως τους νέους. Είναι φανερό ότι στο μέλλον, εφόσον η Αγγλική συνεχίσει να είναι παγκοσμίως η κυρίαρχη γλώσσα, όλο και περισσότεροι Έλληνες (και όχι μόνο) θα υποχρεώνονται να γίνουν δίγλωσσοι, χρησιμοποιώντας την Αγγλική για την επικοινωνία με τον ξένο κόσμο (είτε διαπροσωπικά είτε διαμέσου του διαδικτύου των ηλεκτρονικών υπολογιστών) και τη μητρική τους γλώσσα για την επικοινωνία με τους ομογλώσσους τους. Είναι εξίσου αναπόφευκτο η Ελληνική γλώσσα να δεχτεί στους κόλπους της πλήθος ξένες λέξεις,
όπως έχει ήδη συμβεί από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Όσο για τη χρήση της από τη νέα γενιά, έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι νέοι είναι «δίγλωσσοι», με την έννοια ότι χειρίζονται δύο διαλέκτους της Ελληνικής. τη μια τη χρησιμοποιούν στις παρέες τους με άλλα παιδιά της ηλικίας τους, ενώ την άλλη τη φυλάσσουν για τις κατάλληλες περιστάσεις (όταν συνομιλούν με μεγάλους και ιδίως όταν γράφουν). Είναι, ωστόσο, αλήθεια ότι ιδίως οι νέοι βομβαρδίζονται από διάφορα μηνύματα προερχόμενα από τηλεοπτικά κανάλια (ελληνικά και ξένα), το βίντεο, τη ροκ μουσική και γενικά την πολυεθνική βιομηχανία μαζικής κουλτούρας, η οποία παράγει ένα διεθνές πλέγμα από πολιτιστικά προϊόντα προορισμένα για τους νέους, στην προσπάθειά της να τους καταστήσει αιχμαλώτους διαφόρων εμπορικών και ιδεολογικών συμφερόντων. Οι εκτυφλωτικές και εναλλασσόμενες με αστραπιαία ταχύτητα εικόνες που προβάλλονται στη μικρή οθόνη (TV και Η/Υ) και οι αμείλικτα επαναλαμβανόμενοι εκκωφαντικοί ήχοι της σύγχρονης μουσικής απειλούν όχι μόνο την Ελληνική γλώσσα, αλλά και όλες τις γλώσσες - ίσως και την ελευθερία της ανθρώπινης σκέψης.
Η λογοτεχνία του ελεύθερου κράτους Οι διάφορες τοπικές διάλεκτοι καθώς και η συνεχιζόμενη γλωσσική διαμάχη στα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, αντικατοπτρίζονται στην ποίηση και τη λογοτεχνία του πρώιμου ελεύθερου κράτους του 19ου αιώνα. Από τη δημοτική με ιταλικά και κρητικά στοιχεία του Σολωμού, την ανάμικτη δημοτική και καθαρεύουσα του Κάλβου, μέχρι την αυστηρή καθαρεύουσα των αδελφών Σούτσων και του Ραγκαβή, τα λογοτεχνικά κείμενα αποτελούν πηγή μελέτης των γλωσσικών διαφορών ανά περιοχή καθώς και της εξέλιξης της γλωσσικής διαμάχης ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα. Δεν λείπουν και παραδείγματα υπεράσπισης της δημοτικής από κείμενα γραμμένα σε καθαρεύουσα (Ροΐδης) ή «πολύγλωσσων» κειμένων γραμμένων σε καθαρεύουσα που όμως στα διαλογικά μέρη χρησιμοποιείται η ιδιαίτερη διάλεκτος ή ο απλός τρόπος ομιλίας κάθε προσώπου (Πιτσιπιός, Παπαδιαμάντης). Η διγλωσσία αυτή συνεχίζεται και μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Τότε, παρ’ όλο τον προσανατολισμό στη δημοτική από κάποιους ποιητές (Παλαμάς, Δροσίνης, Πολέμης, Τερτσέτης, Βαλαωρίτης κ.ά.), δεν λείπει η προτίμηση άλλων ποιητών στη διγλωσσία ή στην «ελεύθερη μικτή» (Καμπούρογλου, Πολυλάς, Νιρβάνας, Ξενόπουλος κ.ά.). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μορφές του Δ. Σολωμού και του Α. Κάλβου. Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε το 1798 στη Ζάκυνθο και πέθανε το 1857 στην Κέρκυρα. Η γραφή του ήταν ένα κράμα ζακυνθινών, κρητικών, λατινικών και ιταλικών στοιχείων μέσα σε «περιβάλλον» δημοτικής. Τα Επτάνησα δεν γνώρισαν τουρκοκρατία και έτσι οι επιρροές αυτές που συναντά κανείς στον Σολωμό, χαρακτηρίζουν και όλη την επτανησιακή λογοτεχνία. Ο Σολωμός υπήρξε μαχητικός υπερασπιστής της γλώσσας του λαού ενώ τοποθετούσε τους σοφολόγιους, για το κακό που
προξενούσαν στο λαό, δίπλα στους Τούρκους. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι η παντελής έλλειψη ορθογραφίας στα γραπτά του. Την ορθογραφία τη συνέδεε με το λογιοτατισμό και, όπως φαίνεται από τα χειρόγραφά του, την αγνοούσε σχεδόν ολοκληρωτικά. Αυτό βεβαίως οφείλεται και στις λατινικές και ιταλικές σπουδές του, χωρίς ιδιαίτερη σπουδή της αρχαίας ελληνικής. Τα γραπτά του, παρ’ όλα αυτά, αποτελούν καθρέφτη της ζακυνθινής διαλέκτου και όλων των λογοτεχνικών επιρροών που είχαν δεχτεί τα Επτάνησα. Ο Ανδρέας Κάλβος Ιωαννίδης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792 και πέθανε στο Λονδίνο το 1869. Μεγάλο μέρος της ζωής του πέρασε στην Ιταλία όπου ο ποιητής Ούγκο Φόσκολο τον καθοδήγησε στις πρώτες του συγγραφικές εργασίες. Η γραφή και η γλώσσα του Κάλβου είναι ιδιαίτερη και μοναδική, καθώς δεν πρόσκειται σε κανένα από τα γνωστά αντίπαλα ρεύματα της εποχής του: ούτε στη μέση λύση του Κοραή, ούτε στην αρχαΐζουσα των σοφολογίων, ούτε στη «φυσική γλώσσα» του λαού. Φαίνεται από τα ποιήματά του ότι βρισκόταν σε συνεχή διάλογο με τους μορφικούς και γραμματικούς τύπους και των τριών αυτών ρευμάτων ανάλογα με τις ανάγκες του μέτρου και της μουσικότητας των ποιημάτων του. Παρ’ όλη την αποστροφή του προς «το μονότονο των κρητικών επών» ο ίδιος χαρακτηρίζεται από τη συστηματική χρήση του δεκαπεντασύλλαβου, (εξαρχαϊσμένου κατά τον Π. Δ. Μαστροδημήτρη, που θυμίζει όμως ιταλικά κλασικιστικά πρότυπα και συγχρόνως φαναριώτικη ποίηση κατά τον Κ. Θ. Δημαρά.)
«Θλιβερά επεισόδια» με αφορμή το γλωσσικό . τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά» Η φράση «θλιβερά επεισόδια» αναφέρεται κατά κανόνα στις συγκρούσεις οπαδών αντιπάλων ποδοσφαιρικών ομάδων ή σε έκτροπα . κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων ο χιλιοειπωμένος αυτός πλεονασμός αποτελεί ένα από τα πολλά στερεότυπα της τρέχουσας «ξύλινης» γλώσσας των Μ.Μ.Ε. Ωστόσο, πριν από εκατό περίπου χρόνια, η ίδια η γλώσσα και οι διάφορες απόψεις περί καθαρεύουσας και δημοτικής στάθηκαν η αφορμή επεισοδίων στην Αθήνα - και μάλιστα ιδιαιτέρως βίαιων και θλιβερών, καθώς στοίχισαν τη ζωή σε έντεκα ανθρώπους και προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης. Στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, το γλωσσικό ζήτημα όχι μόνο δεν έχει επιλυθεί αλλά οι διενέξεις γύρω από αυτό βρίσκονται σε μεγάλη έξαρση. Τα λεγόμενα «Ευαγγελικά» είναι ένα μόνο από τα παραδείγματα αναταραχών και αιματοκυλίσματος γύρω από το γλωσσικό ζήτημα. Είναι όμως και ένα σύνθετο γεγονός που καταδεικνύει το πολιτικό και πνευματικό κλίμα της εποχής. Η μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική το 1898 με πρωτοβουλία
της βασίλισσας Όλγας, τα Ευαγγέλια μεταφρασμένα από τον Αλέξανδρο Πάλλη σε πιο ακραία δημοτική το 1901 και άλλη μια μετάφραση ενδιάμεσα, από τον θρησκευτικό σύλλογο «Ανάπλασις», πυροδότησαν μία σειρά επεισοδίων που οδήγησαν στην παραίτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη και του μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου. Αντιδημοτικιστές ακαδημαϊκοί (Μιστριώτης, Κόντος, Βάσης κ.ά.), στοιχεία της αντιπολίτευσης, καθώς και η διαμάχη ανάμεσα στις εφημερίδες Ακρόπολις, που δημοσίευε την μετάφραση του Πάλλη, και Σκριπ, Καιροί, Εμπρός, που την κατέκριναν, υποδαύλισαν την οργή των φοιτητών και ακολούθησαν τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1901, με έντεκα νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Το ιστορικό κλίμα εκείνης της εποχής (το σύνδρομο της «σλαβικής απειλής»), σε συνδυασμό με την πρωτοβουλία της -Ρωσίδας στην καταγωγήβασίλισσας είχαν ως αποτέλεσμα οι μεταφραστές, εκτός από βεβηλωτές των Ευαγγελίων και άθεοι, να θεωρηθούν επίσης προδότες και όργανα των Σλάβων. Ανάλογες αντιδράσεις προκάλεσε η μετάφραση της Ορέστειας από τον Γ. Σωτηριάδη. Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινημένοι και αυτή τη φορά από τον καθηγητή τους Γ. Μιστριώτη, διαδήλωσαν αξιώνοντας να μη γίνει η παράσταση. Οι διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με δύο νεκρούς. Αξιοσημείωτο είναι ότι όταν το 1901 στα εγκαίνια της Νέας Σκηνής του Βασιλικού Θεάτρου είχε ανέβει η Άλκηστις του Ευρυπίδη σε μετάφραση Χρηστομάνου, δεν είχαν προκληθεί τέτοιες αναταραχές.
Οι απόπειρες αυτές «ενδογλωσσικής μετάφρασης» θρησκευτικών κειμένων δεν ήταν οι πρώτες. Το 1536 είχαν μεταφραστεί από τον Ιωαννίκιο Καρτάνο αποσπάσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και το 1638 μεταφράστηκε στη νεοελληνική η Καινή Διαθήκη από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη. Η πρώτη προσπάθεια δεν βρήκε συνεχιστές ενώ η δεύτερη καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο. Αντιστοίχως, και η Ορέστεια του Αισχύλου δεν ήταν το πρώτο παράδειγμα μετάφρασης κειμένου της κλασικής κληρονομιάς. Τα επεισόδια σχετίζονται και με τα εκάστοτε πολιτικά συμφραζόμενα. το γεγονός, ωστόσο, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το γλωσσικό πυροδότησε τόσο ακραίες και βίαιες αντιδράσεις, καταδεικνύει τη φόρτιση και τη σημασία που απέδιδε στο ζήτημα την εποχή εκείνη η ελληνική κοινωνία.
Ελληνικά Νόμπελ λογοτεχνίας Ο Γιώργος Σεφέρης (Σμύρνη 1900 – Αθήνα 1971) και ο Οδυσσέας Ελύτης (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996) ανήκουν στην ποιητική γενιά του ’30. Ανάμεσα σε άλλες διακρίσεις, τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ το 1963 και 1979 αντίστοιχα. Τα έργα τους μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες και κυκλοφόρησαν παγκοσμίως. Πέρα από την ποίηση, δημοσίευσαν δοκίμια, κριτικές, μελέτες και μεταφράσεις. Ο Γ. Σεφέρης, με σπουδές και σταδιοδρομία για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό, ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή διανόηση από την οποία επηρεάστηκε. Ποτέ όμως δεν αποστασιοποιήθηκε από τα πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά γεγονότα του ελληνικού χώρου. Πρωτοπόρησε στην ελληνική ποίηση όχι μόνο ως προς τη θεματολογία αλλά και ως προς τα εκφραστικά μέσα και τη χρήση της γλώσσας. Απομακρυσμένος από τα καθιερωμένα πρότυπα, συνδύασε τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα με τον προσωπικό τρόπο έκφρασης. Υιοθέτησε την κατάργηση ή έστω διατάραξη του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, την ελλειπτική στίξη, την ασάφεια του θέματος, τις παρομοιώσεις που ξαφνιάζουν. Βασικό χαρακτηριστικό του η χρήση απλής και καθημερινής γλώσσας γιατί όπως πίστευε «ο ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να πράξει παρά με τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω του» (Δοκιμές Β, σελ. 163). Ο Οδ. Ελύτης επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό και τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα, με σπουδές και πλούσια δραστηριότητα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δεν αποχωρίστηκε ποτέ την ελληνικότητά του όπως την ένιωθε και τη βίωνε από τις αιγαιοπελαγίτικες μνήμες του, μέχρι τις τραγικές στιγμές του έθνους (Β΄ Παγκόσμιος, κατοχή, εμφύλιος). Δημιούργησε το προσωπικό ποιητικό του ιδίωμα και θεωρείται μαζί με τους Σεφέρη, Ρίτσο, Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο κ.ά. ανανεωτής της ελληνικής ποίησης. Η ποίησή του βρισκόταν σε συνεχή διάλογο με τα βιώματα, τις εντάσεις και τις αγωνίες του ως δημιουργού και ως Έλληνα. Διαφοροποιείται από τον έτερο νομπελίστα ποιητή μας στη σύλληψη και χρήση του ποιητικού λόγου και σε αντίθεση με εκείνον «εκφράζεται σε γλώσσα αποστασιοποιημένη από την καθημερινή» για χάρη ενός κειμένου «παρθενικού και απομακρυσμένου από τη χρήση των λέξεων».
Περιθωριακά ιδιώματα Ή αλλιώς: συνθηματικές γλώσσες, συνθηματικοί κώδικες, συνθηματικά ιδιώματα, κοινωνιόλεκτοι, αργκό. Τα λεξικά συγκλίνουν στην γαλλική καταγωγή της λέξης αργκό και στην αρχική της σημασία ώς τεχνητής-κωδικής γλώσσας των κακοποιών, καθώς και στην εν συνεχεία μεταφορική της χρήση για την ορολογία επαγγελματιών και την ιδιόλεκτο κλειστών κοινωνικών ομάδων. Μερικά χαρακτηριστικά ιδιώματα τέτοιου είδους είναι η γλώσσα των νέων, τα κουτσαβάκικα (η μάγκικη λαϊκή γλώσσα), η γλώσσα των τοξικομανών, τα καλιαρντά (γλώσσα των ομοφυλοφίλων), η γλώσσα των πολιτικών, των μοτοσικλετιστών (μηχανόβιων), των στρατιωτικών, του ιπποδρόμου κ.ο.κ. Η κάθε τέτοια «γλώσσα μέσα στη γλώσσα», αντικατοπτρίζει τις ιδιαιτερότητες της ομάδας που τη χρησιμοποιεί. Χαρακτηριστικό των συνθηματικών κωδίκων, ιδιολέκτων κλπ. είναι ότι εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου όπως συμβαίνει με την κάθε γλώσσα. Οι ποικίλες μομφές εναντίον των αργκό μάλλον είναι περιττές, αφού αυτές χρησιμοποιούνται μόνο μεταξύ των μελών της κάθε ομάδας και όχι στις γενικότερες κοινωνικές τους επαφές. Άλλωστε και η ίδια η καθομιλουμένη ή κοινή είναι πλήρης στοιχείων από διάφορες αργκό: «δεν προβλέπεται», «ψάρι» από τη στρατιωτική αργκό, «λυπητερή» από τη λαϊκή, «τζιτζί» από τη γλώσσα των μοτοσικλετιστών, «τεκνό» από τη γλώσσα των ομοφυλοφίλων, «κολλητός» από τη γλώσσα των νέων, «τη βρίσκω» από τη γλώσσα των τοξικομανών, «κόκκινη κάρτα» από την ποδοσφαιρική ορολογία κ.ά. Μία νέα μορφή αργκό είναι η ηλεκτρονική αργκό, ή η αργκό του διαδικτύου. Ο νέος αυτός κώδικας αποτελείται από τεχνικούς όρους που είναι χρήσιμοι για την αναφορά σε διαδικασίες που γίνονται ηλεκτρονικά και οι οποίοι έχουν εισαχθεί και στο καθημερινό λεξιλόγιο ελλείψει ελληνικής λέξης ή εξαιτίας αδυναμίας δημιουργίας νέας. Αποτελείται ακόμη από συντομογραφίες των τεχνικών όρων και από εικονικές παραστάσεις που συμβολίζουν ολόκληρες φράσεις και είναι δύσκολο για τον μη τεχνογνώστη και τον μη συστηματικό χρήστη να αναγνωρίσει. Στην αργκό του διαδικτύου ανήκουν επίσης τα λεγόμενα Greeklish, η γραφή ελληνικού κειμένου με λατινικούς χαρακτήρες (i grafi ellinikou keimenou me latinikous xaraktires) λόγω της καθολικής χρήσης της αγγλικής «κοινής» στο διαδύκτιο και των διαφόρων τεχνικών προβλημάτων που προκύπτουν από τη χρήση των μη λατινικών γραμματοσειρών. Η μεταφορά γίνεται φωνητικά ή/και συμβολικά και εναπόκειται στην αντίληψη του κάθε χρήστη π.χ. το λατινικό «x» χρησιμοποιείται συνήθως για το ελληνικό «χ» ενώ ηχητικά αντιστοιχεί με το «ξ». Η χρήση των διαφόρων αργκό (ιδίως η ιδιόλεκτος των εκάστοτε νέων) και η επίδρασή τους στην κοινή καθομιλουμένη προκαλεί συνήθως αντιδράσεις που λίγο πολύ συνοψίζονται στον φόβο για «παρακμή» και εκχυδαϊσμό της καθαρής και «υψηλής» γλώσσας. Η γλώσσα, ωστόσο, είναι ζωντανός οργανισμός. η πρόσληψη δάνειων λέξεων και εκφραστικών σχημάτων από ξένες γλώσσες και από ιδιολέκτους, η παραγωγή νέων μεταφορών και ιδιωματισμών και η διαμόρφωση μιας καινούριας και πρωτότυπης νεανικής γλώσσας από κάθε γενιά αποτελούν ένδειξη ζωντάνιας και αφομοιωτικής δυναμικής. ως εκ τούτου, μπορούμε να κουλάρουμε, αντί να νταουνιαζόμαστε και να τα παίρνουμε στο κρανίο.
Η γλώσσα των πολιτικών και των Μ.Μ.Ε. Πρόκειται για δύο γλώσσες που δεν διαφέρουν από τις άλλες αργκό ως προς την εξέλιξή τους σε λεξιλογικό και μορφολογικό επίπεδο. Ωστόσο, λόγω της δεσπόζουσας θέσης που κατέχουν οι πολιτικοί και τα Μ.Μ.Ε. στην καθημερινή ζωή, η επιρροή των δύο αυτών ιδιολέκτων στη διαμόρφωση της σύγχρονης γλώσσας θεωρείται εντονότερη από ό,τι η επιρροή άλλων περιορισμένων ιδιολέκτων. Η γλώσσα των πολιτικών μεταδίδεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και έτσι έρχεται το κοινό σε επαφή μαζί της. Το όποιο σχόλιο από την πλευρά του μέσου στον λόγο των πολιτικών έχει να κάνει με το περιεχόμενο και όχι με τη μορφή του, και παρόλο που η παρέμβαση από το μέσο είναι αναπόφευκτη, ακόμη και στην απευθείας μετάδοση του πολιτικού λόγου, τα στοιχεία του λόγου αυτού μεταδίδονται ως επί το πλείστον αναλλοίωτα: στερεότυπα, δογματισμοί, συνθηματολογία και αφορισμοί, δυσνόητα σχήματα λόγου και λέξεις που προσδίδουν σοβαροφάνεια, δημοτικισμός που φτάνει στην εκλαΐκευση, ελλειπτικός λόγος, επιθετική διατύπωση με χρήση του πληθυντικού ευγενείας κ.ά. Η χρήση αυτού του παραλλαγμένου κώδικα ομιλίας, της ξύλινης γλώσσας, παρατηρείται εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η θέση του πολιτικού στην κοινωνία ως προσώπου-προτύπου και η συνεχής προβολή του από τα Μ.Μ.Ε. σημαίνουν, εκτός από τη μεγάλη απήχηση του πολιτικού στο κοινό, την αναπόφευκτη επίδραση του ξύλινου πολιτικού λόγου στο ίδιο το εκφραστικό οπλοστάσιο της γλώσσας. Η γλώσσα των Μ.Μ.Ε., ή αλλιώς η δημοσιογραφική αργκό, βασίζεται κυρίως στην καθομιλουμένη -στην επίσημη και στη λαϊκή της εκδοχή- και στην πολιτική συνθηματολογία, ενώ αντλεί στοιχεία από τις υπόλοιπες αργκό, τον προφορικό λόγο και την επιστημονική ορολογία, χρησιμοποιεί δε κατά κόρον ξενικά δάνεια, παθητική σύνταξη, μετωνυμίες, μεταφορές, αξιολογική χρήση επιθέτων, απουσία συνδετικών στοιχείων κ.ά. Όσο ελεγχόμενο και αν είναι το περιεχόμενο ενός κειμένου ή μιας εκπομπής ώστε να ανταποκρίνεται στις πολιτικές και αισθητικές αρχές του έντυπου ή ηλεκτρονικού μέσου, διαμορφώνεται εξωτερικά με βάση λίγο-πολύ τα προαναφερθέντα στοιχεία. Η επίδραση που ασκεί η γλώσσα των Μ.Μ.Ε στην καθομιλουμένη είναι τεράστια. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ., ενσωμάτωση δάνειων λέξεων και εκφράσεων, σημασιολογικές αλλαγές), η επίδραση αυτή δεν αντιφάσκει με τη «φυσιολογική» εξέλιξη της γλώσσας· άλλοτε, η δημοσιογραφική αργκό προκαλεί μεταβολές και προσαρμογές της γλώσσας στις δικές της ανάγκες, επιβάλλοντας μέχρι και αλλαγές στο συντακτικό και τη γραμματική: το αμετάβατο μέσης διάθεσης ρήμα «διαρρέω» χρησιμοποιείται ως μεταβατικό ενεργητικής διάθεσης -το περιβάλλον του υπουργού διέρρευσε την πληροφορία ότι…- ή, αντιστρόφως, το μέσης φωνής και ενεργητικής διάθεσης μεταβατικό ρήμα «διαπραγματεύομαι» αποκτά παθητική διάθεση - οι μετοχές που διαπραγματεύτηκαν ήταν οι εξής… Σημειωτέον ότι τα Μ.Μ.Ε. δεν μεταδίδουν μόνο τον δημοσιογραφικό λόγο, αλλά ακόμη τον λόγο της διαφήμισης (παρόμοιο σε μορφή και μεθοδολογία με τον δημοσιογραφικό) και ένα πλέγμα από διάφορους άλλους ιδιωματικούς λόγους, απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα, μέσω των διάφορων δημοσιευμάτων ή εκπομπών. Τα Μ.Μ.Ε. αποτελούν έτσι καθρέφτη της σύγχρονης γραπτής και προφορικής γλώσσας. Με τα ιδιαίτερα εκφραστικά μέσα όμως που χρησιμοποιούν, με την
επαναληπτικότητα που τα διακρίνει, με την εξέχουσα θέση που κατέχουν στη συνείδηση του κοινού, με την καθημερινή σχέση πομπού-αποδέκτη, είναι και αναμφισβήτητος διαμορφωτής αυτής. Από την πρόσφατη ιστορία μας, τις αρχές της δεκαετίας του ’80, μπορούμε να αντλήσουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που καταδεικνύουν το μέγεθος της επίδρασης του λόγου των Μ.Μ.Ε. στη γλώσσα: τη χρήση του μονοτονικού από τις εφημερίδες (που απλούστευε και επιτάχυνε την καθημερινή διαδικασία της εκτύπωσης) πριν από την επίσημη εφαρμογή του και τη θεσμική του κατοχύρωση, καθώς και την τεράστια επιρροή που άσκησε ο λόγος και το ύφος των περιοδικών lifestyle, όχι μόνο στην καθομιλουμένη (ιδίως στον τρόπο έκφρασης των νέων), αλλά και στον γραπτό λόγο της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής. Οι στερεότυπες εκφράσεις, σε συνδυασμό με την κατάχρηση της -όχι και τόσο πρωτότυπης- μεταφοράς και με την υπερβολή στην έκφραση (προς άγραν τηλεθέασης ή κυκλοφορίας) παράγουν μια «πληθωριστική» γλώσσα και λειτουργούν, τελικά, εις βάρος της ίδιας της πληροφορίας αλλά και των εκφραστικών μέσων της γλώσσας. Έχει ενδιαφέρον ότι σε αυτόν τον γλωσσικό και νοηματικό πληθωρισμό, γίνεται από τα Μ.Μ.Ε. κατάχρηση ακόμη και της μοναδικής λέξης που δεν θα έπρεπε ποτέ να χρησιμοποιείται μεταφορικά: του επιρρήματος «κυριολεκτικά». Φράσεις όπως κυριολεκτικά έπεσαν από τα σύννεφα, ακυρώνουν τη σημασία και τη βαρύτητα της λέξης (εκτός αν αναφέρονται σε αεροπορικό δυστύχημα) και τελικά φτωχαίνουν τη γλώσσα, στερώντας την από ένα ιδιαίτερα ακριβές και γλαφυρό εκφραστικό μέσο. Έτσι, το καθημερινό τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων αποτελεί, ανεξαρτήτως του περιεχομένου του, «απίστευτη ταλαιπωρία για χιλιάδες τηλεθεατές» ενώ οι πραγματικές ειδήσεις, κρυμμένες πίσω από κραυγαλέους και, ταυτόχρονα, χιλιοειπωμένους τίτλους, δύσκολα κατορθώνουν να διεισδύσουν στην αντίληψη των τηλεθεατών, που «καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος» στον καναπέ τους.
Από τη γλώσσα των νέων Παράδειγμα καθημερινής ομιλίας (από μία φιλική συνάντηση)
- ...Πώς τα πάτε με τον Σ.; - Όχι και πολύ καλά. Λέω να κόψω λάσπη - Τι; - Να την κάνω, να απομακρυνθώ! - Αμάν, με αυτή την αρκγό! - Ναι, είναι χοντρό κόλλημα. Μου τη δίνει κι εμένα. - Θα τα πούμε το Σάββατο; - Μπα, δεν προβλέπεται. Θα βγω με τη φίλη μου την Α. Φεύγει από Αθήνα και θα βγούμε να το κάψουμε. Πάλι αλοιφή θα γίνουμε. - Αλοιφή, δηλαδή κομμάτια, τύφλα, λιώμα, πίτα, κουρούμπελα, κόκαλο και τα τοιαύτα; - Ναι, ακριβώς καλά πας!... Καλά, μου είπε κάτι ο πατέρας μου προχθές...κρανιώθηκα εντελώς.
- Τί; - Μου την είπε μπροστά σε άλλους, φόρτωσα πάρα πολύ. Δεν κρατήθηκα, του τα ’χωσα και ’γω. - Πωπω, μπροστά σε κόσμο, ε; - Άσε σου λέω, ρόμπα γίναμε στους ξένους ανθρώπους. Αυτός ο πατέρας μου είναι άντε γεια, στην κοσμάρα του εντελώς. - Τί να πώ! - Μη πεις τίποτα. Δεν είναι η πρώτη φορά που γινόμαστε μπίλιες. - Αλλαγή θέματος: θα πας στη συναυλία των Μ.; - Χλωμό το κόβω. Δεν έχω φράγκα. Εσύ; - Οπωσδήποτε! Μ’ άρεσε πολύ ο τελευταίος τους δίσκος. - Καλά ναι, super είναι. Αλλά τι να κάνω τώρα. Είναι άκυρη εποχή για μένα... Ο ένας συνομιλητής δεν εκφράζεται ιδιαίτερα με όρους της νεανικής αργκό, αλλά καταλαβαίνει τον άλλο (τις περισσότερες φορές) και έχει γνώση αυτού του κώδικα, όπως φαίνεται από το σημείο που παραθέτει και άλλα συνώνυμα από την αργκό για την έκφραση «αλοιφή». Στην ορολογία που εμφανίζεται σε αυτόν το διάλογο, η φράση «δεν προβλέπεται» και «άκυρο» ανήκει στη στρατιωτική ορολογία, ενώ φράσεις όπως «τύφλα», «φράγκα» κ.ά. προέρχονται από τη λαϊκή γλώσσα. Επεξηγήσεις λέξεων και φράσεων: 1. Κόβω λάσπη/την κάνω: φεύγω, απομακρύνομαι, αποστασιοποιούμαι 2. Αλοιφή/κομμάτια/ λιώμα/ πίτα/ κουρούμπελο/κόκαλο: σε κατάσταση μέθης 3. Κρανιώνομαι<τα παίρνω στο κρανίο/φορτώνω: εκνευρίζομαι, θυμώνω 4. Τη λέω σε κάποιον: κάνω παρατήρηση, επιτίθεμαι φραστικώς 5. Τα χώνω: επιπλήττω 6. Γίνομαι ρόμπα: γίνομαι θέαμα, ρεζιλεύομαι 7. Άντε γεια: παλαιότερος όρος που με νεοεισαχθείσα εκφορά παραπέμπει σε παρουσιαστή τηλεοπτικής αθλητικής εκπομπής. Έκφραση απόρριψης αφενός . αφετέρου, όπως επεξηγεί ο ίδιος ο συνομιλητής, «άντε γεια» σημαίνει είναι «στον κόσμο του», δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα 8. Γίνομαι μπίλιες: διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι 9. Χλώμο το κόβω: είναι δύσκολο να γίνει, δεν θα τα καταφέρω 10. Super: πολύ καλός 11. Άκυρος –η –ο: που δεν προσφέρει δυνατότητες δράσης, που περιορίζει, αλλά και έκφραση απόρριψης