Αλεξάνδρεια - Suhrkamp
Βιογραφίες
O Joachim Schulte έχει γράψει πολλά βιβλία και άρ θρα για τονΛούντβιχ Βιτγκενστάιν...
119 downloads
1557 Views
4MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Αλεξάνδρεια - Suhrkamp
Βιογραφίες
O Joachim Schulte έχει γράψει πολλά βιβλία και άρ θρα για τονΛούντβιχ Βιτγκενστάιν και είναι, μαζί με άλ λους, επιμελητής των κριτικών εκδόσεων των κύριων έργων του. Υπήρξε, μαζί με άλλους, διαχειριστής των καταλοίπων του Βιτγκενστάιν. Σήμερα διδάσκει φιλο σοφία στο πανεπιστήμιο του Μπίλεφελντ και συμμετέ χει σε ερευνητικό πρόγραμμα της Γερμανικής Εταιρεί ας Ερευνών για τον Βιτγκενστάιν.
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν του Γιοάχιμ Σούλτε
Μετάφραση ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ-SUHRKAMP Βιογραφίες
Περιεχόμενα 7
11 16 22
Για τον χειρισμό φιλοσοφικών ερωτημάτων
52
Παιδική ηλικία και νιότη στη Βιέννη (1889-1906) Σπουδές (1906-1914) Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και αιχμαλωσία (1914-1919) Δημοδιδάσκαλος και αρχιτέκτονας (1919-1928) Επιστροφή στο Καίμπριτζ (1929-1932) Διδασκαλία και απομόνωση (1933-1937) «Προσάρτηση» της Αυστρίας και πόλεμος (1938-1943) Τα τελευταία χρόνια (1944-1951)
58
Πρώιμα γραπτά
28 34 43 48
Εργασίες πρόδρομες της Λογικο-φιλοσοφικής πραγματείας 58 - Λογικο-φιλοσοφική πραγματεία 62 75
Γραπτά της μέσης περιόδου
«Ορισμένες παρατηρήσεις περί λογικής μορφής» και «Διάλεξη περί ηθικής» 75 Φιλοσοφικές παρατηρήσεις και ΟΛούντβιχ Βιτγκενστάιν και ο Κύκλος της Βιέννης 79 «Big Typescript» και Φιλοσοφική γραμματική 83 Το μπλε βιβλίο και Το καφέ βιβλίο 89 93
Όψιμα γραπτά Φιλοσοφικές έρευνες 93 - Παρατηρήσεις για τα θεμέλια των Μαθηματικών 106 - Φιλοσοφία της ψυχολογίας 110 - Παρατηρήσεις πάνω στα χρώματα και Π ερίτης βεβαιότητας 116
122 128 132 134
Πρώιμη πρόσληψη: Ράσελ, Ράμσεϋ, Κύκλος της Βιέννης Ordinary Language Philosophy και αναλυτική φιλοσοφία Βιτγκενστάιν I και Βιτγκενστάιν 11; Σχόλια για τα κυρίως έργα
138 142
Ο Βιτγκενστάιν ως κλασικός Εξωφιλοσοφική πρόσληψη
149 153 163 167 168
Παράρτημα Χρονολογικός πίνακας Βιβλιογραφία Ευρετήριο προσώπων Ευρετήριο έργων Πηγές εικόνων
Στις 14 Οκτωβρίου 1937 ο Βιτγκενστάιν βρισκόταν στην καλύβα του, με θέα στο φιόρδ Σόγκνε και τη λίμνη που βρέχει τον οικισμό Σκγιόλντεν στη Νορβηγία. Δούλευε ένα κείμενο που το είχε αρχίσει πριν από έναν χρόνο* από αυτό το κείμενο θα προ έκυπτε αργότερα το πρώτο τρίτο του έργου Φιλοσοφικές έρευνες. Διέκοψε τον συλ λογισμό του, συνέχισε όμως να γράφ ει στο τετράδιό του για να σημειώσει -σ τα α γγλικ ά- μια σκέψη σχετικά με το βιβλίο που μόλις γεννιόταν. Αυτό το βιβλίο, έγραψε, ήταν μια συλλογή wisecracks -δηλαδή ασεβών ευφυολο γημάτω ν- όχι όμως ασυνάρτητη· η συλλογή οικοδομούσε ένα σύστημα, και η διάταξη των εύστοχων παρατηρήσε ων διαμόρφωνε ένα ορισμένο περίγραμμα. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι τη λέξη «wise cracks» την επέλεξε συνειδητά ο^ς υπαινιγμό για τους σκληροτράχηλους ντετέκτιβ των pulp magazines, που τό σο άρεσαν στον Βιτγκενστάιν, και οι οποίοι ακόμη και (ττα πιο δύσκολα δεν παρέλειπαν να πουν μια εξυπνάδα. Σε παρόμοια κατάσταση έβλεπε και τον εαυτό του: ως μονήρης και έντιμος άνθρωπος, προσπαθούσε να επιβά λει το ιδεώδες του σε αντίθεση με το διεφθαρμένο, εκ φύσεως ανίατο φιλοσοφικό περιβάλλον. Διότι το θεωρη τικό στοιχείο δηλητηριάζει τη διατύπωση των ερωτημά των των φιλοσόφοον, τους προκαλεί τέτοια σύγχυση που πιστεύουν ότι επιδιώκουν να λύσουν τα ίδια προβλήματα με τους προκατόχους τους και ότι προοδεύουν με όλο και πιο εκλεπτυσμένες διακρίσεις και βοηθητικά μέσα. Λες και είναι δυνατόν να υπάρξει πρόοδος στη φιλοσοφία! Ο Βιτγκενστάιν δεν ήταν βέβαια εχθρός της φιλοσο φίας ή των φιλοσόφων. Η γοητεία τοον θεωρητικών προ βλημάτων τού ήταν οικεία, όπως και η συναρπαστική αναζήτηση απαντήσεων σε παραδοσιακά ερωτήματα. I \α τον Βιτγκενστάιν ωστόσο, τα εργαλεία της τέχνης της φιλοσοφίας παρείχαν έναν εξοπλισμό που η χρήση του κατέληγε να αποδεικνύει το ανώφελο ή το ανόητο αυτής της ασχολίας. Η φιλοσοφία μπορεί να είναι αρρώστια -
ένα είδος μανίας, η καλύτερη θεραπεία της οποίας είναι η επιδέξια χορήγηση δόσεων του ίδιου του δηλητήριου. Τα φιλοσοφικά μέσα χρησιμεύουν ως γιατροσόφια για την ίδια τη φιλοσοφία, και αυτή η μέθοδος προσδίδει στα ση μαντικότερα έργα του Βιτγκενστάιν -στην προαιμη Λ ογικο-φιλοσοφική πραγμα τεία και στις μετά θάνατον δημο σιευμένες Φιλοσοφικές έρευνες- τη διαλεκτική ορμή που κάνει τον αναγνώστη να αδημονεί και η οποία δυσκολεύ ει κάθε φορά εκ νέου τους ακούραστους ερμηνευτές. Το ιδεώδες του Βιτγκενστάιν έχει κάπως να κάνει με τη θεραπεία ασθενειών της νόησής μας: «Ο φιλόσοφος χειρίζεται ένα ερώτημα* σαν μια αρρώστια». Η ιδέα της θεραπείας είναι τόσο σημαντική και επειδή, εκτός των άλλων, διαισθητικά μπορούμε να διακρίνουμε στο βάθος τη δυνατότητα συμφιλίωσης του θεωρητικού με το π ρ α κτικό: διάγνωση και ιαματική διαδικασία βασίζονται μεν σε θεωρητικές γνώσεις, για να καρπίσουν όμως, χρ ειά ζεται να προσαρμοστούν με δεξιοτεχνία και ευαισθησία στην εκάστοτε περίπτωση. Συχνά η θεραπεία είναι αυτοΐαση* αυτή είναι και η περίπτωση του Βιτγκενστάιν. Φ αίνεται ότι το διαισθάνθηκαν πολλοί αναγνώστες του, και αυτός είναι ένας από τους λόγους του μεγάλου ενδιαφέροντος για την ιστορία της ζωής του Βιτγκενστάιν, αυτού του ανθρώπου από πλούσιο σπίτι που συχνά έδινε την εντύπωση του αυστη ρού και του ασκητικού, του φιλοσόφου εκ της καταποντισμένης Κ ακανίας,1 ο μύθος της οποίας, με θεμελιωτές του τον Φρόυντ, τον Μ άλερ, τον Κράους, τον Σαίνμπεργκ, τον Αόος, τον Μούζιλ και όλους αυτούς τους Βιεννέζους, έχει σφραγίσει τόσο βαθιά την κουλτούρα και ως
1. Ειρωνικός χαρακτηρισμός της Αυστροουγγρικής Μο ναρχίας από ντόπιους διανοούμενους* προέρχεται από τα αρχι κά ΚΚ -Konigliche und Kaiserliche Monarchie: καισαροβασιλική μοναρχία- που αντιστοιχούν στον τίτλο του μονάρχη (Γερμανό και κατόπιν Αυστριακό αυτοκράτορα και βασιλιά της Ουγ γαρίας). Ο δύσοσμος συνειρμός είναι ηθελημένος. (Σ.τ.μ.)
9
εκ τούτου τη συνείδησή μας, που συνήθως δεν το αντι λαμβανόμαστε. Εκείνους τους Βιεννέζους, και σε ύψιστο βαθμό τον Βιτγκενστάιν, τους διακρίνει μια διπλή ανά γκη: αφενός το έργο οφείλει να είναι κάτι ολωσδιόλου προσωπικό, να φ έρει απαραγνώριστη τη σφραγίδα του δημιουργού του· αφετέρου ο δημιουργός δεν επιτρέπε ται να αναφ έρεται ευθέως σε αυτό που επιδιώκει, διότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν διακριτικό, θα ήταν αισθητικό και ταυτόχρονα ηθικό παραστράτημα, διότι, λέει ο Βιτγκενστάιν, «η ηθική και η αισθητική είναι ένα». Η προσωπική γραφή που διακρίνει τα έργα του Βιτγκενστάιν οφείλεται στην αδυσώπητη αναμέτρηση με τις ίδιες της αδυναμίες του. Θ α μπορούσαμε ίσοος να πούμε: με τις αδυναμίες της ίδιας του της σκέψης και τις αδυνα μίες του ίδιου του του χαρακτήρα. Αλλά ακριβώς αυτόν τον διαχωρισμό απορρίπτει ο Βιτγκενστάιν. Η συνέπεια είναι το παν, και προκειμένου να μπορέσουμε να γρ ά ψουμε κάτι δικό μας, πρέπει -γ ια να επαναλάβουμε τα λόγια του Β ιτγκενστάιν- να έχουμε καθαρούς λογαρια σμούς με τον εαυτό μας. Μάλλον γ ι’ αυτόν τον λόγο ένιω θε την ανάγκη, στην κρίσιμη φάση της πρώτης γραφής των μετέπειτα Φιλοσοφικών ερευνώ ν, να προβεί σε εξο μολογήσεις ενοοπιον φίλων και συγγενών και να π α ρ α δε χτεί πράξεις που βάραιναν τη συνείδησή του. Ε ίναι άλλ(»στε χαρακτηριστική η απάντηση του νεαρού Βιτγκεν(ττάιν στην ερώτηση του δασκάλου του Μ πέρτραντ Ράσελ, στο δωμάτιο του οποίου βημάτιζε ανήσυχος πάνω κάτω, βυθισμένος προφανώ ς σε σκέψεις: «Τι σας α π α σχολεί Βιτγκενστάιν, η λογική ή οι αμαρτίες σας;» - οπότε εκείνος αποκρίθηκε: «Κ αιτα δύο». Κάθε λεπτομέρεια είναι σημαντική, γιατί δ ια φ ο ρ ε τικά παραβλέπουμε το εκ πρώτης όψεως αθώο αλλά όπως λέει στις Φιλοσοφικές έρευνες- «κρίσιμο βήμα προς γο τέχνασμα του ταχυδακτυλουργού», και η κριτική το>ν φιλοσοφικών θεωριών που θολαίνουν το καθαρό βλέμμα π ναι πια αναποτελεσματική. Αλλά η θέση που καταλαμ βάνει ο Βιτγκενστάιν ως ένας από τους σημαντικότερους
10
φιλοσόφους του 20ού αιοόνα δεν βασίζεται μόνο στην ικανότητά του να ασκεί εύστοχη κριτική. Σημαντικότερη είναι η πρωτοτυπία των ερωτημάτων του και της άρθρω σής τους. Η τεράστια επίδραση του Tractatus του οφείλεται στον ιδιαίτερο συνδυασμό στον οποίο παρουσιάζο νται εκεί η λογική, η ανάλυση της γλώσσας και η μεταφυ σική. Ο ι Φιλοσοφικές έρευνες δεν θα θεωρούνταν βέβαια επί δεκαετίες το θεμελιώδες έργο της νεότερης αναλυτι κής φιλοσοφίας, εάν ο συγγραφέας δεν είχε εισαγάγει έννοιες όπως «γλωσσικό παιχνίδι» και «οικογενειακή ομοιότητα» και αν δεν είχε επινοήσει με πολλή φαντασία προβλήματα σαν εκείνο της τήρησης των κανόνων και της ιδιωτικής γλώσσας. Αυτές οι πρωτότυπες ιδέες οφείλουν μεγάλο μέρος της διεισδυτικότητάς τους στο ύφος με το οποίο εκτίθε νται και στο γεγονός ότι αυτό είναι ταυτόχρονα και το ύφος της διαμόρφωσής τους. Στον πρώιμο Βιτγκενστάιν, πρόκειται για το ύφος του λογικού - ο οποίος διακρίνει την ουσία του κόσμου- στην κρυστάλλινη σφαίρα του οποίου οι μεταφυσικές σκέψεις καθρεφτίζονται και εξα φανίζονται. Ο Βιτγκενστάιν της μέσης περιόδου είναι προπάντων αναζητητής, κι έτσι δεν εκπλήσσει που σε αυ τή την περίοδο συνέγραψε μεν πλήθος κειμένων, αλλά κανένα πραγματικό έργο. Στον όψιμο Βιτγκενστάιν, σκέ ψη και έκφραση είναι και πάλι ένα. Οι πιο βαρύνουσες και πιο πρωτότυπες διαγνώ σεις παρουσιάζονται, όπως το απαιτεί η καλή βιεννέζικη παράδοση, ανάριες και ανάλαφρες, συλλαμβάνοντας ωστόσο την ιδιαιτερότητα της πνευματικής ατμόσφαιρας της εκάστοτε στιγμής σε μια μορφή που π εριέχει παραίτηση και αυθάδεια μαζί ακριβώς σαν wisecracks.
O Ludwig Josef Johann W ittgenstein γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1889 στο Νοϊβοίλντεγκ, κοντά στη Βιέννη. Δ ε σπόζουσα φιγούρα στην οικογένεια ήταν ο πατέρας Καρλ, ο οποίος είχε αποκτήσει αμέτρητα πλοΰτη από τη χαλυβουργία και διήγε πολυτελή ζωή. Στη μητέρα Λεοπολντίνε (το γένος Κάλμους) άρεσε να μένει στο παρασκήνιο, εντυπώσιαζε ωστόσο και έξω από τον οικογενειακό τους κύκλο με τη δεξιοτεχνία της στο πιάνο. Ο ι Βιτγκενστάιν είχαν οκτώ παιδιά και ο Αοΰντβιχ ήταν το στερνοποΰλι. Τρεις αδελφοί του αυτοκτόνησαν, οι δύο μάλλον επειδή δεν αισθάνονταν ικανοί να εκπληρώσουν τις προσδοκίες προπάντων του πατέρα τους. Ο τέταρτος και νεαρότερος των αδελφών του Λοΰντβιχ, ο Πάουλ, ήταν πιανίστας κον σέρτων και είχε ήδη κάμποσες επιτυχίες, ώσπου το 1914, την πρώτη χρονιά του πολέμου, έχασε τον δεξιό του βρα χίονα. Εξίσου ισχυρής θέλησης με τον Λοΰντβιχ, ο Π ά ουλ έμαθε μετά τον τραυματισμό του να παίζει ακόμη και δύσκολα κομμάτια με το ένα χέρι. ΓΊαράγγειλε σε σΰγχρονούς του μουσουργούς, όπως τον Ραβέλ και τον Ρίχαρντ Στράους, έργα για το αριστερό χέρι, με τα οποία μπορούσε να δίνει τα κονσέρτα του. Ο Λοΰντβιχ διατηρούσε με καθεμιά από τις αδελφές του ιδιαίτερη, στενή σχέση. Η μεγαλύτερη ήταν η Χ ερμί νε, και τη φώναζαν συνήθως «Μίνινγκ» από μια φ ιγούρα του Φριτς Ρόυτερ, τον οποίο η οικογένεια διάβαζε πολύ. Κίχε γεννηθεί το 1874, ήταν η μεγαλύτερη και, πρ ο π ά ντων μετά τον θάνατο του πατέρα, το σημείο αναφοράς της οικογένειας. Ο Λοΰντβιχ είχε αδυναμία στη Χελένε που τη φώναζαν «Λ ένκα»- επειδή μεταξύ άλλ<χ>ν μαζί της μπορούσε να χαζολογάει πολύ ευχάριστα (FB, σ. 202). Π ερισσότερα κοινά είχε, από πολλές απόψεις, με
12
τη Μ αργκαρέτε (Γκρετλ). Ετούτη, προικισμένη καθώς ήταν με εκπληκτική ικανότητα επιβολής, κατόρθωνε να συνδυάζει τον ρόλο της κυρίας της υψηλής κοινωνίας με εκείνον της κάθε άλλο παρά στεγνής διανοούμενης. Π α ντρεύτηκε τον Ζ ερόμ Στονμπόροου, εύπορο Α μερικανό ο οποίος ενδιαφερόταν για τις επιστήμες της φύσης, αλλά ζούσε, με εξαίρεση την περίοδο του πολέμου, στην Αυστρία. Ο πατέρας του Λούντβιχ ήταν εβραϊκής καταγωγής, η μη τέρα του επίσης από τη μεριά του πατέρα της, ο εβραϊσμός ωστόσο δεν έπαιζε κανέναν ρό λο στη πλήρως ενσωματωμένη οικογένεια Βιτγκενστάιν. Σημα ντικό ρόλο έπαιζε η τέχνη σε όλα τα είδη της. Ο Καρλ Βιτγκενστάιν ήταν μαικήνας και υποστή ριζε γενναιόδω ρα π.χ. τον Γκούσταφ Κλιμτ και τους βιεννέζους οπαδούς της «Απόσχι σης»,2 οι οποίοι μπαινόβγαιναν στο πατρικό σπίτι του Λούντβιχ. Σημαντικότερη α π ’ όλα για τον έφηβο ήταν η μουσική. Ο Λούντβιχ έμαθε μόλις μετά τον Α ' Π αγκό σμιο Πόλεμο να παίζει ένα μουσικό όργανο, ήταν όμως αληθινός δεξιοτέχνης στο σφύριγμα. Είχε εμφανώς καλή μουσική μνήμη. Μουσική Φυσικά, οι μουσικές του προτιμήσεις άλλαζαν στη διάρκεια της ζωής του, όμως οι συμφωνίες του Μ πετόβεν και σχεδόν καθετί του Μ ότσαρτ και του Σούμπερτ κατα λάμβανε τις ύψιστες βαθμίδες στην κλίμακα αξιοαν του. Σε μια από τις πρώτες του επιστολές στον Μ πέρτραντ Ράσελ αποκαλούσε τον Μ ότσαρτ και τον Μ πετόβεν «αληθινούς γιους των θεών» (Briefe σ. 22). Πολλοί φίλοι
Οικογενειακές ομοιότητες
2. «Sezession»: καλλιτεχνικό κίνημα στη Βιέννη, το Μόναχο και το Βερολίνο - κλάδος της γερμανικής Αρ Νουβοΐ (Σ.τ.μ.)
13
«[...] Σε βιογραφικές εξιοτορήσεις υπογραμμίζεται ότι ο Λοΰντβιχ Βιτγκενστάιν κατάγεται από πλούσια εβραϊκή οι κογένεια. Αυτή η υπογράμμιση οδηγεί εύκολα σε ψευδή ει κόνα. Γνώριζα πολλούς αρκετά πλούσιους ανθρώπους που ανήκαν στην πολιτιστική ελίτ της Βιέννης, και στο μέτρο που υπήρχαν διαφορές μεταξύ εβραϊκών και μη εβραϊκών οικογενειών πρέπει να πω ότι το τμήμα της οικογένειας Βιτγκενστάιν που γνώριζα εγώ ανήκε στη δεύτερη κατηγορία.» (Karl Menger, Reminiscences of the Vienna Circle and the Mathematical Colloquium, o. 74) του ανέφεραν ότι εκτιμούσε ιδιαίτερα το μεγάλο κουιντέτο σε ντο μείζονατου Σούμπερτ. Ιδιαίτερη επίσης εκτίμη ση έτρεφε για τον Μ πραμς και τον Μπρούκνερ* ετούτος μάλιστα ενσάρκωνε στα μάτια του τον «καλό Αυστριακό» (VB, σ. 24). Αντίθετα, για τον Μάλερ, ο οποίος στα νιάτα του Λούντβιχ ασκούσε ως διευθυντής ορχήστρας καθοριστική επίδραση στα μουσικά πράγματα της Βιέννης, δεν έβρισκε να πει καλό λόγο: η μουσική του «δεν αξίζει τίποτε», έγραφε πολύ αργότερα σε μια σημείωση, στην οποία ο Βιτγκενστάιν καταγράφει γενικές σκέψεις για το ζήτημα τού αν μπορούμε να συγκρίνουμε την αξία πιο πρόσφατων έργων με εκείνη των έργων των καλύτερων εποχών. Είναι χαρακτηριστικό οτι η σημείωση καταλήγει αυτοκριτικά: «Σύγκρι ση αυτού του είδους θα έπρεπε να είναι αδιανόη τη. Διότι, αν οι συνθήκες σήμερα είναι πράγματι τόσο διαφορετικές από τις παλαιότερες ώστε να μην μπο ρούμε να συγκρίνουμε το έργο μας με παλαιότερα έργα ως προς το είδος , τότε ούτε την α ξ ία του μπορούμε να συ γκρίνουμε με ενός άλλου. Εγώ ο ίδιος κάνω συχνά το λά θος στο οποίο αναφέρομαι εδώ.» (VB, σ. 131) Η λογοτεχνία έπαιζε εξίσου μεγάλο ρόλο στην οικία Βιτγκενστάιν και στις συζητήσεις στην Αλέγκασε της Βιέννης, όπου βρισκόταν το ογκώδες, καταπιεστικό μά λιστα μέγαρο της οικογένειας, στη βίλα στο Νοϊβάλντεγκ
I
14
· \
. »·
■
, .
λ -*
-·ι · ■ ν·.
ή στο οικογενειακό κτήμα Χ οχράιτ στην Κάτω Αυστρία. Η γνώση κλασικών γερμανών συγγραφέων, όπως ήταν ο Λέσινγκ, ο Γ καίτε και ο Σίλερ, ήταν αυτονόητη. Πολλά χρόνια μετά ο Βιτγκενστάιν δήλωνε την προτίμηση που έτρεφε για τον πεζό λόγο των θεολογικών πολεμικών κειμένων του Αέσινγκ. Π αραθέματα του Γκαίτε βρίσκο νται σε πολλά κείμενά του, καθο5ς και αναφ ορές στον ΣΙΛογοτεχνία λερ. Α γαπημένοι συγγραφείς του Βιτγκενστάιν ήταν επί σης ο Έ ντουαρντ Μ έρικε, τα ποιήματα του οποίου συνέ στησε στον φίλο του Ράσελ, ο Γκότφριντ Κέλερ, τις νου βέλες του οποίου δώριζε σε κάθε ευκαιρία, και ο Γιόχαν Π έτερ Χέμπελ. Ο Βιτγκενστάιν χρησιμοποιούσε ιστο ρίες από το Κασελάκι οικογενειακού φίλου απ ό τη Ρηνα νία (■Schatzkastlein des rheinischen Hausfreunds) ως ανά γνωσμα στο μάθημα των γερμανικών τα έξι χρόνια που ήταν δημοδιδάσκαλος· και το 1927, όταν φρόντιζε τον στραμπουληγμένο του αστράγαλο στο σπίτι της Γκρετλ, οι επισκέπτες του σαλονιού της μαζεύονταν γύρω από κρε βάτι του τραυματία, ο οποίος τους διάβαζε από το Κ ασε λάκι. Ο Βιτγκενστάιν συνήθιζε επίσης να παραθέτει αφορισμούς του Αίχτενμπεργκ, που τον θαύμαζε και ο οποίος σε ορισμένα σημεία επισημαίνει τη δυνατότητα της πλά νης εξαιτίας γλωσσικών παρανοήσεων. Στους συγγρα φείς που είχε γνωρίσει στο πατρικό του σπίτι ανήκει, τέ λος, ο Σοπενχάουερ, το ύφος του οποίου τον απασχολού σε ακόμη και τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σημαντικό ρόλο στη σκέψη του Βιτγκενστάιν έπαιξαν αυστριακοί συγγραφείς, από τα έργα των οποίων πήρε τα μότο των δύο κύριων έργων του. To Tractatus έχει ως μό το τη ρήση του Φέρντιναντ Κιρνμπέργκερ «... και όλα όσα ξέρουμε και δεν τα ακούσαμε μονάχα να θροΐζουν και να βουίζουν, μπορούμε να τα πούμε με δυο λόγια». Το μότο Βλ. σ. 94 των Φιλοσοφικών ερευνών προέρχεται από το δράμα Ο προστατευόμενος (Der Schutzling) του Γ ιόχαν Νέστροϋ. Ο Γκριλπάρτσερ τού ήταν επίσης γνωστός από τα μικρά του χρόνια και τον ανέφερε συχνά στα κείμενά του. Ό λο υς αυτούς τους συγγραφείς τους είχε διαβάσει
15
αρκετά νωρίς, και τα έργα τους βρίσκονταν στις βιβλιο θήκες το>ν σπιτιών της οικογένειας* κάπως αργότερα γνώ ρισε τους μεγάλους ρο5σους συγγραφείς Ντοστογιέφσκι και Τολστόι, τους οποίους ο Βιτγκενστάιν διάβαζε και ξαναδιάβαζε όλη του τη ζωή και ορισμένες φορές τους εκτιμούσε περισσότερο α π ’ όλους τους άλλους. Η αναμέ τρηση με τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι είναι βέ βαιο ότι επηρέασε κρίσιμες αποφάσεις στη ζωή του Βιτγκενστάιν (π.χ. την απόφαση να παραιτηθεί από το σύνο λο της περιουσίας του και να ακολουθήσει το επάγγελμα του δασκάλου), όποος είναι πιθανότερο ότι το σχέδιο του 1935 να μετακομίσει στη Σοβιετική Έ νω ση είχε περισ σότερο να κάνει με τους Αδελφοχίς Κ αραμαζόφ και τον Χ ατζή Μ ονρά τ παρά με πολιτικές αποικείς. Ο ρισμένα από τα μαθήματα του σχολείου τα διδάχτη κε κατ’ οίκον. Ο Πάουλ και ο Λούντβιχ, όποος προηγου μένως και τα αδέλφια τους, είχαν οικοδιδασκάλους, ώσπου ο πατέρας, το 1906, διαπίστωσε ότι είχαν μάθει πολύ λίγα πράγματα. Τους έστειλε λοιπόν σε δημόσια σχολεία, και ο Λούντβιχ πήγε για τρία χρόνια σε O berrealschule3 στο Λιντς, όπου οι επιδόσεις του ήταν κάθε άλλο παρά λαμπρές. Το απολυτήριο που απέκτησε 3. Παλαιά βαθμίδα του αυστριακού σχολικοί' συστήματος που αντιστοιχεί περίπου στο Γυμνάσιο. (Σ.τ.μ.)
16
όμως του έδινε το δικαίωμα να σπουδάσει μηχανικός, όπως επιδίωκε. Η επιλογή ικανοποιούσε τον πατέρα και αντιστοιχούσε επίσης στο ταλέντο του Λούντβιχ στα τε χνικά, χάρισμα που το είχε επιδείξει από νωρίς. Μ έχρι τον θάνατό του του άρεσαν οι μηχανές με εύληπτο τρόπο λειτουργίας.
Ο Βιτγκενστάιν ήθελε πολύ να σπουδάσει με δάσκαλο τον φυσικό Λούντβιχ Μπόλτσμαν, που δίδασκε στο π α νεπιστήμιο της Βιέννης. Ο Μπόλτσμαν όμως αυτοκτόνησε το 1906, δηλαδή τη χρονιά που ο Βιτγκενστάιν έπα ιρ νε το απολυτήριό του, κι έτσι η επιθυμία του δεν εκπλη ρώθηκε. Ο Βιτγκενστάιν πήγε στο Βερολίνο, στην Α νώ τατη Τεχνική Σχολή Σαρλότενμπουργκ, τότε ίδρυμα διε θνούς φήμης. Γράφτηκε στα συνήθη βασικά μαθήματα, ντυνόταν κομψά και πήγαινε συχνά στην όπερα. Ό π ω ς διηγιόταν ο ίδιος, στη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο πρέπει να πήγε σε περίπου τριάντα παραστά σεις των Α ρχιτραγονδιστώ ν του Βάγκνερ. Στη συνανα στροφή με τους σπιτονοικοκύρηδές του, κάποιον καθη γητή Γιόλες και τη γυναίκα του, γνώ ρισε για πρώτη φ ο ρά πόσο σημαντικό του ήταν να κρατά τη σωστή απόστα ση στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους: αφενός χρειαζόταν την επαφή μαζί τους και αφετέρου η μεγάλη εγγύτητα μπορούσε να τον φέρει σε απελπισία. Έ π ε ιτα από τρία εξάμηνα στο Βερολίνο ο Βιτγκενστάιν αποφάσισε να εγγράφ ει στο πολύ μικρότερο Κολέ γιο Τεχνολογίας στο Μ άντσεστερ. Η πιο οικεία ατμό σφαιρα εκεί και η δυνατότητα αυτόνομης πειραματικής και ερευνητικής δραστηριότητας ήταν ό,τι ακριβώς επι θυμούσε. Βρήκε φίλους, συμμετείχε σε πειράματα α ερο πορικής και μετεωρολογίας και αφοσιώθηκε σε θεωρη τικές σπουδές που ξεπερνούσαν τα όρια των τεχνικών επιστημών. Κατά πάσα πιθανότητα είχε επαφή με τον φ ι λόσοφο Σάμιουελ Αλεξάντερ, ο οποίος δίδασκε στο Μ άν τσεστερ. Επίσης άρχισε να ασχολείται με θεμελιώδη μα
17
θηματικά προβλήματα και προσπάθησε να βρει τη λΰση της αντινομίας του Ράσελ. Είναι πολΰ πιθανό να είχε ήδη διαβάσει τους Β ασι Φρέγκε κούς νόμους της Αριθμητικής (Gmndgesetze derArithmetik) και Ράσελ του Φ ρέγκε και τις Α ρχές των μαθηματικώ ν (Principles o f Mathematics) του Ράσελ όταν, το καλοκαίρι του 1911, αποφάσισε να επισκεφτεί στην Ιένα τον τότε σχεδόν άγνωστο καθηγητή μ αθηματικοί Φ ρέγκε, ο οποίος σή μερα (χάρη και στο ενδιαφέρον του Βιτγκενστάιν) θεωρείται πατέρας της σύγχρονης Λογικής και προ πάτορας της αναλυτικής φιλοσοφίας. Π ιθανότατα με προτροπή του Φ ρέγκε, ο Βιτγκενστάιν πήγε στο Καίμπριτζ και αποτάθηκε εκεί στον Μ πέρτραντ Ρ ά σελ, ο οποίος είχε αρχίσει πρόσφατα να διδάσκει φιλοσοφία στο Τρίνιτι Κόλετζ - αφού μαζί με τον Α.Ν. Γουάιτχεντ είχε ολοκληρώσει τον τρίτο τόμο του Principia Mathematica. Για όσα ακολούθησαν μας πληροφορούν άριστα και διασκεδαστικότατα οι επιστολές του Ράσελ στην τότε ερωμένη του λαίδη Οτολίν Μορέλ. Α ρχικά ο Ράσελ πίστευε ότι είχε να κάνει με έναν εκκεντρικό νεαρό, ίσως ταλαντούχο, ίσως πάλι απλώς κάποιον που υπερεκτιμού σε τις δυνατότητές του και ο οποίος τον επισκεπτόταν διαρκώς και τον προκαλούσε να συζητήσουν. Σύντομα όμως ο Ράσελ κατάλαβε ότι επρόκειτο για εξαιρετικό τα λέντο, το οποίο θέλησε να προαγάγει οπωσδήποτε. Α ρχές του 1912 ο Βιτγκενστάιν γράφτηκε στο π α νε Καίμπριτζ πιστήμιο του Καίμπριτζ και άρχισε, ως μέλος του Τρίνιτι Κόλετζ, να σπουδάζει επίσημα φιλοσοφία. Σύντομα συγκρούστηκε με τον επιβλέποντά του στη λογική Ουίλιαμ Ε. Τζόνσον, καθώς ο Βιτγκενστάιν δεν ήταν διατεθειμέ νος να δεχτεί και να μάθει χωρίς αντιρρήσεις την επιβαλ λόμενη ύλη. Π αρακολούθησε τις παραδόσεις ψυχολο γίας του Τζ.Ε. Μουρ και πήγαινε σχεδόν καθημερινά στον Ράσελ, για να συζητήσει μαζί του π ερί Λογικής. Τον Ιούλιο τον επισκέφτηκε η Χερμίνε. Ο Ράσελ τους κάλεσε για τσάι, και είπε στην αδελφή του Βιτγκενστάιν: «“We
18
«Του είπα ότι δεν θα έπρεπε απλώς να ισχυρίζεται όσα θε ωρεί αληθή, αλλά να επιχειρηματολογεί, εκείνος όμως απάντησε ότι τα επιχειρήματα επηρέαζαν την ομορφιά της ιδέας, και τότε ένιωσε όπως όταν βρομίζουμε με ακάθαρτα χέρια ένα λουλούδι. Τον έχω πραγματικά συμπαθήσει - το καλλιτεχνικό στοιχείο σπανίζει τόσο σε ζητήματα της νόη σης. Του είπα ότι μου έλειπε το θάρρος να αντιτάξω κάτι, και ότι θα έπρεπε να έχει έναν δούλο, οποίος θα παρέθετε στη θέση του τα επιχειρήματα. Φοβούμαι πραγματικά ότι κανένας δεν θα κατανοήσει για το νόημα των ισχυρισμών του, γιατί αρνείται να παραθέσει επιχειρήματα που θα τους έκαναν ελκυστικούς σε έναν ξένο.» (Ο Μπέρτραντ Ράσελ προς την Οτολίν Μορέλ, 28 Μάί'ου 1912' παρατίθεται στο McGuinness 1988, σ. 175) expect the next big step in philosophy to be taken by your bro th er”. Αυτό μου φάνηκε τόσο ανήκουστο, απίστευτο, που για μια στιγμή όλα σκοτείνιασαν γΰρω μου» (παρα τίθεται στο Rhees 1987, σ. 24). Η αριστοκρατική λέσχη των «Αποστόλων» στο Κ αί μπριτζ, στην οποία ανήκαν ο Μ πέρτραντ Ράσελ, ο Μουρ, ο Τζον Μ έιναρντ Κέυνς, ο Λΰτον Στράσεϋ και άλλοι γνωστοί διανοούμενοι, επιδίω ξε να κερδίσει τον Βιτγκενστάιν ως μέλος της. Ο λίγο νεότερος του Ν τέιβι ντ Π ίνσεντ έγινε φίλος του και μαζί του μπορούσε να συ-
19
ι
ζητήσει για όλα όσα τον συγκινοΰσαν. Έ τσ ι ο Πίνσεντ έμαθε ότι ο Βιτγκενστάιν υπέφερε από κατάθλιψη και έτρεφε σκέψεις αυτοκτονίας. Μ αζί με τον Πίνσεντ έκανε πειράματα στο υπό δημιουργία τότε Ινστιτούτο Π ειρ α ματικής Ψ υχολογίας. Τον Σεπτέμβριο του 1912 οι δυο φίλοι ξεκίνησαν για Με τον Πίνσεντ ένα ταξίδι στην Ισλανδία που το χρηματοδότησε ο πατέ στην Ισλανδία ρας του Βιτγκενστάιν. Α πό το ημερολόγιο του Πίνσεντ προκύπτει ότι δεν χρειάστηκε να κάνουν οικονομία. Τα πάντα ήταν πρώτης τάξεως: ταξίδευαν προπη θέση, κατέλυαν στα καλύτερα ξενοδοχεία και έπιναν σαμπάνια
20
όποτε το τραβούσε η όρεξή τους. Ο Βιτγκενστάιν π α ρ α πονιόταν για «μικροαστικές» απόψ εις και συμπεριφορά - μομφή που δεν δίστασε να τη στρέψει και κατά του κα λοκάγαθου Πίνσεντ. Τη φιλία των δυο νέων ενίσχυε ο ενθουσιασμός τους για τη μουσική. Έ π α ι ζαν μαζί, δηλαδή ο Βιτγκενστάιν σφύριζε τη με λωδία και ο Πίνσεντ τον συνόδευε στο πιάνο. Στη διάρκεια των σπουδών διαμορφώθηκε ένα ορισμένο σχήμα το οποίο θα καθόριζε τον ρυθμό της ζωής του Βιτγκενστάιν και στα κατοπι νά του χρόνια στο Καίμπριτζ. Τα ακαδημαϊκά τρίμηνα (Michaelmas, Lent και E aster Term ) τα περνούσε στο Καίμπριτζ, τα Χριστούγεννα στη Βιέννη με την οικογένεια, το Π άσχα και τουλάχι στον ένα μέρος του χειμώ να στο Ν οϊβάλντεγκ ή στο Χοχράιτ. Σε αυτές τις διακοπές στην Αυστρία γράφτηκαν ορισμένες από τις πρώτες σωζόμενες φιλο σοφικές φράσεις του Βιτγκενστάιν, διότι έγραφε συχνά στον Ράσελ και αυτές οι επιστολές περιέχουν αρκετές αναφ ορές στα λογικοφιλοσοφικά προβλήματα που α π α σχολούσαν τότε τους δυο τους. Το καλοκαίρι του 1913 ο Βιτγκενστάιν και ο Πίνσεντ Για πρώτη φορά πήγαν πάλι μαζί διακοπές, αυτή τη φορά στη Νορβηγία. στη Νορβηγία Έ κ α ν α ν ιστιοπλοΐα και έπαιζαν μουσική, παράλληλα όμως δούλευαν κιόλας. Ο Πίνσεντ μελετούσε ρωμαϊκό δίκαιο, ο Βιτγκενστάιν σπαζοκεφάλιαζε γράφοντας ένα κείμενο, το οποίο δεν έχει μεν διασωθεί, γνωρίζουμε ωστόσο εν μέρει το περιεχόμενό του. Α πό τη Ν ορβηγία ο Βιτγκενστάιν έγραψε στον Ράσελ και τον παρακάλεσε να τον δεχτεί ώστε να του γνωστοποιήσει προφορικά τις νέες του σκέψεις. Ο Ράσελ δέχτηκε και, μόλις ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στην Α γγλία, συναντήθηκε με τον δ ά σκαλό του και του εξέθεσε τους συλλογισμούς του. Ο Ρά σελ δεν πολυκατάλαβε, και κάλεσε έναν στενογράφο, ο οποίος κατέγραφε τα λεγόμενα του Βιτγκενστάιν. Με βάση αυτές τις σημειώσεις και ορισμένα αποσπάσματα από χειρόγραφ α τα οποία μετέφρασε ο ίδιος, ο Ράσελ
21
Ο Βιτγκενστάιν «έχει τον αρρωοτημένο φόβο ότι ίσως πεθάνει προτού βάλει σε τάξη τη θεωρία των τύπων [του Ρά σελ] και προτού καταγράψει ολόκληρη την υπόλοιπη δου λειά του σε μια μορφή κατανοητή για τον κόσμο και χρήσι μη για την επιστήμη της Λογικής. Έχει ήδη γράψει ένα σω ρό πράγματα -και ο Ράσελ έχει υποσχεθεί ότι σε περίπτω ση θανάτου του Βιτγκενστάιν θα δημοσιεύσει την εργασία του- είναι όμως βέβαιος ότι όσα έχει γράψει ίσαμε τώρα δεν είναι αρκετά καλά διατυπωμένα ώστε να αποσαφηνί ζουν απολύτως την πραγματική πορεία της σκέψης του και η μέθοδος έχει φυσικά μεγαλύτερη αξία από τα τελικά αποτελέσματα. Λέει διαρκώς ότι θα πεθάνει οπωσδήποτε τα επόμενα τέσσερα χρόνια -σήμερα όμως μιλούσε για δύο μήνες. - Κατά τις 8 είχαμε γυρίσει στο ξενοδοχείο και τρώγαμε για βράδυ. Αργότερα παίξαμε πολύ Σούμπερτ και κατόπιν παίξαμε, ως συνήθως, ντόμινο.» (Από το ημερο λόγιο του Πίνσεντ, 17 Σεπτεμβρίου 1913' παρατίθεται στο Wright 1990, σ. 75) συνέθεσε ένα κείμενο είκοσι περίπου σελίδων - το «Notes on Logic», την πρώτη σύνοψη των φιλοσοφικών Βλ. σ. 59 σκέψεων του Βιτγκενστάιν εκείνη την περίοδο. Μόλις παρέδω σε αυτό το υλικό στον Ράσελ, ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στη Νορβηγία, για να δουλέψει με ησυχία. Η ζωή του Καίμπριτζ θα τον περισποΰσε. Βρήκε κατάλυμα το Σκγιόλντεν, στο φιόρδ Σόγκνε, όπου έχτισε σε ιδιαίτερα ω ραία τοποθεσία μια καλύβα, στην οποία τα επόμενα χρόνια πήγαινε πού και πού για διακοπές και στα 1936/37 πέρασε πάνω από έναν χρόνο. Εκείνη τη χρονιά έγραψε την πρώτη εκδοχή του πρώτου τρίτου των Φιλοσοφικών ερευνών και του πρώτου μέρους των Π α ρ α τηρήσεων για τα θεμέλια των μαθηματικώ ν. Τώρα έμεινε στο Σκγιόλντεν μέχρι την άνοιξη του 1914, κι εκεί, τον Απρίλιο, τον επισκέφτηκε ο Τζ.Ε. Μουρ, στον οποίο ο Βιτγκενστάιν υπαγόρευσε αποσπάσματα από το χειρ ό Βλ. σ. 59κ.ε. γραφό του, τα οποία -ό π ω ς και το «Notes on Logic» που διαφύλαξε ο Ρ άσ ελ- έχουν διασω θεί και μας πληροφο ρούν για την εργασία του εκείνη την περίοδο.
22
Με τον θάνατο του πατέρα του, τον Ιανουάριο του 1913, ο Βιτγκενστάιν έγινε κάτοχος μεγάλης περιουσίας. Τον Ιούλιο του 1914 επεστρε/ψε από τη Ν ορβηγία στη Β ιέν νη, όπου αποφάσισε να διαθέσει ένα μέρος της περιου σίας του για την υποστήριξη αυστριακών καλλιτεχνών που βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας, και παρακάλεσε τον Λ οΰντβιχ φον Φίκερ, εκδότη του περιοδικού Ο καυστήρας (Der Brenner), το οποίο επαινούσε ο Καρλ Κράους, να τον βοηθήσει να διανείμει τις 100.000 κορόνες που είχε σχεδιάσει να διαθέσει. Ο Φ ίκερ επισκέφτηκε τον Βιτγκενστάιν στο Νοϊβάλντεγκ λίγο πριν από την κήρυξη πολέμου κατά της Σερβίας, και εκεί κατάρτισαν από κοινού τον κατάλογο των αποδεκτοόν, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Ράινερ Μ αρία Ρίλκε, Γκέοργκ Τρακλ και Έ λ ζε ΛάσκερΣούλερ, ο ζωγράφος Ό σ κ α ρ Κοκόσκα και ο αρχιτέκτο νας Άντολφ Λόος. Αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, ο Βιτγκενστάιν κατατάχθηκε εθελοντικά* παρότι είχε απαλλαγεί παλιότερα από την υπηρεσία, τον πήραν αμέσως. Σχεδόν ανεκπαίδευτο τον έστειλαν στο πυροβολικό, και μέσα Αυγού«Σκοτείνιαζε ήδη, όταν το ταξί σταμάτησε μπροστά στην ανοιχτή πύλη του κήπου ενός αρχο\πικού στο πάρκο του Νοϊβάλντεγκ. Το ίδιο το κτίριο, που διακρινόταν αοαφώς πια, βρισκόταν βαθύτερα μέσα στον κήπο, αλλά η βεράντα της εισόδου ήταν κατάφωτη, κι εκεί ορθωνόταν, περιμένοντάς με, η απέριττη μορφή ενός νέου άνδρα: μια εικόνα συ γκινητικής μοναξιάς εκ πρώτης όψεως (θύμιζε τον Αλιόσα ή τον πρίγκιπα Μίσκιντου Ντοστογιέφσκι). Μόλις με είδε, κα τέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια, με προϋπάντησε στον πλατύ χαλικόστρωτο δρόμο και, αφού με χαιρέτησε εγκάρδια, με οδήγησε στο σπίτι.» (Ludwig von Ficker 1954- παρατίθεται στο McGuinness 1988, σ. 323-324)
23
ατου τοποθετήθηκε σε ένα ποταμόπλοιο στον Βιστούλα. Η υπηρεσία εκεί ήταν επικίνδυνη και, όπως φαίνεται από το ημερολόγιο πολέμου του Βιτγκενστάιν, παρά την ανδρεία του, ένιωθε μεγάλο φόβο. Περισσότερο όμως υπέφερε από τη συμβίωση με τους άλλους στρατιώτες, τα ήθη και ο τρόπος των οποίων του προκαλούσαν μεγάλη δυσφορία. Προς το τέλος της πρώτης χρονιάς του πολέμου ο Βιτγκενστάιν μετατέθηκε αρχικά σε ένα εργοστάσιο επι σκευής πυροβολικού στην Κρακοβία, και κατόπιν σε συρμό επισκευών κοντά στο Λέμπεργκ. Οι τεχνικές του γνώσεις και οι οργανωτικές του ικανότητες τον έκαναν αγαπητό στους προϊσταμένους του, οι οποίοι συχνά του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ισότιμός τους. Την άνοιξη του 1916 τον μετέθεσαν σε τάγμα ολμοβόλίον στη Γαλι κία, όπου κατά την επίθεση του Μ προυσίλοφ συμμετείχε σε πολλές μάχες και διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Πήρε επανειλημμένες προαγω γές και, όταν κόπασαν οι εχθροπραξίες, τον έστειλαν στη σχολή αξιοοματικών πυ ροβολικού κοντά στο Ό λμιτς της Μ οραβίας. Έ ν α σημαντικό γεγονός των πρώτων μηνών του π ο λέμου ήταν για τον Β ιτγκενστάιν η αγορά των Ε ρμ ηνευ τικών σχολίων για τα Ε υαγγέλια του Τολστόι. Το βιβλίο, στην ανάγνωση του οποίου βυθιζόταν συχνά ο Βιτγκενστάιν, ανήκε σε μια μακρά σειρά θρησκευτικών, μυστικι στικών και θρήσκειοψυχολογικών έργων, τα οποία διά βαζε πότε πότε ως φοιτητής, ως στρατιώτης, αλλά και αρ γότερα. Το πρώτο πρέπει να ήταν το βιβλίο του Ουίλιαμ Τζέιμς για τις μορφές των θρησκευτικών βιωμάτων* ακο λούθησαν ο Κ ίρκεγκορ και άλλοι συγγραφείς που ανταποκρίνονταν στις μυστικιστικές του αναζητήσεις. Ακόμη και τις χειρότερες ημέρες του πολέμου ο Βιτγκενστάιν έβρισκε τη δύναμη να συγκεντρώνεται και να συνεχίζει να γρά φ ει τις φιλοσοφικές του σημειώσεις. Έ χο υ ν διασω θεί συνολικά τρία τετράδια από τον καιρό του πολέμου. Τα δύο πρώτα αντιστοιχούν στο διάστημα από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι τον Ιούνιο του 1915. Σε
Υπηρεσία στο μέτωπο
Φιλοσοφικό ημερολόγιο της περιόδου του πολέμου
24
αυτά ο Βιτγκενστάιν ασχολείται προπάντων με ζητήματα Λογικής. Υ πάρχουν επίσης παρατηρήσεις για τη θεωρία των εικόνων και γενικές σκέψεις π ερί ανάλυσης της γλώσσας, ο χαρακτήρας των σημειώσεων όμως είναι σε γενικές γραμμές ο ίδιος με πριν. Αλλάζει στο τρίτο τε τράδιο, που γράφτηκε από τα μέσα Απριλίου μέχρι τον Ιανουάριο του 1917. Σε αυτό γίνεται λόγος για βούληση και πεπρωμένο, για τον θεό και το ηθικό, για τον σολιψισμό και την αυτοχειρία. Αυτές οι φιλοσοφικές καταχω ρήσεις βρίσκονται κυρίως στις δεξιές σελίδες του ημερο λογίου· στις αριστερές περιγράφονται τα γεγονότα της ημέρας και συναισθήματα με μια απλή κρυπτογραφία την οποία χρησιμοποιούσαν κι άλλα μέλη της οικογένει ας. Υ πάρχουν επίσης αναφορές σε βιβλία που διάβασε και στους αποστολείς των γραμμάτων που έλαβε. Η αλλαγή του τόνου των φιλοσοφικών σημειώσεων δεν ήταν κάτι εξοογενές* σύμφωνα με μαρτυρίες του ίδιου του Βιτγκενστάιν, οι νέοι συλλογισμοί γεννιόνταν από τις σκέψεις π ερ ί Λ ογικής και ανάλυσης της γλώσσας: «Η Βλ. σ. 59-60 εργασία μου μάλιστα έχει επεκταθεί από τα θεμέλια της Λογικής στην ουσία του κόσμου» σημείωνε στις 2 Αυγούστου 1916 στο ημερολόγιό του (WW1, σ. 174). Με αυτή τη διαφορετική διάθεση έφτασε στο Ό λμιτς, όπου γνώ ρι σε τον ειρηνιστικού φρονήματος μαθητή του Λόος, τον Πάουλ Έ νγκελμαν. Στο σπίτι των γονιών του Έ νγκελμαν συγκεντρωνόταν μια παρέα νέων ανθρώπων, οι οποίοι έπαιζαν μουσική και θέατρο, αλλά προπάντων συζητούσαν για τα ίδια ζητήματα ηθικής και αισθητικής που σαγήνευαν και τον Βιτγκενστάιν. Αυτά τα θέματα εμφανίζονται στα γράμματα του Βιτγκενστάιν προς τον φίλο του τον Έ νγκελμαν, που οι αναμνήσεις του από τον Βιτγκενστάιν είναι από τις εντυπωσιακότερες μαρτυρίες γ ι’ αυτόν τον δύσκολο και εξαιρετικό άνθρωπο. Φιλίες Οι φιλίες έπαιζαν τεράστιο ρόλο στη ζωή του Βιτγκενστάιν. Ή τα ν βέβαια πολύ ευαίσθητος και αντιδρούσε συ χνά οργισμένα και προσβλητικά όταν κάποιος συμπεριφερόταν ή μιλούσε με τρόπο που τον δυσαρεστούσε* από
25
«Αναχωρώντας έπειτα από αυτή την πρώτη μακρά διαμονή του στο Όλμιτς, ο Βιτγκενστάιν μου εξέφρασε μια φορά, νομίζω, μια κρίση του για τον μικρό κύκλο που συναντιόταν στο σπίτι μου, για τους τοτινούς μου συναδέλφους κι εμένα τον ίδιο με τα εξής λόγια: “Διάνοια που έχει εδώ - να φάνε και τα γουρούνια." Αυτή η αυστριακή έκφραση -και του άρεσε να χρησιμοποιεί τέτοιες- θα μπορούσε να παρανοηθεί τελείως αν δεν υπήρχε η συνέχεια- έχει βέβαια κάτι το ελαφρά υποτιμητικό, αλλά μονάχα με το νόημα ότι κάτι άφθονο δεν είναι πολύτιμο' θέλει να πει: υπάρχει τόση πολ λή που (όπως με τρόφιμα που υπάρχουν άφθονα) μπορεί κανείς να τάίσει και τα γουρούνια...» (Paul Engelmann, Briefe und Begegnungen, o. 47) την άλλη όμως χρειαζόταν κοντά του ανθρώπους που να μπορεί κάθε στιγμή να τους συναναστραφεί όπως του άρεσε. Τους μήνες της άκρας απομόνωσης (1936/37 στη Νορβηγία, 1948/49 στην Ιρλανδία) η μοναξιά ήταν κι αυ τή θυσία, και υπήρχαν πάντοτε διακοπές, τουλάχιστον συζητήσεις με ντόπιους, από τους οποίους ο Βιτγκενστάιν για ένα διάστημα είχε τον τρόπο να αποκομίζει κάτι. Για τους αυστριακούς φίλους είχε ένα ορισμένο σχή μα συμπεριφοράς. Μόλις ήταν δυνατό, τους έφερνε σπίτι και τους γνώριζε στην οικογένεια, κι εκεί αναλάμβαναν έναν ορισμένο ρόλο. Τον Έ νγκελμ αν δεν τον καλοΰσαν μόνο σε συντροφιές, αλλά του έβρισκαν επιπλέον π α ραγγελίες ως αρχιτέκτονα εσωτερικών χώρων, και στα 1925/26 άρχισε να φτιάχνει τα σχέδια για το σπίτι της Γκρετλ Στονμπόροου στην Κουντμανγκάσε. Ο π αιδα γω γός Λούντβιχ Χένζελ, τον οποίο ο Βιτγκενστάιν είχε γνωρίσει το 1919 στην αιχμαλωσία, συμβούλευε τη Χερμίνε για ζητήματα διαπαιδαγώγησης και έπαιζε με δική της προτροπή ρόλο μεσολαβητή ανάμεσα στον Λούντβιχ και τα αδέλφια του. Ο δάσκαλος Ρούντολφ Κόντερ ήταν φίλος του Βιτγκενστάιν από το 1923, και έπαιζαν συχνά μαζί μουσική. Μόλις εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, τέθηκε κι αυτός υπό την προστασία της οικογένειας. Ο Πάουλ
26
του δίδασκε πιάνο, έπαιζε α-κατρ-μεν με τη Χερμίνε και τη Χελένε και διατηρούσε φ ι λικές σχέσεις με πολλούς από τους υπόλοι πους συγγενείς. Υ πήρχαν επίσης φίλοι που συναναστρέ φονταν την οικογένεια πριν ακόμη γνω ρί σουν τον Λοΰντβιχ. Έ ν α ς από αυτούς ήταν ο Άρβιντ Σγιόγκρεν, με τον οποίο ο Βιτγκενστάιν ταξίδεψε το 1919 στη Χάγη και το 1921 στο Σ κγιόλντεν αυτός παντρεύτηκε αργότερα μια από τις κόρες της αδελφής του Βιτγκενστάιν Χελένε. Η Μ αργκερίτ Ρέσπινγκερ, με την οποία ο Βιτγκενστάιν συν δεόταν στενά από το 1927 μέχρι και τις α ρ χές της δεκαετίας του ’30, ανήκε ήδη πρωτύ τερα στον κύκλο της Γκρετλ και των γκον της. Στενές σχέ σεις με την οικογένεια είχαν και άγγλοι φίλοι του Βιτγκενστάιν, όπιος ο Φρανκ Ράμσεϋ, μεταφραστής (μαζί με άλλους) της Λ ογικο-φιλοσοφικής πρα γμ α τεία ς και σημα ντικότερος συνομιλητής του Βιτγκενστάιν όταν αυτός επέστρεψε το 1929 στο Καίμπριτζ. Εκτός από τους «ισότιμους» φίλους σαν τον Πίνσεντ και τον Έ νγκελμαν, υπήρχαν και «νεότεροι» φίλοι· ο Βιτγκενστάιν αντιδρούσε με έκπληξη όποτε αυτοί δεν τον άκουγαν. Τέτοιοι, εκτός από τον Άρβιντ Σγιόγκρεν και τη Μ αργκερίτ Ρέσπινγκερ, ήταν και ορισμένοι φοιτητές που έγιναν φίλοι του, όπως ο Ρας Ρις, ο Ν όρμαν Μάλκομ, ο Μ όρις Ο ’Κόνορ (Κον) Ντρούρι, ο Γιόρικ Σμάιθις και άλλοι. Ο Βιτγκενστάιν όμα>ς είχε ανάγκη και «γηραιότερους» φίλους που εξέπεμπαν ηρεμία και, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη για σημαντι κές αποφάσεις για τη ζωή ή και για την καθημερινότητα. Π ριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αυτόν τον ρόλο τον έπαιζε ο Ράσελ. Α ργότερα αυτή την ανάγκη του Βιτγκενστάιν θα την ικανοποιούσαν ο Κέυνς, ο Μουρ και ο περίπου δέκα χρόνια νεότερος τους Π ιέρο Σράφα. Τον Δεκέμβριο του 1916 ο Βιτγκενστάιν έφυγε από
27
το Ό λμιτς με τον βαθμό του έφεδρου ανθυπασπιστή και επέστρεψε στο Ανατολικό Μέτωπο. Την άνοιξη του 1918 μετατέθηκε στην Ιταλία. Στις σκληρές μάχες στο Ασιάγκο διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε ξανά. Μάλλον για λόγους υγείας, του δόθηκε άδεια μακράς διαρκείας. Τότε πληροφορήθηκε ότι ο Ντέιβιντ Π ίνσεντ είχε σκοτιοθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα· πιθανόν το συμβάν να ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους τον Βιτγκενστάιν τον απασχολούσαν σκέψεις αυτοκτονίας. Α να παύτηκε για λίγο στο κτήμα του θείου του Πάουλ κοντά στο Ζάλτσμπουργκ, κι έπειτα στο Χ οχράιτ τελείωσε τη Λογικο-φιλοσοφική πραγμα τεία, την οποία αφιέρωσε στον νεκρό του φίλο Πίνσεντ. Από τα τρία γνωστά δάκτυλόγραφ α αντίτυπα του κειμένου το ένα στάλθηκε στον Γιαχόντα, εκδότη του Καρλ Κράους, το άλλο στον Φ ρέγκε και ένα μπήκε στον γυλιό του Βιτγκενστάιν, για να τον συνοδέψει στο Νότιο Μέτωπο, όπου στις αρχές Ν οεμ βρίου αιχμαλωτίστηκε μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες συ μπατρ ιώτε ς του. Τον Ιανουάριο του 1919 έφτασε στο στρατόπεδο του Κασίνο. Ό π ω ς και οι άλλοι αιχμάλωτοι, υπέφερε από τις ακραίες κλιματικές συνθήκες, από ελλιπή διατροφή και από την εγγύτητα με ανθροοπους που του ήταν αντιπα θείς. Υ πήρξαν όμως και άλλοι που κάτι τους βρήκε, και έτσι έπιασε φιλία με τον Λούντβιχ Χένζελ και τον γλύπτη Μ ίχαελ Ντρόμπιλ, στο ατελιέ του οποίου αργότερα σύ χναζε, έφτιαξε μάλιστα εκεί το πρόπλασμα ενός γυναι κείου μπούστου. Ο ι συγγενείς του προσπάθησαν να πετύχουν την πρόωρη απόλυσή του, εκείνος όμως αρνήθηκε κάθε προνομιακή μεταχείριση, εκτός από τη διευκό λυνση της αλληλογραφίας με τον Ράσελ, για την οποία /fld in iu y
sfowv/ ft· y
„
·
m
, '-mm*.
Ολοκλήρωση της Αογικοφίλοσοφικής πραγματείας
Αιχμάλωτος πολέμου στο Κασίνο
28
μεσολάβησε ο Κέυνς. Πολύ σύντομα έστειλε στον Ράσελ το μοναδικό διορθωμένο αντίγραφο της Π ρα γμ α τεία ς. Στο συνοδευτικό γράμμα της 13ης Μ αρτίου 1919 γ ρ ά φει: « Έ χω γράψ ει ένα βιβλίο με τίτλο “Logisch-philoΠρβλ. Αογικο- sophische A bhandlung”, το οποίο π εριέχει ολόκληρη τη φιλοσοφική δουλειά μου των τελευταίων έξι ετών. Πιστεύω ότι έχω ^ σει τελεσίδικα όλα μας τα προβλήματα. Ακοΰγεται ίσως αλαζονικό, αλλά δεν μπορώ παρά να το πιστεύω. Τον Αύγουστο του 1918 είχα ήδη τελειώσει το βιβλίο [...]. Χ ωρίς προλογική εξήγηση δεν θα μπορούσες να το κατα λάβεις, γιατί είναι γραμμένο σε μορφή αρκετά σύντομων παρατηρήσεων. (Αυτό βέβαια σημαίνει ότι δεν θα το κα ταλάβει κα νείς, παρότι πιστεύω ότι όλα είναι διαυγέστα τα. Α νατρέπει ωστόσο ολόκληρη τη θεω ρία μας της αλή θειας, των τάξεων, των αριθμών και όλα τα υπόλοιπα.)» (Briefe, σ. 85).
Τέλη Αυγούστου του 1919 ο Βιτγκενστάιν απολύθηκε και επέστρεψε στη Βιέννη. Στην Π ραγματεία είπε όσα είχε να πει ως φιλόσοφος. Τώρα ήθελε να αλλάξει ζωή. Π ρώ τα χάρισε στα αδέλφια του την περιουσία του, που ένιω θε να τον βαραίνει. Έ π ε ιτα δηλώθηκε για μετεκπαίδευ ση ως δημοδιδάσκαλος. Τον Δεκέμβριο πήγε για μία εβδομάδα στη Χάγη, όπου συζήτησε με τον Ράσελ για την Π ρα γμα τεία. Ο Ράσελ ήταν έκπληκτος με την ολο κληρωτική αλλαγή του Βιτγκενστάιν, και η κλίση του προς τον μυστικισμό τον ξένισε. Λ ίγο πριν είχε παρατη ρήσει με λύπη σε ένα γράμμα του στην Οτολίν Μορέλ: Μυστικισμός Στο «βιβλίο ήδη είχα διαισθανθεί ίχνη μυστικισμού, έμεινα όμως κατάπληκτος όταν διαπίστωσα ότι έχει γίνει ολωσδιόλου μυστικιστής. Δ ιαβάζει ανθρώπους σαν τον Κ ίρκεγκορ και τον Ά γγελο Σιλέσιο και σκέφτεται στα σοβαρά να καλογερέψει. Ό λ α αυτά άρχισαν με το Μ ορ φές της θρησκευτικής εμπειρίας ( Varieties o f Religious Expenence) του Ουίλιαμ Τζέιμς και επιδεινο5θηκαν (πράγμα κάθε άλλο παρά αυτονόητο) τον χειμώ να πριν
29
από τον πόλεμο, που τον πέρασε μόνος στη Νορβηγία, όταν είχε σχεδόν τρελαθεί [...]. Έ χ ε ι διεισδΰσει βαθιά σε μυστικιστικούς τρόπους της σκέψης και της αίσθησης, πιστεύω όμως (αν και δεν θα συμφωνούσα) ότι στον μυστικισμό εκτιμά πάνω α π ’ όλα την ικανότητά του να τον εμποδίζει να σκέφτεται» (Briefe, σ. 101). «Είναι λοιπόν πιθανότατο να μην δεχτούν στον Reclam τη δουλειά μου [...]. Αυτό όμως δεν με ανησυχεί πια1και μάλι στα ησύχασα με το ακόλουθο επιχείρημα, το οποίο μου φαίνεται ακαταμάχητο: η δουλειά μου ή είναι έργο πρώτης τάξεως ή δεν είναι έργο πρώτης τάξεως. Στη δεύτερη -πι θανότερη- περίπτωση, κι εγώ ο ίδιος υποστηρίζω να μην τυπωθεί. Και στην πρώτη περίπτωση είναι τελείως αδιάφο ρο αν τυπωθεί 20 ή 100 χρόνια νωρίτερα ή αργότερα. Διότι ποιος νοιάζεται αν λ.χ. η Κριτική του Καθαρού Λόγου γρά φτηκε το έτος 17χ ή ψ! Στην πραγματικότητα δεν θα χρεια ζόταν ούτε σε αυτή την περίπτωση να τυπωθεί.» (Ο Βιτγκενστάιν προςτον Ράσελ, 6 Μάίου 1920' Briefe, σ. 111)
Π αρά ταύτα ο Ράσελ θεωρούσε την Π ρα γμα τεία έργο πρώτης τάξεως* απολάμβανε τις φιλοσοφικές συζητή σεις με τον πρώην μαθητή του και του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να βρει εκδότη. Ο ι προσπάθειες του ίδιου του Βιτγκενστάιν να εκδώσει την εργασία του απέτυχαν, μο λονότι ζήτησε τη βοήθεια του Φ ίκερ και του Φ ρέγκε και παρά την εισαγοογή που του έστειλε ο Ράσελ για την Π ρα γμ α τεία , η οποία οπωσδήποτε θα ήταν ευπρόσδεκτη από τον πιθανό εκδότη λόγω της φήμης του Ράσελ. Ο Βιτγκενστάιν όμως δεν επέτρεψε να τυπω θεί η εισαγωγή, με την οποία δεν ήταν ικανοποιημένος, τουλάχιστον στη γερμανική της εκδοχή* έτσι απέτυχε τότε και η τελευταία προσπάθεια να εκδοθεί η Π ραγματεία. Ο Βιτγκενστάιν τώρα άφησε την αναζήτηση εκδότη στη επιτηδειότητα του Ράσελ, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε τη βοήθεια μιας γνοοστής του. Αυτή κατόρθωσε πράγματι να γίνουν δύο εκδόσεις, η μία στον τελευταίο
I
30 Η έκδοση της Πραγματείας
Δημοδιδάσκαλος σε χωριό στην Κάτω Αυστρία
τόμο του περιοδικού Χ ρονικά της φιλοσοφίας της φύσης (Annalen der Naturphilosophie) (1921), το οποίο εξέδιδε ο Βίλχελμ Ό στβαλντ, η δεύτερη σε μορφή βιβλίου, δί γλωσση γερμανοαγγλική έκδοση από τον επιφανή εκδο τικό οίκο του Λονδίνου Routlege & Kegan Paul (1922). Μ έρος της μετάφρασης έκανε ο λαμπρός λογικός Φρανκ Ράμσεϋ. Ο επιμελητής της έκδοσης Τσ.Κ. Ό γκντεν αλλη λογράφησε με τον Βιτγκενστάιν για ορισμένα ζητήματα κατανόησης και προβλήματα της μετάφρασης. Αφού ο συγγραφέας έδωσε το «τυπωθήτω», το βιβλίο εκδόθηκε με τον τίτλο Tractatus logico-philosophicus, ο οποίος παρέπεμπε στον Σπινόζα και τον ενέκρινε μεν ο Βιτγκενστάιν, δεν τον χρησιμοποίησε όμως ποτέ. Ό τα ν η Π ρα γμα τεία εκδόθηκε ως βιβλίο τον Ν οέμ βριο του 1921, ο Βιτγκενστάιν ήταν ήδη δύο χρόνια δημο διδάσκαλος στην Κάτω Αυστρία. Έ π α ιρ ν ε πολύ σοβαρά τη δουλειά του στα σχολεία κάθε τόσο διαφορετικώ ν χω ριών, προσέκρουε όμως διαρκώς στην απόρριψη εκ μέ ρους των γονιών των μαθητών του. Ή θ ελ ε να μάθει στα παιδιά Άλγεβρα, αλλά οι χοορικοί δεν καταλάβαιναν για ποιον λόγο χρειαζόταν να λογαριάζει κανείς με γρ ά μ μ α τ α . Π ροσπαθούσε να επιβάλει την τακτική και αδιάκοπη παρουσία των παιδιώ ν στο μάθημα, αλλά οι γονείς θεο> ρούσαν σημαντικότερο να τους βοηθούν τα παιδιά στο χωράφι. Υ πήρξαν λοιπόν συγκρούσεις, παρότι ο δάσκα-
31
λος Βιτγκενστάιν μπορούσε να κάνει να δουλέψουν μη χανές που κανείς άλλος δεν είχε μπορέσει να τις επιδιορ θώσει. Ακόμη και ορισμένοι συνάδελφοι έβλεπαν με δυ σπιστία τον «κυριο» από την πόλη. Στον οικισμό Π οΰχμπεργκ στο Σνέμπεργκ ο Βιτγκενστάιν δέχτηκε τον Σεπτέμβριο του 1923 την επίσκεψη του Ράμσεϋ, με τον οποίο κάθε απόγευμα επί δυο εβδομάδες συζητούσε για την Π ρα γμ α τεία . Επίσης στο Π ούχμπεργκ ο Βιτγκενστάιν γνώρισε τον συνάδελφό του Ρούντολφ Κοντέρ, με τον οποίο έγιναν φίλοι, έπαιζαν μουσική και συζητούσαν ανέμελα. Τότε ο Βιτγκενστάιν έπαιζε κλαρι νέτο, κι έτσι ο Κοντέρ δεν συνόδευε μονάχα το σφύριγμα του συναδέλφου του αλλά και το κλαρινέτο του. Το καλοκαίρι του 1925, έπειτα από πιέσεις φίλων του, οπωσδήποτε όμως και με δική του επιθυμία, ο Βιτγκενστάιν πήγε για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο στην Αγγλία. Ε κεί έμεινε για λίγο στου Κέυνς, στον οποίο μετά έγραψε ότι δεν προβλέπει να έχει μέλλον στο επάγγελμα του δα σκάλου. Πράγματι, τον Απρίλιο 1926 συνέβη κάτι: ένας «Είναι πάμφτωχος, εν πάση περιπτώοει ζει πολύ λιτά. Έχει ένα μικρούτσικο, ασβεστωμένο δωμάτιο, όπου δεν υπάρχει τίποτε ειαός από το κρεβάτι του, ένα τραπέζι με λεκάνη για να πλένεται, ένα τραπεζάκι και μια σκληρή καρέκλα - περισ σότερα δεν χωρούν εκεί μέσα. Το δείπνο του, που το μοιρα στήκαμε χθες, αποτελείται από αρκετά σκληρό χωριάτικο ψωμί, βούτυρο και κακάο [...]. Δείχνει νεότερος απ’ όσο πρέπει να είναι- λέει όμως ότι δεν τον βοηθούν τα μάτια του και ότι υποφέρει από συνάχι. Γενικά όμως δείχνει αθλητικός τύπος. Όταν εξηγεί τη φιλοσοφία του βρίσκεται σε διέγερση και κάνει έντονες κινήσεις, έπειτα όμως το μαγευτικό γέλιο του φέρνει την ηρεμία. Τα μάτια του είναι γαλανά. [...]. Έχει την ακόλουθη γνώμη για το βιβλίο του: κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει τις σκέψεις του απλώς και μόνο διαβάζοντάς το, κάποτε όμως θα υπάρξει κάποιος που θα τις σκεφτεί από μόνος του, και θα χαρεί πολύ που θα τις βρει διατυπω μένες με ακρίβεια σε αυτό το βιβλίο.» (Ο Φρανκ ΓΤ Ράμσεϋ στη μητέρα του - παρατίθεται στο Wright 1973, σ. 77-78)
32
μαθητής αρρώστησε έπειτα από την επιβολή σωματικής ποινής. Έ γ ιν ε πειθαρχική και δικαστική έρευνα, αλλά ο Βιτγκενστάιν παραιτήθηκε χωρίς να περιμένει πρώτα να αθωωθεί. Κηπουρός και Για λίγο δούλεψε ως κηπουρός - επάγγελμα που το αρχιτέκτονας ε^χε ασκήσει με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση ήδη το κα λοκαίρι του 1920, και για το οποίο είχε πάντοτε καλά λό για να πει. Το φθινόπωρο του 1926 του δόθηκε η δυνατό τητα να συνεργαστεί με τον Έ νγκελμ αν και τον Ζακ Γκρόαγκ, που καταγόταν επίσης από το Ό λμιτς, για την κατασκευή ενός μεγάλου σπιτιού της Γκρετλ Στονμπόροου, το οποίο υπάρχει ακόμη με αλλαγμένη μορφή. Το γ ε νικό σχέδιο αυτοΰ του αυστηρού οικοδομήματος από μέ ρη διαφορετικού μεγέθους το είχε κάνει ο Έ νγκελμαν. Ο Βιτγκενστάιν όμως είχε επιβάλει αλλαγές σε λεπτο μέρειες, προπάντων στο εσωτερικό, και είχε αποφ ασι στική γνώμη για πολλά ζητήματα της επίπλωσης. Μ πο ρούμε λοιπόν να πούμε ότι στο σπίτι πολλά οφείλονται στον Βιτγκενστάιν. Για δύο ολόκληρα χρόνια ο Βιτγκενστάιν ασχολήθηκε εντατικά με την αρχιτεκτονική και με την επίβλεψη της οικοδομής στην Κουντμανγκάσε. Την ίδια περίοδο είχε και τις πρώτες επαφές με μέλη του κατόπιν διάση μου Κύκλου της Βιέννης, τα μέλη του οποίου αργότερα,
33
ως πρόσφυγες, και από κοινοί) με μέλη κύκλων που συν δέονταν μαζί τους από το Βερολίνο, τη Βαρσοβία και την Π ράγα, έμελλε να ασκήσουν τεράστια επίδραση στη φ ι λοσοφία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Βιτγκενστάιν συναντιόταν προπάντων με τον επι Επαψές φανή καθηγητή της φιλοσοφίας Μ όριτς Σλικ (τον ιθύνο με τον Κύκλο ντα νου του Κύκλου της Βιέννης), με τον μαθητή του Σλικ της Βιέννης Φ ρίντριχ Βάισμαν και με τον μαθητή του Φ ρέγκε Ρούντολφ Κάρναπ. Δεν συμμετείχε ποτέ στις τακτικές συνα ντήσεις του Κύκλου και σπανίιος δεχόταν να μιλήσει για φιλοσοφικά ζητήματα όποτε συναντούσε τον Σλικ και τους άλλους. Προτιμούσε να τους διαβάζει ποιήματα -ό π ω ς έργα του Ραμπιντρανάθ Τ αγκόρ-, στρέφοντας συχνά την πλάτη στο κοινό. Αφότου, το 1929, ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στο Καίμπριτζ και τη φιλοσοφία, υπήρ ξαν τακτικές συζητήσεις, που τις κατέγραφε στενογρα φικά ο Βάισμαν και στις οποίες όμως δεν επέτρεπαν να συμμετάσχει κανείς εκτός από αυτόν και τον Σλικ. «θυμάμαι πώς ο Βιτγκενστάιν κάποτε άρχισε έναν καβγά με τον Κάρναπ, όπου (όπως το ερμηνεύσαμε ο Βάισμαν και εγώ) προπάντων εκδηλώθηκαν οι εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες τους. Ο Κάρναπ ήταν πάντοτε ο σκλη ρός, ακριβής, βαθύς, επιμελέστατος λογικός, ο Βιτγκενστάιν ένας ολωσδιόλου παρορμητικός άνθρωπος, ο οποίος -τουλάχιστον στην προφορική συζήτηση- δεν μπορούσε να εκφραστεί με ιδιαίτερη καθαρότητα. Έτσι λοιπόν, ο Βιτγκενστάιν έχασε την υπομονή του και βγήκε σχεδόν εκτός εαυτού όταν ο Κάρναπ, χωρίς να έχει τίποτε κακό στον νου του, τον παρακάλεσε να “εξηγήσει” λίγο εκτενέστερα ένα δυο σημεία. Ο Βιτγκενστάιν μού παραπονέθηκε για τον Κάρναπ και είπε: “Αν δεν το πιάνει στον αέρα, εγώ δεν μπο ρώ να κάνω τίποτε. Δεν έχει την κατάλληλη μύτη!”» (Herbert Feigi, The Wiener Kreis in America, o. 638)
34
r— ί
Διδακτορικό δίπλωμα στο Καίμπριτζ
Βλ. σ. 76κ.ε.
Ό τα ν π ια το σπίτι στην Κουντμανγκάσε ήταν σχεδόν έτοιμο, ο Βιτγκενστάιν αποφάσισε να πάει στο Καίμπριτζ. Στην The αρχή ήταν κάτι σαν διακοπές. Στις πρώ ( s v a c /v iiyr τες σημειώσεις μετά την άφιξή του δια/ )'htry κρίνεται πόσο ταλαντευόταν: «2/2/29: i() V Πάλι στο Καίμπριτζ. Πολΰ περίεργο. Μ ερικές φορές νιώθω σαν να έχει γυρί σει ο χρόνος πίσω. Κρατάω αυτές τις ση μειώσεις με δισταγμό. Δεν ξέρω τι με περιμένει ακόμη. Κάτι 0α προκύψει! Αν δεν με εγκαταλείψει το πνεύμα. Τώρα στριφογυρίζω πο λΰ ανήσυχος, δεν ξέροο όμως γύρο) από ποια κατάσταση ισορροπίας. Ο καιρός που είμαι εδο) θα έπρεπε ή πρέπει να είναι στην πραγματικότητα προετοιμασία για κάτι. Π ρέπει να σκεφτώ για τι πράγμα» (MS 105, σ. 2). Δυο εβδομάδες αργότερα, σε ένα γράμμα προς τον Μόριτς Σλικ γράφει: «αποφάσισα να περάσω λίγα τρίμηνα εδώ στο Καίμπριτζ και να δουλέψω πάνω στο οπτικό πεδίο και σε άλλα πράγματα» (WWK, σ. 17). Επίσης ήθελε τώ ρα να γράψ ει διδακτορική διατριβή. Αρχισε απευθείας τη δουλειά και -αμέσω ς αφοΰ του άπονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα για τη Λογικο-φιλοσοφική π ρ α γμ α τεία πήρε μια υποτροφία έρευνας του Τρίνιτι Κόλετζ. Τον Ιούλιο έκανε μια διάλεξη σε φιλοσοφικό συνέ δριο στο Νότιγχαμ, η οποία όμως δεν συνέπιπτε με το κείμενο που είχε αναγγελθεί. Είχε να μιλήσει για τη λο γική μορφή και να αναλύσει μια δυσκολία στο σύστημα της Π ραγματείας. Αυτό το κείμενο έχει διασω θεί τυπω μένο και είναι η μοναδική επίσημη δημοσίευση του όψ ι μου Βιτγκενστάιν. Τον Νοέμβριο μίλησε σε ένα κοινό γ ε νικών ενδιαφερόντων και εξέθεσε τις απόψ εις του περί ηθικής σε πολύ προσωπική μορφή. Αυτή τη διάλεξη περί ηθικής δεν τη δημοσίευσε, το κείμενο όμω>ς υπάρχει σε διάφορες ελαφρά αποκλίνουσες εκδοχές. Η πρώτη χρονιά στο Καίμπριτζ ήταν γεμάτη «αναρίθ
35
μητες συζητήσεις» με τον Φ ρανκ Ράμσεϋ, για τον οποίο πολλά χρόνια μετά -στον πρόλογο των Φιλοσοφικών ερευνώ ν- έγραφε ότι η «πάντοτε ενεργητική και σίγου ρη» κριτική του τον είχε βοηθήσει να διακρίνει «βαριές πλάνες» της Π ραγματείας. Ό π ω ς μαρτυρεί ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Φ.Ρ. Λήβις, ο Βιτγκενστάιν δούλευε συ χνά μέχρι πλήρους εξαντλήσεως και είχε συμφωνήσει με τον Ράμσεϋ να του παραδίδει για φύλαξη κάθε μέρα ση μειώσεις όσων είχε κάνει (Leavis, παρατίθεται στο Rhees 1987, σ. 98-99). Ο πολύ νεότερος του Ράμσεϋ έπαιζε σημα. ντικό ρόλο μέντορα, ωστόσο η σχέση του Βιτγκενστάιν μαζί του δεν ήταν ανέφελη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 είχε ήδη γίνει ένας κα βγάς, ο οποίος δεν είχε την αφετηρία του σε φ ι λοσοφικές διαφορές. Τον Φ εβρουάριο του 1929 ο Βιτγκενστάιν κατέγραψε στις σημειώσεις του «απολαυστικές συζητήσεις» με τον Ράμσεϋ: «Έ χουν ένα στοιχείο δυνατής ειρωνείας και διε ξάγονται, πιστεύω, με καλό πνεύμα* περιέχουν κάτι το ερωτικό και ιπποτικό. Κατά κάποιον τρόπο εκπαιδεύομαι κιόλας να έχω λίγο θάρρος στη σκέψη μου» (MS 105, σ. 4). Στα τέλη του 1931 όμως αποκαλούσε τον Ράμσεϋ «αστό στοχαστή» χω ρίς αίσθηση για αληθινά ριζοσπαστική διατύπωση ερω τήσεων (VB, σ. 53). Έ ν α ν χρόνο μετά την άφιξη του Βιτ«Η φιλοσοφία πρέπει να είναι χρήσιμη σε κάτι και πρέπει να την παίρνουμε στα σοβαρά' πρέπει να λαγαρίζει τις σκέ ψεις μας, και διά τούτων τις πράξεις μας. Διαφορετικά είναι μια κλίση που πρέπει να την έχουμε υπό έλεγχο και ταυτό χρονα μια έρευνα που αποσκοπεί σε κάτι' δηλαδή η κύρια πρόταση της φιλοσοφίας λέει ότι η φιλοσοφία είναι ανοη σία. Κι έπειτα πάλι πρέπει να πάρουμε την ανοησία της στα σοβαρά και να μην παριστάνουμε, σαν τον Βιτγκενστάιν, ότι είναι σημαντική ανοησία!» (Frank Ramsey, Philosophical Papers, σ. 1)
36
γκενστάιν στο Καίμπριτζ, ο Ράμσεϋ πέθανε. Φαίνεται ότι λίγο πριν οι δρόμοι τους είχαν αρχίσει να χωρίζουν και, διαβάζοντας το τελευταίο γραπτό του Ράμσεϋ, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι, αν ο συγγραφέας του είχε ζήσει π ε ρισσότερο, θα είχαν αποξενω θεί εντελούς. Την άνοιξη του 1930 υπήρχαν σχεδόν 1.000 χειρό γραφ ες σελίδες που είχαν γραφ τεί τον προηγούμενο χρόνο: στις διακοπές του Π άσχα, στη Βιέννη, ο Βιτγκενστάιν υπαγόρευσε αποσπάσματα από τους χειρ όγρ α φους τόμους του, προκειμένου να συνεχίσει τη δουλειά βάσει αυτής της «σύνοψης». Η διαδικασία ήταν σύμφωνη με τη μέθοδο που είχε χρησιμοποιήσει όλη του τη ζωή: Στην αρχή έγραφε συχνά σύντομες σημειώσεις σε μικρά μπλοκ, τα οποία μπορούσε να παίρνει μαζί του σε περ ι πάτους. Το δεΐίτερο βήμα ήταν εγγραφ ές σε μεγάλα δε μένα τετράδια (σχήματος περίπου Α4), που τα ξα να διά βαζε και σημείωνε στο περιθώ ριο αξιολογικά σημεία, λ.χ. μια πλάγια γραμμή ως επιδοκιμασία ή ένα αποδοκιμαστικό «S». Ό σ ε ς παρατηρήσεις είχαν επιδοκιμαστική ένδειξη τις υπαγόρευε σε έναν γραμματέα, συνήθως σε δύο αντίγραφα. Πολλές φορές ο Βιτγκενστάιν έκοβε αυ τά τα δακτυλόγραφα και αναταξινομούσε τα κομμάτια, προκειμένου να τα συναρμολογήσει έπειτα στη νέα σει ρά ως νέο δακτυλόγραφο. Κατά τον ίδιο τρόπο κόπηκε ένα αντίτυπο των δακτυ λογραφούν που υπαγόρευσε ο Βιτγκενστάιν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1930* τα κομμάτια κολλήθηκαν μετά, με άλλη σειρά, σε ένα άδειο δεμένο τετράδιο. Στο νέο αυτό κείμενο βασίστηκε η γνωμάτευση του Ράσελ με την οποία ο Βιτγκενστάιν πήρε νέα υποτροφία. Το 1964 εκ Βλ. Φιλοσοφικές δόθηκε με τον τίτλο Φιλοσοφικές πα ρα τηρήσ εις. Α ντικα παρατηρήσεις, τοπτρίζει σε εν μέρει αλλόκοτη μορφή τη γρήγορη εξέ σ. 79κ.ε. λιξη της σκέψης του Βιτγκενστάιν: ήδη στην πρώτη σελί δα του κειμένου απορρίπτεται μια από τις βασικές ιδέες των επόμενων σελίδων («Η φαινομενολογική γλώσσα ή “πρωταρχική γλώσσα”, όπως την ονόμασα, δεν είναι πια σκοπός μου»). Πολλά σημεία βρίσκονται ακόμη υπό την
37
επήρεια της Λ ογικο-φιλοσοφικής πραγμα τεία ς, άλλα π ά λι προοικονομούν κατοπινούς στοχασμούς. Μ εγάλο τμή μα αυτών των παρατηρήσεων αποδείχτηκε αδιέξοδο ή απλώς λησμονήθηκε από τον συγγραφέα. Έ ν α δεύτερο αντίγραφο αυτού του δακτυλόγραφου κόπηκε πάλι μαζί με δύο άλλα δακτυλόγραφα και ταξινομήθηκε σε τεράστιο κολλάζ από χιλιάδες αποσπάσμα τα. Α πό αυτό το κολλάζ προέκυψε ένα νέο δακτυλόγραφο, το οποίο ο Βιτγκενστάιν υπαγόρευσε το 1933 (το αποκαλούμενο «Big Typescript»). Αυτό το επεξεργάστη κε εκ νέου και το λεηλάτησε πολλές φορές προκειμένου να χρησιμοποιήσει ορισμένες παρατηρήσεις ή ακολου θίες παρατηρήσεων σε άλλες συναρτήσεις. Η τελευταία εκδοχή των Φιλοσοφικών ερευνών δημιουργήθηκε κατά παρόμοιο περίπλοκο τρόπο και περιέχει ολόκληρη σει ρά από τμήματα κειμένου τα οποία περιέχονται στο με γάλο δακτυλόγραφο του 1930. Την άνοιξη του 1930 έγραφε στον Μουρ ότι έβρισκε τη δουλειά της σύνοψης «απαίσια» (Briefe, σ. 204), φ α ί νεται όμοος ότι η υπαγόρευση του ήταν αναγκαία. Έ νιω θε την ανάγκη να εκθέτει τις σκέψεις του ενώπιον προσοόπων που του ήταν ευχάριστα. Αυτό συνέβαινε ήδη στα 1913 και 1914 με τις ανακοινώσεις του προς τον Μουρ και τον Ράσελ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 απασ χό λησε έναν γραμματέα της οικογένειας, και στα τέλη του 1937 ρώτησε σε γράμμα του την Γκρετλ αν τα Χριστού γεννα θα μπορούσε πάλι να υπαγορεύσει: «Το λαχταρώ όπως και την καυτή σούπα, που πάει τόσο πολύ με την υπαγόρευση» (FB, σ. 159). Μ ετά την «προσάρτηση» της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ, ο Βιτγκενστάιν δεν ξαναπήγε στην πατρίδα κι έτσι δεν μπορούσε πια να απασ χο λήσει τους γραμματείς της οικογένειας. Χρειάστηκε λοι πόν να ψ άξει για κάποιον ο οποίος να του είναι συμπα θής ανάμεσα στους πολλούς πρόσφυγες στο Καίμπριτζ και έγινε τελικά πελάτης του γραφείου της δεσποινίδος Πάτε, όπου υπαγόρευσε κάμποσες από τις εργασίες του της όψιμης περιόδου.
Βλ. «Big Typescript», σ .83κ.ε.
Υπαγόρευση
38
Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο δούλευε ο Βιτγκενστάιν και του ύφους των γραπτο3ν του είναι ότι εξαρχής έγραφε μόνο «παρατηρήσεις», δηλαδή μόνο π ο λύ σύντομα κομμάτια, τα οποία συχνά δεν φαίνονταν να είναι ολοκληρο3μένα. Μ πορούσαν να τυπωθούν σαν π οι ήματα σε ξεχωριστές σελίδες, με την προσδοκία ότι ο αναγνώστης κάποιο νόημα θα έβγαζε. Από την άλλη, πολλές από αυτές τις παρατηρήσεις, από την πρώτη γ ρ α φή κιόλας, βρίσκονται τόσο σε θεματική όσο και σε συλ λογιστική συνάφεια η οποία συχνά μπορεί να αναπαρασταθεί χωρίς αντιφάσεις. Εν πάση περιπτώσει, τα επε ξεργασμένα γραπτά του Βιτγκενστάιν τα χαρακτηρίζει όλα μια ένταση που προέρχεται από αυτό το ύφος των παρατηρήσεων. Πολλές παρατη ρήσεις διατηρούν τη μοναχική τους θέση ως ολοκληρωμένων, οιονεί αφοριστικών μορφωμάτων, και ταυτόχρονα η ερμηνεία των παρατηρήσειον καθορίζεται από τη θέση τους στη συνολική δομή μεγαλύτερων τμη μάτων κειμένου, συχνά λεπτότατα δια ρ θρωμένων σύμφωνα με τις απαιτήσεις της επιχειρηματολογίας. Αυτή η ένταση προκαλεί στα κείμενα μια διαλεκτική ταραχή, η οποία δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε για μονοσήμαντα καθορισμένους συλλογισμούς. Τον Ιανουάριο του 1930 ο Βιτγκενστάιν έκανε στο Καίμπριτζ τις πρώτες του π α ρ α δόσεις. Στην αρχή σε επίσημες αίθουσες, αργότερα στο διαμέρισμά του στο κολέγιο ή σε δωμάτια φοιτητοτν. Τα πρώτα χρόνια ήταν συχνά παρών ο Μουρ, και ο Βιτγκενστάιν τον τιμούσε παραχω ρώντας του τη μοναδική πολυ θρόνα και υλικό για τον καθαρισμό της πίπας του. Ο Βιτγκενστάιν είχε συνήθως π ερί τους δώ δεκα φοιτητές, συ χνά στην αρχή του τριμήνου περισσότερους, ο αριθμός τους όμως μειωνόταν πολύ γρήγορα. Πρώτες Υπάρχουν πολλές εν μέρει δημοσιευμένες καταγραπαραδόσεις φ ^ ς των παραδόσεω ν του Βιτγκενστάιν, αλλά και πολλές
39
«Το δωμάτιο του Βιτγκενστάιν ήταν τετράγωνο, και στον τοί χο που αντίκριζες μπαίνοντας βρισκόταν αριστερά το πα ράθυρο. Εκείνος καθόταν κοντά στο παράθυρο και το φως έπεφτε πάνω από τον αριστερό του ώμο, και πλάι του υπήρχε ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι για χαρτιά, πάνω στο οποίο βρισκόταν ένα μεγάλο κατάστιχο σαν αυτά που χρη σιμοποιούσε για τα χειρόγραφά του. Σε αυτόν τον χώρο έφερναν καρέκλες και σεζλόνγκ για τους ακροατές και τις τοποθετούσαν σε ανοιχτό κύκλο. Στα αριστερά του Βιτγκενστάιν ήταν στημένος ένας μαυροπίνακας. Οι ακροατές ήταν δέκα με δεκαπέντε, ανάμεσά τους και ο Μουρ, ο οποί ος συνήθιζε να κάθεται μαζεμένος στην καρέκλα του, κα πνίζοντας την πίπα του, την οποία άναβε διαρκώς εκ νέου. Πού και πού παρευρίσκονταν κι άλλοι διδάσκοντες.» (John King· παρατίθεται στο Wittgenstein, Vorlesungen 1930-1935, σ. 15-16) περιγραφ ές αυτών τοον παραδόσεων, που πολλοί α κροα τές τις έβρισκαν αξιοσημείοοτες. Ό λ ε ς αυτές οι περ ιγρ α φές συμφωνούν στο ότι ο Βιτγκενστάιν «σκεφτόταν μπρο στά στους ακροατές του» (W right 1986, σ. 39). Συχνά ο Βιτγκενστάιν ήταν τόσο συγκεντρωμένος σε αυτό το οποίο σκεφτόταν, που οι ακροατές του δεν τολμούσαν να κουνηθούν, ακόμη κι αν εκείνος σιοοπούσε για πολλή ώρα. Άλλες φορές ο Βιτγκενστάιν τους έθετε ερωτήματα και ακολουθούσε ζωηρή συζήτηση. Ο Νόρμαν Μάλκομ ανα φ έρει ότι ο Βιτγκενστάιν «σε αυτές τις συνεδρίες ήταν προσωπικότητα που ενέπνεε φόβο. Ή τα ν πολύ ανυπό μονος και ευερέθιστος. Ό π ο τε κάποιος πρόβαλλε ένστα ση σε όσα εκείνος έλεγε, επέμενε με έντονο ύφος να δ ια τυπω θεί και με όρους τυπικής Λογικής αυτή η ένσταση» (Malcolm 1987, σ. 43). Τον Δεκέμβριο του 1930 ο Βιτγκενστάιν έγινε επίση μα μέλος του Τρίνιτι Κόλετζ. Η θέση είχε αρχικά π εριο ρισμένη -π εν τα ετή - διάρκεια, παρατάθηκε όμως κατό πιν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1936. Τα πρώτα χρόνια συ νέχισε, όποτε πήγαινε στη Βιέννη, τις τακτικές του συνα ντήσεις με τον Σλικ και τον Βάισμαν και συνεργάστηκε
40
«Αυτός [ο Βιτγκενστάιν] έχει, βλέπεις, το θαυμάσιο χάρισμα να βλέπει τα πράγματα σαν για πρώτη φορά. Μετά όμως φαίνεται, νομίζω εγώ, πόσο δύσκολο είναι να συνεργαστείς μαζί του, γιατί ακολουθεί πάντοτε την ιδέα της στιγμής και καταστρέφει όσα είχε προηγουμένως σχεδιάσει.» (Ο Φρίντριχ Βάισμαν προς τον Μόριτς Σλικ· VWVK, σ. 26) με τον Βάισμαν για ένα κοινό βιβλίο, το οποίο, έπειτα από δυσάρεστους καβγάδες με αυτόν το συνέχισε και το τελείω σε μόνος· το βιβλίο κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο και των δύο. Επίσης ο Βιτγκενστάιν συναντούσε, όποτε του δινόταν η ευκαιρία, τη φίλη του Μ αργκερίτ Ρέσπινγκερ, με την οποία διατηρούσε από το 1927 στενή σχέση, κατά πάσα πιθανότητα κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη από διδακτική πρόθεση. Το καλοκαίρι του 1931 πέρασε μαζί της τρεις εβδομάδες στη Νορβηγία. Αυτή η σχέση διακόπηκε απότομα γύρω στα Χ ριστούγεννα του 1933, όταν η Μ αργκερίτ παντρεύτηκε τον Τάλα Σγιόγκρεν, αδελφό του φίλου τού Βιτγκενστάιν Άρβιντ Σγιόγκρεν, και μετανάστευσε μαζί του στη Νότια Αμερική. Το 1931 ήταν για τον Βιτγκενστάιν χρονιά εσωτερι κών κρίσεοον, σαν αυτές που υπήρξαν συχνά στη ζωή του. Αφορμή πρέπει να ήταν η αυξανόμενη εχθρότητά του Εχθρότητα προς απέναντι στον πολιτισμό της εποχής του, η οποία ίσως να τον πολιτισμό οφείλεται εν μέρει στην ανάγνωση του Σπένγκλερ. Εκδή λωση αυτής της εχθρότητας είναι το σχέδιο προλόγου για ένα βιβλίο τον Νοέμβριο του 1930: «Αυτό το βιβλίο έχει γραφ τεί για όσους διάκεινται φιλικά προς το πνεύμα στο οποίο έχει γραφτεί. Πιστεύω ότι αυτό το πνεύμα είναι διαφορετικό από εκείνο του μεγάλου ευροοπαϊκού και αμερικανικού πολιτισμού. Το πνεύμα αυτού του πολιτι σ μού, εκφράσεις του οποίου είναι η βιομηχανία, η αρχι τεκτονική, η μουσική, ο φασισμός και ο σοσιαλισμός τού σήμερα, είναι ένα πνεύμα ξένο και αντιπαθητικό για τον συγγραφ έα» (VB, σ. 29). Ο ι αμφιβολίες για τον εαυτό του, που βασάνιζαν τον Βιτγκενστάιν, εκδηλώθηκαν και σε σημειώσεις για τον
41
εβραϊσμό, θέμα το οποίο άγγιξε μόνο μία φορά ακόμη στα 1936/37. Το 1931 τον απασχόλησε προπάντιον το Βλ. σ.48 «εβραϊκό στοιχείο» στον δικό του χαρακτήρα. Φοβόταν ότι δεν ήταν αληθινά πραπότυπος, αλλά μόνο ταλαντού χος, ότι συμπεριφερόταν αναπαραγω γικά. Αυτή η βαθιά αυτοκριτική διάθεση, μειωτική για τα επιτεΰγματά του, εκφράστηκε στην ακόλουθη παρατήρηση: «Νομίζω ότι ποτέ δεν επινόησα μια κίνηση της σκέψης, αυτή μου δό θηκε πάντοτε από κάποιον άλλον, κι εγώ απλώς την άρ παξα αμέσως για το έργο της αποσαφήνισης που έχω αναλάβει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επέδρασαν στο έργο μου ο Μπόλτσμαν, ο Χερτς, ο Σοπενχάουερ, ο Φ ρέγκε, ο Ράσελ, ο Κράους, ο Λόος, ο Βάινινγκερ, ο Σπένγκλερ, ο Σράφα. Μ πορούμε τον Μ πρόυερ και τον Φρόυντ να τους αναφέρουμε ως παραδείγματα εβραϊκής αναπαραγωγικότητας;» (VB, σ. 41). Εδώ δεν είναι ο κατάλληλος τόπος να εικοτολογήσουμε για την ακριβή βαρύτητα της εκάστοτε εννοούμενης επιρροής. Σημασία έχει η αυστηρή χρονολόγηση των Επιρροές επιρροών την οποία παρουσιάζει ο κατάλογος. Οι επι δράσεις που είναι ουσιοοδεις για την Π ραγματεία εκτεί νονται, όπως φαίνεται, από τον Μπόλτσμαν μέχρι τον Βάινινγκερ, ενώ ο Σπένγκλερ και ο Σράφ α σχετίζονται με την πιο πρόσφατη περίοδο. Για τον Σπένγκλερ ο Βιτγκενστάιν έλεγε ότι από εκείνον είχε την ιδέα για την έν νοια της οικογενειακής ομοιότητας. Πιθανότατα και σε σχέση με τα άλλα ονόματα είχε κατά νου μία ή περισσότε ρες συμβολές. Ο οικονομολόγος Π ιέρο Σράφ α -που για την έλευσή του στο Καίμπριτζ είχε φροντίσει ο Κέυνς και στην παρότρυνση του οποίου ο Βιτγκενστάιν όφειλε, όπως έγραψε στον πρόλογο, τις «πιο γόνιμες ιδέες» για τις Φιλοσοφικές έρευνες- συνεισέφερε μάλλον δυο πράγματα: πρώτον, την αποφασιστική κριτική στην ανα ζήτηση της «λογικής μορφής» ή της «γραμματικής» των φράσεών μας, η οποία μεθοδολογικά βρισκόταν στο πνεύμα της Π ρα γμα τεία ς* δεύτερον, την παρότρυνση να εξετάσει την ανθρώπινη συμπεριφορά από «ανθρωπολο-
γική» - δηλαδή οιονεί εθνολογική- σκοπιά. Πιθανόν αυτό να μην ση μαίνει μόνο την οπτική από την οποία ν είναι γραμμένες παρατηρήσεις όποος: «Σκέψου ότι φτάνεις ως ερευνητής σε μια άγνωστη χώρα με γλώσσα που σου είναι τελείως ξένη...» ή «Φαντάσου ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούν να σκεφτοΰν πα ρά μόνο μεγαλόφοτνα!» (PhU, § 206 και § 331), αλλά και την υπογράμμιση των λογοπαιγνίων και των «συνηθειών (εθίμων, θεσμών)» (PhU, §199). Χαρακτηριστικό του αποσπάσματος για την εβραϊκή ικανότητα αναπαραγω γής είναι επιπλέον ότι ο Βιτγκενστάιν δεν δίσταζε να συγκρίνει τον εαυτό του με μεγέθη σαν τον Φρόυντ (ο οποίος, σύμφοονα με το απόσπασμα, είχε πάρει μια κίνηση της σκέψης του Γιόζεφ Μ πρόυερ). Σε άλλα σημεία η φιγούρα ταύτισης είναι ο Μ έντελσον, ως ισχυρό ή πρωτότυπο αντίθετο του οποί ου αναφ έρεται ο Μ πραμς: θα μπορούσαμε να πούμε, λέ ει ο Βιτγκενστάιν, ότι «ο Μ πραμς κάνει με όλη την αυ στηρότητα αυτό που ο Μέντελσον έκανε με τη μισή. Ή : ο Μ πραμς είναι συχνά άψογος Μέντελσον» (VB, σ. 44) Στο πρώτο ημερολόγιο του πολέμου συν έκρινε τον εαυτό του με τον Σπινόζα: «Ο καλύτερος τρόπος να δουλεύω εί ναι ενώ καθαρίζω πατάτες. Δηλώνομαι πάντοτε εθελο«Μια μέρα [...] ο Βιτγκενστάιν επέμενε ότι μια πρόταση και αυτό που η πρόταση αναπαριστά έπρεπε να έχουν την ίδια “λογική μορφή”, την ίδια "λογική ποικιλότητα". Ο Σράφα έκανε μια χειρονομία πολύ συνηθισμένη στους Ναπολιτά νους όποτε θέλουν να εκφράσουν απέχθεια ή περιφρόνη ση: χάιδεψε με τα δάχτυλα του στραμμένου προς τα έξω χεριού το κάτω μέρος του πιγουνιού και ρώτησε: “Ποια εί ναι η λογική μορφή αυτού εδώ\" Το παράδειγμα του Σράφα προκάλεσε στον Βιτγκενστάιν την αίσθηση ότι είναι άτοπο να επιμένει ότι μια πρόταση και αυτό που αναπαριστά πρέ πει να έχουν την ίδια “μορφή”. Έτσι απαλλάχτηκε από την άποψη ότι η πρόταση θα έπρεπε να είναι κατά γράμμα απείκασμα της πραγματικότητας την οποία αναπαριστά.» (Norman Malcolm, Ludwig Wittgenstein: A Memoir)
43
ντής. Είναι για μένα ό,τι ήταν το τρίψιμο των φακών για τον Σπινόζα» (MS 101, σ. 22). Π αρά τις αμφιβολίες για τον εαυτό του, η αυτοπεποίθηση του Βιτγκενστάιν ήταν ορισμένες φορές εκπληκτική. Π αράδειγμα η ακόλουθη σημείωση στις 7 Φεβρουάριου 1931: «Αν επιζήσει το όνο μά μου, τότε θα είναι μόνο ως term inus ad quem της με γάλης δυτικής φιλοσοφίας. Ό π ω ς το όνομα εκείνου που έκαψε τη Βιβλιοθήκη της Α λεξάνδρειας» (DB, σ. 39).
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30 η ζωή και η εργασία του Βιτγκενστάιν ακολουθούσαν τον δρόμο που περιγράψαμε. Το 1932 είχε συγκεντρωθεί τεράστιος αριθμός χειρογράφω ν, που μεταβλήθηκε σε ογκώδη δακτυλόγραφα· ο Βιτγκενστάιν τα επεξεργαζόταν μέχρι το 1934. Ο ι παραδόσεις απαιτούσαν κι αυτές χρόνο, και το ακαδημαϊκό έτος 1933/34 ο Βιτγκενστάιν συνδύασε τη συγγραφή με τις παραδόσεις υπαγορεύοντας σε μια ομά δα φοιτητών τις σκέψεις του, κι έτσι φτιάχτηκε ένα κείμε νο κατάλληλο για εισαγωγή στη φιλοσοφική του σκέψη* αυτό αναπαράχθηκε, και από το χρώμα του εξωφύλλου του ονομάστηκε Το μπ λε βιβλίο. Η υπαγόρευση ήταν δυ Βλ. Τομηλε νατή διότι ο Βιτγκενστάιν είχε μεταξύ των φοιτητών μια βιβλίο, σ. 89 κ.ε. «Τον άκουσα πολλές φορές να τιτλοφορεί την Ελίζαμπεθ (Άνσκομπ) “old man”, και αυτό δεν ήταν το μοναδικό πεδίο όπου της συμπεριφερόταν τιμής ένεκεν σαν σε άνδρα. Κά θε χρόνο ο Βιτγκενστάιν είχε στην αρχή της σειράς των παραδόσεών του μεγάλο αριθμό ακροατών, προπάντων γυ ναίκες. Στην τρίτη ή τέταρτη παράδοση κιόλας αυτό το πλή θος συρρικνωνόταν συνήθως σε έναν σκληρό πυρήνα τα κτικών ακροατών. Έτσι συνέβη συγκεκριμένα μια χρόνια που η Ελίζαμπεθ παρακολούθησε τις παραδόσεις του· και όταν ο Βιτγκενστάιν παρατήρησε τη μείωση, κοίταξε με σκοτεινή ικανοποίηση γύρω του στο αμφιθέατρο και είπε: “Δόξα σοι ο Θεός, ξεφορτωθήκαμε τα θηλυκά!”» (Peter Th. Gaech· παρατίθεται στο Wittgenstein, Vorlesungen Ciber die Phiiosophie der Psychologie 1946/47, o. 12)
ομάδα οπαδών, μυστών μάλιστα, τους οποίους είχε σαγηνεΰσει. Σε αυτούς ανήκαν οι Μ όρις Ο ’Κόνορ Ντρούρι, Φ ράνσις Σκίνερ, Άλις Άμπροουζ, Μ άργκαρετ Μακντόναλντ και Ρας Ρις και αργότερα (μετά το 1938) οι Γιόρικ Σμάιθις, Κάζιμιρ Λεβυ και Νόρμαν Μάλκομ· στο τέλος και η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ - για να αναφέρουμε ορισμέ να ονόματα. Φράνσις Σκίνερ Ιδιαίτερη θέση κατείχε ο πολλά υποσχόμενος φοιτη τής μαθηματικών Φράνσις Σκίνερ, ένας ήπιος, χωλός άν θρωπος. Έ π ειτα από λίγα χρόνια ο Βιτγκενστάιν τον έπεισε να εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία* παρόλο που, όποος γράφ ει ο φίλος του Ντρούρι, τον θεω ρούσε «τελείως ασυνήθιστο άνθρωπο» και «ολωσδιόλου ανίκανο να λέει ανοησίες», τον έβρισκε ως προσωπικότη τα ακατάλληλο για τη δουλειά του φιλοσόφου (παρατίθε ται στο Rhees 1987, σ. 180). Ο Σκίνερ -που δεν ήταν ο μο ναδικός ανάπηρος φίλος του Βιτγκενστάιν- έγινε, προς έκπληξη των δικών του, μηχανικός, και από το 1938 και μετά έμενε στο ίδιο σπίτι με τον Βιτγκενστάιν. Πού και πού ταξίδευαν μαζί οι δυο τους, και ο Σκίνερ συνέχισε να παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τη δουλειά του Βιτγκενστάιν. Ο θάνατός του το 1941 ήταν για τον Βιτγκενστάιν τρομερό πλήγμα. Ο Σκίνερ ήταν ένα από τα δύο πρόσωπα στα οποία ο Βιτγκενστάιν στα 1934/35 υπαγό-
45
ρεύσε Το κα φ έ βιβλίο. Μ αζί του ο Βιτγκεστάιν, ο οποίος κατείχε λίγο τη γλώσσα, άρχισε μαθήματα ρωσικών με τη Φ άνια Πασκάλ, ρωσίδα πρόσφυγα, η οποία είχε σπουδά σει φιλοσοφία στο Βερολίνο και ζοΰσε στο Καίμπριτζ πα ντρεμένη με τον Ρόυ Πασκάλ, έναν γερμανιστή που ο Βιτγκενστάιν τον έβρισκε συμπαθέστατο. Ο Βιτγκενστάιν σκεφτόταν μετά το τέλος του συμβολαίου του να μετανα στεύσει στη Σοβιετική Έ νω ση, προκειμένου να ασχολη θεί εκεί με μια πρακτική, χρήσιμη δραστηριότητα. Το σχέ διο το εγκατέλειψε απογοητευμένος μετά το ταξίδι του εκεί το 1935. Επίσης εγκατέλειψε τη σκέψη που είχε ανα φέρει συχνά να γίνει γιατρός - ίσως ψυχίατρος. Μ ετά το προβλεπόμενο τέλος της διδακτικής του δραστηριότητας τον Σεπτέμβριο του 1936, αποφάσισε να πάει στη Ν ορβηγία προκειμένου να δουλέψει χωρίς π ε ρισπασμούς. Προηγουμένως έκανε μαζί με τον φίλο του Γκίλμπερτ Π άτισον διακοπές στη Γαλλία, όπου περιηγήθηκαν με το αυτοκίνητο στη Βρετάνη. Ο Πάτισον ήταν λογιστής και ζοΰσε στο Λονδίνο* ο Βιτγκενστάιν τον γνώριζε από το 1929, τον είχε οικονομικό του σύμβουλο και απολάμβανε να καλαμπουρίζει μαζί του. Αυτή η α γά πη για το καλαμπούρι εκδηλώνεται χαρακτηριστικά και στην αλληλογραφία τους. Η φιλία κράτησε μέχρι τον Δεύτερο Π αγκόσμιο Πόλεμο (μάλλον τον Βιτγκενστάιν τον ενόχλησε η υπερπατριοτυική στάση του Πάτισον). Α πό τα τέλη Αυγούστου κιόλας, ο Βιτγκενστάιν έμε νε στην καλύβα του στο φιόρδ Σόγκνε. Α ρχικά τον α π α σχολούσε η μετάφραση και η επεξεργασία του Κ αφέ β ι βλίου. Ό τα ν είχε κάνει πια τα δύο τρίτα, διέκοψε δυσαρεστημένος την αναθεο5ρηση. Ολόκληρη η προσέγγιση του φαινόταν λάθος* έπρεπε να αρχίσει διαφορετικά. Πράγματι, τους επόμενους μήνες σημειώθηκε μια ανα τροπή στη σκέψη του Βιτγκενστάιν, η οποία του επέτρε ψε να παρουσιάσει με νέα μορφή υλικό που, σε μεγάλη έκταση, υπήρχε ήδη. Μ αρτυρία της ανατροπής αποτελούν τα σημειωματά ρια που έχουν διασω θεί και που, διαβάζοντας τα, έχει
Βλ. Το καφέ βιβλίο, σ. 92-93
Ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση
46
Βλ. σ. 40
mv^iAooo^u<^v ερευνών,
βλ. σ. 93 κ.ε.
κανείς την εντύπωση ότι κοιτά τον συγγραφέα ενώ αυτός σκέφτεται. Κατά περίεργο τρόπο, πρόκειται συχνά για την επεξεργασία παρατηρήσεο)ν που προϋπήρχαν. Ε π ι βεβαιώνεται άλλη μια φορά η οξυδερκής παρατήρηση του Φρίντριχ Βάισμαν σε επιστολή του προς τον Μόριτς Σλικ ότι ο Βιτγκενστάιν έχει «το θαυμάσιο χάρισμα να βλέπει τα πράγματα σαν για πρώτη φορά». Ετούτη τη φ ο ρά ο Βιτγκενστάιν μπόρεσε, χάρη σε αυτό το ταλέντο, να δώσει στο υλικό τελείως διαφορετική όψη, αλλάζοντας διατυπο5σεις, συμπληρώνοντας, παρεμβάλλοντας, αντιμετ(χθέτοντας και προσθέτοντας ορισμένες ολο)σδιόλου νέες παρατηρήσεις. Το αποτέλεσμα, η «προπη γραφή» το>ν Φιλοσοφικών ερευνώ ν, ολοκληρο5θηκε στις αρχές της
47
άνοιξης του 1937 και περιλαμβάνει τις πρώτες 188 π α ρ α γράφους* ο Βιτγκενστάιν συνέχισε να δουλεύει το έργο μια δεκαετία, δεν έκανε όμως πολλές αλλαγές. Αν σκεφτοΰμε την ψυχική κατάσταση του Βιτγκενστάιν εκείνη την εποχή, το επίτευγμά του είναι μεγάλο. Στις σημειώσεις του ημερολογίου του εκείνης της περιό δου που έχουν διασωθεί υπάρχουν ενδείξεις ότι τον βα σάνιζε η αίσθηση πως είχε φανεί ανειλικρινής και ότι έπρεπε να εξομολογηθεί τα ψέματα που τον βάραιναν. Για να ξαλαφρώσει τη συνείδησή του, έστειλε στις 7 Ν ο εμβρίου στον Λοΰντβιχ Χένζελ μια «ομολογία» με την πα ράκληση να τη δοασει στην οικογένεια Βιγκενστάιν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Βιτγκενστάιν προσπαθούσε να απαλλαγεί από τύψεις. Στην κρίση του 1931 είχε εξομολο γηθεί πάλι σε συγγενείς και φίλους, όπως προκύπτει από μια μαρτυρία του Ντρούρι κι ένα γράμμα στη Χερμίνε. Και τούτη τη φορά επέμεινε. Ό τα ν ο Χ ένζελ στην α ρ χή αρνήθηκε να μεταβιβάσει το γράμμα στους συνήθεις αποδέκτες, ο Βιτγκενστάιν έγραψε μια εκτεταμένη ομο λογία και την έστειλε στη Χερμίνε. Αυτό το γράμμα τοπο θετή θηκε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού στην Κουντμαν γκάσε κατά τρόπο ώστε να μπορούν να το διαβάσουν οι συγγενείς* φαίνεται οοστόσο ότι πολλοί δεν το διάβασαν. Κατά πάσα πιθανότητα ο Βιτγκενστάιν ήθελε να συζητή σει το θέμα, τουλάχιστον με κάποιους από την οικογέ νεια. Δεν είναι όμο^ς γνοοστότι έγινε. Επιστρέφοντας από τη Βιέννη στη Νορβηγία, ο Βιτγκενστάιν πέρασε από το Καίμπριτζ με την πρόθεση να κάνει εξομολογήσεις και στους φίλους του, όπως στη Φά- Εξομολογήσεις νια Πασκάλ και τον Μουρ. Η μόνη εκτενής μαρτυρία που έχουμε είναι της Πασκάλ. Φ αίνεται ότι ο Βιτγκενστάιν ήθελε προπάντων να εξομολογηθεί δυο ιρέματα: το πρώ το αφορούσε την εβραϊκή του καταγωγή και το δεύτερο τη σωματική τιμωρία ενός μαθητή την περίοδο που ήταν δάσκαλος. Η εξομολόγηση φαίνεται ότι τον βοήθησε, γιατί, μόλις επέστρεψε στο Σκγιόλντεν, η εργασία του προχώρησε, αν και με διακοπές.
48
«Αγαπητέ Χένζελ! Κάποτε, τον καιρό της αιχμαλωσίας στην Ιταλία, είπα σε σέ να και σε πολλούς άλλους ψέματα ότι κατάγομαι κατά το ένα τέταρτο από Εβραίους και κατά τα τρία τέταρτα από Αρείους, παρότι συμβαίνει ακριβώς το α\Λτίστροφο. Αυτό το ψέμα από δειλία με παίδευε καιρό, και αυτό το ψέμα, όπως και πολλά άλλα, το έχω πει και σε άλλους ανθρώπους. Μέ χρι σήμερα δεν έβρισκα τη δύναμη να το ομολογήσω. Ελπίζω ότι θα με συγχωρήσεις. [..,] Επιθυμώ να κοινοποιή σεις αυτό το γράμμα στην αγαπητή σου γυναίκα και στα παιδιά, στα αδέλφια μου και στα παιδιά τους, στον Ντρόμπιλ και στους άλλους φίλους μου και στην κυρία Σγιόγκρεν δηλαδή να τους το δώσεις να το διαβάσουν.» (Ο Βιτγκενστάιν προς τον Λούνπτβιχ Χένζελ, 7 Νοεμβρίου 1936’ παρατίθεται στο Ludvig Hansel - Ludwig Wittgenstein. Eine Freundschaft, o. 136) To καλοκαίρι του 1937 ο Βιτγκενστάιν το πέρασε στην Αυστρία. Έ π ε ιτα επέστρεψε στη Ν ορβηγία μέσω Καίμπριτζ. Ε κεί τον επισκέφτηκε ο Σκίνερ. Εκείνη την περίοδο ασχολιόταν προπάντων με ζητήματα φιλοσο φίας τοον μαθηματικών. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αυτό το υλικό θα συμπλήρωνε το μέρος του βιβλίου που είχε γραφ τεί μεταξύ Ν οεμβρίου 1936 και καλοκαιριού 1937. Επομένως, το αρχικό σχέδιο προέβλεπε να συ μπληρωθούν οι 188 πρώτες παράγραφ οι με ένα δεύτερο μέρος για τη φιλοσοφία των μ αθηματικοί.
Αφού πέρασε τις διακοπές των Χριστουγέννων στη Β ιέν νη, ο Βιτγκενστάιν πήγε τον Ιανουάριο 1938 στο Κ αί μπριτζ, όπου μάλλον έκανε ορισμένες παραδόσεις. Μ ε τά πήγε στο Δουβλίνο, στον φίλο του Ντρούρι, ο οποίος μεσολάβησε ώστε να του δοθεί άδεια να συζητήσει με βαριά ψυχικά άρρωστους στην κλινική όπου ο Ντρούρι δούλευε ως ψυχίατρος. Στην Ιρλανδία τον βρήκε η είδη ση ότι ο Χίτλερ είχε προσαρτήσει την Αυστρία· ο Βιτγκενστάιν έγραψε στον Σράφα, αργότερα και στον Κέυνς,
49
που ήλπιζε ότι θα τον συμβουλέψουν, και αυτοί του συ νέστησαν να ζητήσει τη βρετανική υπηκοότητα. Ο Σράφα πήγε στη Βιέννη κατά παραγγελία του Βιτγκενστάιν, όπου μετέφερε χαιρετισμούς και μάζεψε πληροφορίες, που τις ανακοίνωσε στον Βιτγκενστάιν, ο οποίος περίμενε ανήσυχος στο Καίμπριτζ. Ο αδελφός του Πάουλ είχε τσακω θεί με τις αδελφές τους Χερμίνε και Χελένε, οι οποίες ήθελαν να μείνουν στη Βιέννη, ενώ εκείνος κατέ φυγε στην Ελβετία και κατόπιν στις ΗΠΑ. Σε εκείνη τη δύσκολη περίοδο ο Βιτγκενστάιν έμαθε ότι το 1939 θα χήρευε η έδρα του Μουρ. Ελπίζοντας ότι μια θέση τακτικού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο θα ενίσχυε τη θέση του και ίσως θα επιτάχυνε την απόκτηση της υπη κοότητας, υπέβαλε υποψηφιότητα και έβαλε τον Ρις να μεταφράσει την αρχή των Ερευνών. Έ δω σ ε τη μετάφραση στον Κέυνς, ο οποίος ήταν μέλος της επιτροπής κρίσεων, ως ενημέρωση για την τρέχουσα εργασία του. Πράγματι ο Βιτγκενστάιν εξελέγη διάδοχος του Μουρ τον Φ εβρουά Καθηγητής στο Καίμπριτζ ριο του 1939 (με ημερομηνία έναρξης τον Οκτώβριο). Α πό τον Ιανουάριο λοιπόν παρέδιδε τακτικά και επί σημα π ερί θεμελίων των μαθηματικώ ν αυτές οι π αραδό σεις ανήκουν στις πιο ενδιαφέρουσες του Βιτγκενστάιν, προπάντων χάρη στις κριτικές συμβολές του Άλαν Τιούρινγκ στη συζήτηση. Η εξαιρετική εκδοτική επιμέλεια της Κόρας Ντάιμοντ συνέβαλε ώστε να είναι από τις π α ραδόσεις που έχουν διασω θεί πληρέστερα. Συχνά κά ποιος στη μέση του τριμήνου ήθελε να παρευρεθεί σε μια από τις παραδόσεις του Βιτγκενστάιν, εκείνος όμως π ά ντοτε το απαγόρευε. Αυτό συνέβη κάποτε και στον μετέπειτα φίλο του Γκέοργκ Χ ένρικ φον Ράιτ. Ο Βιτγκενστάιν του ανακοίνωσε γραπτώς στις 9 Μ αρτίου 1939: «Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί με ενόχλησε τόσο πολύ η παρουσία δύο νέων ανθρώπων στην προχθεσινή παράδοσή μου: Στα μαθήματά μου δίνω όλες μου τις δυ νάμεις για να εξηγήσω στους φοιτητές που έρχονται αυ τό το εξάμηνο στις παραδόσεις ένα πολύ δύσκολο πρ ά γ μα. Ξέρω ότι για κάποιον που έρχεται στα μέσα, πόσο
50
Όσο δεν ξέρουμε ότι δεν υπάρχει κάποια κρυμ μένη αντίφαση στον υπολογισμό, δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στην εφαρμογή του, ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΙΝ: Μου φαίνεται ότι εδώ υπάρχει ένα τεράστιο λάθος Θα έλεγα ότι υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες αποτυχίας: ή πέφτει η γέφυρα ή έχουμε κάνει λάθος στις πράξεις, π,χ. έχουμε πολλαπλασιάσει λάθος. Εσείς όμως φαίνεται να πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει και τρίτο λά θος, δηλαδή να είναι λάθος ο υπολογισμός. ΤΙΟΥΡΙΝΓΚ: Όχι, απλώς δεν θέλω να πέσει η γέφυρα.» (παρα τίθεται στο Wittgensteins Vorlesungen uber die Grundlagen der Mathematik, o. 263-264) «ΤΙΟΥΡΙΝΓΚ:
μάλλον στο τέλος του εξαμήνου, είναι αδύνατο να κατα λάβει τι επιδιτοκουμε. Θ α αποκτήσει μάλλον λάθος εντύ πωση. [...] παρακαλώ να μην έρχεστε στις τελευταίες παραδόσεις [...] ετούτο το εξάμηνο» (παρατίθεται στο W right χ.χ.,σ. 339). Ή δ η το 1938, ο Βιτγκενστάιν είχε συναντήσει την αδελφή του Γκρετλ και τον αδελφό του Π άουλ στη Ζ υρί χη, για να συζητήσουν πώς θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις αδελφές τους στη Βιέννη, οι οποίες κινδύνευαν λόγω των φυλετικών νόμων. "Υστερα από πολλές αποτυχημέ νες προσπάθειες, κατόρθωσαν, αφού μεταβίβασαν ση μαντικό μέρος της περιουσίας τους στην Κεντρική Τ ρά πεζα του Γερμανικού Ράιχ, να καταχω ρηθεί αναδρομικά ως Ά ρειος ένας δεύτερος παππούς· έτσι η Χερμίνε και η Διάσωση Χελένε θεωρούνταν στο εξής «μιγάδες» και δεν διώχθητων αδελφών καν Αφότου ο Βιτγκενστάιν τον Α πρίλιο του 1939 έγινε στη Βιέννη βρεταν(5ς υπήκοος xoti πήρε στις 2 Ιουνίου βρετανικό διαβατήριο, μπορούσε να βοηθήσει την Γκρετλ -η ίδια είχε συμμετάσχει τον προηγούμενο χρόνο ενεργά στη διάσωση του Φρόυντ από τους ν α ζί- και, πηγαίνοντας στο Βερολίνο και τη Ν έα Υόρκη, όπου συμμετείχε σε π ε ρίπλοκες διαπραγματεύσεις για περιουσιακά ζητήματα και για τις ρυθμίσεις που απαιτούσε η υπηρεσία του Ράιχ για την έρευνα οικογενειακών σχέσεων, συνέβαλε ώστε
51
να αποφΰγουν οι αδελφές του τον κίνδυνο της μεταφο ράς τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Π αρά τις δυσκολίες της ζο)ής του και τις αμφιβολίες του, η διδακτική δραστηριότητα του Βιτγκενστάιν ήταν επιτυχής. Ο ι φοιτητές ήταν καταγοητευμένοι και κρέμο νταν από τα χείλη του. Έ ν α ς φοιτητής του ήταν ο Α μερι κανός Νόρμαν Μάλκομ, ο οποίος δημοσίευσε ίσ<ι>ς τις πλαστικότερες αναμνήσεις από τον Βιτγκενστάιν. Π ε ριέγραψε τη χαρακτηριστική εξέλιξη τοον συνεδριών, τη συγκέντρωση του Βιτγκενστάιν, την κοπιώδη, άτεγκτη σκέψη του, αλλά και τη συνηθισμένη συνέχεια: την ερο> τηση του καθηγητή αν ήθελαν να πάνε μαζί σινεμά. Στον Σινεμά δρόμο ο Βιτγκενστάιν αγόραζε ένα σάντουιτς ή κάτι τέ τοιο. Στο σινεμά καθόταν στην προ5τη σειρά, έτρωγε και βυθιζόταν στο έργο. «Σαν να κάνεις ντους!», έλεγε (πα ρατίθεται στο Malcolm, 1987, σ. 45). Του άρεσαν τα αμε ρικανικά ψυχαγω γικά έργα και απεχθανόταν τον αγγλι κό κινηματογράφο. Η Φ άνια Π ασκάλ αναφ έρει μια π ε ρίπτωση κατά την οποία ο Βιτγκενστάιν και ο Σκίνερ συ ζητούσαν με ζέση και γεμάτοι θαυμασμό για ένα χορευ τικό έργο με τη Τζίντζερ Ρότζερς και τον Φρεντ Αστέρ. Με τον καθηγητή φιλοσοφίας της Ο ξφόρδης Γκίλμπερτ Ράιλ πάλι είχε μια φιλονικία για το αν ήταν δυνατόν να υπάρξει καλή αγγλική ταινία - πράγμα που ο Βιτγκενστάιν το αρνιόταν κατηγορηματικά. Ό τα ν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Βιτγκενστάιν έμεινε α ρ χικά στο Καίμπριτζ και συνέχισε να διδάσκει μέχρι το φθινόπωρο του 1942. Το Οκτοοβριο εκείνου του έτους αποφάσισε να δουλέψει σε νοσοκομείο του Λονδίνου, ώστε να προσφέρει κι αυτός κάτι στον πόλεμο. Μ έχρι τον Α πρίλιο του 1943 ο Βιτγκενστάιν πηγαινοερχόταν τα Σάββατα στο Καίμπριτζ για να διδάξει. Τις καλοκαιρι νές διακοπές τις περνοιίσε στο Σουόνσι, στον φίλο του Ρας Ρις. Την άνοιξη του 1943 προσχώρησε σε μια ερευ νητική ομάδα που πήγε στο Νιουκάσελ, κι έτσι διέκοψε τη διδακτική του δραστηριότητα στο Καίμπριτζ. Το 1938 ο Βιτγκενστάιν είχε ρωτήσει τον εκδοτικό οί-
«Η Βόρεια Αγγλία του άρεσε. Όταν κάποτε στο Νιουκάσελ ρώτησε τον εισπράκτορα στο λεωφορείο πού έπρεπε να κατέβει για να πάει σε έναν ορισμένο κινηματογράφο, ο εισπράκτορας του είπε αμέσως ότι το έργο δεν ήταν καλό και να πήγαινε να δει κανένα άλλο. Ξέσπασε λοιπόν έντονη δια μάχη στο λεωφορείο με θέμα ποιο έργο έπρεπε να πάει να δει ο Βιτγκενστάιν και για ποιον λόγο. Αυτό του άρεσε.» (Karl Britton, «Portrait of a Philosopher», σ. 63) κο Cambridge University Press αν ήθελαν να εκδώσουν το βιβλίο του. Τώρα, το 1943, υπέβαλε το ίδιο αίτημα. Ο εκδότης έδειξε ενδιαφέρον, αλλά, ο χ γνωστόν, η έκδοση δεν πραγματοποιήθηκε. Ωστόσο, το ότι ο Βιτγκενστάιν ρώτησε μπορούμε να το θεωρήσουμε ένδειξη πως είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να συνεχίσει τη συγγραφή του βιβλίου του. Α πό το 1938 είχε γεμίσει βέβαια μια σειρά τόμους χειρογράφω ν, ωστόσο οι περισσότερες παρατη ρήσεις ήταν για θέματα φιλοσοφίας των μαθηματικών. Τώρα ήθελε μάλλον κάτι διαφορετικό. Αφορμή ήταν ίσως η νέα ανάγνωση της Π ρα γμα τεία ς, την οποία είχε αρχίσει με έναν φίλο, τον ρωσικής καταγωγής κλασικό φιλόλογο και γλωσσολόγο Νίκολας Μ παχτίν.
Α ρχές του 1944 η ερευνητική ομάδα είχε διακόψ ει την εργασία της στο Ν ιουκάσελ και ο Βιτγκενστάιν πήρε Στην Ουαλία άδεια από το πανεπιστήμιο και πήγε στου Ρις, στο Σουόνσι, όπου σύντομα άρχισε να γρά φ ει παρατηρήσεις οι οποίες απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από τη φ ι λοσοφία των μαθηματικών. Στο Σουόνσι έγραψε, το ένα αμέσως μετά το άλλο, μεγάλα κομμάτια του κεντρικού μέρους των Φιλοσοφικών ερευνών για την τήρηση κανό νων, το αδύνατον μιας ιδιωτικής γλώσσας, τη χρήση των εννοιών μας για συναισθήματα κ.λπ. Τον Οκτώβριο του 1944 επανήλθε στα διδακτικά του καθήκοντα στο Κ αί μπριτζ, και στις παραδόσεις του μέχρι το 1947 ασχολήθηκε με ζητήματα της φιλοσοφίας της ψυχολογίας.
53
Ο Βιτγκενστάιν πρέπει να ολοκλήρωσε την τελική γραφή των Φιλοσοφικών ερευνών το 1946. Η συναρμολό γηση και η ανακατάταξη του τελευταίου τρίτου με παρα τηρήσεις που εν μερει υπήρχαν στο «Big Typescript» ήταν περίπλοκη και πολΰ επίπονη δουλειά. Ταυτόχρονα, στα γράμματα σε φίλους πλήθαιναν οι υπαινιγμοί ότι τον δυσαρεστοΰσε η δουλειά του καθηγητή και η αναποτελε σματικότητα των παραδόσεων του. Στα μέσα του 1947 αποφάσισε να παραιτηθεί. Επισήμως έφυγε από το πανε πιστήμιο στο τέλος του χρόνου, αλλά τον Νοέμβριο κιόλας εγκατέλειψε το Καίμπριτζ και πήγε πάλι στο Δουβλίνο* εκεί έμεινε σε μια πανσιόν κοντά στην κλινική που γνώ ρι
54
ζε από παλιότερη επίσκεψή του. Στην Ιρλανδία τον επισκέφτηκε ο Μπεν Ρίτσαρντς, φοιτητής της Ιατρικής, τον οποίο ο Βιτγκενστάιν είχε γνοορίσει το 1945 και τον είχε ερωτευτεί. Αυτός ο έρωτας ήταν για τον Βιτγκενστάιν «ένα μεγάλο, σπάνιο δώρο» (MS 132, σ. 77), αν και διαρκώς ανησυχούσε μήπως ο Ρίτσαρντς τον εγκαταλείψει. «Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι το φθινόπωρο θα παραιτηθώ από το πανεπιστήμιο. [...] Θα ήθελα να είμαι κάπου μόνος και να προσπαθήσω να γράψω και να ετοιμάσω για το τυπο γραφείο τουλάχιστον ένα μέρος του βιβλίου μου. Ποτέ δεν θα το καταφέρω όσο διδάσκω εδώ, στο Καίμπριτζ. Νομίζω επίσης ότι, εκτός από το γράψιμο, χρειάζομαι να πάρω μια ανάσα, για να σκεφτώ μόνος μου, χωρίς να πρέπει να μιλώ με κανέναν.» (Ο Βιτγκενστάιν προςτον Νόρμαν Μάλκομ, 27 Αυγούστου 1947· παρατίθεται οτο Malcolm 1987, σ. 165) Απομόνωση στην Ιρλανδία
Τον Ιανουάριο του 1948 ο Βιτγκενστάιν μετακόμισε σε ένα σπίτι στο Ρεντ Κρος, οικισμό της κομητείας Γουίκλοου, όπου αρχικά μπόρεσε να προχωρήσει αρκετά κα λά με το χειρόγραφ ό του, έπειτα από λίγους μήνες ωστό σο άρχισε να σκοντάφτει. Τότε ο Ντρούρι του διέθεσε ένα εξοχικό σπιτάκι στο Κονεμάρα, όπου βολεύτηκε και έμεινε μέχρι τον Αύγουστο. Δούλευε, έκανε περιπάτους στους οποίους παρακολουθούσε τα πουλιά, εξημέρωσε μάλιστα κάποια σε σημείο να τρώνε από το χέρι του. Τον υπόλοιπο καιρό στην Ιρλανδία -μ έχρ ι τον Ιούνιο του 1949- έμεινε ξανά στη δουβλινέζικη πανσιόν, όπου είχε ησυχία για να δουλεύει, και έκανε παρέα με τον Ντρού ρι, που τον επισκεπτόταν συχνά. Εκείνη την περίοδο πρέπει να ετοίμασε μια επιλογή από τα χειρόγραφ α των τελευταίων ετών για θέματα φ ι λοσοφίας της ψυχολογίας, προπάντων για ζητήματα της θέασης από ορισμένη οπτική γωνία. Αυτό το υλικό δη μοσιεύτηκε αργότερα ως «Β" μέρος» των Φιλοσοφικών Βλ. σ. 111 κ.ε. ερευνών. Κατά πάσα πιθανότητα το υπαγόρευσε ή το αντέγραψε το 1949 στο Καίμπριτζ. Α πό το Καίμπριτζ
55
επισκέφτηκε τον Μ πεν Ρίτσαρντς στο Άξ μπριτζ, και κα τόπιν πήγε με το «Queen Mary» στις Η νωμένες Π ολιτεί ες, όπου πέρασε λίγους μήνες στην Τ θακα της πολιτείας της Νέας Υόρκης, φιλοξενούμενος του Μάλκομ, ο οποί ος δίδασκε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ. Προηγουμένως είχε πάει κάμποσες φορές στη Βιέν νη, προπάντων για να δει την καρκινοπαθή αδελφή του Χερμίνε και να επισκεφτεί παλιούς φίλους, όπως τον Χένζελ και τον Κοντέρ. Ο Βιτγκενστάιν παραπονιόταν συχνά και ο ίδιος για την κατάσταση της υγείας του, αλλά οι γιατροί δεν του έβρισκαν τίποτε. Τις πρώτες εβδομά δες στην Αμερική αισθανόταν πολύ καλά. Είχε ζωηρές συζητήσεις με τον φίλο του τον Μάλκομ και τους συνα δέλφους του. Ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ άσχημα και πή γε στο νοσοκομείο για να υποβληθεί σε ενδελεχείς εξε τάσεις. Και πάλι δεν του βρήκαν τίποτε ανησυχητικό. Ο Βιτγκενστάιν όμως ανησυχούσε, γιατί, όπως έλεγε, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να πεθάνει στην Αμερική: «Είμαι Ευρωπαίος - θέλω να πεθάνω στην Ευρώπη» (παρατίθεται στο Malcolm 1987, σ. 125). Τέλη Οκτωβρίου 1949 ο Βιτγκενστάιν ήταν πάλι στην Αγγλία. Έ μ ειν ε για λίγο στο Λονδίνο, έπειτα μετακόμι σε στο Καίμπριτζ, στο σπίτι του φίλου του (και διαδόχου του στην έδρα της φιλοσοφίας) Γκέοργκ Χένρικ φον Ράιτ. Πήγε πάλι σε γιατρούς, κι αυτή τη φορά διέγνωσαν Αρρώστια καρκίνο του προστάτη. Η εγχείριση αποκλείστηκε και ο Βιτγκενστάιν έπρεπε να παίρνει μεγάλες δόσεις ενός παρασκευάσματος με ορμόνες, το οποίο βοηθούσε μεν, είχε όμως την παρενέργεια ότι εκείνος αισθανόταν «συ χνά πολύ βλάκας και νυσταλέος και κομμένος», όπως έγραψε στον πρώην συνάδελφό του στο σχολείο Ρούντολφ Κοντέρ (παρατίθεται στο A lber 2000, σ. 85), και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να δουλέψει. Την άνοιξη του 1950 του πρότειναν να κάνει στην Οξφόρδη τα διάσημα «Locke Lectures». Ο Βιτγκενστάιν αρνήθηκε. Τέλη Απριλίου μετακόμισε στο σπίτι της μαθήτριάς του Ελίζαμπεθ Άνσκομπ στην Οξφόρδη, όπου
56
έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο, και μετά πήγε στη Νορβηγία με τον Μ πεν Ρίτσαρντς. Ο Βιτγκενστάιν ήταν ευδιάθετος, ο Ρίτσαρντς όμως έπαθε βαριά βρογχίτιδα, κι έτσι δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο στην καλύβα και χρ ειά στηκε να βρουν κατάλυμα στον οικισμό. Διάβαζαν μαζί τα Θεμέλια της Α ριθμητικής (Gmndlagen der Arithmetik) του Φ ρέγκε - μόλις είχε εκδοθεί η δίγλθ3σση έκδοση με την αγγλική μετάφραση του Τζον Λ. Ό στεν. Πίσω στην Α γγλία, ο Βιτγκενστάιν έμεινε πάλι στο σπίτι της Ά ν σκομπ, ώσπου τον Φ εβρουάριο του 1951 μετακόμισε στο Καίμπριτζ, στο σπίτι του γιατρού του, του δρ. Μ πίβαν. Ο Βιτγκενστάιν δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πεθάνει στο νοσοκομείο, κι έτσι ο δρ. Μ πίβαν του πρότεινε να του παραχω ρήσει ένα δοομάτιο στο σπίτι του, όπου θα τον φρόντιζε η γυναίκα του. Ο Βιτγκενστάιν δέχτηκε ευχαρίστως. Ο ι ακτινοθερα πεία και η ορμονοθεραπεία διακόπηκαν, και ξάφνου η δημιουργικότητα του Βιτγκενστάιν επέστρεψε. Τις τε λευταίες εβδομάδες της ζωής του σημείωσε ορισμένες από τις πιο γόνιμες παρατηρήσεις που έγραψε ποτέ. Οι Βλ. Περί ερωτήσεις για το θέμα της «βεβαιότητας» στα χειρόγρα της βεβαιότητας, φα που έγραψε λίγο πριν είναι τόσο έξυπνα διατυπωμέ σ. 117 κ.ε. νες, που προσδίδουν σε αυτές τις τελευταίες σημειώσεις τον ενιαίο χαρακτήρα που δύσκολα βρίσκει κανείς στα πρώτα γραπτά του Βιτγκενστάιν. Ακόμη, αυτές οι σελί δες μπορούν να συσχετιστούν με ορισμένες από τις σα γηνευτικότερες παρατηρήσεις των Φιλοσοφικών ερευ νών’, και αποκτούν έτσι πρόσθετο ενδιαφέρον. Ας σκεφτούμε τις εν μέρει δυσνόητες διατυπώσεις για την έν νοια της μορφής της ζωής, για «τον κοινό τρόπο του πράτ τε ιν των ανθρώπων» και την αναγκαιότητα «συμφοονίας στις κρίσεις» (πβ. λ.χ. PhU , §§ 206 και 242). Α υτές τις τελευταίες καταχο^ρήσεις τις έκανε σε ημέ ρες που κατά τα άλλα τις περνούσε με περιπάτους, γρ ά φοντας επιστολές και με επισκέψεις στον φον Ράιτ και άλλους φίλους. Με την κυρία Μ πίβαν, η οποία, αφού ξεπέρασε την αρχική της δειλία, απέκτησε οικειότητα μαζί
57
του, πήγαινε τακτικά τα βράδια στην παμπ, όπου παράγγελνε δυο ποτήρια πόρτο* το δικό του το έχυνε κρυφοχαμογελώντας σε μια γλάστρα. Στις 22 Απριλίου, μία ημέρα μετά τα 62α γενέθλιά του, κατέγραψε την τελευταία του παρατήρηση. Ό τα ν επέστρεψε από την παμπ αισθανό ταν άσχημα. Δεν μπορούσε να σηκοοθεί. Η κυρία Μ πίβαν ξενύχτησε στο πλάι του και του είπε ότι είχε ειδοποιήσει τους φίλους του, οι οποίοι ήταν ήδη κ α θ’ οδόν. Εκείνος της απάντησε: «Πείτε τους ότι πέρασα μια υπέροχη Υπέροχη ζωή ζωή!» (παρατίθεται στο Malcolm 1987, σ. 132). Ή τα ν τα τελευταία του λόγια. Στις 29 Α πριλίου 1951 πέθανε. Οι ρωμαιοκαθολικοί φίλοι που ήταν παρόντες αποφάσισαν έπειτα από λίγη σκέψη να καλέσουν ιερέα για τις συνηθι σμένες προσευχές. Η κηδεία έγινε επίσης σΰμφοτνα με το ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Ο Γκέοργκ Χένρικ φον Ράιτ φρόντισε αργότερα για την όμορφη, λιτή ταφόπλακα.
Συνήθως τα γραπτά του Βιτγκενστάιν ταξινομούνται σε περιόδους. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 διέκριναν μόνο τον όψιμο και τον πρώιμο Βιτγκενστάιν: τον Βιτγκενστάιν της Λ ογικο-φιλοσοφικής πραγματείας και τον Βιτγκενστάιν των Φιλοσοφικών ερευνών - τον Βιτγκενστάιν I και τον Βιτγκενστάιν II. Τα γραπτά της μέσης πε ριόδου (1929-1936) συχνά θεωρούνται, και σήμερα ακό μη, απλώς εργασίες της μετάβασης στην όψιμη φιλοσο φία* αλλά και μόνο ο όγκος αυτού του υλικού καθιστά εύ λογο τον διαχωρισμό τους από τα προηγούμενα και τα επόμενα κείμενα. Ό ταν τα εξετάζουμε προσεκτικότερα, παρατηρούμε άλλωστε πλήθος διαφορών στη διατύπωση των θεμάτων και των εροοτημάτοον, κι έτσι είναι οπωσδή ποτε χρήσιμο να διακρίνουμε την παραγωγή αυτής της περιόδου από τη /ίογικο-φιλοσοφική πραγματεία και τις πρόδρομες εργασίες αφενός και τις Φιλοσοφικές έρευνες αφετέρου. Διαρκούς προβάλλεται η ένσταση ότι θα έπρεπε να διαχωριστούν τα τελευταία έργα από το σύνολο του όψιμου έργου του Βιτγκενστάιν, και εν πάση περιπτώσειτο κείμενο Περί της βεβαιότητας να θεωρηθεί νέα αρχή. Υπάρχουν καλά επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης, αλλά τα υπέρ του αντιθέτου εί ναι τουλάχιστον εξίσου καλά. Ως εκ τούτου θα παραμεί νουμε στη συμβατική περιοδολόγηση σε προόιμα (19131918), μέσα (1929-1936) και όψιμα (1936-1951) γραπτά.
Εργασίες πρόδρομες της Λογικο~φιλοσοφικής πραγματείας Το μοναδικό φιλοσοφικό έργο που δημοσίευσε ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν είναι η Λογικο-φιλοσοφική πραγματεία , που την ολοκλήρωσε στα τέλη του καλοκαιριού του 1918. Το έργο βασίζεται σε μια σειρά πρόδρομων εργασιών, μεγάλο μέρος των οποίων έχει διασωθεί. Τα δύο πρώτα από αυτά τα κείμενα έχουν γραφτεί στα αγγλικά και εί
59
ναι συμπεράσματα συζητήσεων με τον Μπέρτραντ Ρά Η «λογική» σελ και τον Τζ.Ε. Μουρ, στους οποίους ο Βιτγκενστάιν κατά Ράσελ είχε κοινοποιήσει τις σκέψεις του είτε με υπαγόρευση εί και Μουρ τε δίνοντάς τους αποσπάσματα χειρογράφων. Το σ(υστό θα ήταν να θεωρήσουμε ότι αυτές οι «Ση μειώσεις περί Λογικής», τις οποίες μετάφρασε και επε ξεργάστηκε ο Ράσελ το φθινόπωρο του 1913, καθώς και Βλ,σ. 20-21 οι «Σημεκόσεις που έγραψε ο Τζ.Ε. Μουρ καθ’ υπαγόρευσιν στη Νορβηγία» είναι συμπυκνώσεις των πρώτων χειρογράφων του Βιτγκενστάιν που τις διέσωσαν οι δύο βρετανοί φίλοι του. Ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν αποκαλούσε τότε την εργασία του «λογική», κι αυτός ο χαρακτηρι σμός μας επιτρέπει να συ μπ εράνου με το περιε χόμενό της: με αφετηρία συλλογισμούς του Φρέγκε και του Ράσελ, ο Βιτγκενστάιν εκθέτει τις σκέψεις του για βασικές έννοιες της Λογικής και της φιλοσοφίας της γλώσσας, στο μέτρο που αυ τές οι έννοιες μπορούν να συλληφθούν με τα μέ σα της Λογικής. Σημαντικό ρόλο παίζει η αναζή τηση των θεμελιωδών μορφών των προτάσεων -προτάσεις υποκειμένου-κατηγορουμένου και σχεσιακές1προτάσεις- και των συστατικών τους μερών: ονομάτων, κατηγορουμένων, λογικών συνδέ σμων. Σε κάθε σημείο ο αναγνώστης νιώθει τη σαγήνη που ασκεί η σκέψη της διπολικότητας, δηλαδή της ιδέας ότι κάθε σωστά δομημένη πρόταση έχει δύο πόλους -αληθές και ψευδές- που μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία της δισθενούς Λογικής. Οι σκέψεις του περί της λογικής της γλώσσας χαρα κτηρίζουν άλλίοστε τα τρία διασωθέντα σημειωματάρια της περιόδου του πολέμου («Ημερολόγια 1914-1916»), στο τρίτο χειρόγραφο όμως εμφανίζεται μια εντυπωσια κή αλλαγή, την οποία ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν χαρακτηρί ζει με τα εξής λόγια: «Η εργασία μου μάλιστα έχει επε1. Στο πρωτότυπο: relational.
60
Εικόνες
κταθεΐ από τα θεμέλια της Λογικής στην ουσία του κό σμου» (2 Αυγούστου 1916). Σε αυτές τις σελίδες του χει ρογράφου γίνεται πολύς λόγος για τον θεό, για το Καλό και το Κακό, τη βούληση και το Εγώ, με απαραγνοόριστη μια μυστικιστική χροιά. Η γένεση ορισμένων βασικών ιδεών της Πραγματείας μπορεί να εξιχνιαστεί με τη βοή θεια αυτών των σημειωματάριων. Η σύλληψη της πρότασης ως εικόνας μιας κατάστασης πραγμάτων εμφανίζε ται σε διάφορες παραλλαγές, αφότου ο Βιτγκενστάιν διάβασε το ρεπορτάζ για την αναπαράσταση ενός οδι κού ατυχήματος: «Στην πρόταση συναρμολογείται δοκι μαστικά ένας κόσμος. (Ό πως όταν στην αίθουσα δικα στηρίου στο Παρίσι αναπαρίσταται με κούκλες κ.λπ. ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα)» (29 Σεπτεμβρίου 1914).
Υ' (f λλλα *
/ jL/xJ i'U s T l'
iu P j-ttx ,
-e/*-
Είναι εκπληκτική η μορφή με την οποία τα χειρόγρα φα του Βιτγκενστάιν βρίσκουν εξαρχής τον βασικό τόνο των παρατηρήσεων που ακολουθούν. Οι σημειώσεις του Μουρ λ.χ. αρχίζουν με τη διαπίστωση ότι «οι λογικές προτάσεις δείχνουν τις λογικές ιδιότητες της γλοόσσας και, ως εκ τούτου, του κόσμου, αλλά δεν λένε τίποτε» (WW 1, σ. 209). Με αυτά τα λόγια έχει αναφερθεί η κρί σιμη -για ολόκληρη τη μετέπειτα Πραγματεία- αντίθεση μεταξύ δεικνύειν και λέγειν -μεταξύ όσον μπορούν να καταδειχτούν αλλά όχι να λεχθούν (LphA, 4.1212). Η πρώτη πρόταση των ημερολογίων πάλι είναι: «Η λογική πρέπει να φροντίσει η ίδια για τον εαυτό της» (22 Αυγού στου 1914). Εδώ έχει μεταξύ άλλων υποστηριχθεί η θέση ότι η λογική πρέπει να είναι θεσμός ανεξάρτητος από βοηθητικές θεοορίες σαν τη θεωρία των τύπων του Ράσελ. Αυτή η ανεξαρτησία της Λογικής αποτελεί τη μόνη εγ-
61
γΰηση ότι οι ταυτολογικές, δηλαδή οι κενές, προτάσεις της μπορούν παρά ταύτα να αντικατοπτρίσουν τον κόσμο (LphA, 5.511), ότι η λογική προηγείται κάθε εμπειρίας, προηγείται του Πώς (αν και όχι του Τι) (LphA, 5.552) Η τελευταία από τις πρόδρομες της Πραγματείας ερ γασίες είναι το αποκαλούμενο «Prototractatus», ένας χειρόγραφος τόμος που περιέχει τη μεγάλη πλειονότητα των παρατηρήσεων της Πραγματείας, με αποκλίνουσα εν μέρει μορφή και όχι ακριβώς ίδια αρίθμηση - παρόμοια ωστόσο- με του δημοσιευμένου έργου. Ό πω ς απέδειξαν έρευνες του Μπράιαν ΜακΓκίνες, το «Prototractatus» δεν είναι ούτε ενιαίο μόρφωμα οΰτε αποτέλεσμα μιας ενιαίας εργασίας, δηλαδή της μεταφοράς επιλεγμένων παρατηρήσεων από προηγούμενα χειρόγραφα. Αυτός ο χειρόγραφος τόμος περιέχει τουλάχιστον ένα ακόμη προ σχέδιο πραγματείας, η οποία, όπως γράφει ο Μακ Γκίνες, επειδή ένα μέρος των κατοπινών παρατηρήσεων λείπει, θα ήταν ίσως πιο δυσνόητη από το δημοσιευμένο κείμενο, θα ανταποκρινόταν όμως συνεπέστερα στην πρόθεση της Πραγματείας να σιωπήσει για τα άφατα. Εκδόσεις: «Aufzeichnungen Ciber Logik» 1913, στο WW1, σ. 188208 (πρώτη δημοσίευση της ακατέργαστης εκδοχής: «Notes on Logic», επιμ. Brian McGuinness, στο Wittgenstein, Notebooks 1914-1916, επιμ. G.H, von Wright/G.E.M. Anscombe, 2η έκδοση, Blackwell, Οξφόρδη 1979). «Aufzeichnungen, die G.E. Moore in Norwegen nach Diktat niedergeschrieben hat (April 1914)», στο WW1, o. 209-223 (πρώτη δημοσίευση: «Notes Dictated to G.E. Moore in Norway: April 1914», στο Notebooks 1914-1916, 1η έκδο ση, Blackwell, Οξφόρδη 1961). «TagebCicher 1914-1916», στο WW1, σ. 87-187 [πρώτη δημοσίευση στο Notebooks 1914-1916 (τα ημερολόγια καλύπτουν το διάστημα από 22 Αυγούστου 1914 έως 10 Ιανουαρίου 1917)]. «Prototractatus», στο Kritische Edition der Logisch-philosophischen Abhandlung (δες εκεί), σ, 181-255 (πρώ τη δημοσίευση: επιμ. B.F, McGuinness/T. Nyberg/G.H. von Wright, Routledge & Kegan Paul, Λονδίνο 1971). Περαιτέρω βιβλιογραφία: Michael A.R. Biggs, Editing Wittgen-
62 stein's «Notes of Logic», Working Papers from the Wittgenstein Archives at the University of Bergen, ap. 11,1996 (επίσης στο www. Wittgenstein-portal,com). Brian McGuinness, «Wittgenstein’s 1916 “Abhandlung”», στο Rudolf Haller/Klaus Puhl (επιμ,), Wittgenstein und die Zukunft der Phiiosophie. Eine Neuhewertung nach 50 Jahren, Βιέννη 2002, σ. 272-282.
Λογικο-φιλοσοφική πραγματεία (Tractatus logico-philosophicus) Βλ. σ. 27 κ.ε.
Κλασικό εξαρχής
Ή δη από την πρώτη έκδοσή της σε βιβλίο η Λογικο-φιλοσοφική πραγματεία , ένα κείμενο οΰτε 100 σελίδων, παρουσιάστηκε σαν κλασικό έργο της φιλοσοφίας. Σαν να επρόκειτο για πλατωνικό διάλογο, το κείμενο τυπώ θηκε δίγλωσσο: αριστερά το γερμανικό πρωτότυπο, δε ξιά η αγγλική μετάφραση. Με αυτή την εμφάνιση ταίρια ζε και το εν μέρει βιβλικό-προφητικό ΰφος εκείνης της πρώτης μετάφρασης. Ωστόσο το βιβλίο έγινε πραγματι κά κλασικό με την πρόσληψή του από το Καίμπριτζ, από τον Κΰκλο της Βιέννης και από πολλούς φιλοσόφους που είχαν επαφή με αυτά τα δυο κέντρα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η φήμη, που κυκλοφόρησε ευρέως στη δεκαε τία του ’30, ότι ο συγγραφέας της Πραγματείας είχε αποκηρΰξει αυτό το νεανικό του έργο και πορευόταν τώρα σε τελείως διαφορετικούς δρόμους. Το πρώιμο έργο αποκόπηκε λοιπόν από την περαιτέροο εξέλιξη του συγ γραφέα του και καταχωρίστηκε ως κάτι τελείως ιδιαίτε ρο. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το βιβλίο δεν χρειάστη κε να παλιώσει για να γίνει κλασικό. Έ νας άλλος λόγος για την ιδιαίτερη θέση που κατέλα βε εξαρχής το βιβλίο είναι η δομή του και το εντυπωσιακό σύστημα της αρίθμησης, το οποίο έχει ως συνέπεια να πα ρατίθενται οι προτάσεις του με αναφορά στην αρίθμησή τους - σαν βιβλικά χωρία. Ή δη το «Prototractatus» αρχί ζει με ορισμένες προτάσεις στην πρώτη σελίδα του κει μένου οι οποίες περιέχουν το μεγαλύτερο μέρος του συ νολικού σκελετού: δεκαπέντε παρατηρήσεις αριθμημένες με ακέραιους αριθμούς ή με αριθμούς με ένα μόνο
63
δεκαδικό ψηφίο, οι οποίες συμπίπτουν με τις αντίστοιχες προτάσεις της Πραγματείας. Στο τέλος του χειρογράφου του «Prototractatus» βρίσκεται ο πρόλογος, ο οποίος χω ρίς αμφιβολία γράφτηκε λίγο πριν από την ολοκλήροοση της Πραγματείας και ταυτίζεται ουσιαστικά με τον τυπασ μένο πρόλογο μέχρι και τις ευχαριστίες προς τον θείο Πάουλ Βιτγκενστάιν και τον Μπέρτραντ Ράσελ στις τε λευταίες αράδες. Ό πω ς έγραψε ο Βιτγκενστάιν στον Λοΰντβιχ φον Φίκερ, ο πρόλογος και το τέλος του βιβλί ου εκφράζουν το νόημα με ιδιαίτερη σαφήνεια. Ως εκ τούτου ο αναγνώστης χρειάζεται να δώσει μεγάλη προ σοχή σε αυτά τα δύο μέρη του κειμένου. Στον πρόλογο διαβάζει κανείς ότι η δυνατότητα κα τανόησης εξαρτάται από την ύπαρξη μιας ορισμένης συγγένειας πνεύματος μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα. Ό σοι έχουν κάνει οι ίδιοι αυτές ή παρόμοι ες σκέψεις θα διαπιστώσουν ότι η ανάγνωση όχι μόνο αποσαφηνίζει αλλά είναι ίσως και «απολαυστική». Τα φιλοσοφικά προβλήματα βασίζονται σε παρανοήσεις της λογικής της γλώσσας. Το όλο νόημα μπορεί να συμπυ κνωθεί στη φράση: «Όσα μπορούν να λεχθούν, μπορούν να λεχθούν με διαύγεια* και για όσα δεν μπορούμε να μι λήσουμε πρέπει να σιωπούμε». Το ζήτημα είναι να θέ σουμε ένα όριο στη σκέψη, ή μάλλον στην έκφραση των σκέψεων. Πολλοί σχολιαστές τονίζουν ότι με αυτά τα λό για γίνεται λόγος για ένα μοτίβο που παραπέμπει στην κριτική φιλοσοφία του Καντ. Ενώ όμως ο Καντ ήθελε να χαράξει τα όρια της χρήσης του Λόγου, ο Βιτγκενστάιν αναζητά τα όρια του γλωσσικά αρθροομένου νοήματος. Πέραν του ρητού, του νοήματος, υπάρχει μόνο ανοησία. Ο Βιτγκενστάιν θεωρεί ότι η αξία του έργου του βρί σκεται, πρώτον, στις σκέψεις τις εκφρασμένες με τον πλέον προσήκοντα τρόπο, την αλήθεια των οποίων θεοορεί «αδιαφιλονίκητη και οριστική», και, δεύτερον, στην απόδειξη ότι με την τελική λύση του προβλήματος δεν έχουμε καταφέρει και πολλά πράγματα. Το παράδοξο αυτής της διάγνωσης αντηχεί στην παρατήρηση 6.52:
Απολαυστική ανάγνωση
64
«Αισθανόμαστε ότι ακόμη κι αν απαντηθούν όλα τα δυ νατά επιστημονικά ερωτήματα, τα προβλήματα της ζωής μας παραμένουν τελείως ανέγγιχτα. Βέβαια τότε δεν θα έχει απομείνει κανένα ερώτημα· και αυτό ακριβώς είναι η απάντηση». «[...] το νόημα του βιβλίου είναι ένα ηθικό νόημα. Κάποτε θέλησα να βάλω μια πρόταση στον πρόλογο η οποία δεν βρίσκεται εκεί, σας τη γράφω όμως τώρα, διότι μπορεί να σας χρησιμέψει οαν κλειδί. Ήθελα συγκεκριμένα να γρά ψω ότι το έργο μου αποτελείται από δύο μέρη: το ανά χείρας και όλα όσα δ εν έγραψα. Και ακριβώς αυτό το δεύτερο μέρος είναι το σημαντικό. Διότι με το βιβλίο μου χαράζεται το όριο του ηθικού σαν από μέσα- και είμαι πεπεισμένος ότι ΜΟΝΟ έτσι μπορεί να χαραχτεί αυστηρά. Κοντολογίς, πι στεύω ότι όλα εκείνα για τα οποία πολλοί φλυαρούν σήμε ρα τα έχω καθορίσει στο βιβλίο μου σιωπώντας γι’ αυτά. Και γι’ αυτόν τον λόγο το βιβλίο, αν δεν κάνω λάθος, θα λέει πολλά που θέλετε κι ο ίδιος να τα πείτε, αλλά ίσως θα δείτε ότι εκεί μέσα δεν λέγονται. Θα σας συνιστούσα να διαβάσε τε τον πρόλογο και το τέλος, διότι αυτά τα μέρη εκφράζουν αμεσότερα το νόημα.» (Ο Βιτγκενστάιν προς τον Λούντβιχ φον Φίκερ, Οκτώβριος ή Νοέμβριος 1919- Briefe, σ. 96- 97)
Δεν είναι σαφές ποιο μέρος του βιβλίου του εννοεί ο Βιτγκενστάιν όταν συνιστά στον Φίκερ να διαβάσει το «τέλος». Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μέρος του τέλους είναι το 6.4 -«όλες οι προτάσεις είναι ισότιμες»και οι προτάσεις που ακολουθούν για την ηθική, τη βού ληση, τον θάνατο, το μυστικό και την ανυπαρξία του αι νίγματος. Μ πορεί όμως ο Βιτγκενστάιν να εννοούσε μό νο τις τρεις τελευταίες παρατηρήσεις, στις οποίες συ γκρίνει τις προτάσεις της Πραγματείας με μια ανεμό σκαλα με την οποία μπορούμε να ανέλθουμε ως τη διά γνωση της ανοησίας αυτών των προτάσεων, για να πετάΜιαανεμόσκαλα ξουμε στη συνέχεια την ανεμόσκαλα. Μόνο όσοι με αυγια πέταμα Χ($ν τον χρόπο έχουν «υπερβεί» τις προτάσεις του βιβλίου θα μπορέσουν να ξεκλειδώσουν την προστακτική της πε-
65
ρίφημης 7ης πρότασης: «για όσα δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει». Εδώ σχεδόν προκαλείται ο αναγνώστης να αναρωτηθεί πως η ανοησία των προτάσεων του βιβλίου μπορεί να συγκεραστεί με το ότι σε αυτό «εκφράζονται σκέψεις» (όπως αναφέρεται στον πρόλογο). Αυτού του είδους τις εκφράσεις, που του λάχιστον αγγίζουν το παράδοξο, είναι βέβαιο ότι ο Βιτγκενστάιν τις διάλεξε επίτηδες προκειμένου να οδηγή σουν την προσοχή του αναγνώστη σε κατευθύνσεις μη εμφανείς και σε κρυφές σημασίες. Επίσης στο τέλος του βιβλίου, και οος εκ τούτου στην κορύφοοσή του, ανήκει η ακόλουθη παρατήρηση για τη μέθοδο: «Η ορθή μέθοδος της φιλοσοφίας θα ήταν, αν το καλοσκεφτούμε, τούτη: να μην λέει παρά μόνο όσα μπορούν να λεχθούν, δηλαδή προτάσεις της επιστήμης της φύσης -δηλαδή κάτι που δεν έχει σχέση με τη φιλο σοφία- και μετά, κάθε φορά που κάποιος άλλος θα ήθε λε να πει κάτι μεταφυσικό, να του αποδεικνύει ότι δεν έχει δώσει κανενός είδους σημασία σε ορισμένα ση μεία στις προτάσεις του. Αυτή η μέθοδος δεν θα ήταν ικανοποιητική για τον άλλον -δεν θα ένιωθε ότι του δι δάσκουμε φιλοσοφία- θα ήταν όμοος η μόνη αυστηρά ορθή» (6. 53). Η ορθή μέθοδος της φιλοσοφίας θα ήταν επομένως μια διαδικασία τελείως ξένη προς τη φιλοσοφία. Εντυ Ηορθή μέθοδος πωσιάζουν οι φράσεις «αν το καλοσκεφτούμε» και «θα ήταν» - η τελευταία υπογραμμίζεται ιδιαίτερα καθώς τη χρησιμοποιεί τρεις φορές. Αυτές οι διατυπώσεις θα μπο ρούσαν να υποδεικνύουν ότι «αν το καλοσκεφτούμε», «θα ήταν» όπως παρουσιάζεται στο 6.53, αλλά στην πραγματικότητα ή κατά βάσιν δεν είναι έτσι. Μια άλλη ανάγνωση θα έλεγε ότι η συνειδητή ανοχή του παράδο ξου της αντιφιλοσοφικής φιλοσοφικής μεθόδου δείχνει πως η φιλοσοφική μέθοδος -ακόμη και η φιλοσοφία εν γένει- είναι πράγμα αδύνατο. Πάντως η Πραγματεία επιτρέπει -όπως ταιριάζει σε ένα κλασικό έργο φιλοσοφίας- ένα σοσρό πιθανές ερμη-
66
T raetatus Logico-Philosophicus
u j> * k w trra fs w m w WXftANl»
>*».
νείες, χωρίς ωστόσο να ολισθαίνει σε πλήρη αυθαιρεσία. Έ ν α ακόμη θεμελιώδες πρόβλημα της ερμηνείας του βι βλίου οφείλεται στην κλιμακωτή δομή του. Οι παρατηρή σεις 1 έως 7 που αριθμοΰνται με ακέραιους αριθμούς θα πρέπει, για να παραμείνουμε στην εικόνα της ανεμόσκα λας, να είναι οι κύριες βαθμίδες, οι 1.1,1.2, 2.1, 2.2 κ.λπ. οι δευτερεύουσες, οι οποίες με τη σειρά τους εξηγούνται ή προσδιορίζονται λεπτομερέστερα από τις 1.11,1.12 ..., 2.01, 2.011 κ.λπ. Αυτό το σχήμα μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι οι κύριοι σταθμοί του έργου βρίσκονται στις ακόλουθες έννοιες: 1. κόσμος, 2. γεγονός, κατάσταση πραγμάτων, 3. λογική εικόνα, σκέψη, 4. σκέψη, πρόταση με νόημα, 5. πρόταση ως συνάρτηση αλήθειας στοιχειω δών προτάσεων, 6. αφασία και σιωπή. Ακόμη αδρότερα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τους σταθμούς με τη βοήθεια ετικετών επιμέρους κλάδων της φιλοσοφίας ή των κεντρικών εννοιών τους: οντολογία, θεωρία των εικόνίον, σκέψη και κρίση, πρόταση και γλώσσα εν γένει, λογική ανάλυση της γλ(όσσας, θέση του λογικού, ηθική του λογικού τρόπου παρατήρησης.
67
Τέτοια ή παρόμοια σκίτσα παραπέμπουν σε σχηματι σμό ιεραρχίας, δηλαδή σε κατάταξη επαλληλίας αφενός και σε αιτιολόγηση ή θεμελίωση αφετέρου· όσο ανεβαί νω την κλίμακα τόσο ψηλότερα βρίσκομαι' και χοορίς τις κατώτερες βαθμίδες θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να σκαρφαλώσω στις υψηλότερες. Αυτή η ερμηνεία μπορεί να είναι η πλέον εύλογη, αλλά δεν θα έπρεπε να κάνουμε κατάχρηση της παρομοίωσης με τη σκάλα, για διάφορους λόγους. Πρώτον, οι σχέσεις εξάρτησης και η ανταπόκρι ση μεταξύ των παρατηρήσεων της Πραγματείας είναι πιο περίπλοκες και με περισσότερες διαστρωματώσεις από εκείνη την κλιμακοειδή εικόνα. Δεύτερον, υπάρχουν βαρύνοντα επιχειρήματα κατά της υπόθεσης ότι το κείμενο είναι ολωσδιόλου ιεραρχικά δομημένο και ότι υπάρχει σαφής σχέση θεμελίωσης μεταξύ διαφόρων τμημάτων της Πραγματείας. Τρίτον, υπάρχουν ένα σωρό παρατηρήσεις οι οποίες, από μια άποψη, ανήκουν στις ισχυρά εξαρτώμενες και με πολλά δεκαδικά ψηφία προτάσεις, από άλλη άποψη όμως βρίσκονται στο προσκήνιο. Το εντυπωσιακότερο παράδειγμα είναι η ρητώς αποκαλούμενη «βασική σκέψη» του βιβλίου, που φέρει τον κατατακτήριο αριθμό 4.0312. Η δεύτερη παράγραφος λέει: «Η βασική μου σκέψη είναι ότι δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως υπάρχουν “λογικές σταθερές”. Ό τι δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε την ύπαρξη της λογικής των πραγμάτων». Αυτή η διάγνωση είναι πολύ σημαντική διότι χωρίζει τη λογική άποψη των προτάσεων από την άποψη του περιεχομένου και ως εκ τούτου της συγκρότη σης του νοήματος. Αυτή η άποψη συναρτάται με τον πυ ρήνα της θεωρίας της εικόνας και εκδηλώνεται σε προ τάσεις σαν την ακόλουθη: «Τα στοιχεία της εικόνας υποκαθιστούν στην εικόνα τα αντικείμενα» (2.131)· «Το όνομα υποκαθιστά στην πρόταση το αντικείμενο. Τα αντικείμενα μπορώ μόνο να τα ονομάσω. Τα υποκαθιστούν σημεία [...]» (3.22, 3.221). Αυτό σημαίνει ότι τα ονόματα υποκαθιστούν τα αντικείμενα όπως οι κούκλες και τα μοντέλα αυτοκινήτων στην αναπαράσταση ενός
Η βασική σκέψη της Πραγματείας
68
Στοιχειώδεις προτάσεις
αυτοκινητιστικοΰ δυστυχήματος έχουν τη θέση πραγμα τικών προσώπίυν και αυτοκινήτου. Το λογικό στοιχείο στην πρόταση είναι τελείως ανε ξάρτητο από πιθανή αναφορά στην πραγματικότητα και μπορούμε να το προσεγγίσουμε μόνο εξετάζοντας τη δυ νατή αλήθεια ή το δυνατό ψεύδος της πρότασης. Ακρι βούς αυτή η ανεξαρτησία προσδίδει κάτι το εύλογο στην ιδέα των προτάσεοτν 0)ς δομικο5ν στοιχείων χο)ρίς λογική - δηλαδή προτάσεων χωρίς λογική συνθετότητα, στην ορολογία του Βιτγκενστάιν: των στοιχειωδών προτάσεων. Οι στοιχειώδεις προτάσεις πρέπει μεν να μπορούν να εμ φανίζονται σε λογικές συνδέσεις, οι ίδιες όμως ως έσχα τα στοιχεία της λογικής ανάλυσης σύνθετων προτάσεων δεν περιέχουν πια τίποτε λογικό: «Η στοιχειοοδης πρότα ση αποτελείται από ονόματα. Είναι μια συνάρτηση, μια αλυσιδωτή συναρμογή ονομάτων» (4.22). Η δεύτερη από τις αναφερθείσες ενστάσεις κατά της ιεραρχίας και της θεμελίωσης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και συναρτάται από πολλές απόψεις με την κατανόηση της συνολικής δομής και της συνολικής τάσης της Πραγ ματείας. Αυτή η ένσταση βασίζεται αφενός στη γονιμό τητα της ιδέας να μην υπογραμμίζεται η ιεραρχική υπεραλληλία και υπαλληλία στην οικοδόμηση του βιβλίου, αλλά το μέσον του: οι κεντρικοί συλλογισμοί για την πρό ταση και τη γλώσσα στις παρατηρήσεις που αρχίζουν με τους κατατακτήριους αριθμούς 3 και 4. Εάν υπογραμμί σουμε αυτά τα τμήματα του κειμένου, δεν θα δούμε τις αρχικές και τελικές παρατηρήσεις τόσο ως προϋποθέ σεις ή συνέπειες, αντίστοιχα, των γλωσσικολογικών σκέ ψεων, αλλά μάλλον ως ανεξάρτητους δορυφόρους που στρέφονται γύρω από το κεντρικό άστρο των γλωσσικολογικών διαγνώσεων. Αφετέρου η ένσταση ανάγεται στη διαπίστα)ση ότι η «οντολογική» αρχή του βιβλίου δεν προσφέρει αυτόνομη θεμελίωση. Οι πρώτες προτάσεις ακούγονται μεν γεροδεμένες -«Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν. Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων, όχι των πραγμάτων» κ.λπ.- το βιβλίο όμοις δεν περιέχει
69
τίποτε που να υποδεικνύει ότι είναι δυνατόν να συλλά βου με τον κόσμο και το περιεχόμενό του ανεξάρτητα από τη γλώσσα. Μια αυτόστατη οντολογία -δηλαδή μια παρουσίαση του υπαρκτού χωρίς αναφορά σε γλοχτσικές δομές- δεν διακρίνεται πουθενά. Εάν θέλουμε να αποκτήσουμε εικόνα του κόσμου, η δυνατότητα της εικόνας πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την αλήθεια ή το ψεύδος των προτάσεων περί αυτής. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια αυτόνομη ουσία: μια στα θερή μορφή, η οποία μπορεί να διαταχθεί κάθε φορά διαφορετικά: «αυτή η σταθερή μορφή αποτελείται ακρι βώς από τα αντικείμενα. [...] Μόνο εάν υπάρχουν αντι κείμενα μπορεί να υπάρξει σταθερή μορφή του κόσμου. Το σταθερό, το διαρκές και το αντικείμενο είναι ένα. Το αντικείμενο είναι το σταθερό, το διαρκές· η διάταξη εί ναι το μεταβαλλόμενο, το ασταθές (2.023, 2.026, 2.027, 2.0271). Τα αντικείμενα, με το νόημα της Πραγματείας , είναι απλά (δεν είναι σύνθετα)· είναι άτομα (εξού και ο χαρακτηρισμός της προόιμης φιλοσοφίας του Βιτγκενστάιν ίος «λογικού ατομισμού»).
Αν όχι τα ίδια τα αντικείμενα, τουλάχιστον τα ονόματά τους -τα «απλά σημεία»- θα έπρεπε να τα έχουμε κα τά νου ως πιθανό τελικό αποτέλεσμα της λογικής ανάλυ σης της γλο5σσας. Χωρίς τέτοια ονόματα θα ήταν αδύνα το οποιοδήποτε νόημα ανεξάρτητο από την αλήθεια ή το
70
Ηουσιαστική Υλώσσα
ψευδός άλλων προτάσεων: «Το αίτημα της δυνατότητας των απλών σημείων είναι αίτημα για την οριστικότητα του νοήματος» (3.23). Εάν δεν υπήρχε οριστικότητα του νοήματος, τότε το έτσι κι αλλιώς επισφαλές αρμολόγημα της Πραγματείας θα έχανε κάθε εσωτερικό δεσμό. Η έν νοια της πρότασης (ος εικόνας, η ιδέα ότι εικόνα και πραγματικότητα έχουν κοινή τη μορφή της απεικόνισης, η ιδέα της εντελούς ανάλυσης της πρότασης μέχρι τα μη περαιτέρω τεμνόμενα «πρωτοσημεία» (3.26) - όλα αυτά τα στοιχεία εκπληρώνουν έναν διακριτό σκοπό μόνο εφόσον υπάρχει αυτή η αναπόδεικτη, απαιτούμενη οριστικότητατου νοήματος. Αυτό το θεωρητικό σχήμα που το χαρακτηρίζουν θεω ρητικές υποθέσεις περί «ουσίας», «μορφής», «πρωτοσημείων» κ.ά. αντιστοιχεί προφανώς σε μια ολωσδιόλου αφηρημένη έννοια της γλώσσας. Εδώ, για να μιλήσουμε με τα λόγια του Φερντινάν ντε Σοσύρ, δεν πρόκειται για τη γλώσσα με το νόημα του parole, της λαλιάς, (δηλαδή της πραγματικά προφορικής γλώσσας), αλλά για τη γλώσσα με το νόημα της langue (ενός αφηρημένου γλωσ σικού συστήματος). Στην Πραγματεία όμως υπάρχει και μια αντίρροπη τάση. Ό σο αφηρημένη κι αν είναι η έννοια της γλώσσας του Βιτγκενστάιν, η παράστασή μας για τη γλώσσα μένει ανεπαρκής εάν δεν λάβουμε υπόψη τη χρή ση της, διότι: «Όσα δεν εκδηλώνονται στα σημεία, αυτά τα δείχνει η χρήση τους. Ό σα καταπίνουν τα σημεία τα προφέρει η χρήση τους» (3.262). Την «ουσιαστική» γλώσσα Χην καταπίνει η προφορική γλώσσα, ωστόσο η χρήση αυτής της γλώσσας μπορεί να υποδεικνύει τι συμβαίνει με εκείνη. Για να βγάλουμε συμπέρασμα από τη χρήση της γλώσσας, χρειάζεται η λογικά πληροφορημένη, κριτική παρατήρηση της γλώσσας. Ως εκ τούτου: «Κάθε φιλοσο φία είναι “κριτική της γλώσσας”» (4.0031). Στην Πραγματεία γίνεται πολύς λόγος για σύνολα: «Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων, όχι των πραγ μάτων» (1.1). «Το σύνολο των προτάσεων είναι η γλώσ σα» (4.001). Και: «Το σύνολο των αληθών προτάσεων εί-
71
ναι ολόκληρη η επιστήμη της φύσης (ή το σύνολο των επι στημών της φΰσης)» (4.11). Επομένως όλες οι προτάσεις που επιτρέπεται να εκφέρουμε πρέπει να ληφθούν από αυτό το σύνολο, εάν θέλουμε να ακολουθήσουμε την «ορ θή μέθοδο» της φιλοσοφίας (6.53). Στο μέσο του βιβλίου ωστόσο, ο Βιτγκενστάιν γράφει ότι η φιλοσοφία δεν ανή κει στις επιστήμες της φΰσης. Είναι ανώτερη ή κατώτερη των επιστημών της φΰσης, πάντοος δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτές. Αυτή την ιδέα της ιδιαίτερης θέσης της φιλοσοφίας την είχε εκφράσει ήδη στις σημειώσεις του 1913 και την αποσαφηνίζει στην Πραγματεία με την υπόδειξη ότι το ζητούμενο στη φιλοσοφία είναι ο λογικός διαυγασμός των σκέψεων* δεν είναι διδασκαλία, αλλά δραστηριό τητα και προπάντων εξηγεί. Η άσκηση της φιλοσοφίας είναι επίσης χάραξη ορίων: ο διαυγασμός χρησιμεύει αφενός για την αλληλοροθέτηση των σκέψεοον (4.112) και αφετέρου για τον χωρισμό του φυσικοεπιστημονικού από το φιλοσοφικό και από άλλες περιοχές της σκέψης: «Η φιλοσοφία ορίζει το αμφισβητούμενο έδα φος της επιστήμης της φΰσης. Σκοπός της είναι να ορο θετήσει το διανοητό και ως εκ τούτου το αδιανόητο. Να περιορίσει το αδιανόητο έσωθεν διά του διανοητού. Θα σημάνει το άφατο, παρουσιάζοντας με διαύγεια το ρη τό» (4.113 κ.ε.). Το ρητό (το φυσικοεπιστημονικό) από τη μια, το άφα το από την άλλη - μεταξύ αυτών των δύο άκρων κάνει η φιλοσοφία τη δουλειά της. Εκπληραίνει την αποστολή της διαυγάζοντας τη γλώσσα, και το σπουδαιότερο εργαλείο της είναι η λογική. Στις επιστημονικές προτάσεις μπο ρούν να αντιστοιχηθούν σαφείς όροι αλήθειας, που ση μαίνει ότι μπορούμε να αναφέρουμε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτού του είδους οι προτάσεις είναι αλη θείς ή ψευδείς. Οι προτάσεις της Λογικής, αντίθετα, εί ναι ταυτολογίες (6.1). Δεν λένε τίποτε. Τουλάχιστον δεν λένε τίποτε με το νόημα με το οποίο οι επιστημονικές προτάσεις «λένε» κάτι, διότι αυτές είναι υπό κάθε προϋ
Τα όρια του νοητού
72
Ομιλία και κατάδειξη
πόθεση αληθείς. Με άλλα λόγια, δεν έχουν νόημα, διότι η δυνατότητα να είναι ψευδείς (και επομένως να πληρο φορούν) αποκλείεται εκ των προτέρων η πρόταση «Βρέ χει ή δεν βρέχει» είναι μεν σε κάθε περίπτωση αληθής, αλλά δεν μαθαίνουμε τίποτε ακούγοντας ότι βρέχει ή δεν βρέχει (4.461). Το αντίθετο τέτοιου είδους ταυτολογιών αποτελούν οι αντιφατικές προτάσεις, παραδείγματος χάριν «Δεν συμβαίνει να βρέχει ή να μην βρέχει». Οι αντιφάσεις εί ναι σε κάθε περίπτωση ψευδείς και ως εκ τούτου λένε ακόμη λιγότερα από τις ταυτολογίες. Ταυτολογίες και αντιφάσεις είναι μεν κενές νοήματος, δεν είναι όμως ανόητες, διότι ανήκουν στον συμβολισμό της γλώσσας όπως ακριβώς ανήκει το μηδέν στον συμβολισμό της αριθμητικής (4.4611). Και πάλι προβάλλει η αντίθεση με ταξύ ομιλίας και κατάδειξης, που διατρέχει ολόκληρη την Πραγματεία * οι λογικές προτάσεις, οι ταυτολογίες δεν μπορούν μεν να μας πουν τίποτε, μπορούν όμως να δείξουν: «Το γεγονός ότι οι προτάσεις της Λογικής είναι ταυτολογίες, αυτό δείχνει τις τυπικές -λογικές- ιδιότητες της γλώσσας, του κόσμου. Το γεγονός ότι τα συστατικά της μέρη, συνδεδεμένα κα τ’ αυτόν τον τρόπο , καταλή γουν σε ταυτολογία, αυτό χαρακτηρίζει τη λογική των συστατικών μερών της» (6.12). Το διαυγαστικό έργο της φιλοσοφίας εκπληρώνει επίσης τον σκοπό του καταδεικνύοντας κατά πόσον οι κάποτε περίπλοκοι φαινομενικά, διάφοροι τρόποι χρή σης της Λογικής «πλέκονται σε ένα απείροος λεπτό δίχτυ, στον μεγάλο καθρέφτη» (5.511). Η λογική δεν γίνεται «αντικατοπτρισμός του κόσμου» με προτάσεις που έχουν εμπειρικό περιεχόμενο, αλλά μονάχα με την κατάδειξη του ταυτολογικού χαρακτήρα κάθε λογικού (6.13). Και αυτός ο αντικατοπτρισμός δεν είναι εικόνα του είδους της εμπειρικής πρότασης, η οποία είναι εικόνα της πραγ ματικότητας ακριβώς επειδή «εγώ [...] [γνωρίζω] την κα τάσταση πραγμάτων την οποία περιγράφει εάν καταλα βαίνω την πρόταση» (4.021).
73
Η λογική μπορεί επίσης να «αντικατοπτρίζει τον κό σμο», διότι προτάσεις που υπακοΰουν στη λογική και λέ νε κάτι λειτουργούν τρόπον τινά σαν εικόνες. Αυτή η έν νοια της εικόνας στον Βιτγκενστάιν -κατά την οποία σε κάθε πρόταση διακριτά πρέπει να είναι όσα και στην κατάσταση πραγμάτων που η εικόνα παριστάνει- έχει δεχτεί, όπως τονίζει ο ίδιος, την επιρροή ορισμένοον θε ωρητικών στοχασμών του φυσικού Χάινριχ Χερτς: πρό ταση και κατάσταση πραγμάτων πρέπει να «έχουν την ίδια λογική (μαθηματική) ποικιλότητα. (Παράβαλε τη μηχανική του Χερτς για τα δυναμικά μοντέλα.) Κι αυτή τη μαθηματική ποικιλότητα δεν μπορούμε βέβαια με τη σειρά της να την απεικονίσουμε. Δεν μπορούμε να βγού με από αυτήν διά της απεικονίσεως» (4.04, 4041). Ο φι λόσοφος και λογικός μπορεί να μιλήσει για απεικονιστικές, επιστημονικές προτάσεις μόνο εφόσον πρόκειται για τη μορφή των προτάσεοον ή συστημάτων προτάσεων αυτού του είδους. Ο Βιτγκενστάιν συγκρίνει ένα επιστημονικό σύστημα περιγραφής του κόσμου με ένα δίχτυ απλωμένο πάνο:> από τον κόσμο, η πλέξη του οποίου μπορεί να είναι κάθε φορά διαφορετικά διαμορφωμένη, ανάλογα με τον σκο πό της περιγραφής (6.341). Με αυτό το υπόβαθρο επι κρίνει την ιδέα ότι οι επιστήμες της φύσης μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα (6.373). Το νόημα του κόσμου δεν Τονόημα μπορεί να βρίσκεται στον κόσμο. Σε αυτό αντιστοιχεί του κόσμου -α ν το μεταφέρουμε στη γλώσσα- το ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ηθικές προτάσεις, διότι «οι προτάσεις δεν μπορούν να εκφράσουν κάτι ανώτερο» (6.42). Κατά τον Βιτγκενστάιν δεν υπάρχει καμία περιοχή του ηθικού προσβάσιμη από την ομιλία με νόημα, εκτός από τις προ τάσεις της επιστήμης της φύσης που είναι κατάλληλες για «εικόνες», τις προτάσεις της Λογικής με ενδιαφέρον αποκλειστικά για τη μορφή και εν πάση περιπτώσει τις επεξηγηματικές προτάσεις του φιλοσόφου- κι έτσι δεν είναι παράξενο που θεωρεί άφατο κάθε τι «υψηλότερο». Υπάρχει ο>στόσο, όπως λέει ο Βιτγκενστάιν, άφατο
74
που επιδεικνύεται - και αυτό είναι το «μυστικό». Αυτό μπορούμε να το εννοήσουμε εφόσον βλέπουμε τον κό σμο «sub specie aeterni» και τον αισθανόμαστε ως «πε ριορισμένο όλον». Για όσους παρακολούθησαν τον συγ γραφέα μέχρις εδώ αυτές οι προτάσεις μπορούν να χρη σιμεύσουν ως «εξηγήσεις», καθώς «στο τέλος τις ανα γνωρίζει ως ανόητες, εάν δι’ αυτών -επ ί αυτών- τις έχει υπερβεί». Αυτού του είδους ο αναγνώστης πρέπει να «υπερβεί» τις προτάσεις του συγγραφέα, και «τότε θα δει τον κόσμο ορθά» (6.54). Ό σοι παρατηρήσουν από αυτή την οπτική γωνία την επιταγή της σιωπής στο τέλος του βιβλίου ίσως σχηματίζουν τη γνώμη ότι πού και πού ο συγγραφέας αδολέσχησε. Κι όμως ο συγγραφέας ήταν συνεπής, καθώς μια ολόκληρη δεκαετία ουσιαστικά μετά την ολοκλήρωση της Πραγματείας δεν άρθρωσε φιλοσο φικό λόγο* αλλά και αργότερα, παρά τον ζήλο με τον οποίο εργάστηκε σε διάφορα χειρόγραφα και την έντονη διδακτική δραστηριότητα, δεν δημοσίευσε πια ουσιαστι κά τίποτε γραπτό περί φιλοσοφίας. Εκδόσεις: Logisch-philosophische Abhandlung , με τον τίτλο της αγγλικής έκδοσης Tractatus logico-philosophicus, στο WW 1, σ. 785 (πρώτη δημοσίευση στα Annalen der Naturphilosophie 1921 ■ πρώτη δημοσίευση σε βιβλίο: Tractatus logico-philosophicus , γερμ.-αγγλ., Routledge & Kegan Paul, Λονδίνο 1922). Κριτική έκ δοση, με επιμελητές τους Brian McGuinness και Joachim Schulte, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1989' 2η έκδοση, 2001 ■επανέκδοση βάσισμένη στην κριτική έκδοση, με επιμελητή τον Joachim Schulte, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 2003. Φωτομηχανική έκδοση των δακτυλόγραφων και των διορθωμένων από τον Βιτγκενστάιν τυπο γραφικών δοκιμίων στο Gert GraBhoff/Timm Lampert (επιμ.), Logisch-philosophische Abhandlung , Entstehungsgeschichte und Herausgabe der Typoscripte und Korrekturexemplare , Springer, Βιέννη/Νέα Υόρκη 2004. Περαιτέρω βιβλιογραφία: Cora Diamond, «Throwing Away the Ladder. How to Read the “Tractatus”», στο Diamond, The Realistic Spirit, Cambridge (Μασ.) 1991, σ. 179-204. David Pears, The False Prison. A Study of the Development of Wittgenstein’s Philosophy
75
1ος τόμος, Οξφόρδη 1987. Georg Henrik von Wright, «Die Entstehung des “Tractatus”», στο Wright, Wittgenstein, Φραγκφοΰρτη 1986,0. 77-116.
«Ορισμένες παρατηρήσεις περί λογικής μορφής» και «Διάλεξη περί ηθικής» Τα πρώτα κείμενα του Βιτγκενστάιν μετά την επιστροφή του στο Καίμπριτζ στις αρχές του 1929 παραμένουν από πολλές απόψεις προσκολλημένα στον κόσμο των ιδεών της Λογικο-φιλοσοφικής πραγματείας και μπορούν να εκληφθοΰν εν μέρει ως προσπάθειες να επαναδιατυπώσει ορισμένους συλλογισμούς του πρώιμου βιβλίου ή να τους επαναθεμελιώσει σε διαφορετική μορφή ή σε δια φορετικό πλαίσιο. Στα μέσα Ιουλίου 1929 ο Βιτγκενστάιν επρόκειτο να κάνει διάλεξη με τίτλο «Ορισμένες παρατηρήσεις περί λογικής μορφής», αλλά η διάλεξη αυτή αντικαταστάθηκε από άλλη, το κείμενο της οποίας δεν σώζεται. Οι «Παρα τηρήσεις» παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς εδώ ο Βιτγκενστάιν αναγνωρίζει και διατυπώνει ο ίδιος ένα πρό βλημα της Πραγματείας και προσπαθεί, διορθώνοντάς το, να το εναρμονίσει με το πνεύμα του πρώιμου έργου του. Το πρόβλημα προκύπτει π.χ. στην ανάλυση των προ τάσεων περί χρωμάτων: η πρόταση «το Α είναι τώρα κόκκινο» αντιφάσκει με την πρόταση «το Α είναι τώρα γαλάζιο», και αυτή η αντίφαση στο σύστημα της Πραγ ματείας δείχνει ότι οι δύο προτάσεις δεν έχουν αναλυθεί εντελώς, δηλαδή δεν είναι\ττοιχε ιώδεις προτάσεις, διότι όλες οι στοιχειώδεις προτάσεις είναι λογικά ανεξάρτη τες μεταξύ τους - «Το σημάδι της στοιχειώδους πρότα σης είναι πως καμιά άλλη στοιχειώδης πρόταση δεν μπο ρεί να βρίσκεται σε αντίφαση με αυτήν» (LphA, 4.211). Το 1929 ο Βιτγκενστάιν είχε καταλήξει, αντίθετα, στην πεποίθηση ότι υπάρχουν προτάσεις (του τύπου των προ τάσεων περί χρωμάτοσν) που δεν επιδέχονται περαιτέ ρω ανάλυση, δηλαδή κατέχουν τρόπον τινά θέση στοι-
Βλ. σ. 34
Προβλήματα με τις προτάσεις περί χρωμάτων
Σχετική και απόλυτη αξία
χειωδίύν προτάσεων, και παρά ταύτα αποκλείονται αμοι βαία. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο ο Βιτγκενστάιν προσπάθησε να επιφέρει τη διόρθοοση: «Εδώ λέγο3 επί τηδες “αποκλείονται” και όχι “αντιφάσκουν”, διότι με τάξι) αυτοόν των δυο εννοιών υπάρχει διαφορά, και οι ατομικές προτάσεις [= στοιχειώδεις προτάσεις] δεν μπορούν μεν να αντιφάσκουν η μια με την άλλη, είναι όμως δυνατό να αποκλείονται αμοιβαία» (25). «Απο κλεισμός» εδώ σημαίνει σε αδρές γραμμές ότι ο ταυτό χρονος ισχυρισμός των δύο προτάσεων («το Α είναι κόκ κινο» και «το Α είναι γαλάζιο») θεωρείται ανεπίτρεπτος λόγω ανοησίας. Με αυτή τη διόρθοοση δείχνει να σο5ζεται η αρχή ότι υπάρχουν αποκλειστικά λογικές αναγκαι ότητες (LphA, 6.375). Ωστόσο, στη σκέψη του Βιτγκενστάιν συμβαίνουν εκείνη την περίοδο τόσες πολλές και γοργές αλλαγές, ώστε αυτού του είδους οι διορθώσεις και οι απόπειρες διάσωσης να αποδεικνύονται πολύ σύ ντομα περιττές. Τον Νοέμβριο του 1929 ο Βιτγκενστάιν έκανε στο Καίμπριτζ μια διάλεξη περί ηθικής ενώπιον ενός κοινού γενικών ενδιαφερόντο3ν. Αυτό το κείμενο, επίτηδες σε πρώτο πρόσωπο, μας πληροφορεί για τη διάθεση και τα αισθήματα του Βιτγκενστάιν, επίσης όμως συμπληροάνει διαφωτιστικά ορισμένες παρατηρήσεις της Πραγματείας και των ημερολογίων. Ηθικές εκφράσεις όπως «καλό», «αξία», «...αναφέρεται στο νόημα της ζωής» κ.λπ. έχουν, όπως μας λέει ο Βιτγκενστάιν, δύο εκ βάθρων διαφορετικές σημασίες: αφενός μια σχετική ή τετριμμένη και αφετέρου μια απόλυτη. Μια καλή πολυθρόνα είναι καλή αναφορικά με τη λειτουργία της πολυθρόνας. Ο δρόμος είναι σωστός ανα φορικά με τον προορισμό ή τον σκοπό του ταξιδιού. Εκεί δεν υπάρχει ηθική χρήση των σχετικών λέξεων. Εάν όμως μια προσβολή χαρακτηριστεί μοχθηρή ή μια αλτρουιστική ενέργεια χαρακτηριστεί καλή, ο ομιλούν δεν εννοεί τίποτε σχετικό, επικαλείται μια απόλυτη αξία. Οι σχετικές αξιολογικές κρίσεις μπορούν να διαλυ-
77
«Το ηθικό δεν μπορούμε να το διδάξουμε, Εάν μπορούσα να εξηγήσω σε κάποιον την ουσία του ηθικού με μια θεω ρία, τότε το ηθικό δεν θα είχε αξία. Στη διάλεξή μου περί ηθικής μίλησα στο τέλος σε πρώτο πρόσωπο. Πιστεύω ότι πρόκειται για κάτι ουσιώδες. Εδώ δεν μπορεί πια να διαπιστωθεί τίποτε· μπορώ μονάχα να εμφανιστώ ως προσωπικότητα και να μιλήσω στο πρώτο πρόσωπο. Γ>α μένα η θεωρία δεν έχει αξία. Μια θεωρία δεν μου προσφέρει τίποτε.» (WWK, σ. 117)
θοΰν σε δηλώσεις περί πραγματικοτήτων, και, ως εκ τού του, σε μια πλήρη περιγραφή του κόσμου θα απαντούσαν στο ίδιο επίπεδο με τις επιστημονικές προτάσεις και με οποιεσδήποτε άλλες δη λούσεις περί γεγονότων, ενώ οι απόλυτες αξιολογικές κρίσεις δεν θα μπορούσαν να παί ξουν καν έναν ρόλο σε μια τέτοια περιγραφή του κόσμου. Μια επιστήμη της ηθικής, λέει ο Βιτγκενστάιν, είναι ως εκ τούτου κάτι άτοπο. Το πραγματικό ηθικό υπερβαίνει απείρως την περιοχή του πραγματικού: «Εάν κάποιος ήταν ικανός να γράψει ένα βιβλίο περί ηθικής που θα ήταν πραγματικά βιβλίο περί ηθικής, τότε αυτό το βιβλίο θα εκμηδένιζε μεμιάς όλα τα άλλα βιβλία του κόσμου. Ό ταν τα λόγια μας χρησιμοποιούνται όπως στην επιστή μη, είναι δοχεία που δεν μπορούν να περιέχουν άλλο από σημασία και νόημα, φυσική σημασία και φυσικό νόημα. Η ηθική, εφόσον είναι κάτι, είναι υπερφυσική, και τα λό για θα εκφράσουν μόνο πραγματικότητες· όπως σε ένα φλιτζάνι τσαγιού δεν χωράει τίποτε άλλο από ένα φλι τζάνι του τσαγιού νερό, ακόμη κι αν το έχυνα πάνω του κατά λίτρα» (13). Ο Βιτγκενστάιν παραθέτει τρία παραδείγματα για την αίσθηση της απόλυτης αξίας: την έκπληξη για την ύπαρξη του κόσμου, το συναίσθημα της απόλυτης ασφά λειας («Δεν μπορεί να μου συ μβεί τίποτε!») και το αίσθη μα βαριάς ενοχής («Ο θεός αποδοκιμάζει τη συμπεριφο ρά μου»). Βέβαια, συναισθήματα αυτού του είδους, ως
78
πραγματικά ψυχικά συμβάντα, έχουν θέση σε μια πλή ρη περιγραφή του κόσμου. Ό ταν όμως τα χρησιμοποιού με έτσι, χάνεται το απόλυτο, το οποίο εμφανίζεται μόνο όταν τα εννοούμε ως αντιδράσεις σε κάτι υπερφυσικό λόγου χάριν ως θεώρηση του κόσμου ως θαύματος. Αυτό πάλι δεν μπορεί να εκφραστεί στη γλώσσα. Ίσω ς μπούμε στον πειρασμό να ερμηνεύσουμε την έκπληξη για την ύπαρξη του κόσμου ως έκπληξη για το θαύμα της γλώσ σας. Αλλά κι αυτό είναι μόνο εκδήλωση αλαλίας. Αυτό που χρειάζεται να παραδεχτούμε είναι ότι το Το απόλυτο ηθικό ως απόλυτο είναι κάτι ουσιαστικά ανόητο. Μποως ανοησία ρούμε να καταλήξουμε στην επίγνωση ότι «αυτές οι ανόητες εκφράσεις δεν είναι ανόητες, επειδή δεν έχουν βρεθεί ακόμη οι σωστές εκφράσεις, αλλά η ανοησία αποτελείτην πραγματική τους ουσία» (18). Ό σοι θέλουν να εκφράσουν το κατ’ απόλυτη έννοια ηθικό, αισθητικό ή θρησκευτικό αισθάνονται την ανάγκη να «διαρρήξουν τα όρια της γλώσσας». Αυτή η έντονη επιθυμία στερείται μεν προοπτικής, μαρτυρεί όμως μια τάση του ανθρώπι νου πνεύματος, για την οποία ο Βιτγκενστάιν δηλώνει «δεν μπορώ παρά να τη σέβομαι και δεν θα τη γελοιο ποιούσα σε καμία περίπτωση» (18-19).
«Παρά ταύτα προσπαθούμε να διαρρήξουμε το όριο της γλώσσας. Αυτή την προσπάθεια διέκρινε και ο Κίρκεγκορ και τη χαρακτήρισε με παρόμοιο τρόπο (ως προσπάθεια να διαρραγεί το παράδοξον). Αυτή η προσπάθεια να διαρρήξουμετο όριο της γλώσσας είναι η ηθική. Το θεωρώ οπωσ δήποτε σημαντικό να θέσουμε τέρμα σε όλη τη φλυαρία πε ρί ηθικής - αν υπάρχει γνώση, αν υπάρχουν αξίες, αν μπο ρεί να οριστεί το Καλό κ.λπ. [...] Η τάση όμως, η επίμονη προσπάθεια κάτι υποδεικνύει. Αυτό το ήξερε ήδη ο ιερός Αυγουστίνος, ο οποίος λέει: Τι, κτήνος, δεν θέλεις να λες ανοησίες; Πες μια ανοησία, δεν πειράζει!» (WWK, σ. 68-69)
79
Εκδόσεις: «Bemerkungen iiber logische Form», μτφ. Joachim Schuite, στο Wittgenstein, Vortrag Ciber Ethik und andere kleine Schriften, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1989, σ. 20-28 (πρώτη δημο σίευση: «Some Remarks on Logical Form», Aristotelian Society Supplementary Volume 9/1929, σ. 162-171). «Vortrag uber Ethik», μτφ. Joachim Schulte, στο Wittgenstein, Vortrag uber Ethik und andere kleine Schriften, σ. 9-19 (πρώτη δημοσίευση: «Wittgen stein’s Lecture on Ethics», επιμ. Rush Rhees, Philosophical Review 74/1965,0.3-12). Περαιτέρω βιβλιογραφία: Marie McGinn, «Wittgenstein on Colour. From Logic to Grammar», στο Annalisa Coliva/Eva Picardi (επιμ.), Wittgenstein today, Πάδοβα2004, σ. 101-119. Rush Rhees, «Some Developments in Wittgenstein’s View of Ethics», crro Rhees, Discussions of Wittgenstein, Λονδίνο 1970, σ. 94-103.
Φιλοσοφικές παρατηρήσεις και Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και ο Κύκλος της Βιέννης
Οι Φιλοσοφικές παρατηρήσεις είναι μια επιλογή από πε ρισσότερες των 1.000 χειρόγραφες σελίδες τις οποίες ο Βιτγκενστάιν έγραψε τη χρονιά μετά την επιστροφή του στο Καίμπριτζ το 1929. Η σύνθεση και η ανακατάταξη έγιναν την άνοιξη του 1930. Στις Παρατηρήσεις υπάρ χουν υπαινιγμοί για πολλές νέες σκέψεις, η συστηματική ιεράρχηση τίον οποίων είναι δυσνόητη* το πλαίσιο ωστό σο είναι από πολλές απόψεις το ίδιο με της Λογικο-φιλοσοφικής πραγματείας . Σημαντικό ρόλο, παραδείγματος χάριν, συνεχίζει να παίζει η έννοια της εικόνας: «Εάν συλλάβου με τις προτάσεις ως οδηγίες για να σχηματί σουμε μοντέλα, τότε προβάλλει ακόμη καθαρότερα ο απεικονιστικός τους χαρακτήρας» (PhB, σ. 57). Η δια φορά με την πρότερη γνώμη βρίσκεται στο ότι εδώ πρό κειται για οδηγίες για τη συγκεκριμένη κατασκευή πα ραστατικών, χειροπιαστών μοντέλων τόσο η συγκεκρι μένη όσο και η πρακτική-οικοδομητική πλευρά απου σιάζουν στο πρώιμο έργο, και εδώ υπογραμμίζονται όλο και περισσότερο. Μια άλλη σκέψη που δεν απαντά στην Πραγματεία είναι εκείνη του συστήματος προτάσεων. Στην Πραγμα-
Βλ. σ. 36
Σύστημα προτάσεων
80
τεία διακηρύσσεται μεν μια μορφή από την αρχή του συ γκείμενου του Φρέγκε -«Μόνο η πρόταση έχει νόημαμόνο στη συνάρτηση μιας πρότασης έχει το όνομα σημα σία» (LphA, 3.3)-, η πρόταση παραμένει όμως η βαρύνουσα μονάδα νοήματος. Στις Φιλοσοφικές παρατηρή σεις το σχετικό συγκείμενο διευρύνεται. Η αρχή του συ γκειμένου επαναλαμβάνεται («Μια λέξη έχει σημασία μόνο στον σύνδεσμο της πρότασης»), τοόρα όμως εγείρε ται επιπλέον το ερώτημα: «Τι σημαίνει να καταλαβαί νουμε μια πρόταση ως ένα μόριο ενός συστήματος προ τάσεων;» (PhB, σ. 59* πρβλ. WWK, σ. 63-65 και 89). Μια δυνατή απάντηση προκύπτει στο πλαίσιο της γνωστής και από τις Φιλοσοφικές έρευνες (§ 12) σύγκρισης της λειτουργίας των προτάσεων με τη λειτουργία των διαφό ρων μοχλών του συστήματος ρύθμισης των σιδηροδρομι κών γραμμών (στις Έρευνες είναι η θέση του οδηγού ενός σιδηροδρόμου). Στο συγκείμενο αυτής της εργαλειακής εικόνας μπορούμε να πούμε: «Το νόημα μιας πρό τασης είναι ο σκοπός της» (PhB, σ. 60). Μια συνθετότερη απάντηση και ιστορικά σημαντικό τερη λόγω της άμεσης επίδρασής της στον Κύκλο της Βιέννης βρίσκεται στην ακόλουθη έκφραση: «Το πώς Κριτήριο επαληθεύεται μια πρόταση το λέει η ίδια. [...] Η επαλήτου νοήματος: 0ευση δεν είναι μία ένδειξη αλήθειας, είναι το νόημα της επαλήθευση πρότασης>> (PhB σ. 200· πρβλ. WWK, σ. 47). Το ότι η μέθοδος της επαλήθευσης καθορίζει το νόημα της πρότα σης αναφέρεται πολλές φορές σε συζητήσεις με μέλη του Κύκλου της Βιέννης. Με αυτή την αρχή υπογραμμίζεται αφενός ότι το νόημα προϋποθέτει την ύπαρξη μεθοδολο γικά προσβάσιμων διαδικασιών, προκειμένου να ανα γνωριστεί ως νόημα. Αφετέρου υπογραμμίζεται ότι η κα τανόηση του νοήματος περιλαμβάνει χειρισμούς με χρή ση συμβόλων σε μια συνάρτηση πρακτικών δραστηριοτή των. Η σύλληψη του Βιτγκενστάιν αποκτά στη συνέχεια πιο σύνθετα χαρακτηριστικά, κι έτσι η επαλήθευση οος αρχή χάνει σύντομα τον αποφασιστικό της ρόλο. Αλλά ακόμη και σε μια κατοπινή παρατήρηση στις Φιλοσοφι-
81
κές έρευνες αναγνωρίζεται ότι η απάντηση στο ερώτημα περί επαληθευσιμότητας αποτελεί μια «συμβολή στη γραμματική της πρότασης» (PhU, §353). Στους συλλογισμούς του Βιτγκενστάιν μετά τις Φιλο σοφικές παρατηρήσεις παίζει ρόλο μια ακόμη βα σική αρχή της νοηματικότητας των προτάσεών μας, δηλαδή η αρχή ότι μια πρόταση έχει νόημα μόνο εάν είναι εξίσου νοητή και η άρνησή της. Σύνηθες πεδίο εφαρμογής αυτής της αρχής είναι προτάσεις για αισθήματα ή δεδομένα των αισθήσεων: «Όσον αφορά τα δεδομενα των αισθήσεων, με τη λέξη να σημαίνει ότι είναι αδιανόητο να τα έχει ο άλλος, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν μπορούμε να πού με ούτε ότι δεν τα έχει ο άλλος. Και γι’ αυτόν ακρι βώς τον λόγο δεν έχει νόημα να πούμε ότι τα έχω εγώ , σε αντίθεση με τον άλλον» (PhB, σ. 90). Το παράδειγμα αισθημάτων που προτιμούσε ο Βιτγκενστάιν ήταν ο πόνος, ιδίως ο πονόδοντος. Με αφετη ρία αυτό το παράδειγμα, θέτει διαρκώς νέες παραλλαγές ερωτημάτων για την ταυτότητα του φορέα του πόνου αλ λά και του ίδιου του πόνου: Τι σημαίνει να αποδοόσω πό νο σε ένα υποκείμενο; Μπορώ με το ίδιο νόημα να απο Ηέννοια δώσω πόνο στον εαυτό μου όπως και σε ένα άλλο πρόσο> του πόνου πο; Μπορούμε να πούμε με κάποιο νόημα ότι κάποιος έχει ίδιους ή μάλιστα τους αυτούς πόνους με εμάς; Σε συνάρτηση με τέτοιου είδους ερωτήματα ο Βιτγκενστάιν αναπτύσσει έναν τελείως δικό του τρόπο να φωτίζει με σύντομες ιστορίες -γεμάτες φαντασία, πού και πού παράλογες- περίπλοκα προβλήματα με τελείως ασυνήθιστο τρόπο και να υποδεικνύει έτσι νέες δυνατό τητες για τη λύση τους. Ιδιαίτερα εντυποοσιακό παρά δειγμα είναι η ακόλουθη παρατήρηση: «Η έννοια του πο νόδοντου ως δεδομένου των αισθήσεων μπορεί βέβαια να εφαρμοστεί τόσο στο δόντι του άλλου όσο και στο δι κό μου, αλλά μόνο με το νόημα ότι και βέβαια θα ήταν δυνατόν να νιώσω πόνο στο δόντι του στόματος ενός άλ λου ανθρώπου. Αυτό το γεγονός, με τον τρέχοντα τρόπο
82
έκφρασης, δεν 0α μπορούσαμε να το διατυπώσουμε με τα λόγια “Αισθάνομαι τον πονόδοντο του”, αλλά λέγο ντας “Έ χω πόνο στο δόντι του”. - Μπορούμε τώρα να πούμε: Βέβαια δεν έχεις τον δικό του πονόδοντο, διότι αυτός είναι απολύτως δυνατόν να πει “δεν αισθάνομαι τίποτε σε αυτό το δόντι”. Και τι να πω τότε εγώ, “Αες ψέ ματα, νιο5θω ποός πονάει το δόντι σου”;» (PhB, σ. 92). Τα χειρόγραφα του 1929 και εν μέρει οι Φιλοσοφικές παρατηρήσεις έχουν μια ιδιομορφία που ορισμένες φο ρές προκαλεί σύγχυση* είναι η διάκριση μεταξύ τού, Πρώτο και όπως το αποκαλεί ο Βιτγκενστάιν, «πρώτου συστήμαδεύτερο σύστημα ΧΟς», της άμεσης εμπειρίας, και του «δεύτερου συστήμα τος», της Φυσικής. Σε αυτή τη διάκριση αντιστοιχεί η υπογράμμιση της διαφοράς μεταξύ «φαινομενολογικής» γλώσσας και «γλώσσας της Φυσικής». Ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν συνδέει την έννοια της φαινομενολογίας με τη δική του έννοια της γραμματικής, που σταδιακά αποκτά μεγαλύτερη ση μασία. (Στο «Big Typescript» υπάρχει ολόκληρο κεφά λαιο με τον τίτλο «Φαινομενολογία» και το πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου τιτλοφορείται «Η φαινομενολογία είναι γραμματική».)
«Οι σημασίες με τις οποίες χρησιμοποιούνται οι λέξεις “χώ ρος” και “γραμματική” είναι ιδιόμορφες και συναρτώνται λί γο πολύ στενά μεταξύ τους. Κατά τη γνώμη του, η δήλωση “Αυτό είναι ηχηρό” δεν μπορεί να έχει νόημα εάν έχει νόη μα να πει κανείς “Αυτό είναι κόκκινο”. Υπάρχει, λέει, ένας “χώρος” των χρωμάτων και ένας άλλος “χώρος” των ήχων. [...] Γραμματικά λάθη προκύπτουν από την παραγνώριση των “χώρων”. [...] Οι θεωρίες του είναι οπωσδήποτε σημα ντικές και βεβαίως πολύ πρωτότυπες. Αν είναι αληθείς, δεν το ξέρω - πολύ ελπίζω να μην είναι, διότι κάνουν τα μαθη ματικά και τη λογική απίστευτα δύσκολα». (Ο Μπέρτραντ Ράσελπρος τον Τζ.Ε. Μουρ, 5 Μαΐου 1930' παρατίθεται στο Russell 968, σ. 199-200)
83
Ιδιαιτέρως εντυπωσιακά ο Βιτγκενστάιν υπογραμμί ζει την κρίσιμη διαφορά με το παράδειγμα της εικόνας στο φιλμ αφενός και στην οθόνη αφετέρου. Η εικόνα στην οθόνη αντιστοιχεί στην άμεση εμπειρία, η εικόνα στο φιλμ αντιστοιχεί στην περιοχή της Φυσικής. Η εικόνα στην οθόνη δεν γνωρίζει ουτε πριν ουτε μετά* είναι απροϋπόθετα ενεστώς, και ως εκ τούτου είναι ανόητη η επιμονή στην ενεστωτικότητά της. Αντίθετα, η εικόνα στο φίλμ μας επιτρέπει να πούμε ότι έρχεται πριν ή έπει τα από εκείνες τις εικόνες* εξίσου μπορούμε να πούμε ότι δεν ξέρουμε τι έπεται και να συνδέσουμε αυτή την άγνοια με ένα νοηματικό ερώτημα. Μια αποφασιστική αλλαγή έναντι της Πραγματείας τροχοδρομείται καθο5ς η γλώσσα τώρα καταχωρείται στο «δεύτερο» σύστημα: «Αυτό που αποκαλώ σημείο πρέπει να είναι αυτό που αποκαλούν στη γραμματική σημείο* κάτι στο φιλμ, όχι στην οθόνη. [...] Με τη γλώσσα μας βρι σκόμαστε τρόπον τινά στην περιοχή του φιλμ και όχι στην περιοχή της προβαλλόμενης εικόνας» (PhB, σ. 98).
Ηεικόνα στην οθόνη και η εικόνα στο φιλμ
Εκδόσεις: Philosophische Bemerkungen, επιμ. Rush Rhees (= WW 2' πρώτη δημοσίευση: Blackwell, Οξφόρδη 1964). Ludwig Wittgenstein und der Wiener Kreis. Gesprache [1929-1932], aufgezeichnet von Friedrich Waismann, από τα κατάλοιπα, επιμ. B.F.
McGuinness (= WW 3' πρώτη δημοσίευση: Blackwell, Οξφόρδη 1967). Περαιτέρω βιβλιογραφία: Peter Hacker, Insight and Illusion, 2η έκ δοση, Οξφόρδη 1987, κεφ. 4. Merrill Β. Hintikka/Jaako Hintikka, Untersuchungenzu Wittgenstein, Φραγκφούρτη 1990, κεφ. 6 και 7.
«Big Typescript» και Φιλοσοφική γραμματική Ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν το αποκαλούσε απλώς το «δακτυ- Βλ. σ. 37 λόγραφό μου», οι πρώτοι διαχειριστές των καταλοίπων του το ονόμασαν «Big Typescript» και με αυτόν τον τίτλο δημοσιεύτηκε. Περιλαμβάνει σε 768 σελίδες μια επιλογή τα)ν παρατηρήσεων που κατέγραιρε μεταξύ 1929 και 1932, η οποία ολοκληρώθηκε το 1933. Αυτό το «δακτυλόγραφο», διαφορετικά από προηγούμενα και επόμενα,
84
Κατάτου δογματισμού
Γραμματική
έχει τίτλους κεφαλαίων και υποκεφαλαίων (19 κεφάλαια με 140 υποκεφάλαια) καθώς και πίνακα περιεχομένων. Η Φιλοσοφική γραμματική είναι ανασύσταση κάπως με ταγενέστερων προσπαθειών αναμόρφωσης που κατέβα λε ο Βιτγκενστάιν σε ένα αντίτυπο του «Big Typescript», σε δύο μεγάλους χειρόγραφους τόμους και σε διάφορα φύλλα χαρτί. Ανάμεσα στο δεύτερο μέρος της Φιλοσοφικής γραμματικής («Περί Λογικής και μαθηματικών») και των αντίστοιχων κεφαλαίων του «Big Typescript» δεν υπάρχει διαφορά - ο Βιτγκενστάιν δεν προσπάθησε να αναμορφώσει αυτό το υλικό. Η διάρθρωση του πρώ του μέρους της Φιλοσοφικής γραμματικής είναι του επι μελητή. Η εντυπωσιακότερη διαφορά μεταξύ των δύο δημοσιεύσεων είναι ότι τρία ολόκληρα κεφάλαια («Φι λοσοφία», «Φαινομενολογία», «Ιδεαλισμός, κτλ.») λεί πουν από τη Φιλοσοφική γραμματική. Σε αυτά τα κείμενα, όπως και στα άλλα, υπάρχει συ χνή αναφορά στις σκέψεις που απαντούν στη Λογικοφιλοσοφική πραγματεία' οι εκφράσεις δείχνουν οοστόσο όλο και μεγαλύτερη απόσταση. Η παλαιότερη αντίληψη των στοιχειωδών προτάσεων επικρίνεται τώρα ως εσφαλ μένη και η θεωρία της ανάλυσης που τη στηρίζει απορρίπτεται ως δογματική. Μια νέα βασική σκέψη αρχίζει να διαμορφώνεται -«Η χρήση της πρότασης, αυτή είναι το νόημά της» (ΒΤ, σ. 98)-, ποιον ρόλο όμως θα μπορούσε να παίξει, αυτό είναι αρχικά ασαφές. Στο προσκήνιο βρίσκονται, μαζί με προβλήματα της Λογικής και των μα θηματικών, ζητήματα του γλωσσικού νοήματος και της κατανόησης της γλώσσας. Κεντρική έννοια εδώ είναι η έννοια της γραμματικής, έννοια από την οποία ο Βιτγκενστάιν απαιτεί πολλά, αλ λά και τη θεωρεί ικανή για πολλά. Η σημασία μιας λέξης είναι ο τόπος της στη γραμματική* η γραμματική «είναι τα κατάστιχα της γλώσσας» (ΒΤ, σ. 58)* η γραμματική εί ναι ένας υπολογισμός (ΒΤ, σ. 599)* οι κανόνες της γραμ ματικής συγκροτούν τη σημασία. Σε ένα σημείο ο Βιτγκενστάιν γράφει: «Θέλω πάντοτε να δείξω ότι όλα όσα
85
«Στη δογματική παρουσίαση μπορούμε, πρώτον, να προ σάψουμε ότι τρόπον τινά είναι υπεροπτική. Αυτό όμως δεν είναι το χειρότερο. Πολύ πιο επικίνδυνη είναι μια άλλη πλά νη, η οποία διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο μου [τη Λογικο-φιλοσοφική πραγματεία], η γνώμη ότι υπάρχουν ερωτήματα για τα οποία κάποτε οτο μέλλον θα βρούμε απάντηση. Δεν έχουμε το συμπέρασμα, πιστεύουμε όμως ότι βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο για να το βρούμε. [...] Η εσφαλμένη γνώμη κατά της οποίας θέλω να στραφώ σε σχέση με αυτά είναι ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε μπροστά σε κάτι που σήμερα ακόμη δεν το βλέπουμε, ότι θα μπορούσαμε να β ρ ούμε κάτι εντελώς νέο. Πρόκειται για πλάνη. Στην πραγ ματικότητα τα έχουμε όλα και μάλιστα μπροστά μ α ς , δεν χρειάζεται να περιμένουμε τίποτε. Κινούμαστε στην περιο χή της γραμματικής της καθομιλουμένης μας, και αυτή η γραμματική υπάρχει ήδη. Έχουμε λοιπόν όλα όσα χρειαζό μαστε και δεν χρειάζεται να περιμένουμε το μέλλον.» (WWK, σ. 182-183)
στη λογική είναι “business” στη γραμματική χρειάζεται να λεχθούν» (ΒΤ, σ. 526). Είναι απαραγνώριστο ότι η έν νοια της γραμματικής περιέχει πολλά από το πρόγραμμα της Πραγματείας - παρά τις τόσες προσπάθειες αποστα σιοποίησης. Αυτή η έννοια σημαίνει, όποος το διατυπώνει ο Βιτγκενστάιν σε μεταγενέστερο χειρόγραφό του, «νέο στο οποίο είναι ακόμη κολλημένα τα τσόφλια του παλιού» (MS 129, σ. 181). Γράφει ο Βιτγκενστάιν: «Τι είναι πρό ταση, αυτό ορίζεται διά της γραμματικής. Δηλαδή εντός της γραμματικής. (Εκεί αποσκοπούσε και η “γενική μορ φή της πρότασης” για την οποία μιλούσα [πβ. LphA, 4.5, 6].)» (ΒΤ, σ. 77). Σε άλλο σημείο πάλι γράφει: «Λέγοντας ότι η πρόταση είναι εικόνα [LphA, 4.01, 4.021, 4.03], το νίζουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της γραμματικής της λέξης “πρόταση”» (ΒΤ, σ. 83). Συχνά ο Βιτγκενστάιν χρησιμοποιεί διατυπώσεις όπως «η γραμματική της λέξης “κόκκινο”» και παρόμοιες, και σε τέτοιου είδους συναρτήσεις «γραμματική» σημαί νει απλώς και μόνο τους κανόνες της χρήσης της εκάστο-
86
τε λέξης. Συχνά ωστόσο ο όρος «γραμματική» εννοεί κά τι σπουδαιότερο και παραπέμπει σε ολόκληρο το σύστη μα της γλώσσας ή στο δίκτυο κανόνων που διαπερνά όλη τη γλώσσα: «Η ουσία της γλώσσας όμως είναι η ουσία της εικόνας του κόσμου, και η φιλοσοφία, ως διαχειρίστρια της γραμματικής, μπορεί πράγματι να συλλάβει την ου σία του κόσμου, όχι όμως σε προτάσεις της γλώσσας, αλ λά σε κανόνες γι’ αυτή τη γλώσσα, οι οποίοι αποκλείουν ανόητες συνδέσεις προτάσεοτν» (MS 108, σ. 2). Ό ταν ο Βιτγκενστάιν υπογραμμίζει την αυτονομία της γραμματι κής, φαίνεται ότι έχει κατά νου κάτι από το είδος αυτής της σπουδαιότερης έννοιας. Αυτονομία Η ιδέα της αυτονομίας αναφέρεται σε τρία γνωρίσμα της γραμματικής τα της γραμματικής: Πρώτον, η γραμματική δεν δεσμεύε ται από καν έναν εξωτερικό της σκοπό* το πολύ να ισχυρι στούμε ότι ο σκοπός της είναι ο ίδιος με τον σκοπό της γλώσσας - και αυτό δεν θα προσέφερε καμία πληροφο ρία. Δεύτερον, η γραμματική δεν εξαρτάται ούτε αιτιωδώς ούτε κατά κανέναν άλλον τρόπο από την εξωγλωσσική πραγματικότητα* η γραμματική, όπως το διατυπώνει ο Βιτγκενστάιν, δεν «έχει να δώσει λόγο σε κανέναν» (ΒΤ, σ. 234* PhG, σ. 184). Τρίτον, οι κανόνες της γραμματικής είναι αυθαίρετοι ή συμβατικοί κατά μια ορισμένη έννοια, η οποία δεν ισχύει για κανόνες άλλου είδους. Για να διευκρινίσει αυτή την άποψη, ο Βιτγκενστάιν συγκρίνει τους κανόνες της γραμματικής με εκείνους της μαγειρικής, τους οποίους δεν μπορούμε κατά κανέναν τρόπο να αποκαλέσουμε αυθαίρετους, αφού το μαγείρε μα -αντίθετα από τη χρήση της γλώσσας- ορίζεται από τον σκοπό του: «Γί αυτόν τον λόγο η χρήση της γλώσσας είναι αυτόνομη με την έννοια σύμφωνα με την οποία δεν είναι αυτόνομα το μαγείρεμα και το πλύσιμο. Διότι, όποιος μαγειρεύοντας ακολουθεί άλλους κανόνες και όχι τους σωστούς, δεν μαγειρεύει καλά* όποιος όμως ακολουθεί διαφορετικούς κανόνες από εκείνους που ισχύουν στο σκάκι, παίζει ένα άλλο παιχνίδι, και όποιος ακολουθεί δια φορετικούς γραμματικούς κανόνες από ετούτον κι εκεί
87
νον, δεν λέει κάτι ψευδές, μιλάει για κάτι άλλο» (ΒΤ, σ. 237* PhG, σ. 184-185). Η αυτονομία της γραμματικής αποτυπώνεται και στη φιλοσοφία. Τη δική του φιλοσοφική εργασία ο Βιτγκενστάιν την αποκαλεί διερεύνηση της γραμματικής. Αυτή η διερεύνηση είναι θεμελιο5δης με το ίδιο νόημα με το οποίο «θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε θεμελιώδη τη γλώσσα - ας πούμε, το ίδιο της το θεμέλιο» (ΒΤ, σ. 412413). Τούτο σημαίνει ότι η γραμματική -και ο>ς εκ τούτου η φιλοσοφία- δεν στηρίζεται σε τίποτε έξω από τη δική της περιοχή: η ίδια είναι το θεμέλιό της. Η γραμματική διερεύνηση χρειάζεται τον φιλοσο φικό προσανατολισμό, προπάντων διότι η «δική μας» γραμματική -δηλαδή οι υπάρχουσες γραμματικές γνώ σεις- είναι ασύνοπτες (ΒΤ, σ. 417). Το «ευσύνοπτον» εί ναι θεμελιώδης μεθοδολογική έννοια του μέσου όσο και του όψιμου Βιτγκενστάιν. Αυτή η έννοια έχει τις ρίζες της σε ορισμένες σκέψεις του Σπένγκλερ, βασισμένες σε μορφολογικούς στοχασμούς του Γκαίτε. Μια ευσύνοπτη παρουσίαση είναι τακτοποιημένη κατά ορισμένο τρόπο. Κατασκευάζει, παραδείγματος χάριν, μια πιθανή ιστο ρία της γένεσης ενός φαινομένου, και με την κοινοποίη ση ενδιάμεσων μελών, τα οποία έχουν ευρεθεί και εφευ ρεθεί, καθιστά εμφανείς τις δομικές συναρτήσεις (ΒΤ, σ. 417* PhU, §122). Αυτή η μεθοδολογική πεποίθηση αποτελείτο θεμέλιο της κατοπινής παρατήρησης ότι στη φιλοσοφία μάς επι τρέπεται «ακόμη και να επινοούμε για τους σκοπούς μας φυσικοϊστορικά στοιχεία» (PhU II, σ. 578). Εκτός αυτού, εμπνέει τη μέθοδο του Βιτγκενστάιν να περιγράφει επι νοημένα γλωσσοπαίγνια, λ.χ. το γλωσσοπαίγνιο του οι κοδόμου (PhU, § 2) ή του «άψυχου» γένους στα μέλη του οποίου εμείς διδάσκουμε εκφράσεις για τα της ψυχής, παρότι δεν τους αποδίδουμε ψυχή (στις όψιμες χειρό γραφες παρατηρήσεις και στις παραδόσεις φιλοσοφίας της ψυχολογίας). Για να προσφέρει μια γενική θεώρηση των γραμματι
Ηφιλοσοφία κών σχέσεων, η φιλοσοφία ακολουθεί κατ’ ουσίαν περι ως περιγραφική γραφική μέθοδο, πράγμα που -όπως είπαμε- δεν σημαί διαδικασία νει ότι περιγράφει μόνο τα υπαρκτά. Το ότι προχωρεί πε ριγραφικά σημαίνει προπάντων δυο πράγματα: αφενός ότι δεν θέλει κατά κανέναν τρόπο να θίξει ή να μεταρ ρυθμίσει τη γλοχχκτ αφετέρου ότι δεν έχει να προσθέσει τίποτε στα πεδία της γνοοσης με τα οποία ασχολείται. Το φιλοσοφείν κατά τον Βιτγκενστάιν είναι «δουλειά πάνω στον ίδιο τον εαυτό μας». Το ζητούμενο δεν είναι να «υπερβοΰμε μια δυσκολία της νόησης» αλλά μια δυ σκολία «της βούλησης» (ΒΤ, σ. 407-408). Ωστόσο η φιλο σοφία δεν θέλει να μεταρρυθμίσει ή να θεμελιώσει ουτε τη γλώσσα ουτε την επιστήμη. Κΰρια αποστολή της είναι να διαφωτίσει για εκείνες τις «παγίδες της γλώσσας» οι οποίες μας κάνουν να λέμε φιλοσοφικές ανοησίες: «Η γλώσσα επιφυλάσσει τις ίδιες παγίδες σε όλους* το τερά στιο δίκτυο οδών της πλάνης. Κι έτσι λοιπόν βλέπουμε τον έναν μετά τον άλλον να ακολουθούν τον ίδιο δρόμο και ξέρουμε ήδη πού θα στρίψει τώρα, πού θα συνεχίσει ευθεία μπροστά χωρίς να προσέξει τη διακλάδωση κ.λπ. κ.λπ. Θα έπρεπε λοιπόν, παντού όπου διακλαδώνονται ψευδείς δρόμοι, να βάλω ταμπέλες που θα βοηθούν να ξεπεράσει κανείς τα επικίνδυνα σημεία» (ΒΤ, σ. 423). Η ύπαρξη ορισμένων λέξεων στις γλώσσες μας εξη γεί επίσης γιατί τους φιλοσόφους ανέκαθεν τους ανησυ χούσαν παρόμοια προβλήματα. Λέξεις όπως «είναι», «το ίδιο» ή «δυνατό» μας παρασύρουν να ερμηνεύσουμε τη γραμματική τους κατά το πρότυπο άλλων ρημάτων ή επι θέτων και ο:>ς εκ τούτου να πέφτουμε πάντοτε σε παρό μοιες παγίδες. Για να διορθωθεί αυτό, χρειάζεται η φι Φιλοσοφική λοσοφία να γίνει θεραπευτική, και ο Βιτγκενστάιν συ θεραπεία γκρίνει την αποστολή της με την αποστολή της ψυχανά λυσης. Η εικόνα της φιλοσοφίας που αντιστοιχεί σε αυτή τη στάση απέναντι της και η προσδοκώμενη προσφορά της είναι κάθε άλλο παρά ηρωικές: «Τα συμπεράσματα της φιλοσοφίας είναι η ανακάλυψη μιας απλής ανοησίας και καρούμπαλα που έβγαλε η νόηση χτυπώντας το κε
89
φάλι στα όρια της γλώσσας. Αυτά, τα καρούμπαλα, μας επιτρέπουν να διακρίνουμε την αξία εκείνων των ανακα λύψεων» (ΒΤ, σ. 425* PhU, § 119). Εκδόσεις: «Big Typescript», παρατίθεται στο Wittgenstein’s Nachlass. Text and Facsimile. The Bergen Electronic Edition, CDROM, Οξφόρδη 2000' «The Big Typescript», επιμ. Michael Nedo, Springer, Βιέννη 2000 (Ot σελίδες στο κείμενο αναφέρονται στο πρωτότυπο· στην έκδοση του Springer αυτή η σελιδαρίθμηση βρί σκεται στο περιθώριο κάθε σελίδας). Philosophische Grammatik, επιμ. Rush Rhees (= WW 4- πρώτη δημοσίευση: Blackwell, Οξφόρ δη 1969). Περαιτέρω βιβλιογραφία: Anthony Kenny, «From the Big Type script to the Philosophical Grammar», στο Acta Philosophica Fennica. Essays on Wittgenstein in Honour of G.H. von Wright,
Amsterdam 1976, σ. 41-53. Wolfgang Kienzler, Wittgensteins Wendezu seiner Spatphilosophie 1930-1932, Φραγκφοΰρτη 1997. Joachim Schulte, «Chor und Gesetz. Zur “morphologischen Methode” bei Goethe und Wittgenstein», στο Schulte, Chor und Gesetz. Wittgenstein im Kontext, Φραγκφοΰρτη 1990, σ. 11 -42.
To μπλε βιβλίο και Το καφέ βιβλίο Πολλές φορές ο Βιτγκενστάιν προσπάθησε να δώσει ευ σύνοπτη μορφή στις σκέψεις που είχε σημειώσει μεταξύ 1929 και 1932 σε χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες. To «Big Typescript», όπο)ς και η αναμόρφωση αυτού του δακτυλόγραφου, είναι μια προσπάθεια τέτοιου είδους. Μια άλλη προσπάθεια είναι Το μπλε βιβλίο, που το υπαγό Βλ. σ.43κ.ε. ρευσε στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους 1933/34 σε μια ομάδα φοιτητών και το οποίο στη συνέχεια αναπαράχθηκε σε λίγα αντίτυπα. Σε ορισμένα σημεία ξεπερνά τα όρια των προηγούμενων χειρογράφων και, χάρη στη ρέουσα παρουσίαση σε ύφος προφορικού λόγου, μπορεί να χρησιμεύσει ως κατάλληλη εισαγωγή στη σκέψη του Βιτγκενστάιν εκείνης της περιόδου. Το καφέ βιβλίο (Μια φιλοσοφική θεώρηση) αντίθετα, το οποίο ο Βιτγκενστάιν υπαγόρευσε στα 1934/35 και το μετέφρασε κατά το μεγα λύτερο μέρος ο ίδιος το φθινόπωρο του 1936 και το ανα-
90
μόρφωσε υπό τον τίτλο «Φιλοσοφικές έρευνες» είναι από την άποψη του περιεχομένου και της μορφής ένα πείραμα, το οποίο ο συγγραφέας θεώρησε αποτυχημένο και το εγκατέλειψε. Το μπλε βιβλίο πραγματεύεται ποικίλα θέματα. Στα περιεχόμενά του περιλαμβάνεται η έννοια της γλωσσι κής σημασίας, επεξηγήσεις και υποδείξεις, η εκδήλωση αισθημάτων, η ιδιωτικότητα της βίωσης και φιλοσοφικά αινίγματα γλωσσικής προέλευσης. Έ ναν ορισμένο ρόλο παίζει η έννοια της οικογενειακής ομοιότητας, γνο^στή από τις Φιλοσοφικές έρευνες, και θίγονται ορισμένα ζη τήματα της τήρησης κανόνων. Συζητείται η έκφραση Κριτήρια «κριτήριο», που είχε χρησιμοποιηθεί ήδη την εποχή του και συμπτώματα «Big Typescript» κατ’ αντιπαράθεση με τη λέξη «συ μπτώματα»* τα κριτήρια συναρτώνται με τον ορισμό ή άλλον προσδιορισμό της σημασίας μιας έννοιας, ενώ τα συμπτώματα είναι επακόλουθα φαινόμενα του πράγμα τος το οποίο χαρακτηρίζει η εκάστοτε έννοια. Η ύπαρξη, παραδείγματος χάρη, ενός ορισμένου βακίλου είναι γνώρισμα του ορισμού και ως εκ τούτου κριτήριο της μό λυνσης, ενώ η φλεγμονή του λαιμού δεν είναι παρά σύ μπτωμα. (Β1Β, σ. 48* πρβλ. PhU, § 354).
91
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εφαρμογή της έννοιας του κριτηρίου σε συνάρτηση με την ταυτότητα των πραγ μάτων: τι δεχόμαστε ως κριτήριο είναι συχνά αποφασι στικό για την εκάστοτε έννοια και ως εκ τούτου για την εννόηση του πράγματος. Έ να απλό παράδειγμα είναι η ταυτότητα των ποταμών και των παραποτάμων εδώ, γρά φει ο Βιτγκενστάιν (PhG, σ. 203), υπάρχει ένας κανόνας σύμφωνα με τον οποίο για τον νέο ποταμό που προκύπτει χρησιμοποιείται το όνομα εκείνου στην κατεύθυνση του οποίου συνεχίζει να ρέει το νερό μετά τη σύγκλιση, ενιό ο άλλος λέγεται παραπόταμος. Κανόνες αυτού του είδους είναι φυσικά ολωσδιόλου συμβατικοί και δεν φτάνουν στα βάθη του σκελετού των εννοιών μας. Διαφορετικά είναι τα πράγματα με την έννοια «πρό σωπο», που συναρτάται με εξαιρετικά περίπλοκο τρόπο με αναρίθμητα ψυχολογικά, ηθικά και δικαιικά ζητήμα τα. Δεν υπάρχουν λογικά ούτε φυσικά αίτια που θα μας ανάγκαζαν να θεωρήσουμε τον δρ. Τζέκιλ και τον κ. Χάιντ δύο πρόσωπα ή ένα πρόσωπο με αποκλίνοντες τρόπους συμπεριφοράς, αλλά, αν στοχαστούμε πάνω σε αυτό το παράδειγμα και σε άλλα ακόμα πιο εξωτικά, αυ τό θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε καθαρή εικόνα για τα πράγματι χρησιμοποιούμενα κριτήρια ταυτότητας και το ειδικό τους βάρος. Η σταθερότητα των αναμνήσεων και η συνέχεια του σώματος στον χιορο και τον χρόνο παίζουν οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο, αλλά η στάθμιση ειδικών περιπτώσεων ή φανταστικών παραδειγμάτων δείχνει αμέσως ότι κανένα από αυτά τα κριτήρια δεν μπορεί να αξιώσει ισχύ άνευ εξαιρέσεων και να προσ διορίσει εξολοκλήρου τη σημασία της λέξης «πρόσωπο» (Β1Β, σ. 98 κ.ε.). Η έννοια του γλωσσοπαιγνίου, η οποία χρησιμοποιή- Γλωσσοπαίγνια θηκε σε προηγούμενες εργασίες, θεματοποιείται και συζητείται οτοΜπλεβιβλίο: γλωσσοπαίγνια είναι κατ’ αυτή τη συζήτηση απλούστερες εφαρμογές από τις πραγματι κές χρήσεις της καθομιλουμένης. Με τέτοιες πρωτόγο νες χρήσεις των σημείων αρχίζει το παιδί να μαθαίνει τη
92
μητρική του γλώσσα. Η παρατήρηση τέτοιοον παιγνίων μπορεί να μας βοηθήσει να αποφύγουμε ασάφειες και απαρατήρητες επιπλοκές: «Βλέπουμε δραστηριότητες και αντιδράσεις οι οποίες είναι καθαρές και διαφανείς. Αναγνωρίζουμε επίσης σε αυτά τα απλά δρώμενα γλωσ σικές φόρμες οι οποίες δεν χωρίζονται με καθαρή τομή από τις δικές μας περίπλοκες γλωσσικές φόρμες* κάθε άλλο. Βλέπουμε ότι μπορούμε από τις πρωτόγονες γλωσ σικές φόρμες να συνθέσουμε τις περίπλοκες προσθέτο ντας σταδιακά νέες φόρμες» (Β1Β, σ. 37). Η σκέψη την οποία υπαινίσσεται η τελευταία πρόταση του παραθέμα τος μοιάζει να στηρίζει ολόκληρη τη σύλληψη του Καφέ βιβλίου, διότι κατ’ ουσίαν αυτό είναι αριθμημένα γλωσσοπαίγνια με επεξηγήσεις που εύκολα δημιουργούν την εντύπωση ότι εδώ ανοικοδομείται ολόκληρη η γλώσσα με σταδιακή προσαρμογή νέων στοιχείων. Η εντύπωση είναι απατηλή, και σε ένα σημείο του Καφέ βιβλίου ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν εξηγεί για ποιον λό γο αυτή η μέθοδος οδηγεί σε αδιέξοδο: «Δεν θεωρούμε όμως τα γλωσσοπαίγνια θραύσματα ενός όλου ατης γλώσ σας”, αλλά κλειστά συστήματα συνεννόησης, απλές, πρω τόγονες γλώσσες. Για να μην χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο αυτόν τον τρόπο θεώρησης, είναι συχνά χρήσιμο να φανταζόμαστε ένα πρωτόγονο γένος ανθρώπων που όλη κι όλη η γλώσσα του εξαντλείται σε αυτό το γλωσσοπαίγνιο» (BrB, σ. 121). Αυτή η εξαιρετικά σημαντική διάγνωση, ότι δηλαδή τα γλωσσοπαίγνια δεν αποτελούν θραύσματα μιας σύνολης γλώσσας, συνεπάγεται πως η ανοικοδόμηση της γλώσσας i
tL· L t t it
-N
/-■
X-ti.
d U iXX-t
- ’#£_#· ζ ”'
Α
Z*r
/ ’ 1U<J -4^-i ^ J y l S -ΐΛ C < ^ r u .
//B
C^v
93
επί τη βάσει όλο και πιο συνθέτων γλοοσσοπαιγνίων απο κλείεται* τα γλωσσοπαίγνια δεν είναι δομικά στοιχεία, εί ναι «αντικείμενα σύγκρισης, τα οποία τα χρησιμοποιούμε ώστε με την ομοιότητα ή την άνομοιότητά τους να φωτί σουν τις συνθήκες της γλώσσας μας» (PhU, § 130). Εκδόσεις: Blaues Buch (Blue Book) - Braunes Buch (Brown Book, τίτλος: Eine philosophische Betrachtung), μτφ. Petra v. Morstein, επιμ. Rush Rhees (= WW 5‘ πρώτη δημοσίευση: Blue and Brown Books, Blackwell, Οξφόρδη 1958). Περαιτέρω βιβλιογραφία: Gordon P. Baker, Wittgenstein, Frege and the Vienna Circle, Οξφόρδη 1988. Morris Lazerowitz/Alice Ambrose, Essays in the Unknown Wittgenstein, Νέα Υόρκη 1984. Υερμ.
Φιλοσοφικές έρευνες Μπορούμε ίσως να πούμε ότι ο Βιτγκενστάιν άρχισε να γράφει τις Φιλοσοφικές έρευνες από την επιστροφή του στο Καίμπριτζ το 1929. Με μια πιο στενή έννοια, η δου λειά (με διακοπές) για το βιβλίο διήρκεσε περίπου δέκα χρόνια: από το φθινόπωρο του 1936 έως το 1946 περί που, όταν ο Βιτγκενστάιν υπαγόρευσε την τελευταία εκ δοχή. Το αποκαλούμενο «Β" μέρος» βασίζεται σε ένα χειρόγραφο που συναρμολογήθηκε το 1949 και ως προς το περιεχόμενο δεν ανήκει τόσο στις Φιλοσοφικές έρευ νες όσο στις κατοπινές Παρατηρήσεις για τη φιλοσοφία
της ψυχολογίας. Ο πρόλογος είναι ένα από τα περισσότερο και ενδελεχέστερα επεξεργασμένα κείμενα στο έργο του Βιτγκενστάιν. Εκεί αναφέρονται πολλές από τις έννοιες που θεματοποιούνται στο βιβλίο: σημασία, κατανόηση, πρό ταση, λογική, θεμέλια των μαθηματικών και καταστάσεις της συνείδησης. Η τυπική λογική και τα θεμέλια των μα θηματικών σχεδόν δεν απαντούν στις Φιλοσοφικές έρευ νες, κι έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Βιτγτκενστάιν, όταν έγραφε τον πρόλογο (τον Ιανουάριο του 1945), σχεδίαζε να συμπεριλάβει στις Φιλοσοφικές έρευνες ένα μέ ρος των κειμένων που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό
Βλ. σ. 46
94
του με τον τίτλο Παρατηρήσεις για τα θεμέλια των μαθη ματικών ή παρόμοιο υλικό. Ίσως μάλιστα σκεφτόταν έναν δε ίκτερο τόμο στον οποίο θα ασχολούνταν με φιλο σοφικά προβλήματα της Λογικής και τοον μαθηματικών. Στον πρόλογο ο Βιτγκενστάιν γράφει ότι έμεινε ανι κανοποίητος από το αποτέλεσμα της εργασίας του: θα ήθελε να έχει «παραγάγει ένα καλό βιβλίο», αλλά δεν το κατάφερε. Δεν μπόρεσε να γράψει τίποτε καλύτερο από φιλοσοφικές παρατηρήσεις. Αυτό πάλι συναρτάται, γρά φει, με τη φύση της ίδιας της διερεύνησης, η οποία μας αναγκάζει «να διατρέξουμε ένα ευρύ πεδίο σκέψεων από ’δα) κι από ’κει προς όλες τις κατευθύνσεις». «Οι φι Σκίτσα λοσοφικές παρατηρήσεις αυτού του βιβλίου είναι κάτι φιλοσοφικών σαν πλήθος από σκίτσα τοπίοτν που γεννήθηκαν σε αυτά τοπίων τα μακρά και περίπλοκα ταξίδια». Ο αναγνοοστης δεν θα έπρεπε να παραβλέψειτις υπο δείξεις του προλόγου, όπως και το μότο του βιβλίου που προέρχεται από τον Νέστροϋ: «Γενικά η πρόοδος έχει το ιδίωμα να φαίνεται πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο πράγματι είναι». Πιθανότατα ο Βιτγκενστάιν είχε κατά νου και τις δύο εύλογες ερμηνείες του μότο: αφενός είναι κριτική μιας εποχής η οποία -και στο πεδίο του πνεύματος- εκ θειάζει προόδους που, αν τις εξετάσει κανείς καλύτερα, δεν είναι και τόσο μεγάλες. Αφετέρου διαπιστώνει ότι, παρά τις όποιες απαραγνώριστες διαφορές μεταξύ της Λογικο-φιλοσοφικής πραγματείας και των Φιλοσοφικών ερευνών, δεν υπάρχει πρόοδος για την οποία ο συγγρα φέας θα είχε λόγο να επαίρεται. Μπορεί αυτό να διαβά ζεται σαν έκφραση μετριοφροσύνης* πιο εύστοχη είναι πιθανόν η ερμηνεία ότι ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν είχε την αίσθηση πως δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από τις απαρ χές της φιλοσοφίας του. Από την υπόδειξη του ίδιου του Βιτγκενστάιν ότι οι Φιλοσοφικές έρευνες πρέπει να διαβαστούν σαν ένα εί δος ταξιδιακικής έκθεσης προκύπτει μια γόνιμη οπτική γωνία, διότι συχνά οι παρατηρήσεις -ω ς επί το πλείστον δεξιοτεχνικά συναρμολογημένες- μπορούν να συγκε-
95
ντροοθούν σε υποκεφάλαια ή «κεφάλαια» και να κατα χωριστούν σε έναν ορισμένο σταθμό, λ.χ. «Στην επικρά τεια των γλωσσοπαιγνίων», «Επίσκεψη στους λογικούς ατομιστές», «Σε αναγνώστες και μηχανές ανάγνίοσης», «Τελείως ιδιωτικά στον δημόσιο χώρο» κ.λπ. Ορισμένες φορές όμως τα ταξιδιωτικά σκίτσα στο άλμπουμ του Βιτγκενστάιν είναι ανακατεμένα, όπως στην § 1, όπου η δια δρομή οδηγεί από τη Βόρεια Αφρική στη σκηνή του θεά τρου του παραλόγου, από τον τέταρτο αιώνα στο παρόν: το υποκεφάλαιο αρχίζει με ένα παράθεμα από τις Εξο μολογήσεις του Αυγουστίνου και τελειο3νει με μια παρά δοξη σκηνή γλωσσοπαιγνίου στην οποία στέλνουν κά ποιον να ψωνίσει, και αυτός, με μια άκροος περίπλοκη μέθοδο, προμηθεύεται πέντε κόκκινα μήλα. Στο εν λόγω χωρίο ο Αυγουστίνος περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο πιστεύει ότι έμαθε τα αρχικά θεμέλια της γλώσσας. Ο Βιτγκενστάιν χρησιμοποιεί την περιγρα φή για να παρουσιάσει μια ιδέα την οποία έχει εξαγάγει από αυτήν: «Κάθε λέξη έχει μια σημασία. Αυτή η σημα σία έχει συναρτηθεί στη λέξη. Είναι το αντικείμενο το οποίο εκπροσωπεί η λέξη». Αυτή η αντίληψη χρησιμεύει ως υπόβαθρο για όσα ακολουθούν, και δίνει στον Βιτγκενστάιν τη δυνατότητα να αναπτύξει μια σειρά σκέψε ων (όσπου να συνδέσει, στην § 32, την αρχή του βιβλίου με την ακόλουθη κριτική ερμηνεία: ο Αυγουστίνος, λέει, περιγράφει «την εκμάθηση της ανθροόπινης γλώσσας σαν [...] το παιδί να μπορούσε ήδη να σκέφτεται, αλλά όχι ακόμη να μιλάει. Και “σκέφτομαι” θα σήμαινε εδώ κάτι σαν: μιλώ στον εαυτό μου». Με απλά γλωσσικά παραδείγματα ο Βιτγκενστάιν παρουσιάζει ποια γεγονότα θα μπορούσαν να αντιστοι χούν στη εικόνα του Αυγουστίνου και κατά πόσον η εικό να είναι ανεπαρκής. Παραδείγματα με εργαλειοθήκες Εργαλειοθήκες και με τις διαφορετικές λειτουργίες ομοιόμορφοον μο και μηχανές χλών στη θέση του οδηγού ενός τρένου υποδεικνύουν, τρένων αντιπαρατιθέμενα, ότι η σύλληψη της γλώσσας που προ σανατολίζεται μόνο ή κυρίως στην έννοια του χαρακτη-
96
ριαμοΰ είναι ανεπαρκής. Είναι αναντίστοιχη με τη σύν θετη χρήση της γλώσσας, διότι η γλώσσα αρχίζει να λει τουργεί μόνο όταν στο γλωσσοπαίγνιο εκτελοΰνται ορι σμένες αποτελεσματικές κινήσεις, δηλαδή όταν ομιλητής και ακροατής σε ορισμένη συνάφεια και με περιγράψιμα γλωσσικά μέσα προκαλοΰν αντιδράσεις και αντιδρούν οι ίδιοι με τη σειρά τους. Το ερώτημα για τη σημασία γλωσσικών εκφράσεων συνδέεται ποικιλοτρόπως με τη δυνατότητα να διδάξου με και να διδαχτούμε τη χρήση αυτών των εκφράσεων. Κατά την εκμάθηση της γλώσσας οι καταδεικτικές επε ξηγήσεις παίζουν ιδιαίτερο ρόλο, οι οποίες αποσκοποΰν να εξηγήσουν τη σημασία της έκφρασης δείχνοντας ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση και προφέροντας ταυτό χρονα τη λέξη. Κατά τη χρήση όμως αυτοΰ του είδους των επεξηγήσεων ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της παρεξή γησης. Ό ταν είναι σαφές ποια είναι η «θέση» μιας λέξης -α ν δηλαδή πρόκειται για όνομα χρώματος ή για αριθμη τικό- έχουμε εξασφαλιστεί απέναντι σε πολλές παρεξη γήσεις, αλλά όχι απέναντι σε όλες. «Πρέπει να ξέρουμε (ή να κατέχουμε) κάτι για να μπορούμε να ρωτήσουμε για την ονομασία. [...] Το ερώτημα για την ονομασία έχει νόημα μόνο εφόσον ξέρουμε τι να την κάνουμε» (§§ 30, 31). Με άλλα λόγια: μόνο όσοι γνωρίζουν τουλάχιστον τα βασικά χαρακτηριστικά ενός γλωσσοπαιγνίου μπορούν
97
να ξέρουν ποια είναι η «θέση» μιας λέξης, και ως εκ τού του να αξιοποιήσουν καταδεικτικές επεξηγήσεις. Το απόφθεγμα «Η σημασία μιας λέξης είναι η χρήση της», που συνδέεται συχνά με την ότριμη φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν, δεν απαντά με την απόλυτη μορφή του στις Φιλοσοφικές έρευνες. Ωστόσο υπάρχουν πολλά στοιχεία για την ορθότητα αυτής της σύνδεσης. Χρειάζεται όμως να μην λησμονούμε ότι πρόκειται για απόφθεγμα , δηλα δή ούτε περιγράφει τις αρχικές βάσεις μιας θεο)ρίας της σημασίας ούτε επιτρέπει τον αληθινά ακριβή προσδιορι σμό του περιεχομένου του. Από αρνητική σκοπιά, χρησι μεύει για την κριτική θεωριοίν οι οποίες, λόγου χάριν, επιδιώκουν να ανοικοδομήσουν μια σημασιολογία βασι ζόμενη απλώς και μόνο στη λειτουργία του χαρακτηρι σμού των γλοοσσικών εκφράσεων κατά το πρότυπο της ει κόνας του Αυγουστίνου. Από θετική σκοπιά, υπαινίσσε ται ότι ζητήματα της γλωσσικής σημασίας μπορούμε να τα προσεγγίσουμε με τη βοήθεια της περιγραφής γλωσσοπαιγνίιον - δηλαδή πραγματικών ή επινοημένων περιπτώσεων χρήσης των λέξεων. Έ να ς από τους πιο δημοφιλείς σταθμούς των Ερευ νών φέρει τον τίτλο «Στον συγγραφέα της Λογικο-φιλοσοφικής πραγματείας» (πρβλ. π.χ. §§ 23,46, 97,114). Δεν θα έπρεπε όμως να πάρουμε κατά λέξη την κριτική που ασκείται στο πρώιμο έργο, διότι -αν και είναι βέβαιο ότι πολλές παρατηρήσεις τις έχει εμπνευστεί από την Πραγ ματεία- στις Έρευνες τον Βιτγκενστάιν τον απασχολούν συνήθως πολύ γενικότερες και συχνά πιο πρωτόγονες σκέψεις από εκείνες τις οποίες η δίκαιη ερμηνεία θα απέδιδε στον συγγραφέα της Πραγματείας. Αυτό ισχύει τόσο για το σύμπλεγμα των §§ 89-108 («Κατά πόσον η λογική είναι κάτι το ιδανικό;»), που συ χνά καταχωρίζεται στο κεφάλαιο «Φιλοσοφία», όσο και για την αντιπαράθεση με τον λογικό ατομισμό. Εδώ το ζητούμενο είναι πρωτοστοιχεία ως αντικείμενα τα οποία αντιστοιχούν σε «πραγματικά» ονόματα (§ 46) καθώς και η σύλληψη της ανάλυσης που παρουσιάζεται στις §§
Η γλωσσική σημασία ως χρήση
Βλ. σ. 69-70
98
60-64. Η § 46 αρχίζει με ένα παράθεμα από τον Πλάταινα και καταλήγει με τον ισχυρισμό ότι τα πρωτοστοιχεία που σημειιονονται εκεί είναι του ίδιου είδους με τα αντί στοιχα απλά αντικείμενα του Ράσελ και της Πραγματεί ας. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις δείχνουν πο5ς η ιδέα του απλού αντικείμενου μπορεί να συζητηθεί εκτενούς με την περιγραφή ενός γλα)σσοπαιγνίου με συναρμολογημενα χρωματιστά τετράγωνα. Η τάση αυτών των εξηγήσεοτν είναι απολΰτως κριτι κή, ωστόσο ο Βιτγκενστάιν χρησιμοποιεί την προσφερόμενη συνάφεια για να αναπτύξει ορισμένους από τους νέους συλλογισμούς του, π.χ. την ανάλυση του ρόλου Υποδείγματα και υποδειγμάτων και παραδειγμάτων που λειτουργούν οος παραδείγματα συνήθη μέσα παρουσίασης -λ.χ. τα δείγματα χρωμάτοονστη διδασκαλία και την εξήγηση γλωσσικών εκφράσεατν, ή την πολυσυζητημένη παρατήρηση για το πρότυπο μέ τρο: «Υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο δεν μπορούμε να πούμε ούτε ότι έχει μήκος 1 μέτρο ούτε ότι δεν έχει μήκος 1 μέτρο, και αυτό δεν είναι άλλο από το πρότυπο μέτρο στο Παρίσι. - Με αυτή την παρατήρηση δεν του προσδώσαμε φυσικά καμιά παράξενη ιδιότητα, παρά μονάχα σημειώσαμε τον ιδιόμορφο ρόλο του στο παιχνίδι της μέ τρησης του μήκους» (§ 50). Πολλοί φιλόσοφοι που θέλουν να ορίσουν την ουσία ενός πράγματος, αίφνης της γλοόσσας, αναζητούν μια ιδιότητα κοινή σε όλα τα συναφή φαινόμενα. Ο Βιτγκενστάιν θεωρεί αυτού του είδους την αναζήτηση στην περίπτασση της γλαόσσας μάταιη. Εδώ, λέει, υπάρχουν μεν πλήθος συγγένειες μεταξύ των γλωσσοπαιγνίων, όχι όμως γενική κοινότητα. Αυτή την κατάσταση των πραγ μάτων την εξηγεί με το παράδειγμα της έννοιας «παιχνί δι». Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τα διάφορα παιχνί δια -«επιτραπέζια, χαρτοπαίγνια, παιχνίδια με μπάλες, αγωνιστικά παιχνίδια κ.λπ.»- «δεν θα δούμε βέβαια κάτι κοινό σε όλα», αλλά «ομοιότητες, συγγένειες, [...] και μάλιστα ολόκληρο πλήθος» (§ 66). Αυτές τις συγγένειες ο Βιτγκενστάιν τις ονομάζει οι-
99
κογενειακές ομοιότητες, «διότι κατά τον ίδιο τρόπο διασταυρώνονται και αναμειγνύονται οι διάφορες ομοιότη τες μεταξύ τοον μελοόν μιας οικογένειας: ανάστημα, χα Οικογενειακές ρακτηριστικά του προσώπου, χρώμα των ματιατν, βηματι ομοιότητες σμός, ιδιοσυγκρασία κ.λπ. κ.λπ. - Και 0α πω: τα “παίγνια” σχηματίζουν μια οικογένεια». Μια τέτοια έννοια, ριζωμε'νη σε οικογενειακές ομοιότητες μπορεί, όπως δείχνει ο Βιτγκενστάιν με τη βοήθεια μιας μεταφοράς, να είναι εκπληκτικά ανθεκτική. Είναι μια κατάσταση πα ρόμοια με την κλώση ενός νήματος όταν στρίβουμε μαζί διάφορες ίνες, διότι «η ισχύς του νήματος δεν οφείλεται στο ότι κάποια ίνα το διατρέχει κατά μήκος, αλλά στο ότι πολλές ίνες διαπλέκονται» (§ 67). Η αναφορά σε οικογενειακές ομοιότητες μας θυμίζει ότι δεν είναι ίδια όλα όσα ονομάζονται «γλώσσα» ή όσα συγκαταλέγονται στα φαινόμενα της γλοασσας (§ 108). Γλωσσικά φαινόμενα -γλωσσοπαίγνια, γραμματικά διακριτά συμπλέγματα σημείων, προφορικές ή γραπτές εκ φράσεις- μπορούν να είναι διαφορετικά και παρά ταύτα να συγκαταλέγονται βάσιμα στην ίδια ομάδα. Περί γλο5σσας ομιλούμε μόνο όπου υπάρχουν κανονικότητες της συμπεριφοράς και της χρήσης εκφράσεων. Κανονικότη τες αυτού του είδους μπορούμε να τις αναδείξουμε και να τις παραστήσουμε με την επανάληψη δικών μας εκ φράσεων. Η εξήγηση και το μάθημα με παραδείγματα είναι αναντικατάστατα. Η δυνατότητα παρεξηγήσεων δεν είναι αποδεκτή έν σταση: ο παραδειγματισμός δεν είναι «έμμεσος τρόπος εξήγησης ελλείψει καλύτερου. Διότι κάθε γενική εξήγη ση μπορεί επίσης να παρερμηνευτεί. Έτσι [όπίος στο πα ράδειγμα] παίζεται, βλέπεις, αυτό το παιχνίδι» (§ 71, πρβλ. § 28 Ζ). Η κανονικότητα στη (γλωσσική) συμπερι φορά είναι μία από τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη και το ερμηνεύσιμο της γλώσσας (πρβλ. § 207-208), και γλώσσα υπάρχει μόνο όταν οι ομιλητές της -ο ι συμμέτο χοι σε γλωσσοπαίγνια-τηρούν κανόνες. Αυτό με τη σει Ητήρηση κανόνων ρά του δεν σημαίνει ότι οι ομιλητές έχουν μάθει διεξοδι
100
κά κάποιους κανόνες ή ότι μπορούν να τους αναφέρουν εάν ερωτηθούν ούτε ότι η γλώσσα και η χρήση της καθο ρίζονται από κάθε άποψη από κανόνες: «[...] δεν υπάρ χει άλλωστε κανόνας για το πόσο ψηλά ή πόσο δυνατά επιτρέπεται να ρίξουμε την μπάλα στο τένις, αλλά το τέ νις είναι κι αυτό παιχνίδι και έχει κανόνες» (§ 68). Κατά πόσον όμως ο κανόνας ορίζει την τήρησή του, παραδείγματος χάριν την (ορθή) χρήση της γλώσσας; Αυτό το ερώτημα το πραγματεύεται ο Βιτγκενστάιν αρχι κά με το παράδειγμα ενός μαθητή, ο οποίος ακολουθεί το παράγγελμα «+2!» μέχρι το 1000 ακριβώς όπως και εμείς, μετά όμως συνεχίζει τη σειρά ως εξής: «1004,1008, 1.012 ...» και, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, παραμένει αμετάπειστος ότι συνεχίζει ό,τι έκανε εξαρχής και ακρι βούς αυτό που του είχαν παραγγείλει. (§ 185). Αυτό και άλλα παρόμοια παραδείγματα τα χρησιμο ποιεί ο Βιτγκενστάιν για να περιγράψει διάφορες φιλο σοφικές αντιδράσεις στην προβληματική που αυτά ανοί γουν και να τις αποκαλύψει ως ανεπαρκείς: ούτε η διαί σθηση ούτε το «έχω κατά νου» ή η επιδίοοξη μας βγάζουν από την αμηχανία. Δεν υπάρχει «υπερ-σταθερός δε σμός» (§ 197) μεταξύ της πράξης της επιδίωξης και του επιδιώκομε νου, μεταξύ του να «έχεις κατά νου» το βήμα που προσήκει στον κανόνα και της εκτέλεσής του. Τότε ο συνομιλητής του Βιτγκενστάιν -ο «αντίπαλός» του ή το alter ego του, αυτός που ο συγγραφέας τον έχει βάλει να πει πολλές από τις απόψεις που κατόπιν κατέρρευσαν, αποδυναμώθηκαν και ενίοτε έγιναν αντικείμενο χλεύης- έχει την εξής ιδέα: Μπροστά σε όλες αυτές τις αποτυχημένες προσπάθειες να θεμελιωθεί η βεβαιότητα της τήρησης των κανόνων, πρέπει κατ’ ανάγκην να αρκεστούμε στη διαπίστωση ότι οποιαδήποτε πράξη μπορεί να εναρμονιστεί με τον κανόνα. Διότι πάντοτε μπορούμε να βρούμε μια ερμηνεία του κανόνα σύμφωνα με την οποία η πράξη συνάδει με τον κανόνα. Οι ερμηνείες όμως δεν βοηθούν, δεν θεμελιώνουν τί ποτε, δεν μπορούν να παρακάμψουν το δεδομένο της τή-
101
«Στις Φ ιλοσοφικές έρ ευ νες του Βιτγκενστάιν δεν μπόρεσα να βρω τίποτε ενδιαφέρον, και δεν καταλαβαίνω πώς μια ολόκληρη σχολή της σκέψης βρίσκει σοφία στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Από ψυχολογικής απόψεως είναι παρά ξενο. Ο πρώιμος Βιτγκενοτάιν, τον οποίο γνώριζα από πο λύ κοντά, ήταν πάντοτε αφοσιωμένος με πάθος στην έντο νη σκέψη και είχε βαθιά συνείδηση των δύσκολων προβλη μάτων, τη σπουδαιότητα των οποίων αισθανόμουν κι εγώ όσο κι εκείνος. Εκτός αυτού διέθετε αληθινό φιλοσοφικό δαιμόνιο (τουλάχιστον αυτή την εντύπωση είχα εγώ). Ο όψι μος Βιτγκενστάιν, αντίθετα, δείχνει σαν να τον έχει κουρά σει η σοβαρή σκέψη και να έχει επινοήσει μια θεωρία η οποία καθιστά, ίσως, τη σοβαρή σκέψη περιττή. Θεωρώ απολύτως αδύνατο να είναι αληθής αυτή η θεωρία με τη συνεπαγόμενη οκνηρία της σκέψης. Ξέρω βέβαια πολύ κα λά ότι έχω ισχυρή προκατάληψη εναντίον της, διότι, εάν εί ναι αληθής, τότε η φιλοσοφία είναι στην καλύτερη περίπτω ση ασήμαντο βοήθημα των λεξικογράφων και στη χειρότε ρη ένα περιττό παιχνίδι για να διασκεδάζουν οι συντροφιές του τσαγιού.» (Bertrand Russel, My Philosophical Develop ment, σ.216-217)
ρησηςτων κανόνων. Διότι «κάθε ερμηνεία βρίσκεται, μα «Τι βρίσκεται ζί με το ερμηνευόμενο, στον αέρα* δεν μπορεί να γίνει στον αέρα» έρεισμά του. Η ερμηνείες από μόνες τους δεν καθορίζουν τη σημασία» (§ 198). Το «παράδοξο» της τήρησης των κα νόνων -η συμβατότητα κάθε είδους πράξης με τον κανό να όπως και με το αντίθετό του, που επιτυγχάνεται με κα τάλληλες ερμηνείες- βασίζεται σε «παρανόηση» (§ 201), δηλαδή στην ελλιπή γνώση τοον όψεων της τήρησης των κανόνων που συνδέονται με την πράξη και την κοινότητα. Δεν υπάρχει κανόνας δίχως πράξη* δεν υπάρχει πρά ξη δίχως κοινωνική συνάφεια: «Δεν είναι δυνατόν να έχει τηρήσει μόνο μία φορά και μόνο ένας άνθρ<χ>πος έναν κανόνα. Δεν μπορεί μόνο μία φορά να έχει κοινο ποιήσει κάτι, να έχει δώσει ένα πρόσταγμα ή να έχει γί νει κατανοητός κ.λπ. κ.λπ. - Η τήρηση κανόνων, οι κοινο ποιήσεις, οι παρτίδες του σκακιοΰ είναι συνήθειες (έθι
102
Το ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο
μα, θεσμοί). - Ν α κατανοούμε μια πρόταση σημαίνει να κατανοούμε μια γλώσσα. Να κατανοούμε μια γλοόσσα σημαίνει να κατέχουμε μια τεχνική» (§ 199). Αυτές οι σκέψεις δεν είναι βέβαια ανακεφαλαίωση κάποιας «υπερβατολογικής επαγοογήςτης κοινότητας της γλώσσας» ούτε τίποτε παρόμοιο, δείχνουν όμως έναν βα τό δρόμο για την αποφυγή «παραδόξων» σαν αυτά που αναφέραμε. Η ύπαρξη πράξης και το γεγονός ότι οι ενέργειές μας στο πλαίσιο αυτής της πράξης προϋποθέτουν ότι κατέχουμε μια τεχνική σημαίνουν επίσης ότι υπάρ χουν ανεξάρτητοι θεσμοί ελέγχου (προσοχή: «ανεξάρτη τοι» δεν σημαίνει ούτε «αλάθητοι» ούτε «που δίνουν πά ντοτε μονοσήμαντες κρίσεις»). «Γι?αυτόν τον λόγο αη τή ρηση του κανόνα” είναι πράξη. Και η πεποίθηση ότι τηροα τον κανόνα δεν σημαίνει: τηρώ τον κανόνα. Και γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να τηρήσουμε τον κανόνα “κατ’ ιδίαν”, διότι τότε η πεποίθηση ότι τηρούμε τον κανόνα θα ήταν το ίδιο με την τήρηση του κανόνα» (§ 202). Η έννοια του ιδιωτικού που χρησιμοποιείται σε αυτό το παράθεμα χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των στοχασμο5ν του Βιτγκενστάιν για ζητήματα της φιλοσοφίας του πνεύματος. Δίνει σε αυτές τις σκέψεις νέα τροπή έναντι της παραδοσιακής ανάλυσης προβλημάτων τέτοιου εί δους, διότι οι διάφορες αποχρώσεις της σημασίας της λέ ξης «ιδιωτικό» (όπως στα «ιδιωτική ιδιοκτησία», «ιδιωτι κή σφαίρα», «ιδιωτικές μελέτες» κ.λπ.) παραπέμπουν σε πλευρές και αντιθέσεις διαφορετικές από το παραδοσια κό ζεύγος της αντίθεσης έσω/έξω. Προπάντων, το ιδιωτι κό προϋποθέτει πάντοτε δημοσιότητα, από την οποία το ιδιωτικό θα αποχωριστεί, θα την στερηθεί ή θα καταστεί γι’ αυτήν απροσπέλαστο. Σε αυτή τη συνάρτηση ο Βιτγκενστάιν θέτει το ερώτη μα αν μπορούμε να διανοηθούμε μια ιδιωτική γλώσσα, δηλαδή μια γλώσσα οι λέξεις της οποίας αναφέρονται κα τά τέτοιον τρόπο στα «άμεσα, ιδιωτικά αισθήματα» ενός προσώπου ώστε να είναι ακατανόητες για άλλους (§ 243). Αυτή η διατύπωση του ερωτήματος κίνησε τόσο το ενδια
103
φέρον, διότι πλήθος παραδοσιακών και συγχρόνων αντι λήψεων της ανθρώπινης συνείδησης και της απόκτησης της γλώσσας μπορούν να αναμορφωθούν κατά τρόπο ώστε να προϋποθέτουν κάτι σαν ιδιωτική γλώσσα. Ο Βιτγκενστάιν πραγματεύεται αυτό το ζήτημα προ κειμένου να ξεκαθαρίσει ποικίλες παρανοήσεις: Τι μπο ρεί να σημαίνει να αποκαλούμε τα αισθήματά μας «ιδιω τικά»; Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ο ισχυρισμός ότι μόνο εγο5 ο ίδιος μπορώ πραγματικά να έχω γνώση για την ύπαρξη των αισθημάτων μου. Άλλα «εξωτερικά» πρόσωπα μπορούν μόνο να υποθέτουν. Αυτή η απάντη ση, λέει ο Βιτγκενστάιν, είναι από μια άποψη λάθος και από μια άλλη χο^ρίς νόημα. Διότι αφενός οι άλλοι μπο ρούν να ξέρουν αν πονώ, αν είμαι χαρούμενος κ.λπ.· αφετέρου δεν μπορώ να πω για τον εαυτό μου πραγματι κά πως ξέρω τέτοια πράγματα. Απλώς πονώ, είμαι χα ρούμενος. Καθώς δεν μπορώ ούτε να ανακαλύψω ούτε να αμφισβητήσω ότι πονώ, δεν έχει και νόημα να μιλού με για γνώση (§ 246). Ό ,τι είναι ιδιωτικό πρέπει να μπορεί να είναι και δη μόσιο. Ό ταν μιλώ για τους πόνους μου σε αντιδιαστολή με τους δικούς σου και εκείνους τους παρουσιάζω ως ιδιωτικούς, προϋποθέτο} τη δυνατότητα της παραγνιορισης ή της αλλαγής ιδιοκτησίας. Αυτή η υπόθεση όμως δεν έχει νόημα, διότι δεν μπορεί να υπάρξει κατάλληλο κρι τήριο ταυτότητας για τα αισθήματά μου με το οποίο τα διακρίνω από τα αισθήματα άλλων (§ 253). Εδώ η γλώσσα μάς ξεγελά και συγκαλύπτει τις υφιστάμενες ασυμμετρίες μεταξύ του πρώτου προσώπου και των άλλων γραμ ματικών μορφών. Η ορθή και γόνιμη θεώρηση των πραγμάτων έχει κα τά τον Βιτγκενστάιν για αφετηρία τη γναίση ότι για τα αι σθήματα υπάρχει μια φυσική έκφραση, την οποία οι γλωσσικές διατυπώσεις κατά βάση δεν περιγράφουν, αλλά την αντικαθιστούν. Αυτό σημαίνει ότι τις γλωσσι κές, εκφράσεις π.χ. για τους πόνους μας δεν θα έπρεπε να τις θεωρούμε περιγραφή της ψυχικής ζίοής μας αλλά
Ασυμμετρίες
104
πρώτα συνέχιση ή επίκτητη μορφή της συμπεριφοράς στον πόνο (§ 244). Εάν θέλαμε να διακοψου με αυτόν τον Εκδηλώσεις δεσμό μεταξύ τοιν γλωσσικών εκδηλώσεων αισθημάτων αισθημάτων και της φυσικής συμπεριφοράς, θα μπορούσαν να εμφα νιστούν αμφιβολίες οι οποίες δεν στηρίζονται στην πραγματική χρήση της γλώσσας. Όμοος, λέει ο Βιτγκενστάιν: «Εάν υποθέσω ότι έχει εξαλειφθεί το σύνηθες γλωσσοπαίγνιο με την έκφραση του αισθήματος, χρειά ζομαι για τούτο ένα κριτήριο ταυτότητας· αλλά και τότε θα υπήρχε η δυνατότητα πλάνης» (§ 288). Το γεγονός ότι σκεφτόμαστε αυτή τη δυνατότητα δεί χνει πόσο σημαντικό είναι να λαμβάνουμε υπόψη την ύπαρξη του συνήθους γλοχτσοπαιγνίου και την απουσία ενός τέτοιου κριτηρίου της ταυτότητας. Γενικά δεν πρέ πει να αφήνουμε να μας παραπλανούν οι γλωσσικές φόρμες, να πιστεύουμε, λόγου χάριν, ότι ουσιαστικά αι σθημάτων πρέπει να περιγράφουν κάτι κατά τον τρόπο με τον οποίο εκφράσεις για υλικά αντικείμενα ονοματί ζουν πράγματα στον χο5ρο και στον χρόνο (πρβλ. § 293). Οι παρατηρήσεις του Βιτγκενστάιν για τα επιφωνήμα τα και το αδύνατον μιας ιδιωτικής γλώσσας για αισθήμα τα, για προθέσεις και για τη βούληση έδωσαν επί δεκαε τίες τον τόνο στο πλαίσιο της αναλυτικής φιλοσοφίας του πνεύματος και παρατίθενται συχνά ακόμη και σήμερα. Αρχικά ωστόσο οι φιλόσοφοι παρέβλεπαν επιμελώς ότι αυτές οι παρατηρήσεις δεν επιτρέπουν την κατάταξή τους σε μια ορισμένη παράδοση. Δεν ταιριάζουν σε κανένα από τα συνήθη σχήματα (καρτεσιανισμό - αντικαρτεσιανισμό, συμπεριφορισμό - νοησιαρχία και τα παρόμοια) και αποκλείουν δημοφιλείς διατυπώσεις ερωτημάτων («ΙΤοια είναι η θέση σου στο πρόβλημα “ψυχή - σώμα”;»). Η αιτία γι’ αυτό είναι η ορισμένες φορές οξεία και ωστόσο συχνά παραγνοορισμένη κριτική του Βιτγκενστάιν σε αυτά τα σχήματα και αυτές τις διατυπώσεις ερω τημάτων. Ιδιαίτερα ριζοσπαστική είναι η ακόλουθη πα ρατήρηση με την αμφισβήτηση της χρησιμότητας των έν νοια)ν «φυσικό συμβάν» και «ψυχική κατάσταση». Εάν
105
«Εάν πω για τον εαυτό μου ότι ξέρω μόνο από τη δική μου περίπτωση τι σημαίνει η λέξη "πόνος”, δεν θα πρέπει να μπορώ να το πω και για τους άλλους; Και πώς μπορώ να γενικεύσω κατά τόσο ανεύθυνο τρόπο τη μία περίπτωση; Λοιπόν, καθένας μου λέει για τον εαυτό του ότι ξέρει μό νο από τον ίδιο του τον εαυτό τι είναι οι πόνοι! - Υποτεθείστω ότι καθένας έχει ένα κουτί και εκεί μέσα υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε “σκαθάρι”. Κανείς δεν μπορεί ποτέ να κοιτάξει μέσα στο κουτί κάποιου άλλου' και καθένας λέει ότι μόνο από την όψη του δικού του σκαθαριού ξέρει τι είναι σκαθάρι. - Θα μπορούσε βέβαια να έχει καθένας κάτι δια φορετικό στο κουτί του, θα μπορούσαμε κιόλας να φαντα στούμε ότι ένα τέτοιο πράγμα μεταβάλλεται διαρκώς. - Αν όμως η λέξη “σκαθάρι” αυτών των ανθρώπων είχε πράγμα τι μια χρήση; - Αυτή η χρήση δεν θα ήταν ο χαρακτηρισμός ενός πράγματος. Το πράγμα στο κουτί δεν ανήκει στο γλωσσοπαίγνιο· ούτε καν ως ένα κάτι: διότι το κουτί θα μπο ρούσε να είναι και άδειο. - Όχι, αυτό το πράγμα στο κουτί μπορεί να “συντομειπεί” · φεύγει ό,τι κι αν είναι. Αυτό σημαίνει: Εάν κατασκευάσουμε τη γραμματική της έκφρασης για αισθήματα κατά το πρότυπο “αντικείμενο χαρακτηρισμός”, τότε το αντικείμενο εξαιρείται της παρα τήρησης ως άσχετο.» (PhU, § 293)
οι αμφιβολίες του Βιτγκενστάιν είναι δικαιολογημένες, τότε ένα μέρος της νεότερης φιλοσοφίας του πνεύματος εκθεμελιώνεται. Γράφει: «Πώς φτάνουμε λοιπόν στο φι λοσοφικό πρόβλημα των ψυχικών συμβάντων και κατα στάσεων και του μπιχεβιορισμοΰ; - Το πρώτο βήμα είναι το τελείως απαρατήρητο. Μιλούμε για συμβάντα και κα ταστάσεις και δεν προσδιορίζουμε τη φΰση τους! Τσως κάποτε θα ξέρουμε περισσότερα γι’ αυτά - έτσι σκεφτό μαστε. Αλλά ακριβώς αυτό μας καθηλοόνει σε ορισμέ νους τρόπους να παρατηρούμε τα πράγματα. Διότι έχου με μια ορισμένη έννοια του τι σημαίνει να γνωρίζουμε καλύτερα ένα συμβάν. (Το αποφασιστικό βήμα του ταχυ δακτυλουργικού τεχνάσματος έχει γίνει, και ακριβώς Ταχυδακτυλουργίες αυτό μας φάνηκε αθώο.) - Και το5ρα καταρρέει η σύγκρι-
106
ση με την οποία θα γινόταν σε μας κατανοητή η σκέψη μας. Πρέπει λοιπόν να αρνηθοΰμε την ακατανόητη δια δικασία στο ακόμη ανεξερεύνητο μέσον. Κι έτσι φαίνε ται να έχουμε αρνηθεί τα πνευματικά συμβάντα. Και αυ τά βέβαια δεν θέλουμε να τα αρνηθοΰμε !» (§ 308). Εκδόσεις: Philosophische Untersuchungen, επιμ. G.E.M. Anscombe/ Rush Rhees, στο WW 1, σ. 225-580' κριτική-γενετική έκδοση, επιμ. Joachim Schulte σε συνεργασία με τους Heikki Nyman, Eike ν. Savigny και Georg Henrik v. Wright, Suhrkamp, Φραγκφοΰρτη 2001 ■επανέκδοση (χωρίς το «ΕΓ μέρος») βασισμένη στην κριτικήγενετική έκδοση, επιμ. Joachim Schulte, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 2003. Περαιτέρω βιβλιογραφία: John McDowell, «Issues in Wittgen stein», στο McDowell, Mind, Value and Reality, Cambridge (Μασ.) 1998, σ. 219-321. David G. Stern, Wittgenstein's Philosophical Investigations. An Introduction, Cambridge 2004. Crispin Wright, Rails to Infinity. Essays on Themes from Wittgenstein’s 'Philosophical Investigations ”, Cambridge (Mao.) 2001. Georg Henrik von
Wright, «Die Entstehung und Gestaltung der “Philosophischen Untersuchungen”» στο Wright, Wittgenstein, Φραγκφοΰρτη 1986, σ. 117-143.
Διαισθητισμός
Παρατηρήσεις για τα Θεμέλιο των μαθηματικών Έ ν α πεδίο στο οποίο οι ριζικές αμφιβολίες του Βιτγκενστάιν προκάλεσαν από νωρίς τη δυσπιστία των ταγών της παραδοσιακής άσκησης του φιλοσοφείν είναι η φιλοσο φία των μαθηματικών και της τυπικής Λογικής. Έ ν α από τα λίγα χωρία των Φιλοσοφικύύν ερευνών στα οποία ο Βιτγκενστάιν θίγει τέτοια ζητήματα είναι η § 352, όπου συζητά το θεώρημα του αποκλειόμενου τρίτου και το αμ φισβητεί. Αυτό το χωρίο και ορισμένα άλλα θυμίζουν τον διαισθητισμό του ΛΈ.Γ. Μπροΰερ και της σχολής του. Ο Βιτγκενστάιν όμως άσκησε εξίσου σκληρή κριτική στις βασικές ιδέες αυτής της σχολής που υπογραμμίζουν τις ιδιαίτερες δυνάμεις της ανθρώπινης ενατένισης όσο και στις απόψεις των πλατωνιστοόν ή λογικιστοον αντιπάλων της. (Για τον πλατωνισμό πβ. επίσης την §218 των Φίλο-
107
σοφικών ερευνών, περί της «τροχιάς που έχει χαραχτεί έως το άπειρο».) Ο Βιτγκενστάιν αφιέροοσε εντυπωσιακά μεγάλο μέ ρος των γραπτών και των παραδόσεοόν του σε ζητήματα των μαθηματικών και της Λογικής. Σχεδόν τα μισά κεί μενα που γράφτηκαν στο διάστημα από το 1929 μέχρι την αρχή της ενασχόλησης με τις Φιλοσοφικές έρευνες πραγ ματεύονται θέματα όπο3ς: έλλειψη αντιφάσεων, απόδει ξη, άπειρο, λογικό συμπέρασμα και άλλα παρόμοια. Στο διάστημα από το φθινόπωρο του 1937 μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού του 1944 ο Βιτγκενστάιν ασχολείται στα γραπτά του σχεδόν αποκλειστικά με τέτοια ζητήματα, στα οποία ωστόσο δεν επανέρχεται τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Θα ήταν πλάνη να πιστέψουμε ότι για τον Βιτγκενστάιν υπήρξε σαφής διαχωρισμός τοον στοχασμών του κάνω σε ζητήματα των μαθηματικοί αφενός και των άλ λων φιλοσοφικοον του σκέψεων αφετέρου. Σε πολλά χει ρόγραφα, παρατηρήσεις αναφερόμενες στα μαθηματικά ανακατεύονται με άλλες περί γλο5σσας ή ψυχικών διεργασιοόν. Οι σκέψεις για την τήρηση κανόνων που γνωρί ζουμε από τις Φιλοσοφικές έρευνες έχουν προ έλθει από σκέψεις για την τήρηση κανόνων στα μαθηματικά. Η αξίωση του ευσύνοπτου της παρουσίασης (PhU, § 122) αντιστοιχεί στη διαπίστωση ότι ασύνοπτες αποδείξεις με μια ορισμένη έννοια δεν είναι καθόλου αποδείξεις (B G M III, §43). Στη διαφορετικότητα των γλωσσοπαιγνίιον μας αντι στοιχεί η «πολυχρωμία» των μαθηματικών, την οποία υπογραμμίζει ο Βιτγκενστάιν. Τα μαθηματικά είναι «ένα ΠΟΛΥΧΡΩΜΟ μείγμα αποδεικτικών τεχνασμάτων», μια οικογένεια δραστηριοτήτων για μια οικογένεια σκοπών» (BGM III, §§ 48, 46· V, § 15). Κάθε τόσο σαγηνεύει τον Βιτγκενστάιν «η σκληρότητα του λογικού πρέπει», το «αμείλικτο» της Λογικής. Εδώ φαίνεται να ανοίγεται χά σμα μεταξύ των λογικών ή μαθηματικοόν προτάσεων αφε νός και των εμπειρικών προτάσεων αφετέρου.
Η «πολυχρωμία» ίων μαθηματικών
108
Το εροκημα αν υπάρχει αυτό το χάσμα ο Βιτγκεν ατά ιν το διερευνά με τη βοήθεια αλλεπάλληλων συγκρί σεων. Ποια η διαφορά του αποτελέσματος ενός υπολογι σμού και του αποτελέσματος ενός πειράματος; ΓΙοΰ βρί σκεται η διαφορά μεταξύ της αναζήτησης στα μαθηματι κά και μιας εξερεύνησης των Πόλων; (ΒΤ, σ. 615 κ.ε,). Μήπως εντελει οι προτάσεις το)ν μαθηματικών είναι προτάσεις της ανθρ(οπολογίας; Από αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούσε να απαλλαγεί ο Βιτγκενστάιν στις τελευ ταίες σημειώσεις του {Περί της βεβαιότητας) τον απα σχολούν με διαφορετική μορφή, διότι τοορα αμφιβάλλει γενικά αν είναι δυνατόν να ξεχωρίσουμε είδη προτάσε ων έτσι ώστε να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κατηγο ρίες όπως «εμπειρική πρόταση», «λογική [αναγκαστικά αληθής] πρόταση» κατά τρόπο χρήσιμο. Η πολυχρο)μία των μαθηματικών φαίνεται ιδιαίτερα όταν προσπαθούμε να συλλάβου με τους αριθμούς στην καθαρή μορφή τους. Διότι αυτή η προσπάθεια μας οδη γεί σε ιδιαίτερες συγκρίσεις, οι οποίες γεννούν αμφιβοΦυσική ιστορία λίες γι’ αυτή την καθαρότητα: «Η αριθμητική ως φυσική ίων αριθμών ^το ρία (ορυκτολογία) των αριθμών. Ποιος όμως μιλάει γ ι’ αυτή κατ’ αυτόν τον τρόπο; Όλη μας τη σκέψη τη δια«Τον Βιτγκενστάιν τον γνώρισα το 1942 και συναναστρεφό μασταν ο ένας τον άλλον μέχρι που πέθανε. Περνούσαμε πολύ καιρό μαζί για να συζητήσουμε πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα των μαθηματικών, κι αυτό σε μια εποχή που είχα μελετήσει μονάχα τα συνήθη συγγράμματα του συρμού. Τώρα που διαβάζω αυτό το βιβλίο [Π αρατηρήσεις για τα Θεμέλια τω ν μα θημ ατικώ ν] , διακρίνω ότι τα θέματα που εί χαμε θίξει τότε βρίσκονταν μακριά από το κέντρο των εν διαφερόντων του, μολονότι δεν με άφησε ποτέ ούτε καν να το διαισθανθώ. [...] Η ανάγνωση ετούτου του βιβλίου δεν με ευχαρίστησε. Φυσικά δεν ξέρω τι θα είχα σκεφτεί προ δεκα πενταετίας γι’ αυτό. Τώρα μου φαίνεται σαν ένα εκπληκτικά ασήμαντο προϊόν ενός αστραφτερού πνεύματος.» (Georg Kreisel, «Rezension von Wittgensteins Bemerkungen uber die Grundlagen der Mathematik», o. 157-158)
109
περνά αυτή η ιδέα. - Οι αριθμοί είναι μορφές (δεν εννοώ τα σημεία των αριθμούν) και η αριθμητική μάς κοινοποιεί τις ιδιότητες αυτών τοον μορφοιν. Υπάρχει όμως η δυσκο λία ότι αυτές οι ιδιότητες των μορφών είναι δυνατότητες' δεν είναι οι μορφικές ιδιότητες των πραγμάτων τέτοιας μορφής. Και αυτές οι δυνατότητες πάλι αποκαλύπτονται ως φυσικές ή ψυχολογικές δυνατότητες (διαμελισμού, συναρμολόγησης κ.λπ.). Οι μορφές πάλι παίζουν απλώς τον ρόλο των εικόνων τις οποίες χρησιμοποιούμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αυτό που παρουσιάζουμε δεν είναι ιδιότητες μορφών αλλά μεταμορφώσεις μορφο>ν που επέχουν θέση παραδείγματος. - Δεν κρίνουμε τις ει κόνες, αλλά διά το3ν εικόνοαν. Δεν διερευνούμε αυτές, αλλά δι’ αυτών κάτι άλλο» (BGM IV, §§ 11-12). Το πρόβλημα για ποιον λόγο τα μαθηματικά μας φαί νονται άλλοτε σαν «φυσική ιστορία του βασιλείου των αριθμούν» κι άλλοτε σαν «συλλογή κανόνων» (BGM IV, § 13) παραμένει δυσεπίλυτο, διότι με αυτό θ ε ματοπο ιού ντα ι τα όρια μεταξύ των επιστημονικών κλάδων στα οποία συ νηθίζουμε να αναφερόμαστε προκειμένου να κρατήσου με σε απόσταση τέτοιες ανησυχητικές ερωτήσεις. Ο Βιτγκενστάιν διαρκώς τονίζει τη δημιουργική πλευ ρά των μαθηματικών: Όποτε κάνουμε μια ίσαμε τότε άγνωστη απόδειξη, δημιουργούμε μια νέα μορφή, μια νέα έννοια. IV αυτόν τον λόγο ο μαθηματικός «εφευρί σκει, δεν ανακαλύπτει» (BGM I, § 168). Παρά ταύτα μας επιβάλλεται πάντοτε η εικόνα των μαθηματικών ως απολύτως ανεξάρτητων, αποκομμένων από τον άνθρο3πο. Η εφαρμογή του υπολογισμού όμως προκύπτει από μόνη της και κατά τούτο πρέπει να είναι ανεξάρτητη. Στη Λογικο-φιλοσοφική πραγματεία (5.473) ο Βιτγκενστάιν είχε γράψει: «Η λογική πρέπει να φροντίζει η ίδια για τον εαυτό της». Αναφερόμενος σε αυτό, γράφει τώρα: «Η εφαρμογή του υπολογισμού πρέπει να φροντίζει η ίδια για τον εαυτό της. Και αυτό είναι το ορθό στον “φορ μαλισμό”. [...] Ο υπολογισμός φροντίζει για την ίδια την εφαρμογή του» (BGM III, § 4). Τσως ακριβώς αυτή η
110
Μπογιατισμένο κάστρο πάνω σε μπογιατισμένο βράχο
σχέση έντασης μεταξύ μαθηματικής δημιουργικότητας και ανεξαρτησίας της εφαρμογής του υπολογισμού -η οποία αγγίζει το παράδοξο- φέρει τα μαθηματικά σε όλη τους την πολυχρωμία. Και αυτό δεν σημαίνει παρά ότι τα μαθηματικά φέρουν τον εαυτό τους, δηλαδή δεν βασίζο νται σε κανένα εξωτερικό τους θεμέλιο: «Για ποιον λό γο χρειάζονται τα μαθηματικά θεμελίωση; Δεν τη χρειά ζονται, πιστεύω, όπως δεν χρειάζονται α ν ά λ υ σ η οι προ τάσεις που μιλούν για εμπράγματα αντικείμενα ή εκείνες που μιλούν για εντυπώσεις αισθήσεων. Χρειάζονται όμως τόσο οι μαθηματικές όσο και εκείνες οι άλλες προ τάσεις αποσαφήνιση της γραμματικής τους. - Για εμάς, τα μαθηματικά προβλήματα των αποκαλούμενών θεμε λίων δεν θεμελιώνουν τα μαθηματικά, όπως ο μπογιατισμένος βράχος δεν φέρει το μπογιατισμένο κάστρο» (BGM VII, § 16). Μπροστά σε τέτοιες παρατηρήσεις αναρωτιέται κα νείς πώς οι επιμελητές της έκδοσης επέλεξαν τον τίτλο «Παρατηρήσεις για τα θ ε μ έ λ ια των μαθηματικών». Εκδόσεις: Bemerkungen Ciber die Grundlagen der Mathematik , αναθεωρημένη και διευρυμένη έκδοση, επιμ. G.E.Μ. Anscombe/ G.H. von Wright (= WW 6‘ πρώτη κυκλοφορία αυτής της έκδο σης: Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1974' 1η έκδοση: Blackwell, Οξ φόρδη 1956). Περαιτέρω βιβλιογραφία: Pasquale Frascolla, Wittgenstein's Philosophy of Mathematics , Λονδίνο 1994. Matthieu Marion, Wittgenstein, Finitism, and the Foundation of Mathematics, Οξφόρ δη 1998. Feiix MCihiholzer, «Wittgenstein and Surprises in Mathematics», στο Rudolf Haller/Klaus Puh! (επιμ.), Wittgenstein und die Zukunft der Philosophie. Fine Neubewertung nach 50 Jahren, Βιέννη 2002, o. 306-315.
Φιλοσοφία της ψυχολογίας Οι τελευταίες παραδόσεις του Βιτγκενστάιν στο Καίμπριτζ πραγματεύονταν θέματα από το πεδίο της φιλοσοφίας της ψυχολογίας. Πολλές ιδέες τις αντλούσε από το κλασι κό έργο για τις αρχές της ψυχολογίας του Ουίλιαμ Τζέιμς
111
και τις μορφοψυχολογικές εργασίες, λόγου χάριν του Βόλφγκανγκ Κέλερ. Με αυτό το πεδίο προβλημάτων ασχολήθηκε και την περίοδο που πέρασε στην Ιρλανδία από τα τέλη του 1947 μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού του 1949. Αποτέλεσμα αυτής της ενασχόλησης ήταν περί που 2.000 χειρόγραφες σελίδες μεγάλου σχήματος, δύο εκτεταμένα δακτυλογραφημένα κείμενα και μια εν μέρει ταξινομημένη επιλογή από αυτό το υλικό, η οποία κυκλο φόρησε οος «Β" μέρος» των Φιλοσοφικών ερευνών λίγο Βλ. σ. 54 μετά τον θάνατο του Βιτγτκενστάιν. Σε πολλά χωρία αυτών των χειρογράφων ο Βιτγκενστάιν επιχειρεί να ταξινομήσει σε συστηματική μορφή τις ψυχολογικές έννοιες και να στηρίξει τις αποκτηθεί σες διακρίσεις με την αναφορά κριτηρίων. Μια θεμελιώ δης διαφορά υφίσταται μεταξύ της χρήσης ψυχολογικών ρημάτων στο προοτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα και των άλλοτν γραμματικών μορφιον (ο Βιτγκενστάιν υπο γραμμίζει, όπως και πολλοί φιλόλογοι έπειτα από αυτόν, την ασυμμετρία μεταξύ πρώτου και τρίτου προσοοπου). Στο πρώτο πρόσωπο, χρήσεις αυτού του είδους υπηρε τούν την εκδήλωση - λόγου χάριν, πόνου και παρόμοιων Εκδήλωση αισθημάτοον στο τρίτο πρόσωπο, χρησιμοποιούνται για και περιγραφή την περιγραφή , δηλαδή για να αναφερθεί πώς αισθάνο νται άλλοι άνθρωποι. Οι αισθήσεις, δηλαδή η αντίληψη διά της ακοής ή της όρασης, διακρίνονται με το ότι έχουν «πραγματική διάρ κεια»: Μπορούμε να αναφέρουμε πότε αρχίζουν και πότε τελειώνουν. Τα αισθήματα μπορούν εκτός αυτού να ταξι νομηθούν με βάση το αν έχουν τόπο στο σώμα. Η όραση και η ακοή δεν έχουν τόπο, η θερμοκρασία, η πίεση και η γεύση έχουν (BPhPs II, § 63). Οι οπτικές ή οι ακουστικές παραστάσεις δεν είναι μεν φαντασιώσεις, δεν μας διδά σκουν όμως τίποτα σχετικά με τον εξωτερικό κόσμο. Υπόκεινται στη βούληση και ως εκ τούτου διαφέρουν θεμε λιώδους από τις εικόνες με τις οποίες συχνά συγκρίνονται. Αυτές και άλλες παρόμοιες προσπάθειες ταξινόμη σης παίζουν βέβαια κάποιον ρόλο στις σημειούσεις εκεί-
112
Όραση από διαφορετική οπτική
Οπτικό βίωμα και ερμηνεία
νης της περιόδου, τον Βιτγκενστάιν όμως δεν τον ικανο ποιούσαν. Οι διακρίσεις που τον ενδιέφεραν αφορού σαν μάλλον τη «γλωσσική λογική» ή «γραμματική» ψυχο λογικοί εκφράσεων παρά τη φαινομενολογική πλευρά. Ως εκ τούτου κάθε τόσο βρίσκουμε μπροστά μας παρα τηρήσεις σαν αυτή: «Το στιλέτο που βλέπει μπροστά του ο Μάκβεθ δεν είναι φανταστικό στιλέτο. Μια φαντασίω ση δεν μπορεί να την πάρουμε για αληθινή, κάτι που εί δαμε όμως μπορούμε να το πάρουμε για φαντασίίοση* όχι όμως επειδή είναι τόσο ανόμοια μεταξύ τους» (BPhPs II, § 85). Έ να ς ακόμη λόγος για την αναποτελε σματικότητα της ταξινόμησης είναι ότι οι ψυχολογικές έννοιες δεν επινοήθηκαν για επιστημονικούς σκοπούς, αλλά ανήκουν στην καθομιλουμένη. Η σχέση τους λοιπόν με τις έννοιες «των αυστηρών επιστημών είναι όπως των εννοΐίόν της επιστημονικής ιατρικής με τις έννοιες γηραι ών γυναικών που ασχολούνται με τη φροντίδα των αρρώστων» (BPhPs II, § 62). Κάθε τόσο σε αυτές τις παρατηρήσεις ο Βιτγκενστάιν επανέρχεται σε προβλήματα της αντίληψης των πραγμά των από διαφορετική οπτική γωνία. Γνίοστό παράδειγμα είναι το παπιο-λαγο-κέφαλο, ένα αδρό σχεδίασμα, που μπορεί να το δει κανείς, ανάλο γα, ως κεφάλι πάπιας ή λαγού. Οι σκέψεις περί του «βλέπω κά τι ως...», τις οποίες ο Βιτγκενστάιν συνδέει με την παρατήρη ση της φιγούρας αυτής, είναι από πολλές πλευρές σημα ντικές. Πρώτον, χρησιμοποιεί αυτό το παράδειγμα για να δείξει πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθεί η εύλογη διάκριση μεταξύ ενός σταθερού οπτικού βιώματος και διαφορετικών ερμηνειών αυτού του βιώματος. Δεύτε ρον, αποδεικνύεται ότι για «βίωμα» με την ουσιαστική σημασία της λέξης μπορεί να γίνει λόγος μόνο σε ιδιάζουσες περιπτώσεις, αποκλίνουσες από τη συνήθη αντί ληψη. Αυτή η έκφραση ταιριάζει μεν στα παραδείγματα του «βλέποο κάτι ως...», όχι όμως στη συνήθη όραση.
113
Εκτός αυτού, με τέτοιου είδους παραδείγματα μπο ρούμε να επιδείξουμε με τον καλύτερο τρόπο ότι η εσιοτερική άποψη -η ενδοσκοπική θεούρηση- δεν αποδίδει εννοιακά. Αποδεικνύεται ότι διαθέτουμε σειρά γλωσσι κών ή πνευματικούν μέσο)ν για να εκφράσουμε την ιδιαι τερότητα βιωμάτων του τύπου της όρασης από ορισμένη οπτική γωνία. Και αυτά τα σχήματα έκφρασης μπορούν να μας διαφωτίσουν για τις έννοιες πον βιωμάτων μας. Σημαντικότατες είναι σε αυτό το πλαίσιο οι πρωτόγο νες, ενστικτώδεις αντιδράσεις στις οποίες τείνουμε. Τέ τοιου είδους αυθόρμητες εκδηλώσεις έχουν κάτι το πη γαίο και είναι κατά τούτο θεμελιώδεις, το φάσμα αυτού «Το ένστικτο είναι ίο πρώτο, το έλλογο συμπέρασμα το δεύτερο. Αίτια αρχίζουν να υπάρχουν μόνο στο γλωσσοπαίγνιο.» (BPhPs, τόμος Β \ § 689)
του είδους των αντιδράσεων ωστοσο δεν περιορίζεται οπωσδήποτε στην προγλωσσική περιοχή: «Τι είναι η πρωτόγονη αντίδραση με την οποία αρχίζει το γλωσσοπαίγνιο; - η οποία μπορεί μετά να μεταγγισθεί σε αυτές τις λέξεις. Πώς γίνεται και οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτές τις λέξεις; Η πρωτόγονη αντίδραση θα μπορούσε να είναι ένα βλέμμα, μια χειρονομία, αλλά και μια λέξη» (PhU II, σ. 559). Οι στενοί δεσμοί μεταξύ γλο^σσικών και κινητικών εκδηλώσεων, μεταξύ άμεσης -γλωσσικής ή μη γλο^σσικήςαντίδρασης και περιγραφής με αποχρώσεις μπορούν να αναδειχτούν, λέει ο Βιτγκενστάιν, με ένα πείραμα της σκέψης: Ας φανταστούμε ανθρώπους οι οποίοι είναι τυ φλοί απέναντι σε διαφορετικές όψεις των πραγμάτων, καθόσον δεν είναι ικανοί να βιώσουν την αλλαγή, την ανατροπή. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν μεν να αν α γ ν ο ή σουν ότι η φιγούρα μπορεί να παριστάνει τόσο μια πάπια όσο κι έναν λαγό, δεν γνωρίζουν όμως τη μεταβολή από τη μια όψη στην άλλη και ως εκ τούτου δεν έχουν καμία δυνατότητα αυθόρμητης εκδήλωσης ή λεπτομερούς περι
Τυφλότητα απέναντι σε διαφορετικές όψεις των πραγμάτων
114
γραφής του βιώματος μιας αλλαγής τέτοιου είδους. Αυ τών των ανθρώπων από μια άποψη δεν τους λείπουν πολ λά -μπορούν να συνεχίσουν τις συνήθεις δραστηριότητες τους όπως ίσαμε σήμερα- από μια άλλη άποψη όμως τους λείπουν πολλά, διότι ορισμένα σχήματα της ανθρώπινης εκδήλο^σης δεν μπορούν ούτε να τα καταλάβουν ούτε να τα χαρακτηρίσουν. Ολόκληρες περιοχές της τέχνης, λό γου χάριν, θα ήταν γι’ αυτούς απροσπέλαστες. «Σκέψου μονάχα τα λόγια που ανταλλάσσουν οι ερωτευ μένοι! Είναι “φορτισμένα” με συναισθήματα. Και οπωσδή ποτε, προκειμένου να υπάρξει συνεννόηση, δεν μπορούν -όπως οι τεχνικοί όροι- να αντικατασταθούν με οποιουσδήποτε άλλους ήχους. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι χειρο νομίες-, Και οι χειρονομίες δεν χρειάζεται να είναι έμφυτες· είναι επίκτητες, αλλά ενσωματωμένες. - Αλλά αυτό δεν εί ναι μύθος; - Όχι. Διότι τα χαρακτηριστικά της ενσωμάτωσης είναι ακριβώς ότι θέλω να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέ ξη, και προτιμώ να μην χρησιμοποιήσω καμία παρά μια επι βεβλημένη, και άλλες τέτοιες αντιδράσεις. Η λέξη έχει γίνει για μας π.χ. φορέας ενός τόνου' και δεν μπορούμε κατ’ εντολήν να προφέρουμε άλλη λέξη στον ίδιο τόνο.» (LS, § 712-713)
Αυτές οι σκέψεις βοηθούν, εκτός των άλλων, να υπο δείξουμε τις συναρτήσεις μεταξύ φυσικών αντιδράσεων, πρακτικών ικανοτήτων, επίκτητων δεξιοτήτίον και της κατανόησης σύνθετων εννοιών. Ο Βιτγκενστάιν διαπι στώνει τη συγγένεια μεταξύ της τυφλότητας απέναντι σε διαφορετικές όψεις και της έλλειψης «μουσικού αυτιού». Τα ζητήματα της αλλαγής της οπτικής γωνίας, λέει, είναι σημαντικά προπάντων διότι συναρτώνται με τη «βίωση της σημασίας μιας λέξης», δηλαδή με την ικανότητα αίφ νης να εννοούμε τη λέξη «sondern»2 ανεξαρτήτως συμφραζομένων άλλοτε ως ρήμα και άλλοτε ως σύνδεσμο. 2. «Απομονώνω» και «αλλά». (Σ.τ.μ.)
115
Είναι προψανες ότι αυτές οι σκέψεις μπορούν να παί ξουν κάποιον ρόλο σε ζητήματα αισθητικής. Ο Βιτγκενστάιν όμως έχει κατά νου και μια άλλη πλευρά του πράγ ματος: διότι δεν βασίζονται όλες οι σύνθετες εκφράσεις του ανθροοπου -που προϋποθέτουν και πιο εκλεπτυσμέ νη τεχνική- σε ενστικτώδεις, πρωτόγονες αντιδράσεις. Κι αυτό το ενστικπόδες, το προπόγονο, με τη σειρά του, δεν θα ήταν αυτό που είναι, εάν δεν είχε τον τόπο του εντός μιας κοινότητας όπου καθετί σημαντικό έχει μια σημασία. Άλλος ένας λόγος να είναι αδύνατος ο διαχω ρισμός μεταξύ απλής αντίληψης και νοητικής αποτύπω σης, διότι «αυτό που Βλέπω είναι ακριβώς σημασία» (BPhPs I, § 869). Οι σημειώσεις του Βιτγκενστάιν το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1940 περιέχουν εκτός από τη συζήτηση των ι^υχολογικών εννοιών μας και παρατηρήσεις στις οποίες ο συγγραφέας αρθρώνει χαρακτηριστικά της ει κόνας του ανθρώπου η οποία χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία του· εκ πρώτης όψεως με τρόπο σύντομο και περιεκτικό, ο οποίος όμως, αν προσέξουμε καλύτερα, χρειάζεται πά λι ένα πλαίσιο: «Η στάση μου απέναντι του είναι στάση (απέναντι στην ψυχή. Δεν είμαι της γνώμης ότι έχει ψυχή. Στάση απέναντι [...] Αν η εικόνα της σκέψης μπορεί να εισχωρήσει στο στην ψυχή κεφάλι μας, γιατί να μην το μπορεί πολύ περισσότερο η εικόνα της σκέψης στην ψυχή; Το ανθρώπινο σώμα είναι η καλύτερη εικόνα της ανθρώπινης ψυχής (PhU II, iv, σ. 495-496· πρβλ. L S I, § 324* BPhPs I, §§ 279 και 281). Αλλά εδώ ο Βιτγκενστάιν μιλάει με ιδιαίτερα διαφωτιστικό τρόπο και για τη μέθοδό του. Αφού υπογραμμίσει τη διαφορά μεταξύ μιας φυσικοεπιστημονικής ή φυσιοδιφικής διερεύνησης αφενός και μιας φιλοσοφικής ή γραμματικής διερεύνησης αφετέρου, εκθέτει: «Δεν λέω: εάν αυτά τα φυσικά δεδομένα ήταν διαφορετικά, τότε οι άνθρωποι θα είχαν διαφορετικές έννοιες (με το νόημα μιας υπόθεσης). Αλλά: όσοι πιστεύουν ότι ορισμένες έν νοιες είναι απλώς οι σωστές και ότι, εάν κάποιος είχε άλ λες, τότε δεν θα καταλάβαινε κάτι που καταλαβαίνουμε
116
εμείς, αυτοί ας φανταστούν ορισμένα πράγματα της φύ σης διαφορετικά από όποος έχουμε συνηθίσει, και τότε θα τους γίνουν κατανοητά διαφορετικά εννοιακά μορ φώματα από τα συνηθισμένα» (PhU II, xii, σ. 578* πρβλ. BPhPs Ι,§ 643). Εκδόσεις: Bemerkungen Ciber die Phiiosophie der Psychologie, 1ος τόμος, επιμ. G.E.M. Anscombe/G.H. von Wright, στο WW 7, σ. 7-215 (πρώτη δημοσίευση: Blackwell, Οξφόρδη 1980), Bemer kungen Ciber die Phiiosophie der Psychologie, 2ος τόμος, επιμ. G.H. von Wright/Ή. Nyman, στο WW 7, σ. 217-346 (πρώτη δημο σίευση: Blackwell, Οξφόρδη 1980). Letzte Schriften Ciber die Phiiosophie der Psychologie (I), επιμ. G.H. von Wright/H. Nyman, στο WW 7, σ. 347-488 (πρώτη δημοσίευση: Blackwell, Οξφόρδη 1982). Letzte Schriften Ciber die Phiiosophie der Psychologie (II). Das Innere und das AuBere. 1949-1951, επιμ. G.H. von Wright/H. Nyman, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1993 (πρώτη δημοσίευση: Blackwell, Οξφόρδη 1992). Περαιτέρω βιβλιογραφία: Malcolm Budd, Wittgenstein’s Philosophy of Psychology Λονδίνο 1989. Joachim Schulte, Erlebnis undAusdruck. Wittgensteins Phiiosophie der Psychologie, Μόναχο 1987.
Παρατηρήσεις πάνω στα'χρώματα και Π ερί τη ς βεβαιότητας
Βλ. σ. 56 Η ανάγνωση της θεωρίας των χρωμάτων του Γκαίτε παροόθησε τον Βιτγκενστάιν για μια σειρά σημειώσεις περί χρωμάτων στα τελευταία του χειρόγραφα. Αυτές οι σκέ ψεις αφορούν έννοιες όπίυς «κορεσμός», «καθαρότητα», «λάμψη», «διαφάνεια του χρο5ματος»· στοχάζεται πάνω στην αντίθεση μεταξύ του χρώματος του υλικού και του χρώματος της επιφάνειας, πάνω στη δυνατότητα μιας «θεουρίας αρμονίας των χρωμάτων» και στο φαινόμενο της αχρωματοψίας. Αυτές οι σκέψεις τον οδηγούν στην παρατήρηση ότι «είναι πολύ μεγάλος ο πειρασμός να πι στέψει κανείς σε μια φαινομενολογία, σε κάτι μεταξύ επιστήμης και Λογικής» (LJFII, § 3). Διαπιστώνει επίσης ότι είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς με σαφήνεια μετα ξύ «λογικής και εμπειρίας» (TJF III, § 4): «Προτάσεις χρησιμοποιούνται συχνά στο όριο λογικής και εμπειρίας
117
ώστε το νόημά τους να κινείται πέρα δώθε, περνώντας το όριο, και να θεωρούνται άλλοτε έκφραση κανόνα και άλ λοτε έκφραση εμπειρίας» (LJFI, § 32). Η δυσκολία της διάκρισης μεταξύ λογικού και εμπει Λογική ρικού διαπερνά τα τελευταία σημειωματάρια του Βιτ- και εμπειρία γκενστάιν, στα οποία πραγματεύεται προπάντων ζητή ματα βεβαιότητας. Η αφετηρία αυτών των παρατηρήσεοον είναι δοκίμια του Τζ.Ε. Μουρ όπου, σε αντίθεση με την καρτεσιανή παράδοση και τα σκεπτικιστικά της θε μέλια, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι υπάρχει πλήθος εμπει ρικών προτάσεων για τις οποίες μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι αληθείς. Ό ταν αίφνης απλώνω το χέρι μου και λέω: «Αυτό είναι χέρι», δεν χο3ρά αμφιβολία για τον ισχυρισμό. Παρομοίως με προτά σεις όπως «Η γη υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια», «Είμαι άνθρωπος», «Υπάρχει εξωτερικός κόσμος» κ.ά. Αυτές οι προτάσεις, κατά το πρότυπο τοτν οποίων ο Βιτγκενστάιν σχηματίζει πολλές ακόμη, δεν είναι τόσο αδιαμφισβήτητες όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Εάν κάποιος, όπως ο Βιτγκενστάιν, έχει τη γνώμη ότι οι εκ φράσεις έχουν σημασία μόνο εφόσον μπορούμε να ανα φέρουμε το γλωσσοπαίγνιο εντός του οποίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν με νόημα, εγείρεται αμέσ<χ>ς το ερώτημα σε ποια συμφραζόμενα χρησιμοποιούνται προ τάσεις σαν του Μουρ. Τότε αποδεικνύεται ότι τα ίδια τα γλωσσοπαίγνια στα οποία δείχνει να έχει νόημα η χρήση προτάσεων αυτού του είδους καταργούν τη βεβαιότητα των προτάσεων. Διότι, εάν μπορούμε χοορίς προβλήματα να εκφέρουμε την πρόταση «Αυτό είναι χέρι», πρόκειται για συμφραζόμενα στα οποία το εν λόγω αντικείμενο μπορεί να αποκαλυφθεί 03ς κάτι άλλο, αίφνης τεχνητό μέλος. Ή πρόκειται για συμφραζόμενα στα οποία εξη γείται τι σημαίνει η λέξη «χέρι» - και τότε δεν γίνεται (πρωτίστως) λόγος για ένα χέρι αλλά για μια λέξη (και αυτό που επιδεικνύεται δεν χρειάζεται να είναι χέρι αρκεί μια εικόνα). Εν πάση περιπτώσει αποδεικνύεται τάχιστα ότι και για προτάσεις για τις οποίες κάθε αμφι-
118
βολία αποκλείεται διότι η αμφιβολία θα ήταν ακατανόη τη, δεν μπορούμε να πούμε οποοσδήποτε ότι υπάρχει απ(5λυτη β ε βαιότητα. Σε ένα κεντρικό σημείο αυτών των στοχασμών ο Βιτγκενστάιν κάνει μια σειρά παρατηρήσεις για το «κοσμο είδωλό» μας: ένα σύστημα πεποιθήσεων, ένα μείγμα από τετριμμένα αυτονόητα, οιονεί επιστημονικές θεμελιώ δεις προτάσεις και άλλες κοινοτοπίες. Αυτό το κοσμοείΤο κοσμοείδωλο δθ)λσ ο Βιτγκενστάιν το χαρακτηρίζει «μυθολογία», και ως μυθολογία <χυτή η σύγκριση περιέχει μια ολόκληρη σειρά διαγνώσεων, τις οποίες ο Βιτγκενστάιν τις παρουσιάζει λίγο ή πο λύ εκτενώς στο Π ερί της β εβα ιότητας . Το κοσμοείδωλο, όπως η μυθολογία, διαμορφώνει ένα σύστημα τα βασικά στοιχεία του οποίου αλληλοσυ ναρτούνται και δεν μπο ρούν σε κάθε περίπτωση να αντικατασταθούν με άλλα. Ακόμη, όποος τα μυθολογικά συστήματα, το κοσμοείδωλό μας έχει και μια πλευρά που το συνδέει με την πράξη: δεν είναι οικοδόμημα υποθέσεων, αλλά θεμελιώνεται στην πράξη μας, σε ριζωμένους τρόπους του πράττειν, σε ήθη και συνήθειες. Το κοσμοείδωλο δεν βασίζεται στο ότι «ορισμένες προτάσεις μάς παρουσιάζονται αμέσως ως καταφανούς αληθείς», το κρίσιμο είναι «η πράξη μας, η οποία βρίσκεται στα θεμέλια του γλο)σσοπαιγνίου» (tJG, § 204). Με αυτό το νόημα παραθέτει ο Βιτγκενστάιν το «Εν αρχή η πράξη» του Φάουστ (TJG, § 402). Το κοσμοείδωλό μας, όπο^ς η μυθολογία, δεν βασίζε ται κατ’ ουσίαν πουθενά. Ιδίως οι πιο ακλόνητες πεποι θήσεις μας -«Αυτό είναι ένα κομμάτι ψωμί», «Χτες βρά δυ κοιμήθηκα», «Είμαι ξαπλο)μένος στο κρεβάτι» κ.λπ.είναι τελείως αβάσιμες. Κανείς δεν τις έχει αποδείξει. Και ποιος θα ήθελε άλλο>στε να τις αποδείξει, αφού κα νείς δεν ξέρει καλά καλά πώς να τις διαι^εύσει χο^ρίς να χάσει κάθε κράτημα. Προτάσεις αυτού του είδους είναι πλευρές ενός συστήματος που το έχουμε καταπιεί, όπως τα παιδιά τη θρησκευτική πίστη, μαθαίνοντας τη γλώσσα και τα στοιχειούδη σχήματα συναναστροφής με τον κό σμο και τους συνανθρώπους μας.
119
Στο πρώτο, συχνά υπόρρητο μάθημα δεν μας μαθαί νουν αφηρημένους κανόνες, «μας μαθαίνουν κρ ίσ εις και τη συνάρτησή τους με άλλες κρίσεις»: «Όταν αρχί ζουμε να π ιστεύουμε κάτι, αυτό δεν είναι μια μεμονωμέ νη πρόταση αλλά ολόκληρο σύστημα προτάσεων. (Το φως ανάβει σταδιακά πάνω από το όλον.) - Δεν κατα φαίνονται μεμονωμένα αξκύματα αλλά ένα σύστημα, στο οποίο συνέπειες και προϋποθέσεις α λλη λερ είό ο ντα ι (LJG, §§ 14Θ-142).
Τα κοσμοείδωλα μπορούν -όπιος και τα μυθολογικά συστήματα- να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο χωρίς να αποκλείονται αμοιβαία. Το κοσμοείδιολο ανήκει σε μια μορφή ζωής και την πρακτική της. Είναι εντός της μορφής ζωής και εξ αυτής αντλεί τη βεβαιότητά του: ορισμένες αμφιβολίες απλούς δεν ανακύπτουν. Αυτό το είδος βεβαιό τητας είναι συμβατό με την ύπαρξη τελείως διαφορετικών κοσμοειδώλων, οι οπαδοί των οποίων είναι τόσο βέβαιοι για το κοσμοείδωλό τους όσο κι εμείς για το δικό μας. Μπορεί ωστόσο ορισμένα κοσμοείδωλα, όταν συνα ντά το ένα το άλλο, να είναι ασύμβατα μεταξύ τους και να οδηγούν σε συγκρούσεις, στις οποίες αποκαλεί «ο καθέ νας τον άλλον ανόητο και αιρετικό» (LJG, § 611). Σε μια τέτοια κατάσταση δεν μπορεί κανείς να πετύχει πολλά πράγματα με αιτιολογήσεις* εδώ μόνο ένα είδος προση λυτισμού μπορεί να έχει αποτελέσματα: «Στο τέλος των αιτιολογήσεων βρίσκεται ο προσηλυτισμός. (Σκέψου τι συμβαίνει όταν οι ιεραπόστολοι προσηλυτίζουν τους ιθα γενείς.)» (TJG, § 612). Τις προτάσεις στις οποίες εκδηλίύνεται το κοσμοεί δωλό μας ο Βιτγκενστάιν τις συγκρίνει με τους μεντεσέδες από τους οποίους κρέμονται οι πόρτες και τα παρά θυρα του οικοδομήματος της γνώσης μας: «[...] τα ερωτή ματα που θέτουμε και οι α μ φ ιβο λίες μας βασίζονται στο ότι ορισμένες προτάσεις εξαιρούνται από τις αμφιβο λίες, σαν τους άξονες στους οποίους αυτές κινούνται, [...] ανήκει στη λογική των επιστημονικών διερευνήσεών μας ότι ορισμένα π ρ ά γμ α τι δεν αμφισβητούνται. - [...]
Οιμεντεσέδες από τους οποίους κρέμονται τα πάντα
120
Αν θελο) να στρέφεται η πόρτα, πρέπει οι άξονες να εί ναι σταθεροί» (LJG §§ 341-343). Όλες αυτές οι συγκρίσεις και οι μεταφορικές διατυ πώσεις δείχνουν ότι στον χώρο των θεμελιωδούν εροφημά των απόλυτης βεβαιότητας δεν μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά μεταξύ λογικής και εμπειρίας. Θα μπορού σαμε να δοκιμάσουμε βέβαια τη διατύπωση: Τη λογι κή δομή του κοσμοειδώλου τη φέρουν ή την πληρούν I κρίσεις, δηλαδή λογικές προτάσεις. Με αυτή τη διατύπωση οχττόσο έχουμε πει απλούς ξανά ότι ορι σμένες προτάσεις με μορφή εμπειρικών προτάσεων (πρβλ. LJG, §§ 401-402) παίζουν τον ρόλο (οιονεί) λογικών προτάσεων. Η δυσκολία της προσπάθειας να διακρίνουμε τις διάφορες βασικές φιλοσοφικές έννοιες αυξάνει με την ταλάντευση μεταξύ δύο ολωσδιόλου διαφορετικών εικόνων του έσχατου κριτηρί ου της βεβαιότητάς μας: από τη μια πλευρά βρίσκεται η ει κόνα του οίκου της γνώσης μας σε σταθερά θεμέλια και από την άλλη η εικόνα του συστήματος των προτάσεων που εκφράζουν το κοσμοείδωλό μας, οι οποίες στηρίζο νται στη συνοχή τους, χωρίς να αξιώνουν εξωτερικούς εγ γυητές. Αυτή την αντίθεση μεταξύ των κρίσιμοι μεταφο ρικών διατυπώσεων ο Βιτγκενστάιν δεν θέλει να τη διαλύ σει· αντίθετα μάλιστα, την οξύνει με την ακόλουθη παρα τήρηση, η οποία ανήκει στις εντυπωσιακότερες όλου του έργου του: «Έχο) φτάσει στον πυθμένα το>ν πεποιθήσεων μου. Και γ ί αυτά τα θεμέλια μπορεί κανείς σχεδόν να πει ότι τα φέρει ολόκληρο το οικοδόμημα» (XJG, § 248). Στην πρώτη κιόλας παράγραφο των Φιλοσοφικών ερευνών βρίσκεται η πρόταση: «Οι ερμηνείες τελειώ Τέλος των νουν κάπου». Και σε ένα άλλο κεντρικό σημείο του βι ερμηνειών βλίου ο Βιτγκενστάιν γράφει με αφορμή μια ερώτηση γνώσεων: «Όταν τίθεται το ερώτημα “Έ χω λόγους;”, η απάντηση είναι: “σύντομα θα μου τελειώσουν οι λόγοι. Και τότε θα πράξο) δίχως λόγους”» (PhU, § 211). Παρό μοια, ίσως λίγο πιο ριζοσπαστικά, σημειούνει στις τελευ ταίες σημειώσεις του για την ολοκλήρωση των αιτιολογή-
121
σεών μας «[...] το τέλος δεν είναι η αναιτιολόγητη προϋ πόθεση αλλά η αναιτιολόγητη πρακτική» (LJG, § 110). Εκδόσεις; Bemerkungen Ciber die Farben., επιμ. G.E.M. Anscombe, στο WW 8, σ. 7-112 (πρώτη δημοσίευση: Blackwell, Οξφόρδη 1977). Liber GewiBheit, επιμ. G.E.M. Anscombe/G.H. von Wright, στο WW 8, σ. 113-257 (πρώτη δημοσίευση: Blackwell, Οξφόρδη 1974). Περαιτέρω βιβλιογραφία: Norman Malcolm, «Certainty», στο Malcolm. Nothing is Hidden, Οξφόρδη 1986, σ. 201-241. Daniele Moyal-Sharrock/William H. Brenner (επιμ.), Readings of Wittgenstein’s On Certainty, Houndmills 2005. Josef G.F. Rothhaupt, Farbthemen in Wittgensteins GesamtnachiaB, Weinheim 1996,
Τα μόνα φιλοσοφικά κείμενα που δημοσίευσε ο Βιτγκενστάιν όσο ζοΰσε είναι -εκτός από μια τελείως πρώιμη παρουσίαση- η Λ ογικο-φιλυσοφική π ρα γμα τεία και το άρθρο περί λογικής μορφής (1929), το οποίο ο συγγρα φέας αποκήρυξε αμέσως. Το μ π λε βιβλίο αναπαράχθηκε επίσημα σε ορισμένα αντίτυπα και δόθηκε σε ορισμέ νους φοιτητές και φίλους. Με αυτά τα δεδομένα είναι εκ πληκτικό πόσο νωρίς άρχισε η πρόσληψη των ιδεών του Βιτγκενστάιν και πόσο γνωστός υπήρξε ο γεννήτοράς τους από σχετικά νέος ακόμα. Στον χώρο της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας οι αντιδρά σεις στο έργο του Βιτγκενστάιν είναι τώρα πια τόσο ποι κίλες και διάσπαρτες, ώστε μεμονωμένοι μελετητές είναι αδύνατο να αποκτήσουν έστω και κατά προσέγγιση εποπτεία της ιστορίας της πρόσληψής του. Εδώ μπορούμε να παρουσιάσουμε απλώς μια γενική εικόνα σε αδρές γραμ μές, ώστε να μεταδώσουμε μια γενική εντύπωση της επί δρασης του Βιτγκενστάιν. Μόνο συνολικά μπορούμε να αναφέρουμε την εν μέρει εκπληκτική απήχηση της σκέ ψης του Βιτγκενστάιν σε κλάδους όπως είναι οι κοινών ιο λογ ία, η θεωρία της λογοτεχνίας, η νομική ή η θεολογία.
Η πρόσληψη του Βιτγκενστάιν αρχίζει με τον Μπέρτραντ Ράσελ. Οι συζητήσεις με τον φοιτητή Βιτγκενστάιν επηρέασαν πολύ τον γηραιότερο, ήδη διάσημο και επιτυ χημένο επιστήμονα. Ωστόσο, εξαρχής διακρίνεται μια κάποια αντίσταση στις ριζοσπαστικότερες ιδέες του νεό τερου οι οποίες παραβιάζουν τα όρια της σκέψης του ίδιου του Ράσελ, και αυτή η αντίσταση ενισχύεται αργό τερα ακόμη περισσότερο. Προτού κιόλας κυκλοφορήσει η Λογικο-φιλοσοφική π ρ α γμ α τεία , ο Ράσελ παρατηρεί Λογικός σε δύο εργασίες του ότι ωφελήθηκε από τις διαγνώσεις ατομισμός του Βιτγκενστάιν. Στα άρθρα του για τον λογικό ατομι-
123
σμό που δημοσιεύτηκαν στα 1918 και 1919 γράφει μάλι στα ότι πρόκειται ως επί το πλείστον για την εξήγηση σκέψεων τις οποίες πήρε από τον «φίλο και πρώην φοι τητή του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν»: «Από τον Αύγουστο του 1914 δεν είχα την ευκαιρία να πληροφορηθώ τις από ψεις του, δεν ξέρω καν αν ζει ή αν έχει πεθάνει. Ως εκ τούτου εκείνος δεν έχει καμία ευθύνη για όσα λέγονται εδού, παρά μόνο καθόσον είναι ο πρωτεργάτης πολλών από τις θεωρίες που παρουσιάζω» (Russel 1986, σ. 160). Με την εισαγωγή του στην πρώτη έκδοση της Λ ο γ ικ υ φ ιλοσοφ ικής π ρ α γμ α τεία ς (1921) και στη γερμανο-αγγλική έκδοση του βιβλίου ο Ράσελ συνέβαλε οπωσδήπο τε πολΰ στην επίδραση αυτού του κειμένου. Υπογραμμί ζονται προπάντων η συμβολή του Βιτγκενστάιν στη δια μόρφωση μιας θεωρίας του λογικού συμβολισμού και στην κατασκευή συναρτήσεων αλήθειας, ενού επικρίνο νται οι παρατηρήσεις επί της θεωρίας των αριθμούν και οι μυστικιστικές σκέψεις. Αυτό το κείμενο του Ράσελ με την εξαιρετική επίδραση είναι σημαντικότατο έστω και μόνο επειδή προηγείται ως εισαγωγή το)ν αγγλικούν εκδόσεων της Λ ο γικο -φ ιλ ο σ ο φ ική ς π ρ α γμ α τεία ς. Μια ακόμη σημα ντική συμβολή στην επίδραση της Π ρ α γ μ α τεία ς είναι οι πολυάριθμες αναφορές στο βιβλίο τις οποίες πρόσθεσε ο Ράσελ στη δεύτερη έκδοση t o w Principia M athem atica (1925). Οι κατοπινές εργασίες του Βιτγκενστάιν ξένισαν τον Ράσελ, και για την επίδραση των Φ ιλοσοφικών ερ ευ Βλ. σ. 101 νών εκφράστηκε με πικρή ειρωνεία. Στην επιτυχία της Π ρ α γ μ α τεία ς του Βιτγκενστάιν συ νέβαλε φυσικά και η πρώτη μετάφραση στα αγγλικά, την οποία, τουλάχιστον εν μέρει, έκανε ο νεαρός λογικός Φρανκ Ράμσεϋ. Ο ίδιος έγραψε και την πρώτη εκτεταμέ νη παρουσίαση του βιβλίου. Εκεί δίνει μια πολύ έγκυρη και δίκαιη παρουσίαση της λογικής πλευράς του έργου καθούς και τις πλευρές της θεο)ρίας των εικόνων. Παρότι αναφέρει ρητά πο)ς η Π ρ α γ μ α τεία θίγει πλήθος φιλοσο φικών θεμάτων, ο Ράμσεϋ περιορίζει την αντιπαράθεσή του με τον Βιτγκενστάιν (όπο)ς και σε ορισμένα κατοπινά
124
άρθρα του) σε σκέψεις περί Λογικής. Μια ιδιαίτερα ση μαντική για τον Ράμσεϋ πλευρά είναι η δυνατότητα να διορθωθεί η λογική των Principia M athem atica με τα μέ σα του Βιτγτκενστάιν. Σε αυτό το πλαίσιο αποκτούν κρί σιμο ρόλο οι παρατηρήσεις περί ταυτότητας. Οι προσπά θειες του Ράμσεϋ να αναμορφώσει την άποψη του Ράσελ στο φως της κριτικής του Βιτγκενστάιν, όχι όμως όπως αυτός προτείνει στην Π ρ α γ μ α τε ία , υπήρξαν αφορμή για μια δι’ αλληλογραφίας συζήτηση μεταξύ Βιτγκενστάιν και Ράμσεϋ, οι θέσεις τους όμως παρέμειναν ασύμβατες (CL, ο. 216-217). Γόνιμο έδαφος βρήκαν οι ιδέες της Π ρ α γ μ α τε ία ς ΟΚύκλος στον Κύκλο της Βιέννης, μια ομάδα επιστημόνων περί της Βιέννης τον Μόριτς Σλικ, ο οποίος είχε αναλάβει την έδρα της «φιλοσοφίας των επαγωγικών επιστημοίν» του πανεπι στημίου της Βιέννης, την οποία προηγουμένως κατείχαν ο Λούντβιχ Μπόλτσμαν και ο Ερνστ Μαχ. Στα ακόμη σή μερα πολύ γνωστά μέλη του Κύκλου ανήκαν (εκτός από τον Σλικ) ο Ρούντολφ Κάρναπ, ο Χέρμπερτ Φάιγκλ, ο Κουρτ Γκέντελ, ο Καρλ Μένγκερ, ο Ό το Νόυρατ και ο Φρίντριχ Βάισμαν. Συναντιόνταν τακτικά κάθε Πέμπτη βράδυ και συζητούσαν επιστημονικά ζητήματα. Αργότε«Για μένα ο Βιτγκενστάιν ήταν, ίσως εκτός του Ράσελ και του Φρέγκε, ο φιλόσοφος που επηρέασε περισσότερο τη σκέψη μου. Η σημα\λτικότερη διάγνωση στην οποία κατέλη ξα μέσω του έργου του ήταν η ιδέα ότι η αλήθεια λογικών προτάσεων θεμελιώνεται μόνο στη δομή τους και τη σημα σία των εκφράσεων. Οι λογικές προτάσεις είναι αληθείς υπό κάθε συνθήκη που μπορεί να διανοηθεί κανείς· η αλή θεια τους επομένως είναι ανεξάρτητη από τα τυχαία γεγο νότα του κόσμου. Εξ αυτού συνάγεται αφενός ότι αυτές οι προτάσεις δεν λένε τίποτε για τον κόσμο και επομένως δεν έχουν περιεχόμενο γεγονότων. Μια άλλη ιδέα του Βιτγκενστάιν που επηρέασε πολλούς ήταν η διάγνωση ότι πολλές φιλοσοφικές προτάσεις, ιδίως στην παραδοσιακή μεταφυ σική, είναι ψευδοπροτάσεις δίχως γνωστικό περιεχόμενο.» (Rudolf Carnap, Mein Wegin die Phiiosophie, σ. 39-40)
125
ρα προστέθηκαν και επιστήμονες από το εξωτερικό και μέλη το)ν σημαντικοον αδελφών ομάδων από το Βερολίνο και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπω>ς ο Άλφρεντ Άυερ, ο Καρλ Χέμπελ, ο Ουίλαρντ βαν Όρμαν Κουάιν, ο Χανς Ράιχενμπαχ και ο Άλφρεντ Τάρσκι. Ή δη το 1924 στις συ νεδρίες του Κύκλου είχαν αρχίσει να διαβάζουν και να ερμηνεύουν πρόταση πρόταση την Π ραγματεία. Προπά ντων ο Σλικ και ο Βάισμαν είχαν ενθουσιαστεί, άλλοι πά λι εκδήλωσαν μάλλον σκεπτικισμό. Στις δημοσιεύσεις τους τα μέλη του Κύκλου της Βιέν νης παρέπεμπαν πολύ συχνά στον Βιτγκενστάιν. Παράλ ληλα με τις λογικές προτάσεις με τη στενή έννοια, μεγά λη απήχηση είχε η αξίωση της διαύγειας που συνδεόταν με τη σύλληψη της ανάλυσης της γλώσσας. Ο Βιτγκενστάιν είχε προσωπική επαφή με τον Σλικ και τον Βάισμαν, κατά διαστήματα και με τον Κάρναπ και τον Φάιγκλ, κι έτσι συνδεόταν τρόπον τινά με τον Κύκλο της Βιέννης κι ας μην συμμετείχε στις συνεδρίες του. Αυτή η επιρροή του Βιτγκενστάιν σφράγισε και την εννόηση της Π ρα γ μα τεία ς, διότι πολύ συχνά συν έβαινε να προβάλλονται οι νέες διαγνώσεις του συγγραφέα της σε ανχό το παλαιότερο κείμενο. Εν πάση περιπτώσει, στον Κύκλο της Βιέν νης υπήρξαν υπερβολικά εμπειριστικές ή επαληθευσιοκρατικές ερμηνείες του βιβλίου, οι οποίες είχαν επηρεα στεί περισσότερο από τις σκέψεις που είχε εκφράσει γύ ρω στα 1930 ο Βιτγκενστάιν παρά από την προσεκτική ανάγνωση του κειμένου της Π ραγματείας. Πολλά μέλη του Κύκλου ερμήνευσαν το βιβλίο ως αντιμεταφυσικό λίβελο. Και βέβαια είχε αυτός ο τρόπος ανάγνωσης κάτι σωστό, οι σχολιαστές ωστόσο θα αναγνώριζαν σύντομα ότι ο αποχαιρετισμός στη μεταφυσική δεν μπορούσε να είναι σκοπός τον οποίο ο Βιτγκενστάιν επιδίωκε ευθέως. Διότι πολύ συχνά οι ίδιοι ακριβώς αναρωτιόνταν πώς συμβιβαζόταν η αντιμεταφυσική κατεύθυνση του βιβλίου με τις μυστικιστικές παρατηρήσεις. Η γοργή εξέλιξη της σκέψης του Βιτγκενστάιν επέφε ρε πολλές εκατέρωθεν παρανοήσεις - από την πλευρά
126
τόσο του συγγραφέα όσο και των μελών του Κύκλου της Βιέννης. Το ενδιαφέρον του Σλικ και των συντρόφων του, όπως και οι προσπάθειες τους να συμβαδίσουν με τις διαρκοος μεταβαλλόμενες απόψεις του Βιτγκενστάιν οδήγησαν σε μια ανάγνωση της Π ρα γμα τείας στα συ μΛογικός φραζόμενα του λογικού εμπειρισμού, ακόμη και (ος καεμπειρισμός τήχησης του νεοθετικισμού. Ιστορικά αυτή η παρανόηση είναι κατανοητή, ωστόσο η τύφλωση κατά την ανάγνωση εκπλήσσει. Ό ταν στη δεκαετία του 1930, με τα γραπτά των μελοόν του Κύκλου που είχαν καταφύγει στο Καί μπριτζ και τις ειδήσεις για τη διδακτική του δραστηριότητα εκεί, η φή μη του Βιτγκενστάιν εξαπλώθηκε στις ΗΠΑ, έγινε γνωστό ότι ο συγγραφέας επέκρινε δριμύτατα τις προηγού μενες απόψεις του. Καθοός συνέδεαν την Π ρα γμα τεία με τον «πρώιμο» Κύκλο της Βιέννης και τις νεοθετικιστικές του θέσεις, τις οποίες οι ίδιοι οι αλλοτινοί υποστηρικτές τους τις είχαν απεμπολήσει, το έργο παρουσιάστηκε σχε δόν αυτομάτους ως θεμελιο5δες αυτής της σχολής και ως εκ τούτου οος απελπιστικά έωλο. Η τάση να συνδέουν τον πρώιμο Βιτγκενστάιν με τον εμπειρισμό -δηλαδή με την ειδικά βρετανική παράδο ση που υπογραμμίζει την εμπειρία των αισθήσεων ως θεμέλιο της γνώσης- ενισχύθηκε με το βιβλίο Γλώσσα , Α λήθεια και λογική (Language, Truth and Logic) του Άλφρεντ Τζ. Αυερ (1936), που γνώρισε τεράστια επιτυ χία. Σε αυτό το έργο του ο Αυερ παρουσιάζει κομψά τις φιλοσοφικές ιδέες του Κύκλου της Βιέννης και χρησιμο ποιεί αυτές τις σκέψεις ως βάση των δικών του θέσεοον, οι οποίες, όπως γράφει στον πρόλογο, «απορρέουν από τις θεωρίες του Μπέρτραντ Ράσελ και του Βιτγκενστάιν, οι οποίες με τη σειρά τους είναι το συνεπές συμπέρασμα του εμπειρισμού του Μπέρκλεϋ και του Χιουμ». Στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 η επιρροή του Βιτγκενστάιν πήγαζε προπάντων από τη διδακτική του δραστηριότητα στο Καίμπριτζ. Κυκλοφορούσαν επίσης αντίγραφα του Μ πλε και του Κ α φ έ βιβλίου , καθώς και
127
Στις αρχές του 1950 η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ προσπάθησε ενώπιον ενός κύκλου συζητήσεων που συνερχόταν τακτικά «να εξηγήσει τον Βιτγκενστάιν, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Εμείς αυτά τα θεωρούσαμε ένα είδος ιδιαίτερα αβαθούς παιδοψυχολογίας. Όταν η Ελίζαμπεθ είδε την αντίδρασή μας, μου πρότεινε να έρθω σε επαφή με τον Βιτγκενστάιν, ο οποίος τότε βρισκόταν στη Βιέννη. [...] Ο Βιτγκενστάιν ήρθε με πάνω από μίας ώρας καθυστέρηση. “Το πρόσωπό του μοιάζει με ξεραμένο μήλο!” σκέφτηκα και συνέχισα να μι λάω. Ο Βιτγκενστάιν κάθισε, άκουσε για λίγα λεπτά και με διέκοψε: “Στοπ, δεν πάει έτσι!”. Μίλησε εκτενώς για όσα βλέπουμε όταν κοιτάμε στο μικροσκόπιο. Αυτά είναι τα πράγματα που μετρούν στ’ αλήθεια, ήθελε μάλλον να πει, και όχι αφηρημένες παρατηρήσεις για τις σχέσεις “στοι χειωδών προτάσεων” και “θεωριών”. [...] Υπήρξαν διακο πές και αγενείς ερωτήσεις. Ο Βιτγκενστάιν δεν έχασε την ψυχραιμία του. Ήταν εμφανές ότι προτιμούσε τον δικό μας ασεβή τρόπο από τον δουλικό θαυμασμό με τον οποίο τον αντιμετώπιζαν αλλού.» (Pau! Feyerabend, Zeitverschwendung, σ. 105-106)
καταγραφές των παραδόσεών του. Ορισμένοι από τους φοιτητές του έγιναν και οι ίδιοι με τη σειρά τους γνω στοί καθηγητές φιλοσοφίας. Κάποιοι από αυτούς προ σπάθησαν βέβαια (όπως θα ήθελε ο Βιτγκενστάιν) να υπογραμμίσουν την αυτονομία της σκέψης τους, αντιμε τωπίστηκαν όμως προπάντων ως εκφραστές των απόψεο3ν του δασκάλου τους. Τον ίδιο τον Βιτγκενστάιν -ίσως ακριβούς επειδή δεν είχε δημοσιεύσει τίποτε από την Π ρα γμ α τεία κι έπειτα- στα τελειπ;αία χρόνια της ζωής του τον έβλεπαν σαν μυθική φιγούρα, και πολλοί από εκείνους που, στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ή στη δεκαετία του 1940, πήγαιναν στο Καί μπριτζ πληρο φορούνταν με έκπληξη ότι ζούσε ακόμη ο συγγραφέας της Λ ογικο-φ ιλοσοφ ικής π ρ α γμ α τεία ς .
128
Στη διαθήκη του ο Βιτγκενστάιν είχε ορίσει ότι τα κατά λοιπα κείμενά του θα τα διαχειρίζονταν η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ, ο Ρας Ρις και ο Γκέοργκ Χένρικ φον Ράιτ, οι οποίοι και θα δημοσίευαν από αυτά ό,τι θεωρούσαν σκό πιμο να δημοσιευτεί. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Βιτγκενστάιν κυκλοφόρησαν οι Φιλοσοφικές έρευνες σε δίγλωσση έκδοση, με επιμέλεια της Άνσκομπ και του Ρις και σε μετάφραση της Άνσκομπ. Την τεράστια επίδραση του βιβλίου δεν την είχε προβλέψει κανείς. Στη Μεγάλη Βρετανία και σε ορισμένα αμερικανικά πανεπιστήμια θεωρούσαν τις Έ ρ ευνες το σπουδαιότερο φιλοσοφικό βιβλίο του αιώνα. Οξφόρδη: Η απήχηση αυτή είχε μεγάλη σχέση με το φιλοσοφικό Ράιλ και Ώστιν κλίμα που επικρατούσε στην Οξφόρδη. Προπάντων οι καθηγητές της Οξφόρδης Γκίλμπερτ Ράιλ (ο οποίος είχε υπάρξει φίλος του Βιτγκενστάιν και, όποος έλεγε, είχε επηρεαστεί από αυτόν) και Τζον Ώστιν διέδιδαν ένα εί δος φιλοσοφίας το οποίο, υπό τίτλους όπως «Ordinary Language Philosophy» ή «Oxford-Style Linguistic Philo sophy», έδινε εντύπωση επανάστασης. Τη μια πλευρά της επανάστασης τη συνιστούσε η υπογράμμιση της χρή σης καθημερινών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται και στη φιλοσοφία («χώρος», «χρόνος», «ελεύθερος χρόνος», «πρόθεση», «βούληση», «αίσθημα» κ.λπ.). Η άλλη πλευ ρά ήταν μια αρκετά επιθετική στάση απέναντι στις πε ρισσότερες μορφές της παραδοσιακής φιλοσοφίας, τις θεα)ρίες, τις θέσεις και τις μεθόδους τους. Αυτό το ρεύμα ιδεοόν, που προερχόταν κυρίως από την Οξφόρδη, ταίριαζε προφανούς με πολλές ιδιαίτερα εντυπωσιακές ρήσεις του Βιτγκενστάιν από τις Φιλοσο φικές έρευνες και τις σημειοοσεις από τις παραδόσεις του που κυκλοφορούσαν ήδη. Ότι η παραδοσιακή φιλοσο φία βασίζεται σε παρανοήσεις της γλοόσσας και επινοεί θεοορίες οι ερμηνευτικές αξιώσεις των οποίων δεν μπο ρούν να εκπληρωθούν ποτέ, και ότι η νέα, επαναστατική
129
φιλοσοφία έχει αφετηρία την καθομιλουμένη, ότι η μέθο Καθομιλουμένη δός της είναι κατά το δυνατόν περιγραφική και ότι επιδιώ κει να βοηθήσει με θεραπευτικά μέτρα τον σκοτισμένο φι λόσοφο να αποκτήσει υγιή άποψη των πραγμάτων χωρίς φιλοσοφικές ανησυχίες* αυτές ήταν ιδέες που τις έβρισκες τόσο στον Βιτγκενστάιν όσο και στους Οξφορδιανοΰς. Οι ομοιότητες ωστόσο ήταν τελείως επιφανειακές: το γεγο
130
νός ότι μέχρι και τη δεκαετία του 1960 μπορούσε κανείς να θεωρήσει τον Όστεν, τον Ράιλ και τον Βιτγκενστάιν τριάδα με παρόμοιους σκοπούς και παρόμοιες μεθόδους οφείλεται μόνο σε τυχαία δεδομένα της ιστορικής κατά στασης, γιατί ελάχιστες φορές συνέβη τρεις φιλόσοφοι να διαφέρουν μεταξύ τους όσο αυτοί οι τρεις. Ο Βιτγκενστάιν «έμοιαζε με τον Σωκράτη σε τούτο, στο ότι διέκρινε αυστηρά μεταξύ φιλοσόφων και σοφιστών. Αντίθε τα από τον Σωκράτη, απέφευγε την αγορά. Όπως ο Σωκρά της, επιδίωκε να προσηλυτίσει τους μαθητές του. Διαφορε τικά από τον Σωκράτη, ένιωθε την ανάγκη να διασώσει το διαμόνιό του με απομόνωση. Ήταν ερημίτης, ασκητής, γκουρού και “οδηγητής”. [...] Πιθανότατα κανείς δεν μπο ρεί να διαβάσει τις Φιλοσοφικές έρευνες χωρίς να νιώσει ότι ο συγγραφέας έπιανε τον σφυγμό της φιλοσοφίας. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε αν η διάγνωση που υπαινίσ σεται είναι ακριβής· αντίθετα, δεν μπορούμε να αμφισβητή σουμε ότι κατόρθωσε να οσμιστεί εκείνη την ιδιόμορφη και σπουδαία πνευματική ανησυχία ονόματι “φιλοσοφική σύγ χυση”.» (Ο Γκίλμπερτ Ράιλ στην παρουσίαση του κειμένου του Βιτγκενστάιν Παρατηρήσεις για τα θεμέλια των μαθη ματικών, σ. 259 και 267)
Οι ομοιότητες υπήρχαν βέβαια μόνο στην επιφάνεια, όμως, καθοος η ύπαρξή τους έγινε αντιληπτή, η επίδραση ήταν τεράστια: ορισμένοι από τους γνωστότερους νεα ρούς φιλοσόφους των πιο διαφορετικών σχολών της αποκαλούμενης σήμερα «αναλυτικής φιλοσοφίας» (π.χ. ο ΓΤάουλ Φάγεραμπεντ, ο Στιούαρτ Χάμσαϊρ, ο Νόρμαν Μάλκομ και ο Πίτερ Φ. Στρόσον) έγραψαν κριτικές πα ρουσιάσεις των Φιλοσοφικών ερευνών. Διέγνωσαν τη δυ νατότητα αυτοον των παρατηρήσεων να χρησιμοποιη θούν για την κριτική κάθε δυνατής θέσης της παραδοσια κής φιλοσοφίας. Οι γλωσσοφιλοσοφικές σκέψεις του Βιτγκενστάιν -προπάντων η έννοια των οικογενειακών ομοιοτήτων- ταίριαζαν στις επιδιώξεις που συμμερίζο νταν πολλοί: να σκάψουν τον τάφο κάθε μορφής ουσιο-
131
κρατίας* την ιδέα ότι σε όλα όσα πραγματικά συντάσσονται υπό μία έννοια προσήκει κάτι κοινό, μια εσωτερική ουσία, τη θεωρούσαν όλο και περισσότερο δογματική και ατεκμηρίωτη προκατάληψη. Πολλές γλωσσοφιλοσοφικές παρατηρήσεις των Φι λοσοφικών ερευνών ταυτίζονταν με το γράμμα, αν και όχι με το πνεύμα της Ordinary Language Philosophy. Τις πα ρατηρήσεις όμως του Βιτγκενστάιν για τη γραμματική τοον επιφωνημάτων και τα επιχειρήματά του κατά της δυ νατότητας να υπάρξει ιδιωτική γλώσσα, αν και συχνά τα ξινομούνταν στην ίδια φιλοσοφική κατεύθυνση με το επι τυχές βιβλίο του Ράιλ για την έννοια του πνεύματος (1949), οι περισσότεροι τις θεωρούσαν τελείως ανεξάρ τητες, δυσταξινόμητες προσπάθειες στοχασμού πάνω στις έννοιές μας για το ψυχικό. Το 1945 ήδη δημοσιεύτη καν οι συμβολές του Άυερ και του Ρις για το ζήτημα «Μπορεί να υπάρξει ιδιωτική γλώσσα;», και στις επόμε νες δεκαετίες υπήρξε πλήθος άρθρων, ανθολογιών, βι βλίων και συζητήσεων για το θέμα. Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 στη Μεγάλη Βρετα νία και τη Σκανδιναβία θεωρούσαν τον όψιμο Βιτγκενστάιν τον σημαντικότερο, αλλά και τον επαναστατικότε ρο φιλόσοφο - μακράν του να καταταγεί στους κλασι κούς και να αφομοιωθεί. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρ χαν μεν από τη μια οι αφανείς μαθητές του Βιτγκενστάιν, σαν την Άλις Άμπροουζ και τον Μόρις Λαζέροβιτς, και από την άλλη ορισμένοι γνωστοί υποστηρικτές και ερμη νευτές βιτγκενσταϊνικών ιδεών -προπάντων ο Νόρμαν Μάλκομ, ο Μαξ Μπλακ και ο Τζορτζ Πίτσερ- είχαν όμως να αντιπαρατεθούν με ισχυρά αντίθετα ρεύματα, ασύμ βατα με τις Φιλοσοφικές έρευνες. Ορισμένοι αμερικανοί φιλόσοφοι, όποος ο Στάνλεϊ Κάβελ και ο Χίλαρυ Πάτναμ, ανέπτυξαν πολύ αργότερα ενδιαφέρον για τον Βιτγκενστάιν, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Στον γερμανόφωνο χώρο η αρχική στάση απέναντι στον Βιτγκενστάιν ήταν διστακτική. Με τον καιρό κυκλο φόρησαν παρουσιάσεις και πραγματείες, λ.χ. του Γιούρ-
Ιδιωτική γλώσσα
Η πρόσληψη στον γερμανόφωνο χώρο
132
γκεν φον Κέμπσκι, του Χάινριχ Σολτς και του Χέρμαν Λίμπε. Η Τνγκεμποργ Μπάχμαν είχε δημοσιεύσει ήδη το 1953 άρθρο για την Π ρ α γ μ α τ ε ία , όπου υπογράμμιζε την έννοια του άφατου. Και ο Έ ρ ιχ Χέλερ δημοσίευσε το 1959 ένα άρθρο στο οποίο με μεγάλη ευαισθησία κατα δείκνυε την πνευματική καταγωγή του Βιτγκενστάιν από το γερμανόφωνο, ιδίως το αυστριακό πολιτισμικό περι βάλλον. Το 1960 κυκλοφόρησε η Π ρ α γ μ α τεία (με τον τίτ λο Tractatus logico-philosophicus) και οι Φ ιλοσοφικές έρευνες στον τόμο Γ ρ α π τά (Schriften) στις εκδόσεις Suhrkamp. Πολύ σύντομα άρχισαν να ενδιαφέρονται για τον Βιτγκενστάιν και φιλόσοφοι όπως ο Καρλ-Ότο Άπελ και ο Γιούργκεν Χάμπερμας.
Ο Τζορτζ Πίτσερ στις ΗΠΑ και ο Βόλφγκανγκ Στεγκμίλερ στη Γερμανία διέδωσαν μια ερμηνεία που απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα στην ιστορία της επίδρασης του Βιτγκενστάιν και για πολλά χρόνια αντανακλούσε τη γνώμη της πλειονότητας. Η κυρίως θέση έλεγε ότι στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο Βιτγκενστάιν: ο Βιτγκενστάιν I και ο Βιτγκενστάιν II. Ο πρώτος ήταν ο συγγρα φέας της Λ ο γικο -φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς π ρ α γ μ α τεία ς , ο δεύτερος των Φ ιλοσοφικώ ν ερευνών. Η κεντρική ιδέα αυτής της ερμηνείας όμως δεν κατέληγε απλώς και μόνο στη διαπί στωση ότι ο όψιμος Βιτγκενστάιν διέφερε από τον πρώι μο· έλεγε κιόλας ότι οι περισσότερες κριτικές σκέψεις των Ε ρευνώ ν άρθρωναν βάσιμες ενστάσεις κατά της Π ρ α γ μ α τεία ς και κατέρριπταν τις θέσεις της. Οι περισ σότεροι από τους οπαδούς αυτής της άποψης φαίνεται να έχουν τη γνώμη ότι τα επιχειρήματα του κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπαριστάμενου Βιτγκενστάιν αρκούν για να ανατρέψουν τελειωτικά τις απόψεις του πρώιμου Βιτγκενστάιν. Ο πυρήνας αυτής της θεωρίας έχει ακόμη σή μερα οπαδούς. Οι πρώτοι υποστηρικτές της αντιπαρέτασσαν στη σημασιολογία της «Θεωρίας τοον ονομάτων» του πρώιμου Βιτγκενστάιν τη «Θεωρία της χρήσης» του
133
«Η θέση του Βιτγκενστάιν στη φιλοσοφία είναι αξιοσημείω τη από δυο απόψεις: αφενός διότι ανέπτυξε δυο διαφορετι κές φιλοσοφίες, έκτων οποίων η δεύτερη δεν μπορεί να εν νοηθεί ως συνέχεια της πρώτης, και αφετέρου διότι ο δρό μος του προς τη φιλοσοφία οφείλεται μάλλον σε σύμπτωση κι έτσι η σκέψη του καθώς και η αρχική του ορολογία κινού νταν έξω από τη γερμανική φιλοσοφική παράδοση. [...] Από την άποψη της όψιμης βιτγκενσταϊνικής φιλοσοφίας, η θεω ρία της γλώσσας που αναπτύσσεται στην Πραγματεία πα ρουσιάζει μεγάλη μονομέρεια. Η μετάβαση σε μια νέα φι λοσοφία είναι συνεπώς ταυτόχρονα μια διαδικασία απελευ θέρωσης από αυτή την άκαμπτη αντίληψη. Ο Βιτγκενστάιν, ασκώντας αδιάκοπα κριτική στις προηγούμενες ιδέες του, απέκτησε μια νέα εικόνα της γλώσσας και των λειτουρ γιών της.» (Wolfgang StegmCiller, Hauptstromungen der Gegenwartsphilosophie , 1οςτόμος, σ. 524 και 562)
όψιμου* αργότερα -ακολουθώντας τον Σαοΰλ Κρίπκεαπέδιδαν συνήθως στην Π ρα γμα τεία μια σημασιολογία των συνθηκών αλήθειας (κατά τους Άλφρεντ Τάρσκι και θεωρίες Ντόναλντ Ντέιβιντσον) και στις Έ ρευνες μια σημασιολο της σημασίας γία των συνθηκών βεβαίωσης (κατά τον Μάικλ Ντάμετ). Η θεωρία των δυο Βιτγκενστάιν δεν είναι βέβαια σή μερα οΰτε κατά προσέγγιση τόσο δημοφιλής όσο άλλοτε, εξακολουθεί ωστόσο να καθορίζει μεγάλο μέρος της συ ζήτησης για την καλύτερη ερμηνευτική προσέγγιση. Από το 1956 και μετά οι επιμελητές των έργων του Βιτγκενστάιν εξέδιδαν κείμενα από τα κατάλοιπά του* αρχικά, αποσπάσματα των όψιμων εργασιών του για τη φιλοσο φία των μαθηματικών, έπειτα Το μ π λε και Το κ α φ έ βιβλίο , τις προεργασίες της Π ρα γμα τεία ς , τις Φιλοσοφι κές πα ρα τηρήσεις , τη Φιλοσοφική γρ α μ μ α τικ ή , και το 1967 ο Μπράιαν ΜακΓκίνες εξέδωσε τις σημειώσεις του Βάισμαν από τις συζητήσεις των ετών 1929 έως 1932. Οι σχολιαστές διέθεταν λοιπόν ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1960 πλήθος αυθεντικές -α ν και όχι πάντοτε άψογα επιμελημένες- πηγές ώστε να σχηματίσουν εικόνα της σκέψης του Βιτγκενστάιν στο διάστημα μ ετα ξύ 1918
134
(έτος της ολοκλήρωσης της Π ρα γμα τείας) και 1936 (έτος της αρχής της εργασίας για τις Έ ρ ευ ν ες , που ολοκληρώ θηκε περίπου στα 1946). Ακόμη και σήμερα δεν υπάρ χουν πολλές επαρκείς μελέτες της μέσης περιόδου του Βιτγκενστάιν (1929-1936), υπάρχει ωστόσο η τάση να διαβάζονται τα εν λόγω κείμενα 03ς ντοκουμέντα της με τάβασης και ο)ς πρόδρομα των Φιλοσοφικών ερευνών. Κατανοητή τάση, καθώς απλουστεΰει τη θεώρηση των πραγμάτων αυτή η απλοΰστευση όμως είναι ασφαλώς νοθεία, που συνεχίζει να απαιτεί διόρθωση. Ορισμένοι συγγραφείς αξιολογούν τα κείμενα της μέσης περιόδου ως μαρτυρίες μιας ορισμένης συνέχειας στη σκέψη του Βιτγκενστάιν και ως στοιχεία υπέρ της θέσης ότι υπάρχουν περισσότερες ταυτίσεις μεταξύ του προόιμου και του όψιμου Βιτγκενστάιν απ’ όσες γίνονταν ίσαμε τώρα παραδεκτές. Οπωσδήποτε αυτός ο τρόπος ανάγνωσης βοηθά να φωτιστούν υπαρκτά και ελαφρώς παραγνωρισμένα χαρακτηριστικά των κειμένων του Βιτγκενστάιν. Στο μέτρο ωστόσο που καλείται να σμι κρύνει τις αναμφισβήτητες διαφορές μεταξύ του πρώιμου και του όψιμου έργου, είναι αναντίστοιχη με τα δεδομέ να στοιχεία.
Αφού κόπασε το πρώτο ενθου σιώδες κύμα κριτικών παρουσιά σεων μετά τη δημοσίευση των Φι λοσοφικών ερευνών, υπήρξαν διά φορες φάσεις στην υποδοχή του έργου του Βιτγκενστάιν και καθε μιά έφερε νέες δημοσιεύσεις, οι οποίες είναι πλέον αδύνατο να συνοψιστούν. Υπάρχουν τα σχό λια που αφιεριοθηκαν στα δύο κυ ρίως έργα του Βιτγκενστάιν. Η πρώτη ομάδα σχολίων επικεντρώνεται στη Λογικο-φιλοσοφική πρ α γμα τεία και ανάγεται στη δεκαετία του 1960.
135
Η εισαγωγή της Άνσκομπ Μ ια εισαγωγή στο Tractatus του Βιτγκενστάιν (An Itroduction to Wittgenstein's Tractatus, 1959) υπογραμμίζει τις λογικές πλευρές του βιβλίου και την καταγιυγή πολλών ιδεών του Βιτγκενστάιν από τις θεωρίες του Φρέγκε και την αναμέτρηση με τον Ράσελ, οι εμπειρικές τάσεις του οποίου ωστόσο δεν ταιριάζουν με τις σημαντικότερες διαγνώσεις του πρώι μου Βιτγκενστάιν. Το βιβλίο To Tractatus του Βιτγκενστάιν. Μ ια κριτική παρουσίαση των βασικώ ν γραμμώ ν σκέψης ( Wittgenstein’s Tractatus. Λ Critical Exposition o f the Main Lines o f Thoughts, 1960) του Φιλανδού φιλοσό
φου Έ ρ ικ Στένιους είχε μεγάλη απήχηση προπάντων στη Στένιους Γερμανία* ο Στένιους στρέφει την προσοχή του κυρίως στη θεωρία των εικόνων και προσπαθεί να άρει τις δυ σκολίες της ερμηνείας με δικές του συμβολές στη σημα σιολογία. Ο Στένιους είναι ένας από τους πρώτους συγ γραφείς που υπογράμμισαν τη συγγένεια του Βιτγκενστάιν με ορισμένες πλευρές της καντιανής παράδοσης. Το ογκώδες βιβλίο του Μαξ Μπλακ Έ να ς οδηγός στο Μπλακ Tractatus του Βιτγκενστάιν (A Companion to Wittgenstein *s Tractatus, 1964) διατηρεί και σήμερα την αξία του ως
βοηθήματος και ανεξάρτητης ερμηνείας. Ο Μπλακ χωρί ζει το κείμενο σε μικρότερα τμήματα τα οποία παρουσιά ζει τόσο γενικά όσο και στις λεπτομέρειες τους. Εξηγεί ιστορικές συναρτήσεις και προβλήματα λογικής σημειο λογίας* σε πολλά σημεία αναφέρεται κριτικά στα βιβλία της Άνσκομπ και του Στένιους. Ο τόμος Δ οκίμια για το Tractatus του Β ιτγκενστάιν (Essays on Wittgenstein \s Tractatus, 1966), που τον επιμελήθηκαν ο Τρβινγκ Μ.
Κόπι και ο Ρόμπερτ Γ. Μπηρντ, περιέχει πολλά από τα σημαντικότερα άρθρα για την Π ραγματεία που δημοσιεύ τηκαν στο διάστημα μετά την κριτική παρουσίαση του Ράμσεϋ και ίσαμε τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Σε αυ τά τα τέσσερα βιβλία αναφέρεται η πλειονότητα των δη μοσιεύσεων των επόμενων ετών. 1 Τα τρία σημαντικότερα σχόλια στις Φιλοσοφικές έρευ νες κυκλοφόρησαν λίγο αργότερα. Τα δύο προοτα έχουν
136
εκτεταμένες αναφορές στα χειρόγραφα του Βιτγκενατάιν και γράφτηκαν αφοΰ προηγουμένως, το 1967, εί χαν τεθεί στη διαθεσιμότητα των μελετητίόν το μικροφίλμ από τα κατάλοιπα και ο κατάλογος του Γκέοργκ Χένρικ Χάλει φον Ράιτ. Ο Γκαρθ Χάλετ χρησιμοποιεί για τον σχολια σμό του όψιμου κυρίως έργου του Βιτγκενστάιν (Ε να ς οδηγός στις Φιλοσοφικές έρευνες του Β ιτγκενστάιν ΙΑ Companion to Wittgenstein s “Philosophical Investigations ”,
1977) ένα παρόμοιο σχήμα με εκείνο του βιβλίου του Μπλακ για την Π ραγματεία. Χωρίζει τις Έ ρ ευνες σε τμή ματα, τα οποία παρουσιάζει αρχικά σε αδρές γραμμές και τα συζητά κατόπιν λεπτομερώς. Για την εξήγηση δύ σκολων ή αμφιλεγόμενων χωρίων ο Χάλετ παραθέτει από τα χειρόγραφα του Βιτγκενστάιν και από πλήθος κει μένων του Ράσελ, του Φρέγκε και άλλων συγγραφέων από τους οποίους πιθανόν να παρακινήθηκε ο Βιτγκενστάιν. Μπέικερ/Χάκερ Πολύ εκτενέστερος από το έργο των 800 σελίδων του Χάλετ είναι ο αναλυτικός σχολιασμός του Γκόρντον Μπέικερ και του Πίτερ Χάκερ. Ο πρώτος τόμος (Βιτγκενστάιν, κατανόηση και νόημα/Wittgenstein, Undestanding and Meaning) εκδόθηκε το 1980, ο δεύτερος ( Βιτγκενστάιν, κανόνες, γρα μ μ α τικ ή και ανα γκα ιό τητα /Wittgen stein, Rules, Grammar and Necessity) το 1985. Τους δύο
τελευταίους τόμους τους συνέγραψε ο Χάκερ μόνος του και εκδόθηκαν το 1990 (Βιτγκενστάιν, σημασία και νους/Wittgenstein, Meaning and M ind) και το 1996 (Βιτγκενστάιν, νους και βούληση/Wittgenstein, M ind and Will). Σε αυτό το μνημειώδες έργο οι Έ ρ ευνες χαρίζονται σε
«κεφάλαια», κατά διαφορετικά θεματικά κέντρα βά«Η κληρονομιά του Βιτγκενστάιν είναι ένας τρόπος να βλέ πουμε τα πράγματα ο οποίος δεν εννοεί πια τη φιλοσοφία ως επιδίωξη γνώσης αλλά κατανόησης. Η αποστολή της φι λοσοφίας δεν είναι να προσθέσει κάτι στο σύνολο της αν θρώπινης γνώσης, είναι να καταστήσει δυνατή τη σαφή κα τανόηση του ήδη γνωστού.» (P.M.S. Hacker, Wittgenstein im Kontext der analytischen Philosophie, o. 523)
137
ρους. Πολλά από τα δοκίμια έχουν ιστορικό προσανατο λισμό και επιδιώκουν να αναδείξουν σχέσεις με τον Φρέγκε, τον Ράσελ και τον συγγραφέα της Π ρ α γ μ α τεία ς , σε ορισμένα σημεία όμως και με τον Σοπενχάουερ, τον Σπένγκλερ και άλλους συγγραφείς. Στον σχολιασμό των χωρίων στοιχειοθετείται η γένεση της εκάστοτε παρατή ρησης και αναδεικνΰεται με παραδείγματα κειμένών. Η ερμηνεία επιδιώκει να αναδείξει μια διαυγή γραμμή επι χειρηματολογίας, η οποία συχνά έχει οδηγό την έντονη κριτική της Π ρ α γμ α τεία ς . Ο τρίτος πλήρης σχολιασμός είναι ολωσδιόλου διαφο ρετικού είδους. Στον «Σχολιασμό για αναγνώστες» («Kommentar fur Leser», 1ος τόμος: 1988, 2ος τόμος: 1989) ο Άικε φον Σαβινΰ παίρνει στα σοβαρά την ιδέα ότι φον Σαβινύ οι Φιλοσοφικές έρευνες αξιώνουν να είναι βιβλίο το οποίο ο αναγνώστης μπορεί να το καταλάβει. Η ερμηνεία συνε πώς γίνεται εμμενοός προς το κείμενο* αυτό σημαίνει ότι συνειδητά δεν υπάρχουν αναφορές σε πρόδρομα χειρό γραφα, δεν υπάρχουν παραλληλισμοί ούτε αναφορές σε πιθανές πηγές σε κείμενα άλλων συγγραφέων. Το βιβλίο του φον Σαβινΰ είναι το μόνο που αντιπαρατίθεται διαρκώς με άλλες, προπάντων με αντίπαλες ερμηνείες. Η ερ μηνεία του φον Σαβινΰ αποκτά μεγαλΰτερη συνοχή κα θώς ο συγγραφέας θεωρεί ολόκληρο το κείμενο των Ερευνών επιχειρηματολογία για δΰο κεντρικές θέσεις. Η Δύο κεντρικές πρώτη είναι η «Θέση για το εννοείν». Κατ’ αυτή τη θέση θέσεις ισχΰει: «Το ότι κάποιος με μια δήλωση, μια πράξη, μια ει κόνα κ.λπ. εννοεί κάτι (δηλαδή κάτι καταλαβαίνει) δεν αφορά μόνο αυτόν. Αντίθετα, το γεγονός συνίσταται στο ότι τα πρότυπα της ατομικής του συμπεριφοράς κατά έναν ορισμένο τρόπο είναι ενταγμένα σε πρότυπα της κοινωνικής συμπεριφοράς της κοινότητας στην οποία αυ τός συγκαταλέγεται». Η δεΰτερη είναι η «Θέση για ψ υχι κ ές κ α τα σ τά σ ε ις π ρ α γμ ά τω ν : Το γεγονός ότι κάποιος έχει την παράσταση ενός πράγματος, κάτι προσδοκά, κά τι επιθυμεί, κάτι αισθάνεται, κάτι σκέφτεται ή κάτι επι διώκει κ.λπ. δεν αφορά μόνο αυτόν. Αντίθετα, το γεγονός
138
συνίσταται στο ότι τα πρότυπα της ατομικής του συμπερι φοράς κατά έναν ορισμένο τρόπο είναι ενταγμένα σε πρότυπα της κοινωνικής συμπεριφοράς της κοινότητας στην οποία αυτός συνυπολογίζεται» (Savigny 1994, σ. 910). Η αιτιολόγηση αυτών των δυο θέσεων, λέει ο φον Σαβινύ, βρίσκεται στο κέντρο κάθε επιχειρηματολογίας των Φ ιλοσοφικών ερευνών. Ο σχολιασμός των χωρίων εισέρ χεται σε ιδιομορφίες και δυσκολίες της χρήσης της γλώσ σας από τον Βιτγτκενστάιν και προσπαθεί να διαφωτίσει τον αμήχανο αναγνώστη με την υπόδειξη αγγλισμοόν ή με παραλληλισμούς με τη σχετική επιχε ιρη ματολογ ία σε άλ λες παραγράφους των Ερευνών. Οι σχολιασμοί των Μπέικερ/Χάκερ και του φον Σαβινΰ, απολΰτως αξιέπαινοι, αλληλοσυμπληρώνονται σε πολλά σημεία* και στα δύο έργα χάνεται συχνά η ειροονεία του Βιτγκενστάιν, που ενίοτε κινείται στο όριο της παραδοξολογίας. Ο Μπέικερ, ο Χάκερ και ο φον Σαβινύ ολοκλήρωσαν τις ερμηνείες τους με πολλές άλλες δημο σιεύσεις: ο Μπέικερ αναφέρεται προπάντων σε κείμενα από την εποχή της συνεργασίας του Βιτγκενστάιν με τον Βάισμαν* ο Χάκερ, με την ερμηνεία της Π ρ α γμ α τεία ς , δείχνει ενα ντίο ν τίνος επ ιχε ιρη ματολογ ε ί ο Βιτγκενστάιν στις Έ ρ ευ νες ’ ο φον Σαβινΰ υποστηρίζει τη δική του ανά γνωση των Ερευνώ ν συμπληρώνοντας την αναπαριστώμενη αλληλουχία των σκέψεων και αντικρούοντας εναλ λακτικές προσεγγίσεις, j
Ό λοι οι σχολιαστές που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα επι χειρούν να κατανοήσουν και να αναπαραστήσουν τη σκέ ψη του ίδιου του Βιτγκενστάιν. Ό σο περισσότερο απο μακρυνόμαστε από τον Βιτγκενστάιν και όσο περισσότε ρο ο ίδιος και τα κείμενά του αποκτούν την αίγλη του κλασικού, τόσο συχνότερα συμβαίνει να χρησιμοποιούν σύγχρονοι συγγραφείς κείμενα του Βιτγκενστάιν προκειμένου να δοκιμάσουν πάνω σε αυτά δικές τους σκέ ψεις και να προσδώσουν στις σκέψεις τους τη λάμψη που
139
εκπέμπει η ιερή εικόνα. Η δραστικότερη περίπτοοση αυ τού του είδους είναι το βιβλίο του Σαοΰλ Κρίπκε για τη βιτγκενσταϊνική έννοια του κανόνα και την ιδιωτική γλοόσσα. Ο συγγραφέας, όπως λέει ο ίδιος στον πρόλογο, δεν επιδιώκει να ερμηνεύσει συγκεκριμένα χωρία αλλά να εκθέσει πώς επέδρασε στον ίδιο η επ ιχε ιρη ματολογ ία του Βιτγκενστάιν και κατά πόσον του παρουσίασε ένα πρόβλημα. Την επιχειρηματολογία περί ιδιωτικής γλώσ σας τη βλέπει ως ιδιαίτερη πλευρά μιας γενικότερης αντίληψης για τη γλώσσα, την οποία οφείλουμε να κατα νοήσουμε προπάντοον σε σχέση με τις αναλύσεις του Βιτγκενστάιν για την τήρηση κανόνων. Παρόμοια με τον Φόγκελιν (1976), ο Κρίπκε ισχυρίζεται ότι ο Βιτγκενστάιν φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με ένα σκεπτικιστικό παράδοξο και μια σκεπτικιστική λύση όπως την εννοεί ο Χιουμ. Η αντίδραση στο βιβλίο του Κρίπκε υπήρξε (και εί ναι) εκπληκτική: το σχολίασαν ορισμένα από τα ηχηρό τερα ονόματα της σύγχρονης φιλοσοφίας· γνο5στες των κειμένων του Βιτγκενστάιν επιβεβαίωσαν τον ισχυρισμό «Κριπκεστάιν» του Κρίπκε ότι το γραπτό του δεν ήταν πραγματικά ερμη νεία του βιτγκενσταϊνικού κειμένου* σε εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες άρθρα αναδιατυπώθηκε το «σκεπτικιστικό παράδοξο» του Κρίπκε και εμπλουτίστηκε με παραδείγ ματα. Προπάντοον στις Ηνωμένες Πολιτείες ο «Κριπκεστάιν» εξελίχθηκε σε καλτ φιλοσοφική φιγούρα, η οποία δεν αποτέλεσε μόνο αντικείμενο κριτικού σχολιασμού αλλά προπάντων βρήκε μιμητές. Η αντιπαράθεση με τον Βιτγκενστάιν του Κρίπκε οδήγησε ορισμένους συγγραφείς να προσεγγίσουν τον συγγραφέα με έναν τρόπο που έφερε νέα θεοόρηση των κειμένων του. Τα πολυσυζητημένα άρθρα για τον Βιτγκενστάιν συγγραφέων όπως του Τζον ΜακΝτάουελ και του Κρίσπιν Ράιτ δεν θα είχαν γραφτεί στη μορφή που γράφτηκαν χωρίς τον Κρίπκε' και αυτή η μορφή βρίσκε ται συχνά εγγύτερα στον Βιτγκενστάιν από το κείμενο του Κρίπκε που αποτέλεσε την αφορμή της συζήτησης.
140
Τελείως διαφορετικά από τον Κρίπκε αντέδρασαν ορισμένοι συγγραφείς που ενδιαφέρονταν για τις πραγ ματικές απόψεις του Βιτγκενστάιν, όπως η Κόρα Ντάιμοντ και ο Τζέιμς Κόναντ, οι οποίοι έχουν ως αφετηρία προπάντων τη Λ ογικο-φιλοσοφική π ρ α γμα τεία και προ σλαμβάνουν τις κλασικές ερμηνείες του Μπλακ, του Χά κερ, του Άντονυ Κένυ και του Ντέιβιντ Πηρς ως καταπιε στική ορθοδοξία. Αυτοί οι συγγραφείς θεωρούν ιδιαίτε ρα βαρύνον ότι ο Βιτγκενστάιν στο τέλος της Π ρ α γμ α τείας δηλώνει πως οι ίδιες του οι προτάσεις στερούνται νοήματος. Υπογραμμίζουν δομικές και υφολογικές πλευ ρές τις οποίες προηγούμενοι σχολιαστές συχνά παρέβλεψαν ή υποτίμησαν. Ενδιαφέρουσα πλευρά αυτής της ανάγνωσης είναι η αντιστροφή της Θεο^ρησης, ώστε να μην εξετάζουμε διαρκώς την Π ρα γμα τεία από την οπτική γωνία των Φιλοσοφικών ερευνών , αλλά αυτές από την οπτική γωνία της Π ρα γμ α τεία ς . Τελευταία, οι εργασίες του Κόναντ, της Ντάιμοντ και άλλων συγγραφέων με πα ρόμοιο προσανατολισμό συγκαταλέγονται υπό τον ουδέ«New Wittgenstein» χερο τίτλο «New Wittgenstein». Οι πολεμικές αντεπιθέ σεις δεν λείπουν: προπάντων ο Πίτερ Χάκερ έχει γράψει Ο Βιτγκενστάιν «λέει στην § 6.54 κατά ποιον τρόπο αυτές οι προτάσεις χρησιμεύουν ως εξήγηση, δηλαδή: δίνοντάς μας τη δυνατότητα να τις αναγνωρίσουμε ως ανόητες. Αυ τόν τον σκοπό δεν τον επιτυγχάνουμε φτάνοντας στην τε λευταία σελίδα, αλλά φτάνοντας σε ένα ορισμένο σημείο μιας δραστηριότητας - το σημείο στο οποίο η εξήγηση έχει εκπληρώσει τον σκοπό της, δηλαδή όταν η αυταπάτη της νοηματικότητας διαρρηγνύεται έσωθεν. Το σήμα ότι έχου με καταλάβει τον συγγραφέα του έργου είναι να μπορούμε να πετάξουμε την ανεμόσκαλα την οποία ανεβήκαμε. Αυτό σημαίνει: Έχουμε τελειώσει με το έργο -και το έργο έχει τε λειώσει μαζί μας- μόλις είμαστε ικανοί να πετάξουμε πραγ ματικά τις προτάσεις του πυρήνα του έργου, προτάσεις για “τα όρια της γλώσσας” και τα άφατα πράγματα που βρίσκο νται επέκεινα.» (James Conant, «Elucidation and Nonsense in Frege and Early Wittgenstein», σ. 198)
141
εκτενείς απαντήσεις, που έχουν το προτέρημα να αποσα φηνίζουν τη δική του ερμηνεία της Π ραγματείας. Η οπτική της ήρεμης αναδρομής μετά τα συνέδρια και τα εργαστήρια επ’ ευκαιρία των 50 χρόνων από τον θάνατο του Βιτγκενστάιν το 2001 αποδεικνΰει ότι στην πρόσληψη του Βιτγκενστάιν πολλά εδραιώθηκαν και πολλά άλλαξαν. Προπάντων οι εργασίες των Μπράιαν ΜακΓκίνες και Γκέοργκ Χενρικ φον Ράιτ, σημαντικές βιογραφικά και από την άποψη της κριτικής του κειμέ νου, προσέδωσαν στον Βιτγκενστάιν και στα κείμενά του σαφές περίγραμμα. Σε πολλές χώρες υπάρχουν δραστή ριες εταιρείες Βιτγτκενστάιν η αυστριακή εταιρεία διοργανώνει από τη δεκαετία του 1970 διεθνή συμπόσια με μεγάλη απήχηση στο Κίρχμπεργκ αμ Βέξελ, κοντά στο μέρος όπου ο Βιτγκενστάιν υπηρέτησε ως δημοδιδάσκα λος. Τα αρχεία αυτών των εκδηλώσεων και η συναφής σειρά δημοσιεύσεων, όπως και τα Wittgenstein-Studien που εκδίδει η γερμανική εταιρεία Βιτγκενστάιν, προ σφέρουν πλήθος ενδιαφέροντα άρθρα και χρήσιμο υλι κό. Στο Σουόνσι εκδίδεται ένα περιοδικό που από το 1978 φέρει τον τίτλο Φιλοσοφικές Έ ρ ευνες (Philosophical Investigations) και το οποίο δημοσιεύει σχεδόν αποκλει στικά άρθρα που αναφέρονται στον Βιτγκενστάιν. Ολωσδιόλου νέα δυνατότητα ενασχόλησης με το έρ γο του Βιτγκενστάιν προσφέρει μετά το 2000 η έκδοση σε CD-ROM του συνόλου των καταλοίπων του, η επιμέλεια Τα κατάλοιπα της οποίας έγινε στο πανεπιστήμιο του Μπέργκεν. Σε του Βιτγκενστάιν μορφή δύο μεταγραφών και πλήρους φωτογραφικής αναπαραγωγής περίπου 20.000 σελίδοτν κειμένου έχουν συγκεντρωθεί όλα όσα μπορεί να χρειαστεί κανείς ως αναγνώστης της φιλοσοφίας του Βιτγκενστάιν, πέραν των σχολίων, ευρετηρίων κ.λπ. Επίσης, η αποκαλούμενη «έκδοση της Βιέννης» προσφέρει τα κείμενα μεγάλου μέρους των χειρογράφων της περιόδου 1929-1932 και της αναμορφωμένης εκδοχής του «Big Typescript». Από το 1989 κυκλοφορεί από τις γερμανικές εκδόσεις Suhrkamp μια κριτική έκδοση της Λογικο-φιλοσοφικής πραγματείας ,
142
και το 2001 κυκλοφόρησε από τον ίδιο οίκο μια κριτική γενετική έκδοση των Φιλοσοφικών ερευνών. Το προσβάσιμο των καταλοίπων και το ασΰνοπτο πλή θος του συναφούς υλικού είχε το αποτέλεσμα πολλοί συγ γραφείς να ασχοληθούν με πλευρές των κειμένων και της προσωπικότητας του Βιτγκενστάιν οι οποίες, από φιλο σοφική άποψη, έχουν μάλλον δευτερεύουσα σημασία. Υπάρχουν πραγματείες, κεφάλαια και ολόκληρα βιβλία για τη στάση του Βιτγτκενστάιν απέναντι στην εποχή του και τη θέση του στη συνάφεια εκείνης της εποχής. Ακόμη και από τις παρατηρήσεις του Βιτγκενστάιν για τη θρη σκεία αντλεί την πρώτη ύλη του ένας ολόκληρος ακαδη μαϊκός «κλάδος παραγωγής». Υπάρχουν φυσικά και προ σπάθειες να τοποθετηθεί ο Βιτγκενστάιν στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού, όπως το αποπειράται π.χ. ο Χένρυ Στέιτεν με το βιβλίο του Βιτγκενστάιν και Ντεριντά ( Wittgenstein and Derrida, 1985). Αυτά είναι αναπόφευκτα επακόλουθα μιας εξέλιξης που μεταβάλλει τον αλλοτινό αντάρτη σε κλασικό. Αλλά δεν χρειάζεται να στεναχωριέται κανείς γι’ αυτή την εξέλιξη όσο αυτός ο κλασικός πα ρακινεί αναγνώστες να κάνουν ανατρεπτικές σκέψεις.
Ο Βιτγκενστάιν επηρέασε πολλούς ανθρώπους οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν προπίστως για τη φιλοσοφία ως επι στήμη. Υπάρχουν μελοποιήσεις κειμένων του και λογο τεχνικά έργα που αντικατοπτρίζουν διάφορες πλευρές των γραπτών του Βιτγκενστάιν. Υπάρχουν επίσης φιλμ για τον Βιτγκενστάιν, σε άλλα πάλι οι σκηνοθέτες θέλη σαν να εκφράσουν σκέψεις του Βιτγκενστάιν. Σε ένα φι λόδοξο αστυνομικό φιλμ του Φίλιπ Κερ (Το πρόγραμ μα Β ιτγκενστάιν /Das Wittgenstein-Programm) οι φόνοι γίνο νται σύμφατνα με κείμενα και ιδέες του Βιτγκενστάιν. Ο μαρξιστής κριτικός της λογοτεχνίας Τέρι Τγκλετον έγραψε το σενάριο για το φιλμ του Ντέρεκ Τζάρμαν με θέμα τον Βιτγκενστάιν βάζει επίσης τον Βιτγκενστάιν να εμφανίζεται μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ και τον Νί-
143
κόλας Μπαχτίν σε ένα μυθιστόρημα (Αγιοι και λόγιοι / Saints and Scholars).
Αυτές σι πλευρές της μετά θάνατον ζωής του προσώ που και του έργου του Βιτγκενστάιν είναι τόσο πολλές και ποικίλες, που εδώ δεν μπορούν να παρου σιαστούν παρά μόνο λίγα παραδείγματα. Ο Φιλανδός τραγουδιστής τανγκό Μ.Α. Νούμινεν αίφνης εμπνεύστηκε και συνέθεσε μια «σουίτα Tractatus»: τα κείμενα τοον τράγουδιών, άλλα αγγλικά και άλλα γερμανικά, είναι πράγματι αποσπάσματα χτ\ςΑογικο-φιλοσοφικής πραγμα τεία ς. Ο Ούγγρος Πέτερ Φοργκάς, τα φιλμ του οποίου βρίσκονται σε πολ λές συλλογές μουσείων (παραδείγματος χάριν στο Μουσείο Πομπιντού και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης), ολο κλήρωσε το 1992 μια δουλειά του με σύντομες σκηνές για την τηλεόραση τα τμήματα της «Τι το ιδιαίτερο έχει αυτός ο άνθρωπος που η φιλοσοφία του μπορεί να είναι πολύ κουραστική και τεχνικά υψηλών απαιτήσεων, τι έχει που σαγηνεύει τόσο την καλλιτεχνική φαντασία; Ο Φρέγκε είναι φιλόσοφος για φιλοσόφους, ο Μπέρτραντ Ράσελ είναι για τον μέσο πολίτη το πρότυπο του σοφού, και ο Σαρτρ αντιστοιχεί στην εικόνα του διανοούμε νου που φτιάχνουν τα μέσα. Αλλά ο Βιτγκενστάιν είναι ο φι λόσοφος των ποιητών και των μουσουργών, των δραμα τουργών και των μυθιστοριογράφων, και αποσπάσματα της επιβλητικής Πραγματείας έχουν μάλιστα μελοποιηθεί. Ήδη εν ζωή ήταν μύθος, κάτι σαν φιγούρα μυθιστορήματος που ξέπεσε σε ένα καταθλιπτικά πραγματικό Καίμπριτζ. Επι πλέον, η ζωή του, που τον οδήγησε από την πολυτέλεια στη φτώχεια, έχει κάτι από θρύλο ή παραμύθι: ο πλουτοκράτης πατέρας, η μοναχική καλύβα στο νορβηγικό φιορδ, οι αδιέ ξοδες εκδρομές στη ζωή του δασκάλου Γκαλγουέι, η σταλι νική Ρωσία - όλα αυτά προσφέρονται για δραματική ή λο γοτεχνική παρουσίαση.» (Terry Eagleton, Wittgenstein. The Derek Jarman Film, o. 5)
144
οποίας συνοδεύονται από παραθέματα της Π ρα γμα τείας που τα διαβάζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Επιρροές του Βιτγκενστάιν υπάρχουν και στις εικα στικές τέχνες. Έ ν α παράδειγμα είναι ο Εντουάρντο ΓΙαολότσι: τρεις εργασίες μιας συλλογής από κολάζ με γενι Παολότσι: κό τίτλο «Όπως είναι όταν» («As is when») είναι αφιε «Όπως είναι ρωμένες στον Βιτγκενστάιν. Ό πω ς λέει ο καλλιτέχνης, όταν» με τα έργα του αυτά «ήθελα να ταυτιστώ με τον Βιτγκενστάιν, να φτιάξου μια συνδυασμένη αυτοβιογραφία» (πα ρατίθεται στο Konnertz 1984, σ. 162). Ο Παολότσι ήθελε δηλαδή να συσχετίσει τις δικές του εντυπώσεις και παρα
145
στάσεις με την ιστορία της ζωής του Βιτγκενστάιν. Έ τσι δημιουργήθηκαν εικόνες όπως το «Ο Βιτγκενστάιν φα ντάρος» («Wittgenstein as a Soldier»), που αναφέρεται στη στρατιωτική θητεία του Βιτγκενστάιν στον Α ' Πα γκόσμιο Πόλεμο, το «Ο Βιτγκενστάιν στη Νέα Υόρκη» («Wittgenstein in New York»), εμπνευσμένο από την επίσκεψη του Βιτγκενστάιν στον Νόρμαν Μάλκομ στην Τθακα της Νέας Υόρκης, και το «Ο Βιτγκενστάιν θαυμά ζει την Μπέτι Γκρέιμπλ στο σινεμά» («Wittgenstein at the Cinema Admires Betty Grable»), που παραπέμπει στην αγάπη του Βιτγκενστάιν για τα αμερικανικά φιλμ. Εμφανώς αυτοβιογραφικό χαρακτήρα έχει το έργο «Ο Βιτγκενστάιν στο Κασίνο [sic!]» («Wittgenstein at Casino [sic!]»), καθώς ο Παολότσι, όπως λέει, κατάγεται ο ίδιος από ένα χωριό κοντά στο Κασίνο, όπου ο Βιτγκενστάιν πέρασε περίπου οκτο) μήνες ως αιχμάλωτος πολέμου. Ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν κατάρτισε κάποτε έναν κατά λογο προσο^πων που πίστευε ότι τον είχαν επηρεάσει. Η δυσκολία να αποδειχτούν στο έργο του οι επιρροές που εννοούσε ο Βιτγκενστάιν θα έπρεπε να είναι επαρκής προειδοποίηση για όσους αναζητούν επιρροές του Βιτγκενστάιν σε έργα ανθρώπων με αυτόνομη παραγωγή. Σε ορισμένες περιπτώσεις η πρόσληψη είναι επαρκώς αποδεδειγμένη ή ευθέως παραδεδεγμένη. Αυτό ισχύει προπάντων για δύο αυστριακούς συγγραφείς, την Τνγκεμποργκ Μπάχμαν και τον Τόμας Μπέρνχαρτ. Η Μπάχμαν μετά τον πόλεμο σπούδασε φιλοσοφία. Έ να ς από τους ακαδημαϊκούς δασκάλους της ήταν ο Βίκτορ Κραφτ, ο οποίος είχε μείνει πιστός στις ιδέες του Κύκλου της Βιέννης, και το 1950 -τη χρονιά που η Μπάχ μαν πήρε τον διδακτορικό της τίτλο- δημοσίευσε μια αξιέπαινη ιστορία αυτού του φιλοσοφικού κινήματος. Η διατριβή της Μπάχμαν αναφέρεται προπάντων στην κρι τική που ο Κάρναπ και άλλοι εκπρόσωποι της επιστημο νικής κοσμοαντίληψης άσκησαν στον Χάιντεγκερ. Το όνομα του Βιτγκενστάιν εμφανίζεται μόλις στο τέλος της εργασίας, όπου παρατίθεται η πρόταση 7 της Π ρα γμ α
Βλ.σ. 54-55
Βλ. σ. 41
Μπάχμαν: σημεία εισβολής ίου αναφαινόμενου
146
τείας («Για όσα δεν μπορεί κανείς να μιλήσει, γι’ αυτά
πρέπει να σωπαίνει»). Σε μια κατοπινή συζήτηση η Μπάχμαν υπογράμμισε ότι η συνάντηση με το προοιμο έργο του Βιτγκενστάιν ταίριαζε ακριβώς στην ψυχική διάθεση της υποψήφιας διδάκτορος. Εκείνο που τη συγκινούσε ιδιαί τερα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν η τοποθέτη ση του θέματος του ορίου την οποία πραγματεύεται ο Βιτγκενστάιν στο Tractatus και η συναρτώ με νη με αυτά μυστικιστική πλευρά του Βιτγκενστάιν. Η Μπάχμαν έγραψε στα 1953 και 1954 δυο δοκίμια για τον Βιτγκενστάιν, στα οποία υπογράμμιζε αυτές τις πλευρές. Evco στην εργασία για την κριτική στον Χάιντεγκερ το θέμα είναι προπάντων το όριο της με νόημα ομιλίας, η Μπάχ μαν σε αυτά τα δοκίμια μιλούσε για όρια που είναι «επί σης σημεία εισβολής του αναφαινόμενου». Ολωσδιόλου με αυτό το νόημα γράφει: «Να σωπαίνουμε για κάτι δεν σημαίνει βέβαια απλώς και μόνο να σωπαίνουμε. Η αρ νητική σιωπή θα ήταν αγνωστικισμός - η θετική σιωπή εί ναι μυστικισμός» (παρατίθεται στο Weigel 1999, σ. 97). Τότε η Μπάχμαν διάβασε και τις Φιλοσοφικές έρευ νες , που μόλις (1953) είχαν εκδοθεί. Εδοο τη συνεπήρε η εικόνα που δείχνει τη γλώσσα σαν παλιά πόλη, σαν «κου βάρι από δρομάκια και πλατείες, παλιά και νέα σπίτια, και σπίτια με προσθήκες από διάφορες εποχές» (PhU, § 18). Φλέρταρε με την ιδέα να γράψει μια μονογραφία για τον Βιτγκενστάιν, και κατέβαλε προσπάθειες ώστε ο οίκος Europaische Verlagsanstalt να εκδώσει τα κείμενα του Βιτγκενστάιν στα γερμανικά. Το σχέδιο της μονο γραφίας δεν το πραγματοποίησε, αλλά κατόρθωσε να παρακινήσει τον Ζίγκφριντ Ούνζελντ να εκδόσει το 1960 τα έργα του Βιτγκενστάιν στον Suhrkamp (πρβλ. Weigel 1999, σ. 84-88). Παρότι μπορούμε να θεοορήσουμε βέβαιο ότι η πρώι μη ενασχόληση με τον Βιτγκενστάιν επηρέασε την εξέλι ξη της συγγραφέως Τνγκεμποργκ Μπάχμαν, η αναζήτη ση παραλληλιών, δανείων και άλλων παρόμοιων στοιχεί ων δεν θα απέφερε τίποτε περισσότερο από τη διαπίστω-
147
ση ομοιοτήτων. Αυτή τη διαπίστωση μπορεί κανείς βέ βαια να τη διατυπώσει όπως στο ακόλουθο παράθεμα, όπου για την Μπάχμαν και τον Μπέρνχαρτ λέγονται τα εξής: «Στα λογοτεχνικά τους πεζογραφήματα αναπτύσσουν αυτόνομους, ποικιλόμορφους, εν μέρει παιγνιώδεις τρόπους μεταχείρισής του [του Βιτγκενστάιν], μια δια κειμενική αναφορά την οποία και οι δυο εφαρμόζουν σαν άγκιστρο κατά του αυστριακού αντιμοντερνισμού στο λογοτεχνικό πεδίο της Αυστρίας μετά το 1945» (Steutzger 2001, σ. 256). Στον Τόμας Μπέρνχαρτ ο Βιτγκενστάιν παίζει απα Μπέρνχαρτ: ραγνώριστα σημαντικό ρόλο. Σε επιστολή του προς τη επαναπατρισμός Χίλντε Σπιλτο 1971 εκφράζει με ασυνήθιστα ευθύ τρόπο και αφασία τον θαυμασμό του για τον Βιτγκενστάιν: «Όσο για τον Βιτγτκενστάιν: είναι η καθαρότητα του Στίφτερ και μαζί η διαύγεια του Καντ, και μετά τον Στίφτερ (και μαζί με αυτόν) ο μέγιστος. Αυτό που εμείς με τον Ν Ο Β Α Λ ΙΣ , τον Γερμανό, δεν είχαμε, είναι τώρα για Thomis j^rn|rilTj εμάς ο Βιτγκενστάιν - και μια φράση ακόμη: Ο Β[ιτγκενστάιν] είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί \\lu
148 «Κι αν το καλοσκεφτώ, είπε ο Γκαίτε κοντά στο παράθυρο, με το δεξί χέρι στηριγμένο στο μπαστούνι, ο Βιτγκενστάιν είναι από όλους ο μέγιστος. [...] Όλα όσα ο ίδιος [ο Γκαίτε] είχε διαβάσει και είχε σκεφτεί μέχρι τώρα δεν ήταν τίποτε μπροστά στα αντίστοιχα του Βιτγκενστάιν ή τουλάχιστον σχεδόν τίποτε. Δεν θυμόταν πια τι ή ποιος τον είχε οδηγήσει στον Βιτγκενστάιν. Ένα μικρό βιβλιαράκι με κόκκινο εξώ φυλλο, της Bibliothek Suhrkamp, είπε κάποτε ο Γκαίτε στον Ρίμερ, ίσως, δεν μπορώ πια να θυμηθώ. Ήταν όμως η σω τηρία μου. [...] To Tractatus το είχε [ο Γκαίτε] κάτω από το μαξιλάρι. Η ταυτολογία δεν έχει όρους αλήθειας, διότι είναι απροϋπόθετα αληθής · και η αντίφαση δεν είναι υπό καμία προϋπόθεση αληθής, λέγεται ότι είπε συχνά ο Γκαίτε εκεί
νες τις ημέρες, παραθέτοντας Βιτγκενστάιν.» (Thomas Bernhard, Goethe schtirbt, σ. 405 και 408)
σει «στο πιο άνετο δωμάτιο που έχουμε», ώστε να γνωρί σει το αντικείμενο του θαυμασμού του. Ο Μπέρνχαρτ χρησιμοποιεί μια διατύπωση από τη Λ ογικο-φιλοσοφική πρ α γμ α τεία που αναφέρεται στον σολιψισμό και τα όρια Βλ. σ. 70 της γλώσσας (langue), για να αναφερθεί υπαινικτικά και 102-103 στην προβληματική της ιδιωτικής γλώσσας που συζητείται στις Φιλοσοφικές έρευνες: «Μιλώ τη γλώσσα που κα ταλαβαίνω μόνο εγώ, κανείς άλλος» (Το υπόγειο /Der Keller). Και στο διήγημα Β άδισμα (Gehen) αναδύονται κάθε τόσο σκέψεις του Βιτγκενστάιν, ώσπου ένα από τα πρόσωπα (ο Έ λερ) είναι εντέλει τόσο αδύναμο, που, όταν θέλει να εξηγήσει μια πρόταση του φιλοσόφου, δεν μπορεί πια να προφέρει το όνομα του Βιτγκενστάιν: Δεν μπορώ «ούτε να προφέρω πια τη λέξη “Βιτγκενστάιν” [...], πού να έλεγα κιόλας κάτι για τον Βιτγκενστάιν ή σε σχέση με τον Βιτγκενστάιν».
Παράρτημα 26 Απριλίου: Ο Λοΰντιβιχ Βιτγκενστάιν γεννιέται στο Νοϊβάλντεγκ, κοντά στη Βιέννη, μικρότερο από τα συνολικά οκτώ παιδιά του βαθύπλουτου επιχειρηματία Καρλ Βιτγκενστάιν και της γυναίκας του Λεοπολντίνε, το γένος Κάλμους. Μαθητής του Γυμνασίου στο Αιντς, αφού προηγουμένως είχε διδαχτεί κατ’ οίκον. 23 Οκτωβρίου: Εγγραφή στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή στο Βερολίνο-Σαρλότενμπουργκ, για να σπουδάσει μηχανικός. Πηγαίνει στο Κολέγιο Τεχνολογίας στο Μάντσεστερ. Πρώτη αποδεδειγμένη ενασχόλησή του με ζητήματα των θεμελίων των Μαθηματικών. Το καλοκαίρι επισκέπτεται στην Ιένα τον μαθηματικό και λογικό Γκότλομπ Φρέγκε. - Πιθανόν με παρότρυνση του Φρέγκε, ο Βιτγκενστάιν πηγαίνει στο Καίμπριτζ και παρουσιά ζεται τον Οκτώβριο στον Ράσελ, στο Τρίνιτι Κόλετζ. Επίσημη εγγραφή στο Καίμπριτζ (Τρίνιτι Κόλετζ)* μελε τά εντατικά θεμελιώδη ζητήματα της Λογικής με τον Ράσελ. 20 Ιανουαρίου: Πεθαίνει ο πατέρας του. - Τον Φεβρου άριο ο Βιτγκενστάιν γράφει μια σύντομη παρουσίαση ενός βιβλίου Λογικής. - Οκτώβριος: Ο Ράσελ βοηθά στη σύνθεση αποσπασμάτων του χειρογράφου του Βιτγκενστάιν («Σημειώ σεις περί Λογικής»). - Ταξιδεύει στη Νορβηγία, πρώτα στο Μπέργκεν, μετά στο Σκγιόλντεν, στις ακτές του Σόγκνεφιορδ. Ο Μουρ τον επισκέπτεται στο Σκγιόλντεν* γράφονται οι «Σημειώσεις που έγραψε ο Τζ.Ε. Μουρ καθ’ υπαγόρευσιν». Ο Βιτγκενστάιν χτίζει μια καλύβα στο Σκγιόλντεν και βοηθά στη Βιέννη με μεγάλο χρηματικό ποσό ενδεείς καλλιτέχνες. Μετά την κήρυξη του πολέμου, ο Βιτγκενστάιν κατατάσσεται εθελοντικά, στις 7 Αυγούστου, στο πυροβολικό. Υπηρετεί στην Κρακοβία και το Λέμπεργκ. - Συνεχίζει τις φιλοσοφικές του σημειώσεις και στη διάρκεια του πολέμου. Το φθινόπωρο ο Βιτγκενστάιν πηγαίνει στη Σχολή Αξιοοματικών στο Όλμιτς, όπου γνωρίζει τον Πάουλ Ένγκελμαν. Δουλεύει εντατικά το τρίτο από τα σωζόμενα ημερολόγια του πολέμου. - Δεκέμβριος: Προάγεται σε ανθυπασπιστή. Υπηρετεί ως μάχιμος στο Ανατολικό Μέτωπο. Μάρτιος: Μετάθεση στο Ιταλικό Μέτωπο. - Ιούλιος-Σεπτέμβριος: Παρατεταμένη άδεια. Πληροφορείται τον θάνατο
150
του Τομ Πίνσενχ. Ολοκληρώνει τη συγγραφή της Λογικο-φιλοσοφικής πραγματείας. - Επιστρέφει στο Ιταλικό Μέτωπο, όπου στις 3 Νοεμβρίου συλλαμβάνεται αιχμάλοοτος. Αρχίζει η φιλία του με τον Λούντβιχ Χένζελ. - 26 Αύγου στού: Απελευθερώνεται και απολύεται από τον στρατό. - Αμέσως μετά την άφιξή του στη Βιέννη, ο Βιτγκενστάιν χαρίζει την κληρονομιά του στα αδέλφια του. - 16 Σεπτεμβρίου: Γράφεται στο Ίδρυμα Εκπαίδευσης Δασκάλων στην Κουντμανγκάσε της Βιέννης. Σεπτέμβριος: Ο Βιτγκενστάιν δάσκαλος στο Τράτεμπαχ. Η Λογικο-φιλοσοφική πραγματεία δημοσιεύεται στα Χρονικά της φιλοσοφίας της φύσης του Όστβαλντ. Καλοκαίρι: Συναντά τον Ράσελ στο Τνσμπρουκ* οι προ σωπικές τους αντιθέσεις γίνονται όλο και εμφανέστερες. - Η Πραγματεία κυκλοφορεί σε δίγλωσση γερμανοαγγλική έκδο ση. - Οκτώβριος: Μετατίθεται σε σχολείο του Πούχμπεργκ, στο Σνέμπεργκ. Σεπτέμβριος: Ο νεαρός λογικός Φρανκ Ράμσεϋ τον επι σκέπτεται στο Πούχμπεργκ. Μετατίθεται στο σχολείο του Ότερταλ. Στις θερινές διακοπές πηγαίνει στην Αγγλία, για να επισκεφτεί φίλους στο Μάντσεστερ και το Καίμπριτζ. Ο Βιτγκενστάιν εκδίδει ένα Λεξικό για δημοτικά σχο λεία. - Τον Απρίλιο εγκαταλείπει το επάγγελμα του δασκάλου. - 30 Ιουνίου: Πεθαίνει η μητέρα του. - Από το φθινόπωρο: Συμ μετέχει στην οικοδόμηση του σπιτιού της αδελφής του Γκρετλ στην Κουντμανγκάσε, το οποίο είχε σχεδιάσει ο Ένγκελμαν. Φιλικές σχέσεις με τη Μαργκερίτ Ρέσπινγκερ. - Πρώτη επαφή με τον Μόριτς Σλικ, τον Φρίντριχ Βάισμαν και άλλα μέ λη του Κύκλου της Βιέννης. Το σπίτι στην Κουντμανγκάσε ολοκληρώνεται. Τον Ιανουάριο ο Βιτγκενστάιν πηγαίνει χωρίς πλάνο στο Καίμπριτζ. Αρχίζει αμέσως να γράφει φιλοσοφικές σημει ώσεις, και τον Ιούνιο αποκτά διδακτορικό δίπλωμα με διατριβή την Πραγματεία. - Ο Βιτγκενστάιν παίρνει υποτροφία για έρευνα από το Τρίνιτι Κόλετζ. - Στις αρχές του καλοκαιριού γράφει «Ορισμένες παρατηρήσεις περί λογικής φόρμας», και τον Νοέμβριο μια διάλεξη περί ηθικής. 19 Ιανουαρίου: Πεθαίνει ο Ράμσεϋ. - 20 Ιανουαρίου: Πρώτη παράδοση στο Καίμπριτζ. - Την άνοιξη ολοκληρώνει ένα δακτυλόγραφο (Φιλοσοφικές παρατηρήσεις). - Από τον
151
Οκτώβριο ο Βιτγκενστάιν εργάζεται ως επίτιμος λέκτορας* τον Δεκέμβριο γίνεται μέλος του Τρίνιτι Κόλετζ. Ταξεδεύει στη Νορβηγία με τη Μαργκερίτ Ρέσπινγκερ. Το καλοκαίρι ο Βιτγκενστάιν αρχίζει να καταρτίζει στην Αυστρία μια επιλογή από τα χειρόγραφά του μετά το 1929. Τον Δεκέμβριο διαφαίνεται η αρχή μιας φιλίας με τον Σκίνερ. Πιθανότατα στις διακοπές του Πάσχα αρχίζει να υπαγο ρεύει το «Big Typescript». - Το φθινόπωρο γίνεται η πριότη υπαγόρευση του Μπλε βιβλίου. Από το φθινόπωρο: Συγγράφει Το καφέ βιβλίο. Σεπτέμβριος: Ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση. Από τον Αύγουστο: Στη Νορβηγία ο Βιτγκενστάιν εργά ζεται για τη γερμανική μετάφραση του Καφέ βιβλίου. Το αποτέ λεσμα δεν τον ικανοποιεί και καταπιάνεται με ένα νέο σχέδιο: γράφει το πρώτο τρίτο τιον Φιλοσοφικών ερευνών. - 7 Νοεμβρί ου: «Εξομολόγηση» διά επιστολής στον Χένζελ. - Αλλες επι στολές αποστέλλονται στα μέλη της οικογένειας. Κατά διαστήματα, στο Σκγιόλντεν, ο Βιτγκενστάιν συνε χίζει τη δουλειά στο χειρόγραφό του. Στο σπίτι του φίλου του Μόρις Ο’Κόνορ Ντρούρι στο Δουβλίνο μαθαίνει για την «προσάρτηση» της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ. - Ο Βιτγκενστάιν κάνει αίτηση για τη βρετανι κή υπηκοότητα και ανησυχεί για τις αδελφές του στη Βιέννη, που κινδυνεύουν λόγω της εβραϊκής καταγωγής τους. Πρώτη επαφή με τις εκδόσεις Cambridge University Press για την έκ δοση της πρώτης εκδοχής των Φιλοσοφικών ερευνών. 11 Φεβρουάριου: Ο Βιτγτκενστάιν εκλέγεται στη χηρεύουσα έδρα του Τζ.Ε. Μουρ. - Τον Απρίλιο του χορηγείται η βρετανική υπηκοότητα. - Με μεταβίβαση περιουσιακοί στοι χείων στη Γερμανία, στην οποία ο Βιτγκενστάιν συμμετέχει ενεργά, η αδελφή του διαφεύγει τον άμεσο κίνδυνο να μετα φερθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. - Οκτώβριος: Ο Βιτγκενστάιν γίνεται καθηγητής στο Καίμπριτζ. Ασχολείται με τη φιλοσοφία το3ν Μαθηματικών. 11 Οκτωβρίου: Πεθαίνει ο Σκίνερ. - Ο Βιτγκενστάιν παίρνει άδεια και εργάζεται σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Απρίλιος: Εγχείρηση χολής. - Το καλοκαίρι επισκέπτε ται τον φίλο και πρώην φοιτητή του Ρας Ρις στην Ουαλία. Από τον Απρίλιο: Συμμετέχει σε ιατρική ερευνητική ομάδα στο Νιουκάσελ. Ιανουάριος: Πάλι στο Καίμπριτζ, ο Βιτγκενστάιν παίρ
152
νει άδεια και πηγαίνει στο Σουόνσι της Ουαλίας για να συνεχί σει το χειρόγραφό του. Γεννάται η βάση για το δεύτερο τρίτο των Φιλοσοφικών ερευνών. - Οκτώβριος: Επιστροφή στο Καί μπριτζ και στη διδακτική δραστηριότητα. Χειμώνας: Γνωρίζει τον φοιτητή Ιατρικής Μπεν Ρίτσαρντς. Τελειώνει τις Φιλοσοφικές έρευνες. Παραδόσεις φιλοσοφίας της ψυχολογίας. - Ο Βιτγκενστάιν αποφασίζει να παραιτηθεί στο τέλος του έτους. - Ταξι δεύει στην Ουαλία, το Δουβλίνο και τη Βιέννη. -1 8 Νοεμβρίου: Φεύγει από το Καίμπριτζ και πηγαίνει στο Δουβλίνο για να συ νεχίσει τις σημειοάσεις της φιλοσοφίας της ψυχολογίας. Ιανουάριος: Μετακομίζει στο Ρεντ Κρος (Γουίκλοου). Τον Απρίλιο ο Βιτγκενστάιν εγκαθίσταται σε ένα αγροτόσπιτο στην κομητεία Γκάλγουεϊ. - Το καλοκαίρι συναντά, πρώτα στην Ιρλανδία κι έπειτα στην Αγγλία, τον Μπεν Ρίτσαρντς. Ιούνιος/Ιούλιος: Έ πειτα από μακρόχρονη παραμονή πρώτα στο Δουβλίνο και μετά στη Βιέννη, ο Βιτγκενστάιν βρί σκεται στην Αγγλία και ετοιμάζει μια περίληψη των χειρογρά φων του για τη φιλοσοφία της ψυχολογίας. - 21 Ιουλίου: Από πλους με το «Κουίν Μαίρη» για την Αμερική, όπου μένει μέ χρι τα τέλη Οκτωβρίου στου Νόρμαν Μάλκομ, στην Τθακα. - Ό ταν επιστρέφει, μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο του προ στάτη. - Δεκέμβριος: Τελευταίο ταξίδι στη Βιέννη. 10 Φεβρουάριου: Πεθαίνει η Χερμίνε (Μίνινγκ), η με γαλύτερη αδελφή του Βιτγκενστάιν. - Τα ισχυρά φάρμακα πε ριορίζουν σημαντικά την ικανότητα του Βιτγκενστάιν να δου λεύει. - Στα μέσα Οκτωβρίου πηγαίνει για έναν μήνα με τον Μπεν Ρίτσαρντς στη Νορβηγία. Ο Βιτγκενστάιν μένει στο σπίτι του γιατρού του, του δρ. Μπίβαν, στο Καίμπριτζ, η γυναίκα του οποίου τον φροντίζει. - Διακόπτοντας τα φάρμακα, ο Βιτγκενστάιν γράφει πάλι ση μειώσεις περί βεβαιότητας. Οι τελευταίες καταγράφηκαν στις 27 Απριλίου. - Στις 29 Απριλίου ο Βιτγκενστάιν πεθαίνει.
153
Ο τρόπος παραπομπής σε άλλα έργα που χρησιμοποιείται σε τούτο το βιβλίο είναι ο εξής: Ο αριθμός της σελίδας χαρακτηρί ζεται με προηγούμενο «σ.», π.χ. «σ. 69». Ειδικά οι παραπομπές σε τμήματα των γραπτών του Βιτγκενστάιν γίνονται με κεφα λαία λατινικά ψηφία, π.χ. «UF III»· σε υποκεφάλαια του «Β' μέρους» των Φιλοσοφικών ερευνών με πεζά λατινικά ψηφία, π.χ. «PhU II, ίν». Αριθμημένες παρατηρήσεις από τα έργα του Βιτγκενστάιν χαρακτηρίζονται με το σημάδι της παραγράφου, π.χ. «PhU, § 185». Ο Βιτγκενστάιν αρίθμησε τις παρατηρήσεις της Λογικο-φιλοσοφικής πραγματείας με ένα σύστημα δεκαδι κών αριθμών, που χρησιμοποιείται κι εδώ. Σημειώματα που εί χε τοποθετήσει ο Βιτγκενστάιν ανάμεσα στις σελίδες των Φιλο σοφικών ερευνούν τυπασθήκαν σε προηγούμενες εκδόσεις ως υποσελίδιες σημειώσεις· στην κριτική-γενετική έκδοση και στη νέα έκδοση που βασίζεται σε εκείνη -και οι δύο στη σειρά «Bibliothek» των εκδόσεων Suhrkamp- τα σημειώματα αυτά έχουν τυπωθεί σε πλαίσιο στο αντίστοιχο σημείο του κειμένου. Παραπομπές σε αυτά χαρακτηρίζονται με το γράμμα «Ζ», π.χ. «§ 28 Ζ» ( = σημείωμα που ανήκει στην § 28).
BGM
Bemerkungen iiber die Gnmdlagen der Mathematik (= WW 6) (ελληνική έκδοση: Παρατηρήσεις για τη θεμελίωση των Μαθηματικών, μτφ. Κωστή Κωβαίου, Π ανε πιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006). BIB Blue Book (στο WW 5) (ελληνική έκδοση: Το μπλε και το καφέ βιβλίο: Προεισαγωγικές μελέτες για τις «Φιλο σοφικές Έρευνες», μτφ. Κωστή Κωβαίου, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1984). BPhPs Bemerkungen iiber die Philosophie der Psychologie (στο WW 7) (Παρατηρήσεις για τη φιλοσοφία της ψυχολο γίας, ανέκδοτο στα ελληνικά). BrB Brown Book (στο WW 5) (ελληνική έκδοση: Το μπλε και το καφέ βιβλίο: Προεισαγωγικές μελέτες για τις «Φι λοσοφικές Έρευνες», μτφ. Κωστή Κωβαίου, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1984). Briefe Briefwechsel mit B. Russell, G.E. Moore, J.M. Keynes, F.P. Ramsey, W. Eccles, P. Engelmann undL. von Ficker, επιμ. B.F. McGuinness/G.H. von Wright, Φραγκφούρτη 1980 (ανέκδοτο στα ελληνικά).
154
BT
«Big Typescript», παρατίθεται από το Wittgenstein s Nachlass. The Bergen Electronic Edition, Οξορόρδη 2000 (ανέκδοτο στα ελληνικά). CL Cambridge Letters. Correspondence with Russell Keynes, Moore, Ramsey and S raff a, επιμ. B.F. McGuinness/G.H. von Wright, Οξφόρδη 1995 (ανέκδοτο στα ελληνικά). DB Denkbewegungen. Tagebiicher 1930-1932, 1936-1937, επιμ. I. Somavilla, Φραγκφοΰρτη 1999 (ανέκδοτο στα ελληνικά). FB Familienbriefe, επιμ. B.F. McGuinness/M.C. Ascher/O. Pfersmann, Βιέννη 1996 (ανέκδοτο στα ελληνικά). LphA Logisch-philosophische Abhandlung (Tractatus logicophilosophicus) (στο WW 1) (ελληνική έκδοση: Tractatus logico-philosophicus, μτφ. 0 . Κιτσόπουλου, εισαγοογή Μπέρτραντ Ράσελ, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978). LS Letzte Schriften iiber die Phiiosophie der Psychologie (στο WW 7) (Τελευταία γραπτά περ ί φιλοσοφίας της ψυχο λογίας, ανέκδοτο στα ελληνικά). MS «Manuskript nach der Nummerierung des von G.H. von Wright angefertigten Katalogs der Nachlassschriften», στο von Wright, Wittgenstein, Φραγκφοΰρτη 1986, σ. 45-76 (ανέκδοτο στα ελληνικά). PhB Philosophische Bemerkungen (= WW 2) (ελληνική έκ δοση: Φιλοσοφικές παρατηρήσεις, εισαγωγή - μετάφρα ση - σχόλια Κ. Κωβαίου, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1993). PhG Philosophische Grammatik ( = WW 4) (ελληνική έκδο ση: Φιλοσοφική γραμματική, εισαγωγή - μετάφραση σχόλια Κωστή Κωβαίου, Μορφωτικό Τδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994). PhU Philosophische Untersuchungen (στο WW 1) (ελληνική έκδοση: Φιλοσοφικές έρευνες, εισαγο^γή - μετάφραση σχόλια II. Χριστοδουλίδη, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977). TJF Bemerkungen iiber die Farben (στο WW 8) (ελληνική έκ δοση: Παρατηρήσεις πάνω στα χρώματα, εισαγωγή μετάφραση - σημειώσεις ΙΊ. Χριστοδουλίδη, εκδόσεις Γ. Πνευματικός, Αθήνα 1981). LJG iiber Gewifiheit (στο WW 8) (ελληνική έκδοση: Π ερί της βεβαιότητας, εισαγωγή - μετάφραση Κ. Βουδοιίρη, Αθήνα 1989).
155 VB
Vermischte Bemerkungen, επιμ. A. Pichler/G.H. von Wright, Φραγκφοΰρτη 1994 (ανέκδοτο στα ελληνικά), WW Werkausgabe, 8 τόμοι, Suhrkamp, Φραγκφοΰρτη 1984 (πολΰτομη συλλογή των κυριότερων πρωτοτυπούν έρ γων: WW 1: Tractatus, Tagebiicher, Philosophische Untersuchungerv WW 2: Philosophische Bemerkungen· WW 3: Wittgenstein und der Wiener Kreis' WW 4: Phi losophische Grammatik' WW 5: Das blaue Buch, Eine philosophische Betrachtung/Das braune Buch, Zettel· WW 6: Bemerkungen iiber die Grundlagen der Mathematik' WW 7: Wittgenstein's Vorlesungen iiber die Grundlagen der Mathematik' WW 8: Bemerkungen iiber die Philosophic der Psychologie). WWK Ludwig Wittgenstein und der Wiener Kreis (= WW 3) (() Λονντβιχ Βιτγκενστάιν και ο Κύκλος της Βιέννης, ανέκ δοτο στα ελληνικά).
Letzte Schriften iiber die Philosophie der Psychologie (II). Das Innere und das Aufiere. 1949-1951, επιμ, G.H. von Wright/H. Nyman, Φραγκφοΰρτη 1993. Philosophical Occasions 1912-1951, επιμ. J. Klagge/A. Nordmann, Ινδιανάπολη/Καίμπριτζ 1993. Vorlesungen 1930-1935, επιμ. D. Lee/A. Ambrose/M. Mcdonald, Φραγκφοΰρτη 1984. Vorlesungen iiber die Philosophie der Psychologie 1946/47, επιμ, P.Th. Geach, Φραγκφοΰρτη 1991. Vortrag iiber Ethik und andere kleine Schriften, επιμ. J. Schulte, Φραγκφοΰρτη 1989. Wiener Ausgabe, επιμ. M. Nedo, Βιέννη 1993 κ.ε. (χειρόγρα^χχ και δακτυλόγραφα της περιόδου 1929-1933, έχουν ήδη εκδοθεί 7 τόμοι, 1 εισαγωγικός και 2 συμπληρωματικοί). Wittgenstein’s Nachlass. Text and Facsimile. The Bergen Electronic Edition, CD-ROM, Οξφόρδη 2000. Wittgensteins Vorlesungen iiber die Grundlagen der Mathematik (1939), επιμ. C. Diamond, Φραγκφοΰρτη 1978. Worterbuch fur Volksschulen, προπη έκδοση: 1926, επανέκδοση: hpt - Verlag, Βιέννη 1977. Πολιτισμός και αξίες, μτφ. Μ. Δραγοσνα-Μονάχου/Κωστή Κωβαίου, σχόλια Κωστή Κωβαίου, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986.
156
Γλώσσα, μαγεία, τελετουργία, εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια Κωστή Κωβαίου, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990. Ανθολόγων αναλυτικών φιλοσόφων, «Διαλέξεις περ ί της Αισθη τικής», μτφ. Κωστή Κωβαίου, επιμ. Κ. Βουδούρη, Αθήνα 1980, σ. 135-194. Διαλέξεις για τη θρησκευτική πίστη, εισαγωγή - μετάφραση σχόλια Β. Αθανασόπουλου, εκδόσεις Αστρολάβος, 2η έκδοση, Αθήνα 1993. Α φορισμοίκαι εξομολογήσεις, επιλογή - εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια - επιμέλεια Κωστή Κωβαίου, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993. Π ερί Ηθικής, επιλογές από το corpus και τις σημειώσεις των G.E. Moore, A. Ambrose, O.K. Bouwsma, F. Waismann, ερ μηνευτικό δοκίμιο Rush Rhees, πρόλογος - εισαγωγή - μετά φραση - σχόλια - επιμέλεια Κωστή Κωβαίου, επίμετρο Στέ λιου Βιρβιδάκη, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000.
Alber, Martin (επιμ.), Wittgenstein und die Musik. Ludwig Wittgenstein - Rudolf Koder: Briefwechsel, Τνσμπρουκ 2000. Engelmann, Paul, Bnefe und Begegnungen, επιμ. B.F. McGuinness, Βιέννη / Μόναχο 1970. Ludwig Hansel - Ludwig Wittgenstein. Eine Freundschaft, επιμ. I Somavilla/A. Unterkircher/Ch.P. Berger, Τνσμπρουκ 1994. von Wright, Georg Henrik (επιμ.), «Letters from Ludwig Wittgenstein to Georg Henrik von Wright», στο Wittgenstein, Ludwig, Philosophical Occasions, Ινδιανάπολη / Καίμπριτζ 1993, σ. 459-479 (γερμανική μετάφραση S. Stossel στο Weder - Noch. Tangenten zu den finnischosterreichischen Kulturbeziehungen. Mitteilungen aus der deutschen Bibliothek Helsinki, χ. χ.). Wittgenstein, Ludwig, Gesamtbriefwechsel. The Innsbruck Electronic Edition, C D -R O M / Web Server, Past Masters (www.nlx.com), από το 2004. Wright, Georg Henrik von (επιμ.), Ludwig Wittgenstein, Letters to C.K. Ogden, Οξφόρδη 1973.
157
Borncke, Frank / Roser Andreas (επιμ.), Konkordanz zu Ludwig Wittgensteins Tractatus logico-philosophicus, Χίλντεσαϊμ 1995. Frongia, Guido / McGuinness, Brian, Wittgenstein. A Biblio graphical Guide, Οξφόρδη 1990. Σχολιασμένη και καλά δομημένη επιλογή βιβλιογραφίας μέ χρι το 1989. Kaal, Hans / McKinnon Alastair (επιμ.), Concordance to Witt genstein’s Philosophische Untersuchungen, Λέιντεν 1975. Philipp, Peter, Bibliographie zur Wittgenstein-Literatur, Μπέργκεν 1996. Κατάλογος της βιβλιογραφίας μέχρι το 1995 με αξιώσεις πληρότητας.
Malcolm, Norman, Ludwig Wittgenstein: A Memoir, Οξφόρδη 2001.
Λαμπρά γραμμένα απομνημονεύματα ενός πρώην φοιτητή του Βιτγκενστάιν, που τα συμπληρώνει πλήθος παραθεμά των από επιστολές. McGuinness, Brian, Young Ludwig: Wittgenstein’s Life, 18891921, Οξφόρδη 2005. Πλήρης και αξιόπιστη επισκόπηση του πρώτου μισού της ζω ής του Βιτγκενστάιν. Monk, Ray, Ludwig Wittgenstein: The Duty o f Genius, Λονδίνο 1990 (ελληνική έκδοση:A ούντβιχ Βιτγκενστάιν. Το χρέος της μεγαλοφυΐας, εκδόσεις Scripta, Αθήνα 1998). Η μόνη μέχρι σήμερα εκτενής συνολική βιογραφία. Nedo, Michael / Ranchetti, Michele (επιμ.), Ludwig Wittgenstein. Sein Leben in Bildem und Texten, Φραγκφοΰρτη 1983. Rhees, Rush (επιμ.), Ludwig Wittgenstein. Portrats und Gesprache, Φραγκφοΰρτη 1987. Εντυπωσιακές περιγραφές από τις οικογενειακές αναμνή σεις της αδελφής του Βιτγκενστάιν Χερμίνε, καθώς και φί λων και μαθητών του.
Anscombe, G .E .M A n Introduction to Wittgenstein s Tractatus, Λονδίνο 1959. Εν μέρει ιδιότροπη ερμηνεία, ωστόσο γόνιμη, ιδίως σε σχέση
158 με τη διατύπωση εραπημάτων που συναρτοονται με προβλή ματα Λογικής (Φρέγκε και Ράσελ). Baker, Gordon / Hacker Peter, A n Analytical Commentary on the Philosophical Investigations, 4 τόμοι, Οξφόρδη 1980,1985, 1990 και 1996. Οι δύο τελευταίοι τόμοι μόνο από τον Χάκερ· σχολιασμός κατά χωρίο, και δοκίμια για μεμονωμένα θέματα, που δίνουν μια γενική άποψη· μνημειώδες, απαραίτητο, γόνιμο. Black, Max, A Companion to Wittgenstein’s Tractatus, Καίμπριτζ 1964. Ακόμη σήμερα απαραίτητο βοήθημα για την ενδελεχή ενα σχόληση με το πρώιμο έργο του Βιτγκενστάιν πολύ διαυγές και ευσύνοπτο. Canfield, John (επιμ.), The Philosophy o f Wittgenstein, 15 τόμοι, Νέα Υόρκη 1986. Ογκώδης συλλογή δημοσιευμένων δοκιμίων για πολλές πλευ ρές του έργου του Βιτγκενστάιν. Conant, James, «Elucidation and Nonsense in Frege and Early Wittgenstein», στο Crary/Read (επιμ.), The New Wittgenstein, Λονδίνο 2000, σ. 174-217. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ερμηνευτικής προσέγγισης του Κόναντ και της Ντάιμοντ, η οποία είχε μεγάλη απήχηση. Copi, Irving Μ. / Beard, Robert W. (επιμ.), Essays on Wittgen stein 5 Tractatus, Λονδίνο 1966. Συλλογή ακόμη τώρα χρήσιμων άρθρων για το πρώιμο έργο. Crary, Alice / Read, Rupert (επιμ.), The New Wittgenstein, Λον δίνο 2000. Περιέχει, μαζί με νέα και λιγότερο νέα άρθρα των Κάβελ, Κόναντ, Ντάιμοντ και ΜακΝτάουελ, μια εκτενή και θεμε λιωμένη κριτική της προσέγγισης «New Wittgenstein» του Πίτερ Χάκερ. Diamond, Cora, The Realistic Spirit. Wittgenstein, Philosophy, and the Mind, Καίμπριτζ (Μασ.) 1991. Άρθρα με μεγάλη απήχηση για την ερμηνεία διαφόροον πλευ ρών του έργου του Βιτγκενστάιν ορισμένες φορές αινιγματι κά, πάντοτε γόνιμα. Fogelin, Robert J., Wittgenstein, Λονδίνο/Νέα Υόρκη 1976 (2η έκδοση: 1987). Συνολική επισκόπηση με διαυγή γραφή, ωστόσο ορισμένες φορές απαιτητική. Glock, Hans-Johann, Wittgenstein-Lexikon, Ντάρμσταντ 2000.
Β 159
Πολυσέλιδη επεξηγηματική εργασία συνολικής επισκόπη σης για κεντρικές έννοιες της σκέψης του Βιτγκενστάιν πολύ χρήσιμη και γόνιμη. Hacker, P.M.S., Wittgenstein im Kontext der analytischen Philosophie, Φραγκφοΰρτη 1997. Πλούσια σε γνώση και ευσύνοπτη παρουσίαση της σχέσης μεταξύ της σκέψης του Βιτγκενστάιν και διαφόρων ρευμά των της αναλυτικής φιλοσοφίας. Hallett, Garth L .,A Companion to Wittgenstein's “Philosophical Investigations”, Ίθακ α (N.Y.) 1977. Εν μέρει ξεπερασμένο, ευσύνοπτο όμως και χρήσιμο, προ πάντων χάρη στις πολλές παραπομπές σε χωρία χειρογρά φου και άλλες παραλληλίες. Kenny, Anthony, Wittgenstein, Χάρμοντσγουορθ 1973. Αξιόπιστη εισαγωγή στο σύνολο του έργου με διαυγή γραφή, κατά διαστήματα απαιτητική. Kienzler, Wolfgang, Wittgensteins Wende zu seiner Spatphilosophie. 1930-1932, Φραγκφοΰρτη 1997. Εξαιρετικά θεμελιωμένη πραγματεία για τα πρώτα χρόνια της μέσης περιόδου του Βιτγκενστάιν. Kripke, Saul, Wittgenstein iiber Regeln und Privatsprache, Φρα γκφοΰρτη, 1987. Ιδιότροπη, σε ορισμένα σημεία λαμπρή και εξαιρετικά διαφωτιστική εργασία. Pitcher, George (επιμ.), Wittgenstein, the Philosophical Investiga tions. A Collection o f Critical Essays, ΓκάρντενΣίτυ (N.Y.) 1966. Συλλογή σημαντικών κριτικών μελετών και άρθροτν για διά φορες πλευρές του όψιμου έργου, χρήσιμη ακόμη και σήμερα. Raatzsch, Richard, Eigentlich Seltsames. Wittgensteins Philoso phische Untersuchungen, Πάντερμπορν 2003. Πρώτο μέρος μιας πρωτότυπης, συχνά εριστικής συνολικής παρουσίασης, η οποία σχεδιάζεται να επεκταθεί σε περισσό τερους τόμους. Savigny, Eike von (επιμ.), Ludwig Wittgenstein. Philosophische Untersuchungen, Βερολίνο 1998. Χρήσιμη συλλογή πρωτότυπων άρθρων για το όψιμο έργο. Savigny, Eike von, Wittgensteins “Philosophische Untersuchun gen ”. Ein Kommentar fiir Leser, 2 τόμοι, 2η έκδοση, Φ ρα γκφοΰρτη 1994 και 1996. Πολύ χρήσιμος σχολιασμός κατά χωρίο, λαμπρή παρουσία ση της επιχειρηματολογίας.
160
Schulte, Joachim (επιμ.), Texte zum Tractatus, Φραγκφοΰρτη 1989. Γερμανική μετάφραση σημαντικών άρθρων για το πρώιμο έργο του Βιτγκενστάιν. Schulte, Joachim, Wittgenstein. Eine Einfuhrung, Στουτγάρδη 1989. Εισαγωγική επισκόπηση. Shanker, Stuart (επιμ.), Wittgenstein. Critical Assessments, 5 τό μοι, Λονδίνο 1986' Wittgenstein. Critical Assessments, Second Series, 4 τόμοι, Λονδίνο 2002. Ογκώδης συλλογή δημοσιευμένων άρθρων για το έργο του Βιτγκενστάιν. Sluga, Hans / Stern, David, The Cambridge Companion to Wittgenstein, Καίμπριτζ 1996. Συλλογή πρωτότυπων άρθρων, εκ των οποίων άλλα είναι ει σαγωγικά και άλλα διεισδυτικά, για διάφορες πλευρές του έργου του Βιτγκενστάιν. Stegmuller, Wolfgang, Hauptstromungen der Gegenwartsphilosophie, 1ος τόμος, 6η έκδοση, Στουτγάρδη 1978. Περιέχει μια ακόμη και σήμερα πολυδιαβασμένη και με με γάλη απήχηση παρουσίαση της φιλοσοφίας του «Βιτγκενσ τά ινίκ α ιΐΐ» . Stenius, Erik, Wittgenstein’s Tractatus. A Critical Exposition o f the Main Lines o f Thought, Οξφόρδη 1960. Ερμηνευτική προσέγγιση που αναφέρεται συχνά, έχει μεγά λη απήχηση και υπογραμμίζει παραλληλίες μεταξΰ Βιτγκενστάιν και Καντ. Toulmin, Stephen/Janik, Alan, Wittgensteins Wien, Μόναχο 1986. Γόνιμη επισκόπηση του πολιτισμικού περιβάλλοντος της νιότης του Βιτγκενστάιν, ορισμένες φορές εριστική, αλλά με πολλή γνώση. Vossenkuhl, Wilhelm (επιμ.), Ludwig Wittgenstein. Tractatus logico-philosophicus, Βερολίνο 2001. Χρήσιμη συλλογή πρωτότυπων άρθρων για το πρώιμο έργο. Wright, Georg Henrik von, Wittgenstein, Φραγκφοΰρτη 1986. Απαραίτητο· περιέχει κατάλογο των καταλοίπων του Βιτγκενστάιν και πολλές ιστορικοβιογραφικές μελέτες.
161
Ambrose, Alice, «Ludwig Wittgenstein. A Portrait», στο Am brose, Alice / Lazerowitz, Morris (επιμ.), Ludwig Wittgenstein. Philosophy and Language, Λονδίνο 1972, σ. 13-25. Bernhard, Thomas, Goethe schtirht, στο Bernhard, Werke, 14ος τόμος: Erzahlungen, Kurzprosa, Φραγκφοΰρτη 2003, σ. 398-413. Britton, Karl, «Portrait of a Philosopher», στο Fann, K.T. (επιμ.), Ludwig Wittgenstein. The Man and His Philosophy, Νέα Υόρκη 1967, σ. 56-63. Carnap, Rudolf, Mein Weg in die Philosophie, Στουτγάρδη 1993. Eagleton, Terry, Wittgenstein. The Terry Eagleton Script, the Derek Jarman Film, Λονδίνο 1993. Feigl, Herbert, «The Wiener Kreis in America», στο Fleming, Donald / Bailyn, Bernard (επιμ.), The Intellectual Migration. Europe and America. 1930-1960, Καίμπριτζ (Μασ.) 1969, σ. 630-673. Feyerabend, Paul, Zeitverschwendung, Φραγκφοΰρτη 1995. Honegger, Gitta, Thomas Bernhard, Μόναχο 2003. Konnertz, Winfried, Eduardo Paolozzi, Κολωνία 1984. Kreisel, Georg, «Rezension von Wittgensteins Bemerkungen iiber die Grundlagen der Mathematik», British Journal o f the Philosophy o f Science (1958), σ. 135-158. Menger, Karl, Reminiscences o f the Vienna Circle and the Mathematical Colloquium, Ντόρντρεχτ 1994. Ramsey, Frank, Philosophical Papers, επιμ. D.H. Mellor, Καί μπριτζ 1990. Russell, Bertrand, My Philosophical Development, Λονδίνο 1959. Russell, Bertrand, The Autobiography o f Bertrand Russell, 2ος τόμος, Λονδίνο 1968. Russell, Bertrand, «The Philosophy of Logical Atomism» (1918/19), στο Russell, Collected Papers, 8ος τόμος, Λονδίνο 1986,σ.155-244. Ryle, Gilbert, «Rezension von Wittgensteins Bemerkungen tiber die Grundlagen der Mathematik» (1957), στο Ryle, Collected Papers, Ιος τόμος, Λονδίνο 1971, σ. 258-267. Staten, Henry, Wittgenstein and Derrida, Οξφόρδη 1985. Steutzger, Inge, «Zu einem Sprachspielgehort eine game Kultur». Wittgenstein in derProsa von Ingeborg Bachmann und Thomas Bernhard, Φράιμπουργκ 2001.
162
Weigel, Sigrid, Ingeborg Bachmann, Hinterlassenschaften unter Wahning des Briefgeheimnisses, Βιέννη 1999. Wright, Georg H enrik von, (επιμ.), A Portrait o f Wittgenstein as a Young Man. From the Diary o f David Hume Pinsent 19121914, Οξφόρδη 1990.
Philosophical Investigations (Οξφόρδη, από το 1978). Wittgenstein-Studien (Πασάου, από το 1994).
www.wittgenstein-portal.com The Wittgenstein Portal by The Wittgenstein Archives at the University of Bergen: με πολλά χρήσιμα links, μεταξύ άλλων τη γερμανική και την αυστριακή Wittgenstein Gesellschaft.
163
Άγγελος Σιλέσιος (Angelus Silesius) 28 Αλεξάντερ, Σάμιουελ (Samuel Alexander) 16 Άμπροουζ, Άλις (Alice Ambrose) 44.131 Άνσκομπ, Γκ.Ε.Μ. (G.E.M. Anscombe) 43,55,56,127,128 134,135 Άπελ, Καρλ-Ότο (Karl-Otto Apel) 132 Αστέρ, Φρεντ (Fred Astaire) 51 Αυγουστίνος (Augustinus) 78,95,97 Αυερ, Άλφρεντ Τζ. (Alfred J. Ayer) 125.126.131 Βάγκνερ, Ρίχαρντ (Richard Wagner) 16 Βάινινγκερ, Ό το (Otto Weininger) 41 Βάισμαν, Φρίντριχ (Friedrich Waismann) 33,39,40,46,124, 125,133,138,150 Βιτγκενστάιν, Καρλ (Karl) (πατέρας) 11-13,149 Βιτγκενστάιν, Λεοπολντίνε (το γένος Κάλμους) (Leopoldine Kalmus), (μητέρα) 11,13,149 Βιτγκενστάιν, Πάουλ (Paul) (αδελφός) 11,15,25,50 Βιτγκενστάιν, Πάουλ (Paul) (θείος) 27,63 Βιτγκενστάιν, Χελένα/Λένκα (Helene/Lenka) (αδελφή) 11,26, 49,50 Βιτγκενστάιν, Χερμίνε/Μίνινγκ (Hermine/ Mining) (αδελφή) 11, 17,25,26,47,49,50,55,152 Βιτγκενστάιν-Στονμπόροου, Μαργκαρέτε/Γκρετλ (Margarete/ Gretl Wittgenstein-Stonborough) (αδελφή) 12,14,25,26,32,37,50, 150 Γ ιαχόντα, Γκέοργκ (Georg Jahoda) 27 Γ ιόλες, Στανισλάους (Stanislaus Jolles) 16
Γιόνσον, Καρλ (Karl Jonson) 143 Γκαίτε, Γ ιόχαν Βόλφγκανγκ (Johann Wolfgang Goethe) 14, 87,116,147,148 Γκέντελ, Κουρτ (Kurt Godel) 124 Γκρέιμπλ, Μπέτι (Betty Grable) 145 Γκριλπάρτσερ, Φραντς (Franz Grillparzer) 14 Γκρόαγκ, Ζακ (Jacques Groag) 32 Γουάιτχεντ, Α.Ν. (Α.Ν. W hitehead) 17 Ένγκελμαν, Πάουλ (Paul Engelmann) 24,26,32,149,150 Ίγκλετον, Τέρι (Terry Eagleton) 142 Κάβελ, Στάνλεϊ, (Stanley Cavell) 131 Καντ, Ιμάνουελ (Immanuel Kant) 63,147 Κάρναπ, Ροΰντολφ, (Rudolf Carnap) 33,124,125,145 Κέηνς, Τζον Μέιναρντ (John Maynard Keynes) 18,26,28,31, 41,48,49 Κέλερ, Βόλφγκανγκ (Wolfgang Kohler) 111 Κέλερ, Γκότφριντ (Gottfried Keller) 14 Κέμπσκι, Γιοΰργκεν φον (Jurgen von Kempski) 131 Κένυ, Άντονυ (Anthony Kenny) 140 Κερ, Φίλιπ (Philip Kerr) 142 Κίρκεγκορ, Ζόρεν (Soren Kierkegaard)23,28,78 Κιρνμπέργκερ, Φέρντιναντ (Ferdinand Kurnberger) 14 Κλιμτ, Γκούσταφ (Gustav Klimt) 12 Κοκόσκα, Ό σκαρ (Oskar Kokoschka) 22 Κόναντ, Τζέιμς, (James Conant) 140 Κόντερ, Ροΰντολφ (Rudolf Koder) 31,55 Κόπι, Ίρβινγκ Μ. (Irving Μ. Copi) 135 Κουάιν, Ουίλαρντ βαν Ό ρμαν (Willard Van Orman Quine) 125 Κράους, Καρλ (Karl Kraus) 8,22, 27,41 Κραφτ, Βίκτορ (Victor Kraft) 145
164 Κρίπκε, Σαούλ (Saul Kripke) 133, 139,140 Λαζέροβιτς, Μόρις (Moris Lazerowitz) 131 Αάοκερ-Σούλερ, Έ λζε (Else Lasker-Schuler) 22 Αέβυ, Κάζιμιρ (Casimir Lewy) 44 Λέσινγκ, Γκότχολντ Έ φ ρεμ (Gotthold Ephraim Lessing) 14 Λήβις, Φ.Ρ. (F.R. Leavis) 35 Λίμπε, Χέρμαν (Hermann Lubbe) 132 Αίχτενμπεργκ, Γκέοργκ Κρίστοφ (Georg Christoph Lichtenberg) 14 Λόος, Άντολφ (Adolf Loos) 8,22, 24,41 ΜακΓκίνες, Μπράιαν (Brian McGuinness) 61,133,141 ΜακΝτάουελ, Τζον (John MacDowell) 139 Μακντόναλντ, Μάργκαρετ (Margaret Macdonald) 44 Μάλερ, Γκοΰσταφ (Gustav Mahler) 8,13 Μάλκομ, Νόρμαν (Norman Malcolm) 26,39,44,51,54,55, 130,131,145,152 Μαχ, Ερνστ (Ernst Mach) 124 Μενγκερ, Καρλ (Karl Menger) 124 Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Φέλιξ (Felix Mendelssohn-Bartholdy) 42 Μερικε, Έντουαρντ (Eduard Morike) 14 Μορέλ, λαίδη Οτολίν (Lady Ottoline Morrell) 17,18,28 Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους (Wolfgang Amadeus Mozart) 12 Μοΰζιλ, Ρόμπερτ (Robert Musil) 8 Μουρ, Τζ.Ε. (G.E. Moore) 17,18, 21,26,37-39,47,49,59,60,82, 117,149,151 Μπάχμαν, Ίνγκεμποργκ (Ingeborg Bachmann) 132,145-147 Μπαχτίν, Νίκολας (Nicholas Bachtin) 52,143
Μπέικερ, Γκόρντον Π. (Gordon Ρ. Baker) 136,138 Μπέρκλεϋ, Τζορτζ (George Berkeley) 126 Μπέρνχαρτ, Τόμας (Thomas Bernhard) 145,147,148 Μπετόβεν, Λοΰντβιχ βαν (Ludwig van Beethoven) 12 Μπηρντ, Ρόμπερτ Γ. (Robert W. Beard) 135 Μπίβαν, Έντουαρντ (Edward Bevan) 56,152 Μπίβαν, Τζόαν (Joan Bevan) 56,57 Μπλακ, Μαξ (Max Black) 131,135, 136.140 Μπόλτσμαν, Λούντβιχ (Ludwig Boltzmann) 16,41,124 Μπραμς, Γιοχάνες (Johannes Brahms) 13,42 Μπρόυερ, Γ ιόζεφ (Josef Breuer) 41, 42 Μπροΰερ, Λ.Ε.Γ, (L.E.J. Brouwer) 106 Μπροΰκνερ, Αντον (Anton Bruckner) 13 Νέστροϋ, Γιόχαν (Johann Nestroy) 14,94 Νοβάλις (Novalis) 147 Νοΰμινεν, Μ.Α. (Μ.Α. Numminen) 143 Νόυρατ, Ό το (Otto Neurath) 124 Ντάιμοντ, Κόρα (Cora Diamond) 49.140 Ντάμετ, Μάικλ (Michael Dummett) 133 Ντέιβιντσον, Ντόναλντ (Donald Davidson) 133 Ντοστογιέφκι, Φιοντόρ 15,22 Ντρόμπιλ, Μίχαελ, (Drobil Michael) 27,48 Ντροΰρι, Μόρις Ο ’Κόνορ (Maurice O ’Connor/Con Drury) 26,44,47, 48,54,151 Όγκντεν, Τσ.Κ. (C.K. Ogden) 30 Όστβαλντ, Βίλχελμ (Wilhelm Ostwald) 30,150 Οΰνζελντ, Ζίγκφριντ (Siegfried Unseld) 146
165 Παολότσι, Εντουάρντο (Eduardo Paolozzi) 144,145 Πασκάλ, Ρόυ (Roy Pascal) 45 Πασκάλ, Φάνια (Fania Pascal) 45, 47,51 Πάτε (Pate) 37 Πάτισον, Γκίλμπερτ (Gilbert Pattison) 45 Πάτναμ, Χίλαρυ (Hilary Putnam) 131 Πηρς, Ντέιβιντ (David Pears) 140 Πίνσεντ, Ντέιβιντ X. (David Η. Pinsent) 18-21,26,27,150 ΓΙίτσερ, Τζορτζ (George Pitcher) 131,132 Πλάτων 98 ΡαβέλΜ ορίς, (Maurice Ravel) 11 Ράιλ, Γκίλμπερτ (Gilbert Ryle) 51, 128,130,131 Ράιτ, Κρίσπιν (Crispin Wright) 139 Ράιχενμπαχ, Χανς (Hans Reichenbach) 125 Ράμσεϋ, Φρανκ Π. (Frank Ρ. Ramsey) 26,30,31,35,36,122124.135.150 Ράσελ, Μπέρτραντ (Bertrand Russell) 9,12,14,17,18,20,21, 27-29,36,37,41,59,60,63,82,98, 122-124,126,135,137,142,143, 149.150 Ρέσπινγκερ, Μαργκερίτ (Marguerite Respinger) 26,40, 150.151 Ρίλκε, Ράινερ Μ αρία (Reiner Maria Rilke) 22 Ρίμερ, Φρίντριχ Βίλχελμ (Friedrich Wilhelm Riemer) 148 Ρις, Ρας (Rush Rhees) 26,44,49,51, 52.128.129.131.151 Ρίτσαρντς, Μπεν (Ben Richards) 5356,152 Ρότζερς, Τζίντζερ (Ginger Rogers) 51 Ρόυτερ, Φριτς (Fritz Reuter) 11 Σαβινΰ, Άικε φον (Eike von Savigny) 137, 138 Σαίνμπεργκ. Άρνολντ (Arnold Schonberg)8
Σαρτρ, Zav-noA(Jean-Paul Sartre) 143 Σγιόγκρεν, Άρβιντ (Arvid Sjogren) 26.40.48 Σγιόγκρεν, Τάλα (Talla Sjogren) 40 Σίλερ, Φρίντριχ (Friedrich Schiller) 14 Σκίνερ, Φράνσις (Francis Skinner) 44,48,51,90,151 Σλικ, Μόριτς (Moritz Schlick) 33,34, 39,46,81,124-126,150 Σμάιθις, Γιόρικ (Yorik Smythies) 26, 44 Σολτς, Χάινριχ (Heinrich Scholz) 132 Σοπενχάουερ,Αρτουρ (Arthur Schopenhauer) 14,41,137 Σοσΰρ, Φερντινάν ντε (Ferdinad de Saussure) 70 Σοΰμπερτ, Φραντς (Franz Schubert) 12,13,21 Σπένγκλερ, Ό σβαλντ (Oswald Spengler) 40,41,87,137 Σπιλ, Χίλντε (Hilde Spiel) 147 Σπινόζα, Μπαροΰχ (Baruch Spinoza) 30,42 Σράφα, Πιέρο (Piero Sraffa) 26,41, 42.48.49 Στεγκμίλερ, Βόλφγκανγκ (Wolfgang Stegmuller) 132 Στέυτεν, Χένρι (Henry Staten) 142 Στένιους, Έ ρ ικ (Erik Stenius) 135 Στίφτερ, Ανταλμπερτ (Adalbert Stifter) 147 Στονμπόροου, Ζερόμ (Jerome Stonborough) 12 Στονμπόροου, Τζον (John Stonborough) 26 Στράους, Ρίχαρντ (Richard Strauss) 11
Στράσεϋ, Λΰτον (Lytton Strachey) 18 Στρόσον, Πίτερ Φ. (Peter F. Strawson) 130 Σωκράτης 130 T( *γκόο, Ραμπι ντρ< tva()
(Rabimli Ίημ,οιν) 33 Λλ<( ογυτ (ΛΙΓινιΙ 1;ιι ski)
Τάροκι,
125,133
166 Τζάρμαν, Ντέρεκ (Derek Jarman) 142,143 Τζέιμς, Ουίλιαμ (William James) 23, 28,110 Τζόνσον, Ουίλιαμ Ε. (William Ε. Johnson)17 Τιοΰρινγκ, Άλαν (Alan Turing) 49, 50 Τολστόι, Λέων 15,23 Τρακλ, Γκέοργκ (Georg Trakl) 22 Φάιγκλ, Χέρμπερτ (Herbert Feigl) 124,125 Φάγεραμπεντ, Πάουλ (Paul Feyerabend) 130 Φίκερ, Αούντβιχ φον (Ludwig von Ficker) 22,29,63,64 Φόγκελιν, Ρόμπερτ (Robert Fogelin) 139 φον Ράιτ, Γκέοργκ Χένρικ (Georg Henrik von Wright) 49,55-57, 128,136,141 Φοργκάς, Πέτερ (Peter Forgasz) 143 Φρέγκε, Γκότλομπ (Gottlob Frege) 17,27,29,33,41,56,59,80,124, 135-137,143,149 Φρόυντ, Ζίγκμουντ (Sigmund Freud) 8,41,42,50
Χάιντεγκερ, Μάρτιν (Martin Heidegger) 145,146 Χάκερ, Πίτερ Μάικλ Στέφαν (P.M.S. Hacker) 136,138,140 Χάλετ, Γκαρθ, (Garth Halett) 136 Χάμπερμας, Γ ιοΰργκεν (Jurgen Habermas) 132 Χάμσαϊρ, Στιοΰαρτ (Stuart Hampshire) 130 Χέλερ, Έ ρ ιχ (Erich Heller) 132 Χέμπελ, Γιόχαν Πέτερ (Johann Peter Hebei) 14 Χέμπελ, Καρλ Γκοΰσταφ (Carl Gustav Hempel) 125 Χένζελ, Αοΰντβιχ (Ludwig Hansel) 25,27,47,48,55,150,151 Χερτς, Χάινριχ (Heinrich Hertz) 41, 73 Χιουμ, Ντέιβιντ (David Hume) 126, 139 Χίτλερ, Αντολφ (Adolf Hitler) 48 Ώστιν, Τζον Λ. (John L. Austin) 56, 128,130
«Big Typescript» 37,53,82-84,89, 90,141,151 «Prototractatus» 61-63 «Β' μέρος των Φιλοσοφικών ερευνών» (Teil II) 54,93 «Διάλεξη περί ηθικής» («Lecture on Ethics») 34,76 «Ημερολόγια 1914-1916» («Tagebiicher 1914-1916») 59 Λεξικό για δημοτικά σχολεία (Worterbuch fur Volksschulen) 150 Λογικο-φιλοσοφική πραγματε ία (Tractatus logico-philosophicus) 8,10,14,26-31,34,35,37,41,52, 58,60-79,83-85,94,97,98,109, 122-127,132-138,140,141,143148,150 Μια φιλοσοφική θεώρηση (Eine philosophische Betrachtung)
βλ. Το καφέ βιβλίο «Ορισμένες παρατηρήσεις περί λο γικής φόρμας» («Some Remarks on Logical Form») 75 Παρατηρήσεις για τα θεμέλια των Μαθηματικών (Bemerkungen iiber die Grundlagen der Mathematik) 21,94,106-110,130 Παρατηρήσεις για τη φιλοσοφία της ψυχολογίας (Bemerkungen iiber die Philosophie der Psychologie) 93,110-116 Παρατηρήσεις πάνω στα χραίματα (Bemerkungen iiber die Farben )
Περί της βεβαιότητας (LJber Gewii3heit) 58,108,116-121 «Σημειοχτεις περί Λογικής» («Aufzeichnungen iiber Logik» «Notes on Logik») 21,59,149 «Σημειώσεις που έγραψε ο Τζ.Ε, Μουρ καθ’υπαγόρευσιν στη Νορβηγία» («Aufzeichnungen, die G.E. Moore in Norwegen nach Diktat geschrieben hat: April 1914» - «Notes Dictated to G.E. Moore in Norway: April 1914») 59, 149 Τελευταία γραπτά περί φιλοσοφίας της ψυχολογίας (Letzte Schriften iiber die Philosophie der Psychologie) 110-116 To καφέ βιβλίο (Brown Book) 45, 89-93,126,133,151 To μπλε βιβλίο (Blue Book) 43,8993,126,133,151 Φιλοσοφικές έρευνες (Philosophische Untersuchungen) 7-10,14,21,35, 37,41,46,49,52,53,56,58,80,90, 93-107,111,120,123,128,130138,140-142,146,148,151,152 Φιλοσοφικές παρατηρήσεις (Philosophische Bemerkungen) 36,79-83,133,150 Φιλοσοφική γραμματική (Philosophische Grammatik) 8389
168
σ. 143: Cinetext, Φραγκφοι3ρτη. σ. 60,66,92: T he M aster and Fellows of Trinity College, Καίμπριτζ. a. 3 ,7 ,1 1 ,1 2 ,1 3 ,1 5 ,1 7 ,1 9 ,2 0 ,2 2 ,2 7 ,3 0 ,3 4 ,3 5 .4 2 ,4 4 ,4 6 ,5 3 ,5 7 ,5 9 ,6 9 , 81,90,96,134: Α ρχείο W ittgenstein, Καίμπριτζ. Γ ιατην αναπ αραγω γή του έργου του E duardo Paolozzi: © VG BildKunst, Βόννη 2005. σ. 26: ο ικογενειακ ό άλμπουμ της Dr. K atarina E isenburger, και σ. 38: Α ρχείο του Α υστριακού Συλλόγου Ludwig W ittgenstein· και οι δυο από το Brian M cG uiness / M aria C oncetta A scher / O tto Pfersm ann (επιμ.), Wittgenstein Familienbriefe, V erlag H olderPichler-Tem psky, Βιέννη 1996. σ. 32 και 121: από το B ernhard Leitner, The Architecture o f Ludwig Wittgenstein , A cadem y Editions, Λ ονδίνο 1995. σ. 129: από το K urt W uchterl / A dolf FTiibner, Wittgenstein, Ράινμπεκ 1979 (φωτ. A dolf H ubner). Ό λ ε ς οι υπόλοιπες εικόνες είναι από το Α ρχείο των εκδόσεω ν Suhrkam p. Ε υχαριστίες στον M ichael N edo από το Α ρχείο W ittgenstein του Κ αίμπριτζ γ ια τη φιλική του υποστήριξη.
Μια αξιοσημείωτη ζωή, ένα εντυπωσιακό έργο, μια ανεξάντλητη επίδραση. Η σειρά παρουσιάζει τη ζωή, το έργο και την επίδραση των μεγαλύτερων προσωπικοτήτων στην ιστορία του κόσμου. Κυκλοφορούν:
1. του Malte Korff 2. του Mom me Brodersen 3. του Joachim Schulte Ε τοιμάζονται:
του Michael Limberg των Gaby Hartel / Carola Veit της Gisela Perlet του Manfred Mittermayer
«Για όσα δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, γί αυτά πρέπει να σωπαίνει.» Αν και φιλόσοφος, ο Βιτγκενστάιν αποτελεί μυθιστορηματική φυσιο γνωμία: γόνος βαθύπλουτης αυστριακής οικογένειας, κατατρεγμένος από προβλήματα ταυτότητας και ψυχικής υγείας, θα καταλήξει ερημί της σε νορβηγικό φιορδ και ασκητικός γκουρού στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Εξίσου συναρπαστική με τη ζωή του είναι η εξέλιξη της σκέψης του: από πανούργος λογικός και αντιμεταφυσικός μυστικιστής, που κατακτά τον Κύκλο της Βιέννης, θα γίνει ευαίσθητος κατα σκευαστής γλωσσοπαιγνίων και θεμελιωτής της νεότερης αναλυτικής φιλοσοφίας, με τεράστιο αντίκτυπο στις κοινωνικές επιστήμες, τη λογοτεχνική θεωρία, τη νομική, τη θεολογία και την τέχνη.